Categories
Paolo Persichetti

Η ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΗ

Η ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΗ

Οι παρανοήσεις της μη βίας Από το περιοδικό Communautilus-Περιοδικό κριτικής του παρόντος χρόνου, Ιούλιος 2002 – βρέθηκε στο Athens.indymedia.org

του PAOLO PERSICHETTI

«Σήμερα η πολιτική της μη βίας είναι η μορφή κινητοποίησης που το κίνημα αποδέχεται σαν δικό του παράδειγμα, είτε επειδή είναι βαθιά πεποισμένο ότι πρέπει να υπάρχει συνάφεια στόχων και μέσων, είτε επειδή σήμερα είναι το μόνο εργαλείο που μας επιτρέπει να οικοδομήσουμε, μέσα σε μια σύνθετη πραγματικότητα, όπου κυριαρχούν ισχυρές υπερεθνικές δυνάμεις, εκείνη την απαραίτητη συναίνεση για να αλλάξουν οι κανόνες του παιχνιδιού και να αλλάξει αυτή η ίδια κοινωνία μας». Vittorio Agnoletto, εφημερίδα ιλ Μανιφέστο 18 Ιουλίου 2002 Τα απαλά χαρακτηριστικά του προσώπου πρόδιδαν το νεαρό της ηλικίας του. Είχε ξεκοπεί από την ομάδα και στο ένα του χέρι κρατούσε μια πέτρα που την εκσφενδόνισε με όλη του τη δύναμή σε μια ομάδα ατόμων προστατευμένα με ασπίδες και γκλομς, κράνη, μπότες και πυροβόλα όπλα στη ζώνη. Σχεδόν ικανοποιημένος από αυτή την ασυνείδητη χειρονομία πρόκλησης, είχε στρέψει το πρόσωπο του προς τα πίσω για να μετρήσει την απόσταση που τον χώριζε από τους συντρόφους του. Είχε τα μπράτσα του ανοικτά,ενώ τα χέρια ήταν γυμνά όπως σε εκείνη την φωτογραφία του αναρχικού στη γνωστή αφίσα, όταν η ηχώ μερικών πυροβολισμών αντήχησε στον αέρα. Οι σύντροφοι του ούρλιαζαν, ενώ ένας αστυνομικός είχε πάρει ψυχρά θέση για να τον πυροβολήσει στους ώμους. Εκείνη την στιγμή το χαμόγελό του έγινε γκριμάτσα πόνου. Χτυπημένος πισώπλατα αλλά μη πιστεύοντας ακόμα σʼαυτό που είχε συμβεί συνέχισε να περπατά τα βήματα του όμως τώρα έμοιαζαν πιο πολύ με βήματα χορού. Αμέσως μετά έπεσε στην άσφαλτο, αφού είχε ολοκληρώσει την πιρουέτα. Ήταν Ιούνης του 2001, στο Γκέτεμποργκ. Το «κίνημα των κινημάτων» μόλις πριν λίγο είχε τον πρώτο του νεκρό. Ένας αναθεματισμένος οιωνός για ό,τι έμελλε να συμβεί λίγες εβδομάδες αργότερα στη Γένοβα, στην πλατεία Alimonda, όπου ένα άλλο νεαρό άτομο, στην ίδια περίπου ηλικία, σκοτώθηκε από έναν ένστολο συνομήλικο του με χτύπημα πυροβόλου όπλου ανάμεσα στα μάτια. Ο Carlο Giuliani, το θάνατο τον είχε δει κατάματα ενώ οι άλλοι διαδηλωτές είχαν βρει το χρόνο να οπισθοχωρήσουν μπροστά σε εκείνο το όπλο. Ίσως να ήταν πια πολύ αργά να σταματήσει ή ίσως δεν θέλησε να αποτραβηχτεί, αλλά να τραβήξει μέχρι το τέλος για να εμποδίσει εκείνον το τεντωμένο βραχίονα, τον οπλισμένο και με τη στολή του κράτους, να συνεχίζει την απειλή του. Δύο χτυπήματα, μια σιωπή εξωπραγματική έπεσε απροσδόκητα στο πεδίο της μάχης που διακόπηκε αμέσως μετά από ουρλιαχτά, κι ενώ το νεκρό σώμα του Carlο περνούσε κάτω από τις ασεβής ρόδες του τζιπ της αστυνομίας. « Aνθη δηλητηριώδη, ικανά μόνο για να σπάνε»[1 ], δεν βρήκε τίποτα καλύτερο να πει ένα στέλεχος της αντιπαγκοσμιοποιητικής οργάνωσης ATTAC κάνοντας έναν απολογισμό των γεγονότων στο Γκέτεμποργκ. Έτσι ψυχρά και οργισμένα ενάντια σε αυτούς που στα μάτια της έμοιαζαν με νεολουντιστές χουλιγκάνους, η κυρία Susan George, βρήκε πιο πολύ κι από κανονικό ότι μια πέτρα άξιζε όσο ένα βλήμα από πυροβόλο όπλο ανάμεσα στους ώμους. Απρόσκλητες αυτές οι ορδές εξεγερμένων σε αναζήτηση εξεγέρσεων δεν ήσαν καλοδεχούμενες. Ενοχλούσαν τους νοικοκυρεμένους διεθνείς διαμορφωτές, τα γαϊτανάκια των δρόμων, τα συμβατικά συνέδρια των επαγγελματιών του συναιτερίζεσθαι, τη νέα αυτή γραφειοκρατία της κοινωνίας των πολιτών που σκέφτεται να αντιμετωπίσει τα βίαια ζωώδη πνεύματα του υπερφιλελεύθερου καπιταλισμού, στο παγκοσμιοποιημένο του στάδιο, μέσα από μορφές οικονομικής ρύθμισης, δικονομικά εργαλεία και ηθικούς κανόνες. Μέτρα ανεπαρκή, όσο κι η ιδέα ότι είναι δυνατόν να σταματήσει ο φουρτουνιασμένος ωκεανός στοιβάζοντας σακιά άμμου. Την ίδια περίοδο, μια έκκληση Ιταλών και Γάλλων διανοούμενων, μεταξύ των οποίων και πρώην συμμετέχοντες στα πολιτικά κινήματα της δεκαετίας του 1970 κατέκριναν τις πράξεις βίας και τις συγκρούσεις στους δρόμους, ειδικότερα τις ασχήμιες κατά εμπορευμάτων όπως « σπάσιμο βιτρίνων και κάψιμο κάδων αποριμάτων». Αυτοί έκαναν έκκληση για συντεταγμένες εκδηλώσεις κι αυτό που πέτυχαν δεν ήταν παρά ενισχυμένες αστυνομικές δυνάμεις. Είναι απόλυτα επιβεβαιωμένο ότι η ιστορία δεν έχει τη διάθεση να αντικρούσει εκείνη την παλιά ρήση που θέλει κάθε τραγωδία να επαναλαμβάνεται μόνο σαν φάρσα. Διόλου ικανοποιημένοι από ένα τόσο μεγάλο ηθικό στίγμα, πέρα από πολιτικό, εκπρόσωποι του Κοινωνικού φόρουμ της Γένοβας και ηγέτες ορισμένων no global συνιστωσών του, με τη χορηγία των μεγάλων ψηφοφόρων τους από πλευράς μμε, εκτόξευσαν το απείρως επαναλαμβανόμενο ρεφρέν της διείσδυσης προβοκατόρων, και μάλιστα όταν ακόμα και μετά από ένα χρόνο δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να το επιβεβαιώνει. Το έκαναν εν θερμό, συντριμμένοι από την προκατάληψη και για να εξυπηρετήσουν τις φοβίες τους, όταν ακόμα το βασανισμένο σώμα του Carlο Giuliani δεν είχε ένα όνομα. Στα μετακινούμενα σαλόνια των απευθείας συνδέσεων της RAI το πρώτο βράδυ μετά το G8 κυκλοφορούσε ακόμα η φήμη ότι το δολοφονημένο νεαρό άτομο ήταν ένας Ισπανός, σίγουρα βασκικής καταγωγής, και εν πάση περιπτώσει ένας από το μπλακ μπλοκ. Αυτοί [2], ζεστοί ακόμα από τις πορείες εκείνης της μέρας, επιτέθηκαν στις δυνάμεις της αστυνομίας που τις κατηγορούσαν για αδράνεια επειδή άφησαν να καταληφθεί η πόλη από αναρχικά στοιχεία ντυμένα στα μαύρα. Οι αστυνομικές δυνάμεις είχαν επιτεθεί στις πορείες όταν ακόμα αυτές περνούσαν από την «πράσινη ζώνη», στα διάφορα σημεία της πόλης οι αστυνομικοί είχαν κάνει χρήση όπλων, και αντί οι ξύπνιοι αυτοί εκπρόσωποι των no global να απαιτήσουν την απομάκρυνση των αστυνομικών δυνάμεων ζητούσαν να ενισχυθεί ακόμη πιο πολύ η δύναμη τους. Ξέχασε, ίσως και να μην το είχε πληροφορηθεί ο Πρόεδρος του LILA, Vittorio Agnoletto, ότι μόνο στις χώρες όπου κυριαρχεί ένας αυταρχικός έλεγχος του δημόσιου χώρου, οι αστυνομικές δυνάμεις και μόνο αυτές οργανώνουν και εφαρμόζουν την τάξη στις πορείες, έτσι ζητούσε από την αστυνομία να προστατεύσει τις μη βίαιες πορείες του. Μόνο αργά το βράδυ, όταν έφτασε η είδηση ότι ο νεκρός δεν ήταν παρά ο γιος ενός πολύ γνωστού συνδικαλιστή της τοπικής CGIL, τότε, και μόνο τότε ,ο «αμαρτωλός» Carlο Giuliani έγινε τελικά ένα αγόρι προς υπεράσπιση, ένα στενάχωρο θύμα δηλαδή. Οι ρυτίδες της σύγκρουσης Με την επιστροφή των μαζών στις πλατείες, επανεμφανίστηκε και η σύγκρουση με τις αγριότητες της, την τραχύτητα και τις ρυτίδες της.

Στην πραγματικότητα εκδηλώθηκε με ένα επίπεδο βίας του δημόσιου χώρου εξαιρετικά χαμηλής έντασης και μικρές κοινωνικές διαστάσεις αλλά αρκετές για να διογκωθεί και να αναδειχθεί από τα μμε. Λίγο, πολύ λίγο, σε σχέση με άλλες εποχές ή γεωγραφικά μήκη και πλάτη και σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε να είχε ξεκαθαρίσει το ζήτημα αν είχαν υποβληθεί μια-δυο απλές ερωτήσεις: πόσα όπλα έχουν βρεθεί ως τα τώρα μεταξύ των διαδηλωτών; Ποιος, αντιθέτως, έκανε χρήση των όπλων του; Πόσες βόμβες μολότοφ ρίχτηκαν ή βρέθηκαν στη Γένοβα; Τριακόσιες χιλιάδες διαδηλωτές και ούτε καν μια δεκάδα μολότοφ, αυτό ήταν τυχαίο; Παρʼ όλα αυτά από το Σιάτλ και δώθε, οι αντιπαραθέσεις γύρω από το θέμα της βίας συνόδευσαν, και εν μέρει τροφοδότησαν, τις κινητοποιήσεις κατά των G8, προσφέροντας μηντιακή αναγνώριση και δυνατότητα να επηρεάζει καταστάσεις στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Γιατί τέτοια ιδιαίτερη προσοχή σε μορφές βίας του δρόμου τόσο χαμηλής έντασης; Ίσως μια πρώτη εξήγηση να βρίσκεται στο ρόλο των μμε, στη δύναμή τους να αποφασίζουν αυτά, για το τι έγινε και τι δεν έγινε. Μια διεστραμμένη δυναμική που έχει την τάση να παρουσιάζει ή να προβάλλει σε προνομιακή θέση μόνο ό,τι μπορεί να πουλήσει υπό τη μορφή κοινωνικού θεάματος. Και το G8 της Γένοβας, ως προς αυτό, είναι ένα παράδειγμα. Το σύνολο των εξωτερικών αιτίων (πολιτικοί υπολογισμοί και προσδοκίες) και δυναμικών, στα πλαίσια της ενημέρωσης, που χαρακτηρίζει ένα μηντιακό γεγονός, δημιούργησαν ένα κρεσέντο, ένα είδος ταμ-ταμ που φύσηξε επί πολύ πάνω στη φωτιά, υποδαυλίζοντας τους θορύβους της εξέγερσης. Η Γένοβα όφειλε να είναι το ραντεβού της μεγάλης εξέγερσης. Αυτό ανέμεναν και αυτό επιθυμούσαν τα μμε, τα προσκείμενα στην αριστερά για να δώσουν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη της νεοδιορισμένης κυβέρνησης της κεντροδεξιάς, τα δε μμε της δεξιάς για να δαιμονοποιήσουν τον αντίπαλο και να νομιμοποιηθούν πίσω από την κατασταλτική αντανάκλαση της σιωπηλής πλειοψηφίας. Μετά το Γκέτεμποργκ στα δημοσιογραφικά γραφεία είχαν πάρει όλα τα μέτρα στην περίπτωση να υπάρξουν νέα θύματα, εξάλλου για ορισμένους κάτι τέτοιο ήταν πολιτικά επιθυμητό. Οι απευθείας τηλεοπτικές συνδέσεις των πρώτων απογευματινών ωρών της Παρασκευής 20 του μήνα, ίδρωναν απογοητευμένες λόγω των ελάχιστων επεισοδίων βίας που μπορούσαν να αφηγηθούν και να δείξουν. Η διαδήλωση ήταν ακόμα υπερβολική ήρεμη. Ο ωκεανός του πλήθους δεν άξιζε όσο τα σπασμένα τζάμια κάποιας τράπεζας. Μόνο αργότερα, οι ανταποκριτές βρέθηκαν στην ευχάριστη θέση να ικανοποιήσουν επιτέλους τη δίψα των βαμπίρ σε κατάσταση υπερδιέγερσης με τις εικόνες αίματος, τις φωτιές και τις συγκρούσεις. Μετά από μέρες και μέρες μηντιακού ταμ-ταμ που καλούσε σε εξέγερση, και που το επανέλαβαν οι φάρσες του επικοινωνιακού πολέμου, που κήρυξαν κάποιες ομάδες (λευκές φόρμες-tute bianche), η μηντιακή παγίδα έκλεισε γύρω από το λαό των εξεγερμένων που είχε συγκεντρωθεί στους δρόμους της Γένοβας. Η εικόνα του μπλακ μπλοκ, ως το έμβλημα του μεταμοντέρνου ληστή, σημαδεύτηκε από τη σφραγίδα του όνειδους και του προβοκάτορα. Το κοινωνικό θέαμα έδωσε πνοή σε ένα νέο τηλερομάντζο με άπειρα επεισόδια που στόχο είχε να ξαναπροβάλλει σε κάθε νέο επεισόδιο ένα είδος ιστορικού αναθεωρητισμού σε πραγματικό χρόνο. Ρήξη ιδεολογική και ρήξη κοινωνική Ισως εν συντομία νʼ αξίζει να πούμε ότι τα κοινωνικά κινήματα ήταν πάντοτε ένα προϊόν υποχρεωτικής συγκατοίκησης μεταξύ των διάφορων τάσεων και ερμηνευτικών προσεγγίσεων, κάποτε και για λόγους συμφέροντος. Στο παρελθόν, πρακτικές λιγότερο ή περισσότερο ειρηνικές και συμπεριφορές βίαιες, συγκατοίκησαν αγνοώντας η μία την άλλη ή ασκώντας πολεμική η μία στην άλλη, ή ακόμα και διαχεόμενες η μία στην άλλη. Αναλόγως των περιστάσεων, η μία επικράτησε της άλλης. Μαζικό κίνημα και δύναμη κρούσης. Η απειλή του αριθμού και η βία της δράσης. Δύναμη των επιχειρημάτων και επιχειρήματα της δύναμης. Όγκος και επιβλητικότητα κατά ευλυγισίας, αναγνωρησιμότητας και ζωντάνιας. Πόλεμος θέσεων και πόλεμος κινήσεων. Με δυο λόγια, όταν ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα κάνει την εμφάνιση του μοιάζει με ένα πολύεδρο, ένα γεωμετρικό σχήμα με πολλές πλευρές. Μπορεί να συμβεί να κάνουν την εμφάνιση τους μόνο κινήματα ομοιογενή ή κινήματα στα οποία κυριαρχούν κάποιες μόνο από τις συνιστώσες τους, αλλά τις περισσότερες φορές τα κινήματα αναδύονται σαν «πληθυντικά», «πολυσύνθετα», «πολύχρωμα». Τώρα το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης αυτοπροσδιορίζεται σαν το «κίνημα των κινημάτων» και από την ίδρυση του ως τα σήμερα υποστηρίζει ότι χαρακτηρίζεται από μια κατά μήκος και κατά πλάτος «αμοιβαία μόλυνση» των διαφόρων συνιστωσών του. Τίποτα πιο συνηθισμένο λοιπόν, μέσα σʼ όλη αυτή την πανσπερμία διαφορετικότητας, να υπάρχουν και τομείς (μειοψηφικοί σήμερα) που δεν αποκλείουν ή που βλέπουν με προνομιακό τρόπο την προσφυγή σε μορφές πολιτικής βίας ή παράνομης δραστηριότητας. Η απλή πολιτική βία του δρόμου ωστόσο, κι ακόμα περισσότερο η ίδια η ιδέα της παράνομης δραστηριότητας, θεωρούνται από την πλειονότητα των υπόλοιπων συνιστωσών ως ταμπού απαραβίαστα.

Υπάρχει ένα βασικό ιδεολογικό κομβικό σημείο, κυρίαρχο στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, το οποίο ταυτίζει τη βία με την παρανομία και την παρανομία με ένα κατώφλι που δύσκολα περνάς. Αυτό το ιδεολογικό χαρακτηριστικό μπορεί και να οφείλεται στη σημερινή κοινωνική σύνθεση του κινήματος, όπου στην πραγματικότητα υπερισχύουν, η χριστιανική συνιστώσα και τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας, οι μη(και παρα) κυβερνητικές οργανώσεις, που διαπνέονται από ηθικού χαρακτήρα προσεγγίσεις ρύθμισης του καπιταλισμού(αλληλέγγυα οικονομία, χρηματοδότηση ηθική και εξασφαλισμένη κοινωνική ασφάλιση), ή από δικονομικού χαρακτήρα πρακτικές ή ακόμα και από συνδικαλιστικές οργανώσεις του γεωργικού κόσμου, πολιτικο-εκδοτικούς οργανισμούς και θεσμικούς τομείς με απόψεις για το κράτος και την οικονομία της κυρίαρχης πολιτικής ή φορντικές,. Η ιδεολογική και πολιτική ρήξη που εγγράφεται γύρω από το ζήτημα της πιθανής χρήσης βίας και την παρανομία διατρέχει το ίδιο το κοινωνικό χάσμα που χωρίζει το νέο κόσμο της επισφαλούς εργασίας, τον πληθυσμό των άγριων της περιφέρειας των μητροπόλεων, τα δημιουργήματα του μεταφορντικού καπιταλισμού, από τα μεσαία στρώματα ή τις κοινωνικές ομάδες με συνδικαλιστική και συντεχνιακή προστασία που πιστεύουν ότι μπορούν να ρυθμίσουν την υπερφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

* * *

Είμαστε περίεργοι να δούμε τι περιλαμβάνεται σʼ αυτόν τον πολιτισμό που ορίζεται σαν πολιτισμός της «μη βίας», αλλά που δυσκολεύεται να αποκτήσει μια συνέπεια και μια ξεκάθαρη λογική. Στην πραγματικότητα, πίσω από την ταμπέλα της μη βίας συνυπάρχουν πολύ ετερόκλητες απόψεις και επιχειρήματα που κάποτε σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι γίνεται μια ορισμένη εκμετάλλευση αυτής της θετικής στάσης. Όταν ο Πρόεδρος του LILA (ιταλική λίγκα για τον αγώνα κατά του Aids), εξέχων μέλος του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης σε εθνικό επίπεδο, εκπρόσωπος του κόσμου του εθελοντισμού και παρτιζάνος της πολιτικής της μη βίας, καταδικάζει τις επιθέσεις κατά υποδομών και εμπορευμάτων (κάδοι αποριμάτων, τζαμαρίες τραπεζών και ανωνύμων εταιρειών, υπεραγορών, αντιπροσωπειών αυτοκινήτων) με μια βιαιότητα όλος ιδιαίτερη, που κάνει χρήση ενός είδους αποδοκιμασίας ηθικού τύπου η οποία υπερβαίνει την απλή πολιτική λογοκρισία, και στη συνέχεια συμμετέχει – χωρίς να εκφράσει την παραμικρή επιφύλαξη – σε μία πορεία που εξυμνεί τις σφαγές των καμικάζι κατά άοπλων πολιτών, τότε σʼ αυτόν τον θεωρούμενο πολιτισμό της «πολιτικής της μη βίας» κάτι δεν πάει καλά. Ότι το κάψιμο ενός κάδου αποριμάτων μπορεί να είναι απείρως σοβαρότερο από ένα μπουφάν με εκρηκτικό υλικό και καρφιά που σκάει στο εσωτερικό ενός λεωφορείου ή στη μέση μιας λαϊκής αγοράς, δεν μας πείθει. Αυτής της πολιτικής μη βίας, μεταβλητής γεωμετρίας, αυτή η ηθική των δύο μέτρων και των δύο σταθμών, αξίζει να επαληθευτεί η ηθικο-φιλοσοφική και κοινωνικο-ιστορική της αρμοδιότητα.

Πολύ συχνά τα επιχειρήματα που αυτή προβάλλει βασίζονται μόνο σε ανατροπές εννοιών, σε προκαταλήψεις και παρανοήσεις και σε μία συνύπαρξη με την ιδέα της νομιμότητας διόλου αθώα. Για την μη βία ως απόκλιση της Ηθικής Για να υποστηρίξουν τη μη βία ορισμένοι συγγραφείς χρησιμοποιούν επιχειρήματα που στηρίζονται σʼ αυτό που τα κείμενα ορίζουν ως ηθική της πειθούς η οποία προβάλλεται της ηθικής της υπευθυνότητας, και που και οι δυο τους βασίζονται σε ορθολογιστικές λογικές που όμως χρησιμοποιούν με προνομιακό τρόπο διαφορετικούς παράγοντες. Ένα παράδειγμα: η ταύτιση μέσων και στόχων κατά της ασυμμετρίας μέσων- αποτελέσματος. Με απλά λόγια, ηθική λογική κατά κυνικής λογικής. Σε αρκετές λοιπόν περιπτώσεις, το θέμα της πολιτικής της μη βίας αντιμετωπίζεται στη βάση ηθικών ή θρησκευτικού χαρακτήρα αρχών. Και είναι γεγονός ότι ,στις πιο πολλές περιπτώσεις, η σχετική αξία, ή καλύτερα η ανωτερότητα αυτής της μεθόδου επιβεβαιώνεται με την άμεση χρήση επιχειρημάτων ηθικού χαρακτήρα ή εμπνεόμενοι από αυτά, και πάντως αλιεύοντας επιχειρήματα και θέσεις σε μια βάση ιστορική ή πραγματιστική. ’λλοι όμως συγγραφείς, πιο προσεκτικοί ως προς την επιλογή των επιχειρημάτων τους, επειδή τα αποδεικτικά στοιχεία ηθικού χαρακτήρα είναι αδύναμα όταν αντιμετωπίζουν τις αντιρρήσεις της ιστορικής εμπειρίας, ακολουθούν νέες στρατηγικές επιχειρηματολόγησης, και καταφεύγουν στον υστερόβουλο λόγο για να εξηγήσουν πώς η πολιτική της μη βίας αποδείχθηκε ιστορικά πιο αποτελεσματική και άρα (σε βάση καθαρά ωφελιμιστική), ανώτερη. Στο τέλος-τέλος, ο ίδιος ο Gandhi συνήθιζε να λέει ότι αν ποτέ του ετίθετο το δίλημμα να επιλέξει μεταξύ παθητικότητας και βίαιης δράσης, θα επέλεγε τη βία γιατί οπωσδήποτε αυτή παραμένει μια μορφή δράσης. Και κατά τη γνώμη του, η δράση κατά της όποιας παθητικότητας ήταν το ύψιστο αγαθό[3 ]. Και βέβαια η αλήθεια είναι ότι με την κατάκτηση της ανεξαρτησίας της, η Ινδία δεν δυσκολεύτηκε διόλου να δημιουργήσει ένα Κράτος με έναν στρατό, μια αστυνομία, δικαστήρια και φυλακές. Η εμπειρία του Γκάντι κατέληξε σε ένα απίστευτο παράδοξο, στην επιδέξια αντιστροφή των όρων που χαρακτηρίζουν την ηθική ευθύνη: τα μέσα, δηλαδή, στη θέση των στόχων και οι στόχοι στη θέση των μέσων. Τις παραδοσιακές μεθόδους που υπαγορεύονται από έναν ωφελιμισμό πραγματιστικού περιεχομένου (που όμως δεν αποκλείουν τη χρήση βίας), αυτός τις αντικατέστησε με ορισμένα μέσα ηθικά όπως είναι η πολιτική της μη βίας, έτσι ώστε να επιτευχθούν κάποιοι στόχοι οι οποίοι, ακυρώνοντας τους ηθικούς στόχους της μη βίας, οδήγησαν στη γέννηση ενός Κράτους, ενός οργανισμού δηλαδή που εξ ορισμού ασκεί το μονοπώλιο της νόμιμης βίας. Ετσι ο πυρήνας του σκεπτικού του Γκάντι για την πολιτική γίνεται ένα διαρκές προσκλητήριο για δράση, σε αγώνα κατά της εθελοντικής δουλείας. Η αντίληψη του Γκάντι ήταν μια ύψιστη ηθική της κινητοποίησης, της δράσης, της εξόδου του ατόμου από την παθητικότητα και την υποταγή, από αυτό δηλαδή που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε σαν πραγματική «ασθένεια της θέλησης». Στον Γκάντι υπάρχει η αντίληψη ότι η ουσία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας βρίσκεται στην ανάληψη των προσωπικών επιλογών, στο πάρσιμο τη ζωή και του πεπρωμένου μας στα ίδια μας χέρια.

Το άτομο ορθοποδεί μόνο εφόσον μάθει να βαδίζει με τα ίδια του τα πόδια και να επιλέγει την πορεία του αυτόνομα, διαφορετικά δεν είναι παρά ένα υποταγμένο θηλαστικό. Το μάθημα του Γκάντι μεταφράζει έτσι, με το δικό του τρόπο μια φιλοσοφική παράδοση που τουλάχιστον από την νεωτερικότητα συμπεριλαμβάνει φιλοσόφους του μεγέθους ενός Spinoza, ενός Rousseau, ενός Boetie, ενός Marx. Η πολιτική της μη βίας, εννοούμενης ως συμπεριφορά που απορρέει από μια πρακτική η οποία εμπνέεται από την ηθική της πειθούς, βρίσκεται μπροστά σε με μια αξεπέραστη αντίφαση: η ηθική πρόταση για να έχει εσωτερική αξία, για να απαντά δηλαδή σε κριτήρια εσωτερικής συνοχής, πρέπει να εννοείται ως κάτι το απόλυτο. Έτσι όμως δεν έχει τη δυνατότητα να επιλέγει, να προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις. Αυτό ήταν και το μεγάλο δράμα των πασιφιστών του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Πολλοί από αυτούς στο τέλος, κατέληξαν σε μια πολύ δύσκολη απόφαση και προσχώρησαν στις γραμμές της αντιναζιφασιστικής αντίστασης. Πήραν τα όπλα δηλαδή. ’λλοι, παρέμειναν αυστηρά πασιφιστές. Δεν θέλησαν δηλαδή να συμμετάσχουν στη σύγκρουση, ούτε μπροστά στα ανοσιουργήματα του ναζισμού, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πολλοί από αυτούς είχαν επηρεαστεί από το σφαγείο ανθρωπίνου κρέατος που ήταν ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Είχαν πάρει μέρος σʼ αυτόν τον τρομερό πόλεμο, στους αποδεκατισμούς στρατιωτών που αποφάσιζαν τα Γενικά Επιτελεία κατά των στρατιωτών που δεν υπάκουαν στις εντολές, να συμμετάσχουν στις εφόδους αυτοκτονίας κατά των εχθρικών γραμμών. «Ποτέ πια !», είπαν. Η τοποθεσία Les chemin des dames, στη Γαλλία, μια θέση μυθική, κάτι σαν τα δικά μας υψώματα Carso, ξαναφέρνει στο νου τις φοβερές εικόνες ανθρώπων βουτηγμένοι στη λάσπη και το αίμα, ορδές στρατιωτών να ρίχνονται στην επίθεση και να αναγκάζονται να περνάνε πάνω από τα σώματα πληγωμένων συντρόφων που τους είχαν θερίσει τα εχθρικά πυρά, για μέρες και μέρες, για εβδομάδες ολόκληρες. Στην Ιταλία, τα στρατεύματα τα έσπρωχναν προς τα εμπρός με κανονιές από τις οπισθοφυλακές, τα βλήματα των πυροβόλων δεν ερχόντουσαν από την πλευρά του εχθρού αλλά από τους δικούς μας ύστερα από διαταγή των δικών μας Επιτελείων, κι ενώ οι καραμπινιέρι που πήγαιναν από πίσω, συνελάμβαναν και εκτελούσαν επί τόπου όποιον παρέμενε στο χαράκωμα του ή κρυβόταν στους λάκκους κάτω από τα πτώματα Στη Γαλλία, λόγω της ειρηνόφιλης επιλογής τους, πολλοί ειρηνιστές στρατιώτες καταδικάστηκαν, ως συμπαθούντες την εθνικο-φασιστική δημοκρατία του Vichy, η οποία υπέγραψε την ανακωχή και στη συνέχεια συνεργάστηκε ενεργά με το ναζισμό. Η ηθική της μη βίας, λόγω των «οραματικών» της χαρακτηριστικών της λογικών (η επίκληση εδώ και τώρα , hic et nunc, της μελλοντικής κοινωνίας), και την απαίτηση της να προκαταβάλλει ως προς τις μεθόδους έναν από τους κανόνες της μελλοντικής κοινωνίας, θα έπρεπε να οδηγεί σε κάθετη ρήξη, σαφή, (δεν ήταν τυχαίο που ο Thoreau υποστήριζε θερμά την μη πληρωμή φόρων και το δικαίωμα των αντιρρησιών συνείδησης) με κάθε καθεστηκυία τάξη εκφράζει τη βία, και άρα κατά κύριο λόγο με εκείνο το όργανο που εξ ορισμού ασκεί τη «νόμιμη βία», δηλαδή τον νόμιμο εξαναγκασμό, δηλαδή το Κράτος. Κάθε συμπεριφορά που δεν θα ήταν συνεπής με αυτή την στάση, θα παραβίαζε κατά κάποιο τρόπο την ηθική αυτή πρόταση προσαρμόζοντας την προσωπική συμπεριφορά σε στάσεις ευκαιριακές απαράδεκτες. Ο μη βίαιος δεν θα έπρεπε να πιστεύει, και πολύ περισσότερο να σέβεται, τους κώδικες ποινικής δικονομίας ούτε το ποινικό δίκαιο, τα δικαστήρια, και τους δικαστές, για αυτό που οι ίδιοι οι θεσμοί εκφράζουν και αντιπροσωπεύουν: τη νομιμότητα δηλαδή. Και η νομιμότητα είναι εξ ορισμού η δικονομική άσκηση μιας ποσότητας (που αυξάνεται ανάλογα με τις ανάγκες) εξαναγκασμού και καταστολής που θεωρείται απαραίτητη για την στοίχιση της κοινωνίας. Κι όταν ακόμα επικαλούνται λόγους συγκυρίας-κάτι που μπορούμε ακόμα και να το κατανοήσουμε-τότε, εγκαταλείπουν το δρόμο της ηθικής της πειθούς και ακολουθούν το δρόμο της υπευθυνότητας. Δηλαδή επιλέγουν λόγω ανωτέρας βίας να εφαρμόσουν μια στρατηγική τα μέσα της οποίας(στην προκειμένη περίπτωση η παθητική αποδοχή της βίας από πλευράς κράτους), δεν είναι και τόσο συμβατά με τους στόχους. Με δυο λόγια, η επιλογή της μη βίας γίνεται μια από τις τόσες στρατηγικές με τακτικές βολικές, πράξεις συμβιβασμού, περιστασιακές λογικές, ευκαιριακή αντιμετώπιση καταστάσεων, κ.λπ. Επειτα, σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν ακόμα πιο ύποπτη μια συμπεριφορά καθαρής λογοκρισίας της βίας που ασκούν αδύνατα υποκείμενα, αντιρρησίες, αμφισβητίες, εν πάση περιπτώσει όσοι δεν ανήκουν στις κυρίαρχες τάξεις (οι κάτοχοι της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας), αν ταυτόχρονα δεν συνοδεύεται κι από σαφή καταδίκη και αντίστοιχη πράξη ενεργητικής ανυπακοής κατά του Κράτους. Όχι μόνο όταν αυτό ασκεί κυριολεκτικά βία με ενεργητικό τρόπο, αλλά από το ίδιο το γεγονός της ύπαρξης του, ως θεσμού. Κι αν ακόμα, για λόγους συντομίας, παραλείψουμε το γεγονός ότι το κράτος είναι ο μεγάλος Μολώχ που επιβλήθηκε χάριν μιας πρωτογενούς ισχυρότατης και ανίκητης βίας η οποία παρέσυρε στο πέρασμα της όλες τις προϋπάρχουσες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, ακόμα και τότε δεν είναι δυνατόν να ξεχνάμε ότι το σύγχρονο Κράτος δικαίου εκφράζει μέχρι σήμερα αυτό που ορισμένες θεωρίες της κοινωνιολογίας ονομάζουν συμβολική βία. «Αυτή τη γλυκιά βία» δηλαδή, «την αόρατη, την άγνωστη σαν τέτοια, που την επιλέγουμε αλλά και την υφιστάμεθα» (Pierre Bourdieu, Les Sens pratique, Minuit, Παρίσι 1980). Μια καλυμμένη βία που κρύβει πίσω από μια δήθεν φυσικότητα, ιεραρχίες αξιών, γνώσεων, ένα σύνολο ιστορικά κατασκευασμένων ανισοτήτων που εκφράζουν σχέσεις κυριαρχίας εσωτερικευμένες τις πιο πολλές φορές από τους ίδιους τους εξουσιαζόμενους. Η πολιτική της μη βίας ως πρακτικός συλλογισμός Η φιλολογία της μη βίας δεν τσιγκουνεύεται επιχειρήματα όταν είναι να προβάλλει την αποτελεσματικότητα του σκεπτικού της και των μεθόδων της στη βάση μιας προϋπόθεσης καθαρά «ρεαλιστικής», ανάλυση δηλαδή συγκεκριμένων ιστορικών πρακτικών, μετρώντας «ποια μέσα προσφέρουν τις πιο πολλές δυνατότητες ελαχιστοποίησης των κακουχιών και των ανισοτήτων, για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας»[4 ].

Έδαφος δυσπρόσιτο, σχεδόν αδιάβατο, το έδαφος των συγκεκριμένων πρακτικών, τραχύ λόγω των πολλών παρανοήσεων, των συγχύσεων και των ιστορικών παρερμηνειών που οφείλονται ουσιαστικά στην ελλιπή συστηματοποίηση του «σκεπτικού της μη βίας»,στον πολύ συχνά αόριστο τρόπο που αυτή προσεγγίζει τις καταστάσεις, στην ισχνή εξοικείωση της με την αυστηρή χρήση εννοιών. Μια πρώτη δυσκολία αφορά τους γλωσσικούς κώδικες που αυτή χρησιμοποιεί Και πράγματι, το περιεχόμενο των όρων στη συζήτηση που διεξάγεται στη Βόρεια Αμερική και το διάλογο που διεξάγεται στην Ευρώπη δεν είναι διόλου το ίδιο. Κείμενα της αμερικανικής φιλολογίας της μη βίας ορίζουν σαν «συμβατικές μεθόδους» πολιτικής πάλης τις εκλογικές εκστρατείες, την πολιτική προπαγάνδα, τις ενέργειες που δεν βγαίνουν έξω από τα πλαίσια των νόμων, τη δημοσίευση ανοικτών επιστολών, τις δραστηριότητες ομάδων πίεσης σε βουλευτές. Αυτές οι μέθοδοι θεωρείται ότι διαφέρουν από τη μη βίαια δράση, που χαρακτηρίζεται πριν απʼ όλα από «εκδηλώσεις που ξεκινούν από το λαό, όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν να κατέβουν στους δρόμους για ένα συγκεκριμένο σκοπό» [5]. Ο ορισμός αυτός που χωράει τα πάντα φαίνεται να υπονοεί ότι η μη βίαια δράση διαφέρει από τις παραδοσιακές μεθόδους πάλης αφού δεν παράγει πολιτική εκπροσώπηση, δεν χρειάζεται διαμεσολαβήσεις αλλά βασίζεται στην άμεση δράση, την ενεργητική συμμετοχή των λαϊκών υποκειμένων (και γιατί όχι των μεσαίων τάξεων;). Και κατά δεύτερο λόγο, επειδή οι προϋποθέσεις για τέτοιες μορφές δράσης δεν παίρνουν υπόψιν τα όρια που βάζει ο ποινικός κώδικας. Με λίγα λόγια, η μη βίαια δράση αδιαφορεί αν θα είναι ή όχι παράνομη. Αν αυτό το πάρουμε της μετρητοίς, τότε αυτή η αντίληψη περί μη βίας δημιουργεί πολλά προβλήματα στην έννοια που αυτή παίρνει στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ιταλία, όπου οι αυτοαποκαλούμενες μη βίαιες ομάδες κάνουν ευρύτερη χρήση «συμβατικών» μεθόδων εκπροσώπησης και ανάθεσης σε μηντιακούς και κυβερνητικούς παράγοντες (βλέπε Γένοβα), και συγχέουν την πολιτική της μη βίας με τον δουλοπρεπή σεβασμό του ποινικού κώδικα. Ένα δεύτερο πρόβλημα ιστορικής διάστασης εμφανίζεται όταν γίνεται λόγος σε μορφές δράσης που θεωρούνται μη βίαιες: πορείες, καθιστικές διαμαρτυρίες, καταλήψεις και απεργίες μποϊκοτάζ [ 6 ]. Να λοιπόν με ποιο τρόπο ένα μέρος του πιο παραδοσιακού οπλοστάσιου των πρακτικών που εφαρμόστηκαν στην ιστορία του εργατικού κινήματος και τις πολιτικές ομάδες που εμπνεύσθηκαν απʼ αυτό από το 1848 ως τα σήμερα (αναρχικοί, σοσιαλιστές, κομμουνιστές διαφόρων τάσεων, θρησκείας, σχολής, Διεθνούς – αλλά και πιο πριν, βλέπε π.χ. τους Λουντιστές, όπως εξηγεί ο ’γγλος ιστορικός Edward Thompson στο, La formation de la classe ouvrier anglaise( Η γέννηση της εργατικής τάξης στην Αγγλία. Αυτοί, στην πραγματικότητα δεν κατέστρεφαν μόνο τα μηχανήματα των εργοστασίων αλλά οργάνωναν απεργίες και διαδηλώσεις, εφαρμόζοντας τις πρώτες μορφές πολιτικής δράσης της εργατικής τάξης), μεταβάλλονται ξαφνικά σε προνομιακά εργαλεία της ειρηνόφιλης δράσης. Δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι αυτές οι μορφές αγώνα ανήκουν στη γενετική κληρονομιά του πολιτικού πολιτισμού την κόρη του εργατικού κινήματος, ο οποίος ξεχώρισε ιστορικά από θεωρητικές και πρακτικές προσχωρήσεις στην πολιτική της μη βίας.

Το κίνημα της εργατικής τάξης υπήρξε εξεγερτικό, επαναστατικό, βίαιο, ή μεταρρυθμιστικό, προσκολλημένο στη νομιμότητα, θεσμικό, αλλά μόνο σε εξαιρετικά λίγες περιπτώσεις μη βίαιο (ίσως μη βίαιες να μπορούμε να θεωρήσουμε τις φιλανθρωπικές οργανώσεις, ή τις οργανώσεις των Αγγλων χαρτιστών και φαβιστών που πάλευαν για πολιτικά δικαιώματα στις αυγές του εργατικού κινήματος, ακολουθώντας στρατηγικές δημοψηφισμάτων. Εργαλεία που ωστόσο σήμερα, το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της φιλολογία της πολιτικής της μη βίας, θεωρεί συμβατικά). Ο δρόμο είναι μεγάλος, υπάρχει χώρος για όποιον θέλει να μοιραστεί, πλάτη με πλάτη, τα πεζοδρόμια και τις πλατείες, να συμπαρασταθεί ή να χρησιμοποιήσει το όπλο της απεργίας των καταλήψεων, των καθιστικών διαμαρτυριών κ.λπ…, αλλά αφού το δηλώσουμε, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί η σύγχυση μεταξύ πολιτικής της μη βίας και απλής συμμετοχής στις «ειρηνικές» αποκαλούμενες εκδηλώσεις, δηλαδή τη δράση των μαζών, λιγότερο ή περισσότερο νόμιμη ανάλογα με τις εποχές και τους συνταγματικούς κανόνες. Μια συμπεριφορά που διαπερνά οριζόντια τις πιο διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές ομάδες. Αν πολιτική της μη βίας σημαίνει να παρελαύνει κανείς νόμιμα και ειρηνικά στους δρόμους, ή να καταλαμβάνει προσωρινά πλατείες, ύστερα από άδεια των αστυνομικών αρχών, τότε και η εκδήλωση της Forza Italia στις 19 Νοεμβρίου του 2001, στην Piazza del Popolo, ήταν μια μη βίαιη πρωτοβουλία, όπως ακριβώς και οι διαδηλώσεις των Γάλλων αστυνομικών, που τον περασμένο Δεκέμβρη γέμισαν τις πλατείες ζητώντας πιο πολλά λεφτά για τις τσέπες τους και περισσότερη φυλακή για τους άλλους πολίτες. Οποιαδήποτε ειρηνική και νόμιμη διαδήλωση, είτε αυτές που κάνουν τα κόμματα της κυβέρνησης, είτε αυτές που κάνουν οι πολιτικές δυνάμεις της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, στων οποίων τα προγράμματά, τις διακηρύξεις και τα καταστατικά, δεν γίνεται η οποιαδήποτε νύξη στην πολιτική της μη βίας και που ποτέ δεν αμφισβήτησαν την άσκηση του μονοπώλιου της βίας από μεριάς κράτους και κατασταλτικών του μηχανισμών, τότε όλοι αυτοί θα έπρεπε να θεωρούνται εκφραστές μη βίαιων πρακτικών. Θα καταλήγαμε λοιπόν στο παράδοξο ότι θα μπορούσε να γίνουν διαδηλώσεις υπέρ της συμμετοχής και της υποστήριξης στο πόλεμο με τρόπο που να θεωρείται μη βίαιος. Είναι προφανές ότι σε αυτόν τον τρόπο σκέψης, κάτι δεν πάει καλά! Απεργία και πολιτική της μη βίας Είναι λάθος να συμπεριλαμβάνουμε την απεργία από την εργασία όπως και την απεργία πείνας στις μη βίαιες μεθόδους πάλης. Κι αν η πρώτη δεν συμπεριλαμβάνεται σε καμία περίπτωση στις χαρακτηριστικές μεθόδους των παραδόσεων του κινήματος της μη βίας, η δεύτερη αν και είναι μια από τις μορφές πάλης που ταυτίζονται περισσότερο με μη βίαιες συμπεριφορές, απέχει πολύ από το να είναι μια μη βίαιη συμπεριφορά. Η απεργία από την εργασία ουσιαστικά είναι μια πράξη βαθιάς ανυποταξίας, αντιπαράθεσης σκληρής συσχετισμού δυνάμεων που συχνά παίρνει αποστάσεις από κάθε μορφή πάλης και νόμο: σταυρώνουμε τα χέρια, όλοι μαζί, για να σταματήσουμε την παραγωγή εμπορευμάτων των αφεντικών. Η απεργία είναι μια πολύ σκληρή επίθεση κατά της ιδιοκτησίας, στη βάση της αξιοποίησης του κεφαλαίου, αφού πλήττει τα εμπορεύματα στην καρδιά της παραγωγής τους διακυβεύοντας την ίδια τους την επιβίωση. Και ακριβώς γι αυτό το λόγο η αντίδραση των αφεντικών υπήρξε πάντα σκληρή, χωρίς να τσιγκουνεύονται κατασταλτικά μέσα: κλείσιμο εργοστασίων από πλευράς καπιταλιστή (λοκ-άουτ), στρατολόγηση απεργοσπαστικού μηχανισμού, οργάνωση προκλήσεων από πληρωμένους προβοκάτορες, επίσπευση της παρέμβασης της αστυνομίας, του στρατού, εξαπόλυση του μηχανισμού της δικαιοσύνης. Οι εργάτες τότε ήταν αναγκασμένοι να υπερασπίσουν την απεργία τους, για να μην ηττηθούν πριν καν την ξεκινήσουν. Έπρεπε να την υπερασπισθούν κατακτώντας την διαχειριστική και επομένως πολιτική αυτονομία των ταμείων αλληλοβοήθειας, που είχαν δημιουργηθεί, στη Γερμανία επί Βίσμαρκ και επί δεύτερης αυτοκρατορίας στη Γαλλία, τα οποία λειτουργούσαν σαν ιμάντες μεταβίβασης του κρατικού ελέγχου πάνω στους εργάτες, μέσω της προεδρίας των ταμείων που κατείχαν διευθυντές της αστυνομίας ή έμπιστα στελέχη του κράτους.

Μετά εμφανίστηκαν οι ομάδες περιφρούρησης (ο λόγος δηλαδή ήταν να εμποδίσουν τους μη απεργούς υπό την απειλή του αριθμού, την παρουσία και τη φυσική δύναμη, να μπουν στους χώρους δουλειάς. Παράβαση που προβλέπεται στον ποινικό κώδικα), οι καταλήψεις (εισβολή μέσω παραβίασης των εισόδων του εργοστασίου, απειλή και φυσική βία κατά ξένης ιδιοκτησίας. Παράβαση που τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα), το μποϊκοτάζ και το σαμποτάζ (καταστροφή των αγαθών και της ξένης ιδιοκτησίας. Παράβαση που διώκεται από τον ποινικό κώδικα), γύρω από τα οποία επί δύο σχεδόν αιώνες δόθηκαν σκληρότατες μάχες, αγώνες που βάφτηκαν με αίμα, φυλακίσεις και δυστυχία, ακόμα κι όταν η απεργία έγινε τελικά ένα δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο. Η απεργία είναι και παραμένει μέχρι σήμερα (παρά τα σκαμπανεβάσματα της, τις μορφές και τους διαφορετικούς τρόπους χρήσης) το κοινό εργαλείο όλων των ψυχών του εργατικού κινήματος, αλλά ειδικότερα η γενική απεργία υπήρξε μυθικό σημείο αναφοράς και τροφοδότησε τους πιο ατίθασους ιδεολογικούς κόσμους, αμφισβήτησης και επανάστασης: ας σκεφτούμε την πρακτική που σε ορισμένες περιπτώσεις πήρε μυθικές διαστάσεις, την πρακτική της «επαναστατικής απεργίας», το στοιχείο της ώρας 0», την τελική επίθεση (τα εργοστάσια Putilov το 1917, της Fiat το 1943), τη συνύπαρξη επαναστατικής βίας και γενικής απεργίας που τόσο ένθερμα υποστήριξε ο σοσιαλιστής George Sorel, ο συγγραφέας του πολύ γνωστού βιβλίου, Greve generale et violence (Γενική απεργία και βία). Η απεργία πείνας, έπειτα, είναι απλά μια μορφή βίας αντίθετου πρόσημου, όχι επιθετική αλλά αυτο-επιθετική. Είναι αυτοφαγία του σώματος που αρχίζει να τρέφεται με τα πλεονάζοντα λίπη, τα γκρίζα λίπη, και στη συνέχεια με τα λίπη που περιβάλλουν τα ζωτικής σημασίας όργανα του ανθρώπου. Η απεργία πείνας είναι το τελευταίο νόημα ύπαρξης της εξεγερμένης γυμνής ζωής, το τελικό στάδιο μιας σάρκινης μάζας που περιθωριοποιείται, μιας ύπαρξης υποβαθμισμένης σε απλό σκελετό, η οποία αν και βλέπει ότι χάνει βάρος κατορθώνει και αισθάνεται δυνατή. Αφού έκλεισαν όλα τα πεδία στη λέξη και τη δράση, διακύβευμα πλέον γίνεται το γυμνό κορμί. Λέξη και δράση δρουν σε μία ενιαία κοινότητα, δικτυώνονται, αλλά όταν πάψει να υπάρχει η όποια δυνατότητα σχέσης, τότε το σώμα τρώγοντας τις ίδιες του τις σάρκες μετατρέπεται σε εργαλείο λόγου, σε ακραία και τελευταία μορφή ανυποταγής. Η απεργία πείνας είναι αποδεκτή μόνο όταν αυτοί που την χρησιμοποιούν είναι φυλακισμένοι ή σκλάβοι σε γυμνά κελιά υπό επιτήρηση και έχουν εξαντλήσει κάθε περιθώριο δράσης, γίνεται όμως μια στρατηγική εκβιασμού, αξιοκαταφρόνητη ηθικά, όταν υιοθετείται δημαγωγικά από βουλευτές και ανθρώπους δουλοπρεπείς υπό το φως των προβολέων των μμε. Διαφορετικό πράγμα, είναι οι νηστείες του χώρου του ασκητισμού και της πνευματοκρατίας που εγγράφεται στον πολιτισμό πολλών θρησκειών, διαδρομές εσωτερικής κάθαρσης, προσωπικής μαρτυρίας, πολιτικού αυτισμού ή κοινωνικής ανορεξίας. Μια «βουλιμία του πνεύματος» που μισεί το σώμα, το βρίσκει βρώμικο και θέλοντας να απελευθερωθεί από αυτό, υψώνεται πάνω από τα γήινα ή λειώνει στην υπόλοιπη φυσική ύλη. Αυτή η «φυγή από τον εαυτό μας» δύσκολα συμβιβάζεται με τις παραμέτρους του πολιτικού ορθολογισμού της Δύσης, και σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται παρά για μια δημαγωγία μέσω του σώματος να θέλει κάποιος να εντάξει τη μη κοινωνική φύση των νηστειών εξαγνισμού στις πρακτικές του πολιτικού αγώνα που εμείς γνωρίζουμε και διεξάγουμε, ή έστω στις πρακτικές της καθεστηκυίας τάξης Η πολιτική της μη βίας στην ιστορία: ένας απολογισμός Δύο είναι τα ιστορικά γεγονότα υψίστης σημασίας που περιλαμβάνονται στις βάσεις του πολιτισμού και του φαντασιακού της μη βίας. Το πρώτο έχει να κάνει με τη γέννηση του έθνους των Ινδών. Αναμφισβήτητα το ιστορικό γεγονός με τη μεγαλύτερη παρουσία της στρατηγικής της μη βίας. Δεν είναι εδώ ο χώρος για να γίνει η κατάλληλη ιστορική ανάλυση, αλλά τουλάχιστον μπορούν να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις που μας συνιστούν να προσέχουμε και να είμαστε περισσότερο συνετοί όταν χρησιμοποιούμε το μύθο (το χαρακτηριστικό όλων των εθνικισμών) της ίδρυσης του έθνους των Ινδών. Εάν η μορφή του Γκάντι παίζει το ρόλο του μεγάλου πατέρα (εξέχουσα έκφραση αυτής που ο Max Weber ονομάζει «χαρισματική νομιμοποίηση», συμβολική μαγνητική δύναμη του προφήτη που μπορεί να αντιλαμβάνεται πολύ περισσότερα και να είναι πιο δίκαιη από τον δήμο, αλλά που σίγουρα δεν είναι συνώνυμο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατικής εξουσίας, συμμετοχική ή άμεση…), τότε η πολιτική της μη βίας είναι ένας μύθος της γέννησης της Ινδίας. Μύθος μακρινός και πολύ παράδοξος για μια χώρα που από τότε δεν έπαψε να βασανίζεται από χιλιάδες συγκρούσεις εθνικο-θρησκευτικές και απερίγραπτες σφαγές (απόσχιση του Πακιστάν και ένας διαρκής λανθάνον πόλεμος στα σύνορα, εξέγερση των Σιχ, αλυτρωτισμός του Κασμίρ, πόλεμος με το Μπαγκλαντές), μέχρι που απόκτησε και ατομική βόμβα. Η στρατηγική του Γκάντι εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι το κόμμα του Κογκρέσου κατείχε ένα μέρος της διαχείριση της εξουσίας της αγγλικής αποικιοκρατίας. Αν και υποτελής, η ελίτ των Ινδών κατείχε θέσεις στη διοίκηση της χώρας. Αυτό δίχως αμφιβολία ευνόησε την ανάπτυξη μιας στρατηγικής του αγώνα για ανεξαρτησία που ακολουθούσε εσωτερικές διαδρομές, και που βασιζόταν σε οργανωμένες μορφές μη συνεργασίας,. Ο Γκάντι σχεδίασε μια στρατηγική προσαρμοσμένη σε μια Ινδία πολύ φτωχή και τεχνολογικά κατώτερη για να μπορέσει να ανταπεξέλθει σʼ έναν πόλεμο. Η προσφυγή στη δύναμη των αριθμών κατά της ισχνής μειοψηφίας των αποικιοκρατών θα μπορούσε να οδηγήσει στο διώξιμο της τάξης των διαχειριστών και επιχειρηματιών που διοικούσαν την αποικιακή αυτοκρατορία και τα στρατεύματά της. Η δύναμη του αριθμού είχε τα περιθώρια να επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις που προωθούσε η αγγλόφωνη ελίτ των Ινδών, η έκφραση ενός αναδυόμενου αυτόχθονος καπιταλισμού. Η διεθνής κατάσταση ευνοούσε τον αντιαποικιακό αγώνα, και η αποικιοκρατία αντικαθιστάθηκε από μια νέα και πιο σύγχρονη διευθέτηση της παγκόσμιας οικονομίας. Η αγγλική, γαλλική, πορτογαλική αποαποικιοποίηση είναι μια ιστορική διαδικασία που ξεκινά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπό την ανάδυση του νέου διώνυμου των παγκόσμιων δυνάμεων τις νικήτριες της σύγκρουσης: τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Ο ρόλος της Αγγλίας επισκιάστηκε από την ανάδυση της νέας δύναμης του αμερικανικού οικονομικού ιμπεριαλισμού. Ο ρόλος που διαδραμάτισε η Σοβιετική Ένωση, γείτονας και μεγαλύτερος σύμμαχος της Ινδίας στην περιοχή, ήταν σημαντικός. Ο τύπος του αιτήματος, η οικοδόμηση δηλαδή του έθνους (που δεν είχε και τόσο καλή κατάληξη), συνέβαλε στην λειτουργικότητα της στρατηγικής της μη βίας.

Αν μέσα από τις δυνάμεις που πάλευαν για την ανεξαρτησία της Ινδίας είχε κατορθώσει να αναδυθεί ένα κίνημα με τις ιδέες του σοσιαλισμού, ικανό να οργανώσει τις μάζες των αγροτών γύρω από το αίτημα της απαλλοτρίωσης των λατιφούντιων, δύσκολα θα μνημονεύαμε το έπος της Ινδίας και τη στρατηγική της μη βίας. Και το πόσο αυτή η στρατηγική ήταν εύθραυστη, και διόλου προφητική, το αποδεικνύουν τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν: αμέσως μετά την αποχώρηση των ’γγλων ξεσπά εμφύλιος πόλεμος, και άρχισε ο αποσχιστικός πόλεμος με τους Μουσουλμάνους (ίδρυση του Πακιστάν), που χαρακτηρίστηκε από θρησκευτικές σφαγές και στη δολοφονία τελικά του ίδιου του Γκάντι. Η επιβίωση της κοινωνίας των καστών είναι μια επιπλέον επιβεβαίωση της αποτυχίας του δρόμου της μη βίας, αφού στάθηκε ανίκανη να οικοδομήσει εκείνες τις νέες ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις, που βασίζονται στην αναγνώριση του άλλου, που αυτή προεικονίζει και άρα στην υπέρβαση μιας κοινωνίας χωρισμένης ιεραρχικά από τη γέννηση της και με απόλυτα στεγανά. Κατά παράδοξο τρόπο η πολιτική της μη βίας φαίνεται ότι έχει συμβάλλει, αντίθετα με τις ίδιες της τις προθέσεις, στην αυξήσει του συναισθήματος ενδοτικότητας και παθητικότητας που ενίσχυσε την αντίληψη περί φυσικότητας των καστών, και με τον τρόπο αυτό υπονόμευσε την δυνατότητα μιας εξέγερσης για την υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το άλλο παράδειγμα μας το δίνει η περίοδος των αγώνων για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ. Στο παράδειγμα των αγώνων υπό την ηγεσία του πάστορα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (που δολοφονήθηκε κι αυτός), υπάρχει η επιθυμία να ανήκει κάποιος σε μια εθνική κοινότητα αναγνωρισμένη από αυτούς που προβάλλουν το αίτημα (οι μαύροι) και που ωστόσο τους αποκλείει. Με λίγα λόγια ο στόχος εξηγεί και τη μέθοδο διεκδίκησης: ειρηνόφιλη, υπέρ της ενσωμάτωσης, με επεισόδια παραβίασης της νομιμότητας, χαμηλής έντασης, με γενικευμένα επεισόδια μαζικής κοινωνικής ανυποταξίας, μποϊκοτάζ και δικαστικούς αγώνες. Η μάχη περιοριζόταν στην κατάργηση του απαρτχάιντ και την κοινωνική ένταξη με πλήρη δικαιώματα, και όχι στη ριζική αλλαγή της κοινωνίας. Και ίσως, η μάχη για τα πολιτικά δικαιώματα να ήταν το μόνο έδαφος εφικτού πολιτικού αγώνα, σε συνθήκες «ψυχρού πολέμου προς τα έξω, και ενός καμουφλαρισμένου εμφύλιου πόλεμου κατά του κομουνισμού προς τα μέσα, τον μακαρθισμό. Τα όρια αυτού του αγώνα, το γεγονός ότι οι στόχοι του έμειναν ανολοκλήρωτοι, το αναγνωρίζει και η ίδια η φιλολογία της μη βίας, που σαφώς αναφέρεται στον «ρατσισμό που ακόμα κυριαρχεί» και την απουσία «σημαντικών κατακτήσεων»[ 7 ]. Η επικύρωση της τυπικής ισότητας δεν είχε την αντιστοιχία της στην πραγματική ισότητα μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων. Οι κοινωνικές τάξεις με τη μικρότερη οικονομική και πολιτιστική δύναμη βρίσκονται μέχρι σήμερα κυρίως στις κοινότητες των μαύρων και τους ισπανόφωνους. Η μάχη για τα πολιτικά δικαιώματα λειτούργησε σαν οδηγός για την άνοδο των νέων μεσαίων τάξεων των μαύρων και την διεύρυνση της καταναλωτικής κοινωνίας σʼ αυτές. Στη δεκαετία του 1970, οι κεϋνσιανικές πολιτικές στον τομέα της οικονομίας είδαν στην ενσωμάτωση της μαύρης κοινότητας τις δυνατότητες για παραπέρα διεύρυνση της εσωτερικής κατανάλωσης άρα και της ζήτησης. Η «Δράση Επιβεβαίωσης» (affirmative action), που εισήγαγε την αρχή των θετικών διακρίσεων υπήρξε η νομοθετική μετάφραση των αγώνων για πολιτικά δικαιώματα. Και πράγματι, πληθυσμοί κατατρεγμένοι ιστορικά από συγκεκριμένες κοινωνικές, πολιτιστικές και θεσμικές πρακτικές διακρίσεων και ρατσισμού, έβλεπαν τώρα να αναγνωρίζεται το δικαίωμά στην αποκατάσταση της κοινωνικής θέσης τους, μέσα από κανόνες που εισήγαγαν διαδικασίες προνομίων, προκαθορισμένα ποσοστά στους τομείς εργασίας και εκπαίδευσης, μια ειδική μεταχείριση που ευνοούσε την πλήρη ενσωμάτωση και την γλήγορη αποκατάσταση της κοινωνικής υποβάθμισης που είχαν υποστεί.

Αυτή η στρατηγική, που εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια την περίοδο του ρηγκανισμού, επέτρεψε την ανάδυση μιας μεσαίας τάξης μαύρων, μιας νέας αστικής τάξης μαύρων. Κατά παράδοξο τρόπο, το στενών αντιλήψεων πνεύμα της κοινότητας εισήγαγε αργότερα την έννοια της κοινοτικής ταυτοποίησης, της υποτιθέμενης ή υπαρκτής, (έπρεπε να αναγνωρίζεσαι ότι ανήκες σε μια θυματοποιημένη κοινότητα για να μπορείς να κάνεις χρήση των ευεργετημάτων του νόμου της «Δράσης Επιβεβαίωσης»), προκαλώντας έτσι τον ανταγωνισμό των άλλων κοινοτήτων που βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση. Πιο συγκεκριμένα, δημιουργήθηκε ένα είδος ολιγοπώλιου που προσπαθεί να αποκλείσει τις λιγότερο ευεργετημένες νέες κοινότητες, μη αναγνωρίζοντας τες σαν τέτοιες, για να μη μειωθούν τα πλεονεκτήματα, λόγω θέσης εισοδήματος, που προσφέρουν οι πρακτικές των θετικών διακρίσεων. Στην πραγματικότητα, οι περιορισμένοι στόχοι του αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα δεν οφείλονται στις μορφές πάλης που υιοθετηθήκαν αλλά στις θεωρητικές προϋποθέσεις που τις στήριζαν, στα πολιτικά και πολιτιστικά όρια, στη διαχείριση του που επηρεάστηκε από θρησκευτικές ομάδες χριστιανών, στον χαρακτήρα αυτών των ομάδων που ήταν καθαρά ηθικό. Στις δεκαετίες του ʽ80 και του ʽ90, στην Ευρώπη αναπτύχθηκαν σημαντικοί αγώνες για τους sans- papiers (μετανάστες χωρίς άδεια παραμονής), στους οποίους συμμετείχε ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών οικογενειών της αριστεράς, χωρίς να προκύψουν διχογνωμίες για τις μορφές πάλης. Αντίθετα, οι πιο ριζοσπαστικές ομάδες, που χαρακτηρίζονται από μια μεγαλύτερη έφεση προς τη βία, ξεχώρισαν για τη συνέπεια τους σε δράσεις υποστήριξης των παρανόμων, στα μποϊκοτάζ, στις καταλήψεις κτιρίων, γραφείων δημόσιας διοίκησης, κέντρων κράτησης μεταναστών και αεροδρόμια, όπου γινόντουσαν οι απελάσεις (πράξεις, που το σημερινό λεξιλόγιο θα τις χαρακτήριζε σαν πράξεις ανυπακοής, αλλά που τότε ακόμα ο κόσμος τις θεωρούσε σαν τυπικές πράξεις κοινωνικού αγώνα, παραδοσιακού τύπου). Από την άλλη, πολλές «μη βίαιες» ομάδες ξεχώριζαν από το ότι περιόριζαν τη δράση τους αποκλειστικά σε διαδικασίες νομικού χαρακτήρα. Ίσως, πίσω από την ιδεολογία της πολιτικής της μη βίας να κρύβεται στην πραγματικότητα, και όλο και περισσότερο, το ταμπού της νομιμότητας. Η αποδιδόμενη πολιτική της μη βίας: ή το εφεύρημα της επιτυχίας της πρακτικής της μη βίας Τα ως τώρα ιστορικά παραδείγματα είναι ενδεικτικά. Το πόσο σημαντικά ήταν και πόσο αποτελεσματικά μπορούμε να το συζητήσουμε: η νίκη της εθνικής αστικής τάξης στην Ινδία, που συνοδεύτηκε από την οικοδόμηση μιας πολύ βίαιης και πολωτικής κοινωνίας, ή ακόμα, η ανάδυση μιας μεσαίας τάξης μαύρων στις ΗΠΑ που βλέπει να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα της, σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν στους υπόλοιπους μαύρους και Ισπανόφωνους προλεταριακής ή υποπρολεταριακής κοινωνικής θέσης. Μπορούμε ακόμα να συζητήσουμε την παγκόσμια σημασία αυτών των αγώνων, δηλαδή για την αξία τους ως παραδείγματα, τη δυνατότητα εξαγωγής ή μη των μεθόδων τους καθώς και το ίδιο τους το περιεχόμενο (που όπως είδαμε, και το ένα και το άλλο υπήρξαν πολύ μέτρια), δίχως καμιά αμφιβολία, όμως, οι εμπειρίες αυτές ανήκουν στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της παράδοσης που ορίζεται σαν μη βίαιη και ειρηνόφιλη.

Πάντως, χοντρά προβλήματα, προκύπτουν, όταν η φιλολογία της μη βίας, για να ενισχύσει τις θέσεις της αναζητά ιστορικά παραδείγματα αλλού: στην επανάσταση του Χομεϊνί που έδιωξε το Σάχη της Περσίας από το Ιράν, π.χ., ή στην πρόσφατη ήττα του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στη Σερβία, ή ακόμα στο διώξιμο του δικτάτορα Mάρκος από τις Φιλιππίνες, στους ζαπατίστας του Τσιάπας, στην Σολινταρνοσκ, στην Πολωνία. Ή ακόμα όταν φτάνει στο σημείο να αποδίδει την άνοδο του ANC της Νότιας Αφρικής στην εξουσία, σε δήθεν προσχώρηση του σε μη βίαιες πολιτικές επιλογές, ή όταν αναφέρεται στην άνοδο του λαϊκιστή Chavez στην εξουσία. Είναι παράξενο αλλά, ανάμεσα στα διάφορα γεγονότα που αυτή επικαλείται υπάρχει μονάχα ένα επεισόδιο που αποσιωπά συστηματικά: η «επανάσταση των γαρυφάλλων» του 1975 στην Πορτογαλία. Ίσως επειδή σε αυτό το γεγονός πρωταγωνίστησαν στρατιωτικοί, κομμουνιστές που εφάρμοζαν μια στρατηγική «εσοδισμού» στο στρατό, πέρνωντας με το μέρος τους ένα μεγάλο αριθμό μεσαίων στελεχών του μέχρι την ημέρα της εξέγερσης, το στρατιωτικό πραξικόπημα. Μια συνωμοσία που πέτυχε χωρίς να χυθεί αίμα, λόγω της κατάστασης αποσύνθεσης που βρισκόταν η αποικιοκρατική κοινωνία της Πορτογαλίας εκείνη την εποχή. Δεν έπεσε ούτε μία ντουφεκιά, αλλά αντίθετα, οι στρατιώτες παρήλασαν κάτω από τις επιδοκιμασίες του πλήθους με γαρύφαλλα στις κάνες των ντουφεκιών τους, απόδειξη ότι επαναστάτες αγωνιστές, με δικό τους στρατό, και εφόδιο μια κουλτούρα που περιφρονεί την πολιτική της μη βίας, μπορεί να νικήσουν χωρίς να χρειαστεί να πέσει ούτε μία ντουφεκιά. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή με ό,τι συνέβη στην Ινδία. Για να επιβεβαιωθεί έτσι ότι η βίαια ή μη βίαια φύση ενός γεγονότος εξαρτάται λιγότερο από τις πεποιθήσεις και τις προθέσεις των υποκειμένων που συγκρούονται και περισσότερο από την ιστορική συγκυρία. Για να μπορεί να γίνεται επίκληση, μιας ενδεχόμενης συμβολής της πολιτικής της μη βίας σε ιστορικά επεισόδια εθνικών εξεγέρσεων, αγώνες για ανεξαρτησία ή καθεστωτικές αλλαγές, πρέπει να συνυπάρχουν τουλάχιστον δύο παράγοντες: 1) η παρουσία κοινωνικών πρωταγωνιστών που με τη θεωρία τους και την πρακτική τους να εφαρμόζουν αυτή τη στρατηγική και αυτό το βρίσκουμε μόνο στην Ινδία και τις ΗΠΑ της δεκαετίας του 1960. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις όπως προαναφέραμε, δεν υπήρξε ούτε ένα κίνημα που να διαδραμάτισε έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο, και να μπορεί να θεωρηθεί μη βίαιο. Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις, ομάδες πίεσης, κοινωνικά μπλοκ, κόμματα θρησκευτικά, αντάρτικα, που λόγω ειδικών συνθηκών σε κάποιες περιπτώσεις κατόρθωσαν να κατακτήσουν την εξουσία χωρίς νʼ αναγκαστούν να οργανωθούν κατασταλτικά (και σίγουρα όχι για να οικοδομήσουν μια κοινωνία μη βίας), αλλά εκμεταλλευόμενα την υποστήριξη ή την ουδετερότητα της αστυνομίας και του στρατού ή τη διεθνή υποστήριξη άλλων κρατών. 2) η πραγμάτωση των προσχεδιασμένων στόχων της στρατηγικής της μη βίας, δηλαδή νέες κοινωνικές σχέσεις, που να βασίζονται στην αναγνώριση του άλλου, στην ισότητα και στην αμοιβαία συμμετρία. Με άλλα λόγια, η εξαφάνιση σχέσεων που βασίζονται σε μορφές κυριαρχίας και παραβατικότητες κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής, σεξουαλικής, πολιτιστικής, θρησκευτικής, φύσης. Σε κανένα από τα προαναφερθέντα παραδείγματα δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις.

Για να κατανοήσουμε τι συνέβη θα ήταν πιο χρήσιμο εάν κάναμε χρήση εννοιών όπως «κατάρρευση» (εσωτερική κατάρρευση ή γεωπολιτική έκρηξη) «κοινωνικο-εξεγερσιακού τύπου». Στο Ιράν το καθεστώς του Σάχη παρέλυσε κάτω από τη σύνθετη πίεση εσωτερικών μαζικών κινημάτων, στα οποία υπήρχαν ένοπλες πολιτοφυλακές και ομάδες που εφάρμοζαν βομβιστικές πρακτικές. Οι δυνάμεις. αυτές θεωρούσαν τον αυταρχικό εκσυγχρονισμό του Σάχη σαν ένα πνιγηρό μανδύα που επέβαλλαν στην κοινωνία οι δυτικοί αποικιοκράτες και ειδικότερα οι ΗΠΑ. Όλα έγιναν μέσα σε ένα τεράστιο λουτρό αίματος, για να αρχίσει αμέσως μετά ένας εμφύλιος πόλεμος, μεταξύ ισλαμιστών και ομάδων της αριστεράς, οι οποίες ηττήθηκαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες. Για να μην μιλήσουμε για τον δεκαετή πόλεμο με το Ιράκ και την εξάπλωση της βίας στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη λόγω της διάδοσης του σιίτικου φονταμενταλισμού, που μόνο πρόσφατα τον ξεπέρασε η βαχαμπίτικη σχολή που συνδέεται με τον σαουδικό φονταμενταλισμό. Ο Μιλόσεβιτς έχασε τις εκλογές, δεν τον έδιωξαν μη βίαιες ομάδες. Το αντίθετο συνέβη, παραστρατιωτικές ομάδες επιτέθηκαν στο Κοινοβούλιο και το έκαψαν τις ημέρες που ο Σέρβος Πρόεδρος αρνιόταν να αναγνωρίσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Η εθνικιστική δεξιά, που τόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε στον πόλεμο στη Βοσνία και στο Κόσοβο βρίσκεται πάντα εκεί. Την ουδετερότητα του στρατού δεν πρέπει να την συγχέουμε με την αιφνίδια άνθιση μιας εποχής μη βίας. Οι Φιλιππίνες του Mάρκος, που από ένα σημείο και μετά συγκέντρωνε τις αντιπάθειες της κυβέρνησης των ΗΠΑ, έγινε θέατρο οδομαχιών και χύθηκε πολύ αίμα. Συγκεντρώσεις πλήθους, κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις και απεργίες, με λίγα λόγια μια σύγκρουση μέσης έντασης δεν είναι συνώνυμο της πολιτικής της μη βίας, που εξ άλλου κανείς δεν την χρειάστηκε. Οι Ζαπατίστας είναι ένας στρατός ενόπλων που την 1η Ιανουαρίου του 1994 ξεκίνησε μια εξέγερση με πολλούς νεκρούς. Ο Mάρκος που φοράει μια κουκούλα για να υποδηλώσει τη θέση του ως παράνομου πολεμιστή και γυρίζει οπλισμένος με ένα M16, δεν είναι και το καλύτερο παράδειγμα που μπορεί να επικαλεστεί κάποιος που θέλει να δώσει μια εικόνα της πολιτικής της μη βίας. Η Σολινταρνόσκ υπήρξε ένα ισχυρότατο συνδικάτο-κόμμα (που χρηματοδοτήθηκε με πακτωλό χρημάτων από τη Δύση) και συγκέντρωνε στο εσωτερικό του το σύνολο σχεδόν της αντιπολίτευσης στο σοσιαλιστικό καθεστώς της Πολωνίας. Ακόμα κι αν ακολούθησε κυρίως «ειρηνικές» μορφές πάλης, στο πολιτικό του πρόγραμμά δεν αναφερόταν υπέρ της μη βίας και πολύ περισσότερο στους στόχους του (μεταξύ των οποίων και η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ). Στο εσωτερικό της Σολινταρνόσκ υπήρχαν οι πάντες, από σούπερ-νεοφιλελεύθερους, καθολικούς λαϊκιστές, θρησκευόμενους φονταμενταλιστές, ομάδες της άκρας δεξιάς, οπαδούς της μοναρχίας, ακόμη και κάποιοι ελάχιστοι «δημοκρατικοί» Το ANC της Ν. Αφρικής ποτέ δεν ενέταξε στο πρόγραμμά του την πολιτική της μη βίας, απλά παραιτήθηκε από τον ένοπλο αγώνα όταν, την περίοδο Γκορμπατσόφ, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για μια σοβαρή διαπραγμάτευση που προέβλεπε την απελευθέρωση του Μαντέλα και την έναρξη μιας διαδικασίας κατάργησης του απαρτχάιντ, όταν δηλαδή τα ουσιαστικά σημεία του προγράμματός του ήταν έτοιμα να ικανοποιηθούν.

