Categories
Alfredo M. Bonanno Insurrection Jean Weir Uncategorized

Ιταλία 1977 και μια κριτική του ενόπλου – Alfredo Bonanno κ.α.

Μερικές σημειώσεις για το κίνημα στην Ιταλία

Πηγή: http://turbellaria.blogspot.com

Παρότι γειτονεύουν, οι χώρες τις Ευρώπης είναι παραδοσιακά διαχωρισμένες μεταξύ τους. Αυτός ο διαχωρισμός και η συνακόλουθη άγνοια της μιας για την άλλη, ισχύει και στην περίπτωση των επαναστατικών κινημάτων που αγωνίζονται ενάντια στο ένα ή το άλλο Κράτος. Τα ονόματα που έρχονται στο μυαλό όταν σκέφτεται κανείς την Ιταλία των περασμένων χρόνων, σπάνια πάνε μακρύτερα από την Lotta Continua (Συνεχής Αγώνας), την Prima Linea (Πρώτη Γραμμή) και τις Brigate Rosse (Ερυθρές Ταξιαρχίες), άντε ίσως σήμερα την Αυτονομία και τα (συνδικάτα βάσης) Cobas.

Προκειμένου να έχουμε μια εικόνα του τί συμβαίνει σήμερα στο κίνημα, είναι απαραίτητο να ρίξουμε μια ματιά στους αγώνες στη χώρα απ’ τις αρχές του ’70 μέχρι σήμερα. Μετά την εξεγερσιακή έκρηξη του ’68, εκτυλίχθηκαν έντονοι κοινωνικοί αγώνες που κορυφώθηκαν το 1977 στα -κατά τα μίντια- λεγόμενα “χρόνια του μολύβδου”, φολκλορικά συμβολισμένα στο περίστροφο p38. Οι Ινδιάνοι Μητροπολιτάνοι, οι μαζικές διαδηλώσεις που συγκρούονταν με την αστυνομία, οι επιθέσεις στους συνδικαλιστές ηγέτες, οι λεηλασίες των σούπερμάρκετ, η διάχυση μικρών χειρονομιών σαμποτάζ σε διάφορους χώρους εκμετάλλευσης, βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Σκληρές πορείες στο δρόμο, που διαλύονταν μόνο μετά από άπειρα δακρυγόνα και σφαίρες της αστυνομίας. Δολοφονίες συντρόφων. Οδομαχίες μέχρι θανάτου μεταξύ φασιστών και κομμουνιστών νεολαίων.

Διάφορες εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις προέκυψαν εκείνη την περίοδο: Η Lotta Continua, η Potere Operaio (Εργατική Εξουσία), η Potere Rosso (Κόκκινη Εξουσία) στα πλαίσια του κομμουνιστικού χώρου, και σ’ έναν βαθμό η παρανομία έγινε το επόμενο βήμα για πολλούς νέους συντρόφους, κι εξαπλώθηκε ως αποτέλεσμα και της έντονης στρατολόγησης από τις ίδιες τις οργανώσεις. Όχι μόνο οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, που έστηναν μεραρχίες σε διάφορα σημεία της χώρας, αλλά και άλλες πολλές κομμουνιστικές τάσεις πέρασαν στην με την πεποίθηση ότι είχε έρθει η στιγμή της επίθεσης στην “καρδιά του Κράτους”, της ανατροπής ενός διεφθαρμένου πολιτικού και οικονομικού συστήματος, την θέσου του οποίου θα έπαιρναν αυτές.

Ένα τέτοιο ζήτημα, απείχε φυσικά απ’ τις προθέσεις των αναρχικών που, παρ’ ότι παρόντες στους κοινωνικούς αγώνες, σε επιθέσεις, σαμποτάζ, συνελεύσεις και διάφορες πρωτοβουλίες, διατηρούσαν μια κριτική του ένοπλου κόμματος με πράξεις και με λόγο. Στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος είχε ανάψει για τα καλά η συζήτηση. Στο επίκεντρό της βρέθηκε η κριτική των “οργανώσεων σύνθεσης” όπως οι αναρχοσυνδικαλιστικές και οι φεντεραλιστικές, και περιλάμβανε περαιτέρω ζητήματα σχετικά με τη χρήση της επαναστατικής βίας, δηλαδή της ανάγκης για επίθεση στην εξουσία υπό κάθε μορφή της, χρησιμοποιώντας μεθόδους σύμφωνες με τους σκοπούς των αναρχικών, την καταστροφή της εξουσίας σε κάθε μορφή, μέσα από μαζικές αυτοοργανωμένες εξεγέρσεις που θα οδηγήσουν σε μια κοινωνική επανάσταση βαθιά ριζωμένη μέσα σε κάθε άτομο, που οφείλει να γίνει τελικά πρωταγωνιστής της ζωής του.

Έτσι προέκυψε μια απόπειρα να οργανωθεί μια ελευθεριακή παράνομη δομή, η Azione Rivoluzionaria (Επαναστατική Δράση), η οποία εν συνεχεία διεξήγαγε πολυάριθμες επιθέσεις. Αυτή με τη σειρά της ξεσήκωσε έντονες συζητήσεις μέσα στο αναρχικό κίνημα: Είναι δυνατόν μια τέτοια δομή να εξελίσσεται με έναν αναρχικό τρόπο, ή απλά παρέχει μια ελευθεριακή ιδεολογική μυστικοποίηση της γνωστής κλειστής γκρούπας ειδικών, απλά με μη-σταλινικό περιτύλιγμα;

Αρκετές συνελεύσεις έγιναν, παρ’ όλα αυτά η αναρχική κριτική συνήθως ήταν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Η συζήτηση κρατήθηκε ζωντανή στις σελίδες μερικών απ’ τις εκδόσεις της εποχής. Η αναρχική επιθεώρηση Anarchismo ιδίως, ήταν ο φορέας μια ολοένα και πιο συγκροτημένης μεθοδικής κριτικής και, εμπνεόμενη από το εύρος των ανώνυμων δράσεων σαμποτάζ σε όλη τη χώρα, μικρών δράσεων που δεν απαιτούσαν κάποια ιεραρχική εξειδίκευση αλλά μόνο την προσωπική απόφαση μακράν της βαριάς ατμόσφαιρας εκδίκησης της σταλινικής ιδεολογίας που στόχευε στο χτύπημα στην καρδιά του Κράτους. Στην πραγματικότητα, οι κοινωνική και οικονομική αναταραχή εξελισσόταν με τέτοιο τρόπο, που περισσότερο απ’ όσο ποτέ απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη χώρα, και δεν έζωναν πια μοναχά τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις όπως στα χρόνια του ’50 ή του ’60. Το ζήτημα των αριθμών “να οργανωθούμε πρώτα και μετά βλέπουμε” έγινε ορατό κάτω από ένα διαφορετικό φως, αυτό της πολιτικής, μακριά απ’ την πραγματικότητα της επαναστατικής αποτελεσματικότητας.

Φυσικά μια τέτοια εξέλιξη λάμβανε χώρα παράλληλα με τις εξελίξεις στην επιστήμη και την τεχνολογία, που πλέον εφαρμόζονταν σε κάθε σφαίρα της ζωής. Επίσης είδαμε αυτήν την εποχή μια ευρεία άρνηση του μιλιταρισμού, συγκεκριμένα της στρατιωτικής θητείας σε ατομικό επίπεδο. Οι αναρχικοί ήταν ξεκάθαροι σ’ αυτό το θέμα. Ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στον μιλιταρισμό (οποιουδήποτε χρώματος) αλλά όχι εναντίον των όπλων που, παρόλο που δεν είχαν την κεντρική σημασία που αποκτούν για τα ένοπλα κόμματα (τους “ένοπλους βραχίονες του προλεταριάτου”), εξακολουθούν να είναι απαραίτητα για την επίθεση στον εκμεταλλευτή εχθρό. Δράσεις σ’ αυτόν τον τομέα, εκτείνονται από ολικές αρνήσεις της στρατιωτικής θητείας, λιποταξίες, εμπρηστικές επιθέσεις εναντίον στρατοπέδων, γελοιοποίηση της στρατιωτικής εικονογραφίας κλπ.

