Η έκρηξη της Τουρκίας θέτει επιτακτικά την ανάγκη να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τι συμβαίνει, τι παράγεται, ποια είναι τα νέα όρια που παράγονται στην περίοδο που ονομάσαμε εποχή των ταραχών και πώς θα ξεπεραστούν. Ο συνδυασμός των γεγονότων της Σουηδίας με την Τουρκία, η συνάντηση τους στο χρόνο επικυρώνει την ύπαρξη δύο δυναμικών της ταξικής πάλης που κινούνται με σχετική αυτονομία. Δεν μπορούμε να παραβλέπουμε ότι η αναμενόμενη συνάντηση αυτών των πρακτικών δεν προβλέπεται να είναι ευχάριστη καθώς θα θέσει το ζήτημα των σχέσεων δύο παραγόμενων «υποκειμένων» τα οποία δεν έχουν κοινό ορίζοντα στη δραστηριότητα τους προς το παρόν. Το επίδικο όμως από τη σκοπιά της επανάστασης είναι πώς θα παραχθεί από την αναμενόμενη συνάντηση τους το αναγκαίο ξεπέρασμα τους, η μετατροπή του αγώνα σε λήψη κομμουνιστικών μέτρων ενάντια στο κεφάλαιο, δηλαδή σε αμφισβήτηση όλων των κοινωνικών ρόλων που συγκροτούν την κοινωνία, σε κομμουνιστικοποίηση.
Υπάρχει ακόμη μια τρίτη δυναμική που είναι τα διεκδικητικά κινήματα γύρω από το μισθό που λαμβάνουν χώρα κυρίως στην περιφέρεια που ενσωμάτωσε ο ιστορικός νεοφιλελευθερισμός στη διεθνοποιημένη συσσώρευση, στην Κίνα και τη νοτιοανατολική Ασία, αλλά ακόμη δεν προκύπτει από τις εξελίξεις η συνάντηση αυτής της δυναμικής με τις υπόλοιπες. Υπάρχει και μια τέταρτη δυναμική που αφορά την εξέλιξη των αντιφάσεων στα λατινοαμερικανικά κράτη που κατόρθωσαν να ενσωματώσουν την αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό μέσα στο κράτος (η Χιλή αποτελεί σημαντική εξαίρεση, το κίνημα της κατασκευασμένης κοινωνικής κατηγορίας «νεολαία», εντάσσεται περισσότερο στις δυναμικές των ταραχών). Αυτή η τέταρτη δυναμική είναι ακόμη περισσότερο αυτόνομη προς το παρόν, παρότι μπορεί να μας απασχολήσει ειδικά στην Ελλάδα στο μέλλον. Εδώ θα ασχοληθούμε με τις δύο πρώτες.
Από τη μία πλευρά έχουμε τη σειρά ταραχών «των αποκλεισμένων», και από την άλλη πλευρά εμφανίζεται από το 2011 μια σειρά ταραχών στην οποία το σημαντικό στοιχείο σε ότι αφορά τη σύνθεση είναι ότι εμπλέκονται και τα λεγόμενα «μεσαία στρώματα», και ο «δημοκρατικός» λόγος τους συγκροτεί τα κινήματα που παράγονται. Οι ταραχές των αποκλεισμένων λαμβάνουν χώρα σε κράτη που βρίσκονται ψηλά στην καπιταλιστική ιεραρχία. Αντίθετα οι ταραχές στις οποίες κυριαρχεί ο δημοκρατικός ορίζοντας που συγκροτεί πολιτικά τα μεσαία στρώματα και μορφοποιεί τα κινήματα «των πλατειών», συμβαίνουν κυρίως σε κράτη της δεύτερης ζώνης και στις «αναδυόμενες οικονομίες». Το γεγονός ότι ένα κράτος που δεν ανήκει σ’ αυτές τις ζώνες, η Ισπανία, περιλαμβάνεται σ’ αυτήν την ομαδοποίηση είναι στοιχείο που δείχνει ότι η κρίση επικυρώνει την υπονόμευση αυτής της διαστρωμάτωσης που λάμβανε χώρα ήδη κατά την εξέλιξη αυτού του κύκλου συσσώρευσης (από την κρίση της δεκαετίας του 1970 μέχρι περίπου το 2008). Ο πολύ σκληρός πυρήνας (ΗΠΑ-Γερμανία) δεν έχει ακόμη ενταχθεί στις δυναμικές αυτές. Το κίνημα Occupy Wall Street παρότι έδωσε το όνομα του στη δεύτερη δυναμική που εξετάζουμε, εντάσσεται μόνο περιφερειακά σε αυτή: πρόκειται για κίνημα ακτιβιστών (όπως άλλωστε και το Blockupy στη Γερμανία), όχι για μαζικό κίνημα, όπως της Ισπανίας, της Ελλάδας, το κίνημα της «αραβικής άνοιξης» και το κίνημα της Τουρκίας.
Οι ριζικά αποκλεισμένοι από το επίσημο κύκλωμα παραγωγής υπεραξίας (αυτός είναι ο τρόπος ενσωμάτωσης τους στην καπιταλιστική κοινωνία: ενσωμάτωση δια του αποκλεισμού) δεν αρθρώνουν λόγο, μόνος λόγος τους οι λεηλασίες και η καταστροφή. Δεν διεκδικούν, είναι γι’ αυτούς ήδη δεδομένο ότι δεν έχει νόημα (αλλιώς θα το έκαναν), γνωρίζουν ήδη ότι το κράτος δε θα τους ενσωματώσει, αλλά θα επιδιώξει να τους διαχειριστεί ως πλεονάζοντα πληθυσμό και στο βαθμό που η κρίση/αναδιάρθρωση που λαμβάνει χώρα από το 2008 περικόπτει περαιτέρω τις «κοινωνικές δαπάνες», γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτή η διαχείριση γίνεται ολοένα και περισσότερο κατασταλτική. Στην πραγματικότητα ασφυκτιούν μέσα σε μια «φυλακή χωρίς κάγκελα» (όταν δεν έχεις λεφτά ούτε για να φύγεις από τη γειτονιά σου, και όπου και να περπατάς σε στριμώχνει συνεχώς η αστυνομία, είσαι φυλακή). Μέσα στη «φυλακή» αυτή οι σχέσεις κοινότητας μεταξύ τους δεν μπορούν να τους βγάλουν από τη μιζέρια και σε κάποιο βαθμό εντάσσονται στην παράλληλη ανταλλακτική οικονομία, το μικροέγκλημα δηλαδή σε άτυπους θεσμούς στους οποίους αναπαράγεται μια σκληρή καταπιεστική ιεραρχία (για να μη μιλήσουμε για τη θέση των γυναικών). Έτσι, επιτίθενται στη φυλακή τους, επιτίθενται σε όλους τους κρατικούς θεσμούς που αντιλαμβάνονται ότι τους ορίζουν ως φυλακισμένους για μια ζωή, αμφισβητώντας την ώρα της εξέγερσης και τους κοινωνικούς ρόλους τους μέσα στη «φυλακή» τους.
Τα μεσαία στρώματα εξεγείρονται γιατί είναι μεσαία στρώματα υπό κατάρρευση (Ελλάδα, Ισπανία) ή γιατί δεν αφήνονται να συγκροτηθούν ως τέτοια (αραβική άνοιξη) ή γιατί καταστέλλονται και συμπιέζονται πολύ περισσότερο από όσο τους αντιστοιχούσε πριν την κρίση (Τουρκία), κάτι που δεν περιλαμβάνει μόνο το χαμηλότερο εισόδημα από αυτό που «θα έπρεπε» να έχουν, αλλά και όλες τις άλλες κοινωνικές σχέσεις, την εμπορευματοποίηση και περίφραξη του δημόσιου χώρου, το φύλο, την πολιτική ή την πολιτική/θρησκεία που στις περιπτώσεις των αραβικών χωρών είναι όψεις του ίδιου πράγματος, το φυλετικό ζήτημα κτλ. Το ζήτημα των μεσαίων στρωμάτων είναι θεωρητικά ανοικτό. Ο ίδιος ο ορισμός τους είναι ρευστός: Ο παραδοσιακός ορισμός των μεσαίων στρωμάτων αφορούσε τις κατηγορίες της μικρής ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής και τα παραδοσιακά ατομικά επαγγέλματα (γιατρούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους κτλ.). Σήμερα όμως πώς μπορούν να οριστούν τα μεσαία στρώματα; Πλέον η διαστρωμάτωση τίθεται σε μεγάλο βαθμό μέσα στους μισθωτούς και τους αυτοαπασχολούμενους με «μπλοκάκια» (δηλαδή τους αυτοασφαλιζόμενους μισθωτούς), και γίνεται με βάση τη θέση στην ιεραρχία στην παραγωγική διαδικασία, το εισόδημα, την πρόσβαση στην πίστη κτλ. Και τότε οι μεγάλες μάζες των εξαθλιωμένων άνεργων, των εκ των πραγμάτων φτωχών νέων και των επισφαλών συμπιέζουν προς τα κάτω τη «στάθμη» του μεσαίου στρώματος, και επακόλουθα μειώνουν την πολιτική τους επιρροή στο κράτος.
Αυτές οι δύο δυναμικές, οι ταραχές των αποκλεισμένων και τα μαζικά κινήματα καταλήψεων δημόσιου χώρου στα οποία πρωταγωνιστούν αυτά τα ρευστά μεσαία στρώματα διασταυρώθηκαν μεταξύ τους το Φεβρουάριο του 2012 στην Ελλάδα (αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση τα μεσαία στρώματα ήταν ήδη υπό κατάρρευση). Αυτή η διασταύρωση ήταν αποτέλεσμα των ιδιαιτεροτήτων της Ελλάδας, στην οποία εξάλλου πέρα από το Σύνταγμα το 2011 είχε συμβεί και ο «Δεκέμβρης του 2008». Οι ταραχές του Δεκέμβρη του 2008 όπως και οι ταραχές των φοιτητών στη Χιλή και στον Καναδά τοποθετούνται μέσα στο φάσμα πρακτικών ανάμεσα στις δύο αυτές δυναμικές. Σ’ αυτές τις ταραχές αναδύεται η «νεολαία» ως κατασκευασμένο κοινωνικό υποκείμενο που αποτελείται από εκείνους και εκείνες που βρίσκουν όλες τις πόρτες κλειστές, που δεν πρόκειται να ανέβουν τη σκάλα της κοινωνικής ανόδου, αλλά που δεν είναι δομικά αποκλεισμένοι όπως οι «ταραχοποιοί» της Στοκχόλμης και της Αγγλίας.
Τα ζητήματα που θέτει η επικαιροποίηση της εποχής των ταραχών που λαμβάνει χώρα στη Σουηδία και στην Τουρκία είναι σημαντικά:
Α) Θα μπορέσει το κράτος να δημιουργήσει τη συναίνεση του προλεταριάτου των χωρών της πρώτης ζώνης σε μια διαχείριση που στρέφεται ενάντια στους αποκλεισμένους; Αυτή η τάση φαίνεται ότι παράγεται ως σχεδόν αναγκαστική απάντηση στην επικαιροποίηση αυτής της δυναμικής από τα γεγονότα στη Σουηδία (η ανάδυση του EDL αλλά και η αύξηση της πολιτικής επιρροής του UKIP στην Αγγλία συνδέεται άμεσα με το θέμα αυτό, ανάδυση που δεν μπόρεσε να συμβεί μετά τις ταραχές του 2011 οι οποίες είχαν περισσότερο λευκό χρώμα). Οι ταραχές στη Σουηδία επικαιροποιούν την κρίση ενσωμάτωσης του προλεταριάτου στη διαδικασία παραγωγής υπεραξίας ως κρίση της μετανάστευσης. Το ζήτημα ενός νέου τύπου φασισμού, με προσανατολισμό τη δημιουργία μιας «ευρωπαικής ταυτότητας», άρα εγγενώς ρατσιστικού περιεχομένου, εγγράφεται στην ατζέντα.
Β) Ποια θα είναι η εσωτερική δυναμική της ενσωμάτωσης των «μεσαίων στρωμάτων» στο προλεταριάτο, όχι μόνο ως κατάσταση αλλά και ως δραστηριότητα; Υπάρχει περίπτωση να συναντηθούν οι πρακτικές «κομμούνας» εκείνων που αμύνονται και προσπαθούν να διασώσουν το ταξικό τους ανήκειν στις πλατείες, με τις καταστροφικές πρακτικές των αποκλεισμένων; Προς το παρόν τα μόνα δείγματα είναι η συγκρουσιακή συνάντηση στη Γαλλία το Μάρτη του 2006 στο κίνημα ενάντια στο CPE, γεγονός όμως που είναι ήδη απαρχαιωμένο και συνέβη πριν την κρίση, και η 12η Φλεβάρη του 2012 στην Ελλάδα, η οποία όμως ήταν βουτηγμένη στην αντιπαράθεση γύρω από το μνημόνιο και δεν μπορούσε να συνεχιστεί μετά την ήττα της ειδικής διεκδίκησης της. Ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα των «δημοκρατικών κινημάτων», τα οποία, τουλάχιστον ως τώρα, δεν μπορούν να ενσωματωθούν από το κράτος; Τα κινήματα αυτά εμφανίζουν έναν «κοινοτισμό». Η αφετηρία αυτού του κοινοτισμού είναι η υπεράσπιση της κρατικής περιουσίας (τίποτα δεν είναι «κοινό», ότι δεν είναι ιδιωτικό είναι κρατικό) με την χρήση της στη βάση του ορισμού της, δηλαδή ως στοιχείου που υποστηρίζει την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Η πλατεία, το πάρκο, είναι χώροι του «ελεύθερου» χρόνου. Το γεγονός ότι η κρίση/αναδιάρθρωση έχει αυξήσει σημαντικά την ανεργία επιτρέπει σε αρκετούς και αρκετές την συνεχή παρουσία τους σε έναν τέτοιο χώρο κατά τη διάρκεια του κινήματος, χωρίς να θεωρείται παράξενο ότι όποιος δουλεύει έρχεται «μετά τη δουλειά», το απόγευμα και το βράδυ είναι πολύ πιο μαζική η παρουσία του κόσμου. Η ουσία είναι ότι παράγεται η «κοινή ζωή στην κατάληψη». Η «ζωή στην κατάληψη» είναι βέβαια μια εικόνα από το μέλλον που ξεπερνάει τον ορίζοντα του κινήματος, η οποία όμως δεν μπορεί να υποστασιοποιηθεί σε γενικευμένηπράξη αν το κίνημα δεν αμφισβητήσει πραγματικά τη δομή που στηρίζει τη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, δηλαδή, σε τελική ανάλυση το σύνολο των καπιταλιστικών σχέσεων. Η «κοινότητα του αγώνα», οι «κομμουνιστικές χειρονομίες» δεν πρέπει να υποτιμούνται γιατί αποτελούν το θετικό ορίζοντα στη γενίκευση τους, αλλά στο στάδιο που βρισκόμαστε σήμερα είμαστε υποχρεωμένοι να ψάχνουμε: αφενός τι είναι αυτό που καθηλώνει το κίνημα και δεν το αφήνει να επιχειρήσει να γενικεύσει αυτά τα στοιχεία, αφετέρου ποια στοιχεία του περιεχόμενου του αποτελούν ταυτόχρονα και τις αιτίες του τέλους του. Οι συμμετέχοντες σ’ αυτά τα κινήματα, σε αντίθεση με τις ταραχές των αποκλεισμένων, θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό να εδαφικοποιήσουν την παρουσία τους (κάτι που δεν είναι άσχετο με τη σημασία της μορφής της γαιοπροσόδου που λαμβάνει η παραγόμενη υπεραξία στο σύγχρονο καπιταλισμό, η εκμετάλλευση μορφοποιεί καθοριστικά την ταξική πάλη). Με την «κατάληψη» διεκδικούν το δικαίωμα της υλικής τους υπόστασης ως υποκειμένου απέναντι στο κράτος, το οποίο θεωρούσαν ότι «τους λογαριάζει». Δεν είναι ήσσονος σημασίας το γεγονός ότι την «περιφρούρηση» της κομμούνας αναλαμβάνει κυρίως ένα κομμάτι νεανικού ανδρικού και φτωχού προλεταριάτου, που έχει εμπειρία συγκρούσεων με την αστυνομία (ο διαχωρισμός αυτού του ρόλου υπήρξε αν και λιγότερο από την Αίγυπτο και στην Τουρκία). Εκ των πραγμάτων αναζητούνται αιτήματα, για να τεθεί κάτι πιο συγκεκριμένο από τη «δημοκρατία» (δες εδώ) στο υποτιθέμενο τραπέζι της διαπραγμάτευσης (το οποίο δεν μπορούν να αποδεχθούν ότι δεν υπάρχει πλέον και καλούν συνεχώς την κυβέρνηση να παραδεχθεί την ύπαρξη του). Αυτή η διαδικασία, λόγω της άρνησης της κυβέρνησης να διαπραγματευτεί οτιδήποτε, καταλήγει με φυσικό τρόπο στην αμφισβήτηση της κυβέρνησης. Αναγκαστικά, ένα κίνημα που κύριο ρόλο στη σύνθεση του έχουν τα μεσαία στρώματα ζητά την πτώση της κυβέρνησης, και ένα τέτοιο αίτημα, δεδομένης της απουσίας ενός «κόμματος της εργατικής τάξης» που θα καθοδηγούσε το κίνημα προς την «κατάληψη της εξουσίας», υπονοεί την αντικατάσταση της με μια άλλη κυβέρνηση (που θα μπορέσει να υποστηρίξει την ύπαρξη και αναπαραγωγή της ποιότητας της ζωής που θεωρούν ότι τους αντιστοιχεί). Αυτή η ενδογενής τάση δεν έρχεται σε αντίφαση με τα κοινοτιστικά χαρακτηριστικά των καταλήψεων, τα οποία όμως υποβιβάζονται ως στοιχείο συγκρότησης και μορφοποίησης του κινήματος όταν συγκεκριμενοποιείται ο πολιτικός στόχος. Η Αίγυπτος και η Τυνησία έδειξαν ότι πράγματι η πτώση της κυβέρνησης ολοκληρώνει αυτά τα κινήματα. Στην πραγματικότητα βέβαια, ότι αρχικά φάνταζε ως νίκη γρήγορα αποδείχτηκε ότι είναι ήττα, καθώς νέα αστυνομικά κράτη εγκαθιδρύθηκαν και η αναδιάρθρωση προχωράει κανονικά με περικοπές επιδομάτων, αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων κτλ. Το κίνημα όμως στην Αίγυπτο και την Τυνησία δεν μπόρεσε να ξανασταθεί στα πόδια του, καθώς ο αρχικός στόχος που αντιστοιχούσε στην ενότητα του επετεύχθη. Η Τουρκία, το επόμενο ορόσημο αυτής της δυναμικής, που παρά τις διαφορές εντάσσεται σ’αυτό το σχήμα, έχει ένα επιπλέον στοιχείο να αντιμετωπίσει ως κίνημα. Η πολιτική δύναμη της κυβέρνησης είναι πιο ισχυρή από αυτήν της Αιγύπτου και της Τυνησίας. Η ενότητα του κινήματος βασίζεται στην μετατροπή του κράτους σε αστυνομικό κράτος καταστολής τα τελευταία χρόνια. Το ερώτημα είναι: Μπορούν τα μεσαία στρώματα να ενσωματωθούν στο προλεταριάτο, ως δραστηριότητα αμφισβήτησης του κεφαλαίου, αν δεν ολοκληρωθούν πρώτα αυτά τα κινήματα με την πολιτική νίκη (δηλαδή ουσιαστική ήττα) τους; Η ήττα τους, που περνάει μέσα από την πολιτική τους νίκη, φέρνει αναγκαστικά τις διαιρέσεις που υπάρχουν στην επιφάνεια. Ένα κομμάτι του κινήματος προσπαθεί να συνεχίσει την εξέγερση, η οποία όμως παύει να έχει λαϊκή υποστήριξη (δηλαδή διαταξική υποστήριξη, καθώς η τάξη είναι σχέση και όχι κατηγορία). Χωρίς τη μαζική συμμετοχή των αποκλεισμένων και των φτωχών, πώς μπορεί να συνεχιστεί αυτή η εξεγερτική πορεία; Μπορεί;
Το κίνημα στην Τουρκία βρίσκεται σε εξέλιξη καθώς γράφεται αυτό το κείμενο. Η ιδιαιτερότητα του σε συνδυασμό με το ότι αποτελεί γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας μορφοποιεί το σημείο που βρισκόμαστε. Εδώ βρισκόμαστε: σε μια εξέγερση που ξέσπασε σε ένα ακόμη αστυνομικό κράτος. Μια εξέγερση με μικρές πιθανότητες «νίκης» στη βάση του περιεχομένου της και γι’ αυτό τόσο σημαντική.
Οι πρακτικές «κομμούνας» που έχουν αναγκαστικά ορίζοντα την καλύτερη διαχείριση του αστικού κράτους αλλά τελικά αυτός ο ορίζοντας διαψεύδεται, συναντιούνται με τις εξεγέρσεις των αποκλεισμένων στο γεγονός ότι στις τελευταίες δεν υπάρχει καν ο ορίζοντας κάποιας «νίκης». Το αποτέλεσμα της συνάντησης αυτής που θα κριθεί μεταξύ άλλων και από την αλληλεπίδραση των πρακτικών της «κομμούνας» με τις πρακτικές καθημερινότητας της επιβίωσης των δομικά αποκλεισμένων από το επίσημο κύκλωμα παραγωγής υπεραξίας θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την έκβαση της ταξικής πάλης της εποχής των ταραχών.
Θεωρία της κομμουνιστικοποίησης και το ζήτημα του φασισμού
Έχουν περάσει πάνω από πέντε χρόνια απ’ το ξεκίνημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης χωρίς να υπάρξει ίχνος ανάπαυλας από τη λιτότητα και την ένταση της ανασφάλειας. Ούτε η παλιά αριστερά των συνδικάτων και των κομμάτων ούτε τα νεώτερα κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας και άμεσης δράσης φαίνεται να είναι σε θέση να προσφέρουν μια προοπτική. Στην αναζήτηση για νέους οδικούς χάρτες για να κινηθούμε μέσα στην κρίση και για της δυνατότητες της ζωής πέρα απ’ τον καπιταλισμό, η έννοια της “κομμουνιστικοποίησης” έχει γίνει ένα σημείο αυξημένης εστίασης της συζήτησης.
Η ίδια η λέξη υπάρχει ήδη από τις απαρχές του κομμουνιστικού κινήματος. Ο άγγλος ουτοπιστής Goodwyn Barmby, που πιστώνεται ως το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποίησε τον όρο κομμουνιστικός στην Αγγλική γλώσσα, γράφοντας ένα κείμενο ήδη από το 1841 με τίτλο “Το περίγραμμα του Κομμουνισμού, της Συνεργατικότητας και της Κομμουνιστικοποίησης”. Ο ίδιος αντιλαμβανόταν τις τέσσερις εποχές της ανθρώπινης ιστορίας ως “Παραδεισοποίηση, Βαρβαροποίηση, Πολιτισμός και Κομμουνιστικοποίηση”, ενώ η σύζυγος και συνεργάτις του Catherine Barmby προηγήθηκε του σύγχρονου διαλόγου για το ζήτημα του φύλου με τις πρώιμες φεμινιστικές παρεμβάσεις της, υποστηρίζοντας την κομμουνιστικοποίηση ως λύση στην υπαγωγή των γυναικών (σχετικά με τον Goodwyn Barmby πραγματεύεται στο Meandering on the semantical-historical paths of communism and commons’, The Commoner, Δεκέμβριος 2010, ο Peter Linebaugh).
Η χρήση του όρου απ’ τους Barmby για να περιγράψουν τη διαδικασία της δημιουργίας μιας κομμουνιστικής κοινωνίας, δεν απέχει παρασάγγας από την τρέχουσα χρήση του, ωστόσο έχει προσλάβει ένα πιο εξειδικευμένο σύνολο νοημάτων από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 οπότε στοιχεία της γαλλικής “υπερ-αριστεράς” άρχισαν να την χρησιμοποιούν ως έναν τρόπο να ασκούν κριτική στις παραδοσιακές αντιλήψεις περί επανάστασης. Ο κομμουνισμός γίνεται συχνά αντιληπτός τόσο από μαρξιστές όσο κι από αναρχικούς σαν ένα μελλοντικό στάδιο της κοινωνίας που μέλει να πραγματοποιηθεί στο μακρυνό μέλλον αφού θα έχουν καταλαγιάσει οι φουρτουνιασμένες υποχρεώσεις της επανάστασης. Για τους υπέρμαχους της κομμουνιστικοποίησης από την άλλη, ο καπιταλισμός μπορεί να καταλυθεί μόνο από την άμεση δημιουργία διαφορετικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, όπως για παράδειγμα της ελεύθερης διανομής των αγαθών και της δημιουργίας “κομμουνιστικών, χωρίς την μεσολάβηση χρήματος, κέρδους, κράτους, μορφών ζωής. Η διαδικασία αυτή θα πάρει φυσικά χρόνο για να ολοκληρωθεί, όμως θα ξεκινήσει με την έναρξη της επανάστασης, η οποία θα δημιουργεί όχι τις συνθήκες για τον κομμουνισμό, αλλά τον ίδιο τον κομμουνισμό” (Gilles Dauvé & Karl Nesic, ‘Communisation’, 2011, στμ: εδώ)
Σήμερα αυτή η ευρεία έννοια της κομμουνιστικοποίησης χρησιμοποιείται με διάφορους τρόπους, αλλά αναντίρρητα διακρίνονται δύο κύριοι πόλοι στις τρέχουσες συζητήσεις -αν και με πολλές ακόμα αποχρώσεις ανάμεσά τους.
Υπάρχει αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “βολονταριστική” αντίληψη της κομμουνιστικοποίησης, που σχετίζεται με ανθρώπους επηρεασμένους απ’ το περιοδικό Tiqqun και τις εκδόσεις που αποδίδονται στην “Αόρατη Επιτροπή”, όπως Το Κάλεσμα (2004) και Η Εξέγερση που Έρχεται (2007) (στμ: λινκ). Βολονταριστική, επειδή δίνεται έμφαση στην επιλογή των ανθρώπων να διαλέξουν μεριά και να δραπετεύσουν απ’ την καπιταλιστική κοινωνία -Το Κάλεσμα κάνει λόγο για “λιποταξία” και “απόσχιση”- προκειμένου να δημιουργήσουν δίκτυα και χώρους όπως οι κομμούνες, με χαρακτηριστικό τους τις “πράξεις κομμουνιστικοποίησης, δημιουργίας κοινών τέτοιων χώρων, μηχανημάτων, γνώσης” (Το Κάλεσμα).
Αυτή η αντίληψη έχει επικριθεί για την αυταπάτη της πρότασης μιας αναδυόμενης εναλλακτικής κοινωνίας μέσα σ’ έναν καπιταλιστικό κόσμο, από τον άλλον κύριο πόλο υποστηρικτών της υπόθεσης της κομμουνιστικοποίησης. Αυτός, που θα ονόμαζα “στρουκτουραλιστική” παραλλαγή της κομμουνιστικοποίησης σχετίζεται ιδιαίτερα με το γαλλικό περιοδικό Theorie Communiste (TC). Πιο πρόσφατα, οι ιδέες του αναπτύχθηκαν κι επεκτάθηκαν σε συζητήσεις με κοντικά σκεπτόμενες ομάδες όπως η αγγλόφωνη Endnotes και το σουηδικό περιοδικό Riff Raff. Από κοινού, αυτές οι συλλογικότητες συνεργάστηκαν πρόσφατα για να παράξουν το “Sic – διεθνής επιθεώρηση για την κομμουνιστικοποίηση” (το τεύχος #1 εκδόθηκε το 2011, εδώ).
Ονομάζω αυτήν την προσέγγιση “στρουκτουραλιστική” επειδή δίνεται πολύ περισσότερη έμφαση στο πώς η δυνατότητα κομμουνισμού προκύπτει από τις δομικές αντιφάσεις ενός ιδιαίτερου σταδίου του καπιταλισμού. Κάνουν λόγο για “ιστορική παραγωγή της επανάστασης” και για την “κομμουνιστικοποίηση ως ιστορικό προϊόν της αντίφασης κεφαλαίου-εργασίας” (Woland, “The historical production of the revolution of the current period”, 2010, εδώ).
Στην καρδιά αυτής της αντίφασης βρίσκεται το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είναι ολοένα και περισσότερο ανίκανος να διασφαλίσει την κοινωνική αναπαραγωγή, αντίθετα με το παρελθόν, οπότε ήταν σε μεγάλο βαθμό σε θέση να πετύχει κάτι τέτοιο μέσω του μισθού. Ενώ η μισθωτή εργασία είναι φυσικά εκμετάλλευση, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων σε πολλά μέρη του κόσμου ήταν σε θέση να αναπαράχθεί με μια λογική ασφάλεια μέσω του μισθού του. Στην Ευρώπη και στην Αμερική για παράδειγμα, ένας τυπικός εργάτης της αυτοκινητοβιομηχανίας περί το 1970 μπορούσε να αποκτήσει ένα σπίτι (είτε να το αγοράσει είτε να το νοικιάζει), ένα αμάξι, οικιακές συσκευές (τηλεόραση, πλυντήριο) και τις καλοκαιρινές διακοπές του. Αυτός ο άμεσος μισθός συμπληρωνόταν επίσης από έναν αυξανόμενο “κοινωνικό μισθό”: συντάξεις, υπηρεσίες υγείας, επιδόματα ανεργίας και ούτω καθεξής.
Ως απάντηση στην κρίση κερδοφορίας της δεκαετίας του 1970, ο καπιταλισμός έχει αναδιαρθρωθεί. Η παλιά έννοια της “εργασίας για μια ζωή” έχει διαλυθεί. Για πολλούς, η πρόσβαση σε έναν “βιώσιμο μισθό” είναι σποραδική κι επισφαλής. Ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός θεωρούνται πλεονάζοντες για τις απαιτήσεις του καπιταλισμού καθώς αυτός επιδιώκει την απρόσιτη ουτοπία του, να δημιουργεί πλούτο χωρίς να έχει ανάγκη το προλεταριάτο. Την ίδια στιγμή, ο ιστός της κοινωνικής ασφάλειας διαβρώνεται προοδευτικά. Για την TC και για άλλους, η δυνατότητα για μια επαναστατική ρήξη δημιουργείται απ’ αυτήν την εξελισσόμενη αντίφαση -προκειμένου να επιβιώσουν και να ζήσουν μια ζωή που ν’ αξίζει τον κόπο, αυτοί που εξαρτώνται απ’ την μισθωτή εργασία τους αναγκάζονται να έρθουν σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό.
Η πιθανότητα μιας κρίσης στην οποία το χρήμα δε θα λειτουργεί πλέον είναι πραγματική και όπως στην Αργεντινή το 2001 θα έθετε άμεσα το ζήτημα του πώς αλλιώς μπορούμε να παράγουμε και να διανέμουμε τα αναγκαία της ζωής. Μετατοπίζοντας την εστίαση απ’ τον κομμουνισμό ως μια ιδεώδη κατάσταση του απώτερου μέλλοντος σε μια άμεση πρακτική δραστηριότητα, η έννοια της κομμουνιστικοποίησης μπορεί να μας βοηθήσει να συλλογιστούμε τί θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση ενός τέτοιου σεναρίου. Οι ιδιαιτερότητες σχετικά με το πώς ακριβώς τα ανθρώπινα όντα θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους πέρα απ’ τον ορίζοντα της αγοράς εξετάζονται σπάνια, όμως κάνοντάς κάτι τέτοιο ίσως αποβεί πολύ εποικοδομητικό.
Το πρόβλημα με ένα μεγάλο μέρος της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης ωστόσο είναι ότι συχνά φαίνεται να λαμβάνει ως δεδομένο ότι υπό την πίεση των γεγονότων, οι ευρείας κλίμακας απόπειρες κομμουνιστικοποίησης είναι αναπόφευκτες, ακόμα κι αν η επιτυχία τους δεν είναι εγγυημένη. Για παράδειγμα, ο Bruno Astarian υποστηρίζει ότι “Όταν η καπιταλιστική κρίση ξεσπά, το προλεταριάτο αναγκάζεται να εξεγερθεί προκειμένου να βρει μιαν άλλη κοινωνική μορφή ικανή να αποκαταστήσει την κοινωνικοποίηση και την άμεση αναπαραγωγή του” (Bruno Astarian, “Δραστηριότητα Κρίσης και Κομμουνιστικοποίηση”, 2010, εδώ)
Προς το παρόν, ωστόσο, είναι δύσκολο να επισημάνει κανείς παραδείγματα κομμουνιστικοποίησης στην πράξη, πέρα τουλάχιστον από ξεσπάσματα λεηλασιών ή βραχυπρόθεσμες καταλήψεις δημόσιου χώρου. Όπως παρατηρεί ο Benjamin Noys σε μια πρόσφατη επισκόπησή του, το παλιό κίνημα μπορεί να είναι μεν σε κρίση, όμως η ανάδυση ενός εναλλακτικού “νέου κινήματος” είναι δύσκολο να εντοπιστεί -τουλάχιστον. (B. Noys “The Fabric of Struggles”, στο “Communisation and its Discontents: Contestation, Critique, and Contemporary Struggles”, 2011).
Η κομμουνιστικοποίηση πρέπει να παραμείνει μια υπόθεση, όμως σίγουρα το ίδιο πρέπει και όσον αφορά άλλα πιθανά προϊόντα της έξαρσης της κρίσης -περιλαμβανομένης μιας ανόδου του λαϊκίστικου εθνικισμού, του ρατσισμού η/και του θρησκευτικού φανατισμού, ενσωματώνοντας στοιχεία ενός αντιδραστικού “αντι-καπιταλισμού”. Τα χρόνια της κρίσης είδαμε πολλές εξεγέρσεις, όμως επίσης και την ανάπτυξη της αντίδρασης στους δρόμους. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή αύξησε τη βάση της και σημειώνει επιθέσεις εναντίον μεταναστών. Στη Λιβύη, υποσαχάριοι Αφρικανοί γίνονται στόχος από αντι-κανταφικούς αντάρτες. Υπήρξαν ταραχές εναντίον μειονοτικών ομάδων στην περιοχή του Ασσάμ στην Ινδία (όπου στο στόχαστρο βρέθηκαν μουσουλμάνοι μετανάστες) και στο Μπαγκλαντές (με βουδιστές στο στόχαστρο).
Η κριτική του Marcel Stoetzler στο “Να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία” του Johm Holloway θα μπορούσε επίσης να εφαρμοστεί στο ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης: “υπάρχουν αντικαπιταλιστικές κραυγές και ρωγμές που δεν είναι καθόλου, και δε θα μπορούσαν καν να γίνουν, κομμουνιστικές: υπάρχουν αντιδραστικές, αντιχειραφετικές μορφές αντικαπιταλισμού, και όπως στάθηκαν αποφασιστικός παράγοντας στην καταστροφική πορεία του 20ού αιώνα, η υποθετική αντανάκλασή τους πρέπει να τύχει περισσότερο από μιας κριτικής σημείωσης, πρέπει να γίνει κεντρική” (“On the possibility that the revolution that will end capitalism might fail to usher in communism”, Journal of Classical Sociology, 2012). Μαζί με τον Holloway και μεγάλο μέρος των αυτόνομων μαρξιστών, οι επίδοξοι κομμουνιστικοποιητές συχνά φαίνεται να υποφέρουν από μια “έλλειψη θεωρίας του φασισμού”.
Για τους συγγραφείς του Καλέσματος, μια ρητορική υπερβολή της έκτασης του τρόμου του παρόντος δίνει την αίσθηση ότι τα πράγματα δύσκολα θα μπορούσαν να πάνε χειρότερα. Απ’ τη στιγμή που ήδη ζούμε την “καταστροφή”, την “έρημο”, τον “παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο”, λογικά ο φασισμός δε θα ‘ταν παρά μία απ’ τα ίδια. Φυσικά έχουν δίκιο ότι ο πόλεμος, ο τρόμος και η καταπίεση συμβαίνουν εδώ και τώρα, όμως υπάρχει μια τεράστια διαφορά μεταξύ αυτού και της γενικευμένης εφαρμογής του σε γενοκτονία. Τείνουν επίσης να εξισώνουν ανέμελα την κοινοτοπία με τη βαρβαρότητα -μεταξύ των τρόμων που αποκηρύσσουν είναι “η εξάπλωση των προαστίων στη Φλόριδα, όπου η μιζέρια έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι κανείς δε φαίνεται να την αισθάνεται” (δεν πειράζει όμως, οι υπερεπαναστάτες “την αισθάνονται” για λογαριασμό σας). Όσον αφορα πάλι το μεγαλύτερο μέρος της μετα-καταστασιακής υπερ-αριστεράς, η ποιοτική διαφορά μεταξύ πλήξης και Buchenwald (στμ. ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης) αφήνεται γενικά ανεξερεύνητη.
Άλλοι στο “στρατόπεδο” της κομμουνιστικοποίησης είναι πιο στοχαστικοί προς τις πιθανές μεταλλάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στο Sic #1, ο BL συλλογίζεται πως “η επανάσταση η ίδια θα μπορούσε να ωθήσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής να αναπτυχθεί με έναν ολότελα απρόβλεπτο τρόπο, απ’ την αναγέννηση της δουλείας ως την αυτοδιαχείριση (“The suspended step of communisation”, 2011, εδώ). Λογικά ο φασισμός είναι ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όμως γενικά ο κύριος κίνδυνος που θέτουν οι θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης είναι κάποιου είδους ριζοσπαστικής δημοκρατικής αυτοδιαχείρισης που θα επανέφερε τον καπιταλισμό από την πίσω πόρτα.
Η υπερ-αριστερά και ο φασισμός
Δυστυχώς η ιστορική υπερ-αριστερά δεν προσφέρει πολλά χρήσιμα εργαλεία για να κατανοήσουμε τον φασισμό και τα συναφή κινήματα. Με την έννοια “υπερ-αριστερά” εννοώ τα ρεύματα που εντοπίζουν τις ρίζες τους στις διάφορες ομάδες που ήρθαν σε ρήξη με την επικρατούσα τάση της Κομμουνιστικής Διεθνούς τη δεκαετία του 1920, περιλαμβανομένων των “συμβουλιακών κομμουνιστών” και των “αριστερών κομμουνιστών” στη Γερμανία, την Ιταλία και αλλού. Στη δεκαετία του 1960 και του ’70 νεώτερες ομάδες προέκυψαν που συνδύαζαν ιδέες απ’ αυτά τα ρεύματα με στοιχεία που προέρχονταν από την Καταστασιακή Διεθνή, την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα και άλλους. Έχω υπόψιν μου ότι ο όρος “υπερ-αριστεράς” δεν έχει χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα αυτοπροσδιοριστικά απ’ τις ομάδες αυτές, και ότι υπάρχουν πάντα τεράστιες διαφορές μέσα σ’ αυτόν τον χώρο. Παρολαυτά, θα χρησιμοποιήσω τον όρο συνοπτικά για να ορίσω έναν πολιτικό χώρο διακριτό απ’ τον τροτσκισμό, τον σταλινισμό και τον αναρχισμό.
Ο Jacques Camatte αποτελή μια σπάνια περίπτωση υπερ-αριστερού όταν αναγνωρίζει ότι “Οι άνθρωποι στην αριστερά του ’20 και του ’30 δεν ήθελαν πραγματικά να λάβουν υπόψιν και να αναλύσουν τις ιδέες που εξέφραζε το ναζιστικό κίνημα και τα συναφή ρεύματα, κι αυτό παρά το γεγονός ότι πολλοί απ’ αυτούς υπέφεραν κάτω απ’ την ναζιστική καταπίεση. Γενικά μιλώντας, δεν υπήρξε καμμία σοβαρή προσπάθεια να εκτιμηθεί τί καινοφανές ή μη ήταν αυτό που ερχόταν” (Echoes of the Past, 1980).
Στη δεκαετία του 1920 και του ’30, πολλοί στη γερμανική αριστερά, περιλαμβανομένου του KAPD (Εργατικό Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας) και οι φράξιες που το διαδέχθηκαν έμειναν προσκολλημένες σ’ ένα όραμα μιας θεωρίας της τελικής κρίσης, πιστεύοντας ότι ο καπιταλισμός ήταν στο χείλος του γκρεμού και η κατάρρευσή του θα προετοίμαζε την επανάσταση. Μ’ αυτήν την προοπτική, που μοιραζόταν επίσης το σταλινοποιημένο Κομμουνιστικό Κόμμα, η μετέπειτα άνοδος του ναζισμού γινόταν συνήθως αντιληπτή σαν ένα εφήμερο φαινόμενο που σύντομα θα παραμεριζόταν στην αναμέτρηση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Ακόμα και ο Pannekoek, συμβουλιακός κομμουνιστής που άσκησε κριτική στη “θεωρία της τελικής κρίσης”, φαίνεται να πίστευε ακόμα και μέχρι το 1934 ότι το κυριώτερο εμπόδιο στην επανάσταση ήταν οι αριστερίστικες αυταπάτες της εργατικής τάξης: “Φαίνεται να αποτελεί μια αντίφαση ότι η τρέχουσα κρίση, βαθύτερη και πιο καταστροφική απ’ ότι κάθε προηγούμενη, δεν έχει δείξει σημάδια αφύπνισης της προλεταριακής επανάστασης. Όμως, η απομάκρυνση των παλιών ψευδαισθήσεων είναι το πρώτο της μεγάλο καθήκον: αφενός, η ψευδαίσθηση του να κάνουμε τον καπιταλισμό πιο ανεκτό μέσω μεταρρυθμίσεων που θα καταφέρουν η σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική πολιτική και η συνδικαλιστική δράση και, αφετέρου, η ψευδαίσθηση ότι ο καπιταλισμός μπορεί να ανατραπεί με μια έφοδο υπό την ηγεσία ενός Κομμουνιστικού Κόμματος που θα φέρει την επανάσταση” (Anton Pannekoek, Η θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού, 1934).
Στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, οι επαναστάτες ήρθαν αντιμέτωποι με άρχουσες τάξεις στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ που προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν τη θέση τους μέσω των αντιφασιστικών διαπιστευτηρίων τους. Υπήρξαν διάφορες στρατηγικές διαθέσιμες για την καταπολέμηση αυτής της ιδεολογίας, περιλαμβανομένης της εξέτασης της πρόθυμης συνεργασίας αυτών των “αντιφασιστικών” καθεστώτων με τον Χίτλερ οποτεδήποτε επιθυμούσαν, και της διευκόλυνσής τους σε ναζιστές βιομηχάνους, αστυνομικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους να παραμείνουν στη θέση τους μεταπολεμικά. Όμως κάποιοι στην υπερ-αριστερά πήγαν ακόμη παραπέρα και προσπάθησαν να υποβαθμίσουν τον συγκεκριμένο τρόμο του Ολοκαυτώματος ως απλές καπιταλιστικές business as usual.
Το 1960 το γαλλικό μπορντιγκιστικό περιοδικό Programme Communiste δημοσίευσε το διαβόητο άρθρο “Auschwitz, ή Το Μεγάλο Άλλοθι” που πρότεινε ότι η μαζική δολοφονία των Εβραίων δεν ήταν αποτέλεσμα του αντι-σημιτισμού παρά μόνο μια στιγμή στο ξερίζωμα της μικροαστικής τάξης ως αποτέλεσμα της “ακαταμάχητης ανάπτυξης της συγκέντρωσης του κεφαλαίου”. Έτσι, φονεύθηκαν “όχι επειδή ήταν Εβραίοι, αλλά επειδή απορρίφθηκαν από την παραγωγική διαδικασία”. Κάτι τέτοιο είναι προφανώς εμπειρικά ανόητο, Εβραίοι όλων των τάξεων φονεύθηκαν κι όχι μόνο όσοι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως “μικροαστούς”. Αλλά κάτι τέτοιο επίσης βγάζει λάδι τους φονιάδες τους, ως απλούς ακολούθους της λογικής της συσσώρευσης, ίσως ακόμα κι ενάντια στη θέλησή τους: “Ο γερμανικός καπιταλισμός παραιτήθηκε με δυσκολία στον αγνό και καθαρό φόνο”.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο αναδημοσιεύτηκε ως ξεχωριστό φυλλάδιο το 1970 από μια ομάδα γύρω απ’ το υπερ-αριστερό βιβλιοπωλείο του Παρισιού La Vielle Taupe. Για ορισμένους απ’ τον χώρο αυτόν, κυρίως τον Pierre Guillaume, αυτό ήταν η απαρχή μιας πορείας προς την πλήρη άρνηση του Ολοκαυτώματος. Στις αρχές του ’80, ο Guillaume έσπευσε προς υπεράσπιση του Robert Faurisson, ενός Γάλλου συγγραφέα που ισχυριζόταν ότι οι θάλαμοι αερίων ήταν μια φάρσα. Δεν ήταν ο μόνος. Η υπερ-αριστερή ομάδα Guerre Sociale, που περιλάμβανε τον Dominique Blanc, δημοσίευσε μια αφίσα με τίτλο “Qui est le Juif?” (Ποιός είναι ο Εβραίος;), το οποίο συνέκρινε τη δίωξη του Faurisson με την μοίρα των Εβραίων. Μετά τη διάλυση του χώρου αυτού, ο Guillaume έγινε ένας εξέχων εκδότης ρεβιζιονιστικής λογοτεχνίας -ένας “négationniste” για να χρησιμοποιήσω τον γαλλικό όρο.
Κατά τρόπο ενδιαφέροντα σ’ αυτόν τον ίδιο χώρο ήταν που προέκυψε η τρέχουσα έννοια της κομμουνιστικοποίησης: “Δεν είναι σαφές ποιός πρωτοχρησιμοποίησε τον όρο… Απ’ ό,τι μπορούμε να ξέρουμε, ήταν ο Dominique Blanc: προφορικά κάπου στα χρόνια μεταξύ 1972-74… Όποιος και να επινόησε τη λέξη, η ιδέα κυκλοφόρησε εκείνη την εποχή στον χώρο γύρω απ’ το βιβλιοπωλείο La Vieille Taupe (“ο γεροτυφλοπόντικας”, 1965-1972). Από τα γεγονότα του Μάη του ’68, ο βιβλιοπώλης Pierre Guillaume, πρώην μέλος της Socialisme ou Barbarie και της Pouvoir Ouvrier (“εργατική εξουσία”), όμως επίσης για έναν καιρό κοντινός του Guy Debord (που κι ο ίδιος υπήρξε μέλος της S. ou B. στα 1960-61), προωθούσε διαρκώς την ιδέα της επανάστασης ως μια διαδικασία που κομμουνιστικοποιεί (Gilles Dauvé et Karl Nesic, Communisation, 2011).
Δεν υποστηρίζω ασφαλώς ότι η έννοια της κομμουνιστικοποίησης στιγματίζεται μοιραία απ’ το είδος των Guillaume και Blanc, ή ότι ο καθένας σ’ εκείνον τον πρώιμο χώρο της κομμουνιστικοποίησης μπορεί να κηλιδώνεται για πάντα απ’ το ρεβιζιονιστικό/negationist στίγμα. Για παράδειγμα ο Dauvé υπήρξε κατηγορηματικός ότι “η ναζιστική Γερμανία συνειδητά εξόντωσε εκατομμύρια Εβραίων, πολλούς απ’ αυτούς σε θαλάμους αερίων. Αυτά είναι ιστορικά γεγονότα”. Ο ίδιος συνεισέφερε σε έναν λεπτομερή κριτικό απολογισμό του επεισοδίου Faurisson στο περιοδικό La Banquise το 1983 (Le roman de nos origins, εδώ).
Παρολαυτά θα ήταν παραπλανητικό να δούμε αυτό το επεισόδιο ως μια απλή μεμονωμένη παθολογία, όπως κάνουν οι Endnotes στην επισκόπησή τους αυτού του ρεύματος: “Για λόγους γνωστούς πραγματικά μονάχα στον εαυτό του, ο Pierre Guillaume μετατράπηκε σε ένθερμο υπερασπιστή του Faurisson και κατάφερε να προσελκύσει αρκετούς γνωστούς του απ’ το La Vielle Taupe και την Guerre Sociale (καταρχήν τον Dominique Blanc) στον σκοπό του (Bring out your dead, Endnotes 1, 2008, εδώ).
Η δύναμη της ιστορικής υπερ-αριστεράς σε όλες τις μορφές της υπήρξε η άρνησή της να υποστηρίξει καπιταλιστικά ρεύματα κάθε είδους -ούτε “κριτική υποστήριξη” προς τους σοσιαλδημοκράττες πολιτικούς, ούτε υπεράσπιση των σταλινικών αστυνομικών κρατών, ούτε μαζορέτες των εθνικαπελευθερωτικών δικτατοριών εν τη γενέσει. Έχει υποστηρίξει ορθά πως η μιζέρια, η εκμετάλλευση και ο πόλεμος συνεχίζονται υπό τον μανδύα του “σοσιαλισμού”, του αντιφασισμού και της δημοκρατίας όπως και υπό τον φασισμό και τα στρατιωτικά καθεστώτα.
Υπάρχει ωστόσο ένας διηνεκής κίνδυνος με αυτήν την οπτική όλων των μορφών της καπιταλιστικής κυριαρχίας ως ταυτόσημες, και της παρερμηνείας όλων όσων συμβαίνουν υπό τον καπιταλισμό ως απλά προσδιορισμένων από τη λογική της συσσώρευσης χωρίς αναφορά σε άλλους ιστορικούς ή πολιτικούς παράγοντες. Στα όριά της, αυτή η λογική ίσως τροφοδοτεί έναν πειρασμό δεκτικότητας σε ιδέες όπως η αναθεώρηση του Ολοκαυτώματος που βολικά εξαλείφει τις αποδείξεις του συγκεκριμένου τρόμου του εθνικοσοσιαλισμού και καταλήγει τελικά στη θέση ότι δεν υπάρχει και κάποια σπουδαία διαφορά μεταξύ του Χίτλερ και όποιου άλλου καπιταλιστή πολιτικού. Φυσικά, ο Χίτλερ κυβερνούσε προς το συμφέρον του γερμανικού κεφαλαίου, τσακίζοντας την αντικαπιταλιστική αντιπολίτευση και παρέχοντας δούλους για εργασία στο συνάφι των Daimler-Benz και BMW. Όμως το Ολοκαύτωμα ήταν ένα άνευ προηγουμένου, μοναδικό επεισόδιο βιομηχανοποιημένης ρατσιστικής εξόντωσης που δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί απλά μέσω οικονομικών.
Κρίση και αντίδραση
Αμφιβάλλω ότι πολλοί θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης θα αρνούνταν τη δυνατότητα του κεφαλαίου να γεννήσει δολοφονικά, ρατσιστικά ή ακόμη και γενοκτονικά μέτρα προκειμένου να αποτρέψει την εναλλακτική της επανάστασης. Αλλά το θέμα δεν είναι μόνο πώς το κράτος και το κεφάλαιο ενδέχεται να απαντήσουν όταν νιώσουν απειλημένα, αλλά πώς η ίδια η δυναμική του κοινωνικού ανταγωνισμού και της κρίσης μπορεί να οδηγήσει στον φασισμό ή σε μια σύγχρονη εκδοχή του από τα κάτω.
Αν ισχύει ότι η ανικανότητα του καπιταλισμού να διασφαλίσει την κοινωνική αναπαραγωγή μπορεί να οδηγήσει μόνο σε διάφορα είδη συλλογικών προσπαθειών να εξασφαλιστεί μια ζωή που να αξίζει να ζει κανείς, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος αυτές οι προσπάθειες να μην πάρουν μια εξαπλούμενη, διεθνιστική κατεύθυνση. Η ιστορική εμπειρία θα έδειχνε ότι είναι απλώς πιθανό πολλοί άνθρωποι να κάνουν ένα βήμα πίσω προς κάποιου είδους περιοριστικής εθνικής, θρησκευτικής ή κι εκτεταμένης οικογενειακής ή συμμοριακής ταυτότητας και να προσπαθήσουν να διασφαλίσουν την επιβίωση και αναπαραγωγή της αυτοπροσδιορισμένης ομάδας τους, εάν χρειαστεί εις βάρος των υπόλοιπων.
Μπορούμε να δούμε τα ίχνη αυτού του πράγματος σήμερα, στη λαϊκή υποστήριξη που έχουν σε πολλές χώρες οι ακόμα αυστηρότεροι έλεγχοι της μετανάστευσης, στην καρδιά της οποίας, από την εργατικής τάξης εκδοχή του αιτήματος αυτό βρίσκεται ένα αίτημα υπεράσπισης της θέσης των εργατών στις ιστορικά πιο πλούσιες χώρες, από τον αντίκτυπο της εξαθλίωσης αλλού, ακόμη κι αν το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν οι άλλοι είναι κέντρα κράτησης και θάνατοι στην ανοικτή θάλασα, μεταξύ των ρίσκων που πρέπει να αναλάβουν οι μετανάστες προκειμένου να ξεφύγουν απ’ τους συνοριακούς ελέγχους.
Μια πιθανή συνέπεια της κρίσης θα ήταν ένα είδος κατάστασης λεηλασίας όπου το κεφάλαιο θα κατάφερνε να ρίξει ένα μέρος του πληθυσμού στον Καιάδα προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωσή του, περιορίζοντας τους συνηθισμένους ιδιοκτησιακούς κανόνες προκειμένου να καταστήσει εφικτή τη λεηλασία των περιουσιών και των προσωπικών πόρων περιθωριοποιημένων κοινοτήτων. Αυτός εν μέρει, ήταν αδιαμφισβήτητα κι ένας από τους τρόπους που οι Ναζί εξασφάλισαν την υποστήριξη πολλών Γερμανών όλων των τάξεων. Η διατριβή του Goetz Aly “Hitler’s People’s State: Robbery, Racial War and National Socialism” (2005) είναι ακριβής: πολλοί Γερμανοί, μεταξύ των οποίων και προλετάριοι, μπόρεσαν να επωφεληθούν υλικά από τη λεηλασία κατά των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων.
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό επιβεβαιώνεται και απ’ τους Βερολινέζους υπέρμαχους της κομμουνιστικοποίησης “Οι φίλοι της αταξικής κοινωνίας” που υποστηρίζουν ότι “όσο αναμφίβολο κι αν είναι ότι το φασιστικό κράτος αρχικά είχε στο στόχαστρό του το εργατικό κίνημα, εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι ότι κατάφερε να επεκτείνει την μαζική του βάση μέσα στην εργατική τάξη. Ως ρατσιστικά προνομιούχοι επιστάτες εκατομμυρίων σκλάβων εργατών, ως η δύναμη ξηρας του γερμανικού εξοντωτικού πολέμου, ως οι δικαιούχοι της “Αρείας Φυλής”, μια σημαντική μερίδα του γερμανικού προλεταριάτου απορροφήθηκε μέσα στην κοινότητα του έθνους (“28 θέσεις για την ταξική κοινωνία, Kosmoprolet, No 1, 2007, εδώ).
Κι όσο καπιταλιστικός κι αν ήταν ο εθνικοσοσιαλισμός, κατάφερε ωστόσο να αντλήσει υποστήριξη από ένα “αντικαπιταλιστικό” συναισθηματισμό, όπως παρατήρησε ο Camatte: “Ο ναζισμός πρόοτεινε ένα είδος κοινότητας, την Volksgemeinschaft, σ’ όλους τους ανθρώπους αυτούς που ξεριζώνονταν και απαλλοτριώνονταν από την κίνηση του κεφαλαίου” (αν και θα ήταν πιο ακριβές να πούμε ότι την προσέφερε μόνο σε ένα μέρος τους!). Αυτή η έννοια της “κοινότητας ως Gemeinschaft, της ομαδοποίησης ανθρώπων ως φορείς μιας ιδιαίτερης ταυτότητας και συγκεκριμένων ρόλων, της κατάστασής τους ως εξαιρετικών όντων, που ενέχει τον διαχωρισμό και τον αποκλεισμό των άλλων” (“Echoes of the Past”) δεν περιορίζεται επ’ ουδενί στη Γερμανία του 1930.
Μια ακόμη δυνατότητα είναι η επέκταση πέρα από μια κρατικά διαχειριζόμενη λεηλασία προς τοπικές κινητοποιήσεις και ταραχές με ρατσιστική διάσταση. Ακόμα και κάποια απ’ τα σπουδαία κινήματα του παρελθόντος που μνημονεύονται από επαναστάτες ακόμα και σήμερα, είχαν εν μέρει ένα τέτοιο άρωμα -στη διάρκεια της Αγγλικής Εξέγερσης των Χωρικών του 1381, οι εξεγερμένοι στόχευαν ιδιαίτερα κατά των ξένων, με τουλάχιστον 40 Φλαμανδούς αποκεφαλισμένους, ενώ οι “Ταραχές του Gordon” του 1780 περιείχαν επιθέσεις στους Ιρλανδούς του Λονδίνου υποκινούμενες από ένα αντικαθολικό μένος. Αν και τα πιο σύγχρονα επαναστατικά κινήματα κατάφερναν γενικά να αποφεύγουν κάτι τέτοιο, η μαζική συμμετοχή στις εθνοτικές σφαγές τα τελευταία 25 χρόνια στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στη Ρουάντα, υποδεικνύουν ότι εξακολουθεί να αποτελεί μια πιθανότητα.
Ακόμα και μια εν μέρει φυλετικοποιημένη κομμουνιστικοποίηση είναι πιθανή, στην οποία ένα μέρος της κοινότητας θα εγκαθιστά εσωτερικές σχέσεις ισότητας και μοιράσματος ενώ ταυτόχρονα θα πραγματοποιεί “εθνοκαθάρσεις” ανθρώπων που θα προσδιορίζει ως ξένους. Ένα τέτοιο όραμα, για παράδειγμα, προπαγανδίζει ο εντελώς περιθωριακός “εθνικοαναρχικός” χώρος, καλώντας σε φυλετικά καθαρές αγροτικές κοινότητες για να αντικαταστήσουν τον καπιταλισμό και το κράτος. Για να παραθέσω τον Stoetzler ξανά: “γιατί να μην προέκυπτε ένας ρατσιστικός, υπερ-ιεραρχικός, αντισημιτικός, “εθνικοσοσιαλιστικός” μετα-καπιταλισμός μέσα από το χάος;” Επιπλέον, σήμερα υπάρχουν πολλοί περισσότερο “αριστεροί φασίστες”, “αυτόνομοι εθνικιστές”, και ούτω καθεξής, τριγύρω, των οποίων τα σχέδια είναι παρόμοια και οι πιθανότητές τους όχι και τόσο μηδαμινές. Στο μυαλό τους, ο Χίτλερ είναι ένοχος για το ξεπούλημα των εθνικοσοσιαλιστικής επανάστασης “στους Εβραίους” ή “στο σύστημα”. Αν οι υπόλοιποι από μας υποτιμούμε την πιθανότητα επικράτησής τους από μια υποβόσκουσα πεποίθηση ότι είναι κάπου γραμμένο στον γενετικό κώδικα της παγκόσμιας ιστορίας ότι μετά τον καπιταλισμό τα πράγματα μπορούν να πάνε μόνο προς το καλύτερο, το κάνουμε με δικό μας ρίσκο… Φαινομενικά “αντικαπιταλιστές” φασίστες μπορούν να ξεπηδήσουν και να υπερισχύσουν των εμφανώς καπιταλιστών φασιστών σε μια κατάσταση όπου ο καπιταλισμός θα είναι στα τελευταία του, και σε κάθε περίπτωση, πολλοί άνθρωποι που ψάχνουν για μια αποτελεσματική δύναμη να ξεφορτωθεί τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό (και είτε αποδέχονται, είτε δεν ενδιαφέρονται και τόσο για πράγματα όπως ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός, ο σεξισμός) θα τους δώσουν μια ευκαιρία καλή τη πίστει, όπως συνέβη και στο παρελθόν (οι φασίστες συχνά έχουν επίσης πολύ λογικά συσσίτια).
Για ένα μεγάλο μέρος της ιστορικής υπερ-αριστεράς αυτό δεν είναι καν ένα πραγματικό ζήτημα, καθώς η ντετερμινιστική “μαρξιστική” θέση αποδίδει στην εργατική τάξη ένα επαναστατικό πεπρωμένο. Το εξαιρετικά αμφιλεγόμενο κείμενο “Auschwitz, ή Το Μεγάλο Άλλοθι” το κάνει ιδιαίτερα σαφές: “Φαίνεται ορισμένες φορές ότι οι εργάτες έχουν παραδοθεί στον ρατσισμό. Αυτό συμβαίνει όταν, απειλούμενοι με μαζική ανεργία, προσπαθούν να την επικεντρώσουν σε ορισμένες μόνο ομάδες: Ιταλούς, Πολωνούς ή άλλους “βρωμιάρηδες ξένους”, “σκυλάραπες”, “κωλόμαυρους” κλπ. Όμως για το προλεταριάτο αυτά τα ερεθίσματα προκύπτουν μόνο στις χειρότερες στιγμές της απογοήτευσής του, και δεν έχουν διάρκεια. Από τη στιγμή που θα περάσει στον αγώνα, το προλεταριάτο καθαρά και συνεκτικά βλέπει τον εχθρό του: είναι μια ομοιογενής τάξη με μια ιστορική προοπτική και καθήκον”.
Σήμερα είναι πιο δύσκολο να είναι κανείς τόσο εξόφθαλμα αισιόδοξος. Η κομμουνιστικοποίηση που θα δημιουργήσει μια αταξική κοινωνία είναι μόνο μια απ’ τις πιθανότητες στον ορίζοντα, και αυτοί που την υποστηρίζουν θα πρέπει να συλλογιστούν επίσης πάνω στα άλλα πιθανά αποτελέσματα και πώς να τα αποφύγουμε. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (1848) κάνει λόγο για τις εναλλακτικές ενός “επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας εν γένει, ή… την αμοιβαία καταστροφή των αντιμαχόμενων τάξεων”. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, μιλάει κι αυτή μετά τον Ένγκελς, για την επιλογή μεταξύ σοσιαλισμού ή βαρβαρότητας. Η “καταστροφή” και η “βαρβαρότητα” στην οποία αναφέρονται δεν πρόκειται απλά για τη συνέχιση του καπιταλισμού όπως τον γνωρίζουμε, αλλά για τη διάλυση της κοινωνίας σε μια κατάσταση ολοκληρωτικού πολέμου και τρόμου.
Μπορεί να αληθεύει ότι δεν κανένας τοπικός ρατσιστικός ή εθνικιστικός “αντικαπιταλισμός” δε θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει μια διαρκή εναλλακτική στον καπιταλισμό -η κοινωνική αναπαραγωγή σήμερα δεν μπορεί να υποχωρήσει από το επίπεδο της παγκόσμιας ανθρώπινης κοινωνίας. Ο Astarian δεν είναι ο μοναδικός απ’ τους υπέρμαχους της κομμουνιστικοποίησης για τον οποίον κάθε τέτοια αντίφαση μπορεί να είναι μόνο προσωρινή εκτροπή στον δρόμο για ένα καλύτερο μέλλον: “Όταν οι αντεπαναστατικές προλεταριακές εναλλακτικές έχουν αποδείξει την αναποτελεσματικότητά τους αποτυγχάνοντας να προσφέρουν την οικονομική σωτηρία του προλεταριάτου, η κομμουνιστικοποίηση θα επιφέρει το άλμα προς την μη-οικονομία” (Η Κομμουνιστικοποίηση ως Διέξοδος από την Κρίση, 2007, εδώ). Όμως τα τελευταία εκατό χρόνια, και μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, δηλώνουν ότι σε καιρούς κρίσης ο δρόμος προς τα μπρος μπορεί να κλείσει οριστικά από απεγνωσμένη ενδοκοινωνική βία και τον φαύλο κύκλο σφαγών και αντιποίνων -ή, όταν μια ομάδα περιθωριοποιείται ιδιαίτερα, σφαγών χωρίς καν τον φόβο αντιποίνων.
Η αντιμετώπιση μιας τέτοιας πιθανότητας δε σημαίνει την εγγραφή σε κάποιο “αντιφασιστικό” λαϊκό μέτωπο διαμεσολαβημένο από το κράτος, τα μήντια ή κάποιες προσωπικότητες, σημαίνει όμως την διαρκή επαγρύπνηση για το ενδεχόμενο ακόμα και φαινομενικά ριζοσπαστικά, εξεγερτικά κινήματα να πάρουν μια τραγική τροπή. Σημαίνει επίσης πως πρέπει να ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτό το πράγμα σε κάθε εξέλιξη εντός του πραγματικού κινήματος γύρω μας, είτε αφορά την άνοδο εθνικιστικών αντι-μεταναστευτικών αισθημάτων σε αγώνες (πχ “βρετανικές δουλειές για βρετανούς εργάτες”) είτε λανσαρισμένες με νέο μανδύα αντισημιτικές αντιλήψεις περί “σωτηρίας της πραγματικής οικονομίας” από τους “απάτριδες” δανειστές (πχ η αμφίβολη έννοια του “αχρήματου” του “Κινήματος Zeitgeist” που φτάνει μέχρι το περιθώριο των δράσεων του κινήματος Occupy). Να βρούμε ένα καταφύγιο σε μια κοσμοθεωρία όπου είτε η κομμουνιστικοποίηση είτε η συνέχιση της υπάρχουσας κατάστασης θα λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν, σημαίνει να αρνούμαστε το φάσμα των ιστορικών επιλογών και τελικά να αρνούμαστε τον ανθρώπινο ρόλο με τις θετικές και αρνητικές δυναμικές του.
Πηγή: η ιστοσελίδα massline, του αμερικανού μαρξιστή (μαοϊκού) Scott Harrison (αποσπάσματα):
Μια εισαγωγική εξήγηση των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων
Κεφάλαιο 1: Οι βασικές αντιφάσεις πίσω απ’ την καπιταλιστική οικονομική κρίση
1.1 Διαλεκτικές αντιφάσεις
Ο Μαρξ έγραφε ότι οι οικονομικές κρίσεις υπάρχουν λόγω της ύπαρξης ορισμένων αντιφάσεων που είναι εγγενείς στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Μιλώντας γι’ αυτούς που αρνούνταν την πιθανότητα κρίσεων, έλεγε “Οι απολογητικές προτάσεις που χρησιμοποιούνται για να αρνηθούν την ύπαρξη των κρίσεων είναι σημαντικές στον βαθμό που πάντοτε αποδεικνύουν το αντίθετο απ’ αυτό που θέλουν να αποδείξουν. Προκειμένου να αρνηθούν την ύπαρξη κρίσεων, κάνουν λόγο για ενότητα εκεί όπου υπάρχει αντίθεση και σύγκρουση. Είναι λοιπόν σημαντικές στον βαθμό που μπορούμε να πούμε ότι δε θα υπήρχαν κρίσεις εάν οι αντιφάσεις αυτές που οι άνθρωποι αυτοί διαγράφουν στη φαντασία τους, δεν υπήρχαν και στην πραγματικότητα. Όμως στην πραγματικότητα οι κρίσεις υπάρχουν ακριβώς επειδή αυτές οι αντιφάσεις υπάρχουν. Κάθε λέξη που ψελλίζουν αρνούμενοι τις κρίσεις, είναι μια προσπάθεια να τις εξοστρακίσουν με μια νέα αντίφαση, κι ως εκ τούτου μια πραγματική αντίφαση, που προκαλεί νέες κρίσεις. Η επιθυμία τους να πείσουν τους εαυτούς τους για την ανυπαρξία των αντιφάσεων, είναι την ίδια στιγμή η έκφραση μιας ευλαβικής ευχής αυτές οι αντιφάσεις που είναι στ’ αλήθεια παρούσες, να μην έπρεπε να υπάρχουν. (Καρλ Μαρξ – Θεωρίες για την υπεραξία).
Προκειμένου να κατανοήσουμε τις καπιταλιστικές κρίσεις, πρέπει πρώτα απ’ όλα να κατανοήσουμε τις διαλεκτικές αντιφάσεις που οδηγούν σ’ αυτές. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές τέτοιες αντιφάσεις και οι μεταξύ τους σχέσεις είναι περίπλοκες. (Μια σύντομη αποσαφήνιση για τον όρο “διαλεκτικές αντιφάσεις”: Οι διαλεκτικές αντιφάσεις δεν είναι το ίδιο με αυτό που λέμε αντιφάσεις στην κοινή λογική, δηλαδή την ταυτόχρονη κατάφαση και άρνηση της ίδιας πρότασης. Οι διαλεκτικές αντιφάσεις είναι ένα σύνολο δυο αντιτιθέμενων δυνάμεων, που είναι δεμένες μεταξύ τους μέσα σ’ αυτήν την αμοιβαία αντιπαράθεση. Ένα παράδειγμα απ’ τη γεωφυσική, είναι η κίνηση των τεκτονικών πλακών της γης που δημιουργεί τα βουνά, αντιτιθέμενη στις δυνάμεις του ανέμου, της βροχής και της βαρύτητας που τείνουν να τα χαμηλώνουν. Μια πιο βολική λέξη απ’ τις “αντιφάσεις”, ίσως να ήταν εδώ οι “αντιθέσεις”, ωστόσο κρατάμε τον όρο αντίφαση για ιστορικούς λόγους. Οι δυο αντιτιθέμενες δυνάμεις μιας αντίφασης καλούνται “όροι” ή “πόλοι” της αντίφασης).
1.2 Η θεμελιώδης αντίφαση του καπιταλισμού
Η πιο βασική διαλεκτική αντίφαση της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι αυτή μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η αντίφαση αυτή βρίσκεται στην καρδιά της εξήγησης της ύπαρξης των κρίσεων σε μια καπιταλιστική οικονομία. Κρατάμε όμως υπόψιν ότι οι αντιφάσεις μπορούν να εκφράζονται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, σε διαφορετικά αφηρημένα επίπεδα. Ή διαφορετικά, μπορούμε να πούμε ότι οι διαλεκτικές αναλύσεις σε διαφορετικά επίπεδα αφηρημένης μορφής, συνιστούν διαφορετικές αλλά σχετικές μεταξύ τους αντιφάσεις. Το να σκεφτόμαστε σε υψηλότερα ή χαμηλότερα αφηρημένα επίπεδα, έχει τα πλεονεκτήματα, όπως και τα μειονεκτήματά του. Συνήθως χρειάζεται να κάνουμε καί τα δύο, προκειμένου να κατανοήσουμε κάτι εις βάθος. Ο Mitchell Resnick, ένας ερευνητής τεχνητής νοημοσύνης, είχε κάνει την εξής παρατήρηση: Το να κατανοήσουμε κάτι μ’ έναν τρόπο είναι ένα μάλλον επιπόλαιο είδος αντίληψης. Ο Marvin Minsky έλεγε πως χρειάζεται να κατανοήσουμε κάτι με τουλάχιστον δυο διαφορετικούς τρόπους προκειμένου στ’ αλήθεια να το καταλάβουμε. Ο κάθε διαφορετικός τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε για κάτι, ενισχύει και βαθαίνει ταυτόχρονα κάθε άλλον τρόπο που το αντιλαμβανόμαστε. Η πολλαπλή αυτή κατανόηση παράγει και μια συνολική αντίληψη που είναι πλουσιότερη και διαφορετικής φύσης από τον έναν και μοναδικό τρόπο αντίληψης (Mitchell Resnick – Turtles, Termites, and Traffic Jams: Explorations in Massively Parallel Microworlds, MIT Press, 1999, σελ. 103).
Όμως το ερώτημα τώρα γίνεται: “Τί σημαίνει να κατανοήσουμε κάτι με πάνω από έναν τρόπο;” καθώς και “πώς γίνεται αυτό;”. Ένα απ’ τα πιο σημαντικά πράγματα που μπορεί να σημαίνει αυτό, είναι ότι το κάθε τί μπορεί να περιλαμβάνεται σε παραπάνω από μία διαλεκτική αντίφαση, όπως αυτές των διαφορετικών αφηρημένων επιπέδων. Ο τρόπος να κατανοήσουμε κάτι εις βάθος, απαιτεί τη σκέψη σε πολλά διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης, και τη διερεύνηση για διαφορετικές αντιφάσεις στις οποίες περιλαμβάνεται αυτό. Όταν μιλάμε για την αντίφαση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, μιλάμε προφανώς σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Όμως είναι εξαιρετικά χρήσιμο, και αρκετά διαφωτιστικό, να μεταφράσουμε μια τέτοια αφηρημένη αντίφαση σε πιο απτούς όρους. Θα το κάνουμε πολύ σύντομα.
1.3 Η αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης
Υπάρχει ωστόσο, μια ακόμη ουσιαστικά διαφορετική αντίφαση που είναι ευρύτερα ορατή απ’ αυτήν τη θεμελιώδη αντίφαση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτή είναι η αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, που οδηγεί στην αναγκαστική υποκατανάλωση των μαζών σε όλα τα οικονομικά συστήματα (μέχρι να φτάσουμε στην κομμουνιστική κοινωνία). Ωστόσο, αυτή η σημαντική αντίφαση έχει αλλάξει ριζικά στον καπιταλισμό. Σε όλες τις προηγούμενες μορφές οικονομίας, η κατανάλωση των μαζών περιοριζόταν κυρίως για έναν λόγο: οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν ανίκανες να παράξουν αρκετά ώστε να καλύψουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες όλων. (Στις προ-καπιταλιστικές ταξικές κοινωνίες, δηλαδή στις δουλοκτητικές και τις φεουδαρχικές, υπήρχε επίσης ένας δευτερογενής λόγος, που ήταν η οικειοποίηση απ’ την κυρίαρχη τάξη μιας τεράστιας και δυσανάλογης μερίδας των παραγόμενων προϊόντων. Όμως αν και αυτό δυσχέραινε την κατάσταση, η ρίζα του προβλήματος δεν βρισκόταν σ’ αυτό καθ’ αυτό, αλλά στην αδυναμία των παραγωγικών δυνάμεων να ικανοποιήσουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες όλων.
Στην καπιταλιστική κοινωνία αυτή η γενική αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης (ή, για να το πούμε πιο αναλυτικά, μεταξύ περιορισμένης παραγωγής και επιθυμούμενης υψηλότερης κατανάλωσης), εξακολουθεί να υφίσταται, όμως η φύση της έχει αλλάξει. Ο νέος κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής, σε συνδυασμό με τη βελτιωμένη τεχνολογία (που επίσης δημιουργεί πολλές απ’ τις αναγκαίες προϋποθέσεις για κοινωνική παραγωγή), έχει ποιοτικά μεταμορφώσει την ικανότητα των ανθρώπων να παράγουν αγαθά. Έχει μεσολαβήσει ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα στις παραγωγικές ικανότητες της κοινωνίας. Το βασικό πρόβλημα δεν είναι πλέον μια πρωτόγονη κοινωνική τεχνική που εμποδίζει τις δυνάμεις της παραγωγής απ’ το να επεκταθούν ώστε να ικανοποιήσουν τις λογικές ανάγκες και επιθυμίες των ανθρώπων. Αντιθέτως, το πρόβλημα είναι ότι ο καπιταλισμός έχει ένα εγγενές εσωτερικό ελάττωμα που εμποδίζει την κοινωνία απ’ το να χρησιμοποιήσει τις νέες παραγωγικές ικανότητές της με τον βέλτιστο τρόπο. Αυτό το εγγενές εσωτερικό ελάττωμα είναι το αποτέλεσμα της πρώτης αντίφασης που ανέφερα, της θεμελιώδους αντίφασης της καπιταλιστικής κοινωνίας, της αντίφασης μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Κάθε φορά που η παραγωγή αναπτύσσεται, αυτή η εσωτερική αντίφαση του καπιταλισμού τον ρίχνει σε μια κρίση, και η παραγωγή πρέπει να μειωθεί δραματικά, ακόμη κι αν δεν φτάνει για να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων. Η αναγκαία κοινωνική μορφή της παραγωγής είναι μπροστά μας (τουλάχιστον σε μια χονδροειδή εικόνα), ωστόσο δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Η τεχνολογία επαρκεί εδώ και καιρό (και εξακολουθεί ακόμη να αναπτύσσεται), ωστόσο δεν μπορεί να μας βοηθήσει. Είναι η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ή με άλλα λόγια, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που εμποδίζουν την πλέρια χρήση αυτής της κοινωνικής παραγωγής και της τεχνολογίας ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες όλων των ανθρώπων. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο με αυτό πριν την άνοδο του καπιταλισμού: ακόμη κι αν υπάρχει σήμερα η κοινωνική και τεχνική παραγωγική ικανότητα, στην πραγματικότητα δεν παράγονται αρκετά αγαθά που να καταλήγουν στα χέρια όλων αυτών που τα χρειάζονται. (Και πάλι, το πρόβλημα δυσχεραίνει απ’ την υφαρπαγή μιας τεράστιας δυσανάλογης μερίδας όσων παράγονται απ’τους καπιταλιστές, ωστόσο αυτός παραμένει δευτερογενής παράγοντας. Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στις αντιφάσεις του ίδιου του οικονομικού συστήματος, κι όχι στο πόσο άπληστοι μπορεί να είναι ή και να μην είναι οι καπιταλιστές στην μια ή την άλλη χώρα, την μιά ή την άλλη χρονική περίοδο).
1.4 Κρίσεις υπερπαραγωγής
Ακόμη κι αν η καπιταλιστική παραγωγή, όπως και κάθε προηγούμενη μορφή παραγωγής, δεν μπορεί στην πράξη να παράξει αρκετά ώστε να καλύψει τις ανάγκες και τις επιθυμίες όλων, περνάει κατά καιρούς φάσεις (κρίσεις), όπου παράγει πολύ περισσότερα απ’ όσα ξέρει τί να τα κάνει στα πλαίσια των κοινωνικών της σχέσεων. Αυτές είναι οι κρίσεις υπερπαραγωγής, η υπερπαραγωγή αυτή όμως ορίζεται ως παραγωγή περισσότερων απ’ όσα μπορούν να πωληθούν με κέρδος, κι όχι ως παραγωγή περισσότερων απ’ όσα χρειάζονται κι επιθυμούν οι άνθρωποι.
Εάν το πρόβλημα είναι ότι ένα σημαντικό μέρος όσων παράγονται δεν μπορεί να πωληθεί, η προφανής ερώτηση που προκύπτει εδώ είναι “γιατί να μην μπορεί να πωληθεί;” και η αφηρημένη απάντηση είναι”επειδή η κοινωνική παραγωγή βρίσκεται σε αντίφαση με την ιδιωτική ιδιοκτησία”, ή πιο χειροπιαστά (και επίσης μαρξιστικά), “λόγω της φτώχειας και των περιορισμών που επιβάλλει στην καταναλωτική δύναμη των μαζών”. Και οι δυο απαντήσεις λένε στην ουσία το ίδιο πράγμα, απλώς σε διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης. Και σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ανάγκη περαιτέρω διευκρίνισης. Πώς ακριβώς, η ιδιωτική ιδιοκτησία οδηγεί σ’ αυτό το αποτέλεσμα; πώς ακριβώς περιορίζεται η καταναλωτική δύναμη των μαζών;
1.5 Η αντίφαση μεταξύ περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών και απεριόριστης επέκτασης της καπιταλιστικής παραγωγής
Προσέξτε ότι πλέον έχουμε αφήσει τη γενική αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης στο φόντο, και εστιάζουμε αντίθετα σε μια σχετική αλλά πολύ πιο συγκεκριμένη αντίφαση, που μας οδηγεί στην ουσία των κρίσεων υπερπαραγωγής που αναπτύσσονται μόνο στον καπιταλισμό. (Χωρίς να αναμείξουμε αυτές τις δυο αντιφάσεις όπως μου φαίνεται ότι κάνουν διάφοροι μαρξιστές συγγραφείς). Η αντίφαση που εντοπίζεται αποκλειστικά στον καπιταλισμό, είναι αυτή μεταξύ της περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών και της τάσης των καπιταλιστών να αυξάνουν την παραγωγή αόριστα. Εδώ κολλάει η περίφημη πρόταση του Μαρξ, που φτάνει στην καρδιά του προβλήματος των οικονομικών κρίσεων: “Ο τελικός λόγος για όλες τις πραγματικές κρίσεις παραμένει η φτώχεια και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών, σε αντίθεση με την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις ωσάν η απόλυτη καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας να αποτελεί το μόνο όριό τους. (Καρλ Μαρξ – Το Κεφάλαιο, τόμος 3, κεφάλαιο 15)
Αυτή η αντίφαση είναι η ίδια μια συνέπεια, ή μια πιο συνεκτική έκφραση, της θεμελιώδους αντίφασης μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Μου φαίνεται περίεργο που μερικοί μαρξιστές δεν καταλαβαίνουν το σημείο αυτό παρόλο που μοιάζει τόσο προφανές. Τί σημαίνει όταν λέμε ότι υπάρχει μια αντίφαση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και ιδιωτικής ιδιοκτησίας; Ο ένας όρος αυτής της αντίφασης είναι ότι οι εργάτες μαζεύονται και παράγουν αγαθά συλλογικά με οργανωμένο τρόπο. Ο άλλος όρος της αντίφασης είναι ότι τα προϊόντα που παράχθηκαν ανήκουν έπειτα στους καπιταλιστές, κι όχι στους εργάτες που τα παρήγαγαν. Πράγματι, οι καπιταλιστές πληρώνουν τους εργάτες με ένα ποσό, ισοδύναμο με την αξία ενός μονάχα μέρους της αξίας των εμπορευμάτων που παράχθηκαν. Το ότι υπάρχει εδώ μια αντίφαση, σημαίνει ότι η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μερικά σοβαρά προβλήματα. Τί προβλήματα; Λοιπόν αυτό θέλει λίγη συζήτηση για να αναδειχθεί πλήρως. Όμως σαν μια πρώτη προσέγγιση, είναι φανερό ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα σαφές πρόβλημα εδώ: ότι οι εργάτες δεν μπορούν να αγοράσουν πίσω απ’ τους καπιταλιστές όλα όσα παρήγαγαν γι αυτούς. Η αγορά στην οποία μπορούν να πωληθούν τα εμπορεύματα (δηλαδή οι εργάτες που παρήγαγαν τα συγκεκριμένα εμπορεύματα) είναι πάντοτε μικρότερη από την αξία των προϊόντων που παράγονται. Η συνολική αγορά συνεπώς, των μαζών ως σύνολο (περιλαμβανομένων όλων των εργατών και των οικογενειών τους, κι όλων των χαμηλότερων τάξεων), θα είναι πάντοτε μικρότερη απ’ το σύνολο των προϊόντων που παράγει η εργατική τάξη. Τότε πώς μπορούν αυτά τα προϊόντα να πωληθούν; Πώς μπορεί και συνεχίζεται η παραγωγή;
Η θεωρία των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων είναι μια αναλυτική διερεύνηση αυτού του ερωτήματος -πώς μπορεί η παραγωγή να συνεχίζεται, όταν οι καπιταλιστές πληρώνουν τους εργάτες μόνο ένα μέρος της αξίας που παράγουν; Υπάρχουν ασφαλώς τρόποι να γίνει κάτι τέτοιο -αλλά μόνο βραχυπρόθεσμα! Το πρόβλημα είναι ότι όλοι αυτοί οι τρόποι στο τέλος οδηγούν σε άλλα σοβαρότερα προβλήματα, τόσο σοβαρά που στην πραγματικότητα οδηγούν αναπόφευκτα σε ασυνέχειες της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή σε οικονομικές κρίσεις.
[…]
1.7 Οι δυο πόλοι της πιο συμπαγούς αντίφασης
Εξετάζουμε την αντίφαση μεταξύ της περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών και της τάσης των καπιταλιστών να συνεχίσουν να επεκτείνουν την παραγωγή επ’ αόριστον. Προκύπτουν λοιπόν δυο βασικά υποερωτήματα προς διερεύνηση: Πρώτον, πώς και γιατί η κατανάλωση των μαζών μένει σχετικά περιορισμένη (ακόμη κι αν αυξάνεται λίγο σε περιόδους ευφορίας); Ας πούμε αυτήν την ερώτηση “γιατί η κατανάλωση είναι τόσο περιορισμένη”. Δεύτερον, πώς και γιατί προκύπτει η τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις τόσο απεριόριστα; Γιατί γίνεται τόσο εμμονική; Ας πούμε αυτήν την ερώτηση “γιατί η καπιταλιστική παραγωγή είναι τόσο απεριόριστη”. Προτού διερευνήσουμε καθεμιά απ’ τις ερωτήσεις αυτές, ας επαναλάβουμε το όλο σχήμα: ούτε η μία, ούτε η άλλη, αλλά η βασική αντίφαση μεταξύ τους, είναι η τελική αιτία των κρίσεων. Παρολαυτά, θα ξεκινήσουμε να εξετάζουμε τους δυο αντίθετους πόλους αυτής της αντίφασης ξεχωριστά.
1.8 Γιατί η κατανάλωση είναι τόσο περιορισμένη
Ας δούμε πρώτα το ερώτημα γιατί η κατανάλωση να είναι τόσο περιορισμένη. Η βασική εξήγηση γι αυτό εσωκλείεται στην ίδια την έννοια της υπεραξίας. Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι εργάτες πωλούν την εργατική τους δύναμη στους καπιταλιστές για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, και για ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό το οποίο αντιπροσωπεύει (κατά μέσο όρο) την αξία της εργατικής τους δύναμης. Όμως η πραγματική εργασία που συντελείται απ’ τους εργάτες για τους καπιταλιστές στη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου παράγει μια αξία σε εμπορεύματα πολύ μεγαλύτερη απ’ την αξία των χρημάτων που πληρώνονται οι εργάτες. Ένα μέρος μόνο αυτής της παραγώμενης αξίας (μόλις τα εμπορεύματα πωληθούν) θα πάει στην πληρωμή των μισθών. Ένα άλλο μέρος της θα πάει στις πρώτες ύλες, στη συντήρηση ή αντικατάσταση των μηχανημάτων που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγική διαδικασία, στην ηλεκτρική ενέργεια, τη θέρμανση κι άλλα τέτοια λειτουργικά έξοδα. Όμως ακόμη και τότε μένει ένα μεγάλο κομμάτι, αυτό που ο Μαρξ ονόμασε υπεραξία. Αυτή είναι η πηγή των κερδών των καπιταλιστών. (παράβλεπε και Καρλ Μαρξ – Μισθός, τιμή, κέρδος).
Αυτό που σημαίνουν όλα αυτά, είναι ότι οι εργάτες παράγουν περισσότερη αξία απ’ αυτήν για την οποία πληρώνονται. Αυτό σημαίνει φυσικά, ότι οι εργάτες και οι οικογένειές τους δεν μπορούν να αγοράσουν πίσω όλα αυτά που παρήγαγαν κατά κανέναν τρόπο. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά πρόβλημα για τη συνέχιση της παραγωγής, όσο φυσικά οι καπιταλιστές βρίσκουν κάτι άλλο να κάνουν με όλην αυτήν την παραγώμενη υπεραξία. Υπάρχουν γενικά δύο πράγματα που μπορούν να κάνουν μ’ αυτήν (μόλις φυσικά τα εμπορεύματα στα οποία περιέχεται έχουν πωληθεί, ανταλλαχθεί δηλαδή με χρήμα): 1) να χρησιμοποιήσουν αυτό το χρήμα για προσωπικά καταναλωτικά αγαθά γι αυτούς και τις οικογένειές τους, και 2) να το χρησιμοποιήσουν για να αγοράσουν νέα εργοστάσια και μηχανήματα και υλικά, και να προσλάβουν περισσότερους εργάτες, ώστε να επεκτείνουν την παραγωγή. (Το να καταθέτουν τα χρήματά τους στην τράπεζα τυπικά ισοδυναμεί με έναν έμμεσο τρόπο να κάνουν τη δεύτερη επιλογή, καθώς άλλοι καπιταλιστές μπορούν να δανειστούν το χρήμα αυτό για να επεκτείνουν αυτοί την παραγωγή κοκ. Όμως, εάν η τράπεζα δεν μπορεί να βρει μια αξιόπιστη εταιρία να δανείσει το χρήμα, τότε αυτή η διαδικασία συσσώρευσης θα διαταραχθεί. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει συχνά σε μαζική κλίμακα όταν ξεσπά μια κρίση, επιδεινώνοντάς την ακόμη περισσότερο. σημείωση της μετάφρασης: και εξηγεί εν μέρει τη σημασία που έχει η υποστήριξη των τραπεζών από τα καπιταλιστικά κράτη).
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι οι εργάτες δεν έχουν καμμία ελπίδα να αγοράσουν όλα τα αγαθά που παράγουν, καθώς οι μισθοί τους αντιστοιχούν σ’ ένα μόνο μέρος της αξίας που η εργασία τους έχει δημιουργήσει. Όμως η καπιταλιστική παραγωγή είναι τόσο ισχυρή, και γίνεται ολοένα και πιο ισχυρή, που σημαίνει ότι οι καπιταλιστές και οι οικογένειές τους επίσης δεν έχουν καμμία ελπίδα να βρίσκουν προσωπικές χρήσεις για να δαπανούν οι ίδιοι τα ολοένα και περισσότερα προϊόντα που μπορούν να παραχθούν και που παράγονται. Είναι αληθές πως οι καπιταλιστές ως τάξη ζουν σε μεγάλη πολυτέλεια, έχουν συχνά πολυτελείς κατοικίες, ακριβά αυτοκίνητα, υπηρετικό προσωπικό, κότερα και ούτω καθεξής. Υπάρχουν όμως όρια στο πόσο μπορούν -ακόμη κι αυτοί- να ξοδεύουν σε τέτοιες πολυτέλειες. Αυτό σημαίνει ότι ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της ολοένα και περισσότερης υπεραξίας που παράγεται στην καπιταλιστική παραγωγή πρέπει να διοχετευθεί στην περαιτέρω επέκταση της παραγωγής, αν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί κάπου.
1.9 Γιατί η παραγωγή τείνει να είναι τόσο απεριόριστη
Ας επιστρέψουμε λοιπόν στον άλλον πόλο της αντίφασης, στο ερώτημα γιατί η καπιταλιστική παραγωγή τείνει να είναι τόσο απεριόριστη (σε σχέση με την πραγματική αγορά), και γιατί και πώς οι καπιταλιστές προσπαθούν να την επεκτείνουν επ’ αόριστον.
Μια απάντηση είναι ότι οι καπιταλιστές έχουν υφαρπάξει τόσο πλούτο, τόσο πολλή υπεραξία, που δε γνωρίζουν τί άλλο να κάνουν μ’ αυτήν εκτός απ’ το να την ρίξουν ξανά στην περαιτέρω επέκταση της παραγωγής. Μια άλλη απάντηση είναι ότι οι καπιταλιστές θέλουν πάντοτε να επεκτείνουν τον πλούτο τους (ακόμη κι αν δε ξέρουν τί να κάνουν με τον πλούτο που ήδη κατέχουν). Ο πλούτος προέρχεται απ’ τη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου, κι έτσι φυσικά εύχονται να επεκτείνουν αυτήν την αναπαραγωγική διαδικασία όσο το δυνατόν ταχύτερα. Οι καπιταλιστές επιθυμούν τον πλούτο όχι μόνο για την απόκτηση περισσότερων ειδών πολυτελείας, αλλά επίσης, και πιο σημαντικό, για το δέος και την ισχύ που ο πλούτος αυτός σηματοδοτεί στους κύκλους τους. Στην πραγματικότητα αυτό το πάθος αποτελεί συχνά μια τάση πολύ ισχυρότερη από την απόλαυση που μπορεί να προσφέρει η προσωπική πολυτέλεια, όση τέτοια κι αν έχουν συσσωρεύσει. Για τους περισσότερους καπιταλιστές, η συσσώρευση η ίδια γίνεται σκοπός της ζωής τους, και ο κύριος τρόπος να αυξήσουν τον ρυθμό της συσσώρευσης είναι μέσω της συνεχούς επέκτασης της παραγωγής.
Εκεί βρίσκονται επίσης πολλοί ακόμη λόγοι που κάνουν τους καπιταλιστές να επιθυμούν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επέκταση της παραγωγής. Υπάρχει το ζήτημα του ανταγωνισμού, του φόβου των ανταγωνιστών, του φόβου για μια τυχόν χρεωκοπία. Το μετοχικό κεφάλαιο είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την επιβίωση μιας επιχείρισης. Υψηλότερα επίπεδα παραγωγής συνήθως επιτρέπουν και υψηλότερη οικονομία κλίμακας, ώστε οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις να πλεονεκτούν στον ανταγωνισμό έναντι των μικρότερων και να τις βγάλει απ’ την μέση. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερη ισχύ απέναντι στους εργάτες και τα συνδικάτα, όπως κι απέναντι στην κυβέρνηση. (Παρόλο που η κάθε κυβέρνηση ελέγχεται απ’ τους καπιταλιστές ως τάξη, ο κάθε καπιταλιστής ως άτομο διεκδικεί επιπρόσθετα προνόμια κι οφέλη απ’ αυτήν). Κι αν μια επιχείριση μπορεί να επεκτείνει την παραγωγή της (και ταυτόχρονα να απορροφήσει τους ανταγωνιστές της ή να τους οδηγεί να κλείσουν) σε σημείο όπου να γίνει ένα ολοκληρωτικό, ή έστω ένα εκ των πραγμάτων μονοπώλιο σε ορισμένες αγορές, τότε αποκτά τη δυνατότητα να αυξήσει ακόμη περισσότερο τα κέρδη της.
1.10 Η άρνηση των καπιταλιστών να συνεχίσουν να επενδύουν
Φτάνουμε λοιπόν σ’ ένα πολύ περίεργο κι ενδιαφέρον σημείο. Τίποτε απ’ όσα είπα ως τώρα δε δείχνει ότι πρέπει αναγκαστικά να υπάρχουν κρίσεις! Οπότε γιατί συμβαίνουν; Κάντε λίγη υπομονή, η απάντηση μπορεί να φαίνεται μπερδεμένη στην αρχή.
Μόνο επειδή οι καπιταλιστές, ή έστω μια μεγάλη μερίδα τους, τελικά αποφασίζουν ότι δεν έχει νόημα πια να συνεχίσουν να επεκτείνουν την παραγωγή κι έτσι σταματούν να το κάνουν, μόνο τότε έχουμε μια κρίση υπερπαραγωγής. Αυτός είναι ο πραγματικός τρόμος για ολόκληρη την κυρίαρχη τάξη (ή τουλάχιστον για τα λιγοστά μέλη της που έχουν μια στοιχειώδη γνώση της πραγματικότητας): οι καπιταλιστικές κρίσεις είναι το αποτέλεσμα της συνειδητής άρνησης επένδυσης στην περαιτέρω επέκταση της παραγωγής εκ μέρους αυτών που ο μόνος λόγος ύπαρξής τους είναι αυτή η επένδυση! Αρνούνται φυσικά για έναν πολύ καλό λόγο: δε βλέπουν το πώς θα βγάλουν κάποιο κέρδος από μια περαιτέρω επένδυση, καθώς δε βλέπουν να υπάρχει μια αγορά για τα προϊόντα που θα παραχθούν (και που ήδη παράγονται).
Αυτές οι αποφάσεις, να μην επανεπενδύσουν τη συλλογικά παραγώμενη υπεραξία (πέρα απ’ αυτό το μέρος που δαπανούν για την προσωπική τους πολυτελή κατανάλωση), σημαίνει πρακτικά ότι δε θα χτίσουν νέα εργοστάσια, δε θα αγοράσουν περισσότερα μηχανήματα, πρώτες ύλες, ηλεκτρισμό, εργατική δύναμη (προσλαμβάνοντας περισσότερους εργάτες), και ούτω καθεξής. Μ’ άλλα λόγια, δε σκοπεύουν να αγοράσουν όλα εκείνα τα εμπορεύματα που υπό άλλες συνθήκες θα αγόραζαν. Αυτά τα εμπορεύματα παραμένουν απούλητα, και οι παραγωγοί σ’ αυτόν τον τομέα εμπορευμάτων (που προορίζονται για την επέκταση της παραγωγής, κι όχι για την προσωπική κατανάλωση), ας τον πούμε ο Τομέας 1, θα πρέπει λοιπόν να ρίξουν τους ρυθμούς της παραγωγής και οι ίδιοι, να απολύσουν εργάτες, κοκ. Μπορούμε εύκολα να δούμε πώς κάτι τέτοιο μπορεί να παραλύσει ολόκληρη την οικονομία σ’ ένα καθοδικό σπιράλ ύφεσης ή κάτι ακόμα χειρότερο.
