Categories
Wildcat

Θέσεις πάνω στην παγκόσμια κρίση

Θέσεις πάνω στην παγκόσμια κρίση

1. Βρισκόμαστε σε μια παγκόσμια ιστορική καμπή

Η δομική κρίση, η τραπεζοπιστωτική κρίση, η «οικολογική κρίση» και οι περιφερειακές κρίσεις και μια βαθιά κυκλική ύφεση συντείνουν σε μια κατάσταση ιστορικής «ρήξης». Τα στρατηγικά «επιχειρηματικά μοντέλα» των δυο τελευταίων δεκαετιών [investment banking, hedge funds (επένδυση σε μελλοντικά εμπορεύματα ώστε να μειωθεί το ρίσκο απωλειών), derivatives trading (αμοιβαίες πληρωμές μέσω μελλοντικών συμβολαίων), private equity firms(εταιρίες με «κλειστό» μετοχικό κεφάλαιο)] βρίσκονται στο τέλος τους. Τους περασμένους τρεις μήνες οι παγκόσμιες συναλλαγές κατέρρεαν, κι αυτό το σημείο καμπής είναι πολύ πιο επικίνδυνο από την «τραπεζική κρίση» της τελευταίας διετίας. Και πάει πολύ πέρα από το φάσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930. Εκείνη την περίοδο το παγκόσμιο εμπόριο έπεσε κατά 66% χάρη σε μια προτεξιονιστική (πολιτικής προστατευτισμού δηλαδή) λαίλαπα του πρώτου μισού της δεκαετίας. Με τους τρέχοντες ρυθμούς σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να φτάσουμε γύρω στον Αύγουστο του 2009, ακόμα κι αν η προτεξιονιστική κούρσα δεν έχει καν αρχίσει. Όταν όντως αρχίσει, όχι μόνο το παγκόσμιο σύστημα συναλλαγών, αλλά και ολόκληρο το διεθνές πιστωτικό σύστημα και το νομισματικό σύστημα θα καταρρεύσουν.

2. Κρίση υπερσυσσώρευσης

Από το 1974 κι έπειτα, όλες οι κρίσεις «λύθηκαν» μέσω μιας ευρείας κλίμακας επέκτασης της πίστωσης: οι διάφορες οικονομικές φούσκες εξέφραζαν την βάση στην κρίση της λεγόμενης «πραγματικής οικονομίας». Στις ΗΠΑ, ο πιστωτικός τομέας κατελάμβανε το 40% του ΑΕΠ. Από την άλλη πλευρά, το χρέος των πολιτειών, των εταιριών και των ιδιωτικών νοικοκυριών γιγαντωνόταν. Από το 1980 το ιδιωτικό χρέος έχει φτάσει στο διπλάσιο του εισοδήματος στις ΗΠΑ, και το 220% στην Βρετανία. Η πληρωμή μέσω Securitization (έκδοση τίτλων/ομολογιών, επάνω στις ταμειακές ροές από στοιχεία του ενεργητικού, των οποίων η αποπληρωμή καλύπτεται από την ταμειακή ροή που δημιουργούν τα ίδια τα δάνεια) και οι Credit Decault Swaps (τα λεγόμενα CDS, «συμβάσεις ανταλλαγής πιστωτικού κινδύνου»: το σύνολο των τιτλοποιούμενων χρεών που οφείλονται σε μια τράπεζα), βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της διόγκωσης της πίστωσης: η Securitization νέων οικονομικών προϊόντων αυξήθηκε από 78 δις. Ευρώ σε 454 δις. Ευρώ μεταξύ των ετών 2000 και 2007. Οι διεθνείς αγοραπωλησίες παραγόντων εκτιμούνται σε τουλάχιστον 60 τρις. Συγκριτικά, το παγκόσμιο ΑΕΠ φτάνει τα 45 τρισεκατομμύρια. Η κρίση υπερσυσσώρευσης σημαίνει πως ένας ρεφορμισμός με την έννοια ρυθμιστικών μέτρων είναι αδύνατος –το να «τεθεί υπό έλεγχο ο οικονομικός τομέας» θα σήμαινε μια εξόντωση της όποιας χαμηλής κερδοφορίας έχει.

3. «Κρίση της κρίσης» – η εκδίκηση της γενιάς του 1968’

Τα χρόνια απ’ το 1973 μέχρι το 2006 ήταν μια μακρά, παρατεταμένη κρίση – η τρέχουσα κατάρρευση είναι η κρίση της κρίσης. Μια μαζική διαδικασία απαξίωσης από το κεφάλαιο, δεν κατάφερε να λύσει την κρίση που ξεκίνησε στην αρχή των 70es: Συγκρατώντας την κατάρρευσή του κατάφερε να εμποδίσει την επανάσταση, αλλά επίσης εμπόδισε και μια νέα άνθιση (boom). Το “Volcker” σοκ (απ’ το όνομα του γνωστού αμερικανού οικονομολόγου, πλέον συμβούλου του Ομπάμα), έγινε αισθητό στην νεοφιλελεύθερη επίθεση του 1979, όμως έκτοτε οι κρίσεις έρχονται ολοένα και γρηγορότερα: χρεωστική κρίση, αποθεματική και δανειστική κρίση, παγκόσμια κρίση των αρχών του ’90, νομισματικές κρίσεις του 1997/8 (Νοτιοανατολική Ασία, Ρούβλι, Λατινική Αμερική), κρίση των εταιριών του διαδικτύου, κι από το 2006 κι έπειτα η παγκόσμια κρίση. Ιστορικά, οι καταπιεσμένοι συνήθως αγωνίζονταν ενόψει των κρίσεων που ξεσπούσαν (πείνα…), ο εργατισμός (κι αργότερα οι Bonefeld και Holloway) μετέφρασαν την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1930 σαν μια αντεπίθεση της καταπίεσης ενάντια στην ενδυνάμωση της εργατικής τάξης που είχε γίνει εμφανής από την αρχή του αιώνα ήδη και στις επαναστάσεις στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η κρίση μετά το 1973 διαμορφώθηκε από την ταξική πάλη κι ως τέτοια είναι μια ιστορικά νέα κατάσταση.

4. Η αποσύνθεση της Χιμαιρικής

Η οικονομία των ΗΠΑ, χρηματοδοτούμενη από το χρέος και αγόμενη από την κατανάλωση ήταν και είναι εξαρτημένη από μια τεράστια εισροή κεφαλαίου, κατά κύριο λόγο από την Κίνα, η οποία έχει καταστεί το παγκόσμιο βιομηχανικό κέντρο για την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Μεταξύ 2003 και 2006, το αμερικανικό εμπόριο «έμπαινε μέσα» κατά 800 δις. δολλάρια τον χρόνο. Σ’ αυτό το τρίγωνο, οι πιο μεγάλοι κερδισμένοι ήταν οι τράπεζες: δανείζονταν φθηνό χρήμα από την παγκόσμια αγορά και τα δάνειζαν ακριβά στους καταναλωτές (υποθήκες, φοιτητικά και δάνεια για αγορές αυτοκινήτων…). Οι κύριοι παροχείς κεφαλαίου, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ταιβάν και η Νότια Κορέα κατέχουν πλέον 4 δις. δολλάρια σε συναλλαγματικά αποθέματα μεταξύ τους. Αυτοί οι επενδυτές έχουν χάσει την μισή αξία τους χάρη στην υποτίμηση του δολλαρίου. Οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να εθνικοποιήσουν τις Fannie Mae και Freddie Mac (κεντρικές αμερικανικές εταιρίες υποθηκών) εξαιτίας της πίεσης που δέχονταν από την Κίνα – που έχει επενδύσει 500 δις. δολλάδια σ’ αυτές τις εταιρίες – μια ιστορική ήττα για την «Δύση»! Η εισροή κεφαλαίου που είναι απαραίτητη προκειμένου να συντηρήσει αυτήν την εύθραυστη ισορροπία εξαρτάται άμεσα από την πέραση του αμερικανικού δολλαρίου ως «παγκόσμιο νόμισμα» – κάτι που επαφίεται στην στρατιωτική υπεροχή του αμερικανικού στρατού, αλλά επίσης στις εξαγωγές της Κίνας – κι αυτές έπεσαν κατά 25% τον περασμένο Φλεβάρη. Είναι άραγε αυτό το τέλος μιας ηγεμονίας – ενώ η στρατιωτική υπεροχή της συνεχίζεται;

5. Προτεξιονισμός και πάλη των τάξεων

Το τέλος ενός ηγεμόνα φέρνει στο προσκήνιο την αποτυχία των πολύπλευρων επαφών, καθώς μια επαφή όλων των πλευρών έχει ανάγκη από μια ηγεμονική δύναμη. Η κρίση επιταχύνει τον προτεξιονισμό. Πολλά κράτη έχουν ήδη θέσει σε εφαρμογή προτεξιονιστικά/προστατευτικά μέτρα ενάντια στις εισαγωγές από την Κίνα. Όμως το νέο Bretton Woods (διακρατική συμφωνία ρύθμισης του νομισματικού/πιστωτικού συστήματος που σήμανε την ίδρυση του Συστήματος Ισοτιμιών και την εγκατάλειψη του «κανόνα του χρυσού»-πλέον το δολλάριο δεν έχει κάποιο αντίκρισμα σε χρυσό, αλλά και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου/ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας) δεν μπορεί απλά να αντικατασταθεί από κάτι νέο, μέσω πολιτικών αποφάσεων (εμπορικές πολιτικές): είναι κάτι πολύ περισσότερο συνυφασμένο με τις ταξικές σχέσεις, και όλοι σήμερα φοβούνται τους ταξικούς αγώνες στην Κίνα.

6. Και τώρα καταρρέουν κι οι τράπεζες;

Στην Ανατολική Ευρώπη ο περιορισμός των πληρωμών των χρεών απειλεί να γκρεμίσει το ευρωπαϊκό, και ιδιαίτερα το αυστριακό τραπεζικό σύστημα. Ολοένα και περισσότερες αποπληρωμές δανείων μένουν ακάλυπτες. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι αναγκαστικές απώλειες θα φτάσουν τα 23,2 τρις. δολλάρια. Μόλις οι μεγάλες μεταβιβάσεις κεφαλαίου αντιστραφούν, δηλαδή μόλις αρχίσει η ζημίωση, όχι μόνο τρισεκατομμύρια φαντασιακού κεφαλαίου «αξίας» θα καταστραφούν αλλά και «υπαρκτά πράγματα».

7. Είναι το σύστημα, χαζούλη!

Οι προβλέψεις σχετικά με την κρίση μέχρι τώρα δεν στόχευαν σε μια οικονομική ανάκαμψη, αλλά στην πολιτική επιβίωση. Οι νεοφιλελεύθερες επιθέσεις στην εργατική τάξη συνεχίστηκαν, και μάλιστα οξύνθηκαν. Μέχρι τώρα, όλα κινούνταν γύρω από την αποφυγή πανικού. Παράλληλοι θεσμοί οικοδομήθηκαν, ένα είδος «κρυφών κυβερνήσεων» σχηματίστηκαν, η εξουσία ξαναδόθηκε στο ΔΝΤ κοκ, αλλά μέχρι στιγμής, καμία νέα φατρία δεν έχει βγει στο προσκήνιο, ώστε να καταστεί ικανή να εντοπίσει και να επιβάλει μακροπρόθεσμες στρατηγικές. Για τις διάφορες εθνικοποιήσεις, γιγαντιαία χρηματικά ποσά έχουν ήδη δαπανηθεί, τα οποία θα αναγκαστεί να τα πληρώσει στο τέλος η εργατική τάξη (Στις ΗΠΑ το σύνολο είναι ήδη γύρω στο 1 τρις. δολλάρια, δηλαδή κάπου 4.000 δολλάρια κατ’ άτομο). Το πρόβλημα είναι ότι ξέρουν ότι μια αντιπληθωριστική ύφεση ενεδρεύει. Όμως, δεν γνωρίζουν ποια «πραγματικά» είναι η «αξία» των κεφαλαίων, μετοχών, ασφαλειών κλπ: είναι ήδη αδύνατον να υπολογιστεί πόσο χρήμα πρέπει να εισαχθεί στο παιχνίδι. Έτσι πάμε στο μεγάλο ερώτημα: ύφεση ή υπερπληθωρισμός;

8.Δεν υπάρχει διαλεκτική μεταξύ ρεφορμισμού και επανάστασης

Δεν υπάρχει καμία «μεταρρύθμιση» στον ορίζονται που θα μπορούσε να ανακουφίσει κάπως την εργατική τάξη: αντίθετα η πολιτική του σοκ και δέους ενάντια στην τάξη εντείνεται, γεννώντας συνεχή αβεβαιότητα. Εντονότερος ρυθμιστικός ρόλος δεν σημαίνει περισσότερο κράτος πρόνοιας! Μια ισχυρότερη ρυθμιστική λειτουργία θα επέλθει ούτως ή άλλως, καθώς οι κεντρικές τράπεζες και τα κράτη δεν μπορούν να παρατείνουν την στρατηγική του: είναι αδύνατον να εγγυηθεί τις καταθέσεις κι απ’ την άλλη να αφήσει τις τράπεζες να πάρουν ακόμη μεγαλύτερα ρίσκα. (Ο Ackermann, επικεφαλής της Deutsche Bank, ανέφερε μια πτώση της τάξης του 25% στην καθαρή αξία).

9. Η σκληρότερη επίθεση των τελευταίων δεκαετιών ενάντια στις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης

(μαζικές απολύσεις, γιγάντωση των αστέγων κλπ) ήδη πραγματοποιείται από την πρώτη φάση της κρίσης. Η αυτοκινητοβιομηχανία, οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές έχουν προβεί σε αρκετές περικοπές θέσεων εργασίας τα τελευταία χρόνια. Όμως μέχρι τώρα, μια τέτοια κατάσταση διαχειριζόταν μέσω άφθονων αποζημιώσεων. Τώρα η ανεργία εκτινάσσεται στα ύψη με πολύ ταχύτερους ρυθμούς απ’ ότι σε προηγούμενες κρίσεις. Στη Γερμανία περίπου 200.000 προσωρινοί εργαζόμενοι απολύθηκαν. Ωστόσο, η σύνθεση της ανεργίας μεταβάλλεται ταχύτατα: Τον Φλεβάρη στην Märklin (εταιρία παραγωγής παιχνιδιών) και στην Karmann (αυτοκινητοβιομηχανία), έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες απολύσεις χωρίς αποζημιώσεις… Η ανάλυσή μας το καλοκαίρι του 2008 ήταν ορθή και πλέον αποτελεί κοινό μυστικό: οι εξαγωγές στη Γερμανία έπεσαν πάνω από 20% από τον Γενάρη του 2008 ως τον Γενάρη του 2009. Για το 2009 υπολογίζουν σε μια ύφεση 8%, την μεγαλύτερη σε όλη την ιστορία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας – κι αυτό μόνο σε περίπτωση που οι εξαγωγές σταθεροποιηθούν το δεύτερο τετράμηνο του έτους, οπότε ξεχάστε το!

10. Φάσεις της πολιτικής της κρίσης

-2007 μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2008, εισερχόμαστε υπνοβατώντας στην τρέχουσα κρίση.

-Τουλάχιστον με την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβρη γίνεται φανερό ότι βρισκόμαστε σε μια αντιπληθωριστική ανάπτυξη, μέχρι τότε αμύθητα ποσά ρίχνονταν στο τραπεζικό σύστημα ενώ αποκρυπτόταν από τους εργαζόμενους ότι θα κληθούν να τα αποπληρώσουν οι ίδιοι.

-Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στην Τρίτη φάση της: για να το θέσουμε ξεκάθαρα: παίρνουν τα μέτρα τους ενώ την ίδια ώρα μας αποσπούν την προσοχή με τρικ όπως των «επιδοτήσεων» για να αφήσεις το παλιό σου αμάξι και να αγοράσεις ένα νέο. Στα πλαίσια των δραστικών περικοπών θέσεων εργασίας, οι εργατοπατέρες των συνδικάτων ανακοινώνουν την προθυμία τους να παράσχουν τα πάντα.

-Σε μια τέταρτη φάση θα προσπαθήσουν να κάμψουν με τα πιο βάναυσα μέτρα τον υπερπληθωρισμό που αναζωπυρωνόταν μέχρι τότε. Πιθανόν, κάτι τέτοιο να γίνει με νομισματικές μεταρρυθμίσεις – πάντως σίγουρα μέσω μιας ευρείας μετωπικής επίθεσης. Ο Volcker είναι οικονομικός σύμβουλος του Obama!). Η δυναμική της κρίσης θα γενικευτεί σε ολόκληρη την κοινωνία και θα ριζοσπαστικοποιηθεί παγκόσμια.

11. Κρίση της αντιπροσώπευσης – κρίση της πολιτικής

Είμαστε ήδη στα μισά μιας «αλλαγής καθεστώτος» -το σύστημα των υποθηκών, των τραπεζών, των δανείων είναι σάπιο: «το τέλος της Wall Street”. Ακόμα κι αν οι κυρίαρχες ελίτ δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά την πολιτική τους, οι μικρές αλλαγές που έχουν γίνει έχουν ήδη ενισχύσει ουσιαστικά την κρίση: οι σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται στα τελευταία τους, ενώ οι χριστιανοδημοκράτες υποφέρουν ακόμα περισσότερο. Η πτώση των αριθμών των μελών των συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων δεν είναι ένδειξη πολιτικής απάθειας. Υπάρχουν πολλές πρωτοβουλίες κοινωνικής δέσμευσης και κριτικής του καπιταλισμού… Τα 2/3 των Γερμανών δήλωσαν σε γκάλοπ πως η οικονομία της αγοράς δεν είναι καθόλου καλό κοινωνικό σύστημα. Ωστόσο πολλοί άνθρωποι ακόμα ελπίζουν σε μεταρρυθμίσεις. Είναι αποφασιστικής σημασίας το σε τι θα μετασχηματιστούν αυτές οι ελπίδες όταν διαρραγούν υπό την επιρροή της κρίσης. Τα 2/3 των Ελλήνων είδαν τον Δεκέμβρη ως μια κοινωνική επανάσταση…

12. Κρίση της ριζοσπαστικής Αριστεράς

Η (ριζοσπαστική) Αριστερά χωρίς να έχει ανανεωθεί όσο η εποχή της συνεχίζει το έργο της –business as usual. Καμπάνιες, κινητοποιήσεις για συμβολικές διαδηλώσεις σε συνόδους, εναπόθεση των ελπίδων στα συνδικάτα και σε άλλους θεσμούς. Τα συνδικάτα παρέχουν την συγκατάβασή τους στα αφεντικά πριν καν τους ζητηθεί, ή διεξάγουν διαδηλώσεις αντιπερισπασμού. Οι «οργανωμένοι άνεργοι» είναι μια έκφραση του διαχωρισμού της τάξης, κι όχι της πάλης εναντίον του! [επεξηγηματική σημείωση: ιδιαιτερότητα της κατάστασης στην Γερμανία όπου απ’ την μία σχεδόν σύσσωμη η ριζοσπαστική αριστερά οργανώνει καμπάνιες για ένα «εξασφαλισμένο εισόδημα» κι απ’ την άλλη το κράτος έχει ήδη εισάγει ένα είδος εγγυημένου εισοδήματος, το λεγόμενο HartzIV, το οποίο αποτέλεσε την πιο βίαια επίθεση ενάντια στο πεδίο της αναπαραγωγής, τις τελευταίες δεκαετίες]. Πρέπει να παρέμβουμε στις κοινωνικές διαδικασίες αντί να εμπλεκόμαστε σε διαχωρισμένες κινήσεις αντιπροσωπευτικής πολιτικής.

13. Η «μεγάλη ύφεση» ως αναλογία – το τέλος ενός ιστορικού γαλαξία

Όσον αφορά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1930, οι πάντες συμφωνούσαν στο πως θα έπρεπε να λυθεί: καπιταλιστές, σταλινικοί, εθνικοσοσιαλιστές και αμερικανοί δημοκράτες (Roosevelt) ήταν συγκεντρωμένοι στην μαζική παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και μηχανημάτων, σε συνδυασμό με ένα εθνικό κράτος πρόνοιας – και όλοι πειραματίζονταν με κάποιου είδους στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Σήμερα ούτε ένας νέος τρόπος παραγωγής ούτε μια νέα φόρμα παραγωγικής ενσωμάτωσης από το κράτος διαφαίνεται οπουδήποτε. Η τρέχουσα κρίση θα μπορούσε μάλλον να συγκριθεί με την «μεγάλη ύφεση» των πέντε ετών από το 1873 ως το 1878, που κατέληξε στα 20 χρόνια στασιμότητας μέχρι το 1896. Ο καπιταλισμός βγαίνει από τις κρίσεις αλλάζοντας ριζικά, περνώντας μέσα από δεκαετίες στη σειριακή παραγωγή καταναλωτικών αγαθών (ραπτομηχανές, ηλεκτρικές σκούπες, αυτοκίνητα, ψυγεία…). Η κύρια καινοτομία ήταν η αλυσίδα παραγωγής: οι εργάτες από την ύπαιθρο μπορούσαν να προσληφθούν στα εργοστάσια σε μεγάλα νούμερα, οι παραδοσιακές εργατικές οργανώσεις ήταν στο τέλος τους. Σήμερα η «αλυσίδα παραγωγής»: ο «Τρίτος Κόσμος» και το πετρέλαιο ως πηγή ενέργειας βρίσκονται στο τέλος τους – και μαζί τους τα βιομηχανικά συνδικάτα ως κυρίαρχες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης.

14. Δεν υπάρχει «έξω» πλέον

Για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού η εργατική τάξη της Κίνας θα χτυπηθεί από τα αποτελέσματα της κρίσης ταυτόχρονα με το υπόλοιπο του παγκόσμιου προλεταριάτου. Και μετά τις εξεγέρσεις «για την τροφή» όπως αποκλήθηκαν από τα μίντια το πρώτο μισό του 2008, οι βιομηχανικοί εργάτες στην Κίνα ξεκίνησαν να αγωνίζονται ενάντια στις συνέπειες της κρίσης. Υπολογίζεται ότι 30 εκατομμύρια μεταναστών εργατών έχουν βγει στην ανεργία μέχρι σήμερα. Τον Νοέμβρη και τον Δεκέμβρη εμφανίστηκαν κινήματα στην Ιταλία, τη Ρωσία και την Ελλάδα. Τον Γενάρη, το επίκεντρο μετατοπίστηκε στην ανατολική Ευρώπη: την Λετονία, τη Λιθουανία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα – αλλά επίσης στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ισλανδία, την Νότια Κορέα, τη Γουαδελούπη, τη Ρεουνιόν, τη Μαδαγασκάρη, το Μεξικό και την Ιρλανδία οι άνθρωποι βγήκαν στο δρόμο ενάντια στην πολιτική της κρίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις με απεργίες. Το ζήτημα είναι εάν μια συλλογικά αγωνιζόμενη παγκόσμια εργατική τάξη θα προκύψει από τα κινήματα αυτά. Η Αργεντινή (το 2003) και η Ισλανδία δείχνουν ότι κάτι τέτοιο δε συμβαίνει αυτόματα. Το κίνημα υποχρέωσε την κυβέρνηση να παραιτηθεί, αλλά έφτασε σε τέλμα τον Φλεβάρη αν και ο πληθωρισμός χτύπησε το 20% και τα κοινωνικά προβλήματα εντείνονται!

15. Αυτοοργάνωση!

Ο καπιταλισμός δεν θα καταρρεύσει από μόνος του, αφήνοντας πίσω έναν κόσμο στον οποίο όλοι θα είμαστε καλά. Αλλά σήμερα ριζικά νέα πράγματα είναι εφικτά. Η «οικονομική κρίση» θα εξελιχθεί αναμφίβολα σε πολιτική κρίση. Για την τελική πτώση θα μπορεί να κατηγορηθούν οι υπερβολικές προσδοκίες από εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο (dotcom) ή η 11/9, αλλά ο καθένας μπορεί να δει ότι πλέον είναι το ίδιο το πιστωτικό σύστημα που καταρρέει. Νέα πράγματα θα ‘πρεπε να είναι εφικτά – αλλά αν θυμηθούμε πόσο γρήγορα 20 χρόνια πριν οι πιθανότητες για δράση καταστράφηκαν και οι αντιστεκόμενοι σπρώχτηκαν στο περιθώριο, γίνεται εμφανές ότι δεν μπορούμε να επαναπαυτούμε σε κάποιο προβάδισμά μας.

[μετάφραση κειμένου της γερμανικής ομάδας wildcat – περισσότερα στο http://www.wildcat-www.de]

Categories
Uncategorized

ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗΣ)

1

Η τέχνη δεν είναι η πιο “υψηλή” έκφραση του “πνεύματος” όπως επί αιώνες τώρα προσπαθούν να μας πείσουν οι μετέχοντες στο ιδεαλιστικό μπλοκ, αλλά μια σφαίρα αποκομμένη από την πραγματικότητα και τη ζωή. Μια σφαίρα που αποκόπηκε από την πραγματικότητα και τη ζωή, ταυτόχρονα με τον τεχνητό διαχωρισμό μεταξύ ύλης και πνεύματος, χειρονακτικής και πνευματικής εργασίας (ή “βάναυσης” και “αριστοκρατικής”) που συνόδεψε τον διαχωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις. Η τέχνη λοιπόν είναι η πορδή της εξουσίας.

2

Σε μια αταξική κοινωνία δεν θα υπάρχει τέχνη, δεν θα υπάρχει όχι μόνο επειδή δεν θα έχει λόγο ύπαρξης αφού τη ζωή θα τη ζουν οι άνθρωποι και δεν θα την αναπαριστούν, αλλά και επειδή θα ξαναβρεί την θέση της στη γη. Η ενοποίηση πράξης και θεωρίας, υλικής και πνευματικής εργασίας που θα φέρει η κατάργηση των τάξεων θα ενοποιήσει και την τέχνη με τα υπόλοιπα κομμάτια της κοινωνικής ζωής, σε βαθμό που δεν θα υπάρχει ως τέτοια – ως ιερή, ως Τέχνη. Θα ξεπεραστεί!

3

Ενώ ο μόνος τρόπος που θα έπρεπε να θεωρεί κάποιος εχθρός της ταξικής κοινωνίας την τέχνη είναι μέσα από την προοπτική της κατάργησης της και της ενοποίησης της με την υπόλοιπη κοινωνική ζωή, ωστόσο υπάρχουν κάποιοι ιδεαλιστές που θεωρούν αρκετά ανατρεπτικό το να την εξυψώνουν ακόμα περισσότερο από ότι οι αστοί! Τη διαθέτουν χωρίς αντίτιμο ή για να μιλάμε στη δημοτική – τζάμπα και την ονομάζουν αντιεμπορευματική. Το ζήτημα εδώ έχει δύο σκέλη. Πρώτον, όχι μόνο ακολουθούν τον ιδεαλιστικό διαχωρισμό πνεύματος και ύλης αλλά τον φτάνουν στα όρια του, προστατεύοντας την “ιερή” αυτή σφαίρα από το (πράγματι) “μιαρό” εμπόριο ενώ δεν έχουν πρόβλημα να εμπορευτούν την “ταπεινή” και “βάναυση” χειρονακτική τους εργασία ή την εργατική τους δύναμη. Δεύτερον παραμένει θεαματική. Διατηρεί δηλαδή το βασικό χαρακτηριστικό της αστικής τέχνης (Μια ομάδα ταλαντούχων καλλιτεχνών κλείνεται στο εργαστήριο της και αφού παράγει το “έργο τέχνης” το παρουσιάζει σε δεκάδες ή εκατοντάδες θεατές οι οποίοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα παρέμβασης σε αυτό).

4

Αν κάποιος θέλει να πάρει παραδείγματα αντιεμπορευματικής και αντιθεαματικής τέχνης ας παρακολουθήσει τα λαϊκά δρώμενα και τα δημοτικά τραγούδια. Εκεί δεν υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που να δημιουργεί “ελεύθερα”, με την αστική έννοια του όρου, ξεχωρίζοντας από το “κοινό”. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι προϊόν της συλλογικής εμπειρίας της κοινότητας και το ό,τι είναι τζάμπα δεν χρειάζεται να επισημανθεί..

Ex Negativo

Categories
Paul Lafargue Ασύμμετρη Απειλή

AΠ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΓΟΝΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΣΠΑΝΗΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΚΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ :

Κουμμουνισμός της Σπάνης και κομμουνισμός του Πλούτου

«Εντούτοις οι ινδιάνοι δεν είχαν ακόμα υποψιαστεί, πριν τον ερχομό των λευκών, ότι η γη θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιον ξεχωριστά και να μην αποτελεί το κοινό αγαθό όλων εκείνων που ζουν στην επιφάνεια της […]. Η ινδιάνικη φυλή κατοικούσε σε μια εδαφική επικράτεια που εναρμονιζόταν με τις ανάγκες και τον αριθμό του πληθυσμού της, χωρίς να γεννάται γι΄ αυτήν ζήτημα συνόρων ή περιφράξεων»

R. Roger(από την “πολιτική ιστορία του συρματοπλέγματος” του Ολ. Ραζάκ, εκδ. Βάνιας)

Η κάθε εξουσία εμφανίζει τον εαυτό της και την τάξη πραγμάτων που δημιουργεί σαν αιώνια δοσμένη, φυσικά νομιμοποιημένη και αμετάβλητη. Έτσι και ο καπιταλισμός εμφανίζει την ατομική ιδιοκτησία σαν αιώνια και φυσική, σαν ένα χαρακτηριστικό ενσωματωμένο στην ανθρώπινη φύση: Τόσο θερμός ήταν ο ζήλος των οικονομολόγων για την ανακάλυψη κεφαλαϊικής ιδιοκτησίας κατά τους προϊστορικούς χρόνους, ώστε κατέληξαν με τις έρευνες τους να ανακαλύψουν και ιδιοκτησία κι εκτός του ανθρώπινου γένους – μεταξύ των ζώων. Είπαν, για παράδειγμα, ότι το μυρμήγκι στην πρόνοια του να αποταμιεύσει τροφές είναι «κεφαλαιούχος»! Κρίμα που δεν προχώρησαν ακόμα ένα βήμα και να μας βεβαιώσουν ότι το μυρμήγκι αποταμιεύοντας τροφές σκοπεύει στην πώληση τους και την πραγματοποίηση του κέρδους δια της κυκλοφορίας του κεφαλαίου του»(Πωλ Λαφάρκ )

Φυσικά, η ανεπεξέργαστη και απλοϊκή παραπομπή στη φύση μπορεί να ανακαλύψει τα πάντα στο ζωικό βασίλειο: καπιταλισμό, φασισμό, κομμουνισμό, αναρχία κ.τ.λ. Αλλά η ανθρώπινη κοινωνία βασίζεται πάνω στη συνειδητή(να υπογραμμιστεί) ζωική λειτουργία, πράγμα που καθιστά κάθε σύγκριση του ζωικού βασιλείου με την ανθρώπινη κοινωνία σαθρό ιδεολόγημα.

Η ατομική ιδιοκτησία λοιπόν, όπως και το κράτος και η εξουσιαστική/ ιεραρχική και ταξική δόμηση της κοινωνίας, δεν είναι ούτε αυτοφυή κι αιώνια φαινόμενα, όπως πιστεύουν οι καπιταλιστές, ούτε εξωκοινωνικά /εξωκοσμικά φαινόμενα, όπως πιστεύει ένας αφελής και ιδεαλιστικός αναρχισμός. Τα κατασκευάσματα αυτά είναι καθαρά κοινωνικά γεννήματα και εμφανίστηκαν σαν αποτέλεσμα μιας διαρκούς συνεξελικτικής διαδικασίας πολλών παραγόντων (κοινωνικών, οικονομικών, φυσικών, ψυχολογικών, “θρησκευτικών” κ.λ.π.). Δεν είναι ούτε αιώνια και αμετάβλητα, αλλά ούτε και προϊόντα μιας σκοτεινής και εξουσιαστικής συνωμοσίας

Η μετάβαση από τον πρωτόγονο κομμουνισμό στην ατομική ιδιοκτησία και τον σύγχρονο καπιταλισμό, όπως και η μετάβαση από την Μητριαρχία στην Πατριαρχία, δεν έγινε από την μία μέρα στην άλλη, αλλά αργά και σταδιακά. Ο Λαφάργκ διακρίνει τέσσερα βασικά στάδια σε αυτήν την πορεία: τον αρχέγονο κομμουνισμό την κοινή αιματοσυγγενική ιδιοκτησία (αιματοσυγγενικός κολλεκτιβισμός ), την φεουδαλική ιδιοκτησία και τη σύγχρονη αστική ιδιοκτησία. Κάθε στάδιο δεν έχει απόλυτα σύνορα, αλλά κάθε νέα κατάσταση εμπεριέχει, στοιχεία της παλαιότερης κατάστασης , ενώ κάθε παλιά κατάσταση εμπεριέχει σε σπερματική μορφή την καινοτομία που θα την ανατρέψει.

Η ύπαρξη λοιπόν μιας μακρόχρονης κομμουνιστικής κατάστασης στην ανθρωπότητα, καταρρίπτει το φιλελεύθερο ιδεολόγημα. Από την άλλη ο πρωτόγονος κομμουνισμός δεν ήταν ένας επίγειος παράδεισος όπως πιστεύουν τόσο οι διάφορες θρησκείες που μιλούν για την Πτώση του ανθρώπου, όσο και ο αφελής αναρχοπρωτογονισμός : «Στην αρχέγονη εποχή η ιδιοκτησία ήταν κοινή μόνο μεταξύ των μελών της ίδιας φυλής, που συνδεόταν με δεσμούς αίματος. Κάθε ανθρώπινο πλάσμα που δεν ανήκε στο στενό αυτό κύκλο θεωρούταν ξένος και εχθρός» (Πωλ Λαφάργκ).

Μια ματιά στα χαρακτηριστικά του πρωτόγονου κομμουνισμού αρκεί για να καταρρεύσει ο μύθος περί “ευγενών αγρίων” του Διαφωτισμού, που πέρασε στις μέρες μας με το ιδεολογικό κατασκεύασμα της “Αγριότητας” του αναρχοπρωτογονισμού. Ο αναρχοπρωτογονισμός εκφράζει με αναρχικό ένδυμα ένα κράμα ρομαντισμού και θρησκευτικού τύπου νοσταλγία για το “χαμένο παράδεισο” (την προ-πτωχική και προ-πολιτιστική κοινωνία), με την διαφορά ότι ταυτίζει την Πτώση όχι στην Αμαρτία ή την Γνώση του Καλού και του Κακού, όπως κάνει ο χριστιανισμός, αλλά στην εμφάνιση του πολιτισμού.

Εδώ τίθεται το ερώτημα: ο Πολιτισμός είναι ευλογία ή κατάρα για την Ανθρωπότητα; Μέσα στην ιδεολογία της “καθαρής ελευθερίας”, ο Πολιτισμός είναι ο νεκροθάφτης των ανθρώπινων ενστίκτων. Μήπως όμως ο Πολιτισμός εμφανίστηκε ακριβώς επειδή η “καθαρή ελευθερία” δεν μπορούσε δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις ανθρώπινες ανάγκες; Σύμφωνα με τον Φρόιντ η “η αρχή της ηδονής”: «έρχεται σε σύγκρουση με το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον. Το άτομο συνειδητοποιεί τραυματικά ότι η ακέραια και η άπονη ικανοποίηση των αναγκών είναι αδύνατη». Κι έτσι η “καθαρή ελευθερία” της άμεσης ικανοποίησης, της ηδονής και των ενστίκτων αντικαθίσταται με τον Πολιτισμό της απώθησης και της καθυπόταξης των ενστίκτων (την “αρχή της πραγματικότητας “). O κομμουνισμός της Σπάνης καταστρέφεται από τον Πολιτισμό, ο οποίος πολλαπλασιάζει τον κοινωνικό πλούτο και την ασφάλεια, μέσα από την επεξεργασία της φύσης, την ανάπτυξη της γεωργίας και την παραγωγικότητα. Αρχικά λοιπόν, ο Πολιτισμός εμφανίζεται σαν “αναγκαίο κακό”, μια ιστορική αναγκαιότητα που έδρασε προοδευτικά.

Ταυτόχρονα όμως αποσυνθέτει την αρχική κοινωνική ενότητα, που εξασφαλίστηκε μέσα από την ισότητα του αρχέγονου κομμουνισμού, κατακερματίζει την κοινωνία δημιουργεί ιεραρχικές δομές και στην κίνηση του φτάνει στο σημείο να αντικαταστήσει την επεξεργασία της φύσης με την (κερδώα για κάποιους) καταστροφής της.

«Η εντεινόμενη πρόοδος φαίνεται να είναι δεμένη με την εντεινόμενη ανελευθερία. Σε όλο τον κόσμο του βιομηχανικού πολιτισμού η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο αυξάνεται σε έκταση και οργάνωση. Κι αυτή η τάση δεν εμφανίζεται σα μια πάρεργη, μεταβατική αναδρομή κατά την πορεία προς την πρόοδο… Και η πιο αποτελεσματική καθυπόταξη και καταστροφή του ανθρώπου από άνθρωπο συμβαίνει στο υψηλότερο σημείο του πολιτισμού, όταν οι υλικές και διανοητικές επιτεύξεις της ανθρωπότητας φαίνονται να επιτρέπουν τη δημιουργία ενός αληθινά ελευθέρου κόσμου».(Μαρκούζε)

Ακόμα και η πολλά υποσχόμενη Επιστήμη, που τόσες ελπίδες γέννησε στο αναρχικό και σοσιαλιστικό κίνημα του 19ου αιώνα, άλλα και στο ρωσικό μηδενισμό και το γαλλικό αναρχοατομικισμό, κάτω από το σφικτό εναγκαλισμό της με την Εξουσία, μετατράπηκε σε δημιουργό της κοινωνίας του Έλεγχου, της μηχανοποίησης, της τυποποίησης, της αλλοτρίωσης και της καταστροφής του φυσικού πλούτου.

Αλλά, ο ίδιος ο Πολιτισμός μας δίνει το σχοινί για να τον κρεμάσουμε. Ο κοινωνικός πλούτος σήμερα είναι τόσο μεγάλος ώστε υπάρχει η δυνατότητα για να δημιουργηθεί ένας σύγχρονος κομμουνισμός πλούτου: «Αφού ο Πολιτισμός κατέστρεψε τον ακατέργαστο και απλό κομμουνισμό των πρώτων βημάτων της ανθρωπότητας, απεργάζεται τώρα το υλικό ενός πολυσύνθετου και επιστημονικού κομμουνισμού»(στη φράση αυτή του Λαφάρκ είναι εμφανής ο επιστημονισμός που χαρακτηρίζει το επαναστατικό κίνημα του 19ου αιώνα).

Αυτός ο κομμουνισμός όμως υπάρχει σε λανθάνουσα μορφή μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία, είναι μια δυνατότητα, μια πιθανότητα και όχι μια βεβαιότητα. Ο Μπακούνιν στο “θεός και κράτος”, με περίσσια σιγουριά τοποθετούσε την “ανθρώπινη ευτυχία” στο “Τέλος της Ιστορίας”(πολύ πριν τον Φουκουγιάμα…)ενώ για τους μαρξιστές τα υποκείμενα είναι τυφλά ενεργούμενα των “αντικειμενικών συνθηκών” οι οποίες αρκούνε για να μας πάνε καβάλα στον κομμουνιστικό παράδεισο. Αντίθετα ο Μάρξ στην “Γερμανική Ιδεολογία’’ έλεγε ότι η ιστορία δεν έχει τους ειδικούς σκοπούς, τη δική της αυτοσυνείδηση (το ότι οι μαρξιστές αγνοούν τη διαλεκτική σχέση των υποκειμένων με τις αντικειμενικές συνθήκες, είναι ένα από τα πολλά γεγονότα που δικαιώνουν την φράση του Μάρξ : ‘’ Έσπειρα δράκους και θέρισα ψείρες’’).

Η ιστορία λοιπόν δεν έχει προορισμό, δεν είναι ούτε ατμομηχανή με τελικό προορισμό τον κομμουνισμό ή την ανθρώπινη ευτυχία(μαρξιστικός και αναρχικός ντερτενισμός),ούτε βίντεο να πατήσουμε το Rewind και να βρεθούμε στον παράδεισο του πρωτόγονου κομμουνισμού (αναρχοπρωτογονιστική, θρησκευτικού τύπου, νοσταλγία του’’ χαμένου παραδείσου’’).Τον δρόμο τον φτιάχνουμε περπατώντας.

Κι ο γεροτυφλοπόντικας ακόμα σκάβει…

ΠΩΛ ΛΑΦΑΡΚ : « ΑΡΧΕΓΟΝΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ»

1

Αν οι οικονομολόγοι θεωρούν την ύπαρξη του Κεφαλαίου σύγχρονη με την παιδική ηλικία της Ανθρωπότητας , αυτό συμβαίνει διότι αρέσκονται στο να αγνοούν τις συνήθειες των αρχέγονων λαών.

Υπάρχουν και σήμερα άγριοι που δεν έχουν ιδέα για την έγγειο ιδιοκτησία ,ατομική ή κοινή(collective) και μόλις έχουν σχηματίσει την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας, πάνω στα αντικείμενα που χρησιμοποιούν. Μερικοί κάτοικοι της Αυστραλίας κατέχουν ως ολόκληρη ιδιοκτησία μόνο τα αντικείμενα που είναι αναπόσπαστα από το πρόσωπο τους ,δηλαδή: όπλα, κοσμήματα που φέρουν στα αυτιά τους, τα χείλη τους ή τις μύτες τους , δέρματα άγριων θηρίων που χρησιμοποιούν ως ενδύματα, λίπος για ιαματική χρήση κ.λ.π.

Τα αντικείμενα αυτά, των οποίων κάνουν αποκλειστικά προσωπική χρήση, θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος του ατόμου τους και δεν τα αποχωρίζονται ούτε μετά τον θάνατο, αλλά καίγονται και θάβονται μαζί τους. Το Όνομα είναι η πρώτη ιδιοκτησία που συναντάμε. Ο άγριος ουδέποτε αποκαλύπτει το όνομα του στον ξένο. Το θεωρεί κάτι πολύτιμο, που μόνο σε φίλο μπορεί να δωρίσει. Τόσο είναι ταυτισμένο το όνομα με το πρόσωπο του, ώστε η φυλή του παύει να το προφέρει μετά τον θάνατο του. Για να γίνει ένα αντικείμενο ατομική ιδιοκτησία, πρέπει να είναι πραγματικά ή φαινομενικά συσσωματωμένο με το πρόσωπο του κατόχου του. Όταν ο άγριος θέλει να δείξει ότι ένα αντικείμενο του ανήκει , δηλώνει ότι τι χρησιμοποιεί γλύφοντας το με την γλώσσα του. Οι Εσκιμώοι μόλις αγοράσουν κάτι το φέρουν-εκτός κι αν είναι βελόνι- στο στόμα τους ή θα επισημοποιήσουν την αγορά με μια συμβολική πράξη, που σημαίνει την επιθυμία να το κρατήσουν για ατομική χρήση. Επίσης αντικείμενα χειροτεχνίας είναι ιδιοκτησία μόνο αν έχουν αποκτηθεί με τον πιο πάνω τρόπο. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο Εσκιμώος δεν μπορεί να κατέχει περισσότερα από δύο μονόξυλα. Το τρίτο είναι στη διάθεση της φυλής και θεωρείται απρόσωπη ιδιοκτησία. Ο άγριος ποτέ δε θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για την απώλεια πράγματος που ανήκει στη φυλή του, ούτε σκέφτεται να το αντικαταστήσει. Αυτό είναι έργο της φυλής.

Η ανικανότητα του αγρίου να συλλάβει την ιδέα της ιδιοκτησίας επί των αντικειμένων τα οποία δεν είναι ταυτισμένα με το πρόσωπο του, προέρχεται από το γεγονός ότι δεν έχει συνείδηση της ατομικότητας του ως ξεχωριστής. Τη θεωρεί σαν ένα μόριο του αιματοσυγγενικού ομίλου ή της φυλής μέσα στην οποία ζει.

Ο άγριος βρίσκεται στη μέση τόσων κινδύνων, το πνεύμα του εξάπτεται από τόσους φανταστικούς φόβους, ώστε δεν μπορεί να ζήσει απομονωμένος, ούτε καν να συλλάβει τη δυνατότητα αυτής της περίπτωσης. Η εξορία ενός αγρίου από τη φυλή ή την ορδή του, ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη. Τόσο μεταξύ των προϊστορικών ελλήνων, όσο και μεταξύ των βαρβάρων, ακόμα και ο εξ αμελείας φόνος ενός μέλους τιμωρούταν με εξορία. Ο Ορέστης μετά την δολοφονία της μητέρας του υποχρεώθηκε να εκπατριστεί για να καθησυχαστεί η κοινή οργή. Και σε μεταγενέστερους πολιτισμούς, όπως της αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης, η εξορία θεωρούταν σαν η σκληρότερη ποινή. Όπως λέει ο ποιητής Θέογνις, ο εξόριστος ‘’ δεν έχει ούτε φίλους, ούτε πιστούς συντρόφους και αυτό είναι το πλέον πένθιμο στην εξορία’’. Το να ζει κανείς απομονωμένος, μακριά από τους συντρόφους του, θεωρούταν το φοβερότερο δυστύχημα στον αρχέγονο άνθρωπο, ο οποίος ήταν συνηθισμένος στην κοινοβιακή ζωή.
Ο άγριος είναι το τελειότερο ον(από την άποψη της αυτάρκειας) σε σχέση με τον πολιτισμένο, είναι τόσο ενσωματωμένος με την ορδή ή τη φυλή του, ώστε δεν αισθάνεται τον εαυτό του ως ξεχωριστή προσωπικότητα, ούτε στην ιδιοκτησία, ούτε στην οικογένεια.*1

Το γεγονός ήταν το παν. Αυτό ήταν η οικογένεια αυτό νυμφευόταν αυτό ήταν ο κάτοχος της ιδιοκτησίας. Στο γένος τα πάντα είναι κοινά. Ο δασόβιος της Αφρικής όταν λαμβάνει κάτι ως δώρο το διαμοιράζει στα άλλα μέλη του γένους του. Ομοίως όταν πιάνει ένα ζώο ή όταν βρίσκει ένα αντικείμενο. Σε καιρό λιμού οι νεαροί Φονεγιάνοι ερευνούν τις ακτές κι αν τύχει να βρουν κάποιο θήραμα ή ψάρι τρέχουν να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους. Τρέχουν τότε όλοι σ΄ εκείνο το μέρος και με την ευθηνή του γηραιότερου το διανέμουν σε ίσες μερίδες.
Κυνήγι και ψάρεμα , αυτοί οι δύο πρωτόγονοι τρόποι παραγωγής, γίνονται από κοινούκαι το προϊόν τους διανέμεται από κοινού. Ο Μάρτιους αναφέρει ότι οι Μποτοκούντος, αυτές οι ατρόμητες φυλές της Βραζιλίας, οργανώνουν κοινά κυνήγια και ποτέ δεν εγκαταλείπουν το μέρος που φόνευσαν το ζώο αν πρώτα δεν το διαμοιράσουν. Το ίδιο αναφέρει και για τους Ντακότας αλλά και για τους Αυστραλούς ιθαγενείς. Μεταξύ ακόμα και των φυλών στις οποίες το κυνήγι γίνεται ελεύθερα και ατομικά, ισχύει ο αρχέγονος τρόπος διανομής της λείας. Ο τυχερός κυνηγός προσκαλεί σε συμπόσιο όλα τα μέλη του γένους του, του χωριού ή ολόκληρης της φυλής. Οι περιστάσεις αυτές είναι, μπορούμε να πούμε ένα είδος ‘’εθνικού συμποσίου’’. Σε κάποιες χώρες του Καυκάσου ο φόνος μιας αγελάδας ή βοδιού ή αιγόπροβάτου από μια οικογένεια είναι πάντα μια αφορμή για να συντρώγει ολόκληρο το χωριό. Έτσι οι χωρικοί τρώνε από κοινού και πίνουν σε ανάμνηση συνηθειών που εξέπνευσαν με το πέρασμα του χρόνου. Τα νεκρικά συμπόσια δεν είναι παρά ανάμνηση αυτών των κοινών εορτών.
Ο Μόργκαν που τόσο επιμελώς σπούδασε τα αρχέγονα κομμουνιστικά έθιμα, στο τελευταίο του σπουδαίο βιβλίο περιγράφει τις μεθόδους του κυνηγιού και της αλιείας που χρησιμοποιούν οι ερυθρόδερμοι της Β. Αμερικής : ‘’οι πεδινές φυλές ζούνε σχεδόν αποκλειστικά με ζωικές τροφές και δείχνουν σ’ αυτές τις κυνηγητικές συνήθειες τους την τάση προς τον κομμουνισμό. Οι Blackfeet κατά το κυνήγι βουβαλιών καταδιώκουν την αγέλη έφιπποι σε πολυάριθμες ομάδες , άνδρες, γυναίκες και παιδιά μαζί. Όταν αρχίζει το κυνήγι το πρώτο σκοτωμένο ζώο διανέμεται απ’ αυτούς που καταφθάνουν, όπως και το δεύτερο, το τρίτο κ. ο .κ. , μέχρις ότου όλοι να προμηθευθούν. Κατόπιν το κόβουν σε τεμάχια και το ξηραίνουν στον αέρα ή το καπνίζουν στην φωτιά. Άλλοι μετατρέπουν μέρος της λείας τους στο Pemmican, που είναι ξηρό και κονιοποιημένο κρέας αναμεμιγμένο με διαλυμένο λίπος βουβάλου, το οποίο βράζεται εντός του δέρματος του ζώου. Κατά την εποχή της αλιείας στο ποταμό Κολούμπια, όπου τα ψάρια βρίσκονται σε μεγαλύτερη αφθονία από κάθε άλλο ποτάμι της γης, όλα τα μέλη κάθε φυλής κατασκηνώνουν και ψαρεύουν από κοινού και κάθε βράδυ μοιράζουν την λεία, σε μερίδια ανάλογα με τον αριθμό τους. Τα ψάρια σχίζονται και χαράζονται, ξηραίνονται σε ξύλινα παραπήγματα και μεταφέρονται σε καλάθια στο χωριό τους .’’

Όταν παύει η νομαδική ζωή των αγρίων και εγκατασταίνονται σε μόνιμο μέρος, η κατοικία τους δεν είναι ατομική αλλά κοινή ιδιοκτησία. Αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει και κάτω απ’ τον μητριαρχικό τύπο της οικογένειας. Οι κοινές κατοικίες αυτές μοιάζουν με τις κατοικίες που ανακάλυψε ο Perouse στην Πολυνησία. Έχουν ύψος 10 πόδια, μήκος 110 και πλάτος 10, σε σχήμα αντεστραμμένου μονόξυλου, με δύο εισόδους στα άκρα και παρέχουν χώρο για στέγαση 100 περίπου ατόμων. Τα μακρόσπιτα των Ιοροκέζων, τα οποία σύμφωνα με τον Μόργκαν εξαφανίστηκαν πριν τις αρχές του εικοστού αιώνα, είχαν 100 πόδια μήκος, 30 πλάτος και 20 ύψος. Διασχίζονταν κατά μήκος από διάδρομο που κατέληγε και στα δύο άκρα του στις πόρτες. Στο διάδρομο άνοιγαν σα σε κυψέλη σειρά μικρών διαμερισμάτων για τις παντρεμένες γυναίκες του γένους. Σε κάθε κατοικία υπήρχε το Τοτέμ του γένους, δηλαδή το ζώο απ’ το οποίο υποτίθεται ότι καταγόταν το γένος. Παρόμοιες είναι οι κατοικίες των Dyac στο Βόρνεο, με την διαφορά ότι εκεί κατασκευάζονταν με βάση ύψους 15-20 ποδιών, αποτελούμενες από σκληρές ξύλινες δοκούς. Αυτός ο τρόπος οικοδόμησης μας θυμίζει τα λιμνόσπιτα που ανακαλύφθηκαν στις Ελβετικές λίμνες, τα οποία στηρίζονταν σε ξύλινους στύλους. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Παίονες κατοικούν μέσα στη λίμνη της Πρασιάς, σε σπίτια στηριζόμενα σε πασσάλους. Τα casas grandes των ερυθρόδερμων στο Μεξικό, φαίνονταν σαν τεράστιες κλίμακες, με υπερκείμενα μεταξύ τους πατώματα, υποδιαιρούμενα σε δωμάτια για τα συζυγικά ζεύγη. Δεν είναι απίθανο και οι προϊστορικοί έλληνες να ζούσαν σε παρόμοιες κοινοβιακές κατοικίες, όπως συμπεραίνουμε απ’ το ανάκτορο της Αργολίδας, που έφεραν στο φώς οι ανασκαφές του δρ. Σλήμαν. Σ’ αυτές τις κοινοβιακές κατοικίες τα τρόφιμα και τα δείπνα είναι κοινά. Πρέπει να καταφύγουμε στον Μόργκαν για την περιγραφή της ζωής των ενοίκων των κοινοβίων. Είναι αλήθεια πως οι έρευνες περιορίστηκαν μόνο μεταξύ των ερυθρόδερμων της Αμερικής και κυρίως των Ιροκέζων, μαζί με τους οποίους έζησε για μεγάλο διάστημα. Αλλά όπως λέει και ο ίδιος, όταν μια συνήθεια βρίσκεται υπό καθορισμένο και αποκρυσταλλωμένο τύπο μεταξύ των Ιροκέζων, είναι πιθανή η ύπαρξή της και σε άλλες φυλές, που διαβιούν κάτω απ’ τις ίδιες συνθήκες, γιατί και αυτές οι φυλές έχουν τις ίδιες ανάγκες. « Οι Ιροκέζοι που ζουν σε μόνιμες κατοικίες, καλλιεργούν τη γη και τη συλλεγόμενη σοδειά την αποθηκεύουν ως κοινή ιδιοκτησία, στην οποία έχουν μερίδιο όλες οι οικογένειες, ανάλογα με τον αριθμό των μελών τους. Έτσι, ο αραβόσιτος π.χ. κρεμόταν με ανεστραμμένο το φλοιό σε δέσμες πλεκόμενες από τον ίδιο φλοιό στα οικογενειακά διαμερίσματα της κοινοβιακής κατοικίας. Αλλά όταν μία οικογένεια ξόδευε ολόκληρη προμήθεια, λάμβανε ελεύθερα από άλλη οικογένεια κι αυτό γινόταν μέχρις ότου εξαντλούταν οι προμήθειες όλων των οικογενειών. Κάθε κυνηγετική ή αλιευτική συντροφιά αποθήκευε από κοινού τη λεία, της οποίας το πλεόνασμα μοιραζόταν μεταξύ των άλλων οικογενειών ». Στα ινδιάνικα αυτά χωριά παρατηρούμε το περίεργο φαινόμενο της συνύπαρξης του δικαιώματος της ατομικής κατοχής συνδυασμένου με το δικαίωμα της κοινής χρήσης. « Τίποτα δεν υπάρχει στην ινδιάνικη οικογένεια »παρατηρεί ο Heckewelder, πραγματευόμενος περί Δελαβάρων και Μουνσών, «που να μην έχει τον ιδιοκτήτη του. Ο καθένας γνωρίζει τι κατέχει από το άλογο ή την αγελάδα του μέχρι τον σκύλο ή την γάτα με τα μικρά της ή τις κότες του. Συνήθως, μια γενιά μικρών ορνίθων ή γατιών έχει τόσους κατόχους όσος είναι ο αριθμός των ορνίθων ή των γατιών. Και συχνά για να αγοράσει κανείς μια κότα με τους νεοσσούς της πρέπει να διαπραγματευτεί συγχρόνως με πολλούς κατόχους. Έτσι ενώ στην Πολιτεία επικρατεί η αρχή της κοινοκτημοσύνης, εν τούτοις αναγνωρίζεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας στα μέλη των οικογενειών».*2 « οι Ινδιάνοι της Λαγκούνα του Νέου Μεξικό είχαν κοινές αποθήκες, τον έλεγχο της σιταποθήκης έχουν συνήθως οι γυναίκες », έγραφε ο Sam Corman κατά το έτος 1869 προς τον Μόργκαν « και είναι περισσότερο προνοητικοί από τους Ισπανούς γείτονες τους, φροντίζοντας να έχουν πάντα προμήθειές ενός έτους. Μόνο αν τύχει σιτοδεία επί δύο συνεχή έτη, υποφέρουν από πείνα αυτές οι κοινότητες ».

Μεταξύ των Μάγια η τροφή παρασκευάζεται σε κοινό μαγειρείο από το οποίο έκαστη οικογένεια λαμβάνει τη μερίδα της, καθώς παρατήρησε ο Στέφεν κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού που επιχείρησε στη Γιουκατάν. Μεταξύ όμως των Ιροκέζων κάθε οικογένεια παρασκευάζει η ίδια τη τροφή των μελών της. Η γυναίκα αρχηγός της οικογένειας έκανε την διανομή των μερίδων ανάλογα με την ανάγκη κάθε μέλους, σερβίριζε την τροφή ζεστή σε πήλινες ή ξύλινες χύτρες. Τραπέζια και καθίσματα δε χρησιμοποιούταν, αλλά ο καθένας έτρωγε καθισμένος όπου ήταν βολικότερα, πρώτα οι άνδρες και κατόπιν οι γυναίκες και τα παιδιά. Ότι απέμενε φυλασσόταν για να χρησιμοποιηθεί από όποιον πεινούσε πριν την παρασκευή του επόμενου γεύματος. Το απόγευμα κατασκεύαζαν ένα είδος τροφής από κοπανιστό καλαμπόκι. Αυτό το φαγητό προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί ως πρόγευμα ή για τους επισκέπτες. Δεν είχαν, όπως εμείς, γεύμα και δείπνο, αλλά καθένας έτρωγε όταν πεινούσε οτιδήποτε βρισκόταν σπίτι. Αυτή ήταν, προσθέτει ο Μόργκαν, η εικόνα της ζωής των ινδιάνικων φυλών της Αμερικής κατά την ανακάλυψη της.

Παρόμοια ήθη επικρατούσαν μεταξύ των προϊστορικών ελλήνων και τα ‘’συσσίτια’’ τους κατά τους ιστορικούς χρόνους ήταν η ανάμνηση των αρχέγονων κοινών συμποσίων.
Ο εκ του Πόντου Ηρακλείδης, μαθητής του Πλάτωνα, μας άφησε μια περιγραφή των κοινών συμποσίων της Κρήτης, όπου τα αρχέγονα ήθη διατηρήθηκαν για μεγάλο διάστημα. Στα ‘’ανδρεία’’ (γεύματα ανδρών) κάθε έφηβος λάμβανε ίση μερίδα, εκτός του ‘’άρχοντα’’, μέλος του συμβουλίου των γερόντων(Γερουσίας),ο οποίος λάμβανε τετραπλή μερίδα : μια ως “πολίτης”, μια ως πρόεδρος του συμποσίου και δυο ως επιμελητής οικογένειας.
Όλα τα τραπέζια των συμποσιαζόμενων ήταν υπό την επίβλεψη μιας Μητρίαρχου, η οποία καλύτερη μερίδα πάντα την πρόσφερε στον διακριθέντα κατά τα συμβούλια ή στο πεδίο της μάχης. Οι ξένοι σερβίρονται πρώτοι, ακόμα και πριν τον Άρχοντα. Δοχείο οίνου ή νερού δίδονταν από χέρι σε χέρι προς χρήση των συμποσιαζόμενων, το οποίο γεμιζόταν εκ νέου στο τέλος του γεύματος. Ο Ηρακλείδης μνημονεύει μόνο τα συμπόσια ανδρών, αλλά ο Hoek παραδέχεται ότι στις Δωρικές πόλεις και φυλές γινόταν κοινά συμπόσια γυναικών και παιδιών. Οι γνώσεις που έχουμε για το χωρισμό των φυλών μεταξύ των αγρίων και των βαρβάρων καθιστά την εκδοχή αυτού του σοφού ερευνητή της κρητικής Ιστορίας.
Κατά τον Αριστοτέλη, τις προμήθειες για τα συμπόσια αυτά παρείχε η γεωργία, τα ποίμνια των προβάτων κι άλλων ζώων, καθώς και ο φόρος σε είδος από τους ανήκοντες στην κοινότητα δούλους. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι άνδρες, γυναίκες και παιδιά τρεφόταν στην Κρήτη με δαπάνες της Πολιτείας. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης βεβαιώνει ότι η αρχή των συμποσίων αυτών ανάγεται σε πολύ απομακρυσμένο παρελθόν και ότι το πρώτο ίδρυσαν ο Μίνωας στην Κρήτη κι ο Ιταλός στην Οινότρια, τους κατοίκους της οποίας ο Ιταλός δίδαξε την γεωργία. Επειδή ο Αριστοτέλης έβλεπε να επικρατεί το έθιμο αυτό των κοινών συμποσίων στην Ιταλία, συμπέρανε ότι από εκεί διαδόθηκε στην Κρήτη, αγνοώντας ότι αυτό συμβαίνει σε όλους τους αρχέγονους λαούς.

Ο Πλούταρχος μας πληροφορεί ότι κατά τα συμπόσια αυτά όλοι θεωρούνταν ίσοι, γι΄ αυτό τα ονομάζει “αριστοκρατικά συνέδρια”. Τα πρόσωπα που συνέτρωγαν ήταν πιθανώς μέλη της ίδιας οικογένειας. Στη Σπάρτη τα μέλη του “συσσιτίου” αποτελούν μία στρατιωτική μονάδα και πολεμούν μαζί. Οι άγριοι και οι βάρβαροι, συνηθισμένοι να ενεργούν από κοινού σε κάθε περίπτωση, τασσόταν και στη μάχη κατά οικογένειες γένη και φυλές.

Τόσο αναγκαίο θεωρούνταν να λάβει το κάθε μέλος του γένους τη μερίδα της τροφής του, ώστε στην ελληνική γλώσσα η λέξη “μοίρα”, η οποία αρχικώς σήμαινε μερίδα τροφής, προσέλαβε αργότερα την σημασία του ” πεπρωμένου – μοίρας” , της υπέρτατης θεότητας, στην οποία υποτάσσονταν θεοί και άνθρωποι και μοιράζει στον καθένα το χρόνο της ζωής του, όπως ακριβώς η Μητριάρχης των κρητικών “συσσιτίων” μοιράζει τη μερίδα της τροφής. Ας παρατηρήσουμε ότι στην ελληνική μυθολογία το “πεπρωμένο” προσωποποιείτε σε γυναίκες-θεές (Μοίρα, Κήρες κ.τ.λ.) κι ότι αρχικά αυτά τα ονόματα σημαίνουν τη μερίδα τροφής ή λαφύρων.

Όταν η κοινή κατοικία, η οποία στέγαζε ολόκληρο γένος, εξαφανίστηκε υποδιαιρούμενη σε μονοοικογενιακές κατοικίες, τα συμπόσια έπαψαν να είναι κοινά.

Μόνο κατά τις θρησκευτικές ή εθνικές γιορτές συνέρχονταν σε κοινά συμπόσια, όπως τα ελληνικά “συσσίτια” στα οποία συναθροίζονταν σε ανάμνηση του παρελθόντος. Οι διάφορες προμήθειες αν και βρίσκονται στην κατοχή ιδιωτικών οικογενειών εξακολουθούν στην πραγματικότητα να είναι στη διάθεση κάθε μέλους της φυλής. Ο Catlin αναφέρει ότι “στις ινδιάνικες κοινότητες, κάθε άτομο ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας έχει το δικαίωμα αν εισέρχεται σε οποιοδήποτε κατάλυμα, ακόμα και στου φύλαρχου, και να τρώει όταν πεινά. Αυτού του δικαιώματος δε στερείτε ούτε ο αναξιότερος τεμπέλης, ο οποίος δεν κοπιάζει να προμηθεύει μόνος του την τροφή μέσω του κυνηγιού, αλλά μπορεί να τη λάβει εισερχόμενος σε οποιαδήποτε κατοικία. Αλλά όσοι ζούσαν μ΄ αυτόν τον τρόπο στιγματίζονταν ως άνανδροι και επαίτες”.

Στους νήσους Καρολίνες αυτός που ταξιδεύει δε φέρει ποτέ μαζί του τροφή. Αλλά οποτεδήποτε πεινάσει εισέρχεται χωρίς διατυπώσεις στην πρώτη κατοικία που θα βρει μπροστά του και βουτάει στον κάδο που βρίσκεται το “ποπόι” (ψωμί από καρπούς αρτόδενδρου), χωρίς να λάβει τον κόπο ούτε καν να ευχαριστήσει τους ενοίκους. Σε τέτοιο βαθμό αυτό θεωρείτε δικαίωμα του.

Οι κουμμουνιστικές αυτές συνήθειες επικρατούσαν κάποτε γενικά, διατηρήθηκαν επί μακρόν και στη Σπάρτη και μετά την έξοδο των σπαρτιατών από την περίοδο της βαρβαρότητας. Η ατομική ιδιοκτησία επί των αντικειμένων προσωπικής χρήσης ήταν κατ’ εξοχή αόριστη και προσωρινή. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Λυκούργος, ο μυθολογικός νομοθέτης της Σπάρτης, απαγόρευε το κλείσιμο των θυρών των σπιτιών, ώστε να μπορεί ο οποιοσδήποτε να προμηθεύεται τροφή και εργαλεία, ακόμα κι όταν ο ιδιοκτήτης απουσίαζε. Ο σπαρτιάτης πολίτης είχε το δικαίωμα να ιππεύει ελεύθερα οποιοδήποτε άλογο, να χρησιμοποιεί τα κυνηγητικά σκυλιά οποιουδήποτε, ακόμα και να χρησιμοποιήσει για εργασία τον ξένο δούλο, χωρίς άδεια.

Η ιδέα της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία είναι τόσο εμβολιασμένη ώστε να φαίνεται φυσική στο σημερινό αστό, γεννήθηκε πολύ αργά στο ανθρώπινο πνεύμα κι αφού προηγουμένως πέρασε από διάφορες φάσεις. Αντίθετα η πρώτη σκέψη του ανθρώπου ήταν να θεωρεί ότι πάντα στη γη είναι κοινό κτήμα. Ο Ηeckewelder γράφει : “οι Ινδιάνοι πιστεύουν ότι το Μέγα Πνεύμα έκανε τη γη κι ότι αυτή περιέχει για το κοινό καλό όλης της ανθρωπότητας. Όταν έδινε στη γη το άφθονο κυνήγι δεν το έκανε για την ευτυχία λίγων μόνο ανθρώπων. Κάθε τι δόθηκε για κοινή χρήση των παιδιών των ανθρώπων. Ότι έζησε πάνω στη γη ή αναπτύχθηκε μέσα της ή βρίσκεται στις θάλασσες και τα ποτάμια είναι δώρο του Μεγάλου Πνεύματος σε όλους τους ανθρώπους και ο καθένας δικαιούται τη μερίδα του. Η φιλοξενία γι’ αυτούς δεν είναι αρετή, αλλά αυστηρότατο καθήκον… Θα προτιμούσαν να μείνουν νηστικοί παρά να παραλείψουν την εκτέλεση του καθήκοντος της φιλοξενίας απέναντι ενός ξένου ή ασθενή φτωχού. Όλοι αυτοί θεωρούνταν ως έχοντες ίσο δικαίωμα στην απόλαυση των αγαθών της Κοινής Περιουσίας. Διότι εάν το κρέας που δίδεται προέρχεται απ΄ το δάσος , ήταν εκεί κοινό πριν το λάβει ο κυνηγός. Επίσης ο αραβόσιτος και τα λαχανικά αναπτύχθηκαν σε κοινό έδαφος και μέσω της δύναμης του Μεγάλου Πνεύματος και όχι της ανθρώπινης”.

Ο Καίσαρας παρατηρώντας ανάλογο κομμουνισμό στους Γερμανούς που επέδρασαν εναντίον του Βελγίου και της Γαλατίας, γράφει ότι ο κυριότερος σκοπός αυτών των εθίμων ήταν “να υποδαυλίζουν το αίσθημα της ισότητας, εφόσον ο καθένας έβλεπε τις απολαύσεις ίσες με τις απολαύσεις του ισχυρότερου”. Όντως τέτοιος κομμουνισμός παραγωγής και κατανάλωσης προϋποθέτει τέλεια ισότητα μεταξύ όλων των ατόμων του γένους ή της φυλής, που θεωρούνταν ότι προέρχονταν από κοινό πρόγονο. Ο στοιχειώδης αυτός κομμουνισμός δε συγκράτησε μόνο την ισότητα αλλά ανέπτυξε και αισθήματα ελευθερίας, αδελφότητας και κοινωνικής αλληλεγγύης, μπροστά στα οποία θα πρέπει να ντρέπεται η πολυύμνητη φιλαδελφία και φιλανθρωπία του χριστιανού. Απέσπασε δε το θαυμασμό όλων των μελετητών των εθίμων των αγρίων φυλών πριν αυτές εκφυλιστούν από την Βίβλο, το αλκοόλ τον ασυνείδητο εμπορισμό και τις μεταδοτικές ασθένειες του πολιτισμού! Σε καμία από τις μεταγενέστερες περιόδους της ανθρώπινης εξέλιξης δεν ασκήθηκε η φιλοξενία με τόσο απλό και αφελή αδελφικό τρόπο. Ο Μόργκαν γράφει: “εάν έμπαινε κάποιος σε κατοικία Ιροκέζου, συγχωριανός, της ίδιας φυλής ή ξένος και σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, καθήκον των γυναικών ήταν να του προσφέρει τροφή. Παράβλεψη αυτού θεωρούταν έλλειψη αβρότητας, σχεδόν προσβολή. Αν ο ξένος πεινούσε, έτρωγε. Αν δεν πεινούσε, οι καλοί του τρόποι του επέβαλλαν να ευχαριστήσει δοκιμάζοντας την μόνο τροφή”.

“ Εγκληματίας θεωρείται αυτός που μένει ασυγκίνητος στην ανάγκη μέλους της οικογένειας ή ξένου και το έγκλημά του αντανακλά σε όλη την φυλή”, γράφει άλλος ερευνητής των Ινδιάνων Αμερικάνων, ο James Adair.Ο ξένος κι αν ακόμα ήταν εχθρός, εθεωρείτο ιερό πρόσωπο. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι παρόμοιες συνήθειες επικρατούσαν μεταξύ των βαρβάρων γερμανικών φυλών που επέδραμαν κατά τις Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. “Κανένας λαός” γράφει “δεν είναι ευκολότερος σε αγαθοεργίες, ή ελευθεριότερος σε παροχή φιλοξενίας. Το να αρνηθεί κανείς την φιλοξενία στη στέγη του, οποιουδήποτε ατόμου, εθεωρείτο σιχαμερό. Ο καθένας προσπαθεί να ευχαριστήσει τον ξένο, ανάλογα με τις δυνάμεις του. Όταν εξαντλούνται οι προμήθειες του, οδηγεί τον ξένο σε άλλη οικογένεια, όπου αμφότεροι γίνονται δεκτοί με θερμή εγκαρδιότητα. Κανένας δεν κάνει διάκριση, όσον αφορά το δικαίωμα της φιλοξενίας μεταξύ ξένου και γνώριμου”.