Τα χρόνια πέρασαν. Η ένοπλη επίθεση στο Κράτος με όρους κεντρικότητας έφτασε στο αδιέξοδό της και πολλοί από τους 5.000 συλληφθέντες των αρχών του ’80 άρχισαν να διαπραγματεύονται ατομικά με το Κράτος προκειμένου να γλυτώσουν από μια προοπτική δεκαετιών φυλάκισης που προέκυψε από μαζικές καταδίκες σε πολλάκις ισόβια. Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες αποκηρύξεις (εδώ επικεντρώθηκε η τακτική των “μετανοημένων”, των “ανανηψάντων”. Είτε μετά από βασανιστήρια που μέχρι τότε επιφυλάσσονταν μόνο σε προλετάριους, ή από φόβο κι απόγνωση μπρος σε μια προοπτική ισόβιας κάθειρξης, συναισθήματα που υπήρξαν άμεση συνέπεια της τακτικής της στρατολόγησης έναντι της ώριμης ανοιχτής επιλογής στον ταξικό πόλεμο), οδήγησαν σ’ αυτή τη διάρρηξη μιας κατάστασης η οποία, αν έμενε συμπαγής, μπορεί να είχε αναγκάσει το Κράτος να βρει αυτό μια λύση, για τους δικούς του λόγους και για τις ανάγκες της γειτονίας του με Κράτη που έβαζαν πλώρη για μια οικονομικά ωφέλιμη ταξική ειρήνη, αφομοιώνοντας μέσω μιας ιεροποίησης των αγώνες του παρελθόντος. 5.000 άνθρωποι είναι πάρα πολλοί για να τους κρύψει κανείς κάτω απ’ το χαλάκι. Αντίθετα, ειδικά κελιά και φυλακές χτίστηκαν, νόμοι έκτακτης ανάγκης ψηφίστηκαν. Η πραγματικότητα της φυλακής γρήγορα έκαμψε τις ανταρσίες, τις μαζικές απόπειρες απόδρασης και τις εξεγέρσεις με εισαγωγές σε προγράμματα αναμόρφωσης των μετανοημένων πρώην αγωνιστών που υπέγραφαν τελικά την αποκήρυξη του ενόπλου αγώνα.

Ιταλία 1977: Μια έφοδος στους ουρανούς

Πηγή: η ιταλική επιθεώρηση “Insurrezione” – Νοέμβρης 1977

http://turbellaria.blogspot.com

Αν αφενός διεκδικούμε αναμφίβολα τον πλούτο των βίαιων κι ένοπλων εκφράσεων του κινήματος (της γενικευμένης κλοπής κι απαλλοτρίωσης ως κριτική της μισθωτής εργασίας, της ριζοσπαστικοποίησης της σύγκρουσης στο δρόμου, του σαμποτάζ κλπ) είμαστε αφετέρου πεπεισμένοι, ότι το πεδίο της βίας δεν μπορεί από μόνο του να συγκροτήσει μια ποιοτική στιγμή, μια στιγμή, με άλλα λόγια, που να χαρακτηρίζει τους νέους επαναστάτες ως τέτοιους. “Η ανυπομονησία να πάρουμε τα όπλα με κάθε κόστος σήμερα, στην πραγματικότητα καθυστερεί τη στιγμή στην οποία το προλεταριάτο ως όλον θα καταφύγει στα όπλα, επειδή περιμένει την καταστολή. Αυτοί που αλληλοσυγχαίρονται για την βλακώδη χρήση των όπλων δεν είναι η επαναστατική πρωτοπορεία, αλλά η τελευταία γραμμή της θεωρητικής και στρατηγικής συνείδησης”. (Μανιφέστο που μοιράστηκε στην Μπολώνια, στις 23 Σεπτέμβρη 1977 με υπογραφή: Ένωση για την μετάδοση της κολλητικής λύσσας).

Κατά τη γνώμη μας, είναι ακριβώς η κοινωνική αποσύνθεση που ωθεί προς ολοκληρωτικές επιλογές -ο ένοπλος αγώνας, ως μια ειδική και διαχωρισμένη διάσταση- που, περιορίζοντας την πολυπλοκότητα της σύγκρουσης σε μια βεντέτα μεταξύ αντιπάλων συμμοριών, εγκλωβίζεται σ’ ένα πεδίο όπου το κεφάλαιο μπορεί να διαχειριστεί προς όφελός του. Αν για παράδειγμα, όσον αφορά τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, είναι δύσκολο να μη νιώσουμε μια συμπάθεια για το βαθμό στον οποίον καταφέρνουν μερικές φορές να γελοιοποιούν και να χτυπούν το Κράτος στο ίδιο το παιχνίδι του, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την απόσταση μεταξύ του νεοσταλινικού προγράμματός τους, γεμάτου μιλιταριστική ιδεολογία, από το σχέδιο της προλεταριακής επανάστασης, με το οποίο δεν έχει τίποτα κοινό.

Και στη βάση της αποτυχίας του κινήματος του ’68, μπορούμε να καταλάβουμε το παρόν κύμα τρομοκρατίας. Όταν, στις αρχές των 70es, η προοπτική μιας ολικής επανάστασης φαινόταν να απομακρύνεται, μερικές ομάδες το θεώρησαν εφικτό να καταστρέψουν το Κράτος, σε μια στρατιωτικού τύπου αναμέτρηση. Η ανικανότητα να αντιληφθούν πως κανένας ένοπλος βολονταρισμός όπως και τίποτα άλλο δεν μπορεί να λάβει τη θέση βηματοδότη του πραγματικού κινήματος, οδήγησε σε μια παρανοϊκή ιδεολογία-κολλάζ που συγχωνεύει διάφορα στοιχεία, από μια αφελή εξεγερσιακή τάση μέχρι υπερ-μπολσεβικικά χαρακτηριστικά, σε ένα αποτρόπαιο ποτ-πουρί. Στο ξεκίνημά τους, οι ένοπλες ομάδες τουλάχιστον αναλάμβαναν ως στόχο τους να δείξουν ότι το Κράτος δεν είναι άτρωτο, καθώς όμως όλο και γρηγορότερα η ορθολογικοποίηση του αστυνομικού μηχανισμού έκανε την καταστολή όλο και πιο ασφυκτική, σύντομα οι πρακτικές τους μετασχηματίζονταν σ’ έναν προσωπικό πόλεμο, αυτονομημένο από κάθε πραγματικό αγώνα. Επιπλέον, αυτό το τυπικό σλόγκαν “να χτυπήσουμε στην καρδιά του Κράτους”, συσκοτίζει τον πραγματικό στόχο: το κεφάλαιο, του οποίου το Κράτος δεν είναι παρά μια φαινομενική εκδήλωσή του.

Στην πραγματικότητα, οι ένοπλες ομάδες έγιναν ένα εμπόδιο για την ανάπτυξη του κινήματος, το οποίο κατέληξαν οι ίδιες (πχ οι Ερυθρές Ταξιαρχίες) να κατηγορούν ως αυθορμητιστικό και επιπόλαιο! Αυτοί οι κριτικισμοί φέρνουν στην μνήμη τους κλαυθμηρισμούς της επίσημης αριστεράς, της οποίας άλλωστε αυτοί οι άνθρωποι δεν αποτελούν παρά την ακραία πτέρυγά της. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις επαναστατικές περγαμηνές του κάθε ατόμου, ένα τέτοιο είδος ένοπλου αγώνα φυτεύει τους σπόρους της επαναφομοίωσης. Όχι μόνο και όχι τόσο, με την έννοια του αστυνομικού καννιβαλισμού, αλλά με την έννοια της μείωσης σε μια επαναλαμβανόμενη κι απόλυτα λειτουργική για την εξουσία εικόνα της επανάστασης ως μια απλή στρατιωτική αντιπαράθεση. Είναι αλήθεια ότι οι ομάδες της αυτονομίας δεν ταυτίζονται με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, όμως είναι επίσης αλήθεια κι ότι η άκριτη υποστήριξη της στρατιωτικοποίησης του κινήματος ενέχει τα ίδια προβλήματα.

