Categories
Blaumachen

Από τη Σουηδία στην Τουρκία: Η άνιση δυναμική της εποχής των ταραχών – Blaumachen

Αναδημοσίευση από blaumachen, μέσω communisation.

Η έκρηξη της Τουρκίας θέτει επιτακτικά την ανάγκη να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τι συμβαίνει, τι παράγεται, ποια είναι τα νέα όρια που παράγονται στην περίοδο που ονομάσαμε εποχή των ταραχών και πώς θα ξεπεραστούν. Ο συνδυασμός των γεγονότων της Σουηδίας με την Τουρκία, η συνάντηση τους στο χρόνο επικυρώνει την ύπαρξη δύο δυναμικών της ταξικής πάλης που κινούνται με σχετική αυτονομία. Δεν μπορούμε να παραβλέπουμε ότι η αναμενόμενη συνάντηση αυτών των πρακτικών δεν προβλέπεται να είναι ευχάριστη καθώς θα θέσει το ζήτημα των σχέσεων δύο παραγόμενων «υποκειμένων» τα οποία δεν έχουν κοινό ορίζοντα στη δραστηριότητα τους προς το παρόν. Το επίδικο όμως από τη σκοπιά της επανάστασης είναι πώς θα παραχθεί από την αναμενόμενη συνάντηση τους το αναγκαίο ξεπέρασμα τους, η μετατροπή του αγώνα σε λήψη κομμουνιστικών μέτρων ενάντια στο κεφάλαιο, δηλαδή σε αμφισβήτηση όλων των κοινωνικών ρόλων που συγκροτούν την κοινωνία, σε κομμουνιστικοποίηση.

Υπάρχει ακόμη μια τρίτη δυναμική που είναι τα διεκδικητικά κινήματα γύρω από το μισθό που λαμβάνουν χώρα κυρίως στην περιφέρεια που ενσωμάτωσε ο ιστορικός νεοφιλελευθερισμός στη διεθνοποιημένη συσσώρευση, στην Κίνα και τη νοτιοανατολική Ασία, αλλά ακόμη δεν προκύπτει από τις εξελίξεις η συνάντηση αυτής της δυναμικής με τις υπόλοιπες. Υπάρχει και μια τέταρτη δυναμική που αφορά την εξέλιξη των αντιφάσεων στα λατινοαμερικανικά κράτη που κατόρθωσαν να ενσωματώσουν την αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό μέσα στο κράτος (η Χιλή αποτελεί σημαντική εξαίρεση, το κίνημα της κατασκευασμένης κοινωνικής κατηγορίας «νεολαία», εντάσσεται περισσότερο στις δυναμικές των ταραχών). Αυτή η τέταρτη δυναμική είναι ακόμη περισσότερο αυτόνομη προς το παρόν, παρότι μπορεί να μας απασχολήσει ειδικά στην Ελλάδα στο μέλλον. Εδώ θα ασχοληθούμε με τις δύο πρώτες.

Από τη μία πλευρά έχουμε τη σειρά ταραχών «των αποκλεισμένων», και από την άλλη πλευρά εμφανίζεται από το 2011 μια σειρά ταραχών στην οποία το σημαντικό στοιχείο σε ότι αφορά τη σύνθεση είναι ότι εμπλέκονται και τα λεγόμενα «μεσαία στρώματα», και ο «δημοκρατικός» λόγος τους συγκροτεί τα κινήματα που παράγονται. Οι ταραχές των αποκλεισμένων λαμβάνουν χώρα σε κράτη που βρίσκονται ψηλά στην καπιταλιστική ιεραρχία. Αντίθετα οι ταραχές στις οποίες κυριαρχεί ο δημοκρατικός ορίζοντας που συγκροτεί πολιτικά τα μεσαία στρώματα και μορφοποιεί τα κινήματα «των πλατειών», συμβαίνουν κυρίως σε κράτη της δεύτερης ζώνης και στις «αναδυόμενες οικονομίες». Το γεγονός ότι ένα κράτος που δεν ανήκει σ’ αυτές τις ζώνες, η Ισπανία, περιλαμβάνεται σ’ αυτήν την ομαδοποίηση είναι στοιχείο που δείχνει ότι η κρίση επικυρώνει την υπονόμευση αυτής της διαστρωμάτωσης που λάμβανε χώρα ήδη κατά την εξέλιξη αυτού του κύκλου συσσώρευσης (από την κρίση της δεκαετίας του 1970 μέχρι περίπου το 2008). Ο πολύ σκληρός πυρήνας (ΗΠΑ-Γερμανία) δεν έχει ακόμη ενταχθεί στις δυναμικές αυτές. Το κίνημα Occupy Wall Street παρότι έδωσε το όνομα του στη δεύτερη δυναμική που εξετάζουμε, εντάσσεται μόνο περιφερειακά σε αυτή: πρόκειται για κίνημα ακτιβιστών (όπως άλλωστε και το Blockupy στη Γερμανία), όχι για μαζικό κίνημα, όπως της Ισπανίας, της Ελλάδας, το κίνημα της «αραβικής άνοιξης» και το κίνημα της Τουρκίας.

Οι ριζικά αποκλεισμένοι από το επίσημο κύκλωμα παραγωγής υπεραξίας (αυτός είναι ο τρόπος ενσωμάτωσης τους στην καπιταλιστική κοινωνία: ενσωμάτωση δια του αποκλεισμού) δεν αρθρώνουν λόγο, μόνος λόγος τους οι λεηλασίες και η καταστροφή. Δεν διεκδικούν, είναι γι’ αυτούς ήδη δεδομένο ότι δεν έχει νόημα (αλλιώς θα το έκαναν), γνωρίζουν ήδη ότι το κράτος δε θα τους ενσωματώσει, αλλά θα επιδιώξει να τους διαχειριστεί ως πλεονάζοντα πληθυσμό και στο βαθμό που η κρίση/αναδιάρθρωση που λαμβάνει χώρα από το 2008 περικόπτει περαιτέρω τις «κοινωνικές δαπάνες», γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτή η διαχείριση γίνεται ολοένα και περισσότερο κατασταλτική. Στην πραγματικότητα ασφυκτιούν μέσα σε μια «φυλακή χωρίς κάγκελα» (όταν δεν έχεις λεφτά ούτε για να φύγεις από τη γειτονιά σου, και όπου και να περπατάς σε στριμώχνει συνεχώς η αστυνομία, είσαι φυλακή). Μέσα στη «φυλακή» αυτή οι σχέσεις κοινότητας μεταξύ τους δεν μπορούν να τους βγάλουν από τη μιζέρια και σε κάποιο βαθμό εντάσσονται στην παράλληλη ανταλλακτική οικονομία, το μικροέγκλημα δηλαδή σε άτυπους θεσμούς στους οποίους αναπαράγεται μια σκληρή καταπιεστική ιεραρχία (για να μη μιλήσουμε για τη θέση των γυναικών). Έτσι, επιτίθενται στη φυλακή τους, επιτίθενται σε όλους τους κρατικούς θεσμούς που αντιλαμβάνονται ότι τους ορίζουν ως φυλακισμένους για μια ζωή, αμφισβητώντας την ώρα της εξέγερσης και τους κοινωνικούς ρόλους τους μέσα στη «φυλακή» τους.

