Εισαγωγικό σημείωμα:
Ο Alfredo Maria Bonanno, γεννημένος το 1937 στην Κατάνη της Σικελίας, είναι απ’ τους πιο πολυγράφους σύγχρονους αναρχικούς, υπεύθυνος των εκδόσεων Anarchismo, αλλά και άλλων εκδοτικών εγχειρημάτων. Το 1977 καταδικάστηκε για το βιβλίο του La Gioia Armata (Οπλισμένη Ευτυχία), σε 18 μήνες φυλάκισης. Το βιβλίο αυτό είχε κυκλοφορήσει σε μια ιστορική στιγμή που το ιταλικό επαναστατικό κίνημα περνούσε ανοιχτά στην επίθεση, ενώ ανάλογες ήταν οι συνθήκες και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Ισπανία, Αγγλία) και το ζήτημα της βίας βρισκόταν στην καθημερινή διάταξη. Η συνεισφορά του έγκειται σε έναν εορτασμό της διάχυτης ταξικής βίας που απελευθερώνει και ικανοποιεί το άτομο, αλλά ταυτόχρονα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την εμφάνιση του ένοπλου κόμματος, που περιορίζει την ταξική σύγκρουση σε μια μιλιταριστική διάσταση, επιβάλλοντας τη μεσολάβηση μιας μικρής μειοψηφίας ένοπλων στην πολυπλοκότητα δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που αγωνίζονταν με κάθε μέσο ενάντια στην τρέχουσα αναδιοργάνωση του Κεφαλαίου, που εκείνη τη στιγμή φαινόταν ασθενής. Στο πνεύμα του βιβλίου, κάθε αυθεντική απελευθερωτική και καταστροφική δράση, προέρχεται από μια λογική ικανοποίησης απ’ τον αγώνα, κι όχι ενός αυτοθυσιαζόμενου καθήκοντος σύμφωνου με τις ντιρεκτίβες μιας μικρο-γραφειοκρατίας. Το ιταλικό ανώτατο δικαστήριο διέταξε την καταστροφή των αντιτύπων του βιβλίου που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο, ενώ απέστειλε εγκύκλιο στις δημόσιες βιβλιοθήκες να ξεφορτωθούν τα αντίτυπα που πιθανώς είχαν. Αρκετοί βιβλιοθηκάριοι αντιτάθηκαν σ’ αυτήν την ναζιστικής έμπνευσης τακτική. Απαγορεύτηκε γενικά η κυκλοφορία του, ενώ κατασχέθηκαν αντίτυπα που διέθεταν στα σπίτια τους αναρχικοί αγωνιστές στα πλαίσια αστυνομικών επιχειρήσεων-εισβολών κατ’ οίκων. Λίγο αργότερα, ο συγγραφέας κατηγορήθηκε ως “υποκινητής” της Azione Rivoluzionaria, μιας ένοπλης οργάνωσης του 1976-79, που δρούσε βάσει “ομάδων συγγενείας” σε όλη την κεντρική Ιταλία, εναντίον κυρίως εφημερίδων και κομματικών γραφείων, και ανάλογων “χειραγωγικών μηχανισμών κατασκευής της συναίνεσης”. Στα 1979 η οργάνωση πρακτικά διαλύεται με την προσαγωγή 86 ατόμων και τη σύλληψη των Salvatore Cinieri και Gianfranco Faina. Ο πρώτος θα πεθάνει στη φυλακή σε συμπλοκή με ποινικούς κρατουμένους, όταν υπερασπίστηκε έναν κρατούμενο που θεωρούνταν ύποπτος για κατάδοση σχεδίου απόδρασης, ενώ ο δεύτερος θα αφεθεί ελεύθερος να πεθάνει από καρκίνο του πνεύμονος, όταν του διαγνώστηκε όγκος κατά την κράτησή του.
Με την υποχώρηση του κινήματος, το ενδιαφέρον του συγγραφέα στράφηκε στην κριτική των παραδοσιακών συνδικαλιστικών και οργανωτικών δομών, καθώς και στις νέες μητροπολιτικές εξεγέρσεις, που επανεμφανίζονται στη δύση σταθερά μετά το ’80, χωρίς την καθοδήγηση κανενός κόμματος, χωρίς φανερά αιτήματα κλπ. Κάποια απ’ τα πιο γνωστά έργα του, που κυκλοφορούν στα αγγλικά χάρη στο μεταφραστικό έργο της Jean Weir, είναι και τα The Anarchist Tension, Anarchism and the National Liberation Struggle, A Critique of Syndicalist Methods, For An Anti-authoritarian Insurrectionalist International (Μάλλον εξαντλημένη στα ελληνικά μπροσούρα Για μια Αντιεξουσιαστική Εξεγερτική Διεθνή, από τις εκδόσεις Επαναστατική Αυτοοργάνωση), Let’s Destroy Work, Let’s Destroy the Economy, Palestine Mon Amour, Locked Up, From Riot to Insurrection, κείμενα για τον Χέγκελ, τον Στίρνερ, τον συνδικαλισμό και την εργατική αυτονομία κ.α. Η γνωστή πολύχρονη δραστηριότητά του τον καθιστά και στόχο των κατασταλτικών οργανισμών, έτσι στις 2 Φλεβάρη 1989, στα πλαίσια μιας επιχείρησης των Digos (κάτι σαν ιταλικά εκάμ) μετά από ληστεία επιφανούς κοσμηματοπωλείου, με εισβολές σε καταλήψεις και σπίτια αναρχικών, θα συλληφθεί μαζί με τον Giuseppe Stasi και θα καταδικαστούν σε 68 και 54 μήνες φυλάκισης, αντίστοιχα. Ξανά την νύχτα της 19ης Ιούνη 1997, σε επιχείρηση-“σκούπα” των ιταλικών υπηρεσιών ασφαλείας εναντίον αναρχικών καταλήψεων και εκατοντάδων σπιτιών σε όλη τη χώρα, που θα ακολουθήσει την βόμβα στο Palazzo Marino του Μιλάνο, ο Bonanno συλλαμβάνεται μαζί με εκατοντάδες άλλους αναρχικούς.
Στις 2 Φλεβάρη του 2003, επίσης, θα καταδικαστεί σε 6 χρόνια φυλάκισης και 2.000 ευρώ πρόστιμο για ένοπλη ληστεία, στα πλαίσια της “Δίκης Marini”, στην οποία αναρχικοί αγωνιστές καταδικάστηκαν βάσει του ιταλικού θεωρήματος Marini, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι αναρχικοι της χώρας (καταλήψεις, ομάδες αλληλεγγύης σε φυλακισμένους, σε μετανάστες κλπ) είναι μέλη μιας “ένοπλης οργάνωσης με σκοπό την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος”. Για την οργάνωση αυτήν, επινόησαν μέχρι κι ένα (ανύπαρκτο μέχρι τότε και γελοίο) όνομα: ORAI-“Εξεγερσιακή αναρχική επαναστατική διεθνής”. Ο φήμη του Bonanno ως “θεωρητικού” και καταδικασμένου συγγραφέα του χάρισε τη θέση του “ιδεολογικού ηγέτη” αυτής της ανύπαρκτης οργάνωσης, σύμφωνα με τις κατηγορίες. Στο εφετείο, η ποινή του έπεσε στα 3,5 χρόνια. Στην 1 Οκτώβρη, ο Alfredo Bonanno συνελήφθη κοντά στα Τρίκαλα, μετά από σύλληψη του αναρχικού Χρήστου Στρατηγόπουλου μετά από ένοπλη ληστεία τράπεζας. Ο Χρήστος Στρατηγόπουλος διατηρεί επίσης αναρχικές εκδόσεις (Σίσυφος, Επαναστατική Αυτοοργάνωση), ενώ ο Alfredo βρισκόταν ως προσκεκλημένος του στην Ελλάδα, για μια σειρά ομιλιών με αφορμή το βιβλίο του “Κυριαρχία και εξέγερση στην μεταβιομηχανική κοινωνία” που είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις του “Ελευθεριακου Ινστιτούτου Κοινωνικών Μελετών Ιωαννίνων” το οποίο λειτουργούσε ο Χρήστος Στρατηγόπουλος, ο οποίος από την σύλληψή του ήδη, ανέλαβε την πλήρη ευθύνη για την ληστεία της τράπεζας, αναφέροντας ότι κατέφυγε στην ενέργεια αυτή για προσωπικούς βιοποριστικούς λόγους, για την αποπληρωμή επαχθών τραπεζικών δανείων. Ο Χρήστος Στρατηγόπουλος, είχε συλληφθεί στα 1994 με τους αναρχικούς Antonio Budini, Jean Weir, Carlo Tesseri, και Βαγγελιώ Τζιούτζια κοντά στο Rovereto της Β. Ιταλίας, για ληστεία της τοπικής Αγροτικής Τράπεζας, και είχαν καταδικαστέι σε ποινές φυλάκισης, στα πλαίσια του θεωρήματος Marini, στο οποίο χρησιμοποιήθηκε μια νεαρή κοπέλα προκειμένου να “αναγνωρίσει” τους τέσσερεις αγωνιστές. Σε επόμενη φάση του θεωρήματος “διερευσε” φωτογραφία του Alfredo Bonanno (προ εικοσαετίας) σε σκίτσο των αρχών, στην κορυφή μιας πυραμίδας με γραμμές να τον συνδέεουν με τους συλληφθέντες και άλλους αγωνιστές.
Είμαστε μάρτυρες μιας επανάληψης τέτοιων μεθοδεύσεων και στην Ελλάδα, με τα δημοσιεύματα που “διαρρέουν” ανά λίγες μέρες σχετικά με πιθανή συμμετοχή του Alfredo Bonanno και σε άλλη ληστεία στο Αργοστόλι, καθώς στήνεται ένα κλίμα φυσικής εξόντωσης του “παππού” Alfredo, που παρά τα 73 του χρόνια και τη βεβαρυμένη υγεία του, δεν εγκαταλείπει τα “όπλα” του. Ορισμένα απ’ αυτά τα όπλα κρίνουμε θεμιτό να ρίξουμε στην μάχη που μαίνεται στην χώρα μας, καθώς το Κεφάλαιο αναδιαρθρώνεται, επιχειρώντας μια πρωτοφανή υποτίμηση της εργασίας και κατεπέκτασι των βιοτικών συνθηκών, μέσα σ’ ένα κλίμα εθνικής συναίνεσης των ιδεολογικών, συνδικαλιστικών και πολιτικών παραγόντων του, εκθέτοντάς τους έτσι σε κρίση. Ο διευθυντής τράπεζας-πασόκος-πρόεδρος της γσεε-και πρόσφατα προπυλακισμένος από απεργούς στην πορεία της 5/3, κάτι παραπάνω θα ξέρει επ’ αυτού. Να πάρουμε πίσω τους αιχμαλώτους μας, το απελευθερώσουμε το μέλλον, να αντιστρέψουμε την κρίση. Ακολουθούν κείμενα του Alfredo M. Bonanno. Σημείωση: Τα κείμενα αυτά (παρουσιάζουμε εδώ λόγω περιορισμένης άνεσης μερικά σύντομα κείμενα και σημειώσεις κι όχι τα κύρια έργα του συγγραφέα) γράφτηκαν δεκαετίες πριν, κι ανήκουν σε μια εποχή (της καπιταλιστικής αθωότητας-της υποθηκευμένης ευμάρειας και της επαναστατικής υποχώρησης) που για την Ελλάδα πέρασε ανεπιστρεπτί τον Δεκέμβρη του 2008. Με την έννοια αυτή, όπως σημειώνει κι ο συγγραφέας σε μια επανέκδοση του La Gioia Armata, πολλά απ’ τα ερωτήματα της εποχής έχουν απαντηθεί απ’ την ίδια την Ιστορία. Ωστόσο, η σκέψη παραμένει άξια ιδιαίτερης αναφοράς.