Όμως, με δεδομένους όλους τους λόγους που έχουν οι καπιταλιστές για να συνεχίσουν να επεκτείνουν την παραγωγή, γιατί να αποφασίσουν εθελοντικά να σταματήσουν ή να ρίξουν τους ρυθμούς της; Οι λόγοι μπορεί να είναι περίπλοκοι, όμως στο τέλος αυτό που μένει είναι το εξής: δεν έχει νόημα να συνεχίσουν να παράγουν επ’ αόριστον, όταν τα νέα προϊόντα δε θα καταναλωθούν. Ούτε έχει νόημα να συνεχίσουν να επεκτείνουν την παραγωγή επ’ αόριστον, όταν το μόνο πράγμα για το οποίο θα καταναλώνονται τα νέα προϊόντα θα είναι για να χτιστούν περισσότερα εργοστάσια, να αγοραστούν περισσότερα μηχανήματα κοκ, σ’ ένα αφηρημένο, ατέρμονο σπιράλ.
Όλως περιέργως, ένα παρόμοιο σχήμα είχε προταθεί ως “λογική” απόδειξη ότι ο καπιταλισμός μπορεί να αποφύγει τις οικονομικές κρίσεις. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο αμερικανός αστός οικονομολόγος J.B. Clark επιχειρηματολογούσε ότι δε θα υπήρχε υπερπαραγωγή, εάν οι καπιταλιστές απλώς “έχτιζαν περισσότερους μύλους ώστε να χτίσουν ακόμη περισσότερους μύλους ες αεί”. (John Bates Clark – Overproduction and Crisis 1898). Μια άλλη πρόταση στην ίδια γραμμή είναι αυτή του F.H. Knight, που ισχυριζόταν ότι “δεν υπάρχει κανένας λόγος ολόκληρη η παραγωγική ικανότητα της κοινωνίας να μη χρησιμοποιείται ώστε να παράγονται διαρκώς νέα αγαθά-νέο κεφάλαιο, εάν ο πληθυσμός αποφασίσει να αποταμιεύει ολόκληρο το εισόδημά του!”(Paul Sweezy – The Theory of Capitalist Development, 1942). Στην πραγματικότητα φυσικά, αυτά τα σχήματα δε θα μπορούσαν ποτέ να λειτουργήσουν. Ο Maurice Dobb εξηγούσε, για παράδειγμα, ότι “η εικόνα του J.B. Clark για το χτίσιμο μύλων ώστε να χτιστούν ακόμη περισσότεροι μύλοι για πάντα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ποτέ, καθώς στον πραγματικό κόσμο οι μύλοι είναι πάντοτε προσανατολισμένοι προς ένα συγκεκριμένο ρεύμα ζήτησης που συνδέεται με την κατανάλωση στο άμεσο μέλλον, κι όχι σ’ ένα ρεύμα ζήτησης που επεκτείνεται σ’ ένα αόριστο μέλλον”.
Ενώ το σχήμα της κατασκευής μύλων με μόνο στόχο την κατασκευή περισσότερων μύλων, επ’ αόριστον, δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ, και αναμφίβολα δε θα δοκιμαστεί ποτέ, οι καπιταλιστές έχουν προσπαθήσει (σ’ έναν βαθμό) κάτι πιο κοντινό στις προτάσεις του F.H. Knight, ώστε να συνεχίσουν να αναπτύσσουν την παραγωγικότητα σε κάθε βιομηχανία. Αυτό είναι κι ένα μεγάλο μέρος του λόγου που το ποσοστό παραγωγικής ικανότητας είναι συχνά τόσο χαμηλό, ιδιαίτερα την περίοδο του ιμπεριαλισμού. Επιπλέον, οι πίνακες πραγματικής χρήσης της παραγωγικής ικανότητας που δημοσιεύει ετήσια η κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι χονδροειδώς πειραγμένοι προς τα πάνω. Οι σταθερές που χρησιμοποιούνται μεταβάλλονται κατά βούληση, ούτως ώστε τα νούμερα να μη φαίνονται τραγελαφικά μικρά. Για παράδειγμα, τον Δεκέμβρη του 1976 ο πίνακας των ομοσπονδιακών αποθεματικών λύγισε κάτω απ’ την πίεση του “επιχειρηματικού κόσμου” και άλλων κυβερνητικών υπηρεσιών και αναθεωρήθηκε, με τους ρυθμούς χρήσης της παραγωγικής ικανότητας να εμφανίζονται δραματικά υψηλότεροι, από 73% σε 81%. (Business Week, 2 Αυγούστου 1976, και 13 Δεκέμβρη 1976).
Ο Paul Sweezy και ο Harry Magdoff στην κριτική τους επί της “έλλειψης κεφαλαίου”, παρατήρησαν ότι: Η ιστορία της πολεμικής παραγωγής (κατά τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο), δείχνει καθαρά ότι, όσον αφορά το πραγματικό κεφάλαιο, η συζήτηση περί έλλειψης κεφαλαίων είναι απλή ανοησία. Όχι μόνον η οικονομία των ΗΠΑ είχε την ικανότητα να γεννά μια τεράστια νέα παραγωγική ικανότητα, αλλά μπορούσε ακόμα περισσότερο να τροποποιήσει την ήδη υπάρχουσα παραγωγική ικανότητά της. Εάν οι σταθερές για αύξηση της παραγωγικότητας που χρησιμοποιούνταν στη διάρκεια του ΄ΒΠΠ εφαρμόζονταν σήμερα (αρχές του 1976), θα βλέπαμε ότι μάλλον ένα 50%, ή ίσως ακόμα λιγότερο, της υπάρχουσας παραγωγικής ικανότητας χρησιμοποιείται πραγματικά, σε αντίθεση με το επίσημο 75% που δίνουν οι τρέχουσες πρακτικές υπολογισμού”. (Paul Sweezy & Harry Magdoff, “Capital Shortage: Fact and Fantasy”, Monthly Review, April 1976. Όταν γράφονταν αυτές οι παρατηρήσεις η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν είχε ακόμη αναθεωρήσει τα νούμερα, κάνοντάς τα ακόμη πιο πλαστά).
Εν συντομία, στη διάρκεια κάθε οικονομικού κύκλου, οι καπιταλιστές αναπτύσσουν την πραγματική αχρησιμοποίηση παραγωγική ικανότητα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Οι σταθερές για χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας αναθεωρούνται κατά καιρούς προκειμένου να κρύψουν την υπεραξία και υπερεπένδυση του κεφαλαίου. Η υπερεπένδυση συντελείται εν μέρει προκειμένου οι επιχειρήσεις να μπορούν να επεκτείνουν άμεσα την παραγωγή (και να μη χάσουν τυχόν ευκαιρίες γρήγορου κέρδους), όμως πάνω απ’ όλα, επειδή οι επιχειρήσεις έχουν όλον αυτό το συσσωρευμένο κεφάλαιο στη διάθεσή τους που δε ξέρουν τί άλλο να το κάνουν.
Όμως ακόμη και οι πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να αναπτύσσουν την αχρησιμοποίητη παραγωγικότητα ατελείωτα. Στο τέλος, οι διευθυντές τους θα πουν “δεν έχει πια νόημα”, και θα σταματήσουν να επενδύουν. Κι όταν αυτό συμβεί σε μεγάλους τομείς της οικονομίας ταυτόχρονα, μια μεγάλη κρίση υπερπαραγωγής ξεσπά.
1.11 Η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα βλάπτει τα κέρδη
Κάτι άλλο που θα πρέπει να συλλογιστούμε εδώ είναι ότι η ανάπτυξη αχρησιμοποίητης παραγωγικής ικανότητας βλάπτει τελικά την κερδοφορία. Αν μια επιχείρηση έχει δύο εργοστάσια για να παράγει προϊόντα όταν μόνον ένα εργοστάσιο της είναι απαραίτητο, τότε τα λειτουργικά της έξοδα αυξάνονται δραματικά, και τα κέρδη που θα μείνουν στο τέλος μειώνονται.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό δεν έχει τόση σημασία, εάν ο ρυθμός της υπεραξίας, κι άρα ο ρυθμός της κερδοφορίας ήταν επαρκώς υψηλός ήδη από το ξεκίνημα, ή αν αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς. Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο ήταν αληθές, θα εξακολουθούσε να ισχύει και μετά το χτίσιμο ενός τρίτου εργοστασίου, ή ενός τέταρτου; Στο τέλος, ένα ολοένα και αυξανόμενο απόθεμα αχρησιμοποίητων εργοστασίων και μηχανημάτων θα έμενε να μειώνει αισθητά τα κέρδη, πάντα σε σχέση με το ύψος τους χωρίς τα επιπλέον εργοστάσια.
Επιπλέον, εάν μόλις μια επιχείρηση ενός κλάδου αναπτύσσει αχρησιμοποίητα εργοστάσια περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλες, ο ρυθμός της κερδοφορίας της θα πέσει σε σχέση με των ανταγωνιστών της. Η τιμή των αποθεμάτων της θα μειωθεί, οι αναλυτές του χρηματιστηρίου θα βγουν απ’ τα ρούχα τους. Η επιχείρηση αυγή θα αναγκαστεί σε περικοπή της αχρησιμοποίητησης παραγωγικής ικανότητας, τουλάχιστον ως τον γενικό μέσο όρο του κλάδου. Με άλλα λόγια, η συσσώρευση αχρησιμοποίητων εργοστασίων μπορεί να συμβεί μόνο σε μια ολιγοπωλιακή ή μονοπωλιακή συνθήκη, και μόνον όσο οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου ακολουθούν λίγο-πολύ την ίδια πολιτική.
Ενώ μπορεί να περιλαμβάνεται στα συμφέροντα του καπιταλιστικού συστήματος ως όλον, να επεκτείνει την αχρησιμοποίητη παραγωγική ικανότητα χωρίς τέλος, δεν είναι στο συμφέρον καμμιάς επιχείρησης να το αναλάβει η ίδια για τον εαυτό της -τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ τον μέσο όρο του κλάδου. Η αναγκαιότητα διατήρησης της κερδοφορίας της κάθε μεμονωμένης επιχείρησης σημαίνει ότι το όλο αυτό σχήμα έχει σαφή όρια. Κι ακόμη κι αν οι λίγες μεγάλες επιχειρήσεις ενός κλάδου σε μια χώρα, όλες ταυτόχρονα προσθέσουν αχρησιμοποίητα εργοστάσια, σ’ αυτήν την εποχή παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, όλο και κάποιος ανταγωνιστής σε μια άλλη χώρα θα είναι σε θέση να βάλει ένα τέλος σ’ αυτήν τη σπατάλη. Αυτό έχει συμβεί στην πραγματικότητα σε πολλούς κλάδους τις περασμένες δεκαετίες. Για παράδειγμα, η υπεραναπτυγμένη αυτοκινητοβιομηχανία του Detroit αναγκάστηκε να “αναδιαρθρωθεί” και να καταφύγει σε μια σειρά περικοπών (μεταξύ των οποίων να κλείσει έναν τεράστιο αριθμό εργοστασίων), προκειμένου να ανταγωνιστεί με την ιαπωνική και την νοτιοκορεατική αυτοκινητοβιομηχανία.
Στο περίφημο βιβλίο του “Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος” ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς θρηνούσε ειλικρινά που ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν είναι τόσο σπάταλος όσο υπέθετε ότι ήταν οι αρχαίες κοινωνίες: Η αρχαία Αίγυπτος ήταν διπλά τυχερή, κι αναμφίβολα χρωστούσε σ’ αυτό τον απέραντο πλούτο της, στο ότι διέθετε δυο δραστηριότητες, την κατασκευή πυραμιδών καθώς και την αναζήτηση πολύτιμων μετάλλων, οι καρποί των οποίων, καθώς δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των ανθρώπων μέσω της κατανάλωσης, δεν σάπιζαν στις αποθήκες. Στον Μεσαίωνα έχτιζαν καθεδρικούς ναούς και τραγουδούσαν μοιρολόγια. Δυο πυραμίδες, δυο σωροί μάζας για τους νεκρούς, είναι δύο φορές καλύτερες από μια πυραμίδα. Όμως δυο σιδηρόδρομοι απ’ το Λονδίνο στο Γιορκ, όχι. Είμαστε λοιπόν τόσο λογικοί, έχουμε εκπαιδευτεί τόσο πιστά προς τους συνετούς χρηματιστές μας, σκεφτόμαστε τόσο προσεχτικά πριν επιβαρυνθούμε με τα οικονομικά βάρη του μέλλοντος πριν χτίσουμε κατοικίες για να ζήσουμε, που δε διαθέτουμε καμμιά τέτοια εύκολη διέξοδο απ’ τα δεινά της ανεργίας. (John Maynard Keynes, The General Theory of Employment, Interest, and Money,1935).
Ω ναι, τί κρίμα που οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν μαζεύουν τις μάζες να χτίσουν πυραμίδες την μια μετά την άλλη, ή έστω άχρηστους σιδηροδρόμους ή αχρησιμοποίητα εργοστάσια! Μιας και κάτι τέτοιο δε θα τους προσέφερε μόνο μια πολυπόθητη δουλειά, αλλά θα έδινε και στους καπιταλιστές κάτι να κάνουν με τον ολοένα και αυξανόμενο σωρό της υπεραξίας που υφαρπάζουν. Ακόμη κι αυτό όμως, στην πράξη δε θα δούλευε. Όχι τόσο γιατί οι καπιταλιστές σήμερα είναι πολύ “συνετοί” για να αποτολμήσουν κάτι τέτοιο, όσο επειδή κάθε τέτοιο σχέδιο παραγωγής σκουπιδιών θα κατακρήμνιζε άμεσα το κέρδος.
Κεφάλαιο 2: Η επιφάνεια των αντιφάσεων
2.1 Τεχνητά μέσα επέκτασης των αγορών
Όμως δε βρισκόμαστε κατά κανένα τρόπο στο τέλος της ιστορίας! Τα πράγματα είναι στην πραγματικότητα λίγο πιο περίπλοκα απ’ ό,τι είδαμε ως τώρα. Ως εδώ δεν αναλύσαμε παρά την υποβόσκουσα αιτία της κατάστασης, όμως υπάρχουν πολλές επιπλοκές κι αντιφάσεις που αναπτύσσονται προς την επιφάνεια.
Στην πραγματικότητα, οι καπιταλιστές δεν προσπαθούν να συνεχίσουν την παραγωγή απλά συνεχίζοντας να επενδύουν τον σωρό της υπεραξίας που διαθέτουν στον “Τομέα 1”, στα μέσα παραγωγής. Προσπαθούν επίσης να βρουν τεχνητά μέσα να αυξήσουν την κατανάλωση καταναλωτικών αγαθών (που παράγονται απ’ τα αντίστοιχα εργοστάσια στον, ας τον πούμε “Τομέα 2” της οικονομίας). Ένα τέτοιο μέσο είναι το να πουλάνε καταναλωτικά αγαθά σε άλλες χώρες. Όμως το πρόβλημα έγκειται στο ότι και η κάθε άλλη χώρα θα επιθυμεί επίσης να πουλάει αγαθά στην πρώτη χώρα, κι έτσι αφού κλέψει ο καθένας όση απ’ την αγορά του άλλου μπορέσει, φτάνουμε ξανά στην ίδια ισορροπία. Ακόμη κι αν μια χώρα μπορέσει να φέρει τα πράγματα υπέρ της (κάτι που αποτελεί φυσικά χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, είτε με την αποικιακή, είτε με την νεοαποικιακή μορφή του), το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα θεωρούμενο ως σύνολο, θα παρέμενε σε μια γενική ισορροπία σ’ αυτό το θέμα.
Όταν υπήρχαν μεγάλα κομμάτια του κόσμου που παρέμεναν ουσιαστικά εκτός του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, τότε τα αγαθά που πωλούνταν σ’ αυτές τις χώρες (όπου τα εγχώρια αγαθά παράγονταν ας πούμε κάτω από φεουδαρχικές ή δουλοκτητικές συνθήκες) μπορούσαν να ανακουφίζουν σε κάποιο βαθμό το πρόβλημα της υπερπαραγωγής στις καπιταλιστικές χώρες. Ωστόσο, τί μπορούσαν να κάνουν οι καπιταλιστές με τα αγαθά που λάμβαναν κατά τις συναλλαγές τους με τις μη καπιταλιστικές χώρες; Αυτό ισοδυναμεί με την ανταλλαγή μιας ομάδας εμπορευμάτων για προϊόντα που πρέπει μετά να μετατραπούν τα ίδια σε εμπορεύματα στην εγχώρια αγορά, εάν πρόκειται να προκύψει κέρδος από την πώληση των αρχικών εμπορευμάτων. Όμως εάν δεν υπήρχε αγορά για τα αρχικά εμπορεύματα μεταξύ των μαζών (λόγω της φτώχειας τους) τότε δε θα μπορούσε να υπάρχει και αγορά για τα εξωτικά προϊόντα μεταξύ των ίδιων μαζών (για τον ίδιο λόγο). Φαίνεται ότι αυτά τα εξωτικά προϊόντα μη καπιταλιστικής προέλευσης μπορούσαν να ανακουφίσουν το πρόβλημα της υπερπαραγωγής στις καπιταλιστικές χώρες μόνο στον βαθμό που οι καπιταλιστές οι ίδιοι έβρισκαν την ανταλλαγή με τα εξωτικά προϊόντα ως μια χρήση για να καταναλώνουν οι ίδιοι την υπερπαραγωγή εγχώριων εμπορευμάτων.
Έτσι, η σημασία των μη καπιταλιστικών αγορών στη συνεχόμενη οικονομική ευρωστία του καπιταλισμού έχει τονιστεί ίσως υπερβολικά από ορισμένους μαρξιστές οικονομολόγους, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Επιπλέον, η διείσδυση των καπιταλιστικών αγορών (και του ξένου κεφαλαίου) σε αρχικά μη καπιταλιστικές οικονομίες, τις μετέτρεψε αρκετά γρήγορα σε καπιταλιστικές οικονομίες σε πλήρη άνθηση, όπως έδειξε η Λούξεμπουργκ. Καθώς πλέον ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος είναι κατ’ ουσίαν καπιταλιστικός, αυτή η βαλβίδα αποσυμπίεσης της οικονομικής διείσδυσης σε μη καπιταλιστικές χώρες -που ήταν πάντα μικρότερης σημασίας απ’ ότι πίστευαν αρκετοί άνθρωποι- έχει πλέον εξαφανιστεί.
2.2 Η εξαγωγή του κεφαλαίου
Αναλόγως, οι καπιταλιστές δεν προσπαθούν απλώς να κρατήσουν τα πράγματα ως έχουν, επενδύοντας το κεφάλαιό τους στη χώρα τους. Αντιθέτως, την εποχή του ιμπεριαλισμού, ψάχνουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο για επενδυτικές ευκαιρίες. Η εξαγωγή του κεφαλαίου γίνεται εξίσου σημαντική για το σύστημα με την εξαγωγή εμπορευμάτων. Όμως ξανά, οι ιμπεριαλιστές σύντομα έρχονται αντιμέτωποι με σαφείς περιορισμούς. Η επένδυση του ενός στη χώρα του άλλου, αν και ασφαλέστερη απ’ ό,τι στον “Τρίτο Κόσμο” -που είναι γενικά πιο ασταθής και πιο επιρρεπής σε επαναστάσεις- δεν αποδίδει στην πράξη παραπάνω απ’ όσο εάν επένδυε η κάθε κυρίαρχη τάξη μόνο στη δική της χώρα. Επίσης, η επένδυση στις μαστιζόμενες από τη φτώχεια χώρες του Τρίτου Κόσμου έχει κι άλλες αρνητικές όψεις. Έστω ότι χτίζονται τα εργοστάσια εκεί, σε ποιόν θα πουλήσουν όλα αυτά τα προϊόντα που θα παράξουν; Ασφαλώς, μπορούν να τα στείλουν πίσω στη χώρα τους, όμως τότε θα πρέπει να ρίξουν την εγχώρια παραγωγή. Φυσικά, η μεταφορά της παραγωγής σε χώρες με εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς μπορεί αρχικά να φαίνεται στους ιμπεριαλιστές ότι θα τους αποφέρει υπερκέρδη, όμως όσο ολοένα και περισσότερη παραγωγή μετατοπίζεται στις χώρες αυτές κι από τους ανταγωνιστές τους (από την ίδια χώρα ή κι από άλλες), ο ρυθμός του κέρδους θα ξαναπέσει. Κι αυτό που θα μείνει πίσω θα είναι ολοένα και περισσότεροι εξαθλιωμένοι εργάτες παντού, συμπεριλαμβανομένων και των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Καθώς η παραγωγή στις χώρες τους περικόπτεται, οι εργάτες που απολύονται δεν είναι πια σε θέση να αγοράζουν τα περισσότερα απ’ τα προϊόντα που αγόραζαν πριν. Μ’ άλλα λόγια, η εγχώρια αγορά συρρικνώνεται. Φυσικά, καθώς νέοι εργάτες προσλαμβάνονται στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, η αγορά εκεί θα επεκταθεί. Όμως, καθώς οι μισθοί των εργατών στις μονάδες παραγωγής του Τρίτου Κόσμου είναι πολύ χαμηλότεροι απ’ ότι ήταν στις πρώτες χώρες, ο μέσος μισθός σε παγκόσμιο επίπεδο θα μειωθεί, κι ως εκ τούτου και η καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας παγκόσμια θα μειωθεί. Έτσι, η μετατόπιση της παραγωγής σε χώρες του Τρίτου Κόσμου με φθηνά εργατικά χέρια επιδεινώνει ακόμη περισσότερο το βασικό πρόβλημα της υπερπαραγωγής.
2.3 Καταναλωτική πίστωση
Μακράν το πιο σημαντικό, το πιο αποτελεσματικό (βραχυπρόθεσμα πάντα!) μέσο τεχνητής αύξησης της κατανάλωσης των μαζών είναι απλά η επέκταση της πίστωσης. Εάν οι καπιταλιστές δεν πληρώνουν τους εργάτες αρκετά ώστε να αγοράσουν πίσω τα αγαθά που παράγουν, μπορούν απλά να τους δανείσουν τα χρήματα (με τόκο φυσικά!) ώστε να τα αγοράσουν.
Ένα πρόβλημα βέβαια εδώ, είναι ότι το επίπεδο του χρέους των καταναλωτών (σε υποθήκες σπιτιών, δάνεια αυτοκινήτων, πιστωτικές κάρτες και όλα τα συναφή), πρέπει διαρκώς να αυξάνεται, προκειμένου να καλυφθεί η ολοένα και επεκτεινόμενη εκμετάλλευση, η συνέχιση και η διαρκής αύξησης της παραγώμενης υπεραξίας. Για να λειτουργήσει αυτό το σχήμα, πρέπει οι καπιταλιστές της πίστωσης, αυτοί δηλαδή που χορηγούν τα δάνεια στις μάζες, να πιστεύουν πραγματικά ότι θα τους τα ξεπληρώσουν. Επιπλέον, για να λειτουργεί αυτό το σχήμα επ’ αόριστον, πρέπει να συνεχίσουν να πιστεύουν ότι θα τους τα ξεπληρώσουν ακόμη κι όταν θα αυξάνουν το χρέος των μαζών σε τεράστια και προφανώς γελοία επίπεδα.
Αναπόφευκτα, αυτή η πιστωτική φούσκα διογκώνεται σε τέτοιο βαθμό που γίνεται προφανές ακόμα και στον πιο ενθουσιώδη υποστηρικτή της πίστωσης ότι πολλά απ’ αυτά τα δάνεια δεν πρόκειται να ξεπληρωθούν ποτέ. (Κάτι τέτοιο συνήθως γίνεται συνειδητό στη διάρκεια μιας πιστωτικής κρίσης, κάτι που θα συζητήσουμε αργότερα). Όταν έρθουν αντιμέτωποι μ’ αυτή τη διαπίστωση, οι ίδιοι άνθρωποι που πίεζαν για τη διαρκή επέκταση της πίστωσης αρχίζουν να αρνούνται κάθε περαιτέρω πίστωση σε ολοένα και περισσότερους καταναλωτές. Αντί για την αυξανόμενη επέκταση της πίστωσης, ξεκινά τότε μια αιφνίδια επιβράδυνση της επέκτασης, κι έπειτα μια πραγματική συρρίκνωση του συνολικού όγκου της πίστωσης. Σ’ αυτό το σημείο, αντί η αύξηση της πίστωσης να προάγει την ανάπτυξη της οικονομίας, η συρρίκνωση της πίστωσης γίνεται ένα επιπλέον βαρίδιο στην οικονομία. Και ο σώζων εαυτόν σωθείτο.
Σε τελική ανάλυση, το να δανείζει κακνείς στους ανθρώπους χρήμα ώστε να αγοράσουν αυτά που οι καπιταλιστές δεν τους πληρώνουν επαρκώς ώστε να τα αγοράσουν, θα οδηγήσει πάντα τα πράγματα απ’ το κακό στο χειρότερο. Είναι ένας τρόπος να κάνουν το όλο σχήμα να δουλέψει για λίγο τώρα, με το να επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τη λειτουργία του στο μέλλον. Η μαζική επέκταση της πίστωσης μπορεί και δημιουργεί μεγάλες περιόδους “ευμάρειας”, όμως μόνο με τίμημα την τελική συντριβή και την οικονομική ύφεση που αναβάλλει για το μέλλον, ενώ η σφοδρότητά της αυξάνεται.
2.4 Κεϋνσιανή “ελλειματική δαπάνη”
Ένας άλλος αξιοσημείωτος μηχανισμός τεχνητής αύξησης της κατανάλωσης είναι η κεϋνσιανή ελλειματική δαπάνη. Ο Κέυνς (καθώς και άλλοι πριν απ’ αυτόν, για παράδειγμα ένας αριθμός Γερμανών οικονομολόγων και ο Gunnar Myrdal στη Σουηδία), πρότειναν το εξής: εάν οι μάζες δεν μπορούν να αγοράσουν όλα τα εμπορεύματα που παράγονται, τότε η κυβέρνηση θα μπορούσε να προσλάβει τους ανέργους σε διάφορα δημόσια έργα, και να τους πληρώνει αρκετά χρήματα ώστε να αγοράζουν τα εμπορεύματα που θα έμεναν απούλητα. Ο Κέυνς σημείωνε ότι, όσον αφορά την τόνωση της οικονομίας, δεν έχει την παραμικρή σημασία το τί έργα θα ήταν αυτά που στα οποία θα τους προσλάμβανε η κυβέρνηση, όπως έλεγε ακόμα και το να προσλάβει κάποιους για να ανοίγουν άχρηστες τρύπες κι αργότερα άλλους για να τις κλείνουν, θα δούλευε μια χαρά. (Τζών Κέυνς – Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος). (Επίσης, θα ήταν το ίδιο απλά να δώσουν στους ανθρώπους τα χρήματα χωρίς να απαιτήσουν κάποια εργασία απ’ αυτούς, αλλά φυσικά και μόνο η σκέψη αυτή αρκεί για να σκανδαλίσει το μυαλό των αστών!).
Ωστόσο, πολλοί πολιτική της άρχουσας τάξης αντιτίθενται ιδεολογικά σε κάθε εγχείρημα δημοσίων έργων, ακόμα κι αν αυτά συμπεριλαμβάνουν σκληρή δουλειά (καθώς το βλέπουν ηλιθιωδώς ως “σοσιαλιστικό”, και ως ανταγωνισμό του κράτους έναντι των ιδιωτικών επιχειρήσεων για τις οποίες τα έργα αυτά θα μπορούσαν να είναι επενδυτικές ευκαιρίες). Έτσι, μια πιο συνηθισμένη μορφή κεϋνσιανισμού σήμερα είναι η κυβέρνηση να αγοράζει όσα προϊόντα έμειναν απούλητα άμεσα. Η κεντρική ιδέα εδώ είναι ότι άν οι μάζες δεν μπόρεσαν να καταναλώσουν όλα αυτά που παράχθηκαν, τότε η κυβέρνηση θα μπορούσε να αγοράσει για λογαριασμό τους ένα σκασμό απ’ αυτά τα απούλητα εμπορεύματα. Φυσικά, η παραγωγή τότε στρέφεται προς το είδος των εμπορευμάτων που η κάθε αστική κυβέρνηση θα ενδιαφερόταν περισσότερο να αγοράσει, κι αυτά δεν είναι άλλα από όπλα και πολεμικούς εξοπλισμούς.
Το να αγοράζουν απλώς εμπορεύματα οι κυβερνήσεις, δεν είναι απαραίτητο ότι θα αναπτύξει παραπάνω την οικονομία. Εξαρτάται πάντα από πού παίρνει τα λεφτά η κυβέρνηση για να αγοράσει τα εμπορεύματα αυτά. Το κύριο έσοδο της κάθε κυβέρνησης έρχεται με την μορφή της φορολόγησης επί της εργατικής τάξης. Όμως κάθε δολλάριο από τους φόρους ενός εργάτη που θα δαπανήσει η κυβέρνηση, είναι ένα δολλάριο λιγότερο στη διάθεση του εργάτη να ξοδέψει. Έτσι, δεν υπάρχει κάποια πραγματική τόνωση της οικονομίας. Τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά εάν η κυβέρνηση δαπανά χρήματα που εισπράττει από τη φορολόγηση μεγάλων επιχειρήσεων ή επί των ανώτερων τάξεων, που -σε αντίθεση με την εργατική τάξη- δε ξοδεύουν πάντοτε ολόκληρο το εισόδημά τους άμεσα. (Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι οι πλουσιότεροι αμερικανοί αποταμιεύουν κατά μέσο όρο 22% του εισοδήματός τους, πηγή: U.S. Trust Corporation of 150 respondents with annual income over $300,000 or net worth over $3.75 million, June 2002. Business Week, 12 Αυγούστου 2002, σελ. 10. Όταν όμως αναπτύσσεται μια σοβαρή οικονομική κρίση, οι πλούσιοι μειώνουν κατά πολύ τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις τους, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των “δαπανών” τους). Κατά κύριο λόγο, οι κυβερνητικές δαπάνες μπορούν να δώσουν μια αξιοσημείωτη ώθηση στην οικονομία μόνον όταν τα χρήματα δεν προέρχονται από φόρους, αλλά είτε από δανεισμό, είτε απλά τυπώνοντας περισσότερο χρήμα. Κάθε τέτοια πρακτική, είτε καί οι δύο σε συνδυασμό, είναι έμφυτες σε κάθε είδους ελλειματικής δαπάνης.
Η ελλειματική δαπάνη μπορεί να ρυθμιστεί με δυο τρόπους: 1) αυξάνοντας τις δαπάνες σε βαθμό μεγαλύτερο από τα έσοδα που εισπράττει η κυβέρνηση μέσω φόρων, και 2) περικόπτοντας τους φόρους σε τέτοιο βαθμό ώστε οι δαπάνες να ξεπερνούν τα φορολογικά έσοδα. Κάθε μια προσέγγιση μπορεί να μοιάζει θεωρητικά αποτελεσματική -με δεδομένο ότι θα φέρει τα χρήματα στα χέρια αυτών που πράγματι θα τα ξοδέψουν. Ωστόσο, στις ΗΠΑ για παράδειγμα, οι Ρεπουμπλικάνοι τείνουν να ευνοούν την μείωση των φόρων προκειμένου να δώσουν στην οικονομία μια πιστωτική ώθηση, ενώ οι Δημοκράτες -τουλάχιστον κατά το παρελθόν- έτειναν να ευνοούν την αύξηση των δαπανών για κοινωνικά προγράμματα. (Κάθε άρχουσα τάξη ευνοεί εννοείται τις γιγαντιαίες στρατιωτικές δαπάνες, οι οποίες, στον βαθμό που δημιουργούν ελλειματικές δαπάνες θα μπορούσαν να θεωρηθούν “στρατιωτικός κεϋνσιανισμός”). Όμως, οι φοροαπαλλαγές συνήθως αφορούν τους πλουσίους, οι οποίοι είναι πολύ πιο πιθανόν να αποταμιεύσουν τα χρήματα αυτά, ιδίως σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών. Ακόμα και η λεγόμενη “μεσαία τάξη”, τείνει να “αποταμιεύει”, παρά να “ξοδεύει” όταν η οικονομία έχει προβλήματα. (Τον χειμώνα του 2008, κι ενώ η άρχουσα τάξη στις ΗΠΑ είχε σχεδόν καταβληθεί απ’ τον πανικό ενόψει της αναπτυσσόμενης οικονομικής κρίσης, το Κογκρέσσο πέρασε έναν νόμο επιστροφής φόρων περί τα 600 δολλάρια κατ’ άτομο. Άραγε όμως ο κόσμος θα ξόδευε αυτά τα χρήματα μόλις τα λάμβανε ή θα τα αποταμίευε, ή μήπως απλά θα προσπαθούσε να ξεχρεώσει παλιότερα χρέη; Το περιοδικό Business Week (25 Φεβρουαρίου 2008, σελ. 9) σχολίαζε: “Σε μια έρευνα που έκανε η American Century Investments, μόνο το 27% απάντησε ότι θα ξόδευε άμεσα τα χρήματα, ενώ οι υπόλοιποι θα αποταμίευαν το ποσό, θα το επένδυαν, ή θα κάλυπταν παλαιότερα χρέη). Επιπλέον, η αύξηση της ελλειματικής δαπάνης μέσω πρόσληψης ανέργων για δημόσια έργα, θα αποδεικνυόταν πολύ πιο αποτελεσματική μορφή κεϋνσιανής ελλειματικής δαπάνης, εάν η άρχουσα τάξη είχε τη λογική να την εφαρμόσει.
Όμως η κεϋνσιανή ελλειματική δαπάνη, όποια μορφή κι αν έχει, τελικά δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Εάν η κυβέρνηση απλά τυπώσει νέο χρήμα, αυτό θα προκαλέσει πληθωρισμό (αν και υπάρχουν παράγοντες τους οποίους δε θα αναλύσω εδώ, που μπορούν να καθυστερήσουν κάπως αυτήν τη συνέπεια). Όσο περισσότερο χρήμα τυπώνει, τόσο μεγαλύτερος ο πληθωρισμός. (Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση πρέπει να αυξάνει το χρήμα που κυκλοφορεί κατ’ ένα μικρό ποσό κάθε χρόνο, προκειμένου να αποφύγει τον αποπληθωρισμό -καθώς η οικονομία επεκτείνεται και η παροχή χρήματος πρέπει να επεκταθεί αναλόγως). Αυτό για το οποίο κάνουμε λόγο εδώ, είναι για μια αύξηση της παροχής χρήματος με πολύ ταχύτερους ρυθμούς απ’ ότι η “κανονική” εκτύπωση χρημάτων. Επίσης, αφήνουμε κατά μέρους τις συνέπειες διεθνώς. Έτσι, εάν τα αμερικάνικα δολλάρια ξοδεύονται στο εξωτερικό, και μένουν εκεί (ως αποθεματικά νομίσματα ξένων χωρών για παράδειγμα), δεν είναι σε θέση να προκαλέσουν πληθωρισμό εντός των ΗΠΑ. Απ’ την άλλη, εάν οι ξένες χώρες αρχίσουν να χρησιμοποιούν άλλα νομίσματα, όπως το ευρώ ως αποθεματικά, τότε θα σημειωθεί μια απότομη άνοδος του πληθωρισμού του δολλαρίου, ακόμη κι αν δεν υπάρχει κάποια αύξηση των ελλειματικών χρημάτων που τυπώνονται. Επί του παρόντος (Μάρτιος 2008), η κυβέρνηση των ΗΠΑ επιταχύνει την εκτύπωση νέου χρήματος με τον ίδιο ρυθμό που οι ξένες χώρες εγκαταλείπουν το δολλάριο ως αποθεματικό νόμισμα, κάτι που οδηγεί στη συρρίκνωση του δολλαρίου -πληθωρισμός δηλαδή- με ταχύτατους κι επικίνδυνους ρυθμούς. Τελικά, σε ακραίες καταστάσεις, το χρήμα καταντά άνευ αξίας. Ακόμη και πριν απ’ αυτό όμως, υψηλά επίπεδα πληθωρισμού μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρές διαταραχές σε μια οικονομία.
Κι αν η κυβέρνηση χρηματοδοτεί την ελλειματική δαπάνη της απλά δανειζόμενη χρήμα, τότε το κυβερνητικό χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται δίχως τελειωμό, και με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς. Μετά από ένα διάστημα, οι δανειστές θα αρχίσουν να αμφισβητούν την ικανότητα της κυβέρνησης να τους ξεπληρώσει ολόκληρο το χρέος που θα έχει συσσωρευτεί και θα αρχίσουν να ζητούν ολοένα και υψηλότερους τόκους, ώστε να αντισταθμίσουν το αυξανόμενο ρίσκο να χάσουν τα λεφτά τους.
Το επίπεδο του κυβερνητικού χρέους δεν καθορίζει το επίπεδο των επιτοκίων που καλείται να καταβάλλει η κυβέρνηση τις περισσότερες φορές. Έτσι, κατά την περίοδο 1980-2002, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αύξησε το χρέος της από σχεδόν 1 τρισεκατομμύριο δολλάρια σε πάνω από 13 τρισεκατομμύρια, ενώ τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων της ανεβοκατέβαιναν από 10-15% για να πέσουν τελικά κάτω από το 4%. Κι όμως, ελάχιστοι ανησυχούν μέχρι τώρα για την ικανότητα της κυβέρνησης των ΗΠΑ να ξεπληρώσει το χρέος της. Όταν αυτές οι ανησυχίες αυξηθούν σημαντικά, τότε τα επιτόκια θα αρχίσουν να εκτινάσσονται πολύ υψηλότερα απ’ τις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Μια τέτοια κατάσταση μπορούμε να δούμε στην Ιαπωνία, όπου το 2002 η πιστοληπτική ικανότητα της ιαπωνικής κυβέρνησης ήταν χαμηλότερη ακόμη κι από απελπιστικά φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου όπως η Μποτσουάνα. Το 2002 το κυβερνητικό χρέος της Ιαπωνίας άγγιξε το 140% του ΑΕΠ, και προς το τέλος του 2003 το 150%, τον Ιούνιο του 2005 ήταν σχεδόν 160%, και το 2007 υπολογιζόταν σε 194% του ΑΕΠ. (194,4% σύμφωνα με το World Factbook της CIA). Πρόκειται για έναν ταχύτατο ρυθμό αύξησης που δεν είναι εφικτό να συνεχιστεί επ’ αόριστον! Τελικά, εάν το χρέος μιας κυβέρνησης αυξηθεί υπερβολικά, οι επενδυτές θα αρνηθούν να συνεχίσουν να δανείζουν στην κυβέρνηση αυτή χρήματα, οποιοδήποτε κι αν είναι το επιτόκιο.
Έτσι, η κεϋνσιανή ελλειματική δαπάνη έχει σαφή όρια. Όπως το καταναλωτικό χρέος, έτσι και το αυξανόμενο κυβερνητικό χρέος μπορεί να παρατείνει για λίγο τη λειτουργία μιας καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά πάντα για λίγο. Κι όπως ακριβώς το καταναλωτικό χρέος, στο τέλος οδηγεί σε σοβαρότερα προβλήματα. Είναι ένας ακόμη τρόπος να γίνουν τα πράγματα λίγο καλύτερα βραχυπρόθεσμα, υπονομεύοντας το μέλλον τους μακροπρόθεσμα.
2.3 Χρηματοπιστωτικά μαγειρέματα
Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι επίσης, να προσπαθήσει μια κυβέρνηση να κρατήσει την οικονομία στα πόδια της. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς υπάγονται στην κατηγορία της “μόχλευσης”. Δηλαδή, μέθοδοι αντιμετώπισης επιφανειακών προβλημάτων, κι όχι των βασικών αντιφάσεων της υπερπαραγωγής. Ωστόσο, πολλές φορές το ψείρισμα ενός επιφανειακού προβλήματος μπορεί να είναι η αφετηρία για την προοδευτική αποκάλυψη βαθύτερων αντιφάσεων που βγαίνουν στην επιφάνεια. (Τελικά, θα έρθουν στο φως αναπόφευκτα, λόγω της πίεσης που ασκούν υπόγεια ενώ συσσωρεύονται).
Πολλές απ’ αυτές τις “ρυθμιστικές” μεθόδους περιλαμβάνουν νομισματικά μαγειρέματα από τις κεντρικές τράπεζες των διαφόρων χωρών. Εδώ κολλάει και η τακτική μόχλευση των επιτοκίων για τις εμπορικές τράπεζες απ’ την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (κι ως εκ τούτου έμμεσα και για τους πελάτες των τραπεζών αυτών). Εάν τα επιτόκια είναι υψηλά, οι επιχειρήσεις θα αποφύγουν να δανειστούν χρήματα ώστε να χτίσουν νέες παραγωγικές μονάδες ή να αναβαθμίσουν τα μηχανήματά τους, και οι καταναλωτές θα διστάσουν να δανειστούν χρήματα για να αγοράσουν αυτοκίνητα και σπίτια. Απ’ την άλλη, εάν τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά στη διάρκεια οικονομικής ευφορίας, μπορεί να υπάρξει μια ταχεία επέκταση των επενδύσεων και της παραγωγής ώστε να αναπτυχθούν ελλείματα από διάφορα είδη εμπορευμάτων -περιλαμβανομένου του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, νέων αυτοκινήτων και σπιτιών- που μπορούν να οδηγήσουν σε έναν προσωρινό πληθωρισμό και σε άλλες ακόμη πιο αρνητικές συνέπειες (όπως για παράδειγμα σε μια τεράστια αύξηση σε αμφίβολα δάνεια κι επενδύσεις).
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα προσπαθεί να κρατήσει την οικονομία σε μια λίγο-πολύ ισορροπία, χαμηλώνοντας τα επιτόκια όποτε υπάρχουν σημάδια αδυναμίας στην οικονομία, όπως όταν ο όγκος των αποθεματικών των επιχειρήσεων είναι σχετικά χαμηλός, και αυξάνοντας τα επιτόκια όποτε η οικονομία “υπερθερμαίνεται”- όταν δηλαδή ο πληθωρισμός ξεφεύγει απ’ τον έλεγχο, ή όταν υπάρχει πάρα πολλή “παράλογη ευμάρεια”, όπως για παράδειγμα το άγριο κερδοσκοπικό πάρτυ των χρηματιστηρίων όπως αυτό των τελών της δεκαετίας του ’90 στις ΗΠΑ (Κατά τρόπο ειρωνικό βέβαια, αυτό το συγκεκριμένο πάρτυ είχε ενορχηστρωθεί σ’ έναν βαθμό απ’ την ίδια την Ομοσπονδιακή Τράπεζα εσκεμμένα, προκειμένου να συγκρατήσει μια παγκοσμιοποίηση της ασιατικής χρηματοπιστωτικής κρίσης του 1997-98).
Ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε ότι ακόμα και τα πολύ χαμηλά επιτόκια δεν οδηγούν πάντοτε τους καπιταλιστές να δανειστούν χρήμα για νέες επενδύσεις. Ας υποθέσουμε ότι μια επιχείρηση εκτιμά να βγάλει ένα “λογικό” κέρδος όταν δανείζεται με επιτόκιο 6%. Όταν τα μόνα διαθέσιμα δάνεια ξεκινούν από 8% και άνω, τότε ούτε θα δανειστεί, ούτε θα επενδύσει. Όμως ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ήδη ένα πλεόνασμα εμπορευμάτων κι επενδύσεων, οπότε δεν υπάρχει προοπτική να πωληθούν τα προϊόντα μιας μελλοντικής παραγωγικής μονάδας ώστε να βγει ένα κάποιο κέρδος. Τότε παύει να έχει νόημα ο δανεισμός χρήματος ακόμα κι αν το επιτόκιο τείνει στο μηδέν! Και το βλέπουμε στην πράξη αυτό στην Ιαπωνία σήμερα, όπου οι τράπεζες δεν μπορούν να εντοπίσουν αξιόπιστες επιχειρήσεις να τους δανείσουν χρήματα (και που επιθυμούν οι ίδιες να δανειστούν χρήματα), ακόμη κι αν έχουν ρίξει τα επιτόκια στο 1% ή κι ακόμη χαμηλότερα! (Ο κεϋνσιανός όρος γι’ αυτήν την κατάσταση είναι “παγίδα ρευστότητας”, αν και αυτή η ορολογία μάλλον συσκοτίζει την πραγματικότητα).
Οι κεντρικές τράπεζες κάνουν όμως και κάτι άλλο: προσαρμόζουν τον ρυθμό της κοπής νέου χρήματος (ή, στην πραγματικότητα, τους διάφορους τύπους παροχής χρήματος, που μπορεί να περιλαμβάνουν τόσο τραπεζικά αποθεματικά, ομόλογα και άλλες ρευστοποιήσιμες επενδύσεις, καθώς και το πραγματικό χρήμα). Οι κυβερνήσεις (μέσω των κεντρικών τραπεζών ή του υπουργείου οικονομικών) μπορούν επίσης να επηρεάσουν την ισοτιμία του εθνικού νομίσματος προς άλλα νομίσματα. Αυτό, ωστόσο, μπορεί να πάει πέρα από μια απλή μόχλευση. Είναι πράγματι μια μέθοδος να φορτώσει μια χώρα μέρος των οικονομικών προβλημάτων της σε μια άλλη. Κι αυτό επίσης έχει τα όριά του, ενώ δε βοηθά την καπιταλιστική οικονομία στο σύνολό της.
2.6 Η οικονομία των υπηρεσιών
(Αυτό το θέμα συνδέεται με την κατηγορία της “μη παραγωγικής εργασίας” του Μαρξ, βλ τη σχετική συζήτηση στις Θεωρίες της Υπεραξίας, τόμος 1. Ο Μαρξ ορίζει την εργασία σιτς υπηρεσίες στον τόμο 1 του Κεφαλαίου ως “μια έκφραση για τη συγκεκριμένη αξία χρήσης της εργασίας εκεί όπου αυτή χρησιμεύει όχι ως αντικείμενο αλλά ως δραστηριότητα”). Ένα ακόμη μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών -ιδιαίτερα των ΗΠΑ και των άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών- είναι αφιερωμένο στην παροχή υπηρεσιών, κι όχι στην παραγωγή προϊόντων για πώληση (υλικά εμπορεύματα). Αυτό εν μέρει οφείλεται στην πραγματική επέκταση της βιομηχανίας των υπηρεσιών, όμως επίσης οφείλεται στην ολοένα αυξανόμενη παραγωγικότητα στις κατασκευαστικές, και την μετατόπιση ολοένα και περισσότερων κατασκευαστικών στην Κίνα και τις άλλες “τριτοκοσμικές” χώρες. Από το 2007 ήδη, οι υπηρεσίες αποτελούν το 60% της οικονομίας των ΗΠΑ, από 55% την προηγούμενη δεκαετία και 52% δυο δεκαετίες πριν. (Πηγή: James C. Cooper, “Services: A Heavyweight in a Hard Fight”, Business Week, 19 Μαΐου 2008, σελ. 9. Παραδόξως, για αστός οικονομολόγος, ο Cooper ορθά δηλώνει: “Ωστόσο, παρά την αύξουσα σημασία τους (των υπηρεσιών), οι πιο σημαντικοί κινητήρες του επιχειρηματικού κύκλου ήταν πάντοτε η παραγωγή αγαθών και οι κατασκευαστικές…”)
Ορισμένες υπηρεσίες αποτελούν βοηθητικό σκέλος της διαδικασίας παραγωγής και διαφήμισης εμπορευμάτων. Οι έμποροι που πωλούν εμπορεύματα στη λιανική, παρέχουν στην ουσία μια υπηρεσία -την υπηρεσία της συγκέντρωσης εμπορευμάτων από έναν μεγάλο αριθμό παραγωγών, και τη βολική τους διάθεση στο κοινό. Όμως οι περισσότερες υπηρεσίες δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι περισσότερες περιλαμβάνουν τυπικά την πρόσληψη ορισμένων ατόμων για μια εργασία που από μόνη της ούτε παράγει εμπορεύματα, ούτε αφορά τη διαφήμιση ή τη διανομή εμπορευμάτων. Σ’ αυτού του είδους τις υπηρεσίες περιλαμβάνονται απ’ το να πάρουμε ένα γειτονόπουλο για βοήθεια στο χωράφι, μέχρι την πρόσληψη ενός επενδυτικού γραφείου από μια γιγαντιαία πολυεθνική για να κανονίσει την επιτυχή προσάρτηση μιας άλλης γιγαντιαίας επιχείρησης.
Απ’ τη στιγμή που ο τομέας των υπηρεσιών αυξάνεται σε σχέση με τον τομέα της κατασκευής, θα μπορούσε να βρεθεί εκεί μια λύση στην εγγενή τάση του καπιταλισμού προς την υπερπαραγωγή; Η βασική ιδέα εδώ είναι ότι τα αγαθά δεν μπορούν να πωληθούν στους εργάτες του κατασκευαστικού τομέα (καθώς οι μισθοί τους ισοδυναμούν μόνο σ’ ένα μέρος της αξίας των αγαθών που παράγουν), οπότε θα μπορούσαν να πωληθούν στους εργάτες των υπηρεσιών.
Μέρος του σφάλματος σ’ αυτή τη σκέψη γίνεται φανερό μόλις αναζητήσουμε το πού θα βρουν οι εργάτες των υπηρεσιών το εισόδημά τους. Άν ένας βιομηχανικός εργάτης πληρώσει έναν μηχανικό αυτοκινήτων 300 δολλάρια για να του διορθώσει το αμάξι, ο μηχανικός θα έχει στη διάθεσή του 300 δολλάρια παραπάνω να ξοδέψει, όμως ο εργάτης της βιομηχανίας θα έχει 300 δολλάρια λιγότερα. (Αφήνουμε στην άκρη το μικρό ποσοστό των χρημάτων που θα διατεθεί για την αγορά εμπορευμάτων όπως μπουζιά κλπ). Ισχύει ότι ο εργάτης της βιομηχανίας θα “αγοράσει” κάτι χρήσιμο με τα λεφτά του αυτά, όμως ο συνολικός όγκος των χρημάτων που είναι διαθέσιμα για την αγορά των εμπορευμάτων που παράγονται απ’ το σύνολο των καπιταλιστικών επιχειρήσεων παραμένει ο ίδιος.
Όμως, τί γίνεται την ίδια στιγμή με τους πραγματικούς κατόχους του χρήματος, με τους ίδιους τους καπιταλιστές; Δε ξοδεύουν άραγε αυτοί, κατ’ άτομο, πολύ περισσότερα για διαφόρων ειδών υπηρεσίες απ’ ότι οι εργάτες; Δε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ολόκληρη η υπεραξία -την οποία διαφορετικά δε θα ήξεραν τί να την κάνουν- μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε να αποφευχθούν έτσι οι κρίσεις υπερπαραγωγής;
Μπορούμε να το υποθέσουμε φυσικά, με την ίδια λογική που μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι καπιταλιστές μπορεί να συνεχίσουν να χτίζουν μύλους ή εργοστάσια επ’ αόριστον, κι έτσι να αποφευχθεί μια κρίση υπερπαραγωγής. Μ’ άλλα λόγια, αν και είναι μια λογική πιθανότητα, οι καπιταλιστές να ξοδεύουν ολόκληρη την υπεραξία που συσσωρεύουν σε μια ατελείωτη αγορά ολοένα και περισσότερων πολυτελών υπηρεσιών, κάτι τέτοιο δε θα συμβεί ποτέ. Ακόμη κι αν ένας πλούσιος καπιταλιστής προσλάβει δεκαπέντε υπηρέτριες, δυο ή τρεις μάγειρες, άλλους τόσους οδηγούς, μερικούς μπάτλερ, μια χούφτα κηπουρούς, κι ακόμη μια στρατιά υπηρετών απλά για να του βρίσκονται, στο τέλος δε θα έχει την παραμικρή δουλειά για έναν παραπάνω. Ακόμα και πλούσιοι όπως ο Ροκφέλλερ ή ο Μπιλ Γκέιτς, ενώ μπορούν να προσλάβουν χιλιάδες εργάτες υπηρεσιών, ολόκληρες στρατιές, δεν έχουν κανέναν λογικό λόγο να το κάνουν (στμ: πόσο μάλλον όταν στο μεταξύ οι ανταγωνιστές τους μπορούν να επενδύσουν τη δική τους υπεραξία στην παραγωγή).
Ένα βαθύτερο μέρος της εξήγησης του γιατί οι εργάτες που προσλαμβάνονται απ’ τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις για υπηρεσίες δεν μπορούν να ανακουφίσουν το πρόβλημα της υπερπαραγωγής, είναι ότι η ίδια η μορφή της εργασίας στις υπηρεσίες στην πραγματικότητα αυξάνει και η ίδια την υπερπαραγωγή! Για παράδειγμα, οι μέτοχοι και ιδιοκτήτες μιας τράπεζας ή μιας χρηματοπιστωτικής εταιρίας, πουλάν πολύ ακριβότερα στους πελάτες τους -βγάζοντας πολλή περισσότερη υπεραξία- τις υπηρεσίες που παρέχουν οι υπάλληλοί τους, ώστε οι υπάλληλοι αυτοί τελικά πληρώνονται στην πράξη για να παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές. Με άλλα λόγια, οι καπιταλιστές βγάζουν υπεραξία από τους συγκεκριμένους υπαλλήλους, του τομέα των υπηρεσιών, με τον ίδιο τρόπο που βγάζουν οι καπιταλιστές της παραγωγής, κι αυτή η υπεραξία συμβάλλει κατά τον ίδιο τρόπο στη διόγκωση της υπεραξίας που οι καπιταλιστές ως σύνολο, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα πως θα χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά (δηλαδή με κέρδος).
Έτσι, ακόμα και μια τεράστια επέκταση του τομέα των υπηρεσιών μπορεί να ιδωθεί, σ’ έναν σημαντικό βαθμό, ως μια “τεχνητή κατασκευή”, πλασμένη πάνω στα θεμέλια της καπιταλιστικής παραγωγής των υλικών εμπορευμάτων. Ως τέτοια, μπορεί να εξυπηρετήσει σαν μια μερική και προσωρινή βαλβίδα αποσυμπίεσης για ένα μικρό μέρος της πίεσης της υπεραξίας που οι καπιταλιστές συσσωρεύουν σε βάθος χρόνου. είναι πραγματικά σε θέση να ξοδέψουν τεράστια χρηματικά ποσά για να πάρουν στη δούλεψή τους υπηρεσίες όπως τραπεζικοί σύμβουλοι, διαφημιστικές εταιρίες, επενδυτικά γραφεία, κι άλλες διάφορες “επιχειρηματικές υπηρεσίες”. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά “πεταμένα λεφτά”, κάτι το οποίο επιδρά αρνητικά στα κέρδη τους. Ο ανταγωνισμός από εταιρίες που δεν ξοδεύουν τόσα χρήματα, ιδιαίτερα από -στα πλαίσια της “παγκοσμιοποίησης”- ασιατικές επιχειρήσεις χαμηλού κόστους, περιορίζει σοβαρά το πόσο χρήμα μπορούν οι δυτικοί καπιταλιστές να πετάξουν από δω κι από κει.
Όταν μια κρίση υπερπαραγωγής γίνει πραγματικά έντονη, υπάρχει πάντοτε μια ξαφνική και σοβαρή περιστολή των προηγουμένων εξόδων. Την επόμενη φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο θα περιλαμβάνει ένα δραματικό κραχ της οικονομίας των υπηρεσιών, ενδεχομένως ακόμη μεγαλύτερο απ’ το κραχ που ήδη λαμβάνει χώρα στον κατασκευαστικό τομέα. Το γεγονός ότι ο τομέας των υπηρεσιών (και ιδιαίτερα ο χρηματοπιστωτικός τομέας) είναι σήμερα το ισχυρότερο σημείο της αμερικανικής οικονομίας θα πρέπει να ληφθεί σαν μια σοβαρή προειδοποίηση του πόσο άσχημη θα γίνει η κατάσταση.
2.7 “Καζινοκαπιταλισμός”: Οικονομία του καζίνο
Υπάρχει κάτι ακόμη που μπορούν να κάνουν οι ίδιοι οι καπιταλιστές προκειμένου να συνεχίσουν το παιχνίδι για λίγο ακόμη, και η λέξη παιχνίδι δεν είναι τυχαία. Μπορούν να επινοούν ολοένα και διαφορετικά “ασφάλιστρα” και “παράγωγα”, ώστε να διογκώνουν τεχνητά την κερδοσκοπία των επενδύσεών τους σε ολοένα και μεγαλύτερα και τελικά παντελώς αφηρημένα ύψη.
Το χρηματιστήριο δεν είναι στην ουσία παρά ένα καζίνο, και μάλιστα στημένο. Ένας κάτοχος μετοχών συνήθως λαμβάνει μια περιοδική πληρωμή του μεριδίου που του αναλογεί απ’ τις δηλωμένες μετοχές της επιχείρησης (η οποία πληρωμή φυσικά προέρχεται απ’ την ακόμη μεγαλύτερη υπεραξία που βγαίνει απ’ τους εργάτες της επιχείρησης). Τα μερίσματα αυτά ήταν πιο κοινά στο παρελθόν: το 1978, το 66% των επιχειρήσεων που είχαν εγγραφεί στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ έδιναν μερίσματα, ενώ το 1999 μόλις το 20,8% -πηγή: έρευνα του Eugene F. Fama του Πανεπιστημίου του Σικάγο και του Kenneth French του MIT, από το άρθρο του Robert Kuttner, “The Case of the Disappearing Dividend”, Business Week, 9 Σεπτεμβρίου 2002, σελ. 28). Με μερίσματα ή χωρίς, η τιμή των μετοχών ανεβοκατεβαίνει, κι αυτές οι διακυμάνσεις μετατρέπονται σε διακύβευμα εντονότερου τζόγου. Ο στόχος είναι προφανώς να αγοράζει κανείς χαμηλά, κι έπειτα να πουλάει υψηλά, κι αυτός γίνεται τελικά ο λόγος που οι περισσότεροι επενδυτές αγοράζουν μετοχές, κι όχι τα μερίσματα, ακόμη κι όταν υπάρχουν αυτά.
Ακόμη χειρότερα, στις περιόδους ευφορίας, επικρατεί μια ατμόσφαιρα που θυμίζει σχήματα-πυραμίδας ή Πόνζι όπως λέγονται (στμ: πρόκειται για σχήματα όπου ο κάθε μέτοχος μοιάζει να κερδίζει περισσότερο όσο περισσότερους νέους μετόχους καταφέρει να εντάξει στο σχήμα, καθώς τα κέρδη του προέρχονται από μέρος των χρημάτων που θα συνεισφέρουν οι νέοι μέτοχοι κι όχι απ’ το όποιο προϊόν -εάν υπάρχει καν αυτό. Η ατμόσφαιρα αυτή είναι γνωστή από τις αλβανικές τράπεζες των μεσών της δεκαετίας του ’90, αλλά και το ελληνικό χρηματιστήριο των τελών της δεκαετίας αυτής): “Ανατιμητικές αγορές” όπου αγοράζει κανείς μετοχές μόνο και μόνο επειδή η τιμή τους εμφανίζεται διαρκώς να αυξάνει. Ο κόσμος αγοράζει μετοχές βασικά και κύρια για την “υπόσχεση” ότι θα μπορέσει αργότερα να τις πουλήσει με ένα μεγάλο κέρδος. Τελικά, όλες αυτές οι χρηματιστηριακές φούσκες σκάνε, και η μεγάλη μάζα όσων πιαστήκαν κορόιδα, μένει παγιδευμένη με “τίτλους επενδύσεων” στα χέρια, οι οποίοι αξίζουν πολύ λιγότερα απ’ όσα πλήρωσαν για να τους αποκτήσουν. (Ακόμη κι ένας αστός οικονομολόγος πριν από μας, ο Robert J. Shiller του πανεπιστημίου του Yale, στο βιβλίο του Irrational Exuberance, 2000, είχε παρατηρήσει την αναλογία χρηματιστηρίου και σχημάτων Πόνζι, κάνοντας λόγο για “διαδικασία αυθόρμητης εμφάνισης σχημάτων Πόνζι”. Ωστόσο, ο Ένγκελς είχε σχεδόν προλάβει τον Shiller κατά έναν αιώνα, όταν έγραφε στον Bebel το 1893 ότι “Το χρηματιστήριο είναι ένας θεσμός όπου οι αστοί εκμεταλλεύονται όχι του εργάτες αλλά ο ένας τον άλλον”, αν και βέβαια στο σύγχρονο χρηματιστήριο δεν τζογάρουν μόνο οι καπιταλιστές, αλλά επίσης η “μεσαία τάξη”, κι ακόμα και πολλοί εργάτες, αλλά κυρίως αυτοί που διαχειρίζονται τις συντάξεις και τις καταθέσεις των εργατών…)
Όμως, στη διάρκεια του περασμένου αιώνα, και ιδιαίτερα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του, η τζογαδόρικη όψη της επένδυσης ξέφυγε πολύ, πολύ μακρύτερα απ’ τον βασικό τζόγο με τις τιμές των μετοχών -τόσο πολύ μάλιστα, που ακόμα και πολλοί αστοί σχολιαστές αποκάλεσαν την αμερικανική οικονομία “καζινοκαπιταλισμό”. Φυσικά, υπάρχει η αγορά μετοχών με πίστωση (“margin”), δηλαδή ο δανεισμός χρήματος για αγορά μετοχών. Υπάρχουν οι μετοχές με δικαίωμα προαίρεσης (“options”), με το δικαίωμα αγοράς μιας συγκεκριμένης αξίας μέχρι μια καθορισμένη ημερομηνία λήξης. Υπάρχουν οι μετοχές με δικαίωμα αγοράς (“puts”) και πώλησης (“calls”), με την υποχρέωση αγοράς ή πώλησης μιας συγκεκριμένης αξίας μετοχών σε κάποια στιγμή στο μέλλον. Υπάρχουν επίσης τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (“futures”) για την αγορά ή πώληση αξιών στο μέλλον, σε μια δεδομένη τιμή, είτε ο “πωλητής” έχει στην ιδιοκτησία του τα εμπορεύματα αυτή τη στιγμή είτε όχι. Τέτοιου είδους παράγωγα, όπως τα futures, δικαιολογούνται απ’ τον επιχειρηματικό κόσμο ως ένας τρόπος να ελαχιστοποιούν το ρίσκο. Ισχύει ότι μια -σύμφωνα με τον ορισμό- χρήση αυτών των συμβολαίων από έναν κεφαλαιούχο μπορεί όντως να μειώσει το ρίσκο του. Όμως το κατορθώνει αυτό απλώς μεταφέροντας το ρίσκο σ’ έναν άλλον κερδοσκόπο.
Πέρα απ’ τις ίδιες τις μετοχές, υπάρχουν διάφορα χρηματοπιστωτικά “παράγωγα”, περιλαμβανομένων των αγορών μελλοντικής εκπλήρωσης για διεθνή νομίσματα, ομόλογα, ακόμα και για προϊόντα συνδεδεμένα με τους ίδιους τους γενικούς δείκτες του χρηματιστηρίου ή των αγορών ομολόγων. Έτσι, μπορεί κανείς τη σήμερον ημέρα να τζογάρει άμεσα για το άν μια μετοχή θα ανέβει ή θα πέσει μέσα στους επόμενους μήνες. Η “πιο συναλλασόμενη μετοχή του κόσμου” αυτή τη στιγμή, δεν είναι καν μια μετοχή κάποιας επιχείρησης, αλλά ο ίδιος ο δείκτης του χρηματιστηρίου Nasdaq, που καθημερινά αλλάζουν χέρια κάπου 100 εκατομμύρια μετοχές, διπλάσιες από αυτές της Intel ή της Microsoft (πηγή: “ETF Strategies for Long-Term Investors”, ειδικό διαφημιστικό ένθετο στο Business Week, 8 Νοεμβρίου 2004, σελ. 29).
Όλα αυτά τα εξωτικά πραγματάκια -options, futures, swaps, warrants, κλπ- λέγονται αλλιώς “παράγωγα” (επειδή παράγονται από τα πραγματικά μερίσματα ιδιοκτησίας), και είναι ενδεικτικά της ατελείωτης επινοητικότητας των καπιταλιστών της πίστωσης, στο να δημιουργούν και να προωθούν τέτοια κόλπα. Το τελευταίο (προς το παρόν!) απ’ αυτά τα κόλπα μόχλευσης του τζόγου υψηλών αποδόσεων και ελαχιστοποίησης του ρίσκου, είναι τα λεγόμενα “hedge funds”, τα “αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου”. Αυτά εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ ήδη εδώ και δυο δεκαετίες. Στη διάρκεια της Ασιατικής Κρίσης του 1997-98, η κατάρρευση σχεδόν μιας απ’ αυτές τις τεράστιες κερδοσκοπικές εταιρίες, της Long-Term Capital Management, ήταν τόσο απειλητική για τις ΗΠΑ και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, που η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αναγκάστηκε να παρέμβει και να ξεχρεώσει την εταιρία ξοδεύοντας αρκετά δισεκατομμύρια δολλάρια.
Κι έπειτα ήρθε η Enron, που κατέρρευσε στα τέλη του 2001. Αν και αρχικά μια εταιρία παραγωγής σωληνών, η Enron εξελίχθηκε γρήγορα σ’ ένα hedge fund γενικού εμπορεύματος -μια εκλεπτυσμένη κερδοσκοπική επιχείρηση που κατάφερε για ένα διάστημα να κρύψει το ολοένα και μεγαλύτερο ρίσκο της μέσω “δημιουργικής λογιστικής”. Η Enron εμφάνιζε μια κεφαλαιοποίηση του ύψους των 80 δισ. δολλαρίων. Υπήρχε άραγε ένα τόσο τεράστιο κεφάλαιο το οποίο ξαφνικά εξαϋλώθηκε; Όχι, δεν ήταν παρά αυτό που έλεγε ο Μαρξ “πλασματικό” κεφάλαιο (βλ. Καρλ Μαρξ – Το Κεφάλαιο, τόμος ΙΙΙ), φανταστικό κεφάλαιο. (Το πλασματικό κεφάλαιο είναι η κεφαλαιοποίηση των μελλοντικών τόκων ή των υποτιθέμενων “εσόδων”). Όμως το πλασματικό αυτό κεφάλαιο είναι τόσο διαδεδομένο και τόσο σημαντικό στον σύγχρονο καπιταλισμό που περιπτώσεις ξαφνικής εξαφάνισής του μπορούν να προκαλέσουν ή να εντείνουν ήδη υπάρχουσες κρίσεις.
Ακόμη κι αν η κατάρρευση της Enron ή της WorldCom (το 2002) ήταν οι δυο μεγαλύτερες χρεωκοπίες στην ιστορία των ΗΠΑ (μέχρι στιγμής!), δε σημαίνει ότι σήμαναν και το τέλος αυτής της κερδοσκοπικής οικονομίας του καζίνο που έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη σ’ αυτήν τη χώρα. Ολόκληρη η αμερικανική οικονομία, ίσως δεν είναι “μια μεγάλη Enron”, όμως ένα ολοένα και μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος της είναι.
2.8 Νέες βιομηχανίες
Εκτός από τα τεχνητά μέσα που διαθέτουν οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις ώστε να κρατούν την οικονομία σε λειτουργία, υπάρχει κι ένα λιγότερο “αυτοματοποιημένο” μέσο που τους βοηθά σ’ έναν περιορισμένο βαθμό: οι επιστημονικές ανακαλύψεις και οι νέες τεχνολογίες, που κατά καιρούς οδηγούν στη γέννηση ολόκληρων νέων βιομηχανιών. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, αυτές οι νέες βιομηχανίες περιλάμβαναν τον σιδηρόδρομο, την ατμομηχανή, τα ατμόπλοια, κι έπειτα στο τέλος του αιώνα, το ηλεκτρικό φως και τον ηλεκτροκινητήρα. Στις αρχές του 20ου τα αυτοκίνητα, το ραδιόφωνο και τα αεροπλάνα. Αργότερα κατά τον 20ό αιώνα τα διαστημόπλοια και τους υπολογιστές, και στο τέλος του αιώνα το διαδίκτυο.
Η επέκταση των νέων βιομηχανιών, σημαίνει ότι ολόκληρες νέες περιοχές όπου προηγουμένως θα ήταν “πλεονάζον” κεφάλαιο μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Νέες περιοχές όπου μπορούν να γίνουν κερδοφόρες επενδύσεις ανοίγονται. Όμως αυτό έχει δευτερευόντως ορισμένα αρνητικά. Μερικές παλαιότερες βιομηχανίες συνήθως καταρρέουν (τουλάχιστον εν μέρει), καθώς οι νέες βιομηχανίες τις αντικαθιστούν. Γενικά, ωστόσο, υπάρχει ένα θετικό ισοζύγιο στο κέρδος του κεφαλαίου σε ευκαιρίες επένδυσης. Αν και αυτές εμφανίζονται άπαξ για κάθε νέα βιομηχανία.
Ένας άλλος αρνητικός παράγοντας προκύπτει καθώς οι νέες τεχνολογίες συνήθως επιτρέπουν μια αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας. Στον βαθμό που η αυξημένη παραγωγικότητα οδηγεί σε αυξημένους μισθούς, η αγορά στο σύνολό της μπορεί να επεκταθεί (στμ: περισσότερα εμπορεύματα παράγονται, περισσότερα μπορούν να αγοραστούν, άρα να πωληθούν). Όμως η άνοδος της παραγωγικότητας σημαίνει επίσης, εξ ορισμού, ότι λιγότεροι άνθρωποι είναι αναγκαίοι προκειμένου να κάνουν τη δουλειά που προηγουμένως απαιτούσε περισσότερους -με άλλα λόγια, οδηγεί σε μεγαλύτερη ανεργία- κάτι που μειώνει τη συνολική αγορά.
Επιπλέον, κάτω από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, οι καπιταλιστές τείνουν να κρατούν ένα δυσανάλογο μερίδιο της αυξημένης αξίας που παράχθηκε χάρις στις βελτιώσεις της παραγωγικότητας. Κάτι τέτοιο αυξάνει το μερίδιο της υπεραξίας τους, κι έτσι (προσωρινά τουλάχιστον) τα κέρδη τους. Όμως την ίδια στιγμή, τείνει επίσης να επιβαρύνει τη βασική αντίφαση της καπιταλιστικής παραγωγής, αυξάνοντας το διαθέσιμο πλεονάζον κεφάλαιο. Ειδικά καθώς οι νέες βιομηχανίες εδραιώνονται και περνάει ο πυρετός των νέων επενδύσεων, φαίνεται στο τέλος πως δεν έχουν γλυτώσει απ’ το πρόβλημα του “πλεονάζοντος κεφαλαίου”, αλλά αντίθετα μόλις ξεκινά να σοβαρεύει.
Απ’ την άποψη της ορθολογικής κατανομής των πόρων, ένα ακόμη πρόβλημα με τις νέες βιομηχανίες είανι η τάση προς έναν επενδυτικό “πυρετό του χρυσού”, καθώς μια πραγματική μανία υπερβολικής και εξαιρετικά σπάταλης επένδυσης λαμβάνει χώρα. Καθώς μια νέα βιομηχανία αναπτύσσεται, τεράστια ποσά κεφαλαίου ξοδεύονται και χάνονται στη διαδικασία αυτή. Οι παράλογες δαπάνες της φούσκας των εταιριών του διαδικτύου στα τέλη της δεκαετίας του ’90, επιβεβαιώνουν απλώς την αλήθεια αυτής της γενικής παρατήρησης. Ωστόσο, απ’ την άποψη της υγείας του καπιταλισμού, αυτή η σπατάλη -όπως κάθε σπατάλη, βλ. το 2.13 παρακάτω- είναι ουσιαστικά ευεργετική! Μ’ άλλα λόγια, οι νέες βιομηχανίες πρακτικά ανοίγουν τον δρόμο για περισσότερες επενδυτικές ευκαιρίες απ’ όσες λογικά υπάρχουν, κάτι που τείνει να μετριάσει (σε περιορισμένο βαθμό) το θεμελιώδες πρόβλημα του πλεονάζοντος κεφαλαίου.
Εν ολίγοις, η νέα τεχνολογία και οι νέες βιομηχανίες δεν μπορούν να επιλύσουν την αντίφαση μεταξύ των επιβεβλημένων περιορισμών στην καταναλωτική δύναμη των μαζών και στην τάση των καπιταλιστών να επεκτείνουν απεριόριστα την παραγωγή. Αρχικά οι νέες βιομηχανίες μπορεί να βοηθήσουν λίγο -ίσως περισσότερο λόγω της σπατάλης του πυρετού των νέων επενδύσεων παρά κάθε λογικής ανάγκης για νέες επενδύσεις- όμως στη συνέχεια δεν μπορεί παρά να χειροτερέψουν κι άλλο τη θεμελιώδη αντίφαση. Καθώς η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος συνεχίζεται, αυτή η αρνητική τελική κατάσταση ολοένα και περισσότερων βιομηχανιών τείνει να κυριαρχήσει επί των αρχικών θετικών αποτελεσμάτων της κάθε μίας. Εν συντομία, η ικανότητα της νέας τεχνολογίας να απαλύνει το πρόβλημα του καπιταλισμού χάνει γρήγορα την αποτελεσματικότητά της.
2.9 Πιστωτικές φούσκες
Υπάρχουν λοιπόν αρκετά πράγματα που οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις μπορούν να κάνουν για να τονώσουν την κατανάλωση, να χρησιμοποιήσουν το πλεονασματικό κεφάλαιο, και τελικά να συνεχίσουν την παραγωγή. Διαφέρουν ως προς την αποτελεσματικότητά τους, κι ως προς τον βαθμό που αντιμετωπίζουν το βασικό πρόβλημα -το γεγονός δηλαδή ότι η καταναλωτική δύναμη της καπιταλιστικής κοινωνίας αυξάνεται πολύ πιο αργά απ’ ό,τι η παραγωγική δύναμη της κοινωνίας αυτής (λόγω της αντίφασης μεταξύ της περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών, και της τάσης των καπιταλιστών να επεκτείνουν απεριόριστα την παραγωγή). Οι μέθοδοι που αντιμετωπίζουν το βασικό αυτό πρόβλημα, και που πραγματικά φαίνεται να το λύνουν για λίγο καιρό -όπως μια ολοένα και αυξανόμενη πίστωση με την μορφή καταναλωτικών δανείων και μια ολοένα και αυξανόμενη κεϋνσιανή ελλειματική δαπάνη εκ μέρους της κυβέρνησης- όλες καταρρέουν τελικά, οδηγώντας σε ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή.
Όταν οι πιστωτικές φούσκες αρχίζουν να σκαν (είτε είναι φούσκες καταναλωτικών δανείων, είτε μετοχών, είτε κυβερνητικού δανεισμού, είτε χρηματιστηριακές ή φούσκες της αγοράς ακινήτων) τελικά προκαλούν, ή συμβάλλουν σε μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση. Κι όταν μια τέτοια κρίση ξεσπά, συνήθως επεκτείνεται και σε άλλες σφαίρες. Με δεδομένη την αβεβαιότητα που κυριαρχεί τότε, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις γίνονται καχύποπτες και συχνά κόβουν περικόπτουν κάθε επενδυτικό πλάνο. Οι επιχειρήσεις που επιλέγουν να εφαρμόσουν παρολαυτά τον επενδυτικό σχεδιασμό τους, βρίσκουν συνήθως τους τραπεζίτες πιο επιφυλακτικούς απέναντι στις αιτήσεις δανείων τους. Οι καταναλωτές βρίσκουν επίσης αυξανόμενη δυσκολία να λάβουν δάνεια, κι όλα αυτά τα γεγονότα ενισχύουν το ένα το άλλο, οδηγώντας σαν αλυσιδωτή αντίδραση σε μια επερχόμενη αντίφαση. Ο κόσμος σταματά να αγοράζει πράγματα που άλλοτε θα αγόραζε. Η λιανική αγορά πέφτει και τα εμπορεύματα που μένουν απούλητα στις αποθήκες συσσωρεύονται. Υπάρχει μια ξαφνική αντίληψη πως η αγορά έχει συρρικνωθεί για πολλά εμπορεύματα, και οι περισσότερες επενδύσεις αναβάλλονται. Οι επιχειρήσεις αρχίζουν να απολύουν εργάτες, οι οποίοι τότε αγοράζουν ακόμα λιγότερα, λόγω της μείωσης του εισοδήματός τους (στην πράξη αυτό μπορεί απλώς να αναβληθεί για λίγο όπου υπάρχουν αποζημιώσεις για τις απολύσεις, ισχυρά ταμεία ανεργίας κλπ). Οι απολυμένοι εργάτες δεν μπορούν πια να πάρουν δάνεια όσο εύκολα μπορούσαν πριν απολυθούν. Και ούτω καθεξής, σ’ έναν δυνητικά καταστροφικό φαύλο κύκλο.
Όταν εξαπολύονται τέτοιες τεράστιες δυναμικές, η οικονομία κινδυνεύει να βρεθεί σε μια καθοδική δίνη προς μια ολοένα και βαθύτερη κρίση υπερπαραγωγής. Μερικές φορές η παρέμβαση των κυβερνήσεων μπορεί να συγκαλύψει το εύρος της κρίσης, και να αναβάλλει την ολοκληρωτική καταστροφή μέχρι την επόμενη μέρα. Μερικές φορές δεν μπορεί. Με άλλα λόγια, είναι συνήθως οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις που αποτελούν τον πυροκροτητή των κρίσεων υπερπαραγωγής.
2.10 Η πίστωση υπάρχει για να διευκολύνει την υπερπαραγωγή
Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στη φύση των χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Κατ’ αρχήν, τί είναι η πίστωση; Πώς προέκυψε και γιατί υπάρχει στην οικονομία; Ο Μαρξ σημειώνει ότι “το χρηματοπιστωτικό σύστημα το ίδιο, προκύπτει από τις δυσκολίες που συναντά το κεφάλαιο να δραστηριοποιηθεί “παραγωγικά”, δηλαδή με “κερδοφόρα”. Και κατόπιν γράφει: “Η υπερπαραγωγή, το πιστωτικό σύστημα κλπ, είναι μέσα με τα οποία η καπιταλιστική παραγωγή προσπαθεί να ξεπεράσει τα ίδια τα όριά της, και να παράξει πέρα και πάνω απ’ τα όριά της. Η καπιταλιστική παραγωγή, διαθέτει απ’ την μια πλευρά αυτήν την κινητήρια δύναμη, κι απ’ την άλλη, μπορεί να αντέξει μόνο την παραγωγή που μπορεί να χωρέσει εντός της κερδοφόρας επένδυσης του υπάρχοντος κεφαλαίου. Έτσι προκύπτουν οι κρίσεις… (Καρλ Μαρξ – Θεωρίες της Υπεραξίας, τόμος 3).
Πράγματι, η πίστωση υφίσταται προκειμένου να διευκολύνει την υπερπαραγωγή, δηλαδή, την παραγωγή πέρα από τα όρια εντός των οποίων μπορεί το κεφάλαιο να επενδυθεί με κέρδος (φυσικά, η αστική τάξη δεν βλέπει καθόλου έτσι τα πράγματα).
Οι χρηματοπιστωτικές φούσκες κάθε είδους (καταναλωτικά, επιχειρηματικά και κυβερνητικά χρέη), δεν είναι κάτι που μπορεί να αποφευχθεί μέσα στον καπιταλισμό, αλλά αντίθετα είναι πράγματα που είναι απαραίτητα για να λειτουργεί ο καπιταλισμός. Όσο περισσότερο αναπτύσσονται οι μηχανισμοί που ευνοούν τη δημιουργία τέτοιων φουσκών, τόσο πιο επιτυχημένη είναι η καπιταλιστική κοινωνία (μέχρι να σκάσει η φούσκα!). Όταν η φούσκα σκάσει και ξεσπάσει η κρίση, πάντα φαίνεται εκ των υστέρων σαν να υπήρξε ένας τεράστιος παραλογισμός από μεριάς των τραπεζών, των βιομηχάνων, των καταναλωτών και της κυβέρνησης, που τόσο καιρό επέτρεπε τη διόγκωση αυτής της φούσκας. Όμως αν δεν “επιτρεπόταν” (και δεν ενθαρρυνόταν με κάθε τρόπο) η ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής φούσκας, τότε η κρίση απλά θα ξεσπούσε πολύ νωρίτερα. Στην πράξη, αν δεν υπήρχαν χρηματοπιστωτικές φούσκες, δε θα υπήρχε καθόλου καπιταλιστική ανάπτυξη.
Ένας από τους λόγους για την μαζική, και διαρκώς επιδεινούμενη στασιμότητα που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της σοβιετικής μορφής κρατικού καπιταλισμού κατά την περίοδο του “ρεβιζιονισμού” (1956-1991) ήταν ότι το σύστημα εκείνο διέθετε εντελώς υποανάπτυκτους μηχανισμούς για τη δημιουργία χρηματοπιστωτικών φουσκών. Η μεγαλύτερη φούσκα που δημιούργησε ήταν υπό την μορφή του κρατικού χρέους σε τρίτες χώρες, ενώ υπήρχαν ελάχιστες πιστωτικές κάρτες, και φαινομενικά μηδενικές υποθήκες. Γι αυτόν τον λόγο και η κρίση υπερπαραγωγής στη ρεβιζιονιστική Σοβιετική Ένωση δεν πήρε την μορφή που γνωρίζουμε στη Δύση, ξεκινώντας δηλαδή από το σκάσιμο μιας νομισματικής φούσκας και το ξέσπασμα μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
2.11 Όταν σκάνε οι φούσκες
Οι οικονομικές κρίσεις στον σύγχρονο καπιταλισμό (εκτός απ’ τον μονοπωλιακό καπιταλισμό σοβιετικού τύπου) συνήθως ξεκινούν με -και πάντοτε περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο- χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Αυτό εν μέρει εξηγείται επειδή, όπως αναφέραμε νωρίτερα, η πίστωση έχει καταστεί ένα μείζον μέσο προσωρινής υπέρβασης του βασικού προβλήματος της καπιταλιστικής παραγωγής: του γεγονότος δηλαδή ότι οι καπιταλιστές δεν πληρώνουν (και ούτε μπορούν να πληρώσουν) τους εργάτες για ολόκληρη την αξία που παράγουν (κι ως εκ τούτου οι εργάτες, ως η κινητήρια δύναμη της κατανάλωσης, δεν μπορούν να αγοράσουν πίσω τα προϊόντα που παράγουν, εκτός αν τους δίνεται μια διαρκώς επεκτεινόμενη πίστωση).
Όλες οι μείζονες μορφές χρέους δημιουργούνται κανονικά -έμμεσα ή άμεσα- για τον σκοπό της προσωρινής υπεκφυγής αυτής της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, που περιλαμβάνει όχι μόνον το καταναλωτικό χρέος, αλλά επίσης το κυβερνητικό χρέος και αρκετό επιχειρηματικό χρέος. Επιπροσθέτως, υπάρχουν κερδοσκοπικές φούσκες (το αποτέλεσμα της “οικονομίας του καζίνο”), και διάφορες παρεμφερείς φούσκες (όπως της κερδοσκοπίας του real estate).
Υπάρχουν αρκετά σημεία που πρέπει να γίνουν κατανοητά όσον αφορά το σκάσιμο αυτών των φουσκών:
Το σκάσιμο μιας απ’ αυτές τις φούσκες, δε σημαίνει αυτόματα και το σκάσιμο όλων τους. Αν καταρρεύσει για παράδειγμα το καταναλωτικό χρέος, αυτό δε σημαίνει ότι και η φούσκα του κυβερνητικού χρέους θα σκάσει (ή ότι αν το κάνει, θα γίνει την ίδια στιγμή).
Παρόλο που αυτές το σκάσιμο αυτών των φουσκών τείνει να είναι ξαφνικό και καταλυτικό, οι φούσκες δεν καταρρέουν πλήρως. (Η φούσκα του χρηματιστηρίου των ΗΠΑ υπέστη μια μείζονα κατάρρευση το 2000-2001, για παράδειγμα, όμως η κατάρρευση δεν ήταν ολοκληρωτική. Ακόμη και μετά την ελεύθερη πτώση, η χρηματαγορά παρέμεινε αρκετά υπερτιμημένη με ιστορικούς όρους -βάσει της αναλογίας τιμής/απόδοσης κλπ. Τα σχετικά στοιχεία παρέχονται από τον Robert Kuttner στο Business Week 15 Απριλίου 2002, σελ. 26).
Ακόμη όμως κι όταν καταρρέουν ολοκληρωτικά, η πλήρης κατάρρευση μιας φούσκας δε συμβαίνει αναγκαστικά με την μία. (Μπορεί δηλαδή να υπάρξει μια διαδοχή από καταρρεύσεις, πιθανώς διανθισμένες με μερική και προσωρινή εκ νέου επέκταση της φούσκας).
Τα σημεία αυτά είναι εν ισχύι ιδιαίτερα απ’ την εποχή της (πρώτης) Μεγάλης Ύφεσης, όταν οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικονομία γίναν για πρώτη φορά τόσο εκτεταμένες και σημαντικές. Αν τα γεγονότα αφεθούν μόνα τους, τότε το σκάσιμο μιας φούσκας απειλεί να οδηγήσει σε μια αλυσιδωτή αντίδραση στην οικονομία, όπου η μια φούσκα θα σκάει μετά την άλλη. Όμως άν η κυβέρνηση παρέμβει σθεναρά προτού κάτι τέτοιο συμβεί, η αλυσιδωτή αντίδραση μπορεί πολλές φορές να διακοπεί (με την προϋπόθεση ότι οι υφέρπουσες αντιφάσεις δε θα έχουν συσσωρευτεί σε ακραία επίπεδα!).
Ένα παράδειγμα είναι αυτό που συνέβη το 2001-2002. Εξ αιτίας της ύφεσης και της (μερικής) κατάρρευσης του χρηματιστηρίου των ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα χαμήλωσε δραστικά τα επιτόκια το 2001. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, πολύς κόσμος να μπορέσει να αγοράσει κατοικίες, κι όσοι είχαν ήδη αγοράσει ένα σπίτι με δάνειο να μειώσουν τα επιτόκιά τους ή/και να λάβουν νέα σημαντικά ενυπόθηκα δάνεια. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια ταχεία ανάπτυξη των τιμών των κατοικιών, στη δημιουργία δηλαδή της στεγαστικής φούσκας, καθώς και σε μια τεχνητή ευφορία που προέκυπτε απ’ την ρευστότητα της φούσκας αυτής, κι όλα αυτά την ίδια στιγμή που η φούσκα του χρηματιστηρίου ξεφούσκωνε (μειώνοντας την επίδραση της ρευστότητας). Όπως έγραφε πρόσφατα το Economist: “Για να το θέσουμε ωμά: μια φούσκα σκάει, καθώς μια άλλη αρχίζει να φουσκώνει” (The Economist, 30 Μαρτίου 2002, σελ. 11).
Ένα ακόμη σημείο σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές φούσκες και τις κερδοσκοπικές φούσκες: Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί άνθρωποι, οι φούσκες αυτές δεν είναι στην πραγματικότητα “η αιτία” της ύφεσης ή της κρίσης. Όπως είδαμε νωρίτερα, οι πιστωτικές φούσκες είναι πάντοτε τρόποι να αναβάλλεται η ύφεση και η στασιμότητα. Απ’ την άλλη, το σκάσιμό τους (ή η μερική κατάρρευσή τους) συχνά πυροδοτεί ή συμπίπτει με το ξεκίνημα της οικονομικής ύφεσης (είτε πρωταγωνιστικά είτε στο παρασκήνιο αυτής). Αντίθετα με τις αντιλήψεις πολλών αστών οικονομολόγων, το θεμελιώδες πρόβλημα δεν έγκειται στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, αλλά στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού ως σύστημα εκμετάλλευσης, δηλαδή απόσπασης υπεραξίας από την εργασία άλλων. Οι κρίσεις συχνά ξεσπούν ωστόσο, στην χρηματιστηριακή ή στην πιστωτική σφαίρα που δημιουργήθηκαν ως μέσο για να ξεπεραστεί η θεμελιώδης αντίφαση του καπιταλισμού.
2.12 Η ψυχολογία του κόσμου
Μια απ’ τις αντιφάσεις που ανακύπτουν στην επιφάνεια των οικονομικών κρίσεων εδρεύει στην μεταβλητή ψυχολογία του κόσμου. Όσο οι δανειστές πιστεύουν ότι στο τέλος θα πληρωθούν, συνεχίζουν να δανείζουν χρήματα. Όσο οι καταναλωτές πιστεύουν ότι στο τέλος θα καταφέρουν να αποπληρώσουν τα επεκτεινόμενα χρέη τους, συνεχίζουν να δανείζονται. Όσο οι καπιταλιστές πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να πουλήσουν με κέρδος τα όσα παράγουν τα εργοστάσιά τους, συνεχίζουν να επεκτείνουν την παραγωγή. Όσο οι κυβερνήσεις πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να τη γλυτώσουν, συνεχίζουν να επεκτείνουν το δημόσιο χρέος προκειμένου να κρατήσουν την οικονομία σε λειτουργία. Εν συντομία, η οικονομία δεν είναι κάτι ανεξάρτητο απ’ το τί πιστεύουν και κάνουν οι άνθρωποι, είτε υπάρχει κάποια λογική βάση σ’ αυτό που πιστεύουν είτε όχι.
Αυτό όμως εγείρει το ζήτημα του γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν ό,τι πιστεύουν. Φυσικά, υπάρχει πάντα ένα είδος ευσεβούς πόθου στους ανθρώπους. Μια βασική αρχή του μαρξιστικού ιστορικού υλισμού είναι ότι οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν αυτό που είναι συμφέρον τους να πιστέψουν. Αυτό είναι απόρροια ενός πιο γενικού, ψυχολογικού αξιώματος που λέει ότι οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν αυτό που θέλουν να πιστεύουν. Οι καπιταλιστές αναζητούν ευκαιρίες για κερδοφόρες επενδύσεις, κι έτσι φυσικά τείνουν να πιστεύουν ότι υπάρχουν πολλές τέτοιες ευκαιρίες, ακόμη κι όταν πραγματικά δεν υπάρχουν. Οι δανειστές έχουν χρήματα να δανείσουν, και πρέπει να πιστεύουν ότι αυτοί στους οποίους θα τα δανείσουν θα μπορέσουν να τους τα επιστρέψουν με τόκο. Κι ακόμη, τέλος, η εργατική τάξη και οι φτωχοί, πολλοί απ’ τους οποίους με το ζόρι τα βγάζουν πέρα, πρέπει να πείσουν τους εαυτούς τους ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν, κι ότι θα μπορέσουν να ξεπληρώσουν όλα τα χρέη που φορτώνονται.
Ως έναν βαθμό, όλοι αυτοί οι ευσεβείς πόθοι τείνουν να λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες -αλλά μόνο για λίγο. Ένα παράδειγμα είναι τα σχήματα Πόνζι ή πυραμίδες, ή ακόμα και το χρηματιστήριο από την άποψη αυτήν, στη φάση της ανάπτυξής τους. Όσο περισσότερο οι επενδυτές πιστεύουν ότι το χρηματιστήριο θα ανέβει, τόσο πιο πρόθυμοι είναι να επενδύσουν χρήματα, και όσο περισσότερο επενδύουν τα χρήματά τους τόσο περισσότερο το χρηματιστήριο όντως θα ανεβαίνει. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η καπιταλιστική οικονομία της ανάπτυξης (κι όχι μόνο το χρηματιστήριο) μοιάζει πολύ μ’ ένα σχήμα Πόνζι. Οι καπιταλιστές πείθουν τους εαυτούς τους τις περιόδους ανάπτυξης ότι δε θα υπάρξει τέλος στις ευκαιρίες επένδυσεις, κι έτσι βυθίζονται στις νέες επενδύσεις με μια αναζωπυρωμένη μανία. Οι μισθοί τείνουν να αυξάνονται σχετικά στις φάσεις ανάπτυξεις, κι έτσι οι εργάτες φαντάζονται ότι θα αυξηθούν αρκετά στο μέλλον ώστε να τους επιτρέψουν να ξεπληρώσουν όλο το χρέος στο οποίο ετοιμάζονται να βυθίσουν τους εαυτούς τους. Καθώς οι επιχειρήσεις καταγράφουν υψηλά κέρδη, οι τράπεζες είναι πρόθυμες να τους δανείσουν χρήματα για νέες παραγωγικές μονάδες και όλα τα σχετικά. και καθώς όλη αυτή η διαδικασία εξελίσσεται, η οικονομία πράγματι φαίνεται να αναπτύσσεται για λίγο.
Όμως αν η “δύναμη της θετικής σκέψης” μπορεί να βοηθήσει στη διαδικασία της ανάπτυξης για λίγο, τότε γιατί όχι και για πάντα; Το πρόβλημα εδώ είναι ότι δεν υπάρχει αντικειμενική βάση γι’ αυτή τη δύναμη (για τους λόγους που αναπτύξαμε νωρίτερα), και οι άνθρωποι μπορούν να ξεγελαστούν πιστεύοντας πως όλα θα πάνε καλά, όμως όχι για πάντα. Μόλις οι φόβοι για την κατάσταση της οικονομίας αρχίσουν να εγείρονται, καταγράφονται και οι πρώτες αντιρρήσεις, τόσο μεταξύ των συνηθισμένων ανθρώπων, όσο και μεταξύ επαγγελματιών αστών ιδεολόγων. Ιδού και ο θρήνος ενός εξ αυτών.
Τα τελευταία χρόνια παρατήρησα ότι το μέσο για να φέρει κανείς μια ύφεση είναι να αρχίσει να μιλάει για το πόσο άσχημοι γίνονται οι καιροί. Αυτό δημιουργεί στους ανθρώπους ένα συναίσθημα ότι θα ‘ταν καλύτερα να συγκρατήσουν τα έξοδά τους. Αυτό ξέρετε, γίνεται αμέσως αντιληπτό από άλλους ανθρώπους, που σταματούν να κυκλοφορούν το χρήμα τους. Φτάνοντας τελικά στο σημείο όπου κανείς δε θέλει να αγοράσει τίποτα εκτός απ’ τα απολύτως απαραίτητα, και μπαμ, ολόκληρο το σύστημα καταρρέει. Εντάξει λοιπόν, ζωγραφίστε με μελανά χρώματα την εικόνα μιας αδύναμης οικονομίας και φέρτε την ύφεση αν αυτό επιθυμείτε. Προσωπικά είμαι εναντίον του. Δεν είμαι οικονομολόγος, παρά μόνο ένας 80χρονος γεράκος που έχει δεί το σκηνικό αυτό ξανά. (Πηγή: γράμμα του James E. Huffman στην έκδοση του περιοδικού U.S. News & World Report, 19 Φεβρουαρίου 2001).
Οι άνθρωποι σαν το συγγραφέα του γράμματος αυτού, μοιάζει σαν να φαντάζονται ότι η ψυχολογία των ανθρώπων είναι το παν στην οικονομία, κι ότι αν μπορούμε να φορέσουμε ένα χαμογελαστό προσωπείο, όλα θα πάνε καλά. Πράγματι, αυτό είναι κάτι που ο κόσμος θέλει, όμως η οδυνηρή πραγματικότητα τελικά παρεμβαίνει κάνοντάς το αδύνατον γι αυτούς να συνεχίσουν έτσι. Σ’ αυτό το σημείο, η χαζοχαρούμενη αισιοδοξία μπορεί μέσα σε μια μέρα να γυρίσει σε απαισιόδοξη κατάθλιψη. Η κατάθλιψη τότε βοηθά να διευρυνθεί η ύφεση όπως ακριβώς η παράλογη αισιοδοξία βοηθούσε να διευρυνθεί η ανάπτυξη.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι η μεταβλητή ψυχολογία του κόσμου είναι το ριζικό αίτιο τόσο της ανάπτυξης όσο και της ύφεσης. Όμως μπορούμε να πούμε ότι η γενική ψυχολογική ατμόσφαιρα διευρύνει τρομερά τις ήδη επικρατούσες τάσεις που έχουν αναπτυχθεί για πιο αντικειμενικούς λόγους. Καθώς η ψυχολογία είναι τόσο σημαντική στα οικονομικά, υπάρχουν πολυάριθμες έρευνες που προσπαθούν να προσδιορίσουν την “εμπιστοσύνη των καταναλωτών”, την “επιχειρηματική εμπιστοσύνη” και τα συναφή. Αυτές είναι αξιοπρόσεχτες, αν και χρησιμεύουν κυρίως στο να επιβεβαιώσουν τρέχουσες οικονομικές τάσεις παρά να προβλέψουν μελλοντικές.
Και καθώς η ψυχολογία του κόσμου είναι τόσο σημαντική, σε καιρούς οικονομικής αδυναμίας οι αστοί οικονομολόγοι, τα ΜΜΕ, και οι πολιτικοί, προσπαθούν να δράσουν ως έμποροι ελπίδας, προσπαθώντας να πείσουν τον κόσμο ότι όλα θα πάνε καλά. Τί κρίμα βέβαια που με ευχές και υποσχέσεις δεν αλλάζει η πραγματικότητα.