Τα μεσαία στρώματα εξεγείρονται γιατί είναι μεσαία στρώματα υπό κατάρρευση (Ελλάδα, Ισπανία) ή γιατί δεν αφήνονται να συγκροτηθούν ως τέτοια (αραβική άνοιξη) ή γιατί καταστέλλονται και συμπιέζονται πολύ περισσότερο από όσο τους αντιστοιχούσε πριν την κρίση (Τουρκία), κάτι που δεν περιλαμβάνει μόνο το χαμηλότερο εισόδημα από αυτό που «θα έπρεπε» να έχουν, αλλά και όλες τις άλλες κοινωνικές σχέσεις, την εμπορευματοποίηση και περίφραξη του δημόσιου χώρου, το φύλο, την πολιτική ή την πολιτική/θρησκεία που στις περιπτώσεις των αραβικών χωρών είναι όψεις του ίδιου πράγματος, το φυλετικό ζήτημα κτλ. Το ζήτημα των μεσαίων στρωμάτων είναι θεωρητικά ανοικτό. Ο ίδιος ο ορισμός τους είναι ρευστός: Ο παραδοσιακός ορισμός των μεσαίων στρωμάτων αφορούσε τις κατηγορίες της μικρής ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής και τα παραδοσιακά ατομικά επαγγέλματα (γιατρούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους κτλ.). Σήμερα όμως πώς μπορούν να οριστούν τα μεσαία στρώματα; Πλέον η διαστρωμάτωση τίθεται σε μεγάλο βαθμό μέσα στους μισθωτούς και τους αυτοαπασχολούμενους με «μπλοκάκια» (δηλαδή τους αυτοασφαλιζόμενους μισθωτούς), και γίνεται με βάση τη θέση στην ιεραρχία στην παραγωγική διαδικασία, το εισόδημα, την πρόσβαση στην πίστη κτλ. Και τότε οι μεγάλες μάζες των εξαθλιωμένων άνεργων, των εκ των πραγμάτων φτωχών νέων και των επισφαλών συμπιέζουν προς τα κάτω τη «στάθμη» του μεσαίου στρώματος, και επακόλουθα μειώνουν την πολιτική τους επιρροή στο κράτος.

Αυτές οι δύο δυναμικές, οι ταραχές των αποκλεισμένων και τα μαζικά κινήματα καταλήψεων δημόσιου χώρου στα οποία πρωταγωνιστούν αυτά τα ρευστά μεσαία στρώματα διασταυρώθηκαν μεταξύ τους το Φεβρουάριο του 2012 στην Ελλάδα (αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση τα μεσαία στρώματα ήταν ήδη υπό κατάρρευση). Αυτή η διασταύρωση ήταν αποτέλεσμα των ιδιαιτεροτήτων της Ελλάδας, στην οποία εξάλλου πέρα από το Σύνταγμα το 2011 είχε συμβεί και ο «Δεκέμβρης του 2008». Οι ταραχές του Δεκέμβρη του 2008 όπως και οι ταραχές των φοιτητών στη Χιλή και στον Καναδά τοποθετούνται μέσα στο φάσμα πρακτικών ανάμεσα στις δύο αυτές δυναμικές. Σ’ αυτές τις ταραχές αναδύεται η «νεολαία» ως κατασκευασμένο κοινωνικό υποκείμενο που αποτελείται από εκείνους και εκείνες που βρίσκουν όλες τις πόρτες κλειστές, που δεν πρόκειται να ανέβουν τη σκάλα της κοινωνικής ανόδου, αλλά που δεν είναι δομικά αποκλεισμένοι όπως οι «ταραχοποιοί» της Στοκχόλμης και της Αγγλίας.

Τα ζητήματα που θέτει η επικαιροποίηση της εποχής των ταραχών που λαμβάνει χώρα στη Σουηδία και στην Τουρκία είναι σημαντικά:

Α) Θα μπορέσει το κράτος να δημιουργήσει τη συναίνεση του προλεταριάτου των χωρών της πρώτης ζώνης σε μια διαχείριση που στρέφεται ενάντια στους αποκλεισμένους; Αυτή η τάση φαίνεται ότι παράγεται ως σχεδόν αναγκαστική απάντηση στην επικαιροποίηση αυτής της δυναμικής από τα γεγονότα στη Σουηδία (η ανάδυση του EDL αλλά και η αύξηση της πολιτικής επιρροής του UKIP στην Αγγλία συνδέεται άμεσα με το θέμα αυτό, ανάδυση που δεν μπόρεσε να συμβεί μετά τις ταραχές του 2011 οι οποίες είχαν περισσότερο λευκό χρώμα). Οι ταραχές στη Σουηδία επικαιροποιούν την κρίση ενσωμάτωσης του προλεταριάτου στη διαδικασία παραγωγής υπεραξίας ως κρίση της μετανάστευσης. Το ζήτημα ενός νέου τύπου φασισμού, με προσανατολισμό τη δημιουργία μιας «ευρωπαικής ταυτότητας», άρα εγγενώς ρατσιστικού περιεχομένου, εγγράφεται στην ατζέντα.