Η εγκατάλειψη του ένοπλου αγώνα από ορισμένα κινήματα είχε το αντίστοιχο της σε μια μετάβαση πολιτικών μορφών πάλης παραδοσιακού τύπου, δηλαδή νόμιμου, και όχι βέβαια μη βίαιου. Τέτοια είναι η περίπτωση του IRA στην Ιρλανδία, ο οποίος εγκατέλειψε βαθμιαία τον ένοπλο αγώνα όταν, μέσα από το νόμιμο κομμάτι του, κατόρθωσε να πετύχει σημαντικούς πολιτικούς στόχους (αλλά και επειδή βασικά είχε μειωθεί η οικονομική του ενίσχυση από τις κοινότητες των Ιρλανδών των Ηνωμένων Πολιτειών). Ο Τσάβεζ είναι ένας πρώην αλεξιπτωτιστής που μεταβλήθηκε σε λαϊκιστή ηγέτη τη δεκαετία του 1990 αφού πρώτα είχε μπει φυλακή για απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος. Έχοντας νʼ αντιμετωπίσει μια αναξιόπιστη και διεφθαρμένη τάξη πολιτικών, και με το φωτοστέφανο του ήρωα, κέρδισε τις εκλογές. Δεν είναι ένα όμορφο παράδειγμα μη βίας. Θα ήταν σαν να λέγαμε ότι ο Μπερλουσκόνι είναι μη βίαιος επειδή χάριν των τηλεοπτικών του σταθμών ακολουθεί ειρηνικές μεθόδους πειθούς και ότι με αυτές έχει κατακτήσει τη συναίνεση του εκλογικού σώματος . Βία ή μη βία; Το ανύπαρκτο πλεονέκτημα του ενός και μοναδικού μοντέλου Το πρόβλημα που δημιουργείται από το δίλημμα βία-μη βία, στην πραγματικότητα οφείλεται, στο ότι έχουν τεθεί εξ αρχής σε λάθος βάση οι όροι της συζήτησης των διαφορετικών μορφών πάλης, μετατρέποντας τες από εργαλεία, που είναι στην πραγματικότητα, σε ιδεολογήματα, σε μέσα αναπόσπαστα συνυφασμένα με συγκεκριμένους στόχους. Κι αυτό είναι το αναπόφευκτο ρίσκο που παίρνουμε όταν η πολιτική υποβαθμίζεται για λόγους ηθικών αρχών, όταν η δράση καταλήγει να σημαίνει διατύπωση ηθικής πρότασης, της όποιας ηθικής. Κατά βάθος, από τη σκοπιά αυτή αυτοί οι πασιφιστές που στη Γένοβα σήκωναν ψηλά τα χέρια σημάδι ότι παραδίδονται στην αστυνομίας δεν διαφέρουν από τους στρατευμένους του μπλακ μπλοκ, που συστηματικά καταστρέφουν τα σύμβολα του καπιταλισμού, δευτερεύουσας σημασίας όμως, και ασήμαντα σε τελευταία ανάλυση, χωρίς να αισθάνονται καν την ανάγκη να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να συμμαχήσουν, να διευρύνουν το μέτωπο πάλης και να δημιουργήσουν γύρω τους συναίνεση. Αυτές οι δυο πραγματικότητες, που μόνο φαινομενικά διαφέρουν, είναι η έκφραση μιας συμμετρικής συμπεριφοράς που την υπαγορεύει μια καθαρά ηθική σχέση με τη δράση τους. Προκύπτει έτσι μια μορφή ψυχικής τραχύτητας, μια ακραία αυτοαναφορικότητα που προβάλλει την καθαρότητα της, τη συνέπεια της, ένα είδος αισθητικής αυτοϊκανοποίησης, εμμονής για οπωσδήποτε συμφωνία, και το μόνο που μετράει πάντα σε τελευταία ανάλυση, μεταξύ μέσων και στόχων που καταλήγει να μετατρέπει το στόχο σε μέσο. Η πραγματικότητα δεν μετρά, η ιστορική συγκυρία ούτε, η ανάλυση των καταστάσεων αγνοούνται. Η πολιτική γίνεται έτσι ένας καθρέφτης για να θαυμάζουμε αυτάρεσκα την καθαρότητα μας. Πρόσχημα, για να «εκφράσουμε απλά τους εαυτούς μας» όπως κάνει ο ηθοποιός στη διάρκεια μιας παράστασης.

Αυτό που έχει πραγματικά καθοριστική σημασία είναι η συμπεριφορά του καθενός, η ηθική του τελειότητα. Είναι ο κόσμος που πρέπει να προσαρμοστεί στα πιστεύω μας. Πρόκειται για μια καθαρότητα ολοκληρωτική, μη ανεκτική, κλειστή, πολύ διαφορετική από την πολυδιαφημισμένη διάχυση στην κοινωνία. Η πολιτική της μη βίας (βία κατά εμπορευμάτων αλλά όχι κατά ανθρώπων. Αυτοί του μπλακ μπλοκ σʼ αυτό είναι ιδιαιτέρως ηθικοί) από άσκηση ηθικής μετατρέπεται έτσι σε εξωτερίκευση αδυναμιών, σε διάθεση για μεγαλεία που υποπίπτει στο «παράπτωμα της αυτο-ικανοποίησης», προσδίδοντας στους πασιφιστές έναν αέρα καυχησιάρικης αυτάρκειας που τους κάνει να θεωρούν τον εαυτό τους σαν «πιο σωστούς και πιο επιδέξιους από τους άλλους» και συνεπώς «αρνητικούς σε μια τίμια και ουσιαστική συζήτηση» σε τέτοιο βαθμό που να τους βολεύει μια «ιδεολογία του ηθικού που τους δίνει τη δυνατότητα να αποφεύγουν μια ανοικτή εκτίμηση άλλων πρακτικών». Το σημαντικό είναι η μαρτυρία, η συμμετοχή σε πρακτικές που όλο και πιο πολύ υποβαθμίζονται σε «πράξεις ενός συνήθους τελετουργικού, χαριτωμένες παραβάσεις, σε ακραία ελαχιστοποίηση του ρίσκου». [8 ]. Υπʼ αυτή την έννοια είναι σχετική η έκφραση που χρησιμοποιεί ο Ward Churchill στο βιβλίο του με τίτλο: «Ο πασιφισμός σαν παθολογία» της θέλησης. Το λάθος βρίσκεται στο σκεπτικό ότι μπορεί να υπάρξει ένα και μοναδικό μοντέλο αγώνα, απόλυτο, το οποίο να ισχύει παντού και πάντα, ανεξάρτητα από το χώρο και τις συγκεκριμένες συνθήκες (κάτι που πίστευαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ή άλλες μαχητικές κομμουνιστικές οργανώσεις). Υπʼ αυτή την έννοια, βίαιοι και μη βίαιοι ταυτίζονται. Ο George Lakey επαναλαμβάνει το αυτονόητο όταν μας υπενθυμίζει ότι «η βία δεν είναι το σήμα κατατεθέν του ριζοσπαστισμού ή του επαναστατικού πάθους, επειδή την χρησιμοποιούν για τους πιο διαφορετικούς λόγους»[9].Ετσι, φιλόσοφοι σαν τον Michael Walzer,ένας οπαδός της θεωρίας του «δίκαιου πολέμου» (Guerres justes et injustes,Belin,Παρίσι 1999) μεταθέτουν το πρόβλημα σε επίπεδο νομιμοποίησης και μη νομιμοποίησης των αιτίων που τον προκαλούν. Δεν υπάρχει μια μορφή προσχεδιασης, μια μέθοδος που να εμπεριέχει τους στόχους, το μοντέλο της μελλοντικής κοινωνίας. Κι αν αυτή είναι τελικά η φιλοδοξία της πρακτικής της μη βίας, τότε θα πρέπει να της αναγνωριστεί η πλήρης ιστορική της αποτυχία. Αντίθετα, είναι δυνατόν να θεωρήσουμε την μη βία σαν μία επιπλέον εφεδρεία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνθήκες και συγκυρίες που την κάνουν ένα εργαλείο αποτελεσματικό.

Η επιλογή των μορφών πάλης είναι ένα ζήτημα σύνθετο και με πολλές πλευρές που πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα με τη συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση και τις ιστορικές συνθήκες. Η καλύτερη στρατηγική είναι αυτή που βασίζεται στην σταθμισμένη επιλογή των πιο κατάλληλων και αποτελεσματικών τακτικών ανάλογα με τις ανάγκες και τα συγκεκριμένα κάθε φορά πολιτικά καθήκοντα Χωρίς να αποκλείουμε καμία. Μετά από αυτά, δεν γίνεται να αγνοούμε ότι σε ιστορική βάση η χρήση της βίας, με τις πολλές αποχρώσεις της, από τις πιο λεπτές ως τις πιο έντονες, αποδείχθηκε πολλές φορές μια εφεδρεία με αποφασιστική σημασία. Κράτη, έθνη, λαοί, κοινωνικά συστήματα, επαναστάσεις απελευθερωτικές, διαδέχτηκαν και αντιμετώπισαν το ένα το άλλο κυρίως μέσα από έναν αδυσώπητο αγώνα. Η ιστορία είναι μια απέραντη πεδιάδα από κόκαλα, έγραφε ο Χεγκελ. Οφείλουμε να σκεφτούμε μηχανισμούς ελαχιστοποίησης της βίας, μορφές που να μειώνουν στο ελάχιστα δυνατό την προσφυγή στη βία, που να ελέγχουν τις μορφές της, αλλά δεν είναι δυνατόν να μην αντιμετωπίζουμε το θέμα ρεαλιστικά. Η πολιτική πρόταση της μη βίας και η ανεπαρκής συμβολή της στην κριτική της εξουσίας Ένα; από τους βασικούς λόγους που στηρίζουν την επιλογή της μη βίας είναι και η παραίτηση από την άσκηση μορφών εξουσίας. Η πιο ριζοσπαστική και πιο ανένδοτη πολιτική μη βίας, διεκδικεί την πλήρη ασυμμετρία της ως προς την άσκηση εξουσίας. Αυτή δεν διεκδικεί τη θέση μιας άλλης εξουσίας αλλά, αρνούμενη οποιαδήποτε μορφή συμμετρίας και ανταγωνισμού, επιδιώκει άλλα πράγματα, πέρα από τη λογική της ίδιας της εξουσίας .Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, μέσω της μεθόδου της μη βίας θα μπορούσε να πετύχει το πέρασμα από την εξουσία που ασκείται «επί» (κυριαρχίας),στην εξουσία που ασκείται «σε» (συνεργασία με τους άλλους) ή στην εξουσία που ασκείται «από τα μέσα» (δύναμη πνεύματος και ψυχολογική) [10].

Αλλά η προσφυγή σʼ ένα όμορφο ανακάτεμα της τράπουλας δεν λύνει το δίλημμα της εξουσίας, τη φύση της προέλευσης της. Ακόμα και μία εξουσία που βγαίνει μόνο από μέσα μας, και που με άλλη γλώσσα μπορούμε να ονομάσουμε τέλος της συναίνεσης, τερματισμό της εσωτερικευμένης κυριαρχίας, συνειδητοποίηση, χειραφέτηση, έξοδο από την αλλοτρίωση, κατάκτηση συνείδησης για τον εαυτό της, πρόσληψη των αρχών της αυτονομίας, δεν δημιουργείται μέσω απλής και αυθόρμητης εκβλάστηση, αλλά είναι καρπός συνάντησης με το έξω, με τον άλλο. Και αυτή η διαδικασία ανταλλαγής δεν εξαιρείται από τον κίνδυνο να υποστεί εξαρτήσεις από καθαρές μορφές εξουσίας: η συμβολική εξουσία, η χαρισματική εξουσία, μορφές νομιμοποίησης που κυριαρχούν στη θέληση περισσότερο παρά στο σώμα, χάρη στην οικονομική ανισότητα, την ασυμμετρία ικανοτήτων και γνώσεων, που καθορίζουν διαφορές και ιεραρχίες. Δεν είναι αρκετό να αντικαταστήσει κανείς κάποια μόρια γραμματικά για να επιλύσει την αναπόφευκτη στιγμή της σύγκρουσης, την αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών εξουσιών. Πώς θα καταφέρουμε να μην υποκύψουμε, όταν μία δύναμη βασισμένη στην «από τα μέσα» εξουσία ή την εξουσία «σε»,βρίσκει μπροστά της το εμπόδιο της άσκησης εξουσίας «επί» και συνεπώς κατά; Τι κάνουμε όταν ο συσχετισμός δύναμης έχει φυσικά χαρακτηριστικά κι αυτός που αγωνίζεται δεν θέλει είναι ένα απλό παράδειγμα μαρτυρίας της πράξης του, αλλά πάνω απʼ όλα αρνείται να υποκύψει; «Δεν συνεργαζόμαστε» είναι το προοίμιο της δράσης, και όχι η κατάληξη της .

Η ανυπακοή είναι μόνο το πρώτο βήμα μιας μακράς πορείας, είναι ακόμα μία στιγμή αντίδρασης που της λείπει η αυτονομία. Το να είναι κάποιος ανυπάκουος δεν φτάνει. Μη βία ή σεβασμός της νομιμότητας; Στο δυτικό κόσμο το μεγαλύτερο ποσοστό της μη βίας το διεκδικούν οι χριστιανοί που θεωρούν τους διωγμούς των πρώτων χριστιανών σαν την ιδρυτική πράξη της πρακτικής της μη βίας. Το «μαρτύριο» του Μαξιμιλιανού, του πρώτου αντιρρησία συνείδησης ,το θεωρούν σαν ένα ένδοξο παράδειγμα. Δεν είναι εδώ ο χώρος να διερευνηθεί η πραγματική σχέση παθητικής έννοιας του μαρτυρίου και ενεργητικής έννοιας της μη βίας. Το βέβαιο είναι ότι αυτή η επικάλυψη λέει πολλά για τους πολιτισμικούς υπαινιγμούς που περιλαμβάνονται στις διαφορετικές εκδοχές της μη βίας. Η έννοια της δοκιμασίας του μαρτυρίου, πίσω από τον πόνο της επίγειας δοκιμασίας, κρύβει μια αντίληψη περί ευτυχίας μαζοχιστικού χαρακτήρα υπό την προοπτική βέβαια του οριστικού περάσματος στο βασίλειο των ουρανών. Το να υπομένεις και να υποφέρεις, περισσότερο κι από φυσική πράξη αντίστασης του ανθρώπου, είναι μια απόδειξη βαθειάς θρησκευτικότητας, μια πράξη πίστης που ενδόμυχα στηρίζεται σε μια κρυφή ικανοποίηση διεστραμμένη. Αν και η ιστορία της Εκκλησίας όπως και των κινημάτων θρησκευτικής μεταρρύθμισης και διαμαρτυρίας, πέρα από τη μαρτυρία των ιερών γραφών, της θεολογίας και του εκκλησιαστικού δικαίου, αντιπροσωπεύουν πηγές αμφίσημες για την παράδοση της μη βίας, η αλληλεξάρτηση ιδεολογίας και πρακτικών μη βίας με την κουλτούρα της θρησκείας είναι γεγονός. Και είναι σε τέτοιο βαθμό ώστε η διάκριση του Λούθηρου μεταξύ της βίας που ασκείται από ένα άτομο, και είναι καταδικαστέα, και κρατικής ή συλλογικής βίας, την οποία οφείλουμε να αποδεχόμαστε για το καλό της κοινότητας, να παραμένει ως τα τώρα ο πραγματικός πυρήνας του σκεπτικού που εμπνέει ουσιαστικά την κουλτούρα της μη βίας. Μια ιδεολογία δηλαδή που καταπατά την αυτονομία του ατόμου, του αφαιρεί την ελευθερία επιλογής υποτάσσοντας το στο νόμο του κρατικού μονοπώλιου. Η συμπεριφορά μεγάλου μέρους των Ιταλών ειρηνιστών, έχει τις ρίζες της σε εποχές μακρινές και ένδοξες. Αυτοί, αντί να στρέψουν τις προσπάθειες τους κατά της απονομιμοποίησης εκείνων των ισχυρών εξουσιών που μπορούν να επωφεληθούν από την προστασία και την άσκηση της νόμιμης βίας, δείχνουν να επιλέγουν το δρόμο των διακρίσεων εναντίον όσων, αγωνιζόμενοι κατά αυτών των εξουσιών, χρησιμοποιούν διαφορετικές μορφές πάλης. Πολύ συχνά στην Ιταλία ονομάζεται μη βία ένας τύπος πολιτικού πολιτισμού που οικοδομήθηκε πάνω στην άρνηση της πολιτικής βίας των εξεγερσιακών κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του 1970. Η απόρριψη της βίας κατά της εξουσίας, μια βία που πήγαζε από τα κάτω, έβαλε το σημάδι της σʼ αυτήν την εξημερωμένη κουλτούρα ωθώντας την προς συμπεριφορές αρκετά φιλικές προς τους θεσμούς, τους κατόχους εκείνης της νομιμοποιημένης βίας που ασκείται από τα πάνω. Έτσι ρίζωσε η ιδέα ότι νομιμότητα και μη βία ήταν, στο βάθος, ένα και το αυτό ή ότι σε κάθε περίπτωση αυτές βρισκόντουσαν από την ίδια πλευρά του αναχώματος. Μια κακόβουλη παρανόηση που έκανε την μη βία και τον πασιφισμό μία συμπεριφορά υποταγής, εξημερωμένη, συγκαταβατική βασικά προς την καθεστηκυία τάξη. Αυτή είναι και η μεγάλη «παρανόηση» που κυριαρχεί στο ιταλικό κίνημα ειρήνης και μετατρέπει πολλούς ειρηνιστές σε φιλήσυχους ή ειρηνοποιούς. Μένει στους πιο ειλικρινείς και αγνούς αγωνιστές αυτού του ρεύματος να λύσουν το πρόβλημα.

Παραπομπές: [1] Le Courrier dʼinformation, n.246,Τρίτη 19 Ιουνίου 2001. [2]Ένας υστερικός Vittorio Agnoletto κι ένας αρκετά απρόσεκτος Fausto Bertinotti [3]Gandhi,la sagesse de la non-violence,Jean-Marie Muller,Desclee de Brouwer,Paris 1994 [4]George Lakey, Το σπαθί που γιατρεύει: μια υπεράσπιση της μη βίας. Πρόκειται για κείμενο που γράφτηκε σαν απάντηση στο βιβλίο του Ward Churchill, Ο πασιφισμός ως παθολογία: Σκέψεις για το ρόλο του ένοπλου αγώνα στη Βόρειο Αμερική [5] του ιδίου, σελ.4 [6] του ιδίου, σελ.4 [7] του ιδίου, σελ.2 [8] του ιδίου, ιδίου, σελ.4 [6] του ιδίου, σελ.4 [7] του ιδίου, σελ.2 [8] του ιδίου, σελ.2 [9] του ιδίου, σελ.16 [10] του ιδίου, σελ. 18

Από: http://italy.indymedia.org/news/2002/07/65526.php όποιος/α ενδιαφέρεται,περισσότερα για τον Paolo Persichetti, μπορεί να βρει εδώ: http://orestescalzone.over-blog.com/ Να πω μόνο για όσους δεν γνωρίζουν κάποια ξένη γλώσσα ότι ο Paolo Persichetti,της ιταλικής Αυτονομίας, σήμερα εκτίει ποινή φυλάκισης.

Categories
Uncategorized

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΤΟΥ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΤΟΥ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ

[Αναγκαια διευκρίνιση: το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια κάπως ελεύθερη μετάφραση μιας κουτσουρεμένης εκδοχής ενός κείμενου εμπνευσμένου από την καταστασιακή θεωρία, προσαρμοσμένο κατά τα γούστα του αρχικού αναρχοσυνδικαλιστή εκδότη, που σημειώνει ότι “το απάλλαξε από τα δυσνόητα και πομπώδη αρχικά στολίδια του”. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε το αρχικό κείμενο μέχρι σήμερα…]

1. Όσοι, συχνά ασυνείδητα, υποθέτουν ότι είναι αδύνατο να πραγματώσουν τις επιθυμίες της ζωής τους-και συνεπώς ότι είναι μάταιο να παλέψουν για τον εαυτό τους- συνήθως καταλήγουν να παλεύουν για ένα ιδανικό ή έναν σκοπό. Μπορεί να νομίζουν ότι απασχολούνται με τις «δικές τους» υποθέσεις, αλλά στην πραγματικότητα έχουν αποδεχτεί τον διαχωρισμό των επιθυμιών του από την καθημερινή ζωή τους. Κάθε υποταγή των προσωπικών επιθυμιών στις προσταγές ενός ιδανικού ή μιας υπόθεσης είναι αντιδραστική όσο «επαναστατική» κι αν φαίνεται η δραστηριότητα που αυτή παράγει.

Κι όμως, ένα απ τα μεγάλα μυστικά της θλιβερής, αλλά εν δυνάμει εκπληκτικής εποχής μας είναι ότι η σκέψη μπορεί να είναι απολαυστική. Παρά την ασφυκτική δυσωδία των κυρίαρχων θρησκευτικών και πολιτικών ιδεολογιών, όλο και περισσότερα άτομα σκέφτονται οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Έτσι-σκεφτόμενοι ενεργητικά και κριτικά αντί να χωνεύουν παθητικά προκατασκευασμένες αντιλήψεις-επαναδιεκδικούν το πνεύμα τους για δικό τους.

Στα χέρια σου κρατάς ένα εγχειρίδιο για όποιον επιθυμεί να σκέφτεται για τον εαυτό του, ένα εγχειρίδιο για την δημιουργία ενός προσωπικά, αντί για ιδεολογικά, κατασκευασμένου συνόλου κριτικής σκέψης για ιδία χρήση, ένα σύνολο σκέψης που θα σε βοηθήσει να καταλάβεις γιατί η ζωή σου και ο κόσμος είναι όπως είναι. Κυρίως, κατασκευάζοντας την δική σου θεωρία θα αναπτύξεις μια πρακτική: μια μέθοδο για να αποκτήσεις ό,τι θέλεις για τη ζωή σου. Επομένως, η θεωρία θα είναι ή πρακτική ή τίποτα, ένα ενυδρείο ιδεών, μια ιδεολογική ερμηνεία του κόσμου. Οι ιδέες διαχωρισμένες απ την πράξη είναι σαν μια αιώνια αίθουσα αναμονής για την πραγματοποίηση των επιθυμιών. Η κατασκευή της δικής σου «αυτοθεωρίας» είναι αλληλένδετη με την πραγματοποίηση των επιθυμιών σου. Γι αυτό, η κατασκευή της «αυτοθεωρίας» σου δεν μπορεί παρά να είναι μια επαναστατική απόλαυση.

Είναι μια καταστροφική και δημιουργική απόλαυση, γιατί δημιουργείς μια πρακτική θεωρία-δράση για την καταστροφή και επαναδημιουργία αυτής της κοινωνίας. Είναι μια θεωρία περιπέτειας, γιατί βασίζεται σ αυτό που ζητάς από τη ζωή και στην επινόηση των αναγκαίων μέσων για την επίτευξή του. Είναι ερωτική και πνευματώδης σαν μια αυθεντική επανάσταση.

2. Κάθε σύστημα ιδεών που έχει για κεντρική ιδέα μια αφαίρεση-μια αφαίρεση που σου αναθέτει έναν ρόλο ή καθήκοντα-είναι μια ιδεολογία. Μια ιδεολογία εφοδιάζει αυτούς που την δέχονται με μια ψευδή συνείδηση, αναγκαίο συστατικό της οποίας είναι ο ετεροπροσδιορισμός. Αυτό οδηγεί τους αποδέκτες της ιδεολογίας να συμπεριφέρονται ως αντικείμενα παρά ως υποκείμενα, να αφήνονται να χρησιμοποιούνται παρά να ενεργούν για να εκπληρώσουν τις δικές τους επιθυμίες. Οι διάφορες ιδεολογίες είναι όλες δομημένες γύρω από διάφορες αφαιρέσεις, ωστόσο όλες εξυπηρετούν τα συμφέροντα μιας κυρίαρχης ή επίδοξης κυρίαρχης τάξης, με το να δίνουν στα άτομα (ή ακριβέστερα «μέλη του κοπαδιού») την αίσθηση ότι προορίζονται για θυσίες, βάσανα και υποταγή.

Η θρησκευτική ιδεολογία είναι το παλαιότερο παράδειγμα: η φανταστική προβολή που ονομάζεται «θεός» είναι το υπέρτατο υποκείμενο στο σύμπαν, αντιμετωπίζοντας κάθε ανθρώπινο ον σαν αντικείμενό του. Στις «επιστημονικές» και «δημοκρατικές» ιδεολογίες της «ελεύθερης αγοράς» η επένδυση κεφαλαίου είναι το «παραγωγικό» υποκείμενο που κατευθύνει την παγκόσμια ιστορία-το «αόρατο χέρι» που οδηγεί την ανθρώπινη εξέλιξη. Προκειμένου να ευημερήσουν οι πρώτοι καπιταλιστές, έπρεπε να επιτεθούν και να αποδυναμώσουν την εξουσία που κατείχε η τότε θρησκευτική ιδεολογία. Ξεγύμνωσαν την μυθοποίηση του θρησκευτικού κόσμου και την αντικατέστησαν με την μυθοποίηση της τεχνολογικής προόδου και του εμπορευματικού καπιταλισμού, όπου το Κέρδος καθίσταται το υπέρτατο υποκείμενο του κόσμου.

Οι 57 παραλλαγές του λενινισμού είναι οι «επαναστατικές» ιδεολογίες όπου το Κόμμα είναι το υπέρτατο υποκείμενο που δικαιωματικά κατευθύνει την παγκόσμια ιστορία με το να καθοδηγεί τα αντικείμενα του, εσένα τον προλετάριο-στην γη της επαγγελίας μέσω της αντικατάστασης του μηχανισμού του καπιταλισμού των εταιρειών με τον λενινιστικό μηχανισμό ενός κρατικού καπιταλισμού.

Καθημερινά συναντάμε παραλλαγές των κυρίαρχων ιδεολογιών. Οι νέες μορφές του θρησκευτικού μυστικισμού βοηθούν στην διατήρηση της κατεστημένης τάξης μ έναν κυκλικό τρόπο. Προσφέρουν έναν φθηνό και νοικοκυρεμένο τρόπο απόκρυψης του κενού της καθημερινής ζωής, και όπως και τα ναρκωτικά, κάνουν ευκολότερη την επιβίωση μ αυτό το κενό-εμποδίζοντας μας έτσι ν αναγνωρίσουμε τον πραγματικό μας ρόλο στην λειτουργία του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.

Όλες οι ιδεολογίες που βασίζονται σε μια αφαίρεση(θεός, οικονομία, δικτατορία του προλεταριάτου, πατρίδα κλπ) προτείνουν θυσίες και καθήκοντα για τον σκοπό τους. Και η χρήση κάθε ιδεολογίας είναι να προστατεύει την κυρίαρχη κοινωνική τάξη. Η ιδεολογία είναι η αντιστροφή της αυτοθεωρίας. Δεν μας προσφέρει παρά μια θέση ηδονοβλεψία της ζωής μας. Η άρνηση της ζωής που συνεπάγεται σερβίρεται με την μορφή απαιτήσεων για το «κοινό καλό», το «εθνικό συμφέρον», την «επανάσταση»�

3. Ξεφορτωνόμαστε τις παρωπίδες της ιδεολογίας εύκολα με το να ρωτάμε τον εαυτό μας συνεχώς: Μ αρέσει η ζωή μου; παίρνω ότι θέλω; Αν όχι, γιατί; Αυτό σημαίνει να αποκτάς συνείδηση της κοινοτοπίας, επίγνωση της καθημερινής σου ρουτίνας. Το ότι η πραγματική ζωή υπάρχει-ζωή όπου είσαι ένα ενεργό υποκείμενο που δρα για να πραγματώσει τις επιθυμίες του-είναι ένα κοινό μυστικό που αποκαλύπτεται κάθε μέρα καθώς γίνεται ολοένα και πιο εμφανής η διάλυση μιας καθημερινής ζωής δομημένης σε ιδεολογίες.

4. Η δημιουργία της αυτοθεωρίας σου βασίζεται στην προσωπική σκέψη, στην πλήρη συνείδηση των επιθυμιών σου και της ριζικότητάς τους. Η αυθεντική «ανύψωση συνειδήσεων» μπορεί να σημαίνει μόνο την «ανύψωση» της ανθρώπινης σκέψης στο επίπεδο της θετικής (χωρίς ενοχές) αυτογνωσίας, απαλλαγμένης από οποιαδήποτε μορφή επιβαλλόμενης ηθικής. Αυτή η μορφή συνείδησης μπορεί να ονομαστεί «ριζοσπαστική υποκειμενικότητα».

Αντίστροφα, αυτό που πολλοί αριστεριστές, θεραπευτές εκπαιδευτές ενάντια στο ρατσισμό (racicm awareness trainers) και sisterizers αποκαλούν «ανύψωση της συνείδησης» αφορά την πρακτική της βίαιης κατεύθυνσης των ανθρώπων στην απάθεια με ενοχοποιητικά ιδεολογικά κλομπ.

Το μονοπάτι από την αυτοάρνηση στην αυτοαποδοχή περνάει από το σημείο μηδέν, την πρωτεύουσα του μηδενισμού. Αυτό είναι ο χωροχρονικός ανεμοδείκτης, το κοινωνικό αέναο στο οποίο κάποιος αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει καμία πραγματική ζωή στην καθημερινή του ύπαρξη. Ένας μηδενιστής γνωρίζει την διαφορά ανάμεσα στο να επιβιώνεις και στο να ζεις.

Οι μηδενιστές αντιστρέφουν την οπτική για τη ζωή τους και τον κόσμο. Τίποτα δεν είναι αληθινό γι’ αυτούς εκτός από τις επιθυμίες τους, τη θέληση τους να ζήσουν. Απορρίπτουν κάθε ιδεολογία, μέσα στο μίσος τους για τις άθλιες κοινωνικές σχέσεις στην σύγχρονη κοινωνία. Απ’ αυτή την αντεστραμμένη οπτική βλέπουν καθαρά τον αναποδογυρισμένο κόσμο του εμπορευματικού καπιταλισμού, στον οποίο αντικείμενο και υποκείμενο αντιστρέφονται, ενώ άνθρωποι και αφηρημένες έννοιες μετατρέπονται σε «εμπορεύματα», προϊόντα προς πώληση. Βλέπουν την καθημερινή ζωή σαν μια βιτρίνα στο οποίο «ο καθένας έχει την τιμή του», ο θεός (μέσω της εκκλησιαστικής επιχείρησης) και η ευτυχία (χάπια έκσταση) γίνονται προϊόντα, οι ραδιοσταθμοί λένε ότι σε αγαπούν, και τα καθαριστικά νοιάζονται για τα χέρια σου.

Καθημερινές συζητήσεις προσφέρουν ηρεμιστικά όπως «δεν μπορείς πάντα να έχεις αυτό που θέλεις», «η ζωή έχει τις χαρές και τις λύπες της», και άλλα κλισέ της δογματικής (σεκταριστικής) θρησκείας της επιβίωσης. Η «κοινή λογική» είναι απλώς ο παραλογισμός της κοινής αποξένωσης. Οι καθημερινοί άνθρωποι στερούνται (αλλά και αρνούνται στους εαυτούς τους) μια αυθεντική ζωή και αγοράζουν την αναπαράσταση μιας τέτοιας ζωής.

Οι μηδενιστές συνεχώς νοιώθουν την ανάγκη να καταστρέψουν το σύστημα που τους καταστρέφει. Δεν μπορούν να συνεχίσουν να ζουν έτσι όπως είναι. Σύντομα, οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να επινοήσουν ένα συμπαγές σύνολο τακτικών προκειμένου να μετασχηματίσουν τον κόσμο.Αν όμως ένας μηδενιστής δεν αναγνωρίσει την πιθανότητα μεταμόρφωσης του κόσμου, η υποκειμενική οργή του θα απολιθωθεί σ’ ένα ρόλο: του αυτόχειρα, του μοναχικού δολοφόνου, του βάνδαλου των δρόμων, του νεοντανταϊστή, του επαγγελματία ψυχασθενούς… σε όλους αυτούς αναζητώντας παρηγοριά για μια ζωή νεκρού χρόνου. Το λάθος των μηδενιστών είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν άλλοι μηδενιστές με τους οποίους μπορούν να συνεργαστούν. Συνεπώς υποθέτουν ότι η συμμετοχή σε μια συλλογική προσπάθεια αυτογνωσίας είναι αδύνατη. 5. Αυτή η προσπάθεια συλλογικής αυτογνωσίας, η αλλαγή της ίδιας της ζωής μέσα από τον μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων μπορεί ορθά να ονομαστεί «πολιτική». Ο όρος βέβαια σημαίνει επίσης μία μυθοποιημένη ξεχωριστή κατηγορία της ανθρώπινης δραστηριότητας, μια απομονωμένη ενασχόληση με τους δικούς της ειδικούς (πολιτικοί, πολιτικοί σύμβουλοι κτλ). Είναι πιθανόν (ή όχι) να ενδιαφέρεται κανείς γι’ αυτό το είδος πολιτικής όπως είναι πιθανό να ενδιαφέρεται (ή όχι) για το ποδόσφαιρο, τη συλλογή γραμματοσήμων, τη μουσική ή τη μόδα. Αυτό που οι άνθρωποι αναγνωρίζουν σήμερα ως πολιτική είναι η κοινωνική παραποίηση της προσπάθειας για μια συλλογική αυτοπραγμάτωση. αυτό που έχει απομείνει είναι ένα θέαμα, μια παρωδία. Και αυτό εξυπηρετεί απόλυτα τους έχοντες την εξουσία. Η αυθεντική συλλογική αυτοπραγμάτωση είναι το επαναστατικό σχέδιο. Είναι ο συλλογικός μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων και του φυσικού κόσμου σύμφωνα με τις επιθυμίες όλων όσων συμμετέχουν.Κατά τον ίδιο τρόπο ο όρος «θεραπεία» σήμερα συνήθως αναφέρεται σε απόπειρες «βοήθειας» στα άτομα ώστε να «προσαρμοστούν» στους περιοριστικούς κοινωνικούς τους ρόλους και στην κοινοτυπία της καθημερινής ζωής. Η αυθεντική θεραπεία περιλαμβάνει το ν’ αλλάζεις τη ζωή σου αλλάζοντας τη φύση της κοινωνικής ζωής. Η θεραπεία πρέπει να είναι κοινωνική αν θέλει να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Η κοινωνική θεραπεία (η θεραπεία της κοινωνίας) και η προσωπική θεραπεία (η θεραπεία του ατόμου) είναι άρρηκτα συνδεδεμένες: η μία απαιτεί την άλλη, η καθεμία είναι απαραίτητο κομμάτι της άλλης.

Για παράδειγμα η σημερινή κοινωνία περιμένει από εμάς να καταπιέσουμε τα πραγματικά συναισθήματα και να παίξουμε ένα ρόλο. Αυτό ονομάζεται «κοινωνικός ρόλος» (πόσο αποκαλυπτικός χαρακτηρισμός). Τα άτομα ντύνονται την «θωράκιση του χαρακτήρα» -κάτι σαν μεταλλικό κουστούμι που αποτελείται από την εκτέλεση του ρόλου, την προσποίηση και την απόκρυψη των προσωπικών επιθυμιών ως άμυνα προς τα άλλα άτομα. Ο μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων και το ξεπέρασμα του παιχνιδιού των ρόλων απαιτεί την συνειδητή απόφαση των περισσοτέρων, αν όχι όλων, των ατόμων να αποτινάξουν αυτούς τους ρόλους και αληθινά να επικοινωνήσουν. γι’ αυτό η απαλλαγή από τους προσωπικούς ρόλους συνδέεται άμεσα με το τέλος του κοινωνικού ρόλου.

6. Η ενεργητική κριτική σκέψη σημαίνει να τοποθετήσεις την ζωή σου – όπως είναι τώρα και όπως θα ήθελες να είναι-στο κέντρο της σκέψης σου. Αυτός ο θετικός εγωκεντρισμός επιτυγχάνεται με μία συνεχή αποτίναξη εξωτερικών εμμονών σε πλαστά θέματα που επιβάλλονται στην κοινωνική ζωή:(«ποιοι επιβουλεύονται το έθνος μας»), πλαστές συγκρούσεις («οι ξένοι μας παίρνουν τις γκόμενες!»), πλαστές ταυτότητες («έλληνας», «πατριώτης», «χριστιανός ορθόδοξος»), πλαστές διχοτομήσεις («οικονομική πρόοδος» εναντίον «ενός καθαρού περιβάλλοντος»). Τα Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης (μαζί με καταναλωτικές έρευνες, σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, γκάλοπ κλπ)σαν σωστά ιερατεία φροντίζουν να παρεμποδίζουν την ανάλυση της ολότητας της καθημερινής ζωής, επιμένοντας πεισματικά σε θεαματικές ασημαντότητες, ψεύτικες διαμάχες και γελοία σκάνδαλα. Είστε υπέρ ή κατά των ομοφυλόφιλων, του Μπιν Λάντεν, των νέων ταυτοτήτων; Ποιά η γνώμη σας για τα μαλακά ναρκωτικά, τις πλαστικές εγχειρήσεις, τα UFO, τον κρατικό προϋπολογισμό, το τελευταίο σουξέ της βανδή ή την τελευταία μαλακία του θοδωράκη�

Πρόκειται για αντιπερισπασμούς, πλαστά θέματα. Το μόνο ζήτημα για μας είναι το πως ζούμε. Ένα παλιό εβραϊκό γνωμικό λέει: «αν έχεις μόνο δύο επιλογές, διάλεξε την τρίτη». Παρακινεί τους ανθρώπους να ψάξουν για νέες προοπτικές. Μπορούμε να διακρίνουμε την κατασκευή πλαστών διλημμάτων ψάχνοντας γι’ αυτή την τρίτη επιλογή.

Η συναίσθηση της τρίτης επιλογής επιτρέπει την άρνηση της επιλογής ανάμεσα σε δύο υποτιθέμενα αντίθετες αλλά όμοια αποκρουστικές πιθανότητες οι οποίες παρουσιάζονται σε μας ως οι μόνες πιθανές επιλογές. Στην απλούστερη μορφή της η συνείδηση της «τρίτης επιλογής» εκφράζεται από την γυναίκα που δικάζεται για ένοπλη ληστεία και ερωτάται: «δηλώνεις ένοχη ή αθώα;»και απαντά «Είμαι πεινασμένη και άνεργη». Μια πιο θεωρητική, αλλά το ίδιο κλασσική απεικόνιση αυτής της συνείδησης είναι η άρνηση να επιλέξεις ανάμεσα στην κυρίαρχη τάξη των δυτικών πολυεθνικών και στην κρατική καπιταλιστική άρχουσα τάξη αυτού που απέμεινε από το ανατολικό μπλοκ. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να κοιτάξουμε τις βασικές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής στις Η.Π.Α. και την Ευρώπη από την μια, και από την άλλη την Κίνα, τη Β. Κορέα, την Κούβα, ώστε να διακρίνουμε πως ουσιαστικά είναι ίδιες: εκεί, όπως και εδώ, η μεγάλη πλειοψηφία δουλεύει για ένα μεροκάματο ή ένα μισθό, με αντάλλαγμα την παραίτηση από τον έλεγχο πάνω στην εργασία τους, έλεγχο στο τι παράγουν και πως το παράγουν. Βέβαια, αυτό που οι άνθρωποι παράγουν τόσο σε ανατολή όσο και σε δύση ξαναπωλείται σε αυτούς με τη μορφή εμπορεύματος. Στη δύση η υπεραξία ή η αξία που παράγεται πέρα και πάνω από την αξία των εργατικών μισθών, είναι ιδιοκτησία της διοίκησης της επιχείρησης και των μετόχων, οι οποίοι συντηρούν το θέαμα του εσωτερικού ανταγωνισμού. Στην ανατολή η υπεραξία αποτελεί ιδιοκτησία της κρατικής γραφειοκρατίας, η οποία δεν επιτρέπει τον εσωτερικό ανταγωνισμό. Μεγάλη διαφορά. Οι πλαστές ταυτότητες είναι ίσως η πιο δραστική μορφή μυθοποίησης. Καθώς απουσιάζει η πραγματική κοινότητα, οι άνθρωποι προσκολλώνται σε κάθε είδους ψεύτικες κοινωνικές ταυτότητες για τις οποίες παίζουν ή χαζεύουν μία τεράστια γκάμα ρόλων που παρουσιάζονται σ’ αυτούς στο σχολείο, την εκκλησία και ιδιαίτερα στα ψυχαγωγικά Μ.Μ.Ε.. Αυτές οι κοινωνικές ταυτότητες μπορεί να είναι εθνικές (αμερικανός, έλληνας), τοπικιστικές (σαλονικιός), εθνικιστικές (πατριώτης), σεξουαλικές (γκέι), πολιτισμικές (ΠΑΟΚτζής, ροκάς), και ούτω καθ’ εξής, αλλά όλες προέρχονται από μια κοινή επιθυμία για σύνδεση, για την αίσθηση του ανήκειν.

Φανερά το να αισθάνεσαι «μαύρος» είναι μια πιο πραγματική ταυτότητα από το να είσαι «βάζελος» αλλά πέρα από ένα σημείο μια τέτοια ταυτότητα εξυπηρετεί την απόκρυψη της πραγματικής θέσης κάποιου μέσα στην κοινωνία. Για ν΄ αναγνωρίσεις την πραγματική θέση πρέπει να αρνηθείς τις πλαστές ταυτότητες, πλαστές συγκρούσεις και πλαστές εναλλακτικές και ν’ αρχίσεις τοποθετώντας τον εαυτό σου στο κέντρο. Από εκεί μπορείς να εξετάσεις την υλική βάση της ζωής σου, ξεγυμνωμένη από κάθε μυθοποίηση.

Ένα παράδειγμα: έστω ότι θέλεις ένα ποτήρι καφέ από το μηχάνημα όταν είσαι στη δουλειά. Πρώτα υπάρχει ένα ποτήρι καφές. αυτό εμπλέκει τους εργάτες στην φυτεία καφέ, αυτούς στη φυτεία ζάχαρης και στη διύλιση, αυτούς στο χαρτεργοστάσιο κ.ο.κ. Μετά είναι οι εργάτες που κατασκεύασαν τα ξεχωριστά κομμάτια της μηχανής και αυτοί που τα συναρμολόγησαν. Μετά αυτοί που εξόρυξαν το σίδερο και το βωξίτη, σμίλεψαν το ατσάλι και δούλεψαν για την ηλεκτρική παροχή που θέτει σε λειτουργία το μηχάνημα. Μετά όλους τους εργάτες που μετέφεραν τον καφέ, τα κύπελλα και την μηχανή. Μετά τους υπαλλήλους, τους γραμματείς και τους εργαζόμενους στην επικοινωνία που συντόνισαν την παραγωγή και την μεταφορά. Τέλος έχεις όλους τους εργάτες που παρήγαγαν κάθε άλλο είδος απαραίτητο για να επιβιώσουν οι άλλοι. Αυτοί οι συνειρμοί σου δίνουν την άμεση υλική σχέση σου με εκατομμύρια ανθρώπων, στην πραγματικότητα με την αχανή πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτοί παράγουν την ζωή σου και εσύ βοηθάς ώστε να παραχθεί η δική τους. Σ’ αυτή την οπτική όλες οι κατασκευασμένες συλλογικές ταυτότητες και τα συμφέροντα των ομάδων φαντάζουν ασήμαντα. Φαντάσου τον πιθανό εμπλουτισμό της ζωής τους η οποία προς το παρόν είναι κλειδωμένη στην διαταραγμένη δημιουργικότητα εκατομμυρίων μισθωτών σκλάβων, συγκρατημένη από τις απαρχαιωμένες και εξαντλητικές μεθόδους παραγωγής, καταπνιγμένη από την απουσία ελέγχου πάνω στην ίδια τους την παραγωγικότητα, δεμένη στον παράλογο ορθολογισμό της συσσώρευσης κεφαλαίου που στρέφει τον ένα ενάντια στον άλλο και καθιστά την ζωή ένα τρελό αγώνα για οικονομική επιβίωση. Εδώ αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε μια πραγματική κοινωνική ταυτότητα – στους ανθρώπους που αγωνίζονται για να επανακτήσουν τον έλεγχο της ζωής τους, εκεί βρίσκουμε τον εαυτό μας.

Αυτοί που έχουν συμφέρον, νομιμοποιημένο από το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο συνεχώς μας παρουσιάζουν πλαστές επιλογές, επιλογές δηλαδή μέσα από τις οποίες μπορούν να διατηρήσουν την εξουσία τους (ψήφισε αριστερούς, ψήφισε δεξιούς – πάντως ψήφισε). Συνεχώς μας ζητούν να επιλέξουμε μια πλευρά σε ψεύτικες συγκρούσεις. Κυβερνήσεις, εταιρείες, πολιτικά κόμματα και προπαγανδιστές κάθε είδους μας βομβαρδίζουν με επιλογές που δεν είναι αληθινές επιλογές. Μας δίνεται η ψευδαίσθηση της επιλογής, όσο όμως οι έχοντες την εξουσία ελέγχουν ποιες θα είναι αυτές οι επιλογές («επιλογές» τις οποίες αντιλαμβανόμαστε-μας προσφέρουν-ως τις μόνες εναλλακτικές), θα ελέγχουν επίσης και το αποτέλεσμα των «αποφάσεων» μας.

Οι νεοηθικιστές αρέσκονται να λένε σε όσους από εμάς ζούμε στη δύση το πως πρέπει να «κάνουμε θυσίες», πως «εκμεταλλευόμαστε» τα πεινασμένα παιδιά του τρίτου κόσμου. Η επιλογή που μας προβάλουν είναι ανάμεσα σε μια αλτρουιστική αυτοθυσία ή σ’ ένα στενό ατομισμό (οι φιλανθρωπικοί οργανισμοί εξαργυρώνουν την ενοχή που προέρχεται απ’ αυτούς τους συλλογισμούς). Ναι, ζώντας στην πλούσια, σπάταλη δύση πράγματι εκμεταλλευόμαστε τους φτωχούς του τρίτου κόσμου – αλλά όχι προσωπικά, όχι συνειδητά. Μπορούμε να κάνουμε κάποιες αλλαγές στη ζωή μας, μποϋκοτάζ, θυσίες, αλλά το αποτέλεσμα είναι οριακό. Κατανοούμε την πλαστή σύγκρουση που μας παρουσιάζεται όταν διαπιστώσουμε ότι κάτω από το παγκόσμιο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα εμείς ως άτομα βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στο ρόλο του «εκμεταλλευτή» ακριβώς όπως οι άλλοι είναι φραγμένοι στο ρόλο του «εκμεταλλευόμενου». Έχουμε ένα ρόλο και πολύ μικρή δύναμη να τον αλλάξουμε, τουλάχιστον ατομικά. Γι’ αυτό το λόγο απορρίπτουμε την πλαστή επιλογή ανάμεσα στο «θυσία ή εγωισμός», με το να ζητούμε την καταστροφή του παγκόσμιου κοινωνικού συστήματος η ύπαρξη του οποίου μας επιβάλλει αυτή την επιλογή. Ψευτοδιορθώνοντας το σύστημα στις λεπτομέρειες, ή προσφέροντας συμβολικές θυσίες, ή ζητώντας «λιγότερο εγωισμό» απλά δεν κάνουμε τίποτα. Οι διάφορες φιλανθρωπίες που το ίδιο το σύστημα «ανέχεται» ή πριμοδοτεί ανοιχτά δεν πηγαίνουν ποτέ πέρα από τις πλαστές επιλογές (τύπου «θυσία ή εγωισμός») – αλλά αν είναι να επέλθει μια αληθινή κοινωνική αλλαγή πρέπει όλοι εμείς να πάμε πέρα απ’ αυτές.

Αυτοί που έχουν την εξουσία συνεχώς χρησιμοποιούν τέτοιες παραποιήσεις για να μας αποπροσανατολίσουν και να μας αποδυναμώσουν. Διαδίδοντας μύθους όπως «αν όλοι μοιράσουμε τα πάντα δεν θα υπάρχουν αρκετά για όλους» προσπαθούν να αρνηθούν την ύπαρξη κάθε αληθινής επιλογής και να κρύψουν από εμάς το γεγονός ότι οι υλικές προϋποθέσεις για την κοινωνική επανάσταση ήδη υπάρχουν. 7. Κάθε διαδρομή προς την απομυθοποίηση του εαυτού μας πρέπει να αποφύγει το δίδυμο τέλμα της απολυταρχίας και του κυνισμού.

Η απολυταρχία εκφράζει την ολοκληρωτική αποδοχή ή άρνηση του συνόλου των συστατικών συγκεκριμένων ιδεολογιών, ή τελικά κάθε συνόλου ιδεών ή εννοιών. Ένας οπαδός της απολυταρχίας δεν μπορεί να διακρίνει καμιά άλλη επιλογή εκτός από την πλήρη αποδοχή ή άρνηση. Βλέπει τα πράγματα μονολιθικά σαν σωστό ή λάθος. Περιπλανιέται ανάμεσα στα ράφια του ιδεολογικού σούπερμάρκετ ψάχνοντας για το ιδανικό εμπόρευμα, και το αγοράζει έτοιμο, κονσέρβα. Αλλά το ιδεολογικό σουπερμάρκετ – όπως κάθε σουπερμάρκετ – είναι χρήσιμο μόνο για πλιάτσικο. Είναι πιο πρακτικό για μας να κινούμαστε ανάμεσα στα ράφια, να σκίζουμε τα πακέτα, να παίρνουμε ότι δείχνει αυθεντικό και χρήσιμο και να πετάμε τα υπόλοιπα.

Ο κυνισμός αποτελεί αντίδραση σ’ ένα κόσμο που κυριαρχείται από την ιδεολογία και την «ηθικότητα». Αντιμέτωπος με αλληλοσυγκρουόμενες ιδεολογίες, ο κυνικός λέει «χολέρα και στα δυό σας τα σπίτια να πέσει». Ο κυνικός είναι τόσο καταναλωτής όσο και ο απολυταρχικός, ωστόσο έχει εγκαταλείψει την σκέψη ότι υπάρχει ελπίδα να βρεθεί το ιδανικό εμπόρευμα.

8. Η διαδικασία της συνθετικής σκέψης είναι μια διαρκούς εμπλουτισμού και τροποποίησης του τρέχοντος σώματος της αυτοθεωρίας καθώς και της επίλυσης των αντιθέσεων ανάμεσα στις νέες σκέψεις και τις αντιλήψεις των προηγούμενων πεποιθήσεων. Η τελική σύνθεση είναι κάτι περισσότερο από το σύνολο των μερών της.

Η συνθετική αυτή μέθοδος κατασκευής μιας θεωρίας είναι αντίθετη της εκλεκτικής μεθόδου στην οποία κάποιος συλλέγει σε μια κουρελιασμένη τσάντα τα αγαπημένα του κομματάκια από τις αγαπημένες του ιδεολογίες χωρίς ποτέ ν’ αντιμετωπίζει τις επακόλουθες αντιφάσεις. Σύγχρονα παραδείγματα περιλαμβάνουν τον «αναρχό-καπιταλισμό», «χριστιανό-μαρξισμό», και τον φιλελευθερισμό γενικώς. Εάν έχουμε διαρκώς συνείδηση του πως θέλουμε να ζούμε, μπορούμε κριτικά να οικειοποιηθούμε στοιχεία από οτιδήποτε: ιδεολογίες, πολιτισμικές κριτικές, τεχνοκράτες, κοινωνιολογικές μελέτες, ακόμα και μυστικισμό (αν και τα ενδιαφέροντα στοιχεία πιθανώς να είναι λίγα). Όλα τα σκουπίδια του παλιού κόσμου μπορούν να ελεγχθούν για χρήσιμα υλικά από αυτούς που επιθυμούν να τον ξαναφτιάξουν.

9. Η φύση της σύγχρονης κοινωνίας παγκοσμιοποιημένης μέσω του καπιταλιστικού συστήματος της, καθιστά αναγκαία μια προσωπική θεωρία η οποία να ασκεί κριτική σε κάθε υπαρκτή μορφή κοινωνικο-οικονομικής κυριαρχίας (τόσο στον εταιρικό καπιταλισμό του «ελεύθερου» κόσμου όσο και στον κρατικό καπιταλισμό του «κομμουνιστικού» κόσμου) όπως και σε κάθε μορφή αποξένωσης (σεξουαλική μιζέρια, καταναγκαστική συμμετοχή στην άλογη κούρσα για επιβίωση-καριέρα κλπ). Μ’ άλλα λόγια χρειαζόμαστε μια κριτική στο σύνολο της καθημερινής ύπαρξης από την οπτική της ολότητας των επιθυμιών μας.

Αντίθετοι σ’ αυτό το σχέδιο είναι όλοι οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες, παπάδες και γκουρού, πολεοδόμοι και μπάτσοι, ρεφορμιστές και λενινιστές, κεντρικές επιτροπές και λογοκριτές, μάνατζερ εταιρειών και καραγκιόζηδες των συνδικάτων, άρρενες υπερ-αρσενικοί και κομπλεξικές φεμινίστριες, ιδιοκτήτες γης και οικο-καπιταλιστές, οι οποίοι εργάζονται για να υποτάξουν τις ατομικές μας επιθυμίες σ’ αυτή την χυδαία αφαίρεση: «το κοινό καλό» του οποίου αυτοί είναι οι υποτιθέμενοι φύλακες.

Όλοι αυτοί είναι οι δυνάμεις του παλιού κόσμου – αφεντικά, παπάδες και άλλοι αλήτες που έχουν να χάσουν κάτι αν οι άνθρωποι επεκτείνουν το παιχνίδι της επανοικειοποίησης του πνεύματος τους στην διεκδίκηση της ύπαρξης τους. Κάθε συνειδητός κάτοχος της επαναστατικής θεωρίας είναι εχθρός κάθε αφαιρετικής βάσης ιδεολογίας και το ξέρει.

10. Θα πρέπει να έχει γίνει ξεκάθαρο ως τώρα ότι η αυτο-απομυθοποίηση και η δημιουργία της προσωπικής μας επαναστατικής θεωρίας δεν ξεριζώνει την αποξένωση μας: ο «κόσμος» με τις καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις να διεισδύουν σε κάθε πτυχή της ζωής συνεχίζεται και αναπαράγεται καθημερινά με την συναίνεση δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Αν και αυτό το κείμενο επικεντρώνεται στην δημιουργία μιας αυτοθεωρίας, αυτό δεν σημαίνει ότι υπονοούμε πως η επαναστατική θεωρία μπορεί να υπάρχει ξέχωρα από την επαναστατική πρακτική. Προκειμένου να είναι συνεπής, προκειμένου να ανοικοδομήσει αποτελεσματικά τον κόσμο, η πρακτική πρέπει να στηρίζεται στη θεωρία και η θεωρία να εφαρμόζεται στην πράξη.

Το επαναστατικό σχέδιο της κατάργησης της αποξένωσης και του μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων απαιτεί την ύπαρξη της θεωρίας, ως θεωρία πράξης η οποία πραγματοποιείται σ’ αυτό που κάνουμε και στο πως ζούμε. Διαφορετικά η θεωρία θα εκφυλιστεί σε μια ασήμαντη ενατένιση του κόσμου και τελικά σ’ ένα μηχανισμό επιβίωσης -μια διανοουμενίστικη θωράκιση, μια προστατευτική γυάλα ανάμεσα στο καθημερινό κόσμο και τον εαυτό. Και αν η επαναστατική πρακτική δεν είναι η πρακτική της επαναστατικής θεωρίας, εκφυλίζεται στην καλύτερη περίπτωση σ’ ένα αλτρουϊστικό μιλιταρισμό – «επαναστατική» δραστηριότητα σαν κοινωνικό καθήκον ή ρόλος. Στην χειρότερη εκφυλίζεται σε οπαδισμό.

Δεν στοχεύουμε σε μια συνεπή θεωρία ως αυτοσκοπό. Για μας η αξία της συνέπειας είναι το ότι διευκολύνει στην κριτική και αποτελεσματική σκέψη. Για παράδειγμα, είναι πιο εύκολη η κατανόηση των μελλοντικών εξελίξεων του κοινωνικού ελέγχου εάν υπάρχει μια συνεπής κατανόηση των σημερινών ιδεολογικών και κοινωνικών τεχνικών ελέγχου. Το να έχεις μια συνεπή θεωρία κάνει πιο εύκολη την εφαρμογή της στρατηγικής σου για την πραγμάτωση των επιθυμιών σου.  11. Στη διαδικασία κατασκευής μιας αυτοθεωρίας, οι τελευταίες θεωρίες που θα πρέπει να διαπραγματευτούμε (διστάζει κανείς να τις πει ιδεολογίες καθώς δεν βασίζονται σε αφαιρέσεις με τα επακόλουθα «πρέπει» και «καθήκοντα») είναι αυτές που έχουν την μεγαλύτερη ομοιότητα με την επαναστατική θεωρία. Πρόκειται για την καταστασιακή θεωρία και τον επαναστατικό συνδικαλισμό.

Η καταστασιακή διεθνής (1958-1971) ήταν μια οργάνωση θεωρητικών αντιεξουσιαστών ευρωπαίων και κυρίως γάλλων μαρξιστών. Πολλοί όπως και η παρούσα έκδοση, εκτιμούν ότι οι καταστασιακοί «συνέβαλαν καταλυτικά στην δημιουργία της επαναστατικής θεωρίας». Η εκτίμηση αυτή όμως φαίνεται υπερβολικά γενναιόδωρη. Σχεδόν όλες οι σκέψεις-κλειδιά που αποδίδονται σε καταστασιακούς συγγραφείς μπορούν να βρεθούν στις εργασίες προηγούμενων αναρχικών, σοσιαλιστών και φιλοσόφων, όπως ο Alexander Berkman, η Emma Goldman, ο Oscar Wilde, ο George Bernard Shaw, ο Wilhelm Reich και ο Frederich Nietzche (αν και τα επίμαχα σημεία ήταν σκόρπια, και ανεπτυγμένα χωρίς την ορμή την οποία βρίσκεις στα πιο δυνατά καταστασιακά κείμενα. Ο κύριος λόγος που αυτό το γεγονός δεν αναγνωρίζεται ευρέως είναι το ότι οι περισσότεροι από τους πρώτους καταστασιακούς, όπως και αυτοί που τους ακολούθησαν είχαν μαρξιστικό παρελθόν και απλά δεν ήταν εξοικειωμένοι με το αχανές σώμα μη μαρξιστικών προοδευτικών γραπτών το οποίο είχε παραχθεί στις προηγούμενες δεκαετίες. Οι νεότεροι οπαδοί των καταστασιακών είχαν συχνά πολύ μικρή πολιτική εμπειρία και είναι ανεξοικείωτοι με πρώιμα κείμενα όσο και οι μαρξιστές πρόγονοι τους.

Ένας δευτερεύων λόγος υπερεκτίμησης της σημασίας των καταστασιακών είναι ότι αυτός εκφράζει μια γαλλική ιδεολογία η οποία χρησιμοποιεί μια αργκό μαρξιστικών κλισέ: («αθλιότητα του…», «κοινωνία θεάματος», «υποστασιοποίηση», «διαλεκτικός» κλπ.). επίσης σχεδόν όλα τα καταστασιακά κείμενα είναι γραμμένα σε δυσνόητο ύφος, κορακίστικο και θολό, γεγονός που καθιστά την ανάγνωση δυσπρόσιτη για τους περισσότερους. Έτσι ο καταστασιασμός είχε μια σνόμπ απήχηση σε αυτούς που ήδη είχαν διανοουμενίστικες προδιαθέσεις. Μόλις εξοικειωθείς με την «διάλεκτο» και διαβάσεις (ή ισχυριστείς ότι διαβάζεις) τα «ιερά» κείμενα μπορείς άνετα να παραστήσεις τον διανοούμενο. Οπότε δεν εκπλήσσει που οι «φιλοκαταστασιακοί», κολλημένοι στους «καταστασιακούς» ρόλους του ειδικού, σε πολιτικές αντιπαραθέσεις καταφεύγουν επίτηδες σε ανωμαλίες, κατασκευές και κατά πρόσωπο επιθέσεις εναντίον αυτών που έχουν την υπομονή ν’ ασκήσουν κριτική στις ιδέες τους στρεβλώνοντας το σλόγκαν «το προσωπικό είναι πολιτικό».Τα καταστροφικά και εσχάτως αυτοκαταστροφικά αποτελέσματα αυτών των αφελών τακτικών είναι τόσο φανερά ώστε δεν χρειάζονται περαιτέρω σχολιασμό.

Στην καλύτερη της η καταστασιακή θεωρία προσέφερε μια κριτική της «θεαματικής» κοινωνίας, της κοινωνίας δηλαδή όπου οι άνθρωποι υποβιβάζονται σε παθητικούς παρατηρητές και καταναλωτές αντί για ενεργούς συμμέτοχους. Έκανε μια εκτεταμένη κριτική στο πως η ιδεολογία και η εμπορευματοποίηση μετατρέπουν τους ανθρώπους σε αποξενωμένους παρατηρητές της ίδιας τους της ζωής. Λοιπόν, η καταστασιακή θεωρία είναι ένα κομμάτι κριτικής σκέψης το οποίο μπορεί να ενσωματωθεί στην προσωπική θεωρία του καθενός, αλλά τίποτα παραπάνω. Οτιδήποτε πιο πέρα – η άκριτη αποδοχή των καταστασιακών θεωριών και η ταυτοποίηση κάποιου με αυτές τις θεωρίες- αποτελεί την ιδεολογική κατάχρηση γνωστή ως φιλοκαταστασιασμός. Ο φιλοκαταστασιασμός μπορεί να γίνει η πιο πλήρης ίσως ιδεολογία επιβίωσης. Και μέσα στην ιδεολογία περιλαμβάνεται και ο θεαματικός ρόλος του να είσαι καταστασιακός, δηλαδή ένας παθιασμένος και μυστικοπαθής «σπάστης»

Το άλλο σώμα ιδεών που έχει μεγάλη ομοιότητα με την επαναστατική προσωπική θεωρία είναι ο συνδικαλισμός. Οι παραλλαγές περιλαμβάνουν τον αναρχοσυνδικαλισμό, τον επαναστατικό συνδικαλισμό και τον συμβουλιακό κομμουνισμό, με τον αναρχοσυνδικαλισμό να είναι ο πιο σημαντικός απ’ τους τρεις.

Αληθινή αυτοδιαχείριση είναι η άμεση διαχείριση (χωρίς κάποια ξεχωριστή ηγεσία ή ειδικούς) της κοινωνικής παραγωγής, διανομής και επικοινωνίας από τους εργαζομένους και τις κοινότητες τους. Το κίνημα για αυτοδιαχείριση έχει επανέλθει ξανά και ξανά κατά διάρκεια της κοινωνικής επανάστασης: Ρωσία το 1905 και 1916-17, Ισπανία 1936-39, Ουγγαρία το 1956, Αλγερία το 1960, Χιλή το 1972 και Πορτογαλία το 1975. Η μορφή οργάνωσης που συχνότερα δημιουργείται στην πρακτική της αυτοδιαχείρισης είναι τα εργατικά συμβούλια: αυτόνομες συνελεύσεις παραγωγών και γειτόνων που εκλέγουν αντιπροσώπους για να συντονίσουν τις δραστηριότητες τους. Οι αντιπρόσωποι μπορεί να ανακαλούνται οποτεδήποτε, εάν η γενική συνέλευση αισθανθεί ότι οι αποφάσεις δεν εκτελούνται αυστηρά, και δεν εκπροσωπούν υπό καμία έννοια τη συνέλευση. Υπέρμαχοι όλων των μορφών συνδικαλισμού που αναφέρθηκαν παραπάνω συνηγορούν σε τέτοιες πρακτικές. Οι μεγάλες αρετές του συνδικαλισμού είναι πρώτον, το ότι προσπαθεί να καταστρέψει κάθε καταπιεστική εξουσία, καθώς και την εμπορευματική (καπιταλιστική οικονομία). Δεύτερον, ότι πραγματικά παρέχει ένα πρακτικό μέσο για «να πας από εδώ εκεί». Και, τρίτον, αναγνωρίζει ότι η ουσιαστική λειτουργία της κοινωνικής οργάνωσης είναι να παράγει την οικονομική βάση -παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών – και σε αυτή επάνω στηρίζονται όλα τ’ άλλα. Ο συνδικαλισμός γνωρίζει ότι αυτή είναι μια περιοχή όπου χρειάζεται εκτεταμένη οργάνωση (της προαναφερθείσας ελευθεριακής μορφής) και ότι είναι καλύτερο να αφήνεις τις άλλες πλευρές της ζωής όσο το δυνατό πιο απαλλαγμένα από οργανωτικές επιρροές. Σχεδόν όλοι οι επικριτές του συνδικαλισμού, μαζί και οι αρχικοί συγγραφείς αυτής της μπροσούρας, χάνουν αυτό το σημαντικό σημείο. (Είναι αληθινό βέβαια ότι μια ενδελεχής κριτική όλων των τύπων κυριαρχίας και μυθοποίησης είναι απαραίτητη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, δεν έχει όμως κανείς παρά να ρίξει μια ματιά στις καλύτερες συνδικαλιστικές εκδόσεις για να αντιληφθεί ότι τουλάχιστον μερικοί συνδικαλιστές κάνουν αυτή την κριτική). Με δεδομένα την καταστροφή κάθε καταπιεστικής εξουσίας (ένας απ’ τους κεντρικούς στόχους του συνδικαλισμού) και μια επαρκή προετοιμασία (δηλ. απομυθοποίηση), θα ήταν παράλογο να μην περιμένουμε μια έκρηξη δημιουργικότητας σε όλους τους τομείς της ζωής -τέχνη, μουσική, λογοτεχνία, αρχιτεκτονική, οικογενειακές σχέσεις, σεξουαλικές σχέσεις, δομή της κοινότητας κλπ, κλπ.

Υπάρχουν παρ’ όλα αυτά δύο μεγάλοι κίνδυνοι στον συνδικαλισμό. Ο πρώτος είναι ότι πολλοί συνδικαλιστές αναπτύσσουν μια μυωπική οπτική: παθιάζονται τόσο πολύ με τους εργασιακούς αγώνες και τα οικονομικά σχέδια αυτοδιεύθυνσης που όχι μόνο αποτυγχάνουν να αναλύσουν μορφές κυριαρχίας και μυθοποίησης που δεν σχετίζονται με τον χώρο εργασίας ή αναπαράγοντάς τες, επιπλέον δρουν σαν αυτά τα προβλήματα να μην υπάρχουν. Έτσι, εάν αυτή η συνδικαλιστική τάση πετύχαινε τους σκοπούς της, θα μπορούσε κάλλιστα να παράγει μια αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία στην οποία μη οικονομικές μορφές κυριαρχίας και μυθοποίησης να ασκούν ακόμα τις οδυνηρές συνέπειες τους, π.χ. είναι εύκολο να οραματιστείς ένα οικονομικό σύστημα υπό εργατικό έλεγχο να συνυπάρχει με την θρησκευτική μυθοποίηση, την ομοφυλοφοβία και τον σεξισμό. Αυτό θα ήταν αντίθετο στις αναρχικές ιδέες, όμως πολλοί συνδικαλιστές είναι συνδικαλιστές πρώτα και μετά αναρχικοί (ή «αντιεξουσιαστές»), κάτι που μοιάζει πολύ με τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του.

Ο δεύτερος κίνδυνος έχει σχέση με τον πρώτο: οι συνδικαλιστές μερικές φορές ξεχνούν ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι απλά ένα μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Μερικές φορές λοιπόν αναπτύσσουν ένα οργανωτικό φετιχισμό. αυτό μπορεί να ονομαστεί «οργανωσίτιδα» – μια διανοητική αυταπάτη στην οποία μέσα και σκοπός αντιστρέφονται, στην οποία η συνδικαλιστική οργάνωση γίνεται αντιληπτή σαν ένας σκοπός από μόνη της, σαν σημαντικότερη απ’ τον ίδιο της τον στόχο (την ελεύθερη κοινωνία). Δυστυχώς σε ορισμένες περιπτώσεις ο στόχος ξεχνιέται τελείως. Και, ακόμα χειρότερα, η «οργανωσίτιδα» μερικές φορές, όχι όμως αναπόφευκτα, οδηγεί σε μια χειρότερη ασθένεια, την «γραφειοκρατικοποίηση».

Αυτά τα λόγια όμως δεν αποτελούν αφορισμούς της συνδικαλιστικής θεωρίας. απλά δείχνουν ότι ακόμα και η καλύτερη θεωρία από μόνη της δεν προσφέρει καμία εγγύηση ότι οι ακόλουθοι της θα ενεργούν πάντοτε με βάση τις αρχές της ή ότι θα αποκτήσουν ιδέες πέραν αυτών που περιέχονται στην θεωρία. Αυτό δεν μας εκπλήσσει και πολύ. Όλοι ζούμε στον κόσμο του εμπορευματικού καπιταλισμού και θα ήταν τρομακτικό ο χαρακτήρας μας να μην έχει φορτωθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό με τα χαρακτηριστικά που μια τέτοια ζωή γεννά. και θα ήταν επίσης τρελό αυτά τα χαρακτηριστικά να μην δημιουργούν προβλήματα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις – σε κάθε μορφής οργάνωση μάλιστα, ακόμα και την πιο άτυπη.

Πάλι όμως η κατάσταση δεν είναι εντελώς απελπιστική. Ένας υψηλός βαθμός προσωπικής συνειδητοποίησης των συμμετεχόντων μπορεί να μειώσει τους κινδύνους της «οργανωσίτιδας» και της «γραφειοκρατικοποίησης». Υπάρχουν επίσης πολλοί μηχανισμοί αποτελεσματικοί στην μείωση αυτών των κινδύνων, όπως η αποκέντρωση, η υποχρεωτική εναλλαγή στα αξιώματα, περιορισμοί επανεκλογής, αυστηρό προσδιορισμό των ευθυνών, η άμεση ανάκληση. Με τέτοιους φύλακες η συμμετοχή σε συλλογικά σχέδια προσωπικής απελευθέρωσης είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και επιθυμητή.

Η αυθόρμητη εξέγερση από μόνη της δεν είναι αρκετή. Χωρίς μια εκ των προτέρων επαρκή προετοιμασία ο παλιός κόσμος απλώς θα επανεμφανιστεί μετά από οποιαδήποτε ανταρσία εγκιβωτισμένος, καθώς είναι εγκιβωτισμένος στην ψυχή των φανταστικών ανθρώπων

[μεταφράστηκε στα ελληνικά, το φθινόπωρο του 2005 στη Σαλονίκη]

Categories
Gilles Dauve

ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ, ΜΑΗΣ 1937 – GILLES DAUVE

ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ, ΜΑΗΣ 1937 – GILLES DAUVE

Φασισμός και Μεγάλο Κεφάλαιο

Απόσπασμα από το “When Insurrections Die”

Αν τα πράγματα έχουν έτσι ακριβώς, όπως δέχεται στο περίφημο αξίωμά του ο Daniel Guerin, δηλαδή ότι ο φασισμός εξυπηρετεί τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, τότε για το 99% των ανθρώπων που έρχονται σε επαφή με αυτήν την απολύτως ξεκάθαρη θέση, θα έπρεπε να προστεθεί επίσης ότι, πέρα από οτιδήποτε, ο φασισμός θα μπορούσε να ανακοπεί στα 1922 ή στα 1933 αν τα εργατικά κινήματα ή έστω οι δημοκράτες είχαν ασκήσει αρκετή πίεση ώστε να τον αποδυναμώσουν. Αν ίσως, στα 1921, το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και το νέο-ιδρυθέν Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας είχαν συμμαχήσει με τις δημοκρατικές δυνάμεις για να σταματήσουν τον Μουσσολίνι, ή αν στις αρχές του ’30, το Γερμανικό ΚΚ, δεν είχε αποδοθεί σε έναν «αδελφοκτόνο» αγώνα εναντίον των σοσιαλδημοκρατών, η Ευρώπη θα είχε γλιτώσει από μια από τις πιο βάρβαρες δικτατορίες της ιστορίας, από έναν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μια ναζιστική αυτοκρατορία που κάλυπτε σχεδόν ολόκληρη την ήπειρο, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το ολοκαύτωμα των Εβραίων. Πέρα και πάνω από αυτές τις πολύ αληθινές παρατηρήσεις σχετικά με τις τάξεις, το κράτος και τους δεσμούς μεταξύ του φασισμού και των μεγάλων συμφερόντων, αυτή η θεώρηση αποτυγχάνει να εντοπίσει την άνοδο του φασισμού μέσα από μια διπλή ήττα: Την ήττα των επαναστατών μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, που τσακίστηκαν τόσο από τη σοσιαλδημοκρατία όσο κι από την κοινοβουλευτική δημοκρατία, κι έπειτα, μέσα στη δεκαετία του 1920, την αποτυχία των δημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών στη διαχείριση του Κεφαλαίου. Χωρίς μια ματιά στην προηγούμενη περίοδο καθώς και στην πρώιμη φάση του ταξικού αγώνα και των ορίων του, η άνοδος στην εξουσία, και ακόμα περισσότερο η φύση του φασισμού παραμένουν ακατανόητες. Για τους υπόλοιπους, δεν είναι από απροσεξία που ο Guerin κρίνει επιπόλαια τόσο το Λαϊκό Μέτωπο, στο οποίο αναγνωρίζει μια «αποτυχημένη επανάσταση», όσο και την πραγματική σημασία του φασισμού.

Ποιος είναι ο πραγματικός κινητήρας του φασισμού, αν όχι η οικονομική και πολιτική ενοποίηση του κεφαλαίου, μια τάση που έχει γενικευτεί από το 1914. Ο φασισμός ήταν ένας συγκεκριμένος τρόπος να επιτευχθεί αυτή η ενότητα στις χώρες – την Ιταλία και τη Γερμανία – όπου, ακόμη κι αν η επανάσταση είχε τσακιστεί, το κράτος φαινόταν ανίκανο να επιβάλει την τάξη, και μέσα σε αυτήν να επιβληθεί ακόμη κι ανάμεσα στην ίδια την αστική τάξη. Ο Μουσσολίνι δεν ήταν άλλωστε ο Θίερσος, με μια γερά δομημένη βάση εξουσίας, για να διατάσσει τις ένοπλες δυνάμεις να σφαγιάσουνε τους κομμουνάρους. Μια ουσιώδης όψη του φασισμού είναι η γέννησή του στους δρόμους, η χρήση της αταξίας προκειμένου να επιβληθεί η τάξη, η κινητοποίηση της παλιάς μεσαίας τάξης, που έχει πλέον μισο-παρανοήσει από την ίδια την παρακμή της, και η αναγέννηση, εκ των ουκ άνευ, ενός κράτους ανίκανου να διαχειριστεί την κρίση του καπιταλισμού. Ο φασισμός ήταν μια προσπάθεια της αστικής τάξης να χαλιναγωγήσει βίαια τις ίδιες τις αντιφάσεις της, να στρέψει τις τακτικές της εργατικής τάξης, τις μαζικές διαδηλώσεις, υπέρ της, και να ξεδιπλώσει όλες τις δυνατότητες του σύγχρονου κράτους, καταρχήν ενάντια σε έναν εσωτερικό εχθρό, και στην συνέχεια εναντίον ενός εχθρού εξωτερικού.

