Categories
Telesforo Tajuelo

To Μ.Ι.L. και τα εργατικά συμβούλια

Το MIL και τα εργατικά συμβούλια


Πηγή: Telesforo Tajuelo: El MIL, Puig Antich y los GARI, ed. Ruedo Iberico 1977

Μετάφραση και επιμέλεια των Εκδόσεων για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Σεπτέμβρης 2007

Σαν εισαγωγή

Θα αναφερθούμε σε κάποιες ομάδες, αυτές που σχημάτισαν το Movimiento Iberico de Liberation (MIL) και τις Grupos de Accion Revolucionaria Internacionalista (GARI), που αποφάσισαν να πάρουν στα χέρια τους, μια υπόθεση τόσο πολύτιμη όπως η απελευθέρωσή τους, χωρίς να ελπίζουν σε επαναστατικές πρωτοπορίες να τους λύσουν τα προβλήματά τους. Ο απόρριψη του λενινισμού εκ μέρους των ομάδων αυτών φτάνει μέχρι την ίδια τη σύλληψη του Lenin περί μιας επαναστατικής πρωτοπορίας στα χέρια της οποίας μπορούν να αφεθούν οι εργαζόμενοι/ες. Από κει και πέρα, κάθε κράτος, κάθε κόμμα που δέχεται τον λενινισμό διευθύνεται από μια ελίτ διαννοουμένων που σκέφτονται για λογαριασμό του, και σαν λογική συνέπεια αυτού, αποφασίζουν για λογαριασμό του, μιας και ο λαός αδυνατεί λόγω της μόρφωσής του.

Το MIL και οι GARI έκαναν τα πάντα προκειμένου να αγνοήσουν τελείως το κράτος, το κάθε κράτος, για να το αποκαταστήσουν ως έναν απλό άρπαγα. Η αντίληψή τους αυτή για το πρόβλημα του κράτους εδράζει στην παραδοσιακή αναρχική σύλληψη περί κράτους.

Χωρίς αμφιβολία, το να αγνοείς το κράτος σημαίνει να αγνοείς επίσης τους νόμους και το να μη συμμορφώνεσαι με την νομιμότητα σε θέτει αυτόματα εκτός της νομιμότητας. Με αυτήν την έννοια η ιστορία του MIL και των GARI είναι μια ιστορία ανθρώπων που αψήφησαν τους νόμους μιας και αυτοί υποβάλλονται απευθείας από το κεφάλαιο.

Το MIL ξανάδωσε στη λέξη κεφάλαιο, όλο το νόημά της, καταλογίζοντάς την στον νούμερο ένα εχθρό. Για το MIL, η δικτατορία δεν ήταν παρά μια από τις μορφές που μπορεί να πάρει το κεφάλαιο και με αυτή την έννοια, το σύνθημα «Κάτω η δικτατορία!» έπρεπε να αντικατασταθεί από το «Κάτω το κεφάλαιο!». Το MIL αγωνίστηκε ενάντια στο κεφάλαιο σε κάθε μορφή του. Από δω και μπρος, η λέξη αγώνας παίρνει για τους αγωνιστές του MIL μια συνεκτική έννοια, πάει να πεί αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο. Για να αγωνιστούν ενάντια στο κεφάλαιο, τα μέλη της ομάδας έπρεπε να ξεπεράσουν τους νόμους που υπέβαλλε αυτό, μιας και, όπως έλεγε κι ο Sartre «…από δω και μπρος, δεν μπορείς να πολεμήσεις το σύστημα μέσα στο οποίο βρίσκεσαι, σεβόμενος την νομιμότητά του». (Jean-Paul Sartre: On a raison de se revolter).

Το MIL δεν είχε λόγους να σεβαστεί μια νομιμότητα που είχε επιβληθεί από την αστική τάξη, η οποία βρίσκεται στη διαχείριση του κεφαλαίου. Δεν μπορείς να αγωνίζεσαι ενάντια στο κεφάλαιο και να ξερογλείφεσαι με την αστική τάξη. Το MIL και οι GARI λοιπόν αποτελούνταν από άτομα «πέραν του νόμου».

Το MIL δεν αντιπροσώπευε κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία. Ωστόσο είναι φανερές οι συμπάθειές του για τα Εργατικά συμβούλια. Στο θεωρητικό τομέα, η δουλειά του MIL στράφηκε προς όλες τις ριζοσπαστικές τάσεις, από τον αναρχισμό μέχρι τα εργατικά συμβούλια του Anton Pannekoek.

Τα μέλη του MIL εγκατέλειψαν γρήγορα αυτή τη μεταφραστική-εκδοτική δουλειά για χάρη της προσωπικής δημιουργίας, αφήνοντας μια ευρεία κλίμακα λησμονημένων κλασσικών κειμένων, όχι μόνο από τον επίσημο μαρξισμό αλλά κι από όλον τον κόσμο: Camillo Berneri, Esteban Balazs, Antonio Ciliga, Anton Pannekoek. Οι συγγραφείς που «διέσωσε» το MIL ήταν μιας αξιοσημείωτης ιδεολογικής γκάμας, που θα μπορούσε να φανεί ως σύγχυση: τα μαρξιστικά κείμενα (ωστόσο κανένα λενινιστικό), αναμειγνύονταν με τα καθαρά αναρχικά όπως του Berneri ή μια σύντομη ιστορία της FAI.

Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν κομμουνιστές και σε κάθε περίπτωση που έβρισκαν εκδήλωναν την υποστήριξή τους στα Εργατικά Συμβούλια. Εξαιτίας της πρακτικής τους και αρκετών εκδόσεών τους, συνηθιζόταν να περιγράφονται από τρίτους ως αναρχικοί. Οι ίδιοι φρόντιζαν να δείχνουν σε κάθε περίπτωση ότι ο κομμουνισμός τους δεν είχε να κάνει τίποτα με αυτόν του Lenin και των επιγόνων του. Για το MIL, ο Lenin, ή κι ο Proudhon ήταν μέρος της προϊστορίας. Αντιθέτως, η ομάδα πίστευε ότι μπορούσε ακόμα να συναντηθεί με τον Marx και ίσως λίγο με τον Bakunin, η έμπνευση των οποίων πηγαίνει στην Ιστορία, εγκαταλείποντας την προϊστορία. Όσον αφορά τη θεωρητική συνεισφορά του MIL, τα μέλη του δημοσίευσαν έντυπα τα οποία ήταν αν μη τι άλλο ξεκάθαρα τουλάχιστον ως προς αυτό: την αναγκαιότητα αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης. Είναι αυτό, άλλωστε, που συνδέει αναρχικούς και συμβουλιακούς.

Ανατρέχοντας στα κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε συνθήκες παρανομίας από την ομάδα αυτή, φαίνεται πως κλίνει περισσότερο προς το συμβουλιακό στρατόπεδο παρά προς το αναρχικό. Αυτό έχε να κάνει χωρίς αμφιβολία με τις αντιφάσεις από τις οποίες μαστιζόταν ο επίσημος ισπανικός αναρχισμός. Αν αναλύσουμε τα τρία χαρακτηριστικά των Εργατικών Συμβουλίων, χαρακτηριστικά που ανακάλυψαν ξανά για λογαριασμό τους κάποιες μειοψηφικές αναρχικές τάσεις, μπορούμε να κατανοήσουμε κάπως καλύτερα την επικράτηση της συμβουλιακής τάσης ανάμεσα στα μέλη του MIL.

Ένα από τα χαρακτηριστικά των Εργατικών Συμβουλίων είναι ο αντι-κοινοβουλευτικός χαρακτήρας τους. Το MIL που έχει σαν άξονά του την ’μεση Δράση, είναι βαθύτατα αντι-κοινοβουλευτικό. Και φυσικά στο σημείο αυτό, τα μέλη του ασκούν κριτική στον επίσημο αναρχισμό που στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου βρέθηκε με τα διευθυντικά του μέλη Garcia Oliver και Federica Montseny, υπουργούς στην δημοκρατική κυβέρνηση.

Το αυθόρμητο των εργατών στους αγώνες, άλλο χαρακτηριστικό των Εργατικών Συμβουλίων, αντιμετωπιζόταν από τους «επίσημους» αναρχικούς με μεγάλη προκατάληψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η CNT το μεγαλύτερο ελεύθερο συνδικάτο της Ισπανίας, δεν ανεχόταν καμία αυθόρμητη ενέργεια που βρισκόταν έξω από αυτό, αντιμετωπίζοντάς την τουλάχιστον ως ύποπτη αν όχι προβοκατόρικη. Αν το MIL μιλούσε για αυθορμητισμό στους εργατικούς αγώνες αυτό δεν είναι από καλή προαίρεση και μόνο, μιας και το ίδιο δεν αποτελούσε κάποια εργατική δομή.

Χωρίς αμφιβολία το ζήτημα που διαιρεί αρκετούς αναρχικούς, και σίγουρα αυτούς που προσδιορίζονται ως αναρχο-συνδικαλιστές, και με τους συμβουλιακούς είναι ο αντι-συνδικαλισμός των τελευταίων. Η CNT δεν έμαθε τίποτα από την κατάσταση στην οποία βρέθηκε με την φρανκική νίκη ούτε από τα λάθη του ελευθεριακού κινήματος. Στο σημείο αυτό το MIL είναι ξεκάθαρο: υπερασπίζεται τα εργατικά συμβούλια, ενάντια στον συνδικαλισμό. Αναλύει έτσι τη σημασία που έχουν για τα μέλη του οι εργατικές επιτροπές, στις οποίες αρκετά από αυτά συμμετείχαν.

Επιπλέον, το MIL αντιτάχθηκε σε κάθε ιδεολογία, είτε νικηφόρα είτε όχι. Τα κείμενα που εξέδωσε αποτελούν ένα σημαντικό βοήθημα για την κατανόηση της ανάλυσής του. Αν και το κάθε μέλος του MIL είχε μια διαφορετική θεωρητική συγκρότηση, υπήρχε μια κοινή συμφωνία όσον αφορά την απόρριψη κάθε ιδεολογίας.

Ανάμεσα στα διάφορα κείμενα που αναφέρονται στο MIL, και προέρχονται από κόμματα, γκρουπούσκουλα ή διάφορες οργανώσεις, μπορούμε να βρούμε από λυσσαλέες συκοφαντικές επιθέσεις μέχρι προσπάθειες να χρησιμοποιηθεί το MIL για τους σκοπούς των ίδιων ομάδων και κομμάτων στις οποίες επιτέθηκε μέσα από τις εκδόσεις του.

Στο χώρο της ισπανικής αριστεράς, το MIL και ο «μάρτυράς» του Puig Antich έχουν γίνει ακόμα ένα καταναλωτικό προϊόν. Έχουν, όπως θα το έθεταν και οι καταστασιακοί αφομοιωθεί από την θεαματική κοινωνία. Ο Puig Antich παρουσιάζεται σήμερα ως μια φιλική ιλλουστρασιόν φιγούρα «αντιφασίστα», εύπεπτη για όλο τον κόσμο. Δεν έχει έρθει τουλάχιστον ακόμα η μέρα που θα δούμε το πρόσωπό του τυπωμένο σε χιλιάδες μπλουζάκια για την ισπανική προοδευτική νεολαία, όπως έγινε με τον Che Guevara, για παράδειγμα.

Τα μέλη του MIL βρίσκονται στη φυλακή. Ο «μαρτυρικός» Puig Antich πλασάρεται ως το τελευταίο εμπόρευμα εναλλακτικής κατανάλωσης. Τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν εδώ, έχουν να κάνουν με τη δράση του MIL, αυτού του κινήματος που γεννήθηκε στις εργοστασιακές επιτροπές, ενάντια στον έλεγχό τους από το ΚΚ Ισπανίας, και η ύπαρξή του αποτέλεσε ένα σταθμό στην ιστορία της πάλης των τάξεων στην Ισπανία.

Το MIL: Δράσεις και στόχοι, Γενάρης 1972 – Αύγουστος 1973

Το MIL δημιουργήθηκε ως μια εξειδικευμένη ομάδα «υποστήριξης των αγώνων και των πιο ριζοσπαστικών τάσεων του Εργατικού Κινήματος της Βαρκελώνης». Μπορούμε να περιγράψουμε το είδος της υποστήριξης αυτής χωρίζοντάς τη σχηματικά σε δυο σκέλη: πρακτική και θεωρητική.

1. Στο επίπεδο της πρακτικής, προσέφερε μια υλική βοήθεια στους απεργούς καθώς και σε μερικές ομάδες που συμμετείχαν στους αγώνες. Η δράση του σε πρακτικό επίπεδο βασιζόταν σε αυτό που λέμε «απαλλοτρίωση» ή «επανοικειοποίηση» των υλικών πόρων.

2. Στο επίπεδο της θεωρίας, συμπεριλαμβάνεται η έκδοση φυλλαδίων και μπροσούρων, συνεισφέροντας έτσι στην επαγρύπνηση του μέσου εργαζομένου και στην επαναστατική προπαγάνδα. Προς αυτούς τους σκοπούς κινήθηκαν και με την έκδοση της επιθεώρησης CIA (Conspiracion Internacional Anarquista – Διεθνής Αναρχική Συνομωσία) και τις εκδόσεις «Μάης του ’37».

Κάνουμε το διαχωρισμό στα δυο αυτά επίπεδα ώστε να διευκολύνουμε την ανάλυση. Ελπίζουμε πως δε θα διαστρεβλώσουμε με τον τρόπο αυτό τη δράση μιας από τις λίγες ομάδες που αγωνίστηκαν για μια ενότητα θεωρίας και πρακτικής. Κάποιος που θα ενημερωνόταν από τον ισπανικό τύπο της εποχής, θα θυμάται ίσως τα δημοσιεύματα που παρέλαυναν μέρα με την μέρα μιλώντας για μια άκρως επικίνδυνη συμμορία κακοποιών, ή ίσως γκάγκστερς ή δολοφόνων, ή ληστών, των οποίων η μόνη δράση ήταν οι επιθέσεις σε τράπεζες. Το πλήθος των τραπεζών που δέχτηκαν επίθεση ή ληστεύτηκαν έκαναν δύσκολο να μιλήσει κανείς γι αυτούς, χωρίς παράλληλα να γελοιοποιείται το κύρος της αστυνομίας. Τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει, η δράση τους δεν έπαυε να διογκώνεται, ενώ πάντοτε κατάφερναν να διαφεύγουν της αστυνομίας ακόμα και μετά από ένοπλες συμπλοκές. Η επικίνδυνη συμμορία πάντοτε τα κατάφερνε.

Ορισμένα φερέφωνα, είπαν πως ήταν πια καιρός η αστυνομία να επιτεθεί στους ανυπεράσπιστους εργάτες, αντιμετωπίζοντάς τους ένοπλα μέσα στο ίδιο το γήπεδό τους, έτσι ώστε να αποθαρρυνθούν από κάθε τέτοια ενέργεια, αναγκάζοντάς τους στην άμυνα.

Οι ισπανοί, ωστόσο, φάνηκε να παίρνουν αρχικά συναισθηματικά το μέρος των διωκόμενων, παρά τις ορέξεις του φασιστικού καθεστώτος, έδειξαν συμπάθεια για την ομάδα αυτή που αντιτιθόταν στον φρανκισμό. Όταν τελικά κατάλαβαν πως δεν επρόκειτο για μια συμμορία δολοφόνων όπως του παρουσίαζαν, στο στυλ των αμερικανικών ταινιών, παρά μια ομάδα από νεαρούς επαναστάτες -ανάμεσά τους υπήρχαν και 16χρονα παιδιά- και οι οποίοι όπως φάνηκε μοίραζαν το «απαλλοτριωμένο» χρήμα στους απεργούς, και χρηματοδοτούσαν εκδόσεις με αντικείμενο την αντιπληροφόρηση ανάμεσα στον εργατικό κόσμο, η αρχική συμπάθεια μετατράπηκε σε θαυμασμό και αλληλεγγύη με την ομάδα, όπως και φάνηκε σε αρκετές περιπτώσεις.

Το MIL και τα εργατικά συμβούλια

Οι ισπανικές εργατικές επιτροπές, με τον τρόπο και για την περίοδο που λειτούργησαν, ανάμεσα στα 1962 και στα 1968, είχαν τρία ιστορικά προηγούμενα: Το πρώτο ήταν τα ρωσικά Σοβιέτ, μέχρι την επιβολή της κατευθυντήριας γραμμής των μπολσεβίκων, και την μετατροπή των Σοβιέτ από αυτούς σε όργανο της πολιτικής εξουσίας τους. (βλ. Michel Laran: Russie – URSS: 1870-1970, Masson, Paris, 1973 καθώς και Volin: La revolution inconnue, Belfond, Paris, 1972, ελληνική έκδοση από τη «Διεθνή Βιβλιοθήκη» με τίτλο: Η ’γνωστη Επανάσταση). Το δεύτερο τέτοιο ήταν τα γερμανικά εργατικά συμβούλια, όπως εμφανίστηκαν στον πυρετό της επανάστασης του 1919 και πάνω στα οποία οικοδόμησαν τη θεωρία τους ο Pannekoek μαζί με τον Gorter (Anton Pannekoek: Les Conseils Ouvrieres, Belibaste, Paris 1974, ελληνική έκδοση από τον «Ελεύθερο Τύπο» με τίτλο: Τα εργατικά συμβούλια). Το τρίτο προηγούμενο συνιστούσαν τα εργατικά συμβούλια όπως εμφανίστηκαν στην Ουγγαρία, και ιδιαίτερα στη Βουδαπέστη, στη διάρκεια της εξέγερσης του 1956. Η σύντομη διάρκειά τους -ανάμεσα στις 23 Οκτώβρη και τις 4 Νοέμβρη του 1956- και οι διαφορές ανάμεσα στα καθεστώτα δυσχεραίνουν μια σύγκριση με τις ισπανικές εργατικές επιτροπές (CCOO).

O Anton Pannekoek (1873-1960) ήταν μια από τις σπάνιες εκείνες προσωπικότητες που, όπως κι ο Marx, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ασχολήθηκε με το πρόβλημα του κοινωνικού μετασχηματισμού από την άποψη της δυναμικής της πάλης των τάξεων, ιδωμένης ως έναν αυτόνομο αγώνα για τη θεμελίωση ενός νέου κόσμου. Για να αναλύσουμε τη γραμμή που οδηγεί από τις εργατικές επιτροπές στο MIL, πρέπει πρώτα να αναλύσουμε το έργο του Pannekoek, από το οποίο εμπνεόταν το MIL. Στην πραγματικότητα, η υπόθεση του MIL δε θα ήταν ίσως τόσο σπουδαία αν παραβλέπαμε τον Gorter, από τον οποίο παίρνει τις βασικές αρχές του. Δύσκολα κάποιος μπορεί να γνωρίσει τα εργατικά συμβούλια χωρίς να αναφερθεί στο έργο ενός φιλοσόφου του βεληνεκούς του Gorter.

Το τελευταίο βιβλίο του Pannekoek, Τα Εργατικά Συμβούλια, γραμμένο ανάμεσα στα 1942 και τα 1947, είναι το αποτέλεσμα και με κάποια μορφή, η ολότητα, ενός προηγούμενου έργου. Ο Pannekoek ανίχνευσε ξεκινώντας από την γερμανική εμπειρία του 1919, κάποιες αρχές που εμφανίζονται και μπορούν να επεκταθούν πάντοτε. Θα ήταν αχρείαστο να υπενθυμίσουμε ότι ο Pannekoek ήταν εκτός από διάσημος αστρονόμος, κι ένα από τα πιο επιφανή μέλη της γερμανικής αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, κι αργότερα, της ολλανδικής υπερ-αριστεράς.

Τα συμπεράσματα στα οποία οδηγήθηκε ο Pannekoek είναι ο καρπός της συμμετοχής του στους αγώνες των τελών του 19ου αιώνα μέχρι και την μέση σχεδόν του 20ου. Οι σκέψεις του πάνω στις ξεχωριστές στιγμές της ιστορίας του εργατικού κινήματος -τα ρωσικά Σοβιέτ, τα γερμανικά συμβούλια, τους διαρκείς ή εξελισσόμενους αγώνες στο σύγχρονο καπιταλισμό- είναι ενός πλούτου και μιας αισθητικής εμπειρίας σημαντικών για τους αγώνες του σήμερα.

Η αντίληψή του για τις αρχές της κοινωνικής οργάνωσης, η κριτική αποτίμηση της ταξικής πάλης μέσα στην κίνηση του καπιταλισμού, η διαρκής κριτική του στα κινήματα που εξελίσσονται στον σοσιαλισμό, μαζί με μια οξυδερκή μελέτη της μπουρζουαζίας και των κυρίαρχων τάξεων ολόκληρου του κόσμου, απαρτίζουν το έργο του Τα Εργατικά Συμβούλια.

Η ιδέα των εργατικών συμβουλίων δεν αποτελεί μια συμπαγή σύλληψη που θα εφαρμόζεται για πάντα με μια συγκεκριμένη οργανωτική μορφή, και για την οποία δεν μένει παρά να τελειοποιήσουμε κάποιες λεπτομέρειες. Ξεκινά από μια αρχή, την αρχή της αυτό-διεύθυνσης από τους εργαζομένους των εργοστασίων και της παραγωγής. Η πραγματοποίηση αυτής της αρχής δεν είναι ένα ζήτημα θεωρητικών αναζητήσεων που θα καταλήξουν στα καλύτερα μοντέλα ώστε να εφαρμοστούν. Είναι ένα πρακτικό ζήτημα του αγώνα ενάντια στους θεσμούς της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Τα εργατικά συμβούλια τείνουν να γίνουν ο ταξικός αγώνας, η επαναστατική δράση ενάντια στην κρατική εξουσία. Έτσι λοιπόν, η ιδέα των εργατικών συμβουλίων, δεν έχει καμία σχέση με ένα πρόγραμμα προς εφαρμογή σήμερα ή στο μέλλον. Πρόκειται αποκλειστικά για μια «κατευθυντήρια γραμμή για τη σκληρή και διαρκή μάχη της χειραφέτησης της εργατικής τάξης για την αυτό-κατάργησή της ως τέτοια» (Anton Pannekoek: Ueber Arbeiterate, Funken III, Ιούνιος 1952).

Δεν ήταν μόνο η καπιταλιστική κοινωνία και η οργάνωσή της που δέχτηκε τα βέλη της κριτικής του Pannekoek. Εξίσου επιτέθηκε στα κόμματα τα οποία θεωρούσε ως προπαγανδιστές της αστικής ιδεολογίας και τα οποία δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν, ακόμη κι αν ήθελαν, στη χειραφέτηση της εργατικής τάξης: Μέχρι τις μέρες μας η πρακτική όλων των κομμάτων συνίσταται στην επιδίωξη της εξουσίας και η διαχείρισή της προς όφελός τους. Γι αυτή την παραδοχή με την μορφή της αντιπροσώπευσης στην εξουσία της εργατικής τάξης μέσω ενός κόμματος για λογαριασμό της – πραγματική παραδοχή των περισσότερων κομμουνιστικών κομμάτων σήμερα – γράφει ο Pannekoek: «…στον μετασχηματισμό που δύναται να οδηγήσει σε μια κοινωνία χωρίς τάξεις, αυτό που χρειάζεται για την οργάνωση του κοινωνικού σώματος που γεννιέται από τον κοινό αγώνα, είναι η αυτοοργάνωση και όχι μια οργάνωση που έρχεται σαν συμπέρασμα ενός προγράμματος, μια οργάνωση που προκύπτει ως αντιγραφή μιας δομής που έχει κανονιστεί από τα πριν, όπως για παράδειγμα τα πολιτικά κόμματα» (Σ.τ.μ: απόσπασμα από Τα Εργατικά Συμβούλια).

Αυτό όπου πρέπει να συγκατανεύσουμε, είναι για τον Pannekoek, μια νέα δυναμική που αντιπαραβάλλει την αυτοδιάθεση στην εξουσία ανθρώπου από άνθρωπο. Έτσι, η εργατική τάξη δεν μπορεί να καταφάσκει και να κερδίσει ταυτόχρονα, αν δεν κρατά την μοίρα της στα χέρια της, κι αυτό δεν είναι κάτι το μαγικό. Για να φτάσει σ αυτό, πρέπει η εργατική τάξη να απορρίψει τις παλιές ιδέες, τις πεπερασμένες χίμαιρες. Πρέπει το προλεταριάτο να φτάσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα: Να αποδιαρθρώσει εκτεταμένα τον εχθρό, να οργανώσει την παραγωγή, να δημιουργήσει έναν νέο κόσμο.

Σε αυτήν την αταξική κοινωνία που οραματίστηκε ο Pannekoek, περιλαμβάνεται μια οργάνωση της παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι απαραίτητο, κατ’ αυτόν, να θεραπευτούν τα σώματα και τα πνεύματα των καταπιεσμένων: Είναι αυτοί που η Ιστορία τους προορίζει για τα Εργατικά Συμβούλια και για την αναζήτηση της επίλυσης του «προβλήματος του παγκόσμιου κοινωνικού συντονισμού». Αυτή η κοινωνική σύλληψη των Εργατικών Συμβουλίων είναι διαφορετική από τα εργοστασιακά και τα άλλα διαχειριστικά συμβούλια. Ως αποτέλεσμα, περισσότερο από το οικονομικό ζήτημα που έγκειται στην οργάνωση της παραγωγής, τα Εργατικά Συμβούλια θέτουν περαιτέρω ένα πολιτικό ζήτημα κοινωνικού συντονισμού.

Πάνω σ αυτό, έγραφε ο Pannekoek: «…Αυτές (οι ενεργές μάζες) οργανώνουν την εξουσία τους στα εργοστάσια ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζουν τους νέους αγώνες αυτή τη φορά για να τελειώνουν οριστικά με την κυριαρχία του κεφαλαίου. Σχηματίζουν, μέσα από τα Εργατικά Συμβούλια, μια κοινότητα ολοένα και πιο συνεκτική, ικανή να πάρει την διεύθυνση της κοινωνίας στα χέρια της. Το μοναδικό μέσο να τσακιστεί το κεφάλαιο συνίσταται, τώρα και πάντα, στην ενιαία δράση των μαζών, καταλαμβάνοντας τα εργοστάσια και σχηματίζοντας τις οργανώσεις των Συμβουλίων της».

Τα Εργατικά Συμβούλια είναι λοιπόν το όργανο της πρακτικής δράσης και της διεξαγωγής της μάχης της εργατικής τάξης και την ίδια στιγμή η μορφή της αυτό-κυβέρνησής της, η οποία μελλοντικά, θα διαδεχτεί τις διάφορες μορφές κυβέρνησης του παλιού κόσμου. Τα Εργατικά Συμβούλια με την μορφή που παίρνουν στη διάρκεια της μάχης της εργατικής τάξης για την εξουσία, εκμηδενίζουν το καπιταλιστικό σύστημα και οργανώνουν την κοινωνική παραγωγή. Ο νέος προσανατολισμός του σοσιαλισμού είναι η αυτοδιεύθυνση της παραγωγής, η αυτοδιεύθυνση της πάλης των τάξεων και το όργανό της είναι τα Εργατικά Συμβούλια.

Είπαμε ότι η σημασία του έργου του Pannekoek συνίσταται στο ότι δεν συνέλαβε με έναν «ιδεαλιστικό» τρόπο την μελλοντική κοινωνική οργάνωση – την οποία τόσο αυτός, όσο και το MIL αποκαλούν κομμουνιστική – αλλά, αντίθετα, την εντόπισε μέσα σε όλα τα προβλήματα που δεν μπορεί να ξεπεράσει η ταξική κοινωνία, και εντόπισε σ αυτήν όσα προβλήματα δε θα μπορούσαν παρά να βρίσκονταν κι εκεί. Ο Pannekoek, ως απάντηση στις πολεμικές που αντιμετώπισε μέσα στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα, προέτεινε πάντα την πρακτική ως το πεδίο των έμφυτων αντιφάσεων κάθε πολιτικής δράσης, εκεί όπου βρίσκονται οι απαντήσεις, κι όχι στα κείμενα ή τις επιθεωρήσεις.

Η αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης, ιδέα που θα πάρει με τον καιρό το όνομα του κομμουνισμού των Εργατικών Συμβουλίων, είναι πανταχού παρούσα στο έργο του Pannekoek: «Η γενικευμένη αυτοδιάθεση είναι ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο οι αποφάσεις λαμβάνονται, όχι πια από μια μειοψηφία «διευθυντών» πάνω σε μια πλειοψηφία «αποδεκτών» αλλά από ολόκληρη τη συλλογικότητα. Στο επίπεδο της ενότητας της παραγωγής, αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις της πραγματοποίησης ή της ακύρωσης λειτουργιών, είναι αρμοδιότητα της συλλογικότητας των εργαζομένων που λαμβάνεται μέσα από τα όργανά τους, εκλεγμένα και ανά πάσα στιγμή ανακλητά, τα Εργατικά Συμβούλια».

Μια οργάνωση ισοτιμίας, σε καθολική ρήξη με την καπιταλιστική ιεραρχική οργάνωση, θέτει με τη σειρά της πολυάριθμα ζητήματα: τόσο στο επίπεδο της συλλογικότητας, όσο και στο επίπεδο των μηχανισμών συντονισμού των αυτόνομων παραγωγικών μονάδων, στο επίπεδο της ενότητας της εργασίας, στο επίπεδο της διανομής της πληροφορίας και των μέσων.

Categories
Benjamin Peret

Συνδικάτα και Ταξική Πάλη – Μπενζαμέν Περέ

Συνδικάτα και Ταξική Πάλη – Μπενζαμέν Περέ

Το πρώτο συνδικάτο δεν προέκυψε παρά στα 1864. Η όλη ιδέα της ταξικής πάλης ήταν απούσα μιας και το συνδικάτο εμφανίστηκε αντιθέτως με την πρόθεση να συμφιλιώσει τα συμφέροντα των εργαζομένων με αυτά των αφεντικών τους. O ίδιος ο Tolain δεν φαίνεται να τους αποδίδει κάποιο άλλο σκοπό. Πρέπει να προσθέσουμε επίσης ότι το συνδικαλιστικό κίνημα δεν αποτελεί μέρος των χιλιάδων των αγριότερα εκμεταλλευομένων της εργατικής τάξης, του νεοεμφανιζόμενου βιομηχανικού προλεταριάτου, αλλά μάλλον των εργαζομένων σε βιοτεχνικά επαγγέλματα. Αντανακλά λοιπόν ευθέως τις εξειδικευμένες ανάγκες και τις ιδεολογικές τάσεις αυτών των εργατικών στρωμάτων.

Ενώ οι τσαγκάρηδες και οι τυπογράφοι, κατ’ εξοχήν βιοτέχνες, δημιουργούν τα συνδικάτα τους γύρω στα 1864 και τα 1867 αντίστοιχα, οι ανθρακωρύχοι, που αποτελούν το πιο άμεσα εκμεταλλευόμενο κομμάτι του προλεταριάτου, δε θα δημιουργήσουν το πρώτο συνδικάτο τους, παρά στα 1876, στο Loire (και στα 1872 στο Nord και στο Pas-de-Calais) και οι υφαντουργοί, όπου οι συνθήκες εργασίας είναι ιδιαίτερα τρομακτικές, δε θα εκτιμήσουν την ανάγκη για ένα συνδικάτο παρά μέχρι το 1877. Πως γίνεται λοιπόν, σ αυτή την εποχή των πνευματικών ζυμώσεων, όπου οι σοσιαλιστικές ιδέες (και οι αναρχικές ιδέες που δε θα διαφοροποιηθούν παρά κάποια χρόνια αργότερα) διαδίδονται στις εργατικές τάξεις κάθε μεγάλης πόλεις, όπου οι εργαζόμενοι οι πιο εκτεθειμένοι στην εκμετάλλευση αντιστέκονται φανερά στην οργάνωση σε συνδικάτα, ενώ αυτοί το βιοτικό επίπεδο των οποίων είναι περισσότερο υψηλό την αποζητούν;

Πρέπει πρώτα απ’ όλα να θυμηθούμε ότι τα πρώτα συνδικάτα που δημιουργήθηκαν από εργαζόμενους βιοτεχνικών επαγγελμάτων δεν είναι παρά οργανισμοί ταξικής συμφιλίωσης κι όχι σύγκρουσης. Θα γίνουν κάτι τέτοιο πολύ αργότερα. Εξάλλου, αντιπροσωπεύουν την οργανωτική μορφή που ταιριάζει καλύτερα στα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν μέσα σε πολλά εργαστήρια ένα σχετικά μικρό αριθμό εργαζομένων του ιδίου επαγγέλματος. Ήταν το καλύτερο μέσο προκειμένου να συνευρεθούν οι εργαζόμενοι του ιδίου επαγγέλματος που βρίσκονταν διασκορπισμένοι μέσα στα διάφορα εργαστήρια μιας πόλης, να τους επιτραπεί μια συνοχή την οποία οι ίδιες οι συνθήκες της εργασίας έτειναν να καταστρέψουν.

Πρέπει να θυμηθούμε επίσης ότι ο βιοτεχνικός χαρακτήρας ενός επαγγέλματος έχει συχνά ως συνέπεια, τα αφεντικά και οι εργαζόμενοι που δουλεύουν δίπλα-δίπλα, να διεξάγουν μια παρεμφερή ζωή. Ακόμη κι αν η οικονομική κατάσταση του αφεντικού είναι πολύ ανώτερη από αυτή του εργάτη, η ανθρώπινη επαφή που συχνά διατηρούν μεταξύ τους αποτρέπει τη δημιουργία του χάσματος που χωρίζει τους εργάτες από τους εργοστασιάρχες, στις μεγάλες βιομηχανίες. Όλοι αυτοί οι λόγοι ενθάρρυναν περισσότερο τις προσπάθειες για έναν συμβιβασμό παρά για μια διένεξη.

Η κατάσταση των εργατών στην υφαντουργία ή στα ορυχεία (για να ξαναπιάσουμε το παράδειγμα αυτό) ήταν τελείως διαφορετική. Ανάμεσα στους ανθρακωρύχους όπως και στους κλωστοϋφαντουργούς, οι μεγάλες μάζες των εργατών διαφόρων ειδικεύσεων συγκεντρώνονταν σε εργοστάσια ή ορυχεία, και υπόκειντο στις ίδιες συνθήκες απάνθρωπης εργασίας.

Αν οι εργαζόμενοι στις βιοτεχνίες ήταν οι πρώτοι που οργανώθηκαν ώστε να συζητήσουν για τα συμφέροντά τους από κοινού με τα αφεντικά, αυτοί των μεγάλων εργοστασίων, που υποβάλλονταν στην πιο ανελέητη πίεση του κεφαλαίου ήταν οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν αυτό που τους φέρνει σε αμείωτη αντίθεση με την εργοδοσία, αυτοί που εξεγέρθηκαν ενάντια στην κατάσταση που τους έχει επιβληθεί, αυτοί που εφάρμοσαν την άμεση δράση, που διεκδίκησαν το δικό τους δικαίωμα στη ζωή, με τα όπλα στα χέρια, και πολύ σύντομα προσανατολίστηκαν σχεδόν ενστικτωδώς προς την κοινωνική Επανάσταση. Η εξέγερση της Λυόν στα 1831, καθώς και η απεργία των ανθρακωρύχων στα 1844 το έδειξαν περίτρανα. Ενώ, από το 1830 μέχρι το 1845, οι τυπογράφοι, για παράδειγμα, δεν εμφανίζονται ούτε μια φορά στη λίστα των επαγγελματιών που έχουν υποστεί τον μεγαλύτερο αριθμό καταδικών, οι ανθρακωρύχοι φιγουράρουν εκεί τρεις φορές (η βιομηχανία ορυκτών είναι τότε σε πλήρη ανάπτυξη), και οι εργάτες των υφαντουργείων κυριαρχούν σχεδόν κάθε χρόνο.

Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι οι εργαζόμενοι των μεγάλων βιομηχανιών δεν είχαν κανένα συμφέρον στο να δημιουργήσουν έναν οργανισμό που θα πρότεινε μια συμφιλίωση (λες και κάτι τέτοιο ήταν δυνατό) μεταξύ των αντιμαχόμενων τάξεων. Δε θα φτάναν εκεί παρά πολύ αργότερα, και μάλλον παραιτημένοι, μιας και ήταν πιεσμένοι από την ίδια την κατάστασή τους, αφού είχαν υιοθετήσει αρκετές μορφές αγώνα ενάντια στην εργοδοσία που το συνδικάτο δεν είχε συλλάβει, τουλάχιστον στο ξεκίνημά του. Πράγματι, οι βιομηχανικοί εργάτες δε θα δημιουργήσουν μια συνδικαλιστική οργάνωση παρά μόνο αφού αυτή θα καταχωρήσει στο καταστατικό της την πάλη των τάξεων. Είναι επιπλέον αυτή που από τα 1880 μέχρι το 1914 θα διεξάγει τους πιο βίαιους αγώνες πάνω σε ένα διεκδικητικό πλάνο. Εκτός από αυτήν τους την παραχώρηση, θα αρνηθούν να ενσωματωθούν στο συνδικάτο με πολλούς τρόπους. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποφεύχθηκε. Αρχικά, καθώς δεν υπήρχε η σύλληψη καμιάς άλλης μορφής οργάνωσης την εποχή εκείνη. Επιπλέον, είχαμε τότε μπροστά μας την προοπτική μιας μακράς αναπτυξιακή προόδου του καπιταλισμού, όπου η αναγκαιότητα συγκρότησης της εργατικής τάξης ώστε να διεκδικεί από την εργοδοσία περισσότερο ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης, φάνηκε να επιτρέπει μια καλύτερη προετοιμασία των εργαζομένων για την τελική εφόρμηση της κοινωνίας.

Ήδη από το ιστορικό του ξεκίνημα, το συνδικάτο έγινε αντιληπτό σαν ένα επισφράγισμα της ήττας των βιομηχανικών εργατών. Παρέμεινε ωστόσο αποδεκτό χάρις στις βιοτεχνικές παραγωγικές σχέσεις που επιβίωναν ακόμη στην βιομηχανία. Ήταν μια θετική λύση σ’ αυτήν την εποχή της διαρκούς ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας που συνοδευόταν από μια συνεχή επέκταση των ελευθεριών και της κουλτούρας. Η αναγνώρισή τους από το Κράτος, και μέσω αυτού, του δικαιώματος στην συνένωση, στις συγκεντρώσεις και στον τύπο, καθιστούσαν μια αξιοσέβαστη κατάκτηση.

Παρ όλα αυτά ακόμη κι όταν ο συνδικαλισμός υιοθέτησε τις αρχές της πάλης των τάξεων, δεν πρότεινε ποτέ, μέσα στον καθημερινό αγώνα, την κοινωνική ανατροπή. Αντίθετα έβαλε στόχο του να συσπειρώσει τους εργάτες κάτω από το αίτημα της υπεράσπισης των οικονομικών συμφερόντων τους, μέσα στους κόλπους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτή η αμυντική στάση παίρνει καμιά φορά έναν χαρακτήρα έντονα συγκρουσιακό αλλά δεν προτείνει ποτέ, ούτε καν υπαινίσσεται, σιωπηρά είτε ρητά, την επανάσταση. Καθένας από τους αγώνες της εποχής εκείνης, ακόμα και οι πλέον βίαιοι, δεν θέτουν αυτό το σκοπό. Στην καλύτερη περίπτωση, την αναβάλει για κάποια απροσδιόριστη μελλοντική στιγμή, κάτι που παίρνει τον χαρακτήρα του καρότου πίσω από το οποίο πορεύεται καρτερικά το υποζύγιο, υπομένοντας έτσι την καταπίεση των αφεντικών και της εργασίας, και κατ’ επέκταση της καπιταλιστικής κοινωνίας που τα παράγει. Κι όμως καμία δράση δε θα γίνει προς τον σκοπό αυτό (της Επανάστασης).

Το συνδικάτο, γέννημα της επικράτησης του ρεφορμισμού στους κόλπους της εργατικής τάξης, είναι η πιο πλέρια έκφραση αυτής της τάσης. Είναι αδιανόητο να μιλάμε για ρεφορμιστικό εκφυλισμό των συνδικάτων, μιας και είναι κάτι το εκ γενετής ρεφορμιστικό. Ανά πάσα στιγμή, δεν αντιτίθεται στην καπιταλιστική κοινωνία και στο Κράτος της, για να τα καταστρέψει, αλλά μόνο και μόνο για να κατακτήσει μέσα τους μια θέση όπου μπορεί να εδραιωθεί. Ολόκληρη η ιστορία του από το 1864 μέχρι το 1914 είναι αυτή της ανόδου και της οριστικής επικράτησης αυτής της τάσης εγκολπωμένης μέσα στο ίδιο το καπιταλιστικό Κράτος, σε βαθμό που με το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι συνδικαλιστές ηγέτες, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, βρέθηκαν τελείως φυσικά στο πλευρό των καπιταλιστών με τους οποίους ενώνονταν βάσει των νέων συμφερόντων τους που προέκυψαν με την πλήρη αφομοίωση των συνδικάτων από την καπιταλιστική κοινωνία (σ.τ.μ: χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των ιταλών αναρχοσυνδικαλιστών που στις παραμονές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, συνδύαζαν στη ρητορική τους την ταξική πάλη με την αποικιοκρατία και την υποστήριξη στον ιταλικό ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο στην Αφρική). Ήρθαν τότε σε σύγκρουση με τα μέλη των συνδικάτων που ήθελαν να πολεμήσουν το σύστημα και να αποφύγουν τον πόλεμο, και τα οποία θα απομονωθούν για πάντα.

Στην περίοδο πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι συνδικαλιστές ηγέτες μόλις και μετά βίας μπορούσαν να παρουσιάζονται ως οι νομιμοποιημένοι αντιπρόσωποι της εργατικής τάξης κι αυτό στο μέτρο που χρησιμοποιούσαν αυτόν τον ρόλο ώστε να πιστοποιηθούν ως τέτοιοι από το καπιταλιστικό Κράτος. Την αποφασιστική στιγμή, όπου έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στο ρίσκο του να καλέσουν τις μάζες να απορρίψουν τον πόλεμο και το καθεστώς που τον παρήγαγε ή από την άλλη να ενισχύσουν τη θέση τους μέσα στο καθεστώς αυτό, βοηθώντας το, επέλεξαν τη δεύτερη κίνηση. Κάτι τέτοιο δε συνέβη μονάχα στη Γαλλία, αντιθέτως, οι συνδικαλιστές ηγέτες των εμπλεκομένων στον πόλεμο χωρών κράτησαν παντού την ίδια στάση θέτοντας εαυτόν στη διάθεση του καπιταλισμού. Εάν οι συνδικαλιστές ηγέτες «πρόδωσαν» τις μάζες, δεν φταίει άραγε η ίδια η συνδικαλιστική δομή και ο ρόλος τους στην κοινωνία εξ’ ολοκλήρου, που έκανε μια τέτοια «προδοσία», αναπόφευκτη στα 1914;

Benjamin Péret


Σημείωση της μετάφρασης: Ο Μπενζαμέν Περέ (4 ιούλη 1899 – 18 σεπτέμβρη 1959) ήταν επαναστάτης και ποιητής, αρχικά συμμετείχε στο κίνημα Νταντά κι έπειτα στον Σουρρεαλισμό, ενώ πολέμησε στον ισπανικό εμφύλιο με το POUM, ενώ στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει μεταξύ άλλων, από το περιοδικό ‘πεζοδρόμιο’ (η καταισχύνη των ποιητών) το κείμενό του με τίτλο “ο πατριώτης ποιητής” που αναφέρεται στη γεροντική μεταστροφή του Αραγκόν σε σταλινικό υμνητή της Γκεπεού…

Categories
Class War

Punks και βρετανική εργατική τάξη

ΠΑΝΚΣ ΚΑΙ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ

Το “άνοιγμα στην κοινωνία” του αναρχισμού συνήθως αντιμετωπιζόταν από την Class War σαν ένα ζήτημα του να κάνουμε τους νέους φιλο-αναρχικούς να υποστηρίξουν τους εργαζομένους στους αγώνες τους. Εν μέρει, κάπως έτσι είναι. Αρκετοί μετακινήθηκαν από απειλές προς το κεφάλαιο του στυλ δεν τρώω κρέας ή δεν αγοράζω τίποτα από μεγάλες δισκογραφικές στην υλική αντιπαράθεση με το Κράτος.

Όμως ελάχιστη ενασχόληση υπήρξε με το κεντρικό εμπόδιο αυτής της προσέγγισης, που ήταν το πως να κάνουμε ένα κίνημα υποκουλτούρας στην καταγωγή του να υποστηρίξει στην ουσία μια ξένη κουλτούρα. Ατελείωτες συζητήσεις για τους ανθρακωρύχους που έτρωγαν κρέας ήταν τελικά άστοχες. Το θέμα ήταν ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν ακριβώς η γονείς μας, τους οποίους γουστάραμε να εξοργίζουμε σηκώνοντας τα μαλλιά μας όρθια. Υποστηρίζοντας τους αγώνες αυτές, αρκετοί αναρχοπανκς έγιναν τελικά αναρχικοί, δηλαδή δρούσαν κατ’ εξοχήν πολιτικά.

Ωστόσο, οι διαχωρισμοί που προϋπήρχαν στην υποκουλτούρα από την καταγωγή της, στην καλύτερη περίπτωση μπήκαν στο περιθώριο, αλλά δε ξεπεράστηκαν. Οι εργάτες μπορεί να ήταν ευγνώμονες για την πρακτική υποστήριξη εκείνων των ανθρώπων με την περίεργη εμφάνιση αλλά, παραμείναμε “εκείνοι”. Στο τέλος των διαδηλώσεων ξαναγυρνούσαμε στις καταλήψεις μας ενώ αυτοί ξαναγύριζαν στις εργατικές πολυκατοικίες. Για τους περισσότερους, η αναρχία ήταν πρώτα απ’ όλα ένα στυλ και ένα ύφος, και δευτερευόντως (και άν) είχε να κάνει με μια συγκρότηση πολιτικών ιδεών. Η Class War ήταν ένα καλό βαρόμετρο αυτού του πράγματος, συχνά ανακοινώνοντας ότι “έφευγε από το αναρχικό κίνημα” για να γίνει μια οργάνωση της εργατικής τάξης, απλά για να ξανανιώσει την ανάγκη να “φύγει” κι από κει μετά από λίγο.

Έχει επίσης σημασία να δείξουμε το διαχωρισμό μεταξύ των θεμάτων που υποστηρίζαμε (απεργίες των ανθρακορύχων και των τυπογράφων, μητροπολιτικές συγκρούσεις κλπ) και των πολύ στενότερων πραγμάτων στα οποία είχαμε ενεργή ανάμειξη (σαμποτάρισμα πορειών του CND, το Stop the City, κινητοποιήσεις ενάντια στο Public Order Act κλπ). Ήμασταν υπεύθυνοι για τις ταραχές μόνο στα μυαλά των δημοσιογράφων της Mirror.

Η Class War κάλεσε τους ταραχοποιούς να “ανοίξουν το δεύτερο μέτωπο” υποστηρίζοντας τους ανθρακωρύχους, ωστόσο οι πόλεις έμειναν απελπιστικά ήσυχες σ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας. Μπορούσαμε να καταλάβουμε τα κίνητρα των ταραξιών, βλέποντας πέρα από τις αριστερίστικες διαστρεβλώσεις που ήθελαν να μετατρέψουν τους εξεγερμένους σε θύματα. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι αυτοί μας αφουγκράζονταν, ούτε στο ελάχιστο.

Categories
Uncategorized

Το Πανκ ως αυτο-αξιοποίηση

Το Πανκ ως αυτο-αξιοποίηση (πηγή: το κείμενο PUNK AND AUTONOMIA, κυκλοφορεί στο διαδίκτυο)

Ιδωμένο α-ιστορικά, το ιταλικό κίνημα των μαζικών καταλήψεων, διαδηλώσεων και οδομαχιών δεν έχει πολλές επιδερμικές ομοιότητες με την ανάπτυξη του πανκ ροκ στο ηνωμένο βασίλειο. Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες μεταξύ του πανκ και των μητροπολιτικών ινδιάνων αλλά η ιστορία των δυο χωρών εξελίχτηκε εντελώς ξεχωριστά. Γενικά, η Ιταλία αντιμετωπίζεται ως εξαίρεση, ιδιαίτερα όσον αφορά τη μακροζωία του κινήματος. Δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια άμεση κυκλοφορία επιρροών μεταξύ των δυο κινημάτων, τουλάχιστον όχι μέχρι τα 80es οπότε οι πανκ και αυτόνομες επιρροές αναμείχθηκαν σε πολλές χώρες, με πιο σπουδαία παραδείγματα το ολλανδικό καταληψιακό κίνημα και τους γερμανούς αυτόνομους. Στην Ιταλία το πανκ ήταν μια επιρροή μόνο από τη στιγμή που η δημοτικότητά του και η χρήση του ως ένα στοιχείο ενότητας βοήθησε να επανεκκινήσει ένα κίνημα που γυρνούσε γύρω από τις ιδέες της αυτονομίας και βασισμένο στα Centri Sociali, “αυτοδιαχειριζόμενα, κατηλειμένα κοινωνικά κέντρα” από τις αρχές του 70. Ωστόσο, και για τις δυο χώρες, και για το διεθνή καπιταλισμό ως όλον, τα μέσα του 70 ήταν μια περίοδος δραματικών αλλαγών. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 σηματοδότησε την αρχή του τέλους για το μεταπολεμικό στάτους. Το κεφάλαιο ξεκίνησε ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης που θα υπέσκαπτε την κευνσιανή πολιτική η οποία βασιζόταν στην αντιμετώπιση παλιότερων μορφών εξουσίας της εργατικής τάξης. Το πανκ ήταν ένα κίνημα που γνώριζε τα μίντια, γνώριζε τον εαυτό του και μυθοποιούσε τον εαυτό του ήδη από τη γέννησή του. Προσπαθώντας να εξετάσουμε την ιστορία και το νόημα μιας τόσο σύνθετης και ποικίλης σειράς εμπειριών είναι περίπλοκο μιας και η γνώση μας προέρχεται από πηγές ήδη διαμεσολαβημένες. Το κίνημα της αυτονομίας ήταν εξίσου περίπλοκο και δεδομένης της έλλειψης βιβλιογραφίας στα αγγλικά είναι πιθανό να χάνουμε τη ραχοκοκκαλιά της ιστορίας με έναν γενικό και προβλέψιμο τρόπο. Η υπερ-αναλυμένη κατάσταση του πανκ, το κάνει άλλωστε ακόμη πιο δύσκολο να δώσουμε ένα επαρκές πορτραίτο του. Τα πρόσφατα γραπτά για το πανκ (Sabine, 1999) τείνουν να κάνουν ακόμα πιο προβληματική αυτή την κατάσταση, παίρνοντας ως δεδομένο ότι πολλές “part time” πανκ εμπειρίες μπορούσαν να είναι εξίσου αυθεντικές και έγκυρες όσο αυτές του John Lydon (Johnny Rotten). Φυσικά, υπήρξαν διάφορες “γραμμές πτήσης” από το πανκ. Ωστόσο αν επιστρέψουμε στη θεωρία των αυτόνομων, το τελικό οχυρό δεν είναι μια απαίτηση αυθεντικότητας αλλά η αποτελεσματικότητα.

Ένα απ’ αυτά τα χρήσιμα πράγματα του να αντιμετωπίζουμε το πανκ ως ένα κίνημα αυτο-αξιοποίησης είναι ότι δίνει έμφαση στη συνέχεια μεταξύ των αγώνων που ίσως αλλιώς δε γινόταν ορατή. Ένα από τα ερωτήματα που πάντοτε ήταν αμφιλεγόμενο είναι αν το πανκ ήταν μια αντίδραση ή μια συνέχεια του κύκλου τω αγώνων του ’60. Φυσικά αυτό έχει να κάνει με το πως μεταφράζουμε το ’60. Οι αυτόνομοι το μετέφραζαν σαν την ανάπτυξη των αναγκών και των επιθυμιών που πήγε πέρα απ’ αυτό που μπορούσε να παρέχει το μεταπολεμικό στάτους. Όπως γράφουν οι Negri και Hardt σε ένα πρόσφατο βιβλίο του: “Το dropping out (να τα παρατάς) ήταν πράγματι μια πολύ φτωχή έκφραση μπροστά σ’ αυτό που συνέβαινε στο Haight Ashbury και σε όλες τις ΗΠΑ στα 1960. Οι δυο βασικές λειτουργίες ήταν η άρνηση του πειθαρχικού καθεστώτος και η εμπειρία με νέες μορφές παραγωγικότητας”. Αυτοί οι αγώνες διέκοψαν το μεταπολεμικό καθεστώς πειθαρχίας, αρνούμενοι τη μαζική βιομηχανία και την πυρηνική οικογένεια και ευνοώντας ένα είδος άυλης και κινητής παραγωγικότητας που στη διαστρεβλωμένη του μορφή αφομοιώθηκε από το κεφάλαιο ως νέο παραγωγικό μοντέλο.

Το γνωστό ρητό του Jamie Reid “Never trust a hippy” (“ποτέ μην εμπιστεύεσαι έναν χίππη”) στόχευε πρώτα και κύρια τον Richard Branson, αλλά συνόψιζε μια γενικότερη αποστροφή εκείνης της γενιάς για τους χίππηδες. Όπως λεεί η βετεράνος των 60es Caroline Coon: “Δεν περίμενα να δω τον ιδεαλισμό της γενιάς μου να διώκεται με τόσο επιθετική αρνητικότητα. Όταν αυτά τα παιδιά κοροιδεύαν τους χίππηδες, αντιλήφθηκα ότι μεγάλωσαν διαβάζοντας για τους χίππηδες στις εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, κι αυτό που έκαναν ήταν να περιγελούν τους “βρωμερούς και καμμένους” χίππηδες. Έτσι, τους είπα “οι κωλοφυλλάδες έκαναν στους χίππηδες αυτό ό,τι θα κάνουν και σε σας”.

Ωστόσο, το πανκ ήταν μια συνέχεια αρκετών από τις ιδέες και των θεμάτων του ’60 σε μια αντι-60 μορφή. Αυτό στο οποίο το πανκ αντιδρούσε ήταν η επαναφομοίωση των αγώνων του ’60. Ήταν η συνέχιση των ιδεών της αντικουλτούρας του ’60 σε μια μορφή μηδενισμού ενάντια στη μιντιακή φιγούρα του χίππη. Αυτό που αρνούνταν οι πανκς στους χίππηδες ήταν η ψεύτικη, η γελοία και απολυταρχική καλοσύνη του χίππη στην οποία είχε περιοριστεί. Που ενδεχομένως συμβολιζόταν από το λογότυπο με τη χαμογελαστή κίτρινη φατσούλα. Στην αφίσα του Jamie Reid για το δίσκο California Uber Alles της αμερικανικής πανκ μπάντας Dead Kennedys η χαμογελαστή φατσούλα γίνεται η μάσκα της απειλής του χαλαρού καλιφορνέζικου στυλ του Φασισμού. Μοιάζει αντιπροσωπευτικό ενός βασικού θέματος του πανκ. Η επίδειξη του κοινωνικού ρεαλισμού ενάντια στην μεταφυσικότητα της χαμογελαστής φάτσας. Ήταν φυσικά μια εποχή που η αναδιοργάνωση του κεφαλαίου έκανε τη ψηλομύτικη αυτο-ικανοποίηση των αφομοιωμένων χίππηδων ανυπόφορη.

Η μορφή που αυτή η αντίδραση πήρε ήταν μια μηδενιστική οργή ενάντια στις ήττες της προηγούμενης γενιάς. Η απόρριψη των χίππηδων μπορεί να ειδωθεί στις προηγούμενες εκδηλώσεις του πανκ γύρω από το κλαμπ CBGB στην Νέα Υόρκη. Στυλιστικά αυτή αντιπροσωπευόταν από κοντά μαλλιά καρφάκια και στενά παντελόνια, “like trouser like mind” (τα παντελόνια όπως και τα μυαλά) τραγουδούσε άλλωστε ο Joe Strummer, όμως επίσης ενός στυλιζαρισμένου μητροπολιτικού χαρακτήρα, βίαιου και ανικανοποίητου. Αυτή η απόρριψη των χίππηδων φυσικά δεν ήταν ξένη στην αντικουλτούρα του ’60. Οι Diggers του Σαν Φρανσίσκο έκαναν ακόμη μια θεατρική κηδεία στα 1967, κηρρύσοντας το “θάνατο των χίππηδων, αφιοσιωμένων τέκνων των ΜΜΕ”. Ωστόσο στη σκηνή του CBGB η άρνηση των χίππηδων συχνά κατέληγε σε αντιδραστικές και ακόμη και ρατσιστικές χειρονομίες.