Ο Τάκιτος υποδείκνυε τους γερμανούς ως παράδειγμα στους πολιτισμένους συμπατριώτες του. Ο Catlin που έζησε μαζί με τις αγριότερες ινδιάνικες φυλές της Β. Αμερικής από το 1832 ως το 1839 γράφει : “Οι ινδιάνοι δεν έχουν ανάγκη από τους πολιτισμένους να διδαχθούν Ηθική και Αρετή”.

Περιηγητές- και όχι αγροίκοι και άρπαγες, εμπορικοί ταξιδιώτες όπως ο κύριος Στάλεϊ – δε δίστασαν , συμφωνώντας με τον Καίσαρα, να ομολογήσουν τις αρετές των αγρίων και να τις αποδώσουν στον κομμουνισμό με τον οποίο ζούσαν. “Τα φιλάδελφα αισθήματα ερυθροδέρμων” γράφει ο ιησουίτης μοναχός Charleroix, “πρέπει να αποδοθούν αναμφίβολα στο γεγονός ότι οι λέξεις δικό μου και δικό σου, οι ψυχρές αυτές λέξεις, όπως τις αποκαλεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος , είναι ακόμα άγνωστες μεταξύ των Αγρίων. Η προστασία των ορφανών, των χηρών και των ανίκανων να εργαστούν, η τόσο λαμπρά εξασκούμενη φιλοξενία δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της βαθύτατης πεποίθησης τους ότι τα αγαθά πρέπει να είναι κοινά σε όλους. Μόνο μεταξύ των εκχριστιανισμένων αγρίων, που ζούνε στα πρόθυρα των πόλεων μας, είναι εν χρήσει το χρήμα. Οι άλλοι δεν εννοούν να το θίξουν, ούτε καν να το αντικρίσουν και το ονομάζουν “φίδι των λευκών”. Θεωρούν παράδοξο ότι ένας μπορεί να κατέχει περισσότερα από κάποιον άλλον και ότι ο κατέχων τα περισσότερα απολαμβάνει μεγαλύτερης εκτίμησης. Ούτε μάχονται ούτε φιλονικούν μεταξύ τους. Αλλά ούτε κλέβονται ούτε κακολογούνται μεταξύ τους

2

Εφ’ όσων οι άγριες ορδές αποτελούνται από 30 ή 40 μέλη, είναι νομάδες. Περιπλανώνται στην επιφάνεια της γης και κατασκηνώνουν όπου βρουν αρκετή τροφή. Είναι πιθανό να κατοικούσαν οι άγριοι στις ηπείρους, διατρέχοντας τις ακτές και ακολουθώντας το ρουν των ποταμών, από τους οποίους προμηθεύονταν την τροφή τους. Αυτή είναι η γνώμη του Μόργκαν. Οι Μπόσσοι και οι Βεδάχοι της Κεϋλάνης, ζώντες ακόμα σε κατάσταση αγριότητας, δεν διανοούνται να διεκδικήσουν καν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και επί αυτών των κυνηγετικών περιοχών( της πρώτης αυτής μορφής εγγείου ιδιοκτησίας).

Ο πρωτογενής άνθρωπος, που δεν καλλιεργεί την γη, αλλά ζει από το κυνήγι, την αλιεία, τους άγριους καρπούς και το γάλα, πρέπει να έχει στην διάθεση του, απέραντες εκτάσεις γης, για την συντήρηση του ίδιου και των ποιμνίων του. Υπολογίστηκε- αγνοώ κατά πόσο ακριβώς- ότι κάθε άγριος χρειάζεται για την συντήρηση του τέσσερα τετραγωνικά μίλια γης. Συνεπώς, όπου ο πληθυσμός αυξανόταν πολύ, γεννιόταν η ανάγκη να διανεμηθεί η γη μεταξύ των διάφορων φυλών.

Η πρώτη διανομή γης έγινε σε βοσκήσιμες γαίες και κυνηγητικές περιοχές κοινές για ολόκληρη την φυλή, καθώς η ιδέα της ατομικής κατοχής γεννήθηκε πολύ αργότερα. ‘’Η γη όπως η φωτιά και το νερό δεν μπορούν να πωληθούν’’, λένε οι Ομάχοι. Επίσης οι Μάοροι τόσο απέχουν από το να συλλάβουν την ιδέα της πώλησης της γης από ένα άτομο, ώστε και σε περίπτωση και που ολόκληρη η φυλή αποφάσιζε την ολοκληρωτική πώληση, αυτοί ζητούσαν πρόσθετο τίμημα για κάθε νεογέννητο, επειδή διά της πωλήσεως ξεχώριζαν τα δικά τους μόνο δικαιώματα και όχι των νεογέννητων. Η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας βρέθηκε στην ανάγκη να αντιμετωπίσει παρόμοια δυσχέρεια, αγοράζοντας γη στην οποία λάμβανε κλήρο κάθε βρέφος. Μεταξύ των Ιουδαίων και των Σημιτικών φυλών δεν υπήρχε ατομική ιδιοκτησία στις γαίες. “Μην πωλήσετε την γη, διότι είναι δική μου, εσείς δεν είστε ξένοι προς αυτήν και διαβάτες”, λέει η Βίβλος. Οι χριστιανοί περιφρόνησαν την εντολή του Θεού τους. Όση ευλάβεια κι αν τρέφουν προς τον Ιεχωβά και στους νόμους του, λατρεύουν περισσότερο το παντοδύναμο κεφάλαιο!

Μακριά και επίμονη σταδιοδρομία διήλθε η ανθρωπότητα πριν φτάσει στην ατομική ιδιοκτησία της γης.

Οι Φουεγιανοί χωρίζουν τις κυνηγετικές περιοχές των διαφόρων φυλών μ΄ ένα αχρησιμοποίητο τμήμα γης. Ο Καίσαρας διηγείται ότι οι Σουάβοι και οι Γερμανοί θεωρούσαν τιμητικό να έχουν ακατοίκητες εκτάσεις στα σύνορα τους( De bello Gallico IV). Οι άγριοι και οι βάρβαροι περιορίζουν τις γαίες τους μέσα σε ουδέτερη ζώνη κι αν βρισκόταν κάποιος ξένος στη γη τους τον μεταχειρίζονταν σαν άγριο θηρίο, ακρωτηριάζοντας τον ή θανατώνοντας τον. Ο Heckewelder αναφέρει ότι οι ερυθρόδερμοι κόβουν την μύτη και τα αυτιά εκείνων που συλλαμβάνονται στις γαίες τους και τον στέλνουν στον Αρχηγό για να τον πληροφορήσουν ότι αν επαναλάβει την επιδρομή θα τον ‘’γδάρουν”. Κατά την πρωτογενή αυτήν εποχή, επικρατεί το φεουδαρχικό ρητό “όποιος έχει χωράφι έχει πόλεμο”. Η παράβαση των γαιών κυνηγετικής ιδιοκτησίας είναι μία από τις κυριότερες αφορμές των πολέμων μεταξύ γειτονικών φυλών. Η συνήθεια του χωρισμού σε διάφορες φυλές που κατείχαν εδάφη με αχρησιμοποίητες εκτάσεις, αναπτύχθηκε πολύ αργότερα. Αυτές οι ουδέτερες εκτάσεις χρησίμευαν ως αγορά για ανταλλαγή διαφόρων ειδών. Ο Harold αφού νίκησε το 1063 τους Καμπρίους, εισβάλοντας συχνά σε εδάφη των Σαξόνων, συμφώνησε με αυτούς ότι κάθε ομοεθνής τους που βρισκόταν ένοπλος ανατολικά της οχυρωμένης θέσης Offa, θα έχανε δια αποκοπής το δεξί του χέρι. Αφ΄ ετέρου οι Σάξονες έσκαψαν παράλληλα οχυρώματα και ο μεταξύ αυτών χώρος κηρύχθηκε ‘’ουδέτερο έδαφος”, προορισμένο για τους εμπόρους των δύο εθνών.

Πολλοί ανθρωπολόγοι παρατήρησαν έκπληκτοι ότι τα δύο φύλα ζούσαν χωριστά μεταξύ των αγρίων. Έχουμε πολλούς λόγους να πιστεύουμε ότι αυτός ο χωρισμός εισήχθη με σκοπό να εξαλειφτεί η αιμομιξία και οι μεταξύ αδερφών σεξουαλικές σχέσεις, οι οποίες είχαν γίνει γενικός κανόνας. Ο χωρισμός αυτός, γινόμενος εντός των ορίων της φυλής, αναγκαίος για το συμφέρον της ηθικής, συγκρατήθηκε με διάφορες μεθόδους, ως και της ιδιοκτησίας. Οι άνδρες αναλάμβαναν την άμυνα της χώρας και την προμήθεια της τροφής, ενώ οι γυναίκες επιδίδονταν στην οικιακή παρασκευή του φαγητού, την κατασκευή ενδυμάτων και οικιακών συσκευών και γενικά τη διεύθυνση του νοικοκυριού *3. Όπως παρατηρεί ο Μάρξ αυτή είναι η αρχή του ‘’καταμερισμού της εργασίας”, η οποία στηρίζεται σον διαχωρισμό των δύο φύλων. Η ιδιοκτησία στην αρχή της εμφάνισης ήταν δικαίωμα μόνο ενός φύλου.

Ο άντρας είναι κυνηγός και πολεμιστής, κατέχει τα άλογα και τα όπλα. Στη γυναίκα ανήκουν τα οικογενειακά σκεύη και τα άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιεί, τα οποία είναι υποχρεωμένοι να μεταφέρει στα νώτα της, καθώς και το παιδί, το οποίο της ανήκει αποκλειστικά, αφού κατά κανόνα είναι άγνωστου πατρός.

Η εισαγωγή της γεωργίας ενέτεινε το διαχωρισμό των δύο φυλών. Αυτός ο χωρισμός υπήρξε η κυριότερη αιτία της διανομής των γαιών, που μέχρι τότε ήταν κοινή ιδιοκτησία της φυλής. Ο άνδρας εξακολουθεί και κατά την περίοδο αυτή να είναι κυνηγός και πολεμιστής, αφήνοντας την γυναίκα να ασχοληθεί με την καλλιέργεια των αγρών, βοηθώντας την κατά τον θερισμό. Μεταξύ τον ασχολουμένων με την κτηνοτροφία λαών, τη φροντίδα της επιτήρησης των ποιμνίων την έχει ο άνδρας. Αυτή θεωρείτε σαν ευγενέστερη ενασχόληση σε σχέση με την γεωργία, αφού ούτως ή άλλως είναι και λιγότερο επίπονη. Οι Κάφροι θεωρούν την περιποίηση των ποιμνίων και των αγελών ως αριστοκρατική και ονομάζουν την αγελάδα “μαύρο διαμάντι”. Οι πρώτοι νόμοι των Αρίων φυλών, απαγόρευαν την γεωργία, θεωρώντας την εξευτελιστική, στις δύο ανώτερες τάξεις, τους Βραχμάνους και τους Ζατρίας ή πολεμιστές. “Οι ενάρετοι θα κατηγορήσουν τον Βραχμάνα, ο οποίος θα ασχοληθεί με την γεωργία, διότι το γόητρο του πέφτει και βλάπτεται, όπως βλάπτεται και παραμορφώνεται η γη από τη σιδερένια αιχμή του αρότρου” ( Νόμοι του Μανού).

Εφ όσων ο μοναδικός όρος της αναγνώρισης του δικαιώματος της ιδιοκτησίας επί ενός αντικειμένου ήταν η χρήση του αντικειμένου, ομοίως το δικαίωμα της εγγειού ιδιοκτησίας, στην αρχή της εμφάνισης του, αναγνωρίστηκε στην γυναίκα η οποία καλλιεργούσε την γη. Αυτό παρατηρήθηκε σε όλες τις κοινωνίες που ζούσαν με μητριαρχική μορφή της οικογενείας, ως τους Αιγύπτιους, Ναϊρες, Τουαρέγκους της αφρικανικής ερήμου και τους Βάσκους των Πυρρηναίων. Στα χρόνια του Αριστοτέλη, τα 2/3 των γαίων της Σπάρτης άνηκαν στις γυναίκες.

Η έγγειος ιδιοκτησία, η οποία αργότερα έγινε μέσο χειραφέτησης και κοινωνικής υπεροχής, αρχικά ήταν αιτία υποδούλωσης. Οι γυναίκες καταδικάστηκαν στα τραχιά έργα των αγρών και απαλλάχτηκαν μόνο μετά την εισαγωγή της δουλείας.

Η γεωργία, αφού οδήγησε στην ατομική ιδιοκτησία, εισήγαγε την εργασία των δούλων, η οποία μέσα στους αιώνες έλαβε διαφορετικές μορφές και ονόματα, δουλεία, δουλοπαροικία, μισθωτή εργασία.

3

Εφόσον διαρκεί ο πρωτόγονος κομμουνισμός , οι γαίες ολόκληρης της φυλής καλλιεργούνταν από κοινού. Ο Νέαρχος στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου και αυτόπτης μάρτυρας συμβάντων του 4ου αιώνα π.Χ. λέει: “Σε πολλά μέρη των Ινδιών οι γαίες καλλιεργούνται από κοινού από τα μέλη της φυλής ή τους συγγενικούς ομίλους, οι οποίοι κατά την συγκομιδή, μοίραζαν τους καρπούς και τα σιτηρά”.

Ο Στέφεν αναφέρει εγκατάσταση ομίλου των Μάγια αποτελούμενου από 100 καλλιεργητές “στην οποία οι γαίες κατέχονται και καλλιεργούνται από κοινού και τα προϊόντα μοιράζονται μεταξύ όλων των μελών” (“Επεισόδια ενός ταξιδιού στην Γιουκατάν”).

Από το ινδιάνικο χωριό του Τάο του Ν. Μέξικο, ο Μίλερ έγραφε το Δεκέμβριο του 1877 προς τον Μόργκαν : “Σε κάθε συνοικισμό υπάρχει χωριστή έκταση που καλλιεργείτε από κοινού. Όταν τα σιτηρά σπανίζουν, δύναται ο κάθε φτωχός να λαμβάνει από τα προϊόντα της κοινής αυτής καλλιέργειας. Τη φύλαξη και διανομή αυτών των προϊόντων έχει ο Casique (αρχηγός)”.
Στο Περού πριν την Ισπανική κατάκτηση, η αγροτική καλλιέργεια λάμβανε την μορφή γιορτής. Κατά την χαραυγή, από εξέχουσα θέση ή πύργο, καλούνταν ολόκληρος ο πληθυσμός, άντρες, γυναίκες , παιδία. Συναθροιζόταν εκεί με τα γιορτινά τους ρούχα και τα πολυτιμότερα κοσμήματα τους και άρχιζαν όλοι μαζί την εργασία, τραγουδώντας για την γενναιότητα των Ίνκας, μέσα σε κλίμα γενικής ευθυμίας και ενθουσιασμού. Ο Καίσαρας διηγείται ότι οι Σουέβοι, οι πολεμοχαρέστεροι των γερμανικών φυλών, έστελναν κάθε χρόνο στην μάχη 100 άνδρες από 100 διαφορετικές περιφέρειες. Οι εναπομείναντες ήταν υποχρεωμένοι να διαθρέψουν τους μαχόμενους άνδρες, οι οποίοι το επόμενο έτος επέστρεφαν, εναλλασσόμενοι με άλλους μη πολεμήσαντες κατά το προηγούμενο έτος. Τοιουτοτρόπως και οι αγροί δεν έμεναν ακαλλιέργητοι και όλοι οι άνδρες εξασκούταν στον πόλεμο.

Οι επιδραμόντες στην Ευρώπη Σκανδιναβοί, είχαν όμοιες κομμουνιστικές συνήθειες, συνδυασμένες με στρατιωτικές αποστολές στις οποίες οι πολεμιστές αντικαθιστούνταν, για να επιστρέψουν και να βοηθήσουν τις γυναίκες στο θερισμό των αγρών.

Η μορφή αυτή της κοινής καλλιέργειας διατηρήθηκε για αρκετό καιρό και μετά την αποσύνθεση του πρωτογενούς κομμουνισμού.

Στα χωριά της (τσάρικης) Ρωσίας όπου υπάρχει το σύστημα της αιματοσυγγενικής ιδιοκτησίας, συχνά ένα μέρος των αγρών (Μir-skia-zapaschky). Kαλλιεργείται από κοινού με την κοινότητα (Μir). Σε άλλα μέρη μόνο το όργωμα γίνεται από κοινού και οι γαίες διανέμονται ακριβώς μετά.

Σε μερικές κοινότητες του Ντον της Ρωσίας, τα λιβάδια ακόμα κι αν βρίσκονται σε διαφορετικές περιοχές δε διανέμονται, αλλά αφού γίνει η κοπή του χόρτου διανέμεται στο κατόπι το σανό. Ομοίως από κοινού γίνεται η εκχέρσωση των δασών. Πρέπει να υποθέσουμε ότι το συνεργατικό όργωμα δεν είναι παρά λείψανο της εποχής της κομμουνιστικής καλλιέργειας. Στα νησιά Φίτζι η καλλιέργεια είναι κοινή, εκτελούμενοι από άνδρες διαιρεμένους σε ομίλους τριών ή τεσσάρων ατόμων. Αυτοί εφοδιασμένοι με φτυάρια σχηματίζουν κύκλο δύο περίπου ποδιών. Αφού με επανειλημμένα χτυπήματα μπήξουν τα φτυάρια σε βάθος 18 δαχτύλων, τα χρησιμοποιούν κατόπι σα μοχλούς σκάβοντας το έδαφος μ΄ αυτόν τον τρόπο. Ο Gomme λέει ότι το ίδιο κάνουν και οι ορεινοί Σκωτσέζοι.

Ο Καίσαρας γράφει ότι οι Γερμανοί διοργανώνουν ετήσιες ληστρικές επιδρομές. Η λεία πιθανώς διανέμεται μεταξύ όλων των πολεμιστών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έμειναν πίσω για να καλλιεργήσουν τους αγρούς της κοινότητας. Επίσης οι έλληνες των προϊστορικών χρόνων, οι οποίοι ήταν τρομεροί πειρατές, γύριζαν τη μεσόγειο και επέστρεφαν με την λεία στις ακροπόλεις που βρισκόταν στις κορυφές των ακρωτηρίων (δυσπρόσιτων όπως και οι εν μέσω των υδάτων σκανδιναβικοί πύργοι). Ένα πολύτιμο κομμάτι ελληνικού άσματος μας δίνει την εικόνα της ιστορικής ζωής των προϊστορικών ελλήνων : “έχω σαν πλούτο μου το μεγάλο δόρυ, το ξίφος και την ασπίδα μου ως προστάτες. Με αυτά καλλιεργώ, θερίζω και τρυγώ το γλυκό χυμό του σταφυλιού. Χάρη σ’ αυτά είμαι ο κύριος της Μνοίας (σ.σ. των δούλων). Όσοι τολμούν να φέρουν δόρυ και ασπίδα ας γονυπετήσουν ενώπιον μου και ας με αναγνωρίσουν σαν Άρχοντα τους”. Η πειρατεία είναι η προσφιλέστερη ενασχόληση στους προϊστορικούς χρόνους. Ο Νέστωρ στην Οδύσσεια ρωτάει τον Τηλέμαχο, που τον φιλοξενεί, αν είναι πειρατής. Ο Σόλων διατηρούσε στην Αθήνα ναυτική σχολή κι ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι κατά τους αρχαίους χρόνους η πειρατεία θεωρούταν σαν τιμητική ενασχόληση. Όπου επέδραμαν οι ήρωες συλλάμβαναν άνδρες και γυναίκες και λεηλατούσαν τα σιτηρά και κινητά οικιακά αντικείμενα. Τους άνδρες τους μετέβαλλαν σε δούλους που, σαν κοινή ιδιοκτησία, καλλιεργούσαν τους αγρούς του γένους, υπό την επίβλεψη των γυναικών των ηρώων. Όλες οι πόλεις της Κρήτης, του πρώτου νησιού που υπήρξε αποικία των τολμηρών αυτών πειρατών, κατείχαν ακόμα και μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη στρατιές ολόκληρες δούλων (Μνώται), οι οποίοι καλλιεργούσαν τους κοινούς αγρούς. Επίσης οι ελληνικές πόλεις κατείχαν εκτός από κοινές γαίες και κοινούς δούλους και συνερχόταν σε κοινά συμπόσια παρόμοια μ’ αυτά που περιέγραφε ο Ηρακλειδής.

Ο Hodgson περιέγραψε το 1330 χωριό 330 χλμ βορειοδυτικά του Madras, στο οποίο οι κάτοικοι καλλιεργούσαν τη γη βοηθούμενοι από δούλους. Κι εκεί οι δούλοι ήταν κοινή ιδιοκτησία όλων, μεταβιβαζόμενοι μαζί με τα άλλα δικαιώματα των ιδιοκτητών του χωριού σε περίπτωση πώλησης ή υποθήκευσης. Οι πόλεις και τα χωριά της μεσαιωνικής εποχής είχαν ομοίως τους κοινούς δούλους τους.

Βλέπουμε λοιπόν ότι παντού η ιδιοκτησία της γης και των προϊόντων της, των κατοικίδιων ζώων, των δούλων και των δουλοπάροικων, ήταν αρχικά κοινή ιδιοκτησία του γένους. Ο κομμουνισμός υπήρξε το λίκνο της ανθρωπότητας. Η καταστροφή του πρωτογενούς αυτού κομμουνισμού είναι έργο του πολιτισμού. Σώζονται ίχνη αυτού του κομμουνισμού παρ’ όλη την αρπαγή των ευγενών και των αστών. Τα ίχνη αυτά διαφαίνονται καθαρά στις κοινοτικές γαίες και λιβάδια. Αλλά το έργο του πολιτισμού είναι διπλό. Αφ’ ενός διαλυτικό, αφ’ ετέρου δημιουργικό. Ενώ αποσυνθέτει την αρχέγονη ζύμη του κομμουνισμού της πρωτόγονης ανθρωπότητας, δημιουργεί εκ νέου στοιχεία για έναν ανώτερο και πολυσύνθετο κομμουνισμό.

Σημειώσεις:

1. Μεταξύ των αγρίων δεν υφίσταται οικογένεια με την σημερινή μορφή της λέξης, ούτε με την μητριαρχική της μορφή. Τα παιδιά ανήκουν σε ολόκληρο το γένος και ονομάζουν μητέρα, την μητέρα τους και τις αδερφές της, όπως επίσης και όλες τις γυναίκες που έχουν την ίδια ηλικία με την μητέρα τους. Όταν με την πάροδο του χρόνου οι καταρχάς αιμομικτικές σχέσεις άρχισαν να περιορίζονται και πριν την εμφάνιση της ζευγαρωτής οικογένειας, υπήρχε ο ελεύθερος γάμος. Όλες οι γυναίκες ενός γένους ήταν σύζυγοι των ανδρών ενός γένους και τανάπαλιν. Ο περίεργος αυτός τύπος γάμου παρατηρήθηκε από τους Fizon και Koweit στην Αυστραλία, ενώ ίχνη του βρίσκονται και στην αρχαιοελληνική μυθολογία.

2. Heckewelder : “ Ιστορία των ηθών και εθίμων των ινδιάνικων εθνών των κατοικησάντων την Πενσυλβανία και τις γειτονικές χώρες”. Ο Heckewelder έζησε ως ιεραπόστολος μεταξύ των ινδιάνικων φυλών επί 15 έτη( 1771-1886), μαθαίνοντας και την γλώσσα τους.

3. Ο “άντρας” έλεγε ένα μέλος της φυλής Kurnai στον Fison, “κυνηγά, ψαρεύει πολεμά και αναπαύεται”, εννοώντας πως κάθε άλλη ασχολία πέρα τούτων είναι γυναικεία υπόθεση.

4. Στις ελληνικές πόλεις οι δούλοι διαιρούταν σε δύο τάξεις : Του δημόσιους(κοινούς δούλους) που άνηκαν στην Πολιτεία και τους ιδιωτικούς, ονομαζόμενους και κληρωτούς, επειδή η διανομή τους γινόταν με κλήρο. Η Αθήνα είχε και μη καλλιεργητές δούλους, οι οποίοι δούλευαν σε κατώτερα δημόσια έργα (δήμιοι αστυνομικοί κλπ).

(Από το βιβλίο του Πωλ Λαφάρκ “η εξέλιξις της ιδιοκτησίας”, εκδοτικός οίκος Βασιλείου, έκδοση 1923, μτφ Ν. Δροσόπουλος,  μεταφορά στη δημοτική: Π.Γεωργιάδης)

Categories
325 magazine

Σημειώσεις για την Κεταμίνη – 325 magazine

Σημειώσεις για την Κεταμίνη

Disclaimer: κι άλλα μη-νέα για ναρκωτικά. Το κείμενο αυτό δε γράφτηκε για να πει σε κανέναν τι να κάνει με τη ζωή του. Γράφτηκε γιατί μερικά πράγματα πρέπει να ειπωθούν ξεκάθαρα όμως. Γιατί υπάρχει μια συγκεκριμένη κατάσταση με την ευρεία χρήση του ναρκωτικού αυτού στο βρετανικό underground. Γιατί την κατάσταση αυτή τη γνωρίζουμε πολύ καλά και την έχουμε σιχαθεί. Μπας και κάψουμε κανα μπάτσο αντί για κανα ακόμη κύτταρο.
Η Κεταμίνη (ή αλλιώς Κετ, ή Κ, ή Special K, ή Breakfast) εφευρεθηκε από τον Calvin Stevens και πατενταρίστηκε στο Βέλγιο το 1963. Είναι παράγωγο της Phencyclidine (PCP) που είναι λιγότερο ισχυρή και με μικρότερο χρόνο επίδρασης. Δεν φέρνει τόσο νύστα, όσο μια κατάσταση εμφανούς υπνηλίας (κατατονία) όπου οι ασθενείς μοιάζει να αποκόπτονται από το περιβάλλον χωρίς ωστόσο την κλασσική έλλειψη συνειδητότητας.

Προς το παρόν στο ηνωμένο βασίλειο κατατάσσεται ως class C ουσία, με ελάχιστες δηλαδή ποινικές κηρώσεις για την διακίνηση ή την κατοχή της. Είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη όταν συνδυάζεται με άλλα ηρεμιστικά και μπορεί να προκαλέσει σοβαρά τραύματα από ατυχήματα καθώς εξαφανίζει προσωρινά την αίσθηση του πόνου, προκαλώντας σύγχυση, στρεβλή όραση και διαταραχές στην ακοή. Μπορεί να παράγει προβλήματα στην αναπνοή και την λειτουργία της καρδιάς, αν και ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι τόσο στον χρήστη όσο και στους γύρω του, λόγω επικινδυνότητας ατυχήματος.

Αν καταλήξει δε να γίνει συνήθεια στο χρήστη, τότε αποτελεί γρήγορα μια τεράστια λειτουργική επιβάρυνση καθηλώνοντάς τον σωματικά. Είναι ένα διαβρωτικό αλκαλικό υδροχλωρικό άλας, κι έτσι η μύτη του χρήστη γρήγορα αρχίζει να αποσυντίθεται από τα μέσα, κι έτσι ένας γερός συναγερμός είναι όταν φυσήξεις τελικά την μύτη σου για να βγάλεις μια χοντρή μύξα, μάντεψε ξανά, δεν είναι μύξα είναι ο εσωτερικός ιστός της μύτης σου. Αυτό οφείλεται στο ότι όταν τραβάς μυτιές κεταμίνης (όσο μεγαλύτερες ποσότητες τόσο γρηγορότερα συμβαίνει), η ουσία επικάθεται στους μαλακούς ιστούς του εσωτερικού της μύτης μέχρι να απορροφηθεί στην κυκλοφορία του αίματος, αλλά όσο μένει εκεί κατατρώγει τους ιστούς μέσα στο κεφάλι.

Επίσης, έχει μια τεράστια καταστροφική επίδραση στο ουρικό/νεφρικό σύστημα, προκαλώντας μια εξαιρετικά οδυνηρή μορφή κυστήτιδας, κατά την οποία ο χρήστης νιώθει ξαφνικά πως θέλει να κατουρήσει επειγόντως, αισθανόμενος οξείς πόνους να τον καίνε στην ουροδόχο κύστη του, ωστόσο όταν προσπαθεί να κατουρήσει βλέπει ότι δεν μπορεί και πρέπει να περιμένει, ενώ εντωμεταξύ γίνεται επώδυνο ακόμη και να περπατήσει. Όταν τελικά αρχίζει να κατουράει, νιώθει πως δεν είναι σε θέση να το κρατήσει, ενώ τελικά αυτό κρατάει για μερικά ακόμη λεπτά. Όταν κατουράει, νιώθει να καίγεται ολόκληρος. Είναι πολύ σημαντικό να πίνει τόνους νερού προκειμένου να αποβάλλει τα αλκάλια από τον οργανισμό του, καθώς ανά πάσα στιγμή επικάθονται και κατατρώγουν την κύστη και τα νεφρά του και μπορούν να οδηγήσουν σε μολύνσεις και στα δυο αυτά όργανα.

Στην πραγματικότητα προσβάλει ολόκληρη την κυκλοφορία στο σώμα, καθώς ο οργανισμός το αντιμετωπίζει ως δηλητήριο όπως και είναι δηλαδή. Η μύτη τρέχει συνέχεια και οι σιελογόνοι αδένες δουλεύουν στο φουλ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να φτύνει όποτε νιώθει ότι θέλει. Αν και κάτι τέτοιο δεν είναι κοινωνικά και πολύ ευγενές, αν καταπιείς το σάλιο είναι πολύ πιθανό να υποφέρεις από κράμπες στο στομάχι, καθώς τα αλκάλια καίνε το τοίχωμα του στομάχου, πράγμα απελπιστικά οδυνηρό που μπορεί να λυγίσει κάποιον στα δυο μέσα σε αγωνιώδεις πόνους. Πρέπει να εξασφαλίζεις ότι το στομάχι σου είναι συνεχώς γεμάτο τροφή.

Όταν εισπνέεται, η κεταμίνη μπορεί να δημιουργήσει συμπλέγματα αλάτων στο νεφρικό σύστημα που μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλή πίεση και υπέρταση. Αυτό προκαλεί επιπρόσθετο άγχος και υποσκάπτει ακόμα την καλή λειτουργία των ματιών. Λέγεται συχνά ότι δεν ξεκόβει κανείς από την κεταμίνη, ωστόσο κατι τέτοιο δεν αληθεύει. Το επίπεδο του PH επιρρεάζεται σαφώς από την κεταμίνη καθώς το αίμα γίνεται ολοένα και πιο στυπτικό. Αυτό καταρχήν προκαλεί φαγούρα και εξανθήματα αλλά είναι επίσης επικίνδυνο καθώς δημιουργείται ένα αλκαλικό επικάλυμμα καθ’ όλο το μήκος του σώματος καταστρέφοντας τα κυτταρικά τοιχώματα. Σαν αποτέλεσμα, το σώμα καίγεται από τα μέσα, καθώς τα κύτταρα διαβρώνονται εκφυλίζοντας τα νεφρά, το συκώτι, την καρδιά κλπ.

Ο χρήστης νιώθει σχεδον σαν ολόκληρο το σώμα του να γίνεται αλκαλικό και στυπτικό, μπορεί να το γευτεί στο σάλιο του και να νιώσει άμεσα τις αλκαλικές ιδιότητες, στυπτικότητα, οξύτητα, γίνεται ευερέθιστος, αψίθυμος, βρίσκεται διαρκώς σε μια κατάσταση διάβρωσης. Ίσως δεν υπάρχουν εμφανή σημάδια στέρησης όπως με την ηρωίνη ή τα άλλα οπιούχα αλλά υπάρχει μια διαπιστωμένη ψυχολογική εξάρτηση που κρατάει τον χρήστη.

Οι περαιτέρω συνέπειες της χρήσης κεταμίνης είναι αυξημένο άγχος, μια παράλογη αγοραφοβία και τάσεις απομόνωσης στον εαυτό. Κάτι τέτοιο πρακτικά καταστρέφει κάθε έννοια αυτόνομης υπόστασης καθώς προσφέροντας μια κερδοφόρα υπόσχεση ενόρασης, στην πραγματικότητα αποξενώνει τον χρήστη από κάθε ανθρώπινη κοινότητα. Μέχρι τότε, αυτές οι ενοράσεις μοιάζουν αρκετά δελεαστικές.

Η ψυχεδελική, αόριστη, νεκροζώντανη ατμόσφαιρα της κεταμίνης είναι ένα ασφαλές μοτίβο για αυτήν την κοινωνία των εκτοπισμένων, τραυματισμένων ατομικοτήτων που αδυνατούν να αναγνωρίσουν τις δικές τους θλιβερές συνθήκες ζωής ωστόσο συνεχίζουν το κυνήγι ενός απατηλού ονείρου. Αν και είχε εισηχθή στο underground εδώ και πολλά χρόνια, μόνο πρόσφατα η κεταμίνη τινάχθηκε σε νέα υψίπεδα στο ηνωμένο βασίλειο και πλέον μπορεί να βρεθεί παντού, σε κάθε πόλη και κάθε προάστειο. Στη γαλλία και την ιταλία υπάρχουν επίσης μέρη με μια αύξουσα κουλτούρα της κεταμίνης που επιχειρεί να διεισδύσει στην καταληψιακή, νομαδική, ρειβάδικη και στην αναρχική αντικουλτούρα εδώ και καιρό. Από την οπτική μας, αυτό το ναρκωτικό έχει καταφέρει τεράστιες ζημιές τόσο σ’ εμάς όσο και στην αντικουλτούρα. Στο ηνωμένο βασίλειο, τα τελευταία 10 χρόνια έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλές. Κάποιοι άνθρωποι έχουν βγάλει πάρα πολλά χρήματα από από την ευρεία απόγνωση τόσων και τόσων που ψάχνουν κάποιο τρόπο να ξεφύγουν από την μιζέρια τους.

Θα έπρεπε να έχει ήδη ξεκινήσει μια συζήτηση για την μακροχρόνια επίδραση αυτού του ναρκωτικού στην αντικουλτούρα, στην καταληψιακή και τη rave σκηνή, καθώς αντίθετα με τις σύντομες στιγμές της μη-κανονικής αντίληψης στο αποκορύφωμα ενός “χάι” με LSD, όταν έχουμε να κάνουμε με την κεταμίνη, ο χρήστης βρίσκεται σε μια τέτοια συνθήκη για ώρα, που μπορεί να γίνει απεριόριστη, μανιώδης και εθιστική, κι ακόμα δεν υπάρχει μια διαδεδομένη κατανόηση των κινδύνων που επιφυλάσσει αυτό το ναρκωτικό, κι επίσης του κρίσιμου παράγοντα που έχει να κάνει με την ψυχολογική εξάρτηση. Αν λαμβάνεται για μεγάλες περιόδους, τα ψυχεδελικά εφέ χάνονται καθώς ο οργανισμός χτίζει τις άμυνές του, και το “χάι” πλέον είναι παρόμοιο με αυτό της αμφεταμίνης, συνοδευόμενο πιθανότατα από σημάδια ψύχωσης, παραισθήσεις και παράνοια. Δεν είναι να απορεί κανείς που το τραύμα της σύγχρονης ζωής καταδιώκει τα άτομα ως τα πρόθυρα ενός εθιστικού, αποσυντονιστικού, παυσίπονου ναρκωτικού. Είναι ίσως μια σαγηνευτική απόλαυση που εμπεριέχει όμως πολύ περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που συχνά βλέπουν οι άνθρωποι σ’ αυτήν.

Σ’ αυτούς που έχουν δει από πρώτο χέρι τα αποτελέσματα του ναρκωτικού, τις καταστροφικές συνθήκες που επέφερε η κεταμίνη στην αντικουλτούρα στο ηνωμένο βασίλειο, και ιδιαίτερα στο Λονδίνο και στο Μπράιτον, το πρόβλημα είναι γνωστό από καιρό. Η κεταμίνη συνετέλεσε στη δημιουργία ενός κλίματος δεκτικού στην ηρωίνη και στο κρακ, κι αυτό σε χώρους που προηγουμένως τα αρνούνταν. Αυτά τα -μεταδιδόμενα σαν ιοί- παρασιτικά ναρκωτικά, λειτουργούν ως βαλβίδες εκτόνωσης της κοινωνικής πίεσης, τροφοδοτούμενοι από την ένταση, το τραύμα και το σοκ που υποφέρουμε καταπιεζόμενοι. Δημιουργεί σχιζοειδείς ατμόσφαιρες εξαθλίωσης κατά τις οποίες ο χρήστης δεν είναι επ’ ουδενί σε θέση να φροντίσει για τους ανθρώπους γύρω του, ή ακόμα και να σκεφτεί για τους διπλανούς του παρά μόνο για τον ίδιο. Κάτι τέτοιο έχει ιδιαίτερη σημασία τη στιγμή που το ναρκωτικό αυτό κυκλοφορεί σε κοινωνικές συνθήκες διασκέδασης όπου ο κίνδυνος τραυματισμού ή και ψύχωσης λόγω του ιδιαίτερου περιβάλλοντος είναι έντονος.

Η κεταμίνη είναι μια ουσία εξουθενωτική την οποία δεν πρέπει να υποτιμάμε. Το ναρκωτικό αυτό έχει ευνοηθεί και επιτρέπεται προκειμένου να κερδοσκοπούν καταστρέφοντας τη συνοχή και τη δημιουργική ανταρσία μιας ολόκληρης γενιάς νέων ανθρώπων. Για το κράτος ορισμένες τάσεις γίνονται χρήσιμες μόδες. Κάθε φορά που τα ναρκωτικά αυτά εξασφαλίζουν μια μικρή ανακούφιση από τη θλίψη, το κράτος επιχαίρει πολύ περισσότερο με τον εθισμό και την απόγνωσή μας. Ποιός ανάμεσα σε όλους τους χρήστες θεωρεί ότι εξαιρείται απ’ αυτά;

Ας είμαστε σαφείς, τα λόγια μας δεν είναι για τους ηθικιστές που δεν βλέπουν τους εθισμένους παρά μόνο ως ένα πρόβλημα, αναζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους για τη δική τους έλλειψη δράσης. Τα πάντα έχουν μια θέση στο φαρμακείο, το κάθε τί εμπεριέχει και το αντίδοτό του. Είμαστε τόσο ενάντια στην νομιμοποίηση όσο και στην εγκληματοποίηση, αναγνωρίζουμε την ιατρική και ερευνητική αξία αυτής της ουσίας, αλλά στο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να λειτουργήσει κατάλληλα.

Στην τελική, οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν ότι καταλαβαίνουν, όσοι έχουν περιορισμένες αξίες ας προσδεθούν στην μιζέρια και την ήττα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι στο ηνωμένο βασίλειο που διακινούν και σνιφάρουν κεταμίνη, που θεωρούν ότι κερδίζουν κάτι απ’ το τίποτα, μπορούν να κρατήσουν τις παραισθήσεις τους (μιας και, εκτός αν δημιουργούμε αναρχία) δεν υπάρχει τίποτα χωρίς αντίτιμο σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν μας ενδιαφέρει να κάνουμε σαν καλοί καταναλωτές και να ζητήσουμε να αποσυρθεί η ντόπα απ’ την αγορά.

Θέλουμε κάτι διαφορετικό.

Ο καθένας μπορεί να επιλέγει μόνος του τα μέσα για τη ζωή που διάγει, όμως ποιός ωφελείται είναι ένα θέμα: εσύ; ο προμηθευτής; ο καταναλωτής; οι τράπεζες; το κράτος; η βιομηχανία των φυλακών; Όσοι αρνούνται την μισθωτή εργασία προτιμώντας μια θέση στην μαύρη αγορά, γι’ αυτούς δεν μένει παρά να υποταχτούν στον κανόνα της αυτοσυγκράτησης, ει δε μή, τους περιμένει μια τραγική θέση στα ανακοινωθέντα της αστυνομίας και της μιντιακής προπαγάνδας του κράτους.

Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί λύση για την κρίση που έχουμε στα χέρια μας, το να έχουμε συντρόφους εθισμένους σε ναρκωτικά, που εθίζουν άλλους, που υποφέρουν, που πέφτουν θύματα ή δημιουργούν σχέσεις οργανωμένου εγκλήματος αμφίβολων επιδιώξεων, που τελικά καταλήγουν στα νοσοκομεία, στις φυλακές, νεκροί.

Η κεταμίνη είναι ένα ισχυρό εξουθενωτικό ναρκωτικό που προκαλεί ψυχολογική εξάρτηση στο χρήστη, καταλήγοντας στην απώλεια κάθε αυτονομίας του, στην άρνηση της επιβίωσης του ίδιου του ανθρώπινου πνεύματος. Προσφέρει πολλά, χωρίς όμως να παράγει τίοτα. Προσφέρει μια υπόσχεση τελειότητας ενώ την ίδια στιγμή αφαιρεί τα μέσα που είναι απαραίτητα προκειμένου να φτάσεις πρακτικά εκεί.

Τελικά, η κεταμίνη είναι ένα ναρκωτικό του θανάτου: σκοτώνει το σώμα, σκοτώνει το πνεύμα και περιορίζει την αυτονομία για χάρη μιας τεχνητά αντιληπτής πραγματικότητας που δε συνεισφέρει παρά στην ήδη εντεινόμενη κοινωνική αποσύνθεση που αποτελεί ενδημικό σύμπτωμα της μετα-βιομηχανικής, μετα-μοντέρνας κοινωνίας.

μετάφραση από το περιοδικό 325, τεύχος 6, Γενάρης 2009 [http://325collective.com/]

Categories
Echanges et Mouvement

Η δυναμική σχέση κεφαλαίου-εργασίας στο UK

Η δυναμική σχέση κεφαλαίου-εργασίας στο UK

Το κείμενο γράφτηκε από τον Henri Simon για την ομάδα Echanges et Mouvement (βλ. γαλλικά: http://www.mondialisme.org/spip.php?rubrique3 – αγγλικά: http://libcom.org/tags/echanges-et-mouvement) το 1980, και περιέχεται στη μπροσούρα Shake it and Break it! στην οποία θα επανέλθουμε μελλοντικά σε σχέση με τους απεργιακούς αγώνες του 1977-80 και την άνοδο του θατσερισμού, σημεία κομβικά για μια κατανόηση της σημερινής κατάστασης σ αυτή τη χώρα…

Το να εκφράζουμε την κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο σήμερα (1980) με όρους μιας “καπιταλιστικής κρίσης” και μιας “επαναστασης” συνδεδεμένης μ’ αυτήν, προϋποθέτει από την μία μια κατάσταση κατάρρευσης του συστήματος κι απ’ την άλλη μια συνειδητοποίηση από τους εργαζομένους της ανάγκης για δημιουργία ενός νέου κόσμου, πράγμα που εγείρει δύο κριτικά ερωτήματα:

  1. Γιατί ο καπιταλισμός στην Αγγλία παραμένει ακλόνητος;

  2. Πώς συντελούν σε μια τέτοια κατάσταση οι τελευταίοι αγώνες που διήρκεσαν κοντά 20 χρόνια χωρίς ωστόσο να κατορθώσουν μια αποφασιστική ρήξη με αυτό το εκμεταλλευτικό σύστημα;

Ο αγγλικός καπιταλισμός παραμένει ανέπαφος χάρη στην κυρίαρχη παγκόσμια θέση του, καθώς παραμένει παρά τη σαφή παρακμή του τα τελευταία 50 χρόνια, η δεύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο. Από την παλιά αυτοκρατορία του, το ΗΒ διατηρεί την οικονομική κυριαρχία του σε περιοχές διαφορετικές μεταξύ τους αλλά εξίσου προσοδοφόρες όπως το Hong Kong, η Σιγκαπούρη, η Ινδία, η Νότια Αφρική. Αυτή η θέση ισχύος διασφαλίζεται κατά κύριο λόγο χάρη στην στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ (πράγμα που εξηγεί την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Αγγλίας, στην καρδιά της οποίας βρίσκεται ένας καχύποπτος ανταγωνισμός). Αυτή η συσσώρευση δύναμης έχει επιτρέψει ως τώρα να εξαγοράζει τη συναίνεση της εργατικής τάξης, πράγμα που δούλεψε καλά για μια μακρά περίοδο κατά την οποία το σύστημα μπορούσε να της παρέχει μια “προνομιακή” κατάσταση. Μπορούμε να πούμε σήμερα ότι ένα σημαντικό μερίδιο της υπεραξίας που λεηλατούσε το αγγλικό κεφάλαιο στο παρελθόν χρησίμευε στο να καλύψει τα χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας στο εσωτερικό. Όμως μια τέτοια κατάσταση δε θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα: Οι παγκόσμιες κρίσεις επιτάχυναν την υποχώρηση του βρετανικού καπιταλισμού στο εξωτερικό, κάνοντας την κατάσταση στο εσωτερικό του, πολύ πιο εύθραυστη. Ο διεθνής ανταγωνισμός είναι πριν απ’ όλα ένα ζήτημα παραγωγικότητας, δηλαδή εκμοντερνισμού και αύξησης της έντασης της εργασίας. Ανάλογα με την περίσταση μπορεί να είναι αποτέλεσμα ή προϋπόθεσή της. Ελάχιστη σημασία έχει αν θεωρεί κανείς σημαντικότερο πρόβλημα του κεφαλαίου στην Αγγλία σήμερα το πως θα υπερνικήσει την αντίσταση στον εκμοντερνισμό και την εντατικοποίηση της εργασίας. Ο αγγλικός καπιταλισμός έχει τις ίδιες προοπτικές με τον καπιταλισμό γενικά οπουδήποτε στον κόσμο. Όπως σημείωναν οι “Financial Times” στη διάρκεια μιας συνόδου τραπεζιτών στο Βελιγράδι “Ο κόσμος είναι καταδικασμένος σε χρόνια αύξοντος πληθωρισμού, χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας και υψηλά επίπεδα ανεργίας ενώ οι Κυβερνήσεις και οι πολιτικοί δεν φαίνεται να μπορούν να κάνουν κάτι γι’ αυτό”.

Για τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους απομένει μία πάντα επιλογή, οσοδήποτε δύσκολη κι αν είναι, κι αυτή είναι πάντοτε προσδιορισμένη από τη συνεχή τάση για αύξηση της υπεραξίας που εξάγουν – δηλαδή, μεγαλύτερη παραγωγή για λιγότερα χρήματα. Είναι σ’ αυτή τη φάση που το ερώτημα που τίθεται και από τις δυο μεριές εγείρεται: που μας πήγαν οι αγώνες που διεξήχθησαν στο ΗΒ τα τελευταία 20 χρόνια, οσοδήποτε παραδειγματικοί κι αν υπήρξαν; Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως είναι ακριβώς αυτή η κατάσταση παρείχε στον καπιταλισμό ικανά εφόδια να διαχειριστεί τις κρίσεις του, μέσα από 1000 διαφορετικά πρόσωπα (καθώς δεν εκφράστηκαν ποτέ με όρους διαρκούς ανοιχτής σύγκρουσης παρά τις όποιες βίαιες μορφές). Το άμεσο αποτέλεσμα για τους άγγλους εργαζομένους ήταν ότι για ένα επίπεδο διαβίωσης ανάλογο των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, εργάζονται περίπου ένα τρίτο λιγότερο.

Επίσης οφείλεται σε δυο βασικά σημεία που αν και δεν είναι “επαναστατικά” από μόνα τους, δεν είναι μικρότερης σημασίας καθώς σηματοδοτούν το τέλος της αστικής δημοκρατίας και την ανάδειξη μιας κοινωνικής δύναμης στην πολιτική. Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε 10 χρόνια που ένα ευρέους φάσματος κίνημα προκάλεσε την πτώση μιας κυβέρνησης: Η πρώτη φορά ήταν με την Κυβέρνηση των Συντηρητικών, και τώρα πρόκειται για την Κυβέρνηση των Εργατικών. Το πρόβλημα που κατατρύχει όλη την κλίμακα από τα αφεντικά μέχρι τους ηγέτες των συνδικάτων και την Κρατική εξουσία, γίνεται επιτέλους ουσιωδώς, στην παραμικρή του όψη, ένα πρόβλημα πολιτικό, καθώς τείνει να συμπεριλάβει ολόκληρο το σύμπλεγμα της εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. (Θα μπορούσε κανείς να κάνει έναν παραλληλισμό με συγκεκριμένα χαρακρητιστικά των όσων συνέβησαν στην Πολωνία το ’70/71 και το 1976). Η “Πολιτική” με την παραδοσιακή έννοια του όρου δεν αντιμετωπίζεται πλέον σαν μια “λυση” για τους εργαζόμενους αλά σαν κάτι στο οποίο μπορούν να επιβληθούν και να επιρρεάσουν, όχι ψηφίζοντας ή μέσω αντιπροσώπων, αλλά μέσα από έναν άμεσο συσχετισμό δυνάμεων. Επίσης, η σχέση ο συσχετισμός δυνάμεων αυτός δεν τίθεται με όρους ανοιχτού ανταγωνισμού αλλά με όρους συμφέροντος και άμεσης δράσης για την προώθηση αυτού του συμφέροντος.

(…)

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την κατεύθυνση που θα πάρουν οι επόμενοι αγώνες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο καπιταλισμός είναι ένα δυναμικό σύστημα και εν όψει αυτής της κατάστασης, θα προσπαθεί διαρκώς να λάβει μέτρα σύμφωνα με τις συνθήκες παρά με κάποιο μακροπρόθεσμο πολιτικό σκεπτικό (πέραν βεβαίως από τη γενική προοπτική της υπεράσπισης των συμφερόντων του κεφαλαίου). Μπορεί κανείς να διακρίνει στα κλεισίματα εργοστασίων που δεν ήταν αρκετά παραγωγικά (και στα οποία οι εργάτες αντιστέκονταν στον εκμοντερνισμό, την εντατικοποίηση ή απαιτούσαν μια ανάλογη αύξηση στους μισθούς τους) τα πλαίσια μιας νέας πολιτικής. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει επίσης σε χώρες που δεν επιρρεάζονται από την αγγλική νόσο, ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου που επιταχύνεται από τις κρίσεις. Φαίνεται πάντως ότι μόνο εδώ υπάρχει μια προσπάθεια επιτάχυνσης των κρίσεων προκειμένου να τσακιστεί η αντίσταση στα πιο μαχητικά εργοστάσια. (για παράδειγμα το Leylands). Όμως με κάτι τέτοιο συνδέεται επίσης μια επενδυτική ύφεση (κι όχι απλά σε επίπεδο δημοσίου) αλλά επίσης σε παραδοσιακούς τομείς της βιομηχανίας, και μια αύξηση σε τομείς στο εξωτερικό τους οποίους διαχειρίζεται το αγγλικό κεφάλαιο.

Για να επιστρέψουμε στο σημαντικό ζήτημα που αναφέραμε πριν, η κατάσταση στην Αγγλία θα μπορούσε να είναι μόνο μια ιδιαίτερη και οδυνηρή προσαρμογή σε μια ευρείας κλίμακας αναδιάρθρωση από την οποία διαφεύγουν προς το παρόν μόνο οι ίδιοι οι καπιταλιστές, αναδιάρθρωση που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες του αγγλικού κεφαλαίου παντού στον κόσμο. Όμως μια τέτοια κατάσταση φέρει μέσα της δυο άγνωστα στοιχεία που την καθιστούν εξαιρετικά απρόβλεπτη. Οι διεθνείς κρίσεις δεν ανοίγουν προοπτικές για καμιά μορφή καπιταλιστικής ανανέωσης στην οποία θα απευθύνονταν τα προβλήματα που έχουμε δεί, στα πλαίσια ενός σκληρού διεθνούς ανταγωνισμού.Όσο για τα “αδύναμα σημεία” του καπιταλισμού, αυτά είναι εκε΄να που σε μια δεδομένη στιγμή αφήνουν να ανοιχτούν πιθανές προοπτικές που οδηγούν σ’ έναν νέο κόσμο και που στη γέννησή τους είναι αδύνατο να πει κανείς αν αναπτύσσονται ή αν θα καταστραφούν από την καταστολή, ή από κάθε διαφορετική όψη της.

Αυτό που συμβαίνει στην Αγγλία σήμερα (1980) σύμφωνα με μια τέτοια προοπτική είναι ότι κρίσιμοι αγώνες είναι “στον αέρα” χωρίς ωστόσο να έχουν εμφανιστεί ακόμη. Το υψηλό επίπεδο των αγώνων του 1979 είναι δίχως αμφιβολία μόνο μια προεικόνιση των αγώνων ενάντια στην Κυβέρνηση και τα συνδικάτα που ακονίζουν ήδη τα μαχαίρια τους – ενάντιά τους, βρίσκεται ένα προλεταριάτο που συνεχίζει στον ίδιο δρόμο που τράβηξε τα προηγούμενα χρόνια.

Categories
Ναδίρ

Για την αθλιότητα της ψυχολογίας

Για την αθλιότητα της ψυχολογίας

(πρωτοδημοσιεύθηκε στο φυλλάδιο «να πάρουμε πίσω τις χαμένες νύχτες μας από τα τόσα φώτα» τον Οκτώβρη του 2005 στη Σαλονίκη)

«αυτό που συνθλίβει τους ανθρώπους είναι η ντουλάπα»
(Β. Ροζάνοφ, ρώσος μηδενιστής, 1856-1919)
«ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΡΕΛΛΟΙ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ» (Αθήνα 1985, Χημείο)

Δεν τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με τις επιστήμες και την ταξικότητά τους. Η διάκριση υγιούς κι αρρώστου ατόμου [αταβισμός του δίπολου καλού (χρήσιμου)- κακού (βλαβερού)] είναι μια βολική δικαιολογία. Ολόκληρη η θάλασσα του θετικισμού δεν μπορεί να ξεπλύνει το αίμα των εγκλημάτων που έχουν γίνει εις βάρος των κοινωνικά αποκλεισμένων, στο όνομα πάντοτε της (σιχαμερής ιδεολογίας της) προόδου και του κοινού καλού. Δεν είναι τυχαίο που φορέας κάθε κακού θεωρείται το προλεταριάτο. Είναι αυτό άλλωστε, που γαμιέται στη δουλειά (αποκτώντας και κληρονομώντας τις ανάλογες ασθένειες, από θρομβώσεις μέχρι καρκίνους…), και που εκτονώνει την ένταση μιας ζωής μισθωτής σκλαβιάς, καταπίεσης και μιζέριας, με συχνά αυτοκαταστροφικούς τρόπους. Εδώ προκύπτει κι ο ρόλος της ιατρικής γενικότερα, στην ανακούφιση της ασθένειας ώστε το άτομο να καταστεί πάλι παραγωγικό- χρήσιμο για την κυρίαρχη τάξη. Με ελάχιστη απόκλιση, παρόμοιο ρόλο παίζουν όλες οι συναφείς επιστήμες. Η ξεφτίλα της ψυχολογίας, όμως, πάει πολύ παραπέρα. Περνά από τον Γκέμπελς, μαικήνα της «ψυχολογίας της μάζας» και ταυτόχρονα υπουργό του Χίτλερ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την πλύση εγκεφάλου, για να περάσει στο πλευρό της δημοκρατίας, με τον αγγλοσαξονικό μπεχαβιορισμό, για να φτάσει στον καπιταλισμό των ημερών μας, με το βιομηχανικό marketing και τα προτρεπτικά ερεθίσματα κατανάλωσης προϊόντων. Παράλληλα, υπηρέτησε αποτελεσματικά την κάθε εξουσία στην καταδυνάστευση των «εσωτερικών εχθρών» της. Από τα γερμανικά λευκά κελιά που εγκαινίασαν οι αγωνιστές της RAF, ως τα ψυχιατρεία- κολαστήρια, όπου «σωφρονίζονται» χιλιάδες προλετάριοι που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να προσαρμοστούν στην ορθολογικότητα του καπιταλισμού, την κατ εξοχήν παράνοια! Ο απεγκλωβισμός τους απ’ τα ψυχιατρικά κελιά δεν αρκεί. Το εξωτερικό περιβάλλον είναι το ίδιο εχθρικό. Η οδύνη της ταξινόμησης των ανθρώπων, της τοποθέτησής τους σε ασφυκτικούς κοινωνικούς ρόλους, όπως τα ράφια της ντουλάπας, παίρνει τέλος μόνο με το γκρέμισμα της ντουλάπας. Κι αυτό σημαίνει πως η ‘επανάσταση είναι θεραπευτική’…

Categories
Ασύμμετρη Απειλή

Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ – έντυπο Ασύμμετρη Απειλή

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣ. ΣΗΜΕΙΑ ΕΠΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΟΜΗΣ ΜΕ ΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ

Μια πράξη, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, ποτέ δεν είναι αυτή καθ’ αυτή επαναστατική. Είναι το υποκείμενο που νοηματοδοτεί την ενέργεια, που την κάνει επαναστατική ή οτιδήποτε άλλο (φυσικά, θα πρέπει να υπάρχει και μια αυτονόητη αντιστοιχία της πράξης με τη νοηματοδότησή της). Άλλο νόημα θα έχει ο εμπρησμός μιας αλβανικής τράπεζας, παράδειγμα, εάν οι δράστες είναι ναζί κι άλλο νόημα εάν οι δράστες είναι αναρχικοί . Το ίδιο συμβαίνει και με τις ληστείες. Έχοντας σαν πυξίδα αυτή τη διαπίστωση, ας αποπειραθούμε να κατηγοριοποιήσουμε το φαινόμενο της ληστείας. Χονδρικά, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τη ληστεία σε τρία “είδη”: η κοινή ληστεία, η “κοινωνική” ληστεία και η επαναστατική ληστεία. Φυσικά, η κατάταξη αυτή δεν περιορίζει το φαινόμενο σε αυστηρά οριοθετημένα σύνορα. Υπάρχουν τόσο οι υβριδικές καταστάσεις, αλλά και η μεταπήδηση από τη μια κατηγορία στην άλλη.
Ο «κοινός» ληστής (είτε ληστεύει τράπεζες, είτε περίπτερα), ανήκει στον υπό-κοσμο, στην αντι-κοινωνία. Είναι, δηλαδή, η ίδια η κοινωνία που κοιτάει τον εαυτό της στον καθρέφτη και βλέπει το είδωλό της ανεστραμμένο. Όπως ο μέσος μικροαστός θέλει να πλουτήσει ή να ανελιχθεί στην κοινωνική κλίμακα, έτσι και ο παράνομος κάνει το ίδιο με άλλα μέσα. Δημιουργεί μια αντίστοιχη ιδιότυπη ταξική και ιεραρχική αντι-κοινωνία, με τους δικούς της νόμους, τη δική της ηθική και τα δικά της έθιμα. Στην ουσία τους, όμως, η νόμιμη κοινωνία και η παράνομη αντι-κοινωνία, είναι δίδυμα αδέρφια.
Από την άλλη η κοινωνική ληστεία είναι σάρκα από τη σάρκα της αγροτικής κοινωνίας που τη γέννησε. Ο κοινωνικός ληστής δε συγκροτεί μια παράλληλη παράνομη αντι-κοινωνία, αντίθετα συμμετέχει στην κοινωνική ζωή σαν κανονικό μέλος της κοινότητας. Ο μαρξιστής ιστορικός Eric Hobsbawm αναφέρει σχετικά με τη σχέση του κοινωνικού ληστή με το χωρικό:
«Το ουσιαστικό στοιχείο, όσον αφορά τους κοινωνικούς ληστές, είναι το γεγονός ότι είναι εκτός νόμου και θεωρούνται κακούργοι από το φεουδάρχη και το κράτος, ενώ συγχρόνως παραμένουν μέσα στην επαρχιακή κοινωνία και θεωρούνται από τους κατοίκους ήρωες, προστάτες, εκδικητές, αγωνιστές για τη δικαιοσύνη, αρχηγοί απελευθερωτικών κινήσεων….
Η σχέση αυτή που ενώνει τον κοινό χωρικό με τον επαναστάτη, τον παράνομο και το ληστή κάνει ενδιαφέρον και σημαντικό το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας. Επί πλέον την ξεχωρίζει από δύο άλλους τύπους ληστείας στην ύπαιθρο, δηλ. από τη δραστηριότητα ενόπλων ομάδων επαγγελματικού τύπου ή από τους απλούς κλέφτες και από εκείνες της κοινωνίες, όπως πχ των Βεδουίνων, για τις οποίες οι επιδρομές είναι κανόνας ζωής».

Για τον κοινωνικό ληστή, ο απλός χωρικός δεν είναι “φυσική λεία”, ενώ ο χωρικός δε θεωρεί τον κοινωνικό ληστή ως “πραγματικό ληστή”: «ένας κοινωνικός ληστής δε θα βάλει ποτέ χέρι στη σοδειά του χωρικού. Στου τσιφλικά, όμως, οπωσδήποτε». Είναι χαρακτηριστική η αυτοπεριγραφή του Ιταλού ληστή Μάρκο Σιάρρα, που θεωρούσε τον εαυτό του ως μαστίγωμα του θεού, σταλμένου εναντίον των τοκογλύφων και αυτών που κατέχουν μη παραγωγικές εργασίες. Άλλωστε, ένα μεγάλο κομμάτι των κλοπιμαίων επιστρέφει στην αγροτική κοινότητα: ο ληστής χτίζει εκκλησίες ή τεμένη (αφού μοιράζεται τις ίδιες ηθικές και θρησκευτικές αντιλήψεις με την κοινότητα), παντρεύει τις φτωχές κοπέλες, χρηματοδοτεί ακόμα και δημόσια έργα! Πολλές φορές μάλιστα, δίνει λεφτά σε φτωχές οικογένειες. Ο Πάντσο Βίλλα μοίρασε τη λεία της πρώτης του ληστείας ως εξής: 5000 πέσος στη μητέρα του, 4000 σε συγγενείς, αγόρασε ένα ραφτάδικο σε ένα φτωχό, για να συντηρήσει την οικογένειά του, βοήθησε άλλον ένα φτωχό για να κρατήσει το μαγαζί του και ότι περίσσεψε το ξόδεψε σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Ο περουβιανός Λουίς Πάρδο, μοίραζε χούφτες με ασημένια νομίσματα, σεντόνια, σαπούνια, μπισκότα, κεριά κλπ Για τον Ντιέγο Κοριέντες της Ανδαλουσίας, έλεγαν ότι «κλέβει τον πλούσιο, βοηθά το φτωχό και δε σκοτώνει κανένα» και για τον Μπίλλυ δε Κιντ στη Ν.Δ. Αμερική: «ήταν καλός με τους μεξικανούς. Έμοιαζε με τον Ρομπέν των δασών. Έκλεβε από τους λευκούς και έδινε στους μεξικανούς». Ο Τζέσση Τζαίημς, αφού δάνεισε 800 δολάρια σε μια χήρα, για να πληρώσει το χρέος της σ’ έναν τραπεζίτη, ύστερα λήστεψε την τράπεζα και πήρε πίσω τα χρήματα.
Οι πράξεις αυτές έκαναν τους ληστές ιδιαίτερα αγαπητούς στο λαό. Ακόμα και οι ιδιοκτήτες κτημάτων, προτιμούσαν να έχουν πάρε-δώσε με ληστές παρά με την αστυνομία. Ένας βραζιλιάνος κτηματίας το 1930, έλεγε:
«προτιμώ να έχω να κάνω με ληστές, παρά με την αστυνομία. Η αστυνομία είναι ένα μπουλούκι σκυλοφονιάδων, που έρχονται από την πρωτεύουσα με την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι της επαρχίας προστατεύουν τους ληστές. Νομίζουν ότι γνωρίζουμε όλες τις εξόδους αποδράσεώς τους. Έτσι ο κύριος στόχος τους είναι αν αποσπάσουν ομολογίες με κάθε μέσο…
Και οι ληστές; Οι ληστές συμπεριφέρονται σα ληστές… Αν εξαιρέσουμε μερικούς που είναι πραγματικά σκληροί, δεν κάνουν κακό, παρά μόνο όταν τους κυνηγά η αστυνομία».

Ο κοινωνικός ληστής, παρ’ ότι έχει πολλά κοινά σημεία με τον κοινωνικό επαναστάτη, έχει και πολλές σημαντικές διαφοροποιήσεις. Ο κοινωνικός ληστής δεν έχει σα στόχο τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αλλά είναι μια φιγούρα ατομικής εξέγερσης, μια πρωτόγονη μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας, προάγγελος και δυναμικό εκκολαπτήριο της εξέγερσης (σύμφωνα με τον Hobsbawm). Ο κοινωνικός ληστής είναι πάνω απ’ όλα εκδικητής:
«Εκδίκηση για προσωπική ταπείνωση, εκδίκηση και για εκείνους που καταπιέζουν τους άλλους. Το Μάη του 1744, ο αρχιληστής Ολέσκα Ντόβμπους χτύπησε το σπίτι του άρχοντα (σ.σ. σκληρού φεουδάρχη) Κονσταντίν Ζλοτίνσκι. Του βαλε τα χέρια πάνω στη φωτιά μέχρι να καούν, του βαλε δαυλιά αναμμένα πάνω στο δέρμα και δεν ήθελε να ακούσει για εξαγορά. “Δεν ήρθα εδώ για τα λεφτά σου αλλά για την ψυχή σου, γιατί αρκετά βασάνισες τόσο κόσμο”.»
Το σύνηθες πρότυπο του κοινωνικού ληστή είναι το εξής : μετά από μια άδικη δίωξη ή μετά από μια εγκληματική και βάναυση συμπεριφορά των τοπικών αρχών (μερικές φορές μετά και από έγκλημα τιμής), ο αγρότης βγαίνει στο βουνό και γίνεται ληστής, παίρνοντας όχι μόνο προσωπική εκδίκηση, αλλά και εκδίκηση εξ ονόματος όλης της κοινότητας. Η ιστοριογραφία βρίθει με περιπτώσεις εκδίκησης απέναντι σε τοπικούς άρχοντες, όπως η παραπάνω. Οι Ρώσοι ευγενείς, προς το τέλος του 18ου αιώνα, χαρακτήριζαν τους ληστές ως «κτήνη με ανθρώπινη μορφή, έτοιμοι να βεβηλώσουν κάθε τι ιερό, να σκοτώσουν, να λεηλατήσουν, να κάψουν, να βιάσουν τη θέληση του Κυρίου και τους νόμους του Κράτους». Η γνώμη, όμως, των τοπικών κοινοτήτων ήταν τελείως διαφορετική:
«Ο κλέφτης ανήκει στη μια πλευρά της κοινωνίας, εκείνη των φτωχών και των καταπιεσμένων. Μπορεί είτε να αφομοιωθεί απ’ την επανάσταση του χωρικού ενάντια στον αφέντη, της παραδοσιακής κοινωνίας ενάντια στη σύγχρονη, των περιθωριακών κοινοτήτων ή εκείνων της μειοψηφίας ενάντια στην ένταξή τους μέσα σε ένα πιο πλατύ σύστημα…»
Εδώ υπάρχει ένα κομβικό σημείο: ο κοινωνικός ληστής, ως άτομο πλήρως ενταγμένο στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, είναι “παραδοσιακός επαναστάτης”. Η εξέγερσή του δεν αποσκοπεί στο μετασχηματισμό, αλλά στην επιστροφή πίσω στη ζωή των μικρών αγροτικών κοινοτήτων. Άλλωστε, στερούμενος από θεωρητική βάση, δεν πολεμούσε την εκμετάλλευση, αλλά την υπερ-εκμετάλλευση, δεν πολεμούσε την εξουσία, αλλά την κατάχρησή της:
«Προσπαθεί να παγιώσει το δίκιο ή τις “παλιές συνήθειες”, δηλ. τις δίκαιες σχέσεις στο εσωτερικό μιας καταπιεσμένης κοινωνίας. διορθώνει τα στραβά όπως θα λέγαμε. Δεν προσπαθεί να δημιουργήσει μια κοινωνία που να βασίζεται πάνω στην ελευθερία και την ισότητα. Οι ιστορίες που λέγονται γι αυτόν δείχνουν μέτριους θριάμβους , όπως πχ σώζει το κτήμα μιας χήρας, σκοτώνει έναν τοπικό τύραννο, ελευθερώνει έναν κρατούμενο κι εκδικείται έναν άδικο φόνο. Το πολύ-πολύ, κι αυτό συμβαίνει σπάνια,- όπως ο Βαρνταρέλλι στην Απούλια της Ιταλίας, να διατάζει τους παραγωγούς να δίνουν ψωμί στους εργάτες τους, να επιτρέπουν στους φτωχούς να συλλέγουν τη σπορά ή μπορεί και να μοιράσει δωρεάν αλάτι, κι έτσι να περιορίσει τους φόρους…»
Αυτή η ταύτιση του κοινωνικού ληστή με την κοινότητα, τον οδηγεί σε πόλεμο κυρίως με την τοπική εξουσία και λιγότερο με την κεντρική εξουσία (η οποία κάνει ελάχιστες εμφανίσεις στις κλειστές αγροτικές κοινότητες). Στο λαϊκό φαντασιακό, η κεντρική εξουσία αγνοεί τη βαναυσότητα και την ασυδοσία της τοπικής εξουσίας. Το παράδειγμα του Ρομπέν των Δασών, συμπυκνώνει τα βασικότερα στερεότυπα της κοινωνικής ληστείας, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται και η αποενοχοποίηση της κεντρικής εξουσίας για τα εγκλήματα των φεουδαρχών και των τοπικών αρχόντων. Ο βασιλιάς Αρθούρος συμπυκνώνει όλα τα χαρίσματα του καλοκάγαθου βασιλιά, ο οποίος αγνοεί τη βαναυσότητα του σερίφη του Νοτιγχαμ. Με λίγα λόγια, η κοινωνική ληστεία δεν έρχεται σε ρήξη με τους θεσμούς, αλλά με τους φορείς των θεσμών. Πολλές φορές μάλιστα, αναλαμβάνουν να υποκαταστήσουν το κενό της «φιλολαϊκής και πεφωτισμένης ηγεσίας». Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Γκουτζάρ στην Ινδία. Οι Γκουτζάρ είχαν μια ισχυρή παράδοση ανεξαρτησίας και παρανομίας. Το 1824 «τα πιο τολμηρά πνεύματα της Σαρχανπούρ, παρά να πεθάνουν από την πείνα, σχημάτισαν ομάδα υπό την αρχηγεία ενός ληστή με το όνομα Κάλλουα». Ο Κάλλουα, ντόπιος Γκουτζάρ, λήστευε τους μπάνια, την κάστα των εμπόρων και των τοκογλύφων:
«τα αίτια που οδηγούσαν τους δακοΐτες στη ληστεία, δεν ήταν τόσο η λεηλασία, όσο η επιθυμία της επιστροφής τους στον παλιό τρόπο ζωής χωρίς νόμους και κανόνες που επιβάλανε οι ανώτερες αρχές…
Ο Κάλλουα συνάπτοντας συμμαχία με ένα σημαντικό Ταλούκνταρ (τσιφλικά αξιωματούχο), που είχε υπό τον έλεγχό του σαράντα χωριά, και άλλους δυσαρεστημένους ευγενείς, επέκτεινε την εξέγερσή του με επιθέσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων, παίρνοντας αρκετό θησαυρό από διακόσιους αστυνομικούς φρουρούς και λεηλατώντας ολόκληρη την πόλη Μπαγκαουνπουρ. Έπειτα κήρυξε τον εαυτό του Ραγιά Καλιάν Σιγκ (βασιλιά) κι έστειλε παντού μηνύματα βασιλικού τύπου για να απαιτήσει φόρο υποτέλειας»
Στη Ρωσία ο εκάστοτε αρχιληστής θεωρούνταν μνηστήρας του θρόνου, ενσαρκωτής του “τσάρου των ζητιάνων”, του καλού λαϊκού τσάρου που αντικαθιστούσε τον τσάρο των βογιάρων, των ευγενών και προνομιούχων:
«Η μεγάλη αγροτική εξέγερση του 17ου και 18ου αιώνα, κατά μήκος του κάτω Βόλγα, ήταν έργο των Κοζάκων- Μπουλάβιν, Μπολοτνίκοφ, Στένκα Ράζιν (ο ήρωας των λαϊκών τραγουδιών)και του Γεμαλιάν Πουγκατσόφ – κι ας σημειωθεί ότι οι Κοζάκοι, εκείνο τον καιρό ήταν κοινότητες, ελευθέρων αγροτών επιδρομέων. Κι όπως ο Ραγιά Κολιάν Σιγκ, τους συναντάμε να κάνουν αυτοκρατορικές δηλώσεις. Οι άνδρες τους, όπως και οι ληστές της νότιας Ιταλίας, το 1860, σκοτώνουν, καίνε, λεηλατούν, καταστρέφουν τα γραπτά ντοκουμέντα που κατοχυρώνουν τη δουλεία και την υποταγή, τους λείπει όμως το πρόγραμμα, εκτός βέβαια από το να καταστρέψουν την καταπιεστική μηχανή».

