Categories
Angry Brigade Stewart Home

ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ‘BENDING THE BARS: PRISON STORIES’ ΤΟΥ JOHN BARKER

ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ‘BENDING THE BARS: PRISON STORIES’ ΤΟΥ JOHN BARKER

Το βιβλίο του πρώην μέλους της Οργισμένης Ταξιαρχίας (Angry Brigade) John Barker “Bending The Bars” παρέχει μια συνεκτική κριτική της πολιτικής του μπολσεβικισμού, κάτω από τη σκληρή επιδερμίδα του ημερολογίου φυλακής ενός βαρυποινίτη.

Το Bending The Bars δεν είναι κάτι που ο οποιοσδήποτε που έχει φάει στην μάπα όλα τα δημοσιεύματα των ΜΜΕ για τον John Barker, ως επικίνδυνο τρομοκράτη και έμπορο ναρκωτικών, θα περίμενε να διαβάσει. Όμως πάλι ο Barker είναι τόσο ιδιοφυής όσο και πολυσύνθετος γι αυτές τις μονοδιάστατες διαστρεβλώσεις του παρελθόντος του, ώστε να κατορθώνουν ακόμα και να τον ψηλαφίσουν. Το βιβλίο δεν έχει να κάνει με την σχέση του Barker με την χαλαρή “ομάδα συγγενείας” που έγινε γνωστή ως Οργισμένη Ταξιαρχία, αλλά αποτελεί μάλλον έναν απολογισμό του χρόνου που πέρασε στη φυλακή, μετά την καταδίκη του για βομβιστικές επιθέσεις σε διάφορους στόχους (στην πραγματικότητα κανείς δεν κινδύνεψε ή τραυματίστηκε στις ενέργειες αυτές).

Τα βιβλία φυλακισμένων συχνά προσφέρουν στον αναγνώστη μια σειρά από τετριμμένες ηθικές κοινοτοπίες,-και δεν εννοώ απλά αυτά των κατάδικων ή πρώην κατάδικων που εκφράζουν μια ψευδο-μεταμέλεια για τα όσα έκαναν επειδή βρήκαν τη λύτρωση μέσω του χριστού ή όποια άλλη εξωφρενική αφαίρεση. Το ότι αυτοί οι μυστικιστές κρετίνοι που γράφουν βιβλία των φυλακών αυτού του είδους χύνουν κροκοδείλια δάκρυα γίνεται αρκετά φανερό από το γεγονός ότι αν δεν είχαν σφάλλει, τότε πως ο ανύπαρκτος θεός τους θα μπορούσε να επιδείξει την συγχώρεσή του βάζοντάς τους ξανά στον “ίσιο δρόμο”; Αναλόγως, τα βιβλία από- και για- πολιτικούς κρατουμένους είναι μερικές φορές σχεδιασμένα έτσι ώστε να δημιουργούν μια ιεραρχική κουλτούρα περί μαρτύρων που έκαναν λάθος και να εκμεταλλεύονται κυνικά το αίσθημα αδικίας ώστε να συγκεντρώνουν υποστήριξη για ένα συγκεκριμένο είδος πολιτικής των ειδικών. Εν συντομία, αυτού του είδους η γραφή, αποτυγχάνει να υπερβεί μια προοπτική θρησκευτική, ακόμα κι όταν δεν περιλαμβάνει τη συνήθη παγίδα του χριστιανικού οίκτου. Το βιβλίο του John Barker διαφέρει, καθώς κάνει χρήση μιας ταξικής κι όχι μιας ηθικής προοπτικής. Ο Barker γράφει για τις δικές του υποκειμενικές εμπειρίες της φυλακής, όμως σηματοδοτεί επανειλημμένα την γνώση εκ μέρους του, της πολλαπλότητας των απόψεων που έχει ακούσει από άλλους κρατουμένους να εκφράζουν για τον εγκλεισμό, αποφεύγει επιδέξια να δώσει προνομιακή θέση στη δική του αντίληψη για το θέμα πάνω σε οποιουδήποτε άλλου. Αναλόγως, ο Barker δεν επικεντρώνει στο πως θα βγάλει ένα best seller της φυλακής, δίνει άλλωστε πολύ λιγότερη έμφαση στην αποκτήνωση απ’ ότι στο βιβλίο του ο Jimmy Boyle, ή ακόμα ο αμερικάνος λαθρέμπορος χασίς Howard Mark στην αυτοβιογραφία του Mr. Nice. Έτσι, αν και στο βιβλίο γίνεται αναφορά στα ναρκωτικά της φυλακής, το Behind The Bars έχει να κάνει μόνο με την πρώτη περίοδο του Barker στην φυλακή, μετά τη σύλληψη και καταδίκη του για διάφορες βομβιστικές επιθέσεις της Οργισμένης Ταξιαρχίας. Δεν έχει να κάνει με την μετέπειτα φυλάκιση του για λαθρεμπόριο χασίς.

Αναλόγως, οι γεωγραφικές και ιστορικές διαφορές το καθιστούν χρήσιμο να διαβάσουμε τα γραπτά του Barker μαζί με βιβλία όπως του Mumia Abu-Jamal: Live From Death Row, μια θαρραλέα επίθεση στην απανθρωπιά του σωφρονιστικού συστήματος των ΗΠΑ από ένα από τα πολλά θύματά του.

Αν και υπάρχει μια αίσθηση αποκτήνωσης στο Bending The Bars, αυτή προέρχεται περισσότερο από την επιβεβλημένη ανία και τις ολοφάνερα χαμένες ζωές, παρά από οτιδήποτε άλλο. Μιας και ο Barker δεν ενδιαφέρεται να προωθήσει τον εαυτό του ως ηγετική φυσιογνωμία, δεν νιώθει την ανάγκη να παρουσιάζεται ως “σκληρός” των φυλακών, είναι άνθρωπος κι όχι υπεράνθρωπος. Οπότε, έχει την ικανότητα να καταδεικνύει τη φυλακή ως ένα ουσιαστικό συστατικό του καπιταλιστικού κόσμου, αντί να κάνει το λάθος να την αντιμετωπίζει ως κάτι το διαχωρισμένο από την καθημερινή αλλοτρίωση. Πράγματι, ένα από τα πράγματα που βρίσκω πιο σημαντικά στο βιβλίο είναι ότι μου άφησε την έντονη εντύπωση ότι πολλές βρετανικές φυλακές είναι τελικά πιο απάνθρωπες για τους ρουφιάνους παρά για τους ποινικούς. Η αντιμετώπιση του Barker μέσα ίσως ήταν φριχτή, όμως θα ήταν πολύ χειρότερα αν είχε καταφέρει να τον πείσει ότι ήταν αποκομμένος από την ανθρωπότητα, κι όχι ένα ουσιαστικό συστατικό ενός κόσμου που χρειάζεται αλλαγή. Στην μέση του βιβλίου ο Barker ανακοινώνει: “Αυτό που λέω είναι ότι πρέπει να ζεις παρά τις αντιφάσεις. Πρέπει να κάνεις κάποια ζωή εδώ μέσα, γιατί δεν είσαι νεκρός, αλλά να μη ξεχνάς ποτέ ότι είσαι στη φυλακή και είναι τελείως αφύσικο κι ενάντια στη ζωή” (σελ.63).