Β) Ποια θα είναι η εσωτερική δυναμική της ενσωμάτωσης των «μεσαίων στρωμάτων» στο προλεταριάτο, όχι μόνο ως κατάσταση αλλά και ως δραστηριότητα; Υπάρχει περίπτωση να συναντηθούν οι πρακτικές «κομμούνας» εκείνων που αμύνονται και προσπαθούν να διασώσουν το ταξικό τους ανήκειν στις πλατείες,  με τις καταστροφικές πρακτικές των αποκλεισμένων; Προς το παρόν τα μόνα δείγματα είναι η συγκρουσιακή συνάντηση στη Γαλλία το Μάρτη του 2006 στο κίνημα ενάντια στο CPE, γεγονός όμως που είναι ήδη απαρχαιωμένο και συνέβη πριν την κρίση, και η 12η Φλεβάρη του 2012 στην Ελλάδα, η οποία όμως ήταν βουτηγμένη στην αντιπαράθεση γύρω από το μνημόνιο και δεν μπορούσε να συνεχιστεί μετά την ήττα της ειδικής διεκδίκησης της. Ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα των «δημοκρατικών κινημάτων», τα οποία, τουλάχιστον ως τώρα, δεν μπορούν να ενσωματωθούν από το κράτος; Τα κινήματα αυτά εμφανίζουν έναν «κοινοτισμό». Η αφετηρία αυτού του κοινοτισμού είναι η υπεράσπιση της κρατικής περιουσίας (τίποτα δεν είναι «κοινό», ότι δεν είναι ιδιωτικό είναι κρατικό) με την χρήση της στη βάση του ορισμού της, δηλαδή ως στοιχείου που υποστηρίζει την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Η πλατεία, το πάρκο, είναι χώροι του «ελεύθερου» χρόνου. Το γεγονός ότι η κρίση/αναδιάρθρωση έχει αυξήσει σημαντικά την ανεργία επιτρέπει σε αρκετούς και αρκετές την συνεχή παρουσία τους σε έναν τέτοιο χώρο κατά τη διάρκεια του κινήματος, χωρίς να θεωρείται παράξενο ότι όποιος δουλεύει έρχεται «μετά τη δουλειά», το απόγευμα και το βράδυ είναι πολύ πιο μαζική η παρουσία του κόσμου. Η ουσία είναι ότι παράγεται η «κοινή ζωή στην κατάληψη». Η «ζωή στην κατάληψη» είναι βέβαια μια εικόνα από το μέλλον που ξεπερνάει τον ορίζοντα του κινήματος, η οποία όμως δεν μπορεί να υποστασιοποιηθεί σε γενικευμένη πράξη αν το κίνημα δεν αμφισβητήσει πραγματικά τη δομή που στηρίζει τη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, δηλαδή, σε τελική ανάλυση το σύνολο των καπιταλιστικών σχέσεων. Η «κοινότητα του αγώνα», οι «κομμουνιστικές χειρονομίες» δεν πρέπει να υποτιμούνται γιατί αποτελούν το θετικό ορίζοντα στη γενίκευση τους, αλλά στο στάδιο που βρισκόμαστε σήμερα είμαστε υποχρεωμένοι να ψάχνουμε: αφενός τι είναι αυτό που καθηλώνει το κίνημα και δεν το αφήνει να επιχειρήσει να γενικεύσει αυτά τα στοιχεία, αφετέρου ποια στοιχεία του περιεχόμενου του αποτελούν ταυτόχρονα και τις αιτίες του τέλους του. Οι συμμετέχοντες σ’ αυτά τα κινήματα, σε αντίθεση με τις ταραχές των αποκλεισμένων, θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό να εδαφικοποιήσουν την παρουσία τους (κάτι που δεν είναι άσχετο με τη σημασία της μορφής της γαιοπροσόδου που λαμβάνει η παραγόμενη υπεραξία στο σύγχρονο καπιταλισμό, η εκμετάλλευση μορφοποιεί καθοριστικά την ταξική πάλη). Με την «κατάληψη» διεκδικούν το δικαίωμα της υλικής τους υπόστασης ως υποκειμένου απέναντι στο κράτος, το οποίο θεωρούσαν ότι «τους λογαριάζει». Δεν είναι ήσσονος σημασίας το γεγονός ότι την «περιφρούρηση» της κομμούνας αναλαμβάνει κυρίως ένα κομμάτι νεανικού ανδρικού και φτωχού προλεταριάτου, που έχει εμπειρία συγκρούσεων με την αστυνομία (ο διαχωρισμός αυτού του ρόλου υπήρξε αν και λιγότερο από την Αίγυπτο και στην Τουρκία). Εκ των πραγμάτων αναζητούνται αιτήματα, για να τεθεί κάτι πιο συγκεκριμένο από τη «δημοκρατία» (δες εδώ) στο υποτιθέμενο τραπέζι της διαπραγμάτευσης (το οποίο δεν μπορούν να αποδεχθούν ότι δεν υπάρχει πλέον και καλούν συνεχώς την κυβέρνηση να παραδεχθεί την ύπαρξη του). Αυτή η διαδικασία, λόγω της άρνησης της κυβέρνησης να διαπραγματευτεί οτιδήποτε, καταλήγει με φυσικό τρόπο στην αμφισβήτηση της κυβέρνησης. Αναγκαστικά, ένα κίνημα που κύριο ρόλο στη σύνθεση του έχουν τα μεσαία στρώματα ζητά την πτώση της κυβέρνησης, και ένα τέτοιο αίτημα, δεδομένης της απουσίας ενός «κόμματος της εργατικής τάξης» που θα καθοδηγούσε το κίνημα προς την «κατάληψη της εξουσίας», υπονοεί την αντικατάσταση της με μια άλλη κυβέρνηση (που θα μπορέσει να υποστηρίξει την ύπαρξη και αναπαραγωγή της ποιότητας της ζωής που θεωρούν ότι τους αντιστοιχεί). Αυτή η ενδογενής τάση δεν έρχεται σε αντίφαση με τα κοινοτιστικά χαρακτηριστικά των καταλήψεων, τα οποία όμως υποβιβάζονται ως στοιχείο συγκρότησης και μορφοποίησης του κινήματος όταν συγκεκριμενοποιείται ο πολιτικός στόχος. Η Αίγυπτος και η Τυνησία έδειξαν ότι πράγματι η πτώση της κυβέρνησης ολοκληρώνει αυτά τα κινήματα. Στην πραγματικότητα βέβαια, ότι αρχικά φάνταζε ως νίκη γρήγορα αποδείχτηκε ότι είναι ήττα, καθώς νέα αστυνομικά κράτη εγκαθιδρύθηκαν και η αναδιάρθρωση προχωράει κανονικά με περικοπές επιδομάτων, αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων κτλ. Το κίνημα όμως στην Αίγυπτο και την Τυνησία δεν μπόρεσε να ξανασταθεί στα πόδια του, καθώς ο αρχικός στόχος που αντιστοιχούσε στην ενότητα του επετεύχθη. Η Τουρκία, το επόμενο ορόσημο αυτής της δυναμικής, που παρά τις διαφορές εντάσσεται σ’αυτό το σχήμα, έχει ένα επιπλέον στοιχείο να αντιμετωπίσει ως κίνημα. Η πολιτική δύναμη της κυβέρνησης είναι πιο ισχυρή από αυτήν της Αιγύπτου και της Τυνησίας. Η ενότητα του κινήματος βασίζεται στην μετατροπή του κράτους σε αστυνομικό κράτος καταστολής τα τελευταία χρόνια. Το ερώτημα είναι: Μπορούν τα μεσαία στρώματα να ενσωματωθούν στο προλεταριάτο, ως δραστηριότητα αμφισβήτησης του κεφαλαίου, αν δεν ολοκληρωθούν πρώτα αυτά τα κινήματα με την πολιτική νίκη (δηλαδή ουσιαστική ήττα) τους; Η ήττα τους, που περνάει μέσα από την πολιτική τους νίκη, φέρνει αναγκαστικά τις διαιρέσεις που υπάρχουν στην επιφάνεια. Ένα κομμάτι του κινήματος προσπαθεί να συνεχίσει την εξέγερση, η οποία όμως παύει να έχει λαϊκή υποστήριξη (δηλαδή διαταξική υποστήριξη, καθώς η τάξη είναι σχέση και όχι κατηγορία). Χωρίς τη μαζική συμμετοχή των αποκλεισμένων και των φτωχών, πώς μπορεί να συνεχιστεί αυτή η εξεγερτική πορεία; Μπορεί;