Στο Λονδίνο υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων συσπειρωμένων γύρω από τους Sex Pistols που ήταν ακόμη ενθουσιασμένοι με το ελευθεριακό πνεύμα του Μάη του 1968. Ίσως, χρειάστηκε αυτή την επανασύνδεση του πανκ με τους πιο ριζοσπάστες προγόνους του για να φέρει στην επιφάνεια την επαναστατική δυναμική του πανκ. Η επιρροή των καταστασιακών ιδεών, συνήθως ανιχνεύεται μέσα από τις διασυνδέσεις του Malcolm McLaren και του Jamie Reid με την ομάδα King Mob στις αρχές του 1970. Στην ομάδα King Mob περιλαμβάνονταν πρώην μέλη της Καταστασιακής Διεθνούς που είχαν εκδιωχτεί απ’ αυτήν για τις έντονες επιρροές τους από την ομάδα Black Mask, “συμμορία δρόμου με ανάλυση”, από την οποία αργότερα θα προέλθουν οι Up Against the Wall Motherfucker.

Γύρω από τoυς Sex Pistols, βρίσκονταν κι άλλοι επίσης επιρρεασμένοι από τα 60es: η Sophie Richmond είχε επίσης συμμετάσχει στα καταστασιακά έντυπα και εκδόσεις της Suburban press με τον Jamie Reid, όμως είχε προηγουμένως υπάρξει μέλος της ελευθεριακής σοσιαλιστικής ομάδας Solidarity. Κι άλλοι ακόμα, όπως ο Bernie Rhodes, μάνατζερ των Clash, ο John Tiberi μάνατζερ των Sex Pistols και ο Fred Vermorel, φίλος του McLaren και εκδότης του προ-καταστασιακού περιοδικού “International Vandalism”. Ο Vermorel είπε αργότερα για τη φάση: “Ολόκληρο το θέμα των Pistols ήταν βασικά μια μαρξιστική συνωμοσία, ίσως ακούγεται γελοίο, αλλά αυτό ήταν. Είχες τον Jamie Reid, τη Sophie Richmond και τον Malcolm να κάθονται κάτω και να μιλούν για ριζοσπαστική πολιτική, και για το πως να ριζοσπαστικοποιήσουμε αυτό ή το άλλο, πόσο μακριά μπορούμε να το τραβήξουμε κλπ”.

Το μέγεθος της επιρροής που είχαν στη μπάντα είναι αμφιλεγόμενο πάντως σίγουρα παρείχαν ένα οπλοστάσιο ιδεών γύρω από το πανκ όταν αυτό γεννιόταν και τα τραγούδια του γράφονταν. Η συγγένεια μεταξύ του πανκ και των ιδεών που κυκλοφορύσαν λίγα χρόνια νωρίτερα από τους King Mob είναι σαφής. Εφαρμόζονταν έναν ενεργό μηδενισμό, κινητοποιούσαν τα πιο εξωφρενικά σχέδια, όπως την ανατίναξη ενός καταρράκτη σε μια λίμνη, ως διαμαρτυρία ενάντια στο ρομαντισμό. Χαρακτηριστικό της στάσης του: “Καλύτερα να είσαι απαίσιος παρά ένας ευχάριστος αλτρουιστής χίππης, να ένα είδος μη-διαλεκτικής υπερ-αντίδρασης στους χίππηδες”. Αυτός ο μηδενισμός ήταν επίσης προφανής στο πανκ, όπως αντανακλούσε άλλωστε και στο όνομά του (πανκ: αλήτικο). Στις αρχές του ’70, ο Chris Gray, μέλος των King Mob είχε κυκλοφορήσει την ιδέα για τη δημιουργία ενός “εντελώς δυσάρεστου ποπ συγκροτήματος”. Δεν πήγε ποτέ παραπέρα από την αναγραφή μερικών γκραφφίτι που ανείγγελαν τη δημιουργία της μπάντας του αλλά η ιδέα ήταν μια από τις πολλές που έθρεψαν τους Sex Pistols. Σχεδιαζόταν ως μια κριτική του καταναλωτισμού, μια επίδειξη των σκουπιδιών που είναι έτοιμος να μετατρέψει σε εμπόρευμα ο καπιταλισμός, μια αποκάλυψη του τρόπου που δουλεύει η μουσική βιομηχανία και μια αποκήρυξη των καλλιτεχνικών άλλοθί της. Η επιρροή της ιδεάς του είναι εμφανής στην μετέπειτα ερμηνεία του πανκ από τον McLaren ως ένα αγκάθι στη μουσική βιομηχανία. Οι Pistols ως οι αντι-Bay City Rollers, παίζοντας με πλέι μπακ τις ανταποκρίσεις για το πανκ ακροδεξιών εφημερίδων, τα μίντια δημιουργούσαν πρόθυμα το χειρότερο εφιάλτη τους.

Φυσικά το πανκ ήταν πολλά παραπάνω από τις μηχανοραφίες μερικών υποκινητών. Μια ομάδα προαστειακών και μητροπολιτικών εφήβων είχε ήδη εκμεταλλευτεί τα κενά στην ποπ κουλτούρα για να δημιουργήσει το δικό της στυλ και τρόπο ζωής. Η αυτοδίδακτη ευφυία της περσόνας του Johnny Rotten είναι ένα από τα πράγματα εκείνα που δεν μπορείς να προγραμματίσεις. Αυτό είναι το πρόβλημα με την ρητορική του πανκ, οι Sex Pistols ήταν πολύ καλοί. Η κριτική τους ήταν τόσο ισχυρή που υπέσκαψε όλη την προηγουμένως υπάρχουσα ποπ κουλτούρα, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής ροκ. Ο Greil Marcus θεωρεί ότι οι Sex Pistols έσκαψε το λάκο της ποπ. Υπονομεύοντας τις συμβάσεις της ποπ και της ροκ, οι Sex Pistols απελευθέρωσαν έναν τεράστιο γόνιμο χώρο. Μουσικά, αρνούμενοι να μάθουν να παίζουν σωστά τα όργανά τους, το πανκ κατέρριψε τις συμβάσεις που ήθελαν τους μουσικούς ανθρώπους καταρτισμένους. Απομυθοποιώντας την κουλτούρα το πανκ δημιούργησε ένα χώρο πρόσφορο για μια έκρηξη της αυτο-δραστηριότητας. Άνθρωποι εμπνεύστηκαν να δημιουργήσουν δικές τους μπάντες, φανζίν ή ρούχα ή να στήσουν δικές τους συναυλίες. Η κληρονομιά της δύναμης που ένιωσαν αυτοί οι άνθρωποι στα χέρια τους μας ακολουθεί ακόμα. Όπως έγραψε ο δημοσιογράφος του πανκ Richard Boon: Η απειλή που έθεσε το πρώιμο πανκ ήταν ότι έξυπνοι νέοι άνθρωποι της εργατικής τάξης μπορούσαν να τινάξουν τα δεσμά της καταπίεσης! και να περάσουν στην ιστορία!

Υπό την έννοια αυτή, το πανκ μπορεί να ειδωθεί σαν μια στιγμή αυτο-αξιοποίησης ανάλογη με τους μητροπολιτικούς ινδιάνους στην Ιταλία. Μια πανίσχυρη αυτο-θεσμιζόμενη εμπειρία νέων τρόπων ύπαρξης. Το πανκ, μέσα από δίσκους, φανζίν, συναυλίες, μπορεί να ειδωθεί ως ένα σημείο απεδαφικοποιημένης ενότητας μεταξύ μιας νέας κοινότητας που προέβαλλε μέσα από την απομονωτική επίδραση της νεανικής ανεργίας. Η ηθική του DIY: ‘Do It Yourself’ στέγασε μια δημιουργικότητα πέρα από το βασίλειο της εργασίας. Η άρνηση της εργασίας επεκτάθηκε στην ανεργία: τελικά η εργασία της ανεργίας ήταν να ψάχνεις για δουλειά και να δρας σαν μια πίεση προς τα κάτω στους μισθούς που διεκδικούν οι εργαζόμενοι. Το στοιχείο ενότητας που παρείχε το πανκ φάνηκε πιο δραματικά όταν ο δίσκος των Sex Pistols “God Save the Queen”, έφτασε το νούμερο ένα στις πωλήσεις, στη διάρκεια των εορτασμών του ιωβηλαίου της βασίλισσας. Το γεγονός ότι το όνομα του δίσκου έγινε διάσημο για τη διαγραφή του από τα τσαρτς, είναι ενδεικτικό του σημαντικού ρόλου που έπαιξε αντιπροσωπεύοντας υποκειμενικότητες αποκλεισμένες από τον επίσημο διάλογο.

Μια από τις δυνατότες της αυτο-αξιοποίησης ως αντίληψη είναι η αντίληψη των ίδιων των ορίων της. Αν δεχτούμε τον μαρξισμό ως μια διαρκή κριτική του καπιταλισμού τότε η εφαρμογή του στους αγώνες που ωθούνται πέρα από τον καπιταλισμό είναι περιορισμένη. Εγχειρήματα αυτο-αξιοποίησης πρέπει να κριθούν με τους ίδιους τους τους όρους. Αυτό που μπορούν να κάνουν οι αυτόνομοι μαρξιστές είναι να βρίσκουν τις πληγές που φέρουν εγχειρήματα αυτο-αξιοποίησης ήδη από τη γέννα τους μέσα στον καπιταλισμό. Όπως ο Harry Cleaver το θέτει: “Φτιάχνουμε αυτόνομα περιβάλλοντα και δραστηριότητα αλλά το κάνουμε αυτό μέσα σε χώρους που έχει φτιάξει η καπιταλιστική εκμετάλλευση και με εμπορεύματα και πρόσωπα που έχουν έστω ελάχιστα διαμορφωθεί από τη διαδικασία αξιοποίησης”. Όταν εφαρμόζεται αυτό στο πανκ, μπορεί να βοηθήσει να εντοπίσουμε τις πληγές από τη γέννα του στην μουσική βιομηχανία και να ρίξουμε φως σε μερικές από τις κατευθύνσεις του που το ωθούσαν πέρα από τη βιομηχανία αυτή. Μια από τις πληγές αυτές στην οποίες πνίγηκε το πανκ ήταν η ανικανότητά του να πάει πέρα από την μορφή της ροκ μπάντας.

Μέρος του κίνητρου για το πανκ ήταν η εμπειρία των ροκ σταρς του ’60 που χάνονται μέσα σε στάδια και γνωρίζουν τηνα ποθέωση. Το πανκ στα καλύτερά του περιλάμβανε μια δικλείδα που απέτρεπε το διαχωρισμό μεταξύ κοινού και μπάντας. Μια γραμμή που ανιχνεύεται πίσω μέχρι την απαίτηση του Lautreamont για μια “ποίηση” που να “φτιάχνεται απ’ όλους”. Αυτή η δικλείδα εντοπίζεται στις αρχικές συναυλίες όπου το ακρωατήριο ήταν εξίσου σημαντικό όσο οι μπάντες, στη δημιουργία του στυλ και του χαρακτήρα του πανκ. Όντως το κοινό της μιας βδομάδας θα σχημάτιζε τις μπάντες που θα έπαιζαν την άλλη βδομάδα. Ενδεικτικό της πολιτισμικής ενδυνάμωσης που έδωσε το πανκ. Ωστόσο ανίκανο να ξεπεράσει τη μορφή της μπάντας, συναυλίας, δισκογραφίας, οι απαιτήσεις της μουσικής βιομηχανίας και η καπιταλιστική αξιοποίηση σταδιακά το επανενσωμάτωσαν.

Από το αρχικό αίσθημα των μπάντων που είναι όλες μαζί, μέρη του ίδιου κινήματος, πρόβαλε ένας αποκρουστικός ελιτισμός το καλοκαίρι του 1976 καθώς οι μπάντες άρχισαν να ανταγωνίζονταν για μια θέση στη σειρά των δισκογραφικών εταιριών. Η ανικανότητα του πανκ να ξεφύγει από τις πληγές της γέννας του μέσα στην μουσική βιομηχανία κατέληξαν τελικά να του δώσουν έναν ρόλο μερικής κριτικής στον καπιταλισμό. Ανίκανο να δει ξεκάθαρα πέρα από την καταγωγή του το πανκ κινήθηκε προς μια αντίθεση μεταξύ των ανεξάρτητων και των κυρίαρχων δισκογραφικών εταιριών. Αν και οι ανεξάρτητες μπορούσαν να παρέχουν κάποιο πολύτιμο χώρο, και ίσως κάποιες φορές για χωρίς κέρδος δουλειές, 25 χρόνια σκληρών εμπειριών απέδειξαν ότι οι μικρές δισκογραφικές εταιρίες υπόκεινται στους ίδιους γενικούς νόμους με τις μεγάλες. Αυτό δε σημαίνει ότι αν οι πανκς ήταν καλύτεροι μαρξιστές θα έβρισκαν μια λύση στις αντιφάσεις αυτές. Δεν υπάρχει καθαρή αυτο-αξιοποίηση. Ωστόσο ο, κατά τους αυτόνομους, ορισμός αυτών των αντιθέσεων ως εγγενών στο καπιταλιστικό μοντέλο βοηθά να υπονομεύουμε τις ψεύτικες γραμμές στην άμμο μεταξύ των ανεξάρτητων και των κυρίαρχων εταιριών που χαράζεται ακόμη και σήμερα.

Η θέση των Sex Pistols στην μιντιακή καρδιά του κτήνους έφτασε το κρίσιμο σημείο της μετά την εμφάνισή τους στην τηλεόραση με τον Bill Grundy. Αρκετές από τις πολυπλοκότητες και τις αντιφάσεις του πανκ ισοπεδώθηκαν. Ο χώρος που άνοιξαν στένεψε με τη διαστρέβλωση των ιδεών του πανκ μέσα από τη διαμεσολαβημένη μορφή των ταμπλόιντ. Όμως, όπως σχολιάζει ο Jon Savage:

“Φτάσαμε στο σημείο που αναλαμβάνουν τα μίντια, μια αναγκαία διαδικασία αν είναι το κίνημα να γίνει ποπ. Μέσα στην μετάβαση αυτή, η απλότητα εαναπόφευκτα επιβάλλεται πάνω σε σύνθετα φαινόμενα, όμως υπάρχει πάντα μια φρέσκια αύρα ενέργειας που απελευθερώνεται με απρόβλεπτα, λυτρωτικά αποτελέσματα”.

Οι Sex Pistols πολέμησαν ενάντια στη διαδικασία μεσολάβησής τους αποφεύγοντας να τους βάλουν κάτω για να τους μελετήσουν, κρύβοντας τις επιρροές τους και διαφεύγοντας μια εύκολη ταυτότητα όμως και πάλι το κενό που άνοιξαν έκλεισε σε μεγάλο μέρος μέχρι το 1979. Ωστόσο, ακόμα και στη μεσολαβημένη μορφή του το μήνυμα του πανκ ήταν αρκετά ισχυρό για να προκαλέσει ένα νέο κύμα δημιουργικότητας που έφτασε ακόμα και στις μικρότερες πόλεις του ηνωμένου βασιλείου. Μετά τη διάλυση των Sex Pistols και την περίληψη των πανκ συγκροτημάτων στην ιστορία του ροκ έμεινε αρκετός χώρος για να φιλοξενήσει νέα κύματα αυτο-αξιοποίησης. Το ίδιο το πανκ δε θα μπούσε να υπάρξει χωρίς την αυτο-αξιοποίηση των 60es. Τόσο στην πράξη, η εκτεταμένη κατάληψη σπιτιών στο Λονδίνο ήταν μια υλική συνθήκη προϋπάρχουσα του πανκ, όσο και θεωρητικά. “Αν και δεν ήταν πια “ρεαλιστικό” το να “ζητάς το αδύνατο”, η μνήμη της φαντασίας του αδύνατου παρέμεινε δυνατή. Ήταν ίσως αυτό που έκανε εφικτή την πολιτική του πανκ”.

Με τη σειρά τους, ο χώρος και οι υποκειμενικότητες που αναπτύχθηκαν στο πανκ παρείχαν τη βάση για νέους αγώνες και αυτο-αξιοποιήσεις. Από τους πιο αξιόλογους του δεύτερου κύματος των πανκ συγκροτημάτων ήταν οι Crass. “Κάνοντας την πρώτη, και μόνη, συνεκτική απόπειρα να ξεπεράσουν τα μηδενιστικά αρχέτυπα της εποχής”, δημιούργησαν την υποκουλτούρα του αναρχοπανκ και βοήθησαν να σχηματιστούν γραμμές ανυπακοής που οδήγησαν κατευθείαν στους αντι-καπιταλιστικούς αγώνες των μετέπειτα χρόνων. φυσικά αυτή ήταν μόνο μια από τις γραμμές του χάους του πανκ. Μια ακόμα γραμμή μπορεί να τραβηχτεί από τον μηδενισμό της πανκ άρνησης του χιππισμού μέσα από ακροδεξιές μπάντες μέχρι την νεοναζιστική σκηνή της white power rock του σήμερα. Μια γραμμή για την οποία η κατηγορία της αυτο-αξιοποίησης δεν ταιριάζει και πολύ.

“Αρκετοί από τους ανθρώπους στις καλλιτεχνικές σπουδές του σήμερα μου θυμίζουν τους ανθρώπους του FBI του ’50: βρίσκουν την ανατροπή παντού. Ενώ η θεωρία των αυτόνομων όντως βλέπει την ανατροπή παντού αποφεύγει την άκριτη και αόριστη ιδέα της ανατροπής στην οποία αναφέρεται παραπάνω ο Marcus. Μια από τις δυνατότητές της είναι ότι ενισχύει την ανάλυση των συνδέσεων μεταξύ αγώνων στην σφαίρα της κουλτούρας και έξω απ’ αυτήν. Εφαρμόζοντας την αυτονομίστικη θεωρία στο πανκ δείχνει τη σύνδεση μεταξύ δυο εντελώς διαφορετικών κινημάτων. Το να βλέπεις το πανκ σαν ένα κίνημα αυτο-αξιοποίησης είανι χρήσιμο στο διαχωρισμό των πιο ουτοπικών παρορμήσεών του από τις πειθαρχικές στις οποίες υποβλήθηκε από τον καπιταλισμό. Το να αντιμετωπίζεις τον μαρξισμό σαν μια διαρκή κριτική του καπιταλισμού βοηθά να βρεις τα όρια της χρησιμότητάς του για μια ανάλυση της κουλτούρας.

Categories
Stewart Home

Ο GUSTAV METZGER ΚΑΙ Η ΑΥΤΟ-ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Η Επίθεση στην Κουλτούρα. 11ο μέρος (σελίδες 60-64) – Stewart Home

Ο GUSTAV METZGER ΚΑΙ Η ΑΥΤΟ-ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Ο Gustav Metzger (γεννημένος το 1926, στην Νυρεμβέργη της Γερμανίας) ονόμασε την καταστροφή ως ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της τέχνης του 20ου αιώνα, και στη βάση αυτού του ορισμού έγινε ο ίδιος ένα ατομικό καλλιτεχνικό κίνημα. Δίνει μια περιγραφή της καλλιτεχνικής του αντίληψης στο “Auto-Destructive Art – Metzger at the AA” (μια διευρυμένη εκδοχή των σημειώσεων από τις διαλέξεις που έδωσε στον αρχιτεκτονικό σύλλογο, με κωδικό 24/2165, δημοσιευμένων από το A.C.C., London 1965):

“Το 1957 άγγιξα μια ισχυρή απογοήτευση σχετικά με τα υλικά της ζωγραφικής. Χρειαζόμουν κάτι σκληρότερο από έναν πίνακα για να εργαστώ απέναντί του. Το επόμενο έτος έκανα μια σειρά ζωγραφιών σε μαλακό ατσάλι. Χρησιμοποίησα ένα μαχαίρι, κι όταν χρειαζόμουν να δώσω χρώμα, έξυνα και χάραζα το ατσάλι δημιουργώντας αντανακλάσεις. Ούτε αυτό με ικανοποίησε ωστόσο, ήθελα να χρησιμοποιήσω κάποια από τα μηχανήματα για τα οποία διάβαζα στους Financial Times, πρέσες εκπληκτικής ισχύος που ανταποκρίνονται σε τομές μικρότερες από μια ίντσα. Ήθελα να δημιουργήσω γλυπτά με αυτά τα μηχανήματα, ελέγχοντάς τα όπως ένας οργανοπαίκτης το όργανό του. Λίγους μήνες μετά εγκατέλειψα κι αυτό το σχέδιο, εν μέρει λόγω της ακραίας δυσκολίας να το πραγματοποιήσω, κι έπειτα έπεσα πάνω στην ιδέα της αυτο-καταστροφικής τέχνης. Κοιτώντας πίσω στην εξέλιξή μου, βλέπω ότι είχα μπουχτίσει με τα παραδοσιακά μέσα ζωγραφικής σε καμβά τόσο όσο και με την έκφραση μιας γρήγορης, έντονης προοπτικής. Το 1960, με την τεχνική του οξέος σε νάιλον, το είχα επιτέλους βρεί!”

Το πρώτο μανιφέστο της νέας καλλιτεχνικής μορφής, ονομασμένο απλά “Αυτο-Καταστροφική Τέχνη”, εκδόθηκε τον Νοέμβρη του 1959. Προκήρυσσε:

“Η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη είναι προπάντων μια μορφή δημόσιας τέχνης για τις βιομηχανικές κοινωνίες.

Η Αυτο-Καταστροφική ζωγραφική, γλυπτική και κατασκευή αποτελεί μια συνολική ενότητα για την ιδέα, την τοποθεσία, την μορφή, το χρώμα, την μέθοδο και το χρόνο της διαδικασίας αποσύνθεσης.

Αυτο-Καταστροφική Τέχνη μπορεί να δημιουργηθεί μέσω των φυσικών δυνάμεων, τεχνικών της παραδοσιακής τέχνης και τεχνολογικών μέσων.

Ο διευρυμένος ήχος της αυτο-καταστροφικής διαδικασίας μπορεί να είναι ένα στοιχείο της συνολικής σύλληψης.

Ο καλλιτέχνης μπορεί να συνεργαστεί με επιστήμονες, μηχανικούς.

Η Αυτο-Καταστροφική τέχνη μπορεί να είναι μηχανικής παραγωγής και εργοστασιακής κατασκευής.

Οι αυτο-καταστροφικές ζωγραφιές, τα γλυπτά και οι κατασκευές έχουν μια διάρκεια ζωής που ποικίλοι από λίγα λεπτά μέχρι 20 χρόνια. Όταν η διαδικασία αποσύνθεσης ολοκληρώνεται το έργο προορίζεται για να κατεβεί από τη θέση του και να διαλυθεί.”

Σ’ αυτή τη σύντομη δήλωση ο Metzger διαμορφώνει την πλατφόρμα της Αυτο-Καταστροφικής Τέχνης. Είναι το ιδρυτικό μανιφέστο ενός κινήματος που δεν γεννήθηκε ποτέ, και ακολουθήθηκε από τέσσερα ακόμη μανιφέστα που απέτυχαν να βρουν οπαδούς. Ο Metzger ήταν άνθρωπος που ενέπνεε τους άλλους, όμως οι περισσότεροι συμπαθούντες του προτίμησαν να ενωθούν με τις νεο-ρεαλιστικές και τις fluxus ομάδες. Η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη θα μπορούσε λοιπόν να ιδωθεί ως μια τάση που τυποποιείται συγκεκριμένα στον Metzger και τα πρώιμα έργα του Jean Tinguely.

O Metzger έδωσε τον ακόλουθο ορισμό των τεχνικών του σε ένα φυλλάδιο που συνόδευε την έκθεση Αυτο-Καταστροφικής Τέχνης στην Νότια Όχθη του Λονδίνου, στις 3 Ιούλη 1961:

“Ζωγραφική όξινης δράσης. Ύψος 7 πόδια, Μήκος 12 πόδια και 6 ίντσες. Βάθος 6 πόδια. Υλικά: Νάιλον, υδροχλωρικό οξύ, μέταλλο. Τεχνική. 3 καμβάδες από νάυλον χρώματους λευκού μαύρου κόκκινου τοποθετημένοι ο ένας πίσω από τον άλλον, σ αυτή τη σειρά. Το οξύ βάφεται, συμπιέζεται και εκτοξεύεται πάνω στο νάυλον το οποίο διαβρώνεται στο σημείο της επαφής μέσα σε 15 δευτερόλεπτα. Κατασκευή με γυαλί. Ύψος 13 πόδια, Πλάτος 9 πόδια και 6 ίντσες. Υλικά: Γυαλί, μέταλο, κολλητική ταινία. Τεχνική. Τα φύλλα του γυαλιού που βρίσκονται κολλημένα με την ταινία πέφτουν στο τσιμεντένιο έδαφος σε μια προκαθορισμένη αλληλουχία”.

Έργα, όπως αυτά, που πραγματοποίησε ο Metzger ήταν πολύ μακρυά από τις φιλοδοξίες του για την Αυτο-Καταστροφική Τέχνη. Στη διάλεξή του του 1965 στο σύλλογο αρχιτεκτόνων, περιέγραψε τα σχέδιά του για έργα που απαιτούσαν χρόνια για να ολοκληρωθούν καθώς και μαζικής κλίμακας δημόσια χρηματοδότηση:

“Η… κατασκευή θα είναι γύρω στα 18 πόδια ύψους πάνω σε μια βάση περίπου 24 πόδια επί 18… Αποτελείται από μαλακό ατσάλι 118 ίντσες παχύ. Η κατασκευή αποτελείται από τρείς φέτες. Αυτά τα καλογυαλισμένα σχήματα εκτεθειμένα σε μια βιομηχανική ατμόσφαιρα θα αρχίσουν να διαβρώνονται. Η διαδικασία συνεχίζει μέχρις ότου η κατασκευή αποδυναμώνεται από τις απώλειες του υλικού. Σε περίπου δέκα χρόνια το μεγαλύτερο μέρος της θα έχει αποσυντεθεί. Το εναπομένον τότε θα απομακρυνθεί και ο χώρος θα καθαριστεί. Αυτή είναι μια απλούστατη μορφή αυτο-καταστροφικής τέχνης και διόλου δαπανηρή σε σχέση με το επόμενο πρότζεκτ. Αυτό το γλυπτό αποτελείται από πέντε τοίχους ή οθόνες, κάθεμιά τους περίπου 30 πόδια ψηλή και 40 πόδια μακριά και 2 φαρδιά. Τοποθετούνται περίπου 25 πόδια μακριά η μία από την άλλη και σταθεροποιούνται. Τις φαντάζομαι σε μια κεντρική περιοχή μεταξύ μιας ομάδας τρειών ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένων οικοδομικών συγκροτημάτων, σε ένα επαρχιακό σκηνικό. Κάθε τοίχος αποτελείται από 10.000 ολόιδια στοιχεία. Αυτά θα μπορούσαν να είναι φτιαγμένα από ανοξείδωτο ατσάλι, γυαλί ή πλαστικό. Τα στοιχεία σε έναν από τους τοίχους θα είναι τετράγωνα ή παραλληλόγραμμα και σε έναν άλλον θα μπορούσαν να είναι εξάγωνα. Η αρχή για τη δράση αυτού του έργου είναι ότι κάθε στοιχείο απο αυτά με την πάροδο του χρόνου θα βγαίνει και θα πέφτει, κι έπειτα από μια περίοδο δέκα ετών, ο τοίχος θα σταματήσει να υπάρχει. Προτείνω τη χρήση ενός ψηφιακού υπολογιστή που θα ελέγχει την κίνηση του έργου αυτού. Θα μπορούσε να τοποθετηθεί υπογείως, στο κέντρο του συμπλέγματος του γλυπτού…

Το τρίτο πρότζεκτ που θα ήθελα να σκεφτείτε έχει την μορφή ενός κύβου 30 ποδιών. Η επιφάνεια του κύβου είναι ατσάλινη, με επιφάνεια που δε δημιουργεί αντανακλάσεις. Το εσωτερικό του κύβου είναι ολοκληρωτικά πακεταρισμένο με περίπλοκο, μάλλον ακριβό, ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Αυτός ο εξοπλισμός είναι προγραμματισμένος να υποπέσει σε μια σειρά από βλάβες και αυτο-καταστροφικές δραστηριότητες. Αυτό συνεχίζεται για έναν αριθμό ετών – ωστόσο δεν υπάρχει κάποιο ορατό σημάδι αυτής της δραστηριότητας. Μόνον όταν ολόκληρο το εσωτερικό έχει καταβροχθιστεί, η ατσάλινη επιφάνεια διαβρώνεται από τα μέσα. Σταδιακά, στρώμα μετά από στρώμα της ατσάλινης επιφάνειας κατατρώγεται από περίπλοκες ηλεκτρικές, χημικές και μηχανικές δυνάμεις. Η επιφάνεια σκάει σε διάφορα σημεία, αποκαλύπτωντας την σαπίλα της εσωτερικής κατασκευής μέσα από την συνεχώς παραλλαγμένη μορφή του κύβου. Τελικά, όλο αυτό καταλήγει σε ένα σωρό σκουπιδιών. Αυτό το γλυπτό θα έπρεπε να τοποθετηθεί σε έναν χώρο γύρω από τον οποίο υπάρχει αξιοσημείωτη κίνηση”.

Αυτά τα απραγματοποίητα σχέδια του Metzger φέρουν μια συγγενική αντίληψη με την ενιαία πολεοδομία της πρώιμης Καταστασιακής Διεθνούς. Παρομοίως, οι αντιλήψεις της Κ.Δ. αν εφαρμόζονταν θα είχαν αυξήσει την ορατότητα της δυναμικής της αλλαγής που βρίσκεται ήδη μέσα σε κάθε αστικό περιβάλλον. Και όπως οι ιδέες για την πολεοδομία της Κ.Δ. θα μπορούσαν επίσης να αλλάξουν την ψυχολογική σχέση του ατόμου με το αστικό περιβάλλον.

Ο Metzger ανέπτυξε την “αισθητική της μεταστροφής (Αυτο-Καταστροφική Τέχνη) ως μια θεραπεία ενάντια στον παραλογισμό του καπιταλιστικού συστήματος και της πολεμικής μηχανής του. Με πολλαπλούς τρόπους αντιπροσωπεύει μια μορφή θεσμοθετημένου ξοδέματος με πολύ λιγότερες συνέπειες από αυτές που γεννούν τα καπιταλιστικά κράτη. Στη διάλεξή του στο σύλλογο αρχιτεκτόνων, ο Metzger τόνισε ότι η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη: “Δεν περιορίζεται σε θεωρίες για την τέχνη και την παραγωγή έργων τέχνης. Περιλαμβάνει την κοινωνική δράση. Η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη είναι δεσμευμένη σε μια αριστερή επαναστατική θέση στην πολιτική καθώς και στους αγώνες ενάντια στους μελλοντικούς πολέμους”.

Ο Metzger, και κατά συνέπεια και η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη, αντιτίθονταν επίσης στο σύστημα της αγορα-πωλησίας έργων τέχνης και στους ντήλερς του. Πίστευε ότι η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη θα έπρεπε να χρηματοδοτείται δημόσια διότι οι ντήλερς τέχνης δεν ενδιαφέρονταν για την “θεμελιώδη τεχνική αλλαγή” από την οποία δε θα μπορούσαν να βγάλουν κάποιο κέρδος. Σύμφωνα με τον Metzger, η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη ήταν κοινωνικά απαραίτητη ως το μόνο δυνατό υποκατάστατο για τον πόλεμο, και κατ’ επέκταση το πυρηνικό ολοκαύτωμα, σε μια κοινωνία κατοικημένη από άτομα ψυχολογικά ρημαγμένα από μια ολόκληρη ζωή σεξουαλικής καταπίεσης.

Ωστόσο, η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη δεν κατάφερε να προσελκύσει κάποιο κυβερνητικό κονδύλιο, κι όταν ο Metzger και ο ποιητής John Sharkey οργάνωσαν το Συμπόσιο Καταστροφής στην Τέχνη (DIAS) στο Λονδίνο, τον Σεπτέμβρη του 1966, το γεγονός “οργανώθηκε σε εθελοντική βάση και οι καλλιτέχνες πλήρωσαν οι ίδιοι τα έξοδά τους”. Ήταν μια σειρά εκδηλώσεων ενός μήνα, γύρω από το τριήμερο συμπόσιο που διεξήχθη στο Africa Centre (9/10/11 Σεπτέμβρη 1966), και όχι τόσο οι συζητήσεις, που τράβηξαν την προσοχή των ΜΜΕ. Εκδηλώσεις που συμπεριλάμβαναν τις “Επιδείξεις Εκρηκτικής Τέχνης” του Ivor Davies στο Εδιμβούργο και το Λονδίνο, που συμπεριλάμβαναν μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων, μοντέλα και μια σε τεράστια μεγέθυνση φωτογραφία του Robert Mitchum να ανατινάσσεται -κυριολεκτικά. Ίσως το πιο δυνατό κομμάτι των εκδηλώσεων ήταν το Cut (Africa Centre, 29 Σεπτέμβρη 1966) της Yoko Ono. Μέλη του κοινού κλήθηκαν να ανεβούν απλά στη σκηνή και να αφαιρέσουν κομμάτια από το ρούχο της Ono χρησιμοποιώντας ένα ψαλίδι, ενώ αυτή έμεινε ακίνητη για όση ώρα κράτησε η δράση. Η δύναμη του κομματιού της Ono έγκειται στον τρόπο που επιτέθηκε στις παραδοσιακές πεποιθήσεις για τη σχέση μεταξύ κοινού και περφόρμερ. Παρά την προφανή απλότητά του αποκάλυπτε αποτελεσματικά έναν περίπλοκο ιστό κοινωνικών σχέσεων που κάτω από κανονικές συγκυρίες παραμένουν ανέγγιχτες και στη σιωπή. Το “5th Abreaktionsspiel of OM Theatre” του Herman Nitsch, ήταν το γεγονός που τράβηξε την περισσότερη προσοχή. Συνίστατο σε μια τελετουργική κατανάλωση ενός κουφαριού αρνιού πάνω στο οποίο προβάλλονταν εικόνες ανδρικών γεννητικών οργάνων. Δυο δημοσιογράφοι, σοκαρισμένοι από το παράξενο σκηνικό διαμαρτυρήθηκαν στην αστυνομία, και σαν αποτέλεσμα ο Metzger και ο Sharkey τιμωρήθηκαν με πρόστιμα 100 λιρών για την παρουσίαση μιας “ασεβούς έκθεσης αντίθετης προς την κοινή λογική”. Αυτό ήταν το δεύτερο τράβηγμα του Metzger με το βρετανικό νόμο: στα 1962 είχε φυλακιστεί για έναν μήνα, ώς αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων του ενάντια στα πυρηνικά με την επιτροπή των 100.

Μετά το DIAS, ο Metzger διατήρησε το ενδιαφέρον του για την Αυτο-Καταστροφική Τέχνη, αλλά παράλληλα την απαξίωσή του για τις νέες δυνατότητες για εκμετάλλευση που έφερε αυτός ο νέος κόσμος. Στο “Manifesto World” του, του 1962, περιγράφει τους γκαλλερίστες ως “ελελεεινούς γαμημένους μπάσταρδους καπνιστές τσιγάρων”. Στα 1970, ο Metzger ήταν ο διοργανωτής για το Λονδίνο του “International Coalition For The Liquidation Of Art” (Διεθνής Συνασπισμός για τη Ρευστοποίηση της Τέχνης) [1]. Σε έναν κατάλογο που συνόδευε το “Η τέχνη μέσα στην κοινωνία, η κοινωνία μέσα στην τέχνη” (lCA London, Οκτώβρης/Νοέμβρης 1974), o Metzger καλούσε σε μια τριετή απεργία των καλλιτεχνών, από το 1977 μέχρι το 1980. [2] Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι καλλιτέχνες “δε θα παρήγαγαν έργο, δε θα πουλούσαν έργο, δε θα επέτρεπαν την έκθεση έργων, και θα αρνούνταν να συνεργαστούν με κάθε κομμάτι του διαφημιστικού μηχανισμού του καλλιτεχνικού κόσμου”. Η διαμαρτυρία αυτή τελικά απέτυχε πλήρως: ο Metzger ήταν ο μόνος καλλιτέχνης που απέργησε, και ο καλλιτεχνικός κόσμος, αντίθετα με τις προσδοκίες του Metzger, δεν κατέρρευσε… Ωστόσο, η άσκηση αυτή δεν έφερε μόνο πικρούς καρπούς, καθώς ο Metzger, αρνούμενος να παράγει τέχνη, αρνιόταν ταυτόχρονα τον ρόλο του ως καλλιτέχνης. Αυτή η μοναδική χειρονομία αποδείκνυε τη χίμαιρα που αποτελούσαν οι δημοφιλείς ιδέες που ήθελαν τους καλλιτέχνες κυριευμένους από μια δημιουργική ορμή. Επίσης έδειξε ότι ήταν εφικτό να κόψεις τους δεσμούς με τις προνομιούχες θέσεις που κατείχαν ορισμένοι στρατευμένοι αμφισβητίες μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Ο Metzger πραγματοποίησε αυτό ο Vanegeim και αρκετοί άλλοι θεαματικο-καταστασιακοί μπορούσαν μόνο μερικώς να θεωρητικοποιήσουν -την άρνηση των ρόλων- και γι αυτό και μόνο δε θα ξεχαστεί.

[1] Το γεγονός ότι ο Metzger ακροβατούσε απ’ την μια καλώντας σε μια ολοκληρωτικά θεσμοθετημένη τέχη που θα παρείχε τα αναγκαία εφόδια για την Αυτο-Καταστροφική Τέχνη και απ’ την άλλη για την κατάργηση του υπάρχοντος καλλιτεχνικού συστήματος, δεν είναι τόσο αντιφατικό όσο ίσως φαίνεται. Η απογοήτευσή του για την μη-χρηματοδότησή του από το υπάρχον καλλιτεχνικό σύστημα (που κατά τη γνώμη μου οφείλεται στο ότι η δουλειά του δεν είχε να κάνει με τους κυρίαρχους τότε ορισμούς για την τέχνη) τον οδήγησε εν μέρει στο κάλεσμα για την κατάργησή του.

[2] Η πρώτη καταγεγραμένη χρήση που έχω βρει για τον όρο “καλλιτεχνική απεργία” είναι στο “Τι πρέπει να γίνει με την τέχνη” του Alain Jouffroy (περιλαμβάνεται στο “Art and Confrontation: France and the arts in an age of change” επιμελημένο από τον Jean Cassou, εκδ. Studio Vista, London 1970). Ωστόσο, όπως αποδεικνύει το αποκάτω απόσπασμα, με εντελώς διαφορετική έννοια από του Metzger:

“Ας μην τρέφουμε πια ψευδαισθήσεις: οι περισσότεροι “κριτικοί τέχνης” θα συνεχίσουν τη δουλειά τους σαν η τέχνη να μην καταργήθηκε ποτέ, σαν η τέχνη να μην μπορούσε να καταργηθεί. Οι περισσότεροι “καλλιτέχνες” θα συνεχίσουν να πιστεύουν στον “καλλιτεχνικό” χαρακτήρα της παραγωγής τους. Οι περισσότεροι θαμώνες των γκαλερί, τεχνό-φιλοι και φυσικά, αγοραστές, θα συνεχίσουν να αγνοούν το γεγονός ότι η κατάργηση της τέχνης μπορεί να συμβεί πραγματικά στον υλικό χρόνο και χώρο μιας προ-επαναστατικής κατάστασης όπως αυτή του Μάη του ’68. Είναι σημαντικό η μειοψηφία να προπαγανδίσει την αναγκαιότητα να περάσουμε σε μια ενεργή καλλιτεχνική απεργία, χρησιμοποιώντας τους “μηχανισμούς” της βιομηχανίας της κουλτούρας ώστε να την θέσουμε με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε αντιπαράθεση με τον εαυτό της. Η πρόθεση δεν είναι να βάλουμε τέλος στο ρόλο της παραγωγής, αλλά να αλλάξουμε τα πιο περιπετειώδη μέρη της “καλλιτεχνικής” παραγωγής σε παραγωγή επαναστατικών ιδεών, μορφών και τεχνικών. Δεν είναι ένα ζήτημα εξέγερσης ενάντια στην τέχνη και τους καλλιτέχνες του άμεσου παρελθόντος -κάτι τέτοιο θα ήταν σπατάλη χρόνου και ενέργειας- αλλά, όπως προείπα, απεικόνισης μιας κίνησης που θα μπορούσε να διεισδύσει σε κάθε κοινωνική τάξη και να οργανώσει μια συνολική, δημιουργική επανάκτηση της κοινωνίας μας. Η επανάσταση δεν έχει πλέον κανένα σύνορο. Πρέπει να επεξεργαστεί, να προετοιμαστεί παντού – σε κάθε τομέα όπου ο άνθρωπος ξοδεύει πάθος και ενέργεια για να κάνει ότι κάνει, διαφορετικά δε θα θριαμβεύσει πουθενά”.

Categories
Stewart Home

Η εφημερίδα Class War

Η επίθεση στην κουλτούρα, Κεφάλαιο 17 (σελίδες 95-101)

Η Εφημερίδα CLASS WAR

Για πολλούς αναγνώστες, η Class War φαίνεται σαν να βγήκε από το πουθενά. Στα δυο χρόνια μεταξύ της εμφάνισης της πρώτης “Class War” στα 1983 και του “θερμού φθινόπωρου” του ’85, τα βρετανικά μίντια άρχισαν να γράφουν για μια “αναρχική απειλή” που ήταν κάτι ανάλογο της παλιάς “red scare”/κόκκινης απειλής. Για πρώτη φορά μετά τις βόμβες της Οργισμένης Ταξιαρχίας των αρχών του 70, ο αναρχισμός γινόταν αντιληπτός σαν μια απειλή για το βρετανικό κατεστημένο.

Η Class War έγινε γρήγορα το θέμα της ημέρας [1] και ως συνήθως, η δημοσιογραφική έρευνα εξυπηρέτησε την μυστικοποίηση -παρά τη δημοσιοποίηση- της κοινωνικής κουλτούρας και της πολιτικής προέλευσης της ομάδας. Αυτό δεν ήταν απλώς μια περίπτωση εσκεμμένης παραπληροφόρησης εκ μέρους κάποιας κυβερνητικής οδηγίας, αντιθέτως παρά την κυνική εικόνα λαγωνικού που θέλουν να επιδεικνύουν, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είναι εξαιρετικά αφελείς και άσχετοι.

Το πρώτο τεύχος της εφημερίδας Class War είχε ως εξώφυλλο ένα ζευγάρι “toffs”, και πίσω τους το σλόγκαν: “Τώρα είναι η στιγμή για κάθε βρώμικο τεμπέλικο ρεμάλι να οπλιστεί μ’ ένα ρεβόλβερ ή ένα μαχαίρι και να τη στήσει έξω απ’ τα παλάτια των πλουσίων και να τους πυροβολίσει ή να τους μαχαιρώσει μέχρι θανάτου μόλις ξεμυτίσουν”. Πρόκειται για μια παράφραση ενός κομματιού από τον λόγο της αναρχικής του 19ου αιώνα Lucy Parsons στους φτωχούς του Σικάγο. Η κολλεκτίβα Class War αποτελούνταν από παλιούς αναρχικούς που, έχοντας εντρυφήσει στην ιστορία του κινήματος, ήταν ικανοί να εφαρμόσουν αυτή τη γνώση τους στην παραγωγή προπαγανδιστικού λόγου.

Ο Ian Bone, προορισμένος να τεθεί “επικεφαλής” του κινήματος, είχε προηγουμένως υπάρξει τραγουδιστής της πανκ μπάντας Living Legends, καθώς και “εγκέφαλος” του “The Scorcher” ενός αγκιτατόρικου εντύπου της νότιας Ουαλίας. Συγγενικά μυαλά από την νότια Ουαλία και το Λονδίνο επάνδρωσαν την κολλεκτίβα. Αργότερα ενώθηκαν με μια ομάδα ταραχοποιών που ζούσαν μαζί σε ένα μεγάλο σπίτι στο Islington (Βόρειο Λονδίνο). Η μετέπειτα ανάμειξη της φράξιας με το αναρχικό κίνημα είχε τις ρίζες τις σε μια προηγούμενη δεκαετία διαφόρων πρότζεκτς. Κάποιοι απ’ αυτούς συμμετείχαν στο σατιρικό περιοδικό “Εξουσία”, δυο τεύχη του οποίου κυκλοφόρησαν στα τέλη του 70. Το οπισθόφυλλο του πρώτου τεύχους απεικόνιζε μια φωτογραφία φασιστικής πορείας και τις λέξεις “Το Εθνικό Μέτωπο αγαπάει τη Βρετανία… σχεδόν όσο και οι αναρχικοί την Ισπανία”. Με την Class War αυτού του είδους μαύρο χιούμορ θα έφτανε σε νέα ύψη.

Στις πρώτες μέρες της, η Class War δεν έψαχνε κάποια βάση στο παραδοσιακό εργατικό κίνημα, ενώ μάλλον έβλεπε τους απογοητευμένους νέους ως τους πιο πιθανούς συμμάχους της. Και η προπαγάνδα της ήταν σχεδιασμένη ώστε να προσελκύει την ακραία γοητεία του πανκ κινήματος. Το εξώφυλλο με το “Never Mind The… BOLLOCKS TO THAT!”, ενός από τα πρώτα τεύχη, απεικονίζει καλά αυτή την τάση.

“Ο Dylan πλούτισε απ’ τη γαμημένη μιζέρια της μεσαίας τάξης του 60. Ο ΜακΛάρεν και το Πανκ πλούτισαν απ’ τη γαμημένη μιζέρια της νεολαίας της εργατικής τάξης. Το πανκ έσωσε την βιομηχανίας της δισκογραφίας και τη μουσική σκηνή… Η έμφαση στο δυναμισμό και στην πανκ επιθετικότητα τις έβρεξαν στον κώλο στους λαπάδες σταρς του 70. Όμως για την εργατική τάξη, τα γέλια εις βάρος των βαρετών γερο-κλανιάρηδων και του βρετανικού καθεστώτος πρέπει να είναι στο επίκεντρο. Η θέση του God Save The Queen, ή του Anarchy In The U.K. στο νο1 της ροκ βιομηχανίας επιβραβευμένα για τις υπηρεσίες τους στην κερδοφορία – είναι ένα αστείο και μια αποκάλυψη της διαστροφής των πλούσιων μπάσταρδων που διευθύνουν τη σκηνή. Όμως το αστείο είναι εις βάρος μας… Οι μουσικές μόδες και τα έντυπα και η βιομηχανία τους είναι απλά τα πιο ρατσιστικά παραδείγματα του πως η σύγχρονη αγορά δουλεύει σύμφωνα με τις αρχές του “πουλάμε ό,τι σαλεύει”. Η οργή της εργατικής τάξης, μέσω των εμπνεύσεων του ΜακΛάρεν για την πολιτική του 60… είναι απλά καλό υλικό για μπίζνες. Οι παλιοί πανκς λένε ότι οι Clash, οι Stranglers και άλλοι “ξεπουλήθηκαν” στις μεγάλες δισκογραφικές όπως οι αριστεριστές λένε ότι τα συνδικάτα ξεπουλάνε τις απεργίες… Όμως το ίδιο θα έκαναν και οι ίδιοι, καθώς το να κάνεις τον αντι-ήρωα ή τον ήρωα δεν έχει και τόση σημασία όσο κρατάς τη βιομηχανία να κινείται. Το Oi προσπάθησε να το απορρίψει όλο αυτό, ξαναγυρνώντας στις ρίζες όμως κάπου εκεί χάθηκε. Αν και βασίστηκε σε ένα πραγματικό στοιχείο ταξικής κουλτούρας, το Oi κατρακύλησε σε μια λατρεία για τις ένοπλες δυνάμεις και το ψήφο στους Εργατικούς. Η μόνη μπάντα (sic) που τράβηξε την μουσικο-πολιτική γραμμή μπροστά ήταν οι Crass. Έκαναν τόσα για να διαδόσουν τις αναρχικές τους ιδέες, πιο πολλά κι απ’ τον Κροπότκιν, όμως όπως κι αυτού, η πολιτική τους συγκρότηση ήταν σκατά. Επικεντρώνοντας στον πασιφισμό και τις τάσεις απόδρασεις στην ύπαιθρο, αρνούνται την πραγματικότητα ότι στις πόλεις η αντιπαράθεση σημαίνει σύγκρουση και βία, αν σκοπεύουμε να προχωρήσουμε κάπου. Τελικά προκύπτουν μπάντες που απορρίπτουν την ροκ μουσική/δημοσιότητα/πλούτο, ενώ ταυτόχρονα δραπετεύουν από τη βαρεμάρα της εργατικής τάξης όπως ταυτόχρονα κι από την πολιτική γραμμή του συνδικάτου/του Κόμματος των Εργατικών. Αδιαφορώντας ωστόσο να το κάνουν διαλύοντας το ίδιο το θέαμα κι αυτούς που το διευθύνουν, εφορμούν από το ήδη παρακμάζον Oi σε μια αναμεταξύ τους κόντρα (κι όχι πλέον ενάντια στους πλούσιους), κράζοντας τους μεν που υποστηρίζουν τους “στρατιώτες μας στον νότιο ατλαντικό” ή τους δε που “ψηφίζουν εργατικούς”. Οι Apostles και οι Anti-Social Workers συνδέονται με τον πόλεμο ενάντια στους πλούσιους και σηματοδοτούν μια πραγματική πιθανότητα να σηκωθεί όλη η οργή και η αγανάκτηση από τη συναυλία και να βγεί στους δρόμους, λέγοντας μια και καλή “γάμα το” στα σκατένια τελετουργικά που περνιούνται για ευχαρίστηση”.

Το άρθρο τελειώνει με ένα στίχο τραγουδιού των The Apostles. Χαρακτηριστικό που δίνει την αίσθηση ενός πανκ φανζίν, μόνο που η πολιτική του ανάλυση – και η επιρροή μιας θεαματικο-καταστασιακής θεωρίας – το διακρίνουν ως “πολιτικοποιημένο”. Το πολεμικό στυλ του δείχνει ότι έχει γραφτεί από κάποιον πιο πεπειραμένο στην αγκιτάτσια ενάντια στην εξουσία από τον μέσο πανκ του δρόμου.

Το 1984, η Class War έθεσε σε κίνηση την “Εαρινή Επέλασή” της ενάντια στους πλούσιους. Το εξώφυλλο της εφημερίδας που ανακοίνωνε το πρότζεκτ αυτό έφερε την εικόνα ενός κυνηγού αλεπούδων και το απόσπασμα “Πλούσιο γαμημένο απόβρασμα, Θα σε πετύχουμε”. Η Class War είχε πηδήξει στο τραίνο της Απελευθέρωσης Ζώων, δημοφιλής ανάμεσα στους αναρχο-πανκς, και η μείξη αυτή οδήγησε σε μια απογείωση του τιράζ της εφημερίδας. Εκτός από το να αποτελούν την “ουρά” σε διαδηλώσεις αριστεριστών ή αναρχικών δράσεων όπως η Stop The City, τώρα η Class War μπορούσε να ξεκινά δικές της καμπάνιες. Σε ένα άρθρο με τίτλο “Προς την πανήγυρη του Μάη”, η ομάδα αναφέρει για την καμπάνια της:

“Η πρώτη δράση της Εαρινής Επέλασης της Class War έλαβε χώρα την 1 Μάρτη στο Grosvenor House hotel. Η αφορμή ήταν ο χορός “Αλόγου και κυνηγόσκυλου”. Ένα must για όλους τους ντόπιους κυνηγούς και κυριλέδες. Λοιπόν, καθώς το ραντεβού ήταν ανοιχτό, μια παρέα αναρχικών αποφάσισε να παραστεί επίσης… Κάποια φιλικά πρόσωπα άρχισαν να εμφανίζονται και οι αριθμοί μας έφτασαν τα 40 περίπου άτομα. Θεωρήσαμε ότι είμαστε αρκετοί για να κάνουμε καλό σαματά. Καθώς σκοπεύαμε αποκλειστικά να διαδηλώσουμε και όχι να συγκρουστούμε, φορέσαμε τα φουλ-φέις και στηθήκαμε έξω από την κύρια είσοδο. Καθώς τα καθίκια έβγαιναν από τις λιμουζίνες τους, έπαιρναν γρήγορα χαμπάρι ότι οι “αντί-” είχαν κάνει δυναμική εμφάνιση. Η διαδήλωσή μας ξεκίνησε χαλαρά καθώς ξετυλίξαμε ένα μεγάλο πανώ που έγραφε “ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟΥΣ ΑΥΡΙΑΝΟΥΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ ΣΑΣ”. Δεν είμαστε άνθρωποι που παίζουμε με τις λέξεις. Σύντομα οι πλούσιες λέρες άρχισαν να καταφτάνουν βιαστικοί με τα ημίψηλα καπέλα τους και τις “ροζ” σταχτοπούτες της υψηλής κοινωνίας τους αγκαζέ. Κορόιδεμα, καλογυρισμένες κλωτσιές, φτυσιές και μια αξιοσημείωτα ξεγυρισμένη σφαλιάρα μάλλον χάλασαν το απόγευμα αρκετών απ’ αυτούς… Η Εαρινή επέλαση της Class War μόλις απογειώθηκε”.

Παρά το σλόγκαν-ιστικό λόγο που καλούσε τους αναγνώστες να “ενωθούν στον αναρχικό όχλο”, οι δράσεις του ’84 ήταν όλες χαμηλής έντασης-γεγονότα κλειδιά. Ωστόσο, οι πωλήσεις της Class War σκαρφάλωσαν στα 10.000 αντίτυπα σε κάποια τεύχη, και η φήμη της ομάδας διογκώθηκε αναλόγως. Το οπισθόφυλλο του “Angry 1” ενός περιοδικού που έβγαζε ένας μαθητής και υποστηρικτής της Class War στη Σκωτία, αναπαρήγαγε κάποιες από τις αναφορές των μίντια:

“Μια ομάδα από πολιτικοποιημένους ταραξιες που εξυμνούν μια επικίνδυνη αναβίωση της αναρχικής βίας. Προσπαθούν να διαδόσουν τα σατανικά μηνύματά τους ανάμεσα στους απεργούς των ορυχείων, τους διαδηλωτές της ειρήνης – ακόμα και σε σχολιαρόπαιδα. Μπορούν να βρεθούν σε πικετοφορίες, διαδηλώσεις του CND και πορείες για τα δικαιώματα των ζώων να μοιράζουν μια φυλλάδα αθυρόστομης προπαγάνδας που αποκαλούν Class War. Είναι ένα έντυπο με σύμβολο ένα κρανίο και διασταυρωμένα κόκκαλα με δολοφονικά μηνύματα… Καυχιούνται “μπλοκάραμε αυτοκινητοδρόμους, σπάσαμε σπίτια ρουφιάνων και κοπανήσαμε δημοσιογράφους…” Ο αγαπημένος στόχος του μίσους της Class War είναι οι χώροι που συναντώνται οι “πλούσιες λέρες”. Καλούν τους υποστηρικτές τους να πηγαίνουν σε εκδηλώσεις όπως το Henley Regatta και σε αγώνες πολο (με άλογα) ντυμένοι με φουλ-φέις και αρβίλες Cod Marten και να “κάνουν τους μπάσταρδους να πνιγούν με τα πιρουνάκια του πικ νικ τους”. Η ομάδα έχει ήδη προειδοποιήσει τους υποστηρικτές των εργατικών σε ένα μίτινγκ του Τony Benn… Την προηγούμενη εβδομάδα η εφημερίδα Tribune των εργατικών έκανε κάλεσμα σε όποιων έχει πληροφορίες για την Class War να προσκομίσει”

Από την Sunday People, χωρίς χρονολογία στο κολλάζ.

“…Η Class War… κάτω από μια επικεφαλίδα “Πλούσιοι μπάσταρδοι προσέξτε”, συμβουλεύει τους αναγνώστες, την επόμενη φορά που θα δουν έναν πλούσιο μπάσταρδο να του την πούνε, να τον σπρώξουν, να του βάψουν με σπρέυ τους τοίχους, να μαζευτούν πολλοί και να αράξουν γύρω του ώστε να αισθανθεί άβολα. “Ποιός το γαμάει το να μαζευτούνε 250.000 άνθρωποι να τους σαλαγήσουν σα πρόβατα στο Λονδίνο ακούγοντας τις μεσοαστικές μαλακίες του CNO από τρόμπες σαν την Joan Ruddock και τον Bruce Kent, να τους λένε να πάνε σπίτι τους και να μη κάνουν τίποτα. Ας μαζευτούμε 5.000 στο Ascot… και να εξαπολύσουμε την ταξική οργή μας εναντίον τους… Να τους κάνουμε να χέζονται να κυκλοφορούν στους δρόμους μόνοι, να φοβούνται να επιδείξουν κάθε σύμβολο του πλούτου τους, να θέσουμε τις ζωές τους σε κατάσταση πολιορκίας πίσω από κλειδωμένες πόρτες στα ίδια τους τα σπίτα και τις περιοχές τους” Και συνεχίζει, για τέσσερεις σελίδες. Μια έξυπνη παρωδία; δεν έχω ιδέα…”

Από την Guardian, χωρίς χρονολογία στο κολλάζ.