Το σημείο αυτό συνοψίζεται διαλεκτικά στον επίλογο του βιβλίου, όταν ο συγγραφέας δηλώνει ότι οι “…αλλαγές στο πως έβλεπα τον κόσμο μοιάζουν να προχωρούν στο ίδιο βήμα με τους φίλους μου. Όταν αυτό έγινε σαφές, μέσα σε μια μόνη πρόταση, ή στη διάρκεια μιας ολόκληρης επίσκεψης, θα ήμασταν ευχάριστα ξαφνιασμένοι κι έπειτα διόλου έκπληκτοι, καθώς τελικά όλοι ζούσαμε στην ίδια εποχή. Κυρίως, είχε να κάνει με την αναγνώριση σε τι είδους γκέτο μέσα βρισκόταν η επαναστατική πολιτική…” (σελ. 120). Ανάλογα, η κόπωση του Barker από τους άλλους κρατουμένους που άσκοπα διακήρυσσαν την αθωότητά τους αντανακλάται στις ιστορίες του. Ο Barker μας λέει απλά ότι όταν καταδικάστηκε, οι μπάτσοι “την έστησαν σ’ έναν ένοχο”, κι αυτό ήταν πάνω κάτω η υπόθεση. Αν ο Barker έμπαινε σε μια διαδικασία αποκήρυξης όλων των ψεμάτων που έχουν ειπωθεί γι αυτόν, αυτό που θα έκανε δε θα ήταν να αποκαλύψει την αλήθεια, αλλά να βρεθεί σ έναν λαβύρινθο ατελείωτων συζητήσεων για το τι έκανε και τι όχι.
Έτσι λοιπόν, θα ήταν λάθος να πάρουμε το Behind The Bars ως μια πολιτική ή προσωπική κατάθεση, καθώς ενώ εν μέρει έχει μια σχέση (αλλά σίγουρα δεν ταυτίζεται) με αυτά τα πράγματα, ο συγγραφέας έχει ιδιαίτερη αντίληψη της πολιτικής της αναπαράστασης. Η χρήση της λέξης “ιστορίες” στον τίτλο, δείχνει ότι ο Barker επιθυμεί τα γραπτά του να αντιμετωπιστούν σαν μια αυτο-συνείδητη λογοπλαστική κατασκευή, και η προσέγγισή του είναι ευθεία: “…ήταν η Scrubs, φυλακή προσαρμογής για πρωτάρηδες. Το μπατσάδικο που μας συνόδευε ξαφνικά έκανε αναστροφή. Πρόλαβα μια εικόνα μιας μεγάλης πύλης να ανοίγει κι είδα ότι μας περιμένανε, έντονα φώτα παντού, γουώκι-τώκι, κραυγές. Οι πολύωρη αγρύπνια μου, η ωχρότητα της κόπωσης ήταν έκδηλη κάτω απ’ αυτόν τον φωτισμό…” (σελ. 17-18). Εδώ ο Barker παίζει με πολιτιστικά κλισέ σχετικά με τις γκρίζες πύλες της φυλακής και αυτό είναι μια συναισθηματική βία, είναι υπερβολικά κουρασμένος για να αντιδράσει με φόβο. Ενώ η παρατήρηση ότι τους περίμεναν, από την άλλη, μοιάζει σχεδόν καλοπροαίρετη. Αυτός ο τόνος απάθειας είναι ένα πλήρως συνειδητό ξεφούσκωμα του κοινότυπου μελοδράματος που συναντούμε σε μυριάδες καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις της εισόδου ανθρώπων στη φυλακή. Σχετικά με τα πολλά ζητήματα που μπορούν να σημειωθούν μέσα από όρους όπως ρεπορτάζ και φορμαλισμός, ο Barker σημειώνει: “Δεν ήμουν καλός τότε, ούτε και είμαι έκτοτε, καθόλου καλός στο να κρατάω σημειώσεις, με την έννοια του να καταγράφω πράγματα τα οποία βλέπω κι ακούω, για μελλοντική χρήση – όμως ήθελα να μπω στο νόημα και στη ροή των τόσων συζητήσεων, ειδικά αυτών που λάμβαναν χώρα όταν ήμασταν πολλοί σ ένα κελί. Και φυσικά, ήθελα να τις φουντώσω, να πουλήσω μούρη ακόμα, με αστεία και πλάκες. Είναι πάντως ένας αρκετά ειλικρινής γενικός απολογισμός στον οποίο αποτελώ ολοένα και περισσότερο την “σοσιαλδημοκρατική” φωνή, τουλάχιστον έτσι όπως το βλέπω εγώ”.
Τον περισσότερο καιρό, δε συμβαίνει τίποτα στον απολογισμό του Barker για τα επτά χρόνια φυλάκισής του, για τις δράσεις της Οργισμένης Ταξιαρχίας, όμως, ως αποτέλεσμα, τα μικρά πράγματα μεγεθύνονται. Σε κάποια σημεία, κάτι τέτοιο δημιουργεί μια αίσθηση αποπροσανατολισμού που μου θυμίζει τον Beckett. Στο πως, όπως ο Barker, δημιουργικά αναπτύσσουν μια αίσθηση ανίας ώστε να προσομοιάσουν τα αδιέξοδα του λογοτεχνικού μοντερνισμού. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι απλά μια περίπτωση πρωτοποριακών αντι-αφηγητικών τρικ που συνειδητά εκτυλίσσονται ως μια μεταμοντέρνα τροπή, καθώς ο Barker την ίδια στιγμή περικόπτει αυτά τα εντροπικά συμπτώματα με αστείες και παράξενες ιστορίες. Ανάμεσά τους υπάρχει μια εξιστόρηση της σαστισμένης αντίδρασης των γύρω του, όταν ένας φίλων του στέλνει με το ταχυδρομείο ως δώρο ένα ψεύτικο ποντίκι. Δεδομένης της αφόρητης μονοτονίας της ζωής στη φυλακή, οι ιστορίες του Barker για το ψεύτικο ποντίκι παίρνουν τεχνητά επικές διαστάσεις. Ενώ στοιχεία μιας εξεζητημένης καλλιέργειας βρίσκονται διάσπαρτα επίσης στις ιστορίες του Barker: προτιμά να δίνει έμφαση σ’ άλλα πράγματα: “Όπως είπα στο εξώφυλλο, η ώθηση να γράψω ήρθε από την πρώτη εμφάνιση των Brownie stories στα Republican News – τα οποία τα φιλαράκια μου του IRA λάμβαναν στη φυλακή, το 1976, ιστορίες στο Long Kesh”.
Η μελέτη του Barker είναι εκλεκτική, και χρησιμοποιεί το γράψιμό του ώστε να βρει προσεχτικά το δρόμο του μέσα απ’ αυτήν: “Όπως ήρθαν τα πράγματα, βρίσκω πλέον την επιρροή του Chandler να έχει εξαπλωθεί σε καταστροφικό βαθμό. Έγραψα όμως αρκετά στο στυλ της πρόζας των πρώτων τεσσάρων βιβλίων του Len Deighton και είμαι σίγουρος ότι ήταν μια ασυνείδητη επιρροή, βρίσκεται απλά κάπου εκεί. Ήμουν στη φυλακή πάλι αρκετά τυχερός που ο φίλος μου ο Philippe Garnier μου έστειλε τα πρώτα δυο ή τρία βιβλία του Bukowski μόλις βγήκαν. Αυτά τα τρία βιβλία τα δάνεισα σε πολλούς, πάρα πολλούς κρατούμενους, κι άφησα τελικά τη φυλακή χωρίς αυτά. Φυσικά, στη βιβλιοθήκη της φυλακής υπήρχαν σωροί σκουπιδιών αλλά υπήρχαν και μερικά πραγματικά διαμάντια, από τα οποία πιο σημαντικά μου φάνηκαν τα γραπτά του Ρώσου συγγραφέα Konstantin Paustovsky. Είναι πολιτικοποιημένος, και παρά τις δυσκολίες, τον πόνο, σε κάνει να σκέφτεσαι ότι η ζωή είναι υπέροχη και αξίζει απόλυτα να την ζεις. Ακόμα κι αν δεν έχει σε εκτίμηση τον Makhno, πιστεύω ότι αξίζει”.

Ακόμη περισσότερο κι απ τα βιβλία, το Bending The Bars βλέπει τις ταινίες και την τηλεόραση ως highlights της εβδομάδας στη φυλακή. Ωστόσο, ο Barker γενικά αδιαφορεί για τις εξωτερικές παγίδες ενός φιλμ, όπως ο τίτλος, τα αστέρια ή ο σκηνοθέτης. Αντίθετα, οι ταινίες λειτουργούν ως ένα είδος εξωτερικευμένης υποκειμενικότητας, κι ως τέτοιες η λειτουργία τους ως θέαμα ταυτόχρονα βρίσκει τον εκθειασμό και την άρνησή της. Δεδομένης της εμμονής του Hollywood με το έγκλημα, δεν θα έπρεπε ίσως να εκπλήσσει κανέναν ότι στις ταινίες που προβάλλονται στις φυλακές κυριαρχούν οι ταινίες για το έγκλημα. Παρόλο που ο Barker δεν το καταθέτει αναλυτικά, το συμπέρασμα που πρέπει να βγει είναι ότι είναι το ποινικό σύστημα που παράγει εγκληματίες κι όχι το ανάποδο. Οι μαφιόζοι για πολλά χρόνια είχαν ως πρότυπο τους γκάνγκστερς, έτσι όπως αποτυπώνονται στις ταινίες. Στην ίδια την πράξη της προβολής ταινιών εγκλήματος σε κρατουμένους, τα σωφρονιστικά ιδρύματα φανερώνουν την πραγματική τους λειτουργία ως σχολεία του εγκλήματος. Εφόσον, όπως κατέδειξε ο Marx αρκετό καιρό πριν, σε μια υποσημείωση της Θεωρίας της Υπεραξίας, ο αστυνομικός, ο δικαστής και ο χαφιές, όλοι εξαρτώνται από το έγκλημα για την εργασία τους, είναι αναπόφευκτο ότι η δικονομική γραφειοκρατία θα θελήσει μια αύξηση του εγκλήματος, καθώς η αύξηση του εγκλήματος είναι η καλύτερη δικαιολογία της αυξανόμενης ανάπτυξης των νομικών και ποινικών υποδομών. Το θεατρικό φαινόμενο των εγκληματιών να παίρνουν ως πρότυπο τους γκάνγκστερς των ταινιών φτάνει στην αρρωστημένη απόληξή του σε μια ιστορία που ο Barker αναφέρει στα 3/4 περίπου το βιβλίου του, για έναν δικαστή του ’50 που συνήθιζε να αποδίδει τη θανατική ποινή, ο οποίος ως παιδί το άρεσε να παίζει τον δικαστή που καταδικάζει εις θάνατον. Ο Barker κατανοεί την γκανγκστερική κουλτούρα, όπως ακριβώς κάθε νόμιμο θεσμό, ως ένα ενσωματωμένο στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος – και βλέπει την αλληλεπίδραση που παράγουν και διαμεσολαβούν αυτά τα δυο φαντασιακά. Αναλόγως, ο Barker έχει πλήρη επίγνωση της προβληματικής φύσης των μίντια, περιλαμβανομένων των έντυπων: “Διάβαζα τις προάλλες εκείνο το ρεπορτάζ που έλεγε ότι η βία στην τηλεόραση δεν κάνει τους ανθρώπους βίαιους, τους κάνει πιο αγχωμένους και πιο παθητικούς…” (σελ 101). Ο Barker δε θέλει να κάνει τους ανθρώπους αγχωμένους ή παθητικούς, θέλει να τους κάνει να ζήσουν. Ωστόσο, είναι αρκετά έξυπνος ώστε να αναγνωρίζει ότι η τηλεόραση δεν είναι ένας μονόδρομος απόλυτα, και περιγράφει πολύ προσεκτικά το αποτέλεσμα της απευθείας μετάδοσης της εξέγερσης της φυλακής του Hull, ενώ ο ίδιος ήταν μέσα. Κάτι τέτοιο ανοίγει περισσότερα θέματα, απ’ όσα μου επιτρέπει ο χώρος εδώ να αναπτύξω, από το πώς προσδιορίζεται η βία μέχρι το αν- όταν διαβάζεται στο πλαίσιο που υπάρχει- η πρόταση που αντέγραψα από το βιβλίο του Barker μόλις πριν αυτοαναιρείται σε μια αυτο-συνείδητη πράξη ρετρό-μοντερνιστικής άρνησης.

Μια κυρίαρχη δραστηριότητα αναψυχής στη φυλακή είναι η λήψη ναρκωτικών, και κανένα βιβλίο από τη φυλακή κάποιου με παραβατικό παρελθόν δε θα ήταν πλήρες χωρίς μια αναφορά σ αυτό. Σε κάτι που ίσως αποτελεί το κορυφαίο σημείο του Bending The Bars, o Barker χρησιμοποιεί κυκλικό κι επαναλαμβανόμενο λόγο για να περιγράψει και ταυτόχρονα να αναπαραστήσει το πρώτο του ολισθηρό ταξίδι με acid στη φυλακή. Αφηγείται επίσης μια διασκεδαστική ιστορία για το πως οι κρατούμενοι έκαναν έναν χαφιέ να τα ‘ξεράσει όλα’ με acid. Ωστόσο, αλκοόλ, στριφτά και τσιγαριλίκια αποδεικνύονται να είναι τα βασικά συστατικά της φυγής του Barker από την μιζέρια της φυλακής, και περίπου στο μέσον του βιβλίου γράφει: “Σταμάτησα να κάνω acid στη φυλακή. Το έκτο ταξίδι ήταν το ίδιο με το πέμπτο, μόνο πιο βαρετό” (σελ 56). Το πιο σημαντικό που έχουμε να θυμόμαστε για τις δραστηριότητες που φαινομενικά εξυπηρετούν τάσεις φυγής, όπως αυτές, είναι ότι ταυτόχρονα είναι συλλογικές. Ένα από τα πιο φανερά μαθήματα του βιβλίου είναι ότι η αλληλεγγύη είναι ο μόνος τρόπος να βελτιώσεις τα πράγματα είτε εντός είτε εκτός της φυλακής. Ο Barker περιγράφει έναν αριθμό διαμαρτυριών της φυλακής. Όμως, εξίσου σημαντικό, με τον τρόπο του, είναι οι κρατούμενοι που μαγειρεύουν ή παίζουν μουσική μαζί. Θα πρεπε να είναι αδιαμφισβήτητο ότι είναι η δι-υποκειμενική σχέση που μας κάνει ανθρώπους, πράγμα που εξηγεί για ποιο λόγο χρησιμοποιείται η απομόνωση προκειμένου να μεταμορφώσει τους κρατουμένους σε εξ-ατομικευμένους αστούς και ταυτόχρονα σε κάτι λιγότερο από έναν εξατομικευμένο αστό. Προφανώς , το να είσαι αστός είναι εξ ορισμού κάτι λιγότερο από το να είσαι ένα πλήρως πραγματωμένο ανθρώπινο ον, μιας και το να είσαι μέρος μιας τάξης σημαίνει αναγκαστικά ότι είσαι αλλοτριωμένος. Σ ένα σημείο, ενώ περιγράφει τα συναισθήματα στενοχώριας που βιώνει, ο Barker γράφει: “Κάθε ζήτημα που θα έπρεπε να είναι πολιτικό, γίνεται ατομικό, ζήτημα του κατά πόσον είμαι συνεπής με τον εαυτό μου, πως αντιμετωπίζω τον εαυτό μου…” (σελ. 85). Αν αυτό δεν είναι μια επίθεση στις υπάρξιστικές παρανοήσεις αυθεντικότητας, τότε δεν ξέρω τι είναι, ιδιαίτερα καθώς το βιβλίο γράφτηκε στο μεγαλύτερο μέρος του στη φυλακή.