Το κίνημα στην Τουρκία βρίσκεται σε εξέλιξη καθώς γράφεται αυτό το κείμενο. Η ιδιαιτερότητα του σε συνδυασμό με το ότι αποτελεί γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας μορφοποιεί το σημείο που βρισκόμαστε. Εδώ βρισκόμαστε: σε μια εξέγερση που ξέσπασε σε ένα ακόμη αστυνομικό κράτος. Μια εξέγερση με μικρές πιθανότητες «νίκης» στη βάση του περιεχομένου της και γι’ αυτό τόσο σημαντική.

Οι πρακτικές «κομμούνας» που έχουν αναγκαστικά ορίζοντα την καλύτερη διαχείριση του αστικού κράτους αλλά τελικά αυτός ο ορίζοντας διαψεύδεται, συναντιούνται με τις εξεγέρσεις των αποκλεισμένων στο γεγονός ότι στις τελευταίες δεν υπάρχει καν ο ορίζοντας κάποιας «νίκης»Το αποτέλεσμα της συνάντησης αυτής που θα κριθεί μεταξύ άλλων και από την αλληλεπίδραση των πρακτικών της «κομμούνας» με τις πρακτικές καθημερινότητας της επιβίωσης των δομικά αποκλεισμένων από το επίσημο κύκλωμα παραγωγής υπεραξίας θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την έκβαση της ταξικής πάλης της εποχής των ταραχών.

*

Βλ. σχετικά: Communisation -για Τουρκία

Categories
Blaumachen

Η ανάδυση του (μη-)υποκειμένου – Βlaumachen και φίλοι, 12/2/2012

«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω απ’ την Ευρώπη: το φάντασμα του “κουκουλοφορισμού”. Όλες οι δυνάμεις της γερασμένης Ευρώπης ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: Ο βρετανός πρωθυπουργός David Cameron και η Γ.Γ. Αλέκα Παπαρήγα, ο ιταλός υπ.εσ. Roberto Maroni, o Άδωνις και ο Τάκης Φωτόπουλος, ιταλοί COBAS και γερμανοί αστυνομικοί».

Από το rioter.info

Η Κυριακή 12 Φλεβάρη ήταν μία από εκείνες τις ιστορικές στιγμές που οι αντιφάσεις μιας  καπιταλιστικής κοινωνίας συναντιούνται στο χρόνο και στο χώρο, ξεσπούν εκρηκτικά και παράγεται μια νέα πραγματικότητα.  Η ταξική πάλη ανανεώνει δηλαδή τη δυναμική της και η νέα δυναμική αποτελεί επίσης το νέο εγγενές όριο που πρέπει να ξεπεράσει. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι αυτό καθ’ αυτό το γεγονός (κανένα γεγονός μόνο του δεν έχει καθοριστική σημασία από τη σκοπιά της επανάστασης), αλλά η ένταξη του μέσα στην ιστορική διαδικασία ανάδυσης του (μη-) υποκειμένου που παράγεται στην τρέχουσα συγκυρία.

Η Κυριακή αυτή ήταν αναμενόμενη από όλους, αντίθετα από το Δεκέμβρη του 2008. Τους τελευταίους μήνες σε όλη την Ευρώπη περίμεναν πλέον την έκρηξη που αντιστοιχούσε στην Ελλάδα. Την αντιμετώπιζαν όλοι σαν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου και μετά από πολλές πολιτικές μανούβρες, την ανακοίνωσαν τα ΜΜΕ για Κυριακή 12 Φλεβάρη (η ειρωνεία της ιστορίας λειτούργησε στην εντέλεια) και της έδωσαν τον τίτλο «ψήφιση μνημονίου 2». Κανείς δεν έκανε κάτι για να σταματήσει την άφιξη της, κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι, όσο κι αν κάποιοι θα το ήθελαν όπως δείχνει το κείμενο ενός νέου «άσπονδου φίλου» των «Γαβριάδων» [1]. Η έκρηξη αυτή είχε τα χαρακτηριστικά της μεταβατικής εποχής που βρισκόμαστε, της «εποχής των ταραχών», και το περιεχόμενο της ήταν αποτέλεσμα του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται η διάρθρωση του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο σήμερα και ταυτόχρονα ενέτεινε το αδιέξοδο αυτό (συμπυκνωμένη έκφραση της οξύτητας του αδιεξόδου αποτελεί η Ελλάδα).

Κάθε σημαντικό γεγονός της ταξικής πάλης είναι εμβαπτισμένο μέσα στο σύνολο των ιστορικά καθορισμένων αντιφάσεων του παρόντος μιας καπιταλιστικής κοινωνίας και εμφανίζεται πάντοτε με μια ειδική μορφή, φετιχοποιημένο, πολλαπλά διαμεσολαβημένο [2]. Στην παρούσα στιγμή, στην Ελλάδα, σε μεγάλο βαθμό λόγω της πολύ σημαντικής πρόσφατης πολιτικής ιστορίας της, η σύγκρουση εμφανίζεται σε όλα τα επίπεδα ως πολιτική σύγκρουση (σε πλήρη αντίθεση για παράδειγμα με τον Αύγουστο του 2011 στο Λονδίνο, καθώς η εποχή των ταραχών δεν μπορεί παρά να εξειδικεύεται στις τοπικές -ιστορικές- ιδιαιτερότητες κάθε κοινωνικού σχηματισμού). Η ανακοίνωση της επερχόμενης έκρηξης (ή της πρώτης από μια «αλυσίδα» εκρήξεων)  από το Κράτος ήταν μια πολιτική ανακοίνωση και κατ’ αυτήν την έννοια αποτελούσε ταυτόχρονα την ενσωμάτωση της, ως αναγκαίας έκρηξης, στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Πρόκειται για μια ενσωμάτωση πειθάρχησης, κατασταλτική, μια ενσωμάτωση που γίνεται μέσα στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Πρόκειται για μια ενσωμάτωση «διά του αποκλεισμού». Το Κράτος, στη συνέχεια, μετά το τέλος των γεγονότων και την επιστροφή στην κανονικότητα, μετά τη νίκη του, υποχρεώνεται να παραστήσει ότι ορισμένες  πρακτικές των «κουκουλοφόρων» είναι εγκληματικές, ώστε να μπορέσει προσωρινά να διαχειριστεί τον αναπόφευκτο αντίκτυπο των γεγονότων. Ο λόγος του Κράτους είναι ολοκληρωτικός, απαγορεύει κάθε άλλη άποψη: Κανείς δεν μπορεί να (πει ότι) είναι με τους «κουκουλοφόρους», πόσο μάλλον ότι είναι μία ή ένας από αυτούς και να διεκδικήσει την άρθρωση λόγου στη δημόσια σφαίρα σχετικά με τις πράξεις της Κυριακής.