Αυτή η στάση πολλών κοινωνικών ληστών δεν πρέπει να μας ξενίζει, καθώς οι ληστές ήταν “primitive rebels” και όχι συνειδητοί αντισυστημικοί επαναστάτες. Παρ’ όλα αυτά, οι ληστές ήταν οι πρώτοι που στελέχωναν τις επαναστατικές απόπειρες, όποτε αυτές ξεσπούσαν. Τόσο σε εθνικο-κοινωνικούς αγώνες (κλέφτες, χαϊδούκοι, χαϊνηδες, ζεϊμπέκοι κλπ), όσο και σε κοινωνικές επαναστάσεις (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ληστή Πάντσο Βίλλα, που πρωταγωνίστησε στο πλευρό του Εμιλιάνο Ζαπάτα στην αγροτική επανάσταση στο Μεξικό):
«…οι ληστές συμμετέχουν στις αξίες και τις επιδιώξεις του αγροτικού κόσμου, σαν παράνομοι δε και αντάρτες, είναι ευαίσθητοι στις επαναστατικές τους κινήσεις. Σαν άνθρωποι που έχουν κερδίσει ήδη την ελευθερία τους, βλέπουν με περιφρόνηση την αδράνεια και την παθητικότητα της μάζας, σε περιόδους όμως επανάστασης αυτή η παθητικότητα εξαφανίζεται και μεγάλος αριθμός αγροτών γίνονται ληστές»
Χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικών ληστών, που έγιναν επαναστάτες, ήταν οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο. Το σώμα των κλεφτών ήταν, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, «σύνηθες καταφύγιον των εχόντων εντονότερον της λευθερίας το ελατήριον». Ο Δημήτρης Φωτιάδης γράφει για τους κλέφτες:
«όσοι από τους ραγιάδες δεν υπόφερναν να είναι δούλοι μήτε των Τούρκων μήτε των κοτζαμπάσηδων, φεύγουνε στα βουνά κι εκεί στις περήφανες κορφές, στις δυσκολοδιάβατες κλεισούρες, στ’ άγρια φαράγγια και στα πυκνά τα δάση στήνανε το λημέρι τους, το καθένα μια κολυμπήθρα λευτεριάς. Γυμνοί, νηστικοί, ξυπόλυτοι, κυνηγημένοι, μια ευχή είχαν στα χείλη τους : «καλό βόλι». Γύρευαν όχι ήσυχο, μα λεύτερο θάνατο.
Αυτούς τους κλέφτες τη «μαγιά της λευτεριάς», τους αγάπαγε ο λαός, τους καμάρωνε, τους υποστήριζε, τους έδινε τροφές- ήταν οι προστάτες του. Όποιος Τούρκος ή κοτζαμπάσης αδικούσε το ραγιά, τον τιμώραγε το βόλι του κλέφτη…
Εκεί γύρω από τα 1650 ως τα 1690, η Ρούμελη είχε γιομίσει από κλέφτες. Έναν ξέκαναν οι Τούρκοι, δέκα φύτρωναν»
Τόσο γιγαντώθηκε το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας, που οι Οθωμανοί και οι κοτζαμπάσηδες αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν την κλασική τακτική: ήρθαν σε συμφωνία με πολλούς κλέφτες και τους μετατρέψανε σε αρματολούς. Έτσι, οι ανυπότακτοι κλέφτες απόκτησαν έναν ακόμα εχθρό.
Αργότερα, με το ξέσπασμα της επανάστασης, οι κλέφτες ήταν οι μεγαλύτεροι πρωταγωνιστές της απελευθέρωσης. Στη θέση, όμως του Τούρκου κατακτητή, κάθισε ο Έλληνας κατακτητής. Πολλοί ήταν οι κλέφτες, που ασφυκτιώντας στο νέο καθεστώς της «ελεύθερης» Ελλάδας, επέστρεψαν στα βουνά και συνέχισαν τις ληστείες.

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι σλαβομακεδόνες ληστές συμμετέχουν στην επαναστατική κίνηση των Κομιτατζήδων (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ή IMRO), οι οποίοι έδρασαν στα χνάρια των Βουλγάρων χαϊδούκων. Το ίδιο και ο Ούγγρος ληστής Σαντόρ Ρόσα, ηγέτης των ληστών απ’ το 1841 και επαναστάτης μετά το1849. Εκτός όμως από τους ληστές που συμμετείχαν στις εθνικο-κοινωνικές επαναστάσεις, υπάρχουν και αυτοί που έδρασαν σαν κοινωνικοί επαναστάτες. Οι ληστές του Μπάνταμ πολέμησαν στο πλάι των κομμουνιστών το 1926. οι ληστές της Ιάβας στηρίξανε τον Σουκάρνο και τους κομμουνιστές, ενώ οι ληστές της Κίνας ακολούθησαν τον Μάο Τσε Τουγκ, ο οποίος ήταν βαθιά επηρεασμένος από την τοπική παράδοση της λαϊκής αντίστασης:
«πως μπορεί να σωθεί η Κίνα; Η απάντηση του νεαρού Μάο ήταν: μιμηθείτε τους ήρωες του Λιανγκ Σαν Πο, δηλ. τους ελεύθερους ανταρτοληστές της νουβέλας “Κατά μήκος του ποταμού”. Επιπλέον ο Μάο τους στρατολόγησε συστηματικά. Δεν ήταν τάχα πολεμιστές και με τον τρόπο τους, πολεμιστές κοινωνικά συνειδητοί; Οι “κοκκινοτρίχηδες”, μια φοβερή οργάνωση αλογοκλεφτών που δρούσε ακόμα στη Ματζουρία το 1920, απαγόρευε στα μέλη της να επιτίθενται εναντίον των γυναικών, των γερόντων και των παιδιών, ενώ τους ανάγκαζε να κάνουν επιθέσεις εναντίον όλων των πολιτικών υπαλλήλων και επίσημων προσώπων, αλλά “αν ένας άνθρωπος είχε καλή φήμη θα του αφήσουν τη μισή περιουσία, αν όχι, θα του τα πάρουν όλα”. Το 1929 ο όγκος του Κόκκινου Στρατού του Μάο, μοιάζει να αποτελείται από “ανυπόλυπτα στοιχεία” (για να χρησιμοποιήσουμε τη δική του ταξινόμηση “από στρατιώτες, ληστές, κλέφτες, ζητιάνους και πόρνες”). Ποιος διακινδύνευε εκείνες τις μέρες να αναμιχτεί σ’ έναν παράνομο σχηματισμό, εκτός απ’ τους ίδιους τους παράνομούς; “Αυτός ο κόσμος πολεμάει με πάρα πολύ θάρρος”, παρατηρούσε ο Μάο…»
Όπως στην Κίνα, έτσι και στην Κολομβία, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, οι κοινωνικοί ληστές εντάχθηκαν σε αντάρτικες κομμουνιστικές ή αριστερίζουσες αγροτικές ομάδες. Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι που έφερναν κοντά τους ληστές με τους επαναστάτες: πρώτον, η ανιδιοτέλεια των επαναστατών (αναρχικών και κομμουνιστών), που παρά τη μόρφωσή τους και την ανώτερη κοινωνική τους θέση, με την συμπεριφορά τους και τη βοήθεια που παρείχαν στους αγροτικούς πληθυσμούς, γοήτευαν τους ληστές και δεύτερον, η συνάντηση ληστών και επαναστατών στη στρατιωτική θητεία και στη φυλακή.
Στον κανόνα, όμως, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Αρκετές φορές οι ληστές επιστρατεύονται από τις αρχές για να πολεμήσουν τους κομμουνιστές αντάρτες. Ο βραζιλιάνος ληστής Λαμπιάο πήρε τον τίτλο του λοχαγού για να αποκρούσει την κομμουνιστική φάλαγγα Prestes. Ο Ιταλός ληστής Τζουλιάνο, συμμάχησε με τους Σικελούς φεουδάρχες και στράφηκε εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών. Στη Ρωσία και τη Ουγγαρία, αρκετοί χαϊδούκοι δέχονταν το ρόλο της έφιππης φρουράς ιπποτών, που φύλαγε τα σύνορα (αναφέραμε πιο πάνω και το αντίστοιχο παράδειγμα των αρματολών στον ελλαδικό χώρο). Σε άλλη περίπτωση, οι ληστές έβγαλαν και δήμαρχο (τον Λουίς Μπορέγο, στο Μπενεμεχί). Οι περιπτώσεις, αν και δεν είναι πολλές, είναι χαρακτηριστικές.

Κλείνοντας το κεφάλαιο για την κοινωνική ληστεία, ας παραθέσουμε ένα αποσπάσματα από τον Hobsbawm, που σκιαγραφεί τη θέση του μέσου κοινωνικού ληστή, στην αγροτική (και όχι μόνο) κοινωνία:
«Ο ληστής είναι γενναίος, είτε δρα, είτε είναι θύμα. Πεθαίνει αψηφώντας το κάθε τι. Τίμια και πολυάριθμα παλικάρια από φτωχογειτονιές κι απ’ τα περίχωρα, που δε διαθέτουν τίποτα περισσότερο εκτός από το κοινό, αλλά πολύτιμο δώρο της δύναμης και του θάρρους, παρομοιάζουν τον εαυτό τους με ληστή. Σε μια κοινωνία, όπου οι άνθρωποι ζούνε κάτω από συνθήκες δουλοπρέπειας, σαν εξαρτήματα μεταλλικών μηχανών ή σαν κινητά μέρη ανθρώπινων μηχανών, ο ληστής ζει και πεθαίνει χωρίς να σκύβει το κεφάλι».

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ

« Στην πραγματικότητα η ένοπλη ληστεία μας ήταν ένας πόλεμος
στην καρδιά του κράτους… Συχνά στοχάζομαι και γελάω με τους
χαρακτηρισμούς που δίνει η δικαστική εξουσία σε ορισμένους από μάς.
Μας αποκαλεί “πορωμένους εγκληματίες” και “επικίνδυνους
κακοποιούς”, με την ίδια ευκολία που τους ελεύθερους καρχαρίες
και ύαινες του κεφαλαίου τους χαρακτηρίζει νομοταγείς πολίτες!
Εμένα με λένε ληστή, ενώ εγώ θεωρώ ότι έκανα μια πράξη
ανθρωπιστικής σημασίας στην κοινωνία της ανισότητας»
Θόδωρος Τσουβαλάκης

Η παράδοση της κοινωνικής ληστείας και η σύνδεση των ληστών με τα επαναστατικά κινήματα, επηρέασαν πολύ βαθιά τόσο την ριζοσπαστική αριστερά, όσο και τους αναρχικούς. Η ληστεία χρησιμοποιείται πλέον όχι μόνο για λόγους επιβίωσης, αλλά και ως μέσο αγώνα. Η πολυμορφία του ριζοσπαστικού κινήματος, είχε σαν επακόλουθο να υπάρχει και πολυφωνία ως προς τη χρήση του μέσου της ληστείας. Έτσι, έχουμε περιπτώσεις που η ληστεία γινόταν αποδεκτή μόνο ως μέσο χρηματοδότησης μιας οργάνωσης ή ενός κόμματος (φαινόμενο που συναντάμε σε γραφειοκρατικές αναρχικές οργανώσεις σαν τη CNT και σε επίσημα Κομμουνιστικά Κόμματα σαν τους μπολσεβίκους και το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Πολλοί ληστές, μάλιστα, δούλευαν κανονικά ως μισθωτοί εργάτες!). Έχουμε, επίσης, περιπτώσεις που η ληστεία συμβολίζει τη ρήξη του ατόμου με την κοινωνία της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης (αυτή είναι η περίπτωση των αναρχοατομικιστών, που αν και χρησιμοποιούσαν τις ληστείες για προσωπική αυτοχρηματοδότηση, δεν παρέλειπαν μέρος της λείας τους να το διοχετεύουν σε κινηματικούς σκοπούς, αντιπληροφόρηση, έκδοση μπροσουρών, βιβλίων κλπ). Στις πιο πολλές περιπτώσεις, οι ληστείες χρησίμευαν και για τους δύο σκοπούς: και για αυτοχρηματοδότηση, και για τη χρηματοδότηση του αγώνα.

Παρά την ουσιώδη κριτική που έκανε ο Καρλ Μαρξ (και ο γαμπρός του Πωλ Λαφάργκ, στο βιβλίο του “Δικαίωμα στην τεμπελιά”) στη μισθωτή εργασία, η γραφειοκρατική Αριστερά, αγιοποίησε την μισθωτή εργασία και δημιούργησε τον εργάτη-πρότυπο, που θα δουλεύει σκληρά όχι μόνο στον σοσιαλισμό, αλλά και στον καπιταλισμό! Η λογική της γραφειοκρατίας, πάνω στο ζήτημα των απαλλοτριώσεων, ήταν απλή: ο αγώνας πρέπει να χρηματοδοτηθεί. Πως; Θα πάμε εκεί που βρίσκονται μαζεμένα τα χρήματα. Στους ναούς του καπιταλισμού: στις τράπεζες. Στη λογική αυτή, δεν υπάρχει πουθενά η κριτική της μισθωτής εργασίας και της συνακόλουθης αλλοτρίωσης. Όλες οι απαλλοτριώσεις γίνονταν υπό την αιγίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος, . Οι ληστείες γίνονταν μόνο με την έγκριση του Κόμματος,* “μέσα στα πλαίσια της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και διαπαιδαγώγησης”. Η ληστεία πρέπει να είναι “αφιλοκερδής”.
Από κει και πέρα ο εργάτης όφειλε να είναι τίμιος, εργατικός , δουλευταράς, να δίνει το καλό παράδειγμα… Ακόμα και αναρχικοί (όπως οι Los Errantes) είχαν αυτή τη περίεργη αναρχο-σταχανοβίτικη αντίληψη.
Από την άλλη, για πολλούς αναρχικούς, οι ληστείες δεν αποτελούσαν μονάχα τρόπο χρηματοδότησης του αγώνα, αλλά και έμπρακτη κριτική της μισθωτής εργασίας. Οι Εργάτες της Νύχτας, έβλεπαν την ιλλεγκαλιστική δραστηριότητα ως συμπληρωματική των μεγάλων συλλογικών εργατικών αγώνων εναντίον του κεφαλαίου Οι Εργάτες της Νύχτας καταξιώθηκαν ως διαρρήκτες “παρασίτων”: αξιομνημόνευτη ήταν η διάρρηξη στον Καθεδρικό Ναό της Τουρ, όπου έγραψαν στον τοίχο: “μεγαλοδύναμε θεέ βρες τους κλέφτες σου”( την ίδια περίπου περίοδο οι Τερροριστές-Απαλλοτριωτές στη Ρωσία είχαν καταστρέψει μια “θαυματουργή” εικόνα). Ο Μάριους Ζακόμπ, εμβληματική φυσιογνωμία των «νυχτερινών εργατών», στην απολογία του στο δικαστήριο έλεγε ότι δεν τον ενοχλούσε η εργασία αυτή καθ’ αυτή, αντίθετα τον ευχαριστούσε. Αυτό που τον ενοχλούσε ήταν η μισθωτή εργασία, ο “ξεπεσμός στην πορνεία της εργασίας”, η “εργασία ως ελεημοσύνη και δημιουργός πλούτου”. Δεν ενέκρινε αυτή καθ’ αυτή την κλοπή ( “θα ήθελα να ζω σε μια κοινωνία χωρίς κλοπή”), αλλά τη χρησιμοποιούσε ως “μια αρμόζουσα μορφή εξέγερσης στην πάλη ενάντια στην πιο άδικη μορφή κλοπής: την ατομική ιδιοκτησία.”:

“Αν στράφηκα στις ληστείες, δεν το έκανα για το κέρδος. Ήταν ζήτημα αρχής, ήταν ζήτημα δικαίου. Προτίμησα να διατηρήσω την ελευθερία μου, την ανεξαρτησία μου, την αξιοπρέπειά μου ως άνθρωπος, παρά να γίνω δημιουργός πλούτου του αφεντικού μου”. “
Ο αγώνας θα σταματήσει μόνο όταν οι άνθρωποι θα μοιράζονται τη χαρά και τον πόνο τους, την εργασία και τον πλούτο τους… Όταν όλα θα ανήκουν σε όλους. Ως επαναστάτης αναρχικός έκανα την επανάστασή μου: ΑΣ ΕΡΘΕΙ Η ΑΝΑΡΧΙΑ”.

Πραγματικά, μέσα σε λίγες σειρές ο Ζάκομπ, είπε όσα δεν μπορούν να πουν μέσα σε δεκάδες τόμους οι φλύαροι ακαδημαϊκοί. Η ληστεία γι αυτόν ήταν τόσο μια έμπρακτη κριτική της εκπόρνευσης της εργασίας (της μετατροπής της σε μισθωτή), όσο και ένα ακόμα μέσο αγώνα για την αναρχική/ κομμουνιστική κοινωνία. Τις ίδιες απόψεις μοιράζονταν πάρα πολλοί αναρχικοί (από αναρχοατομικιστές μέχρι αναρχοκομμουνιστές) που ακολούθησαν την ιλλεγκαλιστική οδό και ήρθαν σε ρήξη με τη συντηρητική και γραφειοκρατική πτέρυγα του αναρχικού κινήματος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναρχικού, που κατασυκοφαντήθηκε και πολεμήθηκε όσο κανένας άλλος, είναι ο Φραντσίσκο Σαμπατέ Λιοπάρτ (ή ελ τσίκο). Ο Σαμπατέ, ξεκίνησε την πορεία του συμμετέχοντας στις grupos especificos (ειδικές ομάδες), που ήταν ομάδες δράσης νεαρών αντιεξουσιαστών που “πολεμούσαν την αστυνομία, σκότωναν τους αντιδραστικούς, ελευθέρωναν τους φυλακισμένους και λεηλατούσαν τις τράπεζες”. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμησε στο πλευρό του αναρχικού (επίσης ληστή) Γκαρθία Όλιβερ. Το 1937 φυλακίστηκε από τους δημοκρατικούς συμμάχους της CNT, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Μετά την ήττα το 1939, ο Σαμπατέ, με δεκάδες ακόμα αναρχικούς (ανάμεσα στους οποίους και ο ειρηνιστής Εσπαλιάργας που συμμετείχε στις ληστείες μόνο άοπλος!), συνέχισε την αντάρτικη δράση κατά του Φράνκο, ερχόμενος σε ρήξη με την επίσημη ηγεσία της CNT. Μετά τη δολοφονία του, ο Σαμπατέ ενέπνευσε μια νέα γενιά αναρχικών, αυτόνομων και φιλο-καταστασιακών που δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τη μετριοπαθή δημοκρατική CNT και συγκρότησαν την παράνομη οργάνωση MIL (Ιβηρικό Κίνημα Απελευθέρωσης). Το MIL δημιούργησε το 1971 τις Αυτόνομες Ομάδες Δράσης, που δραστηριοποιήθηκαν κυρίως με επιθέσεις κατά χρηματαποστολών τραπεζών και με ενέργειες υποστήριξης και απελευθέρωσης φυλακισμένων μαχητών. Οι ληστείες κάλυπταν όχι μόνο τις οργανωτικές ανάγκες του MIL, αλλά και τις προσωπικές ανάγκες των μελών του. Χρηματοδοτούσαν, επίσης, επιτροπές απεργών εργατών και βοηθούσαν τους απολυμένους.
Μετά την αυτοδιάλυση του MIL, ιδρύθηκαν οι Αυτόνομες Ομάδες (GG.AA). Σε μια συνέντευξη που έδωσαν τα μέλη των GG.AA. στη FIGA (Ιβηρική Ομοσπονδία Αναρχικών Ομάδων), απαντούν στην ερώτηση, εάν μεταχειρίζονται τις απαλλοτριώσεις ως μέσο επιβίωσης: «Ο συντονισμός των ομάδων χρειαζόταν κάποια οικονομικά μέσα για να πραγματοποιηθούν συγκεκριμένες δράσεις. Προφανώς, οι ομάδες αυτές θα έπρεπε να βρουν τα οικονομικά μέσα για να καλύψουν και τις δικές τους ανάγκες. Δεν έχουμε φυσικά κανέναν ενδοιασμό στο να κάνουμε μια απαλλοτρίωση για να καλύψουμε τις προσωπικές μας ανάγκες και επιθυμίες. Μακροπρόθεσμα όμως, δε ζούσαμε απ’ τις απαλλοτριώσεις και κάποιοι από εμάς εργαζόταν. Κάποιοι άλλοι, όχι…»

Στην υπόλοιπη Ευρώπη (και όχι μόνο), η ιεροποήση της εργασίας απ’ τη γραφειοκρατική Αριστερά και την CNT και τις παραφυάδες της, δέχεται απανωτά πλήγματα από το νέο ριζοσπαστικό κίνημα που αναπτύσσεται:
“Τώρα πια η ηθική εργασία, υπομόχλιο των προηγούμενων θεωριών, που βρισκόταν στη βάση του απόλυτου εργοστασίου όπως η Θεία Ευχαριστία στη θρησκεία, όχι μόνο αμφισβητείται, αλλά γίνεται αντικείμενο άρνησης και χλεύης”

Οι os cangaceiros, που πήραν την ονομασία τους από τους ομώνυμους λατινοαμερικάνους ληστές, αναφέρουν σχετικά:
“…στη Γαλλία μετά το 1968, πολλά ριζοσπαστικά στοιχεία είχαν ζήσει μια πραγματική κοινωνική και πολιτική ανταρσία μέσω της παραβατικότητας- εμπνευσμένη λίγο-πολύ από την αναρχική παράδοση των αρχών του 20ου αιώνα, αυτή του Μάριους Ζακόμπ και των Εργατών της Νύχτας ή της συμμορίας Μποννό. Παράλληλα αναπτυσσόταν μια μεγάλη αυθόρμητη νεανική παραβατικότητα, αυτή των συμμοριών της γειτονιάς που ερχόταν σε ρήξη με τους σχολικούς θεσμούς και τη μισθωτή εργασία” (οι ίδιοι οι os cangaceiros χρηματοδοτούσαν τις δραστηριότητες τους από δράσεις ατομικής επανοικειοποίησης και κανένα μέλος τους δεν εργαζόταν).

“Μη λέτε πια κάτεργο, αλλά να λέτε: εργασία”, έλεγε σε προκήρυξή της στο Μπορντό, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας των Βανδαλιστών. Και τραγουδούσαν: “Εφ’ όσον η Θεωρία πραγματωνόταν/ Λεηλατήσαμε τα μαγαζιά / Ότι παράγεις σου ανήκει/ Μόνο τα αφεντικά σε κλέβουν/ Άμα πληρώνεις στα μαγαζιά/ Είσαι κοροΐδο” (“Η Κομμούνα δεν πέθανε!”)
Το ριζοσπαστικό κίνημα ανακαλύπτει εκ νέου τους ιλλεγκαλιστές αναρχικούς, τραγουδάει για τον Ραβασόλ, τον Μπονό, τον Πάντσο Βίλλα και άλλους επαναστάτες ληστές (κάθε λογής “φράξιας” του επαναστατικού κινήματος). Σε ένα από τα τραγούδια του Μάη του 68, οι εξεγερμένοι τραγουδούσαν:

«Ο Μάχνο, ο Βίλλα κι ο Ντουρρούτι/ Ήξεραν πως να χειρίζονται αυτό το εργαλείο/Που δίνει στην ποίηση ζωή,/ Το πολυβόλο./Θα ξαναφέρουμε ακόμα τον Μπονό/Και θα δώσουμε ένα και σ΄ αυτόν/ Ώστε να έρθει με το αυτοκίνητό του/ Να πάρει μερικά κεφάλια./ Μέχρι να δούμε αυτή την κοινωνία του θεάματος/ Να ψυχορραγεί τελικά, δολοφονημένη/ Απ’ τα συμβούλια, σε όλο τον κόσμο/ Με τις ριπές του πολυβόλου»
Η συμμορία Μπονό (αναρχοατομικιστές ληστές, γνωστοί και ως “τραγικοί ληστές”): «θα εμπνεύσει ποιητές (Joe Dassin, Paul Paillete), έργα αντιτέχνης ( Michele Bernstain {σ.σ. συντρόφισσας του Γκυ Ντεμπόρ}) και διάφορα μυθιστορήματα (Leo Malet). Το Μάη του 1968, κατά τη διάρκεια της κατάληψης της Σορβόννης στο Παρίσι, οι “λυσσασμένοι” σιτουασιονιστές αφιέρωσαν στο θρυλικό αναρχικό μια αίθουσα συνελεύσεων των καταληψιών, ονομάζοντας την “sale Jules Bonnot”».

Το νέο ριζοσπαστικό κίνημα, απαλλαγμένο πλέον από την ηθικιστική σαβούρα της συντηρητικής γραφειοκρατίας (ή μάλλον, όχι εντελώς απαλλαγμένο, καθώς κατάλοιπα είχαν παραμείνει), μιλάει πλέον για άρνηση της εργασίας, για συνειδητή αεργία (όπως και οι ντανταϊστές των αρχών του αιώνα), για σαμποτάζ στους εργασιακούς χώρους. Ακόμα και οι πιο “ορθόδοξοι” ερυθροταξιαρχίτες:
«… ήταν και “ληστές”, ενσαρκώνοντας ένα παραβατικό μέχρι και ρομαντικό ιδανικό… Πηγαίνοντας κόντρα στον εργατικό ηθικισμό, που πάντοτε διαχώριζε τον τίμιο εργάτη από τον ανάξιο εμπιστοσύνης και τεμπέλη κλέφτη και “εγκληματία”, οι ταξιαρχίτες ήταν και εργάτες και κλέφτες αυτοκινήτων, και πολιτικοί και ληστές, και θεωρητικοί και παραχαράκτες. Οι πινακίδες, οι ταυτότητες, ,τα σπίτια, τα όπλα, τα χρήματα, τα πάντα τα “οικειοποιήθηκε” με παράνομα μέσα η ομάδα, που σίγουρα δε χρηματοδοτούνταν από τη Μόσχα»
Πέρα από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, κι άλλες ιταλικές επαναστατικές οργανώσεις διαπράττανε ληστείες: οι Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες, η ελευθεριακή Επαναστατική Δράση, η Prima Linea. (To ίδιο συμβαίνει και στη Γερμανία με τη RAF και το Κίνημα 2 Ιούνη, στη Γαλλία με την Άμεση Δράση, στον Καναδά με την ετέρα Άμεση Δράση, στις ΗΠΑ, στην Λατ. Αμερική κλπ) . «Οι μαχόμενοι σχηματισμοί, θεωρούσαν τη ληστεία, πέρα από ένα μέσο χρηματοδότησης, και μια μορφή παραδειγματικής ενέργειας, προλεταριακής απαλλοτρίωσης συνδεδεμένης με τον ένοπλο αγώνα.» Οι Τουπαμάρος θεωρούσαν τις ληστείες μέρος της ταξικής πάλης. Μεταξύ του 1968 και του 1971, διαπράξανε 74 ληστείες. Το 1970 όλες οι τράπεζες του Μοντεβιδέο έκλεισαν για να γλιτώσουν απ’ τους ληστές!
Σήμερα, φυσικά, τα πράγματα έχουν αλλάξει: «Σήμερα η αριστερά χρησιμοποιεί άλλα εργαλεία, πολύ λιγότερο επικίνδυνα για όλους: την εργασία, την κληρονομιά, τη συγκέντρωση χρημάτων, τους κρατικούς πόρους. Σίγουρα είναι μια άλλη αριστερά αυτή που επέλεξε να εγκαταλείψει τις απαλλοτριώσεις και να παίρνει επιχορηγήσεις από το κράτος. Διαφέρουν, όχι μόνο οι μορφές, αλλά και η ουσία, η σχέση με το κράτος, με τον πλούτο με τις θεσμικές οργανώσεις» (K. Viehmann)

Πέρα, όμως, από τις μαζικές και οργανωμένες περιπτώσεις, δε λείπουν και οι ατομικές περιπτώσεις αγωνιστών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αναρχικού Horst Fantazzini:
«Αναρχικός αγωνιστής από μικρό παιδί, ο Horst πέθανε το 2001, αφού εξέτισε σε διάφορες φυλακές μια μακρά λίστα από καταδίκες: για ληστείες, αλλά και πετυχημένες και αποτυχημένες αποδράσεις, όπως και για τη συμμετοχή του, το 1985, στον αγώνα εναντίον του καθεστώτος της “ειδικής κράτησης” μαζί με μια ομάδα ερυθροταξιαρχιτών, στο σωφρονιστικό ίδρυμα Μπαντού ε Κάρος, στη Σαρδηνία».
«Η ζωή του Φαντατσίνι σημαδεύτηκε από τη συνεχή αναζήτηση της ελευθερίας, μιας ελευθερίας χωρίς όρους και εκπτώσεις, όπως την εννοούσε ο ίδιος σαν αναρχικός και που του στερήθηκε ακόμα και στην πιο στοιχειώδη μορφή της για 32 χρόνια.
Ο “ευγενικός ληστής”, όπως τον αποκαλούσε ο αστικός τύπος από τα πρώτα χρόνια της δράσης του, πέρασε στα κάτεργα 32 ολόκληρα χρόνια, με την ποινή να λήγει το σωτήριο έτος 2024…
Ο ίδιος, όταν τον ρώταγαν για τη δράση του, που τον οδήγησαν στις φυλακές, ορμώμενος από τον Μπρεχτ, ήταν ξεκάθαρος: “είναι πιο εγκληματικό να φτιάχνεις τράπεζες, από το να τις ληστεύεις”».
Η περίπτωση του Φαντατσίνι είναι μία μεταξύ χιλιάδων περιπτώσεων αναρχικών (και όχι μόνο) επαναστατών, που αγνόησαν την “αντίσταση” της υπνηλίας , της κλάψας και των χασμουρητών και προχώρησαν τη ρηξιακή τους ορμή πέρα από τις πορδές της καλυμμένης νομιμοφροσύνης των επίσημων “αναρχικών” και του ιερατείου τους. Με την περίπτωσή του, ας κλείσουμε τη μικρή αυτή περιήγηση…

σημείωση: *Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω παράδειγμα: το 1907 συγκροτήθηκε, μέσα στα πλαίσια του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, το “Μπολσεβίκικο Κέντρο”, με επικεφαλής τον Λένιν, τον Κρασίν και τον Μπογκντάνοφ. Ανάμεσα στα καθήκοντα του κέντρου ήταν και η χρηματοδότηση του Κόμματος μέσω ληστειών (γι αυτό και ο Λένιν κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του για “μπλανκιστικές παρεκκλίσεις”). Την ίδια ώρα, σε όλη τη Ρωσία μέσα σε 2 χρόνια (1905-1906) καταγράφηκαν 1951 “πολιτικές” ληστείες ( οι 940 εναντίον κρατικών και ιδιωτικών τραπεζών), ενώ στη διετία 1908-1910 σημειώθηκαν 19957 τερροριστικές ενέργειες και απαλλοτριώσεις , από όλες τις πτέρυγες του επαναστατικού κινήματος (από τους αναρχικούς μέχρι τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μπολσεβίκους). Παρ’ όλο που η Επιτροπή της Τιφλίδας του ΣΔΕΚ καταδίκασε τις ληστείες και τις τερροριστικές ενέργειες των αναρχικών (τις θεωρούσε “διασπαστικές”), οι καυκάσιοι μπολσεβίκοι (κατά παράβαση του 4ου και 5ου συνεδρίου του ΣΔΕΚ), συνέχισαν κανονικά τις ληστείες. Αντίστοιχα, το 1931 το γερμανικό ΚΚ δημιούργησε τμήμα για τη διατήρηση όπλων και πυρομαχικών και προχώρησαν σε ληστείες καταστημάτων και επιθέσεις κατά αστυνομικών. Φυσικά, η σύγχρονη νόμιμη Αριστερά, θα σοκάρονταν εάν γνώριζε τα καμώματα των προγόνων της… Ο Hobsbawm γράφει χαρακτηριστικά: “είναι σαν ειρωνεία ότι η “κατάσχεση” γίνεται ένα δημόσιο σκάνδαλο στη διεθνή επαναστατική κίνηση, όχι τόσο από τις τοπικές και μεμονωμένες πράξεις των αναρχικών ή των τρομοκρατών ναροτνικών, όσο από τη δραστηριότητα των μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την επανάσταση του 1905”.

ΑΝΗΚΕΙ Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ;
ΔΥΟ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ (η δική μας…)

Άποψη Νο 1: «Η ληστεία είναι μια πρακτική που μόνο κατ’ εξαίρεσιν και σε πολύ ειδικές περιπτώσεις μπορεί να πραγματοποιηθεί από αναρχικούς, αφού δεν αποτελεί συστατικό της πολύμορφης κοινωνικής απελευθερωτικής δράσης».
Διαδρομή ελευθερίας, Δεκέμβριος 2007

Η δική μας άποψη: Το παρόν κείμενο είναι μια σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στη βιβλιογραφία που εντάσσει τη ληστεία, τη λεηλασία, την κλοπή κλπ μέσα στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής παράδοσης, από την αρχαιότητα (βλ. εξεγέρσεις δούλων, εσαϊκός ζηλωτισμός, χιλιαστικές σέχτες του μεσαίωνα κλπ) ως σήμερα. Κανένα κόμμα, καμία οργάνωση, καμία ομαδούλα δεν μπορεί με διατάγματα να διαγράψει αυτό το κομμάτι της ιστορίας της λαϊκής ανταρσίας. Η ιστορία της πολύμορφης απελευθερωτικής δράσης δε γράφεται όπως γράφονται τα σχολικά βιβλία. Και τα χαρακτηριστικά της δεν ορίζονται με διατάγματα και αξιώματα.
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η άποψη που θεωρεί τη ληστεία “εξουσιαστική”. Ξεπερνάμε τη μεταφυσική αντίληψη περί αντι-φυσικής, αντιανθρώπινης εξουσίας (αντίληψη δαιμονοποιητική, οπότε και αποπροσανατολιστική) και λέμε το εξής απλό: ναι, η ληστεία είναι “εξουσιαστική”, με τον ίδιο τρόπο που είναι η διαδήλωση, η απεργία, το κλείσιμο ενός δρόμου, η παλουκιά σε έναν μπάτσο, το ξυλοφόρτωμα ενός απεργοσπάστη κλπ κλπ. Αυτή είναι η αστική και μικροαστική αντίληψη της “ελευθερίας” και της “εξουσίας”. (Άλλωστε, η επανάσταση δε γίνεται με τακτ και savoir vivre, είναι εκ των πραγμάτων βίαιη και επιβλητική..)
Άλλοι πάλι, κάπως πιο ελαστικοί, εντάσσουν μεν τη ληστεία στην επαναστατική παράδοση, μονάχα όταν η λεία δίνεται για τον ιερό σκοπό..
Εδώ υπάρχει ένα σημαντικό δομικό λάθος. Μέσα στα αστικά πλαίσια σκέψης υπάρχει ο δυαδιστικός τεμαχισμός της ζωής ανάμεσα σε “προσωπική” και “δημόσια” ζωή ( τα εν οίκω μη εν δήμω, ήταν το αιώνιο άλλοθι που κάλυπτε και καλύπτει τα εγκλήματα της πατριαρχίας κατά γυναικών και παιδιών). Η αστική αυτή αντίληψη δε χωρά σε μια ολιστική αναρχική θεώρηση της ζωής. Η συνειδητή ρήξη με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και η απαλλοτρίωση δεν είναι μόνο προσωπικό ζήτημα, αλλά αποτελεί ένα κομμάτι ατομικής άρνησης και εξέγερσης, του όλου πολύχρωμου παζλ των συλλογικών αρνήσεων, δράσεων, αγώνων που το ένα συμπληρώνει το άλλο, σε μια αέναη απελευθερωτική διαδικασία…

Άποψη Νο 2: « Αυτός (σ.σ. ο εγκληματολόγος Franz Csaszar), εντάσσει τη ληστεία τράπεζας στα ιδεολογικά εγκλήματα, θεωρώντας σαν τέτοια “το σπάσιμο του αισθήματος ασφάλειας που ενέχει η ιδιοκτησία και την απώλεια της εμπιστοσύνης σ’ αυτόν που έχει αναλάβει την προστασία μας”. Ανεξάρτητα από τη βούληση του δράστη, η ληστεία τράπεζας μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί πολιτικό αδίκημα: εκλαμβάνεται σαν πράξη λιποταξίας από το ιερό σύστημα αξιών της αστικής κοινωνίας και από τους ιδεολογικούς ελέγχους της συντεταγμένης τάξης, και συνεπώς η εξουσία οφείλει να την καταπολεμήσει»
Klaus Schonberger (από τη “ληστεία τράπεζας”, εκδ. ελευθεριακή κουλτούρα)

Η δική μας άποψη: όπως είπαμε και αρχικά, οι πράξεις δεν είναι καθ’ αυτές “πολιτικές”, “αντιπολιτικές”, “επαναστατικές” ή οτιδήποτε άλλο. Είναι τα υποκείμενα που θα νοηματοδοτήσουν την ενέργεια ( στο γενικό κανόνα υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η ρουφιανιά στην αστυνομία πχ, δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί επαναστατικά!).
Εξ άλλου, κάθε μέσο αγώνα εναντίον του υπάρχοντος, φέρει μέσα του και την αλλοτρίωση της σημερινής κοινωνίας. Τα χρήματα που ληστεύονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, επιστρέφουν στο οικονομικό κύκλωμα ή χρησιμοποιούνται για την “αγιότατη συσσώρευση”(Μαρξ). Η ληστεία, η απεργία, το σαμποτάζ, η διαδήλωση, η επαναστατική βία, όλα τα μέσα αγώνα, έχουν νόημα μόνο στην αλλοτριωμένη κοινωνία. Σε μια αταξική από-αλλοτριωμένη κοινωνία (λέμε τώρα… κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον), όλα αυτά θα είναι άχρηστα.. (Όχι, δεν διακατεχόμαστε από καμιά αριστοτελική λογική ενδελέχειας. Η κοινωνία δε θα γίνει ποτέ τέλεια. Ο επίγειος παράδεισος είναι το ίδιο βλακώδης με τον επουράνιο. Απλώς, σε μια από-αλλοτριωμένη κοινωνία, θα έχουμε την ευκαιρία να χαρτογραφήσουμε νέες εμπειρίες ζωής, περιπέτειας και –γιατί όχι;- αντίστασης).

Πέρα, όμως, από την αναπόφευκτη αλλοτρίωση των μέσων, ως κομμάτι της ολικής αλλοτρίωσης που βιώνουμε, υπάρχει και ένα πολύ σημαντικό γεγονός που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε:
«Οι ληστείες δεν αναδιένειμαν ποτέ τον πλούτο της κοινωνίας. , αλλά όταν “φτιάχνονταν” μια τράπεζα, ήταν ένα σημάδι ρήξης, έμπαινε σε αμφισβήτηση η σχέση με την εργασία και την εκμετάλλευση, πάνω στις οποίες βασίζεται το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα το οποίο, όπως είναι γνωστό, δεν είναι λιγότερο ληστρικό από ένα κομάντο συντρόφων που εισβάλει σε μια τράπεζα»

Ενδεικτική βιβλιογραφία σχετικά με το ζήτημα της κοινωνικής και επαναστατικής ληστείας , για όσους θέλουν να εντρυφήσουν στο θέμα.
(Τα βιβλία εμπορικών εκδόσεων απαλλοτριώστε τα):

Τα παιδιά της Γαλαρίας τ. 11
Eric Hobsbawm: Οι Ληστές, εκδ. Βέργος
Eric Hobsbawm: Ξεχωριστοί Άνθρωποι, εκδ. Θεμέλιο
Η ληστεία Τράπεζας, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα
Μιλώντας για τον ένοπλο αγώνα, εκδ. Ελευθ. Κουλτούρα
Μια σελίδα, μια σφαίρα., εκδ. Δαίμονας του τυπογραφείου (ΔτΤ)
Ανν Χάνσεν :Οπλισμένες Επιθυμίες, εκδ. ΔτΤ
Anna Geifman: Με τη μάχη στο αίμα τους, εκδ. ΔτΤ
Ο Μάριους Ζακόμπ και οι γάλλοι ιλλεγκαλιστές, εκδ. ΔτΤ
Horst Fantazzini: Τώρα πια είναι αργά, εκδ. Διάδοση
Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες, εκδ. Διάδοση
Γραφείο Λυσσασμένων Ταραχοποιών: Έργα και Ημέρες
των Αυτόνομων Ομάδων, Ισπανία 1974-1980
Αλάστωρ: υπέρ του ανόμου συλλόγου κακοδαιμονιστών
Ελευθεριακό Στέκι Πικροδάφνη: Η κοινωνική ληστεία
στον ελλαδικό χώρο, 1830- 1940
Ρέντζο Νοβατόρε: Ο Ιππότης του Μηδενός, εκδ. Διάδοση
Οσβάλντο Μπάγιερ: Προς την απόλυτη ελευθερία
με ένα 45άρι Κολτ, εκδ. Διάδοση
Ζαν Μαρκ Ρουιγιάν: Γράμμα στον Ζιλ Μπονό, Εναλλακτικές Εκδ.
Φρεντ Πέρυ: Η συμμορία Μπονό, εκδ. ελεύθερος τύπος
Οσβάλντο Μπάγιερ: Οι Αναρχικοί Απαλλοτριωτές, εκδ. ελ. Τύπος
Νατάφ: Η καθημερινή ζωή των αναρχικών στη Γαλλία, εκδ. Παπαδήμα
Βασίλης Τζανακάρης : Τα παλικαριά τα καλά σύντροφοι
τα σκοτώνουν, εκδ. Καστανιώτη
Κώστας Κάσσης: Αντιεξουσιαστές και ληστές στα βουνά
της Ελλάδας, εκδ. Ιχώρ, Α.Λ.Ε.Α.Σ.
Θωμάς Κοροβίνης: Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, εκδ. Άγρα
Γιασάρ Κεμάλ: Ο Τσακιτζής, εκδ. Άγρα
Στάθης Δαμιανάκος: Παράδοση Ανταρσίας και λαϊκός
πολιτισμός εκδ. Πλέθρον
Λεωνίδας Χρηστάκης: Ληστές, εκδ. Γόρδιος
Ιωάννης Κολιόπουλος: Περί λύχνων αφάς, εκδ. επίκεντρο
Χατζής- Τερζόπουλος: Λήσταρχοι του Ολύμπου, εκδ. μάτι
Ιστορίες ληστών στη ελληνική λογοτεχνία, εκδ. Αιγόκερως

Categories
Uncategorized

Σχετικά με το γκέι ζήτημα

Σχετικά με το γκέι ζήτημα – Ex Negativo (Anastassy C. Bogomolov)

(Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια μεταστροφή ή καλύτερα μια διασκευή μέρους του άρθρου του Κ. Μαρξ “Το Εβραϊκό Ζήτημα”. Ουσιαστικά έχουν αντικατασταθεί οι όροι εβραίος και χριστιανός, από τους όρους γκέι και στρέιτ. Κάποιες ακόμα αλλαγές έγιναν μόνο για την ομαλότερη προσαρμογή χωρίς να αλλοιώσουν την αναλογία… Τέλος, το κείμενο αυτό φιλοδοξεί να είναι μια συμβολή σε συζητήσεις που έχουν ανοίξει σχετικά με τους γκέι γάμους.)

Οι γκέι ζητάνε χειραφέτηση. Κανένας όμως στην αστική δημοκρατία δεν είναι χειραφετημένος. Ούτε και οι στρέιτ φυσικά είναι ελεύθεροι. Ζητάνε μια δική τους ξεχωριστή γκέι απελευθέρωση αντί να προσπαθούν για την γενική απελευθέρωση όλων των ανθρώπων.

Την ιδιαίτερη μορφή καταπίεσης που ζουν πρέπει να την βλέπουν όχι σαν εξαίρεση του κανόνα αλλά σαν επιβεβαίωση του.

Αν οι γκέι ζητούν την εξίσωση τους με τους στρέιτ εντός των πλαισίων του κράτους σημαίνει ότι αναγνωρίζουν το κράτος άρα και το καθεστώς γενικής δουλείας. Γιατί λοιπόν τότε δεν μένουν ευχαριστημένοι με τον δικό τους ζυγό αφού πρόθυμα δέχονται τον γενικό; Γιατί θα πρέπει ο στρέιτ να ενδιαφερθεί για την απελευθέρωση του γκέι αφού ο γκέι δεν ενδιαφέρεται για την απελευθέρωση των ανθρώπων συνολικά;

Το κράτος δεν μπορεί να αναγνωρίζει παρά προνόμια. Μέσα σε αυτό το κράτος ο γκέι μπορεί να διεκδικήσει το προνόμιο να είναι γκέι. Το κράτος δεν μπορεί να συμπεριφερθεί στον γκέι παρά σαν κράτος, δηλαδή να του παραχωρήσει ως προνόμιο το δικαίωμα να απομονώνεται από την υπόλοιπη κοινωνία και συγχρόνως να υποβάλλεται στην καταπίεση των υπόλοιπων ξεχωριστών σφαιρών. Ο γκέι νοιώθει αυτήν την καταπίεση τόσο πιο έντονα όσο περισσότερο βρίσκεται σε αντίθεση με την κρατούσα σεξουαλικότητα.

Αλλά και ο ίδιος ο γκέι δεν μπορεί να φερθεί προς το κράτος παρά ως γκέι. Θεωρεί δικαίωμα του να ξεχωρίζει τον εαυτό του από την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Βλέπει τον εαυτό του ως μέλος της γκέι κοινότητας και την γκέι κοινότητα ως ξεχωριστή κοινότητα.

Πως μπορεί λοιπόν να λυθεί το ζήτημα των γκέι; Η θέση ενός προβλήματος περιέχει την λύση του. Το να ασκείς κριτική σε ένα τέτοιο ζήτημα είναι σαν να δίνεις σε αυτό μια απάντηση.

Η πιο άκαμπτη μορφή αντίθεσης μεταξύ γκέι και στρέιτ είναι η αντίθεση των σεξουαλικών προτιμήσεων. Πως λύνει λοιπόν κανείς μια αντίφαση; Καθιστώντας την αδύνατη. Και ο μόνος τρόπος να καταστήσει κανείς αδύνατη μια αντίφαση σεξουαλικών προτιμήσεων δεν είναι κάνοντας την σημαία αλλά καταργώντας την έννοια των σεξουαλικών προτιμήσεων ή περιορίζοντας σε ένα επίπεδο μη οριακό. Σε ένα επίπεδο που δεν θα μπορεί να γίνει κανένας κοινωνικός διαχωρισμός με βάση αυτήν την προτίμηση όπως ακριβώς δεν γίνεται με οποιαδήποτε σεξουαλική ιδιαίτερη προτίμηση.

Categories
Uncategorized

Η ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΡΓΟΥΕΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Η ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΡΓΟΥΕΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο Γενναίος Αρχαίος Κόσμος (πολύ πριν το 1984…)


“Οι περισσότεροι ιστορικοί σκορπούν τη βρομιά του παρελθόντος σαν να ήταν χώμα για μελλοντικούς παραδείσους”

Καρλ ντέσνερ

“Ντροπή! Ντροπή! Ντροπή! Αυτή είναι η ιστορία των ανθρώπων.”

Φρ. Νίτσε

Οι άνθρωποι αγαπούν τους μύθους. Ένας μακρινός κι απρόσιτος μύθος γίνεται επιβεβαιωμένη και αναντίρητη “αλήθεια”. Όσο πιο μακρινός είναι ο μύθος τόσο πιο ακλόνητη είναι η “αλήθεια”. Οι φιλόσοφοι ανήκουν κι αυτοί στην σφαίρα του μύθου. Φιλόσοφοι δεν υπάρχουν πια. Υπάρχουν διανοούμενοι, στοχαστές, άνθρωποι του πνεύματος και των γραμμάτων, αλλά όχι φιλόσοφοι. Οι φιλόσοφοι ανήκουν στο χρυσό και μακρινό παρελθόν και όσο πιο ανέγκιχτοι μένουν τόσο πιο αγαπητοί γίνονται. Και οι πιο αγαπητοί απ’όλους οι αρχαίοι. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι δεν ήταν άνθρωποι. Ήταν μυθικά πλάσματα, χωρίς ταπεινές συνήθειες, σωστοί άγιοι. Ενσαρκομένοι θεοί, στεκόντουσαν με παρρησία στις κορυφές του πνεύματος και παρέα με τους συγγενείς τους, τους ιερείς, ατένιζαν την αλήθεια (την υπερβατική αλήθεια, όχι την ταπεινή φαινομενική)*

Γι’αυτούς και αλλούς πολλούς λόγους η ιστορία τους τίμησε. Γι’αυτό και η ανθρωπότητα τους έστησε τόσους πολλούς ανδριάντες και αγάλματα. Τ’αγάλματα των μεγάλων φιλοσόφων στέκουν δίπλα σ’αυτά των ατρόμητων ηρώων, στρατηλατών, κατακτητών, σφαγέων.**
Και όχι άδικα…

Ναι, λοιπόν. Οι φιλόσοφοι, το άλας της ανθρωπότητος, δεν είναι τόσο αγνοί και αθώοι όσο νομίζουμε. Όσο πιο κοντά τους πλησιάζουμε, όσο πιο πολύ τους αγγίζουμε , όσο πιο πολύ διαλύουμε την ομίχλη γύρω απ’τα αγάλματα τους, τόσο περισσότερο μας αποκαλύπτεται η ωμή πραγματικότητα. Πέρα απ’τον εξωραϊσμένο μύθο και τα ρομαντικά παραμύθια. Πέρα απ’τα ιδεαλιστικά νανουρίσματα και την ακαδημαϊκη νύστα…

Ο Δημόκριτος έλεγε ότι ο λόγος είναι η σκιά της πράξης. Αναμφίβολα, οι πολιτικοί είναι πρακτικοί άνθρωποι. Οι εξουσιαστές είναι οι πλέον πρακτικοί άνθρωποι, και ως τέτοιοι χρειάζονται μια σκιά. Οι φιλόσοφοι, στο παρελθόν, και οι διανοούμενοι-τεχνοκράτες σήμερα, ήταν και είναι πάντα πρόθυμοι να παίξουν τον ρόλο της σκιάς. Και για να μιλήσουμε και με ποιό σύγχρονους όρους, οι φιλόσοφοι και οι διανοούμενοι αποτελούν διαχρονικά τις δεξαμενές σκέψης της εκάσθοτε εξουσίας. Οι φιλόσοφοι σκόρπισαν τη βρωμιά τους σα να ήταν χώμα για μελλοντικούς παραδείσους…

Αλίμονο σε όποιον βρέθηκε σ’ εκείνο το σημείο όπου συναντήθηκαν οι σκέψεις και οι πράξεις ενός φιλοσόφου. Βουνά κοιλοπονούν, γελίοι ποντικοί γεννιούνται. Απ’τον τσαρλατανισμό του “θαυματοποιού” Πυθαγόρα μέχρι την πλατωνική εξουσιομάνια και την αριστοτελική εξουσιολειχία. Η ιστόρια των φιλοσοφων τελειώνει άλλωτε σαν τραγωδία και άλλοτε σαν φάρσα.
Και όσοι φιλόσοφοι έστησαν, με αληθηνή παρρησία, ανάστημα απέναντι στην ιδεαλιστική κατάρα, έχουν σβηστεί απ΄το χάρτη της φιλοσοφίας και της ιστορίας. Συκοφαντήθηκαν αισχρά απ’τους προγόνους του γκέμπελς, κυνηγηθηκαν ή διαστρεβλώθηκαν. Ας είναι καλά και οι μακρινοί απόγονοι του ελληνικού ιδεαλισμού, οι χριστιανοί. Ήξεραν καλά τι βιβλία έκαιγαν…***
Ήρθε η ώρα λοιπόν, να μάθουμε να φιλοσοφούμε με σφυριά, όπως συμβούλευε ο Νίτσε. Να γκρεμίσουμε όλα τα είδωλα και τα αγάλματα ενός πολιτισμού αρρώστου, χυδαίου, άψυχου και άσαρκου. Να γκρεμίσουμε ολα τα είδωλα του πολιτισμού. Και γιατί όχι και τον ίδιο τον πολιτισμό;

“Ας μιλήσουμε γι’αυτό σοφότατοί μου… Κι ας τσακιστούν όλα, ας γκρεμιστεί το κάθε τι που είναι να γκρεμιστεί. Πάνω στις αλήθειες μας γκρεμίστε! Υπάρχουν πολλά σπίτια για χτίσιμο”

Σημειώσεις:

* Ο εξ ανατολών προερχόμενος δυαδισμός έχει προκαλέσει ένα βλακώδη, μα και καταστρεπτικό συνάμα, διχασμό στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ο κόσμος ξαφνικά διχοτομήθηκε ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, στον ανώτερο πραγματικό κόσμο (τον Πνευματικό) και στον κατώτερο φαινομενικό (τον Υλικό), στον πλατωνικό Κόσμο των Ιδεών και στην απατηλή αντανάκλαση που ζούμε, στην Ψυχή (που είναι θεϊκή) και στο τιτανικό σώμα που είναι ταπεινό σαρκίο). Αυτή η διάρρηξη της ενότητας του κόσμου και η διχοτόμηση του σ’ένα κομμάτι πού αντιπροσοπεύει το Καλό, το Άφθαρτο, το Αγνό, το Θεϊκό και Αληθινό και σ’ ένα αντίπαλο κομμάτι που αντιπροσοπεύει το Κακό, το φθαρτό και σατανικό, κατώτερο και ψεύτικο, οδήγησε και στην ταυτόχρονη διχοτόμιση του ίδιου του ανθρώπου. Όλα αυτά τα πλάσματα της φαντασίας δημιούργησαν έναν άνθρωπο φοβισμένο, γεμάτο τύψεις και συμπλέγματα για τις “αδυναμίες” της σάρκας. Αλλά και σε μαζικό επίπεδο ο ιδεαλιστικός δυαδισμός γέννησε τέρατα σαν, σαν τον χριστιανικό μεσσαίωνα και την μοναστική αρνησικοσμία (σε διάφορες θρησκείες). Αν κι απ’το Διαφωτισμό και μετά ο ιδεαλισμός σταδιακά υποχώρησε, ακόμα ταλαιπωρεί την “ανθρωπότητα”. Οι επιστήμες και ο υλισμός δεν κατάφεραν να τσαλαπατήσουν τον ιδεαλισμό. Δηλητηριάστηκαν και αυτές απ’το γέρο-έμπειρο ιδεαλισμό που έμαθε να επιστρέφει απ’το παράθυρο. Ακόμα και στον ορθολογικό δυτικό κόσμο, για παράδειγμα, ο πολεμος στο Ιράκ παρουσιάστηκε (κυρίως στις Η.Π.Α. και το Ην. Βασίλειο) ως πόλεμος ενάντια στο Κακό και τις Σατανικές Δυνάμεις των τρομοκρατών. Στο λυκαυγές του εικοστού πρώτου αιώνα…

**Οι ταλαίπωροι διανοούμενοι του σήμερα δεν έχουν την τιμή της αγαλματοποίησης. Καλυτερα γι’αυτούς. Φαντάζεστε το άγαλμα του Τσόμσκι ή του Φουκουγιάμα δίπλα σ’αυτό της βουγιουκλάκη ή του ανδρέα παπανδρέου; (Γιατί όχι;;;)

***Κατά “περίεργο” τρόπο τα γραπτά των απολογητών της εξουσίας έχουν σωθεί, ενώ οι επικούρειοι, οι σοφιστές, οι κυνικοί και άλλοι αμφισβητίες διώχθηκαν (τόσο στην εποχή τους, στη δημοκρατική και “ανεκτική” Ελλάδα, όσο και στην διάρκεια του χριστιανικού μεσαίωνα).

Αλάστωρ (Ασύμμετρη απειλή)
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2006

Anastαssy Constantinovic Bogomolov

Η ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΡΓΟΥΕΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
(Στο «1984» και την «Πολιτεία»)

Συμβολή στην κριτική της Πλατωνικής φιλοσοφίας
της Πολιτείας

ΘΕΣ/ΝΙΚΗ ΙΟΥΝΙΟΣ 2006

Εισαγωγή

Το παρακάτω κείμενο δεν είναι, αλλά ούτε φιλοδοξεί να μοιάσει σε ακαδημαικό. Η φιλοσοφία, ειδομένη ως μέρος της ζωής και όχι ως ξεχωριστή σφαίρα υψωμένη στον ουρανό, δεν μπόρει να κρίνεται αντικειμενικά! Αφήνουμε στους ακαδημαϊκούς την αντικειμενική έρευνα γύρω απο την ιστορία της και ας μας παραχωρήσουν με την σειρά τους το δικαίωμα να ήμαστε υποκειμενικοί.

Το παρακάτω κείμενο λοιπόν, έχει στόχο να κάνει φανερή την αθλιότητα που χαρακτηρίζει την πλατωνική πολιτεία, που για κάποιους ανώμαλους θεωρείται ιδανική. Γι’ αυτόν τον λόγο την συγκρίνει με την κοινωνία του “1984” καταδεικνύοντας τις ομοιότητές τους.
Η σύγκριση των δύο έργων δεν έχει στόχο να δείξει πόσο άσχημη θα ήταν η ζωή στο “1984” αφού αυτό δεν το κρύβει ο συγγραφέας του, αλλά πόσο άσχημη θα ήταν στην “Πολιτεία”, αφού επικρατούν οι ίδιες συνθήκες.
Δύο έργα ορόσημα από δύο συγγραφείς που έμειναν στην ιστορία γνωστοί με τα ψευδώνυμά τους, ο Eric Blur γνωστός ως George Orwell και ο Αριστοκλής γνωστός ως Πλάτων.
Κανείς από τους δυο δεν περιορίστηκε στο να γράφει αλλά και οι δυο με πράξεις προσπάθησαν να πετύχουν τους σκοπούς τους το ίδιο αποτυχημένα. Ο Όργουελ παίρνοντας μέρος στον Ισπανικό εμφύλιο με τις δυνάμεις των τροτσκιστών που τελικά ηττήθηκαν και ο Πλάτων με δυο αποτυχημένες απόπειρες να εγκαθιδρύσει την αριστοκρατική του δικτατορία στην Σικελία.
Το όνειρο του ενός ο εφιάλτης του άλλου. Και τα δύο έργα γράφτηκαν μετά από γεγονότα που άλλαξαν την ροή της ιστορίας. Μετά από δύο μεγάλους πολέμους. Το Β΄ παγκόσμιο και τον Πελοποννησιακό. Ο Όργουελ με το έργο του αυτό μας βοήθησε να ξεσκεπάσουμε τον εφιάλτη που υποβόσκει στην “Πολιτεία” και ο Πλάτων μας βοήθησε με το έργο του να ξεσκεπάσουμε την σχιζοφρένια της κοινωνίας που έχει το θράσος να θαυμάζει και τους δύο ταυτόχρονα.
Το “1984” δεν πρέπει να θεωρείται σε καμία περίπτωση «προφητικό» και ιδίως όσον αφορά στον Δυτικό κόσμο. Το “1984” δεν «προφήτεψε» τίποτα, δεν έχει και ούτε μπορεί να έχει σχέση με τον καπιταλισμό. Πέρα από την χρήση της κάμερας και της οθόνης για τον έλεγχο και την επιτήρηση της κοινωνίας δεν υπάρχει κάτι άλλο που να θυμίζει καπιταλισμό. Η ελευθερία του τύπου, τα ταξίδια, το ελεύθερο σεξ, το ελεύθερο εμπόριο και η ελεύθερη κατανάλωση στην κοινωνία του “1984” απαγορεύονται. Το “1984” είναι μια καστοποιημένη κοινωνία με κλειστή οικονομία και δεν έχει σχέση με τον καπιταλισμό παρά με κοινωνίες Φεουδαρχικές και Θεοκρατικές όπως αυτή που ονειρεύτηκε έναν καιρό ο Πλάτων.
Αντίστοιχα και η “πολιτεία” δεν πρέπει να θεωρείται ότι έχει σχέση με την αθηναϊκή δημοκρατία αφού αποτελεί μια κριτική της αθηναϊκής δημοκρατίας και μια πρόταση οργάνωσης της κοινωνίας από την αριστοκρατική σκοπιά. Το “1984” είναι η πλατωνική Πολιτεία εφαρμοσμένη το 1984, δηλαδή στις μέρες μας. Το “1984” είναι η “Πολιτεία” μέσα από τα μάτια ενός αντιφρονούντα.
1. Κριτική σε προηγούμενα πολιτεύματα και ιδιαίτερα
στη Δημοκρατία

Ο τρόπος ανάγνωσης της ιστορίας στο “1984” είναι παρόμοιος και στις δυο περιπτώσεις. Πέρα από την γενικώς αποδεκτή, διαίρεση των όλων ως τώρα κοινωνιών σε τρεις τάξεις και την αναγνώριση της ασυμβατότητας των σκοπών τους και στην “πολιτεία” και στο “1984” υπάρχει μια φαινομενικά νομοτελειακή, στην ουσία όμως μεταφυσική, διατήρηση αυτής της βασικής δομής της κοινωνίας, άσχετα με το αν αλλάζουν τα πρόσωπα που είναι στην εξουσία και τα συμφέροντα της εκάστοτε εξουσίας, στους αιώνες των αιώνων. Χαρακτηριστική είναι η φράση στο “1984”: «Ακόμα και ύστερα από τεράστιες εξεγέρσεις και φαινομενικά αμετάκλητες αλλαγές, η ίδια δομή αποκαθίσταται πάντα, ακριβώς όπως ένα γυροσκόπιο ξαναβρίσκει την ισορροπία του, όσο και αν το απομακρύνουν από την μια πλευρά ή την άλλη».

Όπως περιγράφεται η ιστορική εξέλιξη των καθεστώτων στο “1984” είναι φανερή η άποψη ότι υπάρχει μια αέναη κυκλική κίνηση που φέρνει αλλαγές στα εξωτερικά γνωρίσματα των καθεστώτων χωρίς να πειράζει την ουσία τους. Ξεκινώντας από τον Μεσαίωνα που τον καταπιεστικό του χαρακτήρα του μάχονταν μια μεσαία τάξη που διακήρυττε την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη και έκανε επαναστάσεις για να εγκαθιδρύσει τελικά μια καινούργια τυραννία. Αμέσως μετά εμφανίζεται ο σοσιαλισμός, που ενώ ο αρχικός του σκοπός είναι να εγκαθιδρύσει την ελευθερία και την ισότητα, τον εγκαταλείπει φανερά όλο και περισσότερο, ακολουθώντας την ίδια πορεία με τους αστούς. Αυτή η κυκλική πορεία της ιστορίας σταματάει μόνο όταν μια ανώτερη τάξη με την κατάλληλη στρατηγική, βρει τον τρόπο να κρατήσει αυτή την θέση για πάντα. Αυτόν τον ρόλο στο “1984” τον παίζει το Κόμμα που φέρνει και το «τέλος της ιστορίας». Οι εξεγέρσεις, οι επαναστάσεις οι ανατροπές και γενικά οι αλλαγές σταμάτησαν. Η κυκλική πορεία που, στο και κατά το “1984”, χαρακτηρίζει την ιστορία σταματάει. Η κοινωνία βρήκε επιτέλους την πολυπόθητη σταθερότητα της και όλα τα συστήματα του παρελθόντος φαντάζουν ανεπαρκή.
Στην “Πολιτεία” αντίστοιχα τα καθεστώτα (που κανένα δεν θεωρείται ακριβώς του γούστου του Πλάτωνα, αλλά κάποια θεωρούνται απλώς καλύτερα από άλλα) αλλάζουν κάθε φορά που ένα μειονέκτημα οξύνεται και έτσι από την αριστοκρατία, που θεωρείται το ως τώρα καλύτερο καθεστώς, περνάμε στην ολιγαρχία. Από την ολιγαρχία στη δημοκρατία και από την δημοκρατία στην τυραννίδα που είναι ότι χειρότερα για τον άνθρωπο αφού υπάρχει ελευθερία ακόμα και για τους αγορασμένους δούλους! Και εδώ η κοινωνία σώζεται μόνο μετά την εγκαθίδρυση της ονείρωξης του Πλάτωνα.
Χαρακτηριστικό και των δύο κοινωνιών είναι ότι μισούν την δημοκρατία παραπάνω από κάθε άλλο πολίτευμα. Στο “1984” γίνεται προπαγάνδα από την παιδική ηλικία ενάντια στον καπιταλισμό (την δημοκρατία δηλαδή) ο οποίος περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα, παρότι στην πραγματικότητα είναι πιο υποφερτός από την κοινωνία του “1984”. Ο καπιταλισμός επίσης θεωρείται ότι δεν έχει προσφέρει τίποτα και ότι οποιοδήποτε έργο της ανθρωπότητας έγινε πριν ή μετά από αυτόν. Γενικά θεωρείται ως η χειρότερη περίοδος της ανθρωπότητας, ακόμα χειρότερη και από αυτήν του Μεσαίωνα.
Ο Πλάτωνας στην καταδίκη της τυραννίδας, που είναι στην πραγματικότητα μια ολοκληρωμένη, «ακραία» θα λέγαμε μορφή της δημοκρατίας, αφιερώνει πολλές σελίδες. Η ισότητα, η ελευθερία και η απόλαυση της ζωής ακόμα και για τους δούλους και τις γυναίκες δεν βρίσκει καθόλου σύμφωνο τον αριστοκράτη Πλάτωνα, που θεωρεί την τυραννίδα το χειρότερο πολίτευμα.

2. Επιστήμες –Τεχνολογία

Αποτέλεσμα της κλειστής οικονομίας και της καστοποιημένης κοινωνίας είναι και η στασιμότητα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η κοινωνία του “1984” δεν είναι όπως συχνά και λανθασμένα πιστεύεται μια τεχνολογική δυστοπία. Ακόμα και τα ασανσέρ εκεί είναι σχεδόν πάντα χαλασμένα. Η επιστήμη και η τεχνολογία σταμάτησαν να εξελίσσονται γιατί η επιστημονική και τεχνική πρόοδος βασίζονται στην εμπειρική σκέψη που δεν μπορεί να επιζήσει σε μια αυστηρά συγκροτημένη κοινωνία. Ο κόσμος στο “1984”, είναι πιο πρωτόγονος από ότι πριν από 50 χρόνια. Κάποια όργανα που έχουν σχέση με την αστυνόμευση και τον πόλεμο έχουν τελειοποιηθεί, αλλά τα πειράματα και οι εφευρέσεις σε μεγάλο βαθμό σταμάτησαν. Η επιστήμη είναι αντίθετη με την ιδεολογία του “1984”. Η τεχνολογική πρόοδος πραγματοποιείται μόνο όταν τα προϊόντα της μπορούν να χρησιμεύσουν στην περιστολή της ανθρώπινης ελευθερίας. Σε όλες τις εφαρμοσμένες τέχνες ο κόσμος παραμένει στάσιμος ή οπισθοδρομεί. Τα χωράφια καλλιεργούνται με αλέτρια που τα σέρνουν άλογα.
Στην “Πολιτεία”, οι μόνες επιστήμες που θεωρείται ότι έχουν λόγο ύπαρξης, δηλαδή η αριθμητική, η γεωμετρία, η στερεομετρία, η αστρονομία, η αρμονία και η διαλεκτική, χρειάζονται μόνο για στρατιωτικούς λόγους και για την θέαση του Όντος! Πρακτικοί και παραγωγικοί λόγοι και όταν αναφέρονται παρεμπιπτόντως, αποκλείονται. Η γνώση αυτή είναι στα χέρια μόνο των αρχόντων για την επίτευξη των δικών τους σκοπών. Όπως είναι αναμενόμενο για μια τέτοια στάσιμη κοινωνία και η επιστήμη και η τεχνολογία θα είναι στάσιμες και θα ασκούνται μόνο από τους άρχοντες και στον βαθμό που τους εξυπηρετεί.
Πέρα από αυτές τις ομοιότητες, οι δύο κοινωνίες είναι πανομοιότυπες κυρίως στην μορφή της οργάνωσης τους και στην ιδεολογία που τις χαρακτηρίζει.