Δείτε επίσης:
Εργατικά συμβούλια και προλεταριακή αυτονομία, ένα εξαιρετικό κείμενο του Alfredo και άλλων συντρόφων
Ιταλία 1977 και μια κριτική του ενόπλου – Alfredo Bonanno κ.α.
Ασθένεια και Κεφάλαιο, του Alfredo M. Bonanno
Η αναρχική δυναμική, του ιδίου
Για μια κριτική του ενόπλου, πρόλογος
Οι νέοι σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία, του ιδίου
Ένα χρονολόγιο της δίωξης Marini
Μια χοντροκομμένη μεθόδευση εναντίον ιταλών αναρχικών
Για τους συλληφθέντες A.M.B. και Χ.Ζ από το blog απο-δραση
Aπό την εκπομπή Κραυγές Απ’ τα Κελιά του ράδιο 98fm
Ας καταστρέψουμε την εργασία…, του Alfredo M. Bonanno (Εκδόσεις Σίσυφος)
Pantagruel-Provocazione: Αγγλικές μεταφράσεις έργων του Alfredo M. Bonanno
After Trikala: Blog διεθνούς ενημέρωσης για τους συλληφθέντες συντρόφους
Μετά τα Τρίκαλα…
Ανεργία: Πως και δεν εκρήγνυνται τα πάντα;
Ένα ερώτημα που θέτουμε συχνά στους εαυτούς μας. Η επαναφομοίωση της ανεργίας από τον τριτογενή τομέα δεν είναι αρκετά ικανοποιητική εξήγηση. Ούτε η ανάπτυξη της παραγωγικότητας, ο έλεγχος του πληθωρισμού ή η ανάπτυξη της εργασιακής ελαστικότητας και της επισφαλούς (μαύρης) εργασίας. Ιδωμένες ξεχωριστά, αυτές οι απαντήσεις ενδεχομένως είναι όλες σωστές, αλλά καμία τους δεν μπορεί να εξηγήσει το θέμα από μόνη της, αλλά ούτε και όλες τους μαζί. Οι αρχές των 80es ήταν αναμφίβολα μια εποχή υλικών δυσκολιών για ολόκληρο το οικονομικό σύστημα. Ο βιομηχανικός τομέας είχε υπερφορτωθεί, ο πληθωρισμός κάλπαζε, φόβοι κοινωνικών συνεπειών από την μείωση του εργασιακού κόστους βραχυπρόθεσμα ήταν φανεροί, και τα συνδικάτα επέμεναν στην υπεράσπιση της εργασίας και της πραγματικής αξίας της εργασίας. Την ίδια εποχή έγινε έκδηλο κάτι που ήταν ήδη σαφές για μας από το τέλος του 1977: Το πέρασμα από μια κατάσταση υλικών δυσκολιών σε ένα ξύπνημα της εργατικής συνείδησης ως τάξης, δεν είχε λάβει χώρα. Ήταν μια κρίση; Είναι αδύνατον να δώσουμε απάντηση, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, πολύ απλά επειδή δεν ξέρουμε πώς ακριβώς είναι μια κρίση. Οι εργάτες θα έπρεπε να είχαν πάει παραπέρα από έναν απλό οικονομικό αγώνα -τουλάχιστον σύμφωνα με μια μαρξιστική ανάλυση- και να περάσουν στον κοινωνικό. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε αρχικά να είχε γίνει μέσω του κόμματος και σε δεύτερη φάση μέσω των συνδικάτων. Με άλλα λόγια, ένα επαναστατικό υποκείμενο θα ‘πρεπε να προκύψει από την κρίση. Στην πραγματικότητα, τίποτε τέτοιο δεν συνέβη. Όχι μόνο δεν υπήρχε πια θέληση να αγωνιστεί κανείς για τη διαμόρφωση των οικονομικών πλαισίων, αλλά πιο σημαντικό, δεν υπήρξε κανένα πραγματικό εμπόδιο στην ανάπτυξη και την αναδιοργάνωση της καπιταλιστικής εξυγείανσης.
Δεν προέκυψε τελικά μια εγκατάλειψη της παραίσθησης ενός δίκαιου ξεπουλήματος της εργατικής δύναμης, που περίμενε ο Μαρξ. Κάτι τέτοιο απλά έδωσε στα αφεντικά λίγο χρόνο, ακριβώς τη στιγμή που η κατάσταση σοβάρευε. Για την ακρίβεια, κάτι τέτοιο δεν συνέβη επίσης χάρη στην παρέμβαση της τεχνολογίας πληροφοριών. Σήμερα οι συνθήκες της αγοράς εργασίας θα μπορούσαν να συνοψιστούν στην αυξημένη ικανότητα του κεφαλαίου να αφομοιώνει και να διαχειρίζεται τον στρατό των ανέργων. Οι ικανότητές του σ’ αυτό το πεδίο είναι ενδεικτικές, κι έχουν να κάνουν κυρίως με πρωτοβουλίες μιας “εναλλακτικής” τάσης που κάποτε αποτελούνταν από λιγοστούς γραφικούς ονειροπόλους. Η “ευφυία” του Κεφαλαίου είναι επληκτική: Ο Μάρξ θα έλεγε μάλλον συναρπαστική. Εγκολπώνει ολόκληρους αγώνες, τους χρησιμοποιεί ενάντια σ’ αυτούς που τους διεξάγουν, κι ενάντια στο κυρίως σώμα της εργατικής τάξης. Ξεχωρίζει τους πιο απομονωμένους αγωνιστές, τους μεταμορφώνει σε “εγκληματίες” και τους χρησιμοποιεί ως φόβητρο για να μαζέψει όλους τους υπόλοιπους ξανά πίσω στο κοπάδι.
Έπειτα, το νέο concept της ποιότητας, θα αναλάβει το ρετουσάρισμα. Η πολιτική σταθεροποιείται, καθώς συμπεριφορές που θεωρούνταν ανήθικες επαναρρυθμίζονται ώστε να συμβιώνουν πλέον με την τρέχουσα φόρμα, κάνοντας τα στραβά μάτια σε κάποιες απ’ τις πιο ακραίες εκδοχές τους. Δεν είναι δυνατόν να μιλά κανείς για μια “αποτυχία” του κόμματος ή του συνδικάτου ως λειτουργία. Κατά την άποψή μου, είναι μέρος μιας ιστορικής διαδρομής που φτάνει στις φυσικές συνέπειές της. Το τέλος μιας εποχής. Το τέλος μιας μεγάλης ψευδαίσθησης. Η λειτουργία του Κεφαλαίου είναι χαοτική. Διαπερνά το σχολείο, την οικογένεια, την εκκλησία κι οτιδήποτε άλλο. Δεν υπάρχει χώρος που να μην καταλαμβάνει, καθώς εξορίσει κάθε αντίσταση με όρους πάλης. Ο καταπιεστικός μηχανισμός του, καλωσορίζει αποτρόπαιες πρακτικές όπως η ρουφιανιά, η “μεταμέλεια” μετά κατάδοσης, για να εξωθήσει στα όρια ορισμένες συνέπειες των αντιφάσεών του, που, οσοδήποτε περιθωριακές, μπορούν και πάλι να δημιουργήσουν μια σχετική ανισορροπία.
Αντίθετα, προκειμένου να τσακίσει την αντίσταση των πιο ριζοσπαστικών και λιγότερο θεσμοθετημένων, εξαναγκάζοντάς τους στη σιωπή, επιστρατεύει ωμή και σκέτη καταστολή, ειδικές φυλακές και σφαίρες στο ψαχνό. Έχει δείξει ξεκάθαρα και για πάντα, ότι είναι ένα ψέμμα το ότι η εξέγερση είναι πιο δύσκολη σε στιγμές υλικής δυσκολίας για ολόκληρο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. Κι αυτό ήταν ένας απ’ τους πολιορκητικούς κριούς του μαρξισμού.
Το γεγονός ότι το Κράτος και το Κεφάλαιο όμως είναι πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι θα σκεφτόταν κανείς και πολύ πιο αλληλένδετα απ’ ότι ακόμη κι ο Μαρξ θα μπορούσε να περιγράψει στην εποχή του, παραμένει. Δεν πρέπει να υποτιμούμε τον ρόλο του Κράτους στην επαναφομοίωση. Από μόνος του, ένα οικονομικό σύστημα θα προσπαθούσε να κατατμήσει και να υποτιμήσει τα εργοστάσια. Όμως το Κράτος ως συνεργός της οικονομίας, έκανε πράξη ένα απίθανο πρόγραμμα ανασυγκρότησης των εργοστασίων. Σήμερα, είμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση που θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε πρακτικά ως συνεταιριστική. Δεν υπάρχει πραγματική πολιτική αντιπολίτευση, εκτός ως θέαμα, ούτως ώστε η κυβέρνηση να μπορεί να παίρνει σκληρές αποφάσεις για το καλό της οικονομίας. Αυτή είναι και η δικλείδα ασφαλείας που κρατά το σύστημα απ’ το να εκραγεί, αυτό είναι και το γιατί ανεχόμαστε ένα τέτοιο ποσοστό ανεργίας παραιτημένοι, θεωρώντας φυσιολογικό ένα ακόμη τεράστιο ποσοστό προσωρινά ή επισφαλώς εργαζομένων. Η αποσύνθεση της τάξης κάνει εφικτή την ενσωμάτωση των ατόμων, τον μετασχηματισμό των προσωπικών σχέσεων, έναν βίαιο μετασχηματισμό της ζωής για τον καθένα. Δεν υπάρχει πια ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς για τους αγώνες. Η κατάρρευση των παλιών μύθων οδηγεί σε μια αποδοχή της ζωής ως συνεχή κατάρρευση. Κι ενάντια σε μια κατάσταση που έχουμε όλοι συνηθίσει να θεωρούμε φυσιολογική, δεν εξεγείρεται κανείς.
[Από το: La disoccupazione in Italia. Perché non salta tutto, in “Anarchismo”, no. 63, 1989. Αγγλική μετάφραση της Jean Weir, στο “Let’s destroy work, let’s destroy economy”, Elephant Editions, London.]
***
Προς μια συμβίωση με την κρίση
Η ανάγκη να συμβαδίζουν με τα πλάνα παραγωγικότητας που βασιζόταν σε μια προηγούμενη οικονομική οργάνωση και τους ανάλογους οικονομικούς νόμους έκανε την κατάσταση για τις καπιταλιστικές εταιρίες (που αποτελούν το βασικό στοιχείο αυτού που συνήθως αποκαλούμε “κεφάλαιο”) ιδιαίτερα επίφοβη. Έτσι, η παραμικρή απόκλιση από τα πλάνα θεωρείτο ύποπτη και αποτέλεσμα απρόσμενων καταστάσεων, και ως αποτέλεσμα η επίμονη, διαχρονική φύση των συμβάντων που οι ειδικοί ισχυρίζονταν πως αποτελούν εξαιρέσεις στον κανόνα, τους διέφευγε. Μεταβολές στα επίπεδα της ζήτησης, ο ενδο-ολιγοπωλιακός ανταγωνισμός, η πολυεθνικοποίηση των αγορών, η ταλάντωση των επιπέδων των τιμών, του κόστους, των ρυθμίσεων, της περιβαλλοντικής ρύθμισης: όλα αυτά έπαψαν να θεωρούνται “στοιχεία αποσταθεροποίησης” που αντιβαίνουν στις βεβαιότητες της μόνης θεωρίας που εξουσιοδοτείται να ερμηνεύει την πραγματικότητα.