Δε θα μπορούσε να λείπει από την «αντίσταση ενάντια στο μνημόνιο», όπως χαϊδευτικά ονομάστηκε η όλη κατάσταση, και η εμφάνιση του σημερινού ορίου του συνδικαλισμού. Η 48ωρη γενική απεργία ήταν πράγματι μεγαλειώδης καθώς ανέδειξε σε όλο του το μεγαλείο τον οριστικό θάνατο του εργατικού κινήματος: Κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί της, ούτε αυτοί που νέμονται μερίδιο υπεραξίας (αληθινής υπεραξίας, καπιταλιστικού κέρδους), μέσα από τη μπίζνα τους που έχει ως πάρεργο (επίσημα αναγνωρισμένο μέχρι στιγμής) την κήρυξη πού και πού γενικών απεργιών. Παρότι οι συνδικαλιστές των τριτοβάθμιων σωματείων είναι ακόμα οι μόνοι κοινωνικά νομιμοποιημένοι να προκηρύσσουν γενικές απεργίες, είναι άφαντοι, ανύπαρκτοι, καθώς έχουν ενημερωθεί έγκαιρα ότι ο συνδικαλισμός αποτελεί παρελθόν και ψάχνουν για άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα (ίσως μια καλή, αν και υψηλού ρίσκου, ευκαιρία επένδυσης να είναι η ασφάλιση των διαδηλώσεων, τώρα που οι διοργανωτές θα πρέπει να πληρώνουν το κόστος των καταστροφών που θα προκαλούνται).  Το γεγονός ότι το εργατικό κίνημα δεν μπορεί πλέον να συμπεριληφθεί στις μορφές και τις πρακτικές μιας σύγκρουσης στην οποία διακυβευόταν η ίδια η ύπαρξη βασικού μισθού, αποτελεί ένδειξη για το σε ποιο βαθμό έχει πλέον τεθεί εκτός αναπαραγωγής του κεφαλαίου η μισθολογική διεκδίκηση. Ταυτόχρονα αυτή η μη επισήμως εργατική μορφή του προλεταριακού κινήματος αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την συνάντηση του αδιεξόδου της διεκδίκησης με την επερχόμενη διαδικασία κατάργησης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Πρόκειται για συνάντηση ρήξης, για ιστορική παραγωγική διαδικασία.

Η Κυριακή ήταν πολύ μαζική και η σύνθεση των «κουκουλοφόρων», όπως και ολόκληρου του διαμαρτυρόμενου πλήθους, διαταξική. Το γεγονός αυτό εκφράστηκε στη μαζικότατη συμμετοχή στις συγκρούσεις με την αστυνομία και στην σχεδόν πάνδημη αποδοχή τους. Κανείς μα κανείς (ούτε το συνδικαλιστικό τους όργανο) δεν βρέθηκε εκείνο το απόγευμα στην πλατεία να υπερασπιστεί τους αστυνομικούς για το ρόλο τους. Δεν βρέθηκαν αυτή τη φορά «ειρηνοποιοί» του κινήματος, όπως το προηγούμενο καλοκαίρι, ο μόνος που τους υποστήριξε ήταν ο εκπρόσωπος του κόμματος της Τάξης, ο επίδοξος πρωθυπουργός. Η αστυνομία στη γενική της έκφραση είναι πάντα η καπιταλιστική τάξη σε θέση μάχης απέναντι στο προλεταριάτο. Ειδικά στην παρούσα συγκυρία όμως, αποτελεί την υλική έκφραση μιας συγκεκριμένης στρατηγικής του κεφαλαίου μέσα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό: Για να επιβληθεί η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης πρέπει το ελληνικό κράτος να χάσει την αυτονομία του, να ενσωματωθεί οργανικά πλέον σε έναν ευρύτερο συνασπισμό και να αναγνωριστεί επίσημα η χαμηλή του θέση στην εσωτερική ιεραρχία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς και τη μοίρα των μικροαστικών στρωμάτων. Η επίθεση στην αστυνομία αποτελεί φυσικά αναγκαίο βήμα ρήξης για το ξεπέρασμα των ορίων των πρακτικών «διαλόγου» με το Κράτος για τη διαπραγμάτευση της τιμής της εργασιακής δύναμης ή για οποιοδήποτε άλλο «δικαίωμα». Μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία όμως μπορεί να εκφράζει μεταξύ όλων των άλλων και την εσωτερική σύγκρουση μικροαστικών στρωμάτων με το Κράτος που τους ισοπεδώνει. Όπως ξεκάθαρα μας έδειξε η Αίγυπτος του 2011, η επίθεση στις κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους δε σημαίνει απευθείας και αμφισβήτηση της πιο σημαντικής καπιταλιστικής κοινότητας, του έθνους [3], ούτε βέβαια και του αληθινού θεού, του χρήματος, και της ιδιοκτησίας. Γι’ αυτό πολλοί πρώην ή νεότευκτοι «αγανακτισμένοι» συμμετείχαν στις συγκρούσεις και σε πολλές περιπτώσεις η πρακτική της σύγκρουσης συνοδευόταν από το σεβασμό «στις περιουσίες των ανθρώπων» και από βρισιές στους «προδότες γερμανοτσολιάδες ή τούρκους» αστυνομικούς, οι οποίοι «θα έπρεπε να είναι μαζί μας και όχι εναντίον μας». Η Κυριακή αυτή, ακόμη και στα θέατρα των συγκρούσεων, και ειδικά λόγω της πρωτοφανούς μαζικότητας τους, δε θα μπορούσε παρά να έχει το έντονο «εθνικό» και «λαϊκό» στοιχείο που έχει αναγκαστικά παραχθεί σε όλη αυτήν την περίοδο του «αντιμνημονιακού αγώνα».