Είναι εμφανές ότι το Κράτος θέλει να ωθήσει έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων στην παρανομία. Κάτι τέτοιο αντιστοιχεί με την μείωση του κινήματος στην στρατιωτική του διάσταση, όπου η εξουσία έχει ακόμα το πάνω χέρι, τουλάχιστον σ’ αυτήν τη φάση. Ομάδες όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, πιστεύουν ότι η στρατηγική τους βρίσκει ανταπόκριση. Και είναι σημαντικό ότι ο τελευταίος καιρός χαρακτηρίζεται από μια αύξουσα σύγχυση κι ένα είδος επιστροφής στον παραδοσιακό μιλιταρισμό που στιγματίστηκε απ’ την πιο ηλίθια τρομοκρατία (Casalegno και Acca Laurentia).

Είναι προφανές ότι οι παράνομες ομάδες αυτή τη στιγμή παίζουν στο πεδίο των αντινομιών μεταξύ κρίσης κι επανάστασης, μεταξύ μιας νεοσταλινικής διεύθυνσης κι ενός ριζικού μετασχηματισμού προς τον κομμουνισμό.

Parafulmini e controfigure

Γενάρης 1980

Αυτό το κείμενο είναι μια απάντηση στην προκήρυξη της Azione Rivoluzionaria “Σημειώσεις για μια εσωτερική κι εξωτερική συζήτηση” που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 13-14 του περιοδικού Counterinformazione. Τα άρθρα “Parafulmini e controfigure” και “L.A.xC.=Nihil” συνιστούν μια άμεση απάντηση 2 συντρόφων στο κείμενο της AR. Μετά την άρνηση 2 εφημερίδων του κινήματος να δημοσιεύσουν τις κριτικές τους, κατέστη αναγκαίο να διαδοθούν αυτόνομα. Η μετάφραση των κειμένων στα αγγλικά, όπου μπορούν να βρεθούν στο http://pantagruel-provocazione.blogspot.com, είναι της Jean Weir.

Έχουμε εδώ τη δεύτερη έκδοση αυτού του φιλόδοξου μικρού βιβλίου που, στο σκοτάδι και χωρίς πολύ θόρυβο, σηματοδοτεί ένα αυθεντικό ξεκαθάρισμα της εξεγερσιακής τάσης μέσα στο ιταλικό αναρχικό κίνημα. Με αυτό εννοώ, ας είμαστε σαφείς, το επαναστατικό εξεγερσιακό αναρχικό, όχι τις προσδοκίες ενός γιγαντιαίου μαζικού κινήματος που μέλει να καταστρέψει το υπάρχον σύστημα, ή όσο απ’ αυτό είναι απαραίτητο να καταστραφεί μέσα σε μια μεγάλη νύχτα, προκειμένου να πάρουν τα πράγματα το δρόμο τους προς την αναρχική κοινωνία. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος ενός τέτοιου τρόπου κατανόησης του εξεγερσιακού σ αυτό το βιβλιαράκι άλλου εκτός απ’ την αναβολή μέχρι τη γενίκευση της σύγκρουσης, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να μην επιφέρει τίποτα απολύτως -ή σε συνθήκες τρομακτικής καταστολής- να μην εξασφαλίζει ούτε καν ότι υπάρχει σήμερα. Έτσι, αυτές οι λίγες, πολύτιμες σελίδες σηματοδοτούν τα πρώτα βήματα που πρέπει να πάρουμε προκειμένου να φωτίσουμε ορισμένες κριτικές, που έχουν γίνει αυτή τη στιγμή απολύτως επείγουσες (1977), και αφορούν τις λεγόμενες ένοπλες οργανώσεις (μαχητικές ή οτιδήποτε).

Ελπίζω ότι αυτή η ανατύπωση θα είναι εξίσου χρήσιμη σε όλους όσους γεμάτοι συναισθηματική φόρτιση αποθεώνουν τον ρόλο του αντάρτη, ο οποίος, ενδεχομένως να ξεκινά με τις καλύτερες φιλοδοξίες, ωστόσο καταλήγει να παίρνει μια εντελώς απαράδεκτη τροπή. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην μεγάλη θεωρητική πρακτική εμπειρία της Azione Rivoluzionaria. Και η κριτική που εγείρεται εδώ ενάντια σε θέσεις που γρήγορα προέκυψαν μέσα στην οργάνωση αυτή, μετά από μερικούς μήνες δραστηριότητας και αναλυτικής σκέψης, έγινε εκείνη τη στιγμή, ενώ το σίδερο ήταν ακόμη καυτό, χωρίς υποχωρήσεις μπρος στους νεκρούς ή τους φυλακισμένους συντρόφους, ούτε στις ψευδαισθήσεις που περιστρέφονταν γύρω απ’ το “τώρα πυροβολούμε κι εμείς, άρα μπορούμε να τους “νικήσουμε” κι εμείς”.

Ο συγγραφέας αυτής της εισαγωγής (και μαζί με άλλους και του προαναφερθέντος βιβλίου), συμβαίνει να είναι αυτός που είχε γράψει το σύνθημα “μόνο πυροβολώντας νικάει κανείς”, και το προσυπογράφει, ακόμα και μετά την ποινή φυλάκισης 2,5 ετών το 1972 την οποία του κόστισε. Στην πραγματικότητα είναι όντως έτσι, πυροβολώντας που νικάει κανείς. Όμως τί σημαίνει νικάει; Ασφαλώς όχι κατακτάει, κερδίζει κάτι. Να νικάς, σημαίνει επίσης να ξεφορτώνεσαι έναν αριθμό εμποδίων απ’ το πεδίο της μάχης (ανθρώπους και αντικείμενα), προκειμένου να ξαναμοιραστεί το παιχνίδι, της δημιουργίας ενός νέου κόσμου ελεύθερου από κάθε εξουσία και την καταπίεσή της, ενός κόσμου που δεν μπορεί να προέλθει ολοκληρωτικά από την “νίκη” στο πεδίο αυτό, αλλά που χρειάζεται όπως φαίνεται πολύ περισσότερους αγώνες, αίμα, παρεξηγήσεις κλπ.

Μπορείς να νικήσεις μόνο πυροβολώντας, αν θεωρήσουμε ως νίκη αυτό το πρώτο, ταπεινό βήμα προς το ξεκίνημα ενός πραγματικά σπουδαίου, που όμως βρίσκεται αλλού, πέρα απ’ τους πολιτικού υπολογισμούς και τους ανταγωνισμούς δυνάμεων, πέρα απ’ την εκθαμβωτική δράση που μπορεί να μας συναρπάζει σήμερα, αλλά δεν μας πείθει εξ ολοκλήρου. Ο αγώνας που αναπτύσσεται προς την εξεγερσιακή, κι έπειτα επαναστατική γενίκευση, είναι κάτι που παίρνει πολύ καιρό και δεν μπορεί να κλειστεί στο πλαίσιο μιας “νίκης”.

Το ίδιο ισχύει και για τη λεγόμενη “προλεταριακή δικαιοσύνη”. Γύρισα πίσω σ’ αυτόν τον ορισμό αρκετές φορές, μιλώντας για την AR, και πρέπει να χουμε στο μυαλό μας ότι πρόκειτα για μια πεπερασμένη έννοια που, στην εποχή της, ήταν ενδεικτική της επείγουσας ανάγκης για μια πρακτική η οποία δεν ήταν σε καμία περίπτωση κεντρική: το να κολλήσουμε τους υπεύθυνους για συγκεκριμένες αδικίες στον τοίχο, χωρίς να επιδιώκουμε μέσω αυτού να εγκαθιδρύσουμε μια “αγνότερη” έννοια δικαιοσύνης (αντικειμενικά δικαστήρια, δίκαιους νόμους, λογικές ποινές: όλα τους σκουπίδια που δε σημαίνουν τίποτα κι ούτε μας ενδιέφεραν ποτέ), αλλά μόνο να αναλάβουμε ένα αδιάλλακτο καθήκον ξεκαθαρίσματος, ακόμα και σε μεγάλη κλίμα