Έτσι το κεφάλαιο βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με ορισμένες εκπλήξεις σ’ έναν στρατηγικό τομέα. Αντιμετώπισε συνεχείς μεταβολές στα πλάνα του, κάνοντάς το ολοένα και πιο δύσκολο να προσαρμόζει εκ νέου τον εαυτό του στην διαμορφούμενη οικονομική πραγματικότητα. Άρχισε έτσι να εξαπλώνεται μια υποψία ότι ενδεχομένως να υπήρχε μια πιθανότητα οικονομικής συμπεριφοράς αυτού του όλου αποσταθεροποιητικού “παραλογισμού”. Ο κρατικός παρεμβατισμός, ειδικά στα τέλη των 70es υποδείχθηκε ως ένα εργαλείο που θα μπορούσε να συνεισφέρει σε μια αποκατάσταση των ισορροπιών, αλλά από μόνο του δεν ήταν επαρκές. Ο κρατικός παρεμβατισμός, στόψευε σ’ έναν περιορισμό των αρνητικών όψεων του “καπιταλιστικού ανταγωνισμού”, που είχε καταλήξει να απαιτεί γενναία ποσότητα κοινωνικού ελέγχου. Βασικά, το κράτος είναι μια οικονομική επιχείρησει που εξειδικεύεται στον περιορισμό της συνολικής οικονομικής (και κοινωνικής) πραγματικότητας στην παραγωγή ενός και μόνου προϊόντος: της κοινωνικής ειρήνης.
Το κεφάλαιο, βλέποντας τον εαυτό του μέσα από την αντανάκλασή του στον παραμορφωτικό καθρέπτη των ΑνατολικοΕυρωπαικών κρατών, γνωρίζει πολύ καλά πως ο κρατικο-καπιταλιστικός δρόμος προς την αναδιοργάνωση είναι απλά ένα μη-χειρότερο κακό. Εγγυείται τον έλεγχο της εξουσίας, αλλά διαστρεβλώνει τις ταξικές όψεις του καπιταλισμού σε τέτοιο βαθμό, που τις υποτάσσει στους περιορισμούς της απόλυτης ανάγκης της εξουσίας να ασκεί έλεγχο.
Βασικά τότε, αν το σκεφτεί κανείς, ολόκληρη η φάση του πλασαρίσματος του “Κράτους” ως ένα φορέα εξυγείανσης, ο οποίος με καθαρά οιικονομικούς όρους είχε χρεωκοπήσει μέχρι το τέλος των 80es, στόχευε κυρίως στο να υποστηριχθεί (τουλάχιστον όσον αφορά τις τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες) από τα μεγαλύτερα ως τότε τεχνολογικά επιτεύγματα της ιστορίας: τα ηλεκτρονικά. Αυτό έγινε το αναπόσπαστο υλικό της συμβίωσης με το τέρας. Η λύση που πρότεινε έγκειται στην επίτευξη της μέγιστης ελαστικότητας στον ελάχιστο χρόνο.
Επαναστάτες
Αν το “τέλος” της κρίσης σημαίνει ότι ο καπιταλισμός επιβιώνει με το να προσαρμόζεται σε μια οικονομική πραγματικότητα που προηγουμένως φαινόταν χαοτική, δεν μπορούμε να μιλάμε για ντετερμινισμό, προβλεψιμότητα και οικονομικούς “νόμους”. Δεν μπορούμε να μιλάμε καν για “κρίσεις”, εννοώντας καταστάσεις που συμβαίνουν προς όφελός μας. Δεν είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε τον ταξικό πόλεμο ως κάτι με εναλλασόμενες φάσεις. Ασφαλώς, η σύγκρουση δεν είναι “διαρκής” στο πέρασμα του χρόνου, δηλαδή μέσα της υπάρχουν στιγμές μεγαλύτερης και μικρότερης έντασης, αλλά μάλλον είναι ένα θέμα ποιοτικών και ποσοτικών αλλαγών που δεν μπορούν να ανιχνευτούν ντετερμινιστικά ως προς απλούς οικονομικούς παράγοντες. Ένα τεράστιο κουβάρι κοινωνικών σχέσεων βρίσκεται στη βάση του ταξικού πολέμου. Καμμιά ανάλυση δεν μπορεί να μας δώσει την μέθοδο για να υπολογίζουμε την έκταση ή την πιθανότητα των συμπεριφορών. Ο χρόνος είναι πάντοτε γόνιμος για επίθεση, ακόμα κι αν οι συνθήκες μπορεί να διαφέρουν δραστικά.
Υπ’ αυτήν την έννοια, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας το ζήτημα της επαναστατικής οργάνωσης που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της ταξικής σύγκρουσης όπως έχει σήμερα. Οι οργανωτικές δομές του παρελθόντος -από τα κόμματα μέχρι τις ομοσπονδίες, κι απ’ τα συνδικάτα μέχρι τα εργατικά συμβούλια- λιγότερο ή περισσότερο ανταποκρίνονταν στην ιδέα μιας οικονομικής πραγματικότητας που αντιστοιχούσε στην καπιταλιστική επιχείρηση ως κέντρο, συμπύκνωση της εξουσίας και της εκμετάλλευσης. Έτσι, φαινόταν πως μια εξίσου μονολιθική δομή (συνδικάτο, κόμμα, ομοσπονδία) ήταν ο πλέον λογικός τρόπος αντίθεσης. Ακόμα και στο παρελθόν όμως, με τους “αιώνιους” κι ακλόνητους οικονομικούς νόμους, η πραγματικότητα της παραγωγής ήταν χαοτική, και κάθε διαφορετική προσέγγισή της επέφερε συστηματική τιμωρία. Ίσως οι ιδέες των “οικονομικών κύκλων” και των “κρίσεων” να μπορούν να εξηγηθούν κάτω απ’ αυτό το φως.
Έτσι, έχουμε έναν μετασχηματισμό στην πραγματικότητα της παραγωγής, αλλά πάνω απ’ όλα έναν διαφορετικό τρόπο να αντικρύζουμε αυτήν την πραγματικότητα. Είναι λοιπόν ξανά ώρα να αναπτύξουμε έναν διαφορετικό τρόπο να επεξεργαζόμαστε την πραγματικότητα από επαναστατική σκοπιά. Λέω ξανά, επειδή, ειδικά για τους αναρχικούς, μια ριζοσπαστική κριτική δεν έλειψε ολότελα ποτέ, ιδιαίτερα όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τις μονολιθικές και ποσοτικές ιδέες του αναρχοσυνδικαλισμού και της ημι-κομματικής πολιτικής των μεγάλων αναρχικών φεντερασιόν.
Μια διαφορετική οργανωτική δομή πρέπει σε μεγάλο μέρος της να δημιουργηθεί και να πραγματωθεί στο εδώ και τώρα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα γίνει κι εκ του μηδενός. Κάθε προσπάθεια να ξεπεράσουμε τα κουφάρια των περασμένων οργανωτικών διαδικασιών θα πρέπει να περιέχει ένα ξεκαθάρισμα του πώς ήρθαν αντιμέτωπα με την όψη μιας οικονομικής (και κοινωνικής) πραγματικότητας που γίνετια πιο εύκολα αντιληπτή με όρους μη-προβλεψιμότητας, κι όχι συμπαγείς οικονομικούς νόμους. Κάθε φορά που μια ντετερμινιστική ερμηνεία επανεμφανίζεται, κάθε φορά που μια επαναστατική οργανωτική πρόταση εκκινά δεμένη στα είδωλα του παρελθόντος (κόμματα, φεντερασιόν, οργανώσεις, συνδικάτα κλπ), αντιλαμβανόμαστε πως η κοινή αντίληψη περί οικονομικής πραγματικότητας είναι συνδεδεμένη με μια κοινή αντίληψη περί οικονομικής πραγματικότητας που λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη αυστηρών οικονομικών νομοτελειών. Αν αυτοί οι νόμοι λαμβάνονται ως δεδομένοι, ή κρύβονται δειλά πίσω από τις διακηρύξεις, η πίστη στους οικονομικούς κύκλους των “κρίσεων” έρχεται στο προσκήνιο. Κι αυτή η πίστη, όπως και κάθε άλλη, καταλήγει πολύ βολική σε καιρούς δυσκολιών.
Υποβάλλοντας το οικονομικό μοντέλο του παρελθόντος σε μια ριζοσπαστική κριτική, μπορούμε να οξύνουμε την κριτική μας στις παρούσες πεποιθήσεις σχετικά με τις οργανωτικές δομές του επαναστατικού κινήματος γενικά, και τις αναρχικές ειδικότερα. Δύσκολα όμως, καθώς οι επαναστάτες συχνά τείνουν να είναι πιο συντηρητικοί απ’ τους συντηρητικούς.
[από το La “fine” della crisi, in “Anarchismo”, no. 57, 1987. Αγγλική μετάφραση: Jean Weir στο “Let’s destroy work, let’s destroy economy”, Elephant Editions, London.]
***
Τέλος του ρεφορμισμού, Τέλος του κόμματος.
Το κόμμα είναι βασισμένο στην υπόθεση του ρεφορμισμού. Απαιτεί μια κοινή γλώσσα κι απ’ τις δυο μεριές, αν όχι και μια κοινότητα ενδιαφέροντος. Αυτή είναι η υπόθεση για τα κόμματα, όπως και για τα συνδικάτα. Κοινή γλώσσα, δηλαδή μια φαντασιακή ταξική αντιπαράθεση η οποία χαρακτηρίζεται από την μια μεριά, από μια διεκδίκηση να βελτιώσει τη θέση της, κι από μια αντίσταση να της το παραχωρήσει απ’ την άλλη. Για να ζητάς κάτι όμως προϋποθέτει ότι έχει και μια κοινή γλώσσα μ’ αυτόν που του το ζητάς. Πλέον παγκόσμια, η ένταση της καταστολής στοχεύει στη ρήξη αυτής της κοινότητας. Όχι τόσο με τους τοίχους των ειδικών φυλακών, τα γκέττο, τις πόλεις-δορυφόρους, τα βιομηχανικά κάτεργα, αλλά αντιθέτως, με την αποκέντρωση της παραγωγής, τη βελτίωση των υπηρεσιών, την εφαρμογή οικολογικών αρχών στην παραγωγή, όλα με τον πιο απόλυτο διαχωρισμό απ’ αυτά των αποκλεισμένων. Κι αυτός ο διαχωρισμός θα επιτυγχάνεται με την προοδευτική αποστέρηση της γλώσσας που είχαν κοινή με την υπόλοιπη κοινωνία. Κι έπειτα δε θα μείνει τίποτα να ζητά κανείς.