Ένα τελευταίο σημείο που πρέπει να αναφέρουμε εδώ: Επειδή οι αντιλήψεις του κόσμου για την οικονομία είναι πολύ σημαντικές, η δημοσίευση αξιόπιστων οικονομικών στατιστικών στοιχείων είναι κάτι που αποφεύγεται μετά βδελυγμίας. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που κάθε σύγχρονη καπιταλιστική χώρα ψεύδεται τόσο αναίσχυντα για το πραγματικό επίπεδο της ανεργίας, της χρησιμοποίησης των παραγωγικών μέσων κοκ.
[…]
2.14 Συνοψίζοντας τη σχέση μεταξύ επιφανειακών και εσωτερικών αντιφάσεων
Έχουμε λοιπόν ένα πλήθος “επιφανειακών αντιφάσεων”, κάτω απ’ τις οποίες υποβόσκουν εσωτερικές αντιφάσεις, σε κάθε καπιταλιστική οικονομική κρίση. Προκειμένου να κατανοήσουμε πραγματικά αυτές τις κρίσεις πρέπει πρώτα να είμαστε σαφείς ότι υπάρχουν όλες αυτές οι αντιφάσεις εν κινήσει, και πρέπει επίσης να είμαστε σαφείς ώς προς το ποιές απ’ αυτές είναι οι πιο βασικές. Όμως πέρα απ’ αυτό, πρέπει να έχουμε τουλάχιστον μια γενική κατανόηση του πώς όλες αυτές οι αντιφάσεις -σε διαφορετικά επίπεδα- μπορούν να αλληλοσυνδεθούν και να αλληλεπηρεαστούν. Αυτό είναι ένα απ’ τα δυσκολότερα νοήματα σχετικά με τη θεωρία της κρίσης, καθώς υπάρχουν τόσο πολλές αλληλεπιδρώσες αντιφάσεις που συνθέτουν ένα πολυσύνθετο πλέγμα.
Επιπλέον, τα πράγματα δεν εξελίσσονται μ’ έναν γραμμικό τρόπο, όπου η αντίφαση νούμερο ένα κορυφώνεται, και πυροδοτεί έτσι την αντίφαση νούμερο δύο, και ούτω καθεξής, σαν μια σειρά από ντόμινο που πέφτουν το ένα πάνω στ’ άλλο. Αντιθέτως, υπάρχει ένα σύνθετο πλέγμα αντιφάσεων -μεγάλες και μικρές, θεμελιώδεις και πιο επιφανειακές- που όλες αναπτύσσονται ταυτόχρονα, και που όλες αλληλεπηρεάζονται με πολυποίκιλους τρόπους. Ορισμένες αντιφάσεις, ιδιαίτερα οι πιο επιφανειακές, μπορεί να εμφανίζονται ως ιδιαίτερα δριμύες, όμως μπορεί κάλλιστα και να καταπραΰνονται για λίγο.
Ως ένα σύντομο παράδειγμα αυτού του είδους των αλληλεπιδράσεων, μπορούμε να θεωρήσουμε ορισμένα απ’ τα γεγονότα της πρώτης δεκαετίας αυτού του νέου αιώνα. Μετά την μερική κατάρρευση της χρηματιστηριακής φούσκας της “Νέας Οικονομίας” του 2001, η οικονομία των ΗΠΑ μπήκε στην κατάψυξη, οι επενδύσεις κόπηκαν ψαλίδι, και τα εμπορεύματα άρχισαν να συσσωρεύονται επικίνδυνα. Σε απάντηση σ’ αυτό, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα μείωσε δραστικά τα επιτόκια, κάτι που αρχικά δεν είχε ιδιαίτερο αποτέλεσμα (αν και βοήθησε να οδηγηθεί η κρίση στην ανάπτυξη της στεγαστικής φούσκας). Ωστόσο, η κυβέρνηση Μπους, τόσο για λόγους ιδεολογικούς (εξαιτίας της αφηρημένης πίστης της σε οικονομικά γιατροσόφια τύπου supply side economics, στμ: προσπάθεια αύξησης της προσφοράς εμπορευμάτων μέσω μείωσης των φόρων και ελαστικοποίησης της εργασίας, ώστε να πέσουν οι τιμές λόγω υπερπροσφοράς και να αυτορυθμιστούν οι αγορές σε μια πιο αποδοτική ισορροπία) αλλά και λόγους άμεσης απάντησης σε μια αδύναμη οικονομία, έφερε μαζικές περικοπές στους ομοσπονδιακούς φόρους. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε τεράστια επίπεδα ελλειματικής δαπάνης. Αυτό το θετικό κεϋνσιανό ερέθισμα γρήγορα αποδείχθηκε εξαιρετικά αδύναμο, σε σχέση με τον δυσθεώρητο όγκο του ελλείματος, όμως στις αρχές του 2004 οδήγησε σε μια περιορισμένη αποκατάσταση της οικονομίας. Τα αποθέματα μειώθηκαν, και αργότερα την ίδια χρονιά η Ομοσπονδιακή Τράπεζα άρχισε σταδιακά να ανεβάζει πάλι τα επιτόκια. Έτσι ένα μέτρο που επηρέασε μια βαθύτερη αντίφαση (για παράδειγμα το κυβερνητικό έλλειμα που προσωρινά μπορεί να επιδράσει θετικά στην αντίφαση της εργατικής τάξης που δεν πληρώνεται αρκετά ώστε να αγοράσει όλα όσα παράγει) είχε ως αποτέλεσμα να μετριάσει μια πιο επιφανειακή αντίφαση (αυτή των επιπέδων συσσώρευσης και των επιτοκίων).
Στα τέλη του 2007 ωστόσο, τα θετικά αποτελέσματα της τελευταίας ώθησης της κεϋνσιανής ελλειματικής δαπάνης άρχισαν να υποχωρούν (παρά τις συνεχείς ελλειματικές δαπάνες σε μια ολοένα και πιο μετριοπαθή κλίμακα). Παρολαυτά, η στεγαστική φούσκα -το φούσκωμα της οποίας υποτίθεται ότι “έσωσε τον κόσμο” σύμφωνα με το Economist, άρχισε να σκάει και η ίδια, και η κατάρρευσή της άρχισε να εξαπλώνεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές γενικότερα. Αυτό οδήγησε σε μια αναταραχή στο χρηματιστήριο, φέρνοντας μια πτώση της λιανικής και τη φαινομενική βεβαιότητα ότι μια νέα ύφεση είναι προ των πυλών, αν δεν έχει ήδη αναπτυχθεί. Βλέπουμε ότι οι πιο επιφανειακές αντιφάσεις, που μόνο προσωρινά “λύθηκαν” χάρις σε μαζικές κεϋνσιανές πρακτικές που ανακούφισαν τη βαθύτερη αντίφαση για λίγο, επανεμφανίστηκαν. Οι καταναλωτές όμως τώρα έχουν φορτωθεί πολύ περισσότερο χρέος, ιδίως λόγω της κατάρρευσης της στεγαστικής φούσκας, και της επέκτασης του προβλήματος στις πιστωτικές κάρτες και σε άλλες μορφές πίστωσης. Φαίνεται λοιπόν να υπάρχει μόνο μία λύση επί του παρόντος για να αντιμετωπιστεί το εξελισσόμενο οικονομικό χάος: κι άλλος ένας γύρος μαζικής κεϋνσιανής δαπάνης. Αν υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο θα λάβει χώρα, τότε ξανά μετά από λίγο τα όποια θετικά αποτελέσματα θα εξατμιστούν, ενώ θα ξεπροβάλουν ακόμα δριμύτερες οι επιφανειακές αντιφάσεις, κάνοντας αναγκαίο ακόμη ένα ξεχείλωμα του ελλείματος. Τελικά, στο όχι και τόσο απώτερο μέλλον, η κεϋνσιανή δαπάνη θα αγγίξει τα μέγιστα όριά της, και δε θα υπάρχει τίποτα να συγκρατεί πλέον όλες τις επιφανειακές αντιφάσεις απ’ το να έρθουν σ’ ένα στάδιο οξείας και παρατεταμένης κρίσης όπου τίποτε δε θα μπορεί να γίνει για να ξεπεραστεί.
Επειδή αυτός ο γόρδιος δεσμός των αντιφάσεων αναπτύσσεται με μιας, και περιλαμβάνει διάφορες αλληλεπιδράσεις, κάθε μείζων εικονομική κρίση αναπτύσσεται με το δικό της ιδιαίτερο μοτίβο. Για παράδειγμα, για μια πληθώρα λόγων, περιλαμβανομένων των προβλημάτων με τα οποία η κυβέρνηση θα επιλέξει να εστιάσει την προσοχή της, οι διάφορες φούσκες μπορούν να σκάσουν σε ολότελα διαφορετικη σειρά. Ακόμα και τότε, μια φούσκα μπορεί να σκάσει απότομα σε μια ιστορική κρίση, και μια άλλη απλά να ξεφουσκώσει εν μέρει, να ξαναφουσκεί ως έναν βαθμό, και να σκάσει αργότερα. Μπορεί ακόμα μια κυβέρνηση που είναι περισσότερο αφοσιωμένη στην ανάπτυξη του εμπορίου να ακολουθήσει διαφορετικές πολιτικές από μια κυβέρνηση που θα εστιάσει για παράδειγμα στα επιτόκια, κλπ.
Έτσι, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι επειδή η Μεγάλυ Ύφεση της δεκαετίας του 1930 εξελίχθηκε μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο, όλες οι μείζονες οικονομικές κρίσεις πρέπει να εξελιχθούν με τον ίδιο ή με έναν στενά συνδεδεμένο τρόπο. Ένας απ’ τους πολλούς λόγους που δεν ισχύει κάτι τέτοιο, είναι ότι η προηγούμενη εμπειρία πριν την Μεγάλη Ύφεση, οδήγησε τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους να δημιουργήσουν ισχυρότερους θεσμούς κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα για παράδειγμα, δε δρα σήμερα με τον ίδιο τρόπο που δρούσε το 1930, εν μέρει λόγω αυτής της προηγούμενης εμπειρίας της. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μείζονες οικονομικές κρίσεις (περιλαμβανομένων των μεγάλων υφέσεων όπως αυτή του ’30) δεν συμβαίνουν πια! Σημαίνει απλώς ότι η εξέλιξη μιας νέας μείζονος κρίσης θα είναι ουσιωδώς διαφορετική από πολλές όψεις (και ιδιαίτερα όσον αφορά τον όγκο της κεϋνσιανής παρέμβασης).
Η υποβόσκουσες, θεμελιώδεις αντιφάσεις σε κάθε καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής είναι οι ίδιες, όμως αυτές οι βαθιές αντιφάσεις βρίσκουν τον δρόμο τους προς την επιφάνεια μέσω πολλών πιο επιφανειακών αντιφάσεων. Και ο τρόπος που αυτές οι επιφανειακές αντιφάσεις σχετίζονται και επηρεάζουν η μια την άλλη είναι τόσο πολυποίκιλος όσο και οι διάφοροι “αστάθμητοι” παράγοντες -περιλαμβανομένων μικροπραγμάτων όπως οι ιδιαίτερες οικονομικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις του κάθε κυβερνητικού ηγέτη. Έτσι, κάθε μείζων οικονομική κρίση έχει το δικό της μοτίβο που αναπτύσσεται.
Κεφάλαιο 3: Πώς ξεπερνιούνται οι οικονομικές κρίσεις στον καπιταλισμό;
3.1 Ποιά υπερπαραγωγή;
Τί σημαίνει όταν λέμε ότι οι καπιταλιστικές οικονομικές κρίσεις είναι “κρίσεις υπερπαραγωγής”; Υπερπαραγωγή τίνος πράγματος; Κατ’ αρχήν εμπορευμάτων, φυσικά. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό όταν μιλάμε για κρίσεις υπερπαραγωγής. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο πέρα απ’ τα αγαθά προς πώληση που υπερπαράγεται, κάτι πολύ πιο σημαντικό, και πολύ πιο ουσιαστικό στις κρίσεις υπερπαραγωγής. Κι αυτό που υπερπαράγεται είναι οι ίδιες οι παραγωγικές δυνάμεις, ή με άλλα λόγια υπάρχει υπερπαραγωγή κεφαλαίου.
Τα εργοστάσια -οι παραγωγικές μονάδες- και ολόκληρες επιχειρήσεις μετατρέπονται πολές φορές τα ίδια σε εμπορεύματα, όταν πωλούνται σε μια άλλη επιχείρηση. Όμως θεωρητικά υπάρχει μια ακόμη μείζων διαφορά μεταξύ των παραγωγικών μονάδων και των προϊόντων αυτών των μονάδων. Τα δύο τείνουν να μπερδεύονται, και υπάρχουν πολλά εργοστάσια για παράδειγμα που τα προϊόντα τους (εμπορεύματα) περιλαμβάνουν τμήματα που προορίζονται για την κατασκευή άλλων εργοστασίων. Παρολαυτά, για τους σκοπούς της κατανόησής μας θα τραβήξουμε μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ εμπορευμάτων και κεφαλαίου.
Μια κρίση υπερπαραγωγής εξελίσσεται σε μια τεράστια συσσώρευση εμπορευμάτων που δεν μπορούν να πωληθούν, ή έστω δεν μπορούν να πωληθούν με κέρδος. Όμως θυμήσου ότι σ’ όλη τη φάση της ανάπτυξης οι καπιταλιστές συγκέντρωναν τεράστια ποσά υπεραξίας στα χέρια τους για πολλά χρόνια στη σειρά, και καθ’ όλην αυτήν την περίοδο χρησιμοποιούσαν το μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας για να χτίσουν νέες παραγωγικές μονάδες, να ανανεώσουν τον εξοπλισμό τους κλπ. Όταν λοιπόν η κρίση ξεσπάσει, εμφανίζονται όρια στο πλεόνασμα των εμπορευμάτων που μπορούν να συσσωρεύουν καθώς η παραγωγή γρήγορα μειώνεται όταν οι πωλήσεις πέφτουν και αρχίζουν να μένουν προϊόντα απούλητα, η υπερπαραγωγή αρχίζει να γίνεται ορατή. Όμως αν η μείωση της παραγωγής είναι αρκετά σοβαρή, τότε αρχίζουν να εκτίθενται όλα τα πλεονάζοντα εργοστάσια, κι όλα τα πλεονάζοντα μηχανήματα των εργοστασίων αυτών. Αυτό το “κρέμασμα” της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας είναι ένα πολύ, πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα από κάθε βραχυπρόθεσμο στοκάρισμα πλεοναζόντων εμπορευμάτων προς πώληση.
3.2 Η καταστροφή του πλεονάζοντος κεφαλαίου
Άν το βασικό πρόβλημα στις καπιταλιστικές οικονομικές κρίσεις είναι ότι υπάρχει υπερπαραγωγή ή υπερπληθώρα κεφαλαίου, τότε η βασική λύση σε τέτοιες κρύσεις -όσο παραμένουμε μέσα στον καπιταλισμό- είναι να ξεφορτωθεί αυτός κάπως, να εκμηδενίσει, ή να καταστρέψει αυτό το πλεονάζον κεφάλαιο. Μόνο η καταστροφή του πλεονάζοντος κεφαλαίου μπορεί να καθαρίσει το πεδίο ώστε να ξεκινήσει μια δυναμική νέα ανάπτυξη. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, οι Μαρξ και Έγκελς περιγράφουν τις καπιταλιστικές κρίσεις καθ’ αυτόν τον τρόπο:
“Στις κρίσεις αυτές ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται πάλι πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα ‘λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης. Η βιομηχανία, το εμπόριο φαίνονται εκμηδενισμένα. Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο. Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει δεν χρησιμεύουν πια για την προώθηση του αστικού πολιτισμού και των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντίθετα, έγιναν πάρα πολύ μεγάλες γι’ αυτές τις σχέσεις, εμποδίζονται από αυτές. Και κάθε φορά που οι παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν το εμπόδιο αυτό, φέρνουν σε αναταραχή ολόκληρη την αστική κοινωνία, απειλούν την ύπαρξη της αστικής ιδιοκτησίας. Οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ’ αυτές. Και πώς μπορεί η αστική τάξη να ξεπεράσει αυτές τις κρίσεις; Απ’ την μια με την βεβιασμένη καταστροφή ενός μέρους των παραγωγικών δυνάμεων, απ’ την άλλη με την κατάκτηση νέων αγορών, και με την πιο βαθιά εκμετάλλευση των παλιών. Με άλλα λόγια, στρώνοντας τον δρόμο για ακόμα πιο εκτεταμένες και πιο καταστροφικές κρίσεις, και εκμηδενίζοντας τα μέσα με τα οποία μπορούν να αποφευχθούν οι κρίσεις.” (Καρλ Μαρξ & Φρίντριχ Έγκελς – Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, 1848).
Είναι σαφές σ’ αυτό το σημείο ότι η κεντρική μέθοδος με την οποία ξεπερνιούνται οι κρίσεις υπερπαραγωγής στον καπιταλισμό, είναι μέσω της καταστροφής του πλεονάζοντος κεφαλαίου που έχει συσσωρευθεί. (Θα δούμε για την επέκταση των αγορών αργότερα σε συνάρτηση με τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό). Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόπο για την καταστροφή πλεονάζοντος κεφαλαίου, μέθοδοι που ποικίλουν απ’ το προσωρινό κλείσιμο των εργοστασίων, μέχρι την ολική και φυσική καταστροφή τους.
3.3 Φυσική καταστροφή εναντίον απλής υποτίμησης
Πρέπει να δούμε λοιπόν σε ποιόν βαθμό και σε ποιά πλαίσια, μπορεί το κεφάλαιο να “καταστραφεί” μέσω απλών λογιστικών μαγειρεμάτων, π.χ. μέσω της απαξίωσης ή υποτίμησής (όπως καλείται συνήθως στον επιχειρηματικό κόσμο) του. Προφανώς, το κεφάλαιο που υφίσταται μια φυσική διάλυση ή καταστροφή, υποτιμάται δραστικά (αν και τα απομεινάρια του μπορεί να έχουν μια κάποια αξία, ακόμα και ως παλιομέταλλα). Όμως θα μπορούσε το κεφάλαιο να υποτιμηθεί απλώς μέσω μιας υποτίμησης χωρίς να αναγκαστεί να διαλυθεί ή να καταστραφεί; Η ερώτηση αυτή είναι λίγο περίεργη.
Στις Θεωρίες για την Υπεραξία, ο Μαρξ γράφει:
“Όταν μιλάμε για την καταστροφή του κεφαλαίου μέσω των κρίσεων, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ δυο παραγόντων. Στον βαθμό που η διαδικασία αναπαραγωγής (του κεφαλαίου) και η διαδικασία της εργασίας περιορίζονται ή υπό ορισμένες συνθήκες παύουν πλήρως, καταστρέφεται πραγματικό κεφάλαιο. Τα μηχανήματα που δε χρησιμοποιούνται δεν είναι κεφάλαιο. Η εργασία που δεν εκμεταλλεύεται ισοδυναμεί με χαμένη παραγωγή. Οι πρώτες ύλες που μένουν αχρησιμοποίητες δεν είναι κεφάλαιο. Τα κτίρια (ακόμη και τα ολοκαίνουρια μηχανήματα) που δε χρησιμοποιούνται είτε μένουν κλειστά, τα εμπορεύματα που σαπίζουν στις αποθήκες -όλα αυτά είναι καταστροφή κεφαλαίου. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η διαδικασία της αναπαραγωγής βρίσκεται σε κρίση και ότι τα υπάρχοντα μέσα παραγωγή δε χρησιμοποιούνται πραγματικά ως μέσα παραγωγής, τίθενται σε αχρηστία. Έτσι, η αξία χρήσης τους και η ανταλλακτική αξία τους πηγαίνουν κατά διαόλου. (Καρλ Μαρξ – Θεωρίες για την Υπεραξία, τόμος ΙΙ).
Πριν συνεχίσουμε από κει που σταματά το απόσπασμα του Μαρξ, είναι αναγκαίο να κάνουμε κάποια σχόλια. Ο Μαρξ θέλει εδώ να δώσει έμφαση στο ότι το κεφάλαιο που δε χρησιμοποιείται πραγματικά στην παραγωγική διαδικασία, δεν λειτουργεί ως κεφάλαιο. Είναι σαν να μην υπήρχε καν, από την άποψη της πραγματικής παραγωγικής διαδικασίας που λαμβάνει χώρα. Ωστόσο, ακόμη κι αν δε χρησιμοποιούνται ως κεφάλαιο επί του παρόντος, τα σταματημένα μηχανήματα και τα άδεια εργοστάσια μπορούν αργότερα να χρησιμοποιηθούν (μόλις ξεκινήσει μια νέα φάση ανάπτυξης ενδεχομένως), κι έτσι τότε θα χρησιμεύσουν ως κεφάλαιο. Έτσι, απ’ αυτήν την άποψη είναι τουλάχιστον παρεξηγήσιμο να πούμε ότι “πραγματικό κεφάλαιο καταστρέφεται” απλώς και μόνο επειδή δε χρησιμοποιείται στην τρέχουσα παραγωγή. Ίσως ο Μαρξ να έπρεπε να είχε μιλήσει για “αποθεματικό κεφάλαιο” εδώ, ή κάτι τέτοιο. (Αλλού, ο Μαρξ μιλάει όντως για πρώτες ύλες που κρατιούνται σε ετοιμότητα για την παραγωγική διαδικασία ως “εν υπνώσει” ή “δυνητικό” κεφάλαιο. Πηγή: Καρλ Μαρξ – Το Κεφάλαιο, τόμος ΙΙ, τμήμα 1, κεφάλαιο 5). Στην πράξη, οι σύγχρονες καπιταλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν όντως τεράστια ποσά αποθεματικού κεφαλαίου -δηλαδή εργοστασίων και μηχανημάτων που δε χρησιμοποιούνται επί του παρόντος ως κεφάλαιο, όμως που η επιχείρηση συντηρεί για πιθανή εκμετάλλευσή τους στο μέλλον. Το 2003, τα επίσημα ποσοστά χρησιμοποίησης του κεφαλαίου στη βιομηχανία των ΗΠΑ ήταν λίγο κάτω από 75%, δηλαδή το ένα τέταρτο του αμερικανικού κεφαλαίου δεν χρησιμοποιούταν ως κεφάλαιο. Όμως καθώς η πραγματική χρήση του κεφαλαίου υπολείπεται κατά πολύ των επίσημων στατιστικών, θα ήταν μάλλον πιο ακριβές να πούμε ότι λιγότερο από το μισό υπάρχον κεφάλαιο είναι σήμερα “πραγματικό κεφάλαιο” (κεφάλαιο δηλαδή που πράγματι χρησιμοποιείται ως κεφάλαιο στην παραγωγική διαδικασία).
Απ’ την άλλη, όταν τίθενται σε αχρηστία ένα σωρό εργοστάσια και μηχανήματα, συχνά δεν είναι παρά το πρώτο βήμα προς την τελική διάλυση και πραγματική καταστροφή τους. Κάτι τέτοιο επαληθεύεται ιδίως σε μακρές και σοβαρές φάσεις ύφεσης, κατά τη διάρκεια μιας μείζονος κρίσης υπερπαραγωγής. Σε περιπτώσεις σαν κι αυτές, αυτό που φαίνεται για ένα διάστημα να είναι απλά αποθεματικό ή αχρησιμοποίητο κεφάλαιο, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι κάτι πιο κοντά σε νεκρό ή κατεστραμμένο κεφάλαιο που απλώς περιμένει το πιστοποιητικό θανάτου του. Επιπλέον, όπως συνεχίζει ο Μαρξ στο κείμενό του, το κεφάλαιο που μένει αχρησιμοποίητο λόγω κρίσης, τυπικά πρέπει να υποτιμηθεί σημαντικά, κι αυτή η υποτίμηση ήδη τυποποιεί την μερική καταστροφή του κεφαλαίου αυτού:
“Δεύτερον, ωστόσο, η καταστροφή του κεφαλαίου στις κρίσεις σημαίνει και την υποτίμηση των αξιών αυτών που τις εμποδίζει απ’ το να ανανεώσουν έπειτα την αναπαραγωγική διαδικασία ως νέα κεφάλαια, στην ίδια κλίμακα. Αυτό είναι το καταστροφικό αποτέλεσμα της πτώσης των τιμών των εμπορευμάτων. Δεν προκαλεί την καταστροφή καμμίας αξίας χρήσης. Αυτό που χάνεται εδώ, κερδίζεται αλλού. Οι αξίες που χρησιμεύουν ως κεφάλαιο εμποδίζονται από το να ξαναχρησιμοποιηθούν ως κεφάλαιο στα χέρια του ίδιου ατόμου. Έτσι, οι παλιοί καπιταλιστές χρεωκοπούν… Ένα μεγάλο μέρος του ονομαστικού κεφαλαίου της κοινωνίας, δηλαδή της ανταλλακτικής αξίας του υπάρχοντος κεφαλαίου, καταστρέφεται μια για πάντα, παρόλο που αυτή η ίδια η καταστροφή του, καθώς δεν επηρεάζει την αξία χρήσης, μπορεί κάλλιστα να επισπεύσει την νέα του αναπαραγωγή” (Καρλ Μαρξ – Θεωρίες για την Υπεραξία, τόμος ΙΙ).
Ωστόσο, η ακριβής διαδικασία που ο Μαρξ περιγράφει εδώ φαίνεται να ήταν πιο τυπική της προ-μονοπωλιακής εποχής, για την οποία έγραφε. Σήμερα, σ’ αυτό που συνήθως λέμε μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, είναι συνήθως σε θέση να αποφεύγουν τις αρκετά συνηθισμένες ήπιες υφέσεις, και να ρίχνουν την παραγωγή ή να κλείνουν μερικά εργοστάσια για λίγο, χωρίς να είναι αναγκασμένες να ξεγράψουν το κεφάλαιο αυτό ή να το πουλήσουν με ζημία σε κάποια άλλη επιχείρηση. Και όπως αναφέραμε παραπάνω, ακόμα και σε περιόδους σταθερής οικονομικής ανάπτυξης, αυτού του είδους οι επιχειρήσεις κρατούν τυπικά ένα σημαντικό πλεόνασμα αποθεματικής παραγωγικής ικανότητας να υπάρχει -δηλαδή, κεφάλαιο υπό την μορφή αχρησιμοποίητων μηχανημάτων κι εργοστασίων, το οποίο δεν λειτουργεί ως κεφάλαιο, αλλά είναι διαθέσιμο να τεθεί σε λειτουργία (Στμ: βλέπε κατ’ αναλογία τις στρατιές των “ευέλικτων”, “δια βίου εκπαιδευόμενων” ανέργων, που μένουν σε ετοιμότητα να “απασχοληθούν” όποτε η χρήση της παραγωγικής ικανότητας προβλέπεται κερδοφόρα)
Η φυσική καταστροφή του κεφαλαίου πάντοτε ακολουθεί μια υποτίμηση των αξιών, όμως το αντίθετο δεν είναι αναγκαστικά αληθές. Κάθε επιβεβλημένη υποτίμηση των αξιών σε μια οικονομική κρίση -ακόμη κι όταν συμβαίνει- δεν καταλήγει πάντοτε στη φυσική καταστροφή του κεφαλαίου.
Ακόμη κι αν το αποθεματικό κεφάλαιο υποτιμάται και πωλείται σ’ ένα ξεπούλημα σε μια άλλη εταιρία, η αξία χρήσης του παραμένει ακέραια. Διότι μπορεί σχετικά άμεσα να ξανατεθεί σε λειτουργία, κι ως εκ τούτου η ύπαρξή του παραμένει εμπόδιο για τη δημιουργία νέων εργοστασίων, νέων μηχανημάτων. Απ’ αυτήν την άποψη, η απλή υποτίμηση κεφαλαίου δεν ισοδυναμεί με την πραγματική καταστροφή του. Μόνο η πραγματική καταστροφή του πλεονάζοντος κεφαλαίου μπορεί αυθεντικά να καθαρίσει το έδαφος για μια μείζονα νέα επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων. Η υποτίμηση χωρίς την πραγματική καταστροφή δεν είναι αρκετεί για να ξεπεραστεί το πρόβλημα της αποθεματικής παραγωγικής ικανότητας.
Μπορούμε λοιπόν τώρα να δούμε καθαρά γιατί οι μεγάλες φυσικές καταστροφές είναι στην πράξη κάτι θετικό για τον καπιταλισμό ως σύστημα. Περιλαμβάνουν την καταστροφή του κεφαλαίου καθώς και την καταστροφή πολλών καταναλωτικών αγαθών (σπιτιών, οχημάτων, επίπλων κλπ) που πρέπει μετά να αντικατασταθούν. Οι καταναλωτές μπορεί να έχουν ή να μπορούν να δανειστούν τα χρήματα για να αγοράσουν τα νέα αγαθά, ή μπορεί και όχι. Όμως οι καπιταλιστές, ως τάξη, έχουν ένα τεράστιο πλεόνασμα υπεραξίας το οποίο πρέπει να επενδύσουν, και η καταστροφή τυχόν εργοστασίων ή μηχανημάτων από κάποια φυσική καταστροφή ανοίγει τέτοιες ευκαιρίες επένδυσης.
Όσο πιο εκτεταμένη είναι η καταστροφή του κεφαλαίου -για τον οποιονδήποτε λόγο, από τρομερές φυσικές καταστροφές μέχρι πολέμους- τόσο το καλύτερο για την οικονομική υγεία του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό είναι κι ένα μέρος του λόγου που ο καπιταλισμός -ιδιαίτερα στη σύγχρονη ιμπεριαλιστική μορφή του- οδηγεί σε τόσο τρομερούς πολέμους και μαζικές καταστροφές.
Το κίνημα Occupy και η στρατιωτικοποίηση της αστυνόμευσης διαδηλώσεων
ή αλλιώς σε πόση ένταση μπορεί μια συσκευή LRAD να λιώσει ένα ανθρώπινο συκώτι;
της Ayesha Kazmi, για τη βρετανικη εφημερίδα Guardian
Γιατί, όταν οι διαδηλωτές εξασκούν ειρηνικά το δικαίωμά τους βάσει της αμερικανικής first amendment, επιστρατεύεται ο εξοπλισμός της αντιτρομοκρατικής;
Στην όχι και τόσο μακρυνή ιστορία, οι κοινωνικές διαμαρτυρίες στις ΗΠΑ διαχειρίζονταν απ’ τις τοπικές αρχές, που αντιμετώπιζαν τις διαδηλώσεις και τις πορείες σαν απλές ενοχλήσεις, διαμεσολαβώντας τες και ορίζοντάς τες σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Σήμερα, παρατηρώντας την αλληλεπίδραση μεταξύ των κινημάτων καταλήψεων “Occupy” και των δυνάμεων του νόμου θα βγάζαμε ένα εντελώς διαφορετικό συμπέρασμα. Οι τρέχουσες διαδηλώσεις του Occupy πλέον αντιμετωπίζονται από μια απίστευτη σύνθεση στρατηγικών επιβολής του νόμου – και οι τρέχουσες πρακτικές επιδεικνύουν μια ανησυχητική νέα μόδα.
Ενώ τα ΜΑΤ δεν αποτελούσαν αναγκαστικά μια καθημερινή απάντηση σε κάθε δεδομένη διαμαρτυρία, η τρομακρική συχνότητα της παρουσίας τους στους δρόμους της κάθε μεγαλούπολης των ΗΠΑ της οποίας γινόμαστε μάρτυρες, είναι ικανή από μόνη της να εγείρει ανησυχίες σε κάθε πολίτη. Η υπέρμετρη βία την οποία επιδεικνύουν με κάθε ευκαιρία είναι άκρως ανησυχητική.
Ήδη απ’ τις πρώτες ημέρες του Occupy Wall Street, έγινε αντιληπτή απ’ τους διαδηλωτές η παρουσία της Αντιτρομοκρατικής Μονάδας της νεοϋορκέζικης αστυνομία -NYPD- στη Liberty Plaza. H Joanne Stocker, που παρακολουθεί ήδη από την πρώτη μέρα τις εξελίξεις στη Wall Street, θυμάται από τις πρώτες κιόλας μέρες να ξυπνάει απέναντι από ένα βανάκι της αντιτρομοκρατικής, παρκαρισμένος στην άκρη της Liberty Plaza, απ’ το οποίο βιντεοσκοπούνταν η ίδια και οι φίλοι της ενώ κοιμόντουσαν.
Διαδηλωτές από άλλες κατασκηνώσεις του Occupy παρέχουν παρόμοιες μαρτυρίες. Ο Robin Jacks, μέλος της ιατρικής ομάδας του Occupy Boston, αναφέρει τις πολλαπλές λήψεις φωτογραφιών του από την αστυνομία. Ο Dustin Slaughter, που έχει μείνει μέρες τόσο στο Occupy Wall Street όσο και στο Occupy Philadelphia, επιβεβαιώνει την παρουσία της Αντιτρομοκρατικής Μονάδας του NYPD στη Liberty Plaza, αναφέροντας ότι βιντεοσκοπούν τους διαδηλωτές σε καθημερινή βάση. Σχολιάζει επίσης: “Μονάδες της Εθνικής Ασφάλειας (Homeland Security) της αστυνομίας της Φιλαδέλφειας έχουν επίσης σταθερή παρουσία στην κατασκήνωση του Occupy Philadelphia”.
Οι διαδηλωτές έχουν κάθε δίκιο να βλέπουν τις δυνάμεις της τάξης που αντιμετωπίζουν με καχυποψία. Η αμερικανική νομοθεσία της Patriot Act, που την περασμένη βδομάδα έκλεισε 10 χρόνια ισχύος, δίνει στην αμερικανική κυβέρνηση φαινομενικά ανεξέλεγκτες δυνατότητες να κατασκοπεύει και να χαρτογραφεί τις δραστηριότητες του κάθε αμερικανού χωρίς να υπάρχει δεδομένος λόγος, μετά τις επιθέσεις της 11/9. Για τον λόγο αυτό, δε θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν που οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου – ενισχυμένες καθ’ αυτόν τον τρόπο – έχουν κάνει την εμφάνισή τους σε διάφορα κινήματα Occupy οπλισμένες με κάμερες, ώστε να επιτηρούν διαδηλωτές που απλά εφαρμόζουν τα δικαιώματά τους βάσει της first amendment (στμ: η αμερικανική “πρώτη τροπολογία”, μέρος του συντάγματος που κατωχυρώνει στα χαρτιά το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, την ελευθερία της έκφρασης, του λόγου, και την ανεξιθρησκεία).
Οι αναφορές για στοχευμένες συλλήψεις άτυπων “ηγετών” στη Wall Street, το Σικάγο και τη Βοστόνη είναι ενδεικτικές της λειτουργίας αυτών των μέτρων επιτήρησης. Στη Βοστόνη και το Σικάγο, αναφορές για εκτεταμένες και ταπεινωτικές συλλήψεις στοχευμένων ως “ηγετών” του κινήματος Occupy, όπως προκύπτουν από τις ομάδες άμεσης δράσης, επικοινωνίας, την νομική και την ιατρική ομάδα, είναι ανησυχητικές. Ο Dan Massoglia της ομάδας επικοινωνίας του Occupy Chicago αναφέρει επίσης ότι στους συλληφθέντες αρνήθηκαν το δικαίωμά τους για ένα τηλεφώνημα, για παροχή τροφής και νερού, και ότι ακόμα αφαιρέθηκαν τα στρώματα απ’ τα κελλιά που τους κράτησαν, ενώ μια γυναίκα κλείστηκε στην απομόνωση.
Η απαγόρευση κυκλοφορίας που επιβλήθηκε σε κατειλημμένα πάρκα πόλεων είναι εξίσου τρομακτική. Η Legislative Plaza, ο χώρος της κατασκήνωσης του Occupy Nashville, διατάχθηκε να σφραγίζεται μεταξύ 10μμ και 6πμ, ώστε να κατασταθεί αδύνατη η παραμονή της κατάληψης. Οι διαταγές ωστόσο δεν ακολούθησαν καν την τυπική νομοθεσία. Αντί να εκδοθούν απ’ τον δήμο του Nashville, ήρθαν απ’ τo Department of Safety and Homeland Security της πολιτείας του Tennessee.
Η Nancy Murray, διευθύντρια της εκπαίδευσης στο ACLU της Μασαχουσέττης, θεωρεί τα διάφορα σημάδια της εμπλοκής του Department of Homeland Security ως σημαντικές ενδείξεις της ενορχήστρωσης της αστυνόμευσης των κινημάτων Occupy σ’ όλη τη χώρα απ’ την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
“Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά ανησυχητικό, γιατί θα έδειχνε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πιθανόν παίζει έναν ενεργό ρόλο στην καταστρατήγηση του δικαιώματος του λαού στην ελεύθερη έκφραση και την ειρηνική συνάθροιση”, λέει η Murray.
Μήπως αυτό όμως σημαίνει κι ότι οι διαδηλωτές αντιμετωπίζονται ως τρομοκράτες; “Είναι ακόμα νωρίς για να πούμε κάτι τέτοιο”, λέει η Murray. “Αλλά είναι προφανές ότι οι ομοσπονδιακοί παρακολουθούν και συλλέγουν πληροφορίες… Είναι πιθανόν η Joint Terrorism Task Force να βρίσκεται πίσω απ’ τις φωτογραφίσεις”.
“Στο ξεκίνημα του κινήματος αυτού, θα μπορούσα να καταλάβω την παρουσία των Μονάδων της Αντιτρομοκρατικής στη Liberty Plaza – καθώς κανείς δεν ήξερε ποιοί είμαστε και τί αντιπροσωπεύουμε”, λέει ο Stocker. “Τώρα, η παρουσία τους είναι απλά υπερβολική και ανταγωνιστική. Αυτό που πρεσβεύουμε είναι σαφές, καθώς και το ότι δεν είμαστε τρομοκράτες”.
Οι διαδηλωτές του Occupy θα πρέπει να μελετήσουν την Patriot Act, παρ. 802 επεκτείνει τον ορισμό της εγχώριας τρομοκρατίας για να συμπεριλάβει πρόσωπα που συμμετέχουν σε δράσεις πολιτικής ανυπακοής προκειμένου να επηρεάσουν ή να εκβιάσουν την κυβερνητική πολιτική εκφοβίζοντας τους πολίτες. Επιπλέον, τα ίδια τα εγχειρίδια του αμερικανικού υπουργείου άμυνας, μέχρι μια τροπολογία του 2009, εξίσωναν τις διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες με “χαμηλής εμβέλειας τρομοκρατία”. Αν και το υπουργείο άμυνας άλλαξε τη διατύπωσή του τα τελευταία δυο χρόνια, δικηγόροι και ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνεχίζουν να βλέπουν με επιφύλαξη κατά πόσον άλλαξε και το σκεπτικό πίσω απ’ τη διατύπωση.
Τέλος, υπάρχει το ανησυχητικό ζήτημα της χρήσης υπερβολικής βίας εναντίον του κινήματος Occupy. Το φθινόπωρο του 2008, οι Army Times ανέφεραν ότι για πρώτη φορά, ο αμερικανικός στρατός σχεδιάζει να εγκαθιδρύσει μια ενεργή μονάδα υπό τη διοίκηση της Northern Command, που θα λειτουργεί ως μια άμεση ομοσπονδιακή απάντηση σε περιπτώσεις τόσο φυσικών όσο και ανθρώπινων καταστροφών και καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων τρομοκρατικών επιθέσεων. Η εξάσκηση περιελάμβανε τη χρήση μη-φονικού εξοπλισμού, στοιχεία του οποίου έχουν χρησιμοποιηθεί απ’ τον αμερικανικό στρατό στο Ιράκ, σχεδιασμένα για την καθυπόταξη των πιο απείθαρχων υποκειμένων. “Ο εξοπλισμό περιλαμβάνει υλικό για γρήγορο στήσιμο ενός οδοφράγματος, λωρίδες με καρφιά για επιβράδυνση, στάση ή έλεγχο της κυκλοφορίας, ασπίδες και ρόπαλα, και πλαστικές σφαίρες”.
Παρά την ύπαρξη της Εθνοφρουράς, ο λόγος ύπαρξης της οποίας είναι μια προσαυξημένη συμμετοχή των πολιτών στην επιβολή του νόμου, όταν η κατάσταση υπερβαίνει τις δυνατότητές της, αυτή η επιπλέον μονάδα, σύμφωνα με τους Army Times, μπορεί να κληθεί σε βοήθεια για την αντιμετώπιση κοινωνικών αναταραχών και για τον έλεγχο πλήθους. Η υπέρμετρη δύναμη που εξασκείται εναντίον ορισμένων καταλήψεων Occupy – η χρήση δακρυγόνων, οι αναφορές για χρήση πλαστικών σφαιρών και ηχητικών όπλων – τείνει να γίνει ο κανόνας. Ένας διαδηλωτής στην Καλιφόρνια, που επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος, ανακαλεί την εμπειρία του από “Ακουστική Συσκευή Μεγάλης Εμβέλειας (LRAD)” στο Ώκλαντ την περασμένη εβδομάδα:
“Με είχαν ψεκάσει με δακρυγόνο σπρέυ τρεις φορές, οπότε μόλις άκουσα την πρώτη κανονιά, πανικοβλήθηκα. Μόλις εκπυρσοκρότησε, ένιωσα τον παλμό να με διαπερνά και αισθάνθηκα αμέσως ζάλη και ναυτία. Χώρις να το καταλάβω έπεσα κάτω. Παρατήρησα ότι κι άλλοι δίπλα μου είχαν σωριαστεί και μερικοί έκαναν εμετό”.
Τέτοιες τεχνολογίες καταστολής ταραχών έχουν χαρακτηριστεί ως απάνθρωπες από παρατηρητές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όταν χρησιμοποιήθηκαν για να διαλύσουν άοπλους, ειρηνικούς διαδηλωτές στις κοινωνικές ταραχές στην Τυφλίδα της Γεωργίας, το 2007. Δεν έχουν θέση σε καμμιά δημοκρατική χώρα. Μπορεί να χαρακτηρίζονται απ’ τις αρχές ως “μη-φονικές”, αλλά μπορούν να γίνουν πολύ εύκολα φονικές στα χέρια ασύδοτων οργάνων καταστολής. Το κίνημα Occupy είναι ρητά μη-βίαια έκφραση των δικαιωμάτων της first amendment, ωστόσο η αστυνόμευσή του φέρει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ανατριχιαστικής στρατιωτικοποίησης της αστυνόμευσης στις ΗΠΑ.
Νέα απ’ το μέτωπο: Την Παρασκευή 4 Νοέμβρη το καθεστώς Ασσάντ υποσχέθηκε αμνηστία μιας εβδομάδας, καλώντας τους πολίτες του “που έχουν βρεθεί στη διάθεσή τους όπλα, τα οποία δεν έχουν χρησιμοποιήσει σε εγκληματικές πράξεις, να τα παραδώσουν”, μετά από πίεση του Αραβικού Συνδέσμου για μετρίαση της καταστολής κι έναρξη διαλόγου. Αυτή η κίνηση στοχεύει περισσότερο στο να πιέσει τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, την αυθόρμητη οργάνωση λιποτακτών του στρατού, που έχουν περάσει με το μέρος των αντικαθεστωτικών διαδηλωτών. Την προηγούμενη μόλις μέρα σε μια κυνική επίδειξη ισχύος, δυνάμεις ασφαλείας είχαν επιτεθεί στο Χαλέπι, την Δαμάς, την Ντεράα, την Καφρουμά και τη Χομς, σκοτώνοντας πάνω από 10 άτομα. Την ίδια κιόλας μέρα με την υπογραφή της συμφωνίας, οι δυνάμεις ασφαλείας επιτίθενται ξανά στη Χομς, τη Ντεράα και την παραθαλάσσια πόλη της Λατάκειας. Για το καθεστώς, οι συμφωνίες που υπογράφει δεν είναι παρά κουρελόχαρτα, που του επιτρέπουν να κερδίσει χρόνο, ο οποίος φαίνεται να πιστεύει πως κυλάει με το μέρος του.
Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε στο Bloomberg News, και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, όχι τόσο για το τεχνικό και ηθολογικό περιεχόμενό του, όσο σχετικά με τις βλέψεις, τις ανησυχίες και τις δυνατότητες ενός καθεστώς που αυτή τη στιγμή δίνει μια μάχη απ’ την οποία θα αντλήσουν πολύτιμα μαθήματα όλα τα κράτη του πλανήτη: το καθεστώς Ασσάντ δεν μπορεί και δε θέλει να εξασφαλίσει την κοινωνική αναπαραγωγή με τους όρους που έχουν διαμορφωθεί ιστορικά και το ξέρει. Και μπρος στην πιθανότητα να ανατραπεί, δεν έχει τον παραμικρό δισταγμό να ισοπεδώσει τις ίδιες του τις πόλεις, να εξοντώσει κεφάλαιο και εργατικό δυναμικό, να εκμηδενίσει τους υλικούς όρους της αναπαραγωγής του για να σωθεί. Στη Συρία ο καπιταλισμός περιεργάζεται το -όχι τόσο μακρυνό- μέλλον του.
Η τελευταία λέξη της τεχνολογίας στην καταστολή στη Συρία, 4/11/2011
Ενώ η καταστολή των διαδηλώσεων στη Συρία έχει ήδη στοιχίσει πάνω από 3.000 ζωές από τον περασμένο Μάρτιο, οι Ιταλοί τεχνικοί στα γραφεία της Telecom στη Δαμασκό είναι ιδιαίτερα απασχολημένοι, προμηθεύοντας το καθεστώς του προέδρου Μπασάρ Αλ-Ασσάντ με τις δυνατότητες να παρεμβαίνει, να ανιχνεύει και να αρχειοθετεί σχεδόν κάθε e-mail που ανταλάσσεται σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Οι υπάλληλοι της Area SpA, μιας εταιρίας παρακολουθήσεων με έδρα λίγο έξω απ’ το Μιλάνο, εγκαθιστούν το σύστημα υπό τις οδηγίες της συριακής υπηρεσίας πληροφοριών, οι πράκτορες της οποίας πιέζουν τους Ιταλούς να τελειώσουν το γρηγορότερο, λέγοντας πως χρειάζονται επειγόντως τη τεχνογνωσία εντοπισμού προσώπων, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός ατόμου οικείου με το εγχείρημα. Οι υπάλληλοι της Area φτάνουν στη Δαμασκό κατά βάρδιες αυτή τη χρονιά, καθώς η βία έχει κλιμακωθεί, λέει το ίδιο άτομο, που έχει εργαστεί πάνω στο σύστημα παρακολούθησης της Area.
Η Area χρησιμοποιεί εξοπλισμό αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιριών, σύμφωνα με τα πρωτότυπα σχέδια και άλλα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των Bloomberg News και του ατόμου αυτού μέσα από την εταιρία. Το εγχείρημα περιλαμβάνει το Sunnyvale, το λογισμικό αποθήκευσης και αρχειοθέτησης e-mail της καλιφορνέζικης NetApp Inc. (NTAP), ανιχνευτές που θα σκανάρουν τα δίκτυα επικοινωνιών της Συρίας από την παρισινή Qosmos SA, και εργαλεία από τη γερμανική Utimaco Safeware AG (USA) για τη σύνδεση παρακολουθουμένων τηλεφωνικών γραμμών με τους υπολογιστές του κέντρου εποπτείας της Area.
Οι προμηθευτές δεν έχουν παράσχει τα υλικά αυτά άμεσα στη Συρία, αλλά ήταν η Area που τα εξήγαγε μέσω Ιταλίας, σύμφωνα με το άτομο αυτό.
Οι Ιταλοί μένουν σε ένα ενοικιαζόμενο διαμέρισμα με τρία υπνοδωμάτια σε γειτονιά κατοικιών της Δαμασκού, κοντά σε ένα αθλητικό στάδιο όπου εργάζονται πάνω στο σύστημα, το οποίο είναι ακόμα σε δοκιμαστική φάση, σύμφωνα με την πηγή μας, που ζήτησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, καθώς οι υπάλληλοι της Area υπογράφουν συμφωνητικά μη αποκάλυψης στοιχείων της εταιρείας.
Χαρτογράφηση των συνδέσεων
Μόλις το σύστημα ολοκληρωθεί, οι υπηρεσίες ασφαλείας της Συρίας θα είναι σε θέση να παρακολουθούν τους στόχους του σε σταθμούς με επίπεδες τηλεοράσεις όπου θα εμφανίζονται οι τηλεφωνικές και διαδικτυακές επικοινωνίες σε πραγματικό χρόνο παράλληλα με γραφήματα που θα χαρτογραφούν τα δίκτυα των ηλεκτρονικών επαφών των πολιτών, σύμφωνα με τα ντοκουμέντα που έχουμε στη διάθεσή μας και με δύο ανθρώπους οικείους με τα σχέδια αυτά.
Ένα τέτοιο σύστημα είναι φτιαγμένο για καταστολή, λέει ο Mark Dubowitz, διευθύνων σύμβουλος του Ιδρύματος για την προάσπιση των δημοκρατιών, με έδρα την Ουάσιγκτον, το οποίο προωθεί αυστηρότερες κυρώσεις κατά της Συρίας.
“Κάθε εταιρεία που πωλεί τεχνολογία παρακολούθησης κι επιτήρησης στο καθεστώς Ασσάντ είναι συνένοχος σε εγκλήματα κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων”, αναφέρει.
Η ιδιωτική εταιρεία Area, που ιδρύθηκε το 1996 κατασκευάζοντας τηλεφωνικούς κοριούς για λογαριασμό των ιταλικών δυνάμεων της τάξης, έχει πατεντάρει το σύστημα “Asfador”. Ο τίτλος προέκυψε από τον κύριο Asfador που πήρε τηλέφωνο την εταιρία το 2008 ζητώντας να κλείσει μια συμφωνία, σύμφωνα με πηγή μας που γνωρίζει τα του εγχειρήματος. Η πηγή μας δε γνώριζε το πλήρες όνομα του κυρίου Asfador, και οι προσπάθειες ταυτοποίησής του ήταν ανεπιτυχείς. Η τιμή ωστόσο, στην οποία κλείστηκε η συμφωνία ξεπερνούσε τα 13 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με δυο διαφορετικούς ανθρώπους οικείους με τη συμφωνία.
Η αλλαγή ξεπερνά τις συμφωνίες
Ο διευθύνων σύμβουλος της Area, Andrea Formenti δήλωσε πως δεν μπορεί να συζητήσει για συγκεκριμένους πελάτες ή συμβόλια, κι ότι η εταιρεία του ακολουθεί όλους τους νόμους και τους κανονισμούς που ρυθμίζουν τις εξαγωγές.
Λέει ότι οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν συχνά αυτό που θα λέγαμε εργαλεία “νόμιμης παρακολούθησης” προκειμένου να συλλάβουν εγκληματίες. Χωρίς να αναφέρεται ιδιαίτερα στη Συρία, ο Formenti λέει ότι η πολιτική αλλαγή μπορεί να καταστήσει άτοπη μια επιχειρηματική συμφωνία.
“Μπορείτε να θεωρήσετε ότι κάθε σύστημα νόμιμης παρακολούθησης έχει μια μακρά διαδικασία πώλησης, ενώ η πραγματικότητα τρέχει με γοργούς ρυθμούς”, λέει, παραπέμποντας στην ταχύτητα της πτώσης του Λίβυου ηγέτη Μουαμμάρ Καντάφι, μόλις έναν χρόνο αφότου έστησε τη βεδουίνικη τέντα του σε πάρκο της Ρώμης, στη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στην Ιταλία. “Ο Καντάφι ήταν ένας μεγάλος φίλος του πρωθυπουργού μας, μέχρι πριν όχι πολύ καιρό”.
Όταν το Bloomberg News επικοινώνησε με την Qosmos, ο σύμβουλος της εταιρείας Thibaut Bechetoille είπε ότι η εταιρία του θα αποχωρούσε από το έργο. “Δεν ήταν σωστό να συνεχίσουμε να στηρίζουμε αυτό το καθεστώς”, αναφέρει. Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας αποφάσισε πριν περίπου τέσσερις εβδομάδες να αποσυρθεί από το έργο και ακόμα ψάχνουν πώς θα μπορούσαν να απεμπλακούν από τη συμφωνία. Οι deep-packet ανιχνευτές της εταιρίας αυτής μπορούν να σταλλούν στο e-mail ενός χρήστη του διαδικτύου, κι από κει και πέρα να αναπαράγουν τα πάντα όσα συμβαίνουν στην οθόνη του, λέει ο διευθυντής πωλήσεων της Qosmos, Erik Larsson.
Κέντρα Εποπτείας
“Ο μηχανισμός απόσυρσής απ’ αυτή τη συμφωνία, τεχνικά και διαδικαστικά, είναι περίπλοκος”, λέει ο Larsson. Η αλυσιδωτή εμπλοκή Δυτικών εταιριών από τις ΗΠΑ ως την Ευρώπη δείχνει την πορεία που τα υψηλής τεχνολογίας συστήματα παρακολούθησης βρίσκουν τον δρόμο τους προς καταπιεστικά καθεστώτα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν εναντίον των πολιτικών αντιπάλων τους.
Καθώς οι εξεγέρσεις στην Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Τυνησία ανέτρεψαν τους ηγέτες τους φέτος, ο 46χρονος Ασσάντ κρατιέται στη θέση του αναπτύσσοντας δυνάμεις ασφαλείας εναντίον των διαδηλωτών που ζητούν την πτώση του, και παρά την έκκληση του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να παραιτηθεί. Η Συρία, χώρα που συνορεύει με το Ισραήλ, το Ιράκ, την Ιορδανία, τον Λίβανο και την Τουρκία, διοικείται απ’ τον Ασσάντ και πριν απ’ αυτόν απ’ τον πατέρα του Χαφέζ εδώ και 41 χρόνια.
Υπολογιστές εντοπισμού
Η Area εγκαθιστά ένα σύστημα, που περιλαμβάνει το ηλεκτρονικό κέντρο εποπτείας “Captor” της εταιρίας, μέσω μιας σύμβασης με την κρατικής ιδιοκτησίας Συριακή Αρχή Τηλεπικοινωνιών ή STE, αναφέρουν οι δυο πηγές μας. Επίσης γνωστή και ως Syrian Telecom, η εταιρία είναι ο κύριος παροχός σταθερής τηλεφωνίας της χώρας.
Χωρίς τα μηχανήματα της Area, το τρέχον σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης της Συρίας πιάνει μόνο ένα κομμάτι των τηλεπικοινωνιών της χώρας, και υπολείπεται του νέου συστήματος που έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί ολόκληρη τη διαδικτυακή κίνηση, λέν οι άνθρωποι που γνωρίζουν τις δυνατότητες της Συρίας μέσω της δουλειάς τους στην Area.
Οι επιχειρήσεις που πωλούν εξοπλισμό παρακολούθησης στη Συρία θα έπρεπε να λογοδοτήσουν για υποστήριξη της καταπίεσης, λέει ο Osama Edward Mousa, ένας Σύρος blogger που συνελήφθη το 2008 για κριτικές προς το καθεστώς δημοσιεύσεις και έφυγε για τη Σουηδία το 2010.
“Κάθε εταιρία που πωλεί τεχνολογία παρακολούθησης στην κυβέρνηση της Συρίας είναι ένας συνεργάτης στην καταστολή της δημοκρατίας στη Συρία”, μας λέει. “Είναι συνένοχος στους φόνους εναντίον του λαού της Συρίας. Βοηθούν τη κυβέρνηση να διατηρήσει τον έλεγχο”.
Κυρώσεις εναντίον της Συρίας
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιβάλει μια σειρά κυρώσεων εναντίον της Συρίας ήδη από τον Μάη, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης πώλησης όπλων και του παγώματος των λογαριασμών των ανθρώπων του καθεστ΄τος. Τα μέτρα αυτά όμως δεν απαγορεύουν στις ευρωπαϊκές εταιρίες την πώληση προς τη Συρία του εξοπλισμού που χρειάζεται όπως στην περίπτωση της Area.
Οι ΗΠΑ έχουν απαγορεύσει το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών προς τη Συρία, εκτός από τρόφιμα και φάρμακα ήδη από το 2004.
Αυτό σημαίνει ότι η αμερικανική κυβέρνηση ίσως χρειαστεί να προσδιορίσει εάν η αποστολή του υλικού της NetApp προς τη Συρία παραβιάζει τις κυρώσεις, λέει ο Hal Eren, πρώην δικηγόρος του τμήματος υποθηκοφυλακίου του ελέγχου περιουσιακών στοιχείων αλλοδαπών που εργάζεται στην Ουάσιγκτον.
“Τα προϊόντα αμερικανικής προέλευσης, είτε εξάγονται άμεσα είτε μέσω τρίτων χωρών, γενικά απαγορεύονται στη Συρία”, λέει ο Eren.
Η NetApp, που έχει χρηματιστηριακή αξία περίπου 15 δισεκατομμύρια δολλάδια και περισσότερους από 10.000 υπαλλήλους, στέλνει τα προϊόντα της σ’ ολόκληρο τον κόσμο, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ετήσια αναφορά.
Η ΝetApp “δε γνωρίζει”
“Η NetApp λαμβάνει τα ζητήματα αυτά πολύ σοβαρά και δεσμεύεται για τη συμμόρφωσή της προς τους κανονισμούς του διεθνούς εμπορίου” λέει σε δήλωσή του ο Jodi Baumann, υποδιευθυντής εταιρικών επικοινωνιών της NetApps στο Sunnyvale. “Δε γνωρίζουμε εάν υπάρχουν προϊόντα της NetApp που πωλούνται ή έχουν σταματήσει να πωλούνται στη Συρία”.
Η σύμβασή της NetApp κανονίστηκε με τέτοιο τρόπο που αποφεύχθηκε μια άμεση συμφωνία με την Area, λέει ένας απ’ τους ανθρώπους που γνωρίζουν για το εγχείρημα. Η ιταλική θυγατρική της NetApp πούλησε τον εξοπλισμό μέσω ενός εξουσιοδοτημένου πωλητή στην Ιταλία, απ’ όπου έπειτα πωλήθηκαν εκ νέου στην Area, αναφέρει η πηγή μας.
Ο γενικός διευθυντής της Utimaco Malte Pollmann λέει πως η εταιρία του στηρίζεται στην Area προκειμένου να διασφαλίσει πως ο εξοπλισμός τους χρησιμοποιείται και εξάγεται σύμφωνα με τον νόμο. “Η Area είναι ένας αξιόπιστος εταίρος μακράς πνοής”, λέει.
Η Utimaco, με έδρα το Oberursel κοντά στη Φρανκφούρτη, δεν είναι ενήμερη για οποιοδήποτε εγχείρημα στη Συρία περιλαμβάνει εξοπλισμό της, και σπάνια γνωρίζει πού εγκαθιστούν τον εξοπλισμό της οι συνεταίροι της, λέει ο Pollmann. “Δεν είναι ανάγκη να γνωρίζουμε, καθώς κανείς απ’ τους συνεργάτες μας δεν είναι υποχρεωμένος να μας ενημερώσει”, λέει ο Pollmann. “Δεν κάνουμε προσωπικές πωλήσεις”.
Ένα κενό πληροφοριών
Η Sophos Ltd, στο Abingdon της Αγγλίας, παροχός λογισμικού ασφαλείας και προστασίας δεδομένων που ελέγχει την Utimaco, παραπέμπει τις ερωτήσεις στην Utimaco, λέει η Fiona Halkerston, υπεύθυνη για τις δημόσιες σχέσεις της Sophos, που έχει αναλάβει η λονδρέζικη εταιρία Johnson King Ltd.
Ο γενικός διευθυντής της STE Baker Baker δεν απάντησε σε ερώτημα για σχολιασμό που στάλθηκε με φαξ στο γραφείο του.
Στην πρεσβεία της Συρίας στη Ρώμη, ένας υπεύθυνος τύπου δήλωσε πως δεν έχει κάποια πληροφόρηση για το σύστημα και αρνήθηκε να σχολιάσει τις επιπλοκές σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων μιας τέτοιας παρακολούθησης.
Η αγορά του συστήματος αυτού από τη Συρία δείχνει πώς τα απολυταρχικά καθεστώτα χρησιμοποιούν Δυτικά προϊόντα τεχνολογίας επιτήρησης προκειμένου να παρακολουθούν τους διαφωνούντες. Στο Ιράν, μια έρευνα των Bloomberg News έδειξε ότι ήταν ευρωπαϊκές εταιρίες που παρείχαν ή διέθεσαν το υλικό εντοπισμού θέσης πολιτών και παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών στις οποίες οι υπηρεσίες ασφαλείας ήθελαν να έχουν πρ΄σοβαση.
Βοηθήματα για ανακριτές
Στο Μπαχρέιν, οι ανακριτές των ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα χρησιμοποίησαν μεταγραφείς μηνυμάτων sms ευρωπαϊκού εξοπλισμού παρακολούθησης, σύμφωνα με την έρευνά μας. Άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής που κατέστειλαν εξεγέρσεις αυτή τη χρονιά αγόρασαν ακριβώς τον ίδιο εξοπλισμό, περιλαμβανομένης της Αιγύπτου, αλλά και της Υεμένης και της Συρίας.
Στη Συρία, το σύστημα παρακολούθησης e-mail και διαδικτυακών συνομιλιών της Area θα είναι πιο διεισδυτικό απ’ ότι ένας απλός εξοπλισμός αποκλεισμού ιστοσελίδων.
Οι ΗΠΑ εξετάζουν εκθέσεις σύμφωνα με τις οποίες η Συρία χρησιμοποιεί τεχνολογία της Blue Coat Systems Inc (BCSI), μιας ακόμη εταιρίας με έδρα το Sunnyvale, για λογοκρισία στο διαδίκτυο και αρχειοθέτηση του ιστορικού πλοήγησης, είπε η εκπρόσωπος του State Department Victoria Nuland σε συνέντευξη τύπου της 24ης Οκτώβρη.
Η Blue Coat διερευνά ισχυρισμούς σύμφωνα με τους οποίους τα εργαλεία φιλτραρίσματος πληροφοριών της μεταπωλήθηκαν στη Συρία, λέει ο εκπρόσωπός της Steve Schick. Η εταιρία δεν εξάγει στη Συρία και απαγορεύει απ’ τους συνεταίρους της να μεταπωλούν προϊόντα της στη Συρία ή σε άλλες χώρες όπου έχει επιβληθεί εμπάργκο, λέει.
H Nuland του State Department υπογράμμισε την απαγόρευση σχεδόν κάθε αμερικανικής εξαγωγής στη Συρία, απαντώντας σε ερώτηση για την Blue Coat κατά τη συνέντευξη τύπου.
Το State Department ανησυχεί
“Μας προκαλούν ανησυχία οι αναφορές για τη χρήση της τεχνολογίας από ολοκληρωτικά καθεστώτα εν γένει, αλλά συγκεκριμένα όσον αφορά τη Συρία, ο στόχος τους γίνονται άμεσα οι ακτιβιστές και οι αντιφρονούντες”.
Τα τελευταία τρία χρόνια, η Area εργάζεται για να παράσχει στη Συρία ακριβώς αυτήν την τεχνολογία.
Η Area, εδράζεται σε ένα σύγχρονο συγκρότημα γραφείων δίπλα στο αεροδρόμιο Malpensa του Μιλάνου, απ’ όπου δέχθηκε το τηλεφώνημα του 2008 ζητώντας της να συμμετάσχει στο εγχείρημα καθώς αγωνιζόταν να συλλέξει χρωστούμενα χρήματα στη χώρα, λέει η πηγή μας. Μαζί με δυο ιταλικές ανταγωνιστικές της, η εταιρία πίεζε την ιταλική κυβέρνηση να καταβάλει τις καθυστερημένες αμοιβές για έργα παρακολούθησης, μας λέει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας, Formenti.
Η Area πέτυχε τη συμφωνία με τη Συρία το 2009, αναφέρουν δυο άνθρωποι σχετικοί με το εγχείρημα. Τον περασμένο Φεβρουάριο, ένα πλοίο που μετέφερε τους υπολογιστές και τον λοιπό εξοπλισμό έφτασε στο λιμάνι της Λατάκειας στη Συρία, μας λέει η πηγή μας.
Εκατόμβες νεκρών
Με τον εξοπλισμό στη Συρία, το εγχείρημα του Asfado ξεδιπλώνετια παράλληλα με την κλιμάκωση της καταστολής απ’ τον Ασσάντ.
Η αναταραχή ξεκίνησε στα μέσα Μαρτίου. Δυο εβδομάδες μετά, στις 30 Μαρτίου, Ιταλοί υπάλληλοι της NetApp και της Area αντάλλαξαν e-mails στα οποία οι παροχοί των ηλεκτρονικών υπολογιστών έδιναν οδηγίες στην εταιρία παρακολουθήσεων πάνω στο πώς να ρυθμίσει τον εξοπλισμό που είχε μόλις παραλάβει, σύμφωνα με αντίγραφα των συνομιλιών.
Την ίδια ημέρα, ο Ασσάντ απευθύνθηκε στο κοινοβούλιο της Συρίας, κατηγορώντας του διαδηλωτές για “συνωμοσία”. “Αν κι αυτή η μάχη επιβλήθηκε σε μάς σήμερα, την καλωσορίζουμε”, είπε.
Μέχρι τότε, περισσότερα από 90 άτομα είχαν σκοτωθεί σε συγκρούσεις, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία.
Μια αναφορά της Area για το “NetApp Storage Cluster B,” με ημερομηνία 26 Μαΐου, δείχνει πώς είχαν τοποθετηθεί κοριοί σε στοίβες δίσκων της αμερικανικής εταιρίας σε καταστήματα με υπολογιστές. Η αναφορά αυτή φέρει το κωδικό όνομα Asfador, καθώς και εξώφυλλο με τον τίτλο “STE PDN Monitoring Center Project”.
Επίσης, στις 26 Μαΐου, οι συριακές δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν τουλάχιστον τρεις διαδηλωτές στην επαρχία της Νταραά, ανεβάζοντας την αριθμό των νεκρών στους 1.100.
Η αίθουσα παρακολουθήσεων
Εάν η εγκατάσταση της Area ολοκληρωθεί σύμφωνα με τα σχέδια, η κυβέρνηση του Ασσάντ θα κερδίσει τη δυνατότητα να διεισδύσει φαινομενικά σε κάθε γωνιά του διαδικτύου στη Συρία.
Σχεδιαγράμματα για το σύστημα δείχνουν πως περιλαμβάνει ανιχνευτές τόσο στο δίκτυο των εταιριών κινητής τηλεφωνίας όσο και των παροχών υπηρεσιών διαδικτύου, καταγράφοντας τόσο την εγχώρια όσο και τη διεθνή κίνηση. H αρχειοθέτηση της Netapp θα επιτρέψει στους πράκτορες τη διατήρηση αρχείων επικοινωνιών για μελλοντικές έρευνες ή τη χαρτογράφηση των επαφών του κάθε ατόμου, σύμφωνα με τις πηγές και τα έγγραφα που έχουμε στη διάθεσή μας.
Ο εξοπλισμός έχει ήδη στηθεί σε μια κλιματιζόμενη αίθουσα κτιρίου της Telecom στη συνοικεία Mouhajireen της Δαμασκού, όπου περίπου 30 μεταλλικά ράφια στηρίζουν τους υπολογιστές που χειρίζονται την παρακολούθηση και την αρχειοθέτηση των επικοινωνιών, σύμφωνα με άτομο που γνωρίζει για τις εγκαταστάσεις. Το κέντρο δεδομένων συνδέεται με μια αίθουσα παρακολουθήσεων έναν όροφο ψηλότερα, όπου οι καταγραφόμενες επικοινωνίες θα μεταδίδονται σε περίπου 40 τερματικά, σύμφωνα με το ίδιο άτομο.
Δυο άνθρωποι που γνωρίζουν τους όρους της σύμβασης λένε πως στο τελικό στάδιο της εγκατάστασης, το συμβόλαιο προβλέπει πως οι υπάλληλοι της Area θα εκπαιδεύσουν τους Σύρους πράκτορες πάνω στον χειρισμό των μηχανημάτων, θα τους διδάξουν δηλαδή πώς να παρακολουθούν καλύτερα τους πολίτες.
δημοσιογράφοι:
Ben Elgin
Bernon Silver Συντάκτες:
Melissa Pozsgay
Gary Putka
Σημείωση: περισσότερο υλικό σχετικά με τις αραβικές εξεγέρσεις είναι διαθέσιμο εδώ, ενώ συγκεκριμένα από τη Συρία έχουμε δει μια αναφορά αυτόπτη μάρτυρα απ’ την καταστολή στη Χάμα εδώ.
Οι επερχόμενες καταλήψεις θα ξεφυτρώνουν παντού χωρίς αρχή και τέλος, και χωρίς τα μέσα να διαλυθούν. Όταν συμβεί αυτό, θα είμαστε επιτέλους έτοιμοι να τις εγκαταλείψουμε.
Όταν γράφαμε τα παραπάνω τον Δεκέμβρη του 2008 στην πόλη της Νέας Υόρκης, μετά την κατάληψη ενός πανεπιστημιακού κτιρίου στη Union Square, αντιμετωπιστήκαμε σαν ιδεαλιστές νεαροί, μηδενιστές αναρχικοί, ακόμη και φασίστες παρακρατικοί. Ποιά είναι τα αιτήματά σας; ρωτούσαν. Και τί προτείνετε; αναρωτιόντουσαν. Να καταλάβουμε τα πάντα; ξύνιζαν.
Αλίμονο. Τα προαισθήματά μας έχουν ξεπεραστεί.
Ήταν απλά θέμα χρόνου. Με το πρώτο ξέσπασμα της κρίσης το φθινόπωρο του 2008, τα αποτελέσματά της ήταν διάχυτα, με τα άτομα σ’ ολόκληρη τη χώρα να τα νιώθουν ταυτόχρονα αλλά όχι από κοινού. Οι φοιτητές, που έχουν τόσο τον χρόνο να δράσουν και να σκεφτούν ελεύθεροι απ’ την προστατική της εργασίας, ήταν φυσικά οι πρώτοι που αντέδρασαν. Με την εξέγερση στην Ελλάδα να κοχλάζει, και μια κρίση νομιμοποίησης της αμερικανικής οικονομίας μπροστά τους, καταλήψεις χωρίς αιτήματα εξαπλώθηκαν από την Νέα Υόρκη στην Καλιφόρνια, εμπλέκοντας χιλιάδες. Τα αιτήματα είναι άνευ νοήματος, όταν κανείς δεν πρόκειται να σε ακούσει, κι έτσι το μόνο πραγματικό αίτημα ήταν η ίδια η κατάληψη. Ανώριμο ίσως, όχι όμως και ανόητο. Με τις κατασχέσεις να αυξάνονται γεωμετρικά, και την ανεργία να εκτοξεύεται στα ύψη, η κατάληψη του χώρου και των μέσων διαβίωσης είναι η πιο αυτονόητη δράση. Στις πιο απολίτικες απ’ τις Δυτικές δημοκρατίες, πρέπει να δημιουργήσει κανείς πρώτα τους χώρους απ’ όπου θα προκύψει η πολιτική.
Αλλά οι φοιτητές από μόνοι τους δεν είναι τίποτα. Πόσο μάλλον οι αριστεροί ριζοσπάστες απ’ αυτούς.
Πάντοτε με το ένα πόδι στην εργασία και το άλλο έξω απ’ αυτήν, οι φοιτητές μπορούν να εκφράσουν τη δυσφορία γι’ αυτό που έρχεται, κι όχι γι αυτό που έχει ήδη έρθει. Εδώ προκύπτει και το θεωρητικό πλεονέκτημα του τρέχοντος κύματος καταλήψεων, που παίρνει ως σημείο αφετηρίας του όχι το λεηλατημένος μέλλον, αλλά το διαλυμένο παρόν. Από δω, δε χρειάζεται κανείς πλέον να “πείσει” τους άλλους για το τί “μπορεί να συμβεί”. Είναι μάλλον το ίδιο το παρόν που γκρεμίζεται κάτω απ’ τα πόδια όλων. Και μόνον όσοι ζουν σε ουρανοξύστες μπορούν να αποφύγουν τα πρώτα γκρεμοτσακίσματα.
Το Occupy Wall Street και οι επακόλουθοι πολλαπλασιασμοί του ακολουθούν την τροχιά των αμερικανικών κοινωνικών αγώνων που ξεκίνησαν απ’ τις εργατικές ταραχές μετά τον εμφύλιο πόλεμο και συνέχισαν μέχρι τις πιο πρόσφατες αναζωπυρώσεις των διαδηλώσεων της αντιπαγκοσμιοποίησης των αρχών της δεύτερης χιλιετηρίδας. Τί είναι αυτή η τροχιά; Με απλά λόγια, στο ξεκίνημα της νεοϊδρυθείσας δημοκρατίας της Αμερικής, οι εργαζόμενοι πληθυσμοί διεκδικούσαν λιγότερες ώρες εργασίας και καλύτερο μισθό, με ανεξάρτητη δική τους εκπροσώπηση και συλλογικά δικαιώματα διαπραγμάτευσης. Αυτά τα συγκεκριμένα αιτήματα, που ορισμένες φορές αναμείχθηκαν και ορισμένες βρέθηκαν σε σύγκρουση με τα αιτήματα για τη ψήφο των γυναικών και τα πολιτικά δικαιώματα, υποστηρίχθηκαν από μαζικά κύματα βίας: απεργίες, καθηστικές διαμαρτυρίες, οδομαχίες, ταραχές, λεηλασίες, εμπρησμούς. Ενώ απαιτούσαν συγκεκριμένες εγγυήσεις για τη ζωή τους με τα λόγια τους, με τα έργα τους δεν απαιτούσαν τίποτα απολύτως απ’ τα κατεστραμμένα εργοστάσια και τραίνα που άφηναν πίσω τους.
Ο μέσος αμερικάνος πολίτης, το 99%, απ’ την ανασυγκρότηση στον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο, αναβαπτίστηκε στο αίμα και ευλογήθηκε με μια πληθώρα υλικών κερδών. Η ενασχόληση των πολιτών με την πολιτική υποχώρησε μπρος στην απόλαυση των νέων εμπορευμάτων που βρέθηκε στο προσκήνιο. Με μια σχετική ειρήνη που κερδήθηκε για τους λευκούς εργαζομένους, η σφαίρα της πολιτικής άνοιξε για το άλλο κομμάτι του 99%, για τον μαύρο πληθυσμό. Ο αργόσυρτος μεταπολεμικός αγώνας για πολιτικά δικαιώματα εξερράγη στη δεκαετία του ’60, με όχι μόνο αιτήματα για ίση μεταχείριση και σεβασμό, αλλά επίσης αιτήματα για ένταξη στα υλικά κέρδη που είχε προσωρινά διασφαλίσει για τον εαυτό του ο λευκός εργαζόμενος πληθυσμός. Αυτά τα πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα διατυπώθηκαν στην Ουάσιγκτον και τη Σέλμα, ήταν μόνο το προσκήνιο μιας κολοσσιαίας βουβής οργής που μαινόταν στο φόντο, γκρεμίζοντας τις γεμάτες εμπόρευμα βιτρίνες του Νιούαρκ, του Ντητρόιτ, του Λος Άντζελες, του Ώκλαντ, του Σικάγο, και σχεδόν κάθε μητροπολιτικής γειτονιάς στην Αμερική. Η αυτοκαταστροφή των δικών τους γειτονιών ήταν το σημάδι ότι δεν είχαν “τίποτα να χάσουν”, μια πολιτική θέση που δεν μπορεί παρά να κερδίζει.
Καθώς το κίνημα για ισότητα και πολιτικά δικαιώματα κορυφώθηκε, η νεολαία και τα αντιπολεμικά κινήματα των μέσων του ’60 και των αρχών του ’70 κέρδισαν έδαφος. Κάνοντας δικό τους το φυσικό μήνυμα των φυλετικών ταραχών -ότι δεν υπάρχει νίκη χωρίς αγώνα- οι νέοι ριζοσπάστες ανέμειξαν παλιές εργατικές τακτικές με τις στρατηγικές των πολιτικών δικαιωμάτων, παράγοντας μια ιδεολογία που υποστήριξε το δικαίωμά τους να γευτούν τους καρπούς της αμερικανικής κοινωνίας. Τα πάντα μπορούσαν να αρπαχθούν, τα πάντα θα ‘πρεπε να ήταν δικά μας. Η ιδιαιτερότητα των πολιτικών κινημάτων την περίοδο αυτήν ήταν στη φύση των γενικών αιτημάτων τους: ελευθερία, ισότητα, ειρήνη, τα πάντα.
Όμως ο αγώνας για ένα ολικό αίτημα έσπασε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν η κρίση στην αμερικανική οικονομία οδήγησε σε μια νέα ταξική επίθεση σ’ αυτούς που κάνουν τη χώρα να κινείται. Αυτή η επίθεση είναι σε εξέλιξη. Δε χρειάζεται πλέον να δοθεί τίποτα σ’ αυτούς που απαιτούν, οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις δε δεσμεύονται πια απ’ τους υπαλλήλους τους και τους πολίτες τους. Αυτή η νέα σχέση μεταξύ κυβερνόντων και κυβερνομένων, μεταξύ ιδιοκτητών και εργατών, ονομάστηκε λιτότητα. Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα, όσα κερδήθηκαν τον προγούμενο αιώνα σιγά-σιγά υποχώρησαν. Οι πραγματικοί μισθοί καθηλώθηκαν ενώ οι τιμές αυξήθηκαν, η εισοδηματική ανισότητα τινάχθηκε στα ύψη ενώ η ανεργία κορυφώθηκε, αφάνταστος πλούτος παράχθηκε ενώ απίστευτα λίγοι τον ιδιοποιήθηκαν – το αμερικανικό όνειρο αγορασμένος με κακή πίστωση, πληρωμένο με πανήψυλο επιτόκιο, μόλις μαλάκωσε με ένα εισιτήριο για τον κινηματογράφο. Τί μπορεί να διεκδικήσει πια κανείς όταν δεν υπάρχει τίποτα να του δώσουν.
Το να ΜΗΝ έχει κανείς αιτήματα, δεν είναι κάποια έλλειψη αλλά μια αντιφατική επιβεβαίωση της εξουσίας του όσο και της αδυναμίας του. Πολύ αδύναμος ακόμα και για να αποπειραθεί να πάρει κάτι απ’ αυτούς που κυριαρχούν την εργατική ζωή, και ταυτόχρονα πολύ ισχυρός για να προσπαθήσει και να καταφέρει μια άμεση οικειοποίηση της ψυχής του, του χρόνου του και της δραστηριότητάς του μακρυά από την εκπροσώπηση. Ένας αγώνας χωρίς αιτήματα φανερώνει τη συνολικότητα των εχθρών εναντίον των οποίων μάχεται κανείς και την ενότητα όσων τους αντιμάχονται. Ένας τέτοιος αγώνας “δε διεκδικεί κανένα συγκεκριμένο δικαίωμα επειδή τα βάσανα που υποφέρει δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο κακό αλλά ένα κακό γενικό”. Αυτό το “γενικό κακό” είναι η απρόσωπη δομή της εκμετάλλευσης που βρίσκεται στην καρδιά του οικονομικού μας συστήματος – η εκβιαστική πώληση του χρόνου και της δραστηριότητας μιας ολόκληρης ζωής ενός σε έναν άλλον με αντάλλαγμα έναν μισθό – κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί από καμμιά συγκεκριμένη αλλαγή, παρά μόνο από μια συνολική.
Ωστόσο, ο αγώνας χωρίς αιτήματα δεν είναι “ριζοσπαστικός” επειδή δεν έχει αιτήματα, όπως και ο αγώνας για καλύτερους μισθούς δεν είναι “ρεφορμιστικός” επειδή έχει αιτήματα. Πιο σημαντικό από τα αιτήματα που εγείρονται εναντίον της εξουσίας είναι οι απαιτητικές υπευθυνότητες που φέρει η ίδια η κατάσταση. Η ιδιαιτερότητα της τρέχουσας στιγμής είναι η σαφής αναγνώριση απ’ τους ίδιους τους ανθρώπους, δημόσια, μαζί, δυνατά, αόριστα, της δικής τους κατάστασης στην κατάσταση των άλλων. Οι μορφές αυτής της συνάντησης, αν και θεαματικές, δεν είναι τίποτα συγκρινόμενες με τα περιεχόμενά τους. Τα ζητήματα της εργασίας, του χρήματος, της κοινότητας, της οικογένειας, του φύλου, του χρώματος, του χρόνου, της τάξης, της εκπαίδευσης, της υγείας, των μέσων, της εκπροσώπησης, της τιμωρίας και της πίστης δεν έχουν πια ατομικές απαντήσεις. Το να σκεφτούμε πάνω σ’ ένα απ’ αυτά σημαίνει να σκεφτούμε πάνω σ’ όλα τους, και το να σκεφτούμε πραγματικά πάνω σ’ όλα αυτά απαιτεί μια κατάληψη δίχως τέλος. Οι καταλήψεις χωρίς τέλος είναι απεριόριστες κι ελεύθερες, όχι απλά επειδή βρίσκονται παντού και διαρκούν επ’ αόριστον, αλλά επειδή δεν υπάρχει τίποτα έξω απ’ αυτές που να τις καθορίζει εκτός απ’ αυτές τις ίδιες. Το ξεπέρασμα των καταλήψεων είναι η πρακτική πραγματοποίηση μιας τέτοιας ελευθερίας, ένα καθήκον που δεν μπορεί παρά να επιτευχθεί ιστορικά.
Προσοχή: υπάρχει μια λογική εδώ, λόγω των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων που γίνονται ακόμα πιο ξεκάθαρες χάρις στην τρέχουσα έλλειψη κατάλληλων εννοιών για να την αντιληφθούμε. Η κύρια προϋπόθεση του 99% συνθέτει τέλεια την οικουμενική κενότητα του σύγχρονου αμερικάνου, εκφράζοντας πλήρως ολόκληρη την ύπαρξή του χωρίς συσχέτιση με μια καθορισμένη ποιότητα. Η αλήθεια των καταλήψεων δεν έγκειται μόνο στην ουσία τους, αλλά και στα υποκείμενά τους. Η ελάχιστη προϋπόθεση της κατάληψης εντοπίζει τα υποκείμενα του συλλογισμού σε έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Όσο δένονται μεταξύ τους μέσω υλικών σχέσεων αλληλεξάρτησης, καταλήγει τελικά κανείς πως ούτε καν η επανάσταση δεν είναι αδύνατη.
Η νέα εποχή είναι βαθιά επαναστατική, και το ξέρει. Σε κάθε επίπεδο της σύγχρονης κοινωνίας, κανείς δεν μπορεί και κανείς δε θέλει να συνεχίσει όπως πριν. Κανείς δεν μπορεί να διαχειριστεί ειρηνικά την πορεία των πραγμάτων από τα κορυφαία κλιμάκια πλέον, καθώς ανακαλύπτουν ότι οι πρώτοι καρποί της κρίσης της οικονομίας δεν είναι μονο ώριμοι, αλλά έχουν στην πραγματικότητα αρχίσει να σαπίζουν. Στη βάση, κανείς δε θέλει να αποδεχθεί τί συμβαίνει γύρω του, και το αίτημα για ζωή έχει γίνει πλέον το επαναστατικό πρόγραμμα. Το μυστικό όλων των “άγριων” και “ακατανόητων” αρνήσεων που κοροϊδεύουν την παλιά τάξη είναι η αποφασιστικότητα να γράψουμε τη δική μας ιστορία.
Το Occupy Wall Street είναι η πρώτη μεγάλη αμερικανική απάντηση στην οικονομική κρίση του 2008. Αλλά η οικονομική κρίση του 2008 είναι η πρώτη μεγάλη συνέπεια της αποτυχημένης απάντησης στην κρίση της δεκαετίας του 1970. Στην πραγματικότητα, η καθυστερημένη ταξική σύγκρουση των τελευταίων τριών δεκαετιών, στις οποίες οι Αμερικανοί καλή τη πίστει χάρισαν στις επιχειρήσεις και στην κυβέρνηση μια ολόκληρη γενιά προκειμένου να διορθώσουν το πρόβλημα, και τώρα γύρισαν για να πάρουν εκδίκηση. Ο χρόνος της αναμονής τελείωσε. Η εποχή της λιτότητας έχει φτάσει τα όριά της. Το να καταλάβουμε τα πάντα χωρίς αιτήματα δεν είναι παρά το πρώτο βρεφικό βήμα στα γιγαντιαία παπούτσια του νέου αμερικανικού προλεταριάτου.
Η Mayotte (Μαγιότ) είναι ένα σύμπλεγμα τροπικών νήσων μεταξύ Μαδαγασκάρης και νοτιοανατολικής Αφρικής, που αποτελεί κτήση της Γαλλίας απ’ το 1843, και από τον Μάρτιο του 2011 υπερπόντιο νομό (département d’Outre-Mer) κατόπιν δημοψηφίσματος του 2009. Ειναι πυκνοκατοικημένη, με 200.000 πληθυσμό. Η πλειοψηφία είναι μουσουλμάνοι, που έλκουν την καταγωγή τους από διαχρονικούς εποικισμούς Αράβων, Περσών, Αφρικανών και Μαλαγασίων. Το κατα κεφαλήν εισόδημα 5.200 ευρώ, 10 φορές μεγαλύτερο απ’ τις γειτονικές νήσους Comores και ταυτόχρονα μόλις το 1/5 της μητροπολιτικής Γαλλίας. Πάνω από 1/4 κατοίκους της χώρας είναι κάτω των 18 ετών, οι περισσότεροι αναλφάβητοι. Το ενδιαφέρον της Γαλλίας στα εξωτικά νησάκια δεν είναι τόσο τουριστικό, όσο γεωπολιτικό. Ήδη απ’ το 1975 έχει στηθεί μια υποθαλάσσια ναυτική βάση στο αρχιπέλαγος των Cοmores, σε στρατηγικό σημείο στην ναυτική εμπορική οδό νότια της Αφρικής, ενώ το 2010 εγκαινιάστηκε ένα δίκτυο δορυφορικών κεραιών. Το ενδιαφέρον της Γαλλίας για την ενσωμάτωση των νησιών γίνεται ακόμα πιο κατανοητό αν δουμε ότι το Ιράν, μετά τη στρατιωτική συμφωνία που σύνηψε με την Ερυθραία για χρήση των ναύσταθμών της απ’ τα πολεμικά πλοία του, διεκδικεί τη συμμαχία των Comores, ακριβώς απέναντι από τη γαλλική Mayotte.
διαπραγματεύσεις και ταραχές – διαπραγματεύσεις μετά ταραχών
Την Πέμπτη 6 Οκτώβρη σημειώθηκαν οι πιο εκτεταμένες συγκρούσεις στην Mayotte μεταξύ διαδηλωτών κι αστυνομίας, χωρίς ωστόσο σοβαρούς τραυματισμούς, ενώ οι διαπραγματεύσεις μεταξύ συνδικάτων, εταιριών εισαγωγών και κράτους (ο έπαρχος Thomas Degos δήλωσε ότι δε θα σηκωθεί απ’ το τραπέζι πριν βρεθεί λύση) συνεχίζονται. Τα συνδικάτα ζητούν ευθυγράμμιση με τις τιμές της ν. Réunion (παλιότερος υπερπόντιος γαλλικός νομός, στ’ ανοιχτά της Μαδαγασκάρης). Ένα κουτί φτερούγες κοτόπουλο, βασικό διατροφικό προϊόν στην Mayotte, στοιχίζει 24,21 ευρώ τα 10 κιλά, ενώ στην Réunion 15,90 ευρώ -mabawas nachouké: φθηνότερες φτερούγες κοτόπουλο, το πιο γνωστό σύνθημα που ακούγεται στις διαδηλώσεις. Οι φτερούγες κότας, το δημοφιλές τοπικό έδεσμα, κάποτε παράγονταν στο νησί από κότες που διέθετε κάθε νοικοκυριό για τις ανάγκες του, σύμφωνα με έναν καταμερισμό εργασίας βασισμένο στην παραδοσιακή νησιωτική αυτάρκεια.
Από τη δεκαετία του ’90 και προοδευτικά όσο η Mayotte εξαρτιόταν απ’ τον γαλλικό καπιταλισμό, αυτό το παραγωγικό μοντέλο αντικαταστάθηκε από την εισαγωγή φτερούγων από κότες βιομηχανικών μονάδων της Ν. Αφρικής, επιχείρηση με μεγάλα περιθώρια κέρδους, αν σκεφτεί κανείς ότι η μονάδες αυτές δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή χαμηλής ποιότητας γατοτροφών και σκυλοτροφών. Ασφαλώς, καθώς οι αρχικά φθηνότερες εισαγωγές αντικαθιστούσαν την οικειακή παραγωγή, στον βαθμό που την εκτόπιζαν εξαρτώντας την τοπική οικονομία απ’ τις εισαγωγές και τη γαλλική πολιτική (τα τελευταία χρόνια η Mayotte εισάγει τα περισσότερα προϊόντα -60 φορές το ύψος των εξαγωγών- της από τη Γαλλία!), οι τιμές άρχισαν να παίρνουν την άνιούσα. Ταυτόχρονα, η ανεργία σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς ξεπέρασε το 25%.
Στον δρόμο προς την πρωτεύουσα Mamoudzou, περίπου 200 μαθητές, ορισμένοι κάτω των 10 ετών, εκμεταλλευόμενοι τις σχολικές αργίες, έστησαν ενέδρα σε κομβόι των ΜΑΤ στο Passamainty (Νήσος Grande Terre). Με πέτρες και σιδερόβεργες επιτέθηκαν στα ΜΑΤ, που τους απώθησαν μόνο μετά από εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων. Συγκρούσεις εκδηλώθηκαν και στο Kaweni, τη βιομηχανική ζώνη του Mamoudzou, όπου βρίσκεται η μεγαλύτερη παραγκούπολη της Mayotte, κατοικημένη κυρίως από πολυπληθείς οικογένειες μετανάστών χωρίς χαρτιά απ’ τα νησιά Comores (συνιστούν το 30% του πληθυσμού της Mayotte), που ζουν σε ακατάλληλες συνθήκες, με παντελή έλλειψη πόρων. Νέοι επιτέθηκαν απρόκλητα στα ΜΑΤ που έκαναν κι εδώ χρήση δακρυγόνων. Πολλά οδοφράγματα με κορμούς δένδρων έχουν στηθεί σε διάφορα σημεία του νησιού. Όλα τα μαγαζιά παραμένουν κλειστά, και πάμε ολοταχώς προς μια γενική έλλειψη βασικών προϊόντων.
Από τις αρχές Οκτώβρη το κίνημα ενάντια στην ακρίβεια έχει εξαπλωθεί παντού στην Mayotte. Καταστήματα κλειστά, οδοφράγματα στους δρόμους. Το μικρό νησί έχει παραλύσει πλήρως, και το Mamoudzou, η πρωτεύουσά του συνταράσσεται από συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και δυνάμεων της τάξης. Πλήθη εφήβων με μανδήλια στα πρόσωπα κερνάνε πέτρες και κοκτέιλ μολότωφ τους φρουρούς της τάξης που απαντούν με δακρυγόνα. Στο κέντρο της πόλης λεηλασίες καταστημάτων, φλεγόμενα οδοφράγματα από σκουπίδια και λάστιχα, τα καταστήματα υποχρεώθηκαν να κατεβάσουν ρολά υπό την πίεση των διαδηλωτών. Ένα σουπερμάρκετ επιχείρησε να ανοίξει κανονικά, αλλά μια απόπειρα ληστείας που σημειώθηκε αμέσως, απέτρεψε κάθε τέτοια σκέψη. Η κίνηση στο νησί έγινε χαοτική. Οδοφράγματα και μπλόκα, στα οποία μερικοί οδηγοί (περισσότερο πολυτελών οχημάτων) υποχρεώθηκαν να πληρώσουν “διόδια”. Μια συμμετοχή των οδηγών ταξί στην απεργία βοήθησε στο μπλοκάρισμα προσωρινά της κυκλοφορία στο Kaweni, με ουρές σταματημένων οχημάτων που οι γάλλοι ονομάζουν σαλιγκάρια (escargots). Επιχειρηματίες και τουρίστες, αναγκάστηκαν να περπατήσουν μέσα από χωράφια για να φτάσουν στ’ αεροδρόμιο.
Μετά από εντολή του επάρχου, τα σούπερμάρκετ φυλάσσονται απ’ την αστυνομία. Τα συνδικάτα ζητάνε ρύθμιση των περιθωρίων κέρδους στο 30% για τους διανομείς. Από τα τέλη Σεπτέμβρη, κατόπιν καλέσματος των συνδικάτων, διαδηλώσεις κατά της ακρίβειας οργανώθηκαν στο κέντρο του Mamoudzou. Από την πρώτη μέρα, αντιμετωπίστηκαν ως απειλή δημοσίας τάξης από τις αρχές. Στις 28/9 η ένταση κορυφώθηκε, με την εμφάνιση του πλήθους των παραγκουπολιτών στο Kaweni και στο Mamoudzou. Η αστυνομία χρειάστηκε έκτατες ενισχύσεις, ενώ έκανε χρήση δακρυγόνων και πλαστικών σφαιρών. Η μαζική παρουσία μηχανοκίνητων δυνάμεων της αστυνομίας χαρακτηρίστηκε ακόμα κι απ’ τον έπαρχο της Mayotte ως “πρόκληση”. Οι αστυνομικές δυνάμεις αφού κατακλύζουν τις διαδηλώσεις με πλήρη ανάρτηση, τις διαλύουν επί τόπου, αδιάφορο αν αυτές είναι ειρηνικές. Οι επιθέσεις των ομάδων εφήβων κυρίως αγοριών εναντίον αστυνομικών που ακολουθούν είναι ξαφνικές, όχι τόσο στις διαδηλώσεις (όπου η αστυνομία είναι παρούσα σε αριθμητική υπεροχή) όσο σε ώρες ξεκούρασης ή περιπολίας, διεξάγονται παράλληλα με τις επίσημες διαπραγματεύσεις των συνδικάτων και ανεξάρτητα με την πορεία αυτών. Οι στόχοι τους: οι δυνάμεις καταστολής, οχήματα, 2 εμπορικά κτίρια, κάποια περισσότερο ή λιγότερο πολυτελή καταστήματα (ένα εστιατόρειο, κάποια εμπορικά), ενώ σπάνια είναι άνθρωποι, πχ μαγαζάτορες, ένας λευκός που έβγαλε τη φωτογραφική του μηχανή κλπ.
Μετά την άγρια καταστολή, οι διαδηλωτές ζητούν πλέον την αποχώρηση του επάρχου. Ανάλογες κινητοποιήσεις είχαν γίνει τον Δεκέμβρη του 2009. Τότε οι διαδηλωτές είχαν υποχωρήσει μετά από ορισμένες υποσχέσεις για μειώσεις των τιμών και επιβολή πλαφόν. Οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις των συνδικάτων, μέχρι σήμερα, για τέταρτη εβδομάδα. Τα συνδικάτα κάλεσαν σε δυνάμωμα των διαδηλώσεων “διαφορετικά οι διεκδικήσεις τους για χαμήλωμα των τιμών δε θα ικανοποιούνταν”
Συνέντευξη του Paul Mattick στη Lotta Continua, 1977
Ερώτηση: Φαίνεται πως μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο δριμείας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Ποιά είναι τα νέα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου, σε σύγκριση με εκείνην του 1930′;
Απάντηση: Η βασική αιτία της τρέχουσας κρίσης [1977] είναι η ίδια με κάθε προηγούμενη καπιταλιστική κρίση. Ωστόσο, κάθε κρίση έχει δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όσον αφορά το ξεκίνημά της, τις αντιδράσεις που προκαλεί, και το αποτέλεσμά τους. Η μεταβαλλόμενη διάρθρωση του κεφαλαίου είναι ο λόγος αυτών των ιδιαιτεροτήτων. Σε γενικές γραμμές, μια κρίση ακολουθεί μια περίοδο επιτυχούς συσσώρευσης κεφαλαίου, όπου τα κέρδη που παράγονται και πραγματοποιούνται είναι εφικτά να διατηρήσουν έναν δεδομένο ρυθμό επέκτασης. Αυτή η κατάσταση καπιταλιστικής ευφορίας απαιτεί μια ολοένα αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας, αρκετά μεγάλη ώστε να αντισταθμίσει τη σχετική μείωση της κερδοφορίας που προέκυψε απ’ την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου. Το ανταγωνιστικό κι ως εκ τούτου τυφλό κυνήγι του κέρδους εκ μέρους κάθε μεμονωμένου κεφαλαίου δεν μπορεί παρά να αγνοήσει την μεταβαλλόμενη σύνθεση κεφαλαίου/εργασίας, τη σύνθεση του κοινωνικού κεφαλαίου. Η κρίση ξεσπά, όταν μια ραγδαία δυσαναλογία μεταξύ του απαιτούμενου ρυθμού κερδοφορίας του κοινωνικού κεφαλαίου και του αναγκαίου ρυθμού συσσώρευσης απαγορεύει την περαιτέρω επέκτασή του. Αυτή η υποβόσκουσα μα αψηλάφητη εμπειρικά απόκλιση έρχεται στο προσκήνιο με όρους αγορών, ως έλλειψη πραγματικής ζήτησης, κάτι που είναι μια άλλη έκφραση για την έλλειψη συσσώρευσης πάνω στην οποία συσσώρευση βασίζεται η πραγματική ζήτηση.