κα, τη στιγμή κατά την οποία η γενίκευση του εξεγερτικού αγώνα είχε τεθεί σε κίνηση. Σε συνθήκες μιας ενδιάμεσης σύγκρουσης, αυτού του είδους η απάντηση σε συγκεκριμένες κατασταλτικές κινήσεις μπορεί να ιδωθεί σαν μια πρακτική μεγάλης σημασίας, αν μη τι άλλο σαν μια προετοιμασία για τα μελλοντικά, πολύ δυσκολότερα και πιο σύνθετα καθήκοντα. Εξ άλλου, ιδιαίτερα σ’ αυτό το “παραμελημένο” βιβλιαράκι μπορεί να βρει κανείς μια κριτική της έννοιας της “προλεταριακής δικαιοσύνης”, περιορισμένης και ορθώς κατά τη γνώμη μου, στην πιθανή σύγχυση με μια πιο εξειδικευμένη έννοια δικαιοσύνης, αυτής των δικαστηρίων, εννοώ αυτήν που “χτυπάει” τον καθέναν καθημερινά. Κι άλλα προβλήματα προκύπτουν. Το να “βγεις στην παρανομία”, όπως είπαμε παραπάνω, είναι το ένα απ’ αυτά. Το να κλειστεί κανείς στον εαυτό του σαν μύδι, κόβοντας την επαφή με την ανθρώπινη συνθήκη που είναι τόσο δύσκολο να επανορθωθεί, εν όψει των διαρκών προσπαθειών της εξουσίας να μας απομονώσει. Φυσικά, η εξειδίκευση, προκύπτει πάντα ως ο συντομότερος δρόμος για άμεσα αποτελέσματα. Είναι όμως αυτά τα αποτελέσματα όντως τα επιθυμητά; Χρειαζόμαστε όντως να κάνουμε συνεχώς “σαχ” για να δείξουμε πόσο ικανοί είμαστε; Το να αλλάζει κανείς ταυτότητα, τρόπο ζωής, στέκια, να χτίζει ένα φανταστικό σύμπαν γύρω του πλασμένο από επιβίωση και στρατιωτικού τύπου αποφάσεις είναι όλα εφικτά, όμως δεν μας στερούν κάτι στοιχειώδες; Αυτό που πραγματικά είμαστε, αυτό που πραγματικά θέλουμε να γίνουμε. Μου φαίνεται πως σήμερα αυτό το πρόβλημα, κι αυτά τα ερωτήματα βρίσκουν διαφορετικές απαντήσεις απ’ ότι σ’ αυτούς που έθεσαν το ζήτημα στο τέλος των 70es.

Αυτή είναι βεβαίως μια προφανής αλλαγή. Το να μην μπορεί να ευθυγραμμίζει κανείς τη ζωή του με αυτό που θεωρεί επαναστατικό σχέδιο είναι μια πραγματικά αντίξοη κατάσταση. Ζει κανείς έτσι σε μια φαντασιακή εκδοχή του τί θα αποτελούσε μια περιπέτεια με την πιο αυθεντική έννοια της λέξης. Αυτή είναι η κατάσταση που, αργά ή γρήγορα, οδηγεί στην μεταμέλεια και την αποκήρυξη. Η πληρότητα της ζωής που φαντασιωνόταν κανείς, εξαφανίζεται σαν τη φρεσκάδα μέσα από ένα κομμένο λουλούδι. Σε καιρούς σαν τον δικό μας, όταν γύρω μας υπάρχουν ακόμη σύντροφοι που έχουν μείνει με τη γεύση της πικρίας στο στόμα τους, θα πρεπε να σκεφτόμαστε περισσότερο. Τί έκαναν (κάποιοι απ’ αυτούς) με τις ζωές τους; Πέρα απ’ αυτό, επεκτείνεται το είδωλο. Η εικόνα που πρέπει να υπερασπιστεί με κάθε κόστος. Ο μικρός άγιος, η φίρμα, ο όρκος πίστης. Όποιος δεν πίνει νερό στ’ όνομά τους, δεν μπορεί να μιλάει. Πως τολμάει μια τέτοια προδοσία; Κι ύστερα, αν τους δείξουμε ότι δε γίνεται να προδόσεις κάτι με το οποίο δεν συμφώνησες ποτέ απ’ την αρχή, το απαστράπτον είδωλο κυριεύεται από ιερό μένος. Δεν έχουν κάτι να συζητήσουν, απλά ορκίζονται στην πίστη τους.

[…]

Έπειτα, έρχονται οι θεωρούμενες ως σημαντικές, ή ακόμα και σπουδαίες, μεγάλες δράσεις (όπως για παράδειγμα η απαγωγή του Μόρο), που γεμίζουν σελίδες και σελίδες εφημερίδων. Αν μια ειδική οργάνωση λαμβάνει μια τέτοια επιλογή, αντί να περιοριστεί σε “μικρές” δράσεις επίθεσης και σαμποτάζ, δεν είναι τόσο θέμα ανάλυσης ή επιλογής της οργανωτικής λειτουργίας ως πεδίο δράσης, όσο μια αναπόφευκτη εξέλιξη προς το οργανωτικό “κλείσιμο”. Αν οι μικρές δράσεις μπορούν εύκολα να γενικευθούν (όπως μπορούσε να δει ο καθένας στο τέλος των 80es και την αρχή των 90es), δε θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τις “κεντρικές” πράξεις, οι οποίες με την γεωμετρική απόσταση του μιλιταρισμού τους από τον κόσμο, το πολύ που μπορούν να περιμένουν δεν είναι παρά ζητωκραυγές απ’ το φιλοθεάμον πλήθος στις κερκίδες.

Η κριτική σχετικά με οποιοδήποτε οργανωτικό μοντέλο μιας ειδική αναρχικής ένοπλης οργάνωσης που σκιαγραφείται στο βιβλιαράκι αυτό (αλλά και σε άλλα γραπτά μου της εποχής που επίσης στιγματίζονταν στις “προκηρύξεις” της Azione Rivoluzionaria) είναι έγκυρη ακόμη. Εν πάσει περιπτώσει, πρόκειται για ζητήματα μεγάλης σημασίας και ανεξάντλητης επικαιρότητας, που θεωρώ πως θα πρεπε να απασχολούν εις βάθος κάθε σοβαρό σύντροφο.

Τεργέστη, 23 Δεκέμβρη 2000

Alfredo M. Bonanno

(στμ. το βιβλιαράκι έχει εκδοθεί στα ελληνικά με τίτλο “Ένοπλη πάλη και επαναστατικό κίνημα”)



Αλεξικέραυνα και κασκαντέρ

…για τον καθένα, που έστω και αργά, δέχθηκαν τον καταναλωτισμό στο ρόλο που προηγουμένως επεφύλασσαν στις πρωτοπορίες των διανοουμένων κι επιθυμούν να σταματήσουν, δεν υπάρχει άλλο απ’ το να εμπλακούν σε μια απελπισμένη και ξέφρενη κούρσα όλων των κέντρων του θεάματος: Να προσληφθούν ως ηθοποιοί ή να εισβάλουν στη σκηνή αυτοσχεδιάζοντας. Άμμισθα ανδρείκελα ή κομπάρσοι, και τελικά αναλώσιμοι, και σε κάθε περίπτωση ρευστοποιημένοι. Σ’ αυτό συνίσταται η πολυπόθητη και εξωραϊσμένη “ποιοτική” διαφοροποίηση. (G. Cesarano – G. Collu, Apocalisse e rivoluzione, Dedalo, Bari 1973, σελ. 93).