Πέρα όμως από τη διαταξική συμμετοχή που ήταν απαραίτητη για τη μαζική σύγκρουση με την αστυνομία και τη στήριξη αυτής της σύγκρουσης, σημαντικό στοιχείο της Κυριακής με το οποίο το Κράτος και όλοι οι υπερασπιστές του Πολιτισμού λύσσαξαν, ήταν η λεηλασία και στη συνέχεια η πυρπόληση των καταστημάτων και των άλλων κτιρίων. Η πρακτική αυτή που εμφανίστηκε σε μαζική κλίμακα το Δεκέμβρη του 2008 επανήλθε μετά την οπισθοχώρηση που επέβαλε το συμβάν Μαρφίν το Μάιο του 2010, καθώς η ταξική πάλη είναι μια αλυσιδωτή αντίδραση, η ίδια αποτελεί δυναμική του εαυτού της. Οι πυρπολήσεις των κτιρίων ήταν επίσης αποτέλεσμα της ειδικής πολιτικής μορφής που δεσπόζει στην ταξική πάλη στην Ελλάδα.  Από τη μία πλευρά η αστυνομία έπρεπε να διαφυλάξει επιθετικά το κοινοβούλιο και να ωθήσει τον κόσμο στους γύρω δρόμους, και από την άλλη το βάρος της πολιτικής ιστορίας δεν επιτρέπει στο ελληνικό κράτος να ανεβάσει ακόμη περισσότερο το επίπεδο της καταστολής και να πάρει απροκάλυπτα δικτατορική μορφή (banks or tanks) ακόμα και τώρα, που η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι τόσο σοβαρή. Σε ολόκληρη την περίοδο του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού (στην Ελλάδα ξεκινάει περίπου το 1996) η μετατροπή της αστυνομίας σε στρατό κατοχής στο αστικό περιβάλλον είναι το στοιχείο που έχει επιτρέψει στο αστικό κράτος να παραμένει δημοκρατικό ενώ καταστέλλει σκληρά τα δρώντα κομμάτια του προλεταριάτου. Μέσα στη δεκαετία του 2000 τα παραδοσιακά μπάχαλα άρχισαν να μην είναι πλέον εφικτά, στο βαθμό που η αστυνομία στρατιωτικά δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τις δυναμικές μειοψηφίες που χρησιμοποιούσαν τα μέσα του δρόμου. Έτσι στο φοιτητικό κίνημα του 2006-07, η οργή του νεανικού επισφαλούς προλεταριάτου που απωθούνταν απο την αστυνομία εκφράστηκε ενάντια σε κτίρια της Αθήνας, και το 2008 κάθε ιδιοκτήτης επιχείρησης συνειδητοποίησε ότι πρέπει να αυξήσει τα έξοδα για την ασφάλεια της περιουσίας του από τις επιδρομές των επικίνδυνων τάξεων. Στην αρχή της περιόδου των μνημονίων, η συνάντηση των πρακτικών αυτών με μια από τις τελευταίες εκλάμψεις μιας μορφής συνδικαλιστικού κινήματος είχε ως αποτέλεσμα τη Μαρφίν. Η κοινωνική βία περιθωριοποιήθηκε και καταστάλθηκε από όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς για διάστημα περίπου ενός έτους. Στο διαταξικό κίνημα των πλατειών όμως, τέθηκε εκ νέου το ζήτημα της βίας ως κεντρική εσωτερική αντίφαση του κινήματος, καθώς ο νέος γύρος των μέτρων ήταν ακόμη σκληρότερος και οι «πρακτικές των ταραχών» περικύκλωναν τις πλατείες, με αποκορύφωμα τις 28-29 Ιουνίου 2011. Γινόταν από τότε ορατό ότι ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού έτειναν να εμπλακούν στις συγκρούσεις με την αστυνομία.

Το κομμάτι του προλεταριάτου που πυρπολεί και λεηλατεί αποτελεί παραγωγή της περιόδου του νεοφιλελευθερισμού, ειδικά του τελευταίου διαστήματος που οδήγησε στην κρίση. Όλοι αυτοί που το Νοέμβρη του 2005 μιλούσαν για γεγονότα που αφορούν το κοινωνικό περιθώριο στη Γαλλία, το Μάρτη του 2006 για «αλήτες που επιτίθενται στις φοιτητικές πορείες», το Δεκέμβρη του 2008 για «μητροπολιτική εξέγερση από αυτές που συμβαίνουν κάθε τόσο αλλά σβήνουν σαν πυροτεχνήματα και σημασία έχει τί κάνει το εργατικό κίνημα», όλοι αυτοί άρχισαν να ζορίζονται όταν τον Αύγουστο του 2011 εξερράγη το Λονδίνο. Το κομμάτι αυτό του προλεταριάτου δεν μπορεί να σταματήσει εκ των έσω την παραγωγική διαδικασία (τουλάχιστον όχι ακόμη), συνεπώς δρα στο επίπεδο της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών. Το αναδυόμενο (μη-)υποκείμενο είναι ταυτόχρονα υποκείμενο και μη-υποκείμενο, λόγω της ιστορικά καθορισμένης σχέσης ανάμεσα στην ενσωμάτωση και τον αποκλεισμό από την διαδικασία παραγωγής αξίας. Το ουσιαστικό ζήτημα δεν είναι αν παράγεται με ποσοτικούς όρους  αύξηση του λούμπεν προλεταριάτου, αλλά το ότι παράγεται αύξηση της λουμπενοποίησης του προλεταριάτου – μιας λουμπενοποίησης που όμως δεν εμφανίζεται σαν εξωτερικότητα σε σχέση με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας αλλά σαν καθοριστικό στοιχείο του ορισμού του. Η επισφάλεια, το «μέσα-έξω», παράγουν ένα (μη-)υποκείμενο (μη) αποκλεισμένων, αφού η ενσωμάτωση τείνει ολοένα περισσότερο να γίνεται διά του αποκλεισμού, ιδίως για τους νέους. Πρόκειται για μια δυναμική, μια κίνηση που ανανεώνεται συνεχώς. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο ριζικό αποκλεισμό από τη μισθωτή σχέση, κυρίως αναφερόμαστε στον αποκλεισμό από ό,τι θεωρείται «κανονική» εργασία, «κανονικός» μισθός, «κανονική» επιβίωση. Σε ένα περιβάλλον παραγωγής πλεονάζοντος πληθυσμού και βίαιης επίθεσης στην ιστορικά προσδιορισμένη αξία της εργασιακής δύναμης, το πολυαναμενόμενο «υποκείμενο» χάνει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του. Δεν υπάρχει «υποκείμενο» χωρίς να έχει δοθεί διαχωρισμένα η «αντικειμενικότητα» που του επιτρέπει να διάγει βίο υποκειμένου. Μέσα στην κρίση του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού χάνεται το έδαφος (η αγκύρωση στη μισθωτή σχέση) και ταυτόχρονα το οξυγόνο (η δυνατότητα διεκδίκησης βελτίωσης των όρων ζωής). Αυτοί που έχουν ήδη εγκλωβιστεί στο συνεχές επισφάλεια / αποκλεισμός διεμβολίζουν το κίνημα το οποίο τείνει ακόμα να επικαλείται μια «κανονική» εργασία και έναν «κανονικό» μισθό, και το κίνημα αυτό διεμβολίζεται αποτελεσματικά από το (μη-)υποκείμενο επειδή έχει ήδη διεμβολιστεί και διεμβολίζεται από τον συνεχή βομβαρδισμό της «κανονικής» εργασίας και του «κανονικού» μισθού από το κεφάλαιο. Όλη αυτή η κατάσταση παράγει τις καταστροφικές πρακτικές ως απόκλιση στο εσωτερικό της κίνησης του προλεταριάτου και  πιέζει το κεφάλαιο να εντείνει την κατασταλτική διάσταση της αναπαραγωγής του ως σχέσης και να προσπαθεί να αυξήσει ακόμη περισσότερο και πιο βίαια το ποσοστό εκμετάλλευσης.

