Categories
Jacques Camatte Uncategorized

Το ζήτημα της Βίας – Jacques Camatte

Το ζήτημα της βίας

Το κίνημα που αναπτύχθηκε μεταξύ των μαθητών λυκείων (στμ. του 1973, το πρώτο μετά τον “Μάη” μαζικό κίνημα στη Γαλλία), ήταν μια κατάφαση της κομμουνιστικής επανάστασης στην ανθρώπινη διάστασή της. Οι μαθητές έθεσαν το ζήτημα της βίας (αν και ίσως όχι σε πλήρη εφαρμογή) στην άρνησή τους στον στρατό, άρνηση της στρατιωτικής θητείας και άρνηση του οικουμενικού δικαιώματος στον φόνο. Αντίθετα, τα γκρουπούσκουλα της αριστεράς και της άκρας αριστεράς, αλλά όχι και οι αναρχικοί, συνέχισαν το κύρηγμα για την αναγκαιότητα του να σκοτώνεις, επειδή πίστευαν ότι θα μπορούσαν να πετύχουν κάποια “αντίποινα” θανάτου στο κεφάλαιο. Ωστόσο κανείς τους (κι αυτό ισχύει και για τα πιο ακραία στοιχεία τους) δεν υπολόγισε ποτέ το γεγονός ότι αυτό που πρότειναν ήταν η αναγκαιότητα καταστροφής ανθρώπινων όντων, προκειμένου να επιτευχθεί η επανάσταση.

Πως μπορείς να γιορτάζεις μια επανάσταση με ένα άδειασμα γεμιστήρων; Η αποδοχή του στρατού για οποιοδήποτε λόγο, ενισχύει την καταπιεστική δομή σε κάθε επίπεδο. Κάθε είδους επιχείρημα σ’ αυτό το θέμα εξυπηρετεί μόνο την εμπέδωση του δεσποτισμού της αυτοκατασταλτικής συνείδησης, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι πρέπει να καταπιέζουν την επιθυμία τους να μην σκοτώνουν επειδή οι φόνοι θα γίνουν απαραίτητοι σε κάποιο μελλοντικό στάδιο. (Και πράγματι μερικοί άνθρωποι όντως αγαλλιάζουν με μια τέτοια προοπτική). Η αυτοκατασταλτική συνείδηση με αναγκάζει να γίνομαι απάνθρωπος με την πρόφαση ότι κάποια μέρα που θα οριστεί από ένα θεωρητικό πεπρωμένο, θα μεταμορφωθώ επιτέλους σε ανθρώπινο ον.

Οι διάφορες αριστερές κι ακροαριστερές τάσεις προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι δεν υπάρχει καμμιά σύγκλιση μεταξύ της “αστικής” επιθυμίας για κατάργηση της στρατιωτικής θητείας και της ελευθεριακής ειρηνοφιλίας που βρίσκεται κάτω απ’ τη συνειδητή άρνηση στράτευσης, που ενυπάρχει λανθάνουσα όλο και περισσότερο μέσα στην νεολαία. (T. Pfistner, Le Monde, 27 Mar ’73)

Η βία είναι αδιαμφισβήτητο μέρος της ζωής στην σημερινή κοινωνία. Το ζήτημα είναι το πώς αυτή η βία μπορεί να καταστραφεί. Η επανάσταση εξαπολύει φυσικά βία, αλλά αυτή η βία πρέπει να είναι κάτω από τον έλεγχο και την διεύθυνσή μας. Δεν μπορούμε να της επιτρέψουμε να δρα τυφλά, και ασφαλώς όχι να δοξάζεται και να ξεφεύγει από το πεδίο δράσης της.

Τέτοιες προτάσεις μπορεί να φαίνονται αρκετά λογικοφανείς, ωστόσο δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμες εκτός αν προχωρήσουμε παραπέρα, σε μια πιο συγκεκριμένη συνειδητοποίηση της πραγματικής φύσης της βίας, η οποία εκ πρώτης καθορίζεται από το αντικείμενό της: έτσι, η βία που  κατευθύνεται ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα θα πρέπει να εξυμνείται και να ενθαρρύνεται, αλλά όχι και η βία εναντίον ανθρώπων. Το καπιταλιστικό σύστημα βέβαια, αποτελείται από ανθρώπους, και είναι αυτοί οι άνθρωποι που θα τους πάρει σβάρνα η βία. Εδώ έγκειται το ζήτημα των ορίων της βίας. Αν δεν εγερθεί ένα τέτοιο ζήτημα, σημαίνει ότι βρισκόμαστε ακόμα υπό τις προστακτικές του κεφαλαίου. Δεδομένου του ότι ο δεσποτισμός του κεφαλαίου συντηρείται μέσω της γενικευμένης βίας εναντίον των ανθρώπων, είναι γεγονός ότι αυτή η κυριαρχία επί των ανθρώπων επιτυγχάνεται με το να τους φέρει πρώτα σε αντίθεση τον έναν με τον άλλον, κι έπειτα να τους αναθέσει διαφορετικούς ρόλους. Όταν ξεσπούν συγκρούσεις, κάθε πλευρά αναπαριστά την αντίπαλη ως μη-ανθρώπινη (όπως για παράδειγμα οι Αμερικανοί έβλεπαν τους Βιετναμέζους). Όταν πρόκειται να καταστραφούν ανθρώπινα όντα, το πρώτο μέλημα είναι να αποστερηθούν την την ανθρωπιά τους. Έτσι, αν στον επαναστατικό αγώνα οι άνθρωποι εξακολουθούν να πορεύονται βάσει αυτής της οπτικής, δεν σημαίνει ότι απλά μιμούνται τις μεθόδους των καπιταλιστών, κι απλά επιτείνουν την καταστροφή ανθρώπινων όντων;

Έτσι, μπορούμε να αναρωτηθούμε, πού το πάνε οι αριστεριστές όταν θεωρητικοποιούν την καταστροφή της κυρίαρχης τάξης (κι όχι των δομών της), ή των μπάτσων (“μπάτσος καλός, μόνο νεκρός”); Μπορεί κανείς να κάνει την εξίσωση CRS=SS (σημ. Τα CRS είναι τα γαλλικά ΜΑΤ. Τον Μάη του 1979, μια νέα παραφθορά του γνωστού σλόγκαν εμφανίστηκε όταν οι τροτσκιστές της Ligue Communiste Révolutionaire (LCR) ενώθηκαν με τους σταλινικούς και τα CRSστη βίαιη καταστολή ενάντια στους “αυτόνομους” στις διαδηλώσεις στο Παρίσι ενάντια στους μεταλλεργάτες του Longwy και του Denain: LCR=CRS, ή LCRS) σε επίπεδο συνθήματος, επειδή αντιπροσωπεύει με ακρίβεια την πραγματικότητα των δυο ρόλων, αλλά δεν δικαιολογεί την καταστροφή των ανθρώπων που συμπεριλαμβάνει, κι αυτό για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί εκμηδενίζει κάθε πιθανότητα υπόσκαψης των δυνατοτήτων της αστυνομίας. Όταν οι αστυνομικοί νιώθουν ότι μειώνονται σε μια κατάσταση μη-ανθρώπινης, τότε οι ίδιοι καταφεύγουν σε ένα είδος “εξέγερσης” ενάντια στους νέους προκειμένου να κατοχυρώσουν μια ανθρώπινη ιδιότητα την οποία τους αρνούνται, και κάνοντας αυτό, πάνε πέρα από τον ρόλο τους ως μηχανές που καταστέλλουν/σκοτώνουν. Δεύτερον, κάθε ΜΑΤάς, και κάθε άλλου είδους μπάτσος, εξακολουθεί να είναι ένας άνθρωπος. Καθένας τους είναι ένας άνθρωπος με έναν συγκεκριμένο ρόλο, όπως οποιοσδήποτε άλλος. Είναι επικίνδυνο να ορίζει κανείς την ανυπαρξία ανθρωπιάς σε ένα μέρος της κοινωνικής ολότητας, και τον εντοπισμό όλης αυτής σ’ ένα άλλο.

Φυσικά, δεν τίθεται θέμα μη-βίας (σημ. η οποία είναι άλλωστε απλά μια ύπουλη και υποκριτική μορφή βίας, ένα σημάδι της ανικανότητας ορισμένων ανθρώπων να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ως ανθρώπινα όντα), αλλά μάλλον ενός ακριβούς προσδιορισμού του είδους και των σκοπών της βίας που πρέπει να ασκηθεί. Τα επόμενα σημεία θα διευκρινίσουν αυτήν τη θέση περισσότερο: Πρώτον, πρέπει όλα τα στερεότυπα και οι λειτουργίες να αποκαλυφθούν ως αυτό που είναι -ρόλοι, που επιβάλλονται πάνω μας απ’ το κεφάλαιο. Δεύτερον, πρέπει να απορρίψουμε τις θεωρητικές κατασκευές που αξιώνουν την καταστροφή όλων εκείνων των ατόμων που υπερασπίζονται το κεφάλαιο. Τρίτον, δεν μπορούμε να κάνουμε εξαιρέσεις, με τη λογική ότι ορισμένοι άνθρωποι δενε ίναι ελεύθεροι, ότι είναι “το σύστημα” που παράγει τόσο τους μπάτσους όσο και τους επαναστάτες. Αν κάτι τέτοιο ήταν αληθές, η λογική συνέπειά του θα ήταν είτε μια θέση μη-βίας, ή μια κατάσταση όπου τα ανθρώπινα όντα θα μειώνονται σε ρομπότ οπότε κάθε βία εναντίον τους θα ήταν δικαιολογημένη. Αν εξ αρχής αρνούμαστε κάθε πιθανότητα ανθρωπιάς σε ορισμένους ανθρώπους, τότε πως μπορούμε να περιμένουμε να συμπεριφερθούν ως πραγματικά ανθρώπινα όντα; Πρέπει λοιπόν να αντιμετωπιστούν ως ανθρώπινα όντα. Ωστόσο, αυτήν την εποχή, η πλειοψηφεία των ανθρώπων σκέφτεται με τους όρους της ύστατης λύσης που προσφέρει η ταξική κοινωνία -δηλαδή, της καταστολής των αντιπάλων- ακόμα όμως και σε μια τέτοια περίπτωση, που η επανάσταση επιβαλλόταν, θα επιβαλλόταν και επί της πραγματικής φύσης της, επί του ανθρώπινου.

Όταν έρχεται η σύγκρουση, όπως αναπόφευκτα γίνεται, δεν είναι χρήσιμο να προσπαθούμε να μειώνουμε τα διάφορα άτομα που υπερασπίζονται το κεφάλαιο στο επίπεδο του “ζώου” ή των “ρομπότ”. Πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε στα πλαίσια της ανθρώπινης φύσης τους, γιατί είναι αυτή που κι αυτοί γνωρίζουν ότι αποτελούν κομμάτι της, κι ότι θα μπορούσαν δυνητικά να την βρουν ξανά.

Υπ’ αυτήν την έννοια, η σύγκρουση λαμβάνει χώρα επίσης στη διάσταση του πνεύματος και της διάνοιας. Οι αναπαραστάσεις που δικαιολογούν την υπεράσπιση του κεφαλαίου από ένα άτομο, πρέπει να αποκαλύπτονται και να απομυστικοποιούνται. Οι άνθρωποι που βρίσκονται σ’ αυτήν την κατάσταση, πρέπει να έρχονται αντιμέτωποι με τις αντιφάσεις τους, και να γεννηθούν αμφιβολιές στα μυαλά τους.

Η τρομοκρατία πρέπει επίσης να ειδωθεί σ’ αυτήν την προοπτική. Δεν αρκεί απλά να την καταγγέλει κανείς ως αποτρόπαια. Αυτοί που δέχονται την τρομοκρατία έχουν συνθηκολογήσει μπροστά στην εξουσία του κεφαλαίου. Η τρομοκρατία πάει παραπέρα απ’ την καταστροφή απλά μερικών ανθρώπων: είναι επίσης μια έκκληση στο θάνατο προκειμένου να προωθηθεί μια υποθετική εξέγερση. Αυτή η προοπτική πρέπει να τονιστεί, πέρα από καταδίκες ή επευφημίες, πρέπει να απορριφθεί γενικά ως τρόπος δράσης. Η τρομοκρατία υπαινίσσεται ότι ο “τοίχος” (το προλεταριάτο και η αναπαράστασή του) είναι ένα φράγμα απρόσβλητο και αδιάτρητο, άφθαρτο. Η τρομοκρατία είναι η παραδοχή της ήττας, κι όλες οι πρόσφατες εκδηλώσεις της αποτελούν επαρκή απόδειξη γι αυτό.

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η κατα-θλιπτική κυριαρχία του κεφαλαίου επιρρεάζει τους πάντες, δίχως εξαιρέσεις. Δεν είναι δυνατόν να ορίσουμε συγκεκριμένες ομάδες ως “εκλεκτούς” που εξαιρούνται απ’ τον δεσποτισμό του κεφαλαίου. Ο επαναστατικός αγώνας είναι ένας ανθρώπινος αγώνας, και οφείλει να αναγνωρίζει σε κάθε άτομο τη δυνατότητα του εξανθρωπισμού του. Μέσα στη σύγκρουση με τις πολιτικές ηγεσίες, τους “καπιταλιστές” και όλες τις αστυνομίες, το κάθε ένα απ’ αυτά τα άτομα πρέπει να γίνει βίαιο με τον εαυτό του, προκειμένου να απορρίψει, ως εξωτερική του, την εξημέρωση του κεφαλαίου και κάθε βολική “δικαιολογία” αυτοαξιοποίησής του.

***

Πρόκειται για απόσπασμα απ’ το έργο του Camatte Για την Εξημέρωση. Κάποια κομμάτια μετεφρασμένα παλιότερα μπορείτε να βρείτε εδώ: http://rioter.info/category/jacques-camatte/

Categories
Translations Uncategorized

Toukokuun viidennen päivän mielenosoituksesta ja kolmen työntekijän kuolemasta Marfin-pankissa

Ei hätäuloskäyntiä

Toukokuun viidennen päivän mielenosoituksesta ja kolmen työntekijän kuolemasta Marfin-pankissa

Lakkolaisille, jotka jatkavat tämän paskan hajottamista

On tosiaankin sopimatonta “langettaa kaikki vastuu” ja syyllisyys palaneen Marfin-pankin kolmen työntekijän masentavasta kuolemasta herra Vgenopoulosin harteille. Se, että hän pakotti työntekijänsä irtisanomisen uhalla lukittautumaan tyhjältä vaikuttaneen ja vartioimattoman pankin ylempiin kerroksiin, rakennuksessa jossa ei ollut minkäänlaisia sammutuslaitteita eikä hätäuloskäyntejä, viimeisten 30 vuoden suurimman lakkomielenosoituksen keskipisteessä, ei ollut vain uusi rikollisen välinpitämättömyyden tapaus taloudellisten voittojen alttarilla [1], joihin hänen luokkansa on tottunut. Tämä työläisten tietoinen käyttäminen pankkien ja yhtiöiden ihmiskilpinä [2] on yksi hallitsevan luokan vastauksista joulukuun tapahtumiin ja yleiseen kapinalliseen väkivaltaan, joka leviää, epäoikeuttaa ja tuhoaa tavarakiertoa, hajottaa ja polttaa autoja, myymälöitä, sen vartijakyttiä ja ennenkaikkea sen päämajoja: pankkeja.

Jottei tämä nyt jäisi epäselväksi: Vgenopoulosin ja hänen luokkansa aikomukseen uhrata muutama työntekijä kapinoihin tähän mennessä johtaneen prosessin estämiseksi on vastattava sellaisena. Lakeihin vetoaminen tai vasemmistolaiset väistöliikkeet (kuten: kapina ei tarkoita hyökkäystä pankkeja/myymälöitä vastaan vaan parlamentin valtaamista, vaikkei heillä ole mitään käsitystä mitä he siellä sitten tekisivät) kieltäytyvät vain kiinnittämästä huomiota itse asiaan.

On nimittäin tavallista, että pomo tietää työläisiä paremmin omat etunsa ja sen miten niitä ajetaan. Jokainen pomo myös tietää aina, että “me olemme sodassa”, vaikka he eivät koskaan huutaisikaan sitä avoimesti ääneen – toisin kuin nämä naiivit ihmiset, jotka ajattelevat, että sodassa on ihan okei iskeä, mutta kun joutuu itse hankaluuksiin, pitäisi nojata puolueettomaksi väitetyn oikeuslaitoksen väliintuloon. Jos asetamme itsemme (tai toiset työläiset) valtion holhottaviksi, muuttuu kaikkein äärimmäisinkin teko pelkäksi väkivaltaiseksi reformismiksi. Ainoa oikeus kaduilla, siinä määrin kuin ne ovat meidän vallassamme, olemme me itse. Vastuu siitä mitä kaduilla tapahtuu, kuka elää ja kuka kuolee, on meidän: PROLETAARIEN DIKTATUURIN piste. Jos meiltä puuttuu – sellaisen taisteluvalmiin lakkovartion lisäksi, joka ei jättäisi yhtäkään työtoveria pomojen käsiin – olennainen luottamus toisiimme, luottamus joka syntyy yhteisistä kokemuksistamme kamppailuissa ja kohtaamisistamme kaduilla, niin seuraavaksi voimme yhtä hyvin itse soittaa kytät mielenosoituksiimme valvomaan ja kantamaan vastuun kaikesta mitä tapahtuu. JOKAINEN, JOKA KÄYTTÄÄ VOIMAA, MUOTOILEE OIKEUTTA. Voimankäyttö, jos jätetään sikseen “oikeudentunne” jonka se tuottaa, abstraktin kaaoksen aiheuttaminen, ei edistä muuta kuin hierarkkisia organisaatioita, joilla on omat teräsbetoniin valetut “oikeus”järjestelmänsä (stalinistit, poliisi, mafia, puolivaltiolliset ryhmät…). Voitto on niiden, jotka saavat aikaan kaaoksen KANTAMATTA SITÄ SISÄLLÄÄN.

Kapinan fetisointi pelkäksi tuhoavaksi toiminnaksi sinänsä edusti liikkeemme aiempaa, aikanaan heikkoa ja marginaalista vaihetta. Kun joulukuu riisui väkivallalta kaiken fetissiluonteen ja kommunisoi sen avoimesti, on tästä vaiheesta päästävä nyt kokonaan yli. Uusi joulukuu ei olisi enää voitto vaan tappio. Jokainen siihen viittaava vetoomus ei kerro muusta kuin olemattomista aikeista liikkua eteenpäin. Vihollisemme on edennyt ja meidän on tehtävä samoin, jos emme halua kadota historian näyttämöltä.

Me emme voi jäädä istumaan kotiin heidän tv-ohjelmiensa talutusnuoraan, kuin olisimme tuhmia lapsia joille on annettu liian paljon vapauksia. Meidän on palautettava Logos (puhe) takaisin kaduille. Paskat hallitsevan luokan ja television oikeudesta, joka “hyvittää” yhden tuskaa toisen kärsimyksellä, kasvattaa kaikkien kurjuutta ja levittää niiden kannibalismia kaikkialle. Ennen kuin kaikkein jälkeenjääneimmät näistä haaskalinnuista olivat varmoja siitä, miten kolmen työntekijän kuolema halvaannuttaisi meidät, he yrittivät saada meidät tuntemaan syyllisyyttä joistain naurettavista syistä, kuten työllisyyden odotetusta romahduksesta turismissa tai maan julkisuuskuvasta ulkomailla. Saada meidät tuntemaan syyllisyyttä siitä, että taistelemme. Jakaa meidät “rauhanomaisiin työläisiin” ja “huppupäisiin rikollisiin polttopulloineen”, kun kaikki nyt tietävät (paitsi tietenkin Kommunistinen puolue, joka näki pelkkiä provokaattoreita), ettei toukokuun viidentenä ollut rauhanomaista työläistä, joka ei olisi noussut vastustamaan – huppu päässä ja polttopullo kädessä tai ei, yhdentekevää – valtion viimeistä korttia: sen poliisiterroria.

Heidän oikeutensa janoaa verta, syyllisten verta, kaikkien syyllisiä muistuttavien, ennen kaikkea anarkistien verta, koska juuri he ovat auliisti ottaneet oman lippunsa alle kaikki – jopa luokkamme kaikkein eristyneimpien osien – kapinallisen väkivallan eleet kautta maailman [3]. Mutta se haluaa vielä jotain enemmän. Se haluaa avata kollektiivisessa muistissamme suuremman trauman, joka murtaisi läheisyytemme omaan väkivaltaamme, kamppailumme väkivaltaan, sen tekijöihin ja näiden väliseen kommunikaatioon. Meidän oikeutemme ei käsittele muuta kuin parantamista, sovittelua. Emme tiedä millaisia ihmisiä kuolleet olivat – sallisiko heidän omanarvontuntonsa sitä, miten fasistisaasta ja TV:n haaskalinnut retostelevat heidän kuolemallaan, vai ei. Olemme kuitenkin varmoja, että meidän kamppailumme voitto, yhdessä kaikkien Euroopan ja maailman työläisten kanssa, olisi ollut myös heidän etunsa mukaista työläisinä. Me emme lannista toisiamme – me nousemme yhdessä:

VILLI YLEISLAKKO!

Lähdetään mukaan valtauksiin!
Pysytään kaduilla!
Puhutaan!

Kaksi provokaattoria 200 000:sta

***

1. Pidetään tämä nyt mielessä: 36,1% puhdas liikevoiton kasvu Marfin-pankille tänä vuonna, keskellä “ankaraa kriisiä”, jossa jokaisen työläisen on tehtävä töitä ja toteltava kansakunnan nimissä.

2. Marfin-pankin kaltaisia tapauksia sattui myös Bazaar-supermarketissa Omonia-aukion takana, jossa sisällä ollut työntekijä sammutti palon sammuttimella, ja Ianos-kirjakaupalla joka oli myös auki (kuten tunnettua, kulttuurikauppiaat eivät välitä paskaakaan lakoista).

3. Yöllä 5.5. aseistetut Delta, Zeta, siviili- ja mellakkakyttien jengit hyökkäsivät “anarkistit monimuotoisen liikkeen puolesta” -porukan squatiin Zaimi-kadulla, Maahanmuuttajien mestaan Tsamadou-kadulla ja moniin taloihin ja kahviloihin Exarchiassa, hakaten ja uhkaillen ihmisiä. Samaan aikaan televisiossa enemmän tai vähemmän kaikki vaativat anarkistien päitä vadille.

[takku.net]

[Ελληνικά] [English] [Suomi] [Italiano]

Categories
Translations Uncategorized

On May 5th demonstration and the three dead Marfin bank employees

WITHOUT EMERGENCY EXIT

On May 5th demonstration and the three dead Marfin bank employees

To the strikers that are still smashing shit up

It is indeed inappropriate to “put the entire responsibility” and blame on Mr. Vgenopoulos for the depressing deaths of the three employees of the burnt Marfin bank. The fact that he forced his employees under threat of dismissal to remain locked in the upper floor offices of a seemingly empty and unprotected bank, without any fire protection or emergency exits, in the epicentre of the greatest strike demonstration of the last thirty years, was not just another criminal negligence on the altar of profit [1], that his class has got us used to. This conscious use of workers as a human shield for banks and businesses [2] is one of the boss class’s responses to December and the common violence of insurrection that spreads, de-legalising and destroying the circulation of commodities, breaking and torching vehicles, shops, its police guards and most of all its headquarters: the banks.

To be clear, the intention of Vgenopoulos and his class to sacrifice a few workers in order to block the process followed by insurrections up until now, must be answered as such. Legal points or leftist evasions such as: insurrection means storming the parliament and not the banks/shops, having no idea what they’d do there of course, do nothing more than refuse to address the issue.

You see, it is common for a boss to know better what his interests are and how to pursue them, than the workers do. And any boss always knows that “we’re at war”, even if they’ll never cry it out openly, as these naive people that think that in a war it is ok to hit but once challenged one should rely on an intervention of an allegedly neutral justice. By setting ourselves (or other workers) under the tutelage of the state, we recuperate even the most extreme act into nothing more than violent reformism. The only justice in the streets, to the degree they are under our power, is us. The responsibility for whatever happens there, who lives and who dies, is ours: PROLETARIAN DICTATORSHIP period. If we lack – other than an effective guard of strikes that wouldn’t leave any colleague in the hands of the bosses – an essential trust among us, a trust manufactured through our common experiences in struggles and meeting in the streets, then the next step will be to call the police ourselves in our demonstrations, for them to be in charge and bear responsibility for whatever happens. WHOEVER CARRIES VIOLENCE, FORCES JUSTICE. To perform violence, ignoring the “sense of right” it comes with, to bring – abstract – chaos, doesn’t promote anything other than the highest organized structures, that come with their own ferroconcrete plan of “justice” (the Stalinists, the police, the mafia, the parastate groups…). Victory belongs to those who bring chaos WITHOUT CARRYING IT INSIDE THEM.

Fetishising insurrection as the destructive act itself, represented a past phase of our movement, weak and marginal at the time, though after December, and the stripping of every fetish from violence with its simultaneous open communisation, must now be overcome. A second December would no longer be a victory but a defeat. Any related invocation, shows nothing more than a complete lack of any plan for afterwards. Our enemy has advanced, we are forced to do the same if we are not to disappear from the historical scene.

We must not sit home to be disciplined by their TV programs as if we were naughty children given too much leash. We must retake Logos (speech) back to the streets. Spit on the bourgeois and TV justice that “vindicates” the pain of one with the suffering of another, accumulating misery for all and socializing their cannibalism. The most retarded of these vultures, before they ascertained how the three employees’ deaths would paralyze us, were trying to make us feel guilty for a bunch of ridiculous things, from the expected fall in the tourist trade to the country’s image abroad. To make us feel guilty for fighting. To divide us into “peaceful workers” and “hooded criminals with molotovs”, now that everyone knows (except of course the Communist Party that only saw provocators) that on 5/5 there were no peaceful workers that didn’t stand up – with or without hoods and molotovs, no importance – to the State’s last playing card: its police terror.

Their justice devours blood, the blood of the offenders, of anyone that resembles them, or most of all the anarchists, since it is they that generously have given their flag to any insurrectionary violence of even the most isolated elements of our class, globally [3]. But, it wants something more than that. It wants to open as a larger trauma to the social memory, that would break our familiarization with our own violence, with the violence of our struggle, with its subjects and the communication among them. Our justice will deal with nothing other than the healing. We don’t know what kind of persons the dead were, if their sense of dignity would cope with the fascist scum and the TV vultures mongering their deaths or not, but we are sure that as workers their interests were with the victory of our struggle, with all the workers of Europe and the World. We won’t drag one another down – we will rise together: GENERAL WILDCAT STRIKE!

Let’s embrace the occupations!
Let’s stay in the streets!
Let’s talk!

2 of the 200.000 provocators

***

***

[1] For the time, let’s bear this in mind : 36,1% pure rise in profits for Marfin bank this year, in the middle of the “most harsh crisis” to which every worker must reconcile working and obeying in the name of the nation.
[2] Similar incidents with that of Marfin bank on 23, Stadiou street, proceded to Bazaar supermarket behind Omonoia square, where a worker from inside put out the fire with an extinguisher, and Ianos bookstore that was open (as it is known, culture merchandising doesn’t give a fuck about strikes).
[3] The night of 5/5, armed gangs of Delta, Zeta, plainclothe cops and riot police stormed the squat of “anarchists for a polymorphic movement” on Zaimi street, the Immigrants Haunt on Tsamadou street, and many houses and cafes at Exarchia, beating and intimidating people. In the same time on the TV, everyone was more or less asking for the anarchists’ heads.

***

***

[Thanks to J. and S. for correcting this translation]

[Ελληνικά] [English] [Suomi] [Italiano]

Categories
Uncategorized

Για τη διαδήλωση της 5/5 και τους τρεις νεκρούς τραπεζοϋπαλλήλους

ΧΩΡΙΣ ΕΞΟΔΟ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

μια σημείωση για τη διαδήλωση της 5ης Μάη 2010 και τους τρεις νεκρούς τραπεζοϋπαλλήλους της Marfin

Προς τους απεργούς που ακόμα τα σπάνε

Είναι όντως άστοχο να επιρρίπτουμε την όλη ευθύνη για τον αποκαρδιωτικό θάνατο των τριών τραπεζοϋπαλλήλων της πυρπολημένης Marfin στον Βγενόπουλο. Το ότι εξανάγκασε υπό την απειλή απόλυσης τους εργαζομένους του να κλειδωθούν στους επάνω ορόφους μιας φαινομενικά άδειας και απροστάτευτης τράπεζας, χωρίς μηχανισμό πυρόσβεσης ή εξόδους κινδύνου, στο επίκεντρο της μεγαλύτερης απεργιακής διαδήλωσης της τελευταίας τριακονταετίας, δεν ήταν άλλη μια εγκληματική αμέλεια στο βωμό του κέρδους[1],στις οποίες μας έχει συνηθίσει η τάξη του. Η συνειδητή χρήση εργαζομένων ως ανθρώπινη ασπίδα σε τράπεζες κι επιχειρήσεις[2],είναι μια ακόμα απάντηση της τάξης των αφεντικών στον Δεκέμβρη και στην οικεία βία της εξέγερσης, που εξαπλώνεται απονομιμοποιώντας και καταστρέφοντας την εμπορευματική κυκλοφορία, σπάζοντας και πυρπολώντας οχήματα, καταστήματα, τους αστυνομικούς φρουρούς της και φυσικά τα στρατηγεία της: τις τράπεζες.

Η πρόθεση δηλαδή του Βγενόπουλου και της τάξης του να θυσιάσουν ορισμένους εργαζομένους, προκειμένου να μπλοκάρουν τον τρόπο με τον οποίο ως τώρα διεξάγονταν οι εξεγέρσεις, πρέπει να απαντηθεί ως τέτοια. Νομικές επισημάνσεις αλλά κι αριστερές υπεκφυγές του είδους: εξέγερση ίσον έφοδος στη βουλή κι όχι στις τράπεζες/καταστήματα, χωρίς βέβαια να έχουν ιδέα για το τί θα κάνουν εκεί μέσα, δεν αποτελούν παρά άρνηση αντιμετώπισης του ζητήματος.

Βλέπετε, είναι σύνηθες ένα αφεντικό να γνωρίζει καλύτερα τα συμφέροντά του αλλά και το πώς θα τα προασπίσει, απ’ ότι οι εργάτες. Κι ένα αφεντικό γνωρίζει πάντοτε ότι “έχουμε πόλεμο”, ακόμα κι αν δεν το φωνάξει ποτέ ανοιχτά, όπως όσοι αφελείς θεωρούν ότι μπορεί κανείς σ’ έναν πόλεμο να χτυπά, αλλά όταν βάλλεται να επικαλείται την παρέμβαση μιας δήθεν ουδέτερης δικαιοσύνης. Θέτοντας εαυτούς υπό την κηδεμονία του κράτους, μετατρέπουμε ακόμα και την πιο εξτρεμιστική πράξη σε βίαιο ρεφορμισμό. Η μόνη δικαιοσύνη στους δρόμους, στο βαθμό που βρίσκονται υπό την εξουσία μας, είμαστε εμείς. Η ευθύνη για το τί συμβαίνει, ποιος ζει-ποιος πεθαίνει, είναι δική μας: ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ -Τέλος. Αν δεν υπάρχει -εκτός της ουσιαστικής περιφρούρησης της απεργίας που δε θα αφήνει συναδέλφους στα χέρια των αφεντικών- η στοιχειώδης εμπιστοσύνη ανάμεσά μας, εμπιστοσύνη που κατακτήθηκε μέσα από κοινές εμπειρίες αγώνα και συνάντησης στο δρόμο, τότε το επόμενο βήμα θα είναι να φωνάζουμε οι ίδιοι την αστυνομία στις πορείες, να έχει το κουμάντο και να φέρει την ευθύνη για το τί γίνεται. ΟΠΟΙΟΣ ΑΣΚΕΙ ΒΙΑ, ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΟΥ. Το να ασκεί κανείς βία, αδιαφορώντας για το “δίκαιό” που φέρει, φέροντας γενικώς το χάος, δεν προάγει άλλο παρά τις περισσότερο οργανωμένες δομές που μπορούν να προβάλλουν μέσα απ’ αυτό το ά-νομο χάος, με τη δική τους μπετοναρισμένη “δικαιοσύνη” (τους σταλινικούς, την αστυνομία, τις μαφίες, το παρακράτος…). Νικά όποιος σπέρνει το χάος ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΟ ΦΕΡΕΙ ΜΕΣΑ ΤΟΥ.

Η φετιχοποίηση της εξέγερσης στην πράξη της καταστροφής, που αντιστοιχούσε σε μια περασμένη πια φάση του κινήματός μας, τότε ακόμα αδύναμου και περιθωριακού, μετά τον Δεκέμβρη και το ξεγύμνωμα της βίας από κάθε φετίχ που έφερε ταυτόχρονα με την ανοιχτή οικειοποίησή της, οφείλει να ξεπεραστεί. Ένας δεύτερος Δεκέμβρης δε θα είναι πια νίκη αλλά ήττα. Κάθε επίκλησή του, δεν μαρτυρά παρά την έλλειψη του παραμικρού σχεδίου για τα περαιτέρω. Ο εχθρός έχει προχωρήσει, είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε το ίδιο κι εμείς αν δε θέλουμε να εξαφανιστούμε απ’ το ιστορικό προσκήνιο.

Να μην καθήσουμε σπίτι για να μας μαλώνουν απ’ τις τηλεοράσεις τους σαν σκανδαλιάρικα παιδιά που μας αφήσαν πολύ αέρα. Να ξαναπάρουμε τον λόγο στο δρόμο. Να φτύσουμε την αστική και τηλεοπτική δικαιοσύνη που “δικαιώνει” τον πόνο του ενός με την οδύνη του άλλου, συσσωρεύοντας την μιζέρια και κοινωνικοποιώντας τον καννιβαλισμό τους. Οι πιο καθυστερημένοι απ’ αυτά τα όρνια, πριν βεβαιωθούν για το πόσο θα μας παρέλυαν οι θάνατοι των τριών εργαζομένων, προσπαθούσαν να μας γεμίσουν ενοχές για ένα σωρό γελοία πράγματα, απ την πτώση της τουριστικής κίνησης, μέχρι την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. Να νιώθουμε ενοχές που αγωνιζόμαστε. Να μας χωρίσουν σε “ειρηνικούς εργαζομένους” και “κουκουλοφόρους εγκληματίες με τις μολότωφ” τώρα που ξέρουμε όλοι (εκτός φυσικά του ΚΚΕ που δεν είδε παρά προβοκάτορες) πως στις 5/5 δεν υπήρχε ειρηνικός εργαζόμενος που να μην ύψωσε το ανάστημά του -με ή χωρίς κουκούλα και μολότωφ δεν έχει σημασία- απέναντι στο τελευταίο χαρτί του κράτους: την τρομοκρατία της αστυνομίας του.

Η δικαιοσύνη τους θέλει αίμα, το αίμα των υπαιτίων, όσων τους μοιάζουν ή ακόμα όλων των αναρχικών, μιας κι αυτοί είναι που δώσαν γενναιόδωρα τη σημαία τους σε κάθε εξεγερτική βία των πιο απομονωμένων στοιχείων της τάξης μας παγκόσμια[3]. Αλλά θέλει και κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Θέλει να ανοίξει όσο περισσότερο μπορεί ένα τραύμα στην κοινωνική μνήμη, που θα σπάσει την εξοικείωσή μας με την ίδια μας τη βία, τη βία του αγώνα μας, με την σύνθεση των υποκειμένων του και την επικοινωνία μεταξύ μας. Η δικαιοσύνη μας δεν μπορεί παρά να ασχοληθεί με την επούλωση. Δεν γνωρίζουμε τι άνθρωποι ήταν οι νεκροί, αν θα δεχόταν η αξιοπρέπειά τους το φασιστότσουρμο και τα όρνια της τηλεόρασης να σκυλεύουν τους θανάτους τους ή όχι, είμαστε όμως σίγουροι ότι ως εργαζόμενοι το συμφέρον τους θα ήταν στην νίκη του αγώνα μας, όπως κι όλων των εργατών στην Ευρώπη και παγκόσμια. Δε θα ρίξουμε ο ένας τον άλλον κάτω – Θα σηκωθούμε όλοι μαζί: Άγρια Γενική Απεργία!

Να αγκαλιάσουμε τις καταλήψεις!
Να μείνουμε στους δρόμους!
Να μιλήσουμε!

2 απ’ τους 200.000 προβοκάτορες

***

***

[1] Ειρήσθω εν παρόδω: 36,1% αύξηση καθαρών κερδών για την Marfin φέτος, εν μέσω “της πιο σκληρής κρίσης” στην οποία οφείλει να συμβιβαστεί κάθε εργαζόμενος δουλεύοντας και υπακούοντας, στο όνομα της πατρίδας.

[2] Ανάλογο σκηνικό με της Marfin της Σταδίου 23, προηγήθηκε στο σούπερ μάρκετ Bazaar πίσω απ’ την Ομόνοια, όπου εργαζόμενος με πυροσβεστήρα κατέσβησε τη φωτία από μέσα, και στο βιβλιοπωλείο Ιανός που παρέμενε ανοιχτό (ως γνωστόν το εμπόριο κουλτούρας δε σκαμπάζει από απεργίες).

[3] Το βράδυ της 5/5 συμμορίες της Δέλτα, Ζήτα, ασφαλίτες και ματάδες επέδραμαν στην κατάληψη στέγης της οδού Ζαϊμη, στο Στέκι Μεταναστών στην Τσαμαδού, σε σπίτια και καφενεία στα Εξάρχεια, χτυπώντας και τρομοκρατώντας κόσμο. Την ίδια στιγμή στις τηλεοράσεις, όλοι λίγο-πολύ ζητούσαν τα κεφάλια των αναρχικών.

***


***

Διαθέσιμες μεταφράσεις:

[Ελληνικά] [English] [Suomi] [Italiano]

Categories
Alfredo M. Bonanno Insurrection Jean Weir Uncategorized

Ιταλία 1977 και μια κριτική του ενόπλου – Alfredo Bonanno κ.α.

Μερικές σημειώσεις για το κίνημα στην Ιταλία

Πηγή: http://turbellaria.blogspot.com

Παρότι γειτονεύουν, οι χώρες τις Ευρώπης είναι παραδοσιακά διαχωρισμένες μεταξύ τους. Αυτός ο διαχωρισμός και η συνακόλουθη άγνοια της μιας για την άλλη, ισχύει και στην περίπτωση των επαναστατικών κινημάτων που αγωνίζονται ενάντια στο ένα ή το άλλο Κράτος. Τα ονόματα που έρχονται στο μυαλό όταν σκέφτεται κανείς την Ιταλία των περασμένων χρόνων, σπάνια πάνε μακρύτερα από την Lotta Continua (Συνεχής Αγώνας), την Prima Linea (Πρώτη Γραμμή) και τις Brigate Rosse (Ερυθρές Ταξιαρχίες), άντε ίσως σήμερα την Αυτονομία και τα (συνδικάτα βάσης) Cobas.

Προκειμένου να έχουμε μια εικόνα του τί συμβαίνει σήμερα στο κίνημα, είναι απαραίτητο να ρίξουμε μια ματιά στους αγώνες στη χώρα απ’ τις αρχές του ’70 μέχρι σήμερα. Μετά την εξεγερσιακή έκρηξη του ’68, εκτυλίχθηκαν έντονοι κοινωνικοί αγώνες που κορυφώθηκαν το 1977 στα -κατά τα μίντια- λεγόμενα “χρόνια του μολύβδου”, φολκλορικά συμβολισμένα στο περίστροφο p38. Οι Ινδιάνοι Μητροπολιτάνοι, οι μαζικές διαδηλώσεις που συγκρούονταν με την αστυνομία, οι επιθέσεις στους συνδικαλιστές ηγέτες, οι λεηλασίες των σούπερμάρκετ, η διάχυση μικρών χειρονομιών σαμποτάζ σε διάφορους χώρους εκμετάλλευσης, βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Σκληρές πορείες στο δρόμο, που διαλύονταν μόνο μετά από άπειρα δακρυγόνα και σφαίρες της αστυνομίας. Δολοφονίες συντρόφων. Οδομαχίες μέχρι θανάτου μεταξύ φασιστών και κομμουνιστών νεολαίων.

Διάφορες εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις προέκυψαν εκείνη την περίοδο: Η Lotta Continua, η Potere Operaio (Εργατική Εξουσία), η Potere Rosso (Κόκκινη Εξουσία) στα πλαίσια του κομμουνιστικού χώρου, και σ’ έναν βαθμό η παρανομία έγινε το επόμενο βήμα για πολλούς νέους συντρόφους, κι εξαπλώθηκε ως αποτέλεσμα και της έντονης στρατολόγησης από τις ίδιες τις οργανώσεις. Όχι μόνο οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, που έστηναν μεραρχίες σε διάφορα σημεία της χώρας, αλλά και άλλες πολλές κομμουνιστικές τάσεις πέρασαν στην με την πεποίθηση ότι είχε έρθει η στιγμή της επίθεσης στην “καρδιά του Κράτους”, της ανατροπής ενός διεφθαρμένου πολιτικού και οικονομικού συστήματος, την θέσου του οποίου θα έπαιρναν αυτές.

Ένα τέτοιο ζήτημα, απείχε φυσικά απ’ τις προθέσεις των αναρχικών που, παρ’ ότι παρόντες στους κοινωνικούς αγώνες, σε επιθέσεις, σαμποτάζ, συνελεύσεις και διάφορες πρωτοβουλίες, διατηρούσαν μια κριτική του ένοπλου κόμματος με πράξεις και με λόγο. Στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος είχε ανάψει για τα καλά η συζήτηση. Στο επίκεντρό της βρέθηκε η κριτική των “οργανώσεων σύνθεσης” όπως οι αναρχοσυνδικαλιστικές και οι φεντεραλιστικές, και περιλάμβανε περαιτέρω ζητήματα σχετικά με τη χρήση της επαναστατικής βίας, δηλαδή της ανάγκης για επίθεση στην εξουσία υπό κάθε μορφή της, χρησιμοποιώντας μεθόδους σύμφωνες με τους σκοπούς των αναρχικών, την καταστροφή της εξουσίας σε κάθε μορφή, μέσα από μαζικές αυτοοργανωμένες εξεγέρσεις που θα οδηγήσουν σε μια κοινωνική επανάσταση βαθιά ριζωμένη μέσα σε κάθε άτομο, που οφείλει να γίνει τελικά πρωταγωνιστής της ζωής του.

Έτσι προέκυψε μια απόπειρα να οργανωθεί μια ελευθεριακή παράνομη δομή, η Azione Rivoluzionaria (Επαναστατική Δράση), η οποία εν συνεχεία διεξήγαγε πολυάριθμες επιθέσεις. Αυτή με τη σειρά της ξεσήκωσε έντονες συζητήσεις μέσα στο αναρχικό κίνημα: Είναι δυνατόν μια τέτοια δομή να εξελίσσεται με έναν αναρχικό τρόπο, ή απλά παρέχει μια ελευθεριακή ιδεολογική μυστικοποίηση της γνωστής κλειστής γκρούπας ειδικών, απλά με μη-σταλινικό περιτύλιγμα;

Αρκετές συνελεύσεις έγιναν, παρ’ όλα αυτά η αναρχική κριτική συνήθως ήταν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Η συζήτηση κρατήθηκε ζωντανή στις σελίδες μερικών απ’ τις εκδόσεις της εποχής. Η αναρχική επιθεώρηση Anarchismo ιδίως, ήταν ο φορέας μια ολοένα και πιο συγκροτημένης μεθοδικής κριτικής και, εμπνεόμενη από το εύρος των ανώνυμων δράσεων σαμποτάζ σε όλη τη χώρα, μικρών δράσεων που δεν απαιτούσαν κάποια ιεραρχική εξειδίκευση αλλά μόνο την προσωπική απόφαση μακράν της βαριάς ατμόσφαιρας εκδίκησης της σταλινικής ιδεολογίας που στόχευε στο χτύπημα στην καρδιά του Κράτους. Στην πραγματικότητα, οι κοινωνική και οικονομική αναταραχή εξελισσόταν με τέτοιο τρόπο, που περισσότερο απ’ όσο ποτέ απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη χώρα, και δεν έζωναν πια μοναχά τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις όπως στα χρόνια του ’50 ή του ’60. Το ζήτημα των αριθμών “να οργανωθούμε πρώτα και μετά βλέπουμε” έγινε ορατό κάτω από ένα διαφορετικό φως, αυτό της πολιτικής, μακριά απ’ την πραγματικότητα της επαναστατικής αποτελεσματικότητας.

Φυσικά μια τέτοια εξέλιξη λάμβανε χώρα παράλληλα με τις εξελίξεις στην επιστήμη και την τεχνολογία, που πλέον εφαρμόζονταν σε κάθε σφαίρα της ζωής. Επίσης είδαμε αυτήν την εποχή μια ευρεία άρνηση του μιλιταρισμού, συγκεκριμένα της στρατιωτικής θητείας σε ατομικό επίπεδο. Οι αναρχικοί ήταν ξεκάθαροι σ’ αυτό το θέμα. Ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στον μιλιταρισμό (οποιουδήποτε χρώματος) αλλά όχι εναντίον των όπλων που, παρόλο που δεν είχαν την κεντρική σημασία που αποκτούν για τα ένοπλα κόμματα (τους “ένοπλους βραχίονες του προλεταριάτου”), εξακολουθούν να είναι απαραίτητα για την επίθεση στον εκμεταλλευτή εχθρό. Δράσεις σ’ αυτόν τον τομέα, εκτείνονται από ολικές αρνήσεις της στρατιωτικής θητείας, λιποταξίες, εμπρηστικές επιθέσεις εναντίον στρατοπέδων, γελοιοποίηση της στρατιωτικής εικονογραφίας κλπ.

Τα χρόνια πέρασαν. Η ένοπλη επίθεση στο Κράτος με όρους κεντρικότητας έφτασε στο αδιέξοδό της και πολλοί από τους 5.000 συλληφθέντες των αρχών του ’80 άρχισαν να διαπραγματεύονται ατομικά με το Κράτος προκειμένου να γλυτώσουν από μια προοπτική δεκαετιών φυλάκισης που προέκυψε από μαζικές καταδίκες σε πολλάκις ισόβια. Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες αποκηρύξεις (εδώ επικεντρώθηκε η τακτική των “μετανοημένων”, των “ανανηψάντων”. Είτε μετά από βασανιστήρια που μέχρι τότε επιφυλάσσονταν μόνο σε προλετάριους, ή από φόβο κι απόγνωση μπρος σε μια προοπτική ισόβιας κάθειρξης, συναισθήματα που υπήρξαν άμεση συνέπεια της τακτικής της στρατολόγησης έναντι της ώριμης ανοιχτής επιλογής στον ταξικό πόλεμο), οδήγησαν σ’ αυτή τη διάρρηξη μιας κατάστασης η οποία, αν έμενε συμπαγής, μπορεί να είχε αναγκάσει το Κράτος να βρει αυτό μια λύση, για τους δικούς του λόγους και για τις ανάγκες της γειτονίας του με Κράτη που έβαζαν πλώρη για μια οικονομικά ωφέλιμη ταξική ειρήνη, αφομοιώνοντας μέσω μιας ιεροποίησης των αγώνες του παρελθόντος. 5.000 άνθρωποι είναι πάρα πολλοί για να τους κρύψει κανείς κάτω απ’ το χαλάκι. Αντίθετα, ειδικά κελιά και φυλακές χτίστηκαν, νόμοι έκτακτης ανάγκης ψηφίστηκαν. Η πραγματικότητα της φυλακής γρήγορα έκαμψε τις ανταρσίες, τις μαζικές απόπειρες απόδρασης και τις εξεγέρσεις με εισαγωγές σε προγράμματα αναμόρφωσης των μετανοημένων πρώην αγωνιστών που υπέγραφαν τελικά την αποκήρυξη του ενόπλου αγώνα.

Ιταλία 1977: Μια έφοδος στους ουρανούς

Πηγή: η ιταλική επιθεώρηση “Insurrezione” – Νοέμβρης 1977

http://turbellaria.blogspot.com

Αν αφενός διεκδικούμε αναμφίβολα τον πλούτο των βίαιων κι ένοπλων εκφράσεων του κινήματος (της γενικευμένης κλοπής κι απαλλοτρίωσης ως κριτική της μισθωτής εργασίας, της ριζοσπαστικοποίησης της σύγκρουσης στο δρόμου, του σαμποτάζ κλπ) είμαστε αφετέρου πεπεισμένοι, ότι το πεδίο της βίας δεν μπορεί από μόνο του να συγκροτήσει μια ποιοτική στιγμή, μια στιγμή, με άλλα λόγια, που να χαρακτηρίζει τους νέους επαναστάτες ως τέτοιους. “Η ανυπομονησία να πάρουμε τα όπλα με κάθε κόστος σήμερα, στην πραγματικότητα καθυστερεί τη στιγμή στην οποία το προλεταριάτο ως όλον θα καταφύγει στα όπλα, επειδή περιμένει την καταστολή. Αυτοί που αλληλοσυγχαίρονται για την βλακώδη χρήση των όπλων δεν είναι η επαναστατική πρωτοπορεία, αλλά η τελευταία γραμμή της θεωρητικής και στρατηγικής συνείδησης”. (Μανιφέστο που μοιράστηκε στην Μπολώνια, στις 23 Σεπτέμβρη 1977 με υπογραφή: Ένωση για την μετάδοση της κολλητικής λύσσας).

Κατά τη γνώμη μας, είναι ακριβώς η κοινωνική αποσύνθεση που ωθεί προς ολοκληρωτικές επιλογές -ο ένοπλος αγώνας, ως μια ειδική και διαχωρισμένη διάσταση- που, περιορίζοντας την πολυπλοκότητα της σύγκρουσης σε μια βεντέτα μεταξύ αντιπάλων συμμοριών, εγκλωβίζεται σ’ ένα πεδίο όπου το κεφάλαιο μπορεί να διαχειριστεί προς όφελός του. Αν για παράδειγμα, όσον αφορά τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, είναι δύσκολο να μη νιώσουμε μια συμπάθεια για το βαθμό στον οποίον καταφέρνουν μερικές φορές να γελοιοποιούν και να χτυπούν το Κράτος στο ίδιο το παιχνίδι του, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την απόσταση μεταξύ του νεοσταλινικού προγράμματός τους, γεμάτου μιλιταριστική ιδεολογία, από το σχέδιο της προλεταριακής επανάστασης, με το οποίο δεν έχει τίποτα κοινό.

Και στη βάση της αποτυχίας του κινήματος του ’68, μπορούμε να καταλάβουμε το παρόν κύμα τρομοκρατίας. Όταν, στις αρχές των 70es, η προοπτική μιας ολικής επανάστασης φαινόταν να απομακρύνεται, μερικές ομάδες το θεώρησαν εφικτό να καταστρέψουν το Κράτος, σε μια στρατιωτικού τύπου αναμέτρηση. Η ανικανότητα να αντιληφθούν πως κανένας ένοπλος βολονταρισμός όπως και τίποτα άλλο δεν μπορεί να λάβει τη θέση βηματοδότη του πραγματικού κινήματος, οδήγησε σε μια παρανοϊκή ιδεολογία-κολλάζ που συγχωνεύει διάφορα στοιχεία, από μια αφελή εξεγερσιακή τάση μέχρι υπερ-μπολσεβικικά χαρακτηριστικά, σε ένα αποτρόπαιο ποτ-πουρί. Στο ξεκίνημά τους, οι ένοπλες ομάδες τουλάχιστον αναλάμβαναν ως στόχο τους να δείξουν ότι το Κράτος δεν είναι άτρωτο, καθώς όμως όλο και γρηγορότερα η ορθολογικοποίηση του αστυνομικού μηχανισμού έκανε την καταστολή όλο και πιο ασφυκτική, σύντομα οι πρακτικές τους μετασχηματίζονταν σ’ έναν προσωπικό πόλεμο, αυτονομημένο από κάθε πραγματικό αγώνα. Επιπλέον, αυτό το τυπικό σλόγκαν “να χτυπήσουμε στην καρδιά του Κράτους”, συσκοτίζει τον πραγματικό στόχο: το κεφάλαιο, του οποίου το Κράτος δεν είναι παρά μια φαινομενική εκδήλωσή του.

Στην πραγματικότητα, οι ένοπλες ομάδες έγιναν ένα εμπόδιο για την ανάπτυξη του κινήματος, το οποίο κατέληξαν οι ίδιες (πχ οι Ερυθρές Ταξιαρχίες) να κατηγορούν ως αυθορμητιστικό και επιπόλαιο! Αυτοί οι κριτικισμοί φέρνουν στην μνήμη τους κλαυθμηρισμούς της επίσημης αριστεράς, της οποίας άλλωστε αυτοί οι άνθρωποι δεν αποτελούν παρά την ακραία πτέρυγά της. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις επαναστατικές περγαμηνές του κάθε ατόμου, ένα τέτοιο είδος ένοπλου αγώνα φυτεύει τους σπόρους της επαναφομοίωσης. Όχι μόνο και όχι τόσο, με την έννοια του αστυνομικού καννιβαλισμού, αλλά με την έννοια της μείωσης σε μια επαναλαμβανόμενη κι απόλυτα λειτουργική για την εξουσία εικόνα της επανάστασης ως μια απλή στρατιωτική αντιπαράθεση. Είναι αλήθεια ότι οι ομάδες της αυτονομίας δεν ταυτίζονται με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, όμως είναι επίσης αλήθεια κι ότι η άκριτη υποστήριξη της στρατιωτικοποίησης του κινήματος ενέχει τα ίδια προβλήματα.

Είναι εμφανές ότι το Κράτος θέλει να ωθήσει έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων στην παρανομία. Κάτι τέτοιο αντιστοιχεί με την μείωση του κινήματος στην στρατιωτική του διάσταση, όπου η εξουσία έχει ακόμα το πάνω χέρι, τουλάχιστον σ’ αυτήν τη φάση. Ομάδες όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, πιστεύουν ότι η στρατηγική τους βρίσκει ανταπόκριση. Και είναι σημαντικό ότι ο τελευταίος καιρός χαρακτηρίζεται από μια αύξουσα σύγχυση κι ένα είδος επιστροφής στον παραδοσιακό μιλιταρισμό που στιγματίστηκε απ’ την πιο ηλίθια τρομοκρατία (Casalegno και Acca Laurentia).

Είναι προφανές ότι οι παράνομες ομάδες αυτή τη στιγμή παίζουν στο πεδίο των αντινομιών μεταξύ κρίσης κι επανάστασης, μεταξύ μιας νεοσταλινικής διεύθυνσης κι ενός ριζικού μετασχηματισμού προς τον κομμουνισμό.

Parafulmini e controfigure

Γενάρης 1980

Αυτό το κείμενο είναι μια απάντηση στην προκήρυξη της Azione Rivoluzionaria “Σημειώσεις για μια εσωτερική κι εξωτερική συζήτηση” που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 13-14 του περιοδικού Counterinformazione. Τα άρθρα “Parafulmini e controfigure” και “L.A.xC.=Nihil” συνιστούν μια άμεση απάντηση 2 συντρόφων στο κείμενο της AR. Μετά την άρνηση 2 εφημερίδων του κινήματος να δημοσιεύσουν τις κριτικές τους, κατέστη αναγκαίο να διαδοθούν αυτόνομα. Η μετάφραση των κειμένων στα αγγλικά, όπου μπορούν να βρεθούν στο http://pantagruel-provocazione.blogspot.com, είναι της Jean Weir.

Έχουμε εδώ τη δεύτερη έκδοση αυτού του φιλόδοξου μικρού βιβλίου που, στο σκοτάδι και χωρίς πολύ θόρυβο, σηματοδοτεί ένα αυθεντικό ξεκαθάρισμα της εξεγερσιακής τάσης μέσα στο ιταλικό αναρχικό κίνημα. Με αυτό εννοώ, ας είμαστε σαφείς, το επαναστατικό εξεγερσιακό αναρχικό, όχι τις προσδοκίες ενός γιγαντιαίου μαζικού κινήματος που μέλει να καταστρέψει το υπάρχον σύστημα, ή όσο απ’ αυτό είναι απαραίτητο να καταστραφεί μέσα σε μια μεγάλη νύχτα, προκειμένου να πάρουν τα πράγματα το δρόμο τους προς την αναρχική κοινωνία. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος ενός τέτοιου τρόπου κατανόησης του εξεγερσιακού σ αυτό το βιβλιαράκι άλλου εκτός απ’ την αναβολή μέχρι τη γενίκευση της σύγκρουσης, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να μην επιφέρει τίποτα απολύτως -ή σε συνθήκες τρομακτικής καταστολής- να μην εξασφαλίζει ούτε καν ότι υπάρχει σήμερα. Έτσι, αυτές οι λίγες, πολύτιμες σελίδες σηματοδοτούν τα πρώτα βήματα που πρέπει να πάρουμε προκειμένου να φωτίσουμε ορισμένες κριτικές, που έχουν γίνει αυτή τη στιγμή απολύτως επείγουσες (1977), και αφορούν τις λεγόμενες ένοπλες οργανώσεις (μαχητικές ή οτιδήποτε).

Ελπίζω ότι αυτή η ανατύπωση θα είναι εξίσου χρήσιμη σε όλους όσους γεμάτοι συναισθηματική φόρτιση αποθεώνουν τον ρόλο του αντάρτη, ο οποίος, ενδεχομένως να ξεκινά με τις καλύτερες φιλοδοξίες, ωστόσο καταλήγει να παίρνει μια εντελώς απαράδεκτη τροπή. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην μεγάλη θεωρητική πρακτική εμπειρία της Azione Rivoluzionaria. Και η κριτική που εγείρεται εδώ ενάντια σε θέσεις που γρήγορα προέκυψαν μέσα στην οργάνωση αυτή, μετά από μερικούς μήνες δραστηριότητας και αναλυτικής σκέψης, έγινε εκείνη τη στιγμή, ενώ το σίδερο ήταν ακόμη καυτό, χωρίς υποχωρήσεις μπρος στους νεκρούς ή τους φυλακισμένους συντρόφους, ούτε στις ψευδαισθήσεις που περιστρέφονταν γύρω απ’ το “τώρα πυροβολούμε κι εμείς, άρα μπορούμε να τους “νικήσουμε” κι εμείς”.

Ο συγγραφέας αυτής της εισαγωγής (και μαζί με άλλους και του προαναφερθέντος βιβλίου), συμβαίνει να είναι αυτός που είχε γράψει το σύνθημα “μόνο πυροβολώντας νικάει κανείς”, και το προσυπογράφει, ακόμα και μετά την ποινή φυλάκισης 2,5 ετών το 1972 την οποία του κόστισε. Στην πραγματικότητα είναι όντως έτσι, πυροβολώντας που νικάει κανείς. Όμως τί σημαίνει νικάει; Ασφαλώς όχι κατακτάει, κερδίζει κάτι. Να νικάς, σημαίνει επίσης να ξεφορτώνεσαι έναν αριθμό εμποδίων απ’ το πεδίο της μάχης (ανθρώπους και αντικείμενα), προκειμένου να ξαναμοιραστεί το παιχνίδι, της δημιουργίας ενός νέου κόσμου ελεύθερου από κάθε εξουσία και την καταπίεσή της, ενός κόσμου που δεν μπορεί να προέλθει ολοκληρωτικά από την “νίκη” στο πεδίο αυτό, αλλά που χρειάζεται όπως φαίνεται πολύ περισσότερους αγώνες, αίμα, παρεξηγήσεις κλπ.

Μπορείς να νικήσεις μόνο πυροβολώντας, αν θεωρήσουμε ως νίκη αυτό το πρώτο, ταπεινό βήμα προς το ξεκίνημα ενός πραγματικά σπουδαίου, που όμως βρίσκεται αλλού, πέρα απ’ τους πολιτικού υπολογισμούς και τους ανταγωνισμούς δυνάμεων, πέρα απ’ την εκθαμβωτική δράση που μπορεί να μας συναρπάζει σήμερα, αλλά δεν μας πείθει εξ ολοκλήρου. Ο αγώνας που αναπτύσσεται προς την εξεγερσιακή, κι έπειτα επαναστατική γενίκευση, είναι κάτι που παίρνει πολύ καιρό και δεν μπορεί να κλειστεί στο πλαίσιο μιας “νίκης”.

Το ίδιο ισχύει και για τη λεγόμενη “προλεταριακή δικαιοσύνη”. Γύρισα πίσω σ’ αυτόν τον ορισμό αρκετές φορές, μιλώντας για την AR, και πρέπει να χουμε στο μυαλό μας ότι πρόκειτα για μια πεπερασμένη έννοια που, στην εποχή της, ήταν ενδεικτική της επείγουσας ανάγκης για μια πρακτική η οποία δεν ήταν σε καμία περίπτωση κεντρική: το να κολλήσουμε τους υπεύθυνους για συγκεκριμένες αδικίες στον τοίχο, χωρίς να επιδιώκουμε μέσω αυτού να εγκαθιδρύσουμε μια “αγνότερη” έννοια δικαιοσύνης (αντικειμενικά δικαστήρια, δίκαιους νόμους, λογικές ποινές: όλα τους σκουπίδια που δε σημαίνουν τίποτα κι ούτε μας ενδιέφεραν ποτέ), αλλά μόνο να αναλάβουμε ένα αδιάλλακτο καθήκον ξεκαθαρίσματος, ακόμα και σε μεγάλη κλίμα

κα, τη στιγμή κατά την οποία η γενίκευση του εξεγερτικού αγώνα είχε τεθεί σε κίνηση. Σε συνθήκες μιας ενδιάμεσης σύγκρουσης, αυτού του είδους η απάντηση σε συγκεκριμένες κατασταλτικές κινήσεις μπορεί να ιδωθεί σαν μια πρακτική μεγάλης σημασίας, αν μη τι άλλο σαν μια προετοιμασία για τα μελλοντικά, πολύ δυσκολότερα και πιο σύνθετα καθήκοντα. Εξ άλλου, ιδιαίτερα σ’ αυτό το “παραμελημένο” βιβλιαράκι μπορεί να βρει κανείς μια κριτική της έννοιας της “προλεταριακής δικαιοσύνης”, περιορισμένης και ορθώς κατά τη γνώμη μου, στην πιθανή σύγχυση με μια πιο εξειδικευμένη έννοια δικαιοσύνης, αυτής των δικαστηρίων, εννοώ αυτήν που “χτυπάει” τον καθέναν καθημερινά. Κι άλλα προβλήματα προκύπτουν. Το να “βγεις στην παρανομία”, όπως είπαμε παραπάνω, είναι το ένα απ’ αυτά. Το να κλειστεί κανείς στον εαυτό του σαν μύδι, κόβοντας την επαφή με την ανθρώπινη συνθήκη που είναι τόσο δύσκολο να επανορθωθεί, εν όψει των διαρκών προσπαθειών της εξουσίας να μας απομονώσει. Φυσικά, η εξειδίκευση, προκύπτει πάντα ως ο συντομότερος δρόμος για άμεσα αποτελέσματα. Είναι όμως αυτά τα αποτελέσματα όντως τα επιθυμητά; Χρειαζόμαστε όντως να κάνουμε συνεχώς “σαχ” για να δείξουμε πόσο ικανοί είμαστε; Το να αλλάζει κανείς ταυτότητα, τρόπο ζωής, στέκια, να χτίζει ένα φανταστικό σύμπαν γύρω του πλασμένο από επιβίωση και στρατιωτικού τύπου αποφάσεις είναι όλα εφικτά, όμως δεν μας στερούν κάτι στοιχειώδες; Αυτό που πραγματικά είμαστε, αυτό που πραγματικά θέλουμε να γίνουμε. Μου φαίνεται πως σήμερα αυτό το πρόβλημα, κι αυτά τα ερωτήματα βρίσκουν διαφορετικές απαντήσεις απ’ ότι σ’ αυτούς που έθεσαν το ζήτημα στο τέλος των 70es.