1. Το κίνημα του ’77 και το “αντάρτικο”

Η εκδίωξη του Lama απ’ το πανεπιστήμιο της Ρώμης, τον Φλεβάρη

του 1977 σηματοδοτεί την ιστορική ρήξη του ιταλικού προλεταριάτου με τις πολιτικές μαφίες που ισχυρίζονταν ότι το ελέγχουν και το αντιπροσωπεύουν. Μ’ αυτό το επεισόδιο, ένα νέο κίνημα εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά, το οποίο ήταν ακατανόητο για την κατεστημένη εξουσία. Τα προηγούμενα χρόνια, το κεφάλαιο και τα επιτελεία του, είχαν δημιουργήσει in vitro δυο βασικά μοντέλα με τα οποία η αντιπολίτευση στη συμμαχία μεταξύ DC-PCI (χριστιανοδημοκράτες-κομμουνιστικό κόμμα) και το πρόγραμμά της λιτότητας και θυσιών προοριζόταν να ταυτιστεί: το πρώτο, σχεδιασμένο στο συνέδριο της Lotta Continua στο Ρίμινι και οι διαδηλώσεις της αντικουλτούρας των Circoli del proletariato giovanile (κύκλοι νεανικού προλεταριάτου) έτεινε στο καναλιζάρισμα της μάζας των νέων και των ανέργων προς διεκδικήσεις ενός ουσιαστικά πολιτιστικού χαρακτήρα. Το λιγότερο κακό για το σύστημα ήταν οι νέοι να παλεύουν για το δικαίωμά τους σε μια νέα ταυτότητα και για να τους αναγνωριστεί η ελευθερία σ’ ένα εναλλακτικό life-style, στο οποίο μπλέκονταν η ιδεολογία του τριπ, η σύγχυση των ναρκωτικών, το κλαψούρισμα για την περιθωριοποίηση και την “πτώση των αξιών”, η διεκδίκηση των πιο ανούσιων κι αντιφατικών δικαιωμάτων. Μερικές αναφορές στην αυτομείωση θα μπορούσαν ακόμη να συμπεριληφθούν σ’ αυτήν την ιδεολογία. Το μόνο πράγμα που σόκαρε τους δημοσιογράφους της  “L’Unità” και της “Corriere della sera” ήταν οι απαλλοτριώσεις όπου ο κόσμος έκλεβε σαμπάνιες και χαβιάρι, περιφρονώντας έτσι τα “πλαίσια” μες τα οποία η νεολαία θα μπορούσε να “ενωθεί”: οι ιδεολογικές και νεοχριστιανικές ηθικές αξίες του να είναι κανείς φτωχός, ολιγαρκής, σε κρίση. Στη σφαίρα αυτών των “νέων” ιδανικών οι μάζες της νεολαίας παραπονιούνταν και συζητούσαν διαρκώς, όχι τόσο προκειμένου να εξεγερθούν εναντίον τους καταστρέφοντάς τες, όσο για να επιβεβαιώσουν την διεγνωσμένη αξιοπρέπεια της υπαρξιακής συνθήκης τους και την ελευθερία να την στολίζουν με όσα φτερά και μάσκες θέλουν.

Ο άλλος πόλος αυτής της αντιπολίτευσης την οποία η εξουσία προετοιμαζόταν να εξουδετερώσει υπέρ της, ήταν η διαχωρισμένη και εξειδικευμένη μιλιταριστική πρακτική. Για αρκετό καιρό, οι κοινωνιολόγοι έλεγαν πως, με το χειροτέρεμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, την αύξηση της ανεργίας και την προοδευτική εγκληματοποίηση των δυνητικών εχθρών του μπλοκ εξουσίας της χριστιανοδημοκρατίας-κομμουνιστικού κόμματος, μια άνοδος της τρομοκρατίας θα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψιν. Ο ιταλικός καπιταλισμός θα ήταν παραπάνω από πρόθυμος να δεχθεί μια τέτοια πρόκληση, όσο παρέμενε στο πεδίο μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Στην πραγματικότητα, μια τέτοιου είδους σύγκρουση (όπου μετά από ένα ξεσάλωμα μπορεί πάντοτε να περιοριστεί σε ένα απλό τεχνικό πρόβλημα, όπου οι δυνάμεις του κεφαλαίου είναι ανώτερες απ’ αυτές του εχθρού, απ’ το ξεκίνημα ακόμη), ακόμα κι αν σήμαινε μερικά ζόρια για ορισμενους κρατικούς λειτουργούς και μπάτσους, απ’ την άλλη παρείχε τόσα πλεονεκτήματα ώστε να την καθιστά το λιγότερο κακό, ασύγκριτα προτιμητέο απ’ τον κίνδυνο της αντιπολίτευσης ενός μαζικού κινήματος που κάνει χρήση παράνομης βίας.

Πρώτα απ’ όλα, ο ουσιωδώς θεαματικός χαρακτήρας των περισσότερων απ’ τις τρομοκρατικές επιθέσεις (ιδιαίτερα των φόνων: το κοινό λατρεύει το αίμα), παρέχει στο σύστημα την δυνατότητα να στρέφει ακόμα και τις πιο αξιοθρήνητες φιγούρες του κατασταλτικού μηχανισμού σε μεγάλες προπαγανδιστικές επιτυχίες. Επιπλέον, η εξέλιξη ενός περιορισμένο εμφυλίου πολέμου πιέζει όλους τους εχθρούς της εξουσίας να αποφύγουν τον πραγματικό καθημερινό πόλεμο στρεφόμενοι προς την παρανομία και να δώσει στο Κράτος την ευκαιρία να εξαπολύσει τη δική του τρομοκρατία σε πλήρη ισχύ, στα πλαίσια μιας διαρκούς κατάστασης πολιορκίας και γενικευμένης επιστράτευσης. Πάνω απ’ όλα, παγώνει το μεγάλο μέρος του πληθυσμού -τις μάζες, τον λαό, το προλεταριάτο, την κοινωνία, σε οτιδήποτε αναφέρονται οι ένοπλοι αντάρτες τέλος πάντων- καθηλώνοντάς το σ’ έναν ρόλο παθητικών θεατών, είτε υποστηρικτών (εξιταρισμένω

ν απ’ τις συναισθηματικές επιπλοκές και γοητευμένων καθώς ζουν τις δικές τους περιπέτειες με την φαντασία τους, ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγουν τις ίδιες της συνθήκες της αδυναμίας τους), σε κάθε περίπτωση δεν είναι παρά παθητικοί δέκτες. Τελικά, η οικονομία των αντιμαχόμενων στρατοπέδων είναι καθ’ εαυτόν μια λειτουργική οικονομία, όπου ο καθένας απαιτείται να ταυτιστεί απόλυτα με την κατεύθυνση της κρίσης, ενώ δεν υπάρχει πιο τέλεια λαϊκή εντολή απ’ αυτήν που πραγματώνεται στους εκτελεστές και στα μπλόκα. Καθώς ο εχθρός μπορεί πάντα να κρύβεται στην επόμενη γωνία, ο καθένας κλείνεται στο σπίτι του, υπομένοντας μέχρι τη στιγμή που θα εξαπολύσει όχι το επαναστατικό πάθος, αλλά τη συμπιεσμένη οργή και την αλυσίδα των αντιποίνων. Στην Ευρώπη, το προηγούμενο της Β. Ιρλανδίας έχει ήδη επιδείξει το πώς η στρατιωτικοποίηση του αγώνα -επιθυμητή τόσο απ’τον IRA όσο κι απ’ τον στρατό κατοχής- δίνει οικονομικά και επιχειρισιακά το πάνω χέρι στο κεφάλαιο, καθαρίζει τους δρόμους από τις μαχητικές παρέες των νέων ανέργων και μπλοκάρει και διαχωρίζει τους εργάτες βάσει υπερφίαλων αιτημάτων.

Το κίνημα του ’77 διέψευσε ριζοσπαστικά όλα τα προγνωστικά των ειδικών του ιταλικού καπιταλισμού. Η επίθεση στον συνδικαλιστικό ηγέτη Lama είναι η έκφραση της ανεξέλεγκτης, αυθόρμητης και γενικευμένης βίας, που με θράσσος έτριξε όλα τα πολιτιστικά στεγανά και τις τυποποιημένες γενικεύσεις: οι “ινδιάνοι μητροπολιτάνοι” και οι αγωνιστές της Αυτονομίας, οι νέοι “χίππηδες” και οι οργανωμένοι εργάτες συναντιούνταν στην πράξη, πέρα απ’ τις ειδικές κοινωνιολογικές κατηγοριοποιήσεις τους -που για τους επαναστάτες δεν έπρεπε να τονιστούν αλλά να ξεπεραστούν- όπως ακριβώς το προλεταριάτο, ως ιστορική κίνηση που καταστρέφει και ξεπερνά το κεφάλαιο και την σχιζοφρενική κοινωνία που παράγει αυτό. Ο εφιάλτης κάθε εξουσιαστικής δομής παίρνει σάρκα και οστά: οι προλετάριοι συναντιούνται χωρίς διαμεσολαβητές, παίρνοντας την ευθύνη στα χέρια τους για την επίλυση των προβλημάτων τους, και αρνούμενοι όλους αυτούς -εργατοπατέρες, σταλινικούς γραφειοκράτες, ένοπλες μικροομάδες και ιδεολόγους της αντικουλτούρας- που ισχυρίζονται ότι μιλούν στ’ όνομά τους, και ξεκινούν να οργανώνονται συλλογικά. Εδώ, σε αντίθεση με τις αυτοαποκαλούμενες πρωτοπορείες και τους πολιτικούς ειδήμονες, των κίνημα των ανεξέλεγκτων εργατών βρίσκει τους φυσικούς του συμμάχους και συντρόφους, στους νέους ανέργους, στον όχλο των προαστείων και των πανεπιστημίων.