Με τις πρακτικές της Κυριακής (τις πρακτικές των ταραχών) τα συγκεκριμένα κομμάτια του προλεταριάτου γίνονται, εντός της αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας, παράγοντας επιδείνωσης της κρίσης. Ο ρόλος του (μη-)υποκειμένου αντανακλά την επανάσταση που παράγεται σ’ αυτόν τον κύκλο αγώνων, η οποία είναι η κατάργηση όλων των διαμεσολαβήσεων της αξίας, δηλαδή όλων των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων, και όχι η ανάληψη της εξουσίας από τους εργαζόμενους. Ο ορίζοντας της επανάστασης (αυτής της περιόδου) δεν είναι το επαναστατικό πρόγραμμα που περιμένει την προσέλευση εκείνου του «υποκειμένου» που θα πρέπει αναπόφευκτα να υποδυθεί τον κεντρικό ρόλο. Οι παραγωγικοί εργαζόμενοι, παρά τον ειδικό τους ρόλο, δεν παράγονται σ’ αυτόν τον κύκλο αγώνων ως ένα διαχωρισμένο από τα υπόλοιπα κομμάτια υποκείμενο της επανάστασης που θα καθοδηγήσει τη διαδικασία μετατροπής της καπιταλιστικής κοινωνίας σε «κοινωνία εργασίας», η επανάσταση δεν θα έχει ως επίδικο τον «έλεγχο της παραγωγής». Στο μέλλον, οι καταστροφικές πρακτικές που αναδύονται σήμερα θα βρουν το όριο τους στην ίδια την αναπαραγωγή τους και δε θα μπορούν να αφορούν μόνο την καταστροφή σταθερού κεφαλαίου ως «ζημιά» ή ως προσωρινό σαμποτάζ. Για τη συνέχιση της ζωής μέσα στον αγώνα οι πρακτικές θα μετασχηματιστούν και θα αναγκαστούν να αμφισβητήσουν την ύπαρξη των μέσων παραγωγής ως μέσων παραγωγής αξίας. Η αμφισβήτηση αυτή δε θα είναι μια μονολιθική  διαδικασία προς κάποια «νίκη», αλλά θα φέρει μέσα της όλες εκείνες τις συγκρούσεις που θα παράγουν, ως ρήξεις, την κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή, δηλαδή την κατάργηση της αξίας και μαζί την κατάργηση όλων των κοινωνικών σχέσεων του κεφαλαίου. Προς το παρόν, μέσα στην κρίση του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού, το (μη-)υποκείμενο γίνεται πλέον δρώσα δύναμη, εμφανίζεται συνεχώς και οι πρακτικές του τείνουν να συνυπάρχουν «ανταγωνιστικά» με τις πρακτικές διεκδίκησης, αλλά και οι πρακτικές διεκδίκησης τείνουν να «μιμούνται» τις πρακτικές των ταραχών, που αναγκαστικά τις μαγνητίζουν καθώς έχει καταργηθεί ο «κοινωνικός διάλογος».