Αυτή είναι βεβαίως μια προφανής αλλαγή. Το να μην μπορεί να ευθυγραμμίζει κανείς τη ζωή του με αυτό που θεωρεί επαναστατικό σχέδιο είναι μια πραγματικά αντίξοη κατάσταση. Ζει κανείς έτσι σε μια φαντασιακή εκδοχή του τί θα αποτελούσε μια περιπέτεια με την πιο αυθεντική έννοια της λέξης. Αυτή είναι η κατάσταση που, αργά ή γρήγορα, οδηγεί στην μεταμέλεια και την αποκήρυξη. Η πληρότητα της ζωής που φαντασιωνόταν κανείς, εξαφανίζεται σαν τη φρεσκάδα μέσα από ένα κομμένο λουλούδι. Σε καιρούς σαν τον δικό μας, όταν γύρω μας υπάρχουν ακόμη σύντροφοι που έχουν μείνει με τη γεύση της πικρίας στο στόμα τους, θα πρεπε να σκεφτόμαστε περισσότερο. Τί έκαναν (κάποιοι απ’ αυτούς) με τις ζωές τους; Πέρα απ’ αυτό, επεκτείνεται το είδωλο. Η εικόνα που πρέπει να υπερασπιστεί με κάθε κόστος. Ο μικρός άγιος, η φίρμα, ο όρκος πίστης. Όποιος δεν πίνει νερό στ’ όνομά τους, δεν μπορεί να μιλάει. Πως τολμάει μια τέτοια προδοσία; Κι ύστερα, αν τους δείξουμε ότι δε γίνεται να προδόσεις κάτι με το οποίο δεν συμφώνησες ποτέ απ’ την αρχή, το απαστράπτον είδωλο κυριεύεται από ιερό μένος. Δεν έχουν κάτι να συζητήσουν, απλά ορκίζονται στην πίστη τους.

[…]

Έπειτα, έρχονται οι θεωρούμενες ως σημαντικές, ή ακόμα και σπουδαίες, μεγάλες δράσεις (όπως για παράδειγμα η απαγωγή του Μόρο), που γεμίζουν σελίδες και σελίδες εφημερίδων. Αν μια ειδική οργάνωση λαμβάνει μια τέτοια επιλογή, αντί να περιοριστεί σε “μικρές” δράσεις επίθεσης και σαμποτάζ, δεν είναι τόσο θέμα ανάλυσης ή επιλογής της οργανωτικής λειτουργίας ως πεδίο δράσης, όσο μια αναπόφευκτη εξέλιξη προς το οργανωτικό “κλείσιμο”. Αν οι μικρές δράσεις μπορούν εύκολα να γενικευθούν (όπως μπορούσε να δει ο καθένας στο τέλος των 80es και την αρχή των 90es), δε θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τις “κεντρικές” πράξεις, οι οποίες με την γεωμετρική απόσταση του μιλιταρισμού τους από τον κόσμο, το πολύ που μπορούν να περιμένουν δεν είναι παρά ζητωκραυγές απ’ το φιλοθεάμον πλήθος στις κερκίδες.

Η κριτική σχετικά με οποιοδήποτε οργανωτικό μοντέλο μιας ειδική αναρχικής ένοπλης οργάνωσης που σκιαγραφείται στο βιβλιαράκι αυτό (αλλά και σε άλλα γραπτά μου της εποχής που επίσης στιγματίζονταν στις “προκηρύξεις” της Azione Rivoluzionaria) είναι έγκυρη ακόμη. Εν πάσει περιπτώσει, πρόκειται για ζητήματα μεγάλης σημασίας και ανεξάντλητης επικαιρότητας, που θεωρώ πως θα πρεπε να απασχολούν εις βάθος κάθε σοβαρό σύντροφο.

Τεργέστη, 23 Δεκέμβρη 2000

Alfredo M. Bonanno

(στμ. το βιβλιαράκι έχει εκδοθεί στα ελληνικά με τίτλο “Ένοπλη πάλη και επαναστατικό κίνημα”)



Αλεξικέραυνα και κασκαντέρ

…για τον καθένα, που έστω και αργά, δέχθηκαν τον καταναλωτισμό στο ρόλο που προηγουμένως επεφύλασσαν στις πρωτοπορίες των διανοουμένων κι επιθυμούν να σταματήσουν, δεν υπάρχει άλλο απ’ το να εμπλακούν σε μια απελπισμένη και ξέφρενη κούρσα όλων των κέντρων του θεάματος: Να προσληφθούν ως ηθοποιοί ή να εισβάλουν στη σκηνή αυτοσχεδιάζοντας. Άμμισθα ανδρείκελα ή κομπάρσοι, και τελικά αναλώσιμοι, και σε κάθε περίπτωση ρευστοποιημένοι. Σ’ αυτό συνίσταται η πολυπόθητη και εξωραϊσμένη “ποιοτική” διαφοροποίηση. (G. Cesarano – G. Collu, Apocalisse e rivoluzione, Dedalo, Bari 1973, σελ. 93).

1. Το κίνημα του ’77 και το “αντάρτικο”

Η εκδίωξη του Lama απ’ το πανεπιστήμιο της Ρώμης, τον Φλεβάρη

του 1977 σηματοδοτεί την ιστορική ρήξη του ιταλικού προλεταριάτου με τις πολιτικές μαφίες που ισχυρίζονταν ότι το ελέγχουν και το αντιπροσωπεύουν. Μ’ αυτό το επεισόδιο, ένα νέο κίνημα εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά, το οποίο ήταν ακατανόητο για την κατεστημένη εξουσία. Τα προηγούμενα χρόνια, το κεφάλαιο και τα επιτελεία του, είχαν δημιουργήσει in vitro δυο βασικά μοντέλα με τα οποία η αντιπολίτευση στη συμμαχία μεταξύ DC-PCI (χριστιανοδημοκράτες-κομμουνιστικό κόμμα) και το πρόγραμμά της λιτότητας και θυσιών προοριζόταν να ταυτιστεί: το πρώτο, σχεδιασμένο στο συνέδριο της Lotta Continua στο Ρίμινι και οι διαδηλώσεις της αντικουλτούρας των Circoli del proletariato giovanile (κύκλοι νεανικού προλεταριάτου) έτεινε στο καναλιζάρισμα της μάζας των νέων και των ανέργων προς διεκδικήσεις ενός ουσιαστικά πολιτιστικού χαρακτήρα. Το λιγότερο κακό για το σύστημα ήταν οι νέοι να παλεύουν για το δικαίωμά τους σε μια νέα ταυτότητα και για να τους αναγνωριστεί η ελευθερία σ’ ένα εναλλακτικό life-style, στο οποίο μπλέκονταν η ιδεολογία του τριπ, η σύγχυση των ναρκωτικών, το κλαψούρισμα για την περιθωριοποίηση και την “πτώση των αξιών”, η διεκδίκηση των πιο ανούσιων κι αντιφατικών δικαιωμάτων. Μερικές αναφορές στην αυτομείωση θα μπορούσαν ακόμη να συμπεριληφθούν σ’ αυτήν την ιδεολογία. Το μόνο πράγμα που σόκαρε τους δημοσιογράφους της  “L’Unità” και της “Corriere della sera” ήταν οι απαλλοτριώσεις όπου ο κόσμος έκλεβε σαμπάνιες και χαβιάρι, περιφρονώντας έτσι τα “πλαίσια” μες τα οποία η νεολαία θα μπορούσε να “ενωθεί”: οι ιδεολογικές και νεοχριστιανικές ηθικές αξίες του να είναι κανείς φτωχός, ολιγαρκής, σε κρίση. Στη σφαίρα αυτών των “νέων” ιδανικών οι μάζες της νεολαίας παραπονιούνταν και συζητούσαν διαρκώς, όχι τόσο προκειμένου να εξεγερθούν εναντίον τους καταστρέφοντάς τες, όσο για να επιβεβαιώσουν την διεγνωσμένη αξιοπρέπεια της υπαρξιακής συνθήκης τους και την ελευθερία να την στολίζουν με όσα φτερά και μάσκες θέλουν.

Ο άλλος πόλος αυτής της αντιπολίτευσης την οποία η εξουσία προετοιμαζόταν να εξουδετερώσει υπέρ της, ήταν η διαχωρισμένη και εξειδικευμένη μιλιταριστική πρακτική. Για αρκετό καιρό, οι κοινωνιολόγοι έλεγαν πως, με το χειροτέρεμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, την αύξηση της ανεργίας και την προοδευτική εγκληματοποίηση των δυνητικών εχθρών του μπλοκ εξουσίας της χριστιανοδημοκρατίας-κομμουνιστικού κόμματος, μια άνοδος της τρομοκρατίας θα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψιν. Ο ιταλικός καπιταλισμός θα ήταν παραπάνω από πρόθυμος να δεχθεί μια τέτοια πρόκληση, όσο παρέμενε στο πεδίο μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Στην πραγματικότητα, μια τέτοιου είδους σύγκρουση (όπου μετά από ένα ξεσάλωμα μπορεί πάντοτε να περιοριστεί σε ένα απλό τεχνικό πρόβλημα, όπου οι δυνάμεις του κεφαλαίου είναι ανώτερες απ’ αυτές του εχθρού, απ’ το ξεκίνημα ακόμη), ακόμα κι αν σήμαινε μερικά ζόρια για ορισμενους κρατικούς λειτουργούς και μπάτσους, απ’ την άλλη παρείχε τόσα πλεονεκτήματα ώστε να την καθιστά το λιγότερο κακό, ασύγκριτα προτιμητέο απ’ τον κίνδυνο της αντιπολίτευσης ενός μαζικού κινήματος που κάνει χρήση παράνομης βίας.

Πρώτα απ’ όλα, ο ουσιωδώς θεαματικός χαρακτήρας των περισσότερων απ’ τις τρομοκρατικές επιθέσεις (ιδιαίτερα των φόνων: το κοινό λατρεύει το αίμα), παρέχει στο σύστημα την δυνατότητα να στρέφει ακόμα και τις πιο αξιοθρήνητες φιγούρες του κατασταλτικού μηχανισμού σε μεγάλες προπαγανδιστικές επιτυχίες. Επιπλέον, η εξέλιξη ενός περιορισμένο εμφυλίου πολέμου πιέζει όλους τους εχθρούς της εξουσίας να αποφύγουν τον πραγματικό καθημερινό πόλεμο στρεφόμενοι προς την παρανομία και να δώσει στο Κράτος την ευκαιρία να εξαπολύσει τη δική του τρομοκρατία σε πλήρη ισχύ, στα πλαίσια μιας διαρκούς κατάστασης πολιορκίας και γενικευμένης επιστράτευσης. Πάνω απ’ όλα, παγώνει το μεγάλο μέρος του πληθυσμού -τις μάζες, τον λαό, το προλεταριάτο, την κοινωνία, σε οτιδήποτε αναφέρονται οι ένοπλοι αντάρτες τέλος πάντων- καθηλώνοντάς το σ’ έναν ρόλο παθητικών θεατών, είτε υποστηρικτών (εξιταρισμένω

ν απ’ τις συναισθηματικές επιπλοκές και γοητευμένων καθώς ζουν τις δικές τους περιπέτειες με την φαντασία τους, ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγουν τις ίδιες της συνθήκες της αδυναμίας τους), σε κάθε περίπτωση δεν είναι παρά παθητικοί δέκτες. Τελικά, η οικονομία των αντιμαχόμενων στρατοπέδων είναι καθ’ εαυτόν μια λειτουργική οικονομία, όπου ο καθένας απαιτείται να ταυτιστεί απόλυτα με την κατεύθυνση της κρίσης, ενώ δεν υπάρχει πιο τέλεια λαϊκή εντολή απ’ αυτήν που πραγματώνεται στους εκτελεστές και στα μπλόκα. Καθώς ο εχθρός μπορεί πάντα να κρύβεται στην επόμενη γωνία, ο καθένας κλείνεται στο σπίτι του, υπομένοντας μέχρι τη στιγμή που θα εξαπολύσει όχι το επαναστατικό πάθος, αλλά τη συμπιεσμένη οργή και την αλυσίδα των αντιποίνων. Στην Ευρώπη, το προηγούμενο της Β. Ιρλανδίας έχει ήδη επιδείξει το πώς η στρατιωτικοποίηση του αγώνα -επιθυμητή τόσο απ’τον IRA όσο κι απ’ τον στρατό κατοχής- δίνει οικονομικά και επιχειρισιακά το πάνω χέρι στο κεφάλαιο, καθαρίζει τους δρόμους από τις μαχητικές παρέες των νέων ανέργων και μπλοκάρει και διαχωρίζει τους εργάτες βάσει υπερφίαλων αιτημάτων.

Το κίνημα του ’77 διέψευσε ριζοσπαστικά όλα τα προγνωστικά των ειδικών του ιταλικού καπιταλισμού. Η επίθεση στον συνδικαλιστικό ηγέτη Lama είναι η έκφραση της ανεξέλεγκτης, αυθόρμητης και γενικευμένης βίας, που με θράσσος έτριξε όλα τα πολιτιστικά στεγανά και τις τυποποιημένες γενικεύσεις: οι “ινδιάνοι μητροπολιτάνοι” και οι αγωνιστές της Αυτονομίας, οι νέοι “χίππηδες” και οι οργανωμένοι εργάτες συναντιούνταν στην πράξη, πέρα απ’ τις ειδικές κοινωνιολογικές κατηγοριοποιήσεις τους -που για τους επαναστάτες δεν έπρεπε να τονιστούν αλλά να ξεπεραστούν- όπως ακριβώς το προλεταριάτο, ως ιστορική κίνηση που καταστρέφει και ξεπερνά το κεφάλαιο και την σχιζοφρενική κοινωνία που παράγει αυτό. Ο εφιάλτης κάθε εξουσιαστικής δομής παίρνει σάρκα και οστά: οι προλετάριοι συναντιούνται χωρίς διαμεσολαβητές, παίρνοντας την ευθύνη στα χέρια τους για την επίλυση των προβλημάτων τους, και αρνούμενοι όλους αυτούς -εργατοπατέρες, σταλινικούς γραφειοκράτες, ένοπλες μικροομάδες και ιδεολόγους της αντικουλτούρας- που ισχυρίζονται ότι μιλούν στ’ όνομά τους, και ξεκινούν να οργανώνονται συλλογικά. Εδώ, σε αντίθεση με τις αυτοαποκαλούμενες πρωτοπορείες και τους πολιτικούς ειδήμονες, των κίνημα των ανεξέλεγκτων εργατών βρίσκει τους φυσικούς του συμμάχους και συντρόφους, στους νέους ανέργους, στον όχλο των προαστείων και των πανεπιστημίων.

Η διεφθαρμένη συμπαιγνεία του “ιστορικού συμβιβασμού” (χριστιανοδημοκράτες και κομμουνιστικό κόμμα) υποφέρει από τα χτυπήματα ενός μαζικού κινήματος που είναι βίαιο και οπλισμένο. Αυτό το κίνημα, που μόλις έναν μήνα μετά την επίθεση στην πορεία του Lama, εξεγέρθηκε στις 12 Μάρτη στη Ρώμη και την Μπολόνια, και μέσα από τη βία του έδειξε την ολική του απόρριψη όχι μόνο στις κλαψιάρικες προβληματικές των σπεσιαλιστών του “προσωπικού” και της προβλέψιμης “ειρωνίας” τόσο πολλών φιλόδοξων “δημιουργικών” διανοουμένων, όσο και στη λογική των παράνομων ένοπλων οργανώσεων.

Απ’ τις σελίδες του τελευταίου τεύους της “Controinformazione”: Η Azione Rivoluzionaria κατηγορεί την εφημερίδα “Insurrezione” για την αποκάλυψη της πλήρους ασυμβατότητας μεταξύ των εξεγερμένων του Μάρτη και των ειδικών της ένοπλης πάλης: “…το κίνημα του ’77 δεν εμφανίστηκε απ’ το πουθενά, έχει μια ιστορία πίσω του η οποία επιρρεάστηκε, είναι αδιαμφισβήτητο αυτό, από τις δράσεις του ανταρτοπολέμου. Αν οι άνθρωποι στη Ρώμη είχαν περιοριστεί στην ειρωνία, ο Lama θα είχε δώσει τη διάλεξή του στο πανεπιστήμιο και αυτό που έμεινε τελικά ως ιστορικό συμβάν, ο διωγμός του Lama απ’ το πανεπιστήμιο, δε θα ήταν σήμερα παρά μια ομιλία με μερικές ενοχλήσεις, ακόμα κι έξυπνες, αυτό που θα έμενε θα ήταν μια πορεία, και κατ’ επέκταση μια νίκη για τον Lama και τους ομοίους του. Είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε το κίνημα του ’77 με όλα όσα λέχθηκαν και ειπώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, ιδιαίτερα από τις ένοπλες ομάδες και το αυτόνομο αντάρτικο”. (Azione Rivoluzionaria, Σημειώσεις για μια εσωτερική κι εξωτερική συζήτηση στο “Controinformazione”, τεύχος 13-14, Μάρτης 1979 σελ. 90).

Μακράν του να περιοριστούμε στην ειρωνία, χιλιάδες αγωνιστές δε δίστασαν να πάρουν τα όπλα μόνοι τους όταν αυτό έγινε αναγκαίο, λεηλατώντας τα οπλοπωλεία στις 12 Μάρτη, ενώ οι ένοπλοι αντάρτες ανησυχούσαν μήπως καταρριφθούν οι κριτικές τους γι αυτές τις εκδηλώσεις ως “αυθορμητισμούς” και “χαβαλέ”, με άλλα λόγια ξέφευγαν από τον έλεγχό τους κι έρχονταν σε έμπρακτη αντίθεση με κάθε ανάθεση για την επίλυση των προβλημάτων τους σε ειδικούς, κι ιδιαίτερα στους ένοπλους τέτοιους.

Η εξουσία δε χρησιμοποίησε διαφορετικά ερμηνευτικά σχήματα απ’ αυτά που εφάρμοσε στους ένοπλους αντάρτες της AR: για ολόκληρο το ’77, προσπάθησε να αντιπροτείνει τις δυο προκατασκευασμένες ταυτότητες -της αντικουλτούρας και του μιλιταρισμού- που το κίνημα είχε ήδη αρνηθεί, επιδιώκοντας να φέρει σε αντίθεση ένα “δημιουργικό” πνεύμα με ένα “μαχητικό” χέρι του κινήματος. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και κοινωνιολόγοι, που ως συνήθως δεν καταλάβαιναν την τύφλα τους απ’ την πραγματικότητα, αλλά ως αντίκρυσμα προσπάθησαν, αφενός να χειραγωγήσουν τους εξεγερμένους της αντικουλτούρας -το νεολαιϊστικο κίνημα, τους ινδιάνους μητροπολιτάνους, τις φεμινίστριες κλπ- ενάντια στην ανάπτυξη μιας αποφασιστικότητας και συνοχής του επαναστατικού κινήματος, και στην άλλη να πιστοποιήσει την ηλιθιότητα των συνομωσιών των παραθρησκευτικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων. Το κίνημα γνώριζε πώς να φωνάζει μες τα μούτρα όλων των πληρωμένων γραφιάδων που το παρατηρούσαν, αυτό που πραγματικά ήταν: ΜΑΛΑΚΕΣ!

Ως προς αυτό, ούτε οι πολιτιστικές πρωτοπορείες ούτε οι ένοπλες τέτοιες ήταν ικανές να διαχωριστούν απ’ τους υπηρέτες της εξουσίας, στην κατανόηση της πραγματικότητας. Ακόμα λιγότερο, μπορεί να ειπωθεί σήμερα ότι οι κριτικές της AR ήταν έξυπνες: “…είναι πιθανό να κάνει κανείς την αντίθετη υπόθεση: το κίνημα θα είχε τσακισθεί στις ρίζες του, στα κοινωνικά κέντρα, στις εφημερίδες, τους ραδιοσταθμούς του, αν το αντάρτικο δεν είχε δράσει σαν αλεξικέραυνο, τραβώντας ολόκληρο τον κατασταλτικό μηχανισμό πάνω του” (οπ.π. σελ. 90)

Στο πρόσφατο κύμα συλλήψεων κατά της Autonomia Operaia (Εργατική Αυτονομία), αγωνιστές που κατηγορούνταν για την απαγωγή του Μόρο, ξεκαθάρισαν την κατάσταση απ’ όλες αυτές τις ανοησίες, έχει σημασία λοιπόν για ένα λεπτό να εξετάσουμε την πιο φιλόδοξη απ’ όλες τις ενέργειες του αντάρτικου πόλης, την απαγωγή του Μόρο. Σύμφωνα με την Azione Rivoluzionaria, για την απόπειρα αυτήν, της οποίας “η ουσία έγκειται στην ικανότητα του επαναστατικού κινήματος ως όλον (και των Ερυθρών Ταξιαρχιών ως μέρος του κινήματος) να καταφέρουν ένα χτύπημα στην καρδιά” (οπ.π. σελ.88). “Το παράνομο κίνημα πλήρωσε το τίμημα του ψυχολογικού πολέμου που εξαπόλυσε, την καχυποψία, το κυνήγι του ταξιαρχίτη, την έξαρση της αστυνομοκρατίας” (οπ.π. σελ. 89). Εκτός από αδιαμφισβήτητο, το γεγονός ότι με τη δολοφονία του Μόρο η εξουσία δικαιολόγησε εκατοντάδες επί εκατοντάδων συλλήψεις, κατηγορίες και προφυλακίσεις εις βάρος του κινήματος, και περιοριζόμενοι στο να υπενθυμίσουμε ότι το μόνο συνεκτικό αίτημα κεντρικής κατασταλτικής σημασίας από το κομμουνιστικό κόμμα προς την κυβερνώσα χριστιανοδημοκρατία είχε να κάνει με το κλείσιμο των στεκιών και τη σύλληψη μιας σειράς αγωνιστών -οι οποίοι κατονομάζονταν πλήρως από το κόμμα- της Εργατικής Αυτονομίας στη Ρώμη, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν γυρίσει το χτύπημα “στην καρδιά” της επαναστατικής τάσης που επέμενε, ακόμα και υπό πίεση, στη Ρώμη, για πάνω από ένα χρόνο, να φέρνει το θέαμα ή τα σύμβολα του επαναστατικού αγώνα στην προσοχή του καθενός. Στο απίστευτο κλίμα εκείνων των ημερών, που έγινε αντιληπτό από τους επαναστάτες ως αδιανόητο, δηλαδή ακατανόητο, μη αντιληπτό, κατέστη εφικτό να καθηλωθούν οι μάζες ξανά στην παθητικότητά τους, σαν να παρακολουθούν ένα έργο. Μετά από έναν χρόνο αποφασιστικών αγώνων από υποκείμενα που δρούσαν αυτόνομα σε μια καθημερινή πραγματικότητα κοινή στον καθένα, κλείστηκαν στον εαυτό τους, στο έλεος εξωτερικών δυνάμσεων που συνέπαιρναν όχι μόνο τη θέληση αλλά και τη συνείδηση του καθενός, τραβώντας τη σ’ αυτές. Παγιδευμένοι ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο ακραίες δυνάμεις, ο καθένας πιεζόταν να διαλέξει πλευρά, υπό την πίεση ενός αυθεντικού εκβιασμού: ο καθένας έπρεπε να διαλέξει ποιός τον αντιπροσωπεύει. Αν το Κράτος θα μπορούσε να επιβάλει τον δικό του διαβόητο εκβιασμό στον καθένα (“με μας ή με την τρομοκρατία”), ή αν θα ονειρευόταν όπως του ζητούσαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες: να τους χειροκροτάει, ή ακόμα, να προχωρήσει στην πλέον “ριζοσπαστική” επιλογή και μια μέρα να εισέλθει στον κόσμο των ηρώων. Αυτό ήταν το μήνυμα των Ερυθρών Ταξιαρχιών: καταταγείτε, ή τουλάχιστον καθήστε σπίτι, δείτε τηλεόραση και χειροκροτήστε, αυτό ήταν πάντοτε το μήνυμα των ένοπλων οργανώσεων. Η απαγωγή του Μόρο απλώς το έφερε στα σπίτια όλων, υποχρεώνοντας έτσι όσους ήθελαν να μείνουν πιστοί στην επαναστατική τους υποκειμενικότητα να το αρνηθούν ριζοσπαστικά.

2. Η “Λαικό-μετωπική” ιεραρχία της ένοπλης οργάνωσης

Ηθοποιοί και κασκαντέρς. Με άγαρμπο ζήλο, η AR κάνει τον εκβιασμό που απέκρυβε πάντοτε η πολιτική-γραφειοκρατική γλώσσα των Ερυθρών Ταξιαρχιών, φανερό: “Η κριτική κριτική που τείνει να απομονώνει το αντάρτικο από το κίνημα είναι απόλυτα λειτουργική στο σχέδιο της καταστολής που χρησιμοποιεί βία ενάντια στο αντάρτικο και κριτική για να το απομονώσει. Η “κριτική κριτική”, που γνωρίζει τα πάντα, δε γνωρίζει πως με την απομόνωση του αντάρτη προετοιμάζει τις συνθήκες για τη δική της ώθηση στην παρανομία, εκτός αν το κεφάλαιο, μες την μεγαλειώδη εφευρετικότητά του, όπως ακριβώς δε ξέρει σήμερα πώς να αναγνωρίσει τους φίλους του και τους βασανίζει, σκοτώνει, καταδιώκει τους τρομοκράτες, αύριο δε θα ξέρει να αναγνωρίσει τον μόνο εχθρό του, την κριτική κριτική και του εξασφαλίσει θέσεις κι αξιώματα” (οπ.π. σελ. 90). Χωρίς να ασχοληθούμε με τον χριστιανικό κρετινισμό αυτών που ζουν για να δουν την αλήθεια της πίστης τους να αποδεικνύεται μέσα απ’ τα μαρτύρια των πιστών της, αυτό που μας έρχεται στο μυαλό, διαβάζοντας αυτό το θλιβερό κείμενο, είναι ο εκβιασμός που εξαπολύει εδώ και 50 χρόνια ο σταλινισμός ενάντια σε κάθε διεθνιστική αντιπολίτευση (ο ίδιος εκβιασμός που εξαπόλυσε ο Λένιν ενάντια στην Κροστάνδη και ολόκληρη την Εργατική Αντιπολίτευση): “Η Ρωσσία, η πατρίδα του σοσιαλισμού, απειλείται απ’ τους ιμπεριαλιστές και για να την υπερασπιστούμε χιλιάδες προλετάριοι απ’ όλον τον κόσμο θυσιάστηκαν. Οπότε, αν ασκείς κριτική στη Ρωσσία, είσαι υποχείριο πολιτικών παραγόντων, χρήσιμος στον ιμπεριαλισμό, ή ακόμα καλύτερα δεν είσαι τίποτα, παρά ένα προκάλυμμα, ένα φερέφωνο του διεθνούς φασισμού”. Η Azione Rivoluzionaria αναπτύσσει την ίδια συλλογιστική ενάντια σ’ όποιον κριτικάρει τον ένοπλο αγώνα σ’ ένα κείμενο που δεν κάνει καμία κριτική στους σταλινικούς των Ερυθρών Ταξιαρχιών, προφανώς συμμάχων στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του αντάρτικου.

Η συνενοχή των αναρχικών στην αντεπανάσταση στην Ισπανία το 1936-7, αποδεικνύει με τρανταχτά παραδείγματα, ότι όποιος ανακατεύεται με τα πίττουρα τον τρών οι κότες, κι όποιος συμμαχεί με τους σταλινικούς, μαθαίνει να συκοφαντεί τους επαναστάτες. Όπως και στην Ισπανία, υφίσταται σήμερα στην Ιταλία ένα Λαϊκό Μέτωπο, μειοψηφικό και παράνομο φυσικά, το οποίο ελπίζει, όπως αυτό του παρελθόντος, να γίνει πλειοψηφικό και να ‘ρθει στην εξουσία, να κλείσει στις γραμμές του το επαναστατικό προλεταριάτο. Ακόμα και μια ελάχιστη γνώση των επαναστάσεων και των αντεπαναστάσεων του παρελθόντος, αποσαφηνίζει ότι μέσα σε κάθε λαϊκό μέτωπο υπάρχουν πολύ συμπαγείς ιεραρχίες που αντανακλούν τις διαφορετικές ειδικές βαρύτητες των οργανώσεων που τα αποτελούν. Για παράδειγμα, στην Ισπανία του 1936-7, το μικρό κομμουνιστικό κόμμα, είχε τεράστια εξουσία εντός του Λαϊκού Μετώπου, ανώτερη απ’ αυτήν των αναρχικών, ακόμα κι αν οι τελευταίοι ήταν η κύρια δύναμη του ισπανικού προλεταριάτου. Το σημερινό μέτωπο των ενόπλων οργανώσεων έχει ένα ουσιαστικά θεαματικό αποτέλεσμα: Γι’ αυτόν τον λόγο το θέμα που τίθεται δεν είναι το μοίρασμα των υπουργείων μιας αντεπαναστατικής κυβέρνησης, αλλά της εσωτερικής ιεραρχίας: Ενώ ο ρόλος των πρωταγωνιστών και των μεγάλων αστέρων κερδίζεται επάξια απ’ τους σταλινικούς, δεν μένει για τους αλλόκοτους ελευθεριακούς της AR παρά ένας ρόλος κασκαντέρ. Πρωτοσέλιδα και επευφημίες των παθητικών θαυμαστών για τους ταξιαρχίτες, απώλειες και τρέξιμο για τους αναρχικούς.

3. Κριτική της καθημερινής ζωής

“Η μόνη (κι ας μας συγχωρεί η κριτική κριτική εδώ) πραγματική αυτονομία είναι στο ένοπλο εγχείρημα ενάντια σε κάθε όψη της κοινωνικής ζωής, στη συγκρότηση ενός δικτύου αντίστασης κι επίθεσης στα ζωτικά κέντρα της εκμετάλλευσης και του θανάτου, στο να ζει τη ζωή του κανείς στο έπακρο, γνωρίζοντας ότι είναι ήδη μόνο εν μέρει εκτός της αιχμαλωσίας του κεφαλαίου, μόνο αυτός είναι ο δρόμος της πραγματικής απελευθέρωσης. Όμως ακόμη, κι εδώ, στο επίπεδο του δρώντος υποκειμένου, όπως και στο κοινωνικό επίπεδο, είναι απαραίτητο να γκρεμίζει κανείς τις γέφυρές του με την καθημερινή κανονικότητα, δημιουργώντας μια κατάσταση χωρίς επιστροφή, να περάσει στην παρανομία” (οπ.π. σελ. 90). Έτσι περιεργάζονται οι ένοπλοι αντάρτες της Azione Rivoluzionaria την κριτική της καθημερινής ζωής. Έχουμε ήδη δείξει πως, στην πραγματικότητα, η “στρατηγική επιλογή της παρανομίας” δεν προσέφερε καμμία “απελευθέρωση” εκτός απ’ την ελευθερία να αναλάβουν τον καταστροφικό ρόλο του κασκαντέρ. Είναι αντίθετα, η ριζοσπαστική κριτική, την οποία η AR στα κείμενά της (όπου μεταξύ άλλων αντιγράφει όλες τις κριτικές θεματικές της “Insurrezione”, προσθέτοντας απλώς μερικές προσβολές για την ίδια την πηγή τους, στην οποία καταλογίζει θέσεις πλήρως επινοημένες) προσπαθεί να αφομοιώσει ορισμένες θέσεις, για παράδειγμα, του Vanegeim, ο οποίος ουδέποτε έχει εκφράσει την οποιαδήποτε συμπάθεια για την πολιτική τρομοκρατία, κι έχει αντιθέτως καταπολεμήσει σκληρά τις θέσεις των ένοπλων διαμεσολαβητών, σαν αυτές του κειμένου της Azione Rivoluzionaria. Είναι σαφές λοιπόν, ότι όταν μια πρακτική που αυθαίρετα τοποθετεί τον διαχωρισμό της στη “στρατηγική επιλογή της παρανομίας” υιοθετεί θέσεις άλλων, για παράδειγμα αναφορικά με την κριτική της καθημερινής ζωής, γίνεται με μόνο σκοπό την επαναφομοίωσή τους.

Η μόνη ριζοσπαστική θέση που μπορεί να πάρει κανείς σήμερα, αυτών που απ’ τη θέση τους στην κοινωνία (την κατάσταση στην οποία αυθόρμητα και ειλικρινά αναπτύσσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις, την επικοινωνία, την αγάπη, τη φιλία) υφίστανται έναν πραγματικό πόλεμο -καθημερινό και χωρίς καταφύγια- ενάντια στο κεφάλαιο και τους επαναφομοιωτές του. Αυτό σημαίνει πάνω απ’ όλα, αγώνα ενάντια στην οργάνωση της ζωής του καθενός όπως αυτή ρυθμίζεται από τον κόσμο των εικόνων, του θεάματος, κατ’ επέκταση αγώνας ενάντια στους αφομοιωτές των κωδικών συμπεριφοράς που το κεφάλαιο διαρκώς παράγει, ανανεώνει και διαδίδει. Αν θέλουμε να ‘μαστε επαναστάτες, δηλαδή, αν θέλουμε να ζήσουμε την εφικτή περιπέτεια της ζωής σύμφωνα με τα υλικά μας πάθη και τις ζωτικές μας αισθήσεις, σημαίνει να αρνηθούμε ριζοσπαστικά κάθε τάυτιση με τις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις του κεφαλαίου, με κάθε ταυτότητα, κάθε προσχεδιασμένη και φαντασιακή μάσκα, που αποκρύπτει και μυστικοποιεί τη δυναμική της ζωής. Με το να αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως σώματα σε κίνηση, να αναγνωρίζουμε τα πάθη μας ως έχουν, δηλαδή ακαταδάμαστα στην κοινωνία των συμβόλων και της οργάνωσής τους, και με το να οπλιζόμαστε εναντίον τους, πραγματώνεται η πιθανότητα για τον καθένα να βρει την αίσθηση μιας μοναδικής και συγκεκριμένης ζωής. Και είναι σ’ αυτό το σημείο που η αναγκαιότητα παρουσιάζεται και μαζί της φέρνει τη δυνατότητα επικοινωνίας του ένοπλου εγχειρήματος ενάντια στο κεφάλαιο και ζει στην κοινότητα που μας περιβάλλει. Κάθε συνεκτική επαναστατική πράξη που αναγνωρίζει το ψεύδος όλων των κοινωνικών ταυτοτήτων που προτάσσει το κεφάλαιο, και τις αντιμάχεται όλες τους, έχοντας συνείδηση πως όλες τους, στην πιο βίαια και αποκομμένη μορφή τους είναι απολύτως παράνομες για το κεφάλαιο, γνωρίζει πως δεν μπορεί να βρίσκεται εκεί. Ασφαλώς, όποιος το βιώνει αυτού απ’ έξω, με έμμεσους ή γεωγραφικούς όρους, δεν μπορεί να έχει την παραμικρή ιδέα για το που βρίσκεται: Δεν υπάρχει άλλο πεδίο μάχης απ’ τον κόσμο που κυριαρχείται συνολικά απ’ το κεφάλαιο, εντός κι εκτός των ατόμων, κι απ’ τον κόσμο αυτό, απ’ αυτήν την μάχη, δεν υπάρχει έξοδος διαφυγής. Όποιος συνειδητά πολεμάει στον πραγματικό πόλεμο τόσο εντός όσο κι εκτός του, μπορεί να βρει σε ορισμένες περιπτώσεις την παρανομία μπροστά του ως αναπόφευκτη αναγκαιότητα, αλλά πάντοτε παραμένει ένα ακόμη εμπόδιο στην μάχη, όσον αφορά τη διαφάνεια και τη συνοχή. Αυτοί που άφησαν την “κανονική” κοινωνική τους ταυτότητα επιλέγοντας μια πιο ηρωική και θεαματικά υπεραξιοποιημένη, αυτή του “ένοπλου αντάρτη”, κρυφά απ’ το πραγματικό κίνημα όσο κι απ’ την αστυνομία, βρίσκουν τους εαυτούς τους σήμερα, χάρη στα παιχνίδια της θεαματικής οπτικής, όχι απλά μπρος στις κάνες των εκτελεστικών αποσπασμάτων, αλλά και μπρος στις κάμερες των καναλιών, στο κέντρο του θεάματος. Ότι ξεκίνησε ως αγώνας ενάντια στην αξία, κατέληξε η υπέρτατη αξιοποίηση, της προσωπικότητας του αντάρτη, της ύψιστης αυτοθυσίας που μπορεί να απαιτεί η παραγωγή αξίας. Όπως δηλώνουν και οι περίεργοι ελευθεριακοί της Azione Rivoluzionaria, είναι αλήθεια ότι η εξάπλωση της μιλιταριστικής αντάρτικης πρακτικής εκ-δημοκρατίζει σήμερα αυτήν την ικανότητα αυτο-αξιοποίησης: “Κάθε χωριό, κάθε πόλη, αποκτά τώρα τη σκηνή και τους πρωταγωνιστές της. Η βία είναι ένα θέαμα διαθέσιμο σε όποιον έχει τη θέληση” (οπ.π. σελ. 90). Με τον ίδιο τρόπο, αλλά από μια αντίθετη οπτική γωνία, αληθεύει ότι η επαναστατική βία, αν επιθυμεί να είναι τέτοια, οφείλει να καταστρέψει κάθε σκηνή και κάθε θέαμα, και γνωρίζει πως σε όλους τους ηθοποιούς βλέπει τους φυσικούς εχθρούς της αλήθειας και του ξεπεράσματος.

Μάης 1979

***

Βλ. και: Κείμενα και σημειώσεις του Α. Bonanno

1969-…: Στρατηγική της Έντασης στην Ιταλία

Categories
Gilles Dauve Troploin Uncategorized

Μια κριτική στα μπάχαλα των γαλλικών προαστείων, 2005 – Troploin

Απόσπασμα απ’ την μπροσούρα “What’s it all about” της ομάδας Troploin (Gilles Dauve, Karl Nesic), απ’ το libcom.org

[…]

-Τί πιστεύετε για τα μπάχαλα των banlieues (προαστείων) τον Οκτώβρη και τον Νοεμβρη του 2005; ανάλογες ταραχές εμφανίζονται στα γαλλικά προάστεια όλα αυτά τα χρόνια. Οι συγκεκριμένες έφτασαν σε ένα ανώτερο επίπεδο;

-Είναι αμφίβολο κατά πόσο τα μπάχαλα του 2005 πήγαν παραπέρα απ’ όσα συνέβαιναν στη Γαλλία εδώ και πάνω από 20 χρόνια. Για παράδειγμα, η δυνατότητά τους να πηγαίνουν παραπέρα απ’ την αφορμή της έκρηξής τους, να προσβάλουν στόχους πέραν της αστυνομίας και του άμεσου περιβάλλοντός τους, να εξαπλώνονται πέρα απ’ τις γειτονιές τους, να συνδυάζονται με άλλες κοινωνικές ομάδες, να βρίσκουν “συμμάχους”, αυτή η ικανότητα δεν αναπτύχθηκε το 2005 περισσότερο απ’ ότι στις περασμένες ταραχές, ενώ αντίθετα πιθανόν να ήταν ακόμα πιο περιορισμένη. Για παράδειγμα, σε αντίθεση με ορισμένες προηγούμενες εξεγέρσεις, αυτή παρέμεινε περιορισμένη σε νέους άρρενες, και δεν αναπτύχθηκε με μορφή πιο “λαϊκών” λεηλασιών. Εννοείται πως δεν ακυρώνουμε τα γεγονότα αυτά. Ωστόσο, δεν βρήκαν πιο οικουμενική απεύθυνση απ’ ότι ας πούμε μερικές απεργίες. Ας το παραδεχθούμε, πολλοί σύντροφοι κρατούν μια πολύ πιο κριτική στάση (και συχνά, καλώς κάνουν) όταν αναλύουν αγώνες σε χώρους εργασίας, παρά όταν αναλύουν μητροπολιτικές εξεγέρσεις. Οι συμπλοκές με την αστυνομία, δεν έχουν καθ’ εαυτόν ένα συγκεκριμένο ανατρεπτικό περιεχόμενο. Τα γεγονότα δεν μιλούν -έτσι απλά- από μόνα τους. Τίποτα δεν είναι ντε και καλά ριζοσπαστικό, ούτε η αντιμπατσική βία, ούτε το γεγονός ότι κάτι εγείρει τη συκοφαντία των μίντια και το μίσος των αστών,  ούτε μια περιθωριακή ζωή στην περιφέρεια της μισθωτής εργασίας, ούτε το δωρεάν, ούτε μια ακυβέρνητη χώρα, ούτε η αυτονομία, ούτε καν η κοινότητα, όταν αυτή είναι περιορισμένη σε μιά ομάδα. Δεν είναι κάθε χάος δημιουργικό. Η βία των καταπιεσμένων δεν είναι αυτόματα και ανατρεπτική.

Οι τρέχοντες εργατικοί αγώνες είναι συχνά μαχητικοί, παρόλ’ αυτά γενικά αμυντικοί, “ρεφορμιστικοί” και …συχνά χαμένοι. Ωστόσο, μακράν του να ξεπερνούν τα όριά τους, τα προαστειακά μπάχαλα του 2005 τους συμπληρώνουν, συνεισφέροντας τη δική τους τεθλασμένη διαχωρισμένη στιγμή. Όλα αυτά τα κομμάτια, δεν αλληλεπιδρούν, ούτε αναμειγνύονται, δεν δρέπει το ένα τους σπόρους του άλλου, δεν βοηθά το ένα το άλλο να ξεπεράσουν τα πλαίσιά τους και να παράγουν κάποιο κοινό έδαφος. Την Άνοιξη του 2006, όταν μεγάλα κομμάτια της νεολαίας των λυκείων και των πανεπιστημίων κατέβηκαν στους δρόμους ενάντια στο Συμβόλαιο Πρώτης Εργασίας (Contrat Première Embauche ή CPE) που αποτελούσε ένα βήμα παραπάνω στην αναλωσιμότητά τους, και τελικά υποχρέωσαν την κυβέρνηση να αποσύρει το σχετικό νομοσχέδιο, η δράση τους ήταν εντελώς αδιόρατα συνδεδεμένη με τα “απόβλητα” του σχολικού συστήματος που τα ‘χαν σπάσει λίγους μήνες πριν, και οι δράσεις αυτών επίσης είχαν ελάχιστους δεσμούς με τους ανθρώπους της εργασίας. Όλες αυτές οι στιγμές είναι όμως αποτελέσματα μιας ενιαίας αιτίας: της αναλωσιμότητας, υποτίμησης και εντατικοποίησης της εργασίας. Όμως, η αντίσταση σ’ αυτήν, παίρνει την μορφή πολλών παράλληλων αντιθέσεων που επιδεικνύουν ελάχιστη δυνατότητα ή και θέληση να συναντηθούν, τουλάχιστον προς το παρόν.

Ο κόσμος της εργασίας, ακόμα ζητά κάτι θετικό: μια δουλειά, ασφάλιση, έναν καλύτερο (ή έστω χωρίς πολλές περικοπές) μισθό (κανένα απ’ τα παραπάνω δε θα πρεπε να υποτιμάται, και η ικανότητα των εργαζομένων να τα διεκδικούν είναι ένα σημάδι υγειούς μαχητικότητας). Οι εκτός της εργασίας δρουν αρνητικά. Ουδέν μεμπτόν σ’ αυτό. Η επανάσταση εμπεριέχει την αρνητικότητα. Όμως, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά επαναστατική διαδικασία, όσο η αρνητική και η θετική δραστηριότητα μένουν διαχωρισμένες. Η κοινωνική παθητικότητα που συχνά εφαρμόζουν αυτοί οι μισθωτοί που έχουν βρει μια δουλειά και φοβούνται μην τη χάσουν, αντηχεί στη βία που γνωρίζει μόνο τους εχθρούς της, κι όχι τους φίλους τους.

-Φαίνεται πως μεγάλο μέρος της Αριστεράς έχει χάσει κάθε επαφή με την νεολαία και τον κόσμο των προαστείων. Αυτήν τη φορά, δεν υπήρξαν ούτε αιτήματα απέναντι στο Κράτος, όπως παλιότερα. Είναι επειδή η νεολαία δεν θρέφει πιά αυταπάτες για το γαλλικό κράτος πρόνοιας ή και τον ίδιο τον καπιταλισμό; Ήταν τα μπάχαλα πιο καταστροφικά απ’ όσο είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός; Υπήρξαν τάσεις όπως στη Βρετανία των 80es πχ στο Toxteth όπου πολλοί νέοι αποδοκίμαζαν φωνάζονταν “Μακρύτερες αλυσίδες και μεγαλύτερα κλουβιά” στις ομιλίες αριστερών πολιτικών που ζητούσαν δουλειά και περισσότερη πρόνοια για τους νέους;

-Οι διαχωρισμοί που συνοψίσαμε στην προηγούμενη ερώτηση, αντανακλώνται στις κοινωνιολογικές διαιρέσεις εντός της αριστεράς και των αριστεριστών. Παρόλο που το Κομμουνιστικό Κόμμα βρίσκεται σε παρακμή, διατηρεί ακόμα ορισμένα οχυρά, κυρίως στην τοπική αυτοδιοίκηση και στην παραδοσιακή (αν και μειούμενη) βάση της δυναμικής του, μεταξύ των ειδικευμένων/υψηλόμισθων εργατών, ιδιαίτερα εκεί όπου το συνδικάτο του, CGT, έχει ισχυρή οργάνωση. Στους τομείς αυτούς, δοκιμάζεται απ’ τον ανταγωνισμό της τροτσκιστικής ομάδας Lutte Ouvrière, που προσπαθεί να κλέψει απ’ το ΚΚ την μερίδα του λέοντος της ειρηνικής αντίστασης των αξιοπρεπών μέσων ανθρώπων, και καταδικάζει τους μπάχαλους του 2005 ως εξωτερικό στοιχείο απ’ την “πραγματική” εργατική τάξη, η οποία δε θα κάψει αμάξια. Αυτό που δεν θέλει να κάνει η LO, δεν μπορεί να το κάνει ο χώρος της “αντιπαγκοσμιοποίησης”. Η επιρροή τους έγκειται κυρίως σε μεσοταξικά στοιχεία, και έχουν αποδειχθεί εξίσου ανίκανοι όσο κι όλοι οι άλλοι, στο να πουν κάτι σ’ αυτούς τους ανθρώπους που (είτε “Λευκοί”, Άραβες, ή Μαύροι) δε ζητούν τίποτε, ούτε δουλειά, ούτε συνδικάτα, ούτε πολιτικές οργανώσεις, ούτε ψήφο, και -προς το παρόν- το μόνο που επιδεικνύουν είναι μια ικανότητα άρνησης.

Κριτική στα γεγονότα του 2005, δε σημαίνει να τα ακυρώνουμε, αλλά να αντιλαμβανόμαστε ότι, στην παρούσα κατάσταση, μια τέτοια έκρηξη δεν μπορεί να παράγει παρά τον εαυτό της. Όχι ότι αυτό είναι λίγο, αλλά δεν βγαίνει κάτι απ’ αυτό. Είναι περισσότερο ένα σύμπτωμα, παρά μια “ανασύνθεση” του προλεταριάτου, για να χρησιμοποιήσουμε την αυτόνομη ορολογία. Δεν είμαστε νοσταλγικοί, αλλά τριάντα ή σαράντα χρόνια νωρίτερα, οι γονείς αυτών των νέων (βόρειας ή μαύρης) αφρικανικής καταγωγής, κατάφερναν να στήσουν μια απεργία από κοινού με τους “Γάλλους” συναδέλφους τους, στη γραμμή παραγωγής.

Οι αγγλικές ταραχές, το 1981 και τα χρόνια που ακολούθησαν, συνέτειναν σε μια σύγκλιση μεταξύ μιας κριτικής της εργασίας απ’ αυτούς που η εργασία απορρίπτει, και μιας σκληρής διεκδίκησης αιτημάτων από μισθωτούς εργαζόμενους. (Βλ. το εξαιρετικό Like a Summer with a Thousand Julys). Δεν εκδίδουμε πιστοποιητικά ποιοτικού ελέγχου ταξικών αγώνων, ωστόσο τα μπάχαλα του 2005 παρέμειναν μέσα στα κοινωνιολογικά και γεωγραφικά όρια των αρχικών εστιών τους. Αυτό δε σημαίνει ότι πάντοτε θα είναι έτσι.

Αν δουμε τη συνολικότερη εικόνα αυτου του απαλλοτριωμένου πληθυσμού των προαστείων, είναι αμφίβολο ότι οι αυταπάτες έχουν εξαφανιστεί. Ορισμένες απ’ αυτές έχουν όντως μειωθεί, σχετικά με το κράτος πρόνοιας, και τις ρεφορμιστικές ικανότητες της αριστεράς. Άλλες έχουν αυξηθεί, όπως για παράδειγμα σχετικά με τις δυνατότητες μιας πολιτικής λύσης και πολιτικών δικαιωμάτων, με περισσότερους ανθρώπους αποφασισμένους να κάνουν χρήση του δικαιώματός τους στη ψήφο. Αν υπήρξαν λιγότερα αντικρατικά συνθήματα απ’ ότι στο παρελθόν, αυτό δεν οφείλεται στο ότι οι ντόπιοι προλετάριοι δεν έχουν πια και πολλές απαιτήσεις απ’ το Κράτος. Έχει να κάνει με το ότι το κίνημα (Νοέμβρης 2005-Άνοιξη 2006) δεν έφτασε το στάδιο όπου μια απόρριψη του Κράτους θα μπορούσε να εμφανιστεί στο πρόγραμμά του. Οι άνθρωποι ακόμα περιμένουν πολλά απ’ τους πολιτικούς, όχι τόσο απ’ το Κράτος ώς έχει τώρα, αλλά από ένα Κράτος που θα πρεπε να ανακαινισθεί κατά κάποιον τρόπο, που κανείς δεν ξέρει ακριβώς.

-Ακούμε ότι μια ισλαμική οργάνωση εξέδωσε φετφά (θρησκ. καταδίκη) ενάντια στους ταραχοποιούς. Ποιός ήταν ο ρόλος των μουλλάδων και των ισλαμικών ομάδων στα μπάχαλα; Αποτελεί η θρησκεία μεγάλο πρόβλημα στα προάστεια και τί αντιστάσεις μπορεί να βρει στα προάστεια;

-Υπήρξε όντως φετφάς κατά των ταραχοποιών, ο οποίος βέβαια είχε ελάχιστο ή και καθόλου αντίκρυσμα: Το ισλάμ ούτε ενέπνευσε τους εξεγερμένους ούτε ήταν ικανό να τους σταματήσει. Είναι κι αυτό μια ικανοποίηση. Κι ας παραλληρούν τα μίντια για τον αύξοντα ισλαμικό πολιτικό φανατισμό μεταξύ των νεολαίων των προαστείων. Δυστυχώς, στις περιοχές όπου κατοικούν πολλοί άνθρωποι απ’ τη Βόρεια ή την Μαύρη Αφρική, την Ασία και την Τουρκία, το ισλάμ παίζει όντως έναν συντηρητικό ρόλο, όχι άμεσα πολιτικό, αλλά με ευρύτερη επιρροή απ’ ότι πριν 20 ή 30 χρόνια. Τον άνεργο γιο ενός πρώην ανειδίκευτου αλγερινού ή μαροκκινού εργάτη αυτοβιομηχανίας, τον απασχολεί περισσότερο το κοράνι, απ’ ότι τον πατέρα του όταν εργαζόταν σε κάποια φάμπρικα της Citroën. Αυτό ας γίνει αφορμή για να παρατηρήσουμε ότι η απο-κοινωνικοποίηση που προκλήθηκε απ’ την παρακμή των μεγάλων εργοστασίων δεν είναι αρκετή για να παράγει ένα κινούμενο, απεδαφικοποιημένο και δυνητικά οικουμενικό “νέο” προλεταριάτο, έτοιμο για μια κοινωνική κριτική την οποία οι προηγούμενοι βολεμένοι εργάτες παγιδευμένοι στα ζόρια και τους μύθους της εργασίας, υποτίθεται ότι ήταν ανίκανοι να παράγουν.

Όσο μεταφυσική και να είναι η θρησκευτική κριτικής της κοινωνίας γενικά και του καπιταλισμού συγκεκριμένα, βασίζεται σε μια μορφή κοινότητας που μπορεί να ξεπεραστεί μόνο από μια ανώτερη μορφή κοινότητας, μια προλεταριακή και κατόπιν μια ανθρώπινη κοινότητα, που οφείλει ακόμα να αποδείξει την ιστορική εγκυρότητά της. Μέχρι τότε, η θρησκεία ήρθε και θα μείνει, ή ακόμα και θα αναπτυχθεί, όπως υποστηρίξαμε στο The Continuing Appeal of Religion.

[…]

-Υπάρχει κάποια θέση σας που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, ή άλλες ιστορικές υποθέσεις που αποδείχθηκαν έγκυρες;

-Ένα σημαντικό σημείο που επιβεβαιώθηκε τα τελευταία 20-30 χρόνια ήταν αυτό: Η “κρίση” και η φτώχεια δεν είναι ικανές από μόνες τους να προκαλέσουν επαναστατικές απόπειρες. Ένα άλλο που διαψεύσθηκε: Αντίθετα με τα όσα περιμέναμε, η παγκόσμια ανάπτυξη του συστήματος της μισθωτής εργασίας, δεν επιφέρει αναγκαία και μεγαλύτερη προλεταριοποίηση. Χάρη στην αύξουσα βιομηχανοποίηση πρώην υποανάπτυκτων χωρών, από τις μεξικανικές maquiladoras (κέντρα όπου στέλνονται βορειοαμερικανικά υλικά για κατεργασία, λόγω πενιχρών μισθών, κι έπειτα επιστρέφονται στις χώρες απ’ όπου εισήχθησαν, για πώληση) μέχρι τα κινέζικα sweatshops (επίσης εργοστάσια κακοπληρωμένης, πολύωρης, συχνά και παιδικής, εργασίας άνευ όποιας εργατικής νομοθεσίας), υπάρχουν αφενός ολοένα και περισσότεροι προλετάριοι, αλλά απ’ την άλλη χωρίς να εμφανίζεται κάποιο προλεταριακό κίνημα. Η θεωρία μπορεί να αντιληφθεί μόνο την αλλαγή. Το να είναι κανείς μέρος μιας “πρωτοπορείας” σημαίνει να προσπαθεί να μένει όσο το δυνατόν λιγότερο πίσω.

Categories
Errico Malatesta

Πώς να υπερασπιστούμε την Επανάσταση – Errico Malatesta

Πώς να υπερασπιστούμε την Επανάσταση – Errico Malatesta

Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το “Malatesta: His Life & Ideas” του Vernon Richards.London: Freedom Press, 1993, αναδημοσιευμένο στο prole.info.

Η επανάσταση που επιθυμούμε συνίσταται στην απαλλοτρίωση της εξουσίας και του πλούτου απ’ τους σημερινούς κατόχους τους, και τη διάθεση της γης και των παραγωγικών μέσων, και όλου του υπάρχοντος πλούτου στη διάθεση των εργαζομένων, δηλαδή του καθένα, μιας και αυτοί που δεν εργάζονται θα πρέπει να εργαστούν. Και οι επαναστάτες, θα πρέπει να υπερασπιστούν αυτήν την επανάσταση, εξασφαλίζοντας ότι κανένα υποκείμενο, άτομο, κόμμα ή κοινωνική τάξη, δε θα βρει την ευκαιρία να εγκαθιδρύσει μια κυβέρνηση και να αποκαταστήσει τα προνόμια παλιών ή νέων αφεντικών…

Για να υπερασπιστούμε, να διαφυλάξουμε την επανάσταση, υπάρχει μόνο ένας τρόπος: να εξαπλώσουμε την επανάσταση όσο πιο μακριά μπορούμε. Όσο εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιοι που η θέση τους τους επιτρέπει να υποχρεώνουν άλλους να εργάζονται γι αυτούς, όσο υπάρχουν κάποιοι που είναι σε θέση να παραβιάζουν την ελευθερία των άλλων, η επανάσταση θα είναι ατελής, και θα είμαστε ακόμα σ’ ένα στάδιο νόμιμης άμυνας και θα πρέπει στη βία που μας καταπιέζει να αντιτάσσουμε τη βία που απελευθερώνει.

Ανησυχείτε μήπως η απαλλοτριωμένη αστική τάξη μπορεί να προσλάβει τυχοδιώκτες μισθοφόρους προκειμένου να αποκαταστήσει το παλαιό καθεστώς; Ας τους απαλλοτριώσουμε πλήρως, και θα δείτε ότι χωρίς χρήματα δεν μπορεί να απασχολήσει κανέναν.

Φοβάστε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα; Ας εξοπλίσουμε το σύνολο του πληθυσμού, να εξασφαλίσουμε ότι πράγματι έχει τον έλεγχο όλου του πλούτου, ούτως ώστε ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να υπερασπιστεί την ελευθερία του και τα μέσα με τα οποία θα εξασφαλίζει το ευ ζην του, και θα δείτε αν οι ματαιόδοξοι στρατηγοί βρουν κανέναν φουκαριάρη να τους ακολουθήσει: Αλλά κι αν ακόμη τότε, ο ένοπλος πληθυσμός, που διαθέτει τη γη, τα εργοστάσια, κι όλον τον φυσικό πλούτο, ήταν ανίκανος να υπερασπιστεί τον εαυτό του, κι έπεφτε ξανά υπό κάποιον ζυγό, θα σήμαινε ότι δεν ήταν άξιοι να απολαμβάνουν την ελευθερία. Η επανάσταση θα είχε αποτύχει, και το προπαρασκευαστικό έργο της μόρφωσης θα έπρεπε να συνεχιστεί μέχρι την επόμενη απόπειρα που θα είχε πλέον μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας, μιας και θα επωφελούταν από τους καρπούς της σποράς της προηγούμενης προσπάθειας.

Οι κίνδυνοι τους οποίους αντιμετωπίζει μια επανάσταση, δεν προέρχονται αποκλειστικά από συνωμοσίες των αντιδραστικών για την αποκατάσταση του παλαιού καθεστώτος και τις διεθνείς εκκλήσεις για μια εξωτερική παρέμβαση. Προέρχονται επίσης από τον πιθανό εκφυλισμό της ίδιας της επανάστασης, κι απ’ τους τυχοδιώκτες που, αν και μεταξύ των επαναστατών, διατηρούν μια νοοτροπία αστική τείνοντας προς σκοπούς που κάθε άλλο παρά εξισωτικοί και ελευθεριακοί είναι.

Αφ’ ης στιγμής έχει επιτευχθεί μια κατάσταση όπου κανείς δεν μπορεί να επιβάλει τη θέλησή του στους άλλους με τη βία, ούτε να τους αποσπά το προϊόν του μόχθου τους, οι αναρχικοί μόνο τότε θα μπορούσαν να δράσουν μέσω της προπαγάνδας και ως ζωντανό παράδειγμα.

Αν θα καταστρέψουμε τους θεσμούς και το παρόν σύστημα κοινωνικών σχέσεων; Μα, ασφαλώς, αν πρόκειται για καταπιεστικούς θεσμούς. Αλλά, αυτοί δεν αποτελούν παρά ένα μικρό κομμάτι του ιστού της κοινωνικής ζωής. Η αστυνομία, ο στρατός, οι φυλακές και τα δικαστήρια, είναι πανίσχυρα όργανα καταπίεσης, που επιτελούν μια παρασιτική λειτουργία. Άλλοι θεσμοί και όργανα ωστόσο, καλώς ή κακώς, είναι αδιάρρηκτα δεμένα με την επιβίωση της ανθρωπότητας, κι αυτοί δεν γίνεται να καταστραφούν χωρίς να αντικατασταθούν από κάτι καλύτερο.

Η ανταλλαγές πρώτων υλών και αγαθών, η διανομή τροφίμων, η συγκοινωνία, τα ταχυδρομεία, και κάθε δημόσια υπηρεσία που διευθύνει το Κράτος ή ιδιωτικές εταιρίες, είναι έτσι οργανωμένες ώστε να εξυπηρετούν μονοπωλιακά και γενικότερα καπιταλιστικά συμφέροντα, ωστόσο απαντούν σε πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού. Δεν μπορούμε να τις καταργήσουμε (κι εν πάσει περιπτώσει, δε θα συνέφερε κανέναν άνθρωπο να μας αφήσει να το κάνουμε) χωρίς να τις αναδιοργανώσουμε σε έναν καλύτερο τρόπο. Και κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε μια μέρα. Κι ως έχουν τα πράγματα, δεν είμαστε απολύτως σε θέση να το κάνουμε. Καλωσορίζουμε λοιπόν, καθέναν που κινείται προς μια τέτοια κατεύθυνση, ακόμα και με διαφορετικά κριτήρια απ’ τα δικά μας.

Η κοινωνική ζωή δεν σηκώνει αναβολές ως την επανάσταση, και οι άνθρωποι εντωμεταξύ, θέλουν να ζήσουν πλήρως και πάντοτε.

Υπάρχουν ακόμα αρκετοί που γοητεύονται απ’ την ιδέα του “τρόμου”. Γι’ αυτούς, φαίνεται ότι η γκιλλοτίνα, τα εκτελεστικά αποσπάσματα, οι σφαγές, οι εξορίες και οι φυλακίσεις είναι πανίσχυρα και απαραίτητα όπλα της επανάστασης, και παρατηρούν μάλιστα, ότι αν τόσες επαναστάσεις έχουν ηττηθεί και δεν απέφεραν τα αποτελέσματα που ήλπιζαν, ήταν επειδή οι επαναστάτες φάνηκαν υπερβολικά αγαθοί και “αδύναμοι”, επειδή δεν καταδίωξαν, δεν κατέστειλαν και δεν κατέσεφαξαν σε μαζική κλίμακα.