[Από το: From Riot to Insurrection, αγγλική μετάφραση της Jean Weir]
***
Σκέψεις για την παρανομία
το γενικό πλαίσιο της παρανομίας
Ακόμα και απλή διάδοση πληροφοριών που διαστρεβλώνονται ή κρατούνται κρυφές από τα μίντια μπορεί να θεωρηθεί “παράνομη”. Χωρίς να αντιβαίνει σε κάποιον συγκεκριμένο νόμο (εκτός από περιπτώσεις όπου οι πληροφορίες αυτές θεωρούνται “κρατικό μυστικό”), ενδέχεται να αντιτίθενται στην κρατική διαχείριση του κοινωνικού ελέγχου, ή στην επιβολή του νόμου. Έτσι, ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων τραβάει την προσοχή των κατασταλτικών οργάνων του κράτους στον ίδιο βαθμό (αν όχι περισσότερο) από μια συμπεριφορά που εκ των πραγμάτων αντιβαίνει σε κάποιον συγκεκριμένο νόμο. Σε ορισμένες στιγμές, η κυκλοφορία της πληροφορίας μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για τους σχεδιασμούς του κρατικού ελέγχου, τουλάχιστον (αν όχι παραπάνω) στον ίδιο βαθμό με την πραγματική δράση που θεωρείται από τις αρχές ως παρανομία. Απ’ αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η λεπτή γραμμή μεταξύ “τυπική” και “πραγματικής” παρανομίας είναι ιδιαίτερα ευέλικτη, σύμφωνα με τους κατασταλτικούς σχεδιασμούς της εξουσίας. Έτσι, το κράτος και το κεφάλαιο, τόσο εθνικά όσο και διεθνώς, καθορίζουν το επίπεδο της παρανομίας -ή, αν προτιμάτε, το επίπεδο της “νομιμότητας”- το οποίο δεν καθορίζεται τόσο από συγκεκριμένα νομικά πλαίσια (οι νόμοι ενεργοποιούνται άλλωστε σε ορισμένες περιπτώσεις), αλλά από μια καθημερινή πρακτική ελέγχου και πειθάρχησης που μόνο σε ορισμένες στιγμές πραγματοποιείται ανοιχτά ως καταστολη.
Η σχέση πολιτικής-παρανομίας
Βασικά, κάθε κριτική της πολιτικής συμπεριλαμβάνεται στα όρια της νομιμότητας. Στην πραγματικότητα, ενισχύει τον θεσμικό ιστό επιτρέποντάς του να ξεπεράσει τα αδύναμα σημεία και τις οπισθοδρομήσεις του που διαμορφώνονται από τις αντιφάσεις του κεφαλαίου και ορισμένες εκτενώς βάρβαρες όψεις του Κράτους. Καμία “πολιτική” κριτική δεν μπορεί να φτάσει σε μια σαφή άρνηση του Κράτους και του Κεφαλαίου. Για να κάνει κάτι τέτοιο -όπως για παράδειγμα η αναρχική κριτική- θα έπρεπε να θέσει ζήτημα κοινωνικής κριτικής, θα έπαυε να θεωρείται δημιουργική συνεισφορά στον θεσμικό ιστό και κατά συνέπεια θα γινόταν -εκ των πραγμάτων- παράνομη. Οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες μπορούν να φτάσουν σε μια τέτοια ισορροπία μεταξύ των πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να δεχτούν μια κοινωνική κριτική, ακόμα και μια ριζοσπαστική, αναρχική, αφομοιώνοντάς την. Όμως αυτό δεν αλλάζει την κατ’ ουσίαν “παράνομη” θέση αυτής μιας τέτοιας κριτικής. Απ’ την άλλη, ακόμα και συμπεριφορές που είναι εμφανώς εκτός του νόμου, μπορούν να ιδωθούν κάτω από ένα διαφορετικό φως ανάλογα με τις πολιτικές συνθήκες. Για παράδειγμα, ο ένοπλος αγώνας ενός μαχητικού κόμματος, είναι μια αναμφίβολα παράνομη συμπεριφορά, όμως σε ορισμένες στιγμές μπορεί να αποτελεί δημιουργικό στοιχείο στον σχεδιασμό επαναφομοίωσης κι αναδιοργάνωσης του Κράτους και του κεφαλαίου. Σε τέτοιες στιγμές, μια τελική συμφωνία μεταξύ μαχητικού κόμματος και Κράτους δεν είναι απίθανη (καθώς το τελευταίο εμφανίζεται ως εγγυητής κάθε προνομίου στον καπιταλισμό).
Κάτι τέτοιο δεν είναι τόσο αφηρημένο όσο μοιάζει, μιας και το μαχητικό κόμμα τοποθετεί εαυτόν στη λογική της αποσταθεροποίησης της κυρίαρχης εξουσίας, προκειμένου να κατασκευάσει μια δομή εξουσίας διαφορετική στην μορφή αλλά ολόιδια κατ’ ουσίαν. Σ’ ένα τέτοιου είδους εγχείρημα, μόλις γίνεται αντιληπτό ότι η στρατιωτικού τύπου αντιπαράθεση δεν μπορεί να συνεχιστεί επειδή δεν υπάρχει μεσοπρόθεσμα αποτέλεσμα, έρχεται κάποιου είδους συμφωνία. Η αμνηστία που σηζητούσε το ιταλικό κίνημα των 70es, είναι μια πιθανή τέτοια συμφωνία. Άλλες μορφές μπορούν εύκολα να βρεθούνε υπό το δημιουργικό φως της σοσιαλδημοκρατίας: Μια συμβίωση με αυτούς που μέχρι χθες ήταν πεπεισμένοι ότι μπορούσαν να καταλάβουν την παλιά δομή εξουσίας και να την θέσουν υπό τη διαχείρισή τους. Όπως μπορούμε να δούμε, ενώ μια απλή αναρχική και ριζοσπαστική κριτική είναι εξ’ ορισμού “παράνομη”, ακόμα και ο ένοπλος αγώνας των μαχητικών κομμάτων μπορεί -κατά περιπτώσεις- να συμπεριληφθεί στα πλαίσια της “νομιμότητας”. Κάτι τέτοιο αποδεικνύει ξανά τα “ρευστά” πλαίσια της νομιμότητας και της πρόθεσης του Κράτους να τα προσαρμόζει στην επιβολή του ελέγχου του.
Η επιβολή του ελέγχου
Τα όργανα καταστολής μόνο σ’ έναν ελάχιστο βαθμό είναι άμεσα συνδεδεμένα με το καθ’ εαυτό κατασταλτικό έργο. Τα περισσότερα απ’ αυτά λειτουργούν ως αποτρεπτικά όργανα ελέγχου. Αυτό, κατά συνέπεια, επιδρά σε κάθε πιθανή μορφή παρανομίας -μέσω μιας σειράς μέτρων- καθώς και σε κάθε μορφή διαφορετικής, από την κυρίαρχη, συμπεριφοράς. Η παρανομία συμπεριλαμβάνεται ως πιθανότητα στην νομιμότητα σήμερα, επιτρέποντας την μακροπρόθεσμο μάτι του νομοθέτη να υπολογίσει το πιθανό αποτέλεσμα. Το ίδιο ισχύει και για τις διαφορετικές “αποκλίνουσες” συμπεριφορές (η απόκλιση ορίζεται από την κυρίαρχη που επιβάλλουν οι παραγωγοί της συναίνεσης), σήμερα ίσως ένα πεδίο μελετών ή θαυμασμού, στο μέλλον όμως “σημείο μηδέν” κοινωνικών ανατροπών. (Σ.τ.μ: προφητικός ο “Παππούς”, καθώς το κείμενο έχει γραφτεί αρκετά χρόνια πριν τις κοινωνικές εκρήξεις σε Γαλλία και Ελλάδα). Τώρα, η επιβολή του ελέγχου βασίζεται στη συσσώρευση δεδομένων: συμπεριφορές, αποκλίσεις, προτιμήσεις, ιδεολογίες, δράσεις κλπ. Συσσώρευση όσο το δυνατόν μεγαλύτερη, και όσο πιο κατεργασμένων και συσχετισμένων πληροφοριών που βρίσκεται στη βάση κάθε μακροχρόνιου σχεδιασμού ελέγχου. Χωρίς αυτά τα στοιχεία, κάθε έλεγχος θα ήταν πρακτικά αδύνατος, α-συνεχής και άσχετος από τις γενικότερες συνθήκες.
Ο χώρος της μυστικότητας
Αντίθετα στην άποψη αρκετών -δεν έχει σημασία ποιών- θεωρώ την μυστικότητα ένα από τα πιο ουσιαστικά στοιχεία της επαναστατικής δράσης. Εδώ όμως είναι απαραίτητο να εμβαθύνουμε. Για αρχή, υπάρχει η ιδέα ότι όταν μιλάμε για μυστικότητα, σκέφτεται κανείς μόνο την παράνομη δράση. Η μυστικότητα είναι επίσης αδιαχώριστη από την δραστηριότητα της αντιπληροφόρησης, της πρακτικής που στρέφεται σ’ έναν αδιαμεσολάβητο αγώνα. Στην πραγματικότητα, ένας αδιαμεσολάβητος αγώνας, για παράδειγμα μια κατάληψη εργοστασίου, δεν είναι ο “πραγματικός” στόχος των αναρχικών, κάτι τέτοιο έρχεται στη συνέχεια ως συνέπεια που μπορεί να αναπτυχθεί. Αυτές οι συνέπειες δεν μπορούν να προβλεφτούν στη διάρκεια του έργου της αντιπληροφόρησης, και με την στενή έννοια, δεν είναι μέρος της αδιαμεσολάβητης δράσης, αλλά ανήκουν σε μια συνακόλουθη φάση που μπορεί μόνο με δυσκολία να επιτευχθεί από τους συμμετέχοντες στον αγώνα, προκειμένου να ικανοποιήσουν μια επιτακτική, άμεση ανάγκη. Κατά δεύτερον, ακόμα κι αν πάρουμε ως δεδομένο ότι οι κατασταλτικές δυνάμεις αργά ή γρήγορα θα μάθουν κάθε όψη του αγώνα μας -από τη φάση της αντιπληροφόρησης μέχρι τις συνακόλουθες αυτής- αυτό δεν είναι λόγος για να μην υιοθετήσουμε μια μέθοδο που να δίνει όσο το δυνατόν λιγότερες πληροφορίες στον εχθρό. Το να δουλεύουμε στο φως της ημέρας δε σημαίνει κι ότι χρειάζεται να τροφοδοτούμε με πληροφορίες για τα πάντα την αστυνομία. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα, μια κατάσταση όπου πολλές δράσεις πρέπει να λάβουν χώρα ταυτόχρονα, σε διαφορετικά μέρη. Με την κατάλληλη φροντίδα των μέσων πληροφόρησης (φυλλαδίων, αφισσών, προκηρύξεων κλπ) μπορεί να γίνει πολύ πιο δύσκολο για την αστυνομία να χαρτογραφήσει τη σχέση μεταξύ των δράσεων αυτών. Είναι ένα θέμα απλής αυτοπροστασίας προκειμένου να επιβραδύνουμε κάθε κατασταλτικό μέτρο.
Το να εκπαιδεύεται κανείς στη φρόνηση και στη σωφροσύνη, είναι επομένως βασικό για κάθε επαναστάτη, οποιαδήποτε δράση κι αν σκοπεύει να διεξάγει. Αν σταματήσουμε για ένα λεπτό να το σκεφτούμε, ακόμα κι όταν σχεδιάζουμε ένα τρικάκι μπορούμε να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να αποφύγουμε όψεις της καταστολής. Απ’ την άλλη, η γνώση τέτοιων τεχνικών μας επιτρέπει να χρησιμοποιούμε στοιχεία περιφρόνησης ή αποκήρυξης σε ορισμένες στιγμές όταν το θεωρούμε σημαντικό, μ’ έναν τέτοιο τρόπο που το συμπεριλαμβανόμενο ρίσκο να γίνεται ένα ρίσκο υπολογισμένο, όχι απλά ένα απλό σφάλμα του μολυβιού ή των ιδεών, που θα μετανιώσουμε αμέσως μετά. Όπως βλέπουμε, ο χώρος για μυστικότητα είναι εκτεταμένος και ξεπερνά κατά πολύ το βασίλειο της παρανομίας.