Το 1985, η Class War ξεκίνησε την καμπάνια “Bash The Rich”. Το οπισθόφυλλο που αφιέρωσαν στην πρώτη τους πορεία στο Λονδίνο ενημέρωνε επίσης τους αναγνώστες για την προέλευση της ιδέας:

“Η ιδέα των πορειών “Τσακίστε τους πλούσιους” δεν είναι κάτι νέο. Ακριβώς 100 χρόνια πίσω, στις 28 Απρίλη 1885 έκαναν ακριβώς το ίδιο στο Σικάγο… Η αναρχική Lucy Parsons έλεγε σε ανθρώπους που ήταν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας να “πάρουν μερικούς λεφτάδες μαζί τους”, να ανοίξουν τα μάτια τους στο τί γίνεται “από το κόκκινο φως της καταστροφής”. Οι αναρχικοί οργανώναν τεράστιες συγκεντρώσεις με πάνω από 20.000 ανθρώπους… Οι αναρχικοί βρίσκονταν επικεφαλής τεράστιων πορειών από τα γκέτο της εργατικής τάξης στις πλούσιες συνοικείες. Μαζεύονταν χιλιάδες έξω από εστιατόρια ή επαύλεις ευπόρων επιδεικνύοντας τεράστια πανώ στα οποία έγραφαν “Προσέξτε τους αυριανούς εκτελεστές σας”, οι τρομοκρατημένοι πλούσιοι καλούσαν γρήγορα την αστυνομία και εκτεταμένες συγκρούσεις λάμβαναν χώρα. Η εργατική τάξη του Σικάγο ήταν αποφασισμένη να πάει τον αγώνα της στην καρδιά του εδάφους του εχθρού – όπως επίσης κι εμείς, εκατό χρόνια μετά.

Η πορεία “Τσακίστε τους πλουσίες” της 11 Μάη 1985 ήταν ένα αντάρτικο θέατρο αντάξιο του βερολινέζικου νταντά. Έλαβε πλήρη κάλυψη στην εφημερίδα Class War:

“Η αστυνομία απείλησε να μας συλλάβει όλους με τον νόμο περί δημοσίας τάξης για πορεία με παρα-στρατιωτική περιβολή (φουλφέις και αρβύλες!). Η αστυνομία και το συμβούλιο του Westminster εντωμεταξύ έβαλαν την Gardens Community Association να βγάλει μια νομική εντολή εναντίον μας προκειμένου να μας εμποδίσει να διαδηλώσουμε. Η αστυνομία έκανε ό,τι μπορούσε για να μη βγούμε στο δρόμο. Όμως παρόλη αυτή την τρομοκρατία είχαμε την μεγαλύτερη αναρχική πορεία εδώ και χρόνια. Πάνω από 500 από μας βαδίσαμε προς το κυριλάτο Kensington φωνάζοντας “πλούσια καθίκια” και “θα ξαναγυρίσουμε”, καθώς κρυφοκοιτάζαν χεσμένοι πίσω από κλειστές κουρτίνες. Επιτέλους φέραμε την πραγματικότητα της αυξανόμενης ταξικής οργής στις άνετες, προστατευμένες ζωούλες τους. Ήταν γαμημένα φανταστικά να είσαι σε μια αναρχική πορεία για μια φορά αντί να κάνεις την ουρά σε μια αριστερίστικη διαδήλωση ακούγοντας τους ομιλητές του εργατικού κόμματος. Καθώς στρίψαμε στη Holland Park Avenue, το μόνο που μπορούσες να δεις προς το Ladbroke Grove ήταν μαύρες σημαίες. Οι μπάτσοι ήταν πεπεισμένοι ότι έπρεπε να μας συνοδεύσουν μέχρι ένα από τα πιο κυριλέ μέρη του Λονδίνου παρενοχλώντας τους πλούσιους κατοίκους του γράφοντάς τους τελείως. Δεν είχαμε ούτε μία σύλληψη παρά το γεγονός ότι οι αστυνομία ερχόταν σε απόσταση αναπνοής όταν φωνάζαμε το “Rich Bastards” σε ένα ακόμη παράδειγμα της ανδρείας των ντόπιων τρωκτικών… Τώρα πρέπει να ετοιμαστούμε για την επόμενη εκδήλωση Henley Regatta στις 6 Ιούλη. Αν δουλέψουμε σκληρά ίσως έχουμε πάνω από χίλιους ανθρώπους στο Henley την μέρα εκείνη και να κάνουμε τους πλούσιους καριόληδες να πνιγούν με τα πιρουνάκια του πικ νικ τους στις όχθες του Τάμεση. ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟ HENLEY”.

Εκτός από το να αποτελεί ένα από τα πιο κωμικά θεάματα στο Λονδίνο για πολλά χρόνια, η πορεία αποκάλυψε την κοινωνική σύνθεση του κινήματος της Class War. Καθώς στην κεφαλή της πορείας βρίσκονταν οι δέκα ή κάπου τόσοι αναρχικοί αγωνιστές – ντυμένοι με τυπικά ρούχα του δρόμου και με ηλικίες που κυμαίνονταν από τα τέλη της δεκαετίας του 20 ως τα 35, που έβγαζαν την εφημερίδα Class War, πίσω τους κινούνταν κάποιες εκατοντάδες από έφηβους πανκς.

Εξ αιτίας μιας ογκώδους αστυνομικής παρουσίας στη Henley Regatta, ελάχιστη διαταραχή προκλήθηκε, αλλά η κάλυψη από τα μίντια ήταν αρκετή για να ειδωθεί από την Class War σαν μια νίκη, σε άρθρο της εφημερίδας. Το ίδιο όμως δε θα μπορούσε να ειπωθεί για την Πορεία στο Hampstead που οργανώθηκε την 21η Σεπτέμβρη 1985. Οι διαδηλωτές, ξανά αποτελούμενοι από 500αριά πανκς και επικεφαλής την Class War, εξευτελίστηκαν από τους μπάτσους. Η αστυνομία, που υπερείχε των διαδηλωτών με αριθμούς πάνω από 2 προς 1, ανάγκασε την πορεία να εκτραπεί από την πορεία της, σε στενάκια. Η πορεία μπλοκαρίστηκε για περίπου μια ώρα, όταν οι μπάτσοι σχημάτισαν κλοιό μπροστά της και ανάγκαζαν τους διαδηλωτές ολοένα και να στριμώχνονται στενεύοντας το πλάτος της πορείας, προκειμένου να περάσουν. Σαν τελική προσβολή, οι διαδηλωτές αναγκάστηκαν να τρέξουν – ένας, ένας – ανάμεσα από δυο σειρές ένστολους μπάτσους (που τους απειλούσαν με κραυγές όπως “έχουμε πιάσει τους αρχηγούς σας”) προτού τελικά διαλυθούν.

Η αποτυχία οδήγησε σε σοβαρή συζήτηση στο εσωτερικό της ομάδας για το πώς θα έπρεπε να συνεχιστεί η καμπάνια. Τα πιο ακραία στοιχεία πρότειναν μια πορεία “Τσακίστε τους πλούσιους” μέσα στο Δυτικό Μπέλφαστ και μια Πορεία Μνήμης του Harry Roberts στο Δυτικό Λονδίνο. Και οι δυο προτάσεις είχαν σίγουρα ρίσκα. Μια δράση στο Μπέλφαστ θα ανακάτωνε κάθε πλευρά που συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο, και η συμμετοχή σ’ αυτή θα σήμαινε σοβαρό κίνδυνο ξυλοδαρμού, αν όχι θανάτου. Από την άλλη, μια πορεία τιμής σε έναν μπατσο-κτόνο, θα ήταν μια ανοιχτή πρόκληση για την αστυνομική καταστολή. Και οι δυο επιλογές απορρίφθηκαν. Η καμπάνια “Τσακίστε τους πλούσιους” έφτασε σε ένα άδοξο τέλος μετά την πορεία στο Μπρίστολ, στις 30 Νοέμβρη 1985.

Η εγκυρότητα της Class War, ως ομάδας που αποτελεί μια σοβαρή πολιτική απειλή, έφτασε σε σημείο κατάρρευσης. Ωστόσο, η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς, και τα μίντια απέδωσαν στην ομάδα κεντρικό ρόλο στις ταραχές του Μπρίξτον και του Τότεναμ τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Στην πραγματικότητα, η ομάδα είχε λιγότερα από 20 μέλη στο Λονδίνο εκείνη τη στιγμή και μηδαμινή επιρροή στα γεγονότα εκείνα – ωστόσο μια χούφτα υποστηρικτών τους βρέθηκαν στις περιοχές των ταραχών όταν ξεκίνησαν οι φασαρίες. Παρά την ώθηση αυτή στην καταρρέυουσα πιστότητα της Class War, η ομάδα του Islington αποχώρησε σύντομα, αφήνοντας τον Ian Bone ελεύθερο να πάρει στα χέρια του την κατάσταση ως αναντίρρητος ηγέτης.

Μετά απ’ αυτό, η Class War έχασε σύντομα τη βάση της και έγινε αδιαχώριστη από κάθε άλλη αναρχική ομάδα. Παρά τις αναφορές στα μίντια, η καμπάνια τους ενάντια στη gentrification (ανάπλαση) στο East End του Λονδίνου ήταν ολότελα αναποτελεσματική. Η ομάδα αποπειράθηκε να διευρύνει το πρόταγμά της από τους πανκς, στους συνηθισμένους ανθρώπους της εργατικής τάξης. Η αναβαπτισμένη “Class War” έχασε το στυλ των πρώτων τευχών της και απέτυχε παταγωδώς στις προσπάθειές της να ανοιχτεί σε ένα ευρύτερο κοινό. Η νέας εμφάνισης εφημερίδα, με ειδικά αφιερώματα σε “σκάνδαλα”, “ποπ”, “σεξ”, κλπ φαινόταν σαν πατρονάρισμα. Εντωμεταξύ, τα μίντια αγνοούσαν την αλλαγή πλεύσης της Class War και συνέχιζαν τα αφιερώματα στις τρομοκρατικές τακτικές της (δες για παράδειγμα το άρθρο στην “News Of The World Sunday Magazine” της 5ης Ιούλη 1987).

Μετά το πρώτο κύμα επιτυχιών με την αγκιτατόρικη καμπάνια της, η Class War έπεσε σε όλα τα παραδοσιακά λάθη του αναρχικού χώρου. Αυτοί που παρέμειναν στην ομάδα, είχαν νικήσει τους εαυτούς τους στο ίδιο τους το παιχνίδι. Η Class War είχε χρησιμοποιήσει τα μίντια και πέρασε τις πιο ακραίες αναρχικές ιδέες στο ευρύ κοινό, όμως έχοντας κάνει αυτό, η ομάδα απέρριψε προτάσεις που θα παρουσίαζαν στο κοινό κάτι ακόμη πιο ταραχώδες. Μη θέλοντας να οργανώσει πορείες στο Μπέλφαστ και προς τιμήν ενός μπατσο-κτόνου, η ομάδα έπρεπε να αυτο-διαλυθεί. Αντιθέτως, προσπάθησε ανεπιτυχώς να διευρύνει το κάλεσμά της – κάτι που τα μίντια οπωσδήποτε θα απέτρεπαν, ακόμη κι αν η ομάδα ήταν ικανή να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο σχέδιο. Σ’ αυτό το σημείο, η Class War εγκατέλειψε την παράδοση που προσπαθώ να χρονολογήσω. Η σατιρική οργή που εμψύχωνε το ντανταιστικό, το καταστασιακό και το πανκ κίνημα στην ακμή τους, είχε εγκαταληφθεί. Η λαϊκίστικη προσέγγιση με την οποία αντικαταστάθηκε ήταν συχνά τόσο κλαψιάρικη που έκανε τις σαπουνόπερες να μοιάζουν συμπαθητικές.

Υποσημειώσεις:

[1] Ως μια μικρή ομάδα, η Class War αντιλήφθηκε ότι ο καλύτερος τρόπος να περάσει τις ιδέες της στο ευρύ κοινό ήταν να πιαστεί από πολιτιστικά στερεότυπα και αφού τα παράλλαζε κατάλληλα – να τα επανατροφοδοτήσει στα μίντια. Για τους λόγους αυτούς, η Class War ήταν τόσο απασχολημένη με την κουλτούρα (στην ευρεία έννοιά της) όσο και με την πολιτική. Η έμπνευση αντλούνταν περίτεχνα από τρεις πηγές, την κουλτούρα της βρετανικής εργατικής τάξης, το πανκ και την αναρχική/αριστερή-κομμουνιστική παράδοση. Η Class War σχεδιάστηκε ώστε να συσπειρώνει εναντίον της τους δημοσιογράφους και πέτυχε απόλυτα! Οι τακτικές που επιστράτευσε, αντιγράφτηκαν από το πανκ και την αναρχική ιστορία. Σε γενικές γράμμες, ότι ήταν κακό για τα μίντια, εξυμνούνταν από την Class War. Τα μίντια απεικόνιζαν την εργατική τάξη ως βίαιη, και εξίσου και η Class War – ακολουθώντας τα χνάρια του πανκ – υπερβάλλοντας σ αυτή την εικόνα (με την προϋπόθεση βέβαια ότι η βία αυτή στόχετε τους μπάτσους ή τους πλούσιους). Η κάλυψη από τα μίντια τόσο για το πανκ όσο και για την Class War εστίαζε στην προκλητική στάση τους απέναντι στους πλούσιους και το κατεστημένο (ιδιαίτερα την βασιλική οικογένεια). Όταν η Class War έβγαλε το “Better Dead Than Wed” EP της (Mortarhate Records, London 1986), για το γάμο του πρίγκημα Adrew, ήταν σαν τους Sex Pistols και τον Anti-Jubilee δίσκο τους πάλι απ’ την αρχή (εκτός του ότι η Class War δεν ήταν τόσο διαδεδομένη προλεταριακή ψυχαγωγία όσο το πανκ). Έχει επίσης ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ ότι η δράση των ολλανδών Provos που έλαβε τη μεγαλύτερη δημοσιότητα ήταν η επίθεση με ένα καπνογόνο εναντίον της ολλανδικής βασιλικής γαμήλιας τελετής. Τόσο το πανκ όσο και η Class War επικέντρωσαν την ενέργεια και την επιθετικότητά τους, ως αρετές της κουλτούρας μιας αποφασισμένης εργατικής τάξης. Κάτι που βρίσκεται σε αντίθεση με τα ευγενικά πισώπλατα μαχαιρώματα της μεσαίας και ανώτερης τάξης, που λεν ένα πράγμα και εννοούν αδιάφορα κάτι άλλο. Όλες οι τάσεις που συνοψίζονται στο κείμενο αυτό, το πανκ και η Class War έκαναν την πιο συνολική επίθεση στην κουλτούρα. Τα άλλα κινήματα συχνά έτειναν να περιορίζουν την στόχευσή τους ενάντια στην υψηλή κουλτούρα (τη τέχνη), ή να θέτουν όλη τους την ενέργεια στη δημιουργία εναλλακτικών (συχνά παράλληλων) και συνεπώς λιγότερο απειλητικών – λαιφ-στάιλ (κοινόβια κλπ). Ελάχιστα κινήματα είχαν μια κουλτούρα (της εργατικής τάξης) τόσο συγκροτημένη και συνειδητά αντικαθεστωτική όσο το πανκ και η Class War.

Πηγή: http://www.stewarthomesociety.org/

Categories
Os Cangaceiros

Tα εργοστάσια όπως οι φυλακές – Leopold Roc

ΤΑ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ ΟΠΩΣ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ

…Προκειμένου να καταπιεστεί το αίσθημα ανεξαρτησίας των φτωχότερων, η αστική τάξη ένιωσε υποχρεωμένη να θέσει υπό τον έλεγχό της ολόκληρο το φάσμα της παραγωγής. Αυτό ήταν, πριν από κάθε τι άλλο, που βρισκόταν πίσω από την εξάπλωση των εργοστασίων. «Δεν είναι τόσο αυτοί που είναι απολύτως τεμπέληδες που προκαλούν ένα κοινό κακό, αλλά αυτοί που μισο-δουλεύουν» έγραφε ο Ashton ήδη από τα 1725. Οι στρατιωτικές επιστήμες επιστρατεύτηκαν στη βιομηχανία, και τα εργοστάσια κατασκευάστηκαν κυριολεκτικά με πρότυπο τις φυλακές, οι οποίες παρεπιμπτόντως έκαναν την εμφάνισή τους την ίδια εποχή.

Ένας πελώριος εξωτερικός τοίχος χώριζε τον εργάτη από κάθε τι που ήταν εξωτερικό σε σχέση με την εργασία, και φρουροί ορίστηκαν προκειμένου να διώχνουν όσους, στην αρχή, το θεωρούσαν φυσικό να επισκέπτονται τους λιγότερο τυχερούς φίλους τους (σ.τ.μ: που εργάζονταν στο εργοστάσιο). Στο εσωτερικό, ο αρχικός στόχος των δρακόντειων ρυθμίσεων ήταν να εκπολιτιστούν οι σκλάβοι.

Το 1770, ένας συγγραφέας οραματίστηκε ένα νέο σχέδιο για να κάνει τους φτωχούς πιο παραγωγικούς: Τον Οίκο του Τρόμου, στον οποίο οι κάτοικοι θα υποχρεώνονταν να εργαστούν για 14 ώρες την ημέρα και θα καθυποτάσσονταν με το να τους παρέχεται φαγητό ίσα-ίσα για να μην πεθαίνουν. Η ιδέα του δεν ήταν και τόσο πρωτοποριακή, μιας και μόλις μια γενιά αργότερα ο Οίκος του Τρόμου ονομάστηκε απλώς εργοστάσιο.

Ήταν στην Αγγλία που τα εργοστάσια εξαπλώθηκαν πρώτα. Εδώ, οι κυρίαρχες τάξεις είχαν από καιρό ξεπεράσει τις εσωτερικές διαμάχες τους και μπορούσαν πλέον να αφιερωθούν χωρίς περισπασμούς στο πάθος του εμπορίου. Η καταπίεση που ακολούθησε την χιλιαστική επίθεση των φτωχών, είχε στρώσει επίσης το δρόμο για τη βιομηχανική αντεπανάσταση.

Ήταν η θλιβερή μοίρα των άγγλων φτωχών να είναι οι πρώτοι που θα υπέκυπταν στην πρωτοφανή βαρβαρότητα αυτού του αναπτυσσόμενου κοινωνικού μηχανισμού. Δε χρειάζεται να πούμε ότι αντιμετώπισαν αυτή την μοίρα ως μια απόλυτη υποβάθμιση, κι αυτοί που την αποδέχτηκαν περιφρονήθηκαν από τους δικούς τους. Την εποχή των Levellers (“Ισοπεδωτές”), ήταν ήδη κοινοτοπία ότι αυτοί που αναγκάζονταν να πουλήσουν το μόχθο τους για έναν μισθό, είχαν απολέσει όλα τα δικαιώματα του «γεννημένου ελεύθερου ’Aγγλου». Ακόμα και πριν το ξεκίνημα της παραγωγής, οι πρώτοι εργοστασιάρχες είχαν μεγάλες δυσκολίες να βρουν εργάτες και συχνά έπρεπε να διασχίσουν μεγάλες αποστάσεις για να εντοπίσουν κάποιους.

Έπειτα, ήταν απαραίτητο να αναγκάσουν τους φτωχούς να παραμείνουν στις νέες δουλειές τους, τις οποίες εγκατέλειπαν μαζικά. Αυτό είναι ο λόγος που οι εργοστασιάρχες έπαιρναν υπ’ ευθύνη τους τις ζώνες κατοικίας των σκλάβων τους, τα οποία χρησίμευαν ως προθάλαμοι των εργοστασίων. Έτσι, συγκροτούνταν ένας τεράστιος εργοστασιακός εφεδρικός στρατός, πού επέφερε την στρατιωτικοποίηση ολόκληρης της κοινωνικής ζωής.

Ο λουδισμός ήταν η απάντηση των φτωχών σε αυτή την νέα τάξη. Στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, ένα κίνημα αφιερωμένο στην καταστροφή των μηχανών αναπτύχθηκε μέσα σε ένα κλίμα εξεγερτικής λύσσας. Δεν ήταν μόνο ζήτημα νοσταλγίας για τη χρυσή εποχή των μαστόρων. Σαφώς, η πρόοδος του ποσοτικού, του μαζικά παραγόμενου ομοιόμορφου εμπορεύματος σήμαινε μια μεγάλη πηγή οργής.

Τα χιλιαστικά κινήματα, ενεργά στην Ευρώπη από τον 13ο ως τον 17ο αιώνα, αποπειράθηκαν να πραγματοποιήσουν έναν Χρυσό Αιώνα χάριτος στην υλική ζωή. Αναπτύχθηκαν μέσα από έναν μεσσιανικό χριστιανισμό που έβλεπε στην κοσμική εξουσιαστική εκκλησία και το κράτος, τον αντίχριστο, και πολεμούσε για την έλευση των 1000 χρόνων βασιλείας του χριστού στη Γη. Οι πιστοί του, με όλες τις οικονομικές, σεξουαλικές, θρησκευτικές και πολιτικές προκαταλήψεις τους, χρησιμοποίησαν μια ευρεία ποικιλία τακτικών -μερικές από τις οποίες αρκετά βίαιες- προκειμένου να πραγματώσουν την ουτοπία τους. (Για περισσότερα βλ: Norman Cohn, The Pursuit of the Millennium μια συναρπαστική και ακριβής, αν και συντηρητική ανάλυση της εποχής).

Έτσι λοιπόν, ο χρόνος που απαιτούνταν για να ολοκληρώσουν μια εργασία, έγινε πιο σημαντικός από την ποιότητα και το αποτέλεσμά της, κι αυτή η απαξίωση του περιεχομένου κάθε ολοκληρωμένου έργου ώθησε τους φτωχούς προς μια συνολική επίθεση ενάντια στην εργασία, μέσα από την οποία αποκάλυπταν την ολότητά της. Αλλά, ο λουδισμός ήταν πάνω απ’ όλα ένας αντι-καπιταλιστικός πόλεμος ανεξαρτησίας, μια «προσπάθεια να καταστραφεί η νέα κοινωνία» (Mathias). Όπως έλεγε κι ένα από τα συνθήματά τους, «Όλοι οι ευγενείς και οι τύραννοι πρέπει να τσακιστούν».

Ο Λουδισμός ήταν κληρονομιά του χιλιαστικού κινήματος των προηγουμένων αιώνων, και παρόλο που δεν εκφραζόταν πλέον με μια οικουμενική και ενοποιητική θεωρία, παρέμενε ριζικά ξένος προς κάθε πολιτικό συμφέρον και κάθε οικονομικό ψευτο-ορθολογισμό. Κατά την ίδια περίοδο, στη Γαλλία, οι εξεγέρσεις των μεταξουργών, οι οποίες επίσης κατευθύνονταν ενάντια στην πρόοδο της βιομηχανικής εξημέρωσης, ήταν αντίθετα ήδη μολυσμένοι από το πολιτικό ψεύδος.

«Η πολιτική τους αντίληψη τους απέκοψε από τα αίτια της κοινωνικής αθλιότητας και διαστρέβλωσε τη συνείδηση του αυθεντικού στόχου τους» έγραφε ο Μαρξ το 1844. Το σύνθημά τους ήταν «Να ζεις δουλεύοντας, ή να πεθάνεις πολεμώντας»…

Απόσπασμα από το κείμενο Industrial Domestication του Leopold Rock στο αμερικανικό αναρχικό-πρωτογονιστικό περιοδικό Fifth Estate

μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Δεκέμβρης 2007)

Categories
Os Cangaceiros

Η βιομηχανική εξημέρωση – Leopold Roc

Η βιομηχανική εξημέρωση – Leopold Roc

Η βιομηχανία ως ρίζα της σύγχρονης εξημέρωσης

«Αν η επιστήμη στρατευόταν στην υπηρεσία του κεφαλαίου, η πολύτιμη πειθαρχία των εργατών θα εξασφαλιζόταν» – Andrew Ure, Philosophie des Manufactures, 1835

«Στο παρελθόν, αν κανείς καλούσε έναν έμπορο εργάτη, θα ρίσκαρε μια χειροδικία. Σήμερα, που τους λεν ότι το να είσαι εργάτης είναι το καλύτερο πράγμα στον κόσμο, όλοι επιμένουν ότι είναι εργάτες» – M. Mav., 1948

Ο όρος βιομηχανική επανάσταση, που χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την περίοδο μεταξύ 1750 και 1850, είναι ένα σκέτο αστικό παραμύθι, ανάλογο του παραμυθιού για την πολιτική επανάσταση. Δεν περιλαμβάνει τα αρνητικά και τα μειονεκτήματα από μια ιστορική άποψη, παρά μόνο την ιστορία της τεχνολογικής προόδου. Εδώ ο εχθρός καταφέρνει ένα διπλό χτύπημα, νομιμοποιώντας την ύπαρξη των διευθυντών και της ιεραρχίας ως αναπόδραστες τεχνικές αναγκαιότητες, και επιβάλλοντας μια μηχανική αντίληψη της προόδου, η οποία θεωρείται ένας θετικός και κοινωνικά ουδέτερος νόμος. Ένα τέτοιο ψέμα προοριζόταν προφανώς για τους φτωχούς, στους οποίους θα προκαλούσε μακροχρόνιες καταστροφές.

Για να το ανατρέψουμε, αρκεί να επιμείνουμε στα γεγονότα. Το μεγαλύτερο μέρος των τεχνολογικών νεωτερισμών που επέτρεψαν στα εργοστάσια να αναπτυχθούν είχε προηγουμένως επινοηθεί αλλά παρέμενε αχρησιμοποίητο. Η ευρεία εφαρμογή τους δεν ήταν μια μηχανική συνέπεια, αλλα προέκυψε από μια ιστορική επιλογή που έγινε από τις κυρίαρχες τάξεις. Και η επιλογή αυτή δεν ήταν τόσο μια απάντηση στο ενδιαφέρον για τεχνολογική επάρκεια απλώς (κάτι το οποίο είναι ούτως ή άλλως αμφισβητήσιμο) όσο μια στρατηγική εσωτερικής εξημέρωσης. Η ψευδο-βιομηχανική επανάσταση μπορεί λοιπόν να οριστεί ως ένα πρόγραμμα κοινωνικής αντεπανάστασης. Υπάρχει μόνο ενός είδους πρόοδος: η πρόοδος της αλλοτρίωσης.

Κάτω από το προηγούμενο σύστημα, οι φτωχοί απολάμβαναν ακόμη ένα σεβαστό ποσό ανεξαρτησίας στη δουλειά που ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν. Η κυρίαρχη μορφή της ήταν τα οικιακά εργαστήρια. Οι καπιταλιστές νοίκιαζαν τα εργαλεία στους εργάτες, τους παρείχαν πρώτες ύλες, κι έπειτα αγόραζαν από αυτούς πάμφθηνα τα τελικά προϊόντα. Για τους εργάτες, η εκμετάλλευση ήταν μόνο μια στιγμή συναλλαγής πάνω στην οποία δεν είχαν άμεσο έλεγχο.

Ο φτωχός θεωρούσε ακόμα τη δουλειά του «τέχνη» πάνω στην οποία κατείχε έναν σημαντικό βαθμό πρωτοβουλίας λήψης αποφάσεων. Όμως, πάνω απ’ όλα, παρέμεναν αφέντες του χρόνου τους: εργάζονταν στο σπίτι και μπορούσαν να σταματήσουν οποτεδήποτε ένιωθαν την ανάγκη: ο χρόνος εργασίας του διέφευγε από κάθε υπολογισμό. Και η ποικιλία, όπως και η μη-τακτικότητα ήταν χαρακτηριστικά μιας τέτοιας εργασίας, μιας και τα οικιακά εργαστήρια δεν ήταν συνήθως παρά συμπληρωματικά των γεωργικών εργασιών.

Οι επερχόμενες διακυμάνσεις της βιομηχανικής δραστηριότητας ήταν ασύμβατες με την αρμονική επέκταση του εμπορίου. Έτσι, οι φτωχοί απολάμβαναν ακόμη σχετικά προνόμια τα οποία ασκούσαν μόνιμα. Η εκτροπή-οικειοποίηση πρώτων υλών και μεταπώλησή τους, έθρεφε μια παράλληλη αγορά. Πάνω απ’ όλα, όσοι εργάζονταν σε κάποια επιχείρηση μπορούσαν να ασκούν πίεση στους εργοδότες τους: η συχνή καταστροφή αργαλειών αποτελούσε ένα μέσο «συλλογικής διαπραγμάτευσης μέσω ταραχών» (Hobsbawm: “collective bargaining by riot”). «Κατέβαινε τα λεφτά, ή θα στο κάνουμε λαμπόγιαλο»

Categories
Uncategorized

Αναρχοπάνκ, το ALF και η απεργία των ανθρακωρύχων

Αναρχοπάνκ, το ALF και η απεργία των ανθρακωρύχων – μια διδακτική ιστορία από τα 80s

«Έχω μια αίσθηση φόβου μαζί κι απέχθειας, όταν βλέπω συντρόφους που μισούν το παρελθόν τους, ή ακόμη χειρότερα, που το αποκρύπτουν. Δεν αρνούμαι το παρελθόν μου, για παράδειγμα την εργατίστικη περίοδό μου, αντιθέτως, το αποδέχομαι. Αν πετάμε τα πάντα μακριά, θα ζούμε σε μια κατάσταση μόνιμης σχιζοφρένειας.» (Sergio Bologna, «Wright» 1996)

Αυτός ο απολογισμός του κινήματος από το αναρχοπάνκ στους ταξικούς αγώνες των 1980s, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις δικές μας εμπειρίες. Πιστεύουμε ότι αξίζει να μιλήσουμε γι αυτό, γιατί σχετίζεται επίσης με διαφορετικές εποχές και καταστάσεις. Τα ζητήματα των ζώων και της φύσης συχνά συνδυάζονται με τις λεγόμενες «αντικουλτούρες», και τείνουν να παραβλέπονται καθώς οι άνθρωποι εμπλέκονται σε κάποια πιο παραδοσιακή ριζοσπαστική πολιτική. Μπορούμε να δούμε τον παραλληλισμό στο σημαντικό αριθμό πολιτικοποιημένων «χίππηδων» που απορροφήθηκαν από το SWP (σοσιαλιστικό κόμμα) και από άλλες παρεμφερείς ομάδες στα τέλη του ’60/ αρχές ’70. Σήμερα ο αριθμός των διαδηλωτών ενάντια στην επέκταση των αυτοκινητοδρόμων που υιοθετεί ή προσεγγίζει κομμουνιστικές θέσεις, είναι επίσης μια ένδειξη των λαθών που έγιναν από τη γενιά του ’80. Η υιοθέτηση μιας κομμουνιστικής θεώρησης μπορεί να είναι ένα βήμα μπροστά, αλλά όχι αν αυτό σημαίνει να εγκαταλείπεις οτιδήποτε ανατρεπτικό υπήρχε στη δράση σου.

Στις αρχές του ’80 το αναρχικό κίνημα στη Βρετανία πήρε μια τεράστια ώθηση σαν κλωτσιά στον κώλο, λόγω της εισροής πολιτικοποιημένων πανκ ακτιβιστών. Ο αναρχοπανκ χώρος ήταν συνδεδεμένος με διάσημες μπάντες όπως οι Crass, οι Poison Girls, και οι Conflict αλλά ακόμα και σε επαρχιακές πόλεις σε όλη τη χώρα (κι ακόμα σε όλη την Ευρώπη και παραπέρα) χιλιάδες άνθρωποι σχημάτιζαν δικές τους μπάντες, έστηναν συναυλίες σε καταλήψεις και γενικά βρίζαν το σύστημα. Σε πολιτικό επίπεδο, δινόταν έμφαση σε ένα μείγμα lifestyle αποκοπής από το «σύστημα» (άρνηση της εργασίας, μποϋκοτάζ στα πάντα κλπ) και άμεσης δράσης ενάντια στις «πολυεθνικές του θανάτου». Το απόγειο στη Βρετανία ήταν στα 1983/84 όταν εκατοντάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο οικονομικό κέντρο του Λονδίνου για τη δράση “Stop The City”, βάζοντας στο στόχαστρό τους κυρίως εταιρίες που σχετίζονταν με το εμπόριο όπλων, την οικολογική καταστροφή και την εκμετάλλευση των ζώων. Η απελευθέρωση των ζώων (Animal liberation) ήταν κεντρικό ζήτημα για το αναρχοπάνκ. Σχεδόν κάθε συγκρότημα είχε ένα τραγούδι για το κυνήγι ή τα πειράματα στα ζώα, και πολλά εξώφυλλα δίσκων φιλοξενούσαν εικόνες ζώων σε διάφορες μορφές κακοποίησης. Πολλοί πανκς υιοθέτησαν ένα χορτοφαγικό lifestyle και ρίχτηκαν στον ακτιβισμό υπέρ των ζώων  οι πανκς αποτελούσαν την πλειοψηφία των ομάδων που σαμποτάραν τα οργανωμένα κυνήγια.

Την περίοδο αυτή, το κίνημα της άμεσης δράσης για την απελευθέρωση των ζώων κορυφώθηκε. Το Μέτωπο Απελευθέρωσης Ζώων (ALF-Animal Liberation Front) ιδρύθηκε στα 1976 και στις αρχές του ’80 οι πρακτικές διάρρηξης και απελευθέρωσης ζώων από εργαστήρια, το οικονομικό σαμποτάζ ενάντια στο κυνήγι, τις βιομηχανοποιημένες φάρμες και τα πειράματα σε ζώα, έφτασαν σε πρωτόγνωρα επίπεδα και απολάμβαναν ευρεία υποστήριξη. Το ALF ήταν, και παραμένει, μια οργάνωση αποκεντρωμένων πυρήνων, με μια παράλληλη δομή ομάδων υποστηρικτών που φέρνει τους ανθρώπους σε επαφή μεταξύ τους, βγάζει δελτία τύπου, και υποστηρίζει τους φυλακισμένους αγωνιστές. Παράλληλα με τον πυρήνα των κανονικών ακτιβιστών υπήρχε ένα πιο εκτεταμένο πλαίσιο ανθρώπων που χρησιμοποιούσαν την υπογραφή αυτή σε δράσεις και σαμποτάζ χαμηλής έντασης όπως σπάσιμο τζαμιών και κόλλημα κλειδαριών.

Ταυτόχρονα με το ALF υπήρχε ένα ευρύτερο κίνημα άμεσης δράσης, περιλαμβάνοντας μαχητικές διαδηλώσεις (όπως η έφοδος 2.000 ανθρώπων στο στρατιωτικό εργαστήριο του Porton Down στα 1982) και μαζικές εισβολές σε εργαστήρια, όχι τόσο για να απελευθερωθούν τα ζώα, όσο για να συγκεντρωθούν στοιχεία για την κακοποίηση που υφίσταται εκεί. Στα 1984 εκατοντάδες άνθρωποι πήραν μέρος στις εισβολές του Βόρειου, Νοτιοανατολικού και Ανατολικού Αγώνα για την απελευθέρωση των Ζώων, στα κυριότερα εργαστήρια της χώρας, όπως αυτά των εταιριών ICI, Unilever και Wickham. Αναπόφευκτα η κρατική καταστολή και η ποινικοποίηση του κινήματος εντάθηκε – 25 άνθρωποι φυλακίστηκαν για τη δράση στη Unilever.

Το 1984 επίσης, έκανε την εμφάνισή του ο πιο διαρκής και σφοδρός αγώνας στην πρόσφατη ιστορία της ταξικής πάλης στη Βρετανία – Η απεργία των ανθρακωρύχων. Η απεργία έθεσε μια κεντρική και τελειωτική πρόκληση για την αναρχοπάνκ ιδεολογία. Χονδρικά, η κοσμοθεωρία αυτή έτεινε να χωρίζει ηθικά τον κόσμο αυτό σε δυο στρατόπεδα – τους καλούς (αυτούς που σκέφτονταν ή δρούσαν όπως οι αναρχοπανκς) και τους κακούς (που συνεργάζονταν με το σύστημα). Στο ξεκίνημα της απεργίας, πολλοί πανκς θα τοποθετούσαν τους ανθρακωρύχους στη δεύτερη κατηγορία – άλλωστε, μήπως και οι περισσότεροι από τους ανθρακωρύχους δεν έτρωγαν κρέας και μάχονταν μόνο και μόνο για να μη χάσουν τη δουλειά τους; Αντιμέτωποι με την αυξανόμενη κοινωνική πόλωση που αναπτυσσόταν γύρω από την απεργία, και την ενθουσιώδη αντίσταση των μαχητικών ανθρακωρύχων, σχεδόν όλοι πέρασαν στην άλλη πλευρά. Γύρω από τους Chumbawamba από το Leeds (πολλά χρόνια πριν τις μέρες της Top of the Pops κατάντιάς τους), τα περισσότερα αναρχικά συγκροτήματα, συμπεριλαμβανομένων των Crass, είχαν παίξει για υποστήριξη των ανθρακωρύχων μέχρι το τέλος της απεργίας τους.

Η βία της απεργίας των ανθρακωρύχων επίσης αποδυνάμωσε την επιρροή του ειρηνισμού στην πανκ σκηνή. Το νέο κλίμα εκφράστηκε μέσα από την εφημερίδα Class War, που στήθηκε στα 1983, συνδυάζοντας πανκ αισθητική με έναν λόγο ταξικής βίας και επανάστασης. Η αρχική Class War ήταν απολύτως σαφής ότι η απελευθέρωση των ζώων ήταν μέρος του επαναστατικού κινήματος ενάντια στην καπιταλιστική κοινωνία. Θέτοντας σε κίνηση την «εαρινή εκστρατεία» της εναντίον των πλουσίων, το εξώφυλλό της απεικόνιζε μια φωτογραφία ενός κυνηγού και το σλόγκαν «γαμημένο πλούσιο κάθαρμα, δε θα μας τη γλιτώσεις». Ένα άρθρο στο ίδιο τεύχος δήλωνε: «Η Class War υποστηρίζει ολόψυχα το κίνημα για την απελευθέρωση των ζώων. Πολλοί από μας συμμετέχουν στους «Σαμποτέρς του Κυνηγιού» και αναλαμβάνουν δράσεις σε εργαστήρια και φάρμες εκμετάλλευσης ζώων, σε όλη τη χώρα».

Η Class War παρενέβαινε σε πορείες ενάντια στα πειράματα καταγγέλλοντας τους «γραφειοκράτες του BUAV (Βρετανική Ένωση για την Κατάργηση των Πειραμάτων σε ζώα) και τον φόβο τους για την «αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση του κινήματος απελευθέρωσης των ζώων, την παράτολμη εμμονή του στις επιθέσεις ενάντια στην ιδιοκτησία και στις συγκρούσεις με την αστυνομία». Για τα προβλήματα που δημιουργούσαν αποκηρύχθηκαν από τη BUAV ως προβοκάτορες, μετά τις συγκρούσεις με την αστυνομία στα εργαστήρια της Biorex στο Islington. H Class War έβλεπε την μαχητικότητα του κινήματος με ενθουσιασμό, εκφράζοντας την ελπίδα ότι: «οι βίαιες επιθέσεις σε εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης ζώων θα διαχυθούν σε βίαιες επιθέσεις προς κάθε τομέα αυτής της σκατο-κοινωνίας». Ωστόσο με την μετατροπή της Class War σε εθνικής εμβέλειας ομοσπονδία (και την αποχώρηση μερικών από τα ιδρυτικά της μέλη) υιοθέτησε πιο παραδοσιακές εργατίστικες θέσεις, και η απελευθέρωση των ζώων χάθηκε από τον ορίζοντα των αναφορών της. Η αναρχοπάνκ σκηνή άρχισε να διαλύεται. Οι Crass αποσύρθηκαν, και οι επαρχιακές σκηνές συχνά καταντούσαν μίζερες κλίκες. Κάποιοι προσπάθησαν απλώς να συνεχίσουν να κάνουν ότι έκαναν και πριν – μια αναρχοπάνκ σκηνή προσδιορισμένη βάσει των δεδομένων του 1980 συνεχίζει ακόμα και σήμερα, αλλά πια δεν αποτελεί επιθετικό κίνημα παρά μια ρηχή υποκουλτούρα. Κάποιοι άλλοι, τράβηξαν αυτόν τον τρόπο ζωής στα άκρα, ταξιδεύοντας από το ένα μέρος στο άλλο, άλλοι πήγαν να γίνουν καλλιεργητές στην Ιρλανδία. Μερικοί πέσανε στα ναρκωτικά. ’λλοι απλά τα διέγραψαν όλα πίσω τους, σαν μια νεανική απερισκεψία. Κάποιοι από αυτούς που παρέμειναν συγκεντρωμένοι πρωταρχικά στο ζήτημα των ζώων, εγκλωβίστηκαν σε μια σπείρα ολοένα αυξανόμενης καταστολής από την μία και της απομόνωσης στην μαχητικότητα ενός μικρού πυρήνα ακτιβιστών. Η μαζική άμεση δράση γρήγορα εξέλειψε κι υποκαταστάθηκε από μια σειρά εμπρησμούς, απειλές για δηλητηριασμένα προϊόντα, κι ακόμα βομβιστικών επιθέσεων, την ευθύνη των οποίων αναλάμβανε η ARM – Animal Rights Militia.

Οι περισσότεροι από τους (πρώην) αναρχοπάνκς, που παρέμειναν πολιτικά ενεργοί κινήθηκαν προς μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, ανακαλύπτοντας από την αρχή διάφορες μορφές ταξικής σύγκρουσης. Από τη διαδικασία αυτή, περισσότερο επωφελήθηκε η Class War, αλλά και όλες οι τάσεις του αντιεξουσιαστικού, κομμουνιστικού χώρου γνώρισαν μια αναζωογόνηση, ακόμα και το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα άμεσης δράσης, η αναρχοκομμουνιστική ομοσπονδία και οι διάφορες ακροαριστερές ή μετακαταστασιακές ομάδες.

Από την άποψη της ανάπτυξης ενός ριζοσπαστικού αντι-καπιταλιστικού κινήματος, αυτός θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, αναλογιζόμενοι την ανατρεπτική πρακτική και τη φαντασία της αναρχοπάνκ σκηνής με μια πιο ξεκάθαρη κατανόηση του καπιταλισμού και του κομμουνισμού. Αλλά κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη. Αντίθετα, οι περισσότεροι άνθρωποι απλά διέγραψαν τις προηγούμενες απόψεις τους και υιοθέτησαν τις παραδοσιακές αναρχικές ή μαρξιστικές ιδεολογίες εξ ολοκλήρου. Τα κουρέματα, τα ρούχα και το διαιτολόγιο άλλαξαν με μιας καθώς οι άνθρωποι βιάζονταν να προσαρμοστούν στην αδιέξοδη ταυτότητα της «εργατικής τάξης» από την οποία είχαν προηγουμένως προσπαθήσει τόσο επίμονα να ξεφύγουν.

Τα ζώα πλέον ήταν εκτός θέματος, κι αν μη τι άλλο, το να τρως κρέας ήταν πια στην ταυτότητα του «καθημερινού ανθρώπου». Μερικοί φανατικοί χορτοφάγοι που είχαν καταδικάσει ηθικά τους άλλους γιατί έτρωγαν κρέας, τώρα κριτικάραν τους χορτοφάγους που δεν τρώνε κρέας. Το διαιτολόγιο μπορεί να άλλαξε αλλά η στάση της αυθεντίας είχε παραμείνει η ίδια. Το ενδιαφέρον για τα ζώα αποκηρύχθηκε σαν βίτσιο μεσοαστικό και φιλελεύθερο. Οι απόψεις αυτές συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις αντιλήψεις αρκετών ριζοσπαστών σήμερα, ιδιαίτερα αυτές που ανιχνεύουν την πολιτική τους συγκρότηση πίσω στο σχίσμα της αναρχοπάνκ σκηνής στα 1980.

Κοιτάζοντας πίσω, το πολύ που μπορούμε να πούμε για τις εξελίξεις του 1980 είναι ότι αντανακλούσαν ένα βήμα από μια σύγχυση ιδεών σε μια άλλη. Οι άνθρωποι δεν γίνονται περισσότερο ή λιγότεροι «εργατική τάξη» όταν υιοθετούν το πατροναρισμένο μοντέλο «προλεταριακού» τρόπου ζωής, απ’ ότι όταν είναι πανκς. Το να είσαι μέρος της εργατικής τάξης δεν έχει να κάνει με το τι φοράς, τι τρως ή πως μιλάς – έχει να κάνει με το να υφίστασαι μια ζωή κυριαρχούμενη από την εργασία (πράγμα που ισχύει όχι μόνο για τους μισθωτούς εργαζόμενους, αλλά και για τους άνεργους, οι συνθήκες ύπαρξης των οποίων κυριαρχούνται από τη σχέση τους με την αγορά εργασίας). Οι πρώην πανκς άρχισαν να τρώνε κρέας όπως και η αποδοχή του ειρηνισμού μετατράπηκε σε μια αποθέωση της βίας και του τρόμου, σε επίπεδο «αιμοσταγούς κομμουνιστή». Αλλά αυτό που ήταν (και είναι) απαραίτητο, δεν είναι η αντικατάσταση μιας λανθασμένης θέσης με την άρνησή της, αλλά μια σύνθεση που πάει πέρα από την εικονική αντίθεση του αντικατοπτρισμού αντικειμένου-ειδώλου.

Οι αναρχικοί της «ταξικής πάλης» αναγνώρισαν ότι οι βασικές κοινωνικές συγκρούσεις διαμορφώνουν τις εμπειρίες των ανθρώπων. Σπάνια όμως, η κριτική τους για τον κόσμο αυτό πήγαινε λίγο παραπέρα από ένα κάλεσμα στην εργατική τάξη να «πάρει τα πράγματα στα χέρια της», σαν να λέμε δηλαδή τα εργαστήρια και τις φάρμες εκμετάλλευσης ζώων, τα σφαγεία κλπ. συνεπώς γι αυτούς, το πρόβλημα με τα McDonalds ήταν ότι δεν διευθύνονταν δημοκρατικά και σε μια μη κερδοσκοπική βάση. Παρά τις ατομικιστικές και ηθικιστικές εμμονές του, το αναρχοπάνκ έθεσε σε μερικές περιπτώσεις μια ευρύτερη κριτική του καπιταλισμού σαν τρόπο ζωής. Αρνήθηκε να πάρει τα προϊόντα των σουπερμάρκετ σαν αυτό-αξία, μερικές φορές εντοπίζοντας σχολαστικά την αλυσίδα της ανθρώπινης και ζωικής σφαγής που παράγει το χάμπουργκερ. Και παρά το γεγονός ότι είχαν μια πιο συνεκτική κοσμοθεωρία, πολλοί όψιμοι αναρχικοί ανέπτυσσαν μια λιγότερο ανατρεπτική σχέση με τον κόσμο απ’ ότι πριν. Το αναρχοπάνκ περιλάμβανε μια πρακτική κριτική των πραγμάτων ως έχουν, όχι απλά στο επίπεδο της άμεσης δράσης, αλλά επίσης στην ανάπτυξη διαφορετικών τρόπων να κάνουμε κάτι, όπως με τη δημιουργία εναλλακτικών στην εμπορευματική διανομή της μουσικής. Για πολλούς αναρχικούς, η ανάπτυξη ανατρεπτικών ανθρώπινων σχέσεων περιοριζόταν για το μετά της επανάστασης, ή τουλάχιστον μετά την πώληση της επόμενης εφημερίδας. Μπορούμε ακόμα να δούμε την αναβίωση παραδοσιακών εργατίστικων ιδεολογιών σαν ενταφιασμό της ριζοσπαστικής αμφισβήτησης της ζωής στον καπιταλισμό.

Η απελευθέρωση ζώων μπορεί να έχει διαγραφεί από τις προσωπικές βιογραφίες και την πολιτική ιστοριογραφία της επαναστατικής φιλολογίας, αλλά μπορούμε να πούμε ότι έχει συνεισφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος. Έχει εφοδιάσει τους ανθρώπους με μια γκάμα πρακτικών ικανοτήτων που μπορούν να εφαρμοστούν σε διαφορετικές συνθήκες. Έχει βοηθήσει τέλος, στο να τεθεί το θεμελιακό κοινωνικό ζήτημα της σχέσης μεταξύ των ανθρώπων και του υπόλοιπου φυσικού κόσμου.

 

[Το άρθρο αυτό των Beasts of Burden μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε σε live την 1 Ιούνη 2007 στη Σαλονίκη, από τις «Εκδόσεις για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας»]

Categories
Gilles Dauve

Γράμμα πάνω στην απελευθέρωση των ζώων – Gilles Dauve

η μετάφραση του γράμματος του ζιλ ντωβέ πάνω στο ζήτημα της απελευθέρωσης των ζώων

ΓΡΑΜΜΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

Αυτή η μπροσούρα έχει τη χαρακτηριστική ιδιότητα να απευθύνει ένα ζωτικής σημασίας ερώτημα: Αν ο κομμουνισμός θεωρείται ότι θα μετασχηματίσει το σύνολο της καθημερινής ζωής, μπορεί να παραμερίσει το ζήτημα της σχέσης μας με τα ζώα και των διατροφικών μας συνηθειών; Το κείμενο «Beasts of Burden» πιέζει να ξανασκεφτούμε τον όλο «πριμιτιβιστικό» διάλογο. Ελπίζουμε μια μέρα να ασχοληθούμε και μ αυτό.

1. Δεν υπάρχει λάθος στροφή στην Ιστορία

Είναι αδύνατον να προσδιορίσει κανείς πότε ή πώς η ιστορία πήγε στραβά. Ο πριμιτιβισμός (1) επιλέγει αυτά τα γεγονότα τα οποία υποτίθεται ότι επιβεβαιώνουν το σκοπό του και απορρίπτει μια τάση της ιστορίας (παραδοσιακή-κλασική ιστορία) στο όνομα άλλων, οι οποίες ανήκουν επίσης στην καπιταλιστική γνώση (ανθρωπολογία). Αντί να αποχωρίζεστε το «μαρξιστικό» ντετερμινισμό, μετατοπίζετε την έμφαση από την οικονομία στις αντιθέσεις ανθρώπου/ζώου. Είτε είναι γραμμένο από τον Rousseau, είτε από σας είτε από μας, οποιοδήποτε “Discours Des origines” συνήθως λέει περισσότερα για αυτόν που το έγραψε παρά για το παρελθόν.

Η ιστορία μας εφοδιάζει με γεγονότα και στοιχεία που επιβεβαιώνουν την μετεξέλιξη του ανθρώπου σ αυτό που είναι τώρα. Όχι πολλά παραδείγματα, αλλά αρκετά για τον καθένα για να επιλέξει και να τα επεξεργαστεί λεπτομερώς. Γιατί θα πρέπει ο κυνηγός να είναι ο πρώτος παλιάνθρωπος; Γράφετε ότι η γεωργία οδήγησε στη συσσώρευση, άρα στις τάξεις, κ.λπ… Τι γίνεται, όμως, με την τροφοσυλλογή; Δε θα μπορούσε κάποιος να συσσωρεύσει αυτά που ο άλλος είχε συγκεντρώσει; Θα μπορούσε να ήταν το ίδιο λογικό να ξεκινήσει κανείς από ένα παρόμοιο γεγονός (τον τροχό παραδείγματος χάριν) και να αναδομήσει 10000 χρόνια πάνω σ αυτό. Κανένα μεμονωμένο γεγονός δεν μπορεί να εξηγήσει τα πάντα. Η αξία δεν εξηγεί όλο το Κεφάλαιο. Δεν μπορεί κανείς να διαλέξει μια μορφή (μιας αναπόφευκτα αλλοτριωμένης) ζωής και να τη μετατρέψει σε αιτία για όλα τ άλλα. Τροφοσυλλογή εναντίον εξημέρωσης των ζώων. Γεωργία εναντίον κυνηγιού. Χωριό εναντίον πόλης. Στατικότητα εναντίον νομαδισμού. ’Ατομο εναντίον κοινωνίας. Κοινότητα εναντίον ατομικότητας. Ελεύθερο κυνήγι και ψάρεμα εναντίον κτηνοτροφίας. Ελίτ εναντίον ανθρώπων. Κεντρική εναντίον τοπικής εξουσίας. Συνθήκες ζωής γυναικών. Καταπίεση παιδιών. Τεχνική και μηχανές. Μην ξεχνάμε και τον πόλεμο! Πολλά άλλαξαν από τότε που ο τελετουργικός πόλεμος επεκτάθηκε και οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν σ αυτό που αργότερα έγινε «δουλειά». Το πιο πιθανό, είναι να συνέβησαν πολλά συγχρόνως, π.χ. κατά τη διάρκεια μερικών χιλιάδων χρόνων.

Η γεωργία δεν οδήγησε στις τάξεις και την πολιτική εξουσία. Υπήρχε ο «πρωτόγονος κομμουνισμός», μετά υπήρξαν η γεωργία και οι τάξεις και η πολιτική. Ο μαρξιστικός ντετερμινισμός (ορισμένες φορές εμφανής στα γραπτά μας) εξήγησε την ιστορία με βάση την εμφάνιση ενός «αποθέματος» που αρπάχτηκε από μια μειοψηφία. Ο Freddy Perlman το αντικαθιστά αυτό με το αρδευτικό και υδρευτικό σύστημα. Αλλά δε μας λέει, γιατί οι τοπικές κοινότητες διαλύθηκαν και γέννησαν τις “τάξεις” και το “κράτος”. Δε θα μπορούσαν συλλογικά να κατασκευάσουν φράγματα και κανάλια, χωρίς να βασιστούν σε διαμεσολαβητές; Δεν υπήρχε τίποτα το μοιραίο σ αυτήν την τεχνική εξέλιξη. Αλλιώς, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ανθρωπότητα θα αυτοϋποδουλώνεται κάθε φορά που θα χρησιμοποιεί μεγάλης έκτασης άρδευση. Υπάρχουν στοιχεία για κυνηγετικές ή αλιευτικές ή αγροτικές κοινωνίες οι οποίες δεν έγιναν καταπιεστικές για τους ανθρώπους. Γιατί; Κανείς δεν ξέρει. Δεν υπάρχει καλύτερη εξήγηση για το γιατί τα πράγματα πήγαν στραβά όπως δεν υπάρχει και εγγύηση για το πως θα γίνουν (και θα μείνουν) καλά στο μέλλον. Δεν μπορούμε να παίρνουμε κάτι το οποίο (συνήθως σωστά) αντιπαθούμε και να το ανάγουμε σε παγκόσμια αιτία για τα πάντα. Γιατί να μη διαλέξουμε τις σπηλαιογραφίες; Σχετίζονται με τη γλώσσα και άρα με τη συμβολική εξουσία, στην οποία οι άνθρωποι αυτοπαγιδεύονται, όπως υποστηρίζει ο Zerzan.

Αυτό είναι τόσο άσχετο όσο και αβάσιμο: μετατρέπει μια πτυχή της κοινωνίας σε αιτία για τα πάντα. Αν μείνουμε στο μερικό και όχι στο σύνολο, η (προ)ιστορία μπορεί να επιστρατευτεί για να αποδείξει οτιδήποτε. Οι μαχητικοί χορτοφάγοι μπορούν εύκολα να αποδώσουν όλα τα κακά της κοινωνίας στην κρεοφαγία και να αντιπαραβάλλουν σ αυτά τη φαινομενικά καλύτερη ζωή του χορτοφάγου ανθρωποειδούς πίθηκου. Ωστόσο, η άλλη πιθανότητα είναι το ίδιο καλά τεκμηριωμένη. Η κρεοφαγία έχει ειδωθεί ως απαρχή μιας απαραίτητης πτυχής της ανθρωπότητας: της κοινωνικότητας. Όπως πολλά αρπακτικά, έτσι και τα δελφίνια παρουσιάζουν ένα τύπο συνεργασίας, ιεραρχίας, κώδικες κ.λπ. Έτσι, ενώ εσείς θεωρείτε το κυνήγι βασικό παράγοντα καταπίεσης, άλλοι το αντιμετωπίζουν ως προέλευση της κοινωνίας. Νοημοσύνη σημαίνει το να είσαι ικανός να αντικρίζεις νέες καταστάσεις και να τις προσαρμόζεις σε διαρκώς εμφανιζόμενα δεδομένα.