Είναι μια προκατάληψη απ’ την οποία υποφέρουν ορισμένοι επαναστατικοί κύκλοι, που έχει τις ρίζες της στη ρητορεία και την διαστρέβλωση της ιστορίας των απολογητών της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, και που έχει αναβιώσει στα χρόνια μας από τους μπολσεβίκους στην προπαγάνδα τους. Η πραγματικότητα όμως είναι η ακριβώς αντίθετη. Ο τρόμος υπήρξε πάντοτε εργαλείο τυραννίας. Στη Γαλλία, εξυπηρέτησε τη ζοφερή τυραννία του Ροβεσπιέρρου κι έστρωσε το δρόμο για τον Ναπολέοντα και την επάνοδο της αντίδρασης. Στη Ρωσσία κατεδίωξε και δολοφόνησε αναρχικούς και σοσιαλιστές, κι έσφαξε εξεγερμένους εργάτες κι αγρότες, και σταμάτησε την ανάπτυξη μιας επανάστασης που θα μπορούσε πραγματικά να αποτελέσει το εφαλτήριο μιας νέας εποχής για την ανθρωπότητα. Εκείνοι που πιστεύουν ότι η καταστολή και η βαρβαρότητα έχει οποιοδήποτε απελευθερωτικό κι επαναστατικό αποτέλεσμα, έχουν την ίδια οπισθοδρομική νοοτροπία με τους δικαστές που πιστεύουν ότι η επιβολή απάνθρωπων ποινών μπορεί να καταπολεμήσει το έγκλημα και να δημιουργήσει έναν πιο ηθικό κόσμο.

Η τρομοκρατία, όπως ο πόλεμος, εγείρει και κάνει έκκληση στα πιο αταβιστικά και πολεμοχαρή συναισθήματα, που ακόμα στην εποχή μας καλύπτονται κάτω απ’ τον μανδύα του πολιτισμού, και ανεβάζει στα υψηλότερα πόστα τα χειρότερα στοιχεία του πληθυσμού. Μακράν απ’ το να εξυπηρετεί την επανάσταση, δεν κάνει άλλο απ’ το να την συκοφαντεί, κάνοντάς την απεχθή στις μάζες και μετά από μια περίοδο σκληρών αγώνων, προβάλει ως αναγκαιότητα, αυτό που θα λέγαμε σήμερα “επιστροφή στην ομαλότητα”, δηλαδή στην επανα-νομιμοποίηση και διαιώνιση της τυραννίας. Όποια πλευρά κι αν επικρατήσει, το αποτέλεσμα είναι πάντοτε η δημιουργία μιας ισχυρής εξουσίας, η οποία άλλοτε εξασφαλίζει μια ειρήνη με κόστος την ελευθερία, κι άλλοτε μια κυριαρχία χωρίς πολλούς κινδύνους…

Ασφαλώς, η επανάσταση πρέπει να προστατευθεί και να αναπτυχθεί με μια αδυσώπητη λογική, αλλά δεν είναι ορθό ούτε εφικτό να την υπερασπιστούμε με μέσα που αντιφάσκουν με τους σκοπούς της.

Το πιο ισχυρό μέσο για την υπεράσπιση της επανάστασης παραμένει πάντοτε αυτό της απαλλοτρίωσης της μπουρζουαζίας απ’ τα οικονομικά μέσα στα οποία βασίζεται η εξουσία της, και του γενικού εξοπλισμού (μέχρι τη στιγμή που θα πεισθούν -εκ των πραγμάτων- όλοι, να πετάξουν τα όπλα τους ως άχρηστα κι επικύνδινα παιχνίδια), και του ενδιαφέροντος της μεγάλης μάζας του πληθυσμού στην νίκη της επανάστασης.

Αν, προκειμένου να επικρατήσει, θα είναι απαραίτητο να στήσουμε την αγχώνη σε κάθε κεντρική πλατεία, τότε θα προτιμούσα να χάσουμε.

Μετά την επανάσταση, δηλαδή, μετά το τσάκισμα των υπαρχουσών εξουσιών και τη συντριπτική νίκη των δυνάμεων της εξέγερσης, τί γίνεται;

Είναι τότε που η βαθμιαία μεταβολή τίθεται γρήγορα σε κίνηση. Χρειάζεται να εξετάσουμε όλα τα πρακτικά προβλήματα της ζωής: η παραγωγή, η ανταλλαγή, τα μέσα επικοινωνίας, οι σχέσεις μεταξύ αναρχικών συλλογικοτήτων και όσων ζουν κάτω από κάποια εξουσία, μεταξύ κομμουνιστικών κομμουνών και όσων ζουν μ’ έναν ατομικιστικό τρόπο, οι σχέσεις μεταξύ πόλης και υπαίθρου, η χρήση για το συμφέρον όλων, κάθε φυσικής πηγής πλούτου και πρώτων υλών, η διανομή των εργοστασίων και των καλλιεργιών σύμφωνα με τα φυσικά αποθέματα κάθε περιοχής, η δημόσια εκπαίδευση, η φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων, οι υγειονομικές υπηρεσίες, η προστασία ενάντια στο κοινό έγκλημα και το πιο επικίνδυνο μέρος του: αυτών που ενδεχομένως θα προσπαθήσουν να επιβληθούν στην ελευθερία των άλλων για το συμφέρον αναδυόμενων κομμάτων ή ατόμων, και ούτω καθεξής. Και σε κάθε πρόβλημα, θα έπρεπε να προτιμάμε τις λύσεις που όχι μόνο είναι οικονομικά καλύτερες, αλλά που ικανοποιούν την ανάγκη για δικαιοσύνη και ελευθερία και είναι ανοιχτές σε μελλοντικές βελτιώσεις.

Στην περίπτωση της δικαιοσύνης, η ελευθερία και η αλληλεγγύη θα πρέπει να τεθούν υψηλότερα απ’ το οικονομικό συμφέρον. Δεν γίνεται να καταστρέφει κανείς τα πάντα, με την πεποίθηση και μόνον, ότι μετά τα πράγματα θα τακτοποιηθούν από μόνα τους. Ο σημερινός πολιτισμός είναι το αποτέλεσμα ανάπτυξης επί σειράς χιλιάδων ετών, κι έχει λύσει, με τον δικό του τρόπο, το πρόβλημα της υπερσυγκέντρωσης πληθυσμού, συχνά σε στενά εδαφικά όρια, και της ικανοποίησης των ολοένα αυξανόμενων και πολυσύνθετων αναγκών τους. Τα ωφέλη του έχουν μειωθεί, καθώς η ανάπτυξη λαμβάνει χώρα υπό την πίεση της εξουσίας για τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, όμως ακόμα κι αν αφαιρέσει κανείς την εξουσία και τα προνόομια, οι κατακτήσεις του, ο θρίαμβος του ανθρώπου επί των δυσμενών δυνάμεων της φύσης, η συσσωρευμένη πείρα των περασμένων γενεών, η μόρφωση στην κοινωνικότητα της ανθρώπινης συνδιαβίωσης όλων αυτών των χρόνων και μαζί με τα αποδεδειγμένα οφέλη της αλληλοβοήθειας, όλα αυτά τα κεκτημένα θα παραμείνουν ζωντανά, και θα ήταν ανόητο, και ακόμα αδύνατον, να παραιτηθούμε απ’ όλα αυτά τα πράγματα.

Πρέπει λοιπόν να καταπολεμήσουμε την εξουσία και το προνόμιο, αλλά να επωφεληθούμε απ’ ολα τα καλά του πολιτισμού. Και τίποτε δεν πρέπει να καταστραφεί εφόσον ικανοποιεί, ακόμα και άσχημα, μια ανθρώπινη ανάγκη, μέχρι τη στιγμή που θα έχουμε κάτι καλύτερο να βάλουμε στη θέση του. Πρέπει να είμαστε αδιάλλακτοι στην αντίθεσή μας σε κάθε καπιταλιστική επιβολή κι εκμετάλλευση, και την ίδια στιγμή ανεκτικοί προς όλες τις κοινωνικές σχέσεις που συνδέουν τις διάφορες ομάδες ανθρώπων, στο βαθμό που δεν απειλούν την ισοτιμία και την ελευθερία των άλλων. Και ευχαριστημένοι με την σταδιακή πρόοδο βήμα-βήμα με την ηθική ανάπτυξη των ανθρώπων όσο τα υλικά και διανοητικά μέσα αυξάνονται, να κάνουμε ότι μπορούμε, φυσικά, μελετώντας, δουλεύοντας και προπαγανδίζοντας ώστε να επιταχύνουμε την εξέλιξή τους προς ένα ολοένα και πιο ανεπτυγμένο ιδεώδες.

Όμως, μετά από μια επιτυχημένη εξέγερση, όταν η κυβέρνηση θα χει πια πέσει, τί πρέπει να κάνουμε;

Ως αναρχικοί, θα πρέπει να ευχόμαστε, σε κάθε περιοχή όπου υπάρχουν εργαζόμενοι, ή ακριβέστερα, εργαζόμενοι με κοινωνική συνείδηση και πνεύμα πρωτοβουλίας, θα πάρουν τα μέσα παραγωγής στα χέρια τους, καθως και όλον τον πλούτο: τη γη, τις πρώτες ύλες, τα σπίτια, τα μηχανήματα, τα αποθέματα τροφίμων κλπ… και θα κάνουν το καλύτερο δυνατό, σύμφωνα με τις ικανότητές τους, ξεκινώντας νέες μορφές κοινωνικής ζωής. Θα ευχόμασταν ακόμη, οι σημερινοί εργάτες γης, που τώρα δουλεύουν για τους αφέντες τους, θα πάψουν να αναγνωρίζουν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των αφεντικών αλλά θα συνεχίσουν και θα εντείνουν την παραγωγή για λογαριασμό τους, εγκαθιδρύοντας άμεσες επαφές με εργάτες της βιομηχανίας και των μεταφορών, για την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών. Οι βιομηχανικοί εργάτες, μεταξύ των οποίων οι μηχανικοί και οι τεχνικοί, θα πρέπει να πάρουν στον έλεγχό τους τα εργοστάσια και να συνεχίσουν και να εντείνουν την παραγωγή για δικό τους συμφέρον, και για ολόκληρη την κοινότητα. Χρειάζεται μια άμεση μεταβολή της παραγωγής στα εργοστάσια που παράγουν σήμερα άχρηστα ή επιζήμια προϊόντα, ώστε να εξυπηρετούν τις πιο επείγουσες ανάγκες του πληθυσμού. Οι σιδηροδρομικοί θα πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν τα τραίνα, όπως θα κρίνει το συμφέρον της κοινότητας. Κάτω απ’ τον άμεσο έλεγχο του πληθυσμού, θα πρέπει επιτροπές εθελοντών ή εκλεγμένων απ’ την κοινότητα, να αναλάβουν τη στέγαση σε σπίτια, με όποιον τρόπο κρίνεται εφικτός δεδομένων των συνθηκών, αυτών που έχουν ανάγκη. Ανάλογες επιτροπές, πάντοτε κάτω απ’ τον άμεσο έλεγχο του πληθυσμού, πρέπει να διευθετήσουν την παροχή και διανομή των καταναλωτικών αγαθών. Ακόμα, όσα μέλη της μπουρζουαζίας το θελήσουν, θα πρέπει να μπορούν να ενωθούν με αυτούς που αποτελούν σήμερα τις προλεταριακές μάζες και να εργαστούν όπως όλοι οι άλλοι, προκειμένου να έχουν τα ίδια ωφέλη με τον καθένα. Κι όλα αυτά πρέπει να γίνουν άμεσα, την ίδια μέρα, ή την επαύριο της επιτυχημένης εξέγερσης, χωρίς να περιμένουμε ντιρεκτίβες απ’ την κάθε κεντρική επιτροπή ή απ’ οποιαδήποτε επίδοξη αρχή.

Αυτό είναι που επιθυμούν οι αναρχικοί, κι αυτό είναι που θα συνέβαινε με φυσικό τρόπο, αν η επανάσταση [στη Ρωσσία] ήταν μια πραγματικά κοινωνική επανάσταση κι όχι απλά μια πολιτική αλλαγή, η οποία μετά από μερικές σπασμωδικές κινήσεις, οδήγησε τα πράγματα εκεί που ήταν και πριν αυτήν. Καθώς, αν κανείς δεν αποστερεί την μπουρζουαζία απ’ την οικονομική εξουσία της με μιάς, αυτή είναι σε θέση, σε μικρό χρονικό διάστημα να ανασυγκροτήσει την πολιτική εξουσία της, την οποία η εξέγερση είχε παραλύσει. Και προκειμένου να αφαιρέσουμε κάθε οικονομική δύναμη απ’ την μπουρζουαζία, είναι απαραίτητο να οργανώσουμε άμεσα μια νέα οικονομική δομή, βασισμένη στη δικαιοσύνη και την ισότητα. Οι οικονομικές ανάγκες, τουλάχιστον οι πιο βασικές, δεν μπορούν να διακοπούν. Πρέπει να ικανοποιηθούν άμεσα. Η κάθε “κεντρική επιτροπή” είτε δεν μπορεί να κάνει τίποτα, ή κάνει όταν πια οι υπηρεσίες της είναι περιττές.

***

[κλικ στην εικόνα, για μια βιογραφία του Μαλατέστα στα ελληνικά από τη wikipedia]

Categories
Comité invisible Tiqqun

Το εξαιρετικό παιχνίδι του εμφυλίου πολέμου – Tiqqun

Το εξαιρετικό παιχνίδι του εμφυλίου πολέμου

Κανών υπ’ αρ. 1
Μέχρι νεωτέρας, άπαντα τα δικαιώματά σας καθίστανται ανενεργά. Ασφαλώς, θα ήτο καλό να διατηρούσατε για λίγο την ψευδαίσθηση ότι έχετε ακόμα τέτοια. Επίσης, δεν θα τα παραβιάσουμε παρά μόνο ένα προς ένα, ανά φορά και περίσταση.

Κανών υπ’ αρ. 2
Καλά θα κάνετε να είστε συνεργάσιμοι: Δεν μιλάμε πια για τήρηση της νομιμότητας, για το Σύνταγμα, κι άλλα τέτοια τρυφηλά απαυγάσματα περασμένων εποχών. Εδώ και καιρό, όπως θα έχετε ήδη παρατηρήσει, έχουμε περάσει νόμους που μας τοποθετούν υπεράνω του νόμου, και σε ό,τι το αφορά, του Συντάγματος.

Κανών υπ’ αρ. 3
Είστε απομονωμένοι, αδύναμοι, συγχυσμένοι, κακοποιημένοι. Είμαστε η πλειοψηφία, οργανωμένοι, ισχυροί κι εμείς ξέρουμε. Κάποιοι θα έλεγαν ότι είμαστε ένα είδος μαφίας. Λάθος, είμαστε Η Μαφία, αυτή που έχει εκτοπίσει κάθε άλλη τέτοια. Εμείς και μόνον, είμαστε σε θέση να σας παρέχουμε προστασία από το χάος του κόσμου. Γι αυτό μάλιστα, μας ευχαριστεί να σας χώνουμε καλά μες το κεφάλι την αίσθηση της αδυναμίας σας, της “ανασφάλειάς” σας. Γιατί αυτή, είναι ανάλογη με την κερδοφορία της μαφίας μας.

Κανών υπ’ αρ. 4
Το παιχνίδι, απ’ την μεριά σας, συνίσταται στο να δραπετεύσετε ή έστω να αποπειραθείτε να το σκάσετε. Με το να δραπετεύσετε, εννοούμε: Να ξεπεράσετε την κατάσταση της εξάρτησής σας. Προς στιγμήν, ας το παραδεχτούμε, είστε απόλυτα εξαρτημένοι από μας, σε κάθε πτυχή της ζωής σας. Παράγουμε αυτά που τρώτε, μολύνουμε τον αέρα που αναπνέετε, είστε στο έλεός μας για το παραμικρό, και πάνω απ’ όλα, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα ενάντια στην παντοδυναμία της αστυνομίας μας, για την οποία επιφυλάσσουμε κάθε κάλυψη, όσον αφορά τόσο τη δράση όσο και την εκτίμησή της.

Κανών υπ’ αρ. 5
Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να αποδράσετε μόνοι. Είναι απαραίτητο να ξεκινήσετε χτίζοντας την αναγκαία αλληλεγγύη. Προκειμένου να γίνει το παιχνίδι πιο δύσκολο, έχουμε προοικονομίσει την ρευστοποίηση κάθε αυτόνομη κοινωνική σχέση. Έχουν άπασες υποκατασταθεί απ’ την εργασία: την κοινωνικότητα υπό έλεγχο. Μπορείτε να της διαφύγετε μέσω της κλοπής, της φιλίας, του σαμποτάζ και της αυτοοργάνωσης. Διευκρινιστικά, όλα τα μέσα της απόδρασής σας, τα κάναμε να συνιστούν ποινικά αδικήματα, εγκλήματα.

Κανών υπ’ αρ. 6
Επανάληψη μήτηρ μαθήσεως: οι εγκληματίες είναι οι εχθροί μας. Αλλ’ εσείς μπορείτε να κρατήσετε αυτό: οι εχθροί μας είναι εγκληματίες. Ακόμα και μεταξύ των λιγότερο πιθανόν να λιποτακτήσουν, ο καθένας ανάμεσά σας είναι ένας δυνητικά εγκληματίας. Γι αυτό είναι καλό να κρατούμε τους αριθμούς που καλέσατε απ’ το τηλέφωνό σας, να μπορούμε να σας εντοπίσουμε ανά πάσα στιγμή μέσω των κινητών σας, και να γνωρίζουμε τις συνήθειές σας απ’ τις πιστωτικές σας κάρτες.

Κανών υπ’ αρ. 7
Στο μικρό μας παιχνίδι, αυτοί που θα βγουν απ’ την απομόνωσή τους θα ονομάζονται από δω και στο εξής “εγκληματίες”. Όσον αφορά αυτούς που έχουν τα κότσια να αμφισβητήσουν την κυριαρχία μας, ας τους αποκαλούμε “τρομοκράτες”, τί λέτε; Αυτοί, θα μπορούν να δολοφονούνται ελεύθερα.

Κανών υπ’ αρ. 8
Γνωρίζουμε καλά, πως η ζωή στην κοινωνία μας προσφέρει τόση απόλαυση όσο κι μια διαδρομή με τον προαστειακό. Ότι μέχρι στιγμής, ο καπιταλισμός, παρ’ όλον τον πλούτο του, δεν έχει παράγει παρά παγκόσμια απόγνωση. Ότι η τάξη μας -τρώγοντας τις σάρκες της- δεν έχει άλλο επιχείρημα πέρα απ’ τις σφαίρες της για να διαφυλαχτεί. Αλλά τί θέλετε πιά; Αφού, έτσι είναι! Σας έχουμε αφοπλίσει πνευματικά, σωματικά, και διατηρούμε το μονοπώλιο όλων αυτών που απαγορεύονται σε σας: βία, ενοχή, αορατότητα. Ειλικρινά, το ίδιο δεν θα κάμνατε κι εσείς στην θέση μας;

Κανών υπ’ αρ. 9
Είστε όλοι φυλακισμένοι.

Κανών υπ’ αρ. 10
Δεν υπάρχουν άλλοι κανόνες. Όλες οι επιθέσεις επιτρέπονται.

Εκ της Κυβερνήσεως

***

Η μετάφραση έγινε από το http://www.bloom0101.org/, όπου μπορούν να βρεθούν πολλά ακόμη κείμενα σχετικά με το περιοδικό Tiqqun, και την “Αόρατη Επιτροπή”. Δείτε ακόμα: “Mise en point: Η Ελλάδα, η Γαλλία και ο Κομμουνισμός” – Comité invisible, αλλά και το “Κάλεσμα“.

Categories
Situationniste Internationale

Καίγεται το Ράιχσταγκ; – Καταστασιακή Διεθνής

Καίγεται το Ράιχσταγκ;

Σύντροφοι:

Το πραγματικό κίνημα του επαναστατικού ιταλικού προλεταριάτου οδεύει προς το σημείο πέρα απ’ το οποίο θα είναι αδύνατη -για το ίδιο και για τους εχθρούς του- κάθε επιστροφή. Καθώς, μια μετά την άλλη, οι αυταπάτες για μια επιστροφή στην “ομαλότητα” της προηγούμενης κατάστασης διαλύονται η μια μετά την άλλη, ωριμάζει και στα δυο η συναίσθηση της αναγκαιότητας να διακινδυνεύσουν το ίδιο το παρόν τους για να κερδίσουν το μέλλον τους.

Αντιμέτωπη με την άνοδο του επαναστατικού κινήματος, και παρά την μεθοδική δράση για επαναφομοίωση από τα συνδικάτα και τους γραφειοκράτες της παλιάς και νέας “Αριστεράς”, η εξουσία αναγκάστηκε να παίξει γι’ ακόμα μια φορά το γελοίο θεατράκι της νομιμότητας, και να ρίξει αυτήν τη φορά το τελευταίο της χαρτί, το κόλπο της τρομοκρατίας, σε μια προσπάθεια να θολώσει τα νερά προσπαθώντας να αποκρύψει τα κόλπα της μπρος στη διαύγεια της επανάστασης.

Οι αναρχικές επιθέσεις του 1921, οι απεγνωσμένες ενέργειες των επιζήσαντων της ήττας του επαναστατικού κινήματος του τότε, εξυπηρέτησαν ως μια πολύ βολική αφορμή για την ιταλική αστική τάξη, ώστε να θέσει σε κίνηση, μαζί με τον φασισμό, μια κατάσταση πολιορκείας ολόκληρης της κοινωνίας. Παρόλη την ανικανότητά της, έμαθε το μάθημα του παρελθόντος για τα καλά η ιταλική μπουρζουαζία του 1969, ώστε πρωτού καν αναγκαστεί να ξαναζήσει τον μεγάλο της φόβο του επαναστατικού ξεσηκωμού, ή να περιμένει να ενδυναμωθεί από την ήττα του, για να απελευθερωθεί από τις δημοκρατικές ψευδαισθήσεις. Την σήμερον ημέρα, η ιταλική μπουρζουαζία δεν έχει ανάγκη πια τα λάθη των παλιών αναρχικών για να βρει ένα πρόσχημα να πραγματοποιήσει την πολιτική της ολοκληρωτικής πραγματικότητάς της, αλλά αυτό το πρόσχημα ψάχνει να το καταστευάσει από μόνη της, μπλέκοντας τους νέους αναρχικούς σε μια αστυνομική σκευωρία, μανιπουλάροντας τους πιο αφελείς μεταξύ τους σε μια χοντροκομμένη προβοκάτσια. Οι αναρχικοί, στην πράξη, παρέχουν τις καλύτερες προϋποθέσεις για την ύπαρξη της εξουσίας: φαντασιακή και ιδεολογικοποιημένη απεικόνιση του πραγματικού κινήματος, ο θεαματικός “εξτρεμισμός” τους, το κάνει εφικτό να τσακιστεί στο πρόσωπό τους ο πραγματικός εξτρεμισμός του κινήματος.

Η ΒΟΜΒΑ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ ΕΞΕΡΡΑΓΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ

Στόχευε να τραυματίσει τις λιγότερο ριζοσπαστικοποιημένες κατηγορίες, σπρώχνοντάς τις να συμμαχήσουν με την εξουσία, και να περάσει το παραμύθι της αστικής τάξης του “όλοι ενωμένοι ενάντια στην τρομοκρατία”: Ανά περίπτωση, με μια ανθρωποσφαγή για τους αγρότες (στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα), αλλά μόνο φόβο για τους αστούς (στην Εμπορική Τράπεζα). Τα αποτελέσματα, άμεσα και έμμεσα, των επιθέσεων, είναι και ο στόχος τους.

Στο παρελθόν, η τρομοκρατική πράξη -ως μια πρωτόγονη και νηπιακή εκδήλωση της επαναστατικής βίας σε αδιέξοδες καταστάσεις, ή ως βία που έχασε το δρόμο της στο πεδίο ανεπιτυχών επαναστάσεων- δεν έγειρε ποτέ κάτι παραπάνω από μια μερική άρνηση, κι ως εκ τούτου, χαμένη από χέρι: μια άρνηση της πολιτικής στο ίδιο το πεδίο της πολιτικής. Αντιθέτως, στο πεδίο της πραγματικότητας, αντιμέτωπη με την ανάδυση μιας νέας επαναστατικής περιόδου, είναι η ίδια η Εξουσία που, προκειμένου να αναλάβει τον πλήρη ολοκληρωτισμό της, εκφράζει έτσι θεαματικά την τρομοκρατική της άρνηση. Σε μια εποχή που βλέπει τη γέννηση του κινήματος που καταργεί κάθε διαχωρισμένη από τα άτομα εξουσία, η εξουσία είναι αναγκασμένη να ανακαλύψει, ως πράξη συνειδητή, πως αυτό που δεν τη σκοτώνει την κάνει πιο δυνατή. Όμως η ιταλική μπουρζουαζία δεν είναι η πιο αξιοθρήνητη της Ευρώπης. Ανίκανη σήμερα να πραγματοποιήσει τον ενεργητικό τρόμο της ενάντια στο προλεταριάτο, δεν της μένει παρά να προσπαθεί να επικοινωνήσει στην πλειοψηφία του πληθυσμού τον δικό της παθητικό τρόμο, τον φόβο του προλεταριάτου. Ανίκανη και αδέξια, στην προσπάθειά της να μπλοκάρει καθ’ αυτόν τον τρόπο την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος και ταυτόχρονα να δημιουργήσει τεχνητά μια δύναμη που δεν κατέχει, ρισκάρει να χάσει για ένα της κόλπο, κάθε τέτοια πιθανότητα. Έτσι ακριβώς, οι πιο προχωρημένες φράξιες της εξουσίας (εσωτερικές ή παράλληλες, κυβερνητικές ή της αντιπολίτευσης) έμελλε να εξαπατηθούν. Η υπερβολική αδεξιότητα φέρνει την ιταλική μπουρζουαζία στο πεδίο του αστυνομικού κράτους, καθώς αρχίζει να καταλαβαίνει ότι η μόνη πιθανή έξοδος από μια αγωνία δίχως τέλος περνάει μέσα από το ρίσκο ενός αιφνίδιου τέλους της αγωνίας της. Έτσι η Εξουσία πρέπει να κάψει πριν το τέλος το τελευταίο της πολιτικό χαρτί, ώστε να παίξει πρώτη, κάνοντας την κίνηση προς τον εμφύλιο πόλεμο ή προς ένα πραξικόπημα για το οποίο είναι ανίκανη, με το διπλό χαρτί του “κινδύνου των αναρχικών” (για τη δεξιά) και της ψευδούς “φασιστικής απειλής” (για την αριστερά), με σκοπό να μασκαρέψει και να καταστήσει δυνατή τη δική της επίθεση ενάντια στον πραγματικό κίνδυνο, στο προλεταριάτο. Επιπλέον, η πράξη με την οποία η μπουρζουαζία προσπαθεί σήμερα να αποσωβήσει τον εμφύλιο πόλεμο είναι στην πραγματικότητα η πρώτη πράξη του εμφυλίου πολέμου ενάντια στο προλεταριάτο. Για το προλεταριάτο λοιπόν, το ζήτημα πια δεν είναι να τον αποφύγει, ούτε να τον ξεκινήσει, αλλά να τον κερδίσει. Κι αυτό αρχίζει ήδη να συνειδητοποιεί ότι δεν είναι με την μερική βία που μπορεί να κερδίσει, αλλά με την γενική αυτοδιεύθυνση της επαναστατικής βίας και τον γενικό εξοπλισμό των εργαζομένων, οργανωμένων σε Εργατικά Συμβούλια. Γνωρίζει λοιπόν από δω και πέρα, ότι οφείλει να αρνηθεί, μέσα από την επανάσταση, την ιδεολογία της βίας μαζί με τη βία της ιδεολογίας.

Σύντροφοι: μην επαναπαυθείτε εδώ: η εξουσία και οι σύμμαχοί της φοβούνται μη χάσουν τα πάντα. Εμείς δε χρειάζεται να τους φοβόμαστε ούτε αυτούς, ούτε πάνω απ’ όλα τους εαυτούς μας: “Δεν έχουμε να χάσουμε παρά μόνον τις αλυσίδες μας, κι έχουμε να κερδίσουμε έναν ολόκληρο κόσμο”.

Ζήτω η απόλυτη εξουσία των Εργατικών Συμβουλίων!

Οι φίλοι της Διεθνούς

Σημειώσεις:

Το κείμενο μεταφράστηκε απ’ τα ιταλικά, από το http://www.nelvento.net/archivio/68/isocluddcom/internazionale.htm. Ράιχσταγκ λέγεται το κτίριο του γερμανικού κοινοβουλίου, η πυρπόληση του οποίου στις 27/2/1933, κατά τα φαινόμενα απ’ τον Ολλανδό εξεγερσιακό κομμουνιστή Marinus Van Der Lubbe αποτέλεσε την αφορμή για την εγκαθίδρυση του ναζιστικού καθεστώτος (που λίγο καιρό πριν είχε εκλεγεί δημοκρατικά στην κυβέρνηση), και την εξόντωση μεγάλου μέρους των γερμανών κομμουνιστών.

Η παραπάνω προκήρυξη μοιράστηκε στην Ιταλία από το ιταλικό τμήμα της Καταστασιακής Διεθνούς, μετά τη βόμβα που εξερράγη στην Piazza Fontana του Μιλάνου στις 12/12/1969, σκοτώνοντας 17 ανθρώπους και τραυματίζοντας δεκάδες άλλους. Το ίδιο απόγευμα τρεις ακόμη βόμβες έσκασαν στο Μιλάνο και τη Ρώμη. Ήταν η πρώτη ανάλογης εμβέλειας πράξη της “στρατηγικής της έντασης” του ιταλικού κράτους, ως απάντηση στην ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος. Η βόμβα αρχικά αποδώθηκε στους αναρχικούς, 80 συνελήφθησαν, μεταξύ των οποίων ο Pietro Valpreda (έμεινε 3 χρόνια φυλακή) κι ο σιδηροδρομικός εργάτης Giuseppe Pinelli που στη διάρκεια της ανάκρισής του “πέταξε” απ’ το παράθυρο του τετάρτου ορόφου του Α.Τ. (“Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού” του Dario Fo βασίζεται σ’ αυτό το γεγονός).

Ο αστυνόμος Luigi Calabrese που κατηγορήθηκε για τον φόνο του Pinelli, αθωώηκε δικαστικά, ωστόσο εκτελέστηκε το 1972 από την οργάνωση Lotta Continua. Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Pinelli, οι έρευνες κινήθηκαν προς την νεοφασιστική οργάνωση Ordine Nuovo. Η υπόθεση τραβήχτηκε δικαστικά μέχρι και το 2005, οπότε και έληξε χωρίς να υποδεικνύει κάποιον ένοχο. Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές δήλωσαν πως οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν για τα χτυπήματα, και πιθανότατα είχαν προμηθεύσει και τα υλικά σε ακροδεξιούς που συντηρούνταν στα πλαίσια της επιχείρησης Gladio. Τα χρόνια (του μολυβιού) που θ’ ακολουθήσουν, καταγράφουν μια μεθοδικά αυξανόμενη ένταση ανάλογων ενεργειών που θα οδηγήσει στην αποκλιμάκωση και παράλυση του ταξικού αγώνα, και την επιστροφή της Ιταλίας στην καπιταλιστική ομαλότητα: η Στρατηγική της Έντασης.

Categories
Deirdre Hogan

Αδυναμίες και περιορισμοί της Ισπανικής Επανάστασης – Deirdre Hogan

Αδυναμίες και περιορισμοί της Ισπανικής Επανάστασης

…Η επανάσταση στην επαρχία ήταν πιο προχωρημένη απ’ το επίπεδο των κολλεκτιβοποιήσεων στις βιομηχανικές περιοχές. Πολλές απ’ τις αγροτικές κολλεκτίβες πέτυχαν να φτάσουν σ’ ένα στάδιο ελευθεριακού κομμουνισμού, λειτουργώντας βάσει της αρχής “απ’ τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του”. Τόσο η κατανάλωση όσο και η παραγωγή είχαν κοινωνικοποιηθεί. “Μέσα τους δεν ερχόταν κανείς αντιμέτωπος με διαφορετικές υλικές συνθήκες ζωής ή αποδοχών, αντικρουόμενα συμφέροντα λιγότερο ή περισσότερο διαχωρισμένων ομάδων” [19]. Δεν ήταν έτσι όμως η κολλεκτιβοποίηση στις πόλεις, όπου όψεις της καπιταλιστικής οικονομίας του χρήματος ακόμα υπήρχαν μαζί με μεγάλα κομμάτια της μπουρζουαζίας, των κρατικών θεσμών και των καθιερωμένων πολιτικών κομμάτων.

Η κολλεκτιβοποίηση περιοριζόταν στην εργατική αυτοδιαχείριση των χώρων εργασίας μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού, με τους εργάτες να διευθύνουν τα εργοστάσια, να πουλάν τα προϊόντα τους και να μοιράζονται τα κέρδη. Αυτό οδήγησε τον Gaston Leval να περιγράψει αυτές τις βιομηχανικές κολλεκτίβες, σαν ένα είδος “εργατικού νεοκαπιταλισμού, ένα αυτοδιαχειριζόμενο μείγμα καπιταλισμού και σοσιαλισμού, το οποίο θα ξεπερνιόταν μόνο αν η Επανάσταση κατάφερνε να εξαπλωθεί πλήρως υπό την καθοδήγηση των Συνδικάτων [20].

Τί συνέβη λοιπόν;

Η επανάσταση, βέβαια, δεν κατάφερε να εξαπλωθεί κυρίως εξ αιτίας του γεγονότος ότι ενώ οι μισθωτοί πήραν υπό τον έλεγχό τους τα εργοστάσια και προσπάθησαν να τα κοινωνικοποιήσουν, υπήρξε μια αποτυχία να σταθεροποιηθούν αυτές οι νίκες σε πολιτικό επίπεδο. Αντί να καταργήσει το κράτος στο απώγειό της η επανάσταση, όταν αυτό είχε απωλέσει κάθε νομιμοποίηση και υπήρχε μόνο κατ’ όνομα, επετράπηκε στο κράτος να συνεχίσει να υπάρχει, ενώ η ταξική συνεργασία που προώθησε η ηγεσία της CNT (στο όνομα της αντιφασιστικής ενότητας) του αποκατέστησε τελικά την χαμένη κοινωνική νομιμοποίησή του. Έτσι, υπήρξε μια περίοδος δυαδικής εξουσίας, όπου οι εργάτες διατηρούσαν έναν εκτεταμένο έλεγχο στα εργοστάσια και τους δρόμους, αλλά το κράτος μπορούσε αργά -αργά να ξαναχτίσει την εξουσιαστική δομή του μέχρι να μπορέσει να εναντιωθεί στην επανάσταση και να επανακτήσει την εξουσία. Οι οικονομικοί περιορισμοί της επανάστασης: το γεγονός ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν κοινωνικοποιήθηκε, ότι η κολλεκτοβοποιήσεις δεν συνενώθηκαν σε εθνικό επίπεδο, ότι οι βιομηχανικές κολλεκτίβες δεν προχώρησαν από έναν -στην καλύτερη περίπτωση- συντονισμό σε επίπεδο κάθε βιομηχανίας ξεχωριστά, είναι αλληλένδετα με αυτό το τεράστιο πολιτικό λάθος που πρόδοσε τις αναρχικές αρχές.

Προκειμένου να επιτύχει έναν ελευθεριακό κομμουνισμό με την παραγωγή βασισμένη στις ανάγκες και την κοινοτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής καθώς και των παραγόμενων προϊόντων, ήταν απαραίτητο να αντικαταστήσει ολόκληρο το καπιταλιστικό χρηματοπιστωτικό σύστημα με μια εναλλακτική κοινωνική οικονομία βασισμένη στην ομοσπονδιακή ενότητα ολόκληρης της εργατικής τάξης, και με ένα μέσο λήψης συλλογικών αποφάσεων για ολόκληρη την οικονομία. Αυτό, θα απαιτούσε τη δημιουργία εργατικών συμβουλίων και ενός ομοσπονδιακού συντονιστικού που θα ένωνε όλες τις κολλεκτίβες της χώρας και θα επέτρεπε έναν αποτελεσματικό συντονισμό και σχεδιασμό ολόκληρης της οικονομίας. Αυτό το νέο σύστημα οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης θα έπρεπε να αντικαταστήσει την κυβέρνηση και την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Καθώς το είπε ο Κροπότκιν, “μια νέα μορφή οικονομικής οργάνωσης θα χρειαστεί αναπόφευκτα και μια νέα μορφή πολιτικής δομής”[21]. Ωστόσο, όσο η καπιταλιστική πολιτική δομή – η κρατική εξουσία – παρέμενε ανέπαφη, η νέα οικονομική οργάνωση δεν μπορούσε να αναπτυχθεί και κάθε πλήρης συντονισμός της οικονομίας εμποδιζόταν.

Αντεπανάσταση.

Οι βιομηχανικές κολλεκτίβες δεν μπορούσαν να προχωρήσουν, για τον ίδιο λόγο με τις αγροτικές κολλεκτίβες “ως συνέπεια των αντιφατικών παραγόντων και της αντιπαράθεσης που δημιουργήθηκε από τη συνύπαρξη κοινωνικών ρευμάτων προερχόμενων από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις”[22]. Στη βιομηχανική πόλη του Alcoy, για παράδειγμα, όπου τα Συνδικάτα είχανε άμεσα πάρει υπό τον έλεγχό τους όλες τις βιομηχανίες χωρίς εξαίρεση, η οργάνωση της παραγωγής ήταν εξαιρετική. Ωστόσο, ο Leval σημειώνει: “Το αδύναμο σημείο ήταν, όπως και σε άλλα μέρη, η οργάνωση της διανομής. Αν δεν ήταν η εναντίωση των εμπόρων και των πολιτικών κομμάτων, που είχαν εξεγερθεί ενάντια σε μια επαπειλούμενη πλήρη κοινωνικοποίηση, πολεμώντας ένα τέτοιο “υπερεπαναστατικό” πρόγραμμα, θα ήταν όλα πολύ ευκολότερα… Ακόμα και με τους σοσιαλιστές, τους δημοκρατικούς και τους κομμουνιστές πολιτικούς,  να προσπαθούν με κάθε τρόπο να σαμποτάρουν την επιτυχία μας, ακόμα και να αποκαταστήσουν την παλιά τάξη πραγμάτων ή να διατηρήσουν ότι απέμενε απ’ αυτήν
[23].

Οι δυνάμεις της αντεπανάστασης κατάφεραν να ενωθούν όλες στην αντίθεσή τους με τις επαναστατικές αλλαγές που λάμβαναν χώρα στην Ισπανία και να χρησιμοποιήσουν την κρατική εξουσίια για να χτυπήσουν τις κολλεκτίβες. Απ’ την αρχή κιόλας, το Κράτος είχε αφεθεί να ελέγχει συγκεκριμένα αποθέματα, όπως αυτά του χρυσού. Μέσω του ελέγχου των αποθεμάτων σε χρυσό και του πιστωτικού μονοπωλίου, το δημοκρατικό κράτος στάθηκε ικανό να κρατήσει ζώνες της οικονομίας εκτός του ελέγχου της εργατικής τάξης, υποσκάπτωντας έτσι αποτελεσματικά την επαναστατική διαδικασία. Προκειμένου να αποκτήσει το πάνω χέρι απέναντι στις κολλεκτίβες, να ελαχιστοποιήσει το έργο τους, και να μπλοκάρει τις πρωτοβουλίες κινήσεων της εργατικής τάξης προς την κατεύθυνση της οικονομικής ενοποίησης και μιας συνολικής ρύθμισης της οικονομίας από τα κάτω, το Καταλανικό Κράτος εξέδωσε τον νόμο των κολλεκτιβοποιήσεων τον Οκτώβρη του 1936. Αυτός ο νόμος που “νομιμοποιούσε” τις κολλεκτίβες, στην ουσία εμποδίζοντάς τες απ’ το να αναπτυχθούν πλήρως στον ελευθεριακό κομμουνισμό, υποχρεώνοντας κάθε εργαστήριο και κάθε εργοστάσιο να πουλούν ξεχωριστά τα προϊόντα τους, ως ανεξάρτητοι παραγωγοί. Το κράτος προσπάθησε να ελέγξει τις κολλεκτίβες μέσω της νομιμοποίησής τους, δημιουργώντας επίσης διευθυντικές επιτροπές οι οποίες λογοδοτούσαν στο Υπουργείο Οικονομίας. Ο νόμος επίσης επέτρεπε την κολλεκτιβοποίηση εργοστασίων με πάνω από 100 εργάτες.

Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, οι αγωνιστές της CNT πολεμούσαν ενάντια σ’ αυτό το σύστημα και υπέρ ενός μεγαλύτερου συντονισμού μεταξύ διαφορετικών χώρων εργασίας. Στα έντυπά τους και στις συνελεύσεις των συνδικάτων και των κολλεκτίβων προσπαθούσαν να πείσουν τους συναδέλφους τους για τους κινδύνους μιας μερικής μόνο κολλεκτιβοποίησης, για την αναγκαιότητα του να κρατήσουν τον έλεγχο της παραγωγής αποκλειστικά στα χέρια τους και να εκμηδενίσουν την εργατική γραφειοκρατία που η νομιμοποίηση προσπαθούσε να δημιουργήσει. Ήταν μερικώς επιτυχείς, και οι βιομηχανικές κολλεκτίβες γρήγορα κινήθηκαν προς μια μεγαλύτερη κοινωνικοποίηση. Ωστόσο, υπέφεραν από από μια αύξουσα δυσκολία εξεύρεσης φυσικών πόρων καθώς κι απ’ τις συνεχείς αντεπαναστατικές επιθέσεις. Γίνονταν διαρκώς προσπάθειες να σαμποταριστεί η λειτουργία των κολλεκτίβων. Αυτές περιλάμβαναν εκτεταμένες παρεμποδίσεις των ανταλλαγών μεταξύ αστικών και αγροτικών ζωνών και μια συστηματική άρνηση τροφοδοσίας είτε με παραγωγικά κεφάλαια είτε με πρώτες ύλες, πολλών κολλεκτίβων, ακόμα και της πολεμικής βιομηχανίας, μέχρι να υποκύψουν στο να περιέλθουν υπό κρατικό έλεγχο.

Έπειτα, τον Μάη του 1937, ξέσπασαν οδομαχίες καθώς κυβερνητικά στρατεύματα επιτέθηκαν σε κολλεκτίβες όπως το -υπό τον έλεγχο της CNT- κολλεκτιβοποιημένο τηλεφωνικό κέντρο της Βαρκελώνης. Τον Αύγουστο του 1938, κάθε σχετική πολεμική βιομηχανία τέθηκε υπό πλήρη κυβερνητικό έλεγχο.”Σε κάθε περίπτωση όπου οι κολλεκτίβες υποσκάφτηκαν, καταγράφηκαν τεράστιες πτώσεις τόσο στην παραγωγικότητα όσο και στο ηθικό των εργαζομένων: ένας παράγοντας που με βεβαιότητα συνεισέφερε στην τελική ήττα της Ισπανικής Δημοκρατίας από τις δυνάμεις του Φράνκο το 1939 [24].

Σαν Συμπέρασμα:

Παρά τους περιορισμούς της βιομηχανικής επανάστασης στην Ισπανία, αποδείχθηκε με σαφήνεια ότι η εργατική τάξη ήταν απολύτως ικανή να διευθύνει τα εργοστάσια, τις βιοτεχνίες και τις δημόσιες υπηρεσίες χωρίς αφεντικά ή μάνατζερς να δίνουν εντολές. Απέδειξε ότι οι αναρχικές μέθοδοι οργάνωσης, η λήψη αποφάσεων από τα κάτω, μπορούν να είναι αποτελεσματικές σε μια εκτεταμένη βιομηχανία περιλαμβάνοντας το συντονισμό χιλιάδων εργαζομένων σε πολλές διαφορετικές πόλεις κι επαρχίες. Η επανάσταση μας δίνει επίσης μια εικόνα της δημιουργικής δυναμικής καθημερινών ανθρώπων με το που παίρνουν τον έλεγχο των ζωών τους στα χέρια τους. Η ισπανική εργατική τάξη, δεν κατάφερε απλά να συνεχίσει την παραγωγή εν μέσω του πολέμου, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις κατάφερε να την αυξήσει, βελτιώνοντας ταυτόχρονα τις συνθήκες εργασίας και εισάγοντας νέες τεχνολογίες και διαδικασίες στους χώρους εργασίας. Δημιούργησαν εκ του μηδενός, μια πολεμική βιομηχανία, χωρίς την οποία δε θα μπορούσε να διεξαχθεί ένας πόλεμος ενάντια στον φασισμό. Η επανάσταση ακόμα, απέδειξε ότι χωρίς τον ανταγωνισμό που φέρει ο καπιταλισμός, η βιομηχανία μπορεί να λειτουργήσει με έναν πολύ πιο ορθολογικό τρόπο. Τελικά έδειξε, πως η οργανωμένη εργατική τάξη εμπνευσμένη από ένα σπουδαίο ιδανικό έχει τη δύναμη να μετασχηματίσει την κοινωνία.



(19) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, ch 11, pg227.
(20) ibid, ch 11, pg 227.
(21) Kropotkin, anarchist FAQ, I.8.14,
http://www.geocities.com/CapitolHill/1931/secI8.html#seci814
(22) Gaston Leval, Collectives in the Spanish Revolution, Freedom Press, 1975, ch 11, pg227
(23) οπ.π. ch 11, pg239.
(24) Lucien Van Der Walt, The Collectives in Revolutionary Spain, http://www.struggle.ws/spain/coll_l.html

Απόσπασμα από το Industrial Collectivisation during the Spanish Revolution – Deirdre Hogan

Categories
Alfredo M. Bonanno

Κείμενα και σημειώσεις του Alfredo M. Bonanno

Εισαγωγικό σημείωμα:

Ο Alfredo Maria Bonanno, γεννημένος το 1937 στην Κατάνη της Σικελίας, είναι απ’ τους πιο πολυγράφους σύγχρονους αναρχικούς, υπεύθυνος των εκδόσεων Anarchismo, αλλά και άλλων εκδοτικών εγχειρημάτων. Το 1977 καταδικάστηκε για το βιβλίο του La Gioia Armata (Οπλισμένη Ευτυχία), σε 18 μήνες φυλάκισης. Το βιβλίο αυτό είχε κυκλοφορήσει σε μια ιστορική στιγμή που το ιταλικό επαναστατικό κίνημα περνούσε ανοιχτά στην επίθεση, ενώ ανάλογες ήταν οι συνθήκες και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Ισπανία, Αγγλία) και το ζήτημα της βίας βρισκόταν στην καθημερινή διάταξη. Η συνεισφορά του έγκειται σε έναν εορτασμό της διάχυτης ταξικής βίας που απελευθερώνει και ικανοποιεί το άτομο, αλλά ταυτόχρονα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την εμφάνιση του ένοπλου κόμματος, που περιορίζει την ταξική σύγκρουση σε μια μιλιταριστική διάσταση, επιβάλλοντας τη μεσολάβηση μιας μικρής μειοψηφίας ένοπλων στην πολυπλοκότητα δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που αγωνίζονταν με κάθε μέσο ενάντια στην τρέχουσα αναδιοργάνωση του Κεφαλαίου, που εκείνη τη στιγμή φαινόταν ασθενής. Στο πνεύμα του βιβλίου, κάθε αυθεντική απελευθερωτική και καταστροφική δράση, προέρχεται από μια λογική ικανοποίησης απ’ τον αγώνα, κι όχι ενός αυτοθυσιαζόμενου καθήκοντος σύμφωνου με τις ντιρεκτίβες μιας μικρο-γραφειοκρατίας. Το ιταλικό ανώτατο δικαστήριο διέταξε την καταστροφή των αντιτύπων του βιβλίου που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο, ενώ απέστειλε εγκύκλιο στις δημόσιες βιβλιοθήκες να ξεφορτωθούν τα αντίτυπα που πιθανώς είχαν. Αρκετοί βιβλιοθηκάριοι αντιτάθηκαν σ’ αυτήν την ναζιστικής έμπνευσης τακτική. Απαγορεύτηκε γενικά η κυκλοφορία του, ενώ κατασχέθηκαν αντίτυπα που διέθεταν στα σπίτια τους αναρχικοί αγωνιστές στα πλαίσια αστυνομικών επιχειρήσεων-εισβολών κατ’ οίκων. Λίγο αργότερα, ο συγγραφέας κατηγορήθηκε ως “υποκινητής” της Azione Rivoluzionaria, μιας ένοπλης οργάνωσης του 1976-79, που δρούσε βάσει “ομάδων συγγενείας” σε όλη την κεντρική Ιταλία, εναντίον κυρίως εφημερίδων και κομματικών γραφείων, και ανάλογων “χειραγωγικών μηχανισμών κατασκευής της συναίνεσης”. Στα 1979 η οργάνωση πρακτικά διαλύεται με την προσαγωγή 86 ατόμων και τη σύλληψη των Salvatore Cinieri και Gianfranco Faina.  Ο πρώτος θα πεθάνει στη φυλακή σε συμπλοκή με ποινικούς κρατουμένους, όταν υπερασπίστηκε έναν κρατούμενο που θεωρούνταν ύποπτος για κατάδοση σχεδίου απόδρασης, ενώ ο δεύτερος θα αφεθεί ελεύθερος να πεθάνει από καρκίνο του πνεύμονος, όταν του διαγνώστηκε όγκος κατά την κράτησή του.

Με την υποχώρηση του κινήματος, το ενδιαφέρον του συγγραφέα στράφηκε στην κριτική των παραδοσιακών συνδικαλιστικών και οργανωτικών δομών, καθώς και στις νέες μητροπολιτικές εξεγέρσεις, που επανεμφανίζονται στη δύση σταθερά μετά το ’80, χωρίς την καθοδήγηση κανενός κόμματος, χωρίς φανερά αιτήματα κλπ. Κάποια απ’ τα πιο γνωστά έργα του, που κυκλοφορούν στα αγγλικά χάρη στο μεταφραστικό έργο της Jean Weir, είναι και τα The Anarchist Tension, Anarchism and the National Liberation Struggle, A Critique of Syndicalist Methods, For An Anti-authoritarian Insurrectionalist International (Μάλλον εξαντλημένη στα ελληνικά μπροσούρα Για μια Αντιεξουσιαστική Εξεγερτική Διεθνή, από τις εκδόσεις Επαναστατική Αυτοοργάνωση), Let’s Destroy Work, Let’s Destroy the Economy, Palestine Mon Amour, Locked Up, From Riot to Insurrection, κείμενα για τον Χέγκελ, τον Στίρνερ, τον συνδικαλισμό και την εργατική αυτονομία κ.α. Η γνωστή πολύχρονη δραστηριότητά του τον καθιστά και στόχο των κατασταλτικών οργανισμών, έτσι στις 2 Φλεβάρη 1989, στα πλαίσια μιας επιχείρησης των Digos (κάτι σαν ιταλικά εκάμ) μετά από ληστεία επιφανούς κοσμηματοπωλείου, με εισβολές σε καταλήψεις και σπίτια αναρχικών, θα συλληφθεί μαζί με τον Giuseppe Stasi και θα καταδικαστούν σε 68 και 54 μήνες φυλάκισης, αντίστοιχα. Ξανά την νύχτα της 19ης Ιούνη 1997, σε επιχείρηση-“σκούπα” των ιταλικών υπηρεσιών ασφαλείας εναντίον αναρχικών καταλήψεων και εκατοντάδων σπιτιών σε όλη τη χώρα, που θα ακολουθήσει την βόμβα στο Palazzo Marino του Μιλάνο, ο Bonanno συλλαμβάνεται μαζί με εκατοντάδες άλλους αναρχικούς.

Στις 2 Φλεβάρη του 2003, επίσης, θα καταδικαστεί σε 6 χρόνια φυλάκισης και 2.000 ευρώ πρόστιμο για ένοπλη ληστεία, στα πλαίσια της “Δίκης Marini”, στην οποία αναρχικοί αγωνιστές καταδικάστηκαν βάσει του ιταλικού θεωρήματος Marini, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι αναρχικοι της χώρας (καταλήψεις, ομάδες αλληλεγγύης σε φυλακισμένους, σε μετανάστες κλπ) είναι μέλη μιας “ένοπλης οργάνωσης με σκοπό την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος”. Για την οργάνωση αυτήν, επινόησαν μέχρι κι ένα (ανύπαρκτο μέχρι τότε και γελοίο) όνομα: ORAI-“Εξεγερσιακή αναρχική επαναστατική διεθνής”. Ο φήμη του Bonanno ως “θεωρητικού” και καταδικασμένου συγγραφέα του χάρισε τη θέση του “ιδεολογικού ηγέτη” αυτής της ανύπαρκτης οργάνωσης, σύμφωνα με τις κατηγορίες. Στο εφετείο, η ποινή του έπεσε στα 3,5 χρόνια. Στην 1 Οκτώβρη, ο Alfredo Bonanno συνελήφθη κοντά στα Τρίκαλα, μετά από σύλληψη του αναρχικού Χρήστου Στρατηγόπουλου μετά από ένοπλη ληστεία τράπεζας. Ο Χρήστος Στρατηγόπουλος διατηρεί επίσης αναρχικές εκδόσεις (Σίσυφος, Επαναστατική Αυτοοργάνωση), ενώ ο Alfredo βρισκόταν ως προσκεκλημένος του στην Ελλάδα, για μια σειρά ομιλιών με αφορμή το βιβλίο του “Κυριαρχία και εξέγερση στην μεταβιομηχανική κοινωνία” που είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις του “Ελευθεριακου Ινστιτούτου Κοινωνικών Μελετών Ιωαννίνων” το οποίο λειτουργούσε ο Χρήστος Στρατηγόπουλος, ο οποίος από την σύλληψή του ήδη, ανέλαβε την πλήρη ευθύνη για την ληστεία της τράπεζας, αναφέροντας ότι κατέφυγε στην ενέργεια αυτή για προσωπικούς βιοποριστικούς λόγους, για την αποπληρωμή επαχθών τραπεζικών δανείων. Ο Χρήστος Στρατηγόπουλος, είχε συλληφθεί στα 1994 με τους αναρχικούς Antonio Budini, Jean Weir, Carlo Tesseri, και Βαγγελιώ Τζιούτζια κοντά στο Rovereto της Β. Ιταλίας, για ληστεία της τοπικής Αγροτικής Τράπεζας, και είχαν καταδικαστέι σε ποινές φυλάκισης, στα πλαίσια του θεωρήματος Marini, στο οποίο χρησιμοποιήθηκε μια νεαρή κοπέλα προκειμένου να “αναγνωρίσει” τους τέσσερεις αγωνιστές. Σε επόμενη φάση του θεωρήματος “διερευσε” φωτογραφία του Alfredo Bonanno (προ εικοσαετίας) σε σκίτσο των αρχών, στην κορυφή μιας πυραμίδας με γραμμές να τον συνδέεουν με τους συλληφθέντες και άλλους αγωνιστές.

Είμαστε μάρτυρες μιας επανάληψης τέτοιων μεθοδεύσεων και στην Ελλάδα, με τα δημοσιεύματα που “διαρρέουν” ανά λίγες μέρες σχετικά με πιθανή συμμετοχή του Alfredo Bonanno και σε άλλη ληστεία στο Αργοστόλι, καθώς στήνεται ένα κλίμα φυσικής εξόντωσης του “παππού” Alfredo, που παρά τα 73 του χρόνια και τη βεβαρυμένη υγεία του, δεν εγκαταλείπει τα “όπλα” του. Ορισμένα απ’ αυτά τα όπλα κρίνουμε θεμιτό να ρίξουμε στην μάχη που μαίνεται στην χώρα μας, καθώς το Κεφάλαιο αναδιαρθρώνεται, επιχειρώντας μια πρωτοφανή υποτίμηση της εργασίας και κατεπέκτασι των βιοτικών συνθηκών, μέσα σ’ ένα κλίμα εθνικής συναίνεσης των ιδεολογικών, συνδικαλιστικών και πολιτικών παραγόντων του, εκθέτοντάς τους έτσι σε κρίση. Ο διευθυντής τράπεζας-πασόκος-πρόεδρος της γσεε-και πρόσφατα προπυλακισμένος από απεργούς στην πορεία της 5/3, κάτι παραπάνω θα ξέρει επ’ αυτού. Να πάρουμε πίσω τους αιχμαλώτους μας, το απελευθερώσουμε το μέλλον, να αντιστρέψουμε την κρίση. Ακολουθούν κείμενα του Alfredo M. Bonanno. Σημείωση: Τα κείμενα αυτά (παρουσιάζουμε εδώ λόγω περιορισμένης άνεσης μερικά σύντομα κείμενα και σημειώσεις κι όχι τα κύρια έργα του συγγραφέα) γράφτηκαν δεκαετίες πριν, κι ανήκουν σε μια εποχή (της καπιταλιστικής αθωότητας-της υποθηκευμένης ευμάρειας και της επαναστατικής υποχώρησης) που για την Ελλάδα πέρασε ανεπιστρεπτί τον Δεκέμβρη του 2008. Με την έννοια αυτή, όπως σημειώνει κι ο συγγραφέας σε μια επανέκδοση του La Gioia Armata, πολλά απ’ τα ερωτήματα της εποχής έχουν απαντηθεί απ’ την ίδια την Ιστορία. Ωστόσο, η σκέψη παραμένει άξια ιδιαίτερης αναφοράς.

Δείτε επίσης:

Εργατικά συμβούλια και προλεταριακή αυτονομία, ένα εξαιρετικό κείμενο του Alfredo και άλλων συντρόφων

Ιταλία 1977 και μια κριτική του ενόπλου – Alfredo Bonanno κ.α.

Ασθένεια και Κεφάλαιο, του Alfredo M. Bonanno

Η αναρχική δυναμική, του ιδίου

Για μια κριτική του ενόπλου, πρόλογος

Οι νέοι σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία, του ιδίου

Ένα χρονολόγιο της δίωξης Marini

Μια χοντροκομμένη μεθόδευση εναντίον ιταλών αναρχικών

Για τους συλληφθέντες A.M.B. και Χ.Ζ από το blog απο-δραση

Aπό την εκπομπή Κραυγές Απ’ τα Κελιά του ράδιο 98fm

Ας καταστρέψουμε την εργασία…, του Alfredo M. Bonanno (Εκδόσεις Σίσυφος)

Pantagruel-Provocazione: Αγγλικές μεταφράσεις έργων του Alfredo M. Bonanno

After Trikala: Blog διεθνούς ενημέρωσης για τους συλληφθέντες συντρόφους

Μετά τα Τρίκαλα…

Ανεργία: Πως και δεν εκρήγνυνται τα πάντα;

Ένα ερώτημα που θέτουμε συχνά στους εαυτούς μας. Η επαναφομοίωση της ανεργίας από τον τριτογενή τομέα δεν είναι αρκετά ικανοποιητική εξήγηση. Ούτε η ανάπτυξη της παραγωγικότητας, ο έλεγχος του πληθωρισμού ή η ανάπτυξη της εργασιακής ελαστικότητας και της επισφαλούς (μαύρης) εργασίας. Ιδωμένες ξεχωριστά, αυτές οι απαντήσεις ενδεχομένως είναι όλες σωστές, αλλά καμία τους δεν μπορεί να εξηγήσει το θέμα από μόνη της, αλλά ούτε και όλες τους μαζί. Οι αρχές των 80es ήταν αναμφίβολα μια εποχή υλικών δυσκολιών για ολόκληρο το οικονομικό σύστημα. Ο βιομηχανικός τομέας είχε υπερφορτωθεί, ο πληθωρισμός κάλπαζε, φόβοι κοινωνικών συνεπειών από την μείωση του εργασιακού κόστους βραχυπρόθεσμα ήταν φανεροί, και τα συνδικάτα επέμεναν στην υπεράσπιση της εργασίας και της πραγματικής αξίας της εργασίας. Την ίδια εποχή έγινε έκδηλο κάτι που ήταν ήδη σαφές για μας από το τέλος του 1977: Το πέρασμα από μια κατάσταση υλικών δυσκολιών σε ένα ξύπνημα της εργατικής συνείδησης ως τάξης, δεν είχε λάβει χώρα. Ήταν μια κρίση; Είναι αδύνατον να δώσουμε απάντηση, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, πολύ απλά επειδή δεν ξέρουμε πώς ακριβώς είναι μια κρίση. Οι εργάτες θα έπρεπε να είχαν πάει παραπέρα από έναν απλό οικονομικό αγώνα -τουλάχιστον σύμφωνα με μια μαρξιστική ανάλυση- και να περάσουν στον κοινωνικό. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε αρχικά να είχε γίνει μέσω του κόμματος και σε δεύτερη φάση μέσω των συνδικάτων. Με άλλα λόγια, ένα επαναστατικό υποκείμενο θα ‘πρεπε να προκύψει από την κρίση. Στην πραγματικότητα, τίποτε τέτοιο δεν συνέβη. Όχι μόνο δεν υπήρχε πια θέληση να αγωνιστεί κανείς για τη διαμόρφωση των οικονομικών πλαισίων, αλλά πιο σημαντικό, δεν υπήρξε κανένα πραγματικό εμπόδιο στην ανάπτυξη και την αναδιοργάνωση της καπιταλιστικής εξυγείανσης.

Δεν προέκυψε τελικά μια εγκατάλειψη της παραίσθησης ενός δίκαιου ξεπουλήματος της εργατικής δύναμης, που περίμενε ο Μαρξ. Κάτι τέτοιο απλά έδωσε στα αφεντικά λίγο χρόνο, ακριβώς τη στιγμή που η κατάσταση σοβάρευε. Για την ακρίβεια, κάτι τέτοιο δεν συνέβη επίσης χάρη στην παρέμβαση της τεχνολογίας πληροφοριών. Σήμερα οι συνθήκες της αγοράς εργασίας θα μπορούσαν να συνοψιστούν στην αυξημένη ικανότητα του κεφαλαίου να αφομοιώνει και να διαχειρίζεται τον στρατό των ανέργων. Οι ικανότητές του σ’ αυτό το πεδίο είναι ενδεικτικές, κι έχουν να κάνουν κυρίως με πρωτοβουλίες μιας “εναλλακτικής” τάσης που κάποτε αποτελούνταν από λιγοστούς γραφικούς ονειροπόλους. Η “ευφυία” του Κεφαλαίου είναι επληκτική: Ο Μάρξ θα έλεγε μάλλον συναρπαστική. Εγκολπώνει ολόκληρους αγώνες, τους χρησιμοποιεί ενάντια σ’ αυτούς που τους διεξάγουν, κι ενάντια στο κυρίως σώμα της εργατικής τάξης. Ξεχωρίζει τους πιο απομονωμένους αγωνιστές, τους μεταμορφώνει σε “εγκληματίες” και τους χρησιμοποιεί ως φόβητρο για να μαζέψει όλους τους υπόλοιπους ξανά πίσω στο κοπάδι.