3. Θρησκεία



Στην κορυφή της ιεραρχίας είναι και για τις δύο κοινωνίες κάτι εξίσου ανύπαρκτο που ωστόσο ασκεί μια τεράστια επιρροή. Στην “Πολιτεία” λέγεται καθαυτό Ον και στο “1984” Μεγάλος Αδελφός. Πέρα από το ότι αντικαθιστούν την έννοια του Θεού ή καλύτερα παίζουν τον ρόλο του Θεού μπορούμε να πούμε ότι έχουν και πολλά άλλα κοινά.
Το καθαυτό Ον είναι αυτό που πρέπει να κοιτάζουν οι νομοθέτες και με βάση αυτό να νομοθετούν κάτω στην γη και με βάση αυτό να φυλάνε τα σωστά νομοθετημένα. Είναι η αλήθεια και η ιδέα του αγαθού. Είναι αυτό που χορηγεί στα νοητά αντικείμενα την αλήθεια και στην ψυχή την δύναμη να τα βλέπει. Είναι η αιτία της επιστήμης και της αλήθειας αλλά είναι ακόμα ωραιότερο τους και με πολύ μεγαλύτερη αξία. Σε αυτό μετέχουν οι επιστήμες τα διανοήματα και όλες οι αρετές. Ο Μεγάλος Αδελφός αντίστοιχα είναι αυτός από τον οποίο πηγάζει κάθε επιτυχία, κάθε γνώση, κάθε σοφία, ευτυχία και αρετή. Το καθαυτό Ον είναι η αναλλοίωτη και αιώνια ουσία που δεν γνωρίζει γένεση και φθορά, ενώ για τον Μεγάλο Αδελφό μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα πεθάνει ποτέ και ήδη η σύγχυση για το πότε γεννήθηκε είναι μεγάλη. Η τέχνη και η παιδεία στην “πολιτεία” εξυπηρετούν τον ανώτερο σκοπό που είναι να μπορεί η ψυχή να βλέπει το καθαυτό Ον, ενώ στο “1984” όλη η εκπαίδευση αποσκοπεί στο να ταυτιστούν οι ιδέες των ανθρώπων με αυτές που εκφράζει ο Μεγάλος Αδελφός. Ο αληθινός φιλόσοφος στην “Πολιτεία” είναι ερωτευμένος μόνο με το Ον και το βασικό χαρακτηριστικό του φιλοσόφου είναι να αγαπά αυτήν την αναλλοίωτη και αιώνια ουσία που δεν γνωρίζει γένεση και φθορά. Έργο του Μεγάλου Αδελφού είναι να λειτουργεί ως συγκεντρωτική εστία για την αγάπη, τον φόβο και τον σεβασμό, αισθήματα που είναι πιο εύκολο να τα νιώσει κανείς για ένα πρόσωπο παρά για έναν οργανισμό. Η ικανότητα θέασης του καθαυτού Όντος είναι αυτή που νομιμοποιεί τους φιλοσόφους ως άρχοντες ενώ ο Μεγάλος Αδελφού είναι η προσωποποίηση του κόμματος (δηλαδή της εξουσίας), η μάσκα με την οποία επέλεξε το Κόμμα (δηλαδή η εξουσία) να εμφανιστεί στον κόσμο. Η γνήσια και καθαρή ηδονή είναι η θέαση του Όντος ενώ η στέρηση της ηδονής οδηγεί στην λατρεία του Μεγάλου
Αδελφού.

4. Οικογένεια



Και στις δύο κοινωνίες υπάρχει η ίδια άποψη για την οικογένεια, με την διαφορά ότι στο “1984” δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί. Και στις δύο περιπτώσεις η οικογένεια θεωρείτε άχρηστη και υπάρχει το αίτημα να καταργηθεί. Αυτό το αίτημα που εκ πρώτης όψεως μπορεί να μοιάζει προοδευτικό, καταλαβαίνει κάποιος ότι δεν είναι μόλις καταλάβει τους σκοπούς του.
Στο “1984” υπάρχει ο θεσμός της οικογένειας ο οποίος σιγά-σιγά και αφού ελέγχεται ήδη απόλυτα από το κράτος και έχει στραφεί στην υπηρεσία του, τείνει να καταργηθεί. Ο γάμος πρέπει αρχικά να εγκριθεί από ειδική επιτροπή και ο μόνος σκοπός του γάμου που αναγνωρίζεται είναι να γεννηθούν παιδιά που θα μπουν στην υπηρεσία του κόμματος. Παρόλαυτα υπάρχουν και κάποιες πιο προωθημένες απόψεις όπως αυτή του «αντισεξουαλικού συνδέσμου νέων» που υποστηρίζει πλήρη αποχή από τον γάμο και για τα δυο φύλλα.
Όλα τα παιδιά πρέπει να γεννιούνται με τεχνητή γονιμοποίηση και να ανατρέφονται σε δημόσια ιδρύματα. Οι φράσεις που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό της σεξουαλικής πράξης είναι το «να φτιάξουμε ένα παιδί» και το «καθήκον μας προς το κόμμα». Αρχικά, επειδή το κόμμα δεν μπορεί να καταργήσει κατευθείαν την οικογένεια, την χρησιμοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προς όφελος του ενθαρρύνει από την μια την αγάπη των γονιών προς τα παιδιά και από την άλλη σπρώχνει τα παιδιά συστηματικά ενάντια στους γονείς τους διδάσκοντάς τους πώς να τους κατασκοπεύουν. Γενικά το κόμμα υπονομεύει συστηματικά την οικογενειακή αλληλεγγύη ώσπου να φτάσει στον τελικό σκοπό, σκοπό που ο Πλάτων διακηρύσσει χωρίς ντροπή από την αρχή. Το να παίρνουν δηλαδή τα παιδιά από την μητέρα τους μόλις γεννιούνται, όπως παίρνει κανείς τα αβγά από την κότα. Να γίνει η αναπαραγωγή μια ετήσια τυπική διαδικασία.
Στην “Πολιτεία” δεν υπάρχουν μεταβατικά στάδια για την κατάργηση της οικογένειας. Από την ίδρυση της τα ζευγαρώματα θα γίνονται με τάξη υπό τον έλεγχο των αρχόντων (τότε μόνο θα είναι ιερά) με σκοπό, όπως και στα σκυλιά, να γεννώνται ολοένα και πιο δυνατά παιδιά. Οι άρχοντες θα ενθαρρύνουν πιο πολύ στην αναπαραγωγή τους καλύτερους και τις καλύτερες ενώ θα αποθαρρύνουν το ζευγάρωμα μεταξύ των χειρότερων και δεν θα μεγαλώνουν τα παιδιά τους, μέτρα ακόμα πιο σκληρά από αυτά του “1984”. Η αναπαραγωγή θα γίνεται σε καθορισμένες για αυτόν τον λόγο γιορτές. Τα ζευγαρώματα σε αυτές τις γιορτές θα γίνονται κατόπιν κλήρωσης με κλήρους που θα είναι ειδικά φτιαγμένοι ώστε να «τυχαίνει» να αναπαράγονται μόνο οι δυνατότεροι χωρίς να παραπονιούνται οι πιο αδύναμοι στους άρχοντες αλλά να κατηγορούν την κακή τους τύχη! Τα παιδιά που θα γεννιούνται θα τα παραλαμβάνουν κάποιες αρχές, ορισμένες για αυτόν τον σκοπό και θα τα μεγαλώνουν ξεχωριστά σε ένα απόμερο μέρος της πόλης. Τα παιδιά που θα γεννιούνται από τους αδύναμους ή τα ανάπηρα θα τα «κρύβουν» και προφανώς, θα τα αφήνουν στην μοίρα τους, να πεθάνουν. (Το ίδιο ισχύει και για τα παιδιά που γεννιούνται έξω από τους κανόνες που ορίζει η πολιτεία). Οι μητέρες και όσες έχουν γάλα, αφού θα έχουν παρθεί όλα τα μέτρα ώστε καμία να μην αναγνωρίσει το παιδί της, θα πηγαίνουν και θα θηλάζουν τα νεογέννητα.
Να σημειώσουμε επίσης ότι και στις δύο περιπτώσεις οι εξουσίες πρέπει να προσέχουν ώστε να μην δημιουργηθεί καμία δημογραφική αλλαγή.

5. Δομή της κοινωνίας



Η κοινωνική δομή και η κοινωνική διαστρωμάτωση και στις δύο περιπτώσεις είναι παρόμοια. Παρότι και οι δύο κοινωνίες αποτελούνται από κάστες η κατάταξη κάποιου στην μια ή την άλλη κάστα, δεν είναι κληρονομική.
Πιο συγκεκριμένα, στο “1984” η κοινωνία αποτελείται από το εσωτερικό κόμμα που είναι στην κορυφή της ιεραρχίας, ακολουθεί το εξωτερικό κόμμα που έχει λιγότερα προνόμια από το εσωτερικό αλλά περισσότερα από την αμέσως χαμηλότερη βαθμίδα, τους προλετάριους. Η ένταξη σε αυτές της τρεις ομάδες δεν είναι κληρονομική. Το παιδί ενός μέλους του εσωτερικού κόμματος θεωρητικά δεν έχει γεννηθεί στο εσωτερικό κόμμα. Η εισαγωγή στο ένα ή στο άλλο τμήμα του κόμματος γίνεται με εξετάσεις στην ηλικία των δεκαέξι ετών. Αυτούς που διοικούν, δεν τους συνδέουν δεσμοί αίματος, αλλά η προσχώρησή τους στο κοινό δόγμα. Η κοινωνία είναι χωρισμένη σε τάξεις και μάλιστα αυστηρά που εκ πρώτης όψεως φαίνονται κληρονομικές. Υπάρχουν πολύ λίγες μετακινήσεις από την μια τάξη στην άλλη. Ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό κόμμα συμβαίνουν μερικές ανταλλαγές, αλλά μόνο τόσες όσες χρειάζονται για να εξασφαλίσουν τον αποκλεισμό των αδυνάτων από το εσωτερικό κόμμα και να καταστήσουν ακίνδυνα τα φιλόδοξα μέλη του εξωτερικού κόμματος. Στην πράξη οι προλετάριοι δεν επιτρέπεται να μπουν στο κόμμα. Το κόμμα δεν επιδιώκει να μεταβιβάσει την εξουσία στα παιδιά του επειδή είναι παιδιά του και αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να κρατήσει στην κορυφή τους πιο ικανούς θα ήταν πρόθυμο να στρατολογήσει μια εντελώς νέα γενιά από τις γραμμές των προλετάριων. Η ουσία της ολιγαρχικής εξουσίας δεν είναι η κληρονομική διαδοχή από πατέρα σε γιο αλλά η εμμονή σε μια ορισμένη κοσμοθεωρία και έναν ορισμένο τρόπο ζωής που επιβάλλεται από τους νεκρούς στους ζωντανούς. Το κόμμα δεν ενδιαφέρεται να διαιωνίσει το αίμα του αλλά τον εαυτό του. Δεν έχει σημασία ποιος κατέχει την εξουσία αρκεί η ιεραρχική δομή να παραμείνει πάντα η ίδια.
Στην “Πολιτεία” θα υπάρχει ένας μύθος που βάσει αυτού θα γίνεται ο διαχωρισμός σε κάστες: Όταν ο Θεός έπλαθε τους ανθρώπους, όσοι ήταν ικανοί να κυβερνήσουν ανακάτεψε χρυσάφι μέσα στα συστατικά τους και γι’ αυτό είναι πιο πολύτιμοι από όλους. Σε όσους πάλι κάνουν για επίκουροι ανακάτεψε ασήμι, και σίδερο και χαλκό στους γεωργούς και τους τεχνίτες. Αφού έχουν την ίδια καταγωγή θα γεννούν τις περισσότερες φορές παιδιά που θα τους μοιάζουν. Μπορεί όμως κάποτε από τον χρυσαφένιο να γεννηθεί ασημένιο παιδί και από αυτό πάλι χρυσαφένιο, το ίδιο και με όλα τα άλλα μεταξύ τους. Στους άρχοντες λοιπόν, ο Θεός παραγγέλνει να εξετάζουν με μεγάλη φροντίδα και προσοχή ποιο από αυτά τα μέταλλα βρίσκεται ανακατεμένο στις ψυχές των παιδιών, και αν και δικό τους ακόμα βρεθεί να έχει τίποτα κράμα από χαλκό ή σίδερο να μην το σπλαχνιστούν και να του δώσουν τη σειρά που του αξίζει από την φυσική του κατασκευή και να το παραμερίσουν στους γεωργούς και τους τεχνίτες και αν απεναντίας βρεθεί κανείς από τους τελευταίους με περισσότερο χρυσάφι ή ασήμι μέσα του, να το ανεβάσουν κατά την αξία του το καθένα, στην τάξη των αρχόντων ή των φυλάκων επειδή υπάρχει χρησμός ότι θα χαθεί η πόλη αν κυβερνήσει ο χαλκός ή το σίδερο. Βλέπουμε λοιπόν πόσο μοιάζει στις δύο κοινωνίες ο τρόπος που διαστροματώνονται κοινωνικά. Τα άτομα τοποθετούνται στην μια ή στην άλλη τάξη από την εξουσία. Το πιο πιθανό είναι ότι η θέση είναι κληρονομική αλλά όχι απόλυτα αφού σκοπός είναι να διαιωνιστεί αυτός ο τύπος οργάνωσης της κοινωνίας και όχι η εξουσία να «διαιωνίσει το αίμα της».

6. Κοινωνική συνοχή

Και στις δύο κοινωνίες, οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των πολιτών χαρακτηρίζονται από μια, ονομαστικά μόνο, στενή σχέση (σύντροφοι στο “1984” και αδέλφια στην πολιτεία) και βασίζονται σε μια στρατιωτικού τύπου κοινοκτημοσύνη.

Στο “1984” οι όροι «κύριος» – «κυρία» όπως και οι όροι «φίλος» – «φίλη» αποδοκιμάζονται και ως δόκιμοι όροι προτείνονται οι «σύντροφος» – «συντρόφισσα».
Αντίστοιχα στην “Πολιτεία” όλοι οι πολίτες θεωρούνται αδέλφια, ενώ σε άλλο σημείο της περιγραφής ο Πλάτων μας λέει ότι πρέπει να αλληλοαποκαλούνται αδέλφια αυτοί που είναι κοντινοί σε ηλικία ενώ πρέπει να αποκαλούνται πατέρες και μητέρες αυτοί που η ηλικία τους επιτρέπει αυτό το ενδεχόμενο.
Στο “1984”, η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας είναι γεγονός. Ατομικά, κανένα μέλος του κόμματος δεν κατέχει τίποτα πλην ασήμαντων προσωπικών αντικειμένων. Συλλογικά κατέχει τα πάντα γιατί ελέγχει τα πάντα και διαθέτει την παραγωγή κατά το δοκούν. Αυτό γίνεται γιατί, κατά τους ιδεολογικούς εκφραστές της κοινωνίας του “1984”, η μόνη σίγουρη βάση για την ολιγαρχία είναι ο κολεκτιβισμός και επειδή τα πλούτη και τα προνόμια μπορείς να τα υπερασπιστές πιο εύκολα αν τα κατέχεις από κοινού με άλλους.
Στην “Πολιτεία”, εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά που θεωρούνται κοινά γιατί ο Πλάτων προφανώς τα θεωρεί αντικείμενα, κοινές είναι και οι κατοικίες και τα χωράφια. Μόνο η διατροφή είναι ο μισθός για την δουλειά των αρχόντων και των φυλάκων. Αυτό, κατά τον Πλάτων, γίνεται για να υπάρχει σταθερότητα αφού δεν θα προσπαθεί έτσι κάποιος τα πάρει πράματα σε βάρος άλλου ή σε βάρος της πολιτείας και δεν θα υπάρχουν διχόνοιες. Επίσης όταν τα πράματα είναι κοινά, κοινές είναι και οι χαρές και οι λύπες που αυτά μπορούν να προσφέρουν και δεν θα υπάρχουν άλλοι ικανοποιημένοι και άλλοι δυσαρεστημένοι, όποτε όλοι θα τα υπερασπίζονται από κοινού αφού τα κατέχουν από κοινού και θα είναι όλοι ευχαριστημένοι.

7. Ανώτερη τάξη
Νόμοι, προπαγάνδα, εκπαίδευση και ιδεολογία

Όπως είπαμε και πιο πάνω η κοινωνία χωρίζεται και στις δύο περιπτώσεις σε τρεις τάξεις, το εσωτερικό κόμμα, το εξωτερικό κόμμα και τους προλετάριους για το “1984”, τους άρχοντες, τους φύλακες και τους χειρώνακτες για την “Πολιτεία”. Περισσότερο, και στα δυο έργα, αναφορά γίνεται στα χαρακτηριστικά και την καθημερινή ζωή των δύο πρώτων τάξεων που είναι παρόμοια μεταξύ τους και εντελώς διαφορετική από την τρίτη τάξη.

Η ζωή των ανθρώπων των δύο πρώτων τάξεων, οι αναμεταξύ τους σχέσεις και οι σχέσεις τους προς το κράτος δεν ρυθμίζονται από νόμους αφού και στις δύο περιπτώσεις η ύπαρξη τους κατακρίνεται. Στο “1984” δεν υπάρχει τίποτα παράνομο αφού δεν υπάρχουν νόμοι (ωστόσο μια πράξη εκτός των ορίων που έχουν θεσπιστεί μπορεί να τιμωρηθεί ακόμα και με θάνατο). Στην “Πολιτεία”, με νόμους έχουν καθοριστεί τα πολύ γενικά ζητήματα της οργάνωσης αλλά για τα επιμέρους ζητήματα η ύπαρξη τους θεωρείται άχρηστη γιατί είτε νομοθετηθούν διατάξεις γραπτά είτε προφορικά δεν μπορούν να διατηρηθούν για πάντα και επίσης γιατί είναι άσκοπο για ανθρώπους «τέλειους σε όλα τους» να υπάρχουν νόμοι αφού εύκολα μπορούν να νομοθετούν για τον εαυτό τους.
Η σταθερότητα και των δύο -εξουσιών, βασίζεται στην α. Εκπαίδευση και β. στην προπαγάνδα, που δημιουργούν – επιβάλλουν μια ιδεολογία και έναν τρόπο σκέψης ικανό για να διατηρηθούν αιώνια αυτά τα πολιτεύματα.
α. Η εκπαίδευση στο “1984” αποσκοπεί, μέσω της αυτοπειθαρχίας που αποκτά κάποιος στην παιδική του ηλικία, στο να καταπνιγεί κάθε θεωρητική παρατήρηση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια στάση αμφισβήτησης ή εξέγερσης. Επίσης, η εκπαίδευση των παιδιών μέσα από την «ομάδα των κατασκόπων» τα κάνει να λατρεύουν το κόμμα και ότι έχει σχέση με αυτό. Τα τραγούδια, οι παρελάσεις, οι σημαίες, οι πεζοπορίες, τα γυμνάσια ψεύτικης σκοποβολής τα ουρλιαχτά των συνθημάτων, η λατρεία του Μεγάλου Αδελφού τους φαντάζουν σαν ένα υπέροχο παιχνίδι. Όλη τους η θηριωδία εξωτερικεύεται ενάντια στους εχθρούς του κράτους, ενάντια στους ξένους, στους προδότες, στους σαμποτέρ και τους εγκληματίες της σκέψης. Σε όλους τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς του κράτους.
Στην “Πολιτεία”, η καλή εκπαίδευση και η ανατροφή, γεννά καλές φύσεις για αυτό και τα παιχνίδια των παιδιών πρέπει να είναι από την πρώτη στιγμή όσο γίνεται πιο σύμφωνα με τον νόμο γιατί όταν το παιχνίδι είναι έξω από τον νόμο και τα ίδια τα παιδιά γίνονται τέτοια και είναι αδύνατο από αυτά να μεγαλώσουν άνδρες σπουδαίοι και νομιμόφρονες. Επίσης πρέπει από μικρή ηλικία να χρησιμοποιούνται στον πόλεμο βοηθητικά για να βλέπουν και να μαθαίνουν, (όπως γίνεται και με τις άλλες τέχνες).
β. Σκοπός στο “1984” είναι να πεισθούν όλοι για την αλήθεια του κόμματος. (Ακόμα και αυτοί που επειδή δεν πιστεύουν θα εκτελεστούν, πρέπει πρώτα να πειστούν ότι έκαναν λάθος). Η προπαγάνδα γίνεται με δύο κυρίως τρόπους. Ο ένας είναι με την συνεχή πλύση εγκεφάλου από τις τηλεοθόνες και ο άλλος μέσο της τέχνης. Δημιουργούνται βιβλία με ποιήματα που στο παρελθόν αντιστρατεύονταν το κόμμα και τα οποία είχαν παραλλαχθεί-λογοκριθεί και πλέον φαίνεται ότι το υποστηρίζουν. Επίσης υπάρχουν προπαγανδιστικά τραγούδια και αποκλειστικά προπαγανδιστικές ταινίες. Υπήρχε και ένα είδος γιορτής-τελετής σε ημερήσια και ετήσια βάση που συνδύαζε τα δύο προηγούμενα το καθημερινό «δίλεπτο μίσους» και η ετήσια «εβδομάδα μίσους» τα οποία ήταν το κερασάκι στην τούρτα του προπαγανδιστικού οπλοστασίου του “1984”.
Και στην “Πολιτεία” η τέχνη μπαίνει στην υπηρεσία της προπαγάνδας αφού θα διδάσκονται μόνο οι μύθοι που συμφωνούν με τις αντιλήψεις του Πλάτωνα και των ομοϊδεατών του. Ενώ χρησιμοποιείται και η πλύση εγκεφαλου αφού πιο κάτω μας λέει ότι η νόμιμη ιδέα πρέπει να φυτεύεται στις ψυχές των στρατιωτών για το ποια πράματα πρέπει να φοβούνται και ποια όχι.
Η εκπαίδευση και η προπαγάνδα οδηγούν και στις δύο περιπτώσεις σε μια συγκεκριμένη ιδεολογία ικανή να συντηρήσει αυτού του τύπου την οργάνωση. Δημιουργούν «ένα έθνος πολεμιστών και φανατικών, που προχωρούν εμπρός σε μια τέλεια ενότητα, που κάνουν τις ίδιες σκέψεις, κραυγάζουν τα ίδια συνθήματα, που αιώνια εργάζονται, πολεμούν, θριαμβεύουν, καταδιώκουν ….» όπως μας λέει ο Όργουελ για την κοινωνία του “1984” φωτογραφίζοντας και την “Πολιτεία”.
Στο “1984” α. Κανένα μέλος δεν επιτρέπεται να έχει την παραμικρή παρέκκλιση, ακόμα και στο πιο ασήμαντο θέμα. β. Τα μέλη πρέπει να είναι ταπεινόφρονα και πειθαρχημένα γιατί μόνο ένα πειθαρχημένο πνεύμα μπορεί να δει την πραγματικότητα του κόμματος.
Μιλάμε για μια κοινωνία γ. που ο χωρισμός της σε κάστες θεωρείται ως κάτι το φυσικό. Μια κοινωνία που ο καθένας κοιτάζει την δουλειά του και είναι πλήρως υποταγμένος στην δομή της κοινωνίας και στην εξουσία.
Στην “Πολιτεία” α. ανδρεία, που είναι η δεύτερη από τις τέσσερις αρετές που ορίζει ο Πλάτων (πρώτη είναι η σοφία, δεύτερη η ανδρεία, τρίτη σωφροσύνη, τέταρτη η δικαιοσύνη) θεωρείται η παντοτινή διατήρηση της ορθής και σύμφωνης με τον νόμο ιδέας. β. Σωφροσύνη υπάρχει όταν η πολιτεία δεν υποκύπτει στις ηδονές και στις επιθυμίες των πολλών και άρχοντες και αρχόμενοι συμφωνούν στο ποιος θα κυβερνήσει. γ. Δικαιοσύνη είναι για την πολιτεία ο καθένας να καταγίνεται μόνο με την δουλειά του και να μην ανακατεύεται στις δουλειές των άλλων και ιδίως σε αυτές της ανώτερης τάξης.
Το βασικό σύνθημα του “1984” είναι το «ο πόλεμος είναι ειρήνη, η ελευθερία είναι σκλαβιά, η άγνοια είναι δύναμη». Το πρώτο μέρος δεν μας απασχολεί εδώ αλλά τα άλλα δύο είναι χαρακτηριστικό και των δύο κοινωνιών. Το ότι η «ελευθερία είναι σκλαβιά», ο Πλάτων δεν παραλείπει να το προσυπογράψει όταν λέει ότι «η υπερβολική ελευθερία, είτε σε ιδιώτες είτε στα κράτη, σε τίποτα άλλο φαίνεται δεν οδηγεί παρά στην δουλεία» (564α) και ότι «από την ακρότατη ελευθερία γεννιέται η μεγαλύτερη και αγριότερη δουλεία» (564α). Το ότι η «άγνοια είναι δύναμη» επίσης υποστηρίζει ο Πλάτων αφού επιτρέπει στους άρχοντές του να λένε ψέματα και να διδάσκουν ψευδολόγους μύθους στους υπόλοιπους πολίτες δήθεν για το καλό τους, και το καλό της πολιτείας.

8. Συναισθήματα – επιθυμίες
α. πραότητα β. εγκράτεια γ. σεξουαλικότητα

Χαρακτηριστικό και των δύο κοινωνιών είναι ότι οι πολίτες, (κυρίως) των δύο ανώτερων τάξεων, ζουν μια ζωή εντελώς αποστειρωμένη, μακριά από κάθε απόλαυση της ζωής και από κάθε συναίσθημα. Ακόμα και όταν κάποια συναισθήματα εμφανίζονται πρέπει αμέσως να καταπνίγονται.
α. Πιο συγκεκριμένα, στο “1984”, η έκφραση που πρέπει να έχει κάποιος είναι αυτή της ήρεμης αισιοδοξίας. Το να μην αφήνει κάποιος τα αισθήματά του να φαίνονται (όποιος έχει αισθήματα σε μια τέτοια κοινωνία) είναι μια συνήθεια που έχει γίνει ένστικτο. Τα μέλη του κόμματος δεν πρέπει να βρίζουν. Υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στην πραότητα και στην πολιτική ορθοδοξία. Επίσης οι πολίτες δεν πρέπει να δείχνουν φόβο ή δυσαρέσκεια. Ακόμα και το να τραγουδά κάποιος θεωρείται ανορθόδοξο και εκκεντρικό.
Τα φυσικά αισθήματα και οι φυσικές παρορμήσεις είναι χωρίς καμία αξία και στην πλατωνική πολιτεία. Τα μοιρολόγια και τα μυξοκλάματα δεν ταιριάζουν στους ξεχωριστούς άνδρες. Ένας σωστός άνδρας δεν θεωρεί συμφορά αν έχασε παιδί, φίλο ή αδελφό αλλά πρέπει με την μεγαλύτερη καρτερία να το υποφέρει. Επίσης δεν πρέπει κανείς να αγαπά τα γέλια γιατί αυτό απαιτεί μια δυνατή μεταβολή στην ψυχή.
β. Η ιδανική ζωή για ένα μέλος του κόμματος είναι κάποιου που είναι τελείως εγκρατής, δεν καπνίζει, έχει ελάχιστο χρόνο αφιερωμένο στην ψυχαγωγία του και είναι εργένης, αφού ο γάμος και η φροντίδα για την οικογένεια είναι ασυμβίβαστα με την εικοσιτετράωρη αφοσίωση στο καθήκον.
Ο Πλάτων μας λέει ότι στην πολιτεία του, οι άνθρωποι δεν πρέπει να τιμούν τον πλούτο γιατί έτσι δεν θα μπορούν να ασκούν την εγκράτεια. Πέρα από τις αναγκαίες επιθυμίες, για την επιβίωση του ανθρώπου, υπάρχουν και οι περιττές από τις οποίες οι άνθρωποι πρέπει να απαλλαχθούν από μικρή ηλικία. Για να πεισθούν οι φύλακες και να δεχθούν στην ψυχή τους όσο γίνεται καλύτερα τους νόμους, πρέπει να αποφεύγεται η ηδονή, η λύπη, ο πόνος και όλες οι επιθυμίες.
γ. Και οι δύο κοινωνίες είναι εξίσου αμείλικτες με την σεξουαλικότητα. Αν στην κοινωνία του “1984” συλληφθεί κάποιος με πόρνη καταδικάζεται σε 5 χρόνια καταναγκαστικά έργα, σχετικά επιεικής τιμωρία για μια πράξη μυστική και χωρίς ηδονή που αφορούσε γυναίκες μιας κατώτερης τάξης. Το ασυγχώρητο έγκλημα είναι η σεξουαλική πράξη μεταξύ των μελών του κόμματος. Ο πραγματικός σκοπός του κόμματος δεν είναι μόνο να εμποδίσει να δημιουργηθούν ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες αισθήματα που δεν θα μπορούσε να ελέγξει άλλά να αφαιρεθεί η ηδονή από την σεξουαλική πράξη. Ο εχθρός δεν είναι η αγάπη αλλά ο ερωτισμός. Δεν δίνονται άδειες γάμου αν το ζευγάρι δίνει την εντύπωση αισθάνεται αμοιβαία σεξουαλική έλξη. Η σεξουαλική πράξη πρέπει να θεωρείται σαν αηδιαστική μικρή εγχείρηση.
Στην πολιτεία ο Πλάτων δείχνει μια κατανόηση για τα παιδιά, τις γυναίκες και τους υπηρέτες όπου εκεί κανείς συναντά τις περισσότερες επιθυμίες αφού αποτελούν τον κατώτερο όχλο και είναι μάλλον χωρίς σημασία για την πολιτεία του. Για τις δυό ανώτερες τάξεις είναι όμως πιο αυστηρός. Η μεγαλύτερη, εντονότερη και πιο μανιώδης ηδονή είναι του σαρκικού έρωτα, όπου δεν έχει καμία σχέση με τον αληθινό έρωτα. Τον αληθινό έρωτα δεν πρέπει να τον πλησιάζει τίποτα που έχει σχέση με την ακολασία και είναι παράφορο. Αυτή η ηδονή δεν πρέπει να γίνει δεκτή και πρέπει να αποκλείεται εντελώς από τις σχέσεις μεταξύ εραστών και ερωμένων. Πρέπει να νομοθετηθεί στην πόλη να αγαπά και να αφοσιώνεται βέβαια ο εραστής και να πλησιάζει τον νεαρό φίλο του σαν να ήταν γιος του, αλλά επί καλού πάντα, αν είναι σύμφωνος και εκείνος. Όσο για το άλλο να είναι τέτοια η συμπεριφορά του, ώστε ποτέ να μην δώσει υποψία πως προχωρεί και παραπάνω.

9. Η αθλιότητα της ζωής και η έλλειψη μέτρων σύγκρισης

Η ζωή και στις δύο κοινωνίες είναι τόσο άθλια που οι άνθρωποι προκειμένου να την αντέξουν, τους έχει αφαιρεθεί κάθε μέτρο σύγκρισης. Έχουν αποκοπεί από το α. παρελθόν (την ζωή στα προηγούμενα πολιτεύματα) β. από την επαφή με ξένους και το χειρότερο, από την γ. εξωτερική πραγματικότητα.

α. «Αυτός που ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον, αυτός που ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν» λέει ένα σύνθημα του κόμματος στο “1984”. Το κόμμα στο “1984” μπορεί να αλλάξει το παρελθόν. Είναι αδύνατο να ξέρει κανείς πως ήταν η ζωή πριν την επανάσταση. Το κόμμα είχε φτιάξει την Ιστορία μόνο του, χωρίς να υπάρχει καμιά άλλη μαρτυρία. Όσοι μπορούσαν να ξέρουν κάτι ουσιαστικό, δεν ζούσαν πια. Όλα τα προγενέστερα βιβλία είχαν καταστραφεί. Ο λόγος που πρέπει κάποιος να είναι αποκομμένος από το παρελθόν, είναι για να μην έχει μέτρο σύγκρισης και να πιστεύει ότι ζει σε καλύτερες από προηγούμενες εποχές συνθήκες. Έτσι ελλείψει μέτρου σύγκρισης ανέχεται πιο εύκολα τις υπάρχουσες συνθήκες.
Στην “Πολιτεία”, ο Πλάτωνας βρίσκει δύσκολο το να πιστέψουν οι άνθρωποι από την αρχή, τον θεμελιώδη για την πολιτεία μύθο, ότι δηλαδή άλλοι πλάστηκαν από χρυσάφι, άλλοι από ασήμι και άλλοι από σίδερο και χαλκό, και βασίζεται στο γεγονός ότι με το πέρασμα των γενεών και όταν πια δεν θα υπάρχει κανένας συνδετικός κρίκος με το παρελθόν, θα το πιστέψουν. Επίσης προτείνει με το που θα εγκαθιδρυθεί η πολιτεία του να φύγουν οι μεγάλοι κάπου μακριά και να μείνουν μόνο τα παιδιά κάτω των δέκα ετών όπου θα μεγαλώσουν με τις νέες ιδέες και δεν θα έχουν καμία γνώση για το πώς ήταν παλιότερα οργανωμένη η κοινωνία.
β. Τα ταξίδια και η επαφή με ξένους απαγορεύονται και στις δυο κοινωνίες αλλά για λίγο διαφορετικούς λόγους. Στο “1984” όπου τα δύο υποτίθεται εχθρικά κράτη έχουν πανομοιότυπη οργάνωση, η επαφή με ξένους δεν απαγορεύεται για να μην ανακαλύψουν ότι υπάρχουν κοινωνίες όπου οι άνθρωποι είναι πιο ευτυχισμένοι, αφού δεν υπάρχουν, αλλά για να μην ανακαλύψουν ότι οι ξένοι είναι πλάσματα σαν και αυτούς, και ότι τα περισσότερα που τους έχουν πει για αυτούς είναι ψέματα. Έτσι στον μέσο πολίτη δεν επιτρέπεται να κοιτάξει έναν ξένο πολίτη εκτός από τους αιχμαλώτους πολέμου και του απαγορεύεται η εκμάθηση ξένων γλωσσών.
Στην “Πολιτεία”, ο μισθός του φύλακα πρέπει να είναι ελάχιστος και επαρκής μόνο για την επιβίωση του όχι μόνο για να «προστατεύεται» από τις διασκεδάσεις και την πολυτέλεια αλλά και για να μην μπορεί να φιλοξενεί ξένους και να πηγαίνει ταξίδια. Η αποκοπή του μέσου ανθρώπου στην πολιτεία από τον τρόπο ζωής των άλλων κοινωνιών είναι για να μην καταλάβει ποτέ του ότι υπάρχουν και πιο ευχάριστες για τον άνθρωπο μορφές οργάνωσης της κοινωνίας.
γ. Η φιλοσοφία του κόμματος αρνείται σιωπηρά όχι μόνο την εγκυρότητα της εμπειρίας αλλά και την ύπαρξη της εξωτερικής πραγματικότητας. Το κόμμα σου λέει να αρνείσαι την εμπειρία των ίδιων των ματιών και των αυτιών σου. Τα μέλη του κόμματος αρνούνται την αντικειμενική – εξωτερική πραγματικότητα. Είναι αποκομμένα από τον εξωτερικό κόσμο και το παρελθόν. Η πραγματικότητα κατά την ιδεολογία του Κόμματος δεν είναι εξωτερική αλλά υπάρχει στην ανθρώπινη σκέψη και πουθενά αλλού. Όχι στην ατομική σκέψη του καθενός που μπορεί να σφάλει, αλλά στην σκέψη του Κόμματος που είναι συλλογική και αθάνατη. Αυτό που το Κόμμα πιστεύει σαν αλήθεια είναι αλήθεια. Είναι αδύνατο να δείς την πραγματικότητα, αν δεν κοιτάξεις μέσα από τα μάτια του Κόμματος. Οι μαρτυρίες των αισθήσεων σου δεν έχουν καμία ισχύη μπροστά στην αλήθεια του κόμματος.
Κατά την πολιτεία πέρα από την εξωτερική πραγματικότητα υπάρχει κάτι ακόμα ανώτερο` τα αντικείμενα της νόησης. Η πραγματικότητα θεωρείται ως αντανάκλαση των «ιδεών» και κάποιος σώφρων, οφείλει να στρέψει τα μάτια της ψυχής του προς τις “πραγματικές ιδέες”. Η αλήθεια κατά τον Πλάτωνα, προσεγγίζεται μόνο με το ανώτερο τμήμα της ψυχής, δηλαδή τον νου οπότε με αυτόν τον τρόπο η εγκυρότητα των αισθήσεων παύει να υφίσταται.

10α. Εσωτερικό κόμμα – Άρχοντες



Παρότι οι δύο ανώτερες τάξεις των δύο κοινωνιών έχουν παρόμοια ζωή τόσο ώστε να μπορούν να θεωρηθούν μία τάξη, έχουν ωστόσο και κάποια επιμέρους χαρακτηριστικά. Η ζωή των μελών του εσωτερικού κόμματος και των αρχόντων διαφέρει σε κάποια σημεία από την ζωή των μελών του εξωτερικού κόμματος και των φυλάκων. Χωρίς η ζωή των πρώτων να είναι ιδιαίτερα δελεαστική ακόμα και για έναν είλωτα της Σπάρτης, είναι σίγουρα καλύτερη από των δεύτερων.
Το εσωτερικό κόμμα είναι το μυαλό του κράτους, αυτό που έχει την εξουσία και η μόνη αρμοδιότητα των αρχόντων είναι να κυβερνάνε να νομοθετούν και να φυλάνε τα ήδη καλώς νομοθετημένα.
Η αλήθεια και η γνώση της είναι στον αποκλειστικό έλεγχο του εσωτερικού κόμματος, και αυτό την διευθύνει κατά το συμφέρον του. Αντίστοιχα στην πολιτεία οι άρχοντες είναι οι μόνοι που, για το καλό της πολιτείας πάντα, μπορούν να λένε ψέματα και να εξαπατούν τον λαό με διαφόρους ψεύτικους μύθους. Είναι μόνο αυτοί που γνωρίζουν και ελέγχουν την αλήθεια, η οποία είναι απρόσιτη στον υπόλοιπο κόσμο& όπως ο τρόπος της αναπαραγωγής με τους ψεύτικους κλήρους, οι ψευδολόγοι μύθοι για την εκπαίδευση των παιδιών και ο θεμελιώδης μύθος της πολιτείας με τις τρεις γενιές από χρυσό, ασήμι και σίδερο. Τα μέλη του εσωτερικού κόμματος παρά τα κάποια προνόμια που έχουν και κάποιες πολυτέλειες που απολαμβάνουν, ζουν με αυστηρό τρόπο ζωής που κυριαρχείται από την εργασία. Σε σχέση με παλαιότερες εξουσίες, τα μέλη του εσωτερικού κόμματος είναι λιγότερο φιλάργυρα, λιγότερο ευάλωτα στους πειρασμούς της πολυτέλειας, περισσότερο διψασμένα για δύναμη και προπάντων πολύ περισσότερο μεθοδικοί και πολύ περισσότερο αποφασισμένοι να συντρίψουν κάθε αντίσταση. Και η ζωή των αρχόντων είναι λυτή και σκληρή. Ο άρχοντας μας λέει ο Πλάτωνας, πρέπει να είναι εγκρατής και καθόλου φιλοχρήματος, να μην δίνει στην ζωή μεγάλη σημασία και να μην θεωρεί τον θάνατο φοβερό πράμα. Συνοπτικά, τα χαρακτηριστικά του πρέπει να είναι η καλή μνήμη, η ευμάθεια, η μεγαλοπρέπεια, η φιλοκαλία, η φιλαλήθεια, η φιλοπονία, η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η σωφροσύνη, ο επιβλητικός και ευγενικός χαρακτήρας, η οξύτατη αντίληψη και η ακατάβλητη θέληση.
Υπάρχει όμως μια διάφορα μεταξύ του εσωτερικού κόμματος και των αρχόντων. Το εσωτερικό κόμμα δεν ισχυρίζεται ότι θέλει την εξουσία για το καλό των πολλών, πράμα που ισχυρίζεται ο Πλάτωνας για λογαριασμό των αρχόντων. Το εσωτερικό κόμμα θέλει την εξουσία για δικό του όφελος. Δεν ενδιαφέρεται για το καλό των άλλων αλλά μόνο για την εξουσία, την καθαρή εξουσία. Δεν τους ενδιαφέρουν ούτε τα πλούτη, ούτε η μακροβιότητα ούτε η ευτυχία. Η εξουσία για αυτούς δεν είναι μέσο αλλά σκοπός.
Ο Πλάτωνας ισχυρίζεται ότι άρχοντες πρέπει να γίνονται όσοι έχουν την φρόνηση που χρειάζεται και μεγάλο ζήλο για το καλό της πολιτείας και ότι με βάση αυτό πρέπει να λειτουργούν. Το μόνο όμως που μπορεί να βγει ως συμπέρασμα από αυτόν τον τύπο οργάνωσης, αφού κανένας δεν ευχαριστιέται την ζωή σε αυτήν την πολιτεία, ούτε εξουσιαστές ούτε εξουσιαζόμενοι και κανείς δεν ενδιαφέρεται για τον πλούτο, είναι ότι οι άρχοντες βλέπουν και αυτοί την εξουσία ως αυτοσκοπό.

10β. Εξωτερικό κόμμα – φύλακες

Η ζωή ενός μέλους του εξωτερικού κόμματος όπως αυτή περιγράφεται από την ζωή του πρωταγωνιστή του “1984” χαρακτηρίζεται από μία ιδιαίτερη λιτότητα. Ακατέργαστο σαπούνι, τραχιές λεπίδες ξυραφιών, απαίσιο αλκοόλ και κουπόνια-χρήματα ανεπαρκή για μια καινούρια πιζάμα. Η ζωή του φύλακα στην πολιτεία πρέπει να είναι λιτή και ο μισθός τους πρέπει να είναι τόσος ώστε να καλύπτει μόνο τις ανάγκες της διατροφής τους χωρίς να περισσεύει τίποτα. Τα μέλη του εξωτερικού κόμματος μένουν μαζικά σε άθλιες κατοικίες μονίμως βρόμικες με υδραυλικά που συνέχεια χαλάνε και χωρίς καθόλου προσωπικό χώρο αφού και ο ελάχιστος που υποτίθεται ότι τους αντιστοιχεί παρακολουθείτε διαρκώς. Οι φύλακες μένουν όλοι μαζί, ως στρατιώτες, σε σκηνές. Οι κατοικίες τους πρέπει να είναι έτσι διαμορφωμένες ώστε να μην μπορεί κανείς να έχει ιδιαίτερη περιουσία και κανείς να μην έχει σπίτι τέτοιο ώστε να μην μπορεί να μπει ο καθένας όποτε θελήσει. Ούτε οι φύλακες λοιπόν έχουν προσωπικό χώρο. Το φαγητό που στα μέλη του εξωτερικού κόμματος δίνεται με την μορφή συσσιτίου, σε συγκεκριμένο χώρο και συγκεκριμένες ώρες την ημέρα, είναι πολύ λιτό και απαίσιο. Ο φύλακες τρώνε σε κοινά συσσίτια, απλά φαγητά, συνήθως ψητά για να μπορούν όπως και σε περίπτωση πολέμου, να μαγειρεύονται χωρίς σκεύη. Τα καρυκεύματα και τα επιδόρπια απαγορεύονται. Οποιαδήποτε απόλαυση για ένα μέλος του εξωτερικού κόμματος, θεωρείτε απαγορευμένη και οποιαδήποτε εκδήλωση συναισθηματικής αλλαγής θεωρείται ύποπτη. Η ερωτική πράξη πρέπει να είναι δυσάρεστη και μόνο για τεκνοποίηση. Αντίστοιχα για τους φύλακες οι μουσικές με θρηνητικές μελωδίες, η μέθη, η μαλθακότητα και η οκνηρία πρέπει να φύγουν από την μέση γιατί δεν ταιριάζουν στους φύλακες. Κανένας φύλακας δεν επιτρέπεται να έχει φιλενάδα. Τα μέλη του εξωτερικού κόμματος θεωρούνται τα χέρια του κράτους και παίρνανε την ζωή τους σε διάφορους προπαγανδιστικούς συλλόγους, με πορείες παρελάσεις, συνθήματα, δουλειά και εθελοντική εργασία. Οι φύλακες αντίστοιχα έχουν σαν αποκλειστικό τους σκοπό και φυλάνε την πολιτεία.

11. Προλετάριοι – Χειρώνακτες

Οι προλετάριοι για το “1984” και οι χειρώνακτες για την πολιτεία αποτελούν την πιο πολυπληθή και πιο καταφρονημένη κοινωνική τάξη. Οι περιγραφές τόσο του Όργουελ όσο και του Πλάτωνα είναι χαρακτηριστικές.
Οι προλετάριοι αποτελούν το 85% του πληθυσμού κα παρολαυτά δεν θεωρούνται άνθρωποι. Το κόμμα ισχυρίζεται ότι τους είχε απελευθερώσει από την σκλαβιά ενώ παράλληλα διδάσκει ότι είναι από την φύση τους κατώτερα όντα και ότι έπρεπε να κρατιούνται σε υποταγή σαν τα ζώα. Δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς πολλά για αυτούς γιατί όσο δουλεύουν και γεννοβολούν οι άλλες τους δραστηριότητες δεν έχουν σημασία. Είναι αφημένοι στην τύχη τους. Γεννιούνται, μεγαλώνουν στους δρόμους, πηγαίνουν στην δουλειά από τα δώδεκα τους χρόνια, περνούν μια σύντομη περίοδο ομορφιάς και σεξουαλικού πόθου, παντρεύονται στα είκοσι και πεθαίνουν συνήθως γύρω στα εξήντα τους. Η βαριά δουλειά, η φροντίδα για το σπίτι και τα παιδιά, οι μικροπρεπείς καβγάδες με τους γείτονες, ο κινηματογράφος, το ποδόσφαιρο, η μπίρα και προπάντων ο τζόγος είναι όλος ο πνευματικός τους ορίζοντας. Σε θέματα ηθικής είναι ελεύθεροι. Ο σεξουαλικός πουριτανισμός του Κόμματος δεν επιβάλλεται σε αυτούς, οι οποίοι είναι οι μόνοι που επιτρέπεται να έχουν διπλό κρεβάτι, και οι σεξουαλικές σχέσεις σε αυτούς δεν τιμωρούνται. Το Κόμμα δεν έχει πολλές απαιτήσεις από αυτούς και δεν θέλει να έχουν πολιτική συνείδηση. Το μόνο που ζητάει από αυτούς είναι ένας πρωτόγονος πατριωτισμός τον οποίον επικαλείται κάθε φορά που χρειάζεται να τους κάνει να δεχθούν περισσότερες ώρες δουλειάς ή μειωμένο συσσίτιο. Ουσιαστικά δεν θεωρούνται άνθρωποι αλλά ζώα.
Ο Πλάτωνας στην “Πολιτεία” του δεν είναι πιο επιεικής με αυτόν τον «όχλο» που και εδώ αποτελεί την πιο (δεν ξέρουμε με τι ποσοστό) πολυπληθή τάξη. Καταρχήν σύμφωνα με τον θεμελιώδη μύθο της πολιτείας είναι φτιαγμένοι από σίδερο, το λιγότερο πολύτιμο μέταλλο αφού οι δύο άλλες είναι φτιαγμένες από ασήμι και χρυσό. Ένας χειρώνακτας δεν μπορεί να θεωρηθεί δίκαιος αφού η τέχνη που ασκεί δεν έχει σχέση με την δικαιοσύνη!! Όλες τις επιθυμίες, τις ηδονές και τις λύπες τις συναντά κανείς σε αυτόν τον κατώτερο όχλο. Οι χειρωνακτικές τέχνες είναι βάναυσες. Αυτοί που ασχολούνται με χειρωνακτικές εργασίες και βάναυσα επαγγέλματα, δεν έχουν καμιά υπόληψη επειδή έχουν εκ φύσεως αδύνατο το άριστο μέρος της ψυχής τους, δηλαδή το λογικό, και μη μπορώντας να κυβερνήσουν τα θηρία εκείνα που είναι μέσα τους, τις επιθυμίες δηλαδή, αναγκάζονται να τα περιποιούνται και δεν είναι σε θέση τίποτα άλλο να κάνουν από το να τα χαϊδεύουν.

12. Δούλοι


Πέρα από τις τρεις αυτές τάξεις, υπάρχει και μια της οποίας η ζωή είναι τόσο άθλια που δεν θεωρείται καν κοινωνική τάξη.
Στο “1984” αυτοί είναι κάποιοι υπόδουλοι πληθυσμοί που περνούν από τον έναν κατακτητή στον άλλον και δεν αποτελούν μόνιμο ή αναγκαίο μέρος της δομής της κοινωνίας.
Στην “Πολιτεία” δεν γίνεται σαφής αναφορά στους δούλους η ύπαρξη των οποίων εννοείται τόσο από το ότι την εποχή που γράφτηκε ήταν κάτι δεδομένο (και αν ο αριστοκράτης Πλάτων σκέφτονταν να τους καταργήσει σίγουρα θα το ανέφερε) όσο και από τις παράλληλες αναφορές που γίνονται σε αυτούς, όπως στο 563d όπου ο Πλάτων καταδικάζοντας την τυραννίδα αναφέρει ανάμεσα στα άλλα και το χειρότερο αποτέλεσμα της που είναι ότι οι δούλοι, οι αγορασμένοι, απολαμβάνουν όχι μικρότερη ελευθερία από εκείνους που τους αγόρασαν! Προφανώς ούτε στην “Πολιτεία” οι δούλοι αποτελούν ξεχωριστή τάξη αλλά χρησιμοποιούνται άλλοι ως ιδιοκτησία χειρωνακτών, άλλοι ως ιδιοκτησία των φυλακών και άλλοι ως ιδιοκτησία των αρχόντων.
Επίλογος

Το πόσο εφιαλτική είναι η κοινωνία του “1984” δεν ήθελε ποτέ προσπάθεια για να το καταλάβει κάποιος μιας και ο ίδιος ο συγγραφέας του, ως εφιαλτική ήθελε να την παρουσιάσει. Πώς όμως έγινε και η “Πολιτεία” του Πλάτωνα ακόμα και στις μέρες μας και από προοδευτικούς ακόμα ανθρώπους να θεωρείται ιδανική θα έπρεπε να απασχολήσει ένα φάσμα επιστημόνων από ψυχιάτρους – νευρολόγους μέχρι και κοινωνιολόγους.

Anastassy Constantinovic Bogomolov
Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2006

Categories
Uncategorized

ΤΟ ΚΑΤΑ ΝΤΕΜΠΟΡ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

ΤΟ ΚΑΤΑ ΝΤΕΜΠΟΡ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

υπό Anastassy Constantinovic Bogomolov

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το θέαμα ως θρησκεία

“ …το θέαμα είναι η υλική ανασυγκρότηση της θρησκευτικής αυταπάτης.
Η θεαματική τεχνική δεν έχει σκορπίσει τα θρησκευτικά σύννεφα όπου οι άνθρωποι είχαν τοποθετήσει τις δυνάμεις τους, τις οποίες είχαν αποχωρίσει από εκείνους τους ίδιους: τα έχει απλώς συνδέσει σε μια γήινη βάση. Έτσι, η πιο γήινη ζωή καταντάει αδιάφανη και ασφυκτική. Δεν ξεφορτώνεται πια στους ουρανούς την απόλυτη της άρνηση, τον απατηλό της παράδεισο, αλλά τα στεγάζει στους κόλπους της. Το θέαμα είναι η τεχνική πραγμάτωση της εξορίας των ανθρώπινων δυνάμεων σε ένα υπερπέραν; είναι το σχίσμα το συντελεσμένο στο εσωτερικό του ανθρώπου.”
Γκυ Ντεμπορ

2008: έχουν περάσει περίπου 40 χρόνια από την άτυπη ανακήρυξη του θεάματος σε επίσημη θρησκεία της Δύσης.

Ο χριστιανισμός ηττήθηκε μαζί με την αριστοκρατική τάξη την οποία εξέφραζε. Έτσι η κοινωνία μεταξύ ανθρώπων, διαφορετικών τάξεων, φύλλων, γεωγραφικής περιοχής κ.λ.π. δεν γίνεται με την κοινή συμμετοχή στην τελετουργική πόση και βρώση του αίματος και της σάρκας του θεού αλλά από την κοινή συμμετοχή στην θέαση των διαφόρων μορφών του θεάματος. Πρότυπα τα οποία καλείται να μιμηθεί η κοινότητα δεν είναι οι άγιοι αλλά οι αστέρες του θεάματος. Οι βίοι των αγίων έχουν αντικατασταθεί ως λαϊκά αναγνώσματα από τις βιογραφίες των αστέρων. Στόχος της ζωής δεν είναι η κατά χάρη θέωση δηλαδή ο παράδεισος αλλά τα 15 λεπτά δημοσιότητας αφού η ζωή δεν νοηματοδοτείται από την εκκλησία αλλά από το θέαμα.

Ο τεχνητός διαχωρισμός που επιβάλλει η νέα θρησκεία δεν είναι μεταξύ σάρκας και ψυχής ή μεταξύ υλικού και πνευματικού κόσμου αλλά μεταξύ ουσίας και εικόνας, μεταξύ πραγματικού και εικονικού κόσμου.

Η πρωινή προσευχή έχει αντικατασταθεί από την πρωινή ανάγνωση εφημερίδας και την παρακολούθηση της πρωινής ενημερωτικής ζώνης σε τηλεόραση και ραδιόφωνο, ενώ η κυριακάτικη λειτουργία από την πλούσια και ξεχωριστή κυριακάτικη ζώνη και την πλούσια σε ένθετα και θέματα κυριακάτικη εφημερίδα. Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες μέρες επίσης από τα ειδικά εορταστικά προγράμματα, τις ειδικές εορταστικές διαφημίσεις και τις καινούριες ταινίες στον κινηματογράφο και όχι από την διαφορά στις εκκλησιαστικές τελετουργίες. Τα κάλαντα έχουν αντικατασταθεί από τα ποπ χριστουγεννιάτικα τραγουδάκια που βγαίνουν κάθε Χριστούγεννα. Τα εκκλησιαστικά πανηγύρια ως σπουδαίο κοινωνικό γεγονός οπού η κοινότητα συναντιέται αντικαταστάθηκαν από τους ποδοσφαιρικούς αγώνες.

Όπως οι διατροφικές συνήθειες σε κάθε κοινωνία ορίζονται – επιβάλλονται από την θρησκεία έτσι και το θέαμα προτείνει όλο το διαιτολόγιο του σύγχρονου ανθρώπου από την coca cola και τα Mc Donald’s μέχρι τα τρόφιμα με 0% λιπαρά.

Κέντρο της οικίας δεν είναι ούτε η αρχαία εστία ούτε το εικονοστάσι με το καντήλι. Η οικογένεια το βράδυ συναντιέται γύρω από την τηλεόραση που αποτελεί το κέντρο της οικίας και εκεί διδάσκεται τους μύθους της κοινότητας μέσω της τελετουργικής αναπαράστασης τους. Σημείο της σύνδεσης της οικίας με την υπόλοιπη κοινότητα δεν είναι πια η κοινή με τις υπόλοιπες οικίες και το κέντρο της κοινότητας φλόγα (εστία, καντήλι) αλλά η τηλεόραση.
Το τέλος του κόσμου δεν αναμένεται με τον τρόπο που είχε προφητέψει ο Ιωάννης αλλά με τον τρόπο που προφητεύει το “Holly”-wood. Ένας ιός, ένας κομήτης, ένας μεγάλος σεισμός, μια πυρηνική καταστροφή, επίθεση από τρομοκράτες, ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, η υποταγή του ανθρώπου στις έχουσες συνείδηση μηχανές είναι τα κυρίαρχα τελολογικά σενάρια.
Όπως την εξουσία των αριστοκρατών την νομιμοποιούσε η εκκλησία έτσι και την εξουσία των καπιταλιστών την νομιμοποιεί το θέαμα. Η νομιμοποίηση αυτή δεν γίνεται πια προβάλλοντας την ιεραρχία ως ιδανική στον ουρανό αλλά προβάλλοντας την ως ιδανική στο θέαμα. Ο πάπας και ο πατριάρχης δεν μπορούν να ρίξουν και να ανεβάσουν κανέναν στην εξουσία (τουλάχιστον όχι με την ιδιότητα τους. Αν μπορούν να το κάνουν μπορούν ως οικονομικοί παράγοντες και αν χειρισθούν σωστά τα Μ.Μ.Ε.) μπορεί όμως ο “Τριανταφυλλόπουλος”. Ιερά εξέταση μπορεί να μην υπάρχει αλλά υπάρχει ο “Πρετεντέρης”. Η επίσημη ιστορία όπως σε κάθε εποχή καταγράφεται και ελέγχεται από το ιερατείο της έτσι και σήμερα από τις ειδήσεις. Η κοινωνική γνώση δεν διαμεσολαβείτε από την εκκλησία αλλά από το θέαμα. Ο μέσος άνθρωπος δεν έχει ένα μυαλό φορτωμένο με προλήψεις και δεισιδαιμονίες αλλά η σκέψη του είναι τόσο συγχυσμένη που θυμίζει ζάπινγκ. Πιστεύει σε αυτά που βλέπει στην τηλεόραση με την ίδια βεβαιότητα που κάποτε πίστευε σε αυτά που έλεγαν οι Γραφές. Στην αδράνεια όπου τον καταδίκαζαν οι προσευχές και τα ξόρκια σήμερα τον καταδικάζουν οι τηλεοπτικές καταγγελίες.

Την κοινωνική συνοχή για λογαριασμό της εξουσίας δεν την εγγυάται η εκκλησία αλλά το θέαμα. Το σημείο που όλοι είναι ίσοι και καταργούνται οι κοινωνικοί διαχωρισμοί δεν είναι πια μέσα από την συμμετοχή στα μυστήρια της εκκλησίας αλλά μέσα από την συμμετοχή στην τηλεθέαση. Η κοινωνική συμπεριφορά δεν καθορίζεται από τις θρησκευτικές διατάξεις και τις συμβουλές των παπάδων αλλά από τα σίριαλ και τις ταινίες. Το σεξ δεν ελέγχεται από την εκκλησία μέσω του γάμου ή της στέρησης αλλά από το θέαμα μέσω της απονοηματοδότησης του και του περιορισμού του σε μια συνάρτηση “μεγέθους”, “διάρκειας” και “τεχνικής”. Ο άνθρωπος δεν κάνει πια σεξ με θεωρητικά κύριο σκοπό την αναπαραγωγή όπως παλιά αλλά για να δημιουργήσει για τον εαυτό του την εικόνα του ανθρώπου που κάνει σεξ. Ο μετανοημένος δεν εξομολογείτε πια στον πνευματικό του αλλά σε εκπομπές ανάλογου περιεχομένου. Ακόμα και οι γριές πλέον μπορεί να χάσουν τον εσπερινό για να παρακολουθήσουν την απογευματινή σαπουνόπερα. Οι εικόνες με τον Χριστό στους δημόσιους χώρους που θυμίζουν τον Παντεπόπτη Πατέρα, έχουν αντικατασταθεί από τις κάμερες CCTV που θυμίζουν τον Μεγάλο Αδελφό.

Η παραδοσιακή με την μοντέρνα θρησκεία, η κλειστή με την ανοιχτή, η μυστική με την δημόσια ανταγωνίζονται, αλληλοεπηρεάζονται και διαδέχονται η μια την άλλη επί αιώνες ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της τάξης που είναι κάθε φορά στην εξουσία. Σίγουρα η κάθε εποχή έχει τα δικά της ανεπανάληπτα χαρακτηριστικά και οι γενικεύσεις είναι επικίνδυνες ωστόσο σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι όταν η εξουσία βασίζει την δύναμη της στην γη έχουμε παραδοσιακές κοινωνίες με κλειστές-μυστικές θρησκείες σαν τον χριστιανισμό ενώ όταν η εξουσία βασίζει την δύναμη της στο εμπόριο και την βιοτεχνία-βιομηχανία έχουμε μοντέρνες κοινωνίες με ανοιχτές θρησκείες.

Παράδειγμα, η αρχαία Αθήνα, την εποχή που την εξουσία είχαν οι δημοκράτες, στην οποία το θέατρο πέρα του ότι την χαρακτηρίζει παίζει και έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Ουσιαστικά παίζει τον ρόλο της θρησκείας, αφού είναι εξέλιξη των θρησκευτικών τελετουργιών των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία αποτελούνταν αρχικά και από την τάξη που μετέπειτα ανέλαβε την εξουσία, τους εμπόρους και τους βιοτέχνες. Η εξέλιξη του θεάτρου βαδίζει με την βαθμιαία ανάπτυξη της δύναμης της τάξης αυτής και το απόγειο του μαζί με την εγκαθίδρυση της στην εξουσία. Ο Προμηθέας που είναι θεός των τεχνιτών και επί αιώνες δεμένος σε έναν βράχο, κατά την αριστοκρατική μυθολογία, ελευθερώνεται στην δημοκρατική μυθολογία από τον Αισχύλο στο μέσω έκφρασης της, το θέατρο.

Ο χριστιανισμός λίγο πριν την εγκαθίδρυση του είναι θρησκεία των πλούσιων της γης και δίνει σκληρή μάχη κατά του θεάτρου όπως και το θέατρο κατά του χριστιανισμού. Οι πατέρες της εκκλησίας των πρώτων αιώνων ανησυχούν, γιατί οι εκκλησίες δεν έχουν κόσμο ενώ τα θέατρα είναι γεμάτα. Παρόλα αυτά και ο χριστιανισμός στην μορφή του συνεχίζει την παράδοση που έχει υιοθετήσει και το θέατρο από τον διθύραμβο αφού ο τρόπος και ο τόπος αναπαράστασης του θείου δράματος έχουν πολλά θεατρικά στοιχεία.

Κατά τον 16ο αιώνα, όταν η αστική τάξη αρχίζει να αποκτάει οικονομική δύναμη κάνει την εμφάνιση της στα εμπορικά πανηγύρια και η πρώτη εφημερίδα. Επίσης, την ίδια περίοδο μετά από πολλούς αιώνες ,το θέατρο αρχίζει να δυναμώνει αναγεννημένο από την ίδια την εκκλησία αλλά αυτονομημένο από αυτήν (οι πρώτες θεατρικές παραστάσεις, το λειτουργικό δράμα, είχαν θρησκευτική θεματολογία και παίζονταν έξω από τις εκκλησίες). Από τότε ακολουθεί την εξέλιξη της αστικής τάξης ως σήμερα που έχει μετεξελιχθεί στο παντοδύναμο θέαμα.

Σήμερα ο χριστιανισμός είναι νεκρός. Οι λίγοι πιστοί που υπάρχουν είναι στον βαθμό του φαν κλαμπ κάποιου καλλιτέχνη ή κάποιας αθλητικής ομάδας. Οι new age θρησκευτικές οργανώσεις καλύπτουν στον ίδιο σχεδόν βαθμό τις όποιες μεταφυσικές ανησυχίες και ο ρόλος τους περιορίζεται εκεί. Η εκκλησία δεν ταυτίζεται πλέον με την κοινωνία. Όσο και αν ο μέσος πολίτης επιμένει να αυτοαποκαλείται χριστιανός γεγονός είναι ότι ακολουθεί τις επιταγές του θεάματος και όχι της εκκλησίας. Αν και είναι μια πολύ δυνατή επιχείρηση, με ένα σταθερό και πορωμένο καταναλωτικό κοινό που έχει επίσης εξασφαλίσει από το θέαμα ένα μεγάλο μερίδιο προβολής, επιβιώνει ως μέρος του εμπορίου και του θεάματος, και όχι πάνω από αυτό, όπως τόσους αιώνες. Το θέαμα τελικά αφομοίωσε την εκκλησία και την αντικατέστησε.

Και για να παραφράσουμε λιγάκι τον Μαρξ…

Η εξουσία του θεάματος είναι το θέαμα της εξουσίας.

Το κράτος αυτό, η κοινωνία αυτή παράγουν το θέαμα, ανεστραμμένη συνείδηση του κόσμου, επειδή τα ίδια αποτελούν έναν κόσμο ανάποδο. Το θέαμα είναι η γενική θεωρεία του κόσμου αυτού, το εγκυκλοπαιδικό του άθροισμα, η λογική του σε λαϊκή μορφή, το πνευματικό του καύχημα, ο ενθουσιασμός του, η ηθική του επιβράβευση, το επίσημο του συμπλήρωμα, η οικουμενική του παρηγοριά και αιτιολόγηση. Είναι η φαντασιακή πραγμάτωση του ανθρώπινου όντος, αφού το ανθρώπινο ον δεν κατέχει την αληθινή πραγματικότητα. Το να αγωνίζεται κανείς ενάντια στο θέαμα είναι λοιπόν σαν να αγωνίζεται εναντίον αυτού εδώ του κόσμου, το πνευματικό άρωμα του οποίου αποτελεί το θέαμα.
Η θεαματική αθλιότητα αποτελεί, κατά ένα μέρος, την έκφραση της πραγματικής αθλιότητας, ενώ κατά ένα άλλο μέρος την διαμαρτυρία εναντίον της πραγματικής αθλιότητας. Το θέαμα είναι ο αναστεναγμός της καταπιεσμένης ύπαρξης, η ψυχή ενός κόσμου άκαρδου, όπως είναι και το πνεύμα των κοινωνικών συνθηκών απ’ όπου το πνεύμα έχει αποκλεισθεί. Είναι το όπιο του λαού.
Η κατάργηση του θεάματος ως απατηλής ευτυχίας του λαού είναι η απαίτηση που θέτει η πραγματική του ευτυχία. Απαιτώντας να απαρνηθεί ο λαός τις αυταπάτες που έχει για την κατάσταση του, απαιτεί την απάρνηση μιας κατάστασης που έχει ανάγκη από αυταπάτες.

Το ζήτημα είναι να απελευθερωθούν οι συνειδήσεις από την θεαματική εμμονή. Η ελευθερία συνείδησης δεν είναι τίποτα περισσότερο από κάθε είδους ελευθερία θεαματικής συνείδησης.

Τα συναισθήματα των μαζών τρέφονται αποκλειστικά με το θέαμα. Ακόμα και τα συμφέροντα τους θα έπρεπε να τα εγκρίνουν οι ειδήσεις για να προκαλέσουν ταραχές.

Το κατά Ντεμπόρ Ευαγγέλιο


“Σήμερα οι Beatles είναι πιο δημοφιλείς κι από τον Χριστό”
John Lennon

Απ’ όλα πριν υπήρχε η Εικόνα
Κι η Εικόνα ήταν με το Θέαμα,
Κι ήταν Θέαμα η Εικόνα.
Από την αρχή ήταν αυτή με το Θέαμα.
Τα πάντα δια αυτής δημιουργήθηκαν
και απ’ όσα έγιναν τίποτα χωρίς αυτή δεν έγινε.
Αυτή ήταν η ζωή,
και ήταν η ζωή αυτή το φως για τους ανθρώπους.
Το φως αυτό έλαμψε μέσα στου κόσμου το σκοτάδι
μα η σκοτείνια δε μπόρεσε να το σβήσει.

Η Εικόνα ήταν το αληθινό το φως
που καθώς έρχεται στο κόσμο
φωτίζει κάθε άνθρωπο.
Μέσα στο κόσμο ήτανε,
και ο κόσμος δια αυτής δημιουργήθηκε,
μα δεν την αναγνώρισε ο κόσμος.
Ήρθε στο κόσμο το δικό της,
και οι δικοί της δεν την δέχτηκαν.
Σε όσους όμως την δέχτηκαν και πίστεψαν σε αυτήν
έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδία του θεάματος.
Από το θέαμα γεννήθηκαν αυτοί
και όχι από γυναίκας αίμα,
ούτε από επιθυμία ανθρώπινη
ή επιθυμία άντρα.
Η Εικόνα έγινε άνθρωπος
και έστησε την σκηνή της ανάμεσα μας,
και είδαμε την θεαματική της δόξα.

Από τον δικό της πλούτο πήραμε όλοι εμείς
την μια δωρεά πάνω στην άλλη!

Όταν πλανητάρχης ήταν ο Καίσαρας Αύγουστος έβγαλε διάταγμα να απογραφεί όλη οικουμένη. Όλοι πήγαιναν να απογραφούν στο τόπο καταγωγής τους. Έτσι ο Ιωσήφ που καταγόταν από την Μέκκα του θεάματος, το Χόλυγουντ, αλλά τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Σιάτλ οπού και εργάζονταν ως εικονολήπτης σε τοπικό τηλεοπτικό σταθμό μαζί με την γυναίκα του, μακιγιέρ στον ίδιο σταθμό, ταξίδεψαν προς το Χόλυγουντ για να απογραφούν. Την περίοδο εκείνη μάλιστα η γυναίκα του η Μαρία ήταν έγκυος. Πολλές φορές είχαν προσπαθήσει να κάνουν παιδί αλλά το αδύναμο σπέρμα του Ιωσήφ δεν βοηθούσε προς αυτή την κατεύθυνση οπότε αποφάσισαν να το κάνουν με την μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Όταν λοιπόν ήταν στο Χόλυγουντ για την απογραφή, ήρθε η ώρα της Μαρίας να γεννήσει τον πρωτότοκο γιο της. Το θέμα της γέννησης του γιου του Ιωσήφ δεν άφησε αδιάφορους τους ιερείς του θεάματος αφού ο Ιωσήφ μπορεί να ήταν ένας ταπεινός εικονολήπτης αλλά οι πρόγονοι του είχαν γράψει μερικές από τις πιο ένδοξες σελίδες στην κοινωνία του θεάματος. Το γενεαλογικό δέντρο, άσχετα αν αυτός είχε ξεπέσει, αποτελούνταν από ηθοποιούς, δημοσιογράφους, καναλάρχες, από ανθρώπους δηλαδή που κατείχαν διάφορα πόστα στο ιερατείο του θεάματος. Έτσι το θέαμα της γέννησης του μικρού Κρίς Τζόσουαμπέργκ, όπως λεγόταν το παιδί που γεννήθηκε, κάλυψαν με ρεπορτάζ αρκετών λεπτών δημοσιογράφοι – ιερείς του θεάματος από τρία μεγάλα κανάλια που είδαν το άστρο του νεογνού να ανατέλλει.