Τα ζώα τα οποία σκοτώνουν, συνήθως, έχουν πολύ περισσότερες κοινωνικές σχέσεις απ αυτά με τα οποία τρέφονται. Τώρα, αυτό που μας οδηγεί; Σε ανώτερο επίπεδο φυσιολογίας, έχει υποστηριχθεί ότι η εμφάνιση της ζωικής πρωτεϊνης στη διατροφή μικρών εθνών (αρχαία Ελλάδα, Αγγλία, Ιαπωνία) επιβεβαίωσε τα πλεονεκτήματα της κρεοφαγίας. Και πάλι, αυτό τι σημαίνει; Η “φύση” μας εφοδιάζει με τόσα πολλά στοιχεία που αποδεικνύει κάθε επιχείρημα και γίνεται άχρηστη. Λόγω του ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίστηκαν σαν πράγματα, επαναπροσδιορίστηκαν και τα ζώα και τα δέντρα; Η αυτοκινητοβιομηχανία δεν είναι αποδοκιμαστέα, επειδή κατάγεται από τη φιλοσοφία του σφαγείου. Η κριτική μας ενάντια στον καπιταλισμό γίνεται ακριβώς, γιατί η παραγωγή αξίας μετατρέπει τα πάντα, είτε είναι κρέας είτε είναι ποιήματα, σε εμπορεύματα, και έτσι, είναι άσκοπο να απαιτεί κανείς περισσότερα ερωτικά ποιήματα και λιγότερα hamburgers. Όσο και τα δύο θα είναι προσοδοφόρα, οι βιομηχανίες θα συνεχίζουν να τα παράγουν. Θα μπορούσε να υπάρξει μια βιομηχανία για τα πάντα. Είναι η κοινωνία του μεταφορικού ιμάντα αυτή που θα πρέπει να κατανοηθεί και να μετασχηματιστεί, άσχετα με το αν μεταφέρει βιομηχανικά συσκευασμένο μπιφτέκι ή ψωμί από μαύρο αλεύρι ή ψυγεία.

2. Η ενασχόληση με οποιοδήποτε ζήτημα (στην προκειμένη περίπτωση: κρεοφαγία/χορτοφαγία ή συνθήκες ζωής των ζώων), προϋποθέτει να ρωτήσουμε ποιος θέτει το ζήτημα.

Γιατί ο μέσος νεαρός αστός της Δυτικής Ευρώπης στις αρχές του 21ου αιώνα μισεί την εικόνα ενός ντυμένου στα χακί άντρα που έχει βγει για να κυνηγήσει κουνέλια ή πάπιες; Η γνώση της φύσης, οι οικολογικές ανησυχίες και οι αντιδράσεις για την καταπίεση των ζώων δεν είναι ενδείξεις μιας ανθρωπότητας η οποία τελικά αρχίζει να συνειδητοποιεί τη σύγκρουσή της με το υπόλοιπο του πλανήτη, αλλά είναι αποτέλεσμα της αναγκαιότητας του Κεφαλαίου να σκεφτεί συνολικά και να λάβει υπ όψη του τόσο το παρόν όσο και το παρελθόν, από τους ναούς των Maya μέχρι τις φάλαινες και τα γονίδια. Οτιδήποτε εξουσιάζει πρέπει να ελέγχεται και να ταξινομείται με σκοπό να το διαχειρίζεται σωστά. Ό,τι είναι αγοραίο πρέπει να προστατεύεται. Το Κεφάλαιο είναι ο ιδιοκτήτης του κόσμου και ως γνωστόν κανέναν ιδιοκτήτη δεν τον παίρνει να είναι απρόσεχτος όσον αφορά αυτά που κατέχει. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η μπουρζουαζία σπατάλησε τη ζωή και την εργατική δύναμη εκατομμυρίων προλεταρίων. Χάρη, εν μέρει, στους αγώνες των εργατών, αυτό μετατράπηκε σε λιγότερο καταστροφική και περισσότερο προσοδοφόρα εκμετάλλευση. Τώρα, το Κεφάλαιο δεν μπορεί να συνεχίσει, σπαταλώντας εκατομμύρια πιθήκων και δέντρων. Δεν είναι σύμπτωση το ότι μια έντονη ευαισθητοποίηση πάνω στις συνθήκες ζωής των ζώων εμφανίστηκε την ίδια περίοδο με το βιομηχανοποιημένο φαγητό και την κτηνοτροφία βασισμένη στο μοντέλο του στρατοπέδου συγκέντρωσης.

Ο ανθρωπισμός και η σύγχρονη κρατική εξουσία γεννήθηκαν ταυτόχρονα. Η βιομηχανοποίηση όλων (ανθρώπων, ζώων, καθώς και του ανθρώπινου και ζωικού φαγητού) συμβαδίζει με τη διαμαρτυρία για τις αδικίες που γίνονται εις βάρος όλων. Τα τελευταία 30 χρόνια, η χορτοφαγία έχει αναπτυχθεί με τον ίδιο ρυθμό όπως και οι αγροτικές επιχειρήσεις και τα συναισθήματά μας επίσης: τρώμε, περιτυλιγμένα με πλαστικό, σάντουιτς με χοιρινό, αλλά αρνούμαστε να φορέσουμε γούνα από μινκ. Ο σύγχρονος άνθρωπος θέλει κρέας χωρίς αίμα, τσιγάρα χωρίς νικοτίνη, εμπορεύματα χωρίς κηλίδες ιδρώτα, πόλεμο χωρίς πτώματα, αστυνομία χωρίς γκλομπς, γκλομπς χωρίς χτυπήματα, χρήματα χωρίς κερδοσκοπία. Μ αυτή την έννοια, οι πιο σύγχρονοι τύποι εκμετάλλευσης βοηθούν στην κατανόηση των αντίστοιχων παλαιοτέρων. Αυτό που συμβαίνει στα ζώα είναι ένα υποβιβασμένο αποτέλεσμα “ταξικού αγώνα”, αποτέλεσμα της εξέλιξης της σχέσης Κεφαλαίου-εργασίας μετά τις εξεγέρσεις των δεκαετιών του ’60 και του ’70 στο χώρο της παραγωγής. Οι υπεύθυνοι προσπαθούν να δημιουργήσουν εργασιακούς χώρους πιο ασφαλείς και λιγότερο καταστροφικούς (=περισσότερο παραγωγικούς) για ένα πολύτιμο κεφάλαιο: την εργασία. Η εκμετάλλευση των ζώων αναπαράγει αυτήν τη διαδικασία. Σκοπεύει στο να πειραματίζεται λιγότερο στα ζώα με σκοπό να κερδίσει περισσότερα απ αυτά, επώδυνα αν χρειάζεται, ανώδυνα αν μπορεί: “μείωση του αριθμού των ζώων που θυσιάζονται, λεπτότητα στις τεχνικές που προκαλούν πόνο και αντικατάσταση των ζωντανών από προσομοιώματα και καλλιέργεια κυττάρων” (Newsweek, 16 Ιανουαρίου 1989).

Οι διαμαρτυρίες ενάντια στην εκμετάλλευση των ζώων παραλληλίζονται με τη γενική απαίτηση για μια πολυπολιτισμική, πιο ανοιχτή, μη-επιθετική κοινωνία. Το ίδιο το ζήτημα πρέπει να αμφισβητηθεί. Η έμφαση στη “σκληρότητα” συνεπάγεται ότι μια “δίκαιη” μεταχείριση θα ήταν αποδεκτή. Ο συνεχής λόγος για τις “ελεεινές” συνθήκες εργασίας καλεί για μια ανεκτή εργασία. Ο αγώνας ενάντια στην υπερβολή υποστηρίζει, λογικά, τη μετριοπάθεια. Ας υποθέσουμε ότι αυτά τα στυγερά (και συχνά καθαρά ηλίθια) πειράματα ήταν πραγματικά ανώδυνα, ακόμη και διασκεδαστικά για τα ζώα που θα συμμετείχαν. Εσύ κι εγώ θα συνεχίζαμε να εναντιωνόμαστε στις μελέτες-πειράματα για το στρες και στα πειράματα για το make-up, όπως ακριβώς θα θεωρούσαμε τους “ευτυχισμένους” εργάτες της Ford ακόμη περισσότερο αλλοτριωμένους.

3. Οι συνθήκες ζωής των ανθρώπων και των ζώων χειροτερεύουν μόνο κατά την έννοια ότι κεφαλαιοποιούνται. Επομένως, οι πιο εμφανείς φρίκες εις βάρος των ανθρώπων και των ζώων γίνονται όλο και λιγότερο εμφανώς φρικτές.

Η μπροσούρα σας ξεκινάει με τον ισχυρισμό ότι δεν είναι μόνο οι μάζες που υποφέρουν από την αυξανόμενη καταπίεση και τη φτώχεια, που όλο και εξαπλώνεται, αλλά και τα ζώα σφάζονται και βασανίζονται περισσότερο από ποτέ. Η ζωή έχει χειροτερέψει, αλλά όχι ακριβώς με την έννοια που εσείς εννοείτε. Δεν υπάρχουν περισσότεροι λιμοί και μαζικές δολοφονίες ανθρώπων απ ότι στα 1900 ή στα 1945. Ως προς την τροφή, η διατροφή του μέσου δυτικού εργάτη είναι σίγουρα πλουσιότερη και πιο ισορροπημένη απ αυτή στα χρόνια του Marx: έχει τόσο βιομηχανοποιημένο φαγητό όσο και βιομηχανοποιημένη διασκέδαση ή ταξίδια. Οι προσδοκίες της ζωής συνεχώς αυξάνονται: Αν συμβαίνει το αντίθετο στη Ρωσία, είναι γιατί αυτή πάσχει από τον οπισθοδρομικό καπιταλισμό. Τα εργαστήρια και τα εργοστάσια, στα οποία οι εργάτες δούλευαν σκληρά με πολύ μικρό μισθό, δεν είναι το μέλλον του καπιταλισμού, ούτε τα κοινωνικά επιδόματα και το επίδομα ανεργίας είναι η κύρια πηγή εσόδων για τους προλετάριους. Θα ήμασταν λάθος, αν περιγράφαμε ως κόλαση ένα μέρος που κανείς δεν το θεωρεί παράδεισο. Αυτό που είναι χειρότερο από το 1848, το 1917 ή το 1945, είναι ότι ποτέ άλλοτε δεν έχουν μετατραπεί τόσα έμψυχα και άψυχα όντα σε χρήμα και σε διαδικασίες παραγωγής χρήματος. Ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο εξαρτημένοι από κάτι πέρα απ αυτούς και…μέχρι τώρα, ανίκανοι ή απρόθυμοι να αλλάξουν την κατάσταση. Όπως έλεγε η Καταστασιακή Διεθνής, αυτό που μετράει είναι η κριτική στον πλούτο που παρέχεται από την κοινωνία και όχι στη φτώχεια η οποία επιβάλλεται σε μας. Επειδή και τα δύο πάνε μαζί.

Υπάρχει τόση φρίκη στην πολιτικά ορθή, ζαχαρένια εικόνα της αγάπης για τα ζώα την οποία αυτή η κοινωνία εμφανίζει, όση και στις σφαγές οι οποίες πραγματοποιούνται πίσω από τους ψηλούς τοίχους (των σφαγείων). Δεν ήταν η Αστυνομία της Σκέψης και το Δωμάτιο 101 που έκαναν τον κόσμο του “1984” μια βδελυγμία, αλλά ο όλος κομφορμισμός που τον περίκλειε. Η τελική αγάπη που είχε ο Winston για το Μεγάλο Αδελφό είναι τόσο τρομερή όσο (τρομερά είναι) και τα βασανιστήρια που πέρασε. Το Κεφάλαιο ακρωτηριάζει και εξευτελίζει τους ανθρώπους. Σκοτώνει εκατομμύρια ζώα. Σωστά. Αλλά οπουδήποτε το Κεφάλαιο αναπτύσσεται και γίνεται πιο “αγνά” καπιταλιστικό, καταφεύγει πολύ λιγότερο σε βασανιστήρια και σε ανοιχτή βία. Η ουσία (και κατ επέκταση η αντίθεση) του καπιταλισμού δεν μπορεί να βρεθεί στα άκρα του. Οι γενοκτονίες και οι σφαγές ζώων είναι αναπόφευκτες συνέπειες του Κεφαλαίου, αλλά δεν αποτελούν ορισμό του.

Όπως ακριβώς η εκμετάλλευση των ζώων, έτσι και ο σεξισμός και ο ρατσισμός, είναι απαραίτητα συστατικά (στοιχεία) του καπιταλισμού. Αλλά μόνο όταν τα χρειάζεται. Περιοδικά, τα αχρηστεύει, τα αντικαθιστά με καλύτερα προσαρμοσμένες μορφές. Ο ανεπίσημος ή θεσμικός ρατσισμός πάντα θα επιβιώνει σε κάποιες καπιταλιστικές χώρες, αλλά δεν είναι πουθενά απαραίτητος στο Κεφάλαιο. Για παράδειγμα, δεν ενσάρκωνε το Apartheid τη “μορφή” της μισθωτής εργασίας στη Νότια Αφρική. Πριν 15 χρόνια, φίλοι μας έλεγαν ότι μέσω των αγώνων ενάντια στο Apartheid αντιμάχονταν και τον ίδιο τον καπιταλισμό, μιας και η Νότιο-Αφρικάνικη οικονομία βασιζόταν στο ρατσισμό και δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει διαφορετικά. Μπορεί, όμως, τώρα. Και στην πραγματικότητα, το Κεφάλαιο ήταν ανάμεσα στις κινητήριες δυνάμεις που ξεφορτώθηκαν το Apartheid. Έχετε δίκιο ότι τα McDonald’s είναι το ουσιώδες ζήτημα σε πολλές πτυχές της παρούσας κοινωνίας. Αλλά ακριβώς, τα McDonald’s δεν μπορούν να απεικονιστούν ως ένα συνονθύλευμα τρομακτικών στοιχείων (κακό φαγητό + υποβαθμισμένες κοινωνικές συνθήκες για τους εργάτες, χαμηλοί μισθοί + τρομακτικές συνθήκες εργασίας, σφαγές ζώων + επέκταση της κυριαρχίας των αμερικανικών επενδύσεων και του αμερικάνικου τρόπου ζωής).

Όλα αυτά είναι πραγματικά, αλλά από τη στιγμή που αμφισβητείτε από μια ποιοτική οπτική γωνία, σας διαφεύγει τόσο η ελκυστικότητα όσο και η επιρροή του σκουπιδο-φαγητού (junk food) και της σκουπιδο-εργασίας (junk work). Η έννοια του fast food (ταχυφαγίας) είναι ιστορικά συνδεδεμένη με τις έννοιες του υγιεινού φαγητού (τα ταχυφαγεία έχουν τουλάχιστον τους ίδιους όρους υγιεινής με τις περισσότερες pub και τα περισσότερα cafe που μας αρέσουν), του “τρώω μόνος μου, αν το επιθυμώ”, της αποδέσμευσης από τους άλλους, της ελάχιστης επαφής και επικοινωνίας, της ταχύτητας αλλά και της προσφοράς μιας ημι-απασχόλησης, κυρίως για τους νέους. Αυτές οι έννοιες είναι κάτι περισσότερο από μια ιδεολογία, εκφράζουν την πραγματικότητα της σχόλης και της εργασίας στα χρόνια της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Εκμετάλλευση υπάρχει πράγματι, αλλά η υποβόσκουσα βία (σε ανθρώπους και ζώα) μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως η άλλη όψη του νομίσματος των fast food. Τα McDonald’s είναι τόσο εκμεταλλευτικά και καταπιεστικά όσο και οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, αλλά ισχυρίζεται πως είναι (και είναι σε κάποιο βαθμό) φιλική προς τον πελάτη, προς το προσωπικό και προς τα ζώα. Παίρνοντας ένα hamburger από fast food μπορεί να έχει λιγότερη κοινωνική βαρύτητα απ ό,τι αν κάθεσαι σε μια pub ή σε ένα Joe’s cafe. Το Κεφάλαιο παίρνει τη ζωή (σε όλες τις μορφές της, από την ανθρώπινη εργασία, τα δέντρα και τις αγελάδες, μέχρι τα παραμύθια με νεράιδες και τα αισθήματα), την αναπαράγει και την επιστρέφει σε μας. Αυτή είναι και η διαφορά από παλαιότερα συστήματα εκμετάλλευσης. Εκεί βρίσκεται η δύναμή του. Σε αντίθεση με ένα βαμπίρ, ρουφάει από εμάς ενέργεια, αλλά μας αφήνει ζωντανούς να μεγαλώνουμε, να αγοράζουμε και να ενεργούμε. Η παραγωγή αξίας και ο καπιταλισμός δουλεύουν, γιατί είμαστε ενεργητικοί αλλά και παθητικοί. Γιατί τα computer είναι δημοφιλή; Γιατί τα σπορ; Το κρέας είναι πράγματι σύμβολο της αστικής τάξης.

Αλλά μήπως αντιστρέφετε τα πράγματα; Είναι το ίδιο πιθανό οι αρχηγοί να κρατούσαν για τον εαυτό τους αυτό που είχε μεγαλύτερη θρεπτική αξία. Εντούτοις, ο δυτικός εργάτης (ιδιαίτερα ο άντρας) πιστεύει ακόμη στην υπερκατανάλωση κόκκινου κρέατος, ενώ η ελίτ έχει τώρα οδηγηθεί σε πιο ισορροπημένες δίαιτες. Το να είσαι πλούσιος σήμερα, σημαίνει να πηγαίνεις σε ακριβά μαγαζιά υγιεινής-συχνά χορτοφαγικά προσανατολισμένα. Στην Καλιφόρνια, μπαίνοντας σε ένα μαγαζί με junk food για τις χαμηλότερες τάξεις και ύστερα σε μια αγορά με “οργανικό-βιολογικό φαγητό” για τις μεσαίες τάξεις, είναι σαν να επισκέπτεσαι δύο διαφορετικούς πλανήτες. Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε, ο καταναλωτισμός βαθμιαία επεκτείνεται σ αυτά που ήταν προνόμιο των λίγων και την ίδια στιγμή, η μαζικοποίηση υποβαθμίζει αυτά που φέρνει στα σπίτια όλων. Η τεχνολογία μπορεί να δημιουργήσει φαγητό οποιουδήποτε σχήματος, υφής και γεύσης. Κάποια μέρα, μπορεί να υπάρχουν Χριστουγεννιάτικες γαλοπούλες, τέλειες με κόκαλα, δέρμα και ίδιο ακριβώς χρώμα, κατασκευασμένες από συνθετικούς ζωντανούς οργανισμούς, τόσο νόστιμες όσο η αληθινή, καλές για την υγεία, φθηνές και σε άφθονη ποσότητα. Τότε, η σφαγή των πουλερικών θα μειωνόταν στο ελάχιστο και μόνο για τις υψηλές τάξεις, κάτω από υποθετικά ανώδυνες και χωρίς άγχος συνθήκες, σε παραδοσιακές φάρμες, όπου οι κότες θα περπατούν γύρω-γύρω στην αυλή, πιθανόν υπό την επίβλεψη του RSPCA.

Φυσικά, οι περιθωριοποιημένες μάζες του ημι-βιομηχανοποιημένου κόσμου θα συνέχιζαν να σκοτώνουν κότες με τους πιο φρικτούς τρόπους και θα τρομοκρατούσαν τους δημοσιογράφους της Δύσης. Επιστημονική φαντασία; Τίποτα διαφορετικό από τη μη βίαιη, φιλική προς τους εργάτες βιομηχανία. Η σχέση του ανθρώπου με το υπόλοιπο της φύσης αντανακλά τη σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους. Το Κεφάλαιο, όντως, βασίζεται στην κακομεταχείριση, τον εξαναγκασμό και την καταπίεση. Αλλά η ουσία του δεν είναι περισσότερο βίαιη απ ό,τι μη βίαιη. Είναι σκληρό, όταν πρέπει, χαλαρό, όταν γίνεται πιο προσοδοφόρο. Το να αναγκάζει πεντάχρονα παιδία να δουλεύουν 12 ώρες την ημέρα ήταν αναγκαίο στα 1830, αλλά όπως έδειξε και η ιστορία, όχι ομοούσιο με τα συμφέροντα των επιχειρήσεων. Μαχόμενοι για μη βίαιες μορφές, συνεισφέρουμε στη μετακίνηση των καταπιεστικών μορφών από το ένα επίπεδο στο άλλο. Η προσδοκία για συνθετικό φαγητό επιτρέπει στο Κεφάλαιο να πραγματοποιήσει τερατωδώς το όνειρο της βιολογικής τροφής (bio-food).

4. Το ζήτημα των ζώων μπορεί να τεθεί μόνο ως ζήτημα των ανθρώπων.

Θα ήταν παράλογο να τοποθετήσουμε τον ταξικό αγώνα πάνω απ τη φύση. Το κομμουνιστικό κίνημα δεν υποστηρίζει το βιομηχανικό εργάτη έναντι της αγελάδας. Σκοπός δεν είναι να ανασυνθέσουμε την προλεταριακή τάξη, αλλά να αποσυνθέσουμε όλες τις τάξεις. Ακόμη, η εκμετάλλευση των εργαζομένων στα McDonald’s έχει μεγαλύτερη σχέση με την ιστορία απ αυτήν των αγελάδων. Και όχι επειδή οι άνθρωποι υποφέρουν περισσότερο, ούτε γιατί η κακομεταχείριση των αγελάδων μας ενδιαφέρει λιγότερο. Αλλά επειδή μόνο οι άνθρωποι μπορούν να δώσουν ένα τέλος στα McDonald’s. Τα ζώα δεν εργάζονται. Είναι παραπλανητικό να αποκαλούμε “εργασία” αυτό που ένα άλογο ή ένας μεταξοσκώληκας έχουν μάθει και αναγκάζονται να κάνουν. Γιατί τότε στη λέξη “εργασία” αποδίδεται μια τελείως διαφορετική ερμηνεία από τις πολλές παραλλαγές που γνωρίζουμε γι αυτήν (σκλάβος ή δουλοπάροικος, μισθωτή εργασία, νοικοκυριό, εργασία στο σπίτι). Η εργασία οργανώνεται απ το αφεντικό, τον προϊστάμενο, το διευθυντή…, αλλά ο εργάτης πάντα πρέπει να παίξει το δικό του ρόλο σ αυτήν την οργάνωση και μπορεί να εναλλάξει τη θέση του με οποιονδήποτε τον οργανώνει και να αμφισβητήσει την οργάνωση αυτή. Το έργο που παράγουν τα ζώα δεν είναι ούτε το αντίθετο ούτε το ίδιο με την αλλοτριωμένη εργασία: είναι κάτι άλλο.

Το κομμουνιστικό κίνημα δεν αντιδρά στη μοίρα των θυμάτων είτε αυτά είναι άνθρωποι, είτε είναι ζώα. Ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να αλλάξει εξαρτάται απ αυτά στα οποία έχει θεμελιωθεί. Ο Camatte, ο F.Perlman, οι πριμιτιβιστές και σε μεγάλο βαθμό οι “αυτόνομοι”, ξεκινούν από το γεγονός ότι υπάρχει κυριαρχία πάνω σ όλα: βλέπουν την κοινωνία σαν να στηρίζεται πάνω στον έλεγχο (του οποίου η παραγωγή είναι μονάχα ένα κομμάτι) της κάθε μορφής ζωής. Συνεπώς, το κοινό στοιχείο ανάμεσα σε ανθρώπους και ζώα έχει μεγαλύτερη σημασία απ ό,τι η διαφορά τους. Εμμένουμε στην άποψή μας πως ο καπιταλισμός κυριαρχεί και πως το Κεφάλαιο βασίζεται στην εργασία που παράγει αξία. Το να οδηγείς τους ανθρώπους στην εργασία είναι το κλειδί για να ελέγχεις τα πάντα. Όλα τα παραδείγματα που δίνονται στο κείμενο (δουλειά, εγκλεισμός, εκκαθαρίσεις, γραμμή συναρμολόγησης) επισημαίνουν μια κοινωνική (=μεταξύ ανθρώπων) σχέση, εξαιτίας της οποίας τα ζώα πράγματι υποφέρουν, αλλά το κίνητρο αυτού του μαρτυρίου είναι ο εξαναγκασμός των ανθρώπων να δουλέψουν (το πρόβατο δεν κουρεύει πρόβατο). Μια οργάνωση εργασίας αντικατέστησε κάποια άλλη, η οποία ήταν λιγότερο παραγωγική. Η βιομηχανία των ζώων δε γέννησε ένα προλεταριάτο: η γέννηση του προλεταριάτου ήταν μια από τις συνθήκες για τη βιομηχανία των ζώων.

5. Κανένα lifestyle δεν είναι ανατρεπτικό.

Ο Arthur Cravan ισχυρίζεται πως είναι λιποτάκτης από 17 χώρες. Είμαστε λιποτάκτες. Αλλά όχι επειδή με την αποχή μας από τον κόσμο θα τον αλλάζαμε. Απλά, δεν ανήκουμε. Αν απέχω από την εκλογική διαδικασία, δεν είναι επειδή κατά βάθος θα προτιμούσα τον Callaghan αντί της Thatcher για πρωθυπουργό, αλλά επειδή απαγορεύω στον εαυτό μου να ψηφίσει, λόγω επαναστατικών αρχών. Δεν είμαι αναγκασμένος να πιέσω τον εαυτό μου. Πιστεύω γνήσια πως ο Callaghan δεν είναι καλύτερος από τη Thatcher. Και (σε αντίθεση με τον αριστερό που ψηφίζει Εργατικούς ως το λιγότερο κακό) γνωρίζω καλά, παρ όλα αυτά, ότι αυτή η στάση μου δεν επιφέρει κανένα άμεσο αποτέλεσμα. (Στην καλύτερη περίπτωση η συνεισφορά της είναι να βοηθήσει να κρατήσουμε ζωντανή κάποια κοινότητα ανάμεσα σ αυτούς τους λίγους ανθρώπους που δεν ψηφίζουν για λόγους παρόμοιους με τους δικούς μου). Η αποχή από τον κόσμο δεν εμποδίζει τον τελευταίο να συνεχίσει να λειτουργεί. Αν δε θέλω να πάρω μέρος στην εκμετάλλευση κανενός, το καλύτερο είναι να μην αγοράσω ποτέ μετοχές και να ζω χωρίς λογαριασμό τράπεζας και έτσι είτε να ξοδεύω όλα μου τα χρήματα με το που τα παίρνω ή να τα κρατώ σπίτι μου σε μετρητά. Γιατί όχι; Στο τέλος της ζωής του, ο Jean Genet σχεδόν δεν είχε υπάρχοντα, ζούσε σε ξενοδοχεία και επέμενε να πληρώνεται σε μετρητά, μπορώντας, έτσι, να τα χρησιμοποιεί και να τα διοχετεύει κατά τον τρόπο που ήθελε. Δεν έκανε το μέγιστο, αλλά το καλύτερο που μπορούσε για να διαχειριστεί χρήματα σ έναν κόσμο χρημάτων.

Θα πρέπει να ζητήσουμε από τους εαυτούς μας να κάνουν το ίδιο; Θα πρέπει να το ζητήσουμε από τους φίλους μας; Ο vegan-ισμός είναι προσωπικό ζήτημα, όπως και η στάση του Genet. Ορισμένες στάσεις είναι τελείως “κακές”, αλλά καμιά δεν είναι ανώτερη από τις άλλες. Είναι άσκοπο να αναρωτιόμαστε τι είναι πιο κοντά στον κομμουνισμό. Το εισόδημα του Genet προερχόταν από τη συμμετοχή του στο φιλολογικό κόσμο. Που φυτρώνει η σόγια; Ποιος τη φυτεύει; Για πόσα χρήματα; Η λιγότερο μη κομμουνιστική στάση ίσως είναι το να μην επιλέξεις τρόπο ζωής. Το να ζεις μ ένα μίνιμουμ τάσεων της μόδας, το να παραμείνεις όσο το δυνατόν πιο ανοιχτός: η διανυκτέρευση σ ένα ιγκλού στη Γροιλανδία, μια καλύβα ερυθρόδερμου στη Βόρεια Αμερική, μια συνέλευση κατοίκων πολυκατοικίας, το να οδηγείς ένα φορτηγό στην Κένυα και να διδάσκεις αγγλικά στη Νότια Κορέα, το να ψωνίζεις από τα Tesco’s στη Battersea με τους ντόπιους προλετάριους και να ψαρεύεις με τους χωριανούς των νησιών του Νότιου Ειρηνικού. Το να προσαρμόζεσαι σε πολλές διατροφικές και σεξουαλικές συνήθειες, χωρίς να προσκολλάσαι σε καμία. Αυτό θα ήταν τόσο διαφορετικό από τον “αντιστεκόμενο” που απομονώνεται εντελώς από τον κόσμο όσο και από το άτομο ενός εναλλακτικού κοινωνικού περιβάλλοντος που βρίσκει καταφύγιο μέσα στο μικρόκοσμό του. Ένας τέτοιος (φανταστικός) “πολίτης του κόσμου” ή “ταξιδιώτης της ανθρωπότητας” δε θα έθετε τον εαυτό του ως πρότυπο.

Χωρίς αμφιβολία θα συναντούσε δυσάρεστες πτυχές αυτού του πλανήτη: το κενυατικό φορτηγό μπορεί να συμβάλλει στην παρεμπόδιση της τοπικής ζωής, μερικοί φίλοι από την pub στη Battersea μπορεί να μη συμπαθούν τους μαύρους, κ.λπ. Δεν παρουσιάζουμε ένα νέο ιδανικό του τύπου “Στο Δρόμο” (2). Αυτός ο απίθανος τύπος, απλά, μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι ο κομμουνισμός θα επιτρέψει την αλληλεπίδραση μιας κατηγορίας με όλες τις άλλες. Ίσως το κύριο λάθος του vegan-ισμού (όπως και οποιασδήποτε θεώρησης για τον κόσμο που βασίζεται πάνω σε μια συγκεκριμένη διατροφή) είναι η άποψη ότι ο άνθρωπος είναι ό,τι τρώει. Είναι ό,τι κάνει, το οποίο περιλαμβάνει και αυτά που τρώει, και οτιδήποτε κάνει πάντα γίνεται μαζί με άλλους. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι vegan και κομμουνιστές. Μπορεί να είναι vegan χωρίς να είναι κομμουνιστές ή όντας αντι-κομμουνιστές. Αν οι πανκς είναι πιθανόν να παίξουν ένα μεγαλύτερο ρόλο στις κοινωνικές αναταραχές απ αυτούς που πηγαίνουν στην όπερα, αυτό δεν έχει να κάνει με μια υποτιθέμενη ανωτερότητα των Sex Pistols έναντι του Monteverdi, αλλά έχει περισσότερο να κάνει με το γεγονός ότι το πανκ κοινό προέρχεται από πιο χαμηλές τάξεις απ ό,τι αυτό του Covent Garden. Οι πανκς δε θα είναι επαναστάτες ως πανκς. Ο vegan-ισμός ασχολείται με την κοινωνική και συμβολική εξουσία του κρέατος. Κανείς vegan δεν πιστεύει ότι πετυχαίνει ένα αληθινό χτύπημα ενάντια στη ζωική βιομηχανία: ενεργεί απλά εναντίον μιας εικόνας. Τότε, γιατί να μην αρνούμαστε να οδηγούμε; (Το οποίο, φυσικά, είναι και ευκολότερο, αν μπορείς να ζεις στο κέντρο της πόλης και όχι σ ένα απομακρυσμένο προάστιο με ανεπαρκή μέσα μαζικής μεταφοράς). Γιατί να μην απέχουμε από την πατρότητα και τη μητρότητα; Αλλά αν το κριτήριο είναι να είσαι ανταγωνιστικός της κοινωνίας (όπως στην αρχαία Ελλάδα, όπου η άρνηση του κρέατος ήταν μια επίθεση στις σχέσεις ανάμεσα στους θεούς, τους ανθρώπους και τα ζώα), τότε στην καθολική επαρχία του 1700 ή ακόμη και του 1900 θα ήταν ανατρεπτικό να τρως κρέας την Παρασκευή (όπως πράγματι, κάποιοι μαχητικοί άθεοι συνήθιζαν).

Είναι αδύνατον να ανάγεις μια ιδιαίτερη συμπεριφορά ή χειρονομία σε κανόνα ή αντι-κανόνα. Απ την άλλη, αυτοί που πιστεύουν ότι η ανθρωπότητα πήρε μια λάθος στροφή, είναι λογικά σίγουρο ότι θα αγωνιστούν για έναν κόσμο οργανωμένο ειδικά ενάντια στην επιστροφή σ αυτό το αρχικό λάθος και, για παράδειγμα, θα υιοθετήσουν μια ειδική διατροφή. Επομένως, αυτή η συζήτηση έχει μια ακόμη αξία. Μας υπενθυμίζει ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται τριγύρω από μία αιτία ή αμαρτία. Η κρεοφαγία δεν είναι η ρίζα όλων των κακών. Αλλά ούτε το χρήμα, για παράδειγμα, είναι η πηγή όλων όσων πάνε στραβά. Η ανθρωπότητα δεν υποφέρει από μια αρρώστια που ο κομμουνισμός θα γιατρέψει. Δεν υπάρχει φάρμακο. Είμαστε αμφισβητίες, όχι γιατροί. Δεν αντιτάσσουμε την υγεία έναντι της ασθένειας. Ο κομμουνισμός δεν είναι το αποτέλεσμα μιας ζωής οργανωμένης διαφορετικά, χωρίς νομοθέτες, για παράδειγμα ή χωρίς χρηματικές συναλλαγές. Μπορεί, μόνο, να χαρακτηρισθεί ως ενεργός κοινότητα. Οι άνθρωποι δε θα αναζητούν τρόπους διακίνησης των αγαθών χωρίς να χρησιμοποιούν χρήματα. Θα ζουν και θα δραστηριοποιούνται με διαφορετικό τρόπο κι αυτή η διαφορά θα περιλαμβάνει την απουσία του χρήματος, δηλαδή η εργασία δε θα είναι αποκλειστικά συνδεδεμένη με την παραγωγή. Όσο οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να σκέφτονται πρώτα και πάνω απ όλα προς την κατεύθυνση της εξάλειψης του χρήματος και της κατανομής της πολιτικής εξουσίας, τόσο θα είναι γι αυτούς η απόδειξη ότι δε φαντάζονται απλώς, αλλά κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να ζήσουν χωρίς αυτές τις μάστιγες.

6. Η χορτοφαγία αρνείται, αλλά αποδεικνύει τη ριζική διαφορά του ανθρώπου.

Κανείς δε ζητάει από το λιοντάρι να μη σκοτώνει αντιλόπες. Οι άνθρωποι το θεωρούν δεδομένο ότι η φύση έχει τους κανόνες της. Το κάλεσμα της άγριας φύσης Ο άνθρωπος είναι ο μόνος που καλείται να συμπεριφέρεται διαφορετικά. Η χορτοφαγία τον προσδιορίζει ως το ζώο που έχει την επιλογή, που μπορεί να αποφασίσει να μη βλάψει τα άλλα πλάσματα και ως εκ τούτου πρέπει να αποφασίσει να μην τα βλάψει. Με άλλα λόγια, ζητείται από τον άνθρωπο να δράσει στο ίδιο ανώτερο επίπεδο το οποίο απαρνείται. Λέγεται ότι ανήκει στη φύση, ότι τη γνωρίζει και ακριβώς επειδή τη γνωρίζει υποτίθεται ότι δεν την εκμεταλλεύεται. Δεν υποδεικνύουμε μία ασυνέπεια, προκειμένου να διαψεύσουμε τη χορτοφαγία. Αυτό που πράγματι διαψεύδουμε είναι η δυνατότητα επιλογής. Αυτή η λογική αντίθεση δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος προσδιορισμού της ανθρώπινης φύσης, δείχνοντας πώς η ανθρωπινότητα υπεκφεύγει του προορισμού της.

“To μόνο πράγμα που, πραγματικά, γνωρίζουμε για την ανθρώπινη φύση είναι ότι αλλάζει. Η αλλαγή είναι το μοναδικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό που μπορούμε να προβλέψουμε. Τα συστήματα που αποτυγχάνουν είναι εκείνα που στηρίζονται στη στατικότητα της ανθρώπινης φύσης και όχι στην εξέλιξη και την ανάπτυξή της.” (O. Wilde , The Soul of Man under Socialism) “Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που σκοτώνει για ευχαρίστηση”, ακούμε να λένε, το οποίο υπονοεί ότι ο φόνος δεν μπορεί ή δε θα πρεπε να είναι διασκεδαστικός. Συμφωνούμε απόλυτα, αλλά, υποστηρίζοντας κάτι τέτοιο, δεν κάνουμε τίποτε άλλο απ το να ανοίγουμε τη μοιραία πόρτα στο αλλόκοτο, χωρίς περιορισμούς, βασίλειο της ευχαρίστησης. Ποιος ή τι θα θέσει περιορισμούς σ αυτό; Για ποιο λόγο; Για το κοινό καλό; Για να κατανοήσουμε ότι η ευχαρίστησή μας αυξάνεται, όταν φροντίζουμε να διευρύνουμε την ευχαρίστηση των άλλων και όχι να τη συνθλίβουμε; Πόσο απλό! Πόσο αφελές! Ο Ντε Σαντ ήξερε κάτι παραπάνω. Το ίδιο και ο Φουριέ. Ποτέ, τίποτα δε θα μπορέσει να εξουδετερώσει τελείως την αντικοινωνική και αρνητική πλευρά της ανθρωπινότητας. Ο άνθρωπος δεν είναι πλασμένος για να τρώει ή να μην τρώει σάρκα. Στην πραγματικότητα , ο άνθρωπος δεν ήταν “πλασμένος” για τίποτα. Είναι μάταιο να υπερασπιζόμαστε την ομοφυλοφιλία με το επιχείρημα ότι εμφανίζεται σε ορισμένα είδη ζώων. Αυτό είναι βέβαια αλήθεια, αλλά δε μας λέει πολλά πράγματα, πέρα από την (ήδη γνωστή) ύπαρξη της ομοφυλοφιλίας.

Ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης, αλλά ταυτόχρονα είναι ξεχωριστός από τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο. Κατά πόσο αυτό έχει να κάνει με την ορθή στάση; Κατά πόσο με κοινωνικούς παράγοντες; Κάθε περίοδος μεταφράζει διαφορετικά τις διαθέσιμες πληροφορίες, ανάλογα με τις κυρίαρχες ιστορικές προοπτικές. Η συμπεριφορά του ανθρώπου κατευθύνεται και από τη φύση του και από την επιδεξιότητά του. Ο ανθρωποκεντρισμός (η άποψη, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος είναι ανώτερος από τα άλλα είδη) και η φυσιοκρατία -naturalism (η άποψη ότι ο άνθρωπος πρέπει να αφομοιώσει την υπόλοιπη φύση) αγνοούν και οι δύο ότι η ανθρώπινη φύση είναι προορισμένη να αναζητά την ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος είναι το ον που ποτέ δεν ξέρει ακριβώς τι είναι. Τα συστήματα προσπαθούν να τον καθησυχάσουν. Όταν έχει πλήρως καθησυχαστεί, όπως συμβαίνει στα ολοκληρωτικά καθεστώτα (και ο καπιταλισμός αποτελεί ένα τέτοιο καθεστώς), ο άνθρωπος γίνεται πιο καταστροφικός. Αυτό που κάνει τον άνθρωπο να διαφέρει από τα άλλα είδη είναι το ίδιο που κάνει δυνατή την πτώση του και την περιπλάνησή του. Υπάρχει κάτι αδύνατο στην ανθρωπινότητα που τίποτα δε μπορεί να το απαλείψει. Αν ήμασταν χιμπατζήδες, γάτες ή έντομα δε θα είχαμε γνωρίσει ποτέ τη μηλόπιτα, το αεροπλάνο, ούτε αυτή τη συζήτηση.

7. Το να ελπίζουμε σε μια ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσα στο δικό μας είδος και τα υπόλοιπα, είναι τόσο άσκοπο, όσο και το να αποβλέπουμε σε μια μη-βίαιη ανθρώπινη κοινότητα.

Παρ όλο που πολύ λίγοι από μας έχουν δει το εσωτερικό μιας φάρμας γουρουνιών, κάθε παιδί έχει μια γενική ιδέα για το πώς ένα γουρούνι μετατρέπεται στο μπέικον που τρώει. Κανείς δεν προσπαθεί να αρνηθεί τη σύνδεση. Κάθε πολιτισμός το χειρίζεται με το δικό του τρόπο. Οι κοινωνίες των κυνηγών θεοποιούσαν τα άγρια ζώα. Στην παραδοσιακή αγροτική ζωή, τα παιδιά έπαιζαν με το γουρούνι που εκτρέφανε οι γονείς τους και γιόρταζαν το θάνατό του. Μια ανέκδοτη ταινία που απεικονίζει αυτόν το συνδυασμό θανάτου και χαράς θα ανατρίχιαζε τους τηλεθεατές πολύ περισσότερο από το θέαμα των χιλιάδων λιμοκτονούντων Αφρικανών. Καμιά κοινωνία, εκτός από τη δική μας, δεν έφτασε σε τέτοιο σημείο το συνδυασμό μαζικής σφαγής και υποκρισίας. Μεταχειριζόμαστε τα ζώα σαν ανθρώπους, όχι το αντίστροφο, αλλά πολύ χειρότερα. Ένας απαισιόδοξος θα πει ότι τίποτα δε μπορεί να γίνει γι αυτό. Ένας χορτοφάγος θα προσπαθήσει και θα προωθήσει τον ερχομό ενός κόσμου όπου οι άνθρωποι δεν εκτρέφουν, δε χρησιμοποιούν και δεν τρώνε ζώα. Και οι δύο, όμως, ξεχνούν την αντίθεση που και τα ζώα, επίσης, αγνοούν (η γάτα δεν αναρωτιέται αν είναι σωστό ή λάθος να σκοτώσει το ποντίκι). Σε αντίθεση με τις απαισιόδοξες ή κυνικές συστάσεις, δε μπορούμε να αγνοήσουμε τη μοίρα των ζώων. Σε αντίθεση με τις ευχές των χορτοφάγων, δε μπορούμε να φερόμαστε στα ζώα όπως στο συνάνθρωπό μας: μπορούμε μόνο να προσποιούμαστε ότι το κάνουμε. Και δε μπορούμε να το ξεχάσουμε.

Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο διαφορετικό από τα άλλα και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γνωρίζει και να υπομένει. Η ανθρώπινη ύπαρξη βασίζεται σε τέτοιες αντιθέσεις. Το να σκεφτόμαστε τους εαυτούς μας ως μελλοντικά πτώματα μπορεί εύκολα να μειώσει τη δίψα μας για ζωή. Το να συλλογιζόμαστε πάνω στην άνοδο και την πτώση των πολιτισμών μπορεί να αναστατώσει τις μεγάλες ιστορικές μας προσδοκίες. Ο κομμουνισμός θα αλλάξει τη σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους αλλά και με οτιδήποτε άλλο, συμπεριλαμβανομένων και των ζώων, και επομένως τους όρους, όχι την ύπαρξη της αντίφασης. Το 3000 η ανθρωπότητα θα αριθμεί 5.000.000 πληθυσμό που όλοι τους θα είναι vegan. Ίσως…όμως μια και μόνη δίαιτα μοιάζει τόσο πιθανή όσο μία και μόνη στάση στον έρωτα και ένα είδος κατοικίας στη στέγαση. Ωστόσο, τέλος πάντων, γιατί όχι! Το πρόβλημα είναι πως κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Τα ανθρωπολογικά δεδομένα υποδηλώνουν την απόλυτη ποικιλία και τη μη-προβλεψιμότητα, όσον αφορά τους τρόπους και τα μέσα. Η συμπόνια για τα έμβια όντα, “φυσικά”, επεκτείνεται σ όλες τις μορφές ύπαρξης, ακόμα και πέρα από τη “ζωή”. Όλοι έχουμε νιώσει ντροπή και θυμό, όταν κάποιος άγονος λόφος κόβεται στα δύο ή σβήνεται από το χάρτη για να φτιαχτούν αυτοκινητόδρομοι. (Αλλά είναι εκπληκτικό το ότι δε νιώθουμε λύπη για το ίδιο είδος λόφου, όταν μετατρέπεται σε κάτι που θεωρούμε ως ένα ευφάνταστο πάρκο στο οποίο συναντιόμαστε και διασκεδάζουμε.) Από μια συνολική ή συμπαντική οπτική γωνία, μπορούμε να συμπονέσουμε το τριαντάφυλλο που τρέμει, όταν νιώθει πως όπου να ναι θα το ξεριζώσουν.

Κάποιοι άνθρωποι νιώθουν μια παράξενη έλξη για τα φυτά. Ένας φίλος κάποτε προσπάθησε να “σώσει” ένα μικρό δέντρο από ένα μοτοποδήλατο που είχε πέσει πάνω στα εύθραυστα κλαδιά του. Οι λάτρεις των αγριολούλουδων αισθάνονται πιο πολλή στενοχώρια, όταν βλέπουν κομμένα λουλούδια, παρά όταν ακούνε για ένα σφαγείο. “Δεν είσαι καθόλου ευαίσθητος;” ρωτάνε. Μια συχνή απάντηση είναι: “Τα φυτά δεν έχουν νευρικό σύστημα.” Εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα: που τραβάμε τη διαχωριστική γραμμή; Με ποιο κριτήριο; Για ένα λάτρη των φυτών, είναι το φυτό σιωπηλό ή αθώο, όχι το αρνί που το τρώει. Πρέπει να τον αποκαλέσουμε ανώμαλο;! Η φρίκη των σφαγείων διαιρεί τα όντα σε ζώα και φυτά. Τι γίνεται, όμως, με τους Αφρικανούς που κάνουν τα μυρμήγκια και τους τερμίτες γεύμα; Το πιο πιθανό, χίλιες νέες κατηγοριοποιήσεις θα άνθιζαν στον κομμουνισμό. Όπως το “Για Ένα Κόσμο Χωρίς Ηθική Τάξη” προσπάθησε να εξηγήσει, αυτό δε σημαίνει πως το να περάσεις τη διαχωριστική γραμμή θα είναι εύκολο και απλό. Αν τα πάντα ήταν πιθανά και ανώδυνα οποιαδήποτε στιγμή, το μόνο που θα το αποδείκνυε αυτό είναι πως όλα θα είχαν γίνει τα ίδια, αδιαφοροποίητα, ουδέτερα. Αν δε ρισκάρεις κάτι, δε μπορείς να κερδίσεις και τίποτα. Ποιος θα θελε να ζει σε μια κοιμισμένη πολιτεία, όπου η ανταμοιβή για το να μην κάνεις τίποτα, είναι το να μην πληγώνεσαι ποτέ; Ποιος θα θελε να ζει σ έναν κόσμο που θα είναι βγαλμένος από τις διαφημίσεις της τηλεόρασης; Αυτά που σου αρέσουν προϋποθέτουν αυτά που δε σου αρέσουν και οι προτιμήσεις μας συμβαδίζουν μ αυτά που μας αηδιάζουν.

Μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του κομμουνισμού και των καιρών μας, ωστόσο, είναι πως οι άνθρωποι δε θα προσποιούνται ότι οι κανόνες, οι συνήθειες και οι δίαιτές τους είναι παγκόσμιες σε χρόνο ή τόπο. Η πανάρχαια συζήτηση μεταξύ κρεοφαγίας και χορτοφαγίας συνεισφέρει περισσότερο στην κατανόηση της “ανθρώπινης φύσης” παρά στο να μας μάθει τι να τρώμε. Δεν υπάρχει “καλή” ή φυσική διατροφή (η πολλή βότκα και τα πολλά chips βλάπτουν, όμως). Ο κομμουνισμός συμφιλιώνει τους άντρες μεταξύ τους, τον άντρα με τη γυναίκα, τον ενήλικο με το παιδί, τον άντρα με τον εαυτό του, τα ανθρώπινα με τα μη ανθρώπινα ζώα, τους ανθρώπους με την υπόλοιπη φύση…αλλά όχι εννοώντας πως βάζει τέλος στις συγκρούσεις. Είναι αδύνατο να προβλέψουμε με ποια μορφή θα παραμείνει η βία σ έναν κομμουνιστικό κόσμο. Αυτό που ξέρουμε είναι πως οι άνθρωποι δε θεωρούν ούτε αντιμετωπίζουν τους εαυτούς τους σαν ζώα προς εξημέρωση, αλλά ούτε σαν πιθανούς αγγέλους. Δεν έχουν έμφυτο συναίσθημα ενοχής, αλλά ούτε είναι αθώοι. Κάποια μέρα οι άνθρωποι θα σταματήσουν να αντιμετωπίζουν τα ζώα με τον τρόπο που τα αντιμετωπίζουν εδώ και χιλιετίες. Αλλά οι άντρες και οι γυναίκες δε θα πράττουν ενάντια στον εαυτό τους και για χάρη των ζώων, λόγω της ευσπλαχνίας. Οι άνθρωποι δε θα θυσιάσουν τα διατροφικά τους γούστα, δε θα κόψουν το κρέας παρ όλο που τους αρέσει, επειδή θέλουν να βάλουν τέλος στο βασανισμό των ζώων. Θα τροποποιήσουν τη συμπεριφορά τους απέναντι στον κόσμο των ζώων τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τα ζώα, επειδή η γενική συμπεριφορά τους απέναντι στο σύμπαν θα αλλάξει. Παρόμοια, οι άνθρωποι δε θα σταματήσουν να δουλεύουν στη γραμμή συναρμολόγησης της Volkswagen επειδή, παρ όλο που μπορεί να τους αρέσουν τα αυτοκίνητα, θα δώσουν προτεραιότητα στην οικολογία, σε αντίθεση με τις προσωπικές τους προτιμήσεις. Θα σταματήσουν, επειδή θα έχουν ανακαλύψει μια καινούρια ζωή και επομένως νέα μέσα μεταφοράς.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι πως αν ο βιασμός είναι απίθανο να συμβεί, δε θα συμβαίνει επειδή οι άντρες θα απέχουν απ αυτόν για το κοινό καλό ή επειδή θα αποφασίσουν να μην προκαλούν πόνο στις γυναίκες, αλλά γιατί δε θα αισθάνονται την ανάγκη να τον διαπράξουν. Ζούμε ανάμεσα σε δυο όνειρα ή εφιάλτες. Ο τεχνολογικός μύθος του “Όλα είναι πιθανά” από τη μία, τον οποίο οι “φυσικές καταστροφές”, φρικτές καθώς είναι, διαλύουν ευτυχώς από καιρού εις καιρόν. Και ο μύθος της Μάνας Φύσης απ την άλλη, συνήθως πιο εύπεπτος αλλά συχνά το ίδιο παράλογος: δεν υπάρχει επιστροφή (σε πιο σημείο;). Η φύση δεν είναι μη βίαιη. Ούτε η ανθρωπότητα. Καμιά ζωή δε θα ήταν τόσο γλυκιά, ώστε να εξαλείψει οποιαδήποτε πιθανότητα επιθετικότητας. Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα παραπάνω για τη βία προς τα ζώα σ ένα μελλοντικό κόσμο, απ ό,τι για τη βία ανάμεσα στους ανθρώπους. Χωρίς αμφιβολία, η εξέλιξη της δεύτερης θα επηρεάσει την πρώτη: μια κοινωνία στην οποία οι άντρες και οι γυναίκες δε θα φυλακίζουν τους εαυτούς τους σε κελιά, δε θα φυλακίζει πια και άλλα όντα, όπως έκανε στο παρελθόν. Μπορούμε να πούμε κάτι περισσότερο; Όλα θα ανατρέπονται, από το να ζεις μέσα σε σπίτι, μέχρι το να διαβάζεις ένα βιβλίο. Ομοίως, μάλλον υπάρχει κάτι βαθιά ανθρώπινο στα σπίτια και στα βιβλία, κάτι που θα διατηρούνταν και θα εκπληρωνόταν, πιθανόν χωρίς τις μορφές του “σπιτιού” και του “βιβλίου” τις οποίες έχουμε συνηθίσει. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως ένας άλλος τρόπος ζωής, που τώρα ονομάζουμε κομμουνισμό, δε θα χρειάζεται πολλές από τις φρίκες του παρόντος και του παρελθόντος, γιατί οι άνθρωποι δε θα θέλουν ή δε θα έχουν την ανάγκη να τις διαπράξουν. Ας μη ζητάμε άλλες εγγυήσεις: δε θα υπάρξουν και δε θα μπορούσαν να υπάρξουν.

Υ.Γ.: Υπάρχουν και κάποια άλλα σημεία με τα οποία θα θέλαμε να είχαμε ασχοληθεί. Ένα είναι ο αγγλο/αγγλοσαξωνικο-κεντρισμός που παρουσιάζει το “Beasts Of Burden”. Για παράδειγμα, στην Αγγλία το κυνήγι είναι προνόμιο της άρχουσας τάξης. Στη Γαλλία είναι μια (μπουρζουάδικη) επαναστατική κατάκτηση: μετά το 1789 οι αγρότες απέκτησαν το δικαίωμα να κυνηγούν, το οποίο μέχρι τότε το είχαν μόνο οι αριστοκράτες. Το ελιτίστικο γεγονός του κυνηγιού είναι ιστορικό, π.χ. σχετικό. Μόνο το 2ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες απέκτησαν τη συνήθεια να κυνηγούν για διασκέδαση και για κύρος, κατά ένα μέρος μιμούμενοι τους βασιλιάδες της Μέσης Ανατολής. Σήμερα, μια παρακμάζουσα, αγροτική, ιεραρχική Αγγλία υποστηρίζει το κυνήγι σε μια χαμένη μάχη ενάντια στους μοντέρνους μισθωτούς που ονειρεύονται μια εφησυχασμένη, εξισωμένη κοινωνία. Ένα άλλο σημείο που δε συμπεριλάβαμε είναι η πίστη μας πως η Απελευθέρωση των Ζώων είναι θετική, όταν και εφόσον είναι παράνομη και συγκρούεται με τους μπάτσους. Αλλά πολλές απεργίες, διαδηλώσεις και ταραχές καθοδηγούμενες από αριστεριστές, μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος ή αντιδραστικά σωματεία έχουν συγκρουστεί με τους μπάτσους, πολλές φορές φτάνοντας ακόμα και στο σημείο του ένοπλου αγώνα και δεν κατέληξαν σε τίποτα άλλο παρά ένα βίαιο συντηρητισμό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) πριμιτιβισμός: Η θεωρητική τάση η οποία επικεντρώνει την κριτική της στο ζήτημα του πολιτισμού και της τεχνολογίας, εστιάζοντας, παράλληλα, στα θετικά της κοινωνικής οργάνωσης των πρωτόγονων κοινωνιών. Κυριότεροι εκφραστές της είναι ο John Zerzan, ο Fredy Perlman και άλλοι.

(2) Αναφέρεται στον τύπο του ανθρώπου που παρουσιάζεται στο ομώνυμο βιβλίο του beatnik συγγραφέα Jack Kerouac.

Categories
Adam Cornford

Η ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΣΚΑΤΩΝ: ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ ΕΝΤΡΟΠΙΑ

Η ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΣΚΑΤΩΝ: ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ ΕΝΤΡΟΠΙΑ

Το δοκίμιο αυτό αφιερώνεται στην ελπίδα, πως αν υπάρχει ζωή μετά θάνατον, ο Daniel Moynihan, ο Mickey Kaus, κι όλες οι υπόλοιπες μοιρολογίστρες της παθολογίας της μαύρης υπόταξης, θα την περάσουν ζώντας με τα επιδόματα της Πρόνοιας, ψάχνοντας για δουλειά και προσπαθώντας ν αποφύγουν τους ξυλοδαρμούς ή τις σφαίρες των μπάτσων.