Έπειτα, το νέο concept της ποιότητας, θα αναλάβει το ρετουσάρισμα. Η πολιτική σταθεροποιείται, καθώς συμπεριφορές που θεωρούνταν ανήθικες επαναρρυθμίζονται ώστε να συμβιώνουν πλέον με την τρέχουσα φόρμα, κάνοντας τα στραβά μάτια σε κάποιες απ’ τις πιο ακραίες εκδοχές τους. Δεν είναι δυνατόν να μιλά κανείς για μια “αποτυχία” του κόμματος ή του συνδικάτου ως λειτουργία. Κατά την άποψή μου, είναι μέρος μιας ιστορικής διαδρομής που φτάνει στις φυσικές συνέπειές της. Το τέλος μιας εποχής. Το τέλος μιας μεγάλης ψευδαίσθησης. Η λειτουργία του Κεφαλαίου είναι χαοτική. Διαπερνά το σχολείο, την οικογένεια, την εκκλησία κι οτιδήποτε άλλο. Δεν υπάρχει χώρος που να μην καταλαμβάνει, καθώς εξορίσει κάθε αντίσταση με όρους πάλης. Ο καταπιεστικός μηχανισμός του, καλωσορίζει αποτρόπαιες πρακτικές όπως η ρουφιανιά, η “μεταμέλεια” μετά κατάδοσης, για να εξωθήσει στα όρια ορισμένες συνέπειες των αντιφάσεών του, που, οσοδήποτε περιθωριακές, μπορούν και πάλι να δημιουργήσουν μια σχετική ανισορροπία.

Αντίθετα, προκειμένου να τσακίσει την αντίσταση των πιο ριζοσπαστικών και λιγότερο θεσμοθετημένων, εξαναγκάζοντάς τους στη σιωπή, επιστρατεύει ωμή και σκέτη καταστολή, ειδικές φυλακές και σφαίρες στο ψαχνό. Έχει δείξει ξεκάθαρα και για πάντα, ότι είναι ένα ψέμμα το ότι η εξέγερση είναι πιο δύσκολη σε στιγμές υλικής δυσκολίας για ολόκληρο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. Κι αυτό ήταν ένας απ’ τους πολιορκητικούς κριούς του μαρξισμού.

Το γεγονός ότι το Κράτος και το Κεφάλαιο όμως είναι πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι θα σκεφτόταν κανείς και πολύ πιο αλληλένδετα απ’ ότι ακόμη κι ο Μαρξ θα μπορούσε να περιγράψει στην εποχή του, παραμένει. Δεν πρέπει να υποτιμούμε τον ρόλο του Κράτους στην επαναφομοίωση. Από μόνος του, ένα οικονομικό σύστημα θα προσπαθούσε να κατατμήσει και να υποτιμήσει τα εργοστάσια. Όμως το Κράτος ως συνεργός της οικονομίας, έκανε πράξη ένα απίθανο πρόγραμμα ανασυγκρότησης των εργοστασίων. Σήμερα, είμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση που θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε πρακτικά ως συνεταιριστική. Δεν υπάρχει πραγματική πολιτική αντιπολίτευση, εκτός ως θέαμα, ούτως ώστε η κυβέρνηση να μπορεί να παίρνει σκληρές αποφάσεις για το καλό της οικονομίας. Αυτή είναι και η δικλείδα ασφαλείας που κρατά το σύστημα απ’ το να εκραγεί, αυτό είναι και το γιατί ανεχόμαστε ένα τέτοιο ποσοστό ανεργίας παραιτημένοι, θεωρώντας φυσιολογικό ένα ακόμη τεράστιο ποσοστό προσωρινά ή επισφαλώς εργαζομένων. Η αποσύνθεση της τάξης κάνει εφικτή την ενσωμάτωση των ατόμων, τον μετασχηματισμό των προσωπικών σχέσεων, έναν βίαιο μετασχηματισμό της ζωής για τον καθένα. Δεν υπάρχει πια ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς για τους αγώνες. Η κατάρρευση των παλιών μύθων οδηγεί σε μια αποδοχή της ζωής ως συνεχή κατάρρευση. Κι ενάντια σε μια κατάσταση που έχουμε όλοι συνηθίσει να θεωρούμε φυσιολογική, δεν εξεγείρεται κανείς.

[Από το: La disoccupazione in Italia. Perché non salta tutto, in “Anarchismo”, no. 63, 1989. Αγγλική μετάφραση της Jean Weir, στο “Let’s destroy work, let’s destroy economy”, Elephant Editions, London.]

***

Προς μια συμβίωση με την κρίση

Η ανάγκη να συμβαδίζουν με τα πλάνα παραγωγικότητας που βασιζόταν σε μια προηγούμενη οικονομική οργάνωση και τους ανάλογους οικονομικούς νόμους έκανε την κατάσταση για τις καπιταλιστικές εταιρίες (που αποτελούν το βασικό στοιχείο αυτού που συνήθως αποκαλούμε “κεφάλαιο”) ιδιαίτερα επίφοβη. Έτσι, η παραμικρή απόκλιση από τα πλάνα θεωρείτο ύποπτη και αποτέλεσμα απρόσμενων καταστάσεων, και ως αποτέλεσμα η επίμονη, διαχρονική φύση των συμβάντων που οι ειδικοί ισχυρίζονταν πως αποτελούν εξαιρέσεις στον κανόνα, τους διέφευγε. Μεταβολές στα επίπεδα της ζήτησης, ο ενδο-ολιγοπωλιακός ανταγωνισμός, η πολυεθνικοποίηση των αγορών, η ταλάντωση των επιπέδων των τιμών, του κόστους, των ρυθμίσεων, της περιβαλλοντικής ρύθμισης: όλα αυτά έπαψαν να θεωρούνται “στοιχεία αποσταθεροποίησης” που αντιβαίνουν στις βεβαιότητες της μόνης θεωρίας που εξουσιοδοτείται να ερμηνεύει την πραγματικότητα.

Έτσι το κεφάλαιο βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με ορισμένες εκπλήξεις σ’ έναν στρατηγικό τομέα. Αντιμετώπισε συνεχείς μεταβολές στα πλάνα του, κάνοντάς το ολοένα και πιο δύσκολο να προσαρμόζει εκ νέου τον εαυτό του στην διαμορφούμενη οικονομική πραγματικότητα. Άρχισε έτσι να εξαπλώνεται μια υποψία ότι ενδεχομένως να υπήρχε μια πιθανότητα οικονομικής συμπεριφοράς αυτού του όλου αποσταθεροποιητικού “παραλογισμού”. Ο κρατικός παρεμβατισμός, ειδικά στα τέλη των 70es υποδείχθηκε ως ένα εργαλείο που θα μπορούσε να συνεισφέρει σε μια αποκατάσταση των ισορροπιών, αλλά από μόνο του δεν ήταν επαρκές. Ο κρατικός παρεμβατισμός, στόψευε σ’ έναν περιορισμό των αρνητικών όψεων του “καπιταλιστικού ανταγωνισμού”, που είχε καταλήξει να απαιτεί γενναία ποσότητα κοινωνικού ελέγχου. Βασικά, το κράτος είναι μια οικονομική επιχείρησει που εξειδικεύεται στον περιορισμό της συνολικής οικονομικής (και κοινωνικής) πραγματικότητας στην παραγωγή ενός και μόνου προϊόντος: της κοινωνικής ειρήνης.

Το κεφάλαιο, βλέποντας τον εαυτό του μέσα από την αντανάκλασή του στον παραμορφωτικό καθρέπτη των ΑνατολικοΕυρωπαικών κρατών, γνωρίζει πολύ καλά πως ο κρατικο-καπιταλιστικός δρόμος προς την αναδιοργάνωση είναι απλά ένα μη-χειρότερο κακό. Εγγυείται τον έλεγχο της εξουσίας, αλλά διαστρεβλώνει τις ταξικές όψεις του καπιταλισμού σε τέτοιο βαθμό, που τις υποτάσσει στους περιορισμούς της απόλυτης ανάγκης της εξουσίας να ασκεί έλεγχο.

Βασικά τότε, αν το σκεφτεί κανείς, ολόκληρη η φάση του πλασαρίσματος του “Κράτους” ως ένα φορέα εξυγείανσης, ο οποίος με καθαρά οιικονομικούς όρους είχε χρεωκοπήσει μέχρι το τέλος των 80es, στόχευε κυρίως στο να υποστηριχθεί (τουλάχιστον όσον αφορά τις τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες) από τα μεγαλύτερα ως τότε τεχνολογικά επιτεύγματα της ιστορίας: τα ηλεκτρονικά. Αυτό έγινε το αναπόσπαστο υλικό της συμβίωσης με το τέρας. Η λύση που πρότεινε έγκειται στην επίτευξη της μέγιστης ελαστικότητας στον ελάχιστο χρόνο.

Επαναστάτες

Αν το “τέλος” της κρίσης σημαίνει ότι ο καπιταλισμός επιβιώνει με το να προσαρμόζεται σε μια οικονομική πραγματικότητα που προηγουμένως φαινόταν χαοτική, δεν μπορούμε να μιλάμε για ντετερμινισμό, προβλεψιμότητα και οικονομικούς “νόμους”. Δεν μπορούμε να μιλάμε καν για “κρίσεις”, εννοώντας καταστάσεις που συμβαίνουν προς όφελός μας. Δεν είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε τον ταξικό πόλεμο ως κάτι με εναλλασόμενες φάσεις. Ασφαλώς, η σύγκρουση δεν είναι “διαρκής” στο πέρασμα του χρόνου, δηλαδή μέσα της υπάρχουν στιγμές μεγαλύτερης και μικρότερης έντασης, αλλά μάλλον είναι ένα θέμα ποιοτικών και ποσοτικών αλλαγών που δεν μπορούν να ανιχνευτούν ντετερμινιστικά ως προς απλούς οικονομικούς παράγοντες. Ένα τεράστιο κουβάρι κοινωνικών σχέσεων βρίσκεται στη βάση του ταξικού πολέμου. Καμμιά ανάλυση δεν μπορεί να μας δώσει την μέθοδο για να υπολογίζουμε την έκταση ή την πιθανότητα των συμπεριφορών. Ο χρόνος είναι πάντοτε γόνιμος για επίθεση, ακόμα κι αν οι συνθήκες μπορεί να διαφέρουν δραστικά.

Υπ’ αυτήν την έννοια, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας το ζήτημα της επαναστατικής οργάνωσης που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της ταξικής σύγκρουσης όπως έχει σήμερα. Οι οργανωτικές δομές του παρελθόντος -από τα κόμματα μέχρι τις ομοσπονδίες, κι απ’ τα συνδικάτα μέχρι τα εργατικά συμβούλια- λιγότερο ή περισσότερο ανταποκρίνονταν στην ιδέα μιας οικονομικής πραγματικότητας που αντιστοιχούσε στην καπιταλιστική επιχείρηση ως κέντρο, συμπύκνωση της εξουσίας και της εκμετάλλευσης. Έτσι, φαινόταν πως μια εξίσου μονολιθική δομή (συνδικάτο, κόμμα, ομοσπονδία) ήταν ο πλέον λογικός τρόπος αντίθεσης. Ακόμα και στο παρελθόν όμως, με τους “αιώνιους” κι ακλόνητους οικονομικούς νόμους, η πραγματικότητα της παραγωγής ήταν χαοτική, και κάθε διαφορετική προσέγγισή της επέφερε συστηματική τιμωρία. Ίσως οι ιδέες των “οικονομικών κύκλων” και των “κρίσεων” να μπορούν να εξηγηθούν κάτω απ’ αυτό το φως.

Έτσι, έχουμε έναν μετασχηματισμό στην πραγματικότητα της παραγωγής, αλλά πάνω απ’ όλα έναν διαφορετικό τρόπο να αντικρύζουμε αυτήν την πραγματικότητα. Είναι λοιπόν ξανά ώρα να αναπτύξουμε έναν διαφορετικό τρόπο να επεξεργαζόμαστε την πραγματικότητα από επαναστατική σκοπιά. Λέω ξανά, επειδή, ειδικά για τους αναρχικούς, μια ριζοσπαστική κριτική δεν έλειψε ολότελα ποτέ, ιδιαίτερα όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τις μονολιθικές και ποσοτικές ιδέες του αναρχοσυνδικαλισμού και της ημι-κομματικής πολιτικής των μεγάλων αναρχικών φεντερασιόν.

Μια διαφορετική οργανωτική δομή πρέπει σε μεγάλο μέρος της να δημιουργηθεί και να πραγματωθεί στο εδώ και τώρα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα γίνει κι εκ του μηδενός. Κάθε προσπάθεια να ξεπεράσουμε τα κουφάρια των περασμένων οργανωτικών διαδικασιών θα πρέπει να περιέχει ένα ξεκαθάρισμα του πώς ήρθαν αντιμέτωπα με την όψη μιας οικονομικής (και κοινωνικής) πραγματικότητας που γίνετια πιο εύκολα αντιληπτή με όρους μη-προβλεψιμότητας, κι όχι συμπαγείς οικονομικούς νόμους. Κάθε φορά που μια ντετερμινιστική ερμηνεία επανεμφανίζεται, κάθε φορά που μια επαναστατική οργανωτική πρόταση εκκινά δεμένη στα είδωλα του παρελθόντος (κόμματα, φεντερασιόν, οργανώσεις, συνδικάτα κλπ), αντιλαμβανόμαστε πως η κοινή αντίληψη περί οικονομικής πραγματικότητας είναι συνδεδεμένη με μια κοινή αντίληψη περί οικονομικής πραγματικότητας που λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη αυστηρών οικονομικών νομοτελειών. Αν αυτοί οι νόμοι λαμβάνονται ως δεδομένοι, ή κρύβονται δειλά πίσω από τις διακηρύξεις, η πίστη στους οικονομικούς κύκλους των “κρίσεων” έρχεται στο προσκήνιο. Κι αυτή η πίστη, όπως και κάθε άλλη, καταλήγει πολύ βολική σε καιρούς δυσκολιών.

Υποβάλλοντας το οικονομικό μοντέλο του παρελθόντος σε μια ριζοσπαστική κριτική, μπορούμε να οξύνουμε την κριτική μας στις παρούσες πεποιθήσεις σχετικά με τις οργανωτικές δομές του επαναστατικού κινήματος γενικά, και τις αναρχικές ειδικότερα. Δύσκολα όμως, καθώς οι επαναστάτες συχνά τείνουν να είναι πιο συντηρητικοί απ’ τους συντηρητικούς.

[από το La “fine” della crisi, in “Anarchismo”, no. 57, 1987. Αγγλική μετάφραση: Jean Weir στο “Let’s destroy work, let’s destroy economy”, Elephant Editions, London.]

***

Τέλος του ρεφορμισμού, Τέλος του κόμματος.

Το κόμμα είναι βασισμένο στην υπόθεση του ρεφορμισμού. Απαιτεί μια κοινή γλώσσα κι απ’ τις δυο μεριές, αν όχι και μια κοινότητα ενδιαφέροντος. Αυτή είναι η υπόθεση για τα κόμματα, όπως και για τα συνδικάτα. Κοινή γλώσσα, δηλαδή μια φαντασιακή ταξική αντιπαράθεση η οποία χαρακτηρίζεται από την μια μεριά, από μια διεκδίκηση να βελτιώσει τη θέση της, κι από μια αντίσταση να της το παραχωρήσει απ’ την άλλη. Για να ζητάς κάτι όμως προϋποθέτει ότι έχει και μια κοινή γλώσσα μ’ αυτόν που του το ζητάς. Πλέον παγκόσμια, η ένταση της καταστολής στοχεύει στη ρήξη αυτής της κοινότητας. Όχι τόσο με τους τοίχους των ειδικών φυλακών, τα γκέττο, τις πόλεις-δορυφόρους, τα βιομηχανικά κάτεργα, αλλά αντιθέτως, με την αποκέντρωση της παραγωγής, τη βελτίωση των υπηρεσιών, την εφαρμογή οικολογικών αρχών στην παραγωγή, όλα με τον πιο απόλυτο διαχωρισμό απ’ αυτά των αποκλεισμένων. Κι αυτός ο διαχωρισμός θα επιτυγχάνεται με την προοδευτική αποστέρηση της γλώσσας που είχαν κοινή με την υπόλοιπη κοινωνία. Κι έπειτα δε θα μείνει τίποτα να ζητά κανείς.

[Από το: From Riot to Insurrection, αγγλική μετάφραση της Jean Weir]

***

Σκέψεις για την παρανομία

το γενικό πλαίσιο της παρανομίας

Ακόμα και απλή διάδοση πληροφοριών που διαστρεβλώνονται ή κρατούνται κρυφές από τα μίντια μπορεί να θεωρηθεί “παράνομη”. Χωρίς να αντιβαίνει σε κάποιον συγκεκριμένο νόμο (εκτός από περιπτώσεις όπου οι πληροφορίες αυτές θεωρούνται “κρατικό μυστικό”), ενδέχεται να αντιτίθενται στην κρατική διαχείριση του κοινωνικού ελέγχου, ή στην επιβολή του νόμου. Έτσι, ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων τραβάει την προσοχή των κατασταλτικών οργάνων του κράτους στον ίδιο βαθμό (αν όχι περισσότερο) από μια συμπεριφορά που εκ των πραγμάτων αντιβαίνει σε κάποιον συγκεκριμένο νόμο. Σε ορισμένες στιγμές, η κυκλοφορία της πληροφορίας μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για τους σχεδιασμούς του κρατικού ελέγχου, τουλάχιστον (αν όχι παραπάνω) στον ίδιο βαθμό με την πραγματική δράση που θεωρείται από τις αρχές ως παρανομία. Απ’ αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η λεπτή γραμμή μεταξύ “τυπική” και “πραγματικής” παρανομίας είναι ιδιαίτερα ευέλικτη, σύμφωνα με τους κατασταλτικούς σχεδιασμούς της εξουσίας. Έτσι, το κράτος και το κεφάλαιο, τόσο εθνικά όσο και διεθνώς, καθορίζουν το επίπεδο της παρανομίας -ή, αν προτιμάτε, το επίπεδο της “νομιμότητας”- το οποίο δεν καθορίζεται τόσο από συγκεκριμένα νομικά πλαίσια (οι νόμοι ενεργοποιούνται άλλωστε σε ορισμένες περιπτώσεις), αλλά από μια καθημερινή πρακτική ελέγχου και πειθάρχησης που μόνο σε ορισμένες στιγμές πραγματοποιείται ανοιχτά ως καταστολη.

Η σχέση πολιτικής-παρανομίας

Βασικά, κάθε κριτική της πολιτικής συμπεριλαμβάνεται στα όρια της νομιμότητας. Στην πραγματικότητα, ενισχύει τον θεσμικό ιστό επιτρέποντάς του να ξεπεράσει τα αδύναμα σημεία και τις οπισθοδρομήσεις του που διαμορφώνονται από τις αντιφάσεις του κεφαλαίου και ορισμένες εκτενώς βάρβαρες όψεις του Κράτους. Καμία “πολιτική” κριτική δεν μπορεί να φτάσει σε μια σαφή άρνηση του Κράτους και του Κεφαλαίου. Για να κάνει κάτι τέτοιο -όπως για παράδειγμα η αναρχική κριτική- θα έπρεπε να θέσει ζήτημα κοινωνικής κριτικής, θα έπαυε να θεωρείται δημιουργική συνεισφορά στον θεσμικό ιστό και κατά συνέπεια θα γινόταν -εκ των πραγμάτων- παράνομη. Οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες μπορούν να φτάσουν σε μια τέτοια ισορροπία μεταξύ των πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να δεχτούν μια κοινωνική κριτική, ακόμα και μια ριζοσπαστική, αναρχική, αφομοιώνοντάς την. Όμως αυτό δεν αλλάζει την κατ’ ουσίαν “παράνομη” θέση αυτής μιας τέτοιας κριτικής. Απ’ την άλλη, ακόμα και συμπεριφορές που είναι εμφανώς εκτός του νόμου, μπορούν να ιδωθούν κάτω από ένα διαφορετικό φως ανάλογα με τις πολιτικές συνθήκες. Για παράδειγμα, ο ένοπλος αγώνας ενός μαχητικού κόμματος, είναι μια αναμφίβολα παράνομη συμπεριφορά, όμως σε ορισμένες στιγμές μπορεί να αποτελεί δημιουργικό στοιχείο στον σχεδιασμό επαναφομοίωσης κι αναδιοργάνωσης του Κράτους και του κεφαλαίου. Σε τέτοιες στιγμές, μια τελική συμφωνία μεταξύ μαχητικού κόμματος και Κράτους δεν είναι απίθανη (καθώς το τελευταίο εμφανίζεται ως εγγυητής κάθε προνομίου στον καπιταλισμό).

Κάτι τέτοιο δεν είναι τόσο αφηρημένο όσο μοιάζει, μιας και το μαχητικό κόμμα τοποθετεί εαυτόν στη λογική της αποσταθεροποίησης της κυρίαρχης εξουσίας, προκειμένου να κατασκευάσει μια δομή εξουσίας διαφορετική στην μορφή αλλά ολόιδια κατ’ ουσίαν. Σ’ ένα τέτοιου είδους εγχείρημα, μόλις γίνεται αντιληπτό ότι η στρατιωτικού τύπου αντιπαράθεση δεν μπορεί να συνεχιστεί επειδή δεν υπάρχει μεσοπρόθεσμα αποτέλεσμα, έρχεται κάποιου είδους συμφωνία. Η αμνηστία που σηζητούσε το ιταλικό κίνημα των 70es, είναι μια πιθανή τέτοια συμφωνία. Άλλες μορφές μπορούν εύκολα να βρεθούνε υπό το δημιουργικό φως της σοσιαλδημοκρατίας: Μια συμβίωση με αυτούς που μέχρι χθες ήταν πεπεισμένοι ότι μπορούσαν να καταλάβουν την παλιά δομή εξουσίας και να την θέσουν υπό τη διαχείρισή τους. Όπως μπορούμε να δούμε, ενώ μια απλή αναρχική και ριζοσπαστική κριτική είναι εξ’ ορισμού “παράνομη”, ακόμα και ο ένοπλος αγώνας των μαχητικών κομμάτων μπορεί -κατά περιπτώσεις- να συμπεριληφθεί στα πλαίσια της “νομιμότητας”. Κάτι τέτοιο αποδεικνύει ξανά τα “ρευστά” πλαίσια της νομιμότητας και της πρόθεσης του Κράτους να τα προσαρμόζει στην επιβολή του ελέγχου του.

Η επιβολή του ελέγχου

Τα όργανα καταστολής μόνο σ’ έναν ελάχιστο βαθμό είναι άμεσα συνδεδεμένα με το καθ’ εαυτό κατασταλτικό έργο. Τα περισσότερα απ’ αυτά λειτουργούν ως αποτρεπτικά όργανα ελέγχου. Αυτό, κατά συνέπεια, επιδρά σε κάθε πιθανή μορφή παρανομίας -μέσω μιας σειράς μέτρων- καθώς και σε κάθε μορφή διαφορετικής, από την κυρίαρχη, συμπεριφοράς. Η παρανομία συμπεριλαμβάνεται ως πιθανότητα στην νομιμότητα σήμερα, επιτρέποντας την μακροπρόθεσμο μάτι του νομοθέτη να υπολογίσει το πιθανό αποτέλεσμα. Το ίδιο ισχύει και για τις διαφορετικές “αποκλίνουσες” συμπεριφορές (η απόκλιση ορίζεται από την κυρίαρχη που επιβάλλουν οι παραγωγοί της συναίνεσης), σήμερα ίσως ένα πεδίο μελετών ή θαυμασμού, στο μέλλον όμως “σημείο μηδέν” κοινωνικών ανατροπών. (Σ.τ.μ: προφητικός ο “Παππούς”, καθώς το κείμενο έχει γραφτεί αρκετά χρόνια πριν τις κοινωνικές εκρήξεις σε Γαλλία και Ελλάδα). Τώρα, η επιβολή του ελέγχου βασίζεται στη συσσώρευση δεδομένων: συμπεριφορές, αποκλίσεις, προτιμήσεις, ιδεολογίες, δράσεις κλπ. Συσσώρευση όσο το δυνατόν μεγαλύτερη, και όσο πιο κατεργασμένων και συσχετισμένων πληροφοριών που βρίσκεται στη βάση κάθε μακροχρόνιου σχεδιασμού ελέγχου. Χωρίς αυτά τα στοιχεία, κάθε έλεγχος θα ήταν πρακτικά αδύνατος, α-συνεχής και άσχετος από τις γενικότερες συνθήκες.

Ο χώρος της μυστικότητας

Αντίθετα στην άποψη αρκετών -δεν έχει σημασία ποιών- θεωρώ την μυστικότητα ένα από τα πιο ουσιαστικά στοιχεία της επαναστατικής δράσης. Εδώ όμως είναι απαραίτητο να εμβαθύνουμε. Για αρχή, υπάρχει η ιδέα ότι όταν μιλάμε για μυστικότητα, σκέφτεται κανείς μόνο την παράνομη δράση. Η μυστικότητα είναι επίσης αδιαχώριστη από την δραστηριότητα της αντιπληροφόρησης, της πρακτικής που στρέφεται σ’ έναν αδιαμεσολάβητο αγώνα. Στην πραγματικότητα, ένας αδιαμεσολάβητος αγώνας, για παράδειγμα μια κατάληψη εργοστασίου, δεν είναι ο “πραγματικός” στόχος των αναρχικών, κάτι τέτοιο έρχεται στη συνέχεια ως συνέπεια που μπορεί να αναπτυχθεί. Αυτές οι συνέπειες δεν μπορούν να προβλεφτούν στη διάρκεια του έργου της αντιπληροφόρησης, και με την στενή έννοια, δεν είναι μέρος της αδιαμεσολάβητης δράσης, αλλά ανήκουν σε μια συνακόλουθη φάση που μπορεί μόνο με δυσκολία να επιτευχθεί από τους συμμετέχοντες στον αγώνα, προκειμένου να ικανοποιήσουν μια επιτακτική, άμεση ανάγκη. Κατά δεύτερον, ακόμα κι αν πάρουμε ως δεδομένο ότι οι κατασταλτικές δυνάμεις αργά ή γρήγορα θα μάθουν κάθε όψη του αγώνα μας -από τη φάση της αντιπληροφόρησης μέχρι τις συνακόλουθες αυτής- αυτό δεν είναι λόγος για να μην υιοθετήσουμε μια μέθοδο που να δίνει όσο το δυνατόν λιγότερες πληροφορίες στον εχθρό. Το να δουλεύουμε στο φως της ημέρας δε σημαίνει κι ότι χρειάζεται να τροφοδοτούμε με πληροφορίες για τα πάντα την αστυνομία. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα, μια κατάσταση όπου πολλές δράσεις πρέπει να λάβουν χώρα ταυτόχρονα, σε διαφορετικά μέρη. Με την κατάλληλη φροντίδα των μέσων πληροφόρησης (φυλλαδίων, αφισσών, προκηρύξεων κλπ) μπορεί να γίνει πολύ πιο δύσκολο για την αστυνομία να χαρτογραφήσει τη σχέση μεταξύ των δράσεων αυτών. Είναι ένα θέμα απλής αυτοπροστασίας προκειμένου να επιβραδύνουμε κάθε κατασταλτικό μέτρο.

Το να εκπαιδεύεται κανείς στη φρόνηση και στη σωφροσύνη, είναι επομένως βασικό για κάθε επαναστάτη, οποιαδήποτε δράση κι αν σκοπεύει να διεξάγει. Αν σταματήσουμε για ένα λεπτό να το σκεφτούμε, ακόμα κι όταν σχεδιάζουμε ένα τρικάκι μπορούμε να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να αποφύγουμε όψεις της καταστολής. Απ’ την άλλη, η γνώση τέτοιων τεχνικών μας επιτρέπει να χρησιμοποιούμε στοιχεία περιφρόνησης ή αποκήρυξης σε ορισμένες στιγμές όταν το θεωρούμε σημαντικό, μ’ έναν τέτοιο τρόπο που το συμπεριλαμβανόμενο ρίσκο να γίνεται ένα ρίσκο υπολογισμένο, όχι απλά ένα απλό σφάλμα του μολυβιού ή των ιδεών, που θα μετανιώσουμε αμέσως μετά. Όπως βλέπουμε, ο χώρος για μυστικότητα είναι εκτεταμένος και ξεπερνά κατά πολύ το βασίλειο της παρανομίας.

Το αναρχικό κίνημα και το πρόβλημα της μυστικότητας

Το να ισχυρίζεται κανείς ότι το αναρχικό κίνημα στην ουσία του δεν είναι ένα παράνομο κίνημα είναι άσκοπο. Ένα επαναστατικό κίνημα τόσο σύνθετο και πλούσιο σε στοιχεία για τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτό σαν μια απλή παρέμβαση που γίνεται υπό το φως της ημέρας ώστε ο καθένας να μπορεί να λάβει τις ιδέες του υπόψιν. Το γεγονός ότι το αναρχικό κίνημα έχει περιοριστεί, ορισμένες φορές, αποκλειστικά στην παρανομία, ήταν άμεσα εξαρτημένο με τις αλλαγές στις ιστορικές και πολιτικές συνθήκες σε κάθε χώρα που συνέβη αυτό. Κάτι τέτοιο όμως δε σημαίνει κι ότι το αναρχικό κίνημα δεν μπορεί να αναπτύσσει την πολιτική κι επαναστατική δραστηριότητά του με τη φροντίδα που ανέφερα νωρίτερα. Επίσης αναπτύσσει πιο συγκεκριμένες δραστηριότητες οι οποίες δε στοχεύουν άμεσα στην προπαγάνδα ή τη συμμετοχή σε κοινωνικούς αγώνες, αλλά έχουν διαφορετικούς στόχους που προφανώς δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτούς. Κατ’ αρχήν, όσον αφορά το πρόβλημα της εύρεσης των αναγκαίων μέσων για τον αγώνα. Κατά δεύτερον, την επίθεση εναντίον στόχων και υποκειμένων που ενεργά συντελούν στην εκμετάλλευση, κλπ.

Τέτοιου είδους δραστηριότητες δεν μπορεί να θεωρούνται κάτι “διαφορετικό” ή “διαχωρισμένο” απ’ τις υπόλοιπες. Η ανάγκη για μυστικότητα, που μοιάζει να ταυτίζεται με το ζήτημα τέτοιων δραστηριοτήτων, οδηγεί αυτούς που θεωρούν την μυστικότητα αδύνατη να συμπεράνουν ότι κάθε δραστηριότητα πρέπει τελικά να εγκαταληφθεί, θυσιάζοντας έτσι μια δυναμική, και εντείνοντας την μείωση του καθένα μας σε έναν απλό φορέα ορισμένων ιδεών, με μια θλιβερή ανακολουθία μέσων.

Τεχνολογία και μυστικότητα

Μπορούν όμως τα πανίσχυρα τεχνολογικά μέσα του εχθρού να καταστήσουν κάθε μυστικότητα πραγματικά απίθανη; Αυτό το ερώτημα ανήκει στο πεδίο των επιπλοκών των περασμένων ετών μιας έλλειψης τεχνολογικής γνώσης εκ μέρους μας, και μιας φαντασιακής και υπερβολικής εικόνας για την χρήση των μέσων αυτών. Όπως και για κάθε τί άλλο, που ο καθένας δεν πολυγνωρίζει, η τεχνολογία των περασμένων λίγων ετών με τους υπολογιστές, τα κέντρα παρακολουθήσεων επικοινωνιών, την τεχνολογία λέιζερ, τα ραντάρ κλπ έχει γοητεύσει αρκετούς συντρόφους που οι περισσότεροι υπήρξαν και λάτρεις της επιστημονικής φαντασίας. Η ευχαρίστηση που έβρισκαν παλιότερα στην ανάλογη λογοτεχνία βρίσκεται τώρα στην ανάγνωση, συχνά χωρίς μια αναγκαία βασική γνώση, λιγότερο ή περισσότερο εξειδικευμένων άρθρων εφημερίδων (συχνά απλά παραφιλολογίας) για τις τεράστιες δυνατότητες της τεχνολογίας σήμερα. Χωρίς να προσπαθούμε να υποτιμήσουμε τις κατασταλτικές δυνατότητες που θέτουν στη διάθεση της εξουσίας τα σημερινά τεχνολογικά επιτεύγματα, πρέπει απλά να έχουμε μιαν ορισμένη σοβαρότητα σ’ αυτά που λέμε κατά καιρούς. Αν μη τί άλλο, τουλάχιστον προκειμένου να μην εμποδίζουμε τον ανατρεπτικό δυναμισμό άλλων ανθρώπων, προσθέτοντας ένα καρφί στο φέρετρό τους. Ο απόλυτος έλεγχος είναι ένα όνειρο για την εξουσία που κρατάει απ’ τον καιρό του μεγάλου Λεβιάθαν. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Το κύριο εμπόδιο δεν είναι τόσο η έλλειψη των αναγκαίων τεχνολογιών ελέγχου ή ακόμα οι περιορισμοί αυτών που λειτουργούν τους ανάλογους μηχανισμούς. Οι περιορισμοί του ελέγχου είναι ότι, προκειμένου να επεκτείνεται, χρειάζεται και το μπορεί μόνο με το να διεισδύει στο μυαλό των ελεγχόμενων. Έτσι, ο πραγματικός ελεγκτής δεν είναι τόσο ο αστυνομικός, ο δικαστής, ή ο δεσμοφύλακας, αλλά το ίδιο το άτομο που υφίσταται τον έλεγχο, επί του εαυτού του. Οποιοσδήποτε εξασκεί έλεγχο, φιλοδοξεί να αποικιοποιήσει την νοοτροπία του ατόμου που ελέγχει, χτίζοντας αντιστάσεις στην ελευθερία και την ελεύθερη σκέψη, εμπόδια σε κάθε ανατρεπτικό αγώνα. Αφ’ ης στιγμής γίνει δυνατό κάτι τέτοιο, είναι μάλλον το ελεγχόμενο άτομο που θα λογοκρίνει τις ίδες του τις σκέψεις και τις πράξεις. Τελικά, σε μια επόμενη φάση, που το ελεγχόμενο άτομο θα θελήσει επεκτείνει τον έλεγχό του σε άλλους, ενδεχομένως να απευθυνθεί σε μια απ’ τις σχετικές υπηρεσίες αποθήκευσης κι επεξεργασίας πληροφοριών. Μια τέτοια συμμετοχή, που συνιστά το μέγιστο επίπεδο ελέγχου, γίνεται εφικτή μόνο όταν τα δυο προηγούμενα επίπεδα έχουν εσωτερικευθεί. Το επίπεδο αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται τόσο ως συμμετοχή στη λειτουργία των “μηχανισμών” όσο ως μια συνεισφορά στη διαχρονική εμπλούτισή τους, που γίνεται διαθέσιμη στο κεφάλαιο και θα αποτελέσει μια βάση για τη διαχείριση της καπιταλιστικής συσσώρευσης του μέλλοντος. Σε μια τέτοια προοπτική, κάθε πεδίο που εξαιρείται από τις εσχατιές του ελέγχου ή που προστατεύεται από τη διαδικασία πολιτιστικής ενσωμάτωσης πρέπει να υπερασπίζεται με κάθε μέσο, ακκόμα και με τεχνικές βασισμένες στην μυστικότητα. Το να αρνούμαστε εκ των προτέρων τέτοιες τεχνικών σημαίνει ότι τις αντιμετωπίζουμε με την κοντόφθαλμη οπτική των συνωμοσιών και των ρομαντικών εποχών που έχουν περάσει. Φυσικά δεν είναι έτσι όμως, θα ήταν γελοίο σήμερα να κωδικοποιούμε μηνύματα με τον παραδοσιακό τρόπο, όχι μόνο τον τρόπο του Μπακούνιν ή του Μαλατέστα, αλλά οποιονδήποτε τρόπο, για τον πολύ απλό λόγο ότι κάθε επικοινωνία που είναι πολύ παραπάνω από 2-3 γραμμές, είναι εύκολο να αποκωδικοποιηθεί από έναν υπολογιστή. Όμως, ακόμα κι αυτοί, οι κώδικες του Μπακούνιν και του Μαλατέστα ακόμα κρατάνε και όταν αναφερόμαστε σε μηνύματα λίγων λέξεων, δεν μπορούν να αποκωδικοποιηθούν εύκολα. Βέβαια, δεν μας ενδιαφέρει εδώ ειδικά το θέμα των κωδικοποιημένων μηνυμάτων, απλώς αναφέρεται ως ένα παράδειγμα που δε θα πρεπε να εξαιρεθεί από συγκεκριμένες στιγμές όπου οι επαναστάτες θα ήταν αναγκασμένοι να επικοινωνήσουν κάτι που δε θα ήθελαν να γίνει γνωστό στον εχθρό. Κάτι τέτοιο λοιπόν θα ήταν ακόμη εφικτό, όταν μιλάμε φυσικά για ένα σύντομο μήνυμα ώστε να μην υπάρχει μια αναγνωρίσιμη αλληλουχία χαρακτήρων, και καμία τεχνολογία στον κόσμο δε θα μπορούσε να σπάσει ακόμα και τους πιο απλούς κώδικες.

Γιατί να στρώνουμε το χαλί της καταστολής;

Αυτοί που θεωρούν την μυστικότητα αδύνατη, λένε συχνά ότι κάθε αναρχική και επαναστατική δράση πρέπει να δημοσιοποιείται όσο το δυνατόν περισσότερο. Για παράδειγμα, αυτοί που δεν βλέπουν κάτι κακό στο να δημοσιεύουν πλήρεις λίστες με τα μέλη των οργανώσεών τους, όπως η FAI, η ιταλική αναρχική ομοσπονδία. Σε ένα εντελώς αφηρημένο επίπεδο ιδεών, όντως δεν υπάρχει κάτι κακό. Αλλά στην πράξη, αρκετές αντιφάσεις προκύπτουν. Καταρχήν, για ποιό λόγο να στρώνουμε το χαλί στην καταστολή; Δεύτερον, αν οι αναρχικοί είναι σήμερα σχετικά ανεκτοί μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κατασταλτικό περιβάλλον, αν αύριο κάτι τέτοιο αλλάξει, για ποιό λόγο θα πρέπει η αστυνομία ήδη να βρίσκεται με καλογραμμένες λίστες ώστε να διευκολύνει το καθήκον της. Γιατί θα έπρεπε εμείς να τους βοηθήσουμε στο κατασταλτικό τους έργο; Ασφαλώς, τα ονόματα πολλών συντρόφων είναι ήδη γνωστά, αλλά πολλών άλλων όχι, και θα έπρεπε η αστυνομία να καταβάλλει αρκετό κόπο για  να τα μάθει. Κάποιος θα μπορούσε να ρωτήσει αθώα για ποιό λόγο να κρυβόμαστε, αφού η κινηματική δουλειά γίνεται -κατά κύριο λόγο- στο φως της ημέρας. Κάτι τέτοιο όμως θα παραήταν αφελές: Κάθε συσσώρευση πληροφοριών εμπλουτίζει κι ενισχύει το κατασταλτικό έργο.

Η λειτουργία του ελέγχου

Όταν βλέπουμε ότι ο έλεγχος δεν είναι απλά ένα γεγονός καταστολής, αλλά επίσης και συχνά κατ’ ουσίαν, συμμετοχής, είναι εφικτό να εκτιμήσουμε το πρόβλημα της μυστικότητας διαφορετικά. Βασικά, είναι ένα ζήτημα του κατά πόσο εμείς “συμμετέχοντας” αναπαράγουμε τον πραγματικό έλεγχο. Αν αρνηθούμε να συνεργαστούμε, αν εμποδίσουμε τη δημιουργία ενός πολιτιστικού γκέττο με κάθε πιθανό μέσο, αν δημιουργήσουμε μια κοινή γλώσσα για την αποκλειστική χρήση αυτών που αποκλείονται από την τεχνολογική διεύθυνση της παραγωγής, κι επομένως της εξουσίας, τότε ο πραγματικός έλεγχος θα είναι αδύνατος. Δεν είναι τόσο το πρόβλημα του να αναλογιστούμε σήμερα τα περιθώρια που αφήνει το κράτος με την μη-αστυνόμευσή τους, για παράδειγμα της δύναμης που θα μπορούσε να εφαρμόσει προληπτικά αλλά δεν το κάνει, ώστε να μένουμε με την εντύπωση ότι τουλάχιστον υπάρχει μια περιοχή που δεν ασκείται τόσος έλεγχος. Στην ουσία, αυτή η περιοχή μπορεί να υπάρχει, μπορεί και όχι. Είναι όμως ο κοινωνικός έλεγχος σα σύνολο που δεν είναι ακόμα πλήρης. Ακόμα κι αυτά που μας προτάσσει -οι φυλακές για παράδειγμα- είναι ακόμα ατελή και χοντροκομμένα εργαλεία ελέγχου. Δεν είναι λοιπόν ένα ζήτημα του πλήθους των μέσων ελέγχου αλλά της ποιότητας του ελέγχου αυτού. Η λειτουργία της κοινής μυστικότητας των ανατρεπτικών θα μπορούσε λοιπόν να είναι αυτή της άρνησης συμμετοχής, της αποφυγής της ενσωμάτωσης της γλώσσας και των αξιών που το Κράτος μεταδίδει για να τελειοποιήσει τον έλεγχό του.

Αποχαιρετισμός στις διεκδικήσεις

Ασφαλώς ο συνδικαλιστικός εκπρόσωπος Larizza (UIL) το ‘πε πριν δέκα χρόνια: ευθυγράμμιση με τα γερμανικά συνδικάτα, διεκδίκηση συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων. Την ίδια στιγμή ο Carniti, αναλογιζόμενος την αγωνιστική παράδοση των ιταλικών συνδικάτων (στην Γερμανία αντίστοιχα, δεν είχαν κάποια άξια λόγου απεργία απ’ το 1956), χαμογέλασε συγκαταβατικά. Σήμερα όλοι συμφωνούν σ’ αυτή τη σπουδαία κίνηση. Τα ιταλικά συνδικάτα θέλουν να μετασχηματιστούν σε κάτι σαν μετόχους, ανάλογα με τους γερμανούς συναδέλφους τους, αποκτώντας όχι απλά ειδικό βάρος στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των εταιριών, αλλά επίσης μετοχές, φτάνοντας ίσως έτσι να κατέχουν εταιρίες και περιουσίες στο τέλος τα ίδια. Ο πρόεδρος του SCIL D’ Antonio είπε κάποτε ότι σ’ έναν παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό με διεθνείς ανταγωνιστές, οι μισθολογικές διεκδικήσεις θα χτυπηθούν. Το εργοστάσιο πρέπει να αναπνέει, διαφορετικά θα ρισκάρουμε μια επιστροφή στα 50es, όπως έγινε με την περίπτωση των άγγλων ανθρακωρύχων στον αγώνα τους ενάντια στη Θάτσερ. Η σύγκρουση, συνέχισε, υφίσταται ακόμα, αλλά έχει μετατοπιστεί από τους δρόμους στα γραφεία της διεύθυνσης, μ’ έναν τέτοιο τρόπο, μέσω της συνδιαχείρισης, που το βάρος της αναδιοργάνωσης θα ρυθμίζεται πιο ισότιμα. Πρέπει να εγκαταληφθεί η πίεση στη διαπραγμάτευση, δηλώνει ο Larizza (σύμφωνα με τον οποίον το νέο συμμετοχικό μοντέλο μπορεί να επεκταθεί κι έξω απ’ τα εργοστάσια, σε τοπικούς θεσμούς που αφορούν τη διαχείριση αστικών ζωνών, την επένδυση στον Νότο κλπ). Τελικά, ο πρόεδρος του CGIL, Cofferati υποδεικνύει ότι είναι απαραίτητο να αποφευχθεί ο κίνδυνος της λεγόμενης ιαπωνικής λύσης: άμεση συνεργασία μεταξύ εργαζομένων κι αφεντικών. Η συμμετοχή, λέει, πρέπει να φιλτράρεται μέσα από τα συνδικάτα.

Όπως βλέπουμε, παρά τις μικροδιαφορές, το συμπέρασμα του συνδικάτου είναι αρκετά ομοιογενές. Κάθε υποψία αγώνα στους δρόμους, κάθε σύγκρουση βασισμένη σε απεργίες και τη συνακόλουθη ζημιά στον επιχειρηματία, όσο απόμακρη κι αν είναι η πιθανότητα, πρέπει να εγκαταληφθεί για τα καλά. Η συμμετοχικότητα σημαίνει λήψη αποφάσεων σύμφωνων με των ιδιοκτητών, αποφασιστική για τα όσα αναφέρονται ως “τεχνικά προβλήματα της επιχείρησης”, για παράδειγμα, η ιδανική σύνθεση των διαφόρων συστατικών της παραγωγής: κεφάλαιο, μηχανές, εργασία. Το αποτέλεσμα δεν είναι πανομοιότυπο με το γερμανικό μοντέλο, αλλά είναι πάνω κάτω εξίσου ολοκληρωτικά μοντέλο κοινωνικής ειρήνης, ή τουλάχιστον σ’ αυτήν την κατεύθυνση τείνει.

Και τώρα ένα σημαντικό ερώτημα που προκύπτει.Όσο οι τρεις μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις δρούσαν σε διεκδικητικό επίπεδο, αυτόνομα συνδικάτα βάσης όπως οι Cobas με σύνθημα την άμεση δράση, είχαν ακόμη λόγο ύπαρξης, καθώς αναπαριστούσαν μια πιθανότητα για την ανάπτυξη ενός πεδίου άμεσης σύγκρουσης, σαμποτάζ και μέγιστης ζημιάς στα αφεντικά. Βασικά, τα αφεντικά, ήταν ακόμη φοβισμένα γνωρίζοντας πως, ακόμα και στα πλαίσια λιγότερο κεντρικών συγκρούσεων, μια τέτοια ζημιά δεν μπορούσε να αποφευχθεί. Μια τέτοια λειτουργία όμως, χάνει κάθε νόημα πλέον. Στην πραγματικότητα, τώρα που οι μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις αρνούνται να συνεχίσουν τη λογική των διεκδικήσεων, είιναι αδύνατο αυτές να συνεχιστούν από τα μικρά συνδικάτα μόνα τους. Θα κατέληγαν να επιστρατεύουν όλη τη δυναμική τους απλώς και μόνο για να στηρίξουν την απλούστερη πρόταση διεκδικήσεων.

Ας γίνω όμως πιο σαφής. Αν αυτό που χαρακτήριζε κάποτε αυτές τις μικρές συνδικαλιστικές δομές ήταν οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν, καθώς δε διαφοροποιούνται στους σκοπούς, το μόνο που θα μπορέσει να επιβιώσει θα είναι τελικά οι σκοποί (οι σκοποί έναντι της συμμετοχής), επιβεβαιώνοντας δυστυχώς ότι το να κάνεις διεκδικήσεις δεν είναι αρκετό για να είσαι “άκρο-“, και κατά συνέπεια σε αντίθεση με τα τρία βασικά συνδικάτα. Έτσι, αυτα τα μικρά συνδικάτα φαίνονται προορισμένα να αναλάβουν τον πλεονάζοντα και ασθενικό ρόλο των διεκδικητών. Πλεονάζων, καθώς δεν είναι αναγκαίος σ’ αυτή τη φάση της εξέλιξης της οικονομίας ως σύνολο (όπως έξυπνα το κατάλαβαν τα συνδικάτα), και ασθενικός γιατί τα μειοψηφικά και μικρά συνδικάτα (παρ’ όλη την επαναστατική φιλολογία τους) ούτε επιθυμούν, ούτε ειναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν μεθόδους που μπορούν να φτάσουν σε μια δυναμική αποτελεσματική μόνο με την πλάτη των μεγάλων μαζικών συνδικαλιστικων οργανώσεων, παρόλες τις αδυναμίες του. Και κάθε δομή που χάνει κάθε λειτουργία της, ακόμα και την πιο αξιολύπητη, του να τρέχει πίσω απ’ την ουρά ενός άλλου, οδεύει προς την εξαφάνιση.

[Αυθεντικός τίτλος: Addio alla rivendicazione, στο περιοδικό “Canenero”, no. 11, 20 Γενάρη 1995. Μετάφραση στα αγγλικά: Jean Weir στο “Let’s destroy work, let’s destroy economy”, Elephant Editions, London.]

***

Για την κοινωνική ληστεία

“Καταδιωγμένοι απ’ τον Νόμο, φόβος και τρόμος για τους πλουσίους, ενώ τα κατορθώματά τους να υμνούνε οι φτωχοί, οι ληστές υπήρξαν από παλιά αντικείμενο μελέτης για τους κοινωνιολόγους και πρώτη ύλη για δημοφιλή άσματα”. Ένα απόσπασμα απ’ το αρχικό κείμενο, που αντίθετα απ’ την αστική-ατομιστική οπτική του ληστή ως κάτι ξεχωριστό (αρνητικά ή θετικά) απ’ το λαό, αναζητά τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ κοινωνικής ληστείας και αντιστάσεων. “Έχουμε επίσης έναν δημοφιλές ελληνικό τραγούδι που εξυμνεί τον μύθο των παρανόμων των ορέων (κλέφτικα, απ’ το αρχαίο ελληνικό κλέπτες=ληστές).

Να μουν το Μάη πιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης,
κι εις την καρδιά του χειμωνιού νά μουνα κρασοπούλος.
Μα πλιό καλά ‘ταν να ‘μουνα αρματωλός και κλέφτης.
Αρματωλός μέσ’ τα βουνά, και κλέφτης, μέσ’ τους κάμπους
νά χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια,
να με κοιμάν οι πέρδικες, να μ’ εξυπνάν τ’ αηδόνια,
κι εις την κορφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου,
να τρώγω τούρκικα κορμιά, σκλάβο να μη με λένε.

Κι ακόμα:

O πλούσιος έχει τα φλουριά, έχει o φτωχός τα γλέντια.
Άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζίρη,
μα γώ παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο,
το χει καμάρι η λεβεντιά, κι’ ο κλέφτης περηφάνεια.

Άτυπα ντοκουμέντα του μυθικού μετασχηματισμού του πραγματικού υποκειμένου της κλεφτουριάς. Οι κλέφτες ήταν πολεμιστές των ορέων που πολεμούσαν ενάντια στους τούρκους κυρίαρχους και τους έλληνες που είχαν ξεπουληθεί σ΄ αυτούς: Είναι ληστές που ζουν από λεηλασίες και επιδρομές. Πέραν του σημαντικού ρόλου που έπαιξαν αυτοί οι άνθρωποι στον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία, είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ το πώς το θρησκευτικό στοιχείο ενσωματώνεται στον μύθο του κλέφτη, μεταφέροντάς τον σε μια διάσταση που οι συμβατικές κριτικές κατά του εγκλήματος χάνουν την αποτελεσματικότητά τους. Ο Hobsbawm γράφει “Ο κλέφτης είναι ένα άτομο που αρνείται να κάνει πίσω, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Η πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών θα δελεαστεί, αργά ή γρήγορα, ευρισκόμενη σε μη-επαναστατικές συνθήκες, να πάρει τον γρήγορο δρόμο του κοινού εγκλήματος που στοχεύει αδιάκριτα τους πλούσιους και τους φτωχούς (με την εξαίρεση ίσως αυτών που είναι ακόμα συνδεδεμένοι με τα χωριά τους), ή ακόμα να γίνουν ρουφιάνοι της αστυνομίας, πληρωμένοι δολοφόνοι των γαιοκτημόνων κλπ…

***

Το αυτόνομο κίνημα των σιδηροδρομικών εργατών του Τορίνο

Μια συνεισφορά στην απόπειρα ορισμένων σιδηροδρομικών εργατών να οργανώσουν τον αγώνα τους βάσει αυτόνομων εργατικών πυρήνων.

Η παρούσα κατάσταση χαρακτηρίζεται από μια συμμαχία μεταξύ εργοδοτών, συνδικάτων και ρεφορμιστικών κομμάτων.

Οι πρώτοι χρησιμοποιούν τη βοήθεια των κομμάτων και των λεγόμενων αριστερών κομμάτων προκειμένου να συνεχίσουν την εκμετάλλευση, βρίσκοντας έναν τρόπο να κάνουν τους εργάτες να πληρώσουν το τίμημα της οικονομικής κρίσης μέσω της χρηματοδότησης με ένα σεβαστό ποσό των βιομηχάνων από το Κράτος, επιτρέποντάς τους έτσι να τα βγάλουν πέρα για μερικά ακόμη χρόνια. Για να συμπληρωθεί η εικόνα, τα κόμματα της Αριστεράς (με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα) ζητούν από την εργατική τάξη να κάνει θυσίες προκειμένου να σωθεί η εργοδοσία και οι υπηρέτες της.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες μας είναι φανερό ότι το συνδικάτο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όργανο αγώνα.

Τα τρία κύρια συνδικάτα, SFI, SAUFI και SIUF, συνεργάζονται πρακτικά ξεπουλώντας τους σιδηροδρομικούς εργάτες, σε ένα σχέδιο εξυγείανσης που σημαίνει ένα μεγαλύτερο βάρος εργασίας για τους υπαλλήλους (αύξηση της παραγωγικότητας), για λιγότερα χρήματα (περικοπές μισθών), και μια αύξηση της ανεργίας.

Αυτοί οι αντεργατικοί στόχοι καλύπτονται από μια δημαγωγία και μια μανιασμένη καταδίκη κάθε ανεξάρτητης πρωτοβουλίας. Καθ αυτόν τον τρόπο, επιδιώκουν να κλείσουν τη συμφωνία που πρότεινε η διεύθυνση, ότι δηλαδή δεν έχει τα χρήματα για αυξήσεις μισθών, κι ότι είναι ανάγκη να αυξηθεί η παραγωγικότητα με τις ώρες εργασίας να παραμείνουν αναλλοίωτες, με το να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της λούφας, και με το να ελέγχονται πιο αποτελεσματικά οι εργάτες μέσω μιας αξιολόγησης των εργασιακών ικανοτήτων τους και μιας ελαστικοποίησης της εργασίας που θα πρέπει να αναδιοργανωθεί.

Είναι σαφές ότι θέλουν να τσακίσουν κάθε θέληση για αγώνα, δημιουργώντας μια οικονομική κατάσταση αβάσταχτη για τους περισσότερους, ωθώντας πολλούς να δουλεύουν υπερωρίες, παραχωρώντας στα αφεντικά να τελειοποιήσουν τα όπλα του εκβιασμού τους, μέσω διαδικασιών πρόσληψης που θα διώχνουν αποτελεσματικά όσους κρίνονται ως όχι αρκετά ικανοί ή πειθαρχημένοι (μ’ άλλα λόγια, όσους δε δέχονται να τους χρησιμοποιούν και να βαράνε προσοχές στα αφεντικά). Το αυτόνομο συνδικάτο FISAFS, ανέπτυξε έναν αγώνα σε αντίθεση με τα τρία κύρια συνδικάτα, και ισχυρίζεται ότι είναι αυτόνομο. Το FISAFS προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την οργή και τη δυσαρέσκεια των εργατών προκειμένου να αναδειχθεί μαζικά η κορπορατιστική κι αντιδραστική γραμμή του, κερδίζοντας νέα μέλη. Ο συνδικαλισμός αυτής της λεγόμενης αυτόνομης οργάνωσης είναι ένα τελικό χαρτί για την καθυστέρηση των αυθεντικών δυνατοτήτων των εργατικών αγώνων βάσης, που είναι ιδιαίτερα ισχυρές τη συγκεκριμένη στιγμή. Ο σκοπός του FISAFS είναι λοιπόν να χειραγωγήσει τους εργάτες σε μια κορπορατιστική λογική λογική, που είναι τόσο απαραίτητη για τους βιομηχάνους, τα πολιτικά κόμματα, την κυβέρνηση και τον καπιταλισμό, προκειμένου να εδραιώσουν την εκμετάλλευση διαχρονικά.

Το FISAFS λοιπόν, στην υπεράσπιση των συμφερόντων των εργοδοτών, δεν μπορεί να κάνει χρήση των μεθόδων αγώνα που χαρακτηρίζουν την ποιότητα της εργατικής αυτονομίας. Σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων και συμμαχιών, καθίσταται αδύνατο για το FISAFS να διαφοροποιηθεί από τις άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις που βρίσκονται σε αντίθεση με τις τρεις κύριες πλειοψηφικές συνδικαλιστικές οργανώσεις (για παράδειγμα, το USFI-CISNAL).

Η πραγματική προλεταριακή αυτονομία είναι η μόνη πιθανή διέξοδος για τη συνέχιση του αγώνα ενάντια στους εργοδότες και τους λακέδες τους. Για να φτάσουμε εκεί όμως, είναι απαραίτητο να αρχίσουμε να σχηματίζουμε Αυτόνομους Εργατικούς Πυρήνες. Αυτοί οι πυρήνες, όπως αυτοί που θέλουμε να δημιουργήσουμε μεταξύ των εργατών του Τορίνο, γεννιούνται μέσα από μια συγκεκριμένη παραγωγική πραγματικότητα, και θα έπρεπε να θεωρούν εαυτούς ένα διαρκές σημείο αναφοράς για την πραγματικότητα κι έξω απ’ αυτήν, στους χώρους που ζούμε, στο δρόμο, στα σχολεία και ούτω καθεξής, τραβώντας τους χώρους αυτούς στον αγώνα.

Ξεκινώντας από μια σαφή αντίληψη της προλεταριακής αυτονομίας, αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά δυο κινδύνους έμφυτους στις διαχωρισμένες ή συνδικαλιστικές μεθόδους αγώνα.

1. Τη γραφειοκρατικοποίηση της υποδομής
2. Την τάση προς μια κορπορατιστική αντίληψη του αγώνα.

Οι αυτόνομοι εργατικοί πυρήνες οργανώνονται ανεξάρτητα από τα πολιτικά κόμματα και συνδικάτα, προκειμένου να υπερασπιστούν πιο αποτελεσματικά τον εργάτη ως άνθρωπο. Οι προοπτικές τους οργάνωσης και αγώνα, έχουν υπόψι τη διπλή αναγκαιότητα της διεξαγωγής της σύγκρουσης τόσο σε επίπεδο παραγωγής (στους μισθούς, τις συμφωνίες κλπ), όσο και σε επίπεδο καθημερινής ζωής του κάθε εργαζομένου (οι κίνδυνοι στην εργασία του, η αποξένωση, η αναγκαιότητα των δεσμών μεταξύ γειτονιάς, χώρου εργασίας, σχολείου κλπ).

Η αυτονομία είναι λοιπόν μια επανεξέταση του ανθρώπινου στον εργάτη, με μια καθαρή ματιά του αγώνα του αγώνα προς τη διασφάλιση των συνθηκών που διέπουν την εργασία και την ίδια τη ζωή.

Ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας

α) Χαρακτηριστικά

Πρόκειται για μια οργανωτική μορφή που επιθυμεί να διαχωριστεί από τα συνδικάτα, καθώς και την αυτόνομη εκδοχή τους. Η αυτονομία τους βασίζεται σε μια αντι-γραφειοκρατική υποδομή. Βασίζεται στην ανυπαρξία μόνιμων εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων και επαγγελματικών στελεχών. Όλοι οι εργάτες δεσμεύονται στον αγώνα ενάντια στα αφεντικά και τους λακέδες τους. Αυτή η δέσμευση στον αγώνα είναι διαρκής και δεν περιορίζεται στις μέρες των απεργιών, όπως καθορίζονται από τα συνδικάτα. Κάθε στοιχείο των αυτόνομων εργατικών πυρήνων θεωρεί εαυτόν σε διαρκή πάλη ενάντια στην εργοδοσία και τους λακέδες της, με τον ίδιο τρόπο που αυτοί βρίσκονται σε διαρκή πάλη ενάντια στους εργάτες, στην προσπάθειά τους να διαιωνίσουν την εκμετάλλευση. Ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας, δε σχετίζεται με τη συνδικαλιστική ιδεολογία και πρακτική, ενώ η σαφής θέση του ενάντια στην εργοδοσία τον καθιστά ξεκάθαρο και αναμφίβολο εργαλείο που οι εργάτες οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει για τη χειραφέτησή τους. Οι δράσεις προπαγάνδας και αγώνα οργανώνονται σύμφωνα με την εκπλήρωση ρητών στόχων, και η επιλογή των μέσων για τη διεξαγωγή του αγώνα, προσδιορίζεται και διασαφηνίζεται από τον ίδιο τον πυρήνα. το να γίνουν μέρος του αυτόνομου εργατικού πυρήνα, είναι το λογικό βήμα για όλους όσους αντιλαμβάνονται ότι έχουν προδοθεί από τις διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις και που επιθυμούν να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στην εργοδοσία και το Κράτος, διευρύνοντάς τον σε μια προοπτική ολότελα διαφορετική απ’ αυτή της συνδικαλιστικής εξουσίας.