Ο Barker γράφει για τις ιστορίες του: “Η πλειοψηφία τους γράφτηκε μέσα στα τελευταία 2-3 χρόνια πριν το ’78 οπότε αποφυλακίστηκα. Νομίζω, στο σύνολό τους τέλειωσαν. Ήμουν στο μεταξύ πολύ απασχολημένος να απολαμβάνω την ελευθερία και την πολιτική δράση, στις αρχές του 1980.” Το να βγει το γραπτό έξω από τη φυλακή δεν ήταν ιδιαίτερο πρόβλημα, αλλά και δεν περιείχε τίποτα το ρομαντικό, όπως το να βγει λαθραία, καθώς, κατά τον Barker και πάλι: “Υπάρχει ένα απόσπασμα στο βιβλίο για μια απόφαση που πρέπει να πάρεις για τη λογοκρισία της φυλακής, που εκτός συγκεκριμένων πραγμάτων που προφανώς έπρεπε να αποφύγεις, πρέπει να την αγνοείς. Κι έπειτα στο τέλος της ποινής, επιτρέπεται να πάρεις μαζί σου τα πράγματά σου, τα βιβλία, τις σημειώσεις κλπ.”

Το Behind The Bars είναι ένα βιβλίο για τη φυλακή, κι ενώ ο Barker αναφέρει κάποια από τα γεγονότα που οδήγησαν στη δεκαετή φυλάκισή του, δεν το κάνει με τον ίδιο τρόπο όπως όταν έγραψε μια κριτική επιθεώρηση του βιβλίου του Tom Vague “Anarchy In The UK: The Angry Brigade (AK Press, Edinburgh 1997)”, για την εφημερίδα Transgressions: “Το βρήκα επώδυνο να σκεφτώ ξανά το παρελθόν, να το κάνω για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό. Δεν μετανιώνω για ό,τι έκανα… Αλλά “εγώ” του τότε, μου φαίνομαι πολύ μακρινός και, αν και σέβομαι τα όσα έκανα, τα βλέπω κριτικά και όχι με συμπάθεια. Μέρος της ρητορικής και του κάπως ηθικού αισθήματος δικαιοσύνης “με το μέρος μας” των προκηρύξεων της Οργισμένης Ταξιαρχίας με κάνουν πια να μαζεύομαι… Οι επιθέσεις της Οργισμένης Ταξιαρχίας εναντίον άψυχων στόχων, έγιναν κυρίως στη διάρκεια της διακυβέρνησης του κυρίου Edward Heath. Μας συνέλαβαν τον Αύγουστο του 1971… Το σύγχρονο βρετανικό κράτος έπαιξε σύμφωνα με τους κανόνες, μέχρι που τους τροποποίησε όπως ήθελε, μέχρι τελικά να τους καταργήσει εντελώς. Έναν χρόνο αργότερα, 13 κάτοικοι του Derry σε μια ειρηνική διαδήλωση δολοφονήθηκαν από τις ένοπλες υπηρεσίες του βρετανικού κράτους. Ήμουν στη φυλακή τότε και μου φάνηκε ότι το βρετανικό κράτος θέλησε τον IRA, θέλησε μια στρατιωτικοποίηση του αγώνα στην Ιρλανδία, την προτιμούσε από το Free Derry και τον δημοκρατικό κομμουνισμό στην πράξη… Οι πολλοί και διάφοροι άνθρωποι που αναλάμβαναν δράσεις της Οργισμένης Ταξιαρχίας δεν ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με την παρανομία, η οποία είναι αναπόφευκτα ελιτίστικη όταν δεν πηγάζει από ένα μαζικό κίνημα… Το στοιχείο του κριτικού σεβασμού που νιώθω τώρα είναι ότι ήμασταν συνεπείς σχετικά με τα όσα νιώθαμε και σκεφτόμασταν και πάνω στα οποία δρούσαμε. Τα κάναμε και περνούσαμε καλά, κάτι που χρηματοδοτούνταν κυρίως με ψεύτικες επιταγές. Όμως τότε, γιατί οι βόμβες, μια τακτική του 19ου αιώνα, που εύκολα πήρε μια αναρχική ταμπέλα (κάτι που δεν ήμασταν), υποχρεωτικά παράνομη και, δεδομένου του ότι δεν θέλαμε να βλάψουμε κανέναν, αναγκαστικά περιορισμένη ως προς τις ζημιές που θα μπορούσε να προκαλέσει… νιώθαμε σαν να τους χτυπούσε, χωρίς να μπορούν να χτυπήσουν εμάς… Όλη η φάση με την Οργισμένη Ταξιαρχία ήταν ότι χαροποιούσε τους σχετικά ανίσχυρους για λίγο. Όμως ήταν υπερβολικά ξένη προς αυτούς… Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι δεν ήμασταν τουλάχιστον σαν εκείνες τις αναίσχυντες αριστερές ομάδες που ενθάρρυναν τους μαύρους νεολαίους να επιτεθούν στα αστυνομικά τμήματα μετά τον θάνατο του Colin Roache, κι έπειτα τους αποκήρυσσαν όταν το έκαναν πράξη με μολότοφ (οι οποίες είναι πολύ πιο δημοκρατικές από τον δυναμίτη)… Αυτό που επεβίωσε και άνθισε από το ελευθεριακό κίνημα και ιδιαίτερα από το γυναικείο κίνημα ήταν ένας σκεπτικισμός σχετικά με το αυτοματοποιημένο “εμείς” της παραδοσιακής αριστερής πολιτικής. Από την άλλη, η έννοια της αυτονομίας (που τώρα πια χρησιμοποιείται στις διαφημίσεις των κινητών τηλεφώνων) ενσωματώθηκε, μέσα από την ήττα, στις παρανοήσεις της “ατομικής ταυτότητας”. Η ενότητα σήμερα πρέπει να ξαναδουλευτεί. Όμως μπορεί να γίνει ισχυρότερη από το αυτοματοποιημένο “εμείς” όταν γεννηθεί από τον αμοιβαίο σεβασμό και αν κατορθώσει να συμπεριλάβει αυτούς που εξοργίζονται με την κυβέρνηση των χριστιανο-μπολσεβίκων που έχουμε, καθώς η ρητορική τους της “ενσωμάτωσης” φανερώνεται ως ολοένα και περισσότερο ως πολιτική εξόρισης και απομόνωσης…”
Οι θέσεις που υποδεικνύονται παραπάνω στην επιθεώρηση αυτή του βιβλίου του Tom Vague, είναι εγγενείς στο Bending The Bars. Για να ξαναδηλώσουμε το προφανές, ο Tom Barker είναι ένας ελευθεριακός κομμουνιστής με μια πλήρως αναπτερωμένη κριτική της ιεραρχικής πολιτικής του μπολσεβικισμού.

( Για το βιβλίο: BENDING THE BARS: PRISON STORIES by John Barker, Christie Books, Hastings 2002, 123pp, eBook £7.50/χάρτινο εξώφυλλο £12.00-$15 σκληρό εξώφυλλο.
Το άρθρο εμφανίστηκε αρχικά στο metamute: http://www.metamute.org/en/node/6241 και είναι του βρετανού Stewart Home: http://www.stewarthomesociety.org/pol/barker.htm
Σημειώσεις: Η Οργισμένη Ταξιαρχία έδρασε στα 1970-72. Ήταν ένα χαλαρό δίκτυο ανταρτών πόλης, με βασικές θεωρητικές τους αναφορές τους καταστασιακούς, αναρχικούς και αντιεξουσιαστές κομμουνιστές. Κινηματικά μπορούν να ενταχθούν στη γενιά των ομάδων δρόμου (ΗΠΑ), των Motherfuckers (ΗΠΑ), του King Mob (Αγγλία), του Κινήματος 2 Ιούνη (Γερμανία), των Os Cangaceiros (Γαλλία)… Συνολικά τους αποδίδονται γύρω στις 25 βομβιστικές επιθέσεις. Η δίκη τους, από τις 30 Μάη έως τις 6 Δεκέμβρη 1972, ήταν η μακροβιότερη στην αγγλική ιστορία, καταδικάζοντας τους John Barker, Jim Greenfield, Hilary Creek και Anna Mendleson σε 10 χρόνια φυλάκισης ενώ αθωώθηκαν τελικά ο Stuart Christie (που είχε ήδη φυλακιστεί στην Ισπανία για απόπειρα εκτέλεσης του Φράνκο με εκρηκτικά) και η Angela Mason, μετέπειτα γνωστή ριζοσπαστική φεμινίστρια, και άλλοι.

Περισσότερες πληροφορίες στα: http://www.geocities.com/pract_history/barker.html (επισκόπηση από τον Barker του βιβλίου του Vague) – http://www.geocities.com/anarcores/angry.html (3 αναλήψεις ευθύνης, στα ελληνικά) – http://www.spunk.org/texts/groups/agb/sp000540.txt (χρονοδιάγραμμα των δράσεων της Οργισμένης Ταξιαρχίας).
Επίσης, έχει εκδοθεί στα ελληνικά βιβλίο με τις δράσεις και τα κείμενα της Οργισμένης Ταξιαρχίας από την Συσπείρωση Αναρχικών, πλέον εξαντλημένο – κυκλοφορεί η επανέκδοσή του.