Οι πριν το 1930 περίοδοι ύφεσης, αντιμετωπίστηκαν με αποπληθωριστικές πολιτικές, δηλαδή, αφήνοντας τους “νόμους της αγοράς” να κάνουν τον κύκλο τους με την προσδοκία ότι αργά ή γρήγορα η φθίνουσα οικονομική δραστηριότητα θα αποκαθιστούσε την παλιά ισορροπία προσφοράς και ζήτησης κι έτσι να αναζωογονήσει την κερδοφορία του κεφαλαίου. Η κρίση του 1930 ωστόσο, ήταν τόσο βαθυά κι εκτεταμένη που απέτρεπε μια αντιμετώπισή της μ’ αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο. Η απάντηση ήταν αυτήν τη φορά πληθωριστικές πολιτικές -δηλαδή, κυβερνητικές παρεμβάσεις στους μηχανισμούς της αγοράς, μέχρι το σημείο ενός παγκοσμίου πολέμου, ώστε να αναδιαρθρωθεί η παγκόσμια οικονομία μέσω μιας βίαιας συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, εις βάρος των πιο αδύναμων εθνικών κεφαλαίων, και μέσω της άπλετης καταστροφής κεφαλαίου τόσο σε νομισματική όσο και σε φυσική μορφή. Χρηματοδοτημένα μέσω των δημοσιονομικών ελλειμάτων, δηλαδή με πληθωριστικές μεθόδους, τα αποτελέσματα ήταν και πάλι αποπληθωριστικά, όμως σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ’ αυτήν που είχε επιτευχθεί ως τότε με την παθητική προσκόλληση στους “νόμους της αγοράς”. Η μακρά περίοδος ύφεσης και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, και η συνεπαγόμενη τεράστια καταστροφή κεφαλαίου, δημιούργησε τις συνθήκες για μια εξαιρετικά μακροχρόνια περίοδο καπιταλιστικής επέκτασης στις πιο προηγμένες δυτικές χώρες.
Τόσο ο αποπληθωρισμός όσο και ο πληθωρισμός οδηγούσαν μετέπειτα στο ίδιο αποτέλεσμα, σε μια νέα άνοδο του κεφαλαίου, και συνεπώς χρησιμοποιήθηκαν εναλλάξ στις προσπάθειες διασφάλισης της καινούριας οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας. Αναμφίβολα, είναι εφικτό μέσω χρηματοδότησης του ελείμματος, δηλαδή μέσω πίστωσης, να ζωογονηθεί μια στάσιμη οικονομία. Αλλά δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί ο ρυθμός κερδοφορίας του κεφαλαίου καθ’ αυτόν τον τρόπο και κατά συνέπεια να διαιωνιστούν οι συνθήκες της ευημερίας. Ήταν λοιπόν απλά θέμα χρόνου μέχρι ο μηχανισμών των κρίσεων της καπιταλιστικής παραγωγής να επιβεβαιωθεί ξανά. Είναι προφανές ότι η απλή διαθεσιμότητα πίστωσης ώστε να επεκταθεί η παραγωγή δεν αποτελεί λύση για την κρίση, αλλά μια εφήμερη αντανακλαστική πολιτική με μόνο προσωρινά “θετικά” αποτελέσματα. Αν δεν ακολουθηθεί από μια αυθεντική ανάκαμψη του κεφαλαίου, με βάση μεγαλύτερη κερδοφορία, είναι αναγκασμένη να καταρρεύσει από μόνη της. Το “Κεϋνσιανό αντίδοτο” έχει οδηγήσει απλώς σε μια νέα κατάσταση κρίσης με αυξανόμενη ανεργία και αύξοντα πληθωρισμό -και τα δυο εξίσου επιζήμια για το καπιταλιστικό σύστημα.
Η παρούσα κρίση δεν έχει φτάσει ακόμα το επίπεδο των αναταραχών που, στη δεκαετία του 1930, οδήγησαν απ’ την ύφεση στον πόλεμο. Παρά το ότι δεν μπορούν να ξεπεράσουν την τρέχουσα κρίση, τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ύφεσης ανακουφίζουν σε κάποιον βαθμό την κοινωνική αθλιότητα που προκαλείται απ’ την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Όμως, σε μια στάσιμη καπιταλιστική οικονομία, αυτά τα μέτρα γίνονται τα ίδια παράγοντες περαιτέρω επιδείνωσης. Καθιστούν πιο δύσκολη την ανάκτηση ενός οριακού σημείου για μια νέα άνοδο. Επίσης, ο βαθμός της διεθνούς “ενσωμάτωσης” της καπιταλιστικής οικονομίας, μέσω των φιλελεύθερων εμπορικών πολιτικών και των νομισματικών συμφωνιών, υπονομεύεται σταθερά από το βάθεμα της ύφεσης. Τάσεις προστατευτισμού διαταράσσουν την παγκόσμια αγορά ακόμη περισσότερο. Καθώς η ύφεση δεν μπορεί να ξεπεραστεί, παρά μόνον εις βάρος του εργαζόμενου πληθυσμού, η αστική τάξη θα πρέπει να δοκιμάσει όλα τα διαθέσιμα μέσα, οικονομικά όσο και πολιτικά, προκειμένου να υποβαθμίσει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Η άυξηση της ανεργίας, αν και βοηθά, δεν είναι ικανή να περικόψει αποτελεσματικά τους μισθούς και να αυξήσει την κερδοφορία του κεφαλαίου. Τα εισοδήματα όλων των στρωμάτων της κοινωνίας πλην των καπιταλιστικών θα πρέπει να μειωθούν, η λεγόμενη κοινωνική πρόνοια να συρρικνωθεί, σε μια προσπάθεια να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου πάνω από ένα νέο όριο που θα επιτρέπει την περαιτέρω επέκταση. Αν και ένα γρήγορο ανέβασμα του πληθωρισμού έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα, είναι περιορισμένο λόγω της αύξουσας αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής και της κοινωνίας εν γένει. Ως μόνιμη πολιτική θα μπορούσε να απειλήσει την ίδια την ύπαρξη του συστήματος.
Ερώτηση: Σ’ αυτά τα πλαίσια, πώς βλέπετε τον ρόλο της Αριστεράς, και ιδιαίτερα του Κομμουνιστικού Κόμματος; Ποιά η έννοια του ευρωκομμουνισμού;
Απάντηση: Πρέπει να διακρίνει κανείς μεταξύ μιας “αντικειμενικά αριστεράς” στην κοινωνία, που είναι το προλεταριάτο ως τέτοιο, και της οργανωμένης αριστεράς που δεν είναι απαραίτητα προλεταριακής φύσης. Μέσα στην οργανωμένη αριστερά, σε κάθε περίπτωση στην Ιταλία, το ΚΚ κρατά την κυρίαρχη θέση. Σ’ αυτήν τη συγκεκριμένη στιγμή, πιθανότατα καθορίζει τις “αριστερές πολιτικές” παρά την αντίθεση άλλων οργανώσεων στα αριστερά ή τα δεξιά του. Αλλά το ΚΚ δεν είναι μια κομμουνιστική οργάνωση με την παραδοσιακή έννοια. Εδώ και καιρό έχει μετατραπεί σε έναν σοσιαλδημοκρατικό σχηματισμό, ένα ρεφορμιστικό κόμμα, που βρίσκεται σαν στο σπίτι του εντός του καπιταλιστικού συστήματος κι ως εκ τούτου προσφέρει τον εαυτό του ως μηχανισμό στήριξης. Πρακτικά, υπάρχει για να εξυπηρετεί τις αστικές φιλοδοξίες της ηγεσίας του και τις ανάγκες της γραφειοκρατίας του, μεσολαβώντας μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου προκειμένου να διασφαλίσει την τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων. Το γεγονός της μεγάλης εργατικής βάσης του είναι ενδεικτικό της ανετοιμότητας ή της απροθυμίας των εργαζομένων να ανατρέψουν το καπιταλιστικό σύστημα, και του πόθου τους, αντ’ αυτού, να βολευτούν μέσα σ’ αυτό. Η ψευδαίσθηση ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, ενισχύει τις καιροσκοπικές πολιτικές του ΚΚ. Επειδή μια παρατεταμένη ύφεση, θα απειλούσε να τινάξει στον αέρα το καπιταλιστικό σύστημα, είναι ουσιώδες για το ΚΚ, όπως και για κάθε άλλη ρεφορμιστική οργάνωση, να βοηθήσει την αστική τάξη να ξεπεράσει τις συνθήκες της κρίσης. Κατά συνέπεια, είναι αναγκασμένοι να εμποδίζουν τις δράσεις της εργατικής τάξης που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν, ή να εμποδίσουν μια καπιταλιστική ανάκαμψη. Οι ρεφορμιστικές και καιροσκοπικές πολιτικές τους αποκτούν έναν ανοιχτά αντεπαναστατικό χαρακτήρα μόλις το σύστημα τίθεται σε κίνδυνο από τις δραστηριότητες της εργατικής τάξης που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν εντός του καπιταλιστικού συστήματος σε συνθήκες κρίσης.
Ο “Ευρωκομμουνισμός” που πλασάρει το ΚΚ είναι άνευ νοήματος, καθώς ο κομμουνισμός δεν είναι γεωγραφική αλλά κοινωνική κατηγορία. Αυτός ο κενός όρος σηματοδοτεί μια προσπάθεια εκ μέρους των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων να διαφοροποιήσουν τις σημερινές πολιτικές τους απ’ αυτές του παρελθόντος. Αποτελεί μια δήλωση ότι ο παλιός και ξεχασμένος στόχος του κρατικού καπιταλισμού, έχει εγκαταληφθεί προς όφελος μιας μεικτής οικονομίας του σημερινού καπιταλισμού. Ο “Ευρωκομμουνισμός” είναι ένα αίτημα για επίσημη αναγνώριση και πλήρη ενσωμάτωση στο καπιταλιστικό σύστημα, που συνεπάγεται φυσικά, μια ενσωμάτωση στα διάφορα έθνη-κράτη που απαρτίζουν την ευρωπαϊκή ζώνη. Είναι ένα αίτημα για περισσότερες “αρμοδιότητες” εντός του πλαισίου του καπιταλιστικού συστήματος και των κυβερνήσεών του, και μια δέσμευση να μη διαταράξουν έναν ελάχιστο βαθμό συνεργασίας μεταξύ των καπιταλιστικών εθνών στα ευρωπαϊκά πλαίσια, καθώς και να απέχουν από κάθε είδους δραστηριότητα που μπορεί να διαταράξει τη φαινομενική συναίνεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Δε συνεπάγεται μια ριζική ρήξη με τις κρατικοκαπιταλιστικές χώρες του κόσμου, αλλά απλώς τη διαπίστωση ότι κι αυτές οι χώρες επίσης, δεν ενδιαφέρονται για την επέκταση του κρατικοκαπιταλιστικού συστήματος με επαναστατικά μέσα, αλλά μάλλον για μια πλήρη ενσωμάτωση στην καπιταλιστική παγκόσμια αγορά, παρά τις υπόλοιπες κοινωνικο-οικονομικές διαφορές μεταξύ των συστημάτων του ιδιωτικού και του κρατικού καπιταλισμού.
Ερώτηση: Τί δυνατότητες υπάρχουν για επαναστατική δράση, ή για δράση προετοιμασίας για μια μελλοντική επανάσταση; Ποιές δυνατότητες βλέπετε στους εργάτες, τους ανέργους, τους φοιτητές, τις ακροαριστερές ομάδες;
Απάντηση: Οι επαναστατικές δράσεις στρέφονται κατά του συστήματος ως σύνολο – για την ανατροπή του. Αυτό προϋποθέτει μια γενική αποδιοργάνωση της κοινωνίας, η οποία ξεφεύγει από κάθε πολιτικό έλεγχο. Μέχρι στιγμής, τέτοιες επαναστατικές δράσεις έχουν συμβεί μόνο σε σχέση με κοινωνικές καταστροφές, όπως αυτές που εξαπέλυσαν χαμένοι πόλεμοι και οι σχετικές οικονομικές καταρρεύσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι τέτοιες καταστάσεις αποτελούν και απόλυτες προϋποθέσεις για την επανάσταση, αλλά είναι ενδεικτικό του βαθμού της κοινωνικής αποσύνθεσης που προηγείται των επαναστατικών ξεσηκωμών. Η επανάσταση πρέπει να περιλαμβάνει την πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού. Δεν είναι κάποια ιδεολογία αλλά η αναγκαιότητα που θέτει τις μάζες σε επαναστατική κίνηση. Οι δραστηριότητες που προκύπτουν παράγουν τη δική τους επαναστατική ιδεολογία, δηλαδή μια αντίληψη του τί πρέπει να γίνει για να νικήσει ο αγώνας ενάντια στους υπερασπιστές του συστήματος. Προς το παρόν, οι πιθανότητες για επαναστατική δράση είναι εξαιρετικά χαμηλές, καθώς οι πιθανότητες επιτυχίας είναι πρακτικά μηδαμινές. Χαρις στις προηγούμενες εμπειρίες, οι άρχουσες τάξεις περιμένουν μια επαναστατική δραστηριότητα και έχουν εξοπλιστεί καταλλήλως. Η στρατιωτική ισχύς τους δεν απειλείται ακόμα από εσωτερική λιποταξία. Πολιτικά έχουν ακόμα την υποστήριξη των μεγάλων εργατικών οργανώσεων και της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Δεν έχουν εξαντλήσει ακόμα τους μηχανισμούς χειραγώγησης της οικονομίας, και παρά τον αύξοντα διεθνή ανταγωνισμό για τα συρρικνούμενα κέρδη της οικονομίας της εργασίας, είναι ενωμένοι παγκόσμια ενάντια στις προλεταριακές εξεγέρσεις οπουδήποτε κι αν συμβούν. Σ’ αυτό το κοινό μέτωπο βρίσκονται επίσης τα λεγόμενα σοσιαλιστικά καθεστώτα, προκειμένου να υπερασπιστούν τις δικές τους ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης.
Ενώ μια σοσιαλιστική επανάσταση σ’ αυτό το στάδιο ανάπτυξης φαίνεται κάτι παραπάνω από αμφίβολη, το σύνολο των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνει η εργατική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της διαθέτουν έναν εν δυνάμει επαναστατικό χαρακτήρα καθώς ο καπιταλισμός περνάει σε μια κατάσταση παρακμής που ενδέχεται να διαρκέσει για αρκετό καιρό. Κανείς δεν είναι ικανός να προβλέψει τις διαστάσεις της ύφεσης λόγω έλλειψης των σχετικών δεδομένων. Όμως ο καθένας έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματική κρίση και αναγκάζεται ν’ αντιδράσει σ’ αυτήν, η αστική τάξη το κάνει με τον τρόπο της, η εργατική τάξη με αντίθετους τρόπους. Σε περιόδους σχετικής οικονομικής σταθερότητας ο αγώνας των εργαζομένων επιταχύνει τη συσσώρευση του κεφαλαίου, αναγκάζοντας την αστική τάξη να υιοθετήσει πιο αποτελεσματικούς τρόπους αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, προκειμένου να διατηρήσει το απαραίτητο ποσοστό κέρδους. Οι μισθοί μπορεί να αυξάνονται μαζί με τα κέρδη, χωρίς κάτι τέτοιο να διαταράσσει την επέκταση του κεφαλαίου. Μια ύφεση όμως, φέρνει αυτήν την ταυτόχρονη (αν και δυσανάλογη) αύξηση μισθών και κερδών σ’ ένα τέλμα. Η κερδοφορία του κεφαλαίου πρέπει να αποκατασταθεί προτού η συσσωρευτική διαδικασία μπορέσει να συνεχιστεί. Η πάλη μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου τώρα αγκαλιάζει την ίδια την ύπαρξη του συστήματος, προσδεδεμένο καθώς είναι στη διαρκή επέκταση. Αντικειμενικά, η κανονική οικονομική πάλη παίρνει επαναστατικές προεκτάσεις κι έτσι, πολιτικές μορφές, καθώς μια τάξη μπορεί να πετύχει κάτι μόνο εις βάρος της άλλης. Η εργατική τάξη δε χρειάζεται να αντιλαμβάνεται τον αγώνα της ως τον δρόμο προς την επανάσταση, εντός μιας κατάστασης επίμονης καπιταλιστικής παρακμής ο αγώνας της παίρνει επαναστατική χροιά, άσχετα από κάθε συνειδητοποίηση.
Φυσικά, οι εργαζόμενοι μπορεί να είναι έτοιμοι ν’ αποδεχθούν, εντός κάποιων ορίων, ένα ολοένα και μικρότερο μερίδιο του κοινωνικού προϊόντος, έστω και μόνο για να αποφύγουν τα δεινά μιας ανοιχτής σύγκρουσης με την αστική τάξη και το κράτος της. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να φέρει μια νέα οικονομική ανάκαμψη κι ως εκ τούτου δεν είναι αρκετό για να κάμψει την διογκούμενη ανεργία. Αυτό το χάσμα μεταξύ εργαζομένων και ανέργων, αν και αποτελεί αναγκαιότητα για το κεφάλαιο, αποβαίνει πραγματικό δίλημμα για τον καπιταλισμό, φέροντας μια σταθερά αυξανόμενη ανεργία σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας και παρακμής. Αν κάποιος επιθυμεί να προτείνει στους εργαζόμενους πώς να αντιδράσουν στο βάθεμα της κρίσης, το μόνο που θα αρκούσε να πεί θα ήταν να οργανωθούν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι άνεργοι σε οργανώσεις υπό τον δικό τους άμεσο έλεγχο, και να αγωνιστούν για τις άμεσες ανάγκες τους, ασχέτως της κατάστασης της οικονομίας και της ταξικής συνεργασίας του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος. Με άλλα λόγια, να αγωνιστούν στην πάλη των τάξεων όπως αγωνίζεται η αστική τάξη. Το πλεονέκτημα είναι με την πλευρά της αστικής τάξης, καθώς ο κρατικός μηχανισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από μια ισχυρότερη δύναμη, που, αρχικά τουλάχιστον, μπορεί να είναι η διαρκής διαταραχή της παραγωγικής διαδικασίας, που αποτελεί τη βάση κάθε καπιταλιστικής εξουσίας, και οι ακατάβλητες δραστηριότητες των ανέργων να πάρουν απ’ την αστική τάξη τα μέσα της επιβίωσής τους. Όσον αφορά τους ριζοσπάστες φοιτητές και τις επαναστατικές ομάδες, προκειμένου να είναι αποτελεσματικές, πρέπει να διαχέονται στα κινήματα των εργαζομένων και των ανέργων. Όχι για να προπαγανδίσουν κάποιο ιδιαίτερο δικό τους πρόγραμμα, αλλά για να εκφράζουν σε κάθε περίπτωση το νόημα της επικείμενης ταξικής πάλης και τις κατευθύνσεις που πρέπει να πάρει λόγω των εγγενών νόμων της καπιταλιστικής παραγωγής.
Ερώτηση: Ποιό ρόλο αποδίδετε στη βία, και συγκεκριμένα στον ένοπλο αγώνα, στη ριζοσπαστική δραστηριότητα;
Απάντηση: Δεν πρόκειται για ένα ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί αποδίδοντας στη βία έναν θετικό ή έναν αρνητικό ρόλο. Η βία είναι εγγενής στο σύστημα κι ως εκ τούτου αναγκαία τόσο για το κεφάλαιο όσο και για την εργασία. Έτσι, η αστική τάξη μπορεί να υπάρξει μόνο χάρη στην έλεγχο επί των μέσων παραγωγής, είναι λοιπόν υποχρεωμένη να υπερασπιστεί αυτόν τον έλεγχό της με μέσα όχι αποκλειστικά οικονομικά, μέσω του μονοπωλίου της επί των μέσων καταστολής επίσης. Ήδη μια άρνηση της εργασίας καθιστά την κατοχή των μέσων παραγωγής άνευ νοήματος, καθώς δεν είναι παρά η διαδικασία της εργασίας που παράγει καπιταλιστικό κέρδος. Ένας “καθαρά οικονομικός” αγώνας μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου είναι λοιπόν εκτός της συζήτησης. Η αστική τάξη θα συμπληρώνει πάντα με βία αυτόν τον αγώνα όποτε νιώθει πως η ύπαρξή του απειλεί σοβαρά την κερδοφορία του κεφαλαίου. Δεν επιτρέπει η ίδια στους εργάτες να επιλέξουν μεταξύ μή βίαιων και βίαιων μεθόδων ταξικού αγώνα. Είναι η αστική τάξη, έχοντας στα χέρια της τον κρατικό μηχανισμό, που αποφασίζει τί απ’ τα δύο θα ισχύσει σε κάθε περίπτωση. Η βία μπορεί να απαντηθεί μόνο με βία, ακόμα κι αν τα όπλα που επιστρατεύονται είναι εξαιρετικά άνισα. Δεν τίθεται θέμα αρχών εδώ, είναι απλά η πραγματικότητα της κοινωνικής ταξικής δομής.
Ωστόσο, το ζήτημα που μπαίνει εδώ είναι εάν τα ριζοσπαστικά στοιχεία στους αντικαπιταλιστικούς αγώνες θα πρέπει να πάρουν την πρωτοβουλία στη χρήση βίας, αντί να αφήσουν την απόφαση στην αστική τάξη και τους μισθοφόρους της. Μπορεί να υπάρξουν καταστάσεις, φυσικά, που η αστική τάξη θα πιαστεί απροετοίμαστη κι όπου μια βίαιη σύγκρουση με τις ένοπλες δυνάμεις της μπορεί να οφελήσει τους επαναστάτες. Όμως ολόκληρη η ιστορία των ριζοσπαστικών κινημάτων δείχνει καθαρά πως τέτοια τυχαία συμβάντα δεν έχουν σταθερό αποτέλεσμα. Με στρατιωτικούς όρους, η αστική τάξη θα έχει πάντοτε το πάνω χέρι, εκτός εάν το επαναστατικό κίνημα πάρει τέτοιες διαστάσεις που να επηρεάζει τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό, διχάζοντας ή διαλύοντας τις ένοπλες δυνάμεις του. Είναι μόνο σε συνδυασμό με τα μεγάλα μαζικά κινήματα, που διαταράσσουν ολοκληρωτικά τον κοινωνικό ιστό, που γίνεται εφικτό να αποσπάσει τα μέσα καταστολής και μαζί τους τα μέσα παραγωγής από τις άρχουσες τάξεις.
Η ματαιότητα της άνισης στρατιωτικής αντιπαράθεσης δε στάθηκε ποτέ ικανή από μόνη της να αποτρέψει τη διεξαγωγή τους. Εγείρονται ωστόσο καταστάσεις, όπου τέτοιες αντιπαραθέσεις δίνουν το έναυσμα για σπουδαιότερα πράγματα και μπορεί να οδηγήσουν σε μαζικά κινήματα, όπως είναι γενικά οι προϋποθέσεις για την επαναστατική βία. Είναι γι αυτόν τον λόγο που είναι τόσο επικίνδυνο να επιμένει κανείς πάνω στην μη-βία και να καθιστά τη βία αποκλειστικό προνόμιο της άρχουσας τάξης. Όμως εδώ μιλούμε για κρίσιμες καταστάσεις, όχι σαν αυτές που υφίστανται σήμερα [1977] στις καπιταλιστικές χώρες, κι επίσης για ευρείες και ικανώς εξοπλισμένες ένοπλες δυνάμεις ικανές να διεξάγουν τον αγώνα τους για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Απουσία τέτοιων κρίσιμων καταστάσεων, οι δράσεις αυτές δεν είναι τίποτα παραπάνω από συλλογικές αυτοκτονίες, καθόλου ανεπιθύμητες για την αστική τάξη. Μπορεί μάλιστα να τις εκτιμήσει σε ηθικό ή αισθητικό επίπεδο, παρολαυτά δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς της προλεταριακής επανάστασης, παρά μόνο την αναζήτηση μιας θέσης στο επαναστατικό φολκόρ.
Για τους επαναστάτες είναι ψυχολογικά αρκετά δύσκολο, αν όχι απίθανο, να υψώσουν τις φωνές τους ενάντια στην μάταιη εφαρμογή της “επαναστατική δικαιοσύνης” από τερροριστικές ομάδες και άτομα. Ακόμα και ο Μαρξ, που απεχθανόταν κάθε μορφή μηδενιστικής δράσης, δεν μπορούσε να αποφύγει να συνεπαρθεί από τα τερροριστικά χτυπήματα της ρωσσικής “Λαϊκής Θέλησης”. Πράγματι, η αντι-τρομοκρατία των επαναστατικών ομάδων δεν μπορεί να αποφευχθεί απλά και μόνο αναγνωρίζοντας την ματαιότητά της. Οι δράστες της δεν κινητοποιούνται απ’ την πεποίθηση ότι οι δράσεις τους θα οδηγήσουν άμεσα στην κοινωνική αλλαγή, αλλά απ’ την ανικανότητά τους να αποδεχθούν το αδιαμφισβήτητο της διαρκούς τρομοκρατίας της αστικής τάξης. Κι απ’ τη στιγμή που θα εμπλακούν στην παράνομη τρομοκρατία, η νόμιμες τρομοκρατικές δυνάμεις θα τους αναγκάσουν να συνεχίσουν τις δράσεις τους μέχρι το πικρό τέλος. Αυτός ο τύπος ανθρώπων είναι ο ίδιος προϊόν της ταξικά διαχωρισμένης κοινωνίας και μια απάντηση στην αύξουσα αποκτήνωσή της. Δεν υπάρχει νόημα στη διαμόρφωση μιας συναίνεσης με την αστική τάξη, και την καταδίκη των δράσεών τους από προλεταριακή προοπτική. Είναι αρκετό να αναγνωρίσουμε την ματαιότητά τους και να αναζητήσουμε πιο αποτελεσματικούς τρόπους ξεπεράσματος του πανταχού παρόντα καπιταλιστικού τρόμου, μέσα από τις ταξικές δραστηριότητες του προλεταριάτου.
Αυτή τη φορά, όλοι οι σχολιαστές συμφωνούν: αυτό που συμβαίνει δεν είναι απλώς μια προσωρινή αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Είμαστε με τα μπούνια σε μια κρίση που θεωρείται η χειρότερη απ’ την εποχή του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου, ή απ’ το 1929. Όμως ποιός φταίει για την κρίση, και πώς μπορούμε να βγούμε απ’ αυτήν; Η απάντηση είναι σχεδόν πάντα η ίδια: Η “πραγματική οικονομία” είναι υγιής, αλλά είναι οι αρρωστημένοι μηχανισμοί των χρηματοπιστωτικών αγορών που έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο και θέτουν σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομία. Έτσι, η πιο απλοϊκή εξήγηση, κι επίσης η πιο διαδεδομένη, αποδίδει πάσα ευθύνη στην “απληστία” μιας χούφτας κερδοσκόπων που έχουν παίξει με τα χρήματα όλων σαν να βρίσκονταν σε καζίνο. Βέβαια, αυτό το τέχνασμα του περιορισμού των δαιδάλων της καπιταλιστικής οικονομίας, όταν αυτή δε λειτουργεί όπως θα περιμέναμε, στις δολοπλοκίες μιας συνωμοσίας εμπόρων έχει μια επικίνδυνη μακρά παράδοση. Δε θα ήταν κι ότι πιο φρόνιμο να ξαναπιάσουμε την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, τους “Εβραίους τραπεζίτες” ή άλλους υποψήφιους ενόχους, για να χρησιμεύσουν ως εξιλαστήρια θύματα για την αγανάκτιση των “τίμιων” εργαζομένων και μικροκαταθετών.
Η αντιπαράθεση σ’ έναν “κακό”, αρπακτικό και αχαλίνωτο “αγγλοσαξονικό” καπιταλισμό, ενός πιο “καλού”, πιο υπεύθυνου “ευρωπαϊκού” καπιταλισού, δεν μπορεί επίσης να προτείνεται στα σοβαρά. Τις τελευταίες εβδομάδες, είδαμε ότι δε διαφέρουν παρά σε δευτερεύουσες λεπτομέρειες. Όλοι όσοι -απ’ την ATTAC μέχρι τον Σαρκοζύ- ζητούν “περισσότερη ρύθμιση” των χρηματοπιστωτικών αγορών, μοιράζονται μια αντίληψη της παράνοιας των χρηματιστηριακών αγορών σαν μια “υπερβολή”, σαν έναν όγκο σ’ έναν κατά τ’ άλλα υγιή οργανισμό.
Κι αν όμως η χρηματιστικοποίηση, μακράν του να ‘χει καταστρέψει την πραγματική οικονομία, την έχει βοηθήσει να επιβιώσει πέραν της ημερομηνίας λήξης της; Κι αν ήταν μια πνοή ζωής σ’ ένα ετοιμοθάνατο σώμα; Πώς είμαστε τόσο σίγουροι ότι ο καπιταλισμός εξαιρείται απ’ τον κύκλο της γέννησης, της ανάπτυξης και του θανάτου; Αποκλείεται να έχει εγγενή όρια στην ανάπτυξή του, όρια που δε βρίσκονται αποκλειστικά στην ύπαρξη ενός δηλωμένου εχθρού (του προλεταριάτου, των καταπιεσμένων), ή στην εξάντληση των φυσικών πόρων;
Αυτές τις μέρες έγιναν και πάλι της μόδας τα αποσπάσματα από Καρλ Μαρξ. Όμως ο Γερμανός φιλόσοφος δεν μίλησε μόνο για την ταξική πάλη. Προέβλεψε επίσης το ενδεχόμενο μια μέρα η καπιταλιστική μηχανή να σταματήσει να δουλεύει από μόνη της, λογω εξάντλησης της δυναμικής της. Γιατί; Η καπιταλιστική παραγωγή εμπορευμάτων εμπεριέχει, απ’ τη σύλληψή της ήδη, μια εσωτερική αντίφαση, μια πραγματική ωρολογιακή βόμβα, ενσωματωμένη στη δομή της. Το κεφάλαιο μπορεί να καταστεί κερδοφόρο, κι ως εκ τούτου να συσσωρευτεί, μόνο μέσω της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Ο εργάτης απ’ την άλλη, προκειμένου να δημιουργήσει κέρδος για τον εργοδότη του, πρέπει να εφοδιαστεί με τα απαραίτητα εργαλεία, τις τεχνολογίες αιχμής του σήμερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα έναν ατέρμονο αγώνα δρόμου -στον οποίο υποβάλλονται οι πάντες απ’ τον ανταγωνισμό- χρήσης ολοένα και νεώτερων τεχνολογιών. Σε κάθε βήμα, ο πρώτος εργοδότης που θα υιοθετήσει τις νεότερες τεχνολογίες κερδίζει, επειδή οι εργάτες του παράγουν περισσότερα από κείνους που δε χρησιμοποιούν τόσο σύγχρονα εργαλεία. Όμως το σύστημα σαν σύνολο χάνει, γιατί η τεχνολογία σταδιακά αντικαθιστά την ανθρώπινη εργασία. Η αξία κάθε εμπορεύματος περιέχει, κατά συνέπεια, ένα συνεχώς συρρικνούμενο μέρος ανθρώπινης εργασίας -η οποία είναι ωστόσο, η μοναδική πηγή υπεραξίας, και κατά συνέπεια κέρδους. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας μειώνει την κερδοφορία του συστήματος σαν σύνολο. Κατά τη διάρκεια του περασμένου ενάμισυ αιώνα, πάντως, η ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα στάθηκε ικανή να αντισταθμίσει αυτήν την πτωτική τάση της αξίας κάθε εμπορεύματος.
Από τη δεκαετία του 1970, αυτός ο μηχανισμός -που δεν ήταν παρά μια φυγή προς τα εμπρός- έχει εκτροχιαστεί. Η αύξηση της παραγωγικότητας που κατορθώθηκε μέσω της μικρο-ηλεκτρονικής έθεσε, παραδόξως, σε κρίση τον καπιταλισμό. Ολοένα και πιο γιγαντιαίες επενδύσεις είναι απαραίτητες προκειμένου να εργαστούν ολοένα και λιγότεροι εργάτες σύμφωνα με τα πρότυπα παραγωγικότητας της παγκόσμιας οικονομίας. Η πραγματική συσσώρευση του κεφαλαίου απειλήθηκε με παύση. Ήταν εκείνη τη στιγμή που το “πλασματικό κεφάλαιο” όπως το ονόμαζε ο Μαρξ, απογειώθηκε. Η εγκατάλειψη της μετατρεψιμότητας του δολλαρίου σε χρυσό το 1971, αφαίρεσε και την τελευταία βαλβίδα ασφαλείας, έκοψε την τελευταία άγκυρα της πραγματικής συσσώρευσης. Η πίστωση δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια υπόσχεση αναμενόμενων μελλοντικών κερδών. Όμως, όταν η παραγωγή της αξίας, κι επομένως της υπεραξίας, στην πραγματική οικονομία μένει στάσιμη (κάτι που δεν έχει σχέση με την στασιμότητα ή μη της παραγωγής προϊόντων -ο καπιταλισμός περιστρέφεται γύρω απ’ την παραγωγή υπεραξίας, κι όχι προϊόντων καθαυτό, δηλαδή ως αξίες χρήσης), η πίστωση ήταν αυτό που επέτρεχε στους ιδιοκτήτες κεφαλαίου να μεγενθύνουν τα κέρδη τους φτάνοντας σε απίθανα ποσά για την πραγματική οικονομία. Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού από το 1980 δεν ήταν απλώς ένας ελιγμός των πιο άπληστων καπιταλιστών, ένα πραξικόπημα που πραγματοποίησαν με τη βοήθεια διεφθαρμένων πολιτικών, όπως θέλει να πιστεύει η “ριζοσπαστική” αριστερά (που σήμερα καλείται να αποφασίσει: είτε να περάσει σε μια συνολική κριτική του καπιταλισμού, περισσότερο ή λιγότερο νεοφιλελεύθερου, είτε να συμμετάσχει στην νομή ενός νεοεγειρόμενου καπιταλισμού που θα ενσωματώσει ένα μέρος της κριτικής που απευθύνεται στις “ακρότητές” του). Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν, αντιθέτως, ο μόνος δυνατός τρόπος να επιμηκυνθεί περαιτέρω η ζωή του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο κανείς δεν επιθυμούσε να αμφισβητήσει συθέμελα στα σοβαρά, ούτε η δεξιά ούτε η αριστερά. Ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και ιδιωτών μπορούσαν έτσι να διατηρήσουν για καιρό μια ψευδαίσθηση ευημερίας χάρις στην πίστωση. Σήμερα, αυτό το δεκανίκι είναι σπασμένο. Όμως μια επιστροφή στον κεϋνσιανισμό, που συζητιέται λίγο-πολύ παντού, θα ήταν εντελώς αδύνατη: δεν υπάρχει πια αρκετό “πραγματικό” χρήμα στη διάθεση των Κρατών. Προς το παρόν, οι “ιθύνοντες” δεν διακηρύσσουν παρά ένα βαλτασαρικό παραμιλητό: “Μενέ, θεκέλ, ουφαρσίν” (στμ: ο Βαλτάσαρ, γιος του Ναβουχοδονόσορα και τελευταίος βασιλιάς της Βαβυλώνας, μπρος στην πολιορκία της πρωτεύουσάς του απ’ τον Κύρο, επιδόθηκε σ’ ένα όργιο μνημειώδους ασέβειας με τους αυλικούς του ξοδεύοντας ό,τι μπορούσαν απ’ τις προμήθειες της πόλης πριν πέσει στα χέρια του κατακτητή, χρησιμοποιώντας τα ιερά σκεύη για κρασοπότηρα. ο μονάρχης τότε λέγεται ότι είδε έντρομος στον τοίχο ένα κομμένο χέρι να γράφει τις πύρινες λέξεις Μανή, Θεκέλ, Φαρές, που σύμφωνα με τον προφήτη Δανιήλ σήμαιναν: “οι μέρες σου είναι μετρημένες, ζυγίστηκες στη ζυγαριά και βρέθηκες λειψός, το βασίλειό σου θα διαλυθεί”. Την ίδια νύχτα η πόλη έπεσε, ο Βαλτάσαρ δολοφονήθηκε και η Βαβυλώνα μοιράστηκε μεταξύ Περσών και Μήδων.), προσθέτοντας ακόμα ένα μηδενικό στους ακαταλαβίστικους αριθμούς στις οθόνες τους, που πλέον δεν αντιστοιχούν σε τίποτα. Τα δάνεια που παραχωρήθηκαν πρόσφατα για τη διάσωση των χρηματιστηριακών αγορών είναι δέκα φορές μεγαλύτερα απ’ τις απώλειες που έκαναν τα χρηματιστήρια να τρέμουν μόλις δέκα χρόνια νωρίτερα -η πραγματική παραγωγή ωστόσο, το ΑΕΠ ας πούμε, δεν έχει αυξηθεί παραπάνω από 20-30%! Αυτή η “οικονομική ανάπτυξη” δεν έχει καμμία πραγματική βάση, αλλά προκλήθηκε από τις χρηματιστηριακές φούσκες. Όμως όταν αυτές οι φούσκες αρχίσουν να σκάνε, δε θα υπάρξει περιθώριο για “ομαλή προσγείωση” μετά την οποία τα πάντα θα μπορούν να ξαναρχίσουν απ’ την αρχή.
Πιθανόν να μην υπάρξει ξανά μια “Μαύρη Τρίτη” όπως έγινε με το κραχ του 1929, ή μια “Μέρα της Κρίσεως”. Υπάρχουν όμως σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε ότι βιώνουμε το τέλος μιας μακράς ιστορικής περιόδου. Η εποχή στην οποία παραγωγική δραστηριότητα και προϊόντα δε χρησιμοποιούνταν για να ικανοποιούν ανάγκες, αλλά για να θρέφουν τον ακατάπαυστο κύκλο της εργασίας που παράγει αξία για το κεφάλαιο και του κεφαλαίου που εκμεταλλεύεται την εργασία. Το εμπόρευμα και η εργασία, το χρήμα και η κρατική ρύθμιση, ο ανταγωνισμός και η αγορά: πίσω απ’ τις οικονομικές κρίσεις που επαναλαμβάνονται κάθε εικοσαετία, κάθε φορά και πιο άγρια, βρίσκεται η κρίση όλων αυτών των πραγμάτων. Πράγματα που, είναι καλό να θυμόμαστε, δεν αποτελούν μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης παντού και πάντοτε. Έχουν κυριαρχήσει στην ανθρώπινη ζωή μόλις τους τελευταίους αιώνας, και είναι πάντα εφικτό να αλλάξουν, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Όμως μια τέτοια απόφαση δεν μπορούμε να την περιμένουμε απ’ τους G8…
Απ’ τις δηλώσεις μιας συγγενούς του 29χρονου Mark Duggan, δολοφονημένου από την αστυνομία, στo Τόττεναμ: “Το παιδί δεν ήταν βίαιο. Εντάξει, ήταν ανακατεμένος με διάφορα πράγματα, αλλά δεν ήταν επιθετικός άνθρωπος. Δεν είχε πειράξει ποτέ κανέναν…” και “Όσοι θυμούνται τις καταστροφικές συγκρούσεις του παρελθόντος θα είναι αποφασισμένοι να μη ξαναγυρίσουμε εκεί.”
Το Τόττεναμ ήταν το επίκεντρο των προλεταριακών ταραχών του 1985, με πρωταγωνιστή την “μαύρη κοινότητα” που ήταν και η πλέον καταπιεσμένη, έχοντας απέναντί της μια καθημερινότητα όχι μόνο ανεργίας και διακρίσεων αλλά και καθημερινών ελέγχων και παρενοχλήσεων από την αστυνομία. Έκτοτε έχει μεσολαβήσει μια εικοσαετία κατά την οποία μεγάλο κομμάτι της μαύρης νεολαίας έχει ενσωματωθεί στην εγκληματική οικονομία, με συνέπεια τη διάλυση των προηγούμενων σχέσεων εντός της “μαύρης κοινότητας”, και ένας εκσυγχρονισμός των αστυνομικών τακτικών στη λογική του “διαίρει και βασίλευε” (έλεγχοι για τους αυθάδεις νεαρούς, τυπικότητα και ασφάλεια για τους νοικοκυραίους ιδιοκτήτες -ακόμα και στη διάρκεια των ταραχών δεν παρέκκλιναν απ’ αυτό το μοτίβο). Έχει δημιουργηθεί έτσι ένα ρήγμα στο εσωτερικό της κοινότητας που καθιστά εκ των πρωτέρων δύσκολη την συνύπαρξη διαφορετικών ομάδων απέναντι στην καταστολή. Για παράδειγμα, μέλη συμμοριών (για τα οποία οι λεηλασίες είναι μια εν δυνάμει κερδοφόρα επιχειρηματικότητα) με μη-μέλη (που ενδεχομένως δίνουν προτεραιότητα στη “διαμαρτυρία”), μέλη συμμοριών με μαγαζάτορες-νοικοκυραίους κλπ, μέλη διαφορετικών συμμοριών μεταξύ τους (ήδη έχουν αναφερθεί δύο τέτοια μαχαιρώματα κατά τις ταραχές) κοκ.
Η υπέρμετρη καταστολή και συκοφάντηση κάθε πρακτικής αμφισβήτησης της αστυνομίας -δηλαδή της κύριας κοινωνικής παροχής του σύγχρονου κράτους- αφήνει μια τραυματική διάσταση στη θύμηση των περασμένων ταραχών που ανακαλούνται στην μνήμη ως πηγή μπελάδων και συμφορών αντί για καύχημα προσωπικής υπερηφάνειας και ταξικής δύναμης.
Αυτήν τη φορά η καταστολή είναι ασφαλώς καλύτερα προετοιμασμένη, μιας και τα think tanks της εδώ και καιρό προειδοποιούσαν πως οι περικοπές σε κοινωνικές παροχές, κέντρα νεότητας κλπ θα ανοίξουν τον δρόμο για ταραχές, ενώ το Λονδίνο προετοιμάζεται και για τους ολυμπιακούς αγώνες του 2012.
Σάββατο 6/8: Αυθόρμητη “ειρηνική” πορεία, 200 περίπου ατόμων, συμπεριλαμβανομένων και συγγενών και γνωστών του Mark Duggan, 29χρονου πατέρα 4 παιδιών που έπεσε νεκρός από αστυνομικά πυρά την περασμένη Πέμπτη. Η αστυνομία κάνει λόγο για ανταλλαγή πυρών, ωστόσο ο κόσμος υποψιάζεται ότι η αστυνομία απλώς εκτέλεσε έναν ακόμη φτωχό μαύρο, όπως παρατηρεί ένας ειδικός της αστυνομίας “σ’ αυτές τις ώρες έχει πιο πολύ σημασία η διαίσθηση του πλήθους, κι αυτό είναι κάτι που η αστυνομία δεν μπορεί να το ελέγξει αποτελεσματικά“. Η κινητοποίηση συνεχίζεται μέχρι το βράδυ, όπου αρχίζει να κατεβαίνει ένα πιο νεολαιϊστικο και οργισμένο πλήθος. Μετά από μια φημολογία ακόμα ανεπιβεβαίωτη, για σπρώξιμο από αστυνομικούς μιας 16χρονης κοπέλας που όρθωσε το ανάστημά της απέναντι στις γραμμές τους, οι διαδηλωτές αγριεύουν και αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα μπουκάλια και μπιτόνια με βενζίνη. Η ταχύτητα που διαδόθηκε αυτό το αμφιλεγόμενο περιστατικό και οι εμπρηστικές παρενέργειές είναι ενδεικτικά μιας γερά θεμελιωμένης αντίληψης για τον ρόλο της αστυνομίας: “Οι άνθρωποι νιώθουν την αδικία του φόνου του Mark. Όλοι γνωρίζουμε τί εστί αστυνομία και μέχρι πού μπορούν να φτάσουν, και δεν πιστεύουμε τις ιστορίες τους για τις συνθήκες του θανάτου του“, θα δηλώσει μια κάτοικος στη Guardian (http://www.guardian.co.uk/uk/2011/aug/07/tottenham-riots-peaceful-protest). Επιπλέον, όταν έφτασαν έφιππες και εξοπλισμένες με σκύλους και ειδική ανάρτηση αστυνομικές δυνάμεις, έγιναν υποδεκτές με βρισιές και γιουχαϊσματα, ακόμα και από τους παραδοσιακούς συντηρητικούς εβραίους κατοίκους της περιοχής.
Μόλις σκοτεινιάζει, γύρω στις 8:20μμ δυο παρκαρισμένα περιπολικά πυρπολούνται με κοκτέιλ μολότωφ, από κόσμο μέσα απ’ τη διαδήλωση. Ακολουθούν συμπλοκές όπου κυρίως μαύροι νεολαίοι παίρνουν στο κυνήγι τους αστυνομικούς. Εμπρησμοί περιπολικών, λεωφορείων και καταστημάτων γύρω από το αστυνομικό τμήμα του Τόττεναμ, επιθέσεις με μολότωφ, πυροτεχνήματα, πέτρες και τούβλα. Περιορισμένες λεηλασίες (κυρίως στο Tottenham Hale Retail Park). Πιτσιρικάδες εμφανίζονται με σακούλες και καροτσάκια τα γεμίζουν πράγματα και τρέχουν πίσω στα δρομάκια προς τις γειτονιές. Αναπτύσσονται αστυνομικές δυνάμεις της Territorial Support Group γύρω απ’ το αστυνομικό τμήμα του Τόττεναμ, που δέχονται επιθέσεις με μπουκάλια και μικροαντικείμενα.
Γύρω στην 1:30 την νύχτα, ειδησεογραφικά συνεργεία του BBC και του Sky News δέχονται επίθεση. Οι λεηλασίες συνεχίζονται, με στόχο αλυσίδες καταστημάτων με κινητά τηλέφωνα, είδη υπολογιστών, αθλητικά, υποδήματα κοκ. Στα H&M διαδραματίζονται οι πιο απίθανες σκηνές, με “πελάτες” κάθε ηλικίας να δοκιμάζουν ρούχα και να γεμίζουν τσάντες με αυτά της προτίμησής τους, κάποιοι καλύπτοντας πρόχειρα το πρόσωπό τους μ’ ένα φουλάρι, οι πιο πολλοί χωρίς ιδιαίτερη βιασύνη διαλέγουν αυτά που τους αρέσουν περισσότερο. Αναφορές σε εφημερίδες για εφήβους που καυχιόνταν στους δρόμους για τα “καινούρια ακριβά τζην” που σήκωσαν. Αφιλόξενοι οι δρόμοι για τα τζιπάκια της αστυνομίας που κάνουν παράπονα για κατοίκους που φωνάζουν “δολοφόνοι” καθώς περνούν τρέχοντας από δίπλα τους για να κατευθυνθούν προς κάποιο σημείο ταραχών. Προλεταριακές εκπτώσεις 100% και στο Currys και σε αρκετά πολυκαταστήματα του κεντρικού δρόμου του Brixton. Δυνατή μουσική ακούγεται από ανοιχτά παράθυρα ενώ οι λεηλασίες συνεχίζονται.
26 μπάτσοι τραυματίες. 55 συλλήψεις.
Κυριακή 7/8: Νωρίς το πρωί, ομάδες νέων προχωρούν σε λεηλασίες καταστημάτων στο Τόττεναμ και στο γειτονικό Haringey, ενώ η αστυνομία ασχολείται με το να αποκαταστήσει την πρόσβαση και να καθαρίσει την Tottenham High Road, επίκεντρο των ταραχών, ώστε να σβηστούν τα σημάδια που άφησε πίσω της η προηγούμενη νύχτα. Στη θέα των πυροσβεστικών οχημάτων και των σειρηνών, οι εξεγερμένοι δεν καθηλώνονται σε μια σύγκρουση με τις υπέρμετρες αστυνομικές δυνάμεις αλλά αποσύρονται βορειοδυτικά όπου λεηλατούν ένα σούπερ μάρκετ (Aldi) και στη συνέχεια το παραδίδουν στις φόλες, μαζί με παρακείμενο κατάστημα χαλιών που αναφλέγεται θεαματικά. Ανάλογα σκηνικά και στο Wood Green. Φέρνουν καρότσια απ’ το σούπερ μάρκετ και ακόμα και αμάξια για να μεταφέρουν τα “λάφυρά” τους. Στα διπλανά στενά, κάποιοι κατεβάζουν βιτρίνες με βαριοπούλες και κλωτσιές, ενώ στήνονται πρόχειρα φλεγόμενα οδοφράγματα από κάδους και σκουπίδια και παραπέμπουν τους αυτοκινητιστές σε άλλους δρόμους. “Copycat riots”: αλυσιδωτές ταραχές αναπαράγονται στο Enfield, στο βόρειο Λονδίνο, όπου 200αριά εξεγερμένοι κατεβάζουν βιτρίνες στη High Street, πρόχειρα οδοφράγματα και περιορισμένες λεηλασίες. Η αστυνομία έφτασε στο κέντρο της πόλης γύρω στις 6:30μμ μετά την επίθεση κουκουλοφόρων νεαρών -κατά κύριο λόγο κοριτσιών- σε παρκαρισμένα περιπολικά, ενώ έγιναν δεκτοί με τούβλα και μπουκάλια από άλλους εξεγερμένους (μια τακτική που θυμίζει τις ενέδρες στα γαλλικά προάστια και στην Αλγερία). Κυνηγητό και συγκρούσεις κράτησαν στα στενά για ώρες. Ενέδρα σε αστυνομικούς και περιορισμένες συγκρούσεις και λεηλασίες και στο Brixton, στα νότια.
Τα ΜΜΕ ανακοινώνουν πάνω από 100 συλλήψεις, ενώ τουλάχιστον 34 μπάτσοι έχουν σταλεί στο νοσοκομείο.
Δευτέρα 8/8: Η υπ. εσωτερικών (Home Secretary) Theresa May επέστρεψε στο Λονδίνο απ’ τις διακοπές της για να καλέσει “τους κατοίκους του Λονδίνου που κατέστησαν σαφές ότι δεν υπάρχει καμμιά δικαιολογία για τη βία, και όλα τα μέλη των τοπικών κοινοτήτων να συνεργαστούν εποικοδομητικά (newspeak: βλ. καταδώσουν) με την αστυνομία για να φέρει αυτούς τους εγκληματίες ενώπιον της δικαιοσύνης”. Η Scotland Yard (που μετράει ήδη τραυματίες) κάνει λόγο για “μικρές και ευκίνητες ομάδες” που “ψάχνουν να κλέψουν πράγματα”, ενώ κατηγορεί το twitter και τις “ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης που χρησιμοποιούνται για να οργανωθούν τόσο υψηλού επιπέδου πράξεις απληστίας και εγκληματικότητας”. Ωστόσο, πολλές απ’ τις αναρτήσεις που αναπαράχθηκαν αφειδώς στο twitter και στο facebook αποδείχθηκε ότι ήταν αναληθείς ή παραπληροφορητικές, καθώς αρκετοί χρήστες είτε “φαντάζονταν” ότι είδαν ή έκαναν διάφορα, είτε αυτά όντως έγιναν αλλά σε εντελώς διαφορετικά μέρη. Η αστυνομία τριγυρνάει στο Brixton συμβουλεύοντας τους μαγαζάτορες να παραμείνουν κλειστά για την ημέρα. Η Daily mail κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο “200 αναρχικοί λεηλατούν”, ενώ ήδη απ’ την 1η Αυγούστου ο αναρχισμός έχει συμπεριληφθεί σε φυλλάδιο της μητροπολιτικής αστυνομίας ως τρομοκρατική απειλή πλάι στην Αλ Κάιντα, για την δε ύπαρξη αναρχικών στη γειτονιά τους, οι κάτοικοι καλούνται να ενημερώσουν την αστυνομία… Φυσικά αυτό το μέτρο δεν αντανακλά τόσο τον φόβο του καθεστώτος για τη δημοφιλία των “αναρχικών ιδεών” όπως δήλωσε ένα μέλος του βρετανικού αναρχικού κινήματος στα ΜΜΕ, όσο ένα εργαλείο διαχείρισης της εξεγερσιακής δραστηριότητας, η οποία αποδιδόμενη στους “αναρχικούς” αφενός θα επιβαρύνει περισσότερο τυχόν αναρχικούς συμμετέχοντες ή συλληφθέντες που θα μπορούσαν να προσδιοριστούν ως αναρχικοί (και να χρεωθούν κατά συνέπεια ολόκληρο τον αντιτρομοκρατικό και ποινικό κώδικα), κι αφετέρου επιδιώκει τη σύγχυση και την καθήλωση γύρω από μια συζήτηση για τις πολιτικές ταυτότητες και τα δημοκρατικά δικαιώματα, όταν η “συζήτηση” και οι όροι αυτής, αυτή τη στιγμή τίθενται απ’ τους εξεγερμένους.
Η ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής τέμνεται από κρίσεις. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κρίση είναι ο τρόπος λειτουργίας, το modus operandi του κεφαλαίου, ή της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Κάτι τέτοιο αληθεύει στον βαθμό που το κεφάλαιο, η αυτο-αξιοποίηση της αξίας, η αυτο-επέκταση του αφηρημένου πλούτου, είναι ανά πάσα στιγμή η διεκδίκηση άντλησης υπεραξίας στο μέλλον: η συσσώρευση του κεφαλαίου σήμερα, είναι ένα στοίχημα για την εκμετάλλευση του προλεταριάτου αύριο.
Η κρίση σήμερα έχει πάρει την μορφή μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ενώ η προοπτική μιας πλήρους οικονομικής κρίσης φαίνεται ολοένα και πιο κοντά. Αυτές οι δυο κρίσεις δε συνδέονται απλά με μια σχέση αιτίου-αιτιατού (με όποιον τρόπο κι αν έθετε κανείς τη σχέση). Είναι όμως διαφορετικές εκδηλώσεις της ίδιας υφέρπουσας κρίσης – της κρίσης της συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία είναι την ίδια στιγμή κρίση στη σχέση της εκμετάλλευσης μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου.
Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο είναι η μορφή του κεφαλαίου που συνδέεται πιο στενά με την καθαρή έννοιά του, στην οποία η πληθώρα των βυζαντινισμών του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου μπορεί να περιοριστεί στη διαδικασία όπου το χρήμα γεννά περισσότερο χρήμα, ή η αξία γεννά περισσότερη αξία. Η σχέση μεταξύ χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και παραγωγικού κεφαλαίου, ή μεταξύ της χρηματιστικής και της πραγματικής οικονομίας, στιγματίζεται, απ’ την μία, απ’ την πειθαρχία που επιβάλει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο στο παραγωγικό κεφάλαιο, και απ’ την άλλη, απ’ την δυνατότητα και την πραγματική τάση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου να “ξεφεύγει” – να ξεπερνά κατά πολύ τις δυνατότητες αξιοποίησης που παρέχονται τελικά απ’ την κερδοφόρα εκμετάλλευση της εργασίας, της εργατικής δύναμης.
Αυτή η σχέση μεταξύ χρηματοπιστωτικού και παραγωγικού κεφαλαίου, ή μεταξύ χρηματοπιστωτικού συστήματος και πραγματικής οικονομίας, αν και υπήρχε πάντοτε υπό κάποια μορφή στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δεν έχει μείνει αναλλοίωτη. Ήδη από την παγκόσμια κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου, ή ειδωμένης από διαφορετική γωνία, την κρίση των καπιταλιστικών ταξικών σχέσεων στα τέλη του ’60-αρχές ’70 (που σηματοδοτήθηκε από ένα κύμα ταξικών αγώνων, βιομηχανικής και κοινωνικής αναταραχής), η χρηματιστικοποίηση υπήρξε βασικό συστατικό της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και αντεπίθεσης – δηλαδή της παγκόσμιας αναδιάρθρωσης της σχέσης μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου. Από την μια, η χρηματιστικοποίηση υπήρξε το όχημα πάνω στο οποίο η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης ενσωματώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα (με την ανάδυση και ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία νέων πόλων συσσώρευσης στις οικονομίες “BRICS”: Βραζιλία, Ρωσσία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική κλπ), κι απ’ την άλλη, έγινε ένα μέσο με το οποίο η εδραιωμένη θέση του υψηλόμισθου προλεταριάτου στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες θα μπορούσε να αποδυναμωθεί. Οι δυο αυτές πτυχές της χρηματιστικοποίησης αντιστοιχούν από κοινού στην ενσωμάτωση του κυκλώματος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης με το κύκλωμα αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Με την αυξανόμενη χρηματιστικοποίηση της σχέσης μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου, οι εργατικοί μισθοί στις ανεπτυγμένες οικονομίες καθηλώθηκαν, και η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης διαμεσολαβείται ολοένα και περισσότερο απ’ την πίστωση (στεγαστικά δάνεια, καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες, επένδυση των συνταξιοδοτικών ταμείων στο χρηματιστήριο και σε αγορές χρήματος). Αυτή η νέα διαμόρφωση της ταξικής σχέσης προσέφερε σε πολλά, όχι όμως σε όλα, στρώματα του προλεταριάτου στις ανεπτυγμένες οικονομίες άνοδο του βιοτικού επιπέδου, συνδεδεμένη με έναν πληθωρισμό των τιμών. Η καπιταλιστική αντεπίθεση και αναδιάρθρωση περιέλαβε θεμελιώδεις μεταβολές της ταξικής σχέσης μέσω της ήττας του παλιού εργατικού κινήματος και της απαξίωσης των θεσμών του (κόμματα και συνδικάτα) που προήγαγαν μια ολοένα και αυξανόμενη εξουσία του προλεταριάτου εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η νέα μορφή της ταξικής σχέσης και η χρηματιστικοποίηση της σχέσης αυτής εξαρτάται τελικά απ’ την ικανότητα του κεφαλαίου να αποσπά αρκετή υπεραξία στην παγκόσμια οικονομία (αυξάνοντας την παραγωγικότητα και εντατικοποιώντας την εργασία).
Η παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση έχει τις ρίζες της εν μέρει στα δάνεια υψηλού κινδύνου (subprime loans) και τις υποθήκες που στηρίζονταν στη συνεχή ανοδική τάση της αγοράς κατοικίας, και τον πληθωρισμό της κεφαλαιακής αξίας (μετά την κατάρρευση της προηγούμενης φούσκας κεφαλαιακής αξίας, την έκρηξη στα dot.com), με τεράστια ποσά πλασματικού κεφαλαίου που γεννιούνται από την μόχλευση που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες, επενδυτικά ταμεία, ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια κλπ). Η χρηματοπιστωτική έκρηξη τελικά ξεπέρασε τις δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας – δηλαδή του παραγωγικού κεφαλαίου – να αποσπάσει υπεραξία μέσω της εκμετάλλευσης των εργαζομένων στην παραγωγή (είτε αυτή η παραγωγή είναι “υλική” είτε “άυλη”). Κατά συνέπεια, είμαστε μάρτυρες μιας μαζικής “διόρθωσης” – η πτώση των χρηματιστηριακών αγορών, της αγοράς κατοικίας – με μαρξικούς όρους δηλαδή απαξίωση κεφαλαίου (εκφρασμένη σε αποσβέσεις, defaults, χρεωκοπίες, συγχωνεύσεις και ξεσκαρτάρισμα χρηματοπιστωτικών θεσμών, και πλέον την μισο-εθνικοποίησή τους από τα καπιταλιστικά κράτη).
Έτσι, η προϋπάρχουσα τάση προς υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου (είτε αυτή η τάση γίνεται κατανοητή ως κυκλική ή ανεξάρτητη), κατά την οποία η παραγωγική επένδυση του κεφαλαίου δεν είναι πλέον ικανή να καλύψει τις απαιτήσεις αξιοποίησής της, επιδεινώνεται από την τάση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου για δημιουργία πλασματικού κεφαλαίου (μέσα από την μόχλευση, τη χρηματοδότηση του χρέους, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/”futures”, δικαιώματα προτίμησης/”options”, παράγωγα, και μια αύξουσα πληθώρα σύνθετων και δαιδαλώδων χρηματοπιστωτικών εργαλείων). Παρόλο που το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο πειθαρχεί το παραγωγικό κεφάλαιο (και το παραγωγικό κεφάλαιο πιστωτικοποιείται ολοένα και περισσότερο), η απόσπαση υπεραξίας μέσω της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου δεν μπορεί να συμβαδίσει με την απαίτηση αξιοποίησης που αξιώνει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Το κεφάλαιο είναι σε κρίση. Η κρίση επιβεβαιώνεται ως απαξίωση. Η απαξίωση είναι ο μόνος τρόπος του κεφαλαίου να θέσει για τον εαυτό του τα θεμέλια ενός νέου γύρου συσσώρευσης, και περιλαμβάνει την πειθάρχηση της εργατικής τάξης ούτως ώστε να δεχθεί του νέους όρους της εκμετάλλευσης. Ωστόσο, αυτό θέτει σε κίνδυνο την ίδια την αναπαραγωγή της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Για να αποφύγει την κρίση αυτή, η εθνικοποίηση των τραπεζών δεν είναι επαρκής. Η οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με την ύφεση και το φάσμα του αποπληθωρισμού. Οι κρατικοί διαχειριστές του κεφαλαίου είναι πιασμένοι σε μια διπλή παγίδα: με τα τεράστια ελλείματα του προϋπολογισμού να εκτοξεύονται από τη χρηματοδότηση της διάσωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος (μέσω της αγοράς τοξικών ομολόγων, τη χορήγηση κεφαλαίου στις τράπεζες και τις εγγυήσεις νέου δανεισμού), οι ελλειματικές δαπάνες στις οποίες θα έπρεπε να εμπλακούν τα καπιταλιστικά κράτη προκειμένου να συγκρατήσουν τα επίπεδα ικανοποιητικής ζήτησης στην οικονομία θα είναι ολοένα και πιο δύσκολο να χρηματοδοτηθούν. Το ζήτημα της πιστοληπτικής ικανότητας των τραπεζών επιβεβαιώνεται τώρα σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο ως αμφίβολη πιστοληπτική ικανότητα των καπιταλιστικών κρατών (των κεντρικών τραπεζών και κρατικών ομολόγων).
Το κεφάλαιο ίσως βρει μια διέξοδο από την κρίση: θα επιδιώξει να διατηρήσει ή να αυξήσει την κερδοφορία στην πραγματική οικονομία μέσω συμπίεσης των μισθών (αν και αυτό θα έχει αντίστροφα μια αποπληθωριστική επίδραση) και την εντατικοποίηση της εργασίας (την αύξηση δηλαδή της εκμετάλλευσης των εργαζομένων) – με άλλα λόγια, στρατηγικές αύξησης τόσο της σχετικής όσο και της απόλυτης υπεραξίας. Η διέξοδος αυτή από τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, περιλαμβάνει την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης σε πλανητική κλίμακα και μια κρίση της σχέσης μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου. Τον 19ο και τον 20ο αιώνα, μέχρι την καπιταλιστική αναδιάρθρωση του 1970-80, το προλεταριάτο μπορούσε να επιβεβαιώνεται ως ο θετικός πόλος στη σχέση της εκμετάλλευσης. Τώρα, καθώς η αναπαραγωγή του προλεταριάτου διαμεσολαβείται ολοένα και περισσότερο απ’ το χρηματοπιστωτικό σύστημα, κι έτσι γίνεται άμεσα συνυφασμένη με την αναπαραγωγή του κεφαλαίου (με αποτέλεσμα η αναπαραγωγή αυξανόμενων στρωμάτων του προλεταριάτου να γίνεται ολοένα και πιο επισφαλής, όπως προκύπτει κι απ’ το τρέχον κύμα κατασχέσεων), και καθώς η χρηματιστικοποίηση ενισχύει την ενσωμάτωση στην καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης σε πλανητική κλίμακα, τα ίδια τα μέσα που ως έναν βαθμό χρησιμοποιεί το κεφάλαιο για να βγει από την κρίση, απειλούν να πυροδοτήσουν μια κρίση σε υψηλότερο επίπεδο – στο πεδίο της αναπαραγωγής της ίδιας της ταξικής σχέσης.
Ως μια μικρή υπενθύμιση ας πάμε λίγο πίσω στον χρόνο.
Για λόγους που δεν μπορούμε να αναπτύξουμε εδώ, οι κομμουνάροι του 1871 δεν άλλαξαν πολλά απ’ τον κοινωνικό ιστό: αυτό, συν το ότι η εξέγερση ήταν απομονωμένη σε μία μόνο πόλη, απέτρεψε τους κομμουνάρους απ’ το ν’ απευθυνθούν στ’ αλήθεια στον υπόλοιπο κόσμο, παρά τη γενική λαϊκή υποστήριξη που είχαν στο Παρίσι. Η ανωτερότητα του στρατού των Βερσαλλιών δεν οφειλόταν μόνο στο περισσότερο στράτευμα ή τον καλύτερο οπλισμό: ήταν ο νόμος και η τάξη, η υπεράσπιση της ιδιοκτησίας και το αντιεργατικό της πρόγραμμα που κατάφερε να γίνει πιο συνεκτικά κατανοητό, να τεθεί σε κίνηση και να έχει την υπεράσπιση των αστών πολιτικών, παρά ο κοινοτισμός και η κοινωνική δημοκρατία από του κομμουνάρους ηγέτες.
Στη Ρωσσία, το 1917, σε αντίθεση με τους κομμουνάρους, οι Μπολσεβίκοι ήξεραν πολύ καλά τί ήθελαν -την κατάληψη της εξουσίας- και το κενό εξουσίας που είχε δημιουργηθεί τους επέτρεψε να το καταφέρουν. Οι εξεγερμένοι ξεφορτώθηκαν έναν κρατικό μηχανισμό που ήταν ήδη διαλυμένος, αλλά δεν προσπάθησαν ή δεν κατάφεραν να αλλάξουν την κοινωνική δομή, κέρδισαν στον εμφύλιο πόλεμο, αλλά τελικά δημιούργησαν μια νέα κρατική εξουσία.
Στην Ισπανία, τον Ιούλη του 1936, η εργατική εξέγερση παρέλυσε τον κρατικό μηχανισμό, όμως μέσα σε λίγες βδομάδες παρέδωσε την πολιτική εξουσία στις ρεφορμιστικές και συντηρητικές δυνάμεις. Από κει και πέρα, κάθε κοινωνική αλλαγή περιοριζόταν από την πίεση ενός επαναθεμελιωμένου κρατικού μηχανισμού, που μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο έστρεψε ανοιχτά την αστυνομία του εναντίον των εργατών.
Στα 1960, το ριζοσπαστικό κύμα ήρθε αντιμέτωπο με τους πειθαρχικούς μηχανισμούς, αλλά ποτέ δεν ξεμπέρδεψε μ’ αυτούς. Η γαλλική γενική απεργία κατέστησε ανίσχυρα τα όργανα της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, μέχρις ότου η παθητική στάση των περισσότερων εργατών επέτρεψε στο Κράτος να επανακτήσει τον ρόλο του. Το κενό εξουσίας δεν μπορούσε να διαρκέσει πάνω από μερικές εβδομάδες, κι έπρεπε να καλυφθεί ξανά.
Αυτή η σύντομη αναδρομή μας θυμίζει ότι ακόμα κι αν στην αφηρημένη συζήτηση είναι απαραίτητο να διαχωρίσουμε την κοινωνική από την πολιτική σφαίρα, στην πραγματική ζωή αυτός ο διαχωρισμός δεν υφίσταται. Οι περασμένες αποτυχίες μας δεν ήταν ούτε κοινωνικές ούτε πολιτικές: ήταν και τα δυο. Η μπολσεβικική κυριαρχία δε θα είχε καταφέρει να εδραιωθεί ως εξουσία πάνω στους προλεταρίους, εάν αυτοί είχαν καταφέρει να αλλάξουν τις κοινωνικές σχέσεις, και οι κοινωνικοποιήσεις μετά το 1936 στην Ισπανία δε θα τελείωναν με καταστροφικό τρόπο, εάν οι εργάτες είχαν κρατήσει την εξουσία που κατέκτησαν στους δρόμους τον Ιούλη του ’36.
Κομμουνιστικοποίηση σημαίνει ότι η επανάσταση δε θα είναι μια διαδοχή φάσεων: πρώτα η διάλυση και καταστροφή της κρατικής εξουσίας, μετά η κοινωνική αλλαγή.
Αν και είναι έτοιμοι να αποδεχθούν κατ’ αρχήν κάτι τέτοιο, αρκετοί σύντροφοι, “αναρχικοί” όσο και “μαρξιστές”, είναι διστακτικοί απέναντι στην ιδέα μιας κομμουνιστικοποίησης που φοβούνται ότι θα δοκίμαζε να αλλάξει τον κοινωνικό ιστό χωρίς να μπει στον κόπο να τσακίσει την κρατική εξουσία. Οι σύντροφοι αυτοί χάνουν το νόημα. Η κομμουνιστικοποίηση δεν είναι αμιγώς ή κυρίως κοινωνική και κατ’ επέκτασιν μη-πολιτική, ή απλώς περιθωριακά πολιτική. Συνεπάγεται την καταπολέμηση των οργάνων καταστολής, τόσο της εξουσίας όσο και ιδιωτικών. Η επανάσταση είναι βίαια. (Με την ευκαιρία, ποιά δημοκρατική επανάσταση επικράτησε ποτέ με ειρηνικά μέσα;)
Ουσιαστικά, η κομμουνιστικοποίηση υπερνικά τις αντεπαναστατικές δυνάμεις αφαιρώντας τους την υποστήριξή τους. Η δύναμη προώθησης των φορέων της δεν προέρχεται απ’ τις εκτελέσεις καπιταλιστών, αλλά απ’ την αφαίρεση των λειτουργιών και της εξουσίας τους. Οι φορείς της κομμουνιστικοποίησης δε σημαδεύουν εχθρούς αλλά υποσκάπτουν και μεταβάλλουν τις κοινωνικές σχέσεις. Η ανάπτυξη μη χρηματικών και μη κερδοσκοπικών σχέσεων αναδύεται μέσα από ολόκληρη την κοινωνία, και θα δράσει ως κύρια ώθηση που θα διευρύνει το ρήγμα μεταξύ του Κράτους και ολοένα και μεγαλύτερων κομματιών του πληθυσμού. Η επιτυχία μας τελικά θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της ανθρώπινης κοινότητάς μας να επεκτείνεται κοινωνικά. Αυτή είναι η ουσία.
Οι κοινωνικές σχέσεις ωστόσο, είναι ενσαρκωμένες σε κτίρια, σε αντικείμενα και σε όντα με σάρκα και οστά, και η κοινωνική αλλαγή δεν είναι ποτέ ούτε στιγμιαία ούτε αυτόματη. Ορισμένα εμπόδια θα πρέπει να σαρωθούν: ότι απλά να εκτεθούν, αλλά να τελειώνουν. Θα χρειαστούμε κάτι παραπάνω από μια πολιτική ανυπακοή: η παθητική αντίσταση δεν είναι αρκετή. Οι άνθρωποι θα πρέπει να πάρουν θέση, ορισμένοι θα τοποθετηθούν απέναντι στην κομμουνιστικοποίηση και μια επαναστατική μάχη δε δίνεται μόνο με λόγια. Τα κράτη (δικτατορικά ή δημοκρατικά) είναι τεράστιες συσσωρεύσεις ένοπλης βίας. Όταν αυτή η ένοπλη βία αμοληθεί εναντίον μας, όσο μεγαλύτερη είναι η μαχητικότητα των εξεγερμένων, τόσο περισσότερο η ισορροπία δυνάμεων θα χάνεται για την κρατική εξουσία, και τόσο λιγότερη αιματοχυσία θα υπάρξει.
Μια εξεγερτική διαδικασία δε συνίσταται απλώς στην κατάληψη κτιρίων, το στήσιμο οδοφραγμάτων και τους πυροβολισμούς για μια μέρα, που μπορούμε κάλλιστα να ξεχάσουμε την επόμενη. Είναι κάτι περισσότερο από τον απλό αυθορμητισμό και μια επί τόπου εφήμερη συνεύρεση. Αν δεν υπάρχει μια συνέχεια, το κίνημά μας θα φουσκώσει σήμερα και θα ξεθυμάνει αύριο. Ένας αριθμός εξεγερμένων θα πρέπει να παραμείνουν οργανωμένοι και διαθέσιμοι ως ένοπλες ομάδες. (Ούτως ή άλλως, κανείς δεν έχει ταλέντα ή επιθυμίες για τα πάντα). Όμως, αν αυτές οι ομάδες λειτουργήσουν ως σώματα ειδικών στον ένοπλο αγώνα, θα αναπτυχθεί ένα μονοπώλιο της κοινωνικά νόμιμης βίας, και σύντομα θα έχουμε μια “προλεταριακή” αστυνομία, και μαζί της μια “προλεταριακή κυβέρνηση”, έναν “λαϊκό” στρατό κλπ. Η επανάσταση θα λήξει άδοξα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα με πολύ συγκεκριμένους όρους, όπως π.χ. τί να κάνουμε με τα αστυνομικά αρχεία που τυχόν θα βρούμε. Αν και η επανάσταση μπορεί κατ’ εξαίρεσι να κάνει χρήση των αστυνομικών αρχείων και δεδομένων των υπηρεσιών ασφαλείας για λογαριασμό της, βασικά αυτό που θα κάνει είναι να καταστρέψει, όπως και κάθε είδος ποινικών μητρώων.
Η επανάσταση δεν είναι α-πολιτική. Είναι αντι-πολιτική.
Η κομμουνιστικοποίηση περιλαμβάνει την καταστροφή του Κράτους, και τη δημιουργία νέων διαδικασιών διεύθυνσης, οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρουν. Κάθε διάσταση αλληλεπιδρά με την άλλη. Καμμία δεν μπορεί να πετύχει χωρίς την επιτυχία της άλλης. Είτε οι δυο αυτές δραστηριότητες θα συνδυαστούν, είτε θα αποτύχουν αμφότερες. Εάν οι προλετάριοι δεν ξεφορτωθούν τα πολιτικά κόμματα, το κοινοβούλιο, τα αστυνομικά σώματα, τον στρατό, κλπ, όλες οι κοινωνικοποιήσεις που θα έχουν πετύχει, όσο προχωρημένες κι αν είναι, αργά ή γρήγορα θα τσακιστούν, ή θα χάσουν τη δυναμική τους, όπως συνέβη στην Ισπανία μετά το 1936. Απ’ την άλλη, εάν ο απαραίτητος αγώνας ενάντια στο κράτος και την αστυνομία περιοριστεί απλά σε μια στρατιωτική αναμέτρηση, το ένα στρατόπεδο ενάντια στο άλλο, και αν οι εξεγερμένοι δεν καταλάβουν τις κοινωνικές βάσεις του Κράτους, το μόνο που θα πετύχουν θα είναι η δημιουργία ενός αντι-στρατού, που μοιραία θα ηττηθεί στο πεδίο των μαχών όπως συνέβη στην Ισπανία μετά το 1936, καθώς μόνο ένα εν δυνάμει Κράτος μπορεί να έχει υπεροπλία εναντίον του Κράτους.
Η κομμουνιστική επανάσταση δε διαχωρίζει τα μέσα απ’ τους σκοπούς. Κατά συνέπεια, δε θα κατακτήσει (ή διαλύσει) πρώτα την πολιτική εξουσία, ώστε μετά να αλλάξει την κοινωνία. Και τα δύο θα προχωρήσουν με το ίδιο βήμα και θα ενισχύει το ένα το άλλο, διαφορετικά είναι εξίσου καταδικασμένα.
Η κομμουνιστικοποίηση μπορεί να συμβεί μόνο σε μια κοινωνία που σπαράσσεται από μαζικές απεργίες, τεράστιες διαδηλώσεις, διάχυτες καταλήψεις δημόσιων κτιρίων και χώρων εργασίας, ταραχές, εξεγερτικές απόπειρες, απώλεια του ελέγχου από το Κράτος επί ολοένα και περισσότερων κοινωνικών ομάδων και περιοχών, με άλλα λόγια μια αναταραχή αρκετά δυνατή ώστε η κοινωνική αλλαγή να πάει βαθύτερα από μια απλή προσθήκη αποσπασματικών μεταρρυθμίσεων. Η αντίσταση στα αντεπαναστατικά ένοπλα σώματα περιλαμβάνει την ικανότητά μας να σπάμε το ηθικό τους και να τα εξουδετερώνουμε, καθώς και να αντεπιτιθόμαστε όταν μας επιτίθενται. Καθώς η δυναμική της κομμουνιστικοποίησης αυξάνεται, κερδίζει το πλεονέκτημα, αυξάνει το διακύβευμα και καταφεύγει ολοένα και λιγότερο στη βία, ωστόσο μόνο μέσα σε μια παραμυθένια σαπουνόφουσκα μπορεί κανείς να πιστεύει σε μια ολότελα αναίμακτη σπουδαία κοινωνική αλλαγή.
Στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του Καράκας το 2006, ο John Holloway δήλωσε: “το πρόβλημα δεν είναι να καταστρέψουμε τον καπιταλισμό, αλλά να σταματήσουμε να τον δημιουργούμε!”. Αυτή είναι πράγματι μια όψη της κομμουνιστικοποίησης, εξίσου εκφρασμένη από έναν απ’ τους χαρακτήρες στο μυθιστόρημα της Ursula Le Guin The Dispossessed (στμ: στα ελληνικά έχει εκδοθεί με τον τίτλο Ο Αναρχικός των δύο Κόσμων): ο στόχος μας δεν είναι τόσο να κάνουμε την επανάσταση, όσο να είμαστε η επανάσταση. Ακριβώς. Όμως η θεωρία του J. Holloway του “να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία” εκκενώνει αυτήν τη διαδικασία από κάθε πραγματικότητα αρνούμενη τον ανταγωνισμό με το Κράτος. Όπως ο Holloway, δε θέλουμε να πάρουμε την εξουσία. Όμως, αντίθετα μ’ αυτόν και τους ακολούθους του, γνωρίζουμε ότι η κρατική εξουσία δε θα εξαφανιστεί κάτω απ’ την απλή πίεση ενός εκατομμυρίου συλλογικοτήτων: Δεν πρόκειται να πεθάνει από φυσικό θάνατο. Αντιθέτως, είναι στη φύση της να κινητοποιεί κάθε διαθέσιμο εφόδιο προκειμένου να υπερασπιστεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Η κομμουνιστικοποίηση δε θα αφήσει την κρατική εξουσία κατά μέρους: είναι αναγκασμένη να την καταστρέψει.
Το σύνθημα των Χαρτιστών “Peacefully if we may, forcibly if we must” (ειρηνικά αν μπορούμε, με τη βία αν αναγκαστούμε), είναι ορθό, στο βαθμό που κατανοούμε ότι θα αναγκαστούμε να χρησιμοποιήσουμε βία.
Σε επαναστατικούς καιρούς, η κοινωνική βία και η κοινωνική ευρηματικότητα είναι αδιαχώριστες: η ικανότητα των προλεταρίων να ελέγχουν την ίδια τους τη βία θα εξαρτηθεί απ’ την ικανότητα αυτής της βίας να είναι εξίσου δημιουργική όσο και καταστροφική. Για να είναι η καταστροφή του Κράτους (επιθυμούμε να καταστρέψουμε την εξουσία, κι όχι να την οικειοποηθούμε) παραπάνω από κούφια λόγια, οι αρνητικές πράξεις πρέπει να είναι επίσης θετικές. Όχι όμως δημιουργώντας μια νέα αστυνομία, έναν νέο στρατό, ένα νέο κοινοβούλιο κλπ. Δημιουργώντας νέα, απελευθερωμένα λειτουργικά όργανα, άμεσα εξαρτημένα απ’ τις κοινωνικές σχέσεις.
Πηγή: http://www.troploin.fr απόσπασμα από την αγγλική έκδοση του “Communisation” των Gilles Dauvé και Karl Nesic
Ενημέρωση για κινητοποιήσεις και δράσεις στα πλαίσια της κυλιόμενης γενικής απεργίας
πριν…
[Για μεταφράσεις κειμένων από τη Γαλλία βλ. εδώ]. To προοίμιο των κινητοποιήσεων: 23/3: πρώτη μεγάλη πορεία από την διασυνδικαλιστική (intersyndicale) πλατφόρμα, όπου συμμετέχουν σχεδόν όλα τα συνδικάτα, από συνεργαζόμενα με την κυβέρνηση (collabo) μέχρι τα πιο ριζοσπαστικά, ορίζοντας “ημέρες δράσεις” με κεντρικές πορείες σε κάθε πόλη. Γύρω στους 800.000 στους δρόμους, άτονες γενικά οι πορείες της 23 Μάρτη. 26/5: Κοντά στο 1 εκ. διαδηλωτές, άνευρες ακόμα οι πορείες. 24/6: Πάνω από 2 εκ. στους δρόμους, επισφαλείς και άνεργοι μπαίνουν στον χορό, τονώνοντας την αυτοπεποίηθηση του κινήματος. Σποραδικές δράσεις το καλοκαίρι. 7/9: 2,5 εκ. διαδηλωτές. 23/9: Κοντά στα 3 εκ. στους δρόμους. Πρώτη φορά που ο κόσμος δε διαλύεται με το πέρας της πορείας, αλλά καταλαμβάνει τις πλατείες, συζητά κλπ. Οργανώνονται διεπαγγελματικές συνελεύσεις, που ενώνουν εργαζόμενους από διαφορετικούς χώρους, ανέργους κλπ. Η CNT και πολλοί αναρχικοί οργανώνουν λαϊκές συνελεύσεις που ασκούν κριτική στα κεντρικά συνδικάτα. Μπλοκάρονται τα 2 πρώτα σχολεία. 2/10: Πάνω από 3 εκ. στους δρόμους, μαθητές και φοιτητές κάνουν την εμφάνισή τους. 5/10: Τα πρώτα μπλόκα των φορτηγατζήδων στους δρόμους κάνουν την εμφάνισή τους. Σκοπός είναι να μπλοκάρουν την οικονομία και να καθυστερήσουν τους εργαζόμενους από και προς τις δουλειές τους. Γίνονται δεκτά με συμπάθεια. Τα συνδικάτα δεν υποστηρίζουν τη δράση αυτή. 7/10: Ξανά με κάλεσμα της Solidaires 86, οργανώνονται μπλόκα φορτηγών. Πρώτη φοιτητική γενική συνέλευση, με περίπου 400 άτομα.
12/10
3,5 εκατομμύρια Γάλλοι στους δρόμους ενάντια στην μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος (κυρίως αύξηση των ορίων ηλικίας απ’ τα 60 στα 62). 350.000 στο Παρίσι. Κλείνουν τον Πύργο του Άιφελ. Συμπλοκές με την αστυνομία σε διάφορες πόλεις. Κυλιόμενη γενική απεργία σ’ όλη τη χώρα. Πρωτοστατούν οι σιδηροδρομικοί, λιμενεργάτες, εργάτες διυλιστηρίων, μεταλλεργάτες, εργοστασίων ενέργειας κα. Το απεργιακό κύμα γενικεύεται με την είσοδο των φοιτητών σ’ αυτό, αλλά κυρίως μαθητών και νεολαίων των προαστείων. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις καλύπτονται από τα κεντρικά συνδικάτα (CGT) μετά από τεράστια πίεση της βάσης τους, που οργανώνουν κυλιόμενες μέρες απεργίας 9/9, 27/9, 12/10…). Δες κ εδώ. Χάρτης με τις κινητοποιήσεις ανά ημέρα: http://engreve.wordpress.com/2010/10/16/la-carte-des-manifs-du-16-octobre/ Η απεργία φτάνει το 80% στα εργοστάσια και το 50% στις μεταφορές.
13/10
Αποκλεισμοί σταθμών από σιδηροδρομικούς, σχολείων και σχολών από μαθητές-φοιτητές και νεολαίους. Συγκρούσεις έξω από σχολεία, και από νοσηλευτές στο υπουργείο υγείας. Απεργίες και στάσεις εργασίας στις μεγαλύτερες πόλεις σε πολλούς κλάδους (οδοκαθαριστές, λιμενεργάτες, βιομηχανία).
14/10
Δυναμική είσοδος των μαθητών και της νεολαίας. Συγκρούσεις γύρω από σχολεία και σε πορείες φοιτητών. Μπάτσοι εγκαθίστανται γύρω και μέσα σε σχολεία. Το κίνημα οργανώνεται μέσα από διεπαγγελματικές ανοιχτές συνελεύσεις, ανοιχτές συνελεύσεις σε σχολεία και σχολές και σε γειτονιές. Εκκένωση κατάληψης και άγρια αστυνομική βία σε πορεία στο παρισινό προάστειο Montreuil. Ένας 16χρονος τραυματίζεται σοβαρά από πλαστική σφαίρα μπάτσων και χάνει το μάτι του. Μπλόκα σε αρκετά διυλιστήρια και αποθήκες καυσίμων. 31% των σιδηροδρομικών απεργεί, σύμφωνα με το συνδικάτο SNCF. 6% των οδηγών λεωφορείων του Παρισιού. 8% των λυκείων μπλοκαρισμένα. Μεγαλύτερη συμμετοχή σε ενέργεια, λιμάνια, οδοκαθαριστές, διυλιστήρια.
15/10
Οι μπάτσοι επανακαταλαμβάνουν αποθήκες καυσίμων.. Γεωγραφική και επαγγελματική εξάπλωση του κινήματος. Εκτεταμένα επεισόδια στο Chambéry όπου μαθητές τις παίζουν με τους μπάτσους και μπλοκάρουν σιδηροδρομικές γραμμές.
16/10
Διαδήλωση 300.000 στο Παρίσι και μπάχαλα (ένας προσωπικός απολογισμός εδώ) με αρκετές συλλήψεις κατά την απόπειρα κατάληψης όπερας στη Βαστίλλη, απεργίες και μπλόκα σε λιμάνια κι εργοστάσια στην Μασσαλία, την Νάντη, τις ακτές του Ατλαντικού και την Κορσική. Συνεχίζονται τα μπλόκα στα τραίνα και οι διάφορες άλλες δράσεις.
17/10
Κατάληψη του μεγάλου διυλιστηρίου του Grandpuits. Εδραίωση της απεργίας σε Μασσαλία, Χάβρη, Αβινιόν, Μονπελιέ κλπ. Κλειστά τα διυλιστήρια της Total. Μπαίνουν και οι οδηγοί φορτηγών στο παιχνίδι δημιουργώντας “βήμα σαλιγκαριού” με τεράστιες ουρές σταματημένων φορτηγών στις εθνικές οδούς. Τοπικές πορείες και γενικές συνελεύσεις σ’ όλην τη χώρα.
18/10
Συνεχίζονται τα “σαλιγκάρια” έξω από Παρίσι (για 17.000 “σπάστες” κάνουν λόγο οι αρχές) και άλλες μεγάλες πόλεις. Συγκρούσεις μαθητών με μπάτσους στο Παρίσι, την Νάντη, τη Lille (2.000 “σπάστες” σύμφωνα με τις αρχές), το Lens κ.α. Συνεχίζονται οι απεργίες και τα μπλόκα των σιδηροδρομικών. Την προηγούμενη νύχτα εκδηλώθηκαν επιθέσεις με μολότοφ κι εκκρηκτικούς μηχανισμούς κατά αστυνομικών στόχων. Η απεργία γίνεται αισθητή στα αεροδρόμια, λόγω προβλημάτων στον ανεφοδιασμό και κινητοποιήσεων των υπαλλήλων. Οι καθηγητές της Μπεζανσόν σε πορεία αλληλεγγύης στους μαθητές τους, ενάντια στην αστυνομική βία. Μπλόκα και συμπλοκές με μπάτσους στο Mulhouse της Αλσατίας. Πεσίματα σε αστ. περιπολίες σε παρισινά προάστεια και λεηλασίες καταστημάτων στο Seine-Saint-Dennis, όπου 36 απ’ τα 64 λύκεια είναι μπλοκαρισμένα, ενώ περισσότερα συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις. Αποκλεισμός και αψιμαχίες με τα CRS στο λιμάνι της Lorient. Μπλόκα από αυτοκινητιστές της Alstom. 428 συλλήψεις όλη μέρα. Σύμφωνα με γκάλοπ, 77% των Γάλλων είναι υπέρ των απεργιακών κινητοποιήσεων και των μπλόκων.
19/10
Πάνω από 3,5 εκατομμύρια στις διαδηλώσεις που καλούν τα συνδικάτα στα πλαίσια των ημερών δράσης. Πρωτοφανείς συγκρούσεις στο πλούσιο κέντρο της Λυόν μετά από πορεία 45.000, κρατούν μέχρι το απόγευμα, με δεκάδες συλληφθέντες, ενώ συνεχίζεται για δεύτερη μέρα η κατάληψη του διυλιστηρίου Feyzin, στα περίχωρα της πόλης. Κατά τις 9 το βράδυ, η αστυνομία ανακοινώνει ότι έχει αναγνωρίσει 200 άτομα τα οποία θα αναζητήσει ένα προς ένα. Ένοπλοι μπάτσοι στήνονται μπροστά σε τράπεζες και αστυνομικές περίπολοι κυνηγούν νέους. Μια κοπέλα πηδάει απ’ την γέφυρα του Ροδανού (10μ ύψος) για να ξεφύγει. Συμπλοκές με τους μπάτσους στις πορείες αρκετών πόλεων. Πάνω από 800 λύκεια είναι κλειστά. 4.000 στα 12.000 βενζινάδικα της χώρας χωρίς αποθέματα λόγω της απεργίας. Στην απεργία και οι οδοκαθαριστές της Τουλούζ. Αποκλεισμός και συγκρούσεις μετά από επίθεση των CRS στο λιμάνι της Χάβρης. Οι λιμενεργάτες δίνουν ένα μάθημα στους μπάτσους με πέτρες και πλάκες από ξηλωμένα πεζοδρόμια. Μεγάλη πορεία στην Amiens όπου πρωταγωνιστούν οι ιδιωτικοί υπάλληλοι. Οι πανεπιστημιακές αρχές του Rennes 2 κλείνουν τη σχολή για να αποφευχθεί κατάληψη του κτιρίου. 1.158 “σπάστες” συνελήφθησαν την τελευταία βδομάδα, σύμφωνα με την εφ. liberation. Περίπου 1000 κρατούνται, ενώ 150 έχουν ήδη περάσει δικαστήρια. 14% των καθηγητών σε απεργία. 25% των ταχυδρομικών, σύμφωνα με τα συνδικάτα. Μηδενική ανοχή στους “σπάστες” που “παρεισφρύουν στις διαδηλώσεις” υπόσχεται η υπουργός δικαιοσύνης Michèle Alliot-Marie. Πορεία 150 εθνικιστών στη Λυόν με κεντρικό πανώ “κάτω τα χέρια απ’ την πόλη μου”, ενάντια στους “σπάστες” και στην μετανάστευση… Μπλοκάρισμα του αεροδρομίου Bordeaux-Mérignac από 500 διαδηλωτές. Πάνω από 40% των πτήσεων συνολικά με καθυστέρηση ή αναβολή λόγω της απεργίας. Συγκρούσεις γύρω από σχολεία, και πυρπόληση κολλεγίου στο Le Mans. Μπάχαλα σε Lyon, Nanterres (300 φοιτητές που αποσπάστηκαν απ’ την πορεία σύμφωνα με τις τοπικές αρχές), Argenteuil. Το βράδυ, μια ομάδα επιτίθεται σε τράπεζες και γραφεία εύρεσης εργασίας στο Παρίσι. Απεργιακό ταμείο αλληλεγγύης ανοίγει το διυλιστήριο Grandopuits (RAFFINERIE DE GRANDPUITS -INTERSYNDICALE CGT / CFDT-77720 MORMANT CEDEX, A l’ordre de : Intersyndicale CGT / CFDT Total GPS, téléphone de contact: Franck Manchon 06 21 97 37 70, cgtgrandpuits (at) gmail.com)
20/10
Καταδίκη ενός 19χρονου σε 12 μήνες φυλάκισης και αναστολή 13 ανηλίκων για επεισόδια στα πλαίσια απεργιακών πορειών (Combs-la-Ville). Μπάχαλα στην Grenoble με τη λήξη της πορείας. Στην Μασσαλία, ο δήμαρχος καλεί τον στρατό να περισυλλέξει τα σκουπίδια που σχηματίζουν σωρούς, σπάζοντας καθ’ αυτόν τον τρόπο την απεργία των οδοκαθαριστών. Οι τελευταίοι αποκλείουν τις δυο χωματερές της πόλης, οι στρατιώτες όμως μεταφέρουν αλλού τα σκουπίδια. Μια πρωτοβουλία 20αριά ατόμων κλείνει τις τρεις σήραγγες της πόλης για λίγη ώρα. Απεργία στις σχολικές καντίνες του Χερβούργου. Το συνδικάτο SUD-Collectivites 59 αποστέλλει 5.000 ευρώ για την οικ. ενίσχυση των συντρόφων που κρατούν κλειστά τα διυλιστήρια της Φλάνδρας. Κλειδώματα και διάφορες δράσεις στη Ρέν. Δεύτερος γύρος συγκρούσεων στη Λυόν και την Ναντέρ, με μια κλούβα των CRS (γαλλικά ματ) να παραδίδεται στις φλόγες. Ο υπουργός εσωτερικών Brice Hortefeux δηλώνει “η Γαλλία δεν ανήκει σ’ αυτούς που σπάνε, καίνε και κλέβουν, αλλά στους τίμιους ανθρώπους που θέλουν να παν στις δουλειές τους ανενόχλητοι”, καθώς φυγαδεύεται από την εμπόλεμη Λυόν, υπό τα βρισίδια μιας παρέας 15αριά νεαρών. Μετρό, τραμ και τραίνα κλειστά. Τα CRS εκκενώνουν μπλόκο στην αποθήκη καυσίμων του Lespinasse, στην Τουλούζ. Το αεροδρόμιο της πόλης παραμένει κλειστό. Στο Alès, οι απεργοί οδοκαθαριστές κλειδώνουν τα φορτηγά και μπλοκάρουν τις χωματερές. Σχεδόν 7,600 ευρώ μαζεύτηκαν σε εκδήλωση αλληλεγγύης στους εργάτες που κρατούν κλειστό το διυλιστήριο του Donges, πολλοί απ’ τους οποίους είναι εργαζόμενοι στο διυλιστήριο αυτό, και συμμετέχουν μετά από δέσμευση των συνδικάτων CGT και CFDT να τους στηρίξουν. Ανοιχτή γενική συνέλευση στη Λυόν, ζητά την απελευθέρωση των συλληφθέντων και την παύση της αστυνομικής βίας. Η απεργία επεκτείνεται σε νοσοκομειακούς και καθηγητές. 2.000 μαθητές-φοιτητές στους δρόμους της Νάντης. Ένας 14χρονος με μολότοφ συλλαμβάνεται στη Roanne. 12 πυρηνικοί αντιδραστήρες κλειστοί για “έργα συντήρησης”. Το γαλλικό κράτος εισάγει ηλεκτρική ενέργεια, και απ’ το μικρό νησί Jersey της Μάγχης, με το οποίο συνδέεται με υποθαλάσσια καλώδια. Στοιχεία που δίνει η εφ. LePoint: 12 στα 12 διυλιστήρια της πρωτεύουσας σε απεργία. 3.200 βενζινάδικα χωρίς αποθέματα, και τουλάχιστον 1.700 με μεγάλες ελλείψεις. Οι 2 τερματικοί γκαζιού και ηλεκτρισμού μένουν κλειστοί, με το 2,8% όλων των απεργών να εργάζονται στους συγκεκριμένους τομείς. 28,7% των σιδηροδρομικών σε απεργία, σύμφωνα με τη CGT. Μπλόκα στην Νάντη, στο Clermont-Ferrand, ενώ σιδηροδρομικοί απέκλεισαν με ράγες το δημαρχείο του Vesoul. Συγκεντρώσεις και παρεμβάσεις και στους υπόλοιπους σταθμούς. 69 πλοία παραμένουν αποκλεισμένα στη θάλασσα, στο λιμάνι της Μασσαλίας. Πάνω από 600 λύκεια και 5 πανεπιστήμια κλειστά, σύμφωνα με την UNEF. Μικρότερη από 0,5% η απεργία στο δημόσιο. Πάνω από 2.000 οι συλληφθέντες από της 12/10 μέχρι σήμερα. Μια 18χρονη μαθήτρια καταδικάζεται για φωτιά σε κάδο στα επεισόδια της Λυόν σε 6 μήνες φυλάκισης. Αναμένονται οι αποφάσεις για άλλους 3 ενήλικες και 20 ανήλικα.
21/10
Σαμποτάζ στις σιδηροδρομικές γραμμές κοντά στο Παρίσι. Όλα τα συνδικάτα καταδικάζουν τη δράση. Η CGT “καταδικάζει κάθε κατάχρηση ή στέρηση των μέσων εργασίας […] αλλά υποστηρίζει αποκλειστικά συμβολικούς αποκλεισμούς”. Μαρτυρίες για ομάδες φασιστών που περιφέρονται γύρω από διαδηλώσεις προσπαθώντας να ξεκινήσουν εντάσεις με μετανάστες διαδηλωτές. Ένταση μεταξύ συνδικαλιστών της CGT και αναρχικών στην πορεία της Tours, μετά από συνθήματα ενάντια στην εργασία και τον ρεφορμιστικό συνδικαλισμό ομάδων απ’ το μαύρο μπλοκ. Συγκρούσεις με την αστυνομία και συλλήψεις νεολαίων στην Καέν, στο Στρασβούργο, τη Λυόν και το Αγιάτσο της Κορσικής. Ξεκινούν οι πρώτες ομαδικές δίκες συλληφθέντων με προβληματισμό στα μμε για τους ανήλικους. Ο πιο νέος είναι 13 ετών. “Οι σπάστες δε θα έχουν τον τελευταίο λόγο, σε μια δημοκρατία…” απειλεί ο Σαρκοζί ενώ κάνει έκκληση στην “υπευθυνότητα του καθενός”. 5 εκ. την ημέρα -περισσότερο κι απ’ την ηφαιστιακή τέφρα της Ισλανδίας- υπολογίζει ο πρόεδρος της εθν. ομοσπονδίας εμπορικής αεροπορίας ότι κόστισαν οι απεργίες στην αεροπλοϊα. 240 συλλήψεις τις τελευταίες 2 μέρες στο Seine-Saint-Dennis, κατά κύριο λόγο ανήλικα. Ο βουλευτής Philippe Meunier θα δηλώσει σχετικά: “βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αρπακτικά θηρία που ‘χουν ως μόνο στόχο τα σπασίματα και το πλιάτσικο εις βάρος του γαλλικού λαού”, επιχειρηματολογώντας υπέρ της εξόρισης των συλληφθέντων “σπαστών” από τη χώρα… Παρίσι: πορεία 250 εθνικιστών κραδαίνοντας γαλλικές κι ευρωπαϊκές σημαίες από την πλατεία Saint-Sulpice μέχρι το πάνθεον , με αστυνομική συνοδεία, “ενάντια στα αποβράσματα και στους σπάστες”… Φωτογραφίες απ’ τα μπάχαλα της Λυόν.
][][
Νέες μέρες δράσης: στις 28/10 και 6/11 καλούν τα συνδικάτα CFDT, CFE/CGC, CFTC, CGT, FSU, UNSA.
22/10
2.257 συλλήψεις και 72 μπάτσοι τραυματίες από τις 12/10. 4 νέοι στο Saint-Nazaire, ένας 41χρονος λιμενεργάτης, δυο 18χρονες κι ένας 34χρονος στο Trignac φυλακίζονται. Άλλοι 3 ενήλικες στο Bobigny. 32 άτομα συνελήφθησαν στο Pantin για λεηλασία μιας parfumerie. 4 συλλήψεις στο Blanc-Meslin. Βρέθηκε πάνω τους μπαστούνι του μπέιζμπολ και μαχαίρι. Πάνω από 300 οι συλλήψεις στο Seine-Saint-Dennis, την τελευταία εβδομάδα. Τα μαγαζιά της πόλης είχαν όλη μέρα κατεβασμένα τα ρολλά, μιας και οι βιτρίνες τους ήταν σπασμένες. 2 ανήλικα φυλακίζονται στη Λυόν και μία στην Ναντέρ. Στο Meux ένα λυκειόπαιδο που κοπάνησε έναν μπάτσο στην πορεία, αναγνωρίζεται από βίντεο στο youtube και καταδικάζεται σε 10 μήνες φυλάκισης. Σπάσιμο του μπλόκου στο μεγαλύτερο διυλιστήριο Grandpuits από επέμβαση των CRS στη διάρκεια της νύχτας. Η πολιορκεία κράτησε περίπου μισή ώρα αφού οι απεργοί και αλληλέγγυοι αντιστάθηκαν. Τουλάχιστον τρεις τραυματίστηκαν. Απόπειρες επανακατάληψης των διυλιστηρίων. Οι μπάτσοι κόβουν βόλτες με οχήματα και κανόνια νερού στο κέντρο της Λυόν. Μπλοκάρισμα της αποθήκης καυσίμων του Coignières, της Βρέστης και της Λυόν. Μπλόκα δρόμων από φορτηγά στη Lille. Επέμβαση των CRS και στην Rouen και σπάσιμο του μπλόκου της αποθήκης καυσίμων. Η CGT κάνει λόγο για κατάργηση του δικαιώματος στην απεργία. Καταδίκες: ένας μήνας φυλάκισης για 2 φοιτητές του Μονπελιέ για ρίψη αντικειμένων σε μπάτσους. 6 μήνες σ’ έναν 18χρονο στην Τουλούζη για μεταφορά μπουκαλιού με υδροχλωρικό οξύ (“αυτοσχέδιος εκκρηκτικός μηχανισμός”) στην πορεία της 19/10. Ένας 14χρονος κι ένας 19χρονος στην Καέν. Άγρια καταστολή της διαδήλωσης στο Στρασβούργο (φωτογραφίες).
Μια γρηγορη ανασκόπηση της κατάστασης στις 22/10:
Διυλιστήρια: Γενική απεργία και στα 12 διυλιστήρια της χώρας. Το δικαστήριο έκρινε παράνομη την επιστράτευση στο Grandpuits μετά από προσφυγή της CGT (το πιο μαζικό, ρεφορμιστικό συνδικάτο). Το βελγικό συνδικάτο CGCP προειδοποιεί ότι θα κατέβει σε απεργία εάν το βελγικό κράτος εξαγάγει καύσιμα στη Γαλλία για να αντισταθμίσει την έλλειψη λόγω απεργίας. Το γαλλικό κράτος άνοιξε τα στρατηγικά του αποθέματα. 20% των βενζινάδικων παραμένουν άδεια.
Σιδηρόδρομοι: Απεργία όλων των σιδηροδρομικών, κυκλοφορία με διακοπές.
Λιμάνια: Απεργία στα περισσότερα λιμάνια. Δεκάδες πλοία μπλοκαρισμένα.
Καθαριότητα: Απεργία σε πολλές πόλεις. Στην Μασσαλία, φαντάροι επιστρατεύτηκαν ως απεργοσπάστες.
Οδικές μεταφορές: Οι φορτηγατζήδες έχουν ενωθεί με το κίνημα. Απεργία και μπλόκα-“βήμα σαλιγκαριού” σε πολλές εθν. οδούς.
Λύκεια: (σημ. στη γαλλία τα λύκεια είναι εξατάξια, ανάλογο με το γυμνάσιο-λύκειο εδώ) Χιλιάδες σχολεία κλειστά, πολλά εχουν μετατραπεί σε κέντρα συνεύρεσης, συζήτησης και άλλων δραστηριοτήτων στα πλαίσια των κινητοποιήσεων. Αυθόρμητες διαδηλώσεις ξεκινούν συχνά απ’ τα μπλοκαρισμένα σχολεία, που συχνά αντιμετωπίζονται με άγρια βία απ’ την αστυνομία.
Πανεπιστήμια: Πάνω από 10 παραμένουν μπλοκαρισμένα, οι πρυτανείες άλλων έχουν κηρύξει λοκ-άουτ από φόβο κατάληψής τους από φοιτητές.
Άλλοι τομείς με συμμετοχή στην απεργία: μεταλλουργία, πυρηνικά εργοστάσια, ενέργεια, εκπαιδευτικοί, οδηγοί λεωφορείων, ταχυδρομικοί, υπάλληλοι στην τοπική αυτοδιοίκηση, εφοριακοί… Στον ιδιωτικό τομέα είναι δύσκολο να απεργήσει κανείς, αν και πολλοί υπάλληλοι κατεβαίνουν στις “ημέρες δράσης” που καλούν τα κεντρικά συνδικάτα. Κάτι ανάλογο ισχύει για τους κρατικούς λειτουργούς, τους νοσοκομειακούς κλπ. Στις παραδοσιακές εργατουπόλεις (Χάβρη, Μασσαλία, Σεν Ναζαίρ) η απεργία είναι ολική, το ίδιο και σε αρκετά χωριά. Αναρίθμητα είναι τα μπλόκα, όπως και άλλες δράσεις πχ το σπάσιμο των γραφείων της MEDEF (το επιφανές “συνδικάτο” των αφεντικών, σύλλογος επιχειρηματιών-βιομηχάνων), του δεξιού κόμματος UMP, πολυτελών καταστημάτων και γραφείων εύρεσης εργασίας, αλλά και οι δωρεάν μεταφορές με λεωφορεία, ανοίγματα διοδίων, δωρεάν υπηρεσίες, τα απεργιακά ταμεία, άγριες διαδηλώσεις, μπάχαλα, συγκεντρώσεις, συνθήματα κλπ…
][][
Σημείωση: τα όσα μεταφέρονται εδώ, σε καμμία περίπτωση δεν καλύπτουν το εύρος ενός τόσο εκκρηκτικού κινήματος όπως αυτό της Γαλλίας, και σκοπεύουν στο να δώσουν μια στοιχειώδη εικόνα του τί λαμβάνει χώρα. Στο εξής, δεδομένης της ανάπτυξης του κινήματος και της στενότητας του διαθέσιμου χρόνου για μεταφράσεις, η σύνοψη αυτή θα περιοριστεί κι άλλο, παίρνοντας έναν χαρακτήρα καθαρά ενδεικτικό, ενώ περισσότερο βάρος θα δοθεί στις μεταφράσεις κειμένων.
23/10
Ο αγώνας επικεντρώνεται γύρω απ’ την υπεράσπιση των μπλοκαρισμένων διυλιστηρίων μετά τις απειλές τις κυβέρνησης, και κυρίως στα μπλόκα της Χάβρης, του Donges και του Grandpuits, ενώ κυρήσσεται απεργία και στο διυλιστήριο της Gonfreville. Διαδηλώσεις στη Λυόν, την Narbone κα. Μεγαλύτερη αίσθηση στη δυτική Γαλλία και στη Βρετάννη, όπου 4 στα 10 πρατήρια δεν έχουν καύσιμα. Συνεχίζονται οι κινητοποιήσεις των σιδηροδρομικών, με μέσο όρο 1 στα 2 τραίνα να φεύγει στην ώρα του, ή σχεδόν. Μπλόκα σε αυτοκινητοδρόμους από φορτηγά ή πεζούς διαδηλωτές (Τουλούζη)…
Το βράδυ της 23/10 στο Αlbertville της Σαβοϊας, σύμφωνα με τον τοπικό τύπο, μια ντουζίνα “αντίπαλοι της μεταρρύθμισης”, εκμεταλλευόμενοι την εκδήλωση “Σαβοϊα για όλους” του βουλευτή του κυβερνόντος κόμματος Hervé Gaymard, κλείδωσαν τις πόρτες της σάλας όπου ήταν συγκεντρωμένα 300 άτομα για την εκδήλωση και κατέβασαν τον διακόπτη του ρεύματος, βυθίζοντάς τους στο σκοτάδι. Στη συνέχεια η ομάδα άνοιξε τις πόρτες και άρχισε να τους “βομβαρδίζει” με αυγά, φρούτα και πέτρες! στο φευγιό και πριν καλά καλά οι φίλοι του κυβερνόντος κόμματος καταλάβουν τί συνέβη, οι άγνωστοι προκάλεσαν ζημιές σε μερικά αυτοκίνητα των συγκεντρωμένων. Η αστυνομία δεν κατάφερε να κάνει συλλήψεις. Πηγή.
24/10
Απειλές επίταξης του διυλιστηρίου του Donges, συγκεντρώνουν μέσα σε λίγη ώρα εκατοντάδες αλληλέγγυους που ενισχύουν το μπλόκο, ενώ 300 άτομα αποτρέπουν την άφιξη βυτιοφόρων στο γειτονικό Saint-Nazaire, ξεφεύγοντας απ’ την αστυνομία. Στο Saint-Etienne του Rouvray, ένα εμπορικό κέντρο γίνεται στάχτες (φωτογραφίες στο Jura-Libertaire), το ίδιο θα συμβεί και στο δημαρχείο της Tarnos. Στο Scionzier, κοντά στα γαλλοελβετικά σύνορα, 15αριά άτομα μπαίνουν στα Carrefour και γεμίζουν καροτσάκια με τρόφιμα για να τα μοιράσουν στους απεργούς. Σταματιούνται στα ταμεία από μέλη της διεύθυνσης που καλούν την αστυνομία. Έχοντας αποφασίσει να είναι μια “ειρηνική” δράση, αναγκάζονται ν’ αφήσουν τα τρόφιμα και να φύγουν. Το προηγούμενο βράδυ λαμβάνουν χώρα επιθέσεις ενάντια σε πολιτικούς του κυβερνόντος κόμματος. Στο SaintPierre-des-Corps 300 μπάτσοι των CRS σπάνε με τη βία την περιφρούρηση 30αριά συνδικαλιστών του τοπικού διυλιστηρίου και το “απελευθερώνουν”. 600 λιμενεργάτες καταλαμβάνουν τις αποθήκες του κεντρικού λιμανιού της Μασσαλίας. Άνοιγμα διοδίων από πρωτοβουλία συνδικάτων (CGT, CNT κα) στο Ain. Μπλόκα, σαλιγκάρια, κι οδοφράγματα στη Βρέστη, τη Ρουέν και το Παρίσι. Δέσμευση της FGTB να μπλοκάρει κάθε μεταφορά καυσίμων της Total Βελγίου προς τη Γαλλία, ώστε να προστατευθεί η απεργία των γάλλων συναδέλφων τους. Οι εργαζόμενοι του διυλιστηρίου Petroplus Reichstett στην κάτω Ρηνανία, ψηφίζουν παύση της απεργίας τους. Οι οδοκαθαριστές του Παρισιού, της Τουλούζης και του Μπελφόρ κατεβαίνουν σε κυλιόμενη απεργία μαζί με τους συναδέλφους τους της Μασσαλίας. Ολοήμερη απεργία των ταχυδρομικών. Χάρτης των απεργιών στο Grève générale. Χρονολόγιο των μπλόκων απ’ το Rebellyon.
25/10
Από τα χαράματα, στήνονται πύρινα οδοφράγματα στις κεντρικές εισόδους της επιχείρησης μεταφορών Sopitra της Νάντης, μπλοκάροντας την τροφοδοσία αρκετών αγορών με προϊόντα (φωτογραφίες στο Jura Libertaire και στο ιντυμήντια Νάντης). Μπλοκάρονται επιτυχώς μεγάλα εργοστάσια όπως της Renault και της Peugeot. Το 1/4 των βενζινάδικων χωρίς αποθέματα. Οι εργαζόμενοι 2 διυλιστηρίων της Exxon Mobil ψηφίζουν επιστροφή στην εργασία τους από Δευτέρα. 300 μαθητές μπλοκάρουν το σχολείο τους στην υπερατλαντική αποικία της Ρεϋνιόν. Απεργία στην πολυεθνική Babcock Wanson, μπλόκα σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, και άνοιγμα των ταμείων στον ζωολογικό κήπο της Λίλ με τη στήριξη της CGT. Κατάληψη κι επανακατάληψη από αστυνομικές δυνάμεις του διυλιστηρίου του Fos. Σκοτάδι στο κέντρο των πόλεων Tourcoing και Wasquehal, από εργαζόμενους της CGT, που κατέβασαν τους διακόπτες σε αλληλεγγύη στο κίνημα. Οι διακοπές δεν έπληταν την οικιακή κατανάλωση. Από Τρίτη η εθνοσυνέλευση θα μπορεί να ψηφίσει το τελικό κείμενο του νομοσχεδίου, κι έπειτα να το επικυρώσει η Γερουσία.
26/10
Στο Παρίσι, πολυπληθείς αστυνομικές δυνάμεις αναπτύσσονται σε διάφορα σημεία, όπως στον τσιγγάνικο καταυλισμό του Bondy και στη Σορβόννη. Μπλόκο σε αμαξοστάσια των αστικών συγκοινωνιών στη Lille και το Neuilly-Plaisance οργανωμένο απ’ τα συνδικάτα CGT, CNT, FSU, Solidaires και της συλλογικότητας collectif de défense des services publics. Αποκλεισμοί αποθηκών καυσίμων στην κεντρική Γαλλία στη Βρέστη, στη Ντιζόν, στο Lamballe και στο Grigny (φωτογραφίες), κι επειχειρήσεων στα δυτικά και στη Rennes. 2 βελγικές αποθήκες καυσίμων Total (σε Tertre και Feluy) μπλοκάρονται σε ένδειξη αλληλεγγύης από αντιπροσωπείες συνδικάτων που διαπραγματεύονται με τη διοίκηση για να αποτρέψουν την αποστολή καυσίμων στη Γαλλία. Πορείες στη γαλλική πρεσβεία των Βρυξελλών καλούνται για την Πέμπτη. Γύρω στους 200 διαδηλωτές, κυρίως μέλη συνδικάτων (CGT κα) στήνουν φλεγόμενα οδοφράγματα και πετούν αυγά και λαχανικά στα γραφεία του MEDEF (ο γαλλικός ΣΕΒ) του Loire Saint-Etienne, ενώ με σκουπίδια φράχτηκε η είσοδος του MEDEF στην Μασσαλία (φωτογραφίες). Στην Μασσαλία και άλλες πόλεις, οι οδοκαθαριστές ψήφισαν την παύση προσωρινά της απεργίας τους κυρίως για λόγους δημόσιας υγείας. Το κίνημα κρατάει ακόμα 9 απ’ τα 12 διυλιστήρια της χώρας, ενώ τα 3 που έχουν ψηφίσει υπέρ μιας παύσης της απεργίας από Δευτέρα, δύσκολα θα μπορέσουν να λειτουργήσουν όσο κρατούν οι απεργίες στους τομείς της τροφοδοσίας τους και των μεταφορών. Παράλληλα, το ταμείο αλληλεγγύης των απεργών του Donges, συγκέντρωσε 30.000 ευρώ. 37 απ’ τα 80 πανεπιστήμια κρατιούνται κλειστά. Πυρπολημένα μέχρι θεμελίων βρέθηκαν τα σουπερμάρκετ DIA του Saint-Maurice-de-Beynost, οι 10 υπάλληλοι απολύθηκαν. Ανοιχτή συνέλευση δημιουργείται στο Seine-St-Dennis, από δημοτικούς υπαλλήλους, μέλη συνδικάτων ή μη, και κατοίκους (site). Τα συνδικάτα ετοιμάζονται για πορείες σε όλη τη χώρα στις 28/10 (χάρτης της CGT). Μια ανταπόκριση (στα αγγλικά) για το κίνημα ως τώρα, απ’ την ομάδα Mouvement Communiste, στο libcom.org. Μπλόκα και συμπλοκές με τους μπάτσους έξω απ’ τα διυλιστήρια Total στο Brive-la-Gaillarde (φωτογραφίες). Διαδηλώσεις μαθητών στο νησί της Ρεϋνιόν(φωτογραφίες). Σαμποτάζ των υπαλλήλων στην ηλεκτροδότηση, αφήνουν το εμπορικό κέντρο του Villeneuve d’Ascq χωρίς ρεύμα. Κρούσματα κλοπής καυσίμων εμφανίζονται στα πλαίσια της έλλειψης. Δολιοφθορές στα οχήματα της οικογένειας του Bernard Thibault, γ.γ. της CGT. Χαμηλής έντασης σαμποτάζ και “αμέλειες” των υπαλλήλων της SNCF (σιδηρόδρομοι, μεταξύ των οποίων και τα τραίνα υψηλής ταχύτητας TGV), προκαλούν καθημερινά πολύωρες καθυστερήσεις και βλάβες.
27/10
Κλείνει το διυλιστήριο της Petroplus στο Cressier της Ελβετίας, που τροφοδοτούταν απ’ το σταθμό καυσίμων του Fos-sur-Mer στη Γαλλία. Απεργιακά ταμεία αλληλεγγύης έχουν δημιουργηθεί στις περισσότερες μεγάλες πόλεις, συνήθως με πρωτοβουλία της CNT. Αποκλεισμοί κέντρων logistics, σούπερμάρκετ Carrefour, σταθμών λεωφορείων και αποθηκών καυσίμων, στην Γκρενόμπλ, στην Ντιζόν, το Λοντβίκ κ.α. , μπλόκα επίσης στο Grandpuits και σε αυτοκινητοδρόμους (φωτογραφίες). Συνεχίζεται το μπλόκο στο λιμάνι της Μασσαλίας. Στο Παρίσι, συμβολική κατάληψη των γραφείων της Malakoff Médéric, εταιρίας ιδιωτικών συντάξεων και ασφαλίσεων. Μπλόκο και κινητοποιήσεις στο λιμάνι της Χάβρης (περισσότερα, Havre de grève). Μπλόκο στο κέντρο διαλογής πετρελαιοειδών του Sassenage (φωτογραφίες). Στην Νάντη, μετά από πιέσεις εργαζομένων κι αλληλέγγυων, η διοίκηση της Sopitra, αποσύρει τις μηνύσεις για τις ζημιές που υπέστη στη διάρκεια της απεργίας. Μαθητικές κινητοποιήσεις κι επιθέσεις σε περιπολικά στην Ρεϋνιόν και στις άλλες νησιωτικές αποικίες (φωτογραφίες). Παρέμβαση στο ράδιο France Inter και διάβασμα προκηρύξεων…
28/10
“Προληπτική” επίθεση της αστυνομίας σε διαδήλωση στο Παρίσι. Κατάληψη κτιρίου στη Rennes, για να στεγάσει συνελεύσεις και κινηματικές διαδικασίες: Maison de la grève, rue de la Barbotière. Εμπρησμός σούπερ μάρκετ στο Saintes. Αναδιακόσμηση με αφίσες και μπογιές γραφείων της Malakoff-Médéric, στην Νάντη και καταλαμβάνονται στη διάρκεια διαδήλωσης αυτά του Στρασβούργου (φωτό). Ισχυρή διαδήλωση 50αριά χιλιάδων στην Γκρενόμπλ, σπάζονται τα γραφεία της MEDEF κι ένα αστυνομικό τμήμα (φωτογραφίες). Έντεκα συλλήψεις ανηλίκων στην Ναντέρ για συγκρούσεις με τους μπάτσους κι εμπρησμούς οχημάτων στις απεργιακές διαδηλώσεις της 18-19/10. Άλλες 22 συλλήψεις “σπαστών” σ’ όλη τη Γαλλία. Μπάχαλα στο St-Nazaire κι οχτώ συλλήψεις. Μπλόκα διαδηλώσεις και συγκρούσεις σε όλη τη χώρα (φωτο). Βανδαλισμοί κεραιών της γαλλικής τηλεόρασης France3 και διακοπή του προγράμματος στη Lille. Δωρεάν μεταφορές στο Belfort κα. 50% των πτήσεων του Orly αναβάλλονται. Μπλόκα στην κυκλοφορία στο Παρίσι. Απεργίες των οδοκαθαριστών σε πολλές πόλεις. Μεγάλη ανάπτυξη του κινήματος στην Caen, πορεία 170.000 και μπλόκα. Παρεμβάσεις σε γραφεία του UMP σ’ ολόκληρη τη χώρα, κατεβασμένες οι τζαμαρίες των γραφείων στις Αρδέννες στη διάρκεια διαδήλωσης (φωτό). Πορείες στη Λυόν και αντισυγκέντρωση 150 εθνικιστών “ενάντια στα σπασίματα” υπό αστυνομική περιφρούρηση. Βίαια αστυνομική καταστολή στην απόπειρα ειρηνικής κατάληψης της νομαρχίας στο St-Etienne από διαδηλωτές, η περιφρούρηση της CGT σε ρόλο μεσολαβητή (φωτό). 2.000.000 συμμετέχουν στις διαδηλώσεις σ’ όλη την επικράτεια (φωτογραφίες από Νάντη) σύμφωνα με τη CGT, αν και ο νόμος έχει ήδη υπερψηφιστεί στο κοινοβούλιο, κι επικυρωθεί. Οι σχολικές αργίες πιθανόν να είναι υπεύθυνες για μια ύφεση στις μαθητικές κινητοποιήσεις.
29/10
Πριν το ξημέρωμα, άγνωστοι ντυμένοι ως αστυνομικοί, επιτίθενται στον καταυλισμό τσιγγάνων του Poissy. H CGT μπλοκάρει την ανέγερση του σταδίου της Lille. Συμπλοκές με τα CRS. Ημέρα δράσης στην Μασσαλία. Χτίσιμο της εισόδου των γραφείων της Medef στη Χάβρη, από μέλη της CGT (φωτο): η διάσταση μεταξή της μαχητικότητας της βάσης και της αμηχανίας(;) της συνδικαλιστικής ηγεσίας αυξάνει, καθώς οι κοινοβουλευτικές τάσεις του κινήματος, μετά την επικύρωση του νόμου σιγά-σιγά αποχωρούν, παραπέμποντας την αναμέτρηση στις επερχόμενες εθνικές εκλογές του 2012… Μπλόκα σε δρόμους (και συλλήψεις τριών συνδικαλιστών στο Μπορντώ), σε σχολεία, διυλιστήρια, διαδηλώσεις και διάφορες δράσεις σε όλη τη χώρα. Ένα χρονοδιάγραμμα των κινητοποιήσεων (μτφρ. google translator) μέχρι και τις 28/10, κι ένας χάρτης (απ’ το γαλλόφωνο δελτίο rebetiko). Κρατούν γερά οι απεργίες στην πετρελαιοβιομηχανία, σε μεταφορές, κι αυτοδιοίκηση, ενώ αναμένεται η επιστροφή των μαθητών και της νεολαίας στο παιχνίδι, που έχουν σηκώσει τεράστιο βάρος της αναμέτρησης, καθώς ριζοσπαστικές μειοψηφίες μαθητών κρατούν επαφή με τις κινηματικές διαδικασίες παρά τις σχολικές αργίες.
30/10
Νωρίς την νύχτα, σαμποτάρονται δεκάδες ΑΤΜ τραπεζών στο Guingamp. Σπασίματα γραφείων του UMP σε Ντιζόν και Montceau. Μια χαλάρωση των κινητοποιήσεων αποδίδεται στο τριήμερο αργίας (Toussaints, των αγίων πάντων στη Γαλλία). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εμφάνιση γκράφιτι στα νεκροταφεία της Τουλούζ, με συνθήματα όπως “θάνατο στους νεκρούς”, “ξυπνήστε τους νεκρούς” κλπ που χαλάν τη γιορταστική ατμόσφαιρα. Τις επόμενες νύχτες, θα εμφανιστούν και διάφοροι βανδαλισμοί στο χιονοδρομικό κέντρο του Serre-Chevalier, με τις συνολικές ζημιές να υπολογίζονται στα 300.000 ευρώ. Γκράφιτι με βρισιές κατά των μπάτσων, αλγερινές σημαίες και λοιπά αντεθνικά σύμβολα θα εμφανιστούν στην υπό ανάπλαση/gentrification περιοχή της Ανγκουλέμ, μαζί με διάφορους βανδαλισμούς. Βανδαλισμοί και σε μνημεία των νεκρών γάλλων στρατιωτών στην Άπω Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, και σε μνημείο της “ελεύθερης Γαλλίας” με κόκκινες μπογιές και συνθήματα, φεμινιστικά και άλλα ωραία, αντεθνικού περιεχομένου.
31/10
Μια τάση “επιστροφής στην ομαλότητα”, λόγω της τριήμερης αργίας, περιορισμένη όπως θα φανεί, γίνεται ωστόσο αντιληπτή απ’ το κράτος, που περνά στην αντεπίθεση, είτε με συλλήψεις και δίκες νεαρών όπως στο Παρίσι, είτε με εκκενώσεις καταυλισμών τσιγγάνων όπως στη Λυόν.
1/11
Μπλόκο σούπερμάρκετ στο Montivilliers. Άνοιγμα διοδίων στην Τουλούζ. Μπλόκα σε πετρελαιαποθήκες σε Ντιζόν και Longvic. Απεργοί ανοίγουν τα διόδια στο Calvados για να περάσουν οι αυτοκινητιστές δωρεάν, ενώ αρκετοί απ’ αυτούς συνεισφέρουν οικονομικά για την ενίσχυση των απεργιακών ταμείων (φωτογραφίες). Απόπειρα κλεισίματος εργοστασίου στο Blanquefort, αποτρέπεται μετά από επέμβαση της αστυνομίας. Μπλοκάρισμα mall στην Boulogne. Απεργία και μπλόκα απ’ τους οδοκαθαριστές του Laval (δυτική Γαλλία). Στην Κορσική, ισχυρό προπύργιο της απεργίας όπου η δυσφορία εναντίον του γαλλικού κράτους παίρνει ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά, στρατολογικό κέντρο του γαλλικού στρατού γίνεται στόχος εμπρηστικής επίθεσης. Μπλοκάρεται το τραίνο υψηλής ταχύτητας (TGV) μεταξύ Le Mans-Rennes. Μπλόκο και στα τραίνα του Chambéry, και μαθητικές κινητοποιήσεις στην ίδια πόλη. Οι πετρελαϊκές υπολογίζουν σε 200 εκ ευρώ τις απώλειές τους από την παρατεταμένη απεργία. Τα αφεντικά μετράνε τις ζημιές τους. 300.000 ευρώ μόνο, οι καταστροφές στο εμποροδικείο της Nanterres.
2/11
Πρώτος γύρος. Συνεχίζουμε! Γενικές συνελεύσεις και μπλόκα στο Παρίσι. Μπλόκο της Σορβόννης. Απεργία, μπλόκα και διεπαγγελματική γενική συνέλευση στο Genevilliers. Κλείδωμα των γραφείων της εφορίας στο St-Dennis. Γενικές συνελεύσεις και μπλόκα στην πανεπιστημιούπολη της Γκρενόμπλ, του Σεν-Ετιέν, της Λυόν, της Νάντης, του Le Mans, του Pau, και αλλού. Μπλοκάρονται με φλεγόμενα οδοφράγματα οι ταχυμεταφορές Chronopost της Νάντης, που εξυπηρετούν τους πλουσίους, ώστε να μην πλήττονται απ’ τις ελλείψεις λόγω απεργίας (φωτογραφίες). Μπλόκο απ’ τη διασυνδικαλιστική (CGT, CFDT, SUD, FSU και CNT) του πυρηνικού εργοστασίου του Cruas-Meysse (φωτογραφίες), ενώ μέλη της CGT μπλοκάρουν και τη βιομηχανία χημικών του Ρουσιγιόν (φωτο). Μπλόκα και αστυνομική καταστολή και στην Καέν. Διακοπή της απογευματινής λειτουργία σε εκκλησία του Carcassonne, από νεολαίους -βορειοαφρικανικής καταγωγής σύμφωνα με τους αυτόπτεις μάρτυρες πιστούς- που πέταξαν πέτρες και ντομάτες προς τους ιερείς, κι έσπασαν ένα άγαλμα της παναγίας.
3/11
Επιστροφή των μπλόκων σε πολλά πανεπιστήμια, σ’ όλη τη χώρα. Άμεση καταδίκη σε 3 μήνες φυλάκισης ενός απεργού του Grandpuits, μέλους της CGT, που συνελήφθη σε διαδήλωση στο Παρίσι. Μαθητική διαδήλωση στο Chalon. Νυχτερινό μπλόκο της πετρελαιαποθήκης του Auchan (φωτογραφίες). Πειθαρχικά συμβούλια εναντίον φοιτητών που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις, στην Πικαρδία. Μπλόκα σε διάφορες πόλεις, και πετρελαιαποθήκες, γενικές συνελεύσεις στα πανεπιστήμια στην Γκρενόμπλ (φωτογραφίες) και αλλού. Με την επιστροφή των μαθητών απ’ το τριήμερο, εμφανίζονται και τα πρώτα μπλόκα και κλειδώματα σχολείων εκ νέου.
4/11
Αστυνομική επέμβαση στο κατειλημένο πανεπιστήμιο του Saint-Étienne, και σπάσιμο της κατάληψης. Ένας φοιτητής υπό κράτηση (φωτογραφίες). Μπλόκο αποτεφρωτήρα στο SaintOuen, με διανυκτερεύσεις, χορό, γλέντι, συζητήσεις (φωτογραφίες). Μπλόκο και στο αεροδρόμιο της Τουλούζ, απ’ τη CGT και άλλους (φωτογραφίες), το ίδιο και στο αεροδρόμιο της Νάντης (φωτο), του Roissy, του Κλερμόν-Φεράν, του Ορλύ (Παρίσι) ενώ στάσεις απεργίας εμφανίστηκαν και στης Λυόν και της Μασσαλίας. Μπλόκο απ’ τη διασυνδικαλιστική και σε σήραγγα Frejus των Άλπεων που ενώνει τη Γαλλία με την Ιταλία. Νυχτερινή διαδήλωση με δαυλούς και φαναράκια στο Alençon (φωτο). Διαδηλώσεις και μπλόκα και στην Ρεϋνιόν, κυρίως από μαθητές και νεολαίους. Μπλόκο μέρους του λιμανιού της Βρέστης. Μπλόκο στα λεωφορεία του Villeneuve d’Ascq. Πολλοί μαθητές όπως του λυκείου Paul-Valéry δεν προσέρχονται για μάθημα, ενώ άλλοι οργανώνουν μικρές διαδηλώσεις (φωτό, φωτό από Le Mans) ή μπλόκα στα σχολεία τους (φωτό). Αστυνομική καταστολή, και σύλληψη ενός μαθητή στο Περπινιάν. Επί έξη ώρες μια επί τόπου πρωτοβουλία νεαρών κρατά κλειστή την πετρελαιαποθήκη του Guéret (φωτό). Βήμα σαλιγκαριού στον αυτοκινητόδρομο Παρίσι-Λίλ, χάρι στα μπλόκα των φορτηγατζήδων. Πορείες κι εκδηλώσεις στη Λυόν. Άγρια διαδήλωση στο Παρίσι, με συμμετοχή κυρίως νέων, φοιτητών, μαθητών, περικυκλώνεται από CRS και ασφαλήτες και αντιμετωπίζει βάρβαρη καταστολή, ενώ στις 89 υπολογίζονται οι συλλήψεις. Στο Angers, η αστυνομία μπλοκάρει τους δρόμους γύρω από τα γραφεία του UMP εμποδίζοντας τους διαδηλωτές να κατευθυνθούν προς τα κει. Πίσω στο Παρίσι, εργαζόμενοι του υπουργείου πολιτισμού μπλοκάρουν το Grand Palais. Η εταιρία κλιματιστικών Behr, χρησιμοποιεί ελικόπτερα προκειμένου να σπάσει την απεργία και να παρακάμψει τα μπλόκα των απεργών (φωτό). Νυχτερινή διαδήλωση φοιτητών και νεολαίων στο Μονπελιέ. Γενικές συνελεύσεις αγώνα στη Ρεν, Λιλ κ.α.
5/11
Επιστροφή των μπλόκων στα σχολεία. Τουλάχιστον τα μισά λύκεια του Μονπελιέ κλειστά. Μπλοκάρεται η διανομή της εφημερίδας Ouest-France κοντά στη Rennes (φωτό), τα τυπογραφεία της εφ. Voix du Nord, το δημαρχείο του Vire (φωτό) σταθμοί τραίνων (φωτο) και τα επείγοντα του νοσοκομείο Tenon στο Παρίσι. Γενικές συνελεύσεις σε Μονπελιέ, Μοντωμπάν, Ρεν κ.α... Ανάπτυξη των μπλόκων και στη Χώρα των Βάσκων (λινκ). Άνοιγμα των διοδίων στο Voreppe κοντά στην Γκρενόμπλ από τριανταριά άτομα και μοίρασμα πάνω από 3.000 προκηρύξεων στους οδηγούς που περνούσαν δωρεάν. Απεργοί (κυρίως της CGT) μπλοκάρουν τις αποθήκες των Lidl στο Sautron. Διεθνής δράση στα γαλλο-γερμανικά σύνορα κατά της μεταφοράς πυρηνικών αποβλήτων με τραίνα.
6/11
Μπλόκο στον σ.σ του Guingamp (φωτογραφίες). Συμβολική κατάληψη του δημαρχείου του Vire (φωτογραφίες). Μπλόκο στο πανεπιστήμιο του Metz (φωτό). Οι μπάτσοι επιτίθενται στο μπλοκάρισμα των γραφείων της εφημερίδας Ouest-France, και συλλαμβάνουν 2 άτομα μετά από αντίσταση των διαδηλωτών. Στη Ρεν, το ράδιο France Bleu Armorique καταλαμβάνεται για μιάμιση ώρα από “30 άτομα της αναρχοαυτόνομης τάσης” σύμφωνα με τη διευθύντρια του ραδιοσταθμού, που διαβάζουν προκηρύξεις στον αέρα. Μπλόκο στα τραίνα στο Morlaix, από 50αριά διαδηλωτές, κυρίως των συνδικάτων Sud-Solidaires. Περίπου 500 διαδηλωτές μπλοκάρουν τον σ/σ του Quimperlé και αντιστέκονται σθεναρά στις προσπάθειες των μπάτσων να σπάσουν το μπλόκο (φωτό). Κατάληψη επ’ αόριστον του πανεπιστημίου του Mirail στην Τουλούζ, το ίδιο και στο Poitiers, αν κι εκεί οι μπάτσοι εκκενώνουν την κατάληψη το ίδιο βράδυ. Στην Tours δημιουργείται ένας κεντρικός συντονισμός των γενικών λαϊκών και των διεπαγγελματικών ανοιχτών συνελεύσεων του αγώνα (ιστοσελίδα). Στην ίδια πόλη, μπλόκα δημιουργούνται γύρω από εμπορικά κέντρα (Galleries Lafayette κα) Στο Cognac, 500 διαδηλωτές καταλαμβάνουν την περιφέρεια, ενώ σε συμπλοκές με την αστυνομία τραυματίζεται ένας μπάτσος. Διαδηλώσεις, καθηστική διαμαρτυρία και συμπλοκές με τους μπάτσους στην Αβινιόν (φωτό, βίντεο). Διαδήλωση στην Γκρενόμπλ, οι συμμετέχοντες εκτιμώνται απ’ τη CGT στους 55.000, ενώ απ’ τις αρχές στις 5.500. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση. Ο αριθμός των συμμετεχόντων στις διαδηλώσεις έχει μειωθεί αισθητά, ωστόσο η δυναμική των μπλόκων και των άλλων δράσεων (όπως και η διάδοση των απεργιακών ταμείων κι εντύπων αντιπληροφόρησης) είναι πολύ πιο έντονη απ’ αυτήν που θέλουν να περάσουν τα μμε. Στην κωμόπολη του Soultz, η αστυνομία προωθεί το αγγλοσαξονικό μοντέλο γενικευμένου χαφιεδισμού, προτείνοντας “συμμετοχή των πολιτών” στην επιτήρηση σε συνεννόηση με τη χωροφυλακή και τη δημοτική αστυνομία, ώστε να αποφευχθούν “πράξεις που υπονομεύουν την ησυχία και το αίσθημα ασφαλείας των πολιτών, όπως διαρρήξεις, βανδαλισμοί κ.α.” Η πρώτη συγκέντρωση που κάλεσε ο Δήμος ματαιώθηκε λόγω μικρής προσέλευσης, οπότε ο δήμαρχος σκέφτεται να στείλει τη δημοτική αστυνομία να γυρίσει από σπίτι σε σπίτι ώστε να ξετρυπώσει τους κατοίκους και να τους “ρωτήσει για ποιό λόγο δεν προσήλθαν”. Λαϊκή κουζίνα (σούπα) και νυχτερινή διαδήλωση στο Chambéry (φωτό). Πολιορκεία του δημαρχείου της Brioude από διαδηλωτές.
7/11
Παρέμβαση σε εκδήλωση της L’ Oreal στο Λούβρο, διαδηλωτές εισέβαλλαν σπρώχνοντας τους μπάτσους και φωνάζοντας “εσείς είστε οι κλέφτες και τα αποβράσματα”, “τις συντάξεις να πληρώσουν τα αφεντικά”. Ένας 17χρονος συλλαμβάνεται στο Tarn, για πυρπόληση γαλλικής σημαίας με την παρέα του. Την νύχτα κάηκαν επίσης οχήματα κοντά σε λύκειο της Lyon. Μπλόκα και βανδαλισμοί στα σχολεία του Carcassonne.
Ενημέρωση για τα πανεπιστήμια: Toulouse II μπλοκαρισμένο μετά από ψηφοφορία 2.000 φοιτητών. Nantes: μπλοκαρισμένο μετά από ψηφοφορία 700 φοιτητών, μέχρι τη Δευτέρα. Angers: κλειδωμένο μετά από ΓΣ. Metz: κλειδωμένο, μετά από ΓΣ. Brest: κλειδωμένο μετά από ΓΣ. Caen: μπλοκαρισμένο μέχρι τις 20 Οκτώβρη, η τελευταία ΓΣ 2000 φοιτητών ψήφισε κατά της συνέχισης των μπλόκων, αλλά υπέρ της αποχής από μαθήματα και της κατάληψης ενός αμφιθεάτρου. Νέα ΓΣ στις 8/11. Le Havre: Μπλοκαρισμένο απ’ τις 3/11 μετά από ΓΣ 300 φοιτητών, το μπλόκο έσπασε από τις πρυτανικές αρχές κι αντιδραστικούς καθηγητές συνοδεία αστυνομικών στις 4/11. Sorbonne: Μπλοκαρισμένο μέχρι τις 2/11, κατάληψη απ’ την ΓΣ στις 3/11 και επίθεση της αστυνομίας κι εκκένωσή του. Tolbiac: ΓΣ 2000 φοιτητών καταψήφισε τη συνέχιση του μπλοκαρίσματος στις 2/11. Saint-Étienne: μπλοκαρισμένο από ΓΣ 300 φοιτητών, εκκενώθηκε μετά από επίθεση της αστυνομίας στις 3/11. Le Mans: ΓΣ στις 2/11 ψήφισε υπέρ της συνέχισης του μπλοκαρίσματος. Lyon II: οι πρυτανικές αρχές καταδικάζουν τις πράξεις βανδαλισμού και κρατούν το πανεπιστήμιο κλειστό (λοκ-άουτ) ώστε να μην καταληφθεί από φοιτητές. Montpellier III: κλειστό μέχρι τις 4/11, οπότε η ΓΣ 1.200 φοιτητών καταψήφισε τη συνέχιση του μπλόκου. Poitiers: Μετά από επίθεση της αστυνομίας, σπάει η κατάληψη της πρυτανείας που κρατούσε μέχρι τις 4/11. Reims: έμεινε κλειστό μόνο για μια μέρα, στις 28/10. Paris VI: έκλεισε μόνο για τις 2/11. Grenoble: η ΓΣ ψήφισε υπέρ του μπλοκαρίσματος, ωστόσο δεν είναι πρακτικά αποτελεσματικό. Το ίδιο για το Pau. Limoges: υπέρ του μπλοκαρίσματος η ΓΣ της 2/11. Lille III: η ΓΣ ψήφισε υπέρ του μπλοκαρίσματος, αλλά λόγω μικρής προσέλευσης δεν είναι πλέον αποτελεσματικό. La Rochelle: ΓΣ υπέρ του μπλοκαρίσματος για δυο μέρες (2-4/11).
8/11
Παρέμβαση συνδικαλιστών στο δημαρχείο του Plouay. Απ’ έξω αντισυγκέντρωση 10αριά αντιδραστικών για το κόστος της απεργίας και των ζημιών στους φορολογούμενους κλπ. Διάλογος κωφαλάλων μεταξύ συνδικαλιστών και αντιδραστικών. Ο δήμαρχος της Ρεν θυμάται ότι το κατειλημμένο “σπίτι της απεργίας” μπορεί να αξιοποιηθεί και δρομολογεί την επανάκτησή του απ’ τον δήμο.
9/11
Απεργία των εργαζομένων σε κέντρα εύρεσης εργασίας. Μπλόκα δρόμων και σιδηροδρομικών σταθμών στην Νιμ. Καταδίκες τριών ανηλίκων στο Chambéry για επεισόδια στα πλαίσια της πορείας της 14/10, σε ολιγοήμερες ποινές φυλάκισης, “κοινωνικής εργασίας” και χρηματικών προστίμων. Μπλόκα σε πανεπιστήμια, σιδηροδρόμους (και TGV), κι εκατοντάδες λύκεια σ’ όλη τη χώρα, σε αρκετά παρεμβαίνει η αστυνομία και εκκενώνει τα σχολεία, το ίδιο και στο πανεπιστήμιο της Caen. Καταδίκη ενός 20χρονου στο Lorient σ’ έναν χρόνο φυλάκισης για ρίψη μιας πέτρας σ’ έναν πάνοπλο μπάτσο, στη διαδήλωση της 19/10. Δυναμική μαθητική διαδήλωση στο Μονπελιέ “ο αγώνας είναι σαν κύκλος: απ’ οποιοδήποτε σημείο και ν’ αρχίσει, δε σταματά ποτέ”. Συλλήψεις μαθητών από διάφορα σχολεία του Μονπελιέ ως απάντηση της αστυνομίας. Αστυνομική βία σε λύκεια στο Dessaignes. Πορεία και τοπικές δράσεις στη Ρεν. Μαθητική πορεία στη Γκρενόμπλ, και τραυματισμός ενός μαθητή στην προσπάθειά του να διαφύγει τις επιθέσεις της αστυνομίας (φωτό&βίντεο)
10/11
Μπλόκα και κατάληψη δημαρχείου στο Tarbes, από φοιτητές. Απεργία και μπλόκο στον αποτεφρωτήρα του Saint-Ouen. Μπλόκα και φλεγόμενα οδοφράγματα στο Καλαί απ’ τη διασυνδικαλιστική (φωτό). Μπλόκο στο πανεπιστήμιο της Μπεζανσόν, μετά από ψηφοφορία στη ΓΣ (φωτό). Κατάληψη αμφιθεάτρου από αναρχικούς στο πανεπιστήμιου του Ντιζόν (φωτό). Ενντωμεταξύ, μια φοιτητική διαδήλωση 55.000 στο Λονδίνο ενάντια στην αύξηση των διδάκτρων και την μεταρρύθμιση στα βρεττανικά πανεπιστήμια (φωτό) καταλαμβάνει τα γραφεία των συντηρητικών και συγκρούεται με την αστυνομία. “Στο Ris-Orangis προτιμάμε το κοτόπουλο στα κάρβουνα”: πυρπόληση δυο περιπολικών της αστυνομίας σε υπόγειο πάρκινγκ. Κατάληψη των γραφείων της εταιρίας σιδηροδρόμων SNCF στη Λυόν. 8 μήνες φυλάκισης για έναν “σπάστη”-φοιτητή πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Λυόν. Καταδικάστηκε για ζημιές σε έξι οχήματα και τραυματισμό ενός μπάτσου.
11/11
Μέλη της CNT παρεμβαίνουν στις εκδηλώσεις για την ημέρα μνήμης (11/11: ημερομηνία κατάπαυσης του πυρός, του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το 1918, αλλά και το 1943, απελευθέρωση της Γαλλίας απ’ τους αντάρτες “Maquis” και τους δυτικούς συμμάχους της). Μπλόκο στα Carrefour στο Quimper και στο Chambéry, η CGT και η CFDT Carrefour αποδοκιμάζουν το μπλόκο, που οργανώθηκε από το NPA (νέο αντικαπιταλιστικό κόμμα), την CNT και ανένταχτους αγωνιστές (google translate). Διήμερες αποβολές δέκα μαθητών για “οργάνωση μπλόκων” σε λύκειο του Combs-la-Ville. Απόπειρα κατάληψης κι αυτοδιαχείρισης της φοιτητικής λέσχης του Στρασβούργου. Μπλόκο υπεραγοράς του Montauban. 20 μέρες φυλάκισης για έναν μαθητή απ’ το Παρίσι, για συμμετοχή σε συμπλοκές με την αστυνομία. Αναγγελίες νεοναζιστών (κυρίως από τη Λυόν) για θεαματικά εγκαίνια των γραφείων του εθνικιστικού κόμματος στο Saint-Étienne, είχε ως απάντηση αντιφασιστική συγκέντρωση 150 περίπου αγωνιστών (φωτό). Η αστυνομία έκανε προσπάθειες να περικυκλώσει την αντιφασιστική συγκέντρωση και να αποφύγει τυχόν συμπλοκές, ωστόσο ένα 19χρονο μέλος του γαλλικού “εθνικού μετώπου” δε στάθηκε τόσο τυχερό και κατέληξε στο νοσοκομείο. Μπλόκο εμπορικού κέντρου στην Καέν (φωτό). Άνοιγμα των διοδίων στην Νιμ (φωτό). Άγρια διαδήλωση 150 ατόμων στη Λυόν, χωρίς ανοιχτό κάλεσμα αλλά στόμα-με-στόμα, συμπλοκές με την αστυνομία στην προσπάθειά της να περικυκλώσει τους διαδηλωτές. Μαζικές προσαγωγές και καταστολή της διαδήλωσης του Παρισιού απ’ την αστυνομία. To ίδιο πρωί, περίπου 100 άτομα συγκεντρώθηκαν με κάλεσμα της CNT για να καταγγείλουν τους θανάτους στην εργασία. Στην Γκρενόμπλ, Ρομά μαζί με μέλη της συλλογικότητας Collectif Solidarité Roms χτίζουν την πρώτη κοινοτική σάλα για την εξυπηρέτηση των βασικών αναγκών των Ρομά της περιοχής, και συγκεντρώνουν κουβέρτες, ρούχα, φάρμακα κλπ (φωτογραφίες!). Αναλυτικά οι δράσεις της ημέρας, με google translate.
12/11
Το πανεπιστήμιο Lyon II παραμένει μπλοκαρισμένο. 15.000 διαδηλωτές στη Χάβρη, κυρίως απ’ τα κεντρικά συνδικάτα (φωτό, λινκ).
13/11
Επιστροφή στην ομαλότητα; Πέσιμο σε Ρομά στην Pont de Bagnolet (Παρίσι) από 2 κλούβες CRS.
14/11
30αριά άτομα απ’ τον συντονισμό αναρχικών ομάδων (λινκ) παρεμβαίνουν στο Haute-Garonne εναντίον της εργασίας την Κυριακή. Άνοιγμα των διοδίων στη Roanne, στο Vinci (Nantes) και στο Fleury-en-Bière. Το ίδιο και στην Ντιζόν, όπου οι διερχόμενοι προτρέπονται σε ελεύθερη συνεισφορά για τα απεργιακά ταμεία. Σύλληψη ενός άγγλου, μιας γερμανίδας κι ενός αιθίοπα στο Καλαί, για αναγραφή αντιμπατσικών συνθημάτων.
15/11
Μέρα δράσης των διεπαγγελματικών συνελεύσεων. Προβολές, εκδηλώσεις και συναυλίες στο κατειλημμένο “σπίτι της απεργίας” στη Ρεν (πρόγραμμα). Μπλόκο σε υπεραγορά του Mellac. Ενέδρες και πεσίματα σε μπάτσους και πυροσβεστική στο Chambéry. Ένας 15χρονος στο Mulhouse, σκοτώνεται σε δυστύχημα από μηχάνημα αρτοποιείου, όπου βρισκόταν για μια υποχρεωτική σχολική εργασία. Μπλόκο στις galleries Lafayette και νυχτερινή πορεία στην Caen (φωτογραφίες). Δίκη μιας ακτιβίστριας της CNT που συνελήφθη στην πορεία της περασμένης πρωτομαγιάς για κατέβασμα δυο καμερών επιτήρησης 360 μοιρών στην Γκρενόμπλ. Η δίκη αναβάλλεται για τέταρτη φορά, καθώς η αστυνομία δεν έχει συντάξει ακόμα την σχετική έκθεση για το δικαστήριο. Μπλόκο στο λιμάνι της Santes, κοντά στη Lille, απ’ την ανοιχτή συνέλευση αγώνα της Lille, και τα συνδικάτα Solidaires και CNT. Νυχτερινή διαδήλωση στη Χάβρη (φωτογραφίες & google translate). Με τη δύση του ηλίου, η αστυνομία ξεκινά επιχείρηση-σκούπα κατά των μεταναστών χωρίς χαρτιά στη Belleville (Παρίσι).
16/11
Δίκη του αυτόνομου χώρου casa marulaz στη Μπεζανσόν. Μπλόκο στα Airbus στο Bordeaux.
17/11
Συνοπτικές πανομοιότυπες καταδίκες δυο διαφορετικών περιπτώσεων διαδηλωτών συλληφθέντων στις 23/9 και στις 12/10, σε έναν μήνα φυλάκιση και 400 € αποζημίωση σε μπάτσους που υποτίθεται χτυπήθηκαν από πέτρες. Πάνω από 300 συλλήψεις τις τελευταίες 2 εβδομάδες και πρωτοφανής αστυνομοκρατία στη Λυόν, “κυριλέ” πόλη με παραδοσιακά ασήμαντο κίνημα, που όμως έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά σ’ αυτό το απεργιακό κύμα, μέσα απ’ τις εκτεταμένες συγκρούσεις στο κέντρο της πόλης. Καθώς το κίνημα χάνει έδαφος και υποχωρεί, η αστυνομοκρατία προελαύνει χλευάζοντας κάθε πρώτερη παραδοχή νομιμότητας. Συλληφθέντες καταδικάζονται για κατοχή φυλλαδίων του τύπου “νομικές συμβουλές για διαδηλωτές” κλπ. Αναβάλλεται η δίκη πέντε μαθητών του Μονπελιέ που συνελήφθησαν να μοιράζουν φυλλάδια κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, και κατηγορούνται για …παρεμπόδιση συγκοινωνιών, αντιμετωπίζοντας ποινές μέχρι και 4.500 €. Συνέντευξη τύπου για την καταστολή στο Saint-Nazaire, σύμφωνα με την οποία, μόνο στο προάστειο αυτό έχουν καταγραφεί την περίοδο των κινητοποιήσεων: 64 συλλήψεις (20 ανήλικα), 60 κατ’ οίκον περιορισμοί, 16 δίκες συνεχίζονται, 15 έχουν ήδη καταδικαστεί σε ποινές φυλάκισης, 12 έχουν ήδη εξοριστεί απ’ τη χώρα, οι υπόλοιποι θα δικαστούν τους επόμενους μήνες. Πηγή: www.codelib.info
18/11
Γιορταστική διαδήλωση στη Λυόν, ενάντια στα πανευρωπαϊκά μέτρα λιτότητας. Συναυλία στήριξης του κατειλημένου Σπιτιού της Απεργίας στη Ρεν. Συνδικαλιστή των Sud-Solidaires του Poitiers καταδικάζεται για τη συμμετοχή του σε μπλόκο (άρνηση να βγει απ’ το όχημά του, απείθια, παρακώλυση κυκλοφορίας κλπ) σε 2 χρόνια φυλάκισης και 4.500 €. Βίαιες συλλήψεις μετά από διαδήλωση στην Μπεζανσόν από μπάτσους με σκυλιά και μηχανοκίνητους.
19/11
Καταστολή και απειλές διαγραφής φοιτητών που συμμετείχαν στο κίνημα, απ’ το πανεπιστήμιο του Μονπελιέ για υποτιθέμενες κλοπές, φθορές κλπ. Μια ματιά στις δράσεις στο Πουατιέ, με αυτόματη μετάφραση google.
20/11
Αντιφασιστική διαδήλωση στη Μπεζανσόν ενάντια σε “αυτόνομους” εθνικιστές (φωτογραφίες), χριστιανοταλιμπάν και την προπαγάνδα τους κατά της έκτρωσης (αφίσσα) Ανάλογη πορεία και στη Λιλ (αφίσσα), Ανζέρ, Τουλούζ, Μπορντώ, Πουατιέ, Νάντ, Νανσύ… Φωτογραφίες και αυτόματη μετάφραση google εδώ κι εκεί, περισσότερες φωτογραφίες. Δράσεις στο Μονπελιέ ενάντια στην καταστολή του κινήματος.
21/11
Μπλόκο σουπερμάρκετ στην Mézière, από κόσμο απ’ τη CGT και τη Fédération anarchiste. Απόδραση 6 μεταναστών χωρίς χαρτιά απ’ το κέντρο κράτησης της Vincennes. Αστυνομοκρατία σην Belleville και γειτονιές του Παρισιού.
22/11
Νέα κατάληψη στη Rouen, με τ’ όνομα “Habite Asociale“. Δυο νεαροί μαροκινής καταγωγής, “χωρίς χαρτιά”, οι Mohamed Sakkmi, 26 ετών, και Icham Mekkaoui, 22 ετών, καταδικάζονται σε 10 χρόνια κάθειρξης για τον εμπρησμό ενός κέντρου κράτησης μεταναστών (CRA) στο Bordeaux, στις 19/1/2009/. Οι δυο νέοι αναγνωρίστηκαν από υλικό σε κάμερες ασφαλείας κοντά στο κέντρο. Άνοιγμα της πολιτικής κατάληψης “La Mandragore” στο Μονπελιέ. Ημέρα δράσης στο Παρίσι, πορεία προς το χρηματιστήριο, εκδηλώσεις…
23/11
Πορεία και συναυλία στην κεντρική πλατεία της Μπεζανσόν. Από 200 μέχρι 400 εκ. ευρώ την ημέρα υπολογίζει η Bloomberg τις ζημιές της γαλλικής οικονομίας στη διάρκεια της απεργίας. Απεργία και μπλοκάρισμα της εταιρίας μεταφορών Sopitra στα περίχωρα της Νάντης. Σε συγκέντρωση στη Ρεν, συνδικαλιστές των κεντρικών συνδικάτων CGT και CFDT αρνούνται να διαβαστεί κάλεσμα της Διεπαγγελματικής Συνέλευσης της πόλης, και επιχειρούν να απομονώσουν τα μέλη της συνέλευσης. Πορεία 40αριά ατόμων σε γειτονιές του Saint-Claude και μοίρασμα προκηρύξεων. Στο λιμάνι της Χάβρης, πορεία 2.500 ατόμων και διασυνδικαλιστικές διαδικασίες για “αγώνα σε μακροπρόθεσμη κλίμακα”. Αντικατασταλτική συγκέντρωση και συνέλευση στο Μονπελιέ.
][][
Ουσιαστική υποχώρηση του κινήματος. Στις 25/11 στη Χάβρη, πρωτοφανής αριθμός εργαζομένων παρίσταται στην μνημόσυνη συγκέντρωση για τα 100 χρόνια απ’ την καταδίκη σε θάνατο του συνδικαλιστή Jules Durand. Στις 27/11, αναγνωρίζεται ο πρώην υπουργός παιδείας των σοσιαλιστών Claude Allègre στην Νάντη, και τουρτώνεται (φωτογραφίες). Μακροπρόθεσμη στρατηγική και από τις διεπαγγελματικές συνελεύσεις, που σε συνάντησή τους στην Νάντη, ορίζουν νέες ημέρες δράσεις στις 14/12 και 15/1. Στις 29/12, δολοφονείται από μπάτσους με taser μετανάστης απ’ το Μαλί, στο Colombes (Παρίσι). Στις 30/11, πυρπολείται όχημα της δημοτικής αστυνομίας στο Aimargues. Νέα κατάληψη κτιρίου στη Βαστίλλη. Στις 2/12 εκκενώνεται το Σπίτι της Απεργίας στη Ρεν από αστυνομικές δυνάμεις, κόβεται το ρεύμα και το νερό και μπαζώνεται το ισόγειο ώστε να αποφευχθεί ανακατάληψη του χώρου. Ακολουθεί άγρια διαδήλωση 300 ατόμων που επιτίθεται σε καλλιτεχνική έκθεση του δήμου. 4/12 συγκέντρωση και ανοιχτή κουζίνα στο Montreuil. Το βράδυ πυρπολούνται 2 οχήματα του Ερυθρού Σταυρού, σε αλληλεγγύη με τους εγκλείστους της Vincennes (στη Γαλλία, όπως και στην Ιταλία και αλλού, ο Ερυθρός Σταυρός συνεργάζεται ανοιχτά με το κράτος στη λειτουργία και διαχείριση κέντρων κράτησης μεταναστών και φυλακών). Επίσης, πυρπολείται για τρίτη φορά μέσα σε τρεις εβδομάδες το υπό ανέγερση αστυνομικο μέγαρο του Béziers. 6/12: σύσταση κοινής συλλογικότητας φοιτητών-εργαζομένων στη Ρεν, για συνέχιση των δράσεων. Βανδαλισμοί και κόκκινες μπογιές στην πρόσοψη του δικαστηρίου της Τουλούζ. Συνεχίζονται οι συλλήψεις μαθητών απ’ την αστυνομία της Λυόν, για αναποδογυρίσματα αυτοκινήτων ενάμισυ μήνα πριν.
][][
Ρίχτε μια ματιά σ’ αυτό το βιντεάκι: http://www.youtube.com/watch?v=Qi7XtHbpa6s&feature=related. Είχε κυκλοφορήσει αρκετά, μπλογκερς στη Γαλλία αλλά και στην Ελλάδα(!) βγήκαν απ’ τα ρούχα τους για τον “αστυνομικό με πολιτικά” που κλωτσάει στον αέρα τον τύπο που πάει να σταματήσει έναν “σπάστη”, όντας βέβαιοι ότι πρόκειται για αστυνομικό με πολιτικά(!). Αν και η ταυτότητα του “συντρόφου νίντζα” απασχόλησε αρκετά το κίνημα στη Γαλλία, επιλέξαμε να μην αναπαράγουμε τη σχετική (εξαντλητική) συζήτηση εδώ, καθώς δεν υπήρχε κάποιο εμφανές στοιχείο που να προσδίδει μια αστυνομική ιδιότητα, εκτός από μια μπανάλ μπαχαλοφοβική ερμηνεία των κινήσεων, της χορογραφίας, των κινήτρων… Ο “σύντροφος νίντζα” τελικά συνελήφθη και καταδικάστηκε στις 6/12 σε έναν χρόνο φυλάκισης. Στο δικαστήριο είπε “ήθελα απλά να τους φοβίσω, να τους φοβίσω ώστε να αποφευχθεί ένα λυντσάρισμα”.
][][
6/12: Σπάσιμο γραφείων του εθνικιστικού κόμματος FN στην Νίκαια. Βανδαλισμός και λεηλασία εκκλησίας στο Gourin. Ιστορική πτώση των ποσοστών της CGT στα συνδικάτα, αν και διατηρεί τον έλεγχο στρατηγικών τομέων (ενέργεια, ταχυδρομία κλπ).
Προκηρύξεις, αναλύσεις και σχόλια από τη γαλλική γενική απεργία
για μια συνοπτική ιδέα για το τί γίνεται στη Γαλλία, βλ. εδώ.
][][
Contre l’exploitation, bloquons l’économie!
Ενάντια στην εκμετάλλευση, να μπλοκάρουμε την οικονομία!
“Μα καλά, κάνετε απεργία εν μέσω κρίσης;”
Συνδικαλιστικές ηγεσίες, αφεντικά και βουλευτές της αριστεράς και της δεξιάς, μοιράζονται το ίδιο αίσθημα υπευθυνότητας. Στο όνομα του “οικονομικού ρεαλισμού”, υποτίθεται ότι οφείλουμε να αποδεχθούμε την αναγκαιότητα μιας ολοένα κι αγριότερης εκμετάλλευσης. Ιδού το ιδεολογικό όπλο που συστηματικά στρέφουν ενάντια σ’ οποιονδήποτε εξεγείρεται ενάντια σ’ αυτό το σύστημα.
“Εν μέσω κρίσης, θέλετε να κάνετε ζημιά στην οικονομία; θα φταίτε για τις απολύσεις…”
Στο όνομα της ίδιας ψευτο-λογικής, ορισμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες αρνούνται να διεκδικήσουν όχι μόνο την απόσυρση του νομοσχεδίου αλλά ούτε καν μια μεταρρύθμισή του. Κάποιοι άλλοι, για λόγους τακτικισμού, απαιτούν την απόσυρση, αλλά αρνούνται να συμβάλουν στην αποκατάσταση μιας πραγματικής ισορροπίας δυνάμεων: μέσα απ’ τη γενική απεργία, τα μπλόκα, το σαμποτάζ, κλπ. Τα συνδικάτα, που υποτίθεται ότι μιλούν στ’ όνομα των εργαζομένων, έχουν αυτή τη λειτουργία: της συνδιαχείρισης αυτής της ταξικής κοινωνίας μέσω της διαπραγμάτευσης και της διαμεσολάβησης.
Σήμερα, τα κεντρικά συνδικάτα προσπαθούν να ελέγξουν και να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, μονοπωλώντας τα διεκδικητικά πλαίσια. Εμποδίζουν την όξυνση του αγώνα, κι αυτό έχει τεράστια σημασία: Δεν έχουν βγάλει ούτε μια προκήρυξη που να μην κινδυνολογούν για κατευθυνόμενες συγκρούσεις.
Επιπλέον, πολλοί εργαζόμενοι που, έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στον μύλο που αλέθουν την υπεραξία τους τ’ αφεντικά, δεν επιθυμούν διόλου έναν αγώνα με μόνο στόχο να διασφαλίσει τα ψίχουλα που ρίχνουν ως τώρα τ’ αφεντικά. Είναι πολλοί επίσης που δεν επιρρεάζονται άμεσα απ’ το νομοσχέδιο: άνεργοι και όσοι ζουν με επιδόματα, περιοδικά εργαζόμενοι, μετανάστες χωρίς χαρτιά, μαθητες ή φοιτητές για τους οποίους η αγορά εργασίας δεν επιφυλάσσει ούτε μια ελάχιστη προσοδό, συνταξιούχοι που ήδη λαμβάνουν μια μίζεροι σύνταξη κ.α… Και που παρ’ όλ’ αυτά, κατανοούν και συμμετέχουν στο κίνημα που αναδύεται. Είμαστε πολλοί που συμμετέχουμε περισσότερο σ’ ένα κοινωνικό κίνημα παρά σε μια διαμαρτυρία εναντίον ενός νόμου που μας θίγει. Που επιθυμούμε μια μεγαλύτερη ώθηση στον ισχύοντα συσχετισμό δυνάμεων, από πορείες-κηδείες στη γωνία μεταξύ δημοκρατίας και έθνους.
Χωρίς τις πρωτοβουλίες που θα ξεπερνούν τα θεσμικά πλαίσια, χωρίς μια απεργία που θα ξεβράσει τους εργατοπατέρες των συνδικάτων, δε θα υπάρξει μια πραγματική αντίρροπη δύναμη που συνιστά ένα πραγματικό κοινωνικό κίνημα στη γέννησή του. Ένα κίνημα μέσα στο οποίο οι συντεχνιακές διεκδικήσεις ξεπερνιούνται και οι γραφειοκράτες χάνουν το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους, όπου οι δράσεις απαντούν σε ανησυχίες που ευρείες από το μονοδιάστατο ζήτημα της σύνταξης, όπου ο αγώνας δεν περιορίζεται στην υπεράσπιση υποτιθέμενων κεκτημένων.
Κρατώντας στο μυαλό μας τον δρόμο που μένει να διανύσουμε, ας οργανώσουμε τη λύσσα μας.
Υπάρχουν πολύ περισσότερα να πάρουμε, απ’ αυτά που μας προορίζουμε!
Ραντεβού στο τέλος της πορείας, πίσω απ’ το πανώ:
“Τα αφεντικά δεν καταλαβαίνουν παρά μια γλώσσα: απεργία, μπλόκα, σαμποτάζ!”
Επικοινωνία: turbin@riseup.net
][][
A bas la paix sociale! – Κάτω η κοινωνική ειρήνη!
Με το βάθεμα της κρίσης, όλες οι κυβερνήσεις των κρατών και σύσσωμες οι πολιτικές τάσειςεεπιταχύνουν τη λήψη μέτρων λιτότητας. Οι εκμεταλλευτές σ’ όλες τις χώρες διαπραγματεύονται και συνωμοτούν για να μας κάνουν να σφίξουμε ολοένα και πιο πολύ το ζωνάρι. Στο όνομα της διάσωσης της οικονομίας, της επιχειρηματικότητας, ορίζουν περικοπές των μισθών, αύξηση των φόρων, πετσοκόβουν κάθε κοινωνική πρόνοια…
“Κατανοώ την ανησυχία των εργαζομένων, αλλά τα ευρωπαϊκά πλάνα λιτότητας είναι απαραίτητα προκειμένου να αποκατασταθούν τα δημοσιονομικά μεγέθη και να καταφέρουμε να πάρουμε κοινωνικά μέτρα, δηλαδή να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας” (Herman Van Rompuy). Νά πώς ο πρόεδρος του συμβουλίου της Ευρώπης συνόψισε τις προοπτικές που μας προσφέρει ο σάπιος κόσμος του: να υπομένουμε πάντα κάθε θυσία για να ενισχύσουμε το Κράτος, να διασφαλίσει την κερδοφορία του κεφαλαίου, και να ελπίζουμε έτσι ότι θα συνεχίσει να μας εκμεταλλεύεται (υπό ολοένα και χειρότερες συνθήκες), σ’ έναν αέναο κύκλο υποταγής.
Οι μισθωτοί σκλάβοι αυτού του κόσμου θα πρέπει πάντα να θυσιάζονται για να συντηρούν την ίδια τη σκλαβιά τους! Η ζωή της τεράστιας πλειοψηφίας των ανθρώπων θα πρέπει κάθε φορά να θυσιάζεται προκειμένου να διασώζονται τα συμφέροντα του κεφαλαίου, για να αποφύγει την χρεωκοπία του μέσα στον ίδιο τον χρεωκοπημένο κόσμο του.
Η μόνη εναλλακτική λύση, βρίσκεται στα χέρια μας: Ή θα πολεμήσουμε ή θα πεθάνουμε! Ή θα οργανωθούμε για να υπερασπιστούμε τις ανάγκες μας ενάντια στις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας, ή θα σκύψουμε το κεφάλι και θα πάμε σαν τα πρόβατα για σφαγή!
Λυπούμαστε αλλά μέση λύση δεν υπάρχει. Οι μεταρρυθμίσεις, οι εναλλακτικές προτάσεις διαχείρισης της κρίσης, από μια άλλη κυβέρνηση κλπ… είναι όλα τρόποι να μας αποπροσανατολίζουν και να μας παίρνουν τον αγώνα μας μέσ’ απ’ τα χέρια μας.
Αν σήμερα τα συνδικάτα μας καλούν σε αποχαυνωτικές μονοήμερες “δράσεις”, να μας σαλαγήσουν στο δρόμο και να μας ρίξουν στο “τραπέζι των διαπραγματεύσεων”… είναι ακριβώς για να μας αφομοιώσουν στα πλαίσιά τους, να μας χαλιναγωγήσουν, να σαμποτάρουνε την οικειοποίηση του αγώνα μας από μας τους ίδιους… για να μετατρέψουν τις αντιδράσεις μας που προκύπτουν ενόψει της επίθεσης που δέχονται οι συνθήκες ζωής μας, σε απονευρωμένα, συντεχνιακά, μεταρρυθμιστικά αιτήματα.
Για να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας ενάντια στις επιθέσεις του κεφαλαίου, οφείλουμε να οργανωθούμε έξω κι ενάντια στα συνδικάτα, να οικοδομήσουμε τον αγώνα μας με τρόπους που να σπάνε την απομόνωσή μας. Να απορρίψουμε κάθε θυσία και κάθε υπεράσπιση της εθνικής οικονομίας. Η οικομνομία βρίσκεται σε κρίση; Ας πεθάνει!
Μπροστά σε μια “απεργία” των συνδικαλιστών, ας οργανωθούμε για να καταστρέψουμε την κοινωνική ειρήνη!
Να εμποδίσουμε την κυκλοφορία: να μπλοκάρουμε τους δρόμους, τα τραίνια… Να εμποδίσουμε την παραγωγή, οργανώνοντας παρεμβάσεις σε επιχειρήσεις, σχολεία… Να διαρρήξουμε την απομόνωση που μας επιβάλλουν τα σύνορα μεταξύ κρατών, και οι διαφορές μεταξύ επαγγελματικών κλάδων… Να εμποδίσουμε μια επιστροφή στην ομαλότητα με όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας!
Με πρωτοβουλία των σιδηροδρομικών εργατών του Gare de l’Est και των εκπαιδευτικών του 18ου διαμερίσματος [του Παρισιού], συναντηθήκαμε μια εκατοστή μισθωτών (σιδηροδρομικών, εκπαιδευτικών, ταχυδρομικών, στα μμε, σε είδη διατροφής, στην πληροφορική κλπ) συνταξιούχων, ανέργων, φοιτητών, εργάτες με ή χωρίς χαρτιά, από συνδικάτα ή όχι, για να γνωριστούμε στις 28 Σεπτέμβρη, και στις 5 Οκτώβρη για να συζητήσουμε το συνταξιοδοτικό κι ευρύτερα τις επιθέσεις που δεχόμαστε και τις προοπτικέςνα κάνουμε αυτήν την κυβέρνηση να τις πάρει πίσω.
Ήμασταν εκατομμύρια που διαδηλώσαμε και που απεργήσαμε και βρεθήκαμε μαζί στις τελευταίες μέρες δράσης. Η κυβέρνηση παρ’όλ’αυτά δεν έκανε ακόμη πίσω. Μόνο ένα μαζικό κίνημα θα είναι σε θέση να της το επιβάλλει. Η ιδέα αυτή δρομολογήθηκε μέσα σε συζητήσεις γύρω απ’ την κυλιόμενη, γενική, επ’ αόριστον απεργία και το μπλοκάρισμα της οικονομίας.
Το ποιά μορφή θα έχει αυτό το κίνημα είναι κάτι που αφορά όλους εμάς. Είναι στο χέρι μας να το δημιουργήσουμε στους χώρους εργασίας μας, με τις απεργιακές επιτροπές, στις γειτονιές μας με τις λαϊκές γενικές συνελεύσεις. Θα πρέπει αυτές να ενώνουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του εργαζόμενου κόσμου, και να συντονίζονται σε πανεθνικό επίπεδο με αιρετούς και άμεσα ανακλητούς εκπροσώπους. Είναι στη διάθεσή μας να αποφασίσουμε τα μέσα των δράσεών μας, τις διεκδικήσεις μας… εμάς και κανενός εκτός από μας.
Αν αφήσουμε τους Chérèque (CFDT-το χριστιανοδημοκρατικό συνδικάτο), Thibault (CGT) και Σία να αποφασίζουν για μας, τότε ας προετοιμαζόμαστε για νέες ήττες. Ο Chérèque είναι υπέρ της πρότασης για 42 έτη εργασίας. Δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι ο Thibault θα παλέψει τώρα για να πάρουν πίσω το νομοσχέδιο, καθώς δεν μπορούμε και να ξεχάσουμε το 2009 που έπινε σαμπάνια με τον Σαρκοζί, ενώ χιλιάδες από μας απολύονταν, αφήνοντάς μας να μας τσακίζουν έναν-έναν.
Δεν έχουμε πια καμμιά εμπιστοσύνη στους υποτιθέμενους “ριζοσπάστες”. O ριζοσπαστισμός του Mailly φτάνει μέχρι να σφίξει το χέρι του Aubry, ενώ και το PS (σοσιαλιστές) ψήφισε υπέρ των 42 ετών. Όσο για τη Sud-Solidaires, τη CNT ή την άκρα αριστερά (OL NPA), δεν μας προσφέρουν καμμιά προοπτική πέραν της συστράτευσης στη συνδικαλιστική ενότητα. Δηλαδή της ενότητας πίσω απ’ αυτούς που θέλουν να διαπραγματευτούν την υποχώρηση.
Αν σήμερα βρίσκονται καβάλα στο κύμα της κυλιόμενης απεργίας, είναι κυρίως για να αποφύγουν να ξεβραστούν απ’ αυτό. Να απλώνουν τον έλεγχό τους στον αγώνα μας, είναι ένα προσόν για να γίνουν δεκτοί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων… γιατί; Διότι, όπως είναι γραμμένο στην επιστολή που υπογράφουν επτά σωματεία της CFTC στην εφημερίδα Solidaire (αλληλέγγυα), “πρέπει να ακουστούν οι απόψεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο πλαίσιο εύρεσης ενός συνολικότερου τρόπου, πιο δίκαιου και αποτελεσματικού, για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Μπορούμε να πιστέψουμε έστω για μια στιγμή ότι μπορεί να υπάρξει μια αμοιβαία συνεννόιηση με αυτούς που μας κλέβουν τις συντάξεις από το 1993 ήδη, με αυτούς που έχουν κάνει επιχείρηση την μεθοδική διάλυση των συνθηκών ζωής μας;
Η μόνη ενότητα που είναι ικανή να κάνει την κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη να τα μαζέψουν, είναι αυτή της ενότητας δημόσιου κι ιδιωτικού, μισθωτών κι ανέργων, συνταξιούχων και νέων, εργατών μέ ή χωρίς χαρτιά, από συνδικάτα ή όχι, ενότητα στη βάση, μέσα σε κοινές γενικές συνελεύσεις, και στον έλεγχο του αγώνα από μας τους ίδιους.
Θεωρούμε την απόσυρση του νόμου για τις συντάξεις ως την ελάχιστη διεκδίκηση. Κι αυτή δεν αρκεί. Εκατοντάδες χιλιάδες ηλικιωμένων εργαζομένων επιβιώνουν ήδη με λιγότερα από 700 ευρώ τον μήνα, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες νέοι ζουν με τα ελάχιστα επιδόματα πρόνοιας (RSA). Για εκατομμύρια από μας, το κρίσιμο ζήτημα είναι ήδη του να ‘χουμε φαί, στέγη, περίθαλψη. Δεν το θέλουμε άλλο.
Ναι, οι επιθέσεις ενάντια στις συντάξεις είναι το δένδρο που κρύβει πίσω του το δάσος. Από τότε που ξεκίνησε η κρίση, η άρχουσα τάξη με τη βοήθεια του Κράτους πέταξαν στο δρόμο εκατομμύρια εργαζομένους, εξάλειψαν χιλιάδες θέσεις εργασίας στις δημόσιες υπηρεσίες. Κι είμαστε ακόμα στην αρχή. Η κρίση συνεχίζεται και οι εναντίον μας επιθέσεις θα γίνονται ολοένα και πιο άγριες.
Για να τις αντιμετωπίσουμε, δεν μπορούμε να ‘χουμε εμπιστοσύνη στα αριστερά κόμματα (PS, PCF, PG…). Πάντοτε υπηρέτησαν πιστά τα συμφέροντα της μπουρζουαζίας, δίχως να αμφισβητήσουν ποτέ τα βιομηχανικά συμφέροντα ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την μεγάλη ιδιοκτησία. Επιπλέον, στην Ισπανία, όπως και στην Ελλάδα, είναι η αριστερά της εξουσίας που οργανώνει την επίθεση του κεφαλαίου εναντίον των εργαζομένων. Για τις συντάξεις μας, την υγεία, την εκπαίδευση, τις μεταφορές, για να μην πεθαίνουν της πείνας οι εργάτες θα πρέπει να οικειοποιηθούν τα πλούτη που παράγουν για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Σ’ αυτόν τον αγώνα, δεν μπορούμε να εμφανιζόμαστε ως υπερασπιστές των συμφερόντων της μιας ή της άλλης ομάδας, αλλά ως κάποιοι απ’ όλον τον κόσμο της εργασίας, και μαζί των μικρο-γεωργών, των ψαράδων και ναυτικών, των τεχνιτών και αυτοαπασχολούμενων, που οδηγούνται στην αθλιότητα με την καπιταλιστική κρίση.
Πρέπει να τους διδαχθούμε και να μπούμε μπροστάρηδες σ’ όλους τους αγώνες που θα ξεσπάσουν ώστε να γίνουν όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικοί ενάντια στο κεφάλαιο. είτε είμαστε μισθωτοί, άνεργοι, επισφαλείς, χωρίς χαρτιά, οποιαδήποτε κι αν είναι η εθνικότητά μας, όλος ο κόσμος της εργασίας βρισκόμαστε στην ίδια βάρκα.
Ραντεβού για να συζητήσουμε στις διεπαγγελματικές γενικές συνελεύσεις
Τρίτη 12/10, Τετάρτη 13/10
Bourse du travail, métro République
Ένας προσωπικός απολογισμός της άγριας διαδήλωσης του Παρισιού (16/10):
δημοσιεύτηκε στο Indymedia Nantes
6μμ απόγευμα στην πλατεία Nation, τα τελευταία μπλοκ της μεγάλης συνδικαλιστικής διαδήλωσης περνούν. Μια πρώτη απόπειρα για άγρια διαδήλωση (manif sauvage) ξεκινά στη θέα των αστυνομικών μπλόκων που κλείνουν τον δρόμο που σχεδίαζαν να βαδίσουν οι απεργοί. Μαζευτήκαμε γύρω απ’ το σημείο φωνάζοντας Απεργία επιθετική, αποφασιστική, και Απεργία, μπλόκα, σαμποτάζ, άλλη γλώσσα δεν καταλαβαίνουν τα αφεντικά (“grève offensive, définitive”, ou “grève, blocage, sabotage, les patrons ne comprennent qu’un langage”). Η ουρά της πορείας τότε άρχισε ν’ ανασυγκροτείται, εκεί που βρίσκονταν οι μπάτσοι για δεύτερη φορά μες την εβδομάδα, μια αρκετά ενδιαφέρουσα τακτική.
Ήμασταν πραγματικά αρκετοί, τουλάχιστον 500, που κατηφορήσαμε την λεωφόρο, διασχίσαμε το μπλοκ της CNT (αρκετά συμπαθητικές διαθέσεις, αλλά ελάχιστοι άφησαν τις γραμμές τους, προτιμώντας να παραμείνουν στην πλατεία ψάλλοντας τη διεθνή όρθιοι/ες με τις γροθιές υψωμένες. Συνεχίζουμε, ασταμάτητοι, ο δρόμος ανοίγεται μπροστά μας.
Αρκετή ένταση, επιτάχυνση, φωνές ο ένας στον άλλον (περιμέντε! περπατάτε πιο γρήγορα!) αλλά παραμένουμε αρκετοί που κατευθυνόμαστε προς τη Βαστίλλη, φωνάζοντας “πάμε Παρίσι εξεγέρσου” (“Paris, debout, soulève toi”) και άλλα συνθήματα. Πρώτος στόχος γίνεται το στρατολογικό γραφείο στην Reuilly Diderot, συνθήματα, μπογιές, πέτρες κλπ. Περνώντας μπροστά από μια τράπεζα, ο κόσμος κατεβάζει μια βιτρίνα, ξεκινά το μπάχαλο. Ένα λεωφορείο των CRS (γαλλικά ματ) δέχεται επίθεση με σιδερόβεργες και πυροτεχνήματα, λίγο πριν ή λίγο μετά.
Οι μπάτσοι μας ακολουθούν όλο και πιο ασφυκτικά. Με την πάροδο του χρόνου, μαζεύτηκε μια εκατοντάδα χοιρινών, ως επί το πλείστον κουκουλωμένοι, με κράνη και ρόπαλα, μας ακολουθούν, και τελικά μας περικυκλώνουν σπρώχνοντάς μας στα πεζοδρόμια. Μπορεί να είναι προσωπική μου εντύπωση, αλλά οι μπάτσοι με τα πολιτικά ήταν πιο χεσμένοι απ’ τους ένστολους.
Εν συντομία, φτάνουμε στη Βαστίλλη, βρίσκουμε κι άλλον κόσμο (λιγότερο πολυάριθμοι μέχρι τότε), που διασκορπίζονται τελικά, ενώ ένα κομμάτι θα προσπαθήσει να καταλάβει την όπερα. Τουλάχιστον ένας άνθρωπος συνελήφθη από μπάτσους εκείνη τη στιγμή, πέντε γουρούνια τον έριξαν στο έδαφος και φώναζαν, ήταν μακρυά απ’ την πορεία όμως.
Εκεί (δεν είναι δημοσιογραφικό το άρθρο αυτό φυσικά), δεν είμαι σίγουρος τί συνέβη. Πενηνταριά άνθρωποι θα γύριζαν στην όπερα, και δεδομένου του μικρού πλήθους, θα ήταν στη διάθεση της άλλης πλευράς το τί θα γινόταν. Εκείνη τη στιγμή έγιναν και οι περισσότερες προσαγωγές. Μεταξύ τριάντα και σαράντα άτομα σύμφωνα με τις πηγές. Οι μπάτσοι τους κράτησαν στον προθάλαμο του κτιρίου, για να μην προκληθεί κάποια στάση. Εκείνη τη στιγμή αποχώρησα, οπότε δε θα μιλήσω για τη συνέχεια, δεν έχω γνώση τί έγινε.
Λευτεριά σε όλους κι όλες.
][][
Μπλόκα, σαμποτάζ, άγρια απεργία…
Καταλήψεις, καταστροφές, απαλλοτριώσεις
ν’ αγωνιστούμε οπλισμένοι με όλη τη λύσσα μας
Πλατεία de Gaule, 19/10
][][
«Gaspillez le carburant» – Ξοδέψτε τα καύσιμα!
Κάλεσμα των απεργών προς όλους τους εργαζομένους που χρησιμοποιούν οχήματα στο πλαίσιο της εργασίας τους:
Στο σημερινό απεργιακό κίνημα που εξαπλώνεται, η απεργία των εργαζομένων στα διυλιστήρια είναι στρατηγικής σημασίας για ολόκληρη την εργατική τάξη. Στην ερώτηση πώς να βοηθήσουμε τον αγώνα των εργατών στα διυλιστήρια, απαντάμε: “πηγαίντε για βενζίνη στα πρατήρια!”
Για τους περισσότερους μισθωτούς και μισθωτές, η τιμή της βενζίνης πληρώνεται από την τσέπη τους και πρέπει να κάνουν οικονομία… όμως για δεκάδες χιλιάδες μισθωτούς, στις μεταφορές, διανομείς, και αρκετοί ακόμα τομείς, χρησιμοποιούν καθημερινά οχήματα στο πλαίσιο της εργασίας τους, κι εδώ είναι το αφεντικό που “πληρώνει” για τη βενζίνη!
Αν είστε σε τέτοια θέση και για τον έναν ή τον άλλον λόγο δεν μπορείτε να απεργήσετε (η καλύτερη αλληλεγγύη στους εργάτες των διυλιστηρίων παραμένει η συμμετοχή στο κίνημα προς μια γενικευμένη απεργία μέχρι την απόσυρση του νόμου για το συνταξιοδοτικό), αρκεί να κάνετε αυτό: να σπαταλήσετε τα καύσιμα!
Θα γνωρίζεται πολλές συμβουλές για την εξοικονόμηση καυσίμων, αρκεί λοιπόν να κάνετε ακριβώς τ’ αντίθετο. Έτσι, μεταξύ των συμβουλών που δίνονται για την εξοικονόμηση, διαβάζουμε “το άναμμα των φώτων σημαίνει μεγαλύτερη κατανάλωση απ’ το να οδηγείτε με σβηστά φώτα”. Το ίδιο ισχύει για υαλοκαθαριστήρες, ραδιόφωνο, κλιματισμό… Στο κυνήγι της σπατάλης, ο κλιματισμός είναι ένας ακόμα μεγάλος εχθρός. Βάλτε το κλιματιστικό να δουλεύει, και θα καταφέρετε τουλάχιστον ένα 20% παραπάνω κατανάλωσης καυσίμου. Ξέρετε λοιπόν τί πρέπει να κάνετε, και υπάρχει ακόμα ένα πλήθος άλλων τρόπων. Σε ορισμένα επαγγέλματα, είναι επίσης εφικτό να χαθούν απ’ την πορεία τους και να κάνουν μερικές δεκάδες χιλιόμετρα παραπάνω.
Με δεκάδες χιλιάδες μισθωτούς που χρησιμοποιούν τα οχήματά τους και που, χωρίς να χάσουν οι ίδιοι μια δεκάρα, θα κατασπαταλήσουν τα καύσιμα, τα αποθέματα θα στραγγίσουν πολύ γρηγορότερα και η απεργία των συντρόφων στα διυλιστήρια θα γίνει πολύ πιο αισθητή και θ’ αρχίσει να αγγίζει άμεσα το σύνολο των λειτουργιών της καπιταλιστικής οικονομίας, πιέζοντας πολύ πιο σθεναρά την κυβέρνηση να αποσύρει το πετσόκομμα των συντάξεών μας.
Des travailleurs en lutte – Εργαζόμενοι στον αγώνα
][][
Le front commun des casseurs- Ενιαίο μέτωπο των “σπαστών”
[Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί εκ του προοιμίου: η μορφή δεν είναι το περιεχόμενο. Κατά συνέπεια, δεν τίθεται εδώ θέμα εξιδανίκευσης των καθαυτό πρακτικών, αλλά της εξέτασής τους σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο. Η βία δεν είναι ποτέ κάτι που μπορούμε να μυθοποιούμε, να εξιδανικεύουμε. Είναι απλά μια αναγκαιότητα σε κάθε πράξη εξέγερσης, άσχετα με οποιαδήποτε επαναστατική πολιτική ορθότητα. Και πρέπει πάντα να διεξάγεται απαλλαγμένη απ’ τις βρώμικες εξουσιαστικές στρατηγικές]
Παρατηρούμε μια ευδιάκριτη διαφορά σ’ αυτό το κοινωνικό κίνημα σε σχέση μ’ αυτά που προηγήθηκαν. Η είσοδος σ’ αυτό των λυκειοπαίδων δεν έγινε με διακριτικό τρόπο, αυτό είναι το λιγότερο που θα μπορούσαμε να πούμε. Η ριζοσπαστικοποίηση δεν ήρθε από μια μειοψηφία στα άκρα του κινήματος, αλλά μεταδίδεται άμεσα απ’ τις ίδιες τις πράξεις του κινήματος, με τρόπο διάχυτο. Ρίξτε μια ματιά στις ειδήσεις των τελευταίων ημερών, δίνουν μια ένδειξη ακριβή και διόλου αμφιλεγόμενη: αντιμετωπίζουμε τους μπάτσους, σπάμε, καίμε, λεηλατούμε κοκ. απ’ τις μεγαλύτερες πόλεις μέχρι τα χωριά. Η μηχανή έχει πάρει μπρος, και η λύσσα διαδίδεται.
Κι εδώ εντοπίζεται μια δεύτερη ιδιαιτερότητα: η φιγούρα της νεολαίας των προαστείων του νοέμβρη 2005, που κατά το μαθητικό κίνημα του 2005 ή το κίνημα ενάντια στο cpe το 2006, κατέβαινε στις διαδηλώσεις αλλά όχι με τον ίδιο σκοπό που είχαν κι οι διαδηλωτές οι ίδιοι (και ορισμένοι “ανταγωνισμοί” γίνονταν τελικά αισθητοί στον τομέα αυτόν), ξαναβρέθηκε τώρα απ’ την ίδια πλευρά των οδοφραγμάτων. Μια κάποια ενοποίηση επιτέλους γεννήθηκε. Δεν είναι η ενότητα της τάξης, αλλά είναι μια αισιόδοξη αφετηρία συνεργασίας. Ποιός όμως -τ’ αυγό ή η κότα- το γέννησε αυτό; Δεν έχει τόση σημασία να το διερευνήσουμε. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι τα δυο φαινόμενα αυτά είναι αλληλοτροφοδοτούμενα: Οι μαθητές που μπλοκάρουν τα σχολεία τους υιοθετούν στρατηγικές (ή τουλάχιστον αντιδράσεις) πιο επιθετικές, η νεολαία των προαστείων, που ένα κομμάτι της απέχει από τη σχολική κανονικότητα (πιθανώς αδιαφορώντας μπρος στην ενσωμάτωση ή την κοινωνική άνοδο) έρχεται τώρα στα σχολεία για να συμμετάσχει στα μπλόκα, και γύρω απ’ αυτά να βοηθήσει ή να απολαύσει τα μπάχαλα, συνεισφέροντας την πέτρα του… Κι έτσι προχωρούν τα πράγματα…
Μπορούμε να βρούμε ακόμα μια σειρά από πράξεις βίας που ακόμη και τα μμε δεν μπορούν να πουν (και πλέον κανείς) ότι οφείλονται αποκλειστικά σε “υποκινούμενους σπάστες”. Και οι καθηγητές των λυκείων ακόμα αναγνωρίζουν με συμπάθεια ότι ανάμεσα στους σπάστες βρίσκονται και οι μαθητές τους. Οπότε, σκατά! η φιγούρα των “βαρβάρων” αποσυντίθεται. Μπορούμε να βρούμε μαρτυρίες όπου δε χωρεί αμφιβολία, αλλά είναι ακόμη πιο εκκωφαντικές: η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, την οποία κανείς δε θέλει, αλλά και για την οποία κανείς δεν νοιάζεται. Είναι επίσης, ένα καλό πρόσχημα για ‘χουμε τα πάντα γραμμένα, όπως κάνουμε για τα περισσότερα πράγματα σε καθημερινή βάση. Κι όπως λένε μερικοί μαθητές: πάμε με το κίνημα. Αρχίζουμε να τα σπάμε ή να πετάμε πέτρες στους μπάτσους, επειδή το καναν οι μπροστικοί. Και χωρίς αμφιβολία αισθανόμαστε καλά. Διότι σε γενικές γραμμές, οι ίδιοι συμβαδίζουμε με πολύ μεγαλύτερη πειθαρχία καθημερινά στο (σχολικό ή γενικότερα) σύστημα. Έτσι, επιτέλους, ραγίζουμε μερικά απ’ τα κανάλια του.
Αυτή η βαλβίδα αποσυμπίεσης δεν είναι βεβαίως δωρεάν και άνευ νοήματος: Βρίσκεται στην νοητή προέκταση του νοέμβρη 2005, με μια διαφορετική αυτήν την φορά κλίμακα. Συν μερικές γεωγραφικές μεταβολές. Οι ίδιοι, με τους νέους μας συντρόφους του δρόμου, που στα 2005 γεμίζαμε ικανοποίηση να λαμπαδιάζουμε τις γειτονιές μας, τώρα λαφυραγωγούμε τα πολυτελή καταστήματα των εμπορικών οδών της Λυόν, ή φυλάμε τους δρόμους γύρω απ’ τα λύκεια της Ναντέρ. Δυο μόνο απ’ τα πιο πρόσφατα παραδείγματα, μακράν του να είναι απομονωμένα όμως. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε πολλά άλλα.
Η αξιοσημείωτη διαφορά εδώ είναι ότι δεν τίθεται ζήτημα μιας αλυσίδας βίαιων αντιδράσεων πυροδοτημένων από μια αστυνομική “υπερβολή”, όπως ήταν η κατάσταση του νοέμβρη 2005 ή της Ελλάδας πιο πρόσφατα. Μια ευκαιριακή κατάσταση είναι συχνά δυσμενής. Κι ακόμα κι αν μπορούσαμε να μιλήσουμε εδώ για κάτι τέτοιο (η γνωστή ιστορία της αφορμής), όταν μιλάμε για μπάχαλα ως αντίδραση, θα μας έκανε εντύπωση μια μικρή όμορφη ιδιαιτερότητα: Λαμβάνοντας υπόψιν ότι η αντιδραστική βία έχει περισσότερο να νομιμοποιήσει και να αναζητήσει τον ευλογοφανή στόχο της στη φιγούρα του μπάτσου, εδώ οι μπάτσοι δεν είναι ακριβώς η αιτία της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού. Κι ακόμα κι αν επιδεικνύουν την επιθετικότητα και την κατασταλτική τους δύναμη απέναντι στο κίνημα, δεν είναι κατ’ ουσίαν, αντίθετα μ’ αυτά που πιστεύουν οι καλόπιστοι δημοκράτες της αριστεράς (οι περίφημες “αστυνομικές προκλήσεις”), που αποτελούν το λόγο που θέλουμε να τους γαμήσουμε. Αντίθετα, είναι περισσότερο μια προσωπική εκδίκηση γι’ αυτούς που γεύονται τις καθημερινές ταπεινώσεις και τους εξευτελισμούς, όσο και για να τους βάλουμε στη θέση που βρίσκονται: στη θέση αυτουνού που προστατεύει το κεφάλαιο, το Κράτος, αυτουνού που μας
“τρέχει” κάθε μέρα, αυτουνού που μας πετάει στη φυλακή και τσακίζει τις εξεγέρσεις του αύριο. Και είναι, συνεπώς, δείγμα καλού γούστου κι ενστίκτου που η πρώτη αντίδραση στη θέα τους δεν είναι πια να τους στέλνουμε φιλιά και λουλούδια, ούτε να ξαπλώνουμε σε καθηστικές διαμαρτυρίες στα πόδια τους. Αλλά να είμαστε ειλικρινείς. Όσο περισσότερο, τόσο καλύτερα.
Αλλά να μην επικεντρώσουμε απλά στους μπάτσους. (Μικρή παρένθεση, οι ομάδες περιφρούρησης των συνδικάτων θα πρέπει να γευτούν κι αυτές το φάρμακό τους…) Ο ένοπλος βραχίονας του κεφαλαίου θα πρέπει να χτυπηθεί πιο αποτελεσματικά και στο στόμα, και σίγουρα να μη σταματήσουμε εκεί. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε, είναι ότι πρέπει να τα σπάμε, πρέπει να τα καίμε, πρέπει να λεηλατούμε. Όλα όσα μας ταπεινώνουν καθημερινά υλικά, ψυχολογικά, όλες τις απογοητεύσεις και τα αδιέξοδα που επιφυλλάσει αυτή η γαμωκοινωνία για το μεγαλύτερο κομμάτι της, πρέπει να χτυπηθούν, πρέπει να καταρρεύσουν (ειδικά τώρα που τείνουν να πάρουν ένα άμεσο πραγματιστικό πνεύμα, προκειμένου να συνεχίσουν να γεμίζουν τις τσέπες τους).
Στην τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων, είναι ανώφελο να συζητάμε για το αν μπορεί να προκύψει κάτι μεγαλύτερο ή όχι. Μια σπασμένη βιτρίνα ή ένα αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο ούτε άλλαξαν ποτέ, ούτε πρόκειται να αλλάξουν -ως τέτοια- τον κόσμο, αυτό είναι σίγουρο. Ισχύει ότι τις τελευταίες μέρες είναι πιο ενδεικτικές για το αύριο, για το τί θα γίνει στο κίνημα ή στο μέλλον. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να χάσουν και πολλά να κερδίσουν βλέποντας αυτόν τον κόσμο να πεθαίνει.Κι όταν οι περισσότεροι άνθρωποι στο δρόμο θα δρομολογήσουν μια σειρά πράξεων πέρα απ’ τις οποίες δε θα υπάρχει επιστροφή, τότε όλα είναι δυνατά. Όταν δε θα μιλάμε για 10 αλλά για 1000 κατεβασμένες βιτρίνες αιφνιδιαστικά και ταυτόχρονα. Όλα θα ξεκινήσουν.
Πότε θα πυρποληθεί ένα διυλιστήριο;
Ένα ελεύθερο κι εξεγερμένο ηλεκτρόνιο που ελπίζει σ’ ένα ρεύμα υψηλής τάσης για να μην μείνει κολλημένο στην νύχτα…
ΥΓ: κάλεσμα στους δημοκράτες θεωρητικούς-συνομωσιολόγους: σύντροφοι, για να μην αμφιβάλλετε πλέον για το γεγονός ότι δεν είναι μπάτσοι-προβοκάτορες αυτοί που κατεβάζουν τις βιτρίνες και ξεκινούν τις διάφορες βίαιες δράσεις, ιδίως στα μαύρα παρισινά μπλοκ, την επόμενη φορά πάρτε μια σιδερόβεργα και κατεβάστε μια βιτρίνα εσείς πρώτοι. Είναι μια θεραπεία-σοκ στη διάθεσή σας. Διαφορετικά, μπορείτε ακόμη να συμμετάσχετε στις τάξεις της SO και των εν τη γεννέσει σταλινικών πολιτοφυλακών της. Προσοχή όμως, γιατί αν και γνωρίζουμε ότι οι SO δεν είναι μπάτσοι-προβοκάτορες (αν και -σκατά!- συμμετέχουν σωματεία μπάτσων και δεσμοφυλάκων σε αρκετά συνδικάτα), γνωρίζουμε επίσης ότι οι μπάτσοι και οι δεσμοφύλακες έχουν παρεισφρύσει κυρίως στα κεφάλια σας. Θα πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίζονται αναλόγως. Des porcs à saigner.
][][
Une même colère! Solidarité entre les modes d’action!
Η ίδια λύσσα! Αλληλεγγύη μεταξύ των τρόπων δράσης!
“Μπουρζουάδες του αστικού κέντρου, σταματήστε να καταγγέλετε τους ριζοσπαστικοποιημένους νέους των προαστείων! Στις ταραχές του 2005, παραπονιόσασταν ότι οι νέοι αυτοί χτυπούσαν τους διπλανούς τους, έκαιγαν τα αμάξια τους και τα μαγαζιά των γειτονιών τους… Τώρα που επιτίθενται στο πλούσιο Presqu’île, εσείς μείνατε να “καταδικάζετε τους σπάστες” που “παρεισφρύουν” στις πορείες…
Να πάψουμε να αντιπαραθέτουμε τον έναν τρόπο δράσης στον άλλον! Η οργή εκφράζεται, τόσο το καλύτερο! Είτε μέσα από ένα συνδικάτο, μια διαμαρτυρία, μια διαδήλωση ή ένα μπάχαλο! Αυτοί που υφίστανται την αστυνομική ταπείνωση στην καθημερινότητά τους, απαντούν, και καλά κάνουν! Όταν ένας μπάτσος σφυρίζει σ’ έναν νέο στο δρόμο για να “κάτσει καλά”, όταν οι μπάτσοι επιτίθενται πέντε-πέντε για να μαζέψουν έναν νέο ή μια νέα, όταν οι μπάτσοι στήνουν τα φράγματά τους πραγματοποιώντας καθημερινούς ελέγχους γύρω απ’ τα προάστεια… το εκπληκτικό είναι που δεν έχουμε τέτοιες ταραχές κάθε βδομάδα. Εάν οι νέοι πυρποολούν τα αμάξια και λεηλατούν τα μαγαζιά των πλουσίων στο τουριστικό κέντρο της Λυόν, είναι επίσης μια απάντηση στη βία που εξασκεί η μπουρζουαζία, αυτή των νυχτερινών κέντρων με τους τραμπούκους στην είσοδο, αυτή που επιδεικνύεται στα πολυτελή καταστήματα, και που κυκλοφορεί ανάμεσά μας με αστραφτερά αμάξια.
Αν λοιπόν δεν αισθάνεστε θιγμένοι/ες, στηρίξτε τις δράσεις αυτών που αφήνουν την οργή τους να εκφραστεί πλάι στη δική σας, οποιαδήποτε κι αν είναι η αφορμή της, είτε η διάλυση των (υποθετικών) συντάξεών μας, είτε των (απίθανων) προοπτικών απασχόλησής μας, ή της διαλυμένης εκπαίδευσής μας!
Ήταν οι λευκές αμερικανικές κι αγγλοσαξονικές εξουσίες που ενθρόνισαν τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και τον Νέλσον Μαντέλα ως συνομιλητές τους… Αλλά ήταν η πίεση των Μαύρων Πανθήρων και των πολύμορφων εξεγερσιακών κινημάτων που τις ανάγκασαν να κάνουν κάτι τέτοιο.
Διαμαρτυρία, εξέγερση, μπλόκα, διαδηλώσεις
Αλληλεγγύη μεταξύ όλων των τρόπων δράσης
Pour la réhabilitation des “casseurs” et du sabotage
Για την αποκατάσταση των “σπαστών” και του σαμποτάζ
Το Κράτος δεν κινδυνεύει, αξιοσημείωτα και με διάρκεια, παρά εν όψει μιας αντιπολίτευσης αποφασισμένης και συντονισμένης, της οποίας η βία αποτελεί συστατικό στοιχείο.
Δεν είμαστε σε θέση να βάζουμε κανέναν να συμμετάσχει σε βίαιες ενέργειες, στις οποίες, εμείς οι ίδιοι δε συμμετέχουμε.
Αλλά αν το Κράτος επιβάλλει την ποινική ευθύνη από τα 13 χρόνια, πώς θα μας θεωρεί υπεύθυνους για παρότρυνση των νέων να τα “σπάσουν”;
Αντιμέτωπο με πρωτοφανή και μεταδιδόμενη βία, το Κράτος, όσο κι αν χλευάζει τις δράσεις των “σπαστών”, τις εκλαμβάνει δικαιολογημένα ως πράξεις σαμποτάζ, χτυπήματα αναμφίβολα πιο θαρραλέα και αποφασιστικά στην κρατική οικονομία και τη θέλησή της να ελέγχει τα πάντα, από οποιαδήποτε συνδικαλιστική στάση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Οι συμβουλές του Émile Pouget (διάβασε το Sabotage) είναι απείρως πιο αποτελεσματικές από έναν αιώνα συνδικαλιστικών και κοινοβουλευτικών διαπραγματεύσεων.
Σοσιαλιστές και συνδικαλιστές, οι οποίοι αποδοκιμάζουν, κατά τα λεγόμενά τους “κάθε βία” και περιφρονούν το σαμποτάζ, το μόνο που είναι σε θέση να υπερασπιστούν είναι τα προνόμιά τους, τα οποία επιθυμούν να διατηρήσουν. Έχουν πτώματα στο στόμα τους. Είναι η ατυχής γέννα της σμείξης της μπουρζουαζίας με το Λαϊκό Μέτωπο (και του Roger Salengro) που έσπαγε τις προλεταριακές απεργίες. Επαναλαμβάνουν τις ίδιες υποσχέσεις που έδιναν οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές, στην Ισπανία του 1936, όταν αφοπλίζοντας χιλιάδες αναρχικούς, κατέστρεφαν την εργατική αυτονομία, προετοιμάζοντας την ήττα μπρος στην φρανκική και ναζιστική συμμαχία.
Η αθλιότητα που ανέδειξε η ήττα, δε χρειαζόταν πια ν’ ανέχεται τους καλομαθημένους ροζ και κόκκινους να την καταδικάζουν, και τους ξεφορτώθηκε. Όσο για την εχθρότητα που εκδηλώνουν, είναι γέννημα της ανικανότητάς τους να δημιουργήσουν ένα βιώσιμο πρόγραμμα ανθρώπινης χειραφέτησης, και άλλων βρώμικων λόγων που τους έκαναν στο παρελθόν και θα τους κάνουν και στο μέλλον, προπαγανδιστές της αθλιότητας.
Αν ο τρομοκράτης είναι ο αντικειμενικός σύμμαχος του Κράτους, ο σαμποτέρ είναι ο αντικειμενικός εχθρός του. Αυτοί που του αντιτίθενται είναι οι αντικειμενικοί σύμμαχοι του Κράτους και του τρομοκράτη.
Η καταστροφή είναι δημιουργική, έλεγε ο Μιχαήλ Μπακούνιν.
Αν η Γαλλία ήταν μια πόρνη, ο Σαρκοζί θα ήταν ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης.
Κάψτε το και πετάξτε το μπροστά στον κόσμο.
Retraites : pour en finir avec la société industrielle et les illusions de la gauche
Συντάξιοδοτικό: για να τελειώνουμε με τη βιομηχανική κοινωνία και της ψευδαισθήσεις της αριστεράς
Φυλλάδιο που διανεμήθηκε στην Grenoble στη διάρκεια των τελευταίων δυο διαδηλώσεων.
Εκατομμύρια άνθρωποι στον δρόμο. Καλέσματα για απεργία επ’ αόριστον. Λιμάνια κλειστά εδώ και δυο βδομάδες. Διυλιστήρια μπλοκαρισμένα, ανακοινώνουν την επικείμενη έλλειψη καυσίμων. Χιλιάδες μαθητών που μπλοκάρουν τα λύκειά τους. Η αναταραχή γενικεύεται και το κίνημα ενάντια στην μεταρρύθμιση γίνεται πλέον αξιοσημείωτο. Παντού διαδίδεται αυτή η αίσθηση ότι κάτι παίζεται.
Αυτό το κίνημα, μέρος του οποίου είμαστε, όπως και αλληλέγγυοι με όλα τα πρόσωπα που αγωνίζονται σ’ αυτό, είναι ενάντια στην μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, κι ενάντια στην εκμετάλλευση γενικότερα. Είναι θεμιτό για τους ανθρώπους που εργάζονται όλην τους τη ζωή να αρνούνται να δώσουν άλλα δυο χρόνια τζάμπα. Αυτή η άρνηση είναι ακόμα πιο δικαιολογημένη τη στιγμή που ένα μοίρασμα του πλούτου που έχουν συσσωρεύσει λίγοι, θα μπορούσε να επιτρέψει σε όλους να έχουν μια αξιοπρεπή σύνταξη και ζωή.
Ωστόσο, μεγάλο μέρος της συζήτησης σήμερα αφιερώθηκε στην αριστερά και στους αντιπάλους της μεταρρύθμισης, όπου μας φαίνεται να εντοπίζεται ένα αδιέξοδο, τουλάχιστον επικίνδυνο. Στην πραγματικότητα, δεν γίνεται να υπάρξει αγώνας ενάντια στην μεταρρύθμιση του συνταξιοδιτικού συστήματος χωρίς μια σαφή άρνηση της ρομποτοποίησης της ζωής μας, και χωρίς να βγούμε απ’ το δόγμα της ανάπτυξης και της απασχόλησης με κάθε τίμημα. Χωρίς μια τέτοια κριτική, δεν μπορεί να υπάρξει κανένα κίνημα με πραγματικές προοπτικές.
Για δεκαετίες, οι μηχανές και οι υπολογιστές υποκαθιστούν μαζικά την ανθρώπινη εργασία. Χάρη στην πρόοδο στην επιστήμη και την τεχνολογία, ας σημειωθεί και η συνεισφορά των ερευνητικών κέντρων της Grenoble, του INRIΑ ή του CEA-Minatec, της STMicroelectronics και της IBM, συσσώρευση κερδών πλέον απαιτεί την εκμετάλλευση λιγότερης ανθρώπινης εργασίας απ’ ότι παλιότερα. Η έκθεση για τη δόξα του Vaucanson και του τεχνητού ανθρώπου, που στεγάζεται στο μουσείο dauphinois μέχρι τις 31 δεκέμβρη, είναι εκεί για να μας υπενθυμίζει, το ποιός θέτει το ερώτημα: “Γιατί πρέπει να αντικατασταθεί ο άνθρωπος με μηχανές;”
Ο καπιταλισμός δεν είναι πια σε θέση να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για όλους. Μετά τους εργάτες και τους υπαλλήλους (στο ταχυδρομείο, την SNCF, τα καταστήματα ή τις τράπεζες), είναι η σειρά των δασκάλων προς την εξαφάνηση. Το σχολείο ήδη γίνεται ψηφιακό, προς όφελος των πολυεθνικών της πληροφορικής, και για κακό της εκπαίδευσης, και της ψυχικής υγείας των παιδιών. Ακόμα και οι προσωπικές υπηρεσίες τείνουν να αντικαταστήσουν τον άνθρωπο από ρομπότ.Στην Isère, το πρόγραμμα Empatic προσφέρει σε ηλικιωμένα άτομα μηχανική παρακολούθηση: καμμιά ανάγκη πλέον ανθρώπινης παρουσίας χάρι στους ηλεκτρονικούς αισθητήρες. Ζήτω η συνταξιοδότηση!
…το να σ’ εκμεταλλεύονται γίνεται “προνόμιο”
Τα ρομπότ μας αντικαθιστούν λοιπόν. Το πρόβλημα, είναι ότι παραμένουμε λιγότερο ή περισσότερο εξαρτημένοι απ’ την εργασία. Χωρίς δουλειά, δεν έχει μισθό, και το ψυγείο μένει άδειο. Όλοι οι άνθρωποι που απορρίπτονται για κάποιο μηχάνημα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση. Έχουμε φτάσει στο στάδιο όπου το να πουλά κανείς την εργατική του δύναμη γίνεται προνόμιο. Αλλά τί προνόμιο; Οι θέσεις εργασίας που δημιουργεί ακόμα επώδυνα ο καπιταλισμός, είναι ολοένα και πιο άδειες, αποσυνδεδεμένες από τις βασικές μας ανάγκες, οι εργαζόμενοι περιορίζονται σε απλά βοηθητικά εργαλεία υπολογιστών και μηχανημάτων, κι εργοστασιακών μηχανών. Το κέρδος της παραγωγικότητας οφείλεις να αυξάνεται ακατάπαυστα, εκείνοι που εργάζονται πρέπει να μοχθούν όλο και περισσότερο, όλο και γρηγορότερα, όλο και πιο αποτελεσματικά.
Αποκλεισμένοι και άχρηστοι, ή εκμεταλλευμένοι και καταπιεσμένοι. Ιδού που καταντούμε. Δεν υπάρχει λύση για τα προβλήματα της σύνταξης ή της ανεργίας χωρίς έξοδο από τον καπιταλισμό και τη βιομηχανική κοινωνία. Για πόσο καιρό νομίζετε ότι αυτό το σύστημα θα συμβιβάζεται μ’ ένα περιττό εργατικό δυναμικό;
Για να δικαιολογήσει την μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, η δεξιά μας εξηγεί: “σήμερα υπάρχουν λιγότεροι ενεργοί εργαζόμενοι, και περισσότεροι μη-ενεργοί. Είναι λοιπόν φυσιολογικό να δουλεύουμε περισσότερο για να πληρώνουμε τους συνταξιούχους”. Κάτι στο οποίο οι οικονομολόγοι της αριστεράς και της άκρας αριστεράς απαντούν: “ακόμα και με μια ανάπτυξη της τάξης του 2%, το εθνικό προϊόν θα διπλασιαζόταν μέσα σε 40 χρόνια, και θα μπορούσαμε να δαπανήσουμε ένα πιο μεγάλο μέρος του για τη χρηματοδότηση των συντάξεων, χωρίς επιπρόσθετη καταβολή εκ μέρους των μισθωτών”.
Για την αριστερά, το πρόβλημα είναι λοιπόν αποκλειστικά ένα πρόβλημα κατανομής των (σάπιων) καρπών της ανάπτυξης. Λες και οι συντάξεις, ή ευρύτερα η ανθρώπινη αλληλεγγύη, βασίζονται στην οικονομική ανάπτυξη. Πρέπει να τελειώνουμε με την ιδεολογία της ανάπτυξης. Το να βασιζόμαστε σ’ έναν διπλασιασμό της παραγωγής μέσα σε 40 χρόνια είναι ένας καθαρός παραλογισμός. Το περιβάλλον μας δεν μπορεί να αντέξει μια τέτοια οικολογική καταστροφή. Για να μην μιλήσουμε για την υποβάθμιση της κοινωνικής ζωής. Διότι, για να παράγουμε περισσότερα, σημαίνει να παράγουμε περισσότερους υπολογιστές, περισσότερες τηλεοράσεις με επίπεδες οθόνες, περισσότερα κινητά τηλέφωνα, περισσότερα χάι-τεκ γκατζετάκια που αλλοτριώνουν, εξατομικεύουν και τελικά καταστρέφουν κάθε αληθινή σχέση μεταξύ μας. (αλήθεια εσείς, πόσους εικονικούς φίλους έχετε στο φέισμπουκ;)
Είναι η δουλειά ντροπή;
Το δεύτερο επιχείρημα της αριστεράς ενάντια στην μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, συνίσταται σε μια άρνηση της παράτασης της διάρκειας της εργασίας επειδή αυτό θα αποτελούσε φραγμό στην απασχόληση των νέων. Ποιά απασχόληση όμως; Σε εργασίες που ικανοποιούν ποιές ανάγκες; Καμμία σημασία. Αυτό που μετράει είναι να τους βάλει όλους σε μια δουλειά.
Πρέπει να εγκαταλείψουμε τη λογική της απασχόλησης με οποιοδήποτε τίμημα. Καταρχήν, γιατί δεν υπάρχει πλέον εργασία για όλους (βλ. παραπάνω). Δεύτερον, επειδή δεν μπορούμε να υπερασπιζόμαστε καμμιά εργασία όταν αναπτύσσεται εις βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας. Δεν είναι καθόλου ντροπή να μην έχεις “εργασία” με την έννοια που έχει αυτή σ’ αυτήν την κοινωνία: δηλαδή, μια δουλειά που γίνεται μόνο για τον μισθό, χωρίς δεύτερες σκέψεις για το περιεχόμενό της.
Είναι πιο αξιοπρεπές να μην εργάζεται, παρά να είσαι τραπεζίτης, στρατιωτικής, ερευνητής νανοτεχνολογίας ή πληρωμένος δημοσιογράφος. Απ’ την άλλη, δε θέλουμε να περάσουμε τη ζωή μας χωρίς να κάνουμε τίποτα. Θέλουμε μιαν εργασία να τη διαλέγουμε, να μας γεμίζει, να τη θεωρούμε χρήσιμη. Προτιμούμε λοιπόν να μιλάμε για δραστηριότητα, όχι δουλειά.
Από που ν’ αρχίσουμε;
Ως πρώτο βήμα, να οργανώσουμε τη βάση για να επιτύχουμε την απόσυρση του νομοσχεδίου.
Καχυποψία απέναντι στα κεντρικά συνδικάτα που θα μας πουλήσουν με το που θα τους δοθεί η ευκαιρία, και στους σοσιαλιστές που δε θα αποσύρουν το νομοσχέδιο ακόμα κι αν βγουν το 2012.
Όχι άλλες ημέρες δράσης-πυροτεχνήματα, να οικοδομήσουμε ένα συνεκτικό και διαρκές κίνημα.
Να παραλύσουμε τα οικονομικά, επιστημονικά και πολιτικά κέντρα.
Να εκμεταλλευτούμε τους αγώνες μας ως ευκαιρία να συναντηθούμε μεταξύ μας, να συζητήσουμε να ανταλλάξουμε απόψεις και γνώσεις.
Πάρτε το χρόνο σας να σκεφτείτε και να χτίσετε δομές αλληλεγγύης.
Να οργανωθούμε για να εμποδίσουμε κάθε επιστροφή στην ομαλότητα. Να κλείσουμε τα εργοστάσια και τα ερευνητικά κέντρα που μας βλάπτουν. Να παράγουμε συλλογικά ό,τι έχουμε ανάγκη για να ζήσουμε, χωρίς την μεσολάβηση της βιομηχανίας.
Να αχρηστέψουμε αυτό το σύστημα που μας αχρηστεύει.
Grenoble, 12/10/2010
Grupe LIBELUDD
Libertaires, Luddites.
libeludd[arobase]laposte.net
][][
Aujourd’hui je voulais vous parler de répression…
Σήμερα θα ήθελα να σας μιλήσω για την καταστολή…
Το κίνημα ριζοσπαστικοποιείται, και είναι σημαντικό στα μάτια μου να εξηγήσω το εάν, γιατί και πώς το κράτος αντιδρά σ’ αυτό. Ο αγώνας ενάντια στην μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό έχει ήδη ενάμισυ μήνα που αναπτύσσεται. Τα συνδικάτα χρησιμοποιούν διαφορετικούς τρόπους δράσεις: διαδηλώσεις, γενικές απεργίες. Ο αγώνας για πρώτη φορά ριζοσπαστικοποιείται από μεριάς τους, με τα μπλόκα, τις απεργίες επ’ αόριστον… Κι έπειτα ήρθαν οι φοιτητές. Όλο και περισσότεροι κατεβαίναν στις διαδηλώσεις, όλο και περισσότερα λύκεια μπλοκάρονταν κλπ. Το ίδιο το κίνημα των μαθητών ριζοσπαστικοποιήθηκε στις δυο τελευταίες εβδομάδες.
Μιλούν για “σπάστες” και για “προβοκάτορες”. Από την τελευταία πέμπτη, πάνω από 150 συλλήψεις έγιναν μόνο στην Λυόν. Οι συλλήψεις έγιναν κατά κύριο λόγο μετά από πεσίματα μπάτσων στις διαδηλώσεις, και με μεθόδους ανήθικους κι ακόμα και παράνομες.
Πυροβολώντας με πλαστικές σφαίρες μπροστά σε ανήλικα απ’ τα δυο μέτρα, χτυπώντας συνδικαλιστές, παιδιά, γονείς, πασιφιστές… Αποκλείοντας τους νέους μέσα σε μια στοά για να τους ελέγχουν κι έπειτα να τους μαζεύουν, όλα αυτά, είναι εντελώς απάνθρωπα κι επαίσχυντα, και εκτός νόμου. Χθες, 200 άνθρωποι είχαν αποκλειστεί στη γέφυρα της Guillotière, ελέγχηκαν από αντιτρομοκρατικάριους της GIPN, φωτογραφήθηκαν, τους έγινε σωματική έρευνα. Εν όψει των δυνάμεων της “τάξης” που σημαδεύουν τους διαδηλωτές με γεμάτα όπλα, ορισμένοι απ’ αυτούς ήταν τόσο φοβισμένοι που προτίμησαν να ρισκάρουν τη ζωή τους πηδώντας από μια γέφυρα άνω των 10 μέτρων, για να ξεφύγουν.
Δικαστήρια καθημερινά από τη Δευτέρα κιόλας. Για ρίψη φυλλαδίων, για “προσβολή δημοσίου λειτουργού”, για “εμπρησμό σκουπιδιών”, μπορεί τώρα να βρεθούν στη φυλακή. Όλοι οι νέοι που δικάζονται βρίσκονται “έξω” μ’ αναστολή, κάποιους τους αρνήθηκαν ακόμα κι αυτό, και τους γύρισαν στο Corbas, σε προληπτική κράτηση. Βρίσκονται στη φυλακή επειδή έριξαν μια πέτρα σ’ έναν μπάτσο, αυτό μου φαίνεται πολύ άδικο. Να μη σας κουράζω με ομιλίες για τις άθλιες συνθήκες στις φυλακές. Όλα αυτά για τους κατηγορούμενους, τους “σπάστες”. Αυτοί που θεωρούνται τέτοιοι, είναι σαν εμάς. Λυκειόπαιδα, φοιτητές, ή άλλες φορές όχι. Συνήθως καταγγέλουμε τις πράξεις τους γιατί δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη τους, είναι βίαιες, και όχι πάντα κατανοητές.
Αλλά είναι εξίσου σημαντικό να θυμόμαστε ότι ακόμα κι αν αυτή η διαδικασία δεν είναι “πολιτικοποιημένη” είναι πολιτική γιατί είναι μια άμεση συνέπεια του χάσματος που έχει ανοίξει η κυβέρνηση μεταξύ της κοινωνίας και ορισμένων συνοικειών, ορισμένων νέων. Στη Γαλλία σήμερα, ο ρατσισμός είναι διάχυτος. Ακόμα και οι υπουργοί μιλούν ανοιχτά ρατσιστικά, τρέφοντας έτσι την οργή ενός ολόκληρου κομματιού του πληθυσμού, που είναι αποκλεισμένο, π, υποβαθμισμένο. Και η οργή αυτή είναι νομιμοποιημένη, όταν βλέπουμε τα CRS να συλλαμβάνουν τους ανθρώπους αναίσθητους στις 17:00, στην μέση της πλατείας Jean Macé. Όταν οι ασφαλίτες κολλάν αυτοκόλλητα CGT στο πέτο, κι εκτός του να τσιμπούν ανθρώπους στην τύχη, φέρουν ευθύνη και για μια μεγάλη καχυποψία προς τα συνδικάτα. Όταν υποφέρουμε κάθε μέρα τους αστυνομικούς ελέγχους. Ναι, το μίσος είναι νόμιμο. Συχνά μπορεί να μην εκφράζεται καλά, αλλά αρκετά έχει καναλιζαριστεί.
Σήμερα θέλω να σας πώ ότι ακόμη κι αν ο τρόπος δράσης ορισμένων απ’ τους διαδηλωτές δεν είναι ο δικός μας, ο δικός μου ή ο δικός σας, είμαστε στην ίδια πλευρά. Είμαστε όλοι μέρος του αγώνα για μια δικαιότερη κοινωνία. Κι αυτό που είναι αφύσικο είναι να βλέπουμε απέναντί μας την GIPN (που συνήθως ασχολείται με υποθέσεις τρομοκρατίας ή απαγωγών), ή να πετούν από πάνω μας τα ελικόπτερα που καταγράφουν το κέντρο της πόλης κάθε μέρα.
Το ερώτημα είναι λοιπόν αυτό: Ποιοί είναι οι προβοκάτορες;
Communiqué de la Fédération des conseils ouvriers et syndicats en Irak (FSCOI)
Προκήρυξη της Ομοσπονδίας εργατικών συμβουλίων και συνδικάτων του Ιράκ
“Η Γαλλία είναι η χώρα όπου οι ταξικοί αγώνες δίνονται κάθε φορά, περισσότερο απ’ ότι αλλού, μέχρι την τελική κρίση” – Καρλ Μαρξ
Το κύμα των απεργιών και των κινητοποιήσεων μεγαλώνει μέρα με την μέρα, ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης Σαρκοζί. Ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης, η γαλλική κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλει νέους νόμους περιορίζοντας τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζομένων. Η πολιτική της λιτότητας, όπως αυτή που θέλει να επιβάλλει τη συνταξιοδότηση στα 62 απ’ τα 60, είναι η σπίθα που άναψε τη φλόγα του κινήματος διαμαρτυριών σε ολόκληρη τη χώρα, επιρρεάζοντας σαφώς και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Τα μάτια των εκατομμυρίων εργαζομένων του κόσμου είναι στραμμένα στους δρόμους του Παρισιού και των άλλων γαλλικών πόλεων. Παρακολουθούν και θαυμάζουν και υποστηρίζουν το εργατικό κίνημα. Οι εργάτες των διυλιστηρίων έχουν επιτύχει να παραλύσουν κάθε κυκλοφορία και η εργατική τάξη της Γαλλίας έχει ξεκινήσει σήμερα πραγματικό πόλεμο ενάντια στον καπιταλισμό. Αυτό δίνει την ευκαιρία, σε όλους τους εργαζομένους του κοσμου, να μπουν απ’ την μεριά τους σ’ αυτήν την μάχη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη προσέξει τον “κίνδυνο” που αναπαριστούν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, κι εδώ και μερικούς μήνες αποφάσισε να στηρίξει οικονομικά τους καπιταλιστές για να γλυτώσουν την κατάρρευσή τους. Το γαλλικό εργατικό κίνημα βρίσκεται στην πρωτοβουλία ενός διεθνούς εργατικού κινήματος, και γι’ αυτό πρέπει να σταθούμε ενωμένοι στο πλάι του.
Χαιρετίζουμε τους συντρόφους μας στη Γαλλία.
Ζήτω οι σύντροφοι των διυλιστηρίων και όλων των άλλων τομέων.
Ζήτω το εργατικό κίνημα στη Γαλλία.
Ζήτω η διεθνής αλληλεγγύη.
Falah Alwan: Πρόεδρος της ομοσπονδίας εργατικών συμβουλίων και συνδικάτων του Ιράκ
[…] 4:30 το πρωί χθές, και 50αριά φοιτητές και αυτόνομοι ανηφορίζουν προς τον σταθμό των λεωφορείων στο Baud, τρέχοντας σαν τον άνεμο. “Ανάψαμε φωτιές για να ζεσταθούμε, κάποιοι παίζαν τύμπανο στις παλέτες, άλλοι είχαν φέρει τζεμπέ (αφρικανικό δερμάτινο μικρό τύμπανο), ήταν μια ειρηνική δράση” διηγείται η Ella, φοιτήτρια του Rennes 1. H διεύθυνση των λεωφορείων δεν είχε την ίδια άποψη “εμποδίζοντας την έξοδο των λεωφορείων, φέρνουν το κοινό σε δύσκολη θέση” εξηγεί ο Frédéric Mazeaud, γενικός διευθυντής της εταιρίας. Αποφάσισε λοιπόν να καλέσει τις αρχές να “διευθετήσουν την κατάσταση”. Στις 9:30 φτάνουν τα CRS, ένα λεωφορείο, δυο κλούβες, τα γνωστά αυτοκίνητα. “Μείναμε αποσβωλομένοι, δεν ήμασταν αρκετοί” λέει η Ella. “Ο σκοπός μας ήταν να απελευθερώσουμε την εταιρία. Παρουσιαστήκαμε μπροστά στην ομάδα αυτή. Τους δώσαμε τις νόμιμες προειδοποιήσεις” δηλώνει ο αστυνόμος Emig. Εκείνη τη στιγμή, χώθηκαν στην μέση κάποιοι οδηγοί λεωφορείων. “Δεν γινόταν να τους αφήναμε, θα μπορούσαν να είναι τα παιδιά μας αυτά”. Λέει ο Serge Boscherel της CGT. […] Στις 10:00 τα CRS χτύπησαν. Οι οδηγοί ενώθηκαν με το μέρος των παιδιών και κατάφεραν να τα φυγαδεύσουν. “Θα φύγετε από δω με το κεφάλι ψηλά. Ούτε ένα λεωφορείο δε θα βγει σήμερα”…
Συγκρούσεις με την περιφρούρηση της CGT στην πορεία της 19/10
Στη διάρκεια της διαδήλωσης της τελευταίας Τρίτης 19/10, η ομάδα περιφρούρησης της CGT συνεργάστηκε με τους μπάτσους (μια συνήθεια που όλοι γνωρίζουν, δεν είναι κάτι που το ‘χουν μυστικό), και κατέφυγαν σε νέους πράξεις βίας εναντίον νεαρών που διαδήλωναν με μπόλικο ενθουσιασμό, ενώ προσπαθούσαν να ανάψουν κάποιους πυρσούς. Είναι προφανές ότι η επιλογή των “ενόχων” έγινε με βάση το χρώμα του δέρματός τους. Γίναμε μάρτυρες μιας πολύ βρώμικης βίας (χτυπήματα με γκλομπ, ψέκασμα με σπρέυ). Οι νέοι σοκαρίστηκαν, μη καταλαβαίνοντας γιατί όλο αυτό “δεν καναμε κάτι, γιατί μας επιτέθηκε η αστυνομία;”… Πήγαμε κοντά στην περιφρούρηση για να ηρεμήσουμε τα πράγματα, αλλά αμέσως μας επιτέθηκαν με γκλομπ και σπρέυ. Ανάμεσά τους έφτασαν μπάτσοι με πολιτικά, φανερά χαρούμενοι που η “δουλειά” τους έγινε πιο εύκολη χάρη στη CGT. Δεν μπορέσαμε να δούμε τις συλλήψεις, πάντως δεν μας φαίνεται περίεργο η περιφρούρηση να παρέδωσε παιδιά στους μπάτσους. Οι άνθρωποι μιλούν πολύ για την “άσκοπη βία των σπαστών”, αλλά ελάχιστα γι’ αυτήν των μπάτσων (είναι πάρα πολλοί οι τραυματίες στις διαδηλώσεις και τα μπλόκα, οι συλληφθέντες, τα παιδιά που κλειδώθηκαν σε κελλιά) ή για την συνενοχή των ρατσιστών της περιφρούρησης.
Όπως οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι φοιτητές, οι συνταξιούχοι… της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Κίνας, του Μπαγκλαντές, της Νότιας Αφρικής, της Αλγερίας, του Περού κι όλων των άλλων περιοχών του κόσμου, κατεβαίνουμε με τη σειρά μας στους δρόμους στη Γαλλία. Είμαστε αυτή η “κολλητική ασθένεια” που τρέμουν όλες οι κυβερνήσεις όλων των χωρών κι όλων των πολιτικών τάσεων! Οι διαφορετικές διεκδικήσεις μας δεν είναι παρά έκφραση ΕΝΟΣ ΚΟΙΝΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ:
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΘΥΣΙΕΣ που μας επιβάλλουν παντού οι διαχειριστές του κεφαλαίου. ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ, στη στέγαση, στην υγεία, παντού… που ολοένα και περισσότερο υποβαθμίζονται. ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΜΙΣΘΩΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ που οξύνεται παντού (αύξηση της κερδοφορίας, της έντασης της εκμετάλλευσης, της αποχαύνωσης στη δουλειά…)
Βεβαίως οι εκμεταλλευτές και οι συνδικαλιστές υπηρέτες τους ήδη προσπαθούν να εξουδετερώσουν τις διεκδικήσεις μας στα πλαίσια του ρεφορμισμού: διαπραγματεύσεις/αναθεώρηση/απόσυρση του νόμου, ακόμα και μια αλλαγή της κυβέρνησης… ό,τι θα ανταποκριθεί καλύτερα στις ανάγκες του Κεφαλαίου. Αν είναι να ικανοποιήσουμε τις ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΜΑΣ, δεν υπάρχουν μεσοβέζικες λύσεις:
Η οικονομία είναι σε κρίση; Ας τελειώνουμε μ’ αυτήν!
ΝΑ ΣΠΑΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΙΡΗΝΗ. Να εξαπλώσουμε και να βαθύνουμε το κίνημά μας! Να αυτοοργανωθούμε σε όλα τα επίπεδα! Να εμποδίσουμε με κάθε μέσο μια επιστροφή στην ομαλότητα!
Τι ζωή είναι αυτή; Να σηκώνεσαι απ’ το κρεββάτι με τη βία του πρωινού ξυπνήματος, της πολύωρης ταλαιπωρίας στις μεταφορές, κι έπειτα στην εργασία. Να υποφέρεις το κάθε αφεντικό, το θόρυβο των μηχανημάτων, τη φωτεινότητα μιας οθόνης, να σκύβεις το κεφάλι για να γίνεται πιο προσοδοφόρος για εκμετάλλευση. Μέχρι το σώμα σου να λυγίσει, από πόνους στην πλάτη, στο στομάχι, στις αρθρώσεις, στ’ αυτιά… μπας και σου θυμίσει ότι δεν είναι μια μηχανή που μια βλάβη μπορεί να αντιμετωπιστεί με αντικατάσταση μ’ ένα νέο κομμάτι, αλλά θα ναι για πάντα ελαττωματικό, και δως του φαρμακευτικά παρασκευάσματα που θα σε διαλύσουν ακόμα περισσότερο, η ζωή σου σαπίζει… μια ζωή μισθωτής σκλαβιάς.
Ο αλλότριος χαρακτήρας της εργασίας είναι εμφανής απ’ το γεγονός ότι μόλις αρθεί ο οικονομικός εκβιασμός, κάθε σωματική εργασία αποφεύγεται σαν την πανούκλα.
Αυτή είναι η πραγματικότητα που συχνά κρύβεις απ’ τον εαυτό σου: Ξεπουλάς τα ταλέντα σου στην εργασία, και πείθεις τον εαυτό σου ότι είσαι ικανοποιημένος έτσι, γνωρίζοντας ότι κατά βάθος καταστρέφεσαι και θες να ζήσεις χωρίς αυτόν τον βραχνά. Πόσο παράδοξο, η δικτατορία της οικονομίας που σ’ αναγκάζει να ξεπουλιέσαι για να εξασφαλίζεις την επιβίωσει σε μετατρέπει σ’ έναν εθελοντή δούλο: διακηρύσσεις ότι η εργασία είναι απαραίτητη! Έτσι, σε κάποια στιγμή ακούς το σώμα σου για να καταλάβεις ότι το κεφάλαιο σ’ έχει να υπηρετείς έναν ρόλο, μέχρι να νιώσεις το κορμί σου να λυγίζει, κι ότι ποτέ δε θα μπορέσεις τελικά ν’ απολαύσεις τη ζωή, μέχρι να πας χαμένος κι εσύ όπως τόσοι συνάδελφοί σου που ήξερες καλά και μια μέρα άκουσες πως πέθαναν “από επιπλοκές μακροχρόνιας ασθένειας”.
Εκτός απ’ το αν θα εργαζόμαστε μέχρι τα 60, τα 62 ή ακόμα παραπέρα, αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι η ίδια η εργασία!
Σήμερα, κατεβαίνεις στη διαδήλωση πιστεύοντας ότι τα πράγματα μπορεί ν’ άλλάξουν επειδή τα νούμερα, η φασαρία, η πολυχρωμία, οι ντουντούκες, είναι αρκετά για να πάρουν πίσω αυτόν τον νόμο που επιδεινώνει τις συνθήκες της ζωής μας. Μα το πλήθος από μόνο του δεν είναι δύναμη, τα πλήθη πάνε κι έρχονται. Οι ηγέτες “μας”, συνδικαλιστές κι αριστεροί πολιτικοί είναι που μας μετράνε πόσοι είμαστε, γιατί γι’ αυτούς δεν είμαστε παρά μια μάζα, που θα χειραγωγήσουν προκειμένου να διευκολύνουν την ανέλιξή τους στην εξουσία, ένα ταπεινό σκαλί. Μήπως αν φτάσουν εκεί, θα αλλάξουν τον νόμο; Με τίποτα! Επειδή απλά αυτή η κοινωνία που διέπεται από το κέρδος, δικτατορικά επιβάλει την παράταση του χρόνου εργασίας, καθώς έχει ανάγκη μια ολοένα και μεγαλύτερη ένταση της εκμετάλλευσης της ετον δρόμο της λιτότητας που έχουν επιλέξει.
Το πρόγραμμα της μπουρζουαζίας είναι το ίδιο σ’ όλον τον κόσμο: Θα πρέπει να μοχθείτε ολοένα και περισσότερο, για όλο και περισσότερο χρόνο, και να το βουλώσετε.
Οι φίλοι μας, οι σύντροφοί μας, οι συνάδελφοί μας στη δουλειά… τους έχουν βάλει καλά στο μυαλό την μοιρολατρία. Για να πιστεύουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, άντε ίσως το πολύ να ρίχνουν το ένα ή το άλλο ψηφοδέλτιο σε μια κάλπη, αλλά τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει ριζικά τα πράγματα. Κι όσο συνεχίζουν να εμπιστεύονται αυτούς που μιλούν στ’ όνομά τους, η εκμετάλλευση εντείνεται. Να σταματήσουμε να αναθέτουμε τη δύναμή μας, γιατί γνωρίζουμε ότι με την πρώτη πλειοδοσία θα μας πουλήσουνε, αχώριστοι φίλοι αυτοί της κάθε κυβέρνησης.
Θα μπορούσαμε να είμαστε μια δρώσα δύναμη που θ’ άλλαζε τον κόσμο. Σήμερα, αποδεχόμενοι τους κανόνες αυτής της διαδήλωσης, θα μείνουμε στον ρόλο του αιώνιου γκρινιάρη, που τον σαλαγάνε πάνω κάτω. Πείτε ό,τι θέλετε! Η δύναμη που εναποτίθεται στους αντιπροσώπους, προέρχεται από μας, είναι η δύναμή μας. Δύναμη ναρκωμένη μέσα μας, απορροφημένη απ’ τη ρουτίνα -μετρό-δουλειά-τιβί- την απομόνωση, την μοναξιά, τη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι μόνο κάποιος ανώτερος σωτήρας είναι σε θέση να μας σώσει, ενώ εμείς πεθαίνουμε στη δουλειά για έναν μισθό της πλάκας. Ο φόβος, η ρουτίνα, η παθητικότητα διέπουν κάθε πρόσχημα της ζωής μας.
Ε λοιπόν, ας βγούμε απ’ την απομόνωσή μας! Να βρούμε ο ένας τον άλλον! αυτό που τρέμουν οι κυβερνώντες, μαζί και οι συνδικαλιστές εταίροι τους, είναι το να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας αντί να μετατρεπόμαστε σε θεατές και να θαυμάζουμε τους εαυτούς μας στην τηλεόραση, παραλυμένοι απ’ την ανεπάρκειά μας. Θα τα ‘χαναν αν οργανωνόμασταν με την παρέα μας, δυναμώνοντας περισσότερο πράγματα που κάνουμε ήδη: Καθημερινή αντίσταση -σαμποτάζ, καθυστερήσεις, κοπάνες, στάσεις εργασίας- μέχρι την οργάνωση άγριων απεργιών, και τη σύνδεση με άλλους αγώνες. Είμαστε όλοι μας σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά τι σκληρό παράδοξο: σήμερα δεν είμαστε τίποτα. Τίποτα παρά πρόβατα που βαδίζουν πίσω απ’ όποιον δίνει το βήμα.
Το μόνο που μπορεί να διασφαλίσει την νίκη των αναγκών μας είναι η οργάνωση της δύναμής μας αυτόνομα, έξω κι ενάντια σ’ όλες τις δομές του κράτους! Έξω κι ενάντια από τα συνδικάτα κι όλα τα πολιτικά κόμματα, όπως κι αν ονομάζονται!
Des prolétaires – Κάποιοι προλετάριοι (επαφή: proletairesenavant(a)hotmail.fr)
][][
“Μετατρέψατε σε θέαμα την μόνη εφικτή αντιπαράθεση”
Από νυχτερινή πορεία στην Tours, 21/10, 22:30
][][
Communiqué depuis la raffinerie Grandpuits
Προκήρυξη απ’ το διυλιστήριο του Grandpuits
Εμείς, τα 55 μέλη της διεπαγγελματικής συνέλευσης του St-Denis, ενωθήκαμε με τους συγκεντρωμένους απεργούς στην είσοδο του διυλιστηρίου του Grandpuits. Ήρθαμε εδώ για να στηρίξουμε τους εργάτες που χτυπήθηκαν βίαια απ’ τις δυνάμεις τις τάξεις αυτό το πρωί, αποδεικνύοντας τις χειραγωγικές προθέσεις της κυβέρνησης που με κάθε τρόπο υπερασπίζεται τα συμφέροντα των καπιταλιστών φίλων της. Παρά την επανακατάληψη, οι εργαζόμενοι μας βεβαίωσαν για την πρόθεσή τους να συνεχίσουν την απεργία. Ταυτόχρονα, μια διαδήλωση έλαβε χώρα στη γειτονική πόλη Mormant και πολλοί διαδηλωτές επέστρεψαν προς το δικαστήριο της Melun μετά από κάλεσμα της διασυνδικαλιστικής, για να αμφισβητήσουν έμπρακτα την νομιμότητα της επίταξης. Η κυβέρνηση πιστεύει ότι θα διαλύσει με τη βία έναν απ’ τους κεντρικούς πυλώνες της κινητοποίησής μας, όπως είναι οι εργαζόμενοι στα πετρο-χημικά. Η διεπαγγελματική γενική συνέλευση του Saint-Denis καταδικάζει με αγανάκτιση την κρατική καταστολή και δηλώνει την ολόψυχη αλληλεγγύη της στους εργαζομένους στα πετρο-χημικά. Ενάντια σε κάθε κυβερνητική διαβεβαίωση πως η Γαλλία δε διατρέχει κίνδυνο έλλειψης, έχουν αποδείξει την ικανότητά τους να μπλοκάρουν έναν στρατηγικό τομέα της οικονομίας και να στήσουν την κυβέρνηση στον τοίχο. Η κυβέρνηση πρέπει να σταματήσει άμεσα την καταστολή εναντίον των εργαζομένων, των μαθητών και των φοιτητών του αγώνα. Δημόσιοι-ιδιωτικοί υπάλληλοι, ο αγώνας συνεχίζεται, ας οικοδομήσουμε τη γενική απεργία μέχρι την απόσυρση του νομοσχεδίου.
Η διεπαγγελματική γενική συνέλευση του St-Denis.
][][
Actualité/suivi Le Mans – τελευταία ενημέρωση απ’ το Mans
Σας στέλνω αυτό το μήνυμα για να σας ενημερώσω ότι το κίνημα στο μπλόκο του Mans δεν κάμπτεται, αλλά το αντίθετο. Μόλις σήμερα το πρωί ολόκληρη η νότια βιομηχανική ζώνη μπλοκαρίστηκε, οδοφράγματα και φωτιές στήθηκαν επί τόπου για να εμποδίσουμε την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Ωστόσο, μας είναι αδύνατον να ξαναπάρουμε την πετρελαιαποθήκη του Mans, τα CRS τη φυλούν απ’ την Πέμπτη, αδύνατον να προσεγγιστεί.
Αδελφικά,
Κάτω απ’ την άσφαλτο, ο καπνός.
][][
Communique d’appel à la première assemblée ouverte “grève blocage”
Προκήρυξη καλέματος στην πρώτη ανοιχτή συνέλευση “απεργίας-μπλόκων”
(στμ. αναφέρεται στα γεγονότα της πορείας της 16/10, βλ. και παραπάνω)
Εδώ και αρκετές μέρες ποικίλες πρωτοβουλίες ανθούν παντού: μπλόκα λυκείων, σταθμών, διυλιστηρίων, αυτοκινητοδρόμων, καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, χώρων εργασίας, εμπορικών κέντρων, στοχευμένες διακοπές στην ηλεκτροδότηση, λεηλασίες εκλογικών κέντρων και δημαρχείων…
Σε κάθε πόλη, οι δράσεις τείνουν να οξύνουν τον συσχετισμό δυνάμεων και να δείχνουν ότι δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν ικανοποιούνται από τις μορφές δράσεις και τα γνωστά λόγια που επιβάλλουν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες. Στην περιοχή του Παρισιού, μεταξύ των μπλόκων των λυκείων και των σταθμών, των απεργιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και των συγκεντρώσεων στα εργοστάσια, των διεπαγγελματικών συνελεύσεων και των συλλογικοτήτων του αγώνα δυναμώνει μια τάση για ρήξη της απομόνωσης και των κοινωνικών κι επαγγελματικών διαχωρισμών. Το σημείο αφετηρίας τους: η αυτοοργάνωση, ως απάντηση στην ανάγκη να οικειοποιηθούμε τους αγώνες μας χωρίς τη διαμεσολάβηση αυτών που παριστάνουν ότι μιλούν στ’ όνομα των εργαζομένων. Δεν είμαστε λίγοι αυτοί που δεν οργανωνόμαστε σύμφωνα με τις παραδοσιακές φόρμες της απεργίας στους χώρους εργασίας και κυρίως που θέλουμε να συνεισφέρουμε σ’ ένα ευρύτερο κίνημα για το μπλοκάρισμα της οικονομίας. Διότι αυτό το κίνημα είναι επίσης η αφορμή να πάμε πέρα από έναν μονοδιάστατο προβληματισμό για τις συντάξεις, για να θέσουμε το ζήτημα της εργασίας, για ν’ αναπτύξουμε και να οικοδομήσουμε από κοινού μια κριτική της εκμετάλλευσης.
Με αφητηρία αυτά τα ερωτήματα, αποφασίσαμε αυτό το Σάββατο, να καταλάβουμε την Όπερα της Βαστίλλης. Σκοπός μας ήταν να διαταράξουμε μια απ’ ευθείας ραδιοφωνική μετάδοση, να κάνουμε τους ταραχοποιούς σ’ έναν χώρο όπου κυκλοφορεί το εμπόρευμα της κουλτούρας και να οργανώσουμε μια συνέλευση. Βρεθήκαμε λοιπόν μπροστά σε μια χιλιάδα κόσμου στην πλατεία de la Nation, γύρω απ’ τα πανώ “τα αφεντικά δεν καταλαβαίνουν παρά μία γλώσσα: απεργία, σαμποτάζ και μπλόκα” και “ενάντια στην εκμετάλλευση, να μπλοκάρουμε την οικονομία”, θέλοντας να πάμε πέρα απ’ τα στενά πλαίσια της συνδικαλιστικής διαδήλωσης. Προχωρήσαμε προς την ουρά της πορείας για να φτάσουμε στον τόπο της δράσης, επιτέλους σε μια ελεύθερη διαδήλωση αλλά περικυκλωμένη από υπέρμετρες δυνάμεις της αστυνομίας. Ταχύτατα, μια εκατοστή μπάτσοι με πολιτικά έκοψαν την πορεία στα δύο, υποβοηθούμενοι από την περιφρούρηση των συνδικάτων, εμοπδίζοντας αρκετούς ανθρώπους να έρθουν μαζί μας. Με ρίψεις αυγών και πετρών, κρατήσαμε όσο ήταν δυνατόν μακρυά απ’ την πορεία μας τους μπάτσους ενώ αφήσαμε κι ορισμένα διακοσμητικά ίχνη στο πέρασμά μας. Υπενθυμίζουμε σε κάποιους που δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν από εικασίες για το ποιοί είναι προβοκάτορες της αστυνομίας βάσει εικόνων των δημοσιοκάφρων (journaflics στο πρωτότυπο, όπου flic ο μπάτσος), ότι δεν είναι και λόγος να τα βάψουν μαύρα, δυο βιτρίνες τραπεζών το σπάσιμο των οποίων δεν είναι παρά μια ελάχιστη απάντηση στη βία του κεφαλαίου.
Με την άφιξή μας στη Βαστίλλη, χάρη στην πίεση της αστυνομίας και τη σύγχυση, μόνο μια πενηνταριά άτομα κατάφεραν τελικά να εισβάλλουν στην όπερα, ενώ οι άλλοι επέλεξαν να εξαφανιστούν. Οι μπάτσοι που είχαν καταλάβει την πλατεία κατάφεραν να συλλάβουν γύρω στα σαράντα άτομα που διασκορπίσανε σε διάφορα αστυνομικά τμήματα. Δευτέρα βράδυ, το μεγαλύτερο μέρος τους είχαν αφεθεί ελεύθεροι, αλλά τουλάχιστον 5 άλλοι κρατούνται ακόμα και περνούν ανακριτή αυτήν την Τρίτη, ενώ θα τους φορτωθούν κατηγορίες για ένοπλη συμπλοκή και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Όπως πάντα, η εξουσία επιλέγει να κινηθεί γρήγορα και σκληρά, ελπίζοντας να δημιουργήσει διαχωρισμούς (μεταξύ λογικών συνδικαλιστών και “ανεύθυνων σκληροπυρηνικών”, μεταξύ μαθητών και σπαστών…) και να κατατμήσει όλα τα στοιχεία που συμμετέχουν στην ανάδυση μιας πραγματικής αντίρροπης δύναμης ενάντια στο κράτος και τ’ αφεντικά. Η αστυνομία επιτίθεται με πλαστικές σφαίρες και γκλομπ στους λίγο πιο ένθερμους μαθητές. Οι εργάτες των διυλιστηρίων υποφέρουν τις επιθέσεις των μπάτσων αλλά επίσης τις άμεσες απειλές δίωξης και κυρώσεων από τις τοπικές αρχές. Οι οργισμένοι διαδηλωτές που είχαν αποφασίσει να μη διαλυθούν ήρεμα αντιμετωπίζουν κίνδυνο φυλάκισης όπως στο St-Nazaire. Μετά την αφετηρία του κινήματος, πάνω από 1.000 άτομα έχουν συλληφθεί…
Ο πολλαπλασιασμός των πρωτοβουλιών που ξεπερνούν τους παραδοσιακούς νεκροθάφτες των αγώνων διαψεύδει με σαφήνεια όλους αυτούς που θέλουν να απομονώσουν τα μαύρα πρόβατα και να εμποδίσουν την αμφισβήτηση όλων όσων υπομένουμε καθημερινά, πέρα απ’ τον αριθμό των συντάξιμων ετών. Αυτές οι δράσεις μας επιτρέπουν να διαβλέπουμε την πιθανότητα ενός κινήματος που θα ξεπερνά τις συντεχνιακές διεκδικήσεις, που θα δίνει πόδι στους γραφειοκράτες, που δε θα περιορίζεται μόνο σε υποτιθέμενα κεκτημένα.
Είναι πολύ περισσότερα αυτά που έχουμε να πάρουμε απ’ όσα νομίζουμε! Παύση των διώξεων. Λευτεριά για όλους…
][][
Appel pour une AG de lutte à Avignon!
Κάλεσμα για μια γενική συνέλευση του αγώνα
Αβινιόν, Τετάρτη 27/10 6μμ.
Μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα ή του δημοσίου, άνεργοι, φοιτητές, μαθητές κοκ, συνδικαλισμένοι ή μη, αν θέλουμε να κερδίσουμε, πρέπει να αυτοοργανώσουμε τον αγώνα μας!
Ο αγώνας παίζεται σε δυο μπάντες: τη δική μας, των χώρων εργασίας που απεργούν (πλήρως ή προσχηματικά), εδώ και δεκαριά μέρες, των μπλοκαρισμένων πανεπιστημίων, των κατειλημένων γραφείων και δημοσίων υπηρεσιών, των διυλιστηρίων και των αποθηκών καυσίμων που κρατάνε γερά, των χιλιάδων ανθρώπων κάθε ηλικίας και κάθε ιδιοσυγκρασίας που κατεβαίνουν στους δρόμους για να εκφράσουν την εξέγερσή τους με χίλιους κι έναν τρόπους. Απ’ αυτούς, η GIPN (στμ: κάτι μεταξύ εκαμ κι αντιτρομοκρατικής) επιτίθεται σε μαθητές, φοιτητές κι άλλους, τα CRS (γαλλικά ματ) σπάνε τα μπλόκα στις πετρελαιαποθήκες και χτυπούν τους απεργούς, η τοπική αυτοδιοίκηση επιτάσσει τους απεργούς όπως συνέβη με τους οδοκαθαριστές της Μασσαλίας.
Συζητώντας σε διαδηλώσεις, δράσεις και απεργιακές συγκεντρώσεις, αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε τελικά πολλοί που δεν μας ικανοποιεί η απάντηση της διασυνδικαλιστικής, που χωρίς να μας δίνει ποτέ τον λόγο, προτείνει τα δικά της “10ήμερα πίεσης” και συμβολικές δράσεις. Πολλοί αισθάνονται ότι αυτές η μεγάλες μέρες διαδηλώσεων είναι ανεπαρκείς αν θέλουμε πραγματικά να λυγίσει η κυβέρνηση. Γιατί λοιπόν να μην αποφασίζουμε εμείς οι ίδιοι για τον λόγο που θέλουμε να δίνουμε στον αγώνα μας, για την έντασή του;
Σε πολλές πόλεις, οι δράσεις όξυναν τον συσχετισμό δυνάμεων κι έδειξαν έμπρακτα ότι είναι πολλοί αυτοί που δεν μένουν ικανοποιημένοι από τις μορφές δράσεις και τον λόγο που τους επιβάλλεται. Σε όλη την επικράτεια, ανάμεσα στα μπλόκα των λυκείων και των σταθμών, τις απεργίες στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, τις εργατικές συγκεντρώσεις στα εργοστάσια, τις διεπαγγελματικές συνελεύσεις και τις συλλογικότητες του αγώνα δυναμώνει μια τάση για ρήξη της απομόνωσης και των κοινωνικών κι επαγγελματικών διαχωρισμών. Το σημείο εκκίνησής της: Η αυτοοργάνωση, ως απάντηση στην ανάγκη να οικειοποιηθούμε τους αγώνες μας χωρίς τη διαμεσολάβηση εκείνων που παριστάνουν ότι μιλούν στο όνομα των εργαζομένων. Είμαστε πολλοί που δεν οργανωνόμαστε σύμφωνα με τις παραδοσιακές μορφές σ’ έναν χώρο εργασίας και που θέλουμε να συνεισφέρουμε σ’ ένα ευρύτερο κίνημα μπλοκαρίσματος της οικονομίας. Διότι αυτό το κίνημα είναι επίσης η αφορμή να πάμε πέρα από έναν μονοδιάστατο προβληματισμό για τις συντάξεις, για να θέσουμε το ζήτημα της εργασίας, για ν’ αναπτύξουμε και να οικοδομήσουμε από κοινού μια κριτική αυτού του συστήματος.
Η “ΓΣ του αγώνα” είναι ένα μέσο για να ξεπεράσουμε τους ψεύτικους διαχωρισμούς (ιδιωτικοί εναντίον δημοσίων υπαλλήλων, άνεργοι ή φοιτητές, μαθητές κλπ μέλη συνδικάτων ή όχι) και να πάρουμε στα χέρια μας τον αγώνα. Είναι λοιπόν ανοιχτή σε όλους όσους θέλουν η απεργία και το μπλόκο στην οικονομία να διευρυνθεί, μέχρι την νίκη!
Η “ΓΣ του αγώνα” δεν πρέπει λοιπόν να μετατραπεί σ’ έναν χώρο άκαρπων κι ατέρμονων συζητήσεων, αλλά σε χώρο συζήτησης για να συναποφασίζουμε συνεκτικές δράσεις για να ενισχύσουμε το κίνημα
Να αυτοοργανωθούμε!
Για να μπλοκάρουμε την οικονομία, να μπλοκάρουμε τα πάντα!
Κάποιοι εργαζόμενοι, άνεργοι και φοιτητές αρκετών πόλεων του Vaucluse
Επικοινωνία: onlacherien84(α)laposte.net
][][
Liaisons et barricades
Διασταυρώσεις κι οδοφράγματα
Τα διυλιστήρια έχουν δόσει τον τόνο: Μπλόκο στην οικονομία, και η απεργία με τις καταλήψεις είναι τα πιο αποτελεσματικά μέσα για να ασκήσουμε μια οικονομική πίεση στην πολιτική του κεφαλαίου. Αυτό, εμφανιζόμενο ως η λογική της οικονομίας, είναι απίθανο να πάρει έναν διαφορετικό δρόμο απ’ το αργό τέλος του συγκεντρωτικού συστήματος, που ήδη έχει μετράει τις ζημιές του. Στην πάλη των τάξεων έχει πλέον συνδεθεί άμεσα το μπλοκάρισμα της παραγωγής, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα τον περιορισμό του στις απεργίες, αποδεικνύοντας έμπρακτα τη δύναμη που έχει ο καθένας μας. Είναι η θέση αυτής της απόδειξης που έχει αναδειχθεί μέσα απ’ αυτό το κίνημα: οι διαφωνίες που για πολύ καιρό έτειναν μια διαχωριστική γραμμή, έχουν σε μεγάλο βαθμό εκτοπιστεί. Αυτή η διαχωριστική γραμμή έχει διαλυθεί τόσο στους κόλπους των πολιτικών οργανώσεων και των συνδικάτων όσο και μεταξύ αυτών και πολλών κύκλων φοιτητών, ανέργων κι επισφαλών οργανωμένων στα περιθώριά τους. Κάθε αυτοκινητιστής είναι πλέον πιθανόν να σταθεί αλληλέγγυος με το κίνημα.
Στη Rennes, ακόμα πριν ξεκινήσει η κυλιόμενη απεργία, η θέληση να γίνουν ορατοί αυτοί που ήλπιζαν σ’ ένα αυθεντικό απεργιακό κίνημα, πραγματοποιήθηκε μέσα απ’ την δημιουργία των “διασυνδικαλιστικών” συνελεύσεων που άνοιξαν με τους συνδικαλιστές της SUD, του κινήματος των ανέρων και των επισφαλών της Rennes, και ανένταχτων αγωνιστών, οργανώνοντας μπλόκα σε εμπορικά κέντρα, με κάθε κάλεσμα για ημέρες δράσης. Η συμμετοχή σ’ αυτές τις δράσεις αυξήθηκε κατ’ αναλογία με την ανάπτυξη του κινήματος, δυναμώνοντας τις προσδοκίες όσον αφορά αυτές τις κινητοποιήσεις. Συνεισέφερε στο να εξορκιστεί η αδυναμία που προκαλούν οι μεγάλες διαδηλώσεις που περιορίζονται σε μια απλή βόλτα (défilé), αλλά και στη δημιουργία διεπαγγελματικών πρωτοβουλιών.
Κατ’ αρχάς, αυτά που ήταν άλλοτε πρακτικές φοιτητικές, γίνονταν τώρα μια μέθοδος κοινή. Τα μέλη συνδικάτων που πήραν τον λόγο στις γενικές συνελεύσεις του Rennes 2, έθεσαν το ζήτημα του μπλόκου του πανεπιστημίου ως συνυφασμένο με την αναγκαιότητα επέκτασης του οικονομικού αντίκτυπου της τρέχουσας απεργίας. Η κίνηση των φοιτητών να έρθουν, στο πλευρό των μισθωτών, στις καταλήψεις και στις απεργίες κάνοντάς τις πιο αποτελεσματικές, δεν περιορίστηκε στην μορφή μιας αγωνιστικής εφεδρείας. Η κατάσταση που διαμορφώθηκε γρήγορα, επιτρέποντας στο κίνημα να επεκταθεί, ήταν ακριβώς αυτή η συμμαχία μισθωτών-φοιτητών-ανέργων. Σπάνια οι φοιτητές δεν εισακούονταν αρκετά, και κάθε απεργός που συναντούσαμε μας ρωτούσε πού ήταν η κινητοποίηση στα πανεπιστήμια. Μ’ αυτήν την ιδέα, ότι η είσοδος στο παιχνίδι των φοιτητών ήταν ένα σημείο-κλειδί για το κίνημα, με την έννοια, ότι διέλυσαν τα προκαθορισμένα πλαίσια της κινητοποίησης, προσθέτοντας μια νέα αναγκαιότητα, αυτήν της εισόδου των μαθητών.
Αυτοί κινητοποιήθηκαν ταχύτατα, μπλοκάροντας τα σχολεία τους και φτάνοντας μέχρι και τους 7.000 στις διαδηλώσεις με γρήγορο βήμα επιβάλλοντας το σύνθημα για “γενική απεργία” στις αγορές και τους δρόμους. Σε κάθε διαδήλωση οργανωνόταν μια γενική συνέλευση που αποφάσιζε το στόχο της. Είναι όμως λυπηρό ότι εδώ, στη Rennes, οι μαθητικές ενώσεις ήταν οι πιο απόμακρες απ’ τις δράσεις. Φαίνεται ότι η συμμετοχή τους στην NPA δεν ενθαρρύνει τέτοιες συναναστροφές. Υπάρχουν πάντα οι ανένταχτοι, που είναι κι αυτοί που επιτρέπουν να πραγματοποιούνται οι δράσεις αυτές. Δεν είναι απίστευτο ότι υπάρχει συχνά ασυμφωνία μεταξύ τομέων που κινητοποιούνται εθελοντικά και αυτών που οργανώνουν την κινητοποίηση.
Για περισσότερο από 10 μέρες, οι απεργοί που συμμετέχουν σ’ αυτό το μπρα-ντε-φερ σηκώνονται στις 4:30 κάθε πρωί, για να οικοδομήσουν το κοινωνικό μέτωπο στον πόλεμο της οικονομίας. Μαζί τους είναι αρκετές εκατοντάδες άνεργοι, μισθωτοί, φοιτητές, μαθητές, που βρίσκονται για να μπλοκάρουν τις αποθήκες καυσίμων, τους δρόμους, τις αγορές κλπ. Το μπλόκο ενός αμαξοστασίου λεωφορίων ήταν μεταξύ των μεγαλύτερων επιτυχιών μας. Το κλείσαμε για 5 ώρες, ενώ στην είσοδό του άναψε φωτιά γύρω απ’ την οποία συζητούσαμε με ενθουσιασμό για όλα όσα λάμβαναν χώρα στην περιοχή, παρόλο που ήταν πραγματικά δύσκολο να γνωρίζει κανείς πόσες ακριβώς πρωτοβουλίες δημιουργούνταν από παντού. Πολλοί εργαζόμενοι, παρόλο που δεν κατέβαιναν σε απεργία, παρακολουθούσαν τις δράσεις μας καλοπροαίρετα, κερνώντας μας πολλές φορές τους απαραίτητους καφέδες.
Τα κοτόπουλα (στμ: οι μπάτσοι) έφτασαν στις 10 για να αποκαταστήσουν την τάξη, μιας και δεν κυκλοφορούσε ούτε ένα λεωφορείο. Οι φιλικοί μας οδηγοί μπήκαν στην πρώτη γραμμή των ανθρώπων που συνέθεταν το μπλόκο για να τους προστατεύσουν. Τα κοτόπουλα τσατίστηκαν, άρχισαν να χτυπάνε άγρια την πρώτη γραμμή της συγκέντρωσης. Μας φυγαδεύουν απ’ τον σταθμό, και οι οδηγοί κατεβαίνουν άμεσα σε άγρια απεργία, επικαλούμενοι όλοι ασθένεια (σύμφωνα με τον νόμο για το δικαίωμα στην απεργία του 2007). Τα χαράματα, επιστρέφουμε στο σημείο, και μένουμε εκεί μέχρι τις 18:00, χωρίς ενοχλήσεις απ’ τα κοτόπουλα. Η επιμονή του διευθυντή του σταθμού δεν αρκούσε προφανώς για να πείσει τον νομάρχη να παρέμβει. Ο ίδιος ο δήμαρχος της Rennes έκανε έκκληση στην νομαρχία να στείλει τον στρατό, χωρίς να δοθεί τελικά συνέχεια. Φεύγουμε για την πορεία αφήνοντας πίσω φλεγόμενα οδοφράγματα και χωρίς να αντικρύσουμε ούτε ένα πουλερικό. Δυστυχώς, οι οδηγοί δεν μπήκαν στην απεργία, αλλά στη συγκέντρωσή μας, αρκετοί ήταν οι συνδικαλισμένοι που μας υποστήριξαν. Οργανώσαμε επί τόπου μια δράση για την επόμενη μέρα με οδηγούς της CGT, που είχαν φτιάξει αρκετές πικέτες μόνοι τους το πρωί.
Οι κοινές δράσεις μεταξύ συνδικάτων και οργανώσεων θέτουν ένα σαφές εμπόδιο στη συστηματική αστυνομική παρέμβαση. Ωστόσο, αυτές οι μορφές συνεύρεσης που μπορεί να αναδυθούν στις δράσεις δεν καταφέρνουν να αντικαταστήσουν τις τοπικές συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες. Αυτές, μπορούν άνετα να επιβληθούν, περιφρονώντας τη γνώμη όσων οργανώνουν τις απεργιακές συγκεντρώσεις κάθε μέρα. Γι’ αυτό δημιουργήσαμε τις διεπαγγελματικές γενικές συνελεύσεις κάθε βράδυ, ώστε να μπορεί ο καθένας να έχει λόγο στο κίνημα χωρίς να καταστέλλεται ό,τι δε συμφωνεί με τα κεντρικά συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα. Αυτή η υποδομή βάσης του κινήματος είναι μια δομή αυτοοργάνωσης και αυτονόμησης του αγώνα που θέλει να ενθαρρύνει τις δημοκρατικές διαδικασίες. Έτσι, βγήκαν συλλογικές προκηρύξεις, στήθηκαν επιτροπές σύνδεσης με τους αγρότες κλπ, οδοφράγματα, ραδιόφωνα και η λίστα δεν έχει τελειωμό. Η AGI (Γενική διεπαγγελματική συνέλευση) χαρακτηρίστηκε απ’ τη συμμετοχή εργαζομένων διαφορετικών τομέων (βέβαια, κυριάρχησαν εκείνοι του δημοσίου) και διαφορετικών συνδικάτων. Θα συνεισφέρει, ελπίζουμε, στην εξάπλωση της απεργίας και την ενεργοποίηση αποτελεσματικής αλληλεγγύης ενάντια στην καταστολή του κινήματος, είτε είναι εργοδοτική είτε αστυνομική.
Άννα, απ’ το κίνημα των ανέργων κι επισφαλών του αγώνα [link]
25 Οκτώβρη 2010
Πηγή: το δελτίο Justqu’ici [link]
][][
Rennes: Το κατειλημένο “σπίτι της απεργίας. να οργανώσουμε τον αγώνα μας. προπαγανδίζουμε: γενική απεργία, μπλόκα παντού, κατάληψη-επανοικειοποίηση” [link]
][][
Entre enthousiasme et résignation…
Μεταξύ ενθουσιασμού και παραίτησης…
Εδώ και αρκετό καιρό, σημαντικά κείμενα για το κίνημα ενάντια στην μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού και του κόσμου της, εμφανίζονται στον ριζοσπαστικό χώρο. Το πώς σκέφτεται κανείς πάνω στο μέλλον του κινήματος, κι ενόψει των κυρίαρχων μήντια, των μπάτσων και του καθεστωτικού συνδικαλισμού που αγωνίζονται να το εξαλείψουν, είναι πεδίο διαρκούς σύγκρουσης.Έτσι, μοιραζόμαστε την αισιοδοξία ορισμένων συντρόφων για την επέκταση της ιδέας του μπλοκαρίσματος της ροής της εμπορευματικής οικονομίας, του διηλικιακού (απ’ τους ήδη συνταξιούχους μέχρι τους νέους επισφαλείς εργαζομένους, και τους ανήλικους μαθητές ή μη) και διεπαγγελματικού (απ’ τους σιδηροδρομικούς μέχρι τους ταχυδρόμους και τους δημόσιους υπαλλήλους μέχρι ορισμένους ιδιωτικούς τομείς) χαρακτήρα αυτού του αγώνα, και ακόμα τη διάρκεια και την έκτασή του, μεταξύ απεργιών και συγκρούσεων στο δρόμο, μπροστά στα λύκεια αλλά και πίσω στους χώρους εργασίας, σε στρατηγικές μονάδες παραγωγής (τα διυλιστήρια) της καπιταλιστικής κι εμπορευματικής οικονομίας.
Είναι αλήθεια, για μια ακόμα φορά ένας αγώνας μοιάζει να έχει ξεπεράσει τα πλαίσια της αγανάκτισης και του αισθήματος κοινωνικής αδικίας που προκάλεσε αυτή η μεταρρύθμιση, και γενικότερα αυτή η κυβέρνηση (δε χρειάζεται ιδιαίτερη έρευνα για να το διαπιστώσει κανείς, το να βγει στο δρόμο αρκεί…). Κι έτσι, βγαίνουμε κι εκφράζουμε την οργή μας, τη λύσσα μας, απεργώντας, μπλοκάροντας, επιτιθέμενοι (λεκτικά ή υλικά) σ’ αυτήν την κυβέρνηση και το οικονομικό σύστημα που υπερασπίζεται. Ωστόσο, αυτές οι επιθέσεις είναι άραγε αρκετές για να ρίξουν την κυβέρνηση που παίζει το χαρτί του θατσερισμού ελπίζοντας να κατοχυρώσει την αξιοπιστία της ενόψει της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας διεθνώς; Υπάρχουν τουλάχιστον μερικές ενδείξεις που δε ψεύδονται: η αιφνίδια ριζοσπαστικοποίηση της συζήτησης στο εσωτερικό των μεγάλων συνδικάτων όπως η CGT ή η CFDT, που σπρωγμένες με το ζόρι χάρι στη βάση τους, υποχρεώθηκαν να προβούν στις συχνές ημέρες δράσεις.
Μπορούμε λοιπόν να αναρωτηθούμε αν δεν πρόκειται για μια τακτική πολιτική επιλογή για τα συνδικάτα που δε θέλουν να γίνουν ρεζίλι για μια ακόμα φορά, μπροστά σε μια βάση και σ’ έναν πληθυσμό (που φαίνονται αδύναμα να χαλιναγωγήσουν) και δευτερευόντως μπροστά στην κυβέρνηση απ’ την οποία δεν λαμβάνονταν και τόσο σοβαρά υπόψιν (ας θυμηθούμε τις αποτυχημένες ημέρες δράσεις του 2009 για την “αγοραστική δύναμη” και την “μεταρρύθμιση Fillon” του 2003 κλπ) και με την οποία είναι πάντα πρόθυμα να διαπραγματευτούν. Ως εκ τούτου, μια τέτοια ξαφνική αγωνιστική στάση (τουλάχιστον όπως βγαίνει στα μήντια) των συνδικαλιστικών ηγεσιών μπορεί δικαίως να φανεί ύποπτη. Πόσο μάλλον, όταν έρχονται να μας φορέσουν καπέλο, ως συνήθως, τις διάφορες αριστερές προσωπικότητες του Σοσιαλιστικού Κόμματος που προσπαθούν να καβαλήσουν αυτό το αντικυβερνητικό κύμα, ώστε να τους ξεβράσει ο λαός σε κάποια κυβερνητική πολυθρόνα: οι αντιπρόσωποι των οργανώσεων νεολαίας ((MJS, UNEF, FIDL, UNL, κλπ) επιχειρούν να χειραγωγήσουν τη φοιτητική και μαθητική εξέγερση, ώστε να την χωρέσουν στις κάλπες του 2012.
Έπειτα, υπάρχει η μηντιακή προπαγάνδα του μη-απεργούντος προσωπικού των εθνικών ραδιοφώνων (πχ του Radio France), καθώς και της εργοδοτικής MEDEF και CGPME που ενωμένοι παίζουν το χαρτί της ενοχοποίησης των μισθωτών των τομέων-κλειδιά του καπιταλισμού στο Εξάγωνο (στμ. έτσι λεν συχνά οι Γάλλοι τη χώρα τους, λόγω του σχήματος στον χάρτη), ώστε να τους κάνουν να νιώθουν ένοχοι… Δεν είναι λίγες οι πολιτικές στρατηγικές και τεχνικές που στοψεύουν στο να υπερισχύσει η παραίτηση. Μόνο, προς το παρόν, αυτό το τεράστιο κίνημα με τις σποραδικές απεργίες, τα επαναλαμβανόμενα μπλόκα στην οικονομία, που διεξάγεται χάρι στη βάση των ιδιαίτερα μαχητικών διασυνδικαλιστικών συνελεύσεων και/η τους αυτόνομους συντονισμούς που δε σκοπεύουν στη διαπραγμάτευση αλλά στην επιβολή ενός νέου κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, μπορεί πάρα πολύ εύκολα να υπονομευθεί από μια τέτοια παραίτηση και να σπάσει τα μούτρα του.
Μπλόκαρε, να μπλοκάρουμε, να μπλοκάρετε! Για την καταστροφή του παλιού κόσμου…
Είμαστε μάρτυρες μιας στιγμής ιστορικής. Ένα σύστημα που μας επιτρέπει να ζούμε στον κόσμο αποτυγχάνει. Η πίστη στην παντοδυναμία της αγοράς, στην αντιπροσώπευση σύμφωνα με την οποία η κοινωνία μπορεί να οργανωθεί γύρω απ’ τον ελεύθερο κι ανόθευτο ανταγωνισμό, η αυτορρύθμιση των αγορών, καταρρέουν. Αυτό που εξακολουθεί να ισχύει, είναι η έκκρηξη του συστήματος υπό το βάρος των χρόνιων χρεών των κρατών, ή ακόμα και αμφισβήτηση ενός μεγάλου μέρους των κεκτημένων του σκληρού αγώνα του κοινωνικού κινήματος.
Το κράτος ενάντια στην κοινωνία
Ο σημερινός αγώνας γύρω απ’ τη διατήρηση του καθεστώτος των συντάξεων δείχνει ότι οι διευθύνουσες τάξεις προτίθενται να εξασφαλίσουν την επιβίωση του καπιταλισμού, που γνωρίζει μια απ’ τις πιο σοβαρές ιστορικές του κρίσεις, καταφεύγοντας στη βία με τρόπο ώστε να γενικεύσουν τον φόβο. Το συνταξιοδοτικό αποτελεί έναν ισχυρό συμβολισμό κι ως τέτοιος βρίσκεται στην καρδιά της κοινωνικής ειρήνης από την Απελευθέρωση και δώθε. Μια πτώση της κυβέρνησης θα ήταν ένα χτύπημα στις πολιτικές της κοινωνικής οπισθοδρόμησης που στοχεύουν να προσαρμόσουν τις κοινωνίες σε μια νέα διεθνή κατάσταση: η διαχείριση μιας συστημικής κρίσης του καπιταλισμού και του ολοκληρωτισμού απαιτεί μηδενική ανοχή. Μια ήττα του κοινωνικού κινήματος στη Γαλλία, την χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου που έχει ίσως την πιο ισχυρή αντίσταση στη φιλελεύθερη ιδεολογία, προετοιμάζει και λειαίνει το έδαφος για μια δραματική κοινωνική διολίσθηση.
Επιστροφή στο ’30;
Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες κατατρέχονται ξανά απ’ τους παλιούς τους δαίμονες: τον ρατσισμό και τον εθνικισμό. Δεν είναι απλώς επειδή η λεηλασία των κοινωνικών κατακτήσεων και η οικειοποίηση του πλούτου από μια ελάχιστη μειοψηφία αρπακτικών καθιστά αδύνατη την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών της βάσης, είναι επίσης επειδή κάθε πιθανότητα μιας αδερφικής ανθρώπινης κοινότητας εξαλείφεται. Όταν οι άνθρωποι έχουν χάσει τα πάντα, ακόμα και την ελπίδα ότι θα ‘ρθουν καλύτερες μέρες, δεν τους μένει συχνά παρά μόνο η εθνική περηφάνεια, ένα αίσθημα του ανήκειν σε μια ταυτότητα βασισμένη στον αποκλεισμό και τον φόβο του Άλλου. Αυτό αντικατοπτρίζει τον εκφασισμό των συνειδήσεων που προχωρά παντού στην Ευρώπη. Αλλά δεν είναι βέβαιο ότι οι ψευδοδημοκρατίες μας θα εξελιχθούν σε ολοκληρωτικά καθεστώτα τέτοια όπως του αιώνα που μας πέρασε. Βλέπουμε περισσότερο μια διολίσθηση, της δημοκρατικής τάξης σε ένα κράτος εξαίρεσης που θα κρατήσει απ’ αυτήν μόνο το όνομά της. Στο “πιο ελεύθερο κράτος του κόσμου”, η ελευθερία θα είναι βασικά ελευθερία για τα σκυλιά.
Ουτοπία ή θάνατος
Η παράνοια που περνιέται σήμερα για εξυπνάδα, που η εξουσία επαναλαμβάνει ανεξέλεγκτα, λες και το κάνει για να συνοδεύει τα χτυπήματα των μπάτσων της, είναι ότι η πολιτική που εφαρμόζει δεν είναι παρά ένα σύνολο αντικειμενικών στοιχείων, μια αλήθεια που βασίζεται σε φυσικούς νόμους που δεν μπορεί να διαφύγει κανείς. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμμιά προδιαγεγραμμένη μοίρα: οργανωνόμενοι έξω απ’ τις πολιτικές ή συνδικαλιστικές δομές, σε επιτροπές αγώνα ή γενικές συνελεύσεις διεπαγγελματικές και ενωτικές, ξεπερνούμε τα φράγματα μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων. Το εξεγερσιακό κίνημα ενάντια στη ρευστοποίηση του συνταξιοδοτικού έχει ήδη ξεπεράσει αυτό το θέμα και πλέον θέτει υπό αμφισβήτηση μια ολόκληρη τάξη κι ένα κοινωνικό μοντέλο, πραγματικά εμετικά. Αλλά δεν θα υπάρχει ριζικός αγώνας τόσο έντονος κι ευρύς χωρίς να επαναπροσδιορίσουμε στο σήμερα την επαναστατική προοπτική, η οποία δεν μπορεί σήμερα να είναι παρά ένα πρόταγμα ελευθεριακής ουτοπίας. Δηλαδή, μια εικόνα που να κερδίζει μία-μία τις γραμμές της σε δύναμη, ακρίβεια και βάθος στο βαθμό που ο αγώνας για την κοινωνική χειραφέτηση θα εντείνεται.
Προς το παρόν, η καλύτερη οργάνωση είναι εκείνη που συνίσταται σ’ έναν μέγιστο αριθμό υποκειμένων και δυνάμεων γύρω απ’ την άνευ όρων υπεράσπιση της ελευθερίας και της ισότητας.
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, την Πέμπτη 21 Οκτώβρη, σκόπιμα τορπιλλήσαν το κίνημα ενώ αυτό είχε αρχίσει να παραλύει την εθνική οικονομία. Απομακρύνοντας τις επόμενες ημέρες δράσεις, στις 28 Οκτώβρη και 6 Νοέμβρη, προγραμμάτισαν την εξάντληση και το τέλος της σύγκρουσης, θυσιάζοντας αυτών που, στα διυλιστήρια και αλλού, συνέχιζαν τα μπλόκα. Αν πέτυχαν στις μανούβρες τους, συμπληρώνοντας αυτές του Κράτους, είναι επειδή στο κίνημα δεν είχε αναπτυχθεί κάποια αυτόνομη δυναμική, κανένα περιεχόμενο που να κρύβει μια τάση, ένα όνειρο για κάτι διαφορετικό. Κι εκεί επίσης, υπήρχε δυστυχώς ένα μπλοκάρισμα.
Έχουμε μιλήσει ελάχιστα για το σημαίνει πραγματικά “retraite” (σύνταξη, αλλά και αποχώρηση, απόσυρση) σ’ αυτό το κίνημα. Ένας ακόμη λόγος για την αποτυχία. Γιατί η σύνταξη με την τρέχουσα μορφή της -όλος ο κόσμος το γνωρίζει- δεν είναι κάτι το τόσο επιθυμητό: η έξοδος από την ενεργή ζωή (τί ήταν λοιπόν τελικά αυτή η ζωή απ’ την οποία θα πρέπει να βγούμε;) οδηγεί σιωπηλά αλλά βίαια στην απομόνωση, την ιατρική ιδρυματοποίηση, την εξάρτηση απ’ όλους, και τελικά στο γηροκομείο: στην ταφή πριν τον θάνατο. Ήταν η στιγμή να τα θέσουμε όλα αυτά στα μπλόκα, για ν’ αρχίσουμε να οραματιζόμαστε κάτι διαφορετικό. Αλλά ο φόβος για το μέλλον παραλύει τα πάντα, σε σημείο που να εμποδίζει τη σκέψη για το παρόν, για την αμφισβήτησή του.
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες έχουν έναν ρόλο να διαδραματίσουν στο σύγχρονο πολιτικό θέατρο αλλά και στο δρόμο, ως μια θεαματική αντιπολίτευση αλλά και ως αποκούμπι: “Πρέπει να ξέρετε πότε να σταματάτε μιαν απεργία!”. Γι’ αυτούς τους ψευταράδες, ήταν πάντοτε εκτός της κουβέντας κάθε πραγματικό μπλοκάρισμα της οικονομίας. Εξ’ ού και η υποκριτική αυτοβύθισή τους, από χέρι πλοιάρχου. Κι είναι έτσι για πάνω από πενήντα χρόνια τώρα, προς τέρψιν των Thibault, Chérèque και κάθε άλλου στη θέση τους, ότι τίποτα δεν τους αποκαθηλώνει απ’ αυτήν. Έτσι όπως μένουν τα πράγματα, η αποτυχία έχει ήδη δρομολογηθεί.
Για πόσο ακόμα;
Communiqué de La Lanterne rouge
Saint-Nazaire, 28 octobre 2010.
στμ. Le Grand Sabordage: τίτλος ταινίας του 1972, με θέμα τον έρωτα δυο παιδιών, ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού, που εγκαταλείπουν το σχολείο για να ζήσουν μια κοινή ζωή στο περιθώριο, που τελικά προδίδει το κορίτσι κολακευμένο απ’ την προσοχή μιας μεγαλύτερης γυναίκας
][][
Grève irréparable (απόσπασμα)
[…] Μια λειτουργική κατασκευή των μήντια και της κυβέρνησης: ο διαχωρισμός σε “σπάστες” και ειρηνικούς διαδηλωτές, είναι μια μανούβρα που έχει γίνει πια κλασσική, αλλά διατηρεί την ισχύ της καθώς αντηχεί σε κάθε κεφάλι. Θα πρέπει να καταστρέψουμε κάθε τέτοια αντίθεση, καθώς αποκρυσταλλώνει και συντηρεί μια ψεύτικη αντιπαλότητα. Σε μια τέτοια εποχή κοινωνικού πολέμου, δεν υπάρχει πια διάκριση μεταξύ αυτών που καταστρέφουν ένα εμπορικό κέντρο σπάζοντας τις βιτρίνες και καίγοντας τα οχήματα, κι αυτών που μπλοκάρουν την οικονομία. Ο στόχος είναι τελικά ο ίδιος, το θέμα δεν είναι καθόλου η βία αλλά κάτι διαφορετικό: Είναι ένα ζήτημα συσχετισμού δυνάμεων με τον εχθρό: αυτοί που επιθυμούν ακόμα και τώρα και πάντα να παράγουν και να ακολουθούν κάθε εντολή του καπιταλιστικού αφεντικού τους ώστε να διατηρήσει την κυριαρχία του σ’ αυτόν τον εμπορευματικό κόσμο, αυτοί που με κάθε τίμημα θέλουν να διαφυλάξουν την κυριαρχία τους, κι εκείνοι που χρησιμοποιούν βία για να σπάσουν τα μπλόκα και τις συγκεντρώσεις (δηλαδή τόσο το Κράτος και τ’ αφεντικά, όσο και οι μεγαλομανείς διευθυντές και υπηρέττες τους), παρουσιάζονται από ορισμένους μ’ έναν ουδέτερο χαρακτήρα, ως “εργαζόμενοι σαν εμάς”. Είναι όμως σαφές: ο πόλεμος αναδεικνύει αυτό που ο καθένας είναι, κι όχι αυτό που λέει ότι είναι. Απ’ τη στιγμή που γίνεται ορατός (όπως κι αν παρουσιαζόταν μέχρι τώρα), χαμηλής έντασης αλλά με δυο σαφώς ορισμένες πλευρές, δεν είναι φρόνιμο να ισχυριζόμαστε ότι δεν υπάρχει. Η αντιμετώπιση των μπάτσων ως “εργαζομένων σαν κι εμάς” δεν είναι το ίδιο με την ιδέα ότι η σύγκρουση θα είναι μεταξύ των εργαζομένων και των αφεντικών. Ένα τέτοιο πρόταγμα είναι άλλωστε άνευ σημασίας, στο βαθμό που αυτοί οι μπατσοεργαζόμενοι αποδέχονται ότι αποτελούν το νόμιμο μονοπώλιο της βίας, κι εμείς παραδεχόμαστε ότι είμαστε μη-επιθετικοί. Θα προχωρήσω λίγο ακόμα: Σημαίνει ότι αυτοί που έχουν επιλέξει να είναι βίαιοι προς τον εμπορευματικό κόσμο αναγνωρίζονται έτσι από τους παραπάνω μη-επιθετικούς ως εχθροί. Θα ήταν επικίνδυνο για μας (εμάς που δηλώνουμε ότι πρέπει να είμαστε επιθετικοί) να απορρίψουμε εκ των πρωτέρων τη “βία”. Θα πρέπει έτσι να αποδομήσουμε τη φιγούρα του “κουκουλοφόρου-σπάστη-των-προαστείων”, και κάθε φορά που θα γίνεται αναφορά σ’ αυτούς, να στεκόμαστε αλληλέγγυοι με τις πρακτικές τους. Οι πρακτικές αυτές μας φαίνονται ως μια απ’ τις κοινές πρακτικής της επίθεσης κι ως ένα σύνολο πράξεων που ανησυχούν ιδιαίτερα το Κράτος: γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν πρέπει να επιτρέψουμε να αποσυνδεθούν απ’ τις συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις ή άλλες πολιτικές δράσεις: αυτές οι πράξεις, καθώς βρίσκονται στην καρδιά του πολέμου, πρέπει να υποστηριχθούν. Πέρα απ’ την αλληλεγγύη, αυτές οι πρακτικές πρέπει να σταθούν η αφορμή για μας να εμπλουτίσουμε τις κινήσεις μας πέρα απ’ τον ψευτοδιάλογο για τη βία/μη-βία. Δεδομένου ότι επιθυμία μας είναι να αντισταθούμε συνολικότερα στην οικομική κρίση, θα ήταν σημαντικό σ’ αυτόν τον πόλεμο να αντηχεί ο ήχος ενός γενικότερου ξεπεράσματος. […]
Το μετρό σταματά, καμμιά επιστροφή στην ομαλότητα!
[…]
Η σύνταξη! Αχ, η σύνταξή μου! Δε θα πάρω. Παρ’ όλα αυτά. Στο κίνημά μας δεν είναι το θέμα οι συντάξεις, αλλά γενικότερα η εργασία και η εκμετάλλευση, του χρόνου που μας κλέβουν. Απεργίες, μπλόκα, σαμποτάζ… είναι πάντα προσπάθειες να ξανακερδίσουμε τον χαμένο χρόνο. Και μπορεί να ακούσετε στις διαδηλώσεις: “Απεργία μέχρι τη σύνταξη”. Αυτό το κίνημα αναμειγνύει γενιές και τομείς: μαθητές και μεσήλικες λίγο πριν τη σύνταξη, άνεργοι και εργαζόμενοι, συνδικαλισμένοι ή μή… Αλλά, δεν είδα κάτι απ’ αυτά στην τηλεόραση, σαχλαμάρες, ένας υπεύθυνος συνδικαλιστικός εκπρόσωπος να μιλά για τις συντάξεις σ’ ένα ντιμπέιτ για την εργασία, σαν χονδροειδής διαπραγματευτής των ζωών μας και του τέλους του κινήματος. Στην μια κλοπή του χρόνου μας προστίθεται κι άλλη μία.
Ωστόσο, παντού εκφράζεται μια άρνηση: μια άρνηση να δουλέψει κανείς, ολοένα και περισσότερο, μια άρνηση να ελέγχεται, χωρίς σταματημό. Θέλουν να σφυρίξουν το τέλος του διαλείματος και της παιδικής χαράς, αλλά αυτή δεν έχει ξεκινήσει ακόμα. Για παράδειγμα, οι απεργοί μισθωτοί της EDF ανακοίνωσαν χθες ότι έχουν ξεκινήσει μια μείωση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Παντού η ανάγκη να διαταραχθεί και να μπλοκαριστεί η οικονομία, γίνεται αποδεκτή κι εφαρμόζεται. Έτσι, όπως και πολλοί άλλοι, αποφάσισα να γίνω μέρος της αυτό το πρωί και τράβηξα τη λαβή που σταματά το ρεύμα στις γραμμές του μετρό. Γι’ αυτό και σταμάτησαν για λίγη ώρα οι συρμοί των γραμμών 2, 3, 6, 8, 9 και 12. Θα ήμασταν λοιπόν αρκετοί αυτοί που σήμερα το πρωί θα είχαμε έναν καλό λόγο να αργήσουμε για τη δουλειά!
Ζήτω η απεργία, και μαζί της οι διακοπές, η αυτοοργάνωση, τα μπλόκα!
Τίποτα δεν τέλειωσε, όλα τώρα αρχίζουν
Απ’ τον σταθμό Malesherbes
Παρασκευή 29 Οκτώβρη 2010 [link]
][][
Ce qui est en jeu
Αυτό που παίζεται
Αυτό που παίζεται, δεν είναι μόνον οι συντάξεις.
Αυτό που διακυβεύεται είναι αυτό που όλος ο κόσμος καταλαβαίνει: ότι είμαστε σ’ έναν κόσμο που πρέπει να δίνουμε ολοένα και περισσότερα για την εργασία, και σε αντάλλαγμα να ζήσουμε μ’ αυτό που μας δίνουν. Κι αυτό που μας δίνουν, και το πόσο είναι, καθορίζει απόλυτα τον τρόπο που υποτίθεται ότι θα ζήσουμε. Δουλεύουμε, και σε αντάλλαγμα λαμβάνουμε ένα μέρος του κοινού πλούτου με την μορφή ενός μισθού και εισοδημάτων, κι επίσης, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, με την μορφή κοινωνικής πρόνοιας, εκπαίδευσης, υγείας και της σύνταξης.
Οι κοινωνικές δαπάνες, είτε για την εκπαίδευση, είτε την υγεία ή τις συντάξεις πέφτουν παντού παγκόσμια, κι αυτό σηματοδοτεί ότι παγκόσμια μας κοστολογούν ολοένα και φθηνότερα. Κι αν αξίζουμε λιγότερο, είναι γιατί μέσα σ’ αυτό το σύστημα του καπιταλισμού η αξία της εργασίας μας δεν εξαρτάται ούτε από την ποιότητά της, ούτε απ’ τη χρησιμότητά της, αλλά αποκλειστικά απ’ την ικανότητά της να παράγει νέα αξία.
Όταν η δημιουργία αυτής της αξίας εκτοπίζεται μαζικά προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, η δική μας εργασία τιμάται λιγότερο, και η ζωή μας το ίδιο.
Αυτό όμως δεν αληθεύει για όλον τον κόσμο. Εκείνοι που κατέχουν ή διαχειρίζονται τον πλούτο, έχουν μια πρόσβαση στα προϊόντα, συνεχίζουν να λαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου που δημιουργήθηκε ακριβώς επειδή οι επενδύσεις όπου τα χέρια εργασίας είναι λιγότερο ακριβά, έχουν στόχο τη δημιουργία και τη συντήρηση του κέρδους για τους καπιταλιστές.
Αντίθετα με ό,τι θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε, δεν υπάρχει τίποτα που να λέει ότι τα πράγματα υποχρεωτικά θα πρέπει να είναι έτσι. Εμείς λέμε, ότι θα μπορούσαμε κάλλιστα να παράγουμε για να ζήσουμε. Ναι, αλλά είναι πραγματικά υποχρεωτικό να παράγουμε για να ζήσουμε έτσι;
Γιατί αυτό που παράγουμε δουλεύοντας, δεν είναι πλούτος. Αυτό που παράγουμε δουλεύοντας, είναι πρώτ’ απ’ όλα οι συνθήκες της ίδιας της σκλαβιάς μας. Αν πρέπει πάντα να παράγουμε και να συσσωρεύουμε, είναι επειδή αυτός ο συγκεκριμένος μηχανισμός έχει κέρδος απ’ αυτό. Οι πλούσιοι δεν γίνονται μόνο πλουσιότεροι, γίνονται επίσης περισσότερο κυρίαρχοι επί των άλλων. Όπως όλοι οι αφέντες του παρελθόντος, οι καπιταλιστές του σήμερα ασκούν πάνω στην κοινωνία τη συλλογική εξουσία τους. Το προνόμιο της γέννησης, έχει αντικατασταθεί από ένα άλλο: το προνόμιο των τραπεζικών λογαριασμών.
Η ισχύς αυτού του συστήματος είναι να μας αφήνει να πιστεύουμε ότι αυτή η κυριαρχία δεν είναι καθόλου τέτοια. Ότι είναι μια αναγκαία μορφή κάθε κοινωνικής οργάνωσης. Ότι κανένα ανθρώπινο ον σήμερα δε θα μπορούσε να ζήσει διαφορετικά.
Η αδυναμία αυτού του συστήματος, είναι ότι βασίζεται σε μια παραγωγή και μια δαπάνη πάντα υψηλότερη απ’ αυτήν την νέα αξία που κάνει το κεφάλαιο να γυρίζει. Αλλά το χρήμα δε φυτρώνει στα δένδρα, λέει μια παροιμία, και υπάρχει πάντα μια στιγμή ή κάποιο πράγμα που χάνουν. Οπότε έχουμε κρίση. Οπότε, πρέπει να πάρουν πίσω απ’ τους ανθρώπους αυτά που τους έχουν δόσει, να τους κάνουν να δουλεύουν περισσότερο, να πληρώνονται λιγότερο, όλ’ αυτά για να μπορούν αυτοί που κυριαρχούν να συνεχίσουν να κυριαρχούν.
Το να σπάσει αυτή η κυριαρχία, δεν είναι εφικτό με μεταρρυθμίσεις, πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε τροποποίηση του συνταξιοδοτικού. Ελάχιστη σημασία έχει μια αναδιανομή του πλούτου, καθώς το πρόβλημα στον καπιταλισμό δεν εντοπίζεται αποκλειστικά στα πλούτη που έχουν ήδη παραχθεί και μοιραστεί άδικα, αλλά και σ’ αυτά που δεν μπορούν να παραχθούν παρά μόνον με άδικο τρόπο. Αυτό που έχουμε ανάγκη, είναι να συνεχίσουν οι απεργίες και τα μπλόκα: Γιατί είναι στο κίνημα της αντιπαράθεσης που η κριτική του υπάρχοντος μπορεί να μεταμορφωθεί σε πρόταση για να υπάρξει κάτι άλλο.
Πρέπει να μπλοκάρουμε την καπιταλιστική παραγωγή και να μοιραστούμε αυτά που έχουν ήδη παραχθεί, κι έπειτα να μοιραστούμε τον τρόπο με τον οποίο αυτό το μοίρασμα θα μπορούσε να συνεχιστεί.
Derrière les retraites, l’esclavage salarié – ICO, 23 octobre
Πίσω απ’ τις συντάξεις, η μισθωτή σκλαβιά – ICO, 23 Oκτώβρη
(αποσπάσματα)
Εργατικό Αντάρτικο: Το κίνημα ενάντια στην “μεταρρύθμιση” του συνταξιοδοτικού, που διαρκεί ήδη εδώ κι ενάμισυ μήνα, φαίνεται να παίρνει μια μορφή διαρκείας. Ομάδες αγωνιστών σχεδιάζουν δράσεις για την επόμενη βδομάδα, μαθητές και φοιτητές οργανώνονται για μετά το τριήμερο (στμ. των αγίων πάντων στη Γαλλία), η απεργία στα διυλιστήρια… Παντού, παίρνει μια μορφή “εργατικού αντάρτικου”: αυθόρμητες δράσεις αποφασίζονται επί τόπου από εκατοντάδες διαδηλωτές, μειοψηφικές απεργίες υποστηρίζονται απ’ την πλειονότητα των εργαζομένων, δημιουργώντας διαταραχές, μπλοκάροντας την οικονομία. Το κίνημα επεκτείνεται σε μικρές επιχειρήσεις, κωμοπόλεις και χωριά, χωρίς να γίνεται άμεσα ορατό. […]
Είναι σαφές ότι στην τρέχουσα κατάσταση, δεν είμαστε σε γενική απεγία, αλλά σ’ ένα φαινόμενο διαφορετικό, που δε θα πρεπε να αναλυθεί σύμφωνα με τις γνωστές νόρμες. […]
Με κινηματικούς όρους, αυτή η κατάσταση “εργατικού αντάρτικου” παραμένει ευάλωττη στις ανησυχίες και τα ρίσκα της απομόνωσης των πιο μαχητικών κομματιών του. Οι διακοπές, που θέτουν πολύ σοβαρά ζητήματα, μπορούν να επιφέρουν μια σχετική αποστράτευση (τα παιδιά που θα φυλάξουν μέσα οι γονείς, η απουσία του συνδετικού χώρου για τους μαθητές ή τους καθηγητές), καθώς επίσης ενθαρρύνουν τα κομμάτια αυτά να αναπτύξουν μια δραστηριότητα αποσυνδεδεμένη από την κινηματική καθημερινή πραγματικότητα.
Γι’ αυτό είναι και σημαντικό, να συνεχίσουμε να κινητοποιούμε τους συναδέλφους μας και να καλούμε τα κομμάτια αυτά σε επαγρύπνηση. Ο συνάδελφος που δεν απεργεί σήμερα, μπορεί να απεργήσει αύριο, αυτός που δεν έρχεται στα μπλόκα μπορεί να το κάνει, η κατάσταση είναι ρευστή. […] Δεδομένου ότι τα διυλιστήρια έδωσαν τον τόνο του κινήματος, πρέπει να τα οργανώσουμε έτσι ώστε να κρατήσουν τουλάχιστον άλλες έξη εβδομάδες. Κάτι τέτοιο απαιτεί να είμαστε επινοητικοί, να παρακολουθούμε τις καλύτερες δράσεις που γίνονται αλλού, να τις επαναλαμβάνουμε, να τις προσαρμόζουμε, να τις βελτιώνουμε. […] το ίδιο όσον αφορά τις ανοιχτές γενικές συνελεύσεις. […] Για ορισμένους συνδικαλιστές, δεν πρόκειται παρά για ένα μάζεμα των εργαζομένων για ν’ ακούσουν τους συνδικαλιστές ηγέτες, κι έπειτα να ψηφίσουν κάτι που έχει καθοριστεί ήδη από πριν. Αλλά για τους αγωνιστές που θέλουν πραγματικά ζωντανές συζητήσεις στις γενικές συνελεύσεις, η πρακτική πραγματικότητα είναι συχνά μια μεγάλη απογοήτευση, αναπαράγοντας τα ίδια και τα ίδια: το γεγονός ότι δίνεται ο λόγος στην αίθουσα, δε σημαίνει κι ότι θα τον πάρει κανείς έτσι απλά, ειδικά όπου δεν υπάρχει μια παράδοση κοινωνικών αγώνων, απεργιών και συζήτησης από τα κάτω. Το ότι οι πρώτες φορές δεν πήγαν καλά, δε σημαίνει ότι θα είναι και πάντα έτσι. Ο λόγος απελευθερώνεται αργά, στο ίδιο βήμα με την τοπική και κοινωνική ανάπτυξη του κινήματος.
Μια νέα πτυχή του κινήματος, είναι η αφετηρία μιας πραγματικής διεθνούς αλληλεγγύης. Η πιο σημαντική εικόνα της είναι φυσικά αυτή της CGSP (γενική ομοσπονδία δημοσίων υπαλλήλων) του Βελγίου, που απείλησε με μπλόκα κάθε απόπειρα μεταφορών πετρελαιοειδών απ’ το Βέλγιο προς τη Γαλλία. […]
Η διασυνδικαλιστική: […] Η κυβέρνηση δεν παίζει πια το παιχνίδι των διαπραγματεύσεων, σε αντίθεση με το 1995 ή το 2003. Δεν ρίχνει κανένα κόκκαλο για να δεχτούμε, ούτε καν στα πιο ρεφορμιστικά συνδικάτα της διασυνδικαλιστικής. Με το ζήτημα της συνταξιοδότησης στα 62/67 χρόνια, η κυβέρνηση θέλει να τσακίσει ολόκληρο τον κόσμο της εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των πιο γραφειοκρατικών και ρεφορμιστικών οργανώσεών του. Εδώ φαίνεται και η ήττα της στρατηγικής τους, του προνομιακού τους ρόλου μεσάζοντα, συνδιαλεγόμενου με το Κράτος και την εργοδοσία, που τους υποχρέωνε να υιοθετήσουν μια συνδικαλιστική και μαχητική στάση για να αποδείξουν ότι είναι ακόμα απαραίτητοι ώς τέτοιοι. Αυτό τους οδηγεί παρά τη θέλησή τους να ακολουθούν τη ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος, παρά τον φόβο που έχουν και που εκφράζουν ανοιχτά γι’ αυτήν.
Πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι υπάρχει μια μεγάλη ανάγκη για συνδικαλιστική ενότητα σε όλα τα επίπεδα, όσο το κίνημα παραμένει στα πλαίσια που θέτουν τα συνδικάτα. Όχι μόνο δεν υπάρχει κάποιο εμφανές ξεπέρασμα των συνδικαλιστικών πλαισίων, αλλά η πίεση αυτή είναι εξίσου ισχυρή στη βάση των κινητοποιήσεων, αν και για λίγους λόγους, όσο και στις συνδικαλιστικές ηγεσίες που φαίνονται να υποστηρίζουν το κίνημα, κι αυτές που δεν το προδίδουν. […]
Στρατηγικά κέντρα: Τα διυλιστήρια έχουν διαδραματίσει έναν στρατηγικό ρόλο σε εθνικό επίπεδο. Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις και να υποστηρίξει τους απεργούς. Είναι ένα φαινόμενο εξέχουσας σημασίας: άνθρωποι που νιώθουν αδύναμοι να απεργήσουν οι ίδιοι, είναι έτοιμοι παρόλ’ αυτά να υποστηρίξουν ακόμα και οικονομικά τους απεργούς, γνωρίζοντας ότι θα υποστούν τις συνέπειες της απεργίας στην καθημερινότητά τους.[…] Οι εργάτες των διυλιστηρίων, καθώς και οι οδηγοί, είναι μια εντυπωσιακή περίπτωση, καθώς απολαμβάνουν ένα καλύτερο καθεστώς συνταξιοδότησης απ’ τους υπόλοιπους, που δεν απειλείται άμεσα, ωστόσο, έχουν τη συνείδηση ότι οφείλουν να υπερασπιστούν το κίνημα σήμερα, για να μη βρεθούν απομονωμένοι αργότερα. Χρησιμοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τον στρατηγικό τους ρόλο, προς όφελος του συνόλου του κοινωνικού κινήματος.
Καταστολή: Η καταστολή ξεκίνησε να χτυπάει άγρια τους μαθητές, από την πρώτη κιόλας μέρα του κινήματος: μαζικές συλλήψεις και προσαγωγές, άμεσα δικάσιμες, βαριές ποινές, “μηδενική ανοχή”. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στις μικρές επαρχιακές εργατουπόλεις, με υψηλό ποσοστό ανεργίας μεταξύ των νέων, όπου οι συγκρούσεις με τους μπάτσους ήταν ιδιαίτερα βίαιες. Επίσης, σε μερικές πόλεις όπως η St-Nazaire, όπου προϋπήρχε μια παράδοση εργατικών αντιπαραθέσεων με την αστυνομία. Αλλά τώρα, αυτή η καταστολή εφαρμόζεται εξίσου και σε εργαζομένους, ιδιαίτερα σε συνδικαλιστές που συμμετέχουν στα μπλόκα. Δεν είναι μόνο οι συλλήψεις σε δράσεις, αλλά κυρίως οι κλήσεις στα αστυνομικά τμήματα και οι προσαγωγές. Δεν πρόκειται για “αστυνομική αυθαιρεσία” αλλά για μια συνειδητή πολιτική, επιλεγμένη στα ανώτερα κλιμάκια κι εφαρμοσμένη αμείλικτα, συχνά από μπάτσους που συμμερίχονται τις ανησυχίες των διαδηλωτών αλλά υποκύπτουν στις εντολές τους με δυσφορία. […]
[…] Υπάρχει μια ισχυρή κουλτούρα μπλόκων, στους εργατικούς κύκλους, αλλά ακόμα κανένα μέσο για τη διατήρησή τους απέναντι στην αστυνομία. Όταν ασκούν πίεση, πρέπει να μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε. Προς το παρόν, το εργατικό αντάρτικο παραμένει αρκετά εξαρτημένο απ’ τα περιθώρια της ανεκτικότητας που θα δείξει το Κράτος, λίγο-πολύ σύμφωνα με τους τοπικούς συσχετισμούς. Φυσικά, το πλήθος, η αποφασιστικότητα, επιτρέπουν να επιβάλλουμε έναν συσχετισμό ισχύος και πολλαπλασιασμό των δράσεων, που θα περιπλέξουν το έργο του αντιπάλου, αλλά δεν υπάρχει κάποια γνωστή περίπτωση όπου στάθηκε δυνατό να διατηρηθεί ένα μπλόκο απέναντι σε μια αστυνομία αποφασισμένη να το διαλύσει. Αυτό είναι φανερά ένα πρόβλημα, που πρέπει να συζητηθεί σοβαρά.
Το να καλούμε σ’ ένα μπλόκο, σημαίνει κι ότι θα πρέπει να εξασφαλίζουμε την τεχνική προετοιμασία του και την προστασία των διαδηλωτών. Αυτό θα πεί, να είμαστε σε θέση να το επιβάλλουμε χωρίς να διατρέχουμε περιττούς κινδύνους, γι’ αυτούς που δεν ήρθαν γι’ αυτό. Διαφορετικά, οι ομάδες περιφρούρησης των συνδικάτων, θα συνεχίζουν το εμμονικό τους κυνήγι των “σπαστών”, προς τέρψιν των μπάτσων στις διαδηλώσεις, αδιαφορώντας για τη διασφάλιση της επιτυχίας της εκάστοτε δράσης, ή για την προστασία των διαδηλωτών. […]Είμαστε αντιμέτωποι με μια αστυνομία κι έναν στρατό εξοπλισμένο και εκπαιδευμένο για εμφύλιο πόλεμο, ενώπιον των οποίων είμαστε άοπλοι, ανίκανοι να αντισταθούμε με έναν τρόπο κάπως παραπάνω από συμβολικό. Είναι μια ευθύνη για κάθε κομμουνιστική οργάνωση να μελετήσει αυτά τα θέματα χωρίς περιστροφές. Διαφορετικά, θα κυριαρχήσει η ειρηνιστική νοοτροπία, η νομιμόφρων και δημοκρατίστικη, που βουλιάζει το εργατικό κίνημα.
Πίσω απ’ τις συντάξεις, η μισθωτή σκλαβιά: Τα λεπτομερή αιτήματα των συνδικάτων και οι ακροβασίες τους πάνω στο θέμα της απόσυρσης του νόμου, δεν κυριαρχούν πραγματικά στις διαδηλώσεις. […] Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν πραγματικά αιτήματα, ακόμα κι αν η παραμονή του ορίου συνταξιοδότησης στα 60 χρόνια παίζει έναν σημαντικό ρόλο κινητήρα. Πίσω απ’ τις συντάξεις, η εργατική οργή κατευθύνεται ενάντια στην εκμετάλλευση, ενάντια στην μισθωτή σκλαβιά γενικότερα – κανείς δε θέλει να εργαστεί περισσότερο στις σάπιες συνθήκες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ωστόσο, μεταξύ των νέων, ιδιαίτερα των μαθητών, είναι λιγότερο αυτή η εντελώς απόμακρη εικόνα της συνταξιοδότησης, όσο ο φόβος της ανεργίας. Οι δυο πτυχιές αλληλοσυμπληρώνονται ως κριτική του καπιταλισμού, αλλά λειτουργούν σύμφωνα με αρκετά διαφορετικές πηγές. Αυτός είναι και ο λόγος που στην εργασία μας, πρέπει να συνεχίσουμε να κριτικάρουμε το καπέλωμα των αιτημάτων των συνδικάτων και των αριστερών κομμάτων, πάνω στα δυο αυτά θέματα. Έχουμε φτάσει ένα επίπεδο κινητοποίησης, ιδιαίτερα στο πιο ενεργητικό περιθώριο του κινήματος, όπου είναι αρκετά πιθανό να θέσουμε αυτά τα ζητήματα και να κάνουμε εμφανή μια κομμουνιστική συζήτηση.
Το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας: Το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, που εκφράζεται στην οργή ενάντια στον Σαρκοζί, είναι ουσιαστικό, αλλά δεν τίθεται ως τέτοιο – πλήν της άποψης που θέλει μια εκλογική αλλαγή. Αυτό θα πεί ότι όλος ο κόσμος, μέσα στο κίνημα, δηλώνει το μίσος του για την κυβέρνηση, ονειρεύεται την πτώση της, αλλά χωρίς αυτό να τίθεται ποτέ μέσα από μια πιθανή εναλλακτική, σε πρακτικό επίπεδο. Το να μπερδεύουμε την πτώση μιας κυβέρνησης, ακόμα κι αν συνιστά μια δυνατή στιγμή αυτής της κρίσης, με την πτώση του Κράτους, είναι ένα χονδροειδές σφάλμα. Πάνω απ’ όλα, στην καλύτερη, θεωρούμε ότι η γενική απεργία, παρουσιαζόμενη σκόπιμα ως πανάκεια, ως αυτοσκοπός, θα μπορούσε να αναγκάσει την κυβέρνηση να παραιτηθεί. Ωστόσο, η γενική απεργία δεν είναι κάτι αυτοτελές, ούτε καν ένα μέτρο επαρκές για να αλλάξουμε την κατάσταση. Επιτρέπει την κινητοποίηση, την οργάνωση και τη δημιουργία των συνθηκών για μια πολιτική κρίση, για μια κορυφαία διαίρεση, αλλά αυτό δεν αρκεί για να λυγίσει το καπιταλιστικό Κράτος.
Φυσικά, δεν είναι οι αόριστες εκκλήσεις για εξέγερση που θα δώσουν ένα επαναστατικό χρώμα, αλλά αντιθέτως, ο τρόπος που απευθύνουμε τα πολιτικά ζητήματα και τα όρια του κινήματος, για τα οποία πρέπει να μιλάμε: η κριτική στον Σαρκοζί και στην κυβέρνησή του, το μπινελίκι, είναι όλα άχρηστα εάν δεν παίρνουμε σοβαρά τα απαραίτητα μέτρα για να τους ανατρέψουμε, κι αυτό ξεκινά σφυρηλατώντας το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό χωρίς μια εξέγερση για να απαλλοτριώσουμε την εξουσία της κυρίαρχης τάξης.
Σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, δείξαμε τη δύναμή μας, την αποφασιστικότητά μας, να χτυπήσουμε το Κράτος μέσα από ένα σύνολο δυναμικών ενεργειών: σταματώντας την παραγωγή μέσω των απεργιών, μπλοκάροντας την εμπορευματική κυκλοφορία, με τα σπασίματα… Δράσεις που χτυπούν την Οικονομία, σαμποτάροντας τη διαδικασία απόσπασης υπεραξίας για το κεφάλαιο.
Οι απεργίες των φορτηγατζήδων, των οδοκαθαριστών, των σιδηροδρομικών, των εκπαιδευτικών, των ταχυδρομικών, στα διυλιστήρια, στους σταθμούς των λεωφορείων, των τραμ… Οι καταλήψεις των δημοσίων κτιρίων, των εμπορικών κέντρων, των γραφείων των αφεντικών, των πανεπιστημίων. Οι στοχευμένες διακοπές ρεύματος. Τα σπασίματα των γραφείων του UMP, της MEDEF. Τα μπλόκα στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, στις βιομηχανικές ζώνες, στα κέντρα των πόλεων, στα αεροδρόμια, στις αποθήκες καυσίμων. Οι άγριες διαδηλώσεις των μαθητών, που χάρισαν ζωντάνια κι ενέργεια. Τα σπασίματα, οι καταστροφές απ’ τις στάσεις λεωφορείων μέχρι τις λεηλασίες πολυτελών κατασημάτων, οι επιθέσεις ενάντια στους μπάτσους.
Όλες αυτές οι μορφές δράσης εκφράζουν την ανάγκη μας να επιβάλλουμε έναν συσχετισμό ισχύος ενάντια στον νόμο του κέρδους, της κερδοφορίας με κάθε κόστος. Σ’ αυτές τις δυνατές στιγμές εντοπίζεται μια ρήξη με την κυρίαρχη ατμόσφαιρα της παραίτησης, του φόβου, του ο καθένας να κοιτάει την πάρτη του: οι αστοί έρχονται ξανά με έκπληξη αντιμέτωποι με την ανατρεπτική μας ύπαρξη, την ικανότητά μας να ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας. Αυτό που τους φοβίζει, είναι το ξεχείλισμα της δύναμής μας, που βρίσκεται συνήθως θαμμένη κάτω απ’ τα προσχήματα της μοιρολατρίας. Όσο περισσότερες οι απεργίες, οι καταλήψεις, τα διαρκή μπλόκα, τόσο περισσότερο αυξάνεται η επικινδυνότητα που αντιπροσωπεύουμε κοινωνικά. Τόσο περισσότερο θα γίνεται πραγματικότητα η ένωση των προλεταρίων.
Σήμερα, η τακτική που χρησιμοποιεί το Κράτος είναι η πλύση εγκεφάλου, τα μαγειρέμματα του αριθμού των απεργών, του αριθμού των συλλήψεων, των απελάσεων, των διαδηλώσεων. Σήμερα ο εξευτελισμός της γλώσσας του Κράτους είναι εμφανής σε όλο το εύρος της δαιμονοποίησης των “σπαστών” (casseurs): όταν ένας μαθητής θα πετάξει μια πέτρα στους πάνοπλους μπάτσους, είναι ένας σπάστης. Όταν ένας μπάτσος πυροβολεί με ελαστικές σφαίρες στο κεφάλι ενός μαθητή (όπως στο Montreuil) ή ρίχνει δακρυγόνα στο κεφάλι ενός άλλου (όπως στην Caen) δεν είναι παρά ένας αστυνομικός που κάνει τη δουλειά του. Ο αστικός πολιτισμός βρίσκει φυσιολογική τη βία των μπάτσων, την οικονομική βία της εκμετάλλευσης, το πέταμα στον δρόμο χιλιάδων μισθωτών, αλλά αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας τη βία των εκμεταλλευομένων που καταστέλλει ανελέητα. Η πραγματικότητα είναι ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει σπάστες. Το Κράτος το ξέρει, είναι καιρός να το κατανοήσουμε κι εμείς, να αρνηθούμε αυτού του είδους τους διαχωρισμούς ανάμεσά μας και να οικειοποιηθούμε αυτήν τη βία.
Ο αγώνας ενάντια στην μεταρρύθμιση των συντάξεων δεν είναι παρά η αφορμή. Είναι η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης κατά δύο χρόνια, είναι ένα κίνητρο ικανό να προκαλέσει μια τόσο βαθιά εξέγερση, πόσο μάλλον όταν έχουμε ήδη σιωπηλά συμφωνήσει να θυσιάσουμε 40 χρόνια απ’ την ύπαρξή μας υποφέροντας τα βάσανα της εργασίας. Στην πραγματικότητα, αυτό που αρνούμαστε είναι αυτά τα 40 χρόνια της μισθωτής σκλαβιάς, στο σύνολό της.
Γι’ αυτό το λόγο είναι ανόητο να θέλουμε να περιορίσουμε τον αγώνα μας στα όρια των λογικών αιτημάτων. Μια εργασία απλά μέχρι τα 60, ενώ τα σώματά μας αποσυντίθενται, που μας πληγώνει, που μας εμποδίζει να απολαύσουμε τη ζωή; Όχι ευχαριστούμε! Να μας λείπει αυτή η λογική των αριστερών κομμάτων και των συνδικάτων, αυτή η παγίδα, αυτός ο ρεφορμισμός που είναι πια ανεπιθύμητος, όπως κάθε ρεφορμισμός του παρελθόντος! Θα τους αφήσουμε λοιπόν για πολύ να μιλούν για μάς; Να αρνηθούμε την παγίδα του διαχωρισμού μεταξύ αυτού που είναι αποδεκτό κι αυτού που δεν είναι… γιατί, ας μη ξεχνάμε ποτέ ότι, η εργασία μας είναι που παράγει κάθε αξία και δημιουργεί κάθε κοινωνική ανάπτυξη που μας κυριαρχεί, που μας μειώνει ολοένα και περισσότερο. Η εργασία μας, δεν είναι κάτι το καλό, είναι ξένη προς εμάς, κι αν είχαμε τη δυνατότητα, θα την αποφεύγαμε σαν την πανούκλα!
Το Κράτος, είναι επίσης και τα συνδικάτα που δε χάνουν ευκαιρία να μας αποδυναμώσουν. Ήδη επειδή δεν έχουν θέσει σε αμφισβήτηση την εργασία. Αντίθετα, την εκθειάζουν. Συνεπώς, δεν πρέπει να προκαλεί καμμιά κατάπληξη το ότι αγωνίζονται για να συντηρήσουν αυτόν τον κόσμο, ότι το μόνο που ονειρεύονται είναι να διορθώσουν μια-δυο λεπτομέρειές του, αλλά ως εκεί. Μουχλιασμένες διαδηλώσεις, ίδια ενορχηστρωμένες σαν από παρτιτούρες μουσικής, νυσταλέα διεκπεραιωμένες μόνο και μόνο για να μας αφομοιώσουν στα πλαίσιά τους, να μας εκτονώσουν, να μας τιθασεύσουν. Αυτά που οφείλουν να μας ενδιαφέρουν είναι ο αριθμός των συμμετεχόντων, η φασαρία που έκαναν, αλλά ο θόρυβος δεν είναι η δύναμή μας, η βαβούρα πάει κι έρχεται! Ιδιαίτερα μετά το τέλος αυτών των διαδηλώσεων, η προγραμματισμένη διάλυσή τους είναι εντελώς αντίθετη στην ανθρώπινη ανάγκη για συνεύρεση, για μια βασική συζήτηση των εμπειριών μας.
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες “μας”, οι αριστεροί πολιτικοί, μας μετράνε σαν κουκκιά, γιατί γι’ αυτούς δεν είμαστε παρά μια χειραγωγήσιμη μάζα, ένα ελεεϊνό σκαλοπάτι για να πατήσουν ώστε να ανέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Άλλες τακτικές που επιστρατεύουνε, συμπεριλαμβάνουν συμβολικές καταλήψεις χώρων, σε απομονωμένα μέρα, ή μικρές παρεμβάσεις στην κυκλοφορία των οχημάτων, μπλοκάρισμα των λεωφορείων για λίγες ώρες, αν είναι δυνατόν και για κανά μισάωρο! Φυσικά κάθε φορά επικαλούμενοι την ταλαιπωρία του κοινού, κι απ’ την άλλη το δικαίωμα του καθενός στην έκφραση. Μια γλώσσα αστική, βγαλμένη απ’ το κωλόχαρτο της le Figaro. Λες και το λεγόμενο κοινό αυτό, δεν είναι ταυτόχρονα μισθωτοί, εργάτες, επισφαλείς… που όλοι επηρεάζονται απ’ την παρούσα επιδείνωση των συνθηκών της ζωής… αλλά απλοί παθητικοί συνεργοί του Κράτους, που του γλύφουν τον κώλο!
Εμείς δε βάζουμε όλον τον συνδικαλιστικό κόσμο στο ίδιο τσουβάλι. Αναγνωρίζουμε τη διαφορά μεταξύ της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που είναι αποφασισμένη να κρατήσει την προνομιούχο θέση της, εγγυώμενη την κοινωνική ειρήνη, και ορισμένων ανακλητών αντιπροσώπων της βάσης που είναι φορείς των δράσεών της, των χειρονομιών ρήξης με τη συνδικαλιστική λογική, αν και παραμένουν προσηλωμένοι στα μαγαζάκια τους, είτε από συνήθεια, είτε χάρι στη δύναμη των προσωπικών σχέσεων με τους συναδέλφους τους εκεί… Είναι αυτή η κίνηση της ρήξης που μας ενδιαφέρει να ενισχύσουμε ώστε η δύναμή μας να αυξηθεί ακόμη περισσότερο.
Η δύναμή μας θα αυξάνεται όσο γενικεύουμε τα μπλόκα, τα σαμποτάζ, τις άγριες απεργίες επ’ αόριστον, τις καταλήψεις, τις απαλλοτριώσεις. Χωρίς ταμπέλες πέρα απ’ την κατάστασή μας ως προλετάριοι, ως παρίες της οικονομίας. Η δύναμή μας, θα είναι ακόμα μεγαλύτερη εάν ξεκόψουμε μ’ όλες αυτές τις άχρηστες προκαταλήψεις, γύρω απ’ την υπεράσπιση της εθνικής οικονομίας. Κάτω ο σεβασμός στην ιδιωτική ιδιοκτησία! Κάτω η εργασία! Αν η οικονομία τους είναι σε κρίση, ας τα τινάξει!
ΝΑ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥΜΕ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΙ Μ’ ΟΛΗ ΤΗ ΛΥΣΣΑ ΜΑΣ!
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΕΙ ΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΜΑΣ ΕΞΩ ΚΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Des prolétaires
Κάποιοι προλετάριοι
proletairesenavant(α)hotmail.fr
][][
Du mouvementisme à l’ autonomisation des luttes
Απ’ τον κινηματισμό, στην αυτονομία των αγώνων
Θα επιχειρήσω εδώ μια πρώτη κριτική ανάγνωση των τριών τελευταίων εβδομάδων αγώνα, σε επίπεδο τόσο τοπικό όσο κι εθνικό, με σκοπό να συλλογιστούμε πάνω στη δράση μας και να την εξελίξουμε. Ελπίζοντας να συμπληρωθεί και να αντικρουστεί από άλλους ανθρώπους, γινόμενη έτσι -γιατί όχι- ένα είδος συλλογικού κειμένου τοποθετήσεων. Έτσι ώστε ο καθένας να μπορεί να συμβάλει σε μια τέτοια αναλυτική αυτοκριτική, με τα κείμενά του, με θεματικά αποσπάσματα, με τις επιθυμίες και τις ανάγκες του, υπογράφοντας ελεύθερα, ανώνυμα είτε με ψευδώνυμο, ώστε να προκύψει μια ανάλυση εν τω γενάσθαι και ταυτόχρονα προκύπτουσα από παντού, σύμφωνα με τις ατομικές και συλλογικές εμπειρίες.
Για να γίνει η γραφή πέτρα απ’ το πλακόστρωτο, μια πρακτική ανάλυση πρέπει να είναι εργαλείο για τον αγώνα, και με την έκρηξη της ελεύθερης διάδοσής της, να μην μένει ποτέ στατική, να μην περιορίζεται σ’ έναν τόπο, να έχει έναν χαρακτήρα πειρατικό κι οριζόντιο. Κάτι τέτοιο θα μας επιτρέψει να συντονίσουμε καλύτερα και πιο αποτελεσματικά την παρούσα και την μελλοντική μας δράση. Και -γιατί όχι, να φτάσουμε σε μια συλλογική μπροσούρα “απ’ τον κινηματισμό στην αυτονομία των αγώνων” ως στήριγμα για τις επόμενες μεγάλες κοινωνικές αναταραχές.
Τοπικές εντυπώσεις
Η εντύπωση σήμερα, στην τρέχουσα φάση του κοινωνικού κινήματος, είναι να κλεινόμαστε ακριβώς σ’ έναν κινηματισμό. Έτσι, αντί να οικειοποιηθούμε τη χρονικότητα του αγώνα μας, υπακούμε στα συνδικαλιστικά καλέσματα.
Πως να επιβιώσουμε, να κάνουμε την απεργία μόνιμη, να τη ζήσουμε και να την πράξουμε μέσα από άλλους τρόπους από τις συνδικαλιστικές ημέρες δράσης, πώς με άλλα λόγια, να αυτονομήσουμε τον αγώνα, ξεκινώντας απ’ τους συντρόφους που τον δημιουργούν;
Η εντύπωση που κυριαρχεί είναι ότι πρέπει να περιμένουμε ποιά θα είναι η επόμενη δράση, όποια κι αν είναι αυτή, για να πάμε με κατεβασμένο το κεφάλι, χωρίς να της δίνουμε ένα βάθος, μια σαφή πολιτική κατεύθυνση, μια θέση, είτε μέσω προκηρύξεων, είτε μιας εφημερίδας, κειμένων κλπ. Στο χέρι μας είναι να δημιουργήσουμε και να βρούμε τα εργαλεία του αγώνα που θα μας φανούν κατάλληλα και χρήσιμα. Χωρίς αυτά, δεν είμαστε παρά οι φλαμπουροκουβαλίστρες, τα πρόβατα που φουσκώνουν των αριθμών του επικοινωνιακού μάρκετινγκ των δράσεων της CGT. Καθώς, γι’ αυτήν αυτό που μετράει δεν είναι συνήθως ένα πραγματικό, αποτελεσματικό κι επώδυνο ίσως, μπλοκάρισμα της οικονομίας, αλλά η προώθηση του λογότυπου-χορηγού της διοργάνωσης.
Πώς να μην μας χειραγωγούν, πως να ξεχωρίσουμε; Πώς μπορούμε να πάρουμε θέση: σε σχέση με τους συντρόφους στον αγώνα και τις πραγματικές τους δράσεις, σε σχέση με την καταστολή και τις αμέτρητες συλλήψεις/καταδίκες, σε σχέση με το ξεπούλημα των κεντρικών συνδικάτων, σε σχέση με την αποκλειστικά διεκδικητική κι αμυντική/αντιδραστική προοπτική του κοινωνικού κινήματος. Κι αυτό, προκειμένου να επαναφέρουμε στο κίνημα αυτήν την επιθετική δύναμη πυρός που περιλαμβάνει στα μέσα της δράσης του, αλλά λείπει απ’ τη λογική του. Η “βάση των μισθωτών” ριζοσπαστικοποιείται και αυτονομείται ως προς τα μέσα της δράσης της, αλλά όχι κι ως προς την πολιτική νοηματοδότηση που παίρνουν αυτά: ναι, μπλοκάρουμε τις εμπορευματικές ροές, εμποδίζουμε τους συναδέλφους να παν στη δουλειά, σπάμε τα γραφεία της εργοδοσίας ή του UMP και της MEDEF, κλπ κλπ, αλλά πάντα για να ικετεύσουμε τον διάλογο, τη διαπραγμάτευση, τον οίκτο εκ μέρους του Κράτους.
Ωστόσο, αυτή η φάση του κινήματος είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: τα κεντρικά συνδικάτα το ξεπουλάνε, διαπραγματεύονται, διαχειρίζονται τις τοπικές εφεδρείες τους ως αναχώματα στις πρωτοβουλίες του κινήματος, ΚΑΙ ΠΑΡΟΛΑΥΤΑ οι ριζοσπαστικές δράσεις των οικονομικών μπλόκων συνεχίζονται, πολλαπλασιάζονται και αυξάνουν σε διάρκεια παντού. Ενώ η κυβέρνηση, απ’ την μεριά της, χέρι με χέρι με τα κεντρικά συνδικάτα, παίζει μπάλα πάνω στη διάσπαση και στην εξάντληση και στη λογοκρισία και προπαγάνδα των μμε, κι ακόμα με προβοκάτσιες και καταστολή. Αυτή η φάση είναι αυτή του φόβου της MEDEF, των αφεντικών, του Κράτους. Γιατί δικαίως φοβούνται, όπως και τα κεντρικά συνδικάτα που τους παπαγαλίζουν, αν μια ανάσα ζωής απ’ τους νέους (φοιτητές-μαθητές) θα δώσει ή όχι αρκετή ενέργεια στους μισθωτούς που κρατάν στις απεργίες και τις δράσεις στα μπλόκα, να συνεχίζουν.
Μ’ άλλα λόγια, το κίνημα εισήλθε πλέον στη τόσο επιθυμητή αυτή φάση της αντιστροφής της προοπτικής:
Ο ΦΟΒΟΣ ΑΛΛΑΖΕΙ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ, η MEDEF μετρά με θλίψη τα χαμένα κέρδη της (πάνω από 4 δισ. ευρώ απ’ το ξεκίνημα των απεργιών τον Σεπτέμβρη, εκ των οποίων 200.000 μόνο για την πετρελαιοβιομηχανία), το Κράτος τρέμει τη ριζοσπαστικοποίηση των μαθητών που είναι έτοιμοι να συγκρουστούν μαζί του, και τα κεντρικά συνδικάτα φοβούνται τη ριζοσπαστικοποίηση και την αυτονόμηση της βάσης τους.
Ο ΦΟΒΟΣ ΑΛΛΑΖΕΙ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ, και πρέπει να επιβεβαιώσουμε αυτήν την τάση, που δείχνει με σαφήνεια και συλλογικά την πολιτική μας κατεύθυνση: ότι δεν είμαστε εδώ για να διαπραγματευθούμε, δεν είμαστε εδώ για να βγούμε στην τηλεόραση, αλλά ότι οι διαδηλώσεις μας, οι συγκεντρώσεις, οι δράσεις, είναι πράξεις πολέμου. Πολέμου ενάντια στο Κράτος. Πολέμου ενάντια στο Κεφάλαιο. Πολέμου ενάντια στα κεντρικά συνδικάτα. Να βρούμε τα ελεύθερα ηλεκτρόνια, τους αποκλεισμένους, τους πειρατές, τα ανατρεπτικά παράσιτα στις μπουάτ, στα σχολεία, στα εργοστάσια, στον δρόμο. Να αρχίσουμε να γνωριζόμαστε, να συντονιζόμαστε, να αυτοοργανωνόμαστε, να παίρνουμε θέση, να αποφασίζουμε και να δρούμε μαζί, να χτυπάμε. Βάσει μιας τέτοιας δυναμικής στάθηκε δυνατό να δημιουργθηούν Λαϊκές Συνελεύσεις σε πολλές πόλεις (όπως στη Λυόν ή στην Τουλούζ), να γίνουν σκληρές διαδηλώσεις και μπλόκα με άμεση αντιπαράθεση με τους μπάτσους όταν προσπαθούσαν να τα σπάσουν, βγήκαν συλλογικές προκηρύξεις που φτύναν στα μούτρα τα συνδικάτα και τα μμε, δημιουργήθηκαν υποδομές (όπως το περιοδικό infoslutte), ραδιόφωνα κλπ.
Να ανακαλύψουμε, να επιλέξουμε, να δημιουργήσουμε τα εργαλεία του αγώνα που θα μας επιτρέψουν να αυτονομηθούμε καταρχήν οι ίδιοι στον αγώνα μας, και κατ’ επέκτασι να αυτονομηθεί ο ίδιος ο αγώνας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, να αποφύγουμε τη δημιουργία παθητικών ακολούθων, αφού πάρουμε την πρωτοβουλία, πρέπει να τη διαφυλάξουμε και να την αναπτύξουμε.
Στη Γαλλία, αυτό το κοινωνικό κίνημα, θα έχει ορισμένες συγκεκριμένες χάρες: την αυτονομία των δράσεων μέσω της διάδοσής τους από τοπικές πρωτοβουλίες, την αλληλεγγύη και την τοπική σύγκλιση, τα οικονομικά μπλόκα ως πολιτική απεικόνιση της απεργίας, τις πικετοφορίες και συγκεντρώσεις, τα ταμεία αλληλεγγύης, και πάνω απ’ όλα, αυτό το κίνημα ανοίγει ένα ρήγμα, μια εποχή αναταραχής με μακροπρόθεσμη δυναμική. Εποχή αναταραχής που θα μπορεί όλο και δυσκολότερα να ελεγχθεί από τη συνδικαλιστική αστυνομία, απ’ τα κεντρικά συνδικάτα που έχουν την ισχύ τώρα, καβαλώντας τον άνεμο της αναταραχής αυτής, καθώς αυτά προσαρμόζονται πάντα στην αποφασιστικότητα της βάσης.
Επομένως, καθώς αυτό το ρήγμα είναι ανοιχτό, είναι σημαντικό να θέσουμε νέα ζητήματα τακτικής πάνω στη στρατηγική των ριζοσπαστικών ομάδων απέναντι στο “συνδικαλιστικό κίνημα”.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι συγκαταλέγονται στους “ανατρεπτικούς”, γίνονται πιο δεκτικοί στη ριζοσπαστική συζήτηση και στην αυτοοργάνωση σε μπλοκ σε πορείες και στην αλληλεγγύη στη βάση της συνάφειας στους ομοίους τους, αντιλαμβάνονται ότι οι μεγάλες “ημέρες εθνικής και διασυνδικαλιστικής δράσης” δεν είναι παρά φεστιβαλικές φανφάρες των οποίων το μόνο κριτήριο συσχετισμού δυνάμεων είναι το πλήθος, οι αριθμοί. Αλλά η δύναμή μας είναι η ριζοσπαστικότητα, πολύ δε παραπάνω η αυτοοργανωμένη και συντονισμένη πρωτοβουλία μας. Να δημιουργούμε ένταση, να δημιουργούμε τη σπίθα, τον συσχετισμό δυνάμεων στις διαδηλώσεις ή έξω απ’ αυτές, είναι μια δράση καθ’ εαυτή, βάσει της δικής μας ικανότητας δράσης κι αντίδρασης.
Ως εκ τούτου, συγκεκριμένα στην περίπτωση του Στρασβούργου, οι τακτικές επιτυχίες του Αντικαπιταλιστικού Μπλοκ, όπου 150 συμπαθούντες, απ’ τους οποίους μόλις 30-40 στον σκληρό πυρήνα του, δημιούργησαν περισσότερη ένταση απ’ ό,τι οι 30.000 που έκαναν τον περίπατό τους γύρω μας. Εξ ου και η ασφυκτική παρουσία της αστυνομίας αποκλειστικά γύρω μας, καθώς η καταστολή είναι πολιτική. Ίσως λιγότερο αποτελεσματική τακτική μπορεί να βρεθεί στην ιδέα, μπορεί πάντως, της δημιουργίας ενός είδους “μόνιμης αναταραχής” στους δρόμους μιας πόλης (συχνά εφικτής χάρη στους μαθητές, πολύ συχνά χάρη μόνο σ’ εκείνους), μέσω άγριων διαδηλώσεων, δράσεων οικονομικής παράλυσης στρατηγικών σημείων, καταλήψεων-μπλόκων χώρων εργασίας και παραγωγής, δηλαδή διατήρησης της πίεσης μέσω δράσεων-προπαγάνδας-μπλόκων στην οικονομία ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ και απλώς εντεινόμενων κατά τις μεγάλες κεντρικές διαδηλώσεις. Οι κεντρικές διαδηλώσεις παραμένουν απαραίτητες για να δώσουν στην κορύφωση του κινήματος έναν ρυθμό, μια τακτική χρονικότητα, εξ ου προκύπτει και η “μαζικοποίηση” ή αλλιώς η διεύρυνση και ριζοσπαστικοποίησή τους.
Κάτι τέτοιο διατηρεί το ενδιαφέρον του μέχρι την κρίσιμη φάση του κινήματος, οπότε εισέρχεται σε μια λογική καταστολής/ριζοσπαστικοποίησης που αντικατοπτρίζεται στον πολλαπλασιασμό κα την σκλήρυνση των εσωτερικών συγκρούσεων. Όμως αυτή η φάση δεν είναι και η τελική. Για να ξεφύγουμε από μια προοπτική “αυτοσκοπού”, δηλαδή από έναν κινηματισμό συνοδευόμενο από μια αίσθηση επείγοντος και την ακόλουθη εξάντληση, τη δύσπνοια, πρέπει να δημιουργήσουμε μια νέα φάση (αυτό είναι και το δύσκολο αυτή τη στιγμή στη Γαλλία), αυτή είναι ακριβώς η αντιστροφή της προοπτικής: να επιβάλλουμε ως συσχετισμό δυνάμεων την ίδια τη χρονικότητα του αγώνα κι έτσι να σπάσουμε τον εκβιασμό του Κράτους και των συνδικαλιστικών αστυνομιών.
“Το κίνημα είναι νεκρό”, ακούμε να λένε. Όμως για ποιό κίνημα μιλάμε; Η ιδέα είναι ακριβώς να προωθήσει τις προϋποθέσεις που επιτρέπουν τη δημιουργία ενός κινήματος μέσα στο κίνημα, ή τη φάση της ασφυξίας-ριζοσπαστικοποίησης που μπορεί να μεταμορφωθεί σε αυτοοργάνωση για έναν μακροπρόθεσμο αγώνα, δια-κινηματικό ίσως, ή ακόμα, ενός αγώνα που θα καταστήσει το κίνημα μόνιμο. Με λίγα λόγια, να επανοικειοποιηθούμε τη δύναμή μας να επιτεθούμε για να δώσουμε νέες προοπτικές στον αγώνα, οι οποίες δεν μπορεί πια να είναι διεκδικητικές-αμυντικές-αντιδραστικές. Αυτή η φάση μπορεί να πάρει πολλές μορφές: ένα κίνημα καταλήψεων στρατηγικών χώρων (όπως για παράδειγμα των όσων αντιπροσωπεύουν την κοινωνία του εμπορευματικού ολοκληρωτισμού) μέσω Λαϊκών Συνελεύσεων και μόνιμων συντονιστικών, επανοικειοποίηση των μμε όπως το ραδιόφωνο κλπ κλπ.
Ξεκινώντας από κει, να επανεξετάσουμε συλλογικά κι εκ νέου την κατάσταση του αγώνα που θα έχουμε δημιουργήσει οι ίδιοι, μ’ αυτό το κίνημα το οποίο δεν πρέπει πια να είναι διεκδικητικό αλλά επιθετικό.
Δεν υπάρχει ακόμα η κατάλληλη εξεγερσιακή φάση στα κοινωνικά κινήματα στην Ευρώπη προς στιγμήν, όμως αυτή θα αρχίσει να παίρνει μπρος, στη σκέψη και στην πράξη. Είναι στο χέρι μας να είμαστε παρόντες και να θέτουμε τα τεράστια ζητήματα τακτικής.
Επίσης, τώρα, σε τοπικό κι εθνικό επίπεδο, να θέσουμε το ερώτημα: πού βρίσκεται το πραγματικό κίνημα;
Όταν βλέπουμε μια Επιτροπή Αγώνα να συγκεντρώνει μέσα σ’ ένα βράδυ μια εξηντάδα λυκειόπαιδα, ελάχιστα “πολιτικοποιημένα” όπως λένε, αλλά δεκτικά, προσεκτικά, να επικεντρώνονται στην μακρά και φαινομενικά λιτή ανακοίνωση της Νομικής Ομάδας, που γίνεται αντιληπτή ως πραγματικότητα των συλλογικών αναγκών, αυτό είναι κάτι θετικό. Μια υποδομή που οργανώνεται, σταθεροποιείται, προετοιμάζεται και καταστρώνει σχέδια. Γιατί, αυτό είναι τελικά το πραγματικό ερώτημα: αν θα δώσει τα εργαλεία και τα μέσα για να συνεχίσει να ενισχύεται, να οικοδομείται, και να έχει έναν συσχετισμό ισχύος ικανό να χτυπήσει πιο συνεκτικά κι αποτελεσματικά, στα επερχόμενα μεγάλα κοινωνικά γεγονότα απ’ τα οποία προφανώς και δεν πρέπει να απομονωθούμε επειδή στην αφετηρία τους θα κουμαντάρονται απ’ τα ρεφορμιστικά κεντρικά συνδικάτα.
Η λέξη τρέχει, οικειοποιείται, εκφράζεται με ολοένα και λιγότερη συγκράτηση: το Κράτος, η αστυνομία, τα κεντρικά συνδικάτα, η μισθωτή εργασία, ο καπιταλισμός, είναι εκ θεμελίων ΕΧΘΡΟΙ. Με όλα όσα αυτό συνεπάγεται.
Κανονικά, θα ‘πρεπε να χε λάβει τέλος μέχρι τώρα. Η αναταραχή θα πρεπε να σβήνει σιγά σιγά, σε πείσμα των λίγων αμετανόητων. Το τέλος του κινήματος είναι γεγονός, το αποδεικνύουν τα νούμερα, το γράφουν οι εφημερίδες. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες το παραδέχονται: “ο νόμος πέρασε, χάσαμε”. Κι όμως, αυτό δεν είναι αυτό που νιώθουμε, και σίγουρα όχι αυτό που υπάρχει.
Τα μήντια αρέσκονται να αγνοούν ότι συμβαίνει σ’ ολόκληρη την επικράτεια, όπως έκαναν και στη διάρκεια της έλλειψης φυσικού αερίου, στην αναταραχή των καθημερινών δράσεων. Την πρώτη Νοέμβρη, ένα άνοιγμα διοδίων έλαβε χώρα στο Bozulé του Calvados, στο Blanquefort, στο Gers, ένα εργοστάσιο αρτοσκευασμάτων είχε αποκλειστεί, το ίδιο και στο Montivilliers, στην Άνω Σαβοϊα. Στόχοι αρχίζουν να εμφανίζονται παντού, επανασχεδιάζοντας τον χάρτη των αγώνων, κι αυτό που παίζεται σε μια κωμόπολη στα ΝοτιοΔυτικά, γίνεται εξίσου αποφασιστικό, τόσο το ίδιο το μπλοκάρισμα ως στόχος, όσο και η διάδοσή του στους νέους συνεργούς που θα μάθουν απ’ αυτό. Δεδομένου ότι οι αγώνες δεν εξαρτώνται πλέον αποκλειστικά από μια οργάνωση που εδρεύει στον χώρο της εργασίας, ούτε από μια κρίσιμη μάζα απεργών, μπορούν ακριβώς να εμφανιστούν οπουδήποτε, είναι στο χέρι της διαίσθησης και της πρωτοβουλίας ακόμα και 50 ανθρώπων να κινητοποιηθούν. Απελευθερωμένοι απ’ την τυραννία των αριθμών, οι απεργοί μπορούν να αναλάβουν “βάρδιες” εκ περιτροπής, χάνοντας λιγότερα χρήματα και χωρίς να τους εμποδίζει κάτι απ’ το να μετατρέπουν τις μέρες αργίας σε μέρες δράσης: την 11η Νοέμβρη η ανακωχή (του Β’ΠΠ) γιορτάστηκε με το μπλοκάρισμα ή την εισοβλή σε μια δεκάδα εμπορικά κέντρα της Λιλ και του Μπορντώ.
Εδώ κι έναν μήνα, οι κανόνες έχουν αλλάξει: η στατιστική δεν μπορεί πια να χωρέσει το πραγματικό και το παλιό μοτίβο της επιστροφής στην ομαλότητα είναι πια κενό νοήματος. Δεν είναι πια θέμα να είμαστε πολυάριθμοι στους δρόμους, αλλά να είμαστε αποτελεσματικοί στις δράσεις και στα μπλόκα. Δεν είναι θέμα να απαντάμε στα καλέσματα των συνδικαλιστικών ηγεσιών αλλά να οργανωθούμε έξω απ’ αυτές, ξεκινώντας απ’ τις πραγματικές μας δυνάμεις. Σ’ αυτές τις συνθήκες, το τέλος για το οποίο μας μιλάνε δεν μας αφορά καθόλου, πολύ απλά γιατί δεν έχουμε παίξει το τελευταίο χαρτί μας. Και γιατί μόλις τώρα ξεκινάμε να δοκιμάζουμε την άμεση και πρακτική αποτελεσματικότητα των καταλήψεων και των μπλόκων, και να μετράμε την ισχύ κάθε απίθανης συμμαχίας που δημιουργείται γύρω από μια πορεία ή μια συγκέντρωση. Είναι μάλλον μια αρχή, παρά ένα τέλος.
Με τρόπο διάχυτο, επίμονο, ένα μέρος του κινήματος συνεχίζεται. Κι αυτή η επιμονή οργανώνεται μέσα στις εστίες του αγώνα, εκεί όπου εκείνοι κι εκείνες που θέλουν ακόμα να δώσουν μάχη παραμένουν μαζί. Μπορεί να είναι μια συγκέντρωση, ένα κατειλημμένο αμφιθέατρο κάποιας σχολής, τα γραφεία μιας επιτροπής ή επιχείρισης… Στη Ρεν, εδώ και τρεις εβδομάδες, το “Σπίτι της Απεργίας” παραμένει ανοιχτό στο παλιό κτήριο των συνδικάτων, στο κέντρο της πόλης. Ένας χώρος “Σύγκλισης των Αγώνων” έχει κατειληφθεί στη Γκρενόμπλ. Όσον αφορά τη Λυόν, οι απεργοί κατέλαβαν ένα αμφιθέατρο στο πανεπιστήμιο Λυον 2, στο Μπρον. Κάθε φορά, αυτοί οι χώροι επιτρέπουν να βρίσκεται η κοινότητα των πορειών και των συγκεντρώσεων, για να συναντηθεί στο δρόμο ή στις στιγμές των μπλόκων, και να ξανακερδίσει τη συνοχή της εκεί. Επίσης για να οργανωθεί: να συντονίσει τις δράσεις της, να διασφαλίσει τη συνέχεια, να αναπτύξει τα υλικά μέσα που θα ενισχύσουν την ικανότητα λήψης πρωτοβουλιών (τα απεργιακά ταμεία, οι κινητές καντίνες ανεφοδιασμού κλπ), να σκεφτεί στρατηγικά, από κοινού, πάνω στο θέατρο των εχθροπραξιών. Και να συλλάβει τη συνέχεια.
Στη Γουαδελούπη, εδώ και δυο χρόνια, η εξέγερση και τα μπλόκα πήραν έναν χαρακτήρα αύξοντα. Και το να κρατήσεις ένα νησί αποκλεισμένο για δυο μήνες, σημαίνει ότι είσαι σε θέση να εξασφαλίσεις ότι ο κόσμος μπορεί να καλύψει την πείνα του, να συνεννοηθεί με τους παραγωγούς και να μεριμνήσει για την παραγωγή, να κολλεκτιβοποιήσει τις καλλιέργειες. Τόσες χειρονομίες που μια απλή έλλειψη βενζίνης ή μια συστηματική κατάληψη των λογιστικών πλατφορμών μας αναγκάζουν να ξαναμάθουμε. Να βρούμε τα μέσα να κρατήσουμε, δε σημαίνει απλά να λάβουμε θέσεις αντίστασης, να οχυρωθούμε, αλλά επίσης να διασφαλίσουμε ότι οι θέσεις μας θα γενικευθούν, να βαθύνουν, θα αυτοκαθοριστούν στο πεδίο του αγώνα όσο και στην καθημερινή ζωή. Ένας βρεφονηπιακός σταθμός για να αφήνουμε τα παιδιά όσο είμαστε στα μπλόκα, και μια ομάδα που θα έχει την ευθύνη να μαγειρέψει για όλον τον κόσμο. Ένα φορτηγό με φυλαγμένα καύσιμα για περίπτωση ανάγκης, που θα μεταφέρει μια κινητή καντίνα ικανή να φροντίσει τα γεύματα μιας εκατοστής ατόμων, και μια σειρήνα για να ειδοποιεί την νύχτα… Με άλλα λόγια, πρέπει να προετοιμαστούμε στα σοβαρά για ένα ξεπέρασμα της οικονομίας.
Οι απεργοί των διυλιστηρίων και των σιδηροδρόμων, πολύ συχνά επιστρέφουν στην εργασία τους με μια εντύπωση εγκατάλειψης από τους “άλλους τομείς”, με την πικράδα της απομόνωσης. Ωστόσο, την ίδια στιγμή που διαλύεται το κίνημα, λίγο-πολύ παντού, οι άνθρωποι οργανώνονται για νέα μπλόκα και παίρνουν πρωτοβουλίες, σε τοπικό επίπεδο. Αν η κατάσταση προκαλεί μια αίσθηση απομόνωσης, είναι στην πραγματικότητα επειδή οι επίσημες μορφές των κινητοποιήσεων, με τις ασφαλείς πορείες τους, υποχώρησαν αλλά στη θέση τους μια πιο διάχυτη επίθεση μπορεί να ξεκινήσει. Και το κενό που άφησε πίσω του το κοινωνικό κίνημα είναι επίσης μια ευκαιρία. Ο κατακερματισμός του κινήματος, είναι και πολλαπλασιασμός των πρωτοβουλιών, παραμένει το καλύτερο εφόδιο για ένα συμπαγές και διαρκές ξεπέρασμα της μοναξιάς. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν δίνουν πια μάχες στην πολιτική σκηνή; Τόσο το καλύτερο. Η απώλεια του κέντρου, της κάθετης δομής του κινήματος, αφήνει ανοιχτά τα περιθώρια επικοινωνίας των μελών του, να οικειοποιηθούν και να ενισχύσουν, να δώσουν τους δικούς τους ρυθμούς και τις δικές τους προοπτικές για την νίκη.
Τώρα που δεν έχουμε πια να φοβόμαστε το τέλος, έχουμε όλον τον χρόνο με το μέρος μας.
Στις 12 Οκτώβρη προκηρύχθηκε ακόμα μία ολοήμερη γενική απεργία στη Γαλλία, με πάνω από 3.500.000 διαδηλωτές στους δρόμους ενάντια στο νομοσχέδιο για παράταση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 60 στα 62, 65 ή 67 χρόνια για όσους κριθεί ότι πληρούν τα κριτήρια.
Η απεργία ήταν εκτεταμένη, περιελάμβανε αεροδρόμια, σιδηροδρόμους, ΜΜΜ, ταχυδρομία, και κυρίως την πλειοψηφία των γυμνασίων και λυκείων της χώρας. Το ίδιο βράδυ, στο Παρίσι οι εναπομείναντες των διαδηλώσεων, φαίνεται να τις γιόρτασαν με τις παραδοσιακές πλέον συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξεις. Κάτι που έχει ακόμα πιο πολύ ενδιαφέρον, είναι ότι την επόμενη μέρα ένα μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων αλλά και μαθητών, ξέχασαν να παν στις δουλειές/σχολεία τους, ή αδιαθέτησαν… Γενικές συνελεύσεις οργανώθηκαν επί τόπου, όπου συζητήθηκαν ιδέες για συνέχεια των δράσεων. Σύμφωνα με το υπουργείο εσωτερικών τις τελευταίες 3 μέρες 61 άτομα συνελήφθησαν και σε 45 θα απαγγελθούν κατηγορίες για πράξεις βίας. Οι προσαχθέντες υπολογίζονται σε πολλαπλάσιο αριθμό.
Ο επίμαχος νόμος για την παράταση της ηλικίας συνταξιοδότησης, προτείνεται ως αντίδοτο στην χαώδη τρύπα των οικονομικών των ταμείων και των δημοσιονομικών του κράτους, αλλά και ως ενίσχυση της παραγωγικότητας του γαλλικού κεφαλαίου. Στην ουσία το νομοσχέδιο περιλαμβάνει: περικοπή μισού μηνιάτικου τον χρόνο ανά εργαζόμενο, ελάττωση της αγοραστικής δύναμης κατά περίπου 20% για τους συνταξιούχους, και 2-7 χρόνια παραπάνω εργασίας, προκειμένου να εισπράξει ένας εργαζόμενος σύνταξη.
Τα τελευταία 20 χρόνια, ένα 10% του ΑΕΠ έχει περάσει απ’ τους μισθούς των εργαζομένων στα κέρδη των καπιταλιστών. Χρόνο με τον χρόνο, οι μισθοί πέφτουν, οι εργαζόμενοι γίνονται φτωχότεροι, δουλεύουν περισσότερο για λιγότερα χρήματα, άρα είναι πιο εκμεταλλεύσιμοι για το κεφάλαιο, που προσπαθεί να διαφύγει της κρίσης του με μια φυγή προς τα εμπρός, επιταχύνοντας την εκμετάλλευση και την υποτίμηση της αξίας της εργασίας. Αυτή η επιτάχυνση όμως έχει κι ένα ακόμη διακύβευμα, που αυτή τη φορά αφορά το κράτος και την περίφημη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που έχει ενεργοποιήσει συνοπτικά η κυβέρνηση Σαρκοζύ, αρχικά ενάντια στα “αποβράσματα” των προαστείων, και πιο πρόσφατα ενάντια στους Ρομά: ο κρατικός μηχανισμός εγκαταλείπει οποιοδήποτε δημοκρατικό πρόσχημα, επιτιθέμενος κατά βούληση στο ένα ή το άλλο κοινωνικό υποκείμενο, το οποίο επιπλέον στερεί από κάθε νομική ή κοινωνική αναγνώριση, εγκληματοποιεί και δαιμονοποιεί την ίδια την ύπαρξή του.
Δημιουργεί έτσι μια “κατάσταση εξαίρεσης” η οποία επεκτείνεται γρήγορα ώστε να αγκαλιάσει ασφυκτικά το σύνολο της ζωής και του λόγου. Κι αυτοί που δεν βρήκαν ν’ αρθρώσουν μια αντίρρηση στην εξόντωση των εξεγερμένων των προαστείων, στο κόλλημα στον τοίχο των “εξτρεμιστικών μειοψηφιών” των κινητοποιήσεων ενάντια στο “σύμφωνο πρώτης εργασίας”-cpe, στην αντιτρομοκρατική υστερία, στη στοχοποίηση και την κοινωνική υποτίμηση των αράβων/μουσουλμάνων, στο διωγμό των ρομά… οι μεγάλες μάζες, βρίσκονται τώρα στο μάτι του κυκλώνα, αντιμέτωπες με τις συνέπειες της προηγούμενης αδράνειάς τους που άφησε κάθε πρωτοβουλία κινήσεων στον εχθρό, καθώς το νομικό και αστυνομικό οπλοστάσιο του κράτους είναι εμφανώς ενισχυμένο μετά τις προηγούμενες νίκες του.
Το διακύβευμα λοιπόν είναι αυτό: αν θα μπορέσουν να αναδημιουργήσουν όσο πιο γρήγορα τα δεσμά αλληλεγγύης που θα επιτρέψουν καταρχήν να αντιστρέψουν την επίθεση του κράτους-κεφαλαίου, ή θα αφήσουν ξανά μόνους τους τους “εξτρεμιστές”, τις “μειοψηφίες”, για να φάνε τελικά τις σάρκες τους; Η ζωντανή παράδοση μαχητικότητας του γαλλικού προλεταριάτου δεν είναι αμελητέα πάντως, σ’ αυτήν τη διελκυστίνδα που παίζεται παντού, και ορισμένες απ’ τις αντιδράσεις του αναδημοσιεύουμε κι εδώ, για την καλύτερη επικοινωνία πρακτικών και προοπτικών.
13 Οκτώβρη
Σε όλη τη χώρα: αποκλεισμοί σιδηροδρομικών σταθμών απ’ τους εργαζομένους στους σιδηροδρόμους. Μπλόκα στην κυκλοφορία από μαθητές γυμνασίων και λυκείων και φοιτητές. Μπάχαλα στο Saine-Saint-Dennis. Οι μπάτσοι χρησιμοποιούν πλαστικές σφαίρες εναντίον μαθητών. Οδοφράγματα μπροστά απ’ τα γυμνάσια της Νίκαιας, και μικρές διαδηλώσεις γειτονιάς από μαθητές στην Μασσαλία. Χιλιάδες φοιτητές στους δρόμους της Χάβρης, της Νάντης, της Βρέστης, της Rennes.
Στο Παρίσι, νοσηλευτές μπλοκάρουν το υπουργείο υγείας και τις παίζουν με τους μπάτσους, ενώ στα προάστεια, νεολαίοι την πέφτουν σε αστυνομικές περιπολίες. Η αστυνομία επεμβαίνει ανοιχτά σε πολλά σχολεία προκειμένου να τα “επαναφέρει στην τάξη”.
Στο Saint-Nazaire, πάνω από 1.000 γυμνασιόπαιδα (τα μισά όλων των γυμνασίων της πόλης) συγκεντρώνονται μαζί με σιδηροδρομικούς και δασκάλους έξω απ’ τα ναυπηγεία για αλληλεγγύη στους εργάτες σ’ αυτά. Πάνω από 1100 γυμνάσια-λύκεια συμμετέχουν σε κινητοποιήσεις, τα μισά τουλάχιστον έχουν καταληφθεί απ’ τους μαθητές τους. Στάση εργασίας σε εργοστάσια παραγωγής ενέργειας στη Χάβρη όπου 55.000 διαδηλωτές “σπέρνουν την έριδα”-sèment la zizanie, σε διυλιστήρια κατά μήκος του Λίγηρα (Loire). Κλειστά καί τα έξη διυλιστήρια της Total.
Αρκετοί εργάτες πραγματοποίησαν στάση εργασίας για 1-3 ώρες, μετά από κάλεσμα της CGT. Στάση εργασίας και για δεκάδες εργοστάσια του Nord-pas-de-Calais. Απεργία των απορριματοφόρων στην Μασσαλία, ενώ λιμενεργάτες καταφέρνουν να μπλοκάρουν τις δραστηριότητες του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας. Απεργίες και μπλόκα και στο Στρασβούργο.
Nancy: Μετά από φασιστικές επιθέσεις, τρεις φοιτητές και μια φοιτήτρια απ’ την περιφρούρηση της κατάληψης της φιλολογίας, συλλαμβάνονται με μεταλλικές ράβδους στα χέρια, μετά από συμπλοκή κατά την οποία τραυματίστηκε ένας ασφαλίτης. Μέχρι το πρωί δεκάδες συμφοιτητές και αλληλέγγυοι ξενυχτούν έξω απ’ το αστυνομικό τμήμα ζητώντας να απελευθερωθούν οι σύντροφοί τους.
Béziers: Δολιοφθορείς κόβουν το ρεύμα και το αέριο στην οικία του βουλευτή Raymond Couderc, στο προάστειο του Παρισιού. Σε ανακοίνωσή της η CGT υπερασπίζεται το σαμποτάζ και το αποδίδει σε αγανακτισμένους απεργούς. Διάφορες δράσεις και κινητοποιήσεις στην υπόλοιπη χώρα.
Το σοσιαλιστικό κόμμα του Strauss-Khan (του ΔΝΤ) τώρα προτείνει ορισμένες υποχωρήσεις, όπως προνόμιο λίγων μηνών για πολύτεκνες μητέρες κλπ), και φαίνεται να ευνοείται από τα μμε.
14 Οκτώβρη
Χιλιάδες διαδηλωτές -κυρίως μαθητές και φοιτητές σε Παρίσι, Μπορντώ, Τουλούζη και Μασσαλία. Ξανά πεσίματα σε μπάτσους στο ηρωικό Seine-Saint-Dennis. Ένοπλοι μπάτσοι γύρω από αρκετά σχολεία.
Chambéry: Συγκρούσεις μεταξύ φοιτητών και μπάτσων μπροστά απ’ τη σχολή Monge για δυο ώρες. Η αστυνομία επιτίθεται με δακρυγόνα μέσα στη σχολή και συλλαμβάνει αρκετούς φοιτητές. Οι μαθητές ενώνονται με τους φοιτητές και απωθούν προσωρινά τους μπάτσους. Ακολουθούν κοινές συνελεύσεις μαθητών-φοιτητών και υπόσχεση για όξυνση του αγώνα.
Avignon: Σχεδόν όλα τα λύκεια είναι μπλοκαρισμένα από μαθητές. Ανοιχτή συνέλευση στο πανεπιστήμιο, με πάνω από 200 άτομα, φοιτητές, σιδηροδρομικούς, υπαλλήλους της France Telecom, δασκάλους, μαθητές κλπ.
Orange: Μπλοκάρισμα του γαλλικού πρακτορείου ειδήσεων.
Mistral: Δε σχηματίζεται κανονικό μπλοκ, μαθητές και φοιτητές πλημμυρίζουν τους δρόμους, κάποιοι μοιράζουν φυλλάδια, άλλοι κλείνουν δρόμους κλπ.
Nimes: Μαζικές διαδηλώσεις γυμνασίων-λυκείων. Πυρπολούνται αυτοκίνητα, πέντε ασφαλίτες καταλήγουν στο νοσοκομείο, από καταιγισμό πετρών. Τα επεισόδια αποδίδονται από τα μμε, μετά από δήλωση του λυκειάρχη G. Bouilhol σε “ομάδες απ’ το εξωτερικό” που καταφθάνουν στη Γαλλία για να συγκρουστούν με την αστυνομία. Περιέργως, δυο μαθητές μια μαθήτρια και δυο ανθρακωρύχοι, όλοι κάτοικοι της πόλης. Η μαθήτρια κατά τη σύλληψή της χτύπησε τον μπάτσο και βαρύνεται με επιπλέον κατηγορίες.
Arles: Οι μαθητές στους δρόμους. Με εντολή του δημάρχου, η αστυνομία αποκλείει το ιδιωτικό σχολείο Henry Leroy, που είχε πρωτοστατήσει σε μπλόκα δρόμων την προηγούμενη βδομάδα. Montrouge: Πάνοπλοι αστυνομικοί “διασφαλίζουν την ελεύθερη πρόσβαση” στο υπό κατάληψη λύκειο Maurice Genevoix. Ένταση και συμπλοκές μεταξύ καταληψιών και των γάλλων ρόμποκοπ. Απεργοί καθηγητές μπαίνουν στην μέση.
Chartres: πέντε νεαροί συνελήφθησαν και προφυλακίσθηκαν από ασφαλίτες για επίθεση κατά αστυνομικής περιπολίας με πέτρες και ένα μπουκάλι με οξύ, στο περιθώριο διαδήλωσης 600 φοιτητών.
Besançon: Τα γαλλικά ΜΑΤ (CRS) επιτίθενται σε διαδήλωση 500 φοιτητών.
Yvelines: 4 μαθήτριες στο νοσοκομείο και 2 μαθητές κρατούνται μετά από επίθεση μπάτσων σε μαθητική πορεία.
Στρασβούργο: πορεία και μαζική ανοιχτή γενική συνέλευση στο πανεπιστήμιο.
Lyon: Ζέσταμα για 250αριά φοιτητές που βγήκαν στο δρόμο το πρωί. Κάποιοι προκάλεσαν ζημιές σε στάσεις λεωφορείων και πολυτελή οχήματα. 20 άτομα θα προσαχθούν αργά το απόγευμα.
Montreuil: η αστυνομία κάνει χρήση δακρυγόνων και πλαστικών σφαιρών εισβάλλοντας στην κατάληψη demi-lune (Ημισέληνος) και συλλαμβάνοντας τους παρευρισκομένους. 6 μετανάστες χωρίς χαρτιά κρατούνται. Ακολουθούν δυνάμεις της πυροσβεστικής και εκσκαφείς που γκρεμίζουν τα δυο κτήρια της κατάληψης. Η αστυνομία εμποδίζει τους καταληψίες να ενωθούν με τη διαδήλωση των μαθητών. Ακολουθούν σφοδρές συγκρούσεις σε όλο το Παρίσι. Ένας 16χρονος τραυματίζεται σοβαρά. Πριν δυο μέρες ένας ακόμα νεαρός τραυματίσθηκε σοβαρά στο κεφάλι και κινδυνεύει η όρασή του, καθώς μετά από μια “τελετουργική” ρίψη αυγών στους μπάτσους κατά την πολιορκεία του MEDEF στην Caen, αυτοί απάντησαν με δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες κατευθείαν απέναντι στο συγκεντρωμένο πλήθος.
Όπως η ίδια η κοινωνία την οποία υπηρέτησε τόσο πιστά, το πανεπιστήμιο έχει χρεοκοπήσει. Η χρεοκοπία του δεν είναι μόνο οικονομική. Υπόκειται στο πολύ πιο ουσιαστικό αδιέξοδο, πολιτικό και οικονομικό, που διαμορφώνεται εδώ και πολύ καιρό. Κανείς δε γνωρίζει πια τί ακριβώς αποτελεί το πανεπιστήμιο. Το νιώθουμε αυτό ενστικτωδώς. Είναι οριστικά παρελθόν το παλιό πρόγραμμα της παραγωγής μορφωμένων και καταρτισμένων πολιτών. Παρελθόν επίσης το ειδικό πλεονέκτημα που διέθετε ο κάτοχος ενός πτυχίου στην αγορά εργασίας. Όλα αυτά σήμερα είναι χίμαιρες, κατάλειπα φαντασμάτων που στοιχειώνουν τα κακοσυντηρημένα αμφιθέατρα.
Παράταιρη αρχιτεκτονική, τα φαντάσματα των εξαϋλωμένων ιδανικών, η προοπτική ενός κενού μέλλοντος: Ιδού ό,τι απέμεινε από το πανεπιστήμιο. Πηγαινοερχόμαστε ανάμεσα σ’ αυτά τα ρημάδια, που για τους περισσότερους από μας δεν είναι παρά συνήθειες και καθήκοντα με τα οποία γκρινιάρικα ξεμπερδεύουμε: Απ’ το ένα στο άλλο τεστ και εργασίες, μ’ ένα είδος απερισκεψίας και απαράλαχτης δουλικότητας που γίνεται υποφερτή με μια υποσυνείδητη δυσαρέσκεια. Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον, τίποτε δεν μπορεί να γίνει αισθητό. Ο ιστορικός κόσμος μέσα σ’ όλη τη φαντασμαγορία της καταστροφής του δεν είναι περισσότερο αληθινός από το παράθυρο μέσα απ’ το οποίο τον βλέπουμε.
Όσο γι αυτούς που η εφηβεία τους δηλητηριάστηκε απ’ την εθνικιστική υστερία που ακολούθησε την 11η Σεπτέμβρη, ο δημόσιος λόγος δεν μπορεί να είναι παρά μια σπείρα ψεμμάτων, κι ο δημόσιος χώρος ένα μέρος όπου τα πάντα μπορούν να εκραγούν (αν και ποτέ δεν εκρήγνυνται). Βασανισμένοι απ’ την αφηρημένη επιθυμία να “γίνει κάτι”-χωρίς ποτέ να μας περνάει απ’ το μυαλό ότι αυτό το κάτι θα μπορούσαμε να το κάνουμε εμείς- χανόμαστε στην αποστειρωμένη ομοιογένεια του ίντερνετ, κρυβόμαστε ανάμεσα σε “φίλους” που δεν έχουμε δει ποτέ, που η όλη ύπαρξή τους είναι μια σειρά από “φατσούλες” και γελοίες εικόνες, που ο μόνος διάλογος που λαμβάνει χώρα αφορά τα κουτσομπολιά των εμπορευμάτων. Η ασφάλεια, λοιπόν, και η άνεση υπήρξαν το μοτό της εποχής μας. Γλυστράμε ανάμεσα στις σάρκες χωρίς να μας αγγίζουν και χωρίς να μας μετα-κινούν. Βγάζουμε βόλτα την κενότητά μας απ’ το ένα μέρος στο άλλο.
Μπορούμε όμως να ‘μαστε ευγνώμονες για την ένδειά μας: η αποϊδεολογικοποίηση [demystification] είναι πια συνθήκη, κι όχι θεωρητικό πρόταγμα. Η φοιτητική ζωή επιτέλους πήρε την όψη αυτού που ήταν πάντα: μια μηχανή παραγωγής συμμορφωμένων παραγωγών και καταναλωτών. Ακόμακι ο ελεύθερος χρόνος έχει γίνει μια μορφή εκπαίδευσης για την εργασία. Το ανόητο κοπάδι των “αδελφοτήτων” [frat houses] που πίνει μέχρι λιποθυμίας δε διαφέρει από τους μελλοντικούς δικηγόρους που δουλεύουν απ’ το πρωί ως το βράδυ. Τα παιδιά που έπιναν χόρτο και έκαναν κοπάνες στο λύκειο, τώρα “κουμπώνονται” με Adderall και τρέχουν στη δουλειά. Το εργοστάσιο παραγωγής πτυχίων τροφοδοτείται απ’ το τρέξιμό μας στα γυμναστήρια. Γυρνάμε γύρω-γύρω σε ελλειπτικούς κύκλους όπως τα εξημερωμένα ζώα στις μυλόπετρες.
Δεν έχει και πολύ νόημα λοιπόν να θεωρεί κανείς το πανεπιστήμιο ως τον κρυστάλλινο πύργο της διανόησης, ειδυλιακά ή νωχελικά. “Work hard, play hard” ήταν το γεμάτο αυτοπεποίθηση μοτό μιας ολόκληρης γενιάς που δούλεψε σκληρά για …τί; Για να ζωγραφίζει καρδούλες στον αφρό του καπουτσίνο όταν δεν καταγράφει ονόματα και αριθμούς σε βάσεις δεδομένων… Το λαμπρό τεχνολογικό μέλλον του αμερικανικού καπιταλισμού εδώ και καιρό πακεταρίστηκε και πωλήθηκε στην Κίνα, με αντάλλαγμα λίγα ακόμη χρόνια δανεισμού σκουπιδο-προϊόντων. Ένα πτυχίο πανεπιστημίου πια κοστίζει πάνω-κάτω όσο και μια μετοχή στην General Motors.
Δουλεύουμε και παίρνουμε δάνεια προκειμένου να μπορούμε να δουλεύουμε και να παίρνουμε δάνεια. Και να φτάσουμε στις δουλειές που θέλουμε απ’ τις δουλειές που έχουμε. Σχεδόν τα τρία τέταρτα των φοιτητών εργάζονται ενώ είναι ακόμα στη σχολή, αρκετοί απ’ αυτούς full-time. Για τους περισσότερους, οι συνθήκες εργασίας που “απολαμβάνουμε” ενώ είμαστε ακόμα φοιτητές θα είναι οι ίδιες μ’ αυτές που μας περιμένουν μετά την αποφοίτηση. Εντωμεταξύ, αυτό που αποκτούμε δεν είναι εκπαίδευση: είναι χρέος. Δουλεύουμε για να βγάλουμε τα χρήματα που έχουμε ήδη ξοδέψει, και η μελλοντική μας εργασία έχει ήδη πουληθεί στο χειρότερο παζάρι: Το μέσο χρέος φοιτητικού δανείου αυξήθηκε στο 20% τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα για ένα 80% των έγχρωμων φοιτητών. Ο όγκος των φοιτητικών δανείων -ένα μέγεθος αντιστρόφως ανάλογο της κρατικής χρηματοδότησης της εκπαίδευσης- αυξήθηκε κατά περίπου 800% από το 1977 στο 2003. Αυτό που οι δανεισμένες σπουδές μας μας αγοράζουν τελικά είναι το προνόμιο να πληρώνουμε δάνεια για το υπόλοιπο της ζωής μας. Αυτό που διδασκόμαστε είναι η χορογραφία του χρήματος. Οι χθεσινοί απόφοιτοι οικονομικών αγοράζουν τα εξοχικά τους με το καταχρεωμένο μέλλον των σημερινών αποφοίτων ανθρωπιστικών σπουδών.
Αυτή είναι η προοπτική για την οποία μας ετοιμάζουν από το δημοτικό. Όσοι από μας φτάσαμε εδώ για να πιστοποιήσουμε το “προνόμιό” μας παραδώσαμε τα νιάτα μας σε ένα μπαράζ φοιτητικών συμβούλων, ψυχολογικών τεστ, υποχρεωτικής εξωπανεπιστημιακής εργασίας, μια κυνική κατάρτιση μισοψεμμάτων στο προφίλ, στις αιτήσεις μας… Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που αρχίζουμε ν’ αυτοκαταστρεφόμαστε την ίδια μόλις στιγμή που θ’ αποδράσουμε απ’ τη στάνη της γονεικής επίβλεψης. Απ’ την άλλη, όσοι από μας ήρθαμε εδώ με τη φιλοδοξία να ξεφύγουμε απ’ την οικονομική και κοινωνική δυσπραγία των οικογενειών μας, βλέπουμε ότι για κάθε έναν από μας που θα “πετύχει” άλλοι δέκα θα βρεθούν στη θέση μας, μηδέν εις το πηλίκο. Τελικά, το κοινωνικο-οικονομικό στάτους παραμένει ο κυριότερος παράγοντας της φοιτητικής επιτυχίας. Όσοι απο μας ανήκουμε σ’ αυτό που λένε τα δημογραφικά “μετανάστες”, “μειονότητες”, “έγχρωμοι” έχουμε εκπαιδευτεί να πιστεύουμε στο “όποιος είναι άξιος θα πετύχει”. Αλλά ξέρουμε ότι είμαστε απεχθείς όχι τόσο παρά την επιτυχία μας, αλλά εξ’ αιτίας αυτής. Ξέρουμε ότι τα κυκλώματα μέσω των οποίων μπορούμε να αποκόψουμε τους εαυτούς μας απ’ την βία ενάντια στην καταγωγή μας, απλά θα αναπαράγουν την αθλιότητα του παρελθόντος στο παρόν άλλων, αλλού.
Αν το πανεπιστήμιο διδάσκει πρωταρχικά το πώς να είναι κανείς καταχρεωμένος, το πώς να χαραμίζει την εργατική του δύναμη, το πώς να γίνεται θήραμα της αγωνίας, διδάσκει τελικά το πώς να είναι κανείς καλός καταναλωτής. Η εκπαίδευση είναι ένα εμπόρευμα όπως οποιοδήποτε άλλο μπορεί να θελήσουμε χωρίς να νοιαζόμαστε γι’ αυτό. Είναι ένα αντικείμενο, που μετατρέπει τους αγοραστές του σε αντικείμενα. Η μελλοντική θέση του καθενός στο σύστημα, οι σχέσεις του με τους άλλους, αγοράζονται πρώτιστα με λεφτά κι έπειτα με την επίδειξη υποταγής. Πρώτα τα δίδακτρα, κι έπειτα η “σκληρή δουλειά”. Εκεί έγκειται και η αντίφασή του: είναι κανείς τόσο ο εντολέας όσο κι ο εντολοδόχος, ο καταναλωτής κι αυτός που καταναλώνεται. Είναι κατεξοχήν το σύστημα αυτό στο οποίο υποτάσσεται, τα κρύα κτίρια που υποβάλλουν σε μια δουλικότητα. Αυτοί που διδάσκουν απολαμβάνουν όλο το σεβασμό ενός αυτοματοποιημένου μηχανήματος. Μόνο η λογική μιας καταναλωτικής ικανοποίησης ταιριάζει εδώ: “Θεωρείτε ότι το μάθημα είναι εύκολο; Ήταν ο καθηγητής καλός; Θα μπορούσε ένας καθυστερημένο κωλοσουφρίδι να πάρει Α;” Ποιό είναι το νόημα της γνώσης όταν δε σου ‘ρχεται στο μυαλό σε μια αφορμή; Ποιός χρειάζεται την αποστήθιση όταν υπάρχει το ίντερνετ; Είναι απλά μια εξάσκηση του πνεύματος; Δεν μπορεί να μιλάτε σοβαρά. Μια ηθική προετοιμασία; Υπάρχουν αντικαταθλιπτικά γι αυτό το λόγο.
Εντωμεταξύ οι φοιτητές, υποθετικά οι πιο πολιτικά διαφωτισμένοι ανάμεσά μας, είναι ταυτόχρονα οι πιο υποτακτικοί. Ο “επαγγελματικός προσανατολισμός” τους για τον οποίο ιδρώνουν , δεν είναι παρά μια φαντασίωση ότι θα πηδήξουν ψηλά-έξω από το βούρκο, ή αλλιώς από την αγορά εργασίας. Κάθε φοιτητής είναι ένας εν δυνάμει Ρωβινσώνας Κρούσος, φαντασιωνόμενος ένα νησί που η οικονομία έχει εξαιρέσει απ’ τα κακοτράχαλα βουνά των “νόμων της αγοράς”. Αυτή η φαντασίωση όμως αυτοτροφοδοτείται μέσω μιας επίμονης πειθάρχησης στην αγορά. Δεν νιώθει πια την παραμικρή αντίφαση στο να ρητορεύει την μια μέρα την πιο ολοκληρωτική κριτική του καπιταλισμού, και την άλλη να την πετάει στα σκουπίδια πριν μπεί στη συνέντευξη για να βρει εργασία. Το να μας “γεμίζει η δουλειά μας” δε σημαίνει τίποτα παραπάνω απ’ το ότι μας επιτρέπει να διαχειριστούμε λίγο καλύτερα τα συμπτώματα. Η κατάρρευση της αισθητικής και της πολιτικής είναι επακόλουθο της υποκατάστασης της ιστορίας με την ιδεολογία: Μεθύσια, καλές τέχνες και άλλο ένα σεμινάριο για το ζήτημα του όντος, το σταθερό πιξελάρισμα των γραμματοσειρών, όπου τα πάντα πληρώθηκαν από κάποιος κάπου, κάποιον που δεν είναι εγώ, που δεν είναι εδώ, εδώ όπου όλα όσα φαίνονται είναι καλά και όλα όσα είναι καλά φαίνονται.
Το πανεπιστήμιο είναι απλά το ξεθωριασμένο απομεινάρι ενός φεουδαρχικού συστήματος, προσαρμοσμένο στη λογική του καπιταλισμού-από τα διευθυντικά ύψη των διάσημων καθηγητών στο χαμηλόβαθμο προσωπικό της σειράς, τους αναπληρωτές και τους επίκουρους, που πληρώνονται κατά κύριο λόγο με κακή φήμη. Ένα είδος μοναστισμού κυριαρχεί εδώ, με όλην την γοτθική εθιμοτυπία ενός βενεδικτινιανού αββαείου, και όλους τους αλλόκοτους -θεολογικού τύπου- ισχυρισμούς για τον υψηλό χαρακτήρα του “διανοητικού” έργου, του ουσιωδώς αλτρουιστικού. Οι βοηθοί εδώ, είναι αρκετά ευτυχισμένοι με το να παίζουν που και που τους καθηγητές, ανίκανοι ακόμα και για τις μαθηματικές πράξεις που θα τους χρησίμευαν για να καταλάβουν ότι τα 9/10 από αυτούς, θα διδάσκουν 4 τμήματα για κάθε εξάμηνο, για να συμπληρώσουν τον μισθό του ενός στους δέκα που συντηρεί τη φιλοδοξία τους ότι όλοι θα μπορούσαν να γίνουν αυτός. Μα και βέβαια, εγώ θα γίνω ο διάσημος καθηγητής, εγώ θα πάρω την υψηλόβαθμη μόνιμη θέση στην μεγάλη πόλη και θα μετακομίσω σε μια μόλις αναπλασμένη γειτονιά…
Καταλήγουμε στη γνωστή 11η θέση του Μαρξ για τον Φόυερμπαχ: “Οι φιλόσοφοι απλώς ερμηνεύαν τον κόσμο με διάφορους τρόπους, ο σκοπός είναι να τον αλλάξουμε”. Στην καλύτερη, μπορούμε να διδαχτούμε την ικανότητα του φοίνικα να ερχόμαστε στα ακρότατα όρια της κριτικής και να χανόμαστε εκεί, μόνο για να ξεκινήσουμε και πάλι απ’ την φαινομενικά ατράνταχτη ρίζα. Θαυμάζουμε το πρώτο μέρος αυτής της παράστασης: φωτίζει τον δρόμο μας. Αλλά θέλουμε επίσης τα εργαλεία για να διαρρήξουμε αυτό το σημείο αυτοκτονικής σκέψης, τη στρόφιγγα της πράξης.
Οι ίδιοι οι άνθρωπου που ασκούν μια “κριτική” είναι επίσης οι πιο ευάλωτοι στον κυνισμό. Όμως αν ο κυνισμός είναι απλώς η ανεστραμμένη μορφή του ενθουσιασμού, τότε πίσω από κάθε συγχυσμένο αριστερό ακαδημαϊκό, βρίσκεται ένας ριζοσπάστης εν υπνώσει. Πίσω απ’ τους ανασηκωμένους ώμους, το μουντό πρόσωπο, το κουβάριασμα από ντροπή όταν συζητά ότι οι ΗΠΑ δολοφόνησαν ένα εκατομμύριο ιρακινών μεταξύ 2003 και 2006, ότι οι φτωχότεροι κάτοικοι των ΗΠΑ ξεζουμίζονται μέχρι τελευταίας δεκάρας για να ταϊστεί το τραπεζικό σύστημα, ότι το επίπεδο των θαλασσών ανεβαίνει, δισεκατομμύρια θα πεθάνουν και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό -αυτή η άβολη θέση προκύπτει απ’ την αίσθηση της σχάσης μεταξύ του “είναι” και του “θα έπρεπε να είναι” της σύγχρονης αριστερής σκέψης. Νιώθει κανείς αφενός ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, κι αφετέρου ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός
Δε θα είμαστε τόσο διχασμένοι. Η σύνθεση αυτών των θέσεων είναι μπροστά στα μάτια μας: ένας άλλος κόσμος δεν είναι εφικτός, είναι αναγκαίος. Το “είναι” και το “θα έπρεπε να είναι” είναι ένα και τ’ αυτό. Η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας είναι μπροστά μας.
ΙΙ
Το πανεπιστήμιο δεν έχει δική του ιστορία: Η ιστορία του είναι η ιστορία του κεφαλαίου. Η θεμελιώδης λειτουργία του είναι η αναπαραγωγή της σχέσης μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας. Ωστόσο, καθώς δεν είναι ένας “κανονικός” οργανισμός που μπορεί να αγοραστεί ή να πωληθεί, που αποφέρει κέρδη στους επενδυτές του, το δημόσιο πανεπιστήμιο παρολαυτά διεξάγει αυτήν την λειτουργία του όσο πιο αποτελεσματικά μπορεί, προσπαθώντας όλο και περισσότερο να μοιάσει στους ιδιωτικούς εταιριακούς ανταγωνιστές του. Είμαστε μάρτυρες του τέλους αυτής της διαδικασίας, όπου η πρόσοψη του ακαδημαϊκού θεσμού ξεθωριάζει ολικά για να ξεπροβάλει η εταιριακή παραγωγική διαδικασία.
Ακόμα και στον χρυσό αιώνα του καπιταλισμού, που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και κράτησε μέχρι το τέλος των 60es, το φιλελεύθερο πανεπιστήμιο ήταν ήδη ενσωματωμένο στο κεφάλαιο. Με την κορύφωση της δημόσιας χρηματοδότησης για την ανώτατη εκπαίδευση, στα 1950, το πανεπιστήμιο ήδη ανασχεδιάστηκε ώστε να παράγει τεχνοκράτες με τα αναγκαία skills για να ανταγωνιστούν τον “κομμουνισμό” και να διατηρήσουν την αμερικανική ηγεμονία. Ο ρόλος του στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν να νομιμοποιήσει κοινωνικά την φιλελεύθερη δημοκρατία και να αναπαράγει μια εικονική κοινωνία ελεύθερων και ίσων πολιτών-ακριβώς επειδή κανείς δεν ήταν ελεύθερος ή ίσος.
Αλλά, αν αυτή η ιδεολογική λειτουργία του δημόσιου πανεπιστημίου δεχόταν τουλάχιστον γενναία χρηματοδότηση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η κατάσταση όμως άλλαξε ανεπανόρθωτα μετά τα 60es, και καμιά σοσιαλδημοκρατίζουσα αλλαγή δε θα φέρει πια πίσω τον νεκρό κόσμο της μεταπολεμικής αναπτυξιακής έκρηξης. Μεταξύ 1965 και 1980 τα κέρδη άρχισαν ξανά να πέφτουν, πρώτα στις ΗΠΑ, κι έπειτα στον υπόλοιπο βιομηχανικό κόσμο. Ο καπιταλισμός, απ’ ότι φάνηκε, δεν μπόρεσε να κρατήσει τα επίπεδα ζωής που υποσχόταν. Για το κεφάλαιο, η επάρκεια αγαθών φαινόταν σαν υπερ-παραγωγή, η ελευθερία απ’ τη δουλειά σαν ανεργία. Στις αρχές του 1970, ο καπιταλισμός εισήλθε σ’ ένα τελικό στάδιο παρακμής για το οποίο η εργασιακή επισφάλεια άρχισε να γίνεται ο κανόνας και τα μεροκάματα καθηλώθηκαν, ενώ αυτοί στα υψηλά πόστα ανταμείφθηκαν προσωρινά για την χρηματοπιστωτική νεκρομαντεία τους, που είχε ήδη αποδειχτεί μη-βιώσιμη.
Για την δημόσια εκπαίδευση, η μακροχρόνια παρακμή σήμαινε την μείωση των αποδοχών φόρων, εξ αιτίας τόσο της πτώσης των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης όσο και της πρωτεραιότητας που δόθηκε στις φοροαπαλλαγές των εταιριών που άρχιζαν να ζορίζονται. Η λεηλασία του δημόσιου χρήματος χτύπησε την Καλιφόρνια κι έπειτα την υπόλοιπη χώρα στα ’70es. Επέμεινε με κάθε πτώση του επιχειρηματικού κύκλου. Αν και δε συνδέεται άμεσα με την υπόλοιπη αγορά, το πανεπιστήμιο έγινε αντικείμενο της ίδιας λογική περικοπής του κόστους με τις υπόλοιπες βιομηχανίες: η μείωση των φορο-εισφορών έκανε αναπόφευκτη την επισφαλοποίηση της εργασίας. Οι καθηγητές που έβγαιναν στη σύνταξη παραχωρούσαν τη θέση τους όχι σε μόνιμους καθηγητές, αλλά σε προσωρινούς βοηθούς καθηγητών, λέκτορες, επίκουρους που θα ήταν πρόθυμοι να κάνουν την ίδια δουλειά για πολύ λιγότερα χρήματα. Η αυξήσεις στα δίδακτρα κάλυψαν το κενό της υποχρηματοδότησης, τη στιγμή που οι δουλειές για τη στελέχωση των οποίων πληρώνουν οι φοιτητές, εξαφανίζονται.
Εν τω μέσω της τρέχουσας κρίσης, η οποία θα είναι μακρά και παρατεταμένη, αρκετοί στην Αριστερά ονειρεύονονται μια επιστροφή στον χρυσό αιώνα της δημόσιας εκπαίδευσης. Αφελώς φαντασιώνονται ότι η παρούσα κρίση είναι μια ευκαιρία για να διεκδικήσουμε μια επιστροφή στο παρελθόν. Όμως τα κοινωνικά προγράμματα που εξαρτώνταν από μια υψηλή κερδοφορία και τεράστια οικονομική ανάπτυξη πια έχουν περάσει. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να προσπαθούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, αγνοώντας το προφανές γεγονός: ότι δεν μπορεί να υπάρχει αυτόνομα “δημόσιο πανεπιστήμιο” μέσα σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Το πανεπιστήμιο υπόκειται στην πραγματική κρίση του καπιταλισμού, και το κεφάλαιο δεν έχει ανάγκη πλέον από ένα φιλελεύθερο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Η λειτουργία του πανεπιστημίου υπήρξε πάντοτε να αναπαράγει την εργατική τάξη εκπαιδεύοντας μέλλοντες εργαζομένους σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του κεφαλαίου. Η κρίση στο πανεπιστήμιο σήμερα είναι κρίση αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, κρίση μιας περιόδου στην οποία το κεφάλαιο δεν μας έχει πια ανάγκη ως εργάτες. Δεν μπορούμε να απελευθερώσουμε το πανεπιστήμιο από τις προσταγές της αγοράς καλώντας σε μια επιστροφή στην παλιά δημόσια εκπαίδευση. Ζούμε στην τελική φάση της ίδιας λογικής της αγοράς πάνω στην οποία αυτό το σύστημα θεμελιώθηκε. Η μόνη αυτονομία που μπορούμε να έχουμε είναι πέρα από τον καπιταλισμό.
Αυτό για τον αγώνα μας σημαίνει ότι δεν μπορούμε να πάμε πίσω. Οι παλιοί φοιτητικοί αγώνες ήταν κειμήλια ενός εξαφανισμένου πια κόσμου. Στα 1960, καθώς το μετα-πολεμικό μπουμ είχε μόλις ξεκινήσει να εκτυλίσσεται, οι ριζοσπάστες εντός της άνεσης του πανεπιστημίου προσέγγισαν το ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Μπουχτισμένοι με την τεχνοκρατική διεύθυνση, ανυπομονώντας να σπάσουν τις αλυσίδες μιας κομφορμιστικής κοινωνίας, και απορρίπτωντας την αποξενωμένη εργασία ως αναγκαιότητα σε μια εποχή υπερ-επάρκειας, οι φοιτητές αυτοί προσπάθησαν να ευθυγραμμιστούν με τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της εργατικής τάξης. Όμως, ο δικός τους τρόπος ριζοσπαστικοποίησης, τόσο συνδεδεμένος με την οικονομική λογική του καπιταλισμού, τελικά στάθηκε εμπόδιο σε μια τέτοια ευθυγράμμιση. Καθώς η αντίστασή τους στον πόλεμο του Βιετνάμ επικέντρωσε την κριτική τους στον καπιταλισμό ως μια αποικιακή πολεμική μηχανή, αλλά έμεινε ανεπαρκής ως προς την εκμετάλλευση της εργασίας στην πατρίδα, οι φοιτητές εύκολα διαχωρίστηκαν από μια εργατική τάξη που αντιμετώπιζε πολύ διαφορετικά προβλήματα. Στο λυκόφως του μεταπολεμικού μπουμ, το πανεπιστήμιο δεν ήταν τόσο οργανικά ενσωματωμένο στο κεφάλαιο όπως είναι σήμερα, και οι φοιτητές δεν ήταν καθόλου όσο προλεταριοποιημένοι όσο και οι καταχρεωμένοι και αντιμέτωποι με μια ανάστατη αγορά εργασίας όπως οι σημερινοί.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο αγώνας μας είναι θεμελιωδώς διαφορετικός. Η αθλιότητα της φοιτητικής ζωής έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Αν η οικονομική κρίση του 1970 ήρθε καβάλα στο κύμα της πολιτικής κρίσης του 1960, το γεγονός ότι σήμερα η οικονομική κρίση προηγείται της επερχόμενης πολιτικής αναταραχής σημαίνει ότι μπορούμε τελικά να υπερκεράσουμε τον δημοκρατισμό και την εξουδετέρωση των προηγούμενων εκείνων αγώνων. Δε θα υπάρξει επιστροφή στην ομαλότητα.
ΙΙΙ
Θέλουμε να ωθήσουμε τον φοιτητικό αγώνα στα όριά του
Αν και αποκηρύσσουμε την ιδιωτικοποίηση του πανεπιστημίου και την εξουσιαστική μορφή της λειτουργίας του, δεν αναζητούμε δομικές μεταρρυθμίσεις. Δεν διεκδικούμε ένα ελεύθερο πανεπιστήμιο αλλά μια ελεύθερη κοινωνία. Ένα ελεύθερο πανεπιστήμιο μέσα σε μια καπιταλιστική κοινωνία είναι ότι κι ένα αναγνωστήριο σε μια φυλακή: εξυπηρετεί μονάχα στο να αποσπά την προσοχή απ’ την μιζέρια της καθημερινότητας. Αντίθετα, αποζητούμε να διωχετεύσουμε την οργή των προλεταριοποιημένων φοιτητών και των εργαζομένων σε μια ανοιχτή διακήρυξη πολέμου.
Πρέπει να αρχίσουμε απ’ το να παρεμποδίσουμε την λειτουργία του πανεπιστημίου. Πρέπει να διακόψουμε την ομαλή ροή των σωμάτων και των αντικειμένων και να φέρουμε την εργασία και την τάξη σ’ ένα τέλμα. Θα μπλοκάρουμε και θα καταλάβουμε ό,τι μας ανήκει. Αντίθετα απ’ το να βλέπουμε τέτοιες διαταραχές ως εμπόδια στο διάλογο και την “αμοιβαία κατανόηση”, για μας είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να πούμε, το πώς πρέπει να γίνουμε κατανοητοί. Αυτή είναι η μόνη θέση με νόημα που μπορεί να πάρει κανείς όταν η κρίση ξεντύνει απ’ τα στολίδια τους τα αντίθετα συμφέροντα που βρίσκονται στην βάση της κοινωνίας μας. Τα καλέσματα για “ενότητα” είναι κατ’ ουσίαν κενά. Δεν υπάρχει τίποτε κοινό μεταξύ όσων υποστηρίζουν το σημερινό καθεστώς κι όσων αποζητούν την καταστροφή του.
Ο φοιτητικός αγώνας δεν είναι μεμονωμένος, είναι ένα πεδίο όπου ένας νέος κύκλος άρνησης κι εξέγερσης ξεκινά: στους χώρους εργασίας, στις γειτονιές, στις παραγκουπόλεις. Το μέλλον όλων μας είναι αλληλένδετο, κι ως εκ τούτου, το κίνημά μας θα πρέπει να ενωθεί με των άλλων, ξεπερνώντας τους τοίχους των πανεπιστημιακών αιθουσών και παίρνοντας τους δρόμους. Τις τελευταίες εβδομάδες, οι δάσκαλοι των δημοσίων δημοτικών της Bay Area, οι εργαζόμενοι στις μεταφορές της Bay Area, και άνεργοι έχουν καλέσει διαδηλώσεις κι απεργίες. Καθένα απ’ τα κινήματα αυτά ανταποκρίνεται σε μια διαφορετική όψη της ανανεωμένης επίθεσης του καπιταλισμού στην εργατική τάξη σε μια στιγμή κρίσης. Ιδωμένοι ο καθένας ξεχωριστά, φαίνονται μικροί, κοντόφθαλμοι, χωρίς ελπίδα επιτυχίας. Αν τους πάρουμε όλους μαζί όμως, προτείνουν μια πιθανότητα διευρυμένης άρνησης κι αντίστασης. Το καθήκον μας είναι να κάνουμε ξεκάθαρες τις κοινές συνθήκες που, σαν μια κρυφή δεξαμενή νερού, τροφοδοτούν τον κάθε αγώνα.
Έχουμε δει τα τελευταία χρόνια ένα τέτοιο είδος αναταραχής, μια ανταρσία που ξεκινά στις αίθουσες διδασκαλίας και απλώνει τη ραδιενέργειά της στο σύνολο της κοινωνίας. Μόλις πριν από δυο χρόνια, το anti-CPE κίνημα (ενάντια στο “συμβόλαιο πρώτης εργασίας”) στην Γαλλία, πολεμώντας ένα νέο νομοσχέδιο που εξουσιοδοτούσε τους εργοδότες να απολύουν νέους εργαζομένους χωρίς καμιά αφορμή, έβγαλε τεράστια πλήθη στους δρόμους. Μαθητές και φοιτητές, δάσκαλοι, γονείς, πρωτοβάθμια συνδικάτα κι άνεργοι νεολαίοι απ’ τα προάστεια βρέθηκαν μαζί στην ίδια μεριά του οδοφράγματος. (Αυτή η αλληλεγγύη δυστυχώς ήταν εύθραυστη. Οι ταραχές της δεύτερης γενιάς μεταναστών στα προάστεια και των φοιτητών στο κέντρο σπάνια συνέπεσαν, και κατά στιγμές υπήρξαν εντάσεις μεταξύ των δυο ομάδων). Οι γάλλοι φοιτητές είδαν πέρα απ’ τις αυταπάτες που θέλουν το πανεπιστήμιο ως ένα καταφύγιο της διανόησης, επιβεβαιώνοντας πως απλά εκπαιδεύονται για μια εργασία. Κατέβηκαν στο δρόμο ως τέτοιοι λοιπόν, ως εργάτες που διαμαρτύρονται για το επισφαλές μέλλον τους. Η θέση τους αυτή διέλυσε τους διαχωρισμούς μεταξύ σχολών και χώρων εργασίας και άμεσα διέγειρε την συμπαράσταση πολλών μισθωτών και ανέργων, σε μια μαζική χειρονομία προλεταριακής άρνησης. Καθώς το κίνημα αναπτυσσόταν, εκδήλωσε ένα αυξανόμενο σχίσμα μεταξύ μεταρρύθμισης κι επανάστασης. Η μορφή του ήταν πιο ριζοσπαστική απ’ το περιεχόμενο. Ενώ ρητορική των φοιτητικών ηγεσιών επικεντρωνόταν απλά σε μια επιστροφή στο status quo, οι δράσεις των νεολαίων – τα σπασίματα, τα αναποδογυρισμένα και πυρπολυμένα αμάξια, τα μπλοκαρίσματα δρόμων και σιδηροδρόμων, το κύμα καταλήψεων που έκλεισε τα περισσότερα γυμνάσια και πανεπιστήμια – επεδείκνυαν το εύρος της οργής και της απο-γοήτευσης της νέας γενιάς. Παρολαυτά όμως, το κίνημα γρήγορα αποσυντέθηκε όταν το νομοσχέδιο τελικά αποσύρθηκε. Ενώ το πιο ριζοσπαστικό τμήμα αυτού του κινήματος επιδίωξε να επεκτείνει την εξέγερσή του σε μια γενική ανταρσία ενάντια στον καπιταλισμό, δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει ικανή υποστήριξη και οι διαδηλώσεις, οι καταλήψεις και τα μπλοκαρίσματα γρήγορα αποδεκατίστηκαν. Τελικά, το κίνημα στάθηκε ανίκανο να ξεπεράσει τα όρια του ρεφορμισμού.
Η ελληνική εξέγερση του Δεκέμβρη 2008 διέρρηξε πολλούς απ’ τους περιορισμούς αυτούς και σηματοδότησε το ξεκίνημα ενός νέου κύκλου ταξικού αγώνα. Εκκινώντας από φοιτητές ως απάντηση στη δολοφονία ενός Αθηναίου νέου απ’ την αστυνομία, η εξέγερση αποτελείτο από εβδομάδες ταραχών, λεηλασιών και καταλήψεων πανεπιστημίων, κρατικών και συνδικαλιστικών κτιρίων και τηλεοπτικών σταθμών. Ολόκληρες οικονομικές και καταναλωτικές ζώνες πυρπολήθηκαν, και η αδυναμία του κινήματος σε νούμερα αναπληρωνώταν από την γεωγραφική εξάπλωσή του που συμπεριέλαβε ολόκληρη την Ελλάδα. Όπως και στην Γαλλία, ήταν μια ανταρσία των νέων, για τους οποίους η οικονομική κρίση αντιπροσωπεύει μια ολική άρνηση του μέλλοντός τους. Φοιτητές, επισφαλείς εργαζόμενοι και μετανάστες ήταν οι πρωταγωνιστές, και κατόρθωσαν ένα επίπεδο ενότητας πολύ υψηλότερο από τις εύθραυστες συμμαχίες του anti-CPE κινήματος.
Εξίσου σημαντικό, δεν πρόβαλλαν κανένα αίτημα. Ενώ, φυσικά, μερικοί απ’ τους διαδηλωτές είχαν στο μυαλό τους μια μεταρρύθμιση της αστυνομίας ή μια κριτική ορισμένων κυβερνητικών πολιτικών, σε γενικές γραμμές δεν ζητούσαν τίποτα από την κυβέρνηση, το πανεπιστήμιο, τη δουλειά, την αστυνομία. Όχι γιατί θεωρούσαν ότι αυτό αποτελεί καλύτερη στρατηγική, αλλά επειδή δεν ήθελαν τίποτα που θα μπορούσαν να τους προσφέρουν αυτοί οι θεσμοί. Εδώ, η μορφή ταυτίστηκε με το περιεχόμενο. Ενώ τα αισιόδοξα συνθήματα που ακούγονταν παντού στις γαλλικές διαδηλώσεις έρχονταν σε αντίθεση με τις εικόνες των καμμένων ΙΧ και των σπασμένων βιτρίνων, στην Ελλάδα οι ταραχές ήταν το προφανές μέσο για το ξεκίνημα της αποθεμέλιωσης ενός ολόκληρου πολιτικού και οικονομικού συστήματος.
Τελικά, η δυναμική που γέννησε την εξέγερση επίσης έθεσε τα όρια αυτής. Έγινε εφικτή μέσα απ’ την ύπαρξη ενός εκτενούς ριζοσπαστικού δικτύου σε αστικές ζώνες, και ιδιαίτερα στην αθηναϊκή γειτονιά των Εξαρχείων. Οι καταλήψεις, τα καφέ, τα μπαρ, και τα κοινωνικά στέκια στα οποία συχνάζουν τόσο φοιτητές όσο και νέοι μετανάστες, δημιούργησαν το περιβάλλον από το οποίο αναδύθηκε η εξέγερση. Ωστόσο, αυτό το περιβάλλον ήταν ξένο στους περισσότερους μεσήλικες μισθωτούς εργαζόμενους, που δεν είδαν τον αγώνα αυτόν σαν αγώνα δικό τους. Αν και αρκετοί εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στους νέους ταραχοποιούς, τους φάνηκε περισσότερο σαν ένα κίνημα κομματιών του προλεταριάτου που δεν έχουν εισαχθεί επίσημα στον “κόσμο της εργασίας, μιας και δεν είχαν μόνιμες εργασίες. Η εξέγερση, δυνατή στα σχολεία και στις συνοικείες των μεταναστών, δεν απλώθηκε στους χώρους εργασίας.
Το καθήκον μας στον τρέχοντα αγώνα θα είναι να κάνουμε σαφή την αντίθεση μορφής και περιεχομένου και να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για την υπέρβαση των ρεφορμιστικών αιτημάτων και την εφαρμογή ενός αυθεντικά κομμουνιστικού περιεχομένου. Καθώς τα συνδικάτα και οι φοιτητικοί σύλλογοι προωθούν τα διάφορα “αιτήματά” τους, εμείς πρέπει να αυξάνουμε την ένταση μέχρι να γίνει ξεκάθαρο ότι θέλουμε κάτι εντελώς διαφορετικό. Πρέπει διαρκώς να εκθέτουμε την αδυναμία συνοχής των αιτημάτων για δημοκρατικότητα και διαφάνεια. Τί τόσο σημαντικό έχει το δικαίωμα στο να βλέπουμε πόσο αβάσταχτα είναι τα πράγματα, ή το να ψηφίζουμε ποιος θα μας πηδήξει; Πρέπει ν’ αφήσουμε πίσω μας την κουλτούρα του φοιτητικού ακτιβισμού, με τα ηθικιστικά διλήμματα της μή-βίας και την εμμονή σε μονοδιάστατες καμπάνιες. Η μόνη επιτυχία με την οποία μπορούμε να νιώθουμε περήφανοι είναι η κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και εξαθλίωσης και του θανάτου που παράγει με ακρίβεια και υπόσχεται για τον 21ο αιώνα. Όλες οι δράσεις μας πρέπει να ωθούν προς την κομμουνιστικοποίηση: δηλαδή, την αναδιοργάνωση της κοινωνίας σύμφωνα με μια λογική ελεύθερου χαρίσματος, και την άμεση κατάργηση της μισθωτής εργασίας, της ανταλλακτικής αξίας, του υποχρεωτικού μόχθου και του εμπορεύματος. Η κατάληψη είναι μια κρίσιμη τακτική στον αγώνα μας, αλλά πρέπει να αντισταθούμε στην τάση να την χρησιμοποιήσουμε με έναν ρεφορμιστικό τρόπο. Οι διαφορετικές στρατηγικές χρήσης της κατάληψης έγιναν φανερές τον περασμένο Γενάρη οπότε και φοιτητές κατέλαβαν ένα κτίριο του New School της Νέας Υόρκης. Μια παρέα, κυρίως τελειόφοιτοι, αποφάσισαν να καταλάβουν το Φοιτητικό Κέντρο και να το διεκδικήσουν ως απελευθερωμένο χώρο για τους φοιτητές και το κοινό. Γρήγορα μαζεύτηκαν και άλλοι, όμως πολλοί απ’ αυτούς προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τη δράση ως ένα μέσο πίεσης για να πετύχουν μερικές μεταρρυθμίσεις, ειδικά να καταφέρουν την αποπομπή του προέδρου της σχολής. Αυτές οι διαφορές ήρθαν στο προσκήνιο καθώς η κατάληψη συνεχιζόταν. Ενώ οι ρεφορμιστές φοιτητές ήταν αποφασισμένοι να εγκαταλείψουν την κατάληψη με την πρώτη επιβεβαίωση της διεύθυνσης για το αίτημά τους, άλλοι απέρριπταν ολοκληρωτικά κάθε αίτημα. Έβλεπαν την ουσία της κατάληψης στην δημιουργία ενός προσωρινού ρήγματος στον καπιταλιστικό χωροχρόνο, μια μικρή αναδιευθέτηση που σκιαγραφούσε το όραμα της νέας κοινωνίας. Παίρνουμε το μέρος αυτής της αντι-ρεφορμιστικής θέσης. Αν και γνωρίζουμε πως αυτές οι απελευθερωμένες ζώνες θα είναι μόνο μερικές και μεταβατικές, οι προοπτικές που ανοίγουν μεταξύ του πραγματικού και του εφικτού μπορούν να ωθήσουν τον αγώνα σε μια πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση.
Σκοπεύουμε να υιοθετήσουμε αυτήν την τακτική μέχρι να γενικευτεί. Το 2001 στην πρώτη εξέγερση στην Αργεντινή, οι piqueteros πρότειναν μια μορφή που θα έπρεπε να πάρει ο λαϊκός αγώνας: μπλοκαρίσματα δρόμων που σταματούσαν την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Μέσα σε μήνες αυτή η τακτική εξαπλώθηκε στα πέρατα της χώρας χωρίς κανέναν επίσημο συντονισμό μεταξύ των ομάδων. Με τον ίδιο τρόπο η επανάληψη μπορεί να καθιερώσει την κατάληψη σαν μια ενστικτώδη και άμεση μέθοδο ανταρσίας τόσο μέσα όσο και έξω απ’ τα πανεπιστήμια. Έχουμε δεί ένα νέο κύμα καταλήψεων στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, τόσο σε σχολές όσο και σε χώρους εργασίας: το New School και το NYU, καθώς και οι εργάτες του Republic Windows Factory του Σικάγο, που πολέμησαν το κλείσιμο του εργοστασίου καταλαμβάνοντάς το. Τώρα είναι η σειρά μας.
Αν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας δεν μπορούμε να βασιστούμε στις ομάδες αυτές που προβάλλουν τους εαυτούς τους ως εκπροσώπους μας. Είμαστε πρόθυμοι να δουλέψουμε με συνδικαλιστικές και φοιτητικές ενώσεις όταν το βρίσκουμε χρήσιμο, αλλά δεν αναγνωρίζουμε την εξουσία τους. Πρέπει να δράσουμε από μόνοι μας άμεσα, χωρίς μεσολαβητές. Πρέπει να διαχωριστούμε από κάθε ομάδα που προσπαθεί να περιορίσει τον αγώνα μας καλώντας μας να επιστρέψουμε πίσω στη δουλειά ή στο μάθημα, να διαπραγματευτούμε, να συμβιβαστούμε. Έτσι ήταν η κατάσταση στην Γαλλία. Το αρχικό κάλεσμα για διαμαρτυρία έγινε μέσα από τις εθνικές ενώσεις μαθητών και φοιτητών και από μερικά συνδικάτα. Τελικά, αν και οι εκπρόσωποί τους ζητούσαν να διαδηλώσουν ειρηνικά, άλλοι πήραν το πάνω χέρι. Στην Ελλάδα επίσης, τα συνδικάτα φανέρωσαν τον αντεπαναστατικό τους χαρακτήρα, ακυρώνοντας την προγραμματισμένη απεργιακή πορεία τους και καλώντας σε αυτοσυγκράτηση.
Ως εναλλακτική στο να μας σαλαγάνε οι εκπρόσωποι, καλούμε τους φοιτητές και τους εργαζόμενους να οργανώσουν μόνοι τους σε δίκτυα. Καλούμε τους προπτυχιακούς, τους βοηθούς καθηγητών, τους λέκτορες, τους εργαζόμενους και το προσωπικό του πανεπιστημίου να ξεκινήσουν κοινές συνελεύσεις για να συζητήσουν την κατάστασή τους. Όσο περισσότερο αρχίζουμε να μιλάμε μεταξύ μας και να βρίσκουμε τα κοινά συμφέροντά μας, τόσο πιο δύσκολο θα γίνει για την διεύθυνση να μας βάλει τον έναν απέναντι στον άλλον σ’ έναν απελπιστικό ανταγωνισμό για τις ολοένα και λιγοστεύουσες παροχές. Οι πρόσφατοι αγώνες στο NYU και στο New School μαστίζονταν από την απουσία αυτών των βαθιών δεσμών, κι αν υπάρχει ένα μάθημα που πρέπει να πάρουμε απ’ αυτούς είναι ότι πρέπει να χτίσουμε πυκνά δίκτυα αλληλεγγύης βασισμένα στην αμοιβαία αποδοχή ενός κοινού εχθρού. Αυτά τα δίκτυα όχι μόνο μας κάνουν πιο ανθεκτικούς στην επαναφομοίωση και την εξουδετέρωση, αλλά επίσης μας επιτρέπουν να εγκαθιδρύουμε νέα είδη συλλογικών δεσμών. Αυτοί οι δεσμοί είναι η αληθινή βάση του αγώνα μας.
Ο προλεταριακός αγώνας, δεν περιλαμβάνει μονάχα την Ελλάδα του Δεκέμβρη 2008, ακόμα κι αν, τουλάχιστον για τον ευρω-ατλαντικό χώρο, αυτή η ανταρσία αποτελεί, με το βάθος και το περιεχόμενό της συνειδητής όσο και της αυθόρμητης κοινωνικής κριτικής της, την πιο προχωρημένη έκφραση της τάξης μας εδώ και αρκετές δεκαετίες. Οι προλετάριοι σήμερα όπως και χθές, εξαπλώνουν τον αγώνα τους από άκρη σε άκρη του κόσμου, καθώς παρά τις τοπικές διαφοροποιήσεις βρίσκονται στην ίδια ταξικά θέση, του εκμεταλλευομένου, και μοιράζονται την ίδια μιζέρια της επιβίωσης στον καπιταλισμό.
Η Οικονομία ενάντια στις ανθρώπινες ανάγκες
Με την άφιξη της κρίσης, ο καπιταλισμός συνεχίζει να επιδεικνύει το αποκρουστικό πρόσωπό του και να εντείνει την εκμετάλλευση, την μιζέρια και την αποξένωση[1]. Δεν είναι κάτι το πρωτοφανές: Η εκμετάλευση της εργατικής μας δύναμης, το στράγγισμα κάθε ζωτικής μας ενέργειας, αποτελούν τα θεμέλια όπου βασίζεται αυτή η κοινωνία. Σκοπός της παραγωγής δεν είναι η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, αλλά η δημιουργία κέρδους για την τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής: την μπουρζουαζία. Είμαστε όλοι εκμεταλλευόμενοι, καθώς για την εργασία μας λαμβάνουμε μόνο έναν μισθό με χαμηλότερη αξία απ’ αυτήν που παράγουμε. Το κάθε τί που παράγουμε παραπάνω από την αξία που πουλάμε την εργατική μας δύναμη γίνεται υπεραξία. Αυτή, με τη σειρά της, αφού αφαιρέσουμε το ποσό που επενδύεται ξανά στα μέσα παραγωγής (είτε είναι ένα μηχάνημα, ένα τρακτέρ ή ένας σέρβερ), μεταμορφώνεται σε κέρδος για τον καπιταλιστή. Απ’ αυτήν την υπεραξία που αποσπά από τον μόχθο μας αυξάνεται το ποσό του συσσωρευμένου πλούτου για την μπουρζουαζία, το οποίο με τη σειρά του επενδύεται σε περαιτέρω παραγωγή. Όσο για μας, είμαστε υποχρεωμένοι να ξοδεύουμε τους μισθούς μας για τα ίδια αυτά προϊόντα που παράγουμε με την εργασία μας, καθώς είναι ο μόνος δυνατός τρόπος να επιβιώσουμε. Έτσι, επιτρέπουμε την πραγματοποίηση του κέρδους για τον κάθε “αξιότιμο κύριο” καπιταλιστή. Μέρα με την μέρα, ξανά και ξανά, οδηγούμαστε σε αλλοτριωμένες κι αλλοτριωτικές παραγωγικές διαδικασίες χάρη στην ανελέητη λογική της δημιουργίας κέρδους. Αυτός ο επαναλαμβανόμενος κύκλος διαρκώς αναπαράγει την τάξη των ιδιοκτητών που αγοράζουν την εργατική δύναμη (η μπουρζουαζία) και της τάξης που είναι αναγκασμένη να πουλά την εργατική δύναμή της (το προλεταριάτο).
Όμως, με την καπιταλιστική ανάπτυξη και τον αύξοντα τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της παραγωγής, η παραγωγικότητα της εργασίας, με άλλα λόγια η ένταση της εκμετάλλευσης αυξάνεται, οι καπιταλιστές μπορούν να πλημμυρίζουν τις αγορές με ολοένα περισσότερα αγαθά, έχοντας ανάγκη ν’ αγοράζουν όλο και λιγότερη εργατική δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι η αξία των αγαθών πέφτει. Η μπουρζουαζία, προκειμένου να αποφύγει κάτι τέτοιο πρέπει να ξεφορτωθεί την πλεονάζουσα εργατική δύναμη και ταυτόχρονα να κρατήσει τον ίδιο ρυθμό κερδοφορίας μέσα από το άνοιγμα νέων αγορών (για παράδειγμα μέσω της διαφήμισης) προκειμένου να πουλήσει περισσότερα, μιας και οι ενδεχόμενες αγορές είναι απεριόριστες. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, ο καπιταλισμός αναπόφευκτα οδηγεί σε γενικές κρίσης αξιοποίησης, σαν αυτές που ο κόσμος βιώνει σήμερα. Μετά τη χρεωκοπία τραπεζών, τις μαζικές απολύσεις στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, τις περικοπές μισθών, έρχεται η καταστροφή των απούλητων αγαθών, το κλείσιμο εταιριών. Και, για διάφορα κομμάτια της μπουρζουαζίας, ένας πόλεμος θα μοιάζει αργά ή γρήγορα ως ή μόνη πιθανή διέξοδος από την κρίση, μιας και έτσι θα μπορέσουν να καταστρέψουν επαρκή ποσότητα αξίας με ικανό ρυθμό, ούτως ώστε να ξαναρχίσει ένας νέος κύκλος οικονομικής ανάπτυξης.
Οι ανθρώπινες ανάγκες ενάντια στην Οικονομία
Η ζωή στην καπιταλιστική ολότητα δεν είναι παρά μια άθλια επιβίωση από μέρα σε μέρα. Αποστραγγισμένοι από τη ζωτική μας ενέργεια στη δουλειά, τρομοκρατημένοι απ’ την αστυνομία, ταϊσμένοι με πλαστικό φαί, απολυμένοι απ’ τη δουλειά μας, με μια προοπτική να μας στείλουν να πεθάνουμε στο όνομα της πατρίδας, του έθνους, της φυλής, της δημοκρατίας ή της θρησκείας στην μιά ή την άλλη πολεμική σύρραξη, όταν οι προλετάριοι για το Κεφάλαιο φαίνεται να αποτελούν ένα άχρηστο πλεόνασμα, αυτοί ξεσηκώνονται για να επιβάλλουν τις ανάγκες τους ενάντια σ’ αυτές της οικονομίας. Σήμερα, οι συνθήκες ζωής για τους περισσότερους από μας χειροτερεύουν, ενώ οι καπιταλιστές συνεχίζουν να γυροφέρνουν τα τομάρια τους σε πολυτελή αυτοκίνητα και να μας μπουχτίζουν με τις εκκλήσεις να δέσουμε κι άλλο το ζωνάρι, να συμβιβαστούμε με την “αναγκαιότητα εξυγείανσης της παραγωγής” – απολύσεις και περικοπές μισθών. Καμιά φόρα όμως, τόση επιδειχτική αυθάδεια δεν περνάει. Μπορούμε για παράδειγμα να θυμήσουμε έναν τραπεζίτη ονόματι Fred Goodwin, από την Royal Bank of Scotland του οποίου οι πολυτελής βίλλα και η λιμουζίνα βρέθηκαν βανδαλισμένες. Επιπλέον, δεχόταν απειλές μέσω SMS ότι αυτό δεν ήταν παρά η αρχή, και σύντομα το σπίτι του θα καεί με τον ίδιο μέσα.
Καθώς μας έδειξαν οι αγώνες των τελευταίων χρόνων, για παράδειγμα στο Μπαγκλαντές ή την Αίγυπτο[2], η τάξη μας δεν είναι τόσο ψόφια όσο ο συρφετός των αστών κοινωνιολόγων και/η ειδικών του μιντιακού θεάματος παπαγαλίζουν. Το αυτό ισχύει για το πρόσφατο κύμα άγριων απεργιών στο UK εξαιτίας του αποκλεισμού ντόπιων εργατών από τα κατασκευαστικά έργα που λαμβάνουν χώρα σε εργοστάσια της βρετανικής πετρελαιοβιομηχανίας[3], όπου τα αστικά μίντια χέρι-χέρι με τους πολιτικούς και τα συνδικάτα προσπάθησαν να στιγματήσουν ολόκληρο το κίνημα ως έναν εθνικιστικό “ανταγωνισμό για τις θέσεις εργασίας”. Ακόμα κι αν, εκ πρώτης, ορισμένοι απεργοί εργάτες οικειοποιήθηκαν οι ίδιοι σλόγκανς όπως “Βρετανικές δουλειές για τους βρετανούς εργάτες!” [σ.τ.μ. για κάποιες παραπάνω πληροφορίες για το θέμα βλ. επίσης εδώ] μέσα στη διαδικασία του αγώνα, αυτά πολύ γρήγορα αφέθηκαν στο πλάι ώστε να ανοίξει χώρος για ένα πολύ πιο διεθνιστικό ταξικό περιεχόμενο. Ως ένα παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η χρήση πανώ στην ιταλική γλώσσα, που σήκωναν οι απεργοί, καλώντας τους ιταλούς εργάτες μιας εταιρίας που είχε αναλάβει τα έργα να συμμετάσχουν στην απεργία. Σε αρκετές βρετανικές πόλεις μάλιστα, υπήρξαν επίσης εργάτες που κατέλαβαν εργοστάσια της Visteon κλείνοντάς τα, διεκδικώντας την καταβολή αποζημιώσεων, ενώ υπάρχουν πολλές ακόμη συγκρούσεις στον τομέα των δημόσεων υπηρεσιών με επίκεντρο τις περικοπές στον κρατικό προϋπολογισμό.
Καθώς η αναταραχή επιστρέφει στην καρδιά της “πλούσιας” Ευρώπης (με την μορφή της δεκεμβριανής εξέγερσης στην Ελλάδα), η μπουρζουαζία χέζεται πάνω της. Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Sarkozy, φοβισμένος από τα ελληνικά γεγονότα, ανέβαλε τα σχέδιά του που θα απέφεραν μια ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια των νέων προλετάριων στη Γαλλία μέσα από ατελείωτες πανεπιστημιακές εξετάσεις και φοιτητικά δάνεια. Παρολαυτά, η Γαλλία δεν κατάφερε ν’ αποφύγει τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, καταλήψεις πανεπιστημίων και σχολείων, που συχνά δεν τελειώναν χωρίς την επέμβαση των γαλλικων ματ. Περεταίρω περικοπές στον προϋπολογισμό και νομοσχέδια ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, εξόργισαν χιλιάδες νέων φοιτητών και καθηγητών σε όλη την Ιταλία και προκάλεσαν ένα κύμα πανεπιστημιακών καταλήψεων, όπου ορισμένες εξ αυτών, παρά τις προσπάθειες των φοιτητικών συλλόγων, οδήγησαν σε συγκρούσεις με την αστυνομία[4].
Στα υπερπόντια γαλλικά διαμερίσματα της Γουαδελούπης, Μαρτινίκας, Γαλλικής Γουιάνας και Ρευνιόν, μια γενική απεργία ξέσπασε ενάντια στον ανυπόφορο βαθμό εκμετάλλευσης που παρέλυσε στη χειρότερη τα νησιά της Γουαδελούπης και της Μαρτινίκας. Συνοδεύτηκε από μπάχαλα και λεηλασίες, τις οποίες το κράτος αναγκάστηκε να στείλει αστυνομικές μονάδες από τη Γαλλία για να τις καταστείλει. Τελικά, η μπουρζουαζία ανάγκασε τους εργάτες να επιστρέψουν στην εργασία τους, αλλά μόνο με αντάλλαγμα μια αύξηση στο ύψους του 30% των μισθών. Η γενική απεργία αντήχησε επίσης στην ίδια τη Γαλλία, όπου αρκετές διαδηλώσεις αλληλεγγύης έλαβαν χώρα. Οι προλετάριοι στη Γαλλία πάλι, αντιμέτωποι με μετατοπίσεις εργοστασίων στο εξωτερικό και περικοπές θέσεων εργασίας, ξεκίνησαν απεργίες-καταλήψεις αλλά και “απαγωγές” αφεντικών, προκειμένου να υποστηρίξουν τα αιτήματά τους.
Αλλά το προλεταριάτο ξυπνάει και αλλού. Σε παραδοσιακά ήρεμες περιοχές, ένα νέο κύμα ταραχών εμφανίστηκε: στις πρωτεύουσες της Λεττονίας και της Λιθουανίας, εκατοντάδες εργάτες συγκρούστηκαν με την αστυνομία και προσέφεραν μια ικανοποίηση στις άμεσες ανθρώπινες ανάγκες τους λεηλατώντας καταστήματα. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, ανέτρεψαν στην πράξη την καθημερινή καπιταλιστική λογική των ανταλλακτικών σχε΄σεων. Παρομοίως, προλετάριοι στη Σόφια, σ’ ένα προάστειο του Μαλμοε, ή στο Βλαδιβοστόκ εδειξαν ξεκάθαρα τί πιστεύουν για το ζώσιμο του ζωναριού και την υποβάθμιση των συνθηκών ζωής τους. Μετά από πενήντα χρόνια, η εργατική τάξη της Ισλανδίας, χτυπημένη σκληρά από την οικονομική κρίση, κατέβηκε στους δρόμους για να επιτεθεί στο κοινοβούλιο και σε αστυνομικά τμήματα. Σ’ αυτή τη χώρα των 320.000 κατοίκων, πάνω από 10.000 προλετάριοι συμμετείχαν καθημερινά σε διαδηλώσεις που εξελίσσονταν σε συγκρούσεις με την αστυνομία.
Αυτό που ανησυχεί την παγκόσμια μπουρζουαζία ιδιαίτερα είναι το προλεταριάτο στην “παγκόσμια φάμπρικα” και “ανερχόμενη παγκόσμια υπερδύναμη”: την “κόκκινη” Κίνα. Από τους λόγους των πολιτικών διεθνώς αντιλαμβάνεται κανείς το πόσο φοβισμένοι είναι από το ενδεχόμενο μιας εκτεταμένης προλεταριακής εξέγερσης στην Κίνα, και του αντίχτυπου που θα ‘χε στο παγκόσμιο προλεταριάτο. Τα επίσημα στατιστικά γραφεία του κινεζικού κράτους σε μια σπάνια συμφωνία με τους δυτικούς δημοσιογράφους παρατηρούν μια έντονη αύξηση στον αριθμό των ταραχών και των απεργιών που ξεσπούν απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας. Οι στατιστικολόγοι μιλούν για μυριάδες “περιστατικά” όπου η αστυνομική καταστολή ήταν απαραίτητη. Για παράδειγμα, στις 19 Δεκέμβρη 2008, τις μέρες που η προλεταριακή εξέγερση σάρωνε την Ελλάδα, στην πόλη Λονγκάν της βορειοδυτικής Κίνας περίπου 50.000 κάτοικοι και φτωχοί γεωργοί από τα γύρω χωριά συγκρούστηκαν με τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας επειδή η απαλλοτρίωση της γης τους για λογαριασμό του Κράτους και η καταστροφή των σπιτιών τους, τους άφηνε χωρίς καμία αποζημίωση. Ενώ η σύγκρουση εξελισσόταν, δυο τοπικά γραφεία του κυρίαρχου “Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας” έγιναν στάχτες, όπως και πολλά κυβερνητικά και αστυνομικά οχήματα. Όμως, πάνω από είκοσι διαδηλωτές κυριολεκτικά σκοτώθηκαν στο ξύλο από την αστυνομία ενώ πανω από 100 τραυματίστηκαν σοβαρά απ’ τις γκλομπιές.
Μια προοπτική;
Παρόλο που η αιτία κάθε προλεταριακού αγώνα είναι η ίδια: η κοινωνική σχέση της εκμετάλλευσης, πάνω στην οποία βασίζεται ο καπιταλισμός, και η οποία είναι η πηγή κάθε αντίφασης και προβλήματος που η τάξη μας πρέπει να αντιμετωπίσει, δε σημαίνει πως οι αγωνιζόμενοι προλετάριοι έχουν απαραίτητα συνείδηση αυτής της σύνδεσης που ενώνει τους αγώνες τους σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και την ίδια στιγμή υποδεικνύει το μόνο πιθανό ξεπέρασμά του – την κομμουνιστική επανάσταση που θα καταστρέψει την ταξική κοινωνία και μαζί της θα τελειώνει με κάθε εκμετάλλευση, καταπίεση, πόλεμο και πείνα. Μόνο μια παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα, όπου δε θα είμαστε αναγκασμένοι να πουλάμε τις ζωές μας για έναν μισθό και όπου οι σχέσεις μας δε θα διαμεσολαβούνται από την ανταλλαγή, θα μας επιτρέψει να ζούμε στ’ αλήθεια σαν άνθρωποι.
Δυστυχώς, σήμερα πρέπει να παραδεχτούμε πως, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, οι προλεταριακοί αγώνες παγκόσμια συμβαίνουν κάπως τυχαία την ίδια στιγμή, χωρίς να είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους. Όπως προείπαμε νωρίτερα, οι περισσότεροι απ’ τους προλεταριακούς αγώνες στους οποίους αναφερόμαστε, είναι βραχύβιες, απομονωμένες και γρήγορα ηττηθείσες βίαιες συγκρούσεις μιας χούφτας προλεταρίων με την αστυνομία, ή εξίσου περιορισμένες άγριες απεργίες. Αυτοί οι αγώνες συχνά περιορίζονται από τις δημοκρατικές και εθνικιστικές αυταπάτες, ωστόσο ορισμένες στιγμές ξεφεύγουν απ’ τον έλεγχο της σοσιαλδημοκρατίας (με την μορφή είτε των συνδικάτων ή πολιτικών κομμάτων) και διαρρηγνύουν έμπρακτα την κοινωνική ειρήνη. Αυτές οι απομονωμένες εκφράσεις ταξικού αγώνα γρήγορα τσακίζονται και αφήνουν χώρο στην μπουρζουαζία για την αντεπίθεσή της – αστυνομική καταστολή, έλεγχος, μιντιακή πλύση εγκεφάλου. Γενικά όμως, αποτελούν απόδειξη πως το προλεταριάτο μάχεται για τα συμφέροντά του, είτε με κρίση είτε χωρίς[5].
Ωστόσο, είναι ανάγκη να τονίσουμε ότι το βάρος μιας αστικής κυριαρχίας και του θεάματος πέφτουν ακόμα και στους δικούς μας ώμους -των κομμουνιστών. Παρόλο που εμείς, ως μαχόμενοι κομμουνιστές, είμαστε συνειδητά διεθνιστές και αντιλαμβανόμαστε την ταξική κοινωνία στην παγκόσμια διάστασή της, είναι συχνά δύσκολο να ξεκόψουμε από τα παραμύθια των μίντια, τη γλώσσα τους, τη λογοκρισία τους. Είναι ιδιαίτερα ισχυρά σε περιπτώσεις νέων από τις λεγόμενες “αναπτυσσόμενες χώρες”, που μεσολαβούνται από τα αστικά μίντια με έναν τρόπο ώστε να αποκρύπτεται όσο το δυνατόν περισσότερο το ταξικό περιεχόμενό τους[6].
Παρολαυτά, μόνο όταν οι αγωνιζόμενοι προλετάριοι στα διάφορα μέρη του κόσμου αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον ως ταξικά αδέρφια, θα έχει η κομμουνιστική επανάσταση μια ευκαιρία να πετύχει. Αν κάτι τέτοιο θα γίνει σύντομα, δεν μπορούμε να το πούμε. Μπορούμε να ελπίσουμε πάντως, πως το αντίκτυπο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στις συνθήκες ζωής του προλεταριάτου, θα παίξει τον ρόλο ενός ενοποιητικού παράγοντα που θα βοηθήσει την τάξη μας να απορρίψει ψευδείς ιδεολογίες και να αδελφωθεί παρ’ όλους τους αστικούς διαχωρισμούς.
Σημειώσεις:
[1] Διαχωρισμένοι από τα αναγκαία μέσα να συντηρηθούμε, είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να πουλάμε την εργατική μας δύναμη στο Κεφάλαιο με αλλοτριωμένες κι αλλοτριωτικές παραγωγικές διαδικασίες, κι αυτή η αλλοτρίωση περνά σε κάθε όψη της ζωής μας, στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους και τη συνείδησή μας. Τα αστικά μίντια συχνά αναφέρονται σε “τρελούς που εισέβαλαν ένοπλοι και σκότωσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους” που αποδίδουν σε “διανοητικά ασθενείς ανθρώπους” ή σε αυτοκτονίες “απογοητευμένων μη-πετυχημένων”, που περιγράφουν ως ακραίες περιπτώσεις, συγκαλύπτοντας τις ρίζες ανάλογων φαινομένων στην απάνθρωπη ολότητα της ταξικής κοινωνίας.
[2] Μαχητικές άγριες απεργίες με χιλιάδες εργαζομένους στην υφαντουργία, πετρελαιοβιομηχανία, κατασκευαστικές, ορυχεία και γεωργία (παρά την μη-νομιμότητα κάθε απεργίας στην Αίγυπτο και την πολυετή επιβολή στρατιωτικού νόμου στο Μπαγκλαντές), οδομαχίες με αφορμή τις υψηλές τιμές τροφίμων και πετρελαίου, δυναμικοί αγώνες μεταναστών απ’ την υπο-σαχάρια Αφρική ενάντια στις απελάσεις στο Κάιρο, λιποταξία μπαγκλαντεσιανών στρατιωτών που πήραν τις ζωές οχτώ ένστολων αστών…
[3] Οι εργάτες των κατασκευαστικών πολύ γρήγορα είχαν με το μέρος τους εργάτες από τα περισσότερα βρετανικά εργοστάσια ενέργειας, ένα χημικό εργοστάσιο και αρκετούς μεταλλεργάτες.
[4] Τη στιγμή της συγγραφής αυτού του κειμένου, ένα δεύτερο κείμενο καταλήψεων, πολύ πιο μαχητικό και αυτόνομο από τις σοσιαλδημοκρατικές δομές αναπτυσσόταν. Καταλήψεις εμφανίζονταν στις περισσότερες μεγαλουπόλεις της Ιταλίας. Στη Ρώμη, διαδηλωτές καταλάμβαναν το πανεπιστήμιο Sapienza μετά οδομαχιών με την αστυνομία, στην Νάπολη οι καταλήψεις άρχισαν να ξεπερνούν τα πανεπιστημιακά πλαίσια. Την ίδια στιγμή, οι πανεπιστημιακές καταλήψεις στη Γαλλία, όπου οι φοιτητές θα αναγκάζονταν να μην μπορούν να περάσουν τη χρονιά χωρίς επιπλέον εξετάσεις, ενώ οι καθηγητές ήθελαν να χάσουν ολόκληρο το εξάμηνο, συνεχίζονταν.
[5] Θα θέλαμε να απορρίψουμε ένα ψευτο-ερώτημα, τόσο δημοφιλές μεταξύ των ακροαριστερών, αν η καλύτερη στιγμή για ταξικό πόλεμο είναι στη διάρκεια της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, γιατί τότε οι εργάτες βρίσκονται σε καλύτερη θέση, καθώς το κεφάλαιο έχει περισσότερη ανάγκη την εργασία τους, ή η στιγμή της κρίσης, γιατί πρέπει να πεθαίνει κανείς της πείνας για να συνειδητοποιήσει την εκμετάλλευσή του.
[6] Ένα ιδιαίτερα αηδιαστικό παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι ολόκληρη η περιοχή της λεγόμενης Μαύρης Αφρικής, όπου όλος ο τρόμος που εφαρμόζεται ενάντια στα ταξικά μας αδέρφια από το κεφάλαιο, παρουσιάζεται σαν μια απόδειξη του πόσο “πρωτόγονες” είναι οι “φυλές των ντόπιων”.
Προκήρυξη αλληλεγγύης στους αγωνιζόμενους και προφυλακισμένους προλετάριους στην Ελλάδα.
«Μέσα σε μία νύχτα η «πραγματικότητα» και η «κανονικότητα» πέθανε…
Στις 6 Δεκεμβρίου του 2008 στην Ελλάδα, τα γουρούνια δολοφονούν εν ψυχρώ τον 15χρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και η προλεταριακή οργή, η οποία εκφραζόταν με απεργίες και βίαιες διαδηλώσεις ενάντια στις επιθέσεις του Κεφαλαίου στις συνθήκες διαβίωσης της τάξης μας, ξέσπασε.
Ξαφνικά, μια εξέγερση ξέσπασε και έπειτα από αρκετές δεκαετίες το φάντασμα της προλεταριακής ανταρσίας και της ανοιχτής ταξικής σύγκρουσης επέστρεψε στην Ευρώπη. Φοιτητές αλλά και πολλοί μαθητές ξεχύθηκαν αυθόρμητα στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, για να επιτεθούν σε αστυνομικά τμήματα και στους μπάτσους με πέτρες και μολότοφ.
Οι φοιτητές και οι μαθητές πλαισιώθηκαν γρήγορα από μετανάστες προλετάριους κάθε ηλικίας, από νεολαίους έλληνες από κακοπληρωμένες, επισφαλείς θέσεις εργασίας, αλλά επίσης και από πολλούς εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας. Ακόμα και πολλοί άνεργοι και άνθρωποι που ζουν στο περιθώριο της ταξικής κοινωνίας έλαβαν μέρος, Ρομά, παράνομοι πρόσφυγες, τοξικομανείς… Χούλιγκαν του ποδοσφαίρου παρέκαμψαν τις μεταξύ τους διαμάχες και συμμετείχαν στον αγώνα ενάντια στον πραγματικό εχθρό – τις κρατικές δυνάμεις καταστολής.
Άμεσα, έγινε ξεκάθαρο στον καθένα ότι οι μπάτσοι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μισθοφόροι της κρατικής τρομοκρατίας. Έγινε ολοφάνερο ότι υπηρετούν την ομαλή λειτουργία του συστήματος της ατομικής ιδιοκτησίας κάποιων και της μισθωτής εκμετάλλευσης κάποιων άλλων και το μόνο που “προστατεύουν” είναι ο νόμος και η τάξη του αστικού καθεστώτος. Οι «υπεύθυνοι πολίτες» και η πίστη στη Δημοκρατία εξαφανίστηκαν ανάμεσα στα σύννεφα του καπνού και των δακρυγόνων και ανάμεσα στα ραπίσματα των αστυνομικών γκλομπ.
«Καταστρέφουμε το παρόν, επειδή ερχόμαστε από το μέλλον!»
Δεν ήταν μόνο οι οδομαχίες με τους μπάτσους και η πυρπόληση αστυνομικών τμημάτων. Οι εξεγερμένοι συνέτριψαν και έκαψαν το χαμογελαστό πρόσωπο του κόσμου του κεφαλαίου – τον καταναλωτικό παράδεισο των καταστημάτων, των σούπερ μάρκετ, των εκθέσεων αυτοκινήτων και των τραπεζών που σου δανείζουν χρήματα για κάποια από τα πολυτελή προϊόντα. Ο κόσμος των παθητικών καταναλωτών και των θεατών του Θεάματος τυλιγόταν στις φλόγες. Και υπήρχαν προλετάριοι που λεηλατούσαν οι οποίοι ξεπρόβαλλαν μέσα από τη φωτιά, επιβάλλοντας έμπρακτα τη δικτατορία των ανθρώπινων αναγκών πάνω στο κεφάλαιο και τις εμπορευματικές του σχέσεις.
Τα ταξικά μας αδέρφια και αδερφές επανοικειοποιούνταν όλα όσα είμαστε, ως η τάξη που καταναγκάζεται να παράγει στη δουλειά, με σκοπό να υποχρεωθεί να ξαναγοράσει πληρώνοντας με τα χρήματα του μισθού. Επανοικειοποιήθηκαν, επίσης, το χώρο και το χρόνο, που διαιρείται και περιορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαίου – ουρές αυτοκινήτων και αγχωμένα πλήθη αποξενωμένων ζόμπι που τρέχουν στη δουλειά, στο σχολείο, στα ψώνια…εξαφανίστηκαν από τους δρόμους που αναδημιουργήθηκαν από την προλεταριακή βία και αντικαταστάθηκαν από μια κοινότητα της μαχόμενης τάξης.
Η αυτό-οργάνωση του αγώνα των εξεγερμένων αναπτυσσόταν αυθόρμητα. Δεκάδες πανεπιστήμια και λύκεια καταλαμβανόταν όχι μόνο από φοιτητές, αλλά και από κάθε είδους προλετάριους, διαχωρισμένων από το κεφάλαιο, και μεταμορφώθηκαν σε κέντρα αντίστασης, σε τόπους συνάντησης, συζητήσεων, έρωτα και ταξικού μίσους.
Το ίδιο συνέβη στο δημαρχείο, σε μια εργατική περιοχής της Αθήνας, τον Άγιο Δημήτριο, που επίσης καταλήφθηκε από κατοίκους. Μετά από πολύ καιρό η τάξη μας ξεκινούσε να μιλάει και να διαμορφώνει το πρόγραμμά της από μόνη της
Όταν εξεγερμένοι εργάτες κατέλαβαν τα Εργατικά Κέντρα των συνδικάτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, άσκησαν κριτική σε αυτούς τους διαμεσολαβητές της πώλησης της εργατικής μας δύναμης στα αφεντικά μας. Κατέδειξαν ότι τα συνδικάτα είναι όργανα του κράτους και ο σκοπός τους είναι να αποδιοργανώνουν και να καταστέλλουν τον ταξικό αγώνα και ότι ο δρόμος να πάμε μπροστά περνάει μέσα απ’ την αυτό-οργάνωση του αγώνα στους χώρους δουλειάς. Σε όλες αυτές τις πτυχές του ταξικού κινήματος και τον αυτόνομο αγώνα του προλεταριάτου ενάντια στους αστούς – οι ιδεολογίες του, οι οργανώσεις και ο τρόπος ζωής άρχισαν να γεννιούνται.
«Σταματήστε να παρακολουθείτε τηλεόραση! Βγείτε όλοι στους δρόμους!»
Αν και η προλεταριακή εξέγερση διαπερνούσε πολλούς τομείς, στους οποίους μας διαχωρίζει το κεφάλαιο, μόνο μια μειοψηφία της τάξης μας έπαιρνε ενεργά μέρος σε αυτή. Ενώ υπήρχαν φλεγόμενα οδοφράγματα στους δρόμους, καταστήματα λεηλατούνταν και γινόταν επιθέσεις ενάντια στους μπάτσους, η πλειοψηφία έμεινε στο σπίτι μπροστά στην τηλεόρασή της ακούγοντας τις αερολογίες των πολιτικών και των δημοσιογράφων.
Παρά την επίμονη προσπάθεια οι εξεγερμένοι δεν κατάφεραν να σπάσουν την παθητικότητα των ταξικών τους αδερφών – ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην υπόλοιπη Ευρώπη και τις περισσότερες χώρες του κόσμου. Συνεπώς δεν υπήρξε μια γενική παράλυση της καπιταλιστικής οικονομίας, που σημαίνει ότι δεν υπήρξε ούτε επίθεση ενάντια στη μισθωτή εργασία και της παραγωγής για το κέρδος. Το κίνημα περιορίστηκε σε μερικές επιθέσεις ενάντια στο κράτος και σε μια ανολοκλήρωτη υπονόμευση των καπιταλιστικών σχέσεων. Το Δεκέμβρη, η ολοκληρωτική καταστροφή όλων των κρατικών δομών, που να στοχεύει στη διάλυση της δύναμης των αστών και η επιβολή της κοινωνικής δικτατορίας του προλεταριάτου, που θα ενδυνάμωνε και θα επέτρεπε τη μετατροπή των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές, δεν είχε μπει σε χρονική προτεραιότητα ακόμα. Ο επαναστατικός ξεσηκωμός αναβάλλεται για την ώρα.
“Merry crisis and a happy new fear!”
Είναι ακριβώς αυτό το μήνυμα που η ελληνική εξέγερση άφησε στους τοίχους της Αθήνας για τους νομοταγείς πολίτες (που συνεχίζουν να υποκύπτουν στις επιταγές του κεφαλαίου – που δεν σκέφτονται καν ότι μπορούν να αντισταθούν στα αφεντικά και στο κράτος και που απλώς περιμένουν σαν πρόβατα αυτό που θα τους συμβεί).
Αυτό το μήνυμα ισχύει επίσης και για τους προλετάριους εδώ στην Δημοκρατία της Τσεχίας. Η κρίση έρχεται και οι αστοί απολύουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους μειώνοντας και τους βασικούς μισθούς. Για παράδειγμα, 4.000 απολυμένοι υαλουργοί αφέθηκαν τώρα χωρίς κανέναν μέσο επιβίωσης. Και τι συνέβη; Τίποτα!
Η κυριαρχία της κοινωνικής ειρήνης και της Δημοκρατίας κάθεται σα βαρίδιο στο σβέρκο της τάξης μας: προτιμάμε να πεθάνουμε από την πείνα ή να ζούμε κάτω από γέφυρες, παρά να αγωνιστούμε πραγματικά για την ικανοποίηση των αναγκών μας. Η Δημοκρατία λειτουργεί σαν το όπιο – μας αποτρέπει από τα να κατανοήσουμε τον εαυτό μας ως τάξη με διαφορετικά και αντίθετα συμφέροντα από του Κεφαλαίου. Βλέπουμε τη μιζέρια που φέρουν οι ατομικές και οικογενειακές μας ζωές ως το καλύτερο που μπορούμε να έχουμε.
Ωστόσο, η παγκόσμια κρίση θα συνθλίψει την ψευδαίσθηση ευτυχίας μας ως πολίτες-καταναλωτές, καθώς ακόμα και τον παραμικρό ενθουσιασμό για τον καπιταλισμό. Θα υπάρξουν όλο και περισσότεροι άνεργοι και άστεγοι άνθρωποι, οι τιμές των βασικών αγαθών θα αυξηθούν και αυτοί που θα έχουν δουλειές θα μπορούν να αγοράζουν όλο και λιγότερα με τους μισθούς τους… και στο τέλος η κυρίαρχη τάξη ίσως μας οδηγήσει σε έναν πόλεμο, με σκοπό να ξεφορτωθεί τους περισσευόμενους ανθρώπους και παραγωγικές δυνάμεις και να επιτύχει την πιθανότητα ενός νέου γύρου οικονομικής ανάπτυξης μέσω της ανοικοδόμησης.
Η οικονομία βρίσκετε σε κρίση; Ας την αποτελειώσουμε! Κάτω η κοινωνική ειρήνη! Μία Ελλάδα δεν είναι αρκετή!
Αργά ή γρήγορα το κεφάλαιο θα μας αφήσει χωρίς αποθέματα. Θα υποφέρουμε και ίσως πεθάνουμε, εάν συνεχίζουμε να αποδεχόμαστε δουλικά τη μισθωτή εργασία και το χρήμα ως απαραίτητα για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Αλλά σίγουρα θα υπάρξουν προλετάριοι, που θα αρνηθούν τη λογική της ανταλλακτικής αξίας και θα εισβάλλουν στα σούπερ μάρκετ και θα απαλλοτριώσουν αυτά που χρειάζονται. Το ταξικό κίνημα στην Ελλάδα θα ξεσπάσει ξανά με ακόμα μεγαλύτερη ανατρεπτική δύναμη και αυτή τη φορά δε θα είναι μόνο του.
Και δε θα είναι μόνο οι προλετάριοι στην Κίνα, το Μπαγκλαντές, την Αίγυπτο ή τη Βολιβία που θα ξεσηκωθούν. Ακόμα και εδώ, βιτρίνες καταστημάτων θα γίνουν θρύψαλα. Θα λεηλατήσουμε καταστήματα και πολυτελείς αστικές επαύλεις. Μαζικές απεργίες εκτός κι ενάντια στα συνδικάτα, θα ανατρέψουν ολόκληρη την καπιταλιστική οικονομία. Το κράτος με την αστυνομία και το στρατό του, όπως πάντοτε, θα υπερασπιστεί την αστική τάξη και περιουσία και θα ασκήσει τον τρόμο ενάντια στους προλετάριους, που ποτέ δε θα επιλύσουν τίποτα, εάν δεν κάνουν τη δική τους επανάσταση. Στο μεταξύ, όλη η υποστήριξή μας, η συμπάθεια, οι σκέψεις μας ανήκουν στους προλετάριους στην Ελλάδα, που αγωνίζονται ή είναι φυλακισμένοι.
Επιθυμούμε να τους βοηθήσουμε εξαπλώνοντας τον αγώνα στη Δημοκρατία της Τσεχίας και σε ολόκληρο τον κόσμο. Θέλουμε να μοιραστούμε και να επεκτείνουμε τις εμπειρίες τους ώστε να επανατοποθετήσουμε έναν παγκόσμιο επαναστατικό ξεσηκωμό στον ρου της Ιστορίας…
Παγκόσμια επανάσταση ενάντια στο κεφάλαιο, τη μισθωτή εργασία και το χρήμα!
Επαναστατική προλεταριακή βία ενάντια στην κρατική βία της αστυνομίας ως την ολοκληρωτική καταστροφή όλων των κρατών!
Δικτατορία του προλεταριάτου για τη μετατροπή των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές και για την παγκόσμια αταξική κοινότητα!
Třídní válka (Ταξικός Πόλεμος)
Σημειώσεις: Η προκήρυξη της ομάδας Třídní válka μεταφράστηκε στα ελληνικά από το blog της κατάληψης ΕΣΗΕΑ, αναδημοσιεύεται εδώ με κάποιες μικρές διορθώσεις.
Απ’ την Ελλάδα μέχρι το Logroño (Ισπανία)… μια προκήρυξη Ισπανών συντρόφων
ή
Τί Ενώνει Μερικά Παιδιά από την Ήσυχη Ισπανική Επαρχία με τα Παιδιά της Ελληνικής Εξέγερσης
ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ, ΟΛΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ
1. Το ότι στεκόμαστε αντιμέτωποι με τον κόσμο της εμπορευματικής παραγωγής. Επιθυμούμε να σταματήσουμε αυτήν την ατέλειωτη ανάγκη που κάνει τους τροχούς της οικονομίας να γυρίζουν και να γυρίζουν. Τα τρία εμπορικά κέντρα που περικυκλώνουν το Logroño (“Las Cañas“, “Parque Rioja” και “Berceo“), και οι εμπορικές περιοχές της “Gran Via” και του “Paseo de las Cien Tiendas” είναι μονίμως γεμάτες εμπορεύματα, τα περισσότερα απ’ τα οποία είναι στην τελική άχρηστα. Από που έρχονται και πού καταλήγουν όταν τα πετάμε;
Η απάντηση στην ερώτηση αυτή χάνεται στον συνεχή κι άγριο βομβαρδισμό διαφημίσεων των μίντια. Προκειμένου να αποφύγουμε μια κατάρρευση της οικονομίας υπάρχει αυτή η ανάγκη για κατανάλωση εμπορευμάτων, απλά και μόνο για να καταστραφούν, να εξαφανιστούν και να αντικατασταθούν σε έναν ολοένα και αυξανόμενο ρυθμό. Είναι εκεί, το κράτος και οι οικονομολόγοι του καπιταλισμού να προσπαθούν να βρουν τους τρόπους να ενθαρρύνουν την εργατική δύναμη και να κινητοποιήσουν ένα νέο κύμα κατανάλωσης. Τα παιδιά των ελληνικών πόλεων με το καταστροφικό μένος τους, έθεσαν σε κίνηση ένα μπλοκάρισμα του καταναλωτικού shopping therapy και της ροής των εμπορευμάτων σε αρκετά οικονομικά κέντρα.
2. Επειδή επιθυμία μας είναι να πάψουμε να νιώθουμε ευγνώμονες για τις δουλειές απ’ όπου όλο και γρηγορότερα μας πετάνε έξω απ’ αυτόν τον “παράδεισο” του επιχειρηματικού και οικονομικού κόσμου. Αρνούμαστε να συνεχίσουμε να γινόμαστε ευέλικτα κενά όντα στις υπηρεσίες μιας αγοράς που έχει διαφύγει από τις δυνάμεις των ανθρώπων. Η μισθωτή εργασία δεν είναι τίποτα παραπάνω από στυγνός εκβιασμός κι όσο τα ποσοστά της ανεργίας αυξάνονται, αυτό γίνεται πιο εμφανές.
Όσοι ανάμεσά μας στηρίζονται σε προσωρινές/μαύρες δουλειές βλέπουν πώς η πρόσβαση στην αγορά εργασίας γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκη, πώς το δεδομένο της “μιας τίμιας δουλίτσας” γίνεται συνώνυμο του “προνομιούχου” εργαζομένου. Σ’ αυτό πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι πολλές δουλειές δεν έχουν την οποιαδήποτε κοινωνικής χρησιμότητα, αλλά αποτελούν συμπτώματα μιας οικονομίας εκτός ελέγχου. Δουλειές στις οποίες τελικά μπαίνουμε εξ’ αιτίας της ωμής αναγκαιότητας του μισθού.
Τα παιδιά στις ελληνικές πόλης, μέσα απ’ την καταστροφική τους βία, δήλωσαν μια άρνηση της κοινωνικής μηχανικής που τους μετατρέπει σε αγοραία προϊόντα.
3. Επειδή αυτό που συνέβη στην Ελλάδα, ξεκίνησε και ωρίμασε μέσα στη βία, δε σταμάτησε ποτέ εκεί. Έτσι, είδαμε μεταξύ άλλων, καταλήψεις σχολίων και πανεπιστημίων, επανοικειοποιήσεις δημαρχείων, καταλήψεις των γραφείων της ΓΣΕΕ, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών ώστε να μεταδίδονται προκηρύξεις των συνελεύσεων… Όλα αυτά είναι η σπορά ενός γενικού εγχειρήματος αυτοοργάνωσης που στοχεύει στην οικοδόμηση εναλλακτικών από τις σημερινές αλλοτριωμένες και εμπορευματοποιημένες κοινωνικές σχέσεις.
Οι νεαροί εξεγερμένοι της Ελλάδας γνωρίζουν άμεσα ότι η καταστροφική οργή από μόνη της δεν είναι αρκετή για έναν ανοιχτό πόλεμο ενάντια στον κόσμο του κεφαλαίου, κι έχουν θέσει σε κίνηση μια πληθώρα από αυτοοργανωμένες δραστηριότητες.
4. Επειδή θέλουμε να σταματήσουμε τον πόνο, που δεχόμαστε εμείς, από την ενεργητική ή παθητική -δεν έχει σημασία- συμμετοχή μας στον καταστροφικό μηχανισμό παραγωγής, κυκλοφορίας και κατανάλωσης εμπορευμάτων.
Ερχόμαστε αντιμέτωποι με αμέτρητες αντιφάσεις στις ζωές μας: δουλεύουμε σε άχρηστες παραγωγικές διαδικασίες, οδηγούμε αμάξια σε δρόμους που περιζώνουν πολιτείες και κοιλάδες αναδύοντας τοξικά και νέφη. Καταναλώνουμε κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τηλεοράσεις, με μετασχηματιστές από ορυκτά του Κονγκό, χωρίς να μπορούμε να μη σκεφτούμε την ανθρωποσφαγή των παιδιών που εξορύσσουν τις πρώτες ύλες απ’ την Αφρική. Παίρνουμε ναρκωτικά ή -με συνταγή ιατρού- φαρμακευτικά βοηθήματα για να δραπετεύσουμε από μια πραγματικότητα επώδυνη και μπερδεμένη, προσαρμόζοντας έτσι τους εαυτούς μας στις επιταγές αυτής της κοινωνίας, ξεχνώντας τη λεηλασία που κρύβεται πίσω απ’ την “κανονικότητα” των εμπορευματικών σχέσεων…
Οι νεολαίοι στην Ελλάδα μας έδειξαν με ποιόν τρόπο να ονειρευόμαστε και πάλι, να ξεπερνούμε την πικρία και τη λύπη μας, να κερδίζουμε πίσω την ορμή που χάσαμε στην ενηλικίωση.
5. Επειδή όσο άδεια, κενή και υποβαθμισμένη μοιάζει η πραγματικότητα για μας, εμείς εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι όλα είναι δυνατά. Αν είναι να υπάρξει ένα μέλλον, αυτό θα είναι αναγκαστικά προϊόν της ανασύνθεσης της ανθρώπινης κοινωνίας σε νέα θεμέλια, διαφορετικά.
Είναι λοιπόν αυτή η ανασύνθεση στην οποία στοχεύουν όλη η ευφυία μας κι όλος ο κόπος μας: η κατάργηση του κράτους και η αντικατάστασή του από αμέτρητες μικρές κι ομόσπονδες κοινότητες. Η λογική εγκατάλειψη των σημερινών μέσων παραγωγής που είναι περιττά, και η αυτοδιεύθυνση κάθε κοινωνικής δραστηριότητας, η ρύθμιση της ζωής από συνελεύσης που θα οργανώνουν βασικά καθήκοντα. Η καταστροφή των επιθετικών τεχνολογιών που ενισχύουν μια τεράστια και περίπλοκη κοινωνική οργάνωση εγείροντας ιεραρχίες, συστήματα ελέγχου, μηχανισμούς/θεσμούς καταστολής… Η ολοκληρωτική κατάργηση της μισθωτής εργασίας και η μετατροπή της εργασίας σε παιχνίδι, μια ριζική επαναδιευθέτηση των αναγκών μας, μια εναλλασσόμενη διανομή των κοινών εργασιών μεταξύ όλων όσων είμαστε ικανοί για το κάθε έργο, κατάργηση του χρήματος και αντικατάστασή του από την οικειοθελή ανταλλαγή… επανεφυεύρεση πιο φυσικών τρόπων ζωής…
Θεωρούμε τους εαυτούς μας μέρος αυτό του εγχειρήματος, απλά και μόνο γιατί είναι τόσο η θέλησή μας όσο και απόλυτη αναγκαιότητα.
Σύντροφοι από το Logroño
***
Ελεύθερη μετάφραση του κειμένου. Στα αγγλικά στο aiming further-striking better. Το Λογκρόνιο είναι μια πόλη 190.000 κατοίκων κοντά στη Χώρα των Βάσκων, υπήρξε ισχυρή έδρα των επαναστατών μέχρι την ήττα στον εμφύλιο του 1936, αλλά και εργατικών αγώνων τα πρώτα χρόνια μετά τον φρανκισμό.
Αυτομείωση τιμών: ο αγώνας της εργατικής τάξης ενάντια στην κρίση – Bruno Ramirez
Ακολουθει μια μετάφραση της ανάλυσης του Bruno Ramirez (για την επιθεώρηση ZeroWork) πάνω στην απάντηση της ιταλικής εργατικής τάξης στην οικονομική κρίση της δεκαετίας οτυ 1970, με ιδιαίτερη έμφαση στην “άρνηση να αποδεχτεί την αύξηση τιμών των βασικών προϊόντων”, ή αλλιώς “αυτομείωση”.
Με έναν πληθωρισμό άνω του 25%, ευρεία ανεργία και αυξανόμενη καταστολή, η κατάσταση της οικονομικής κρίσης στην Ιταλία είναι (1970) ενδεικτική του πόσο μακριά είναι πρόθυμο να τραβήξει τα πράγματα το κεφάλαιο, προκειμένου να επιτεθεί στις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης.
Ένα από τα ιδιαίτερα σημάδια της κρίσης αυτής -τόσο στην Ιταλία όσο και σε άλλα καπιταλιστικά κράτη- είναι ο βαθμός στον οποίο η ταξική σύγκρουση έχει διευρυνθεί, περιλαμβάνοντας άμεσα τον τομέα της κοινωνικής κατανάλωσης. Η δραματική αύξηση του κόστους ζωής έχει στην πραγματικότητα πυροδοτήση ένα κύμα αγώνων που ορίζονται από την ανάγκη της εργατικής τάξης να υπερασπιστεί τα οικονομικά της ωφέλη και να διασφαλίσει μια άνετη πρόσβαση στα βασικά αγαθά και υπηρεσίες όπως η διατροφή, η στέγαση, οικιακές συσκευές και μεταφορές. Δεν είναι σύμπτωσ που -ιδιαίτερα στην Ιταλία- η κυρίως κίνηση του κεφαλαίου σ αυτόν τον τομέα έρχεται μετά από έναν μακρύ κύκλο εργοστασιακών αγώνων οι οποίοι απέφεραν αξιοσημείωτα κέρδη στους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας. Δείχνει την συνοχή της καπιταλιστικής κοινωνίας -μια συνοχή που έχει αναγκαστεί σε άμυνα από την οργανωμένη αντίσταση μεγάλων κομματιών της εργατικής τάξης.
Η πρακτική της “αυτομείωσης” -δηλαδή της άρνησης πληρωμής των αυξημένων τιμών των αναγκαίων υπηρεσιών- είναι μια απάντηση που έχει προκύψει απ’ αυτό το πεδίο αγώνα. Ο χαρακτήρας του αγώνα αυτού εγείρει σημαντικά πολιτικά ζητήματα τόσο για το κεφάλαιο όσο και για την εργατική τάξη. Πως μπορεί ο αγώνας αυτός να διαμεσολαβηθεί και να τεθεί υπό έλεγχο; Σε ποιό βαθμό το βάρος του αγώνα πέφτει πρωταρχικά σε ένα κομμάτι της εργατικής τάξης -πχ στις νοικοκυρές-, ως κεντρικές πρωταγωνίστριες της κοινωνικής κατανάλωσης;
Η αυτομείωση
Η αυτομείωση δεν είναι ένα ολότελα νέο φαινόμενο στην Ιταλία. Για παράδειγμα, στην Magliana, μια από τις μεγαλύτερες εργατογειτονιές της Ρώμης, κάπου 2.000 οικογένειες εφάρμοζαν αυτομείωση στην πράξη εδω και δυο χρόνια, πληρώνοντας τα μισά από τα νοίκια τους. Κι αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση μεμονωμένο περιστατικό. Η καινοτομία της υπόθεσης είχε να κάνει με τον τρόπο που αυτή η πρακτική διαδόθηκε σε άλλους τομείς της βασικής κοινωνικής κατανάλωσης, όπως οι δημόσιες συγκοινωνίες, ο ηλεκτρισμός, και η οικιακή θέρμανση.
Αν το εξετάσουμε μαζί με παράλληλες πρακτικές που αναπτύχθηκαν -όπως η καταλήψεις στέγης και οι οργανωμένες μαζικές απαλλοτριώσεις τροφίμων από σουπερμάρκετ- αυτός ο αγώνας είναι πολύ περισσότερα από απλά μια αμυντική κίνηση. Είναι -όπως τον ονομάζουν ορισμένοι αγωνιστές- ένας αγώνας για την επανοικειοποίηση του κοινωνικού πλούτου που παράγει η εργατική τάξη χωρίς να πληρώνεται απ’ το κεφάλαιο.
Όταν μια Δευτέρα του Αυγούστου του 1974 εκατοντάδες εργάτες ανακάλυψαν πως το εισητήριο για το λεοφωρείο από το Piperolo ως το Torino είχε αυξηθεί κατά περίπου 30%, ελάχιστοι θα προέβλεπαν ότι ένα τέτοιο φαινομενικά ασήμαντο γεγονός θα γινόταν η αφορμή για ένα νέο κύμα αγώνων. Για τους εργάτες αυτούς, η αύξηση των εισητηρίων, που αποφάσισε η εταιρία των λεωφορείων στη διάρκεια των 2 εβδομάδων που ήταν κλειστή για το καλοκαίρι, τους φάνηκε σαν μια θρασύδειλη πρόκληση. Χρειάστηκαν μοναχά λίγες μέρες για να οργανώσουν μερικές δράσεις και να κινητοποιήσουν τους υπόλοιπους επιβάτες της γραμμής. Την επόμενη δευτέρα, το σχέδιο δράσης ήταν έτοιμο. Εργάτες σήκωσαν ταμπλώ κοντά στον σταθμό λεωφορείων του Piperolo με πινακίδες που έγραφαν “Αρνηθείτε την αύξηση!” Όμως, το πιο σημαντικό ήταν ότι εξέδωσαν οι ίδιοι ένα “υποκατάστατο” εβδομαδιαίο εισητήριο, πουλώντας το στην μισή τιμή από το παλιό. Η εταιρία απάντησε σταματώντας τη λειτουργία της, κι έτσι εκατοντάδες εργάτες του Piperolo δεν πήγαν στη δουλειά, και συνέχισαν την κινητοποίησή τους. Το ίδιο απόγευμα έστειλαν μια επιτροπή στην τοπική διεύθυνση μεταφορών, ώστε να απαιτήσει την επαναφορά των παλιών τιμών, και μέχρι να γίνει κάτι τέτοιο, να γίνονται δεκτά τα “υποκατάστατα” εισητηρίων. Μετά από μερικές μέρες πίεσης, η διεύθυνση έδωσε εντολή για ακύρωση της αύξησης τιμών στα εισητήρια.
Η σπίθα είχε γίνει πυρκαγιά. Μέσα σε λίγες μέρες, παρόμοια περιστατικά συνέβησαν σε όλη την βαριά βιομηχανοποιημένη ζώνη γύρω απ’ το Τορίνο. Στις 17 Σεπτέμβρη, η τοπικές αρχές εξέδωσαν νέες οδηγίες για τις τιμές των συγκοινωνιών για όλες τις 106 γραμμές που λειτουργούσαν στην περιοχή – οδηγίες που μείωναν ουσιαστικά τις αυξήσεις που είχαν ξεκινήσει ή πρότειναν οι εταιρίες.
Ο πρώτος γύρος αγώνων αυτομείωσης είχε ήδη αποφέρει καρπούς. Η πρακτική ωστόσο, διαδιδόταν γρήγορα σε άλλες περιοχές της Ιταλίας, προκαλώντας χάος στις δημοτικές και τοπικές αρχές αλλά και στις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες. Ως το τέλος του Σεπτέμβρη, τα μίντια καταδικάζαν με υστερία αυτό το ξέσπασμα “πολιτικής ανυπακοής” ενώ το κομμουνιστικό κόμμα νουθετούσε τους εργάτες ότι ο μόνος δρόμος αγώνα είναι η απεργία.
Ηλεκτρισμός
Το επόμενο λογικό βήμα για τους εργάτες ήταν να εφαρμόσουν αυτή την μορφή αγώνα και σε άλλους τομείς κοινωνικής κατανάλωσης. Ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος ήταν απ’ τα σημαντικότερα έξοδα ενός εργατικού νοικοκυριού, και στάθηκε το αντικείμενο της επόμενης στροφής του αγώνα. Δύσκολο να σκεφτεί κανείς μια περισσότερο εκκρηκτική πολιτικά επιλογή. Καταρχήν, στην Ιταλία η βιομηχανία ηλ. ενέργειας ήταν κρατική και εφάρμοζε τις τιμές της σε ολόκληρη την χώρα. Το κράτος λοιπόν έγινε ο άμεσος στόχος αυτού του αγώνα που η πιθανότητα γενίκευσής του μεταξύ της εργατικής τάξης ήταν τεράστια. Επιπλέον, το λαϊκό αίσθημα απέναντι στην υπό κρατικό έλεγχο Εταιρία Ηλεκτρισμού (ENEL) ήταν ιδιαίτερα αρνητικό εξαιτίας πρόσφατων αυξήσεων στους λογαριασμού σε μια περίοδο που η εταιρία είχε αποκαλυφθεί να εμπλέκεται σε σκάνδαλο υπόγειας χρηματοδότησης πολιτικών κομμάτων. Η πολιτική της ENEL να χορηγεί ρεύμα με μειωμένες τιμές στις βιομηχανίες ως μια μορφή στήριξης (περίπου 75% φθηνότερα απ’ ότι στα νοικοκυριά) επίσης εξόργιζε πολλούς, καθώς έμοιαζε με μια εντελώς προκλητική διακριση.
Η πρωτοβουλία ήρθε από τον βιομηχανικό βορά, το Τορίνο και το Μιλάνο. Η υποστήριξη -αρχικά- των τοπικών συνδικαλιστών αλλά και κάποιων συνδικαλιστικών οργάνων (όπως το Συμβούλιο Εργασίας του Τορίνο) ήταν πολύ χρήσιμη στη διευκόλυνση των κινητοποιήσεων των εργατών στα εργοστάσια. Έκανε εφικτή τη χρησιμοποίηση του οργανωτικού μηχανισμού των εργατικών συμβουλίων για τον σκοπό αυτό, ειδικά μετά την ανοιχτή συμπαράσταση των στελεχών των συμβουλίων, στον αγώνα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η κινητοποίηση περιλάμβανε το στήσιμο “επιτροπών αυτομείωσης” με καθήκον να συλλέγουν τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος των εργατών, συχνά με τη σφραγίδα του συνδικάτου. Οι εργάτες τότε έγραφαν από πάνω το νέο ποσό, συνήθως το 50% του λογαριασμού, και κατέθεταν τα χρήματα.
Επιτροπές Αυτομείωσης
Και αυτή η κινητοποίηση, δεν άρχιζε και τελείωνε στα εργοστάσια. Καθώς η πρακτική αυτή διαδιδόταν στην υπόλοιπη Ιταλία, επιτροπές αυτομείωσης άνθιζαν στις μητροπολιτικές συνοικείες, αλλά και σε μικρές αγροτικές πόλεις. Σε μερικές από τις μεγάλες πόλεις, το στήσιμο τέτοιων επιτροπών ήταν πιο εύκολο χάρη στην προηγούμενη εμπειρία των επιτροπών γειτονιάς, που είχαν μια μακρά παράδοση συλλογικών αγώνων. Οι περισσότερες από τις επιτροπές αυτές αποτελούνταν από εκπροσώπους, λίγους από κάθε τετράγωνο ή κάθε πολυκατοικία, με καθήκον να κινητοποιούν τους γείτονες, να συντονίζουν τις δράσεις των διαφόρων κτηρίων, και να επικοινωνούν με γειτονικές επιτροπές και εργοστάσια. Η υποστήριξη των εργαζομένων της ENEL που συχνά αρνούνταν να φέρουν εις πέρας τις εντολές της εταιρίας και να κόψουν το ρεύμα σε νοικοκυριά, ήταν επίσης ένας σημαντικός παράγοντας που συνεισέφερε στην επιτυχία του αγώνα. Μέσα από αυτόν τον συνδυασμό εργοστασιακών κινητοποιήσεων και κινητοποιήσεων στις γειτονιές, μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη δεκάδες χιλιάδες μειωμένοι λογαριασμοί είχαν γίνει δεκτοί σε κάθε μεγάλη ιταλική πόλη. Μονο στο Τορίνο, που είχε την πρωτοκαθεδρία του αγώνα αυτού, 140.000 λογαριασμοί είχαν μειωθεί.
Σε μεγάλο βαθμό, η πολιτική σημασία αυτού του κύματος αγώνων βρίσκεται στην εδαφική σύνδεση που ήταν δεδομένη για τα εργοστάσια και τις εργατογειτονιές. Ένας εργάτης απ’ την Νάπολη αναφέρει: “Στην Νάπολη, αποκομίσαμε τελευταία εμπειρίες αυτομείωσης στους λογαριασμούς του νερού, του αερίου, του ηλεκτρικού. Όλες τους όμως είχαν να κάνουν με κάποιο συγκεκριμένο κτίριο ή κάποια γειτονιά, και μέχρι σήμερα δεν υπήρχε καμία σχέση με τα εργοστάσια ή τα συνδικάτα. Αλλά πλέον η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική και παρέχει μια σπουδαία πολιτική δυναμική” (Lotta Continua, 4 Οκτώβρη 1974, σελ. 2).
Εντατικοποίηση στη δουλειά στο σπίτι
Είναι ωστόσο στις γειτονιές που αυτή η κινητοποίηση θα έχει τα πιο σπουδαία αποτελέσματα, καθώς εκεί περιπλέκεται με άλλους αγώνες όπως των καταλήψεων και της αυτομείωσης στα νοίκια. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι συχνά οι βιομηχανικοί εργάτες ήταν η ξιφολόγχη των αγώνων, είναι τελικά στο επίπεδο του νοικοκυριού που πέφτει το βάρος ενός αγώνα. Εκεί είναι που οι άνθρωποι πρέπει να αντιμετωπίσουν τους υπεύθυνους της ENEL που θα έρθουν είτε για να πληρωθούν τους λογαριασμούς είτε για να κόψουν το ρεύμα. Και είναι εκεί που πρέπει να αντιμετωπίσουν την αστυνομία ή τις φασιστικές ομάδες που στέλνονται για να σπάσουν την κινητοποίηση. Είναι αυτή η διάσταση του αγώνα που έχει αναδείξει τον κύριο ρόλο των νοικοκυρών ως κεντρικές πρωταγωνίστριες. Ο ρόλος τους προκύπτει επίσης κι από άλλους παράγοντες. Αν υπάρχει ένα αντικείμενο παραγωγικής κατανάλωσης που βαραίνει αποκλειστικά την εργασία των νοικοκυρών, αυτό είναι ο ηλεκτρισμός. Η αύξηση της τιμής του ρεύματος έχει ώς αποτέλεσμα μια εντατικοποίηση επιβεβλημένη από το κράτος στις νοικοκυρές, καθώς τις εξαναγκάζει να κάνουν τον ίδιο κόπο σε οικιακές εργασίες (μαγείρεμα, πλύσιμο, σιδέρωμα, καθάρισμα κλπ) σε λιγότερο χρόνο, ή σε μια επέκταση της εργάσιμης μέρας του, καθώς θα έπρεπε να κάνουν περισσότερες δουλειές στο χέρι.
Είναι προφανές ότι η επίθση του κεφαλαίου στο επίπεδο της παραγωγικής κατανάλωσης προκύπτει από τη δυσκολία του να σταματήσει την αύξηση μισθών που κέρδισαν οι εργάτες στα εργοστάσια. Παρόλο που αυτή η επίθεση κατευθύνεται ενάντια στην εργατική τάξη ως σύνολο, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τον διαχωρισμό της εργασίας (εργασία στο εργοστάσιο ενάντια στην απλήρωτη εργασία στο σπίτι) πάνω στον οποίο πατάει ο καπιταλισμός, για να χτυπήσει ένα πιο αδύναμο κομμάτι της ταξης -στην περίπτωσή μας, εξαναγκάζοντας τις νοικοκυρές σε περισσότερη απλήρωτη εργασία. Το να αντιμετωπίζουμε τον ρόλο των νοικοκυρών σ’ αυτό το κύμα αγώνων αυτομείωσης ως απλά ένα ρόλο αλληλέγγυων στους βιομηχανικούς αγώνες θα συσκότιζε με αριστερίστικη ρητορική μιά πολύ σημαντική ταξική διαδικασία.
Ο ρόλος τους ως κεντρικές πρωταγωνίστριες μπορεί να γίνει κατανοητός από το γεγονός ότι οι υλικές συνθήκες της εργασίας είναι ο άμεσος στόχος της επίθεσης του κεφαλαίου, κι ως εκ τούτου, ο αγώνας της αυτομείωσης είναι ένας αγώνας ενάντια στην ένταση της εκμετάλλευσης συνολικά. Μόνο αφού διασαφηνιστεί αυτό το σημείο μπορεί κανείς να μιλάει για αλληλεγγύη.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο αγώνας για μια ουσιαστική μείωση του κοινομικού κόστους της παραγωγικής κατανάλωσης μιας οικογένειας, είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την επιβίωση πολλών εργατικών νοικοκυριών. Κάτι τέτοιο ισχύει κατ’ εξοχήν στις περισσότερες μητροπολιτικές συνοικείες, όπως στης Ρώμης και της Νάπολης, όπου πολλοί άνθρωποι βγάζουν τα προς το ζην από περιθωριακές ενασχολήσεις (μικρεμπόριο, μαύρη αγορά, πορνεία κλπ). Το γεγονός ότι στις περισσότερες απ’ αυτές τις περιπτώσεις η μισθωτή σχέση μεταξύ κεφαλαίου και του αρσενικού “κουβαλητή” είναι είτε ανύπαρκτη είτε ιδιαίτερα ασταθής, έχει παράγει μια δυναμική που ξεφεύγει των διαμεσολαβητικών μηχανισμών των συνδικάτων. Αυτό εξηγεί γιατί σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι πρακτικές αυτομείωσης εφαρμόζονταν με έναν πολύ μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας, τόσο ως προς τον στόχο όσο και ως προς το περιεχόμενο, επιτρέποντας στις νοικοκυρές να πάρουν τα ηνία των αγώνων αυτών, σε ένα έδαφος που το ξέρουν καλύτερα από όλους. Είναι επίσης σημαντικό να σημειώσουμε, πως ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις το κύριο σύνθημα ήταν “αυτομείωση 50%” (η οδηγία που προωθούσαν οι συνδικαλιστές στις εργοστασιακές κινητοποιήσεις), στην περίπτωση αυτή κυριαρχούσε το “Ας πληρώσουμε όσα και τ’ αφεντικά” (δηλαδή όχι πάνω από 25%).
Εργοστάσιο/Γειτονιά
Η αντίθεση μεταξύ κινητοποιήσεων στα εργοστάσια και αυτών στις γειτονιές μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή όταν κανείς ρίξει μια ματιά στη στρατηγική που ακολούθησαν τα συνδικάτα προκειμένου να ελέγξουν και να καναλιζάρουν τους αγώνες αυτομείωσης -μια στρατηγική που θυμίζει τις εργοστασιακές απεργίες του 1969.
Το αρχικό ξέσπασμα των αγώνων αυτομείωσης και η χρησιμοποίηση των εργατικών συμβουλίων απ’ τους εργάτες (τα περισσότερα υπό των έλεγχο των συνδικάτων) ανάγκασε τα στελέχη των συνδικάτων να πάρουν θέση. Αναλόγως, σε πολλές μεγάλες εργατογειτονιές, το κομμουνιστικό κόμμα ήρθε αντιμέτωπο με μια κατάσταση πολλών μελών του να συμμετέχουν στους αγώνες αυτομείωσης και συχνά ακόμη και οι τοπικές οργανώσεις του να διευκολύνουν τις κινητοποιήσεις. Αλλά ενώ η ηγεσία του ΚΚΙ δεν άργησε να καταδικάσει αυτή την πρακτική, ονομάζοντάς την “διασπαστική” και “προβοκάτσια” λιγοστών εξωκοινοβουλευτικών ομάδων, η κατάσταση ήταν πολύ πιο σύνθετη για τις συνδικαλιστικές ηγεσίες.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο ρόλος που έπαιξαν στελέχη συνδικάτων -πολλά απ’ τα οποία ήταν μέλη μαρξιστικών οργανώσεων- ήταν πολύ χρήσιμος στο να κερδηθεί η υποστήριξη διαφόρων εργατικών οργάνων, ιδιαίτερα στο Τορίνο και το Μιλάνο. Αλλά, όσον αφορά πολλούς άλλους επίσημους συνδικαλιστές, το ξέσπασμα των αγώνων αυτομείωσης έγινε αντιληπτό μέσα στο πλαίσιο της αυξανόμενης δυσαρέσκειας μεταξύ των εργτών για τον παρεμποδιστικό ρόλο των συνδικάτων στην ανάπτυξη μιας ευρύτερης κινητοποίησης ενάντια στο υψηλό κόστος ζωής. Κάτι τέτοιο εκφράστηκε ξεκάθαρα από την γραμματεία του Εργατικού Συμβουλίου του Τορίνο: “…το διακύβευμα σήμερα είναι η σχέση μας με τον λαό, αυτό που τίθεται σε κρίση είναι η ικανότητά μας να χτίσουμε μια εναλλακτική. Αυτούς τους μήνες η εμπιστοσύνη στα συνδικάτα έπιασε πάτο. (προκειμένου να ξανακερδηθεί) δεν είναι αρκετό να ζητάμε 50.000 ή 100.000 λίρες για τους εργάτες, πρέπει αντίθετα να προτείνουμε μια εναλλακτική πολιτική λύση”. (L’ Espresso, 29 Σεπτέμβρη 1974, σελ 8).
Οταν αυτή η “εναλλακτικη λύση” άρχισε να κυλά, ήταν γι’ ακόμα μια φορά η παλιομοδίτικη πολιτική των συνδικάτων στην Ιταλία. Ενώ τα στελέχη χαμηλά στην ιεραρχία γενικά αναγκάζονταν να υποστηρίξουν το νέο κύμα αγωνιστικότητας -βρισκόμενοι άμεσα απέναντι στην νέα έκρηξη των αγώνων- η κεντρική ηγεσία κέρδιζε χρόνο, αποφεύγοντας να πάρει μια ξεκάθαρη θέση. Αυτή η στάση ήταν αποτέλεσμα σε μεγάλο μέρος της αναγκαιότητας να διατηρήσουν τις τρεμάμενες ισορροπίες μεταξύ των τριών πανεθνικών συνδικαλιστικών ομοσπονδιών, οι οποίες επανειλλημένα απειλήθηκαν από την “αδυναμία τους να ελέγξουν” την εργατική τάξη, και κατά συνέπεια, από την κατάσταση κρίσης στην οποία όλα τα πολιτικά κόμματα είχαν περιέλθει.
Οι κυβερνήσεις πέφτουνε
Αυτή η πολιτική του είδους “βλέποντας και κάνοντας” άρχισε να αποδίδει όταν η κυβέρνηση παραιτήθηκε στις αρχές του Οκτώβρη, ξεκινώντας μια μακροχρόνια κυβερνητική κρίση που κράτησε τουλάχιστον μέχρι το τέλος του μήνα. Η απουσία ενός σταθερού υπουργείου, την περίοδο που το κίνημα αυτομείωσης απλωνόταν ταχύτατα σε όλη τη χώρα, αναμφισβήτητα είχε ένα αντίκτυπο στην μεγέθυνση του νέου κύματος αγώνων. Επίσης, συνέβαλε στο να δωθεί στα συνδικάτα -τον μόνο θεσμό που θα μπορούσε ενδεχομένως να ελέγξει και να διαχειριστεί την κινητοποίηση- η αναγκαία ώθηση ώστε να επιρρεάσουν το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Η πολιτική συνταγή που κατέστησε την νέα κυβέρνηση Μόρο σε θέση να πάρει την εξουσία στα τέλη του Οκτώβρη είναι πολύ περίπλοκη για να αναπτυχθεί εδώ. Ένα βασικό στοιχείο της συνταγής αυτής πάντως, είναι η στήριξη που έλαβε από τα συνδικάτα, με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση του Μόρο θα δεσμευόταν σε μια εθνική επαναδιαπραγμάτευση του κόστους των συνθηκών ζωής και των μισθών. Μια ακόμα συνθήκη ήταν η αναθεώρηση των λογαριασμών ρεύματος. Από δω και πέρα, ο έλεγχος των αυτόνομων και ανένταχτων πάνω στην ανάπτυξη του κινήματος αυτομείωσης έπρεπε να σταματηθεί. Η λογική της ταξικής διαμεσολάβησης και η εντιμότητα των συνδικάτων απέναντι στην κυβέρνηση το απαιτούσαν.
Στη διάρκεια της μακράς περιόδου διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης και των τριών συνδικαλιστικών ομοσπονδιών -που οδήγησαν τελικά σε συμφωνία στα τέλη του Δεκέμβρη- η επιρροή της νέας πολιτικής των συνδικάτων απέναντι στο κίνημα αυτομείωσης έγινε φανερή στα εργοστάσια. Η μεγαλη πλειοψηφία των στελεχών των εργατικών συμβουλίων έδωσαν εντολή να σταματήσει κάθε κινητοποίηση. Αυτό σήμαινε ότι όποιοι εργάτες ήθελαν να συνεχίσουν θα έπρεπε να το κάνουν ερχόμενοι σε σύγκρουση με αυτά τα συνδικαλιστικά όργανα. Η αντιπαράθεση ήταν συχνά σκληρή, αποδεικνύοντας ότι τα συνδικάτα ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για το πρόσωπό τους απέναντι στην κυβέρνηση παρά απέναντι στους εργάτες. Στην αυτοκινητοβιομηχανία ALFA SUD κοντά στην Νάπολη για παράδειγμα, 2.500 αυτομειωμένοι λογαριασμοί έφτασαν το στόχο τους, προσπερνώντας το εργατικό συμβούλιο. Στη βιομηχανία ατσαλιού ITALSIDER, στο Bagnoli, αρκετά στελέχη εργατικών συμβουλίων, αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από τη θέση τους, λόγω εναντίωσης στην κινητοποίηση.
Πίσω στις γειτονιές
Παρά την μία ή την άλλη επιτυχία των αυτόνομων αγώνων βάσης σε ορισμένα εργοστάσια, ήταν σαφές ότι το κίνημα αυτομείωσης στα εργοστάσια είχε πληγεί σοβαρά από τη γραμμή των συνδικάτων. Σε μεγάλο βαθμό πάντως, η συνέχιση του αγώνα έμενε στις κινητοποιήσεις γειτονιάς, όπου η διαμεσολάβηση των συνδικάτων δεν λειτουργούσε, και η ανθεκτικότητα της αντίστασης στις άμεσες κατασταλτικές επιθέσεις του κράτους ήταν μεγαλύτερη.
Η νέα συμφωνία για ένα εθνικό πακέτο “COLA”, που περιλάμβανε ανατιμημένα τιμολόγια για οικιακή κατανάλωση ρεύματος, έδωσε μια σημαντική ώθηση στη διαδικασία ενσωμάτωσης των συνδικάτων στον καπιταλιστικό κρατικό μηχανισμό. Η επέκταση της διαπραγματευτικής λειτουργίας τους στον πολιτικά επισφαλή τομέα της βασικής κατανάλωσης, έκανε τα συνδικάτα έναν σημαντικό εταίρο στον καπιταλιστικό σχεδιασμό. Όχι μόνο συνδιαχειρίζονται τον καθορισμό των μισθών και τη διανομή τους, αλλά επίσης συναποφασίζουν για τον τρόπο με τον οποίο οι μισθοί θα χρησιμοποιούνται στο πεδίο της κοινωνικής κατανάλωσης.
Εκ των υστέρων, το πρόγραμμα δράσης των συνδικάτων είχε άλλες σημαντικές επιπλοκές στη δυναμική του αγώνα. Η εμπλοκή τους λειτούργησε ως διαχωριστική μεταξύ των αρχικών αυτόνομων συνδέσμων μεταξύ εργοστασίων και γειτονιών, κι έπειτα αποπειράθηκε να επιβάλλει ένα νέο σύνδεσμο “από τα πάνω” συνδιαχειριζόμενα μαζί με το κράτος τις νέες πολιτικές χρέωσης ρεύματος και την αποδοχή τους. Αυτό είναι ενδεικτικό της κεντρικής πολιτικής σημασίας των συνδικάτων στα πλαίσια της ιταλικής οικονομικής και πολιτικής κρίσης: είναι οι μόνοι θεσμοί που μπορούν να διαμεσολαβήσουν μεταξύ του εργάτη ως μισθωτού, και του εργάτη ως καταναλωτή αγαθών και υπηρεσιών, και ως συνέπεια, να συνεχίσουν να διασφαλίζουν την εκμετάλλευση των απλήρωτων εργατών -πρώτα απ’ όλα των νοικοκυρών.
Ένα κεφάλαιο κλείνει
Αυτή η συμφωνία, ωστόσο, απλά κλείνει ένα αλλο κεφάλαιο του αγώνα. Δεν θέτει το τέλος της πρακτικής της αυτομείωσης, που ιδιαίτερα στις γειτονιές, έχει συνεχίσει σχεδόν ανεπιρρέαστη από τις πολιτικές των συνδικάτων-της κυβέρνησης. Ούτε η κινητοποίηση στα εργοστάσια έχει έρθει σε ένα αμετάκλητο τέλος. Τους τελευταίους μήνες, στην πραγματικότητα υπήρξε μια αναγέννηση των αγώνων σε όλο και περισσότερα εργοστάσια. Μια κίνηση υποστήριξης των αγώνων αυτομείωσης στο ρεύμα εγκρίθηκε από μια ειδική συνέλευση 1.000 εργατικών αντιπροσώπων απ’ την περιοχή του Μιλάνο, αποδεικνύοντας το εύρος της εργατικής αντίστασης που τα συνδικάτα έχουν ακόμα να αντιμετωπίσουν. Εν μέρει, αυτή η νέα έκρηξη προέρχεται από την αντίδραση των εργατών στις νέες χρεώσεις για το ρεύμα, που εφαρμόστηκαν τον Γενάρη. Οι νέες τιμές βασίζονται σε ένα διαβαθμισμένο σύστημα, βάσει του επιπέδου κατανάλωσης του κάθε νοικοκυριού. Για παράδειγμα, για μια τυπική εργατική οικογένεια που καταναλώνει κατά μέσο όρο 450 κιλοβατώρες/τετραγωνικό, οι νέες τιμές έχουν αυξηθεί κατά 33%.
Αρκετοί νιώθουν ότι μια τέτοια άυξηση αξίζει απάντησης. Ιδιαίτερα τα εκατομμύρια νοικοκυρών για τις οποίες μια αναγκαστική μείωση στην κατανάλωση ηλεκτρισμού σημαίνει ότι όλες εκείνες οι δουλειές που γίνονταν κανονικά μέσω οικιακών συσκευών, θα τις κάνουν στο χέρι.
Αν η παρούσα πολιτική του ιταλικού καπιταλισμού είναι να μειώσει τα επίπεδα της κατανάλωσης προκειμένου να ανταποκριθεί στην τρέχουσα οικονομική κρίση, έχει γίνει σαφές σε πιο βαθμό το βάρος αυτής της κρίσης θα πέσει στις πλάτες των νοικοκυρών. Προκειμένου να ξεζουμίσει απ’ αυτές νέες ποσότητες απλήρωτης εργασίας, χωρίς σοβαρές πληθωριστικές συνέπειες. Η παρούσα ιταλική κρίση (δεκαετία ’70) έχει δείξει με σπάνια διαύγεια τη σημασία του σπιτιού ως μονάδα παραγωγής, και των νοικοκυρών ως πρωταγωνιστριών του αγώνα ενάντια στον καπιταλιστικό σχεδιασμό σ’ αυτή τη σφαίρα.
(Ο Bruno Ramirez ήταν ένας από τους εκδότες του ZEROWORK -μαζί με τον John Zerzan, τον Harry Cleaver κ.α.-, τον καιρό που εκδόθηκε αυτό το άρθρο, τον Φλεβάρη του 1975)