β) Μέθοδοι

Η καταστολή που θέτουν σε εφαρμογή τα αφεντικά με τη βοήθεια των λακέδων τους είναι διαρκής. Εξασκείται πάνω μας με πολλούς τρόπους: Μειώνοντας δραστικά την αγοραστική δύναμη των μισθών μας εξαφανίζοντας τις αυξήσεις που κερδίζουμε, αρνούμενοι κάθε νόμιμη αύξηση, ξεζουμίζοντας τους εργαζομένους προκειμένου να μη προσλάβουν παραπάνω προσωπικό, αυξάνοντας έτσι τους κινδύνους ατυχήματος, εκμηδενίζοντας τους αγώνες μας μέσα απ’ τη συνδικαλιστική πολιτική της επαναφομοίωσής τους. Αυτή η καταστολή πρέπει να καταπολεμηθεί με έναν εξίσου διαρκή αγώνα.Διαρκής καταστολή-Διαρκής αγώνας. Οι σύντροφοι που απαρτίζουν τον αυτόνομο εργατικό πυρήνα, πρέπει να επεξεργάζονται μια σαφή ιδέα για τον προσανατολισμό που θα ‘πρεπε να πάρει ο αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση. Η εργοδοσία χτυπά τον εργαζόμενο ως μέρος ενός όλου (της παραγωγικής δύναμης), όταν λοιπόν τον χτυπά ως σιδηροδρομικό εργάτη, η εταιρία προσαρμόζει την εκμετάλλευσή της στις γενικότερες συνθήκες παραγωγής. Γι’ αυτόν το λόγο, ένας διαχωρισμένος και κορπορατιστικός αγώνας δεν αποδίδει. Η μέθοδος της εργατικής αυτονομίας βασίζεται στην εξαγωγή του αγώνα, ακόμα κι αν τα άμεσα αποτελέσματα (οικονομικά και συνθήκες εργασίας) παραμένουν εντός του τομέα της παραγωγής. Η μέθοδος λοιπόν είναι αυτή της διαρκούς σύγκρουσης και της μεταφοράς του αγώνα και έξω από τον χώρο εργασίας. Οι στόχοι που πρέπει να προσεγγιστούν έξω απ’τον χώρο εργασίας είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι χρήστες του σιδηροδρόμου, και ιδιαίτερα οι κάτοικοι της περιοχής που πρέπει διαρκώς να ενημερώνονται για την εξέλιξη της σύγκρουσης στο εσωτερικό της εταιρίας. Το ίδιο ισχύει και για άλλους τομείς της παραγωγής, κοντινούς σ’ αυτόν των σιδηροδρόμων (οι υπηρεσίες των αεροδρομίων, οι ταχυδρομικοί, υπάλληλοι τηλεφωνικών κέντρων, και κάθε σχετική υπηρεσία). Εδώ έγκειται η τεράστια σημασία της πληροφόρησης για την αυτόνομη οργάνωση του αγώνα. Προφανώς, στο ξεκίνημα, τα διαθέσιμα μέσα γι’ αυτήν την μέθοδο αγώνα θα είναι ανεπαρκή σε σύγκριση μ’ αυτά των μεγάλων συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών. Ωστόσο, ακόμα κι αν χρειάζεται να καταφύγουμε στα φωτοτυπημένα φυλλάδια, αυτό που μετράει είναι το να δουλεύουμε προς τη σωστή κατεύθυνση, με το να παρεμβαίνουμε διαρκώς ανάμεσα στους χρήστες που οφείλουμε τελικά να ευαισθητοποιήσουμε προς τον αγώνα των σιδηροδρομικών γενικά, και προς την προοπτική μας.

Το ίδιο ισχύει και για τους συγγενείς τομείς με τους οποίους είναι αναγκαίο να κρατάμε επαφή, ενισχύοντας, όπου είναι εφικτό, τη δημιουργία άλλων αυτόνομων πυρήνων, οι οποίοι μπορούν να διεξάγουν μια τέτοιου είδους δουλειά. Σε μια τέτοια προοπτική, μια απεργία διατηρεί την ισχύ της ως μέσο αγώνα, αλλά πρέπει να την αντιμετωπίζουμε κριτικά, κι όχι ως ένα επίσημο μέσο που αυτόματα θέτει σε κίνηση τη σύγκρουση όποτε το αποφασίσει η συνδικαλιστική ηγεσία. Η (επίσημη) απεργία με μια τέτοια έννοια, μπορεί να γίνει ένα εργαλείο αποσυμπίεσης μιας κατάστασης σύγκρουσης, χρήσιμο ως τέτοιο στην εργοδοσία και σε όλους όσους έχουν συμφέρον να εξαφανίσουν κάθε συνεκτικό αγώνα. Ένα άλλο στοιχείο ενάντια στην (επίσημη) απεργία ως μέσο αγώνα, είναι το γεγονός ότι πρόκειται για ένα “διάλειμμα” για το οποίο ο αντίπαλος πάντοτε προειδοποιείται εκ των προτέρων, ώστε να μπορεί να διευθετήσει ανάλογα την κατάσταση (για παράδειγμα, με το να μειώνει το προσωπικό στα τραίνα που μεταφέρουν προϊόντα, ενισχύοντας τα τραίνα για το κοινό). Υπάρχουν εναλλακτικά μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη διάρκεια μιας απεργίας, ή στη θέση της, που επιτίθενται στην παραγωγή της εταιρίας άμεσα και συνιστούν μια πρώτης τάξεως απειλή. Στη διάρκεια μιας απεργίας, η τεχνική διαδικασία κανονίζεται στα meetings των συνδικάτων. Αν ρίξουμε μια ματιά στα πρακτικά τους, θα μείνουμε έκπληκτοι από τη λεπτομερή μέριμνά τους να αποφευχθεί κάθε παραγωγική ζημιά στην εταιρία. Απ’ την άλλη όμως, τί κάνει η εταιρία για να μειώσει την εκμετάλλευση των εργαζομένων; Όλες αυτές οι προλήψεις μειώνουν τελικά την αποτελεσματικότητα της απεργίας ως μέσο επίθεσης ενάντια στ’ αφεντικά, με υπέυθυνα τα νομιμόφρονα και συντηρητικά συνδικάτα. Στη σκληρή και διαρκή καταστολή, πρέπει να αντιτάξουμε έναν αγώνα χωρίς ημίμετρα και προειδοποιήσεις: σκληρός και διαρκής αγώνας. Η επιλογή των μέσων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σ’ έναν συγκεκριμένο αγώνα, και ο βασικός προσανατολισμός του που πρέπει να διαδίδεται διαρκώς προς τα έξω, αποφασίζεται από τους συμμετέχοντες στον αυτόνομο εργατικό πυρήνα, ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται σε τακτικές συναντήσεις.

γ) Προοπτική

Η συνεκτική ανάπτυξη του αγώνα πρέπει να εκτιμάται από καιρό σε καιρό, υπό το φως της αντικειμενική κατάστασης, και να μη χρησιμοποιείται σαν έδαφος για αόριστες κι αυθαίρετες ιδεολογικές δομές. Οι αυξήσεις στους μισθούς είναι ένα απ’ τα πιο σημαντικά σημεία του αγώνα, καθώς επιτρέπουν στον εργάτη μεγαλύτερη άνεση για να αντισταθεί και δυνατότητα να συμμετάσχει σε άλλες μάχες εξίσου σημαντικές για την ύπαρξή του. Αυτή η μάχη δεν είναι αναγκαστικά ο κύριος στόχος του αυτόνομου εργατικού πυρήνα, αλλά, για προφανείς λόγους δεν μπορεί να αφεθεί σε δεύτερη μοίρα. Ο αγώνας για μια διαφορετική οργάνωση της εργασίας είναι αναμφίβολα πολύ πιο ενδιαφέρων, καθώς έμμεσα ενισχύει τον πραγματικό μισθό με τέτοιο τρόπο που δεν μπορεί να παρθεί πίσω απ’ τους μηχανισμούς της υποτίμησης. Αυτές οι έμμεσες αυξήσεις των μισθών είναι εργαλεία τεράστιας αξίας στη διάρκεια της σύγκρουσης. Μια μείωση των ωρών εργασίας, μια γενική άρνηση της ελαστικότητας ή της ανάληψης παραπάνω καθηκόντων, μια κάλυψη όλου του προσωπικού, μια βελτίωση των συνθηκών εργασίας, μια ρύθμιση των κανονισμών και των ωραρίων των οδηγών, των ελεγκτών κλπ, η βελτίωση των εγκαταστάσεων, των βοηθητικών υποδομών κλπ είναι όλα στοιχεία που βελτιώνουν τις γενικές συνθήκες ενός σιδηροδρομικού εργάτη και μπορούν να αποτελέσουν μέρος του πραγματικού μισθού ο οποίος είναι σήμερα πολύ χαμηλότερος απ’ το ποσό που αναγράφει η πληρωμή του.

Η βασική προοπτική πάνω στην οποία μπορεί να σχεδιαστεί ένας μακροχρόνιος αγώνας θα μπορούσε να είναι αυτή του ελέγχου της επιχείρησης από την εργατική βάση της, με την έξοδο προοδευτικά των αφεντικών και των επιστατών-τσιρακιών τους που βρίσκονται σε εξασφαλισμένες θέσεις με την έγκριση των συνδικάτων. Καθ αυτόν τον τρόπο, θα δινόταν ένα παράδειγμα μέσω μιας σειράς προτάσεων αναδιοργάνωσης της διεύθυνσης, και με την οργανωτική ικανότητα των εργαζομένων, αποκηρύσσοντας του υπεύθυνους για τις παρούσες υποβαθμισμένες υπηρεσίες με κόστος του επιβατικού κοινού και του κάθε εμπλεκόμενου. Πρέπει να ερμηνευτεί η προβληματική κατάσταση των αγώνων των συνδικάτων και η ανάγκη τους να συνεργάζονται με την επιχείριση, η αδυναμία τους για οποιαδήποτε αλλαγή στο κοντινό μέλλον, και μια επιστροφή στην αγώνα της βάσης. Αγώνας ενάντια στις συνδικαλιστικές δομές και τους γραφειοκράτες, κι όχι ενάντια στα μέλη των συνδικάτων. Η τελική προοπτική μας είναι λοιπόν αυτή μιας αυτόνομης διεύθυνσης του αγώνα μας, τόσο στην μάχη των μισθών και των συνθηκών εργασίας, όσο και προοδευτικά για τον έλεγχο της διεύθυνσης συνολικά. Ξεκάθαρα, αυτή η αυτονομία του αγώνα μπορεί να αναπτυχθεί μόνο μέσα από μια έγκυρη κριτική της θέσης των συνδικάτων ως συνεργάτες της εργοδοσίας.

Συμπεράσματα

Ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας είναι ένα εργαλείο αγώνα για την υπεράσπιση των σιδηροδρομικών εργατών που επιθυμούν να διεξάγουν έναν αυτόνομο αγώνα. Για το λόγο αυτό, αρνείται την εκπροσώπηση των συνδικάτων και καταγγέλει την ενσωμάτωσή τους στο σύστημα.

Στη βάση της Αυτονομίας, ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας πραγματώνει την ανάγκη για διαρκή σύγκρουση με την πραγματικότητα της παραγωγής, και την ανάγκη για εξαγωγή των ουσιαστικών χαρακτηριστικών του αγώνα και έξω απ’ τους χώρους εργασίας. Οι στόχοι αυτής της επικοινωνίας με το εξωτερικό, είναι οι χρήστες των σιδηροδρομικών υπηρεσιών και οι συγγενείς παραγωγικοί τομείς. Οι αναγκαίες μέθοδοι για την πραγματοποίηση της υπεράσπισης των συμμετεχόντων και κατ’ επέκτασι ολόκληρης της παραγωγικής συλλογικότητας, επιλέγονται σε αρμονία με τις αρχές της αυτονομίας του αγώνα και της διαρκούς σύγκρουσης. Η αποτελεσματικότητα της κάθε απεργίας θα πρέπει να εξετάζεται κριτικά, και να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην αναζήτηση κι άλλων αποτελεσματικών μορφών πάλης, που δεν ελέγχονται τόσο εύκολα από την επιχείρηση. Η προοπτική του αυτόνομου εργατικού πυρήνα είναι διαρκής, τείνει στην αύξηση των μισθών και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, με σκοπό την υπεράσπιση των πραγματικών μισθών που είναι η βάση για κάθε συνεκτική δυνατότητα του αγώνα των εργαζομένων.

Categories
Uncategorized

Μετά τον σεισμό στη Χιλη…

2 κείμενα από Libcom.org. Φωτογραφίες, στο  Santiago Indymedia (κι εδώ).

Χιλή: Ιδιωτική ιδιοκτησία και αστυνομική τάξη πάνω από την ανθρώπινη ζωή στο μετασεισμικό χάος

Μετάφραση στα αγγλικά: Caiman del Barrio

Ένας άνθρωπος σκοτώθηκε από τον στρατό και πάνω από 160 συνελήφθησαν για οικειοποίηση αγαθών σε μέρη της νότιας Χιλής, που μαστίζονται από μια σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη βασικών προϊόντων που επακολούθησε τον καταστροφικό σεισμό του πρωϊνού της Κυριακής. Όλο και περισσότερες φωνές από την αναστατωμένη περιοχή, καταγγέλουν την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης της χιλιανής κυβέρνησης, υπό την ηγεσία της κεντροαριστερής Michele Bachelet μέχρι να δώσει τη θέση της στον δεξιό Sebastián Piñera στις 11 Μαρτίου, που ανέπτυξε χιλιάδες στρατιώτες και αστυνομικού ώστε να αποκλείσει τις εισόδους των σούπερ μάρκετ από “λεηλασίες” αντί να προσπαθήσει να βοηθήσει τον πληθυσμό.

Πολλές ομάδες, καλώντας σε πολιτική ανυπακοή ενάντια στους ένοπλους στρατιώτες που κατέκλυσαν τους μισοδιαλυμένους δρόμους, κάνουν σύγκριση με τη στρατιωτική δικτατορία του 1973-90. Ολόκληρες περιοχές της χώρας, όπως η αγροτική ζώνη γύρω απ’ την Concepción (δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Χιλής), έχουν εκκενωθεί ακόμα κι απ τις πιο βασικές υπηρεσίες, πράγμα που υποδηλώνει ότι η Bachelet και η συν αυτή, είναι προετοιμασμένοι να αφήσουν τους κατοίκους να λιμοκτονήσουν προκειμένου να επιβάλλουν έπειτα το “γράμμα του νόμου”.

Το χάος στην σεισμική ζώνη επιτάθηκε περισσότερο από μια σειρά αντιφατικών δηλώσεων των απο πάνω: ενώ μια οδηγία διέταζε τα σούπερ μάρκετ να διανέμουν τα βασικά τρόφιμα δωρεάν, ένας τοπικός στρατιωτικός διοικητής υποσχέθηκε “σκληρά αντίποινα” σε όποιον θα λεηλατούσε προϊόντα. Κι έτσι, καθώς οι απεγνωσμένοι και πεινασμένοι αναγκάστηκαν να στραφούν σε μικρότερες, λιγότερο προστατευμένες επιχειρήσεις, οι αρχές της Concepción – καθώς και των περιοχών του Maule και Bio Bio, μεταξύ άλλων – επέβαλλαν στρατιωτική απαγόρευση κυκλοφορίας μεταξύ 9μμ και 6πμ, επ’ αόριστον. Η αποτελεσματικότητα του στρατού στην διαφύλαξη των σούπερ μάρκετ είναι εντυπωσιακή, όπως και η αντίθεση αυτής με την παντελή ανικανότητά του στη διανομή βοήθειας, με αποκορύφωμα τη σύγκρουση ενός αεροπλάνου κατά την προσγείωσή του στην Concepción, σκοτώνοντας έξι εργαζομένους στις πρώτες βοήθειες.

Εντωμεταξύ, στο Santiago, την πρωτεύουσα της χώρας, δύο κατειλημένα κοινωνικά κέντρα είχαν σοβαρές υλικές ζημιές ως τώρα, ενώ ακόμα δεν έχουν βγάλει σχετικές ανακοινώσεις τα υπόλοιπα. Οι κρατούμενοι της φυλακής του Santiago (El Manzano) επωφελήθηκαν απ’ το χάος που ακολούθησε τον σεισμό των 8,8 Ρίχτερ (με πάνω από 700 νεκρούς ως τώρα) καταφέρνοντας μια μαζική απόδραση με πάνω από 200 δραπέτες. Περίπου 130 παραμένουν χωρίς σύλληψη. Δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία για την κατάσταση – και την τοποθεσία – ενός αριθμού αναρχικών κρατουμένων της φυλακής του Santiago.

* Πιο συγκεκριμένα: Η κατάληψη La Crota έχει χάσει ένα μέρος της πρόσοψής της λόγω αποκόλλησης των τοιχίων, και μέρος της σκεπής κατέρρευσε πάνω στη βιβλιοθήκη, ενώ ένας εσωτερικός τοίχος έπεσε στον κήπο. Γίνονται έργα απ’ τους καταληψίες. Στην κατάληψη Sacco y Vanzetti μέρος της σκεπής έχει καταρρεύσει, ενώ αρκετοί τοίχοι έχουν ρωγμές. Εχει διαλυθεί μέρος της βιβλιοθήκης. Όσον αφορά τους κρατούμενους, δεν υπάρχει καμία ενημέρωση για τους συντρόφους:
Axel Osorio, Marcelo Dotte, Esteban Huiniguir (C.A.S).
Marcelo Villarroel, Freddy Fuentevilla (M.A.S).
Pablo Carvajal, Matías Castro, Cristian Cancino (Santiago 1)
Sergio Vasquez, Alvaro Olivares (22 January collective, κρατούνται στη φυλακή Ex Penitenciaria)
Flora Pavez (C.P.F) (οι 3 τελευταίοι βρίσκονται στη χειρότερη φυλακή, με τις μεγαλύτερες ζημιές.

Χιλή: Αυτοοργάνωση των προλεταρίων εν όψει της καταστροφής, λούμπεν καπιταλιστές και κρατική ανικανότητα

Μετάφραση στα αγγλικά: Caiman del Barrio. Ένας ανώνυμος απολογισμός της αλληλεγγύης των γειτονιών και των ομάδων αυτοάμυνας ενάντια στις ένοπλες συμμορίες στην Concepción της Χιλής, αμέσως μετά τον σεισμό των 8,8 Ρίχτερ της Κυριακής.

Μέχρι στιγμής, έχει γίνει ευρέως γνωστό ότι πάρα πολλοί άνθρωποι έπραξαν το αυτονόητο και εισέβαλαν στις αποθήκες προμηθειών, παίρνοντας τα απαιτούμενα. Μια τέτοια πράξη είναι λογική, ορθή, αναγκαία και αναπόφευκτη – σε τέτοιο βαθμό, που μοιάζει εντελώς παράλογο ακόμα και να το συζητά κανείς. Οι άνθρωποι οργανώνονται αυθόρμητα – δίνουν ο ένας στον άλλον γάλα, πάνες, νερό, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός, δίνοντας ιδιαίτερη βάση στον αριθμό των παιδιών κάθε οικογένειας. Η ανάγκη για οικειοποίηση των διαθέσιμων προϊόντων ήταν τόσο εμφανής – και η αποφασιστικότητα των ανθρώπων να εξασκήσουν το δικαίωμά τους στην επιβίωση τόσο ισχυρή – που ακόμα και η αστυνομία κατέληξε να βοηθάει (αποσπώντας εμπορεύματα από τα σούπερ μάρκετ Lider στην Concepción, για παράδειγμα). Κι όταν έκανε προσπάθειες να εμποδίσει τον πληθυσμό απ’ το να κάνει το μόνο πράγμα που μπορούσε στην κατάσταση αυτή, τα συγκεκριμένα κτίρια πυρπολήθηκαν – κάτι εξίσου “λογικό”, εξ άλλου, αν οι τόννοι των τροφίμων μείνουν να σαπίσουν αντί να καταναλωθούν, με το να καούν, αποφεύγεται κάθε εστία μόλυνσης. Αυτά τα περιστατικά “λεηλασιών” επέτρεψαν σε χιλιάδες ανθρώπους να επιβιώσουν για ώρες στο σκοτάδι, χωρίς πόσιμο νερό, χωρίς την παραμικρή ελπίδα ότι θα έρθει κάποιος να τους βοηθήσει.

Σήμερα, ωστόσο, μετά από μόλις μερικές ώρες, η κατάσταση έχει μεταβληθεί δραστικά. Σε ολόκληρη την μητροπολιτική περιοχή της Concepción, οπλισμένες, μηχανοκίνητες συμμορίες έχουν εμφανιστεί με ακριβά οχήματα, και με τη σειρά τους λεηλατούν όχι αποκλειστικά επιχειρήσεις αλλά ακόμα και πολυκατοικίες και σπίτια. Ο σκοπός τους είναι να κλέψουν τα λιγοστά αγαθά που μπόρεσαν να οικειοποιηθούν οι άνθρωποι από τα σούπερ μάρκετ, καθώς και τις οικιακές συσκευές τους, τα χρήματα κι ότι άλλο βρουν. Σε ορισμένα μέρη της Concepción, αυτές οι συμμορίες αφού λεηλάτησαν τα σπίτια, τους έβαλαν φωτιά κι αποχώρησαν. Οι κάτοικοι, που βρέθηκαν αρχικά απολύτως ανυπεράσπιστοι, έχουν αρχίσει να συλλογικοποιήσουν τα αγαθά τους, για να εξασφαλίσουν ότι όλοι θα έχουν τροφή.

Δεν είναι σκοπός του απολογισμού αυτού να “συμπληρώσει” το φάσμα πληροφοριών που προέρχεται από άλλες πηγές, αλλά κυρίως το να τραβήξει την προσοχή σ’ αυτήν την κρίσιμη κατάσταση, και την εκτίμησή της από μια αντικαπιταλιστική οπτική. Η αυθόρμητη ορμή των ανθρώπων να οικειοποιηθούν ό,τι χρειάζονταν για να επιβιώσουν, και η τάση τους προς τον διάλογο, το μοίρασμα, τη συμφωνία, και τη συλλογική δράση, έδωσαν τον τόνο από την πρώτη στιγμή της καταστροφής. Έχουμε βιώσει όλοι αυτήν τη φυσική, κοινοτική τάση, την μια ή την άλλη στιγμή της ζωής μας. Εν τω μέσω του τρόμου που βίωσαν χιλιάδες εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους, αυτή η τάση του να ζουν σαν μια κοινότητα πρόβαλε σαν κεραυνός εν αιθρία, υπενθυμίζοντάς μας ότι δεν είναι ποτέ αργά να ξαναγυρίσουμε στον “φυσικό” τρόπο ζωής μας.

Αντιμέτωπο με αυτήν την οργανική, φυσική, κομμουνιστική τάση, η οποία χάρισε ζωή στους ανθρώπους την ώρα αυτού του σοκ, το κράτος χλώμιασε, αποκαλύπτοντας το πραγματικό πρόσωπό του: ένα ψυχρό, ανίκανο τέρας. Επιπλέον, αυτή η ξαφνική διακοπή του κύκλου παραγωγής και κατανάλωσης, άφησε τους βιομηχάνους στο έλεος των γεγονότων, αναγκασμένους σε αναμονή, ικετεύοντας για μια επιστροφή στην τάξη και την ομαλότητα. Εν ολίγοις, ένα αυθεντικό ρήγμα άνοιξε στην κοινωνία, μέσα απ’ το οποίο σπινθηροβόλησε ο νέος κόσμος που υπάρχει στις καρδιές των ανθρώπων. Ήταν λοιπόν απαραίτητο, και μάλιστα επείγον, να επανακτήσει την παλιά ομαλότητα του μονοπωλίου, της καταπίεσης και της λεηλασίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε από τα υψηλότερα κλιμάκιά του, αλλά από τον ίδιο τον πάτο της ταξικής κοινωνίας. Αυτοί που ανέλαβαν την επιστροφή στην τάξη – με άλλα λόγια την επιβολή δια της βίας των σχέσεων τρόμου που καθιστούν ικανή την νόμιμη, ιδιωτική, καπιταλιστική συσσώρευση – ήταν οι πρεζέμποροι μαφιόζοι, σε μεγάλο βαθμό διάχυτοι στον πληθυσμό. Οι κατ εξοχίν “αυτοδημιούργητοι” (που “ξεκινώντας απ’ τα χαμηλά, φτάσαν στα ψηλά”), παιδιά της εργατικής τάξης που συμμαχήσαν με την αστική προκειμένου να ανέλθουν κοινωνικά, με αντίτιμο το να δηλητηριάζουν τα αδέρφια τους, το να εμπορεύονται τις αδερφές τους, και να εμφυτεύουν τον πιο άρρωστο καταναλωτισμό στα παιδιά τους. Οι μαφιόζοι, δεν είναι παρά καπιταλιστές στην πιο καθαρή μορφή τους: αρπακτικά κατά της ίδιας τους της τάξης, με τα 4χ4 και τα αυτόματά τους, έτοιμοι να εκφοβίσουν και να διώξουν τους ίδιους τους γείτονές τους, ή κατοίκους άλλων γειτονιών, με μόνο σκοπό το μονοπώλιο της μαύρης αγοράς και το “εύκολο χρημα”, δηλαδή την εξουσία.

Το ότι αυτά τα μαφιόζικα στοιχεία είναι φυσικοί σύμμαχοι του κεφαλαίου και της τάξης των αφεντικών εκδηλώθηκε με την εκτεταμένη προβολή των ανάξιων κάθε σεβασμού πεπραγμένων τους στα ΜΜΕ, προκειμένου να τρέψουν τον πληθυσμό -που χει ήδη τσακισμένο ηθικό- σε πανικό, δικαιολογώντας έτσι την στρατιωτικοποίηση όλης της περιοχής. Ποιά άλλη εικόνα θα ήταν πιο επικερδής για τα αφεντικά και τους πολιτικούς μας – που βαδίζουν χεράκι-χεράκι – για τους οποίους αυτή η καταστροφική κρίση δεν είναι παρά μια τεράστια ευκαιρία για business, για το διπλάσιο ξεζούμισμα μιας εργατική δύναμης που τσακίζεται από τον φόβο και την απόγνωση;

Εκ μέρους των εχθρών αυτής της κοινωνικής τάξης, είναι άνευ νοήματος να εξυμνεί κανείς την λεηλασία γενικά, χωρίς να ορίζει το κοινωνικό περιεχόμενο τέτοιων πράξεων. Μια ομάδα ανθρώπων – μερικώς οργανωμένη, ή ενωμένη σε έναν κοινό σκοπό τουλάχιστον -που καταλαμβάνει και διανέμει τα προϊόντα που χρειάζεται για να επιβιώσει ΔΕΝ είναι το ίδιο με μια ένοπλη συμμορία που λεηλατεί τον ίδιο τον πληθυσμό προκειμένου να καρπωθεί κέρδος. Αυτό που παραμάνει σαφές είναι ότι ο σεισμός της Κυριακής 27 Φλεβάρη, δε χτύπησε απλά την εργατική τάξη σε τρομακτικό βαθμό και κατέστρεψε υπάρχουσες υποδομές. Αλλά επίσης αναποδογύρισε κοινωνικές σχέσεις σ’ αυτήν τη χώρα. Μέσα σε λίγες ώρες, ο ταξικός πόλεμος αναδύθηκε μπροστά στα μάτια μας, τα οποία ενδεχομένως είναι υπερβολικά αποχαυνωμένα απ’ την τηλεόραση για να μπορέσουν να συλλάβουν την ουσία τέτοιων γεγονότων. Ο ταξικός πόλεμος είναι εδώ, στις διελυμένες γειτονιές, ανοίγει ρήγματα στον πυθμένα της κοινωνίας, επιβάλλοντας την μοιραία σύγκρουση μεταξύ δυο τάξεων του ανθρώπινου γένους που τελικά βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο: απ’ την μια μεριά οι άνδρες και οι γυναίκες της κοινότητας, που βοηθούν και μοιράζονται ο ένας με τον άλλον, κι απ’ την άλλη, οι εχθροί της κοινότητας που τους ληστεύουν και τους πυροβολούν, προκειμένου να ξεκινήσουν τη δική τους πρωτόγονη/πρωταρχική καπιταλιστική συσσώρευση.

Είμαστε παρόντες, οι αόρατοι, ανώνυμοι άνθρωποι, διαρκώς αγκυλωμένοι στις γκρίζες ζωές μας: οι εκμεταλλευόμενοι, οι γείτονες, οι γονείς, αλλά όπως και να χει έτοιμοι να χτίσουμε δεσμούς με αυτούς που μοιραζόμασται την ίδια καταπίεση. Απ’ την μια το προλεταριάτο, απ’ την άλλη το κεφάλαιο. Είναι τόσο απλό. Σε πολλές γειτονιές αυτής της αναστατωμένης χώρας, αυτό το χάραμα, άνθρωποι οργανώνουν την άμυνά τους ενάντια στις ένοπλες συμμορίες. Αυτή τη στιγμή, η ταξική συνείδηση αρχίζει να ενεργεί υλικά σ’ αυτούς που αναγκάστηκαν -σε μια στιγμή- να καταλάβουν ότι οι ζωές τους ανήκουν σ’ αυτούς και μόνο, κι ότι κανείς άλλος δε θα ρθει να τους σώσει.

Categories
Uncategorized

Για την μάχη της Cable Street

Μικρή σημείωση για τον αντιφασισμό στην Αγγλία

Το 1936 ήταν μια χρονιά όξυνσης των ανταγωνισμών, τόσο μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών -που μετά την κρίση του 1929 είχαν μπει σε μια τροχιά πολεμικής οικονομικής ανάπτυξης- όσο και κυριότερα στο εσωτερικό τους, ενάντια στο προλεταριάτο. Στην Αγγλία, η εργατική τάξη έδειχνε να μην έχει αναρρώσει ακόμη από την ήττα της Γενικής Απεργίας του 1926 και τη συνακόλουθη αποσύνθεση μέρους της Αριστεράς. Οι φιλελεύθεροι Τόρυς πατούσαν γερά στην κυβέρνηση, αποτελώντας την αιχμή του δόρατος της επίθεσης στην εργατική τάξη που έβλεπε τα πιο περιθωριοποιημένα κομμάτια της (άνεργοι κλπ) να υποτιμούνται ακόμα περισσότερο. Εκτός όμως από την κεντρική πολιτική σκηνή, μια άλλη δύναμη έκανε την εμφάνισή της, οικειοποιούμενη χαρακτηριστικά του εργατικού κινήματος (πχ. διαδηλώσεις, βία στο δρόμο): οι φασίστες.

Στα 1932, ο Sir Oswald Mosley ενοποιεί τις διάφορες φασιστικές συμμορίες σε ένα “νόμιμο” και αναγνωρίσιμο κόμμα: τη Βρετανική Ένωση Φασιστών, που θα εδραιωθεί στο δρόμο μέσω της δράσης “ομάδων περιφρούρησης”/μελανοχιτώνων που επιτίθεντο σε αντιφασίστες διαδηλωτές, και θα φτάσει τα 50.000 μέλη. Υπόψην ότι πανευρωπαϊκά, ο ολοκληρωτισμός θα προβάλει ως μια καλή λύση για την πειθάρχηση του κεφαλαίου-σε-κρίση, αλλά κυρίως της εργασίας: εξόντωση συνδικαλιστών, αναρχικών, κομμουνιστών και γενικά αντικαθεστωτικών, ήταν το πρώτο βήμα τόσο της ναζιστικής Γερμανίας, όσο και της φασιστικής Ιταλίας. Στην Ισπανία, ο εμφύλιος ακόμα μαίνεται. Επιστρέφουμε στην Αγγλία λοιπόν, και μάλιστα στην καρδιά του Λονδίνου, στην Cable Street, όπου θα επιλέξουν οι φασίστες του Mosley να κάνουν μια επίδειξη δύναμης στις 4/10/1936.

Η επιλογή της Cable Street στο East End, εκλήφθηκε άμεσα από το οργανωμένο προλεταριάτο ως πρόκληση. Επρόκειτο για μια συνοικεία σε μεγάλο βαθμό μεταναστών (κατά κύριο λόγο Εβραίοι -πάνω από 100.000-), ενώ το γειτονικό Limehouse ήταν η Chinatown της εποχής, με επίσης μεγάλο αριθμό αφρικανών μεταναστών. Οι μετανάστες, Εβραίοι, Ιρλανδοί, Ελληνοκύπριοι, ήταν ο κύριος στόχος των φασιστικών κηρυγμάτων μίσους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς εργάζονταν στο λιμάνι και στα εργοστάσια της περιοχής. Μιλάμε δηλαδή για μια “ζωντανή” γειτονιά μεταναστών, με έντονη παρέμβαση από την Αριστερά (την εποχή εκείνη οι εφημερίδες της Αριστεράς μπαίνουν σε πάνω από 1.000.000 σπίτια) και το αγγλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Ωστόσο, η πρώτη αντίδραση ήταν τουλάχιστον “αμήχανη”. Το Εβραϊκό συμβούλιο καλεί τα μέλη του να παραμείνουν στα σπίτια τους κλειδαμπαρωμένοι και να αποφύγουν κάθε δημόσια εκδήλωση (“Εβραίοι που θα θεαθούν να λαμβάνουν μέρος σε έκτροπα, οσοδήποτε άθελά τους, θα ενισχύσουν τον αντισημιτισμό”: η ίδια τακτική που είχαν ακολουθήσει τα Εβραϊκά Συμβούλια της Γερμανίας, με τραγικά αποτελέσματα μόλις λίγα χρόνια πριν), ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα θα καλέσει μια “αντιφασιστική” συγκέντρωση στην Trafalgar Square, πολλά χιλιόμετρα μακρυά από το Stepney, ως ένδειξη συμπαράστασης στους αντιφασίστες -σταλινικούς- της Ισπανίας! (αρκετοί ήταν οι άγγλοι που συμμετείχαν στις διεθνείς ταξιαρχίες). Παρόμοια η κατάσταση και στο Εργατικό Κόμμα, ενώ από διάφορους κύκλους των παραπάνω κυκλοφορεί μια Συλλογή Υπογραφών που καλεί την αστυνομία να απαγορεύσει την πορεία των φασιστών! Πάνω από 100.000 άνθρωποι θα βάλουν την υπογραφή τους. Τελευταία στιγμή, κι ενώ η Αριστερά κινδυνεύει να εκτεθεί ανεπανόρθωτα απέναντι στην εργατική τάξη, αντιτιθέμενη στον φασισμό στην Ισπανία αλλά αφήνοντάς τον να δράσει στο Λονδίνο, οι συγκεντρώσεις ακυρώνονται και ο κόσμος αρχίζει να μαζεύεται στην Cable Street. Τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος φτάνουν στην περιοχή για να αντικρύσουν μια λαοθάλασσα από κατοίκους αποφασισμένους να αντισταθούν στους φασίστες με την φυσική παρουσία τους στους δρόμους: No Pasaran-They shall not pass!

Η αστυνομία θα στείλει άμεσα 4.000 έφιππους+6.000 πεζούς μπάτσους, ενώ οι εκτιμήσεις για το μέγεθος της αντιδιαδήλωσης αναφέρουν από 350.000-500.000 αντιφασίστες. Ξηλώνονται πεζοδρόμια, αναποδογυρίζονται λεωφορεία για να στηθούν οδοφράγματα, γυναίκες πετάνε γλάστρες και σκουπίδια απ’ τα παράθυρά τους στους έφιππους αστυνομικούς, ενώ πιτσιρικάδες της γειτονιάς αδειάζουν σακούλες με πιπέρι στα μούτρα των αλόγων, και με μπίλιες στο δρόμο, κάνοντάς τα να χάνουν τον έλεγχο και να πέφτουν! Η αστυνομία θα καταφέρει παρολαυτά να σχηματίσει “κορδόνι” γύρω από το σημείο της συγκέντρωσης προστατεύοντας τον Mosley και τους μελανοχιτώνες του. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς κατάφεραν να την πουλέψουν αλώβητοι προς το Hyde Park (ο ίδιος ο Mosley φυγαδεύτηκε με αυτοκίνητο μετά από συντονισμένες επιθέσεις έφιππων μπάτσων ώστε να σπάσει το πλήθος τριγύρω), ενώ οι μεγαλύτερες συμπλοκές καταγράφηκαν μεταξύ της έφιππης αστυνομίας που επέδραμε σε αντιφασίστες διαδηλωτές.

“Και δεν ήταν το θέμα απλά οι Εβραίοι που βρέθηκαν εκεί στις 4 Οκτώβρη, το πιο εκπληκτικό πράγμα ήταν να βλέπεις έναν καλοντυμένο Ορθόδοξο Εβραίο να στέκεται δίπλα σ’ έναν Ιρλανδό λιμενεργάτη με μια σιδερόβεργα στα χέρια. Αυτό ήταν κάτι το απίστευτο. Κι αυτό γιατί, δεν είχαμε να κάνουμε με μια αναμέτρηση μεταξύ Εβραίων και φασιστών, αλλά ήταν ένα ζήτημα όλων των ανθρώπων που καταλάβαιναν τί είναι ο φασισμός. Και για μένα, ήταν η συνέχεια του αγώνα στην Ισπανία”Charlie Goodman,  “The Battle Of Cable Street, 1936”

Σύμφωνα επίσης με το -τότε- στέλεχος του ΚΚ Joe Jacobs: “Η ήττα του Mosley είχε δρομολογηθεί πολύ νωρίτερα, όταν απέτυχε να κερδίσει έδαφος στο Shadwell και το Wapping, όπου ζούσαν ιρλανδικής καταγωγής λιμενεργάτες, με ισχυρό το στοιχείο του καθολικισμού, αλλά και μια μακρά ιστορία εργατικων αγώνων πίσω τους. Οι Εβραίοι του Ανατολικού Λονδίνου δε θα μπορούσαν, κατά τη γνώμη μου, να διώξουν τον Mosley χωρίς την υποστήριξη αυτών των γειτονιών στα νότια της Εβραϊκής συνοικείας…”.

Μόλις κατακάθησε η σκόνη των οδοφραγμάτων, ως μεγάλος νικητής της μάχης αναδείχτηκε… η α σ τ υ ν ο μ ί α. Με τον κόσμο αρκετά οργισμένο ώστε να αναμετρηθεί με τους φασίστες αλλά να τα έχει χαμένα μπροστά στις επιθέσεις των bobbies της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η μητροπολιτική αστυνομία κατόρθωσε να μαζέψει πάνω από 160 επιλεγμένες συλλήψεις, να στείλει δεκάδες κατοίκους και αντιφασίστες στο νοσοκομείο. Η νομοταγής Αριστερά, που μπροστά στην άνοδο του φασισμού στους δρόμους είχε παραλύσει, με το ίδιο το ΚΚ να περιθωριοποιεί τελικά τις “αριστερίστικες” φωνές στο εσωτερικό του που ήθελαν να τσακίσουν το φασισμό στο δρόμο, θα χαρίσει τη συναίνεσή της (με την ελπίδα να την απαλλάξει το δημοκρατικό Κράτος* απ’ τον φασισμό) στις διαδικασίες που έναν μήνα αργότερα θα φέρουν σε ισχύ την Public Order Act του 1936, πρακτικά: Απαγόρευση κάθε πορείας που δεν έχει πάρει προηγουμένως άδεια από την αστυνομία. Έτσι με πρόφαση τον φασιστικό κίνδυνο, η αστυνομία απέκτησε τον πλήρη κι αδιαμφισβήτητο έλεγχο του δημόσιου χώρου, των δρόμων, των διαδηλώσεων.

Περιττό να προσθέσουμε, ότι απ’ αυτήν την ήττα, το βρετανικό κίνημα δεν έχει συνέλθει ακόμα.

* Την ίδια στιγμή, οι φιλελεύθεροι άγγλοι δημοκράτες στήριζαν ποικιλοτρόπως τα φασιστικά καθεστώτα στην Ευρώπη. Ενδεικτικό είναι το δημοσίευμα του Guardian της 13/10/2009 που παρουσιάζει κάποια στοιχεία που θέλουν τον Μουσσολίνι να είναι στο “payroll” της MI5 (βρετ. μυστικές υπηρεσίες), με αφετηρία της συνεργασίας τους την αγγλο-ιταλική συμμαχία κατά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Μουσσολίνι τότε, λάμβανε γύρω στις 6.000 λίρες -με τα σημερινά δεδομένα- την εβδομάδα για να προβοκάρει τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις, αλλά και να “στέλνει τα boys” να τις διαλύσουν, όποτε κρινόταν αναγκαίο. Κατά σύμπτωση(;) ο Βρετανός πράκτορας που “έκοβε τον μισθό” του Μουσσολίνι θα είναι ο ίδιος που θα υπογράψει τη συνθήκη παράδωσης της Αβυσσηνίας από την Μ. Βρετανία στη φασιστική Ιταλία. Ανάλογες σχέσεις μαρτυρούνται για τον ισπανό στρατηγό Φράνκο την εποχή που ήταν ένας απλός καραβανάς που ανελισσόταν στην στρατιωτική ιεραρχία ξεκληρίζοντας βεδουίνους νομάδες, αλλά και τον έλληνα δικτάτορα Μεταξά. Για την ιστορία, στα 1940, που ο Mosley θα γίνει ασύμφορος για την βρετανική εξουσία, θα συλληφθεί μαζί με τα πρωτοπαλίκαρά του και ο οργανωμένος φασισμός θα εξουδετερωθεί στη Βρετανία.

Categories
Uncategorized

Προκήρυξη απ’ τις φοιτητικές καταλήψεις της Καλιφόρνια, 2009

Προκήρυξη από ένα Μέλλον που λείπει

Ι

Όπως η ίδια η κοινωνία την οποία υπηρέτησε τόσο πιστά, το πανεπιστήμιο έχει χρεοκοπήσει. Η χρεοκοπία του δεν είναι μόνο οικονομική. Υπόκειται στο πολύ πιο ουσιαστικό αδιέξοδο, πολιτικό και οικονομικό, που διαμορφώνεται εδώ και πολύ καιρό. Κανείς δε γνωρίζει πια τί ακριβώς αποτελεί το πανεπιστήμιο. Το νιώθουμε αυτό ενστικτωδώς. Είναι οριστικά παρελθόν το παλιό πρόγραμμα της παραγωγής μορφωμένων και καταρτισμένων πολιτών. Παρελθόν επίσης το ειδικό πλεονέκτημα που διέθετε ο κάτοχος ενός πτυχίου στην αγορά εργασίας. Όλα αυτά σήμερα είναι χίμαιρες, κατάλειπα φαντασμάτων που στοιχειώνουν τα κακοσυντηρημένα αμφιθέατρα.

Παράταιρη αρχιτεκτονική, τα φαντάσματα των εξαϋλωμένων ιδανικών, η προοπτική ενός κενού μέλλοντος: Ιδού ό,τι απέμεινε από το πανεπιστήμιο. Πηγαινοερχόμαστε ανάμεσα σ’ αυτά τα ρημάδια, που για τους περισσότερους από μας δεν είναι παρά συνήθειες και καθήκοντα με τα οποία γκρινιάρικα ξεμπερδεύουμε: Απ’ το ένα στο άλλο τεστ και εργασίες, μ’ ένα είδος απερισκεψίας και απαράλαχτης δουλικότητας που γίνεται υποφερτή με μια υποσυνείδητη δυσαρέσκεια. Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον, τίποτε δεν μπορεί να γίνει αισθητό. Ο ιστορικός κόσμος μέσα σ’ όλη τη φαντασμαγορία της καταστροφής του δεν είναι περισσότερο αληθινός από το παράθυρο μέσα απ’ το οποίο τον βλέπουμε.

Όσο γι αυτούς που η εφηβεία τους δηλητηριάστηκε απ’ την εθνικιστική υστερία που ακολούθησε την 11η Σεπτέμβρη, ο δημόσιος λόγος δεν μπορεί να είναι παρά μια σπείρα ψεμμάτων, κι ο δημόσιος χώρος ένα μέρος όπου τα πάντα μπορούν να εκραγούν (αν και ποτέ δεν εκρήγνυνται). Βασανισμένοι απ’ την αφηρημένη επιθυμία να “γίνει κάτι”-χωρίς ποτέ να μας περνάει απ’ το μυαλό ότι αυτό το κάτι θα μπορούσαμε να το κάνουμε εμείς- χανόμαστε στην αποστειρωμένη ομοιογένεια του ίντερνετ, κρυβόμαστε ανάμεσα σε “φίλους” που δεν έχουμε δει ποτέ, που η όλη ύπαρξή τους είναι μια σειρά από “φατσούλες” και γελοίες εικόνες, που ο μόνος διάλογος που λαμβάνει χώρα αφορά τα κουτσομπολιά των εμπορευμάτων. Η ασφάλεια, λοιπόν, και η άνεση υπήρξαν το μοτό της εποχής μας. Γλυστράμε ανάμεσα στις σάρκες χωρίς να μας αγγίζουν και χωρίς να μας μετα-κινούν. Βγάζουμε βόλτα την κενότητά μας απ’ το ένα μέρος στο άλλο.

Μπορούμε όμως να ‘μαστε ευγνώμονες για την ένδειά μας: η αποϊδεολογικοποίηση [demystification] είναι πια συνθήκη, κι όχι θεωρητικό πρόταγμα. Η φοιτητική ζωή επιτέλους πήρε την όψη αυτού που ήταν πάντα: μια μηχανή παραγωγής συμμορφωμένων παραγωγών και καταναλωτών. Ακόμακι ο ελεύθερος χρόνος έχει γίνει μια μορφή εκπαίδευσης για την εργασία. Το ανόητο κοπάδι των “αδελφοτήτων” [frat houses] που πίνει μέχρι λιποθυμίας δε διαφέρει από τους μελλοντικούς δικηγόρους που δουλεύουν απ’ το πρωί ως το βράδυ. Τα παιδιά που έπιναν χόρτο και έκαναν κοπάνες στο λύκειο, τώρα “κουμπώνονται” με Adderall και τρέχουν στη δουλειά. Το εργοστάσιο παραγωγής πτυχίων τροφοδοτείται απ’ το τρέξιμό μας στα γυμναστήρια. Γυρνάμε γύρω-γύρω σε ελλειπτικούς κύκλους όπως τα εξημερωμένα ζώα στις μυλόπετρες.

Δεν έχει και πολύ νόημα λοιπόν να θεωρεί κανείς το πανεπιστήμιο ως τον κρυστάλλινο πύργο της διανόησης, ειδυλιακά ή νωχελικά. “Work hard, play hard” ήταν το γεμάτο αυτοπεποίθηση μοτό μιας ολόκληρης γενιάς που δούλεψε σκληρά για …τί; Για να ζωγραφίζει καρδούλες στον αφρό του καπουτσίνο όταν δεν καταγράφει ονόματα και αριθμούς σε βάσεις δεδομένων… Το λαμπρό τεχνολογικό μέλλον του αμερικανικού καπιταλισμού εδώ και καιρό πακεταρίστηκε και πωλήθηκε στην Κίνα, με αντάλλαγμα λίγα ακόμη χρόνια δανεισμού σκουπιδο-προϊόντων. Ένα πτυχίο πανεπιστημίου πια κοστίζει πάνω-κάτω όσο και μια μετοχή στην General Motors.

Δουλεύουμε και παίρνουμε δάνεια προκειμένου να μπορούμε να δουλεύουμε και να παίρνουμε δάνεια. Και να φτάσουμε στις δουλειές που θέλουμε απ’ τις δουλειές που έχουμε. Σχεδόν τα τρία τέταρτα των φοιτητών εργάζονται ενώ είναι ακόμα στη σχολή, αρκετοί απ’ αυτούς full-time. Για τους περισσότερους, οι συνθήκες εργασίας που “απολαμβάνουμε” ενώ είμαστε ακόμα φοιτητές θα είναι οι ίδιες μ’ αυτές που μας περιμένουν μετά την αποφοίτηση. Εντωμεταξύ, αυτό που αποκτούμε δεν είναι εκπαίδευση: είναι χρέος. Δουλεύουμε για να βγάλουμε τα χρήματα που έχουμε ήδη ξοδέψει, και η μελλοντική μας εργασία έχει ήδη πουληθεί στο χειρότερο παζάρι: Το μέσο χρέος φοιτητικού δανείου αυξήθηκε στο 20% τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα για ένα 80% των έγχρωμων φοιτητών. Ο όγκος των φοιτητικών δανείων -ένα μέγεθος αντιστρόφως ανάλογο της κρατικής χρηματοδότησης της εκπαίδευσης- αυξήθηκε κατά περίπου 800% από το 1977 στο 2003. Αυτό που οι δανεισμένες σπουδές μας μας αγοράζουν τελικά είναι το προνόμιο να πληρώνουμε δάνεια για το υπόλοιπο της ζωής μας. Αυτό που διδασκόμαστε είναι η χορογραφία του χρήματος. Οι χθεσινοί απόφοιτοι οικονομικών αγοράζουν τα εξοχικά τους με το καταχρεωμένο μέλλον των σημερινών αποφοίτων ανθρωπιστικών σπουδών.

Αυτή είναι η προοπτική για την οποία μας ετοιμάζουν από το δημοτικό. Όσοι από μας φτάσαμε εδώ για να πιστοποιήσουμε το “προνόμιό” μας παραδώσαμε τα νιάτα μας σε ένα μπαράζ φοιτητικών συμβούλων, ψυχολογικών τεστ, υποχρεωτικής εξωπανεπιστημιακής εργασίας, μια κυνική κατάρτιση μισοψεμμάτων στο προφίλ, στις αιτήσεις μας… Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που αρχίζουμε ν’ αυτοκαταστρεφόμαστε την ίδια μόλις στιγμή που θ’ αποδράσουμε απ’ τη στάνη της γονεικής επίβλεψης. Απ’ την άλλη, όσοι από μας ήρθαμε εδώ με τη φιλοδοξία να ξεφύγουμε απ’ την οικονομική και κοινωνική δυσπραγία των οικογενειών μας, βλέπουμε ότι για κάθε έναν από μας που θα “πετύχει” άλλοι δέκα θα βρεθούν στη θέση μας, μηδέν εις το πηλίκο. Τελικά, το κοινωνικο-οικονομικό στάτους παραμένει ο κυριότερος παράγοντας της φοιτητικής επιτυχίας. Όσοι απο μας ανήκουμε σ’ αυτό που λένε τα δημογραφικά “μετανάστες”, “μειονότητες”, “έγχρωμοι” έχουμε εκπαιδευτεί να πιστεύουμε στο “όποιος είναι άξιος θα πετύχει”. Αλλά ξέρουμε ότι είμαστε απεχθείς όχι τόσο παρά την επιτυχία μας, αλλά εξ’ αιτίας αυτής. Ξέρουμε ότι τα κυκλώματα μέσω των οποίων μπορούμε να αποκόψουμε τους εαυτούς μας απ’ την βία ενάντια στην καταγωγή μας, απλά θα αναπαράγουν την αθλιότητα του παρελθόντος στο παρόν άλλων, αλλού.

Αν το πανεπιστήμιο διδάσκει πρωταρχικά το πώς να είναι κανείς καταχρεωμένος, το πώς να χαραμίζει την εργατική του δύναμη, το πώς να γίνεται θήραμα της αγωνίας, διδάσκει τελικά το πώς να είναι κανείς καλός καταναλωτής. Η εκπαίδευση είναι ένα εμπόρευμα όπως οποιοδήποτε άλλο μπορεί να θελήσουμε χωρίς να νοιαζόμαστε γι’ αυτό. Είναι ένα αντικείμενο, που μετατρέπει τους αγοραστές του σε αντικείμενα. Η μελλοντική θέση του καθενός στο σύστημα, οι σχέσεις του με τους άλλους, αγοράζονται πρώτιστα με λεφτά κι έπειτα με την επίδειξη υποταγής. Πρώτα τα δίδακτρα, κι έπειτα η “σκληρή δουλειά”. Εκεί έγκειται και η αντίφασή του: είναι κανείς τόσο ο εντολέας όσο κι ο εντολοδόχος, ο καταναλωτής κι αυτός που καταναλώνεται. Είναι κατεξοχήν το σύστημα αυτό στο οποίο υποτάσσεται, τα κρύα κτίρια που υποβάλλουν σε μια δουλικότητα. Αυτοί που διδάσκουν απολαμβάνουν όλο το σεβασμό ενός αυτοματοποιημένου μηχανήματος. Μόνο η λογική μιας καταναλωτικής ικανοποίησης ταιριάζει εδώ: “Θεωρείτε ότι το μάθημα είναι εύκολο; Ήταν ο καθηγητής καλός; Θα μπορούσε ένας καθυστερημένο κωλοσουφρίδι να πάρει Α;” Ποιό είναι το νόημα της γνώσης όταν δε σου ‘ρχεται στο μυαλό σε μια αφορμή; Ποιός χρειάζεται την αποστήθιση όταν υπάρχει το ίντερνετ; Είναι απλά μια εξάσκηση του πνεύματος; Δεν μπορεί να μιλάτε σοβαρά. Μια ηθική προετοιμασία; Υπάρχουν αντικαταθλιπτικά γι αυτό το λόγο.

Εντωμεταξύ οι φοιτητές, υποθετικά οι πιο πολιτικά διαφωτισμένοι ανάμεσά μας, είναι ταυτόχρονα οι πιο υποτακτικοί. Ο “επαγγελματικός προσανατολισμός” τους για τον οποίο ιδρώνουν , δεν είναι παρά μια φαντασίωση ότι θα πηδήξουν ψηλά-έξω από το βούρκο, ή αλλιώς από την αγορά εργασίας. Κάθε φοιτητής είναι ένας εν δυνάμει Ρωβινσώνας Κρούσος, φαντασιωνόμενος ένα νησί που η οικονομία έχει εξαιρέσει απ’ τα κακοτράχαλα βουνά των “νόμων της αγοράς”. Αυτή η φαντασίωση όμως αυτοτροφοδοτείται μέσω μιας επίμονης πειθάρχησης στην αγορά. Δεν νιώθει πια την παραμικρή αντίφαση στο να ρητορεύει την μια μέρα την πιο ολοκληρωτική κριτική του καπιταλισμού, και την άλλη να την πετάει στα σκουπίδια πριν μπεί στη συνέντευξη για να βρει εργασία. Το να μας “γεμίζει η δουλειά μας” δε σημαίνει τίποτα παραπάνω απ’ το ότι μας επιτρέπει να διαχειριστούμε λίγο καλύτερα τα συμπτώματα. Η κατάρρευση της αισθητικής και της πολιτικής είναι επακόλουθο της υποκατάστασης της ιστορίας με την ιδεολογία: Μεθύσια, καλές τέχνες και άλλο ένα σεμινάριο για το ζήτημα του όντος, το σταθερό πιξελάρισμα των γραμματοσειρών, όπου τα πάντα πληρώθηκαν από κάποιος κάπου, κάποιον που δεν είναι εγώ, που δεν είναι εδώ, εδώ όπου όλα όσα φαίνονται είναι καλά και όλα όσα είναι καλά φαίνονται.

Το πανεπιστήμιο είναι απλά το ξεθωριασμένο απομεινάρι ενός φεουδαρχικού συστήματος, προσαρμοσμένο στη λογική του καπιταλισμού-από τα διευθυντικά ύψη των διάσημων καθηγητών στο χαμηλόβαθμο προσωπικό της σειράς, τους αναπληρωτές και τους επίκουρους, που πληρώνονται κατά κύριο λόγο με κακή φήμη. Ένα είδος μοναστισμού κυριαρχεί εδώ, με όλην την γοτθική εθιμοτυπία ενός βενεδικτινιανού αββαείου, και όλους τους αλλόκοτους -θεολογικού τύπου- ισχυρισμούς για τον υψηλό χαρακτήρα του “διανοητικού” έργου, του ουσιωδώς αλτρουιστικού. Οι βοηθοί εδώ, είναι αρκετά ευτυχισμένοι με το να παίζουν που και που τους καθηγητές, ανίκανοι ακόμα και για τις μαθηματικές πράξεις που θα τους χρησίμευαν για να καταλάβουν ότι τα 9/10 από αυτούς, θα διδάσκουν 4 τμήματα για κάθε εξάμηνο, για να συμπληρώσουν τον μισθό του ενός στους δέκα που συντηρεί τη φιλοδοξία τους ότι όλοι θα μπορούσαν να γίνουν αυτός. Μα και βέβαια, εγώ θα γίνω ο διάσημος καθηγητής, εγώ θα πάρω την υψηλόβαθμη μόνιμη θέση στην μεγάλη πόλη και θα μετακομίσω σε μια μόλις αναπλασμένη γειτονιά…

Καταλήγουμε στη γνωστή 11η θέση του Μαρξ για τον Φόυερμπαχ: “Οι φιλόσοφοι απλώς ερμηνεύαν τον κόσμο με διάφορους τρόπους, ο σκοπός είναι να τον αλλάξουμε”. Στην καλύτερη, μπορούμε να διδαχτούμε την ικανότητα του φοίνικα να ερχόμαστε στα ακρότατα όρια της κριτικής και να χανόμαστε εκεί, μόνο για να ξεκινήσουμε και πάλι απ’ την φαινομενικά ατράνταχτη ρίζα. Θαυμάζουμε το πρώτο μέρος αυτής της παράστασης: φωτίζει τον δρόμο μας. Αλλά θέλουμε επίσης τα εργαλεία για να διαρρήξουμε αυτό το σημείο αυτοκτονικής σκέψης, τη στρόφιγγα της πράξης.

Οι ίδιοι οι άνθρωπου που ασκούν μια “κριτική” είναι επίσης οι πιο ευάλωτοι στον κυνισμό. Όμως αν ο κυνισμός είναι απλώς η ανεστραμμένη μορφή του ενθουσιασμού, τότε πίσω από κάθε συγχυσμένο αριστερό ακαδημαϊκό, βρίσκεται ένας ριζοσπάστης εν υπνώσει. Πίσω απ’ τους ανασηκωμένους ώμους, το μουντό πρόσωπο, το κουβάριασμα από ντροπή όταν συζητά ότι οι ΗΠΑ δολοφόνησαν ένα εκατομμύριο ιρακινών μεταξύ 2003 και 2006, ότι οι φτωχότεροι κάτοικοι των ΗΠΑ ξεζουμίζονται μέχρι τελευταίας δεκάρας για να ταϊστεί το τραπεζικό σύστημα, ότι το επίπεδο των θαλασσών ανεβαίνει, δισεκατομμύρια θα πεθάνουν και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό -αυτή η άβολη θέση προκύπτει απ’ την αίσθηση της σχάσης μεταξύ του “είναι” και του “θα έπρεπε να είναι” της σύγχρονης αριστερής σκέψης. Νιώθει κανείς αφενός ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, κι αφετέρου ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός

Δε θα είμαστε τόσο διχασμένοι. Η σύνθεση αυτών των θέσεων είναι μπροστά στα μάτια μας: ένας άλλος κόσμος δεν είναι εφικτός, είναι αναγκαίος. Το “είναι” και το “θα έπρεπε να είναι” είναι ένα και τ’ αυτό. Η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας είναι μπροστά μας.

ΙΙ

Το πανεπιστήμιο δεν έχει δική του ιστορία: Η ιστορία του είναι η ιστορία του κεφαλαίου. Η θεμελιώδης λειτουργία του είναι η αναπαραγωγή της σχέσης μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας. Ωστόσο, καθώς δεν είναι ένας “κανονικός” οργανισμός που μπορεί να αγοραστεί ή να πωληθεί, που αποφέρει κέρδη στους επενδυτές του, το δημόσιο πανεπιστήμιο παρολαυτά διεξάγει αυτήν την λειτουργία του όσο πιο αποτελεσματικά μπορεί, προσπαθώντας όλο και περισσότερο να μοιάσει στους ιδιωτικούς εταιριακούς ανταγωνιστές του. Είμαστε μάρτυρες του τέλους αυτής της διαδικασίας, όπου η πρόσοψη του ακαδημαϊκού θεσμού ξεθωριάζει ολικά για να ξεπροβάλει η εταιριακή παραγωγική διαδικασία.

Ακόμα και στον χρυσό αιώνα του καπιταλισμού, που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και κράτησε μέχρι το τέλος των 60es, το φιλελεύθερο πανεπιστήμιο ήταν ήδη ενσωματωμένο στο κεφάλαιο. Με την κορύφωση της δημόσιας χρηματοδότησης για την ανώτατη εκπαίδευση, στα 1950, το πανεπιστήμιο ήδη ανασχεδιάστηκε ώστε να παράγει τεχνοκράτες με τα αναγκαία skills για να ανταγωνιστούν τον “κομμουνισμό” και να διατηρήσουν την αμερικανική ηγεμονία. Ο ρόλος του στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν να νομιμοποιήσει κοινωνικά την φιλελεύθερη δημοκρατία και να αναπαράγει μια εικονική κοινωνία ελεύθερων και ίσων πολιτών-ακριβώς επειδή κανείς δεν ήταν ελεύθερος ή ίσος.

Αλλά, αν αυτή η ιδεολογική λειτουργία του δημόσιου πανεπιστημίου δεχόταν τουλάχιστον γενναία χρηματοδότηση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η κατάσταση όμως άλλαξε ανεπανόρθωτα μετά τα 60es, και καμιά σοσιαλδημοκρατίζουσα αλλαγή δε θα φέρει πια πίσω τον νεκρό κόσμο της μεταπολεμικής αναπτυξιακής έκρηξης. Μεταξύ 1965 και 1980 τα κέρδη άρχισαν ξανά να πέφτουν, πρώτα στις ΗΠΑ, κι έπειτα στον υπόλοιπο βιομηχανικό κόσμο. Ο καπιταλισμός, απ’ ότι φάνηκε, δεν μπόρεσε να κρατήσει τα επίπεδα ζωής που υποσχόταν. Για το κεφάλαιο, η επάρκεια αγαθών φαινόταν σαν υπερ-παραγωγή, η ελευθερία απ’ τη δουλειά σαν ανεργία. Στις αρχές του 1970, ο καπιταλισμός εισήλθε σ’ ένα τελικό στάδιο παρακμής για το οποίο η εργασιακή επισφάλεια άρχισε να γίνεται ο κανόνας και τα μεροκάματα καθηλώθηκαν, ενώ αυτοί στα υψηλά πόστα ανταμείφθηκαν προσωρινά για την χρηματοπιστωτική νεκρομαντεία τους, που είχε ήδη αποδειχτεί μη-βιώσιμη.

Για την δημόσια εκπαίδευση, η μακροχρόνια παρακμή σήμαινε την μείωση των αποδοχών φόρων, εξ αιτίας τόσο της πτώσης των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης όσο και της πρωτεραιότητας που δόθηκε στις φοροαπαλλαγές των εταιριών που άρχιζαν να ζορίζονται. Η λεηλασία του δημόσιου χρήματος χτύπησε την Καλιφόρνια κι έπειτα την υπόλοιπη χώρα στα ’70es. Επέμεινε με κάθε πτώση του επιχειρηματικού κύκλου. Αν και δε συνδέεται άμεσα με την υπόλοιπη αγορά, το πανεπιστήμιο έγινε αντικείμενο της ίδιας λογική περικοπής του κόστους με τις υπόλοιπες βιομηχανίες: η μείωση των φορο-εισφορών έκανε αναπόφευκτη την επισφαλοποίηση της εργασίας. Οι καθηγητές που έβγαιναν στη σύνταξη παραχωρούσαν τη θέση τους όχι σε μόνιμους καθηγητές, αλλά σε προσωρινούς βοηθούς καθηγητών, λέκτορες, επίκουρους που θα ήταν πρόθυμοι να κάνουν την ίδια δουλειά για πολύ λιγότερα χρήματα. Η αυξήσεις στα δίδακτρα κάλυψαν το κενό της υποχρηματοδότησης, τη στιγμή που οι δουλειές για τη στελέχωση των οποίων πληρώνουν οι φοιτητές, εξαφανίζονται.