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Μάρτης 2008
για το έντυπο Ασύμμετρη Απειλή

Categories
Stewart Home

Ο GUSTAV METZGER ΚΑΙ Η ΑΥΤΟ-ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Η Επίθεση στην Κουλτούρα. 11ο μέρος (σελίδες 60-64) – Stewart Home

Ο GUSTAV METZGER ΚΑΙ Η ΑΥΤΟ-ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Ο Gustav Metzger (γεννημένος το 1926, στην Νυρεμβέργη της Γερμανίας) ονόμασε την καταστροφή ως ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της τέχνης του 20ου αιώνα, και στη βάση αυτού του ορισμού έγινε ο ίδιος ένα ατομικό καλλιτεχνικό κίνημα. Δίνει μια περιγραφή της καλλιτεχνικής του αντίληψης στο “Auto-Destructive Art – Metzger at the AA” (μια διευρυμένη εκδοχή των σημειώσεων από τις διαλέξεις που έδωσε στον αρχιτεκτονικό σύλλογο, με κωδικό 24/2165, δημοσιευμένων από το A.C.C., London 1965):

“Το 1957 άγγιξα μια ισχυρή απογοήτευση σχετικά με τα υλικά της ζωγραφικής. Χρειαζόμουν κάτι σκληρότερο από έναν πίνακα για να εργαστώ απέναντί του. Το επόμενο έτος έκανα μια σειρά ζωγραφιών σε μαλακό ατσάλι. Χρησιμοποίησα ένα μαχαίρι, κι όταν χρειαζόμουν να δώσω χρώμα, έξυνα και χάραζα το ατσάλι δημιουργώντας αντανακλάσεις. Ούτε αυτό με ικανοποίησε ωστόσο, ήθελα να χρησιμοποιήσω κάποια από τα μηχανήματα για τα οποία διάβαζα στους Financial Times, πρέσες εκπληκτικής ισχύος που ανταποκρίνονται σε τομές μικρότερες από μια ίντσα. Ήθελα να δημιουργήσω γλυπτά με αυτά τα μηχανήματα, ελέγχοντάς τα όπως ένας οργανοπαίκτης το όργανό του. Λίγους μήνες μετά εγκατέλειψα κι αυτό το σχέδιο, εν μέρει λόγω της ακραίας δυσκολίας να το πραγματοποιήσω, κι έπειτα έπεσα πάνω στην ιδέα της αυτο-καταστροφικής τέχνης. Κοιτώντας πίσω στην εξέλιξή μου, βλέπω ότι είχα μπουχτίσει με τα παραδοσιακά μέσα ζωγραφικής σε καμβά τόσο όσο και με την έκφραση μιας γρήγορης, έντονης προοπτικής. Το 1960, με την τεχνική του οξέος σε νάιλον, το είχα επιτέλους βρεί!”

Το πρώτο μανιφέστο της νέας καλλιτεχνικής μορφής, ονομασμένο απλά “Αυτο-Καταστροφική Τέχνη”, εκδόθηκε τον Νοέμβρη του 1959. Προκήρυσσε:

“Η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη είναι προπάντων μια μορφή δημόσιας τέχνης για τις βιομηχανικές κοινωνίες.

Η Αυτο-Καταστροφική ζωγραφική, γλυπτική και κατασκευή αποτελεί μια συνολική ενότητα για την ιδέα, την τοποθεσία, την μορφή, το χρώμα, την μέθοδο και το χρόνο της διαδικασίας αποσύνθεσης.

Αυτο-Καταστροφική Τέχνη μπορεί να δημιουργηθεί μέσω των φυσικών δυνάμεων, τεχνικών της παραδοσιακής τέχνης και τεχνολογικών μέσων.

Ο διευρυμένος ήχος της αυτο-καταστροφικής διαδικασίας μπορεί να είναι ένα στοιχείο της συνολικής σύλληψης.

Ο καλλιτέχνης μπορεί να συνεργαστεί με επιστήμονες, μηχανικούς.

Η Αυτο-Καταστροφική τέχνη μπορεί να είναι μηχανικής παραγωγής και εργοστασιακής κατασκευής.

Οι αυτο-καταστροφικές ζωγραφιές, τα γλυπτά και οι κατασκευές έχουν μια διάρκεια ζωής που ποικίλοι από λίγα λεπτά μέχρι 20 χρόνια. Όταν η διαδικασία αποσύνθεσης ολοκληρώνεται το έργο προορίζεται για να κατεβεί από τη θέση του και να διαλυθεί.”

Σ’ αυτή τη σύντομη δήλωση ο Metzger διαμορφώνει την πλατφόρμα της Αυτο-Καταστροφικής Τέχνης. Είναι το ιδρυτικό μανιφέστο ενός κινήματος που δεν γεννήθηκε ποτέ, και ακολουθήθηκε από τέσσερα ακόμη μανιφέστα που απέτυχαν να βρουν οπαδούς. Ο Metzger ήταν άνθρωπος που ενέπνεε τους άλλους, όμως οι περισσότεροι συμπαθούντες του προτίμησαν να ενωθούν με τις νεο-ρεαλιστικές και τις fluxus ομάδες. Η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη θα μπορούσε λοιπόν να ιδωθεί ως μια τάση που τυποποιείται συγκεκριμένα στον Metzger και τα πρώιμα έργα του Jean Tinguely.

O Metzger έδωσε τον ακόλουθο ορισμό των τεχνικών του σε ένα φυλλάδιο που συνόδευε την έκθεση Αυτο-Καταστροφικής Τέχνης στην Νότια Όχθη του Λονδίνου, στις 3 Ιούλη 1961:

“Ζωγραφική όξινης δράσης. Ύψος 7 πόδια, Μήκος 12 πόδια και 6 ίντσες. Βάθος 6 πόδια. Υλικά: Νάιλον, υδροχλωρικό οξύ, μέταλλο. Τεχνική. 3 καμβάδες από νάυλον χρώματους λευκού μαύρου κόκκινου τοποθετημένοι ο ένας πίσω από τον άλλον, σ αυτή τη σειρά. Το οξύ βάφεται, συμπιέζεται και εκτοξεύεται πάνω στο νάυλον το οποίο διαβρώνεται στο σημείο της επαφής μέσα σε 15 δευτερόλεπτα. Κατασκευή με γυαλί. Ύψος 13 πόδια, Πλάτος 9 πόδια και 6 ίντσες. Υλικά: Γυαλί, μέταλο, κολλητική ταινία. Τεχνική. Τα φύλλα του γυαλιού που βρίσκονται κολλημένα με την ταινία πέφτουν στο τσιμεντένιο έδαφος σε μια προκαθορισμένη αλληλουχία”.

Έργα, όπως αυτά, που πραγματοποίησε ο Metzger ήταν πολύ μακρυά από τις φιλοδοξίες του για την Αυτο-Καταστροφική Τέχνη. Στη διάλεξή του του 1965 στο σύλλογο αρχιτεκτόνων, περιέγραψε τα σχέδιά του για έργα που απαιτούσαν χρόνια για να ολοκληρωθούν καθώς και μαζικής κλίμακας δημόσια χρηματοδότηση:

“Η… κατασκευή θα είναι γύρω στα 18 πόδια ύψους πάνω σε μια βάση περίπου 24 πόδια επί 18… Αποτελείται από μαλακό ατσάλι 118 ίντσες παχύ. Η κατασκευή αποτελείται από τρείς φέτες. Αυτά τα καλογυαλισμένα σχήματα εκτεθειμένα σε μια βιομηχανική ατμόσφαιρα θα αρχίσουν να διαβρώνονται. Η διαδικασία συνεχίζει μέχρις ότου η κατασκευή αποδυναμώνεται από τις απώλειες του υλικού. Σε περίπου δέκα χρόνια το μεγαλύτερο μέρος της θα έχει αποσυντεθεί. Το εναπομένον τότε θα απομακρυνθεί και ο χώρος θα καθαριστεί. Αυτή είναι μια απλούστατη μορφή αυτο-καταστροφικής τέχνης και διόλου δαπανηρή σε σχέση με το επόμενο πρότζεκτ. Αυτό το γλυπτό αποτελείται από πέντε τοίχους ή οθόνες, κάθεμιά τους περίπου 30 πόδια ψηλή και 40 πόδια μακριά και 2 φαρδιά. Τοποθετούνται περίπου 25 πόδια μακριά η μία από την άλλη και σταθεροποιούνται. Τις φαντάζομαι σε μια κεντρική περιοχή μεταξύ μιας ομάδας τρειών ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένων οικοδομικών συγκροτημάτων, σε ένα επαρχιακό σκηνικό. Κάθε τοίχος αποτελείται από 10.000 ολόιδια στοιχεία. Αυτά θα μπορούσαν να είναι φτιαγμένα από ανοξείδωτο ατσάλι, γυαλί ή πλαστικό. Τα στοιχεία σε έναν από τους τοίχους θα είναι τετράγωνα ή παραλληλόγραμμα και σε έναν άλλον θα μπορούσαν να είναι εξάγωνα. Η αρχή για τη δράση αυτού του έργου είναι ότι κάθε στοιχείο απο αυτά με την πάροδο του χρόνου θα βγαίνει και θα πέφτει, κι έπειτα από μια περίοδο δέκα ετών, ο τοίχος θα σταματήσει να υπάρχει. Προτείνω τη χρήση ενός ψηφιακού υπολογιστή που θα ελέγχει την κίνηση του έργου αυτού. Θα μπορούσε να τοποθετηθεί υπογείως, στο κέντρο του συμπλέγματος του γλυπτού…

Το τρίτο πρότζεκτ που θα ήθελα να σκεφτείτε έχει την μορφή ενός κύβου 30 ποδιών. Η επιφάνεια του κύβου είναι ατσάλινη, με επιφάνεια που δε δημιουργεί αντανακλάσεις. Το εσωτερικό του κύβου είναι ολοκληρωτικά πακεταρισμένο με περίπλοκο, μάλλον ακριβό, ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Αυτός ο εξοπλισμός είναι προγραμματισμένος να υποπέσει σε μια σειρά από βλάβες και αυτο-καταστροφικές δραστηριότητες. Αυτό συνεχίζεται για έναν αριθμό ετών – ωστόσο δεν υπάρχει κάποιο ορατό σημάδι αυτής της δραστηριότητας. Μόνον όταν ολόκληρο το εσωτερικό έχει καταβροχθιστεί, η ατσάλινη επιφάνεια διαβρώνεται από τα μέσα. Σταδιακά, στρώμα μετά από στρώμα της ατσάλινης επιφάνειας κατατρώγεται από περίπλοκες ηλεκτρικές, χημικές και μηχανικές δυνάμεις. Η επιφάνεια σκάει σε διάφορα σημεία, αποκαλύπτωντας την σαπίλα της εσωτερικής κατασκευής μέσα από την συνεχώς παραλλαγμένη μορφή του κύβου. Τελικά, όλο αυτό καταλήγει σε ένα σωρό σκουπιδιών. Αυτό το γλυπτό θα έπρεπε να τοποθετηθεί σε έναν χώρο γύρω από τον οποίο υπάρχει αξιοσημείωτη κίνηση”.

Αυτά τα απραγματοποίητα σχέδια του Metzger φέρουν μια συγγενική αντίληψη με την ενιαία πολεοδομία της πρώιμης Καταστασιακής Διεθνούς. Παρομοίως, οι αντιλήψεις της Κ.Δ. αν εφαρμόζονταν θα είχαν αυξήσει την ορατότητα της δυναμικής της αλλαγής που βρίσκεται ήδη μέσα σε κάθε αστικό περιβάλλον. Και όπως οι ιδέες για την πολεοδομία της Κ.Δ. θα μπορούσαν επίσης να αλλάξουν την ψυχολογική σχέση του ατόμου με το αστικό περιβάλλον.