Το αναρχικό κίνημα και το πρόβλημα της μυστικότητας
Το να ισχυρίζεται κανείς ότι το αναρχικό κίνημα στην ουσία του δεν είναι ένα παράνομο κίνημα είναι άσκοπο. Ένα επαναστατικό κίνημα τόσο σύνθετο και πλούσιο σε στοιχεία για τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτό σαν μια απλή παρέμβαση που γίνεται υπό το φως της ημέρας ώστε ο καθένας να μπορεί να λάβει τις ιδέες του υπόψιν. Το γεγονός ότι το αναρχικό κίνημα έχει περιοριστεί, ορισμένες φορές, αποκλειστικά στην παρανομία, ήταν άμεσα εξαρτημένο με τις αλλαγές στις ιστορικές και πολιτικές συνθήκες σε κάθε χώρα που συνέβη αυτό. Κάτι τέτοιο όμως δε σημαίνει κι ότι το αναρχικό κίνημα δεν μπορεί να αναπτύσσει την πολιτική κι επαναστατική δραστηριότητά του με τη φροντίδα που ανέφερα νωρίτερα. Επίσης αναπτύσσει πιο συγκεκριμένες δραστηριότητες οι οποίες δε στοχεύουν άμεσα στην προπαγάνδα ή τη συμμετοχή σε κοινωνικούς αγώνες, αλλά έχουν διαφορετικούς στόχους που προφανώς δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτούς. Κατ’ αρχήν, όσον αφορά το πρόβλημα της εύρεσης των αναγκαίων μέσων για τον αγώνα. Κατά δεύτερον, την επίθεση εναντίον στόχων και υποκειμένων που ενεργά συντελούν στην εκμετάλλευση, κλπ.
Τέτοιου είδους δραστηριότητες δεν μπορεί να θεωρούνται κάτι “διαφορετικό” ή “διαχωρισμένο” απ’ τις υπόλοιπες. Η ανάγκη για μυστικότητα, που μοιάζει να ταυτίζεται με το ζήτημα τέτοιων δραστηριοτήτων, οδηγεί αυτούς που θεωρούν την μυστικότητα αδύνατη να συμπεράνουν ότι κάθε δραστηριότητα πρέπει τελικά να εγκαταληφθεί, θυσιάζοντας έτσι μια δυναμική, και εντείνοντας την μείωση του καθένα μας σε έναν απλό φορέα ορισμένων ιδεών, με μια θλιβερή ανακολουθία μέσων.
Τεχνολογία και μυστικότητα
Μπορούν όμως τα πανίσχυρα τεχνολογικά μέσα του εχθρού να καταστήσουν κάθε μυστικότητα πραγματικά απίθανη; Αυτό το ερώτημα ανήκει στο πεδίο των επιπλοκών των περασμένων ετών μιας έλλειψης τεχνολογικής γνώσης εκ μέρους μας, και μιας φαντασιακής και υπερβολικής εικόνας για την χρήση των μέσων αυτών. Όπως και για κάθε τί άλλο, που ο καθένας δεν πολυγνωρίζει, η τεχνολογία των περασμένων λίγων ετών με τους υπολογιστές, τα κέντρα παρακολουθήσεων επικοινωνιών, την τεχνολογία λέιζερ, τα ραντάρ κλπ έχει γοητεύσει αρκετούς συντρόφους που οι περισσότεροι υπήρξαν και λάτρεις της επιστημονικής φαντασίας. Η ευχαρίστηση που έβρισκαν παλιότερα στην ανάλογη λογοτεχνία βρίσκεται τώρα στην ανάγνωση, συχνά χωρίς μια αναγκαία βασική γνώση, λιγότερο ή περισσότερο εξειδικευμένων άρθρων εφημερίδων (συχνά απλά παραφιλολογίας) για τις τεράστιες δυνατότητες της τεχνολογίας σήμερα. Χωρίς να προσπαθούμε να υποτιμήσουμε τις κατασταλτικές δυνατότητες που θέτουν στη διάθεση της εξουσίας τα σημερινά τεχνολογικά επιτεύγματα, πρέπει απλά να έχουμε μιαν ορισμένη σοβαρότητα σ’ αυτά που λέμε κατά καιρούς. Αν μη τί άλλο, τουλάχιστον προκειμένου να μην εμποδίζουμε τον ανατρεπτικό δυναμισμό άλλων ανθρώπων, προσθέτοντας ένα καρφί στο φέρετρό τους. Ο απόλυτος έλεγχος είναι ένα όνειρο για την εξουσία που κρατάει απ’ τον καιρό του μεγάλου Λεβιάθαν. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Το κύριο εμπόδιο δεν είναι τόσο η έλλειψη των αναγκαίων τεχνολογιών ελέγχου ή ακόμα οι περιορισμοί αυτών που λειτουργούν τους ανάλογους μηχανισμούς. Οι περιορισμοί του ελέγχου είναι ότι, προκειμένου να επεκτείνεται, χρειάζεται και το μπορεί μόνο με το να διεισδύει στο μυαλό των ελεγχόμενων. Έτσι, ο πραγματικός ελεγκτής δεν είναι τόσο ο αστυνομικός, ο δικαστής, ή ο δεσμοφύλακας, αλλά το ίδιο το άτομο που υφίσταται τον έλεγχο, επί του εαυτού του. Οποιοσδήποτε εξασκεί έλεγχο, φιλοδοξεί να αποικιοποιήσει την νοοτροπία του ατόμου που ελέγχει, χτίζοντας αντιστάσεις στην ελευθερία και την ελεύθερη σκέψη, εμπόδια σε κάθε ανατρεπτικό αγώνα. Αφ’ ης στιγμής γίνει δυνατό κάτι τέτοιο, είναι μάλλον το ελεγχόμενο άτομο που θα λογοκρίνει τις ίδες του τις σκέψεις και τις πράξεις. Τελικά, σε μια επόμενη φάση, που το ελεγχόμενο άτομο θα θελήσει επεκτείνει τον έλεγχό του σε άλλους, ενδεχομένως να απευθυνθεί σε μια απ’ τις σχετικές υπηρεσίες αποθήκευσης κι επεξεργασίας πληροφοριών. Μια τέτοια συμμετοχή, που συνιστά το μέγιστο επίπεδο ελέγχου, γίνεται εφικτή μόνο όταν τα δυο προηγούμενα επίπεδα έχουν εσωτερικευθεί. Το επίπεδο αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται τόσο ως συμμετοχή στη λειτουργία των “μηχανισμών” όσο ως μια συνεισφορά στη διαχρονική εμπλούτισή τους, που γίνεται διαθέσιμη στο κεφάλαιο και θα αποτελέσει μια βάση για τη διαχείριση της καπιταλιστικής συσσώρευσης του μέλλοντος. Σε μια τέτοια προοπτική, κάθε πεδίο που εξαιρείται από τις εσχατιές του ελέγχου ή που προστατεύεται από τη διαδικασία πολιτιστικής ενσωμάτωσης πρέπει να υπερασπίζεται με κάθε μέσο, ακκόμα και με τεχνικές βασισμένες στην μυστικότητα. Το να αρνούμαστε εκ των προτέρων τέτοιες τεχνικών σημαίνει ότι τις αντιμετωπίζουμε με την κοντόφθαλμη οπτική των συνωμοσιών και των ρομαντικών εποχών που έχουν περάσει. Φυσικά δεν είναι έτσι όμως, θα ήταν γελοίο σήμερα να κωδικοποιούμε μηνύματα με τον παραδοσιακό τρόπο, όχι μόνο τον τρόπο του Μπακούνιν ή του Μαλατέστα, αλλά οποιονδήποτε τρόπο, για τον πολύ απλό λόγο ότι κάθε επικοινωνία που είναι πολύ παραπάνω από 2-3 γραμμές, είναι εύκολο να αποκωδικοποιηθεί από έναν υπολογιστή. Όμως, ακόμα κι αυτοί, οι κώδικες του Μπακούνιν και του Μαλατέστα ακόμα κρατάνε και όταν αναφερόμαστε σε μηνύματα λίγων λέξεων, δεν μπορούν να αποκωδικοποιηθούν εύκολα. Βέβαια, δεν μας ενδιαφέρει εδώ ειδικά το θέμα των κωδικοποιημένων μηνυμάτων, απλώς αναφέρεται ως ένα παράδειγμα που δε θα πρεπε να εξαιρεθεί από συγκεκριμένες στιγμές όπου οι επαναστάτες θα ήταν αναγκασμένοι να επικοινωνήσουν κάτι που δε θα ήθελαν να γίνει γνωστό στον εχθρό. Κάτι τέτοιο λοιπόν θα ήταν ακόμη εφικτό, όταν μιλάμε φυσικά για ένα σύντομο μήνυμα ώστε να μην υπάρχει μια αναγνωρίσιμη αλληλουχία χαρακτήρων, και καμία τεχνολογία στον κόσμο δε θα μπορούσε να σπάσει ακόμα και τους πιο απλούς κώδικες.
Γιατί να στρώνουμε το χαλί της καταστολής;
Αυτοί που θεωρούν την μυστικότητα αδύνατη, λένε συχνά ότι κάθε αναρχική και επαναστατική δράση πρέπει να δημοσιοποιείται όσο το δυνατόν περισσότερο. Για παράδειγμα, αυτοί που δεν βλέπουν κάτι κακό στο να δημοσιεύουν πλήρεις λίστες με τα μέλη των οργανώσεών τους, όπως η FAI, η ιταλική αναρχική ομοσπονδία. Σε ένα εντελώς αφηρημένο επίπεδο ιδεών, όντως δεν υπάρχει κάτι κακό. Αλλά στην πράξη, αρκετές αντιφάσεις προκύπτουν. Καταρχήν, για ποιό λόγο να στρώνουμε το χαλί στην καταστολή; Δεύτερον, αν οι αναρχικοί είναι σήμερα σχετικά ανεκτοί μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κατασταλτικό περιβάλλον, αν αύριο κάτι τέτοιο αλλάξει, για ποιό λόγο θα πρέπει η αστυνομία ήδη να βρίσκεται με καλογραμμένες λίστες ώστε να διευκολύνει το καθήκον της. Γιατί θα έπρεπε εμείς να τους βοηθήσουμε στο κατασταλτικό τους έργο; Ασφαλώς, τα ονόματα πολλών συντρόφων είναι ήδη γνωστά, αλλά πολλών άλλων όχι, και θα έπρεπε η αστυνομία να καταβάλλει αρκετό κόπο για να τα μάθει. Κάποιος θα μπορούσε να ρωτήσει αθώα για ποιό λόγο να κρυβόμαστε, αφού η κινηματική δουλειά γίνεται -κατά κύριο λόγο- στο φως της ημέρας. Κάτι τέτοιο όμως θα παραήταν αφελές: Κάθε συσσώρευση πληροφοριών εμπλουτίζει κι ενισχύει το κατασταλτικό έργο.