Εν τω μέσω της τρέχουσας κρίσης, η οποία θα είναι μακρά και παρατεταμένη, αρκετοί στην Αριστερά ονειρεύονονται μια επιστροφή στον χρυσό αιώνα της δημόσιας εκπαίδευσης. Αφελώς φαντασιώνονται ότι η παρούσα κρίση είναι μια ευκαιρία για να διεκδικήσουμε μια επιστροφή στο παρελθόν. Όμως τα κοινωνικά προγράμματα που εξαρτώνταν από μια υψηλή κερδοφορία και τεράστια οικονομική ανάπτυξη πια έχουν περάσει. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να προσπαθούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, αγνοώντας το προφανές γεγονός: ότι δεν μπορεί να υπάρχει αυτόνομα “δημόσιο πανεπιστήμιο” μέσα σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Το πανεπιστήμιο υπόκειται στην πραγματική κρίση του καπιταλισμού, και το κεφάλαιο δεν έχει ανάγκη πλέον από ένα φιλελεύθερο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Η λειτουργία του πανεπιστημίου υπήρξε πάντοτε να αναπαράγει την εργατική τάξη εκπαιδεύοντας μέλλοντες εργαζομένους σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του κεφαλαίου. Η κρίση στο πανεπιστήμιο σήμερα είναι κρίση αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, κρίση μιας περιόδου στην οποία το κεφάλαιο δεν μας έχει πια ανάγκη ως εργάτες. Δεν μπορούμε να απελευθερώσουμε το πανεπιστήμιο από τις προσταγές της αγοράς καλώντας σε μια επιστροφή στην παλιά δημόσια εκπαίδευση. Ζούμε στην τελική φάση της ίδιας λογικής της αγοράς πάνω στην οποία αυτό το σύστημα θεμελιώθηκε. Η μόνη αυτονομία που μπορούμε να έχουμε είναι πέρα από τον καπιταλισμό.

Αυτό για τον αγώνα μας σημαίνει ότι δεν μπορούμε να πάμε πίσω. Οι παλιοί φοιτητικοί αγώνες ήταν κειμήλια ενός εξαφανισμένου πια κόσμου. Στα 1960, καθώς το μετα-πολεμικό μπουμ είχε μόλις ξεκινήσει να εκτυλίσσεται, οι ριζοσπάστες εντός της άνεσης του πανεπιστημίου προσέγγισαν το ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Μπουχτισμένοι με την τεχνοκρατική διεύθυνση, ανυπομονώντας να σπάσουν τις αλυσίδες μιας κομφορμιστικής κοινωνίας, και απορρίπτωντας την αποξενωμένη εργασία ως αναγκαιότητα σε μια εποχή υπερ-επάρκειας, οι φοιτητές αυτοί προσπάθησαν να ευθυγραμμιστούν με τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της εργατικής τάξης. Όμως, ο δικός τους τρόπος ριζοσπαστικοποίησης, τόσο συνδεδεμένος με την οικονομική λογική του καπιταλισμού, τελικά στάθηκε εμπόδιο σε μια τέτοια ευθυγράμμιση. Καθώς η αντίστασή τους στον πόλεμο του Βιετνάμ επικέντρωσε την κριτική τους στον καπιταλισμό ως μια αποικιακή πολεμική μηχανή, αλλά έμεινε ανεπαρκής ως προς την εκμετάλλευση της εργασίας στην πατρίδα, οι φοιτητές εύκολα διαχωρίστηκαν από μια εργατική τάξη που αντιμετώπιζε πολύ διαφορετικά προβλήματα. Στο λυκόφως του μεταπολεμικού μπουμ, το πανεπιστήμιο δεν ήταν τόσο οργανικά ενσωματωμένο στο κεφάλαιο όπως είναι σήμερα, και οι φοιτητές δεν ήταν καθόλου όσο προλεταριοποιημένοι όσο και οι καταχρεωμένοι και αντιμέτωποι με μια ανάστατη αγορά εργασίας όπως οι σημερινοί.

Αυτός είναι και ο λόγος που ο αγώνας μας είναι θεμελιωδώς διαφορετικός. Η αθλιότητα της φοιτητικής ζωής έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Αν η οικονομική κρίση του 1970 ήρθε καβάλα στο κύμα της πολιτικής κρίσης του 1960, το γεγονός ότι σήμερα η οικονομική κρίση προηγείται της επερχόμενης πολιτικής αναταραχής σημαίνει ότι μπορούμε τελικά να υπερκεράσουμε τον δημοκρατισμό και την εξουδετέρωση των προηγούμενων εκείνων αγώνων. Δε θα υπάρξει επιστροφή στην ομαλότητα.

ΙΙΙ

Θέλουμε να ωθήσουμε τον φοιτητικό αγώνα στα όριά του

Αν και αποκηρύσσουμε την ιδιωτικοποίηση του πανεπιστημίου και την εξουσιαστική μορφή της λειτουργίας του, δεν αναζητούμε δομικές μεταρρυθμίσεις. Δεν διεκδικούμε ένα ελεύθερο πανεπιστήμιο αλλά μια ελεύθερη κοινωνία. Ένα ελεύθερο πανεπιστήμιο μέσα σε μια καπιταλιστική κοινωνία είναι ότι κι ένα αναγνωστήριο σε μια φυλακή: εξυπηρετεί μονάχα στο να αποσπά την προσοχή απ’ την μιζέρια της καθημερινότητας. Αντίθετα, αποζητούμε να διωχετεύσουμε την οργή των προλεταριοποιημένων φοιτητών και των εργαζομένων σε μια ανοιχτή διακήρυξη πολέμου.

Πρέπει να αρχίσουμε απ’ το να παρεμποδίσουμε την λειτουργία του πανεπιστημίου. Πρέπει να διακόψουμε την ομαλή ροή των σωμάτων και των αντικειμένων και να φέρουμε την εργασία και την τάξη σ’ ένα τέλμα. Θα μπλοκάρουμε και θα καταλάβουμε ό,τι μας ανήκει. Αντίθετα απ’ το να βλέπουμε τέτοιες διαταραχές ως εμπόδια στο διάλογο και την “αμοιβαία κατανόηση”, για μας είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να πούμε, το πώς πρέπει να γίνουμε κατανοητοί. Αυτή είναι η μόνη θέση με νόημα που μπορεί να πάρει κανείς όταν η κρίση ξεντύνει απ’ τα στολίδια τους τα αντίθετα συμφέροντα που βρίσκονται στην βάση της κοινωνίας μας. Τα καλέσματα για “ενότητα” είναι κατ’ ουσίαν κενά. Δεν υπάρχει τίποτε κοινό μεταξύ όσων υποστηρίζουν το σημερινό καθεστώς κι όσων αποζητούν την καταστροφή του.

Ο φοιτητικός αγώνας δεν είναι μεμονωμένος, είναι ένα πεδίο όπου ένας νέος κύκλος άρνησης κι εξέγερσης ξεκινά: στους χώρους εργασίας, στις γειτονιές, στις παραγκουπόλεις. Το μέλλον όλων μας είναι αλληλένδετο, κι ως εκ τούτου, το κίνημά μας θα πρέπει να ενωθεί με των άλλων, ξεπερνώντας τους τοίχους των πανεπιστημιακών αιθουσών και παίρνοντας τους δρόμους. Τις τελευταίες εβδομάδες, οι δάσκαλοι των δημοσίων δημοτικών της Bay Area, οι εργαζόμενοι στις μεταφορές της Bay Area, και άνεργοι έχουν καλέσει διαδηλώσεις κι απεργίες. Καθένα απ’ τα κινήματα αυτά ανταποκρίνεται σε μια διαφορετική όψη της ανανεωμένης επίθεσης του καπιταλισμού στην εργατική τάξη σε μια στιγμή κρίσης. Ιδωμένοι ο καθένας ξεχωριστά, φαίνονται μικροί, κοντόφθαλμοι, χωρίς ελπίδα επιτυχίας. Αν τους πάρουμε όλους μαζί όμως, προτείνουν μια πιθανότητα διευρυμένης άρνησης κι αντίστασης. Το καθήκον μας είναι να κάνουμε ξεκάθαρες τις κοινές συνθήκες που, σαν μια κρυφή δεξαμενή νερού, τροφοδοτούν τον κάθε αγώνα.

Έχουμε δει τα τελευταία χρόνια ένα τέτοιο είδος αναταραχής, μια ανταρσία που ξεκινά στις αίθουσες διδασκαλίας και απλώνει τη ραδιενέργειά της στο σύνολο της κοινωνίας. Μόλις πριν από δυο χρόνια, το anti-CPE κίνημα (ενάντια στο “συμβόλαιο πρώτης εργασίας”) στην Γαλλία, πολεμώντας ένα νέο νομοσχέδιο που εξουσιοδοτούσε τους εργοδότες να απολύουν νέους εργαζομένους χωρίς καμιά αφορμή, έβγαλε τεράστια πλήθη στους δρόμους. Μαθητές και φοιτητές, δάσκαλοι, γονείς, πρωτοβάθμια συνδικάτα κι άνεργοι νεολαίοι απ’ τα προάστεια βρέθηκαν μαζί στην ίδια μεριά του οδοφράγματος. (Αυτή η αλληλεγγύη δυστυχώς ήταν εύθραυστη. Οι ταραχές της δεύτερης γενιάς μεταναστών στα προάστεια και των φοιτητών στο κέντρο σπάνια συνέπεσαν, και κατά στιγμές υπήρξαν εντάσεις μεταξύ των δυο ομάδων). Οι γάλλοι φοιτητές είδαν πέρα απ’ τις αυταπάτες που θέλουν το πανεπιστήμιο ως ένα καταφύγιο της διανόησης, επιβεβαιώνοντας πως απλά εκπαιδεύονται για μια εργασία. Κατέβηκαν στο δρόμο ως τέτοιοι λοιπόν, ως εργάτες που διαμαρτύρονται για το επισφαλές μέλλον τους. Η θέση τους αυτή διέλυσε τους διαχωρισμούς μεταξύ σχολών και χώρων εργασίας και άμεσα διέγειρε την συμπαράσταση πολλών μισθωτών και ανέργων, σε μια μαζική χειρονομία προλεταριακής άρνησης. Καθώς το κίνημα αναπτυσσόταν, εκδήλωσε ένα αυξανόμενο σχίσμα μεταξύ μεταρρύθμισης κι επανάστασης. Η μορφή του ήταν πιο ριζοσπαστική απ’ το περιεχόμενο. Ενώ ρητορική των φοιτητικών ηγεσιών επικεντρωνόταν απλά σε μια επιστροφή στο status quo, οι δράσεις των νεολαίων – τα σπασίματα, τα αναποδογυρισμένα και πυρπολυμένα αμάξια, τα μπλοκαρίσματα δρόμων και σιδηροδρόμων, το κύμα καταλήψεων που έκλεισε τα περισσότερα γυμνάσια και πανεπιστήμια – επεδείκνυαν το εύρος της οργής και της απο-γοήτευσης της νέας γενιάς.  Παρολαυτά όμως, το κίνημα γρήγορα αποσυντέθηκε όταν το νομοσχέδιο τελικά αποσύρθηκε. Ενώ το πιο ριζοσπαστικό τμήμα αυτού του κινήματος επιδίωξε να επεκτείνει την εξέγερσή του σε μια γενική ανταρσία ενάντια στον καπιταλισμό, δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει ικανή υποστήριξη και οι διαδηλώσεις, οι καταλήψεις και τα μπλοκαρίσματα γρήγορα αποδεκατίστηκαν. Τελικά, το κίνημα στάθηκε ανίκανο να ξεπεράσει τα όρια του ρεφορμισμού.

Η ελληνική εξέγερση του Δεκέμβρη 2008 διέρρηξε πολλούς απ’ τους περιορισμούς αυτούς και σηματοδότησε το ξεκίνημα ενός νέου κύκλου ταξικού αγώνα. Εκκινώντας από φοιτητές ως απάντηση στη δολοφονία ενός Αθηναίου νέου απ’ την αστυνομία, η εξέγερση αποτελείτο από εβδομάδες ταραχών, λεηλασιών και καταλήψεων πανεπιστημίων, κρατικών και συνδικαλιστικών κτιρίων και τηλεοπτικών σταθμών. Ολόκληρες οικονομικές και καταναλωτικές ζώνες πυρπολήθηκαν, και η αδυναμία του κινήματος σε νούμερα αναπληρωνώταν από την γεωγραφική εξάπλωσή του που συμπεριέλαβε ολόκληρη την Ελλάδα. Όπως και στην Γαλλία, ήταν μια ανταρσία των νέων, για τους οποίους η οικονομική κρίση αντιπροσωπεύει μια ολική άρνηση του μέλλοντός τους. Φοιτητές, επισφαλείς εργαζόμενοι και μετανάστες ήταν οι πρωταγωνιστές, και κατόρθωσαν ένα επίπεδο ενότητας πολύ υψηλότερο από τις εύθραυστες συμμαχίες του anti-CPE κινήματος.

Εξίσου σημαντικό, δεν πρόβαλλαν κανένα αίτημα. Ενώ, φυσικά, μερικοί απ’ τους διαδηλωτές είχαν στο μυαλό τους μια μεταρρύθμιση της αστυνομίας ή μια κριτική ορισμένων κυβερνητικών πολιτικών, σε γενικές γραμμές δεν ζητούσαν τίποτα από την κυβέρνηση, το πανεπιστήμιο, τη δουλειά, την αστυνομία. Όχι γιατί θεωρούσαν ότι αυτό αποτελεί καλύτερη στρατηγική, αλλά επειδή δεν ήθελαν τίποτα που θα μπορούσαν να τους προσφέρουν αυτοί οι θεσμοί. Εδώ, η μορφή ταυτίστηκε με το περιεχόμενο. Ενώ τα αισιόδοξα συνθήματα που ακούγονταν παντού στις γαλλικές διαδηλώσεις έρχονταν σε αντίθεση με τις εικόνες των καμμένων ΙΧ και των σπασμένων βιτρίνων, στην Ελλάδα οι ταραχές ήταν το προφανές μέσο για το ξεκίνημα της αποθεμέλιωσης ενός ολόκληρου πολιτικού και οικονομικού συστήματος.

Τελικά, η δυναμική που γέννησε την εξέγερση επίσης έθεσε τα όρια αυτής. Έγινε εφικτή μέσα απ’ την ύπαρξη ενός εκτενούς ριζοσπαστικού δικτύου σε αστικές ζώνες, και ιδιαίτερα στην αθηναϊκή γειτονιά των Εξαρχείων. Οι καταλήψεις, τα καφέ, τα μπαρ, και τα κοινωνικά στέκια στα οποία συχνάζουν τόσο φοιτητές όσο και νέοι μετανάστες, δημιούργησαν το περιβάλλον από το οποίο αναδύθηκε η εξέγερση. Ωστόσο, αυτό το περιβάλλον ήταν ξένο στους περισσότερους μεσήλικες μισθωτούς εργαζόμενους, που δεν είδαν τον αγώνα αυτόν σαν αγώνα δικό τους. Αν και αρκετοί εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στους νέους ταραχοποιούς, τους φάνηκε περισσότερο σαν ένα κίνημα κομματιών του προλεταριάτου που δεν έχουν εισαχθεί επίσημα στον “κόσμο της εργασίας, μιας και δεν είχαν μόνιμες εργασίες. Η εξέγερση, δυνατή στα σχολεία και στις συνοικείες των μεταναστών, δεν απλώθηκε στους χώρους εργασίας.

Το καθήκον μας στον τρέχοντα αγώνα θα είναι να κάνουμε σαφή την αντίθεση μορφής και περιεχομένου και να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για την υπέρβαση των ρεφορμιστικών αιτημάτων και την εφαρμογή ενός αυθεντικά κομμουνιστικού περιεχομένου. Καθώς τα συνδικάτα και οι φοιτητικοί σύλλογοι προωθούν τα διάφορα “αιτήματά” τους, εμείς πρέπει να αυξάνουμε την ένταση μέχρι να γίνει ξεκάθαρο ότι θέλουμε κάτι εντελώς διαφορετικό. Πρέπει διαρκώς να εκθέτουμε την αδυναμία συνοχής των αιτημάτων για δημοκρατικότητα και διαφάνεια. Τί τόσο σημαντικό έχει το δικαίωμα στο να βλέπουμε πόσο αβάσταχτα είναι τα πράγματα, ή το να ψηφίζουμε ποιος θα μας πηδήξει; Πρέπει ν’ αφήσουμε πίσω μας την κουλτούρα του φοιτητικού ακτιβισμού, με τα ηθικιστικά διλήμματα της μή-βίας και την εμμονή σε μονοδιάστατες καμπάνιες. Η μόνη επιτυχία με την οποία μπορούμε να νιώθουμε περήφανοι είναι η κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και εξαθλίωσης και του θανάτου που παράγει με ακρίβεια και υπόσχεται για τον 21ο αιώνα. Όλες οι δράσεις μας πρέπει να ωθούν προς την κομμουνιστικοποίηση: δηλαδή, την αναδιοργάνωση της κοινωνίας σύμφωνα με μια λογική ελεύθερου χαρίσματος, και την άμεση κατάργηση της μισθωτής εργασίας, της ανταλλακτικής αξίας, του υποχρεωτικού μόχθου και του εμπορεύματος. Η κατάληψη είναι μια κρίσιμη τακτική στον αγώνα μας, αλλά πρέπει να αντισταθούμε στην τάση να την χρησιμοποιήσουμε με έναν ρεφορμιστικό τρόπο. Οι διαφορετικές στρατηγικές χρήσης της κατάληψης έγιναν φανερές τον περασμένο Γενάρη οπότε και φοιτητές κατέλαβαν ένα κτίριο του New School της Νέας Υόρκης. Μια παρέα, κυρίως τελειόφοιτοι, αποφάσισαν να καταλάβουν το Φοιτητικό Κέντρο και να το διεκδικήσουν ως απελευθερωμένο χώρο για τους φοιτητές και το κοινό. Γρήγορα μαζεύτηκαν και άλλοι, όμως πολλοί απ’ αυτούς προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τη δράση ως ένα μέσο πίεσης για να πετύχουν μερικές μεταρρυθμίσεις, ειδικά να καταφέρουν την αποπομπή του προέδρου της σχολής. Αυτές οι διαφορές ήρθαν στο προσκήνιο καθώς η κατάληψη συνεχιζόταν. Ενώ οι ρεφορμιστές φοιτητές ήταν αποφασισμένοι να εγκαταλείψουν την κατάληψη με την πρώτη επιβεβαίωση της διεύθυνσης για το αίτημά τους, άλλοι απέρριπταν ολοκληρωτικά κάθε αίτημα. Έβλεπαν την ουσία της κατάληψης στην δημιουργία ενός προσωρινού ρήγματος στον καπιταλιστικό χωροχρόνο, μια μικρή αναδιευθέτηση που σκιαγραφούσε το όραμα της νέας κοινωνίας. Παίρνουμε το μέρος αυτής της αντι-ρεφορμιστικής θέσης. Αν και γνωρίζουμε πως αυτές οι απελευθερωμένες ζώνες θα είναι μόνο μερικές και μεταβατικές, οι προοπτικές που ανοίγουν μεταξύ του πραγματικού και του εφικτού μπορούν να ωθήσουν τον αγώνα σε μια πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση.

Σκοπεύουμε να υιοθετήσουμε αυτήν την τακτική μέχρι να γενικευτεί. Το 2001 στην πρώτη εξέγερση στην Αργεντινή, οι piqueteros πρότειναν μια μορφή που θα έπρεπε να πάρει ο λαϊκός αγώνας: μπλοκαρίσματα δρόμων που σταματούσαν την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Μέσα σε μήνες αυτή η τακτική εξαπλώθηκε στα πέρατα της χώρας χωρίς κανέναν επίσημο συντονισμό μεταξύ των ομάδων. Με τον ίδιο τρόπο η επανάληψη μπορεί να καθιερώσει την κατάληψη σαν μια ενστικτώδη και άμεση μέθοδο ανταρσίας τόσο μέσα όσο και έξω απ’ τα πανεπιστήμια. Έχουμε δεί ένα νέο κύμα καταλήψεων στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, τόσο σε σχολές όσο και σε χώρους εργασίας: το New School και το NYU, καθώς και οι εργάτες του Republic Windows Factory του Σικάγο, που πολέμησαν το κλείσιμο του εργοστασίου καταλαμβάνοντάς το. Τώρα είναι η σειρά μας.

Αν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας δεν μπορούμε να βασιστούμε στις ομάδες αυτές που προβάλλουν τους εαυτούς τους ως εκπροσώπους μας. Είμαστε πρόθυμοι να δουλέψουμε με συνδικαλιστικές και φοιτητικές ενώσεις όταν το βρίσκουμε χρήσιμο, αλλά δεν αναγνωρίζουμε την εξουσία τους. Πρέπει να δράσουμε από μόνοι μας άμεσα, χωρίς μεσολαβητές. Πρέπει να διαχωριστούμε από κάθε ομάδα που προσπαθεί να περιορίσει τον αγώνα μας καλώντας μας να επιστρέψουμε πίσω στη δουλειά ή στο μάθημα, να διαπραγματευτούμε, να συμβιβαστούμε. Έτσι ήταν η κατάσταση στην Γαλλία. Το αρχικό κάλεσμα για διαμαρτυρία έγινε μέσα από τις εθνικές ενώσεις μαθητών και φοιτητών και από μερικά συνδικάτα. Τελικά, αν και οι εκπρόσωποί τους ζητούσαν να διαδηλώσουν ειρηνικά, άλλοι πήραν το πάνω χέρι. Στην Ελλάδα επίσης, τα συνδικάτα φανέρωσαν τον αντεπαναστατικό τους χαρακτήρα, ακυρώνοντας την προγραμματισμένη απεργιακή πορεία τους και καλώντας σε αυτοσυγκράτηση.

Ως εναλλακτική στο να μας σαλαγάνε οι εκπρόσωποι, καλούμε τους φοιτητές και τους εργαζόμενους να οργανώσουν μόνοι τους σε δίκτυα. Καλούμε τους προπτυχιακούς, τους βοηθούς καθηγητών, τους λέκτορες, τους εργαζόμενους και το προσωπικό του πανεπιστημίου να ξεκινήσουν κοινές συνελεύσεις για να συζητήσουν την κατάστασή τους. Όσο περισσότερο αρχίζουμε να μιλάμε μεταξύ μας και να βρίσκουμε τα κοινά συμφέροντά μας, τόσο πιο δύσκολο θα γίνει για την διεύθυνση να μας βάλει τον έναν απέναντι στον άλλον σ’ έναν απελπιστικό ανταγωνισμό για τις ολοένα και λιγοστεύουσες παροχές. Οι πρόσφατοι αγώνες στο NYU και στο New School μαστίζονταν από την απουσία αυτών των βαθιών δεσμών, κι αν υπάρχει ένα μάθημα που πρέπει να πάρουμε απ’ αυτούς είναι ότι πρέπει να χτίσουμε πυκνά δίκτυα αλληλεγγύης βασισμένα στην αμοιβαία αποδοχή ενός κοινού εχθρού. Αυτά τα δίκτυα όχι μόνο μας κάνουν πιο ανθεκτικούς στην επαναφομοίωση και την εξουδετέρωση, αλλά επίσης μας επιτρέπουν να εγκαθιδρύουμε νέα είδη συλλογικών δεσμών. Αυτοί οι δεσμοί είναι η αληθινή βάση του αγώνα μας.

Θα βρεθούμε στα οδοφράγματα.

Research and Destroy

2009

Από το http://wewanteverything.wordpress.com/

Categories
International Communist Group

Ελλάδα, Δεκέμβρης 2008: To προλεταριάτο έδειξε το δρόμο… – ICG

Ελλάδα, Δεκέμβρης 2008
Το προλεταριάτο έδειξε στο παγκόσμιο προλεταριάτο τον ουσιαστικό δρόμο που πρέπει να πάρει – ICG

Η συνθήκη για μια νικηφόρα εξέγερση είναι το γεγονός ότι εξαπλώνεται” [2]

Όπως δείξαμε στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου, η διεθνής προλεταριακή εξέγερη ενάντια στον παγκόσμιο καπιταλισμό συνεχίζει να εκτυλίσσεται τους τελευταίους μήνες, καθώς η αστική κοινωνία συνεχίζει να επιβάλλει τις καταστροφικές συνθήκες της ωθώντας στη φτώχεια τον πληθυσμό του πλανήτη. Εξέγερση που εκφράστηκε μέσα απ’ τους αγώνες των φυλακισμένων, των μεταναστών χωρίς χαρτιά, των φοιτητών, των περιθωρειοποιημένων. Αυτοί, κράτησαν αρκετούς μήνες, μέχρι τη γενίκευση του αγώνα τον Δεκέμβρη του 2008. Με τον τρόπο αυτό, προείκαζαν το τί μπορεί και μέλει να συμβεί σε άλλες χώρες, ενώ έδιναν το στίγμα του δρόμου που πρέπει να ακολουθηθεί. Μ’ άλλα λόγια, αυτό το διεθνές και διεθνιστικό εγχείρημα κατά του καπιταλισμού κέρδιζε συνεχώς έδαφος στην Ελλάδα, μέχρι τη σαρωτική εξέγερση του Δεκέμβρη, που πυροδοτήθηκε απ’ τη δολοφονία του νεαρού Αλέξη Γρηγορόπουλου από τους ένοπλους μπράβους αυτού του άθλιου κοινωνικού συστήματος.

Οι τοίχοι, η απομόνωση, οι διαχωρισμοί που ο καπιταλισμός είχε υψώσει παντού, μέσα από κάθε λογής ασυναρτησίες που στόχευαν όλες τους στην άρνηση του προλεταριακού αγώνα, γκρεμίστηκαν από το ίδιο το προλεταριακό κίνημα, ωστόσο αυτό δεν ξεπέρασε χωροχρονικά τη χώρα αυτή και μόνο στιγμές της αποκορύφωσης του αγώνα. Αυτό συνέβη γιατί οι προλετάριοι που βγήκαν στους δρόμους δεν βγήκαν απλά ως τέτοιοι: δηλαδή εργάτες ή άνεργοι, ντόπιοι ή ξένοι, με χαρτιά ή χωρίς, φοιτητές ή νεολαίοι απ’ τις εργατογειτονιές, νέοι (ακόμα και παιδιά!) ή γέροι, άνδρες ή γυναίκες, νόμιμοι ή παράνομοι, κουκουλοφόροι ή με τα πρόσωπά τους, μαθητές ή καθηγητές, επαρχιώτες ή μητροπολιτάνοι, αλλά ακριβώς επειδή το κίνημα, καταφεύγοντας σε όλα τα διαθέσιμα μέσα (φυλλάδια, διαδίκτυο, αφίσσες, εφημερίδες κλπ) ανοιχτά αρνήθηκε όλες αυτές τις κατηγοριοποιήσεις με τις οποίες ο ιστορικός εχθρός προσβάλει και προσπαθεί να αποδυναμώσει και να ρευστοποιήσει αυτό το εξαιρετικό και γενναίο κοινωνικό κίνημα.

Οι πρώτες εκφράσεις αυτού του κινήματος ώστε να απλωθεί στον κόσμο διακήρυσσαν: “Ποιοι βρισκονται πίσω από την εξέγερση; Ποιών οι ενέργειες,οι δράσεις,οι κινήσεις κρατούν και φουντώνουν τη φλόγα της; Των αναρχικών; Των μαθητών; Των μεταναστών; Των άνεργων και καταφρονεμένων; Των νεολαίων από τα πλούσια βόρεια και νότια προάστια; Των τσιγγάνων; Των χουλιγκάνων; Των εργατών; Oλων αυτών και πολύ περισσότερων είναι οι ενέργειες,οι δράσεις,οι κινήσεις της εξέγερσης και όλες αυτές μαζί σχηματίζουν την ασταμάτητη λάβα που ξύπνησε όταν η πρόστυχη αδιανόητη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη συντάραξε την Ελλάδα το βράδυ του Σαββάτου“. [3] Πέρα από τους περιορισμούς που περιλαμβάνουν αυτά τα πρώτα γραπτά μανιφέστα, ανατρέχουν σ’ αυτό που τα μίντια προσπαθούν να αποκρύψουν, διακηρύσσοντας ανοιχτά πως η εξέγερση αυτή ανήκει σε όλους.

Στη διάρκεια των γαλλικών προαστειακών ταραχών, ο διαχωρισμός και η υποτίμηση πέρασαν στο ντούκου, ακόμα και σε σημείο ανοιχτής προσβολής, στο όνομα του προλεταριάτου, των προλεταρίων αυτών που είχαν εξεγερθεί. Στην Ελλάδα, η αστική τάξη χρησιμοποίησε κάθε διαθέσιμο μέσο προκειμένου να απαξιώσει τις ταραχές ή τουλάχιστον να τις περιορίσει σε ζήτημα ορισμένων κοινωνικών κατηγοριών. Ωστόσο, το κίνημα πέτυχε να γελοιοποιήσει όλες αυτές τις προσπάθειες, κι ακόμα να εκθέσει τους λακέδες του Κράτους, ως τέτοιους. Τα μίντια, η φωνή των εχθρών μας, διακήρυσσαν παντού πως δεν είναι παρά ένα θέμα αντιμετώπισης “απλως” ενός τσούρμου αναρχικών, χούλιγκανς και πιτσιρικάδων, μόνος σκοπός των οποίων δεν είναι τίποτα άλλο από την “τυφλή βία”, όμως η γενίκευση των ταραχών, και ο λόγος που παρήγαγαν, επιβεβαιώνοντας την προλεταριακή κι επαναστατική φύση τους, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για αμφιβολίες, στους προλεταρίους όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών. Οι διακηρύξεις τους έκαναν ξεκάθαρο ότι δεν ήταν απλά θέμα αλλαγής μιας δεξιάς κυβέρνησης με μια πιο αριστερή, ή κατά μιας μορφής διακυβέρνησης και υπέρ μιας άλλης, ή αλλαγής της κυβέρνησης ώστε τα πράγματα να επιστρέψουν στην ομαλότητα. Το αντίθετο μάλιστα, αυτή η ίδια η ομαλότητα, η καθημερινή ρουτίνα, αποκηρύχθηκε από την προλεταριακή ταραχή γι αυτό που ήταν: μισθωτή σκλαβιά και διαρκής εκβιασμός. Το κίνημα φτύνει την αλήθεια του στην μούρη των αντεπαναστατικών ψευτοαιτημάτων.

Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό το προλεταριάτο μέσα στον καπνό της μάχης ξεκαθάριζε τόσο αδιαμφισβήτητα τους επαναστατικούς στόχος του. Ένα φυλλάδιο συντρόφων μας γράφει: “Είμαστε κομμάτι μιας εξέγερσης της ζωής ενάντια στον καθημερινό θάνατο που επιβάλλουν οι υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις” [4]. Και συνεχίζει: “Στήνουμε τέλος ένα γερό οδόφραγμα στην μίζερη κανονικότητα ενός κύκλου παραγωγής και κατανάλωσης. Στην παρούσα συγκυρία, ότι πιο σημαντικό διακυβεύεται είναι η ενίσχυση αυτού του οδοφράγματος απέναντι στον ταξικό εχθρό.”

Πόσο υπέροχη κατάφαση του προλεταριάτου ως τάξη! Και πόσο τρομαχτική (για την μπουρζουαζία) επανοικειοποίηση του προλεταριακού αγώνα για την καταστροφή του κοινωνικού συστήματος και της κυρίαρχης τάξης! “Μιλάμε επίσης πάνω στην ιστορική συγκυρία της ανασύνθεσης ενός νέου ταξικού υποκειμένου, που από παλιά κουβαλά την υπόσχεση ότι θα αναλάβει τον ρόλο του νεκροθάφτη του καπιταλιστικού συστήματος. Θεωρούμε ότι το προλεταριάτο δεν υπήρξε ποτέ τάξη εξαιτίας της θέσης του, αλλά αντίθετα συγκροτείται ως τάξη για τον εαυτό της πάνω στο έδαφος της σύγκρουσης με τα αφεντικά, πρώτα πράττοντας και μετά συνειδητοποιώντας την πράξη του.” [5]

Το προλεταριάτο ξαναγεννιέται όταν βγαίνει στους δρόμους. Το προλεταριάτο ψηλαφεί και προσδιορίζει τον εαυτό του αντιμέτωπο με το κεφάλαιο, την ακριβή επαναστατική θεωρία που διαπιστώνουν έπειτα οι πρωτοποριακές εκφράσεις. Την ίδια την έννοια του προλεταριάτου, πάντα κακοποιημένη, διαστρεβλωμένη, κοινωνιολογικοποιημένη, συνήθως περιορισμένη στους παραδιοσιακούς βιομηχανικούς εργάτες και συστηματικά αδειασμένη από τις κοινωνικά αντίρροπες δυνάμεις της αντεπανάστασης, ξαναδιεκδικείται εδώ από τους συντρόφους μας: το προλεταριάτο συνιστά τον εαυτό του στην αντιπαράθεση με το κεφάλαιο! το προλεταριάτο υφίσταται ως μια δύναμη ενάντια στην “μισθωτή εργασία που παραμένει πάντα ένας εκβιασμός” [6].

Αυτό που δεν μπορεί πια να κρατηθεί μυστικό είναι η γενίκευση των ταραχών, ούτε σε εθνικό ούτε σε διεθνές επίπεδο, ο παλιός μας εχθρός μπορεί πια να συνεχίσει να εξηγεί, μέσα απ’ όλα τα μίντια/μέσα που έχει στη διάθεσή του, ότι “η δεξιά κυβέρνηση έκανε λάθη”, και ότι “θα έπρεπε να παραιτηθεί”. ΄Όμως αμέτρητες προκηρύξεις και μανιφέστα εκδόθηκαν για να αποκηρύξουν αυτό το άθλιο ψέμα.

Πολιτικοί και δημοσιογράφοι τριγυρνάνε κομπάζοντας και προσπαθούν να υποβάλλουν πάνω στο κίνημα μας την δική τους αποτυχημένη λογική. Σύμφωνα με αυτή την λογική εξεγειρόμαστε γιατί η κυβέρνηση μας είναι διεφθαρμένη ή γιατί θέλουμε περισσότερα από τα λεφτά τους ή από τις δουλειές τους. Αν σπάμε τις τράπεζες αυτό είναι γιατί αναγνωρίζουμε πως τα λεφτά είναι μια βασική αιτία της θλίψης μας. Αν σπάμε βιτρίνες δεν είναι γιατί η ζωή είναι ακριβή, αλλά γιατί οι ανέσεις μας εμποδίζουν να ζήσουμε με κάθε κόστος. Αν χτυπάμε την αισχρή αστυνομία, δεν το κάνουμε μόνο για να εκδικηθούμε για τους νεκρούς συντρόφους μας, αλλά γιατί ανάμεσα σε αυτόν τον κόσμο και σε αυτόν που επιθυμούμε θα στέκονται πάντα ως εμπόδιο.” [7]

Είναι ιδιαίτερα κρίσιμης σημασίας για τον αγώνα που εξελίσσεται ότι το προλεταριάτο δεν κάνει το λάθος να ταυτίζει τον εχθρό του με την μιά ή την άλλη κυβέρνηση ή κόμμα. Ο εχθρός δεν είναι καν όλες οι κυβερνήσεις και τα κόμματα ως σύνολο και μόνο, αλλά το ίδιο το χρήμα, το κεφάλαιο, οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής! Σε αντίθεση με όλες τις αντι-τρομοκρατικές εκστρατείες που στήνουν όλα τα κράτη του κόσμου για να σταθεροποιήσουν το δικό τους μονοπώλιο τρόμου, οι προλετάριοι της Ελλάδας που βγήκαν στο δρόμο πολεμούν φωνάζοντας: “Τρομοκρατία είναι η μισθωτή σκλαβιά – καμμιά ειρήνη με τ’ αφεντικά!”

Ο προλεταριακός ξεσηκωμός στην Ελλάδα φώτισε ολόκληρο τον κόσμο, όχι μόνο με θετικές προτάσεις αλλά και με τη ριζοσπαστική κριτική της σημερινής κοινωνίας, χωρίς ωστόσο να ζητά κάτι από την αρμόδια εξουσία, κάτι που προφανώς είναι κι αυτό που ανησύχησε περισσότερο την παγκόσμια αστική εξουσία σε διεθνές επίπεδο. Για να επαναλάβουμε τις επαναστατικές εκφράσεις των αγωνιζώμενων προλεταρίων: “Η εξέγερση του Δεκέμβρη δε διατύπωσε συγκεκριμένα αιτήματα ή διεκδικήσεις επειδή ακριβώς τα υποκείμενα που την διεξήγαν βιώνουν καθημερινά και, επομένως, γνωρίζουν την άρνηση της κυρίαρχης τάξης να ικανοποιήσει κάθε τέτοιο αίτημα. Τα ψελλίσματα της αριστεράς που, αρχικά, διεκδίκησε την παραίτηση της κυβέρνησης αντικαταστάθηκαν ταχύτατα από έναν σιωπηλό τρόμο και από την αγωνιώδη προσπάθειά της να εκτονωθεί το ανεξέλεγκτο εξεγερτικό κύμα. Η απουσία οποιασδήποτε μεταρρυθμιστικής διεκδίκησης αντανακλά μια υφέρπουσα (και ίσως ασυνείδητη ακόμα) διάθεση ριζικής εναντίωσης και ξεπεράσματος των υπαρχουσών εμπορευματικών σχέσεων και δημιουργίας ποιοτικά καινούργιων” [8].

Σε αντίθεση με άλλες χώρες (όπου το προλεταριάτο δεν βγαίνει στο δρόμο όταν πρέπει, όταν οι μετανάστες χωρίς χαρτιά και οι κρατούμενοι καταστέλλονται, όταν ανοιχτά ρατσιστικές πράξεις τελούνται) η ισχύς του κινήματος στην Ελλάδα βασίζεται στο γεγονός ότι η αστική τάξη και τα διάφορα όργανά της δεν επιτυγχάνουν να απομονώσουν τα διάφορα κομμάτια του προλεταριάτου, τα οποία πριν το Δεκέμβρη, είχαν δώσει από κοινού παραδειγματικούς αγώνες που αντήχησαν απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, και στο εξωτερικό. Αναφερόμαστε στα κομμάτια που δέχονται την μεγαλύτερη καταστολή σε καθημερινή βάση -τους κρατούμενους, τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, τους μετανάστες, την νεολαία, και τον “αντισυμβατικό” χώρο- σε παγκόσμιο επίπεδο, όλους αυτούς τους προλετάριους που βρίσκονται σε μη-κανονικές και επισφαλείς καταστάσεις, κακοπληρωμένες εργασίες, που αναμφισβήτητα πυροδότησαν το κίνημα.

Το προλεταριάτο στην Ελλάδα έχει αποδείξει την τόλμη του με το να μη φοβάται να δείξει την αλληλεγγύη του με αυτά τα κομμάτια που βρίσκονται ριζικά αντιμέτωπα με τον καπιταλισμό και το Κράτος. Και πράγματι, ήταν ο αγώνας των κρατουμένων, των μεταναστών χωρίς χαρτιά, και των περιθωριοποιημένων που εμψύχωσε όλο το προλεταριάτο, σαν αγώνας δικός του, και γέννησε το κίνημα. Ήδη τον Νοέμβρη του 2008, ο αγώνας των φυλακισμένων βγήκε στην επιφάνεια, με πάνω από 7.000 από τους 12.000 κρατούμενους να συμμετέχουν σε μια σειρά οργανωμένων διαμαρτυριών (μεταξύ των οποίων η συλλογική απεργία πείνας που ξεκίνησε στις 3 του μηνός). [9] Η μπουρζουαζία στάθηκε ανίκανη να κρατήσει τον αγώνα υπό τον έλεγχό της, και η διαμαρτυρία ξεχύθηκε στους δρόμους, όπως μπορεί να φανεί και από τη ριζοσπαστικοποίηση της διαδήλωσης της 17ης Νοέμβρη [10]. Μικρές ομάδες διεξήγαγαν ενέργειες άμεσης δράσης καθ’ όλον τον Νοέμβρη. Δράσεις ενάντια στην καταστολή κι επίσης ενάντια στον κοινωνικό έλεγχο, όπως η καταστροφή καμερών επιτήρησης σε αρκετά στρατηγικά σημεία. Την ίδια στιγμή, ο αγώνας έφτασε μακριά στο εξωτερικό, και αποτέλεσε ένα πρώτο κάλεσμα για διεθνή αλληλεγγύη. Μέσα στα πλαίσια του ίδιου κινήματος ήρθε ο αγώνας διαφόρων ομάδων μεταναστών και μεταναστών χωρίς χαρτιά που επίσης ξεκίνησαν μια απεργία πείνας, μαζί με άλλες διαδηλώσεις και δράσεις (όπως η κατάληψη του δημαρχείου των Χανίων). Αυτό έδωσε μια νέα ώθηση στο προλεταριακό κίνημα που εκδηλώθηκε βίαια σε πολλές πόλεις, και ιδιαίτερα στην Αθήνα, από τις 5 Δεκέμβρη. Σύντομα, δε θα περνούσε ούτε μια μέρα χωρίς αγώνες, και παντού η αθηναϊκή δημοκρατίια απαντούσε με ωμή καταστολή, οδηγώντας στο θάνατο του Αλέξη, που ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Απο κείνη τη στιγμή, τίποτα δε θα ήταν πια το ίδιο. Δεν είναι εφικτό να παρουσιάσουμε ένα λεπτομερές χρονικό του κινήματος, αλλά μπορούμε να τονίσουμε κάποια από τα συνθετικά στοιχεία του: “Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η δολοφονία ξεσπούν αυθόρμητες πορείες και συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας, καταλαμβάνεται το Πολυτεχνείο, η ΑΣΟΕΕ και η Νομική, ενώ γίνονται επιθέσεις σε κρατικούς-καπιταλιστικούς στόχους σε πολλές περιοχές. Πορείες, συγκεντρώσεις και επιθέσεις εκδηλώνονται στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, το Βόλο, τα Χανιά, το Ηράκλειο, τα Γιάννενα, την Κομοτηνή, την Ξάνθη, τις Σέρρες, τη Σπάρτη, την Αλεξανδρούπολη, τη Μυτιλήνη. Στην Πατησίων οι συμπλοκές διαρκούν όλη νύχτα. Έξω από το Πολυτεχνείο τα ΜΑΤ κάνουν χρήση πλαστικών σφαιρών. Την Κυριακή 7/12 χιλιάδες άνθρωποι πορεύονται προς τη ΓΑΔΑ επιτιθέμενοι στις αστυνομικές διμοιρίες και ακολουθούν πρωτοφανούς έντασης συγκρούσεις στους δρόμους του κέντρου που διαρκούν μέχρι αργά τη νύχτα. Από τα γεγονότα υπάρχουν πολλοί διαδηλωτές τραυματίες και αρκετοί συλληφθέντες. Από τη Δευτέρα το πρωί μέχρι σήμερα η εξέγερση γενικεύεται. Οι τελευταίες ημέρες είναι γεμάτες από αναρίθμητα κοινωνικά γεγονότα: μαχητικές μαθητικές κινητοποιήσεις με πορείες και -σε πολλές περιπτώσεις- επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα αλλά και συγκρούσεις με τους μπάτσους τόσο στις γειτονιές της μητρόπολης όσο και σε ολόκληρη τη χώρα, μαζικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία στο κέντρο της Αθήνας κατά τις οποίες γίνονται επιθέσεις σε τράπεζες, πολυκαταστήματα και υπουργεία, πολιορκία της Βουλής στο Σύνταγμα, καταλήψεις δημόσιων κτιρίων, συγκρουσιακές πορείες και επιθέσεις σε κρατικούς-καπιταλιστικούς στόχους σε πολλές πόλεις.” [11]

Άλλες αναφορές που κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο, μαρτυρούν πόσο ακατάβλητη ήταν η εξαίσια προλεταριακή λύσσα, αλλά και πόσο στοχευμένη ήταν η βία της: “Όλοι μαζί με τις διαφορές μας γράφουμε ιστορία και συγκλονίζουμε όλο τον πλανήτη. Η εξέγερση αυτή όχι μόνο δεν θα σταματήσει αλλά προορίζεται να μεταλαμπαδευτεί σε όλη την Ευρώπη και σε όλη την υφήλιο. Σε αυτό το πλαίσιο είναι κατανοητός ο πανικός της εξουσίας Όμως τίποτε δεν συγχωρεί,τίποτε δεν δικαιολογεί,τίποτε δεν κάνει ανεκτό το απίστευτο πρωτοφανές όργιο βίας που αυτή καθημερινά και αδιάκοπα εξαπολύει. Πόσο μάλλον όταν αυτή η βία παραμένει χωρίς καταγραφή ή αφόρητα διαστρεβλωμένη από την ξεφτιλισμένη τηλεόραση. Σύντροφοι μας έχουν υποστεί απρόκλητους ξυλοδαρμούς,μαθητές χτυπιούνται ανελέητα,φασίστες στην επιθανάτια αγωνία τους βγάζουν ατιμώρητα τα όπλα τους, ασφαλίτες οργιάζουν ανεξέλεγκτα,μετανάστες απειλούνται οι ζωές τους αλλά για τα κανάλια υπάρχουν μόνο σπασμένα μαγαζιά και “εγκληματικό” πλιάτσικο. Για κακή τους τύχη τους έχουν απομείνει μόνο γηραλέες νοικοκυρές και λοιπά φοβισμένα ανθρωπάκια όπως και τα τελειωμένα φασιστοειδή. Η οργή μας και για αυτά δεν έχει όριο και στο εξής ας προσέχουν. Η Εξέγερση μετατρέπει το αδύνατο σε δυνατό, Είναι το όνειρο που ξυπνάει όταν ο προηγούμενος ατελείωτος εφιάλτης τελειώνει. Γιατί σύντροφοι ήταν εφιάλτης αυτό που ζούσαμε πριν στα Δυτικά προαστεία,στην Αθήνα,στον Κόσμο ολόκληρο. Μέσα σε μια άσχημη πνιγερή πόλη, να φτύνουμε καθημερινά τη μιζέρια μας να σκοτώνουμε τη φαντασία μας να φοβόμαστε τον διπλανό μας να μένουμε αβοήθητοι στην ανημπόρια μας να βομβαρδιζόμαστε από γιαλαντζί διαφημίσεις να νομίζουμε ότι αξίζουμε γι’αυτά που έχουμε και όχι για αυτά που είμαστε. Αλέξη σε ντρεπόμαστε εκεί που βρίσκεσαι γιατί χρειάστηκε το δικό σου αίμα για να ξυπνήσουμε από τον εφιάλτη μας και να ζήσουμε το όνειρο της ζωής. Όμως αν εμείς σε ντρεπόμαστε,οι άλλοι τώρα σε τρέμουν με ένα τρόμο που παραλύει τα σωθικά τους. Πρώτα-πρώτα οι ασφαλίτες που μεταμφιέζονται σε εξεγερμένους για να απαγάγουν μαθητές στα μπουντρούμια της ασφάλειας. ΚΑΝΕΝΑ ΕΛΕΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ! ΑΠΟ ΜΑΣ ΔΕΝ ΜΠΟΥΡΟΥΝ ΝΑ ΚΡΥΦΤΟΥΝ, Έρχεται η τιμωρία τους και κανένα βαθύ κράτος δεν θα τους σώσει. Είστε εσείς που σπέρνετε τη χειρότερη κινδυνολογία,την ποταπή ηττοπάθεια,τον εξωφρενικό φόβο κι όλα αυτά για να γλιτώσετε το τομάρι σας. Δεν θα το γλιτώσετε! Δεν είστε όμως μόνο εσείς που κάνετε τα παραπάνω. ΌΛΑ τα κοινοβουλευτικά κόμματα ζουν την αγωνία τους και σκίζονται για να εκτονώσουν την εξέγερση. Οι μικροαστοί που δεν μπορούν να διανοηθούν τη ζωή τους χωρίς το μαγαζάκι τους, αφυδατωμένες υπάρξεις που ζουν μόνο για την είσπραξη χρήματος, ζουν και αυτοί τον υπαρξιακό τους φόβο. Δεν χρειάζεται να μας φοβούνται τόσο! Εκτός από αυτούς που ενεργά και ξετσίπωτα βοηθουν τη δολοφονική εξουσία, οι υπόλοιποι θα αφεθούν στην αβάσταχτη μιζέρια τους. Και μπράβο στους μικροαστούς που υπερβήκαν τους εαυτούς τους και συμμετείχαν στα γεγονότα από τη σωστή πλευρά. Όσο κι αν αποσιωπάται δεν είναι λίγοι! Όμως αρκετά γράψαμε για τη μικροαστική τάξη… Η ιστορία γράφεται τώρα από άλλες δυνάμεις και αυτές οι δυνάμεις θα ενισχύσουν συντριπτικά την παρουσία τους τις επόμενες μέρες. Μετά από 6 μέρες κολοσσιαίων συγκρούσεων ΣΗΜΕΡΑ ξεκινά μοιραία ο δεύτερος γύρος με νέες κορυφώσεις,νέα ορόσημα,νέες ανατάσεις. ΣΗΜΕΡΑ είναι το νέο ραντεβού της ιστορίας στις 12 το μεσημέρι στα Προπύλαια. Εκεί θα είναι οι μαθητές που έχουν υποστεί τη χειρότερη αστυνομική βία. εκεί θα είναι οι εξεγερμέοι φοιτητές του 2006-2007. εκεί θα είναι οι άνεργοι που πάλευαν χρόνια με την κατάθλιψη και την ταπείνωση. εκεί θα είναι οι εργάτες που θα λουφάρουν από τη δουλειά τους και που τις τελευταίες μέρες βλέπουν με άλλο τσαμπουκά το αφεντικό τους. εκεί θα είναι οι μετανάστες που για χρόνια ξέρουν ήδη τί σημαίνει χούντα. εκεί θα είμαστε και μεις από τα δυτικά προάστια και που για δεκαετίες σπαρασσόμασταν από τους πιο γελοίους τοπικισμούς. ΕΚΕΙ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ” [12]

[…] (Στμ* στο σημείο αυτό παρακάμψαμε ένα εκτενές κομμάτι της ανάλυσης που επικρίνει ακόλουθο μέρος της άνωθεν προκήρυξης μιας και καθώς αυτή δε διαδραμάτισε κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στα γεγονότα στην Ελλάδα, μια τέτοια εμβάθυνση ήταν κουραστική και κάπως αποπροσανατολιστική)

Σ’ αυτήν την ιστορική εποχή των τόσο ισχυρών διαχωρισμών στο εσωτερικό του προλεταριακού κινήματος, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό των αγώνων στην Ελλάδα, όπως αναφέραμε νωρίτερα, είναι η δύναμη που επιδεικνύει το κίνημα στο να υπερπηδά όλους τους διαχωρισμούς και τις διαιρέσεις που παίζουν κρίσιμο ρόλο για την αστική κυριαρχία. Ενάντια στο καθιερωμένο σνομπάρισμα, ενάντια στο ρατσισμό που είναι έμφυτος στον καπιταλισμό, ενάντια στους νοικοκυραίους-ευηπόληπτους πολίτες, το προλεταριάτο έβαλε πλάτη για την υπεράσπιση των δικών του συμφερόντων, πίσω από τους κρατούμενους, τους μετανάστες, της νεολαίας και όλων των κομματιών του που συνήθως απομονώνονται. Συνήθως αντιμετώπιζαν το καθένα ξεχωριστά τις συνασπισμένες δυνάμεις της αστικής τάξης, τον Δεκέμβρη όμως ενώθηκαν και βγήκαν μαζί στους δρόμους, ανάβοντας μια φωτιά που οι λάμψη της έγινε αντικείμενο θαυμασμού από προλεταρίους σε όλο τον κόσμο.

Μακράν του να κλείσουν τα μάτια μπροστά στο πρόβλημα του ρατσισμού και των άλλων διαχωρισμών που πάντοτε χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση της καπιταλιστική κυριαρχίας και καταπίεσης, [13] το κίνηματο αντιμετώπισε ως έχει, και πολλές συζητήσεις και προκηρύξεις αναφέρονται στο ζήτημα των μεταναστών και των ξένων. Η ταξική συνείδηση επιβεβαιώθηκε ενάντια στις πάντοτε παρούσες διαιρέσεις, και οι πρωταγωνιστές έκαναν ξεκάθαρο ότι μάχονται πλάι-πλάι με τους ντόπιους προλετάριους όπως επίσης με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες.

…Μέσα στα πλαίσια της γενικότερης κινητοποίησης, με ατμομηχανή τα μαθητικά συλλαλητήρια, υπάρχει και μια μαζική συμμετοχή της δεύτερης γενιάς των μεταναστών και αρκετών προσφύγων. Οι πρόσφυγες κατεβαίνουν μεμονωμένα, χωρίς κάποια ιδιαίτερη οργάνωση, με έναν αυθορμητισμό και με μια ορμή που χαρακτηρίζει τις κινητοποιήσεις τους. Αυτή τη στιγμή, είναι το πιο μαχητικό κομμάτι των ξένων στην Ελλάδα. Έτσι κι αλλιώς, είναι πολύ λίγα αυτά που έχουν να χάσουν. Τα παιδιά των μεταναστών κινητοποιούνται μαζικά και δυναμικά κυρίως μέσα στα πλαίσια των σχολικών και φοιτητικών δράσεων ή μέσα από τις οργανώσεις της αριστεράς και της άκρας αριστεράς. Είναι και το πιο ενταγμένο κομμάτι των μεταναστών, το πιο θαρραλέο. Δεν είναι σαν τους γονείς τους, που ήρθαν με σκυμμένο το κεφάλι σαν να ζητιανεύανε ένα κομμάτι ψωμί. Είναι μέρος της ελληνικής κοινωνίας, καθώς δεν γνώρισαν άλλη. Δεν ζητιανεύουν κάτι, διεκδικούν δυναμικά να είναι ισότιμοι με τους Έλληνες συμμαθητές τους. Ισότιμοι στα δικαιώματα, στο δρόμο, στα όνειρα. Για μας, τους οργανωμένους, είναι ένας δεύτερος γαλλικός Νοέμβρης του 2005. Δεν είχαμε ποτέ αυταπάτες ότι, όταν η οργή του κόσμου ξεχειλίσει, θα μπορούσαμε να την κατευθύνουμε. Παρά τους αγώνες που έχουμε δώσει όλα αυτά τα χρόνια, ποτέ δεν μπορέσαμε να πετύχουμε τέτοιες μαζικές αντιδράσεις. Τώρα είναι η ώρα να μιλήσουν οι δρόμοι. Η κραυγή που ακούγεται είναι για τα 18 χρόνια βίας, καταπίεσης, εκμετάλλευσης, εξευτελισμού. Αυτές οι μέρες είναι και δικές μας. Αυτές οι μέρες είναι για τους εκατοντάδες μετανάστες και πρόσφυγες, δολοφονημένους στα σύνορα, στα τμήματα, στους χώρους εργασίας. Είναι για τους δολοφονημένους από μπάτσους ή αγανακτισμένους πολίτες. Είναι για τους δολοφονημένους επειδή πέρασαν τα σύνορα, επειδή δούλευαν σαν σκυλιά, επειδή δεν σκύψανε το κεφάλι, για το τίποτα. Είναι για τον Γκραμόζ Παλούσι, τον Λουάν Μπερντελίμα, τον Εντισόν Γιάχαϊ, τον Τόνι Ονόυχα, τον Αμπντουρακίμ Ιντρίζ, τον Μοντασέρ Μοχάμεντ Ασράφ και τόσους άλλους που δεν ξεχάσαμε. Αυτές οι μέρες είναι για την καθημερινή αστυνομική βία που έχει μείνει αναπάντητη, ατιμώρητη. Είναι για τον εξευτελισμό στα σύνορα, στα κέντρα αλλοδαπών που συνεχίζεται ακόμα. Είναι για τις κατάφωρες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, για τους μετανάστες και πρόσφυγες που είναι άδικα στις φυλακές, για τη δικαιοσύνη που μας στερήθηκε. Ακόμα και τώρα, στις μέρες και νύχτες του ξεσηκωμού, οι μετανάστες πληρώνουν βαρύ τίμημα με επιθέσεις ακροδεξιών και μπάτσων, με απελάσεις και ποινές φυλάκισης που τα δικαστήρια μοιράζουν με χριστιανική αγάπη σε εμάς τους άπιστους. Αυτές οι μέρες είναι για την εκμετάλλευση που συνεχίζεται αμείωτη για 18 χρόνια. Είναι για τους αγώνες που δεν ξεχάστηκαν στους κάμπους στο Βόλο, στα ολυμπιακά έργα, στην Αμαλιάδα. Είναι για τον ιδρώτα και το αίμα των γονιών μας, για τη μαύρη εργασία, τα ατελείωτα ωράρια. Είναι για τα παράβολα, τα πρόστιμα, τα ένσημα που πληρώνουμε και δεν θα μας αναγνωριστούν ποτέ. Είναι για τα χαρτιά που θα κυνηγάμε μια ζωή σαν να είναι λαχείο. Αυτές οι μέρες είναι για το τίμημα που πληρώνουμε απλά για να υπάρχουμε, να αναπνέουμε. Είναι για όσες φορές σφίξαμε τα δόντια, για τις προσβολές που ανεχτήκαμε, τις ήττες που χρεωθήκαμε. Είναι για όσες φορές δεν αντιδράσαμε, ενώ είχαμε όλους τους λόγους του κόσμου. Είναι για όσες φορές αντιδράσαμε και ήμασταν μόνοι, γιατί ο θάνατος και η οργή μας δεν χώραγε σε σχήματα, δεν έφερνε ψήφους, δεν πουλούσε στα δελτία των 8. Αυτές οι μέρες είναι όλων των περιθωριακών, των αποκλεισμένων, των ανθρώπων με τα δύσκολα ονόματα και τις άγνωστες ιστορίες. Είναι για όσους πεθαίνουν καθημερινά στο Αιγαίο και στον Έβρο, για όσους δολοφονούνται στα σύνορα ή στην Πέτρου Ράλλη, είναι των τσιγγάνων στο Ζεφύρι, των ναρκομανών στα Εξάρχεια. Αυτές οι μέρες είναι των παιδιών της Μεσολογγίου, των ανένταχτων, των ανεξέλεγκτων μαθητών. Χάρη στον Αλέξη αυτές οι μέρες είναι όλων μας.“[14]

Μέσα απ’ αυτές τις κουβέντες, δημοσιευμένες στην Ευρώπη, το ιστορικό κέντρο της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού, ο αγώνας των προλεταρίων στην Ελλάδα, διακηρύσσει το διεθνισμό του προλεταριάτου ως τάξη. Η αντίθεση μεταξύ του παρόντος και του μελλοντικού κόσμου δε θα μπορούσε να είναι πιο σαφής, μεταξύ του κόσμου του κεφαλαίου και του ρατσισμού, των πολέμων, της σκλαβιάς και των σφαγών και μιας κοινωνίας απηλλαγμένης απ’ την απανθρωπιά, που μπορεί να πετύχει το προλεταριάτο και ο επαναστατικός αγώνας του.

Είναι αλήθεια ότι, όπως συχνά στο παρελθόν, το κίνημα ξεκίνησε από συγκεκριμένα κομμάτια του προλεταριάτου. Όπως μαρτυρούν οι διαδηλωτές, όταν τα πράγματα πήραν μια ριζοσπαστική τροχιά μετά τη δολοφονία, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κυρίως με νεολαίους, σχεδόν παιδιά (αυτό το γεγονός υπήρξε επίσης στη Γαλλία, στις προαστειακές ταραχές και τον αγώνα κατά του CPE). Φυσικά, όπως πάντα, οι πρωταγωνιστές το βλέπουν αυτό σαν πρόβλημα, αλλά η συνέχεια και η γενίκευση (συμπεριλαμβανομένης της γεωγραφικής) του αγώνα τελικά το ξεπερνούν. Τέτοια επανοικειοποίηση του εαυτού του ως τάξη από το προλεταριάτο, παρήγαγε μια ενδιαφέρουσα ανταλλαγή προκηρύξεων μεταξύ γενεών. Δίνουμε έμφαση εδώ σε μερικά στοιχεία αυτών, ιδιαίτερα σε μια βαθιάς και δημιουργικής κριτικής του κομφορμισμού των ενηλίκων -δηλαδή των γονέων τους- από μερικά “παιδιά”. Ακολουθεί το γράμμα μερικών συμμαθητών του Αλέξη, που κυκλοφόρησαν στην κηδεία του:

ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΟΣΜΟ!
ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΑΣ
Δεν είμαστε τρομοκράτες, «κουκουλοφόροι», «γνωστοί-άγνωστοι»,
ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΑΣ!
Αυτοί, οι γνωστοί-άγνωστοι….
Κάνουμε όνειρα – μη σκοτώνετε τα όνειρά μας!
Έχουμε ορμή – μη σταματάτε την ορμή μας.
ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ!
Κάποτε ήσασταν νέοι κι εσείς.
Τώρα κυνηγάτε το χρήμα, νοιάζεστε μόνο για τη «βιτρίνα»,
παχύνατε, καραφλιάσατε,

ΞΕΧΑΣΑΤΕ!
Περιμέναμε να μας υποστηρίξετε,
Περιμέναμε να ενδιαφερθείτε,
να μας κάνετε μια φορά κι εσείς περήφανους.
ΜΑΤΑΙΑ!
Ζείτε ψεύτικες ζωές, έχετε σκύψει το κεφάλι,
έχετε κατεβάσει τα παντελόνια και περιμένετε
τη μέρα που θα πεθάνετε.
Δε φαντάζεστε, δεν ερωτεύεστε, δεν δημιουργείτε!
Μόνο πουλάτε κι αγοράζετε.
ΥΛΗ ΠΑΝΤΟΥ – ΑΓΑΠΗ ΠΟΥΘΕΝΑ – ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΥΘΕΝΑ
Που είναι οι γονείς; Που είναι οι καλλιτέχνες;
Γιατί δε βγαίνουν έξω να μας προστατέψουν;
ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ! ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Υ.Γ.: Μη μας ρίχνετε άλλα δακρυγόνα
ΕΜΕΙΣ κλαίμε κι από μόνοι μας…

Το γράμμα κυκλοφόρησε αρκετά, στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, και προφανώς αρκετοί δεν μπορούσαν να απαξιώσουν τους συγγραφείς του, αλλά υπήρξε επίσης κι ένας αριθμός απαντήσεων που συμφωνούσαν με όλη τους την καρδιά, καλώντας όλους τους προλεταρίους να μπουν στη μάχη, κι αυτό θέλουμε να το κρατήσουμε. [15]

Φυσικά, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, ορισμένα κομμάτια του προλεταριάτου δεν κατάφεραν να δράσουν, κολλημένα μπροστά απ’ τις τηλεοράσεις τους και καταπίνοντας αμάσητα τα ιδεολογικά δηλητήρια που παράγουν “φιλήσυχους πολίτες”. Θα υπάρχουν πάντοτε προλετάριοι που θα προδίδουν την τάξη τους, και θα δρουν ως σιωπηλοί συνένοχοι της ίδιας της καταπίεσής τους, όπως τονίζουν και στο γράμμα τους τα “παιδιά”. Δεν ήταν άλλωστε οι αστοί που βγήκαν να καταστείλουν και να δολοφονήσουν τους αγωνιζόμενους προλεταρίους. Οι αστοί τα είχαν χαμένα απ’ το φόβο τους. Η ταξική κυριαρχία βασίζεται στην ικανότητα της κυρίαρχης τάξης να στρατολογεί μέρος των προλεταρίων προκειμένου να καταπιέζουν τους υπόλοιπους.