Όταν πέρασαν λίγες μέρες επέστρεψαν στο σπίτι τους στο Σιάτλ. Το παιδί όσο μεγάλωνε γέμιζε με σοφία και όλες οι χάρες του σταρ αναπτύσσονταν πάνω του.
Κάθε χρόνο στη γιορτή του Πάσχα οι γονείς του έπαιρναν άδεια και πήγαιναν στο Λος Άντζελες. Όταν ο Κρίς έγινε δώδεκα χρονώ ανέβηκαν στο Χόλυγουντ στην απονομή βραβείων Όσκαρ όπως συνήθιζαν. Όταν τελείωσε η γιορτή και γύρισαν πίσω, το παιδί ο Κρίς παρέμεινε πίσω χωρίς να το ξέρουν ο Ιωσήφ και η μητέρα του. Νομίζοντας ότι ήταν μέσα στο πλήθος των θεατών δεν ανησύχησαν ώσπου κατάλαβαν την απουσία του και άρχισαν να τον αναζητούν. Μετά από τρεις μέρες τον βρήκαν στο πλατό καθισμένο ανάμεσα σε δημοσιογράφους, σκηνοθέτες και ηθοποιούς να τους ακούει και να τους κάνει ερωτήσεις. Όλοι όσοι τον άκουγαν έμειναν έκπληκτοι για την νοημοσύνη του και τις απαντήσεις του. Μόλις τον είδαν οι γονείς του απόρησαν και η μητέρα του είπε: « Παιδί μου γιατί μας το έκανες αυτό; Ο πατέρας σου κι εγώ σε αναζητούσαμε με μεγάλη αγωνία». Ο Κρίς τους απάντησε: « Γιατί με αναζητούσατε; Δεν ξέρατε ότι πρέπει να βρίσκομαι στο σπίτι του πατέρα μου;». Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν τα λόγια που τους είπε.
Ο Κρίς κατέβηκε μαζί τους και ήρθε στο Σιάτλ και ζούσε κοντά τους με υπακοή. Η μητέρα του όμως διατηρούσε μέσα στην καρδιά της όλα αυτά τα λόγια. Ο Κρίς εν τω μεταξύ μεγάλωνε και πρόκοβε στην σοφία.

Ήταν η δεύτερη εκλογή του Πλανητάρχη Τιβέριου όταν κυβερνήτης της πολιτείας του Σιάτλ ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Παρουσιαστές των κεντρικών δελτίων ειδήσεων ήταν ο Άννας και ο Καϊάφας.

Την περίοδο εκείνη έκανε θραύση με τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ του και τις ανθρωπιστικού και δημοκρατικού χαρακτήρα εκπομπές του ο Ιωάννης. Είχε βάλει σκοπό του να κάνει φανερή την διαπλοκή που επικρατούσε στο σύστημα και να την καταπολεμήσει έτσι ώστε να υπάρξει επιτέλους αξιοκρατία. Δεν χαριζόταν σε κανέναν ο Ιωάννης. Έφτανε σε σημείο να αποκαλεί τους επώνυμους καλεσμένους του στις εκπομπές του «Οχιάς γεννήματα» και να τους παροτρύνει να μετανοήσουν και να διορθωθούν. Τους έλεγε επίσης να μην επαναπαύονται στην δημοτικότητα τους γιατί το θέαμα και από τις πέτρες μπορεί να κάνει δημοφιλείς. Κάθε δέντρο έλεγε, που δεν κάνει καλό καρπό θα κοπεί σύρριζα και θα ριχτεί στη φωτιά.

Δεν τα έβαζε μόνο με τους υψηλά ιστάμενους αλλά με όλο τον κόσμο. Αποκάλυπτε κάθε παρατυπία που ασυνείδητοι υπάλληλοι έκαναν κατά την διάρκεια της εργασίας τους. Δημόσιοι υπάλληλοι που έφευγαν πριν το οκτάωρο τους, σερβιτόροι που σκάλιζαν την μύτη τους πριν σερβίρουν τον πελάτη και διεφθαρμένοι αστυνομικοί έμπαιναν συχνά στο στόχαστρο του.
Γενικά συμβούλευε τους ανθρώπους αν δεν θέλουν να βρεθούν κατηγορούμενοι σε καμιά εκπομπή του να είναι σε όλα τους τυπικοί. Από τους ασκούντες πολιτική εξουσία ας πούμε ζητούσε να μην απαιτούν περισσότερα απ‘ όσα τους παραχωρεί ο νόμος και από τους αστυνομικούς να μην παίρνουν λεφτά από κανέναν με ψεύτικες κατηγορίες, ούτε με τη βία αλλά να αρκούνται στο μισθό τους.

Από τον Ιωάννη ξεκίνησε – “βαπτίστηκε” και ο νεαρός πλέον Κρίς την καριέρα του στην αποκαλυπτική δημοσιογραφία του. Από τις πρώτες κιόλας μέρες φαινόταν πως μια λαμπρή καριέρα τον περίμενε. Τα ρεπορτάζ που έκανε για λογαριασμό του Ιωάννη έσπαγαν ρεκόρ θεαματικότητας. Παντού πλέον φωνάζονταν ότι «αυτός είναι το αγαπημένο παιδί του Θεάματος, αυτός είναι ο εκλεκτός του».
Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα που δούλευε για τον Ιωάννη αποφάσισε πλέον να κάνει δική του εκπομπή. Είχε όμως να αντιμετωπίσει διάφορους πειρασμούς από επιχειρηματίες και πολιτικούς που ήθελαν να τον δωροδοκήσουν και εξυπηρετεί τα δικά τους συμφέροντα. Ο Κρίς όμως έχοντας επίγνωση της βαριάς κοινωνικής ευθύνης που είχε αναλάβει και γνωρίζοντας πόσο σημαντικό είναι για την κοινωνική ειρήνη να είναι διαφανής και αδιάφθορες οι αποκαλυπτικές εκπομπές, αρνήθηκε απαντώντας τους: «ο άνθρωπος δε ζει μόνο με ψωμί, αλλά με κάθε λόγο που βγαίνει από το Θέαμα». Αφού κατάλαβαν ότι ο Κρίς είναι αδιάφθορος τον άφησαν στην ησυχία του.

Μόλις ανέλαβε ο Κρις την δικιά του εκπομπή, του Ιωάννη του την έκοψαν. Και όχι μόνο αυτό αλλά είχε να αντιμετωπίσει και μια σειρά από μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμιση και άλλες κατηγορίες αφού πλέον το είχε παρακάνει. Είχε αρχίσει, ως ένα μέρος του αγώνα του κατά της διαφθοράς, να αποκαλύπτει τις παράνομες σχέσεις του δημάρχου Ηρώδη με την γυναίκα του αδερφού του. Αυτό φυσικά οδήγησε τον δήμαρχο στο να πάρει τα μέτρα του και να ζητήσει από τον ιδιοκτήτη του καναλιού, που ήταν και κουμπάρος του, να κόψει την εκπομπή. Μάλιστα επειδή ο Ηρώδης αρχικά φοβόταν μην αποκαλυφθεί ότι αυτός κρύβεται πίσω από το κόψιμο της εκπομπής δίσταζε να το ζητήσει από τον κουμπάρο του προκειμένου να διαφυλάξει όση δημοτικότητα του είχε απομείνει. Η ερωμένη του όμως η Ηρωδιάδα τον έπεισε ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγουν αποκαλύψεις ακόμα μεγαλύτερων σκανδάλων. Το κόψιμο της εκπομπής του Ιωάννη έμεινε γνωστό στην ιστορία του Θεάματος ως “Ο αποκεφαλισμός του Ιωάννη” και η εκπομπή αντικαταστάθηκε προσωρινά από ένα μουσικοχορευτικό υπερθέαμα που παρουσίαζε η κόρη της Ηρωδιάδας η Σαλώμη.

Όταν κατάλαβε ο Κρίς ότι οι αποκαλύψεις που μπορεί να κάνει για την διαφθορά της εξουσίας είναι περιορισμένες και εξαρτώνται κάθε φορά από τις σχέσεις που υπάρχουν στην ίδια την εξουσία και ότι αυτός είναι απλά μέρος του παιχνιδιού της, αποφάσισε να είναι πιο συγκρατημένος και να προσπαθεί να δώσει δείγματα πολιτικής νομιμοφροσύνης λέγοντας με κάθε ευκαιρία ότι άλλο πράγμα το Θέαμα και άλλο η πολιτική… Ζητούσε να αποδίδονται τα του Καίσαρα στον Καίσαρα και τα του Θεάματος στο Θέαμα. Επίσης άλλαξε κανάλι γιατί το κλίμα ήταν λίγο βαρύ στο κανάλι που δούλευε ο Ιωάννης. Η εκπομπή που ανέλαβε στο νέο κανάλι είχε χαρακτήρα φιλανθρωπικό, ηθικολογικό, ψυχολογικό. Συχνά όμως κατήγγειλε ελλείψεις και παρατυπίες του κρατικού μηχανισμού και όχι σπάνια, κατήγγειλε δημόσιες αυθαιρεσίες των αρχών, πολιτικών, δικαστικών, αστυνομικών.

Ο Κρίς αποφάσισε οι εξωτερικοί συνεργάτες-ρεπόρτερ της εκπομπής να είναι νέοι και φτωχοί χωρίς ιδιαίτερη εμπειρία. Έκανε πρόταση συνεργασίας σε δύο αδέλφια που δούλευαν στο κανάλι ως “παιδιά για όλες τις δουλειές”, τον Σίμωνα που τον φώναζαν Πέτρο και τον αδελφό του Ανδρέα. «Ακολουθήστε με» τους λέει «και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων». Και αυτοί αμέσως τον ακολούθησαν. Προχωρώντας πιο πέρα είδε δύο άλλους αδελφούς τον Ιάκωβο γιό του Ζεβεδαίου του μοντέρ και τον αδελφό του Ιωάννη. Βρισκόταν στο κοντρόλ μαζί με τον πατέρα τους ως εκπαιδευόμενοι και μόνταραν μια εκπομπή. Τους κάλεσε και αυτοί άφησαν αμέσως τον πατέρα τους και τον ακολούθησαν.

Στις εκπομπές του Κρίς οι οποίες γίνονταν υπό την μορφή περιοδείας του έφερναν κάθε λογής ανθρώπους, από αρρώστους και ερωτευμένους που ήθελαν να πουν δημόσια τον πόνο τους, μέχρι ανθρώπους που χρωστούσαν λεφτά στο δημόσιο και έψαχναν να βρουν μια λύση.
Σ’ όλους αυτούς έβρισκε την λύση και έτσι σε κάθε εκπομπή το κοινό του , το οποίο αποτελούταν από τέτοιους ανθρώπους, όλο και πλήθαινε.

Σε μια εκπομπή του ανεβασμένος καθώς ήταν στο πλατό στράφηκε προς τους θεατές του και είπε: « Μακάριοι εσείς οι φτωχοί γιατί δική σας είναι η βασιλεία του Θεάματος. Μακάριοι εσείς που τώρα πεινάτε γιατί θα σας χορτάσει το Θέαμα. Μακάριοι εσείς που τώρα κλαίτε γιατί θα χαρείτε».

Για τους αναξιοπαθούντες που έψαχναν λύση στα προβλήματα τους μέσω της τηλεόρασης υπήρχε ένα διαφημιστικό σποτάκι που τους καλούσε να απευθυνθούν στην εκπομπή. Στο σποτάκι παρουσιαζόταν ο Κρίς να λέει : «Ζητάτε και θα σας δοθεί, ψάχνετε και θα βρείτε, χτυπάτε την πόρτα και θα σας ανοιχτεί. Γιατί όποιος ζητάει λαμβάνει και όποιος ψάχνει βρίσκει και όποιος χτυπά του ανοίγετε. Μα και ποιος από εσάς αν του ζητήσει το παιδί του ψωμί θα του δώσει λιθάρι; Η αν του ζητήσει ψάρι θα του δώσει φίδι; Αφού λοιπόν εσείς παρόλο που είστε απλοί άνθρωποι ξέρετε να δίνετε στα παιδιά σας καλά πράγματα πολύ περισσότερο το επιτελείο της εκπομπής θα δώσει αγαθά σε όσους το ζητήσουν».

Ο Κρίς επιτίθονταν σε παρουσιαστές άλλων εκπομπών με παρόμοιο περιεχόμενο και καλούσε τους τηλεθεατές «να φυλαχτούν από αυτούς που έρχονται σαν πρόβατα από μέσα τους όμως είναι λύκοι αρπακτικοί. Θα τους καταλάβετε από τα έργα τους. Μήπως μαζεύουν από τα αγκάθια σταφύλια ή από τα τριβόλια σύκα; Ένα καλό δέντρο κάνει καλούς καρπούς ενώ το άχρηστο δέντρο κάνει άχρηστους καρπούς. Δεν μπορεί το καλό δέντρο να κάνει άχρηστους καρπούς ούτε το άχρηστο δέντρο να κάνει καλούς καρπούς. Και όποιο δέντρο δεν κάνει καλούς καρπούς το κόβουν και το ρίχνουν στην φωτιά. Θα τους καταλάβετε λοιπόν από τους καρπούς τους.
Μόλις , μετά από μια εκπομπή, ο Κρίς επέστρεφε σπίτι του τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος και τον παρακάλεσε λέγοντας: «Κύριε ο υπηρέτης μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι, παράλυτος και υποφέρει φοβερά.». Και ο Κρίς του λέει : «θα έρθουμε σπίτι σου να αναδείξουμε το θέμα για να ευαισθητοποιηθούν οι αρμόδιοι». Ο εκατόνταρχος του αποκρίθηκε: «Κύριε δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου, πες μόνο ένα λόγο από την εκπομπή σου και το θέμα θα πάρει τις διαστάσεις που του χρειάζονται ώστε να βρεθεί το κατάλληλο νοσοκομείο όπου θα νοσηλευτεί και θα γιατρευτεί. Και εγώ είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία και έχω στρατιώτες στη διοίκηση μου. Λέω στον ένα “πήγαινε” και πηγαίνει και στον άλλον “έλα” και έρχεται και στον δούλο μου “κάνε αυτό” και το κάνει». Και ο Κρίς συγκινήθηκε και είπε στον εκατόνταρχο: «Πήγαινε και θα γίνει αυτό που πίστεψες». Και το ζήτημα κινήθηκε εκτός αέρα και ο υπηρέτης μετά από λίγο έγινε καλά.

Ο κόσμος που έκανε αιτήσεις για να λυθούν τα προβλήματα του μέσω της εκπομπής ήταν πάρα πολύς όπως και ο καιρός που χρειαζόταν να περάσει για να έρθει κάποιο θέμα στη δημοσιότητα, Έτσι σε μια εκπομπή του Κρίς που το στούντιο ήταν τίγκα από τους καλεσμένους, έκαναν την εμφάνιση τους απροειδοποίητα κάποιοι άντρες που κρατούσαν έναν παράλυτο που ήταν άπορος και δεν είχε λεφτά να πάρει ηλεκτροκίνητο αναπηρικό καροτσάκι που του ήταν απαραίτητο. Τότε ο Κρίς είπε ότι το πρόβλημα θα λυθεί αμέσως και πρόσφερε ένα ηλεκτροκίνητο καροτσάκι ως προσφορά της εκπομπής λέγοντας στον παράλυτο «Πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Όταν ο κόσμος το είδε αυτό έμεινε κατάπληκτος από την δύναμη που δίνει το θέαμα στους ανθρώπους.

Προχωρώντας ο Κρίς είδε να κάθετε ένας τοκογλύφος ο Λεβί. «Ακολούθησε με» του είπε. Και εκείνος σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Ο Λεβί του έκανε πλούσιο τραπέζι σπίτι του. Μαζί του στο τραπέζι ήταν πολύς κόσμος. Τοκογλύφοι, απατεώνες και άλλοι άνθρωποι. Όμως οι στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών που σχολίαζαν τα τηλεοπτικά άρχισαν να γράφουν και να ρωτούν «Γιατί ο Κρίς τρώει και πίνει με τέτοιους ανθρώπους;». Ο Κρίς τότε απάντησε: «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό όσοι είναι υγιείς αλλά οι άρρωστοι. Δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δίκαιους αλλά τους αμαρτωλούς.».

Ο Κρίς συνέχισε την περιοδεία του κατά την οποία μέσω των εκπομπών του κατηγορούσε κάθε αδικία και βοηθούσε όσο μπορούσε να βρεθούν λύσεις στα προβλήματα του κόσμου.

Ο Κρίς κάλεσε τότε τους δώδεκα ρεπόρτερ του και τους έδωσε την εξουσία να βρίσκουν, να αναδεικνύουν και να λύνουν τα προβλήματα των πολιτών στο όνομα του.
Τα ονόματα των δώδεκα ρεπόρτερ του Κρίς είναι τα εξής : Πρώτος ο Σίμων που λέγετε Πέτρος και ο αδελφός του ο Αντρέας, ο Ιάκωβος ο γιος του Ζεβεδαίου και ο αδελφός του ο Ιωάννης, ο Φίλιππος και ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ματθαίος ο τοκογλύφος, ο Ιάκωβος ο γιος του Αλφαίου και ο Λεββαίος που ονομάστηκε Θαδδαίος, ο Σίμων ο Κανανίτης και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, αυτός που τον πρόδωσε.
Κάλεσε λοιπόν τους δώδεκα και τους έστειλε να κάνουν ρεπορτάζ και να αναδείξουν τα προβλήματα των ανθρώπων της επαρχίας βοηθώντας έτσι ώστε το κράτος να δείξει ενδιαφέρον. «Μην παίρνετε τίποτα μαζί σας για τον δρόμο» τους είπε, «Ούτε ραβδί, ούτε σακίδιο, ούτε φαγητό, ούτε χρήματα, ούτε διπλά ρούχα. Και όπου δεν σας δέχονται όταν βγαίνετε από εκείνη την πόλη να τα καταγράφετε στην κάμερα για να υπάρχει μια μαρτυρία εναντίον τους. Έφυγαν και περνούσαν ένα-ένα τα χωριά, φέρνοντας τα προβλήματα των πολιτών στην επιφάνεια.
«Σας στέλνω σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους. Να έχετε την σύνεση που έχουν τα φίδια και την ακεραιότητα που έχουν τα περιστέρια. Να προσέχετε τους εαυτούς σας. Θα σας οδηγήσουν μπροστά σε ηγεμόνες εξαιτίας μου για να δώσετε σε αυτούς μαρτυρία για εμένα. Όταν σας σύρουν στα δικαστήρια να μην αγωνιάτε εκ των προτέρων για το τι θα πείτε μήτε να προμελετάτε αλλά θα τα κανονίσει όλα το Θέαμα. Γιατί δεν είναι δικά σας τα λόγια που θα δημοσιοποιηθούν αλλά προϊόν του μοντάζ. Όλοι θα σας μισούν εξαιτίας μου. Όποιος όμως μείνει σταθερός στο τέλος αυτός θα σωθεί.».

«Μην νομίζετε πως ήρθα για να επιβάλλω αναγκαστική ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων. Δεν ήρθα να φέρω τέτοια ομόνοια αλλά διαίρεση. Πράγματι, ο ερχομός μου έφερε τον διχασμό του ανθρώπου με τον πατέρα του, της θυγατέρας με την μάνα της, της νύφης με την πεθερά της. Και έτσι εχθροί του ανθρώπου είναι οι δικοί του.»

Μόλις τελείωσε ο Κρίς με τις εντολές στους δώδεκα ρεπόρτερ του έφυγε από εκεί για να κάνει εκπομπή σε διάφορες πόλεις της περιοχής.

Μια μέρα σε μια εκπομπή του που μεταδιδότανε από την επαρχεία είχε μαζευτεί πολύς κόσμος από τα γύρω χωριά η εκπομπή του είχε στηθεί πολύ πρωτότυπα Κρίς καθόταν σε ένα καΐκι και το κοινό στεκόταν στον γιαλό. Άρχισε τότε να βγάζει λόγους: «Βγήκε ο σποριάς να σπείρει τον σπόρο του και καθώς έσπερνε μερικοί σπόροι έπεσαν στον δρόμο, όπου καταπατήθηκαν και τους έφαγαν τα πουλιά. Άλλοι έπεσαν στις πέτρες και όταν φύτρωσαν ξεράθηκαν γιατί δεν είχε υγρασία. Άλλοι σπόροι έπεσαν μέσα στα αγκάθια κι όταν αυτά φύτρωσαν μαζί τους , τους έπνιξαν. Άλλοι όμως έπεσαν στο γόνιμο έδαφος, φύτρωσαν και έδωσαν καρπό εκατό φορές περισσότερο.

Οι ρεπόρτερ του μόλις έγινε διάλειμμα για διαφημίσεις τον ρώτησαν : «Τι σημαίνει αυτό που είπες; Γιατί μιλάς συμβολικά;». Εκείνος τους απάντησε: «Σε σας έδωσε το Θέαμα να γνωρίσετε τα μυστήρια του ενώ στους υπόλοιπους αυτά δίνονται υποσυνείδητα με την πλύση του εγκεφάλου, ώστε να κοιτάζουν και να μην βλέπουν, και να ακούν αλλά να μην καταλαβαίνουν».

«Η ιστορία του σποριά» τους απάντησε ο Κρίς «σημαίνει το εξής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεάματος. Οι σπόροι που έπεσαν στο δρόμο είναι εκείνοι που άκουσαν το λόγο του Θεάματος, έρχεται όμως μετά η πραγματική ζωή και τον παίρνει από τις καρδιές τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν. Οι σπόροι που έπεσαν στο πετρώδες έδαφος είναι εκείνοι που όταν ακούσουν τον λόγο τον δέχονται με χαρά, δεν έχουν όμως ρίζα γι’ αυτό πιστεύουν για λίγο διάστημα και όταν έρθει ο καιρός της δοκιμασίας, όταν δηλαδή ο λόγος είναι ενάντια τους απομακρύνονται. Αυτοί που έπεσαν στα αγκάθια είναι εκείνοι που ακούν τον λόγο, συμπορεύονται όμως με την πραγματική ζωή και τις απολαύσεις της και όχι τις διαστρεβλωμένες αντανακλάσεις της. Με τον σπόρο που έπεσε στο γόνιμο έδαφος εννοούνται όσοι άκουσαν τον λόγο με καλή και αγαθή καρδιά, το φυλάνε μέσα τους και στερούνται την πραγματική ζωή με υπομονή».

Ο Κρίς πήρε το επιτελείο της εκπομπής και πήγε σε παραμεθόριο περιοχή να κάνουνε εκπομπή, ώστε να αναδείξουν τα προβλήματα των ανθρώπων στις περιοχές εκείνες. Πολύς όχλος μαζεύτηκε και τους μιλούσε για την δύναμη του Θεάματος και όσους μπορούσε να βοηθήσει να αναδειχτούν τα προβλήματα τους ώστε να λυθούν, τους βοηθούσε. Η εκπομπή όμως τελείωσε και οι δώδεκα ρεπόρτερ της εκπομπής πήγαν κοντά του και του είπαν : «Διώξε τον κόσμο για να πάνε στα χωριά τους να φάνε». Ο Κρίς τους απάντησε : «Δώστε τους εσείς να φάνε» και εκείνοι του είπαν : «Θες να αγοράσουμε εμείς φαγητό για όλο αυτό το πλήθος;». Γιατί ήταν περίπου πέντε χιλιάδες. Είπε στους μαθητές του : «Βάλτε τους να καθίσουν για φαγητό κάτω στο έδαφος κατά ομάδες ανά πενήντα». Έτσι έκαναν και τους έβαλαν όλους να καθίσουν για φαγητό. Πήρε τότε τηλέφωνο στο κετερινγκ και έδωσε εντολή να ξεκινήσουν να μοιράζουν το φαγητό που είχε αγοραστεί από τον χορηγό της εκπομπής. Όλοι τους έφαγαν και χόρτασαν και τα περισσεύματα ήταν δώδεκα κοφίνια .

Η δημοτικότητα του Κρίς όλο και μεγάλωνε. Ήταν τόσο δημοφιλής που γυρίστηκε ντοκιμαντέρ που αναφερόταν στη ζωή και το έργο του. Σε ένα σημείο του ντοκιμαντέρ εμφανιζόταν (ως προϊόν μοντάζ φυσικά) η Μέρυλιν Μονρόε και ο Τζων Λένον να συνομιλούν μαζί του. Αμέσως μετά η εικόνα φαινόταν σαν να θολώνει και μια φωνή να λέει : «Αυτός είναι ο αγαπημένος μου υιός , αυτός είναι ο εκλεκτός μου, αυτόν να ακούτε».
Μετά το τέλος του ντοκιμαντέρ ο Κρίς άρχισε να υποψιάζεται ότι θα έχει την ίδια μοίρα με την Μέρυλιν Μονρόε και τον Τζων Λένον. Ότι θα δολοφονηθεί , θα δοξαστεί και θα “αναστηθεί” ως θεαματική μορφή μένοντας για πάντα με αυτό τον τρόπο ζωντανός και κερδίζοντας την “αιώνια ζωή”.

Εκείνοι την ώρα πήγαν οι ρεπόρτερ του και τον ρώτησαν : «Ποιος είναι άραγε ο μεγαλύτερος στην βασιλεία του Θεάματος;». Ο Κρίς φώναξε ένα παιδάκι , το έβαλε να σταθεί ανάμεσα τους και είπε: «Σας βεβαιώνω πώς αν δεν αλλάξετε κι αν δεν γίνετε σαν τα παιδιά δε θα μπείτε στη βασιλεία του θεάματος. Όποιος λοιπόν ταπεινώσει τον εαυτό του σαν αυτό το παιδί είναι ανώτερος στην βασιλεία του Θεάματος. Όποιος γίνει αφορμή να κλονιστεί ένας από αυτούς τους μικρούς που πιστεύουν στο Θέαμα είναι προτιμότερο γι’ αυτόν να κρεμάσει μια μυλόπετρα στο λαιμό του και να καταποντιστεί στην θάλασσα. Αλίμονο στον κόσμο για τα σκάνδαλα που έχει να αντιμετωπίσει γιατί αναγκαστικά θα έρθουν τα σκάνδαλα, μα αλίμονο στον άνθρωπο που προκαλεί το σκάνδαλο».

Σε μια εκπομπή του κάποια γυναίκα από το κοινό έβγαλε μια δυνατή φωνή και του είπε: « Χαρά στη μάνα που σε γέννησε και σε θήλασε !». Και εκείνος είπε : «Πιο πολύ χαρά σε εκείνους που ακούν τον λόγο του Θεάματος και τον εφαρμόζουν!».

Ο Κρίς ανοίγοντας έναν κύκλο εκπομπών που θα είχαν αποκαλυπτικό χαρακτήρα για ασυδοσίες διάφορων επιφανών επιχειρηματιών άρχισε να λέει : «Προσέχετε από το προζύμι των επιχειρηματιών που είναι η υποκρισία τους . Δεν υπάρχει τίποτα σκεπασμένο που δεν θα ξεσκεπαστεί και τίποτα κρυφό που δεν θα μαθευτεί. Ότι λοιπόν λέτε στο σκοτάδι θα ακουστεί στο φως και ότι ψιθυρίζετε σε κλειστό χώρο θα ανακοινωθεί στα φανερά.»

Σχετικά με τα μεγάλα ονόματα Θεάματος, τους διάττοντες αστέρες και τις πληρωμές τους ο Κρίς έλεγε «Η βασιλεία του Θεάματος είναι όμοια με έναν γαιοκτήμονα , που βγήκε νωρίς το πρωί να προσλάβει εργάτες για το αμπέλι του. Συμφώνησε με τους εργάτες να τους πληρώσει ένα δηνάριο την ημέρα και τους έστειλε στο αμπέλι του. Όταν γύρω στις εννιά βγήκε στην αγορά, είδε άλλους να στέκονται εκεί χωρίς δουλειά και τους είπε : “Πηγαίνετε και εσείς στο αμπέλι και θα σας δώσω ότι είναι δίκαιο”. Και αυτοί έφυγαν για το αμπέλι. Όταν βγήκε κατά τις δώδεκα και κατά τις τρεις έκανε το ίδιο. Κατά τις πέντε βγήκε και είδε και άλλους να κάθονται και τους λέει : “Γιατί κάθεστε εδώ άνεργοι όλοι την μέρα;”. Του λένε : “Γιατί κανένας δε μας πήρε στη δουλειά”. Τους λέει : “Πηγαίνετε και εσείς στο αμπέλι μου και θα πάρετε ότι δικαιούστε”. Όταν βράδιασε λέει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού στον διαχειριστή του : “Φώναξε τους εργάτες και πλήρωσε τους το μεροκάματο αρχίζοντας από τον τελευταίο ως τους πρώτους”. Ήρθαν λοιπόν αυτοί που έπιασαν δουλειά στις πέντε και πήραν ένα δηνάριο. Όταν ήρθαν οι πρώτοι νόμιζαν πως θα πάρουν περισσότερα, πήραν όμως και αυτοί από ένα δηνάριο. Όταν το πήραν άρχισαν να διαμαρτύρονται εναντίον του γαιοκτήμονα λέγοντας : “Αυτοί οι τελευταίοι εργάστηκαν μία ώρα και τους εξίσωσες με εμάς που υπομείναμε τον μόχθο και τον καύσωνα μιας ολόκληρης μέρας”. Εκείνος όμως γύρισε σε έναν από αυτού και του είπε : “Φίλε δεν σε αδικώ. Δε συμφώνησες μαζί μου ένα δηνάριο; Πάρτο και πήγαινε. Εγώ θέλω να πληρώσω αυτόν που ήρθε τελευταίος όσο και εσένα. Δε μπορώ τα λεφτά μου να τα κάνω ότι θέλω; Ή μήπως επειδή είμαι καλός αυτό προκαλεί την ζήλια σου;”. Έτσι θα βρεθούν οι τελευταίοι πρώτοι και οι πρώτοι τελευταίοι γιατί πολλοί είναι οι καλεσμένοι λίγοι όμως οι εκλεκτοί».

Σχετικά με την αξία της Θεαματικότητας έλεγε : «Ποια γυναίκα όταν έχει εφτά δραχμές και χάσει τη μία δεν ανάβει το λυχνάρι ,δε σκουπίζει το σπίτι και δε ψάχνει με επιμέλεια ώσπου να την βρει; Όταν την βρει φωνάζει τις φίλες και τις γειτόνισσες και τις λέει: “Χαρείτε μαζί μου γιατί βρήκα την δραχμή που είχα χάσει”. Σας βεβαιώνω πως το ίδιο χαίρονται και οι αστέρες του Θεάματος όταν κερδίζουν έστω για μια μονάδα τηλεθέασης».

Ο Κρίς έκανε μια εκπομπή με ρεπορτάζ που εμφάνιζαν διάφορους επιστήμονες, από κοινωνιολόγους και οικονομολόγους μέχρι μετεωρολόγους, σεισμολόγους και αστρονόμους που προέβλεπαν το μέλλον της γης. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ η συντέλεια του κόσμου ήταν πολύ κοντά. Σε γενικές γραμμές προβλεπότανε ότι όλα τα μεγάλα και επιβλητικά οικοδομήματα θα γκρεμιστούνε. Ότι δεν θα μείνει πέτρα πάνω στη πέτρα. Ότι το ένα έθνος θα ξεσηκωθεί εναντίον του άλλου και θα γίνουν σεισμοί σε διάφορα μέρη και θα έρθουν πείνα και ταραχές. Αυτή θα είναι μόνο η αρχή. Σαν την αρχή των πόνων της γέννας.
Όποιος βρεθεί στο λιακωτό θα φύγει χωρίς να μπει στο σπίτι του να πάρει κάτι μαζί του και όποιος βρεθεί στο χωράφι δε επιστρέψει πίσω να πάρει το πανωφόρι του. Αλίμονο στις γυναίκες που θα είναι έγκυες εκείνες τις μέρες ή θα θηλάζουν. Τα δεινά που θα συμβούν τότε θα είναι τέτοια που δεν ξαναγίνανε ως τώρα, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, ούτε και θα ξαναγίνουν. Εκείνες τις μέρες ύστερα από αυτά τα δεινά, ο ήλιος θα σκοτεινιάσει κα το φεγγάρι δε θα δίνει πια το φως του. Τα άστρα θα πέφτουν από τον ουρανό και οι φυσικοί νόμοι που κρατούν την τάξη του σύμπαντος θα διασαλευτούν. Βεβαίωναν πως όλα αυτά θα γίνουν όσο ακόμα ζουν οι άνθρωποι αυτής της γενιάς. Ο σημερινός κόσμος θα πάψει να υπάρχει.

Η δημοτικότητα του Κρίς είχε πάρει, σε συνδυασμό με τις πιέσεις που ασκούσε μέσω των εκπομπών του στο κράτος, επικίνδυνες διαστάσεις για κάποιους. Συγκεντρώθηκαν τότε πολιτικοί, επιχειρηματίες και καναλάρχες και αποφάσισαν να απαλλαγούν από αυτόν. «Μεθοδικά» έλεγαν, «για να μην ξεσηκωθεί ο λαός».
Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης , ένας από τους δώδεκα ρεπόρτερ σηκώθηκε και πήγε στους καναλάρχες και τους είπε : « Τι θα μου δώσετε; Και εγώ θα σας τον παραδώσω.» και αυτοί του μέτρησαν τριάντα χιλιάδες δολάρια. Από τότε ζητούσε να βρει κατάλληλη ευκαιρία για να τον προδώσει.
Ο Ιούδας ήταν εραστής του Κρίς και ήθελε να τον εκδικηθεί επειδή τον είχε απατήσει. Το σχέδιο ήταν να αποκαλυφθεί η σεξουαλική ιδιαιτερότητα του Κρίς ώστε να διασυρθεί και να χάσει την δημοτικότητα του.

Ο Κρίς είχε ραντεβού με τον Ιούδα στην Γεσθημανή. Όταν ο Ιούδας έφτασε στο ραντεβού τον φίλησε θερμά στο στόμα και το πλήθος τον δημοσιογράφων που τον ακολουθούσε κρυφά οπλισμένο με φωτογραφικές μηχανές και κάμερες άρχισε να “καλύπτει” το στιγμιότυπο. Κάποιος όμως από τους παρόντες άρχισε να χτυπάει στο αυτί έναν φωτογράφο.
Ο Κρίς απευθύνθηκε σε αυτού και τους είπε : «Ληστής είμαι και βγήκατε με φωτογραφικές και κάμερες να με τραβήξετε;»

Το ζήτημα πήρε τεράστια έκταση. Έφτασε μέχρι και τα κεντρικά δελτία ειδήσεων όπου οι κεντρικοί παρουσιαστές τον χλεύαζαν και τον κατηγορούσαν. Οι τηλεθεατές ζητούσαν την τιμωρία του. Οι γελοιογραφίες στις εφημερίδες τον παρουσίαζαν με κόκκινο χιτώνα και κορώνα και με συνοδευτικούς τίτλους όπως “η βασίλισσα του Θεάματος” .

Μετά τον διασυρμό του στάθηκε σε ένα δωμάτιο μόνος μπροστά από μια κάμερα που κατέγραφε, αναρωτήθηκε φωναχτά γιατί έπρεπε να πιει αυτό το πικρό ποτήρι, ζήτησε από το Θέαμα να συγχωρήσει τους διώκτες του και τερμάτισε την ζωή του κρεμώντας τον εαυτό του επί ξύλου.
Αμέσως μετά το θάνατο του όλα τα Μ.Μ.Ε. έκαναν πολύωρα αφιερώματα στη ζωή και το έργο του αποκαθιστώντας την τιμή του. Η μορφή του έγινε ταυτόσημη με το Θέαμα, “αναστήθηκε” και έζησε αιώνια δια αυτού.

Anastassy Constantinovic Bogomolov
Θεσσαλονίκη, Απρήλιος 2007 – Μάρτιος 2008

Categories
Uncategorized

Όσον αφορά τους Βαρβάρους – Bleu Marin

Όσον αφορά τους Βαρβάρους | Bleu Marin

Πρώτη έκδοση: Bleu Marin, Anti-copyright, Αύγουστος 2002

Μετάφραση από τα ιταλικά στα αγγλικά: Diavolo in Corpo

Δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στο φανζίν Killing King Abacus

Μετάφραση στα ελληνικά: Bezmotivnik, Σαλονίκη, Γενάρης 2008

«Αν δε γνωρίζω μια γλώσσα, είμαι ένας βάρβαρος γι αυτόν που την μιλάει, κι αυτός που την μιλάει θα είναι ένας βάρβαρος για μένα». Παύλος, Πρώτη επιστολή προς Κορινθίους

«Ο Πολιτισμός έρχεται στο τέλος του, όταν οι βάρβαροι πληθαίνουν» – Karl Krauss

Στην καρδιά της πόλης

Η ιστορία ενός πολιτισμού είναι ταυτόχρονα η ιστορία του μετασχηματισμού της γλώσσας του. Μια κοινωνία αναπτύσσεται γύρω από τη γνώση της, η οποία αρθρώνεται μέσα στην γλώσσα, η οποία με τη σειρά της καθιστά συνεκτική την ίδια τη σκέψη. Οι άνθρωποι δρουν βάσει των επιθυμιών τους, επιθυμούν βάσει της γνώσης τους, γνωρίζουν βάσει της σκέψης τους, και σκέφτονται βάσει της γλώσσας τους. Η μορφή και το περιεχόμενο αυτής της τελευταίας είναι ταυτόχρονα η συνθήκη και το αποτέλεσμα του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. Η κυρίαρχη γλώσσα μιας εποχής είναι λοιπόν πάντοτε η γλώσσα αυτών που κυριαρχούν κοινωνικά την εποχή αυτή. Αν υπάρχει κάποια ιδέα που να εκφράζει ξεκάθαρα τη σχέση μεταξύ της γλώσσας και της κοινωνίας είναι αυτή του βάρβαρου. Για τους έλληνες ο βάρβαρος ήταν ο ξένος. Την ίδια στιγμή ήταν επίσης ο κατώτερος, καθώς οποιοσδήποτε δεν μπορούσε να χειριστεί τη γλώσσα της Πόλεως, προσδιοριζόταν αρνητικά. Η προέλευση της λέξης έχει να κάνει με την έλλειψη του Λόγου, της συνομιλίας. Αν αναλογιστούμε πως ο Αριστοτέλης προσδιόρισε τον άνθρωπο ως ένα «πολιτικό ον» και ως ένα «ζώο προικισμένο με τον Λόγο»,ακολούθως, ταυτίζοντας την γλώσσα με την πολιτική, ο βάρβαρος εξορίζεται όχι μόνον από την πόλη, αλλά από την ίδια την ανθρώπινη κοινότητα. Ο βάρβαρος είναι ένας μη-άνθρωπος, ένα τέρας.

Ο Λόγος επί το έργον

Ο λόγος δεν είναι απλά η συνομιλία ή η γλώσσα, αλλά είναι επίσης η επιστήμη, οι νόμοι, η λογική, η τάξη (τόσο με την έννοια μιας ρυθμιστικής αρχής όσο και της κατάστασης που συνδέει και εκφράζει την πολυπλοκότητα που αποτελεί την πραγματικότητα). Όλες αυτές οι σημασίες συνυπάρχουν ταυτόχρονα στη λέξη Λόγος, η οποία είναι προφανώς αμετάφραστη (στα αγγλικά ένας όρος που πλησιάζει τον λόγο είναι ίσως το expression=έκφραση). Έχοντας απλά όλα αυτά κατά νου, μπορεί να αντιληφθεί κανείς τον αριστοτελικό ορισμό του ανθρώπου, καθώς και τη φύση του αντιθέτου του, του βάρβαρου. Η πρώτη εμφάνιση της λέξης λόγος καταγράφεται στα αποσπάσματα του Ηράκλειτου (4ος με 5ο αιώνα π.χ.) όπου ορισμένα σημεία, υποδεικνύουν ταυτόχρονα μια κοσμική αρχή, την απόλυτη τάξη της πραγματικότητας με όλες τις πολύπλοκες εκφράσεις της, την ανθρώπινη κατανόηση της τάξη αυτής και την καθεαυτή αντίληψη του Ηράκλειτου. Ήδη στα αποσπάσματα αυτά, το στοιχείο όπου εντοπίζεται η κοινότητα μεταξύ των ανθρώπων συνίσταται στον λόγο.

Από την εποχή των ομηρικών επών, ο κοινός τόπος είναι η συνέλευση όπου οι πολεμιστές μοιράζονταν τόσο τα συλλογικά αγαθά, αποκτημένα μέσα σε λεηλασίες και πολέμους, όσο και το διάλογο. Αυτή η σχέση μεταξύ του κέντρου και του στοιχείου κοινότητας μεταφέρθηκε στην Αγορά, δηλαδή στην πλατεία της πόλης, τον χώρο των πολιτικών αποφάσεων. Οι κατηγορίες του δημοσίου διαλόγου, δείχνουν ακριβώς την πράξη της καθέλκυσης των λέξεων (κατά-) μέσα στη συνέλευση (αγορά) όπου θα υποβληθούν στη γενική κρίση. Ο βάρβαρος είναι λοιπόν αυτός που στέκεται εκτός των κατηγοριών, αυτός που μη έχοντας πρόσβαση στην αγορά, είναι αποκλεισμένος από τη δημόσια ζωή. Ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι, τραυλός για τη γλώσσα της πόλης, μένει να ενωθεί με τον εξωτερικό εχθρό. Η γυναίκα και ο σκλάβος, αυτοί που αποκλείστηκαν από το διάλογο (διάλογος δηλαδή τάξη, λόγος και νόμοι), αυτοί οι υπήκοοι της εσωτερικής αποικίας, αναπαριστούν δυο κατώτατα σκαλιά στην κλίμακα που καταλήγει στη χειρότερη βαναυσότητα που υπάρχει και αντιπροσωπεύεται από τον βάρβαρο, τον κατώτερο, τον εχθρό.

Η εξουσία των συνελεύσεων ανήκει σ αυτούς που γνωρίζουν την τέχνη της ρητορικής, τις τεχνικές για να καρπώνονται οι ίδιοι τις χάρες της πανίσχυρης θεάς Πειθούς. Όσο περισσότερο έχει κανείς τον χρόνο για να κερδίσει την εύνοιά της, τόσο περισσότερο μπορεί να εξασκήσει τη δύναμή της, επιβάλλοντας τον λόγο του ως κοινό λόγο, εκμηδενίζοντας τους υπόλοιπους λόγους ως ιδιωτικούς. «Η δύναμη των λόγων στο πνεύμα εκείνου που πείθει είναι σαν αυτή του αφέντη πάνω στον δούλο, με τη διαφορά ότι το πνεύμα υποπίπτει στη δουλεία όχι με την ισχύ αλλά με την μυστηριώδη πίεση που ασκείται στη συγκατάβασή του» έγραφε ο Πλάτων στον «Φίληβο», σκιαγραφώντας επιδέξια την κυρίαρχη δύναμη της γλώσσας. Όμως είναι σημαντικό, όχι μόνο να αναγνωρίζουμε ότι στην πολιτική ο διάλογος είναι ένα όπλο πολέμου, αλλά επίσης να ερευνούμε τη σχέση που συνδέει το όπλο αυτό με όλα τα υπόλοιπα. Μόνο ένας που έχει στην κατοχή του σκλάβους που εργάζονται γι αυτόν μπορεί να σκλαβώσει άλλους με τα λόγια του. Η δραστηριότητα των υποκειμένων έχει ήδη εξειδικευτεί από τη στιγμή που ένας ιεραρχικός και ανώτερος ρόλος αποδόθηκε στον κόσμο. Η διαίρεση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, εν τω μεταξύ μετασχηματίζει τη δραστηριότητα των σκλάβων σε συσσώρευση αντικειμένων (κι έπειτα χρήματος και μηχανών) για τον αφέντη, ενδυναμώνοντας τον λόγο του τελευταίου. «Αυτή είναι η μοίρα της λογικής της γλώσσας, όταν η λέξη είναι όλο το νόημα, το κυρίαρχο νόημα δε χάνει στιγμή προκειμένου να οικειοποιηθεί όλες τις λέξεις» (G. Cesarano). Όμως η «μυστηριώδης πίεση» που εξασκείται στη συγκατάβαση του σκλάβου δε θα ήταν αρκετή αν η γλώσσα του σώματος δεν υποβαθμιζόταν στην εθιστική ορθολογικότητα της εργασίας. Είναι μέσα από την παραγωγή εργασίας που η οικονομία παρήγαγε τη δική της γλώσσα. Έτσι, καταλαβαίνει κανείς καλύτερα γιατί ο έλεγχος της γλώσσας των εκμεταλλευομένων ήταν πάντοτε μια προτεραιότητα των εκμεταλλευτών. Προκειμένου να διαμορφώσει αρχικά τη λογική του διαλόγου, κάθε εξουσία (εις βάρος της βαρβαρικής λογικής του σώματος) οφείλει να δώσει στους ανίσχυρους μια ολοένα και μειούμενη λογική. Το «Εγώ» που μιλάει είναι μια φιγούρα που αναπαριστά το σώμα του υποκειμένου (η σωματική πραγματικότητα είναι η πρώτη εργατική δύναμη) όπως το κράτος, ο φορέας του δημοσίου διαλόγου, αναπαριστά το σύνολο της κοινωνίας. Όσο αυξάνεται ο εσωτερικός διάλογος του υποκειμένου –η συνείδησή του– προσαρμόζεται στην κυρίαρχη γλώσσα, αυξάνεται η συγκατάβασή του, εξασφαλίζεται η υποταγή του. Με την έννοια αυτή, το κεφάλαιο, η νεκρή εργασία μιας ζωής περιορισμένης στην επιβίωση, είναι ο ίδιος ο «διάλογος», «η οργάνωση των μη-πραγματικών νοημάτων», η μηχανική λογική, το φανταστικό παιχνίδι της αναπαράστασης (G. Cesarano). Είναι αυτό που φέρνει τη γλώσσα που σβήνει τα πάθη να συνομιλήσει με τα πάθη.

Μια πτήση προς τα πίσω

Όμως ας επιστρέψουμε στους βαρβάρους που μας εξιστορούν τον πολιτισμό, αυτό το πεδίο του λόγου και της πολιτικής, καλύτερα απ’ τον καθένα. Αν η αποδοχή της σύλληψης του βάρβαρου φέρει μέσα της μια έννοια ιδεολογίας της προόδου (ο βάρβαρος είναι το αντίθετο της λογικής, επιστημονικής και δημοκρατικής κοινωνίας, είναι ένα τερατούργημα, μια σιωπηλή απειλή, ανορθολογική βία, προκατάληψη, πισωγύρισμα κλπ) υπάρχει μια ολόκληρη πνευματική παράδοση για την οποία οι βάρβαροι είναι πιο σπουδαία όντα από τους πολιτισμένους καθώς είναι πιο κοντά στη φύση. Από τον Πολύβιο στον Cioran, μέσω του Τάκιτου και του Giuccardini, του Μακιαβέλι και του Μοντεσκιέ, του Ρουσσώ και του Leopardi μπορεί κανείς να εξοικειωθεί με την ιδέα ότι η παρόρμηση, αποσταγμένη περίτεχνα από τη φύση, είναι που ωθεί τον άνθρωπο προς τη γενναία δράση, ενώ η λογική, το προϊόν του πολιτισμού, τους κάνει υπολογιστές, κλεισμένους στον εαυτό τους, αιώνιους απορημένους. Ο Leopardi είπε ότι ένας λαός που θα αποτελούνταν μόνο από φιλοσόφους θα ήταν ο πιο δειλός και ανίκανος απ’ όλους, επειδή ακριβώς θα ήταν ο πιο πολιτισμένος. Η πτώση της Ρώμης και η «ελληνιστική παρακμή» χρησιμοποιούνται από τον Μοντεσκιέ σαν παραδείγματα γι αυτό το σκεπτικό. Από τους Γερμανούς του Τάκιτου και τους σύγχρονους Ούννους του Cioran, το συνδετικό νήμα αυτής της παράδοσης είναι η σύνδεση μεταξύ της κατάφασης του σώματος, της εύνοιας της φαντασίας, της γενναίας αρετής και της επιθυμίας για δράση. Πολύ συχνά, όταν έχουμε να κάνουμε με αυτή τη σύλληψη της ιστορίας, ο χρόνος του πολιτισμού επαναλαμβάνεται με έναν κυκλικό τρόπο, λόγω μιας υπερβολής (κι όχι μιας έλλειψης) πολιτισμού, γεννιούνται οι βάρβαροι, αυτή η καταιγίδα που στέλνει τον πολιτισμό στα σκουπίδια, κι ο χρόνος ξεκινά πάλι απ’ την αρχή.

Η ανάπτυξη ενός πολιτισμού μπορεί να συγκριθεί με αυτήν ενός ζωντανού οργανισμού, όπου η παιδική ηλικία ακολουθείται από την ωριμότητα κι έπειτα τα γηρατειά και το θάνατο, στάδια που χαρακτηρίζονται από μια διαφορετική ζωτικότητα των παθών και της ευελιξίας. Η γλώσσα η ίδια αποτελεί μάρτυρα των διαφόρων σταδίων της ζωτικότητας μιας κουλτούρας (δεν είναι τυχαίο που γίνεται λόγος για βαρβαρισμούς της γλώσσας).

Αν η κριτική της προοδευτικής αντίληψης του πολιτισμού έχει οδηγηθεί στο μεγαλύτερο μέρος της από μια αντιδραστική κοσμοθεωρία (όπως για παράδειγμα οι Spengler και Schmitt), με μια πλειονότητα από βιολογικές και ιεραρχικές μεταφορές για έναν αγώνα για επιβίωση, οι επιθέσεις στην ιδεολογία της προόδου στο όνομα ενός άλλου διαφωτισμού δεν είναι ολότελα απούσες (για παράδειγμα στον Sorel και στον Adorno), ή παρμένες κατευθείαν από τους έλληνες όπως στον ίδιο τον Leopardi, στον Holderlin, στον Burkhardt και στον Νίτσε. Ή ακόμα, ιδωμένες μέσα από μια καλλιτεχνική τεχνογνωσία που καταστράφηκε κάτω από το βάρος της μηχανοποιημένης εργασίας (όπως για παράδειγμα στον William Morris).

Μηδενισμός ή βαρβαρότητα: ο δαίμονας της αναλογίας

Η περίπτωση του Leopardi είναι εξαιρετικής σημασίας. Σ αυτόν βρίσκουμε μια ελληνο-γεννή θέαση της ιστορίας (τα πάντα επαναλαμβάνονται, αν και δε γνωρίζουμε με σιγουριά σε ποιο σημείο της επανάληψης βρισκόμαστε), ένα έργο αποκάλυψης – υλιστικά αλλά όχι διαλεκτικά – των κυρίαρχων πολιτικών και θρησκευτικών ψεμάτων (με τον δικό του τρόπο, αν θέλετε, αλήθειας) και μια ριζοσπαστική κατάφαση στη ζωτική παρόρμηση την οποία έχει συντρίψει η σύγχρονη επιστήμη μαζί με τις άλλες εκδηλώσεις της υπολογιστικής λογικής. Η έννοια του βαρβάρου γίνεται δεκτή με αμφιθυμία. Δηλώνει πως ο πολιτισμός θα βρισκόταν στο ψηλότερο στάδιο της ανάπτυξής του (καθώς δεν είναι ο ύπνος, αλλά μάλλον η απολυταρχική αγρύπνια της λογικής που γεννά τέρατα), ότι η ζωτικότητα και η φυσική δύναμη που δεν έχει διαβρωθεί από τον μακάβριο εκλεπτυσμό του πολιτισμένου, είναι τελικά δεκτικές στο θαυμαστό και στο ενάρετο. Η αντίληψή του για τη βαρβαρότητα, ανάγεται στην νιτσεϊκή σύλληψη του μηδενισμού, που καταδεικνύει ταυτόχρονα έναν εχθρό και μια αναγκαιότητα, τυπική χριστιανική απογοήτευση μπροστά στην αντιπαράθεση μεταξύ της ζωής και του τραγικού, και του δημιουργού εκ του μηδενός, των κατεστημένων αξιών. Αυτά τα μυστικά παιχνιδίσματα του δαίμονα των αναλογιών δε θα ‘πρεπε να μας εκπλήσσουν. Μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι τόσο ο μηδενισμός όσο και η βαρβαρότητα είναι δυο λέξεις που συχνά εναλλάσσονται τόσο στα στόματα των συντηρητικών όσο και των επαναστατών. Πόσες φορές άραγε το κράτος και το κεφάλαιο περιγράφηκαν ως μηδενιστικά; Και μήπως δεν μπορούν αυτά, τα δυο τέρατα των απαγορεύσεων, να αρνηθούν όλες τις αξίες; Υποταγή, ανταγωνισμός, ρεαλιστική παραίτηση, ιδιόρρυθμη μοιρολατρία, μπορεί κανείς να πει ότι δεν είναι αξίες; Με τον ίδιο τρόπο, αυτό που περνιέται για βαρβαρότητα δεν είναι μόνο η φρενήρης καθημερινότητα του πολιτισμού αυτού, η αναστροφή των ονείρων της, εγκλωβισμένων σε ψυχοφάρμακα και ηλεκτρονικά ναρκωτικά. Από την άλλη, τι υπάρχει πέρα από τον σημερινό πολιτισμό της εξουσίας και της αγοράς; Η βαρβαρότητα είναι, πολύ συχνά, κάτι με το οποίο δεν είμαστε εξοικειωμένοι, και γι αυτόν το λόγο φαίνεται εχθρικό προς εμάς.

Γύρω από τέσσερις γωνίες

Ίσως η αμφιλεγόμενη έννοια του βαρβάρου είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, πρώτα απ’ όλα αν θέλει κανείς να διατηρήσει αυτή την ενστικτώδη ευαισθησία απέναντι στην κοινωνική αναταραχή που φλέγεται κάτω από τις δικαστικές, γραφειοκρατικές κι εμπορικές αρχές μιας εποχής, δηλαδή αν θέλει κανείς να κατανοήσει ποιες είναι οι δυνάμεις που ασκούνται στο πεδίο.

Αν ο βάρβαρος είναι ένα ον στερημένο από Λόγο, είναι η φύση του Λόγου που πρέπει να αποσαφηνίσει τι σημαίνει η έλλειψή της. Για τον Λόγο, η καταπιεστική αρχή και η ανθρώπινη δυνατότητα μπερδεύονται, γίνονται ταυτόχρονα λογική, διάλογος, νόμος και κοινότητα. Η κριτική της προοδευτικής ιδεολογίας δεν μπορεί να συνίσταται σε μια κοινότυπη αντιστροφή των αξιών (για την οποία όλα όσα μοιάζουν να αντιτίθενται στον πολιτισμό γίνονται μια θετική θέση) μιας και το μόνο που κάνουμε έτσι είναι να μετατοπίζουμε το πρόβλημα στην προσέγγιση των υπόλοιπων όψεών του.

Είναι πιο αποτελεσματικό να γνωρίζουμε πώς να ξεχωρίζουμε αυτό που είναι υπερ-πολιτισμένο από αυτό που είναι απο-πολιτισμένο. Υπερ-πολιτισμός είναι η συμπλήρωση (με τη διπλή έννοια της πραγμάτωσης και της κατάληξης) του πολιτισμού, η ολοκληρωτική ανάδειξη της τεχνικής εξουσίας του. Η «βαρβαρότητα» ενός κόσμου που περνάει από το κυνήγι των «διασκεδάσεων» στο τρέξιμο πίσω από τις μάζες, από τις οικιακές συσκευές στην καταστροφή. Ο απο-πολιτισμός αντίθετα, είναι όλη εκείνη η υλική και πνευματική αυτονομία που μπορούν να πραγματώσουν τα άτομα δραπετεύοντας από αυτήν την ρομποτ-ο-ποιημένη κοινωνία: μια αναρχία των παθών που γκρεμίζει την εξημέρωση. Το ότι ένα ποτάμι είναι ελεύθερο από τσιμεντένια φράγματα και μόνον, δε σημαίνει ότι δε θα αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί από τυχόν βράχους που θα βρεθούν στο δρόμο του, οδηγώντας τα νερά του σε ρεύματα που δεν είναι τα δικά του. Όμως δε θα γίνει ποτέ του μια τεχνητή λιμνούλα. Για να γυρίσουμε πάλι στο Λόγο, η σιωπή εκείνου που δεν έχει πια λόγια γιατί η ηλεκτρονική αλλοτρίωση του τα έχει στερήσει είναι υπερ-πολιτισμός. Όταν όμως νιώθει κανείς έναν πλούτο μέσα του που δεν μπορεί να παγιδευτεί σε λέξεις είναι από-πολιτισμός. Η διαταραχή ενός που δεν μπορεί να δεχτεί πια εντολές είναι από-πολιτισμός. Η διαταραχή που επιβαρύνει αυτόν που τις διεξάγει με τόσο ζήλο είναι υπερ-πολιτισμός. Είναι σαν δυο αντίρροποι δρόμοι για να διασχίσει κανείς την μιζέρια, δυο διαφορετικές μορφές της Ύβρης, κατά τους αρχαίους έλληνες. Μια κοινωνία ξεχωρίζει πάνω απ’ όλα, από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει την έπαρση, την τρομερή υποτίμηση απέναντί της.

Ο υπερ-πολιτισμός, τον οποίον ο πολιτισμός αποκαλεί βαρβαρότητα με σκοπό να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είναι την ίδια στιγμή μια ριζική απομάκρυνση από τη φύση και το βάλτωμα μιας ορθολογικότητας που προβάλλεται μόνο για να δημιουργήσει ολοένα και πιο ξέφρενη παράνοια. Ο Λόγος στην υπηρεσία της εξουσίας σημαίνει την σύμπτωση της λογικής και των νόμων, κατά συνέπεια καθορίζει την υποταγή ως λογική. Ο διάλογος έχει επεκτείνει την θανάσιμη ανάσα του σε οτιδήποτε δεν μιλάει τη γλώσσα του. Έχει λειάνει τις αντιθέσεις, ώστε να επιστρέψει τελικά στον μονόλογο, μόνο με την τρομερή σιωπή των τεχνικών.

Η «απόλυτη πειθώ» της τεχνολογική γλώσσας δεν είναι τίποτα παραπάνω από το επίπεδο προσγείωσης μιας κουλτούρας που έχει εξορίσει για πάντα τους δικούς της βαρβάρους, καθιστώντας έτσι τον καθένα έναν βάρβαρο για τον άλλον. Οι κάτοχοι της τεχνικής γνώσης, απαραίτητοι στην εξουσιαστική διαχείριση της κοινωνίας, αναζητούν τις στρατηγικές για να οχυρωθούν όλο και περισσότερο απέναντι στις μάζες των «νομάδων», των ξένων εντός κι εκτός τειχών, που υποφέρουν την νέα γλώσσα τους χωρίς να την καταλαβαίνουν. Ο διάλογος έχει κερδίσει, μιας και όλοι παραμένουν σιωπηλοί, ή απλώς επαναλαμβάνουν τις 100 λέξεις που γνωρίζουν, ανάμεσα στις οποίες πιο συχνά απαντούν οι: τέλειο, σούπερ, μηδέν και φοβερό. Μέσα από τα λογότυπα της αγοράς και της στιγμιαίας απόλαυσης, ο πολιτισμένος συνθηκολογεί εις βάρος των τεράτων που πολιορκούν την πόλη, απευθύνοντάς τους εκκλήσεις για ειρήνη και παροχή εκπαίδευσης. Όμως η Πόλις έχει κομματιαστεί, και η Πειθώ έχει έναν άσσο στο μανίκι της.

Όπως ακριβώς η τεχνο-γραφειοκρατία μειώνει την ολότητα της κοινωνικής ζωής σε διεκδικήσεις προς την οικονομική και κυβερνητική ανόργανη δομή, ορίζοντας οτιδήποτε μπαίνει στο διάβα της ως βάρβαρο, με τον ίδιο τρόπο αποσπασματικές και μηχανικές αιτιολογήσεις από κοινού με τους τεχνολογικούς περιορισμούς εκμηδενίζουν τις ανεξημέρωτες παρορμήσεις και φωνές που ακόμα κατοικούν την κοινωνική ζωή, όπως οι βάρβαροι. Και πρόκειται στ αλήθεια για βαρβάρους, που δεν βλέπουν την ώρα να λευτερωθούν. Καμία επίκληση στην ηρεμία δεν τους καθηλώνει πια.

Εκεί όπου δεν υπάρχει κοινή γλώσσα, δεν υπάρχει κοινότητα, όπως και, αντιστρόφως, όταν εξαφανίζεται το κοινό έδαφος, δεν μπορεί πια να υπάρξει γλώσσα. Η πιο σημαντική και η πιο εξόφθαλμη συνέπεια μιας τέτοιας συνθήκης, είναι η αδυναμία επίτευξης μιας συμφωνίας. Ο Αφέντης Διάλογος δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτος. Μια σύγκρουση χωρίς πρωτόκολλα ή κανόνες γίνεται μονόδρομος, και το πλαίσιο που θα πάρει είναι αυτό του εμφυλίου πολέμου.

Εμφύλιος Πόλεμος

Το μόνο πράγμα που έχει ο πολιτισμένος να αντιπροτείνει στον πόλεμο είναι η ιδεολογία του διαλόγου και της ειρηνικής επίλυσης των συγκρούσεων. Όμως προκειμένου να συμμετάσχει κανείς σε έναν διάλογο, έχει ανάγκη από κοινές αξίες, όπως ακριβώς για να έχει κανείς κοινές αξίες με κάποιον άλλον πρέπει να μοιράζονται και μια σειρά από χώρους και πρακτικές. Ποια είναι όμως η ηθική σήμερα, αν κάποιος κοιτάξει πέρα από εκεί που γεννιέται και πεθαίνει ο κοινωνικός ιστός, πέρα από την λεγόμενη πολιτική; Μιλούν για υποτιθέμενες παγκόσμιες αξίες την ίδια ακριβώς στιγμή της εξαφάνισής τους.

Τα ανθρώπινα και αστικά δικαιώματα που στόχευαν να κατευνάσουν ολόκληρη την κοινωνία δεν μπορούν να κατευνάσουν πια κανέναν. Η ιδεολογία των δυο μπλοκ που ανταγωνίζονται για τον παγκόσμιο έλεγχο και τις ελπίδες των υποκειμένων έχει καταρρεύσει μαζί με αυτήν του να ανήκεις σε μια εργατική τάξη ικανή να πάρει την εξουσία («κοινωνικά» αν όχι πολιτικά) και να αναδιοργανώσει τον κόσμο. Οι βεβαιότητες για το μέλλον που προσέφερε η επιστήμη δεν μπορούν πια να ζεσταίνουν τις άτολμες καρδιές που άφησε ορφανές η θρησκεία. Όλα αυτά τελειώσανε.

Παραμένει η εκμετάλλευση, αλλά η «κοινότητα» που δημιουργείται με σκοπό να συσπειρώσει τους εκμεταλλευόμενος –ή έστω τις εικόνες τους- εκρήγνυται. Η παραγωγή, χάρη στην ηλεκτρονική τεχνολογία, εξατομικεύεται σε δομές ολοένα και πιο περιφερειακές και απλώνεται στο πεδίο, με τον ίδιο τρόπο που οι ταυτότητες των μισθωτών εργαζομένων εξατομικεύονται, προσδένονται στην ανταγωνιστικότητα και στην περηφάνια για κείνο το εξαφανισμένο πλέον ταλέντο, του «μάστορα».

Η μνήμη εξαϋλώνεται μπροστά στο διαρκές παρόν που κατασκευάζεται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (μόνο ότι υπάρχει στις ειδήσεις μετράει, τα υπόλοιπα απλά δεν υπάρχουν). Η ανθρώπινη επικοινωνία, με την έννοια της κοινής δέσμευσης, περιορίζεται κατά συνέπεια στην αναπαραγωγή της φτώχιας που ονομάζεται κουλτούρα, και καθημερινά ρηχαίνει. Η τεχνολογία, αφομοιώνοντας την επιστημονική αμφισβήτηση προς όφελός της, καθιστά την προγραμματική αβεβαιότητα την ίδια την νέα ιδεολογία –ικανή να δικαιολογήσει κάθε μανία ελέγχου στον πλανήτη και στα είδη του. «Για όσο κρατήσει», αυτό είναι το μότο των ισχυρών. Και η ύπαρξη των εκμεταλλευομένων είναι περισσότερο κάτι που υπομένει κανείς παρά κάτι που πραγματικά ζει. Από το σχολείο στη δουλειά, από την οικογένεια στο εμπορικό κέντρο, μόνο μια ικανότητα απαιτείται: αυτή του να προσαρμόζεσαι. Πρόκειται περί εμφυλίου πολέμου: μια συμβίωση χωρίς κοινές αξίες, χωρίς ασφάλεια για το μέλλον, με τρόπο που να ενοποιεί τα απομονωμένα άτομα μέσα στον ίδιο το διαχωρισμό τους.

Και φυσικά και υπάρχει πόλεμος, δεν είναι ανάγκη να κηρυχθεί –όπως δείχνει η πρόσφατη στρατιωτική παρέμβαση στα Βαλκάνια- προκειμένου να τονιστεί η διάκριση μεταξύ «καιρών ειρήνης» και «καιρών πολέμου» με τυπικές χειρονομίες. Ο διαρκής πόλεμος φέρνει νέες κοινωνικές σχέσεις σε διεθνές επίπεδο, όπως η παλιά διπλωματία της κυριαρχίας των κυβερνήσεων επέκτεινε τα σύνορα και τις συμφωνίες μεταξύ του κράτους και των αντιπροσώπων των εκμεταλλευομένων του πέρα από αυτό. Οι συγκρούσεις δεν διεξάγονται πλέον ανάμεσα σε εθνικές ολιγαρχίες, αλλά ανάμεσα σε οικονομικές ή μαφιόζικες ομάδες (δυο θεμελιώδεις μορφές συσσώρευσης χρήματος που συχνά εναλλάσσονται μεταξύ τους) που ξεπερνούν τα σύνορα και τα κρατικά μορφώματα και για τις οποίες η βίαια εξατομίκευση των κοινωνιών παρέχει άφθονη και ευμετάβλητη εργασία. Επιχειρηματίας ή γκάνγκστερ, αυτοί είναι οι δυο τρόποι οργάνωσης σε οικονομικά συμφέροντα, η μόνη διαφορά τους είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση ο δρόμος για τον πλουτισμό είναι πιο αποδοτικός και πιο σύντομος.

Όμως αυτή η διαμάχη που δεν μπορεί πια να σπρωχτεί στο μέλλον, διαπερνά ολόκληρη την κοινωνία και τα υποκείμενά της. Η σύγκρουση ακονίζεται ανάμεσα στην κατεστημένη τάξη –την τελειοποιημένη γκιλοτίνα του πολιτισμού- και την βάναυση κατάρρευση των σχέσεων υπό το βάρος των περιορισμών. Ταυτόχρονα, η ένταση ανάμεσα στην αυθόρμητη δραστηριότητα του ανθρώπινου οργανισμού και την κυριαρχία του εξωτερικού αισθητηριακού χαρακτήρα της μηχανοποιημένης σύγχρονης δραστηριότητας επιδεινώνεται. Η αυθαίρετη οργάνωση του λόγου εμπλέκεται σε μια μάχη άνευ προηγουμένου με τις πιο βαθιές παρορμήσεις του υποκειμένου. Το τέλμα που τα λογότυπα τείνουν να ανακτήσουν, οι εικόνες με τις οποίες ο Freud συμβόλιζε την εκπολιτιστική δράση του Εγώ του υποσυνείδητου, αποκαλύπτεται στον μεγαλύτερο και πιο ομιχλώδη βαθμό από ποτέ. Ο ταξικός αγώνας επεκτείνεται σε τρομαχτικά νέα πεδία.

Είναι ένα ζήτημα έντασης, είναι προφανές. Δεν είναι πάντοτε ομοιόμορφο όμως. Εδώ ο εμφύλιος πόλεμος κοχλάζει, αλλού ξεσπά σαν ηφαίστειο. Αυτό το αλλού όμως είναι δίπλα μας. Όπως για παράδειγμα στην πρώην Γουγκοσλαβία.

Οι εθνικισμοί, και οι εθνικές και θρησκευτικές διεκδικήσεις είναι η εξουσιαστική και ιεραρχική απάντηση στην κατάρρευση των αξιών, το αποτέλεσμα της παρακμής των παλιών κοινοτικών δυνάμεων. Οι κάθε είδους αυταρχισμοί, είναι πρώτα απ’ όλα κοινοτικές ιδεολογίες, που προσπαθούν να αποκαταστήσουν την χαμένη ταυτότητα του λόγου (της γλώσσας, των νόμων, της τάξης) ενώ ο κοινός τόπος συρρικνώνεται. Έχουν να κάνουν με την υπερ-πολιτισμένη αντίδραση στην εικονική κοινότητα που βρίσκεται παντού, υποκαθιστώντας την πραγματική αμοιβαιότητα μεταξύ των υποκειμένων. Τα εργαλεία του πολιτισμού –η τεχνολογική «ευημερία», ο δημοκρατικός διάλογος, η κοινοβουλευτική νομιμότητα, ο ανθρωπιστικός κι εμπορευματικός κοσμοπολιτισμός- είναι παντελώς ανίκανα απέναντί τους, καθώς είναι μέρος του ίδιου προβλήματος.

Να καταστρέψουμε τα πάντα για να ξαναφτιάξουμε τα πάντα

Ο καπιταλισμός, στην ιστορική ανάπτυξή του, ενοποίησε τους εκμεταλλευόμενους μέσα από την εργασία και την αλλοτρίωσή τους, ορίζοντάς τους ως μια προγραμματισμένη τάξη, προγραμματισμένη πολιτικά και κοινωνικά. Οι αγώνες των μη-προνομιούχων βρέθηκαν να συνδέονται (μέσα από τους χώρους, τα όργανα, την ταξική συνείδησή τους) με την παλιά δομή του κεφαλαίου. Η αντίληψη ότι οι εργαζόμενοι «μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα επειδή μπορούν να ξαναφτιάξουν τα πάντα» ανταποκρινόταν σ αυτή την ορισμένη δυνατότητα αναδιοργάνωσης της κοινωνίας χωρίς τη λειτουργία των αφεντικών. Δεν έχει τόσο ενδιαφέρον να διεισδύσουμε στο ποιες ιδεολογίες (ντετερμινισμός, παραγωγικισμός, ρεφορμισμός, επιστημονισμός κλπ) παρήγαγαν αυτήν τη συνθήκη, ούτε σε ποιες μορφές αυτό-οργάνωσης των εκμεταλλευομένων (εργατικά συμβούλια, αγροτικές κολλεκτίβες κλπ) είχε ήδη ζωογονηθεί. Αυτό που αξίζει να σημειώσουμε είναι ότι ένα ολόκληρο σχέδιο χειραφέτησης, τόσο στις γραφειοκρατικές και εξουσιαστικές διαστρεβλώσεις του όσο και στην ελευθεριακή αυθεντία του, βασίστηκε στη συνθήκη αυτή. Κι αυτό είναι ένα μέρος του οράματος της μελλοντικής κοινωνίας, και των μεθόδων αγώνα (συνδικαλιστική δράση, γενικές απεργίες ως προϋπόθεση της εξέγερσης, το ένοπλο κόμμα κλπ) για την καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σήμερα, όλα αυτά έχουν τελειώσει, το ίδιο και οι ψευδαισθήσεις τους.