Η διεφθαρμένη συμπαιγνεία του “ιστορικού συμβιβασμού” (χριστιανοδημοκράτες και κομμουνιστικό κόμμα) υποφέρει από τα χτυπήματα ενός μαζικού κινήματος που είναι βίαιο και οπλισμένο. Αυτό το κίνημα, που μόλις έναν μήνα μετά την επίθεση στην πορεία του Lama, εξεγέρθηκε στις 12 Μάρτη στη Ρώμη και την Μπολόνια, και μέσα από τη βία του έδειξε την ολική του απόρριψη όχι μόνο στις κλαψιάρικες προβληματικές των σπεσιαλιστών του “προσωπικού” και της προβλέψιμης “ειρωνίας” τόσο πολλών φιλόδοξων “δημιουργικών” διανοουμένων, όσο και στη λογική των παράνομων ένοπλων οργανώσεων.

Απ’ τις σελίδες του τελευταίου τεύους της “Controinformazione”: Η Azione Rivoluzionaria κατηγορεί την εφημερίδα “Insurrezione” για την αποκάλυψη της πλήρους ασυμβατότητας μεταξύ των εξεγερμένων του Μάρτη και των ειδικών της ένοπλης πάλης: “…το κίνημα του ’77 δεν εμφανίστηκε απ’ το πουθενά, έχει μια ιστορία πίσω του η οποία επιρρεάστηκε, είναι αδιαμφισβήτητο αυτό, από τις δράσεις του ανταρτοπολέμου. Αν οι άνθρωποι στη Ρώμη είχαν περιοριστεί στην ειρωνία, ο Lama θα είχε δώσει τη διάλεξή του στο πανεπιστήμιο και αυτό που έμεινε τελικά ως ιστορικό συμβάν, ο διωγμός του Lama απ’ το πανεπιστήμιο, δε θα ήταν σήμερα παρά μια ομιλία με μερικές ενοχλήσεις, ακόμα κι έξυπνες, αυτό που θα έμενε θα ήταν μια πορεία, και κατ’ επέκταση μια νίκη για τον Lama και τους ομοίους του. Είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε το κίνημα του ’77 με όλα όσα λέχθηκαν και ειπώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, ιδιαίτερα από τις ένοπλες ομάδες και το αυτόνομο αντάρτικο”. (Azione Rivoluzionaria, Σημειώσεις για μια εσωτερική κι εξωτερική συζήτηση στο “Controinformazione”, τεύχος 13-14, Μάρτης 1979 σελ. 90).

Μακράν του να περιοριστούμε στην ειρωνία, χιλιάδες αγωνιστές δε δίστασαν να πάρουν τα όπλα μόνοι τους όταν αυτό έγινε αναγκαίο, λεηλατώντας τα οπλοπωλεία στις 12 Μάρτη, ενώ οι ένοπλοι αντάρτες ανησυχούσαν μήπως καταρριφθούν οι κριτικές τους γι αυτές τις εκδηλώσεις ως “αυθορμητισμούς” και “χαβαλέ”, με άλλα λόγια ξέφευγαν από τον έλεγχό τους κι έρχονταν σε έμπρακτη αντίθεση με κάθε ανάθεση για την επίλυση των προβλημάτων τους σε ειδικούς, κι ιδιαίτερα στους ένοπλους τέτοιους.

Η εξουσία δε χρησιμοποίησε διαφορετικά ερμηνευτικά σχήματα απ’ αυτά που εφάρμοσε στους ένοπλους αντάρτες της AR: για ολόκληρο το ’77, προσπάθησε να αντιπροτείνει τις δυο προκατασκευασμένες ταυτότητες -της αντικουλτούρας και του μιλιταρισμού- που το κίνημα είχε ήδη αρνηθεί, επιδιώκοντας να φέρει σε αντίθεση ένα “δημιουργικό” πνεύμα με ένα “μαχητικό” χέρι του κινήματος. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και κοινωνιολόγοι, που ως συνήθως δεν καταλάβαιναν την τύφλα τους απ’ την πραγματικότητα, αλλά ως αντίκρυσμα προσπάθησαν, αφενός να χειραγωγήσουν τους εξεγερμένους της αντικουλτούρας -το νεολαιϊστικο κίνημα, τους ινδιάνους μητροπολιτάνους, τις φεμινίστριες κλπ- ενάντια στην ανάπτυξη μιας αποφασιστικότητας και συνοχής του επαναστατικού κινήματος, και στην άλλη να πιστοποιήσει την ηλιθιότητα των συνομωσιών των παραθρησκευτικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων. Το κίνημα γνώριζε πώς να φωνάζει μες τα μούτρα όλων των πληρωμένων γραφιάδων που το παρατηρούσαν, αυτό που πραγματικά ήταν: ΜΑΛΑΚΕΣ!

Ως προς αυτό, ούτε οι πολιτιστικές πρωτοπορείες ούτε οι ένοπλες τέτοιες ήταν ικανές να διαχωριστούν απ’ τους υπηρέτες της εξουσίας, στην κατανόηση της πραγματικότητας. Ακόμα λιγότερο, μπορεί να ειπωθεί σήμερα ότι οι κριτικές της AR ήταν έξυπνες: “…είναι πιθανό να κάνει κανείς την αντίθετη υπόθεση: το κίνημα θα είχε τσακισθεί στις ρίζες του, στα κοινωνικά κέντρα, στις εφημερίδες, τους ραδιοσταθμούς του, αν το αντάρτικο δεν είχε δράσει σαν αλεξικέραυνο, τραβώντας ολόκληρο τον κατασταλτικό μηχανισμό πάνω του” (οπ.π. σελ. 90)