Στην Ελλάδα, όπως είδαμε, οι πρωταγωνιστές όχι μόνο κατήγγειλαν διεθνώς τους φιλήσυχους πολίτες, αλλά επίσης τον καθένα που παραμένει “ουδέτερος”, ή που δεν μπορεί να ξεφύγει από τις φιλειρηνικές διαδηλώσεις που οργάνωσε η αριστερά και τα συνδικάτα.

Το εξεγερσιακό πάρτυ το παρακολουθούν χωρίς να συμμετέχουν, αλλά μέχρι στιγμής και χωρίς να καλούν την αστυνομία να το διαλύσει, οι ιδιοκτήτες του εμπορεύματος εργατική-δύναμη που το είχαν επενδύσει στο χρηματιστήριο της κοινωνικής ασφάλειας και της προσδοκίας εξόδου των απογόνων τους από την μισθωτή σχέση. Με την αντικατάσταση της κοινωνικής ασφάλειας από την αστυνομική ασφάλεια και την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της ταξικής κινητικότητας, πολλοί/ες εργαζόμενοι/ες σπρώχνονται σε μια (σημαντική κοινωνικά) ηθική δικαιολόγηση του νεοαλαιίστικου ξεσπάσματος υπό το βάρος του καταρρέοντος σύμπαντος της μικροαστικής ιδεολογίας και της κρατικής ύβρεως, χωρίς ακόμα να στρατεύονται ενεργά στην επίθεση εναντίον αυτού του δολοφονικού κόσμου. Επιμένουν να σέρνουν το κουφάρι τους σε τριμηνιαίες λιτανείες των εργατοπατέρων και να υπερασπίζονται μια θλιβερή συντεχνιακή ηττοπάθεια απέναντι στην ορμητική ταξική επιθετικότητα που ξεπροβάλλει. Αυτοί οι δυο κόσμοι συναντήθηκαν την Δεύτερα 08/12 στον δρόμο και λαμπάδιασε όλη η χώρα. Ο κόσμος της συντεχνιακής ηττοπάθειας κατέβηκε στον δρόμο για να υπερασπιστεί το δημοκρατικό δικαίωμα των διαχωρισμένων ρόλων του πολίτη, του εργάτη, του καταναλωτή να διαμαρτύρονται χωρίς να πυροβολούνται. Δίπλα αλλά τόσο μακριά από την ψευδό-κοινότητα των ατομικοτήτων, ο κόσμος της ταξικής επιθετικότητας κατέβηκε στο πεζοδρόμιο με την μορφή οργανωμένων «συμμοριών» που σπάνε, καίνε, λεηλατούν και ξηλώνουν οδοστρώματα για να πετροβολήσουν τους δολοφόνους. Ό πρώτος κόσμος, (όπως τουλάχιστον εκφράζεται από την πολιτική των εργατοπατέρων) τρόμαξε τόσο από την παρουσία του δεύτερου, που την Τετάρτη 10/12 προσπάθησε να διαδηλώσει χωρίς την ενοχλητική παρουσία των «μιασμάτων». Το δίλημμα πάντως για το πώς κατεβαίνουμε στον δρόμο έχει τεθεί: Ή με την δημοκρατική καβάτζα του πολίτη ή με την συγκρουσιακή αλληλεγγύη της παρέας, του επιθετικού μπλοκ, της πορείας που υπερασπίζεται την ύπαρξη του καθενός με «ντου» και οδοφράγματα.” [16]

Μεγάλο μέρος του κινηματικού λόγου καταγγέλλει, δίκαια και επιθετικά, όλους αυτούς που, παρόλο που σοκαρίστηκαν με τη δολοφονία του Αλέξη και διαδήλωσαν ειρηνικά στους δρόμους, υποκύπτουν ολικά στην κυρίαρχη ιδεολογία και συνεργάζονται με την κυρίαρχη τάξη σε καθημερινή βάση.

Τα κομμάτια του προλεταριάτου με τις πιο σίγουρες δουλειές, και τα οποία συχνά απολαμβάνουν μια υψηλή συνδικαλιστική προστασία, είναι συχνά τα πιο συντηρητικά. Σε μεγάλο μέρος, αποτελούν, με τις ιδέες και τις αυταπάτες τους, ένα εμπόδιο για την προλεταριακή αλληλεγγύη και μαχητικότητα. Πέρα απ’ αυτούς που στην πραγματικότητα απολαμβάνουν μια “προνομιούχο” θέση μέσα στον παραγωγικό ιστό, ο μέσος φιλήσυχος πολίτης είναι θέση-κλειδί της αντεπανάστασης. Τα αριστερά αστικά κόμματα παίζουν καίριο ρόλο στην κατασκευή της ιδεολογίας του. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, αυτά τα κόμματα είναι βαθιά ριζωμένα στους παραπάνω τομείς και συχνά παίρνουν διακριτή θέση ενάντια στον κομμουνιστικό αγώνα. Η κατάληψη του κτιρίου της ΓΣΕΕ από την Γενική Συνέλευση Εξεγερμένων Εργατών αποτέλεσε μια εξαιρετική πράξη αποκήρυξης της χειραγώγησης αυτού του αριστερού αντεπαναστατικού ρόλου των συνδικάτων. Πέρα από την απλή κατάληψη του κτιρίου, είχε υψηλή συμβολική αξία για τον αγώνα ενάντια στο συνδικαλιστικό γραφειοκρατικό σύμπλεγμα, όπως τονίζεται στην παρακάτω προκήρυξη:

Να στηλιτεύσουμε και να αποκαλύψουμε το ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στην υπονόμευση της εξέγερσης και όχι μόνο. Η γσεε και όλος ο συνδικαλιστικός μηχανισμός, που τη στηρίζει, δεκαετίες τώρα, υπονομεύουν αγώνες, παζαρεύουν την εργατική μας δύναμη για ψίχουλα, διαιωνίζοντας το καθεστώς της εκμετάλλευσης και της μισθωτής σκλαβιάς. Ενδεικτική είναι η στάση τους την προηγούμενη Τετάρτη που ακυρώνοντας την προγραμματισμένη απεργιακή πορεία περιορίστηκε στην οργάνωση μιας σύντομης συγκέντρωσης στο Σύνταγμα φροντίζοντας παράλληλα να διώξει τον κόσμο άρον-άρον από την πλατεία μην τυχόν μολυνθούν οι συγκεντρωμένοι από τον ιό της εξέγερσης.” [17]

Ωστόσο, στη διάρκεια αυτής της θαρραλέας άμεσης δράσης, δυο κλασσικές τάσεις ήρθαν αντιμέτωπες όπως παντού και πάντοτε: απ’ την μια υπήρχε η αριστερή της σοσιαλδημοκρατίας που απλώς κριτικάρει την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, κι απ’ την άλλη αυτοί που επιμένουν να φτάσουν στη ρίζα του προβλήματος, ενώ ασκούν κριτική σε ολόκληρη τη λειτουργία των συνδικάτων, ως οργανικά στοιχεία της καπιταλιστικής κυριαρχίας:

Από το ξεκίνημα ήδη ήταν φανερό ότι υπήρχαν δυο τάσεις στο εσωτερικό της κατάληψης -άσχετα του πόσο καθαρά αρθρώνονταν: μια εργατίστικη, που ήθελε να χρησιμοποιήσει την κατάληψη ως ένα σύμβολο για να ασκήσει κριτική στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και να προάγει την ιδέα ενός ανεξάρτητου από πολιτικές επιρροές συνδικαλισμού βάσης, και μιας προλεταριακής, που ήθελε να επιτεθεί σε έναν ακόμη θεσμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, κριτικάροντας τον συνδικαλισμό και χρησιμοποιώντας το μέρος για τη δημιουργία μιας ακόμη κοινότητας αγώνα στα πλαίσια της γενικής αναταραχής” [18]

Προφανώς, οι συνδικαλιστές και τα SS τους δεν μπορούσαν να επιτρέψουν μια τέτοια προσβολή από το επαναστατημένο προλεταριάτο. Την ίδια μέρα, προσπάθησαν να ανακαταλάβουν τον χώρο με τη βία. Προκειμένου να το πετύχουν επιστράτευσαν πάνω από 50 τραμπούκους που προσπάθησαν να πετάξουν έξω τους καταληψίες, όμως οι τελευταίοι αντιστάθηκαν και χάρη στους καταληψίες της ΑΣΟΕΕ (το πανεπιστήμιο οικονομικών της Αθήνας), κατάφεραν να ακυρώσουν την έξωση. Ούτως ώστε να υπερασπιστούν την κατάληψη, μετά από καλέσματα μαζεύτηκαν μέσα σε λίγες ώρες πάνω από 800 άτομα.

Παρ’ όλες αυτές τις προσπάθειες πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι δυνάμεις του εχθρού ήταν πετυχημένες, κι αυτό καθώς από τα μεγάλα πλήθη προλεταρίων που μάχονταν στους δρόμους εκείνες τις μέρες, ήταν λίγοι αυτοί που είχαν καθαρά ξεκόψει από τη συνδικαλιστική χειραγώγηση. Οι πολλοί εργάτες της βαριάς βιομηχανίας ήταν μάλλον θεατές παρά πρωταγωνιστές, αποτυγχάνοντας να πάρουν στα χέρια τους τον αγώνα των συντρόφων τους που βρίσκονταν στην πρωτοπορεία και τους καλούσαν να ενωθούν μαζί τους. το γεγονός αυτό αναδεικνύει έναν σημαντικό περιορισμό του αγώνα. Ωστόσο, όσο η κρίση βαθαίνει, ακόμα και η εργασιακή σταθερότητα, που είναι τόσο κεντρικής σημασίας στη διασφάλιση του κομφορμισμού, αρχίζει να τρίζει. Τότε, οι προλετάριοι των μεγάλων εταιριών καταλήγουν να διαρρηγνύουν τα δεσμά της συνδικαλιστικής χειραγώγησης (κι εξίσου της σοσιαλδημοκρατίας εν γένει) και μπορούν να παίξουν έναν βασικό ρόλο στον αγώνα. Παρεπιμπτόντως, μας φαίνεται σκόπιμο να κάνουμε μια σύγκριση με την προλεταριακή εξέγερση στην Αργεντινή το 2001/2, όταν η κρίση έφτασε σε τέτοια επίπεδα που ακόμα κι αυτά τα κομμάτια βγήκαν στους δρόμους, κάτι που γενικά δεν έγινε στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, ο καπιταλισμός δεν έχει εξαπολύσει ακόμα στην Ευρώπη μια τέτοια καταμέτωπη επίθεση σ’ αυτούς τους τομείς, οι οποίοι για την ώρα καθιστούν τα Κράτη (και ειδικά τα συνδικάτα τους) ικανά να συνεχίσουν να κρατούν διαιρεμένο το προλεταριάτο. Παρά τα όσα είναι γνωστά σήμερα ως “κρίση”, η καπιταλιστική καταστροφή στην Ευρώπη, χτύπησε πρωταρχικά τα πιο αδύναμα στρώματα του προλεταριάτου (τους νέους, μετανάστες, μετανάστες χωρίς χαρτιά, και περιθωριοποιημένους-επισφαλείς ανθρώπους). Κατά συνέπεια, αυτοί αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος όλων των κύριων αγώνων σ’ αυτήν την ήπειρο. Αυτό ενδεχομένως είναι ένας λόγος για την διαφορά στα χαρακτηριστικά του αγώνα στην Αργεντινή. Στην Ελλάδα, κρίνοντας από το ξέσπασμα και το εξεγερσιακό μοτίβο, το κίνημα φαίνεται να βγάζει όλες του τις δυνάμεις στην πρώτη γραμμή. Στην Αργεντινή, το κίνημα κράτησε πολύ περισσότερο, αλλά παρέμεινε και πολύ ισχυρότερη η μόλυνσή του απ’ όλες τις πολιτικές αυταπάτες (κοινοβουλευτισμός, κλασσικός ρεφορμισμός, αργεντινές σημαίες κλπ) και πάνω απ’ όλα απ’ τις διαχειριστικές τακτικές (αυτοδιαχείριση, παραγωγικές κοπερατίβες απ’ τους ανέργους κλπ). Αυτές οι αδυναμίες ήταν ο κύριος εσωτερικός παράγοντας ρευστοποίησης του κινήματος. Στην Ελλάδα, η ιδεολογία που πλασάρει ο Negri (ή ο Holloway) ή ακόμα ο πιο μοδάτος Comandante Marcos, που θέλουν να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να θέτουμε ζήτημα εξουσίας, ελάχιστα επιρρεάζουν το κίνημα. Εδώ, το κίνημα απέστειλε ανοιχτή πρόκληση στην άρχουσα τάξη (στο στυλ της Αργεντινής “Que se vayan todos!=Να φύγουν όλοι!). Κατέφασκε θαρραλέα στους εξεγερσιακούς του στόχους και έχασε το παιχνίδι τελικά μόνο από την απομόνωσή του, με άλλα λόγια, από το γεγονός ότι χωρίς το προλεταριάτο άλλων χωρών να μπει στον αγώνα (τουλάχιστον των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών), δε θα μπορούσε τίποτα να πάει πολύ παραπέρα.

Κι εδώ επίσης τα πρωτοπόρα τμήματά του επέδειξαν ιδιαίτερη διαύγεια: “Ξέρουμε πως ήρθε η ώρα να σκεφτούμε στρατηγικά. Στην εποχή της αυτοκρατορίας  ξέρουμε πως η συνθήκη για μια νικηφόρα εξέγερση είναι το γεγονός ότι εξαπλώνεται, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια είδαμε και μάθαμε: Οι σύνοδοι κορυφής, τα φοιτητικά και οι εξεγερση στα γκέτο της Γαλλίας, το Νο-Tav κίνημα στην Ιταλία, η κομμούνα της Οαχάκα, η επιθετική υπεράσπιση της κατάληψης Ungdomshuset στην Κοπενγχάγη, οι συγκρούσεις ενάντια στο εθνικό συνέδριο των δημοκρατικών στις Η.Π.Α. και η λίστα συνεχίζεται. Γεννημένοι μέσα στην καταστροφή, είμαστε τα παιδιά κάθε κρίσης: πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, οικολογικής. Ξέρουμε πως αυτός ο κόσμος είναι ένα αδιέξοδο. Θα πρέπει να είσαι τρελλός για να κρατιέσαι από τα ερείπιά του. Θα πρέπει να είσαι σοφός αν αυτοοργανώνεσαι.”

Τα καλέσματα απ’ την Ελλάδα εξαπλώθηκαν εγείροντας αλληλεγγύη με την προλεταριακή εξέγερση στην Ελλάδα, στα πέρατα του κόσμου: “Τα γεγονότα που ξέσπασαν αμέσως μετά τη δολοφονία, ξεσήκωσαν ένα κύμα διεθνούς κινητοποίησης στη μνήμη του Αλέξανδρου και σε αλληλεγγύη με τους εξεγερμένους που μάχονται στους δρόμους εμπνέοντας την αντεπίθεση στον ολοκληρωτισμό της δημοκρατίας. Συγκεντρώσεις, πορείες, συμβολικές επιθέσεις σε ελληνικά προξενεία έχουν πραγματοποιηθεί σε πόλεις της Κύπρου, της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Δανίας, της Ολλανδίας, της Μ. Βρετανίας, στην Ιρλανδία, την Ελβετία, την Κροατία, την Αυστραλία, την Σλοβακία, τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, το Βέλγιο, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Πολωνία, τις ΗΠΑ, την Τουρκία, την Αργεντινή, τη Χιλή και αλλού.” [20]

Σημειώθηκαν πολύ περισσότερες δηλώσεις και δράσεις αλληλεγγύης απ’ ότι για άλλες περιπτώσεις εξέγερσης τα τελευταία χρόνια. Ελπίζουμε αυτό να είναι ένα σημάδι του ότι όσο υπνωτισμένο και να είναι το προλεταριάτο, η σύγχρονη καταστροφική κατάσταση της αστικής κοινωνίας και η επίθεση των προλεταρίων στην Ελλάδα υπήρξαν ένα ζωτικό ταρακούνημα που ξεκινά να το ξυπνά (όπως πολύ καλά καταλαβαίνει η μπουρζουαζία). Έχουμε φτάσει προς το τέλος της ταξικής ασυνειδησίας, σε ένα σημείο που κανείς δε θα μπορεί να μένει πια αδιάφορος απέναντι στην καθημερινή καταστροφή και σ’ αυτόν τον πολύτιμο αγώνα ενάντια στο σύστημα;

Φυσικά, αυτές οι διεθνείς άμεσες δράσεις πρέπει να εκληφθούν ως πρότυπα και να αντιπαρατεθούν στις αστικές αριστερές καρικατούρες αλληλεγγύης (που στην πραγματικότητα προσπαθούν να μιμηθούν και να αποτρέψουν την αυθεντική αλληλεγγύη) που ενθαρρύουν φιλειρηνικές διαδηλώσεις, συλλογές υπογραφών, ακίνδυνα χάπενινγκς, ή ανθρωπιστικού/φιλανθρωπικού ύφους εκστρατείες.

Είναι αναγκαιότητα να υπενθυμίσουμε ότι μια πραγματική, ισχυρή και οργανωμένη ταξική αλληλεγγύη ακόμα δεν υπάρχει, κι ότι μπορούμε να κάνουμε εμείς, οι προλετάριοι απ’ τα διάφορα μέρη του κόσμου για να υποστηρίξουμε ένα τόσο εξαιρετικό κίνημα όπως αυτό, είναι ακόμα εντελώς ανεπαρκές.

Μια απ’ τις μεγαλύτερες δυσκολίες για το προλεταριάτο παντού στον κόσμο είναι το “Τί να κάνουμε;” για να βγάλουμε τους αιχμαλωτισμένους συντρόφους μας απ’ τα χέρια της καταστολής μετά από κάθε μικρή αντιπαράθεση ή μεγάλη μάχη. Στον παρόντα διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, είναι προφανές ότι το προλεταριάτο είναι στ’ αλήθεια ανίκανο να αναλάβει αυτήν την αναγκαιότητα σε ταξική βάση. Η αδυναμία του να επιβάλλει την απελευθέρωση των φυλακισμένων συντρόφων μέσα από άμεσες δράσεις και ανοιχτή αντιπαράθεση είναι ένα στοιχείο διαρκούς εκβιασμού, το οποίο η δημοκρατία και τα όργανά της πάντα ρίχνουν στο παιχνίδι ώστε να μας γονατίσουν, να μας καταστήσουν απομονωμένα άτομα απέναντι στο κράτος, εξατομικευμένους πολίτες ενάντια σ’ ένα ολόκληρο νομικό σύστημα, στο οποίο δεν υπάρχει καμιά άλλη “υπεράσπιση” από την ατομική εναπόθεση στους νόμους, και η “αλληλεγγύη” περιορίζεται στην αποστολή υλικής βοήθειας για να αντέξει κανείς στη φυλακή, στη δίκη και να πληρώσει τον δικηγόρο… Αυτή η πονηρή συζήτηση στο πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια επιτακτική κατάσταση δεν πρέπει να μας θαμπώνει απ’ το γεγονός ότι η μπουρζουαζία εξασκεί τη δικτατορία της όχι μόνο όταν φυλακίζει συντρόφους αλλά επίσης όταν επιβάλει με τη βία της τους νόμους και μας καθηλώνει σε μια αμυντική νομικίστικη στάση. Τα δικαιώματα του πολίτη, που τόσο πολύ διαφημίζονται απ’ τους εχθρούς μας, πάντοτε περιλαμβάνουν αυτό το στοιχείο κρατικού τρόμου που χρησιμοποιείται προκειμένου να αντιπαρατίθεται με βία στην οργάνωση του προλεταριάτου.

Όμως, όπως ήδη αναπτύξαμε, όσο σημαντική και εμψυχωτική κι αν είναι η άμεση δράση του διεθνούς προλεταριάτου σε αλληλεγγύη με τον αγώνα του προλεταριάτου σε μια περιοχή, η αυθεντική αλληλεγγύη είναι η ένταση του αγώνα ενάντια στην αστική τάξη οπουδήποτε βρισκόμαστε. Η ύστατη έκφραση αλληλεγγύης θα είναι όταν το προλεταριάτο απ’ όλα τα μέρη της γης, θα βγει ταυτόχρονα στους δρόμους και θα αντιμετωπίσει τον έναν και κοινό εχθρό. Μόνο τότε η κοινωνική επανάσταση θα είναι εφικτή, όπως εκφράζεται από πολλές διεθνιστικές ομάδες.

“Σύντροφοι, ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα των αδερφών μας στην Ελλάδα που φτύνουν κάθε δημοκρατική απόπειρα αφομοίωσης. Ας πάψουμε να πιστεύουμε στα ψέμματα με τα οποία μας ξεγελάνε. Όλοι οι πολιτικοί, της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης, αριστεροί ή δεξιοί, οι δυνάμεις καταστολής, οι δημοσιογράφει και όσοι μιλάνε εκ μέρους του κεφαλαίου… Όλοι τους είναι τα πρόσωπα του καπιταλιστικού κτήνους: εργαλεία, ανταλλακτικά, ψευτο-αντιπολιτεύσεις με σκοπό να μας τσακίσουν. Είναι ολόκληρος ο κόσμος που θέλουμε ν’ αλλαξουμε συθέμελα, και γι αυτό δεν μπορούμε να βασιστούμε παρά μόνο στους εαυτούς μας, καθώς οργανωνόμαστε έξω κι ενάντια στα όργανα του κράτους (κόμματα, συνδικάτα, ΜΚΟ κλπ), σπάζοντας τις διαιρέσεις που θέλουν να μας επιβάλλουν (νέα γενιά vs μεγάλων, εργάτες vs φοιτητών, μετανάστες vs ντόπιων κλπ)” [21]

Από το Ροζάριο της Αργεντινής επιβεβαιώνεται η ίδια θέση, που συνίσταται στο να βάζουμε μπροστά την πραγματική αλληλεγγύη στον αγώνα παντού ενάντια στον καπιταλισμό, στο να αντιμετωπίζουμε την “δική μας” αστική τάξη:

Γιατί να αντιδράσουμε ενόψει αυτών των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα τόσα χιλιόμετρα μακριά απ’ το μέρος που ζούμε; Επειδή, εκμεταλλευόμενοι και καταπιεσμένοι, δεν έχουμε πατρίδα: ο πατριωτισμός εξυπηρετεί την άρχουσα τάξη προκειμένου να κρύψει τον κοινωνικό ανταγωνισμό στον οποίον ζούμε, είναι το άλλοθι για να διαχωρίζονται οι κυριαρχούμενοι, ώστε να μην έχουν ταξική συνείδηση. Επειδή ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε αυτοί που θα διαταράσσουν αυτήν την αβίωτη ζωή, υποστηρίζουμε τους ανθρώπους που εξαπλώνουν την εξέγερση στην Ελλάδα ενώ καταφάσκουν στη ζωή, καταστρέφουν ό,τι τους καταστρέφει (κι ό,τι μας καταστρέφει κι εμάς τους ίδιους), επανακτώντας το ψωμί που παράγουν τ’ αδέρφια μας, καταλαμβάνοντας πανεπιστήμια για να βρεθούν μαζί, αντιμετωπίζοντας την αστυνομία, διεκδικώντας τους δρόμους, δρώντας έξω κι ενάντια σε κόμματα και συνδικάτα, δείχνοντάς μας ότι η πραγματική οργάνωση είναι αυτή που προκύπτει αυθόρμητα από τα κάτω: “Εργάτες, άνεργοι, φοιτητές, κουκουλοφόροι” είναι κατηγορίες που χρησιμοποιούν τα αστικά μίντια για να απομονώσουν και να διαχωρίσουν. Εμείς λέμε: “είμαστε όλοι προλετάριοι! ας πολεμήσουμε λοιπόν κι ας οργανωθούμε ενάντια στη “δική μας” μπουρζουαζία, στη “δική μας” χώρα…” [22]

Κι ακόμα, απ’ τη Τσεχία (τον μικρό βούρκο ταξικής ειρήνης όπως σύντροφοι περιγράφουν τη “δική τους” χώρα), καλούν για αλληλεγγύη και προλεταριακή δράση: “Η οικονομία βρίσκετε σε κρίση; Ας την αποτελειώσουμε! Κάτω η κοινωνική ειρήνη! Μία Ελλάδα δεν είναι αρκετή! Αργά ή γρήγορα το κεφάλαιο θα μας αφήσει χωρίς αποθέματα. Θα υποφέρουμε και ίσως πεθάνουμε, εάν συνεχίζουμε να αποδεχόμαστε δουλικά τη μισθωτή εργασία και το χρήμα ως απαραίτητα για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Αλλά σίγουρα θα υπάρξουν προλετάριοι, που θα αρνηθούν τη λογική της ανταλλακτικής αξίας και θα εισβάλλουν στα σούπερ μάρκετ και θα απαλλοτριώσουν αυτά που χρειάζονται. Το ταξικό κίνημα στην Ελλάδα θα ξεσπάσει ξανά με ακόμα μεγαλύτερη ανατρεπτική δύναμη και αυτή τη φορά δε θα είναι μόνο του. Και δε θα είναι μόνο οι προλετάριοι στην Κίνα, το Μπαγκλαντές, την Αίγυπτο ή τη Βολιβία που θα ξεσηκωθούν. Ακόμα και εδώ, βιτρίνες καταστημάτων θα γίνουν θρύψαλα. Θα λεηλατήσουμε καταστήματα και πολυτελείς αστικές επαύλεις. Μαζικές απεργίες εκτός κι ενάντια στα συνδικάτα, θα ανατρέψουν ολόκληρη την καπιταλιστική οικονομία. Το κράτος με την αστυνομία και το στρατό του, όπως πάντοτε, θα υπερασπιστεί την αστική τάξη και περιουσία και θα ασκήσει τον τρόμο ενάντια στους προλετάριους, που ποτέ δε θα επιλύσουν τίποτα, εάν δεν κάνουν τη δική τους επανάσταση. Στο μεταξύ, όλη η υποστήριξή μας, η συμπάθεια, οι σκέψεις μας ανήκουν στους προλετάριους στην Ελλάδα, που αγωνίζονται ή είναι φυλακισμένοι. Επιθυμούμε να τους βοηθήσουμε εξαπλώνοντας τον αγώνα στη Δημοκρατία της Τσεχίας και σε ολόκληρο τον κόσμο. Θέλουμε να μοιραστούμε και να επεκτείνουμε τις εμπειρίες τους ώστε να επανατοποθετήσουμε έναν παγκόσμιο επαναστατικό ξεσηκωμό στον ρου της Ιστορίας…” [23]

Η αδυναμία της ταξικής συνείδησης στο προλεταριάτο στην Ευρώπη και παγκόσμια διαρκώς ρίχνει το βάρος της στους ώμους μας, εμποδίζοντας ένα ταυτόχρονο ξέσπασμα προλεταριακής βίας που είναι τόσο κρίσιμης σημασίας στον μετασχηματισμό μιας εξεγερτικής ταραχής σε μια διεθνή κοινωνική επανάσταση. Προφανώς, χωρίς αυτην τη γενίκευση, όπως οι σύντροφοί μας από την ΑΣΟΕΕ έγραφαν (βλ. την προαναφερθείσα προκήρυξή τους), υπάρχει ένα σημείο, μέτα το οποίο, εξ αιτίας του συσχετισμού δυνάμεων, η ορμή θα χαθεί. Είναι μια θλιβερή σκέψη, ωστόσο πραγματιστική, ότι αργά ή γρήγορα και παρά τις προσπάθειές μας να διατηρήσουμε και να εξαπλώσουμε το κίνημα, τα πράγματα θα επιστρέψουν στην κανονικότητα. Είναι μεγάλης σημασίας, καθώς ένας απ’ τους παράγοντες που βάζουν τρικλοποδιά στο κίνημα είναι η ιδέα ότι “η εξέγερση πρέπει πάσει θυσία να κρατηθεί όσο γίνεται περισσότερο”. Πράγματι, διαβάσαμε προκηρύξεις στο διαδίκτυο που εμφορούνταν απ’ αυτό το σκεπτικό.

Ο διεθνισμός του προλεταριάτου ακόμα είναι περιορισμένος σε τέτοιες μικρές ενέργειες, ζωτικές και υποδειγματικές, όπως διεξάγονται από μια μικρή μειοψηφία ομάδων που σε διάφορες χώρες βγαίνουν στο δρόμο στέλνοντας την υποστήριξή τους στην εξέγερση στην Ελλάδα, επιτιθέμενες σε συμβολικούς στόχους, που αντιπροσωπεύουν το Κράτος, μοιράζοντας φυλλάδια, προκηρύξεις και καλέσματα στήριξης του αγώνα στους υπνωτισμένους προλετάριους που σε άλλες χώρες “παρακολοθούν” το τί (ισχυρίζονται οι εχθροί μας ότι) συμβαίνει στην Ελλάδα” μέσω των διαστρεβλωμένων κι ευνουχισμένων εικόνων της TV. Κατά τρόπο τραγικό, υπνωτικά κι άλλα ιδεολογικά χάπια είναι ακόμα αποτελεσματικά και εμποδίζουν την εξάπλωση της πυρκαγιάς. Πράγματι, αυτή τη φορά, πολύ περισσότερα συνέβησαν απ’ ότι σε κάθε άλλη προλεταριακή εξέγερση όπως αυτές που συνέβησαν στο Ιράκ, την Αλγερία και την Αργεντινή. Υπήρχε επίσης μια αίσθηση αναγνώρισης σε διεθνές επίπεδο που δημιούργησε μια ατμόσφαιρα αντίθετη με αυτές μιας συνήθως θαμμένης παγκόσμιας ταξικής σύγκρουσης. Στις συζητήσεις των αγωνιστών, στις συνελεύσεις, στις προκηρύξεις, στα μπαρ, στο διαδίκτυο… μπορούμε να δούμε ότι ένας μεγάλος αριθμός προλεταρίων, που μόλις μερικά χρόνια νωρίτερα ναρκώνονταν με ανόητες ιδεολογίες και πασιφισμούς, ταυτίστηκε κάπως με αυτήν την σπουδαία βίαιη έκφραση της τάξης μας. Ακόμη όμως κι αν ένιωθε κανείς μια εμβρυακής μορφής επανεμφάνιση αυτής της αίσθησης του ανήκειν στην ίδια τάξη που αντιτίθεται στον κόσμο του κεφαλαίου, δεν μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε μια διεθνής επέκταση της προλεταριακής εξέγερσης.

Αυτή η αδυναμία επέκταση δεν οφείλεται σε έλλειψη διεθνισμού μεταξύ του προλεταριάτου στην Ελλάδα. Αντιθέτως, είναι τα χαμηλά διεθνιστικά αντανακλαστικά του προλεταριάτου άλλων χωρών που θέτουν τα αντικειμενικά όρια της Ελληνικής εξέγερσης. Στην ελλάδα το προλεταριάτο έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να σπάσει την απομόνωσή του, και οι δράσεις του ήταν διεθνιστικές στον πυρήνα τους. Έφεραν φως σε όλους τους προλετάριους αδερφούς κι αδερφές μας που στις δράσεις τους μπορούσαν να αναγνωρίζουν τις δικές τους δυνατότητες, το μεγαλείο της επανάστασης που εξήγγελαν. Επίσης, όχι μόνο με δράσεις και με κείμενα, το προλεταριάτο στην Ελλάδα, κάλεσε τα αδέρφια του να ενωθούν στην μάχη, αλλά εν τω μέσω του αγώνα του εξέφρασε καθαρά, μέσα από συγκεκριμένες πράξεις, τη διεθνιστική αλληλεγγύη του με το προλεταριάτο άλλων χωρών, καθώς και με τους ξένους προλετάριους που αγωνίζονταν στην Ελλάδα. Πραγματικά, υπήρξαν φυλλάδια και δράσεις στην Ελλάδα ενάντια στην τρομοκρατική καταστολή, που διεξάγουν στις μέρες μας το Κράτος του Ισραήλ και οι ΗΠΑ, εις βάρος του προλεταριάτου της Λωρίδας της Γάζας. Αυτό δείχνει ότι ενάντια στην διεθνή κρατική τρομοκρατία δεν υπάρχει άλλη αλληλεγγύη παρά μέσα από τη χρήση βίας και άμεσης δράσης.

Σχετικά μ’ αυτό, θέλουμε να τονίσουμε κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Στη διάρκεια της εξέγερσης στην Ελλάδα, προλετάριοι έμαθαν ότι οι ΗΠΑ εφοδιάζουν τους εγκληματίες του Εβραϊκού Κράτους με στρατιωτικό εξοπλισμό μέσω του λιμανιού του Αστακού, και πάλεψαν για να εμποδίσουν την διακίνηση. Ακολουθεί η αναφορά από το περιοδικό “Voices of Resistance from Occupied London”:

Αναφορές από καθεστωτικά μίντια αποκαλύπτουν ότι το αμερικανικό ναυτικό θα επιχειρήσει να στείλει 325 60μετρα κοντέινερ πυρομαχικών (πάνω από 3.000 τόνοι) από τον ιδιωτικό ελληνικό λιμένα του Αστακού στο Ισραήλ, σε μια επείγουσα διακίνηση όπλων για να βοηθήσει τα κατοχικά στρατεύματα στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Παλαιστηνιακού λαού στη Γάζα. Πληροφορίες σχετικά με την άφιξη του φορτίου είναι ασαφείς: πιθανές ημερομηνίες θεωρούνται οι 15, 25 και 31 Γενάρη (…) ομάδες και άτομα (…) οργανώνουν μια πανεθνική κινητοποίηση/αποκλεισμό του λιμανιού του Αστακού: η “αντιεξουσιαστική κίνηση”, η “αντιπολεμική διεθνής” και η τοπική συνέλευση ατόμων και ομάδων Αστακού έχουν ήδη βγάλει σχετικά καλέσματα για συγκέντρωση στο λιμάνι του Αστακού την Πέμπτη 15/1“. [25]

Μερικές ημέρες αργότερα, το κράτος των ΗΠΑ ενημέρωσε τους ισραηλινούς συμμάχους τους ότι η αποστολή ακυρώθηκε, για άγνωστο λόγο. Αλλά με τους αγωνιζόμενους προλεταρίους στην Ελλάδα, την Παλαιστίνη και τον κόσμο, γνωρίζουμε ότι οι εχθροί μας θα προτιμούσαν την ακύρωση της αποστολής (και μάλλον την οργάνωσή της με άλλο τρόπο) παρά να το συνεχίσει έχοντας αντιμέτωπη τη διεθνή προλεταριακή αλληλεγγύη, γιατί έτσι θα προκαλούσε μια ξεκάθαρη βία τάξης-εναντίον-τάξης σε διεθνή κλίμακα. Είναι αυτό που φοβούνται παραπάνω απ’ το κάθε τί: το γεγονός ότι η ένταση του επαναστατικού αγώνα του προλεταριάτου είναι το μόνο που μπορεί να σταματήσει τους πολέμους, την καταπίεση και τις κρατικές σφαγές, σπεύδοντας να γελοιοποιήσουν κάθε πασιφιστική διαμαρτυρία.

Υπάρχει όμως ένα τελευταίο ερώτημα: Τί απέμεινε από την εξέγερση στην Ελλάδα; Ας αναφερθούμε ξανά στη διαύγεια των πρωταγωνιστών της τάξης μας: “Τα πάντα ξεκινούν και ωριμάζουν στη βία – αλλά τίποτα δε σταματά εκεί. Η καταστροφική βία που εξαπολύθηκε στα γεγονότα του Δεκέμβρη και προκάλεσε το μπλοκάρισμα της καπιταλιστικής κανονικότητας στο κέντρο της μητρόπολης, ήταν μια συνθήκη αναγκαία αλλά όχι επαρκής για τη μετουσίωση της εξέγερσης σε μια απόπειρα κοινωνικής χειραφέτησης. Η αποσταθεροποίηση της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι ανέφικτη χωρίς την παράλυση της οικονομίας – δηλαδή χωρίς τη διατάραξη της λειτουργίας των κέντρων παραγωγής και διανομής, μέσω του σαμποτάζ, των καταλήψεων, των απεργιών. Η έλλειψη θετικής, δημιουργικής πρότασης για μια διαφορετική μορφή οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων υπήρξε – μέχρι στιγμής – κάτι παραπάνω από εμφανής. Παρόλα αυτά, η εξέγερση του Δεκέμβρη πρέπει να γίνει κατανοητή στο ιστορικό πλαίσιο μιας ευρύτερης διαδικασίας αναζωπύρωσης της ταξικής πάλης που εξελίσσεται σε παγκόσμιο επίπεδο.”

Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο (Φλεβάρης 2009), ο αγώνας του προλεταριάτου στην Ελλάδα συνεχίζεται, αν και με πολύ πιο περιορισμένο τρόπο. Μετά από ένα κύμα μπλόκων σε δρόμους κι εθνικές οδούς του αγροτικού κυρίος προλεταριάτου, μια σειρά από καταλήψεις και συνελεύσεις συνεχίζονται, δομές και ομαδοποιήσεις που εμπλουτίστηκαν στα γεγονότα και παίρνουν μαθήματα απ’ αυτά, δίνοντας οδηγίες για την επόμενη έκρηξη, που είναι εξ’ ίσου σίγουρη όσο και η αναπόφευκτη καταστροφή του κεφαλαίου. Τίποτα δε θα ναι πια το ίδιο, ούτε στην Ελλάδα ούτε αλλού. Οι σύντροφοι που βρέθηκαν στους δρόμους της Ελλάδας έχουν ένα μάθημα να πάρουν και να περάσουν σε όλους τους μαχητές που κινητοποιούνται στην Ευρώπη και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ας είναι αυτή μας η συμβολή προς μια τέτοια κατεύθυνση!

Το προλεταριάτο στην Ελλάδα έδειξε στο παγκόσμιο προλεταριάτο τον ουσιαστικό δρόμο που πρέπει να πάρει

life

Σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς

1. Αυτό το κείμενο γράφτηκε αρχικά στα ισπανικά τον Φλεβάρη του 2009 και δημοσιεύτηκε στην επιθεώρησή μας “Comunismo” No 59 τον Μάη 2009, καθώς και στα γαλλικά στο “Communisme” Νο 61 (Ιούνης 2009) υπό τον τίτλο: Τί συμβαίνει στην Ελλάδα;

2. Από το κείμενο “Ελλάδα: κάλεσμα για μια νέα διεθνή” που διανεμήθηκε στην Ελλάδα στη διάρκεια του κινήματος του Δεκέμβρη

3. Απόσπασμα από το φυλλάδιο “Τίποτε δεν τέλειωσε – είμαστε μόνο στην αρχή”  που βρέθηκε δημοσιευμένο στο Indymedia UK και έδειχνε έναν μεγάλο βαθμό αυθορμητισμού και αθωότητας όσον αφορά τους στόχους του κινήματος που σχολιάζουμε στη συνέχεια.

4. “Καταστρέφουμε το παρόν γιατί ερχόμαστε απ’ το μέλλον“: Προκήρυξη από “Προλετάριους απ’ την κατειλημένη ΑΣΟΕΕ“, ήδη δημοσιευμένη στο προηγούμενο τεύχος της αγγλικής επιθεώρησής μας “Communism” No 14 (1/09)

5. Όπως παραπάνω

6. Όπ. π.

7. Απόσπασμα από το “Ελλάδα: Κάλεσμα για μια Νέα Διεθνή” που αναφέραμε παραπάνω.

8. Από το “Καταστρέφουμε το Παρόν γιατί ερχόμαστε από το Μέλλον” που αναφέραμε ήδη.

9. “Εμείς, οι κρατούμενοι στα κολαστήρια που κατ’ ευφημισμό καλούνται φυλακές του ελληνικού κράτους, κουρασμένοι από τις ψεύτικες υποσχέσεις όλων των Υπουργών Δικαιοσύνης, τα τελευταία 10 χρόνια για καλυτέρευση των συνθηκών κράτησης και βελτίωση των ΠΚ και ΚΠΔ, αποφασίσαμε να κινηθούμε δυναμικά ώστε να επιβάλλουμε πλέον τις δίκαιες διεκδικήσεις μας. (Στμ. αναλυτικά

τα αιτήματα υπάρχουν σε διάφορες ιστοσελίδες, όπως εδώ)

10. Σε κάθε επέτειο της “πτώσης της δικτατορίας”, οργανώνονται διαδηλώσεις, αλλά αυτή τη χρονιά, χάρη στις κινητοποιήσεις των κρατουμένων, αυτές ήταν πιο έντονες και διαδηλώναν την αλληλεγγύη των έξω με τους μέσα, οι οποίοι κλιμακώναν τον αγώνα τους.

11. Από το φυλλάδιο “Η Δημοκρατία τους Σκοτώνει…” της Κατάληψης Πολυτεχνείου στην Αθήνα, Παρασκευή, 12 Δεκέμβρη 2008.

12. Από το φυλλάδιο “Τίποτε δεν τέλειωσε – είμαστε μόνο στην αρχή” που αναφέραμε παραπάνω.

13. Η χειρότερη μορφή ρατσισμού είναι αυτή που υπάρχει στην ουσία όλων των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, που αξιολογεί την εργατική δύναμη ενός ντόπιου και λευκού εργάτη ως πιο ακριβή απ’ αυτήν ενός μαύρου και/ή ξένου, και το χειρότερο είναι όταν κανείς προσποιείται πως

αυτό δεν υφίσταται κι ότι μια τέτοια διαπίστωση δεν μπορεί παρά να είναι μέρος από ένα “αντιρατσιστικό” ιδεολογικό κύρηγμα.

14. Αυτή η προκήρυξη μοιράστηκε στις 15 Δεκέμβρη 2008 από το Στέκι Αλβανών Μεταναστών στην Αθήνα.

15. Βλ. “Ένα ανοιχτό γράμμα στους μαθητές”  με υπογραφή “Προλετάριοι” που έχει δημοσιευθεί στην αγγλική επιθεώρηση “Communism” No 14 (Γενάρης 2009). Ρdf εδώ.

16. Από το “Καταστρέφουμε το Παρόν γιατί ερχόμαστε από το Μέλλον” που αναφέραμε ήδη.

17. Από την Προκήρυξη της Γενικής Συνέλευσης Εξεγερμένων Εργατών, στην Αθήνα.

18. Από το “A detailed updated summary of the recent events in At

hens, from the perspective of some proletarian participants” στην ιστοσελίδα libcom.org

19. Απόσπασμα από το “Ελλάδα: Κάλεσμα για μια Νέα Διεθνή” που αναφέραμε παραπάνω.

20. Από το φυλλάδιο “Η Δημοκρατία τους Σκοτώνει…

21. Aπόσπασμα μεταφρασμένο από το κάλεσμα της Αστουριανής Επιτροπής Αλληλεγγύης με τους αγώνες στην Ελλάδα (solidariosg(at)gmail.com) σε μετάφραση της ICG.

22. To κάλεσμα που αναπαράγεται εδώ μετεφρασμένο έχει τίτλο “Θα φωτίσουμε τα σκοτάδια!” (μετάφραση της ICG από τα ισπανικά) με υπογραφή Anarquistas de Rosario, Argentina (www.anarquistasrosario.cjb.netanarquistasrosario@yahoo.com.ar).

23. Από φυλλάδιο της ομάδας Ταξικός Πόλεμος (Trídní válka στα τσεχικά): “Προκήρυξη αλληλεγγύης στους αγωνιζόμενους στην Ελλάδα” (ελλ. μετάφραση).

24. Πρόκειται για μια εντελώς αφηρημένη εκδοχή της “εξεγερσιακής” ιδεολογίας, σύμφωνα με την οποία το πάν είναι η εξέγερση. Αυτή η αρκετά μοδάτη τάση υποσκάπτει ουσιαστικά την ουσία της προλεταριακής εξέγερσης, καθώς την ταυτίζει με κάθε μορφή άμεσης δράσης. Το να προπαγανδίζει κανείς την “εξέγερση” χωρίς το κρίσιμο ποιοτικό άλμα της καταστροφής της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης ισοδυναμεί με το να αρνείται στην ουσία την αναγκαιότητα μιας προλεταριακής επανάστασης, κι έτσι το μόνο που προκύπτει είναι χάσιμο ενέργειας. Η “εξεγερσιακή” ιδεολογία στέκεται ως εμπόδιο στο δρόμο της κοινωνικής επανάστασης, που αξιώνει τη ρευστοποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας και την επιβολή, μέσω της επαναστατικής βίας, μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης. Ακριβέστερα, η προλεταριακή εξέγερση είναι το αναγκαίο ποιοτικό άλμα με όρους συγκέντρωσης, οργάνωσης και επικέντρωσης της προλεταριακής δύναμης ενάντια στην αστική εξουσία που θα μετασχηματίσει μια γενικευμένη ταραχή σε μια κοινωνική επανάσταση. Κατά συνέπεια, οι πολλοί αυτοτιτλοφορούμενοι “εξεγερσιακοί” που κάνουν μια αδιάκριτη χρήση της λέξης “εξέγερση” δε δρουν ουσιαστικά για το σκοπό της πραγματικής εξέγερσης.

25. Για το θέμα αυτό, βλ. το πλήρες άρθρο στα αγγλικά, στο http://www.occupiedlondon.org/blog/ και συγκεκριμένα εδώ κι εδώ

26. Από το “Καταστρέφουμε το Παρόν γιατί ερχόμαστε από το Μέλλον

Categories
Mouvement Communiste

Μετά τις ταραχές των παρισινών προαστείων του 2005

Εισαγωγική σημείωση: Η μετάφραση του κειμένου της ομάδας Mouvement Communiste για τα όσα επακολούθησαν τις προαστειακές ταραχές του 2005, την αντίδραση της δεξιάς και τις συνέπειες στην νέα κυβερνητική πολιτική, είναι στα πλαίσια μιας σειράς δημοσιεύσεων σ’ αυτό το σάιτ, με σκοπό την μετεξεγερσιακή ανασυγκρότηση της εγχώριας μπαχαλιστικής κοινότητας. Η παρούσα μετάφραση αφιερώνεται εκ μέρους μας, ειδικά στους “γεννημένους έλληνες” της ντόπιας δεξιάς που παραχωρώντας κατά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση την κρατική εξουσία στο πασοκ, μπορούν πλέον να γκρινιάζουν όσο θέλουν για τα “εθνομηδενιστικά” (στην πραγματικότητα υπέρ μιας πειθαρχικού τύπου -υπάρχει κι άλλη;- εθνικής ενότητας) μέτρα που θα αναγκάζονταν να λάβουν οι ίδιοι εάν βρίσκονταν στο “τιμόνι” της κυβερνητικής πολιτικής, καθώς επίσης και στα αντιρατσιστικά δεκανίκια της κυβερνητικής αφομοίωσης (ξέρετε εσείς ποιοι είστε).

Η αντεπίθεση της γαλλικής δεξιάς

Μόλις δυο μήνες μετά την παύση των “ταραχών”, έχει κανείς την εντύπωση ότι τίποτε δε συνέβη ποτέ στη Γαλλία. Ένα 80% των γάλλων είναι πεπεισμένοι ότι η κυβέρνηση δεν έχει πάρει κανένα συγκροτημένο μέτρο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκάλεσαν τις ταραχές, και δεν πρόκειται να το κάνει στο εγγύς μέλλον. Κι επίσης, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι η παραδοσιακή όσο και η άκρα Αριστερά, φαίνονται να έχουν ήδη ξεχάσει τα όσα έγιναν, μαγνητισμένες από τις προεδρικές εκλογές του 2007.

Η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπήρχε σχεδόν καμία αλληλεγγύη με τους ενήλικες που φυλακίστηκαν και τα παιδιά που τέθηκαν υπό την επίβλεψη του κράτους. Πέρα από μια συλλογή υπογραφών που ζητούσε γενική αμνηστεία, και μια μικρή εβδομαδιαία συνέλευση στην Τουλούζ και στο Παρίσι, ελάχιστα έγιναν. Μια διαδήλωση συγκέντρωσε 200 ανθρώπους μπροστά σε μια παριζιάνικη φυλακή (La Santé) στις 31 Δεκέμβρη 2005, κι αυτό είναι όλο. Κάθε κόμμα της Αριστεράς και της άκρας Αριστεράς σχεδιάζει τώρα το πως θα προωθήσει τον δικό του υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές του 2007, οπότε θα χουμε πιθανότατα 5 υποψηφίες για την Αριστερά [1] και μια άγρια μάχη μέσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα μεταξύ των πολυάριθμων ανδρών υποψηφίων του (οι λεγόμενοι “ελέφαντες” του Κόμματος), καθώς και μια Μπλαιρ-οειδής γυναίκα υποψήφια.

Μια ομάδα της άκρας Αριστεράς (η τροτσκιστική LCR, Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα) πέρασε με την προεκλογική εκστρατεία της μέσα από μερικά προάστεια, με τη βοήθεια ηθοποιών, stand-up κωμικών και μουσικών ραπ, προκειμένου να πείσει τους νέους να την ψηφίσουν στις ερχόμενες εκλογές. Ακόμη κι αν η πρώτη και τελευταία συγκέντρωση που οργάνωσαν στο Clichy-sous-Bois[2], δεν ήταν καλοδεχούμενη από την τοπική νεολαία, που κριτίκαρε αυτήν την πρωτοβουλία,  ήταν σχετικά “επιτυχής” καθώς 500 νέοι ψηφοφόροι γράφτηκαν σ’ αυτήν την πόλη των 15.000 κατοίκων. Παρέμεινε πάντως απίθανο να φανταστεί κανείς το πώς, κοινωνικά προβλήματα που δεν έχουν αντιμετωπιστεί τα τελευταία 30 χρόνια, θα επιλύονταν ως δια μαγείας μετά τις επόμενες εκλογές.

Η δεξιά παίρνει την πρωτοβουλία

Αν και η Αριστερά και η άκρα Αριστερά στέκονται με αμηχανία μπροστά στην νεολαία της εργατικής τάξης, η Δεξιά έχει πάρει ένα σωρό πρωτοβουλίες, είτε συμβολικού επιπέδου μέτρα (όπως η δημιουργία μέρας μνήμης για την κατάργηση της δουλείας, ή η απάλειψη ενός άρθρου νόμου που εξυμνούσε τον “θετικό ρόλο της γαλλικής παρουσίας” στις πρώην αποικίες), ή αρκετά συμπαγή μέτρα (ενάντια στα επιδόματα ανεργίας και υπέρ ενός νέο διετούς συμβολαίου πρώτης εργασίας), τα οποία επιρρεάζουν εξίσου τους γάλλους και τους ξένους εργαζομένους. Η Δεξιά επίσης υιοθέτησε μια επιθετική και δυναμική στάση απέναντι στο ζήτημα της εθνικής ενότητας, κατά την “Γκωλική” παράδοση (του στρατηγού Σαρλ Ντε Γκωλ), εξυμνώντας την ικανότητα της Γαλλίας να παρέχει ένα γοητευτικό μοντέλο εθνικότητας, το οποίο μπορεί να ενώνει τους απογόνους των γάλλων εποίκων και δουλεμπόρων, τους απογόνους των επαναστατών δημοκρατών που εμπνέοονταν απ’ τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού, και τους απογόνους των πρώην αποικιοκρατούμενων λαών. Κοκορίκου!

Η συζήτηση περί δουλείας και γαλλικού αποικιοκρατικού παρελθόντος

Αμέσως μετά το πέρας των ταραχών, μια νέα ομοσπονδία δημιουργήθηκε: το CRAN (Αντιπροσωπευτικό Συμβούλιο των Μαύρων Συλλόγων). Στα πρότυπα του CRIF (αντιπροσωπευτικό συμβούλιο των εβραϊκών οργανώσεων) και του CFCM (γαλλικό συμβούλιο της μουσουλμανικής θρησκείας), 60 μικροί σύλλογοι αποφάσισαν να εισάγουν το “Ζήτημα των Μαύρων” στο γαλλικό πολιτικό διάλογο. Ωθήθηκαν να υιοθετήσουν μια τέτοια στάση από την επιτυχία ενός νόμου που αναγνώριζε τη δουλεία ως “έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, από το 2001, και επίσης από τις βαθύτερες αλλαγές στο εσωτερικό των “κοινοτήτων” των μαύρων και των δυτικών-ινδιών [3]. Όμως, οι “Μαύροι” κοινωνιολόγοι και διανοούμενοι του CRAN κινητοποιήθηκαν προφανώς από τη συμμετοχή ενός σημαντικού αριθμού γαλλο-καραϊβικανών, γαλλο-αφρικανών ή αφρικανών νέων στις ταραχές (τουλάχιστον αυτή ήταν η επίσημη ανάλυση του Renseignements Généraux- της πολιτικής αστυνομίας – και μερικών δεξιών πολιτικών και κοινωνιολόγων). Το CRAN είναι μια ομαδοποίηση διανοουμένων, ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων κλπ, που προσπαθούν να πάρουν στα χέρια τους ένα κομμάτι της πίτας του Νεο-Γκωλικού Κράτους. Και μόλις δυο μήνες μετά τη δημιουργία του CRAN, ο πρόεδρος Σιράκ, τους έδωσε μερικά παιχνίδια να απασχολούνται: δημιούργησε ένα ίδρυμα για την ιστορία της δουλείας, στο οποίο θα προεδρεύει ένας πρώην οπαδός της ανεξαρτησίας των γαλλικών δυτικών ινδιών, καθώς και αποδέχτηκε τον ορισμό της 10ης Μάη ως ημέρα μνήμης για την κατάργηση της δουλείας.

Αυτές οι συμβολικές χειρονομίες συνοδεύονταν από μια μικρή (αλλά επίσης έντονα συμβολική) μάχη, που κατέλαβε όλα τα μίντια, σχετικά με το άρθρο 4 ενός νόμου που υπερασπιζόταν την αποικιοκρατία και υποχρέωνε τους καθηγητές να διδάσκουν τις αρετές της στα σχολεία. Αν και αυτός ο νόμος δεν είχε προκαλέσει καμιά αξιοσημείωτη αντίδραση στο κοινοβούλιο, και μόνο μερικές μειοψηφικές διαμαρτυρίες μεταξύ ιστορικών και αριστερών, όταν υιοθετήθηκε τον Φλεβάρη του 2005, προκάλεσε αρκετές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις στις γαλλικές Δυτικές Ινδίες το Δεκέμβρη του 2005, ώστε να υποχρεώσει τον γάλλο ρόμποκοπ (Σαρκοζύ, τότε υπουργός εσωτερικών) να ακυρώσει την επίσκεψή του στην Μαρτινίκα, και τα δεξιά αποικιοκρατικά λόμπυ να καταπιούν το άρθρο 4. Ο Σιράκ υποχρέωσε τους πιο αντιδραστικούς βουλευτές του κόμματός του (του UMP) να καταψηφίσουν ένα άρθρο νόμου το οποίο είχαν υπερψηφίσει μόλις μερικούς μήνες πριν! [4] Ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός του ισχυρίζονταν τώρα ότι η Γαλλία οφείλει να αναγνωρίσει τις “μελανές σελίδες” της αποικιοκρατικής ιστορίας της προκειμένου να δημιουργήσει μια νέα εθνική ενότητα.

Έτσι, όλως παραδόξως, οι ταραχές του Νοέμβρη-Δεκέμβρη ώθησαν τη Δεξιά σε τρεις συμβολικές χειρονομίες προς του γαλλο-καραϊβικανούς και τους γαλλο-αφρικανούς που νιώθουν περιθωριοποιημένοι εξ αιτίας του χρώματος του δέρματός τους. Επίσης βοήθησε τη Δεξιά να υιοθετήσει ένα προφίλ επισήμως αντι-ρατσιστικό και ακόμα εν μέρει αντι-αποικιοκρατικό (φυσικά σε σχέση πάντα με το παρελθόν κι όχι ως προς τον συγχρονο γαλλικό ιμπεριαλισμό). Αυτά τα μέτρα βέβαια δεν κόστισαν τίποτε στο Κράτος, αλλά ήταν μια απάντηση εκ μέρους του σε όλους τους “ταραχοποιούς” που έδειχναν τις γαλλικές ταυτότητές τους στα γαλλικά και ξένα τηλεοπτικά κανάλια κι εξηγούσαν πως αυτό το έγγραφο δεν τους προστατεύει στο παραμικρό από τον ρατσιστικό διαχωρισμό στη Γαλλία. Κι αυτά τα μέτρα στόχευαν επίσης αυτούς που θα ψηφίσουν το 2007, ειδικά του καραϊβικανούς που παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στις εκλογικές αναμετρήσεις τόσο στην Μητροπολιτική Γαλλία, όσο και στις γαλλικές Δυτικές Ινδίες.

Η δεξιά δεν υιοθέτησε μόνο αυτά τα συμβολικά μέτρα, επίσης αποφάσισε να εξαπολύσει όλες τις δυνάμεις της ενάντια στους άνεργους, παράνομους μετανάστες και τους νέους μισθωτούς.

Τα επίσημα νούμερα για την ανεργία μειώνονται, ενώ ο αριθμός των φτωχών ολοένα και αυξάνεται.

Η ανεργία είναι ένα διαχρονικό δομικό στοιχείο της γαλλικής οικονομίας κι ένας απ’ τους παράγοντες που μπορούν να επεξηγήσουν τις ταραχές του Νοέμβρη-Δεκέμβρη. Η ανεργία στους νέους είναι αρκετά ψηλή (23% σύμφωνα με τις περισσότερες στατιστικές, σε αντίθεση με το 11% γενικώς, για όλες τις ηλικίες), ιδιαίτερα στους ανειδίκευτους εργάτες, γαλλο-αφρικανούς ή γαλλο-μαγκρεμπινούς.

Έτσι η κυβέρνηση έκανε μεγάλο θόρυβο για τα “νέα κοινωνικά μέτρα στήριξης των ανέργων” ενώ το 2005, 200.000 άνθρωποι στερήθηκαν τα επιδόματα ανεργίας τους. Και μέσα στο 2006, χάρη στις νέες αποφάσεις, 100.000 άνθρωποι θα χάσουν 11 μηνών επιδόματα ανεργίας και 50.000 άλλοι θα χάσουν 6 μήνες επιδομάτων. Η προοπτική λοιπόν για τους ανέργους γενικά είναι οδυνηρή: Ένα 90% αυτών θα παίρνει πολύ λιγότερα από τον μίνιμουμ μισθό (1.357 ευρώ τον μήνα χωρίς να υπολογίζουμε τους φόρους). Και η μπλόφα της Δεξιάς αποκαλύπτεται έυκολα  αυτό το γεγονός ότι ο αριθμός των ανθρώπων που παίρνουν το RMI-ελάχιστο κοινωνικό εισόδημα [5] έχει σκαρφαλώσει κατά 7% τον περασμένο χρόνο.

Ένα νέο συμβόλαιο εργασίας για ανθρώπους κάτω των 26 (CPE) ενισχύει την νεανική επισφαλή εργασία.

Το CPE (συμβόλαιο πρώτης εργασίας)[6] είναι μια νέα παράβαση του εργατικού νόμου που επιτρέπει σ’ ένα αφεντικό να μην πληρώνει ένσημα-κοινωνική ασφάλιση στο κράτος για 3 χρόνια. Αν πέρισι οι ευνοούμενοι της κυβέρνησης ήταν οι μικρές επιχειρήσεις (κάτω των 20 υπαλλήλων) μέσω ενός συμβολαίου που λέγεται CNE (συμβόλαιο νέας πρόσληψης) [7], φέτος όλες οι επιχειρήσεις με άνω των 20 εργαζομένους, θα έχουν τη δυνατότητα να τους “ανανεώνουν” όποτε αυτό το συμβόλαιο λήγει. Το πλεονέκτημα του CPE είναι ότι ο εργαζόμενος μπορεί να απολυθεί ανά πάσα στιγμή, χωρίς την οποιαδήποτε αιτιολόγηση.

Όσον αφορά τις προσωρινές δοκιμαστικές περιόδους στις επιχειρήσεις, οι οποίες είναι τόσο ζωτικές για νέους ανθρώπους που αφήνουν τα λύκεια ή τα πανεπιστήμια χωρίς να έχουν προηγούμενη εργασιακή εμπειρία, η κυβέρνηση κάνοντας τόσο θόρυβο για “τα πιο κοινωνικά και προστατευτικά μέτρα” που έχουν ληφθεί ποτέ, υποχώρησε τελικά στο να υποχρεώνει τα αφεντικά να πληρώνουν αυτές τις δοκιμαστικές περιόδους εργασίας μετά όταν κρατάν παραπάνω από τρεις μήνες… Φυσικά, ξέρουν πολύ καλά ότι συνήθως κρατούν πολύ λιγότερο!

Και, το κερασάκι στην τούρτα, είναι η απόφαση της κυβέρνησης ότι όσοι είναι άνω των 15 ετών, μπορούν να δουλεύουν νυχτερινή βάρδια.

Μ’ αυτά και μ΄αυτά, δυο μήνες μετά το τέλος των ταραχών, το μέλλον φαίνεται μελανό για την νεολαία της εργατικής τάξης. Ας ελπίσουμε ότι οι 400.000 άνθρωποι που διαδήλωσαν ενάντια στην κυβέρνηση στις 7 Φλεβάρη σε ολόκληρη τη Γαλλία, θα συνεχίσουν τον αγώνα και την αντίσταση στην αντεπίθεση του Κράτους τους επόμενους μήνες και θα μεγαλώσουν το κίνημα [8].

Υποσημειώσεις:

[1] Ένας του Κομμουνιστικού Κόμματος, ένας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ένας Πράσινος και δυο Τροτσκιστές υποψήφιοι.

[2] Πρόκειται για το προάστειο όπου σκοτώθηκαν από ηλεκτροπληξία οι δυο νεαροί μετά από αστυνομική καταδίωξη, γεγονός που πυροδότησε τις ταραχές.