Το πρόβλημα, όπως είθισται να λέγεται, είναι σύνθετο. Δέχεται επίθεση και από τις δυο πλευρές του κοινωνικού οδοφράγματος: από την πλευρά του κεφαλαίου που επεκτείνεται σε κάθε κοινωνική σχέση και τείνει να αξιολογήσει ολόκληρη την καθημερινή ζωή των εκμεταλλευομένων, κι από την μεριά των επικίνδυνων τάξεων που δεν έχουν πλέον πολιτικά ή συνδικαλιστικά προγράμματα. Σχετικά με αυτές τις πρώτες σκέψεις, θα αρκούσε να πούμε ότι οι τόποι παραγωγής δεν περιέχουν πλέον κάποια αντίσταση στο κεφάλαιο, το οποίο γίνεται άμεσα κοινωνικό. Αν αυτό καθιστά την καθημερινή ζωή το κατ’ εξοχή πεδίο του κοινωνικού πολέμου, και κατά συνέπεια μπορεί να αυξήσει τη γνώση ότι καμιά από αυτές τις κοινωνικές σχέσεις δεν αξίζει διάσωσης, η άμεση συνέπεια είναι η εξαφάνιση της πρακτικής ενοποίησης-τα λογότυπα της τάξης-κάτω από τα πόδια των εκμεταλλευομένων. Που να βρούμε κι από πού να ξεκινήσουμε μια τέτοια αλλαγή; Θα παίξουν άραγε οι απομονωμένες ταραχές το ρόλο που έπαιζαν οι παλιές άγριες απεργίες, οπουδήποτε η τραυματισμένη ζωή εκρήγνυται; Όμως, πως μπορούν οι εξεγέρσεις να συνδιαλέγονται από απόσταση, ώστε να κλέβουν πίσω όσο περισσότερο χρόνο και χώρο μπορούν, όταν η αναπόφευκτη θεσμοποίηση τις περιμένει στη γωνιά;

Χωρίς άμεσες σχέσεις δεν υπάρχει επικοινωνία, χωρίς επικοινωνία δεν υπάρχει κοινωνικό όνειρο. Με την έννοια αυτή, υπάρχουν όλο και περισσότεροι βάρβαροι στον κόσμο.

Όμως μόνο μ αυτή την έννοια. Η αυθεντική κοινότητα βασίζεται στην αυτονομία των υποκειμένων, στην κοινότητα της διαφοράς, όπου ο καθένας θέλει να γνωρίζει τις σκέψεις του άλλου ως σκέψεις διαφορετικές από τις δικές του. Είναι το συναίσθημα ότι δεν υπάρχει ένας και μόνος παγκόσμιος λόγος, που ωθεί τους ανθρώπους να επικοινωνήσουν, να πλουτίσουν με το παιχνίδι της οικειότητας και την οξύνοια της γλώσσας τους. Μια γλώσσα νεκρώνεται όταν οι σκέψεις, τώρα πια όλες απελπιστικά όμοιες, δεν αξίζουν πια να επικοινωνηθούν, όταν χάνουν τα όνειρα που έθρεφαν την ποίησή τους. Μόνο μια διαφορετική και μοναδική ζωή δίνει πνοή σε διαφορετικές σκέψη.

Στις απολίτιστες καρδιές και μυαλά

Η ζωτικότητα βρίσκεται σήμερα εκεί που οι συνθήκες του πολιτισμού βραχυκυκλώνονται. Οι «βάρβαροι» του τεχνοκρατικού λόγου καταστρέφουν τις μεγάλες ψευδαισθήσεις, τις διαχρονικές δυνάμεις της σύγχυσης, επιτιθέμενοι στην ίδια την πηγή της ζωής. Όμως οι ψευδαισθήσεις που ωθούν στα ξεσπάσματα του πάθους γεννιούνται σε μεγάλο βαθμό εκεί όπου οι άνθρωποι διατηρούν το ένστικτο της αγέλης, που το μοναχικό πλήθος έχει τροποποιήσει. Για το λόγο αυτό, ο εθνικισμός κι ο αυταρχισμός προσφέρουν δυο ψευδείς λύσεις παίρνοντας την κοινωνική δυσαρέσκεια από το χέρι, με μια μείξη εξαγνιστικών ιδανικών, τελετουργικών επανάκαμψης και χιλιαστικών προσμονών. Τι υπάρχει στη σημασία των εθνικών και θρησκευτικών συγκρούσεων που δημιουργεί τεχνητούς εχθρούς απομονώνοντας καθ αυτόν τον τρόπο κάθε διαμαρτυρία ενάντια στην κατεστημένη τάξη; Η διαφορετικότητα του μετανάστη, εκείνου που ανήκει σε μια άλλη εθνικότητα, είναι ορατή και κατανοητή, αντίθετα με τη διαφορετικότητα των εκμεταλλευόμενων, οι οποίοι δεν έχουν έθνος. Στα υπερσύγχρονα φρούριά όπου βρίσκονται κλεισμένοι, μιλάνε μία και μόνη εσπεράντο (παγκόσμια γλώσσα): αυτή της αγοράς. Εν τούτοις, αναζωπυρώνεται ο παλιός ζήλος της πίστης. Αν είναι απαραίτητο, η νέα προπαγάνδα θα υψώσει ακόμα και τα παλιά πατριωτικά και θεϊκά λάβαρα για να συνεχίσει τον μονόλογό της, εξολοθρεύοντας τους απείθαρχους και πολυπληθείς εκμεταλλευομένους. Στο όνομα του πολιτισμού φυσικά. Όμως οι ψευδαισθήσεις είναι πάντοτε προ των πυλών των βαρβάρων, αυτών που πιο άγρια απ’ όλους μετασχηματίζουν τη βία με την οποία αποκλείστηκαν.

Ολοένα και περισσότερα, από μια τέτοια συνθήκη εμφυλίου πολέμου –που δεν είναι τόσο εκείνο το «όλοι εναντίον όλων» όσο ένα «όλοι εναντίον ενός αμετάβλητο κι ενιαίου όλου»- υπάρχουν μόνο δυο πιθανές διέξοδοι: είτε οι εθνικοί και μαφιόζικοι πόλεμοι, είτε η κοινωνική θύελλα του ταξικού πολέμου. Το εθνικιστικό ή θρησκευτικό ψέμα, σε κάποιες περιοχές επιμελώς προκατασκευασμένο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είναι μόνο το τελευταίο χαρτί που μπορεί να παίξει η κυριαρχία εν όψει του κινδύνου που αποτελεί γι αυτήν μια γενικευμένη εξέγερση. Στην πραγματικότητα, αντίθετα με το ντετερμινιστικό παραμύθι του «τέλους της ιστορίας», ή με ολόκληρο τον ρεφορμισμό των επαναστατών που συμβαδίζουν με την εποχή τους, η δυνατότητες για μια γενικευμένη λαϊκή εξέγερση δεν περιμένουν γι αφορμές για να ξεσπάσουν. Τα πρόσφατα παραδείγματα, ακόμα και δυο μέτρα απ’ την πόρτα μας, δε λείπουν.

Μπροστά στο αίσθημα αποκλεισμού που βιώνουν πολλά υποκείμενα βαδίζοντας προς μια εμπορευματική τυποποίηση που ωθεί τον καθένα να ονειρεύεται το ίδιο -κενό ζωής- όνειρο, ο ανθρωπιστικός κοσμοπολιτισμός είναι τόσο ψεύτικος όσο και η «διαφορετικότητα» -ιεραρχική και διαταξική- της νέας δεξιάς. Οι πραγματικές διαφορές βρίσκουν την κατάφασή τους (πολύ πέρα από τους πολιτιστικούς και γλωσσικούς περιορισμούς) μόνο στο ελεύθερο και αμοιβαίο παιχνίδι της ιδιομορφίας. Η αυθεντική ισότητα (αντίθετα με την νομική) είναι το μοίρασμα αυτών που έχουμε κοινά: του γεγονότος ότι είμαστε όλοι διαφορετικοί. Μια κοινότητα μοναδικών υποκειμένων χωρίς κράτος ή τάξεις, χωρίς χρήμα: αυτή είναι η ουτοπία των απολίτιστων καρδιών και μυαλών. Μια ουτοπία που, όπως κάθε κατάκτηση του φανταστικού, θα γεννηθεί μόνο μέσα από την καταστροφή και τη βρωμιά.

Ο άνεμος που λιώνει τους πάγους

Να ξαναπάρουμε την εκδοχή που θέλει τους Βάρβαρους, ως τους άνδρες και τις γυναίκες που βρίσκονται πιο κοντά στον κομμουνισμό σήμερα, δε θα τιμούσε την ισχυρή διαίσθηση που είχαν οι αναρχικοί όπως ο Coeurderoy και ο Dejaque τον προπερασμένο αιώνα, θα ήταν βασικά ένας εφησυχασμός, μια επιστροφή στην ιδεολογία της προόδου. Ο πολιτισμός είναι σάπιος, το ξεπέρασμά του έτοιμο να εκκολαφθεί – ένας τέτοιος ντετερμινισμός θα μας έκανε να πάρουμε τη σπίθα για πυρκαγιά, χωρίς όμως να γίνουμε πιο αποφασισμένοι. Ίσως όμως δεν είναι αυτό το θέμα. Δεν είμαστε υπέρμαχοι μιας διεύρυνσης της δημοκρατίας, ούτε των νομοθετικών και ρεφορμιστικών διεκδικήσεων, αυτό είναι σίγουρο. Προσβλέπουμε στην ελεύθερη συμφωνία της άναρχης κίνησης των κοινωνικών δυνάμεων, στις βαρβαρικές επιθέσεις ενάντια σε κάθε εξημέρωση. Και ακόμα. Μήπως δεν είμαστε τελικά, οι τελευταίοι των πολιτισμένων ανθρώπων, με τις αξίες μας, διαφορετικές, ατομικές, αλλά πάντοτε αξίες; Δεν είναι η αναζήτηση επικίνδυνων αρετών, για μας, η πηγή του θαυμαστού;

Είναι άχρηστο να κρύβουμε από τον εαυτό μας ότι οι κοινωνικές εκρήξεις φοβίζουν τους πάντες, ακόμα και τους ανατρεπτικούς. Φοβίζουν ακόμα κι εμάς. Πρώτα απ’ όλα, όταν δεν υπάρχουν οι προσδοκίες για μια διαφορετική ζωή, όταν οι λαϊκές εξεγέρσεις αναμειγνύονται με τους χειρότερους ψευδο-κοινοτικές ιδεολογίες, ή με τα αποσυνδεδεμένα ξεσπάσματα μιας καταρρέουσας κοινωνίας. Η flip-side (κάτω πλευρά των παλιών δίσκων) του υπολογιστικού λόγου, βρίσκεται στα συλλογικά όνειρα που στην πραγματικότητα οι λυτρωτικοί μύθοι της αυτοθυσίας και αυτοκαταστροφής κρατούν συγκαλυμμένα. Η «απελευθέρωση των ηθών» αφού κατάφερε να εκμοντερνίσει την ηθική, επαφίεται πλέον άμεσα στην τεχνολογία, αυτήν την εξουσία ορισμού του καλού και του κακού, ελέγχου της συνείδησης.

Όλα αυτά, δεν μας κάνουν σίγουρα να θρηνούμε τα παλιά πολιτικά προγράμματα και τους ορθοπεδικούς του πολιτισμού τους, που φιλοδοξούν να αποφύγουν τη βία με έναν και μόνο τρόπο: τη θεσμοποίησή της. Αυτό όμως δε συνεπάγεται πως μπορούμε να στηριχτούμε σε απόκρυφες βεβαιότητες αναγέννησης. Δεν μπορούμε να κάνουμε σημαία μας την παρακμή. Το Κεφάλαιο -και όχι οι επαναστάτες- έχει καταλύσει κάθε σύμβαση, οδηγώντας κάθε σπουδαία απελευθερωτική δυνατότητα και κάθε αξιοθρήνητη συγκεντρωτική ψευδαίσθηση στον ίδιο τάφο. Όπως λέει και η τρομοκρατία της προόδου, ότι έγινε, έγινε -δε γυρίζει πίσω. Όμως ακόμα και να γυρίζαμε πίσω, δια μέσου της απονεκρωμένης πορείας της ανόητης παραγωγής εμπορευμάτων και της εξάρτησης από αυτά, θα ήταν απαραίτητο να βρούμε το σωστό μονοπάτι. Κι έπειτα τι;

Αυτό που λείπει σήμερα, είναι ικανοί σχεδιασμοί, ιδέες και μέθοδοι, για τις νέες συνθήκες της σύγκρουσης. Ίσως όμως πάνω απ’ όλα, λείπει εκείνη η αίσθηση της περιφρόνησης, που είναι ηθική ποιότητα και όνειρο μαζί, το μεγάλο πάθος για τον ελεύθερο διάλογο και την αποφασιστική δράση.

Εάν από την μια πλευρά, δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ότι η Ιστορία (ή η Άγρια Φύση) δρα υπέρ της, από την άλλη δεν γίνεται ορατό στον ορίζοντα παρά το κοινωνικό πάγωμα που διαπερνά ο πανίσχυρος άνεμος που λιώνει τους πάγους.

Ένας ψίθυρος από μακριά

Το 1870, εν όψει της εισβολής της Πρωσίας του Βίσμαρκ στη Γαλλία, η Ιστορία έμοιαζε να βρίσκεται σε μια διχάλα, και το επαναστατικό κίνημα ήταν εξίσου διχασμένο. Ο Μαρξ κι αυτοί που μοιράζονταν την ανάλυσή του, έβλεπαν στην νίκη των πρώσων, την επιβεβαίωση της ενίσχυσης του πιο ανεπτυγμένου καπιταλισμού στην Ευρώπη, και κατά συνέπεια, χάρη στους χρησμούς της διαλεκτικής, τη σταθεροποίηση των ιστορικών συνθηκών για την αναπόφευκτη γέννηση του κομμουνισμού, για την οποία έλειπαν μονάχα οι λαβίδες: ένα ενοποιημένο και πειθαρχημένο προλεταριάτο. Ο Μπακούνιν και οι άλλοι ελευθεριακοί, έβλεπαν στον μιλιταρισμό και στο βισμαρκιανό γραφειοκρατικό καθεστώς τον προάγγελο δεκάδων αντιδραστικών κινήσεων στην Ευρώπη, καθώς η Γαλλία, τους φαινόταν, σύμφωνα με την παράδοσή της, ως ο τόπος γέννησης κάθε επαναστατική ελπίδας. Για τους πιο διορατικούς, η υπεράσπιση της Γαλλίας δε σήμαινε συνεργασία με το κράτος και με τη γαλλική μπουρζουαζία ενάντια στον εξωτερικό εχθρό, αλλά μετασχηματισμός της στρατιωτικής σύγκρουσης σε κοινωνική εξέγερση, περνώντας από την ένοπλη προλεταριακή αυτοάμυνα στη δημιουργία και την ομοσπονδιοποίηση των επαναστατικών Κομμούνων. Ο Μπακούνιν, αμέσως μετά από μια εξεγερτική απόπειρα στη Λυών, έγραψε μια από τις καλύτερες αναλύσεις του σχετικά με την καταστροφική κατάσταση του εμφυλίου πολέμου, επικεντρώνοντας στην ανάγκη για μια επαναστατικά συνεπή, λαϊκή αναρχία παρά στην ιακωβινική τρομοκρατία των πολιτικών διαταγμάτων και της διοικητικής δομής. Γι αυτόν, ήταν ένα ζήτημα «αποδέσμευσης των αρνητικών παθών»

Όμως δεν είναι αυτή η ιστορία, και οι διδαχές της για την οποία θέλουμε να μιλήσουμε. (Το να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να φέρει στο προσκήνιο τον αυθορμητισμό των μαζών των νέων ανθρώπων στην εποχή της πληροφορικής θα βοηθούσε πάντως). Το μόνο που φτάνει στην μνήμη μας από τις μέρες εκείνες είναι ένας ψίθυρος. Ο ίδιος που οδήγησε τον Bakunin να γράψει πως το γαλλικό προλεταριάτο θα μπορούσε να βασιστεί μονάχα σε μια απελπισμένη δύναμη: στον δαίμονα εαυτό (diavolo in corpo). Λίγους μήνες αργότερα, παρά τις προβλέψεις του ίδιου ρώσου επαναστάτη, ο δαίμονας έβγαινε στα οδοφράγματα του Παρισιού.

Ο εμφύλιος πόλεμος, οι «βάρβαροι», αυτή η θεαματική αντιπαράθεση με την οποία όλα τα αφεντικά αυτού του κόσμου και οι υπηρέτες τους πάντα δικαιολογούσαν τον εαυτό τους, αυτός ο εκβιασμός που έχει βραχυκυκλώσει την αποφασιστικότητα των αποκλεισμένων, γίνεται ολοένα και περισσότερο η συνθήκη κάτω από το βάρος της οποίας ξεκινάμε. Η ομοσπονδία των επαναστατικών Κομμούνων μοιάζει να αποτραβιέται ιστορικά, όμως τα «αρνητικά πάθη» μένουν μαζί μας χωρίς κάποιο συγκεκριμένο πρόταγμα οργάνωσης του ξεσπάσματος. Ο δαίμων δεν επιδέχεται προγραμματισμούς, πολύ περισσότερο σήμερα…

[Το κείμενο παραπάνω τυπώθηκε σε 700 αντίτυπα τα οποία μοιράστηκαν χέρι με χέρι, μέσω του δικτύου διανομής του εντύπου “Ασύμμετρη Απειλή”, ενώ τουλάχιστον τα μισά αφέθηκαν σε καρτοτηλέφωνα, παγκάκια, και διάφορα ενδιαφέροντα σημεία της πόλης.]

Categories
Uncategorized

Γυναίκες στο black bloc – Anarchatron 2007

Γυναίκες στο black bloc – Anarchatron 2007

Πηγή: το φανζίν “When Women Attack”

Καθώς μοιράζομαι μια αναρχική θεώρηση, υποστηρίζω την άμεση και σωματική αντιπαράθεση με την καταπίεση όπου και όταν εκφράζεται. Δεν με ενδιαφέρει να παίξω έναν παθητικό ή συμβολικό ρόλο, δεν με ενδιαφέρει ένας ψευτο-διάλογος («να αντιμετωπίσουμε με επιχειρήματα την εξουσία»), ο βαριεστημένος ακτιβισμός ή κάθε άλλη εξίσου βαρετή κι αλλοτριωτική δράση απεμπολισμού των ενοχών. Με ενδιαφέρει η αποτελεσματική και μη-απολογητική επίθεση στην κυρίαρχη ελίτ οποτεδήποτε παρουσιάζεται η ευκαιρία, και η δημιουργία χώρων για μια τέτοια ευκαιρία όποτε δεν είναι παρούσα ακόμη. Θέλω να δω κάθε γραφείο πολυεθνικής, κάθε εμπορικό κέντρο, κάθε αστυνομικό τμήμα, στρατιωτική βάση ή κυβερνητικό κτήριο να καίγεται ολοσχερώς. Θέλω να καταστρέψω οτιδήποτε με καταστρέφει, να καταστρέψει ότι φιλοδοξεί να καταστρέψει κάθε ζωή στον πλανήτη και αρνούμαι να παίξω το ρόλο του διπλωμάτη, ή να αποδεχτώ κάποιο συμβιβασμό εκτός από τη συνολική απελευθέρωση.

Ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι έχουν ήδη υποθέσει ότι είμαι άνδρας, από τα όσα έγραψα παραπάνω. Ε, λοιπόν, να παν να γαμηθούν, και το ίδιο κι εσύ, αν είσαι μέσα σ’ αυτούς. Είμαι γυναίκα και έχω σιχαθεί τελείως την αντίληψη ότι μόνο οι άνδρες μπορούν να είναι επιθετικοί, ότι μόνο οι άνδρες μπορούν να εκφράσουν σωματικά και παθιασμένα την οργή τους, ότι η βία είναι μια εγγενής αρσενική ιδιότητα. Συναντώ συνέχεια ανθρώπους που αυτό-αποκαλούνται αναρχικοί (και στην πραγματικότητα είναι περισσότερο προοδευτικοί πασιφιστές ακτιβιστές) που θεωρούν ότι το black bloc (ή κάθε άλλη δύναμη που επιτίθεται άμεσα στα αφεντικά) είναι «μάτσο», υποθέτοντας συνήθως αυτόματα ότι το black bloc προσελκύει μόνο προνομιούχους λευκούς πάνκηδες (μπορεί να προσελκύει βέβαια και τέτοιους, καθώς και μια ποικιλία γυναικών και έγχρωμων ανθρώπων που μπορεί να είναι ή να μην είναι «πανκς»). Μπορεί να υπάρχει και ο περιστασιακός μάτσο μαλάκας που ενδιαφέρεται ή συμμετέχει στο black bloc, αλλά αυτό είναι περισσότερο προσωπικό ζήτημα παρά εγγενές στο ίδιο το bloc, ή στο φύλο. ’νθρωποι με τέτοια αντίληψη φαίνεται να μοιράζονται την αίσθηση ότι οι γυναίκες είναι από τη φύση τους παθητικές, διπλωματικές ή απλώς τις ενδιαφέρει να φροντίζουν την κοινότητά τους, κι ότι είμαστε αποξενωμένες από κάθε βίαια έκφραση ανθρώπινων συναισθημάτων. Σκατά. Αυτό δεν είναι παρά ένα ακόμα παράδειγμα του σεξισμού που μεταμφιέζεται σε φεμινισμό. Εξοργίζομαι και έχω όλα τα δίκια με το μέρος μου όταν σκέφτομαι τι έχει κάνει η πατριαρχία σε μένα, σε όλες τις γυναίκες, στη Γη ως ένα σύνολο, κι ακόμα και στους άνδρες. Είναι ήδη αρκετά άσχημο όταν με αντιμετωπίζουν σαν ένα υποψήφιο θύμα όλοι όσοι είναι ξεκάθαρα εχθροί μου, αλλά και το να θεωρούμαι ως εκ φύσης θύμα από αυτούς που προσποιούνται τους συντρόφους μου είναι απαράδεκτο.

Πρέπει να το κάνω σαφές ότι αυτή η μορφή αγώνα εμπνέεται από πολύ περισσότερα από μια μονοκόμματη αν και δίκαια οργή. Η τάση της σωματικής αντιπαράθεσης με όλα τα συστήματα ελέγχου δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην παθιασμένη οργή, όσο δυνατά και να είναι τα συναισθήματα. Ούτε πάλι μπορεί το θάρρος της στιγμής και μόνο να οδηγήσει στην αντιπαράθεση. Αν ήταν έτσι, τότε όλοι μας θα εκτονωνόμασταν μέσα σε λίγους μήνες, και θα μας μανιπουλάρανε άνετα όσοι φιλοδοξούν να διαχειριστούν τη δυσαρέσκεια μέσα στα στενά ιδεολογικά προγράμματά τους. Αντίθετα, η τάση για αγώνα θρέφεται από μια σύνθετη μείξη συναισθημάτων και μια συνεκτική κατανόηση του πού βασίζονται τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και τι πρέπει να αλλάξει. Πρέπει να γίνει ακόμα πολλή δουλειά, αλλά η θέληση για κάτι τέτοιο βγαίνει απ’ όλους μας, όχι μόνο τις γυναίκες. «Η ζωή είναι εκστατικές εναλλαγές δημιουργίας και καταστροφής». Πρέπει να οικοδομήσουμε τις μελλοντικές κοινότητες και σχέσεις ενώ καταστρέφουμε αυτά που μας εμποδίζουν να απελευθερωθούμε, και το να το αναγνωρίζεις αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με μάτσο ούτε με πατριαρχία.

Αυτό που είναι στην πραγματικότητα πατριαρχικό, κι επίσης δειλό, είναι η ιδέα ότι πρέπει «να χαμηλώσουμε λίγο την ένταση» των συναισθημάτων και των ενστίκτων μας, να εξορθολογικεύσουμε και να θεωρητικοποιήσουμε τους τρόπους μας για να τη σκαπουλάρουμε από την επικείμενη καταστροφή. Το να αγνοούμε τα συναισθήματα και τα ένστικτά μας είναι ένας γαμημένος λόγος του γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, και είναι αυτό που η πατριαρχική κοινωνία μας θέλει να κάνουμε από την αρχή της κιόλας. Από πολύ παλιά ο πολιτισμός μας θεωρούσε ότι οι γυναίκες είναι συναισθηματικές, παράλογες και πιο κοντά στη φύση απ’ ότι οι άνδρες που είναι ορθολογιστές, λογικοί και πιο κοντά στον παράδεισο… Προφανώς, αυτό είναι προβληματικό. Είμαστε όλοι ικανοί για μια ίση κατανόηση των συναισθημάτων και της λογικής και έχουμε ανάγκη να προσέξουμε και να σεβαστούμε τα συναισθήματα και τα ένστικτα που έχουμε λησμονήσει.

Και όχι, δεν ζητάω τα ρέστα από κανέναν, ούτε μιλώ από έναν «αρσενικό ρόλο» ως μια εξέγερση ενάντια στον προκαθορισμένο ρόλο μου ως θηλυκό. Δεν «κάνω σαν άνδρας» μόνο και μόνο επειδή δεν μ αρέσει αυτό που σημαίνει να είσαι γυναίκα σ αυτήν την κουλτούρα. Απλά εκφράζω αυτό που είναι το πιο ουσιώδες ανθρώπινο χαρακτηριστικό – η θέληση για ελευθερία – με τον τρόπο που θεωρώ τον πιο άμεσο, κι αυτό δεν έχει σε τίποτα να κάνει με το φύλο μου, εκτός ίσως του ότι να είσαι γυναίκα το κάνει ακόμα πιο επείγον. Δρω βάσει των δικών μου επιθυμιών κι αυτές οι επιθυμίες δεν θα προγραμματιστούν από κανέναν.

Categories
Rovereto Anarchists

Σημειώσεις για τις συνόδους και τις αντι-συνόδους

Σημειώσεις για τις συνόδους και τις αντι-συνόδους

Η ψευδαίσθηση του κέντρου

Ο καπιταλισμός είναι ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων κι όχι ένα οχυρό των ισχυρών. Ξεκινώντας από αυτή την κοινοτοπία, μπορούμε να μιλήσουμε για το ζήτημα των συνόδων και των αντι-συνόδων. Η αναπαράσταση του κράτους και του κεφαλαίου με ένα είδος ηγετικού επιτελείου (είτε λέγεται G8, είτε Παγκόσμιο Νομισματικό Ταμείο, κοκ) είναι χρήσιμη μόνο σε όσους επιθυμούν την αντικατάσταση αυτού του διευθυντικού κέντρου από ένα άλλο: για παράδειγμα οι πολιτικοί φορείς του λεγόμενου κινήματος, ή ακόμη καλύτερα, οι αντιπρόσωποί τους. Εν συντομία, είναι χρήσιμη μοναχά σε όσους προτείνουν απλά μια αλλαγή στο διευθυντικό προσωπικό. Πέραν του ρεφορμισμού στην ουσία και στους σκοπούς της, μια τέτοια λογική αποβαίνει συνεργατική κι εξουσιαστική ως προς τις πρακτικές της, καθώς αποζητά την επικέντρωση της αντιπαράθεσης. Εξ ου και το άγχος όλων αυτών των αριστεριστών διαδηλωτών να γίνουν ακουστοί στους «ισχυρούς της Γής», επενδύοντας χρήμα και πολιτικό κύρος στις συνόδους στις οποίες όλο και πιο συχνά κλείνουν ραντεβού. Στα πλαίσια των συνόδων αυτών, επικυρώνονται αποφάσεις που έχουν παρθεί σε άλλους χώρους και χρόνους, χωρίς αυτό να αποθαρρύνει τους διάφορους αντιπροσώπους των κοινωνικών φόρουμ. Εξ άλλους, η αντιπαράθεσή τους είναι τόσο τυπική, εξαντλούμενη κυρίως σε σεμινάρια επί χρήμασι, στα οποία αποδεικνύουν πόσο κακός είναι ο νέο-φιλελευθερισμός και πόσο καλή η ανθρωπότητα, ή για τους πιο ζωηρούς, σε μαχητικές παραστάσεις προκαθορισμένης αντιπαράθεσης με την αστυνομία. Έτσι κι αλλιώς, πως θα μπορούσε μια αντιπαράθεση που υποκαθίσταται από θεσμούς, δημοτικούς και κοινοβουλευτικούς συμβούλους, υπό την προστασία των νεκροθαφτών του εργατικού κινήματος (αναφερόμαστε στις ομάδες περιφρούρησης του CGIL σε αγαστή συνεργασία με την αστυνομία) να είναι πραγματική; Το παράδοξο είναι ότι οι άνθρωποι καλούνται στους δρόμους στο όνομα ενός «άλλου πιθανού κόσμου», αλλά με την προϋπόθεση ότι  τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί. Κάθε φορά που ένα λιγότερο ή περισσότερο «πολύχρωμο πλήθος» κινείται ειρηνικά, υπό διακριτική επιτήρηση, αυτό διαφημίζεται σαν μια «τεράστια νίκη του κινήματος». Κι επίσης, αυτοί οι ειρηνοποιοί της κοινωνικής σύγκρουσης, ξέρουν πολύ καλά ότι η ικανότητά τους να χρίζουν εαυτούς διαπραγματευτές με τους θεσμούς δεν εξαρτάται ιδιαίτερα από τον αριθμό των ανθρώπων που κατεβάζουν στο δρόμο (εκατομμύρια διαδηλωτών ενάντια στην τελευταία στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ δεν ανησύχησαν στο παραμικρό τις κυβερνήσεις που συμμετείχαν στον πόλεμο), αλλά μάλλον από την ισχύ της διαμεσολάβησης και της καταστολής που θα καταφέρουν να εφαρμόσουν – ή να δικαιολογήσουν – εναντίον κάθε κοινωνικής ανταρσίας. Στην πραγματικότητα, αν οι σύνοδοι και οι αντι-σύνοδοι είναι κάτι για το οποίο γίνεται τόσο συχνά λόγος, αν οι αντιπρόσωποι των κοινωνικών φόρουμ έχουν παρελάσει στα διαπραγματευτικά τραπέζια των μίντια τόσο πολύ, είναι μόνο και μόνο γιατί κατ΄ αρχήν στο Σηάτλ, κι έπειτα σε άλλες περιστάσεις, κάτι πραγματικά συνέβη: Χιλιάδες συντρόφων και φτωχών νεολαίων επιτέθηκαν στις δομές του κράτους και του κεφαλαίου, αναστάτωσαν τους αστυνομικούς σχεδιασμούς ανοίγοντας χώρο για επικοινωνία και συγκρουόμενοι με τους ένστολους υπηρέτες της τάξης. Χωρίς αυτήν την ανατρεπτική απειλή – μαζί με τις διάφορες εξεγερσιακές εκρήξεις που τάραξαν τα τελευταία χρόνια – οι κυρίαρχοι δε θα είχαν κανένα λόγο να ασχολούνται με τους διάφορους Casarini και Agnolleto (μεγαλοστελέχη της ιταλική εκδοχής της «κοινωνίας των πολιτών», των tutti bianchi κλπ). Κάτι τέτοιο δε συνέβη και με τα συνδικάτα; Δε συμμάχησαν με το κεφάλαιο σε καιρούς σφοδρής κοινωνικής διαμάχης, στοχεύοντας στη διάσπαση, τη συκοφαντία και την αποκήρυξη εξεγερμένων προλεταρίων, καταλήγοντας τελικά τα ίδια στη χωματερή της αναξιοπιστίας. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, σπεύδουν βεβιασμένα να φωνάξουν ξανά ενάντια στις επιθέσεις των αφεντικών τις οποίες τα ίδια δικαιολόγησαν και εξέθρεψαν. Οι εκπρόσωποι των disobbedienti θα σπεύσουν λοιπόν να ξεχωρίσουν τους εαυτούς τους από τα κακά παιδιά, τους εξτρεμιστές, τους βίαιους (δηλαδή αυτούς που εφαρμόζουν ενέργειες άμεσης δράσης) και να δώσουν πολιτική πιστοποίηση στους απέναντι. Από την μία λοιπόν, τα συνθήματα των κοινωνικών φόρουμ καταλήγουν να ταιριάζουν απόλυτα στην προοδευτική μπουρζουαζία: φορολόγηση του εισοδηματικού κεφαλαίου, δημοκρατισμός και διαφάνεια στις ρυθμίσεις του παγκόσμιου εμπορίου, περισσότερο κράτος και λιγότερη αγορά, συνειδητοποιημένη κατανάλωση, τράπεζες με ήθος, ειρηνισμός κλπ. Από την άλλη, αυτό που πουλούν με τις «δημοκρατικές κινητοποιήσεις» τους είναι ένα εμπόρευμα υψηλής αξίας: η ψευδαίσθηση του ότι κάνεις κάτι ενάντια στις αδικίες αυτού του κόσμου. Με αυτήν την έννοια, οι αντισύνοδοι είναι ένα απολαυστικό θέαμα. Οι λίγοι κακοπροαίρετοι απομονώνονται και οι πολλοί καλοκάγαθοι διαδηλωτές βλέπουν τα δίκαια αιτήματά τους να εισακούγονται. Κι εδώ τελειώνει η ιστορία. Ή μήπως όχι; Η εξουσία γνωρίζει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Οι αηδιαστικά «ρεαλιστικές» προτάσεις της αφομοιωμένης αντιπολίτευσης δεν έχουν τίποτα να πουν στα εκατομμύρια των φτωχών που στοιβάζονται στην περιφέρεια του καταναλωτικού παραδείσου όλο και πιο στριμωγμένοι από την αστυνομία. Υπήρξε μια κάποια κατάφαση στη Γένουα. Μόνο στις συγκρούσεις και στις λεηλασίες των σούπερ-μάρκετ συνυπήρξαν οι νέοι από τις προλεταριακές συνοικίες και οι ανατρεπτικοί. Όσο οι tutti bianchi με τις θεαματικές επιχειρήσεις τους εμφανίζονταν στα μάτια τους είτε ως μάρτυρες είτε απλά ως ηλίθιοι, αυτοί, οι αποκλεισμένοι από κάθε πολιτική μαφία έπιασαν με την μία τη γλώσσα της εξέγερσης.

Μια θύελλα μη-προβλεψιμότητας

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο Σηάτλ ή στη Γένοβα, κι ακόμα πιο πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη, πραγματώθηκε μια αμετροεπής κριτική ενάντια στην εξημέρωση και τους κίβδηλους εχθρούς της. Παρά το γεγονός ότι οι ημερομηνίες καθορίστηκαν από τους κυρίαρχους, τα πλαίσια των ρεφορμιστών κατέρρευσαν στο δρόμο. Ξεπεράστηκαν. Το αναφέρουμε αυτό, παρόλο που ήμασταν ανάμεσα σ εκείνους τους συντρόφους που διατυμπάνιζαν ότι «η Γένουα είναι παντού». Ότι αν η κυριαρχία και η φτώχια απλώνονται σε κάθε πλευρά της κοινωνίας και της καθημερινής ζωής, η επίθεση δε χρειάζεται ημερομηνίες καθορισμένες από τον εχθρό. Βρήκαμε ενδιαφέρουσα την πρακτική αυτών που άφησαν τον εγκλωβισμό της «κόκκινης ζώνης» και του «σπασίματός» της μαζί με την παγίδα των μετωπικών συγκρούσεων με την αστυνομία, και κινήθηκαν με ικανότητα, χτυπούσαν και εξαφανίζονταν (με αυτήν την έννοια, αξιοσημείωτο παράδειγμα αποτελεί η επίθεση στις φυλακές Μαράσσι στη Γένουα). Αυτή η πανίσχυρη απρόβλεπτη θύελλα, αυτή η ανατρεπτική «ομοσπονδία» δράσεων και ομάδων, σήμανε μια σημαντική ρήξη με τη λογική αυτών που ψάχνουν επίκεντρα στη σύγκρουση με τον εχθρό, έτσι ώστε να επικεντρώσουν τον αγώνα και να τον δώσουν ένα περιεχόμενο συμβολικό. Επιμένουμε όμως ακόμα, ότι το να βρίσκεσαι στο μέρος που ο εχθρός περιμένει λιγότερο, μακριά από τα κανονισμένα ραντεβού, είναι η καλύτερη προοπτική. Ακόμα και στις πιο ενδιαφέρουσες οπτικές τους, οι αντι-σύνοδοι περιορίζουν αυτή την προοπτική. Εξ άλλου, χωρίς διάθεση να υποτιμήσουμε στο ελάχιστο τις εκρήξεις του Σηάτλ και της Γένουας, νομίζουμε ότι οι συγκρούσεις σε τέτοιες ημερομηνίες παίρνουν έναν χαρακτήρα κάπως κλισέ, και κυρίως, αποσπασματικό: με το που τελειώνει μια αντι-σύνοδος, ξεκινούν οι προετοιμασίες για την επόμενη. Οι ημερομηνίες κλίνονται όλο και περισσότερο από τα μίντια, σε βαθμό τέτοιο που, ενώ για παράδειγμα τόσοι επαναστάτες διαδήλωσαν σε αλληλεγγύη με το Ιράκ, δε βρέθηκε σχεδόν κανένας να εκφράσει κάποια έμπρακτη αλληλεγγύη στους εξεγερμένους της Αργεντινής ή της Αλγερίας. Ταυτόχρονα αποδίδεται περισσότερη σημασία στις συγκρούσεις που περιλαμβάνουν αποκλειστικά πολιτικοποιημένους «αγωνιστές» εις βάρος αυθεντικών κοινωνικών και ταξικών συγκρούσεων. Γνωρίζουμε καλά γιατί αρκετοί σύντροφοι πηγαίνουν σε αντι-συνόδους: Διάχυτες ενέργειες άμεσης δράσης και γενικευμένες συγκρούσεις με την αστυνομία είναι πιθανές μόνο όταν έχουμε να κάνουμε με μαζικές καταστάσεις. Από τη στιγμή που η προοπτική της επίθεσης οπουδήποτε αλλού είναι ακραία μειοψηφική, μόνο σε μια τέτοια εκτεταμένη κατάσταση μπορεί να δοκιμαστεί ένα είδος ανταρτοπόλεμου στους δρόμους. ’λλου είδους δράσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν ανά πάσα στιγμή χωρίς να συμβιβάζονται αποκλειστικά με ορισμένες πρακτικές στο δρόμο, κατά τη διάρκεια αντι-συνόδων. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι μακροπρόθεσμα μια τέτοια πρακτική περιορίζει την αυτονομία της ανάλυσης και της δράσης (όσον αφορά το πλήθος των κοινωνικών συγκρούσεων στις οποίες έχουμε βρεθεί θεατές) μετασχηματίζοντάς τις σε ένα είδος εξτρεμιστικής πτέρυγας του τσίρκου των disobbedienti. Για να μην αναρωτηθούμε γιατί στο διάολο η εξουσία να διαφημίζει τόσο πολλές συνόδους για τις οποίες οι αποφάσεις έχουν ήδη δρομολογηθεί. Όλο αυτό μας φαίνεται περισσότερο σαν ένα πρόσφορο πεδίο για την αστυνομία να μελετήσει και να πειραματιστεί με τις διάφορες τεχνικές ελέγχου του πλήθους. Ένα είδος ομοιοπαθητικής θεραπείας στην οποία υποβάλλεται η εξουσία με ελάχιστες δόσεις ανατροπής έτσι ώστε να ενισχύσει το ανοσοποιητικό της σύστημα εν όψει πολύ ευρύτερων κοινωνικών επιδημιών. Οφείλει να βρίσκεται σε θέση να γνωρίζει πως κινούνται και οργανώνονται οι κακοί, και με ποιους από τους καλούς είναι σε θέση να συνδιαλεχτεί ούτως ώστε τίποτα να μην αναγκαστεί να αλλάξει τίποτα στ αλήθεια.

Ένα πείραμα σε ανοιχτό περιβάλλον

Όμως, πάνω απ όλα, οι σύνοδοι αποτελούν μια ακόμα μορφή πειραματισμού: να εξετάσεις μέχρι ποιο σημείο καταπίεσης είναι πρόθυμος να ανεχτεί ένας πληθυσμός. Να βρεθεί κανείς ξαφνικά μπροστά σε κάτι από Παλαιστίνη, με τα σημεία ελέγχου της, τις μόνιμες κόκκινες ζώνες και τα τεθωρακισμένα περιπολικά σε κάθε γωνία, κι όλα αυτά στην «πολιτισμένη Δύση», είναι ένας τρόπος για την εξουσία να γνωστοποιεί στους υπηκόους της ότι μέχρι αποδείξεως του εναντίον, είναι όλοι ένοχοι. Τίποτα δεν τους εξασφαλίζει μπροστά στο αστυνομικό-τεχνολογικό σύμπλεγμα. Ότι η πολεοδομία είναι η συνέχεια του ταξικού πολέμου με άλλα μέσα. Περισσότερα από 60 χρόνια πριν, ο Walter Benjiamin έγραφε στις θέσεις του για την αντίληψη της Ιστορίας ότι: «το κράτος σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, έχει γίνει πια ο κανόνας στον οποίον ζούμε». Αν αυτό είναι αληθές, πρέπει να αντιληφθούμε τι είναι αυτό που συνδέει τις «σκούπες» σε μετανάστες χωρίς χαρτιά με τα στρατόπεδα όπου μαζεύονται οι πρόσφυγες πολέμου, τα υπό συνεχή αστυνομική επιτήρηση εργατικά προάστια με τα διάφορα Γκουαντανάμο που υψώνονται ανά τον κόσμο, τις τελευταίες επιχειρήσεις εκκένωσης σε σχέση με τη δεδηλωμένη επιθυμία (ολόκληρες γειτονιές εκκενώνονται προκειμένου να εξουδετερωθεί κάποιο ξεχασμένο εκρηκτικό από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο) της κατανομής ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς προειδοποίηση – στο στυλ του 1920 – από την ENEL. Μέχρι τώρα υπήρξε ζήτημα επιτυχών πειραματισμών που επιβεβαιώνουν ό,τι έγραφε ένας σύντροφος στα 1970: «Οι άνθρωποι του κεφαλαίου είναι στωικοί άνθρωποι. Αναστατώνουν την κυκλοφορία στους δρόμους, τοποθετούν κάμερες παντού, εγκαθιστούν ενοχλητικές κεραίες στις ταράτσες των σπιτιών μας, ποινικοποιούν ολοένα και περισσότερες συμπεριφορές: κανείς δε λέει κουβέντα». Οι σύνοδοι είναι η συμπυκνωμένη αναπαράσταση ολόκληρης αυτής της κατάστασης, η νομική συρρίκνωση κάθε δικαιώματος. «Τι τρέχει;» ρωτάει ο μέσος πολίτης, που υποχρεώθηκε να κάνει μια παράκαμψη προκειμένου να φτάσει στο μαγαζί για τα ψώνια του. «Τίποτα, είναι απλά οι διαδηλωτές ενάντια στην παγκοσμιοποίηση», του απαντά η πωλήτρια. Εντωμεταξύ, ακόμα και το νερό ιδιωτικοποιείται, ενώ η αστυνόμευση απλώνεται παντού. Όμως,ακριβώς γιατί είναι μια συμπυκνωμένη αναπαράσταση μιας καθημερινής κατάστασης, η πρακτική κριτική πρέπει να είναι διευρυμένη και συνεχής, για παράδειγμα μέσα από την καταστροφή καμερών επιτήρησης κι άλλων συστημάτων ελέγχου. Είναι σημαντική μια χαρτογράφηση των τοποθεσιών των συστημάτων ελέγχου, ώστε να διαδοθεί μια σχετική επαγρύπνηση, και μια θεωρητική υποστήριξη της αναγκαιότητας της καταστροφής τους.

Το καινούριο άσχημο πρόσωπο της κυριαρχίας

Η εξουσία ολοένα και αποθρασύνεται. Στην άλλη μεριά, οι κυρίαρχοι γνωρίζουν ότι υπό τις παρούσες κοινωνικές συνθήκες, ολοένα και περισσότερο διαμορφωμένες από την επισφάλεια και την εξάρτηση από τα καταναλωτικά είδη, μπορούν να επιβληθούν μόνο μέσω του τρόμου: τρόμος που εκδηλώνεται προς τα έξω με την μορφή του πολέμου και στο εσωτερικό με τη μορφή του φόβου για το μέλλον (για παράδειγμα, ο φόβος μπρος σε μια επερχόμενη απόλυση, στην ανεργία…) ή μέσω της καταστολής ολοένα και πιο διευρυμένων κοινωνικών ομάδων. Από την άλλη, δεκαετίες κοινωνικής ειρήνης – κατά τις οποίες κάθε νέο μέτρο περνούσε καθώς τίποτα δεν είχε γίνει για να εμποδιστεί το προηγούμενο, μια απίστευτη επιτάχυνση της υποτίμησης – έδωσαν τη θέση τους σε μια υπεροψία δίχως προηγούμενο. Υπήρξαμε μάρτυρες της υπεροψίας αυτής σε δράση, για παράδειγμα στη Γένουα, με τους ξυλοδαρμούς, τα βασανιστήρια, τη δολοφονία του Carlo Giuliani. Και συνεχίζεται. Ο νέος αστυνομικός διευθυντής του Τρέντο είναι ο Colucci, αστυνομικός διευθυντής της Γένουας στη διάρκεια της συνόδου των G8, ένα γουρούνι με διαπιστευτήρια. Θα αναλάβει επίσης τη σύνοδο των υπουργών εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα διεξαχθεί στη Riva del Garda στις 4-6 του ερχόμενου Σεπτέμβρη. Πιάνετε το μήνυμα; Μια επιτροπή του Τρέντο «για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη» δε βρήκε τίποτα καλύτερο να κάνει από το να του απευθύνει μια πρόσκληση για δημόσια αντιπαράθεση.

Όξινη βροχή και φύλα συκής

Οι υπουργοί εξωτερικών που θα συνεδριάσουν στη Riva στις 4-6 Σεπτέμβρη πρέπει να καταλήξουν σε μια κοινή πλατφόρμα για να παρουσιάσουν στον WTO (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) στο Κανκούν του Μεξικό, στις 14-20 Σεπτέμβρη. Το θέμα είναι η Γενική Συμφωνία για το Εμπόριο Υπηρεσιών (GATS) που προσδιορίζει επ’ ακριβώς το φιλελευθερισμό που θα ορίζει τις «δημόσιες υπηρεσίες» σε παγκόσμιο επίπεδο. Ανάμεσα στις πολλές αποφάσεις του συνεδρίου, η πιο σκανδαλώδης είναι σίγουρα αυτή της ιδιωτικοποίησης του νερού, που ενδέχεται να πραγματοποιηθεί για τις 144 χώρες μέλη του WTO. Είναι μια διαδικασία που ξεκίνησε αρκετό καιρό πριν, μιας και 7 πολυεθνικές πιέζουν εδώ και δεκαετίες για την παραχώρηση μονοπωλίων εμφιάλωσης νερού, καθώς και τα τελευταία χρόνια και για τη διαχείριση εξ ολοκλήρου του συστήματος ύδρευσης. Το «Παρατηρητήριο του Τρέντο για μια κοινωνική Ευρώπη», επίσης αναφέρεται στην ιδιωτικοποίηση του νερού, και στην έλλειψή του λόγω μόλυνσης, ως ενδείξεις του πιο ανεξέλεγκτου νέο-φιλελευθερισμού. Πέρα από τα συνήθη παράπονα για την μη-δημοκρατική όψη τέτοιων συμφωνιών (λες και αυτές που γίνονται από τις κατά τόπους κυβερνήσεις κρατών υπόκεινται σε ποιος ξέρει τι είδους δημόσιο διάλογο- εξ άλλου, δεν είναι οι κρατικοί θεσμοί που υποτίθεται μας προστατεύουν (sic) από την άγρια αγορά;) Πράγμα που είναι εξίσου σκανδαλώδες με το χάσμα ανάμεσα στην έκταση της καταστροφής που καταγγέλλουν οι ρεφορμιστές και στις λύσεις που προτείνουν. Από την άλλη, αναδεικνύουν ως αιτίες αυτών των καταστροφών την βιομηχανοποίηση της γεωργίας, τη συγκέντρωση του πληθυσμού σε πόλεις-τέρατα, την μόλυνση που παράγουν τα εργοστάσια, τη σπατάλη πόσιμου νερού για τις ανάγκες της βιομηχανίας και των καλλιεργειών, καθώς και των εκτροφείων ζώων. Εν συντομία, η κεντρική ουσία του τεχνο-βιομηχανικού συστήματος. Από την άλλη, προτείνουν- νέους νόμους, διαφανείς κανονισμούς, ακόμα και συμμετοχή πολιτών με μορφή ομολόγων στις εταιρίες που ιδιωτικοποιούν το νερό. Χάρη στους πιστούς της προόδου, υπάρχουν ολόκληρες χώρες στις οποίες μια κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος θα σήμαινε αυτόματα την παύση της υδροδότησης σε ολόκληρη τη χώρα, και αυτοί οι πολίτες, τόσο περήφανοι για τον ρόλο αυτό, επιζητούν νέους νόμους. Κάτι ανάλογο με το να προτείνει κάποιος, σε περίπτωση όξινης βροχής να καλύψει τη γύμνια του με ένα φύλο συκής. Οι προτάσεις των διαφόρων κοινωνικών φόρουμ, λογικές με όρους πολιτικής και οικονομικής ορθότητας, είναι απλά παρανοϊκές από μια συνεκτική κοινωνική οπτική. Δεν είναι θέμα να καταδικάσουμε έναν κόσμο ερειπίων, παρά μάλλον να ορίσουμε τον χώρο για να αντισταθούμε και το χρόνο για να επιτεθούμε. Δεν είναι απλά ένα ζήτημα να δείξουμε πόσο επαναστάτες είμαστε στο δρόμο. Το θέμα είναι τι είδους ζωή προτιμά κανείς, πόσο έχει υποταχθεί ο καθένας ή η καθεμία σε μια υλικά και πνευματικά ολοένα και περισσότερο απάνθρωπη και τεχνητή κοινωνική τάξη, και από την άλλη για τι είδους σχέσεις είναι έτοιμος να παλέψει. Δεν είναι ανάγκη να τρέξουμε ως τη Riva για να αντιταχθούμε στις μαφίες του νερού. Οι άμεσα υπεύθυνοι για αυτήν την απόλυτη εμπορευματοποίηση (για παράδειγμα οι μεγάλες επιχειρήσεις που εμφιαλώνουν νερό) είναι δυο βήματα από την πόρτα μας. Αν οι πολιτισμένοι δεν μπορούν να υπερασπιστούν ούτε καν το νερό που πίνουν – ή έστω να καταλάβουν ότι άλλοι το κάνουν με έναν ρητό και άμεσο τρόπο – μπορούμε απλώς να πάμε για ύπνο. Ακόμα και σ αυτήν την περίπτωση είναι μια μακριά αλυσίδα εξάρτησης και καταπίεσης που τώρα παρουσιάζεται μπροστά μας με έναν αστρονομικό λογαριασμό. Μόνο μέσα από την αυτονομία από την μαζική βιομηχανική κοινωνίας και μέσα από την ανοιχτή εξέγερση ενάντια στο κράτος που την υπερασπίζεται μπορεί να γεννηθεί κάτι διαφορετικό. Το ίδιο ισχύει, για παράδειγμα στο ζήτημα της κατοχύρωσης π.χ. γενετικών στοιχείων. Είναι απλά ηλίθιο να ισχυρίζεσαι ότι κάποια προστατευτική νομοθεσία θα μπορούσε να αποτρέψει το κεφάλαιο από το να αποικιοποιήσει το ανθρώπινο σώμα. Η τεχνο-επιστημονική παράνοια, η οποία συνίσταται στην επιθυμία αναδιάρθρωσης της φύσης σε ένα είδος μοντέλου συμβατού με την πληροφορική, έχει περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή εδώ και κάποια χρόνια. Κάθε αυταπάτη σχετικά με μια οικειοποίηση της επιστήμης που είναι ολότελα στην υπηρεσία της εξουσίας είναι απλά ανόητα ψελλίσματα. Οι δράσεις που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες χώρες ενάντια στις γενετικά μεταλλαγμένες καλλιέργειες ή ενάντια στα ιδιωτικά και κρατικά εργαστήρια που πειραματίζονται πάνω στο ανθρώπινο γονιδίωμα έχουν δείξει ξεκάθαρα ότι η κριτική της εμπορευματικής λογικής δεν έχει καμιά ανάγκη από θεαματικές ημερομηνίες. Γενικότερα, αυτό που κατ’ ευφημισμό αποκαλείται παγκοσμιοποίηση θα ήταν αδιανόητο χωρίς την υλική βάση που του εξασφαλίζει το τεχνολογικό σύμπλεγμα. Απλά θέλουμε να πούμε κάτι για τα πράγματα που παρουσιάζονται σαν κύριοι παράγοντες της ανάπτυξης και της οικονομικής και στρατιωτικής παρέμβασης: την ενέργεια και τις πληροφορίες. Αυτά τα πράγματα που ίσως εμφανίζονται σαν ένας απρόσβλητος Μόλωχ, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένα εκτεταμένο δίκτυο που σχηματίζεται από απλά καλώδια, κεραίες, υποσταθμούς, μετασχηματιστές που μπορούν να αντιμετωπιστούν εύκολα.

Η Riva είναι παντού

Το CGIL (σ.τ.μ.: η ιταλική “γσεε”) θα φροντίσει για τη βιντεοσκόπηση της αντι-συνόδου στη Riva. Ο πρώην αστυνομικός διευθυντής του Τρέντο τόνισε – σωστά – ότι όσο περισσότεροι διαδηλωτές προθυμοποιηθούν να γίνουν πράκτορες της αστυνομίας, τόσο λιγότεροι αστυνομικοί θα χρειαστούν. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ του κοινωνικού φόρουμ και των αστυνομικών δυνάμεων (που προφανώς διευθύνονται από κάποια κεντρική διοίκηση, και μάλλον υπακούν σ αυτήν…), φαίνεται ότι το δημοτικό συμβούλιο θα αναλάβει να εγκαταστήσει ένα χωριό στα περίχωρα της Riva για τους Disobbedienti και τους φίλους τους, χαρίζοντάς τους το δικαίωμα να διαδηλώσουν (πάντοτε φυσικά μακριά από την πόλη, σε έρημους δρόμους) μέχρι την Κυριακή. Η Riva θα έχει αποκλειστεί, πράγμα που σημαίνει ότι οι μπάτσοι απλά θα στήσουν μπλόκα στις τρεις κεντρικές οδικές αρτηρίες. Η κεντρική επιτροπή της κυβέρνησης εξέδωσε μια οδηγία απαγορεύοντας κάθε εκδήλωση ή πορεία (ακόμα και αθλητικές ή πολιτιστικές εκδηλώσεις) σε περισσότερες από 20 πόλεις της περιοχής του Τρεντίνο. Η αστυνομία θέλει άδειους δρόμους, ο πληθυσμός πρέπει να κατανοήσει ότι ο Μεγάλος Αδερφός δεν είναι απλά ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα, κι εμείς- Εμείς; Ας πιαστούμε πάλι από κάτι μακρινό. Ο Gόnther Anders έγραφε στα 1950: η Χιροσίμα είναι παντού, και στα 1980: το Τσέρνομπιλ είναι παντού. Κάποιοι εξεγερμένοι ενάντια στον τεχνοκρατικό κόσμο έγραφαν στα 1990: η Μουρουρόα είναι παντού (την εποχή που η γαλλική κυβέρνηση υπέβαλε αυτό το νησάκι του ειρηνικού σε δολοφονικές πυρηνικές δοκιμές). Δυο χρόνια μετά, άλλοι σύντροφοι έγραφαν: η Γένουα είναι παντού. Καθώς η εξέγερση εκρήγνυται χωρίς όρια και ενάντια σε κάθε θέαμα, γιατί το σύστημα περιμένει έναν εχθρό που δεν είναι εκεί και αποκαλύπτει τον ολοκληρωτικό του χαρακτήρα ακόμη περισσότερο, λέμε λοιπόν: η Riva είναι παντού. Δε θα βρισκόμαστε στους δρόμους ενάντια στις συνόδους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί με τους ως τώρα αγώνες, αλλά κι αυτούς που θα ρθουν θέλουμε πάντα να ανοίγουμε άλλους δρόμους. Γιατί με τη λογική του «τώρα έρχονται στο σπίτι μας» δεν απεγκλωβιζόμαστε από το κύκλο, μιας και οι σύνοδοι θα έρχονται πάντα κοντά στο σπίτι κάποιου. Γιατί η πραγματική σύγκρουση βρίσκεται παντού. Υπάρχουν άλλοι τρόποι να αντιπαρατεθούμε στην οχύρωση των πόλεων και των κοιλάδων που ζούμε, τρόποι που μπορεί να κάνει δικούς του ο καθένας. Θέλουμε να απελευθερωθούμε από τη δικτατορία των αριθμών και των πιστών τους. Ξέρουμε ότι αυτή είναι μια προοπτική που ίσως αποφέρει μικρά αποτελέσματα βραχυπρόθεσμα, όμως είναι με το να αποφασίζουμε εμείς για τους εαυτούς μας, τώρα, πότε και πού θα χτυπήσουμε και να υπερασπιστούμε με πείσμα τους λόγους γι αυτό που θα προκαλέσουμε την ατομική και κοινωνική αταξία να προχωρήσει.

Κάποιοι αναρχικοί από το Rovereto

Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Ιούνης 2007

Categories
Uncategorized

Περί τίνος λοιπόν πρόκειται, σύντροφε;

Περί τίνος πρόκειται, σύντροφε; – Mr. Dupont

“Οι επαναστατικές πράξεις επιτίθενται ενάντια στο σύστημα ως ολότητα – για την ανατροπή του. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια γενική αποδιοργάνωση της κοινωνίας που διαφεύγει από κάθε πολιτικό έλεγχο. Μέχρι τώρα, ανάλογες επαναστατικές πράξεις έχουν εμφανιστεί μόνο συνδεδεμένες με μια κοινωνική καταστροφή, όπως μετά από πολεμικές ήττες και τις σχετικές οικονομικές δυσχέρειες. Αυτό δε σημαίνει ότι τέτοιες καταστάσεις αποτελούν μια ικανή προϋπόθεση για την επανάσταση, αλλά καταδεικνύει το βαθμό της κοινωνικής εκτροπής που προηγείται των επαναστατικών ξεσηκωμών. Η επανάσταση πρέπει να περιλαμβάνει μια πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού. Όχι κάποια ιδεολογία αλλά η αναγκαιότητα φέρνει τις μάζες στην επαναστατική κίνηση. Οι προκύπτουσες δραστηριότητες παράγουν τη δική τους επαναστατική ιδεολογία, η οποία υποτίθεται ότι είναι η κατανόηση του τι πρέπει να γίνει ώστε να προκύψει μια νικηφόρα έκβαση του αγώνα ενάντια στους υποστηρικτές του συστήματος”. – Από συνέντευξη του Paul Mattick με τη Lotta Continua, Οκτώβρης του 1977.

Ως ριζοσπάστες κι ως επαναστάτες, τί είναι αυτό που κάνουμε στην πραγματικότητα; Σε ποιον απευθυνόμαστε; Με ποιον σχετιζόμαστε; Πόσο αποτελεσματικοί είμαστε; Τί αποτέλεσμα θα έπρεπε να επιδιώκουμε; Γιατί είμαστε τόσο λίγοι, και ποιός είναι ο στόχος μας;

Το άρθρο αυτό είναι μια μικρή εξερεύνηση στα ανδραγαθήματα ανθρώπων σαν εμάς. Είναι για το τί προσπαθούμε να κάνουμε και τί κάνουμε στ’ αλήθεια. Οι επαναστάτες είναι πιο επικίνδυνοι, πιο αποτελεσματικοί και πιο ευκίνητοι όταν είναι σαφείς σχετικά με το τί κάνουν και που έγκειται η αποτελεσματικότητά τους. Ευελπιστεί ότι αυτοί που θα το διαβάσουν θα ανταποκριθούν, δημιουργώντας μια συζήτηση από την οποία μπορούμε όλοι να μάθουμε κάτι χρήσιμο στην καθημερινότητά μας κι επίσης στην παρέμβασή μας στην ταξική πάλη.

Υπάρχουν δυο βασικά θεωρητικά μοντέλα του πως μια επανάσταση (που μπορεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να τον αντικαταστήσει με μια ελεύθερη ανθρώπινη κοινωνία) μπορεί να ζωογονηθεί. Θα επιχειρηθεί μια γενική περιγραφή των θεωρητικών μοντέλων αυτών, δεν είναι αναγκαίο στη φάση αυτή να εξεταστεί κάθε πολιτική ομάδα που ενδεχομένως αποδέχεται σε διαφορετικό βαθμό το ένα ή το άλλο μοντέλο. Αν κάποιος έχει μια ανάμειξη σε πολιτικούς, ταξικούς αγώνες ή επαναστατικές πρακτικές, μπορεί εύκολα να καταλάβει για τί πράγμα μιλάμε.

Μοντέλο 1

Θα αναφερθώ στο μοντέλο αυτό ώς το μοντέλο εξύψωσης της συνείδησης. Στην κάπως πιο αγνή, ή σκληρή, μορφή του, η βασική ιδέα του μοντέλου αυτού είναι ότι οι ριζοσπάστες οφείλουν να μορφώσουν και να εμπνεύσουν “τις μάζες”, ή την εργατική τάξη. Αυτοί οι ριζοσπάστες ελπίζουν να κερδίσουν μαζική αποδοχή των ιδεών τους ώστε τελικά η πλειοψηφία του πληθυσμού να μπορέσει να αλλάξει τον τρόπο της ζωής μας. Οι θιασώτες του μοντέλου αυτού τείνουν να υιοθετούν μια διττή άποψη γι αυτούς που ελπίζουν να επηρεάσουν. Από την μια νιώθουν διανοητικά ανώτεροι από “τις μάζες”, και απεγνωσμένοι που ο “μέσος ανθρωπάκος” δε θα φτάσει ποτέ σε ένα υψηλό επίπεδο αντίληψης (εξ αιτίας της σχεδόν εσκεμμένης βλακείας του!). Από την άλλη, οι ριζοσπάστες αυτοί τείνουν να πιστεύουν με έναν σχεδόν θρησκευτικό τρόπο, στο “καλό” που αντιπροσωπεύουν γενικά οι άνθρωποι. Βασίζουν την πίστη τους ότι ο καθένας μια μέρα θα αλλάξει μυαλά, στο ότι μόνο ο Διάβολος ο ίδιος θα μπορούσε να αντισταθεί στην αλήθεια της προπαγάνδας τους για πάντα.

Η χρήση “θρησκευτικών” μεταφορών είναι ενδεικτική. Ο κύριος λόγος που το μοντέλο αυτό είναι τόσο δημοφιλές, ίσως, έχει να κάνει με τις παραδόσεις της οργανωμένης θρησκείας. Εδώ, έχω υπόψη μου ιδιαίτερα τον χριστιανισμό και όλες τις χιλιάδες αιρέσεις του. Ο χριστιανισμός είναι μια θρησκεία προσηλυτισμού, κι άλλες σημαντικές θρησκείες, όπως το ισλάμ, είναι επίσης οργανώσεις προσηλυτισμού, αλλά ίσως μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο χριστιανισμός παρείχε τις βασικές τακτικές για άλλες θρησκείες προσηλυτισμού, σίγουρα όμως, μέχρι σήμερα καμία άλλη θρησκεία δεν στάθηκε τόσο επιτυχημένη (ή τόσο δολοφονική), σ αυτό το θέμα.

Οι οργανωμένες θρησκείες προσηλυτισμού βασίζουν αρκετές από τις δραστηριότητές τους στην εξύψωση της συνείδησης: φιλοδοξούν να δείξουν στον κόσμο, κάθε προέλευσης, “το φως το αληθινό”. Φιλοδοξούν, όπως το βλέπουν οι ίδιες, να φέρουν τις μάζες σε ένα ψηλότερο ηθικό επίπεδο, ένα επίπεδο στο οποίο ένας βαθμός ειρήνης κι αρμονίας μεταξύ των πιστών θα επιτυγχανόταν. Έχοντας μεγαλώσει κάτω από τη σκιά μιας θρησκείας προσηλυτισμού όπως ο χριστιανισμός ή το ισλάμ, όπως πολλοί από μας που κατοικούμε στις περιοχές αυτές, θα ήταν αρκετά εύκολο ακόμα και για έναν άθεο θιασώτη της πάλης των τάξεων να πάρει ως δεδομένη αυτή την ιδέα μαζικού προσηλυτισμού, το μοντέλο της εξύψωσης της συνείδησης.

Ένα στοιχείο γι αυτήν τη “θρησκευτική” φύση του μοντέλου εξύψωσης της συνείδησης είναι η ανταπόκριση που είναι έμφυτη σε μερικούς ανθρώπους όταν εμείς οι ριζοσπάστες και επαναστάτες στεκόμαστε αρκετά αφελείς ώστε να λογομαχήσουμε για την άποψή μας με “μη πολιτικούς” συζητητές σε κοινωνικές συνθήκες. Σε κοιτάζουν σαν μάρτυρα του ιεχωβά και εύχονται να το βουλώσεις. Τί σκέφτεστε για έναν μάρτυρα του ιεχωβά που σε πιάνει σε μια γωνία και προσπαθεί με το ζόρι να σου χώσει την “αλήθεια” του στο κεφάλι;

Ένας άλλος λόγος που το μοντέλο εξύψωσης της συνείδησης είναι ακόμα και σήμερα δημοφιλές ανάμεσα στους ριζοσπάστες που προσπαθούν να αλλάξουν τον τρόπο που σκέφτονται “οι μάζες” είναι γιατί χρησιμοποιείται συνεχώς από ολόκληρη την εξουσιαστική αριστερά παγκοσμίως. Οι ριζοσπάστες όλου του φάσματος κατά παράδοση επηρεάζονται από τις τακτικές και την επιτυχία των οργανώσεων της εξουσιαστικής αριστεράς. Δεν έχουμε παρά να δούμε τη συκοφάντηση των αναρχικών κι ελευθεριακών σε όλο τον κόσμο από αντι-προλεταριακές οργανώσεις όπως ο IRA, το ANC, η ΕΤΑ, και τον μοντέρνο ενθουσιασμό της μόδας για το φιλό-καπιταλιστικό κίνημα των Ζαπατίστας. Ένα σωρό αναρχικοί δεν μπορούν να αντισταθούν στην εκμηδένιση κάθε κριτικής ικανότητάς τους με το που βλέπουν κάθε επίδοξο δικτάτορα να κρατά ένα όπλο στο όνομα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού και της αστικής δημοκρατίας. Ο λόγος που οι οργανώσεις της εξουσιαστικής αριστεράς λατρεύουν το μοντέλο εξύψωσης της συνείδησης είναι λόγω της ευκολίας με την οποία μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία της οικοδόμησης του Κόμματος και της δημιουργίας πειθήνιων υποστηρικτών. Για την αριστερά, η εξύψωση της συνείδησης στην πραγματικότητα σημαίνει να διδάσκεις στους ανθρώπους την αναγκαιότητα κατάληψης της εξουσίας από το εκάστοτε Κόμμα.

Μοντέλο 2

Το αντίθετο του μοντέλου που περιγράφεται παραπάνω μπορεί να οριστεί ως οικονομιστικό ντετερμινιστικό μοντέλο. Το μοντέλο αυτό είναι υλιστικό στην ουσία του κι όχι ηθικιστικό ή “θρησκευτικό”. Δεν ενδιαφέρεται να συζητήσει διεξοδικά το πόσο “καλοί” (ή το πόσο “αναμάρτητοι”) είναι οι άνθρωποι. Λέει ότι οι άνθρωποι καθορίζονται από τις συνθήκες κι ό,τι τους έπιβάλλεται να κάνουν. Λέει ότι δεν έχει νόημα να προσπαθείς να αλλάξεις τα μυαλά “των μαζών” με προπαγάνδα είτε με τη θεωρία είτε με τη δράση. Λέει ότι τα τμήματα του πληθυσμού (ή τα κομμάτια της εργατικής τάξης) θα μπορέσουν να αλλάξουν την κοινωνία μόνο όταν οι οικονομικές συνθήκες προκαλέσουν μια αντίδραση. Βασίζοντας τις ιδέες τους σε ιστορικά γεγονότα, οι θιασώτες του οικονομιστικού μοντέλου ισχυρίζονται ότι η συνείδηση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης θα αλλάξει μόνο όταν η κοινωνία βρεθεί αντιμέτωπη με μια πολιτική και οικονομική κρίση. Μια τέτοια σκέψη προκύπτει μερικώς από μια αντίληψη της προσέλευσης των σημαντικών πολιτικών (ή καλύτερα, επαναστατικών) ιδεών. Για παράδειγμα, ήταν οι εργάτες του Παρισιού που στα 1871 επινόησαν την Κομμούνα σαν μια πρακτική, επαναστατική μορφή οργάνωσης. Ο Karl Marx απλώς την κατέγραψε και την ανέδειξε, μετά την πραγματοποίησή της. Κι όταν οι πολιτικοποιημένοι ζητούσαν την εγκαθίδρυση σοβιέτ στη Ρωσία το 1917, ήταν ικανοί να το κάνουν μόνο και μόνο επειδή οι ρώσοι εργάτες τα είχαν ανακαλύψει στα 1905. Εκτός μιας επαναστατικής κατάστασης, οι θιασώτες του μοντέλου αυτού αναγνωρίζουν βέβαια την αξία του διαλόγου και της προπαγάνδας, αλλά πρωταρχικά ως έναν τρόπο να συγκροτηθεί ο (συνήθως μικρός) αριθμός επαναστατών, και οι ικανότητές τους, ούτως ώστε όταν συμβούν κάποιες σημαντικές ταξικές συγκρούσεις, να είναι ικανοί να επηρεάσουν θετικά τα γεγονότα. (Το μοντέλο αυτό χάνει τη χρησιμότητά του όταν ένα είδος αφελούς ντετερμινισμού γίνεται το κυρίαρχο εργαλείο ανάλυσης. Θύματα αυτού του φαινομένου είναι ομάδες όπως η Διεθνής Κομμουνιστική Τάση στη Βρετανία, για παράδειγμα. Η ομάδα αυτή τραβά τον ντετερμινισμό στα άκρα, σε σημείο απόλυτης πίστης στους “ιστορικούς νόμους”. Έτσι, γι αυτούς, ο ιστορικός νόμος που κυριαρχεί τις ζωές μας σήμερα είναι αυτός που λέει ότι ο Καπιταλισμός είναι στη φάση παρακμής του και ότι ο διογκούμενος αριθμός πολιτικών και οικονομικών κρίσεων σύντομα θα τον γονατίσει. Όμως η εικόνα που έχουν για τον κόσμο δεν ταιριάζει στην πραγματικότητα. Για να υιοθετήσεις το οικονομιστικό ντετερμινιστικό μοντέλο δε χρειάζεται να ξαναγράφεις την ιστορία και τα τρέχοντα γεγονότα ώστε να ταιριάξουν σε ένα παραμυθάκι με ευχάριστο τέλος που θες να έχεις για αλήθεια).

Η Ανθρώπινη Βούληση

Οι υπερασπιστές της εξύψωσης της συνείδησης θα προσέξουν ιδιαίτερα την προφανή υποτίμηση της “ανθρώπινης βούλησης” που σημειώνεται στο δεύτερο μοντέλο. Θα ισχυριστούν ότι μια “επανάσταση” δεν γίνεται να πραγματοποιηθεί χωρίς τις συνειδητές και πεφωτισμένες πράξεις μιας πλειοψηφίας (ή ενός μεγάλου αριθμού) του λαού. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πουν ίσως, πρέπει να προηγηθούν χρόνια εκπαίδευσης για να το εμπεδώσει η εργατική τάξη. Η αιτιολόγηση είναι προβληματική, και χρειάζεται μόνο μια ματιά στην ιστορία και τον κόσμο γύρω μας για να δούμε το γιατί. Καταρχήν, αν οι μάζες δεν αντιλαμβάνονται την επαναστατική πολιτική μέχρι τώρα, μετά από 150 χρόνια προπαγάνδας, και πολλά ιστορικά παραδείγματα, τότε πότε σκοπεύουν να το αντιληφθούν; του χρόνου ίσως; Δεύτερον, αν ρίξουμε μαι προσεχτική ματιά στα προηγούμενα επαναστατικά γεγονότα (κι εννοώ επαναστατικά, όχι εθνικιστικά πραξικοπήματα) θα δούμε τότε ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων δεν ήταν “επαγγελματίες” επαναστάτες. Ήταν άνθρωποι που, μέσα σε μια μικρή χρονική περίοδο, και στο μέσον πολιτικής και οικονομικής αποδιάρθρωσης, κατανόησαν την πρακτική ανάγκη για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης και έδρασαν αναλόγως. Η “εκπαίδευσή” τους ήταν το αποτέλεσμα της μαρτυρίας πραγματικών γεγονότων, κι όχι χρόνων ανάγνωσης προπαγανδιστικού υλικού (που φυσικά δε διάβαζαν ποτέ). Οι ιδέες των ανθρώπων μπορούν να αλλάξουν πολύ γρήγορα σε σχέση με τις συνθήκες στις οποίες εμπλέκονται, μια επανάσταση θα είναι αδύνατη χωρίς ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης να πάει πέρα από τα γεγονότα και να δημιουργήσει το μέλλον του με την ίδια της βούλησή του. Ήταν, είναι, και θα είναι για πάντα, τα γεγονότα που φέρνουν την εργατική τάξη σε μια επαναστατική συνείδηση, κι όχι η προπαγάνδα. Όμως είναι στο σημείο αυτό που η βούλησή της γίνεται ο κυρίαρχος παράγοντας, καθώς αποφασίζει με ποιον τρόπο θα δράσει σύμφωνα με την νέα συνείδησή της, στις συνθήκες που βρέθηκε.

Είναι μόνο μέσα στον καταιγισμό της σοβαρής, συλλογικής δράσης της εργατικής τάξης που συμβαίνει μια αλλαγή. Αλλαγή της συνείδησης και αλλαγή της πραγματικής ζωής.

Ποιά είναι η θέση του μακροχρόνιου “επαναστάτη” στην κατάσταση αυτή; Λοιπόν, είναι σ αυτό το σημείο της ταξικής σύγκρουσης (όταν η δυνατότητα καταστροφής της οικονομίας φαντάζει πραγματική και άμεση) που είναι ουσιαστικό για τους επαναστάτες να γίνουν ακουστοί. Είναι επίσης στο σημείο αυτό που ένα ολόκληρο φάσμα άλλων εκλήσεων στην εργατική τάξη θα γίνει κάτω από κάθε απόχρωση όλων εκείνων που θέλουν να σώσουν τον καπιταλισμό. Έχοντας μελετήσει καιρό τη φύση της αντεπανάστασης και των πρωταρχικών στοιχείων της, θα είναι οι επαναστάτες που θα εμπλακούν στην καταστολή κάθε πρωτοβουλίας που μοιάζει να απειλεί την αυτονομημένη δραστηριότητα των ίδιων των επαναστατών. Μπορούμε να αντιπαραβάλλουμε αυτή τη στρατηγική με στιγμές έντονης ταξικής αντιπαράθεσης που προκύπτουν χωρίς κάποιο ίχνος γενικευμένης εξέγερσης να επίκειται. Είναι καλό για την τάξη μας να εξοικειώνεται με τους ταξικούς αγώνες και τη βιομηχανική σύγκρουση και θα έπρεπε να παρεμβαίνουμε οπουδήποτε μπορούμε προκειμένου να παρέχουμε αυτού του είδους την προοπτική που ελπίζουμε να παρέχει μια επαναστατική κατάσταση.

Προκειμένου να είμαστε αποτελεσματικοί σ αυτό, είναι απαραίτητο να διαθέτουμε όσο περισσότερους επαναστάτες γίνεται, όμως πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτός ο αριθμός δε θα σχηματίσει ποτέ ένα μαζικό κίνημα. Τα γεγονότα είναι που κάνουν τις επαναστάσεις, κι όχι τα νούμερα των πολιτικοποιημένων με κάρτα μέλους. Ένα οργανωμένο μαζικό κίνημα, από τη φύση του, δεν μπορεί ποτέ να είναι επαναστατικό μέσα σ αυτήν την κοινωνία. Απλά δεν μπορεί. Για να δούμε γιατί ένα μαζικό κίνημα σε μη-επαναστατικούς καιρούς δεν μπορεί να είναι επαναστατικό, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στην “επαναστατική” συνδικαλιστική παράδοση, την άνοδο των “επαναστατικών” σοσιαλ-δημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γερμανία, και την άνοδο και πτώση της αναρχο-συνδικαλιστικής CNT στην Ισπανία, μεταξύ άλλων παραδειγμάτων. (Ο ρόλος της CNT στην ισπανική ιστορία συχνά διαστρεβλώνεται στην αναρχική φιλολογία. Η CNT ήταν ένα ρεφορμιστικό βιομηχανικό συνδικάτο το οποίο, όπως τα περισσότερα συνδικάτα στις αρχές του αιώνα, ανά την Ευρώπη, χρησιμοποιούσαν μια “επαναστατική” ρητορική. Η ισπανική επαναστατική περίοδος του 1920 και 30 αποδείχτηκε να είναι ενάντια στη CNT. Το 1936, η CNT προσπάθησε να παρεμποδίσει ένα επαναστατικό ξέσπασμα, το οποίο δεν ήταν τόσο προϊόν της προπαγάνδας και οργάνωσης της CNT, όσο αποτέλεσμα των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας του ισπανικού προλεταριάτου και της καταστροφικής επίδρασης των κυβερνήσεων για πολλά χρόνια.

Στην κοινωνία αυτή, μπορούν να υπάρξουν μαζικά κινήματα, αλλά δε θα είναι ποτέ επαναστατικά. Πάρτε για παράδειγμα το οικολογικό κίνημα: αυτό το κίνημα εξαπλώνεται χρόνια τώρα, κι έχει αρκετή υποστήριξη από τομείς της καπιταλιστικής τάξης. Ωστόσο, δεν είναι ένα κίνημα που ζητά την κατάργηση της εργασίας και των τάξεων. Παρόλο που οι ακτιβιστικές περιπέτειές του πρόσφατα ξεκίνησαν να θέτουν σε αμφισβήτηση την θεμελιώδη φύση του κινητήριου άξονα της παγκόσμιας οικονομίας, δεν υπάρχει ακόμα κάποιο σημάδι στον ορίζοντα, που να υποδεικνύει ότι η “αντι-καπιταλιστική” ρητορική του θα ξεφύγει από την αριστερίστικη επανανακάλυψη του “αντιϊμπεριαλισμού” που χαρακτηρίζει αυτό το κίνημα. Στην πραγματικότητα, η αντίστροφη διαδικασία μοιάζει πολύ πιο πιθανή, καθώς οι παλιομοδίτικες αριστερές ομάδες (πχ το SWP στη Βρετανία) μπαίνουν ξανά στο παιχνίδι, και η ηγεσία του νέου “αντικαπιταλιστικού” συνοθυλεύματος (πχ το RTS στη Βρετανία) μάχονται για αναγνωρισιμότητα και έλεγχο στο εσωτερικό των δραστηριοτήτων “τους”.

“Οι μάζες” θα γίνουν επαναστατικές μόνο (ή αλλιώς θα υπάρξει ένα επαναστατικό μαζικό κίνημα στην κοινωνία μόνο) όταν η κοινωνία αυτή βυθιστεί στην κρίση της εργοστασιακής αναταραχής, της οικονομικής κατάρρευσης και της πολιτικής αστάθειας. Ρίξτε μια ματιά σε κάθε επαναστατική περίοδο της ιστορίας και θα το δείτε. Η εποχή που το προλεταριάτο έφτασε πιο κοντά στο να δημιουργήσει μια παγκόσμια κομμουνιστική κοινωνία ήταν στο τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.

Η κυρίαρχη ιδεολογία είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης. Τα χειρότερα στοιχεία της εξύψωσης της συνείδησης δείχνουν μια προτίμηση στους αναγνώστες της The Guardian (στμ “έγκριτη βρετανική εφημερίδα”) απέναντι στους αναγνώστες της The Sun (κουτσομπολίστικη) καθώς νομίζουν ότι το αναγνωστικό κοινό της The Guardian είναι πιο “προχωρημένο”, και καλύπτουν οτιδήποτε βλέπουν με τον γλοιώδη ηθικισμό και τον πολιτιστικό ολοκληρωτισμό τους. Πιστεύουν ότι άνθρωποι με ένα φιλο-αριστερό προφίλ είναι πιθανότεροι “επαναστάτες” από αυτούς με ένα πιο δεξιό προφίλ. Δηλαδή, θεωρούν τον Tony Blair, πιθανότερο επαναστάτη από έναν αντιδραστικό φορτηγατζή. Ή πάλι, θεωρούν έναν ψηφοφόρο των Εργατικών (το κόμμα του Tony Blair) από την εργατική τάξη ως πιθανότερο επαναστάτη από έναν ψηφοφόρο των Tories (φιλελεύθερη δεξιά) της εργατικής τάξης. Μια τέτοια αξιολόγηση γίνεται από την μεριά ανθρώπων που βλέπουν τους εαυτούς τους ως ηθικά ανώτερους από τους υπόλοιπούς μας και που διαθέτουν μικρή κατανόηση της δυναμικής της ταξικής σύγκρουσης, και του πώς δουλεύει η οικονομία. Μήπως οι απεργοί πρέπει να περάσουν από κάποια πολιτιστική επιμόρφωση, προκειμένου να κατανοήσουν τα ήθη της πολιτικής ορθότητας, προτού γίνουν μια υλική απειλή για την κυρίαρχη τάξη και το Κράτος; ή απλώς κατεβαίνουν σε απεργία;

Κάποιες τελικές σκέψεις

Μπορούμε να επικοινωνήσουμε μόνο με τους ανθρώπους που θα μας ακούσουν και θα μας καταλάβουν. Μπορούμε να αναμειχθούμε σε αγώνες στο χώρο εργασίας μας, για παράδειγμα, και να φέρουμε ένα αποτέλεσμα. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να συζητήσουμε και να συνδεθούμε με ανθρώπους στις γειτονιές μας για ζητήματα που μας επηρεάζουν εκεί. Και μπορούμε να μιλήσουμε σ αυτούς που νιώθουν ότι όλα χρειάζεται να αλλάξουν αλλά δεν έχουν κάνει το πνευματικό άλμα να δουν τον κόσμο με επαναστατικούς ταξικούς όρους, ανθρώπους που ήδη ασχολούνται κατά κάποιο τρόπο με την “πολιτική”. Όμως δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να κάνουμε τους ανθρώπους που μας προσπερνάνε στο δρόμο, και δεν έχουν καμία περαιτέρω επαφή μαζί μας, να πάρουν ένα φύλλο χαρτί, να το διαβάσουν και να δράσουν πάνω σ’ αυτό. Αν τα επαναστατικά κείμενα ήταν δημοφιλές υλικό ανάγνωσης τότε τα ράφια των βιβλιοπωλείων θα ήταν γεμάτα με επαναστατικά έντυπα από χρόνια ήδη. Ακόμα και σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, όπου τα πρακτορεία τύπου είναι αναγκασμένα να πουλούν “επαναστατικά” έντυπα, οι μάζες δεν έχουν καταληφθεί από κανέναν επαναστατικό πυρετό.

Αυτό που ισχύει παντού είναι ότι οι κυρίαρχες ιδέες (στα κεφάλια των ανθρώπων) είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης, μέχρι δηλαδή τα πάντα να αρχίσουν να πηγαίνουν, σε υλικό επίπεδο, στραβά για την κυρίαρχη τάξη, και η νομιμοποίησή της τεθεί υπό αμφισβήτηση. Αυτή η ρωγμή στην πανοπλία της νομιμότητάς της έρχεται συνήθως όταν υπάρχει μια ευρείας κλίμακας βιομηχανική εξέγερση, όταν οι εργάτες αρχίζουν να αντιλαμβάνονται που έγκειται η δύναμή τους, όπως στη Γαλλία το 1968, όπου 10 εκατομμύρια εργατών κατέβηκαν σε απεργία και ο πρόεδρος De Gaulle ένιωσε την ανάγκη να διασφαλίσει την υποστήριξη του στρατού σε μια συνάντηση με τον στρατηγό Masou. (Ο γαλλικός καπιταλισμός μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο παρέμεινε σε μια επισφαλή κατάσταση και το 1958 ο De Gaulle ηγήθηκε ενός ειρηνικού πραξικοπήματος και έχρισε τον εαυτό του Πρόεδρο, η εργατική τάξη δεν έκανε και πολλά για να τον εμποδίσει πιστεύοντας ότι τα πράγματα μπορεί να βελτιωθούν, ωστόσο δεν βελτιώθηκαν κι έτσι το ξέσπασμα της εργατικής τάξης του 1968 τέθηκε σε κίνηση. Ο Μάης του 1968 έδειξε ότι μια εκτεταμένη εξέγερση ήταν εφικτή σε ένα “σύγχρονο” κράτος. Όμως αυτό που παραβλέπεται συνήθως είναι ότι συνέβη εξαιτίας των ειδικών προβλημάτων και της ευαισθησίας της γαλλικής οικονομίας, κι όχι λόγω του συχνά παρατονισμένου κύματος νεανικού ριζοσπαστισμού και των διαμαρτυριών που φάνηκαν να εγείρονται προς το τέλος της δεκαετίας του 1960. Ο Μάης του 1968 δεν ήταν σύμπτωμα του “ριζοσπαστικού μύθου” που δημιουργήθηκε γύρω από τα γεγονότα των τελών του 60 και των αρχών του 70, αλλά χρησιμοποιήθηκε στο έπακρο για να στερεώσει τον μύθο αυτόν).

Ένα βασικό καθήκον μιας οργάνωσης σαν την (βρετανική) Αναρχική Ομοσπονδία, είναι τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, και το οποίο πετυχαίνει σε κάποιο βαθμό σήμερα, είναι να καταπολεμήσει την ιδεολογία της αριστεράς. Οι επαναστατικές ιδέες δεν είναι αριστερές, δεν είναι σοσιαλδημοκρατικές, δεν είναι λενινιστικές. Παρόλο που οι αριθμοί των “επαγγελματιών” επαναστατών θα είναι πάντοτε αναγκαστικά μικροί, τους θέλουμε όσο πιο μέσα στα πράγματα γίνεται (για παράδειγμα, όσο πιο αντι-αριστερούς γίνεται, όσο πιο αντιεξουσιαστές, αντι-εθνικιστές, αντι-καπιταλιστές, αντι-μυστικιστές γίνεται κλπ). Τα άτομα κάνουν τη διαφορά στα πράγματα. Τι θα συνέβαινε αν ο Durruti είχε δώσει βάση στις επιφυλάξεις του για την πολιτική της CNT που πρότασσε την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας αντί για πόλεμο για την επανάσταση στην Ισπανία το 1936; Αν οι “επαναστάτες” κάνουν λάθη, ή είναι ηλίθιοι, ή πολύ δειλοί, τότε γίνονται περισσότερο μια απειλή για την εργατική τάξη παρά μια βοήθεια.

Πρέπει να δώσουμε βάση στο γιατί ομάδες όπως η Αναρχική Ομοσπονδία θα έχουν πάντοτε λίγα μέλη. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι το γεγονός αυτό δεν αποτελεί ένδειξη “αποτυχίας”. Αντιθέτως, αν οι “μάζες” συνωστίζονταν στην Α.Ο. αύριο, ζητώντας να ενταχθούν σ’ αυτή, αυτό μάλιστα, θα ήταν μια αποτυχία. Η εργατική τάξη γίνεται επαναστατική στη δράση, και μόνο στη δράση. Οι επαναστάτες θα είναι εκεί όταν το γεγονός αυτό συμβεί και θα δράσουν σαν μια υποστήριξη στο επαναστατικό σχέδιο. Την παρούσα στιγμή, φαίνεται πως ο κύριος ρόλος μας είναι να κρατήσουμε μια δυναμική ταξική ανάλυση ζωντανή μέσα στο δίκτυο των ριζοσπαστών, κι έτσι να προσελκύσουμε όσο περισσότερους συντρόφους γίνεται. Αν και είναι σημαντικό να προσπαθήσουμε να αυξήσουμε των συνειδητοποιημένων επανααστατών δεν μπορούμε να περιμένουμε ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα να αναπτυχθεί μέχρις ώτου η οικονομία βρεθεί σε σοβαρούς μπελάδες και τα αφεντικά αρχίσουν να χάνουν τον έλεγχό τους πάνω μας. Η επιτυχία ενός τέτοιου επαναστατικού μαζικού κινήματος θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό στη δουλειά την οποία κάνουμε τώρα. Αυτός είναι ο λόγος που η δουλειά μας θα είναι πάντοτε επίκαιρη και που όσοι έχουν μια επαναστατική τοποθέτηση θα πρέπει να συνεργαστούν. Αν χάνουμε τον καιρό μας τότε το μόνο που θα την πληρώσει θα είναι η επαναστατική κριτική. Όπως πάντα, πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά τί κάνουμε στην πραγματικότητα και τί μπορούμε να πετύχουμε έτσι. Πρέπει συνεχώς να αξιολογούμε ό,τι θεωρούμε επαναστατικό, ή δυνητικά επαναστατικό, και τί δεν θεωρούμε ως τέτοιο. Δε θα πρέπει να φοβόμαστε να πούμε τί σκεφτόμαστε, και δε θα πρέπει να φοβόμαστε να κριτικάρουμε τις υπάρχουσες τάσεις στο παγκόσμιο ριζοσπαστικό στερέωμα. Δε πρέπει να φοβόμαστε να αντιληφθούμε ότι “η επανάσταση” μπορεί να μη συμβεί αύριο, και ότι είναι πιθανό το μόνο που θα μπορούμε να κάνουμε θα είναι να κρατάμε ζωντανή μια επαναστατική κριτική της κοινωνίας μέσα από ένα συνεχή διάλογο, λόγου και παρέμβασης, με αυτούς που θα έχουν τα αυτιά τους ανοιχτά. Κάτι τέτοιο δε σημαίνει να μιλάμε μόνο με όσους έχουν ήδη καταβάλει μια προσπάθεια να αναζητήσουν ποιοί μηχανισμοί ενδεχομένως μια μέρα θα ανατρέψουν τον καπιταλισμό, αλλά επίσης να δρούμε μέσα σε καταστάσεις όπου υπάρχει μια καλή πιθανότητα ριζοσπαστικοποίησης της αυθεντικής ταξικής πάλης (κι όχι, ας πουμε, εξτρεμιστικής ποζεριάς).

Πηγή: κείμενο του “mr Dupont” από το διαδικτυακό τοπο Libcom.org

Categories
AgainstSleepAndNightmare

Τί σημασία έχουν τα ονόματα – Against Sleep and Nightmare

Τί σημασία έχουν τα ονόματα – Against Sleep and Nightmare

Όταν περιγράφουμε τους σκοπούς μας, δε γίνεται να υποθέτουμε ότι είσαι ουδέτερος. Παρά την τρομακτική άγνοια και την εξαπάτηση που κατατρώγει την κοινωνία μας, διαδραματίζεται μια χαώδης σύγκρουση σήμερα. Για να συνοψίσουμε γοργά τις θέσεις μας, ξεκινάμε με την υπόθεση ότι ο αναγνώστης μας τουλάχιστον διαισθητικά αντιλαμβάνεται την μάχη που μαίνεται κρυφά αλλά και ανοιχτά στον κόσμο.

Οι άρχοντες της χώρας αυτής αλλά και κάθε άλλης έχουν εργαστεί σκληρά για να καταστρέψουν την έννοια των λέξεων που περιέγραφαν την κοινωνία – τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι συσχετίζονται μεταξύ τους σαν μια ολότητα. Από την TV στα μαθήματα πολιτικής οικονομίας, το τυπικό λεξιλόγιο το κάνει δύσκολο για τον καθένα να μιλήσει για την κοινωνία και τη θέση του μέσα της.

Απ’ αυτό το σημείο, θα πρέπει να περιγράψουμε λεπτομερώς για ποιες αλλαγές και ποιο σύστημα μιλάμε, πριν πάρουν οι περισσότερες ταμπέλες μια συμπαγή έννοια.

Η έννοια της Τάξης έχει χρωματιστεί από την επίθεση της κυρίαρχης τάξης εναντίον μας. Οι ταραχές του Λος Άντζελες απέδειξαν ότι υπάρχει στ’ αλήθεια μια ταξική διαίρεση στη χώρα αυτή. Η κυρίαρχη τάξη εργάζεται στο να θέσει αυτή τη γραμμή της διαίρεσης στην υπηρεσία της. Θέλουν να στρέψουν τους μαύρους της πόλης εναντίον του καθένα.

Αντίθετα, εμείς πρέπει να δημιουργήσουμε μια διαίρεση που να ταιρίαζει στα συμφέροντά μας. Είμαστε κομμάτι ενός ευρύτερου κινήματος που τα διακόσια τελευταία χρόνια κινείται προς την ανάκτηση μιας ανθρώπινης κοινότητας. Κομμουνισμός, σοσιαλισμός και αναρχισμός είναι λέξεις που έχουν χρησιμοποιηθεί προκειμένου να περιγράψουν το κίνημα αυτό. Οι ίδιες λέξεις έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί για να περιγράχουν το ακριβώς αντίθετο – τα σταλινικά καθεστώτα της Κίνας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Ευρώπης.

Για δυο εκατομύρια χρόνια, τα ανθρώπινα όντα ζούσαν σε κοινότητες συνεργασίας, κοινωνίες χωρίς κυβερνήσεις και συχνά χωρίς πείνα και σκληρή εργασία. Ο Μαρξ ονόμασε αυτόν τον τύπο κοινωνίας “πρωτόγονο κομμουνισμό”. Οι άνθρωποι είναι πολύ πιο προσαρμοσμένοι σε αυτόν τον ευγενικό, τεμπέλικο τρόπο ζωής παρά στη μοντέρνα μισθωτή σκλαβιά, την παραγωγή προϊόντων και τον ρομποτικό έλεγχο.

Το ιδανικό του κομμουνισμού δεν είναι να σπρώξουμε πίσω το ρολόι αλλά να δημιουργήσουμε μια κοινωνία με την ανθρωπιά της πρωτόγονης ωής αλλά χρησιμοποιώντας την επιστημονική κατανόηση της σύγχρονης κοινωνίας ώστε να δημιουργήσουμε μια παγκόσμια κοινότητα.

Ο κομμουνισμός δεν είναι ένα ηθικό πρόγραμμα, δεν είναι ένας αγώνας γενικά για το καλό. Είναι ένα σύστημα ανθρώπινων σχέσεων που έχει ήδη υπάρξει σε έναν βαθμό στις ανθρώπινες κοινωνίες, ακόμα και στην σημερινή, ενυπάρχει καταπιεσμένο στο πίσω μέρος τους. Εμείς, ολόκληρη η τάξη των αποκλεισμένων, μπορούμε να οραματιστούμε μια κομμουνιστική κοινωνία καθώς ήδη φέρουμε τους σπόρους της μέσα μας. Κάθε πράξη σαμποτάζ, τυχαίου χαρίσματος και άρνησης της εργασίας σχηματίζουν μια κοινότητα αντίστασης που μας δίνει μια αίσθηση του πως θα είναι η μελλοντική μας κοινότητα.

Τα εργατικά συμβούλια που σχηματίστηκαν εν μέσω ορισμένων άγριων απεργιών έδωσαν μια ιδέα για την μορφή που θα μπορούσε να πάρει ένα μέρος της νέας κοινωνίας. Όμως το περιεχόμενό της είναι εξίσου σημαντικό. Θα είναι μια άρνηση της μισθωτής εργασίας μέσω του παιχνιδιού και ταυτόχρονα άρνηση της παραγωγής μέσω του χαρίσματος. Σήμερα, είμαστε μέρος του κομμουνιστικού κινήματος όταν οι εξουσίες ολόκληρου του κόσμου είναι συνασπισμένες εναντίον του.

Τακτικές

Μαχόμαστε για τον κομμουνισμό. Πως περιμένουμε να έρθει; Κυρίως, θα είναι η οργάνωση των αποκλεισμένων για να πάρουν τις ζωές τους υπό τον έλεγχό τους.

Πως μπορούμε να βοηθήσουμε; Οι συνειδητοί κομμουνιστές αποτελούν μια μικρή μειονότητα ως προς το σύνολο. Η αξία που μπορούμε να έχουμε είναι να έχουμε υπόψη μας την κατεύθυνση που έχουν πάρει οι αγώνες στο παρελθόν και να παρέχουμε την καθοδήγηση και τη φλόγα που μπορούν να βγάλουν ένα κίνημα μέσα από κρίσιμες φάσεις.

Ο αγώνας για τον κομμουνισμό υπάρχει πάντοτε. Δείχνουμε την ενότητα των μέχρι σήμερα περιορισμένων αγώνων και των στρατηγικών που μπορούν να κάνουν χρήση. Πρέπει να δείξουμε το πώς η λεηλασία και οι άγριες απεργίες ενώνονται ως άρνηση της παγκόσμιας αγοράς, του καπιταλισμού.

Οι εκρήξεις αυτές μόνο περιστασιακά θα διαφεύγουν των πλαισίων που έχουν θέσει οι κυρίαρχοι. Όταν υπάρχει μια πιθανότητα ξεσπάσματος, θα επιχειρούμε να είμαστε εκεί με μια αξιόλογη δύναμη και σαφήνεια που θα μπορούσε να περάσει το κίνημα αυτό σε νέα επίπεδα.

Δεν έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα του πως θα γίνει κάτι τέτοιο. Έχουμε μάθει κάποια πράγματα που είναι σημαντικά. Κάποια πράγματα που το κίνημα πρέπει να κάνει, κάποια που δεν πρέπει να κάνει. Έχουμε μια γενική ιδέα του συστήματος στο οποίο βασίζεται αυτή η κοινωνία.

Μπορούμε να ανατρέξουμε σε στιγμές της ιστορίας όπου μια υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση φαινόταν να καταρρέει: Ρωσσία, Ισπανία, Κίνα, Γαλλία του 68. Όταν έρχεται στο προσκήνιο η επανάσταση, κάθε φράξια, από τους καπιταλιστές μέχρι τους κοινωνικούς λειτουργούς και τον μέσο αποκλεισμένο άνθρωπο, προσπαθεί να συνειδητοποιήσει την δική της εκδοχή. Σε κάθε μία από τις προηγούμενες καταστάσεις, οι ελίτ επανεγκαθίδρυσαν τον καπιταλισμό, ακόμα κι αν η τρέχουσες κυβερνήσεις ή καθεστώτα κατέρρευσαν.

Ωστόσο γνωρίζουμε μια είναι η θέση στην οποία θα βρεθούν οι αποκλεισμένοι με το ξεκίνημα της μάχης. Πρέπει να είναι έτοιμοι να καταστείλουν όλους όσους προσπαθούν να επαναφέρουν την παλιά τάξη. Ο αγώνας σήμερα πρέπει να είναι άμεσος για την νέα κοινωνία.

Αυτή η συζήτηση έρχεται σε μια εποχή που οι συνθήκες του αγώνα είναι εντελώς διαστρεβλωμένες. Ενώ η δημοκρατία των εκλογών δε ξεγελά σχεδόν κανένα σήμερα πια, η δημοκρατία της TV μπορεί ακόμα να δώσει τη στρεβλή εντύπωση ότι μπορούμε απλά να αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο αντί να οικοδομήσουμε έναν νέο.

Οδομαχίες, άγριες απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων και γραφείων, καθώς και κάθε μπλοκάρισμα της ρουτίνας έχουν μια στρατηγική αξία. Όμως από μόνα τους είναι εγγυημένο ότι θα ηττηθούν. Ο καπιταλισμός έχει τεράστιες αυτοματοποιημένες στρατιές στη διάθεσή του, ικανές να καταστρέψουν ολοκληρωτικά γειτονιές, πόλεις ή και χώρες.

Η πραγματική αξία των εξεγέρσεων είναι πολιτική. Σηματοδοτούν πιθανότητες που καταπιέζονται από την κυρίαρχη τάξη. Επιβάλλουν μια συζήτηση για τη φύση αυτού του κόσμου, μια συζήτηση που τα μίντια, οι κυρίαρχοι και οι ρατσιστές αυτής της κοινωνίας αγωνίζονται διαρκώς να καταστείλουν.

Ο αγώνας ενάντια σ αυτήν την κοινωνία και η συζήτησή του θα δείξουν την ενότητα του καπιταλισμού και όλων όσων υπηρετούν την οικονομία. Έτσι θα αναδείξουν την ενότητα της τεράστιας πλειοψηφίας των ανθρώπων όλων των χρωμάτων του κόσμου, των προλεταρίων. Αυτός ο στρατός είναι ενωμένος μέσα από το να μην έχει τίποτα να χάσει παρά τις τηλεοράσεις του, τη χειραγώγησή του με μόδες και ρατσισμό και τη σκατοδουλειά του. Αυτός ο στρατός είναι σε θέση να σαρώσει το κυρίαρχο σύστημα για πάντα.

Categories
Uncategorized

Γράμμα πάνω στα εργατικά συμβούλια (1952)

Anton Pannekoek

Γράμμα πάνω στα εργατικά συμβούλια (1952)

Θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες κριτικές και συμπληρωματικές παρατηρήσεις πάνω στις τοποθετήσεις του συντρόφου Kondor στο «Αστική ή Σοσιαλιστική Οργάνωση» στο τεύχος Δεκεμβρίου 1951 του “Funken”. Όταν κριτικάρει αρχικά το σημερινό ρόλο των συνδικάτων και των κομμάτων, είναι απολύτως σωστός. Με τις αλλαγές στην οικονομική δομή, η λειτουργία των διαφόρων κοινωνικών δομών πρέπει επίσης να αλλάζει. Κάτω από τα μονοπώλια και τον κρατικό καπιταλισμό, προς τα οποία αναπτύσσεται συνεχώς ο καπιταλισμός, τα συνδικάτα γίνονται ένα κομμάτι του κυρίαρχου γραφειοκρατικού συμπλέγματος, επιφορτισμένα με την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στο όλον. Ως οργανώσεις που συντηρούνται και αναπτύσσονται από τους ίδιους τους εργάτες, είναι πολύ πιο ικανά από κάθε άνωθεν επιβεβλημένο οργανισμό στην εγκόλπωση της εργατικής τάξης ως ένα τμήμα της κοινωνικής δομής, όσο πιο αφαίμακτα γίνεται. Στην μεταβατική περίοδο που διάγουμε σήμερα, αυτός ο νέος χαρακτήρας έρχεται στο προσκήνιο ολοένα και πιο ισχυρός. Αυτή η πραγματοποίηση δείχνει ότι θα ήταν χαμένος κόπος να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε τους παλιούς συσχετισμούς. Όμως την ίδια στιγμή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να δώσει στους εργάτες μεγαλύτερη δύναμη να διαλέξουν τις μορφές του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό.

Αυτή η ανάπτυξη προς τον κρατικό καπιταλισμό – συχνά διαφημιζόμενο υπό το όνομα «Σοσιαλισμός» στη δυτική Ευρώπη – δε σημαίνει διόλου την απελευθέρωση της εργατικής τάξης, παρά μόνον ακόμα μεγαλύτερη δουλεία. Αυτό που αποζητά η εργατική τάξη στους αγώνες της, ελευθερία και ασφάλεια, το να είναι κυρίαρχη της ζωής της, γίνεται εφικτό μόνο μέσα από τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Ο κρατικός σοσιαλισμός δεν σημαίνει τον έλεγχο των παραγωγικών μέσων από τους εργάτες, αλλά από τα όργανα του κράτους. Αν είναι ταυτόχρονα δημοκρατικός, αυτό σημαίνει ότι οι εργάτες θα μπορούν ακόμη να επιλέγουν τους αφέντες τους. Αντιθέτως, ο άμεσος έλεγχος στην παραγωγή από τους εργάτες σημαίνει ότι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι διευθύνουν τις επιχειρήσεις και οικοδομούν την υψηλότερη και κεντρική οργάνωση από τα κάτω. Αυτό είναι που αποκαλούμε το σύστημα των εργατικών συμβουλίων. Ο συγγραφέας είναι λοιπόν απολύτως σωστός όταν το τονίζει αυτό ως την νέα και μελλοντική αρχή των οργανώσεων της εργατικής τάξης. Η οργανωμένη αυτονομία των παραγωγικών μαζών είναι σε αντίθεση με την οργάνωση από τα πάνω του κρατικού σοσιαλισμού. Όμως πρέπει κανείς να το χει καλά στο μυαλό του. «Εργατικά συμβούλια» δε σημαίνει μια μορφή οργάνωσης με συγκεκριμένες γραμμές, προσδιορισμένες μια και καλή, που απαιτούν μόνο μια μετέπειτα προσαρμογή στις λεπτομέρειες. Σημαίνει μια αρχή – την αρχή της εργατικής αυτοδιεύθυνσης των επιχειρήσεων και της παραγωγής.

Αυτή η αρχή δεν μπορεί με τίποτα να υποκατασταθεί από μια θεωρητική αναζήτηση για την καλύτερη πρακτική εφαρμογή που θα μπορούσε να πάρει. Αφορά έναν έμπρακτο αγώνα ενάντια στο σύστημα της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Στις μέρες μας, το σύνθημα των «εργατικών συμβουλίων» δε σημαίνει μια συναδέλφωση στη δουλειά με συνεργασία, σημαίνει τον ταξικό αγώνα – στον οποίο η συναδέλφωση παίζει τον ρόλο της – σημαίνει την επαναστατική δράση των μαζών ενάντια στην κρατική εξουσία. Οι επαναστάσεις, δεν μπορούν φυσικά να έρχονται κατόπιν παραγγελίας. Εγείρονται αυθόρμητα σε στιγμές κρίσης, όταν οι καταστάσεις γίνονται ανυπόφορες. Συμβαίνουν μόνο όταν αυτή η αίσθηση του ανυπόφορου κατοικοεδρεύει στις μάζες, κι αν την ίδια στιγμή υπάρχει μια γενικά αποδεκτή συνείδηση του τι μέλει να γίνει. Είναι σ’ αυτό το επίπεδο που η προπαγάνδα και η δημόσια συζήτηση παίζουν το ρόλο τους. Κι αυτές οι δράσεις δεν μπορούν να διασφαλίσουν μια μακροπρόθεσμη επιτυχία εκτός αν μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης έχουν μια καθαρή κατανόηση της φύσης και του στόχου του αγώνα τους. Ιδού η αναγκαιότητα του να κάνουμε τα εργατικά συμβούλια ένα θέμα για κουβέντα.

Έτσι, η ιδέα των εργατικών συμβουλίων δεν περιλαμβάνει ένα πρόγραμμα πρακτικών οδηγιών που μένει να εφαρμοστούν – είτε αύριο είτε σε μερικά χρόνια -, χρησιμεύει μοναχά ως μια πυξίδα για τον μακρύ και σκληρό αγώνα για την ελευθερία, που ανοίγεται μπροστά στην εργατική τάξη. Ο Μαρξ κάποτε το έθεσε ως εξής: Η ώρα του καπιταλισμού έχει έρθει, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ώρα αυτή σημαίνει στην πραγματικότητα μια ολόκληρη ιστορική εποχή.

Categories
Pointblank!

Αυτοδιεύθυνση και Ισπανική Επανάσταση 1936~1937

Αυτοδιεύθυνση και Ισπανική Επανάσταση 1936~1937

Ι

“Για πρώτη φορά μετά τις απόπειρες για εγκαθίδρυση σοσιαλισμού στη Ρωσία, την Ουγγαρία και τη Γερμανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο επαναστατικός αγώνας των ισπανών εργατών επιδεικνύει έναν νέου τύπου μετασχηματισμό από τον καπιταλιστικό σε συλλογικό τρόπο παραγωγής, που παρά την ανολοκλήρωτη φύση του, διεξήχθη σε μια εντυπωσιακή κλίμακα”. – Karl Korsch, 1939

Τριάντα έξη χρόνια μετά τις πρώτες της νίκες (σ.τ.μ: από την χρονολογία συγγραφής του κειμένου), η Ισπανική Επανάσταση παραμένει το πιο σημαντικό από τα διάφορα υλικά πειράματα αυτοδιαχείρισης που έλαβαν χώρα αυτόν τον αιώνα. Η εμπειρία των ισπανικών εργατικών συμβουλίων γίνεται ένα σημαντικό σημείο εκκίνησης για το σύγχρονο προλεταριάτο, τόσο ως προς τις επιτυχίες όσο και ως προς τις αποτυχίες τους. Η εκτεταμένη αφομοίωση αυτής της όψης της ιστορίας της γραμμένης από το προλεταριάτο, απλά ενισχύει τον ουσιωδώς ριζοσπαστικό χαρακτήρα της. Παραχαραγμένο τόσο από τους αστούς ιστορικούς όσο κι από τους λενινιστές, και διαστρεβλωμένο από εκείνους τους αναρχικούς που το κεφαλαιοποιούν ως μια από τις “χρυσές στιγμές” τους, το επαναστατικό κίνημα στην Ισπανία συνεχίζει να αποτελεί μια πηγή ξεμπροστιάσματος της ιδεολογίας. Οι δράσεις των “ανεξέλεγκτων στοιχείων” του ισπανικού προλεταριάτου αποδεικνύονται ένα σκάνδαλο για όλα τα κόμματα. Η επανάσταση εξολοθρεύτηκε πολύ πριν την νίκη των φασιστών από μια συνδυασμένη δύναμη σταλινικών, φιλελεύθερων και “ελευθεριακών” γραφειοκρατών του ίδιου εκείνου αναρχικού κινήμαος στο όνομα του οποίου είχαν δράσει τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της εργατικής τάξης. Ο ισπανικός “εμφύλιος πόλεμος” ξεκίνησε μόνο μετά την ήττα της Επανάστασης.

Η επανάσταση στην Ισπανία αναπαριστά τον τελευταίο σταθμό του παραδοσιακού προλεταριακού κινήματος και μέσα στην ιστορία της συμπυκνώνονται όλες οι θετικές όψεις του κινήματος αυτού, όπως και οι αντεπαναστατικές δυνάμεις και ιδεολογίες που στις οποίες αντιτάθηκε. Η διαμάχη που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον λενινισμό και τα συμβούλια στη Ρωσία έμελλε να επαναληφθεί στην Ισπανία σε μια πολύ πιο εκτεταμένη και ισχυρή κλίμακα. Ανακαλύπτοντας εκ νέου τις συμβουλιακές μορφές στην ίδια την πρακτική του, το ισπανικό προλεταριάτο ήταν ο κληρονόμος της Κροστάνδης και των συμβουλίων στη Γερμανία και την Ιταλία. Με τα ισπανικά συμβούλια το επαναστατικό κίνημα που είχε ηττηθεί από τη σοσιαλ-δημοκρατία και τον μπολσεβικισμό επανεμφανίστηκε. Η Ισπανική Επανάσταση ήταν ένας διεθνής αγώνας, όχι μόνο με την έννοια ότι οι μαχητές του προέρχονταν από πολλές χώρες, αλλά γιατί η ύπαρξή της στάθηκε στο κέντρο της αντιπαράθεσης με όλες τις εξουσίες που διεύθυναν τον κόσμο. Όπως παρατήρησε ο ιταλός αναρχικός Berneri: “Σήμερα πολεμάμε ενάντια στο Burgos αλλά αύριο θα χρειαστεί να πολεμήσουμε ενάντια στην Μόσχα προκειμένου να υπερασπιστούμε την ελευθερία μας”. Αυτός ο πόλεμος ενάντια στην ιεραρχία, πάνω απ’ όλα θα γινόταν ένας πόλεμος ενάντια στην ιδεολογία εν γένει.

Πριν την επανάσταση, η CNT προσπάθησε να ενσωματώσει τα συμβούλια στο ιδεολογικό της σχήμα. Το έντυπο που συνέταξε η CNT στο Συνέδριο της Σαραγόσα (Ιούνης 1936) αποτελούσε στην ουσία ένα συμβουλιακό πρόγραμμα κι αναγνώριζε τα συμβούλια ώς το βασικό όργανο της επανάστασης. Κι ενώ έβαλε μπροστά μια επαναστατική θεωρία εργατικών συμβουλίων, ωστόσο η CNT δεν ήταν μια συμβουλιακή οργάνωση – η αρχή της άμεσης δημοκρατίας κάτω από την οποία τα συμβούλια μπορούν να λειτουργούν δεν αντανακλούσε στη δομή της αναρχικής αυτής οργάνωσης. Ενώ τα μαθήματα της μπολσεβικικής αντεπανάστασης δεν ήταν άγνωστα στους ισπανούς αναρχικούς, η απόρριψη εκ μέρους τους, μιας “επαναστατικής” αναπαράστασης – ενός κόμματος που θα έπαιρνε την εξουσία στο όνομα του προλεταριάτου – ήταν μόνο επιφανειακή. Το ζήτημα της δημοκρατικής οργάνωσης ήρθε σε δεύτερη μοίρα για τον αναρχισμό. Παρά τα επιτακτικά καλέσματα για μια κοινωνική επανάσταση – στην οποία δηλαδή το προλεταριάτο θα έπαιρνε τη διαχείριση των μέσων παραγωγής χωρίς την μεσολάβηση του κράτους – που παρέμεναν στα θετικά του αναρχισμού, το πραγματικό υλικό καθήκον της πραγμάτωσης μιας τέτοιας επανάστασης ήταν πέρα από τα καλέσματα αυτά.

Η κατανόηση της ισπανικής επανάστασης, δεν είναι απλά ένα ζήτημα του να κάνουμε τις “ασυνείδητες τάσεις της συνειδητές” αλλά να εξηγήσουμε τις δράσεις ενός προλεταριάτου με υψηλή ταξική συνείδηση οι οποίες καλύφθηκαν από την ιδεολογία, ωστόσο ξεσκεπάζοντάς την. Η εμφάνιση των συμβουλίων το 1986 ήταν καρπός 50 χρόνων επαναστατικής δραστηριότητας, κάτω από την αιγίδα κυρίως, του ισπανικού αναρχικού κινήματος. Ωστόσο τα επαναστατικά γεγονότα σημάδεψαν την αποτυχία της τακτικής των αναρχικών. Οι απαλλοτριώσεις του Ιούλη ήταν μια απάντηση στο φασιστικό πραξικόπημα κι όχι αναρχική εξέγερση. Η πίστη των αναρχικών στις αποκαλυπτικές δυνάμεις μιας γενικής απεργίας αποδείχτηκαν σε μεγάλο βαθμό χίμαιρες. Η CNT-FAI απέτυχε, εξέγερση μετά την εξέγερση, να επεκτείνει το γεωγραφικό πεδίο της επανάστασης πέρα από τα περιορισμένα όρια μερικών πόλεων ή επαρχιών. Στα 1936, η ιδεολογία του αναρχοσυνδικαλισμού αποδείχτηκε ξεπερασμένη. Η αυθόρμητη ανάπτυξη των εργατικών συμβουλίων στη διάρκεια της αραγονέζικης εξέγερσης του 1983 και οι ανταρσίες των αστουριανών ανθρακορύχων αναπαριστούσαν ένα έμπρακτο ξεπέρασμα του αναρχοσυνδικαλιστικού προγράμματος οικοδόμησης μιας επαναστατικής κοινωνίας βασισμένης στα συνδικάτα. Οι επαναστατικές επιτροπές στην Αραγώνα και τις Αστουρίες, που είχαν μετατραπεί σε κοινωνικές και οικονομικές εξουσίες επιπλέον με τις στρατιωτικές δυνατότητές τους, επρόκειτο να επανεμφανιστούν σε όλη τη Δημοκρατική Ισπανία τον Ιούλη του 1986 και η ύπαρξή τους απείλησε την ηγεσία της CNT-FAI όσο και την δημοκρατική κυβέρνηση.

Από τις απαρχές του, το αναρχικό κίνημα στην Ισπανία διατηρούσε σιωπηλά μια ιεραρχική δομή που ενσωμάτωνε έναν δυιστικό διαχωρισμό πολιτικών και οικονομικών τομέων. Ενώ το αναρχικό συνδικάτο, η CNT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) είχε σκοπό την οργάνωση της εργατικής τάξης για την προετοιμασία της κοινωνικής επανάστασης, η πρόσφατα σχηματισμένη FAI (Ομοσπονδία Αναρχικών Ιβηρικής) θα στελέχωνε μια “μειοψηφία συνείδησης” αναρχικών αγωνιστών. Η CNT-FAI σχεδιάστηκε βάσει μιας ελιτίστικης αντίληψης περί οργάνωσης, παρόμοια με την Σοσιαλ-δημοκρατική Συμμαχία του Bakunin, την οποία περιέγραψε ο ίδιος ως συνιστάμενη από “ομοσπονδίες εργαζομένων, που σχηματίζουν ελεύθερες ενώσεις η μια με την άλλη, με έναν μικρό κρυφό επαναστατικό κορμό που τις οδηγεί και ελέγχει”. Η παράνομη FAI είδε τον εαυτό της ως μια “μηχανή που παράγει την ποσότητα της αναγκαίας ενέργειας προκειμένου να κινητοποιηθούν τα συνδικάτα προς την κατεύθυνση που αρμόζει περισσότερο στην προσμονή της Ανθρωπότητας για ανανέωση και χειραφέτηση”. Στην πράξη, αυτή η οργάνωση έμελλε να δράσει σαν μια ημι-λενινιστική κομματική πρωτοπορεία και οι λανθάνουσες ιεραρχικές διαιρέσεις της CNT-FAI στο σύνολό της, θα γίνονταν μια κοινωνική πραγματικότητα μετά τον Ιούλη του 1936. Η τεράστια επαναστατική δραστηριότητα των αναρχικών μαζών επρόκειτο να μεταστραφεί σε έναν αγώνα στον οποίο η επίσημη CNT-FAI θα έπαιρνε το μέρος του αστικού δημοκρατικού κράτους και του νέου συμμάχου του: του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ό,τι επετεύχθη από τα εργοστασιακά συμβούλια, τις αγροτικές κολλεκτίβες και τις εργατικές πολιτιφυλακές το έτος 1936~7 ήταν παρά κι ενάντια στις πολιτικές και τις δραστηριότητες των επίσημων αναρχικών οργανώσεων. Ωστόσο, παρά τα εμπόδια που βρήκε στο δρόμο του, το κίνημα για την αυτοδιεύθυνση παρέχει το πιο καθαρό ιστορικό παράδειγμα αυθεντικού σοσιαλισμού.

ΙΙ

“Η επίγνωση ότι ήταν έτοιμοι να ανατινάξουν το ιστορικό συνεχές είναι χαρακτηριστικό των επαναστατικών τάξεων τη στιγμή των δράσεών τους”. – W. Benjamin

Η ιστορική έκρηξη που αποτέλεσε η Ισπανική Επανάσταση δεν μπορεί να ερμηνευτεί μέσα από το βολικό σχήμα ενός “εμφυλίου πολέμου”. Αναπαριστούσε το ξετύλιγμα ενός συνεπούς ταξικού αγώνα στον οποίο το ισπανικό προλεταριάτο συμμετείχε τόσο για τον εαυτό του όσο κι ενάντια στον Franco. Η φασιστική άνοδος απαντήθηκε, όχι από την ούτως ή άλλως ανίκανη δημοκρατική κυβέρνηση, αλλά από μια λαϊκή εξέγερση που περιλάμβανε άνδρες, γυναίκες και νεολαία και κατέστρεψε σε λιγότερο από έναν μήνα, ολόκληρη την μήτρα της ισπανικής κοινωνίας. Το ένοπλο προλεταριάτο του Ιούλη κατάφερε μια εκ των πραγμάτων κατάλυση της Εκκλησίας και του Κράτους και αντικατέστησε τους καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής με δικές του οικονομικές και κοινωνικές μορφές. Στο έτος που ακολούθησε, τα συμβούλια που ίδρυσε η εργατική τάξη έγιναν μια τρίτη δύναμη που πολεμούσε τόσο ενάντια στους φασίστες όσο κι ενάντια στη δημοκρατική κυβέρνηση για να ξανά-επιβάλλει την εξουσία της. Η επιτυχία των εργατικών και αγροτικών πολιτοφυλακών δεν μπορεί να μετρηθεί με καθαρά στρατιωτικούς όρους. Ενώ αντιτάσσονταν στην φασιστική προέλαση, οι πολιτοφυλακές αυτές, κι αυτό έχει την μεγαλύτερη σημασία, εισήγαγαν ένα επαναστατικό πρόγραμμα απαλλοτριώσεων και κολλεκτιβοποίησης. Το σύνθημα “πόλεμος κι επανάσταση μαζί” έγινε η βάση των δράσεών τους. Οπουδήποτε, παντού στην δημοκρατική Ισπανία, οι εργάτες καταλάμβαναν τα εργοστάσια, οι αγρότες κολλεκτιβοποιούσαν τη γη τους, και μια επαναστατική δύναμη είχε οργανωθεί ώστε να γενικεύσει και να υπερασπιστεί την επανάσταση: “Έχουμε έναν νέο κόσμο στις καρδιές μας, έναν κόσμο που μεγαλώνει αυτή τη στιγμή που μιλάμε” – B. Durruti.

Η περίοδος της επαναστατικής κατάληψης που ξεκίνησε τον Ιούλη δείχνει και τη ζωσιμότητα της συμβουλιακής μορφής. Τα ισπανικά συμβούλια (αντίθετα με τα προγενέστερά τους σε Ρωσία, Γερμανία και Ιταλία) στάθηκαν ικανά να θέσουν το ζήτημα της αυτοδιεύθυνσης έμπρακτα, πέρα από τον αναγκαστικό οπλισμό των εργατών στην οργάνωση της παραγωγής. Στις εκβιομηχανισμένες περιοχές της Καταλωνίας, παραδοσιακό θύλακα των αναρχικών, το προλεταριάτο φάνηκε ικανό να διευθύνει και να εξελίξει μια σύγχρονη αστική οικονομία, αυξάνοντας την παραγωγικότητα ενώ διατήρησε τις απαραίτητες υπηρεσίες για τον πληθυσμό – η επαναστατική Βαρκελώνη είναι μάρτυρας της επιτυχίας της αυτοδιεύθυνσης στην Ισπανία. Παρόμοια αποτελέσματα επετεύχθηκαν στις αγροτικές περιοχές της Αραγώνας και της Βαλένθια, όπου σύγχρονες τεχνικές αγρο-καλλιέργειας εισήγχθηκαν κατά τη διαδικασία της κολλεκτιβοποίησης. Οι ριζοσπαστικές όψεις αυτής της κίνησης, ωστόσο, δεν ήταν ο απλός εξ-ορθολογισμός της ισπανικής οικονομίας αλλά η απόπειρα που έγινε ώστε να πραγματωθεί έμπρακτα μια κριτική της πολιτικής οικονομίας. Από το ξεκίνημα των καταλήψεων, το ισπανικό προλεταριάτο προέταξε έναν ελευθεριακό κομμουνισμό στον οποίο το χρήμα και η εμπορευματοποιημένη εργασία καταργήθηκαν. Παρά τις ομολογουμένως πρωτόγονες οικονομικές συνθήκες, τα ισπανικά συμβούλια και οι κολλεκτίβες στάθηκαν ικανές να διαχειριστούν ένα σύστημα διανομών και συναλλαγών που αναπαριστούσε μια ποιοτική υπέρβαση των σχέσεων της καπιταλιστικής παραγωγής. Το δίλλημα των “οικονομικών” ή “ηθικών” κινήτρων, ένα πρόβλημα για τις γραφειοκρατικές τάξεις των ψευδο-σοσιαλιστικών χωρών δεν εμφανίστηκε στην επαναστατική Ισπανία. Η ριζοσπαστική μετάφραση του ρητού “από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του” σε πραγματικότητα ήταν αρκετό κίνητρο για το προλεταριάτο, για να ανταπεξέλθει και να ξεπεράσει στην πραγματικότητα τις ανάγκες που του επέβαλε ο πόλεμος.

Η αυθόρμητη ικανότητα οργάνωσης που επέδειξε το ισπανικό προλεταριάτο στη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου, κατέρριψε, μια για πάντα, τα λενινιστικά ψεύδη για μια υποτιθέμενη ανάγκη της “σωστής ηγεσίας”. Η εξάσκηση άμεσης εξουσίας επί των μέσων παραγωγής συνοδεύτηκε από την εγκαθίδρυση μιας άμεσης δημοκρατίας του προλεταριάτου στην οποία τα βασικά όργανα εξουσίας ήταν τα συμβούλια -“επαναστατικές επιτροπές που σχηματίζουν οι άνθρωποι για να διεξάγουν την επανάσταση” – CNT, 20 Δεκέμβρη 1936… Παρά τις διαφορές στα κατά περίπτωση χαρακτηριστικά τους, τα συμβούλια και οι κολλεκτίβες, λειτουργούσαν ουσιαστικά στην ίδια βάση: εκλογή εκπροσώπων ώστε να εφαρμόσουν συγκεκριμένα καθήκοντα και να συντονίσουν την παραγωγή – αυτοί οι εκπρόσωποι είχαν περιορισμένες εξουσίες και ήταν άμεσα ανακλητοί από τις γενικές συνελεύσεις των εργατών και αγροτών, στις οποίες λαμβάνονταν όλες οι σημαντικές αποφάσεις. Πέρα από την εγκαθίδρυση μιας εσωτερικής δημοκρατίας, τα συμβούλια στόχευαν να επεκτείνουν την εξουσία τους συντονίζοντας τις δράσεις τους μεταξύ τους. Ανάμεσα στα εργοστασιακά συμβούλια και τις αγροτικές κολλεκτίβες δημιουργούνταν ενότητα, όχι μόνο στις πολιτοφυλακές όπου εργάτες κι αγρότες πολεμούσαν ο ένας στο πλευρό του άλλου, αλλά στην πραγματική ομοσπονδία των κινημάτων και την εκλογή εκπροσώπων. Ενώ οι αστοί κοινωνιολόγοι και ιστορικοί αποπειράθηκαν να σκιαγραφήσουν την επαναστατική δραστηριότητα των αναρχικών χωρικών ως ένα “πρωτόγονα θρησκευτικό κίνημα”, πρέπει κανείς να εξετάσει το Πρόγραμμα της Ομοσπονδίας των Αραγονέζικων Κολλεκτίβων προκειμένου να αντιληφθεί την προχωρημένη συνείδηση του αγροτικού προλεταριάτου: “Προτείνουμε την κατάργηση των τοπικών συνόρων των ιδιοκτησιών που καλλιεργούμε… οι μη-απασχολημένες ομάδες εργασίας θα χρησιμοποιούνται για να ενισχυθούν οι κολλεκτίβες που έχουν έλλειψη εργατικής δύναμης”. Το ισπανικό κίνημα για αυτοδιεύθυνση δεν ήταν ένα απλό αίτημα τοπικής αυτονομίας – η συμβουλιακή ομοσπονδία σχεδιάστηκε έτσι ώστε να υπονομεύσει την παραδοσιακή εξουσία στην ολότητά της.

Η μορφή με την οποία εμφανίστηκαν τα συμβούλια ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την οργάνωση των εργατικών πολιτοφυλακών όπου οι αρχές της άμεσης δημοκρατίας αναπτύχθηκαν πρώτα. Τον Ιούλη, οι ένοπλες ταξιαρχίες του ισπανικού προλεταριάτου ήταν, εκ των πραγμάτων, η Επανάσταση. Η λειτουργία τους ήταν τόσο κοινωνική όσο και στρατιωτική. Η ρευστοποίηση των αστικών στοιχείων από τις πολιτοφυλακές δεν έγινε “προς υπεράσπιση της δημοκρατίας” αλλά ως ένα πρώτο βήμα για να αποτελέσουν μέρος ενός συμβατικού στρατού. Καθεαυτή, η δομή της πολιτοφυλακής αναπαριστά μια ριζική ρήξη με τις συμβατικές πολεμικές τακτικές, απλά διότι οργανώνεται μέσα στις επαναστατικές δημοκρατικές γραμμές. Όπως οι εξεγερμένες στρατιές της Ρωσικής και της Γερμανικής Επανάστασης, οι ισπανικές πολιτοφυλακές αναπαριστούν τον ένοπλο βραχίονα της συμβουλιακής εξουσίας. Τα στρατιωτικά συμβούλια, όπως ακριβώς οι εργοστασιακές συνελεύσεις και οι κολλεκτίβες, εκλέγουν τους άμεσα ανακλητούς εκπροσώπους τους. Ο μη-ιεραρχικός χαρακτήρας αυτών των πολιτοφυλακών είναι φανερός όπως προκύπτει από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί ή διαφορές στους μισθούς. Η ιστορία των ισπανικών πολιτοφυλακών παραμένει ένα υπόδειγμα ένοπλης προλεταριακής εξουσίας: Οι επαναστατικές ταξιαρχίες αντιστάθηκαν σε κάθε προσπάθεια “στρατιωτικοποίησης”, σχεδιασμένης να τις μετατρέψει σε μονάδες συμβατικού, τακτικού στρατού, μέχρι το τέλος. Αναλόγως, το σύνθημά τους ήταν: “Πολιτοφύλακες, ναι! Στρατιώτες, ποτέ!”.

ΙΙΙ

“Πρέπει να διεξάγουμε μια ολική επανάσταση. Η απαλλοτρίωση πρέπει να είναι επίσης ολική. Δεν ήρθε η ώρα να κοιμηθούμε, αλλά να χτίσουμε… Αν ο ισπανός εργάτης δεν φτιάξει την ελευθερία του, το κράτος θα διατηρήσει και θα ξαναχτίσει την εξουσία της κυβέρνησης, καταστέφοντας κομμάτι-κομμάτι τις κατακτήσεις που έγιναν με κόστος χιλιάδες πράξεις ηρωισμού” – Solidaridad Obrera (Εργατική Αλληλεγγύη) 26 Αυγούστου 1936.

Παρά την ταχύτατη ανάπτυξη των εργατικών πολιτοφυλακών στη δημοκρατική ισπανία, η κοινωνική επανάσταση που ξεκίνησε τον Ιούλη απέτυχε να εγκαθιδρύσει την απόλυτη εξουσία των συμβουλίων. Όταν η δημοκρατική κυβέρνηση είχε αποδυναμωθεί αρκετά, δεν απέβη τελικά υπέρ του προλεταριάτου. Μετά τον Ιούλη, στην “αντιφασιστική” Ισπανία υπήρξε ένας δυισμός εξουσίας ανάμεσα στις δυνάμεις μιας νέας επαναστατικής τάξης και τα υπολείματα της αστική δημοκρατίας. Τα συμβούλια του Ιούλη είχαν εμφανώς αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση και είχαν έμπρακτα ξεπεράσει τη συνδικαλιστική δομή της CNT-FAI. Ηττήθηκαν στο βαθμό που απέτυχαν να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα σταθεροποίησης της εξουσίας τους – μια σταθεροποίηση που θα σήμαινε αναπόφευκτα την εγκατάλειψη κάθε παραδοσιακής οργάνωσης. Παρότι το αστουριανό σύνθημα UHP (ενωθείτε αδέρφια προλετάριοι!) επανεμφανίστηκε τον Ιούλη ενώνοντας διάφορους τομείς του προλεταριάτου γύρω από ένα κοινό πρόγραμμα επαναστατικής δράσης, οι ιδεολογικές διαμάχες γρήγορα εκδηλώθηκαν ξανά παρεμποδίζοντας κάθε ενότητα διαρκείας. Το προλεταριάτο μοιράστηκε ανάμεσα στις κομματικές γραμμές, και οι αναρχικές δομές και το POUM (ένα μικρό μαρξιστικό κόμμα) ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να υποστηρίξουν την Επανάσταση. Παρόλα αυτά, το επαναστατικό προλεταριάτο ήταν πλειοψηφικό, δυστυχώς όμως, δεν επωφελήθηκε από τη θέση του αυτή. Μια λάνθασμένη εναπόθεση της εμπιστοσύνης του στην ηγεσία της CNT-FAI οδήγησε σε μια κατάσταση όπου οι αναρχικές μάζες συναινούσαν στη σταδιακή απώλεια της δύναμής τους. Επικαλούμενη τα σταλινικά καλέσματα για “ενότητα” και “πειθαρχία” η CNT-FAI τάχθηκε στο να πείσει το προλεταριάτο ότι ο εκμηδενισμός των συμβουλίων και των πολιτοφυλακών ήταν μια αναγκαιότητα επιβεβλημένη από τις απαιτήσεις του εμφυλίου πολέμου.

Ενώ το αναρχικό προλεταριάτο ανέλαβε την ανοικοδόμηση της κοινωνίας πάνω στις αρχές της αυτοδιεύθυνσης, η επίσημη CNT-FAI προετοίμαζε το έδαφος για τον συμβιβασμό. Η πολιτική συνεργασιών των αναρχο-γραφειοκρατών έγινε σαφής όταν άφησαν κατά μέρους την αντικρατική ιδεολογία τους και πραγματικά μπήκαν στην κυβέρνηση. Παίζοντας το παιχνίδι των σταλινικών, που οργάνωναν ταχύτατα την δημοκρατική μικρο-αστική τάξη σε ένα αντεπαναστατικό κίνημα, οι υπουργοί της CNT συναίνεσαν στις κυβερνητικές ενέργειες ενάντια στα συμβούλια. Σε μια προσπάθεια να αντικατασταθούν τα συμβούλια του προλεταριάτου, δημιουργήθηκαν δημοτικά συμβούλια, εμπνευσμένα από την κυβέρνηση, στα οποία συμμετείχαν με τεράστια ποσοστά εκπρόσωποι της UGT και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Επιπροσθέτως, η ηγεσία της CNT βοήθησε να περάσει το Διάταγμα Κολλεκτιβοποίησης στις 24 Οκτώβρη του 1986, που περιόριζε την εξουσία των συμβουλίων. Στη θέση της αυτοδιεύθυνσης πρότειναν την εγκαθίδρυση μιας μορφής “εργατικού ελέγχου” στην οποία οι εργατικές επιτροπές έπαιζαν έναν αποκλειστικά συμβουλευτικό ρόλο.

Η αποτυχία της Ισπανικής Επανάστασης έγκειται στην ανικανότητά της να επεκταθεί σε σημείο ώστε τα συμβούλια και οι πολιτοφυλακές να πάρουν τον πλήρη έλεγχο στο επαναστατικό κίνημα και, κατά συνέπεια, σε όλη την δημοκρατική Ισπανία. Αν και υπήρξαν απολύτως επιτυχημένα στην οργάνωση στρατιωτικών και οικονομικών ζητημάτων, τα ισπανικά συμβούλια απέτυχαν στο να δώσουν μια θετική πρακτική και θεωρητική έκφραση στην ίδια την ύπαρξή τους. Ανίκανα να αυτο-προσδιοριστούν σε σχέση με την CNT-FAI, παραγκωνίστηκαν παντού. Κάθε προσπάθεια στη δράση ενάντια στους εχθρούς της Επανάστασης στο δημοκρατικό στρατόπεδο αποθαρρύνθηκε. Οι σταλινικοί και φιλελεύθεροι στάθηκαν ικανοί να αναστήσουν τους μηχανισμούς της κυβέρνησης που φάνηκε να έχουν αποδυναμωθεί. Οι επιτυχημένοι δημοκρατικοί υπουργοί σαμποτάραν τις προσπάθειες για αυτοδιεύθυνση, αρνούμενοι πίστωση στα εργοστάσια κλπ., χωρις κάποιο σοβαρό αντίλογο – οι αναρχικές πολιτοφυλακές στις οποίες δεν παρέχονταν όπλα, δεν αφόπλισαν αυτούς που προετοίμαζαν την καθυπόταξή τους. Η καταστροφή της Ισπανικής Επανάστασης δεν προχώρησε φυσικά, χωρίς αντίσταση, αλλά η αναγνώριση από το προλεταριάτο της προδοσίας του δεν ήρθε παρά πολύ μετά τα πρώτα βήματα ενάντια στα συμβούλια και τις πολιτοφυλακές. Ο Berneri ήταν από τους πρώτους που έθεσαν ανοιχτά το κρίσιμο ερώτημα σχετικά με την επανάσταση σε ένα ανοιχτό γράμα προς την αναρχική πολιτικό Montseny έγραφε: “Το δίλημμα, πόλεμος ή επανάσταση, δεν έχει πλέον νόημα. Το μόνο δίλημμα είναι αυτό: Είτε νίκη επί του Franco μέσα από έναν επαναστατικό πόλεμο ή ήττα. Το πρόβλημα για σένα και τους άλλους συντρόφους είναι να διαλέξουν ανάμεσα στις Βερσαλλίες του Θιέρσου και το Παρίσι της Κομμούνας, πριν ο Θίερσος και ο Βίσμαρκ συνάψουν την ιερή συμμαχία τους”. Δυστυχώς, οι δυνάμεις του ισπανού Θιέρσου είχαν ήδη δράσει. Η αριστερόστροφη τάση των αναρχικών μαζών που συνεργάζονταν με τους αγωνιστές του POUM δεν προέβαλλαν ιδιαίτερη αντίσταση μέχρι τις αρχές του 1937. Η αριστερόστροφη αναρχική ομάδα “Οι Φίλοι του Durruti” πρωταγωνίστησε σε μια διευρυμένη αγκιτάτσια ανάμεσα στις εργατικές πολιτοφυλακές για μια υπεράσπιση της Επανάστασης, όμως μέχρι τότε η πρωτοβουλία είχε περάσει από τα χέρια του προλεταριάτου στις δυνάμεις των εχθρών του.

Η εκστρατία των αστικών δημοκρατικών δυνάμεων (κυβέρνηση, Κομμουνιστικά και Σοσιαλιστικά κόμματα) ενάντια στα εργατικά συμβούλια έγινε πρακτικά βίαια τον Μάη του 1937 όταν οι σταλινικοί και καταλανοί εθνικιστές επιτέθηκαν στο αυτοδιευθυνόμενο τηλεφωνικό κέντρο της Βαρκελώνης. Αυτό που ακολούθησε την ενέργεια αυτή, ήταν μια αυθόρμητη εξέγερση της εργατικής τάξης της πόλης προς υπεράσπιση της Επανάστασης. Υψώθηκαν ξανά οδοφράγματα, αφοπλίστηκε η αστυνομία και ένοπλοι εργάτες πήραν τον έλεγχο της πόλης. Στο σημείο αυτό, η αντεπανάσταση θα μπορούσε να είχε αντιστραφεί, τουλάχιστον στην Καταλωνία. Οι αναρχικές πολιτοφυλακές από το μέτωπο της Αραγώνας ήταν έτοιμες να προελάσουν στην Βαρκελώνη – και η νίκη δε θα ήταν καθόλου σίγουρη για τη κυβέρνηση και τους σταλινικούς. Οι εργάτες της Βαρκελώνης, ωστόσο, παρέμειναν σε μια αυστηρά αμυντική θέση και δίστασαν να κινηθούν πέρα από τις περιοχές τους. Αυτό το αδιέξοδο δούλεψε προς όφελος όσων ήθελαν να καθυσηχάσουν την κατάσταση και, όπως πριν, η κεντρική ηγεσία της CNT-FAI θα προσέφερε τις υπηρεσίες της στη “συμφιλίωση” – από την αρχή της εξέγερσης, αυτοί οι επαναφομοιωτές πίεζαν τους εργάτες να διαλύσουν τα οδοφράγματα και να επιστρέψουν στις δουλειές τους. Η CNT βρήκε απέναντί της, στο πρόγραμμα ειρήνευσης που προωθούσε, τους Φίλους του Durruti και άλλους που καλούσαν για μια υπεράσπιση των συμβουλίων και μια νικηφόρα κατάληξη της σύγκρουσης. Παρά την αντίσταση, η CNT συνέχισε τις προσπάθειές της να “επικρατήσει η μετριοπάθεια” στη σύγκρουση και εμπόδιζε τις αναρχικές πολιτοφυλακές να εισέλθουν στην πόλη. Έτσι, απομονωμένοι από κάθε εξωτερική υποστήριξη, οι εξεγερμένοι της Βαρκελώνης περικυκλώθηκαν εύκολα. Ενώ η CNT καλούσε για μια “επιστροφή στην ομαλότητα”, οι σταλινικοί πράκτορες έθεσαν σε εφαρμογή τις μέχρι σήμερα τυπικές μεθόδους καταστολής τους, δολοφονώντας επιλεγμένες ομάδες από τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία και αφοπλίζοντας τους εργάτες, εγκαθιδρύοντας έτσι τη δική τους “ενότητα”. Στους μήνες μετά τον Μάη, αυτές οι μέθοδοι επιστρατεύτηκαν σε όλη τη δημοκρατική Ισπανία: Τα στρατεύματα του Lister τσάκισαν τις αγροτικές κολλεκτίβες, οι πολιτοφυλακές διαλύθηκαν, το POUM κυνηγήθηκε και η CNT, πλέον άχρηστη, διώχθηκε από την κυβέρνηση. Τα συμβούλια ηττήθηκαν μέσα σε έναν χρόνο από την εμφάνισή τους. Οι “χιλιάδες πράξεις ηρωισμού” του ισπανικού προλεταριάτου δεν ήταν αρκετές για να εμποδίσουν την νίκη της αντεπανάστασης.

IV

Αυτό που ήταν τόσο δύσκολο να επιτευχθεί στην Ισπανία το 1936, σήμερα γίνεται το ελάχιστο απόλυτο για κάθε προλεταριακή επανάσταση. Η εμπειρία των ισπανών εργατικών συμβουλίων παρέχει ένα παράδειγμα μόνο της εκκίνησης μιας προλεταριακής εξουσίας. Τα τεχνικά εφόδια της σημερινής καπιταλιστικής κοινωνίας θα επιτρέψουν στο σύγχρονο προλεταριάτο να κατορθώσει μέσα σε λίγες μέρες αυτό που οι ισπανοί επαναστάτες δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν ποτέ – την αυτοδιεύθυνση των μέσων παραγωγής. Οι πιθανότητες για τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας είναι πολύ μεγαλύτερες τώρα εξ αιτίας του οικονομικού ζητήματος και πρέπει να γίνουν κοινός τόπος. Ενώ στην ισπανία η “πλήρης απασχόληση” ήταν ένας επαναστατικός στόχος, η επιτυχία κάθε μελλοντικού συμβουλίου θα μετριέται με τις έμπρακτες προσπάθειές του να εξαλείψει την εργασία το δυνατόν περισσότερο. Λόγω των ακραίων και έκτακτων συνθηκών στις οποίες έλαβε χώρα, η Ισπανική Επανάσταση δεν ήταν ποτέ μια γιορτή, ούτε καν στο σημείο που ήταν μια γιορτή η Κομμούνα. Η ευχαρίστηση που αρνήθηκε τον εαυτό της στο ισπανικό προλεταριάτο περιμένει τους επαναστάτες του σήμερα.

Πέρα από την οικονομική και τεχνική ανάπτυξη που διαχωρίζει το σύγχρονο προλεταριάτο από την παράδοση των ισπανικών συμβουλίων, παραμένει ακόμα ένας ουσιώδης σύνδεσμος: πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν το 1936 θα συνεχίσουν να μπαίνουν στο δρόμο κάθε επαναστατικού κινήματος. Στην ήττα του, το ισπανικό προλεταριάτο καταδεικνύει τον ρόλο που έπαιξαν οι εχθροί μέσα από τις γραμμές του προλεταριάτου, επαναφομοιωτές που δεν είναι τόσο εύκολα αναγνωρίσιμοι όσο οι παλιάτσοι των διαφόρων λενινιστικών κομμάτων. Όπως δείχνει η Ισπανία, η συμβουλιακή εξουσία δεν έχει πάντοτε απέναντί της έναν εξωτερικό “κακό” που παίζουν βολικά οι διάφοροι Noske και οι Trotsky αυτού του κόσμου. Τα συμβούλια μπορούν να αυτοκαταστραφούν αν αποτύχουν να γίνουν επιθετικά και να εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους παντού. Το σύγχρονο προλεταριάτο θα αποφύγει την μοίρα της επαναστατικής Κροστάνδης ή της Βαρκελώνης μόνο μέσα από μια αντίληψη της σπουδαιότητας των καθηκόντων που το περιμένουν. Οι παραδειγματικές ενέργειες των ισπανικών συμβουλίων και πολιτοφυλακών δεν αντισταθμίζουν την αποτυχία του ισπανικού προλεταριάτου να συλλάβει τα εμπόδια που ακόμα ορθώνονται στο δρόμο του. Η ριζοσπαστική ιστορία του μέλλοντος θα είναι συνειδητή ή δε θα είναι τίποτα.

PointBlank!


(http://www.geocities.com/Athens/Acropolis/8195/blasts/pointblank/pointblank2.htm)

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Δεκέμβρης 2007


Categories
Aufheben Gilles Dauve

3 Ερωτο/απαντήσεις για τον αντι-φασισμο – Gilles Dauve

Ερωτο/απαντήσεις για τον αντι-φασισμο

Πηγή: γράμμα του Gilles Dauve στο περιοδικό Aufheben δημοσιευμένο στο 7ο τεύχος του περιοδικού (1999). Ολόκληρο το κείμενο στο site του Aufheben

1. Μπορεί το προλεταριάτο να εμποδίσει την καπιταλιστική κοινωνία απ’ το να μετατρέπεται κατά περιόδους σε δικτατορία;

Όχι. Η ταξική σύγκρουση ορίζει τη σύγχρονη εποχή, όπως και τα επίκεντρα γύρω από την υποταγή ή/και την αντίσταση της εργατικής τάξης, την ανταρσία, την εξέγερση… Δεν σημαίνει ότι τα αφεντικά θα μπορούσαν να εκτρέψουν την πολιτική ροή ανά πάσα στιγμή και να αποφύγουν τις παρενέργειες της ίδιας της απόπειράς τους να αλλάξουν την ιστορία.

Για παράδειγμα, η ενεργή ταξική σύγκρουση καθόρισε τη γέννηση και τη ζωή της Δημοκρατίας της Βαιμάρης. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η επανάσταση οξύνθηκε στη Γερμανία από τις συνδυασμένες δυνάμεις δημοκρατίας και φασισμού (τα Freikorps που χρησιμοποιήθηκαν από την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση υπό το SPD για να τσακίσουν τις εργατικές εξεγέρσεις του 1919-1920, ήταν αυθεντικές φασιστικές ομαδοποιήσεις, από τις οποίες θα προκύψουν πολλοί μετέπειτα υψηλόβαθμοι ναζί). Το σύστημα της Βαιμάρης οικοδομήθηκε πάνω στις προλεταριακές επιθέσεις και υποχωρήσεις. Οι εργάτες τότε υπέπεσαν σε μια υποβαθμισμένη και συσκοτισμένη αδυναμία: το συμβουλιακό κίνημα περιορίστηκε σε έναν γραφειοκρατικό θεσμικό μηχανισμό, και η επανάσταση που απέτυχε άνοιξε το δρόμο για ένα σοσιαλιστικού προσανατολισμού καθεστώς με κυρίαρχη την αριστερά. Οι πιέσεις που εξασκούσε η εργατική τάξη, και η σύγκρουση μεταξύ μιας ρεφορμιστικής πλειοψηφίας και επαναστατικών μειοψηφιών, διαμόρφωσαν το κλίμα αυτής της μεταπολεμικής περιόδου. Ακόμα κι όταν ανέβηκαν σε θέσεις εξουσίας δεξιοί πολιτικοί, ακόμα και με τον Hintenburg ως πρόεδρο (το SPD κάλεσε να τον ψηφίσουν ως ανάχωμα εναντίον του Hitler…), οι εργάτες διατηρούσαν τον δυναμισμό των πρώτων μερών της Βαιμάρης, και καμιά φορά, την αποφασιστικότητά τους.

Όμως τα συνδυασμένα κι εχθρικά βάρη του SPD και του KPD αποτελούσαν τις ξεχωριστές αδυναμίες τους. Με το κραχ του 1929, όταν ακόμα και η κυρίαρχη τάξη έπρεπε να πειθαρχηθεί, το κεφάλαιο αυτή τη φορά ανακάλυψε ότι δεν είναι μόνο οι ριζοσπάστες αλλά ακόμα και οι αξιοσέβαστοι συνδικαλιστές ηγέτες που θα μπορούσαν να αποτελούν ένα κίνδυνο. Ο αστικός-ρεφορμιστικός συμβιβασμός τέθηκε σε κίνηση από τους εργάτες 14 χρόνια πριν γίνει περισσότερο κατάρα παρά ευχή.

Ο Χιτλερισμός δεν ήταν αναπόφευτκος, με τους χοντροειδείς και δολοφονικούς τρόπους του. Όμως στις 30 Γενάρη 1933, μια ισχυρή κεντρική εξουσία, ήταν αυτό που άκουγες παντού, και οι μόνες επιλογές που έμεναν στη Γερμανία ήταν απόλυτα κρατιστικές και καταπιεστικές, ρυθμιζόμενες πέρα από κει που έφτανε το προλεταριάτο.

Παραδόξως, είναι η ίδια δύναμη της μισθωτής εργασίας (ρεφορμιστών και ριζοσπαστών) που της στερεί κάθε λόγο στη ρύθμιση των πραγμάτων.

2. Πόσο μπορεί να συνεισφέρει ο αντιφασισμός σε ένα επαναστατικό κίνημα;

Καταρχήν, ο αντιφασισμός δεν είναι ένα ομοιογενές φαινόμενο. Ο Durruti, ο Orwell, και ο Santiago Carrillo όλοι τους συγκαταλέγονται στους αντιφασίστες. Όμως, το ερώτημα παραμένει: Ενάντια σε τι είναι ο αντιφασισμός; Και υπέρ τίνος ακριβώς πράγματος;

Είμαι ενάντια στον ιμπεριαλισμό, είτε γαλλικός, είτε βρετανικός, αμερικανικός ή κινέζικος. Δεν είμαι όμως «αντιιμπεριαλιστής», μιας και μια αυτό δηλώνει μια πολιτική τοποθέτηση που υποστηρίζει και τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα που αντιτίθενται σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Είμαι (όπως και το προλεταριάτο) ενάντια στον φασισμό, είτε παίρνει την μορφή του Hitler είτε του Le Pen. Δεν είμαι «αντιφασίστας» μιας και αυτή είναι μια πολιτική τοποθέτηση που θεωρεί το φασιστικό κράτος ή την φασιστική απειλή σαν έναν πρώτο και κυρίαρχο εχθρό που πρέπει να καταστραφεί με κάθε κόστος, π.χ. συμμαχώντας με τους αστούς δημοκράτες ως το μη-χείρον, ή αναβάλλοντας την επανάσταση για όταν ο φασισμός θα έχει νικηθεί.

Αυτή είναι η ουσία του αντιφασισμού. Ο «επαναστατικός αντιφασισμός» είναι μια αντίφαση όρων, ένα οξύμωρο. Οτιδήποτε κομμουνιστικό αναπόφευκτα πάει πέρα από το πλαίσιο του αντιφασισμού, και αργά ή γρήγορα συγκρούεται μαζί του. Όταν οι ισπανοί εργάτες πήραν τα όπλα ενάντια στη στρατοκρατία τον Ιούλιο του ’36, προφανώς πολεμούσαν τον φασισμό, όμως (όπως κι αν αποκαλούσαν τον εαυτό τους) δεν δρούσαν ως αντιφασίστες, καθώς η κίνησή τους στόχευε τόσο τους φασίστες όσο και το δημοκρατικό κράτος. Κατόπιν, ωστόσο, όταν αφέθηκαν να παγιδευτούν μέσα στα θεσμικά πλαίσια, έγιναν «αντιφασίστες», πολεμώντας τους φασίστες εχθρούς τους ενώ την ίδια στιγμή υποστήριζαν τους δημοκράτες εχθρούς τους.

Επαναστατικές κριτικές του αντιφασισμού έχουν επανειλημμένα κατηγορηθεί ότι σαμποτάρουν την μάχη ενάντια στον φασισμό, ότι είναι «αντικειμενικοί» σύμμαχοι του Franco ή του Hitler, κάτι που συχνά φτάνει στο «υποκειμενικό»- Η τραγική ειρωνεία είναι ότι μόνο το προλεταριάτο και οι κομμουνιστές είναι ουσιώδεις αντίπαλοι του φασισμού. Ο αντιφασισμός είναι πάντοτε περισσότερο υποστηρικτής της δημοκρατίας παρά πολέμιος του φασισμού: δεν θα πάρει αντι-καπιταλιστικά μέτρα για να απωθήσει τον φασισμό, και θα προτιμήσει την ήττα του παρά να ρισκάρει ένα προλεταριακό ξέσπασμα. Δεν ήταν ατύχημα ούτε λάθος που οι ισπανοί αστοί και οι σταλινικοί σπατάλησαν χρόνο και ενέργεια για να εξολοθρεύσουν τις αναρχικές αγροτικές κομμούνες όταν υποτίθεται ότι έκαναν τα πάντα για να κερδίσουν τον πόλεμο: η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα τους δεν ήταν ούτε υπήρξε ποτέ η συντριβή του Franco, αλλά το να διατηρήσουν τις μάζες πειθαρχημένες.

Οπότε, το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχουν πολλά είδη αντιφασισμού, και ότι μη-επαναστατικά αντιφασιστικά στοιχεία μπορούν να γίνουν επαναστατικά, όπως μπορούν φυσικά και πολλοί άλλοι, αλλά ότι ο αντιφασισμός ως τέτοιος, προκειμένου να αποφύγει ένα δικτατορικό κράτος, υποκύπτει στο δημοκρατικό κράτος. Αυτή είναι η φύση του, η λογική του, το αποδεδειγμένο παρελθόν του, και όλα τα «ναι μεν αλλά» σχετικά με αυτό, πνίγηκαν στο αίμα της Βαρκελώνης του Μάη του ’37, των εργατών που ήλπιζαν να ξεπεράσουν τον συμβιβαστικό αντιφασισμό. Ο αντιφασισμός δεν είναι μια συνάντηση που πάει κάποιος και υιοθετεί ένα νέο πρόγραμμα. Δεν είναι μια μορφή: έχει δικό του περιεχόμενο και πολιτική ουσία. Δεν είναι ένα «αστικό» μόρφωμα όπου η προλεταριακή ανατροπή θα μπορούσε να φωλιάσει τη σάρκα της.

Δε χρειάζεται να πω, ότι αυτό που προτείνω δεν είναι οι καθαρογραμμίτες κομμουνιστές που παίρνουν μέρος μόνο σε επιθέσεις εναντίον της μισθωτής εργασίας και μένουν αμόλυντοι από κάθε αντιφασιστική ομάδα, περιμένοντας από αυτές το πολύ-πολύ να συμβαδίσουν με τους ίδιους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόρριψη του κάθε τι φασιστικού (εθνισμός, ρατσισμός, σεξισμός, εθνικισμός, νόμος και τάξη, αντιδραστική κουλτούρα κλπ) είναι συχνά ένα πρώτο βήμα προς την ανταρσία. Πράγματι, αρκετοί νέοι άνδρες και γυναίκες παίρνουν μέρος σε διαδηλώσεις ενάντια στο γαλλικό «Εθνικό Μέτωπο» επειδή καταλαβαίνουν ότι τους ζητά ακόμα περισσότερη υποταγή σε μια κοινωνική τάξη που μισούν, κι όχι επειδή αποτελεί απειλή για την κοινοβουλευτική δημοκρατία που ούτως ή άλλως δεν τους ενδιαφέρει και τόσο. Εδώ εισέρχονται και οι πολιτικάντηδες που προσπαθούν να χειραγωγήσουν αυτήν την κίνηση σε μια υποστήριξη της δημοκρατίας. Αυτές οι τυχαίες χειρονομίες θα αναπτυχθούν σε μια κριτική των θεμελίων αυτού του κόσμου αν αρνηθούν τη βάση του αντιφασισμού: τον σεβασμό για το δημοκρατικό καπιταλισμό. Μόνο καταδεικνύοντας τα ζητήματα αυτά μπορούμε να συνεισφέρουμε στην ωρίμανση αυτή.

Το τσάκισμα του φασισμού σημαίνει να καταστρέφουμε τις προϋποθέσεις του, δηλαδή τα κοινωνικά αίτιά του, δηλαδή τον καπιταλισμό.

3. Πως μπορούμε να πολεμήσουμε μια από τις χειρότερες διασπαστικές δυνάμεις στο εσωτερικό του προλεταριάτου: τον ρατσισμό;

Πάντως σίγουρα όχι με το να προσθέτουμε τον ρατσισμό ως άλλο ένα θέμα στην ατζέντα του αντι-καπιταλισμού.

Ο ρατσισμός πιάνεται από μια διαφορά. Ο αντιρατσισμός κάνει το αντίθετο: δίνει έμφαση σε κάτι κοινό που ο ρατσισμός διαιρεί. Αυτό το κοινό στοιχείο είναι συνήθως η ανθρωπότητα ή η ανθρωπιά. Τώρα, όταν η αστική τάξη κάνει επίσης έκκληση σ αυτό, σε σχέση με τους εργάτες της, πώς μπορούν να φέρουν αντίρρηση οι επαναστάτες; Προφανώς το κοινό στοιχείο δεν μπορεί να είναι το ίδιο γι αυτούς που διευθύνουν αυτόν τον κόσμο και γι αυτούς που θέλουν να τον αλλάξουν.

Στην πραγματικότητα, αυτό που τείνουμε να κάνουμε είναι να αντικαθιστούμε το «είμαστε όλοι άνθρωποι», με το «είμαστε όλοι προλετάριοι». Λέμε λοιπόν: α) ένας μαύρος εργάτης είναι το ίδιο με έναν λευκό εργάτη, β) και οι δύο δεν είναι το ίδιο με ένα μαύρο αφεντικό ή ένα λευκό αφεντικό. Το ζήτημα είναι ότι αυτό δεν χτυπά τον ρατσισμό. Υποστηρίζει την αλληλεγγύη, όπως και θα πρεπε, αλλά η αλληλεγγύη βρίσκεται σε έλλειψη ακριβώς λόγω του ρατσισμού. Έτσι, απλώς αντικαθιστούμε τον ανθρωπιστικό αντιρατσισμό με έναν προλεταριακό. Ωστόσο και οι δύο αντιμετωπίζουν τον ρατσισμό με την πιο επιφανειακή του μορφή, αγνοώντας τα αίτιά του.

Το ’68, αν και υπήρχαν ρατσιστές, ανάμεσα και στους μισθωτούς, η γαλλική αστική τάξη δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον ρατσισμό ως μείζον εργαλείο διαίρεσης, λόγω της τάσης για ενότητα που επέφερε ο μαζικός ταξικός αγώνας. Αργότερα, καθώς η μαχητικότητα των εργατών υποχώρησε, εμφανίστηκαν οι διαιρέσεις. Για να αναφέρουμε ένα μόνο σημαντικό σημείο, η απεργία του 1983 στο Talbot αποκάλυψε ένα αυξανόμενο σχίσμα ανάμεσα στους λεγόμενους εγχώριους και ξένους εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας. Μια τέτοια εξέλιξη ήταν περισσότερο αποτέλεσμα παρά αιτία. Είναι μόνο σύμπτωση που το 1983-4 ήρθε η άνοδος του Εθνικού Μετώπου; Δεν είναι η έλλειψη κατάλληλων αντιρατσιστικών εκστρατειών που βοήθησε τον Le Pen να κερδίσει γύρω στο 15% των ψήφων. Είναι η παρακμή της συλλογικής αντίστασης ανάμεσα στους εργαζομένους. Ο ρατσισμός εκδηλώνεται ως μια ιδεολογία, αλλά δεν είναι πρώτιστα ιδεολογικός. Είναι ένα πρακτικό φαινόμενο, μια κοινωνικό σχέση: μια από τις πιο ζοφερές όψεις του ανταγωνισμού ανάμεσα στους μισθωτούς εργαζομένους, μια συνέπεια της παρακμής των κοινοτήτων ζωής και αγώνα. Η «φυλετικοποίηση» της εργατικής τάξης πάει χέρι χέρι με την εξατομίκευση.

Το προλεταριάτο δεν είναι αδύναμο επειδή είναι διαιρεμένο: είναι η αδυναμία του που τρέφει τη διαίρεση. Έτσι, ότι το κάνει πιο δυνατό είναι που χτυπάει τον ρατσισμό. Ενώ αποφεύγει τον οργανωμένο ανθρωπιστικό αντιρατσισμό, μπορεί κανείς να πολεμήσει τον ρατσισμό όπου τον αντιμετωπίζει στην πραγματική ζωή, όπως πολλοί μη-ρατσιστές προλετάριοι κάνουν σε μια παμπ, σ ένα μαγαζί ή σε μια ουρά, αναδημιουργώντας ενός είδους αυτόνομες κοινότητες.

Για παράδειγμα, το κίνημα του Δεκέμβρη του ’95 έβαλε τέλος στη ρητορική του Le Pen. Αναλόγως, ένας αριθμός ταραχών έχουν φέρει κοντά ανθρώπους από τη βόρεια Αφρική, μαύρης και «λευκής» καταγωγής.

Το κομμουνιστικό κίνημα έχει ταυτόχρονα ένα ταξικό κι ένα ανθρώπινο περιεχόμενο. Μια ενδιαφέρουσα ερώτηση είναι: ποιες ταξικές αγωνιστικές δράσεις φέρνουν τους προλετάριους μαζί, και τείνουν έμπρακτα να χτυπούν τον ρατσισμό;

Οι εργάτες μπορεί να είναι μαχητικοί και ρατσιστές την ίδια στιγμή.

Το 1922, τα αφεντικά στην Νότια Αφρική μείωσαν τους μισθούς των λευκών εργατών στα ορυχεία και άνοιξαν έναν αριθμό θέσεων εργασίας στους μαύρους. Οι διαδηλώσεις των «λευκών» κατέληξαν σε λουτρά αίματος: πάνω από 200 εργάτες σκοτώθηκαν. Όπως και στις απεργίες ενάντια στην γυναικεία ή τη ξένη εργασία, ήταν κι αυτή μια αυτό-άμυνα των μισθωτών, στη χειρότερη μορφή της.

Από την άλλη, όταν η Ολλανδία βρισκόταν υπό την κατοχή της ναζιστικής Γερμανίας, οι Ολλανδοί εργάτες κατέβηκαν σε απεργία ενάντια στις διακρίσεις και τις απελάσεις που υφίσταντο οι Εβραίοι και οι Εβραίοι εργαζόμενοι.

Το κλειδί για να κατανοήσουμε την αντιδραστική στάση των εργατών της Νότιας Αφρικής, ή την αλληλεγγύη των Ολλανδών, δε βρίσκεται στο δίπολο ρατσισμός/αντιρατσισμός. Τα μυαλά στοιχειώνονται από κοινωνικές σχέσεις και δράσεις του παρελθόντος. Όσο πιο ανοιχτή, διεθνής, δυνητικά οικουμενική και συνεπώς «ανθρώπινη» είναι μια διεκδίκηση ή μια δράση, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να στριμωχτεί σε ένα σεξιστικό, ξενοφοβικό ή ρατσιστικό πλαίσιο.

Φανταστείτε ένα χώρο εργασίας. Ένας αγώνας για να σώσουμε τις δουλειές μας θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να φέρει την εργατική δύναμη πιο κοντά στο ρατσισμό απ’ ότι, ας πούμε, η διεκδίκηση 20 λιρών αύξησης την εβδομάδα για κάθε έναν εργαζόμενο. Το πρώτο παγιδεύει τους ανθρώπους σε αμυντικές χειρονομίες, τους απομονώνει στη «δική τους» υπόθεση, τους διαχωρίζει από τους άλλους χώρους εργασίας και τελικά και μεταξύ τους (ποιος θα «πάρει πόδι», ελπίζω να είναι κανένας συνάδελφος, κι όχι εγώ!). Όσο ταπεινή κι αν είναι η δεύτερη διεκδίκηση ενώνει τους προλεταρίους ασχέτως γένους, εθνικότητας ή επαγγελματικής ικανότητας, και μπορεί να τους συνδέσει και με άλλους χώρους εργασίας πέραν του δικού τους, καθώς κι άλλοι άνθρωποι μπορεί να πάρουν ανάλογες πρωτοβουλίες ζητώντας για μια τέτοια αύξηση, ή για κάτι ακόμα πιο ενοποιητικό.

Μερικές διεκδικήσεις και τακτικές ενισχύουν τις επαγγελματικές, τοπικές ή «φυλετικές» διαφορές. ’λλες ανοίγουν το δρόμο για την συμμετοχή μιας ολοένα και μεγαλύτερης κοινότητας, ανοίγουν νέα θέματα, και γκρεμίζουν τις «εθνικές» κλπ διαιρέσεις.

Ο μόνος τρόπος να νικήσουμε τον ρατσισμό είναι να τον αντιμετωπίσουμε σε ένα γενικό και «πολιτικό» επίπεδο, δείχνοντας με ποιον τρόπο οι διακρίσεις μεταξύ των προλεταρίων (και ο ρατσισμός ακόμα περισσότερο απ’ όσο η ξενοφοβία) πάντοτε καταλήγουν με τους ίδιους τους προλεταρίους σε πολύ πιο δυσμενή, υποβαθμισμένη, καθυποταγμένη θέση.

Ο ρατσισμός πρέπει να αντιμετωπιστεί, όμως όχι σαν ένα ξεχωριστό ζήτημα, και ποτέ ως μια παρανοϊκή ιδεολογία που πρέπει να συντριβεί από μερικούς θερμόαιμους.

Δείτε ακόμα: Φασισμός και Μεγάλο Κεφάλαιο – Gilles Dauve

Categories
AgainstSleepAndNightmare

Για τη Δημοκρατία – ASAN

Σημειώσεις για τη Δημοκρατία

Πηγή: Against Sleep & Nightmare – http://www.againstsleepandnightmare.com

Η δημοκρατική ιδεολογία περιέχει ουσιαστικά δυο ειδών ψευδαισθήσεις:

1. Την ιδέα ότι κάτω από κάθε περίσταση ο ηθικά ανώτερος τρόπος να λάβεις μια απόφαση είναι να έχεις κάποιου είδους εκλογικής συγκατάβασης της πλειοψηφείας.

2. Την ιδέα ότι η μέθοδος λήψης των αποφάσεων είναι αυτό που διαφοροποιεί τα κοινωνικά συστήματα.

Αυτές οι ψευδαισθήσεις παίρνουν πολλές μορφές και διαπλέκονται μεταξύ τους με διάφορους τρόπους. Η κυρίαρχη αμερικανική δημοκρατική ρητορική δικαιολογεί τις πολιτικές αποφάσεις τόσο με τη χρήση των εκλογών όσο και των γκάλοπ. Είναι «αρκετά δημοκρατική» με την έννοια ότι η παθητική επιλογή της πλειοψηφίας μπορεί να αλλάξει τις μορφές που παίρνει η αμερικανική καταπίεση κι εκμετάλλευση.

Η εργατική αυτοδιαχείριση είναι μια ακόμα πιο σκοτεινή μορφή αυτής της ψευδαίσθησης που ισχυρίζεται ότι οι αλλαγές στον τρόπο λήψης των αποφάσεων σε ένα εργοστάσιο μπορούν να αλλάξουν την μορφή που θα πάρει μια ολόκληρη κοινωνία. Η βασική της θέση συνοψίζεται σε ένα αυτοκόλλητο που καλεί τους εργάτες να «απολύσουν» τα αφεντικά τους, και προφανώς να συνεχίσουν την παραγωγή με τον παλιό καλό τρόπο…

Είναι σημαντικό για τους επαναστάτες να αντιπαρατίθενται σε όλες τις εκδοχές της δημοκρατικής ιδεολογίας. Απ την μια, μετά από μια επανάσταση δε θα υπάρχει κανένας λόγος να σταθεροποιηθεί μια διαδικασία λήψης κάθε απόφασης. Για παράδειγμα, ένα άτομο θα μπορούσε να αποφασίσει για το ημερήσιο πρόγραμμα των παραδόσεών του σε μια κοινοτική αποθήκη χωρίς να καταπιέζει τους άλλους εργαζομένους – οι οποίοι ίσως να προτιμήσουν να περάσουν την μέρα τους περπατώντας στην παραλία. Αυτός λοιπόν, δε θα είχε κάποια εξουσία πάνω στους άλλους συμμετέχοντες στην αποθήκη και το ότι θα αποφάσιζε ατομικά για το πρόγραμμα δε θα του έδινε κάποια εξουσία που θα μπορούσε να συσσωρεύσει και να ανταλλάξει για κάτι άλλο. Για τη δική τους ευχαρίστηση πάντα, οι εργάτες θα μπορούσαν από την άλλη να αποφασίσουν συλλογικά για το μενού της κοινοτικής κουζίνας, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο ήταν μια λιγότερο αποτελεσματική χρήση του χρόνου.

Από την άλλη, είναι σημαντικό να αντιληφτούμε ότι κανένα σχήμα για τη διαχείριση της κοινωνίας δε θα δημιουργήσει μια νέα κοινωνία από μόνο του. Τα ακραία δημοκρατικά και τα ακραία εξουσιαστικά και τα μεικτά σχήματα χρησιμοποιούνται προς το παρόν για τη διαχείριση του καπιταλισμού. Η βασική ποιότητα του καπιταλισμού αυτού είναι ότι το μέσο άτομο έχει ελάχιστο ή καθόλου έλεγχο του καθημερινού τρόπου της ζωής του. Η μισθωτή εργασία κυριαρχεί στην κοινωνία. Πρέπει να ανταλλάξεις τη ζωή σου ώστε να αγοράσεις πίσω λίγη επιβίωση. Αν το μέσο άτομο στον καπιταλισμό είναι σε θέση να πραγματοποιήσει ένα εύρος επιλογών όπως: ποιους δίσκους θα αγοράσει, ποιοι κρατούμενοι αξίζουν βαριές ποινές, τι χρώμα φώτα θα τοποθετηθούν στους δρόμους κλπ είναι άσχετο.

Η κοινότητα που διαφεύγει από τον καπιταλισμό θα περιλαμβάνει ανθρώπους που θα ελέγχουν αποτελεσματικά την πρόοδο της ζωής τους. Την ατομική και συλλογική άρνηση της εργασίας, της παραγωγής εμπορευμάτων, της εκμετάλλευσης κλπ. Κάτι τέτοιο σίγουρα θα απαιτεί ένα υψηλό επίπεδο συλλογικής λήψης αποφάσεων κι έναν μεγάλο βαθμό ατομικής λήψης αποφάσεων. Ο μετασχηματισμός δεν μπορεί να μειωθεί σε ένα έτοιμο προσχέδιο λήψης αποφάσεων ή ένα τυποποιημένο πρόγραμμα δράσης.

Οι διαφορετικοί τρόποι ζωής είναι ευκολότερο να περιγραφούν χρησιμοποιώντας μια μαρξιανή ορολογία μερικές φορές επειδή μιλά με όρους κοινωνικών διαδικασιών παρά μεμονωμένων ατομικών ενεργειών. Η οικονομία είναι ταυτόχρονα ένας τρόπος λήψης αποφάσεων κι ένας τρόπος συμπεριφοράς. Μπορείς να εξετάσεις τις υλικές συνθήκες μιας κοινωνίας μόνο παρατηρώντας τις συνθήκες της καθημερινής ζωής, πως ο τρόπος ζωής μιας κοινωνίας αυτό-αναπαράγεται. Κάτι τέτοιο συνοψίζεται αρκετά καλά στους μαρξιανούς όρους της πολιτικής οικονομίας, του θεάματος, του εμπορεύματος κλπ.

Όλες οι μορφές της δημοκρατικής ιδεολογίας αναφέρονται σε ένα μοντέλο ανθρώπινης συμπεριφοράς που προϋποθέτει ότι κάθε άτομο είναι ένας εξολοκλήρου απομονωμένος κοινωνικά παράγοντας που επηρεάζει τους άλλους μόνο σε τυποποιημένους, ευπροσδιόριστους τρόπους. Αυτή είναι η γλώσσα της «κοινής λογικής» σε έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη λογική ελέγχεται από τον καπιταλισμό. Για παράδειγμα, η υπεράσπιση του δικαιώματος ενός άνδρα να κοροϊδεύει μια γυναίκα που έχει προηγουμένως βιαστεί, μιας και οι πράξεις του άνδρα αυτού είναι απλά «ελευθερία του λόγου» που δε συνδέεται με καμία κοινωνική εφαρμογή.

Οι κομμουνιστικές θέσεις βλέπουν έναν κοινωνικό ιστό ο οποίος δεν μπορεί να μειωθεί σε ένα πεπερασμένο νούμερο προσδιορισμένων σχέσεων. Οι κομμουνιστές δεν λένε ότι χωρίς τον καπιταλισμό μπορούμε να εγγυηθούμε ότι οι άνθρωποι θα φτιάξουν μια ανθρώπινη κοινότητα. Λένε, ότι με τον καπιταλισμό, οι άνθρωποι δεν μπορούν να φτιάξουν μια ανθρώπινη κοινότητα. Βλέπουν ότι κάθε κίνηση προς μια ανθρώπινη κοινότητα θα αντιταχθεί στην καπιταλιστική κοινωνική τάξη και τις κοινωνικές σχέσεις εξ ολοκλήρου. Η κινητήριος δύναμη δεν έρχεται με μια κομμουνιστική πατέντα αλλά μέσα από τη διαδικασία της ζωής των προλεταρίων που δημιουργούν μια νέα κοινωνική σχέση.

Categories
Alfredo M. Bonanno Uncategorized

Εργατικά συμβούλια και προλεταριακή αυτονομία

Εργατικά συμβούλια, αυτό-διαχείριση και ανάπτυξη της προλεταριακής αυτονομίας

Τι έχει να μας πει η θεωρία των εργατικών συμβουλίων σήμερα; Οδηγεί σε ένα πιθανό ρήγμα προς την προλεταριακή αυτονομία;

Οι σύντροφοι που θεωρητικοποίησαν αυτή την μορφή προλεταριακής οργάνωσης δεν έχουν παρά μια στατική και έμμονη οπτική, όμως αυτό που βλέπουν πέρα από το κάθε τι στα συμβούλια είναι μια μορφή οργάνωσης βασισμένη στην εργατική αυτό-διαχείριση. Τα συμβούλια αναπαριστούν έτσι ένα εργατικό κράτος, μια δικτατορία του προλεταριάτου, ένα εργαλείο με το οποίο το προλεταριάτο μπορεί να εξασκήσει την ταξική εξουσία του οργανωμένο καθ αυτόν τον τρόπο στους χώρους εργασίας (και στο έδαφος συνολικά θα προσθέταμε). Ποια είναι η κεντρική ιδέα στην οποία βασίζονται; Ότι οι εργαζόμενοι/ες παίρνουν στην κατοχή τους τις παραγωγικές δομές και την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, ώστε να αναπτύξουν ένα νέο μοντέλο παραγωγής. Στην πραγματικότητα, στην αντίληψή τους περί κομμουνιστικής οικονομίας, τα συμβούλια δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα όρια μέσα στα οποία γεννήθηκαν και τα οποία δικαιολογούν την ύπαρξή τους, δηλαδή, το εργοστάσιο και η καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, και δεδομένης της μη-αλλαγής της μορφής της παραγωγής, επιτυγχάνουν μόνο στο σχηματισμό ενός διαφορετικού κριτηρίου για την κατανάλωση.

Ακόμα και η σοσιαλιστική κοινωνία που οραματίζονται οι συμβουλιακοί κομμουνιστές έχει μια μεγάλη ομοιότητα με τον καπιταλισμό, και ο υπολογισμός της κατανάλωσης κάθε εργαζομένου/ης βάσει των ωρών εργασίας δεν έχει την αξία της ρήξης με την μισθωτή εργασία που υποτίθεται, μιας και στην πραγματικότητα η εργασία παραμένει ένα εμπόρευμα που δεν ανταλλάσσεται πλέον με χρήμα, αλλά με ένα άλλο εμπόρευμα.

Τα συμβούλια, κατά την περίοδο που αναπτύχθηκαν σε όλη την Ευρώπη, δημιούργησαν μια κατάσταση αναταραχής η οποία από την μία στόχευε στην αντιπαράθεση με την αστική τάξη στα εργοστάσια, και από την άλλη άφηνε τις συνθήκες της ύπαρξής τους αναλλοίωτες, με λίγα λόγια συνέχιζε την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας.

Η ουτοπία των συμβουλίων είναι λοιπόν ο έλεγχος του Κράτους και της αστικής τάξης από το προλεταριάτο, ενός Κράτους και μιας αστικής τάξης που δεν έχει τη δύναμη να εξολοθρεύσει. Έτσι αναγκάζεται να σταματά στο εργοστάσιο, ανταγωνιζόμενο με την αστική τάξη για την εξουσία μέσα στα όρια που το ίδιο θέτει στον εαυτό του.

Με αυτούς τους όρους, τα συμβούλια είναι μόνο μια μορφή αντι-εξουσίας, οργανωμένης εργατικής εξουσίας αντιτιθέμενης στην αστική εξουσία. Οι μαρξιστές-λενινιστές δε δυσκολεύονται να κριτικάρουν τη θεωρία και την πρακτική της αντι-εξουσίας, να καταγγείλουν τον ρεφορμισμό της, λέγοντας πως δεν είναι θέμα αντιπαράθεσης της μιας εξουσίας με μια άλλη, αλλά του να πάρουμε από της αστική τάξη τα μέσα και να εγκαθιδρύσουμε μια δικτατορία του προλεταριάτου μέσω του κόμματος, η οποία στην καλύτερη περίπτωση θα υποβοηθηθεί από τις οργανωτικές μορφές των εργατικών συμβουλίων. Με τον τρόπο αυτό βρίσκουμε τους εαυτούς μας πάλι πίσω στο πρώτο βήμα, πίσω στις θεωρίες των μπολσεβίκων των οποίων η απόλυτη σύγχυση αποδείχτηκε περίτρανα μέσα από άλλα έργα υποστηρικτών των εργατικών συμβουλίων.

Όμως υπάρχει κάτι σταθερό: ότι τα συμβούλια, ως μια μορφή αντι-εξουσίας, δεν μπορούν να παν παραπέρα από τον ρεφορμισμό, εμπλεκόμενα σε έναν πόλεμο φθοράς με την αστική τάξη χωρίς στην πραγματικότητα να αμφισβητούν την ύπαρξή τους. Τα συμβούλια είτε θα καταλήξουν εξαντλημένα, είτε θα ανοίξουν το έδαφος για την καταστολή, όπως συνέβη στη Γερμανία και στη Ρωσία. Οι περιορισμοί τους έγιναν αισθητοί από τον Λένιν, ο οποίος ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να μην τους επιτεθεί. Στην πραγματικότητα τα ανακήρυξε ως υπέρτατα όργανα εξουσίας, αγωνιώντας να επεκτείνει μέσω αυτών την Κρατική εξουσία καθώς κι αυτήν της κυρίαρχης τάξης, της γραφειοκρατίας, όπως προσωποποιούνταν στο μπολσεβικικό κόμμα. Η αιματηρή καταστολή στη Γερμανία και η γραφειοκρατική αντεπανάσταση στη Ρωσία απέδειξαν τους περιορισμούς του συμβουλιακού κομμουνιστικού κινήματος που παίρνει την μορφή της ακραίας συνέπειας της συνδικαλιστικής λογικής. Το συμβουλιακό κομμουνιστικό κίνημα αναμφισβήτητα αντιπροσώπευσε ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα σε σύγκριση με την συνδικαλιστικού τύπου οργάνωση, αλλά, όπως και τα συνδικάτα, πήρε ως δεδομένη την ύπαρξη ενός εργοδότη με τον οποίο θα μπορούσε να διαπραγματεύεται. Τα συμβούλια λοιπόν έμελλε να επιβεβαιώσουν την αδυναμία του περάσματος πέρα από την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, και για τον ίδιο λόγο πέρα από την ύπαρξη μιας αστικής τάξης.

Η απαλλοτρίωση και αυτό-διεύθυνση των μέσων παραγωγής από το προλεταριάτο είναι μια παραίσθηση: τα μέσα παραγωγής ως τέτοια (μηχανές, φυτά, κλπ) είναι στην πραγματικότητα εφήμερα και φθαρτά. Υπόκεινται σε συνεχείς αναβαθμίσεις μέσα στην καπιταλιστική οργάνωση, κι αυτό συμπεριλαμβάνει την αντικατάσταση των φυτών, την αναδιάρθρωση, τις μηχανικές τροποποιήσεις, την ανοικοδόμηση.

Αυτό που θα κληρονομούσαν οι εργαζόμενοι/ες στην περίπτωση μιας «απαλλοτρίωσης» των μέσων παραγωγής δεν είναι τίποτα άλλο από την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας και τη λογική της, της ιεραρχίας και της εκμετάλλευσης. Για να αυτό-διευθυνθεί μια τέτοια πραγματικότητα δε θα επιτρεπόταν καμία βελτίωση για τον/την εργαζόμενο/η, που θα έπρεπε να δουλεύει λίγο ή πολύ με τον ίδιο τρόπο που δούλευε πριν, ακόμα κι αν πλέον επρόκειτο για την ανοικοδόμηση της «σοσιαλιστικής κοινωνίας», κάτι τέτοιο θα ήταν μικρή παρηγοριά.

Δεν είναι τυχαίο που η «αυτό-διαχείριση» έχει τεθεί στη συζήτηση σε διάφορα αστικά κράτη (Ελβετία, Γαλλία) ή ψευδο-σοσιαλιστικά (πρώην Γιουγκοσλαβία, Αλγερία) προτείνοντας στο προλεταριάτο την αυτό-εκμετάλλευσή του. Επίσης, όπως θα δούμε παρακάτω, οι δομικές βάσεις για μια πραγματική συζήτηση για την αυτό-διεύθυνση με τον τρόπο που θα μπορούσε να τεθεί στις αρχές του αιώνα λείπουν. Σε κάθε περίπτωση θα είναι πλέον ένα ζήτημα πάντοτε ψευδών μορφών αυτό-διαχείρισης. Εκτός από απομονωμένες περιπτώσεις μικρών εργοστασιακών ή αγροτικών συμπλεγμάτων.

Η μόνη έγκυρη αυτό-διαχειριζόμενη δραστηριότητα για τους/τις εργαζόμενους/ες είναι λοιπόν αυτή της αυτό-διαχείρισης του αγώνα, δηλαδή, η άμεση δράση. Είναι δηλαδή ένα ζήτημα όχι επιβολής κάποιου επί των καπιταλιστικών δομών ούτως ώστε να τις χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του σοσιαλισμού, αλλά οικοδόμησης νέων σχέσεων μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης.

Δεν εννοούμε απλά έναν «εξαγνισμό μέσω της φωτιάς» του παρελθόντος, καθώς αν οι παρούσες δομές καταστραφούν χωρίς να δημιουργηθεί κάτι νέο, τότε το πιο πιθανό είναι ένα πισωγύρισμα στα παλιά μοντέλα, ακόμα κι αν τους δοθούν διαφορετικά ονόματα. Η συζήτηση πλέον μας οδηγεί στο πρόβλημα των μέσων και των σκοπών: Αν κάποιος δρα με όρους διαπραγμάτευσης και αγώνα για την εξουσία (συνδικαλισμός, εργατικά συμβούλια, αντι-εξουσία), το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι μια επιστροφή στο σημείο εκκίνησης. Είναι λοιπόν απαραίτητο να συνθέσουμε τα μέσα με τους επιθυμητούς σκοπούς, και να οικοδομήσουμε το νέο κοινωνικό μοντέλο τώρα, στους αγώνες του προλεταριάτου μέσα στην παρούσα κοινωνία.

Οι συμβουλιακοί κομμουνιστές δεν μπορούν να θεωρητικοποιήσουν καμία μορφή προλεταριακού αγώνα πέρα από την άγρια απεργία, που ίσως να μην είναι συνδικαλιστική στην μορφή της, αλλά στο περιεχόμενο παραμένει τέτοια λόγω της σημασίας της διαπραγμάτευσης και του παζαριού που είναι εγγενές στην ίδια την απεργία ως μορφή αγώνα. Ακόμα και μια εξέγερση (με την έννοια του ένοπλου αγώνα) δεν λύνει πάντοτε το πρόβλημα καθώς, από μόνη της δεν είναι παρά ένας τρόπος για ένα κόμμα, θεωρητικά εκπροσωπώντας το προλεταριάτο, να φτάσει στην εξουσία. Η προλεταριακή αυτονομία (εννοούμενη ως ένα πραγματικό μαζικό κίνημα και όχι ως ταμπέλα ιδεολογικής ομαδοποίησης) κατάφερε πρόσφατα να επιβάλει κάποιες δραστηριότητες ικανές να ξεπεράσουν την διαπραγμάτευση και τον συνδικαλισμό σε όλες τις μορφές τους.

Έχουμε ακούσει για τον αγώνα ενάντια στην παραγωγή (αυτό-μείωση στον χώρο εργασίας κλπ) δηλαδή δραστηριότητες που αναπαριστούν την ικανοποίηση των συμφερόντων του εργαζομένου (υγιεινή στο εργοστάσιο, το μπλοκάρισμα της αναδιάρθρωσης και κατά συνέπεια των απολύσεων κλπ) χωρίς να καταφεύγουν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα στην διαμεσολάβηση των συνδικάτων.

Με τον τρόπο αυτό, η σύνθεση μέσα-σκοποί επιτυγχάνεται: οι αγώνες δεν τελειώνουν με τις διεκδικήσεις ή τις διαπραγματεύσεις, αλλά επιτυγχάνουν άμεσα το τέλος τους, και επικυρώνονται ως τέτοιοι. Αυτοί οι αγώνες είναι επαναστατικοί και κομμουνιστικοί, ακόμη κι αν αναπαριστούν την υπεράσπιση μικρο-συμφερόντων. Τείνουν προς την κατεύθυνση της άρνησης, μέσα από την άμεση δράση και τη συλλογική επαγρύπνηση του προλεταριάτου αναφορικά με καθημερινά προβλήματα, της καπιταλιστικής οργάνωσης, και την άρνηση του πιο ουσιώδους συστατικού της, της μισθωτής εργασίας.

Στην πρόοδο της αυτονομίας του, το προλεταριάτο δεν επιβεβαιώνεται ως τάξη, αλλά αρνείται και αυτό-ακυρώνεται ως τέτοια. Πραγματοποιείται όμως πλήρως ως ανθρωπότητα, τραβώντας κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης το μόνο στήριγμά της, την υποτελή τάξη που εργάζεται, παράγει, καταναλώνει. Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι αδύνατη γιατί τα συμφέροντα του προλεταριάτου είναι να αυτό-αναιρεθεί ως τάξη. Να γίνει ανθρωπότητα με την πιο πλήρη έννοια της λέξης. Μια τελική επίδοξη δικτατορία του προλεταριάτου (ακόμη κι αν αναπαριστόταν ως «αντι-κρατική» ή ως «από-τα-κάτω»), δε θα μπορούσε να εξασκηθεί παρά μόνο από τους εκπροσώπους του προλεταριάτου, τους υποτιθέμενους κατόχους της πραγματικής ουσίας και της θέλησής του. Το προλεταριάτο λοιπόν, αγωνίζεται για τα δικά του συμφέροντα, αυτό-αναιρούμενο ως τάξη, και αρνούμενο την ίδια στιγμή ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα. Στην ολική άρνηση της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας μέσω της άμεσης δράσης, οι προλετάριοι/ες αναπτύσσουν σοσιαλιστικές κομμουνιστικές σχέσεις, ένα εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο. Με άλλα λόγια, η άμεση δράση είναι ήδη κομμουνισμός: η αυτό-οικοδόμηση από το προλεταριάτο της συνείδησης και της κομμουνιστικής οργάνωσης, των νέων κοινωνικών σχέσεων σαν μια εναλλακτική έναντι στον καπιταλισμό.

Η απόκτηση της ικανότητας αυτής από το προλεταριάτο, είναι το αποτέλεσμα της ιστορικής προόδου που έχει καταφερθεί μέσα από πολυάριθμες εμπειρίες, λάθη και θεωρητικές αναζητήσεις τις οποίες έχει επηρεάσει επίσης η ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων. Οι σχέσεις παραγωγής που υπήρχαν στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα, όπου η δουλειά στο εργοστάσιο καταμεριζόταν ανά κομμάτι, επέτρεπαν στον/ην εργάτη/τρια ένα δικό του γνωστικό πεδίο, έστω συρρικνωμένο. Είχε μια αυτό-συνείδηση που τον έκανε να νιώθει δεμένος με την οργάνωση της εργασίας με έναν τέτοιο τρόπο που τον απέτρεπε από το να θέσει ρεαλιστικά το ζήτημα της καταστροφής της, αλλά μάλλον το να τη θέσει υπό την κατοχή του. Αυτή η εργατική φιγούρα βρήκε αρχικά έκφραση μέσα στα συνδικάτα, κι έπειτα στα συμβούλια, κανένα εκ των οποίων όπως είδαμε, δεν κατάφερε να διαρρήξει τα μοντέλα του καπιταλισμού. Καθώς οι λενινιστικές και κομματικές εμπειρίες δεν είχαν καμία σχέση με τους/τις εργάτες/τριες και συνιστούν κυρίως μια παρέμβαση της μεσαίας τάξης, ο συνδικαλισμός και τα εργατικά συμβούλια ήταν αντίθετα εμπειρίες προλεταριακής αυτονομίας, μιας και αποτέλεσαν την πρώτη βάση για μια διάκριση των ταξικών συμφερόντων. Δεν τίθεται ζήτημα άρνησής τους, αλλά ξεπεράσματός τους, ως πρώιμες προλεταριακές εμπειρίες.

Οι παρούσες παραγωγικές σχέσεις έχουν καταστρέψει ολόκληρο αυτόν τον προλεταριακό γνωστικό χώρο, και συνεχίζουν να το κάνουν με ένα τρόπο που, προκειμένου ο/η εργάτης/τρια να διασφαλίσει την ανθρωπιά του, είναι αναγκασμένος/η να επιστρατεύσει την ατομική και συλλογική διάνοια ενάντια στην παραγωγή και την καπιταλιστική οργάνωση της κατανάλωσης στο έδαφος, το οποίο παίρνει μια ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στον σημερινό εκμεταλλευτικό σύστημα.

Αγωνιζόμενο ενάντια στην οργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης, το προλεταριάτο δημιουργεί νέους γνωστικούς χώρους, νέες κοινωνικές σχέσεις με μορφές ασυμβίβαστες με τον καπιταλισμό. Αυτές οι έννοιες οδήγησαν αρκετούς να δηλώσουν ότι η αυτονομία είναι μια πρακτική για χρήση και κατανάλωση από τον λεγόμενο μαζικό (ανειδίκευτο) εργάτη, και ότι, δεδομένου ότι αυτή η φιγούρα είναι προορισμένη να εξαφανιστεί προς όφελος μιας επιστροφής στον/ην ειδικευμένο/η εργαζόμενο/η λόγω της αναδιάρθρωσης, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα νέο κόμμα ή μια οργάνωση ικανή να γίνει η «μνήμη» των περασμένων εμπειριών του αγώνα, έτσι ώστε να τις επαν-επεξεργαστεί και να δώσει στο προλεταριάτο νέες ενδείξεις προσαρμοσμένες στις συνθήκες που έχουν αλλάξει. Μια τέτοια θέση δεν φέρει υπόψη της ορισμένα στοιχεία:

1) Τα τελευταία χρόνια, η καπιταλιστική αναδιάρθρωση κατάφερε ήδη σημαντικές αλλαγές τόσο στην οργάνωση της παραγωγής όσο και στη λειτουργία της εργασιακής διαδικασίας. Όμως αυτές οι αλλαγές πάντοτε έτειναν προς μια κινητικότητα, απευθυνόμενες σε ένα σώμα γενικά θεωρούμενων ως τεχνικών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο κύριος στόχος αυτής της αναδιάρθρωσης είναι η ικανότητα να διαθέτει ένα ευρύ σώμα «ευέλικτων» ανειδίκευτων εργατών/τριων που θα χρησιμοποιούνται για σύντομες περιόδους με ιδιαίτερα έντονη εργατική απόδοση. Αυτό επιτρέπει στους καπιταλιστές να απολύουν εργαζόμενους/ες από την παραγωγική πρόοδο όχι μόνο μέσω απολύσεων, αλλά επίσης μέσα από την υπερ-εκμετάλλευση που ωθεί τους εργαζόμενους/ες να παραιτηθούν οι ίδιοι. Η παρουσία ενός διευρυμένου σώματος ανέργων που προκύπτει, αυξάνει την υπο-απασχόληση και την κακοπληρωμένη εργασία στις ανταγωνιστικές παραγωγικές δραστηριότητες (π.χ. οικιακοί βοηθοί). Θα έπρεπε να έχουμε υπόψη μας επίσης, ότι η συνεχής αναπροσαρμογή της παραγωγής εκ μέρους των καπιταλιστών σήμερα, απαιτεί ένα προλεταριάτο που να μην είναι δεμένο με την παραγωγή με κανέναν τρόπο, αλλά το οποίο θα είναι ικανό να προσαρμόζεται στα διάφορα συστήματα που τίθενται σε κίνηση (όχι πάντα με το να ανανεώνει τις τεχνικές του γνώσεις, αλλά σίγουρα με το να προσαρμόζεται σε μια αυξανόμενη καταπίεση). Στο πλαίσιο αυτό, οι ικανότητες και τα πτυχία είναι μόνο ένα μέσο για τη διαίρεση των εργαζομένων και την όξυνση του ανταγωνισμού. Ωστόσο, η παρούσα αναδιάρθρωση μοιάζει να αντιτίθεται στο κριτήριο της εξειδικευμένης εργασίας, προς μια επέκταση της κινητικότητας, της μήτρας κάθε εμπορίου, ακόμα και στους τομείς που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν εξειδικευμένοι. Ένα ελαστικό σύστημα παραγωγής δεν μπορεί να βασιστεί στην εξειδικευμένη εργασία, λόγω της στατικής φύσης της.

2) Η ίδια η πραγματικότητα καθιστά τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις και διαπραγματεύσεις, με τις ανάλογές τους μορφές αγώνα (απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων κλπ) άχρηστες. Είναι όργανα που δεν μπορούν να παν παραπέρα από τον μερικό έλεγχο ή την αντι-εξουσία, μπροστά σε έναν καπιταλισμό ικανό για έναν ολοκληρωτικό έλεγχο της διεύθυνσης της παραγωγής. Η διαρκής αναδιάρθρωση, με την ελαχιστοποίηση του εργοστασιακού περιβάλλοντος, και την εργασιακή κινητικότητα, θέτει τον/την εργάτη/τρια σε μια ασταθή θέση και του στερεί κάθε διαπραγματευτική ισχύ. Για το λόγο αυτόν, η προλεταριακή αυτονομία έχει εκφραστεί μέσα στους αγώνες που τίθενται άμεσα ενάντια στην παραγωγή: την αυτό-μείωση στον χώρο εργασίας, την άμεση και έμμεση άρνηση της κινητικότητας και του εργατικού μόχθου, το μποϋκοτάζ και το σαμποτάζ της παραγωγής και της αναδιάρθρωσης κλπ… Αυτοί οι αγώνες, που ξεκίνησαν οργανικά στα 1967/68 και αρχικά αναπτύχθηκαν παράλληλα με τον «κοινωνικό διάλογο» και τη λήξη των συμβολαίων, αντιμετωπίζονται ολοένα και περισσότερο από το προλεταριάτο ως το μόνο έγκυρο εργαλείο άμυνάς του, όχι ως ένα συμπλήρωμα, αλλά ως μια εναλλακτική στον συνδικαλισμό. Οι αγώνες ενάντια στην παραγωγή δε στοχεύουν μόνο στο να κερδίσουν μια καλύτερη διαπραγματευτική αξία, αλλά στην αντιπαράθεση, με τον καιρό, στα σχέδια των εργοδοτών για την αύξηση της εκμετάλλευσης και την απαξίωση της εργασίας. Δεν είναι τυχαίο που η δράση των συνδικάτων σήμερα έγκειται στην καταστολή αυτών των αγώνων, τόσο ανακοινώνοντας παραπλανητικά προγράμματα και εξαγγελίες, όσο και μέσα από τη φυσική αντιπαράθεση.

3) Οι προλεταριακές εμπειρίες, ακόμα κι αν με τον καιρό ξεφτίζουν, δεν εξαλείφονται απόλυτα αλλά κυκλοφορούν και μεταλλάσσονται από τον έναν τομέα στον άλλον, μπορούμε λοιπόν να δούμε πως μια κριτική του αγώνα στα εργοστάσια μπορεί να γενικευτεί στο κοινωνικό πεδίο με τις ανάλογες μορφές αγώνα: Καταλήψεις, αυτό-μείωση ενοικίων, λογαριασμών, τιμών τροφίμων κλπ, που ισχύουν τόσο για τους/τις άνεργους/ες όσο και για τους/τις ημι-απασχολήσιμους/ες. Ο αγώνας ενάντια στην παραγωγή λοιπόν επεκτείνεται στο κοινωνικό πεδίο δίνοντας στους/τις άνεργους/ες και στους/τις ημι-απασχολήσιμους/ες τη δυνατότητα να αγωνιστούν. Όχι για μια θέση εργασίας, αλλά για μια πραγματική υπεράσπιση των συνθηκών της ζωής. Οι θέσεις για τον αγώνα ενάντια στην παραγωγή προφανώς δεν εφαρμόζουν στις υπηρεσίες (μεταφορές, νοσοκομεία κλπ) όπου η αστική τάξη έχει συμφέρον να τις κρατά σε ανεπαρκείς συνθήκες. Πρόκειται για μη παραγωγικούς τομείς που ο καπιταλισμός χρησιμοποιεί ως δεξαμενές για κερδοσκοπία.

4) Ακόμα και μια ριζική αναδιάρθρωση του καπιταλισμού δε θα μπορούσε να απαλείψει την κυκλοφορία και τις εμπειρίες των αυτόνομων αγώνων. Για παράδειγμα, η εξολόθρευση του συνελευσιακού χαρακτήρα προς όφελος της συν-διαχείρισης ή της ψευδούς αυτό-διαχείρισης της παραγωγής θα μπορούσε ίσως να εκμηδενίσει τον συγκεκριμένο αγώνα από την αυτό-μείωση στους χώρους εργασίας, αλλά όχι και κάποιες ενέργειες άμεσης δράσης τον σπόρο για τις οποίες θα άφησε η μείωση της έντασης της εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι το προλεταριάτο διαθέτει μια δική του «μνήμη», και ως τέτοιο δεν εξαρτάται από τις δομικές προσαρμογές του καπιταλισμού για την ανάπτυξη της ταξικής αυτονομίας, όσο στις εμπειρίες αυτονομίας που έχει συσσωρεύσει. Μορφές «αυτό-διαχείρισης» και συν-διαχείρισης υπάρχουν ήδη σε ορισμένες καταστάσεις, όμως αδυνατούν να πάρουν έναν πιο γενικό χαρακτήρα.

5) Τα διάφορα κόμματα και οι οργανώσεις που θεωρούν τον εαυτό τους ως «μνήμη» της εργατικής τάξης πάντοτε τείνουν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα μέσα από την πολωτική οπτική των ομάδων εξουσίας, κι έχουν κατά συνέπεια ένα αρνητικό αποτέλεσμα στο προλεταριάτο. Από την κατηγορία αυτή προφανώς εξαιρείται ο ρόλος της ενεργούς μειονότητα (ή εξειδικευμένων οργανισμών), όμως τους απευθύνεται μάλλον ο ρόλος ενδεικτικών πράξεων, κυκλοφορίας των πληροφοριών και γενίκευσης των εμπειριών της άμεσης δράσης. Εκτός φυσικά από τους λίγους εκείνους που θεωρούν ότι είναι άχρηστο να χάνει κανείς τον καιρό του με αυτόνομους αγώνες, θεωρώντας ότι είναι απαραίτητο να οικοδομηθεί το κόμμα και δε θα ‘πρεπε να τους αποσπούν από αυτό τα κινήματα και οι αναταραχές. Οι έμμεσοι αγώνες ενάντια στην παραγωγή γίνονται αποδεκτοί σχεδόν ομόφωνα από τον λεγόμενο «χώρο της αυτονομίας». Αυτοί οι έμμεσοι αγώνες, αν και αποδεκτοί, σχεδόν πάντοτε μεταφράζονται ως υποστηρικτικοί ή συμπορευόμενοι με τις «πολιτικές» διεκδικήσεις των οργανώσεων: το 35ωρο, τον ένοπλο αγώνα, το κόμμα, τις εργοστασιακές επιτροπές και τις επιτροπές στέγασης, αντιμετωπίζονται όλα μαζί ως όργανα μιας αντι-εξουσίας.

Ο στόχος του 35ωρου ανά εβδομάδα, παρουσιάζεται σαν ένα αδιαμφισβήτητο όραμα των σύγχρονων αγώνων ενάντια στην παραγωγή, αντιπροσωπεύει την τυπική συμπεριφορά αυτών που, θέλοντας να ντύσουν τις προτάσεις τους με μια αίσθηση ρεαλισμού, καταλήγουν να κατρακυλούν στο αφηρημένο και ακατανόητο.

Η αυτό-μείωση στις ώρες εργασίας θα μπορούσε να γίνει μια εξαιρετικά έγκυρη μορφή αγώνα, όπως οι έμμεσοι αγώνες που έχουμε ήδη αναφέρει, αλλά γι αυτόν ακριβώς το λόγο δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε έναν στόχο: γιατί 35 ώρες, κι όχι, για παράδειγμα 30; Ποιος είναι που αποφασίζει; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Η δυναμική του ταξικού αγώνα στην συγκεκριμένη κατάσταση, οπότε θεωρητικές κι εκ των προτέρων αποφάσεις σε τέτοια ζητήματα δεν έχουν κανένα νόημα.

Η γραμμή του ένοπλου αγώνα (με την μορφή του στρατιωτικού κόμματος) ξεκινά ακριβώς από μια έλλειψη πίστης στο περιεχόμενο των αγώνων αυτών και η μόνη εγκυρότητα που τους αποδίδει είναι αυτή της πιθανότητας για ένοπλη σύγκρουση. Φυσικά, η εργατική αυτονομία θέτει το ζήτημα της βίας, και μπορεί κανείς να πει ότι όλες οι μορφές αυτόνομης δράσης τίθενται μέσα στη λογική της βίας και της παρανομίας. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι εκτός συζήτησης, αλλά οι ομάδες που προτείνουν μια τέτοια γραμμή οικοδομούν, με δική τους πρωτοβουλία, μια πρακτική βίας την οποία θέλουν να επιβάλλουν ως τον υπέρτατο στόχο στη διαδικασία της προλεταριακής αυτονομίας, αυτό-ανακηρυσσόμενες ως ειδικοί και ελεγκτές. Είναι το ζήτημα του κόμματος και πάλι, που αντί να κινείται με κάθε πιθανό δρόμο, βασίζεται αυτή τη φορά στον πιο στρατιωτικό και εξεγερσιακό.

Αυτοί που επιθυμούν ένα κόμμα είναι αυτοί που έχουν την ελάχιστη εμπιστοσύνη σε μια πιθανή γενίκευση της άμεσης δράσης και του έμμεσου αγώνα ενάντια στην παραγωγή, ονομάζοντάς τα παροδικά κινήματα μικρής σημασίας: ένα προλεταριάτο που έχει εξοικειωθεί με την αντιμετώπιση έμμεσων προβλημάτων άμεσα και χωρίς τη διαμεσολάβηση ειδικών είναι όντως ένας πολύ κακός αποδέκτης εντολών, και πολύ δύσκολα θα υποταχτεί στη θέληση ενός κόμματος.

Πιο κοινές ωστόσο, είναι οι θέσεις αυτών που επιθυμούν να οργανώσουν την προλεταριακή αυτονομία σε εργοστασιακές επιτροπές και σε οργανώσεις από διάφορους τομείς. Σ αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται αυτοί που θεωρούν ότι οι μαζικές οργανώσεις είναι θεμελιώδεις ως ένα σημείο εκκίνησης για τους αυτόνομους αγώνες, κι αυτοί που μετρούν την εγκυρότητα ενός αγώνα με τη δυναμική των οργανώσεων που αφήνει πίσω του. Οι πρώτοι δίνουν την εργολαβία στις δράσεις συντονισμού της «πρωτοπορίας» που οικοδομεί τις οργανώσεις, οι δεύτεροι στις οργανώσεις που οικοδομούνται στη διάρκεια του αγώνα. Συχνά πάλι, οι δυο θέσεις αναμειγνύονται με διάφορες αναλογίες.

Το αποτέλεσμα της πρώτης είναι μια σειρά από ψευδο-μαζικές οργανώσεις (αυτόνομες συλλογικότητες, εργατικές επιτροπές και διάφορες οργανώσεις συχνά ονομαζόμενες προλεταριακές, αυτόνομες, οργανωμένες) και οι οποίες στην πραγματικότητα είναι μειοψηφίες (ειδικές οργανώσεις) ή πολύ απλά πολιτικές ομάδες. Η μη-συνειδητοποίηση του ρόλου τους τις καθιστά αυτόματα άχρηστες κι επίσης επικίνδυνες. Από την άλλη, το αποτέλεσμα των δεύτερων είναι συνήθως ψευδαισθήσεις, καθώς οι μαζικές οργανώσεις, όταν είναι αυθεντική έκφραση της άμεσης δράσης του μαζικού κινήματος, γεννιούνται και πεθαίνουν ή αναπτύσσονται στους αγώνες και για τους αγώνες, συχνά χωρίς την πρακτική δυνατότητα να χαρακτηρίσουν έτσι τους εαυτούς τους ή να χαρακτηριστούν ως τέτοιες, και στη συνέχεια να μπουν στη φορμόλη μιας συγκεκριμένης δομής.

Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι μια οργανωσιακή αντίληψη της προλεταριακής αυτονομίας είναι αντι-παραγωγικής και έμμεσα κατασταλτική, καταλήγοντας στη θέσμιση των λεγόμενων οργανώσεων εργατικής εξουσίας και αντι-εξουσίας, οι οποίες δεν μπορούν παρά να δράσουν ως μικρά εναλλακτικά συνδικάτα, και κατ’ επέκταση να αγωνιστούν σε ένα παιχνίδι εξισορρόπησης των διεκδικήσεων και των συμβολαίων με τα επίσημα συνδικάτα.

Τέλος, η οπτική τους, της αντι-εξουσίας δεν μπορεί να οδηγήσει παρά σε μια ανάμειξη στα εργατικά συμβούλια και στην αυτό-διαχείριση. Ένας πιθανός συμβουλιακός κομμουνιστικός και αυτό-διαχειριζόμενος νέο-συνδικαλιστικός δρόμος ήδη έχει ηττηθεί και ξεπεραστεί από τις εμπειρίες του προλεταριάτου, και σήμερα είναι αδύνατον να βρεθεί η παραμικρή δομική βάση για να ξαναπιαστεί, και μπορεί να φτάσει εκεί μόνο μέσα από μια θέσμιση με την έννοια μιας ψευδούς θεσμικής αυτό-διαχείρισης.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η άμεση δράση γεννιέται και αναπτύσσεται σε δυνατότητες και επίπεδα του αγώνα, επιβεβαιώνοντας τον από καιρό σε καιρό. Μπορεί να εκφραστεί μινιμαλιστικά, όπως μπορεί και να φτάσει σε υψηλά επίπεδα ταξικής αντιπαράθεσης, αλλά καμιά από τις εμπειρίες αυτές δεν μπορεί να εγκλωβιστεί μέσα σε δομές ή πρότυπα, σε οργανωτικά προγράμματα ή στόχους. Αντιθέτως, αυτό που αφήνουν πίσω τους είναι η σπορά για νέες και συχνά απρόβλεπτες υψηλότερα ανεπτυγμένες και αυτόνομες οργανωμένες συνειδήσεις, κομμουνιστικές κοινωνικές σχέσεις.

Τα αδιέξοδα του συμβουλιακού κομμουνισμού, η ανικανότητά του να δει παραπέρα από τον ανταγωνισμό για την εξουσία με την αστική τάξη μέσα στο εργοστάσιο, χωρίς να καταφέρει να θέσει την ύπαρξη της τελευταίας σε κρίση, έγιναν επίσης κατανοητά από ένα ρωσικό αναρχικό ρεύμα (Dielo Truda) που το 1926 χάραξε μια οργανωτική πλατφόρμα η οποία έγινε γνωστή λανθασμένα ως η πλατφόρμα του Αρσίνωφ. Στη συνέχεια προτάθηκε η ίδρυση μιας ειδικής αναρχικής κομμουνιστικής πολιτικής οργάνωσης, η οποία παράλληλα με την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής από το προλεταριάτο, οργανωμένο σε εργατικά συμβούλια, θα αναλάμβανε το καθήκον της αντιπαράθεσης με την πολιτική υπερ-δομή, το Κράτος, σε άμεση σύγκρουση όπου θα το κατέστρεφε. Η σύλληψη της οργάνωσης (σε δυο επίπεδα, ένα ειδικό, πολιτικό, κι ένα μαζικό) δεν φτάνει στη ρίζα του αδιεξόδου του συμβουλιακού κομμουνισμού, και περιορίζεται στην προσπάθεια να αποφύγει ορισμένα προβλήματα στη δράση. Επίσης εισάγει μια σειρά από ενδιαφέροντα στοιχεία στη συζήτηση που μεταξύ άλλων είναι αρκετά έγκυρα και αξιοσημείωτα. Δεν είναι εδώ ο χώρος για να εμβαθύνουμε στα προβλήματα σχετικά με τη Dielo Truda και το ζήτημα της οργάνωσης εν γένει, αλλά θα ήταν κατάλληλο να τονίσουμε μερικά σημεία πάνω στο ζήτημα.

Η πολυπλοκότητα της αστικής εξουσίας δεν τελειώνει στην οργανωμένη βία του Κράτους. Όχι μόνο δεν είναι αρκετό για το προλεταριάτο να απαλλοτριώσει τα μέσα παραγωγής για να εκμηδενίσει την αστική εξουσία, αλλά ακόμα και η άμεση ρευστοποίηση του Κράτους δεν θα έλυνε το πρόβλημα. Όπως είδαμε ήδη, το κύριο στήριγμα της αστικής εξουσίας στην οικονομική και κρατική της μορφή, είναι η αποδοχή από το προλεταριάτου του ρόλου του ως τέτοιο. Για το λόγο αυτό, προκειμένου να αρνηθεί και να αναιρέσει την αστική εξουσία, το προλεταριάτο πρέπει σε πρώτο επίπεδο να αυτό-αναιρεθεί ως τάξη, να πραγματωθεί πλήρως ως ανθρωπότητα μέσα από την οικοδόμηση της άμεσης δράσης και των κομμουνιστικών σχέσεων. Αυτό το ζήτημα θίγεται αρκετές φορές στην πλατφόρμα, αλλά ποτέ δεν ωθείται στο έπακρο λογικό του συμπέρασμα. Ο λόγος μπορεί να βρεθεί στο πιο αδύνατο σημείο της πλατφόρμας, την ασυνείδητη αποδοχή ορισμένων λενινιστικών αρχών. Δεν είναι ζήτημα εξουσιο-μανίας (όπως θεωρούν ορισμένοι αναρχικοί), αλλά αναφοράς σε μια θεωρία που βρίσκεται εκτός του προλεταριάτου, δηλαδή, σε μια ιδεολογία. Σε κάτι που έγινε για πρώτη φορά από τον ίδιο τον Λένιν, με τις θέσεις του για το κόμμα σαν μια συνείδηση από τα έξω της τάξης.

Είναι ακριβώς η μετακίνηση της πλατφόρμας σε ένα ιδεολογικό επίπεδο που ώθησε κάποιους που έβλεπαν κριτικά την πλατφόρμα προς το συμβουλιακό κομμουνιστικό κίνημα, ώστε να την ξεπεράσουν, κι όχι προς την κατεύθυνση της μαζική δυνατότητας της άμεσης δράσης, ή προς την πολιτική δράση αναρχικών κομμουνιστικών αγωνιστών με μια ισχυρή ελευθεριακή ιδεολογία, που όμως οι όροι της οποίας γίνονται αφηρημένοι και ασαφείς.

THE COMRADES OF KRONSTADT EDITIONS


Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Νοέμβρης 2007)