Η Ψυχή της Λευκότητας

Η ιουδαιο-χριστιανική κουλτούρα είχε από παλιά πρόβλημα με τη βρωμιά και το σκοτάδι. Η λευκότητα ήταν, στην Ευρώπη, το σύμβολο της αγνότητας, της καλοσύνης, της ζωής, της τάξης και του θεού (σε αντίθεση π.χ. με την αρχαία κινέζικη κουλτούρα όπου το λευκό συμβολίζει τον θάνατο, και φοριέται στις κηδείες). Το μαύρο ή το σκοτάδι, απ την άλλη, παραδοσιακά υποδήλωναν την ανηθικότητα, το κακό, τον θάνατο, την αταξία και τον σατανά. Για αιώνες, το κυρίαρχο ευρωπαϊκό ιδεώδες της ανθρώπινης ομορφιάς ήταν συνυφασμένο με το λευκό δέρμα. Ο προφανέστερος λόγος για κάτι τέτοιο, είναι πως το κοκκινωπό ή μαυρισμένο δέρμα σήμαινε έκθεση στον ήλιο, τον αέρα ή τη βροχή. Εφόσον η φεουδαρχική κοινωνία ήταν αγροτική, μια τέτοια έκθεση ενός νέου (ή μιας γυναίκας κάθε ηλικίας) υπαινισσόταν μια ταπεινή εργασία στους αγρούς. Αυτοί που καθόριζαν το κυρίαρχο γούστο δεν ήταν άλλοι από τους αριστοκράτες, για τους οποίους η, με κάθε τρόπο, αποφυγή της δουλειάς ήταν αναγκαία για τον ταξικό τους αυτό-καθορισμό. Το αριστοκρατικό ιδανικό της ομορφιάς, που ισχύσει ακόμα και σήμερα, σφυρηλατήθηκε πάνω στα κάθε είδους σημάδια αποχής απ τη δουλειά, ο αθλητικός τύπος παρά ο εύσωμος στον άνδρα, το ανάλαφρο αν και αισθησιακό σώμα στη γυναίκα, με τα λεπτά δάχτυλα κοκ. Η αποχή απ τη δουλειά, σε μια βασικά αγροτική κοινωνία, σήμαινε επίσης αποστασιοποίηση από τη βρωμιά, την επαφή με το χώμα. Μέχρι σήμερα το χώμα σημαίνει βρωμιά, όπως ακριβώς κάτι σκούρο σημαίνει κακό ή απειλή. (Τα διακριτικά της τάξης και του πλούτου ακόμη κυβερνούν τις αισθητικές και ηθικές μας αξίες. Σκεφτείτε τους όρους «ευγενής» και «ταπεινός» όταν εφαρμόζονται στην ανθρώπινη επαφή, την καταγωγή της λέξης villain (κακός), από το vileyn (δουλοπάροικος), καθώς και τη συγγενική του vile (χυδαίο), από τη λατινική vilis (φθηνό)).

Αυτό το πολιτιστικό σύμπλεγμα επέτρεψε στους ευρωπαίους να υποδουλώσουν και να σφαγιάσουν τους αφρικανούς και τους ιθαγενείς αμερικάνους με καθαρή τη συνείδησή τους, ενώ διαφορετικά δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Βέβαια, ο επεκτατικός και δογματικός χαρακτήρας του εκκλησιαστικού χριστιανισμού ήταν το ιδεολογικό υπομόχλιο της εποχής των ανακαλύψεων, όπως και της εποχής των σταυροφοριών (για να είμαστε δίκαιοι, αξίζει να θυμηθούμε ότι κατά τη διάρκεια των σταυροφοριών, η χριστιανική κουλτούρα αντιμετώπιζε μια ισχυρή πρόκληση από μια άλλη επεκτατική και πολύ πιο εκλεπτυσμένη κουλτούρα, το Ισλάμ). Ο χριστιανισμός διαιρεί τα ανθρώπινα όντα σε ίλη και στάρι, σωσμένους και καταραμένους, δίχως να τους αφήνει ενδιάμεσο χώρο αφότου η κρίση του «Ενός Θεού Πατέρα Παντοκράτορα» τους αγγίξει. Αυτή η ολοκληρωτική διαίρεση του κόσμου, με τον δικό της συμβολισμό του λευκού/μαύρου, έφτασε στον υπερθετικό βαθμό με τον αριστοκρατικό δυισμό της λευκής ευγένειας και της μαύρης φτώχειας από την άλλη.

Πίσω απ τις χριστιανικές κι αριστοκρατικές διχοτομήσεις βρισκόταν μια αρχαιότερη, η ελληνορωμαϊκή διαίρεση της ανθρωπότητας σε πολιτισμένους και βάρβαρους ή άγριους λαούς (η υποβαθμισμένη καταγωγή των τελευταίων εντοπίζεται στους ανθρώπους που η γλώσσα τους μοιάζει με θορύβους ζώων ή που ζουν σε δάση αντί για καλλιεργούμενους αγρούς). Γι αρκετούς αιώνες πριν την εποχή των δουλοπαροίκων, οι ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις κολάκευαν τους εαυτούς τους πως αποτελούσαν τον πολιτισμένο κόσμο ενώ οι άραβες και οι πέρσες, παρά τη σπουδαία αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία, τις επιστήμες και τα μαθηματικά τους δεν ήταν παρά βάρβαροι. Ερχόμενοι σε επαφή με τις νομαδικές φυλές της δυτικής Αφρικής, της βορειοανατολικής Αμερικής και του Μεξικού, που δε χρησιμοποιούσαν ούτε τον τροχό, ούτε το λιωμένο σίδερο, οι εξερευνητές αισθάνονταν σίγουροι για την ανωτερότητά τους και το θεϊκό δικαίωμά τους να τους εκμεταλλευτούν. Ακόμα, αυτοί οι άνθρωποι είχαν περισσότερη μελανίνη στο δέρμα τους απ ότι η πλειοψηφία των ευρωπαίων, κι έτσι μπορούσαν εύκολα να ενταχτούν στο πολιτιστικό πλαίσιο του μαύρου ή σκοτεινού, που σήμαινε στην καλύτερη περίπτωση χαοτικό, αμόρφωτο, κατώτερο και βρώμικο, και στη χειρότερη απειλητικό, μολυσματικό και κακό.

Ο πλούτος που λεηλατήθηκε από τη γη, τα εργόχειρα και τα ανθρώπινα κορμιά της Αφρικής και της Αμερικής παρείχαν τα καύσιμα για την απογείωση του εμπορίου στην Ευρώπη. Ο χρυσός και το ασήμι που εξόρυσσαν οι ινδιάνοι σκλάβοι στο Μεξικό και το Περού, το βαμβάκι η ζάχαρη κι ο καπνός που μάζευαν οι αφρικανοί σκλάβοι στην Καραϊβική, γέννησαν τον πλούτο που χρησιμοποιήθηκε για την αγορά της μισθωτής εργασίας λευκού δέρματος-αυτή τη φορά. Ήταν τον δέκατο έβδομο αιώνα, όταν το δουλεμπόριο ανθούσε, που πρωτοεμφανίστηκε η έννοια των ευρωπαίων σαν λευκών. Το σύμβολο της αριστοκρατίας επεκτάθηκε έτσι ώστε να συμπεριλάβει όλους τους ευρωπαίους, ευγενείς ή ταπεινούς είτε στο ενδιάμεσο. Έτσι, μαζί με τον καπιταλισμό, σαν δίδυμος αδερφός του, γεννήθηκε ο σύγχρονος ρατσισμός.

Καθώς οι ευρωπαίοι και οι ευρω-αμερικανοί ζούσαν με αφρικανούς σκλάβους και μάχονταν με ιθαγενείς ινδιάνους για τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο της ηπείρου η συσσώρευση στερεοτύπων και διαχωρισμών επιταχύνθηκε. Κατά τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα οι ευρω-αμερικανοί φαίνονταν μάλλον ανίκανοι να αντικρύσουν τους αφρο-αμερικανούς, σκλάβους ή μη, σαν ανθρώπινα όντα. Ακόμα κι ο Mark Twain, αποδίδοντας έναν συμπαθητικό χαρακτήρα στον Jim, δεν μπορεί παρά να παρουσιάσει τον σκλάβο δραπέτη σαν ένα αξιολύπητο θύμα. Ο προσωπικός λόγος του Jim διαστρεβλώνεται, και μάλιστα από τον συγγραφέα που πρώτος έθεσε το ζήτημα της ποικιλίας των ιδιωμάτων των ευρω-αμερικανών με τόση προσοχή. Ενώ ακόμη περιγράφει το επεισόδιο με τον Huck ν ακούει τους λευκούς άνδρες της σχεδίας να μιλούν, ο Twain προδίδει το παιχνίδι. Είναι το παιχνίδι των ανδρών της σχεδίας, μια ιεροτελεστία υπερβολικών και ποιητικών κομπασμών, που έρχεται κατευθείαν απ τη δυτική Αφρική. Ο καταπιεσμένος επιστρέφει, ανακοινώνοντας ότι η τύφλωση και κώφωση του Twain είναι εσκεμμένες. Είναι αναγκαίες λόγω της ένοχης γνώσης του τρομακτικού και λαβυρινθώδους ρόλου της σκλαβιάς στην ίδρυση του «ελεύθερου έθνους» κι από το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί ο Albert Murray στο βιβλίο του The Omni-Americans, η αμερικανική κουλτούρα� είναι, ανεξάρτητα απ όλες τις υστερικές διαμαρτυρίες όσων θα θελαν να έχουν τα πράγματα αλλιώς, αναμφισβήτητα μιγάδα.

Στο βιβλίο του White Racism: A Psychohistory, ο Joel Kovel έδειξε πώς ο αμερικανικός (Η.Π.Α.) ρατσισμός διακλαδώνεται ανάμεσα στον βορρά και τον νότο. Στον νότο, όπου οι λευκοί μεγάλωναν με την ατιμωτική καθημερινή επαφή με μαύρους σκλάβους και υπηρέτες, η διαφοροποίησή τους καθορίζεται από μια υποτιθέμενη ανώτερη νοημοσύνη κι εξέλιξη: οι αφρικανοί είναι αιώνια παιδιά και πρέπει, για το καλό τους, να τους κυβερνούν οι λευκοί. Δεν τους φοβούνται ούτε τους απεχθάνονται γι αυτό που είναι, εκτός αν «παίρνουν αέρα» ή «δεν καταλαβαίνουν τη θέση τους». Η φυλετική επαφή μολύνει μ έναν μόνο τρόπο: το σεξ. Η ευρω-πατριαρχία δεν πρέπει ν αμφισβητείται, είτε μέσω της νομιμοποίησης των απογόνων της φυλετικής επιμειξίας (αν και τα παιδιά που γεννήθηκαν από μια μακροχρόνια σχέση με μια σκλάβα θα μπορούσαν να ανατραφούν με τη σχετική καλοσύνη που αρμόζει στα κουτάβια) ή πάνω απ όλα με το σεξ ανάμεσα σ έναν μαύρο άνδρα και μια λευκή γυναίκα. Στο βορρά, όπου παρά το καλύτερα ιστορικά νομικό καθεστώς των μαύρων ανθρώπων, οι φυλές είχαν, στην πραγματικότητα, μικρότερη επαφή μεταξύ τους, ένας υποσυνείδητος φόβος βρωμιάς και μόλυνσης χαρακτηρίζει αυτό που ο Kovel ονομάζει ρατσιστική αποστροφή. Μελέτες πάνω σε βόρειους λευκούς ρατσιστές αποκαλύπτουν αλλόκοτες φαντασιώσεις για αποτυπώματα που αφήνει η επαφή με το μαύρο δέρμα. Η ψυχοδυναμική σχέση ανάμεσα σ αυτές τις δυο μορφές ρατσισμού μπορεί να συλληφθεί διαισθητικά μόλις θυμηθούμε ότι η «βρωμιά» στην αγγλο-αμερικανική κουλτούρα είναι συνώνυμη με τον διάχυτο ερωτισμό.

Κοινωνική Θερμοδυναμική

Δεν έχω πει κάτι καινούριο ως τώρα. Λιγότερο ευδιάκριτη είναι η σχέση ανάμεσα στο πως η ευρωπαϊκή ή η ευρω-αμερικανική κουλτούρα αντιλαμβάνεται τη βρωμιά και στη θερμοδυναμική αρχή της εντροπίας, εφαρμοσμένης στην πολιτική οικονομία και την κουλτούρα.

Η θερμοδυναμική ορίζει την εντροπία σαν ένα μέτρο της αταξίας σ ένα κλειστό θερμοδυναμικό σύστημα. Εφόσον κανένα σύστημα δεν είναι 100% αποτελεσματικό, ένα ποσό ενέργειας τελικά δε διατίθεται στο έργο (εννοώντας εδώ την αναπαραγωγή της τάξης της συστήματος). Η ενέργεια που δεν παράγει έργο προκαλεί διαταραχές. Για ν αποφύγει την αταξία πρέπει, τελικά, το σύστημα ν αποβάλλει τη διαταραχή αυτή. Για παράδειγμα, τα διαφεύγοντα προϊόντα (μονοξείδιο του άνθρακα, διοξίνη και εκλυόμενη θερμότητα) είναι εντροπία που αποβάλλει η μηχανή του αυτοκινήτου όταν δουλεύει, για να διατηρήσει την τάξη της ως σύστημα. Το έμβιο ανθρώπινο σώμα αποθηκεύει την εντροπία ως θερμότητα, εκκρίσεις (διοξείδιο του άνθρακα, ιδρώτα, ούρα), ως βλέννα που μεταφέρει νεκρά βακτηρίδια κι άλλα περιττώματα, όπως νεκρά επιδερμικά κύτταρα και φυσικά, σκατά.

Οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι οργανωμένα αυτό-αναπαραγωγικά συστήματα. Εξ ορισμού, λοιπόν, το θερμοδυναμικό μοντέλο μπορεί να επεκταθεί για κάθε κοινωνία. Αυτό που αλλάζει απ την μια στην άλλη είναι το είδος της τάξης, και συνεπώς τι ορίζει η καθεμιά σα δουλειά και σαν ενέργεια. Η καπιταλιστική βιομηχανική κοινωνία, που γέννησε τη θερμοδυναμική θεωρία σε πρώτη φάση, ορίζει ως πραγματική δουλειά μια δραστηριότητα που αυξάνει το κέρδος και πραγματοποιείται με αντάλλαγμα κάποια χρήματα. Δραστηριότητα αναγκαία για την κοινωνική αναπαραγωγή που αδυνατεί να ικανοποιήσει ένα ή και τα δύο απ αυτά τα κριτήρια αντιλαμβάνεται σαν ζημιογόνος για το σύστημα. Αυτό περιλαμβάνει κάθε κυβερνητικό πόστο, κάθε πληρωμένη δουλειά που δεν αποσκοπεί στο κέρδος όπως η δημόσια εκπαίδευση ή το σύστημα υγείας, η απλήρωτη πολιτιστική δραστηριότητα όπως το γράψιμο ποιημάτων ή η μουσική για την παρέα, κι ασφαλώς η απλήρωτη δουλειά στο νοικοκυριό.

Κάθε κερδοφόρος δραστηριότητα αναπτύχθηκε καθώς ο καπιταλισμός εξελισσόταν. Στην αυγή τους, τέτοιες δραστηριότητες ήταν φαινομενικά συνώνυμες με την παραγωγή και την διαχείριση των υλικών αγαθών. Ο Marx, ωστόσο, γρήγορα αντιλήφθηκε πως η παραγωγή για τον καπιταλισμό, σημαίνει πάνω απ όλα την παραγωγή του κεφαλαίου, που με τη σειρά της (και πιο έντονα) σημαίνει την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων: της μισθωτής εργασίας και της παγκόσμιας αγοράς. Το πιο σπουδαίο, είπε ο Marx, καθώς τα κέρδη αυξάνονται ή εκμηδενίζονται ενώ οι βιομηχανίες αναπτύσσονται, είναι η εξάρτηση αυτής της παραγωγής από την ανάπτυξη. Δεν μπορεί να διατηρηθεί σε μια σταθερή κατάσταση. Η ανάπτυξη για τον καπιταλισμό σημαίνει μεγαλύτερο κέρδος για τους καπιταλιστές, περισσότερη δουλειά, πωλήσεις εμπορευμάτων, αλλά αυτό εξαρτάται από την αύξηση των ανθρώπων που γίνονται μισθωτοί και καταναλωτές εμπορευμάτων, περισσότερες περιοχές του κόσμου και της κοινωνικής ζωής να υποτάσσονται στον κύκλο δουλειά�πληρωμή�αγορές�πωλήσεις�κέρδος. Ο καπιταλισμός πρέπει, κατά συνέπεια, να προσηλυτίσει ολοένα και περισσότερα είδη ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη δουλειά.

Καθώς αναδιαρθρώνει συνεχώς την εργασία, ο καπιταλισμός πασχίζει εξίσου για την μείωση του εργασιακού χρόνου που απαιτείται για την παραγωγή κάθε εμπορεύματος, και να μειώσει τον χρόνο που χρειάζεται το κεφάλαιο για ν ανακυκλωθεί από την παρεχόμενη εργασία, μέσω του εμπορεύματος, στο κέρδος. Κατά συνέπεια, ο καπιταλισμός, όπως οι διαφημιστές του δεν παύουν να μας υπενθυμίζουν, συνεχώς γεννά τεχνολογικές επαναστάσεις. Αυτός ο τεχνολογικός δυναμισμός σημαίνει πως ο καπιταλισμός συνεχώς επαναπροσδιορίζει την παρεχόμενη ενέργεια, η οποία κατά μια θερμοδυναμική έννοια σημαίνει όχι μόνο ενεργειακές πηγές αλλά και πρώτες ύλες.

Ένα παγκόσμιο σύστημα που πρέπει αιώνια να επεκτείνεται και ν αλλάζει προκειμένου να επιβιώσει, δηλαδή που πρέπει συνεχώς να εφευρίσκει νέες τεχνολογίες, και το οποίο προσδιορίζει την εργασία ταυτόχρονα με τη στενή όσο και με την ευρεία έννοια, είναι αναμενόμενο να γεννήσει διάφορες μορφές εντροπίας. Προφανέστερα, αυτό σημαίνει κάθε είδους βιομηχανικών αποβλήτων: οι παλιές «καλές» εκπομπές θερμότητας, διοξειδίου του άνθρακα, καπνού, ένα διευρυμένο όσο ποτέ φάσμα τοξικών χημικών, και ποικίλα ραδιενεργά απόβλητα. Ολοένα και περισσότερο, τέτοιες πηγές μόλυνσης ανταγωνίζονται σε καταστροφικότητα τις σπατάλες του καταναλωτισμού όπως το πακετάρισμα ή τα κάθε λογής σκουπίδια, το διοξείδιο του άνθρακα και το νιτρώδες/νιτρικό οξύ των εξατμίσεων των αυτοκινήτων, και τους τοξικούς απολυμαντές σπιτιών.

Αυτός ο εντροπικός Νιαγάρας παράγει κι άλλες βλαβερές διαταραχές, εξίσου πολλές στο ανθρώπινο σώμα. Οι αρρώστιες που σχετίζονται με την εργασία, από την πνευμονοκονίαση στο σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, τις καρκινογόνους κύστες που ανθούν γύρω απ τα διυλιστήρια και τα πυρηνικά εργοστάσια, μαζί με τις παραδοσιακές ασθένειες που επέφερε ο υποσιτισμός και η υπερσυσσώρευση πληθυσμού που προκάλεσαν τρεις αιώνες βίαιου ξεριζωμού των ανθρώπων από τη γη ή τις δουλείες τους εξ αιτίας της δυνάμεων της αγοράς. Κι όπως γνωρίζει ο καθένας, η διαταραχές που ξέβρασε η έξαλλη παγκόσμια αναζήτηση του κέρδους άνοιξαν τεράστιες τρύπες στο οικοσύστημα, τρύπες στο στρώμα του όζοντος, τρύπες στα τροπικά δάση, τρύπες στους ιστούς της χλωρίδας και πανίδας, τρύπες στους ανθρώπινους πληθυσμούς περιοχών όπως το Bhopal ή το Chernobyl.

Παραπέρα, η καπιταλιστική οικονομία τροφοδοτεί επίσης ατομικές και κοινωνικές μορφές ενέργειας ακατάλληλης για εργασία, με την διττή έννοια της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αυτές περιλαμβάνουν την καταπάτηση ιδιοκτησίας, από την κλοπή ενός αυτοκινήτου μέχρι ασφαλιστικές απάτες, βίαια εγκλήματα που προκαλούνται από τη φτώχια και την κοινωνική απογοήτευση, και σ έναν αναδραστικό βρόγχο μ αυτά, ο εθισμός στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Οι μεταβολές στις αξίες της γης και της εργασίας προκαλούν επίσης αναγκαστική μετανάστευση κι απώλεια στέγης, τεράστιες διαταραχές στη δημογραφική ισορροπία και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Μια άλλη γιγάντια διαταραχή, βέβαια, είναι ο πόλεμος, είτε διεξάγεται άμεσα για τις αγορές και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, είτε με το κάλυμμα εθνικών ανταγωνισμών, με συμβάλλουσα αιτία οικονομικές κρίσεις και το άγχος που συνεπάγονται αυτές.

Ωστόσο, κάθε θερμοδυναμικό σύστημα έχει, στην πραγματικότητα, δύο επιλογές αναφορικά με την ενέργεια που δεν είναι κατάλληλη για δουλειά: είτε την ξεφορτώνεται, είτε την ανακυκλώνει.

Για την ώρα, ο καπιταλισμός δεν τα πηγαίνει και πολύ καλά στην ανακύκλωση μεγάλου μέρους της εντροπίας του, ειδικά ως προς τις χημικές παραμέτρους. Στην ανακύκλωση ανθρώπων, πάντως, ο καπιταλισμός υπήρξε αξεπέραστος. Στον δέκατο πέμπτο, δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα, οι πλούσιοι άγγλοι γαιοκτήμονες, ξεφορτώθηκαν πολλούς από τους δούλους τους γιατί η μεταπήδηση από τις ποικίλες καλλιέργειες, στην πιο κερδοφόρα μονοκαλλιέργεια των προβάτων, απαιτούσε μεγαλύτερη έκταση αλλά λιγότερους εργάτες. Εκδίωξαν, επομένως και τους μικροκαλλιεργητές από παραδοσιακά κοινοτικές γαίες που περιέφραξαν προς ιδίαν χρήση. Αυτός ο εξόριστος υπερπληθυσμός περιπλανιόταν στην επαρχία ζητιανεύοντας και κλέβοντας, δημιουργώντας ένα σταθερό πρόβλημα στην αγροτική κοινωνική τάξη. Κάποιοι συνέρευσαν στις πόλεις, όπου διατήρησαν μια συμπεριφορά εντροπική. Μόλις ο καπιταλισμός τόσο στη γεωργία όσο και στη βιομηχανία απογειώθηκε στα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα, το ρεύμα της εργασίας-ενέργειας από την ύπαιθρο στις πόλεις έγινε χείμαρρος, που κυλά ως τις μέρες μας.

Ο καπιταλισμός είναι τόσο αποτελεσματικός στην ανακύκλωση της εργασίας-ενέργειας γιατί διαχειρίζεται την εργασία σαν εμπόρευμα και συνεπώς σαν αφαίρεση. Ενώ οι μορφές της δουλειάς μεταλλάσσονται, η αξία τους έγκειται στην ικανότητά τους ν αποφέρουν κέρδος (η θερμοδυναμική, όπως επεσήμανε η ομάδα Midnight Notes, ανακαλύφθηκε την ίδια εποχή με την επιστημονική διαχείριση του Frederick Taylor (Ταιηλορισμό), που στόχευε να τεμαχίσει την βιομηχανική εργασία σε μικρές, αμελητέες μονάδες για μεγαλύτερη αποδοτικότητα). Στην πραγματικότητα, ο Harry Braverman, ο David Noble, και άλλοι, έδειξαν πως ολόκληρη η ιστορία της καπιταλιστικής τεχνολογίας και διαχείρισης είναι η προσπάθεια να γίνει η δουλειά πιο ευμετάβλητη και συνεπώς οι εργάτες περισσότερο αναλώσιμοι και λιγότερο ισχυροί. Όμως, η κεφαλαιακή ανακύκλωση της εργασίας-ενέργειας διαταράσσεται από τις περιόδους κρίσης του συστήματος. Οι θεωρητικοί διαφωνούν σχετικά με την εσωτερική αιτία αυτών των κρίσεων. Όλες τους, πάντως, εμφανίζονται σαν καταστάσεις όπου υπάρχουν πολλά εργοστάσια κι εξοπλισμός απ την μια μεριά και πληθώρα εργατών από την άλλη, χωρίς όμως το ρευστό κεφάλαιο να μπορεί να συμπλέξει τις δυο πλευρές. Το αποτέλεσμα είναι πολύ ψηλά ποσοστά ανεργίας και χρεοκοπιών εταιριών.

Εάν η κρίση είναι μικρής διάρκειας, το αποτέλεσμα για το σύστημα μπορεί να είναι γενικά ευεργετικό. Σήμερα, οι κυβερνήσεις μπορούν μέσω της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής να διαχειρίζονται κρίσεις προς όφελος το κεφαλαίου, ακόμα και να προκαλούν εσκεμμένα υφέσεις (όπως η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα το 1979-82). Ίσως το πιο σημαντικό κέρδος μιας ελεγχόμενης κρίσης είναι η πειθάρχηση των εργατών. Η ψηλή ανεργία δυσχεραίνει την αντίσταση στην εντεινόμενη εκμετάλλευση, και οι μισθοί μπορούν να μειώνονται μιας και οι εργάτες είναι πλέον απελπισμένοι. Επιπλέον, μόλις ξεκινήσει ο νέος κύκλος, βρίσκει μια απέραντη δεξαμενή εργασίας διαθέσιμη για νέες περιπέτειες και για περαιτέρω επέκταση του κεφαλαίου. Όμως αν η κρίση αποβεί τόσο βαθιά και παρατεταμένη, όπως η μεγάλη ύφεση του �30, η ανθρώπινη ενέργεια που δε διατίθεται πλέον στην εργασία απογίνεται βίαια εντροπική. Οι άνεργοι και οι φτωχοί, διαμαρτύρονται και διαδηλώνουν βίαια, κι αν συμμαχήσουν με τους εργαζομένους όπως είχαν κάνει τότε, υπάρχει έδαφος για μαζικές απεργίες, ακόμα κι εξεγέρσεις. Το να εμποδίσει την εντροπική ενέργεια των ανέργων και των φτωχών να μολύνει τις εργαζόμενες μάζες, είναι ένα διαρκές μέλημα του συστήματος.

Εργαζόμενοι στη βρωμιά & κερδίζοντας σκατά

Έχοντας σκιαγραφήσει γενικά το εύρος της κοινωνικά παραγόμενης εντροπίας και τους τρόπους που την αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός, θα ήθελα να στρέψω την προσοχή λίγο παραπέρα ώστε να καλύψω τις σφαίρες της κουλτούρας και της προσωπικότητας. Και πάλι πρέπει ν ανατρέξω σε οικία θέματα. Η καπιταλιστική κουλτούρα, όπως έδειξαν κάποιοι σαν τον Max Weber και τον R.H. Tawney, είναι θεμελιωμένη στην προτεσταντική επανάσταση του δεκάτου έκτου και δεκάτου εβδόμου αιώνα, που προσάρμοσε τη βασική δομή της ιουδαιο-χριστιανικής πατριαρχίας ώστε να συμπεριλάβει νέες ψυχοκοινωνικές ανάγκες. Ο προτεσταντισμός, ιδίως ο καλβινισμός, εξυμνεί την αποταμίευση, τη συσσώρευση πλούτου και τη σκληρή δουλειά. Δηλαδή ευνοεί την ανταλλαγή χρόνου ζωής με τον πένθιμο νεκρό χρόνο που μετουσιώνεται σε απόκτηση και άθροιση θλιβερών εμπορευμάτων και χρήματος. Σα συνέπεια, ο προτεσταντισμός κηρύττει τη σεξουαλική εγκράτεια, τη συγκράτηση της ερωτικής ενέργειας. Οι πατριαρχικές κουλτούρες πάντοτε αγωνιούσαν για την απελευθέρωση του σπέρματος, η ινδουιστική θεωρία του prana είναι ένα παράδειγμα. Στην αστική-προτεσταντική κουλτούρα απ την άλλη, το σπέρμα αντιμετωπίζεται σαν μια μορφή κεφαλαίου, που πρέπει, κατά την έκφραση του δεκάτου εβδόμου αιώνα, να «ξοδευτεί παραγωγικά παράγοντας παιδιά». Κι αν το σπέρμα είναι κεφάλαιο, η μήτρα για την πατριαρχία ήταν πάντα η γη, η πιο πραγματική από κάθε ιδιοκτησία πραγμάτων. Γονιμοποιώντας το έδαφος-μήτρα, ο προτεστάντης αστός όχι μόνο συνεχίζει τον βιασμό της � απωθημένο κάθε πατριάρχη – αλλά επενδύει στο μέλλον, ιδρύοντας ή συνεχίζοντας μια οικογενειακή επιχείρηση.

Αυτό απαιτεί αυστηρή πειθαρχία. Έτσι βασική γραμμή της προτεσταντικής κουλτούρας από τον Λούθηρο ήδη, αποτελεί η ιεραρχική υπακοή στους γηραιότερους και σοφότερους, ξεκινώντας από το κράτος, όσο αυτό επιτρέπει σε κάποιον να λατρεύει τον προτεσταντικό θεό και να συσσωρεύει μια θεϊκή περιουσία. Απαιτεί επίσης, όπως διέγνωσε ο Freud, αναβολή της ικανοποίησης, ως ένα βαθμό ανύπαρκτη στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, συνεπώς μεγαλύτερη συναισθηματική και ψυχική καταπίεση και καθυπόταξη. Η προσωπικότητα που δημιουργείται πάνω σ αυτό το μοντέλο ελέγχεται πρωταρχικά μέσω της ενοχής, αν και η ντροπή παίζει επίσης έναν σημαντικό ρόλο. Προκειμένου να εσωτερικεύσει και να ενισχύσει την αυτοπειθαρχία, η βία είναι συχνά απαραίτητη. Όπως στις περισσότερες πατριαρχίες, ο θάνατος κι ο ακρωτηριασμός αποτελούν μονοπώλιο του κράτους, λιγότερο βίαιες ενέργειες πάντως, όπως ένας ξυλοδαρμός μπορούν προνομιακά ν αναπαράγονται απ οποιονδήποτε πατέρα ή σύζυγο.

Γι αυτή τη δομή, την οποία θ αποκαλέσω συσσωρευτική, η πολιτιστική εντροπία συνίσταται πρώτα απ όλα στις δαπανηρές ή μη-παραγωγικές συμπεριφορές: ανεξέλεγκτη σπατάλη παρά αποταμίευση, σεξουαλική ασυδοσία και φιληδονία, ελεύθερη έκφραση των συναισθηματικών παθών, και φυσικά η τεμπελιά. Η γυναικεία σεξουαλικότητα αντιμετωπίζεται με τη σαγήνη του φόβου, αφότου μπορεί να οδηγήσει σ όλες τις άλλες μορφές πολιτιστικών διαταραχών, ξεκινώντας με τα «παράνομα» παιδιά. Το σεξ ανάμεσα στους άνδρες, αντίστοιχα, θεωρείται απεχθές. Από τη στιγμή που βασικός στόχος της ζωής ανακηρύσσεται η συσσώρευση περιουσίας, η έλλειψη σεβασμού στην περιουσία, όπως η καταπάτησή της, είναι ισότιμο έγκλημα με τη βία απέναντι σε κάποιον καλύτερο, και η κλοπή πρέπει να τιμωρείται σκληρά. Ο εμπαιγμός της ιεραρχίας (αμέσως μετά την κατάρρευση της φεουδαρχίας και της ρωμαϊκής εκκλησίας) τείνει στην υπέρτατη απειλή, όπως η χρήση κάθε βίας πέρα από την νομοθετημένη.

Ένας συνήθης τρόπος για να αντιμετωπίζουν, κουλτούρες και άτομα, το άγχος σχετικά με τις απαγορευμένες συμπεριφορές, είναι να τα προβάλλουν ως προσδιοριστικές ιδιότητες κάποιου εκδαιμονισμένου ’λλου. Καθώς εξελισσόταν ο καπιταλισμός στο πέρασμα του δεκάτου ογδόου και του πρώιμου δεκάτου ενάτου αιώνα, οι ευρωπαϊκές και ευρω-αμερικανικές αστικές τάξεις δημιούργησαν εντροπικά χαρακτηριστικά στους φτωχούς των μητροπόλεών τους, όπως επίσης στους λαούς της Αφρικής και της Ινδίας που αποίκισαν. «Μισοί διάβολοι και μισοί παιδιά», αποκάλεσε αυτούς τους ανθρώπους ο Kipling στο βιβλίο του The White Mans Burden. Αλλά και οι βιομήχανοι του δεκάτου ενάτου αιώνα είπαν περίπου τα ίδια για τους εργάτες τους (πολλοί από τους οποίους στα 1860 ήταν κυριολεκτικά παιδιά). Οι φτωχοί άνθρωποι αντιμετωπίζονταν από τις ιδιοκτήτριες τάξεις σαν τεμπέληδες, έκλυτοι, κλέφτες, μεθύστακες και σπάταλοι.

Υπήρχε κάποιου είδους αλήθεια σ αυτό το στερεότυπο. Οι ατελείωτες ώρες επαναλαμβανόμενου μόχθου παράγουν πλήξη, εξάντληση και τη συνεπαγόμενη νωθρότητα. Οι άνθρωποι που ζουν απ το μεροκάματο δεν μπορούν ν αποταμιεύουν χρήματα ακόμη κι αν ήθελαν. Η φτώχεια και η αναγκαστική μετανάστευση προς αναζήτηση δουλειάς διαρρηγνύουν τους οικογενειακούς και κοινοτικούς δεσμούς και οδηγούν τους ανθρώπους στην κλοπή και την πορνεία. Ο αλκοολισμός και η ασυλλόγιστη βία είναι συνέπειες της στέρησης και της απελπισίας. Οι παράνομες μορφές ερωτισμού προσφέρουν μερικές από τις ελάχιστες απολαύσεις που δεν απαιτούν ένα χρηματικό αντίτιμο.

Αυτό το ανυπότακτο προλεταριάτο, στο μεγαλύτερο μέρος του μόνο μια γενιά ξεριζωμένο από την ύπαιθρο, μετατράπηκε σε μια υπάκουη και ευυπόληπτη εργαζόμενη τάξη μέσα από έναν μακροχρόνιο εκπολιτισμό. Χρειάστηκε επίσης τεράστια βία από την πλευρά του κράτους. Στο τέλος, η σχετική σταθερότητα επιτεύχθηκε μόνο με την εισαγωγή των μηχανημάτων που έκανε δυνατό το παραγωγικό στράγγισμα των εργαζομένων χωρίς να επιμηκυνθεί η εργάσιμη μέρα.

Μόλις η ευυπόληπτη εργατική τάξη των Η.Π.Α. νοικοκυρεύτηκε, κατά τη διάρκεια του τελευταίου τρίτου του δεκάτου ενάτου αιώνα, αυτά τα εντροπικά χαρακτηριστικά προβλήθηκαν πάνω σε νέους ’λλους: στο λούμπεν προλεταριάτο ή τις εγκληματικές τάξεις: τους ιρλανδούς, του μετανάστες από την νότια και ανατολική Ευρώπη, τους ινδιάνους και τους μεξικανούς, και πάνω απ όλα και συνεχόμενα, στους μαύρους. Και, όπως στην περίπτωση της προγενέστερης προβολής πάνω στους φτωχούς, η προβάλλουσα φαντασία ήταν ως έναν βαθμό αυτό-καταναλώμενη, μια υλοποιημένη αρρώστια, ευχή ή εξορκισμός.

Υπάρχει ένα καθοριστικό συστατικό σ αυτόν τον εξορκισμό που δεν ανέφερα ακόμα: η βρωμιά. Όπως είδαμε η φεουδαρχία προσδιόριζε τη βρωμιά (τουλάχιστον στο πρόσωπο, τα χέρια ή τα ρούχα) σαν σημάδι κατώτερης κοινωνικής τάξης. Η νεοεμφανιζόμενη καπιταλιστική τάξη, από τη φύση της, έπρεπε να πλησιάσει την εργασία πολύ περισσότερο από την αριστοκρατία καθώς και ν αντιστρέψει την πολικότητα της αριστοκρατικής περιφρόνησης για την αρπαγή χρημάτων. Ανέπτυξε μια ακόμη πιο μανιασμένη απέχθεια για τη βρωμιά, που συνοψίζεται στο περίφημο βικτοριανό ρητό «η καθαριότητα είναι θεοσέβεια» (Σημ: «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» στα καθ� ημάς). Η βρωμιά της φεουδαρχίας ωστόσο διαφέρει από τη βρωμιά του καπιταλισμού. Η φεουδαρχική βρωμιά είναι το σημάδι της εγγύτητας με την εργασία και τους αγρούς. Η καπιταλιστική βρωμιά, όντας κυρίως βιομηχανικά απόβλητα ή η ακαταστασία της φτώχειας, σχετίζεται μεν με τη δουλειά αλλά και με τη φτώχεια, τη σπατάλη και την απουσία των προτεσταντικών αστικών αξιών. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, μια ορατή εντροπία. Όπως και οι ίδιοι οι φτωχοί, η βρωμιά είναι ένα προϊόν της κεφαλαιακής συσσώρευσης που η κυρίαρχη τάξη δε θέλει να το βλέπει ή να το μυρίζει.

Η πιο βρώμικη βρωμιά, είναι φυσικά τα σκατά. Η έννοια των σκατών στην καπιταλιστική κουλτούρα, παρ� όλα αυτά, είναι βαθιά διφορούμενη. Στο The Ontogenesis of Money, ο ψυχολόγος Sandor Ferenczi υποστηρίζει πως στο πρωκτικό συγκρατητικό στάδιο της παιδικής ηλικίας βρίσκονται τα θεμέλια της συσσωρευτικής, προσανατολισμένης στην ανταλλαγή, αστικής προσωπικότητας. Τότε που το παιδί εκπαιδεύεται να συγκρατείται σκόπιμα μέχρι να πάει στην τουαλέτα, ενώ όταν αφοδεύει την καθορισμένη ώρα επιβραβεύεται. Έτσι διδάσκεται τη συγκράτηση, την καθυστέρηση της ικανοποίησης και την επικροτούμενη ανταλλαγή μιας ευχαρίστησης για μια άλλη. Γίνεται έτσι αυτοσυγκρατημένο, λογαριάζει τις ευχαριστήσεις του ως διαχωρισμένες από των άλλων. Για το αστικό ασυνείδητο, μετέπειτα, τα σκατά είναι πλούτος αλλά μόνο όταν δεν τα βλέπεις.

Ο αστικός πλούτος ανθίζει μέσα απ τα σκατά και παράγει σκατά. Ο καπιταλισμός, λέει ο Marx, δημιουργεί πλούτο στον έναν πόλο της συσσώρευσης και φτώχεια στον άλλο. Θα μπορούσαμε να παραφράσουμε αυτό το απόφθεγμα λέγοντας ότι η κεφαλαιακή συσσώρευση παράγει τάξη στον ένα πόλο και εντροπία στον άλλον ή αλλιώς οργανωμένα σκατά (κεφάλαιο) στον έναν πόλο και άτακτα σκατά (αθλιότητα και μόλυνση) στον άλλον. Η συμβολική σκατολογία του πλούτου είναι το βρωμερό μυστικό της λευκής-καπιταλιστικής-πατριαρχικής κουλτούρας. Ο Milan Kundera, στο The Unbearable Lightness of Being, λέει πως το κιτς είναι η άρνηση των σκατών. Στη σταλινική Τσεχοσλοβακία για την οποία έγραφε ο Kundera, τα σκατά σήμαιναν μυστική αστυνομία, πολιτικοί κρατούμενοι, μηδαμινές εναλλακτικές, στερήσεις, ανόητες δουλειές, μόλυνση. Το κιτς σήμαινε κόκκινες σημαίες ν ανεμίζουν, πατριωτικά τραγούδια και εικόνες του Λένιν, ύμνοι στην εκβιομηχάνιση και την πρόοδο. Στις κοινωνίες του εταιριακού καπιταλισμού τα σκατά σημαίνουν βία, ποινικοί κρατούμενοι, αδιέξοδες εναλλακτικές, φτώχεια, ανόητες δουλειές, μόλυνση. Το κιτς σημαίνει εμπορικά κέντρα, ψώνια, ηλίθιες ταινίες-κόμικς, διαφημίσεις, τηλεοπτική αποβλάκωση και ψευδοπολιτική των τηλε-παράθυρων. Σε κάθε περίπτωση η συνταγή του κιτς, συναισθηματική, μονοδιάστατη, πάντα καθησυχαστική ακόμα και στις πιο ερωτικές ή κτηνώδεις μορφές της, εξυπηρετεί στην απόκρυψη των σκατών, εξ ου και η μόνη διάστασή της.

Πέρα από τα συνήθη σκατά του ύστερου καπιταλισμού, το λευκό κιτς των Η.Π.Α. είναι επίσης, όπως σημειώσαμε νωρίτερα, μια άρνηση του καθαυτού εγκλήματος, της γενοκτονίας και σκλαβιάς των νέγρων, και εξ αιτίας του, όπως το έθεσε ο Harold Cruse στο βιβλίο του, The Crisis of the Negro Intellectual, ο λευκός προτεστάντης αγγλοσάξονος στην Αμερική δεν έχει τίποτα στη γηγενή αμερικανική παράδοση που να είναι αισθητικά και πολιτιστικά αυθεντικό, εκτός απ όσα προέρχονται από την παρουσία των νέγρων. Η λευκή (μη ευρωπαϊκή) αμερικανική συσσωρευτική κουλτούρα καθορίζεται από την απόλυτη ηπιότητα και αποφυγή διενέξεων ή κινδύνων, από την καθαριότητά-ως-απουσία της.

Αυτή η διαβόητη ήπια κουλτούρα είναι ο κοινός παρονομαστής του κυρίαρχου κανόνα συμπεριφοράς και στυλ στα προάστια, τον οποίο σέβονται ακόμη και οι γηραιότεροι εξόριστοι στις υποβαθμισμένες προαστιακές εργατογειτονιές. Είναι, πολύ περισσότερο, η ατμόσφαιρα του σύγχρονου εταιρικού γραφείου, όπου ο καθωσπρεπισμός κυριαρχεί, ή καλύτερα, είναι το μέσο της κυριαρχίας. Στους λευκούς εργασιακούς χώρους, με τα «λευκά κολάρα», όλοι πρέπει να δρουν «λευκά»: ήσυχα, ευγενικά, ευχάριστα, προσποιούμενοι συναισθήματα, αισθησιακά παράλυτοι, διαρκώς απασχολημένοι, διατεθειμένοι ν ανεχτούν κάθε εξευτελισμό, αρκεί αυτός να συνοδεύεται μ ένα χαμόγελο. Αποφεύγονται ρητά συζητήσεις που εγείρουν διαφωνίες, με το υπέρτατο ταμπού ν αποτελεί μια συζήτηση για τον μισθό. Η σκατολογική σημασία του χρήματος είναι εμφανής από το γεγονός ότι κάθε επιχειρηματικός, δουλευταράς υπάλληλος θα προτιμούσε να σας πει πόσο τον πηδάνε οι εργοδότες παρά πόσο τον πληρώνουν.

Η αλήθεια του πλούτου, ωστόσο, εκδηλώνεται ιστορικά στο προλεταριάτο, την τάξη των σκατοεργατών. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι τους αρμόζει αυτό που στην κοινωνιολογική φιλολογία αναφέρεται ως θέσεις επιβλεπόμενης εργασίας-ρουτίνας, που σημαίνει πληκτικά μουντό, συχνά καταστροφικό για την υγεία μόχθο όχι μόνο στο εργοστάσιο αλλά και στο πληκτρολόγιο ή πίσω από ένα γκισέ� Η ενέργεια τους γίνεται κατάλληλη για εργασία μόνο κατόπιν ενός άγριου οικονομικού εξαναγκασμού υποστηριζόμενου από έναν ατελείωτο ιδεολογικό βομβαρδισμό, που ξεκινά στο σχολείο, η λειτουργία του οποίου είναι να τους πείσει ότι είναι ακατάλληλοι για οτιδήποτε άλλο. Δεν είστε παρά σκατά (You ain�t shit), λέει η αμερικανική βρισιά, εννοώντας: είστε στον πάτο της ιεραρχίας. Φάτε σκατά, λοιπόν και γουστάρετε. Τα σκατά παράγονται ή αφοδεύονται από κατώτερους που έχουν γεμίσει απ αυτά, που μεταφορικά τα τρων και που συνειρμικά γίνονται σκατά οι ίδιοι.

Καθόλου παράξενο, λοιπόν, που οι μαύροι ήταν πάντα κοντά ή στον πάτο του προλεταριακού σωρού στις Η.Π.Α.. Στο αμέσως παραπάνω ή συχνά στο ίδιο επίπεδο με τους μαύρους, βρίσκονται οι ινδιάνοι, μεξικανοί, κεντροαμερικανοί και πορτορικανοί, του ιδίου σκατοχρώματος για το ρατσιστικό μυαλό. Ακριβώς από πάνω τους βρίσκονται τα φτωχά λευκά σκουπίδια, άλλος ένας εντροπικός κόσμος. Και όλοι μαζί μέχρι σήμερα παρουσιάζονται ως ανέντιμοι, φωνακλάδες, τεμπέληδες, φιλήδονοι, ανίκανοι χαζούληδες, βάρβαροι αλκοολικοί ή ναρκομανείς. Οι ψυχικές συνέπειες αυτής της παρουσίασης των ανθρώπων της εργατικής τάξης, και ιδιαίτερα των γυναικών και των αφρο-αμερικανών, είναι για τους ίδιους καταστροφικές. Κι όμως αυτά τα απεχθή κτήνη είναι η πρώτη ύλη του καπιταλιστικού πλούτου.

Ο πλούτος δεν είναι απλά οικονομικός αλλά και πολιτιστικός. Ένα γνωστό παράδειγμα είναι η δημιουργία, από τους μαύρους που δούλεψαν πάνω στις αφρικανικές παραδόσεις που διέσωσαν, μερικών από τις πιο ενδιαφέρουσες μουσικές φόρμες και τις μόνες «ιθαγενείς» της αμερικής.

Η Ανακύκλωση στην Μαζική Κουλτούρα: η Περίπτωση της Μουσικής των Μαύρων

Δεν είναι απαραίτητο να αναλύσουμε την τεράστια και συνεχιζόμενη εκμετάλλευση της αφρο-αμερικανικής μουσικής προς όφελος του κεφαλαίου, κατά κανόνα ιδιοκτησίας λευκών, και για τη διασκέδαση ακροατηρίων λευκών. Ο καθένας με την παραμικρή υποψία για την ιστορία της αμερικανικής μουσικής μπορεί ν αναφέρει παραδείγματα, από τον αποχρωματισμό της ορχηστρικής τζαζ του Ellington και του Basie ως το τιθασεμένο ποπ στυλ του τύπου Glenn Miller στα �30 και �40, μέχρι την ατελείωτη ανακύκλωση των μπλουζ ριφφς του Robert Johnson ή του B.B. King από λευκούς κιθαρίστες. Οι λευκοί – πρώην οργισμένοι έφηβοι -, γουχάρουν υστερικά την εμπορικοποίηση των ροκ ύμνων της νιότης τους, αλλά αυτή δεν είναι παρά η διαδικασία που υφίστανται οι μαύροι μουσικοί και το κοινό τους για περίπου έναν αιώνα (ο Michael Jackson αντιπροσωπεύει τέλεια τον παροξυσμό αυτής της διαδικασίας: ένας αφρο-αμερικανός που προσπαθεί να ξεριζώσει από το πρόσωπο και το σώμα του κάθε ίχνος της φυλής του ενώ παράγει μια αχρωμάτιστη χορευτική μουσική που έξυπνα αποσυναρμολογεί όλες τις τρέχουσες ποπ επιτυχίες ανακυκλώνοντάς τις βιαστικά σε ευχάριστα τραγουδάκια).

Θεωρημένος από μια πολιτιστική-θερμοδυναμική προοπτική, αυτός ο σφετερισμός ακόμα πιο τρομακτικός. Βλέπουμε μια κυρίαρχη κουλτούρα και μια πολιτική οικονομία που εισάγει βίαια τους αφρικανούς ως σκλάβους, τους στύβει στη δουλειά μέχρι θανάτου, τους ταΐζει σα ζώα, τους βασανίζει με κάθε πιθανό τρόπο για δυο αιώνες. Έπειτα για ενάμιση ακόμα αιώνα εκμεταλλεύεται συστηματικά τους απογόνους αυτών των σκλάβων ως κατώτατους σκατοεργάτες, αρνούμενη κάθε πιθανή οικονομική δυνατότητα και κάθε πολιτικό δικαίωμα, προβάλλοντας εντωμεταξύ σ αυτούς, τους δικούς της καταπιεσμένους φόβους και πόθους, απέχθειες και μανίες. Ταυτόχρονα, αυτή η κοινωνική τάξη αποσπούσε από τους αφρο-αμερικανούς τη σπουδαία μουσική και τη γλώσσα που δημιούργησαν ως έναν τρόπο να επιβιώσουν παρά την αθλιότητά τους. Είναι σαν οι ναζί ενώ εξαέρωναν τους εβραίους αφού αφαιρέσουν τα χρυσά δόντια τους, να είχαν πουλήσει τα χειροτεχνήματα που έφτιαχναν οι εβραίοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κι εμπορευτεί τις ηχογραφήσεις των πρόχειρων ορχηστρών που σχημάτισαν για να διασκεδάζουν τους φρουρούς.

Αλλά πως η αφρο-αμερικανική κουλτούρα έγινε τουλάχιστον στις πιο χλιαρές μορφές της έγινε για την αμερικανική κουλτούρα όχι μια περιφερειακή, αλλά η κεντρική, ημι-απόκρυφη βέβαια, προωθητήρια δύναμη; Όπως προσπάθησα να δείξω, η συσσωρευτική δομή της προσωπικότητας, είναι προφανώς εχθρική απέναντι στο «μαύρο», καθώς οι λευκοί άνθρωποι προβάλλουν και, ακολούθως, αναγνωρίζουν σ αυτό την απουσία ντροπής, τον απροκάλυπτο ερωτισμό, την ανεξέλεγκτη βία και την αταξία. Είναι επίσης εχθρική απέναντι στην κουλτούρα που οι μαύροι βίωσαν και δημιούργησαν. Αυτή η κουλτούρα είναι ένα πολύ πιο σύνθετο αμάλγαμα γνωρισμάτων, που ποικίλουν ανά τάξη, κάστα και περιοχή και που συμπεριλαμβάνουν διαφορετικά πρότυπα συναισθηματικής αποκάλυψης και απόκρυψης, θυμού και τρυφερότητας, κοινότητας κι ατομικότητας, λογικής και προαισθημάτων. Ένας βασικός παράγοντας που υπογραμμίζει τις κοινές διαφοροποιήσεις τους απ τις ευρω-αμερικανικές κουλτούρες ίσως είναι η απομόνωση των αφρικανικών πολιτιστικών γνωρισμάτων, ιδιαίτερα του κοινοτικού κι εκστατικού χαρακτήρα του δυτικοαφρικανικού θρησκευτισμού. Η μαύρη κουλτούρα όμως, δεν είναι απλά, ή έστω κυρίως, ένας μετεμφυτευμένος αφρικανισμός. Καθώς έδειξε προκαλώντας συζητήσεις ο Stanley Crouch, είναι όπως και η αμερικανική κουλτούρα στην ολότητά της, ένα φαινόμενο μιγάς.

Η μαύρη κουλτούρα δημιουργήθηκε υπό την πίεση της κατάστασης των αφρο-αμερικανών στις Η.Π.Α., μέσα στη λευκότητα. Υπ αυτήν την πίεση, που ασκήθηκε αρχικά μέσω της σκλαβιάς κι έπειτα μέσα από θεσμούς όπως η εκπαίδευση, οι αφρο-αμερικανοί μετασχημάτιζαν διαρκώς ότι στάθηκαν ικανοί να διασώσουν από την κληρονομιά τους: για παράδειγμα, μεταπήδησαν από αφρικανικά γλωσσικά ιδιώματα σε αγγλικά δημιουργώντας μαύρες διαλέκτους. Ταυτόχρονα, απορρόφησαν επιρροές κι υλικό όχι μόνο από τους ευρω-αμερικανούς αλλά κι από ιθαγενείς λαούς, από το Μεξικό και την καραϊβική, παράγοντας μια απ τις πλουσιότερες και πιο πολύπλοκες κουλτούρες στον κόσμο. Η πίεση πάνω τους πήρε επιπλέον, εμπορευματική μορφή, τόσο πιο έντονα όσο ο θεσμικός ρατσισμός υποχωρούσε στην κρατική στρατηγική. Αναρίθμητοι μαύροι μουσικοί, χορευτές, ηθοποιοί και συγγραφείς ακόμη, ήταν αναγκασμένοι να αρωματίζουν το έργο τους κατά τα γούστα των λευκών προκειμένου να επιβιώσουν, αποκρύπτοντας συχνά το περιεχόμενό τους μεταθέτοντάς το σε μια σφαίρα συμβολισμού.

Ένα σύνθετο κι αποκαλυπτικό παράδειγμα είναι οι διάφορες χρήσεις του μύθου του «Staggerlee», του ξένοιαστου, ατρόμητου, προκλητικά ατομικιστή μαύρου άνδρα που ζει τη ζωή του αγαπώντας γυναίκες, ξελογιάζοντας παιδιά και καθαρίζοντας αλύπητα τους εχθρούς του, συμπεριλαμβανομένου σε κατοπινές παραλλαγές, του λευκού σερίφη. Αυτή η φιγούρα, ασφαλώς, είναι ο απόλυτος εφιάλτης του ρατσισμού αλλά και η νομιμοποίησή του, το φάντασμα που πλανάται πάνω από περισσότερα από χίλια λιντσαρίσματα και πίσω από την εκφοβιστική ρητορεία των σύγχρονων συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων δημοκόπων. Παρ όλα αυτά, η φιγούρα αυτή είναι ζωτικής σημασίας για την αφρο-αμερικανική παράδοση καθώς υπήρξε ελκυστική και για έναν αριθμό λευκών. Πολυάριθμες εκδοχές του θρύλου του Staggerlee εμφανίστηκαν στα μπλουζ της δεκαετίας του 1920. Το κλασσικό μητροπολιτικό μπλουζ του Muddy Waters, Rolling Stone αναπαριστούσε μια λιγότερο βίαια εκδοχή της ίδιας φιγούρας, για να εμπνεύσει όχι μόνο το όνομα ενός από τα πιο διάσημα συγκροτήματα της ιστορίας του ροκ κι αυτό του πρωτοποριακού εμπορικού περιοδικού αντικουλτούρας, αλλά και πολυάριθμα λιγότερο γνωστά ροκ τραγούδια του �50 και του �60, από τα οποία το The Wanderer είναι ένα μόνο παράδειγμα. Ο Greil Marcus στο βιβλίο του Mystery Train καταδεικνύει την έλξη που εξασκεί η φιγούρα του Stagerlee-Rolling Stone τόσο στους μαύρους όσο και στους λευκούς, καθώς αντιπροσωπεύει μια άγρια αντιφατική όσο και γοητευτική επίδειξη ελευθερίας, τόσο για τους νεολαίους όσο και για τους σκατοεργάτες και τους σκατοφάγους-καταναλωτές όλων των χρωμάτων. Η δημοτικότητα της υπερ-βίαιας, μισογυνικής, γκανγκστερικής rap, ανάμεσα στους λευκούς εφήβους των προαστίων, πιθανόν προέρχεται από ανάλογες αιτίες, χωρίς εξαίρεση της ανυπόφορης πλήξης του περιβάλλοντος και του ζοφερού μέλλοντος που καλούνται να αντιμετωπίσουν ως ενήλικες.

«Σπάστε τα δεσμά» ή «Δώστε τα χέρια»�

Η τόσο χυδαία χρήση αρνητικά φορτισμένων εικόνων από τη ζωή των μαύρων, δεν είναι τίποτα. Το Μαύρο, με τη δυαδική έννοια που δίνω στον όρο, έχει αφομοιωθεί περισσότερο από κάθε τι από την πολιτιστική βιομηχανία. Κατά την άποψή μου, αυτό οφείλεται σε μια ολοένα και πιο βαθιά αντίφαση της καπιταλιστικής κουλτούρας και οικονομίας, ενυπάρχουσας ήδη από το 1920. Προκειμένου να επεκταθούν μετά τον ΄Β παγκόσμιο πόλεμο, οι αμερικανικές επιχειρήσεις είχαν ανάγκη από νέες μαζικές αγορές καταναλωτικών αγαθών. Για να δημιουργηθούν αυτές οι αγορές μέσα στις Η.Π.Α. έπρεπε να στρατολογηθούν τεράστιες μάζες ανθρώπων σ� αυτό που ο John Maynard Keynes, μέγας στρατηγός του μεσοπολεμικού καπιταλισμού, αποκαλούσε «ροπή προς κατανάλωση». Ο αμεσότερος στόχος ήταν να πωληθούν τα διαχρονικά καταναλωτικά αγαθά που τώρα πλέον παράγονταν φθηνά και μαζικά χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της αλυσίδας παραγωγής που ανέπτυξε ο Henry Ford. Αυτή η στρατηγική, γνωστή σε πολλούς αναλυτές ως φορντισμός, είχε σαν στόχο να υπάρχει ένα αμάξι σε κάθε γκαράζ, ένα ψυγείο σε κάθε κουζίνα, όλα αγορασμένα με τους μισθούς που πληρώνονταν οι ίδιοι που παρήγαγαν το αμάξι και το ψυγείο.