Επρόκειτο πράγματι για μια κρίση του κράτους, κατά την πλήρη υπαγωγή της κοινωνίας στην κυριαρχία του κεφαλαίου. Αρχικά, υπήρχαν οι εργατικές οργανώσεις που ήταν υποχρεωμένες να έρχονται αντιμέτωπες με την προλεταριακή ανταρσία. Έπειτα, ο φασισμός ανέλαβε να πατάξει μια για πάντα τη συνεχιζόμενη αταξία. Αυτή η αταξία, δεν ήταν φυσικά επαναστατική κατ’ ανάγκη, προκαλούσε ωστόσο παράλυση, και κινητοποιούσε εναντίον της λύσεις που τελικά δεν μπορούσε παρά να είναι βίαιες. Η κρίση ξεπεράστηκε προς στιγμή αλλά μονάχα επιφανειακά: το φασιστικό κράτος έμοιαζε αποτελεσματικό χωρίς πραγματικά να είναι, κι αυτό καθώς ενσωμάτωνε βίαια την μισθωμένη εργατική δύναμη, θάβοντας τεχνητά τις συγκρούσεις μέσα από την διαμεσολάβησή τους από τη δίαυλο του μιλιταρισμού. Όμως το κράτος υπερέβη τελικά την κρίση, σχετικά πάντοτε, μέσα από την πολυσυλλεκτική δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε στα 1945, και η οποία ήταν σε θέση να οικειοποιηθεί όλες τις μεθόδους του φασισμού, αλλά και να προσθέσει μερικές νέες δικές της, μιας και κατορθώνει να εξουδετερώνει τις οργανώσεις των εργαζομένων χωρίς να τις καταστρέφει. Τα κοινοβούλια έχασαν τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Με κράτος πρόνοιας ή χωρίς, με σύγχρονες τεχνικές επιτήρησης κι ελέγχου ή με κρατικά επιδόματα που μοιράζονται σε εκατομμύρια άτομα, εν συντομία με ένα σύστημα που καθιστά τον καθένα ολοένα και πιο εξαρτημένο, η κοινωνική ενοποίηση πάει παραπέρα από κάθε προσπάθεια που κατέβαλε ο φασισμός μέσω του τρόμου, όμως ο ίδιος ο φασισμός σαν συγκεκριμένο κίνημα έχει πια εξαφανιστεί. Ανταποκρινόταν στην πειθαρχημένη πορεία – με βήμα χήνας – της αστικής τάξης, κάτω από την πίεση του κράτους, το οποίο είχε, κάτω από το συγκεκριμένο πλαίσιο, μόλις δημιουργηθεί και όφειλε να σπεύσει να θεσμοθετηθεί ως έθνος.

Η αστική τάξη πήρε ακόμα και τη λέξη «φασισμός» από τις οργανώσεις της εργατικής τάξης στην Ιταλία, οι οποίες συχνά αποκαλούνταν «φάσι». Έχει σημασία ότι ο φασισμός ξεκίνησε ως ένα είδος οργάνωσης κι όχι ως ένα πρόγραμμα. Το μόνο πρόγραμμά του είναι να οργανώσει τον καθένα, να καταστήσει με τη βία τα συνθετικά στοιχεία της κοινωνίας συμπαγή. Η δικτατορία δεν είναι ένα ακόμα όπλο του κεφαλαίου, λες και το κεφάλαιο θα μπορούσε να το αντικαταστήσει και με άλλα, λιγότερο βίαια, είναι μια από τις τάσεις του, μια τάση που πραγματοποιείται όποτε κάτι τέτοιο κρίνεται απαραίτητο. Μια «επιστροφή» στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπως συνέβη (για παράδειγμα) στη Γερμανία μετά το 1945, καταδεικνύει ότι η δικτατορία είναι ανίκανη να ενσωματώσει τις μάζες στο κράτος (τουλάχιστον μέχρι την επόμενη φορά που θα κληθεί να δοκιμαστεί). Το πρόβλημα δεν είναι πλέον το γεγονός ότι η δημοκρατία εξασφαλίζει μια πιο τέλεια κυριαρχία απ’ ότι η δικτατορία. Ο καθένας θα προτιμούσε να τον εκμεταλλεύονται με τον τρόπο της Σουηδίας παρά να απαχθεί από τους παρακρατικούς του Πινοσέτ. Όμως μπορεί πράγματι να επιλέξει; Ακόμα και οι ευγενικές δημοκρατίες της Σκανδιναβίας μπορούν να μεταμορφωθούν σε δικτατορίες αν οι συνθήκες το απαιτήσουν. Το κράτος μπορεί να έχει μόνο μια λειτουργία, την οποία επιτελεί είτε δημοκρατικά είτε δικτατορικά. Το γεγονός ότι η παλιότερη ήταν πιο σκληρή δε σημαίνει κι ότι μπορούμε να επανα-προσανατολίσουμε το κράτος ώστε αμβλύνει την νεότερη. Οι μορφές που παίρνει ο Καπιταλισμός δεν εξαρτώνται πια από τα γούστα των μισθωτών εργαζομένων παρά από τις προθέσεις των αστών. Η δημοκρατία της Βαϊμάρης υποδέχθηκε τον Χίτλερ με ανοιχτές αγκάλες. Το Λαϊκό Μέτωπο του Leon Blum δεν «απέφυγε τον φασισμό», πολύ απλά γιατί στα 1936 η Γαλλία δεν είχε ανάγκη ούτε μια εξουσιαστική ενοποίηση του κεφαλαίου, αλλά ούτε μια σμίκρυνση των μεσαίων στρωμάτων της.

Δεν τίθεται θέμα πολιτικής «επιλογής» την οποία οι προλετάριοι θα μπορούσαν να κάνουν ή να θέσουν με αξιώσεις. Η δημοκρατία δεν είναι δικτατορία, όμως η δημοκρατία προετοιμάζει τη δικτατορία και προετοιμάζεται και η ίδια γι αυτήν. Η ουσία του αντιφασισμού έγκειται στην αντίσταση στο φασισμό μέσα από την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Δεν έχουμε να κάνουμε πλέον με έναν αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό αλλά με μια προσπάθεια να ασκηθεί πίεση στον καπιταλισμό ώστε να αποκηρύξει την ολοκληρωτική του επιλογή. Από τη στιγμή που ο σοσιαλισμός ταυτίστηκε με την πλήρη δημοκρατία, και ο καπιταλισμός με μια καλπάζουσα τάση προς τον φασισμό, οι ανταγωνισμοί μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου, κομμουνισμού και μισθωτής εργασίας, προλεταριάτου και κράτους, απορρίπτονται για χάρη μιας αντιπρότασης δημοκρατίας ή φασισμού που παρουσιάζεται σαν η πεμπτουσία της επαναστατικής προοπτικής. Η επίσημη αριστερά και άκρα-αριστερά, μας λεν πως μια πραγματική αλλαγή θα ταυτιζόταν τουλάχιστον με τα ιδανικά του 1789, τα οποία προδίδει ασταμάτητα η μπουρζουαζία. Μια νέα κοινωνία; Μα αυτή υποτίθεται είναι ήδη εδώ, σε εμβρυακή μορφή φυσικά, μέσα από τα δημοκρατικά δικαιώματα τα οποία πρέπει να διαφυλάξουμε και να ωθήσουμε ακόμα παραπέρα προς μια ολοένα και τελειοποιούμενη κοινωνία, με ακόμα μεγαλύτερες δόσεις δημοκρατίας, μέχρι την επίτευξη της τέλειας δημοκρατίας, ή αν προτιμάτε, του σοσιαλισμού.

Έτσι, περιορισμένη σε μια αντιφασιστική αντίσταση, η κοινωνική κριτική περιορίζεται σε διθυράμβους προς όλα όσα κάποτε αποκήρυσσε και παρατά κάθε τι που θυμίζει την επανάσταση, για χάρη μιας πολιτικής σταδίων, μιας παραλλαγής της «ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό» που κάποτε προέτασσαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα, και χλευαζόταν μέχρι το 1968, από τον καθένα που ήθελε σοβαρά να αλλάξει τον κόσμο. Η παλινδρόμηση είναι προφανής.

Δε θα παίξουμε με τα όρια της γελοιότητας εγκαλώντας την αριστερά και την άκρα-αριστερά για το ότι αγκάλιασαν μια κομμουνιστική προοπτική την οποίαν γνώριζαν στην πραγματικότητα μόνο τότε που τις αντιτίθονταν. Είναι ολοφάνερο ότι ο αντιφασισμός αποτελεί άρνηση της επανάστασης. Αλλά ο αντιφασισμός αποτυγχάνει εκεί ακριβώς που ισχυρίζεται ότι είναι αποτελεσματικός: Στο να εμποδίσει μια πιθανή απολυταρχική μετάλλαξη της κοινωνίας.

Η αστική δημοκρατία είναι μια φάση στην καπιταλιστική οικοδόμηση της εξουσίας, και η επέκτασή της στον εικοστό αιώνα ολοκληρώνει την κυριαρχία του κεφαλαίου, εντατικοποιώντας την απομόνωση των ατόμων. Αυτοσυστήνεται σαν μια θεραπεία για το διαχωρισμό του ατόμου από την κοινότητα, της ανθρώπινης δραστηριότητας από την κοινωνία, και των τάξεων μεταξύ τους, η δημοκρατία δε θα είναι ποτέ σε θέση να λύσει το πρόβλημα της πιο διαχωρισμένης κοινωνίας στην ιστορία. Σαν μια μορφή για πάντα ανίκανη να τροποποιήσει το περιεχόμενό της, η δημοκρατία είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος το οποίο ισχυρίζεται ότι μπορεί να επιλύσει. Κάθε φορά που ισχυρίζεται ότι ενδυναμώνει την κοινωνική ενότητα, η δημοκρατία συμβάλλει στη διάλυσή της. Κάθε φορά που καλύπτει πρόχειρα τις αντιφάσεις του εμπορεύματος, το κάνει τεντώνοντας τον ιστό προστασίας που έχει υφάνει το κράτος γύρω από τις κοινωνικές σχέσεις. Ακόμα και με τους δικούς τους όρους απελπισμένης παραίτησης, οι αντιφασίστες, προκειμένου να γίνουν πιστευτοί, οφείλουν να μας εξηγήσουν πως γίνεται και η τοπική δημοκρατία είναι συμβατή με την αποικιοποίηση του χώρου από το εμπόρευμα που ολοένα εκκενώνει τους δημόσιους χώρους για να γεμίζει τα πολυκαταστήματα. Πρέπει να εξηγήσουν πως θα γίνει κι αυτό το πανταχού παρών κράτος, στο οποίο οι άνθρωποι οφείλουν να προστρέχουν για να βρουν προστασία και υποστήριξη, αυτή η πραγματική μηχανή παραγωγή κοινωνικών «αγαθών», δε θα «αμαρτήσει» προκειμένου να αποκαταστήσει την τάξη όταν εκκρηκτικές συνθήκες κάνουν κάτι τέτοιο επιτακτικό. Ο φασισμός είναι η εφηβεία του κρατικού τερατουργήματος, ενώ ο αντιφασισμός είναι η πιο δειλή απολογία του. Ο αγώνας για ένα δημοκρατικό κράτος είναι αναπόφευκτα ένας αγώνας σταθεροποίησης του κράτους και απέχει από τη συντριβή του ολοκληρωτισμού, μιας και ένας τέτοιος αγώνας ενισχύει την επικράτηση του ολοκληρωτισμού στην κοινωνία.

Βαρκελώνη, Μάης 1937

Απόσπασμα από το “When Insurrections Die”

Η αστυνομία προσπάθησε να καταλάβει το τηλεφωνικό κέντρο που βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο αναρχικών (και σοσιαλιστών) εργατών. Στην καταλανική μητρόπολη, καρδιά και σύμβολο της επανάστασης, οι νόμιμες αρχές δε σταματούσαν πουθενά προκειμένου να αφοπλίσουν κάθε τι που παρέμενε ζωντανό, ανεξέλεγκτο και αντι-αστικό. Η τοπική αστυνομία, επιπλέον, ήταν στα χέρια του PSUC (Ενοποιημένο Σοσιαλιστικο Κόμμα Καταλωνίας – αδελφό κόμμα του ισπανικού ΚΚ). Αντιμέτωποι με μια ανοιχτά εχθρική εξουσία, οι προλετάριοι τελικά κατάλαβαν ότι η εξουσία αυτή δεν ήταν δική τους, ότι της είχαν παραχωρήσει το δώρο της εξέγερσής τους δέκα μήνες νωρίτερα, και ότι πια η εξέγερσή τους είχε στραφεί εναντίον τους. Ως αντίδραση στην αρπαγή αυτής της εξουσίας από το Κράτος, μια γενική απεργία παρέλυσε τη Βαρκελώνη. Ήταν πια αργά. Οι εργάτες είχαν ακόμη την ικανότητα να εξεγείρονται ενάντια στο Κράτος (που είχε πάρει αυτή τη φορά τη δημοκρατική του μορφή), αλλά δεν μπορούσαν πλέον να ωθήσουν τους αγώνες τους προς ένα σημείο ανοιχτής ρήξης.

Όπως πάντα, το «κοινωνικό» ζήτημα κυριάρχησε εκ των προτέρων επί του στρατιωτικού. Η νόμιμες αρχές δεν μπορούσαν να επιβληθούν με τις οδομαχίες. Μέσα σε λίγες ώρες, στη θέση ενός πεδίου ανταρτοπολέμου, ενός πολέμου θέσεων, στήθηκε μια κούρσα καταλήψεων κτιρίων έναντι κτιρίων. Κυριάρχησε μια αμυντική εκεχειρία στην οποία κανείς δεν μπορούσε να νικήσει μιας και κανείς δεν επιτιθόταν. Με την ίδια την επιθετική της δυνατότητα μειωμένη, η αστυνομία δε ριψοκινδύνευε να εμπλακεί σε επιθέσεις κτιρίων που είχαν καταλάβει οι αναρχικοί. Γενικά μιλώντας η τοπική αστυνομία και το κράτος κατείχαν το κέντρο της πόλης, ενώ η CNT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας – υπό τον έλεγχο των αναρχοσυνδικαλιστών) και το POUM (μαρξιστές) κατείχαν τις εργατικές συνοικείες. Το στάτους κβο τελικά κρίθηκε με πολιτικά μέσα. Οι μάζες κατέθεσαν την εμπιστοσύνη τους στις δυο οργανώσεις που δέχονταν επίθεση, ενώ οι τελευταίες, φοβισμένες πως θα έρθουν σε ευθεία σύγκρουση με το κράτος, έπεισαν τους ανθρώπους να γυρίσουν πίσω στις δουλειές τους (αν και όχι χωρίς κάποια δυσκολία) κι έτσι υπέσκαψαν την μόνη δύναμη που θα μπορούσε να τους σώσει τόσο πολιτικά όσο και «φυσικά». Αμέσως μόλις τελείωσε η απεργία, γνωρίζοντας ότι πλέον έχει το πάνω χέρι της κατάστασης, η κυβέρνηση έφερε 6.000 φρουρούς των Ταγμάτων Επίθεσης, επίλεκτο τμήμα της αστυνομίας. Από τη στιγμή που αποδέχτηκαν τη διαμεσολάβηση των «αντιπροσωπευτικών οργανώσεων» και των μεσολαβητικών συμβουλίων του POUM και της CNT, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που είχαν νικήσει τον φασιστικό στρατό τον Ιούλη του 1936 παραδόθηκαν αμαχητί στην Δημοκρατική Αστυνομία τον Μάη του 1937.

Στο σημείο εκείνο, η καταστολή μπορούσε να ξεκινήσει το έργο της. Μόνο μερικές εβδομάδες ήταν αρκετές ώστε να τεθεί εκτός νόμου το POUM, να συλληφθούν οι ηγέτες του, και να θανατωθούν είτε νόμιμα είτε όχι, και να εξαφανιστεί ο Νιν (πρόεδρος του POUM). Ένας παράλληλος αστυνομικός μηχανισμός στήθηκε κρυφά σε τοπικό επίπεδο, οργανωμένος από το NKVD (Σ.τ.μ: Narodnii Komissariat Vnoutrennikh Diél – υπηρεσία πληροφοριών της ΕΣΣΔ) και τον μυστικό σχηματισμό της Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής), που έδινε λογαριασμό απευθείας στην Μόσχα και μόνο. Από το σημείο εκείνο, καθένας που έδειχνε την παραμικρή αντίθεση στο Δημοκρατικό Κράτος και τον βασικό σύμμαχό του, την ΕΣΣΔ, αποκηρυσσόταν και καταδιωκόταν ως «φασίστας», καθώς και σε ολόκληρο τον κόσμο ένας στρατός από καλοπροαίρετες, ευγενικές ψυχές ήταν πρόθυμος να επαναλάβει την ανθρωποσφαγή, κάποιοι από άγνοια, άλλοι από προσωπικό συμφέρον, αλλά όλοι τους πεπεισμένοι πως καμιά τέτοια αποκήρυξη δεν ήταν περιττή, τη στιγμή που ο φασισμός προέλαυνε. Η λύσσα που απελευθερώθηκε απέναντι στο POUM δεν ήταν απροσδόκητη. Αντιτιθέμενο στις δίκες της Μόσχας, το POUM είχε καταδικαστεί στο να καταστραφεί από έναν Σταλινισμό που επιδόθηκε σε έναν ανελέητο παγκόσμιο αγώνα ενάντια στους αντιπάλους του, για τον έλεγχο των μαζών. Τη στιγμή εκείνη, τα περισσότερα κόμματα, σχολιαστές κι ακόμα και η Λίγκα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δε δίσταζαν να συνηγορήσουν στην ενοχή των κατηγορουμένων. Εξήντα χρόνια αργότερα, η κυρίαρχη ιδεολογία καταδικάζει αυτές τις δίκες και τις βλέπει σαν ένα σημάδι του παρανοϊκού κυνηγιού της εξουσίας του Κρεμλίνου. Λες και τα σταλινικά εγκλήματα δεν είχαν καμιά σχέση με τον αντιφασισμό! Η αντιφασιστική λογική πάντοτε θα ευθυγραμμίζεται με τις πιο συμβατικές δυνάμεις και πάντοτε θα πολεμάει τις πιο ριζοσπαστικές.

Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, τον Μάη του 1937, δόθηκε ένα στίγμα, αυτού που λίγους μόνο μήνες νωρίτερα, θα ήταν αδιανόητο: Ένας σοσιαλιστής πολύ δεξιότερος ακόμα κι από τον Caballero, ο Negrin, θα ηγείτο μιας κυβέρνησης η οποία θα γινόταν συνώνυμη του «νόμου και της τάξης», περιλαμβάνοντας φυσικά την καταστολή ενάντια στους εργαζομένους. Ο Orwell, ο οποίος κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του στα γεγονότα αυτά, αντιλήφθηκε ότι ο πόλεμος «για τη δημοκρατία» είχε προφανώς τελειώσει. Αυτό που έμενε ήταν ένα ξεκαθάρισμα ανάμεσα σε δυο φασισμούς, με τη διαφορά ότι ο ένας ήταν λιγότερο απάνθρωπος από τον άλλον. Ωστόσο, ο Orwell υπέκυψε στην αναγκαιότητα να αποφευχθεί ο «πιο απογυμνωμένος και ανεπτυγμένος φασισμός του Φράνκο και του Χίτλερ». Από το σημείο αυτό κι έπειτα, το μόνο ζήτημα ήταν ο αγώνας για έναν φασισμό λιγότερο άσχημο από τον αντίπαλό του…

[Σημειώσεις της μετάφρασης: Στις 3 Μάη 1937, ο σταλινικός διευθυντής της Αστυνομίας της Βαρκελώνης (Rodriguez Salas) με 200 άνδρες του προσπάθησαν να επιτάξουν το τηλεφωνικό κέντρο της πόλης, το οποίο από την αρχή της επανάστασης είχε κυρηχτεί αυτοδιαχειριζόμενο από τους εργαζομένους του, οι περισσότεροι των οποίων ανήκαν στην αναρχοσυνδικαλιστική CNT. Οι τελευταίοι αρνήθηκαν να το παραδώσουν, και έστησαν οδοφράγματα γύρω του με τη βοήθεια άλλων εργατών, αναρχικών αλλά και μαρξιστών του POUM (εργατικό κόμμα σοσιαλιστικής ενοποίησης) το οποίο συνεργαζόταν με την CNT. Για τρεις μέρες ξέσπασαν συγκρούσεις σε ολόκληρη την πόλη ανάμεσα στους αναρχικούς, μαρξιστές και άλλους εργάτες από την μία, και τους σταλινικούς και την αστυνομία από την άλλη, ώσπου οι ηγέτες της CNT που είχαν στο μεταξύ υπουργοποιηθεί στην δημοκρατική κυβέρνηση, καθώς και του POUM, φοβούμενοι μια ρήξη με τη δημοκρατική κυβέρνηση, κήρυξαν ανακωχή και κάλεσαν τους εργάτες να καταθέσουν τα όπλα, κάτι που τελικά έγινε. Αυτό φυσικά ήταν και η αρχή του τέλους τους, μιας και μετά τις 6 Μάη, οι σταλινικοί και το δημοκρατικό πλέον κράτος είχαν λυμένα τα χέρια τους προκειμένου να εξοντώσουν κάθε αντιπολίτευση, κηρρύσοντας αρχικά παράνομο το POUM με πρόφαση τα γεγονότα αυτά. Οι μέρες του Μάη, αποτελούν δείγμα της αποξένωσης των εργαζομένων από τη δύναμή τους, συνέπεια της “εμπιστοσύνης” που οι ίδιοι νωρίτερα παρέδωσαν στις οργανώσεις (CNT, POUM) που ανέλαβαν να δώσουν τον “καλό αγώνα” για λογαριασμό τους.

[Μετάφραση: …για τη διάδοση της Μεταδοτικής λύσσας, Ιούλης 2007]

Δείτε ακόμα: 3 ερωτο/απαντήσεις για τον αντι-φασισμό – Gilles Dauve

Πηγή: Η μπροσούρα “Quand meurent les Insurrections” του Gilles Dauvé, κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις του Πρακτορείου Rioters [http://rioter.info/ekdoseis]

Categories
Jacques Camatte

Για την Επανάσταση – Jacques Camatte

Για την Επανάσταση – Jacques Camatte


Πηγή: Invariance Series 2 No. 2 April 1972

Μετάφραση στα αγγλικά: David Brown, 1982

Οι διάφορες ομάδες που εμφανίστηκαν μετά τα 1945 δεν κατάφεραν να αποδεχτούν τον θάνατο του παλιού εργατικού κινήματος. Να κάνουν κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να διακηρύσσουν την ίδια τους την αυτό-αναίρεση. Αυτό δεν τους εμποδίζει βέβαια από το να φλυαρήσουν γι αυτόν, συνήθως παρακάμπτοντας ή θεωρητικοποιώντας τον, κάτω από τον τίτλο της κρίσης του εργατικού κινήματος, ιδωμένης συνήθως σαν δήθεν κρίση μιας επαναστατικής πρωτοπορίας. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ιχνογραφούνται τα αίτια του θανάτου αυτού στο εσωτερικό της τάξης, μιας και πρέπει κανείς πρώτα να απορρίψει το επιχείρημα ότι το προλεταριάτο είναι πλέον αφομοιωμένο και έχει εγκαταλείψει την ιστορική αποστολή του (όπως είπε ο Τρότσκι ήδη στα 1939 στο «Η ΕΣΣΔ και ο Πολεμος»). Ορισμένοι άνθρωποι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν αυτό το φαινόμενο θεωρώντας πως ο καπιταλισμός είχε μετασχηματιστεί σε κρατικό ή γραφειοκρατικό καπιταλισμό, αλλά το προλεταριάτο παρέμεινε ανέπαφο και διατηρούσε την ίδια αποστολή – εξ ου και η αντιγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου από την ομάδα Socialisme Οù Barbarie (Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα). Δε θα τεθεί εδώ κάποιο ζήτημα αντίθεσης στην παραγωγή ενός μανιφέστου ή ακόμα αντιγραφής αυτού του 1848, στο όνομα της ιερότητας των κλασσικών κειμένων, αλλά κατάδειξης των ορίων μιας τέτοιας πρόθεσης. Οφείλουμε να σημειώσουμε στην προοπτική αυτή την Internationale Situationiste (Καταστασιακή Διεθνής), η οποία εμφανίστηκε λίγα χρόνια αργότερα, λειτουργώντας με τον ίδιο τρόπο. (Όλως αντιθέτως, η Potere Operaio (Εργατική Εξουσία) και η Lotta Continua (Συνεχής Αγώνας) πρότειναν έναν νέο-λενινισμό).

Βρέθηκαν άνθρωποι [1] που αντελήφθησαν τη σημασία της προλεταριακής ήττας του 1945 κι έτσι αμφισβήτησαν την ορθότητα της ιστορικής αποστολής του προλεταριάτου κι οδηγήθηκαν σε μια απόρριψη της θεωρίας του Μαρξ. Δήλωσαν (κι αυτό θεωρητικοποιήθηκε με 1000 διαφορετικούς τρόπους αργότερα) ότι το προλεταριάτο εξαφανιζόταν από τις έντονα βιομηχανοποιημένες ζώνες και ότι ήταν πλέον οι περιθωριακές ομάδες που θα έρχονταν να εκπληρώσουν το παλιό προλεταριακό σχέδιο, η ακόμα οι εξεγερμένοι χωρικοί στις ζώνες που δεν είχε απορροφήσει το κεφάλαιο και που μπορούσαν να ζωογονήσουν ξανά το επαναστατικό δυναμικό.

Ο Bordiga κατανόησε πλήρως την προλεταριακή ήττα και την οργιαστική ανάπτυξη του κεφαλαίου μετά το 1945. Γι αυτό και έγραψε: «Έχουμε γράψει πολλές φορές ότι το μανιφέστο είναι μια απολογία για την αστική τάξη, και σήμερα, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά την επαναφομοίωση της Ρωσσικής Επανάστασης, προσθέτουμε ότι κάποιος οφείλει να γράψει μια ακόμη» (Il Marxismo dei cacagli, 1952). Η ανάπτυξη του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα, πίστευε, θα διεύρυνε το προλεταριάτο και η κρίση που θα ζωογονούσε αυτό το ανεξέλεγκτο χάσμα θα κινητοποιούσε και πάλι το προλεταριάτο των παλιών μητροπόλεων, ιδιαίτερα της Γερμανίας. Αυτή η χώρα θεωρούνταν ως το επίκεντρο για την μελλοντική επανάσταση.

Οι διάφορες υφέσεις, όπως επίσης και τα πλευροκοπήματα των αντι-αποικιοκρατικών επαναστάσεων δεν οδήγησαν σε καμιά περίπτωση σε αποκατάσταση της επαναστατικής ταραχής στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η παθητικότητα του προλεταριάτου φάνηκε να είναι ατέρμονη ακόμα στο ξεκίνημα του ’60. Η θεωρία και η πρακτική ομάδων όπως η γερμανική SDS, παρεμφερείς ομάδες στις ΗΠΑ, οι Zengakuren στην Ιαπωνία, είχε το σκοπό του ξυπνήματος από τη λήθη των επαναστατικών δυνάμεων του προλεταριάτου μέσα από παραδειγματικές ενέργειες. Αυτοί, (ιδιαίτερα διάφορα μέλη της SDS) αντιλαμβάνονταν τη σημασία της ήττας και πίστευαν ότι το εργατικό κίνημα είχε βρεθεί εκατό χρόνια πίσω. Είχαν την ιδέα ενός νέου ξεκινήματος, μιας νέας εποχής… Γι αυτό το λόγο χάθηκαν μέσα στην εξεγερσιακή κατάσταση που ξετυλίχθηκε στο Παρίσι και στο Μεξικό στα 1968, διαφορετικά θα όφειλαν αργότερα να αυτό-διαλυθούν. Η διάλυση της SDS το 1970 έγινε στόχος κριτικής, όμως υπήρξε η απόδειξη της εγκυρότητας ολόκληρης της προηγούμενης δράσης της. Έπρεπε να χαθούν μέσα στην παλίρροια του νέου επαναστατικού κύματος. Παρομοίως με το μαοϊκό κίνημα στη Γαλλία, το οποίο παραδόξως, εκτός από μερικές μικρές απομονωμένες ομάδες, εκφράστηκε αρτιότερα στο αυθόρμητο κίνημα που γεννήθηκε από την κρίση του Μάη. Η καταστροφική ζωή των μαοϊκών οργανώσεων είναι η καλύτερη απόδειξη της κατάστασης από την οποία προερχόμαστε. Προσκολλώνται σε μια ιδεολογική γραμμή τραβηγμένη και σχεδιασμένη από την κινεζική πολιτιστική επανάσταση, ως το επαναστατικό ξέσπασμα του Μάη κι έπειτα. Όμως κάθε φορά το περιεχόμενο αποδεικνύεται πιο ισχυρό από το πλαίσιο και εκρήγνυται αποβάλλοντας το. Η θέληση να προσκολλούνται στις εξεγερμένες μάζες τους ανάγκασε προοδευτικά να αλλάζουν πλαίσια (στο βαθμό που οι αγώνες μεταπηδούσαν από ένα κοινωνικό πεδίο σε άλλο) και να αυτό-προσδιορίζονται μέσα από διάφορα αιτήματα, τα οποία νωρίτερα είχαν απορρίψει ή αγνοούσαν πλήρως – ο αγώνας ενάντια στα συνδικάτα, θεωρούμενα σαν λειτουργικές οργανώσεις-εργαλεία για την επιβολή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, για την γυναικεία απελευθέρωση, για την σεξουαλική επανάσταση κλπ… Με άλλα λόγια, η πολιτική ρητορική τους καταρρίπτονταν και ξέφτιζε οποτεδήποτε ερχόταν αντιμέτωπη με συνολικές ανάγκες. Έπρεπε να αναγνωρίσουν ότι η επανάσταση δεν είναι απλά ένα πολιτικό ζήτημα, αλλά ότι αφορά μια συνολική αλλαγή στον τρόπο παραγωγής και στον τρόπο ζωής, η κατάκτηση της εξουσίας είναι απλώς μια στιγμή του επαναστατικού γίγνεσθαι και το να μειώνεις τα πάντα σε αυτή τη στιγμή οδηγεί απλά στην παταγώδη αποτυχία να αντιληφθείς όλες τις διαστάσεις της εξέγερσης των ανθρώπων, όλες τις διαστάσεις της επανάστασης.

Μετά τις ταραχές του Μάη, των οποίων προηγήθηκαν τα ευρεία κινήματα που αναπτύχθηκαν σε δυο περιοχές με διαφορετικά ιστορικά κινήματα, την Κίνα και τη Δύση, και οι οποίες παρέδωσαν τη σκυτάλη στους σπουδαίους αγώνες στην Ιταλία, τις πρώτες άγριες απεργίες στη Γερμανία (Σ.τ.μ: «άγριες απεργίες» – wildcat strikes, λέγονται οι απεργίες που ξεσπούν χωρίς την έγκριση των συνδικάτων και συχνά εναντίον τους, και συνοδεύονται συνήθως από ριζικά-συνολικά αιτήματα, βίαιες συγκρούσεις, βανδαλισμούς, σαμποτάζ κλπ), τις απεργιακές κινητοποιήσεις της Κιρούνα, τις οδομαχίες των τελών του ’70 στην Πολωνία, την μεγάλη εξέγερση της Κεϋλάνης το 1971, το προλεταριάτο περιέχεται στις ομάδες του που είναι τα απομεινάρια του παλιού εργατικού κινήματος (ομάδες εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων όπως το γαλλικό ΚΚ ή απλά μερικών δεκάδων). Οργανώνονται στο παρελθόν γιατί αυτό οφείλει να συνεχιστεί ώστε να εμπνεύσει κάθε πραγματικό αγωνιστικό κίνημα, κάτι το οποίο δεν εμποδίζει μερικούς απ’ αυτούς, όπως το ΚΚΓ και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, να αλλάξουν τα προγράμματά τους έτσι ώστε να ταιριάζουν με το επαναστατικό κύμα που κι αυτοί ακόμα διαισθάνονται πως εγείρεται. Όταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούσαν να ξυπνήσουν το προλεταριάτο από το λήθαργό του, που διαδήλωναν ή μάχονταν όλα αυτά τα χρόνια, ήταν άραγε απλώς παιδικές απερισκεψίες που τρέφονταν από ψευδαισθήσεις, ή έκαναν έναν ακόμη μάταιο αγώνα ώστε η επανάσταση να θαφτεί καλύτερα μετά; Ας πούμε μόνο ότι από δω και πέρα έχουν θάψει αυτό το παρελθόν, έχουν ρευστοποιήσει απόλυτα τις ψευδαισθήσεις για έναν κόσμο που έχει εξαφανιστεί από το προσκήνιο.

Το προλεταριάτο υπέστη μια συντριπτική ήττα στα 1945, κι αυτό δεν θα μπορούσε να ξεπεραστεί με το να προτείνουμε μια δράση συμβατή με τα καθήκοντα του προλεταριάτου σε μια ιστορική περίοδο, που όμως δεν μπορούν να είναι συμβατά με την σημερινή κατάσταση. Η ήττα του 1945 κατέδειξε την αδυναμία του προλεταριάτου να αυτό-διευθυνθεί και να αντικαταστήσει το κεφάλαιο στη σλαβική περιοχή, καθώς και σε άλλες, οι οποίες εξεγέρθηκαν μετά το 1945, και να εμποδίσει το κεφάλαιο να πραγματοποιήσει την υλική κυριαρχία του στο κοινωνικό πεδίο, πρώτα και άμεσα στη Δύση, κι έπειτα στο υπόλοιπο του πλανήτη (στο βαθμό που αποτελεί την υψηλότερη κοινωνική μορφή η οποία επικρατεί στις υπόλοιπες).

Έχουμε πει ότι το κεφάλαιο μπορεί μόνο να καταφέρει κάτι τέτοιο, απαλλοτριώνοντας την άμεση υλική υπόσταση του προλεταριάτου – τον παραγωγικό μόχθο.

Αυτό συνεπάγεται μια ολική ρήξη με οτιδήποτε ήταν η θεωρία και πρακτική του εργατικού κινήματος πριν τα 1945 και δεδομένου του ότι από το 1923 μέχρι το 1945 είχαμε απλώς μια επανάληψη αυτού που συνέβη από τα 1917 μέχρι το 1923, μπορούμε να τροποποιήσουμε την πρότασή μας λέγοντας πως οφείλουμε να διαρρήξουμε τη σχέση μας με τη θεωρία και την πρακτική του εργατικού κινήματος μέχρι τα 1923. Αυτό, δεν συνεπάγεται φυσικά μια πρόταση να χτίσουμε ένα νέο κίνημα πάνω στα ερείπια διαφόρων στοιχείων του παλιού προλεταριακού κινήματος. Δε σημαίνει σε καμία περίπτωση τη συγγραφή ενός νέου Μανιφέστου, ή ένα νέο πρόγραμμα κλπ., ούτε μια επιστροφή στην Μαρξ αντιγράφοντας το έργο του και αναδεικνύοντάς το στο επαναστατικότερο όλων. Η επιστροφή σε κάτι είναι συνήθως η φυγή από κάτι άλλο, από την σύγχρονη πραγματικότητα. Κάτι τέτοιο, στην πραγματικότητα, συνίσταται στην μελέτη των ελλείψεων σε συγκεκριμένα σημεία του έργου του Μαρξ, που παραμένουν ελλιπή ακριβώς γιατί έχουν πραγματωθεί.

Το έργο του Μαρξ ορίζει πρωταρχικά τρεις μεγάλες περιόδους της ανθρωπότητας με τις συνεπαγόμενες ασυνέχειες ανάμεσά τους: το πέρασμα από τη Φεουδαρχία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, την ανάπτυξη αυτού του τρόπου παραγωγής, και την έλευση του κομμουνισμού. Το έργο αυτό αφορά επίσης άλλες στιγμές στην ιστορία του ανθρώπινου είδους (προ-καπιταλιστικές δομές), αλλά αυτό που ο Μαρξ περιγράφει εξοντωτικά είναι η περίοδος της τυπικής κυριαρχίας του κεφαλαίου. Στο Μανιφέστο, στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία, τους τέσσερις τόμους του Κεφαλαίου και στην Κριτική του Προγράμματος του Γκότα, κυριαρχεί ο επαναστατικός ρεφορμισμός του Μαρξ, ο οποίος λάμβανε υπόψη τις δυνατότητες της κοινωνίας της εποχής του. Αυτό δεν τον εμπόδισε από το να περιγράψει τον πλήρως πραγματωμένο κομμουνισμό (π.χ. στις σημειώσεις για το βιβλίο του J. Mill και σε συγκεκριμένα χωρία των Γκρούντρισσε) και να δείξει τα βασικά στοιχεία του περάσματος στην υλική κυριαρχία του κεφαλαίου, τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου. Στάθηκε όμως ανίκανος να κάνει μια συνθετική εργασία πάνω σ’ αυτό (δεν είναι από σύμπτωση που το Κεφάλαιο έμεινε ατελείωτο). Με μια καλή δικαιολογία, δεν περιέγραψε την επαναστατική πραγματοποίηση του κομμουνισμού όταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα έχει πετύχει την πλήρη κυριαρχία του (κι αυτό με λεπτομέρειες, όπως ακριβώς έκανε για το πέρασμα στην βάση της υλικής κυριαρχίας του κεφαλαίου). Πολλοί απαντούν σ αυτό λέγοντας πως είναι αναληθές να δηλώνουμε ότι ο Μαρξ παρείχε όλες τις απαραίτητες ενδείξεις μιας και, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και στη διάρκεια της υλικής κυριαρχίας, θα υπάρχουν τάξεις και κατά συνέπεια κόμματα, κι έτσι η επαναστατική τάξη συγκεκριμένα θα πρέπει να συγκροτηθεί σε κόμμα κλπ.

Δεν αρνούμαστε ότι υπάρχουν κάποιες σταθερές (invariants), αλλά:

1) Οφείλουμε αρχικά να προσδιορίσουμε το εύρος των σταθερών αυτών, εννοώντας μια χωρο-χρονική οριοθεσία, ώστε έτσι η σταθερά-τάξη να μην καταλαμβάνει τόσο πολύ χώρο όσο η σταθερά-πληθυσμός ή η σταθερά-παραγωγή (σταθερές που ονομάζονται verständige Abstraktion στον πρόλογο του 1857).

2) Η ανάπτυξη, το ξεκίνημα, αρχίζουν από το ειδικό κι όχι από το γενικό. Πρέπει λοιπόν κανείς να μελετά τις νέες παραμέτρους.

Σε ένα ακόμη πιο προχωρημένο επίπεδο, πρέπει, εξ αιτίας αυτής της ακριβώς προσδιορισμένης υλικής κυριαρχίας, και αναλογιζόμενοι ξανά τη θεωρία του Μαρξ στα ουσιώδη της, και ανακαλύπτοντας εκ νέου συγκεκριμένα συστατικά στοιχεία τα οποία έχουμε παραλείψει, συσκοτίσει, ή απλά αφήσει εκτός υπολογισμού επειδή απλώς δεν τα κατανοήσαμε πλήρως. Δεν υπάρχει κάποια ερμηνευτική μέθοδος, αλλά μια διαρκώς ανανεωμένη προσπάθεια να εξηγήσουμε συνεκτικά και εκτεταμένα τι θεωρούμε με τον κομμουνισμό ως μια θεωρία για την οποία το έργο του Μαρξ παραμένει το κατάλληλο εργαλείο.

Αυτή η θεωρία εξηγεί τη συγκρότηση της ανθρωπότητας σε κομμουνιστικές κοινότητες το σύνολο των οποίων αποτέλεσε τον πρωτόγονο κομμουνισμό, τη διάλυσή τους μέσα από το άρμα της ανταλλακτικής αξίας και της αυτονόμησής της, η οποία έγινε δυνατή μόνο όταν οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν σε ένα συγκεκριμένο βαθμό. Αυτή η κίνηση κατέστρεψε τις κοινότητες και ταυτόχρονα ζωογόνησε τα υποκείμενα και τις τάξεις. Ο θρίαμβός της δεν ήταν, οπωσδήποτε, κάτι το τετελεσμένο και τέθηκε πολλές φορές σε αμφισβήτηση από τις παλιές κοινότητες που κέρδιζαν προσωρινά έδαφος. Επικράτησε ολοκληρωτικά στη Δύση, ωστόσο, με τον αρχαϊκό τρόπο παραγωγής, όπου αφομοιώθηκε από τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής. Μονάχα στο περιθώριο της φεουδαρχικής κοινωνίας μπόρεσε η ανταλλακτική αξία να αποκτήσει μια ζωτικότητα και να δώσει ώθηση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που μπόρεσε να κυριαρχήσει στην παραγωγική διαδικασία αφότου οι άνθρωποι διαχωρίστηκαν από τα παραγωγικά μέσα.

Αυτός ο διαχωρισμός είναι που ονόμασε ο Μαρξ πρωταρχική συγκρότηση του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο λοιπόν αντιλήφθηκε αυτό που το χρήμα δεν είχε καταφέρει, τη συγκρότησή του σε μια υλική κοινότητα μέσω της απαλλοτρίωσης της ανθρώπινης υλικότητας, τον ανθρωπομορφισμό του κεφαλαίου, ενώ οι άνθρωποι υποτάσσονταν και κεφαλαιοποιούνταν. Αυτή η διαδικασία ολοκληρώνεται με το σχηματισμό του φαντασιακού κεφαλαίου που οδηγεί σε μια φαντασιακή κοινότητα όπου ο άνθρωπος ελέγχεται ολοκληρωτικά από τους μηχανισμούς του κεφαλαίου, μια απτή και ταυτόχρονα άυλη οντότητα. Ο άνθρωπος αδειάζει από κάθε περιεχόμενο, η δημιουργικότητά του απορροφάται και ξεζουμίζεται, και ο ίδιος απορρίπτεται ακόμα κι από την παλιά παραγωγική διαδικασία. Τείνει να καταστεί περιθωριακός, μια παρενέργεια της γενικευμένης μόλυνσης του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο αυτονομείται και ξεπερνά τα όριά του (ένα είδος υπερ-τήξης του κεφαλαίου), αλλά δεν μπορεί χωρίς τους ανθρώπους, το αναγκαίο απόβλητο. Αυτοί είναι τα όρια του κεφαλαίου. Αυξάνοντας συνεχώς την καταπίεση, που κατευθύνεται έμμεσα ή άμεσα μέσα από την καταστροφή της φύσης, θα οδηγήσει τους προλεταρίους της παγκόσμιας τάξης (σ.τ.μ: μετάφραση του universal class, δηλαδή μια διεθνή προλεταριακή τάξη κι όχι με την έννοια του world order) να εξεγερθούν ενάντια στο κεφάλαιο. Για το λόγο αυτό δεν μπορούν πια να επικαλούνται το παρελθόν για να αντλούν τη δύναμή τους απ’ αυτό, ή από ανθρώπινα αποθέματα που θα διατηρούνταν ακόμη σ αυτή την κοινωνία, μιας και το κάθε τι έχει καταστραφεί. Πρέπει αναγκαστικά να δημιουργήσουν εκ νέου το κίνημα της απελευθέρωσής τους, δεν μπορούν να δανειστούν από παλιά σχήματα, το κόμμα δεν μπορεί παρά να είναι ένα κόμμα-Gemeinwesen (με την έννοια της κοινότητας, του κοινωνικού κομματιού), το οποίο δεν είναι ικανό να λειτουργήσει είτε ανταποκρίνεται στην αρχή του συγκεντρωτισμού είτε στο αντίθετό του, το φεντεραλισμό. Είναι πολύ πιθανό ότι η άνοδος μιας παγκόσμιας τάξης θα δημιουργήσει άμεσα οργανισμούς οι οποίοι θα είναι συμβατοί με την κομμουνιστική τάση της κοινωνίας (τάση ενοποίησης ποικίλων διαχωρισμένων δραστηριοτήτων, σχηματισμός μιας διαφορετικής ενότητας της βιομηχανίας και της γεωργίας, διαφορετικές σχέσεις άνδρα-γυναίκας) κι έπειτα, την ακριβή στιγμή της επαναστατικής έκρηξης, θα καθορίσει την παραγωγή μιας λίγο-πολύ εκλεπτυσμένης μορφής.

Η κίνηση της ανταλλακτικής αξίας είχε επιπλέον δυσκολίες στο θρίαμβό της σε ζώνες εκτός της Δύσης. Ο Μαρξ δεν πίστευε ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έπρεπε να αναπτυχθεί στη Ρωσσία. Αντιθέτως πίστευε ότι η Ομπσίνα (σ.τ.μ: Obshchina – προκαπιταλιστική αγροτική κοινότητα που έγινε αντιληπτή από πολλούς συγγραφείς ως πρόπλασμα κομμουνιστικής κοινωνίας) με τις ιδιαιτερότητές της θα μπορούσε να υποστηρίξει την άνοδο του κομμουνισμού μετά από μια επιτυχημένη επανάσταση στη Δύση. Σε κάθε περίπτωση, δεν πίστευε ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα επικρατούσε άνετα στις σλαβικές χώρες, τόσο ισχυρή ήταν η ζωτικότητα της Ομπσίνας, υποστήριζε. Οι μεταρρυθμίσεις του Στολύπιν και η ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη βιομηχανία έκαναν τον Λένιν και τους μπολσεβίκους να κάνουν ένα σφάλμα. Υποτίμησαν τη ζωτικότητα και την ικανότητα της ομπσίνας να αντισταθεί. Η ομπσίνα ίσως να μη σήμαινε πολλά ως στατιστικό στοιχείο, αλλά δεν είχε ακόμα εξολοθρευτεί καθώς η συμπεριφορά του πληθυσμού προσαρμοζόταν σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Αυτό οδήγησε σε μια υπερφίαλη συμπεριφορά των χωρικών οι οποίοι εύχονταν για την ενίσχυση της ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (π.χ. το ζήτημα της εξέγερσης στην Ουκρανία και του Μάχνο, επίσης οι πολλές πολεμικές πάνω στο ζήτημα της ενδυνάμωσης της ανάπτυξης από τους μπολσεβίκους).

Ο δεσποτισμός του Τσάρου αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από το δεσποτισμό του κεφαλαίου, ο οποίος μπόρεσε να ξεδιπλωθεί μόνο με κόστος μια τρομακτική καταπίεση των εργατών και των χωρικών. Μια καταπίεση που ανανεωνόταν διαρκώς λες και η τάση για τον κομμουνισμό παρέμενε αμετακίνητη.

Η κίνηση της ανταλλακτικής αξίας στην Ασία έτεινε προς την αυτονόμησή της αρκετές φορές. Τάξεις και υποκείμενα ολοένα και σχηματίζονταν, αλλά στο τέλος, ήταν μόνο μέσα από τις εξωτερικές επεμβάσεις των καπιταλιστικών χωρών που επέτρεψαν στο κεφάλαιο να αναπτυχθεί. Ωστόσο, μόνο τυπικά κυριάρχησε στην κοινωνία και ζούμε τώρα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο του περάσματός του στην πραγματική κυριαρχία του, χάρη στην αρωγή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κοινότητας που αντιπροσωπεύεται από την Αμερικανική πρωτεύουσα. Η Ασία να ισορροπήσει μόνο αν οι παλιές πρωταρχικές και κεντρικές κοινότητες αντικατασταθούν από τις κοινότητες του κεφαλαίου, δεδομένου ότι τώρα, εξ αιτίας της αδυναμίας του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, είμαστε αναγκασμένοι να αποκλείουμε μια άμεση έλευση του κομμουνισμού.

Εξ ορισμού, κάθε ανθρώπινη ιστορία είναι η ιστορία της απώλειας της κοινότητάς της η οποία ήταν περισσότερο ή λιγότερο συνδεδεμένη με τη φύση (εξ ού και η ειδωλολατρεία της φύσης), κάτω από την επίδραση της ανταλλακτικής αξίας. Αγώνες εναντίον της με τη μορφή του χρήματος (το γενικό ισοδύναμο, το παγκόσμιο νόμισμα), έπειτα το κεφάλαιο σαν μια καταναγκαστική κοινότητα θέτει στον άνθρωπο το ζήτημα της αναγκαίας καταστροφής του προκειμένου να δημιουργηθεί μια πραγματικά ανθρώπινη κοινότητα (Gemeinwesen). Το ανθρώπινο είδος σαν παγκόσμιος πόλος και ο κοινωνικός άνθρωπος σαν ατομικός πόλος, καθώς και οι αρμονικές ερμηνείες τους.

Μια τέτοια είναι ο κομμουνισμός, θεωρία του προλεταριάτου με την κλασσική έννοια, και με την έννοια μιας παγκόσμιας τάξης [2] η οποία και αποτελεί ήδη μια άρνηση της τάξης ως τέτοιας αλλά και των σταθερών της.

Μπορούμε πάντοτε να χαρτογραφήσουμε όλα αυτά που παραλείπονται στο έργο του Μαρξ από αυτήν την άποψη και ταυτόχρονα να συγκεντρώσουμε όλα τα στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να αντιληφθούμε στην ουσία της την παρούσα πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου, την ανατροπή κάθε προϋπάρχουσας δομής και την αντικατάστασή της από αυτές του κεφαλαίου, το οποίο στην επίτευξη της πραγματικής κυριαρχίας του κινητοποιεί ταυτόχρονα την παραβατικότητα και την παράνοια.

Η εργασία προς αυτήν τη σύνθεση είναι σημαντική, αλλά θα παραμείνει μια μερική δραστηριότητα αν δεν προσπαθήσουμε παράλληλα να δούμε πώς αυτή η σύνθεση έχει ήδη τεθεί σε ισχύ σε ποικίλες εκδηλώσεις διαφορετικών στοιχείων, ακόμη κι αν αυτό παραμένει σε μια ομαδική μορφή. Ο Μάης ήταν ο συναγερμός της επανάστασης. Από τότε τέθηκε σε κίνηση, εντός της παγκόσμιας τάξης, που παραμένει μια τάξη του κεφαλαίου = το σύνολο των «σκλάβων» του κεφαλαίου, ένας αγώνας που οδήγησε σε μια επαναστατικοποίηση της τάξης αυτής και στη συγκρότησή της ως κόμμα-κοινότητα, σαν πρώτη στιγμή της αυτό-άρνησής της. Αυτή η αντιφατική κίνηση είναι στην ουσία της μια διαδικασία εκμηδενισμού του παρελθόντος. Η τάξη δεν μπορεί να αναπαρασταθεί πλέον χωρίς να έχει απαλλαγεί από τους παλιούς καθορισμούς και αναπαραστάσεις της. Προφανώς αυτό θα επαναληφθεί συχνά με έναν κωμικό τρόπο, μιας και το παρελθόν απορρίπτεται μόνον όταν εσωκλείεται μια παροδική εξέγερση όπως για παράδειγμα, η γερμανική και ρωσική αριστερά.

Ήταν οι άμεσες κοινωνικές διακρίσεις, γεννημένες από το κεφάλαιο, που υποστήριξαν τη συνειδητοποίηση του αμερικανικού (Μαύροι Πάνθηρες, Γίππυς), του γερμανικού και του γαλλικού επαναστατικού κινήματος του Μάη του 1968. Η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και την μεσαία τάξη, βασισμένη στη διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη-παραγωγικής εργασίας, παραγωγής και κυκλοφορίας, παραγωγής και κατανάλωσης, έγινε αντιληπτή από τον Μαρξ ως η βάση της οπτικής του για μια σοσιαλιστική επανάσταση και για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η προοπτική αυτή αντιστοιχούσε εξίσου για την ανάπτυξη του καπιταλισμού όσο και για τη δικτατορία του προλεταριάτου: η γενίκευση της συνθήκης του παραγωγικού εργάτη. Αυτή η προοπτική πραγματοποιείται τώρα και το επαναστατικό δυναμικό του 1848 τελικά εξαντλείται. Η παραγωγή για το κεφάλαιο είναι τώρα το νόημα της ζωής ολόκληρου του πληθυσμού. Αλλά για κάθε ξεχωριστή κατάσταση στην πρόοδο του κεφαλαίου αντιστοιχεί μια «ταξική» οπτική που εντοπίζει τη σύγκρουση ανάμεσα στα «μπλε» και τα «λευκά» κολάρα (σ.τ.μ. εργάτες της παραγωγής και διευθυντικά στελέχη), τους εργάτες και τους μικρο-αστούς, όπως ακριβώς οι μαφίες του κεφαλαίου αντιτίθενται η μια στην άλλη [3].

Το κίνημα στη Γαλλία και τη Γερμανία θεωρήθηκε σαν ένα εξειδικευμένο κίνημα της μεσαίας τάξης, ένας απλός εκπυρσοκροτητής ενός κινήματος το οποίο θα έπρεπε να είναι αποκλειστικά εκείνο της εργατικής τάξης, δεν ειδώθηκε ποτέ σαν το κίνημα της παγκόσμιας τάξης. Δεν αντιλήφθηκε το ίδιο, την ταυτότητα των καταστάσεων αυτών εντός του καπιταλισμού, και αναφορικά με αυτόν.

Ωστόσο, το κίνημα του 1968 ήταν μια απόδειξη της εξαφάνισης της μεσαίας τάξης, όπως την αντιλαμβανόταν ο Μαρξ, και του ξεκινήματος της ανθρώπινης πάλης ενάντια στο κεφάλαιο.

Η εργατική τάξη, κατηγορία του κεφαλαίου, θα εγκαταλείψει ολοένα και ταχύτερα τα παλιά κόμματα χωρίς να συγκροτηθεί σε νέες οργανώσεις, αλλά βιώνοντας την μεταμόρφωσή της που θα την καταστήσει ικανή να ενώνεται με άλλα στοιχεία της παγκόσμιας τάξης. Μόνον όσοι αντικρίζουν με νοσταλγία για το παρελθόν το κίνημα του Μάη του 1968, το αντιλαμβάνονται ως μια “κρίση”, μόνο όσοι είναι ανίκανοι να αντιληφθούν μια επαναστατική διαδικασία που θα πάρει αρκετά χρόνια να ολοκληρωθεί. Έκτοτε, ο Μάης αποτέλεσε την κίνηση που παρήγαγε επαναστάτες. ’ρχισαν να κατανοούν τις υπαρκτές αναγκαιότητες της επανάστασης, την αναπαράσταση του κεφαλαίου που παρέλυε τα μυαλά καθενός, την ανάγκη για την καταστροφή της. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθεί με την διαμεσολάβηση συνειδητοποιημένων ομάδων που προβάλλουν μια νέα αναπαράσταση στα befuddled μυαλά μας, ούτε όμως από ένα και μόνο ξέσπασμα σε μια μοιραία μέρα, αλλά θα ξεσπάσει μετά από έναν μακρύ αγώνα που θα διεισδύσει σε κάθε όψη και κάθε πεδίο της ζωής που μας επιβάλλει το κεφάλαιο. Ένας νέος λειτουργικός αγώνας δε θα καθυστερήσει ούτε από τις παραισθήσεις κάθε μαρξιστικού/ψυχαναλυτικού/στρουκτουραλιστικού ντελίριου, ούτε από τα αντίθετά τους, ούτε από το κατά πόσο οι αντικειμενικές συνθήκες είναι παρούσες ενώ οι υποκειμενικές όχι, αν η οργάνωση είναι απαραίτητη, και ποια είναι η καλύτερη δομή της και ο χώρος που πρέπει να κινηθεί… Το ντελίριο αυτό είναι το όνειρο του κεφαλαίου. Μια διαρκής επανάσταση που κρατάει για πάντα, καθώς δεν αναπτύσσεται ποτέ, πάντοτε μένει στάσιμη δεμένη σε μια μυστηριώδη «χορδή»: την έλλειψη συγκεκριμένων αντικειμενικών συνθηκών, την μη-κατάθεση μιας συγκεκριμένης θεωρίας. Μένουμε έτσι να περιμένουμε την επανάσταση μάταια, καθώς ήδη υποβόσκει. Δεν γίνεται αντιληπτή από αυτούς που την περιμένουν με κάποιο συγκεκριμένο σημάδι, μια «κρίση» που θα αποδεσμεύσει ένα τεράστιο εξεγερσιακό κίνημα το οποίο ενδεχομένως θα παράγει κάποιον άλλο σημαντικό οιωνό, π.χ. τη συγκρότηση σε κόμμα… Στην πραγματικότητα, η ανισορροπία ξεκίνησε πριν τον Μάη του 1968 και ο Μάης υπήρξε μονάχα η εξωτερίκευσή της, έτσι ώστε σε κάθε πεδίο του συνολικού σχεδιασμού της ζωής από το κεφάλαιο, εμφανίζονται πάντοτε οι «αποτυχίες» του παρελθόντος οι οποίες δεν έχουν μετασχηματιστεί ακόμα σε κρίσεις με την παραδοσιακή έννοια, αλλά επιτρέπουν στους προλεταρίους να καταστρέψουν την εξημέρωσή τους. Η αυξανόμενη απαλλαγή από την πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο θα μας επιτρέψει να αντιμετωπίσουμε το επαναστατικό ζήτημα στην αυθεντική του βάση, όχι δηλαδή του να αλλάξουμε τη ζωή, μιας και κάθε σημείο ζωής έχει υποδουλωθεί, εξημερωθεί, παραμορφωθεί από την ύπαρξη των τάξεων για χιλιετίες, αλλά αντίθετα, της δημιουργίας της ανθρώπινης ζωής.

(Απρίλης 1972)

Σημειώσεις:

[1] Βλ. Prudhommeaux. Cf. Invariance, Σειρά II, Τεύχος 1 σελίδες 33-34.
[2] Η παγκόσμια τάξη μπορεί να οργανωθεί από το κεφάλαιο – αυτός αποτελεί και μια άρνηση των τάξεων, με τον τρόπο του κεφαλαίου, αλλά μπορεί επίσης, από τη στιγμή που θα πολωθεί, να μετακινηθεί στον κομμουνιστικό πόλο της κοινωνίας.
[3] Η ηγεσία του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος είναι και οι ικανότεροι όσον αφορά τη διαχείριση του κλασσικού προλεταριάτου στα γκέτο του, αυτής της κοινωνίας. Μιας και το θεωρούν προσωπική ιδιοκτησία τους, υπερασπίζονται άοκνα τα «χαρακτηριστικά» και τις «αρετές» του. Το έχουν περιορίσει σε μια μαφία την οποία προφυλάσσουν με ζήλο. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στο πως γαυγίζουν αυτά τα μαντρόσκυλα όταν κάποια άλλη γραφειοκρατική μαφία προσπαθεί να διεισδύσει στο έδαφός τους.

Categories
Jacques Camatte

Ενάντια στην εξημέρωση – Jacques Camatte

Ενάντια στην εξημέρωση – Jacques Camatte

Η εποχή στην οποία ζούμε είναι αναμφίβολα η πιο κρίσιμη περίοδος που γνώρισε ποτέ η καπιταλιστική κοινωνία. Όλα τα χαρακτηριστικά που θα αποδίδαμε σε μια κλασσική κρίση, σήμερα υπάρχουν ως μια μόνιμη τάξη πραγμάτων, αν και η παραγωγή δεν έχει επηρεαστεί στην ουσία της, εκτός από ένα μικρό επίπεδο σε ορισμένες χώρες. Οι κοινωνικές σχέσεις και οι παραδοσιακές αντιλήψεις αποσυντίθενται παντού γύρω μας, ενώ την ίδια στιγμή κάθε θεσμός αυτής της κοινωνίας προχωρά στην διασφάλιση της επιβίωσής του επαναφομοιώνοντας το κίνημα που τον αντιπάλευε. (ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι η καθολική εκκλησία, που έχει χάσει πια το μέτρο κάθε «μοντερνισμού» που υιοθετεί). Θα περίμενε κανείς η βία και η καταπίεση που είναι πια ενδημικές παντού να είχαν κινητοποιήσει τους ανθρώπους να πάρουν τα όπλα εναντίον τους, ωστόσο αυτές συνεχίζουν να ανθίζουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Πραγματικά, η σημερινή κατάσταση, κάνει την «βαρβαρότητα» των Ναζί να μοιάζει ερασιτεχνική, σχεδόν αρχαϊκή. Όλες οι συνθήκες μοιάζουν να το επιβεβαιώνουν: θα έπρεπε να γινόταν επανάσταση. Τότε προς τι όλη αυτή η συστολή; Τι είναι αυτό που εμποδίζει τους ανθρώπους από το να μετασχηματίσουν όλες αυτές τις κρίσεις και τις καταστροφές, που είναι οι ίδιες αποτέλεσμα της τελευταίας αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, σε μια καταστροφή για το ίδιο το κεφάλαιο;

Η εξήγηση γι αυτό μπορεί να βρεθεί στην εξημέρωση της ανθρωπότητας, που ήρθε περίπου την εποχή που το κεφάλαιο αυτό-συστάθηκε ως μια ανθρώπινη κοινότητα. Αυτή η διαδικασία ξεκινά με τον διαχωρισμό και την καταστροφή των ανθρώπινων όντων, και καταλήγει στον ανθρωπομορφισμό του κεφαλαίου. Η εξημέρωση της ανθρωπότητας είναι στενά συνδεδεμένη με ένα άλλο φαινόμενο που έχει εντατικοποιηθεί ακόμα περισσότερο κι από την παθητικότητα των ανθρώπινων όντων: Το κεφάλαιο έχει «αποδράσει» στην πράξη. Οι οικονομικές διαδικασίες είναι εκτός ελέγχου κι εκείνοι που βρίσκονται σε θέση να τις επηρεάζουν, αντιλαμβάνονται τώρα ότι μπροστά τους είναι ανίκανοι: Είναι απολύτως αχειραγώγητες. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η απόδραση του κεφαλαίου γίνεται φανερή από την νομισματική κρίση, τον υπερπληθυσμό, την μόλυνση και την εξάντληση των φυσικών πόρων. Η εξημέρωση της ανθρωπότητας και η απόδραση του κεφαλαίου αποτελούν κλειδιά για την εξήγηση της ψυχολογίας και της δράσης όσων υποστηρίζουν ότι είναι επαναστάτες και πιστεύουν ότι μπορούν να παρέμβουν ώστε να συντομεύσουν τον ερχομό της επανάστασης: Η πραγματικότητα είναι ότι παίζουν ρόλους που αποτελούν μέρος του παλιού κόσμου. Η επανάσταση πάντοτε τους αγνοεί και οποτεδήποτε υπάρχει κάποιου είδους αναταραχή αυτοί πάντοτε την αντιμετωπίζουν σαν κάτι άσχετο με αυτούς, πίσω από το οποίο οφείλουν να τρέξουν προκειμένου να πιστοποιήσουν την «επαναστατικότητά» τους.

Για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα, τα ανθρώπινα όντα είχαν, για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, ξεπεραστεί από την κίνηση του κεφαλαίου την οποία πλέον δεν ελέγχουν στο παραμικρό. Αυτό εξηγεί γιατί μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η μόνη λύση είναι μια επιστροφή στο παρελθόν, όπως συμβαίνει με τις μοδάτες προκαταλήψεις του μυστικισμού, του ζεν, της γιόγκα και του τάντρα στις Η.Π.Α. ’λλοι προτίμησαν να καταφύγουν σε παλιούς μύθους που απορρίπτουν την ολοκληρωτική και διαστροφική τυραννία της επιστήμης και της τεχνολογίας. Συχνά αυτά συνδυάζονται και με τη χρήση κάποιου ναρκωτικού που δίνει την ψευδαίσθηση της άμεσης άφιξης ενός κόσμου διαφορετικού από τη φρίκη στην οποία ζούμε σήμερα). Από την άλλη, υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι μόνο στην επιστήμη και στην τεχνολογία μπορούμε να βασιστούμε για να πάρουμε απαντήσεις-που ίσως εξηγούσαν γιατί μερικές φεμινίστριες τείνουν να φαντασιώνονται την χειραφέτησή τους μέσα από την ιατρική παρθενογένεση ή τα παιδιά του σωλήνα. Υπάρχουν αυτοί που νομίζουν ότι μπορούν να πολεμήσουν τη βία αναζητώντας κάποια ιατροφαρμακευτική θεραπεία για την επιθετικότητα, και πάει λέγοντας.

Αυτοί οι άνθρωποι όλοι αποδέχονται ότι κάθε πρόβλημα προϋποθέτει την δική του επιστημονική λύση. Είναι λοιπόν εξαιρετικά παθητικοί, μιας και μοιράζονται την άποψη ότι το ανθρώπινο είδος είναι ένα απλό αντικείμενο που μπορεί να χειριστεί κατάλληλα. Είναι παράλληλα απολύτως ανίκανοι να δημιουργήσουν νέες ανθρώπινες σχέσεις (κάτι που έχουν κοινό με τους πολέμιους της επιστήμης), είναι ανίκανοι να αντιληφθούν ότι μια επιστημονική λύση είναι μια καπιταλιστική λύση, καθότι εκμηδενίζει τους ανθρώπους και στρώνει το έδαφος για μια ολοκληρωτικά ελεγχόμενη κοινωνία.

Ερχόμαστε τώρα στην κατηγορία των ανθρώπων που νιώθουν ότι οφείλουν «να κάνουν κάτι»: Είναι χρέος τους να αντιληφθούν ότι η αντίληψή τους για την κατάσταση είναι τελείως εσφαλμένη, και οι προσπάθειές τους να καλύψουν αυτό το γεγονός, το μόνο που καταφέρνουν είναι να κάνουν την αδυναμία τους περισσότερο φανερή. Η «σιωπηλή πλειοψηφία», που απαρτίζουν οι υπόλοιποι, είναι γαλουχημένη με την πεποίθηση ότι είναι άσκοπο να κάνεις οτιδήποτε, μιας και απλά δεν υπάρχει καμία προοπτική. Η σιωπή τους δεν αποτελεί συγκατάθεση, απλή και ωμή, αλλά μάλλον απόδειξη της ανικανότητάς τους να παρέμβουν με οποιοδήποτε τρόπο. Απόδειξη γι αυτό είναι ότι οποτεδήποτε κινητοποιούνται, δεν πρόκειται ποτέ για κάποιο πράγμα, αλλά πάντοτε εναντίον κάποιου πράγματος. Η συγκεκριμένη παθητικότητάς τους είναι λοιπόν αρνητική.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι δυο ομάδες για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω – οι ακτιβιστές και η σιωπηλή πλειοψηφία – δεν μπορούν να ταξινομηθούν απλά σαν αριστερά και δεξιά: η παλιά πολιτική διχοτόμηση δεν εφαρμόζει πια εδώ. Η σύγχυση που εγείρει είναι πάντως σημαντική σε σχέση με τη στάση απέναντι στην επιστήμη, μιας και στο παρελθόν ήταν ο κόσμος της αριστεράς που είχε αποθεώσει την επιστήμη, ενώ σήμερα είναι η Νέα Αριστερά (π.χ. στις Η.Π.Α.) που την αποκηρύσσει. Η διαίρεση δεξιάς-αριστεράς ζει ακόμα, παρόλα αυτά, ανάμεσα στις παλιές ομαδοποιήσεις, τα κόμματα τις αριστεράς, της δεξιάς κι όλες τις μαφίες του παρελθόντος, όμως όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις έπαψαν να έχουν κάποια σημασία: με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλοι τους υπερασπίζονται το κεφάλαιο εξ ίσου. Οι πιο ενεργοί απ’ όλους είναι τα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα γιατί αυτοί υπερασπίζονται το κεφάλαιο αντιπροτείνοντας ακριβώς τις ίδιες επιστημονικές και διανοητικές δομές που το κεφάλαιο χρησιμοποιεί για την συντήρησή του.

Όλα τα κινήματα της αριστεράς και της δεξιάς έχουν δράσει πανομοιότυπα καθώς όλα συμμετείχαν σε έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στην καταστροφή του ανθρώπινου είδους. Είτε οι άνθρωποι επαναπαύονται με ορισμένες απαρχαιωμένες στρατηγικές και μορφές, είτε υποκύπτουν στους μηχανισμούς της τεχνολογίας – είναι το ίδιο και το αυτό. Ιστορικά, η διχοτόμησης της δεξιάς και της αριστεράς μοιάζει να προκύπτει στο ξεκίνημα του δεκάτου ενάτου αιώνα, οπότε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ξεκίνησε να επεκτείνει την πραγματική κυριαρχία του στην οργάνωση της παραγωγής, και έγινε μια πραγματική κοινωνική δύναμη. Έτσι μερικοί άνθρωποι όπως ο Carlyle βρέθηκαν σε αντίθεση με τους απολογητές του κεφαλαίου, αλλά ήταν ο Marx που το τράβηξε παραπέρα: επιβεβαίωσε την αναγκαιότητα των παραγωγικών δυνάμεων (και παραπέρα της επιστήμης καθώς και της τεχνολογίας), και την ίδια στιγμή αποκήρυξε τις αρνητικές επιπτώσεις τους στους ανθρώπους στην παρούσα κατάσταση. Αλλά πίστεψε πως όλα αυτά τελικά θα οδηγούσαν σε μια αντίθεση τόσο ισχυρή που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δε θα ήταν πια δυνατή χωρίς την καταστροφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επιπλέον αυτές οι δυνάμεις θα καθοδηγούνταν από τους ίδιους τους ανθρώπους, και η αλλοτρίωση θα έπαυε να υφίσταται. Αλλά κάτι τέτοιο μονάχα με την προϋπόθεση ότι το κεφάλαιο δε θα αυτονομούνταν ποτέ, δε θα μπορούσε ποτέ να αποδράσει από τα δεσμά της κοινωνικής και οικονομικής βάσης στην οποία οικοδομήθηκε: ο νόμος της αξίας, η ανταλλαγή του κεφαλαίου και της εργατικής δύναμης, το απόλυτο γενικό ισοδύναμο (χρυσός) κλπ.

Με την ενσωμάτωση απλά της κοινωνικής βάσης στην οποία οικοδομήθηκε, το κεφάλαιο αυτονομήθηκε, κι από αυτό το σημείο κατάφερε την απόδρασή του. Η κάθετη βουτιά της ανάπτυξής του για μια σειρά ετών έχει τώρα αποδεσμεύσει σοβαρούς κινδύνους για την ανθρωπότητα και τη φύση στο σύνολό της. Ούτε ακόμα και οι ικανότατοι ειδικοί ή οι διανοούμενοι δεν μπορούν να μείνουν αλώβητοι από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε. Ως έναν βαθμό, υποχρεούνται ακόμα και να συμμετάσχουν στη φιλολογία περί μιας μελλοντικής αποκάλυψης. Η αποκάλυψη είναι ξανά της μόδας επειδή ο κόσμος μας πλησιάζει σ ένα τέλμα – ο κόσμος στον οποίο τα ανθρώπινα όντα, παρά τις τόσες αποδείξεις της αδυναμίας και της υποβάθμισής τους, παρέμειναν ο κανόνας, το σημείο αναφοράς του κόσμου. Όμως, μετά την ανακοίνωση του γεγονότος του θανάτου του θεού, τώρα ερχόμαστε αντιμέτωποι και με τον θάνατο του ανθρώπου. Τόσο ο θεός, όσο κι ο άνθρωπος γονατίζουν μπροστά στην επιστήμη, η οποία είναι η θεότητα και ταυτόχρονα η υπηρέτρια του κεφαλαίου: η επιστήμη παρουσιάζεται στον σημερινό κόσμο ως η μελέτη των μηχανισμών της προσαρμογής που θα αναδιαμορφώσουν τον άνθρωπο και τη φύση σύμφωνα με τις δομές της καπιταλιστική παραγωγικής δραστηριότητας. Όλα τα σημάδια δείχνουν πως είναι αυτοί που είναι λιγότερο κατεστραμμένοι ως άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι, που τώρα βρίσκουν τους εαυτούς τους ανίκανους να αποδεχτούν αυτή τη σφαγή της προσαρμογής και εξημέρωσης. Έτσι ωθούνται στο να αρνηθούν το σύστημα.

Η διαδικασία της εξημέρωσης είναι μερικές φορές βίαιη, όπως συμβαίνει και με την πρωταρχική συσσώρευση. Πιο συχνά προχωρά εσωτερικά αν και οι επαναστάτες συνεχίζουν να σκέφτονται σύμφωνα με συμπεράσματα που είναι απεριόριστα όσον αφορά το κεφάλαιο και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και όλοι τους μοιράζονται τη λατρεία για την μία και μοναδική θεά: την επιστήμη. Συνεπώς η εξημέρωση και η καταπιεστική αντίληψη έχουν καταρρακώσει το πνεύμα μας, λίγο-πολύ, σε βαθμό ψυχασθένειας. Οι πράξεις μας έχουν γίνει ασυνείδητες και οι σκέψεις μας στερεοτυπικές. Είμαστε οι άψυχες κατεψυγμένες μάζες που έχουμε κολλήσει εδώ, πιστεύοντας όλον αυτόν τον καιρό ότι καλπάζουμε προς το μέλλον. Όμως τον καιρό του Μάη – Ιούνη 1968, μια νέα ζωή ξεπρόβαλε και το κίνημα προς τον κομμουνισμό πήρε τα πάνω του και πάλι. Καμία νέα θεωρία δεν παρήχθη, ούτε κάποια νέα μορφή δράσης εμφανίστηκε. Το σημαντικό γεγονός ήταν ότι ο αγώνας είχε έναν νέο στόχο. Δεν είχε να κάνει με την πολιτική, την ιδεολογία, την επιστήμη ή ακόμα την κοινωνική επιστήμη (η τελευταία απαξιώθηκε πλήρως). Μάλλον, ήταν μια συγκεκριμένη και ζωτική ανάγκη που συσσωρεύτηκε ανεξάρτητα από αυτήν την κοινωνία κι εναντίον της: για να τελειώνει με την παθητικότητα που επιβάλλει το κεφάλαιο, να ανακαλύψει εκ νέου την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και να απελευθερώσει την δημιουργικότητα και την ανεξέλεγκτη φαντασία σε μια κίνηση για την ανθρώπινη πραγμάτωση.