Ο Metzger ανέπτυξε την “αισθητική της μεταστροφής (Αυτο-Καταστροφική Τέχνη) ως μια θεραπεία ενάντια στον παραλογισμό του καπιταλιστικού συστήματος και της πολεμικής μηχανής του. Με πολλαπλούς τρόπους αντιπροσωπεύει μια μορφή θεσμοθετημένου ξοδέματος με πολύ λιγότερες συνέπειες από αυτές που γεννούν τα καπιταλιστικά κράτη. Στη διάλεξή του στο σύλλογο αρχιτεκτόνων, ο Metzger τόνισε ότι η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη: “Δεν περιορίζεται σε θεωρίες για την τέχνη και την παραγωγή έργων τέχνης. Περιλαμβάνει την κοινωνική δράση. Η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη είναι δεσμευμένη σε μια αριστερή επαναστατική θέση στην πολιτική καθώς και στους αγώνες ενάντια στους μελλοντικούς πολέμους”.

Ο Metzger, και κατά συνέπεια και η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη, αντιτίθονταν επίσης στο σύστημα της αγορα-πωλησίας έργων τέχνης και στους ντήλερς του. Πίστευε ότι η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη θα έπρεπε να χρηματοδοτείται δημόσια διότι οι ντήλερς τέχνης δεν ενδιαφέρονταν για την “θεμελιώδη τεχνική αλλαγή” από την οποία δε θα μπορούσαν να βγάλουν κάποιο κέρδος. Σύμφωνα με τον Metzger, η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη ήταν κοινωνικά απαραίτητη ως το μόνο δυνατό υποκατάστατο για τον πόλεμο, και κατ’ επέκταση το πυρηνικό ολοκαύτωμα, σε μια κοινωνία κατοικημένη από άτομα ψυχολογικά ρημαγμένα από μια ολόκληρη ζωή σεξουαλικής καταπίεσης.

Ωστόσο, η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη δεν κατάφερε να προσελκύσει κάποιο κυβερνητικό κονδύλιο, κι όταν ο Metzger και ο ποιητής John Sharkey οργάνωσαν το Συμπόσιο Καταστροφής στην Τέχνη (DIAS) στο Λονδίνο, τον Σεπτέμβρη του 1966, το γεγονός “οργανώθηκε σε εθελοντική βάση και οι καλλιτέχνες πλήρωσαν οι ίδιοι τα έξοδά τους”. Ήταν μια σειρά εκδηλώσεων ενός μήνα, γύρω από το τριήμερο συμπόσιο που διεξήχθη στο Africa Centre (9/10/11 Σεπτέμβρη 1966), και όχι τόσο οι συζητήσεις, που τράβηξαν την προσοχή των ΜΜΕ. Εκδηλώσεις που συμπεριλάμβαναν τις “Επιδείξεις Εκρηκτικής Τέχνης” του Ivor Davies στο Εδιμβούργο και το Λονδίνο, που συμπεριλάμβαναν μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων, μοντέλα και μια σε τεράστια μεγέθυνση φωτογραφία του Robert Mitchum να ανατινάσσεται -κυριολεκτικά. Ίσως το πιο δυνατό κομμάτι των εκδηλώσεων ήταν το Cut (Africa Centre, 29 Σεπτέμβρη 1966) της Yoko Ono. Μέλη του κοινού κλήθηκαν να ανεβούν απλά στη σκηνή και να αφαιρέσουν κομμάτια από το ρούχο της Ono χρησιμοποιώντας ένα ψαλίδι, ενώ αυτή έμεινε ακίνητη για όση ώρα κράτησε η δράση. Η δύναμη του κομματιού της Ono έγκειται στον τρόπο που επιτέθηκε στις παραδοσιακές πεποιθήσεις για τη σχέση μεταξύ κοινού και περφόρμερ. Παρά την προφανή απλότητά του αποκάλυπτε αποτελεσματικά έναν περίπλοκο ιστό κοινωνικών σχέσεων που κάτω από κανονικές συγκυρίες παραμένουν ανέγγιχτες και στη σιωπή. Το “5th Abreaktionsspiel of OM Theatre” του Herman Nitsch, ήταν το γεγονός που τράβηξε την περισσότερη προσοχή. Συνίστατο σε μια τελετουργική κατανάλωση ενός κουφαριού αρνιού πάνω στο οποίο προβάλλονταν εικόνες ανδρικών γεννητικών οργάνων. Δυο δημοσιογράφοι, σοκαρισμένοι από το παράξενο σκηνικό διαμαρτυρήθηκαν στην αστυνομία, και σαν αποτέλεσμα ο Metzger και ο Sharkey τιμωρήθηκαν με πρόστιμα 100 λιρών για την παρουσίαση μιας “ασεβούς έκθεσης αντίθετης προς την κοινή λογική”. Αυτό ήταν το δεύτερο τράβηγμα του Metzger με το βρετανικό νόμο: στα 1962 είχε φυλακιστεί για έναν μήνα, ώς αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων του ενάντια στα πυρηνικά με την επιτροπή των 100.

Μετά το DIAS, ο Metzger διατήρησε το ενδιαφέρον του για την Αυτο-Καταστροφική Τέχνη, αλλά παράλληλα την απαξίωσή του για τις νέες δυνατότητες για εκμετάλλευση που έφερε αυτός ο νέος κόσμος. Στο “Manifesto World” του, του 1962, περιγράφει τους γκαλλερίστες ως “ελελεεινούς γαμημένους μπάσταρδους καπνιστές τσιγάρων”. Στα 1970, ο Metzger ήταν ο διοργανωτής για το Λονδίνο του “International Coalition For The Liquidation Of Art” (Διεθνής Συνασπισμός για τη Ρευστοποίηση της Τέχνης) [1]. Σε έναν κατάλογο που συνόδευε το “Η τέχνη μέσα στην κοινωνία, η κοινωνία μέσα στην τέχνη” (lCA London, Οκτώβρης/Νοέμβρης 1974), o Metzger καλούσε σε μια τριετή απεργία των καλλιτεχνών, από το 1977 μέχρι το 1980. [2] Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι καλλιτέχνες “δε θα παρήγαγαν έργο, δε θα πουλούσαν έργο, δε θα επέτρεπαν την έκθεση έργων, και θα αρνούνταν να συνεργαστούν με κάθε κομμάτι του διαφημιστικού μηχανισμού του καλλιτεχνικού κόσμου”. Η διαμαρτυρία αυτή τελικά απέτυχε πλήρως: ο Metzger ήταν ο μόνος καλλιτέχνης που απέργησε, και ο καλλιτεχνικός κόσμος, αντίθετα με τις προσδοκίες του Metzger, δεν κατέρρευσε… Ωστόσο, η άσκηση αυτή δεν έφερε μόνο πικρούς καρπούς, καθώς ο Metzger, αρνούμενος να παράγει τέχνη, αρνιόταν ταυτόχρονα τον ρόλο του ως καλλιτέχνης. Αυτή η μοναδική χειρονομία αποδείκνυε τη χίμαιρα που αποτελούσαν οι δημοφιλείς ιδέες που ήθελαν τους καλλιτέχνες κυριευμένους από μια δημιουργική ορμή. Επίσης έδειξε ότι ήταν εφικτό να κόψεις τους δεσμούς με τις προνομιούχες θέσεις που κατείχαν ορισμένοι στρατευμένοι αμφισβητίες μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Ο Metzger πραγματοποίησε αυτό ο Vanegeim και αρκετοί άλλοι θεαματικο-καταστασιακοί μπορούσαν μόνο μερικώς να θεωρητικοποιήσουν -την άρνηση των ρόλων- και γι αυτό και μόνο δε θα ξεχαστεί.

[1] Το γεγονός ότι ο Metzger ακροβατούσε απ’ την μια καλώντας σε μια ολοκληρωτικά θεσμοθετημένη τέχη που θα παρείχε τα αναγκαία εφόδια για την Αυτο-Καταστροφική Τέχνη και απ’ την άλλη για την κατάργηση του υπάρχοντος καλλιτεχνικού συστήματος, δεν είναι τόσο αντιφατικό όσο ίσως φαίνεται. Η απογοήτευσή του για την μη-χρηματοδότησή του από το υπάρχον καλλιτεχνικό σύστημα (που κατά τη γνώμη μου οφείλεται στο ότι η δουλειά του δεν είχε να κάνει με τους κυρίαρχους τότε ορισμούς για την τέχνη) τον οδήγησε εν μέρει στο κάλεσμα για την κατάργησή του.

[2] Η πρώτη καταγεγραμένη χρήση που έχω βρει για τον όρο “καλλιτεχνική απεργία” είναι στο “Τι πρέπει να γίνει με την τέχνη” του Alain Jouffroy (περιλαμβάνεται στο “Art and Confrontation: France and the arts in an age of change” επιμελημένο από τον Jean Cassou, εκδ. Studio Vista, London 1970). Ωστόσο, όπως αποδεικνύει το αποκάτω απόσπασμα, με εντελώς διαφορετική έννοια από του Metzger:

“Ας μην τρέφουμε πια ψευδαισθήσεις: οι περισσότεροι “κριτικοί τέχνης” θα συνεχίσουν τη δουλειά τους σαν η τέχνη να μην καταργήθηκε ποτέ, σαν η τέχνη να μην μπορούσε να καταργηθεί. Οι περισσότεροι “καλλιτέχνες” θα συνεχίσουν να πιστεύουν στον “καλλιτεχνικό” χαρακτήρα της παραγωγής τους. Οι περισσότεροι θαμώνες των γκαλερί, τεχνό-φιλοι και φυσικά, αγοραστές, θα συνεχίσουν να αγνοούν το γεγονός ότι η κατάργηση της τέχνης μπορεί να συμβεί πραγματικά στον υλικό χρόνο και χώρο μιας προ-επαναστατικής κατάστασης όπως αυτή του Μάη του ’68. Είναι σημαντικό η μειοψηφία να προπαγανδίσει την αναγκαιότητα να περάσουμε σε μια ενεργή καλλιτεχνική απεργία, χρησιμοποιώντας τους “μηχανισμούς” της βιομηχανίας της κουλτούρας ώστε να την θέσουμε με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε αντιπαράθεση με τον εαυτό της. Η πρόθεση δεν είναι να βάλουμε τέλος στο ρόλο της παραγωγής, αλλά να αλλάξουμε τα πιο περιπετειώδη μέρη της “καλλιτεχνικής” παραγωγής σε παραγωγή επαναστατικών ιδεών, μορφών και τεχνικών. Δεν είναι ένα ζήτημα εξέγερσης ενάντια στην τέχνη και τους καλλιτέχνες του άμεσου παρελθόντος -κάτι τέτοιο θα ήταν σπατάλη χρόνου και ενέργειας- αλλά, όπως προείπα, απεικόνισης μιας κίνησης που θα μπορούσε να διεισδύσει σε κάθε κοινωνική τάξη και να οργανώσει μια συνολική, δημιουργική επανάκτηση της κοινωνίας μας. Η επανάσταση δεν έχει πλέον κανένα σύνορο. Πρέπει να επεξεργαστεί, να προετοιμαστεί παντού – σε κάθε τομέα όπου ο άνθρωπος ξοδεύει πάθος και ενέργεια για να κάνει ότι κάνει, διαφορετικά δε θα θριαμβεύσει πουθενά”.

Categories
Stewart Home

Η εφημερίδα Class War

Η επίθεση στην κουλτούρα, Κεφάλαιο 17 (σελίδες 95-101)

Η Εφημερίδα CLASS WAR

Για πολλούς αναγνώστες, η Class War φαίνεται σαν να βγήκε από το πουθενά. Στα δυο χρόνια μεταξύ της εμφάνισης της πρώτης “Class War” στα 1983 και του “θερμού φθινόπωρου” του ’85, τα βρετανικά μίντια άρχισαν να γράφουν για μια “αναρχική απειλή” που ήταν κάτι ανάλογο της παλιάς “red scare”/κόκκινης απειλής. Για πρώτη φορά μετά τις βόμβες της Οργισμένης Ταξιαρχίας των αρχών του 70, ο αναρχισμός γινόταν αντιληπτός σαν μια απειλή για το βρετανικό κατεστημένο.

Η Class War έγινε γρήγορα το θέμα της ημέρας [1] και ως συνήθως, η δημοσιογραφική έρευνα εξυπηρέτησε την μυστικοποίηση -παρά τη δημοσιοποίηση- της κοινωνικής κουλτούρας και της πολιτικής προέλευσης της ομάδας. Αυτό δεν ήταν απλώς μια περίπτωση εσκεμμένης παραπληροφόρησης εκ μέρους κάποιας κυβερνητικής οδηγίας, αντιθέτως παρά την κυνική εικόνα λαγωνικού που θέλουν να επιδεικνύουν, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είναι εξαιρετικά αφελείς και άσχετοι.

Το πρώτο τεύχος της εφημερίδας Class War είχε ως εξώφυλλο ένα ζευγάρι “toffs”, και πίσω τους το σλόγκαν: “Τώρα είναι η στιγμή για κάθε βρώμικο τεμπέλικο ρεμάλι να οπλιστεί μ’ ένα ρεβόλβερ ή ένα μαχαίρι και να τη στήσει έξω απ’ τα παλάτια των πλουσίων και να τους πυροβολίσει ή να τους μαχαιρώσει μέχρι θανάτου μόλις ξεμυτίσουν”. Πρόκειται για μια παράφραση ενός κομματιού από τον λόγο της αναρχικής του 19ου αιώνα Lucy Parsons στους φτωχούς του Σικάγο. Η κολλεκτίβα Class War αποτελούνταν από παλιούς αναρχικούς που, έχοντας εντρυφήσει στην ιστορία του κινήματος, ήταν ικανοί να εφαρμόσουν αυτή τη γνώση τους στην παραγωγή προπαγανδιστικού λόγου.

Ο Ian Bone, προορισμένος να τεθεί “επικεφαλής” του κινήματος, είχε προηγουμένως υπάρξει τραγουδιστής της πανκ μπάντας Living Legends, καθώς και “εγκέφαλος” του “The Scorcher” ενός αγκιτατόρικου εντύπου της νότιας Ουαλίας. Συγγενικά μυαλά από την νότια Ουαλία και το Λονδίνο επάνδρωσαν την κολλεκτίβα. Αργότερα ενώθηκαν με μια ομάδα ταραχοποιών που ζούσαν μαζί σε ένα μεγάλο σπίτι στο Islington (Βόρειο Λονδίνο). Η μετέπειτα ανάμειξη της φράξιας με το αναρχικό κίνημα είχε τις ρίζες τις σε μια προηγούμενη δεκαετία διαφόρων πρότζεκτς. Κάποιοι απ’ αυτούς συμμετείχαν στο σατιρικό περιοδικό “Εξουσία”, δυο τεύχη του οποίου κυκλοφόρησαν στα τέλη του 70. Το οπισθόφυλλο του πρώτου τεύχους απεικόνιζε μια φωτογραφία φασιστικής πορείας και τις λέξεις “Το Εθνικό Μέτωπο αγαπάει τη Βρετανία… σχεδόν όσο και οι αναρχικοί την Ισπανία”. Με την Class War αυτού του είδους μαύρο χιούμορ θα έφτανε σε νέα ύψη.

Στις πρώτες μέρες της, η Class War δεν έψαχνε κάποια βάση στο παραδοσιακό εργατικό κίνημα, ενώ μάλλον έβλεπε τους απογοητευμένους νέους ως τους πιο πιθανούς συμμάχους της. Και η προπαγάνδα της ήταν σχεδιασμένη ώστε να προσελκύει την ακραία γοητεία του πανκ κινήματος. Το εξώφυλλο με το “Never Mind The… BOLLOCKS TO THAT!”, ενός από τα πρώτα τεύχη, απεικονίζει καλά αυτή την τάση.

“Ο Dylan πλούτισε απ’ τη γαμημένη μιζέρια της μεσαίας τάξης του 60. Ο ΜακΛάρεν και το Πανκ πλούτισαν απ’ τη γαμημένη μιζέρια της νεολαίας της εργατικής τάξης. Το πανκ έσωσε την βιομηχανίας της δισκογραφίας και τη μουσική σκηνή… Η έμφαση στο δυναμισμό και στην πανκ επιθετικότητα τις έβρεξαν στον κώλο στους λαπάδες σταρς του 70. Όμως για την εργατική τάξη, τα γέλια εις βάρος των βαρετών γερο-κλανιάρηδων και του βρετανικού καθεστώτος πρέπει να είναι στο επίκεντρο. Η θέση του God Save The Queen, ή του Anarchy In The U.K. στο νο1 της ροκ βιομηχανίας επιβραβευμένα για τις υπηρεσίες τους στην κερδοφορία – είναι ένα αστείο και μια αποκάλυψη της διαστροφής των πλούσιων μπάσταρδων που διευθύνουν τη σκηνή. Όμως το αστείο είναι εις βάρος μας… Οι μουσικές μόδες και τα έντυπα και η βιομηχανία τους είναι απλά τα πιο ρατσιστικά παραδείγματα του πως η σύγχρονη αγορά δουλεύει σύμφωνα με τις αρχές του “πουλάμε ό,τι σαλεύει”. Η οργή της εργατικής τάξης, μέσω των εμπνεύσεων του ΜακΛάρεν για την πολιτική του 60… είναι απλά καλό υλικό για μπίζνες. Οι παλιοί πανκς λένε ότι οι Clash, οι Stranglers και άλλοι “ξεπουλήθηκαν” στις μεγάλες δισκογραφικές όπως οι αριστεριστές λένε ότι τα συνδικάτα ξεπουλάνε τις απεργίες… Όμως το ίδιο θα έκαναν και οι ίδιοι, καθώς το να κάνεις τον αντι-ήρωα ή τον ήρωα δεν έχει και τόση σημασία όσο κρατάς τη βιομηχανία να κινείται. Το Oi προσπάθησε να το απορρίψει όλο αυτό, ξαναγυρνώντας στις ρίζες όμως κάπου εκεί χάθηκε. Αν και βασίστηκε σε ένα πραγματικό στοιχείο ταξικής κουλτούρας, το Oi κατρακύλησε σε μια λατρεία για τις ένοπλες δυνάμεις και το ψήφο στους Εργατικούς. Η μόνη μπάντα (sic) που τράβηξε την μουσικο-πολιτική γραμμή μπροστά ήταν οι Crass. Έκαναν τόσα για να διαδόσουν τις αναρχικές τους ιδέες, πιο πολλά κι απ’ τον Κροπότκιν, όμως όπως κι αυτού, η πολιτική τους συγκρότηση ήταν σκατά. Επικεντρώνοντας στον πασιφισμό και τις τάσεις απόδρασεις στην ύπαιθρο, αρνούνται την πραγματικότητα ότι στις πόλεις η αντιπαράθεση σημαίνει σύγκρουση και βία, αν σκοπεύουμε να προχωρήσουμε κάπου. Τελικά προκύπτουν μπάντες που απορρίπτουν την ροκ μουσική/δημοσιότητα/πλούτο, ενώ ταυτόχρονα δραπετεύουν από τη βαρεμάρα της εργατικής τάξης όπως ταυτόχρονα κι από την πολιτική γραμμή του συνδικάτου/του Κόμματος των Εργατικών. Αδιαφορώντας ωστόσο να το κάνουν διαλύοντας το ίδιο το θέαμα κι αυτούς που το διευθύνουν, εφορμούν από το ήδη παρακμάζον Oi σε μια αναμεταξύ τους κόντρα (κι όχι πλέον ενάντια στους πλούσιους), κράζοντας τους μεν που υποστηρίζουν τους “στρατιώτες μας στον νότιο ατλαντικό” ή τους δε που “ψηφίζουν εργατικούς”. Οι Apostles και οι Anti-Social Workers συνδέονται με τον πόλεμο ενάντια στους πλούσιους και σηματοδοτούν μια πραγματική πιθανότητα να σηκωθεί όλη η οργή και η αγανάκτηση από τη συναυλία και να βγεί στους δρόμους, λέγοντας μια και καλή “γάμα το” στα σκατένια τελετουργικά που περνιούνται για ευχαρίστηση”.

Το άρθρο τελειώνει με ένα στίχο τραγουδιού των The Apostles. Χαρακτηριστικό που δίνει την αίσθηση ενός πανκ φανζίν, μόνο που η πολιτική του ανάλυση – και η επιρροή μιας θεαματικο-καταστασιακής θεωρίας – το διακρίνουν ως “πολιτικοποιημένο”. Το πολεμικό στυλ του δείχνει ότι έχει γραφτεί από κάποιον πιο πεπειραμένο στην αγκιτάτσια ενάντια στην εξουσία από τον μέσο πανκ του δρόμου.