Αρχικά, ο φορντικός καταναλωτισμός φαινόταν σε αρμονία με την συσσωρευτική κοινωνική προσωπικότητα (όπως και είναι ακόμα, ως κάποιο βαθμό). Κάθε εργάτης θα μπορούσε να αποκτήσει τα παράσημα της Ιδιοκτησίας-πιστοποιητικά αρετής. Όπως έδειξαν οι Stewart και Mary Ewen, η διαφήμιση κατά τον μεσοπόλεμο (ακόμα και στο �50 για κάποια προϊόντα) εδραιώθηκε στις ανασφάλειες της συγκεκριμένης κοινωνικής προσωπικότητας: άγχος για την μόλυνση και τη βρωμιά, ηθική της εργασίας-εργατικότητας, θέληση ανταγωνισμού με το αμέσως ανώτερο εισοδηματικό επίπεδο, κομφορμισμός-ανάγκη προσαρμογής. Τα αμάξια του Ford (πάντοτε μαύρα) αρχικά πωλούνταν σαν το πιο αποτελεσματικό μεταφορικό μέσο, και τα ψυγεία (πάντα λευκά) σαν εγγύηση υγιεινής και καθαριότητας.

Ήδη όμως, μια άλλη αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Στο βιβλίο του The Road to Wigan Pier (1937), ο George Orwell παρατηρεί πως η νεολαία της αγγλικής εργατικής τάξης είχε αδυναμία στα πολύχρωμα, μοντέρνα ρούχα που φθείρονταν εύκολα, παρά τις καλοραμμένες και μελαγχολικές φόρμες των γονιών τους. Παρά την κακή ποιότητά τους, τέτοια φανταχτερά ρούχα ήταν τόσο φθηνά που εύκολα αγοράζονταν καινούρια διαρκώς. Όπως οι αμερικανοί συνομήλικοί τους, αυτοί οι νεολαίοι γούσταραν να χορεύουν, κυρίως jazz και big-band swing, ενώ οι χοροί τους γίνονταν ολοένα και αγριότεροι. ’ρχισαν έπειτα να πηγαίνουν στον κινηματογράφο και να πασχίζουν να μιμηθούν τις γκλαμουράτες εικόνες ρομάντσου που έβλεπαν εκεί.

Τα νέα καταναλωτικά και ψυχαγωγικά ήθη που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στην νεολαία στα τέλη της εποχής της ύφεσης σκιαγράφησαν τον προσανατολισμό που θα έπαιρνε το εμπόριο μετά τον ΄Β παγκόσμιο πόλεμο. Ο συγκρατημένος συσσωρευτικός καταναλωτισμός της προηγούμενης γενιάς δεν αρκούσε πια για να απορροφήσει την απεριόριστη εκροή μιας όλο και περισσότερο αυτοματοποιημένης μαζικής παραγωγής, που δοκιμάστηκε πρώτα στην βιομηχανία όπλων. Αυτά αναφορικά με την δίχως προηγούμενο αποτελεσματικότητά της. Όσον αφορά την επίτευξη της ελάχιστης ταχύτητας αντικατάστασης, τα καταναλωτικά αγαθά έπρεπε να πάρουν το χρίσμα της μόδας, όπως γινόταν πάντοτε για την αριστοκρατία και τα υψηλότερα στελέχη της μπουρζουαζίας. Κατά το τέλος του �50, αυτό σήμαινε την εφαρμογή μιας υποβολιμαίας και προσχεδιασμένης τάσης περιοδικής αντικατάστασης καταναλωτικών αγαθών, (που προηγουμένως αφορούσε αντικείμενα όπως τα προϊόντα από νάιλον, λαμπτήρες και ξυραφάκια) σε καταναλωτικά αγαθά διαρκείας όπως τα αυτοκίνητα ή οι ηλεκτρικές σκούπες. Στο επίπεδο της διαφήμισης κάτι τέτοιο σημαίνει ότι έπρεπε να διεγερθεί η επιθυμία για το κάθε τι. Η καταπίεση που προκαλούσε η συσσώρευση αντικειμένων χαλάρωσε, και η εκμετάλλευση των ηδονιστικών ορμών που είχε ήδη ξεκινήσει πριν τον πόλεμο, επιταχύνθηκε.

Αυτή η ηδονιστική ανέλιξη μπορεί να ειδωθεί ως μερική επαναφομοίωση όλων εκείνων των σκοτεινών χαρακτηριστικών που είχαν εξοριστεί από την λευκή συσσωρευτική κοινωνική προσωπικότητα, των πιο ανοιχτών σεξουαλικά και αισθητικά, προσανατολισμένα στην άμεση παρά σε συγκρατημένη ικανοποίηση, προς την διαχυτικότητα παρά στον επιφυλακτικό συντηρητισμό, σε μια ροπή προς κατανάλωση και ξόδεμα παρά προς αποταμίευση. Αυτές οι τάσεις όμως ήρθαν γρήγορα σε σύγκρουση με τις συσσωρευτικές αξίες που ακόμη κυριαρχούσαν στην πολιτική, θρησκευτική και αστική φιλολογία καθώς επίσης και στην διαφήμιση.

Categories
Fredy Perlman

Πρόοδος και πυρηνική ενέργεια – Fredy Perlman

Πρόοδος και Πυρηνική Ενέργεια:

Η καταστροφή της ηπείρου και των ανθρώπων της

Του Fredy Perlman

Το παρακάτω κείμενο πρωτοεμφανίστηκε σε ένα ειδικό αντι-πυρηνικό τεύχος του αντιεξουσιαστικού περιοδικού Fifth Estate στις 8 Απρίλη 1979. Είχε γραφτεί έναν χρόνο νωρίτερα, μετά από ένα ατύχημα στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Three Mile Island στην ανατολική Pennsylvania. Καθώς τα νέα για το ατύχημα γίνονταν γνωστά, οι επίσημες αρχές επέμεναν: «Δεν υπάρχει λόγος υπερβολής, η κατάσταση είναι σταθερή, οι αρχές έχουν τον πλήρη έλεγχο», όμως τελικά οι άνθρωποι που ζούσαν κοντά στο εργοστάσιο αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους. Εδώ ο Fredy Perlman μας υπενθυμίζει πώς επέδρασαν στους κατοίκους οι καταστροφές, οι υποσχέσεις και η αστυνομική παρέμβαση που πάντοτε συνοδεύουν το Κεφάλαιο.

Η συνειδητή δηλητηρίαση των ανθρώπινων όντων, του εδάφους και των άλλων ζωικών ειδών μπορεί μόνο επιστρατεύοντας την πιο χονδροειδή υποκρισία να ονομαστεί «ατύχημα». Μόνον όποιος κλείνει τα μάτια του μπροστά στην πραγματικότητα μπορεί να ισχυρίζεται ότι αυτή η συνέπεια της Τεχνικής Προόδου δεν είχε «προβλεφθεί».

Η μόλυνση και η εξάλειψη κάθε ζωής που κατοικούσε την ήπειρο στο όνομα «ανωτέρων όντων» μπορεί να ξεκίνησε στην Ανατολική Pennsylvania, αλλά όχι στις τελευταίες βδομάδες.

Δυο αιώνες πριν, στην περιοχή που τελευταία δηλητηριάστηκε από τη ραδιενέργεια του Three Mile Island, κερδοσκόποι με ονόματα όπως Franklin, Morris, Washington και Hale αναγκάζονταν να κρυφτούν πίσω από ταμπέλες όπως η εταιρία Vandalia και η εταιρία Ohio. Οι εταιρίες αυτές είχαν έναν σκοπό: να πουλήσουν τη γη για το κέρδος. Τα υποκείμενα πίσω από τις εταιρίες αυτές είχαν έναν στόχο: να απομακρύνουν κάθε εμπόδιο που έμπαινε στο δρόμο της ελεύθερης ανάπτυξης της κερδοφορίας, είτε τα εμπόδια αυτά ήταν ανθρώπινα είτε χιλιετείς πολιτισμοί είτε δάση, ζώα ή ακόμα χείμαρροι και βουνά. Ο στόχος τους ήταν να Εκπολιτίσουν την ήπειρο, να την εισάγουν σε έναν κύκλο δραστηριοτήτων που ποτέ πριν δεν εφαρμόζονταν εδώ: Εργασία, Αποταμίευση, Επένδυση, Αγοραπωλησίες – ο κύκλος της αναπαραγωγής και της επέκτασης του Κεφαλαίου.

Το κύριο εμπόδιο σ αυτή τη διαδικασία συνίστατο στα ανθρώπινα όντα που είχαν ζήσει σ αυτήν την ήπειρο για χιλιετίες και οι οποίοι, χωρίς Νομοθεσίες ή Κυβερνήσεις ή Εκκλησίες, απολάμβαναν τον ήλιο, τα ρυάκια, τους δασότοπους, τα διάφορα είδη φυτών και ζώων, και ο ένας τον άλλον. Αυτοί οι άνθρωποι θεωρούσαν τη ζωή αυτοσκοπό, κι όχι ένα μέσο που οφείλει να τεθεί στην υπηρεσία «ανώτερων» σκοπιμοτήτων. Δεν προσέγγισαν τον Πολιτισμό, όπως τα περίεργα παιδιά ένα βάζο με μαρμελάδα, όπως θα περίμεναν οι Φρανκλίνοι και οι Ουάσιγκτον. Αντιθέτως -Δεν ήθελαν σχεδόν τίποτα από όσα είχε να τους δώσει ο Πολιτισμός. Ήθελαν ίσως κάποια από τα όπλα, κι αυτά μόνο για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους ενάντια στην περαιτέρω εξάπλωση του Πολιτισμού. Προτιμούσαν τον θάνατο από μια ζωή περιορισμένη στην Εργασία, την Αποταμίευση, τις Επενδύσεις και τις Αγοραπωλησίες. Σε μια τελική απεγνωσμένη απόπειρα να εκδιώξουν τον Πολιτισμό και τα Πλεονεκτήματά του πέρα από τη θάλασσα, σε μια εξέγερση που πλέον τη θυμόμαστε σαν όνομα ενός αυτοκινήτου, οι πολεμιστές τους αντιστάθηκαν στους άρπαγες της γης και τους μισθοφόρους τους από το Ontario, το Michigan, το Ohio και τη δυτική Pennsylvania. Γι αυτήν την αδιάλλακτη αντίστασή τους κέρδισαν από τους Πολιτισμένους τον τίτλο του ’γριου. Η ονομασία αυτή έδωσε στους Εκπολιτιστές το άλλοθι να τους εξολοθρεύσουν χωρίς δισταγμούς ή τύψεις: «Στείλτε τους κουβέρτες με ευλογιά», διέταξε ένας από τους διοικητές της εξολόθρευσης.

Τα πρόσφατα εορτασμένα 200 χρόνια της αμερικανικής ανεξαρτησίας μνημονεύουν την ημέρα που, δέκα χρόνια νωρίτερα, οι άρπαγες της γης, οι κερδοσκόποι και οι σύμμαχοί τους, αποφάσισαν να επιταχύνουν την εξολόθρευση της ανεξαρτησίας της περιοχής δυτικά του Three Mile Island. Ο βασιλική εξουσία ήταν πολύ μακριά για να προστατεύει κατάλληλα τις επενδύσεις, και σε κάθε περίπτωση φεουδαρχική, και δεν συμφωνούσε πάντα με τις επιδιώξεις των κερδοσκόπων. Αποτραβήχτηκε ακόμα περισσότερο, σε βαθμό να ενισχύσει τα σύνορα που συμφωνήθηκαν κατόπιν συνθηκών με τους ’γριους. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα αποτελεσματικό όργανο κάτω από τον άμεσο έλεγχο των αρπάγων της γης και αφιερωμένο αποκλειστικά στην ευημερία των επιχειρήσεών τους. ’τυπες οργανώσεις της συνοριακής αστυνομίας όπως οι Paxton Boys ήταν πάντα ικανές για να σφάζουν ιθαγενείς κατοίκους απομονωμένων χωριών όπως η Conestoga. Τέτοιοι όμως σχηματισμοί των συνόρων ήταν πολύ μικροί και προσωρινοί, και σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από την ενεργή συναίνεση κάθε συμμετέχοντα, όπως και από τους ίδιους τους ιθαγενείς μαχητές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν αποτελούσαν ούτε καν κατάλληλες αστυνομικές οργανώσεις. Οι κερδοσκόποι συμμάχησαν με τους ιδεαλιστές και τους ονειροπόλους, και πίσω από συνθήματα για Ελευθερία, Ανεξαρτησία και Ευτυχία, πήραν την κυβερνητική, στρατιωτική και αστυνομική εξουσία στα χέρια τους.

Ενάμιση αιώνα πριν, ένα πιο αποτελεσματικό όργανο για την ανάπτυξη του Κεφαλαίου, ήταν σε πλήρη ανάπτυξη. Οι στρατιωτικές και αστυνομικές οργανώσεις βασισμένες στην υπακοή και την υποταγή, κι όχι στην ενεργή συναίνεση, ήταν έτοιμες πλέον να δράσουν εναντίον των ανθρώπων που αντιστέκονταν σε ένα τέτοιο καθεστώς για 20.000 χρόνια, αν όχι για περισσότερα. Το Κογκρέσο πέρασε μια από τις πιο επιδεικτικές νομοθεσίες του: τον Νόμο Απομάκρυνσης των Ινδιάνων. Μέσα σε μερικά χρόνια, κάθε αντίσταση, κάθε δραστηριότητα που δεν ήταν μια δραστηριότητα του Κεφαλαίου, εξορίστηκε από ολόκληρη την περιοχή από το Three Mile Island μέχρι τον Μισισιπή, κι από τα νότια του Michigan μέχρι τη Georgia. Η Κυβέρνηση, που γρήγορα έγινε μια από τις πιο ισχυρές του κόσμου, δεν είχε διστάσει ως τώρα να δηλητηριάσει με ευλογιά ή να κατασφάξει τους χωρικούς. Η Απομάκρυνσή τους συνδυάστηκε με έναν συνδυασμό από καταστροφές, εξαγγελίες και αστυνομικές παρεμβάσεις. Οι εναπομείναντες ελεύθεροι ιθαγενείς δεν μπόρεσαν να αντισταθούν σε αυτόν τον συνδυασμό χωρίς να τον αποδεχτούν, αλλά δεν μπορούσαν και να τον αποδεχτούν χωρίς να πάψουν να είναι ελεύθεροι. Επέλεξαν να παραμείνουν ελεύθεροι, να παραμείνουν οι τελευταίοι άνθρωποι μεταξύ του Three Mile Island και του Μισισιπή, και ως τέτοιοι «Απομακρύνθηκαν».

Καθώς οι έποικοι προχώρησαν στα απελευθερωμένα εκκενωμένα εδάφη όπου ακόμα κι ο αέρας που ανέπνεαν τους έδινε μια γεύση της πρόσφατα εξολοθρευμένης ελευθερίας, μεταμόρφωσαν τους απέραντους δασότοπους σε μεγεθυσμένες αντιγραφές της κόλασης την οποία είχαν αφήσει πίσω τους. Η απόλαυση των μονοπατιών και των δασών σταμάτησε: τα δάση κάηκαν, τα μονοπάτια έδωσαν τη θέση τους σε λεωφόρους που θα διασχίζονταν όσο γρηγορότερα επίτασσε η κυκλοφορία του Κεφαλαίου. Η ευτυχία έπαυσε να αποτελεί το σκοπό της ζωής: η ίδια η ζωή έγινε απλά το μέσο, ο σκοπός έγινε το κέρδος. Η ποικιλία εκατοντάδων κουλτούρων μειώθηκε στην ομοιομορφία μιας μοναδικής ρουτίνας: Εργασία, Αποταμίευση, Επενδύσεις, Αγοραπωλησίες, κάθε μέρα, από την αυγή ως τη δύση, και μετά τη δύση μέτρημα του χρήματος. Κάθε προηγούμενη δραστηριότητα, και κάθε ίχνος νέας, μετασχηματίστηκε από πηγή ευτυχίας σε πηγή κέρδους. Το καλαμπόκι, τα φασόλια, ο χυλός, οι «τρεις αδερφές» που σέβονταν και αγαπούσαν οι προηγούμενοι κάτοικοι της περιοχής, έγιναν απλά εμπορεύματα προς πώληση στις αγορές τροφίμων. Οι σπορείς και οι συλλέκτες τους δεν τα καλλιεργούσαν πια για να τους ευχαριστούν στα γεύματά τους, τις γιορτές και τις τελετές τους, αλλά για να τα πουλήσουν για κέρδος. Η ευχάριστη τεμπελιά της κηπουρικής αντικαταστάθηκε με τη σκληρή δουλειά του γεωργού, τα μονοπάτια έδωσαν τη θέση τους στις ράγες του σιδηροδρόμου, το περπάτημα περιορίστηκε από την κυκλοφορία γιγαντιαίων τροχοφόρων που κινούνταν με κάρβουνο, τα κανό παραμερίστηκαν από πλωτές πόλεις που δε σταματούσαν πουθενά προκειμένου να γεμίσουν τον αέρα με τα προϊόντα των καύσεών τους, και τους μαύρους καπνούς τους. Οι «τρεις αδερφές», μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια, υποβαθμίστηκαν σε απλά εμπορεύματα, όπως επίσης τα δένδρα που έγιναν ξυλεία, τα ζώα που έγιναν κρέας, κι ακόμα τα ταξίδια, τα τραγούδια, οι μύθοι και οι ιστορίες των νέων κατοίκων της ηπείρου.

Και οι νέοι κάτοικοι ήταν εκεί: στην αρχή εκατοντάδες, έπειτα χιλιάδες, τελικά εκατομμύρια. Όταν η εισαγωγή σκλάβων πήρε τέλος, εισήχθηκε το πλεόνασμα πληθυσμού από τις παρακμάζουσες δυνάμεις της μετα-φεουδαρχικής Ευρώπης. Οι πρόγονοί τους αγνοούσαν την ελευθερία για τόσο πολλές γενιές, που ακόμα και η ανάμνησή της είχε εξαλειφθεί από την μνήμη τους. Οι έποικοι, πρώην εργάτες γης ή εργαζόμενοι σε ιδιοκτησίες που ολοένα και ταχύτερα μετατρέπονταν σε εταιρίες, κατέφταναν εκπαιδευμένοι ήδη ώστε να αποζητούν αυτά ακριβώς που μπορούσε να τους παρέχει το Κεφάλαιο, κι έτσι η υποβάθμιση της ζωής που επέβαλλε το Κεφάλαιο τους φάνηκε ως ελευθερία συγκρινόμενη με τα δεδομένα των προηγούμενων περιορισμένων εμπειριών τους.

Πούλησαν τις ιδιοκτησίες τους σε επενδυτές γης, μεταφέρονταν σ’ αυτές χάρη στους επενδυτές του σιδηροδρόμου, εξόπλιζαν τα αγροκτήματά τους χάρη στους τραπεζικούς επενδυτές, επίπλωση και ένδυση παρείχαν τα ίδια συμφέροντα, συχνά οι ίδιοι επιχειρηματικοί Οίκοι που τους εξασφάλιζαν το οτιδήποτε, σε μια κλίμακα κέρδους που καμιά προηγούμενη εποχή δε θα θεωρούσε «δίκαιο», κι όμως έγραφαν περήφανοι στους συγγενείς τους στον παλιό κόσμο ότι είχαν γίνει κύριοι του εαυτού τους, ότι ήταν πια ελεύθεροι καλλιεργητές, όμως στο άδειο τους στομάχι και στον ασθενικό χτύπο της καρδιάς τους αισθάνονταν την αλήθεια: ήταν υποδουλωμένοι σε ένα αφεντικό ακόμα πιο δυσδιάκριτο, απάνθρωπο και αφηρημένο απ’ ότι οι παλιοί τους αφέντες, ένα αφεντικό που η δολοφονική του εξουσία, όπως η ραδιενέργεια, μπορούσε ίσως να γίνει αισθητή αλλά όχι άμεσα ορατή. Είχαν μετατραπεί σε δουλοπάροικους του Κεφαλαίου. (Κι όσο για κείνους που ωθούνταν ως «ανειδίκευτοι βοηθοί» ή «εργατικά χέρια» στις φάμπρικες που παρήγαγαν τα μέσα και τους σιδηροδρόμους: αυτοί δεν είχαν και πολλά για να καυχηθούν στα γράμματά τους, απ’ όπου κι αν είχαν ξεκινήσει ανέπνεαν τουλάχιστον καθαρότερο αέρα).

Έναν αιώνα μετά την εξέγερση που συνδέθηκε με το όνομα Pontiac, ένας αιώνας γεμάτες με απεγνωσμένη αντίσταση από του επιγόνους του Pontiac ενάντια στην περαιτέρω διείσδυση του Κεφαλαίου, και κάποιοι από τους εποίκους καλλιεργητές ξεκίνησαν να μάχονται ενάντια στον περιορισμό τους σε υπηρέτες του σιδηροδρόμου, των υποδομών και του πιστωτικού Κεφαλαίου. Κάποιοι λαϊκιστές αγρότες, βάλθηκαν να συλλάβουν και να φυλακίσουν τους Rockefellers, τους Morgans, και τους Goulds που ευθύνονται άμεσα για την υποβάθμισή τους, αλλά η εξέγερσή τους ήταν μόνο μια αποδυναμωμένη ηχώ της πρότερης ανταρσίας των Ottowas, Chippewas, Delawares και Potawatomies. Οι αγρότες στράφηκαν ενάντια στις προσωπικότητες αλλά εξακολούθησαν να συμμερίζονται την κουλτούρα που ευθυνόταν για την υποβάθμισή τους. Συνεπώς, απέτυχαν να ενωθούν, αλλά ακόμα και να αναγνωρίσουν ως δική τους, την ένοπλη αντίσταση των ανθρώπων των πεδιάδων, των τελευταίων που υπερασπίστηκαν εξ’ ολοκλήρου την ήπειρο ενάντια στην μετατροπή της σε ένα νησί του Κεφαλαίου – ένας αγώνας που τσακίστηκε βάσει της μεθοδολογίας των αρχαίων Ασσυρίων (αλλά και των σύγχρονων σοβιετικών) των μαζικών εκτοπισμών, των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των σφαγών αμάχων και μιας ακατάπαυστης πλύσης εγκεφάλου μέσω στρατιωτικών και ιεραποστολικών οργάνων.

Όσο μαχητικοί και θαρραλέοι κι αν υπήρξαν μερικοί από αυτούς, οι αγωνιζόμενοι καλλιεργητές σπάνια έθεταν την απόλαυση και τη ζωή πάνω από την εργασία, την αποταμίευση και το κέρδος, και το κίνημά τους εκτροχιάστηκε όταν ριζοσπάστες πολιτικοί διείσδυσαν σ αυτό και εξίσωσαν την επιθυμία για μια νέα ζωή με μια επιθυμία για έναν νέο Ηγέτη. Η μορφή της εκτροχίασης του Λαϊκιστικού κινήματος έγινε η μορφή που πήρε το εργατικό κίνημα στον αιώνα που ακολούθησε. Οι πολιτικοί που έσκαψαν το λάκκο του λαϊκισμού ήταν οι πρωτεργάτες της ατελείωτης διάσπασης σε ιεραποστολικές σέχτες, βασισμένες οργανωτικά στα πρότυπα της Ιησουσίτικης Τάξης αλλά υιοθετώντας τα δόγματα του ενός ή του άλλου κομμουνιστικού, σοσιαλιστικού ή αναρχικού Βιβλίου. Έτοιμοι να μεταπηδήσουν ανά πάσα στιγμή οπουδήποτε βρίσκονταν άνθρωποι που πάλευαν για ν ανακτήσουν την ίδια την ανθρωπιά τους, καπέλωναν την μια μετά την άλλη εξέγερση με τα δόγματά τους, τις οργανώσεις τους και την ηγεσία τους που επιβάλλονταν στους ανθρώπους που μάχονταν για τη ζωή. Αυτοί οι παλιάτσοι, για τους οποίους αυτό που έλειπε ήταν οι φωτογραφίες και οι ομιλίες τους στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, έγιναν τελικά καπιταλιστές που βγάλαν στην αγορά το μόνο εμπόρευμα που είχαν στήσει στη γωνία: την εργασία.

Λίγο πριν τον ερχομό του αιώνα μας (20ου), καθώς η δυναμική αντίσταση απομακρυνόταν για πάντα, με μια ψευδο-αντίσταση που ήταν στην πραγματικότητα το εργαλείο για την τελική υποβάθμιση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε μια ποικιλία εναλλακτικών του Κεφαλαίου, το πιο ενδεδειγμένο όργανο για την δημιουργία του κέρδους απαλλάχθηκε από κάθε εξωτερικό εμπόδιο. Είχε πάντοτε τα εσωτερικά του εμπόδια: τις διάφορες φράξιες του Κεφαλαίου, τους Vanderbilts, τους Goulds και τους Morgans, που συνεχώς έστρεφαν τα όπλα τους ο ένας προς τον άλλον έτσι ώστε ολόκληρη η οικονομική δομή να απειλείται να τιναχθεί στον αέρα από τα μέσα. Ο Rockefeller και ο Morgan πρωτοστάτησαν στη συγχώνευση, συνενώνοντας τις διάφορες φράξιες: οι εύποροι επενδυτές διαμοίραζαν τους πόρους τους ο ένας στην επιχείρηση του άλλου, οι διευθυντές άλλαζαν μεταξύ τους θέσεις, και όλοι μαζί μοιράζονταν το συμφέρον στην ανεμπόδιστη πορεία του νέου οργάνου. Με την σπάνια εξαίρεση της επιβίωσης μεμονωμένων και οικογενειακών επιχειρήσεων, οι υπόλοιπες διευθύνονταν από επενδυτικά γραφεία που διαφοροποιούνταν από τα υπόλοιπα κυρίως από το μέγεθος των επενδύσεών τους. Το καθήκον των διευθυντών ήταν να υπερπηδήσουν κάθε εμπόδιο, ανθρώπινο ή φυσικό, με έναν μόνο περιορισμό: την αποτελεσματική λειτουργία των άλλων επιχειρήσεων που συλλογικά συνιστούσαν το Κεφάλαιο.

Δυο αιώνες πριν, οι έρευνες των φυσικών και χημικών επιστημόνων στη διάθεση του Κεφαλαίου, οδήγησαν στην ανακάλυψη ότι οι πρώτες ύλες πάνω και κάτω από το έδαφος δεν ήταν και τα μόνα υλικά προς εκμετάλλευση. Φάνηκε ότι ακόμα και οι «απελευθερωμένοι» πυρήνες συγκεκριμένων ουσιών ήταν ακόμα πιο εκμεταλλεύσιμοι από το Κεφάλαιο. Η καταστροφή της ύλης σε ατομικό επίπεδο, αρχικά βρήκε την εφαρμογή της ως το πιο χυδαίο όπλο που είχαν ποτέ στη διάθεσή τους ανθρώπινα χέρια, έγινε τελικά το τελευταίο εμπορευματικό αγαθό. Την ίδια στιγμή οι τόκοι, τα γραμμάτια και οι αγορές εξοπλισμών από τους καλλιεργητές, καθώς και τα υπό εξαφάνιση δένδρα και ζώα του δάσους, είχαν πάψει να θεωρούνται ενδιαφέροντα ως πηγές σημαντικών κερδών. Οι εταιρίες ενέργειας που είχαν ήδη αναμειχθεί στα μονοπώλια ουρανίου και πετρελαίου έγιναν αυτοκρατορίες ισχυρότερες από κάθε κράτος το οποίο τους βοηθούσε να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους. Στο εσωτερικό των αυτοκρατοριών αυτών, η υγεία και η διαβίωση ενός «αποδεκτού» αριθμού κατοίκων της υπαίθρου και της πόλης ισορροπούσε απέναντι σε μια «αποδεκτή» αύξηση ή απώλεια κερδών. Κάθε πιθανή λαϊκή απάντηση στους υπολογισμούς αυτούς χειραγωγήθηκε από συνετό συνδυασμό καταστροφής, υποσχέσεων και αστυνομικής βίας.

Η δηλητηρίαση των ανθρώπων στην Ανατολική Pennsylvania με καρκινογόνο ραδιενέργεια από ένα σύστημα που αφιερώνει μια γενναία μερίδα της δραστηριότητάς του στην «υπεράσπισή» του ενάντια στην πυρηνική απειλή από το εξωτερικό…

Η μόλυνση του φαγητού το οποίο καταναλώνεται από τους εναπομείναντες κατοίκους της ηπείρου, και η καταστροφή της παραγωγής των καλλιεργητών που είχαν αφιερώσει στωικά τις ζωές τους στην ανάπτυξη αυτού του εμπορεύματος που αποτελούσε βασικό ενδιαφέρον του Κεφαλαίου μισό αιώνα πριν.

Η μετατροπή της ηπείρου σε ένα κυριολεκτικό ναρκοπέδιο, με την άνευ προηγουμένου χρήση φονικών όπλων και εκρηκτικών, μιας ηπείρου που κάποτε κατοικούνταν από ανθρώπινα όντα που ζούσαν για να απολαμβάνουν τον αέρα, τον ήλιο, τα δένδρα, τα ζώα και κάθε τι…

Η δυστοπία μιας ηπείρου που καλύπτεται από καπνίζοντα ηφαίστεια, με τα εκκωφαντικά ηχεία τους να επαναλαμβάνουν το ίδιο ηχογραφημένο μήνυμα πάνω από την απανθρακωμένη γη: «Δεν υπάρχει λόγος υπερβολής, η κατάσταση παραμένει σταθερή, οι αρχές έχουν τα πάντα υπό έλεγχο»…

Όλα τα παραπάνω δεν είναι ατύχημα. Είναι η παρούσα φάση της προόδου της Τεχνολογίας, δηλαδή του Κεφαλαίου, του Φρανκενστάιν της Mary Wollstonecraft Shelley, που θεωρείται «φυσική» από τους επίδοξους διευθυντές που ανυπομονούν να πάρουν την κατάσταση στα «επαναστατικά» χέρια τους. Για διακόσια χρόνια το Κεφάλαιο αναπτύχθηκε καταστρέφοντας τη φύση, απομακρύνοντας και εξολοθρεύοντας τους ανθρώπους. Το Κεφάλαιο κήρυξε πλέον μια νέα μετωπική επίθεση εναντίον στους ίδιους τους υπηκόους τους. Οι υπολογιστές του έχουν ξεκινήσει ήδη να λογαριάζουν την αξία χρήσης αυτών που είχαν εκπαιδευτεί να θεωρούν εαυτούς τους προνομιούχους του.

Αν τα πνεύματα των νεκρών μπορούσαν να αναβιώσουν ανάμεσα στους ζωντανούς. Οι πολεμιστές Ottawa, Chippewa και Potawatomi θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον αγώνα από κει που τον άφησαν δυο αιώνες πριν, ενισχυμένοι από τις δυνάμεις των Sioux, των Dakota, των Nez Perce, των Yana και των Medoc και των αμέτρητων φυλών που οι γλώσσες τους έχουν σιγήσει πια. Μια τέτοια δύναμη θα μπορούσε να σταματήσει τους εγκληματίες που φυσικά δεν πρόκειται να έρθουν ενώπιον κανενός δικαστηρίου. Οι πολυάριθμοι πράκτορες του Κεφαλαίου θα αφήνονταν τότε να εξασκήσουν την αγαπημένη τους ρουτίνα της εργασίας- αποταμίευσης- επένδυσης- αγοραπωλησίας, βασανίζοντας ίσως ο ένας τον άλλον με καταστροφές, υποσχέσεις και αστυνομική βία, μέσα στα ανενεργά και αποσυνδεδεμένα εργοστάσιά τους, αμπαρωμένοι στους θαλάμους πλουτωνίου.

Fredy Perlman – 1979

μετάφραση στα ελληνικά: Αύγουστος 2007

Categories
Uncategorized

Επιστήμη ίσον Κεφάλαιο – Dot Matrix

Επιστήμη ίσον Κεφάλαιο – Dot Matrix

[Πηγή: Anarchy magazine]

Η Επανάσταση δεν μπορεί πλέον να σημαίνει απλά την καταστροφή κάθε τι παλιού και συντηρητικού, καθώς το κεφάλαιο το έχει ήδη κάνει αυτό για τον εαυτό του. Μάλλον θα φαίνεται σαν η επιστροφή σε κάτι (μια επανάσταση με την μαθηματική έννοια του όρου – σ.τ.μ. revolution=περιστροφή), μια επιστροφή στην κοινότητα, όμως όχι σε κάποια από τις μορφές τις οποίες έχει πάρει ιστορικά. Η Επανάσταση θα γίνει αισθητή μέσα από την καταστροφή κάθε τι που είναι ότι πιο «σύγχρονο» και «προδευτικό» (μιας και επιστήμη ίσον κεφάλαιο). Jacques Camatte [1]

Η επιστήμη είναι ένα σύστημα συσσώρευσης γνώσης βασισμένο στον εμπειρισμό, τον πειραματισμό, την εξατομίκευση, την εκλογίκευση, την αιτιολόγηση και τον μεθοδολογικό νατουραλισμό, με στόχο την εξεύρεση της αλήθειας. Οι θεωρίες -υποθέσεις πρόβλεψης- είναι η βασική γνωστική μονάδα του συστήματος αυτού. Η επιστήμη επίσης αναφέρεται στο σώμα της γνώσης που έχει βρεθεί μέσα από την έρευνα.

«Οι περισσότεροι επιστήμονες πιστεύουν πως η επιστημονική έρευνα πρέπει να ενταχθεί στην επιστημονική μέθοδο, μια διαδικασία αξιολόγησης εμπειρικών γνώσεων κάτω από την λειτουργική υπόθεση του μεθοδολογικού υλισμού, ο οποίος εξηγεί τα υπό παρατήρηση γεγονότα στην φύση υπό φυσικές συνθήκες χωρίς να υποθέτει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του υπερφυσικού. Ειδικά εξειδικευμένες μελέτες που κάνουν χρήση εμπειρικών μεθόδων αναφέρονται επίσης ως επιστήμες…[2]

Συζητήσεις σχετικά με την επιστήμη περιπλέκονται ακόμα περισσότερο μιας και η λέξη αναφέρεται σε διακριτά κι όμως συνδεδεμένα αντικείμενα. Για παράδειγμα, η φυσική είναι μια επιστήμη (ένα πεδίο εξειδικευμένης μελέτης) που δεν είναι πάντοτε επιστημονική (σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό), μιας και η κβαντική φυσική διαφεύγει της διαφοροποίησης μεταξύ παρατηρητή και αντικειμένου που είναι θεμελιώδης σ ένα πείραμα. Ωστόσο, στο βαθμό που οι φυσικοί απορρίπτουν αυτούς τους υπαινιγμούς, η φυσική συνεχίζει στα βήματα που η επιστήμη (ως τρόπος σκέψης) έχει βαδίσει.

Η κριτική που πρέπει να ασκηθεί στην επιστήμη θα είναι ως η σύγχρονη τεχνική επίλυσης των προβλημάτων. Η επιστήμη είναι τόσο ευρέως αποδεκτή που για πολλούς ανθρώπους έχει γίνει συνώνυμο της επίλυσης προβλημάτων. Ακόμα και άνθρωποι που προσεγγίζουν κριτικά την κουλτούρα στην οποία ζούμε, βρίσκονται να καταφεύγουν στην επιστήμη όταν πιέζονται να υπερασπιστούν τις ιδέες τους. Για παράδειγμα ορισμένοι αντι-πολιτισμικοί αναρχικοί που αναφέρονται στη βιολογία προκειμένου να πείσουν κάποιον για μια συγκεκριμένη διατροφή, ή στην ανθρωπολογία για να αποδείξουν την ανωτερότητα του προτύπου τους για την μελλοντική κοινωνία.

Από τους πολλούς τρόπους που έχει κανείς να ασκήσει κριτική στην επιστήμη, ο πιο βασικός απευθύνεται στην επιστημονική μέθοδο, η οποία δίνει έμφαση α) στην αναπαραγωγικότητα, β) την αιτιότητα (ότι δηλαδή κάτι προκαλεί κάτι άλλο), και γ) τη σχετικότητα των αντικειμένων (υλική πραγματικότητα) πάνω από κάθε τι άλλο. Πιο συγκεκριμένα δίνει έμφαση σε μια συγκεκριμένη προοπτική αντιμετώπιση της υλικής πραγματικότητας, την μόνη προοπτική που οι επιστήμονες αναγνωρίζουν ως έγκυρη. Ένα πρόβλημα του επιστημονικού μοντέλου είναι το πώς διατηρείται και βασίζεται σε μια προοπτική του κόσμου σαν ένα παγωμένο (στατικό) σύμπαν. Επίσης προβληματική είναι η ιδέα ότι τα πάντα μπορούν να κατατμηθούν σε ξεχωριστά, μετρήσιμα μέρη, όπου το όλο δεν είναι ποτέ περισσότερο από τα μερικά. Πίσω από τις δυο αυτές προοπτικές βρίσκεται η πεποίθηση ότι ο καλύτερος ή ακόμα, ο μοναδικός τρόπος να γνωρίσεις τον κόσμο είναι να απομακρυνθείς από αυτόν, να είσαι έξω από αυτόν. Ότι είναι η αποστασιοποίηση που μας επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον κόσμο, κι ότι αυτή η χρησιμοποίηση είναι στην πραγματικότητα η πλέον αρμοστή σχέση που μπορούμε να αναπτύξουμε με τον κόσμο.

Σε ένα πρακτικό επίπεδο καταλαβαίνουμε ότι οι επιστήμονες λειτουργούν μέσα σ ένα σύστημα το οποίο βασίζεται τόσο (αν όχι περισσότερο) στην ιεραρχία και τις χορηγίες, όσο στην προσοχή στο τι συμβαίνει γύρω μας. Υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές (ακόμα κι από καθεστωτικές πηγές) που δείχνουν ότι αυτός που χρηματοδοτεί μια έρευνα, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το αποτέλεσμά της, από την επίπτωση του καπνού στην υγεία, ως την δυνατότητα περιορισμού της εξάπλωσης των Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (ΓΤΟ), αλλά αυτά τα παραδείγματα δεν είναι παρά τα πιο προφανή. Για να πάρει κάποιος μια ιδέα αρκεί να υποψιαστεί ανάλογα, το ρόλο που παίζει ο τρόπος με τον οποίον κάνουμε μια ερώτηση (Πότε σταματήσατε να χτυπάτε το παιδί σας;), το πρόσωπο στο οποίο απευθύνουμε την ερώτηση (πως σχετίζεται με την ικανότητα του ερωτώντα, τον τρόπο, τις λέξεις κλπ), τι ερωτήσεις θέλουμε να κάνουμε και πως θα επεξεργαστούμε τις απαντήσεις που θα πάρουμε, καθώς και τα συμφέροντα που θα εξυπηρετήσουν αυτές.

«Η δυτική εκπαίδευση μας προδιαθέτει να σκεφτόμαστε τη γνώση με όρους πραγματικής πληροφορίας, πληροφορίας που μπορεί να κατασκευαστεί και να τοποθετηθεί σε βιβλία, διαλέξεις και μαθήματα. Η γνώση είναι κάτι που μπορεί να αποκτηθεί και να συσσωρευτεί, όπως οι μετοχές ή τα ομόλογα. Αντιθέτως, για τον κόσμο των ιθαγενών, η πράξη της κατανόησης κάποιου πράγματος περιλαμβάνει μια προσωπική μεταμόρφωση. Το υποκείμενο και το αντικείμενο της γνώσης δένονται αδιάρρηκτα και μεταλλάσσονται με έναν θεμελιώδη τρόπο. Έτσι οι γνώσεις των ιθαγενών δεν μπορούν ποτέ να περιοριστούν σε μια βάση δεδομένων μέσα σε έναν υπερ-υπολογιστή, καθώς είναι μια δυναμική και ζώσα διαδικασία, μια όψη της αέναης μεταμόρφωσης, της αέναης αναγέννησης της φύσης».[3]

Και σ ένα φιλοσοφικό επίπεδο, η γνώση δημιουργείται από θεσμούς που την περιορίζουν και την κατασκευάζουν με συγκεκριμένους τρόπους. Ενώ από την μια μεριά, η επιστήμη είναι μα απάντηση στην προκατάληψη και την ιεραρχία που σχετίζεται με τη θρησκεία, συνεχίζει επίσης το μοτίβο του χριστιανισμού, αυτό μιας καθαρής αφηρημένης και παγκόσμιας αλήθειας, διαχωρισμένης από την εμπειρία της καθημερινής ζωής, με τους επιστήμονες και τους γιατρούς στη θέση του ιερατείου, δηλαδή των ανθρώπων που γνωρίζουν περισσότερα απ όσα εμείς.

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στην επιστήμη με τρόπους παρόμοιους με αυτούς που άλλοι πιστεύουν στο θεό (σαν κάτι που δεν καταλαβαίνουν αλλά μπορεί να λύσει τα προβλήματά τους). Κάποιοι καταφεύγουν σε επιστημονικά συμπεράσματα, όπως άλλοι καταφεύγουν στις «γραφές».

Παραδοσιακά, η επιστήμη παρουσιάζεται ως έναν ουδέτερος αντικειμενικός παρατηρητής, ένα φανταστικό ον, όπως οι άγγελοι ή οι δαίμονες. Ως αντικειμενικός παρατηρητής λοιπόν, δεν οφείλει να έχει άλλο συμφέρον από την αλήθεια, η οποία αποκαλύπτεται μέσα από την πληροφορία, και η πληροφορία φτάνει σε μας μέσα από τα εργαστήρια, όπου πολύ προσεκτικά επιλέγεται, διαχειρίζεται και ελέγχεται. (Η μυστικοποίηση αυτού του φανταστικού παρατηρητή μονάχα μεγεθύνεται, και δε βελτιώνεται, με την προσθήκη μιας επιπλέον έρευνας, στην οποία ένα σώμα από γνώστες συναδέλφους εξετάζει το πείραμα και τα δεδομένα ώστε να επιβεβαιώσει την εγκυρότητά τους). [4]

Η επιστήμη παίρνει παράδειγμα την τάση της κουλτούρας για εξειδίκευση, και κατά συνέπεια δημιουργεί ειδικούς, ανθρώπους που γνωρίζουν την παραμικρή λεπτομέρεια για ένα τομέα, που όμως, αυτοί οι μικροί τομείς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ως αποτέλεσμα της αντίληψης ότι τα πάντα βασίζονται σε αντικείμενα (κι όχι για παράδειγμα σε σχέσεις). Έτσι, για παράδειγμα, οι πρακτικοί της αλλοπαθητικής ιατρικής γράφουν πολλαπλές συνταγές σε ανθρώπους, συχνά μην έχοντας ιδέα για το πώς αυτά τα συγκεκριμένα φάρμακα θα επιδράσουν το ένα σε συνδυασμό με το άλλο, κι ακόμα περισσότερη άγνοια σχετικά με το πώς σχετίζονται τα συναισθήματα του ανθρώπου με την φυσική υγεία του.

Στο «Η Προέλευση του Ολοκληρωτισμού», η Hanna Arendt χρησιμοποιεί τη λέξη επιστημονισμός για να εκφράσει την λογική προέκταση της επιστημονικής σκέψης, η οποία κάνει δέχεται ηθικά ή κοινωνικά ζητήματα που ειδάλλως δε θα είχαν υπόσταση. (Για παράδειγμα: «Γίνεται κάποιος να μην αξίζει τίποτα; Κι αν ναι, μπορούμε να του κάνουμε ευθανασία;»). Με άλλα λόγια η απάνθρωπες όψεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων σχετίζονται με την εξάρτησή τους από την επιστήμη ως απόλυτο ορισμό της αξίας: πράγματι, η ιδέα ότι τα πάντα πρέπει να αξιολογηθούν είναι μέρος του επιστημονικούς μοντέλου.



Γιατί η ανθρωπολογία δεν μπορεί να είναι αναρχική

Εξ ορισμού, οι ανθρωπολόγοι μελετούν επιστημονικά ανθρώπινες ομάδες, τις σχέσεις, τα ήθη, τις συμπεριφορές και τα κοινωνικά πρότυπά τους. (Αυτό το «επιστημονικά» είναι που τους ξεχωρίζει από τους, ας πούμε, καλλιτέχνες, κωμικούς ή απλά τους περίεργους). Η ιστορία της ανθρωπολογίας είναι αυτή του πολιτισμένου ανθρώπου που επισκέπτεται κουλτούρες ξένες προς αυτόν και γυρνώντας πίσω, δίνει αναφορά στους χρηματοδότες του. Ως επιστήμονες, με όλους τους ποσοτικούς και λογικούς υπαινιγμούς της λέξης, οι ανθρωπολόγοι είναι υπεύθυνοι για την ενσωμάτωση των πρωτόγονων και άλλων λαών στον πολιτισμό. Στο βαθμό που οι ανθρωπολόγοι αποτελούν διαμεσολαβητές ανάμεσα στο πολιτισμένο και στο άγριο, είναι μέρος μιας πολιτισμικής κληρονομιάς που παράγει ιεραποστόλους.

Οι ανθρωπολόγοι, καθώς επίσης κι άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες, επεκτείνουν την επιστημονική πραγματικότητα μετατρέποντας τα σπίτια ων ανθρώπων σε εργαστήρια πειραμάτων, υποθέτοντας ότι είναι εφικτό και κατάλληλο να παρατηρήσεις αντικειμενικά ανθρώπους με πολύ διαφορετική κουλτούρα από την δική σου (η ακόμα και ανθρώπους με τη δική σου κουλτούρα), για τους σκοπούς της απόκτησης των πιο σημαντικών πληροφοριών. Και, όπως και με όλες τις επιστήμες, το πιο σημαντικό μέρος εδώ (καλύπτοντας πολλά ανεξερεύνητα ερωτήματα), μέρος μιας συζήτησης που μπλοκάρεται από τους χορηγούς, τόσο από τους ιδιώτες όσο κι από τα μεγάλα πανεπιστήμια, είναι Γιατί μερικοί άνθρωποι πληρώνονται για να μελετήσουν άλλους ανθρώπους; Τι κερδίζουν οι χρηματοδότες για τα λεφτά που δίνουν; Αυτό που κερδίζουν είναι επέκταση της αγοράς (στους πληθυσμούς της μελέτης), επέκταση του ελέγχου στην υπάρχουσα αγορά (περισσότερες πληροφορίες για το τι κινητοποιεί τους ανθρώπους, δηλαδή πως μπορείς να τους πουλήσεις κάτι πιο αποτελεσματικά), και περισσότερα προϊόντα (από τον τουρισμό μέχρι τα βιβλία ή τα ναρκωτικά).

Σαν εργαλείο, η ανθρωπολογία χρησιμοποιείται για έναν αριθμό αρκετά φανερών λόγων, όπως το ότι παρέχει μια περισσότερο ολιστική άποψη της ανθρωπότητας, απ ότι αυτή της οικονομίας, της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνιολογίας κλπ. Πιο σημαντικό, παρέχει αποδείξεις ότι οι επιλογές μας σαν είδος, είναι πιο εκτεταμένες απ ότι διδαχτήκαμε να πιστεύουμε. Κι αυτό, μιας και η ανθρωπολογία επιτρέπει στους ανθρώπους (σε όσους τουλάχιστον από αυτούς γίνουν ανθρωπολόγοι) να πληρώνονται για να κάνουν ενδιαφέρονται πράγματα, και να έχουν ενδιαφέρουσες συζητήσεις, παρέχει επίσης ανθρώπους που μαθαίνουν για άλλες κουλτούρες κι άρα είναι ενδιαφέροντες, καθώς μπαίνεις στον πειρασμό να μπερδεύεις τους ανθρώπους και τις εμπειρίες τους με την ανθρωπολογία την ίδια. Όμως η επιστημονική μελέτη των ανθρώπων, η δημιουργία των ειδικών αυτών, το πλαίσιο της εύρεσης και της γνώσης γύρω από τους ανθρώπους και πάνω σε μια χρηματοδότηση εταιριών, είναι αναπόφευκτα προβληματικό και χειραγωγικό, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις ή ο χαρακτήρας των ανθρώπων που εμπλέκονται σ αυτό.

Στο «Anthropologists and Other Friends», ο αξιόλογος ινδιάνος συγγραφέας Deloria Jr. καταρρίπτει έξυπνα την προοπτική της ουδέτερης μελέτης των ανθρώπων, περιγράφοντας το τι συνέβη όταν οι φορείς της διαμεσολάβησης (στην περίπτωσή μας, οι ανθρωπολόγοι) και το αντικείμενό της (στην περίπτωσή μας, οι ινδιάνοι), συναντήθηκαν. Ο Deloria εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι ανθρωπολόγοι, έχοντας μια συμπαγή εικόνα στο μυαλό τους για το πώς είναι έπρεπε να είναι οι ινδιάνοι (π.χ. αυθεντικοί) και μελετώντας μονάχα εκείνους τους ινδιάνους που δέχονταν να συμπεριφερθούν με τον τρόπο που περίμεναν οι ανθρωπολόγοι, ενθάρρυναν ουσιαστικά τους ινδιάνους αυτούς να συμπεριφέρονται «αυθεντικά», πράγμα που τελικά εξέλαβαν ως επιβεβαίωση των εκτιμήσεών και των ορισμών τους οι ανθρωπολόγοι.

Αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, ένα κλειστό χάσμα όπου οι άνθρωποι δυο ομάδων δημιουργούν και υποστηρίζουν αμοιβαίες κρίσεις (τις οποίες μάλιστα λαμβάνουν ως δεδομένες) ο ένας για τον άλλο. Δυο από τις κρίσεις αυτές είναι εδώ: «οι πραγματικοί ινδιάνοι έχουν συγκεκριμένο τελετουργικό» και «οι πραγματικοί ανθρωπολόγοι είναι ειδικοί στην κουλτούρα που μελετούν». Είναι ακριβώς η πεποίθηση της καθαρότητας, μιας στατικής ταυτότητας (μια πεποίθηση της επιστήμης), που είναι τόσο παραμορφωτική στις εμπειρίες και τόσο περιοριστική στο είδος των πληροφοριών που οι ερευνητές μπορούν να συλλέξουν από το αντικείμενο της μελέτης τους.

Αυτό το μοντέλο γνώσης δημιουργεί επίσης μια παρόμοια δυναμική ανάμεσα στους ακτιβιστές και τους στόχους του ακτιβισμού τους, καλώντας τους ανθρώπους να αποδεχτούν έννοιες όπως «αληθινή γυναίκα», «αληθινή εργατική τάξη» ή «αληθινή φύση». Στο βαθμό που ένας ακτιβιστής διαμεσολαβείται, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, από αφαιρετικές έννοιες κι όχι από πραγματικές σχέσεις, τόσο απομακρύνονται από αυτούς ή αυτά που προσπαθούν να «σώσουν». Και η διαμεσολάβηση από αφαιρέσεις (κι όχι από πραγματικές σχέσεις) είναι αυτό που δίνει αξία σε πράγματα όπως η χορηγίες και η σχολές. Είναι αυτό που κάνει μια δουλειά επιστημονική.

Οι ανθρωπολόγοι θα δίνουν πάντα έμφαση στη διαφορά ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο της μελέτης. Η τάση αυτή αποδεικνύεται και σε όλους τους ανθρώπους που επιζητούν (για λόγους πλουτισμού ή κοινωνικής αναρρίχησης, ή και τα δύο) να γίνουν ειδικοί της μιας ή της άλλης ομάδας ανθρώπων, και συνήθως σημαίνει την υποταγή, ή έστω το πάγωμα, του αντικειμένου της μελέτης, ώστε να διατηρηθεί, καθαρό, αυθεντικό.

Στο αποσπάσματα από μια Αναρχική Ανθρωπολογία, ο David Graeber μας προτρέπει να «γκρεμίσουμε τα τείχη» μεταξύ των κουλτούρων που μελετούν οι ανθρωπολόγοι (κουλτούρες που συχνά περιγράφονται με τις λέξεις «πρωτόγονες» ή ιθαγενικές) και στις πολιτισμένες κοινωνίες. Βλέπει τον τοίχο αυτόν σαν την πεποίθηση πως κάποια έμφυτη, ουσιαστική αλλαγή συνέβη ώστε να δημιουργηθεί η σύγχρονη κουλτούρα ως θεμελιωδώς διαφορετική από τις προηγούμενες κουλτούρες. Ισχυρίζεται ότι είναι πολύ πιο ενδιαφέρον και χρήσιμο να δούμε με ποιους τρόπους μοιάζουμε με τους ανθρώπους που μελετάμε. Ενώ η θέση του για την αχρηστία του «τείχους» είναι αναντίρρητη, το θέμα είναι ότι η δημιουργία και η συντήρηση του τείχους αυτού είναι το κύριο έργο της ανθρωπολογίας. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Graeber, έχουμε να κάνουμε με την ανθρωπολογία όταν οι άνθρωποι μιλούν για τους «πρωτόγονους», αλλά με την κοινωνιολογία, τις πολιτικές επιστήμες, την οικονομία, την αρχιτεκτονική, την ψυχολογία κλπ όταν μιλάμε γι αυτούς που τους μελετούν. Η επιστήμη επιμένει ότι πρέπει να διαχωριζόμαστε -τόσο ως ομάδες, όσο και ως υποκείμενα- από τον υπόλοιπο κόσμο, ώστε να τον χρησιμοποιήσουμε πιο αποτελεσματικά. Ο κοινωνικός ρόλος των ανθρωπολόγων είναι αυτό ακριβώς το έργο της αποστασιοποίησης που περιλαμβάνει κουλτούρες που είναι ’λλες, όπως αυτές των «πρωτόγονων» ή των ιθαγενών.

Ενώ πολλά μοντέλα αναπτύσσουν πάντοτε τάσεις που φυτρώνουν αντίθετα προς τη λειτουργία τους, αυτοί οι κλάδοι αναπτύσσονται μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητοι στο κυρίως σώμα. Ενδιαφέροντες άνθρωποι που ίσως θέλουν να κάνουν ενδιαφέροντα πράγματα με τις παραδόσεις, αλλά στο βαθμό που αυτοί οι άνθρωποι εργάζονται για την αναγνώριση στο πεδίο τους, στο βαθμό που αξιολογούνται από τα δεδομένα του τομέα τους, στο βαθμό που το έργο τους το διαχειρίζονται οι εταιρίες, θα είναι πάντοτε κομμάτι της επιστημονικής κληρονομιάς και όλων όσων συνεπάγεται αυτή.

Ο μόνος λόγος να αποστασιοποιηθούμε από το ’Aλλο, την όλη σύλληψη ενός ’Αλλου, είναι ο έλεγχος και η χειραγώγηση, τόσο του ’Αλλου, όσο και του Εαυτού. Πολύ απλά, είναι ευκολότερο να σκοτώσεις έναν ’Αλλο (όπως κι αν αντιμετωπίζεται ένας φόνος), κι όσο πιο εύκολο είναι να τον σκοτώσεις, τόσο και οι δυο πλευρές του διαχωρισμένου Εαυτού/’Αλλου νιώθουν περισσότερη πίεση να συμβιβαστούν.

Η Ανθρωπολογία, όπως οι άλλες επιστήμες, είναι χρήσιμη στην παρούσα τάξη πραγμάτων ώστε να μετατρέπει τα αντικείμενα της μελέτης σε αντικείμενα διαχείρισης, χειραγώγησης και κατανάλωσης από το κυρίαρχο σύστημα, και στην επέκταση του ελέγχου του πάνω στα υποκείμενα της μελέτης.

Σημειώσεις:
[1] Camatte, Against Domestication, This World We Must Leave, 113
[2] http://en.wikipedia.org/wiki/Science, 1/4/2006
[3] βλ. F. David Peat (ένας αξιοσημείωτος φυσικός) – Blackfoot Physics, 2. «Understanding knowledge as an individual thing, a matter of a relationship and personal transformation, and not something that an expert can use to fill up empty containers (a.k.a. students), is a fundamental challenge to the over-emphasis on Mass that currently effects our lives so intensely – from questions of democracy and social change, to industrialization and how work is structured, to our sense of our own personal relevance in the world».
[4] http://www.aip.org/tip/INPHFA/vol-8/iss-6/p12.html

Categories
Walther Bernecker

Μύθος του αναρχοσυνδικαλισμού – Walther Bernecker

Μύθος του αναρχοσυνδικαλισμού

[Walther Bernecker ]

( Σεπτέμβριος 1996 )

Επανάσταση ή Ρεφορμισμός;Για την αλλαγή αναρχικών θέσεων στον Ισπανικό Εμφύλιο

Στην μέχρι τώρα βιβλιογραφία εξυψώνονται δύο κυρίως στοιχεία για να εξηγηθεί η οπισθοχώρηση της επανάστασης και η απώλεια της ισχύος των αναρχικών τα χρόνια 1937 και ΄38.

1/ τα φρανκικά στρατεύματα που κατάστρεφαν οτιδήποτε επαναστατικό κατακτούσαν και 2/ η θέση που κράτησε η δημοκρατική κυβέρνηση και κυρίως το ΚΚΙ που στράφηκε επίσης ενάντια σε οτιδήποτε επαναστατικό μέσα στην δημοκρατική ζώνη. Μπορεί να είναι σωστά αυτά τα δύο στοιχεία, δεν αρκούν όμως για να κατανοήσουμε σε όλο της το βάθος την αποτυχία της επανάστασης. Για να γίνει αυτό χρειάζεται επιπλέον ένα τρίτο στοιχείο. Ποιές οι διαφωνίες μέσα στο αυταρχικό κίνημα και πώς αυτές οι διαφωνίες επηρέασαν τη στρατηγική και την τακτική του αναρχισμού στον εμφύλιο. Μέχρι τον εμφύλιο 1936-37 το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα στην Ισπανία ήταν η μεγαλύτερη οργάνωση των εργατών. Το μαζικό αυτό κίνημα χάνει έδαφος κατά την διάρκεια του πολέμου, μετά την νίκη του Φράνκο κυριολεκτικά κομματιάζεται και μετά την άρση της απαγόρευσης του συνδικαλισμού το 1977 ξαναζεί μια μικρή αναζωπύρωση πριν χωριστεί λόγω ιδεολογικών διαφορών και καταδικαστεί από μόνο του στην ασημαντότητα. Σημαντικότερος φορέας του αναρχοσυνδικαλισμου ήταν η Confederation Nacional del Trabajo (CNT).Η είσοδος της CNT στην κεντρική κυβέρνηση, η προτεραιότητα να νικηθεί ο πόλεμος εις βάρος της κοινωνικής επανάστασης, το «προτσές» πολιτικοποίησης με την αρνητική έννοια. Όλα αυτά έκαναν τους εργάτες να χάσουν την εμπιστοσύνη τους ενώ οι ιδεολογικοί αντίπαλοι του αναρχοσυνδικαλισμου έβλεπαν να επιβεβαιώνεται με τις κριτικές που είχαν για αδυνατότητα εφαρμογής της αναρχοσυνδικαλιστικής θεωρίας.

Μέσα στο ελευθεριακό κίνημα το αμάρτημα της συμμετοχής σε μια κυβέρνηση και η «ρεφορμιστική» συνεργασία με άλλα συνδικάτα και κόμματα αναζωπύρωσαν τις διαμάχες των διαφόρων τάσεων. Όλοι οι αναρχικοί συγγραφείς που άσκησαν κριτική στο κίνημα που συμμετείχαν και στο ρόλο που έπαιξε αυτό στην ισπανική ιστορία, μιλάνε για ελλιπής συμφωνία των αναρχικών για τον τρόπο πραγματοποίησης μιας κοσμοθεώρησης που τόσο η CNT όσο και οι «καθαροί» αναρχικοί της Federation Anarquista Iberia αποκαλούν «ελευθεριακό κομμουνισμό». Αυτές οι διαφωνίες σε ιδεολογικά και πρακτικά ζητήματα ξεκινούν από τις αρχές του κινήματος: στο πρώτο συνέδριο των εργατών το 1870 στην Βαρκελώνη χρειάσθηκε να ψηφίσουν για τοπρόγραμμα της ομοσπονδίας. Οι διάφορές μέσα στο αναρχικό κίνημα (ρεφορμιστικές ή επαναστατικές) οξύνθηκαν τόσο που το 1931 διασπάται το αναρχοσυνδικαλιστικό συνδικάτο και οι σχέσεις μεταξύ CNT και της FAI ποτέ δεν υπήρξαν άριστες. Θα χρειαζόταν μια πιο λεπτομερείς ανάλυση των διαφωνιών σε κάθε περίπτωση, αλλά λίγο πολύ η μεγάλη διαμάχη ήταν αν τελική κατάσταση του ελευθεριακου κομουνισμού θα κατακτιόταν με ένα βίαιο ξέσπασμα του επαναστατικού πνευματος ή με μια μακρόχρονη σταδιακή «ρεφορμιστική» πορεία.

Στο συνέδριο του Μάη του 1936 στην Σαραγόσα υπήρξε βέβαια επανένωση των συνδικάτων, αλλά οι ιδεολογικές διαφορές παρέμειναν. Έτσι ο πόλεμος βρίσκει τους αναρχικούς ενωμένους σ΄ένα συνδικάτο αλλά ουσιαστικά ασύμφωνους σ΄ότι αφορά ζητήματα τακτικής και αυτή η ασυμφωνία θα έχει σημαντικές συνέπειες για την κοινωνική επανάσταση που άρχισε στις 19 Ιουλίου 1936. Αυτή η επανάσταση σαν μια πυρκαγιά σάρωνε τα πάντα στο περασμά της και έθετε στους επαναστάτες όχι μόνο το ερώτημα για τη δημιουργία νέων οικονομικών σχέσεων και κολλεκτίβων αλλά έπρεπε να βρεθεί και μια καινούργια πολιτική σχέση του οργανωμένου αναρχισμού με το μέχρι τώρα κάθετα απορριπτόμενο κράτος. Οι θεσμοί που συμβόλιζαν το καταπιεστικό κράτος τώρα είχαν καταστραφεί- στρατός, αστυνομία, κυβέρνηση, δικαστήρια. Το ερώτημα τώρα ήταν: να καταστραφεί τώρα κάθε κρατικός μηχανισμός και να εφαρμοστεί η οριζόντια κοινωνία των κολλεκτίβων και των εργατικών συμβουλίων χωρίς ιεραρχία και κυβέρνηση ή να νικηθεί πρώτα ο πόλεμος; Ο αναρχικός Juan Garcia Oliver που θα γινόταν αργότερα υπουργός δικαιοσύνης θυμάται ότι για αυτόν τότε υπήρχαν δύο επιλογές : από τη μια ελευθεριακός κομμουνισμός, που ουσιαστικά θα σήμαινε μια αναρχική δικτατορία και από την άλλη δημοκρατία , που θα σήμαινε συνεργασία. Οι καταλανικές τοπικές επιτροπές της CNT αποφασίζουν να συνεργαστούν με τους υπόλοιπους «αντιφασίστες» στις λεγόμενες αντιφασιστικές πολιτοφυλακές. Έτσι υπερισχύει μέσα στο αναρχικό κίνημα εκείνη η ρεφορμιστική τάση που λίγες εβδομάδες πριν στο συνέδριο της Σαραγόσα είχε ηττηθεί από την ορθόδοξη αναρχική τάση της FAI. Ξαφνικά οι καταλανοί αναρχικοί συνειδητοποιούν ότι δεν είχαν ποτέ αναπτύξει μια τακτική για τη φάση μετάβασης από μια κοινωνική οργάνωση σε μια άλλη. Έτσι σταδιακά, βήμα-βήμα συμμετέχουν όλο περισσότερο στον νέο «επαναστατικό» όργανο εξουσίας από φόβο πως οι ιδεολογικοί αντίπαλοί τους θα εκμεταλλευόντουσαν την απουσία τους και θα καπέλωναν την επανάσταση. Αυτός ο πολιτικός μετασχηματισμός του οργανωμένου αναρχισμού στην Ισπανία προκάλεσε αντιδράσεις σε όλο τον πλανήτη από την μεριά των αναρχικών. Από την άλλη μπορούσε κανείς να ακούσει τα χαχανητά των αντιπάλων του αναρχισμού , που δεν έβλεπαν στην είσοδο της CNT στην κυβέρνηση ως ένα τακτικό βήμα και ως εξαίρεση , αλλά ως την πρακτική αποτυχία της αντικρατιστικής άποψης.

Όταν οι αναρχικοί της CNT-FAI εγκατέλειψαν την κυβέρνηση λογοδότησαν για την δράση τους και έγινε κατανοητό ότι υπήρξαν πολύ αφελείς. Οι κομμουνιστές τους χρησιμοποίησαν για να καταστείλουν την κοινωνική επανάσταση και μετά ουσιαστικά τους πέταξαν από την κυβέρνηση τον Μάη του 1937. Χαρακτηριστικό είναι το τι συνέβη στις αρχές Μάη του �37 στη Βαρκελώνη όπου για να καταλάβει ο κομμουνιστικός πλέον στρατός την πόλη που ήταν στα χέρια των αγωνιστών της CNT-FAI χρειάστηκε να παρέμβουν οι αναρχικοί υπουργοί και να στείλουν σπίτι τους αγωνιστές των οδοφραγμάτων.

Αλλά και μετά την έξοδο της CNT-FAI από την κυβέρνηση οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν επέστρεψαν στην επαναστατική παράδοση της άμεσης δράσης και της άρνησης του κράτους, ακόμα και όταν η δημοκρατική κυβέρνηση επιτίθονταν σε επαναστατικές δομές όπως στην Αραγονία. Οι εκατομμύρια εργάτες που στήριζαν την CNT-FAI καθόλη τη διάρκεια αυτών των ενδοδημοκρατικών «παιχνιδιών» έμεινα ανεκμετάλλευτοι. Το συνδικάτο δεν τους ενεργοποίησε , αντιθέτως αρκέστηκε σε διάφορες απειλές που το φθινόπωρο του 1937 κανένας πλέον δεν έπαιρνε στα σοβαρά. Ο ισπανικός αναρχισμός είχε χάσει πλέον την τεράστια δύναμη που είχε πριν το πόλεμο. Σίγουρα όμως η στάση της CNT-FAI δεν έβρισκε σύμφωνους όλους τους αναρχικούς στην Ισπανία. Τέλος 1937 η οργάνωση νεολαίας Juventutes Libertarias εκδίδει μια μπροσούρα όπου οι Calero, Campos και Peirats κατηγορούν την CNT για προδοσία των ιδεολογικών αρχών του αναρχισμού. Κατηγορούν την ηγεσία της CNT ότι τους ξεγελούσαν λέγοντάς τους ότι οι καταστάσεις απαιτούν τέτοια παραβίαση ιδεολογικών αρχών. Κατηγορούσαν επίσης την ιδεολογική αποπλάνηση, τον αναρχολενινισμό και την αυθεντία της ηγεσίας που δεν επέτρεπε καμιά κριτική από τα αριστερά. Σχεδόν την ίδια στάση κράτησαν και οι Amigos de Durutti..

Ο Diego Abat de Sadillan γράφει το 1938 για την CNT: «Σε όλες τις επαναστάσεις οι προοδευτικές μειοψηφίες προσπαθούν, όσο είναι βέβαια εφικτό, να καταστρέψουν το παλιό καθεστώς και να χτίσουν καινούργιες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Στην ισπανική επανάσταση αυτές οι μειοψηφίες δεν διευκόλυναν την κοινωνική πρόοδο αλλά το αντίθετο. Στην Ισπανία υπήρχε μια πλατιά μάζα ανθρώπων που ήθελε την επανάσταση και υπήρχαν και οι λεγόμενες ηγετικές μειοψηφίες- ανάμεσά του και η δικιά μας -που όχι μόνο δεν δρούσαν ερεθιστικά για επιτευχθεί αυτός ο στόχος, αλλά προσπάθησαν με όλα τα μέσα να του κόψουν τα φτερά».

(To κείμενο βρέθηκε στο διαδικτυακό τόπο της ομάδας Tristero)

Categories
Feral Faun

ΟΙ ΑΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ – FERAL FAUN

ΟΙ ΑΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ – FERAL FAUN

“Είμαστε υπέρ της ανάπτυξης ενός εργατικού κινήματος βασισμένου στην άμεση δημοκρατία, όχι απλά επειδή αυτό θα είναι πιο αποτελεσματικό στον σημερινό αγώνα ενάντια στην τάξη των εργοδοτών, αλλά κι επειδή προεικονίζει και θέτει τη βάση για μια κοινωνία ελευθερίας και ισότητας, χωρίς εξουσιαστές ή εκμετάλλευση”. – Από φυλλάδιο της Workers Solidarity Alliance, αναρχοσυνδικαλιστικής οργάνωσης.

Κατά τον δέκατο τέταρτο με δέκατο πέμπτο αιώνα έλαβε χώρα ένας κοινωνικός μετασχηματισμός που έφτασε στην κορύφωσή του κατά τον αμερικανικό πόλεμο της ανεξαρτησίας και τη γαλλική επανάσταση. Η περίοδος αυτή σηματοδότησε την εξέγερση της αστικής τάξης ενάντια στο παλιό φεουδαρχικό σύστημα και την καθολική εκκλησία. Στη θέση της φεουδαρχίας, εγέρθηκε στον οικονομικό τομέα το καπιταλιστικό σύστημα και στον πολιτικό το δημοκρατικό. Οι φιλελεύθεροι δημοκράτες, αντί να επιτρέπουν σε μια μη αιρετή αριστοκρατία ή σε έναν βασιλιά να κυβερνά, απαίτησαν να αποδοθεί το έργο της διακυβέρνησης «στο λαό» μέσα φυσικά από τους επίσημους αντιπροσώπους του και τη ψήφο του. Όπως και οι παραπάνω αναρχοσυνδικαλιστές, κι οι αστοί επίσης ήθελαν μια «κοινωνία ελευθερίας και ισότητας, χωρίς εξουσιαστές ή εκμετάλλευση». Αν αφήσουμε κατά μέρος τις αναφορές σε λέξεις όπως «εργάτες» ή «τάξη των εργοδοτών» το παραπάνω απόσπασμα θα μπορούσε να το έχει γράψει ακόμα κι ο Thomas Paine.

Φυσικά, οι αναρχοσυνδικαλιστές θα μας εξηγούσαν ότι δε δίνουν στις λέξεις το ίδιο νόημα που τους έδιναν οι αστοί επαναστάτες. Και ίσως γίνονταν πιστευτοί αν δεν αντανακλούσε ο αναρχοσυνδικαλισμός την αστική ιδεολογία σε πολύ σημαντικότερα ζητήματα εκτός από αυτό της φρασεολογίας. Οι αξίες που υποστηρίζουν οι αναρχοσυνδικαλιστές δε διαφέρουν από αυτές των πιο ριζοσπαστών από τους φιλελεύθερους αστούς θεωρητικούς, και το ιδανικό τους, αν το εξετάσουμε προσεκτικά, δεν αποτελεί παρά μια προέκταση του φιλελεύθερου ιδανικού.

Όπως ήδη προείπα, το οικονομικό σύστημα που κυριάρχησε με την άνοδο της αστικής τάξης ήταν ο καπιταλισμός. Δε θα μπω σε μια μακροσκελή περιγραφή του καπιταλιστικού συστήματος, αρκεί να αναφέρω ότι το διακριτικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού σε σχέση με άλλα οικονομικά συστήματα, δεν είναι η ύπαρξη των καπιταλιστών αλλά η παραγωγή πλεονάζοντος κεφαλαίου που επιτρέπει τη συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξης. Ο καπιταλιστικός είναι ένα αρκετά ηθικό σύστημα, εννοώντας ότι απαιτεί κάποιες ηθικές αξίες παραπάνω από προσωπικές ανάγκες, επιθυμίες ή απληστία ούτως ώστε να αναπτύσσεται απρόσκοπτα. Οι αξίες αυτές που αποτελούν ζωτικό στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι η παραγωγικότητα και η πρόοδος. Κάθε τεχνολογική καινοτομία λοιπόν, πρέπει να εναγκαλιστεί εκτός αν αποδειχτεί ότι θέτει σε κίνδυνο την περαιτέρω ανάπτυξη του κεφαλαίου. Ουσιαστικό μέρος της παραγωγής και της προόδου αποτελεί η εργασία κι έτσι οι αστοί αποδίδουν ιδιαίτερη αξία στην εργασία, κι αντίθετα με τα όσα πιστεύουν κάποιοι «ριζοσπάστες» εργατιστές, δεν είναι σπάνιο ένας καπιταλιστής να εργάζεται πολύ περισσότερες ώρες από έναν βιομηχανικό εργάτη, πρόκειται ωστόσο για εργασία οργανωτική παρά παραγωγική. Αυτοί που καταφέρνουν να αποφεύγουν την εργασία, στιγματίζονται ως το ηθικό κατακάθι της καπιταλιστικής κοινωνίας, τα παράσιτα που ζουν εις βάρος του εργαζόμενου λαού…

Οι αναρχοσυνδικαλιστές εσωτερικεύουν κάθε μια από αυτές τις καπιταλιστικές αξίες. Το ιδανικό τους είναι «μια πραγματική διαχείριση της παραγωγής από τους ίδιους τους ανθρώπους». Παρά τις πολυάριθμες ανθρωπολογικές αποδείξεις περί του αντιθέτου, θεωρούν ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αγωνιζόμενος να επιβιώσει κι ότι το χρωστάμε στη τεχνολογία και την πρόοδό της, το ότι μπορούμε σήμερα να ζούμε τις υπέροχες ζωές που μας προσφέρει και να απολαμβάνουμε όλα τα τελευταίας μόδας καταναλωτικά προϊόντα, αν μου επιτρέψετε έναν σαρκασμό! Οι συνδικαλιστές θεωρούν ότι πρόκειται για κάποιες συγκεκριμένες συνέπειες της τεχνολογίας που είναι αρνητικές για την επιβίωση, αλλά ότι η τεχνολογία σαν σύνολο καθώς και η πρόοδος είναι γενικά θετικές. Υπό το φως αυτών των πεποιθήσεων, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που υμνούν την εργασία, μιας και χωρίς την εργασία δε θα υπήρχε ούτε παραγωγή ούτε πρόοδος. Όπως ακριβώς οι αστοί, βλέπουν αυτούς που αποφεύγουν την εργασία σαν «παράσιτα» (Δες για παράδειγμα το Listen Anarchist, Chaz Bufe). Το μόνο πραγματικό πρόβλημα που έχουν με το καπιταλιστικό σύστημα είναι το ποιος έχει την ευθύνη. Αυτό που θα προτιμούσαν θα ήταν η ύπαρξη ενός και μόνου Μεγα-καπιταλιστή: της διεθνούς ένωσης των εργαζομένων, παρά να έχει τον έλεγχο μια ποικιλία από άτομα, εταιρείες και κράτη. Όμως η βασική δομή του κόσμου θα παρέμενε η ίδια. Όπως οι αστοί, και ίσως λίγο χειρότερα, οι αναρχοσυνδικαλιστές εσωτερικεύουν κάθε βασική αξία του καπιταλισμού.

Αν η παραγωγή και η πρόοδος είναι θετικές αξίες, κι η παραγωγική εργασία εξίσου σημαντική, τότε ο κοινωνικός συμβιβασμός είναι ζωτικής σημασίας. Έχω ήδη αναφέρει πως η αποφυγή της εργασίας αντιμετωπίζεται σαν παρασιτισμός. Κάθε ευχαρίστηση που δεν μπορεί να εμπορευματοποιηθεί και να τεθεί έτσι κάτω από τον έλεγχο της παραγωγής θεωρείται ως ανήθικη. Ο παράνομος, η πόρνη, ο ζητιάνος, το κλεφτρόνι, κάθε άτομο που δεν συνεισφέρει θετικά σ’ αυτή την κοινωνία είναι καταδικασμένο σαν μια αποτυχία ή σαν εγκληματίας. Ακόμα ο μποέμ, ο ασυμβίβαστος καλλιτέχνης, μουσικός, ποιητής, φαίνεται ύποπτος στα μάτια του αστού, τουλάχιστον μέχρι να βρει έναν τρόπο να επαναφομοιώσει τις δημιουργικές ορμές του που έχουν αποστατήσει.

Την ίδια αντιμετώπιση απολαμβάνουν όλοι όσοι δε χωρούν στην κοινωνία αυτή κι από τους αναρχοσυνδικαλιστές. Η χαρακτηριστική απαξίωση των «περιθωριακών» στο βιβλίο «Listen Anarchist!» καθιστά κάτι τέτοιο αρκετά σαφές. Ο τρόπος που η αναρχοσυνδικαλιστική CNT επαναλαμβανόμενα «πούλησε» τον παράνομο αναρχικό Sabate, ενώ συνέχισε να δέχεται και να κάνει χρήση των χρημάτων από τις ληστείες του που της εμπιστευόταν, είναι πραγματικά χυδαίος. Καθ όλη την ιστορία του, ο αναρχοσυνδικαλισμός προσπάθησε να κατασβήσει τη φλόγα των ανεξέλεγκτων εξεγερμένων, κάποιες φορές μέσα από την πειθώ, κάποιες άλλες μέσα από την προσβολή, έτσι ώστε να τους παρακινήσει να συμβιβαστούν και να αποδεχτούν την κυρίαρχη κοινωνία. Οπουδήποτε αναρχικές εξεγέρσεις ξεπερνούσαν τα όρια που έθεταν οι αναρχοσυνδικαλιστές, αυτοί οι υποτιθέμενοι μη νομιμόφρονες, ήταν πάντα οι πρώτοι που θα φώναζαν: «Εγκληματίες», «Τρομοκράτες»!. Όπως ακριβώς οι αστοί, θέλουν την απρόσκοπτη ανάπτυξη της προόδου, κι αυτό απαιτεί κοινωνικό συμβιβασμό.

Χέρι χέρι με τον κομφορμισμό, αναπτύσσεται και η λατρεία της κοινωνικής ειρήνης. Είναι αλήθεια ότι οι αστοί εκμεταλλεύτηκαν τους εθνικούς πολέμους για να επεκτείνουν το κεφάλαιο, αλλά κάτι τέτοιο είναι σχετικά επισφαλές, μιας και κάθε βία μπορεί να αναταράξει την απρόσκοπτη ροή του κεφαλαίου. Μόνο η βία που αναπτύσσουν οι επίσημες αρχές με μια ορθολογική και ηθική βάση έχει θέση στην αστική κοινωνία. Κάθε προσωπική διένεξη όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει τη βία αλλά και να είναι τυπικά, συγκαταβατική, να αντιμετωπίζεται μέσα από το διάλογο, τη διαπραγμάτευση, τη διαλλακτικότητα. Τα πάθη δεν πρέπει να ανάβουν. Η κοινωνική ειρήνη δεν πρέπει να διαρρηγνύεται παρά στις πιο ακραίες περιπτώσεις.

Οι αναρχοσυνδικαλιστές εκτιμούν επίσης την κοινωνική ειρήνη. Από τις «αστικές επιδράσεις στον αναρχισμό» του Luigi Fabri ως το Listen Anarchist! του Bufe, προσπαθούν να αποτρέψουν τους αναρχικούς από κάθε λεκτική ακόμα έκφραση βίας, κατά ειρωνικό τρόπο προσπαθούν να αποδείξουν ότι κάτι τέτοιο οφείλεται σε παρανοήσεις του αναρχισμού που οφείλονται στον αστικό τύπο. Τώρα, γιατί θεωρούν ότι οι άνθρωποι με το θάρρος και την νοημοσύνη να εξεγερθούν ενάντια στον εξουσιαστικό κόσμο θα χειραγωγούνταν από τον αστικό τύπο, δεν έχω ιδέα! Όπως ακριβώς και οι αστοί, οι αναρχοσυνδικαλιστές μας προτρέπουν να διαχειριστούμε τις διαφορές μας ορθολογικά, χωρίς πάθη, με ειρηνικό τρόπο. Κάθε ενεργή, βίαια έκφραση ατομικής εξέγερσης θεωρείται ανευθυνότητα, αντεπαναστατική κι ανήθικη πράξη από τους αναρχοσυνδικαλιστές. Κάθε ένας που σπάει τον νόμο, ονομάζεται στην καλύτερη περίπτωση, ανεγκέφαλος και πιο συχνά εγκληματίας ή τρομοκράτης. Στην πραγματικότητα, εκτός από μια «επαναστατική κατάσταση», οι αναρχοσυνδικαλιστές απορρίπτουν κάθε είδους παράνομη δραστηριότητα σαν μη-παραγωγική, μη-προοδευτική (λες κι αυτό είναι αναγκαστικά κάτι κακό). Μόνο η επανάσταση της εργατικής τάξης (η «απόλυτη εξουσία» για την αναρχοσυνδικαλιστική θεωρία) μπορεί να δικαιολογήσει τη βία, και η βία αυτή ακόμα πρέπει να είναι ορθολογική και ηθική ούτως ώστε να αφήσει τους παραγωγικούς θεσμούς ακέραιους, και να κάνει την μετάβαση στην αναρχοσυνδικαλιστική παραγωγή όσο το δυνατόν πιο ομαλή.

Οι αναρχοσυνδικαλιστές πιστεύουν επίσης ότι θα δημιουργήσουν μια ορθολογική, ηθική κοινωνία. Μας καλούν να «αντισταθούμε στον ανορθολογισμό… οπουδήποτε κι αν υψώνεται». Το πρόβλημα που αναγνωρίζουν στην σημερινή κοινωνία είναι ότι δεν τη θεωρούν αρκετά ορθολογική, αρκετά ηθική. Μιας και η ηθική συμπεριφορά πηγάζει από την ορθολογικότητα (σύμφωνα με τη γνώμη τους), πρέπει να κυριαρχήσει σε κάθε σφαίρα της ζωής. Όχι τα πάθη ή οι επιθυμίες μας, αλλά το «ορθολογικό μας συμφέρον» θα έπρεπε να μας οδηγούν, λεν οι συνδικαλιστές, κι ακούγεται η ηχώ των αυταρχικών δικτατόρων. Είναι λοιπόν πιο ορθολογικό και πιο ηθικό όταν ο παραγωγός ελέγχει τα μέσα της παραγωγής, λένε, αγνοώντας επιδεικτικά το ερώτημα του κατά πόσο και πώς είναι εύκολο να ελέγχει ο καθένας τα παραγωγικά μέσα στη βιομηχανική κοινωνία.

Τόσο οι φιλελεύθεροι αστοί θεωρητικοί, όσο και οι αναρχοσυνδικαλιστές επιζητούν μια ορθολογική, ηθική κοινωνία βασισμένη στην ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, που να εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και οι δύο απαιτούν μια άψογα ρυθμισμένη οικονομία με υψηλούς δείκτες παραγωγικότητας που να εγγυώνται την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο. Και οι δύο απαιτούν την κοινωνική ειρήνη και τον κομφορμισμό προκειμένου να πραγματοποιήσουν τους σχεδιασμούς τους. Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι πρόκειται για δυο διαφορετικούς σχεδιασμούς. Οι αστοί βλέπουν την οικονομία σαν μια ουδέτερη πολιτικά δύναμη που μπορεί να αναπτύσσεται επαρκώς και ηθικά με την μορφή της ιδιωτικής επιχείρησης. Οι αναρχοσυνδικαλιστές αναγνωρίζουν την οικονομία σαν μια πολιτική δύναμη, η οποία όμως πρέπει να διαχειριστεί δημοκρατικά. Οι φιλελεύθεροι αστοί πιστεύουν ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να πραγματοποιήσει το ιδανικό τους. Οι αναρχοσυνδικαλιστές πιστεύουν ότι η δημοκρατία πρέπει να είναι άμεση, αν και δεν μας ρωτάν κατά πόσο θέλουμε να περνάμε την ώρα μας ψηφίζοντας αμεσοδημοκρατικά για κάθε κοινωνικό ζήτημα που προκύπτει. Το ιδανικό του αναρχοσυνδικαλισμού είναι πραγματικά μια επέκταση του φιλελεύθερου αστικού ιδανικού – μια απόπειρα να σπρωχτεί πέρα από τη λογική του κατάληξη.

Εδώ οδηγούμαι στον τελευταίο παραλληλισμό μεταξύ του αστικού φιλελευθερισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού, ενός παραλληλισμού όχι σε επίπεδο ιδεών, αλλά άγνοιας. Κανείς τους δε φαίνεται ικανός να αναγνωρίζει τις πραγματικότητες του κοινωνικού συστήματος κάτω από το οποίο ζούμε. «Η καθημερινή δραστηριότητα των σκλάβων παράγει τη σκλαβιά» (Fredy Perlman). Ενώ μιλάμε για την ελευθερία και τη δημοκρατία, ο φιλελεύθερος αστός κι ο αναρχοσυνδικαλιστής βλέπουν μόνο τις ανθρώπινες εξουσίες που τις ελέγχουν. Κλείνουν τα μάτια μπροστά στις κοινωνικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν κι αποτελούν την πραγματική πηγή αυτής της σκλαβιάς. Έτσι, οι φιλελεύθεροι αστοί θα χαροποιούνταν αν ξεφορτώνονταν τους παπάδες, τους βασιλείς, όπως και οι αναρχοσυνδικαλιστές αν έδιωχναν τα αφεντικά και τους κυβερνήτες. Όμως τα εργοστάσια θα έμεναν ανέπαφα, τα μαγαζιά το ίδιο (αν και οι συνδικαλιστές ίσως τα μετονόμαζαν σε «κέντρα διανομής» ή κάτι τέτοιο), οι οικογένειες θα παρέμεναν ως είχαν, ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα θα παρέμενε ανέπαφο. Αν η καθημερινή μας δραστηριότητα δεν άλλαζε ριζικά – και οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν δίνουν κάποια ένδειξη ότι επιθυμούν να αλλάξουν οτιδήποτε εκτός από το να προσθέτουν το βάρος της διαχείρισης των εργοστασίων σε αυτούς που ήδη σηκώνουν το βάρος της εργασίας σε αυτά. Οπότε τι διαφορά κάνει το να μην υπάρχουν αφεντικά; Είμαστε ακόμα σκλάβοι! Αλλάζοντας το όνομα κάποιου πράγματος δεν το κάνει να εξαφανιστεί. Υπάρχει όμως ένας λόγος που ούτε οι φιλελεύθεροι αστοί ούτε οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν μπορούν να διακρίνουν την σκλαβιά που βρίσκεται στην καρδιά του κοινωνικού συστήματος.

Δεν βλέπουν την ελευθερία σαν την ικανότητα μιας μοναδικής ύπαρξης να δημιουργεί τη δική του/της ζωή όπως επιλέγει. Βλέπουν την ελευθερία σαν την ικανότητα ενός ατόμου να προσαρμοστεί πλήρως και ενεργά στην ορθολογική κοινωνία της προόδου. Το «Η σκλαβιά είναι ελευθερία» δεν είναι μια απόκλιση της σταλινικής ή της φασιστικής σκέψης, είναι έμφυτο σε κάθε προοπτική για την οποία η ελευθερία αναφέρεται στην κοινωνία κι όχι στο άτομο. Ο μόνος τρόπος να εγγυηθεί κανείς την «ελευθερία» τέτοιων κοινωνιών είναι να καταστείλει την αδιαλλαξία και την εξέγερση οπουδήποτε εγείρονται. Οι αναρχοσυνδικαλιστές ίσως μιλούν για κατάργηση του κράτους, αλλά θα χρειαστεί να αναπαράγουν κάθε μια από τις λειτουργίες του ώστε να εγγυηθούν την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας τους. Ο αναρχοσυνδικαλισμός δεν σηματοδοτεί ένα ρήγμα με τη σημερινή κοινωνία. Απλά ζητάει την επέκταση των αξιών της κοινωνίας αυτής έτσι ώστε να κυριαρχούν πιο απόλυτα την καθημερινή ζωή μας. Κάθε πραγματικός εξεγερμένος, κάθε αποστάτης, κάθε παράνομο και άγριο ελεύθερο πνεύμα δε θα μπορούσε να αποδεχτεί μια αναρχοσυνδικαλιστική κοινωνία περισσότερο από όσο ανέχεται τη σημερινή. Θα έπρεπε να συνεχίσουμε να φέρνουμε το χάος, να δημιουργούμε δημιουργικά ρήγματα με την κοινωνία, γιατί αυτό που θέλουμε δεν είναι περισσότερος έλεγχος πάνω στη σκλαβιά μας, κι αυτό είναι το μόνο που οι αναρχοσυνδικαλιστές μας προσφέρουν, αυτό που θέλουμε είναι να σπάσουμε τις αλυσίδες της σκλαβιάς και να ζήσουμε τις ζωές μας στην ολότητά τους.

[Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Ιούλης 2007]


Categories
Ασύμμετρη Απειλή

Υπέρ του ανόμου συλλόγου κακοδαιμονιστών – Αλάστωρ

Υπέρ του ανόμου συλλόγου κακοδαιμονιστών – Αλάστωρ (Ασύμμετρη Απειλή)

Θεσσαλονίκη, Νοέμβρης 2005


Σ’ αέναη κίνηση, διαρκή/ ελεύθερα διάλεγες το δρόμο
Και με βία μοναδική/ έσπαγες ηθική και νόμο – Γκαίτε

Μόλις τώρα ξύπνησε η αίσθηση της εκδίκησης στην καρδιά του Φάουστ και ντύθηκε τα στολίδια της μεγάλης και ευγενούς αποστολής. Η σκέψη διαπέρασε την ψυχή του: να εκδικηθεί η ανθρωπότητα τους καταπιεστές της! ένα πάθος περήφανο άναψε στο στήθος του: να χρησιμοποιήσει τη δύναμη του διαβόλου, για να αποδώσει δικαιοσύνη στους υποκριτές και στους κακοποιούς. Φώναξε στο διάβολο « πετάξου στο παλάτι και στραγγάλισε εκείνον που παίζει παιχνίδια σε βάρος της αρετής! Κατέστρεψε αυτόν που αμείβει τους προδότες κι εν γνώσει του ποδοπατεί το δίκαιο! Πάρε εκδίκηση για την ανθρωπότητα! Τρέξε και σκότωσε! Γίνε το βέλος της εκδίκησης! – Φρίντριχ Κλίγκερ

Ολόκληρη η Γερμανία, η Γαλλία και περιοχές της Ιταλίας έχουν ξεσηκωθεί. Ο Κύριος αρχίζει το παιχνίδι του και τα μαχαίρια βγαίνουν- Εμπρός λοιπόν, έφτασε ο καιρός να κυνηγήσουμε τους απατεώνες σα σκυλιά! Εμπρός ! Μη δείχνετε οίκτο, ξεχάστε τα ευγενικά λόγια του Ησάϋ- Πηγαίνετε στις πόλεις και στα χωριά, ενωθείτε με τους αγρότες, τους εργάτες των ορυχείων και τους άλλους συντρόφους-Εμπρός έφτασε ο καιρός! Εσείς οδηγείτε το χορό. Μην αφήνετε τα σπαθιά σας να κρυώσουν. Χτυπάτε, κλιγκ, κλαγκ, στο αμόνι του Νεβρώδ, και γκρεμίστε το κάστρο! – Τόμας Μύντσερ

Εμπρός λοιπόν φίλοι μου! συντρίψτε! Τινάξτε στον αέρα, ανατρέψτε αυτήν την κοινωνία, που δεν σας ταιριάζει! – Γράκχους Μπαμπέφ

Η βία που χαρακτηρίζει αυτή τη στιγμή είναι αυτοσκοπός, γιορταστική ανατροπή, μακρια από κάθε χρησιμοθηρική έννοια. Μια βία η οποία φαίνεται πως είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ,σε κάθε χώρο και χρόνο, έκρηξης της καταπιεσμένης ανθρώπινης φύσης. – Γιώργος Βλάχος

Παρατηρήσεις πάνω στην έκδοση

1) Η επιλογή των κειμένων και των γεγονότων που αναφέρονται στην ανά χείρας μπροσούρα είναι καθαρά υποκειμενική, και η όλη δουλειά καθαρά ερασιτεχνική (και χαιρόμαστε πολύ γι αυτό…). Τις «αντικειμενικές έρευνες» και την «επαγγελματική δουλειά» τα αφήνουμε στα χέρια της διανοουμενίστικης μούχλας. Η θεωρία μπορεί να αναπνεύσει μόνο στον καθαρό αέρα της πράξης και της δράσης και όχι στα σκουριασμένα μυαλά του ακαδημαϊσμού και της αδράνειας (ακόμα και όταν αυτή φορά «επαναστατικά» lifestyle ενδύματα σαν το χιπισμό, τον ντεμπορισμό, την βανεγκεμίστικη «επανάσταση της καθημερινής ζωής», τον δήθεν «ιλλεγκαλισμό» του μπάφου κλπ κλπ).

2) Η πρώτη έκδοση έγινε τον Νοέμβριο του 2005, με τίτλο «η παράνομη επανάσταση», τίτλος βεβιασμένος και αποτυχημένος (μη παράνομη επανάσταση άλλωστε δεν υπάρχει…). Η νέα έκδοση είναι συμπληρωμένη και λίγο πιο προσεγμένη, όμως το ίδιο ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗ με την πρώτη.

3) Η επανέκδοση κρίθηκε αναγκαία, καθώς με τη ληστεία της εθνικής τράπεζας στο κέντρο της Αθήνας και τη σύλληψη του συντρόφου Γιάννη Δημητράκη για τη ληστεία, βρήκαν την ευκαιρία κάτι ξεχασμένοι και γραφικοί «αναρχικοί» («Ομοσπονδία αναρχικών ελλάδας», καθώς κι ένας Κάιν, ’Αβελ, ’Αβερελ, κάτι τέτοιο τέλος πάντων…) να επιτεθούν στους «αντεπαναστάτες» που προβοκάρουν το καλό όνομα του κοινωνικού αναρχισμού με την «αψυχολόγητη» βία τους. Ολόκληρη όμως η ιστορία της ανθρώπινης απελευθέρωσης είναι ιστορία που έγραψαν οι «ανεγκέφαλοι προβοκάτορες» εναντίον της «ψύχραιμης» και συμβιβασμένης παραφροσύνης. Τέτοιες ιστορίες προβοκάτσιας παρουσιάζει και η παρούσα μπροσούρα.

4) Η ονομασία της μπροσούρας προέρχεται απ τον «σύλλογο κακοδαιμονιστών» που, σύμφωνα με τον ρήτορα Λυσία, ίδρυσε ο βέβηλος και ιερόσυλος αθηναίος Κνησίας για να χλευάζει και να εμπαίζει τους θεούς και τους νόμους της Αθήνας.

1.

«Νόμος τύραννος εστί των ανθρώπων, πολλά παρά φύση βιάζεται» – ΙΠΠΙΑΣ

Συχνά πολλοί και διάφοροι διανοούμενοι, κατ όνομα αντιεξουσιαστές , ξετρυπώνουν απ΄ τους ακαδημαϊκούς τους πύργους για να κάνουν δηλώσεις νομιμοφροσύνης, καταδικάζοντας βίαιες και παράνομες πράξεις ( « εμείς οι αναρχικοί δεν είμαστε κλέφτες ή ληστές ή δολοφόνοι…). Οι τσανακογλείφτες του καθωσπρεπισμού και του (ομολογημένου ή ανομολόγητου) πασιφισμού εμφανίζονται ως θεματοφύλακες της «επαναστατικής ηθικής» απέναντι στον «ατομικιστικό αμοραλισμό».

Κατ΄ αρχάς να τονίσουμε ότι ακόμα κι εκείνοι που εμφάνισαν τον εαυτό τους ως αμοραλιστή (όπως για παράδειγμα ο Νίτσε ή ο Νετσάγιεφ), ουσιαστικά είχαν μια δική τους ατομική ηθική, ένα αξιακό σύστημα, που πολεμούσε το «επίσημο» αξιακό σύστημα, μάχονται την ηθική που επέβαλλε έξωθεν η κυριαρχία σε κάθε άτομο, με τη βίαιη διαδικασία της κοινωνικοποίησης. Οπότε, ακόμα και οι «αμοραλιστές», στην ουσία είναι βαθιά ηθικά άτομα. Κανένας πολιτικάντης δεν μπορεί να εμφανίζεται ως προστάτης του παρθενικού υμένα της «επαναστατικής ηθικής». Πράξεις φαινομενικά ανήθικες στα μάτια των ηθικολόγων μας, όπως π.χ. ληστείες και δολοφονίες, στην ουσία έχουν βαθιά ηθική ρίζα που πηγάζει από ένα ατομικό ή συλλογικό αξιακό σύστημα που μάχεται το αντίπαλο αξιακό σύστημα της «κρατικής ηθικής»

Ο ένοχος, δηλαδή ο παραβάτης του νόμου, είναι εκείνος που ασκεί μια έμπρακτη κριτική του νόμου και της κοινωνίας γενικά. Η στάση αυτή είναι μια ηθική στάση. Η ενσυνείδητη παράβαση του νόμου δηλώνει ότι έχουμε να κάνουμε με μιαν ηθική προσωπικότητα-το κράτος, χρησιμοποιώντας το μονοπώλιο της υλικής βίας, την εξουσία με την οποία περιβάλει τα όργανα του, υποχρεώνει τους πολίτες να είναι νομιμόφρονες, να συμπεριφέρονται σύμφωνα με το Δίκαιο, δηλαδή να εξασφαλίζει τους όρους εκείνους που χρειάζονται για να λειτουργήσει η κοινωνική μηχανή σύμφωνα με τους σκοπούς της κυρίαρχης καπιταλιστικής τάξης .Με την τήρηση της νομιμότητας η κοινωνική μηχανή δουλεύει υπέρ των κυρίαρχων καπιταλιστών.

Η νομιμότητα είναι υποταγή στην εκμετάλλευση, η παραδοχή της αδικίας. Η μη συμμόρφωση προς το Δίκαιο της κυρίαρχης τάξης είναι αντίδραση στην αδικία. Η παρανομία, η κατάλυση του Δικαίου είναι καταστροφή των δομών της εκμεταλλευτικής ταξικής κοινωνίας- οι «ένοχοι» τέτοιων «εγκλημάτων», αυτοί που δίνουν ένα τέτοιο περιεχόμενο και νόημα στη ζωή τους, που αποδύονται σε έναν τέτοιο αγώνα, αποδεχόμενοι όλες τις τρομαχτικές συνέπειες- αναμφισβήτητα ενσαρκώνουν την υψηλότερη ηθική συνείδηση που μπορεί να φανταστεί κανείς, και πραγματώνουν την κατεξοχήν ηθική πράξη

Με μία φράση λοιπόν:
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Ή ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΗ
Ή ΔΕ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ!!!

2.

Η παρανομία είναι βαθιά δεμένη με την επαναστατική πράξη. Από την αρχαιότητα κιόλας οι κάθε είδους επαναστάτες χρησιμοποιούσαν παράνομα, βίαια και ληστρικά μέσα αγώνα. Πρώτοι πρώτοι οι εβραίοι ζηλωτές δημιούργησαν ένα αντάρτικο- ληστρικό σώμα ( κάτι σαν στρατιωτικό σκέλος του εσαϊκού κινήματος), με στόχο την απελευθέρωση του λαού απ την ρωμαϊκή κυριαρχία και τη δημιουργία μιας αντιιεραρχικής κομμουνιστικής ( αλλά βαθιά θρησκευτικής) κοινωνίας ισότητας. Οι ζηλωτές είναι για την Παλαιστίνη ότι και οι αντάρτες πόλεων στη νότια Αμερική. Έχουν τα ίδια ακριβώς κίνητρα μ αυτούς. Την ίδια απόγνωση, γιαυτό και τον ίδιο τρόπο δράσης, παρακινδυνευμένης τόλμης, αδίστακτου θάρρους. Το μίσος τους στρέφεται τόσο κατά των ρωμαίων κατακτητών, όσο και κατά της άρχουσας τάξης των εβραίων…

Η παράνομη δράση των ζηλωτών είναι τεράστια. Απαγωγές, ληστείες και δολοφονίες τραντάζουν όλη την Παλαιστίνη. Ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος τους περιγράφει ως « ληστές, πλάνους και απατεώνες που κήρυτταν κάθε είδους νεωτερισμούς. Μοναδικό τους πάθος ήταν η υπέρμετρη αγάπη για ελευθερία- εξόντωσαν τους πιο ευγενείς με το πρόσχημα ότι έτσι έσωζαν την ελευθερία- διέσχιζαν από άκρη σε άκρη την εβραϊκή γη, λεηλατούσαν τα σπίτια των πλουσίων- και από μέρα σε μέρα όλο και διαδιδονταν αυτή η καταστρεπτική αρρώστια. Γιατί πήραν πολύ κόσμο με το μέρος τους οι εισηγητές του δόγματος αυτού, αγνώστου μέχρι εκείνη την εποχή».

Οι ζηλωτές αποκαλούνταν απ τους εχθρούς τους σικάριοι (από τη sica, κοντή και κυρτή λεπίδα, που έμπηγαν στις πλάτες των εχθρών τους). Αρχικά ξεκίνησαν με εκκαθαρίσεις κατά πλουσίων ιουδαίων που για να διατηρήσουν την περιουσία τους έκλειναν συμφωνίες με τους ρωμαίους. Πρώτο τους θύμα, σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο, ήταν ο αρχιερέας Ιωνάθαν. Εκτελούσαν δολοφονίες μέρα μεσημέρι, μέσα στο κέντρο της πόλης, αναμειγνύονταν κυρίως σε γιορτές με το λαό και μαχαίρωναν τους εχθρούς τους με μικρά στιλέτα, που είχαν κρυμμένα κάτω απ τα ρούχα τους. Όταν τα θύματα έπεφταν στο έδαφος συμμετείχαν στις εκδηλώσεις αγανάκτησης και εξ αιτίας της ατάραχης συμπεριφοράς τους περνούσαν απαρατήρητοι.

Το ζηλωτικό κίνημα κατέληξε στην γενικευμένη εξέγερση του 67 στην Ιερουσαλήμ. Εκεί οι επαναστάτες ζηλωτές κατάσφαξαν όχι μόνο τους ρωμαίους κατακτητές αλλά και πλούσιους, ιερείς και χαφιέδες. Όλα ξεκίνησαν όταν ένα Σάββατο λιγοστοί σικάριοι επιτέθηκαν στον πύργο Αντωνία και στο εξαιρετικά οχυρωμένο βασιλικό παλάτι της Ιερουσαλήμ. Ως αντεκδίκηση για τη σφαγή των ρωμαίων φρουρών, οι αρχές έσφαξαν χιλιάδες ιουδαίους των γύρω περιοχών (μόνο στη Δαμασκό σκοτώθηκαν 18.000 άτομα). Παρά τις σφαγές, η επανάσταση ξέσπασε και καθημερινά εκτελούνταν ρωμαίοι κατακτητές και όχι μόνο… Η επανάσταση έληξε το 71 με νικητές τους ρωμαίους: Εκατοντάδες χιλιάδες θύματα κόστισε η σφαγή, η Ιερουσαλήμ είχε ερειπωθεί, όπως κάποτε η Καρχηδόνα και η Κόρινθος, η γύρω περιοχή, ανακηρύχθηκε ιδιοκτησία του αυτοκράτορα. Οι βαρύτατοι φόροι, που έφταναν ως το ένα πέμπτο της πρώτης σοδειάς, βάραιναν τους ηττημένους…

3.

Όμως, κατά σατανική σύμπτωση το 1342 ξεσπά στην Θεσσαλονίκη μια ταξική επανάσταση γνωστή ως κομούνα των ζηλωτών. Οι επαναστάτες ληστεύουν όχι μόνο τους πλούσιους, αλλά και τις εκκλησίες και τα μοναστήρια (χριστιανικά αυτή τη φορά). Ο αυτοκράτορας Καντακουζηνός γράφει πως όταν επικράτησε το κίνημα των ζηλωτών, οι επαναστάτες μπήκαν στα σπίτια των ευγενών, τα γκρέμισαν και έκλεψαν την περιουσία τους. Ο ιστορικός Γρηγοράς γράφει : «και έβλεπε ο καθένας χωρισμένο σε δύο μερίδες το γένος των ρωμαίων σε κάθε πόλη, σε κάθε επαρχία. Από την μία μεριά ήταν οι φρόνιμοι, οι πλούσιοι, οι ευγενείς, οι γραμματισμένοι και από την άλλη οι άμυαλοι, η φτωχολογιά, οι αγράμματοι. Από την μεριά το κόμμα που είχε νομιμόφρονες ιδέες και από την άλλη το κόμμα που δεν ήξερε τι έκανε, που γύρευε τις επαναστάσεις και χαιρόταν στα αίματα (…) όπως τα κύματα της θάλασσας που οι άγριοι άνεμοι με ευκολία τα φουσκώνουν, βυθίζοντας με όλο τους το πλήρωμα τα κακόμοιρα καράβια, έτσι κι αυτοί ξεθεμελιώνοντας με ακράτητη μάνητα τα σπίτια εκείνων που είχαν χρήματα, αλύπητα και χωρίς καμιά δικαιολογία τους έσφαζαν τους δυστυχισμένους… Έτσι λοιπόν, σαν να έπεσε στην πόλη άγριος ανεμοστρόβιλος, η πλεμπάγια βγήκε στους δρόμους και ρίχνονταν πάνω στους πλούσιους με μεγάλη λύσσα και μανία σαν να ήταν εισβολείς, και άρπαξαν σα ληστές το βιος των σπιτιών και όσους έβρισκαν τους έσφαζαν, γεμίζοντας έτσι τις πλατείες της πόλης με ποτάμια από το αίμα των συμπολιτών τους. Σε αυτήν τη δυστυχία κατάντησαν όσοι είχαν αξιώματα και ήταν το καμάρι της Θεσσαλονίκης και αιτία ήταν η περιουσία τους…» Ο λόγιος Δ. Κυδώνης περιγράφει: «άλλους (απ τους ευγενείς) τους έβγαζαν από τα σπίτια τους σχεδόν γυμνούς, μόνο ένα λεπτό φόρεμα σκέπαζε τα μέλη τους- τους είχαν δεμένους με ένα σχοινί από το λαιμό και τους έσερναν σα σκλάβους. Εδώ ένας δούλος έσπρωχνε τον αφέντη του, παραπέρα ένας σκλάβος κείνον που τον είχε αγοράσει. Ο χωρικός έσπρωχνε τον στρατηγό, ο αγρότης τον στρατιώτη. Από παντού ακούγονταν η βοή και τα δάκρυα εκείνων που σέρνονταν στους δρόμους, που τους τσαλαπατούσαν και τους έσφαζαν.»

Οι ευγενείς τρομοκρατημένοι έμεναν κλεισμένοι στα σπίτια τους: «όπως οι μελλοθάνατοι τρέμουν μπροστά στο φάσμα του θανάτου, έτσι και οι ευγενείς έτρεμαν από τον ίδιο φόβο όταν έβλεπαν τους ζηλωτές να έρχονται. ’λλοι δεν μπορούσαν καν την όψη των ζηλωτών να υποφέρουν. ’λλοι πάλι τρυπώνανε κάτω απ τα κρεβάτια των γειτόνων τους. ’λλοι κρύφτηκαν μέσα σε πηγάδια κι άλλοι μέσα στα ιερά των εκκλησιών, πουθενά όμως δεν τους χωρούσε ο τόπος και παντού η τρομάρα τους παρακολουθούσε…»

Παρ ότι το ζηλωτικό κίνημα ξεκίνησε ως μια απλή απόπειρα αντικατάστασης του αυτοκράτορα Καντακουζηνού με τη δημοφιλέστερη δυναστεία των Παλαιολόγων, σιγά σιγά απέκτησε καθαρά επαναστατικό και αντιφεουδαρχικό χαρακτήρα. Ο Γ. Κορδάτος τους συγκρίνει μάλιστα με τους «λυσσασμένους» της γαλλικής επανάστασης, και συμπληρώνει ότι οργάνωσαν το καθεστώς τους πάνω σε κομμουνιστικές/ισοπεδωτικές βάσεις.

Ο αυτοκράτορας, μη μπορώντας να καταστείλει την κομούνα ζητά τη βοήθεια του τουρκικού στρατού: οι τούρκοι, ύστερα από γερή αντίσταση των ζηλωτών, πήραν τη Θεσσαλονίκη και την παρέδωσαν στον Καντακουζηνό… Η Σαλονίκη για μέρες βουτήχτηκε στο αίμα και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο «νόμιμος» μητροπολίτης έβγαζε λόγους στις εκκλησίες για την ειρήνη και την ομόνοια των πολιτών, ξορκίζοντας τους δαίμονες (τους ζηλωτές). Φτιάνει μάλιστα και μια προσευχή και παρακαλεί το θεό να βοηθήσει ώστε στο μέλλον να βασιλέψει η κοινωνική αρμονία και οι λαϊκές μάζες με λόγο και έργα να υπακούν και να σέβονται τους «θειότατους βασιλείς» που τους εδικαίωσε ο θεός να βασιλεύουν στη Γη… Στις αρχές δε του χινοπώρου του 1349 μπήκε πια «νικητής» και «εκδικητής» ο Καντακουζηνός μέσα στο κάστρο της πατώντας πάνω στα πτώματα της ηρωικής Κομμούνας της Σαλονίκης, που μέσα σε εφτά χρόνια αιματηρής και δημιουργικής πάλης έγραψε μια λαμπρή και ένδοξη σελίδα στη νεότερη ιστορία.

Έκτοτε, λοιπόν, η τάξη βασιλεύει πάνω απ τη Θεσσαλονίκη…

4.

Επί οθωμανοκρατίας, σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας εμφανίζονται ληστρικές συμμορίες με έντονο αντιοθωμανικό και πολλές φορές αντιεξουσιαστικό /αντικρατικό χαρακτήρα. Οι χαϊντούκοι στη Βουλγαρία, οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο, οι χαϊνηδες στην Κρήτη, οι εφέδες και οι ζεϊμπέκοι στη Μικρά Ασία κ.τ.λ. Το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις στην επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας προκαλώντας εκτεταμένες συγκρούσεις, εξεγέρσεις και επαναστάσεις ( «η εξέγερση των κλεφτών προσφέρει το πρότυπο πάνω στο οποίο οι αγροτικές μάζες θα σφυρηλατήσουν προοδευτικά την επαναστατική τους ιδεολογία και συμπεριφορά»).

Όσοι δεν ανέχονται την καταπίεση και την αυταρχική συμπεριφορά των χωροδεσποτών και των εκπροσώπων της κρατικής εξουσίας καταφεύγουν στα κρησφύγετα των όρεων της περιοχής τους και αναλαμβάνουν ένοπλο αγώνα εναντίον της εξουσίας.

Σύμφωνα με τον λαογράφο Ν.Γ. Πολίτη η μεταμόρφωση του φιλήσυχου αγρότη σε ληστή ή αντάρτη είναι φυσικό επακόλουθο της στυγνής καταπίεσης της τουρκικής εξουσίας σε όλες τις χώρες της βαλκανικής : « και εν Βουλγαρία και εν Σερβία αι καταπιέσεις των τούρκων δυναστών μεταβάλλουν εις χαϊδούκον τον ειρηνικόν αγρότην»

Τα βουνά γέμισαν με λησταντάρτες, καθώς σύμφωνα με τη λαϊκή παροιμία : ο λύκος αν στεναχωρεθεί, κατεβαίνει στο χωριό, ο σκλάβος, αν στεναχωρεθεί, ανεβαίνει στο βουνό.

Σ αυτές τις ληστρικές συμμορίες με έντονο αντικρατικό χαρακτήρα, δε χωρούν εθνικοί διαχωρισμοί. Έλληνες, αλεβήτες, κούρδοι, ζαζάδες, αρμένιοι ,τσερκέζοι, ταχτατζήδες, νομάδες γουρύκοι, τούρκοι, βόσνιοι, βούλγαροι : « οι κατατρεγμένοι από το νόμο, δεν είχαν περιθώρια για εθνικές διακρίσεις» Το ελεύθερο λαϊκό επαναστατικό πνεύμα των κοινωνικών ληστών, οι οποίοι δεν κάνουν διάκριση ως προς τη φυλετική καταγωγή, θρήσκευμα και την εθνική συνείδηση των αδικημένων αλλά προστατεύουν και υπερασπίζονται αδιακρίτως τους ανθρώπους του λαού…

5.

Στη Μικρά Ασία, εμφανίζονται οι λησταντάρτες, γνωστοί ως ζεϊμπεκοι, οι οποίοι αντιστέκονται με ζήλο στην κεντρική οθωμανική εξουσία. Είναι ριψοκίνδυνοι, γενναίοι, βοηθούν τους φτωχούς ( ο ληστής Τσακιτζής έμεινε γνωστός ως Ρομπέν της Ανατολής). Οι ζεϊμπέκοι συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική ζωή, χτίζουν τεμένη, γέφυρες, σχολεία, επισκευάζουν βρύσες και κρήνες, ανοίγουν πηγάδια, τιμωρούν τους χαφιέδες και τους αυταρχικούς τοπικούς ηγέτες, ληστεύουν κρατικές χρηματαποστολές και εύπορους έμπορους, παίρνουν λύτρα από γαιοκτήμονες.

Η σύγχρονη αντίληψη για τους ζεϊμπέκους είναι ότι στην πλειονότητά τους διακρίνονται από αντικρατική και αντιεξουσιαστική συμπεριφορά, στρέφονται εναντίον των προεστών, οι οποίοι φέρονται άδικα κι απάνθρωπα, και εναντίον της κρατικής βίας και καταπίεσης καθώς και της κακής διοίκησης και διεκδικούν τη δικαίωση των λαϊκών τάξεων. Στην πλειονότητά τους παίρνουν ενεργό μέρος στους κοινωνικούς και μπορεί, ίσως, να θεωρηθεί ότι είναι τυπικά δείγματα επαναστατών… Η αντιεξουσιαστική και αντικρατική δράση τους ορίζεται ως πραγμάτωση συγκεκριμένων αξιών- απονομή δικαιοσύνης, προάσπιση του δικαίου των καταπιεζομένων και φτωχών, διαρκής αγώνας εναντίον της απανθρωπιάς και της τυραννίας. Είναι ιδεολόγοι επαναστάτες με αδιαμόρφωτη, από θεωρητικής άποψης, πρωτογενούς μορφής, αντικαταπιεστική-αντικρατική αντίληψη, οι οποίοι προσδοκούν μια κοινωνία ισότητας, κοινωνικής ελευθερίας και οικονομικής άνεσης. Η δράση των κοινωνικών ληστών στη Μικρασία ξεκινά το 16ο αιώνα, όπου η λαϊκή απήχηση είναι τόσο έντονη, ώστε ο έλεγχος χάθηκε από την κυβέρνηση και δημιουργήθηκε « ατύπως ανεξέλεγκτη κοινωνική ατμόσφαιρα, καθώς οι ποικίλες συμμορίες ληστών αποκτούν μεγάλη δύναμη και επεμβαίνουν στη ζωή του λαού της περιοχής». Το 1624 ο ληστής Τζεννέτογλου μαζεύει πλήθος χωρικών και επαναστατεί ανοιχτά κατά της κρατικής αδικίας. Η λαϊκή εξέγερση πνίγεται στο αίμα και ο Τζεννέτογλου δολοφονείται- το 1658 ο Μπουλούμπακση οργανώνει συμμορία, αλλά δολοφονείται απ΄ το διώκτη τωβ ανταρτών Σερντάρ Αλή Πασά. Οι «μπουλουμπακσήδες» αντεπιτίθενται στα 1672 και ως το 1699 κάνουν επιθέσεις κατά της κεντρικής διοίκησης του Αϊδινίου και των διπλανών κωμοπόλεων. Ο ληστής Μουσταφά τρομοκρατούσε από το 1735 ως το 1739 τους κοτζαμπάσηδες της δυτικής Μ. Ασίας . Ως τις αρχές του 20ου αιώνα οι εξεγέρσεις και οι ληστείες ήταν πάμπολλες (μόνο στο βιλαέτι της Σμύρνης στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν 39800 ζεϊμπέκοι!). Η αντίστοιχη όμως κρατική καταστολή είναι τεράστια : «Στο Αϊδίνι έσφαξαν τους ζεϊμπέκηδες κατά ένα τρόπο που η ανείπωτη θηριωδία του θυμίζει τις άγριες σφαγές των αρμενίων… Ούτε αιχμαλώτους έκαναν ούτε πληγωμένοι υπήρχαν: κάθε ζεϊμπέκης που έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, σφάζονταν.» «Αφού έκοψαν τα κεφάλια των σκοτωμένων τα πέρασαν στα κάγκελα του κονακιού σαν παράδειγμα προς αποτροπήν.»

Όμως, δεν ήταν μόνο η έντονη καταστολή. Πολλοί ζεϊμπέκοι πέρασαν στην αντίπερα όχθη και γίναν διώκτες ληστών για να εξασφαλίσουν αμνηστία και άλλα προνόμια (όπως ακριβώς έγινε και με τους κοινωνικούς ληστές του ελλαδικού χώρου). Τελευταία αναλαμπή ήταν ο Τσακιτζής, που στα 1899 οργάνωσε λησταντάρτικη συμμορία με έντονη φιλολαϊκη και αντιεξουσιαστίκη δράση. Ο Τσακιτζής σκοτώθηκε έπειτα από πεισματική μάχη 48 ωρών στην περιοχή Ναζιλλί το 1912. Η φήμη του απέκτησε και διατηρεί διαστάσεις θρύλου. Ο θάνατος του Τσακιτζη οριοθετεί και την λήξη της κοινωνικής ληστείας με πρωταγωνιστές τους ζεϊμπέκους στη σύγχρονη Τουρκία»

6.

Εκτός από τους ζεϊμπέκους, στην περιοχή της Σμύρνης δράσαν και αρκετοί έλληνες ληστές. Γνωστότερος ήταν ο Κατιρτζίγιαννης : «Με τη συμμορία του επιτίθεται κυρίως εναντίον καραβανιών και ταχυδρομείων. Αιχμαλωτίζει εμπόρους, τους απαγάγει στο βουνό και απαιτεί λύτρα για την απελευθέρωση τους»

Το 1852 ένας γερμανός τυχοδιώκτης έγραψε στις σημειώσεις του « στην Σμύρνη και στα περίχωρα κυβερνούν ουσιαστικά οι αντάρτες, οι οποιοί κυκλοφορούν με μαχαίρια και όπλα και τρομοκρατούν τον πληθυσμό» Το δίκτυο επικοινωνίας του Καρτιτζίγιαννη ήταν τόσο οργανωμένο ώστε ήταν σχεδόν αδύνατο να διερευνηθεί από τις αρχές και να διαλυθεί. Η εξόντωσή του έγινε κατορθωτή με τεράστιους κόπους γιατί ο Καρτιτζίγιαννης είχε συνεργάτες ξενοδόχους, ,παντοπώλες,, καφετζήδες ,πολλούς ξένους ακόμα και προξένους ξένων κρατών στη Σμύρνη.

Οι Έλληνες ληστές του δυτικού Αιγαίου ληστεύουν πλούσιους λεβαντίνους της Σμύρνης , απαγάγουν εισαγωγείς , αιχμαλωτίζουν γνωστούς εμπόρους και παίρνουν λύτρα απ το κράτος. Η έξαρση του εθνικισμού, όμως, στην περιοχή οδήγησε τους Έλληνες αντάρτες στην προσχώρηση της Μεγάλης Ιδέας και τους ζεϊμπέκους στον Κεμαλικό επεκτατισμό. Έτσι, με τον συνδυασμό της καταστολής, της προδοσίας από μέσα και του εθνικισμού το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας μαράθηκε σταδιακά στο Βαλκανικό και μικρασιατικό χώρο.

7.

Στο δυτικό κόσμο ο ταξικός πόλεμος έχει θρησκευτική μορφή με κύριους εκφραστές τις αιρετικές χριστιανικές σέχτες (Αναβαπτιστές, Αντινομιστές, Diggers, Ένωση των εκλεκτών κ.λ.π). Ο Γκυ Ντεμπορ όριζε τον αναβαπτιστικό χιλιασμό ως « επαναστατικό, ταξικό αγώνα, που μιλάει για τελευταία φορά τη γλώσσα της θρησκείας.»

Η κοινή συνισταμένη η οποία φαίνεται να διαπερνά όλα αυτά τα αυτόνομα κινήματα( για τα οποία έχουν προταθεί οι συλλογικοί όροι « ριζοσπαστική μεταρρύθμιση» και « αριστερά της μεταρρύθμισης» είναι η εξέγερση ενάντια στο νόμο. Το νόμο ως κανονιστικό θεσμό, θρησκευτικό ή κοσμικό, που την περίοδο αυτή αρχίζει να ορθολογικοποιείται και να γίνεται τόσο πιο αποτελεσματικός όσο ο έλεγχος που ασκεί εκλεπτύνεται.

Οι αιρέσεις και οι σέχτες σε όλη την Ευρώπη ξεπηδούν σα μανιτάρια, και πολλές φορές αποκτούν επαναστατικό χαρακτήρα, προκαλώντας εξεγέρσεις, ληστείες και λεηλασίες. Ζητούν την επιστροφή στον πρωτοχριστιανικό κομμουνισμό και επιτίθενται στο θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Standler, διακηρύσσει πως « όπου υπάρχει ιδιοκτησία, αυτός που την κατέχει είναι εκτός Χριστού και της κοινωνίας του.»

Την πιο γενικευμένη επίθεση στην ιδιοκτησία και το εμπόριο τη βρίσκουμε στο Μύνστερ, με τις απαλλοτριώσεις, την κοινοκτημοσύνη, την κατάργηση του χρήματος. Στην Αγγλία πάλι ομάδες rentes προχωρούν σε μια πιο ριζική πρακτική με ληστείες πλουσίων και λεηλασίες περιουσιών. Ένας από τους θεωρητικούς τους,, ο Α.Coppe γράφει :

«Κοίτα έρχομαι εγώ, ο Κύριός σου, σαν κλέφτης μέσα την νύχτα με το σπαθί μου γυμνωμένο και σου λέω: δώσε μου το πουγκί σου, δώστο μασκαρά, αλλιώς θα σου κόψω το λαιμό… Δώσε τα λεφτά στους ζητιάνους, τους κλέφτες, τις πόρνες και τους πορτοφολάδες ,οι οποίοι είναι σάρκα από τη σάρκα σου και όλοι το ίδιο καλοί στα μάτια μου όσο εσύ».

Οι diggers,τέλος, υποστηρίζουν ότι η ιδιοκτησία οδηγεί στον εξαναγκασμό της μισθωτής εργασίας και στην υποδούλωση του μεγαλύτερου τμήματος της ανθρωπότητας…

Οι σέχτες αποκτούν και αντικρατικό χαρακτήρα προτάσσοντας το φυσικό δίκαιο απέναντι στους θεσμούς, το κράτος και την ιεραρχία. Αρνούνται να πληρώσουν φόρους, απορρίπτουν τα πολιτικά αξιώματα και αρνούνται να υπηρετήσουν στο στρατό («προτάσσουν το όραμα μιας -παρθένας κατάστασης- χωρίς ιεραρχία κι εξουσία»).

8.

Από τις απαρχές κιόλας της χριστιανικής επικράτησης στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία εμφανίστηκαν κινήματα αντίστασης στην καταπίεση των γαιοκτημόνων και της επίσημης εκκλησίας (ακόμα και μοναχοί εξεγείρονταν κατά αυστηρών ηγουμένων στα μοναστήρια!). Από τα πρώτα επαναστατικά κινήματα με θρησκευτική μορφή ήταν οι circumcellionen: Ένα επαναστατικό αγροτικό κίνημα που μάχονταν κατά των γαιοκτημόνων. Σύμφωνα με τον άγιο Αυγουστίνο οι «αιμοδιψείς» αυτοί αιρετικοί «έκλεβαν, λεηλατούσαν, πυρπολούσαν βασιλικές, έριχναν ασβέστη και ξίδι στα μάτια των καθολικών, απαιτούσαν πίσω τα χρεόγραφά τους και εκβίαζαν την απελευθέρωσή τους.» Κυνηγούσαν και χτυπούσαν με ρόπαλα εκκλησιαστικά στελέχη και επισκόπους: Οι circumcellionen θεωρούνταν απ τους αντιπάλους τους επαναστάτες. Διεκδικούσαν τα απαραίτητα για τη διαβίωσή τους και καθοδηγούνταν από κληρικούς, όπως ο περίφημος επίσκοπος Δονάτος της Βάγας. Εκβίαζαν, λήστευαν, λεηλατούσαν, δολοφονούσαν. Μαγείρευαν τα φαγητά τους με ξύλα από τους βωμούς, απελευθέρωναν τους σκλάβους και υποδούλωναν τα αφεντικά. Τους έδεναν στις μυλόπετρες και σκορπούσαν τέτοιο τρόμο, που οι ίδιοι οι πιστοί κατέστρεφαν τα χρεόγραφά τους και έμεναν με την ικανοποίηση πως τουλάχιστον είχαν γλιτώσει… Ο Αυγουστίνος επικρίνει διαρκώς τις ¨οργισμένες» επιθέσεις των «turbae (agnima multitudines) circumcellionum»

Όσα τους επιρρίπτει όμως είναι «υπερβολικά», γιατί είναι επηρεασμένος από το μίσος του για αυτούς (Butner), ενώ ο αγώνας των circumcellionen παρά τo γενικά εγκληματικό του χαρακτήρα, «ήταν αντικειμενικά δίκαιος» (Diesner). (Οι δονατιστές) συμμαχώντας με τους circumcellionen λεηλατούσαν και λήστευαν, έκαναν νυχτερινές επιθέσεις, έκαιγαν τα σπίτια και τις εκκλησίες των καθολικών, έκαιγαν τα «ιερά» τους βιβλία στην πυρά και κομματιάζαν ή έλιωναν τα δισκοπότηρά τους…

9.

Στα 1523 ο αιρετικός θεολόγος Τομας Μύντσερ δημιούργησε τον μαχητικό πυρήνα της «Ένωσης των εκλεκτών» με άμεσο στόχο την κοινωνική επανάσταση εναντίον των κυρίαρχων στρωμάτων και τον κομμουνισμό. Το 1525 η «Ένωση» οργάνωσε ένοπλο λαίκο κίνημα στη Θουριγγία, ανέτρεψε την τοπική εξουσία και δημιούργησε ένα ελεύθερα εκλεγμένο συμβούλιο. Έτσι, ξεκινά ένας ανελέητος ταξικός πόλεμος, γνωστός ως «πόλεμος των χωρικών».

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που είχαν οι πόλεμοι των χωρικών ήταν η άναρχη μορφή που πήραν, κυρίως με τη δράση αυτόνομων ομάδων που λεηλατούσαν περιουσίες και κατέστρεφαν μοναστήρια . Ο Λούθηρος επιτέθηκε στους εξεγερμένους με το κείμενό του «εναντίον των ληστρικών και δολοφονικών συμμοριών των αγροτών». Μετά από εκτεταμένες σφαγές, οι οποίες υπολογίζεται ότι είχαν περί τις 100000 θύματα, οι αγρότες ηττήθηκαν και ο Μύντσερ συνελήφθη, βασανίστηκε και αποκεφαλίστηκε.

Αργότερα, εμφανίζεται μια πληθώρα μορφωμένων θεολόγων που δημιουργούν επαναστατικές σέχτες και αντιμετωπίζουν τη λυσσώδη καταστολή του κράτους και της εκκλησίας ( η δίαιτα του Σπένσερ το 1529 αποφασίζει να στείλει όλους τους ενήλικες αναβαπτιστές «απ τη φυσική ζωή στο θάνατο, με το σπαθί ή τη φωτιά, χωρίς προηγούμενη εξέταση μπροστά σε πνευματικούς δικαστές». Στη Μοραβία ο Ηut δημιουργεί αγροτικές κομμούνες που διαλύονται απ τον Φερδινάρδο της Αυστρίας. Το 1534 ο ολλανδός Jan Matthys με μια μαχητική ομάδα κηρύσσει την πόλη Μύνστερ ως «Νέα Ιερουσαλήμ».

Το Φεβρουάριο του 1534 ο Matthys κήρυξε με μια σειρά ομιλιών τη βίαιη επανάσταση με σκοπό την ίδρυση ενός επίγειου βασιλείου του θεού, χωρίς νόμους, δικαστές, ιδιωτική ιδιοκτησία και γάμο. Ομάδες ένοπλων αναβαπτιστών κατέβηκαν στους δρόμους και κατέλαβαν την εξουσία αναίμακτα- Η επανάσταση έδειξε αμέσως τον κοινωνικό της χαρακτήρα: όλες οι ιδιωτικές περιουσίες απαλλοτριώθηκαν, ενώ καταστράφηκαν τα συμβόλαια και τα χρεόγραφα… Απ ότι φαίνεται δεν έλειψαν και εκτελέσεις ατόμων που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τη νέα κατάσταση. To Μάρτιο ο Matthys σκοτώθηκε σε μάχη και την ηγεσία της επανάστασης ανέλαβε ο Ιωάννης του Leyden, ο οποίος όμως αποδείχθηκε σκληρός εξουσιαστής. Τόσο η κρατική καταστολή, όσο και η εξουσιαστική συμπεριφορά του Leyden, που δυσαρέστησε τον εξεγερμένο λαό, προκάλεσαν την πτώση του Μύνστερ το 1535. Το 1567 ιδρύεται στη Βεστφαλία μια κοινότητα ανάλογη μ αυτήν του Μύνστερ. Ταυτόχρονα, ένοπλες επαναστατικές συμμορίες περιπολούν στη γύρω περιοχή ληστεύοντας πλούσιους ευγενείς και ιερείς.

Στην Αγγλία αναπτύχθηκε το κίνημα των « σκαφτιάδων» ( diggers), οι οποίοι ταύτιζαν το νόμο της φύσης με την κοινοκτημοσύνη και την απουσία ιεραρχίας και εξουσίας ( Winstanley: « ο νόμος της ελευθερίας» ). Τα κολεκτιβιστικά πειράματα των diggers καταστάληκαν άγρια απ τους γαιοκτήμονες και το κράτος. Ουσιαστικά, εκεί με τους diggers σταματάει και ο επαναστατικός ρόλος των αιρετικών σεχτών, οι οποίες με εξαίρεση κάποια ξεσπάσματα, μετατρέπονται σε εσωστρεφείς ομάδες.

10.

Στη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα εμφανίζονται πολλοί κομμουνιστές και αναρχικοί επαναστάτες που επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν παράνομα μέσα και μεθόδους (ληστείες, κλοπές, δολοφονίες κλπ). Η συμμορία των « νυχτερινών εργατών» του Ζακόμπ, οι « Αντιϊδιοκτήτες» ( παράνομη αναρχική ομάδα με 50 μέλη!), ο Λουϊ Σαβ, ο Ραβασόλ, οι ρώσοι μηδενιστές, η «συμμορία Μπονό», ο Ντουρρύτι, ο Σαμπατέ, οι τουπαμάρος, η RAF, η Action direct, οι ερυθρές ταξιαρχίες, το κίνημα 2 Ιούνη, η επαναστατική οργάνωση 17 Νοέμβρη.. ο κατάλογος ομάδων και ατόμων είναι ατελείωτος : απαγωγές, ληστείες, διαρρήξεις, κλοπές, άλλοτε για χρηματοδότηση του επαναστατικού αγώνα, άλλοτε για την απελευθέρωση αιχμαλώτων του κοινωνικού -ταξικού πολέμου, άλλοτε ως μέσο αυτοχρηματοδότησης και έμπρακτης κριτικής της μισθωτής σκλαβιάς. Απ την αρχαιότητα ως σήμερα, παρά το πείσμα των ηθικολόγων μας, η αντεξουσία πολλές φορές αποκτά ιδιαίτερα βίαιες μορφές. Ξενίζονται ορισμένοι υποκριτές απ την ξέχειλη λύσσα και την ανηλεή βιαιότητα των επαναστατών απ την αρχαιότητα ως σήμερα, τρομοκρατούνται ( ιδεολογικοποιώντας τη δειλία τους) μπρος στην αιματοροούσα πορεία της πραγματικότητας, ξεχνώντας πως συγκεκριμένες κοινωνικές, οικονομικές και ιστορικές συνθήκες γέννησαν αυτήν την απελπισμένη μανία. Η απίστευτη σε αγριότητα εξουσιαστική βία δημιούργησε και την αντίστροφη βία των καταπιεσμένων («αποκαλούσαν το λαό όχλο και θεωρούσαν πως υπήρχε μόνο και μόνο για να αποτελεί στόχο των πυροβολισμών της φρουράς». Μέσα από τα σπλάχνα των λαϊκών κινημάτων γεννήθηκε η αντίρροπη δύναμη, βίαιη και λυσσασμένη, για να απαντήσει στην κυρίαρχη εξουσιαστική βία. Και για να το καταλάβουν καλύτερα οι ηθικολόγοι «αμφισβητίες» των φοιτητικών εδράνων και της ακαδημαϊκής μούχλας, παραθέτουμε τα λόγια του μαρξιστή αντάρτη και ληστή Πιέρ Γκόλντμαν :

«Γνώρισα το μίσος και δε μου απόμεινε άλλη επιθυμία παρά να γνωρίσω τον εκστατικό πόλεμο, να φλερτάρω τον ίδιο το θάνατο, να εξορκίσω τον τρόμο, να καλλιεργήσω μια ευτυχία, όπου η ζωή θα ξαναζεσταινόταν, θα καιγόταν απ΄ την ίδια την επαφή με το Μηδέν (το απόλυτο)»

Αλάστωρ – Θεσσαλονίκη Νοέμβρης 2005

Ήσυχα μανούλα μου πράσινη βαλανιδιά
’σε με το παλικάρι να σκεφτώ
Αύριο πηγαίνω σε ανάκριση
Μπρος στον τσάρο, τον κριτή τον τρομερό
Και θα με ρωτήσει ο τσάρος, ο κυβερνήτης:
Έλα, πες μου, βρε παιδί του χωρικού
Ποιόν μαζί σου είχες φίλο, ποιόν εχθρό;
Σύντροφοί σου ποιοι είναι, ποιοι οι εχθροί σου;
Ευχαρίστως να σου πω τσάρε ορθόδοξε
Την αλήθεια κι όλα τα καθέκαστα
Τέσσερις σύντροφοι με συνόδευαν
Πρώτος σύντροφος η νύχτα η κατασκότεινη
Δεύτερος σύντροφος το δαμασκί μαχαίρι
Τρίτος σύντροφός μου το άλογο καλόκαρδο
Τέταρτος σύντροφός μου το τεντωμένο τόξο
Ταχυδρόμοι μου εμένα τα πυρωμένα βέλη
Και τι μου λέει ο τσάρος ο ορθόδοξος;
Σε καλό σου, βρε παιδί του χωρικού
Που να ληστεύεις ξέρεις και ν απαντάς
Κι εγώ γι αυτό παιδί μου, θα σε βάλω
Μες στον κάμπο σ έναν πύργο αψηλό
Μ άλλα λόγια, σε δυο ξύλα με θηλιά

(ρώσικο λαϊκό τραγούδι για τον κοινωνικό ληστή Πουγκατσέφ)

Πηγές:

Γιάννης Κορδάτος: Η κομμούνα της Θεσσαλονίκης 1342-1349 – εκδ. επικαιρότητα
Κ. Ντέσνερ: Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – εκδ. Κάκτος
Θωμάς Κοροβίνης: Οι ζεϊμπέκοι της Μικρασίας – εκδ. ’αγρα
Γιώργος Βλάχος: Η συνείδηση ενάντια στο νόμο – εκδ. Έρασμος
Μανόλης Λαμπρίδης: Η σύγκρουση με τον νόμο – εκδ. Έρασμος
Λιλή Ζωγράφου: Αντίγνωση, τα δεκανίκια του καπιταλισμού – εκδ. Αλεξάνδρεια
Αλέξανδρος Πούσκιν: η κόρη του λοχαγού – εκδ. Σύγχρονη Εποχή
Πιερ Γκολντμαν: Σκοτεινές αναμνήσεις ενός πολωνοεβραίου γεννημένου στη Γαλλία – εκδ. Praxis
Αύγουστος Στρίνμπεργκ: Το κόκκινο δωμάτιο – εκδ. Πάπυρος
Φρ. Κλίγκερ: ’νοδος, πτώση και θάνατος του Φάουστ – εκδ. Οξύ
Γκαίτε: Φάουστ – εκδ. Γαβριηλίδης

1

Categories
Uncategorized

Για τη βία στα γήπεδα – αρχείο “Ρήξης”

Φαίνεται πως το ποδόσφαιρο στη χώρα μας προκαλεί μεγαλύτερη λαϊκή κινητοποίηση από κάποια απεργία, πολιτική συγκέντρώση ή διαδήλωση. Αυτό τουλάχιστον είναι το “θλιβερό” συμπέρασμα που βγάζουν περίλυποι διάφοροι σοβαροί “αναλυτές”, συχνά “Ακροαριστεροί”.

Αυτό το συμπέρασμα βγάζουν από την καταπληκτική λαϊκή κινητοποίηση της νεολαίας και του λάου των Μεγάρων . Αυτό βγάζουν από το ξεδίπλωμα της λαϊκής βίας και αντίστασης, πού έφτασε μέχρι τα δίκαννα, πού εκφράστηκε με δεκάδες και εκατοντάδες κοκταίηλ μολότωφ, με τη μαζική επίθεση στην αστυνομία, με τη δημιουργία ακόμα και τεθωρακισμένων από τρακτέρ στα οποία μπήκαν χαλυβδόφυλλα, με την κατάληψη και την πυρπόληση των γραμμών του τραίνου, με την απόπειρα να καεί το στάδιο, πού έγινε το Σάββατο, με την Αντίσταση πού εμπόδισε ολοκληρωτικά την είσοδο των ΜΑΤ στα Πλακάκια και τη Μάνη, αυτές τις λαϊκές μεγαριώτικες συνοικίες.

Και φυσικά και δεν έγιναν για το…ποδόσφαιρο. ’λλα όχι με την έννοια πώς η αντίσταση έγινε για “πολιτικούς λόγους”, όπως θα’ θελε να το εμφανίσει η “αντιπολίτευση” των Μεγάρων, πού έβαλε σαν κέντρο της τον “Έβερτ” και την κυβέρνηση, επειδή υποβίβασε το Βύζαντα για να βάλει τη δική του ομάδα, το “Ρουφ”, στη θέση του. Αν θέλει κανείς να βρει το πολιτικό στοιχείο στην εξέγερση των Μεγάρων θα πρέπει να πάει πέρα από την πολιτικάντικη “πολιτική” πού έχει συνηθίσει να κάνει.

Η εξέγερση στα Μέγαρα δεν ήταν το “εύκολο κάλυμμα” της Αντί-καραμανλικής διάθεσης, όπως το εμφανίζει, και θα συνεχίζει να το εμφανίζει, μια μερίδα της κοινοβουλευτικής και έξω-κοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης. Η εξέγερση στα Μέγαρα, όπως και η παλιότερη Ιστορία με τα “Αρχαία” στην Κρήτη, φαίνονται τόσο παράλογες στο μκροαστό “Αναλυτή”, πού δε μπορεί να καταλάβει τίποτε. Κι αυτό μετράει όλο το βάθος της αγνοίας του διανοούμενου των 4 κεντρικών τετραγώνων της Αθήνας για τις πραγματικές διαδικασίες της γέννησης και ανάπτύξης των κοινωνικών κινημάτων.

Αυτό πού στα μάτια τους φαίνεται το “παράλογο” στοιχείο των μαζών, πού τους βυθίζει σε αντιδραστικές και βαθυστόχαστες αναλύσεις για την “ψυχολογία του όχλου”, δείχνει κάτι άλλο. Δείχνει πώς σε συν-θήκες κοινωνικού και πολιτικού αδιέξοδου, οι μάζες τείνουν να εκφράσουν την αντιπαράθεση τους με το κράτος όχι εκεί πού κυριαρχεί το “σικέ” παιχνίδι μιας κενής και δημαγωγικής πολιτικής, όχι εκεί οπού βρίσκονται απόλυτα αποκλεισμένες, δηλαδή τις “υψηλές σφαίρες” της πολιτικής, αλλά εκεί πού μπορούν. Εκεί πού νοιώθουν ότι μπορούν να συμμετέχουν.

Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτό συμβαίνει σήμερα. Δηλαδή τα πρώτα χρονιά της μεταπολίτευσης, σ’ όλη τη χώρα, και ιδιαίτερα στην επαρχία, το “ποδόσφαιρο” είχε πέσει. Κι αυτό γιατί χιλιάδες νεολαίοι έβλεπαν μια δυνατότητα στην πολιτική. Σύντομα όμως τα πράγματα αλλάξανε. Κι αλλάξανε γιατί είδαν πώς αυτή ή πολιτική δεν τους δίνει τίποτε, δεν είναι κάτι δικό τους, και μάλιστα αποκλείει σε μεγαλύτερο βαθμό τη νεολαία των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Το μόνο πού προσφέρει δε, είναι φασαρίες με την Αστυνομία χωρίς λόγο, όπως τους φαίνεται, μιας και η “πολιτική” δεν τους δίνει τίποτε. Και το καταφύγιο ήταν και πάλι το ποδόσφαιρο. Δηλαδή, κάτι μέσα από το οποίο μπορούσαν εύκολα να εκφράσουν το δυναμισμό τους και να αποκτήσουν την αίσθηση μιας “συμμετοχής”. Γιατί ιδιαίτερα στην επαρχία, το ποδόσφαιρο και η “ομάδα” είναι κάτι το κοντινό, μοιάζει δικό τους, η “οργάνωσή” τους πού τη ζούνε σα δικιά τους, κάτι το οποίο μπορούν να ελέγχουν. Έτσι το ποδόσφαιρο εμφανίζεται σαν η μοναδική καταφυγή και διέξοδος σε μια θανατερή αδιέξοδη και γεμάτη ανία ζωή.

Μ’ αυτόν τον τρόπο το ποδόσφαιρο μεταβάλλεται σε κατεξοχήν μέσο διοχέτευσης μιας δραστηριότητας και εκτόνωσης. Αυτή όμως είναι η μια όψη του νομίσματος. Στο βαθμό δηλαδή πού μια κοινωνική “ανησυχία ” διοχετεύεται στον αθλητισμό, είναι φυσικό να τείνει να ξεπηδήσει μέσα από κει. Έτσι τα γήπεδα γίνονται κλασσικός χώρος βίας, και εκεί επεμβαίνουν τα ΜΑΤ, και ετοιμάζουν και τα σκυλιά, και αναπαράγεται η αντίθεση με το κράτος ή την εξουσία του χρήματος. Αυτή η αίσθηση είναι ιδιαίτερα έντονη στις μικρές επαρχιακές ομάδες, όπου το ποδόσφαιρο είναι το μοναδικό γεγονός και όπου ξεπηδάει πιο εύκολα, έστω και με διεστραμμένη μορφή, η αντίθεση με το “κέντρο”, τις μεγάλες ομάδες, τους εφοπλιστές και τελικά, με… την κυβέρνηση.

Σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν , αυτή η “παράλογη” εξέγερση γίνεται πολύ λογική όταν τη δούμε με το μάτι του κόσμου και όχι του εκκολαπτόμενου καθοδηγητή ή “επιστήμονα”.

Και φυσικά και δεν…έγινε για το ποδόσφαιρο αλλά μέσα από το ποδόσφαιρο. Και μάλιστα για έναν ακόμα λόγο. Τα “επεισόδια” μεταβλήθηκαν σε εξέγερση από τη στιγμή και πέρα πού το κράτος θέλησε να καταπιέσει, με τη γνωστή του κτηνωδία. Από τη στιγμή και πέρα πού τα ΜΑΤ έμπαιναν αδιάκριτα σε σπίτια και μαγαζιά και χτυπούσαν. Από τη στιγμή και πέρα πού με τη νεολαία φιλάθλους ενώθηκαν και οι υπόλοιποι κάτοικοι πού δεν ανέχονταν τους “γερμανούς πού ξαναγύρισαν”, από τότε και μετά η εξέγερση των Μεγάρων πήρε έναν κεντρικό στόχο: την ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αυτό ήταν το βαθύτερο περιεχόμενό της. Ότι ο λαός δεν ανέχτηκε τούς κρανοφόρους να τον τσαλαπατάνε αδιαμαρτύρητα και τότε πήρε τα δίκαννα. Έτσι η ίδια η παρέμβαση της αστυνομίας μετάτρεψε σε κάτι άλλο ένα απλό γεγονός, δηλαδή επέτρεψε να εκφραστεί όλο το μίσος του λαού και της νεολαίας ενάντια στο κράτος και τούς μηχανισμούς του.

Κι όμως, αυτό το πράγμα, τόσο απλό τελικά, πολλοί από εκείνους πού καθημερινά φωνάζουν “αντίσταση στην κρατική τρομοκρατία”, δε μπόρεσαν να το καταλάβουν. Δε μπόρεσαν να καταλάβουν ότι η ΝΙΚΗ (γιατί οι Μεγαρίτες νίκησαν και η αστυνομία υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει) των Μεγαριτών, η αντίσταση τους, έχει μεγαλύτερη σημασία για τα “πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα” από ότι μια πετυχημένη αθώωση ενός “αριστεριστή”. Κι αυτό γιατί ένα μεγάλο λαϊκό σύνολο με μια πετυχημένη αντίσταση έδειξε στο κράτος ότι δε μπορεί ατιμώρητα να καταπατάει τα δικαιώματα του. Γιατί το δικαίωμα της διαμαρτυρίας, με την οποία ξεκίνησαν, είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους και όποιος το παραβιάζει υφίσταται τις συνέπειες. Και οι ροπαλοφόροι είδαν σίγουρα πώς άλλο Εξάρχεια και άλλο μια ξεσηκωμένη πόλη. Αυτό μένει να το κατανοήσουν λίγο κι εκείνοι πού καθημερινά φωνάζουν αυτά πού οι Μεγαρίτες έκαναν στην πράξη ξεκινώντας από μια πολύ “τετριμμένη ιστορία” (έτσι είναι ο άτιμος ο όχλος).

Σήμερα, μέσα από τα Μέγαρα χτες από την Αγία Βαρβάρα και τούς αγρότες, περνάει η κοινωνική δυσαρέσκεια και κριτική των μαζών. “Αν ορισμένοι επιμένουν να την μαντρώσουν πίσω από τον Αντρέα, στην ψευδοπολιτική του κοινοβουλίου, σύντομα θα αντιμετωπίσουν και άλλα τέτοια “παράλογα” φαινόμενα.

Γιατί μέσα από το “κεντρικό” πολιτικό αδιέξοδο και κενό πού υπάρχει, ο λαός δε μπορεί να εκφραστεί. Γι’ αυτό, για ορισμένο καιρό θα συνεχίσει να εκφράζεται “περιφερειακά”, μέχρι να φτάσει να μεταφέρει στο κέντρο αυτόν τον ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ ΕΚΦΡΑΣΗΣ.

Βρέθηκε στο αρχείο της «ΡΗΞΗΣ» στο διαδίκτυο

Categories
Uncategorized

Μανιφέστο σε γυμνή γλώσσα – Antonin Artaud

Μανιφέστο σε γυμνή γλώσσα – antonin artaud

Δεκέμβρης 1925

Αν δεν πιστεύω ούτε στο Κακό ούτε στο Καλό, αν νιώθω μια τόσο ισχυρή ορμή να καταστρέφω, αν δεν μπορώ να βρω τίποτα στην τάξη των αξιών το οποίο συγκαταβατικά θα μπορούσα να αποδεχτώ, ο βαθύτερος λόγος για όλα αυτά βρίσκεται στην ίδια μου τη σάρκα.

Καταστρέφω, γιατί για μένα κάθε τι που προέρχεται από τη λογική είναι αναξιόπιστο. Εμπιστεύομαι μόνο τα στοιχεία που μου φέρνουν ανατριχίλα, όχι τις καθαρές αποδείξεις που απευθύνονται στη λογική μου. Βρίσκω επίπεδα στο βασίλειο των νευρώνων μου. Νιώθω πια ικανός να αξιολογώ τα στοιχεία. Υπάρχει για μένα μια απόδειξη στο βασίλειο της απλής σάρκας που δεν έχει τίποτα να κάνει με τις αποδείξεις της λογικής. Η αιώνια σύγκρουση μεταξύ της λογικής και της καρδιάς παίζεται στην ίδια μου τη σάρκα, όμως στη σάρκα μου που διαποτίζεται από τα νεύρα. Στη σφαίρα του στοργικού αστάθμητου παράγοντα, η εικόνα που μου παρέχουν τα νεύρα μου παίρνει την μορφή της υψηλότερης διάνοιας, την οποία αρνούμαι να γδύσω από τα πνευματικά της χαρακτηριστικά.

Κι έτσι έρχομαι να παρακολουθήσω το σχηματισμό μιας αντίληψης που φέρει μέσα της την πραγματική σύλληψη των πραγμάτων, μια αντίληψη που έρχεται σε μένα μ’ έναν ήχο δημιουργίας. Καμιά εικόνα δεν μπορεί να με ικανοποιήσει, εκτός αν είναι την ίδια στιγμή Γνώση, εκτός αν φέρει μέσα της ουσία και ταυτόχρονα διαύγεια. Το μυαλό μου, καταπονημένο από τα καμώματα της λογικής, θέλει να αγκιστρωθεί στα γρανάζια μιας νέας, απόλυτης βαρύτητας. Για μένα μοιάζει με μια υπέρτατη αναδιοργάνωση στην οποία μόνο οι νόμοι του παραλόγου έχουν θέση, και στην οποία θριαμβεύει η ανακάλυψη ενός νέου Νοήματος. Αυτό το Νόημα, το οποίο έχει χαθεί στην διαταραχή των φαρμάκων και το οποίο παρουσιάζει την εμφάνιση μιας βαθιάς νοημοσύνης στα αντιφατικά φαντάσματα του ύπνου. Το Νόημα είναι μια νίκη του πνεύματος επί του εαυτού του, και ακόμα κι αν δεν μπορεί να καταβληθεί από τη λογική, υφίσταται, όμως μόνο μέσα στο πνεύμα. Είναι τάξη, είναι διάνοια, είναι η νοηματοδότηση του χάους. Όμως δεν δέχεται το χάος αυτό ως τέτοιο, το μεταφράζει, και πριν το μεταφράσει, του διαφεύγει. Είναι η λογική του παραλόγου. Κι αυτό είναι το μόνο που μπορεί να πει κανείς. Ο φωτεινός παραλογισμός μου δε φοβάται το χάος.

Δεν αποκηρύσσω τίποτα απ’ όσα είναι το Πνεύμα. Θέλω απλά να μεταφέρω το πνεύμα μου αλλού, μαζί με τους νόμους και τα όργανά του. Δεν υποτάσσω τον εαυτό μου στους σεξουαλικούς μηχανισμούς του πνεύματος, αλλά αντιθέτως μέσα στους μηχανισμούς αυτούς προσπαθώ να απομονώσω τις ανακαλύψεις αυτές που η διαυγής λογική δεν μπορεί να παρέχει. Παραδίδομαι στον πυρετό των ονείρων, αλλά μόνο προκειμένου να εκμαιεύσω απ’ αυτούς νέους νόμους. Αναζητώ τον πολλαπλασιασμό, την οξύνοια, τη διανοητική ματιά να παραληρεί, όχι βεβιασμένες προφητείες. Υπάρχει ένα μαχαίρι που δεν ξεχνώ.

Όμως πρόκειται για ένα μαχαίρι το οποίο πατάει το μισό στα όνειρα, τα οποία κρατώ μέσα μου, στα οποία δεν επιτρέπω να αγγίξουν τα σύνορα των διαυγών αισθήσεων.

Ό,τι ανήκει στο βασίλειο της εικόνας είναι απροσπέλαστο από την λογική και πρέπει είτε να παραμείνει μέσα στην εικόνα είτε να εκμηδενιστεί.

Εν τούτοις, υπάρχει μια λογική στις εικόνες, υπάρχουν εικόνες που είναι πιο σαφείς στον κόσμο αυτής της ζωτικότητας παραγεμισμένης με εικόνες.

Υπάρχει στην άμεση διήθηση του πνεύματος ένας πολύμορφος και εκθαμβωτικός υπαινιγμός του ζωώδους. Αυτή η ανεπαίσθητη και σκεπτόμενη σκόνη οργανώνεται βάσει των νόμων που προκύπτουν από την ίδια, έξω από τη σφαίρα της ορισμένης λογικής ή της αντιφατικής συνείδησης ή της λογικής.

Στο εξυψωμένο βασίλειο των εικόνων, η παραίσθηση που μιλάει ρητά, ή το υλικό σφάλμα, δεν υφίστανται, πόσο μάλλον η ψευδαίσθηση της γνώσης: όμως αυτό είναι όλο ένας επιπλέον λόγος για τι το νόημα μιας νέας γνώσης μπορεί και πρέπει να κατεβεί στην πραγματικότητα της ζωής.

Η αλήθεια της ζωής έγκειται στη ψιλάφηση του υλικού ζητήματος. Το πνεύμα του ανθρώπου έχει δηλητηριαστεί από τις έννοιες. Μην του ζητάτε να είναι ικανοποιημένος, ζητήστε του απλά να είναι ήρεμος, να πιστεύει ότι έχει βρει τη θέση του. Όμως μόνο ένας παρανοϊκός είναι πραγματικά γαλήνιος.

Categories
Sergei Nechayev

Γράμματα – Σεργκέι Νετσάγιεφ & Βλαντιμίρ Σερεμπρένικοφ

Σεργκέι Νετσάγιεφ – Βλαντιμίρ Σερεμπρένικοφ

Από το κύριο άρθρο του περιοδικού Obscina (Κομμούνα)

Η γενιά στην οποία ανήκε ο Χέρτσεν ήταν η έσχατη εκδήλωση της φιλελευθερίζουσας αριστοκρατίας. Ο θεωρητικός ριζοσπαστισμός της ήταν ένα άνθος θερμοκηπίου, φυτεμένο και μεγαλωμένο μέσα σε μια τεχνητή ατμόσφαιρα που το έκανε να ζει. Μαραινόταν όμως από την πρώτη του επαφή με τον ελεύθερο αέρα και την πραγματική ατμόσφαιρα της πρακτικής δράσης. Οι άνθρωποι της γενιάς αυτής κριτίκαραν, χλεύαζαν την υπάρχουσα κοινωνική τάξη με την καυστική επιδεξιότητα που συναντά κανείς στα σαλόνια και με μια απαρχαιωμένη ποιητική γλώσσα. Ήταν ευχαριστημένοι με τον ρόλο τους.

Σεπτέμβρης, 1870

Σεργκέι Νετσάγιεφ

Ανοιχτή επιστολή στον Μπακούνιν και στον Ογκάρεφ

Πολίτες,

Επειδή δεν βλέπω να υπάρχει δυνατότητα να σας συναντήσω σύντομα, απευθύνομαι σε σας μέσω της κόρης του Χέρτσεν, που διαχειρίζεται το ταμείο μας, και σας παρακαλώ να μεταβιβάσετε στη διεύθυνση της Obscina το υπόλοιπο του κεφαλαίου , του οποίου ένα μέρος μου δόθηκε ενώ ζούσε ακόμη ο Χέρτσεν και ένα άλλο μέρος εδώ και λίγο καιρό.

Επωφελούμαι της ευκαιρίας για να σας πω ότι, παρά τις διαφορετικές απόψεις μας όσον αφορά τους πολιτικούς σκοπούς και μέσα, διαφορές που εμφανίστηκαν όταν φτάσαμε στο ζήτημα της πρακτικής, η οποία απαιτεί όχι μόνο θεωρητικό ριζοσπαστισμό αλλά και πρακτικό πνεύμα (και αρνούμενος στο εξής κάθε πολιτική αλληλεγγύη μαζί σας), δεν έπαψα μολαταύτα να σας θεωρώ εκπροσώπους μιας γενιάς η οποία, δυστυχώς, φεύγει από τη σκηνή της ιστορίας δίχως να αφήσει ίχνη. Οι συλλήψεις της γενιάς σας, πολίτες (συλλήψεις που δεν έχουν τις ρίζες τους στη ζωή σας ούτε στην [κοινωνική] κατάστασή σας και που τις έχετε πάρει απ’ έξω, βρίσκονται σε πλήρη ασυμφωνία με την υλική σας κατάσταση, τόσο που ποτέ δεν μπορέσατε να τις εφαρμόσετε στην πρακτική) – οι συλλήψεις αυτές, λέω, μολαταύτα σας έσωσαν, τουλάχιστον μερικούς από εσάς, από τον βόρβορο και τη λάσπη στην οποία έπεσαν οι πρώην συνάδελφοί σας Κακτόφ, Λεόντιεφ και σία. Οι κοινωνικές πεποιθήσεις σας σάς εμπόδισαν να γίνετε οπαδοί του καταραμένου υπάρχοντος κρατικού συστήματος· μα έγιναν με τέτοιο τρόπο αντιληπτές από τη γενιά που βγήκε από μη λαϊκά περιβάλλοντα που δεν έκαναν κανέναν πραγματικό εχθρό του κράτους· και τούτο επειδή η αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στην επαναστατική σκέψη σας και την αριστοκρατική ζωή σας οδήγησε σε έναν απελπιστικό σκεπτικισμό και σε μια παραλυτική απογοήτευση πνευμάτων τόσο ισχυρών όσο ο Α. Χέρτσεν.

Ό,τι χρήσιμο μπορούσε να βγει από τη γενιά αυτή βρήκε την έκφρασή του στα κείμενα του εκδότη της Kolokol και στα δικά σας. Γι αυτό, βλέποντας σε σας αν όχι πραγματικούς αγωνιστές της υπόθεσής μας τουλάχιστον πιστούς οπαδούς της, θεωρώ καθήκον μου να σας φερθώ με ειλικρίνεια και εντιμότητα που θα αφαιρέσω από τη συμπεριφορά μου προς τους εχθρούς μας.

Είμαι βαθιά πεπεισμένος, πολίτες, για τη βαθύτητα του πολιτικού σας αισθητηρίου, το οποίο δεν θα σας αφήσει να οδηγηθείτε στην αγανάκτηση ή στιγμιαία στην οργή – και να παίξετε έτσι το παιχνίδι του κοινού μας εχθρού, της ρωσικής κυβέρνησης, την οποία μισείτε τόσο όσο κι εγώ. Επίσης, θεωρώ ψεύτικες τις φήμες σύμφωνα με τις οποίες στις γνώμες που εκφέρατε πρόσφατα για μένα διακρίνεται περισσότερη βίαιη αγανάκτηση παρά ορθοφροσύνη, η οποία μετριάζει, σε κάθε σοβαρό πολιτικό άνδρα, τις εξάψεις της προσωπικής δυσαρέσκειας.

Χωρίζοντας τη θέση μου από σας, πολίτες, μετά μια τελευταία εξήγηση, σας απλώνω το χέρι ως φίλος και τολμώ να ελπίζω πως δεν θα πάψω να είναι τέτοιος. Κι αυτό ακόμη περισσότερο, επειδή νομίζω ότι δεν θα υπάρξουν στο εξής συγκρούσεις μεταξύ μας στο επίπεδο της δράσης, καθώς πιστεύω απόλυτα ότι δεν θα δράσετε καθόλου πια στην πράξη υπέρ της ρωσικής επανάστασης.

Σεπτέμβρης, 1870

Categories
Georges Bataille

Georges Bataille 1936 : Η Ιερή Συνομωσία

Georges Bataille 1936 : Η Ιερή Συνομωσία

————————————————

Πηγή: Acephale, Έτος Πρώτο, 24 Ιούνη1936;

Μεταφράστηκε στα αγγλικά για το marxists.org από τον Mitch Abidor το 2005;

Ένα έθνος ήδη γερασμένο και διεφθαρμένο που επιθυμεί να αποτινάξει την μοναρχία προκειμένου να υιοθετήσει μια δημοκρατική διακυβέρνηση θα μπορέσει να συντηρηθεί μόνο μέσα από πολλά εγκλήματα, καθώς ήδη εγκληματεί, κι αν θέλει να περάσει από το έγκλημα στην αρετή, δηλαδή από ένα βίαιο σε ένα ευγενές κράτος, θα υποκύψει σε μια αδράνεια που σύντομα θα οδηγήσει στη συντριβή του.

SADE

Αυτό που είχε μια πολιτική όψη και αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως πολιτική βούληση θα βγάλει μια μέρα την μάσκα του και θα αποκαλυφθεί ως κίνημα θρησκευτικό.

KIERKEGAARD

Σήμερα μοναχικοί, εσείς που ζείτε απομονωμένοι, θα γίνεται μια μέρα ένας λαός. Αυτοί που ξεχώρισαν τον εαυτό τους θα γίνουν μια μέρα ένας ξεχωριστός λαός – κι απ’ αυτόν τον λαό θα γεννηθεί η ύπαρξη που θα ξεπεράσει τον άνθρωπο.

NIETZSCHE

Αυτό που έχουμε θέσει σε κίνηση δε θα πρέπει να το μπερδεύει κανείς με τίποτα άλλο, δεν μπορεί να περιοριστεί στην έκφραση μιας ιδέας κι ακόμα λιγότερο σ’ αυτό που θεωρείται απλά τέχνη.

Είναι απαραίτητο να παράγουμε και να τρώμε: πολλά πράγματα είναι απαραίτητα που ακόμα δεν είναι τίποτα, κι αυτή είναι επίσης η υπόθεση με την πολιτική αγκιτάτσια.

Προτού να πολεμήσουμε μέχρι το τέλος, ποιος σκέφτεται να αφήσει τη θέση του σε ανθρώπους που είναι αδύνατον να αντικρύσεις χωρίς να νιώσεις την ανάγκη να τους καταστρέψεις; Όμως, αν τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει πέρα από την πολιτική δράση, η ανθρώπινη απληστία σύντομα δε θα χε τίποτα παρά το κενό.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΚΕΝΤΡΕΧΩΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΙ, και ως τέτοια η ύπαρξή μας είναι η καταδίκη του κάθε τί που αναγνωρίζεται σήμερα, μια εσωτερική απαίτηση μας αναγκάζει να είμαστε επίσης επεκτατικοί.

Αυτό που θέτουμε σε κίνηση είναι ένας πόλεμος.

Είναι καιρός να εγκαταλείψουμε τον κόσμο του πολιτισμένου και το φως του. Είναι αργά για να ‘μαστε λογικοί και καλόπιστοι, πράγμα που οδήγησε σε μια ζωή χωρίς ενδιαφέρον. Κρυφά ή όχι, είναι ανάγκη να αρχίσουμε να είμαστε άλλοι, ή αν όχι, να σταματήσουμε να είμαστε.

Ο κόσμος στον οποίο ανήκαμε δεν έχει να προτείνει τίποτα να ερωτευτούμε εκτός από την ανεπάρκεια του κάθε υποκειμένου: η ύπαρξή του περιορίζεται στη βολικότητά του. Ένας κόσμος που δεν μπορεί να αγαπηθεί μέχρι θανάτου – όπως ένας άνδρας αγαπά μια γυναίκα – δεν αντιπροσωπεύει τίποτα παρά μόνο το προσωπικό συμφέρον και την υποχρέωση να δουλεύουμε. Αν συγκριθεί με κόσμους που έχουν εξαφανιστεί είναι αηδιαστικός και μοιάζει πιο αποτυχημένος απ’ όλους τους.

Στους χαμένους αυτούς κόσμους ήταν εφικτό να χαθείς μέσα στην έκσταση, πράγμα αδύνατο στον κόσμο της εκπαιδευμένης βαναυσότητας. Τα πλεονεκτήματα του πολιτισμού αξιολογούνται αποκλειστικά από τον τρόπο που μπορούν οι άνθρωποι να κερδοσκοπήσουν: οι άνθρωποι του σήμερα κερδοσκοπούν απ’ αυτά ώστε να καταφέρουν να γίνουν τα πιο υποβαθμισμένα όντα που υπήρξαν ποτέ.

Η ζωή πάντοτε συμβαίνει σε έναν σάλο με μια μη προφανή συνοχή, αλλά βρίσκει το μεγαλείο και την πραγματικότητά της στην έκσταση και τον εκστατικό έρωτα. Όποιος επιθυμεί να αγνοεί ή να περιφρονεί την έκσταση είναι απλά ένα ον που η σκέψη του έχει περιοριστεί στην ανάλυση. Η ύπαρξη δεν είναι απλά ένα προπαγανδισμένο τίποτα: είναι ένας χορός που μας τραβά να χορέψουμε με φανατισμό. Η ιδέα που δεν έχει ως αντικείμενο ένα νεκρό πλαίσιο υπάρχει εσωτερικά με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει μια φλόγα.

Πρέπει κανείς να γίνει αρκετά συγκροτημένος και ακλόνητος ώστε η ύπαρξη του κόσμου του πολιτισμού να αποδειχτεί τελικά αβέβαιη. Είναι άχρηστο να απαντάμε σ’ αυτούς που είναι ικανοί να πιστέψουν στον κόσμο αυτόν και βρουν την νομιμοποίησή τους μέσα του. Όταν μιλούν, μπορείς να τους βλέπεις χωρίς να τους ακούς, κι αν ακόμα τους βλέπουμε, είναι μόνο για να “δούμε” αυτό που υπάρχει πολύ πίσω τους. Πρέπει να αρνηθούμε την ανία και να ζήσουμε αποκλειστικά σε ότι συναρπάζει.

Σ’ αυτό το δρόμο θα ήταν μάταιο να κάνουμε γύρους και να αναζητάμε να προσελκύσουμε αυτούς που έχουν αφηρημένες πεποιθήσεις, που θέλουν να περάσουν την ώρα τους, να γελάσουν ή να γίνουν περίεργα άτομα. Πρέπει κανείς να προχωρά χωρίς να κοιτάζει πίσω και χωρίς να λογαριάζει αυτούς που δεν έχουν τη δύναμη να ξεχνούν άμεσα την πραγματικότητα.

Η ανθρώπινη ζωή είναι ηττημένη επειδή εξυπηρετεί ως το κεφάλι και η λογική του σύμπαντος. Απ’ ότι φαίνεται ως τώρα, αυτό το κεφάλι και η λογική αποδέχονται τη σκλαβιά. Αν δεν είναι ελεύθερη, η ύπαρξη γίνεται κενή, εξουδετερωμένη, όταν είναι ελεύθερη είναι ένα παιχνίδι. Η γη, για όσο διάστημα φιλοξενούσε κατακλυσμούς, δάση και πουλιά ήταν ένα ελεύθερο σύμπαν. Το πάθος για την ελευθερία καθυποτάχτηκε όταν η γη παρήγαγε ένα όν που απαίτησε την αναγκαιότητα ως νόμο του σύμπαντος. Ο άνθρωπος παρόλα αυτά παρέμεινε ελεύθερος να μην ανταποκρίνεται πλέον σε καμιά αναγκαιότητα. Είναι ελεύθερος να μοιάζει σε όλα όσα δεν είναι αυτός στο σύμπαν. Μπορεί πλέον να ξεφορτωθεί την ιδέα ότι είναι αυτός ή ο θεός που εμποδίζει κάθε τί άλλο από το να είναι αόριστο.

Η ανθρωπότητα δραπέτευσε από το μυαλό της όπως ο κατάδικος από τη φυλακή του.

Βρήκε πέρα απ’ αυτόν όχι το θεό, που είναι η απαγόρευση του εγκλήματος, αλλά ένα ον που δε γνωρίζει απαγορεύσεις. Πέρα απ’ αυτό που είμαι, συναντώ ένα ον που με κάνει να γελώ, γιατί δεν έχει κεφάλι, που με γεμίζει αγωνία γιατί είναι φτιαγμένο από αθωότητα και έγκλημα. Κρατάει ένα όπλο από ατσάλι στο αριστερό του χέρι, φλόγες σαν μια ιερή καρδιά στο δεξί του. Ενώνει σε μια έκρηξη τη γέννηση και το θάνατο. Δεν είναι άνθρωπος. Αλλά δεν είναι ούτε θεός. Δεν είναι εγώ, είναι παραπάνω από το εγώ: η κοιλιά του είναι ο λαβύρινθος στον οποίο πηγαίνει κατευθείαν μόνος του, με οδηγεί για να βρω αυτό στο οποίο αυτό είναι ο εαυτός μου, ένα τέρας.

Αυτό που εγώ σκέφτομαι και αναπαριστώ δεν το σκέφτομαι και δεν το αναπαριστώ μόνος μου. Γράφω σε ένα μικρό κρύο σπίτι σ’ ένα ψαροχώρι. Ένα σκυλί μόλις γαύγισε μέσα στην νύχτα. Το δωμάτιό μου είναι δίπλα στην κουζίνα του Andre Masson, που περπατάει πάνω κάτω χαρούμενος και τραγουδώντας. Την ίδια ακριβώς στιγμή που γράφω βάζει στο φωνόγραφο μια ηχογράφηση της εισαγωγής του Don Giovanni. Πιο πολύ από κάθε τί άλλο, η εισαγωγή του Don Giovanni, ισορροπεί ότι μου δόθηκε σε ύπαρξη σε μια πρόκληση που ανοίγεται έξω από τον εαυτό. Αυτή τη στιγμή ακριβώς, αντικρύζω αυτό το ακέφαλο ον, που αποτελείται από δυο εξίσου ισχυρές εμμονές, που γίνονται ο τάφος του Don Giovanni. Όταν λίγες μέρες πριν ήμουν στη κουζίνα με τον Masson, καθισμένος με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι μου ενώ αυτός, ξαφνικά φαντάστηκε τον ίδιο το θάνατό του κι αυτόν των δικών του, τα μάτια του μίκρυναν, υποφέροντας, σχεδόν ουρλιάζοντας πως ο θάνατος θα γινόταν ένας στοργικός και παθιασμένος θάνατος, ουρλιάζοντας το μίσος του για έναν κόσμο που βαραίνει ακόμα και στο θάνατο το χέρι του εργάτη του, ήδη δεν μπορούσα να αμφισβητώ ότι ο πλεονεκτικός και άπειρος σάλος της ανθρώπινης ζωής είναι ανοικτός όχι σ’ αυτούς που υπάρχουν σαν μάτια πεταμένα έξω, αλλά σ’ αυτούς που είναι σαν τους ονειροκρίτες, παρασυρμένοι από ένα ανήσυχο όνειρο που δε θα μπορούσε να ‘ναι δικό τους.