[3] Ήδη από τα 1970, η στάση των αφρικανών όσο και των καραϊβικανών που ζουν στη Μητροπολιτική Γαλλία έχει αλλάξει ριζικά. Οι οργανώσεις τους έχουν προοδευτικά τροποποιήσει την πολιτική τους, ειδικά οι καραϊβικανοί, που δεν αγωνίζονται πλέον ενάντια στην μετανάστευση από τις Δυτικές Ινδίες στην Μητροπολιτική Γαλλία, αλλά προσπαθούν να βελτιώσουν την κατάστασή τους εδώ, και δρουν σαν μια ομάδα πίεσης τόσο στους ντόπιους καραϊβικανούς όσο και στους γάλλους πολιτικούς. Το ίδιο ισχύει για μερικές αφρικανικές ή μαγκρεμπινές (βόρεια αφρική) “κοινότητες”: για παράδειγμα οι οργανώσεις του Μάλι αποδάσισαν να επιρρεάσουν τον μετασχηματισμό της κοινωνίας του Μάλι από το εξωτερικό, μέσω διαφόρων προγραμμάτων συνδεδεμένων με ΜΚΟ, και να μην περιορίσουν τις δραστηριότητες τους στην ελπίδα να επιστρέψουν “σπίτι τους” κάποια μέρα.

[4] Αυτός ο νόμος βασικά εξυπηρέτησε τα πρακτικά συμφέροντα των πρώην γάλλων εποίκων και των αλγερινών συνεργατών τους – “Χαρκίς” – στη διάρκεια του αλγερινού πολέμου: Όντας πολυάριθμοι στην νότια Γαλλία, είναι αρκετά σημαντικοί εκλογικά.

[5] Revenue Minimum d’ Insertion, ελάχιστο εισόδημα “ένταξης”, ή 433 ευρώ τον μήνα καθ’ άτομο, καταβάλλεται στα 1,4 εκ. άτομα που δεν τους “επιτρέπεται” να λάβουν επιδόματα ανεργίας.

[6] Contrat Première Embauche

[7] Contrat Nouvelle Embauche

[8] Για περισσότερες λεπτομέρειες για τις γαλλικές ταραχές, βλ. στα αγγλικά: “Dancing with the wolves” (http://www.mondialisme.org/article.php3?id_article=569) ή το ειδικό τεύχος της εφημερίδας Ni patrie ni frontières (no.15) (http://www.mondialisme.org/rubrique.php3?id_rubrique=68)

Πηγή: [prol-position news #5 | 2/2006] www.prol-position.net

http://libcom.org/history/what-happened-after-paris-suburb-riots-2005

Categories
Uncategorized

Daily update on industrialist kidnapping trial

Introduction to the play:

Georgios Mylonas is the boss of Alumil SA, one of the larger aluminium system suppliers in Europe, and president of the Northern Greece Industrialists at the time (gaining a questonable fame with declarations such as “workers need to fasten their belts harder”), was kidnapped for a large sum of money on June 10, 2008. After a few days and while the ransom money were paid and collected and Mylonas returned to his post, the police managed to spot (according to the media through bank account and mobile phone surveillance) a 40 year-old in Chania, Crete (As. Lazarides, is said to be “fully cooperating” with the police). After a few days, special police forces raided a house outside Thessaloniki, where Vassilis Palaiokostas, fugitive at the time, after a series of spectacular bank robberies and prison escapes (including two with a helicopter from Korydallos prison, the second one just one day before his jury for the first one), was found with an anarchist comrade, Polykarpos (Polys) Georgiades. Another comrade, Vaggelis Chrysohoides was arrested on the same day in Thessaloniki centre. According to the police and mass-media, Vassilis Palaiokostas was the head of the kidnappers group, while the two anarchists were part of his “criminal association” allegedly participating in armed bank robberies. Vassilis (who remains fugitive right now after his second heli-escape) wrote a letter to the media for the first time, denouncing the police’s scenarios and declaring the two young comrades’ crime was they stood by a hunted men, like many others did before. Polys also admits he helped Palaiokostas hide and stood by him as an anarchist and as a friend. He also suggests that kidnapping is nothing more than the foundation of the capitalist society, since millions of workers are kidnapped everyday by a criminal association of legitimate businessmen, and their salary is the ransom, to make the world move. This is the real scandal. The two comrades are kept in pre-trial imprisonment since their arrests (20/08/08). During their imprisonment, they remained as alarmed as when outside prison, participating in prison struggles, the massive hunger-strike of November 2008 (even though Polys made his concerns clear on the limitations of such a tactic before finally joining in as thousands of other prisoners), correspondance and various texts-publications. The judicial procedure begun on February 2, 2010 in Thessaloniki just a few days before the pre-trial period ends (in fact on 19/2 the cops will have to let them out of prison). This is a basic update on the trial for our international comrades, and much of the info come from Thessaloniki self-managed radio: www.radio-revolt.org

Tuesday, February 2

Opening of the judicial procedure, with dozens of policemen around and inside the courthouse. Around 60 solidarians as well. 11 persons are accused in total, with 7 serious crimes and 17 misdemeanours. Giorgos Haralambides, a former bank robber and long time prisoner in struggle and 5 of his relatives, as well as another man, G.P. accused for some related thiefts. Some 15 solidarians were taken out of the court for clapping hands when the jury mentioned the names of the prosecuted comrades. Also laughs to the cops were heard whenever the name of escapee Vassilis Palaiokostas was mentioned. The trial got postponed for the following day.

Wednesday, February 3

Many cops and around 30 solidarians inside and outside the courthouse. Cops prevent some journalism students from entering the room, saying “this isn’t an ordinary trial of anarchists”. Mylonas -accompanied by a dozen of security-thugs- testifies. A sentimental approach to his understandable fears and angst, during the days he was captive. He said the kidnappers were organized criminals willing to kill, though he doesn’t mention any specific harassment he experienced, apart from being captive. He admits he was given food, a radio and newspapers daily. He claims he recognizes Polys as one of the (masked) kidnappers from his voice and figure, though he is sure Polys is around 1,95 metres tall. When he gets Polys is significantly shorter, he claims he was wearing some kind of high-heeled shoes. Mylonas’ wife also testifies on the ransom and communication issues, and said the kidnappers’ treatment of her husband was humaine. In any case, she doesn’t recognize neither Polys nor Vaggelis. Polys and Vaggelis deny all accusations, while A.L. (the cooperating arrestee) affirms everything.

Thursday, February 4

-No jury today

Friday, February 5

20-30 solidarians in and outside the courthouse. The cops testimonies. The head of the police operation mentions police used mobile phone surveillance to reach to the accused. The elements against Polys are a wallet with his photo and some pre-noted ransom money the police claim to have found, a fake ID card, and a voice identification this cop did using merely his own ears. The cop also mentioned a third person, likely an Albanian, took part in returning Mylonas home and collecting the ransom. Another cop testified the same story, but after pressure from the defendants’ lawyers he admitted he never heard the actual tapes, but his collegues assured him it was like that. It turns out, it was rather a inner rumour turned into an official statement. This same cop said the house they found Polys and Vassilis was rented by Polys with a fake ID card. Finally, the lawyer of G. Mylonas testified, presenting a paper with a fingerprint of a comrade on a …food jar. Nevertheless, he didn’t identify either of their voices to the kidnappers’ ones. A few more cops testified on certain issues such as mobile phone surveillance and the raid at the house outside Thessaloniki. 10,8 millions euros were the ransom money, while large part of them were found burried outside the house.

Monday, February 8

Another day for the cop witnesses, this time testifying against Vaggelis, accused for another two robberies, against a bank and a money van. The cops didn’t manage to avoid many contradictions. In defence of Vaggelis, his father stated that during the period of these events Vaggelis had a “normal” life, working and spending time at home. Especially during the money van robbery, Vaggelis was at the timber-factory he worked, with other co-workers… The trial will go on Wednesday morning, with defence witnesses and testimonies.

Tuesday, February 9

-No jury today

Wednesday, February 10

Jury continues with three of the defendants’ “apologies” and some more witnesses. Asimakis Lazarides -the defendant that cooperates with the police- repeated his previous statements that he participated in the kidnapping and also testified against the other two, Polys and Vaggelis, claiming he met one of them, by the false name “Theodore”, the day Mylonas was kidnapped, while the other one, one day after that.

Polys, mentioned that he met Vassilis Palaikostas in prison (note: Polys spent during 2004-5 ten months in pre-trial imprisonment accused for private security car gas-canister arsons and got out on parole on Feb. 2005. After Thessaloniki anti-summit 2003 there was a large wave of gas-canister attacks targeting mainly private security-control infrastructure but also political party offices, churches etc). During that time he was initially excited by Palaiokostas’ collection of books, Nietzsche, Dostoyevsky etc and got to meet him and develop a friendship that was bound by the common prison struggles they took part at the time, as well as everyday life in prison. During Palaiokostas’ first heli-escape, Polys and others took to the streets spraypainting and chanting slogans. In 2007 Polys stated he met again with Palaiokostas-fugitive at the time, and decided to help him hide from the police, as an anarchist and as a friend and that was his only relation to this case. He described police accusations of him taking part in bank robberies and the kidnapping as unreliable and products of a police mentality (“now that we got a priest, why not bury …5 or 6”). A defence witness (Polys’ brother) described Polys as a hard working man, living in austerity, neglecting any extravagance. Another witness, a radical, mentioned “they were simply providing shelter to a hunted man, I would do that as well, given the circumstances”. Another defence witness, Polys’ girlfriend, mentioned he had done some time in prison before, and by no means would he chalenge his freedom for money, and all he did was standing in solidarity with a hunted man and a friend. It was also mentioned that Palaiokostas is not the head of any “criminal association” but merely a man whose actions have vast social acceptance and support.

Vaggelis, also denying all accusations against him, testified he was simply helping Vassilis with food supplies and transfers. The jury showed a persistance on inquiring alleged participation of Vaggelis in other bank robberies, though witnesses testified Vaggelis was with them during the quoted time, participating in a prisoner solidarity demonstration.

The jury will go on with the rest of the defendants and witnesses the following day.

Thursday, February 11

After a quick run through the rest of defense witnesses and defendant G. Haralambides statement (he claimed the “prison ethics” and didn’t spare any information about anything), all of which declared their solidarity to the two comrades as well as to  the fugitive Vassilis Palaiokostas, it’s time for the prosecution attorney’s part: He suggested Vassilis Palaiokostas being guilty for all charges (kidnap, bank robberies and money van attempted robbery). Polys and Vaggelis for participation in the kidnapping and also a robbery attempt against the money tranfer van, where firearms where used (extra charges for “homocide attempt”). The attorney upholded that “abduction is a crime of especial repugnance to every sane individual”, and asked also for Asimakis Lazarides (the compromised defendant) sentence for participation in the kidnap and certain bank robberies.

The elements used against Polys and Vaggelis were: a) Asimakis Lazarides statements to the police after he got arrested (he mentioned he was told his co-defendants “were arrested and had spoken to the cops”) and to the court. b) Giorgos Mylonas’ statement to the court. According to him, when he visited Vassilis Palaikostas at the police station after his arrest, Palaiokostas mentioned the other arrestees as his associates. According to G. Mylonas again, he identified Polys and Vaggelis as two of the people involved in his kidnapping. At this point, defence pointed out that Mylonas had described Polys as a 1,95 metres tall man, and Vaggelis as an ethnic Albanian, though Vaggelis doesn’t know any Albanian. Furthermore he had spoken of another man that was mysteriously erased from the procedure. c) Police surveillance of Vaggelis’ cell phone. After yet another case of declassification of communication privacy, police claims they recognised Vaggelis negotiating with the industrialist’s wife about the ransom, and sharing on mobile phone with the prisoner G. Haralambides information related to the case. G. Haralambides and another 4 relatives of him are also suggested to be convicted for “accessorial guilt” and gun-possession. d) Fingerprints on certain mobile items (food packs) and fake IDs.

Back to the theatrical part now, Mylonas’ lawyer endorsed that he is also “aware of anarchism and of Bakunin, and if they belong to that ideology (sic), they should lay on their eggs, since Bakunin doesn’t mention anything about kidnaps and robberies”.  He added that Mylonas family is very courageous and strong, and that the fact Mylonas recognized Polys and Vaggelis while his wife didn’t, is due to their great ethical sensibility. He also said that his clients would not want the two defendants to be given a life imprisonment, because they would care to see them returning to society to admit and prove their regrets. Meanwhile, he shared his contempt for Polys mentality, whom he considers appropriate for “gas-canisters” but not for an organised kidnap… And this is the way this noble man’s class retaliation ends, not with a bang but with a whimper.

Interlude: Certain incendiary defence arguements

Monday, February 8, in the dawn, an Agricultural bank branch in Ioannina was damaged by an explosive device by the “Club of Night Experiments” in solidarity to Ilias Nikolaou (pre-trial imprisonment for alleged gas canister bombing), Giannis Dimitrakis (35 years convict for armed bank expropriation), the 4 youths in pre-trial imprisonment for alleged participation in the “conspiracy of cells of fire”, Christos Strategopoulos and Alfredo Bonanno (pre-trial imprisonment for alleged bank robbery and complicity relatively), and P. Georgiades and V. Chrysohoides.

Tuesday, February 9, early in the morning the “Nucleus of Asymmetric Warfare” firebombed the entrance of the courthouse of Xanthi, a city in northern Greece, in solidarity to P. Georgiades, V. Chrysohoides and also the prosecuted for the “conspiracy of cells of fire” and all prisoners.

During Thursday and Friday, February 11-12, 63 ATMs around Athens were sabotaged with simple materials (glue, polyurethane foam, silicone) as a gesture against capitalist normality and in solidarity to Polys and Vaggelis. The “Anarchist Saboteurs” in their claim at athens.indymedia.org denounce capitalists and the state as “the only kidnappers, murderers and thieves of our lives, forcing wage slavery as the only survival”, and call for the liberation of all prisoners.

Friday 12-Tuesday 16 February

No trial days

Wednesday, February 17

The jury announces the concictions: 22 years and 3 months imprisonment for Polys Georgiades and Vaggelis Chrysohoides, for all charges. 13 years and 2 months imprisonment for the co-operating As. Lazarides. 13 years and 6 months for Giorgos Haralambides (in spite of being already in prison since before the kidnap for a bank robbery making it impossible to participate physically in any illegal activity, he was give more time than the previous person actually claiming he took full part, though collaborating with the police) for simple complicity, and 13 months on parole for two of his relatives also under the same charges. Another two defendants (As. Lazarides’ brother and Haralambides’ cousin were found not-guilty). Another 8 years and nine months for Vassilis Palaiokostas, merely for the misdemeanours related to the case. Some 60 solidarians chanted slogans as “the passion for freedom is stronger than your prison” and encouraged the comrades.

Some more data on police methods and the comrades’ “apologies” will be probably added soon. For the time,  here are the addresses for any correspondance with the imprisoned comrades (both of them understand basic english):

ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ – ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ – Τ.Κ. 18121

[or GEORGIADES POLYKARPOS – KORYDALLOS PRISONS – T.K. 18121, GREECE]

ΧΡΥΣΟΧΟΙΔΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ – ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΟΜΟΚΟΥ – Τ.Κ. 35010

[or CHRYSOHOIDES EVAGGELOS – DOMOKOS PRISON – T.K. 35010, GREECE]

Categories
Třídní válka

Πρόσφατοι αγώνες της τάξης μας – Třídní válka

Πρόσφατοι αγώνες της τάξης μας

Ο προλεταριακός αγώνας, δεν περιλαμβάνει μονάχα την Ελλάδα του Δεκέμβρη 2008, ακόμα κι αν, τουλάχιστον για τον ευρω-ατλαντικό χώρο, αυτή η ανταρσία αποτελεί, με το βάθος και το περιεχόμενό της συνειδητής όσο και της αυθόρμητης κοινωνικής κριτικής της, την πιο προχωρημένη έκφραση της τάξης μας εδώ και αρκετές δεκαετίες. Οι προλετάριοι σήμερα όπως και χθές, εξαπλώνουν τον αγώνα τους από άκρη σε άκρη του κόσμου, καθώς παρά τις τοπικές διαφοροποιήσεις βρίσκονται στην ίδια ταξικά θέση, του εκμεταλλευομένου, και μοιράζονται την ίδια μιζέρια της επιβίωσης στον καπιταλισμό.

Η Οικονομία ενάντια στις ανθρώπινες ανάγκες

Με την άφιξη της κρίσης, ο καπιταλισμός συνεχίζει να επιδεικνύει το αποκρουστικό πρόσωπό του και να εντείνει την εκμετάλλευση, την μιζέρια και την αποξένωση[1]. Δεν είναι κάτι το πρωτοφανές: Η εκμετάλευση της εργατικής μας δύναμης, το στράγγισμα κάθε ζωτικής μας ενέργειας, αποτελούν τα θεμέλια όπου βασίζεται αυτή η κοινωνία. Σκοπός της παραγωγής δεν είναι η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, αλλά η δημιουργία κέρδους για την τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής: την μπουρζουαζία. Είμαστε όλοι εκμεταλλευόμενοι, καθώς για την εργασία μας λαμβάνουμε μόνο έναν μισθό με χαμηλότερη αξία απ’ αυτήν που παράγουμε. Το κάθε τί που παράγουμε παραπάνω από την αξία που πουλάμε την εργατική μας δύναμη γίνεται υπεραξία. Αυτή, με τη σειρά της, αφού αφαιρέσουμε το ποσό που επενδύεται ξανά στα μέσα παραγωγής (είτε είναι ένα μηχάνημα, ένα τρακτέρ ή ένας σέρβερ), μεταμορφώνεται σε κέρδος για τον καπιταλιστή. Απ’ αυτήν την υπεραξία που αποσπά από τον μόχθο μας αυξάνεται το ποσό του συσσωρευμένου πλούτου για την μπουρζουαζία, το οποίο με τη σειρά του επενδύεται σε περαιτέρω παραγωγή. Όσο για μας, είμαστε υποχρεωμένοι να ξοδεύουμε τους μισθούς μας για τα ίδια αυτά προϊόντα που παράγουμε με την εργασία μας, καθώς είναι ο μόνος δυνατός τρόπος να επιβιώσουμε. Έτσι, επιτρέπουμε την πραγματοποίηση του κέρδους για τον κάθε “αξιότιμο κύριο” καπιταλιστή. Μέρα με την μέρα, ξανά και ξανά, οδηγούμαστε σε αλλοτριωμένες κι αλλοτριωτικές παραγωγικές διαδικασίες χάρη στην ανελέητη λογική της δημιουργίας κέρδους. Αυτός ο επαναλαμβανόμενος κύκλος διαρκώς αναπαράγει την τάξη των ιδιοκτητών που αγοράζουν την εργατική δύναμη (η μπουρζουαζία) και της τάξης που είναι αναγκασμένη να πουλά την εργατική δύναμή της (το προλεταριάτο).

Όμως, με την καπιταλιστική ανάπτυξη και τον αύξοντα τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της παραγωγής, η παραγωγικότητα της εργασίας, με άλλα λόγια η ένταση της εκμετάλλευσης αυξάνεται, οι καπιταλιστές μπορούν να πλημμυρίζουν τις αγορές με ολοένα περισσότερα αγαθά, έχοντας ανάγκη ν’ αγοράζουν όλο και λιγότερη εργατική δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι η αξία των αγαθών πέφτει. Η μπουρζουαζία, προκειμένου να αποφύγει κάτι τέτοιο πρέπει να ξεφορτωθεί την πλεονάζουσα εργατική δύναμη και ταυτόχρονα να κρατήσει τον ίδιο ρυθμό κερδοφορίας μέσα από το άνοιγμα νέων αγορών (για παράδειγμα μέσω της διαφήμισης) προκειμένου να πουλήσει περισσότερα, μιας και οι ενδεχόμενες αγορές είναι απεριόριστες. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, ο καπιταλισμός αναπόφευκτα οδηγεί σε γενικές κρίσης αξιοποίησης, σαν αυτές που ο κόσμος βιώνει σήμερα. Μετά τη χρεωκοπία τραπεζών, τις μαζικές απολύσεις στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, τις περικοπές μισθών, έρχεται η καταστροφή των απούλητων αγαθών, το κλείσιμο εταιριών. Και, για διάφορα κομμάτια της μπουρζουαζίας, ένας πόλεμος θα μοιάζει αργά ή γρήγορα ως ή μόνη πιθανή διέξοδος από την κρίση, μιας και έτσι θα μπορέσουν να καταστρέψουν επαρκή ποσότητα αξίας με ικανό ρυθμό, ούτως ώστε να ξαναρχίσει ένας νέος κύκλος οικονομικής ανάπτυξης.

Οι ανθρώπινες ανάγκες ενάντια στην Οικονομία

Η ζωή στην καπιταλιστική ολότητα δεν είναι παρά μια άθλια επιβίωση από μέρα σε μέρα. Αποστραγγισμένοι από τη ζωτική μας ενέργεια στη δουλειά, τρομοκρατημένοι απ’ την αστυνομία, ταϊσμένοι με πλαστικό φαί, απολυμένοι απ’ τη δουλειά μας, με μια προοπτική να μας στείλουν να πεθάνουμε στο όνομα της πατρίδας, του έθνους, της φυλής, της δημοκρατίας ή της θρησκείας στην μιά ή την άλλη πολεμική σύρραξη, όταν οι προλετάριοι για το Κεφάλαιο φαίνεται να αποτελούν ένα άχρηστο πλεόνασμα, αυτοί ξεσηκώνονται για να επιβάλλουν τις ανάγκες τους ενάντια σ’ αυτές της οικονομίας. Σήμερα, οι συνθήκες ζωής για τους περισσότερους από μας χειροτερεύουν, ενώ οι καπιταλιστές συνεχίζουν να γυροφέρνουν τα τομάρια τους σε πολυτελή αυτοκίνητα και να μας μπουχτίζουν με τις εκκλήσεις να δέσουμε κι άλλο το ζωνάρι, να συμβιβαστούμε με την “αναγκαιότητα εξυγείανσης της παραγωγής” – απολύσεις και περικοπές μισθών. Καμιά φόρα όμως, τόση επιδειχτική αυθάδεια δεν περνάει. Μπορούμε για παράδειγμα να θυμήσουμε έναν τραπεζίτη ονόματι Fred Goodwin, από την Royal Bank of Scotland του οποίου οι πολυτελής βίλλα και η λιμουζίνα βρέθηκαν βανδαλισμένες. Επιπλέον, δεχόταν απειλές μέσω SMS ότι αυτό δεν ήταν παρά η αρχή, και σύντομα το σπίτι του θα καεί με τον ίδιο μέσα.

Καθώς μας έδειξαν οι αγώνες των τελευταίων χρόνων, για παράδειγμα στο Μπαγκλαντές ή την Αίγυπτο[2], η τάξη μας δεν είναι τόσο ψόφια όσο ο συρφετός των αστών κοινωνιολόγων και/η ειδικών του μιντιακού θεάματος παπαγαλίζουν. Το αυτό ισχύει για το πρόσφατο κύμα άγριων απεργιών στο UK εξαιτίας του αποκλεισμού ντόπιων εργατών από τα κατασκευαστικά έργα που λαμβάνουν χώρα σε εργοστάσια της βρετανικής πετρελαιοβιομηχανίας[3], όπου τα αστικά μίντια χέρι-χέρι με τους πολιτικούς και τα συνδικάτα προσπάθησαν να στιγματήσουν ολόκληρο το κίνημα ως έναν εθνικιστικό “ανταγωνισμό για τις θέσεις εργασίας”. Ακόμα κι αν, εκ πρώτης, ορισμένοι απεργοί εργάτες οικειοποιήθηκαν οι ίδιοι σλόγκανς όπως “Βρετανικές δουλειές για τους βρετανούς εργάτες!” [σ.τ.μ. για κάποιες παραπάνω πληροφορίες για το θέμα βλ. επίσης εδώ] μέσα στη διαδικασία του αγώνα, αυτά πολύ γρήγορα αφέθηκαν στο πλάι ώστε να ανοίξει χώρος για ένα πολύ πιο διεθνιστικό ταξικό περιεχόμενο. Ως ένα παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η χρήση πανώ στην ιταλική γλώσσα, που σήκωναν οι απεργοί, καλώντας τους ιταλούς εργάτες μιας εταιρίας που είχε αναλάβει τα έργα να συμμετάσχουν στην απεργία. Σε αρκετές βρετανικές πόλεις μάλιστα, υπήρξαν επίσης εργάτες που κατέλαβαν εργοστάσια της Visteon κλείνοντάς τα, διεκδικώντας την καταβολή αποζημιώσεων, ενώ υπάρχουν πολλές ακόμη συγκρούσεις στον τομέα των δημόσεων υπηρεσιών με επίκεντρο τις περικοπές στον κρατικό προϋπολογισμό.

Καθώς η αναταραχή επιστρέφει στην καρδιά της “πλούσιας” Ευρώπης (με την μορφή της δεκεμβριανής εξέγερσης στην Ελλάδα), η μπουρζουαζία χέζεται πάνω της. Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Sarkozy, φοβισμένος από τα ελληνικά γεγονότα, ανέβαλε τα σχέδιά του που θα απέφεραν μια ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια των νέων προλετάριων στη Γαλλία μέσα από ατελείωτες πανεπιστημιακές εξετάσεις και φοιτητικά δάνεια. Παρολαυτά, η Γαλλία δεν κατάφερε ν’ αποφύγει τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, καταλήψεις πανεπιστημίων και σχολείων, που συχνά δεν τελειώναν χωρίς την επέμβαση των γαλλικων ματ. Περεταίρω περικοπές στον προϋπολογισμό και νομοσχέδια ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, εξόργισαν χιλιάδες νέων φοιτητών και καθηγητών σε όλη την Ιταλία και προκάλεσαν ένα κύμα πανεπιστημιακών καταλήψεων, όπου ορισμένες εξ αυτών, παρά τις προσπάθειες των φοιτητικών συλλόγων, οδήγησαν σε συγκρούσεις με την αστυνομία[4].

Στα υπερπόντια γαλλικά διαμερίσματα της Γουαδελούπης, Μαρτινίκας, Γαλλικής Γουιάνας και Ρευνιόν, μια γενική απεργία ξέσπασε ενάντια στον ανυπόφορο βαθμό εκμετάλλευσης που παρέλυσε στη χειρότερη τα νησιά της Γουαδελούπης και της Μαρτινίκας. Συνοδεύτηκε από μπάχαλα και λεηλασίες, τις οποίες το κράτος αναγκάστηκε να στείλει αστυνομικές μονάδες από τη Γαλλία για να τις καταστείλει. Τελικά, η μπουρζουαζία ανάγκασε τους εργάτες να επιστρέψουν στην εργασία τους, αλλά μόνο με αντάλλαγμα μια αύξηση στο ύψους του 30% των μισθών. Η γενική απεργία αντήχησε επίσης στην ίδια τη Γαλλία, όπου αρκετές διαδηλώσεις αλληλεγγύης έλαβαν χώρα. Οι προλετάριοι στη Γαλλία πάλι, αντιμέτωποι με μετατοπίσεις εργοστασίων στο εξωτερικό και περικοπές θέσεων εργασίας, ξεκίνησαν απεργίες-καταλήψεις αλλά και “απαγωγές” αφεντικών, προκειμένου να υποστηρίξουν τα αιτήματά τους.

Αλλά το προλεταριάτο ξυπνάει και αλλού. Σε παραδοσιακά ήρεμες περιοχές, ένα νέο κύμα ταραχών εμφανίστηκε: στις πρωτεύουσες της Λεττονίας και της Λιθουανίας, εκατοντάδες εργάτες συγκρούστηκαν με την αστυνομία και προσέφεραν μια ικανοποίηση στις άμεσες ανθρώπινες ανάγκες τους λεηλατώντας καταστήματα. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, ανέτρεψαν στην πράξη την καθημερινή καπιταλιστική λογική των ανταλλακτικών σχε΄σεων. Παρομοίως, προλετάριοι στη Σόφια, σ’ ένα προάστειο του Μαλμοε, ή στο Βλαδιβοστόκ εδειξαν ξεκάθαρα τί πιστεύουν για το ζώσιμο του ζωναριού και την υποβάθμιση των συνθηκών ζωής τους. Μετά από πενήντα χρόνια, η εργατική τάξη της Ισλανδίας, χτυπημένη σκληρά από την οικονομική κρίση, κατέβηκε στους δρόμους για να επιτεθεί στο κοινοβούλιο και σε αστυνομικά τμήματα. Σ’ αυτή τη χώρα των 320.000 κατοίκων, πάνω από 10.000 προλετάριοι συμμετείχαν καθημερινά σε διαδηλώσεις που εξελίσσονταν σε συγκρούσεις με την αστυνομία.

Αυτό που ανησυχεί την παγκόσμια μπουρζουαζία ιδιαίτερα είναι το προλεταριάτο στην “παγκόσμια φάμπρικα” και “ανερχόμενη παγκόσμια υπερδύναμη”: την “κόκκινη” Κίνα. Από τους λόγους των πολιτικών διεθνώς αντιλαμβάνεται κανείς το πόσο φοβισμένοι είναι από το ενδεχόμενο μιας εκτεταμένης προλεταριακής εξέγερσης στην Κίνα, και του αντίχτυπου που θα ‘χε στο παγκόσμιο προλεταριάτο. Τα επίσημα στατιστικά γραφεία του κινεζικού κράτους σε μια σπάνια συμφωνία με τους δυτικούς δημοσιογράφους παρατηρούν μια έντονη αύξηση στον αριθμό των ταραχών και των απεργιών που ξεσπούν απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας. Οι στατιστικολόγοι μιλούν για μυριάδες “περιστατικά” όπου η αστυνομική καταστολή ήταν απαραίτητη. Για παράδειγμα, στις 19 Δεκέμβρη 2008, τις μέρες που η προλεταριακή εξέγερση σάρωνε την Ελλάδα, στην πόλη Λονγκάν της βορειοδυτικής Κίνας περίπου 50.000 κάτοικοι και φτωχοί γεωργοί από τα γύρω χωριά συγκρούστηκαν με τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας επειδή η απαλλοτρίωση της γης τους για λογαριασμό του Κράτους και η καταστροφή των σπιτιών τους, τους άφηνε χωρίς καμία αποζημίωση. Ενώ η σύγκρουση εξελισσόταν, δυο τοπικά γραφεία του κυρίαρχου “Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας” έγιναν στάχτες, όπως και πολλά κυβερνητικά και αστυνομικά οχήματα. Όμως, πάνω από είκοσι διαδηλωτές κυριολεκτικά σκοτώθηκαν στο ξύλο από την αστυνομία ενώ πανω από 100 τραυματίστηκαν σοβαρά απ’ τις γκλομπιές.

Μια προοπτική;

Παρόλο που η αιτία κάθε προλεταριακού αγώνα είναι η ίδια: η κοινωνική σχέση της εκμετάλλευσης, πάνω στην οποία βασίζεται ο καπιταλισμός, και η οποία είναι η πηγή κάθε αντίφασης και προβλήματος που η τάξη μας πρέπει να αντιμετωπίσει, δε σημαίνει πως οι αγωνιζόμενοι προλετάριοι έχουν απαραίτητα συνείδηση αυτής της σύνδεσης που ενώνει τους αγώνες τους σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και την ίδια στιγμή υποδεικνύει το μόνο πιθανό ξεπέρασμά του – την κομμουνιστική επανάσταση που θα καταστρέψει την ταξική κοινωνία και μαζί της θα τελειώνει με κάθε εκμετάλλευση, καταπίεση, πόλεμο και πείνα. Μόνο μια παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα, όπου δε θα είμαστε αναγκασμένοι να πουλάμε τις ζωές μας για έναν μισθό και όπου οι σχέσεις μας δε θα διαμεσολαβούνται από την ανταλλαγή, θα μας επιτρέψει να ζούμε στ’ αλήθεια σαν άνθρωποι.

Δυστυχώς, σήμερα πρέπει να παραδεχτούμε πως, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, οι προλεταριακοί αγώνες παγκόσμια συμβαίνουν κάπως τυχαία την ίδια στιγμή, χωρίς να είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους. Όπως προείπαμε νωρίτερα, οι περισσότεροι απ’ τους προλεταριακούς αγώνες στους οποίους αναφερόμαστε, είναι βραχύβιες, απομονωμένες και γρήγορα ηττηθείσες βίαιες συγκρούσεις μιας χούφτας προλεταρίων με την αστυνομία, ή εξίσου περιορισμένες άγριες απεργίες. Αυτοί οι αγώνες συχνά περιορίζονται από τις δημοκρατικές και εθνικιστικές αυταπάτες, ωστόσο ορισμένες στιγμές ξεφεύγουν απ’ τον έλεγχο της σοσιαλδημοκρατίας (με την μορφή είτε των συνδικάτων ή πολιτικών κομμάτων) και διαρρηγνύουν έμπρακτα την κοινωνική ειρήνη. Αυτές οι απομονωμένες εκφράσεις ταξικού αγώνα γρήγορα τσακίζονται και αφήνουν χώρο στην μπουρζουαζία για την αντεπίθεσή της – αστυνομική καταστολή, έλεγχος, μιντιακή πλύση εγκεφάλου. Γενικά όμως, αποτελούν απόδειξη πως το προλεταριάτο μάχεται για τα συμφέροντά του, είτε με κρίση είτε χωρίς[5].

Ωστόσο, είναι ανάγκη να τονίσουμε ότι το βάρος μιας αστικής κυριαρχίας και του θεάματος πέφτουν ακόμα και στους δικούς μας ώμους -των κομμουνιστών. Παρόλο που εμείς, ως μαχόμενοι κομμουνιστές, είμαστε συνειδητά διεθνιστές και αντιλαμβανόμαστε την ταξική κοινωνία στην παγκόσμια διάστασή της, είναι συχνά δύσκολο να ξεκόψουμε από τα παραμύθια των μίντια, τη γλώσσα τους, τη λογοκρισία τους. Είναι ιδιαίτερα ισχυρά σε περιπτώσεις νέων από τις λεγόμενες “αναπτυσσόμενες χώρες”, που μεσολαβούνται από τα αστικά μίντια με έναν τρόπο ώστε να αποκρύπτεται όσο το δυνατόν περισσότερο το ταξικό περιεχόμενό τους[6].

Παρολαυτά, μόνο όταν οι αγωνιζόμενοι προλετάριοι στα διάφορα μέρη του κόσμου αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον ως ταξικά αδέρφια, θα έχει η κομμουνιστική επανάσταση μια ευκαιρία να πετύχει. Αν κάτι τέτοιο θα γίνει σύντομα, δεν μπορούμε να το πούμε. Μπορούμε να ελπίσουμε πάντως, πως το αντίκτυπο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στις συνθήκες ζωής του προλεταριάτου, θα παίξει τον ρόλο ενός ενοποιητικού παράγοντα που θα βοηθήσει την τάξη μας να απορρίψει ψευδείς ιδεολογίες και να αδελφωθεί παρ’ όλους τους αστικούς διαχωρισμούς.

Σημειώσεις:
[1] Διαχωρισμένοι από τα αναγκαία μέσα να συντηρηθούμε, είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να πουλάμε την εργατική μας δύναμη στο Κεφάλαιο με αλλοτριωμένες κι αλλοτριωτικές παραγωγικές διαδικασίες, κι αυτή η αλλοτρίωση περνά σε κάθε όψη της ζωής μας, στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους και τη συνείδησή μας. Τα αστικά μίντια συχνά αναφέρονται σε “τρελούς που εισέβαλαν ένοπλοι και σκότωσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους” που αποδίδουν σε “διανοητικά ασθενείς ανθρώπους” ή σε αυτοκτονίες “απογοητευμένων μη-πετυχημένων”, που περιγράφουν ως ακραίες περιπτώσεις, συγκαλύπτοντας τις ρίζες ανάλογων φαινομένων στην απάνθρωπη ολότητα της ταξικής κοινωνίας.

[2] Μαχητικές άγριες απεργίες με χιλιάδες εργαζομένους στην υφαντουργία, πετρελαιοβιομηχανία, κατασκευαστικές, ορυχεία και γεωργία (παρά την μη-νομιμότητα κάθε απεργίας στην Αίγυπτο και την πολυετή επιβολή στρατιωτικού νόμου στο Μπαγκλαντές), οδομαχίες με αφορμή τις υψηλές τιμές τροφίμων και πετρελαίου, δυναμικοί αγώνες μεταναστών απ’ την υπο-σαχάρια Αφρική ενάντια στις απελάσεις στο Κάιρο, λιποταξία μπαγκλαντεσιανών στρατιωτών που πήραν τις ζωές οχτώ ένστολων αστών…

[3] Οι εργάτες των κατασκευαστικών πολύ γρήγορα είχαν με το μέρος τους εργάτες από τα περισσότερα βρετανικά εργοστάσια ενέργειας, ένα χημικό εργοστάσιο και αρκετούς μεταλλεργάτες.

[4] Τη στιγμή της συγγραφής αυτού του κειμένου, ένα δεύτερο κείμενο καταλήψεων, πολύ πιο μαχητικό και αυτόνομο από τις σοσιαλδημοκρατικές δομές αναπτυσσόταν. Καταλήψεις εμφανίζονταν στις περισσότερες μεγαλουπόλεις της Ιταλίας. Στη Ρώμη, διαδηλωτές καταλάμβαναν το πανεπιστήμιο Sapienza μετά οδομαχιών με την αστυνομία, στην Νάπολη οι καταλήψεις άρχισαν να ξεπερνούν τα πανεπιστημιακά πλαίσια. Την ίδια στιγμή, οι πανεπιστημιακές καταλήψεις στη Γαλλία, όπου οι φοιτητές θα αναγκάζονταν να μην μπορούν να περάσουν τη χρονιά χωρίς επιπλέον εξετάσεις, ενώ οι καθηγητές ήθελαν να χάσουν ολόκληρο το εξάμηνο, συνεχίζονταν.

[5] Θα θέλαμε να απορρίψουμε ένα ψευτο-ερώτημα, τόσο δημοφιλές μεταξύ των ακροαριστερών, αν η καλύτερη στιγμή για ταξικό πόλεμο είναι στη διάρκεια της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, γιατί τότε οι εργάτες βρίσκονται σε καλύτερη θέση, καθώς το κεφάλαιο έχει περισσότερη ανάγκη την εργασία τους, ή η στιγμή της κρίσης, γιατί πρέπει να πεθαίνει κανείς της πείνας για να συνειδητοποιήσει την εκμετάλλευσή του.

[6] Ένα ιδιαίτερα αηδιαστικό παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι ολόκληρη η περιοχή της λεγόμενης Μαύρης Αφρικής, όπου όλος ο τρόμος που εφαρμόζεται ενάντια στα ταξικά μας αδέρφια από το κεφάλαιο, παρουσιάζεται σαν μια απόδειξη του πόσο “πρωτόγονες” είναι οι “φυλές των ντόπιων”.

Πηγή: Třídní válka

Categories
Třídní válka

Προκήρυξη αλληλεγγύης στους αγωνιζόμενους και προφυλακισμένους προλετάριους στην Ελλάδα

Προκήρυξη αλληλεγγύης στους αγωνιζόμενους και προφυλακισμένους προλετάριους στην Ελλάδα.

«Μέσα σε μία νύχτα η «πραγματικότητα» και η «κανονικότητα» πέθανε…

Στις 6 Δεκεμβρίου του 2008 στην Ελλάδα, τα γουρούνια δολοφονούν εν ψυχρώ τον 15χρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και η προλεταριακή οργή, η οποία εκφραζόταν με απεργίες και βίαιες διαδηλώσεις ενάντια στις επιθέσεις του Κεφαλαίου στις συνθήκες διαβίωσης της τάξης μας, ξέσπασε.

Ξαφνικά, μια εξέγερση ξέσπασε και έπειτα από αρκετές δεκαετίες το φάντασμα της προλεταριακής ανταρσίας και της ανοιχτής ταξικής σύγκρουσης επέστρεψε στην Ευρώπη. Φοιτητές αλλά και πολλοί μαθητές ξεχύθηκαν αυθόρμητα στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, για να επιτεθούν σε αστυνομικά τμήματα και στους μπάτσους με πέτρες και μολότοφ.

Οι φοιτητές και οι μαθητές πλαισιώθηκαν γρήγορα από μετανάστες προλετάριους κάθε ηλικίας, από νεολαίους έλληνες από κακοπληρωμένες, επισφαλείς θέσεις εργασίας, αλλά επίσης και από πολλούς εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας. Ακόμα και πολλοί άνεργοι και άνθρωποι που ζουν στο περιθώριο της ταξικής κοινωνίας έλαβαν μέρος, Ρομά, παράνομοι πρόσφυγες, τοξικομανείς… Χούλιγκαν του ποδοσφαίρου παρέκαμψαν τις μεταξύ τους διαμάχες και συμμετείχαν στον αγώνα ενάντια στον πραγματικό εχθρό – τις κρατικές δυνάμεις καταστολής.

Άμεσα, έγινε ξεκάθαρο στον καθένα ότι οι μπάτσοι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μισθοφόροι της κρατικής τρομοκρατίας. Έγινε ολοφάνερο ότι υπηρετούν την ομαλή λειτουργία του συστήματος της ατομικής ιδιοκτησίας κάποιων και της μισθωτής εκμετάλλευσης κάποιων άλλων και το μόνο που “προστατεύουν” είναι ο νόμος και η τάξη του αστικού καθεστώτος. Οι «υπεύθυνοι πολίτες» και η πίστη στη Δημοκρατία εξαφανίστηκαν ανάμεσα στα σύννεφα του καπνού και των δακρυγόνων και ανάμεσα στα ραπίσματα των αστυνομικών γκλομπ.

«Καταστρέφουμε το παρόν, επειδή ερχόμαστε από το μέλλον!»

Δεν ήταν μόνο οι οδομαχίες με τους μπάτσους και η πυρπόληση αστυνομικών τμημάτων. Οι εξεγερμένοι συνέτριψαν και έκαψαν το χαμογελαστό πρόσωπο του κόσμου του κεφαλαίου – τον καταναλωτικό παράδεισο των καταστημάτων, των σούπερ μάρκετ, των εκθέσεων αυτοκινήτων και των τραπεζών που σου δανείζουν χρήματα για κάποια από τα πολυτελή προϊόντα. Ο κόσμος των παθητικών καταναλωτών και των θεατών του Θεάματος τυλιγόταν στις φλόγες. Και υπήρχαν προλετάριοι που λεηλατούσαν οι οποίοι ξεπρόβαλλαν μέσα από τη φωτιά, επιβάλλοντας έμπρακτα τη δικτατορία των ανθρώπινων αναγκών πάνω στο κεφάλαιο και τις εμπορευματικές του σχέσεις.

Τα ταξικά μας αδέρφια και αδερφές επανοικειοποιούνταν όλα όσα είμαστε, ως η τάξη που καταναγκάζεται να παράγει στη δουλειά, με σκοπό να υποχρεωθεί να ξαναγοράσει πληρώνοντας με τα χρήματα του μισθού. Επανοικειοποιήθηκαν, επίσης, το χώρο και το χρόνο, που διαιρείται και περιορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαίου – ουρές αυτοκινήτων και αγχωμένα πλήθη αποξενωμένων ζόμπι που τρέχουν στη δουλειά, στο σχολείο, στα ψώνια…εξαφανίστηκαν από τους δρόμους που αναδημιουργήθηκαν από την προλεταριακή βία και αντικαταστάθηκαν από μια κοινότητα της μαχόμενης τάξης.

Η αυτό-οργάνωση του αγώνα των εξεγερμένων αναπτυσσόταν αυθόρμητα. Δεκάδες πανεπιστήμια και λύκεια καταλαμβανόταν όχι μόνο από φοιτητές, αλλά και από κάθε είδους προλετάριους, διαχωρισμένων από το κεφάλαιο, και μεταμορφώθηκαν σε κέντρα αντίστασης, σε τόπους συνάντησης, συζητήσεων, έρωτα και ταξικού μίσους.

Το ίδιο συνέβη στο δημαρχείο, σε μια εργατική περιοχής της Αθήνας, τον Άγιο Δημήτριο, που επίσης καταλήφθηκε από κατοίκους. Μετά από πολύ καιρό η τάξη μας ξεκινούσε να μιλάει και να διαμορφώνει το πρόγραμμά της από μόνη της

Όταν εξεγερμένοι εργάτες κατέλαβαν τα Εργατικά Κέντρα των συνδικάτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, άσκησαν κριτική σε αυτούς τους διαμεσολαβητές της πώλησης της εργατικής μας δύναμης στα αφεντικά μας. Κατέδειξαν ότι τα συνδικάτα είναι όργανα του κράτους και ο σκοπός τους είναι να αποδιοργανώνουν και να καταστέλλουν τον ταξικό αγώνα και ότι ο δρόμος να πάμε μπροστά περνάει μέσα απ’ την αυτό-οργάνωση του αγώνα στους χώρους δουλειάς. Σε όλες αυτές τις πτυχές του ταξικού κινήματος και τον αυτόνομο αγώνα του προλεταριάτου ενάντια στους αστούς – οι ιδεολογίες του, οι οργανώσεις και ο τρόπος ζωής άρχισαν να γεννιούνται.

«Σταματήστε να παρακολουθείτε τηλεόραση! Βγείτε όλοι στους δρόμους!»

Αν και η προλεταριακή εξέγερση διαπερνούσε πολλούς τομείς, στους οποίους μας διαχωρίζει το κεφάλαιο, μόνο μια μειοψηφία της τάξης μας έπαιρνε ενεργά μέρος σε αυτή. Ενώ υπήρχαν φλεγόμενα οδοφράγματα στους δρόμους, καταστήματα λεηλατούνταν και γινόταν επιθέσεις ενάντια στους μπάτσους, η πλειοψηφία έμεινε στο σπίτι μπροστά στην τηλεόρασή της ακούγοντας τις αερολογίες των πολιτικών και των δημοσιογράφων.

Παρά την επίμονη προσπάθεια οι εξεγερμένοι δεν κατάφεραν να σπάσουν την παθητικότητα των ταξικών τους αδερφών – ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην υπόλοιπη Ευρώπη και τις περισσότερες χώρες του κόσμου. Συνεπώς δεν υπήρξε μια γενική παράλυση της καπιταλιστικής οικονομίας, που σημαίνει ότι δεν υπήρξε ούτε επίθεση ενάντια στη μισθωτή εργασία και της παραγωγής για το κέρδος. Το κίνημα περιορίστηκε σε μερικές επιθέσεις ενάντια στο κράτος και σε μια ανολοκλήρωτη υπονόμευση των καπιταλιστικών σχέσεων. Το Δεκέμβρη, η ολοκληρωτική καταστροφή όλων των κρατικών δομών, που να στοχεύει στη διάλυση της δύναμης των αστών και η επιβολή της κοινωνικής δικτατορίας του προλεταριάτου, που θα ενδυνάμωνε και θα επέτρεπε τη μετατροπή των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές, δεν είχε μπει σε χρονική προτεραιότητα ακόμα. Ο επαναστατικός ξεσηκωμός αναβάλλεται για την ώρα.

“Merry crisis and a happy new fear!”

Είναι ακριβώς αυτό το μήνυμα που η ελληνική εξέγερση άφησε στους τοίχους της Αθήνας για τους νομοταγείς πολίτες (που συνεχίζουν να υποκύπτουν στις επιταγές του κεφαλαίου – που δεν σκέφτονται καν ότι μπορούν να αντισταθούν στα αφεντικά και στο κράτος και που απλώς περιμένουν σαν πρόβατα αυτό που θα τους συμβεί).

Αυτό το μήνυμα ισχύει επίσης και για τους προλετάριους εδώ στην Δημοκρατία της Τσεχίας. Η κρίση έρχεται και οι αστοί απολύουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους μειώνοντας και τους βασικούς μισθούς. Για παράδειγμα, 4.000 απολυμένοι υαλουργοί αφέθηκαν τώρα χωρίς κανέναν μέσο επιβίωσης. Και τι συνέβη; Τίποτα!

Η κυριαρχία της κοινωνικής ειρήνης και της Δημοκρατίας κάθεται σα βαρίδιο στο σβέρκο της τάξης μας: προτιμάμε να πεθάνουμε από την πείνα ή να ζούμε κάτω από γέφυρες, παρά να αγωνιστούμε πραγματικά για την ικανοποίηση των αναγκών μας. Η Δημοκρατία λειτουργεί σαν το όπιο – μας αποτρέπει από τα να κατανοήσουμε τον εαυτό μας ως τάξη με διαφορετικά και αντίθετα συμφέροντα από του Κεφαλαίου. Βλέπουμε τη μιζέρια που φέρουν οι ατομικές και οικογενειακές μας ζωές ως το καλύτερο που μπορούμε να έχουμε.

Ωστόσο, η παγκόσμια κρίση θα συνθλίψει την ψευδαίσθηση ευτυχίας μας ως πολίτες-καταναλωτές, καθώς ακόμα και τον παραμικρό ενθουσιασμό για τον καπιταλισμό. Θα υπάρξουν όλο και περισσότεροι άνεργοι και άστεγοι άνθρωποι, οι τιμές των βασικών αγαθών θα αυξηθούν και αυτοί που θα έχουν δουλειές θα μπορούν να αγοράζουν όλο και λιγότερα με τους μισθούς τους… και στο τέλος η κυρίαρχη τάξη ίσως μας οδηγήσει σε έναν πόλεμο, με σκοπό να ξεφορτωθεί τους περισσευόμενους ανθρώπους και παραγωγικές δυνάμεις και να επιτύχει την πιθανότητα ενός νέου γύρου οικονομικής ανάπτυξης μέσω της ανοικοδόμησης.

Η οικονομία βρίσκετε σε κρίση; Ας την αποτελειώσουμε! Κάτω η κοινωνική ειρήνη! Μία Ελλάδα δεν είναι αρκετή!

Αργά ή γρήγορα το κεφάλαιο θα μας αφήσει χωρίς αποθέματα. Θα υποφέρουμε και ίσως πεθάνουμε, εάν συνεχίζουμε να αποδεχόμαστε δουλικά τη μισθωτή εργασία και το χρήμα ως απαραίτητα για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Αλλά σίγουρα θα υπάρξουν προλετάριοι, που θα αρνηθούν τη λογική της ανταλλακτικής αξίας και θα εισβάλλουν στα σούπερ μάρκετ και θα απαλλοτριώσουν αυτά που χρειάζονται. Το ταξικό κίνημα στην Ελλάδα θα ξεσπάσει ξανά με ακόμα μεγαλύτερη ανατρεπτική δύναμη και αυτή τη φορά δε θα είναι μόνο του.

Και δε θα είναι μόνο οι προλετάριοι στην Κίνα, το Μπαγκλαντές, την Αίγυπτο ή τη Βολιβία που θα ξεσηκωθούν. Ακόμα και εδώ, βιτρίνες καταστημάτων θα γίνουν θρύψαλα. Θα λεηλατήσουμε καταστήματα και πολυτελείς αστικές επαύλεις. Μαζικές απεργίες εκτός κι ενάντια στα συνδικάτα, θα ανατρέψουν ολόκληρη την καπιταλιστική οικονομία. Το κράτος με την αστυνομία και το στρατό του, όπως πάντοτε, θα υπερασπιστεί την αστική τάξη και περιουσία και θα ασκήσει τον τρόμο ενάντια στους προλετάριους, που ποτέ δε θα επιλύσουν τίποτα, εάν δεν κάνουν τη δική τους επανάσταση. Στο μεταξύ, όλη η υποστήριξή μας, η συμπάθεια, οι σκέψεις μας ανήκουν στους προλετάριους στην Ελλάδα, που αγωνίζονται ή είναι φυλακισμένοι.

Επιθυμούμε να τους βοηθήσουμε εξαπλώνοντας τον αγώνα στη Δημοκρατία της Τσεχίας και σε ολόκληρο τον κόσμο. Θέλουμε να μοιραστούμε και να επεκτείνουμε τις εμπειρίες τους ώστε να επανατοποθετήσουμε έναν παγκόσμιο επαναστατικό ξεσηκωμό στον ρου της Ιστορίας…

Παγκόσμια επανάσταση ενάντια στο κεφάλαιο, τη μισθωτή εργασία και το χρήμα!
Επαναστατική προλεταριακή βία ενάντια στην κρατική βία της αστυνομίας ως την ολοκληρωτική καταστροφή όλων των κρατών!
Δικτατορία του προλεταριάτου για τη μετατροπή των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές και για την παγκόσμια αταξική κοινότητα!

Třídní válka (Ταξικός Πόλεμος)


Σημειώσεις: Η προκήρυξη της ομάδας Třídní válka μεταφράστηκε στα ελληνικά από το blog της κατάληψης ΕΣΗΕΑ, αναδημοσιεύεται εδώ με κάποιες μικρές διορθώσεις.

Categories
Translations

Vassilis Palaiokostas letter to the media

A translation of the letter sent to “Eleftherotipia” newspaper on the occasion of Polys (Polykarpos) Georgiades and Vaggelis Chrisohoides jury on 2/2 on the accusations of prividing refuge to a “criminal” and being part of his “criminal association”. Vassilis Palaiokostas is on the run, after his escape with a helicopter from Korydallos prison, on Feb. 22/2009, accused for robbing banks and kidnapping industrialists. It is worth to say, he has never harmed human life, not even cop lives to avoid an arrest. On the opposite, he and his older brother (a legendary bank robber and escapee, currently held in prison) are said to have helped many poor people and communities in mainland Greece’ mountains where they come from and are often said to find refuge at, continuing a tradition of “social robbery” that blossom around the Balkans since the decline of the Ottoman Empire.

“On the occasion of the upcoming jury on the kidnapping of the industrialist G. Mylonas, that begins on Tuesday February 2, I would like to clarify certain issues.

Through different periods of my life I have been a first line fugitive, nearly 12 years in total an escapee (I hope there’s more of that coming) and 8 years a prisoner.

All those years that I had been and even now that Iam still hunted by the official state, there wasn’t found even one snitch to deliver me to the hands of my prosecutors. Even though, during my first escape, in August 1991, there was also a large reward for that, from the -generous to snitches- Greek state. On the contrary, I met people with troth, honor in their words, and dignity. People that opened their door for me, provided cover and help, often without even minding the risk they took for themselves. People that helped me in hard times for me (as in a prison escape) endangering their own lives, people that prove that in this country there aren’t only resigned, submissive fellows, but also many (so many I am surprised) people that honor the traditions of honor and solidarity to the hunted. Pride people that despise snitching, servitude and the constable.

I publicly express my gratitude to all those remarkable persons for their valuable help and for giving me the joy of having met them.

Two of them are Vaggelis Chrisohoides and Polys Georgiades, each one of them stood by me in his own way, at the time I needed them, without expecting personal gains, but only acted upon their conscience.

Declaring my solidarity to this two young men, the state strangles everyday knowing their only “crime” was their solidarity to the hunted, I would expect to see for once the magnitude the Republic of Greece takes prides in. Because for its petiness, I consider myself more than competent to describe: It’s an Abyss.

I will say nothing more. I only adress to those that care to retain some pleas of justice and dignity. And everyone should do what his sense of honor and his conscience tells him to do.

On 4/14/09, afternoon around 20:00 while driving on the central coastal road of Alepohori, suddenly three cars blocked my way and another two stuck on the back of my own car. Among them was a black Audi A4, a Peugot Rally and an Opel Athens Taxi. Each one of them with three persons (15 in total), all in plain clothes. All of them got instantaneously out, pointing at me, the drivers with H&K MP5 sub-machine guns with double cartridge, nad the other with Glock and H&K U.S.P semi-automatic handguns. I instantly understood these armed mercenaries of the Greek state where on a prowl for blood.

This same moment on my right, through an invisible from the main road, alley, comes another car with the driver standing aghast and stopping on the crossroad with the main road. Without second though I turned the wheels right and let it rip. Slightly hitting the other car (given the alley could barely take my jeap), I got right in the alley without knowing where it gets to. From my initial speeding to getting 20-30 meters in the alley, bullets where dancing on my car’s cabin. Those guys opened fire with their machine guns and handguns aiming right at me (the only thing undamaged was my car’s tires).

From my μeasurable experience in intense conditions, I am more than certain that they shot more than 150 bullets in 15 seconds (the whole scene didn’t last any longer). Most probably, some of them also found the unwary civilian’s car, while he was inside it.

These unscrupulous, blind shooters of EL.AS [transl: the Greek police] where determined to carry out fully the order they had take from their natural and political leaders. Find and kill.

In this case, they can blame their bad luck, since luck is female and cares for the daring. [transl. see latin: “Fortuna Favet Fortubus”]

The reason I refer to this incident is to show the contemptible way the Mass Media report such cases. The car I was riding and left 100 meters from the scene, because the alley was a dead-end, was full of bullets. This fact was not reported and the car never appeared anywhere, it magically disappeared. Just like the other car (hit and possibly with bullet holes), together with its misfortunate owner, the only witness that actually took part in the scene, withous his will ofcourse, watching the whole thing from the begining to the end.

So, instead of inquiring all these important facts to show what exactly happened in that scene, the daring and ingenious reporters of the Greek Mass Media gathered inside the room I was living in, and in exclusive reporting were waving around my unwashed underpants, informing screaming of tension the weak, ignorant, speachless tv-viewer.

This fact reveals clearly the “journalist community’s” compliance to keep silent, essentialy consenting to the criminal activity of EL.AS’ desperados and their head responsibles, in full cooperation with them. “We will allow you to enter the house for an exclusive report, but you ‘ll keep your mouth shut about everything else”. Such was the filthy deal between the two sides. The media would get their money, since underpants worth more in their stockmarket of values than the life of their owner. As long as he is “notorious”. And finally, who cares about how the police acts? If the police and their leadership believe a man just because he is wanted is to be killed, why should we disagree? Whenever we [the Media] needed some information, the police’s head officer provided it -they actually brag about it-. While, the hunted man has no phone. And even if he has one, it will be turned off or without a signal.

This is the way our daring and independant journalists think.

My congratulations, the future belongs to you. May I suggest the two organizations, police and media, could even integrate in own, for functional reasons. It’s both innovative and carries many advantages. Then, it won’t be for nothing that you elected a police correspondent as president of ESIEA (journalists-editors union).

If these ingenious reporters, with the same eagerness the show on mine and not only, underpants, cared to carry a constant control, denouncing to the Greek citizens that:

* 13.000 humans are in a state of captivity (under the pretext of illegality), living a total exploitation of themselves and their families, from the official state. That after passing the symplegades [transl: mythical deadly clashing rock of the argonaut campain] of a corrupt police and an even worst justice system, end up with heavy penalties in medieval conditions, by which this rotten system strives to control and then annihilate whatever dares to make a mockery of it.

* The armed guardians of the Greek state killing in cold-blood citizens (preferably the young) in the middle of the street, in front of the citizen’s own eyes. Humiliating and torturing to death people in the police stations. Setting up wilfully indictments sending “guilty” humans in jail for years. Setting a whole network of criminal activities not controlled by anyone.

* If they really cared to exercise some control over the modern Pirates of the political system, that helped by the gimmickery of the election system and the blessings of the Mass Media take over the Parliament, turning it into the headquarters of full domination on their voters citizens. Into a nest of intertwining interests, dealing transactions, bribes. Into a “terrorist hideout” where the loots from pillaging are divided around. A loot every citizen dares to question, becoming an obstacle in their plans will feel upon him the brutal democratic violence of a blood-thirsty repressive organization. He will feel the revengefulness, the revanchism, and the deep hatred the Greek state has for all those that rejected the status of an obidient citizen that understand his personal liberty as a necessity to do what he’s told to, but remain human with free will and claim an opinion on what’s going on around them with their own actions.

* If they revealed the great responsibility of this criminal organization for the establishment of a police state in Greece, through which they exercise an unbearable psychological violence to the citizen with hundreds of road blocks with cops armed-to-the-teeth with “survivor”-style weaponry, and the same menacing, numb look they had back in the junta days. The thousands of policemen one faces wherever he turns the eye (not to count the undercover ones). The dozens of head-hunters that prowl the mountains acting on their own taste, reminding of the begining of the 20th century, though with a modern name.

* If they denounce these and innumerable other things that de facto cancel the “social state” and “justice state” notions, as their role supposes, then today’s regime, they eagerly guard and name democracy, would be incomparably more humain, qualitative, and certainly more just.

You ‘d now say I am not the most adequate person to give recommendations, even less for matters of the regime.

That’s correct. In the place democracy was born, they can do whatever with her, even burry her if they wish so. It’s a good thing to die where in the place you where born. But, they shouldn’t go hard to the kids when they throw stones to her. They see her old and rotten, it’s stones she’s gonna get.

These insticts are primitive, though inerrable.

Because the kids are more honest and upstanding than the grown-ups.

Nobody would want to grow up just to find a dead body in the closed his parents have been hiding there to eat of her pension. They desire something more than a body in formol, and be sure they ‘re gonna get it, no matter how many dreads you put in their street.

On what concerns me, it is my absolute belief and surely of thousands others conscious people, that the damage caused to the social body by one shiny tv-presenter in one and only news bulletin (preferably the 8 o’ clock one), I can’t make it, even if they give me 10 lives to spare.

What’s the damage my drop-fire gun [transl. use of an old term for light arm guns of the mountain thieves and left-wing insurgents in Greece]. I have never turned it to an other human, much less to an other human’s mind.

Now, why am I with this drop-fire the prosecuted one that risks his life by any enraged death-squad, and those with their lucrative superweapons degenerate and devitalise the spirit of a whole people, leading them to mental necrosis, become my judges and my hunters, is my question too.

On second thoughts maybe the law on weapons should change. Whoever holds a fire-drop gun should be prosecuted for a capital offence!!!

Now, since it’s the first time I intervene with a public statement, I wouldn’t want it to end in a dispiriting way. So, let me add an allegoric enigma-quiz, I find it won’t trouble you much to solve.

What is the name, of a deputy sheriff of some mountainous and remote village of Utah, USA, overjoyed to his award winning by the FBI, for heroically and always risking his life arrested and gave to justice some dangerous elements to the order of his village? Who, apart of that precious award, also fed the ambition to have his triumphous achievement turn into a big Hollywood move, with George Clooney acting as him, something that pissed off his american patrons so that they exiled him, reducing him to the ranks of minister of “Citizens Protection” of some independent Balkan state. Who, to my exclusive information keeps fantacising about and anxiously sweeping for new “troublemakers”!

To make it even easier for you, I can also add some of his favorite words: Democracy, Revolutionary Fund, Ghetto, Communicating Vessels, Destabilization, Zero Tolerance, Organized Crime, They will be arrested and prosevuted.

He is also a devoted fan of snitching and loves “rats” and his hobbies include setting prices for the heads of wanted.

Keeping in mind though, that one of his many qualities is revanchism, I come to clarify that any similarity to real person or events is totally unintended.

Every police reporter that solves the quiz, enters a lottary for an exclusive interview.

My militant regards to all those that don’t surrender the weapons the chose to fight with, for the life they dream of.

PS. Some oil guys, they do rust.”

Vassilis Palaiokostas