Τον Σεπτέμβριο του 2011 γράφαμε σχετικά με την τότε συγκυρία: «Το σημαντικό στις μελλοντικές εξελίξεις, ως κρίση και ένταση της ταξικής πάλης,  είναι η εξέλιξη της σχέσης ανάμεσα στις πρακτικές τύπου Αγγλίας [Αυγούστου 2011] και στις πρακτικές των «αγανακτισμένων». Η σχέση αυτή αποκτά βαρύνουσα σημασία λόγω της ρευστότητας ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο δομούμενα υποκείμενα (η ανεργία έχει μπει στο κέντρο της  μισθωτής σχέσης). Η σχηματοποίηση του νέου ορίου (η αστυνομία, το ταξικό ανήκειν ως εξωτερικός καταναγκασμός) οδηγεί σε μια νέα μορφοποίηση που επιχειρούμε να προσεγγίσουμε με τον όρο «ταραχές». Οι «ταραχές» περικυκλώνουν τα κινήματα των «αγανακτισμένων», τα διεμβολίζουν και τελικά διεισδύουν σ’ αυτά και παράγουν αποκλίσεις ανάμεσα σε πρακτικές των κινημάτων αυτών (μια πρώτη έκφανση αυτού του γεγονότος αποτελεί το διήμερο 28-29 Ιουνίου στην Ελλάδα). Η διαλεκτική της απόκλισης δουλεύει πυρετωδώς…». Η Κυριακή συνιστά υπέρβαση κατά το ότι πλέον οι πρακτικές έχουν συναντηθεί, έχουν έρθει αντιμέτωπες εν δράσει. Η συνάντηση των πρακτικών είναι αποτέλεσμα της δυναμικής που παράγει την αμοιβαία διείσδυση ανάμεσα στους «αγανακτισμένους», τους «προλεταριοποιούμενους μικροαστούς», τους δημόσιους υπαλλήλους, τους νέους, τους επισφαλείς/ανέργους. Η διαλεκτική κίνηση των πρακτικών ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη. Όμως αυτή η διαλεκτική δε θα εξελιχθεί μέσα σε κενό αέρος, είναι εμβαπτισμένη και αυτή στη συνολική δυναμική της ταξικής πάλης: «Τα τετρακόσια ευρώ αμοιβή δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με τις περικοπές στο κέρδος των φαρμακείων, ούτε με τις περικοπές των επιδομάτων των ΔΕΚΟ ή των τραπεζών, ούτε με τις περικοπές των επικουρικών, ούτε με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, ούτε με τίποτα από όλα εκείνα που οδηγούν συνδικαλιστές και εργαζόμενους σε καταλήψεις, διαδηλώσεις και απεργίες διαρκείας. Όταν οι παραπάνω λοιπόν φτάνουν σε τέτοια όρια όπως ισχυρίζονται, τότε τι ακριβώς θα κάνουν αυτοί που αποδεδειγμένα δεν έχουν καμιά ελπίδα επιβίωσης; Τα παιδιά των υποβαθμισμένων γειτονιών που τριγυρνούν στους αθλητικούς συνδέσμους των αφορολόγητων εφοπλιστών μισούν το κέντρο της Αθήνας και τα όμορφα φώτα του. Οι νέοι άνεργοι της πρωτεύουσας είναι απελπισμένοι και έτοιμοι να μην ανεχτούν πάνω τους τη λέπρα του κοινωνικού περιθωρίου. Τους μιλάμε για αλληλεγγύη. Τρίχες. Κανείς δεν θυσιάζει ούτε το ελάχιστο […] για να πάρουν μερικά ευρώ παραπάνω οι εικοσάρηδες της Ελλάδας». [4]Οι πρακτικές ανήκουν σε δομούμενα από την ίδια την ταξική πάλη σήμερα, ρευστά και διαρκώς αναδιαμορφωνόμενα υποκείμενα. Μέσα στη συγκυρία κάθε κρίσης όπου το πραγματοποιούμενο κέρδος δεν αρκεί για να εμφυσήσει πνοή ζωής σε όλη την τεράστια μάζα της αποκρυσταλλωμένης εργασίας του παρελθόντος, το προλεταριάτο, μέσα στη διαδικασία συμπίεσης του, κατακερματίζεται ακόμη περισσότερο. Μέσα όμως στην τρέχουσα συγκυρία στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η αποβολή της διεκδίκησης από την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, δυναμική  που αποτελούσε συστατικό στοιχείο όλης της προηγούμενης περιόδου, η δυναμική της κρίσης μετατρέπεται πλέον σε δυναμική κρίσης της ίδιας της μισθωτής σχέσης. Καθώς εφαρμόζεται η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης και η μαύρη εργασία γίνεται τάση που καθοδηγεί την τυφλή δύναμη του κεφαλαίου, δεν φαίνεται καθόλου εύκολο για το κεφάλαιο να διαχειριστεί τον αναγκαίο για την αναπαραγωγή του ποιοτικό διαχωρισμό ανάμεσα στα «ενσωματώσιμα» στρώματα του προλεταριάτου και τον πλεονάζοντα πληθυσμό.  Ο διαχωρισμός αυτός, η κατανομή της εργασιακής δύναμης, είναι μεν δομικό στοιχείο κάθε περιόδου του κεφαλαίου, τα κρίσιμα όμως στοιχεία τώρα είναι αφενός το ότι το αποβαλλόμενο κομμάτι τείνει να μεγεθύνεται και προεικονίζεται μια κατάσταση στην οποία θα αποτελεί σημαντικό μέρος του πληθυσμού, και αφετέρου το ότι η διάκριση μεταξύ ενσωμάτωσης και μη είναι πια απολύτως ενδεχομενική.

Κάθε πρόβλεψη είναι επικίνδυνη καθώς η συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου εμπεριέχει το στοιχείο του απρόβλεπτου και της δημιουργίας πολλαπλών ρήξεων. Η ιστορικής σημασίας μεταβολή στο «εθνικό ζήτημα» που τίθεται επί τάπητος ως αναγκαία για την αναπαραγωγή της τρέχουσας διάρθρωσης του κεφαλαίου εγγράφει στη συγκυρία την πιθανότητα μιας «εθνικής» αριστερής ή φασιστοειδούς αντεπανάστασης, η οποία βέβαια δεν μπορεί να έχει τη σταθερότητα (εθνικοσοσιαλιστική ενσωμάτωση στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου εντός των ορίων ενός εθνικού κοινωνικού σχηματισμού) των φασισμών του παρελθόντος. Αυτή θα παραχθεί ως αναγκαία την όποια ώρα αποβεί ύστατη από την σκοπιά του κεφαλαίου, το οποίο αναγκάζεται να λειτουργεί με όρους «πολιτικής οικονομίας κινδύνου». Η οικειοποίηση πρακτικών σύγκρουσης και η συνεχώς αναπαραγόμενη κατάσταση πολέμου μέσα στην οποία είναι απαραίτητο πλέον να διεκδικεί οτιδήποτε το προλεταριάτο, μαζί με την συνολική συμπίεση του εργαζόμενου/άνεργου πληθυσμού, θα παίξουν κι αυτά το ρόλο τους, προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης πρακτικών του (μη-)υποκειμένου των (μη-)αποκλεισμένων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο σταθμός της Κυριακής θα είναι μόνο ένας από μια σειρά που προοιωνίζεται πυκνή και τις νύχτες φωτεινή.

][]][[]]][[[]]]][[[[]]][[[]][[][

[1] Α. Αλαβάνος: «Η βία του συστήματος γεννά Γαβριάδες», http://konserbokoyti.blogspot.com/2012/02/blog-post_2450.html

[2] Δες και το κείμενο «Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά…», http://classwar.espiv.net/?p=1933, στο οποίο εξετάζεται η πολιτική μορφή με την οποία αναγκαστικά εμφανίζεται η σύγκρουση πρακτικών διαφορετικών κομματιών του προλεταριάτου στην Ελλάδα.

[3] Το έθνος ως έννοια αποτυπώνει την αντιφατική ενότητα των τάξεων μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, το κράτος μετασχηματίζει, δηλαδή καθιστά κοινωνικά έγκυρα, τα ταξικά συμφέροντα του κεφαλαίου, εμφανίζοντάς τα, και θέτοντάς τα σε λειτουργία, ως εθνικά συμφέροντα. Κράτος, έθνος και κεφάλαιο αποτελούν όψεις μιας και της αυτής ταξικής εξουσίας: του καπιταλισμού.

[4] Σινεμά: Η Κόλαση, της Αγγέλικας Ψαρρά, http://www.rednotebook.gr/details.php?id=4858

][][

Πηγή: http://www.blaumachen.gr