Άλλα έργα του Camatte που φιλοξενούνται εδώ: http://rioter.info/category/jacques-camatte/

Categories
Paul Mattick

ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΩΝ – PAUL MATTICK

ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΩΝ – PAUL MATTICK

H Μόσχα και o Φασισμός στην Ισπανία

Πηγή: International Communist Correspondence (Διεθνής Κομμουνιστική Αλληλογραφία), Chicago, n° 7-8, Αύγουστος 1937

Στις 7 Μάη του 1937, η CNT-FAI της Βαρκελώνης μετέδωσε την ακόλουθη οδηγία: «Τα οδοφράγματα πρέπει να γκρεμιστούν! Η ώρα της κρίσης πέρασε. Πρέπει να επικρατήσει η ηρεμία. Κυκλοφορούν όμως φήμες σε όλη την πόλη, ενάντια σε μια επιστροφή στην ομαλότητα την οποία επιζητούμε. Τα οδοφράγματα είναι ένας παράγοντας που υποδαυλίζει αυτή τη σύγχυση. Δε χρειαζόμαστε τα οδοφράγματα τώρα που η μάχη σταμάτησε, τα οδοφράγματα δεν εξυπηρετούν κανένα σκοπό τώρα, και η συνέχεια της ύπαρξής τους μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι έχουμε επιστρέψει σε προηγούμενες καταστάσεις πραγμάτων – κι αυτό δεν είναι αληθές. Σύντροφοι, ας συνεργαστούμε για την επανίδρυση μιας απόλυτα ομαλής πολιτισμένης ζωής. Οτιδήποτε σκιάζει μια τέτοια προοπτική πρέπει να εξαφανιστεί».

Κι έτσι ξεκίνησε η επιστροφή στην ομαλότητα, δηλαδή, η τρομοκρατία των φασιστών και της Μόσχας. Η εξόντωση και οι φυλακίσεις επαναστατών εργατών. Ο αφοπλισμός των επαναστατικών δυνάμεων, το κλείσιμο των εντύπων τους, των ραδιοσταθμών τους, η εκμηδένιση κάθε προηγούμενης κατάκτησής τους. Η αντεπαναστατικές δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου καλωσορίστηκαν από τους αναρχικούς ηγέτες. Τα θύματα βάλθηκαν να καλοδεχτούν τους σφαγείς τους. «Όταν έγινε μια προσπάθεια να βρεθεί μια λύση και να αποκατασταθεί η τάξη στην Βαρκελώνη», διαβάζουμε σε ένα δελτίο της CNT, «η CNT και η FAI ήταν οι πρώτες που προθυμοποιήθηκαν να προσφέρουν τη συνεργασία τους. Ήταν οι πρώτες που έθεσαν το ζήτημα της κατάπαυσης του πυρός και προσπάθησαν να καθησυχάσουν τη Βαρκελώνη. Όταν η Κεντρική Κυβέρνηση αποκατέστησε τη δημόσια τάξη, η CNT ήταν ανάμεσα στους πρώτους που έθεσαν εαυτόν στη διάθεση των αντιπροσώπων της δημόσιας τάξης με όλες τις δυνάμεις που είχαν υπό τον έλεγχό τους. Όταν η Κεντρική Κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει ένοπλες δυνάμεις στην Βαρκελώνη, ώστε να ελέγξει τις πολιτικές δυνάμεις που δε θα πειθαρχούσαν στις κρατικές αρχές, η CNT ήταν αυτή που έδωσε εντολή σε όλους τους τομείς της να διευκολύνουν το πέρασμα αυτών των δυνάμεων, οι οποίες θα έφταναν στη Βαρκελώνη για να αποκαταστήσουν την τάξη».

Ναι, η CNT είχε κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε να βοηθήσει στην μεταφορά της Αντεπανάστασης από τη Βαλένθια στη Βαρκελώνη. Οι φυλακισμένοι εργάτες μπορούν να ευχαριστούν τους αναρχικούς ηγέτες για την αφοσίωσή τους, η οποία τελείωσε πριν τους πρώτους πυροβολισμούς φασιστών-Μόσχας. Οι νεκροί εργάτες απομακρύνονται μαζί με τα οδοφράγματά τους, αποσιωπούνται ώστε οι ηγέτες τους να μπορούν να συνεχίσουν να μιλάνε. Τι ενθουσιασμός για τους νέο-μπολσεβίκους: «Η Μόσχα δολοφόνησε επαναστάτες εργάτες», ωρύονται. Για πρώτη φορά στην ιστορία, η Τρίτη Διεθνής βρίσκεται να πυροβολεί από την άλλη μεριά των οδοφραγμάτων. Πριν από αυτή τη στιγμή απλώς πρόδιδε τον σκοπό, αλλά τώρα μάχεται ανοιχτά εναντίον του κομμουνισμού». Και τι περίμεναν αυτοί οι διαμαρτυρόμενοι φωνακλάδες από την κρατικο-καπιταλιστική Ρωσσία και την Λεγεώνα των Ξένων της (Σ.τ.μ: Αναφέρεται στις Διεθνείς Ταξιαρχίες, που στις μάχες του Μάη πολέμησαν μαζί με την αστυνομία εναντίον των αναρχικών και των διεθνιστών του POUM. Η λεγεώνα των ξένων είναι μισθοφορικό παρακρατικό σώμα του γαλλικού κράτους); Να βοηθήσουν του ισπανούς εργάτες; Ο Καπιταλισμός σε κάθε μορφή του έχει μόνο μια απάντηση για τους εργάτες που αντιτίθενται στην εκμετάλλευσή τους: το θάνατο. Ένα ενιαίο μέτωπο με τους σοσιαλιστές ή με τους «κομμουνιστές» του ΚΚ, είναι ένα ενιαίο μέτωπο με τον καπιταλισμό, μπορεί να είναι μοναχά ένα ενιαίο μέτωπο για τον καπιταλισμό. Όπως δεν έχει νόημα να κατηγορείς την Μόσχα, έτσι δεν έχει και νόημα να κριτικάρεις του σοσιαλιστές: και τους δυο πρέπει να τους πολεμήσεις μέχρι τέλους. Αλλά τώρα, οι επαναστάτες εργάτες πρέπει να αναγνωρίσουν επίσης ότι οι αναρχικοί ηγέτες, ακόμα και οι «ανακλητοί» τέτοιοι της CNT και της FAI αντιτίθενται στα συμφέροντα των εργατών, ανήκουν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Ενωμένοι με τον καπιταλισμό, είναι καταδικασμένοι να υπηρετούν τον καπιταλισμό. Κι εκεί που τα λόγια είναι ανίσχυρα, η προδοσία τέθηκε στην ημερήσια διάταξη. Αύριο, αυτοί οι ίδιοι μπορεί να καταδικάζουν τους εξεγερμένους εργάτες όπως ακριβώς οι «κομμουνιστές» σφαγείς του «Στρατοπέδου Καρλ Μαρξ» κάνουν σήμερα. Η αντεπανάσταση πάει όλο το δρόμο από τον Φράνκο ως τον Santillan.

Για μια φορά ακόμη, όπως και τόσο συχνά πριν, οι απογοητευμένοι επαναστάτες εργάτες αποκήρυξαν την άτολμη ηγεσία τους, κι έπειτα έψαξαν για νέους και καλύτερους ηγέτες, για τελειότερες οργανώσεις. Οι «Φίλοι του Ντουρούτι» διαχωρίστηκαν από τους διεφθαρμένους ηγέτες της CNT και της FAI ούτως ώστε να αποκαταστήσουν τον αυθεντικό αναρχισμό, να περισώσουν το ιδανικό, να διατηρήσουν την επαναστατική παράδοση. Έμαθαν κάποια πράγματα, αλλά όχι αρκετά. Οι εργάτες του POUM είναι πια βαθιά απογοητευμένοι από τους Gorkin, Nin και Company. Αυτοί οι λενινιστές δεν ήταν αρκετά λενινιστές, κι έτσι τα μέλη του κόμματος ψάχνουν για καλύτερους Λένιν. Έμαθαν, αλλά τόσο λίγα. Η παράδοση του παρελθόντος βαραίνει σαν πέτρα δεμένη στον λαιμό τους. Μια αλλαγή προσώπων και μια αναζωογόνηση της οργάνωσης δεν αρκούν. Μια κομμουνιστική επανάσταση δε γίνεται με ηγέτες και οργανώσεις. Γίνεται από τους εργάτες, από την Τάξη. Για μια ακόμη φορά οι εργάτες ελπίζουν για αλλαγές στο «Λαϊκό Μέτωπο», που ίσως προκαλέσουν μια επαναστατική στροφή. Ο Caballero, αποκηρυγμένος από την Μόσχα, ίσως επιστρέψει στους ώμους των μελών του UGT, που ανένηψαν και είδαν το φως το αληθινό. Η Μόσχα, απογοητευμένη που δε βρίσκει την κατάλληλη υποστήριξη από τα δημοκρατικά έθνη, ίσως γίνει ξανά ριζοσπαστική… Όλα αυτά είναι ηλιθιότητες! Οι δυνάμεις του «Λαϊκού Μετώπου», ο Caballero και η Μόσχα, είναι ανίκανοι, ακόμη κι αν ήθελαν κάτι τέτοιο, να νικήσουν τον καπιταλισμό στην Ισπανία. Οι καπιταλιστικές δυνάμεις δεν μπορούν να δεχτούν μια σοσιαλιστική πολιτική διαχείριση. Το Λαϊκό Μέτωπο δεν είναι το «μη χείρον» για τους εργάτες. Είναι απλώς μια διαφορετική μορφή της καπιταλιστικής δικτατορίας από τον Φασισμό. Ο αγώνας πρέπει να διεξάγεται ενάντια στον Καπιταλισμό.

Η παρούσα τακτική της CNT δεν είναι νέα. Λίγους μήνες πριν ο καταλανός πρόεδρος Companys είπε ότι η CNT «δεν διανοείται να καταλύσει το δημοκρατικό καθεστώς στην Ισπανία, αλλά υπερασπίζεται την νομιμότητα και την τάξη». Όπως κάθε άλλη αντιφασιστική οργάνωση στην Ισπανία, η CNT, παρά την όποια ριζοσπαστική φρασεολογία της, περιόρισε τον αγώνα της στον πόλεμο ενάντια στον Φράνκο. Το πρόγραμμα της κολλεκτιβοποίησης, μερικώς ολοκληρωμένο σαν αναγκαιότητα πολέμου, δεν αμφισβήτησε τις καπιταλιστικές αξίες ή τον καπιταλισμό ως τέτοιο. Ως τώρα όποτε η CNT αναφερόταν σε έναν τελικό στόχο, πρότεινε πάντα κάποια τροποποιημένη εκδοχή του κρατικού καπιταλισμού, στην οποία η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και οι φιλοσοφημένοι αναρχικοί φίλοι της θα είχαν την εξουσία. Όμως ακόμα κι αυτός ο στόχος ετίθετο στο μακρινό μέλλον. Ούτε ένα πραγματικό βήμα δεν έγινε προς αυτήν την κατεύθυνση, μιας και ένα πραγματικό βήμα προς ένα κρατικο-καπιταλιστικό σύστημα θα σήμαινε το τέλος του «Λαϊκού Μετώπου», θα σήμαινε οδοφράγματα στην Βαρκελώνη, θα σήμαινε έναν εμφύλιο πόλεμο στο εσωτερικό του εμφυλίου πολέμου. Η αντίφαση μεταξύ της «θεωρίας» και της «πρακτικής» τους εξηγείται από τους αναρχικούς αυτούς με τον τρόπο όλων των ψευτών, ότι «η θεωρία και η πρακτική είναι δυο διαφορετικά πράγματα, και στη δεύτερη δεν είναι τόσο εύκολα όσο στην πρώτη». Η CNT αντιλήφθηκε ότι δεν είχε κανένα πραγματικό σχέδιο για την ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Κατάλαβε στη συνέχεια ότι δεν είχε πίσω της τις μάζες της Ισπανίας, αλλά μόνο ένα μέρος των εργατών μιας περιοχής της χώρας, κατάλαβε τις αδυναμίες της, εθνικές όπως και διεθνείς, και οι ριζοσπαστικές ατάκες της σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να αποκρύπτουν την ανομολόγητη αδυναμία του κινήματος στις συνθήκες που δημιούργησε ο εμφύλιος πόλεμος.

Υπάρχουν πολλές πιθανές εξηγήσεις για τη θέση που πήραν οι αναρχικοί, αλλά καμία για το πρόγραμμα της παραποίησης η οποία σκοτείνιασε ολόκληρο το εργατικό κίνημα και προλείανε το έδαφος για την άνοδο των Φασιστών και της Μόσχας. Προσπαθώντας να κάνουν πιστευτό ότι ο σοσιαλισμός προχωρούσε στην Καταλωνία και ότι αυτό είχε γίνει δυνατό χωρίς μια ρήξη με την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου σήμαινε την ενίσχυση των δυνάμεων του Λαϊκού Μετώπου μέχρις ότου γίναν κι αυτές ικανές να διατάσσουν τους ισπανούς αναρχικούς εργάτες. Ο αναρχισμός στην Ισπανία έκανε αποδεκτή μια μορφή φασισμού, μασκαρευμένη ως δημοκρατικό κίνημα ώστε να βοηθηθεί να συντρίψει τον Φασισμό του Φράνκο. Δεν είναι αλήθεια, όπως προσπαθούν να πείσουν πολλοί αναρχικοί σήμερα τους ακολούθους τους, ότι κάτι τέτοιο έγινε επειδή δεν υπήρχε εναλλακτική, κι ότι έτσι κάθε κριτική προς την CNT είναι αδικαιολόγητη. Οι αναρχικοί θα μπορούσαν να προσπαθήσουν, μετά τις 19 Ιούλη του 1936, να εγκαθιδρύσουν την εργατική εξουσία στην Καταλωνία, θα μπορούσαν επίσης να τσακίσουν τις κυβερνητικές δυνάμεις στην Βαρκελώνη τον Μάη του 1937. Θα μπορούσαν να πορευτούν ενάντια στους φασίστες του Φράνκο και στους Φασίστες της Μόσχας. Το πιο πιθανό θα ήταν να είχαν ηττηθεί. Πιθανότατα ο Φράνκο θα είχε κερδίσει και πάλι. Θα είχε διαλύσει τους αναρχικούς καθώς και τους ανταγωνιστές του, του «Λαϊκού Μετώπου». Μπορεί να προκαλούνταν μια ανοιχτή καπιταλιστική παρέμβαση με μιας. Όμως τότε θα υπήρχε μια ακόμα πιθανότητα, ωστόσο πολύ λιγότερο πιθανή. Οι γάλλοι εργάτες να είχαν πάει παραπέρα από μια καθιστική απεργία. Μια ανοιχτή παρέμβαση ίσως οδηγούσε σε έναν πόλεμο στον οποίο θα αναμειγνύονταν όλες οι δυνάμεις. Ο αγώνας θα γύριζε άμεσα σε καθαρά ζητήματα, ανάμεσα στον Καπιταλισμό και τον Κομμουνισμό. Οτιδήποτε και να συνέβαινε, ένα είναι το σίγουρο: η χαοτική κατάσταση του παγκόσμιου καπιταλισμού θα γινόταν ακόμη περισσότερο χαοτική. Χωρίς καταστροφές καμιά κοινωνική αλλαγή δεν είναι εφικτή. Κάθε πραγματική επίθεση στο καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να ανοίγει το δρόμο της αντίδρασης, αλλά η αντίδραση θα κινητοποιηθεί έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν καθυστερήσει προσωρινά. Αυτή η καθυστέρηση θα κοστίσει περισσότερες ζωές εργατών απ’ ότι κάθε πρώιμη απόπειρα καταστροφής του συστήματος της εκμετάλλευσης. Όμως μια πραγματική επίθεση στο καπιταλιστικό σύστημα ίσως δημιουργήσει μια κατάσταση περισσότερο ευνοϊκή για τη διεθνή δράση υπέρ της εργατικής τάξης, ή ίσως επιφέρει μια κατάσταση που θα λειάνει κάθε καπιταλιστική αντίθεση κι έτσι θα επιταχύνει την ιστορική πρόοδο προς την κατάρρευση του καπιταλισμού. Στο ξεκίνημα τίθεται το χρέος. Όμως η CNT, μας λένε, ένιωθε τέτοια υπευθυνότητα για τις ζωές των εργατών, που ήθελε να αποφύγει κάθε αναίτιο ματοκύλισμα. Τι κυνισμός! Περισσότερο από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, είχαν ήδη σκοτωθεί στον εμφύλιο πόλεμο. Αν είναι να πεθάνει κάποιος, ας πεθάνει τουλάχιστον για κάτι που αξίζει.

Ο αγώνας ενάντια στην ολότητα του καπιταλισμού – ο αγώνας που η CNT ήθελε να αποφύγει – δεν μπορεί να αποφευχθεί. Η εργατική επανάσταση πρέπει να είναι ριζοσπαστική από την πρώτη της όψη, αλλιώς θα χαθεί. Τέθηκε το ζήτημα της απόλυτης απαλλοτρίωσης των κυρίαρχων τάξεων, της εξολόθρευσης κάθε εξουσίας πέραν αυτής των οπλισμένων εργατών, κι ο αγώνας ενάντια σε κάθε στοιχείο που αντιτίθεται στον σκοπό αυτό. Με το να μην κάνουν κάτι τέτοιο, τα γεγονότα του Μάη στην Βαρκελώνη, και η εξολόθρευση του επαναστατικού στοιχείου στην Ισπανία ήταν αναπόφευκτα. Η CNT δεν προσέγγισε ποτέ το ζήτημα της επανάστασης από την οπτική της εργατικής τάξης, αλλά πάντοτε μεριμνούσε πριν απ’ όλα για την οργάνωση. Δρούσε για τους εργάτες για με τη βοήθεια των εργατών, αλλά δεν ενδιαφερόταν για την δική τους πρωτοβουλία και δράση ανεξάρτητα από τα συμφέροντα της οργάνωσης. Αυτό που μετρούσε δεν ήταν η επανάσταση αλλά η ίδια η CNT. Κι απ αυτή την οπτική των συμφερόντων της CNT οι αναρχικοί έπρεπε να διαλέξουν μεταξύ Φασισμού και Καπιταλισμού, μεταξύ πολέμου και Ειρήνης. Από την οπτική αυτή ωθούνταν να συμμετάσχουν στην καπιταλιστική-εθνικιστική πολιτική και να παροτρύνουν τους εργάτες να συνεργαστούν με τον έναν εχθρό προκειμένου να πολεμήσουν τον άλλον, ώστε αργότερα να υποταχθούν στον πρώτο. Η ριζοσπαστική ρητορική των αναρχικών δε χρειαζόταν να ακολουθηθεί. Αρκούσε που χρησίμευαν σαν ένα μέσο ελέγχου των εργατών από το σύμπλεγμα της CNT, «χωρίς τη CNT», έγραφαν γεμάτη περηφάνια, «η αντιφασιστική Ισπανία δε θα μπορούσε να κυβερνηθεί». Ήθελαν να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση πάνω στους εργάτες, διατάσσοντάς τους τι να κάνουν. Το μόνο που ζητούσαν ήταν ένα γενναίο μερίδιο της πίτας, μιας και αναγνώριζαν ότι δε θα μπορούσαν να την κρατήσουν κι ολόκληρη για τον εαυτό τους. Όπως ακριβώς και οι «Μπολσεβίκοι», ταύτιζαν τις δικές τους οργανωτικές ανάγκες με τις ανάγκες και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αυτό που αποφάσιζαν ήταν το σωστό, δεν υπήρχε ανάγκη για τους εργάτες να σκέφτονται και να αποφασίζουν για τον εαυτό τους, καθώς αυτό θα υπέσκαπτε τον αγώνα και θα δημιουργούσε σύγχυση. Οι εργάτες έπρεπε απλά να ακολουθούν τους σωτήρες τους. Ούτε μια μόνη προσπάθεια να οργανώσουν και να σταθεροποιήσουν πραγματική ταξική εξουσία. Η CNT μιλούσε ένα αναρχικό λεξιλόγιο για να φέρει εις πέρας μια δράση μπολσεβίκικη, δηλαδή καπιταλιστική. Έτσι ώστε να κυριαρχήσει ή να συμμετάσχει στην κυριαρχία, έπρεπε να αντιτεθεί σε κάθε αυτόνομη πρωτοβουλία εκ μέρους των εργατών κι έτσι έπρεπε να ταχθεί υπέρ της τάξης και της νομιμότητας.

Όμως υπήρχαν πολλές ακόμη οργανώσεις στο πεδίο της μάχης, και καμιά δεν ταύτιζε τα συμφέροντά της με κάποια άλλη. Κάθε μια μαχόταν εναντίον όλων των υπολοίπων για την επικράτησή της, για τον απόλυτο έλεγχο όλων των εργατών. Το μοίρασμα της εξουσίας σε έναν αριθμό οργανώσεων δεν αποσοβεί τον πόλεμο μεταξύ τους. Έρχονται καιροί που κάθε οργάνωση πιέζεται να συνεργαστεί, αλλά αυτό μόνο αναβάλλει το τελικό ξεκαθάρισμα. Ο έλεγχος πρέπει να περιπέσει σε μια ομάδα. Την ίδια στιγμή που οι αναρχικοί προχωρούσαν «απ την μια επιτυχία στην άλλη», η θέση τους συνεχώς υποσκαπτόταν και αποδυνάμωνε. Οι δεσμεύσεις της CNT ότι δεν θα επιβαλλόταν στις άλλες οργανώσεις, ή δε θα απεργαζόταν την αποδυνάμωσή τους, ήταν στην πραγματικότητα μονάχα μια έκκληση να μη της επιτεθούν οι άλλοι – μια αναγνώριση της ίδιας της αδυναμίας της. Όντας δεσμευμένη στην καπιταλιστική πολιτική με τους συμμάχους της του Λαϊκού Μετώπου, άφησε τις μάζες με την πιθανότητα να επιλέξουν τον αγαπημένο τους από τους διάφορους αστικούς σχηματισμούς. Αυτός που θα προσέφερε τα περισσότερα θα είχε και την καλύτερη τύχη. Ο Μοσχοβίτικος Φασισμός έγινε της μόδας ακόμη και στην Καταλωνία. Γιατί εκεί που οι μάζες είδαν στην υποστήριξη της Μόσχας την αναγκαία δύναμη για να ξεφορτωθούν τον Φράνκο και τον πόλεμο, η Μόσχα και η Κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου εννοούσαν μια διεθνή καπιταλιστική υποστήριξη. Η Μόσχα κέρδισε σε συμπάθεια, μιας και οι μάζες της Ισπανίας ήταν ακόμη υπέρ μιας συνέχισης της εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Και σπρώχνονταν ακόμα πιο δυνατά στη στάση τους αυτή από το γεγονός ότι οι αναρχικοί δεν έκαναν κάτι για να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση, δηλαδή, να καταδείξουν ότι η βοήθεια από την Μόσχα δε σήμαινε τίποτα περισσότερο από έναν αγώνα για έναν καπιταλισμό που ευχαριστεί μερικές από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ακόμα κι αν δυσαρεστεί τις άλλες.

Οι αναρχικοί έγιναν προπαγανδιστές του Μοσχοβίτικου Φασισμού, υπηρέτες εκείνων των καπιταλιστικών συμφερόντων τα οποία αντιτίθονταν στα τρέχοντα σχέδια του Φράνκο στην Ισπανία. Η επανάσταση έγινε η παιδική χαρά των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Οι μάζες ωθήθηκαν να πεθάνουν χωρίς να ξέρουν καν για τι και για ποιον. Ολόκληρη η υπόθεση έπαψε να είναι υπόθεση των εργατών. Και πλέον έπαψε να είναι καν υπόθεση της CNT. Ο πόλεμος ίσως να τελείωνε ανά πάσα στιγμή μέσω ενός συμβιβασμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ίσως να τελείωνε με μια ήττα ή με μια επιτυχία του Φράνκο. Ο Φράνκο ίσως και να παρατούσε την Ιταλία και τη Γερμανία και να στρεφόταν στην Αγγλία και τη Γαλλία. Ή οι προηγούμενες χώρες ακόμη να έπαυαν να ασχολούνται με τον Φράνκο. Η κατάσταση στην Ισπανία μπορεί να άλλαζε ολοκληρωτικά με την κήρυξη του πολέμου στην ’πω Ανατολή. Υπάρχει ακόμα ένα πλήθος από πιθανότητες εκτός από τις πιο πιθανές, δηλαδή, μια νίκη για τον Φράνκο και το Φασισμό. Όμως οτιδήποτε και να συμβεί, εκτός αν οι εργάτες στήσουν νέα οδοφράγματα ενάντια στους Νομιμόφρονες επίσης, εκτός αν οι εργάτες επιτεθούν πραγματικά στον καπιταλισμό, τότε οποιαδήποτε κι αν είναι η έκβαση του αγώνα στην Ισπανία καμιά σημασία δε θα έχει για την εργατική τάξη, η οποία θα συνεχίσει να εκμεταλλεύεται και να καταπιέζεται. Μια αλλαγή στους στρατιωτικούς συσχετισμούς στην Ισπανία ίσως αναγκάσει τους Φασίστες της Μόσχας να πάρουν ένα πιο επαναστατικό προφίλ. Όμως από την οπτική των συμφερόντων των ισπανών εργατών, καθώς και των εργατών όλου του κόσμου, δεν έχει καμιά διαφορά ο Φασισμός του Φράνκο με τον Φασισμό της Μόσχας, όσες διαφορές κι αν έχει ο Φράνκο με την Μόσχα. Τα οδοφράγματα, αν ξανασηκωθούν, δε θα πρέπει να γκρεμιστούν. Το επαναστατικό σύνθημα για την Ισπανία είναι: Κάτω οι Φασίστες – Κάτω οι Νομιμόφρονες. Όσο μάταιο κι αν φαίνεται εν όψει της σημερινής παγκόσμιας κατάστασης να πολεμάς για τον κομμουνισμό, είναι τουλάχιστον ο καλύτερος σκοπός για να πολεμήσεις. «Καλύτερα η αίσθηση της ματαιότητας παρά η χαμένη ενέργεια που χάνεται σε λάθος δρόμους. Θα διατηρήσουμε την αίσθηση της αλήθειας, της λογικής με κάθε κόστος, ακόμα και με κόστος την ματαιότητα».


Σημειώσεις της μετάφρασης: CNT – η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, υπό των έλεγχο των αναρχοσυνδικαλιστών, FAI – η ιβηρική αναρχική ομοσπονδία. Οι «Φίλοι του Ντουρούτι» ήταν πρώην μέλη της FAI που διαφώνησαν με τη ρεφορμιστική τροχιά της και διαχωρίστηκαν απ’ αυτήν, με αποτέλεσμα να αποκηρυχθούν από την ηγεσία της CNT-FAI (νομιμόφρονες), ως «ανεξέλεγκτοι», όπως και οι αγωνιστές της Σιδηράς Ταξιαρχίας (Columna d’ Hierro). Ο Santillan (Diego Abad de Santillan) τέλος, ήταν επιφανές στέλεχος της FAI που πρωταγωνίστησε στη συμμαχία CNT-UGT και στη δημιουργία του αντιφασιστικού μετώπου.

Categories
Daniel Guerin

Καταλήψεις και συμβούλια στην Ιταλία του 1920 – Daniel Guerin

Για τις εργοστασιακές καταλήψεις στην Ιταλία του 1920

Biennio Rosso – Η κόκκινη διετία των εργοστασιακών καταλήψεων στην Ιταλία του 1920

Όταν μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι διηύθυναν τους χώρους εργασίας τους για λογαριασμό τους. [Πηγή: άρθρο από τον διαδικτυακό τόπος LibCom]

Τα ρεφορμιστικά συνδικάτα έπειτα διαπραγματεύτηκαν μια λήξη των συγκρούσεων, ανοίγοντας το δρόμο για τη φασιστική αντίδραση, την μαύρη διετία (Biennio Nero) του 1921-1922.

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η εργατική τάξη της Ευρώπης πέρασε σε μια ευρεία διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης. Τα μέλη των συνδικάτων πολλαπλασιάστηκαν ταυτόχρονα με τις απεργίες, τις διαδηλώσεις και τις εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν. Η Ιταλία δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Οι εργάτες της ήταν οργισμένοι με τις κακουχίες του πολέμου και γίνονταν ολοένα και πιο μαχητικοί. Ένα τέλειο παράδειγμα αυτής της μαχητικότητάς τους μπορεί να εντοπιστεί στις εργοστασιακές καταλήψεις του 1920.

Η ανάπτυξη του ριζοσπαστικού συνδικαλισμού στην Ιταλία ξεκίνησε αμέσως μετά τον πόλεμο. Στο Τορίνο και σε όλη την έκταση της Ιταλίας, ένα κίνημα εργαζομένων στην αλυσίδα παραγωγής αναπτυσσόταν γύρω από τις «εσωτερικές επιτροπές». Αυτές βασίζονταν σε μια ομάδα ανθρώπων σε ένα εργαστήριο με έναν εξουσιοδοτημένο και ανακλητό αντιπρόσωπο για κάθε 15-20 εργάτες. Οι αντιπρόσωποι αυτοί σε κάθε εργοστάσιο θα εξέλεγαν στη συνέχεια την «εσωτερική επιτροπή» η οποία ήταν άμεσα ανακλητή από τους ίδιους. Αυτό πάνω κάτω ήταν το «εργοστασιακό συμβούλιο».

Τον Νοέμβρη του 1918, αυτές οι επιτροπές είχαν γίνει κεντρικό εθνικό ζήτημα στα πλαίσια του συνδικαλιστικού κινήματος, και τον Φλεβάρη του 1919, η Ιταλική Ομοσπονδία Εργατών Μετάλλου (FIOM) κέρδισε μια σύμβαση που αναγνώριζε την ύπαρξη των επιτροπών στους χώρους εργασίας. Έκτοτε προσπάθησαν να μεταμορφώσουν τις επιτροπές αυτές σε συμβούλια με μια διαχειριστική λειτουργία. Τον Μάη του 1919, έγιναν «η κυρίαρχη δύναμη στο εσωτερικό της μεταλλουργίας διακυβεύοντας την ίδια την ύπαρξη των συνδικάτων που έτειναν να γίνουν περιθωριακά όργανα της διοίκησης» (βλ. Carl Levy: ο Gramsci και οι αναρχικοί). Αν και αυτές οι διαδικασίες αναπτύσσονταν εκτεταμένα στο Τορίνο, αυτή η μαχητικότητα δεν έλειψε κι από την υπόλοιπη Ιταλία όπου αγρότες μια παύση των μισθολογικών διαπραγματεύσεων, οι εργάτες των μεταλλουργικών και οι λιμενεργάτες κατέλαβαν και διαχειρίστηκαν τα εργοστάσια για τέσσερις μέρες.

Καθ’ όλη την περίοδο αυτή, η Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωση (USI) αύξησε τα μέλη της σε 800.000 και η επιρροή της Ιταλικής Αναρχική Ένωσης (20.000 μέλη συν την Umanita Nova, την καθημερινή εφημερίδα της) αυξανόταν ανάλογα. Ο ουαλός μαρξιστής Gwyn Williams γράφει ξεκάθαρα στο βιβλίο του «Προλεταριακή Τάξη» ότι οι «αναρχικοί και επαναστάτες συνδικαλιστές ήταν οι πιο σταθερές επαναστατικές ομάδες της αριστεράς. Οι συνδικαλιστές περισσότερο από κάθε άλλο συνέλαβαν την πιο μαχητική συνείδηση της εργατικής τάξης, που το σοσιαλιστικό κίνημα απέτυχε περίτρανα να συλλάβει. Οι αναρχικοί ήταν οι πρώτοι που πρότειναν την κατάληψη των χώρων εργασίας. Ο διάσημος αναρχικός Errico Malatesta έγραψε στην Umanita Nova τον Μάρτη του 1920: «Οι γενικές απεργίες διαμαρτυρίας δεν μπορούν πλέον να αναστατώσουν κανέναν… Βάζουμε μπροστά μια ιδέα: Να καταλάβουμε τα εργοστάσια: η μέθοδος έχει σίγουρα ένα μέλλον, μιας και ανταποκρίνεται στις τελευταίες ανάγκες του εργατικού κινήματος». Τον ίδιο μήνα, στη διάρκεια μιας συνδικαλιστικής εκστρατείας για την εγκαθίδρυση συμβουλίων στο Μιλάνο, η γραμματεία της USI καλούσε επίσης για μαζικές καταλήψεις εργοστασίων και γρήγορα ακολουθήθηκε από τους Κομισάριους των Εργοστασιακών Συμβουλίων.

Προφανώς, αυτή η μαχητικότητα θα προκαλούσε μια κάποια αντίδραση από τα αφεντικά. Οι οργανώσεις των αφεντικών αποκήρυξαν τα εργοστασιακά συμβούλια για ενθάρρυνση της «απειθαρχίας» ανάμεσα στους εργάτες και ζήτησαν από την κυβέρνηση να παρέμβει. Το κράτος φυσικά υποστήριξε τα αφεντικά (εξεπλάγη κανείς;) που ξεκίνησαν να ενισχύουν τις υπάρχουσες εργοστασιακές συνθήκες. Οι συμβάσεις που κέρδισε η FIOM στα 1919 σήμαιναν ότι οι εσωτερικές επιτροπές απαγορεύονταν στο εσωτερικό των καταστημάτων και περιορίζονταν εκτός των ωρών εργασίας. Έτσι, η διακοπή της εργασίας προκειμένου να εξελιχθούν οι εκλογές των αντιπροσώπων (μεταξύ άλλων πραγμάτων) αποτελούσε παραβίαση της σύμβασης. Το κίνημα ανέπνεε μόνο μέσα στην μαζική απειθαρχία και τα αφεντικά επιστράτευαν ολοένα και σκληρότερο εργοστασιακό έλεγχο προκειμένου να το καταπολεμήσουν.

Ωστόσο, το μεγάλο φινάλε, έλαβε χώρα τον Απρίλη. Όταν αρκετοί αντιπρόσωποι ήταν συγκεντρωμένοι στην Fiat, οι εργαζόμενοι κήρυξαν μια καθιστική απεργία. Τα αφεντικά απάντησαν με λοκ-άουτ το οποίο η κυβέρνηση υποστήριξε με την αποστολή στρατευμάτων και την τοποθέτηση οπλοπολυβόλων έξω από τα εργοστάσια. Μετά από δυο βδομάδες απεργίας, οι εργάτες άρχισαν να παραδίδονται. Οι εργοδότες τότε απάντησαν με το αίτημα οι συμβάσεις της FIOM και ο διαχειριστικός έλεγχος να επανα-διαπραγματευτούν σύμφωνα με τις διεκδικήσεις τους. Τα αιτήματά τους αυτά είχαν ως σκοπό την καταστροφή των εργοστασιακών συμβουλίων και οι εργάτες του Τορίνο απάντησαν με γενική απεργία υπερασπίζοντάς τα. Η απεργία σταθεροποιήθηκε στο Τορίνο, και διαδόθηκε ακόμη στο Πεδεμόντιο (γύρω από το Τορίνο), περιλαμβάνοντας 500.000 εργαζόμενους-ες. Οι εργάτες του Τορίνο ζήτησαν την υποστήριξη του συνδικάτου της CGL και του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI), ώστε η απεργία να διαδοθεί σε ολόκληρη τη χώρα. Τόσο η CGL όσο και το PSI απέρριψαν την έκκλησή τους. Τα συνδικάτα υπό την επιρροή των αναρχο-συνδικαλιστών ήταν «τα μόνα που κινητοποιήθηκαν» (Williams, Προλεταριακή Τάξη), οι σιδηροδρομικοί εργάτες της Πίζας και της Φλωρεντίας αρνήθηκαν να στείλουν ενισχύσεις στο Τορίνο. Οι λιμενεργάτες, και άλλοι βιομηχανικοί εργάτες στους οποίους είχε επιρροή η USI, κήρυξαν απεργία στην περιοχή της Γένοβας. Ο Williams τονίζει ότι παρόλο που «εγκαταλείφθηκαν από ολόκληρο το σοσιαλιστικό κίνημα», οι απεργοί του Τορίνο «είχαν ακόμη λαϊκή υποστήριξη» με «ενέργειες που είτε άμεσα είτε έμμεσα διεξάγονταν από τους αναρχο-συνδικαλιστές». Και στο Τορίνο, οι αναρχο-συνδικαλιστές απειλούσαν να αποκόψουν την επιρροή του Γκράμσι και των σοσιαλιστών από το συμβουλιακό κίνημα.

Τελικά η ηγεσία της CGL αποκατέστησε την κρίση με τους όρους των εργοδοτών. Για παράδειγμα περιόρισε τα συμβούλια των ιδιωτικών υπαλλήλων στις μη-εργάσιμες ώρες. Οι αναρχικοί «άσκησαν κριτική σε αυτό που θεωρούσαν μια λανθασμένη αντίληψη πειθαρχίας που είχε κάνει τους σοσιαλιστές να υποκύψουν στην δική τους άτολμη ηγεσία. Αντιπαρέβαλλαν στην πειθαρχία που τοποθετούσε κάθε κίνημα κάτω από τους υπολογισμούς, τους φόβους, τα λάθη και τις πιθανές προδοσίες των ηγετών στην άλλη πειθαρχία των εργαζομένων του Sestri Ponente που κινήθηκαν αλληλέγγυα με το Τορίνο, την πειθαρχία των σιδηροδρομικών εργατών που αρνήθηκαν να μεταφέρουν τις δυνάμεις ασφαλείας στο Τορίνο και τους αναρχικούς και τα μέλη της USI που αγνόησαν τις γραμμές των κομμάτων και των σεχτών, θέτοντας εαυτούς στη διάθεση των τορινέζων (Carl Levy: Ο Gramsci και οι αναρχικοί).

Σαν απάντηση στις περικοπές και τα λοκ-άουτ, το Σεπτέμβρη έγιναν μαζικές καθιστικές απεργίες. Στα μέσα του Αυγούστου η USI ζήτησε την υποστήριξη της CGL ώστε να καταλάβουν τα εργοστάσια πριν κηρυχτούν τα λοκ-άουτ. Η USI είδε αυτές τις καταλήψεις σαν κρίσιμες για τον εργατικό αγώνα ο οποίος έπρεπε να υπερασπιστεί με κάθε μέσο και ζήτησε την υποστήριξη κι άλλων επαγγελματιών. Οι απεργίες γρήγορα διαδόθηκαν στις κατασκευαστικές βιομηχανίες, στους σιδηροδρόμους και στις κατασκευές δρόμων ενώ οι αγρότες ξανα-διεκδικούσαν τη γη. Παράλληλα με τις καταλήψεις, οι απεργοί τα έθεταν κάτω από εργατικό έλεγχο και σύντομα μισό εκατομμύριο απεργών εξέτρεψαν την παραγωγή για λογαριασμό τους. Τα αυτόδιαχειριζόμενα εργοστάσια συνέχισαν να πληρώνουν κανονικά μισθούς στους εργάτες και οργανώθηκαν ομάδες περιφρούρησης ώστε να προστατευτούν από κάθε επίθεση. Τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια ανέδειξαν μια στενή αλληλεγγύη ενώ η παραγωγή μοιραζόταν ανάμεσα στους εργάτες. Η Ιταλία «παρέλυσε, καθώς μισό εκατομμύριο εργαζομένων κατέλαβαν τα εργοστάσιά τους υψώνοντας κόκκινες και μαύρες σημαίες πάνω τους». Το κίνημα απλώθηκε σε όλη την έκταση της χώρας με τους μαχητές της USI στην πρώτη γραμμή. Οι σιδηροδρομικοί εργάτες αρνήθηκαν ξανά να μεταφέρουν στρατεύματα, οι αγρότες καταλάμβαναν τα αγροκτήματα και οι εργάτες απεργούσαν κόντρα στις οδηγίες των ρεφορμιστικών συνδικάτων.

Όμως έναν μήνα αργότερα, οι εργάτες προδόθηκαν ακόμα μια φορά από το PSI και τη CGL. Ήρθαν αντιμέτωποι με το κίνημα και δεσμεύτηκαν απέναντι στο κράτος για μια επιστροφή στην «ομαλότητα» σε αντάλλαγμα για μια νομιμοποίηση του εργατικού ελέγχου σε μια μορφή συνδιαχείρισης με τα αφεντικά. Φυσικά, ο εργατικός έλεγχος δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Καθώς οι εργάτες ακόμη περίμεναν από τους γραφειοκράτες της CGL την πληροφόρηση για το τι συμβαίνει σε άλλες πόλεις, δεν ήταν ποτέ ικανοί να δράσουν με πλήρη ανεξαρτησία. Έτσι, το συνδικάτο χρησιμοποιούσε τη δύναμή του για να απομονώσει το ένα εργοστάσιο από το άλλο. Αν και οι αναρχικοί αντιτίθονταν σε κάθε ενδεχόμενη επιστροφή στην εργασία, παρέμεναν πάντα μια μειονότητα (μια εκτεταμένη μειονότητα είναι αλήθεια, αλλά πάντα μειονότητα) και χωρίς την υποστήριξη της CGL, ήταν ανίκανοι να επεκτείνουν την απεργία.

Μετά την αποχώρηση των εργατών από τα εργοστάσια, η κυβέρνηση συνέλαβε μάχιμα μέλη της USI και της UAI (αναρχικοί). Οι σοσιαλιστές αγνόησαν αυτήν την δίωξη ελευθεριακών ακτιβιστών και συνέχισαν να την αποκρύπτουν μέχρι την απεργία πείνας των αναρχικών, συμπεριλαμβανομένου και του Malatesta, από την φυλακή, στα 1921.

Καθώς η εργατική μαχητικότητα υπέκυπτε, οι μεγάλες επιχειρήσεις ευνόησαν το φασιστικό κίνημα ώστε να τσακίσει ολοκληρωτικά την δυναμική εργατική τάξη, κάτι που κατάφεραν, αλλά όχι χωρίς να αντιμετωπίσουν μια σκληρή αντίσταση.



Οι αναρχικοί στα ιταλικά εργοστασιακά συμβούλια – Daniel Guerin

Οι ιταλοί αναρχικοί ακολουθώντας το παράδειγμα των γεγονότων της Ρωσίας, συμβάδισαν με τους παρτιζάνους της σοβιετικής εξουσίας, κατά την περίοδο αμέσως μετά τον Μεγάλο Πόλεμο (σ.τ.μ: έτσι λεγόταν ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος μέχρι τον δεύτερο). Η Ρωσική Επανάσταση είχε γίνει δεκτή με μεγάλη συμπάθεια από τους ιταλούς εργάτες, ιδιαίτερα από την πρωτοπορία τους, τους μεταλλωρύχους του βορρά. Στις 20 Φλεβάρη του 1919, η ιταλική ομοσπονδία εργατών μετάλλου (FIOM) κέρδισε μια σύμβαση που της επέτρεπε την εκλογή «εσωτερικών επιτροπών στα εργοστάσια. Στη συνέχεια, προσπάθησαν να μετασχηματίσουν αυτά τα όργανα εργατικής αντιπροσώπευσης σε εργοστασιακά συμβούλια με μια διαχειριστική λειτουργία, διεξάγοντας μια σειρά απεργιών και καταλήψεων των εργοστασίων.

Η τελευταία τέτοια, στα τέλη του Αυγούστου του 1920, έγινε μετά από ένα λοκ-άουτ της εργοδοσίας. Οι εργάτες μετάλλου αποφάσισαν συλλογικά τη συνέχιση της παραγωγής για λογαριασμό τους. Προσπάθησαν διαδοχικά με τη πειθώ ή τις απειλές, αλλά απέτυχαν να κερδίσουν τη συνεργασία των μηχανικών και του ανώτερου προσωπικού. Η διαχείριση των εργοστασίων, έπρεπε λοιπόν να διεξαχθεί από επιτροπές τεχνικών και εργατοϋπαλλήλων. Η αυτό-διαχείριση ήταν ακόμα αρκετά μακριά: στην πρώτη περίοδο ενισχύονταν μέσω των τραπεζών, αλλά όταν υποχώρησε αυτό, το αυτό-διαχειριστικό σύστημα τύπωσε δικό του χρήμα, με το οποίο κατέβαλλε τους μισθούς των εργατών. Απαιτήθηκε πολύ σκληρή πειθαρχία, απαγορεύτηκε η χρήση αλκοόλ, ενώ οργανώθηκαν ένοπλες ομάδες περιφρούρησης για λόγους αυτοάμυνας. Αναπτύχθηκε μια πολύ στενή αλληλεγγύη ανάμεσα στα αυτό-διαχειριζόμενα εργοστάσια. Τα φορτία χρυσού ή κάρβουνου συσσωρεύονταν σε μια κοινή δεξαμενή απ’ όπου μοιράζονταν ίσα σε όλους.

Η ρεφορμιστική πτέρυγα των συνδικάτων έσπευσε για έναν συμβιβασμό με την εργοδοσία. Μετά από μερικές εβδομάδες διαχειριστικών καταλήψεων, οι εργάτες κλήθηκαν να εγκαταλείψουν τα εργοστάσια με αντάλλαγμα μια υπόσχεση για επέκταση του εργατικού ελέγχου, υπόσχεση που ούτως ή άλλως δεν κρατήθηκε. Η αριστερή επαναστατική πτέρυγα, αποτελούμενη από αναρχικούς κι αριστερούς σοσιαλιστές, κατήγγειλε την προδοσία, αλλά μάταια.

Η αριστερή πτέρυγα είχε μια θεωρία, ένα γραφείο τύπου, μια έκδοση. Η εβδομαδιαία L’ Ordine Nuovo («Η Νέα Τάξη») πρωτοεμφανίστηκε στο Τορίνο την πρωτομαγιά του 1919. Εκδιδόταν από έναν αριστερό σοσιαλιστή, τον Αντόνιο Γκράμσι, με τη βοήθεια ενός καθηγητή φιλοσοφίας του πανεπιστημίου του Τορίνο, εμφορούμενο από αναρχικές ιδέες, που έγραφε με το ψευδώνυμο Carlo Petri, κι επίσης έναν ολόκληρο πυρήνα από τορινέζους ελευθεριακούς. Στα εργοστάσια, η Ordine Nuovo υποστηριζόταν από έναν αριθμό ανθρώπων, ιδιαίτερα τους αναρχο-συνδικαλιστές μαχητές της μεταλλουργίας, Pietro Ferrero και Maurizio Garino. Το μανιφέστο της Ordine Nuovo υπογράφηκε από σοσιαλιστές και ελευθεριακούς από κοινού, συμφωνώντας στην υπεράσπιση των εργοστασιακών συμβουλίων ως «όργανα κατάλληλα για την μελλοντική κομμουνιστική διαχείριση τόσο των βιομηχανιών όσο και ολόκληρης της κοινωνίας».

Για την Ordine Nuovo τα συνδικάτα έπρεπε να αντικατασταθούν από τις δομές των εργοστασιακών συμβουλίων. Δεν ήταν απόλυτα εχθρικοί προς τα συνδικάτα, τα οποία θεωρούσαν ως τη «σκληρή ραχοκοκαλιά του προλεταριακού σώματος». Ωστόσο, με τον τρόπο του Μαλατέστα του 1907, έβλεπαν κριτικά την παρακμή του γραφειοκρατικού και ρεφορμιστικού συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο είχε αφομοιωθεί πλήρως από την καπιταλιστική κοινωνία. Κατήγγειλαν την ανικανότητα των συνδικάτων ως όργανα για μια προλεταριακή επανάσταση.

Από την άλλη, η Ordine Nuovo συνεισέφερε ποικιλοτρόπως στα εργοστασιακά συμβούλια. Τα θεωρούσε σαν το μέσο για την ενοποίηση της εργατικής τάξης, το μόνο όργανο που θα μπορούσε να υψώσει τους εργάτες πάνω από τα ειδικά συμφέροντα του κάθε επαγγέλματος και να συνδέσει τους «οργανωμένους» από τους «ανοργάνωτους». Εκτιμούσαν τα συμβούλια θεωρώντας πως κινητοποιούν μια ψυχολογία παραγωγού, προετοιμάζοντας τους εργάτες για την αυτό-διαχείριση. Χάρη σ’ αυτούς, η κατάκτηση του εργοστασίου έγινε μια συνεκτική προοπτική που μπορούσε να φτάσει κι ο τελευταίος εργάτης. Τα συμβούλια θεωρήθηκαν σαν μια προεικόνιση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Οι ιταλοί αναρχικοί ήταν κάπως πιο ρεαλιστές και λιγότερο βερμπαλιστές απ’ ότι ο Γκράμσι, και μερικές φορές σχολίαζαν ειρωνικά τις «θαυματουργές» υπερβολές των κυρηγμάτων υπέρ των εργοστασιακών συμβουλίων. Φυσικά λάμβαναν υπόψη τις αρετές τους, αλλά χωρίς ιδιαίτερες υπερβολές. Ο Γκράμσι κατήγγειλε κι αυτός τον ρεφορμισμό των συνδικάτων, κι όχι άδικα, αλλά οι αναρχο-συνδικαλιστές έδειξαν ότι σε μια μη-επαναστατική περίοδο και τα εργοστασιακά συμβούλια μπορούσαν επίσης να υποβαθμιστούν σε όργανα ταξικής συνεργασίας. Κάποιοι που εμπλέκονταν με την Ordine Nuovo το θεωρούσαν επίσης άδικο μαζί με τον ρεφορμιστικό συνδικαλισμό να καταδικάζεται κι ο επαναστατικός συνδικαλισμός της Ιταλικής Συνδικαλιστικής Ένωσης (USI).

Εν τέλει, και πιο σημαντικά, οι αναρχικοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι το αμφιλεγόμενο και αντιφατικό τρόπο με τον οποίο η Ordine Nuovo έθετε ως πρότυπο των εργοστασιακών συμβουλίων, τα Σοβιέτ. Σίγουρα, ο Γκράμσι συχνά χρησιμοποιούσε τον όρο «ελευθεριακός» στα γραπτά του, και είχε λογομαχήσει με τον εξουσιαστικό Angelo Tasca, που προωθούσε ένα μη-δημοκρατικό σχέδιο «δικτατορίας του προλεταριάτου» το οποίο ήθελε να καταστήσει τα εργοστασιακά συμβούλια απλά όργανα του Κομμουνιστικού Κόμματος, κι επιτέθηκε στα γραπτά του Γκράμσι, θεωρώντας τα επηρεασμένα απ’ τον Προυντον. Ο Γκράμσι δεν ήξερε αρκετά για τα γεγονότα στη Ρωσία ώστε να κάνει το διαχωρισμό ανάμεσα στα ελεύθερα Σοβιέτ των πρώτων μηνών της επανάστασης και τα ψευτο-σοβιέτ του Μπολσεβικικού Κράτους. Αυτό τον οδήγησε να κάνει χρήση αμφιλεγόμενων συσχετισμών. Έβλεπε τα εργοστασιακά συμβούλια ως «πρότυπο προλεταριακό κράτος», το οποίο ήθελε να ενσωματωθεί με ένα παγκόσμιο σύστημα: την Κομμουνιστική Διεθνή. Θεωρούσε πως θα μπορούσε να συμφιλιωθεί ο Μπολσεβικισμός με τον μαρασμό του Κράτους και μια δημοκρατική εκδοχή της «δικτατορίας του προλεταριάτου».

Οι ιταλοί αναρχικοί αρχικά υποδέχτηκαν τα ρωσσικά σοβιέτ με άκριτο ενθουσιασμό. Στην 1 Ιούνη 1919, ο Camillo Berneri, ένας από αυτούς (Σ.τ.μ: αναρχο-κομμουνιστής θεωρητικός, κάποια πράγματα για τη σύγκρουσή του με τον αναρχο-ατομικιστή Renzo Novatore μπορούν να βρεθούν στα μεταφρασμένα κείμενα του R.N.), είχε δημοσιεύσει ακόμα ένα άρθρο με τίτλο «Αυτό-Δημοκρατία» χαιρετίζοντας το Μπολσεβικικό καθεστώς ως «το πιο πρακτικό πείραμα εσωτερικής δημοκρατίας στη μέγιστη κλίμακα, που έχει επιχειρηθεί ποτέ» και ως «την αντίθεση του συγκεντρωτικού κρατικού σοσιαλισμού».

Ωστόσο, ένα χρόνο αργότερα, στο συνέδριο της Ιταλικής Αναρχικής Ένωσης, ο Maurizio Garino μίλησε τελείως διαφορετικά: Τα σοβιέτ που είχαν στηθεί στη Ρωσία από τους Μπολσεβίκους διέφεραν υλικά από την εργατική αυτό-διαχείριση όπως την αντιλαμβάνονταν οι αναρχικοί. Αποτελούσαν τη «βάση για ένα νέο Κράτος, αναπόφευκτα συγκεντρωτικό και εξουσιαστικό».

Οι ιταλοί αναρχικοί και η συντροφιά του Γκράμσι ήταν επόμενο να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους. Οι τελευταίοι αρχικά επέμειναν ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα, όπως και τα συνδικάτα, ήταν ένας οργανισμός αφομοιωμένος από το αστικό σύστημα και επομένως, ούτε απαραίτητος ούτε επιθυμητός ως προς την υποστήριξή του. Έπειτα έκαναν μια «εξαίρεση» για τις κομμουνιστικές ομάδες στο εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Μετά το σχίσμα στο Λιβόρνο, στις 21 Γενάρη 1921, αυτές οι ομάδες σχημάτισαν το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που συνδέθηκε με την Κομμουνιστική Διεθνή.

Οι ιταλοί ελευθεριακοί, ξεκίνησαν από την άλλη, να εγκαταλείπουν μερικές από τις παραισθήσεις τους και να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή σε ένα προφητικό γράμμα που τους απεύθυνε ο Μαλατέστα ήδη από το καλοκαίρι του 1919. Αυτό τους παρότρυνε εναντίον μιας «νέας διακυβέρνησης που στήθηκε στη Ρωσία πάνω στην Επανάσταση ώστε να την δεσμεύσει και να την θέσει στους σκοπούς ενός κόμματος- ή καλύτερα των ηγετών του κόμματος». Ο γέρος επαναστάτης επέμεινε προφητικά ότι επρόκειτο για μια δικτατορία, με τις βαθμίδες της, τους ποινικούς θεσμούς της, τα εκτελεστικά όργανά της, και πάνω απ’ όλα, τις ένοπλες δυνάμεις που βοήθησαν στην υπεράσπιση της Επανάστασης εναντίον των εξωτερικών εχθρών της, αλλά την επομένη θα βοηθήσουν στην επιβολή της θέλησης των δικτατόρων στους εργάτες, στον έλεγχο της πορείας της Επανάστασης, στη σταθεροποίηση νέων συμφερόντων, και να υπερασπιστούν μια νέα προνομιούχο τάξη ενάντια στις μάζες. Ο Λένιν, ο Τρότσκυ και οι σύντροφοί τους θεωρούνται φυσικά ειλικρινείς επαναστάτες, αλλά προετοιμάζουν τις κυβερνητικές θέσεις που θα επιτρέψουν στους διαδόχους τους να εκμεταλλευτούν την επανάσταση και να την εξοντώσουν. Αυτοί, θα είναι τα πρώτα θύματα των ίδιων των μεθόδων τους…

Δυο χρόνια αργότερα, η Ιταλική Αναρχική Ένωση συνεδρίασε στην Ανκόνα, στις 2 με 4 Νοέμβρη του 1921, και αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ρωσική κυβέρνηση ως αντιπρόσωπο της Επανάστασης, αντίθετα την κατήγγειλε ως «τον βασικό εχθρό της Επανάστασης, τον καταπιεστή κι εκμεταλλευτή του προλεταριάτου στο όνομα του οποίου υποτίθεται ότι ασκεί εξουσία». Κι ο ελευθεριακός συγγραφέας Luigi Fabbri το ίδιο έτος συμπέρανε πως: «μια κριτική μελέτη της ρωσικής επανάστασης είναι επείγουσας σημασίας- καθώς οι δυτικές επαναστάσεις μπορούν να κατευθύνουν τις πράξεις τους με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφευχθούν τα λάθη που ήρθαν στο φως με την ρωσική εμπειρία».

Σημείωμα της μετάφρασης:

Μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε εδώ αυτά τα σύντομα κείμενα, για να δώσουμε μια ιδέα για την συσκοτισμένη «παραλίγο» επανάσταση που συντελέστηκε στην Ιταλία, την «κόκκινη διετία» 1919-1920. Η τραγική κατάληξη των γεγονότων («μαύρη διετία» της φασιστικής αντίδρασης και τσάκισμα του κινήματος, 1920-1921) θα ‘πρεπε να ληφθεί υπ’ όψη για δυο τουλάχιστον παραμέτρους της. Πρώτον, κατά πόσο ήταν, κι αν ήταν τότε, κατά πόσο είναι ακόμη επαναστατικό το «να πάρουμε τα μέσα», και δεύτερον, η επιβεβαίωση για μια ακόμα φορά της γνωστής ρήσης του Ροβεσπιέρου (όσοι κάνουν μισές επαναστάσεις, απλώς σκάβουν τον τάφο τους).

«Οι εργάτες πίστεψαν ότι είχε έρθει η στιγμή να πάρουν μια για πάντα στα χέρια τους τα μέσα της παραγωγής. Οπλίστηκαν για την αυτοάμυνα και ξεκίνησαν την οργάνωση της παραγωγής για λογαριασμό τους. Ήταν η έμπρακτη κατάργηση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Ήταν ένα νέο καθεστώς, μια νέα μορφή κοινωνικής ζωής που γεννήθηκε. Και η κυβέρνηση αναγκάστηκε απλώς να παραμερίσει νιώθοντας εξαιρετικά αδύναμη για να αντιταχθεί». – Errico Malatesta

Η επιτυχία της Ρωσικής Επανάστασης ήταν ακόμη νωπή, και τα σημάδια της παρακμής της δεν είχαν αποκαλυφθεί, τουλάχιστον όχι στην εξεγερμένη Ιταλία, όπου ο ίδιος ο Μαλατέστα, αποκαλούμενος από τους εργάτες του Τορίνο «ο ιταλός Λένιν», μάταια προσπάθησε να εξηγήσει ότι ούτε οι προθέσεις του ήταν αυτές, αλλά ούτε και χρειαζόταν πραγματικά έναν Λένιν το ιταλικό προλεταριάτο. Οι εργάτες φάνηκε να είναι πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα, απ’ το να εμποδίσουν την μεταφορά των στρατευμάτων που θα κατέστειλαν τους απεργούς του Τορίνο, μέχρι να πάρουν τα όπλα για να περιφρουρήσουν τα κατειλημμένα εργοστάσια, αλλά και ν’ ανεχτούν τα πάντα, όπως φάνηκε από την επιβολή της εργασιακής πειθαρχίας που πλέον περνούσε χωρίς συνειδητή αντίσταση, αποτυπωμένη ακόμα και στην απαγόρευση του αλκοόλ, προκειμένου να υπερασπιστούν την «προλεταριακή δικτατορία» των εργοστασιακών συμβουλίων. Να ανεχτούν ακόμα και τους εχθρούς της, όπως οι συνδικαλιστές ηγέτες ή το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Έτσι, στο βωμό της διεξαγωγής του έργου της «αυτό-διαχείρισης» (και της συνακόλουθης προτεραιότητας στο ποσοτικό) που αυτόματα τέθηκε ως στόχος του καταληψιακού κινήματος, δεδομένου ότι δεν μπόρεσε να εξαπλωθεί πέρα από τα όρια του βιομηχανικού βορρά, θυσιάστηκε η μαχητικότητά του (πλέον δεν επιτίθονταν στον κοινωνικό πλούτο, αλλά τον υπερασπιζόταν με αντάλλαγμα τη συν-διαχείρισή του), και τελικά η ίδια η αυτό-διαχείριση. Οι ίδιοι εργάτες που είχαν οπλιστεί για να υπερασπιστούν τις καταλήψεις ήταν αυτοί που σύρθηκαν πίσω από το, παραγκωνισμένο ως τότε από την ίδια την πορεία των γεγονότων, Σοσιαλιστικό Κόμμα, όταν πρότεινε την δική του «επαναφορά στην ομαλότητα». Πιστεύουμε πως κάτι τέτοιο δεν έγινε από άγνοια, ή από «προδοσία» ή «ξεπούλημα» όπως αρέσκονται να λένε οι υποκριτές, αλλά από μια γενική συνείδηση της αποτυχίας του αυτό-διαχειριστικού εγχειρήματος, αλλά και αδυναμία ξεπεράσματός του προς μια ανατρεπτική προοπτική.

Ο όρος αποτυχία ταιριάζει άλλωστε καλύτερα από την ήττα, μιας και το κίνημα δεν τσακίστηκε τόσο «από τα έξω» από μια πανίσχυρη κυβέρνηση (που δεν υπήρχε) ή από μια αντίρροπη ανάπτυξη του φασισμού. Ο φασισμός δεν ήρθε στα πράγματα παρά μετά τον μαρασμό του κινήματος.

Το να δεχτούμε πάλι, ότι ο φασισμός ήταν απλά ένα τέχνασμα των αφεντικών για να τσακίσουν το επαναστατικό κίνημα είναι σαν να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στην μισή αλήθεια. Ο φασισμός γεννήθηκε επίσης στο δρόμο, σαν ένα ακόμη κίνημα που προέκυψε από τις λαϊκές εξεγέρσεις, αλλά, για την ακρίβεια από την ήττα τους, από τον μαρασμό της εξέγερσης. Ιδιαίτερα στο ιταλικό παράδειγμα, μπορούμε να δούμε πως, ίσως όχι οι περισσότεροι αλλά σίγουρα πολλοί, από τους συνδικαλιστές και τους θεωρητικούς του κινήματος του 1919, μεταστράφηκαν σε οπαδούς του φασισμού, ο οποίος επίσης, διόλου τυχαία βασίζεται στη δική του εκδοχή της δια-ταξικής συν-διαχείρισης, και στο συνεπακόλουθό της, την επιβολή -με κάθε μέσο- της εργασιακής πειθαρχίας.

Ωστόσο, η προλεταριακή συνείδηση δεν εξαλείφθηκε ολότελα, κι έτσι ο αγώνας ενάντια στο φασισμό δεν μετατράπηκε σε αγώνα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Ηρωικές ομάδες εργατικής αντίστασης όπως οι Arditi del Popolo, τάχθηκαν υπέρ μιας ενιαίας οργάνωσης του προλεταριάτου ενάντια στο φασισμό ή τη δημοκρατία, απομακρύνοντας έτσι τους σοσιαλιστές, που υπέγραψαν «συμφωνία εκεχειρίας» με τους φασίστες τον Αύγουστο του 1921. Οι κομμουνιστές πάλι, συνέστησαν στα μέλη τους να αποσυρθούν από τις αντιφασιστικές ομάδες παρά να συνεργάζονται με αναρχικούς. Μπορούμε να πούμε λοιπόν, ότι η αριστερά, εκτός από ένα μαχητικό κομμάτι των συνδικαλιστών της USI, προτίμησε ρητά την επικράτηση του φασισμού, από την ανοχή της επιρροής των αναρχικών. Καμιά αμφιβολία δε θα ‘πρεπε όμως να υπάρχει για αυτούς.

Το ερώτημα τίθεται λοιπόν ξανά στο ζήτημα της παραγωγής. Κατάληψη των παραγωγικών μέσων και συνέχεια της παραγωγής ως έχει (και ανα-παραγωγής αυτής της κοινωνίας) για λογαριασμό μας; Ευχαριστούμε, αλλά δεν θα πάρουμε.

[Εκδόσεις για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007]

Categories
Benjamin Peret

Συνδικάτα και Ταξική Πάλη – Μπενζαμέν Περέ

Συνδικάτα και Ταξική Πάλη – Μπενζαμέν Περέ

Το πρώτο συνδικάτο δεν προέκυψε παρά στα 1864. Η όλη ιδέα της ταξικής πάλης ήταν απούσα μιας και το συνδικάτο εμφανίστηκε αντιθέτως με την πρόθεση να συμφιλιώσει τα συμφέροντα των εργαζομένων με αυτά των αφεντικών τους. O ίδιος ο Tolain δεν φαίνεται να τους αποδίδει κάποιο άλλο σκοπό. Πρέπει να προσθέσουμε επίσης ότι το συνδικαλιστικό κίνημα δεν αποτελεί μέρος των χιλιάδων των αγριότερα εκμεταλλευομένων της εργατικής τάξης, του νεοεμφανιζόμενου βιομηχανικού προλεταριάτου, αλλά μάλλον των εργαζομένων σε βιοτεχνικά επαγγέλματα. Αντανακλά λοιπόν ευθέως τις εξειδικευμένες ανάγκες και τις ιδεολογικές τάσεις αυτών των εργατικών στρωμάτων.

Ενώ οι τσαγκάρηδες και οι τυπογράφοι, κατ’ εξοχήν βιοτέχνες, δημιουργούν τα συνδικάτα τους γύρω στα 1864 και τα 1867 αντίστοιχα, οι ανθρακωρύχοι, που αποτελούν το πιο άμεσα εκμεταλλευόμενο κομμάτι του προλεταριάτου, δε θα δημιουργήσουν το πρώτο συνδικάτο τους, παρά στα 1876, στο Loire (και στα 1872 στο Nord και στο Pas-de-Calais) και οι υφαντουργοί, όπου οι συνθήκες εργασίας είναι ιδιαίτερα τρομακτικές, δε θα εκτιμήσουν την ανάγκη για ένα συνδικάτο παρά μέχρι το 1877. Πως γίνεται λοιπόν, σ αυτή την εποχή των πνευματικών ζυμώσεων, όπου οι σοσιαλιστικές ιδέες (και οι αναρχικές ιδέες που δε θα διαφοροποιηθούν παρά κάποια χρόνια αργότερα) διαδίδονται στις εργατικές τάξεις κάθε μεγάλης πόλεις, όπου οι εργαζόμενοι οι πιο εκτεθειμένοι στην εκμετάλλευση αντιστέκονται φανερά στην οργάνωση σε συνδικάτα, ενώ αυτοί το βιοτικό επίπεδο των οποίων είναι περισσότερο υψηλό την αποζητούν;

Πρέπει πρώτα απ’ όλα να θυμηθούμε ότι τα πρώτα συνδικάτα που δημιουργήθηκαν από εργαζόμενους βιοτεχνικών επαγγελμάτων δεν είναι παρά οργανισμοί ταξικής συμφιλίωσης κι όχι σύγκρουσης. Θα γίνουν κάτι τέτοιο πολύ αργότερα. Εξάλλου, αντιπροσωπεύουν την οργανωτική μορφή που ταιριάζει καλύτερα στα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν μέσα σε πολλά εργαστήρια ένα σχετικά μικρό αριθμό εργαζομένων του ιδίου επαγγέλματος. Ήταν το καλύτερο μέσο προκειμένου να συνευρεθούν οι εργαζόμενοι του ιδίου επαγγέλματος που βρίσκονταν διασκορπισμένοι μέσα στα διάφορα εργαστήρια μιας πόλης, να τους επιτραπεί μια συνοχή την οποία οι ίδιες οι συνθήκες της εργασίας έτειναν να καταστρέψουν.

Πρέπει να θυμηθούμε επίσης ότι ο βιοτεχνικός χαρακτήρας ενός επαγγέλματος έχει συχνά ως συνέπεια, τα αφεντικά και οι εργαζόμενοι που δουλεύουν δίπλα-δίπλα, να διεξάγουν μια παρεμφερή ζωή. Ακόμη κι αν η οικονομική κατάσταση του αφεντικού είναι πολύ ανώτερη από αυτή του εργάτη, η ανθρώπινη επαφή που συχνά διατηρούν μεταξύ τους αποτρέπει τη δημιουργία του χάσματος που χωρίζει τους εργάτες από τους εργοστασιάρχες, στις μεγάλες βιομηχανίες. Όλοι αυτοί οι λόγοι ενθάρρυναν περισσότερο τις προσπάθειες για έναν συμβιβασμό παρά για μια διένεξη.

Η κατάσταση των εργατών στην υφαντουργία ή στα ορυχεία (για να ξαναπιάσουμε το παράδειγμα αυτό) ήταν τελείως διαφορετική. Ανάμεσα στους ανθρακωρύχους όπως και στους κλωστοϋφαντουργούς, οι μεγάλες μάζες των εργατών διαφόρων ειδικεύσεων συγκεντρώνονταν σε εργοστάσια ή ορυχεία, και υπόκειντο στις ίδιες συνθήκες απάνθρωπης εργασίας.

Αν οι εργαζόμενοι στις βιοτεχνίες ήταν οι πρώτοι που οργανώθηκαν ώστε να συζητήσουν για τα συμφέροντά τους από κοινού με τα αφεντικά, αυτοί των μεγάλων εργοστασίων, που υποβάλλονταν στην πιο ανελέητη πίεση του κεφαλαίου ήταν οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν αυτό που τους φέρνει σε αμείωτη αντίθεση με την εργοδοσία, αυτοί που εξεγέρθηκαν ενάντια στην κατάσταση που τους έχει επιβληθεί, αυτοί που εφάρμοσαν την άμεση δράση, που διεκδίκησαν το δικό τους δικαίωμα στη ζωή, με τα όπλα στα χέρια, και πολύ σύντομα προσανατολίστηκαν σχεδόν ενστικτωδώς προς την κοινωνική Επανάσταση. Η εξέγερση της Λυόν στα 1831, καθώς και η απεργία των ανθρακωρύχων στα 1844 το έδειξαν περίτρανα. Ενώ, από το 1830 μέχρι το 1845, οι τυπογράφοι, για παράδειγμα, δεν εμφανίζονται ούτε μια φορά στη λίστα των επαγγελματιών που έχουν υποστεί τον μεγαλύτερο αριθμό καταδικών, οι ανθρακωρύχοι φιγουράρουν εκεί τρεις φορές (η βιομηχανία ορυκτών είναι τότε σε πλήρη ανάπτυξη), και οι εργάτες των υφαντουργείων κυριαρχούν σχεδόν κάθε χρόνο.

Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι οι εργαζόμενοι των μεγάλων βιομηχανιών δεν είχαν κανένα συμφέρον στο να δημιουργήσουν έναν οργανισμό που θα πρότεινε μια συμφιλίωση (λες και κάτι τέτοιο ήταν δυνατό) μεταξύ των αντιμαχόμενων τάξεων. Δε θα φτάναν εκεί παρά πολύ αργότερα, και μάλλον παραιτημένοι, μιας και ήταν πιεσμένοι από την ίδια την κατάστασή τους, αφού είχαν υιοθετήσει αρκετές μορφές αγώνα ενάντια στην εργοδοσία που το συνδικάτο δεν είχε συλλάβει, τουλάχιστον στο ξεκίνημά του. Πράγματι, οι βιομηχανικοί εργάτες δε θα δημιουργήσουν μια συνδικαλιστική οργάνωση παρά μόνο αφού αυτή θα καταχωρήσει στο καταστατικό της την πάλη των τάξεων. Είναι επιπλέον αυτή που από τα 1880 μέχρι το 1914 θα διεξάγει τους πιο βίαιους αγώνες πάνω σε ένα διεκδικητικό πλάνο. Εκτός από αυτήν τους την παραχώρηση, θα αρνηθούν να ενσωματωθούν στο συνδικάτο με πολλούς τρόπους. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποφεύχθηκε. Αρχικά, καθώς δεν υπήρχε η σύλληψη καμιάς άλλης μορφής οργάνωσης την εποχή εκείνη. Επιπλέον, είχαμε τότε μπροστά μας την προοπτική μιας μακράς αναπτυξιακή προόδου του καπιταλισμού, όπου η αναγκαιότητα συγκρότησης της εργατικής τάξης ώστε να διεκδικεί από την εργοδοσία περισσότερο ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης, φάνηκε να επιτρέπει μια καλύτερη προετοιμασία των εργαζομένων για την τελική εφόρμηση της κοινωνίας.

Ήδη από το ιστορικό του ξεκίνημα, το συνδικάτο έγινε αντιληπτό σαν ένα επισφράγισμα της ήττας των βιομηχανικών εργατών. Παρέμεινε ωστόσο αποδεκτό χάρις στις βιοτεχνικές παραγωγικές σχέσεις που επιβίωναν ακόμη στην βιομηχανία. Ήταν μια θετική λύση σ’ αυτήν την εποχή της διαρκούς ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας που συνοδευόταν από μια συνεχή επέκταση των ελευθεριών και της κουλτούρας. Η αναγνώρισή τους από το Κράτος, και μέσω αυτού, του δικαιώματος στην συνένωση, στις συγκεντρώσεις και στον τύπο, καθιστούσαν μια αξιοσέβαστη κατάκτηση.

Παρ όλα αυτά ακόμη κι όταν ο συνδικαλισμός υιοθέτησε τις αρχές της πάλης των τάξεων, δεν πρότεινε ποτέ, μέσα στον καθημερινό αγώνα, την κοινωνική ανατροπή. Αντίθετα έβαλε στόχο του να συσπειρώσει τους εργάτες κάτω από το αίτημα της υπεράσπισης των οικονομικών συμφερόντων τους, μέσα στους κόλπους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτή η αμυντική στάση παίρνει καμιά φορά έναν χαρακτήρα έντονα συγκρουσιακό αλλά δεν προτείνει ποτέ, ούτε καν υπαινίσσεται, σιωπηρά είτε ρητά, την επανάσταση. Καθένας από τους αγώνες της εποχής εκείνης, ακόμα και οι πλέον βίαιοι, δεν θέτουν αυτό το σκοπό. Στην καλύτερη περίπτωση, την αναβάλει για κάποια απροσδιόριστη μελλοντική στιγμή, κάτι που παίρνει τον χαρακτήρα του καρότου πίσω από το οποίο πορεύεται καρτερικά το υποζύγιο, υπομένοντας έτσι την καταπίεση των αφεντικών και της εργασίας, και κατ’ επέκταση της καπιταλιστικής κοινωνίας που τα παράγει. Κι όμως καμία δράση δε θα γίνει προς τον σκοπό αυτό (της Επανάστασης).

Το συνδικάτο, γέννημα της επικράτησης του ρεφορμισμού στους κόλπους της εργατικής τάξης, είναι η πιο πλέρια έκφραση αυτής της τάσης. Είναι αδιανόητο να μιλάμε για ρεφορμιστικό εκφυλισμό των συνδικάτων, μιας και είναι κάτι το εκ γενετής ρεφορμιστικό. Ανά πάσα στιγμή, δεν αντιτίθεται στην καπιταλιστική κοινωνία και στο Κράτος της, για να τα καταστρέψει, αλλά μόνο και μόνο για να κατακτήσει μέσα τους μια θέση όπου μπορεί να εδραιωθεί. Ολόκληρη η ιστορία του από το 1864 μέχρι το 1914 είναι αυτή της ανόδου και της οριστικής επικράτησης αυτής της τάσης εγκολπωμένης μέσα στο ίδιο το καπιταλιστικό Κράτος, σε βαθμό που με το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι συνδικαλιστές ηγέτες, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, βρέθηκαν τελείως φυσικά στο πλευρό των καπιταλιστών με τους οποίους ενώνονταν βάσει των νέων συμφερόντων τους που προέκυψαν με την πλήρη αφομοίωση των συνδικάτων από την καπιταλιστική κοινωνία (σ.τ.μ: χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των ιταλών αναρχοσυνδικαλιστών που στις παραμονές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, συνδύαζαν στη ρητορική τους την ταξική πάλη με την αποικιοκρατία και την υποστήριξη στον ιταλικό ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο στην Αφρική). Ήρθαν τότε σε σύγκρουση με τα μέλη των συνδικάτων που ήθελαν να πολεμήσουν το σύστημα και να αποφύγουν τον πόλεμο, και τα οποία θα απομονωθούν για πάντα.

Στην περίοδο πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι συνδικαλιστές ηγέτες μόλις και μετά βίας μπορούσαν να παρουσιάζονται ως οι νομιμοποιημένοι αντιπρόσωποι της εργατικής τάξης κι αυτό στο μέτρο που χρησιμοποιούσαν αυτόν τον ρόλο ώστε να πιστοποιηθούν ως τέτοιοι από το καπιταλιστικό Κράτος. Την αποφασιστική στιγμή, όπου έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στο ρίσκο του να καλέσουν τις μάζες να απορρίψουν τον πόλεμο και το καθεστώς που τον παρήγαγε ή από την άλλη να ενισχύσουν τη θέση τους μέσα στο καθεστώς αυτό, βοηθώντας το, επέλεξαν τη δεύτερη κίνηση. Κάτι τέτοιο δε συνέβη μονάχα στη Γαλλία, αντιθέτως, οι συνδικαλιστές ηγέτες των εμπλεκομένων στον πόλεμο χωρών κράτησαν παντού την ίδια στάση θέτοντας εαυτόν στη διάθεση του καπιταλισμού. Εάν οι συνδικαλιστές ηγέτες «πρόδωσαν» τις μάζες, δεν φταίει άραγε η ίδια η συνδικαλιστική δομή και ο ρόλος τους στην κοινωνία εξ’ ολοκλήρου, που έκανε μια τέτοια «προδοσία», αναπόφευκτη στα 1914;

Benjamin Péret


Σημείωση της μετάφρασης: Ο Μπενζαμέν Περέ (4 ιούλη 1899 – 18 σεπτέμβρη 1959) ήταν επαναστάτης και ποιητής, αρχικά συμμετείχε στο κίνημα Νταντά κι έπειτα στον Σουρρεαλισμό, ενώ πολέμησε στον ισπανικό εμφύλιο με το POUM, ενώ στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει μεταξύ άλλων, από το περιοδικό ‘πεζοδρόμιο’ (η καταισχύνη των ποιητών) το κείμενό του με τίτλο “ο πατριώτης ποιητής” που αναφέρεται στη γεροντική μεταστροφή του Αραγκόν σε σταλινικό υμνητή της Γκεπεού…

Categories
Feral Faun

Σχετικά με τα ΜΜΕ

Λόγοι για μια εχθρότητα – Σχετικά με τα ΜΜΕ

Η εχθρότητά μας προς τους δημοσιογράφους, τις λέξεις, τις εικόνες τους, χρειάζεται μερικές διευκρινήσεις. Το θέμα, όπως θα εξηγήσουμε στις παρακάτω σημειώσεις, δεν είναι η μεγαλύτερη ή μικρότερη ειλικρίνεια των μεμονωμένων δημοσιογράφων ή φωτογράφων, αλλά μάλλον ο ρόλος του συμπλέγματος των ΜΜΕ ως τέτοιο. Τα ΜΜΕ έχουν την πρόθεση να είναι η συνολική αναπαράσταση της πραγματικότητας, όπως φαίνεται από το απλό γεγονός ότι: για τα ίδια, ο καθένας που αρνείται να μιλήσει με δημοσιογράφους, «δε θέλει να επικοινωνήσει με κανέναν», λες και είναι αδύνατο να επικοινωνήσει με έναν άμεσο τρόπο, χωρίς τον τύπο και τη τηλεόραση. Είναι η ίδια συμπεριφορά που έχουν και οι πολιτικοί: ο καθένας που αρνείται κάθε σχέση μαζί τους, μας λένε, αρνείται να συνδιαλεχτεί με κανέναν, αρνείται τον διάλογο. Κι ακόμα, παρά τα μεγάλα βήματα στην κοινωνική εξημέρωση, ο κόσμος δεν κατοικείται αποκλειστικά από πολιτικούς, μπάτσους και δημοσιογράφους. Στην πραγματικότητα, είναι πέραν και εκτός της εξουσίας τους που ο πραγματικός διάλογος λαμβάνει χώρα.

Τα ΜΜΕ είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο της κυρίαρχης τάξης. Ως τέτοιο, εκβιάζει τη συμμετοχή, την ίδια στιγμή που αποκλείει, αφομοιώνει και καταστέλλει. Εκβιάζουν τη συμμετοχή: Ο καθένας πρέπει να πειστεί ότι η μόνη πραγματικότητα που υφίσταται είναι αυτή που διαμορφώνουν οι εφημερίδες και η τηλεόραση κάθε μέρα, η πραγματικότητα του κράτους και της οικονομίας. Τα ΜΜΕ είναι αδιαχώριστο εργαλείο στον καθορισμό της συναίνεσης. Είναι η σύγχρονη εκδοχή του μύθου δηλ. της αναπαράστασης που ενώνει τους εκμεταλλευόμενους με τους εκμεταλλευτές. Τα ΜΜΕ κοινωνικοποιούν τον πληθυσμο.

Αποκλείουν: Σκέψεις και δράσεις εχθρικές προς αυτήν την κοινωνία δεν πρέπει να εμφανίζονται. Πρέπει να φιμώνονται, να διαστρεβλώνονται ή να γίνονται ακατανόητες. Η φίμωσή τους γίνεται όταν αυτή η ίδια η ύπαρξη τους συνιστά μια επίθεση ενάντια στην κατεστημένη τάξη. Η διαστρέβλωσή τους όταν δεν μπορούν να φιμωθούν, και πρέπει να ανακατασκευαστούν από την αρχή. Και γίνονται ακατανόητες όταν το μέσο αναγκάζεται να αποδώσει μια μερική αλήθεια στην άρνησή τους, ούτως ώστε το συνολικό νόημά τους να περάσει απαρατήρητο. Τα μέσα αποσπούν κάθε μέσο αυτόνομης έκφρασης από τους αδύναμους. Η μονόπλευρη φύση της πληροφορίας είναι το αντίθετο της επικοινωνίας μεταξύ ατόμων.

Αφομοιώνουν: Μας καλούν σε διάλογο με τους θεσμούς, ανακηρύσσουν εκπροσώπους και ηγέτες, ενσωματώνουν κάθε ανατρεπτική ιδέα και πρακτική αφού την καταστήσουν αβλαβή, διαχωρίζοντάς την από το περιεχόμενό της, κάνοντάς μας να τις καταναλώνουμε αντί να τις βιώνουμε, μπουχτίζοντάς τες με την γνωστή βαρεμάρα τους.

Καταστέλλουν: συνεργάζονται με την αστυνομία στη διαστρέβλωση και τη συκοφαντία, προετοιμάζουν το έδαφος για καταστάσεις «εκτάκτου ανάγκης», νομιμοποιούν κοινωνικά αστυνομικές επιχειρήσεις. Μερικές φορές, μπορεί να καταστέλλουν ακόμα και παραδεχόμενα ότι μια πράξη είναι δίκαιη, δηλ. παρουσιάζοντάς την αφαιρώντας κάθε τι ανατρεπτικό έχει, όσο είναι πολύ μακριά, ή έχει μόλις λάβει τέλος.

Το πιο συχνό έργο των ΜΜΕ είναι η διαστρέβλωση και η καταστολή δηλ. η πιο ανοιχτά συκοφαντική και εγκληματική όψη τους. Όμως, η οργή για τα ψέμματα των δημοσιογράφων είναι βραχύβια, καθώς μπορεί να υποσκαπτεί, σε περιόδους μικρότερης συγκρουσιακής έντασης με μια σειρά από επαρκώς ειλικρινή άρθρα. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η ειλικρίνεια των δημοσιογράφων ή η εγκυρότητα της αρθρογραφίας τους, αλλά μάλλον η κοινωνική λειτουργία των ΜΜΕ. Στην μηχανή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, οι πνευματικές ικανότητες και οι ηθικοί κώδικες παραβλέπονται, είτε από τον όγκο των πληροφοριών, είτε από τον «ολοκληρωτισμό του μερικού» που είναι η πραγματική όψη των ειδήσεων. Η κριτική νοημοσύνη συγκροτείται μέσα από την συνάντηση, την αναλογική σκέψη, την μνήμη. Οι ειδήσεις, από την άλλη, είναι προϊόν διαχωρισμού, λεπτομέρειας, ενός αιώνιου παρόντος. Η παθητικότητα των ΜΜΕ είναι μόνο μια αντανάκλαση της παθητικότητας της εργασίας και της αγοράς. Όπως είναι γνωστό, η ζωή που μας κλέβουν, μας επιστρέφεται υπό την μορφή εικόνων. Όσο καλύτερα ενημερωμένος είναι κανείς, τόσο λιγότερα ξέρει, καθώς τόσο λιγότερο ζει.

Σήμερα κανείς δεν μπορεί χωρίς το θέαμα της πολιτικής. Κάποιος που δε θέλει να ξεφύγει από το θέαμα της πολιτικής σε κάθε μορφή της, δε θέλει και να αποφύγει την διαμεσολάβηση των ΜΜΕ. Ίσως ακόμα να βρίζει τους δημοσιογράφους για αρκετό καιρό, αλλά αδυνατώντας να κάνει κάτι άλλο, θα επιστρέψει στο διάλογό τους. Τα μέσα είναι απαραίτητα για τη διαμεσολάβηση με την εξουσία. Είναι η διαμεσολάβηση αυτή, όπως αποδεικνύουν και πρόσφατα γεγονότα, που κάνει αναγκαίο το διάλογο, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτό την καταστολή όσων δε συνδιαλέγονται με τους εχθρούς τους.

Στις κουβεντούλες της συναίνεσης, η αστυνομική καταγραφή ξεκινά από αυτούς που παραμένουν σιωπηλοί. Γιατί το να σπας τα δεσμά του τύπου και της τηλεόρασης, με τις εικόνες και τις ταμπέλες που βάζουν στις πλάτες μας, σημαίνει το να σπας τα δεσμά με την πολιτική.

Όμως το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι ο αυτισμός του γκέττο, αλλά μια εξέγερση που παρέχει στον εαυτό της τα ίδια τα εργαλεία μιας αυτόνομης επικοινωνίας.

Πηγή: έκδοση του Venomous Butterfly (http://www.geocities.com/kk_abacus/vbutterfly.html & http://www.omnipresence.mahost.org/vbp.htm)
Αρχικό κείμενο από Guerra Soziale (http://digilander.libero.it/guerrasociale.org/)

Categories
Feral Faun

Σκέψεις για την πόλη

Σκέψεις για την πόλη

Η πρόοδος ποτέ δεν καταστρέφει τόσο ολοκληρωτικά απ’ όσο όταν χτίζει

Η ανάγκη για χώρο είναι εγγενώς πολιτική. Τα μέρη στα οποία ζούμε καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο ζούμε, και, αντίστροφα, οι σχέσεις και οι δραστηριότητές μας καθορίζουν τους χώρους στους οποίους ζούμε. Είναι ζήτημα καθημερινής εμπειρίας, κι όμως φαινόμαστε ανίκανοι να βγάλουμε το παραμικρό συμπέρασμα. Αρκεί να κάνει κανείς μια βόλτα σε οποιαδήποτε πόλη για να καταλάβει τη φύση και τη φτώχεια του τρόπου ζωής μας. Σχεδόν κάθε αστικός[urban] χώρος ανταποκρίνεται αποκλειστικά σε δυο ανάγκες: το κέρδος και τον κοινωνικό έλεγχο. Τόποι κατανάλωσης οργανωμένοι σύμφωνα με τους ολοένα και πιο σκληρούς κανόνες μιας αγοράς σε διαρκή άνοδο: της αγοράς της ασφάλειας. Το μοντέλο είναι αυτό του εμπορικού κέντρου, ενός συλλογικά ιδιωτικοποιημένου χώρου, εποπτευόμενου από τους ανθρώπους και τα μέσα που παρέχει η σχετική υπηρεσία. Στα εμπορικά κέντρα, μια ολοένα και πιο «εξατομικευμένη» κοινωνικότητα χτίζεται γύρω από τον καταναλωτή και την οικογένειά τους, τώρα, μπορεί κανείς να φάει, να παίξει με τα παιδιά του, να διαβάσει κλπ σε τέτοιους τόπους. Όμως, αν κάποιος μπει χωρίς καθόλου χρήματα, θα ανακαλύψει ότι πρόκειται για μια τρομακτική ψευδαίσθηση ζωής.

Το ίδιο πράγμα συμβαίνει στις μητροπόλεις. Που άραγε μπορεί κανείς να βρεθεί για μια συζήτηση, που μπορεί να καθίσει χωρίς να είναι υποχρεωμένος να καταναλώσει, που μπορεί κάποιος να πιει, να κοιμηθεί, αν δεν έχει χρήματα; Για έναν μετανάστη, για έναν φτωχό, για μια γυναίκα, μια νύχτα στην πόλη μπορεί να είναι πολύ μακριά. Η μεσαία τάξη, βολεμένη στα διαμερίσματά της, αγνοεί πλήρως τον νυχτερινό κόσμο του δρόμου, τη σκοτεινή πλευρά των νέον, όταν η μπάτσοι σε ξυπνάνε στα παγκάκια, όταν τα πάντα μοιάζουν ξένα και εχθρικά για σένα. Όταν οι μεσαία τάξη κλείνεται στα bunkers της, οι πόλεις αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόσωπό τους, των απάνθρωπων τεράτων που είναι.

Όλο και περισσότερο, οι ίδιες πόλεις τείνουν να μοιάζουν με οχυρά, και τα σπίτια με κελιά υψίστης ασφαλείας. Ο κοινωνικός πόλεμος, ο πόλεμος ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, τους κυβερνήτες και τους κυβερνώμενους θεσμοθετείται στο αστικό τοπίο. Οι φτωχοί απελαύνονται στις συνοικίες προκειμένου να αφήσουν το κέντρο στα γραφεία και τις τράπεζες (ή στους τουρίστες). Οι είσοδοι των πόλεων και ένα σωρό «ευαίσθητων» περιοχών εποπτεύονται από συμπλέγματα που εξελίσσονται κάθε μέρα και περισσότερο. Η έλλειψη πρόσβασης σε καθορισμένα επίπεδα κατανάλωσης – επίπεδα που προσδιορίζονται και ελέγχονται από ένα σταθερό σύστημα υπολογιστών όπου τα δεδομένα των τραπεζικών καταθέσεων, ασφαλειών, ιατρικών ασφαλίσεων και αστυνομικών καταγραφών επεξεργάζονται μαζί, καθορίζει, αρνητικά, τις νέες επικίνδυνες τάξεις, που περιορίζονται σε μια εξαιρετικά συγκεκριμένη αστική ζώνη. Ο χαρακτήρας της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων αντανακλάται στον μητροπολιτικό έλεγχο. Τα σύνορα μεταξύ χωρών και ηπείρων είναι ανάλογα με τα σύνορα μεταξύ γειτονιών ή με τις μαγνητικές κάρτες εισόδου σε συγκεκριμένα ιδιωτικά κτίρια ή, στις ΗΠΑ, σε συγκεκριμένες ζώνες κατοικιών.

Οι διεθνείς αστυνομικές επιχειρήσεις θυμίζουν τον πόλεμο ενάντια στο έγκλημα ή, πιο πρόσφατα, την πολιτική της «μηδενικής ανοχής» μέσω της οποίας κάθε μορφή αποκλίνουσα συμπεριφορά ποινικοποιήθηκε. Ενώ σε ολόκληρο τον κόσμο οι φτωχοί συλλαμβάνονται κατά εκατομμύρια, οι πόλεις παίρνουν την μορφή τεράστιων φυλακών. Μήπως, οι κίτρινες γραμμές που οι καταναλωτές οφείλουν να ακολουθούν σε συγκεκριμένα εμπορικά κέντρα του Λονδίνου δε σου θυμίζουν αυτές στις οποίες πρέπει να βαδίζουν οι γάλλοι κρατούμενοι; Μήπως η στρατιωτικοποίηση της Γένουας στη διάρκεια της συνόδου των G8 δεν είχε μια ιδέα από τα κέντρα ελέγχου στα παλαιστινιακά εδάφη; Προτάσεις για νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας στους ανηλίκους, έχουν προταθεί όχι μακριά μας (στη Γαλλία για παράδειγμα). Οι φυλακές ανηλίκων πολλαπλασιάζονται, ένα είδος ποινικής τιμωρίας για την νεότητα, ενώ η συνάθροιση στους εσωτερικούς διαδρόμους των λαϊκών πολυκατοικιών (ο μόνος χώρος για συλλογική ζωή σε πολλά πολεοδομικά τετράγωνα προορισμένα για ύπνο) απαγορεύεται. Ήδη, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι άστεγοι απαγορεύεται να εισέλθουν στο κέντρο της πόλης, ενώ οι επαίτες αναγκάζονται σε πρόστιμα, όπως στον μεσαίωνα. Έτσι κανείς προτείνει (όπως είχαν κάνει χθες οι ναζί, ή όπως έκανε σήμερα ο δήμαρχος του Μιλάνου) τη δημιουργία κατάλληλων κέντρων για τους ανέργους και τις οικογένειές τους, με πρότυπο τα κέντρα για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά. Μεταλλικοί φράχτες χτίζονται για να διαχωρίσουν τις πλούσιες (και λευκές) γειτονιές από τις φτωχές (και μη-λευκές). Το κοινωνικό απαρτχάιντ προελαύνει, από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, από τον νότο στο βορρά του κόσμου. Όταν ένας στους τρεις μαύρους από την ηλικία των 20 ως τα 35 περνάει από τα κάτεργα (όπως στις ΗΠΑ, όπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι φυλακίστηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια), η πρόταση για αποκλεισμό των μεταναστών από το κέντρο της πόλης εδώ περνάει σχεδόν απαρατήρητη. Και αρκετοί ακόμα θα χειροκροτήσουν το ένδοξο πολεμικό ναυτικό, όταν θα βυθίσει τα πλοιάρια των ξένων χωρίς χαρτιά. Σε μια ανάμειξη ταξικών και φυλετικών διαχωρισμών, η κοινωνία στην οποία ζούμε, μοιάζει ολοένα και περισσότερο με ένα τεράστιο σύμπλεγμα από γκέττο.

Για μια ακόμη φορά, ο σύνδεσμος μεταξύ των μορφών της ζωής και των χώρων της ζωής είναι στενός. Η αυξανόμενη επισφάλεια ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας προχωρά με το ίδιο βήμα με την απομόνωση των ατόμων, με την εξαφάνιση των χώρων συνάντησης (και συνεπώς των αγώνων) και στο τέλος, με τις παραγκουπόλεις στα οποία οι περισσότεροι από τους φτωχούς θα πεταχτούν. Από αυτήν την κοινωνική συνθήκη, δυο τυπικά ολοκληρωτικά φαινόμενα γεννιούνται: ο πόλεμος μεταξύ των εκμεταλλευομένων, που αναπαράγει άκριτα τον άγριο ανταγωνισμό και τον αγώνα για ανέλιξη στον οποίο χτίζονται οι καπιταλιστικές σχέσεις, και την απαίτηση για τάξη και ασφάλεια, παραγόμενη και χορηγούμενη από μια προπαγάνδα που σφυροκοπάει από παλιά τον πληθυσμό. Με το τέλος του «ψυχρού πολέμου», ο εχθρός μετατοπίστηκε, τόσο πολιτικά, όσο και μιντιακά, στο εσωτερικό του «ελεύθερου κόσμου». Η κατάρρευση του τοίχους του Βερολίνου αναλογεί στην οικοδόμηση του τοίχους μεταξύ ΗΠΑ-Μεξικού ή με την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών συστημάτων εισόδου στις συνοικίες των κυρίαρχων τάξεων. Η εκληματοποίηση του φτωχού περιγράφηκε ανοιχτά ως ένας «πόλεμος χαμηλής έντασης», όπου ο εχθρός, ο «εξωτικός τρομοκράτης», γίνεται εδώ ο παράνομος ξένος, ο τοξικο-εξαρτημένος, η πόρνη. Ο απομονωμένος κάτοικος, πασχίζοντας μεταξύ δουλειάς και κατανάλωσης τρέχοντας από τον έναν ανώνυμο χώρο στον άλλο, κι από μέσο μεταφοράς σε μέσο, καταπίνοντας τρομακτικές εικόνες για απείθαρχους νεολαίους, κλεφτρόνια, μαχαιροβγάλτες, και ένα συγκεχυμένο και ασυνείδητο αίσθημα φόβου που παίρνει τη θέση της ατομικής και συλλογικής ζωής.

Οι φαινομενικά ειρηνικές πόλεις μας, μας δείχνουν ολοένα και περισσότερο τα σημάδια αυτής της πλανητικής τάσης της διακυβέρνησης μέσω του φόβου, αν ξέρουμε βέβαια πώς να κοιτάμε.

Αν πολιτική σημαίνει η τέχνη της κυριαρχίας, μια εξειδικευμένη δραστηριότητα που είναι το μονοπώλιο των γραφειοκρατών και των στελεχών, τότε οι πόλεις στις οποίες ζούμε είναι η πολιτική οργάνωση του χώρου. Αν, από την άλλη, σημαίνει μια κοινή σφαίρα συζήτησης και λήψης αποφάσεων σχετικά με κοινά ζητήματα, τότε μπορεί να πει κανείς ότι η αστική[urban] δομή σχεδιάζεται με βάση την από-πολιτικοποίηση των ατόμων προκειμένου να μένουν απομονωμένα και ταυτόχρονα χαμένα μέσα στην μάζα. Στη δεύτερη περίπτωση λοιπόν, η κατεξοχήν πολιτική δράση είναι η εξέγερση ενάντια στον αστικό σχεδιασμό ως αστυνομική επιστήμη και λειτουργία. Είναι η εξέγερση που δημιουργεί νέους χώρους συνάντησης κι επικοινωνίας. Με κάθε έννοια, το ζήτημα του χώρου είναι ένα εγγενώς πολιτικό ζήτημα.

Μια μεστή ζωή είναι μια ζωή, ικανή να αναμειγνύει περίτεχνα τις απολαύσεις της μοναχικότητας με τις χαρές της συνάντησης. Μια σοφή ανάμειξη χωριών και υπαίθρου, πλατειών και ελεύθερων εκτάσεων που θα μπορούσε να κάνει την τέχνη του χτισίματος και της κατοικίας συναρπαστική. Αν με ένα ουτοπικό άλμα, προβάλλουμε τους εαυτούς μας έξω από το βιομηχανικό πλαίσιο στο οποίο πάνω οικοδομήθηκε η κοινωνία, θα μπορέσουμε να φανταστούμε μικρές κοινότητες, βασισμένες στις προσωπικές σχέσεις που συνδέονται μεταξύ τους χωρίς ιεραρχίες μεταξύ ανθρώπινων όντων, χωρίς κυριαρχία πάνω στη φύση. Το ταξίδι θα έπαυε να είναι μια τυποποιημένη μεταφορά μεταξύ οικειότητας και βαρεμάρας και θα γινόταν μια περιπέτεια απαλλαγμένη από κάθε ρολόι. Κρήνες και καταφύγια θα καλωσόριζαν τους διαβάτες. Η άγρια φύση θα γινόταν ξανά ένας τόπος για ανακαλύψεις και επαγρύπνηση, για ανάμνηση και απόδραση από την ανθρωπότητα. Τα χωριά θα γεννιόντουσαν από τα σπλάχνα των δασών χωρίς βία, για να επιστρέψουν αργότερα στο δάσος και την ύπαιθρο. Δεν μπορούμε καν να φανταστούμε πως τα ζώα και τα φυτά θα άλλαζαν χωρίς την αίσθηση της απειλής από τον άνθρωπο. Μόνο μια αλλοτριωμένη ανθρωπότητα θα μπορούσε να πάρει την συσσώρευση, το κέρδος και την εξουσία ως τη βάση για τη ζωή στη Γη. Ενώ ο κόσμος των εμπορευμάτων ρευστοποιείται, απειλούμενος από την αποσύνθεση κάθε ανθρώπινης επαφής και από την οικολογική καταστροφή, ενώ οι νέοι άνθρωποι αλληλο-σφαγιάζονται και οι μεγαλύτεροι βαλτώνουν στα ψυχο-φάρμακα, το διακύβευμα γίνεται ολοένα και πιο προφανές: η ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων σημαίνει τη δημιουργία νέων χώρων για τη ζωή και αντίστροφα. Με την έννοια αυτή, μια «εκτεταμένη επιχείρηση επείγουσας καταστροφής» μας περιμένει.

Η μαζική βιομηχανική κοινωνία καταστρέφει την ατομικότητα και την ευχαρίστηση της συνεύρεσης την ίδια στιγμή. Όλο και περισσότερο σπρωχνόμαστε ο ένας πάνω στον άλλον, λόγω των αναγκαστικών μετακινήσεων, του τυποποιημένου ωραρίου, των μαζικής-παραγωγής επιθυμιών. Κι όμως, όλο και περισσότερο απομονωνόμαστε, ανίκανοι να επικοινωνήσουμε, σπαραγμένοι από την αγωνία και το φόβο, ανίκανοι πάνω απ’ όλα να αγωνιστούμε μαζί. Κάθε πραγματική επικοινωνία, κάθε πραγματικά ισότιμος διάλογος μπορεί να λάβει χώρα μόνο μέσα από την ρήξη με την κανονικότητα και τη συνήθεια, μόνο στην εξέγερση.

Σε διάφορα μέρη του κόσμου, οι εκμεταλλευόμενοι αρνούνται κάθε ψευδαίσθηση, περί του καλύτερου κόσμου στα πλαίσια του δυνατού, στρέφοντας το αίσθημα της ολοκληρωτικής υποτίμησής τους ενάντια στην εξουσία. Εξεγειρόμενοι ενάντια στους εκμεταλλευτές τους και τα μαντρόσκυλά τους, ενάντια στην ιδιοκτησία και τις αξίες της, οι εκμεταλλευόμενοι ανακαλύπτουν νέους και παλιούς τρόπους για να βρίσκονται μαζί, να συζητούν, να αποφασίζουν και να είναι φτιάχνουν την ευτυχία τους.

Από τα παλαιστινιακά εδάφη στις aarch (συνελεύσεις χωριών) των αλγερινών εξεγερμένων: μια ανταρσία ελεύθερων χώρων για κοινωνική αυτό-οργάνωση. Συχνά, οι επαν-ανακαλυπτόμενες συνελευσιακές μορφές μοιάζουν σαν εφαρμογές της παλιάς παράδοσης της πρόσωπο-με-πρόσωπο σχέσης, της εχθρικής σε κάθε αντιπροσώπευση, που εντοπίζεται ακόμα στην περηφάνια άλλων αγώνων του καιρού μας. Αν μια βίαια ρήξη είναι η βάση της εξέγερσης, η ικανότητά τους να πειραματιστούν με άλλους τρόπους ζωής, ελπίζοντας ότι οι εκμεταλλευόμενοι άλλων περιοχών θα μεταλαμπαδεύσουν τη φλόγα τους, είναι αυτό που τους προσδίδει την αντοχή τους, αφού ακόμα και η πιο γοητευτική ουτοπική πρακτική, απομονωμένη, πεθαίνει.

Οι χώροι της εξουσίας, ακόμα κι αυτοί που δεν είναι άμεσα καταπιεστικοί καταστρέφονται στο διάβα των ταραχών, όχι μόνο εξαιτίας του συμβολικού τους βάρους, αλλά και καθώς στο βασίλειο της εξουσίας, δεν μπορεί να υπάρξει ζωή. Πίσω από το πρόβλημα της κατοικίας και των συλλογικών χώρων, υπάρχει μια ολόκληρη κοινωνία. Είναι γιατί τόσο πολλοί δουλεύουν χρόνια και χρόνια για να μπορέσουν να ξεπληρώσουν ένα δάνειο ώστε να έχουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους, που δεν μπορούν να βρουν ούτε τη θέληση ούτε το χώρο για να μιλήσουμε με τους άλλους για την κενότητα μιας τέτοιας ζωής. Από την άλλη, όσο περισσότεροι οι συλλογικοί χώροι περιορίζονται, ιδιωτικοποιούνται ή περνούν υπό τον έλεγχο του κράτους, τόσο περισσότερο τα σπίτια τα ίδια γίνονται μικρά, γκρίζα ομοιόμορφα και ανθυγιεινά οχυρά. Χωρίς αντίσταση, το κάθε τι υποβαθμίζεται με την ταχύτητα του φωτός. Εκεί που ζούσαν άποροι χωρικοί, και καλλιεργούσαν τη γη για τους πλουσίους πριν πενήντα χρόνια μόλις, τώρα ζουν οι ευκατάστατοι άνθρωποι. Οι σημερινές ζώνες κατοικίας είναι οι πιο ανυπόφορες από τα κοινά σπίτια της προηγούμενης τριακονταετίας. Τα ξενοδοχεία πολυτελείας μοιάζουν με στρατώνες. Η λογική συνέπεια του ολοκληρωτισμού στον αστικό[urban] σχεδιασμό είναι οι τάφοι εκείνοι στους οποίους οι ιάπωνες υπάλληλοι ξαναγεμίζουν τις μπαταρίες τους. Οι τάξεις που εκμεταλλεύονται τους φτωχούς με τη σειρά τους παραμελούνται από το σύστημα που με τόσο ζήλο υπηρετούν. Η άμεση δράση για την εκτροπή των χώρων της ζωής από την εξουσία και το κέρδος, η κατάληψη σπιτιών και ο πειραματισμός ανατρεπτικών σχέσεων είναι πολύ διαφορετικό πράγμα από μια λίγο-πολύ μοδάτη εναλλακτική εφηβεία. Είναι ένα ζήτημα που αφορά όλους τους εκμεταλλευόμενους, τους αποκλεισμένους, όσους δεν έχουν φωνή. Είναι ένα ζήτημα συζήτησης και οργάνωσης χωρίς διαμεσολαβητές, τοποθέτησης του αυτό-καθορισμού των σχέσεων και των χώρων μας ενάντια στην κατεστημένη τάξη, επίθεσης στα αστικά[urban] κελιά. Στην πραγματικότητα, δεν νομίζουμε ότι είναι πιθανό να στερηθούμε ούτε έναν χώρο σ αυτήν την κοινωνία που να είναι αυθεντικά αυτό-οργανωμένος, κι όπου μπορούμε να ζήσουμε με τον τρόπο που επιλέγουμε, όπως οι ινδιάνοι στους καταυλισμούς. Οι επιθυμίες μας είναι πολύ ακριβές. Θέλουμε να δημιουργήσουμε ρήγματα, να βρούμε στους δρόμους, να μιλήσουμε στις πλατείες, να ψάξουμε για συντρόφους για να επιτεθούμε μαζί στον παλιό κόσμο. Η ζωή στην κοινωνία πρέπει να επαν-εφευρεθεί. Αυτό είναι το παν.

Πηγή: Venomous Butterfly


Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Γενάρης 2008

Categories
Jean Weir

Για τον ερυθρό σταυρό

Για τον Ερυθρό Σταυρό

Η έκφραση «χτυπάω κόκκινο σταυρό» σημαίνει επιτίθεμαι στους καλύτερους και πιο ευαίσθητους ανθρώπους στον κόσμο. Πού κολλάει όμως κάτι τέτοιο; Ο Ερυθρός Σταυρός δεν είναι απλά μια ανθρωπιστική οργάνωση. Είναι αντιθέτως, ένα παραστρατιωτικό σώμα, το οποίο στηρίζει τους κρατικούς πολέμους εδώ κι έναν αιώνα.

Ο Ερυθρός Σταυρός υποτίθεται ότι απαλύνει τον τρομαχτικό πόνο που επιφέρουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, χωρίς βέβαια να τις κατακρίνει. Είναι η άλλη όψη του μιλιταρισμού, αυτή που δίνει πίστωση σε όλα τα ψέμματα που επιτάσσονται για να δικαιολογήσουν τους βομβαρδισμούς και τις σφαγές. Εν καιρώ πολέμου, ο Ερυθρός Σταυρός είναι επιφορτισμένος με το να αποθαρρύνει κάθε απόπειρα εξέγερσης ενάντια στα στρατεύματα κατοχής. Επιπλέον, αυτή η φιλανθρωπική οργάνωση αναλαμβάνει τη χειραγώγηση των επιζησάντων, των αστέγων, των προσφύγων, οδηγώντας τους υπό τον έλεγχο του στρατού και της αστυνομίας.

Στην Ιταλία, ο Ερυθρός Σταυρός είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση ενός αριθμού από CPT (Κέντρα Προσωρινής Κράτησης) � στρατόπεδα συγκέντρωσης για μετανάστες. Πρόκειται στην πραγματικότητα για στρατόπεδα συγκέντρωσης ανθρώπων που είναι ένοχοι για το ότι είναι φτωχοί και χωρίς τα κατάλληλα χαρτιά. Τα CPT δεν είναι απλά φυλακές, είναι κυριολεκτικά στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου οι ξένοι κλειδώνονται περιμένοντας την απέλασή τους. Όταν οι έγκλειστοι προσπαθούν να διαμαρτυρηθούν πέραν της παθητικότητας της αιχμαλωσίας, ο Ερυθρός Σταυρός τους παραδίδει στη βία και την καταστολή της αστυνομίας. Η κατασταλτική βία παίρνει τη θέση της υποκρισίας του ανθρωπισμού.

Ο Ερυθρός Σταυρός, αδιάφορος για την μοίρα των μεταναστών που απελαύνονται στις χώρες προέλευσής τους, συνεχίζει το έργο το στο όνομα της «ανθρωπιάς, της ουδετερότητας, της ανεξαρτησίας, του εθελοντισμού, της ενότητας και της παγκοσμιότητας» όπως δηλώνει στη διακήρυξή του.

Τελικά, αν ο πόλεμος είναι μια «ανθρωπιστική επιχείρηση» και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι «κέντρα υποδοχής» γιατί να μην είναι κι ο Ερυθρός Σταυρός «φιλανθρωπική οργάνωση»;

Από την ιρακινή αντίσταση ως τον αγώνα ενάντια στα CPT, αυτό το πέπλο υποκρισίας διαρρηγνύεται. Οι στολές των δολοφόνων γίνονται ολοένα και πιο ορατές κάτω από τις άσπρες ιατρικές ρόμπες.

Πηγή: Act for Freedom – https://www.alphabetthreat.co.uk/elephanteditions/aff.htm

Categories
Feral Faun

Για μια αναρχική αντίληψη των τάξεων

Από τον προλετάριο στο άτομο: προς μια αναρχική αντίληψη των τάξεων

Οι κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις και την εκμετάλλευση δεν είναι κάτι απλοϊκό. Η εργατίστικη αντίληψη, που βασίζεται στην παραδοχή μιας αντικειμενικά επαναστατικής τάξης που ορίζεται βάσει της σχέσης της με τα μέσα παραγωγής, αγνοεί την μάζα που αποτελείται από όλους αυτούς παγκόσμια που οι ζωές τους έχουν κλαπεί από τα χέρια τους για λογαριασμό της τρέχουσας κοινωνικής τάξης αλλά δεν μπορούν να βρουν μια θέση μέσα στον παραγωγικό μηχανισμό της. Έτσι μια τέτοια αντίληψη καταλήγει παρουσιάζοντας μια στενόμυαλη κι απλουστευτική επεξήγηση της εκμετάλλευσης και του επαναστατικού μετασχηματισμού. Προκειμένου να διεξάγουμε έναν επαναστατικό αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση, χρειάζεται να αναπτύξουμε μια κατανόηση των τάξεων όπως υφίστανται στην πραγματικότητα στον κόσμο χωρίς να καταφεύγουμε σε στεγανά.

Το πιο βασικό στοιχείο της ταξικής κοινωνίας είναι ότι υπάρχουν αυτοί που κυριαρχούν, κι αυτοί που κυριαρχούνται, αυτοί που εκμεταλλεύονται κι αυτοί που τους εκμεταλλεύονται. Μια τέτοια κοινωνική τάξη μπορεί να συγκροτηθεί μόνο εφόσον οι άνθρωποι έχουν απολέσει την ικανότητά τους να λαμβάνουν και να διεκπεραιώνουν βασικές αποφάσεις για τη ζωή τους.

Η κυρίαρχη τάξη προσδιορίζεται βάσει της προοπτικής της για συσσώρευση ισχύος και πλούτου. Αν και υπάρχουν σαφώς σημαντικές έριδες στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης με όρους αντικρουόμενων συμφερόντων, και πραγματικός ανταγωνισμός για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών και του εδάφους, αυτή η κυρίαρχη προοπτική για τον έλεγχο του κοινωνικού πλούτου και της ισχύος, κι έτσι των ζωών και των σχέσεων κάθε ζωντανού όντος, παρέχει στην τάξη αυτή μια ενιαία θετική προοπτική.

Η εκμεταλλευόμενη τάξη δεν έχει μια ανάλογη θετική προοπτική να την προσδιορίζει. Αντίθετα προσδιορίζεται βάσει του τι υφίσταται, του τι έχει χάσει. Ξεριζωμένη από τον τρόπο ζωής που της ήταν οικείος και είχε δημιουργήσει με τα χέρια της, η μόνη κοινότητα που έχει απομείνει για τους ανθρώπους που απαρτίζουν αυτή την ανομοιογενή τάξη είναι αυτή που τους παρέχει το κεφάλαιο και το κράτος-η κοινότητα της εργασίας και της εμπορευματικής ανταλλαγής, διακοσμημένη με τις εκάστοτε εθνικιστικές, θρησκευτικές, πατριωτικές, φυλετικές, η υποκουλτουριάρικες ιδεολογικές οδηγίες μέσα από τις οποίες η κυρίαρχη τάξη δημιουργεί ταυτότητες ώστε να αφομοιώσει την προσωπικότητα και την άρνηση. Η αντίληψη μιας θετικής προλεταριακής ταυτότητας, μιας μοναδικής, ενιαίας, προλεταριακής προοπτικής, στερείται πραγματικής βάσης μιας και αυτό που ορίζει κάτι ως «προλεταριακό» σημαίνει ακριβώς ότι η ζωή του έχει κλαπεί από τον έλεγχό του, ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα πιόνι στα σχέδια των κυριάρχων.

Η εργατίστικη αντίληψη της προλεταριακής προοπτικής έχει τις ρίζες της στις επαναστατικές θεωρίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ (ιδιαίτερα τις μαρξιστικές και συνδικαλιστικές θεωρίες). Προς το τέλος του 19ου αιώνα, τόσο η δυτική Ευρώπη όσο και οι ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες βάδιζαν σθεναρά στο δρόμο της πλήρους εκβιομηχάνισης, και η κυρίαρχη ιδεολογία της προόδου εξίσωνε την τεχνολογική ανάπτυξη με την κοινωνική απελευθέρωση. Αυτή η ιδεολογία εκδηλώθηκε στην επαναστατική θεωρία ως η ιδέα ότι η βιομηχανική εργατική τάξη ήταν αντικειμενικά επαναστατική καθώς βρισκόταν σε θέση που θα μπορούσε να καταλάβει τα μέσα παραγωγής που αναπτύχθηκαν υπό τον καπιταλισμό (τα οποία, ως προϊόντα της προόδου, εξυπακουόταν ότι θα ήταν εξ ορισμού απελευθερωτικά…) και να τα θέσει στην υπηρεσία της ανθρώπινης κοινότητας. Αγνοώντας το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου (καθώς και μια σημαντική μερίδα των εκμεταλλευομένων στις εκβιομηχανισμένες χώρες), η επαναστάτες θεωρητικοί πέτυχαν να επινοήσουν μια θετική προοπτική για το προλεταριάτο, μια αντικειμενική ιστορική αποστολή. Το ότι βασίστηκαν στην αστική ιδεολογία της προόδου έχει αγνοηθεί. Κατά τη γνώμη μου, οι λουδίτες είχαν μια πολύ πιο ξεκάθαρη προοπτική, αναγνωρίζοντας στην εκβιομηχάνιση ένα ακόμα εργαλείο στα χέρια των αφεντικών για το φτώχεμα των ζωών τους. Όχι παράλογα λοιπόν, επιτέθηκαν στα μηχανήματα της μαζικής παραγωγής.

Η διαδικασία του φτωχέματος, είχε επιτευχθεί από καιρό στη Δύση (αν και φυσικά πρόκειται για μια διαδικασία που συνεχίζεται ακόμα), αλλά είναι κυρίως στον Νότο του κόσμου που βρίσκεται ακόμα στα πρώτα της στάδια. Αν και η διαδικασία αυτή ξεκίνησε στη Δύση, έχουν σημειωθεί μερικές σημαντικές μεταβολές στη λειτουργία του παραγωγικού συστήματος. Οι θέσεις εξειδικευμένων εργατών έχουν σε μεγάλο βαθμό χαθεί από τα εργοστάσια, κι αυτό που χρειάζεται σε έναν εργάτη είναι η ευελιξία, η ικανότητα να προσαρμόζεται, με άλλα λόγια η ικανότητα να είναι ένα ευμετάβλητο γρανάζι της καπιταλιστικής μηχανής. Επιπροσθέτως, τα εργοστάσια τείνουν να χρειάζονται ολοένα και λιγότερους εργάτες προκειμένου να διεκπεραιώσουν την παραγωγική διαδικασία, τόσο λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας και των τεχνικών που επιτρέπουν μια πιο αποκεντρωμένη παραγωγική διαδικασία όσο και λόγω του ότι όλο και περισσότερο το είδος της απαιτούμενης εργασίας περιορίζεται στην επόπτευση και τη συντήρηση των μηχανημάτων.

Σε ένα πρακτικό επίπεδο αυτό σημαίνει ότι είμαστε όλοι μας, ως υποκείμενα, αναλώσιμοι για την παραγωγική διαδικασία, καθώς κανείς μας δεν είναι αναντικατάστατος, ιδού η αξιοζήλευτη ισότητα στον καπιταλισμό, όπου ο καθένας ισούται με μηδέν. Στον πρώτο κόσμο, κάτι τέτοιο είχε ως αποτέλεσμα την ώθηση αυξανόμενων αριθμών εκμεταλλευομένων σε όλο και πιο επισφαλείς θέσεις: περιστασιακή εργασία, σπαστό ωράριο, παροχή υπηρεσιών, ημι-απασχόληση, η μαύρη αγορά κι άλλες μορφές παρανομίας, άστεγοι, φυλακισμένοι. Η σταθερή εργασία με τα εχέγγυά της, μιας κάπως σταθερής ζωής -ακόμα κι αν δεν την ορίζει κανείς ο ίδιος- δίνει τη θέση της σε μια στέρηση κάθε εγγύησης όπου οι ψευδαισθήσεις που παρείχε ένας μικρο-μεσαίος καταναλωτισμός δεν μπορούν πια να κρύψουν ότι η ζωή στον καπιταλισμό βιώνεται πάντα στο χείλος της καταστροφής.

Στον τρίτο κόσμο, λαοί που στάθηκαν ικανοί να δημιουργούν την ίδια την ύπαρξή τους, αν και συχνά αντιμετωπίζοντας μεγάλες δυσκολίες, βρίσκουν τη γη και τα άλλα μέσα που είχαν για το σκοπό αυτό, να τους τα παίρνουν μέσα από τα χέρια καθώς οι μηχανές του κεφαλαίου κυριολεκτικά εισβάλλουν μέσα στα σπίτια τους, και τους στερούν κάθε πιθανότητα για μια ύπαρξη βασισμένη στα προϊόν της δικής τους δραστηριότητας. Ξεριζωμένοι από τις ζωές και τη γη τους, αναγκάζονται να μετακινηθούν προς τις πόλεις όπου ίσως βρεθεί μια κάποια εργασία γι αυτούς. Παραγκουπόλεις αναπτύσσονται γύρω από τις πόλεις αυτές, συχνά με πληθυσμούς μεγαλύτερους από την ίδια την πόλη. Χωρίς καμιά πιθανότητα σταθερής εργασίας, οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων αυτών πιέζονται να δημιουργήσουν μια οικονομία μαύρης αγοράς προκειμένου να επιβιώσουν, κάτι που εξυπηρετεί επίσης τα συμφέροντα του κεφαλαίου. ’λλοι, στην απόγνωσή τους, επιλέγουν την μετανάστευση, ρισκάροντας μια φυλάκιση σε κέντρα κράτησης μεταναστών χωρίς χαρτιά, ελπίζοντας να βελτιώσουν κάπως τις συνθήκες ζωής τους.

Έτσι, μαζί με τη φτώχια, την επισφάλεια και την ελαστικότητα, αυξάνονται τα κοινά χαρακτηριστικά αυτών που συνιστούν την παγκόσμια εκμεταλλευόμενη τάξη. Αν, από την άλλη, αυτό σημαίνει ότι αυτός ο πολιτισμός του εμπορεύματος δημιουργεί μέσα του μια τάξη βαρβάρων που δεν έχουν πραγματικά τίποτα να χάσουν καταστρέφοντάς τον (όχι όμως με τον τρόπο που φαντάζονταν οι παλιοί εργατιστές ιδεολόγοι), από την άλλη, αυτά τα χαρακτηριστικά από μόνα τους δεν παρέχουν καμία βάση για μια θετική προοπτική μετασχηματισμού της ζωής. Η οργή που φέρνει η εξαθλίωση της ζωής που επιβάλει αυτή η κοινωνία μπορεί εύκολα να χειραγωγηθεί μέσα από προοπτικές που εξυπηρετούν την κυρίαρχη τάξη ή τουλάχιστον τα ειδικά συμφέροντα του ενός ή του άλλου αφεντικού. Τα παραδείγματα παρελθοντικών καταστάσεων κατά τις τελευταίες δεκαετίες, στα οποία η οργή των εκμεταλλευομένων εξαντλήθηκε στα κανάλια του εθνικισμού, των φυλετικών ή θρησκευτικών προοπτικών μόνο και μόνο για να ενισχύσει την κυριαρχία είναι πάρα πολλά. Η πιθανότητα ενός τέλους της τρέχουσας κοινωνικής τάξης είναι μεγαλύτερη από ποτέ, αλλά η πίστη στο αναπόφευκτό της δεν μπορεί πια να υποκρίνεται πως έχει μια αντικειμενική βάση.

Προκειμένου, όμως, να κατανοήσουμε πλήρως την επαναστατική προοπτική και να αρχίσουμε να βρίσκουμε τρόπους διεξαγωγής της (και ανάπτυξης μιας ανάλυσης του πως η κυρίαρχη τάξη καταφέρνει να ενσωματώνει την οργή αυτών που εκμεταλλεύεται στις δικές της προοπτικές), είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι η εκμετάλλευση δεν συμβαίνει απλά και μόνο τη στιγμή της παραγωγής πλούτου, αλλά επίσης κατά την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων. ’σχετα με την ειδική θέση κάθε μεμονωμένου προλεταρίου μέσα στον παραγωγική μηχανισμό, είναι συμφέρον της κυρίαρχης τάξης ο καθένας να έχει έναν ρόλο, μια κοινωνική ταυτότητα, που να εξυπηρετεί στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων.

Φυλή, φύλο, εθνικότητα, θρησκεία, ερωτικές προτιμήσεις, υποκουλτούρες-όλα αυτά τα πράγματα αντανακλούν στ αλήθεια πολύ πραγματικές και πολύ σημαντικές διαφορές, όμως αποτελούν κοινωνικές κατασκευές για τη χειραγώγηση των διαφορών αυτών σε ρόλους χρήσιμους για τη διατήρηση της παρούσας κοινωνικής τάξης. Στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές της παρούσας κοινωνίας όπου η αγορά προσδιορίζει τις περισσότερες σχέσεις, οι ταυτότητες σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζονται από τα εμπορεύματα που τις συμβολίζουν, και η μεταβλητότητα γίνεται το πιάτο ημέρας της κοινωνικής αναπαραγωγής, όπως ακριβώς ισχύει με την οικονομική παραγωγή. Και είναι ακριβώς επειδή η ταυτότητα είναι μια κοινωνική κατασκευή και όλο και περισσότερο ένα ευπώλητο εμπόρευμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά από τους επαναστάτες, ν αναλυθεί προσεκτικά, στην πολυπλοκότητά του με την ακριβή στόχευση να κινηθούμε πέρα από τις κατηγορίες αυτές, προς το σημείο όπου οι διαφορές (συμπεριλαμβανομένων αυτών που η κοινωνία προσδιορίζει με όρους φυλής, φύλου, εθνικότητας κλπ) να είναι η αντανάκλαση του καθένα μας ως μοναδικό άτομο.

Καθώς δεν υπάρχει κάποια κοινή θετική προοπτική να βρεθεί στην κατάστασή μας ως προλετάριοι -ως εκμεταλλευόμενοι και στερημένοι- η προοπτική μας μπορεί μόνο να είναι η καταστροφή της προλεταριακής κατάστασης, το τέλος της στέρησης. Η ουσία αυτού που έχουμε χάσει δεν είναι ο έλεγχος πάνω στα μέσα παραγωγής ή στον υλικό πλούτο, είναι οι ίδιες οι ζωές μας, η ικανότητά μας να δημιουργούμε την ύπαρξή μας με όρους αναγκών και επιθυμιών μας. Έτσι, ο αγώνας μας βρίσκει παντού γόνιμο έδαφος να απλωθεί, πάντοτε. Σκοπός μας είναι να καταστρέψουμε οτιδήποτε μας στερεί τις ζωές μας: το κεφάλαιο, το κράτος, το βιομηχανικό και μετα-βιομηχανικό τεχνολογικό σύμπλεγμα, την εργασία, τη θυσία, την ιδεολογία, κάθε οργάνωση που προσπαθεί να καρπωθεί τον αγώνα μας, εν συντομία, κάθε μηχανισμό ελέγχου.

Πάνω στη διαδικασία της διεξαγωγής του αγώνα αυτού με τον μόνο τρόπο που έχουμε για να διεξάγουμε έναν τέτοιο αγώνα -έξω και ενάντια σε κάθε επίσημη δομή και θεσμό- ξεκινούμε να αναπτύσσουμε νέες σχέσεις βασισμένες στην αυτό-οργάνωσεις, μια κοινοτοπία βασισμένη στις μοναδικές διαφορές που προσδιορίζουν τον καθένα μας ως υποκείμενο η ελευθερία του οποίου επεκτείνεται με την ελευθερία του άλλου. Είναι στην εξέγερση ενάντια στην προλεταριακή κατάστασή μας που βρίσκουμε ότι η μόνη θετική προοπτική που μοιραζόμαστε είναι διαφορετική για τον καθένα μας: είναι ο συλλογικός αγώνας για την ατομική πραγμάτωση.

Δημοσιεύτηκε στο: http://www.geocities.com/kk_abacus/vbutterfly.html

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Δεκέμβρης 2007)

Categories
Crimethinc

Χορτοφαγία – φανζίν Inside Front

Χορτοφαγία – φανζίν Inside Front

Σημείωμα της μετάφρασης: Ο χρόνος είναι πεπερασμένος, κι άρα «πολύτιμος», τα κείμενα που επιλέγουμε να μεταφράσουμε και να παρουσιάσουμε εδώ πρέπει να τα διαλέγουμε με προσοχή ανάμεσα σε άλλα. Δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε πάντοτε μαζί τους ή ακόμα ότι αυτό είναι το κριτήριο. Κάποια από αυτά δημοσιεύονται γιατί κατά κάποιο τρόπο βοηθούν στην ανάπτυξη ενός διαλόγου που διεξάγεται με διάφορους τρόπους στους ανατρεπτικούς κύκλους, όχι απαραίτητα δίνοντας τις απαντήσεις, αλλά και διευρύνοντας τα ερωτήματα, τους προβληματισμούς… Ιδιαίτερα το κείμενο που ακολουθεί, υποφέρει από τις κλασσικές ελλείψεις και αφέλειες της συγκεκριμένης τάσης του αμερικανικού «χώρου» (σημειωτέον: από το φανζίν Inside Front προήλθαν οι σημερινοί CrimethInc, ιδεολογικοί κληρονόμοι μιας «επανάστασης της καθημερινής ζωής» που επαναλαμβάνει με στυλ όλες τις παρανοήσεις ενός επαναστατικού life-style που οι ρίζες του ανάγονται σε κάποιες όψεις του έργου του καταστασιακού Raoul Vaneigem και περνούν οπωσδήποτε από τον Abbie Hoffman και τους yippies, για να καρποφορήσουν μέσα -και- από τα μεταγενέστερα κείμενα των CrimethInc). Στην προσπάθειά του να καταδείξει την ανεπάρκεια της χορτοφαγίας ως κατανάλωση, ως καταναλωτική συμπεριφορά-life-style, και ταυτόχρονα συγχωροχάρτι της κατανάλωσης, καταλήγει να καταπίνει αμάσητη ολόκληρη την ιδεολογία της οικονομίας, διεξάγοντας τελικά μια κριτική καταναλωτίστικη. Και το ότι η κατανάλωση στο όνομα της οποίας μιλάει (όπως επίσης και στο όνομα μιας άλλης οικονομίας, αλλά κι ενός πουριτανικού τρόπου ζωής -ελαχιστοποίηση των εξόδων ως ενδεδειγμένη στάση ζωής) ενδέχεται να είναι παραβατική, χωρίς αντίτιμο, προϊόν εθελοντικής κι όχι μισθωτής εργασίας, προφανώς δεν σημαίνει πως παύει αυτόματα να είναι κατανάλωση.

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Νοέμβρης 2007

Κάτι που βρίσκω απελπιστικά λειψό στις περισσότερες συζητήσεις περί χορτοφαγίας που συναντώ στη hardcore σκηνή, έχει να κάνει με την έννοια του οικονομικού περιεχομένου. Συνήθως, το ζήτημα της καταπίεσης των ζώων προσεγγίζεται μόνο με όρους συμπάθειας και προκατάληψης: τα ζώα τα εκμεταλλεύονται και τα εξοντώνουν, μπάντες όπως οι Earth Crisis θα θελαν να πιστεύουμε, ότι κάτι τέτοιο γίνεται επειδή τα βλέπουμε ως κατώτερα από τους ανθρώπους και είμαστε έτσι πρόθυμοι να τα κακομεταχειριστούμε προκειμένου να ικανοποιήσουμε την απληστία μας. Έχω μια υποψία ότι το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο από μια απλή απανθρωπιά και φιλαργυρία. Στον καπιταλισμό, δεν είναι μόνο τα ζώα που τα εκμεταλλεύονται-είναι οι πάντες και τα πάντα από τα λιβάδια και τα δάση μέχρι τους αγρότες και τους μπακάληδες. Η καταπίεση των ζώων είναι απλώς λίγο πιο φανερή σε μας καθώς περιλαμβάνει τον θάνατο έμβιων όντων. Όμως δεν είναι μοναχά τα ζώα που έχουν υποδουλωθεί και μετασχηματιστεί από την κοινωνία μας, είναι τα πάντα, των εαυτών μας συμπεριλαμβανομένων. Χωρίς μια κατανόηση του πως και του γιατί το κοινωνικό/οικονομικό μας σύστημα μας οδηγεί στην κυριαρχία και την εκμετάλλευση των πάντων, δεν θα είμαστε ποτέ ικανοί να αλλάξουμε την αντιμετώπισή μας προς στα ζώα με έναν ριζικό ή επαρκή τρόπο. Ο καπιταλισμός μας αναγκάζει να κοστολογούμε το περιβάλλον και τον καθένα μας σύμφωνα με τις αξίες της αγοράς. Μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, κάθε άνθρωπος τείνει να διερωτάται πόσο χρήσιμα θα ήταν τα ζώα και οι άνθρωποι γύρω του με όρους οικονομικής απόδοσης, στα πλαίσια του ανταγωνισμού του με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τα πάντα επιτρέπονται στην εκμετάλλευση καθώς αν δεν προλάβεις να εκμεταλλευτείς κάτι ώστε να έχεις το πάνω χέρι στην ελεύθερη αγορά της «ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών», κάποιος άλλος θα το κάνει, και πιθανότατα θα το χρησιμοποιήσει ώστε να εκμεταλλευτεί στην συνέχεια εσένα. Αυτοί που το έχουν πάρει χαμπάρι, δε διστάζουν να εκμεταλλευτούν ανθρώπους ή ζώα, να τους συμπεριφερθούν σαν να ήταν αντικείμενα, επειδή πιστεύουν ότι σε μια διαφορετική περίπτωση θα συμπεριφέρονταν στους ίδιους σαν αντικείμενα οι άλλοι. Με τον τρόπο αυτό, ο καπιταλισμός μας διαχωρίζει, τον καθένα εναντίον του άλλου και όλους εναντίον όλων, σε έναν αγώνα δρόμου για την καταστροφή του περιβάλλοντος.

Όταν περπατώ ανάμεσα στους διαδρόμους του σούπερ-μάρκετ, ρίχνοντας μια ματιά σ όλα τα προϊόντα που βρίσκονται προς πώληση εκεί γύρω μου, μπορώ ίσως να πω ποια έχουν παρασκευαστεί μέσα από την εκμετάλλευση των ζώων, όμως δεν μπορώ να βρω κανένα -αν υπήρχε- που να έχει παρασκευαστεί χωρίς την εκμετάλλευση κανενός. Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα της σύγχρονης μαζικής παραγωγής/διανομής/κατανάλωσης της οικονομίας μας: Τη στιγμή που το προϊόν φτάνει στα χέρια μας, είναι πραγματικά απίθανο να πεις ποιος το έχει φτιάξει, πώς παρασκευάστηκε, από τι φτιάχτηκε, ή πού βρισκόταν πριν. Χαρτιά υγείας, κονσερβαρισμένα φασόλια και αθλητικά παπούτσια, όλα στοιβάζονται το ένα δίπλα στο άλλο, σαν να έπεσαν από τον ουρανό, και χρειάζεται ένας πραγματικός σκληρός αγώνας για να εντοπίσεις κάποια πραγματική πληροφορία σχετικά με την προέλευση του καθενός τους. Υπάρχουν όμως μερικά πράγματα που ξέρω, ωστόσο, ακόμα κι αν δεν μπορώ να διερευνήσω την ιστορία της ζωής του κάθε μεμονωμένου πακέτου μακαρόνια: υπάρχουν μετανάστες εργαζόμενοι στην χώρα αυτή που πληρώνονται αισχρά και τους φέρονται ακόμη χειρότερα, υπάρχουν πολυεθνικές (όπως η Pepsi) γνωστές για την υποστήριξη απολυταρχικών καθεστώτων που εξοντώνουν ανελέητα την ανθρώπινη ζωή, υπάρχουν κατασκευαστές παπουτσιών (όπως η Nike) που υπο-πληρώνουν και κακομεταχειρίζονται τους ξένους εργαζόμενους, υπάρχουν εταιρίες (όπως η Exxon) οι πολιτικές των οποίων αποφέρουν μόνιμες βλάβες στο περιβάλλον. Έτσι η ιδέα ότι μπορείς να είσαι σίγουρος ότι τα λεφτά σου δε χρηματοδοτούν κάτι απάνθρωπο ή καταστροφικό απλώς εξετάζοντας τα συστατικά ενός προϊόντος και βεβαιωμένος ότι δεν περιλαμβάνονται ζωικά μέρη μου φαίνεται κάπως αφελής. Υπάρχουν χιλιάδες άλλα είδη καταπίεσης, εξίσου εξοργιστικά όπως η καταπίεση των ζώων, που γυρίζουν τα γρανάζια της οικονομίας, και δεν υπάρχει λόγος να ενδιαφερόμαστε λιγότερο για το καθένα από αυτά, απ’ όσο ενδιαφερόμαστε για την καταπίεση των ζώων.

Μου φαίνεται ότι η μακροπρόθεσμη λύση στο πρόβλημα αυτό δεν είναι απλά το να αγοράζεις χορτοφαγικό φαγητό και προϊόντα φιλικά προς τα ζώα. Αν θέλουμε να αλλάξουμε τις συνθήκες που έχουν οδηγήσει στην ευρεία καταστροφή κι εκμετάλλευση που χαρακτηρίζει τον κόσμο μας, πρέπει να εργαστούμε προς ένα συνολικό σαμποτάρισμα της οικονομίας μας-πρέπει με κάποιον τρόπο να δραπετεύσουμε από τον σάπιο κύκλο του καπιταλισμού. Ο μόνος τρόπος να πολεμήσουμε τον καπιταλισμό είναι να υποσκάψουμε τις αντιλήψεις του: ότι ευτυχία είναι να έχεις πράγματα στην κατοχή σου (όποιος έχει τα πιο πολλά παιχνίδια όταν πεθάνει, κερδίζει!), ότι δεν υπάρχει τρόπος συνεργασίας με τους άλλους παρά ο ανταγωνισμός, ότι κάθε άλλο οικονομικό σύστημα σημαίνει και κάποιου είδους σκλαβιά (όπως η πρώην κομμουνιστική Ε.Σ.Σ.Δ.). Αν αυτές οι αντιλήψεις δεν είναι πραγματικές, το οποίο δε θέλει και πολύ φαντασία για να το καταλάβεις, τότε θα έπρεπε να μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα διαφορετικό είδος οικονομίας κι ένα διαφορετικό είδος κόσμου. Αν οι άνθρωποι ξεκινούσαν να αντιλαμβάνονται την ευτυχία ως την ελευθερία να κάνεις πράγματα παρά να έχεις πράγματα, αν αποφάσιζαν ότι είναι πιο απολαυστικό να είσαι γενναιόδωρος παρά να είσαι ατομιστής, αν φαντάζονταν πως θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια κοινωνία στην οποία θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε για το καλό του καθενός κι όχι εναντίον όλων κι εναντίον του περιβάλλοντος γι αυτό που (σύμφωνα με τις διαφημίσεις) είναι το καλό μας, τότε ο καπιταλισμός θα έπνεε τα λοίσθια.

Εν τω μεταξύ, αντί για τη χορτοφαγία, αυτό που κάνω εγώ είναι η «ελευθεροφαγία». Αυτό που ξέρω είναι ότι όσο συμμετέχω στο οικονομικό σύστημα, είτε αγοράζω χορτοφαγικά ή μη-χορτοφαγικά προϊόντα, υποστηρίζω τις εταιρίες που αντιπροσωπεύουν τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Έτσι, αντί απλώς να αγοράζω προϊόντα φιλικά προς τα ζώα, προσπαθώ να αγοράζω όσο λιγότερα προϊόντα γίνεται. Έχω γράψει γι αυτό σε παλιότερο τεύχος του Inside Front: είναι εύκολο, μέσα από μια ευέλικτη ζωή, δημιουργικού «μητροπολιτικού κυνηγιού και τροφοσυλλογής», και προσπαθειών όπως η Food Not Bombs, να επιβιώσεις χωρίς να συνεισφέρεις πάνω από ένα ελάχιστο ποσό χρημάτων ή εργασίας στο οικονομικό σύστημα. Οτιδήποτε μπορώ να αποκτήσω δωρεάν, επιβαρύνοντας το εκμεταλλευτικό, καταπιεστικό καπιταλιστικό σύστημα είναι ένα χτύπημα εναντίον του συστήματος, τη στιγμή που το να αγοράζεις χορτοφαγικό φαγητό από το Taco Bell (φιλική προς το χορτοφαγικό καταναλωτικό κοινό αλυσίδα καταστημάτων, ιδιοκτησίας της Pepsi Co.) σημαίνει να συνεχίζεις να γεμίζεις χρήματα τις τσέπες μιας καταπιεστικής, εκμεταλλευτικής πολυεθνικής. Ζω παρασιτικά, από κάθε εφόδιο που πέφτει στα χέρια μου ή που κλέβω από την κοινωνία μας, προσπαθώντας να αποφύγω τα ζωικά προϊόντα όπου μπορώ, αλλά επικεντρώνοντας πάνω απ όλα στο να κρατάω τα χρήματα και την εργασία μου μακριά από τα χέρια τους. Η προθυμία να ταΐσουν με χρήματα το οικονομικό σύστημα, το οποίο ευθύνεται για την καταπίεση των ζώων και των ανθρώπων και για την καταστροφή του περιβάλλοντος, μέσω των καταναλωτικών δαπανών (π.χ. των μοδάτων αθλητικών ρούχων) δεν είναι συμβατό με τον υποσχόμενο στόχο των περισσότερων ανθρώπων που ακολουθούν μια χορτοφαγική δίαιτα, δηλαδή το σταμάτημα της εκμετάλλευσης των ζώων. Να γιατί μου φαίνεται γελοίο που τόσο πολλές μπάντες χορτοφάγων ακτιβιστών όπως οι Earth Crisis είναι πρόθυμοι να ανεχτούν την εισαγωγή μιας αντίληψης «μόδας» στο hardcore πουλώντας τόσο πολλά εμπορεύματα, και την ίδια στιγμή μιλώντας αποκλειστικά για την ανθρώπινη βαρβαρότητα χωρίς να κριτικάρουν τον καταναλωτισμό εν γένει, αγνοώντας τις πραγματικές αιτίες της καταπίεσης των ζώων.

Υπάρχουν μερικά σπουδαία πράγματα σχετικά με την χορτοφαγία παρεπιμπτόντως. Πρώτο και καλυτερο, αν δεν αντέχεις να βάλεις στον οργανισμό σου κάτι που φτιάχτηκε από το πτώμα ενός άλλου όντος, η χορτοφαγία είναι ένας τρόπος να το αποφύγεις (ωστόσο ΔΕΝ σου αποδίδει ως δια μαγείας κάποια αθωότητα σχετικά με την εκμετάλλευση ζώων όπως ισχυρίζονται για πάρτη τους διάφοροι «καθαρογραμμίτες» κρετίνοι, όπως θα έπρεπε να γίνει σαφές από τα σημεία που έθιξα το ζήτημα του καπιταλισμού και των άλλων μορφών καταπίεσης εντός του. Επίσης, σου παρέχει μια διαφορετική σχέση με το φαγητό που τρως την οποία οι περισσότεροι από μας στερούμαστε: σε κάνει να σκεφτείς από πού προήρθε και τι έχει μέσα του, παρά να το πάρεις για δεδομένο, κι επίσης σε κάνει καλύτερο μάγειρα! Και τελικά, φέρνει το ζήτημα στο προσκήνιο για όλους. Όταν δεν τρως ένα φαγητό αν δεν ξέρεις τι έχει μέσα, αναγκάζεις τους ανθρώπους γύρω σου να σκεφτούν από μόνοι τους τι βρίσκεται στο φαγητό και πως έφτασε εκεί. Με τον τρόπο αυτό, η χορτοφαγία συμβάλλει περισσότερο στην κατεύθυνση της αλλαγής του κόσμο, παρά οι μακροσκελείς πολιτικοί έντυποι διάλογοι: εισάγει στην καθημερινή ζωή σημαντικά ζητήματα και αναγκάζει τους ανθρώπους να διερωτηθούν πράγματα που δε θα το έκαναν διαφορετικά.

Categories
Alfredo M. Bonanno

Ασθένεια & Κεφάλαιο – Alfredo M. Bonanno

ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ του Alfredo M. Bonanno

Ασθένεια (η), προβληματική λειτουργία του οργανισμού, δεν είναι αποκλειστική ιδιότητα του ανθρώπου. Τα ζώα ασθενούν επίσης, κι ακόμα και τα αντικείμενα παρουσιάζουν προβλήματα στη λειτουργία τους. Η ιδέα της ασθένειας ως κάτι το αφύσικο, είναι μια κλασσική συνεισφορά της ιατρικής επιστήμης στο ανθρώπινο πνεύμα.

Η απάντηση στην ασθένεια, χάρη κυρίως στη θετικιστική ιδεολογία που κυριαρχεί στην ιατρική ακόμα και σήμερα, είναι η θεραπεία, δηλαδή, μια εξωτερική παρέμβαση που μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές, στοχεύει να επαναφέρει τον οργανισμό σε κάποιες πρότυπες συνθήκες που θεωρούνται φυσιολογικές.

Θα ήταν ωστόσο λάθος να θεωρήσουμε ότι η έρευνα για την αιτία των ασθενειών βάδιζε πάντοτε παράλληλα με την επιστημονική ανάγκη να αποκατασταθούν οι φυσιολογικές συνθήκες. Για αιώνες ολόκληρους οι θεραπείες δε συμβάδιζαν με την αναζήτηση των αιτιών, οι οποίες κατά καιρούς ήταν απόλυτα φανταστικές. Οι θεραπείες είχαν τη δική τους λογική, ιδιαίτερα όταν βασίζονταν σε εμπειρικές γνώσεις της δύναμης της φύσης.

Σε πιο πρόσφατους καιρούς μια κριτική του κατακερματισμού της επιστήμης, συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής, είχε βασιστεί στην ιδέα της ολότητας του ανθρώπου: μια οντότητα αποτελούμενη από διάφορα υλικά – πνευματικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά κλπ. Είναι σε αυτή την νέα προοπτική που θα φωλιάσει η υλιστική και διαλεκτική υπόθεση του μαρξισμού. Η ποικιλόμορφα προσδιορισμένη ολότητα του νέου, πραγματικού ανθρώπου που δεν χωρίζεται πλέον στους τομείς που μας είχε συνηθίσει να μεταχειρίζεται ο παλιός θετικισμός, κλεινόταν ξανά σε έναν μονόδρομο ντετερμινισμό από τους μαρξιστές. Η αιτία της ασθένειας αποδόθηκε λοιπόν αποκλειστικά στον καπιταλισμό, ο οποίος αποξενώνοντας τους ανθρώπους από την εργασία, τον εξέθετε σε μια διεφθαρμένη σχέση με τη φύση και τη «φυσικότητα» την άλλη πλευρά της ασθένειας.

Κατά τη γνώμη μας ούτε η θετικιστική θέση που θεωρεί την ασθένεια σαν αποτέλεσμα της ελαττωματικής λειτουργίας του οργανισμού, ούτε η μαρξιστική που θεωρεί τα πάντα σαν απόρροια του καπιταλιστικού συστήματος είναι επαρκείς.

Τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Βασικά, δεν μπορούμε να πούμε ότι σε μια απελευθερωμένη κοινωνία θα έπαυαν να υπάρχουν ασθένειες. Ούτε βέβαια ότι μπρος σ ένα τέτοιο χαρμόσυνο γεγονός οι ασθένειες θα παρήκμαζαν μέχρι να καταντήσουν απλές ενοχλήσεις, χάρη σε κάποια υποθετική δύναμη που μένει να ανακαλύψουμε. Θεωρούμε ότι η ασθένεια είναι ένα φυσιολογικό μέρος της κατάστασης του ανθρώπου στις συνθήκες που διαμορφώνει η ζωή του στην κοινωνία. Για παράδειγμα, αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο τίμημα που πρέπει να πληρωθεί, το να διορθώνεις τη βέλτιστη κατάσταση των φυσικών συνθηκών για να αποκτήσεις την τεχνική υποδομή για να οικοδομήσεις ακόμα και την πιο ελεύθερη κοινωνία.

Φυσικά, η έξαρση των ασθενειών σε μια ελεύθερη κοινωνία όπου η τεχνική υποδομή ανάμεσα στα άτομα θα περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα, δε θα ήταν συγκρίσιμη με αυτή μιας κοινωνίας που βασίζεται στην εκμετάλλευση, όπως αυτή στην οποία ζούμε σήμερα. Συνεπάγεται ότι ο αγώνας ενάντια στην ασθένεια είναι ένα υποσύνολο του ταξικού αγώνα. Όχι τόσο επειδή οι ασθένειες γεννιούνται από το κεφάλαιο – το οποίο θα ήταν ένα ντετερμινιστικό αξίωμα, συνεπώς απαράδεκτο – όσο επειδή μια πιο ελεύθερη κοινωνία θα ήταν διαφορετική. Ακόμα και στα αρνητικά της θα ήταν πιο κοντά στη ζωή, στην ανθρώπινη κατάσταση. Έτσι η ασθένεια θα ήταν μια έκφραση της ανθρώπινης κατάστασής μας όπως ακριβώς σήμερα είναι μια απάνθρωπη έκφραση τρόμου.

Γι αυτό και δε συμφωνήσαμε ποτέ με την κάπως απλουστευτική θέση που συνοψίζεται στη φράση «να κάνουμε την ασθένεια όπλο», ακόμα κι αν είναι αξιοσέβαστη, ιδιαίτερα όσον αφορά τις διανοητικές ασθένειες. Δεν είναι πραγματικά δυνατόν να προτείνεις σε έναν ασθενή μια θεραπεία που βασίζεται αποκλειστικά στον αγώνα ενάντια στον ταξικό εχθρό. Η ασθένεια σημαίνει επίσης πόνο, ταλαιπωρία, σύγχυση, ανασφάλεια, μοναξιά, κι αυτά τα αρνητικά στοιχεία δεν περιορίζονται στο σώμα αλλά επιτίθενται και στη συνείδηση και τη θέληση. Να σχεδιάσεις προγράμματα αγώνα σε μια τέτοια βάση θα ήταν ελάχιστα ρεαλιστικό και τρομακτικά απάνθρωπο.

Όμως η ασθένεια μπορεί να μετατραπεί σε όπλο αν κάποιος αντιληφθεί τόσο τα αίτια όσο και τα αποτελέσματά της. Μπορεί να είναι σημαντικό για μένα να καταλάβω τις εξωτερικές αιτίες της ασθένειάς μου: οι καπιταλιστές κι εκμεταλλευτές, το Κράτος και το κεφάλαιο. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται επίσης να διαλευκάνω τη σχέση με την ΑΣΘΕΝEΙΑ ΜΟΥ, η οποία μπορεί να μην είναι μονάχα πόνος, ταλαιπωρία και θάνατος. Μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένα μέσο να καταλάβω τον εαυτό μου και τους άλλους καλύτερα, όσο και την πραγματικότητα που με περιβάλλει και τί πρέπει να κάνω για να την αλλάξω, προς έναν επαναστατικό μετασχηματισμό. Τα λάθη που έχουν γίνει στο παρελθόν στο θέμα αυτό, προέρχονται από μια έλλειψη διαύγειας οφειλόμενη στη διαμεσολάβηση των μαρξιστών. Αυτό οφείλεται στην αξίωση να εγκαθιδρυθεί μια ΑΜΕΣΗ συσχέτιση ανάμεσα στην ασθένεια και το κεφάλαιο. Θεωρούμε σήμερα ότι αυτή η σχέση θα έπρεπε να θεωρείται ΕΜΜΕΣΗ. Π.χ. Αποκτώντας γνώση της ασθένειας, όχι της ασθένειας γενικά σαν μια προβληματική συνθήκη, αλλά της δικής μου ασθένειας σαν συστατικό της ζωής μου, σα στοιχείο της φύσης μου. Κι έπειτα, αγώνας ενάντια στην ασθένεια αυτή. Ακόμα κι αν δεν καταλήγουν όλοι οι αγώνες σε νίκη.

professorbadtrip

Σ.τ.μ. Ο Alfredo Bonanno είναι ιταλός αναρχικός αγωνιστής και συγγραφέας, διωκόμενος για δεκαετίες από το ιταλικό κράτος. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις υποθέσεις Α.R. (Επαναστατική Δράση, ένοπλη αναρχική οργάνωση του ’80 της οποίας υποτίθεται ήταν ο «αρχηγός»), τη σύλληψή του το 1996 μετά από τη σύλληψη της συντρόφου του Jean Weir μαζί με 3 ακόμα αναρχικούς μετά από ληστεία τράπεζας, και την αστυνομική-δικαστική σκευωρία του 1997 που τον ήθελε «ηγετικό στέλεχος» της O.R.A.I. («Εξεγερσιακή Αναρχική Επαναστατική Οργάνωση», κατασκεύασμα των αρχών σύμφωνα με το κατασταλτικό θεώρημα Marini*, ως μέλη της κατηγορήθηκαν και φυλακίστηκαν δεκάδες δραστήριοι αναρχικοί, σκοπός της μεθόδευση αυτής ήταν ο έλεγχος των ιταλών αναρχικών που δεν ελέγχονταν από την νομιμόφρονα F.A.I.).

*Σύμφωνα με το θεώρημα Marini το αναρχικό/αντιεξουσιαστικό κίνημα κινείται σε δύο επίπεδα. Ένα το φανερό/νόμιμο των καταλήψεων, εκδόσεων, ραδιοσταθμών κλπ κι ένα υπόγειο/«τρομοκρατικό» που αποτελεί την άλλη όψη των φανερών αναρχικών δραστηριοτήτων. Έτσι κάθε άνθρωπος που έχει περάσει από μια κατάληψη ή ένα στέκι, ενδέχεται να φυλακιστεί χωρίς φυσικά παραπάνω στοιχεία, για συμμετοχή σε «ενώσεις με ανατρεπτικούς σκοπούς» (σύμφωνα με τον ιταλικό τρομονόμο). Έτσι το καλοκαίρι του 2005 και με επίκεντρο την συμβολή των αναρχικών στην αντίσταση στο στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών που έχτιζε το ιταλικό κράτος στο Lecce, είχαμε πάνω από 8.000 διώξεις αναρχικών αγωνιστών, δεκάδες εισβολές σε σπίτια και αυτό-οργανωμένους χώρους/στέκια, και συστηματικές παρενοχλήσεις αναρχικών και άλλων νεολαίων. Οι κατασταλτικές κινήσεις αυτές του ιταλικού κράτους εντάσσονται στους σχεδιασμούς της Europol για την εξάρθρωση της «αναρχικής τρομοκρατίας» όσον αφορά το «μεσογειακό τρίγωνο» Ισπανία – Ιταλία – Ελλάδα.

Categories
Do or Die

Κριτική της οργάνωσης – Αναρχικοί και ΜΜΕ – Do or Die

Κριτική της οργάνωσης

Στην Ιταλία η ήττα των κοινωνικών κινημάτων τις δεκαετίες του 1960 και 1970 οδήγησε μερικούς στην επαναπροσέγγιση του επαναστατικού κινήματος και άλλους στην εγκατάλειψή του για πάντα. Στα 70s πολλές λενινιστικές ομάδες κατέληξαν πως ο καπιταλισμός ήταν στο προοίμιο της τελικής του κρίσης και πέρασαν στον ένοπλο αγώνα. Αυτές οι ομάδες έδρασαν σαν επαγγελματίες επαναστάτες, μειώνοντας τις ζωές τους σε έναν κοινωνικό ρόλο. Αναλόγως από το 1980 και μετά που δέχτηκαν ότι η ώρα του επαναστατικού ξεσηκωμού είχε πια περάσει, έγιναν απλοί υπέρμαχοι της αμνηστίας των κρατουμένων του κινήματος του 70, πολλοί από αυτούς φτάνοντας στο σημείο να αποκηρύξουν πλήρως τον αγώνα για τον οποίο διώκονταν. Αυτό τους διαχώρισε από τους εξεγερσιακούς αναρχικούς που θεωρούν ότι ο αγώνας για την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους συνεχίζεται ακόμα, χωρίς ιστορικούς ντετερμινισμούς που να καθορίζουν την κατάλληλη στιγμή για την ανταρσία. Στην πραγματικότητα, ο ιστορικός ντετερμινισμός συχνά δεν είναι παρά μια καραμέλα για να δικαιολογεί την αδράνεια, που ωθεί μια πιθανή ρήξη με το υπάρχον μακριά, στον μέλλοντα χρόνο.

Μεγάλο μέρος του κριτικής των ιταλών εξεγερσιακών αναρχικών στο κίνημα του 70 επικεντρώνεται στις οργανωσιακές δομές που ανέδειξε η μορφή του αγώνα, κι από την κριτική αυτή γεννήθηκε η ιδέα της «άτυπης οργάνωσης». Η κριτική στις εξουσιαστικές οργανώσεις του 70, τα μέλη των οποίων θεωρούσαν ότι αγωνίζονταν από προνομιακή θέση σε σχέση με το προλεταριάτο ως σύνολο, ανανεώθηκε μέσα στους αγώνες του 80, όπως ο αγώνας ενάντια στην εγκατάσταση μιας στρατιωτικής βάσης που θα στέγαζε πυρηνικά όπλα στο Comiso της Σικελίας. Σε αυτόν τον αγώνα που αυτό-οργανώθηκε από μικρές ομάδες, οι αναρχικοί ήταν ιδιαίτερα ενεργοί. Τέτοιοι αυτόνομοι αγώνες διεξάγονται βάσει τριών βασικών κανόνων: της διαρκούς σύγκρουσης, της αυτό-οργάνωσης, και της επίθεσης. Η διαρκής σύγκρουση σημαίνει ότι η αντιπαράθεση με τον εχθρό παραμένει, δεν διαπραγματεύεται και δεν μετριάζεται. Η αυτό-οργάνωση του αγώνα σημαίνει ότι δεν ανέχεται αντιπροσώπους ούτε επαγγελματίες αγωνιστές. Ο αγώνας είναι η οργάνωση της επίθεσης, στην προκειμένη περίπτωση ενάντια στην κατασκευή της βάσης, κι όχι της άμυνας της τάδε ή δείνα κοινωνικής ομάδας. Αυτού του είδους οι αγώνες επιτρέπουν στις ομάδες να αναλάβουν τις δράσεις που θεωρούν ως περισσότερο αποτελεσματικές, ενώ παραμένουν ικανές να συντονίσουν τις επιθέσεις τους μαζί με άλλες ομάδες όταν θεωρείται χρήσιμο, κρατώντας παράλληλα ανοιχτό το ενδεχόμενο επέκτασης του αγώνα. Ειδικότερα, το ενδιαφέρον της οργάνωσης υπάρχει όσο υπάρχει και ο στόχος (η στρατιωτική βάση) ενώ παύει να υφίσταται μόλις ο στόχος ηττηθεί, αδιαφορώντας για τη συντήρηση μόνιμων δομών, οι οποίες στις διαπραγματεύσεις τους με τους κρατικούς θεσμούς για το μοίρασμα του ελέγχου βρίσκουν συχνά το μόνο ενδιαφέρον τους και περιορίζουν την αυτονομία των μέσων του αγώνα.

Όπως διαπίστωσαν οι αναρχικοί που συμμετείχαν στον αγώνα του Comiso, ένας από τους κεντρικούς λόγους που οι κοινωνικοί αγώνες δεν αναπτύσσονται σε μια θετική κατεύθυνση είναι η ύπαρξη των οργανωτικών δομών που μας αποκόπτει από την δύναμή μας να δρούμε αυτόνομα και κουκουλώνει το ενδεχόμενο μιας εξέγερσης. Είναι οι σταθερές οργανώσεις που επιχειρούν να συνθέσουν κάθε αγώνα μέσα σε μια κεντρική οργάνωση και μετριάζουν τους αγώνες μέσα από τους θεσμούς της υποταγής και της κυριαρχίας. Οι σταθερές οργανώσεις τείνουν να αναπτύσσονται σε θεσμούς οι ίδιες, στεκόμενες πάνω από την πολλαπλότητα του αγώνα. Τείνουν να αναπτύσσουν μια τυπική ή άτυπη ιεραρχία απεμπολώντας την πολλαπλότητα αυτή. Η εξουσία αποξενώνεται από την ενεργή μορφή της μέσα στα υποκείμενα και θεσμοθετείται στην οργάνωση. Αυτή η διαδικασία μεταμορφώνει την πολλαπλή υποκειμενικότητα σε άβουλη μάζα. Η ιεραρχική θεσμοθέτηση των εξουσιαστικών σχέσεων αποσπά την απόφαση από τη στιγμή που είναι αναγκαίο να ληφθεί και την αποδίδει στα καθήκοντα της οργάνωσης. Το πρακτικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας οργάνωσης είναι να ξεζουμίζει τις ενεργές δυνατότητες των συμμετεχόντων σε αυτήν. Οι αποφάσεις που θα έπρεπε να λάβουν αυτοί που συμμετέχουν σε μια δράση μετατίθενται στα καθήκοντα της οργάνωσης. Επιπλέον, οι σταθερές οργανώσεις τείνουν να λαμβάνουν αποφάσεις που να εξυπηρετούν όχι έναν συγκεκριμένο σκοπό του αγώνα αλλά την ίδια την συντήρηση της οργανωτικής δομής, και τις ανάγκες που προκύπτουν απ’ αυτήν. Η οργάνωση γίνεται η ταφόπλακά της. Δε χρειάζεται παρά να ρίξουμε μια ματιά στα συνέδρια των τόσων σοσιαλιστικών κομμάτων για να αντικρίσουμε αυτήν την κατάσταση στην πιο εξόφθαλμη μορφή της.

Όσο μια οργάνωση κινείται προς την σταθεροποίησή της κι επιβάλλεται στην πολλαπλότητα, εμφανίζεται ο τύπος του «οργανωτή», που συχνά διακηρύσσει ότι ο ίδιος έχει δημιουργήσει έναν αγώνα, και ξεκινά να μιλάει για τις μάζες. Είναι το καθήκον κάθε οργανωτή να μετασχηματίσει τις υποκειμενικότητες σε μια ελεγχόμενη μάζα που να την αντιπροσωπεύει σε συνεντεύξεις στα ΜΜΕ, ή σε κρατικούς θεσμούς. Οι οργανωτές σπάνια αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους σαν μέρος της πολλαπλότητας, κι έτσι δεν θεωρούν ότι οφείλουν να δράσουν, αλλά να «προπαγανδίσουν» ή να οργανώσουν άλλους, μιας και είναι οι μάζες που πρέπει να δράσουν…

Αναρχικοί & ΜΜΕ

Για τον οργανωτή, που δε θα δυσκολευτεί να υιοθετήσει το «ότι φαίνεται στα ΜΜΕ, υπάρχει» η πραγματική δράση πάντα υπολείπεται απέναντι στη διαχείριση της δημόσιας εικόνας. Ο σκοπός μιας τέτοιας διαχείρισης δεν είναι ποτέ να επιτεθεί σε έναν θεσμό της κυριαρχίας αλλά να επηρεάσει θετικά την «κοινή γνώμη» που θα κληθεί να στελεχώσει το κίνημα, ή ακόμη χειρότερα την οργάνωσή του. Ο οργανωτής είναι αναγκασμένος να ανησυχεί διαρκώς για το κατά πόσο οι ενέργειες άλλων θα επηρεάσουν το κίνημα. Θεωρεί ότι οφείλει να πειθαρχήσει τα υποκείμενα των αγώνων και να προσπαθήσει να ελέγξει τον τρόπο που το κίνημα αναπαρίσταται από τα ΜΜΕ. Είθισται η εικόνα να αντικαθιστά τη δράση για τις σταθερές οργανώσεις και τους οργανωτές τους.

Η προσπάθεια να ελέγξει την αποκομμένη εικόνα και τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης είναι μια μάχη χαμένη εκ των προτέρων, εξίσου απεγνωσμένη με το να προσπαθούμε να ελέγξουμε την ποιότητα των τηλεοπτικών προγραμμάτων ή να απαιτούμε από τα ΜΜΕ να είναι «αντικειμενικά». Αναλόγως, πολλοί εξεγερσιακοί αναρχικοί, στάθηκαν κριτικοί απέναντι στη συνέχιση του αγώνα μέσα από τα ΜΜΕ του κεφαλαίου. Στην Ιταλία, αυτό τους έφερε σε σύγκρουση με οργανώσεις όπως η Ya Basta! που αντιμετωπίζουν τα ΜΜΕ σαν εργαλείο-κλειδί για την ανάπτυξη του κινήματος. Σε άλλα μέρη του κόσμου, η συζήτηση σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζονται τα ΜΜΕ από τους αναρχικούς είναι στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά το 1999 στο Sheattle, και είναι κεντρικής σημασίας για εμάς να τονίσουμε την κριτική που κράτησαν αρκετοί εξεγερσιακοί αναρχικοί.

Σε πρώτο επίπεδο, πρέπει να αναρωτηθούμε: Τι αποτελεί μια άποψη; Μια άποψη, δεν είναι κάτι που εντοπίζεται γενικά μέσα στο πλήθος, για να αναπαραχθεί έπειτα από τα ΜΜΕ, σαν μια απλή αντανάκλαση της κοινής γνώμης. Η απόψεις σχηματίζονται πρώτιστα στα ίδια τα ΜΜΕ. Κατά δεύτερον, τα ΜΜΕ στο εξής αναπαράγουν την άποψη χιλιάδες φορές, συνδέοντάς την με ένα στερεότυπο ανθρώπου (π.χ. οι δεξιοί πιστεύουν στο Χ, οι προοδευτικοί προτιμούν το Ψ). Τρίτον, όπως δείχνει ο Alfredo Bonanno: μια άποψη είναι μια ισοπεδωμένη ιδέα, μια ιδέα που έχει ομοιογενοποιηθεί ούτως ώστε να γίνει αποδεκτή στο μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Οι απόψεις είναι οι ιδέες μαζοποιημένες (βλ. The anarchist tension – Al. Bonanno). Η κοινή γνώμη παράγεται σαν μια διαδοχή από εξατομικευμένες επιλογές και λύσεις, (π.χ. Υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου εναντίον υπερασπιστών του κρατικού παρεμβατισμού) όπου όλοι καλούμαστε να διαλέξουμε – όπως διαλέγουμε την κυβέρνησή μας ή το αγαπημένο μας σάντουιτς – αντί να σκεφτούμε για τον εαυτό μας. Κάπως έτσι, γίνεται φανερό, ότι οι αναρχικοί δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης για να περάσουν την «αντίθετη άποψη», και καλή τη πίστη, οι αναρχικοί δεν θα είχαν ποτέ την πρόθεση να λειτουργήσουν σε επίπεδο απόψεων, ακόμη κι αν μπορούσαν με κάποιο τρόπο να διασφαλίσουν ότι θα ήλεγχαν το περιεχόμενο της μετάδοσης των μηχανισμών διαμόρφωσης απόψεων. Όπως και να ‘χει, το πνεύμα της αναρχίας δεν μπορεί με τίποτα να μεταδοθεί μέσα από κατάθεση απόψεων. Η μαζοποίηση είναι το δηλητήριό του. Κι όμως είναι αυτό ακριβώς, το πεδίο των απόψεων που χειρίζεται ο οργανωτής, μιας και οι απόψεις και η διαχείριση της δημόσιας εικόνας είναι ισχυρά εργαλεία της εξουσίας, εργαλεία που λειαίνουν και εξομαλύνουν, που μεταμορφώνουν τις ενεργές υποκειμενικότητες σε μια πειθήνια μάζα.

Αντί για την εκχώρηση της εξουσίας και της λήψης αποφάσεων σε μια οργάνωση, πολλοί εξεγερσιακοί αναρχικοί νιώθουν την ανάγκη να οργανωθούν με τρόπο που να αποφεύγει την θεσμικότητα και την ιεραρχία, τη διάκριση οργανωτών και οργανωμένων. Αυτό το ονομάζουμε άτυπη οργάνωση. Καθόσον η φύση του οργανωτή είναι να διευθύνει και να ελέγχει, συχνά ευνοούν την συντήρηση της οργάνωσης αντί άλλων στόχων. Οι άτυπες οργανώσεις, από την άλλη, διαλύονται μόλις επιτευχθεί ή εγκαταλειφθεί ο στόχος τους. Δεν κρατιούνται με το ζόρι στη ζωή, όταν εκλείψει ο σκοπός που ένωνε τα άτομα που συμμετείχαν σε αυτές, μόνο και μόνο για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Όπως στην περίπτωση του αγώνα στο Comiso, οι άτυπες οργανώσεις είναι ένα μέσο για τις ομάδες συγγενείας να συντονίσουν τη δράση τους όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο. Πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι πολλά πράγματα γίνονται καλύτερα όταν τα αναλαμβάνει μια ομάδα συγγενείας ή ένα άτομο, και σ αυτές τις περιπτώσεις υψηλότερα επίπεδα οργάνωσης απλώς δυσχεραίνουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Το χαμηλότερο επίπεδο οργάνωσης που απαιτεί ένας στόχος είναι πάντα και το καλύτερο για να μεγιστοποιηθούν οι προσπάθειές μας.

Οι άτυπες οργανώσεις, πρέπει να βασίζονται σε μια νοοτροπία αυτόνομης δράσης. Η αυτονομία είναι απαραίτητη προκειμένου να διαφυλάξουμε τις προσωπικές μας δυνάμεις από την αλλοτρίωση, και να αποτρέψουμε τη δημιουργία ιεραρχικών σχέσεων. Η αυτονομία είναι η άρνηση να δίνεις ή να δέχεσαι εντολές, οι οποίες πάντοτε προέρχονται από τα πάνω ή από εξωτερικούς παράγοντες. Η αυτονομία επιτρέπει στις αποφάσεις να λαμβάνονται όταν αυτό είναι απαραίτητο, αντί για τις προκαθορισμένες ή αργοπορημένες αποφάσεις μιας συνέλευσης ή μιας επιτροπής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να σκεφτόμαστε στρατηγικά για το μέλλον και να κάνουμε συμφωνίες ή σχέδια από κοινού. Αντιθέτως, τα σχέδια και οι συμφωνίες είναι χρήσιμα και σημαντικά. Αυτό που κερδίζει είναι η ευελιξία που επιτρέπει στους ανθρώπους να παρατούν τα σχέδια όποτε αυτά τους είναι άχρηστα. Όπως ακριβώς μια άτυπη οργάνωση πρέπει να διαθέτει μια νοοτροπία αυτονομίας, προκειμένου να μην μετασχηματιστεί σε εξουσιαστική οργάνωση, για να αποφύγει την αλλοτρίωση των δικών της δυνάμεων πρέπει να είναι οπλισμένη με μια συνείδηση αδιαλλαξίας, με σεβασμό στο σκοπό της οργάνωσης. Ο σκοπός της οργάνωσης μπορεί μόνο να επιτευχθεί ή να εγκαταλειφθεί. Συνδιαλεγόμενοι με αυτούς που εναντιωνόμαστε (π.χ. φορείς του κράτους ή εταιριών) καταρρίπτει κάθε πραγματική εναντίωση, αντικαθιστά την πρωτοβουλία των κινήσεών μας με αυτή του εχθρού.

Τα θέλγητρα που κάνουν γοητευτική μια τέτοια συνδιαλλαγή μας με τους εχθρούς μας πρέπει να καταρριφθούν. Ο συμβιβασμός με κάθε θεσμό της κυριαρχίας (Το κράτος, την αστυνομία, τα κόμματα κλπ) ισοδυναμεί πάντοτε με την αλλοτρίωση των δικών μας δυνάμεων και την επαναφομοίωσή τους από τους θεσμούς που διατεινόμαστε ότι θέλουμε να καταστρέψουμε. Αυτού του είδους οι συμβιβασμοί καταλήγουν στην παραίτηση από τη θέληση για αποφασιστική δράση, τη λήψη αποφάσεων και τη πραγματοποίηση δράσεων όταν επιλέγουμε εμείς. Έτσι, οι συμβιβασμοί μονάχα ισχυροποιούν τη θέση του κράτους και του κεφαλαίου απέναντί μας. Για όσους επιθυμούν να διευρύνουν την πιθανότητα της εξέγερσης, για όσους δεν σκέφτονται την επανάσταση ως απλά τον σχηματισμό ενός νέου εξουσιαστικού οικοδομήματος, αλλά θέλουν την καταστροφή κάθε συστήματος που μας αποξενώνει από τις δυνατότητές μας, τέτοιοι συμβιβασμοί αντιτίθενται στους σκοπούς τους. Να αρνείσαι πάντοτε τη συνδιαλλαγή με το κράτος σημαίνει να είσαι σε διαρκή σύγκρουση με την κατεστημένη τάξη και τους θεσμούς κυριαρχίας και αποξένωσης. Η διαρκής σύγκρουση είναι η ανεξέλεγκτη αυτόνομη δράση που δεν συνδιαλέγεται με καμία εξουσία.

Πηγή: Do Or Die #10, σελ 262-264

Μεταφραση: Εκδόσεις για τη Διάδοση της Μεταδοτικής Λύσσας * Νοέμβρης 2006 //

Categories
Alfredo M. Bonanno Insurrection Jean Weir

Για το ζήτημα της οργάνωσης – Insurrection

Πηγή: περιοδικό «Insurrection»

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Ιούνης 2007

Πέρα από την οργάνωση της σύνθεσης

Αντί για μια αναρχική οργάνωση σύνθεσης αυτό που προτείνουμε είναι μια άτυπη αναρχική οργάνωση βασισμένη στον αγώνα και στην ανάλυση που προκύπτει από αυτόν.

Οι αναρχικοί κάθε τάσης αρνούνται το μοντέλο της ιεραρχικής και εξουσιαστικής οργάνωσης. Αρνούνται τα κόμματα, τις κάθετες δομές που επιβάλλουν γραμμές από τα πάνω κλπ με έναν λιγότερο ή περισσότερο προφανή τρόπο. Θέτοντας την απελευθερωτική επανάσταση σαν την μόνη λύση των κοινωνικών προβλημάτων, οι αναρχικοί θεωρούν ότι τα μέσα που χρησιμοποιούνται σε αυτόν τον μετασχηματισμό προσδιορίζουν και τους σκοπούς που θα επιτευχθούν. Και οι εξουσιαστικές οργανώσεις δεν αποτελούν φυσικά μέσο για την απελευθέρωση.

Ταυτόχρονα δεν αρκεί να συμφωνεί κανείς στα παραπάνω μόνο στα λόγια. Είναι επίσης αναγκαίο να το θέσει σε πρακτική εφαρμογή. Κατά τη γνώμη μας μια αναρχική δομή όπως οι σταθερές οργανώσεις της σύνθεσης παρουσιάζουν ουκ ολίγους κινδύνους. Όταν αυτού του είδους οι οργανώσεις αναπτύχθηκαν σε πλήρη δύναμη όπως στην Ισπανία το 1936, φάνηκε καθαρά η ομοιότητά τους με τα κόμματα. Η σύνθεση μετατράπηκε σε έλεγχο. Οπωσδήποτε σε ήσυχες περιόδους κάτι τέτοιο είναι ελάχιστα ορατό, έτσι αυτά που λέμε τώρα ίσως ακούγονται κάπως βλάσφημα.

Αυτού του είδους οι οργανώσεις βασίζονται σε ομάδες ή άτομα που βρίσκονται σε λίγο-πολύ συνεχή επαφή μεταξύ τους, και οι μεγάλες τους στιγμές είναι τα περιοδικά συνέδριά τους. Σ αυτά τα συνέδρια συζητείται η βασική ανάλυση, χαράσσεται ένα πρόγραμμα και μοιράζονται τα καθήκοντα καλύπτοντας ολόκληρη τη γκάμα της κοινωνικής παρέμβασης. Είναι μια οργάνωση σύνθεσης γιατί αυτό-ορίζεται συνδετικός κρίκος κάθε αγώνα που διεξάγεται στην ταξική σύγκρουση. Διάφορες ομάδες παρεμβαίνουν στους αγώνες, συνεισφέρουν σε αυτούς, χωρίς όμως να παρεκκλίνουν από την θεωρητική και πρακτική γραμμή που αποφάσισε η οργάνωση στην ολότητά της, στο συνέδριο.

Τώρα, κατά την άποψή μας, μια οργάνωση δομημένη με αυτόν τον τρόπο, διατρέχει τον κίνδυνο να μείνει σε σχέση με την αποτελεσματικότητα του επιπέδου του αγώνα, καθώς ο κύριος σκοπός της, διεξάγοντας την αγώνα αυτόν είναι να τον εγκολπώσει στο συνθετικό σχεδιασμό της, κι όχι να τον ωθήσει προς μια εξεγερτική πραγμάτωση. Ένας από τους βασικούς στόχους της είναι η αριθμητική αύξηση σε μέλη. Κατά συνέπεια τείνει να κρατάει τους αγώνες στο χαμηλότερο κοινό παρονομαστή κινδυνολογώντας, φρενάροντας έτσι κάθε κίνηση προς τα μπρος ή κάθε επιλογή που κρίνεται αρκετά εκτεθειμένη ή παρακινδυνευμένη.

Φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι όλες οι ομάδες που ανήκουν σε οργανώσεις σύνθεσης δρουν αυτόματα με αυτόν τον τρόπο: συχνά σύντροφοι είναι αρκετά αυτόνομοι ώστε να επιλέξουν τις πιο αποτελεσματικές προτάσεις και στόχους σε μια δεδομένη κατάσταση. Είναι ένας εσωτερικός μηχανισμός των οργανώσεων σύνθεσης που όμως οδηγεί σε αποφάσεις προβληματικές για την κατάσταση, μιας και ο κύριος στόχος της οργάνωσης είναι να αυξηθεί σε ένα όσο το δυνατόν πιο διευρυμένο μέτωπο αγώνα. Τείνει να αποφεύγει να πάρει μια καθαρή τοποθέτηση σε κάποια ζητήματα, αλλά βρίσκει έναν τρόπο, ένα πολιτικάντικο μονοπάτι να γίνει αποδεκτή από τους πολλούς και να δυσαρεστήσει όσο το δυνατόν λιγότερους.

Οι αντιδράσεις που δεχόμαστε όταν κάνουμε κάποια ανάλογη κριτική συχνά υπαγορεύεται από ένα είδος φόβου και προκατάληψης. Ο κύριος φόβος είναι αυτός του αγνώστου που μας σπρώχνει προς τυπικά οργανωτικά σχήματα. Αυτό μας εξασφαλίζει από την αναζήτηση και το ρίσκο του να βρεθούμε μπλεγμένοι σε άγνωστες καταστάσεις. Αυτό γίνεται φανερό όταν βλέπουμε την τεράστια ανάγκη ορισμένων συντρόφων για μια τυπική οργάνωση που επιτάσσει η ανάγκη μιας προκαθορισμένης σταθερότητας, συνέπειας και εργασίας βάσει ενός προγράμματος που η οργάνωση αυτή θα υποδεικνύει. Στην πραγματικότητα αυτά τα στοιχεία εξυπηρετούν μάλλον την ανάγκη μας για σταθερότητα παρά την επαναστατική αναγκαιότητα.

Από την άλλη, πιστεύουμε ότι η άτυπη οργάνωση μπορεί να παρέχει έγκυρες αφετηρίες για το ξεπέρασμα αυτής της αβεβαιότητας. Αυτή η διαφορετική οργανωτική μορφή μας φαίνεται ικανή να αναπτύξει – αντίθετα με την τυπική οργάνωση σύνθεσης – πιο συνεκτικές και δημιουργικές σχέσεις, καθώς αυτές βασίζονται στην εγγύτητα και την προσωπική γνώση του άλλου. Επιπλέον, η στιγμή που αγγίζει τις πραγματικές δυνατότητές της είναι όταν συμμετέχει σε συνεκτικές καταστάσεις πάλης, κι όχι όταν φιλολογεί για θεωρητικές ή πρακτικές πλατφόρμες, οργανωτικούς κανόνες και γραμμές.

Μια άτυπη οργάνωση δεν χτίζεται πάνω σε ένα καθορισμένο πρόγραμμα ενός συνεδρίου. Το σχέδιο της πραγματοποιείται από τους ίδιους του συντρόφους που δρουν μέσα στα πεδία του αγώνα και στην ίδια την ανάπτυξη του αγώνα. Η οργάνωση αυτή δεν αναγνωρίζει προνομιακά θεωρητικά ή πρακτικά μέσα, ούτε έχει προβλήματα σύνθεσης. Το βασικό της σχέδιο είναι αυτή της παρέμβασης σε έναν αγώνα με έναν εξεγερτικό σκοπό. Όσο και να αυξάνονται τα όρια των συντρόφων που συμμετέχουν σε μια άτυπη οργάνωση, κι όποιες συνέπειες και να έχει αυτό, η μέθοδος εξακολουθεί να μας φαίνεται έγκυρη και θεωρούμε μια πρακτική και θεωρητική επεξεργασία της να αξίζει τον κόπο!

Πέρα από τον εργατισμό – πέρα από τον συνδικαλισμό

Η χρεοκοπία του συνδικαλισμού συνεπάγεται και το τέλος του εργατισμού. Για μας αποτελεί επίσης και το τέλμα της ποσοτικής αυταπάτης που τρέφει τα κόμματα και τις τυπικές οργανώσεις της σύνθεσης. Η ανταρσία του μέλλοντος θα πρέπει να αναζητήσει νέα μονοπάτια. Ο συνδικαλισμός είναι σε παρακμή. Ευτυχώς ή δυστυχώς μαζί του χάνεται μια ολόκληρη εποχή, ένα μοντέλο αγώνα και μια ουτοπία που μεταφραζόταν σε βελτιωμένη και διορθωμένη αναπαραγωγή του παλιού κόσμου. Βαδίζουμε προς νέους και ριζικούς μετασχηματισμούς, στις παραγωγικές δομές, στην κοινωνική οργάνωση- Μέθοδοι αγώνα, προοπτικές ακόμα και βραχυπρόθεσμα σχέδια μετασχηματίζονται επίσης.

Σε μια ολοένα επεκτεινόμενη βιομηχανική κοινωνία ο συνδικαλισμός αναδιατάσσεται από εργαλείο πίεσης σε εργαλείο υποστήριξης της παραγωγικής δομής, στην ουσία της. Ο επαναστατικός συνδικαλισμός έχει επίσης δείξει τα όριά του: ωθώντας τους πιο μαχητικούς εργάτες προς τα μπρος, ενώ ταυτόχρονα τους τραβούσε προς τα πίσω, ανίκανος να αντιμετωπίσει την μελλοντική κοινωνία ή τις δημιουργικές ανάγκες της επανάστασης. Τα πάντα παρέμειναν εγκλωβισμένα στην εργοστασιακή δομή. Ο εργατισμός δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τον εξουσιαστικό κομμουνισμό. Η εμμονή σε πρωτοποριακά πεδία της ταξικής σύγκρουσης παραμένει σήμερα μια από τις καλύτερα ριζωμένες συνήθειες που δυσκολευόμαστε να ξεκόψουμε.

Τέλος του συνδικαλισμού, λοιπόν. Κάτι που λέγαμε εδώ και 15 χρόνια. Από την μία αυτό προκάλεσε πικρόχολα σχόλια και κατάπληξη, ιδιαίτερα όταν περιλάβαμε τον αναρχοσυνδικαλισμό στην κριτική μας. Σήμερα κάτι τέτοιο γίνεται πιο εύκολα αποδεκτό. Βασικά, ποιος δεν ασκεί κριτική στα συνδικάτα σήμερα; Κανείς ή σχεδόν κανείς. Όμως η σύνδεση εδώ παραβλέπεται. Η κριτική μας στο συνδικαλισμό είναι επίσης κριτική στην «ποσοτική» λογική που εσωκλείει όλα τα εμβρυακά χαρακτηριστικά του κόμματος. Είναι επίσης μια κριτικής στις τυπικές οργανώσεις σύνθεσης. Είναι επίσης μια κριτική της ταξικής κουλτούρας δανεισμένη από τον αστισμό και φιλτραρισμένη από τα πρότυπα της λεγόμενης προλεταριακής ηθικής. Όλα αυτά δεν μπορούν να αγνοηθούν. Αν αρκετοί σύντροφοι συμφωνούν μ εμάς σήμερα στην παραδοσιακή κριτική του συνδικαλισμού, αυτοί που έχουν μια άποψη για όλες τις συνέπειες που εγείρει είναι λιγοστοί.

Μπορούμε να παρέμβουμε στον κόσμο της παραγωγής χρησιμοποιώντας μέσα που δεν μπορεί να οικειοποιηθεί η ποσοτική λογική. Κατά συνέπεια δεν μπορούν να έχουν πίσω τους συγκεκριμένες αναρχικές οργανώσεις που εργάζονται στην υπόθεση της επαναστατικής σύνθεσης. Αυτό μας οδηγεί σε διαφορετικές μεθόδους παρέμβασης, αυτή της δημιουργίας εργοστασιακών πυρήνων ή περιφερειακών πυρήνων που θα περιορίζονται στη διασύνδεση με μια συγκεκριμένη αναρχική δομή, και βασίζονται εξ ολοκλήρου στην εγγύτητα. Είναι από τη σχέση ανάμεσα στους πυρήνες βάσης και συγκεκριμένες αναρχικές οργανώσεις που προκύπτει ένα νέο μοντέλο επαναστατικής πάλης, για να προσβάλει τις δομές του κεφαλαίου και του κράτους μέσα από εξεγερτικές μεθόδους.

Αυτό επιτρέπει μια καλύτερη ανάλυση των βαθύτερων μετασχηματισμών που λαμβάνουν χώρα στις παραγωγικές δομές. Το εργοστάσιο τείνει να εξαφανιστεί, νέα παραγωγικά μοντέλα παίρνουν τη θέση του, βασιζόμενα κυρίως στην αυτοματοποίηση. Οι εργάτες του χθες θα μετατραπούν μερικά σε μια υποστηρικτική δύναμη ή απλά σε μια βραχυπρόθεσμη κατάσταση ημι-εξασφάλισης και μακροπρόθεσμα επιβίωσης. Νέες μορφές εργασίας εμφανίζονται στον ορίζοντα. Ήδη οι παραδοσιακοί εργάτες δεν υπάρχουν πια. Μαζί τους και ο συνδικαλισμός. Ή τουλάχιστον δεν υπάρχει στην μορφή που υπήρχε μέχρι σήμερα. Έχει γίνει απλά μια ακόμα επιχείρηση.

Ένα φάσμα διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων, όλες τους υπό τον μανδύα της συμμετοχικής, του πλουραλισμού, της δημοκρατίας κλπ επεκτείνεται σε ολόκληρη την κοινωνία τσακίζοντας τις δυνάμεις της ανατροπής. Οι πιο οξείες στιγμές του επαναστατικού σχεδίου θα συκοφαντηθούν, θα ποινικοποιηθούν. Αλλά ο αγώνας θα βρει νέους δρόμους, θα διαχυθεί σε χιλιάδες υπόγεια ρεύματα που θα ζωογονήσουν άπειρες εκρήξεις οργής και καταστροφής ντυμένες με νέους και ακατανόητους συμβολισμούς.

Ως αναρχικοί πρέπει να προσέχουμε, κουβαλάμε ένα βαρύ φορτίο από παλιά, να μη μείνουμε μακριά από ένα φαινόμενο που δε θα μπορούμε να αντιληφθούμε και του οποίου η βία μπορεί να μας τρομάξει. Πρέπει να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε την ανάλυσή μας πλήρως.

Η άτυπη οργάνωση

Η άτυπη αναρχική οργάνωση δεν έχει σε τίποτα να κάνει με προγράμματα, πλατφόρμες ή σημαίες αλλά βασίζεται σε μια κοινή εγγύτητα μεταξύ συντρόφων που στοχεύουν στην παρέμβαση στους κοινωνικούς αγώνες βάσει ενός εξεγερτικού σχεδιασμού. Υπό αυτή την έννοια εμφανίζεται στα πεδία του κοινωνικού πολέμου και ως τέτοια τον επηρεάζει.

Αναρχικές ομάδες και άτομα βρίσκονται διάσπαρτα στο χάρτη, συχνά με ελάχιστη ή καθόλου επαφή μεταξύ τους, και λιγοστές ιδέες στις μεθόδους και τις πιθανότητες μιας παρέμβασης στην κοινωνική πραγματικότητα. Υπάρχει μια σαφής παρουσία σε ορισμένους τομείς, ιδιαίτερα μιας συνδικαλιστικής φύσης. Σε άλλους υπάρχει δράση όπως ενάντια στις πυρηνικές εγκαταστάσεις. Το ευρύτερο πεδίο παρέμβασης είναι αυτό της αντιπληροφόρησης και της προπαγάνδας.

Ένα αναρχικό κίνημα που είναι πραγματικά ενεργό και επιθετικό χρειάζεται δυο κύριους παράγοντες: εύχρηστα και εναλλασσόμενα εργαλεία και έναν στόχο με σαφή προοπτική. Πιστεύουμε ότι οι άτυπες οργανώσεις και οι εξέγερση είναι μια συνεκτική πιθανότητα που παρουσιάζεται τη δεδομένη στιγμή.

Έχει ήδη ειπωθεί ότι η οργάνωση της σύνθεσης βασισμένη σε συνέδρια και πολιτικά προγράμματα, είναι μια δομή που λόγω των εσωτερικών χαρακτηριστικών της και των μηχανισμών που την υποστηρίζουν δεν μπορεί να αποτελεί ένα οικειοποιήσιμο εργαλείο για τους συντρόφους που επιθυμούν να δράσουν σε μια εξεγερτική τροχιά. Τα πολιτικά προγράμματα και οι πλατφόρμες είναι οργανωτικά μοντέλα τα οποία, από μια εξεγερτική σκοπιά, έχουν δώσει ότι καλύτερο είχαν, χωρίς να είναι αρκετό.

Κάτι που είναι σημαντικό στην άτυπη αναρχική οργάνωση είναι η ουσιαστική γνώση μεταξύ των μελών. Αυτό και η εγγύτητα μεταξύ των συντρόφων είναι που αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της οργανωτικής μορφής της.

Έχουμε όλοι φτάσει σε κάποιες αναρχικές θέσεις με τον καιρό, με ώριμες απόψεις σχετικά με τα κοινωνικά προβλήματα. Έχουμε επίσης κάποιες ιδέες σχετικά με το πώς να παρέμβουμε στην κοινωνική πραγματικότητα και τις σχετικές στρατηγικές επιλογές που μένει να κάνουμε. Λοιπόν, ας βουτήξουμε στα προβλήματα αυτά, να βεβαιωθούμε κατά πόσο συμφωνούμε σε ορισμένα σημεία, να βρούμε τι σκεφτόμαστε. Φυσικά, δεν είναι εύκολο. Ωστόσο δεν είναι ποτέ άχρηστο να αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλον. Χωρίς αυτό, καμιά άτυπη δομή ή σχέση δεν είναι δυνατή.

Αυτή η πρόταση δε σημαίνει ότι οφείλει ο καθένας να συμφωνεί με το κάθε ζήτημα που τίθεται. Η εγγύτητα δεν έχει να κάνει με κάποιο πανομοιότυπο μοντέλο προς αποδοχή. Η γνώση των άλλου είναι μια αέναη διαδικασή που φτάνει σε μεγαλύτερα ή μικρότερα βάθη σύμφωνα με τις συνθήκες και τους σκοπούς του καθένα.

Το βασικό σχέδιο μιας άτυπης αναρχικής οργάνωσης έχει, κατά τη γνώμη μας, ως αντικείμενο την παρέμβαση σε αγώνες βάσει μιας εξεγερτικής λογικής. Η οργάνωση αυτή δεν πριμοδοτεί έναν τομέα εις βάρος ενός άλλου, δεν έχει μια ορισμένη κεντρικότητα. Επιλέγει ένα αντικείμενο που τη δεδομένη στιγμή παρουσιάζει ένα γόνιμο πεδίο ταξικής σύγκρουσης και καλλιεργεί την προοπτική της εξέγερσης. Η συζήτηση σε αυτό το σημείο είναι ανοιχτή. Η κριτική ότι η εξέγερση δεν είναι μια έγκυρη πρόταση για το σήμερα, μερικές φορές τείνει να μπερδεύει την εξέγερση με αυτό που παλιά ήταν γνωστό ως «προπαγάνδα με τη δράση». Αντίθετα, θεωρούμε ότι το εξεγερτικό σχέδιο αποκτά τη δυνατότητα να χτυπήσει την εξουσία σε κάθε εκδήλωσή της μέσα από την όξυνση της αναρχικής άτυπης οργάνωσης, πάντοτε όμως εξασφαλίζοντας μαζική συμμετοχή, αποδεικνύοντας τη δυνατότητα και την εγκυρότητα τέτοιων δράσεων.

Με αυτήν την έννοια είναι δυνατό να είσαι παρών στον ταξικό πόλεμο και να αυξήσεις τον πήχη της σύγκρουσης.

Βλέπουμε λοιπόν τις άτυπες οργανώσεις σαν έναν αριθμό συντρόφων που συνδέονται με μια κοινή εγγύτητα. Όσο αυξάνονται τα προβλήματα που οι σύντροφοι αυτοί αντιμετωπίζουν από κοινού, τόσο θα εντείνεται η κοινότητά τους. Ακολούθως η πραγματική οργάνωση, η ικανότητά τους να δρουν από κοινού π.χ. να γνωρίζουν πώς θα βρίσκονται, πώς θα μελετούν και θα αναλύουν τα προβλήματα, θα αναλαμβάνουν δράση κλπ. όλα έχουν να κάνουν με την εγγύτητα που έχουν αναπτύξει και τίποτα κοινό με τα προγράμματα, τις πλατφόρμες, τις σημαίες ενός λιγότερο ή περισσότερο συγκαλυμμένου κόμματος. Η άτυπη οργάνωση είναι λοιπόν μια συγκεκριμένη οργανωτική μορφή που αναπτύσσεται σε μια κοινή εγγύτητα.

Δίχως αμφιβολία, κάτι τέτοιο θα αποφέρει μια αριθμητική αύξηση της οργάνωσης, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι ο κύριος σκοπός της δράσης. Καθώς μια τέτοια οργάνωση αναπτύσσεται θα οικειοποιηθεί κοινά μέσα παρέμβασης. Πρώτα πρώτα ένα εργαλείο ανοιχτής συζήτησης απαραίτητο για την ανάλυσή της, όπως μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό, ικανό να παρέχει πληροφορίες πάνω σε μια ευρύτερη κλίμακα ζητημάτων και θα γίνει σημείο αναφοράς για μια ολοένα επιβεβαιούμενη εγγύτητα ή διασπορά απόψεων μεταξύ των ομάδων και των ατόμων.

Ακόμα, αυτές οι συγκεκριμένες ομάδες μπορούν επίσης να σχηματίσουν δομές βάσης περιλαμβάνοντας τους εκμεταλλευμένους σε συγκεκριμένα πεδία αγώνα, όχι σαν στοιχείο ανάπτυξης του εκάστοτε κινήματος. Με αυτήν την οπτική γίνεται περιττό να οικοδομηθεί μια σταθερή δομή προκειμένου να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα ζητήματα.

Οι δομές βάσεις έχουν έναν και μόνο σκοπό. Όταν ο σκοπός επιτυγχάνεται, ή όταν η απόπειρα αποτυγχάνει, η δομή είτε διευρύνεται σε μια κατάσταση γενικευμένης εξέγερσης είτε αποσύρεται, ανάλογα με την υπόθεση.

Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι παρόλο που ο συνδετικός ιστός της άτυπης οργάνωσης είναι η εγγύτητα των συντρόφων, η κινητήριος δύναμή της είναι πάντοτε η δράση. Αν περιορίζεται μονάχα στο πρώτο, κάθε σχέση θα παρακμάσει σε έναν ελιτίστικο βυζαντινισμό, όπου το μόνο που θα απασχολεί τον καθένα θα είναι να κρύψει την αδράνειά του.

Τα προβλήματα που άγγιξε το άρθρο αυτό αξιώνουν μια μεγαλύτερη ανάλυση και καλούμε όλους τους συντρόφους να συμμετάσχουν στη συζήτηση πάνω σε αυτά.

Αυτόνομοι πυρήνες βάσης

Ως πιο μαζικές δομές, οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης, είναι τα στοιχεία που συνδέουν τις αναρχικές άτυπες οργανώσεις με τους κοινωνικούς αγώνες. Οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης δεν είναι κάποια πρωτόγνωρη μορφή αγώνα. Προσπάθειες σε αυτήν την κατεύθυνση γίνονται στην Ιταλία την τελευταία δεκαετία. Η πιο σημαντική ήταν αυτή του Αυτόνομου Κινήματος των σιδηροδρομικών εργατών του Τορίνο, και οι αυτό-οργανωμένοι αγώνες ενάντια στην βάση πυραύλων Cruise στο Comiso.

Πιστεύουμε δίχως αμφιβολία ότι ο επαναστατικός αγώνας είναι μια υπόθεση των μαζών. Κατά συνέπεια βλέπουμε την ανάγκη να οικοδομηθούν δομές ικανές να συνδέσουν όσο περισσότερες ομάδες εκμεταλλευομένων γίνεται. Πάντα βλέπαμε με κριτικό μάτι τη συνδικαλιστική προοπτική τόσο εξ αιτίας της περιορισμένης και περιοριστικής λειτουργίας της, όσο και χάρη στην τραγική ιστορική διαδρομή της που κανένα συνθετικό «αναρχο-» δεν μπορεί να ξεπλύνει. Έτσι φτάσαμε στην υπόθεση της οικοδόμησης αυτόνομων πυρήνων βάσης που θα απορρίπτουν τα χαρακτηριστικά των μικρο-συνδικαλιστικών δομών, έχοντας διαφορετικούς στόχους και οργανωτικές σχέσεις.

Μέσα από τις δομές αυτές γίνεται μια προσπάθεια να συνδεθεί το συγκεκριμένο αναρχικό κίνημα με τους κοινωνικούς αγώνες. Ένα σοβαρό εμπόδιο στάθηκε το ζήτημα της εχεμύθειας και της ασυνεννοησίας μεταξύ συντρόφων, στο δρόμο προς μια οργανωτική μέθοδο. Είναι στις στιγμές της δράσης που έρχονται στην επιφάνεια οι διαφορές μεταξύ συντρόφων που όλοι συμφωνούν σε ζητήματα αναρχικής προπαγάνδας, αντικρατικού αγώνα, αυτοοργάνωσης και άμεσης δράσης. Όμως, καθώς βαδίζουμε προς μια οργανωτική φάση, πρέπει να αναπτύσσουμε ένα σχέδιο συμβατό με το επίπεδο της ταξικής σύγκρουσης του παρόντος.

Πιστεύουμε ότι εξαιτίας των βαθιών κοινωνικών μετασχηματισμών είναι αδιανόητο για μια συγκεκριμένη δομή να προσπαθήσει να συμπυκνώσει κάθε οικονομικό και κοινωνικό αγώνα εντός της. Σε κάθε περίπτωση, για ποιο λόγο θα έπρεπε οι εκμεταλλευόμενοι να εισχωρήσουν και να γίνουν μέλη μιας συγκεκριμένης αναρχικής οργάνωσης, προκειμένου να διεξάγουν τους δικούς τους αγώνες; Μια ριζοσπαστική αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας � της εκμετάλλευσης – μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επανάσταση. Αυτός είναι ο λόγος που παρεμβαίνουμε βάσει ενός εξεγερτικού σχεδίου. Οι αγώνες του αύριου μπορούν να έχουν θετικά αποτελέσματα μόνο αν υπάρχει μια σαφής και αποτελεσματική σχέση μεταξύ των άτυπων αναρχικών οργανώσεων και των μαζικών δομών των αυτόνομων πυρήνων βάσης.

Ο πρωταρχικός στόχος του πυρήνα δεν είναι η κατάργηση του Κράτους ή του Κεφαλαίου, τα οποία μένουν στην πραγματικότητα αλώβητα όσο παραμένουν αφηρημένες έννοιες. Το αντικείμενο του πυρήνα είναι ο αγώνας και η επίθεση στο συγκεκριμένο Κράτος και το συγκεκριμένο Κεφάλαιο στις μικρότερες και πιο ευάλωτες δομές τους, σύμφωνα με έναν εξεγερτικό σχεδιασμό.

Οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης είναι μαζικές δομές που συγκροτούν το πεδίο συνάντησης της άτυπης αναρχικής οργάνωσης και των κοινωνικών αγώνων. Η οργάνωση των ίδιων των πυρήνων διέπεται από τα εξής χαρακτηριστικά: * Αυτονομία από κάθε πολιτικό, συνδικαλιστικό ή κομματικό φορέα. * Διαρκής σύγκρουση – μια συνεχής και αποτελεσματική αντιπαράθεση με προκαθορισμένους στόχους, κι όχι σποραδικές περιστασιακές παρεμβάσεις. * Επίθεση: – η άρνηση του συμβιβασμού, της μετριοπάθειας ή του βολέματος που υποσκάπτουν την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου.

Όσον αφορά τους σκοπούς, αυτοί προαποφασίζονται και πραγματοποιούνται μέσα από επιθέσεις στις καταπιεστικές, στρατιωτικές και παραγωγικές δομές κλπ. Η σημασία της διαρκούς σύγκρουσης και της επίθεσης είναι θεμελιώδεις. Οι επιθέσεις αυτές οργανώνονται από τους πυρήνες σε συνεργασία με συγκεκριμένες αναρχικές δομές που παρέχουν πρακτική και θεωρητική υποστήριξη, αναπτύσσοντας την έρευνα για τα απαιτούμενα μέσα για κάθε δράση, καταδεικνύοντας τις δομές και τα πρόσωπα που ευθύνονται για την καταπίεση, και παρέχοντας ένα μίνιμουμ αυτοπροστασίας απέναντι σε απόπειρες πολιτικής ή ιδεολογικής επαναφομοίωσης από την εξουσία είτε απέναντι στην ωμή καταστολή.

Με μια πρώτη ματιά, η σχέση ανάμεσα στην άτυπη αναρχική οργάνωση και στους αυτόνομους πυρήνες βάσης ίσως μοιάζει αντιφατική. Η οργάνωση θέτει σε κίνηση ένα εξεγερτικό σχέδιο, ενώ οι πυρήνες βάσης μοιάζουν να κινούνται σε μια τελείως διαφορετική διάσταση, ενός μερικού αγώνα. Όμως ο αγώνας παραμένει τέτοιος μόνο στο ξεκίνημά του. Αν η ανάλυση στην οποία βασίζεται το σχέδιο ταυτιστεί με τα συμφέροντα των εκμεταλλευομένων στην κατάσταση την οποία υφίστανται, τότε μια εξεγερτική διέξοδος του αγώνα εμφανίζεται σαν πιθανότητα. Φυσικά, αυτό δεν αποτελεί κάτι δεδομένο. Ούτε και μπορεί να το εγγυηθεί κανείς.

Η μέθοδος αυτή έχει κατηγορηθεί ως ατελής και ότι δεν υπολογίζει το γεγονός ότι μια επίθεση εναντίον ενός ή περισσοτέρων δομών του καπιταλισμού πάντοτε καταλήγει στην ένταση της καταστολής. Οι σύντροφοι μπορούν να λάβουν υπόψη τους αυτές τις κατηγορίες μόνοι τους. Όσον αφορά εμάς, πιστεύουμε ότι δεν είναι ποτέ δυνατό να προβλέψεις το αποτέλεσμα ενός αγώνα στο ξεκίνημά του. Ακόμα κι ένας περιορισμένος αγώνα μπορεί να επιφέρει τις πιο απρόβλεπτες συνέπειες. Και σε κάθε περίπτωση, το πέρασμα από τις διάχυτες εξεγέρσεις – περιορισμένες και μερικές – στην επανάσταση δεν μπορεί να είναι κάτι το εγγυημένο, από καμία διαδικασία. Προχωράμε κριτικά και με σφάλματα, και προτρέπουμε όποιον έχει κάποια καλύτερη μέθοδο να την δοκιμάσει!

Οι ομάδες συγγενείας

Αντίθετα με όσα νομίζουν πολλοί, οι ομάδες συγγενείας μεταξύ συντρόφων δεν εξαρτώνται από τη συμπάθεια ή το συναισθηματισμό. Η εγγύτητα σημαίνει την καλή γνώση του άλλου, να ξέρεις τι σκέφτεται πάνω στα κοινωνικά ζητήματα, και πως νομίζει ότι μπορεί να παρέμβει στη ταξική σύγκρουση. Το βάθεμα αυτής της γνώσης μεταξύ των συντρόφων είναι ένα ζήτημα που συχνά τίθεται σε δεύτερη μοίρα, προκειμένου να ευνοηθεί η αποτελεσματικότητα της δράσης.

Ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα που χρειάζεται να αντιμετωπίσουν οι αναρχικοί σε όλη την ιστορία τους, είχε να κάνει με την μορφή της οργάνωσης του αγώνα. Στην μια άκρη του φάσματος βρίσκουμε τους ατομικιστές που αρνούνται κάθε είδους σταθερής σχέσης, στην άλλη αυτούς που υποστηρίζουν μια μόνιμη οργάνωση, που δρα βάσει ενός προγράμματος βασισμένου στη στιγμή της ίδρυσής της. Και οι δύο αυτές μορφές έχουν χαρακτηριστικά που επιδέχονται μιας κριτικής από εξεγερσιακή σκοπιά.

Πράγματι, όταν οι ατομικιστές χτυπούν τον ταξικό εχθρό, βρίσκονται συχνά πολύ μπροστά από τα πιο μαχητικά ταξικά στοιχεία της εποχής, και οι δράσεις τους δε γίνονται κατανοητές. Αντιθέτως, οι υποστηρικτές της σταθερής οργάνωσης συχνά περιμένουν μέχρι να εμφανιστεί ένας σεβαστός αριθμός εκμεταλλευομένων που θα καθορίσει το πώς και πότε θα χτυπηθεί ο ταξικός εχθρός. Οι δράσεις των πρώτων βρίσκονται πολύ μπροστά από το επίπεδο του αγώνα, των δεύτερων πολύ πίσω. Ένας από τους λόγους αυτής της ανικανότητας είναι κατά την άποψή μας η έλλειψη προοπτικής. Σαφώς, κανείς δεν έχει μια τέλεια συνταγή χωρίς μειονεκτήματα, μπορούμε ωστόσο να καταδείξουμε τα όρια που διαβλέπουμε σε κάθε είδους οργάνωση, και να ανιχνεύσουμε πιθανές εναλλακτικές. Μία από αυτές είναι γνωστή σαν “ομάδες συγγενείας”.

Ο όρος αυτός επιζητά μια εξήγηση. Η «συγγένεια» που αναφέρει συχνά γίνεται αντιληπτή κάπως συναισθηματικά. Παρόλο που δεν είναι απόλυτα διαχωρισμένο, ο όρος δε θα πρέπει να λαμβάνεται ως συνώνυμο. Μπορεί να βρισκόμαστε κοντά με συντρόφους που δεν μας είναι συμπαθείς, κι αντίστροφα. Βασικά, η «συγγένεια» με τους συντρόφους σημαίνει την καλή τους γνώση, το βάθεμα της αντίληψης του ενός για τον άλλο. Όσο αυτή η γνώση αυξάνεται, η συνεργασία μπορεί να αυξηθεί στο βαθμό του να γίνεται εφικτό να δρούμε μαζί, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να μειωθεί με την έννοια ότι κάτι τέτοιο να είναι δύσκολο για πρακτικούς λόγους.

Η γνώση του άλλου είναι μια αέναη διαδικασία που μπορεί να διακοπεί σε κάθε επίπεδο ανάλογα με τις συνθήκες και τους στόχους που θέλει ο καθένας να φτάσει. Έτσι ο καθένας μπορεί να έχει μια εγγύτητα στο να κάνει κάποια πράγματα μαζί με κάποιον άλλον, και όσον αφορά κάποια άλλα, όχι. Είναι προφανές ότι όταν μιλάμε για γνώση του άλλου, δεν εννοούμε να αναλύουμε τα προσωπικά μας προβλήματα, αν και κάτι τέτοιο μπορεί να είναι σημαντικό όταν αυτά παρεμβάλλονται στο ζήτημα της εγγύτητας του ενός με τον άλλον. Με αυτήν την έννοια, η γνώση του άλλου δε συνεπάγεται αυτόματα και την στενή σχέση με αυτόν. Αυτό που έχει σημασία είναι να γνωρίζουμε πως ο σύντροφός μας σκέφτεται σχετικά με τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει στην ταξική σύγκρουση, πως μπορεί να παρέμβει, ποιες μεθόδους θεωρεί ότι σηκώνει η εκάστοτε περίσταση κλπ.

Το πρώτο βήμα σ αυτήν τη διαδικασία είναι η συζήτηση. Είναι προτιμότερο να υπάρχει μια δηλωμένη άποψη, όπως κάποιο κείμενο, ώστε τα διάφορα προβλήματα να αντιμετωπιστούν καίρια.

Μόλις έχουν ξεκαθαριστεί τα βασικά, οι ομάδες συγγενείας είναι πρακτικά σχηματισμένες. Το βάθεμα της γνώσης μεταξύ των συντρόφων συνεχίζεται σε σύνδεση με τη δράση τους σαν ομάδα και την κοινή τους αντιμετώπιση της πραγματικότητας σαν σύνολο. Όσο αυτή η πρόοδος λαμβάνει χώρα, η γνώση τους συχνά διευρύνεται και ισχυροποιεί τους δεσμούς μεταξύ τους. Αυτό ωστόσο είναι μια συνέπεια της εγγύτητας, όχι ο πρωταρχικός στόχος.

Συμβαίνει συχνά τα πράγματα να γίνονται αντίστροφα, να ξεκινά κάποιου είδους δράση και στην πορεία να πραγματοποιούνται οι αναγκαίες διευκρινήσεις, χωρίς να φτάσει στο επίπεδο της εγγύτητας που είναι αναγκαία προκειμένου να γίνει κάτι από κοινού. Τα πράγματα τότε αφήνονται στην τύχη, μιας και κάποιου είδους παραδοχές γίνονται από την ομάδα ήδη από το σχηματισμό της. Φυσικά αυτό δεν μπορεί να σταθεί: η ομάδα είτε παλινδρομεί μιας και δεν υπάρχει κάποιος σαφής δρόμος να πάρει, είτε ακολουθεί τις τάσεις του συντρόφου ή των συντρόφων με τις πιο αποσαφηνισμένες ιδέες σχετικά με το τι θέλουν, ενώ οι υπόλοιποι επιτρέπουν στους εαυτούς τους να παρασύρονται, συχνά με ελάχιστο ενθουσιασμό ή πραγματική δέσμευση.

Η ομάδα συγγενείας από την άλλη, βρίσκει τις δυνατότητές της και κατευθύνεται εξαρχής στη δράση, βασιζόμενη όχι στην ποσότητα των μελών της αλλά στην ποιοτική δύναμη ενός αριθμού ατόμων που εργάζονται μαζί σε ένα σχέδιο που αναπτύσσουν από κοινού όσο συμπορεύονται. Από το να αποτελέσει μια συγκεκριμένη δομή του αναρχικού κινήματος και της γκάμας των δραστηριοτήτων που παρουσιάζει αυτό – προπαγάνδα, άμεση δράση, ίσως κάποια παραγωγή εντύπων, συμμετοχή σε μια άτυπη οργάνωση κλπ – μπορεί επίσης να σχηματίσει έναν «πυρήνα βάσης» ή κάποια άλλη μαζική δομή κι έτσι να παρέμβει πιο αποτελεσματικά στην ταξική σύγκρουση.

Τεύχη του Insurrection στα αγγλικά: 325

1

Categories
Pierleone Porcu

Επαναστατική Αλληλεγγύη – Pierleone Porcu

Επαναστατική Αλληλεγγύη

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να δείξεις αλληλεγγύη σε συντρόφους που βρίσκονται στο στόχαστρο του Κράτους, καθένας από τους οποίους είναι μια ευθεία έκφραση του τρόπου που ο καθένας μας παρεμβαίνει στην ταξική σύγκρουση γενικότερα.

Υπάρχουν αυτοί που αντιμετωπίζουν την αλληλεγγύη σαν παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στον εκάστοτε συλληφθέντα σύντροφο, και αναλαμβάνουν μια ανάλογη δραστηριότητα: Αναζήτηση δικηγόρων, αποστολή χρημάτων και ρούχων στη φυλακή, επισκεπτήρια κλπ. Αυτή η απλώς ανθρωπιστική αλληλεγγύη επίσης μεταφράζεται και σε δημιουργία επιτροπών στήριξης και σχετικές καμπάνιες επιρροής της κοινής γνώμης.

Έπειτα υπάρχουν αυτοί που βλέπουν την αλληλεγγύη σαν ένα πολιτικό παιχνίδι στο οποίο μπορούν να κάνουν κάποιες «διακρίσεις» ώστε να μη βλαφτεί η εικόνα της δικής τους δραστηριότητας. Έτσι για ευκαιριακούς λόγους υπερασπίζονται κάποιον που δηλώνει αθώος, ενώ δεν στηρίζουν όποιον αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του.

’λλοι πάλι, μόλις εντοπίσουν πρόσφορο έδαφος για πολιτικό εισοδισμό, με όρους προπαγάνδας, τυπώνουν αμέσως φυλλάδια και τρικάκια σε αλληλεγγύη με τους συλληφθέντες συντρόφους, δηλώνοντας δηλαδή την αλληλεγγύη τους με λόγια, ενώ στην πράξη απέχουν μακράν από κάθε τέτοια στάση.

Έπειτα, υπάρχει η αλληλεγγύη σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο. Αυτή είναι η περίπτωση των μαρξιστών-λενινιστών της εκδοχής του μαχόμενου επαναστατικού κόμματος. Δείχνουν αλληλεγγύη μόνο στις περιπτώσεις κοντινών τους, και είναι αντίθετοι με κάθε έναν που δεν μοιράζεται ή δεν αναγνωρίζει τη δική τους πολιτική γραμμή ή στρατηγική, συχνά χρησιμοποιώντας τη λογοκρισία και την περιθωριοποίηση όσων θεωρούν ενοχλητικούς.

Τι εννοούμε τότε με τον όρο επαναστατική αλληλεγγύη; Η πρώτη όψη της είναι ότι η αλληλεγγύη υπάρχει ως προέκταση της εξεγερτικής κοινωνικής πρακτικής που ο καθένας εφαρμόζει μέσα στην ταξική σύγκρουση. Π.χ. σαν μια ευθεία επίθεση στις δομές εξουσίας, μεγάλες και μικρές που βρίσκονται στην περιοχή του καθένα. Κι αυτό γιατί το κάθε τι που επιδρά στην κοινωνική πραγματικότητα, περιλαμβανομένης της ποινικοποίησης και της καταστολής εναντίον οποιωνδήποτε συντρόφων θα έπρεπε να βαραίνει αυτές. Είναι τουλάχιστον κοντόφθαλμο να προσδιορίζεις την αιτία της καταστολής εναντίον συντρόφων αποκλειστικά στο αστυνομικό-νομοθετικό σύμπλεγμα. Η ποινικοποίηση και οι συλλήψεις συντρόφων θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται εντεταγμένα σε ένα συνολικότερο πλαίσιο του κοινωνικού αγώνα, ιδιαίτερα γιατί είναι πάντοτε τα πρώτα εργαλεία στο οπλοστάσιο του Κράτους για να αποθαρρύνει τη ριζοσπαστικοποίηση παντού. ’σχετα με το πόσο εκτεταμένη ή ασήμαντη είναι, κάθε όψη της καταστολής ανήκει στους συσχετισμούς του κοινωνικού αγώνα ενάντια στις δομές της κυριαρχίας.

Η δεύτερη όψη της είναι ότι κάθε επαναστάτης σύντροφος θα έπρεπε να έχαιρε υπεράσπισης εξ ορισμού, άσχετα από τις κατηγορίες που το ποινικό και αστυνομικό σύμπλεγμα του Κράτους του αποδίδει. Εκ πρώτης, γιατί τίθεται ένα θέμα απεγκλωβισμού των συλληφθέντων συντρόφων από την κατάσταση ομηρίας στην οποία έχουν πέσει. Επιπλέον είναι ένα ζήτημα να μην χάσεις τις ευκαιρίες ώστε να ενταθεί η επίθεση ενάντια στον «νόμο», εννοούμενο σαν τη ρυθμιστική έκφραση όλων των συσχετισμών εξουσίας που υπάρχουν στην κατεστημένη κοινωνία.

Η τρίτη όψη της επαναστατικής αλληλεγγύης έχει να κάνει με την άρνηση να αποδεχτείς τη λογική άμυνας που εμπεριέχεται σε κάθε συνταγματικό νόμο, όπως για παράδειγμα το πρόβλημα του «αθώος» ή «ένοχος» των κατηγορούμενων συντρόφων, κι αυτό γιατί έχουμε υπεραρκετούς λόγους να τους υπερασπιζόμαστε και κανέναν για να δικαιολογήσουμε τον πολιτικό οπορτουνισμό του να μην το κάνουμε. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας συνηγόρους, αλλά επαναστάτες αναρχικούς, πολέμιους της κατεστημένης κοινωνικής τάξης σε όλα τα μέτωπα. Στοχεύουμε στη ριζική καταστροφή ολόκληρης της ιεραρχίας της, δεν μας ενδιαφέρει να τη δικάσουμε όπως δικάζει αυτή εμάς. Γι αυτό το λόγο θεωρούμε κάθε δίωξη προλεταρίων από το Κράτος σαν επίθεση, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για συντρόφους, επίθεση εναντίον όλων μας κι ως τέτοια πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με όλα τα μέσα που θεωρούμε κατάλληλα, σύμφωνα με τις δυνατότητές μας και τις προσωπικές τάσεις μας.

Η τέταρτη και τελευταία όψη της σχετίζεται με τη στάση μας προς τους συλληφθέντες συντρόφους, προς τους οποίους επιφυλάσσουμε την ίδια συμπεριφορά με αυτή που έχουμε προς τους συντρόφους έξω. Αυτό σημαίνει ότι για την επαναστατική αλληλεγγύη πάντοτε και σε κάθε περίπτωση υποστηρίζουμε μια ριζοσπαστική κριτική. Δείχνουμε αλληλεγγύη στους φυλακισμένους συντρόφους χωρίς να κάνουμε εκπτώσεις στις ιδέες τους. Όσοι βρίσκονται αλληλέγγυοι σε φυλακισμένους συντρόφους δεν μοιράζονται απαραίτητα τις απόψεις και τις αναφορές τους, και το ίδιο ισχύει και για μας, στο βαθμό που τους αφορά. Υποστηρίζουμε ενεργά κάθε σύντροφο, όλα για όλα, αλλά στο βαθμό που τα όσα κάνουμε γι αυτούς δεν έρχονται σε αντίθεση με την ίδια την επαναστατική εξεγερσιακή στάση ζωής. Η δική μας είναι αποκλειστικά μια σχέση ανάμεσα σε κοινωνικούς επαναστάτες σε ανταρσία, καμιά υποχώρηση από αυτό. Δε θυσιάζουμε κανένα κομμάτι του εαυτού μας, όπως δεν περιμένουμε κι από κανέναν να κάνει το ίδιο. Θεωρούμε την αλληλεγγύη έναν τρόπο να αλληλοσυμπληρωνόμαστε, να απολαμβάνουμε μεγαλύτερη ικανοποίηση και σε καμία περίπτωση δεν τη θεωρούμε ένα καθήκον, μια θυσία για τον «ιερό σκοπό», γιατί πρόκειται για την ίδια την υπόθεσή μας, για τους ίδιους τους εαυτούς μας.

Ξεκινώντας από αυτή τη βάση, της στοιχειώδους σημασίας στην ανάπτυξη μιας αναρχικής εξεγερσιακής δράσης, η επαναστατική αλληλεγγύη παίρνει αυτό το νόημα, μιας και θα δείχναμε υλική υποστήριξη σε κάθε φίλο που καταλήγει στη φυλακή. Η επαναστατική αλληλεγγύη είναι ένα συστατικό στοιχείο της ίδιας της ύπαρξής μας ως εξεγερσιακοί αναρχικοί. Είναι σε αυτή τη διάσταση που πρέπει να εκδηλωθεί αδιάκοπα, ακριβώς γιατί έτσι συνεισφέρει στην διεύρυνση αυτού που ήδη κάνουμε.

Pierleone Porcu

[μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Φλεβάρης 2007] //

Categories
Gilles Dauve

Γράμμα πάνω στην απελευθέρωση των ζώων – Gilles Dauve

η μετάφραση του γράμματος του ζιλ ντωβέ πάνω στο ζήτημα της απελευθέρωσης των ζώων

ΓΡΑΜΜΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

Αυτή η μπροσούρα έχει τη χαρακτηριστική ιδιότητα να απευθύνει ένα ζωτικής σημασίας ερώτημα: Αν ο κομμουνισμός θεωρείται ότι θα μετασχηματίσει το σύνολο της καθημερινής ζωής, μπορεί να παραμερίσει το ζήτημα της σχέσης μας με τα ζώα και των διατροφικών μας συνηθειών; Το κείμενο «Beasts of Burden» πιέζει να ξανασκεφτούμε τον όλο «πριμιτιβιστικό» διάλογο. Ελπίζουμε μια μέρα να ασχοληθούμε και μ αυτό.

1. Δεν υπάρχει λάθος στροφή στην Ιστορία

Είναι αδύνατον να προσδιορίσει κανείς πότε ή πώς η ιστορία πήγε στραβά. Ο πριμιτιβισμός (1) επιλέγει αυτά τα γεγονότα τα οποία υποτίθεται ότι επιβεβαιώνουν το σκοπό του και απορρίπτει μια τάση της ιστορίας (παραδοσιακή-κλασική ιστορία) στο όνομα άλλων, οι οποίες ανήκουν επίσης στην καπιταλιστική γνώση (ανθρωπολογία). Αντί να αποχωρίζεστε το «μαρξιστικό» ντετερμινισμό, μετατοπίζετε την έμφαση από την οικονομία στις αντιθέσεις ανθρώπου/ζώου. Είτε είναι γραμμένο από τον Rousseau, είτε από σας είτε από μας, οποιοδήποτε “Discours Des origines” συνήθως λέει περισσότερα για αυτόν που το έγραψε παρά για το παρελθόν.

Η ιστορία μας εφοδιάζει με γεγονότα και στοιχεία που επιβεβαιώνουν την μετεξέλιξη του ανθρώπου σ αυτό που είναι τώρα. Όχι πολλά παραδείγματα, αλλά αρκετά για τον καθένα για να επιλέξει και να τα επεξεργαστεί λεπτομερώς. Γιατί θα πρέπει ο κυνηγός να είναι ο πρώτος παλιάνθρωπος; Γράφετε ότι η γεωργία οδήγησε στη συσσώρευση, άρα στις τάξεις, κ.λπ… Τι γίνεται, όμως, με την τροφοσυλλογή; Δε θα μπορούσε κάποιος να συσσωρεύσει αυτά που ο άλλος είχε συγκεντρώσει; Θα μπορούσε να ήταν το ίδιο λογικό να ξεκινήσει κανείς από ένα παρόμοιο γεγονός (τον τροχό παραδείγματος χάριν) και να αναδομήσει 10000 χρόνια πάνω σ αυτό. Κανένα μεμονωμένο γεγονός δεν μπορεί να εξηγήσει τα πάντα. Η αξία δεν εξηγεί όλο το Κεφάλαιο. Δεν μπορεί κανείς να διαλέξει μια μορφή (μιας αναπόφευκτα αλλοτριωμένης) ζωής και να τη μετατρέψει σε αιτία για όλα τ άλλα. Τροφοσυλλογή εναντίον εξημέρωσης των ζώων. Γεωργία εναντίον κυνηγιού. Χωριό εναντίον πόλης. Στατικότητα εναντίον νομαδισμού. ’Ατομο εναντίον κοινωνίας. Κοινότητα εναντίον ατομικότητας. Ελεύθερο κυνήγι και ψάρεμα εναντίον κτηνοτροφίας. Ελίτ εναντίον ανθρώπων. Κεντρική εναντίον τοπικής εξουσίας. Συνθήκες ζωής γυναικών. Καταπίεση παιδιών. Τεχνική και μηχανές. Μην ξεχνάμε και τον πόλεμο! Πολλά άλλαξαν από τότε που ο τελετουργικός πόλεμος επεκτάθηκε και οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν σ αυτό που αργότερα έγινε «δουλειά». Το πιο πιθανό, είναι να συνέβησαν πολλά συγχρόνως, π.χ. κατά τη διάρκεια μερικών χιλιάδων χρόνων.

Η γεωργία δεν οδήγησε στις τάξεις και την πολιτική εξουσία. Υπήρχε ο «πρωτόγονος κομμουνισμός», μετά υπήρξαν η γεωργία και οι τάξεις και η πολιτική. Ο μαρξιστικός ντετερμινισμός (ορισμένες φορές εμφανής στα γραπτά μας) εξήγησε την ιστορία με βάση την εμφάνιση ενός «αποθέματος» που αρπάχτηκε από μια μειοψηφία. Ο Freddy Perlman το αντικαθιστά αυτό με το αρδευτικό και υδρευτικό σύστημα. Αλλά δε μας λέει, γιατί οι τοπικές κοινότητες διαλύθηκαν και γέννησαν τις “τάξεις” και το “κράτος”. Δε θα μπορούσαν συλλογικά να κατασκευάσουν φράγματα και κανάλια, χωρίς να βασιστούν σε διαμεσολαβητές; Δεν υπήρχε τίποτα το μοιραίο σ αυτήν την τεχνική εξέλιξη. Αλλιώς, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ανθρωπότητα θα αυτοϋποδουλώνεται κάθε φορά που θα χρησιμοποιεί μεγάλης έκτασης άρδευση. Υπάρχουν στοιχεία για κυνηγετικές ή αλιευτικές ή αγροτικές κοινωνίες οι οποίες δεν έγιναν καταπιεστικές για τους ανθρώπους. Γιατί; Κανείς δεν ξέρει. Δεν υπάρχει καλύτερη εξήγηση για το γιατί τα πράγματα πήγαν στραβά όπως δεν υπάρχει και εγγύηση για το πως θα γίνουν (και θα μείνουν) καλά στο μέλλον. Δεν μπορούμε να παίρνουμε κάτι το οποίο (συνήθως σωστά) αντιπαθούμε και να το ανάγουμε σε παγκόσμια αιτία για τα πάντα. Γιατί να μη διαλέξουμε τις σπηλαιογραφίες; Σχετίζονται με τη γλώσσα και άρα με τη συμβολική εξουσία, στην οποία οι άνθρωποι αυτοπαγιδεύονται, όπως υποστηρίζει ο Zerzan.

Αυτό είναι τόσο άσχετο όσο και αβάσιμο: μετατρέπει μια πτυχή της κοινωνίας σε αιτία για τα πάντα. Αν μείνουμε στο μερικό και όχι στο σύνολο, η (προ)ιστορία μπορεί να επιστρατευτεί για να αποδείξει οτιδήποτε. Οι μαχητικοί χορτοφάγοι μπορούν εύκολα να αποδώσουν όλα τα κακά της κοινωνίας στην κρεοφαγία και να αντιπαραβάλλουν σ αυτά τη φαινομενικά καλύτερη ζωή του χορτοφάγου ανθρωποειδούς πίθηκου. Ωστόσο, η άλλη πιθανότητα είναι το ίδιο καλά τεκμηριωμένη. Η κρεοφαγία έχει ειδωθεί ως απαρχή μιας απαραίτητης πτυχής της ανθρωπότητας: της κοινωνικότητας. Όπως πολλά αρπακτικά, έτσι και τα δελφίνια παρουσιάζουν ένα τύπο συνεργασίας, ιεραρχίας, κώδικες κ.λπ. Έτσι, ενώ εσείς θεωρείτε το κυνήγι βασικό παράγοντα καταπίεσης, άλλοι το αντιμετωπίζουν ως προέλευση της κοινωνίας. Νοημοσύνη σημαίνει το να είσαι ικανός να αντικρίζεις νέες καταστάσεις και να τις προσαρμόζεις σε διαρκώς εμφανιζόμενα δεδομένα.

Τα ζώα τα οποία σκοτώνουν, συνήθως, έχουν πολύ περισσότερες κοινωνικές σχέσεις απ αυτά με τα οποία τρέφονται. Τώρα, αυτό που μας οδηγεί; Σε ανώτερο επίπεδο φυσιολογίας, έχει υποστηριχθεί ότι η εμφάνιση της ζωικής πρωτεϊνης στη διατροφή μικρών εθνών (αρχαία Ελλάδα, Αγγλία, Ιαπωνία) επιβεβαίωσε τα πλεονεκτήματα της κρεοφαγίας. Και πάλι, αυτό τι σημαίνει; Η “φύση” μας εφοδιάζει με τόσα πολλά στοιχεία που αποδεικνύει κάθε επιχείρημα και γίνεται άχρηστη. Λόγω του ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίστηκαν σαν πράγματα, επαναπροσδιορίστηκαν και τα ζώα και τα δέντρα; Η αυτοκινητοβιομηχανία δεν είναι αποδοκιμαστέα, επειδή κατάγεται από τη φιλοσοφία του σφαγείου. Η κριτική μας ενάντια στον καπιταλισμό γίνεται ακριβώς, γιατί η παραγωγή αξίας μετατρέπει τα πάντα, είτε είναι κρέας είτε είναι ποιήματα, σε εμπορεύματα, και έτσι, είναι άσκοπο να απαιτεί κανείς περισσότερα ερωτικά ποιήματα και λιγότερα hamburgers. Όσο και τα δύο θα είναι προσοδοφόρα, οι βιομηχανίες θα συνεχίζουν να τα παράγουν. Θα μπορούσε να υπάρξει μια βιομηχανία για τα πάντα. Είναι η κοινωνία του μεταφορικού ιμάντα αυτή που θα πρέπει να κατανοηθεί και να μετασχηματιστεί, άσχετα με το αν μεταφέρει βιομηχανικά συσκευασμένο μπιφτέκι ή ψωμί από μαύρο αλεύρι ή ψυγεία.

2. Η ενασχόληση με οποιοδήποτε ζήτημα (στην προκειμένη περίπτωση: κρεοφαγία/χορτοφαγία ή συνθήκες ζωής των ζώων), προϋποθέτει να ρωτήσουμε ποιος θέτει το ζήτημα.

Γιατί ο μέσος νεαρός αστός της Δυτικής Ευρώπης στις αρχές του 21ου αιώνα μισεί την εικόνα ενός ντυμένου στα χακί άντρα που έχει βγει για να κυνηγήσει κουνέλια ή πάπιες; Η γνώση της φύσης, οι οικολογικές ανησυχίες και οι αντιδράσεις για την καταπίεση των ζώων δεν είναι ενδείξεις μιας ανθρωπότητας η οποία τελικά αρχίζει να συνειδητοποιεί τη σύγκρουσή της με το υπόλοιπο του πλανήτη, αλλά είναι αποτέλεσμα της αναγκαιότητας του Κεφαλαίου να σκεφτεί συνολικά και να λάβει υπ όψη του τόσο το παρόν όσο και το παρελθόν, από τους ναούς των Maya μέχρι τις φάλαινες και τα γονίδια. Οτιδήποτε εξουσιάζει πρέπει να ελέγχεται και να ταξινομείται με σκοπό να το διαχειρίζεται σωστά. Ό,τι είναι αγοραίο πρέπει να προστατεύεται. Το Κεφάλαιο είναι ο ιδιοκτήτης του κόσμου και ως γνωστόν κανέναν ιδιοκτήτη δεν τον παίρνει να είναι απρόσεχτος όσον αφορά αυτά που κατέχει. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η μπουρζουαζία σπατάλησε τη ζωή και την εργατική δύναμη εκατομμυρίων προλεταρίων. Χάρη, εν μέρει, στους αγώνες των εργατών, αυτό μετατράπηκε σε λιγότερο καταστροφική και περισσότερο προσοδοφόρα εκμετάλλευση. Τώρα, το Κεφάλαιο δεν μπορεί να συνεχίσει, σπαταλώντας εκατομμύρια πιθήκων και δέντρων. Δεν είναι σύμπτωση το ότι μια έντονη ευαισθητοποίηση πάνω στις συνθήκες ζωής των ζώων εμφανίστηκε την ίδια περίοδο με το βιομηχανοποιημένο φαγητό και την κτηνοτροφία βασισμένη στο μοντέλο του στρατοπέδου συγκέντρωσης.

Ο ανθρωπισμός και η σύγχρονη κρατική εξουσία γεννήθηκαν ταυτόχρονα. Η βιομηχανοποίηση όλων (ανθρώπων, ζώων, καθώς και του ανθρώπινου και ζωικού φαγητού) συμβαδίζει με τη διαμαρτυρία για τις αδικίες που γίνονται εις βάρος όλων. Τα τελευταία 30 χρόνια, η χορτοφαγία έχει αναπτυχθεί με τον ίδιο ρυθμό όπως και οι αγροτικές επιχειρήσεις και τα συναισθήματά μας επίσης: τρώμε, περιτυλιγμένα με πλαστικό, σάντουιτς με χοιρινό, αλλά αρνούμαστε να φορέσουμε γούνα από μινκ. Ο σύγχρονος άνθρωπος θέλει κρέας χωρίς αίμα, τσιγάρα χωρίς νικοτίνη, εμπορεύματα χωρίς κηλίδες ιδρώτα, πόλεμο χωρίς πτώματα, αστυνομία χωρίς γκλομπς, γκλομπς χωρίς χτυπήματα, χρήματα χωρίς κερδοσκοπία. Μ αυτή την έννοια, οι πιο σύγχρονοι τύποι εκμετάλλευσης βοηθούν στην κατανόηση των αντίστοιχων παλαιοτέρων. Αυτό που συμβαίνει στα ζώα είναι ένα υποβιβασμένο αποτέλεσμα “ταξικού αγώνα”, αποτέλεσμα της εξέλιξης της σχέσης Κεφαλαίου-εργασίας μετά τις εξεγέρσεις των δεκαετιών του ’60 και του ’70 στο χώρο της παραγωγής. Οι υπεύθυνοι προσπαθούν να δημιουργήσουν εργασιακούς χώρους πιο ασφαλείς και λιγότερο καταστροφικούς (=περισσότερο παραγωγικούς) για ένα πολύτιμο κεφάλαιο: την εργασία. Η εκμετάλλευση των ζώων αναπαράγει αυτήν τη διαδικασία. Σκοπεύει στο να πειραματίζεται λιγότερο στα ζώα με σκοπό να κερδίσει περισσότερα απ αυτά, επώδυνα αν χρειάζεται, ανώδυνα αν μπορεί: “μείωση του αριθμού των ζώων που θυσιάζονται, λεπτότητα στις τεχνικές που προκαλούν πόνο και αντικατάσταση των ζωντανών από προσομοιώματα και καλλιέργεια κυττάρων” (Newsweek, 16 Ιανουαρίου 1989).

Οι διαμαρτυρίες ενάντια στην εκμετάλλευση των ζώων παραλληλίζονται με τη γενική απαίτηση για μια πολυπολιτισμική, πιο ανοιχτή, μη-επιθετική κοινωνία. Το ίδιο το ζήτημα πρέπει να αμφισβητηθεί. Η έμφαση στη “σκληρότητα” συνεπάγεται ότι μια “δίκαιη” μεταχείριση θα ήταν αποδεκτή. Ο συνεχής λόγος για τις “ελεεινές” συνθήκες εργασίας καλεί για μια ανεκτή εργασία. Ο αγώνας ενάντια στην υπερβολή υποστηρίζει, λογικά, τη μετριοπάθεια. Ας υποθέσουμε ότι αυτά τα στυγερά (και συχνά καθαρά ηλίθια) πειράματα ήταν πραγματικά ανώδυνα, ακόμη και διασκεδαστικά για τα ζώα που θα συμμετείχαν. Εσύ κι εγώ θα συνεχίζαμε να εναντιωνόμαστε στις μελέτες-πειράματα για το στρες και στα πειράματα για το make-up, όπως ακριβώς θα θεωρούσαμε τους “ευτυχισμένους” εργάτες της Ford ακόμη περισσότερο αλλοτριωμένους.

3. Οι συνθήκες ζωής των ανθρώπων και των ζώων χειροτερεύουν μόνο κατά την έννοια ότι κεφαλαιοποιούνται. Επομένως, οι πιο εμφανείς φρίκες εις βάρος των ανθρώπων και των ζώων γίνονται όλο και λιγότερο εμφανώς φρικτές.

Η μπροσούρα σας ξεκινάει με τον ισχυρισμό ότι δεν είναι μόνο οι μάζες που υποφέρουν από την αυξανόμενη καταπίεση και τη φτώχεια, που όλο και εξαπλώνεται, αλλά και τα ζώα σφάζονται και βασανίζονται περισσότερο από ποτέ. Η ζωή έχει χειροτερέψει, αλλά όχι ακριβώς με την έννοια που εσείς εννοείτε. Δεν υπάρχουν περισσότεροι λιμοί και μαζικές δολοφονίες ανθρώπων απ ότι στα 1900 ή στα 1945. Ως προς την τροφή, η διατροφή του μέσου δυτικού εργάτη είναι σίγουρα πλουσιότερη και πιο ισορροπημένη απ αυτή στα χρόνια του Marx: έχει τόσο βιομηχανοποιημένο φαγητό όσο και βιομηχανοποιημένη διασκέδαση ή ταξίδια. Οι προσδοκίες της ζωής συνεχώς αυξάνονται: Αν συμβαίνει το αντίθετο στη Ρωσία, είναι γιατί αυτή πάσχει από τον οπισθοδρομικό καπιταλισμό. Τα εργαστήρια και τα εργοστάσια, στα οποία οι εργάτες δούλευαν σκληρά με πολύ μικρό μισθό, δεν είναι το μέλλον του καπιταλισμού, ούτε τα κοινωνικά επιδόματα και το επίδομα ανεργίας είναι η κύρια πηγή εσόδων για τους προλετάριους. Θα ήμασταν λάθος, αν περιγράφαμε ως κόλαση ένα μέρος που κανείς δεν το θεωρεί παράδεισο. Αυτό που είναι χειρότερο από το 1848, το 1917 ή το 1945, είναι ότι ποτέ άλλοτε δεν έχουν μετατραπεί τόσα έμψυχα και άψυχα όντα σε χρήμα και σε διαδικασίες παραγωγής χρήματος. Ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο εξαρτημένοι από κάτι πέρα απ αυτούς και…μέχρι τώρα, ανίκανοι ή απρόθυμοι να αλλάξουν την κατάσταση. Όπως έλεγε η Καταστασιακή Διεθνής, αυτό που μετράει είναι η κριτική στον πλούτο που παρέχεται από την κοινωνία και όχι στη φτώχεια η οποία επιβάλλεται σε μας. Επειδή και τα δύο πάνε μαζί.

Υπάρχει τόση φρίκη στην πολιτικά ορθή, ζαχαρένια εικόνα της αγάπης για τα ζώα την οποία αυτή η κοινωνία εμφανίζει, όση και στις σφαγές οι οποίες πραγματοποιούνται πίσω από τους ψηλούς τοίχους (των σφαγείων). Δεν ήταν η Αστυνομία της Σκέψης και το Δωμάτιο 101 που έκαναν τον κόσμο του “1984” μια βδελυγμία, αλλά ο όλος κομφορμισμός που τον περίκλειε. Η τελική αγάπη που είχε ο Winston για το Μεγάλο Αδελφό είναι τόσο τρομερή όσο (τρομερά είναι) και τα βασανιστήρια που πέρασε. Το Κεφάλαιο ακρωτηριάζει και εξευτελίζει τους ανθρώπους. Σκοτώνει εκατομμύρια ζώα. Σωστά. Αλλά οπουδήποτε το Κεφάλαιο αναπτύσσεται και γίνεται πιο “αγνά” καπιταλιστικό, καταφεύγει πολύ λιγότερο σε βασανιστήρια και σε ανοιχτή βία. Η ουσία (και κατ επέκταση η αντίθεση) του καπιταλισμού δεν μπορεί να βρεθεί στα άκρα του. Οι γενοκτονίες και οι σφαγές ζώων είναι αναπόφευκτες συνέπειες του Κεφαλαίου, αλλά δεν αποτελούν ορισμό του.

Όπως ακριβώς η εκμετάλλευση των ζώων, έτσι και ο σεξισμός και ο ρατσισμός, είναι απαραίτητα συστατικά (στοιχεία) του καπιταλισμού. Αλλά μόνο όταν τα χρειάζεται. Περιοδικά, τα αχρηστεύει, τα αντικαθιστά με καλύτερα προσαρμοσμένες μορφές. Ο ανεπίσημος ή θεσμικός ρατσισμός πάντα θα επιβιώνει σε κάποιες καπιταλιστικές χώρες, αλλά δεν είναι πουθενά απαραίτητος στο Κεφάλαιο. Για παράδειγμα, δεν ενσάρκωνε το Apartheid τη “μορφή” της μισθωτής εργασίας στη Νότια Αφρική. Πριν 15 χρόνια, φίλοι μας έλεγαν ότι μέσω των αγώνων ενάντια στο Apartheid αντιμάχονταν και τον ίδιο τον καπιταλισμό, μιας και η Νότιο-Αφρικάνικη οικονομία βασιζόταν στο ρατσισμό και δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει διαφορετικά. Μπορεί, όμως, τώρα. Και στην πραγματικότητα, το Κεφάλαιο ήταν ανάμεσα στις κινητήριες δυνάμεις που ξεφορτώθηκαν το Apartheid. Έχετε δίκιο ότι τα McDonald’s είναι το ουσιώδες ζήτημα σε πολλές πτυχές της παρούσας κοινωνίας. Αλλά ακριβώς, τα McDonald’s δεν μπορούν να απεικονιστούν ως ένα συνονθύλευμα τρομακτικών στοιχείων (κακό φαγητό + υποβαθμισμένες κοινωνικές συνθήκες για τους εργάτες, χαμηλοί μισθοί + τρομακτικές συνθήκες εργασίας, σφαγές ζώων + επέκταση της κυριαρχίας των αμερικανικών επενδύσεων και του αμερικάνικου τρόπου ζωής).

Όλα αυτά είναι πραγματικά, αλλά από τη στιγμή που αμφισβητείτε από μια ποιοτική οπτική γωνία, σας διαφεύγει τόσο η ελκυστικότητα όσο και η επιρροή του σκουπιδο-φαγητού (junk food) και της σκουπιδο-εργασίας (junk work). Η έννοια του fast food (ταχυφαγίας) είναι ιστορικά συνδεδεμένη με τις έννοιες του υγιεινού φαγητού (τα ταχυφαγεία έχουν τουλάχιστον τους ίδιους όρους υγιεινής με τις περισσότερες pub και τα περισσότερα cafe που μας αρέσουν), του “τρώω μόνος μου, αν το επιθυμώ”, της αποδέσμευσης από τους άλλους, της ελάχιστης επαφής και επικοινωνίας, της ταχύτητας αλλά και της προσφοράς μιας ημι-απασχόλησης, κυρίως για τους νέους. Αυτές οι έννοιες είναι κάτι περισσότερο από μια ιδεολογία, εκφράζουν την πραγματικότητα της σχόλης και της εργασίας στα χρόνια της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Εκμετάλλευση υπάρχει πράγματι, αλλά η υποβόσκουσα βία (σε ανθρώπους και ζώα) μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως η άλλη όψη του νομίσματος των fast food. Τα McDonald’s είναι τόσο εκμεταλλευτικά και καταπιεστικά όσο και οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, αλλά ισχυρίζεται πως είναι (και είναι σε κάποιο βαθμό) φιλική προς τον πελάτη, προς το προσωπικό και προς τα ζώα. Παίρνοντας ένα hamburger από fast food μπορεί να έχει λιγότερη κοινωνική βαρύτητα απ ό,τι αν κάθεσαι σε μια pub ή σε ένα Joe’s cafe. Το Κεφάλαιο παίρνει τη ζωή (σε όλες τις μορφές της, από την ανθρώπινη εργασία, τα δέντρα και τις αγελάδες, μέχρι τα παραμύθια με νεράιδες και τα αισθήματα), την αναπαράγει και την επιστρέφει σε μας. Αυτή είναι και η διαφορά από παλαιότερα συστήματα εκμετάλλευσης. Εκεί βρίσκεται η δύναμή του. Σε αντίθεση με ένα βαμπίρ, ρουφάει από εμάς ενέργεια, αλλά μας αφήνει ζωντανούς να μεγαλώνουμε, να αγοράζουμε και να ενεργούμε. Η παραγωγή αξίας και ο καπιταλισμός δουλεύουν, γιατί είμαστε ενεργητικοί αλλά και παθητικοί. Γιατί τα computer είναι δημοφιλή; Γιατί τα σπορ; Το κρέας είναι πράγματι σύμβολο της αστικής τάξης.

Αλλά μήπως αντιστρέφετε τα πράγματα; Είναι το ίδιο πιθανό οι αρχηγοί να κρατούσαν για τον εαυτό τους αυτό που είχε μεγαλύτερη θρεπτική αξία. Εντούτοις, ο δυτικός εργάτης (ιδιαίτερα ο άντρας) πιστεύει ακόμη στην υπερκατανάλωση κόκκινου κρέατος, ενώ η ελίτ έχει τώρα οδηγηθεί σε πιο ισορροπημένες δίαιτες. Το να είσαι πλούσιος σήμερα, σημαίνει να πηγαίνεις σε ακριβά μαγαζιά υγιεινής-συχνά χορτοφαγικά προσανατολισμένα. Στην Καλιφόρνια, μπαίνοντας σε ένα μαγαζί με junk food για τις χαμηλότερες τάξεις και ύστερα σε μια αγορά με “οργανικό-βιολογικό φαγητό” για τις μεσαίες τάξεις, είναι σαν να επισκέπτεσαι δύο διαφορετικούς πλανήτες. Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε, ο καταναλωτισμός βαθμιαία επεκτείνεται σ αυτά που ήταν προνόμιο των λίγων και την ίδια στιγμή, η μαζικοποίηση υποβαθμίζει αυτά που φέρνει στα σπίτια όλων. Η τεχνολογία μπορεί να δημιουργήσει φαγητό οποιουδήποτε σχήματος, υφής και γεύσης. Κάποια μέρα, μπορεί να υπάρχουν Χριστουγεννιάτικες γαλοπούλες, τέλειες με κόκαλα, δέρμα και ίδιο ακριβώς χρώμα, κατασκευασμένες από συνθετικούς ζωντανούς οργανισμούς, τόσο νόστιμες όσο η αληθινή, καλές για την υγεία, φθηνές και σε άφθονη ποσότητα. Τότε, η σφαγή των πουλερικών θα μειωνόταν στο ελάχιστο και μόνο για τις υψηλές τάξεις, κάτω από υποθετικά ανώδυνες και χωρίς άγχος συνθήκες, σε παραδοσιακές φάρμες, όπου οι κότες θα περπατούν γύρω-γύρω στην αυλή, πιθανόν υπό την επίβλεψη του RSPCA.

Φυσικά, οι περιθωριοποιημένες μάζες του ημι-βιομηχανοποιημένου κόσμου θα συνέχιζαν να σκοτώνουν κότες με τους πιο φρικτούς τρόπους και θα τρομοκρατούσαν τους δημοσιογράφους της Δύσης. Επιστημονική φαντασία; Τίποτα διαφορετικό από τη μη βίαιη, φιλική προς τους εργάτες βιομηχανία. Η σχέση του ανθρώπου με το υπόλοιπο της φύσης αντανακλά τη σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους. Το Κεφάλαιο, όντως, βασίζεται στην κακομεταχείριση, τον εξαναγκασμό και την καταπίεση. Αλλά η ουσία του δεν είναι περισσότερο βίαιη απ ό,τι μη βίαιη. Είναι σκληρό, όταν πρέπει, χαλαρό, όταν γίνεται πιο προσοδοφόρο. Το να αναγκάζει πεντάχρονα παιδία να δουλεύουν 12 ώρες την ημέρα ήταν αναγκαίο στα 1830, αλλά όπως έδειξε και η ιστορία, όχι ομοούσιο με τα συμφέροντα των επιχειρήσεων. Μαχόμενοι για μη βίαιες μορφές, συνεισφέρουμε στη μετακίνηση των καταπιεστικών μορφών από το ένα επίπεδο στο άλλο. Η προσδοκία για συνθετικό φαγητό επιτρέπει στο Κεφάλαιο να πραγματοποιήσει τερατωδώς το όνειρο της βιολογικής τροφής (bio-food).

4. Το ζήτημα των ζώων μπορεί να τεθεί μόνο ως ζήτημα των ανθρώπων.

Θα ήταν παράλογο να τοποθετήσουμε τον ταξικό αγώνα πάνω απ τη φύση. Το κομμουνιστικό κίνημα δεν υποστηρίζει το βιομηχανικό εργάτη έναντι της αγελάδας. Σκοπός δεν είναι να ανασυνθέσουμε την προλεταριακή τάξη, αλλά να αποσυνθέσουμε όλες τις τάξεις. Ακόμη, η εκμετάλλευση των εργαζομένων στα McDonald’s έχει μεγαλύτερη σχέση με την ιστορία απ αυτήν των αγελάδων. Και όχι επειδή οι άνθρωποι υποφέρουν περισσότερο, ούτε γιατί η κακομεταχείριση των αγελάδων μας ενδιαφέρει λιγότερο. Αλλά επειδή μόνο οι άνθρωποι μπορούν να δώσουν ένα τέλος στα McDonald’s. Τα ζώα δεν εργάζονται. Είναι παραπλανητικό να αποκαλούμε “εργασία” αυτό που ένα άλογο ή ένας μεταξοσκώληκας έχουν μάθει και αναγκάζονται να κάνουν. Γιατί τότε στη λέξη “εργασία” αποδίδεται μια τελείως διαφορετική ερμηνεία από τις πολλές παραλλαγές που γνωρίζουμε γι αυτήν (σκλάβος ή δουλοπάροικος, μισθωτή εργασία, νοικοκυριό, εργασία στο σπίτι). Η εργασία οργανώνεται απ το αφεντικό, τον προϊστάμενο, το διευθυντή…, αλλά ο εργάτης πάντα πρέπει να παίξει το δικό του ρόλο σ αυτήν την οργάνωση και μπορεί να εναλλάξει τη θέση του με οποιονδήποτε τον οργανώνει και να αμφισβητήσει την οργάνωση αυτή. Το έργο που παράγουν τα ζώα δεν είναι ούτε το αντίθετο ούτε το ίδιο με την αλλοτριωμένη εργασία: είναι κάτι άλλο.

Το κομμουνιστικό κίνημα δεν αντιδρά στη μοίρα των θυμάτων είτε αυτά είναι άνθρωποι, είτε είναι ζώα. Ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να αλλάξει εξαρτάται απ αυτά στα οποία έχει θεμελιωθεί. Ο Camatte, ο F.Perlman, οι πριμιτιβιστές και σε μεγάλο βαθμό οι “αυτόνομοι”, ξεκινούν από το γεγονός ότι υπάρχει κυριαρχία πάνω σ όλα: βλέπουν την κοινωνία σαν να στηρίζεται πάνω στον έλεγχο (του οποίου η παραγωγή είναι μονάχα ένα κομμάτι) της κάθε μορφής ζωής. Συνεπώς, το κοινό στοιχείο ανάμεσα σε ανθρώπους και ζώα έχει μεγαλύτερη σημασία απ ό,τι η διαφορά τους. Εμμένουμε στην άποψή μας πως ο καπιταλισμός κυριαρχεί και πως το Κεφάλαιο βασίζεται στην εργασία που παράγει αξία. Το να οδηγείς τους ανθρώπους στην εργασία είναι το κλειδί για να ελέγχεις τα πάντα. Όλα τα παραδείγματα που δίνονται στο κείμενο (δουλειά, εγκλεισμός, εκκαθαρίσεις, γραμμή συναρμολόγησης) επισημαίνουν μια κοινωνική (=μεταξύ ανθρώπων) σχέση, εξαιτίας της οποίας τα ζώα πράγματι υποφέρουν, αλλά το κίνητρο αυτού του μαρτυρίου είναι ο εξαναγκασμός των ανθρώπων να δουλέψουν (το πρόβατο δεν κουρεύει πρόβατο). Μια οργάνωση εργασίας αντικατέστησε κάποια άλλη, η οποία ήταν λιγότερο παραγωγική. Η βιομηχανία των ζώων δε γέννησε ένα προλεταριάτο: η γέννηση του προλεταριάτου ήταν μια από τις συνθήκες για τη βιομηχανία των ζώων.

5. Κανένα lifestyle δεν είναι ανατρεπτικό.

Ο Arthur Cravan ισχυρίζεται πως είναι λιποτάκτης από 17 χώρες. Είμαστε λιποτάκτες. Αλλά όχι επειδή με την αποχή μας από τον κόσμο θα τον αλλάζαμε. Απλά, δεν ανήκουμε. Αν απέχω από την εκλογική διαδικασία, δεν είναι επειδή κατά βάθος θα προτιμούσα τον Callaghan αντί της Thatcher για πρωθυπουργό, αλλά επειδή απαγορεύω στον εαυτό μου να ψηφίσει, λόγω επαναστατικών αρχών. Δεν είμαι αναγκασμένος να πιέσω τον εαυτό μου. Πιστεύω γνήσια πως ο Callaghan δεν είναι καλύτερος από τη Thatcher. Και (σε αντίθεση με τον αριστερό που ψηφίζει Εργατικούς ως το λιγότερο κακό) γνωρίζω καλά, παρ όλα αυτά, ότι αυτή η στάση μου δεν επιφέρει κανένα άμεσο αποτέλεσμα. (Στην καλύτερη περίπτωση η συνεισφορά της είναι να βοηθήσει να κρατήσουμε ζωντανή κάποια κοινότητα ανάμεσα σ αυτούς τους λίγους ανθρώπους που δεν ψηφίζουν για λόγους παρόμοιους με τους δικούς μου). Η αποχή από τον κόσμο δεν εμποδίζει τον τελευταίο να συνεχίσει να λειτουργεί. Αν δε θέλω να πάρω μέρος στην εκμετάλλευση κανενός, το καλύτερο είναι να μην αγοράσω ποτέ μετοχές και να ζω χωρίς λογαριασμό τράπεζας και έτσι είτε να ξοδεύω όλα μου τα χρήματα με το που τα παίρνω ή να τα κρατώ σπίτι μου σε μετρητά. Γιατί όχι; Στο τέλος της ζωής του, ο Jean Genet σχεδόν δεν είχε υπάρχοντα, ζούσε σε ξενοδοχεία και επέμενε να πληρώνεται σε μετρητά, μπορώντας, έτσι, να τα χρησιμοποιεί και να τα διοχετεύει κατά τον τρόπο που ήθελε. Δεν έκανε το μέγιστο, αλλά το καλύτερο που μπορούσε για να διαχειριστεί χρήματα σ έναν κόσμο χρημάτων.

Θα πρέπει να ζητήσουμε από τους εαυτούς μας να κάνουν το ίδιο; Θα πρέπει να το ζητήσουμε από τους φίλους μας; Ο vegan-ισμός είναι προσωπικό ζήτημα, όπως και η στάση του Genet. Ορισμένες στάσεις είναι τελείως “κακές”, αλλά καμιά δεν είναι ανώτερη από τις άλλες. Είναι άσκοπο να αναρωτιόμαστε τι είναι πιο κοντά στον κομμουνισμό. Το εισόδημα του Genet προερχόταν από τη συμμετοχή του στο φιλολογικό κόσμο. Που φυτρώνει η σόγια; Ποιος τη φυτεύει; Για πόσα χρήματα; Η λιγότερο μη κομμουνιστική στάση ίσως είναι το να μην επιλέξεις τρόπο ζωής. Το να ζεις μ ένα μίνιμουμ τάσεων της μόδας, το να παραμείνεις όσο το δυνατόν πιο ανοιχτός: η διανυκτέρευση σ ένα ιγκλού στη Γροιλανδία, μια καλύβα ερυθρόδερμου στη Βόρεια Αμερική, μια συνέλευση κατοίκων πολυκατοικίας, το να οδηγείς ένα φορτηγό στην Κένυα και να διδάσκεις αγγλικά στη Νότια Κορέα, το να ψωνίζεις από τα Tesco’s στη Battersea με τους ντόπιους προλετάριους και να ψαρεύεις με τους χωριανούς των νησιών του Νότιου Ειρηνικού. Το να προσαρμόζεσαι σε πολλές διατροφικές και σεξουαλικές συνήθειες, χωρίς να προσκολλάσαι σε καμία. Αυτό θα ήταν τόσο διαφορετικό από τον “αντιστεκόμενο” που απομονώνεται εντελώς από τον κόσμο όσο και από το άτομο ενός εναλλακτικού κοινωνικού περιβάλλοντος που βρίσκει καταφύγιο μέσα στο μικρόκοσμό του. Ένας τέτοιος (φανταστικός) “πολίτης του κόσμου” ή “ταξιδιώτης της ανθρωπότητας” δε θα έθετε τον εαυτό του ως πρότυπο.

Χωρίς αμφιβολία θα συναντούσε δυσάρεστες πτυχές αυτού του πλανήτη: το κενυατικό φορτηγό μπορεί να συμβάλλει στην παρεμπόδιση της τοπικής ζωής, μερικοί φίλοι από την pub στη Battersea μπορεί να μη συμπαθούν τους μαύρους, κ.λπ. Δεν παρουσιάζουμε ένα νέο ιδανικό του τύπου “Στο Δρόμο” (2). Αυτός ο απίθανος τύπος, απλά, μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι ο κομμουνισμός θα επιτρέψει την αλληλεπίδραση μιας κατηγορίας με όλες τις άλλες. Ίσως το κύριο λάθος του vegan-ισμού (όπως και οποιασδήποτε θεώρησης για τον κόσμο που βασίζεται πάνω σε μια συγκεκριμένη διατροφή) είναι η άποψη ότι ο άνθρωπος είναι ό,τι τρώει. Είναι ό,τι κάνει, το οποίο περιλαμβάνει και αυτά που τρώει, και οτιδήποτε κάνει πάντα γίνεται μαζί με άλλους. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι vegan και κομμουνιστές. Μπορεί να είναι vegan χωρίς να είναι κομμουνιστές ή όντας αντι-κομμουνιστές. Αν οι πανκς είναι πιθανόν να παίξουν ένα μεγαλύτερο ρόλο στις κοινωνικές αναταραχές απ αυτούς που πηγαίνουν στην όπερα, αυτό δεν έχει να κάνει με μια υποτιθέμενη ανωτερότητα των Sex Pistols έναντι του Monteverdi, αλλά έχει περισσότερο να κάνει με το γεγονός ότι το πανκ κοινό προέρχεται από πιο χαμηλές τάξεις απ ό,τι αυτό του Covent Garden. Οι πανκς δε θα είναι επαναστάτες ως πανκς. Ο vegan-ισμός ασχολείται με την κοινωνική και συμβολική εξουσία του κρέατος. Κανείς vegan δεν πιστεύει ότι πετυχαίνει ένα αληθινό χτύπημα ενάντια στη ζωική βιομηχανία: ενεργεί απλά εναντίον μιας εικόνας. Τότε, γιατί να μην αρνούμαστε να οδηγούμε; (Το οποίο, φυσικά, είναι και ευκολότερο, αν μπορείς να ζεις στο κέντρο της πόλης και όχι σ ένα απομακρυσμένο προάστιο με ανεπαρκή μέσα μαζικής μεταφοράς). Γιατί να μην απέχουμε από την πατρότητα και τη μητρότητα; Αλλά αν το κριτήριο είναι να είσαι ανταγωνιστικός της κοινωνίας (όπως στην αρχαία Ελλάδα, όπου η άρνηση του κρέατος ήταν μια επίθεση στις σχέσεις ανάμεσα στους θεούς, τους ανθρώπους και τα ζώα), τότε στην καθολική επαρχία του 1700 ή ακόμη και του 1900 θα ήταν ανατρεπτικό να τρως κρέας την Παρασκευή (όπως πράγματι, κάποιοι μαχητικοί άθεοι συνήθιζαν).

Είναι αδύνατον να ανάγεις μια ιδιαίτερη συμπεριφορά ή χειρονομία σε κανόνα ή αντι-κανόνα. Απ την άλλη, αυτοί που πιστεύουν ότι η ανθρωπότητα πήρε μια λάθος στροφή, είναι λογικά σίγουρο ότι θα αγωνιστούν για έναν κόσμο οργανωμένο ειδικά ενάντια στην επιστροφή σ αυτό το αρχικό λάθος και, για παράδειγμα, θα υιοθετήσουν μια ειδική διατροφή. Επομένως, αυτή η συζήτηση έχει μια ακόμη αξία. Μας υπενθυμίζει ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται τριγύρω από μία αιτία ή αμαρτία. Η κρεοφαγία δεν είναι η ρίζα όλων των κακών. Αλλά ούτε το χρήμα, για παράδειγμα, είναι η πηγή όλων όσων πάνε στραβά. Η ανθρωπότητα δεν υποφέρει από μια αρρώστια που ο κομμουνισμός θα γιατρέψει. Δεν υπάρχει φάρμακο. Είμαστε αμφισβητίες, όχι γιατροί. Δεν αντιτάσσουμε την υγεία έναντι της ασθένειας. Ο κομμουνισμός δεν είναι το αποτέλεσμα μιας ζωής οργανωμένης διαφορετικά, χωρίς νομοθέτες, για παράδειγμα ή χωρίς χρηματικές συναλλαγές. Μπορεί, μόνο, να χαρακτηρισθεί ως ενεργός κοινότητα. Οι άνθρωποι δε θα αναζητούν τρόπους διακίνησης των αγαθών χωρίς να χρησιμοποιούν χρήματα. Θα ζουν και θα δραστηριοποιούνται με διαφορετικό τρόπο κι αυτή η διαφορά θα περιλαμβάνει την απουσία του χρήματος, δηλαδή η εργασία δε θα είναι αποκλειστικά συνδεδεμένη με την παραγωγή. Όσο οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να σκέφτονται πρώτα και πάνω απ όλα προς την κατεύθυνση της εξάλειψης του χρήματος και της κατανομής της πολιτικής εξουσίας, τόσο θα είναι γι αυτούς η απόδειξη ότι δε φαντάζονται απλώς, αλλά κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να ζήσουν χωρίς αυτές τις μάστιγες.

6. Η χορτοφαγία αρνείται, αλλά αποδεικνύει τη ριζική διαφορά του ανθρώπου.

Κανείς δε ζητάει από το λιοντάρι να μη σκοτώνει αντιλόπες. Οι άνθρωποι το θεωρούν δεδομένο ότι η φύση έχει τους κανόνες της. Το κάλεσμα της άγριας φύσης Ο άνθρωπος είναι ο μόνος που καλείται να συμπεριφέρεται διαφορετικά. Η χορτοφαγία τον προσδιορίζει ως το ζώο που έχει την επιλογή, που μπορεί να αποφασίσει να μη βλάψει τα άλλα πλάσματα και ως εκ τούτου πρέπει να αποφασίσει να μην τα βλάψει. Με άλλα λόγια, ζητείται από τον άνθρωπο να δράσει στο ίδιο ανώτερο επίπεδο το οποίο απαρνείται. Λέγεται ότι ανήκει στη φύση, ότι τη γνωρίζει και ακριβώς επειδή τη γνωρίζει υποτίθεται ότι δεν την εκμεταλλεύεται. Δεν υποδεικνύουμε μία ασυνέπεια, προκειμένου να διαψεύσουμε τη χορτοφαγία. Αυτό που πράγματι διαψεύδουμε είναι η δυνατότητα επιλογής. Αυτή η λογική αντίθεση δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος προσδιορισμού της ανθρώπινης φύσης, δείχνοντας πώς η ανθρωπινότητα υπεκφεύγει του προορισμού της.

“To μόνο πράγμα που, πραγματικά, γνωρίζουμε για την ανθρώπινη φύση είναι ότι αλλάζει. Η αλλαγή είναι το μοναδικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό που μπορούμε να προβλέψουμε. Τα συστήματα που αποτυγχάνουν είναι εκείνα που στηρίζονται στη στατικότητα της ανθρώπινης φύσης και όχι στην εξέλιξη και την ανάπτυξή της.” (O. Wilde , The Soul of Man under Socialism) “Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που σκοτώνει για ευχαρίστηση”, ακούμε να λένε, το οποίο υπονοεί ότι ο φόνος δεν μπορεί ή δε θα πρεπε να είναι διασκεδαστικός. Συμφωνούμε απόλυτα, αλλά, υποστηρίζοντας κάτι τέτοιο, δεν κάνουμε τίποτε άλλο απ το να ανοίγουμε τη μοιραία πόρτα στο αλλόκοτο, χωρίς περιορισμούς, βασίλειο της ευχαρίστησης. Ποιος ή τι θα θέσει περιορισμούς σ αυτό; Για ποιο λόγο; Για το κοινό καλό; Για να κατανοήσουμε ότι η ευχαρίστησή μας αυξάνεται, όταν φροντίζουμε να διευρύνουμε την ευχαρίστηση των άλλων και όχι να τη συνθλίβουμε; Πόσο απλό! Πόσο αφελές! Ο Ντε Σαντ ήξερε κάτι παραπάνω. Το ίδιο και ο Φουριέ. Ποτέ, τίποτα δε θα μπορέσει να εξουδετερώσει τελείως την αντικοινωνική και αρνητική πλευρά της ανθρωπινότητας. Ο άνθρωπος δεν είναι πλασμένος για να τρώει ή να μην τρώει σάρκα. Στην πραγματικότητα , ο άνθρωπος δεν ήταν “πλασμένος” για τίποτα. Είναι μάταιο να υπερασπιζόμαστε την ομοφυλοφιλία με το επιχείρημα ότι εμφανίζεται σε ορισμένα είδη ζώων. Αυτό είναι βέβαια αλήθεια, αλλά δε μας λέει πολλά πράγματα, πέρα από την (ήδη γνωστή) ύπαρξη της ομοφυλοφιλίας.

Ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης, αλλά ταυτόχρονα είναι ξεχωριστός από τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο. Κατά πόσο αυτό έχει να κάνει με την ορθή στάση; Κατά πόσο με κοινωνικούς παράγοντες; Κάθε περίοδος μεταφράζει διαφορετικά τις διαθέσιμες πληροφορίες, ανάλογα με τις κυρίαρχες ιστορικές προοπτικές. Η συμπεριφορά του ανθρώπου κατευθύνεται και από τη φύση του και από την επιδεξιότητά του. Ο ανθρωποκεντρισμός (η άποψη, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος είναι ανώτερος από τα άλλα είδη) και η φυσιοκρατία -naturalism (η άποψη ότι ο άνθρωπος πρέπει να αφομοιώσει την υπόλοιπη φύση) αγνοούν και οι δύο ότι η ανθρώπινη φύση είναι προορισμένη να αναζητά την ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος είναι το ον που ποτέ δεν ξέρει ακριβώς τι είναι. Τα συστήματα προσπαθούν να τον καθησυχάσουν. Όταν έχει πλήρως καθησυχαστεί, όπως συμβαίνει στα ολοκληρωτικά καθεστώτα (και ο καπιταλισμός αποτελεί ένα τέτοιο καθεστώς), ο άνθρωπος γίνεται πιο καταστροφικός. Αυτό που κάνει τον άνθρωπο να διαφέρει από τα άλλα είδη είναι το ίδιο που κάνει δυνατή την πτώση του και την περιπλάνησή του. Υπάρχει κάτι αδύνατο στην ανθρωπινότητα που τίποτα δε μπορεί να το απαλείψει. Αν ήμασταν χιμπατζήδες, γάτες ή έντομα δε θα είχαμε γνωρίσει ποτέ τη μηλόπιτα, το αεροπλάνο, ούτε αυτή τη συζήτηση.

7. Το να ελπίζουμε σε μια ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσα στο δικό μας είδος και τα υπόλοιπα, είναι τόσο άσκοπο, όσο και το να αποβλέπουμε σε μια μη-βίαιη ανθρώπινη κοινότητα.

Παρ όλο που πολύ λίγοι από μας έχουν δει το εσωτερικό μιας φάρμας γουρουνιών, κάθε παιδί έχει μια γενική ιδέα για το πώς ένα γουρούνι μετατρέπεται στο μπέικον που τρώει. Κανείς δεν προσπαθεί να αρνηθεί τη σύνδεση. Κάθε πολιτισμός το χειρίζεται με το δικό του τρόπο. Οι κοινωνίες των κυνηγών θεοποιούσαν τα άγρια ζώα. Στην παραδοσιακή αγροτική ζωή, τα παιδιά έπαιζαν με το γουρούνι που εκτρέφανε οι γονείς τους και γιόρταζαν το θάνατό του. Μια ανέκδοτη ταινία που απεικονίζει αυτόν το συνδυασμό θανάτου και χαράς θα ανατρίχιαζε τους τηλεθεατές πολύ περισσότερο από το θέαμα των χιλιάδων λιμοκτονούντων Αφρικανών. Καμιά κοινωνία, εκτός από τη δική μας, δεν έφτασε σε τέτοιο σημείο το συνδυασμό μαζικής σφαγής και υποκρισίας. Μεταχειριζόμαστε τα ζώα σαν ανθρώπους, όχι το αντίστροφο, αλλά πολύ χειρότερα. Ένας απαισιόδοξος θα πει ότι τίποτα δε μπορεί να γίνει γι αυτό. Ένας χορτοφάγος θα προσπαθήσει και θα προωθήσει τον ερχομό ενός κόσμου όπου οι άνθρωποι δεν εκτρέφουν, δε χρησιμοποιούν και δεν τρώνε ζώα. Και οι δύο, όμως, ξεχνούν την αντίθεση που και τα ζώα, επίσης, αγνοούν (η γάτα δεν αναρωτιέται αν είναι σωστό ή λάθος να σκοτώσει το ποντίκι). Σε αντίθεση με τις απαισιόδοξες ή κυνικές συστάσεις, δε μπορούμε να αγνοήσουμε τη μοίρα των ζώων. Σε αντίθεση με τις ευχές των χορτοφάγων, δε μπορούμε να φερόμαστε στα ζώα όπως στο συνάνθρωπό μας: μπορούμε μόνο να προσποιούμαστε ότι το κάνουμε. Και δε μπορούμε να το ξεχάσουμε.

Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο διαφορετικό από τα άλλα και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γνωρίζει και να υπομένει. Η ανθρώπινη ύπαρξη βασίζεται σε τέτοιες αντιθέσεις. Το να σκεφτόμαστε τους εαυτούς μας ως μελλοντικά πτώματα μπορεί εύκολα να μειώσει τη δίψα μας για ζωή. Το να συλλογιζόμαστε πάνω στην άνοδο και την πτώση των πολιτισμών μπορεί να αναστατώσει τις μεγάλες ιστορικές μας προσδοκίες. Ο κομμουνισμός θα αλλάξει τη σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους αλλά και με οτιδήποτε άλλο, συμπεριλαμβανομένων και των ζώων, και επομένως τους όρους, όχι την ύπαρξη της αντίφασης. Το 3000 η ανθρωπότητα θα αριθμεί 5.000.000 πληθυσμό που όλοι τους θα είναι vegan. Ίσως…όμως μια και μόνη δίαιτα μοιάζει τόσο πιθανή όσο μία και μόνη στάση στον έρωτα και ένα είδος κατοικίας στη στέγαση. Ωστόσο, τέλος πάντων, γιατί όχι! Το πρόβλημα είναι πως κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Τα ανθρωπολογικά δεδομένα υποδηλώνουν την απόλυτη ποικιλία και τη μη-προβλεψιμότητα, όσον αφορά τους τρόπους και τα μέσα. Η συμπόνια για τα έμβια όντα, “φυσικά”, επεκτείνεται σ όλες τις μορφές ύπαρξης, ακόμα και πέρα από τη “ζωή”. Όλοι έχουμε νιώσει ντροπή και θυμό, όταν κάποιος άγονος λόφος κόβεται στα δύο ή σβήνεται από το χάρτη για να φτιαχτούν αυτοκινητόδρομοι. (Αλλά είναι εκπληκτικό το ότι δε νιώθουμε λύπη για το ίδιο είδος λόφου, όταν μετατρέπεται σε κάτι που θεωρούμε ως ένα ευφάνταστο πάρκο στο οποίο συναντιόμαστε και διασκεδάζουμε.) Από μια συνολική ή συμπαντική οπτική γωνία, μπορούμε να συμπονέσουμε το τριαντάφυλλο που τρέμει, όταν νιώθει πως όπου να ναι θα το ξεριζώσουν.

Κάποιοι άνθρωποι νιώθουν μια παράξενη έλξη για τα φυτά. Ένας φίλος κάποτε προσπάθησε να “σώσει” ένα μικρό δέντρο από ένα μοτοποδήλατο που είχε πέσει πάνω στα εύθραυστα κλαδιά του. Οι λάτρεις των αγριολούλουδων αισθάνονται πιο πολλή στενοχώρια, όταν βλέπουν κομμένα λουλούδια, παρά όταν ακούνε για ένα σφαγείο. “Δεν είσαι καθόλου ευαίσθητος;” ρωτάνε. Μια συχνή απάντηση είναι: “Τα φυτά δεν έχουν νευρικό σύστημα.” Εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα: που τραβάμε τη διαχωριστική γραμμή; Με ποιο κριτήριο; Για ένα λάτρη των φυτών, είναι το φυτό σιωπηλό ή αθώο, όχι το αρνί που το τρώει. Πρέπει να τον αποκαλέσουμε ανώμαλο;! Η φρίκη των σφαγείων διαιρεί τα όντα σε ζώα και φυτά. Τι γίνεται, όμως, με τους Αφρικανούς που κάνουν τα μυρμήγκια και τους τερμίτες γεύμα; Το πιο πιθανό, χίλιες νέες κατηγοριοποιήσεις θα άνθιζαν στον κομμουνισμό. Όπως το “Για Ένα Κόσμο Χωρίς Ηθική Τάξη” προσπάθησε να εξηγήσει, αυτό δε σημαίνει πως το να περάσεις τη διαχωριστική γραμμή θα είναι εύκολο και απλό. Αν τα πάντα ήταν πιθανά και ανώδυνα οποιαδήποτε στιγμή, το μόνο που θα το αποδείκνυε αυτό είναι πως όλα θα είχαν γίνει τα ίδια, αδιαφοροποίητα, ουδέτερα. Αν δε ρισκάρεις κάτι, δε μπορείς να κερδίσεις και τίποτα. Ποιος θα θελε να ζει σε μια κοιμισμένη πολιτεία, όπου η ανταμοιβή για το να μην κάνεις τίποτα, είναι το να μην πληγώνεσαι ποτέ; Ποιος θα θελε να ζει σ έναν κόσμο που θα είναι βγαλμένος από τις διαφημίσεις της τηλεόρασης; Αυτά που σου αρέσουν προϋποθέτουν αυτά που δε σου αρέσουν και οι προτιμήσεις μας συμβαδίζουν μ αυτά που μας αηδιάζουν.

Μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του κομμουνισμού και των καιρών μας, ωστόσο, είναι πως οι άνθρωποι δε θα προσποιούνται ότι οι κανόνες, οι συνήθειες και οι δίαιτές τους είναι παγκόσμιες σε χρόνο ή τόπο. Η πανάρχαια συζήτηση μεταξύ κρεοφαγίας και χορτοφαγίας συνεισφέρει περισσότερο στην κατανόηση της “ανθρώπινης φύσης” παρά στο να μας μάθει τι να τρώμε. Δεν υπάρχει “καλή” ή φυσική διατροφή (η πολλή βότκα και τα πολλά chips βλάπτουν, όμως). Ο κομμουνισμός συμφιλιώνει τους άντρες μεταξύ τους, τον άντρα με τη γυναίκα, τον ενήλικο με το παιδί, τον άντρα με τον εαυτό του, τα ανθρώπινα με τα μη ανθρώπινα ζώα, τους ανθρώπους με την υπόλοιπη φύση…αλλά όχι εννοώντας πως βάζει τέλος στις συγκρούσεις. Είναι αδύνατο να προβλέψουμε με ποια μορφή θα παραμείνει η βία σ έναν κομμουνιστικό κόσμο. Αυτό που ξέρουμε είναι πως οι άνθρωποι δε θεωρούν ούτε αντιμετωπίζουν τους εαυτούς τους σαν ζώα προς εξημέρωση, αλλά ούτε σαν πιθανούς αγγέλους. Δεν έχουν έμφυτο συναίσθημα ενοχής, αλλά ούτε είναι αθώοι. Κάποια μέρα οι άνθρωποι θα σταματήσουν να αντιμετωπίζουν τα ζώα με τον τρόπο που τα αντιμετωπίζουν εδώ και χιλιετίες. Αλλά οι άντρες και οι γυναίκες δε θα πράττουν ενάντια στον εαυτό τους και για χάρη των ζώων, λόγω της ευσπλαχνίας. Οι άνθρωποι δε θα θυσιάσουν τα διατροφικά τους γούστα, δε θα κόψουν το κρέας παρ όλο που τους αρέσει, επειδή θέλουν να βάλουν τέλος στο βασανισμό των ζώων. Θα τροποποιήσουν τη συμπεριφορά τους απέναντι στον κόσμο των ζώων τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τα ζώα, επειδή η γενική συμπεριφορά τους απέναντι στο σύμπαν θα αλλάξει. Παρόμοια, οι άνθρωποι δε θα σταματήσουν να δουλεύουν στη γραμμή συναρμολόγησης της Volkswagen επειδή, παρ όλο που μπορεί να τους αρέσουν τα αυτοκίνητα, θα δώσουν προτεραιότητα στην οικολογία, σε αντίθεση με τις προσωπικές τους προτιμήσεις. Θα σταματήσουν, επειδή θα έχουν ανακαλύψει μια καινούρια ζωή και επομένως νέα μέσα μεταφοράς.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι πως αν ο βιασμός είναι απίθανο να συμβεί, δε θα συμβαίνει επειδή οι άντρες θα απέχουν απ αυτόν για το κοινό καλό ή επειδή θα αποφασίσουν να μην προκαλούν πόνο στις γυναίκες, αλλά γιατί δε θα αισθάνονται την ανάγκη να τον διαπράξουν. Ζούμε ανάμεσα σε δυο όνειρα ή εφιάλτες. Ο τεχνολογικός μύθος του “Όλα είναι πιθανά” από τη μία, τον οποίο οι “φυσικές καταστροφές”, φρικτές καθώς είναι, διαλύουν ευτυχώς από καιρού εις καιρόν. Και ο μύθος της Μάνας Φύσης απ την άλλη, συνήθως πιο εύπεπτος αλλά συχνά το ίδιο παράλογος: δεν υπάρχει επιστροφή (σε πιο σημείο;). Η φύση δεν είναι μη βίαιη. Ούτε η ανθρωπότητα. Καμιά ζωή δε θα ήταν τόσο γλυκιά, ώστε να εξαλείψει οποιαδήποτε πιθανότητα επιθετικότητας. Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα παραπάνω για τη βία προς τα ζώα σ ένα μελλοντικό κόσμο, απ ό,τι για τη βία ανάμεσα στους ανθρώπους. Χωρίς αμφιβολία, η εξέλιξη της δεύτερης θα επηρεάσει την πρώτη: μια κοινωνία στην οποία οι άντρες και οι γυναίκες δε θα φυλακίζουν τους εαυτούς τους σε κελιά, δε θα φυλακίζει πια και άλλα όντα, όπως έκανε στο παρελθόν. Μπορούμε να πούμε κάτι περισσότερο; Όλα θα ανατρέπονται, από το να ζεις μέσα σε σπίτι, μέχρι το να διαβάζεις ένα βιβλίο. Ομοίως, μάλλον υπάρχει κάτι βαθιά ανθρώπινο στα σπίτια και στα βιβλία, κάτι που θα διατηρούνταν και θα εκπληρωνόταν, πιθανόν χωρίς τις μορφές του “σπιτιού” και του “βιβλίου” τις οποίες έχουμε συνηθίσει. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως ένας άλλος τρόπος ζωής, που τώρα ονομάζουμε κομμουνισμό, δε θα χρειάζεται πολλές από τις φρίκες του παρόντος και του παρελθόντος, γιατί οι άνθρωποι δε θα θέλουν ή δε θα έχουν την ανάγκη να τις διαπράξουν. Ας μη ζητάμε άλλες εγγυήσεις: δε θα υπάρξουν και δε θα μπορούσαν να υπάρξουν.

Υ.Γ.: Υπάρχουν και κάποια άλλα σημεία με τα οποία θα θέλαμε να είχαμε ασχοληθεί. Ένα είναι ο αγγλο/αγγλοσαξωνικο-κεντρισμός που παρουσιάζει το “Beasts Of Burden”. Για παράδειγμα, στην Αγγλία το κυνήγι είναι προνόμιο της άρχουσας τάξης. Στη Γαλλία είναι μια (μπουρζουάδικη) επαναστατική κατάκτηση: μετά το 1789 οι αγρότες απέκτησαν το δικαίωμα να κυνηγούν, το οποίο μέχρι τότε το είχαν μόνο οι αριστοκράτες. Το ελιτίστικο γεγονός του κυνηγιού είναι ιστορικό, π.χ. σχετικό. Μόνο το 2ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες απέκτησαν τη συνήθεια να κυνηγούν για διασκέδαση και για κύρος, κατά ένα μέρος μιμούμενοι τους βασιλιάδες της Μέσης Ανατολής. Σήμερα, μια παρακμάζουσα, αγροτική, ιεραρχική Αγγλία υποστηρίζει το κυνήγι σε μια χαμένη μάχη ενάντια στους μοντέρνους μισθωτούς που ονειρεύονται μια εφησυχασμένη, εξισωμένη κοινωνία. Ένα άλλο σημείο που δε συμπεριλάβαμε είναι η πίστη μας πως η Απελευθέρωση των Ζώων είναι θετική, όταν και εφόσον είναι παράνομη και συγκρούεται με τους μπάτσους. Αλλά πολλές απεργίες, διαδηλώσεις και ταραχές καθοδηγούμενες από αριστεριστές, μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος ή αντιδραστικά σωματεία έχουν συγκρουστεί με τους μπάτσους, πολλές φορές φτάνοντας ακόμα και στο σημείο του ένοπλου αγώνα και δεν κατέληξαν σε τίποτα άλλο παρά ένα βίαιο συντηρητισμό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) πριμιτιβισμός: Η θεωρητική τάση η οποία επικεντρώνει την κριτική της στο ζήτημα του πολιτισμού και της τεχνολογίας, εστιάζοντας, παράλληλα, στα θετικά της κοινωνικής οργάνωσης των πρωτόγονων κοινωνιών. Κυριότεροι εκφραστές της είναι ο John Zerzan, ο Fredy Perlman και άλλοι.

(2) Αναφέρεται στον τύπο του ανθρώπου που παρουσιάζεται στο ομώνυμο βιβλίο του beatnik συγγραφέα Jack Kerouac.

Categories
Aufheben

Ο πολιτισμός και οι ύστατες συνέπειές του – Aufheben

Ο πολιτισμός και οι ύστατες συνέπειές του

Μια κριτική του: Against His-story, Against Leviathan! του Fredy Perlman (Detroit: Black & Red, 1983).


[Πηγή: περιοδικό Aufheben, τεύχος 4]
[Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007]

Είμαι γεννημένος σε μια συγκεκριμένη εποχή η οποία κατέχει συγκεκριμένα μέσα παραγωγής και είδη γνώσης. Έχω την δυνατότητα να συνδυάσω την ικανότητα μου με τη γνώση μου, και μπορώ να χρησιμοποιήσω όλα τα κοινωνικά προσβάσιμα μέσα παραγωγής ως εργαλεία με τα οποία μπορώ να πραγματοποιήσω ένα ατομικό ή συλλογικό σχέδιο. – R. Gregoire & F. Perlman, 1969[1]

Ο Πολιτισμός δέχεται επίθεση. Ένα νέο ρεύμα κριτικής εμφανίστηκε στα τελευταία χρόνια, ενωμένο μέσα από έναν ανταγωνισμό προς κάθε άλλη τάση που μοιάζει να περιλαμβάνει την «πρόοδο» ως μέρος του προγράμματός της. Το βιβλίο του Perlman, που περιγράφεται στον κατάλογο της AK Distribution του 1993 ως «ένα από τα πιο σημαντικά αναρχικά κείμενα αναφοράς των τελευταίων δεκαετιών» (σελ. 30), είναι ένα από τα κείμενα κλειδιά αυτού του «πρωτογονιστικού» ρεύματος. Στις ΗΠΑ και εδώ, είναι ανάμεσα στους αναρχικούς κύκλους, ιδιαίτερα αυτούς που σχετίζονται με οικολογικούς αγώνες, που ο πρωτογονισμός έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής. Όμως ο Perlman υπήρξε επίσης μαρξιστής (όπως μαρτυρά και το απόφθεγμα παραπάνω), και μάλιστα συνεισέφερε στην ανάπτυξη μιας ελευθεριακής εκδοχής της θεωρίας του Μαρξ για αρκετά χρόνια. Η εξ’ ολοκλήρου εγκατάλειψη του Μαρξ για χάρη του πρωτογονισμού έχει αγγίξει τον μη-λενινιστικό επαναστατικό χώρο κι εδώ, με την πρόσφατη μετακίνηση της Wildcat [2] προς μια αντι-πολιτισμική τοποθέτηση.

Μια κατεύθυνση που υποδεικνύει το πρωτογονιστικό ρεύμα είναι η ανάγκη ανάπτυξης μιας κριτικής της τεχνολογίας. Αυτό είναι κάτι που η παλιά αριστερά δεν μπορεί να αντιληφθεί, και είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους είναι ανίκανη να συνδεθεί επαρκώς με τις τάσεις προς τον κομμουνισμό. Σύμφωνα με τις περισσότερες ποικιλίες του αριστερισμού, η τεχνολογική πρόοδος και συνεπώς η οικονομική ανάπτυξη θα είναι για όλους, όσο σχεδιάζονται ορθολογικά. Αυτό που εμποδίζει την πλήρη και ορθολογική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι η ανορθολογικότητα της καπιταλιστικής αγοράς. Όλα αυτά αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο οι αριστεριστές σχετίζονται με τους νέους αγώνες στο πεδίο της τεχνολογικής «προόδου», όπως το κίνημα ενάντια στην εξάπλωση των αυτοκινητοδρόμων. Έτσι, ενώ οι οππορτουνιστές όπως το SWP μεταχειρίζονται τους αγώνες αυτούς σαν δίκαιους μόνο και μόνο επειδή θεωρούν ότι μπορεί να δημιουργήσουν ένα γόνιμο έδαφος για να στρατολογηθεί κόσμος για τους «πραγματικούς» αγώνες, άλλοι αριστεριστές που είναι πιο ανοιχτά παραδοσιακοί σ αυτό το θέμα – όπως το RCP – επαναλαμβάνουν το παλιό αίτημα, ότι δηλαδή αυτό που πραγματικά θέλουν οι προλετάριοι είναι περισσότεροι και καλύτεροι δρόμοι (έτσι ώστε να μπορούμε όλοι να πηγαίνουμε στη δουλειά στην ώρα μας, ίσως!): μια σύγχρονη υποδομή είναι αναγκαία για την ανάπτυξη, και μια αναπτυσσόμενη οικονομία αναγκαία για μια καλύτερη ποιότητα ζωής…

Το παλιό σχέδιο της απλής κατάκτησης των μέσω παραγωγής ήταν αποκύημα μιας εποχής προτού ο καπιταλισμός επενδύσει τόσο εκτεταμένα την υποκειμενικότητά του στην τεχνολογία, και τον εργατικό σχεδιασμό. Η τεχνολογία που υπόσχεται την απελευθέρωσή μας είναι στην πραγματικότητα αυτό που μας υποδουλώνει, ρυθμίζοντας τις δραστηριότητές μας μέσα από την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο. Τα μηχανήματα και τα εργοστάσια ρυπαίνουν το περιβάλλον μας και καταστρέφουν τα σώματά μας. Τα προϊόντα τους μας παρέχουν μια εικόνα της αληθινής ζωής αντί για την ουσία της. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι συνήθως καταλληλότερο να διαλύσουμε τα υπάρχοντα μέσα παραγωγής από το να τα διαχειριστούμε απλώς διαφορετικά. Πρέπει λοιπόν να πάμε πέρα από τις αριστερίστικες εμμονές της ουδετερότητας της τεχνολογίας και να προβληματιστούμε σχετικά με τον δικό τους ορισμό της προόδου.

Το τρέχον κίνημα ενάντια στους αυτοκινητόδρομους μας παρέχει ένα καλό παράδειγμα έμπρακτης κριτικής της προόδου – με την έννοια της αμφισβήτησης των κυρίαρχων ορισμών της προόδου μέσα από την φυσική παρεμπόδιση της εφαρμογής τους. Όπως ισχυριζόμασταν και στο τελευταίο τεύχος μας, αγώνες όπως αυτός της διασταύρωσης Μ11 στο βόρειο-ανατολικό Λονδίνο πρέπει να γίνονται αντιληπτοί σαν μέρος του ταξικού αγώνα. Κι αυτό συμβαίνει συχνά παρά το τι πιστεύουν αυτοί που παίρνουν μέρος σε αυτούς, μερικοί από τους οποίους αντηχούν την ιδεολογική κριτική του Perlman στην πρόοδο. Σε αντίθεση με αυτή την έμπρακτη κριτική, η ιδεολογική κριτική υποσκάπτει ενεργά μια συνολική κριτική του καπιταλισμού. Έτσι ο Perlman απορρίπτει τις ανεπιθύμητες αριστερίστικες εμμονές αλλά μόνο μέσα από μια οπισθοχώρηση σε μια μορφή ρομαντικού ημι-αναρχισμού ο οποίος είναι ανίκανος να αντιληφθεί την αναγκαιότητα του κινήματος να καταργήσει το κεφάλαιο. Δεδομένου ότι ο Perlman αποτελεί μια μόνο φωνή, το άρθρο αυτό θα χρησιμοποιήσει μια επισκόπηση του βιβλίου του σαν αφορμή για μια κριτική κι άλλων εκφράσεων του νέου πρωτογονιστικού ρεύματος.

Το ζήτημα ενάντια στην «πρόοδο»

Το βιβλίο του Perlman ξεκινά με έναν διαχωρισμό ανάμεσα σε μια φυσική κατάσταση (αρμονίας μεταξύ της ανθρωπότητας και της υπόλοιπης φύσης) και στον πολιτισμό. Ο πολιτισμός ξεκινά, όχι γιατί όλοι επιθυμούν να αναπτύξουν τις συνθήκες της ύπαρξής τους, όχι εξ αιτίας των «υλικών συνθηκών», αλλά επειδή μια μικρή ομάδα ανθρώπων επιβλήθηκε στους υπόλοιπους. Το βιβλίο του Perlman ανιχνεύει την καταγωγή του πολιτισμού στους Σουμέριους, οι οποίοι λέει πως υποχρεώθηκαν να χτίσουν υδατοφράγματα προκειμένου να εξασφαλίσουν μια κανονική παροχή νερού. Οι Σουμέριοι εμπιστεύτηκαν τη διεύθυνση της κατασκευής των φραγμάτων σε ένα άτομο, από το οποίο σταδιακά προήλθε μια πανίσχυρη ελίτ ειδικών, και στη συνέχεια μια ελίτ πολεμιστών – η πρώτη κυρίαρχη τάξη, ήταν γεγονός.

Κάτω από τη διεύθυνση της κυρίαρχης τάξης τους, οι Σουμέριοι έπειτα κήρυξαν πόλεμο στους γείτονές τους, υποδουλώνοντάς τους τον έναν μετά τον άλλον. Το υπόλοιπο βιβλίο του Perlman ασχολείται με την υπόλοιπη παγκόσμια ιστορία, ανιχνεύοντας την εξέλιξη – και την αντίσταση εναντίον – των διαφόρων τύπων Λεβιάθαν (το όνομα το δανείζεται από τον Hobbes, και χρησιμοποιείται από τον Perlman για να περιγράψει τον πολιτισμό, την ταξική κοινωνία ή το κράτος), καθένας από τους οποίους χρησιμοποιεί τα ανθρώπινα όντα σαν πηγή ενέργειας, ενσαρκώνεται από αυτά, και τα αποβάλλει καθώς παρακμάζει, μόνο για να αναπαράγει αργότερα έναν άλλον Λεβιάθαν. Οι Λεβιάθανς μάχονται μεταξύ τους, όμως ο νικητής είναι πάντοτε ένας Λεβιάθαν. Δεδομένου ότι η βασική αντίθεση εντοπίζεται ανάμεσα στον Λεβιάθαν και την καταπιεζόμενη πλειοψηφία, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των μορφών των ταξικών κοινωνιών μπορούν εν πολλοίς να παραληφθούν.

Ο Perlman φαίνεται να συμφωνεί με τον Marx ότι αυτό που διαχωρίζει τον πολιτισμό από τον πρωτόγονο κομμουνισμό είναι η ανάπτυξη των μέσων της παραγωγής, η οποία καθιστά δυνατή την απόσπαση επιπλέον μόχθου και συνεπώς την ύπαρξη μιας παρασιτικής μη-παραγωγικής τάξης. Όμως το βιβλίο αμφισβητεί την παραδοσιακή μαρξιστική θεώρηση προτείνοντας ότι στον πρωτόγονο κομμουνισμό υπήρχαν ήδη υπεραξίες [3]. Αν δεν υπήρχε πρόβλημα με τα μέσα της επιβίωσης, δε θα υπήρχε και ανάγκη να αναπτυχθούν τα μέσα παραγωγής. Έτσι η εμφάνιση του πολιτισμού εμφανίζεται ως ανάλογη μιας «πτώσης από τον κήπο της Εδέμ».

Ωστόσο, ο ισχυρισμός του Perlman ότι οι αρχαίοι Σουμέριοι ένιωθαν υποχρεωμένοι να εισάγουν τις τεχνολογικές καινοτομίες, συνεπάγεται ότι ο πρωτόγονος κομμουνισμός δεν ήταν τελικά και τόσο ειδυλλιακός: το μέρος όπου ζούσαν ήταν μια «κόλαση», έπρεπε να καλλιεργήσουν μια ζούγκλα, στις εποχές των βροχών πλημμύρες παρέσυραν τις σοδιές και τις κατοικίες τους, ενώ στις περιόδους ξηρασίας τα φυτά τους μαραίνονταν [4]. Αυτό ίσως υποδεικνύει πως η πληθυσμιακή αύξηση ανάγκασε αρκετούς ανθρώπους να ζήσουν σε περιθωριακά εδάφη, μακριά από κάθε υπεραξία. Επίσης φαίνεται να αντιβαίνει με τον επαναλαμβανόμενο ισχυρισμό του Perlman ότι οι υλικές συνθήκες δεν ήταν υπεύθυνες για την ανάπτυξη της τεχνολογίας και κατ’ επέκταση του πολιτισμού. Αν η έλλειψη μιας κανονικής παροχής νερού δεν είναι υλική συνθήκη τότε τι είναι; Παρομοίως, η υλική συνθήκη ενός αύξοντος πληθυσμού μένει εκτός συζήτησης [5]. Οι κοινωνικές σχέσεις που περιγράφει ο Perlman οι οποίες συνοδεύουν την νέα τεχνολογία φαίνεται να είναι μάλλον αυθαίρετες. Το μεγαλύτερο (όλο βασικά) κομμάτι της ιστορίας φαίνεται να κρέμεται από την απόφαση που έλαβε η «σοφή» [sic] γερουσία των Σουμερίων, να θέσει δηλαδή έναν «δυνατό νέο άνδρα» να «επιβλέπει» την κατασκευή των φραγμάτων. (Κι έτσι δεν έχουμε να κατηγορήσουμε παρά μια μικρή μειοψηφία…)

Τα γραπτά του John Zerzan, όπως η συλλογή δοκιμίων του με τίτλο Elements of Refusal [6], φαίνεται να πηγαίνουν το γενικό επιχείρημα του Perlman ακόμα πιο πέρα (πιο πίσω). Τα γραπτά του Zerzan δεν είναι η ορθοδοξία του νέου πρωτογονιστικού ρεύματος, αλλά έχουν υπάρξει σημαντικά για τον αμερικανικό πρωτογονιστικό και οικο-αναρχικό χώρο ώστε να εστιάσουν τις θεματικές τους σε ζητήματα όπως της γεωργίας. Η όλη προβληματική στις απόψεις του Zerzan μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Ο συμβολισμός έθεσε σε κίνηση τη διαδοχή των τρομακτικών γεγονότων που αποτελούν την κληρονομιά του πολιτισμού. Ο συμβολισμός οδήγησε σε ιδέες όπως ο χρόνος, οι αριθμοί, η τέχνη και η γλώσσα, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν στη γεωργία. Η θρησκεία καταδικάζεται επίσης, ως συνεισφορά της γλώσσας , και ένας από τους πρώτους θεσμούς της γεωργίας: η παραγωγή τροφής είναι «στη βάση της… μια θρησκευτική δραστηριότητα» (σελ 70). Όμως, γιατί είναι τόσο κακή η γεωργία; Σύμφωνα με τον Zerzan, «η αιχμαλωσία καθώς και κάθε μορφή σκλαβιάς έχει τη γεωργία σαν γεννήτορα ή μοντέλο της» (σελ 75). Έτσι, ενώ ο Perlman ίσως προτιμούσε να υπερασπιστεί τις υπάρχουσες πρωτόγονες κοινότητες ενάντια στην εξάπλωση της καπιταλιστική ανάπτυξης, ο Zerzan αντιμετωπίζει κάποιον που χρησιμοποιεί την γεωργία ως ήδη αλλοτριωμένο που κατά συνέπεια δεν έχει ανάγκη διάσωσης: ακόμα και οι πιο άγριες φυλές δεν είναι αρκετά αγνές γι αυτόν. Παρομοίως, η αέναη ανάπτυξη που αποτελεί έμπνευση για αρκετούς πρωτογονιστές, φαίνεται στα μάτια του Zerzan σαν ένα ακόμη μέρος του προβλήματος μιας και αποτελεί μια μέθοδο παραγωγής. Στο τελευταίο του έργο [7] απορρίπτει ακόμα και τις κοινωνίες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών μιας και το κυνήγι οδηγεί επίσης στο συμβολισμό (και σε όσα έπονται).

Είναι ίσως εύκολο να απορρίψουμε πολλούς από τους ισχυρισμούς των Perlman και Zerzan ως μισο-ιδεαλισμό. Δεν είναι επίσης τόσο αυθεντικοί, και θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι δεν είναι παρά εκχυδαϊσμοί των ιδεών του Camatte (δες παρακάτω). Αν ενδιαφερόμαστε για τη θεωρία, θα ήταν πολύ πιο κατάλληλο να αναπτύξουμε μια κριτική στο δικό του έργο παρά στο δικό τους. Ωστόσο ο Camatte είναι πολύ λιγότερο γνωστός και αναφέρεται πολύ πιο σπάνια απ’ ότι ο Perlman ή ο Zerzan. Το γεγονός ότι οι δικές τους ιδέες γίνονται κάτι σαν υλική δύναμη – με την μορφή ενός αύξοντος αριθμού ανθρώπων που συμμετέχουν σε αγώνες με μια πρωτογονιστική θεώρηση – σημαίνει ότι οφείλουμε να τους πάρουμε στα σοβαρά, τον καθένα με τον τρόπο του.

Το σύγχρονο περιεχόμενο του πρωτογονισμού

Οι ιδέες για μια περασμένη χρυσή εποχή και η απόρριψη του πολιτισμού δεν είναι κάτι το νέο. Το ρομαντικό κίνημα στην αστική φιλοσοφία ξεκινά με τον Rousseau, που εγκωμίασε τις αδιαμεσολάβητες σχέσεις με τη φύση και χαρακτήρισε την «βιομηχανία» σαν κάτι το κακό. (Ο Perlman αναφέρει τον Rousseau συγκατανεύοντας). Γιατί όμως αυτή η παλιά ιδέα έγινε τόσο δημοφιλής τώρα;

Δεν είναι σύμπτωση που οι αντι-πολιτισμικές ιδέες έχουν ανθίσει ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Είναι εύκολο να δούμε ότι οι ιδέες αυτές βρίσκουν ερείσματα εκεί όπου υπάρχει ακόμα μια αναγνωρίσιμη άγρια φύση η οποία αυτή τη στιγμή καταστρέφεται από την παραγωγή. Οι ΗΠΑ διαφοροποιούνται από την Ευρώπη ακόμα στο γεγονός ότι δεν έχουν την μακρά ιστορία αγώνων που χαρακτηρίζει το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό (και τη δημιουργία του προλεταριάτου). Απεναντίας, αυτό που έχουν ζήσει είναι η ολοκληρωτική επιβολή του καπιταλισμού στις ιθαγενικές κουλτούρες – μια αληθινή γενοκτονία. Επιπλέον, στα πρόσφατα χρόνια, οι ΗΠΑ έχουν διαφοροποιηθεί από την Ευρώπη ως προς το εύρος της ήττας του εκεί προλεταριακού αγώνα.

Η ήττα φέρνει την απαισιοδοξία, κι όταν το τρέχον ριζοσπαστικό κίνημα βρίσκεται σε παρακμή, είναι πιο εύκολο να είσαι ριζοσπάστης σχετικά με το παρελθόν, παρά με έναν έμπρακτο τρόπο εδώ και τώρα [8]. Στη βιογραφία του Perlman μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια μετακίνηση από την ελπίδα στο προλεταριάτο ως απελευθερωτική δύναμη προς την στροφή στη φύση και το παρελθόν με το περιεχόμενο της ήττας. Ως μαρξιστής, ο Perlman είχε συμμετάσχει στα γεγονότα του 1968, όπου ήρθε σε επαφή με τα κείμενα και τις ιδέες της Καταστασιακής Διεθνούς, του αναρχισμού και της ισπανικής επανάστασης, και τέλος του συμβουλιακού κομμουνισμού. Μετέπειτα, ωστόσο, κατά την μετάβασή του στις ΗΠΑ, «η ολοένα και πιο συρρικνωμένη αρένα για μια σημαντική πολιτική δράση στις αρχές του ’70 οδήγησε τον Fredy να αντιμετωπίσει τον εαυτό του λιγότερο ως «ακτιβιστή» και περισσότερο σαν κάποιον που γράφει τις αναμνήσεις του» [9]. Η πορεία του Perlman είναι στενά συνδεδεμένη με αυτήν του Jacques Camatte, κάποτε συντρόφου του ιταλού αριστερού κομμουνιστή Bordiga (σ.τ.μ. αριστεροί κομμουνιστές λέγονταν στην Ιταλία η μη-λενινιστές κομμουνιστές, ανάλογοι των συμβουλιακών της γερμανικής και ολλανδικής αριστεράς). Ο Camatte διέρρηξε τους δεσμούς του με τις αριστερές κομμουνιστικές οργανώσεις, εν μέρει εξαιτίας της αναγνώρισης εκ μέρους του της ανάγκης να πάμε πέρα από τους («αντικειμενικούς») σκοπούς τους, και της εκ νέου ανάγνωσης του Marx στη βάση μιας ριζοσπαστικής υπόσχεσης που προσφέρουν κείμενα όπως οι «Συνέπειες της ’μεσης Παραγωγικής Διαδικασίας» (το «χαμένο έκτο κεφάλαιο» του Κεφαλαίου. Τόμος 1), τα Grundrisse, και τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844. Ωστόσο, ο Camatte τελικά κατέληξε πως το κεφάλαιο ήταν στην πραγματικότητα παντοδύναμο, και με δεδομένο αυτό, το προλεταριάτο δεν είχε καμιά ελπίδα και η μόνη διέξοδος για την ανθρωπότητα ήταν να βρει κάποιο τρόπο να αποδράσει.

Στην περίπτωση του Zerzan, το πρώιμό του έργο εξιδανικεύει τον προλεταριακό αυθορμητισμό. Βασισμένος στις παρατηρήσεις του, των φαινομενικά νέων εκφράσεων αντίστασης με την μορφή του εργασιακού σαμποτάζ και της κοπάνας ή καθυστέρησης στη δουλειά, τις ανακήρυξε ως το μέλλον του ταξικού αγώνα [10]. Στις αρχές του 1980, η αναδιάρθρωση άφησε εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς εργασία. Μπορούμε να το εκλάβουμε αυτό σαν μια επαλήθευση των προβλέψεων της κριτικής του σχετικά με την αποτελεσματικότητα αυτών των μορφών της εξέγερσης ενάντια στην εργασία σαν ζωντανή έκφραση του ταξικού αγώνα. Μιας και εν όψει της εκτεταμένης ανεργίας πώς θα μπορούσαν οι εργάτες να συνεχίσουν να διαπράττουν σαμποτάζ ή να κάνουν κοπάνες; Όμως αντί να αναγνωρίσει την υπαναχώρηση του αγώνα σαν ολότητα, ο Zerzan διείδε στη φιγούρα των νέων ανέργων την «κατάρρευση» του καπιταλισμού και την «ζωτικότητα» της εξέγερσης ενάντια στην εργασία. Για αυτούς που παρέμειναν στις εργασίες τους, η εργασιακή πειθαρχία αυξήθηκε στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Για τον Zerzan, ωστόσο, το πιο σημαντικό πράγμα, ήταν η παρακμή της ηθικής της εργασίας. Ο Zerzan επίσης καταδίκασε τις απεργίες (είτε ήταν πετυχημένες είτε όχι) ως καθαρτικά που εξυγιαίνουν το σύστημα. Η επικέντρωσή του στις συμπεριφορές άφησε να του διαφύγει η συνολική κατάσταση του προλεταριάτου ως κίνηση.

Η μη-ρεαλιστική αισιοδοξία του Zerzan είναι απλά η άλλη όψη της απαισιοδοξίας που επέρχεται με την ήττα [11]. Όμως η εμμονή σε τέτοιες ιδέες – η υποκατάσταση της αποφασιστικής άρνησης του καπιταλισμού με μια απλή άρνηση του πολιτισμού – δεν είναι απλά μια αντανάκλαση της απαισιοδοξίας των σημερινών κινημάτων. Είναι επίσης κάτι που εμποδίζει τη σύνδεση με τα κινήματα αυτά.

Η ύστατη δοκιμασία της «πρωτογονιστικής» υπόθεσης είναι ίσως αυτή της χρησιμότητάς της στους αγώνες. Οι πρωτογονιστές λεν πως δε θέλουν απλά να πάμε πίσω (ίσως θέλουν να πάμε πίσω κάπως πιο σύνθετα), αλλά ούτε έχουν να πουν πολλά για το τι να κάνουμε τώρα. Και o Perlman και ο Zerzan δίνουν μερικά παραδείγματα συλλογικών αγώνων που θεωρούν ότι δείχνουν προς τη σωστή κατεύθυνση [12]. Στο παρελθόν, ο Perlman και ο Zerzan συνεισέφεραν στον επαναστατικό αγώνα, όμως όποια σημαντική συνεισφορά προκύπτει πλέον από τον Zerzan δε φαίνεται να σχετίζεται ιδιαίτερα με την θεωρία του.

Για τον σύγχρονο πρωτογονιστή, η απόγνωση που προκύπτει από την αποτυχία να ανιχνεύσει το μέλλον μέσα στο παρόν, και να αντιδράσει στην διεισδυτικότητα της παραγωγής, δεν του αφήνει άλλα περιθώρια από την ουσιαστική αυτοκτονία (πιθανόν στην υπηρεσία μιας βομβιστικής καμπάνιας ενάντια στην μία ή στην άλλη εκδήλωση της «μεγα-μηχανής»), ή στην παραίτηση ενώπιον της αναντίρρητης προόδου του Λεβιάθαν, και την αναζήτηση μιας ατομικής λύσης. Παρόλο που οι πρωτογονιστές βλέπουν το κεφάλαιο ως μια κοινωνική σχέση, φαίνεται να έχουν χάσει την έννοια ότι κάτι τέτοιο είναι μια διαδικασία του ταξικού πολέμου, κι όχι απλά μια επιβολή από έναν πανίσχυρο καταπιεστή. Μιας και, γι αυτούς, κάθε πρακτική είναι αλλοτριωμένη, πως θα μπορούσε μια προλεταριακή πρακτική να ανοίξει μια διέξοδο; Έτσι, για παράδειγμα, ο George Bradford γράφει στη Fifth Estate [13] πως το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να διατηρήσουμε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, να επιβεβαιώσουμε την ηθική συνοχή μας και να υπερασπιστούμε την «ανθρώπινη προσωπικότητα», και να ελπίσουμε ότι και άλλοι θα κάνουν το ίδιο.

Η Ιστορία παράγει τους αμφισβητίες της

Ο ισχυρισμός ότι η στροφή στον πρωτογονισμό αντανακλά τα όρια της ταξικής πάλης στη σύγχρονη εποχή έχει σίγουρα συνέπειες για τη συνοχή της πρωτογονιστικής θέσης. Να ισχυρίζονται ότι οι πρωτόγονοι λαοί αναγκαστικά αντιστέκονταν στον πολιτισμό ίσως είναι μια αναπαράσταση στους πρωτόγονους των δικών τους επιθυμιών – ιδιαίτερα, της δικής τους αντιπάθειας προς την τεχνολογία και την «πολιτισμένη» (δηλ. ταξική) κοινωνία. Οι πρωτόγονοι πολύ πιθανόν να μην είχαν συνείδηση του τρόπου ζωής τους ως μια πιθανότητα ή μια επιλογή, όπως φαίνεται στον σύγχρονο πρωτογονιστή, και κατά συνέπεια δε θα αξιολογούσαν τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο μ εμάς, κι έτσι δεν είναι απαραίτητο ότι αντιστάθηκαν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η επιθυμία για την κατάλυση του πολιτισμού φαίνεται να είναι επίσης ένα προϊόν της ταξικής κοινωνίας, ενώ η ρόδινη αναπαράσταση της προ-ιστορίας είναι κι αυτή μια δημιουργία της ιστορίας.

Το ζήτημα αγγίζει τον προσδιορισμό της «ανθρώπινης φύσης». Αντιμέτωποι με αυτόν, μπορούμε να βρούμε δυο είδη τοποθετήσεων στα κείμενα των πρωτογονιστών. Αρχικά, σε συμφωνία με μια μαρξική προσέγγιση, μερικοί δηλώνουν πως οι ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες είναι πράγματι ιστορικά προϊόντα [14]. Όμως, για τον σκληροπυρηνικό πρωτογονιστή, κάτι τέτοιο είναι προβληματικό γιατί τέτοιες ανάγκες και επιθυμίες θα ήταν ένα σύμπτωμα του όλου πράγματος που προσπαθούν να ανατρέψουν. Οι ανάγκες αυτές θα ήταν μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού, κι άρα της αλλοτρίωσης. (θυμηθείτε επίσης την παραδοσιακή αριστερίστικη άποψη ότι ο καπιταλισμός παρεμποδίζει την ανάγκη μας για τεχνολογική πρόοδο, για τον πρωτογονιστή τέτοιες ανάγκες, είναι μέρος του προβλήματος).

Με δεδομένο αυτό, οι πρωτογονιστές συχνά επικαλούνται την αντίθεση στον πολιτισμό των ανθρώπινων αναγκών και επιθυμιών οι οποίες είναι α-ιστορικές ή υπερ-ιστορικές [15]. Ο Perlman στο βιβλίο του δεν παρέχει κάποια παραπάνω πληροφορία γι αυτήν την α-ιστορικότητα της ανθρώπινης φύσης, εκτός από ένα απόσπασμα που λέει: «είναι δεδομένο ότι η αντίσταση είναι η πραγματική ανθρώπινη απάντηση στην απανθρωποποίηση». (σελ 184). Το υπόλοιπο της ανθρώπινης φύσης μπορούμε να φανταστούμε ότι είναι ακριβώς το αντίθετο από τον πολιτισμό: μη-ιεραρχική, ενάντια στην εργασία και πάει λέγοντας.

Και πάλι, μια α-ιστορική «ανθρώπινη φύση» ενάντια στο κεφάλαιο («πολιτισμός», «εξουσία» κλπ), δεν είναι το μόνο τέτοιο επιχείρημα να επανεφεύρουμε το εργαλείο της διαλεκτικής για να το καταρρίψουμε. Στην πραγματικότητα, αρκεί να παραθέσουμε ένα μέρος από το έργο του ίδιου του Perlman. Στην εισαγωγή του «Εκθέσεις του Rubin για την μαρξική θεωρία της Αξίας [16], ο Perlman αναλύει τη σύλληψη του Feuerbach περί ανθρώπινης φύσης. Όπως λέει ο Perlman, για τον Feuerbach η ανθρώπινη ουσία είναι κάτι το απομονωμένο, το μη-ιστορικό κι επομένως αφηρημένο. Το μεγάλο άλμα πέρα από τους αστούς ιδεαλιστές που πραγματοποίησε ο Marx θα αντέτεινε το εξής: «η ανθρώπινη ουσία δεν είναι μια αφαίρεση έμφυτη σε κάθε άτομο. Στην πραγματικότητά της βρίσκεται το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων» (σελ 122) [17].

Αντίθετα, μετέπειτα ο Perlman θα κάνει ένα τεράστιο θεωρητικό άλμα προς τα πίσω για να ανακαλύψει ξανά τις αστικές εμμονές που προσδιορίζουν την ανθρώπινη φύση με όρους ορισμένων αρνητικών επιθυμιών κάθε ατόμου [18]. Παρομοίως, ο Zerzan θα αντιπροτείνει την «αποξένωση» (μέσα από την ιεραρχία, τη γεωργία ή την μισθωτή εργασία) σε μια α-κοινωνική ανθρωπότητα. Τα περισσότερο υποσχόμενα αρχικά γραπτά του για το εργασιακό σαμποτάζ παρακάμπτονται από την αδυναμία του να αναγνωρίσει τα όρια ενός αγώνα που δε συλλογικοποιείται [19]. Τα πιο πρόσφατα γραπτά του επικεντρώνονται σε μια κριτική της γλώσσας, της όψης της ανθρώπινης ζωής που περισσότερο από κάθε τι άλλο, μας επιτρέπει να μοιραζόμαστε κι επομένως να κοινωνικοποιούμαστε.

Η αντίληψη των πρωτογονιστών περί μιας ουσιώδους οντολογική αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ιστορία (τον πολιτισμό) και μια αφηρημένη ανθρώπινη φύση, και όχι μεταξύ δυο ιστορικού περιεχομένου συνόλων συμφερόντων (το κεφάλαιο εναντίον του προλεταριάτου), σημαίνει ότι η κριτική τους τείνει να είναι απλώς ηθικού τύπου. Για παράδειγμα, όπως καταθέτει η χήρα και βιογράφος του, ο Perlman διαφωνεί ότι οι πρώτοι εκπολιτισμένοι δεν είχαν άλλες επιλογές [20]. Στο έργο του Εργατικές-Φοιτητικές Επιτροπές Δράσης, ένα παρόμοιο βολονταριστικό θέμα χρησιμεύει σαν μια χρήσιμη κριτική των ορίων των πρακτικών όσων πήραν μέρος στα γεγονότα του Μάη του 1968: «Υποκειμενικά, αυτοί πίστευαν ότι ήταν επαναστάτες καθώς πίστευαν ότι μια επανάσταση εκτυλισσόταν γύρω τους- δεν επρόκειτο να θέσουν σε κίνηση μια τέτοια διαδικασία, σκόπευαν να ακολουθήσουν το ρεύμα ως εκεί που θα τους έβγαζε» (σελ 82). Όμως, ελλείψει μιας κατάλληλης ανάγνωσης των λογικών-ιστορικών διαδοχών και του περιεχομένου συγκεκριμένων παραγωγικών μοντέλων, ο πρωτογονισμός του Perlman αναπαριστά μια χυδαία αντιγραφή μιας μη-αντικειμενικής εκδοχής του μαρξισμού σε μια έκδοση για μια αναρχική κριτική της εξουσίας, με όλες τις προφανείς αδυναμίες της: «Οι ηγέτες είναι κακοί ή ηλίθιοι!», παρομοίως, όσον αφορά τον Zerzan, η γλώσσα γι αυτόν φαίνεται να έχει αναπτυχθεί όχι για να μπορούν οι άνθρωποι να συνεργάζονται μεταξύ τους, αλλά «για τους σκοπούς του ψεύδους» (Elements of Refusal, σελ 27). Έτσι δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τα ταξικά συμφέροντα, αλλά τα ηθικά παραπτώματα των ανθρώπων! [21].

Τι είναι τέλος πάντων η πρόοδος;

Οι πρωτογονιστές δεν λεν πολλά για τις κλιματικές διαφοροποιήσεις της προ-ιστορικής εποχής. Σε συγκεκριμένες εποχές και μέρη, μπορεί κάλλιστα να υπήρξαν κοινωνίες ειδυλλιακές όπως τις περιγράφει ο Perlman. Όμως είναι εξίσου πιθανό να υπήρχαν άλλες εφιαλτικές περιπτώσεις. Όλες οι πρωτόγονες κοινωνίες βασίζονταν εξ ολοκλήρου στη συμπεριφορά της φύσης, κάτι που μπορούσε να αλλάξει εύκολα. Και διαφοροποιήσεις στις κλιματικές συνθήκες μπορούσαν να εξαλείψουν χιλιάδες ανθρώπους.

Τυφλωμένοι από την πρωτογονιστική αντίληψη της προ-ιστορίας ως μια ιδανική κατάσταση, φτάνουν στο χάραγμα μιας διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στη φύση και την ανθρώπινη παραγωγική δραστηριότητα. Αυτό που μας κάνει ανθρώπους είναι το σύνολο των «πρώτης τάξης μεσολαβήσεων» ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τη φύση: οι ανάγκες μας, ο φυσικός κόσμος γύρω μας, η δημιουργικότητά μας κλπ. Να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι δημιουργικός. Μέσα από τις «δεύτερης τάξης μεσολαβήσεις» αυτές οι βασικές ποιότητες της ύπαρξης, μεσολαβούνται από σχέσεις, σχέσεις εξουσίας, αλλοτρίωσης, εκμετάλλευσης κλπ – ανάμεσα στις τάξεις. Ο Zerzan εξιδανικεύει μια χρυσή εποχή πριν να διαχωριστεί η ανθρωπότητα από τη φύση μόνο επειδή μπερδεύει την ανθρώπινη αυτό-δραστηριότητα με την αλλοτριωμένη δημιουργική δραστηριότητα. Γι αυτό, κάθε ανθρώπινη δημιουργική δραστηριότητα – κάθε δραστηριότητα που επηρεάζει το υπόλοιπο της φύσης είναι ήδη δηλητηριασμένη με την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση.

Αυτό που η αντι-πολιτισμική θέση παραβλέπει, επομένως, είναι η αμοιβαία συγκρότηση της ανθρωπότητας και της (υπόλοιπης) φύσης: οι άνθρωποι είναι μέρος της φύσης, και είναι μέρος της φύσης τους να εξανθρωπίζουν τη φύση. Η φύση και η ανθρωπότητα είναι συμπληρωματικά μέρη μιας ενιαίας δραστήριας ολότητας. Και οι δύο είναι λοιπόν αντικείμενα αλλαγών και αλλάζουν η μια την άλλη. Οι αλλαγές στον κόσμο μπορεί να οδηγήσουν σε νέες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπινων όντων – σχέσεις που μπορεί να εξελιχτούν σε μια διαφορετική σχέση με τον κόσμο, μια διαφορετική πρακτική και τεχνολογία (όπως τότε που η Εποχή του Σιδήρου προέβαλλε μέσα από κλιματικές αλλαγές). Είμαστε προϊόντα της φύσης, αλλά επίσης δημιουργούμε τους εαυτούς μας μέσα από την αυτό-δραστηριότητά μας και αλλάζουμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Αν και είναι αναμφισβήτητα αληθές ότι το προνόμιο της «ανθρωπότητας» σε κάθε μία από τις αλλαγές αυτές είναι ότι μπορεί να βλάψει το ίδιο το περιβάλλον που έχει ανάγκη για να επιβιώσει, το να εξιδανικεύουμε τον «φυσικό κόσμο» αντιμετωπίζοντας κάθε δραστηριότητά μας σαν μια επίθεση σ αυτόν, είναι ίσως επιβλαβές για την ανθρωπότητα.

Αν η αλλαγή από την προ-ιστορία στη γεωργία και σε άλλες καινοτομίες δεν ήταν απαραίτητα αλλοτριωτική – αν οι τελευταίες δεν ήταν εκ φύσεως επιβεβλημένες μέσα από κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας – τότε ολόκληρη η ιστορική αντίθεση που προβάλλουν ο Perlman και ο Zerzan μεταξύ της προόδου και της λαϊκής αντίστασης σε αυτή, τίθεται σε αμφισβήτηση. Ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η πρόοδος δεν είναι αναγκαστικά μια έκφραση του ισχυρότερου. Μάλλον οι ισχυροί ήταν μερικές φορές αδιάφοροι για την πρόοδο, και οι αδύναμοι ήταν αυτοί που συνεισέφεραν σ αυτήν [22].

Στην Αρχαιότητα, ιδιαίτερα στην ελληνική κοινωνία, υπήρχε μάλλον μια τεχνολογική σταθερότητα παρά μια πρόοδος. Η υπεραξία που παρήγαγε ο μόχθος των σκλάβων χρησιμοποιούνταν για καινοτομίες μόνο στη σφαίρα της πολιτείας ή της διανοητικής ακμής. Η χειρωνακτική εργασία, και κατ’ επέκταση οι καινοτομίες στην παραγωγή, σχετίζονταν στα μυαλά της ελληνικής κυρίαρχης τάξης με την απώλεια της ελευθερίας. Παρόλο που οι Ρωμαίοι εισήγαγαν περισσότερες τεχνικές καινοτομίες, αυτές προορίζονταν περισσότερο για την υλική βελτίωση των πόλεων (π.χ. κεντρικά συστήματα θέρμανσης) και των ενόπλων δυνάμεων (π.χ. δρόμοι) παρά με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Και στις δυο περιπτώσεις, η στρατιωτική κατάκτηση προτιμούνταν από την οικονομική ανάπτυξη μέσα από τις δυνάμεις της παραγωγής.

Τη φεουδαρχική περίοδο, τόσο οι γαιοκτήμονες όσο και οι χωρικοί είχαν λόγους για να θέλουν τις καινοτομίες που θα αύξαναν την παραγωγή στις καλλιέργειες. Οι αυξανόμενες ανάγκες για πολυτελή αγαθά ανάμεσα στην τάξη των αριστοκρατών ως σύνολο, ιδιαίτερα από το έτος 1000 και μετά, κινητοποίησε μια επέκταση της ζώνης ανεφοδιασμού στην επαρχία. Έτσι, εισήχθη ο νερόμυλος και η εξάπλωση της αμπελουργίας. Οι χωρικοί είχαν κίνητρα να δημιουργήσουν και να ικανοποιήσουν νέες ανάγκες που προέκυπταν από τις συγκεκριμένες παραμέτρους του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, που δέσμευε τους χωρικούς μόνο ως προς ένα συγκεκριμένο εβδομαδιαίο φόρο και κάποιες σταθερές μέρες εργασίας: Το υπόλοιπο του χρόνου του ήταν δικό του, και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής του. Έτσι ολοένα και περισσότεροι χωρικοί προέκυψαν με τα μέσα στην κατοχή τους για μια τοπική παραγωγή εργαλείων από σίδερο. Η καλλιέργεια των δημητριακών εξαπλώθηκε. Και η ποιότητα και η ποσότητα της παραγωγής στα αγροκτήματα των ίδιων των χωρικών αυξήθηκε.

Το κλειδί για να κατανοήσουμε την μαζική ανάπτυξη της παραγωγικότητας κατά τη φεουδαρχική περίοδο, ωστόσο, είναι το επαναλμαβόμενο μίσθωμα και οι αγώνες μεταξύ των χωρικών και των γαιοκτημόνων. Οι διαμάχες για τη γη, που ξεκινούσαν από τον έναν ή τον άλλο πόλο της φεουδαρχικής σχέσης, κινητοποιούσαν την κατάληψη και την αποικιοποίηση νέων εδαφών με την μορφή της διεκδίκησης ερημιών, βάλτων και δασών για να μετατραπούν σε γεωργικές εκτάσεις. Ήταν ένας διαρκής ταξικός πόλεμος που ώθησε την οικονομία προς τα μπρος. Ο πρωτογονισμός, ισχυριζόμενος ότι η πρόοδος ξεκινά πάντοτε από την κυρίαρχη τάξη, προβάλλει κάποια χαρακτηριστικά του καπιταλισμού σε παρελθοντικές κοινωνίες – όπως κάνουν και οι περισσότεροι αστοί θεωρητικοί. Οι προηγούμενες ταξικές κοινωνίες βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε ένα στάσιμο τεχνολογικό επίπεδο. Σε τέτοιες κοινωνίες η τεχνολογικές αλλαγές μπορεί να συναντούσαν την αντίσταση της κυρίαρχης τάξης καθώς μπορεί να ανατάρασσαν κάποιες κατεστημένες σχέσεις κυριαρχίας. Ο καπιταλισμός είναι ο μόνος τρόπος παραγωγής που βασίζεται στις συνεχόμενες επαναστάσεις της τεχνολογίας και των μεσών παραγωγής.

Επιπλέον, το να χαρακτηρίσουμε τον καπιταλισμό απλώς ως την κυριαρχία της τεχνολογίας ή της «μεγα-μηχανής» φετιχοποιεί το κεφάλαιο σαν τον πρώτο παίκτη του παιχνιδιού, κι έτσι χάνουμε κάθε επαφή με τον αγώνα πίσω από την επιφάνεια των παραγωγικών μέσων. Η πρόοδος μέσα στον καπιταλισμό είναι χαρακτηριστικά το αποτέλεσμα της απάντησης του κεφαλαίου σε διάφορες μορφές αντίστασης. Για παράδειγμα, κατά την αλλαγή στο ταιηλοριστικό μοντέλο παραγωγής, οι επιστήμονες της διαχείρισης δεν ήρθαν αντιμέτωποι απλά με κάποιους τεχνικούς παράγοντες αλλά με την ιδιοτροπία και την ισχύ της εργατικής δύναμης. Αυτή θα μπορούσε να πειθαρχηθεί και να διαχειριστεί καλύτερα (τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι επιστήμονες) μέσω του κατακερματισμού της εργασίας στα συστατικά στοιχεία της και των εργατών στην παραγωγική γραμμή με τρόπο ώστε να μην μπορούν να συναδελφωθούν. Ένα από τα επόμενα βήματα ήταν η εισαγωγή μιας προσέγγισης «ανθρώπινων σχέσεων», φορώντας ένα ανθρώπινο προσωπείο στο εργοστάσιο, κάτι το οποίο έγινε επιβεβλημένο για το κεφάλαιο δεδομένης της εργατικής αντίστασης (με την μορφή της καθυστέρησης, ή του σαμποτάζ), αντί για έναν σκληροπυρηνικό ταιηλορισμό.

Έτσι, πρέπει να αντιληφθούμε την πρόοδο των παραγωγικών δυνάμεων όχι σαν μια απόλυτη επιβολή της θέλησης της μιας τάξης πάνω στην άλλη, αλλά ως το αποτέλεσμα των ταξικών συσχετισμών. Αν η πρόοδος είναι σε σημαντικό βαθμό ένας συμβιβασμός, ένα αποτέλεσμα της διαμάχης – τόσο μεταξύ των τάξεων όσο και μεταξύ ανταγωνιστικών κεφαλαίων – τότε κάποια από τα αποτελέσματά της μπορεί να είναι θετικά. Μπορεί να μισούμε τον καπιταλισμό, αλλά οι περισσότεροι από μας μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι υπάρχουν κάποιες καπιταλιστικές τεχνολογίες που θα θέλαμε να κρατήσουμε για τις παρούσες και μελλοντικές ανάγκες μας (αν και φυσικά όχι με την εμπορευματική τους μορφή) – είτε μιλάμε για τα ποδήλατα, είτε για τις λάμπες ή ακόμα για τις γραφομηχανές.

Αυτό έχει να κάνει με την άμεση εμπειρία μας του σύγχρονου καπιταλισμού, η οποία δεν επιβάλλεται πάνω μας απλά, μονολιθικά, αλλά είναι κατά κάποιον τρόπο υποχρεωμένη να αντανακλά τις δικές μας προσδοκίες. Δεν είναι μήπως, η ουσία του θεάματος, η επαναφομοίωση της πολυπλοκότητας των ίδιων των επιθυμιών μας; Δεν είναι λοιπόν κάποια γενική κι αφηρημένη πρόοδος την οποία πρέπει να διαλύσουμε, αλλά η αντιφατική διαδικασία στην οποία εισερχόμαστε μέσα στην ταξική κοινωνία. Η διαδικασία του κομμουνισμού εμπεριέχει την επανοικειοποίηση και τον ριζοσπαστικό, κριτικό μετασχηματισμό αυτών που δημιουργήθηκαν μέσα στις αλλοτριωμένες κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού. Να επιμείνουμε ότι το πρόβλημα είναι ουσιαστικά η τεχνολογία η ίδια, είναι ένας αποκρυφισμός. Τα ανθρώπινα εργαλεία δεν είναι εκτός του ελέγχου μας μέσα στον καπιταλισμό, γιατί είναι εργαλεία (τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ όσο εκτός ελέγχου είναι τα χέρια μας) αλλά επειδή είναι εργαλεία του κεφαλαίου – και κατ’ επέκταση των φετιχιστικών «δεύτερης τάξης» διαμεσολαβήσεών του.

Με δεδομένα όλα αυτά, ο ισχυρισμός της Wildcat[23] – ότι Αν οι παραγωγικές δυνάμεις χρειάζεται να αναπτυχθούν σε ένα συγκεκριμένο βαθμό προκειμένου να κάνουν πιθανό τον κομμουνισμό, και Αν οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς μέχρι τώρα, Τότε οι επαναστάτες θα πρέπει να υποστηρίξουν την περαιτέρω ανάπτυξή του – αρμόζει μάλλον στον μαρξιστικό αντικειμενισμό παρά στην εκδοχή του μαρξικού σχεδίου που θέλουμε να αναπτύξουμε. Ανά πάσα στιγμή, ο επαναστάτης στηρίζει την αντίθεση στο κεφάλαιο (και, κατ’ επέκταση, παίρνει το μέρος κάθε κομμουνιστικής τάσης μέσα στην ταξική κοινωνία). Δράσεις αντίθεσης στο κεφάλαιο μπορούν να αναγκάσουν το κεφάλαιο σε οπισθοχώρηση, κάνοντας πιθανή μια περαιτέρω επιτυχημένη αντίσταση τόσο υποκειμενικά (εμπιστοσύνη, πιθανές ιδέες κλπ) όσο και αντικειμενικά (ωθώντας το κεφάλαιο προς τα πίσω, αποδυναμώνοντας τους μηχανισμούς ελέγχου κλπ). Η λέξη πρόοδος συχνά περιγράφει την πορεία αυτής της επαναστατικής διαδικασίας, καθώς ο τρόπος παραγωγής αναγκάζεται να αλλάξει μορφή: Δείτε τον τρόπο με τον οποίο ο ταξικός συμβιβασμός μεταπολεμικά εμπεριείχε την ανάπτυξη νέων παραγωγικών και συσσωρευτικών μεθόδων με την μορφή του φορντισμού. Στην επίθεσή της στην πρόοδο, η Wildcat παίρνει υπόψη λανθασμένα τις σκιές ως την ουσία του αγώνα.

Καλός και κακός Marx

Ο Perlman κι ο Camatte είχαν σίγουρα διαβάσει τον Marx, και ανέπτυξαν το αρχικό, περισσότερο υποσχόμενο, επαναστατικό θεωρητικό έργο τους, μέσα από μια αντιπαράθεση με αυτόν. Όμως το Against His-story και το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Zerzan δεν επιχειρούν μια τέτοια αντιπαράθεση. Αντίθετα επιδιώκουν μια απλοϊκή και υποτιμητική συμπεριφορά χαρακτηρίζοντας τον Marx ως απλώς άλλον έναν απολογητή της προόδου του 19ου αιώνα. Από την άποψη αυτή, κάθε υποτιθέμενη ριζοσπαστική κριτική του Marx καλωσορίζεται, συμπεριλαμβανομένων των μεταμοντέρνων σκατάδων όπως ο Baudrillard. (το βιβλίο The Mirror of Production, αυτού του χαϊδεμένου παιδιού των μίντια και επαναφομοιωτή των καταστασιακών ιδεών, το οποίο στοιβάζει τον Marx μαζί με το υπόλοιπο «μοντερνιστικό» ξεγραμμένο παρελθόν, προάγεται μέσα από τις σελίδες του πρωτογονιστικής έμπνευσης περιοδικού Fifth Estate.

Μια κριτική του Marx και του μαρξισμού είναι φυσικά απαραίτητες αλλά ο πρωτογονισμός (όπως και ο μεταμοντερνισμός) είναι απλά η ιδεολογικοποίηση μιας τέτοιας κριτικής. Η αντι-πολιτισμική τοποθέτηση δεν είναι απλώς μια αναγκαία επίθεση στον αριστερισμό, αλλά μια αντι-παραγωγική επίθεση σε ότι έχει να κάνει με τον Marx. Υπερασπιζόμενοι μια εκδοχή του Marx ενάντια στον πρωτογονισμό, νιώθουμε φυσικά πως πρέπει να επιβεβαιώσουμε τα προβλήματα που συναντά κανείς όταν προσπαθεί να διαχωρίσει από μερικές από τις ίδιες τις συνέπειές της μια θεωρία η οποία δεν σκοπεύει απλώς στο να εξηγήσει τον κόσμο αλλά στο να τον αλλάξει.

Ωστόσο, μερικές από τις πρωτογονιστικές κριτικές μοιάζουν απλώς να βάζουν τον Marx πίσω στο χρονοντούλαπο, αντί να προσπαθήσουν να κατανοήσουν μερικούς από τους περιορισμούς της θεωρίας τους. Για παράδειγμα, η κριτική του Zerzan στον Marx ισχυρίζεται ότι συνδέει την πρακτική του Marx με τα υποτιθέμενα προβλήματα της θεωρίας του. Όμως η κριτική αυτή αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από έναν κατάλογο προσωπικών ιδιοτροπιών του Marx και δεν λέει σχεδόν τίποτα για την θεωρία του[24].

Τουλάχιστον η Wildcat μπαίνει στον κόπο να ξεθάψει μερικά αποφθέγματα του Marx, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιούν σαν αποδείξεις σε μια κριτική της (δικής τους ανάγνωσης της) θεωρίας του Marx. Από τα Grundrisse, βρίσκουν ένα απόφθεγμα για να δείξουν ότι ο Marx πίστευε ότι η καπιταλιστική πρόοδος κι έτσι η αλλοτρίωση ήταν ένα αναγκαίο βήμα για την πλήρη ανάπτυξη του ατόμου[25], και από τον Πρόλογο σε μια Συνεισφορά στην Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, παραπέμπουν στη γνωστή δήλωση του Marx ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι η προϋπόθεση για τον κομμουνισμό [26]. Αυτά είναι τα είδη θεωρητικών δηλώσεων που συνδέουν με τα λάθη της μαρξικής πρακτικής, ιδιαίτερα με την υποστήριξή του στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Θα μπορούσαμε, ως απάντηση να ανασύρουμε δεκάδες ακόμα αποφθέγματα από διάφορα κείμενα του Marx – ή κι από τα ίδια που χρησιμοποίησε η Wildcat – αποδεικνύοντας τη σημασία που απέδιδε στην προλεταριακή υποκειμενικότητα και αυτό-δραστηριότητα, και θα μπορούσαμε ακόμα να τα συνδέσουμε με τις σημαντικές και καινοτόμες συνεισφορές του στην επαναστατική πρακτική, όπως την υποστήριξή του για την Σικελιανή Εξέγερση ή την Παρισινή Κομμούνα.

Όμως μια απλή επιλογή (ή ακόμα και μια συλλογή) αποφθεγμάτων του Marx δεν αποτελεί ανάλυση. Αν θεωρούμε ότι υπάρχει οτιδήποτε χρήσιμο στο έργο του Marx, μπορούμε να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα όρια και τις αντιφάσεις του, στο ιστορικό τους πλαίσιο κι όχι σε μια αφηρημένη φιγούρα του Marx[27]. Όπως έγραψε ο Debord, τα όρια και οι αντιφάσεις του Marx αντανακλούν αυτά του εργατικού κινήματος της εποχής του.

Τα οικονομιστικά εργαλεία στη θεωρεία του Marx – που γίνονται παραδειγματικά σε έργα όπως το Κεφάλαιο – ήταν μόνο μια όψη της συνολικής εργασίας του. Όταν ο αγώνας φάνηκε να βρίσκεται στο πιο υποσχόμενο επίπεδό του, η ολότητα κι έτσι η υποκειμενικότητα ήρθαν στη φόρα στη θεωρία του Marx (όπως στην περίπτωση του συνολικού περιεχομένου και της κατεύθυνσης των Grundrisse), όμως ενόψει των υπαναχωρήσεων, ο Marx περιορίστηκε σε επιστημονικίστικες δικαιολογήσεις. Ήταν επίσης σημαντικό ως προς τη ρητορική του, φυσικά, να προβλέψει την αναπόφευκτη έλευση της κομμουνιστικής επανάστασης μέσα στην ωρίμανση του καπιταλισμού (όπως πχ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Το να κατανοήσουμε τον Marx μ έναν τέτοιο τρόπο, μας επιτρέπει να αναπτύξουμε κριτικά την επαναστατική θεωρία του προς την κατεύθυνση του κομμουνισμού παρά να την πετάξουμε χωρίς καμιά κριτική στα σκουπίδια, σαν ολότητα [28].

Με μια σημαντική έννοια, ο Marx απλώς περιέγραφε τις παρατηρήσεις του όταν έλεγε πως η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα φέρει εν τέλει τον κομμουνισμό πιο κοντά μέσω της προλεταριοποίησης του πληθυσμού. Είναι επίσης αλήθεια ότι κατά καιρούς ήταν πράγματι απολογητής μιας τέτοιας ανάπτυξης. Όμως το κύριο σημείο εδώ είναι ότι μια τέτοια στάση δεν είναι συνέπεια των θεωρητικών του εργασιών με τον άμεσο καθαρό τρόπο που θέλουν να πιστεύουμε οι πρωτογονιστές. Ο παραγωγικισμός είναι μια κληρονομιά του έργου του, την οποία ανέλαβαν οι σοβιετικοί μαρξιστές και άλλοι αντικειμενιστές μέσα από την στενή, επιστημονικίστικη ανάγνωσή τους. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη το έργο του σαν ένα σύνολο, η θεωρία του Marx υποδεικνύει επίσης την ενεργή άρνηση του κεφαλαίου μέσα από τον ταξικό αγώνα σε όλα τα μέτωπα.

Θεωρία, Ιστορία και Μέλλον

Προσεγγίζοντας την ιστορία, υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στο να ψάχνουμε σ αυτήν για ένα κομμουνιστικό ιδεώδες και στο να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε γιατί οι περασμένες κομμουνιστικές τάσεις απέτυχαν – και μαζί το γιατί έχουμε περισσότερες ελπίδες από τους Λουδδίτες, τους χιλιαστές, το παραδοσιακό εργατικό κίνημα κλπ. Όμως για να μπορέσουμε να πάμε παραπέρα από τις τάσεις αυτές, πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουμε το παρόν και το μέλλον. Ποιες νέες εφαρμογές της τεχνολογίας επιτρέπουν νέες ενότητες στο εσωτερικό της εργατικής τάξης; Βοηθούν οι αλλαγές στα μέσα επικοινωνίας τους συμμετέχοντες στους αγώνες να κατανοήσουν και να δράσουν πιο αποτελεσματικά μέσα από την παγκόσμια σημασία τους;

Για να προσεγγίσουμε τις σημερινές τάσεις, χρειαζόμαστε πολύ περισσότερα από τη ριζοσπαστική ανθρωπολογία που παρέχουν οι πρωτογονιστές. Χρειαζόμαστε τη θεωρία που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την ιστορική ειδικότητα των αγώνων. Ο καπιταλισμός είναι η πιο δυναμική από τις ταξικές κοινωνίες. Το προλεταριάτο είναι η μόνη επαναστατική τάξη που θέλει να καταργηθεί ως τέτοια, και μαζί να καταργήσει κάθε άλλη τάξη. Υπάρχουν λοιπόν πολλά χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής των ταξικών αγώνων που χάνονται με μια απλή αναφορά στον «πολιτισμό». Αν είναι να πολεμήσουμε αποτελεσματικά, να κατανοήσουμε τις πιθανές κατευθύνσεις των αγώνων και τα όρια της κάθε ιδεολογίας μέσα στον αγώνα, πρέπει να αναπτύξουμε – όχι να απορρίψουμε – τις κατηγορίες που χρησιμοποίησε ο Marx προκειμένου να συλλάβει την καπιταλιστική σχέση και τη διαδικασία της άρνησής της.

Ο πρωτογονισμός είναι ο ίδιος ένα προϊόν μιας συγκεκριμένης περιόδου της καπιταλιστικής ιστορίας. Τα ίδια υλικά που ζωογόνησαν τον μεταμοντερνισμό ανάμεσα στους ριζοσπάστες της ακαδημαϊκής γνώσης, βοήθησαν στην ανάπτυξη του πρωτογονισμού ανάμεσα στους κύκλους των ακτιβιστών. Οι μεν απλά περιγράφουν το «τέλος της ιστορίας» ενώ οι δε, καλούν σε δράση για ένα τέτοιο τέλος. Και οι δύο είναι ανεστραμμένες μορφές ενός φιλελεύθερου ιδεαλισμού που απορρίπτει ωστόσο την παραδοσιακή φιλελεύθερη πίστη στην καπιταλιστική πρόοδο.

Ωστόσο, αν ο πρωτογονισμός ήταν, σαν τον μεταμοντερνισμό, απλά μια εκφραστική επινόηση μερικών καλοπληρωμένων ακαδημαϊκών για την ήττα των βιομηχανικών ταξικών αγώνων τότε δε θα μπαίναμε καν στον κόπο να του δώσουμε χώρο στις σελίδες αυτές. Όλοι μας καλούμαστε να απαντήσουμε στην αυξημένη μόλυνση και την περιβαλλοντική καταστροφή που επιφέρει η ανάπτυξη της διαχωρισμένης εξουσίας που αποτελεί το κεφάλαιο. Ο πρωτογονισμός είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια προσπάθεια σύνδεσης με αγώνες γύρω από αυτά τα ζητήματα. Η σημαντική επανεμφάνιση του θεμελιακού προβλήματος της αλλοτρίωσης, με την μορφή της παγκόσμιας εμβέλειας περιβαλλοντικής καταστροφής για το κέρδος, έχει ενθαρρύνει νέες μορφές αντίστασης (ιδιαίτερα στις ΗΠΑ), οι οποίες αναζητούν νέες ιδέες. Ο μαρξισμός, ταυτισμένος με τις παλιές μορφές (τόσο του κεφαλαίου όσο και της αντίστασης), φαίνεται ως αποτυχημένος στα μάτια των νέων αγωνιστών – εξ ου και η πρόταση για μια ριζοσπαστική εναλλακτική, όπως ο πρωτογονισμός. Όμως το πρόβλημα του πρωτογονισμού βρίσκεται σε μια λανθασμένη διάγνωση του προβλήματος του μαρξισμού: Το ουσιώδες πρόβλημα στον Marx και στον μαρξισμό δεν είναι η πίστη στην πρόοδο, αλλά ο αντικειμενισμός[29]. Μια επαναστατική θεωρία που να αντιστοιχεί στους σημερινούς αγώνες πρέπει να ξεκινά με μια κριτική του αντικειμενισμού των προηγουμένων επαναστατικών θεωριών [30].

[Aufheben 4]

[Aufheben]

——————————————————————————–

[1] Worker-Student Action Committees (Detroit: Black & Red), p. 85.

[2] Wildcat, 17, ’νοιξη 1994.

[3] Ο ισχυρισμός βασίζεται στο βιβλίο του M. Sahlins’s: Stone Age Economics (London: Tavistock, 1974), σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι της λίθινης εποχής «είχαν ότι ήθελαν» εν αφθονία.

[4] Against His-story, σελ. 18.

[5] Αν το πρόβλημά μας είναι ο «υπερπληθυσμός» των ανθρώπινων όντων, η λύση ίσως να είναι να προτείνουμε την εξόντωση του 99,99% του ανθρώπινου είδους ώστε το υπόλοιπο 0,01% να μπορέσει να επιστρέψει σε μια φυσική κατάσταση, αν κι αυτό είναι ένα μάλλον προβληματικό συμπέρασμα για κάποιον που υποτίθεται είναι με την πλευρά της ανθρωπότητας ενάντια στον Λεβιάθαν, και τελικά, ποιος είναι αυτός που θα αποφασίσει ποιοι θα είναι το προνομιούχο 0,01%;

[6] J. Zerzan, Elements of Refusal (Seattle: Left Bank Books, 1988).

[7] J. Zerzan, Future Primitive and other Essays (New York: Autonomedia, 1994).

[8] Οι ιστορικοί E.P. Thompson, Eric Hobsbawm και Christopher Hill είναι κλασσικά παραδείγματα ανθρώπων που, εξαιτίας του διαχωρισμού του παρελθόντος από το παρόν, είναι/ήταν ικανοί να επιδιώκουν μια επαναστατική ακαδημαϊκή ιστοριογραφία ενώ παράλληλα έχουν μια τελείως ρεφορμιστική πολιτική πρακτική.

[9] Lorraine Perlman, Having Little, Being Much: A Chronicle of Fredy Perlman’s Fifty Years (Detroit: Black & Red, 1989), σελ 91.

[10] Βλ. The Refusal of Work, Echanges et Mouvement (1979).

[11] Η τοποθέτηση της Wildcat φαίνεται επίσης συνδεδεμένη με μια απαισιοδοξία που προέρχεται από χαμηλό επίπεδο του αγώνα: «Είναι δύσκολο να δούμε στην παρούσα φάση πώς η Νέα Παγκόσμια Τάξη της Madonna και των McDonalds [sic] περιέχουν την ίδια την άρνησή τους» (Wildcat, 17, σελ 16). Η προσέγγιση του όλα-ή-τίποτα που είναι χαρακτηριστική των ποικιλιών του υπερ-αριστερισμού ταλαντώνεται σταθερά από μια αδικαιολόγητη αισιοδοξία ως την απόγνωση. Όταν η αντίσταση είναι ισχυρή, μοιάζει να βγαίνει νόημα να βλέπεις το προλεταριάτο σαν να προσπαθεί πάντοτε να εκφράσει αυθόρμητες επαναστατικές τάσεις, οι οποίες θάβονται μόνο από τον αριστερισμό και τα συνδικάτα. Όμως όταν η αντίσταση ηττάται, μοιάζει να μην έχει αφήσει τίποτα πίσω της – εξ ου και η έκκληση για μια εκ διαμέτρου αντίθετη ακραία τοποθέτηση.

[12] Με τον ίδιο τρόπο, ο Rousseau είχε υπόψη του ότι μια τέτοια ηθική κριτική του πολιτισμού δεν οδηγούσε σε καμιά πρακτική λύση.

[13] ‘The Triumph of Capital’, Fifth Estate, ’νοιξη 1992.

[14] «Οι ανάγκες δημιουργούνται από την ανθρώπινη κοινωνία, μαζί με τα μέσα για την εξυπηρέτησή τους». (Wildcat, 17, σελ 16).

[15] Ο Freud ισχυριζόταν ότι η ουσία του πολιτισμού ήταν η υποταγή των (κοινωνικά απαράδεκτων) προ-υπαρχουσών μορφών. Εντοπίζοντας μια αντίθεση ανάμεσα στον πολιτισμό και την πλήρη έκφραση των ανθρώπινων επιθυμιών ο Perlman και ο Zerzan συμφωνούν με τον Freud, με την μόνη διαφορά ότι ο Freud πίστευε ότι μεγάλο μέρος του πολιτισμού ήταν καλό. S. Freud (1930) ‘Civilization and its Discontents’ in A. Dickson ed., Pelican Freud Library 12 (Harmondsworth: Penguin, 1985).

[16] I.I. Rubin (1928) Essays on Marx’s Theory of Value, trans. M. Samardzija & F. Perlman, (Detroit: Black & Red, 1972).

[17] Marx, ‘Theses on Feuerbach’, in C. Arthur ed., The German Ideology (Student Edition), (London: Lawrence & Wishart, 1974).

[18] Ένα παράδειγμα της τάσης για την ανάπτυξη του πολιτισμού και των παραγωγικών δυνάμεων βρίσκεται στη ψυχολογία των ατόμων κι όχι στην ολότητα των κοινωνικών σχέσεων δίνεται στο Against His-story όταν ο Perlman αποδίδει την κατάκτηση των κατάκτηση των πρωτόγονων λαών από του Ευρωπαίους στην απέχθεια των τελευταίων για αυτούς που ζούσαν ελεύθεροι (σελ 267).

[19] Βλ. Τη συζήτηση για την άρνηση της εργασίας.

[20] L. Perlman όπως και παραπάνω.

[21] Η ηθική φύση μιας τέτοιας κριτικής στον πολιτισμό σχετίζεται με τα πουριτανικά ηθικά πρότυπα περί ανθρωπίνων αναγκών, που έχουν αρκετοί οικο-αναρχικοί, οι οποίοι συμβουλεύουν τους συντρόφους τους ότι «δεν έχουν πραγματικά ανάγκη» από κάποια από τα πράγματα που επιθυμούν, και που προσπαθούν να προσδιορίσουν τα «πράγματα που έχουν πραγματικά ανάγκη» – συνήθως μια σπαρτιατική λίστα που αντανακλά μια ιστορικά διεστραμμένη αντίληψη περί «βιολογικών αναγκών».

[22] βάσει του έργου του Perry Anderson, Passages from Antiquity to Feudalism (London: NLB, 1974).

[23] Wildcat, 17, σελ. 11.

[24] βλ. ‘The Practical Marx’ (1979) από το Elements of Refusal. Το στυλ μοιάζει χαρακτηριστικό του Zerzan τα άρθρα του οποίου είναι συνήθως ένα κολλάζ από αποφθέγματα άλλων και εμπειρικές αναφορές του με ελάχιστη ανάλυση.

[25] Wildcat, 17, σελ. 24.

[26] Όπως παραπάνω. σελ. 9-10.

[27] Η ειρωνία σχετικά με την ψευδο-κριτική του Zerzan είναι ότι θα μπορούσε να βρει έναν καλό λόγο για να ασκήσει μια έγκυρη κριτική στον Marx απλά ανοίγοντας τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου όπου οι Λουδδίτες καταδικάζονται ως «αντιδραστικοί». Ο Marx αντιφάσκει με τον εαυτό του στο «χαμένο έκτο κεφάλαιο» του ίδιου τόμου (‘Results of the Immediate Process of Production’) όταν χαρακτηρίζει την τεχνολογία όχι ως ένα ουδέτερο αντικείμενο αλλά ως τον ίδιο το φορέα της εργατικής αλλοτρίωσης και κατ’ επέκταση έναν πιθανό στόχο ενός λογικού ταξικού μίσους.

[28] Πάνω στο θέμα της ανάπτυξης του Marx μέσω μαρξικών μεθόδων βλ. και G. Debord, The Society of the Spectacle, (London: Practical Paradise Publications, 1967), A. Negri, Marx beyond Marx, (New York: Autonomedia, 1994) and F.C. Shortall, The Incomplete Marx (Aldershot: Avebury, 1994). Είναι αλήθεια ότι το ζήτημα της οικολογίας που απασχολεί τους πρωτογονιστές παραμένει παραμελημένο ακόμα και σ αυτά τα σχετικά πρόσφατα έργα. Και πάλι, όμως, μόνο μέσα από την κατανόηση του ιστορικού πλαισίου αυτής της παράλειψης στον Marx και τους άλλους, μπορούμε να αναπτύξουμε μια επαναστατική θεωρία αντί απλώς να της αντιπαραθέτουμε μια οικολογική προσέγγιση.

[29] Ο πρωτογονιστής George Bradford προτείνει ότι ο μόνος τρόπος να καταστραφεί το κεφάλαιο και η μεγα-μηχανή είναι μέσα από το βάρος της ίδιας τους της πολυπλοκότητας – με άλλα λόγια μέσα από μια αντικειμενική διαδικασία παρακμής. Μια απλή κριτική της «προόδου», είναι μια ανεπαρκής κριτικής του αντικειμενισμού (κι έτσι μια ανεπαρκής αντιμετώπιση του ζητήματος) κι έτσι αναπαράγει περαιτέρω τον αντικειμενισμό.

[30] Βλ. Το άρθρο με τίτλο ‘Decadence’ σε αυτό το τεύχος, καθώς και τα Aufheben 2 και 3

Categories
Wolfi Landstreicher

Για μια μη-πρωτογονιστική κριτική στον πολιτισμό – Wolfi Landstreicher

Κριτική, όχι πρόγραμμα!

Για μια μη-πρωτογονιστική αντι-πολιτισμική κριτική

Σημείωση: Το κείμενο που ακολουθεί παρουσιάστηκε από τον Wolfi Landstreicher (γνωστότερο με το ψευδώνυμο Feral Faun), στην Αντιπολιτισμική Συνάντηση της Βαρκελώνης, του 2007, σαν εισαγωγικό κείμενο για μια συζήτηση που έλαβε χώρα κατά τη συνάντηση.

Έτσι ο αναρχικός ατομικιστής όπως τον εννοώ εγώ, δεν έχει να περιμένει τίποτα […] Είμαι ήδη ένας αναρχικός και δεν μπορώ να περιμένω για μια μαζική επανάσταση προκειμένου να εξεγερθώ ο ίδιος, ούτε να μου εξασφαλίσει ο κομμουνισμός την ελευθερία μου. – Renzo Novatore

Αντιλαμβάνομαι τον αναρχισμό με την έννοια της καταστροφής. Σε αυτόν τον τομέα επεκτείνεται η αριστοκρατική λογική του: στην καταστροφή! Ιδού η αληθινή ομορφιά της αναρχίας. Θέλω να καταστρέψω όλα αυτά που με υποδουλώνουν, με κρατούν δέσμιο και καταπιέζουν τις επιθυμίες μου, θέλω να τα αφήσω όλα πίσω μου, σαν κουφάρια. Οι τύψεις, η αναποφασιστικότητα, η ευσυνειδησία, είναι πράγματα που το εικονοκλαστικό μου πνεύμα έχει διαλύσει […] Ναι λοιπόν, η εικονοκλαστική άρνηση είναι πιο πρακτική. – Armando Diluvi

Πρώτα απ όλα, δεν υπάρχει τίποτα αόριστα πρωτογονιστικό όταν μιλάμε για μια κριτική στον πολιτισμό, ιδιαίτερα όταν αυτή η κριτική είναι ορισμένη και από επαναστατική οπτική. Ανάλογες κριτικές υπάρχουν όσο υπάρχει και ένα συνειδητοποιημένο αναρχικό κίνημα, και δεν υπήρξαν πάντοτε συνδεδεμένες με μια κριτική στην τεχνολογία ή και την πρόοδο. (Ο Dejacques πίστευε πως κάποια τεχνολογική ανάπτυξη θα επέτρεπε στους ανθρώπους να ξεπεράσουν τον πολιτισμό, ενώ από την άλλη, ο Enrico Arrigoni ή αλλιώς Frank Brand έβλεπε τόσο τον πολιτισμό όσο και την βιομηχανική τεχνολογία σαν εμπόδια της πραγματικής ανθρώπινης προόδου). Το πραγματικό ερώτημα, κατά την άποψή μου, είναι κατά πόσο ο πρωτογονισμός ωφελεί μια αναρχική και επαναστατική κριτική του πολιτισμού.

Η λέξη πρωτογονισμός μπορεί να σημαίνει δυο μάλλον διαφορετικά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, μπορεί να σημαίνει να λαμβάνουμε υπόψη μας τα όσα γνωρίζουμε για τις «πρωτόγονες» κοινωνίες ως μια κριτική προς τον πολιτισμό. Αυτή η μορφή πρωτογονισμού φαίνεται σχετικά ανώδυνη. Είναι όμως; Ακόμα κι αν παρακάμψουμε τα προφανή ερωτήματα σχετικά με την εξάρτηση για τις πληροφορίες μας από τους ειδικούς αυτούς που αποκαλούμε ανθρωπολόγους, όσον αφορά τις «πρωτόγονες κοινωνίες, υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα εδώ. Οι πραγματικές κοινωνίες που αποκαλούμε «πρωτόγονες» ήταν, και στο βαθμό που υπάρχουν ακόμη, είναι ζωντανές σχέσεις ανάμεσα σε ζωντανά, με σάρκα και οστά ανθρώπινα όντα, υποκείμενα που αναπτύσσουν τη δική τους αλληλεπίδραση με τον κόσμο γύρω τους. Να εκλάβουμε κάτι τέτοιο ως μοντέλο σύγκρισης σημαίνει την φετιχοποίηση αυτών των ζωντανών σχέσεων, τον μετασχηματισμό τους σε μια αφαίρεση – το «πρωτόγονο» – σε μια εξιδανικευμένη εικόνα του «πρωτογονισμού». Έτσι, η χρήση τέτοιων μεθόδων κριτικής στον πολιτισμό αφαιρεί την ανθρώπινη και την υποκειμενική υπόσταση των πραγματικών ανθρώπων που έζησαν ή ζουν τις σχέσεις αυτές. Επιπλέον, αυτό το είδος κριτικής, δεν μας παρέχει κάποιο πραγματικό εργαλείο για να βρούμε πως θα πολεμήσουμε τον πολιτισμό εδώ και τώρα. Στην καλύτερη περίπτωση, η φετιχιστική, αφηρημένη σύλληψη του «πρωτόγονου» θα γίνει ένα μοντέλο, ένα πρόγραμμα για μια πιθανή μελλοντική κοινωνία.

Ερχόμαστε έτσι στη δεύτερη σημασία του πρωτογονισμού – την ιδέα ότι οι «πρωτόγονες» κοινωνίες προσφέρουν ένα μοντέλο για την μελλοντική κοινωνία. Οι οπαδοί αυτής της μορφής πρωτογονισμού μπορούν δίκαια να αποκαλούνται πρωτογονιστές, μιας και, όσο κι αν το αρνούνται, αυτό που προάγουν δεν είναι παρά ένα πρόγραμμα και μια ιδεολογία. Με την μορφή αυτή, πιστεύω ότι ο πρωτογονισμός έρχεται σε σύγκρουση με την αναρχική σκέψη και δράση. Ο λόγος γι αυτό μπορεί να βρεθεί στο απόφθεγμα του Novatore παραπάνω. Απλώς αντικαταστήστε το «κομμουνισμός» με «πρωτογονισμός» και το «μαζική επανάσταση» με το «βιομηχανική κατάρρευση», και θα ξεκαθαρίσουν όλα. Όπως το βλέπω εγώ, μια από τις πιο σημαντικές διαφορές μεταξύ του μαρξισμού και του αναρχισμού είναι ότι ο τελευταίος δεν είναι στην ουσία μια τελεολογική θέαση ενός αναμενόμενου μέλλοντος, αλλά ένας τρόπος αντιμετώπισης του κόσμου εδώ και τώρα. Έτσι, η επανάσταση για τους αναρχικούς δεν είναι μια εγγυημένη ιστορική διαδικασία του μέλλοντος, αλλά κάτι που το ζούμε και το δημιουργούμε εδώ και τώρα. Ο πρωτογονισμός δεν είναι λιγότερο αβίωτος από τον μαρξιστικό κομμουνισμό. Είναι κι αυτός ένα πρόγραμμα για το μέλλον, και μάλιστα ένα πρόγραμμα βασισμένο σε πλαίσια όπου δεν είναι στο χέρι μας να παρέμβουμε. Έτσι, δεν έχει τίποτα περισσότερο κοινό με την αναρχική πρακτική, απ’ όσο έχει και η μαρξιστική τελεολογία.

Έχω ήδη καταδείξει πως η ακριβής σύλληψη του «πρωτόγονου» φετιχοποιεί την πραγματική ζωή και τις σχέσεις αυτών που περικλείει αυτή η ταμπέλα. Αυτό εκδηλώνεται ανοιχτά ανάμεσα στους πρωτογονιστές που επιθυμούν να εφαρμόσουν την ιδεολογία τους εδώ και τώρα, και στο πως τελικά προσδιορίζεται αυτή η εφαρμογή. Με έναν τρόπο εν πολλοίς όμοιο του μαρξισμού, η «πρωτόγονη» ζωή μειώνεται τελικά σε ένα ζήτημα οικονομικής αναγκαιότητας, σε ένα άθροισμα ικανοτήτων, το άναμμα φωτιάς με ξυλαράκια, το πρωτόγονο κυνήγι, η γνώση των άγριων φυτών που τρώγονται ή έχουν ιατρικές ιδιότητες, του πώς να φτιάξεις ένα τόξο ή ένα καταφύγιο κλπ κλπ. έτσι ώστε να μπορείς να επιβιώσεις.

Αυτό στη συνέχεια μπορεί να πάρει μια γεύση νατουραλιστικής πνευματικότητας, δανεισμένης από κάποιο βιβλίο ή την κάθε new age μαλακία που αναφέρεται σε μια επιστροφή στη «φυσική ενότητα», αν κι αυτό δεν είναι απαραίτητο. Η ολότητα των ανθρώπων που αποκαλούνται «πρωτόγονοι» αγνοείται, μιας και είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη και καθόλου προσβάσιμη σε όσους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στον βιομηχανικό καπιταλιστικό πολιτισμό που τώρα κυριαρχεί τον κόσμο – κι αυτό περιλαμβάνει όλους εμάς που αναπτύσσουμε μια αναρχική κριτική στον πολιτισμό. Όμως, ακόμη κι αν εξετάσουμε απλώς το ζήτημα των ικανοτήτων επιβίωσης, είναι γεγονός ότι ακόμα και στις ΗΠΑ ή τον Καναδά, όπου υπάρχουν πραγματικές, αρκετά εκτεταμένες (αν και πληγωμένες σε μεγάλο βαθμό) άγριες εκτάσεις, ελάχιστοι άνθρωποι θα μπορούσαν να επιβιώσουν με τον τρόπο αυτό. Έτσι αυτοί που μαθαίνουν ανάλογες δραστηριότητες με τη λογική ότι θα ζήσουν πραγματικά σαν «πρωτόγονοι» τις ζωές τους, αυτό που έχουν στο μυαλό τους δεν είναι η καταστροφή του πολιτισμού (εκτός ίσως αν επέλθει μια αναπόφευκτη μελλοντική συγκυρία για την οποία θεωρούν ότι θα βρεθούν προετοιμασμένοι), αλλά η απόδραση από αυτόν. Δεν θα τους το προσάψω αυτό, πάντως δεν έχει τίποτα να κάνει με την αναρχία ή την κριτική στον πολιτισμό. Σε πρακτικό επίπεδο, δεν είναι παρά μια πιο ανεπτυγμένη μορφή του «παίζουμε τους ινδιάνους» όπως έκαναν πολλοί από μας στις ΗΠΑ ως παιδιά, και στην πραγματικότητα, το έχουν πάρει πολύ σοβαρά. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που γνωρίζω κι έχουν ασχοληθεί με την ανάπτυξη των «πρωτόγονων» ικανοτήτων τους, στο όνομα του «αναρχο-πρωτογονισμού» αποδεικνύουν πόσο έτοιμοι είναι για μια τέτοια ζωή με τον χρόνο που περνούν στον υπολογιστή τους, στήνοντας ιστοσελίδες, παίρνοντας μέρος σε φόρουμ, γράφοντας μπλογκ κλπ κλπ. Συνήθως, μου φαίνονται περισσότερο σαν παιδιά της τεχνολογίας που παίζουν role games στο δάσος, παρά ως αναρχικοί σε μια διαδικασία απεξάρτησης από τον πολιτισμό.

Μια αναρχική κι επαναστατική κριτική του πολιτισμού δε ξεκινά από μια σύγκριση με άλλες κοινωνίες ή με κάθε μελλοντικό ιδεώδες. Ξεκινά με την αντιπαράθεσή μου, την αντιπαράθεσή σου, με την άμεση πραγματικότητα του πολιτισμού στις ζωές μας εδώ και τώρα. Είναι η αναγνώριση ότι η ολότητα των κοινωνικών σχέσεων που ονομάζουμε πολιτισμό μπορεί να υπάρξει μόνο λεηλατώντας τις ζωές μας από μας, και κατακερματίζοντάς τις σε bits που η κυρίαρχη τάξη μπορεί να χρησιμοποιήσει για την αναπαραγωγή της. Δεν πρόκειται για μια διαδικασία που έχει ολοκληρωθεί μια για πάντα, κάποτε στο μακρινό παρελθόν, αλλά συνεχίζεται διαρκώς, ανά πάσα στιγμή. Εδώ είναι που υπεισέρχεται η αναρχική θεώρηση για τη ζωή. Ανά πάσα στιγμή, χρειάζεται να καθορίσουμε πώς θα αρπάξουμε πίσω την ολότητα των ζωών μας ενάντια στην ολότητα του πολιτισμού. Έτσι όπως το είπε ο Armando Diluvi, ο αναρχισμός μας είναι ουσιωδώς καταστροφικός. Ως τέτοιος, δεν έχει ανάγκη από μοντέλα ή προγράμματα όπως αυτά του πρωτογονισμού. Όπως το έθεσε κι ένας παλιός, νεκρός πια, γενειοφόρος κλασσικός του αναρχισμού: Το πάθος για καταστροφή είναι επίσης πάθος δημιουργικό. (Σ.τ.μ.: η περίφημη φράση του Μ. Μπακούνιν). Κι επίσης ένα πάθος που μπορεί να τεθεί άμεσα σε εφαρμογή. (Ένας άλλος επίσης νεκρός, αντιεξουσιαστής επαναστάτης μιας-δυο γενιών έπειτα είπε για την παθιασμένη καταστροφή ότι δεν είναι παρά «ένας τρόπος να απολαμβάνεις την ευτυχία άμεσα»).

Γράφοντας όλα αυτά, δεν είμαι ενάντια σε κάθε παιγνιώδη φαντασία ενός πιθανού από-πολιτισμένου κόσμου. Όμως για να γίνει μια τέτοια φαντασία πραγματικά παιγνιώδης και να αποκτήσει μια πειραματική πιθανότητα, δεν μπορούν να υπάρχουν μοντέλα προερχόμενα από αφηρημένες συλλήψεις παλιών είτε μελλοντικών κοινωνιών. Στην πραγματικότητα, κατά την άποψή μου, είναι καλύτερα να αφήσουμε την ιδέα της «κοινωνίας» στην άκρη, και να σκεφτούμε καλύτερα με τους όρους διαρκώς αναγεννημένων, εφήμερων σχέσεων μεταξύ μοναδικών, παθιασμένων ατόμων. Τη στιγμή αυτή, μπορούμε μόνο να παίξουμε και να πειραματιστούμε, εκεί που η επιθυμία μας για το φαινομενικά «αδύνατο» συναντά την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Αν ο πολιτισμός πρόκειται να καταλυθεί στη διάρκεια της ζωής μας, αυτό που θα συναντήσουμε δε θα είναι ένας κόσμος άγριων δασών και πεδιάδων ή ερήμων γεμάτων με άγρια πανίδα. Αυτό που θα αντιμετωπίζαμε θα ήταν στην πραγματικότητα ένας κόσμος γεμάτος με τα σκουπίδια του πολιτισμού: εγκαταλελειμμένα κτίρια, μηχανήματα, μπάζα κλπ κλπ.

Η φαντασία που δεν δεσμεύεται ούτε από την πραγματικότητα ούτε από μια πρωτογονιστική ηθική ιδεολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους, για εξερεύνηση ή για παιχνίδι, οι πιθανότητες είναι σχεδόν άπειρες. Το πιο σημαντικό, κάτι τέτοιο αποτελεί μια άμεση δυνατότητα, κι ο καθένας μπορεί να συνδεθεί εκτενώς με μια καταστροφική επίθεση ενάντια στον πολιτισμό. Κι αυτή η αμεσότητα είναι ουσιαστικής σημασίας, μιας και εγώ ζω τώρα, κι εσείς ζείτε τώρα, όχι σε εκατοντάδες χρόνια από τώρα οπότε ένα βεβιασμένο πρόγραμμα προς ένα πρωτογονιστικό ιδανικό ίσως να μπορεί να δημιουργήσει έναν κόσμο μέσα στον οποίο το ιδανικό αυτό θα μπορεί να πραγματωθεί παγκόσμια – αν οι πρωτογονιστές κάνουν την επανάστασή τους τώρα, και επιβάλλουν το πρόγραμμά τους. Ευτυχώς, κανένας πρωτογονιστής δε φαίνεται πρόθυμος να επιβάλλει τέτοια εξουσιαστικά επαναστατικά μέτρα, και προτιμά να επαναπαύεται σε ένα είδος μισο-μυστικιστικού μετασχηματισμού προκειμένου να πραγματοποιηθούν τα όνειρά του (ίσως πρόκειται για κάτι σαν τα όραματα των ιθαγενών αμερικανών, του θρησκευτικού χορού των φαντασμάτων, όπου το τοπίο όπως το διαμόρφωσαν οι ευρωπαίοι εισβολείς υποτίθεται ότι θα ξεφλουδιστεί ως δια μαγείας, αφήνοντας στη θέση του βοσκοτόπια γεμάτα άγρια ζώα).

Για τον λόγο αυτό, ίσως είναι λίγο άδικο να αποκαλείται το πρωτογονιστικό όραμα ως πρόγραμμα (αν και μιας και δε μου κάνουν οι αστικές αξίες, χέστηκα αν είμαι άδικος…). Ίσως του ταιριάζει καλύτερα η λέξη προσμονή. Όταν θέτω κάποια από τα ερωτήματα αυτά σε γνωστούς μου πρωτογονιστές, συχνά επικαλούνται τις «επιθυμίες» τους, τις οποίες αντανακλά το πρωτογονιστικό όραμα. Μάλλον έχουμε διαφορετικές επιθυμίες λοιπόν. Οι «επιθυμίες» που βασίζονται σε αφηρημένες και φετιχοποιημένες εικόνες – στην περίπτωσή μας, του «πρωτόγονου» – είναι εκείνα τα φαντάσματα των επιθυμιών που υπαγορεύουν την κατανάλωση εμπορευμάτων. Αυτό εκδηλώνεται ξεκάθαρα σε ορισμένους πρωτογονιστές, όχι απλά στην κατανάλωση των βιβλίων του κάθε θεωρητικού του πρωτογονισμού, αλλά και στα χρήματα ή/και το χρόνο που ξοδεύουν ώστε να αποκτήσουν κάποιες απ τις λεγόμενες «πρωτόγονες» ικανότητες σε σχολές που ειδικεύονται σ αυτό. Όμως, αυτό το φάντασμα της επιθυμίας, αυτή η προσμονή για μια εικόνα που δεν έχει καμία σύνδεση με την πραγματικότητα, δεν αποτελεί πραγματική επιθυμία, γιατί το αντικείμενο μιας πραγματικής επιθυμίας δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη εικόνα, πάνω στην οποία επικεντρώνει κανείς – μια εικόνα που δεν μπορεί να αποκτήσει πραγματικά κανείς. Η επιθυμία ανιχνεύεται μέσα στη δραστηριότητα και τις σχέσεις που αναπτύσσονται στον κόσμο εδώ και τώρα. Η επιθυμία, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι στην πραγματικότητα ο οδηγός της δράσης, της επικοινωνίας, της δημιουργίας. Με την έννοια αυτή, το αντικείμενό της αποκτά υπόσταση μονάχα με την εκπλήρωση της επιθυμίας, με την πραγματοποίησή της. Κι εδώ επανερχόμαστε στην αναγκαιότητα της αμεσότητας. Και είναι με αυτήν την έννοια και μόνο που η επιθυμία γίνεται ο εχθρός του πολιτισμού στον οποίον ζούμε, του πολιτισμού που η ύπαρξή του βασίζεται στην διαδικασία φετιχοποίησης κάθε σχέσης και δραστηριότητας, στον μετασχηματισμό του σε αντικείμενα που στέκονται πάνω από μας και μας ορίζουν, στο να τις προσδιορίσει, να τις θεσμίσει και να τις εμπορευματοποιήσει. Έτσι, η επιθυμία, σαν ένας οδηγός κι όχι μια προσμονή, δρα άμεσα, επιτιθέμενη σε κάθε τι που την εμποδίζει από το να κινηθεί αυτοδύναμα. Ανακαλύπτει τα αντικείμενά της στον κόσμο γύρω της, όχι σαν αφηρημένες έννοιες, αλλά ως δυναμικές σχέσεις. Αυτός είναι κι ο λόγος που επιτίθεται στις θεσμοθετημένες σχέσεις που καλουπώνουν την κάθε δραστηριότητα σε ρουτίνα, πρωτόκολλα, έθιμα και συνήθειες – σε πράγματα που πρέπει να γίνουν ή να διαταχθούν. Αναλογιστείτε σχετικά τι σημαίνουν δραστηριότητες όπως η κατάληψη, η απαλλοτρίωση, η χρήση του χρόνου εργασίας κάποιου/ας για τον εαυτό του/της, το γκράφιτι κλπ, και πως σχετίζονται με μια ακόμα πιο καταστροφική δραστηριότητα.

Τελικά, αν φανταζόμαστε μια κατάλυση του πολιτισμού, ενεργά και συνειδητά καταστρέφοντάς τον, όχι για να πραγματοποιήσουμε ένα θεσμικό πρόγραμμα ή ένα προσδιορισμένο όραμα, αλλά για να διευρύνουμε ατέλειωτα τις πιθανότητες να πραγματώσουμε τους εαυτούς μας και να ανακαλύψουμε τις ικανότητες και τις επιθυμίες μας, μπορούμε πλέον να ξεκινήσουμε να το κάνουμε εδώ και τώρα ενάντια στην κυρίαρχη τάξη. Αν, αντί να ελπίζουμε σε έναν ακόμη παράδεισο, αρπάξουμε τη ζωή, τη χαρά και την αναζήτηση τώρα, θα ζήσουμε μια πραγματικά αναρχική κριτική του πολιτισμού που δεν έχει τίποτα κοινό με μια εικόνα περί «πρωτόγονου», αλλά μάλλον με την άμεση ανάγκη μας να αποτινάξουμε την εξημέρωση, την ανάγκη μας να είμαστε Μοναδικοί, κι όχι υπάκουοι-υπήκοοι, επιτηρούμενοι, περιορισμένοι. Έπειτα, θα βρούμε τρόπους να αρπάξουμε όλα όσα μπορούμε να οικειοποιηθούμε και να καταστρέψουμε όλα όσα θέλουν να μας επιβληθούν.

Wolfi Landstreicher


[Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007]