Η λειτουργία του ελέγχου
Όταν βλέπουμε ότι ο έλεγχος δεν είναι απλά ένα γεγονός καταστολής, αλλά επίσης και συχνά κατ’ ουσίαν, συμμετοχής, είναι εφικτό να εκτιμήσουμε το πρόβλημα της μυστικότητας διαφορετικά. Βασικά, είναι ένα ζήτημα του κατά πόσο εμείς “συμμετέχοντας” αναπαράγουμε τον πραγματικό έλεγχο. Αν αρνηθούμε να συνεργαστούμε, αν εμποδίσουμε τη δημιουργία ενός πολιτιστικού γκέττο με κάθε πιθανό μέσο, αν δημιουργήσουμε μια κοινή γλώσσα για την αποκλειστική χρήση αυτών που αποκλείονται από την τεχνολογική διεύθυνση της παραγωγής, κι επομένως της εξουσίας, τότε ο πραγματικός έλεγχος θα είναι αδύνατος. Δεν είναι τόσο το πρόβλημα του να αναλογιστούμε σήμερα τα περιθώρια που αφήνει το κράτος με την μη-αστυνόμευσή τους, για παράδειγμα της δύναμης που θα μπορούσε να εφαρμόσει προληπτικά αλλά δεν το κάνει, ώστε να μένουμε με την εντύπωση ότι τουλάχιστον υπάρχει μια περιοχή που δεν ασκείται τόσος έλεγχος. Στην ουσία, αυτή η περιοχή μπορεί να υπάρχει, μπορεί και όχι. Είναι όμως ο κοινωνικός έλεγχος σα σύνολο που δεν είναι ακόμα πλήρης. Ακόμα κι αυτά που μας προτάσσει -οι φυλακές για παράδειγμα- είναι ακόμα ατελή και χοντροκομμένα εργαλεία ελέγχου. Δεν είναι λοιπόν ένα ζήτημα του πλήθους των μέσων ελέγχου αλλά της ποιότητας του ελέγχου αυτού. Η λειτουργία της κοινής μυστικότητας των ανατρεπτικών θα μπορούσε λοιπόν να είναι αυτή της άρνησης συμμετοχής, της αποφυγής της ενσωμάτωσης της γλώσσας και των αξιών που το Κράτος μεταδίδει για να τελειοποιήσει τον έλεγχό του.
Αποχαιρετισμός στις διεκδικήσεις
Ασφαλώς ο συνδικαλιστικός εκπρόσωπος Larizza (UIL) το ‘πε πριν δέκα χρόνια: ευθυγράμμιση με τα γερμανικά συνδικάτα, διεκδίκηση συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων. Την ίδια στιγμή ο Carniti, αναλογιζόμενος την αγωνιστική παράδοση των ιταλικών συνδικάτων (στην Γερμανία αντίστοιχα, δεν είχαν κάποια άξια λόγου απεργία απ’ το 1956), χαμογέλασε συγκαταβατικά. Σήμερα όλοι συμφωνούν σ’ αυτή τη σπουδαία κίνηση. Τα ιταλικά συνδικάτα θέλουν να μετασχηματιστούν σε κάτι σαν μετόχους, ανάλογα με τους γερμανούς συναδέλφους τους, αποκτώντας όχι απλά ειδικό βάρος στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των εταιριών, αλλά επίσης μετοχές, φτάνοντας ίσως έτσι να κατέχουν εταιρίες και περιουσίες στο τέλος τα ίδια. Ο πρόεδρος του SCIL D’ Antonio είπε κάποτε ότι σ’ έναν παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό με διεθνείς ανταγωνιστές, οι μισθολογικές διεκδικήσεις θα χτυπηθούν. Το εργοστάσιο πρέπει να αναπνέει, διαφορετικά θα ρισκάρουμε μια επιστροφή στα 50es, όπως έγινε με την περίπτωση των άγγλων ανθρακωρύχων στον αγώνα τους ενάντια στη Θάτσερ. Η σύγκρουση, συνέχισε, υφίσταται ακόμα, αλλά έχει μετατοπιστεί από τους δρόμους στα γραφεία της διεύθυνσης, μ’ έναν τέτοιο τρόπο, μέσω της συνδιαχείρισης, που το βάρος της αναδιοργάνωσης θα ρυθμίζεται πιο ισότιμα. Πρέπει να εγκαταληφθεί η πίεση στη διαπραγμάτευση, δηλώνει ο Larizza (σύμφωνα με τον οποίον το νέο συμμετοχικό μοντέλο μπορεί να επεκταθεί κι έξω απ’ τα εργοστάσια, σε τοπικούς θεσμούς που αφορούν τη διαχείριση αστικών ζωνών, την επένδυση στον Νότο κλπ). Τελικά, ο πρόεδρος του CGIL, Cofferati υποδεικνύει ότι είναι απαραίτητο να αποφευχθεί ο κίνδυνος της λεγόμενης ιαπωνικής λύσης: άμεση συνεργασία μεταξύ εργαζομένων κι αφεντικών. Η συμμετοχή, λέει, πρέπει να φιλτράρεται μέσα από τα συνδικάτα.
Όπως βλέπουμε, παρά τις μικροδιαφορές, το συμπέρασμα του συνδικάτου είναι αρκετά ομοιογενές. Κάθε υποψία αγώνα στους δρόμους, κάθε σύγκρουση βασισμένη σε απεργίες και τη συνακόλουθη ζημιά στον επιχειρηματία, όσο απόμακρη κι αν είναι η πιθανότητα, πρέπει να εγκαταληφθεί για τα καλά. Η συμμετοχικότητα σημαίνει λήψη αποφάσεων σύμφωνων με των ιδιοκτητών, αποφασιστική για τα όσα αναφέρονται ως “τεχνικά προβλήματα της επιχείρησης”, για παράδειγμα, η ιδανική σύνθεση των διαφόρων συστατικών της παραγωγής: κεφάλαιο, μηχανές, εργασία. Το αποτέλεσμα δεν είναι πανομοιότυπο με το γερμανικό μοντέλο, αλλά είναι πάνω κάτω εξίσου ολοκληρωτικά μοντέλο κοινωνικής ειρήνης, ή τουλάχιστον σ’ αυτήν την κατεύθυνση τείνει.
Και τώρα ένα σημαντικό ερώτημα που προκύπτει.Όσο οι τρεις μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις δρούσαν σε διεκδικητικό επίπεδο, αυτόνομα συνδικάτα βάσης όπως οι Cobas με σύνθημα την άμεση δράση, είχαν ακόμη λόγο ύπαρξης, καθώς αναπαριστούσαν μια πιθανότητα για την ανάπτυξη ενός πεδίου άμεσης σύγκρουσης, σαμποτάζ και μέγιστης ζημιάς στα αφεντικά. Βασικά, τα αφεντικά, ήταν ακόμη φοβισμένα γνωρίζοντας πως, ακόμα και στα πλαίσια λιγότερο κεντρικών συγκρούσεων, μια τέτοια ζημιά δεν μπορούσε να αποφευχθεί. Μια τέτοια λειτουργία όμως, χάνει κάθε νόημα πλέον. Στην πραγματικότητα, τώρα που οι μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις αρνούνται να συνεχίσουν τη λογική των διεκδικήσεων, είιναι αδύνατο αυτές να συνεχιστούν από τα μικρά συνδικάτα μόνα τους. Θα κατέληγαν να επιστρατεύουν όλη τη δυναμική τους απλώς και μόνο για να στηρίξουν την απλούστερη πρόταση διεκδικήσεων.
Ας γίνω όμως πιο σαφής. Αν αυτό που χαρακτήριζε κάποτε αυτές τις μικρές συνδικαλιστικές δομές ήταν οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν, καθώς δε διαφοροποιούνται στους σκοπούς, το μόνο που θα μπορέσει να επιβιώσει θα είναι τελικά οι σκοποί (οι σκοποί έναντι της συμμετοχής), επιβεβαιώνοντας δυστυχώς ότι το να κάνεις διεκδικήσεις δεν είναι αρκετό για να είσαι “άκρο-“, και κατά συνέπεια σε αντίθεση με τα τρία βασικά συνδικάτα. Έτσι, αυτα τα μικρά συνδικάτα φαίνονται προορισμένα να αναλάβουν τον πλεονάζοντα και ασθενικό ρόλο των διεκδικητών. Πλεονάζων, καθώς δεν είναι αναγκαίος σ’ αυτή τη φάση της εξέλιξης της οικονομίας ως σύνολο (όπως έξυπνα το κατάλαβαν τα συνδικάτα), και ασθενικός γιατί τα μειοψηφικά και μικρά συνδικάτα (παρ’ όλη την επαναστατική φιλολογία τους) ούτε επιθυμούν, ούτε ειναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν μεθόδους που μπορούν να φτάσουν σε μια δυναμική αποτελεσματική μόνο με την πλάτη των μεγάλων μαζικών συνδικαλιστικων οργανώσεων, παρόλες τις αδυναμίες του. Και κάθε δομή που χάνει κάθε λειτουργία της, ακόμα και την πιο αξιολύπητη, του να τρέχει πίσω απ’ την ουρά ενός άλλου, οδεύει προς την εξαφάνιση.
[Αυθεντικός τίτλος: Addio alla rivendicazione, στο περιοδικό “Canenero”, no. 11, 20 Γενάρη 1995. Μετάφραση στα αγγλικά: Jean Weir στο “Let’s destroy work, let’s destroy economy”, Elephant Editions, London.]
***
Για την κοινωνική ληστεία
“Καταδιωγμένοι απ’ τον Νόμο, φόβος και τρόμος για τους πλουσίους, ενώ τα κατορθώματά τους να υμνούνε οι φτωχοί, οι ληστές υπήρξαν από παλιά αντικείμενο μελέτης για τους κοινωνιολόγους και πρώτη ύλη για δημοφιλή άσματα”. Ένα απόσπασμα απ’ το αρχικό κείμενο, που αντίθετα απ’ την αστική-ατομιστική οπτική του ληστή ως κάτι ξεχωριστό (αρνητικά ή θετικά) απ’ το λαό, αναζητά τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ κοινωνικής ληστείας και αντιστάσεων. “Έχουμε επίσης έναν δημοφιλές ελληνικό τραγούδι που εξυμνεί τον μύθο των παρανόμων των ορέων (κλέφτικα, απ’ το αρχαίο ελληνικό κλέπτες=ληστές).
Να μουν το Μάη πιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης,
κι εις την καρδιά του χειμωνιού νά μουνα κρασοπούλος.
Μα πλιό καλά ‘ταν να ‘μουνα αρματωλός και κλέφτης.
Αρματωλός μέσ’ τα βουνά, και κλέφτης, μέσ’ τους κάμπους
νά χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια,
να με κοιμάν οι πέρδικες, να μ’ εξυπνάν τ’ αηδόνια,
κι εις την κορφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου,
να τρώγω τούρκικα κορμιά, σκλάβο να μη με λένε.
Κι ακόμα:
O πλούσιος έχει τα φλουριά, έχει o φτωχός τα γλέντια.
Άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζίρη,
μα γώ παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο,
το χει καμάρι η λεβεντιά, κι’ ο κλέφτης περηφάνεια.
Άτυπα ντοκουμέντα του μυθικού μετασχηματισμού του πραγματικού υποκειμένου της κλεφτουριάς. Οι κλέφτες ήταν πολεμιστές των ορέων που πολεμούσαν ενάντια στους τούρκους κυρίαρχους και τους έλληνες που είχαν ξεπουληθεί σ΄ αυτούς: Είναι ληστές που ζουν από λεηλασίες και επιδρομές. Πέραν του σημαντικού ρόλου που έπαιξαν αυτοί οι άνθρωποι στον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία, είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ το πώς το θρησκευτικό στοιχείο ενσωματώνεται στον μύθο του κλέφτη, μεταφέροντάς τον σε μια διάσταση που οι συμβατικές κριτικές κατά του εγκλήματος χάνουν την αποτελεσματικότητά τους. Ο Hobsbawm γράφει “Ο κλέφτης είναι ένα άτομο που αρνείται να κάνει πίσω, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Η πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών θα δελεαστεί, αργά ή γρήγορα, ευρισκόμενη σε μη-επαναστατικές συνθήκες, να πάρει τον γρήγορο δρόμο του κοινού εγκλήματος που στοχεύει αδιάκριτα τους πλούσιους και τους φτωχούς (με την εξαίρεση ίσως αυτών που είναι ακόμα συνδεδεμένοι με τα χωριά τους), ή ακόμα να γίνουν ρουφιάνοι της αστυνομίας, πληρωμένοι δολοφόνοι των γαιοκτημόνων κλπ…
***
Το αυτόνομο κίνημα των σιδηροδρομικών εργατών του Τορίνο
Μια συνεισφορά στην απόπειρα ορισμένων σιδηροδρομικών εργατών να οργανώσουν τον αγώνα τους βάσει αυτόνομων εργατικών πυρήνων.
Η παρούσα κατάσταση χαρακτηρίζεται από μια συμμαχία μεταξύ εργοδοτών, συνδικάτων και ρεφορμιστικών κομμάτων.
Οι πρώτοι χρησιμοποιούν τη βοήθεια των κομμάτων και των λεγόμενων αριστερών κομμάτων προκειμένου να συνεχίσουν την εκμετάλλευση, βρίσκοντας έναν τρόπο να κάνουν τους εργάτες να πληρώσουν το τίμημα της οικονομικής κρίσης μέσω της χρηματοδότησης με ένα σεβαστό ποσό των βιομηχάνων από το Κράτος, επιτρέποντάς τους έτσι να τα βγάλουν πέρα για μερικά ακόμη χρόνια. Για να συμπληρωθεί η εικόνα, τα κόμματα της Αριστεράς (με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα) ζητούν από την εργατική τάξη να κάνει θυσίες προκειμένου να σωθεί η εργοδοσία και οι υπηρέτες της.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες μας είναι φανερό ότι το συνδικάτο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όργανο αγώνα.
Τα τρία κύρια συνδικάτα, SFI, SAUFI και SIUF, συνεργάζονται πρακτικά ξεπουλώντας τους σιδηροδρομικούς εργάτες, σε ένα σχέδιο εξυγείανσης που σημαίνει ένα μεγαλύτερο βάρος εργασίας για τους υπαλλήλους (αύξηση της παραγωγικότητας), για λιγότερα χρήματα (περικοπές μισθών), και μια αύξηση της ανεργίας.
Αυτοί οι αντεργατικοί στόχοι καλύπτονται από μια δημαγωγία και μια μανιασμένη καταδίκη κάθε ανεξάρτητης πρωτοβουλίας. Καθ αυτόν τον τρόπο, επιδιώκουν να κλείσουν τη συμφωνία που πρότεινε η διεύθυνση, ότι δηλαδή δεν έχει τα χρήματα για αυξήσεις μισθών, κι ότι είναι ανάγκη να αυξηθεί η παραγωγικότητα με τις ώρες εργασίας να παραμείνουν αναλλοίωτες, με το να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της λούφας, και με το να ελέγχονται πιο αποτελεσματικά οι εργάτες μέσω μιας αξιολόγησης των εργασιακών ικανοτήτων τους και μιας ελαστικοποίησης της εργασίας που θα πρέπει να αναδιοργανωθεί.
Είναι σαφές ότι θέλουν να τσακίσουν κάθε θέληση για αγώνα, δημιουργώντας μια οικονομική κατάσταση αβάσταχτη για τους περισσότερους, ωθώντας πολλούς να δουλεύουν υπερωρίες, παραχωρώντας στα αφεντικά να τελειοποιήσουν τα όπλα του εκβιασμού τους, μέσω διαδικασιών πρόσληψης που θα διώχνουν αποτελεσματικά όσους κρίνονται ως όχι αρκετά ικανοί ή πειθαρχημένοι (μ’ άλλα λόγια, όσους δε δέχονται να τους χρησιμοποιούν και να βαράνε προσοχές στα αφεντικά). Το αυτόνομο συνδικάτο FISAFS, ανέπτυξε έναν αγώνα σε αντίθεση με τα τρία κύρια συνδικάτα, και ισχυρίζεται ότι είναι αυτόνομο. Το FISAFS προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την οργή και τη δυσαρέσκεια των εργατών προκειμένου να αναδειχθεί μαζικά η κορπορατιστική κι αντιδραστική γραμμή του, κερδίζοντας νέα μέλη. Ο συνδικαλισμός αυτής της λεγόμενης αυτόνομης οργάνωσης είναι ένα τελικό χαρτί για την καθυστέρηση των αυθεντικών δυνατοτήτων των εργατικών αγώνων βάσης, που είναι ιδιαίτερα ισχυρές τη συγκεκριμένη στιγμή. Ο σκοπός του FISAFS είναι λοιπόν να χειραγωγήσει τους εργάτες σε μια κορπορατιστική λογική λογική, που είναι τόσο απαραίτητη για τους βιομηχάνους, τα πολιτικά κόμματα, την κυβέρνηση και τον καπιταλισμό, προκειμένου να εδραιώσουν την εκμετάλλευση διαχρονικά.
Το FISAFS λοιπόν, στην υπεράσπιση των συμφερόντων των εργοδοτών, δεν μπορεί να κάνει χρήση των μεθόδων αγώνα που χαρακτηρίζουν την ποιότητα της εργατικής αυτονομίας. Σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων και συμμαχιών, καθίσταται αδύνατο για το FISAFS να διαφοροποιηθεί από τις άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις που βρίσκονται σε αντίθεση με τις τρεις κύριες πλειοψηφικές συνδικαλιστικές οργανώσεις (για παράδειγμα, το USFI-CISNAL).
Η πραγματική προλεταριακή αυτονομία είναι η μόνη πιθανή διέξοδος για τη συνέχιση του αγώνα ενάντια στους εργοδότες και τους λακέδες τους. Για να φτάσουμε εκεί όμως, είναι απαραίτητο να αρχίσουμε να σχηματίζουμε Αυτόνομους Εργατικούς Πυρήνες. Αυτοί οι πυρήνες, όπως αυτοί που θέλουμε να δημιουργήσουμε μεταξύ των εργατών του Τορίνο, γεννιούνται μέσα από μια συγκεκριμένη παραγωγική πραγματικότητα, και θα έπρεπε να θεωρούν εαυτούς ένα διαρκές σημείο αναφοράς για την πραγματικότητα κι έξω απ’ αυτήν, στους χώρους που ζούμε, στο δρόμο, στα σχολεία και ούτω καθεξής, τραβώντας τους χώρους αυτούς στον αγώνα.
Ξεκινώντας από μια σαφή αντίληψη της προλεταριακής αυτονομίας, αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά δυο κινδύνους έμφυτους στις διαχωρισμένες ή συνδικαλιστικές μεθόδους αγώνα.
1. Τη γραφειοκρατικοποίηση της υποδομής
2. Την τάση προς μια κορπορατιστική αντίληψη του αγώνα.
Οι αυτόνομοι εργατικοί πυρήνες οργανώνονται ανεξάρτητα από τα πολιτικά κόμματα και συνδικάτα, προκειμένου να υπερασπιστούν πιο αποτελεσματικά τον εργάτη ως άνθρωπο. Οι προοπτικές τους οργάνωσης και αγώνα, έχουν υπόψι τη διπλή αναγκαιότητα της διεξαγωγής της σύγκρουσης τόσο σε επίπεδο παραγωγής (στους μισθούς, τις συμφωνίες κλπ), όσο και σε επίπεδο καθημερινής ζωής του κάθε εργαζομένου (οι κίνδυνοι στην εργασία του, η αποξένωση, η αναγκαιότητα των δεσμών μεταξύ γειτονιάς, χώρου εργασίας, σχολείου κλπ).
Η αυτονομία είναι λοιπόν μια επανεξέταση του ανθρώπινου στον εργάτη, με μια καθαρή ματιά του αγώνα του αγώνα προς τη διασφάλιση των συνθηκών που διέπουν την εργασία και την ίδια τη ζωή.
Ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας
α) Χαρακτηριστικά
Πρόκειται για μια οργανωτική μορφή που επιθυμεί να διαχωριστεί από τα συνδικάτα, καθώς και την αυτόνομη εκδοχή τους. Η αυτονομία τους βασίζεται σε μια αντι-γραφειοκρατική υποδομή. Βασίζεται στην ανυπαρξία μόνιμων εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων και επαγγελματικών στελεχών. Όλοι οι εργάτες δεσμεύονται στον αγώνα ενάντια στα αφεντικά και τους λακέδες τους. Αυτή η δέσμευση στον αγώνα είναι διαρκής και δεν περιορίζεται στις μέρες των απεργιών, όπως καθορίζονται από τα συνδικάτα. Κάθε στοιχείο των αυτόνομων εργατικών πυρήνων θεωρεί εαυτόν σε διαρκή πάλη ενάντια στην εργοδοσία και τους λακέδες της, με τον ίδιο τρόπο που αυτοί βρίσκονται σε διαρκή πάλη ενάντια στους εργάτες, στην προσπάθειά τους να διαιωνίσουν την εκμετάλλευση. Ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας, δε σχετίζεται με τη συνδικαλιστική ιδεολογία και πρακτική, ενώ η σαφής θέση του ενάντια στην εργοδοσία τον καθιστά ξεκάθαρο και αναμφίβολο εργαλείο που οι εργάτες οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει για τη χειραφέτησή τους. Οι δράσεις προπαγάνδας και αγώνα οργανώνονται σύμφωνα με την εκπλήρωση ρητών στόχων, και η επιλογή των μέσων για τη διεξαγωγή του αγώνα, προσδιορίζεται και διασαφηνίζεται από τον ίδιο τον πυρήνα. το να γίνουν μέρος του αυτόνομου εργατικού πυρήνα, είναι το λογικό βήμα για όλους όσους αντιλαμβάνονται ότι έχουν προδοθεί από τις διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις και που επιθυμούν να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στην εργοδοσία και το Κράτος, διευρύνοντάς τον σε μια προοπτική ολότελα διαφορετική απ’ αυτή της συνδικαλιστικής εξουσίας.