Στο πρόσφατο κύμα συλλήψεων κατά της Autonomia Operaia (Εργατική Αυτονομία), αγωνιστές που κατηγορούνταν για την απαγωγή του Μόρο, ξεκαθάρισαν την κατάσταση απ’ όλες αυτές τις ανοησίες, έχει σημασία λοιπόν για ένα λεπτό να εξετάσουμε την πιο φιλόδοξη απ’ όλες τις ενέργειες του αντάρτικου πόλης, την απαγωγή του Μόρο. Σύμφωνα με την Azione Rivoluzionaria, για την απόπειρα αυτήν, της οποίας “η ουσία έγκειται στην ικανότητα του επαναστατικού κινήματος ως όλον (και των Ερυθρών Ταξιαρχιών ως μέρος του κινήματος) να καταφέρουν ένα χτύπημα στην καρδιά” (οπ.π. σελ.88). “Το παράνομο κίνημα πλήρωσε το τίμημα του ψυχολογικού πολέμου που εξαπόλυσε, την καχυποψία, το κυνήγι του ταξιαρχίτη, την έξαρση της αστυνομοκρατίας” (οπ.π. σελ. 89). Εκτός από αδιαμφισβήτητο, το γεγονός ότι με τη δολοφονία του Μόρο η εξουσία δικαιολόγησε εκατοντάδες επί εκατοντάδων συλλήψεις, κατηγορίες και προφυλακίσεις εις βάρος του κινήματος, και περιοριζόμενοι στο να υπενθυμίσουμε ότι το μόνο συνεκτικό αίτημα κεντρικής κατασταλτικής σημασίας από το κομμουνιστικό κόμμα προς την κυβερνώσα χριστιανοδημοκρατία είχε να κάνει με το κλείσιμο των στεκιών και τη σύλληψη μιας σειράς αγωνιστών -οι οποίοι κατονομάζονταν πλήρως από το κόμμα- της Εργατικής Αυτονομίας στη Ρώμη, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν γυρίσει το χτύπημα “στην καρδιά” της επαναστατικής τάσης που επέμενε, ακόμα και υπό πίεση, στη Ρώμη, για πάνω από ένα χρόνο, να φέρνει το θέαμα ή τα σύμβολα του επαναστατικού αγώνα στην προσοχή του καθενός. Στο απίστευτο κλίμα εκείνων των ημερών, που έγινε αντιληπτό από τους επαναστάτες ως αδιανόητο, δηλαδή ακατανόητο, μη αντιληπτό, κατέστη εφικτό να καθηλωθούν οι μάζες ξανά στην παθητικότητά τους, σαν να παρακολουθούν ένα έργο. Μετά από έναν χρόνο αποφασιστικών αγώνων από υποκείμενα που δρούσαν αυτόνομα σε μια καθημερινή πραγματικότητα κοινή στον καθένα, κλείστηκαν στον εαυτό τους, στο έλεος εξωτερικών δυνάμσεων που συνέπαιρναν όχι μόνο τη θέληση αλλά και τη συνείδηση του καθενός, τραβώντας τη σ’ αυτές. Παγιδευμένοι ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο ακραίες δυνάμεις, ο καθένας πιεζόταν να διαλέξει πλευρά, υπό την πίεση ενός αυθεντικού εκβιασμού: ο καθένας έπρεπε να διαλέξει ποιός τον αντιπροσωπεύει. Αν το Κράτος θα μπορούσε να επιβάλει τον δικό του διαβόητο εκβιασμό στον καθένα (“με μας ή με την τρομοκρατία”), ή αν θα ονειρευόταν όπως του ζητούσαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες: να τους χειροκροτάει, ή ακόμα, να προχωρήσει στην πλέον “ριζοσπαστική” επιλογή και μια μέρα να εισέλθει στον κόσμο των ηρώων. Αυτό ήταν το μήνυμα των Ερυθρών Ταξιαρχιών: καταταγείτε, ή τουλάχιστον καθήστε σπίτι, δείτε τηλεόραση και χειροκροτήστε, αυτό ήταν πάντοτε το μήνυμα των ένοπλων οργανώσεων. Η απαγωγή του Μόρο απλώς το έφερε στα σπίτια όλων, υποχρεώνοντας έτσι όσους ήθελαν να μείνουν πιστοί στην επαναστατική τους υποκειμενικότητα να το αρνηθούν ριζοσπαστικά.

2. Η “Λαικό-μετωπική” ιεραρχία της ένοπλης οργάνωσης

Ηθοποιοί και κασκαντέρς. Με άγαρμπο ζήλο, η AR κάνει τον εκβιασμό που απέκρυβε πάντοτε η πολιτική-γραφειοκρατική γλώσσα των Ερυθρών Ταξιαρχιών, φανερό: “Η κριτική κριτική που τείνει να απομονώνει το αντάρτικο από το κίνημα είναι απόλυτα λειτουργική στο σχέδιο της καταστολής που χρησιμοποιεί βία ενάντια στο αντάρτικο και κριτική για να το απομονώσει. Η “κριτική κριτική”, που γνωρίζει τα πάντα, δε γνωρίζει πως με την απομόνωση του αντάρτη προετοιμάζει τις συνθήκες για τη δική της ώθηση στην παρανομία, εκτός αν το κεφάλαιο, μες την μεγαλειώδη εφευρετικότητά του, όπως ακριβώς δε ξέρει σήμερα πώς να αναγνωρίσει τους φίλους του και τους βασανίζει, σκοτώνει, καταδιώκει τους τρομοκράτες, αύριο δε θα ξέρει να αναγνωρίσει τον μόνο εχθρό του, την κριτική κριτική και του εξασφαλίσει θέσεις κι αξιώματα” (οπ.π. σελ. 90). Χωρίς να ασχοληθούμε με τον χριστιανικό κρετινισμό αυτών που ζουν για να δουν την αλήθεια της πίστης τους να αποδεικνύεται μέσα απ’ τα μαρτύρια των πιστών της, αυτό που μας έρχεται στο μυαλό, διαβάζοντας αυτό το θλιβερό κείμενο, είναι ο εκβιασμός που εξαπολύει εδώ και 50 χρόνια ο σταλινισμός ενάντια σε κάθε διεθνιστική αντιπολίτευση (ο ίδιος εκβιασμός που εξαπόλυσε ο Λένιν ενάντια στην Κροστάνδη και ολόκληρη την Εργατική Αντιπολίτευση): “Η Ρωσσία, η πατρίδα του σοσιαλισμού, απειλείται απ’ τους ιμπεριαλιστές και για να την υπερασπιστούμε χιλιάδες προλετάριοι απ’ όλον τον κόσμο θυσιάστηκαν. Οπότε, αν ασκείς κριτική στη Ρωσσία, είσαι υποχείριο πολιτικών παραγόντων, χρήσιμος στον ιμπεριαλισμό, ή ακόμα καλύτερα δεν είσαι τίποτα, παρά ένα προκάλυμμα, ένα φερέφωνο του διεθνούς φασισμού”. Η Azione Rivoluzionaria αναπτύσσει την ίδια συλλογιστική ενάντια σ’ όποιον κριτικάρει τον ένοπλο αγώνα σ’ ένα κείμενο που δεν κάνει καμία κριτική στους σταλινικούς των Ερυθρών Ταξιαρχιών, προφανώς συμμάχων στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του αντάρτικου.

Η συνενοχή των αναρχικών στην αντεπανάσταση στην Ισπανία το 1936-7, αποδεικνύει με τρανταχτά παραδείγματα, ότι όποιος ανακατεύεται με τα πίττουρα τον τρών οι κότες, κι όποιος συμμαχεί με τους σταλινικούς, μαθαίνει να συκοφαντεί τους επαναστάτες. Όπως και στην Ισπανία, υφίσταται σήμερα στην Ιταλία ένα Λαϊκό Μέτωπο, μειοψηφικό και παράνομο φυσικά, το οποίο ελπίζει, όπως αυτό του παρελθόντος, να γίνει πλειοψηφικό και να ‘ρθει στην εξουσία, να κλείσει στις γραμμές του το επαναστατικό προλεταριάτο. Ακόμα και μια ελάχιστη γνώση των επαναστάσεων και των αντεπαναστάσεων του παρελθόντος, αποσαφηνίζει ότι μέσα σε κάθε λαϊκό μέτωπο υπάρχουν πολύ συμπαγείς ιεραρχίες που αντανακλούν τις διαφορετικές ειδικές βαρύτητες των οργανώσεων που τα αποτελούν. Για παράδειγμα, στην Ισπανία του 1936-7, το μικρό κομμουνιστικό κόμμα, είχε τεράστια εξουσία εντός του Λαϊκού Μετώπου, ανώτερη απ’ αυτήν των αναρχικών, ακόμα κι αν οι τελευταίοι ήταν η κύρια δύναμη του ισπανικού προλεταριάτου. Το σημερινό μέτωπο των ενόπλων οργανώσεων έχει ένα ουσιαστικά θεαματικό αποτέλεσμα: Γι’ αυτόν τον λόγο το θέμα που τίθεται δεν είναι το μοίρασμα των υπουργείων μιας αντεπαναστατικής κυβέρνησης, αλλά της εσωτερικής ιεραρχίας: Ενώ ο ρόλος των πρωταγωνιστών και των μεγάλων αστέρων κερδίζεται επάξια απ’ τους σταλινικούς, δεν μένει για τους αλλόκοτους ελευθεριακούς της AR παρά ένας ρόλος κασκαντέρ. Πρωτοσέλιδα και επευφημίες των παθητικών θαυμαστών για τους ταξιαρχίτες, απώλειες και τρέξιμο για τους αναρχικούς.