Το 1984, η Class War έθεσε σε κίνηση την “Εαρινή Επέλασή” της ενάντια στους πλούσιους. Το εξώφυλλο της εφημερίδας που ανακοίνωνε το πρότζεκτ αυτό έφερε την εικόνα ενός κυνηγού αλεπούδων και το απόσπασμα “Πλούσιο γαμημένο απόβρασμα, Θα σε πετύχουμε”. Η Class War είχε πηδήξει στο τραίνο της Απελευθέρωσης Ζώων, δημοφιλής ανάμεσα στους αναρχο-πανκς, και η μείξη αυτή οδήγησε σε μια απογείωση του τιράζ της εφημερίδας. Εκτός από το να αποτελούν την “ουρά” σε διαδηλώσεις αριστεριστών ή αναρχικών δράσεων όπως η Stop The City, τώρα η Class War μπορούσε να ξεκινά δικές της καμπάνιες. Σε ένα άρθρο με τίτλο “Προς την πανήγυρη του Μάη”, η ομάδα αναφέρει για την καμπάνια της:

“Η πρώτη δράση της Εαρινής Επέλασης της Class War έλαβε χώρα την 1 Μάρτη στο Grosvenor House hotel. Η αφορμή ήταν ο χορός “Αλόγου και κυνηγόσκυλου”. Ένα must για όλους τους ντόπιους κυνηγούς και κυριλέδες. Λοιπόν, καθώς το ραντεβού ήταν ανοιχτό, μια παρέα αναρχικών αποφάσισε να παραστεί επίσης… Κάποια φιλικά πρόσωπα άρχισαν να εμφανίζονται και οι αριθμοί μας έφτασαν τα 40 περίπου άτομα. Θεωρήσαμε ότι είμαστε αρκετοί για να κάνουμε καλό σαματά. Καθώς σκοπεύαμε αποκλειστικά να διαδηλώσουμε και όχι να συγκρουστούμε, φορέσαμε τα φουλ-φέις και στηθήκαμε έξω από την κύρια είσοδο. Καθώς τα καθίκια έβγαιναν από τις λιμουζίνες τους, έπαιρναν γρήγορα χαμπάρι ότι οι “αντί-” είχαν κάνει δυναμική εμφάνιση. Η διαδήλωσή μας ξεκίνησε χαλαρά καθώς ξετυλίξαμε ένα μεγάλο πανώ που έγραφε “ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟΥΣ ΑΥΡΙΑΝΟΥΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ ΣΑΣ”. Δεν είμαστε άνθρωποι που παίζουμε με τις λέξεις. Σύντομα οι πλούσιες λέρες άρχισαν να καταφτάνουν βιαστικοί με τα ημίψηλα καπέλα τους και τις “ροζ” σταχτοπούτες της υψηλής κοινωνίας τους αγκαζέ. Κορόιδεμα, καλογυρισμένες κλωτσιές, φτυσιές και μια αξιοσημείωτα ξεγυρισμένη σφαλιάρα μάλλον χάλασαν το απόγευμα αρκετών απ’ αυτούς… Η Εαρινή επέλαση της Class War μόλις απογειώθηκε”.

Παρά το σλόγκαν-ιστικό λόγο που καλούσε τους αναγνώστες να “ενωθούν στον αναρχικό όχλο”, οι δράσεις του ’84 ήταν όλες χαμηλής έντασης-γεγονότα κλειδιά. Ωστόσο, οι πωλήσεις της Class War σκαρφάλωσαν στα 10.000 αντίτυπα σε κάποια τεύχη, και η φήμη της ομάδας διογκώθηκε αναλόγως. Το οπισθόφυλλο του “Angry 1” ενός περιοδικού που έβγαζε ένας μαθητής και υποστηρικτής της Class War στη Σκωτία, αναπαρήγαγε κάποιες από τις αναφορές των μίντια:

“Μια ομάδα από πολιτικοποιημένους ταραξιες που εξυμνούν μια επικίνδυνη αναβίωση της αναρχικής βίας. Προσπαθούν να διαδόσουν τα σατανικά μηνύματά τους ανάμεσα στους απεργούς των ορυχείων, τους διαδηλωτές της ειρήνης – ακόμα και σε σχολιαρόπαιδα. Μπορούν να βρεθούν σε πικετοφορίες, διαδηλώσεις του CND και πορείες για τα δικαιώματα των ζώων να μοιράζουν μια φυλλάδα αθυρόστομης προπαγάνδας που αποκαλούν Class War. Είναι ένα έντυπο με σύμβολο ένα κρανίο και διασταυρωμένα κόκκαλα με δολοφονικά μηνύματα… Καυχιούνται “μπλοκάραμε αυτοκινητοδρόμους, σπάσαμε σπίτια ρουφιάνων και κοπανήσαμε δημοσιογράφους…” Ο αγαπημένος στόχος του μίσους της Class War είναι οι χώροι που συναντώνται οι “πλούσιες λέρες”. Καλούν τους υποστηρικτές τους να πηγαίνουν σε εκδηλώσεις όπως το Henley Regatta και σε αγώνες πολο (με άλογα) ντυμένοι με φουλ-φέις και αρβίλες Cod Marten και να “κάνουν τους μπάσταρδους να πνιγούν με τα πιρουνάκια του πικ νικ τους”. Η ομάδα έχει ήδη προειδοποιήσει τους υποστηρικτές των εργατικών σε ένα μίτινγκ του Τony Benn… Την προηγούμενη εβδομάδα η εφημερίδα Tribune των εργατικών έκανε κάλεσμα σε όποιων έχει πληροφορίες για την Class War να προσκομίσει”

Από την Sunday People, χωρίς χρονολογία στο κολλάζ.

“…Η Class War… κάτω από μια επικεφαλίδα “Πλούσιοι μπάσταρδοι προσέξτε”, συμβουλεύει τους αναγνώστες, την επόμενη φορά που θα δουν έναν πλούσιο μπάσταρδο να του την πούνε, να τον σπρώξουν, να του βάψουν με σπρέυ τους τοίχους, να μαζευτούν πολλοί και να αράξουν γύρω του ώστε να αισθανθεί άβολα. “Ποιός το γαμάει το να μαζευτούνε 250.000 άνθρωποι να τους σαλαγήσουν σα πρόβατα στο Λονδίνο ακούγοντας τις μεσοαστικές μαλακίες του CNO από τρόμπες σαν την Joan Ruddock και τον Bruce Kent, να τους λένε να πάνε σπίτι τους και να μη κάνουν τίποτα. Ας μαζευτούμε 5.000 στο Ascot… και να εξαπολύσουμε την ταξική οργή μας εναντίον τους… Να τους κάνουμε να χέζονται να κυκλοφορούν στους δρόμους μόνοι, να φοβούνται να επιδείξουν κάθε σύμβολο του πλούτου τους, να θέσουμε τις ζωές τους σε κατάσταση πολιορκίας πίσω από κλειδωμένες πόρτες στα ίδια τους τα σπίτα και τις περιοχές τους” Και συνεχίζει, για τέσσερεις σελίδες. Μια έξυπνη παρωδία; δεν έχω ιδέα…”

Από την Guardian, χωρίς χρονολογία στο κολλάζ.

Το 1985, η Class War ξεκίνησε την καμπάνια “Bash The Rich”. Το οπισθόφυλλο που αφιέρωσαν στην πρώτη τους πορεία στο Λονδίνο ενημέρωνε επίσης τους αναγνώστες για την προέλευση της ιδέας:

“Η ιδέα των πορειών “Τσακίστε τους πλούσιους” δεν είναι κάτι νέο. Ακριβώς 100 χρόνια πίσω, στις 28 Απρίλη 1885 έκαναν ακριβώς το ίδιο στο Σικάγο… Η αναρχική Lucy Parsons έλεγε σε ανθρώπους που ήταν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας να “πάρουν μερικούς λεφτάδες μαζί τους”, να ανοίξουν τα μάτια τους στο τί γίνεται “από το κόκκινο φως της καταστροφής”. Οι αναρχικοί οργανώναν τεράστιες συγκεντρώσεις με πάνω από 20.000 ανθρώπους… Οι αναρχικοί βρίσκονταν επικεφαλής τεράστιων πορειών από τα γκέτο της εργατικής τάξης στις πλούσιες συνοικείες. Μαζεύονταν χιλιάδες έξω από εστιατόρια ή επαύλεις ευπόρων επιδεικνύοντας τεράστια πανώ στα οποία έγραφαν “Προσέξτε τους αυριανούς εκτελεστές σας”, οι τρομοκρατημένοι πλούσιοι καλούσαν γρήγορα την αστυνομία και εκτεταμένες συγκρούσεις λάμβαναν χώρα. Η εργατική τάξη του Σικάγο ήταν αποφασισμένη να πάει τον αγώνα της στην καρδιά του εδάφους του εχθρού – όπως επίσης κι εμείς, εκατό χρόνια μετά.

Η πορεία “Τσακίστε τους πλουσίες” της 11 Μάη 1985 ήταν ένα αντάρτικο θέατρο αντάξιο του βερολινέζικου νταντά. Έλαβε πλήρη κάλυψη στην εφημερίδα Class War:

“Η αστυνομία απείλησε να μας συλλάβει όλους με τον νόμο περί δημοσίας τάξης για πορεία με παρα-στρατιωτική περιβολή (φουλφέις και αρβύλες!). Η αστυνομία και το συμβούλιο του Westminster εντωμεταξύ έβαλαν την Gardens Community Association να βγάλει μια νομική εντολή εναντίον μας προκειμένου να μας εμποδίσει να διαδηλώσουμε. Η αστυνομία έκανε ό,τι μπορούσε για να μη βγούμε στο δρόμο. Όμως παρόλη αυτή την τρομοκρατία είχαμε την μεγαλύτερη αναρχική πορεία εδώ και χρόνια. Πάνω από 500 από μας βαδίσαμε προς το κυριλάτο Kensington φωνάζοντας “πλούσια καθίκια” και “θα ξαναγυρίσουμε”, καθώς κρυφοκοιτάζαν χεσμένοι πίσω από κλειστές κουρτίνες. Επιτέλους φέραμε την πραγματικότητα της αυξανόμενης ταξικής οργής στις άνετες, προστατευμένες ζωούλες τους. Ήταν γαμημένα φανταστικά να είσαι σε μια αναρχική πορεία για μια φορά αντί να κάνεις την ουρά σε μια αριστερίστικη διαδήλωση ακούγοντας τους ομιλητές του εργατικού κόμματος. Καθώς στρίψαμε στη Holland Park Avenue, το μόνο που μπορούσες να δεις προς το Ladbroke Grove ήταν μαύρες σημαίες. Οι μπάτσοι ήταν πεπεισμένοι ότι έπρεπε να μας συνοδεύσουν μέχρι ένα από τα πιο κυριλέ μέρη του Λονδίνου παρενοχλώντας τους πλούσιους κατοίκους του γράφοντάς τους τελείως. Δεν είχαμε ούτε μία σύλληψη παρά το γεγονός ότι οι αστυνομία ερχόταν σε απόσταση αναπνοής όταν φωνάζαμε το “Rich Bastards” σε ένα ακόμη παράδειγμα της ανδρείας των ντόπιων τρωκτικών… Τώρα πρέπει να ετοιμαστούμε για την επόμενη εκδήλωση Henley Regatta στις 6 Ιούλη. Αν δουλέψουμε σκληρά ίσως έχουμε πάνω από χίλιους ανθρώπους στο Henley την μέρα εκείνη και να κάνουμε τους πλούσιους καριόληδες να πνιγούν με τα πιρουνάκια του πικ νικ τους στις όχθες του Τάμεση. ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟ HENLEY”.

Εκτός από το να αποτελεί ένα από τα πιο κωμικά θεάματα στο Λονδίνο για πολλά χρόνια, η πορεία αποκάλυψε την κοινωνική σύνθεση του κινήματος της Class War. Καθώς στην κεφαλή της πορείας βρίσκονταν οι δέκα ή κάπου τόσοι αναρχικοί αγωνιστές – ντυμένοι με τυπικά ρούχα του δρόμου και με ηλικίες που κυμαίνονταν από τα τέλη της δεκαετίας του 20 ως τα 35, που έβγαζαν την εφημερίδα Class War, πίσω τους κινούνταν κάποιες εκατοντάδες από έφηβους πανκς.

Εξ αιτίας μιας ογκώδους αστυνομικής παρουσίας στη Henley Regatta, ελάχιστη διαταραχή προκλήθηκε, αλλά η κάλυψη από τα μίντια ήταν αρκετή για να ειδωθεί από την Class War σαν μια νίκη, σε άρθρο της εφημερίδας. Το ίδιο όμως δε θα μπορούσε να ειπωθεί για την Πορεία στο Hampstead που οργανώθηκε την 21η Σεπτέμβρη 1985. Οι διαδηλωτές, ξανά αποτελούμενοι από 500αριά πανκς και επικεφαλής την Class War, εξευτελίστηκαν από τους μπάτσους. Η αστυνομία, που υπερείχε των διαδηλωτών με αριθμούς πάνω από 2 προς 1, ανάγκασε την πορεία να εκτραπεί από την πορεία της, σε στενάκια. Η πορεία μπλοκαρίστηκε για περίπου μια ώρα, όταν οι μπάτσοι σχημάτισαν κλοιό μπροστά της και ανάγκαζαν τους διαδηλωτές ολοένα και να στριμώχνονται στενεύοντας το πλάτος της πορείας, προκειμένου να περάσουν. Σαν τελική προσβολή, οι διαδηλωτές αναγκάστηκαν να τρέξουν – ένας, ένας – ανάμεσα από δυο σειρές ένστολους μπάτσους (που τους απειλούσαν με κραυγές όπως “έχουμε πιάσει τους αρχηγούς σας”) προτού τελικά διαλυθούν.

Η αποτυχία οδήγησε σε σοβαρή συζήτηση στο εσωτερικό της ομάδας για το πώς θα έπρεπε να συνεχιστεί η καμπάνια. Τα πιο ακραία στοιχεία πρότειναν μια πορεία “Τσακίστε τους πλούσιους” μέσα στο Δυτικό Μπέλφαστ και μια Πορεία Μνήμης του Harry Roberts στο Δυτικό Λονδίνο. Και οι δυο προτάσεις είχαν σίγουρα ρίσκα. Μια δράση στο Μπέλφαστ θα ανακάτωνε κάθε πλευρά που συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο, και η συμμετοχή σ’ αυτή θα σήμαινε σοβαρό κίνδυνο ξυλοδαρμού, αν όχι θανάτου. Από την άλλη, μια πορεία τιμής σε έναν μπατσο-κτόνο, θα ήταν μια ανοιχτή πρόκληση για την αστυνομική καταστολή. Και οι δυο επιλογές απορρίφθηκαν. Η καμπάνια “Τσακίστε τους πλούσιους” έφτασε σε ένα άδοξο τέλος μετά την πορεία στο Μπρίστολ, στις 30 Νοέμβρη 1985.

Η εγκυρότητα της Class War, ως ομάδας που αποτελεί μια σοβαρή πολιτική απειλή, έφτασε σε σημείο κατάρρευσης. Ωστόσο, η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς, και τα μίντια απέδωσαν στην ομάδα κεντρικό ρόλο στις ταραχές του Μπρίξτον και του Τότεναμ τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Στην πραγματικότητα, η ομάδα είχε λιγότερα από 20 μέλη στο Λονδίνο εκείνη τη στιγμή και μηδαμινή επιρροή στα γεγονότα εκείνα – ωστόσο μια χούφτα υποστηρικτών τους βρέθηκαν στις περιοχές των ταραχών όταν ξεκίνησαν οι φασαρίες. Παρά την ώθηση αυτή στην καταρρέυουσα πιστότητα της Class War, η ομάδα του Islington αποχώρησε σύντομα, αφήνοντας τον Ian Bone ελεύθερο να πάρει στα χέρια του την κατάσταση ως αναντίρρητος ηγέτης.

Μετά απ’ αυτό, η Class War έχασε σύντομα τη βάση της και έγινε αδιαχώριστη από κάθε άλλη αναρχική ομάδα. Παρά τις αναφορές στα μίντια, η καμπάνια τους ενάντια στη gentrification (ανάπλαση) στο East End του Λονδίνου ήταν ολότελα αναποτελεσματική. Η ομάδα αποπειράθηκε να διευρύνει το πρόταγμά της από τους πανκς, στους συνηθισμένους ανθρώπους της εργατικής τάξης. Η αναβαπτισμένη “Class War” έχασε το στυλ των πρώτων τευχών της και απέτυχε παταγωδώς στις προσπάθειές της να ανοιχτεί σε ένα ευρύτερο κοινό. Η νέας εμφάνισης εφημερίδα, με ειδικά αφιερώματα σε “σκάνδαλα”, “ποπ”, “σεξ”, κλπ φαινόταν σαν πατρονάρισμα. Εντωμεταξύ, τα μίντια αγνοούσαν την αλλαγή πλεύσης της Class War και συνέχιζαν τα αφιερώματα στις τρομοκρατικές τακτικές της (δες για παράδειγμα το άρθρο στην “News Of The World Sunday Magazine” της 5ης Ιούλη 1987).

Μετά το πρώτο κύμα επιτυχιών με την αγκιτατόρικη καμπάνια της, η Class War έπεσε σε όλα τα παραδοσιακά λάθη του αναρχικού χώρου. Αυτοί που παρέμειναν στην ομάδα, είχαν νικήσει τους εαυτούς τους στο ίδιο τους το παιχνίδι. Η Class War είχε χρησιμοποιήσει τα μίντια και πέρασε τις πιο ακραίες αναρχικές ιδέες στο ευρύ κοινό, όμως έχοντας κάνει αυτό, η ομάδα απέρριψε προτάσεις που θα παρουσίαζαν στο κοινό κάτι ακόμη πιο ταραχώδες. Μη θέλοντας να οργανώσει πορείες στο Μπέλφαστ και προς τιμήν ενός μπατσο-κτόνου, η ομάδα έπρεπε να αυτο-διαλυθεί. Αντιθέτως, προσπάθησε ανεπιτυχώς να διευρύνει το κάλεσμά της – κάτι που τα μίντια οπωσδήποτε θα απέτρεπαν, ακόμη κι αν η ομάδα ήταν ικανή να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο σχέδιο. Σ’ αυτό το σημείο, η Class War εγκατέλειψε την παράδοση που προσπαθώ να χρονολογήσω. Η σατιρική οργή που εμψύχωνε το ντανταιστικό, το καταστασιακό και το πανκ κίνημα στην ακμή τους, είχε εγκαταληφθεί. Η λαϊκίστικη προσέγγιση με την οποία αντικαταστάθηκε ήταν συχνά τόσο κλαψιάρικη που έκανε τις σαπουνόπερες να μοιάζουν συμπαθητικές.

Υποσημειώσεις:

[1] Ως μια μικρή ομάδα, η Class War αντιλήφθηκε ότι ο καλύτερος τρόπος να περάσει τις ιδέες της στο ευρύ κοινό ήταν να πιαστεί από πολιτιστικά στερεότυπα και αφού τα παράλλαζε κατάλληλα – να τα επανατροφοδοτήσει στα μίντια. Για τους λόγους αυτούς, η Class War ήταν τόσο απασχολημένη με την κουλτούρα (στην ευρεία έννοιά της) όσο και με την πολιτική. Η έμπνευση αντλούνταν περίτεχνα από τρεις πηγές, την κουλτούρα της βρετανικής εργατικής τάξης, το πανκ και την αναρχική/αριστερή-κομμουνιστική παράδοση. Η Class War σχεδιάστηκε ώστε να συσπειρώνει εναντίον της τους δημοσιογράφους και πέτυχε απόλυτα! Οι τακτικές που επιστράτευσε, αντιγράφτηκαν από το πανκ και την αναρχική ιστορία. Σε γενικές γράμμες, ότι ήταν κακό για τα μίντια, εξυμνούνταν από την Class War. Τα μίντια απεικόνιζαν την εργατική τάξη ως βίαιη, και εξίσου και η Class War – ακολουθώντας τα χνάρια του πανκ – υπερβάλλοντας σ αυτή την εικόνα (με την προϋπόθεση βέβαια ότι η βία αυτή στόχετε τους μπάτσους ή τους πλούσιους). Η κάλυψη από τα μίντια τόσο για το πανκ όσο και για την Class War εστίαζε στην προκλητική στάση τους απέναντι στους πλούσιους και το κατεστημένο (ιδιαίτερα την βασιλική οικογένεια). Όταν η Class War έβγαλε το “Better Dead Than Wed” EP της (Mortarhate Records, London 1986), για το γάμο του πρίγκημα Adrew, ήταν σαν τους Sex Pistols και τον Anti-Jubilee δίσκο τους πάλι απ’ την αρχή (εκτός του ότι η Class War δεν ήταν τόσο διαδεδομένη προλεταριακή ψυχαγωγία όσο το πανκ). Έχει επίσης ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ ότι η δράση των ολλανδών Provos που έλαβε τη μεγαλύτερη δημοσιότητα ήταν η επίθεση με ένα καπνογόνο εναντίον της ολλανδικής βασιλικής γαμήλιας τελετής. Τόσο το πανκ όσο και η Class War επικέντρωσαν την ενέργεια και την επιθετικότητά τους, ως αρετές της κουλτούρας μιας αποφασισμένης εργατικής τάξης. Κάτι που βρίσκεται σε αντίθεση με τα ευγενικά πισώπλατα μαχαιρώματα της μεσαίας και ανώτερης τάξης, που λεν ένα πράγμα και εννοούν αδιάφορα κάτι άλλο. Όλες οι τάσεις που συνοψίζονται στο κείμενο αυτό, το πανκ και η Class War έκαναν την πιο συνολική επίθεση στην κουλτούρα. Τα άλλα κινήματα συχνά έτειναν να περιορίζουν την στόχευσή τους ενάντια στην υψηλή κουλτούρα (τη τέχνη), ή να θέτουν όλη τους την ενέργεια στη δημιουργία εναλλακτικών (συχνά παράλληλων) και συνεπώς λιγότερο απειλητικών – λαιφ-στάιλ (κοινόβια κλπ). Ελάχιστα κινήματα είχαν μια κουλτούρα (της εργατικής τάξης) τόσο συγκροτημένη και συνειδητά αντικαθεστωτική όσο το πανκ και η Class War.

Πηγή: http://www.stewarthomesociety.org/