β) Μέθοδοι
Η καταστολή που θέτουν σε εφαρμογή τα αφεντικά με τη βοήθεια των λακέδων τους είναι διαρκής. Εξασκείται πάνω μας με πολλούς τρόπους: Μειώνοντας δραστικά την αγοραστική δύναμη των μισθών μας εξαφανίζοντας τις αυξήσεις που κερδίζουμε, αρνούμενοι κάθε νόμιμη αύξηση, ξεζουμίζοντας τους εργαζομένους προκειμένου να μη προσλάβουν παραπάνω προσωπικό, αυξάνοντας έτσι τους κινδύνους ατυχήματος, εκμηδενίζοντας τους αγώνες μας μέσα απ’ τη συνδικαλιστική πολιτική της επαναφομοίωσής τους. Αυτή η καταστολή πρέπει να καταπολεμηθεί με έναν εξίσου διαρκή αγώνα.Διαρκής καταστολή-Διαρκής αγώνας. Οι σύντροφοι που απαρτίζουν τον αυτόνομο εργατικό πυρήνα, πρέπει να επεξεργάζονται μια σαφή ιδέα για τον προσανατολισμό που θα ‘πρεπε να πάρει ο αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση. Η εργοδοσία χτυπά τον εργαζόμενο ως μέρος ενός όλου (της παραγωγικής δύναμης), όταν λοιπόν τον χτυπά ως σιδηροδρομικό εργάτη, η εταιρία προσαρμόζει την εκμετάλλευσή της στις γενικότερες συνθήκες παραγωγής. Γι’ αυτόν το λόγο, ένας διαχωρισμένος και κορπορατιστικός αγώνας δεν αποδίδει. Η μέθοδος της εργατικής αυτονομίας βασίζεται στην εξαγωγή του αγώνα, ακόμα κι αν τα άμεσα αποτελέσματα (οικονομικά και συνθήκες εργασίας) παραμένουν εντός του τομέα της παραγωγής. Η μέθοδος λοιπόν είναι αυτή της διαρκούς σύγκρουσης και της μεταφοράς του αγώνα και έξω από τον χώρο εργασίας. Οι στόχοι που πρέπει να προσεγγιστούν έξω απ’τον χώρο εργασίας είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι χρήστες του σιδηροδρόμου, και ιδιαίτερα οι κάτοικοι της περιοχής που πρέπει διαρκώς να ενημερώνονται για την εξέλιξη της σύγκρουσης στο εσωτερικό της εταιρίας. Το ίδιο ισχύει και για άλλους τομείς της παραγωγής, κοντινούς σ’ αυτόν των σιδηροδρόμων (οι υπηρεσίες των αεροδρομίων, οι ταχυδρομικοί, υπάλληλοι τηλεφωνικών κέντρων, και κάθε σχετική υπηρεσία). Εδώ έγκειται η τεράστια σημασία της πληροφόρησης για την αυτόνομη οργάνωση του αγώνα. Προφανώς, στο ξεκίνημα, τα διαθέσιμα μέσα γι’ αυτήν την μέθοδο αγώνα θα είναι ανεπαρκή σε σύγκριση μ’ αυτά των μεγάλων συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών. Ωστόσο, ακόμα κι αν χρειάζεται να καταφύγουμε στα φωτοτυπημένα φυλλάδια, αυτό που μετράει είναι το να δουλεύουμε προς τη σωστή κατεύθυνση, με το να παρεμβαίνουμε διαρκώς ανάμεσα στους χρήστες που οφείλουμε τελικά να ευαισθητοποιήσουμε προς τον αγώνα των σιδηροδρομικών γενικά, και προς την προοπτική μας.
Το ίδιο ισχύει και για τους συγγενείς τομείς με τους οποίους είναι αναγκαίο να κρατάμε επαφή, ενισχύοντας, όπου είναι εφικτό, τη δημιουργία άλλων αυτόνομων πυρήνων, οι οποίοι μπορούν να διεξάγουν μια τέτοιου είδους δουλειά. Σε μια τέτοια προοπτική, μια απεργία διατηρεί την ισχύ της ως μέσο αγώνα, αλλά πρέπει να την αντιμετωπίζουμε κριτικά, κι όχι ως ένα επίσημο μέσο που αυτόματα θέτει σε κίνηση τη σύγκρουση όποτε το αποφασίσει η συνδικαλιστική ηγεσία. Η (επίσημη) απεργία με μια τέτοια έννοια, μπορεί να γίνει ένα εργαλείο αποσυμπίεσης μιας κατάστασης σύγκρουσης, χρήσιμο ως τέτοιο στην εργοδοσία και σε όλους όσους έχουν συμφέρον να εξαφανίσουν κάθε συνεκτικό αγώνα. Ένα άλλο στοιχείο ενάντια στην (επίσημη) απεργία ως μέσο αγώνα, είναι το γεγονός ότι πρόκειται για ένα “διάλειμμα” για το οποίο ο αντίπαλος πάντοτε προειδοποιείται εκ των προτέρων, ώστε να μπορεί να διευθετήσει ανάλογα την κατάσταση (για παράδειγμα, με το να μειώνει το προσωπικό στα τραίνα που μεταφέρουν προϊόντα, ενισχύοντας τα τραίνα για το κοινό). Υπάρχουν εναλλακτικά μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη διάρκεια μιας απεργίας, ή στη θέση της, που επιτίθενται στην παραγωγή της εταιρίας άμεσα και συνιστούν μια πρώτης τάξεως απειλή. Στη διάρκεια μιας απεργίας, η τεχνική διαδικασία κανονίζεται στα meetings των συνδικάτων. Αν ρίξουμε μια ματιά στα πρακτικά τους, θα μείνουμε έκπληκτοι από τη λεπτομερή μέριμνά τους να αποφευχθεί κάθε παραγωγική ζημιά στην εταιρία. Απ’ την άλλη όμως, τί κάνει η εταιρία για να μειώσει την εκμετάλλευση των εργαζομένων; Όλες αυτές οι προλήψεις μειώνουν τελικά την αποτελεσματικότητα της απεργίας ως μέσο επίθεσης ενάντια στ’ αφεντικά, με υπέυθυνα τα νομιμόφρονα και συντηρητικά συνδικάτα. Στη σκληρή και διαρκή καταστολή, πρέπει να αντιτάξουμε έναν αγώνα χωρίς ημίμετρα και προειδοποιήσεις: σκληρός και διαρκής αγώνας. Η επιλογή των μέσων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σ’ έναν συγκεκριμένο αγώνα, και ο βασικός προσανατολισμός του που πρέπει να διαδίδεται διαρκώς προς τα έξω, αποφασίζεται από τους συμμετέχοντες στον αυτόνομο εργατικό πυρήνα, ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται σε τακτικές συναντήσεις.
γ) Προοπτική
Η συνεκτική ανάπτυξη του αγώνα πρέπει να εκτιμάται από καιρό σε καιρό, υπό το φως της αντικειμενική κατάστασης, και να μη χρησιμοποιείται σαν έδαφος για αόριστες κι αυθαίρετες ιδεολογικές δομές. Οι αυξήσεις στους μισθούς είναι ένα απ’ τα πιο σημαντικά σημεία του αγώνα, καθώς επιτρέπουν στον εργάτη μεγαλύτερη άνεση για να αντισταθεί και δυνατότητα να συμμετάσχει σε άλλες μάχες εξίσου σημαντικές για την ύπαρξή του. Αυτή η μάχη δεν είναι αναγκαστικά ο κύριος στόχος του αυτόνομου εργατικού πυρήνα, αλλά, για προφανείς λόγους δεν μπορεί να αφεθεί σε δεύτερη μοίρα. Ο αγώνας για μια διαφορετική οργάνωση της εργασίας είναι αναμφίβολα πολύ πιο ενδιαφέρων, καθώς έμμεσα ενισχύει τον πραγματικό μισθό με τέτοιο τρόπο που δεν μπορεί να παρθεί πίσω απ’ τους μηχανισμούς της υποτίμησης. Αυτές οι έμμεσες αυξήσεις των μισθών είναι εργαλεία τεράστιας αξίας στη διάρκεια της σύγκρουσης. Μια μείωση των ωρών εργασίας, μια γενική άρνηση της ελαστικότητας ή της ανάληψης παραπάνω καθηκόντων, μια κάλυψη όλου του προσωπικού, μια βελτίωση των συνθηκών εργασίας, μια ρύθμιση των κανονισμών και των ωραρίων των οδηγών, των ελεγκτών κλπ, η βελτίωση των εγκαταστάσεων, των βοηθητικών υποδομών κλπ είναι όλα στοιχεία που βελτιώνουν τις γενικές συνθήκες ενός σιδηροδρομικού εργάτη και μπορούν να αποτελέσουν μέρος του πραγματικού μισθού ο οποίος είναι σήμερα πολύ χαμηλότερος απ’ το ποσό που αναγράφει η πληρωμή του.
Η βασική προοπτική πάνω στην οποία μπορεί να σχεδιαστεί ένας μακροχρόνιος αγώνας θα μπορούσε να είναι αυτή του ελέγχου της επιχείρησης από την εργατική βάση της, με την έξοδο προοδευτικά των αφεντικών και των επιστατών-τσιρακιών τους που βρίσκονται σε εξασφαλισμένες θέσεις με την έγκριση των συνδικάτων. Καθ αυτόν τον τρόπο, θα δινόταν ένα παράδειγμα μέσω μιας σειράς προτάσεων αναδιοργάνωσης της διεύθυνσης, και με την οργανωτική ικανότητα των εργαζομένων, αποκηρύσσοντας του υπεύθυνους για τις παρούσες υποβαθμισμένες υπηρεσίες με κόστος του επιβατικού κοινού και του κάθε εμπλεκόμενου. Πρέπει να ερμηνευτεί η προβληματική κατάσταση των αγώνων των συνδικάτων και η ανάγκη τους να συνεργάζονται με την επιχείριση, η αδυναμία τους για οποιαδήποτε αλλαγή στο κοντινό μέλλον, και μια επιστροφή στην αγώνα της βάσης. Αγώνας ενάντια στις συνδικαλιστικές δομές και τους γραφειοκράτες, κι όχι ενάντια στα μέλη των συνδικάτων. Η τελική προοπτική μας είναι λοιπόν αυτή μιας αυτόνομης διεύθυνσης του αγώνα μας, τόσο στην μάχη των μισθών και των συνθηκών εργασίας, όσο και προοδευτικά για τον έλεγχο της διεύθυνσης συνολικά. Ξεκάθαρα, αυτή η αυτονομία του αγώνα μπορεί να αναπτυχθεί μόνο μέσα από μια έγκυρη κριτική της θέσης των συνδικάτων ως συνεργάτες της εργοδοσίας.
Συμπεράσματα
Ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας είναι ένα εργαλείο αγώνα για την υπεράσπιση των σιδηροδρομικών εργατών που επιθυμούν να διεξάγουν έναν αυτόνομο αγώνα. Για το λόγο αυτό, αρνείται την εκπροσώπηση των συνδικάτων και καταγγέλει την ενσωμάτωσή τους στο σύστημα.
Στη βάση της Αυτονομίας, ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας πραγματώνει την ανάγκη για διαρκή σύγκρουση με την πραγματικότητα της παραγωγής, και την ανάγκη για εξαγωγή των ουσιαστικών χαρακτηριστικών του αγώνα και έξω απ’ τους χώρους εργασίας. Οι στόχοι αυτής της επικοινωνίας με το εξωτερικό, είναι οι χρήστες των σιδηροδρομικών υπηρεσιών και οι συγγενείς παραγωγικοί τομείς. Οι αναγκαίες μέθοδοι για την πραγματοποίηση της υπεράσπισης των συμμετεχόντων και κατ’ επέκτασι ολόκληρης της παραγωγικής συλλογικότητας, επιλέγονται σε αρμονία με τις αρχές της αυτονομίας του αγώνα και της διαρκούς σύγκρουσης. Η αποτελεσματικότητα της κάθε απεργίας θα πρέπει να εξετάζεται κριτικά, και να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην αναζήτηση κι άλλων αποτελεσματικών μορφών πάλης, που δεν ελέγχονται τόσο εύκολα από την επιχείρηση. Η προοπτική του αυτόνομου εργατικού πυρήνα είναι διαρκής, τείνει στην αύξηση των μισθών και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, με σκοπό την υπεράσπιση των πραγματικών μισθών που είναι η βάση για κάθε συνεκτική δυνατότητα του αγώνα των εργαζομένων.