3. Κριτική της καθημερινής ζωής

“Η μόνη (κι ας μας συγχωρεί η κριτική κριτική εδώ) πραγματική αυτονομία είναι στο ένοπλο εγχείρημα ενάντια σε κάθε όψη της κοινωνικής ζωής, στη συγκρότηση ενός δικτύου αντίστασης κι επίθεσης στα ζωτικά κέντρα της εκμετάλλευσης και του θανάτου, στο να ζει τη ζωή του κανείς στο έπακρο, γνωρίζοντας ότι είναι ήδη μόνο εν μέρει εκτός της αιχμαλωσίας του κεφαλαίου, μόνο αυτός είναι ο δρόμος της πραγματικής απελευθέρωσης. Όμως ακόμη, κι εδώ, στο επίπεδο του δρώντος υποκειμένου, όπως και στο κοινωνικό επίπεδο, είναι απαραίτητο να γκρεμίζει κανείς τις γέφυρές του με την καθημερινή κανονικότητα, δημιουργώντας μια κατάσταση χωρίς επιστροφή, να περάσει στην παρανομία” (οπ.π. σελ. 90). Έτσι περιεργάζονται οι ένοπλοι αντάρτες της Azione Rivoluzionaria την κριτική της καθημερινής ζωής. Έχουμε ήδη δείξει πως, στην πραγματικότητα, η “στρατηγική επιλογή της παρανομίας” δεν προσέφερε καμμία “απελευθέρωση” εκτός απ’ την ελευθερία να αναλάβουν τον καταστροφικό ρόλο του κασκαντέρ. Είναι αντίθετα, η ριζοσπαστική κριτική, την οποία η AR στα κείμενά της (όπου μεταξύ άλλων αντιγράφει όλες τις κριτικές θεματικές της “Insurrezione”, προσθέτοντας απλώς μερικές προσβολές για την ίδια την πηγή τους, στην οποία καταλογίζει θέσεις πλήρως επινοημένες) προσπαθεί να αφομοιώσει ορισμένες θέσεις, για παράδειγμα, του Vanegeim, ο οποίος ουδέποτε έχει εκφράσει την οποιαδήποτε συμπάθεια για την πολιτική τρομοκρατία, κι έχει αντιθέτως καταπολεμήσει σκληρά τις θέσεις των ένοπλων διαμεσολαβητών, σαν αυτές του κειμένου της Azione Rivoluzionaria. Είναι σαφές λοιπόν, ότι όταν μια πρακτική που αυθαίρετα τοποθετεί τον διαχωρισμό της στη “στρατηγική επιλογή της παρανομίας” υιοθετεί θέσεις άλλων, για παράδειγμα αναφορικά με την κριτική της καθημερινής ζωής, γίνεται με μόνο σκοπό την επαναφομοίωσή τους.

Η μόνη ριζοσπαστική θέση που μπορεί να πάρει κανείς σήμερα, αυτών που απ’ τη θέση τους στην κοινωνία (την κατάσταση στην οποία αυθόρμητα και ειλικρινά αναπτύσσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις, την επικοινωνία, την αγάπη, τη φιλία) υφίστανται έναν πραγματικό πόλεμο -καθημερινό και χωρίς καταφύγια- ενάντια στο κεφάλαιο και τους επαναφομοιωτές του. Αυτό σημαίνει πάνω απ’ όλα, αγώνα ενάντια στην οργάνωση της ζωής του καθενός όπως αυτή ρυθμίζεται από τον κόσμο των εικόνων, του θεάματος, κατ’ επέκταση αγώνας ενάντια στους αφομοιωτές των κωδικών συμπεριφοράς που το κεφάλαιο διαρκώς παράγει, ανανεώνει και διαδίδει. Αν θέλουμε να ‘μαστε επαναστάτες, δηλαδή, αν θέλουμε να ζήσουμε την εφικτή περιπέτεια της ζωής σύμφωνα με τα υλικά μας πάθη και τις ζωτικές μας αισθήσεις, σημαίνει να αρνηθούμε ριζοσπαστικά κάθε τάυτιση με τις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις του κεφαλαίου, με κάθε ταυτότητα, κάθε προσχεδιασμένη και φαντασιακή μάσκα, που αποκρύπτει και μυστικοποιεί τη δυναμική της ζωής. Με το να αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως σώματα σε κίνηση, να αναγνωρίζουμε τα πάθη μας ως έχουν, δηλαδή ακαταδάμαστα στην κοινωνία των συμβόλων και της οργάνωσής τους, και με το να οπλιζόμαστε εναντίον τους, πραγματώνεται η πιθανότητα για τον καθένα να βρει την αίσθηση μιας μοναδικής και συγκεκριμένης ζωής. Και είναι σ’ αυτό το σημείο που η αναγκαιότητα παρουσιάζεται και μαζί της φέρνει τη δυνατότητα επικοινωνίας του ένοπλου εγχειρήματος ενάντια στο κεφάλαιο και ζει στην κοινότητα που μας περιβάλλει. Κάθε συνεκτική επαναστατική πράξη που αναγνωρίζει το ψεύδος όλων των κοινωνικών ταυτοτήτων που προτάσσει το κεφάλαιο, και τις αντιμάχεται όλες τους, έχοντας συνείδηση πως όλες τους, στην πιο βίαια και αποκομμένη μορφή τους είναι απολύτως παράνομες για το κεφάλαιο, γνωρίζει πως δεν μπορεί να βρίσκεται εκεί. Ασφαλώς, όποιος το βιώνει αυτού απ’ έξω, με έμμεσους ή γεωγραφικούς όρους, δεν μπορεί να έχει την παραμικρή ιδέα για το που βρίσκεται: Δεν υπάρχει άλλο πεδίο μάχης απ’ τον κόσμο που κυριαρχείται συνολικά απ’ το κεφάλαιο, εντός κι εκτός των ατόμων, κι απ’ τον κόσμο αυτό, απ’ αυτήν την μάχη, δεν υπάρχει έξοδος διαφυγής. Όποιος συνειδητά πολεμάει στον πραγματικό πόλεμο τόσο εντός όσο κι εκτός του, μπορεί να βρει σε ορισμένες περιπτώσεις την παρανομία μπροστά του ως αναπόφευκτη αναγκαιότητα, αλλά πάντοτε παραμένει ένα ακόμη εμπόδιο στην μάχη, όσον αφορά τη διαφάνεια και τη συνοχή. Αυτοί που άφησαν την “κανονική” κοινωνική τους ταυτότητα επιλέγοντας μια πιο ηρωική και θεαματικά υπεραξιοποιημένη, αυτή του “ένοπλου αντάρτη”, κρυφά απ’ το πραγματικό κίνημα όσο κι απ’ την αστυνομία, βρίσκουν τους εαυτούς τους σήμερα, χάρη στα παιχνίδια της θεαματικής οπτικής, όχι απλά μπρος στις κάνες των εκτελεστικών αποσπασμάτων, αλλά και μπρος στις κάμερες των καναλιών, στο κέντρο του θεάματος. Ότι ξεκίνησε ως αγώνας ενάντια στην αξία, κατέληξε η υπέρτατη αξιοποίηση, της προσωπικότητας του αντάρτη, της ύψιστης αυτοθυσίας που μπορεί να απαιτεί η παραγωγή αξίας. Όπως δηλώνουν και οι περίεργοι ελευθεριακοί της Azione Rivoluzionaria, είναι αλήθεια ότι η εξάπλωση της μιλιταριστικής αντάρτικης πρακτικής εκ-δημοκρατίζει σήμερα αυτήν την ικανότητα αυτο-αξιοποίησης: “Κάθε χωριό, κάθε πόλη, αποκτά τώρα τη σκηνή και τους πρωταγωνιστές της. Η βία είναι ένα θέαμα διαθέσιμο σε όποιον έχει τη θέληση” (οπ.π. σελ. 90). Με τον ίδιο τρόπο, αλλά από μια αντίθετη οπτική γωνία, αληθεύει ότι η επαναστατική βία, αν επιθυμεί να είναι τέτοια, οφείλει να καταστρέψει κάθε σκηνή και κάθε θέαμα, και γνωρίζει πως σε όλους τους ηθοποιούς βλέπει τους φυσικούς εχθρούς της αλήθειας και του ξεπεράσματος.

Μάης 1979

***

Βλ. και: Κείμενα και σημειώσεις του Α. Bonanno

1969-…: Στρατηγική της Έντασης στην Ιταλία

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *