Categories
Crimethinc

Αποξένωση: χαρτογραφώντας την απελπισία- Crimethinc

Αποξένωση: χαρτογραφώντας την απελπισία

Πηγή: Days of War Nights of Love – CrimethInc

Στο σύγχρονο κόσμο, ο έλεγχος εξασκείται πάνω μας αυτόματα, από τους χώρους στους οποίους ζούμε και μετακινούμαστε. Περνάμε μέσα από συγκεκριμένα τελετουργικά στη ζωή μας – εργασία, “ελεύθερος χρόνος”. κατανάλωση, υποταγή – γιατί ο κόσμος που ζούμε είναι σχεδιασμένος για να χωράει αυτά και μόνο. Ξέρουμε όλοι ότι τα εμπορικά κέντρα είναι για να ψωνίζουμε, τα γραφεία για την εργασία, τα “καθιστικά” δωμάτια για να βλέπουμε τηλεόραση, και τα σχολεία για να υπακούμε στους καθηγητές. Όλοι οι χώροι που περνάμε έχουν μια προκαθορισμένη σημασία, και το μόνο που χρειάζεται για να επαναλαμβάνουμε τις ίδιες κινήσεις είναι να κινούμαστε μέσα από τα ίδια μονοπάτια. Δύσκολα θα βρεί κανείς κάτι άλλο να κάνει στο Walmart από το να αγοράσει προϊόντα, και συνηθισμένος στο να κάνει αυτό, αδυνατεί να συλλάβει ότι μπορεί να κάνει οτιδήποτε άλλο, δε χρειάζεται βέβαια να αναφέρουμε ότι το να κάνεις οτιδήποτε άλλο εκεί εκτός από ψώνια, είναι λίγο πολύ παράνομο, αν το καλοσκεφτούμε.

Μένουν ολοένα και λιγότεροι ελεύθεροι, “υποανάπτυκτοι” χώροι στον κόσμο όπου μπορούμε να αφήσουμε τα σώματα και τα μυαλά μας ελεύθερα. Σχεδόν κάθε μέρος όπου μπορούμε να πάμε ανήκει σε κάποιο πρόσωπο ή ομάδα που έχει ήδη καθορίσει μια λειτουργία για την οποία το προορίζει: ιδιωτική ιδιοκτησία, εμπορικά, αυτοκινητόδρομοι, αίθουσες διδασκαλίας, εθνικό πάρκο. Και οι προβλέψιμες διαδρομές μας μέσα στον κόσμο σπάνια μας οδηγούν προς τους ελεύθερους χώρους που απομένουν.

Αυτοί οι ελεύθεροι χώροι, όπου η σκέψη και η απόλαυση μπορούν να απελευθερωθούν με κάθε έννοια, αντικαθίστανται με επιμελώς ελεγχόμενα περιβάλλοντα όπως η Disneyland – χώροι όπου οι επιθυμίες μας προκατασκευάζονται και μας πουλιούνται πίσω με οικονομική και συναισθηματική δαπάνη δική μας. Το να σημασιοδοτούμε οι ίδιοι τον κόσμο και να ανοίγουμε τους δικούς μας δρόμους παιχνιδιού και δράσης μέσα του είναι θεμελιώδη στοιχεία της ανθρώπινης ζωής. Σήμερα, καθώς δε βρισκόμαστε ποτέ σε χώρους που να ενθαρρύνουν κάτι τέτοιο, δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει που τόσο πολλοί ανάμεσά μας νιώθουν απόγνωση και έλλειψη. Αλλά μιας και ο κόσμος έχει τόσο λίγους ελεύθερους χώρους εναπομείναντες, και η κυκλοφορία της καθημερινής μας ζωής δεν μας πάει ποτέ εκεί, αναγκαζόμαστε να πηγαίνουμε σε μέρη σαν τη Disneyland αναζητώντας ένα καχέκτυπο ενός κάποιου παιχνιδιού κι ενθουσιασμού. Έτσι η πραγματική περιπέτεια για την οποία καρδιοχτυπούμε αντικαθίσταται μαζικά με μια ψευδή περιπέτεια, και η ανατριχίλα του δημιουργού από την ανία του θεατή.

Ο χρόνος μας καταλαμβάνεται και ρυθμίζεται με τον ίδιο τρόπο με τον χώρο: πράγματι, η κατάτμηση του χώρου μας είναι μια εκδήλωση αυτού που έχει ήδη συμβεί με τον χρόνο μας. Ολόκληρος ο κόσμος κινείται και ζει σύμφωνα με ένα τυποποιημένο χρονικό σύστημα, σχεδιασμένο ώστε να συγχρονίζει τις κινήσεις μας από την μια άκρη του πλανήτη ως την άλλη. Μέσα σ αυτό το αχανές σύστημα, οι ζωές όλων μας κυριαρχούνται από τον εργασιακό χρόνο ή τις ώρες του σχολείου, καθώς και τις ώρες που λειτουργούν οι μαζικές συγκοινωνίες ή οι επιχειρήσεις κλπ. Αυτός ο προγραμματισμός των ζωών μας, που ξεκινά στην παιδική ηλικία, εξασκεί έναν υπόγειο αλλά διεισδυτικό έλεγχο πάνω μας: Ξεχνάμε εύκολα ότι ο χρόνος της ζωής μας είναι απόλυτα δικός μας για να τον ξοδέψουμε όπως επιθυμούμε, ενώ αναγκαζόμαστε να σκεφτούμε με όρους εργάσιμων ημερών, διαλειμμάτων, σαββατοκύριακου. Μια αληθινά αυθόρμητη ζωή είναι αδιανόητη για τους περισσότερους από μας: και ο λεγόμενος “ελεύθερος χρόνος” είναι συνήθως απλώς ο χρόνος που προγραμματίζεται για κάτι εκτός της εργασίας. Πόσο συχνά κάθεστε να δείτε τον ήλιο να ανατέλει; και πόσους περιπάτους το ηλιόλουστο δειλινό έχετε απολαύσει; Αν είχατε την απρόσμενη ευκαιρία να κάνετε ένα εκπληκτικό ταξίδι αυτή την εβδομάδα, θα το επιχειρούσατε;

Αυτά τα περιοριστικά περιβάλλοντα και προγράμματα μειώνουν δραστικά τις δυνατότητες της ζωής μας. Μας κρατούν επίσης απομονωμένους τον έναν από τον άλλον. Στις δουλειές μας, ξοδεύουμε πάρα πολύ χρόνο για να κάνουμε μια συγκεκριμένη εργασία με μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, σε ένα συγκεκριμένο μέρος (ή τουλάχιστον σε ένα μέρος, για τους εργάτες σε οικοδομές ή τους “προσωρινούς” εργαζόμενους). Αυτή η περιορισμένη, επαναλαμβανόμενη εμπειρία μας δίνει μια πολύ περιορισμένη προοπτική του κόσμου, και μας εμποδίζει να γνωρίσουμε ανθρώπους από διαφορετικά περιβάλλοντα. Τα σπίτια μας συνεχίζουν αυτήν την απομόνωση: σήμερα μένουμε κλειδωμένοι ο καθένας σε μικρά κουτιά, εν μέρει από φόβο γι αυτούς στους οποίους ο καπιταλισμός έχει φερθεί ακόμα χειρότερα απ’ ότι εμάς, και εν μέρει επειδή όντως πιστεύουμε την παρανοϊκή προπαγάνδα των εταιρειών που πουλάνε συστήματα ασφαλείας. Τα σημερινά προάστεια είναι νεκροταφεία της κοινότητας, οι άνθρωποι συσκευασμένοι σε ξεχωριστά κουτιά όπως ακριβώς τα προϊόντα των σούπερ μάρκετ που ασφαλίζονται για να διατηρούν τη “φρεσκάδα” τους. Με παχείς τοίχους ανάμεσα σε μας και τους γείτονές μας, με τους φίλους και τις οικογένειές μας διασκορπισμένους σε άλλες πόλεις και χώρες, είναι απίθανο να νιώσεις κάθε κοινότητα, πόσο μάλλον να μοιράζεσαι κοινοτικούς χώρους στους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούν να επωφελούνται ο καθένας από τη δημιουργικότητα όλων. Και τόσο τα σπίτια όσο και οι δουλειές μας μας κρατούν γαντζωμένους σε ένα μέρος, στάσιμους, ανίκανους να ταξιδέψουμε μακριά στον κόσμο εκτός από τη ρουτίνα των διακοπών.

Ακόμα και τα ταξίδια μας είναι περιορισμένα και περιοριστικά. Οι σύγχρονες μέθοδοι μεταφοράς – αμάξια, λεωφορεία, μετρό, τρένα, αεροπλάνα – μας κρατούν πάντα σε τυποποιημένες διαδρομές, βλέποντας από το παράθυρο τον έξω κόσμο να μας προσπερνά, σαν να ήταν κάποιο βαρετό τηλεοπτικό σόου. Ο καθένας μας ζει σε έναν δικό του προσωπικό κόσμο που συνίσταται κυρίως από γνωστούς προορισμούς (χώρος εργασίας, σούπερ μάρκετ, διαμέρισμα φίλων, κάποιο κλαμπ) με λίγους ενδιάμεσους σταθμούς (το κάθισμα του αυτοκινήτου, του μετρό, περπάτημα στις σκάλες) και ελάχιστες πιθανότητες να συναντήσει οτιδήποτε απρόσμενο ή να ανακαλύψει κάποιο καινούργιο μέρος. Μπορούμε να ταξιδέψουμε στους αυτοκινητοδρόμους δέκα χωρών και να μη δούμε τίποτα εκτός από άσφαλτο και βενζινάδικα, όσο μένουμε στο αμάξι μας. Κλεισμένοι μέσα στα οχήματά μας, αδυνατούμε να φανταστούμε κάθε ελεύθερο ταξίδι, αποκαλυπτικές περιπλανήσεις που θα μας έφερναν σε άμεση επαφή με νέους ανθρώπους και καταστάσεις κάθε φορά.

Αντιθέτως, παγιδευόμαστε στα μποτιλιαρίσματα, περικυκλωμένοι από εκατοντάδες άλλους ανθρώπους στην ίδια κατάσταση μ εμάς, αλλά χωρισμένοι από αυτούς με τα ατσάλινα κλουβιά των αμαξιών μας – έτσι ώστε μας φαίνονται σαν αντικείμενα περισσότερο παρά σαν συνάνθρωποι μας. Πιστεύουμε ότι με τα σύγχρονα μεταφορικά μέσα βλέπουμε περισσότερο κόσμο, όμως στην πραγματικότητα βλέπουμε όλο και λιγότερο. Όσο αυξάνονται οι δυνατότητές τους, οι πόλεις εξαπλώνονται ολοένα και περισσότερο στο περιβάλλον. Οποτεδήποτε αυξάνονται οι αποστάσεις, εμφανίζεται η ανάγκη για περισσότερα αυτοκίνητα, περισσότερα αυτοκίνητα απαιτούν περισσότερο χώρο, κι έτσι οι αποστάσεις αυξάνονται ξανά… και ξανά. Και με το βαθμό αυτό οι αυτοκινητόδρομοι και τα βενζινάδικα θα αντικαταστούν οτιδήποτε άξιζε να ταξιδέψεις εξ αρχής για να δεις. Οτιδήποτε δηλαδή δεν μετατράπηκε σε θεματικό πάρκο ή τουριστική ατραξιόν.

Μερικοί βλέπουν το ίντερνετ σαν το “τελευταίο σύνορο”, σαν ένα ελεύθερο, υποανάπτυκτο χώρο που προσφέρεται ακόμη για εξερεύνηση. Ο κυβερνοχώρος μπορεί ή και όχι, να προσφέρει ένα βαθμό ελευθερίας σε αυτούς που μπορούν να πληρώσουν τη χρήση και την εξερεύνησή του. Αλλά, οτιδήποτε κι αν προσφέρει, το κάνει υπό τον όρο να αφήσουμε το σώμα μας στην είσοδο προτού εισέλθουμε. Θυμήσου: είσαι ένα σώμα τουλάχιστον όσο είσαι κι ένα μυαλό. Είναι ελευθερία να κάθεσαι, στάσιμος, να χαζεύεις ένα παλλόμενο φως για ώρες, χωρίς να χρησιμοποιείς την αίσθηση της γεύσης, της αφής, της όσφρησης; Έχεις ξεχάσει την αίσθηση του υγρού γρασιδιού ή της ζεστής άμμου κάτω από τα πόδια σου, ή των ευκάλυπτων ή του καπνού στα ρουθούνια σου; Θυμάσαι την υφή της ντομάτας; την λάμψη του κεριού; την ανατριχίλα του τρεξίματος, της κολύμβησης, του αγγίγματος;

Σήμερα μπορούμε να στραφούμε στο ίντερνετ για λίγο ενθουσιασμό χωρίς να νιώσουμε προδωμένοι γιατί οι μοντέρνες ζωές μας είναι τόσο περιορισμένες και τόσο προβλέψιμες που έχουμε ξεχάσει πόσο ευχάριστες μπορούν να είναι η κίνηση και η δράση στον πραγματικό κόσμο. Γιατί να περιοριστούμε στην τόσο περιορισμένη ελευθερία που μπορεί να μας παρέχει ο κυβερνοχώρος, όταν υπάρχουν τόσο πολλά που μπορούμε να κάνουμε και να αισθανθούμε στον πραγματικό κόσμο; Θα πρεπε να τρέχουμε, να χορεύουμε, να κάνουμε κανώ, να ρουφάμε τη ζωή, να εξερευνούμε νέους κόσμους – τί είδους νέους κόσμους; Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τα σώματά μας, τις αισθήσεις μας, το χώρο γύρω μας, κι έπειτα μπορούμε να μεταμορφώσουμε τον χώρο αυτό σ έναν νέο κόσμο στον οποίο μπορούμε να δώσουμε τη δική μας σημασία.

Για το σκοπό αυτό, πρέπει να ανακαλύψουμε νέα παιχνίδια – παιχνίδια που μπορούν να λάβουν χώρα στους κατεχόμενους χώρους του κόσμου αυτού, στα εμπορικά κέντρα και στα εστιατόρια και στις σχολικές αίθουσες, αυτό θα δημιουργήσει ρήγματα στην προκαθορισμένη σημασία τους έτσι ώστε να τους δώσουμε μια δική μας σημασία σε συμφωνία με τα όνειρα και τις επιθυμίες μας. Χρειαζόμαστε παιχνίδια που θα μας φέρουν κοντά, θα μας απεγκλωβίσουν από την απομόνωση και το διαχωρισμό των ιδιωτικών κατοικιών μας, και στους δημόσιους χώρους όπου μπορούμε να επωφεληθούμε από την παρέα και τη δημιουργικότητα όλων. Όπως οι φυσικές καταστροφές και οι τα μπλακ άουτ μπορούν να φέρουν κοντά τους ανθρώπους και να τους ενθουσιάζουν (όσο να ‘ναι, είναι κάτι μέσα σ έναν απεγνωσμένα προβλέψιμο κόσμο), τα παιχνίδια μας θα μας ενώσουν σε νέες και πιο ενθουσιώδεις καταστάσεις. Θα κάνουμε ποίηση στα εργοστάσια, συναυλίες στους δρόμους, πικνίκ στα σούπερ μάρκετ, πανηγύρια στους αυτοκινητοδρόμους…

Πρέπει να ανακαλύψουμε νέες σημασίες του χρόνου και νέους τρόπους ταξιδιού. Να δοκιμάσουμε να ζήσουμε χωρίς το ρολόι, χωρίς να συγχρονίζουμε τη ζωή μας με τον υπόλοιπο, απασχολημένο κόσμο. Προσπάθησε να κάνεις ένα μακρύ περίπατο ή μια βόλτα με το ποδήλατο, ώστε να συναντήσεις όλα όσα διασχίζεις από την καθημερινή αφετηρία ως τον προορισμό σου, από πρώτο χέρι, χωρίς την ενδιάμεση οθόνη. Προσπάθησε να εξερευνήσεις τη γειτονιά σου, κοιτάζοντας τις στέγες και τις γωνίες που δεν είχες παρατηρήσει πριν – θα εκπλαγείς από το πόση περιπέτεια κρυβόταν τόσο καιρό εκεί!


Σ.τ.μ: για περισσότερα για τους CrimethInc, υπάρχει η ιστοσελίδα τους: http://www.crimethinc.com

Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Οκτώβρης 2007

Categories
Uncategorized

Αναρχοπάνκ, το ALF και η απεργία των ανθρακωρύχων

Αναρχοπάνκ, το ALF και η απεργία των ανθρακωρύχων – μια διδακτική ιστορία από τα 80s

«Έχω μια αίσθηση φόβου μαζί κι απέχθειας, όταν βλέπω συντρόφους που μισούν το παρελθόν τους, ή ακόμη χειρότερα, που το αποκρύπτουν. Δεν αρνούμαι το παρελθόν μου, για παράδειγμα την εργατίστικη περίοδό μου, αντιθέτως, το αποδέχομαι. Αν πετάμε τα πάντα μακριά, θα ζούμε σε μια κατάσταση μόνιμης σχιζοφρένειας.» (Sergio Bologna, «Wright» 1996)

Αυτός ο απολογισμός του κινήματος από το αναρχοπάνκ στους ταξικούς αγώνες των 1980s, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις δικές μας εμπειρίες. Πιστεύουμε ότι αξίζει να μιλήσουμε γι αυτό, γιατί σχετίζεται επίσης με διαφορετικές εποχές και καταστάσεις. Τα ζητήματα των ζώων και της φύσης συχνά συνδυάζονται με τις λεγόμενες «αντικουλτούρες», και τείνουν να παραβλέπονται καθώς οι άνθρωποι εμπλέκονται σε κάποια πιο παραδοσιακή ριζοσπαστική πολιτική. Μπορούμε να δούμε τον παραλληλισμό στο σημαντικό αριθμό πολιτικοποιημένων «χίππηδων» που απορροφήθηκαν από το SWP (σοσιαλιστικό κόμμα) και από άλλες παρεμφερείς ομάδες στα τέλη του ’60/ αρχές ’70. Σήμερα ο αριθμός των διαδηλωτών ενάντια στην επέκταση των αυτοκινητοδρόμων που υιοθετεί ή προσεγγίζει κομμουνιστικές θέσεις, είναι επίσης μια ένδειξη των λαθών που έγιναν από τη γενιά του ’80. Η υιοθέτηση μιας κομμουνιστικής θεώρησης μπορεί να είναι ένα βήμα μπροστά, αλλά όχι αν αυτό σημαίνει να εγκαταλείπεις οτιδήποτε ανατρεπτικό υπήρχε στη δράση σου.

Στις αρχές του ’80 το αναρχικό κίνημα στη Βρετανία πήρε μια τεράστια ώθηση σαν κλωτσιά στον κώλο, λόγω της εισροής πολιτικοποιημένων πανκ ακτιβιστών. Ο αναρχοπανκ χώρος ήταν συνδεδεμένος με διάσημες μπάντες όπως οι Crass, οι Poison Girls, και οι Conflict αλλά ακόμα και σε επαρχιακές πόλεις σε όλη τη χώρα (κι ακόμα σε όλη την Ευρώπη και παραπέρα) χιλιάδες άνθρωποι σχημάτιζαν δικές τους μπάντες, έστηναν συναυλίες σε καταλήψεις και γενικά βρίζαν το σύστημα. Σε πολιτικό επίπεδο, δινόταν έμφαση σε ένα μείγμα lifestyle αποκοπής από το «σύστημα» (άρνηση της εργασίας, μποϋκοτάζ στα πάντα κλπ) και άμεσης δράσης ενάντια στις «πολυεθνικές του θανάτου». Το απόγειο στη Βρετανία ήταν στα 1983/84 όταν εκατοντάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο οικονομικό κέντρο του Λονδίνου για τη δράση “Stop The City”, βάζοντας στο στόχαστρό τους κυρίως εταιρίες που σχετίζονταν με το εμπόριο όπλων, την οικολογική καταστροφή και την εκμετάλλευση των ζώων. Η απελευθέρωση των ζώων (Animal liberation) ήταν κεντρικό ζήτημα για το αναρχοπάνκ. Σχεδόν κάθε συγκρότημα είχε ένα τραγούδι για το κυνήγι ή τα πειράματα στα ζώα, και πολλά εξώφυλλα δίσκων φιλοξενούσαν εικόνες ζώων σε διάφορες μορφές κακοποίησης. Πολλοί πανκς υιοθέτησαν ένα χορτοφαγικό lifestyle και ρίχτηκαν στον ακτιβισμό υπέρ των ζώων  οι πανκς αποτελούσαν την πλειοψηφία των ομάδων που σαμποτάραν τα οργανωμένα κυνήγια.

Την περίοδο αυτή, το κίνημα της άμεσης δράσης για την απελευθέρωση των ζώων κορυφώθηκε. Το Μέτωπο Απελευθέρωσης Ζώων (ALF-Animal Liberation Front) ιδρύθηκε στα 1976 και στις αρχές του ’80 οι πρακτικές διάρρηξης και απελευθέρωσης ζώων από εργαστήρια, το οικονομικό σαμποτάζ ενάντια στο κυνήγι, τις βιομηχανοποιημένες φάρμες και τα πειράματα σε ζώα, έφτασαν σε πρωτόγνωρα επίπεδα και απολάμβαναν ευρεία υποστήριξη. Το ALF ήταν, και παραμένει, μια οργάνωση αποκεντρωμένων πυρήνων, με μια παράλληλη δομή ομάδων υποστηρικτών που φέρνει τους ανθρώπους σε επαφή μεταξύ τους, βγάζει δελτία τύπου, και υποστηρίζει τους φυλακισμένους αγωνιστές. Παράλληλα με τον πυρήνα των κανονικών ακτιβιστών υπήρχε ένα πιο εκτεταμένο πλαίσιο ανθρώπων που χρησιμοποιούσαν την υπογραφή αυτή σε δράσεις και σαμποτάζ χαμηλής έντασης όπως σπάσιμο τζαμιών και κόλλημα κλειδαριών.

Ταυτόχρονα με το ALF υπήρχε ένα ευρύτερο κίνημα άμεσης δράσης, περιλαμβάνοντας μαχητικές διαδηλώσεις (όπως η έφοδος 2.000 ανθρώπων στο στρατιωτικό εργαστήριο του Porton Down στα 1982) και μαζικές εισβολές σε εργαστήρια, όχι τόσο για να απελευθερωθούν τα ζώα, όσο για να συγκεντρωθούν στοιχεία για την κακοποίηση που υφίσταται εκεί. Στα 1984 εκατοντάδες άνθρωποι πήραν μέρος στις εισβολές του Βόρειου, Νοτιοανατολικού και Ανατολικού Αγώνα για την απελευθέρωση των Ζώων, στα κυριότερα εργαστήρια της χώρας, όπως αυτά των εταιριών ICI, Unilever και Wickham. Αναπόφευκτα η κρατική καταστολή και η ποινικοποίηση του κινήματος εντάθηκε – 25 άνθρωποι φυλακίστηκαν για τη δράση στη Unilever.

Το 1984 επίσης, έκανε την εμφάνισή του ο πιο διαρκής και σφοδρός αγώνας στην πρόσφατη ιστορία της ταξικής πάλης στη Βρετανία – Η απεργία των ανθρακωρύχων. Η απεργία έθεσε μια κεντρική και τελειωτική πρόκληση για την αναρχοπάνκ ιδεολογία. Χονδρικά, η κοσμοθεωρία αυτή έτεινε να χωρίζει ηθικά τον κόσμο αυτό σε δυο στρατόπεδα – τους καλούς (αυτούς που σκέφτονταν ή δρούσαν όπως οι αναρχοπανκς) και τους κακούς (που συνεργάζονταν με το σύστημα). Στο ξεκίνημα της απεργίας, πολλοί πανκς θα τοποθετούσαν τους ανθρακωρύχους στη δεύτερη κατηγορία – άλλωστε, μήπως και οι περισσότεροι από τους ανθρακωρύχους δεν έτρωγαν κρέας και μάχονταν μόνο και μόνο για να μη χάσουν τη δουλειά τους; Αντιμέτωποι με την αυξανόμενη κοινωνική πόλωση που αναπτυσσόταν γύρω από την απεργία, και την ενθουσιώδη αντίσταση των μαχητικών ανθρακωρύχων, σχεδόν όλοι πέρασαν στην άλλη πλευρά. Γύρω από τους Chumbawamba από το Leeds (πολλά χρόνια πριν τις μέρες της Top of the Pops κατάντιάς τους), τα περισσότερα αναρχικά συγκροτήματα, συμπεριλαμβανομένων των Crass, είχαν παίξει για υποστήριξη των ανθρακωρύχων μέχρι το τέλος της απεργίας τους.

Η βία της απεργίας των ανθρακωρύχων επίσης αποδυνάμωσε την επιρροή του ειρηνισμού στην πανκ σκηνή. Το νέο κλίμα εκφράστηκε μέσα από την εφημερίδα Class War, που στήθηκε στα 1983, συνδυάζοντας πανκ αισθητική με έναν λόγο ταξικής βίας και επανάστασης. Η αρχική Class War ήταν απολύτως σαφής ότι η απελευθέρωση των ζώων ήταν μέρος του επαναστατικού κινήματος ενάντια στην καπιταλιστική κοινωνία. Θέτοντας σε κίνηση την «εαρινή εκστρατεία» της εναντίον των πλουσίων, το εξώφυλλό της απεικόνιζε μια φωτογραφία ενός κυνηγού και το σλόγκαν «γαμημένο πλούσιο κάθαρμα, δε θα μας τη γλιτώσεις». Ένα άρθρο στο ίδιο τεύχος δήλωνε: «Η Class War υποστηρίζει ολόψυχα το κίνημα για την απελευθέρωση των ζώων. Πολλοί από μας συμμετέχουν στους «Σαμποτέρς του Κυνηγιού» και αναλαμβάνουν δράσεις σε εργαστήρια και φάρμες εκμετάλλευσης ζώων, σε όλη τη χώρα».

Η Class War παρενέβαινε σε πορείες ενάντια στα πειράματα καταγγέλλοντας τους «γραφειοκράτες του BUAV (Βρετανική Ένωση για την Κατάργηση των Πειραμάτων σε ζώα) και τον φόβο τους για την «αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση του κινήματος απελευθέρωσης των ζώων, την παράτολμη εμμονή του στις επιθέσεις ενάντια στην ιδιοκτησία και στις συγκρούσεις με την αστυνομία». Για τα προβλήματα που δημιουργούσαν αποκηρύχθηκαν από τη BUAV ως προβοκάτορες, μετά τις συγκρούσεις με την αστυνομία στα εργαστήρια της Biorex στο Islington. H Class War έβλεπε την μαχητικότητα του κινήματος με ενθουσιασμό, εκφράζοντας την ελπίδα ότι: «οι βίαιες επιθέσεις σε εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης ζώων θα διαχυθούν σε βίαιες επιθέσεις προς κάθε τομέα αυτής της σκατο-κοινωνίας». Ωστόσο με την μετατροπή της Class War σε εθνικής εμβέλειας ομοσπονδία (και την αποχώρηση μερικών από τα ιδρυτικά της μέλη) υιοθέτησε πιο παραδοσιακές εργατίστικες θέσεις, και η απελευθέρωση των ζώων χάθηκε από τον ορίζοντα των αναφορών της. Η αναρχοπάνκ σκηνή άρχισε να διαλύεται. Οι Crass αποσύρθηκαν, και οι επαρχιακές σκηνές συχνά καταντούσαν μίζερες κλίκες. Κάποιοι προσπάθησαν απλώς να συνεχίσουν να κάνουν ότι έκαναν και πριν – μια αναρχοπάνκ σκηνή προσδιορισμένη βάσει των δεδομένων του 1980 συνεχίζει ακόμα και σήμερα, αλλά πια δεν αποτελεί επιθετικό κίνημα παρά μια ρηχή υποκουλτούρα. Κάποιοι άλλοι, τράβηξαν αυτόν τον τρόπο ζωής στα άκρα, ταξιδεύοντας από το ένα μέρος στο άλλο, άλλοι πήγαν να γίνουν καλλιεργητές στην Ιρλανδία. Μερικοί πέσανε στα ναρκωτικά. ’λλοι απλά τα διέγραψαν όλα πίσω τους, σαν μια νεανική απερισκεψία. Κάποιοι από αυτούς που παρέμειναν συγκεντρωμένοι πρωταρχικά στο ζήτημα των ζώων, εγκλωβίστηκαν σε μια σπείρα ολοένα αυξανόμενης καταστολής από την μία και της απομόνωσης στην μαχητικότητα ενός μικρού πυρήνα ακτιβιστών. Η μαζική άμεση δράση γρήγορα εξέλειψε κι υποκαταστάθηκε από μια σειρά εμπρησμούς, απειλές για δηλητηριασμένα προϊόντα, κι ακόμα βομβιστικών επιθέσεων, την ευθύνη των οποίων αναλάμβανε η ARM – Animal Rights Militia.

Οι περισσότεροι από τους (πρώην) αναρχοπάνκς, που παρέμειναν πολιτικά ενεργοί κινήθηκαν προς μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, ανακαλύπτοντας από την αρχή διάφορες μορφές ταξικής σύγκρουσης. Από τη διαδικασία αυτή, περισσότερο επωφελήθηκε η Class War, αλλά και όλες οι τάσεις του αντιεξουσιαστικού, κομμουνιστικού χώρου γνώρισαν μια αναζωογόνηση, ακόμα και το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα άμεσης δράσης, η αναρχοκομμουνιστική ομοσπονδία και οι διάφορες ακροαριστερές ή μετακαταστασιακές ομάδες.

Από την άποψη της ανάπτυξης ενός ριζοσπαστικού αντι-καπιταλιστικού κινήματος, αυτός θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, αναλογιζόμενοι την ανατρεπτική πρακτική και τη φαντασία της αναρχοπάνκ σκηνής με μια πιο ξεκάθαρη κατανόηση του καπιταλισμού και του κομμουνισμού. Αλλά κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη. Αντίθετα, οι περισσότεροι άνθρωποι απλά διέγραψαν τις προηγούμενες απόψεις τους και υιοθέτησαν τις παραδοσιακές αναρχικές ή μαρξιστικές ιδεολογίες εξ ολοκλήρου. Τα κουρέματα, τα ρούχα και το διαιτολόγιο άλλαξαν με μιας καθώς οι άνθρωποι βιάζονταν να προσαρμοστούν στην αδιέξοδη ταυτότητα της «εργατικής τάξης» από την οποία είχαν προηγουμένως προσπαθήσει τόσο επίμονα να ξεφύγουν.

Τα ζώα πλέον ήταν εκτός θέματος, κι αν μη τι άλλο, το να τρως κρέας ήταν πια στην ταυτότητα του «καθημερινού ανθρώπου». Μερικοί φανατικοί χορτοφάγοι που είχαν καταδικάσει ηθικά τους άλλους γιατί έτρωγαν κρέας, τώρα κριτικάραν τους χορτοφάγους που δεν τρώνε κρέας. Το διαιτολόγιο μπορεί να άλλαξε αλλά η στάση της αυθεντίας είχε παραμείνει η ίδια. Το ενδιαφέρον για τα ζώα αποκηρύχθηκε σαν βίτσιο μεσοαστικό και φιλελεύθερο. Οι απόψεις αυτές συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις αντιλήψεις αρκετών ριζοσπαστών σήμερα, ιδιαίτερα αυτές που ανιχνεύουν την πολιτική τους συγκρότηση πίσω στο σχίσμα της αναρχοπάνκ σκηνής στα 1980.

Κοιτάζοντας πίσω, το πολύ που μπορούμε να πούμε για τις εξελίξεις του 1980 είναι ότι αντανακλούσαν ένα βήμα από μια σύγχυση ιδεών σε μια άλλη. Οι άνθρωποι δεν γίνονται περισσότερο ή λιγότεροι «εργατική τάξη» όταν υιοθετούν το πατροναρισμένο μοντέλο «προλεταριακού» τρόπου ζωής, απ’ ότι όταν είναι πανκς. Το να είσαι μέρος της εργατικής τάξης δεν έχει να κάνει με το τι φοράς, τι τρως ή πως μιλάς – έχει να κάνει με το να υφίστασαι μια ζωή κυριαρχούμενη από την εργασία (πράγμα που ισχύει όχι μόνο για τους μισθωτούς εργαζόμενους, αλλά και για τους άνεργους, οι συνθήκες ύπαρξης των οποίων κυριαρχούνται από τη σχέση τους με την αγορά εργασίας). Οι πρώην πανκς άρχισαν να τρώνε κρέας όπως και η αποδοχή του ειρηνισμού μετατράπηκε σε μια αποθέωση της βίας και του τρόμου, σε επίπεδο «αιμοσταγούς κομμουνιστή». Αλλά αυτό που ήταν (και είναι) απαραίτητο, δεν είναι η αντικατάσταση μιας λανθασμένης θέσης με την άρνησή της, αλλά μια σύνθεση που πάει πέρα από την εικονική αντίθεση του αντικατοπτρισμού αντικειμένου-ειδώλου.

Οι αναρχικοί της «ταξικής πάλης» αναγνώρισαν ότι οι βασικές κοινωνικές συγκρούσεις διαμορφώνουν τις εμπειρίες των ανθρώπων. Σπάνια όμως, η κριτική τους για τον κόσμο αυτό πήγαινε λίγο παραπέρα από ένα κάλεσμα στην εργατική τάξη να «πάρει τα πράγματα στα χέρια της», σαν να λέμε δηλαδή τα εργαστήρια και τις φάρμες εκμετάλλευσης ζώων, τα σφαγεία κλπ. συνεπώς γι αυτούς, το πρόβλημα με τα McDonalds ήταν ότι δεν διευθύνονταν δημοκρατικά και σε μια μη κερδοσκοπική βάση. Παρά τις ατομικιστικές και ηθικιστικές εμμονές του, το αναρχοπάνκ έθεσε σε μερικές περιπτώσεις μια ευρύτερη κριτική του καπιταλισμού σαν τρόπο ζωής. Αρνήθηκε να πάρει τα προϊόντα των σουπερμάρκετ σαν αυτό-αξία, μερικές φορές εντοπίζοντας σχολαστικά την αλυσίδα της ανθρώπινης και ζωικής σφαγής που παράγει το χάμπουργκερ. Και παρά το γεγονός ότι είχαν μια πιο συνεκτική κοσμοθεωρία, πολλοί όψιμοι αναρχικοί ανέπτυσσαν μια λιγότερο ανατρεπτική σχέση με τον κόσμο απ’ ότι πριν. Το αναρχοπάνκ περιλάμβανε μια πρακτική κριτική των πραγμάτων ως έχουν, όχι απλά στο επίπεδο της άμεσης δράσης, αλλά επίσης στην ανάπτυξη διαφορετικών τρόπων να κάνουμε κάτι, όπως με τη δημιουργία εναλλακτικών στην εμπορευματική διανομή της μουσικής. Για πολλούς αναρχικούς, η ανάπτυξη ανατρεπτικών ανθρώπινων σχέσεων περιοριζόταν για το μετά της επανάστασης, ή τουλάχιστον μετά την πώληση της επόμενης εφημερίδας. Μπορούμε ακόμα να δούμε την αναβίωση παραδοσιακών εργατίστικων ιδεολογιών σαν ενταφιασμό της ριζοσπαστικής αμφισβήτησης της ζωής στον καπιταλισμό.

Η απελευθέρωση ζώων μπορεί να έχει διαγραφεί από τις προσωπικές βιογραφίες και την πολιτική ιστοριογραφία της επαναστατικής φιλολογίας, αλλά μπορούμε να πούμε ότι έχει συνεισφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος. Έχει εφοδιάσει τους ανθρώπους με μια γκάμα πρακτικών ικανοτήτων που μπορούν να εφαρμοστούν σε διαφορετικές συνθήκες. Έχει βοηθήσει τέλος, στο να τεθεί το θεμελιακό κοινωνικό ζήτημα της σχέσης μεταξύ των ανθρώπων και του υπόλοιπου φυσικού κόσμου.

 

[Το άρθρο αυτό των Beasts of Burden μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε σε live την 1 Ιούνη 2007 στη Σαλονίκη, από τις «Εκδόσεις για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας»]

Categories
Gilles Dauve

Γράμμα πάνω στην απελευθέρωση των ζώων – Gilles Dauve

η μετάφραση του γράμματος του ζιλ ντωβέ πάνω στο ζήτημα της απελευθέρωσης των ζώων

ΓΡΑΜΜΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

Αυτή η μπροσούρα έχει τη χαρακτηριστική ιδιότητα να απευθύνει ένα ζωτικής σημασίας ερώτημα: Αν ο κομμουνισμός θεωρείται ότι θα μετασχηματίσει το σύνολο της καθημερινής ζωής, μπορεί να παραμερίσει το ζήτημα της σχέσης μας με τα ζώα και των διατροφικών μας συνηθειών; Το κείμενο «Beasts of Burden» πιέζει να ξανασκεφτούμε τον όλο «πριμιτιβιστικό» διάλογο. Ελπίζουμε μια μέρα να ασχοληθούμε και μ αυτό.

1. Δεν υπάρχει λάθος στροφή στην Ιστορία

Είναι αδύνατον να προσδιορίσει κανείς πότε ή πώς η ιστορία πήγε στραβά. Ο πριμιτιβισμός (1) επιλέγει αυτά τα γεγονότα τα οποία υποτίθεται ότι επιβεβαιώνουν το σκοπό του και απορρίπτει μια τάση της ιστορίας (παραδοσιακή-κλασική ιστορία) στο όνομα άλλων, οι οποίες ανήκουν επίσης στην καπιταλιστική γνώση (ανθρωπολογία). Αντί να αποχωρίζεστε το «μαρξιστικό» ντετερμινισμό, μετατοπίζετε την έμφαση από την οικονομία στις αντιθέσεις ανθρώπου/ζώου. Είτε είναι γραμμένο από τον Rousseau, είτε από σας είτε από μας, οποιοδήποτε “Discours Des origines” συνήθως λέει περισσότερα για αυτόν που το έγραψε παρά για το παρελθόν.

Η ιστορία μας εφοδιάζει με γεγονότα και στοιχεία που επιβεβαιώνουν την μετεξέλιξη του ανθρώπου σ αυτό που είναι τώρα. Όχι πολλά παραδείγματα, αλλά αρκετά για τον καθένα για να επιλέξει και να τα επεξεργαστεί λεπτομερώς. Γιατί θα πρέπει ο κυνηγός να είναι ο πρώτος παλιάνθρωπος; Γράφετε ότι η γεωργία οδήγησε στη συσσώρευση, άρα στις τάξεις, κ.λπ… Τι γίνεται, όμως, με την τροφοσυλλογή; Δε θα μπορούσε κάποιος να συσσωρεύσει αυτά που ο άλλος είχε συγκεντρώσει; Θα μπορούσε να ήταν το ίδιο λογικό να ξεκινήσει κανείς από ένα παρόμοιο γεγονός (τον τροχό παραδείγματος χάριν) και να αναδομήσει 10000 χρόνια πάνω σ αυτό. Κανένα μεμονωμένο γεγονός δεν μπορεί να εξηγήσει τα πάντα. Η αξία δεν εξηγεί όλο το Κεφάλαιο. Δεν μπορεί κανείς να διαλέξει μια μορφή (μιας αναπόφευκτα αλλοτριωμένης) ζωής και να τη μετατρέψει σε αιτία για όλα τ άλλα. Τροφοσυλλογή εναντίον εξημέρωσης των ζώων. Γεωργία εναντίον κυνηγιού. Χωριό εναντίον πόλης. Στατικότητα εναντίον νομαδισμού. ’Ατομο εναντίον κοινωνίας. Κοινότητα εναντίον ατομικότητας. Ελεύθερο κυνήγι και ψάρεμα εναντίον κτηνοτροφίας. Ελίτ εναντίον ανθρώπων. Κεντρική εναντίον τοπικής εξουσίας. Συνθήκες ζωής γυναικών. Καταπίεση παιδιών. Τεχνική και μηχανές. Μην ξεχνάμε και τον πόλεμο! Πολλά άλλαξαν από τότε που ο τελετουργικός πόλεμος επεκτάθηκε και οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν σ αυτό που αργότερα έγινε «δουλειά». Το πιο πιθανό, είναι να συνέβησαν πολλά συγχρόνως, π.χ. κατά τη διάρκεια μερικών χιλιάδων χρόνων.

Η γεωργία δεν οδήγησε στις τάξεις και την πολιτική εξουσία. Υπήρχε ο «πρωτόγονος κομμουνισμός», μετά υπήρξαν η γεωργία και οι τάξεις και η πολιτική. Ο μαρξιστικός ντετερμινισμός (ορισμένες φορές εμφανής στα γραπτά μας) εξήγησε την ιστορία με βάση την εμφάνιση ενός «αποθέματος» που αρπάχτηκε από μια μειοψηφία. Ο Freddy Perlman το αντικαθιστά αυτό με το αρδευτικό και υδρευτικό σύστημα. Αλλά δε μας λέει, γιατί οι τοπικές κοινότητες διαλύθηκαν και γέννησαν τις “τάξεις” και το “κράτος”. Δε θα μπορούσαν συλλογικά να κατασκευάσουν φράγματα και κανάλια, χωρίς να βασιστούν σε διαμεσολαβητές; Δεν υπήρχε τίποτα το μοιραίο σ αυτήν την τεχνική εξέλιξη. Αλλιώς, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ανθρωπότητα θα αυτοϋποδουλώνεται κάθε φορά που θα χρησιμοποιεί μεγάλης έκτασης άρδευση. Υπάρχουν στοιχεία για κυνηγετικές ή αλιευτικές ή αγροτικές κοινωνίες οι οποίες δεν έγιναν καταπιεστικές για τους ανθρώπους. Γιατί; Κανείς δεν ξέρει. Δεν υπάρχει καλύτερη εξήγηση για το γιατί τα πράγματα πήγαν στραβά όπως δεν υπάρχει και εγγύηση για το πως θα γίνουν (και θα μείνουν) καλά στο μέλλον. Δεν μπορούμε να παίρνουμε κάτι το οποίο (συνήθως σωστά) αντιπαθούμε και να το ανάγουμε σε παγκόσμια αιτία για τα πάντα. Γιατί να μη διαλέξουμε τις σπηλαιογραφίες; Σχετίζονται με τη γλώσσα και άρα με τη συμβολική εξουσία, στην οποία οι άνθρωποι αυτοπαγιδεύονται, όπως υποστηρίζει ο Zerzan.

Αυτό είναι τόσο άσχετο όσο και αβάσιμο: μετατρέπει μια πτυχή της κοινωνίας σε αιτία για τα πάντα. Αν μείνουμε στο μερικό και όχι στο σύνολο, η (προ)ιστορία μπορεί να επιστρατευτεί για να αποδείξει οτιδήποτε. Οι μαχητικοί χορτοφάγοι μπορούν εύκολα να αποδώσουν όλα τα κακά της κοινωνίας στην κρεοφαγία και να αντιπαραβάλλουν σ αυτά τη φαινομενικά καλύτερη ζωή του χορτοφάγου ανθρωποειδούς πίθηκου. Ωστόσο, η άλλη πιθανότητα είναι το ίδιο καλά τεκμηριωμένη. Η κρεοφαγία έχει ειδωθεί ως απαρχή μιας απαραίτητης πτυχής της ανθρωπότητας: της κοινωνικότητας. Όπως πολλά αρπακτικά, έτσι και τα δελφίνια παρουσιάζουν ένα τύπο συνεργασίας, ιεραρχίας, κώδικες κ.λπ. Έτσι, ενώ εσείς θεωρείτε το κυνήγι βασικό παράγοντα καταπίεσης, άλλοι το αντιμετωπίζουν ως προέλευση της κοινωνίας. Νοημοσύνη σημαίνει το να είσαι ικανός να αντικρίζεις νέες καταστάσεις και να τις προσαρμόζεις σε διαρκώς εμφανιζόμενα δεδομένα.

Τα ζώα τα οποία σκοτώνουν, συνήθως, έχουν πολύ περισσότερες κοινωνικές σχέσεις απ αυτά με τα οποία τρέφονται. Τώρα, αυτό που μας οδηγεί; Σε ανώτερο επίπεδο φυσιολογίας, έχει υποστηριχθεί ότι η εμφάνιση της ζωικής πρωτεϊνης στη διατροφή μικρών εθνών (αρχαία Ελλάδα, Αγγλία, Ιαπωνία) επιβεβαίωσε τα πλεονεκτήματα της κρεοφαγίας. Και πάλι, αυτό τι σημαίνει; Η “φύση” μας εφοδιάζει με τόσα πολλά στοιχεία που αποδεικνύει κάθε επιχείρημα και γίνεται άχρηστη. Λόγω του ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίστηκαν σαν πράγματα, επαναπροσδιορίστηκαν και τα ζώα και τα δέντρα; Η αυτοκινητοβιομηχανία δεν είναι αποδοκιμαστέα, επειδή κατάγεται από τη φιλοσοφία του σφαγείου. Η κριτική μας ενάντια στον καπιταλισμό γίνεται ακριβώς, γιατί η παραγωγή αξίας μετατρέπει τα πάντα, είτε είναι κρέας είτε είναι ποιήματα, σε εμπορεύματα, και έτσι, είναι άσκοπο να απαιτεί κανείς περισσότερα ερωτικά ποιήματα και λιγότερα hamburgers. Όσο και τα δύο θα είναι προσοδοφόρα, οι βιομηχανίες θα συνεχίζουν να τα παράγουν. Θα μπορούσε να υπάρξει μια βιομηχανία για τα πάντα. Είναι η κοινωνία του μεταφορικού ιμάντα αυτή που θα πρέπει να κατανοηθεί και να μετασχηματιστεί, άσχετα με το αν μεταφέρει βιομηχανικά συσκευασμένο μπιφτέκι ή ψωμί από μαύρο αλεύρι ή ψυγεία.

2. Η ενασχόληση με οποιοδήποτε ζήτημα (στην προκειμένη περίπτωση: κρεοφαγία/χορτοφαγία ή συνθήκες ζωής των ζώων), προϋποθέτει να ρωτήσουμε ποιος θέτει το ζήτημα.

Γιατί ο μέσος νεαρός αστός της Δυτικής Ευρώπης στις αρχές του 21ου αιώνα μισεί την εικόνα ενός ντυμένου στα χακί άντρα που έχει βγει για να κυνηγήσει κουνέλια ή πάπιες; Η γνώση της φύσης, οι οικολογικές ανησυχίες και οι αντιδράσεις για την καταπίεση των ζώων δεν είναι ενδείξεις μιας ανθρωπότητας η οποία τελικά αρχίζει να συνειδητοποιεί τη σύγκρουσή της με το υπόλοιπο του πλανήτη, αλλά είναι αποτέλεσμα της αναγκαιότητας του Κεφαλαίου να σκεφτεί συνολικά και να λάβει υπ όψη του τόσο το παρόν όσο και το παρελθόν, από τους ναούς των Maya μέχρι τις φάλαινες και τα γονίδια. Οτιδήποτε εξουσιάζει πρέπει να ελέγχεται και να ταξινομείται με σκοπό να το διαχειρίζεται σωστά. Ό,τι είναι αγοραίο πρέπει να προστατεύεται. Το Κεφάλαιο είναι ο ιδιοκτήτης του κόσμου και ως γνωστόν κανέναν ιδιοκτήτη δεν τον παίρνει να είναι απρόσεχτος όσον αφορά αυτά που κατέχει. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η μπουρζουαζία σπατάλησε τη ζωή και την εργατική δύναμη εκατομμυρίων προλεταρίων. Χάρη, εν μέρει, στους αγώνες των εργατών, αυτό μετατράπηκε σε λιγότερο καταστροφική και περισσότερο προσοδοφόρα εκμετάλλευση. Τώρα, το Κεφάλαιο δεν μπορεί να συνεχίσει, σπαταλώντας εκατομμύρια πιθήκων και δέντρων. Δεν είναι σύμπτωση το ότι μια έντονη ευαισθητοποίηση πάνω στις συνθήκες ζωής των ζώων εμφανίστηκε την ίδια περίοδο με το βιομηχανοποιημένο φαγητό και την κτηνοτροφία βασισμένη στο μοντέλο του στρατοπέδου συγκέντρωσης.

Ο ανθρωπισμός και η σύγχρονη κρατική εξουσία γεννήθηκαν ταυτόχρονα. Η βιομηχανοποίηση όλων (ανθρώπων, ζώων, καθώς και του ανθρώπινου και ζωικού φαγητού) συμβαδίζει με τη διαμαρτυρία για τις αδικίες που γίνονται εις βάρος όλων. Τα τελευταία 30 χρόνια, η χορτοφαγία έχει αναπτυχθεί με τον ίδιο ρυθμό όπως και οι αγροτικές επιχειρήσεις και τα συναισθήματά μας επίσης: τρώμε, περιτυλιγμένα με πλαστικό, σάντουιτς με χοιρινό, αλλά αρνούμαστε να φορέσουμε γούνα από μινκ. Ο σύγχρονος άνθρωπος θέλει κρέας χωρίς αίμα, τσιγάρα χωρίς νικοτίνη, εμπορεύματα χωρίς κηλίδες ιδρώτα, πόλεμο χωρίς πτώματα, αστυνομία χωρίς γκλομπς, γκλομπς χωρίς χτυπήματα, χρήματα χωρίς κερδοσκοπία. Μ αυτή την έννοια, οι πιο σύγχρονοι τύποι εκμετάλλευσης βοηθούν στην κατανόηση των αντίστοιχων παλαιοτέρων. Αυτό που συμβαίνει στα ζώα είναι ένα υποβιβασμένο αποτέλεσμα “ταξικού αγώνα”, αποτέλεσμα της εξέλιξης της σχέσης Κεφαλαίου-εργασίας μετά τις εξεγέρσεις των δεκαετιών του ’60 και του ’70 στο χώρο της παραγωγής. Οι υπεύθυνοι προσπαθούν να δημιουργήσουν εργασιακούς χώρους πιο ασφαλείς και λιγότερο καταστροφικούς (=περισσότερο παραγωγικούς) για ένα πολύτιμο κεφάλαιο: την εργασία. Η εκμετάλλευση των ζώων αναπαράγει αυτήν τη διαδικασία. Σκοπεύει στο να πειραματίζεται λιγότερο στα ζώα με σκοπό να κερδίσει περισσότερα απ αυτά, επώδυνα αν χρειάζεται, ανώδυνα αν μπορεί: “μείωση του αριθμού των ζώων που θυσιάζονται, λεπτότητα στις τεχνικές που προκαλούν πόνο και αντικατάσταση των ζωντανών από προσομοιώματα και καλλιέργεια κυττάρων” (Newsweek, 16 Ιανουαρίου 1989).

Οι διαμαρτυρίες ενάντια στην εκμετάλλευση των ζώων παραλληλίζονται με τη γενική απαίτηση για μια πολυπολιτισμική, πιο ανοιχτή, μη-επιθετική κοινωνία. Το ίδιο το ζήτημα πρέπει να αμφισβητηθεί. Η έμφαση στη “σκληρότητα” συνεπάγεται ότι μια “δίκαιη” μεταχείριση θα ήταν αποδεκτή. Ο συνεχής λόγος για τις “ελεεινές” συνθήκες εργασίας καλεί για μια ανεκτή εργασία. Ο αγώνας ενάντια στην υπερβολή υποστηρίζει, λογικά, τη μετριοπάθεια. Ας υποθέσουμε ότι αυτά τα στυγερά (και συχνά καθαρά ηλίθια) πειράματα ήταν πραγματικά ανώδυνα, ακόμη και διασκεδαστικά για τα ζώα που θα συμμετείχαν. Εσύ κι εγώ θα συνεχίζαμε να εναντιωνόμαστε στις μελέτες-πειράματα για το στρες και στα πειράματα για το make-up, όπως ακριβώς θα θεωρούσαμε τους “ευτυχισμένους” εργάτες της Ford ακόμη περισσότερο αλλοτριωμένους.

3. Οι συνθήκες ζωής των ανθρώπων και των ζώων χειροτερεύουν μόνο κατά την έννοια ότι κεφαλαιοποιούνται. Επομένως, οι πιο εμφανείς φρίκες εις βάρος των ανθρώπων και των ζώων γίνονται όλο και λιγότερο εμφανώς φρικτές.

Η μπροσούρα σας ξεκινάει με τον ισχυρισμό ότι δεν είναι μόνο οι μάζες που υποφέρουν από την αυξανόμενη καταπίεση και τη φτώχεια, που όλο και εξαπλώνεται, αλλά και τα ζώα σφάζονται και βασανίζονται περισσότερο από ποτέ. Η ζωή έχει χειροτερέψει, αλλά όχι ακριβώς με την έννοια που εσείς εννοείτε. Δεν υπάρχουν περισσότεροι λιμοί και μαζικές δολοφονίες ανθρώπων απ ότι στα 1900 ή στα 1945. Ως προς την τροφή, η διατροφή του μέσου δυτικού εργάτη είναι σίγουρα πλουσιότερη και πιο ισορροπημένη απ αυτή στα χρόνια του Marx: έχει τόσο βιομηχανοποιημένο φαγητό όσο και βιομηχανοποιημένη διασκέδαση ή ταξίδια. Οι προσδοκίες της ζωής συνεχώς αυξάνονται: Αν συμβαίνει το αντίθετο στη Ρωσία, είναι γιατί αυτή πάσχει από τον οπισθοδρομικό καπιταλισμό. Τα εργαστήρια και τα εργοστάσια, στα οποία οι εργάτες δούλευαν σκληρά με πολύ μικρό μισθό, δεν είναι το μέλλον του καπιταλισμού, ούτε τα κοινωνικά επιδόματα και το επίδομα ανεργίας είναι η κύρια πηγή εσόδων για τους προλετάριους. Θα ήμασταν λάθος, αν περιγράφαμε ως κόλαση ένα μέρος που κανείς δεν το θεωρεί παράδεισο. Αυτό που είναι χειρότερο από το 1848, το 1917 ή το 1945, είναι ότι ποτέ άλλοτε δεν έχουν μετατραπεί τόσα έμψυχα και άψυχα όντα σε χρήμα και σε διαδικασίες παραγωγής χρήματος. Ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο εξαρτημένοι από κάτι πέρα απ αυτούς και…μέχρι τώρα, ανίκανοι ή απρόθυμοι να αλλάξουν την κατάσταση. Όπως έλεγε η Καταστασιακή Διεθνής, αυτό που μετράει είναι η κριτική στον πλούτο που παρέχεται από την κοινωνία και όχι στη φτώχεια η οποία επιβάλλεται σε μας. Επειδή και τα δύο πάνε μαζί.

Υπάρχει τόση φρίκη στην πολιτικά ορθή, ζαχαρένια εικόνα της αγάπης για τα ζώα την οποία αυτή η κοινωνία εμφανίζει, όση και στις σφαγές οι οποίες πραγματοποιούνται πίσω από τους ψηλούς τοίχους (των σφαγείων). Δεν ήταν η Αστυνομία της Σκέψης και το Δωμάτιο 101 που έκαναν τον κόσμο του “1984” μια βδελυγμία, αλλά ο όλος κομφορμισμός που τον περίκλειε. Η τελική αγάπη που είχε ο Winston για το Μεγάλο Αδελφό είναι τόσο τρομερή όσο (τρομερά είναι) και τα βασανιστήρια που πέρασε. Το Κεφάλαιο ακρωτηριάζει και εξευτελίζει τους ανθρώπους. Σκοτώνει εκατομμύρια ζώα. Σωστά. Αλλά οπουδήποτε το Κεφάλαιο αναπτύσσεται και γίνεται πιο “αγνά” καπιταλιστικό, καταφεύγει πολύ λιγότερο σε βασανιστήρια και σε ανοιχτή βία. Η ουσία (και κατ επέκταση η αντίθεση) του καπιταλισμού δεν μπορεί να βρεθεί στα άκρα του. Οι γενοκτονίες και οι σφαγές ζώων είναι αναπόφευκτες συνέπειες του Κεφαλαίου, αλλά δεν αποτελούν ορισμό του.

Όπως ακριβώς η εκμετάλλευση των ζώων, έτσι και ο σεξισμός και ο ρατσισμός, είναι απαραίτητα συστατικά (στοιχεία) του καπιταλισμού. Αλλά μόνο όταν τα χρειάζεται. Περιοδικά, τα αχρηστεύει, τα αντικαθιστά με καλύτερα προσαρμοσμένες μορφές. Ο ανεπίσημος ή θεσμικός ρατσισμός πάντα θα επιβιώνει σε κάποιες καπιταλιστικές χώρες, αλλά δεν είναι πουθενά απαραίτητος στο Κεφάλαιο. Για παράδειγμα, δεν ενσάρκωνε το Apartheid τη “μορφή” της μισθωτής εργασίας στη Νότια Αφρική. Πριν 15 χρόνια, φίλοι μας έλεγαν ότι μέσω των αγώνων ενάντια στο Apartheid αντιμάχονταν και τον ίδιο τον καπιταλισμό, μιας και η Νότιο-Αφρικάνικη οικονομία βασιζόταν στο ρατσισμό και δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει διαφορετικά. Μπορεί, όμως, τώρα. Και στην πραγματικότητα, το Κεφάλαιο ήταν ανάμεσα στις κινητήριες δυνάμεις που ξεφορτώθηκαν το Apartheid. Έχετε δίκιο ότι τα McDonald’s είναι το ουσιώδες ζήτημα σε πολλές πτυχές της παρούσας κοινωνίας. Αλλά ακριβώς, τα McDonald’s δεν μπορούν να απεικονιστούν ως ένα συνονθύλευμα τρομακτικών στοιχείων (κακό φαγητό + υποβαθμισμένες κοινωνικές συνθήκες για τους εργάτες, χαμηλοί μισθοί + τρομακτικές συνθήκες εργασίας, σφαγές ζώων + επέκταση της κυριαρχίας των αμερικανικών επενδύσεων και του αμερικάνικου τρόπου ζωής).

Όλα αυτά είναι πραγματικά, αλλά από τη στιγμή που αμφισβητείτε από μια ποιοτική οπτική γωνία, σας διαφεύγει τόσο η ελκυστικότητα όσο και η επιρροή του σκουπιδο-φαγητού (junk food) και της σκουπιδο-εργασίας (junk work). Η έννοια του fast food (ταχυφαγίας) είναι ιστορικά συνδεδεμένη με τις έννοιες του υγιεινού φαγητού (τα ταχυφαγεία έχουν τουλάχιστον τους ίδιους όρους υγιεινής με τις περισσότερες pub και τα περισσότερα cafe που μας αρέσουν), του “τρώω μόνος μου, αν το επιθυμώ”, της αποδέσμευσης από τους άλλους, της ελάχιστης επαφής και επικοινωνίας, της ταχύτητας αλλά και της προσφοράς μιας ημι-απασχόλησης, κυρίως για τους νέους. Αυτές οι έννοιες είναι κάτι περισσότερο από μια ιδεολογία, εκφράζουν την πραγματικότητα της σχόλης και της εργασίας στα χρόνια της τηλεόρασης και του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Εκμετάλλευση υπάρχει πράγματι, αλλά η υποβόσκουσα βία (σε ανθρώπους και ζώα) μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως η άλλη όψη του νομίσματος των fast food. Τα McDonald’s είναι τόσο εκμεταλλευτικά και καταπιεστικά όσο και οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, αλλά ισχυρίζεται πως είναι (και είναι σε κάποιο βαθμό) φιλική προς τον πελάτη, προς το προσωπικό και προς τα ζώα. Παίρνοντας ένα hamburger από fast food μπορεί να έχει λιγότερη κοινωνική βαρύτητα απ ό,τι αν κάθεσαι σε μια pub ή σε ένα Joe’s cafe. Το Κεφάλαιο παίρνει τη ζωή (σε όλες τις μορφές της, από την ανθρώπινη εργασία, τα δέντρα και τις αγελάδες, μέχρι τα παραμύθια με νεράιδες και τα αισθήματα), την αναπαράγει και την επιστρέφει σε μας. Αυτή είναι και η διαφορά από παλαιότερα συστήματα εκμετάλλευσης. Εκεί βρίσκεται η δύναμή του. Σε αντίθεση με ένα βαμπίρ, ρουφάει από εμάς ενέργεια, αλλά μας αφήνει ζωντανούς να μεγαλώνουμε, να αγοράζουμε και να ενεργούμε. Η παραγωγή αξίας και ο καπιταλισμός δουλεύουν, γιατί είμαστε ενεργητικοί αλλά και παθητικοί. Γιατί τα computer είναι δημοφιλή; Γιατί τα σπορ; Το κρέας είναι πράγματι σύμβολο της αστικής τάξης.

Αλλά μήπως αντιστρέφετε τα πράγματα; Είναι το ίδιο πιθανό οι αρχηγοί να κρατούσαν για τον εαυτό τους αυτό που είχε μεγαλύτερη θρεπτική αξία. Εντούτοις, ο δυτικός εργάτης (ιδιαίτερα ο άντρας) πιστεύει ακόμη στην υπερκατανάλωση κόκκινου κρέατος, ενώ η ελίτ έχει τώρα οδηγηθεί σε πιο ισορροπημένες δίαιτες. Το να είσαι πλούσιος σήμερα, σημαίνει να πηγαίνεις σε ακριβά μαγαζιά υγιεινής-συχνά χορτοφαγικά προσανατολισμένα. Στην Καλιφόρνια, μπαίνοντας σε ένα μαγαζί με junk food για τις χαμηλότερες τάξεις και ύστερα σε μια αγορά με “οργανικό-βιολογικό φαγητό” για τις μεσαίες τάξεις, είναι σαν να επισκέπτεσαι δύο διαφορετικούς πλανήτες. Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε, ο καταναλωτισμός βαθμιαία επεκτείνεται σ αυτά που ήταν προνόμιο των λίγων και την ίδια στιγμή, η μαζικοποίηση υποβαθμίζει αυτά που φέρνει στα σπίτια όλων. Η τεχνολογία μπορεί να δημιουργήσει φαγητό οποιουδήποτε σχήματος, υφής και γεύσης. Κάποια μέρα, μπορεί να υπάρχουν Χριστουγεννιάτικες γαλοπούλες, τέλειες με κόκαλα, δέρμα και ίδιο ακριβώς χρώμα, κατασκευασμένες από συνθετικούς ζωντανούς οργανισμούς, τόσο νόστιμες όσο η αληθινή, καλές για την υγεία, φθηνές και σε άφθονη ποσότητα. Τότε, η σφαγή των πουλερικών θα μειωνόταν στο ελάχιστο και μόνο για τις υψηλές τάξεις, κάτω από υποθετικά ανώδυνες και χωρίς άγχος συνθήκες, σε παραδοσιακές φάρμες, όπου οι κότες θα περπατούν γύρω-γύρω στην αυλή, πιθανόν υπό την επίβλεψη του RSPCA.

Φυσικά, οι περιθωριοποιημένες μάζες του ημι-βιομηχανοποιημένου κόσμου θα συνέχιζαν να σκοτώνουν κότες με τους πιο φρικτούς τρόπους και θα τρομοκρατούσαν τους δημοσιογράφους της Δύσης. Επιστημονική φαντασία; Τίποτα διαφορετικό από τη μη βίαιη, φιλική προς τους εργάτες βιομηχανία. Η σχέση του ανθρώπου με το υπόλοιπο της φύσης αντανακλά τη σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους. Το Κεφάλαιο, όντως, βασίζεται στην κακομεταχείριση, τον εξαναγκασμό και την καταπίεση. Αλλά η ουσία του δεν είναι περισσότερο βίαιη απ ό,τι μη βίαιη. Είναι σκληρό, όταν πρέπει, χαλαρό, όταν γίνεται πιο προσοδοφόρο. Το να αναγκάζει πεντάχρονα παιδία να δουλεύουν 12 ώρες την ημέρα ήταν αναγκαίο στα 1830, αλλά όπως έδειξε και η ιστορία, όχι ομοούσιο με τα συμφέροντα των επιχειρήσεων. Μαχόμενοι για μη βίαιες μορφές, συνεισφέρουμε στη μετακίνηση των καταπιεστικών μορφών από το ένα επίπεδο στο άλλο. Η προσδοκία για συνθετικό φαγητό επιτρέπει στο Κεφάλαιο να πραγματοποιήσει τερατωδώς το όνειρο της βιολογικής τροφής (bio-food).

4. Το ζήτημα των ζώων μπορεί να τεθεί μόνο ως ζήτημα των ανθρώπων.

Θα ήταν παράλογο να τοποθετήσουμε τον ταξικό αγώνα πάνω απ τη φύση. Το κομμουνιστικό κίνημα δεν υποστηρίζει το βιομηχανικό εργάτη έναντι της αγελάδας. Σκοπός δεν είναι να ανασυνθέσουμε την προλεταριακή τάξη, αλλά να αποσυνθέσουμε όλες τις τάξεις. Ακόμη, η εκμετάλλευση των εργαζομένων στα McDonald’s έχει μεγαλύτερη σχέση με την ιστορία απ αυτήν των αγελάδων. Και όχι επειδή οι άνθρωποι υποφέρουν περισσότερο, ούτε γιατί η κακομεταχείριση των αγελάδων μας ενδιαφέρει λιγότερο. Αλλά επειδή μόνο οι άνθρωποι μπορούν να δώσουν ένα τέλος στα McDonald’s. Τα ζώα δεν εργάζονται. Είναι παραπλανητικό να αποκαλούμε “εργασία” αυτό που ένα άλογο ή ένας μεταξοσκώληκας έχουν μάθει και αναγκάζονται να κάνουν. Γιατί τότε στη λέξη “εργασία” αποδίδεται μια τελείως διαφορετική ερμηνεία από τις πολλές παραλλαγές που γνωρίζουμε γι αυτήν (σκλάβος ή δουλοπάροικος, μισθωτή εργασία, νοικοκυριό, εργασία στο σπίτι). Η εργασία οργανώνεται απ το αφεντικό, τον προϊστάμενο, το διευθυντή…, αλλά ο εργάτης πάντα πρέπει να παίξει το δικό του ρόλο σ αυτήν την οργάνωση και μπορεί να εναλλάξει τη θέση του με οποιονδήποτε τον οργανώνει και να αμφισβητήσει την οργάνωση αυτή. Το έργο που παράγουν τα ζώα δεν είναι ούτε το αντίθετο ούτε το ίδιο με την αλλοτριωμένη εργασία: είναι κάτι άλλο.

Το κομμουνιστικό κίνημα δεν αντιδρά στη μοίρα των θυμάτων είτε αυτά είναι άνθρωποι, είτε είναι ζώα. Ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να αλλάξει εξαρτάται απ αυτά στα οποία έχει θεμελιωθεί. Ο Camatte, ο F.Perlman, οι πριμιτιβιστές και σε μεγάλο βαθμό οι “αυτόνομοι”, ξεκινούν από το γεγονός ότι υπάρχει κυριαρχία πάνω σ όλα: βλέπουν την κοινωνία σαν να στηρίζεται πάνω στον έλεγχο (του οποίου η παραγωγή είναι μονάχα ένα κομμάτι) της κάθε μορφής ζωής. Συνεπώς, το κοινό στοιχείο ανάμεσα σε ανθρώπους και ζώα έχει μεγαλύτερη σημασία απ ό,τι η διαφορά τους. Εμμένουμε στην άποψή μας πως ο καπιταλισμός κυριαρχεί και πως το Κεφάλαιο βασίζεται στην εργασία που παράγει αξία. Το να οδηγείς τους ανθρώπους στην εργασία είναι το κλειδί για να ελέγχεις τα πάντα. Όλα τα παραδείγματα που δίνονται στο κείμενο (δουλειά, εγκλεισμός, εκκαθαρίσεις, γραμμή συναρμολόγησης) επισημαίνουν μια κοινωνική (=μεταξύ ανθρώπων) σχέση, εξαιτίας της οποίας τα ζώα πράγματι υποφέρουν, αλλά το κίνητρο αυτού του μαρτυρίου είναι ο εξαναγκασμός των ανθρώπων να δουλέψουν (το πρόβατο δεν κουρεύει πρόβατο). Μια οργάνωση εργασίας αντικατέστησε κάποια άλλη, η οποία ήταν λιγότερο παραγωγική. Η βιομηχανία των ζώων δε γέννησε ένα προλεταριάτο: η γέννηση του προλεταριάτου ήταν μια από τις συνθήκες για τη βιομηχανία των ζώων.

5. Κανένα lifestyle δεν είναι ανατρεπτικό.

Ο Arthur Cravan ισχυρίζεται πως είναι λιποτάκτης από 17 χώρες. Είμαστε λιποτάκτες. Αλλά όχι επειδή με την αποχή μας από τον κόσμο θα τον αλλάζαμε. Απλά, δεν ανήκουμε. Αν απέχω από την εκλογική διαδικασία, δεν είναι επειδή κατά βάθος θα προτιμούσα τον Callaghan αντί της Thatcher για πρωθυπουργό, αλλά επειδή απαγορεύω στον εαυτό μου να ψηφίσει, λόγω επαναστατικών αρχών. Δεν είμαι αναγκασμένος να πιέσω τον εαυτό μου. Πιστεύω γνήσια πως ο Callaghan δεν είναι καλύτερος από τη Thatcher. Και (σε αντίθεση με τον αριστερό που ψηφίζει Εργατικούς ως το λιγότερο κακό) γνωρίζω καλά, παρ όλα αυτά, ότι αυτή η στάση μου δεν επιφέρει κανένα άμεσο αποτέλεσμα. (Στην καλύτερη περίπτωση η συνεισφορά της είναι να βοηθήσει να κρατήσουμε ζωντανή κάποια κοινότητα ανάμεσα σ αυτούς τους λίγους ανθρώπους που δεν ψηφίζουν για λόγους παρόμοιους με τους δικούς μου). Η αποχή από τον κόσμο δεν εμποδίζει τον τελευταίο να συνεχίσει να λειτουργεί. Αν δε θέλω να πάρω μέρος στην εκμετάλλευση κανενός, το καλύτερο είναι να μην αγοράσω ποτέ μετοχές και να ζω χωρίς λογαριασμό τράπεζας και έτσι είτε να ξοδεύω όλα μου τα χρήματα με το που τα παίρνω ή να τα κρατώ σπίτι μου σε μετρητά. Γιατί όχι; Στο τέλος της ζωής του, ο Jean Genet σχεδόν δεν είχε υπάρχοντα, ζούσε σε ξενοδοχεία και επέμενε να πληρώνεται σε μετρητά, μπορώντας, έτσι, να τα χρησιμοποιεί και να τα διοχετεύει κατά τον τρόπο που ήθελε. Δεν έκανε το μέγιστο, αλλά το καλύτερο που μπορούσε για να διαχειριστεί χρήματα σ έναν κόσμο χρημάτων.

Θα πρέπει να ζητήσουμε από τους εαυτούς μας να κάνουν το ίδιο; Θα πρέπει να το ζητήσουμε από τους φίλους μας; Ο vegan-ισμός είναι προσωπικό ζήτημα, όπως και η στάση του Genet. Ορισμένες στάσεις είναι τελείως “κακές”, αλλά καμιά δεν είναι ανώτερη από τις άλλες. Είναι άσκοπο να αναρωτιόμαστε τι είναι πιο κοντά στον κομμουνισμό. Το εισόδημα του Genet προερχόταν από τη συμμετοχή του στο φιλολογικό κόσμο. Που φυτρώνει η σόγια; Ποιος τη φυτεύει; Για πόσα χρήματα; Η λιγότερο μη κομμουνιστική στάση ίσως είναι το να μην επιλέξεις τρόπο ζωής. Το να ζεις μ ένα μίνιμουμ τάσεων της μόδας, το να παραμείνεις όσο το δυνατόν πιο ανοιχτός: η διανυκτέρευση σ ένα ιγκλού στη Γροιλανδία, μια καλύβα ερυθρόδερμου στη Βόρεια Αμερική, μια συνέλευση κατοίκων πολυκατοικίας, το να οδηγείς ένα φορτηγό στην Κένυα και να διδάσκεις αγγλικά στη Νότια Κορέα, το να ψωνίζεις από τα Tesco’s στη Battersea με τους ντόπιους προλετάριους και να ψαρεύεις με τους χωριανούς των νησιών του Νότιου Ειρηνικού. Το να προσαρμόζεσαι σε πολλές διατροφικές και σεξουαλικές συνήθειες, χωρίς να προσκολλάσαι σε καμία. Αυτό θα ήταν τόσο διαφορετικό από τον “αντιστεκόμενο” που απομονώνεται εντελώς από τον κόσμο όσο και από το άτομο ενός εναλλακτικού κοινωνικού περιβάλλοντος που βρίσκει καταφύγιο μέσα στο μικρόκοσμό του. Ένας τέτοιος (φανταστικός) “πολίτης του κόσμου” ή “ταξιδιώτης της ανθρωπότητας” δε θα έθετε τον εαυτό του ως πρότυπο.

Χωρίς αμφιβολία θα συναντούσε δυσάρεστες πτυχές αυτού του πλανήτη: το κενυατικό φορτηγό μπορεί να συμβάλλει στην παρεμπόδιση της τοπικής ζωής, μερικοί φίλοι από την pub στη Battersea μπορεί να μη συμπαθούν τους μαύρους, κ.λπ. Δεν παρουσιάζουμε ένα νέο ιδανικό του τύπου “Στο Δρόμο” (2). Αυτός ο απίθανος τύπος, απλά, μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι ο κομμουνισμός θα επιτρέψει την αλληλεπίδραση μιας κατηγορίας με όλες τις άλλες. Ίσως το κύριο λάθος του vegan-ισμού (όπως και οποιασδήποτε θεώρησης για τον κόσμο που βασίζεται πάνω σε μια συγκεκριμένη διατροφή) είναι η άποψη ότι ο άνθρωπος είναι ό,τι τρώει. Είναι ό,τι κάνει, το οποίο περιλαμβάνει και αυτά που τρώει, και οτιδήποτε κάνει πάντα γίνεται μαζί με άλλους. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι vegan και κομμουνιστές. Μπορεί να είναι vegan χωρίς να είναι κομμουνιστές ή όντας αντι-κομμουνιστές. Αν οι πανκς είναι πιθανόν να παίξουν ένα μεγαλύτερο ρόλο στις κοινωνικές αναταραχές απ αυτούς που πηγαίνουν στην όπερα, αυτό δεν έχει να κάνει με μια υποτιθέμενη ανωτερότητα των Sex Pistols έναντι του Monteverdi, αλλά έχει περισσότερο να κάνει με το γεγονός ότι το πανκ κοινό προέρχεται από πιο χαμηλές τάξεις απ ό,τι αυτό του Covent Garden. Οι πανκς δε θα είναι επαναστάτες ως πανκς. Ο vegan-ισμός ασχολείται με την κοινωνική και συμβολική εξουσία του κρέατος. Κανείς vegan δεν πιστεύει ότι πετυχαίνει ένα αληθινό χτύπημα ενάντια στη ζωική βιομηχανία: ενεργεί απλά εναντίον μιας εικόνας. Τότε, γιατί να μην αρνούμαστε να οδηγούμε; (Το οποίο, φυσικά, είναι και ευκολότερο, αν μπορείς να ζεις στο κέντρο της πόλης και όχι σ ένα απομακρυσμένο προάστιο με ανεπαρκή μέσα μαζικής μεταφοράς). Γιατί να μην απέχουμε από την πατρότητα και τη μητρότητα; Αλλά αν το κριτήριο είναι να είσαι ανταγωνιστικός της κοινωνίας (όπως στην αρχαία Ελλάδα, όπου η άρνηση του κρέατος ήταν μια επίθεση στις σχέσεις ανάμεσα στους θεούς, τους ανθρώπους και τα ζώα), τότε στην καθολική επαρχία του 1700 ή ακόμη και του 1900 θα ήταν ανατρεπτικό να τρως κρέας την Παρασκευή (όπως πράγματι, κάποιοι μαχητικοί άθεοι συνήθιζαν).

Είναι αδύνατον να ανάγεις μια ιδιαίτερη συμπεριφορά ή χειρονομία σε κανόνα ή αντι-κανόνα. Απ την άλλη, αυτοί που πιστεύουν ότι η ανθρωπότητα πήρε μια λάθος στροφή, είναι λογικά σίγουρο ότι θα αγωνιστούν για έναν κόσμο οργανωμένο ειδικά ενάντια στην επιστροφή σ αυτό το αρχικό λάθος και, για παράδειγμα, θα υιοθετήσουν μια ειδική διατροφή. Επομένως, αυτή η συζήτηση έχει μια ακόμη αξία. Μας υπενθυμίζει ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται τριγύρω από μία αιτία ή αμαρτία. Η κρεοφαγία δεν είναι η ρίζα όλων των κακών. Αλλά ούτε το χρήμα, για παράδειγμα, είναι η πηγή όλων όσων πάνε στραβά. Η ανθρωπότητα δεν υποφέρει από μια αρρώστια που ο κομμουνισμός θα γιατρέψει. Δεν υπάρχει φάρμακο. Είμαστε αμφισβητίες, όχι γιατροί. Δεν αντιτάσσουμε την υγεία έναντι της ασθένειας. Ο κομμουνισμός δεν είναι το αποτέλεσμα μιας ζωής οργανωμένης διαφορετικά, χωρίς νομοθέτες, για παράδειγμα ή χωρίς χρηματικές συναλλαγές. Μπορεί, μόνο, να χαρακτηρισθεί ως ενεργός κοινότητα. Οι άνθρωποι δε θα αναζητούν τρόπους διακίνησης των αγαθών χωρίς να χρησιμοποιούν χρήματα. Θα ζουν και θα δραστηριοποιούνται με διαφορετικό τρόπο κι αυτή η διαφορά θα περιλαμβάνει την απουσία του χρήματος, δηλαδή η εργασία δε θα είναι αποκλειστικά συνδεδεμένη με την παραγωγή. Όσο οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να σκέφτονται πρώτα και πάνω απ όλα προς την κατεύθυνση της εξάλειψης του χρήματος και της κατανομής της πολιτικής εξουσίας, τόσο θα είναι γι αυτούς η απόδειξη ότι δε φαντάζονται απλώς, αλλά κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να ζήσουν χωρίς αυτές τις μάστιγες.

6. Η χορτοφαγία αρνείται, αλλά αποδεικνύει τη ριζική διαφορά του ανθρώπου.

Κανείς δε ζητάει από το λιοντάρι να μη σκοτώνει αντιλόπες. Οι άνθρωποι το θεωρούν δεδομένο ότι η φύση έχει τους κανόνες της. Το κάλεσμα της άγριας φύσης Ο άνθρωπος είναι ο μόνος που καλείται να συμπεριφέρεται διαφορετικά. Η χορτοφαγία τον προσδιορίζει ως το ζώο που έχει την επιλογή, που μπορεί να αποφασίσει να μη βλάψει τα άλλα πλάσματα και ως εκ τούτου πρέπει να αποφασίσει να μην τα βλάψει. Με άλλα λόγια, ζητείται από τον άνθρωπο να δράσει στο ίδιο ανώτερο επίπεδο το οποίο απαρνείται. Λέγεται ότι ανήκει στη φύση, ότι τη γνωρίζει και ακριβώς επειδή τη γνωρίζει υποτίθεται ότι δεν την εκμεταλλεύεται. Δεν υποδεικνύουμε μία ασυνέπεια, προκειμένου να διαψεύσουμε τη χορτοφαγία. Αυτό που πράγματι διαψεύδουμε είναι η δυνατότητα επιλογής. Αυτή η λογική αντίθεση δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος προσδιορισμού της ανθρώπινης φύσης, δείχνοντας πώς η ανθρωπινότητα υπεκφεύγει του προορισμού της.

“To μόνο πράγμα που, πραγματικά, γνωρίζουμε για την ανθρώπινη φύση είναι ότι αλλάζει. Η αλλαγή είναι το μοναδικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό που μπορούμε να προβλέψουμε. Τα συστήματα που αποτυγχάνουν είναι εκείνα που στηρίζονται στη στατικότητα της ανθρώπινης φύσης και όχι στην εξέλιξη και την ανάπτυξή της.” (O. Wilde , The Soul of Man under Socialism) “Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που σκοτώνει για ευχαρίστηση”, ακούμε να λένε, το οποίο υπονοεί ότι ο φόνος δεν μπορεί ή δε θα πρεπε να είναι διασκεδαστικός. Συμφωνούμε απόλυτα, αλλά, υποστηρίζοντας κάτι τέτοιο, δεν κάνουμε τίποτε άλλο απ το να ανοίγουμε τη μοιραία πόρτα στο αλλόκοτο, χωρίς περιορισμούς, βασίλειο της ευχαρίστησης. Ποιος ή τι θα θέσει περιορισμούς σ αυτό; Για ποιο λόγο; Για το κοινό καλό; Για να κατανοήσουμε ότι η ευχαρίστησή μας αυξάνεται, όταν φροντίζουμε να διευρύνουμε την ευχαρίστηση των άλλων και όχι να τη συνθλίβουμε; Πόσο απλό! Πόσο αφελές! Ο Ντε Σαντ ήξερε κάτι παραπάνω. Το ίδιο και ο Φουριέ. Ποτέ, τίποτα δε θα μπορέσει να εξουδετερώσει τελείως την αντικοινωνική και αρνητική πλευρά της ανθρωπινότητας. Ο άνθρωπος δεν είναι πλασμένος για να τρώει ή να μην τρώει σάρκα. Στην πραγματικότητα , ο άνθρωπος δεν ήταν “πλασμένος” για τίποτα. Είναι μάταιο να υπερασπιζόμαστε την ομοφυλοφιλία με το επιχείρημα ότι εμφανίζεται σε ορισμένα είδη ζώων. Αυτό είναι βέβαια αλήθεια, αλλά δε μας λέει πολλά πράγματα, πέρα από την (ήδη γνωστή) ύπαρξη της ομοφυλοφιλίας.

Ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης, αλλά ταυτόχρονα είναι ξεχωριστός από τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο. Κατά πόσο αυτό έχει να κάνει με την ορθή στάση; Κατά πόσο με κοινωνικούς παράγοντες; Κάθε περίοδος μεταφράζει διαφορετικά τις διαθέσιμες πληροφορίες, ανάλογα με τις κυρίαρχες ιστορικές προοπτικές. Η συμπεριφορά του ανθρώπου κατευθύνεται και από τη φύση του και από την επιδεξιότητά του. Ο ανθρωποκεντρισμός (η άποψη, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος είναι ανώτερος από τα άλλα είδη) και η φυσιοκρατία -naturalism (η άποψη ότι ο άνθρωπος πρέπει να αφομοιώσει την υπόλοιπη φύση) αγνοούν και οι δύο ότι η ανθρώπινη φύση είναι προορισμένη να αναζητά την ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος είναι το ον που ποτέ δεν ξέρει ακριβώς τι είναι. Τα συστήματα προσπαθούν να τον καθησυχάσουν. Όταν έχει πλήρως καθησυχαστεί, όπως συμβαίνει στα ολοκληρωτικά καθεστώτα (και ο καπιταλισμός αποτελεί ένα τέτοιο καθεστώς), ο άνθρωπος γίνεται πιο καταστροφικός. Αυτό που κάνει τον άνθρωπο να διαφέρει από τα άλλα είδη είναι το ίδιο που κάνει δυνατή την πτώση του και την περιπλάνησή του. Υπάρχει κάτι αδύνατο στην ανθρωπινότητα που τίποτα δε μπορεί να το απαλείψει. Αν ήμασταν χιμπατζήδες, γάτες ή έντομα δε θα είχαμε γνωρίσει ποτέ τη μηλόπιτα, το αεροπλάνο, ούτε αυτή τη συζήτηση.

7. Το να ελπίζουμε σε μια ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσα στο δικό μας είδος και τα υπόλοιπα, είναι τόσο άσκοπο, όσο και το να αποβλέπουμε σε μια μη-βίαιη ανθρώπινη κοινότητα.

Παρ όλο που πολύ λίγοι από μας έχουν δει το εσωτερικό μιας φάρμας γουρουνιών, κάθε παιδί έχει μια γενική ιδέα για το πώς ένα γουρούνι μετατρέπεται στο μπέικον που τρώει. Κανείς δεν προσπαθεί να αρνηθεί τη σύνδεση. Κάθε πολιτισμός το χειρίζεται με το δικό του τρόπο. Οι κοινωνίες των κυνηγών θεοποιούσαν τα άγρια ζώα. Στην παραδοσιακή αγροτική ζωή, τα παιδιά έπαιζαν με το γουρούνι που εκτρέφανε οι γονείς τους και γιόρταζαν το θάνατό του. Μια ανέκδοτη ταινία που απεικονίζει αυτόν το συνδυασμό θανάτου και χαράς θα ανατρίχιαζε τους τηλεθεατές πολύ περισσότερο από το θέαμα των χιλιάδων λιμοκτονούντων Αφρικανών. Καμιά κοινωνία, εκτός από τη δική μας, δεν έφτασε σε τέτοιο σημείο το συνδυασμό μαζικής σφαγής και υποκρισίας. Μεταχειριζόμαστε τα ζώα σαν ανθρώπους, όχι το αντίστροφο, αλλά πολύ χειρότερα. Ένας απαισιόδοξος θα πει ότι τίποτα δε μπορεί να γίνει γι αυτό. Ένας χορτοφάγος θα προσπαθήσει και θα προωθήσει τον ερχομό ενός κόσμου όπου οι άνθρωποι δεν εκτρέφουν, δε χρησιμοποιούν και δεν τρώνε ζώα. Και οι δύο, όμως, ξεχνούν την αντίθεση που και τα ζώα, επίσης, αγνοούν (η γάτα δεν αναρωτιέται αν είναι σωστό ή λάθος να σκοτώσει το ποντίκι). Σε αντίθεση με τις απαισιόδοξες ή κυνικές συστάσεις, δε μπορούμε να αγνοήσουμε τη μοίρα των ζώων. Σε αντίθεση με τις ευχές των χορτοφάγων, δε μπορούμε να φερόμαστε στα ζώα όπως στο συνάνθρωπό μας: μπορούμε μόνο να προσποιούμαστε ότι το κάνουμε. Και δε μπορούμε να το ξεχάσουμε.

Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο διαφορετικό από τα άλλα και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γνωρίζει και να υπομένει. Η ανθρώπινη ύπαρξη βασίζεται σε τέτοιες αντιθέσεις. Το να σκεφτόμαστε τους εαυτούς μας ως μελλοντικά πτώματα μπορεί εύκολα να μειώσει τη δίψα μας για ζωή. Το να συλλογιζόμαστε πάνω στην άνοδο και την πτώση των πολιτισμών μπορεί να αναστατώσει τις μεγάλες ιστορικές μας προσδοκίες. Ο κομμουνισμός θα αλλάξει τη σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους αλλά και με οτιδήποτε άλλο, συμπεριλαμβανομένων και των ζώων, και επομένως τους όρους, όχι την ύπαρξη της αντίφασης. Το 3000 η ανθρωπότητα θα αριθμεί 5.000.000 πληθυσμό που όλοι τους θα είναι vegan. Ίσως…όμως μια και μόνη δίαιτα μοιάζει τόσο πιθανή όσο μία και μόνη στάση στον έρωτα και ένα είδος κατοικίας στη στέγαση. Ωστόσο, τέλος πάντων, γιατί όχι! Το πρόβλημα είναι πως κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Τα ανθρωπολογικά δεδομένα υποδηλώνουν την απόλυτη ποικιλία και τη μη-προβλεψιμότητα, όσον αφορά τους τρόπους και τα μέσα. Η συμπόνια για τα έμβια όντα, “φυσικά”, επεκτείνεται σ όλες τις μορφές ύπαρξης, ακόμα και πέρα από τη “ζωή”. Όλοι έχουμε νιώσει ντροπή και θυμό, όταν κάποιος άγονος λόφος κόβεται στα δύο ή σβήνεται από το χάρτη για να φτιαχτούν αυτοκινητόδρομοι. (Αλλά είναι εκπληκτικό το ότι δε νιώθουμε λύπη για το ίδιο είδος λόφου, όταν μετατρέπεται σε κάτι που θεωρούμε ως ένα ευφάνταστο πάρκο στο οποίο συναντιόμαστε και διασκεδάζουμε.) Από μια συνολική ή συμπαντική οπτική γωνία, μπορούμε να συμπονέσουμε το τριαντάφυλλο που τρέμει, όταν νιώθει πως όπου να ναι θα το ξεριζώσουν.

Κάποιοι άνθρωποι νιώθουν μια παράξενη έλξη για τα φυτά. Ένας φίλος κάποτε προσπάθησε να “σώσει” ένα μικρό δέντρο από ένα μοτοποδήλατο που είχε πέσει πάνω στα εύθραυστα κλαδιά του. Οι λάτρεις των αγριολούλουδων αισθάνονται πιο πολλή στενοχώρια, όταν βλέπουν κομμένα λουλούδια, παρά όταν ακούνε για ένα σφαγείο. “Δεν είσαι καθόλου ευαίσθητος;” ρωτάνε. Μια συχνή απάντηση είναι: “Τα φυτά δεν έχουν νευρικό σύστημα.” Εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα: που τραβάμε τη διαχωριστική γραμμή; Με ποιο κριτήριο; Για ένα λάτρη των φυτών, είναι το φυτό σιωπηλό ή αθώο, όχι το αρνί που το τρώει. Πρέπει να τον αποκαλέσουμε ανώμαλο;! Η φρίκη των σφαγείων διαιρεί τα όντα σε ζώα και φυτά. Τι γίνεται, όμως, με τους Αφρικανούς που κάνουν τα μυρμήγκια και τους τερμίτες γεύμα; Το πιο πιθανό, χίλιες νέες κατηγοριοποιήσεις θα άνθιζαν στον κομμουνισμό. Όπως το “Για Ένα Κόσμο Χωρίς Ηθική Τάξη” προσπάθησε να εξηγήσει, αυτό δε σημαίνει πως το να περάσεις τη διαχωριστική γραμμή θα είναι εύκολο και απλό. Αν τα πάντα ήταν πιθανά και ανώδυνα οποιαδήποτε στιγμή, το μόνο που θα το αποδείκνυε αυτό είναι πως όλα θα είχαν γίνει τα ίδια, αδιαφοροποίητα, ουδέτερα. Αν δε ρισκάρεις κάτι, δε μπορείς να κερδίσεις και τίποτα. Ποιος θα θελε να ζει σε μια κοιμισμένη πολιτεία, όπου η ανταμοιβή για το να μην κάνεις τίποτα, είναι το να μην πληγώνεσαι ποτέ; Ποιος θα θελε να ζει σ έναν κόσμο που θα είναι βγαλμένος από τις διαφημίσεις της τηλεόρασης; Αυτά που σου αρέσουν προϋποθέτουν αυτά που δε σου αρέσουν και οι προτιμήσεις μας συμβαδίζουν μ αυτά που μας αηδιάζουν.

Μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του κομμουνισμού και των καιρών μας, ωστόσο, είναι πως οι άνθρωποι δε θα προσποιούνται ότι οι κανόνες, οι συνήθειες και οι δίαιτές τους είναι παγκόσμιες σε χρόνο ή τόπο. Η πανάρχαια συζήτηση μεταξύ κρεοφαγίας και χορτοφαγίας συνεισφέρει περισσότερο στην κατανόηση της “ανθρώπινης φύσης” παρά στο να μας μάθει τι να τρώμε. Δεν υπάρχει “καλή” ή φυσική διατροφή (η πολλή βότκα και τα πολλά chips βλάπτουν, όμως). Ο κομμουνισμός συμφιλιώνει τους άντρες μεταξύ τους, τον άντρα με τη γυναίκα, τον ενήλικο με το παιδί, τον άντρα με τον εαυτό του, τα ανθρώπινα με τα μη ανθρώπινα ζώα, τους ανθρώπους με την υπόλοιπη φύση…αλλά όχι εννοώντας πως βάζει τέλος στις συγκρούσεις. Είναι αδύνατο να προβλέψουμε με ποια μορφή θα παραμείνει η βία σ έναν κομμουνιστικό κόσμο. Αυτό που ξέρουμε είναι πως οι άνθρωποι δε θεωρούν ούτε αντιμετωπίζουν τους εαυτούς τους σαν ζώα προς εξημέρωση, αλλά ούτε σαν πιθανούς αγγέλους. Δεν έχουν έμφυτο συναίσθημα ενοχής, αλλά ούτε είναι αθώοι. Κάποια μέρα οι άνθρωποι θα σταματήσουν να αντιμετωπίζουν τα ζώα με τον τρόπο που τα αντιμετωπίζουν εδώ και χιλιετίες. Αλλά οι άντρες και οι γυναίκες δε θα πράττουν ενάντια στον εαυτό τους και για χάρη των ζώων, λόγω της ευσπλαχνίας. Οι άνθρωποι δε θα θυσιάσουν τα διατροφικά τους γούστα, δε θα κόψουν το κρέας παρ όλο που τους αρέσει, επειδή θέλουν να βάλουν τέλος στο βασανισμό των ζώων. Θα τροποποιήσουν τη συμπεριφορά τους απέναντι στον κόσμο των ζώων τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τα ζώα, επειδή η γενική συμπεριφορά τους απέναντι στο σύμπαν θα αλλάξει. Παρόμοια, οι άνθρωποι δε θα σταματήσουν να δουλεύουν στη γραμμή συναρμολόγησης της Volkswagen επειδή, παρ όλο που μπορεί να τους αρέσουν τα αυτοκίνητα, θα δώσουν προτεραιότητα στην οικολογία, σε αντίθεση με τις προσωπικές τους προτιμήσεις. Θα σταματήσουν, επειδή θα έχουν ανακαλύψει μια καινούρια ζωή και επομένως νέα μέσα μεταφοράς.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι πως αν ο βιασμός είναι απίθανο να συμβεί, δε θα συμβαίνει επειδή οι άντρες θα απέχουν απ αυτόν για το κοινό καλό ή επειδή θα αποφασίσουν να μην προκαλούν πόνο στις γυναίκες, αλλά γιατί δε θα αισθάνονται την ανάγκη να τον διαπράξουν. Ζούμε ανάμεσα σε δυο όνειρα ή εφιάλτες. Ο τεχνολογικός μύθος του “Όλα είναι πιθανά” από τη μία, τον οποίο οι “φυσικές καταστροφές”, φρικτές καθώς είναι, διαλύουν ευτυχώς από καιρού εις καιρόν. Και ο μύθος της Μάνας Φύσης απ την άλλη, συνήθως πιο εύπεπτος αλλά συχνά το ίδιο παράλογος: δεν υπάρχει επιστροφή (σε πιο σημείο;). Η φύση δεν είναι μη βίαιη. Ούτε η ανθρωπότητα. Καμιά ζωή δε θα ήταν τόσο γλυκιά, ώστε να εξαλείψει οποιαδήποτε πιθανότητα επιθετικότητας. Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα παραπάνω για τη βία προς τα ζώα σ ένα μελλοντικό κόσμο, απ ό,τι για τη βία ανάμεσα στους ανθρώπους. Χωρίς αμφιβολία, η εξέλιξη της δεύτερης θα επηρεάσει την πρώτη: μια κοινωνία στην οποία οι άντρες και οι γυναίκες δε θα φυλακίζουν τους εαυτούς τους σε κελιά, δε θα φυλακίζει πια και άλλα όντα, όπως έκανε στο παρελθόν. Μπορούμε να πούμε κάτι περισσότερο; Όλα θα ανατρέπονται, από το να ζεις μέσα σε σπίτι, μέχρι το να διαβάζεις ένα βιβλίο. Ομοίως, μάλλον υπάρχει κάτι βαθιά ανθρώπινο στα σπίτια και στα βιβλία, κάτι που θα διατηρούνταν και θα εκπληρωνόταν, πιθανόν χωρίς τις μορφές του “σπιτιού” και του “βιβλίου” τις οποίες έχουμε συνηθίσει. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως ένας άλλος τρόπος ζωής, που τώρα ονομάζουμε κομμουνισμό, δε θα χρειάζεται πολλές από τις φρίκες του παρόντος και του παρελθόντος, γιατί οι άνθρωποι δε θα θέλουν ή δε θα έχουν την ανάγκη να τις διαπράξουν. Ας μη ζητάμε άλλες εγγυήσεις: δε θα υπάρξουν και δε θα μπορούσαν να υπάρξουν.

Υ.Γ.: Υπάρχουν και κάποια άλλα σημεία με τα οποία θα θέλαμε να είχαμε ασχοληθεί. Ένα είναι ο αγγλο/αγγλοσαξωνικο-κεντρισμός που παρουσιάζει το “Beasts Of Burden”. Για παράδειγμα, στην Αγγλία το κυνήγι είναι προνόμιο της άρχουσας τάξης. Στη Γαλλία είναι μια (μπουρζουάδικη) επαναστατική κατάκτηση: μετά το 1789 οι αγρότες απέκτησαν το δικαίωμα να κυνηγούν, το οποίο μέχρι τότε το είχαν μόνο οι αριστοκράτες. Το ελιτίστικο γεγονός του κυνηγιού είναι ιστορικό, π.χ. σχετικό. Μόνο το 2ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες απέκτησαν τη συνήθεια να κυνηγούν για διασκέδαση και για κύρος, κατά ένα μέρος μιμούμενοι τους βασιλιάδες της Μέσης Ανατολής. Σήμερα, μια παρακμάζουσα, αγροτική, ιεραρχική Αγγλία υποστηρίζει το κυνήγι σε μια χαμένη μάχη ενάντια στους μοντέρνους μισθωτούς που ονειρεύονται μια εφησυχασμένη, εξισωμένη κοινωνία. Ένα άλλο σημείο που δε συμπεριλάβαμε είναι η πίστη μας πως η Απελευθέρωση των Ζώων είναι θετική, όταν και εφόσον είναι παράνομη και συγκρούεται με τους μπάτσους. Αλλά πολλές απεργίες, διαδηλώσεις και ταραχές καθοδηγούμενες από αριστεριστές, μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος ή αντιδραστικά σωματεία έχουν συγκρουστεί με τους μπάτσους, πολλές φορές φτάνοντας ακόμα και στο σημείο του ένοπλου αγώνα και δεν κατέληξαν σε τίποτα άλλο παρά ένα βίαιο συντηρητισμό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) πριμιτιβισμός: Η θεωρητική τάση η οποία επικεντρώνει την κριτική της στο ζήτημα του πολιτισμού και της τεχνολογίας, εστιάζοντας, παράλληλα, στα θετικά της κοινωνικής οργάνωσης των πρωτόγονων κοινωνιών. Κυριότεροι εκφραστές της είναι ο John Zerzan, ο Fredy Perlman και άλλοι.

(2) Αναφέρεται στον τύπο του ανθρώπου που παρουσιάζεται στο ομώνυμο βιβλίο του beatnik συγγραφέα Jack Kerouac.

Categories
Aufheben

Ο πολιτισμός και οι ύστατες συνέπειές του – Aufheben

Ο πολιτισμός και οι ύστατες συνέπειές του

Μια κριτική του: Against His-story, Against Leviathan! του Fredy Perlman (Detroit: Black & Red, 1983).


[Πηγή: περιοδικό Aufheben, τεύχος 4]
[Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007]

Είμαι γεννημένος σε μια συγκεκριμένη εποχή η οποία κατέχει συγκεκριμένα μέσα παραγωγής και είδη γνώσης. Έχω την δυνατότητα να συνδυάσω την ικανότητα μου με τη γνώση μου, και μπορώ να χρησιμοποιήσω όλα τα κοινωνικά προσβάσιμα μέσα παραγωγής ως εργαλεία με τα οποία μπορώ να πραγματοποιήσω ένα ατομικό ή συλλογικό σχέδιο. – R. Gregoire & F. Perlman, 1969[1]

Ο Πολιτισμός δέχεται επίθεση. Ένα νέο ρεύμα κριτικής εμφανίστηκε στα τελευταία χρόνια, ενωμένο μέσα από έναν ανταγωνισμό προς κάθε άλλη τάση που μοιάζει να περιλαμβάνει την «πρόοδο» ως μέρος του προγράμματός της. Το βιβλίο του Perlman, που περιγράφεται στον κατάλογο της AK Distribution του 1993 ως «ένα από τα πιο σημαντικά αναρχικά κείμενα αναφοράς των τελευταίων δεκαετιών» (σελ. 30), είναι ένα από τα κείμενα κλειδιά αυτού του «πρωτογονιστικού» ρεύματος. Στις ΗΠΑ και εδώ, είναι ανάμεσα στους αναρχικούς κύκλους, ιδιαίτερα αυτούς που σχετίζονται με οικολογικούς αγώνες, που ο πρωτογονισμός έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής. Όμως ο Perlman υπήρξε επίσης μαρξιστής (όπως μαρτυρά και το απόφθεγμα παραπάνω), και μάλιστα συνεισέφερε στην ανάπτυξη μιας ελευθεριακής εκδοχής της θεωρίας του Μαρξ για αρκετά χρόνια. Η εξ’ ολοκλήρου εγκατάλειψη του Μαρξ για χάρη του πρωτογονισμού έχει αγγίξει τον μη-λενινιστικό επαναστατικό χώρο κι εδώ, με την πρόσφατη μετακίνηση της Wildcat [2] προς μια αντι-πολιτισμική τοποθέτηση.

Μια κατεύθυνση που υποδεικνύει το πρωτογονιστικό ρεύμα είναι η ανάγκη ανάπτυξης μιας κριτικής της τεχνολογίας. Αυτό είναι κάτι που η παλιά αριστερά δεν μπορεί να αντιληφθεί, και είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους είναι ανίκανη να συνδεθεί επαρκώς με τις τάσεις προς τον κομμουνισμό. Σύμφωνα με τις περισσότερες ποικιλίες του αριστερισμού, η τεχνολογική πρόοδος και συνεπώς η οικονομική ανάπτυξη θα είναι για όλους, όσο σχεδιάζονται ορθολογικά. Αυτό που εμποδίζει την πλήρη και ορθολογική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι η ανορθολογικότητα της καπιταλιστικής αγοράς. Όλα αυτά αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο οι αριστεριστές σχετίζονται με τους νέους αγώνες στο πεδίο της τεχνολογικής «προόδου», όπως το κίνημα ενάντια στην εξάπλωση των αυτοκινητοδρόμων. Έτσι, ενώ οι οππορτουνιστές όπως το SWP μεταχειρίζονται τους αγώνες αυτούς σαν δίκαιους μόνο και μόνο επειδή θεωρούν ότι μπορεί να δημιουργήσουν ένα γόνιμο έδαφος για να στρατολογηθεί κόσμος για τους «πραγματικούς» αγώνες, άλλοι αριστεριστές που είναι πιο ανοιχτά παραδοσιακοί σ αυτό το θέμα – όπως το RCP – επαναλαμβάνουν το παλιό αίτημα, ότι δηλαδή αυτό που πραγματικά θέλουν οι προλετάριοι είναι περισσότεροι και καλύτεροι δρόμοι (έτσι ώστε να μπορούμε όλοι να πηγαίνουμε στη δουλειά στην ώρα μας, ίσως!): μια σύγχρονη υποδομή είναι αναγκαία για την ανάπτυξη, και μια αναπτυσσόμενη οικονομία αναγκαία για μια καλύτερη ποιότητα ζωής…

Το παλιό σχέδιο της απλής κατάκτησης των μέσω παραγωγής ήταν αποκύημα μιας εποχής προτού ο καπιταλισμός επενδύσει τόσο εκτεταμένα την υποκειμενικότητά του στην τεχνολογία, και τον εργατικό σχεδιασμό. Η τεχνολογία που υπόσχεται την απελευθέρωσή μας είναι στην πραγματικότητα αυτό που μας υποδουλώνει, ρυθμίζοντας τις δραστηριότητές μας μέσα από την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο. Τα μηχανήματα και τα εργοστάσια ρυπαίνουν το περιβάλλον μας και καταστρέφουν τα σώματά μας. Τα προϊόντα τους μας παρέχουν μια εικόνα της αληθινής ζωής αντί για την ουσία της. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι συνήθως καταλληλότερο να διαλύσουμε τα υπάρχοντα μέσα παραγωγής από το να τα διαχειριστούμε απλώς διαφορετικά. Πρέπει λοιπόν να πάμε πέρα από τις αριστερίστικες εμμονές της ουδετερότητας της τεχνολογίας και να προβληματιστούμε σχετικά με τον δικό τους ορισμό της προόδου.

Το τρέχον κίνημα ενάντια στους αυτοκινητόδρομους μας παρέχει ένα καλό παράδειγμα έμπρακτης κριτικής της προόδου – με την έννοια της αμφισβήτησης των κυρίαρχων ορισμών της προόδου μέσα από την φυσική παρεμπόδιση της εφαρμογής τους. Όπως ισχυριζόμασταν και στο τελευταίο τεύχος μας, αγώνες όπως αυτός της διασταύρωσης Μ11 στο βόρειο-ανατολικό Λονδίνο πρέπει να γίνονται αντιληπτοί σαν μέρος του ταξικού αγώνα. Κι αυτό συμβαίνει συχνά παρά το τι πιστεύουν αυτοί που παίρνουν μέρος σε αυτούς, μερικοί από τους οποίους αντηχούν την ιδεολογική κριτική του Perlman στην πρόοδο. Σε αντίθεση με αυτή την έμπρακτη κριτική, η ιδεολογική κριτική υποσκάπτει ενεργά μια συνολική κριτική του καπιταλισμού. Έτσι ο Perlman απορρίπτει τις ανεπιθύμητες αριστερίστικες εμμονές αλλά μόνο μέσα από μια οπισθοχώρηση σε μια μορφή ρομαντικού ημι-αναρχισμού ο οποίος είναι ανίκανος να αντιληφθεί την αναγκαιότητα του κινήματος να καταργήσει το κεφάλαιο. Δεδομένου ότι ο Perlman αποτελεί μια μόνο φωνή, το άρθρο αυτό θα χρησιμοποιήσει μια επισκόπηση του βιβλίου του σαν αφορμή για μια κριτική κι άλλων εκφράσεων του νέου πρωτογονιστικού ρεύματος.

Το ζήτημα ενάντια στην «πρόοδο»

Το βιβλίο του Perlman ξεκινά με έναν διαχωρισμό ανάμεσα σε μια φυσική κατάσταση (αρμονίας μεταξύ της ανθρωπότητας και της υπόλοιπης φύσης) και στον πολιτισμό. Ο πολιτισμός ξεκινά, όχι γιατί όλοι επιθυμούν να αναπτύξουν τις συνθήκες της ύπαρξής τους, όχι εξ αιτίας των «υλικών συνθηκών», αλλά επειδή μια μικρή ομάδα ανθρώπων επιβλήθηκε στους υπόλοιπους. Το βιβλίο του Perlman ανιχνεύει την καταγωγή του πολιτισμού στους Σουμέριους, οι οποίοι λέει πως υποχρεώθηκαν να χτίσουν υδατοφράγματα προκειμένου να εξασφαλίσουν μια κανονική παροχή νερού. Οι Σουμέριοι εμπιστεύτηκαν τη διεύθυνση της κατασκευής των φραγμάτων σε ένα άτομο, από το οποίο σταδιακά προήλθε μια πανίσχυρη ελίτ ειδικών, και στη συνέχεια μια ελίτ πολεμιστών – η πρώτη κυρίαρχη τάξη, ήταν γεγονός.

Κάτω από τη διεύθυνση της κυρίαρχης τάξης τους, οι Σουμέριοι έπειτα κήρυξαν πόλεμο στους γείτονές τους, υποδουλώνοντάς τους τον έναν μετά τον άλλον. Το υπόλοιπο βιβλίο του Perlman ασχολείται με την υπόλοιπη παγκόσμια ιστορία, ανιχνεύοντας την εξέλιξη – και την αντίσταση εναντίον – των διαφόρων τύπων Λεβιάθαν (το όνομα το δανείζεται από τον Hobbes, και χρησιμοποιείται από τον Perlman για να περιγράψει τον πολιτισμό, την ταξική κοινωνία ή το κράτος), καθένας από τους οποίους χρησιμοποιεί τα ανθρώπινα όντα σαν πηγή ενέργειας, ενσαρκώνεται από αυτά, και τα αποβάλλει καθώς παρακμάζει, μόνο για να αναπαράγει αργότερα έναν άλλον Λεβιάθαν. Οι Λεβιάθανς μάχονται μεταξύ τους, όμως ο νικητής είναι πάντοτε ένας Λεβιάθαν. Δεδομένου ότι η βασική αντίθεση εντοπίζεται ανάμεσα στον Λεβιάθαν και την καταπιεζόμενη πλειοψηφία, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των μορφών των ταξικών κοινωνιών μπορούν εν πολλοίς να παραληφθούν.

Ο Perlman φαίνεται να συμφωνεί με τον Marx ότι αυτό που διαχωρίζει τον πολιτισμό από τον πρωτόγονο κομμουνισμό είναι η ανάπτυξη των μέσων της παραγωγής, η οποία καθιστά δυνατή την απόσπαση επιπλέον μόχθου και συνεπώς την ύπαρξη μιας παρασιτικής μη-παραγωγικής τάξης. Όμως το βιβλίο αμφισβητεί την παραδοσιακή μαρξιστική θεώρηση προτείνοντας ότι στον πρωτόγονο κομμουνισμό υπήρχαν ήδη υπεραξίες [3]. Αν δεν υπήρχε πρόβλημα με τα μέσα της επιβίωσης, δε θα υπήρχε και ανάγκη να αναπτυχθούν τα μέσα παραγωγής. Έτσι η εμφάνιση του πολιτισμού εμφανίζεται ως ανάλογη μιας «πτώσης από τον κήπο της Εδέμ».

Ωστόσο, ο ισχυρισμός του Perlman ότι οι αρχαίοι Σουμέριοι ένιωθαν υποχρεωμένοι να εισάγουν τις τεχνολογικές καινοτομίες, συνεπάγεται ότι ο πρωτόγονος κομμουνισμός δεν ήταν τελικά και τόσο ειδυλλιακός: το μέρος όπου ζούσαν ήταν μια «κόλαση», έπρεπε να καλλιεργήσουν μια ζούγκλα, στις εποχές των βροχών πλημμύρες παρέσυραν τις σοδιές και τις κατοικίες τους, ενώ στις περιόδους ξηρασίας τα φυτά τους μαραίνονταν [4]. Αυτό ίσως υποδεικνύει πως η πληθυσμιακή αύξηση ανάγκασε αρκετούς ανθρώπους να ζήσουν σε περιθωριακά εδάφη, μακριά από κάθε υπεραξία. Επίσης φαίνεται να αντιβαίνει με τον επαναλαμβανόμενο ισχυρισμό του Perlman ότι οι υλικές συνθήκες δεν ήταν υπεύθυνες για την ανάπτυξη της τεχνολογίας και κατ’ επέκταση του πολιτισμού. Αν η έλλειψη μιας κανονικής παροχής νερού δεν είναι υλική συνθήκη τότε τι είναι; Παρομοίως, η υλική συνθήκη ενός αύξοντος πληθυσμού μένει εκτός συζήτησης [5]. Οι κοινωνικές σχέσεις που περιγράφει ο Perlman οι οποίες συνοδεύουν την νέα τεχνολογία φαίνεται να είναι μάλλον αυθαίρετες. Το μεγαλύτερο (όλο βασικά) κομμάτι της ιστορίας φαίνεται να κρέμεται από την απόφαση που έλαβε η «σοφή» [sic] γερουσία των Σουμερίων, να θέσει δηλαδή έναν «δυνατό νέο άνδρα» να «επιβλέπει» την κατασκευή των φραγμάτων. (Κι έτσι δεν έχουμε να κατηγορήσουμε παρά μια μικρή μειοψηφία…)

Τα γραπτά του John Zerzan, όπως η συλλογή δοκιμίων του με τίτλο Elements of Refusal [6], φαίνεται να πηγαίνουν το γενικό επιχείρημα του Perlman ακόμα πιο πέρα (πιο πίσω). Τα γραπτά του Zerzan δεν είναι η ορθοδοξία του νέου πρωτογονιστικού ρεύματος, αλλά έχουν υπάρξει σημαντικά για τον αμερικανικό πρωτογονιστικό και οικο-αναρχικό χώρο ώστε να εστιάσουν τις θεματικές τους σε ζητήματα όπως της γεωργίας. Η όλη προβληματική στις απόψεις του Zerzan μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Ο συμβολισμός έθεσε σε κίνηση τη διαδοχή των τρομακτικών γεγονότων που αποτελούν την κληρονομιά του πολιτισμού. Ο συμβολισμός οδήγησε σε ιδέες όπως ο χρόνος, οι αριθμοί, η τέχνη και η γλώσσα, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν στη γεωργία. Η θρησκεία καταδικάζεται επίσης, ως συνεισφορά της γλώσσας , και ένας από τους πρώτους θεσμούς της γεωργίας: η παραγωγή τροφής είναι «στη βάση της… μια θρησκευτική δραστηριότητα» (σελ 70). Όμως, γιατί είναι τόσο κακή η γεωργία; Σύμφωνα με τον Zerzan, «η αιχμαλωσία καθώς και κάθε μορφή σκλαβιάς έχει τη γεωργία σαν γεννήτορα ή μοντέλο της» (σελ 75). Έτσι, ενώ ο Perlman ίσως προτιμούσε να υπερασπιστεί τις υπάρχουσες πρωτόγονες κοινότητες ενάντια στην εξάπλωση της καπιταλιστική ανάπτυξης, ο Zerzan αντιμετωπίζει κάποιον που χρησιμοποιεί την γεωργία ως ήδη αλλοτριωμένο που κατά συνέπεια δεν έχει ανάγκη διάσωσης: ακόμα και οι πιο άγριες φυλές δεν είναι αρκετά αγνές γι αυτόν. Παρομοίως, η αέναη ανάπτυξη που αποτελεί έμπνευση για αρκετούς πρωτογονιστές, φαίνεται στα μάτια του Zerzan σαν ένα ακόμη μέρος του προβλήματος μιας και αποτελεί μια μέθοδο παραγωγής. Στο τελευταίο του έργο [7] απορρίπτει ακόμα και τις κοινωνίες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών μιας και το κυνήγι οδηγεί επίσης στο συμβολισμό (και σε όσα έπονται).

Είναι ίσως εύκολο να απορρίψουμε πολλούς από τους ισχυρισμούς των Perlman και Zerzan ως μισο-ιδεαλισμό. Δεν είναι επίσης τόσο αυθεντικοί, και θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι δεν είναι παρά εκχυδαϊσμοί των ιδεών του Camatte (δες παρακάτω). Αν ενδιαφερόμαστε για τη θεωρία, θα ήταν πολύ πιο κατάλληλο να αναπτύξουμε μια κριτική στο δικό του έργο παρά στο δικό τους. Ωστόσο ο Camatte είναι πολύ λιγότερο γνωστός και αναφέρεται πολύ πιο σπάνια απ’ ότι ο Perlman ή ο Zerzan. Το γεγονός ότι οι δικές τους ιδέες γίνονται κάτι σαν υλική δύναμη – με την μορφή ενός αύξοντος αριθμού ανθρώπων που συμμετέχουν σε αγώνες με μια πρωτογονιστική θεώρηση – σημαίνει ότι οφείλουμε να τους πάρουμε στα σοβαρά, τον καθένα με τον τρόπο του.

Το σύγχρονο περιεχόμενο του πρωτογονισμού

Οι ιδέες για μια περασμένη χρυσή εποχή και η απόρριψη του πολιτισμού δεν είναι κάτι το νέο. Το ρομαντικό κίνημα στην αστική φιλοσοφία ξεκινά με τον Rousseau, που εγκωμίασε τις αδιαμεσολάβητες σχέσεις με τη φύση και χαρακτήρισε την «βιομηχανία» σαν κάτι το κακό. (Ο Perlman αναφέρει τον Rousseau συγκατανεύοντας). Γιατί όμως αυτή η παλιά ιδέα έγινε τόσο δημοφιλής τώρα;

Δεν είναι σύμπτωση που οι αντι-πολιτισμικές ιδέες έχουν ανθίσει ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Είναι εύκολο να δούμε ότι οι ιδέες αυτές βρίσκουν ερείσματα εκεί όπου υπάρχει ακόμα μια αναγνωρίσιμη άγρια φύση η οποία αυτή τη στιγμή καταστρέφεται από την παραγωγή. Οι ΗΠΑ διαφοροποιούνται από την Ευρώπη ακόμα στο γεγονός ότι δεν έχουν την μακρά ιστορία αγώνων που χαρακτηρίζει το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό (και τη δημιουργία του προλεταριάτου). Απεναντίας, αυτό που έχουν ζήσει είναι η ολοκληρωτική επιβολή του καπιταλισμού στις ιθαγενικές κουλτούρες – μια αληθινή γενοκτονία. Επιπλέον, στα πρόσφατα χρόνια, οι ΗΠΑ έχουν διαφοροποιηθεί από την Ευρώπη ως προς το εύρος της ήττας του εκεί προλεταριακού αγώνα.

Η ήττα φέρνει την απαισιοδοξία, κι όταν το τρέχον ριζοσπαστικό κίνημα βρίσκεται σε παρακμή, είναι πιο εύκολο να είσαι ριζοσπάστης σχετικά με το παρελθόν, παρά με έναν έμπρακτο τρόπο εδώ και τώρα [8]. Στη βιογραφία του Perlman μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια μετακίνηση από την ελπίδα στο προλεταριάτο ως απελευθερωτική δύναμη προς την στροφή στη φύση και το παρελθόν με το περιεχόμενο της ήττας. Ως μαρξιστής, ο Perlman είχε συμμετάσχει στα γεγονότα του 1968, όπου ήρθε σε επαφή με τα κείμενα και τις ιδέες της Καταστασιακής Διεθνούς, του αναρχισμού και της ισπανικής επανάστασης, και τέλος του συμβουλιακού κομμουνισμού. Μετέπειτα, ωστόσο, κατά την μετάβασή του στις ΗΠΑ, «η ολοένα και πιο συρρικνωμένη αρένα για μια σημαντική πολιτική δράση στις αρχές του ’70 οδήγησε τον Fredy να αντιμετωπίσει τον εαυτό του λιγότερο ως «ακτιβιστή» και περισσότερο σαν κάποιον που γράφει τις αναμνήσεις του» [9]. Η πορεία του Perlman είναι στενά συνδεδεμένη με αυτήν του Jacques Camatte, κάποτε συντρόφου του ιταλού αριστερού κομμουνιστή Bordiga (σ.τ.μ. αριστεροί κομμουνιστές λέγονταν στην Ιταλία η μη-λενινιστές κομμουνιστές, ανάλογοι των συμβουλιακών της γερμανικής και ολλανδικής αριστεράς). Ο Camatte διέρρηξε τους δεσμούς του με τις αριστερές κομμουνιστικές οργανώσεις, εν μέρει εξαιτίας της αναγνώρισης εκ μέρους του της ανάγκης να πάμε πέρα από τους («αντικειμενικούς») σκοπούς τους, και της εκ νέου ανάγνωσης του Marx στη βάση μιας ριζοσπαστικής υπόσχεσης που προσφέρουν κείμενα όπως οι «Συνέπειες της ’μεσης Παραγωγικής Διαδικασίας» (το «χαμένο έκτο κεφάλαιο» του Κεφαλαίου. Τόμος 1), τα Grundrisse, και τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844. Ωστόσο, ο Camatte τελικά κατέληξε πως το κεφάλαιο ήταν στην πραγματικότητα παντοδύναμο, και με δεδομένο αυτό, το προλεταριάτο δεν είχε καμιά ελπίδα και η μόνη διέξοδος για την ανθρωπότητα ήταν να βρει κάποιο τρόπο να αποδράσει.

Στην περίπτωση του Zerzan, το πρώιμό του έργο εξιδανικεύει τον προλεταριακό αυθορμητισμό. Βασισμένος στις παρατηρήσεις του, των φαινομενικά νέων εκφράσεων αντίστασης με την μορφή του εργασιακού σαμποτάζ και της κοπάνας ή καθυστέρησης στη δουλειά, τις ανακήρυξε ως το μέλλον του ταξικού αγώνα [10]. Στις αρχές του 1980, η αναδιάρθρωση άφησε εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς εργασία. Μπορούμε να το εκλάβουμε αυτό σαν μια επαλήθευση των προβλέψεων της κριτικής του σχετικά με την αποτελεσματικότητα αυτών των μορφών της εξέγερσης ενάντια στην εργασία σαν ζωντανή έκφραση του ταξικού αγώνα. Μιας και εν όψει της εκτεταμένης ανεργίας πώς θα μπορούσαν οι εργάτες να συνεχίσουν να διαπράττουν σαμποτάζ ή να κάνουν κοπάνες; Όμως αντί να αναγνωρίσει την υπαναχώρηση του αγώνα σαν ολότητα, ο Zerzan διείδε στη φιγούρα των νέων ανέργων την «κατάρρευση» του καπιταλισμού και την «ζωτικότητα» της εξέγερσης ενάντια στην εργασία. Για αυτούς που παρέμειναν στις εργασίες τους, η εργασιακή πειθαρχία αυξήθηκε στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Για τον Zerzan, ωστόσο, το πιο σημαντικό πράγμα, ήταν η παρακμή της ηθικής της εργασίας. Ο Zerzan επίσης καταδίκασε τις απεργίες (είτε ήταν πετυχημένες είτε όχι) ως καθαρτικά που εξυγιαίνουν το σύστημα. Η επικέντρωσή του στις συμπεριφορές άφησε να του διαφύγει η συνολική κατάσταση του προλεταριάτου ως κίνηση.

Η μη-ρεαλιστική αισιοδοξία του Zerzan είναι απλά η άλλη όψη της απαισιοδοξίας που επέρχεται με την ήττα [11]. Όμως η εμμονή σε τέτοιες ιδέες – η υποκατάσταση της αποφασιστικής άρνησης του καπιταλισμού με μια απλή άρνηση του πολιτισμού – δεν είναι απλά μια αντανάκλαση της απαισιοδοξίας των σημερινών κινημάτων. Είναι επίσης κάτι που εμποδίζει τη σύνδεση με τα κινήματα αυτά.

Η ύστατη δοκιμασία της «πρωτογονιστικής» υπόθεσης είναι ίσως αυτή της χρησιμότητάς της στους αγώνες. Οι πρωτογονιστές λεν πως δε θέλουν απλά να πάμε πίσω (ίσως θέλουν να πάμε πίσω κάπως πιο σύνθετα), αλλά ούτε έχουν να πουν πολλά για το τι να κάνουμε τώρα. Και o Perlman και ο Zerzan δίνουν μερικά παραδείγματα συλλογικών αγώνων που θεωρούν ότι δείχνουν προς τη σωστή κατεύθυνση [12]. Στο παρελθόν, ο Perlman και ο Zerzan συνεισέφεραν στον επαναστατικό αγώνα, όμως όποια σημαντική συνεισφορά προκύπτει πλέον από τον Zerzan δε φαίνεται να σχετίζεται ιδιαίτερα με την θεωρία του.

Για τον σύγχρονο πρωτογονιστή, η απόγνωση που προκύπτει από την αποτυχία να ανιχνεύσει το μέλλον μέσα στο παρόν, και να αντιδράσει στην διεισδυτικότητα της παραγωγής, δεν του αφήνει άλλα περιθώρια από την ουσιαστική αυτοκτονία (πιθανόν στην υπηρεσία μιας βομβιστικής καμπάνιας ενάντια στην μία ή στην άλλη εκδήλωση της «μεγα-μηχανής»), ή στην παραίτηση ενώπιον της αναντίρρητης προόδου του Λεβιάθαν, και την αναζήτηση μιας ατομικής λύσης. Παρόλο που οι πρωτογονιστές βλέπουν το κεφάλαιο ως μια κοινωνική σχέση, φαίνεται να έχουν χάσει την έννοια ότι κάτι τέτοιο είναι μια διαδικασία του ταξικού πολέμου, κι όχι απλά μια επιβολή από έναν πανίσχυρο καταπιεστή. Μιας και, γι αυτούς, κάθε πρακτική είναι αλλοτριωμένη, πως θα μπορούσε μια προλεταριακή πρακτική να ανοίξει μια διέξοδο; Έτσι, για παράδειγμα, ο George Bradford γράφει στη Fifth Estate [13] πως το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να διατηρήσουμε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, να επιβεβαιώσουμε την ηθική συνοχή μας και να υπερασπιστούμε την «ανθρώπινη προσωπικότητα», και να ελπίσουμε ότι και άλλοι θα κάνουν το ίδιο.

Η Ιστορία παράγει τους αμφισβητίες της

Ο ισχυρισμός ότι η στροφή στον πρωτογονισμό αντανακλά τα όρια της ταξικής πάλης στη σύγχρονη εποχή έχει σίγουρα συνέπειες για τη συνοχή της πρωτογονιστικής θέσης. Να ισχυρίζονται ότι οι πρωτόγονοι λαοί αναγκαστικά αντιστέκονταν στον πολιτισμό ίσως είναι μια αναπαράσταση στους πρωτόγονους των δικών τους επιθυμιών – ιδιαίτερα, της δικής τους αντιπάθειας προς την τεχνολογία και την «πολιτισμένη» (δηλ. ταξική) κοινωνία. Οι πρωτόγονοι πολύ πιθανόν να μην είχαν συνείδηση του τρόπου ζωής τους ως μια πιθανότητα ή μια επιλογή, όπως φαίνεται στον σύγχρονο πρωτογονιστή, και κατά συνέπεια δε θα αξιολογούσαν τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο μ εμάς, κι έτσι δεν είναι απαραίτητο ότι αντιστάθηκαν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η επιθυμία για την κατάλυση του πολιτισμού φαίνεται να είναι επίσης ένα προϊόν της ταξικής κοινωνίας, ενώ η ρόδινη αναπαράσταση της προ-ιστορίας είναι κι αυτή μια δημιουργία της ιστορίας.

Το ζήτημα αγγίζει τον προσδιορισμό της «ανθρώπινης φύσης». Αντιμέτωποι με αυτόν, μπορούμε να βρούμε δυο είδη τοποθετήσεων στα κείμενα των πρωτογονιστών. Αρχικά, σε συμφωνία με μια μαρξική προσέγγιση, μερικοί δηλώνουν πως οι ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες είναι πράγματι ιστορικά προϊόντα [14]. Όμως, για τον σκληροπυρηνικό πρωτογονιστή, κάτι τέτοιο είναι προβληματικό γιατί τέτοιες ανάγκες και επιθυμίες θα ήταν ένα σύμπτωμα του όλου πράγματος που προσπαθούν να ανατρέψουν. Οι ανάγκες αυτές θα ήταν μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού, κι άρα της αλλοτρίωσης. (θυμηθείτε επίσης την παραδοσιακή αριστερίστικη άποψη ότι ο καπιταλισμός παρεμποδίζει την ανάγκη μας για τεχνολογική πρόοδο, για τον πρωτογονιστή τέτοιες ανάγκες, είναι μέρος του προβλήματος).

Με δεδομένο αυτό, οι πρωτογονιστές συχνά επικαλούνται την αντίθεση στον πολιτισμό των ανθρώπινων αναγκών και επιθυμιών οι οποίες είναι α-ιστορικές ή υπερ-ιστορικές [15]. Ο Perlman στο βιβλίο του δεν παρέχει κάποια παραπάνω πληροφορία γι αυτήν την α-ιστορικότητα της ανθρώπινης φύσης, εκτός από ένα απόσπασμα που λέει: «είναι δεδομένο ότι η αντίσταση είναι η πραγματική ανθρώπινη απάντηση στην απανθρωποποίηση». (σελ 184). Το υπόλοιπο της ανθρώπινης φύσης μπορούμε να φανταστούμε ότι είναι ακριβώς το αντίθετο από τον πολιτισμό: μη-ιεραρχική, ενάντια στην εργασία και πάει λέγοντας.

Και πάλι, μια α-ιστορική «ανθρώπινη φύση» ενάντια στο κεφάλαιο («πολιτισμός», «εξουσία» κλπ), δεν είναι το μόνο τέτοιο επιχείρημα να επανεφεύρουμε το εργαλείο της διαλεκτικής για να το καταρρίψουμε. Στην πραγματικότητα, αρκεί να παραθέσουμε ένα μέρος από το έργο του ίδιου του Perlman. Στην εισαγωγή του «Εκθέσεις του Rubin για την μαρξική θεωρία της Αξίας [16], ο Perlman αναλύει τη σύλληψη του Feuerbach περί ανθρώπινης φύσης. Όπως λέει ο Perlman, για τον Feuerbach η ανθρώπινη ουσία είναι κάτι το απομονωμένο, το μη-ιστορικό κι επομένως αφηρημένο. Το μεγάλο άλμα πέρα από τους αστούς ιδεαλιστές που πραγματοποίησε ο Marx θα αντέτεινε το εξής: «η ανθρώπινη ουσία δεν είναι μια αφαίρεση έμφυτη σε κάθε άτομο. Στην πραγματικότητά της βρίσκεται το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων» (σελ 122) [17].

Αντίθετα, μετέπειτα ο Perlman θα κάνει ένα τεράστιο θεωρητικό άλμα προς τα πίσω για να ανακαλύψει ξανά τις αστικές εμμονές που προσδιορίζουν την ανθρώπινη φύση με όρους ορισμένων αρνητικών επιθυμιών κάθε ατόμου [18]. Παρομοίως, ο Zerzan θα αντιπροτείνει την «αποξένωση» (μέσα από την ιεραρχία, τη γεωργία ή την μισθωτή εργασία) σε μια α-κοινωνική ανθρωπότητα. Τα περισσότερο υποσχόμενα αρχικά γραπτά του για το εργασιακό σαμποτάζ παρακάμπτονται από την αδυναμία του να αναγνωρίσει τα όρια ενός αγώνα που δε συλλογικοποιείται [19]. Τα πιο πρόσφατα γραπτά του επικεντρώνονται σε μια κριτική της γλώσσας, της όψης της ανθρώπινης ζωής που περισσότερο από κάθε τι άλλο, μας επιτρέπει να μοιραζόμαστε κι επομένως να κοινωνικοποιούμαστε.

Η αντίληψη των πρωτογονιστών περί μιας ουσιώδους οντολογική αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ιστορία (τον πολιτισμό) και μια αφηρημένη ανθρώπινη φύση, και όχι μεταξύ δυο ιστορικού περιεχομένου συνόλων συμφερόντων (το κεφάλαιο εναντίον του προλεταριάτου), σημαίνει ότι η κριτική τους τείνει να είναι απλώς ηθικού τύπου. Για παράδειγμα, όπως καταθέτει η χήρα και βιογράφος του, ο Perlman διαφωνεί ότι οι πρώτοι εκπολιτισμένοι δεν είχαν άλλες επιλογές [20]. Στο έργο του Εργατικές-Φοιτητικές Επιτροπές Δράσης, ένα παρόμοιο βολονταριστικό θέμα χρησιμεύει σαν μια χρήσιμη κριτική των ορίων των πρακτικών όσων πήραν μέρος στα γεγονότα του Μάη του 1968: «Υποκειμενικά, αυτοί πίστευαν ότι ήταν επαναστάτες καθώς πίστευαν ότι μια επανάσταση εκτυλισσόταν γύρω τους- δεν επρόκειτο να θέσουν σε κίνηση μια τέτοια διαδικασία, σκόπευαν να ακολουθήσουν το ρεύμα ως εκεί που θα τους έβγαζε» (σελ 82). Όμως, ελλείψει μιας κατάλληλης ανάγνωσης των λογικών-ιστορικών διαδοχών και του περιεχομένου συγκεκριμένων παραγωγικών μοντέλων, ο πρωτογονισμός του Perlman αναπαριστά μια χυδαία αντιγραφή μιας μη-αντικειμενικής εκδοχής του μαρξισμού σε μια έκδοση για μια αναρχική κριτική της εξουσίας, με όλες τις προφανείς αδυναμίες της: «Οι ηγέτες είναι κακοί ή ηλίθιοι!», παρομοίως, όσον αφορά τον Zerzan, η γλώσσα γι αυτόν φαίνεται να έχει αναπτυχθεί όχι για να μπορούν οι άνθρωποι να συνεργάζονται μεταξύ τους, αλλά «για τους σκοπούς του ψεύδους» (Elements of Refusal, σελ 27). Έτσι δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τα ταξικά συμφέροντα, αλλά τα ηθικά παραπτώματα των ανθρώπων! [21].

Τι είναι τέλος πάντων η πρόοδος;

Οι πρωτογονιστές δεν λεν πολλά για τις κλιματικές διαφοροποιήσεις της προ-ιστορικής εποχής. Σε συγκεκριμένες εποχές και μέρη, μπορεί κάλλιστα να υπήρξαν κοινωνίες ειδυλλιακές όπως τις περιγράφει ο Perlman. Όμως είναι εξίσου πιθανό να υπήρχαν άλλες εφιαλτικές περιπτώσεις. Όλες οι πρωτόγονες κοινωνίες βασίζονταν εξ ολοκλήρου στη συμπεριφορά της φύσης, κάτι που μπορούσε να αλλάξει εύκολα. Και διαφοροποιήσεις στις κλιματικές συνθήκες μπορούσαν να εξαλείψουν χιλιάδες ανθρώπους.

Τυφλωμένοι από την πρωτογονιστική αντίληψη της προ-ιστορίας ως μια ιδανική κατάσταση, φτάνουν στο χάραγμα μιας διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στη φύση και την ανθρώπινη παραγωγική δραστηριότητα. Αυτό που μας κάνει ανθρώπους είναι το σύνολο των «πρώτης τάξης μεσολαβήσεων» ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τη φύση: οι ανάγκες μας, ο φυσικός κόσμος γύρω μας, η δημιουργικότητά μας κλπ. Να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι δημιουργικός. Μέσα από τις «δεύτερης τάξης μεσολαβήσεις» αυτές οι βασικές ποιότητες της ύπαρξης, μεσολαβούνται από σχέσεις, σχέσεις εξουσίας, αλλοτρίωσης, εκμετάλλευσης κλπ – ανάμεσα στις τάξεις. Ο Zerzan εξιδανικεύει μια χρυσή εποχή πριν να διαχωριστεί η ανθρωπότητα από τη φύση μόνο επειδή μπερδεύει την ανθρώπινη αυτό-δραστηριότητα με την αλλοτριωμένη δημιουργική δραστηριότητα. Γι αυτό, κάθε ανθρώπινη δημιουργική δραστηριότητα – κάθε δραστηριότητα που επηρεάζει το υπόλοιπο της φύσης είναι ήδη δηλητηριασμένη με την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση.

Αυτό που η αντι-πολιτισμική θέση παραβλέπει, επομένως, είναι η αμοιβαία συγκρότηση της ανθρωπότητας και της (υπόλοιπης) φύσης: οι άνθρωποι είναι μέρος της φύσης, και είναι μέρος της φύσης τους να εξανθρωπίζουν τη φύση. Η φύση και η ανθρωπότητα είναι συμπληρωματικά μέρη μιας ενιαίας δραστήριας ολότητας. Και οι δύο είναι λοιπόν αντικείμενα αλλαγών και αλλάζουν η μια την άλλη. Οι αλλαγές στον κόσμο μπορεί να οδηγήσουν σε νέες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπινων όντων – σχέσεις που μπορεί να εξελιχτούν σε μια διαφορετική σχέση με τον κόσμο, μια διαφορετική πρακτική και τεχνολογία (όπως τότε που η Εποχή του Σιδήρου προέβαλλε μέσα από κλιματικές αλλαγές). Είμαστε προϊόντα της φύσης, αλλά επίσης δημιουργούμε τους εαυτούς μας μέσα από την αυτό-δραστηριότητά μας και αλλάζουμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Αν και είναι αναμφισβήτητα αληθές ότι το προνόμιο της «ανθρωπότητας» σε κάθε μία από τις αλλαγές αυτές είναι ότι μπορεί να βλάψει το ίδιο το περιβάλλον που έχει ανάγκη για να επιβιώσει, το να εξιδανικεύουμε τον «φυσικό κόσμο» αντιμετωπίζοντας κάθε δραστηριότητά μας σαν μια επίθεση σ αυτόν, είναι ίσως επιβλαβές για την ανθρωπότητα.

Αν η αλλαγή από την προ-ιστορία στη γεωργία και σε άλλες καινοτομίες δεν ήταν απαραίτητα αλλοτριωτική – αν οι τελευταίες δεν ήταν εκ φύσεως επιβεβλημένες μέσα από κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας – τότε ολόκληρη η ιστορική αντίθεση που προβάλλουν ο Perlman και ο Zerzan μεταξύ της προόδου και της λαϊκής αντίστασης σε αυτή, τίθεται σε αμφισβήτηση. Ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η πρόοδος δεν είναι αναγκαστικά μια έκφραση του ισχυρότερου. Μάλλον οι ισχυροί ήταν μερικές φορές αδιάφοροι για την πρόοδο, και οι αδύναμοι ήταν αυτοί που συνεισέφεραν σ αυτήν [22].

Στην Αρχαιότητα, ιδιαίτερα στην ελληνική κοινωνία, υπήρχε μάλλον μια τεχνολογική σταθερότητα παρά μια πρόοδος. Η υπεραξία που παρήγαγε ο μόχθος των σκλάβων χρησιμοποιούνταν για καινοτομίες μόνο στη σφαίρα της πολιτείας ή της διανοητικής ακμής. Η χειρωνακτική εργασία, και κατ’ επέκταση οι καινοτομίες στην παραγωγή, σχετίζονταν στα μυαλά της ελληνικής κυρίαρχης τάξης με την απώλεια της ελευθερίας. Παρόλο που οι Ρωμαίοι εισήγαγαν περισσότερες τεχνικές καινοτομίες, αυτές προορίζονταν περισσότερο για την υλική βελτίωση των πόλεων (π.χ. κεντρικά συστήματα θέρμανσης) και των ενόπλων δυνάμεων (π.χ. δρόμοι) παρά με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Και στις δυο περιπτώσεις, η στρατιωτική κατάκτηση προτιμούνταν από την οικονομική ανάπτυξη μέσα από τις δυνάμεις της παραγωγής.

Τη φεουδαρχική περίοδο, τόσο οι γαιοκτήμονες όσο και οι χωρικοί είχαν λόγους για να θέλουν τις καινοτομίες που θα αύξαναν την παραγωγή στις καλλιέργειες. Οι αυξανόμενες ανάγκες για πολυτελή αγαθά ανάμεσα στην τάξη των αριστοκρατών ως σύνολο, ιδιαίτερα από το έτος 1000 και μετά, κινητοποίησε μια επέκταση της ζώνης ανεφοδιασμού στην επαρχία. Έτσι, εισήχθη ο νερόμυλος και η εξάπλωση της αμπελουργίας. Οι χωρικοί είχαν κίνητρα να δημιουργήσουν και να ικανοποιήσουν νέες ανάγκες που προέκυπταν από τις συγκεκριμένες παραμέτρους του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, που δέσμευε τους χωρικούς μόνο ως προς ένα συγκεκριμένο εβδομαδιαίο φόρο και κάποιες σταθερές μέρες εργασίας: Το υπόλοιπο του χρόνου του ήταν δικό του, και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής του. Έτσι ολοένα και περισσότεροι χωρικοί προέκυψαν με τα μέσα στην κατοχή τους για μια τοπική παραγωγή εργαλείων από σίδερο. Η καλλιέργεια των δημητριακών εξαπλώθηκε. Και η ποιότητα και η ποσότητα της παραγωγής στα αγροκτήματα των ίδιων των χωρικών αυξήθηκε.

Το κλειδί για να κατανοήσουμε την μαζική ανάπτυξη της παραγωγικότητας κατά τη φεουδαρχική περίοδο, ωστόσο, είναι το επαναλμαβόμενο μίσθωμα και οι αγώνες μεταξύ των χωρικών και των γαιοκτημόνων. Οι διαμάχες για τη γη, που ξεκινούσαν από τον έναν ή τον άλλο πόλο της φεουδαρχικής σχέσης, κινητοποιούσαν την κατάληψη και την αποικιοποίηση νέων εδαφών με την μορφή της διεκδίκησης ερημιών, βάλτων και δασών για να μετατραπούν σε γεωργικές εκτάσεις. Ήταν ένας διαρκής ταξικός πόλεμος που ώθησε την οικονομία προς τα μπρος. Ο πρωτογονισμός, ισχυριζόμενος ότι η πρόοδος ξεκινά πάντοτε από την κυρίαρχη τάξη, προβάλλει κάποια χαρακτηριστικά του καπιταλισμού σε παρελθοντικές κοινωνίες – όπως κάνουν και οι περισσότεροι αστοί θεωρητικοί. Οι προηγούμενες ταξικές κοινωνίες βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε ένα στάσιμο τεχνολογικό επίπεδο. Σε τέτοιες κοινωνίες η τεχνολογικές αλλαγές μπορεί να συναντούσαν την αντίσταση της κυρίαρχης τάξης καθώς μπορεί να ανατάρασσαν κάποιες κατεστημένες σχέσεις κυριαρχίας. Ο καπιταλισμός είναι ο μόνος τρόπος παραγωγής που βασίζεται στις συνεχόμενες επαναστάσεις της τεχνολογίας και των μεσών παραγωγής.

Επιπλέον, το να χαρακτηρίσουμε τον καπιταλισμό απλώς ως την κυριαρχία της τεχνολογίας ή της «μεγα-μηχανής» φετιχοποιεί το κεφάλαιο σαν τον πρώτο παίκτη του παιχνιδιού, κι έτσι χάνουμε κάθε επαφή με τον αγώνα πίσω από την επιφάνεια των παραγωγικών μέσων. Η πρόοδος μέσα στον καπιταλισμό είναι χαρακτηριστικά το αποτέλεσμα της απάντησης του κεφαλαίου σε διάφορες μορφές αντίστασης. Για παράδειγμα, κατά την αλλαγή στο ταιηλοριστικό μοντέλο παραγωγής, οι επιστήμονες της διαχείρισης δεν ήρθαν αντιμέτωποι απλά με κάποιους τεχνικούς παράγοντες αλλά με την ιδιοτροπία και την ισχύ της εργατικής δύναμης. Αυτή θα μπορούσε να πειθαρχηθεί και να διαχειριστεί καλύτερα (τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι επιστήμονες) μέσω του κατακερματισμού της εργασίας στα συστατικά στοιχεία της και των εργατών στην παραγωγική γραμμή με τρόπο ώστε να μην μπορούν να συναδελφωθούν. Ένα από τα επόμενα βήματα ήταν η εισαγωγή μιας προσέγγισης «ανθρώπινων σχέσεων», φορώντας ένα ανθρώπινο προσωπείο στο εργοστάσιο, κάτι το οποίο έγινε επιβεβλημένο για το κεφάλαιο δεδομένης της εργατικής αντίστασης (με την μορφή της καθυστέρησης, ή του σαμποτάζ), αντί για έναν σκληροπυρηνικό ταιηλορισμό.

Έτσι, πρέπει να αντιληφθούμε την πρόοδο των παραγωγικών δυνάμεων όχι σαν μια απόλυτη επιβολή της θέλησης της μιας τάξης πάνω στην άλλη, αλλά ως το αποτέλεσμα των ταξικών συσχετισμών. Αν η πρόοδος είναι σε σημαντικό βαθμό ένας συμβιβασμός, ένα αποτέλεσμα της διαμάχης – τόσο μεταξύ των τάξεων όσο και μεταξύ ανταγωνιστικών κεφαλαίων – τότε κάποια από τα αποτελέσματά της μπορεί να είναι θετικά. Μπορεί να μισούμε τον καπιταλισμό, αλλά οι περισσότεροι από μας μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι υπάρχουν κάποιες καπιταλιστικές τεχνολογίες που θα θέλαμε να κρατήσουμε για τις παρούσες και μελλοντικές ανάγκες μας (αν και φυσικά όχι με την εμπορευματική τους μορφή) – είτε μιλάμε για τα ποδήλατα, είτε για τις λάμπες ή ακόμα για τις γραφομηχανές.

Αυτό έχει να κάνει με την άμεση εμπειρία μας του σύγχρονου καπιταλισμού, η οποία δεν επιβάλλεται πάνω μας απλά, μονολιθικά, αλλά είναι κατά κάποιον τρόπο υποχρεωμένη να αντανακλά τις δικές μας προσδοκίες. Δεν είναι μήπως, η ουσία του θεάματος, η επαναφομοίωση της πολυπλοκότητας των ίδιων των επιθυμιών μας; Δεν είναι λοιπόν κάποια γενική κι αφηρημένη πρόοδος την οποία πρέπει να διαλύσουμε, αλλά η αντιφατική διαδικασία στην οποία εισερχόμαστε μέσα στην ταξική κοινωνία. Η διαδικασία του κομμουνισμού εμπεριέχει την επανοικειοποίηση και τον ριζοσπαστικό, κριτικό μετασχηματισμό αυτών που δημιουργήθηκαν μέσα στις αλλοτριωμένες κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού. Να επιμείνουμε ότι το πρόβλημα είναι ουσιαστικά η τεχνολογία η ίδια, είναι ένας αποκρυφισμός. Τα ανθρώπινα εργαλεία δεν είναι εκτός του ελέγχου μας μέσα στον καπιταλισμό, γιατί είναι εργαλεία (τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ όσο εκτός ελέγχου είναι τα χέρια μας) αλλά επειδή είναι εργαλεία του κεφαλαίου – και κατ’ επέκταση των φετιχιστικών «δεύτερης τάξης» διαμεσολαβήσεών του.

Με δεδομένα όλα αυτά, ο ισχυρισμός της Wildcat[23] – ότι Αν οι παραγωγικές δυνάμεις χρειάζεται να αναπτυχθούν σε ένα συγκεκριμένο βαθμό προκειμένου να κάνουν πιθανό τον κομμουνισμό, και Αν οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς μέχρι τώρα, Τότε οι επαναστάτες θα πρέπει να υποστηρίξουν την περαιτέρω ανάπτυξή του – αρμόζει μάλλον στον μαρξιστικό αντικειμενισμό παρά στην εκδοχή του μαρξικού σχεδίου που θέλουμε να αναπτύξουμε. Ανά πάσα στιγμή, ο επαναστάτης στηρίζει την αντίθεση στο κεφάλαιο (και, κατ’ επέκταση, παίρνει το μέρος κάθε κομμουνιστικής τάσης μέσα στην ταξική κοινωνία). Δράσεις αντίθεσης στο κεφάλαιο μπορούν να αναγκάσουν το κεφάλαιο σε οπισθοχώρηση, κάνοντας πιθανή μια περαιτέρω επιτυχημένη αντίσταση τόσο υποκειμενικά (εμπιστοσύνη, πιθανές ιδέες κλπ) όσο και αντικειμενικά (ωθώντας το κεφάλαιο προς τα πίσω, αποδυναμώνοντας τους μηχανισμούς ελέγχου κλπ). Η λέξη πρόοδος συχνά περιγράφει την πορεία αυτής της επαναστατικής διαδικασίας, καθώς ο τρόπος παραγωγής αναγκάζεται να αλλάξει μορφή: Δείτε τον τρόπο με τον οποίο ο ταξικός συμβιβασμός μεταπολεμικά εμπεριείχε την ανάπτυξη νέων παραγωγικών και συσσωρευτικών μεθόδων με την μορφή του φορντισμού. Στην επίθεσή της στην πρόοδο, η Wildcat παίρνει υπόψη λανθασμένα τις σκιές ως την ουσία του αγώνα.

Καλός και κακός Marx

Ο Perlman κι ο Camatte είχαν σίγουρα διαβάσει τον Marx, και ανέπτυξαν το αρχικό, περισσότερο υποσχόμενο, επαναστατικό θεωρητικό έργο τους, μέσα από μια αντιπαράθεση με αυτόν. Όμως το Against His-story και το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Zerzan δεν επιχειρούν μια τέτοια αντιπαράθεση. Αντίθετα επιδιώκουν μια απλοϊκή και υποτιμητική συμπεριφορά χαρακτηρίζοντας τον Marx ως απλώς άλλον έναν απολογητή της προόδου του 19ου αιώνα. Από την άποψη αυτή, κάθε υποτιθέμενη ριζοσπαστική κριτική του Marx καλωσορίζεται, συμπεριλαμβανομένων των μεταμοντέρνων σκατάδων όπως ο Baudrillard. (το βιβλίο The Mirror of Production, αυτού του χαϊδεμένου παιδιού των μίντια και επαναφομοιωτή των καταστασιακών ιδεών, το οποίο στοιβάζει τον Marx μαζί με το υπόλοιπο «μοντερνιστικό» ξεγραμμένο παρελθόν, προάγεται μέσα από τις σελίδες του πρωτογονιστικής έμπνευσης περιοδικού Fifth Estate.

Μια κριτική του Marx και του μαρξισμού είναι φυσικά απαραίτητες αλλά ο πρωτογονισμός (όπως και ο μεταμοντερνισμός) είναι απλά η ιδεολογικοποίηση μιας τέτοιας κριτικής. Η αντι-πολιτισμική τοποθέτηση δεν είναι απλώς μια αναγκαία επίθεση στον αριστερισμό, αλλά μια αντι-παραγωγική επίθεση σε ότι έχει να κάνει με τον Marx. Υπερασπιζόμενοι μια εκδοχή του Marx ενάντια στον πρωτογονισμό, νιώθουμε φυσικά πως πρέπει να επιβεβαιώσουμε τα προβλήματα που συναντά κανείς όταν προσπαθεί να διαχωρίσει από μερικές από τις ίδιες τις συνέπειές της μια θεωρία η οποία δεν σκοπεύει απλώς στο να εξηγήσει τον κόσμο αλλά στο να τον αλλάξει.

Ωστόσο, μερικές από τις πρωτογονιστικές κριτικές μοιάζουν απλώς να βάζουν τον Marx πίσω στο χρονοντούλαπο, αντί να προσπαθήσουν να κατανοήσουν μερικούς από τους περιορισμούς της θεωρίας τους. Για παράδειγμα, η κριτική του Zerzan στον Marx ισχυρίζεται ότι συνδέει την πρακτική του Marx με τα υποτιθέμενα προβλήματα της θεωρίας του. Όμως η κριτική αυτή αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από έναν κατάλογο προσωπικών ιδιοτροπιών του Marx και δεν λέει σχεδόν τίποτα για την θεωρία του[24].

Τουλάχιστον η Wildcat μπαίνει στον κόπο να ξεθάψει μερικά αποφθέγματα του Marx, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιούν σαν αποδείξεις σε μια κριτική της (δικής τους ανάγνωσης της) θεωρίας του Marx. Από τα Grundrisse, βρίσκουν ένα απόφθεγμα για να δείξουν ότι ο Marx πίστευε ότι η καπιταλιστική πρόοδος κι έτσι η αλλοτρίωση ήταν ένα αναγκαίο βήμα για την πλήρη ανάπτυξη του ατόμου[25], και από τον Πρόλογο σε μια Συνεισφορά στην Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, παραπέμπουν στη γνωστή δήλωση του Marx ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι η προϋπόθεση για τον κομμουνισμό [26]. Αυτά είναι τα είδη θεωρητικών δηλώσεων που συνδέουν με τα λάθη της μαρξικής πρακτικής, ιδιαίτερα με την υποστήριξή του στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Θα μπορούσαμε, ως απάντηση να ανασύρουμε δεκάδες ακόμα αποφθέγματα από διάφορα κείμενα του Marx – ή κι από τα ίδια που χρησιμοποίησε η Wildcat – αποδεικνύοντας τη σημασία που απέδιδε στην προλεταριακή υποκειμενικότητα και αυτό-δραστηριότητα, και θα μπορούσαμε ακόμα να τα συνδέσουμε με τις σημαντικές και καινοτόμες συνεισφορές του στην επαναστατική πρακτική, όπως την υποστήριξή του για την Σικελιανή Εξέγερση ή την Παρισινή Κομμούνα.

Όμως μια απλή επιλογή (ή ακόμα και μια συλλογή) αποφθεγμάτων του Marx δεν αποτελεί ανάλυση. Αν θεωρούμε ότι υπάρχει οτιδήποτε χρήσιμο στο έργο του Marx, μπορούμε να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα όρια και τις αντιφάσεις του, στο ιστορικό τους πλαίσιο κι όχι σε μια αφηρημένη φιγούρα του Marx[27]. Όπως έγραψε ο Debord, τα όρια και οι αντιφάσεις του Marx αντανακλούν αυτά του εργατικού κινήματος της εποχής του.

Τα οικονομιστικά εργαλεία στη θεωρεία του Marx – που γίνονται παραδειγματικά σε έργα όπως το Κεφάλαιο – ήταν μόνο μια όψη της συνολικής εργασίας του. Όταν ο αγώνας φάνηκε να βρίσκεται στο πιο υποσχόμενο επίπεδό του, η ολότητα κι έτσι η υποκειμενικότητα ήρθαν στη φόρα στη θεωρία του Marx (όπως στην περίπτωση του συνολικού περιεχομένου και της κατεύθυνσης των Grundrisse), όμως ενόψει των υπαναχωρήσεων, ο Marx περιορίστηκε σε επιστημονικίστικες δικαιολογήσεις. Ήταν επίσης σημαντικό ως προς τη ρητορική του, φυσικά, να προβλέψει την αναπόφευκτη έλευση της κομμουνιστικής επανάστασης μέσα στην ωρίμανση του καπιταλισμού (όπως πχ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Το να κατανοήσουμε τον Marx μ έναν τέτοιο τρόπο, μας επιτρέπει να αναπτύξουμε κριτικά την επαναστατική θεωρία του προς την κατεύθυνση του κομμουνισμού παρά να την πετάξουμε χωρίς καμιά κριτική στα σκουπίδια, σαν ολότητα [28].

Με μια σημαντική έννοια, ο Marx απλώς περιέγραφε τις παρατηρήσεις του όταν έλεγε πως η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα φέρει εν τέλει τον κομμουνισμό πιο κοντά μέσω της προλεταριοποίησης του πληθυσμού. Είναι επίσης αλήθεια ότι κατά καιρούς ήταν πράγματι απολογητής μιας τέτοιας ανάπτυξης. Όμως το κύριο σημείο εδώ είναι ότι μια τέτοια στάση δεν είναι συνέπεια των θεωρητικών του εργασιών με τον άμεσο καθαρό τρόπο που θέλουν να πιστεύουμε οι πρωτογονιστές. Ο παραγωγικισμός είναι μια κληρονομιά του έργου του, την οποία ανέλαβαν οι σοβιετικοί μαρξιστές και άλλοι αντικειμενιστές μέσα από την στενή, επιστημονικίστικη ανάγνωσή τους. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη το έργο του σαν ένα σύνολο, η θεωρία του Marx υποδεικνύει επίσης την ενεργή άρνηση του κεφαλαίου μέσα από τον ταξικό αγώνα σε όλα τα μέτωπα.

Θεωρία, Ιστορία και Μέλλον

Προσεγγίζοντας την ιστορία, υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στο να ψάχνουμε σ αυτήν για ένα κομμουνιστικό ιδεώδες και στο να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε γιατί οι περασμένες κομμουνιστικές τάσεις απέτυχαν – και μαζί το γιατί έχουμε περισσότερες ελπίδες από τους Λουδδίτες, τους χιλιαστές, το παραδοσιακό εργατικό κίνημα κλπ. Όμως για να μπορέσουμε να πάμε παραπέρα από τις τάσεις αυτές, πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουμε το παρόν και το μέλλον. Ποιες νέες εφαρμογές της τεχνολογίας επιτρέπουν νέες ενότητες στο εσωτερικό της εργατικής τάξης; Βοηθούν οι αλλαγές στα μέσα επικοινωνίας τους συμμετέχοντες στους αγώνες να κατανοήσουν και να δράσουν πιο αποτελεσματικά μέσα από την παγκόσμια σημασία τους;

Για να προσεγγίσουμε τις σημερινές τάσεις, χρειαζόμαστε πολύ περισσότερα από τη ριζοσπαστική ανθρωπολογία που παρέχουν οι πρωτογονιστές. Χρειαζόμαστε τη θεωρία που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την ιστορική ειδικότητα των αγώνων. Ο καπιταλισμός είναι η πιο δυναμική από τις ταξικές κοινωνίες. Το προλεταριάτο είναι η μόνη επαναστατική τάξη που θέλει να καταργηθεί ως τέτοια, και μαζί να καταργήσει κάθε άλλη τάξη. Υπάρχουν λοιπόν πολλά χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής των ταξικών αγώνων που χάνονται με μια απλή αναφορά στον «πολιτισμό». Αν είναι να πολεμήσουμε αποτελεσματικά, να κατανοήσουμε τις πιθανές κατευθύνσεις των αγώνων και τα όρια της κάθε ιδεολογίας μέσα στον αγώνα, πρέπει να αναπτύξουμε – όχι να απορρίψουμε – τις κατηγορίες που χρησιμοποίησε ο Marx προκειμένου να συλλάβει την καπιταλιστική σχέση και τη διαδικασία της άρνησής της.

Ο πρωτογονισμός είναι ο ίδιος ένα προϊόν μιας συγκεκριμένης περιόδου της καπιταλιστικής ιστορίας. Τα ίδια υλικά που ζωογόνησαν τον μεταμοντερνισμό ανάμεσα στους ριζοσπάστες της ακαδημαϊκής γνώσης, βοήθησαν στην ανάπτυξη του πρωτογονισμού ανάμεσα στους κύκλους των ακτιβιστών. Οι μεν απλά περιγράφουν το «τέλος της ιστορίας» ενώ οι δε, καλούν σε δράση για ένα τέτοιο τέλος. Και οι δύο είναι ανεστραμμένες μορφές ενός φιλελεύθερου ιδεαλισμού που απορρίπτει ωστόσο την παραδοσιακή φιλελεύθερη πίστη στην καπιταλιστική πρόοδο.

Ωστόσο, αν ο πρωτογονισμός ήταν, σαν τον μεταμοντερνισμό, απλά μια εκφραστική επινόηση μερικών καλοπληρωμένων ακαδημαϊκών για την ήττα των βιομηχανικών ταξικών αγώνων τότε δε θα μπαίναμε καν στον κόπο να του δώσουμε χώρο στις σελίδες αυτές. Όλοι μας καλούμαστε να απαντήσουμε στην αυξημένη μόλυνση και την περιβαλλοντική καταστροφή που επιφέρει η ανάπτυξη της διαχωρισμένης εξουσίας που αποτελεί το κεφάλαιο. Ο πρωτογονισμός είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια προσπάθεια σύνδεσης με αγώνες γύρω από αυτά τα ζητήματα. Η σημαντική επανεμφάνιση του θεμελιακού προβλήματος της αλλοτρίωσης, με την μορφή της παγκόσμιας εμβέλειας περιβαλλοντικής καταστροφής για το κέρδος, έχει ενθαρρύνει νέες μορφές αντίστασης (ιδιαίτερα στις ΗΠΑ), οι οποίες αναζητούν νέες ιδέες. Ο μαρξισμός, ταυτισμένος με τις παλιές μορφές (τόσο του κεφαλαίου όσο και της αντίστασης), φαίνεται ως αποτυχημένος στα μάτια των νέων αγωνιστών – εξ ου και η πρόταση για μια ριζοσπαστική εναλλακτική, όπως ο πρωτογονισμός. Όμως το πρόβλημα του πρωτογονισμού βρίσκεται σε μια λανθασμένη διάγνωση του προβλήματος του μαρξισμού: Το ουσιώδες πρόβλημα στον Marx και στον μαρξισμό δεν είναι η πίστη στην πρόοδο, αλλά ο αντικειμενισμός[29]. Μια επαναστατική θεωρία που να αντιστοιχεί στους σημερινούς αγώνες πρέπει να ξεκινά με μια κριτική του αντικειμενισμού των προηγουμένων επαναστατικών θεωριών [30].

[Aufheben 4]

[Aufheben]

——————————————————————————–

[1] Worker-Student Action Committees (Detroit: Black & Red), p. 85.

[2] Wildcat, 17, ’νοιξη 1994.

[3] Ο ισχυρισμός βασίζεται στο βιβλίο του M. Sahlins’s: Stone Age Economics (London: Tavistock, 1974), σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι της λίθινης εποχής «είχαν ότι ήθελαν» εν αφθονία.

[4] Against His-story, σελ. 18.

[5] Αν το πρόβλημά μας είναι ο «υπερπληθυσμός» των ανθρώπινων όντων, η λύση ίσως να είναι να προτείνουμε την εξόντωση του 99,99% του ανθρώπινου είδους ώστε το υπόλοιπο 0,01% να μπορέσει να επιστρέψει σε μια φυσική κατάσταση, αν κι αυτό είναι ένα μάλλον προβληματικό συμπέρασμα για κάποιον που υποτίθεται είναι με την πλευρά της ανθρωπότητας ενάντια στον Λεβιάθαν, και τελικά, ποιος είναι αυτός που θα αποφασίσει ποιοι θα είναι το προνομιούχο 0,01%;

[6] J. Zerzan, Elements of Refusal (Seattle: Left Bank Books, 1988).

[7] J. Zerzan, Future Primitive and other Essays (New York: Autonomedia, 1994).

[8] Οι ιστορικοί E.P. Thompson, Eric Hobsbawm και Christopher Hill είναι κλασσικά παραδείγματα ανθρώπων που, εξαιτίας του διαχωρισμού του παρελθόντος από το παρόν, είναι/ήταν ικανοί να επιδιώκουν μια επαναστατική ακαδημαϊκή ιστοριογραφία ενώ παράλληλα έχουν μια τελείως ρεφορμιστική πολιτική πρακτική.

[9] Lorraine Perlman, Having Little, Being Much: A Chronicle of Fredy Perlman’s Fifty Years (Detroit: Black & Red, 1989), σελ 91.

[10] Βλ. The Refusal of Work, Echanges et Mouvement (1979).

[11] Η τοποθέτηση της Wildcat φαίνεται επίσης συνδεδεμένη με μια απαισιοδοξία που προέρχεται από χαμηλό επίπεδο του αγώνα: «Είναι δύσκολο να δούμε στην παρούσα φάση πώς η Νέα Παγκόσμια Τάξη της Madonna και των McDonalds [sic] περιέχουν την ίδια την άρνησή τους» (Wildcat, 17, σελ 16). Η προσέγγιση του όλα-ή-τίποτα που είναι χαρακτηριστική των ποικιλιών του υπερ-αριστερισμού ταλαντώνεται σταθερά από μια αδικαιολόγητη αισιοδοξία ως την απόγνωση. Όταν η αντίσταση είναι ισχυρή, μοιάζει να βγαίνει νόημα να βλέπεις το προλεταριάτο σαν να προσπαθεί πάντοτε να εκφράσει αυθόρμητες επαναστατικές τάσεις, οι οποίες θάβονται μόνο από τον αριστερισμό και τα συνδικάτα. Όμως όταν η αντίσταση ηττάται, μοιάζει να μην έχει αφήσει τίποτα πίσω της – εξ ου και η έκκληση για μια εκ διαμέτρου αντίθετη ακραία τοποθέτηση.

[12] Με τον ίδιο τρόπο, ο Rousseau είχε υπόψη του ότι μια τέτοια ηθική κριτική του πολιτισμού δεν οδηγούσε σε καμιά πρακτική λύση.

[13] ‘The Triumph of Capital’, Fifth Estate, ’νοιξη 1992.

[14] «Οι ανάγκες δημιουργούνται από την ανθρώπινη κοινωνία, μαζί με τα μέσα για την εξυπηρέτησή τους». (Wildcat, 17, σελ 16).

[15] Ο Freud ισχυριζόταν ότι η ουσία του πολιτισμού ήταν η υποταγή των (κοινωνικά απαράδεκτων) προ-υπαρχουσών μορφών. Εντοπίζοντας μια αντίθεση ανάμεσα στον πολιτισμό και την πλήρη έκφραση των ανθρώπινων επιθυμιών ο Perlman και ο Zerzan συμφωνούν με τον Freud, με την μόνη διαφορά ότι ο Freud πίστευε ότι μεγάλο μέρος του πολιτισμού ήταν καλό. S. Freud (1930) ‘Civilization and its Discontents’ in A. Dickson ed., Pelican Freud Library 12 (Harmondsworth: Penguin, 1985).

[16] I.I. Rubin (1928) Essays on Marx’s Theory of Value, trans. M. Samardzija & F. Perlman, (Detroit: Black & Red, 1972).

[17] Marx, ‘Theses on Feuerbach’, in C. Arthur ed., The German Ideology (Student Edition), (London: Lawrence & Wishart, 1974).

[18] Ένα παράδειγμα της τάσης για την ανάπτυξη του πολιτισμού και των παραγωγικών δυνάμεων βρίσκεται στη ψυχολογία των ατόμων κι όχι στην ολότητα των κοινωνικών σχέσεων δίνεται στο Against His-story όταν ο Perlman αποδίδει την κατάκτηση των κατάκτηση των πρωτόγονων λαών από του Ευρωπαίους στην απέχθεια των τελευταίων για αυτούς που ζούσαν ελεύθεροι (σελ 267).

[19] Βλ. Τη συζήτηση για την άρνηση της εργασίας.

[20] L. Perlman όπως και παραπάνω.

[21] Η ηθική φύση μιας τέτοιας κριτικής στον πολιτισμό σχετίζεται με τα πουριτανικά ηθικά πρότυπα περί ανθρωπίνων αναγκών, που έχουν αρκετοί οικο-αναρχικοί, οι οποίοι συμβουλεύουν τους συντρόφους τους ότι «δεν έχουν πραγματικά ανάγκη» από κάποια από τα πράγματα που επιθυμούν, και που προσπαθούν να προσδιορίσουν τα «πράγματα που έχουν πραγματικά ανάγκη» – συνήθως μια σπαρτιατική λίστα που αντανακλά μια ιστορικά διεστραμμένη αντίληψη περί «βιολογικών αναγκών».

[22] βάσει του έργου του Perry Anderson, Passages from Antiquity to Feudalism (London: NLB, 1974).

[23] Wildcat, 17, σελ. 11.

[24] βλ. ‘The Practical Marx’ (1979) από το Elements of Refusal. Το στυλ μοιάζει χαρακτηριστικό του Zerzan τα άρθρα του οποίου είναι συνήθως ένα κολλάζ από αποφθέγματα άλλων και εμπειρικές αναφορές του με ελάχιστη ανάλυση.

[25] Wildcat, 17, σελ. 24.

[26] Όπως παραπάνω. σελ. 9-10.

[27] Η ειρωνία σχετικά με την ψευδο-κριτική του Zerzan είναι ότι θα μπορούσε να βρει έναν καλό λόγο για να ασκήσει μια έγκυρη κριτική στον Marx απλά ανοίγοντας τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου όπου οι Λουδδίτες καταδικάζονται ως «αντιδραστικοί». Ο Marx αντιφάσκει με τον εαυτό του στο «χαμένο έκτο κεφάλαιο» του ίδιου τόμου (‘Results of the Immediate Process of Production’) όταν χαρακτηρίζει την τεχνολογία όχι ως ένα ουδέτερο αντικείμενο αλλά ως τον ίδιο το φορέα της εργατικής αλλοτρίωσης και κατ’ επέκταση έναν πιθανό στόχο ενός λογικού ταξικού μίσους.

[28] Πάνω στο θέμα της ανάπτυξης του Marx μέσω μαρξικών μεθόδων βλ. και G. Debord, The Society of the Spectacle, (London: Practical Paradise Publications, 1967), A. Negri, Marx beyond Marx, (New York: Autonomedia, 1994) and F.C. Shortall, The Incomplete Marx (Aldershot: Avebury, 1994). Είναι αλήθεια ότι το ζήτημα της οικολογίας που απασχολεί τους πρωτογονιστές παραμένει παραμελημένο ακόμα και σ αυτά τα σχετικά πρόσφατα έργα. Και πάλι, όμως, μόνο μέσα από την κατανόηση του ιστορικού πλαισίου αυτής της παράλειψης στον Marx και τους άλλους, μπορούμε να αναπτύξουμε μια επαναστατική θεωρία αντί απλώς να της αντιπαραθέτουμε μια οικολογική προσέγγιση.

[29] Ο πρωτογονιστής George Bradford προτείνει ότι ο μόνος τρόπος να καταστραφεί το κεφάλαιο και η μεγα-μηχανή είναι μέσα από το βάρος της ίδιας τους της πολυπλοκότητας – με άλλα λόγια μέσα από μια αντικειμενική διαδικασία παρακμής. Μια απλή κριτική της «προόδου», είναι μια ανεπαρκής κριτικής του αντικειμενισμού (κι έτσι μια ανεπαρκής αντιμετώπιση του ζητήματος) κι έτσι αναπαράγει περαιτέρω τον αντικειμενισμό.

[30] Βλ. Το άρθρο με τίτλο ‘Decadence’ σε αυτό το τεύχος, καθώς και τα Aufheben 2 και 3

Categories
Wolfi Landstreicher

Για μια μη-πρωτογονιστική κριτική στον πολιτισμό – Wolfi Landstreicher

Κριτική, όχι πρόγραμμα!

Για μια μη-πρωτογονιστική αντι-πολιτισμική κριτική

Σημείωση: Το κείμενο που ακολουθεί παρουσιάστηκε από τον Wolfi Landstreicher (γνωστότερο με το ψευδώνυμο Feral Faun), στην Αντιπολιτισμική Συνάντηση της Βαρκελώνης, του 2007, σαν εισαγωγικό κείμενο για μια συζήτηση που έλαβε χώρα κατά τη συνάντηση.

Έτσι ο αναρχικός ατομικιστής όπως τον εννοώ εγώ, δεν έχει να περιμένει τίποτα […] Είμαι ήδη ένας αναρχικός και δεν μπορώ να περιμένω για μια μαζική επανάσταση προκειμένου να εξεγερθώ ο ίδιος, ούτε να μου εξασφαλίσει ο κομμουνισμός την ελευθερία μου. – Renzo Novatore

Αντιλαμβάνομαι τον αναρχισμό με την έννοια της καταστροφής. Σε αυτόν τον τομέα επεκτείνεται η αριστοκρατική λογική του: στην καταστροφή! Ιδού η αληθινή ομορφιά της αναρχίας. Θέλω να καταστρέψω όλα αυτά που με υποδουλώνουν, με κρατούν δέσμιο και καταπιέζουν τις επιθυμίες μου, θέλω να τα αφήσω όλα πίσω μου, σαν κουφάρια. Οι τύψεις, η αναποφασιστικότητα, η ευσυνειδησία, είναι πράγματα που το εικονοκλαστικό μου πνεύμα έχει διαλύσει […] Ναι λοιπόν, η εικονοκλαστική άρνηση είναι πιο πρακτική. – Armando Diluvi

Πρώτα απ όλα, δεν υπάρχει τίποτα αόριστα πρωτογονιστικό όταν μιλάμε για μια κριτική στον πολιτισμό, ιδιαίτερα όταν αυτή η κριτική είναι ορισμένη και από επαναστατική οπτική. Ανάλογες κριτικές υπάρχουν όσο υπάρχει και ένα συνειδητοποιημένο αναρχικό κίνημα, και δεν υπήρξαν πάντοτε συνδεδεμένες με μια κριτική στην τεχνολογία ή και την πρόοδο. (Ο Dejacques πίστευε πως κάποια τεχνολογική ανάπτυξη θα επέτρεπε στους ανθρώπους να ξεπεράσουν τον πολιτισμό, ενώ από την άλλη, ο Enrico Arrigoni ή αλλιώς Frank Brand έβλεπε τόσο τον πολιτισμό όσο και την βιομηχανική τεχνολογία σαν εμπόδια της πραγματικής ανθρώπινης προόδου). Το πραγματικό ερώτημα, κατά την άποψή μου, είναι κατά πόσο ο πρωτογονισμός ωφελεί μια αναρχική και επαναστατική κριτική του πολιτισμού.

Η λέξη πρωτογονισμός μπορεί να σημαίνει δυο μάλλον διαφορετικά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, μπορεί να σημαίνει να λαμβάνουμε υπόψη μας τα όσα γνωρίζουμε για τις «πρωτόγονες» κοινωνίες ως μια κριτική προς τον πολιτισμό. Αυτή η μορφή πρωτογονισμού φαίνεται σχετικά ανώδυνη. Είναι όμως; Ακόμα κι αν παρακάμψουμε τα προφανή ερωτήματα σχετικά με την εξάρτηση για τις πληροφορίες μας από τους ειδικούς αυτούς που αποκαλούμε ανθρωπολόγους, όσον αφορά τις «πρωτόγονες κοινωνίες, υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα εδώ. Οι πραγματικές κοινωνίες που αποκαλούμε «πρωτόγονες» ήταν, και στο βαθμό που υπάρχουν ακόμη, είναι ζωντανές σχέσεις ανάμεσα σε ζωντανά, με σάρκα και οστά ανθρώπινα όντα, υποκείμενα που αναπτύσσουν τη δική τους αλληλεπίδραση με τον κόσμο γύρω τους. Να εκλάβουμε κάτι τέτοιο ως μοντέλο σύγκρισης σημαίνει την φετιχοποίηση αυτών των ζωντανών σχέσεων, τον μετασχηματισμό τους σε μια αφαίρεση – το «πρωτόγονο» – σε μια εξιδανικευμένη εικόνα του «πρωτογονισμού». Έτσι, η χρήση τέτοιων μεθόδων κριτικής στον πολιτισμό αφαιρεί την ανθρώπινη και την υποκειμενική υπόσταση των πραγματικών ανθρώπων που έζησαν ή ζουν τις σχέσεις αυτές. Επιπλέον, αυτό το είδος κριτικής, δεν μας παρέχει κάποιο πραγματικό εργαλείο για να βρούμε πως θα πολεμήσουμε τον πολιτισμό εδώ και τώρα. Στην καλύτερη περίπτωση, η φετιχιστική, αφηρημένη σύλληψη του «πρωτόγονου» θα γίνει ένα μοντέλο, ένα πρόγραμμα για μια πιθανή μελλοντική κοινωνία.

Ερχόμαστε έτσι στη δεύτερη σημασία του πρωτογονισμού – την ιδέα ότι οι «πρωτόγονες» κοινωνίες προσφέρουν ένα μοντέλο για την μελλοντική κοινωνία. Οι οπαδοί αυτής της μορφής πρωτογονισμού μπορούν δίκαια να αποκαλούνται πρωτογονιστές, μιας και, όσο κι αν το αρνούνται, αυτό που προάγουν δεν είναι παρά ένα πρόγραμμα και μια ιδεολογία. Με την μορφή αυτή, πιστεύω ότι ο πρωτογονισμός έρχεται σε σύγκρουση με την αναρχική σκέψη και δράση. Ο λόγος γι αυτό μπορεί να βρεθεί στο απόφθεγμα του Novatore παραπάνω. Απλώς αντικαταστήστε το «κομμουνισμός» με «πρωτογονισμός» και το «μαζική επανάσταση» με το «βιομηχανική κατάρρευση», και θα ξεκαθαρίσουν όλα. Όπως το βλέπω εγώ, μια από τις πιο σημαντικές διαφορές μεταξύ του μαρξισμού και του αναρχισμού είναι ότι ο τελευταίος δεν είναι στην ουσία μια τελεολογική θέαση ενός αναμενόμενου μέλλοντος, αλλά ένας τρόπος αντιμετώπισης του κόσμου εδώ και τώρα. Έτσι, η επανάσταση για τους αναρχικούς δεν είναι μια εγγυημένη ιστορική διαδικασία του μέλλοντος, αλλά κάτι που το ζούμε και το δημιουργούμε εδώ και τώρα. Ο πρωτογονισμός δεν είναι λιγότερο αβίωτος από τον μαρξιστικό κομμουνισμό. Είναι κι αυτός ένα πρόγραμμα για το μέλλον, και μάλιστα ένα πρόγραμμα βασισμένο σε πλαίσια όπου δεν είναι στο χέρι μας να παρέμβουμε. Έτσι, δεν έχει τίποτα περισσότερο κοινό με την αναρχική πρακτική, απ’ όσο έχει και η μαρξιστική τελεολογία.

Έχω ήδη καταδείξει πως η ακριβής σύλληψη του «πρωτόγονου» φετιχοποιεί την πραγματική ζωή και τις σχέσεις αυτών που περικλείει αυτή η ταμπέλα. Αυτό εκδηλώνεται ανοιχτά ανάμεσα στους πρωτογονιστές που επιθυμούν να εφαρμόσουν την ιδεολογία τους εδώ και τώρα, και στο πως τελικά προσδιορίζεται αυτή η εφαρμογή. Με έναν τρόπο εν πολλοίς όμοιο του μαρξισμού, η «πρωτόγονη» ζωή μειώνεται τελικά σε ένα ζήτημα οικονομικής αναγκαιότητας, σε ένα άθροισμα ικανοτήτων, το άναμμα φωτιάς με ξυλαράκια, το πρωτόγονο κυνήγι, η γνώση των άγριων φυτών που τρώγονται ή έχουν ιατρικές ιδιότητες, του πώς να φτιάξεις ένα τόξο ή ένα καταφύγιο κλπ κλπ. έτσι ώστε να μπορείς να επιβιώσεις.

Αυτό στη συνέχεια μπορεί να πάρει μια γεύση νατουραλιστικής πνευματικότητας, δανεισμένης από κάποιο βιβλίο ή την κάθε new age μαλακία που αναφέρεται σε μια επιστροφή στη «φυσική ενότητα», αν κι αυτό δεν είναι απαραίτητο. Η ολότητα των ανθρώπων που αποκαλούνται «πρωτόγονοι» αγνοείται, μιας και είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη και καθόλου προσβάσιμη σε όσους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στον βιομηχανικό καπιταλιστικό πολιτισμό που τώρα κυριαρχεί τον κόσμο – κι αυτό περιλαμβάνει όλους εμάς που αναπτύσσουμε μια αναρχική κριτική στον πολιτισμό. Όμως, ακόμη κι αν εξετάσουμε απλώς το ζήτημα των ικανοτήτων επιβίωσης, είναι γεγονός ότι ακόμα και στις ΗΠΑ ή τον Καναδά, όπου υπάρχουν πραγματικές, αρκετά εκτεταμένες (αν και πληγωμένες σε μεγάλο βαθμό) άγριες εκτάσεις, ελάχιστοι άνθρωποι θα μπορούσαν να επιβιώσουν με τον τρόπο αυτό. Έτσι αυτοί που μαθαίνουν ανάλογες δραστηριότητες με τη λογική ότι θα ζήσουν πραγματικά σαν «πρωτόγονοι» τις ζωές τους, αυτό που έχουν στο μυαλό τους δεν είναι η καταστροφή του πολιτισμού (εκτός ίσως αν επέλθει μια αναπόφευκτη μελλοντική συγκυρία για την οποία θεωρούν ότι θα βρεθούν προετοιμασμένοι), αλλά η απόδραση από αυτόν. Δεν θα τους το προσάψω αυτό, πάντως δεν έχει τίποτα να κάνει με την αναρχία ή την κριτική στον πολιτισμό. Σε πρακτικό επίπεδο, δεν είναι παρά μια πιο ανεπτυγμένη μορφή του «παίζουμε τους ινδιάνους» όπως έκαναν πολλοί από μας στις ΗΠΑ ως παιδιά, και στην πραγματικότητα, το έχουν πάρει πολύ σοβαρά. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που γνωρίζω κι έχουν ασχοληθεί με την ανάπτυξη των «πρωτόγονων» ικανοτήτων τους, στο όνομα του «αναρχο-πρωτογονισμού» αποδεικνύουν πόσο έτοιμοι είναι για μια τέτοια ζωή με τον χρόνο που περνούν στον υπολογιστή τους, στήνοντας ιστοσελίδες, παίρνοντας μέρος σε φόρουμ, γράφοντας μπλογκ κλπ κλπ. Συνήθως, μου φαίνονται περισσότερο σαν παιδιά της τεχνολογίας που παίζουν role games στο δάσος, παρά ως αναρχικοί σε μια διαδικασία απεξάρτησης από τον πολιτισμό.

Μια αναρχική κι επαναστατική κριτική του πολιτισμού δε ξεκινά από μια σύγκριση με άλλες κοινωνίες ή με κάθε μελλοντικό ιδεώδες. Ξεκινά με την αντιπαράθεσή μου, την αντιπαράθεσή σου, με την άμεση πραγματικότητα του πολιτισμού στις ζωές μας εδώ και τώρα. Είναι η αναγνώριση ότι η ολότητα των κοινωνικών σχέσεων που ονομάζουμε πολιτισμό μπορεί να υπάρξει μόνο λεηλατώντας τις ζωές μας από μας, και κατακερματίζοντάς τις σε bits που η κυρίαρχη τάξη μπορεί να χρησιμοποιήσει για την αναπαραγωγή της. Δεν πρόκειται για μια διαδικασία που έχει ολοκληρωθεί μια για πάντα, κάποτε στο μακρινό παρελθόν, αλλά συνεχίζεται διαρκώς, ανά πάσα στιγμή. Εδώ είναι που υπεισέρχεται η αναρχική θεώρηση για τη ζωή. Ανά πάσα στιγμή, χρειάζεται να καθορίσουμε πώς θα αρπάξουμε πίσω την ολότητα των ζωών μας ενάντια στην ολότητα του πολιτισμού. Έτσι όπως το είπε ο Armando Diluvi, ο αναρχισμός μας είναι ουσιωδώς καταστροφικός. Ως τέτοιος, δεν έχει ανάγκη από μοντέλα ή προγράμματα όπως αυτά του πρωτογονισμού. Όπως το έθεσε κι ένας παλιός, νεκρός πια, γενειοφόρος κλασσικός του αναρχισμού: Το πάθος για καταστροφή είναι επίσης πάθος δημιουργικό. (Σ.τ.μ.: η περίφημη φράση του Μ. Μπακούνιν). Κι επίσης ένα πάθος που μπορεί να τεθεί άμεσα σε εφαρμογή. (Ένας άλλος επίσης νεκρός, αντιεξουσιαστής επαναστάτης μιας-δυο γενιών έπειτα είπε για την παθιασμένη καταστροφή ότι δεν είναι παρά «ένας τρόπος να απολαμβάνεις την ευτυχία άμεσα»).

Γράφοντας όλα αυτά, δεν είμαι ενάντια σε κάθε παιγνιώδη φαντασία ενός πιθανού από-πολιτισμένου κόσμου. Όμως για να γίνει μια τέτοια φαντασία πραγματικά παιγνιώδης και να αποκτήσει μια πειραματική πιθανότητα, δεν μπορούν να υπάρχουν μοντέλα προερχόμενα από αφηρημένες συλλήψεις παλιών είτε μελλοντικών κοινωνιών. Στην πραγματικότητα, κατά την άποψή μου, είναι καλύτερα να αφήσουμε την ιδέα της «κοινωνίας» στην άκρη, και να σκεφτούμε καλύτερα με τους όρους διαρκώς αναγεννημένων, εφήμερων σχέσεων μεταξύ μοναδικών, παθιασμένων ατόμων. Τη στιγμή αυτή, μπορούμε μόνο να παίξουμε και να πειραματιστούμε, εκεί που η επιθυμία μας για το φαινομενικά «αδύνατο» συναντά την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Αν ο πολιτισμός πρόκειται να καταλυθεί στη διάρκεια της ζωής μας, αυτό που θα συναντήσουμε δε θα είναι ένας κόσμος άγριων δασών και πεδιάδων ή ερήμων γεμάτων με άγρια πανίδα. Αυτό που θα αντιμετωπίζαμε θα ήταν στην πραγματικότητα ένας κόσμος γεμάτος με τα σκουπίδια του πολιτισμού: εγκαταλελειμμένα κτίρια, μηχανήματα, μπάζα κλπ κλπ.

Η φαντασία που δεν δεσμεύεται ούτε από την πραγματικότητα ούτε από μια πρωτογονιστική ηθική ιδεολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους, για εξερεύνηση ή για παιχνίδι, οι πιθανότητες είναι σχεδόν άπειρες. Το πιο σημαντικό, κάτι τέτοιο αποτελεί μια άμεση δυνατότητα, κι ο καθένας μπορεί να συνδεθεί εκτενώς με μια καταστροφική επίθεση ενάντια στον πολιτισμό. Κι αυτή η αμεσότητα είναι ουσιαστικής σημασίας, μιας και εγώ ζω τώρα, κι εσείς ζείτε τώρα, όχι σε εκατοντάδες χρόνια από τώρα οπότε ένα βεβιασμένο πρόγραμμα προς ένα πρωτογονιστικό ιδανικό ίσως να μπορεί να δημιουργήσει έναν κόσμο μέσα στον οποίο το ιδανικό αυτό θα μπορεί να πραγματωθεί παγκόσμια – αν οι πρωτογονιστές κάνουν την επανάστασή τους τώρα, και επιβάλλουν το πρόγραμμά τους. Ευτυχώς, κανένας πρωτογονιστής δε φαίνεται πρόθυμος να επιβάλλει τέτοια εξουσιαστικά επαναστατικά μέτρα, και προτιμά να επαναπαύεται σε ένα είδος μισο-μυστικιστικού μετασχηματισμού προκειμένου να πραγματοποιηθούν τα όνειρά του (ίσως πρόκειται για κάτι σαν τα όραματα των ιθαγενών αμερικανών, του θρησκευτικού χορού των φαντασμάτων, όπου το τοπίο όπως το διαμόρφωσαν οι ευρωπαίοι εισβολείς υποτίθεται ότι θα ξεφλουδιστεί ως δια μαγείας, αφήνοντας στη θέση του βοσκοτόπια γεμάτα άγρια ζώα).

Για τον λόγο αυτό, ίσως είναι λίγο άδικο να αποκαλείται το πρωτογονιστικό όραμα ως πρόγραμμα (αν και μιας και δε μου κάνουν οι αστικές αξίες, χέστηκα αν είμαι άδικος…). Ίσως του ταιριάζει καλύτερα η λέξη προσμονή. Όταν θέτω κάποια από τα ερωτήματα αυτά σε γνωστούς μου πρωτογονιστές, συχνά επικαλούνται τις «επιθυμίες» τους, τις οποίες αντανακλά το πρωτογονιστικό όραμα. Μάλλον έχουμε διαφορετικές επιθυμίες λοιπόν. Οι «επιθυμίες» που βασίζονται σε αφηρημένες και φετιχοποιημένες εικόνες – στην περίπτωσή μας, του «πρωτόγονου» – είναι εκείνα τα φαντάσματα των επιθυμιών που υπαγορεύουν την κατανάλωση εμπορευμάτων. Αυτό εκδηλώνεται ξεκάθαρα σε ορισμένους πρωτογονιστές, όχι απλά στην κατανάλωση των βιβλίων του κάθε θεωρητικού του πρωτογονισμού, αλλά και στα χρήματα ή/και το χρόνο που ξοδεύουν ώστε να αποκτήσουν κάποιες απ τις λεγόμενες «πρωτόγονες» ικανότητες σε σχολές που ειδικεύονται σ αυτό. Όμως, αυτό το φάντασμα της επιθυμίας, αυτή η προσμονή για μια εικόνα που δεν έχει καμία σύνδεση με την πραγματικότητα, δεν αποτελεί πραγματική επιθυμία, γιατί το αντικείμενο μιας πραγματικής επιθυμίας δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη εικόνα, πάνω στην οποία επικεντρώνει κανείς – μια εικόνα που δεν μπορεί να αποκτήσει πραγματικά κανείς. Η επιθυμία ανιχνεύεται μέσα στη δραστηριότητα και τις σχέσεις που αναπτύσσονται στον κόσμο εδώ και τώρα. Η επιθυμία, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι στην πραγματικότητα ο οδηγός της δράσης, της επικοινωνίας, της δημιουργίας. Με την έννοια αυτή, το αντικείμενό της αποκτά υπόσταση μονάχα με την εκπλήρωση της επιθυμίας, με την πραγματοποίησή της. Κι εδώ επανερχόμαστε στην αναγκαιότητα της αμεσότητας. Και είναι με αυτήν την έννοια και μόνο που η επιθυμία γίνεται ο εχθρός του πολιτισμού στον οποίον ζούμε, του πολιτισμού που η ύπαρξή του βασίζεται στην διαδικασία φετιχοποίησης κάθε σχέσης και δραστηριότητας, στον μετασχηματισμό του σε αντικείμενα που στέκονται πάνω από μας και μας ορίζουν, στο να τις προσδιορίσει, να τις θεσμίσει και να τις εμπορευματοποιήσει. Έτσι, η επιθυμία, σαν ένας οδηγός κι όχι μια προσμονή, δρα άμεσα, επιτιθέμενη σε κάθε τι που την εμποδίζει από το να κινηθεί αυτοδύναμα. Ανακαλύπτει τα αντικείμενά της στον κόσμο γύρω της, όχι σαν αφηρημένες έννοιες, αλλά ως δυναμικές σχέσεις. Αυτός είναι κι ο λόγος που επιτίθεται στις θεσμοθετημένες σχέσεις που καλουπώνουν την κάθε δραστηριότητα σε ρουτίνα, πρωτόκολλα, έθιμα και συνήθειες – σε πράγματα που πρέπει να γίνουν ή να διαταχθούν. Αναλογιστείτε σχετικά τι σημαίνουν δραστηριότητες όπως η κατάληψη, η απαλλοτρίωση, η χρήση του χρόνου εργασίας κάποιου/ας για τον εαυτό του/της, το γκράφιτι κλπ, και πως σχετίζονται με μια ακόμα πιο καταστροφική δραστηριότητα.

Τελικά, αν φανταζόμαστε μια κατάλυση του πολιτισμού, ενεργά και συνειδητά καταστρέφοντάς τον, όχι για να πραγματοποιήσουμε ένα θεσμικό πρόγραμμα ή ένα προσδιορισμένο όραμα, αλλά για να διευρύνουμε ατέλειωτα τις πιθανότητες να πραγματώσουμε τους εαυτούς μας και να ανακαλύψουμε τις ικανότητες και τις επιθυμίες μας, μπορούμε πλέον να ξεκινήσουμε να το κάνουμε εδώ και τώρα ενάντια στην κυρίαρχη τάξη. Αν, αντί να ελπίζουμε σε έναν ακόμη παράδεισο, αρπάξουμε τη ζωή, τη χαρά και την αναζήτηση τώρα, θα ζήσουμε μια πραγματικά αναρχική κριτική του πολιτισμού που δεν έχει τίποτα κοινό με μια εικόνα περί «πρωτόγονου», αλλά μάλλον με την άμεση ανάγκη μας να αποτινάξουμε την εξημέρωση, την ανάγκη μας να είμαστε Μοναδικοί, κι όχι υπάκουοι-υπήκοοι, επιτηρούμενοι, περιορισμένοι. Έπειτα, θα βρούμε τρόπους να αρπάξουμε όλα όσα μπορούμε να οικειοποιηθούμε και να καταστρέψουμε όλα όσα θέλουν να μας επιβληθούν.

Wolfi Landstreicher


[Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007]

Categories
Adam Cornford

Η ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΣΚΑΤΩΝ: ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ ΕΝΤΡΟΠΙΑ

Η ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΣΚΑΤΩΝ: ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ ΕΝΤΡΟΠΙΑ

Το δοκίμιο αυτό αφιερώνεται στην ελπίδα, πως αν υπάρχει ζωή μετά θάνατον, ο Daniel Moynihan, ο Mickey Kaus, κι όλες οι υπόλοιπες μοιρολογίστρες της παθολογίας της μαύρης υπόταξης, θα την περάσουν ζώντας με τα επιδόματα της Πρόνοιας, ψάχνοντας για δουλειά και προσπαθώντας ν αποφύγουν τους ξυλοδαρμούς ή τις σφαίρες των μπάτσων.

Η Ψυχή της Λευκότητας

Η ιουδαιο-χριστιανική κουλτούρα είχε από παλιά πρόβλημα με τη βρωμιά και το σκοτάδι. Η λευκότητα ήταν, στην Ευρώπη, το σύμβολο της αγνότητας, της καλοσύνης, της ζωής, της τάξης και του θεού (σε αντίθεση π.χ. με την αρχαία κινέζικη κουλτούρα όπου το λευκό συμβολίζει τον θάνατο, και φοριέται στις κηδείες). Το μαύρο ή το σκοτάδι, απ την άλλη, παραδοσιακά υποδήλωναν την ανηθικότητα, το κακό, τον θάνατο, την αταξία και τον σατανά. Για αιώνες, το κυρίαρχο ευρωπαϊκό ιδεώδες της ανθρώπινης ομορφιάς ήταν συνυφασμένο με το λευκό δέρμα. Ο προφανέστερος λόγος για κάτι τέτοιο, είναι πως το κοκκινωπό ή μαυρισμένο δέρμα σήμαινε έκθεση στον ήλιο, τον αέρα ή τη βροχή. Εφόσον η φεουδαρχική κοινωνία ήταν αγροτική, μια τέτοια έκθεση ενός νέου (ή μιας γυναίκας κάθε ηλικίας) υπαινισσόταν μια ταπεινή εργασία στους αγρούς. Αυτοί που καθόριζαν το κυρίαρχο γούστο δεν ήταν άλλοι από τους αριστοκράτες, για τους οποίους η, με κάθε τρόπο, αποφυγή της δουλειάς ήταν αναγκαία για τον ταξικό τους αυτό-καθορισμό. Το αριστοκρατικό ιδανικό της ομορφιάς, που ισχύσει ακόμα και σήμερα, σφυρηλατήθηκε πάνω στα κάθε είδους σημάδια αποχής απ τη δουλειά, ο αθλητικός τύπος παρά ο εύσωμος στον άνδρα, το ανάλαφρο αν και αισθησιακό σώμα στη γυναίκα, με τα λεπτά δάχτυλα κοκ. Η αποχή απ τη δουλειά, σε μια βασικά αγροτική κοινωνία, σήμαινε επίσης αποστασιοποίηση από τη βρωμιά, την επαφή με το χώμα. Μέχρι σήμερα το χώμα σημαίνει βρωμιά, όπως ακριβώς κάτι σκούρο σημαίνει κακό ή απειλή. (Τα διακριτικά της τάξης και του πλούτου ακόμη κυβερνούν τις αισθητικές και ηθικές μας αξίες. Σκεφτείτε τους όρους «ευγενής» και «ταπεινός» όταν εφαρμόζονται στην ανθρώπινη επαφή, την καταγωγή της λέξης villain (κακός), από το vileyn (δουλοπάροικος), καθώς και τη συγγενική του vile (χυδαίο), από τη λατινική vilis (φθηνό)).

Αυτό το πολιτιστικό σύμπλεγμα επέτρεψε στους ευρωπαίους να υποδουλώσουν και να σφαγιάσουν τους αφρικανούς και τους ιθαγενείς αμερικάνους με καθαρή τη συνείδησή τους, ενώ διαφορετικά δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Βέβαια, ο επεκτατικός και δογματικός χαρακτήρας του εκκλησιαστικού χριστιανισμού ήταν το ιδεολογικό υπομόχλιο της εποχής των ανακαλύψεων, όπως και της εποχής των σταυροφοριών (για να είμαστε δίκαιοι, αξίζει να θυμηθούμε ότι κατά τη διάρκεια των σταυροφοριών, η χριστιανική κουλτούρα αντιμετώπιζε μια ισχυρή πρόκληση από μια άλλη επεκτατική και πολύ πιο εκλεπτυσμένη κουλτούρα, το Ισλάμ). Ο χριστιανισμός διαιρεί τα ανθρώπινα όντα σε ίλη και στάρι, σωσμένους και καταραμένους, δίχως να τους αφήνει ενδιάμεσο χώρο αφότου η κρίση του «Ενός Θεού Πατέρα Παντοκράτορα» τους αγγίξει. Αυτή η ολοκληρωτική διαίρεση του κόσμου, με τον δικό της συμβολισμό του λευκού/μαύρου, έφτασε στον υπερθετικό βαθμό με τον αριστοκρατικό δυισμό της λευκής ευγένειας και της μαύρης φτώχειας από την άλλη.

Πίσω απ τις χριστιανικές κι αριστοκρατικές διχοτομήσεις βρισκόταν μια αρχαιότερη, η ελληνορωμαϊκή διαίρεση της ανθρωπότητας σε πολιτισμένους και βάρβαρους ή άγριους λαούς (η υποβαθμισμένη καταγωγή των τελευταίων εντοπίζεται στους ανθρώπους που η γλώσσα τους μοιάζει με θορύβους ζώων ή που ζουν σε δάση αντί για καλλιεργούμενους αγρούς). Γι αρκετούς αιώνες πριν την εποχή των δουλοπαροίκων, οι ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις κολάκευαν τους εαυτούς τους πως αποτελούσαν τον πολιτισμένο κόσμο ενώ οι άραβες και οι πέρσες, παρά τη σπουδαία αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία, τις επιστήμες και τα μαθηματικά τους δεν ήταν παρά βάρβαροι. Ερχόμενοι σε επαφή με τις νομαδικές φυλές της δυτικής Αφρικής, της βορειοανατολικής Αμερικής και του Μεξικού, που δε χρησιμοποιούσαν ούτε τον τροχό, ούτε το λιωμένο σίδερο, οι εξερευνητές αισθάνονταν σίγουροι για την ανωτερότητά τους και το θεϊκό δικαίωμά τους να τους εκμεταλλευτούν. Ακόμα, αυτοί οι άνθρωποι είχαν περισσότερη μελανίνη στο δέρμα τους απ ότι η πλειοψηφία των ευρωπαίων, κι έτσι μπορούσαν εύκολα να ενταχτούν στο πολιτιστικό πλαίσιο του μαύρου ή σκοτεινού, που σήμαινε στην καλύτερη περίπτωση χαοτικό, αμόρφωτο, κατώτερο και βρώμικο, και στη χειρότερη απειλητικό, μολυσματικό και κακό.

Ο πλούτος που λεηλατήθηκε από τη γη, τα εργόχειρα και τα ανθρώπινα κορμιά της Αφρικής και της Αμερικής παρείχαν τα καύσιμα για την απογείωση του εμπορίου στην Ευρώπη. Ο χρυσός και το ασήμι που εξόρυσσαν οι ινδιάνοι σκλάβοι στο Μεξικό και το Περού, το βαμβάκι η ζάχαρη κι ο καπνός που μάζευαν οι αφρικανοί σκλάβοι στην Καραϊβική, γέννησαν τον πλούτο που χρησιμοποιήθηκε για την αγορά της μισθωτής εργασίας λευκού δέρματος-αυτή τη φορά. Ήταν τον δέκατο έβδομο αιώνα, όταν το δουλεμπόριο ανθούσε, που πρωτοεμφανίστηκε η έννοια των ευρωπαίων σαν λευκών. Το σύμβολο της αριστοκρατίας επεκτάθηκε έτσι ώστε να συμπεριλάβει όλους τους ευρωπαίους, ευγενείς ή ταπεινούς είτε στο ενδιάμεσο. Έτσι, μαζί με τον καπιταλισμό, σαν δίδυμος αδερφός του, γεννήθηκε ο σύγχρονος ρατσισμός.

Καθώς οι ευρωπαίοι και οι ευρω-αμερικανοί ζούσαν με αφρικανούς σκλάβους και μάχονταν με ιθαγενείς ινδιάνους για τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο της ηπείρου η συσσώρευση στερεοτύπων και διαχωρισμών επιταχύνθηκε. Κατά τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα οι ευρω-αμερικανοί φαίνονταν μάλλον ανίκανοι να αντικρύσουν τους αφρο-αμερικανούς, σκλάβους ή μη, σαν ανθρώπινα όντα. Ακόμα κι ο Mark Twain, αποδίδοντας έναν συμπαθητικό χαρακτήρα στον Jim, δεν μπορεί παρά να παρουσιάσει τον σκλάβο δραπέτη σαν ένα αξιολύπητο θύμα. Ο προσωπικός λόγος του Jim διαστρεβλώνεται, και μάλιστα από τον συγγραφέα που πρώτος έθεσε το ζήτημα της ποικιλίας των ιδιωμάτων των ευρω-αμερικανών με τόση προσοχή. Ενώ ακόμη περιγράφει το επεισόδιο με τον Huck ν ακούει τους λευκούς άνδρες της σχεδίας να μιλούν, ο Twain προδίδει το παιχνίδι. Είναι το παιχνίδι των ανδρών της σχεδίας, μια ιεροτελεστία υπερβολικών και ποιητικών κομπασμών, που έρχεται κατευθείαν απ τη δυτική Αφρική. Ο καταπιεσμένος επιστρέφει, ανακοινώνοντας ότι η τύφλωση και κώφωση του Twain είναι εσκεμμένες. Είναι αναγκαίες λόγω της ένοχης γνώσης του τρομακτικού και λαβυρινθώδους ρόλου της σκλαβιάς στην ίδρυση του «ελεύθερου έθνους» κι από το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί ο Albert Murray στο βιβλίο του The Omni-Americans, η αμερικανική κουλτούρα� είναι, ανεξάρτητα απ όλες τις υστερικές διαμαρτυρίες όσων θα θελαν να έχουν τα πράγματα αλλιώς, αναμφισβήτητα μιγάδα.

Στο βιβλίο του White Racism: A Psychohistory, ο Joel Kovel έδειξε πώς ο αμερικανικός (Η.Π.Α.) ρατσισμός διακλαδώνεται ανάμεσα στον βορρά και τον νότο. Στον νότο, όπου οι λευκοί μεγάλωναν με την ατιμωτική καθημερινή επαφή με μαύρους σκλάβους και υπηρέτες, η διαφοροποίησή τους καθορίζεται από μια υποτιθέμενη ανώτερη νοημοσύνη κι εξέλιξη: οι αφρικανοί είναι αιώνια παιδιά και πρέπει, για το καλό τους, να τους κυβερνούν οι λευκοί. Δεν τους φοβούνται ούτε τους απεχθάνονται γι αυτό που είναι, εκτός αν «παίρνουν αέρα» ή «δεν καταλαβαίνουν τη θέση τους». Η φυλετική επαφή μολύνει μ έναν μόνο τρόπο: το σεξ. Η ευρω-πατριαρχία δεν πρέπει ν αμφισβητείται, είτε μέσω της νομιμοποίησης των απογόνων της φυλετικής επιμειξίας (αν και τα παιδιά που γεννήθηκαν από μια μακροχρόνια σχέση με μια σκλάβα θα μπορούσαν να ανατραφούν με τη σχετική καλοσύνη που αρμόζει στα κουτάβια) ή πάνω απ όλα με το σεξ ανάμεσα σ έναν μαύρο άνδρα και μια λευκή γυναίκα. Στο βορρά, όπου παρά το καλύτερα ιστορικά νομικό καθεστώς των μαύρων ανθρώπων, οι φυλές είχαν, στην πραγματικότητα, μικρότερη επαφή μεταξύ τους, ένας υποσυνείδητος φόβος βρωμιάς και μόλυνσης χαρακτηρίζει αυτό που ο Kovel ονομάζει ρατσιστική αποστροφή. Μελέτες πάνω σε βόρειους λευκούς ρατσιστές αποκαλύπτουν αλλόκοτες φαντασιώσεις για αποτυπώματα που αφήνει η επαφή με το μαύρο δέρμα. Η ψυχοδυναμική σχέση ανάμεσα σ αυτές τις δυο μορφές ρατσισμού μπορεί να συλληφθεί διαισθητικά μόλις θυμηθούμε ότι η «βρωμιά» στην αγγλο-αμερικανική κουλτούρα είναι συνώνυμη με τον διάχυτο ερωτισμό.

Κοινωνική Θερμοδυναμική

Δεν έχω πει κάτι καινούριο ως τώρα. Λιγότερο ευδιάκριτη είναι η σχέση ανάμεσα στο πως η ευρωπαϊκή ή η ευρω-αμερικανική κουλτούρα αντιλαμβάνεται τη βρωμιά και στη θερμοδυναμική αρχή της εντροπίας, εφαρμοσμένης στην πολιτική οικονομία και την κουλτούρα.

Η θερμοδυναμική ορίζει την εντροπία σαν ένα μέτρο της αταξίας σ ένα κλειστό θερμοδυναμικό σύστημα. Εφόσον κανένα σύστημα δεν είναι 100% αποτελεσματικό, ένα ποσό ενέργειας τελικά δε διατίθεται στο έργο (εννοώντας εδώ την αναπαραγωγή της τάξης της συστήματος). Η ενέργεια που δεν παράγει έργο προκαλεί διαταραχές. Για ν αποφύγει την αταξία πρέπει, τελικά, το σύστημα ν αποβάλλει τη διαταραχή αυτή. Για παράδειγμα, τα διαφεύγοντα προϊόντα (μονοξείδιο του άνθρακα, διοξίνη και εκλυόμενη θερμότητα) είναι εντροπία που αποβάλλει η μηχανή του αυτοκινήτου όταν δουλεύει, για να διατηρήσει την τάξη της ως σύστημα. Το έμβιο ανθρώπινο σώμα αποθηκεύει την εντροπία ως θερμότητα, εκκρίσεις (διοξείδιο του άνθρακα, ιδρώτα, ούρα), ως βλέννα που μεταφέρει νεκρά βακτηρίδια κι άλλα περιττώματα, όπως νεκρά επιδερμικά κύτταρα και φυσικά, σκατά.

Οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι οργανωμένα αυτό-αναπαραγωγικά συστήματα. Εξ ορισμού, λοιπόν, το θερμοδυναμικό μοντέλο μπορεί να επεκταθεί για κάθε κοινωνία. Αυτό που αλλάζει απ την μια στην άλλη είναι το είδος της τάξης, και συνεπώς τι ορίζει η καθεμιά σα δουλειά και σαν ενέργεια. Η καπιταλιστική βιομηχανική κοινωνία, που γέννησε τη θερμοδυναμική θεωρία σε πρώτη φάση, ορίζει ως πραγματική δουλειά μια δραστηριότητα που αυξάνει το κέρδος και πραγματοποιείται με αντάλλαγμα κάποια χρήματα. Δραστηριότητα αναγκαία για την κοινωνική αναπαραγωγή που αδυνατεί να ικανοποιήσει ένα ή και τα δύο απ αυτά τα κριτήρια αντιλαμβάνεται σαν ζημιογόνος για το σύστημα. Αυτό περιλαμβάνει κάθε κυβερνητικό πόστο, κάθε πληρωμένη δουλειά που δεν αποσκοπεί στο κέρδος όπως η δημόσια εκπαίδευση ή το σύστημα υγείας, η απλήρωτη πολιτιστική δραστηριότητα όπως το γράψιμο ποιημάτων ή η μουσική για την παρέα, κι ασφαλώς η απλήρωτη δουλειά στο νοικοκυριό.

Κάθε κερδοφόρος δραστηριότητα αναπτύχθηκε καθώς ο καπιταλισμός εξελισσόταν. Στην αυγή τους, τέτοιες δραστηριότητες ήταν φαινομενικά συνώνυμες με την παραγωγή και την διαχείριση των υλικών αγαθών. Ο Marx, ωστόσο, γρήγορα αντιλήφθηκε πως η παραγωγή για τον καπιταλισμό, σημαίνει πάνω απ όλα την παραγωγή του κεφαλαίου, που με τη σειρά της (και πιο έντονα) σημαίνει την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων: της μισθωτής εργασίας και της παγκόσμιας αγοράς. Το πιο σπουδαίο, είπε ο Marx, καθώς τα κέρδη αυξάνονται ή εκμηδενίζονται ενώ οι βιομηχανίες αναπτύσσονται, είναι η εξάρτηση αυτής της παραγωγής από την ανάπτυξη. Δεν μπορεί να διατηρηθεί σε μια σταθερή κατάσταση. Η ανάπτυξη για τον καπιταλισμό σημαίνει μεγαλύτερο κέρδος για τους καπιταλιστές, περισσότερη δουλειά, πωλήσεις εμπορευμάτων, αλλά αυτό εξαρτάται από την αύξηση των ανθρώπων που γίνονται μισθωτοί και καταναλωτές εμπορευμάτων, περισσότερες περιοχές του κόσμου και της κοινωνικής ζωής να υποτάσσονται στον κύκλο δουλειά�πληρωμή�αγορές�πωλήσεις�κέρδος. Ο καπιταλισμός πρέπει, κατά συνέπεια, να προσηλυτίσει ολοένα και περισσότερα είδη ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη δουλειά.

Καθώς αναδιαρθρώνει συνεχώς την εργασία, ο καπιταλισμός πασχίζει εξίσου για την μείωση του εργασιακού χρόνου που απαιτείται για την παραγωγή κάθε εμπορεύματος, και να μειώσει τον χρόνο που χρειάζεται το κεφάλαιο για ν ανακυκλωθεί από την παρεχόμενη εργασία, μέσω του εμπορεύματος, στο κέρδος. Κατά συνέπεια, ο καπιταλισμός, όπως οι διαφημιστές του δεν παύουν να μας υπενθυμίζουν, συνεχώς γεννά τεχνολογικές επαναστάσεις. Αυτός ο τεχνολογικός δυναμισμός σημαίνει πως ο καπιταλισμός συνεχώς επαναπροσδιορίζει την παρεχόμενη ενέργεια, η οποία κατά μια θερμοδυναμική έννοια σημαίνει όχι μόνο ενεργειακές πηγές αλλά και πρώτες ύλες.

Ένα παγκόσμιο σύστημα που πρέπει αιώνια να επεκτείνεται και ν αλλάζει προκειμένου να επιβιώσει, δηλαδή που πρέπει συνεχώς να εφευρίσκει νέες τεχνολογίες, και το οποίο προσδιορίζει την εργασία ταυτόχρονα με τη στενή όσο και με την ευρεία έννοια, είναι αναμενόμενο να γεννήσει διάφορες μορφές εντροπίας. Προφανέστερα, αυτό σημαίνει κάθε είδους βιομηχανικών αποβλήτων: οι παλιές «καλές» εκπομπές θερμότητας, διοξειδίου του άνθρακα, καπνού, ένα διευρυμένο όσο ποτέ φάσμα τοξικών χημικών, και ποικίλα ραδιενεργά απόβλητα. Ολοένα και περισσότερο, τέτοιες πηγές μόλυνσης ανταγωνίζονται σε καταστροφικότητα τις σπατάλες του καταναλωτισμού όπως το πακετάρισμα ή τα κάθε λογής σκουπίδια, το διοξείδιο του άνθρακα και το νιτρώδες/νιτρικό οξύ των εξατμίσεων των αυτοκινήτων, και τους τοξικούς απολυμαντές σπιτιών.

Αυτός ο εντροπικός Νιαγάρας παράγει κι άλλες βλαβερές διαταραχές, εξίσου πολλές στο ανθρώπινο σώμα. Οι αρρώστιες που σχετίζονται με την εργασία, από την πνευμονοκονίαση στο σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, τις καρκινογόνους κύστες που ανθούν γύρω απ τα διυλιστήρια και τα πυρηνικά εργοστάσια, μαζί με τις παραδοσιακές ασθένειες που επέφερε ο υποσιτισμός και η υπερσυσσώρευση πληθυσμού που προκάλεσαν τρεις αιώνες βίαιου ξεριζωμού των ανθρώπων από τη γη ή τις δουλείες τους εξ αιτίας της δυνάμεων της αγοράς. Κι όπως γνωρίζει ο καθένας, η διαταραχές που ξέβρασε η έξαλλη παγκόσμια αναζήτηση του κέρδους άνοιξαν τεράστιες τρύπες στο οικοσύστημα, τρύπες στο στρώμα του όζοντος, τρύπες στα τροπικά δάση, τρύπες στους ιστούς της χλωρίδας και πανίδας, τρύπες στους ανθρώπινους πληθυσμούς περιοχών όπως το Bhopal ή το Chernobyl.

Παραπέρα, η καπιταλιστική οικονομία τροφοδοτεί επίσης ατομικές και κοινωνικές μορφές ενέργειας ακατάλληλης για εργασία, με την διττή έννοια της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αυτές περιλαμβάνουν την καταπάτηση ιδιοκτησίας, από την κλοπή ενός αυτοκινήτου μέχρι ασφαλιστικές απάτες, βίαια εγκλήματα που προκαλούνται από τη φτώχια και την κοινωνική απογοήτευση, και σ έναν αναδραστικό βρόγχο μ αυτά, ο εθισμός στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Οι μεταβολές στις αξίες της γης και της εργασίας προκαλούν επίσης αναγκαστική μετανάστευση κι απώλεια στέγης, τεράστιες διαταραχές στη δημογραφική ισορροπία και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Μια άλλη γιγάντια διαταραχή, βέβαια, είναι ο πόλεμος, είτε διεξάγεται άμεσα για τις αγορές και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, είτε με το κάλυμμα εθνικών ανταγωνισμών, με συμβάλλουσα αιτία οικονομικές κρίσεις και το άγχος που συνεπάγονται αυτές.

Ωστόσο, κάθε θερμοδυναμικό σύστημα έχει, στην πραγματικότητα, δύο επιλογές αναφορικά με την ενέργεια που δεν είναι κατάλληλη για δουλειά: είτε την ξεφορτώνεται, είτε την ανακυκλώνει.

Για την ώρα, ο καπιταλισμός δεν τα πηγαίνει και πολύ καλά στην ανακύκλωση μεγάλου μέρους της εντροπίας του, ειδικά ως προς τις χημικές παραμέτρους. Στην ανακύκλωση ανθρώπων, πάντως, ο καπιταλισμός υπήρξε αξεπέραστος. Στον δέκατο πέμπτο, δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα, οι πλούσιοι άγγλοι γαιοκτήμονες, ξεφορτώθηκαν πολλούς από τους δούλους τους γιατί η μεταπήδηση από τις ποικίλες καλλιέργειες, στην πιο κερδοφόρα μονοκαλλιέργεια των προβάτων, απαιτούσε μεγαλύτερη έκταση αλλά λιγότερους εργάτες. Εκδίωξαν, επομένως και τους μικροκαλλιεργητές από παραδοσιακά κοινοτικές γαίες που περιέφραξαν προς ιδίαν χρήση. Αυτός ο εξόριστος υπερπληθυσμός περιπλανιόταν στην επαρχία ζητιανεύοντας και κλέβοντας, δημιουργώντας ένα σταθερό πρόβλημα στην αγροτική κοινωνική τάξη. Κάποιοι συνέρευσαν στις πόλεις, όπου διατήρησαν μια συμπεριφορά εντροπική. Μόλις ο καπιταλισμός τόσο στη γεωργία όσο και στη βιομηχανία απογειώθηκε στα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα, το ρεύμα της εργασίας-ενέργειας από την ύπαιθρο στις πόλεις έγινε χείμαρρος, που κυλά ως τις μέρες μας.

Ο καπιταλισμός είναι τόσο αποτελεσματικός στην ανακύκλωση της εργασίας-ενέργειας γιατί διαχειρίζεται την εργασία σαν εμπόρευμα και συνεπώς σαν αφαίρεση. Ενώ οι μορφές της δουλειάς μεταλλάσσονται, η αξία τους έγκειται στην ικανότητά τους ν αποφέρουν κέρδος (η θερμοδυναμική, όπως επεσήμανε η ομάδα Midnight Notes, ανακαλύφθηκε την ίδια εποχή με την επιστημονική διαχείριση του Frederick Taylor (Ταιηλορισμό), που στόχευε να τεμαχίσει την βιομηχανική εργασία σε μικρές, αμελητέες μονάδες για μεγαλύτερη αποδοτικότητα). Στην πραγματικότητα, ο Harry Braverman, ο David Noble, και άλλοι, έδειξαν πως ολόκληρη η ιστορία της καπιταλιστικής τεχνολογίας και διαχείρισης είναι η προσπάθεια να γίνει η δουλειά πιο ευμετάβλητη και συνεπώς οι εργάτες περισσότερο αναλώσιμοι και λιγότερο ισχυροί. Όμως, η κεφαλαιακή ανακύκλωση της εργασίας-ενέργειας διαταράσσεται από τις περιόδους κρίσης του συστήματος. Οι θεωρητικοί διαφωνούν σχετικά με την εσωτερική αιτία αυτών των κρίσεων. Όλες τους, πάντως, εμφανίζονται σαν καταστάσεις όπου υπάρχουν πολλά εργοστάσια κι εξοπλισμός απ την μια μεριά και πληθώρα εργατών από την άλλη, χωρίς όμως το ρευστό κεφάλαιο να μπορεί να συμπλέξει τις δυο πλευρές. Το αποτέλεσμα είναι πολύ ψηλά ποσοστά ανεργίας και χρεοκοπιών εταιριών.

Εάν η κρίση είναι μικρής διάρκειας, το αποτέλεσμα για το σύστημα μπορεί να είναι γενικά ευεργετικό. Σήμερα, οι κυβερνήσεις μπορούν μέσω της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής να διαχειρίζονται κρίσεις προς όφελος το κεφαλαίου, ακόμα και να προκαλούν εσκεμμένα υφέσεις (όπως η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα το 1979-82). Ίσως το πιο σημαντικό κέρδος μιας ελεγχόμενης κρίσης είναι η πειθάρχηση των εργατών. Η ψηλή ανεργία δυσχεραίνει την αντίσταση στην εντεινόμενη εκμετάλλευση, και οι μισθοί μπορούν να μειώνονται μιας και οι εργάτες είναι πλέον απελπισμένοι. Επιπλέον, μόλις ξεκινήσει ο νέος κύκλος, βρίσκει μια απέραντη δεξαμενή εργασίας διαθέσιμη για νέες περιπέτειες και για περαιτέρω επέκταση του κεφαλαίου. Όμως αν η κρίση αποβεί τόσο βαθιά και παρατεταμένη, όπως η μεγάλη ύφεση του �30, η ανθρώπινη ενέργεια που δε διατίθεται πλέον στην εργασία απογίνεται βίαια εντροπική. Οι άνεργοι και οι φτωχοί, διαμαρτύρονται και διαδηλώνουν βίαια, κι αν συμμαχήσουν με τους εργαζομένους όπως είχαν κάνει τότε, υπάρχει έδαφος για μαζικές απεργίες, ακόμα κι εξεγέρσεις. Το να εμποδίσει την εντροπική ενέργεια των ανέργων και των φτωχών να μολύνει τις εργαζόμενες μάζες, είναι ένα διαρκές μέλημα του συστήματος.

Εργαζόμενοι στη βρωμιά & κερδίζοντας σκατά

Έχοντας σκιαγραφήσει γενικά το εύρος της κοινωνικά παραγόμενης εντροπίας και τους τρόπους που την αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός, θα ήθελα να στρέψω την προσοχή λίγο παραπέρα ώστε να καλύψω τις σφαίρες της κουλτούρας και της προσωπικότητας. Και πάλι πρέπει ν ανατρέξω σε οικία θέματα. Η καπιταλιστική κουλτούρα, όπως έδειξαν κάποιοι σαν τον Max Weber και τον R.H. Tawney, είναι θεμελιωμένη στην προτεσταντική επανάσταση του δεκάτου έκτου και δεκάτου εβδόμου αιώνα, που προσάρμοσε τη βασική δομή της ιουδαιο-χριστιανικής πατριαρχίας ώστε να συμπεριλάβει νέες ψυχοκοινωνικές ανάγκες. Ο προτεσταντισμός, ιδίως ο καλβινισμός, εξυμνεί την αποταμίευση, τη συσσώρευση πλούτου και τη σκληρή δουλειά. Δηλαδή ευνοεί την ανταλλαγή χρόνου ζωής με τον πένθιμο νεκρό χρόνο που μετουσιώνεται σε απόκτηση και άθροιση θλιβερών εμπορευμάτων και χρήματος. Σα συνέπεια, ο προτεσταντισμός κηρύττει τη σεξουαλική εγκράτεια, τη συγκράτηση της ερωτικής ενέργειας. Οι πατριαρχικές κουλτούρες πάντοτε αγωνιούσαν για την απελευθέρωση του σπέρματος, η ινδουιστική θεωρία του prana είναι ένα παράδειγμα. Στην αστική-προτεσταντική κουλτούρα απ την άλλη, το σπέρμα αντιμετωπίζεται σαν μια μορφή κεφαλαίου, που πρέπει, κατά την έκφραση του δεκάτου εβδόμου αιώνα, να «ξοδευτεί παραγωγικά παράγοντας παιδιά». Κι αν το σπέρμα είναι κεφάλαιο, η μήτρα για την πατριαρχία ήταν πάντα η γη, η πιο πραγματική από κάθε ιδιοκτησία πραγμάτων. Γονιμοποιώντας το έδαφος-μήτρα, ο προτεστάντης αστός όχι μόνο συνεχίζει τον βιασμό της � απωθημένο κάθε πατριάρχη – αλλά επενδύει στο μέλλον, ιδρύοντας ή συνεχίζοντας μια οικογενειακή επιχείρηση.

Αυτό απαιτεί αυστηρή πειθαρχία. Έτσι βασική γραμμή της προτεσταντικής κουλτούρας από τον Λούθηρο ήδη, αποτελεί η ιεραρχική υπακοή στους γηραιότερους και σοφότερους, ξεκινώντας από το κράτος, όσο αυτό επιτρέπει σε κάποιον να λατρεύει τον προτεσταντικό θεό και να συσσωρεύει μια θεϊκή περιουσία. Απαιτεί επίσης, όπως διέγνωσε ο Freud, αναβολή της ικανοποίησης, ως ένα βαθμό ανύπαρκτη στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, συνεπώς μεγαλύτερη συναισθηματική και ψυχική καταπίεση και καθυπόταξη. Η προσωπικότητα που δημιουργείται πάνω σ αυτό το μοντέλο ελέγχεται πρωταρχικά μέσω της ενοχής, αν και η ντροπή παίζει επίσης έναν σημαντικό ρόλο. Προκειμένου να εσωτερικεύσει και να ενισχύσει την αυτοπειθαρχία, η βία είναι συχνά απαραίτητη. Όπως στις περισσότερες πατριαρχίες, ο θάνατος κι ο ακρωτηριασμός αποτελούν μονοπώλιο του κράτους, λιγότερο βίαιες ενέργειες πάντως, όπως ένας ξυλοδαρμός μπορούν προνομιακά ν αναπαράγονται απ οποιονδήποτε πατέρα ή σύζυγο.

Γι αυτή τη δομή, την οποία θ αποκαλέσω συσσωρευτική, η πολιτιστική εντροπία συνίσταται πρώτα απ όλα στις δαπανηρές ή μη-παραγωγικές συμπεριφορές: ανεξέλεγκτη σπατάλη παρά αποταμίευση, σεξουαλική ασυδοσία και φιληδονία, ελεύθερη έκφραση των συναισθηματικών παθών, και φυσικά η τεμπελιά. Η γυναικεία σεξουαλικότητα αντιμετωπίζεται με τη σαγήνη του φόβου, αφότου μπορεί να οδηγήσει σ όλες τις άλλες μορφές πολιτιστικών διαταραχών, ξεκινώντας με τα «παράνομα» παιδιά. Το σεξ ανάμεσα στους άνδρες, αντίστοιχα, θεωρείται απεχθές. Από τη στιγμή που βασικός στόχος της ζωής ανακηρύσσεται η συσσώρευση περιουσίας, η έλλειψη σεβασμού στην περιουσία, όπως η καταπάτησή της, είναι ισότιμο έγκλημα με τη βία απέναντι σε κάποιον καλύτερο, και η κλοπή πρέπει να τιμωρείται σκληρά. Ο εμπαιγμός της ιεραρχίας (αμέσως μετά την κατάρρευση της φεουδαρχίας και της ρωμαϊκής εκκλησίας) τείνει στην υπέρτατη απειλή, όπως η χρήση κάθε βίας πέρα από την νομοθετημένη.

Ένας συνήθης τρόπος για να αντιμετωπίζουν, κουλτούρες και άτομα, το άγχος σχετικά με τις απαγορευμένες συμπεριφορές, είναι να τα προβάλλουν ως προσδιοριστικές ιδιότητες κάποιου εκδαιμονισμένου ’λλου. Καθώς εξελισσόταν ο καπιταλισμός στο πέρασμα του δεκάτου ογδόου και του πρώιμου δεκάτου ενάτου αιώνα, οι ευρωπαϊκές και ευρω-αμερικανικές αστικές τάξεις δημιούργησαν εντροπικά χαρακτηριστικά στους φτωχούς των μητροπόλεών τους, όπως επίσης στους λαούς της Αφρικής και της Ινδίας που αποίκισαν. «Μισοί διάβολοι και μισοί παιδιά», αποκάλεσε αυτούς τους ανθρώπους ο Kipling στο βιβλίο του The White Mans Burden. Αλλά και οι βιομήχανοι του δεκάτου ενάτου αιώνα είπαν περίπου τα ίδια για τους εργάτες τους (πολλοί από τους οποίους στα 1860 ήταν κυριολεκτικά παιδιά). Οι φτωχοί άνθρωποι αντιμετωπίζονταν από τις ιδιοκτήτριες τάξεις σαν τεμπέληδες, έκλυτοι, κλέφτες, μεθύστακες και σπάταλοι.

Υπήρχε κάποιου είδους αλήθεια σ αυτό το στερεότυπο. Οι ατελείωτες ώρες επαναλαμβανόμενου μόχθου παράγουν πλήξη, εξάντληση και τη συνεπαγόμενη νωθρότητα. Οι άνθρωποι που ζουν απ το μεροκάματο δεν μπορούν ν αποταμιεύουν χρήματα ακόμη κι αν ήθελαν. Η φτώχεια και η αναγκαστική μετανάστευση προς αναζήτηση δουλειάς διαρρηγνύουν τους οικογενειακούς και κοινοτικούς δεσμούς και οδηγούν τους ανθρώπους στην κλοπή και την πορνεία. Ο αλκοολισμός και η ασυλλόγιστη βία είναι συνέπειες της στέρησης και της απελπισίας. Οι παράνομες μορφές ερωτισμού προσφέρουν μερικές από τις ελάχιστες απολαύσεις που δεν απαιτούν ένα χρηματικό αντίτιμο.

Αυτό το ανυπότακτο προλεταριάτο, στο μεγαλύτερο μέρος του μόνο μια γενιά ξεριζωμένο από την ύπαιθρο, μετατράπηκε σε μια υπάκουη και ευυπόληπτη εργαζόμενη τάξη μέσα από έναν μακροχρόνιο εκπολιτισμό. Χρειάστηκε επίσης τεράστια βία από την πλευρά του κράτους. Στο τέλος, η σχετική σταθερότητα επιτεύχθηκε μόνο με την εισαγωγή των μηχανημάτων που έκανε δυνατό το παραγωγικό στράγγισμα των εργαζομένων χωρίς να επιμηκυνθεί η εργάσιμη μέρα.

Μόλις η ευυπόληπτη εργατική τάξη των Η.Π.Α. νοικοκυρεύτηκε, κατά τη διάρκεια του τελευταίου τρίτου του δεκάτου ενάτου αιώνα, αυτά τα εντροπικά χαρακτηριστικά προβλήθηκαν πάνω σε νέους ’λλους: στο λούμπεν προλεταριάτο ή τις εγκληματικές τάξεις: τους ιρλανδούς, του μετανάστες από την νότια και ανατολική Ευρώπη, τους ινδιάνους και τους μεξικανούς, και πάνω απ όλα και συνεχόμενα, στους μαύρους. Και, όπως στην περίπτωση της προγενέστερης προβολής πάνω στους φτωχούς, η προβάλλουσα φαντασία ήταν ως έναν βαθμό αυτό-καταναλώμενη, μια υλοποιημένη αρρώστια, ευχή ή εξορκισμός.

Υπάρχει ένα καθοριστικό συστατικό σ αυτόν τον εξορκισμό που δεν ανέφερα ακόμα: η βρωμιά. Όπως είδαμε η φεουδαρχία προσδιόριζε τη βρωμιά (τουλάχιστον στο πρόσωπο, τα χέρια ή τα ρούχα) σαν σημάδι κατώτερης κοινωνικής τάξης. Η νεοεμφανιζόμενη καπιταλιστική τάξη, από τη φύση της, έπρεπε να πλησιάσει την εργασία πολύ περισσότερο από την αριστοκρατία καθώς και ν αντιστρέψει την πολικότητα της αριστοκρατικής περιφρόνησης για την αρπαγή χρημάτων. Ανέπτυξε μια ακόμη πιο μανιασμένη απέχθεια για τη βρωμιά, που συνοψίζεται στο περίφημο βικτοριανό ρητό «η καθαριότητα είναι θεοσέβεια» (Σημ: «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» στα καθ� ημάς). Η βρωμιά της φεουδαρχίας ωστόσο διαφέρει από τη βρωμιά του καπιταλισμού. Η φεουδαρχική βρωμιά είναι το σημάδι της εγγύτητας με την εργασία και τους αγρούς. Η καπιταλιστική βρωμιά, όντας κυρίως βιομηχανικά απόβλητα ή η ακαταστασία της φτώχειας, σχετίζεται μεν με τη δουλειά αλλά και με τη φτώχεια, τη σπατάλη και την απουσία των προτεσταντικών αστικών αξιών. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, μια ορατή εντροπία. Όπως και οι ίδιοι οι φτωχοί, η βρωμιά είναι ένα προϊόν της κεφαλαιακής συσσώρευσης που η κυρίαρχη τάξη δε θέλει να το βλέπει ή να το μυρίζει.

Η πιο βρώμικη βρωμιά, είναι φυσικά τα σκατά. Η έννοια των σκατών στην καπιταλιστική κουλτούρα, παρ� όλα αυτά, είναι βαθιά διφορούμενη. Στο The Ontogenesis of Money, ο ψυχολόγος Sandor Ferenczi υποστηρίζει πως στο πρωκτικό συγκρατητικό στάδιο της παιδικής ηλικίας βρίσκονται τα θεμέλια της συσσωρευτικής, προσανατολισμένης στην ανταλλαγή, αστικής προσωπικότητας. Τότε που το παιδί εκπαιδεύεται να συγκρατείται σκόπιμα μέχρι να πάει στην τουαλέτα, ενώ όταν αφοδεύει την καθορισμένη ώρα επιβραβεύεται. Έτσι διδάσκεται τη συγκράτηση, την καθυστέρηση της ικανοποίησης και την επικροτούμενη ανταλλαγή μιας ευχαρίστησης για μια άλλη. Γίνεται έτσι αυτοσυγκρατημένο, λογαριάζει τις ευχαριστήσεις του ως διαχωρισμένες από των άλλων. Για το αστικό ασυνείδητο, μετέπειτα, τα σκατά είναι πλούτος αλλά μόνο όταν δεν τα βλέπεις.

Ο αστικός πλούτος ανθίζει μέσα απ τα σκατά και παράγει σκατά. Ο καπιταλισμός, λέει ο Marx, δημιουργεί πλούτο στον έναν πόλο της συσσώρευσης και φτώχεια στον άλλο. Θα μπορούσαμε να παραφράσουμε αυτό το απόφθεγμα λέγοντας ότι η κεφαλαιακή συσσώρευση παράγει τάξη στον ένα πόλο και εντροπία στον άλλον ή αλλιώς οργανωμένα σκατά (κεφάλαιο) στον έναν πόλο και άτακτα σκατά (αθλιότητα και μόλυνση) στον άλλον. Η συμβολική σκατολογία του πλούτου είναι το βρωμερό μυστικό της λευκής-καπιταλιστικής-πατριαρχικής κουλτούρας. Ο Milan Kundera, στο The Unbearable Lightness of Being, λέει πως το κιτς είναι η άρνηση των σκατών. Στη σταλινική Τσεχοσλοβακία για την οποία έγραφε ο Kundera, τα σκατά σήμαιναν μυστική αστυνομία, πολιτικοί κρατούμενοι, μηδαμινές εναλλακτικές, στερήσεις, ανόητες δουλειές, μόλυνση. Το κιτς σήμαινε κόκκινες σημαίες ν ανεμίζουν, πατριωτικά τραγούδια και εικόνες του Λένιν, ύμνοι στην εκβιομηχάνιση και την πρόοδο. Στις κοινωνίες του εταιριακού καπιταλισμού τα σκατά σημαίνουν βία, ποινικοί κρατούμενοι, αδιέξοδες εναλλακτικές, φτώχεια, ανόητες δουλειές, μόλυνση. Το κιτς σημαίνει εμπορικά κέντρα, ψώνια, ηλίθιες ταινίες-κόμικς, διαφημίσεις, τηλεοπτική αποβλάκωση και ψευδοπολιτική των τηλε-παράθυρων. Σε κάθε περίπτωση η συνταγή του κιτς, συναισθηματική, μονοδιάστατη, πάντα καθησυχαστική ακόμα και στις πιο ερωτικές ή κτηνώδεις μορφές της, εξυπηρετεί στην απόκρυψη των σκατών, εξ ου και η μόνη διάστασή της.

Πέρα από τα συνήθη σκατά του ύστερου καπιταλισμού, το λευκό κιτς των Η.Π.Α. είναι επίσης, όπως σημειώσαμε νωρίτερα, μια άρνηση του καθαυτού εγκλήματος, της γενοκτονίας και σκλαβιάς των νέγρων, και εξ αιτίας του, όπως το έθεσε ο Harold Cruse στο βιβλίο του, The Crisis of the Negro Intellectual, ο λευκός προτεστάντης αγγλοσάξονος στην Αμερική δεν έχει τίποτα στη γηγενή αμερικανική παράδοση που να είναι αισθητικά και πολιτιστικά αυθεντικό, εκτός απ όσα προέρχονται από την παρουσία των νέγρων. Η λευκή (μη ευρωπαϊκή) αμερικανική συσσωρευτική κουλτούρα καθορίζεται από την απόλυτη ηπιότητα και αποφυγή διενέξεων ή κινδύνων, από την καθαριότητά-ως-απουσία της.

Αυτή η διαβόητη ήπια κουλτούρα είναι ο κοινός παρονομαστής του κυρίαρχου κανόνα συμπεριφοράς και στυλ στα προάστια, τον οποίο σέβονται ακόμη και οι γηραιότεροι εξόριστοι στις υποβαθμισμένες προαστιακές εργατογειτονιές. Είναι, πολύ περισσότερο, η ατμόσφαιρα του σύγχρονου εταιρικού γραφείου, όπου ο καθωσπρεπισμός κυριαρχεί, ή καλύτερα, είναι το μέσο της κυριαρχίας. Στους λευκούς εργασιακούς χώρους, με τα «λευκά κολάρα», όλοι πρέπει να δρουν «λευκά»: ήσυχα, ευγενικά, ευχάριστα, προσποιούμενοι συναισθήματα, αισθησιακά παράλυτοι, διαρκώς απασχολημένοι, διατεθειμένοι ν ανεχτούν κάθε εξευτελισμό, αρκεί αυτός να συνοδεύεται μ ένα χαμόγελο. Αποφεύγονται ρητά συζητήσεις που εγείρουν διαφωνίες, με το υπέρτατο ταμπού ν αποτελεί μια συζήτηση για τον μισθό. Η σκατολογική σημασία του χρήματος είναι εμφανής από το γεγονός ότι κάθε επιχειρηματικός, δουλευταράς υπάλληλος θα προτιμούσε να σας πει πόσο τον πηδάνε οι εργοδότες παρά πόσο τον πληρώνουν.

Η αλήθεια του πλούτου, ωστόσο, εκδηλώνεται ιστορικά στο προλεταριάτο, την τάξη των σκατοεργατών. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι τους αρμόζει αυτό που στην κοινωνιολογική φιλολογία αναφέρεται ως θέσεις επιβλεπόμενης εργασίας-ρουτίνας, που σημαίνει πληκτικά μουντό, συχνά καταστροφικό για την υγεία μόχθο όχι μόνο στο εργοστάσιο αλλά και στο πληκτρολόγιο ή πίσω από ένα γκισέ� Η ενέργεια τους γίνεται κατάλληλη για εργασία μόνο κατόπιν ενός άγριου οικονομικού εξαναγκασμού υποστηριζόμενου από έναν ατελείωτο ιδεολογικό βομβαρδισμό, που ξεκινά στο σχολείο, η λειτουργία του οποίου είναι να τους πείσει ότι είναι ακατάλληλοι για οτιδήποτε άλλο. Δεν είστε παρά σκατά (You ain�t shit), λέει η αμερικανική βρισιά, εννοώντας: είστε στον πάτο της ιεραρχίας. Φάτε σκατά, λοιπόν και γουστάρετε. Τα σκατά παράγονται ή αφοδεύονται από κατώτερους που έχουν γεμίσει απ αυτά, που μεταφορικά τα τρων και που συνειρμικά γίνονται σκατά οι ίδιοι.

Καθόλου παράξενο, λοιπόν, που οι μαύροι ήταν πάντα κοντά ή στον πάτο του προλεταριακού σωρού στις Η.Π.Α.. Στο αμέσως παραπάνω ή συχνά στο ίδιο επίπεδο με τους μαύρους, βρίσκονται οι ινδιάνοι, μεξικανοί, κεντροαμερικανοί και πορτορικανοί, του ιδίου σκατοχρώματος για το ρατσιστικό μυαλό. Ακριβώς από πάνω τους βρίσκονται τα φτωχά λευκά σκουπίδια, άλλος ένας εντροπικός κόσμος. Και όλοι μαζί μέχρι σήμερα παρουσιάζονται ως ανέντιμοι, φωνακλάδες, τεμπέληδες, φιλήδονοι, ανίκανοι χαζούληδες, βάρβαροι αλκοολικοί ή ναρκομανείς. Οι ψυχικές συνέπειες αυτής της παρουσίασης των ανθρώπων της εργατικής τάξης, και ιδιαίτερα των γυναικών και των αφρο-αμερικανών, είναι για τους ίδιους καταστροφικές. Κι όμως αυτά τα απεχθή κτήνη είναι η πρώτη ύλη του καπιταλιστικού πλούτου.

Ο πλούτος δεν είναι απλά οικονομικός αλλά και πολιτιστικός. Ένα γνωστό παράδειγμα είναι η δημιουργία, από τους μαύρους που δούλεψαν πάνω στις αφρικανικές παραδόσεις που διέσωσαν, μερικών από τις πιο ενδιαφέρουσες μουσικές φόρμες και τις μόνες «ιθαγενείς» της αμερικής.

Η Ανακύκλωση στην Μαζική Κουλτούρα: η Περίπτωση της Μουσικής των Μαύρων

Δεν είναι απαραίτητο να αναλύσουμε την τεράστια και συνεχιζόμενη εκμετάλλευση της αφρο-αμερικανικής μουσικής προς όφελος του κεφαλαίου, κατά κανόνα ιδιοκτησίας λευκών, και για τη διασκέδαση ακροατηρίων λευκών. Ο καθένας με την παραμικρή υποψία για την ιστορία της αμερικανικής μουσικής μπορεί ν αναφέρει παραδείγματα, από τον αποχρωματισμό της ορχηστρικής τζαζ του Ellington και του Basie ως το τιθασεμένο ποπ στυλ του τύπου Glenn Miller στα �30 και �40, μέχρι την ατελείωτη ανακύκλωση των μπλουζ ριφφς του Robert Johnson ή του B.B. King από λευκούς κιθαρίστες. Οι λευκοί – πρώην οργισμένοι έφηβοι -, γουχάρουν υστερικά την εμπορικοποίηση των ροκ ύμνων της νιότης τους, αλλά αυτή δεν είναι παρά η διαδικασία που υφίστανται οι μαύροι μουσικοί και το κοινό τους για περίπου έναν αιώνα (ο Michael Jackson αντιπροσωπεύει τέλεια τον παροξυσμό αυτής της διαδικασίας: ένας αφρο-αμερικανός που προσπαθεί να ξεριζώσει από το πρόσωπο και το σώμα του κάθε ίχνος της φυλής του ενώ παράγει μια αχρωμάτιστη χορευτική μουσική που έξυπνα αποσυναρμολογεί όλες τις τρέχουσες ποπ επιτυχίες ανακυκλώνοντάς τις βιαστικά σε ευχάριστα τραγουδάκια).

Θεωρημένος από μια πολιτιστική-θερμοδυναμική προοπτική, αυτός ο σφετερισμός ακόμα πιο τρομακτικός. Βλέπουμε μια κυρίαρχη κουλτούρα και μια πολιτική οικονομία που εισάγει βίαια τους αφρικανούς ως σκλάβους, τους στύβει στη δουλειά μέχρι θανάτου, τους ταΐζει σα ζώα, τους βασανίζει με κάθε πιθανό τρόπο για δυο αιώνες. Έπειτα για ενάμιση ακόμα αιώνα εκμεταλλεύεται συστηματικά τους απογόνους αυτών των σκλάβων ως κατώτατους σκατοεργάτες, αρνούμενη κάθε πιθανή οικονομική δυνατότητα και κάθε πολιτικό δικαίωμα, προβάλλοντας εντωμεταξύ σ αυτούς, τους δικούς της καταπιεσμένους φόβους και πόθους, απέχθειες και μανίες. Ταυτόχρονα, αυτή η κοινωνική τάξη αποσπούσε από τους αφρο-αμερικανούς τη σπουδαία μουσική και τη γλώσσα που δημιούργησαν ως έναν τρόπο να επιβιώσουν παρά την αθλιότητά τους. Είναι σαν οι ναζί ενώ εξαέρωναν τους εβραίους αφού αφαιρέσουν τα χρυσά δόντια τους, να είχαν πουλήσει τα χειροτεχνήματα που έφτιαχναν οι εβραίοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κι εμπορευτεί τις ηχογραφήσεις των πρόχειρων ορχηστρών που σχημάτισαν για να διασκεδάζουν τους φρουρούς.

Αλλά πως η αφρο-αμερικανική κουλτούρα έγινε τουλάχιστον στις πιο χλιαρές μορφές της έγινε για την αμερικανική κουλτούρα όχι μια περιφερειακή, αλλά η κεντρική, ημι-απόκρυφη βέβαια, προωθητήρια δύναμη; Όπως προσπάθησα να δείξω, η συσσωρευτική δομή της προσωπικότητας, είναι προφανώς εχθρική απέναντι στο «μαύρο», καθώς οι λευκοί άνθρωποι προβάλλουν και, ακολούθως, αναγνωρίζουν σ αυτό την απουσία ντροπής, τον απροκάλυπτο ερωτισμό, την ανεξέλεγκτη βία και την αταξία. Είναι επίσης εχθρική απέναντι στην κουλτούρα που οι μαύροι βίωσαν και δημιούργησαν. Αυτή η κουλτούρα είναι ένα πολύ πιο σύνθετο αμάλγαμα γνωρισμάτων, που ποικίλουν ανά τάξη, κάστα και περιοχή και που συμπεριλαμβάνουν διαφορετικά πρότυπα συναισθηματικής αποκάλυψης και απόκρυψης, θυμού και τρυφερότητας, κοινότητας κι ατομικότητας, λογικής και προαισθημάτων. Ένας βασικός παράγοντας που υπογραμμίζει τις κοινές διαφοροποιήσεις τους απ τις ευρω-αμερικανικές κουλτούρες ίσως είναι η απομόνωση των αφρικανικών πολιτιστικών γνωρισμάτων, ιδιαίτερα του κοινοτικού κι εκστατικού χαρακτήρα του δυτικοαφρικανικού θρησκευτισμού. Η μαύρη κουλτούρα όμως, δεν είναι απλά, ή έστω κυρίως, ένας μετεμφυτευμένος αφρικανισμός. Καθώς έδειξε προκαλώντας συζητήσεις ο Stanley Crouch, είναι όπως και η αμερικανική κουλτούρα στην ολότητά της, ένα φαινόμενο μιγάς.

Η μαύρη κουλτούρα δημιουργήθηκε υπό την πίεση της κατάστασης των αφρο-αμερικανών στις Η.Π.Α., μέσα στη λευκότητα. Υπ αυτήν την πίεση, που ασκήθηκε αρχικά μέσω της σκλαβιάς κι έπειτα μέσα από θεσμούς όπως η εκπαίδευση, οι αφρο-αμερικανοί μετασχημάτιζαν διαρκώς ότι στάθηκαν ικανοί να διασώσουν από την κληρονομιά τους: για παράδειγμα, μεταπήδησαν από αφρικανικά γλωσσικά ιδιώματα σε αγγλικά δημιουργώντας μαύρες διαλέκτους. Ταυτόχρονα, απορρόφησαν επιρροές κι υλικό όχι μόνο από τους ευρω-αμερικανούς αλλά κι από ιθαγενείς λαούς, από το Μεξικό και την καραϊβική, παράγοντας μια απ τις πλουσιότερες και πιο πολύπλοκες κουλτούρες στον κόσμο. Η πίεση πάνω τους πήρε επιπλέον, εμπορευματική μορφή, τόσο πιο έντονα όσο ο θεσμικός ρατσισμός υποχωρούσε στην κρατική στρατηγική. Αναρίθμητοι μαύροι μουσικοί, χορευτές, ηθοποιοί και συγγραφείς ακόμη, ήταν αναγκασμένοι να αρωματίζουν το έργο τους κατά τα γούστα των λευκών προκειμένου να επιβιώσουν, αποκρύπτοντας συχνά το περιεχόμενό τους μεταθέτοντάς το σε μια σφαίρα συμβολισμού.

Ένα σύνθετο κι αποκαλυπτικό παράδειγμα είναι οι διάφορες χρήσεις του μύθου του «Staggerlee», του ξένοιαστου, ατρόμητου, προκλητικά ατομικιστή μαύρου άνδρα που ζει τη ζωή του αγαπώντας γυναίκες, ξελογιάζοντας παιδιά και καθαρίζοντας αλύπητα τους εχθρούς του, συμπεριλαμβανομένου σε κατοπινές παραλλαγές, του λευκού σερίφη. Αυτή η φιγούρα, ασφαλώς, είναι ο απόλυτος εφιάλτης του ρατσισμού αλλά και η νομιμοποίησή του, το φάντασμα που πλανάται πάνω από περισσότερα από χίλια λιντσαρίσματα και πίσω από την εκφοβιστική ρητορεία των σύγχρονων συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων δημοκόπων. Παρ όλα αυτά, η φιγούρα αυτή είναι ζωτικής σημασίας για την αφρο-αμερικανική παράδοση καθώς υπήρξε ελκυστική και για έναν αριθμό λευκών. Πολυάριθμες εκδοχές του θρύλου του Staggerlee εμφανίστηκαν στα μπλουζ της δεκαετίας του 1920. Το κλασσικό μητροπολιτικό μπλουζ του Muddy Waters, Rolling Stone αναπαριστούσε μια λιγότερο βίαια εκδοχή της ίδιας φιγούρας, για να εμπνεύσει όχι μόνο το όνομα ενός από τα πιο διάσημα συγκροτήματα της ιστορίας του ροκ κι αυτό του πρωτοποριακού εμπορικού περιοδικού αντικουλτούρας, αλλά και πολυάριθμα λιγότερο γνωστά ροκ τραγούδια του �50 και του �60, από τα οποία το The Wanderer είναι ένα μόνο παράδειγμα. Ο Greil Marcus στο βιβλίο του Mystery Train καταδεικνύει την έλξη που εξασκεί η φιγούρα του Stagerlee-Rolling Stone τόσο στους μαύρους όσο και στους λευκούς, καθώς αντιπροσωπεύει μια άγρια αντιφατική όσο και γοητευτική επίδειξη ελευθερίας, τόσο για τους νεολαίους όσο και για τους σκατοεργάτες και τους σκατοφάγους-καταναλωτές όλων των χρωμάτων. Η δημοτικότητα της υπερ-βίαιας, μισογυνικής, γκανγκστερικής rap, ανάμεσα στους λευκούς εφήβους των προαστίων, πιθανόν προέρχεται από ανάλογες αιτίες, χωρίς εξαίρεση της ανυπόφορης πλήξης του περιβάλλοντος και του ζοφερού μέλλοντος που καλούνται να αντιμετωπίσουν ως ενήλικες.

«Σπάστε τα δεσμά» ή «Δώστε τα χέρια»�

Η τόσο χυδαία χρήση αρνητικά φορτισμένων εικόνων από τη ζωή των μαύρων, δεν είναι τίποτα. Το Μαύρο, με τη δυαδική έννοια που δίνω στον όρο, έχει αφομοιωθεί περισσότερο από κάθε τι από την πολιτιστική βιομηχανία. Κατά την άποψή μου, αυτό οφείλεται σε μια ολοένα και πιο βαθιά αντίφαση της καπιταλιστικής κουλτούρας και οικονομίας, ενυπάρχουσας ήδη από το 1920. Προκειμένου να επεκταθούν μετά τον ΄Β παγκόσμιο πόλεμο, οι αμερικανικές επιχειρήσεις είχαν ανάγκη από νέες μαζικές αγορές καταναλωτικών αγαθών. Για να δημιουργηθούν αυτές οι αγορές μέσα στις Η.Π.Α. έπρεπε να στρατολογηθούν τεράστιες μάζες ανθρώπων σ� αυτό που ο John Maynard Keynes, μέγας στρατηγός του μεσοπολεμικού καπιταλισμού, αποκαλούσε «ροπή προς κατανάλωση». Ο αμεσότερος στόχος ήταν να πωληθούν τα διαχρονικά καταναλωτικά αγαθά που τώρα πλέον παράγονταν φθηνά και μαζικά χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της αλυσίδας παραγωγής που ανέπτυξε ο Henry Ford. Αυτή η στρατηγική, γνωστή σε πολλούς αναλυτές ως φορντισμός, είχε σαν στόχο να υπάρχει ένα αμάξι σε κάθε γκαράζ, ένα ψυγείο σε κάθε κουζίνα, όλα αγορασμένα με τους μισθούς που πληρώνονταν οι ίδιοι που παρήγαγαν το αμάξι και το ψυγείο.

Αρχικά, ο φορντικός καταναλωτισμός φαινόταν σε αρμονία με την συσσωρευτική κοινωνική προσωπικότητα (όπως και είναι ακόμα, ως κάποιο βαθμό). Κάθε εργάτης θα μπορούσε να αποκτήσει τα παράσημα της Ιδιοκτησίας-πιστοποιητικά αρετής. Όπως έδειξαν οι Stewart και Mary Ewen, η διαφήμιση κατά τον μεσοπόλεμο (ακόμα και στο �50 για κάποια προϊόντα) εδραιώθηκε στις ανασφάλειες της συγκεκριμένης κοινωνικής προσωπικότητας: άγχος για την μόλυνση και τη βρωμιά, ηθική της εργασίας-εργατικότητας, θέληση ανταγωνισμού με το αμέσως ανώτερο εισοδηματικό επίπεδο, κομφορμισμός-ανάγκη προσαρμογής. Τα αμάξια του Ford (πάντοτε μαύρα) αρχικά πωλούνταν σαν το πιο αποτελεσματικό μεταφορικό μέσο, και τα ψυγεία (πάντα λευκά) σαν εγγύηση υγιεινής και καθαριότητας.

Ήδη όμως, μια άλλη αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Στο βιβλίο του The Road to Wigan Pier (1937), ο George Orwell παρατηρεί πως η νεολαία της αγγλικής εργατικής τάξης είχε αδυναμία στα πολύχρωμα, μοντέρνα ρούχα που φθείρονταν εύκολα, παρά τις καλοραμμένες και μελαγχολικές φόρμες των γονιών τους. Παρά την κακή ποιότητά τους, τέτοια φανταχτερά ρούχα ήταν τόσο φθηνά που εύκολα αγοράζονταν καινούρια διαρκώς. Όπως οι αμερικανοί συνομήλικοί τους, αυτοί οι νεολαίοι γούσταραν να χορεύουν, κυρίως jazz και big-band swing, ενώ οι χοροί τους γίνονταν ολοένα και αγριότεροι. ’ρχισαν έπειτα να πηγαίνουν στον κινηματογράφο και να πασχίζουν να μιμηθούν τις γκλαμουράτες εικόνες ρομάντσου που έβλεπαν εκεί.

Τα νέα καταναλωτικά και ψυχαγωγικά ήθη που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στην νεολαία στα τέλη της εποχής της ύφεσης σκιαγράφησαν τον προσανατολισμό που θα έπαιρνε το εμπόριο μετά τον ΄Β παγκόσμιο πόλεμο. Ο συγκρατημένος συσσωρευτικός καταναλωτισμός της προηγούμενης γενιάς δεν αρκούσε πια για να απορροφήσει την απεριόριστη εκροή μιας όλο και περισσότερο αυτοματοποιημένης μαζικής παραγωγής, που δοκιμάστηκε πρώτα στην βιομηχανία όπλων. Αυτά αναφορικά με την δίχως προηγούμενο αποτελεσματικότητά της. Όσον αφορά την επίτευξη της ελάχιστης ταχύτητας αντικατάστασης, τα καταναλωτικά αγαθά έπρεπε να πάρουν το χρίσμα της μόδας, όπως γινόταν πάντοτε για την αριστοκρατία και τα υψηλότερα στελέχη της μπουρζουαζίας. Κατά το τέλος του �50, αυτό σήμαινε την εφαρμογή μιας υποβολιμαίας και προσχεδιασμένης τάσης περιοδικής αντικατάστασης καταναλωτικών αγαθών, (που προηγουμένως αφορούσε αντικείμενα όπως τα προϊόντα από νάιλον, λαμπτήρες και ξυραφάκια) σε καταναλωτικά αγαθά διαρκείας όπως τα αυτοκίνητα ή οι ηλεκτρικές σκούπες. Στο επίπεδο της διαφήμισης κάτι τέτοιο σημαίνει ότι έπρεπε να διεγερθεί η επιθυμία για το κάθε τι. Η καταπίεση που προκαλούσε η συσσώρευση αντικειμένων χαλάρωσε, και η εκμετάλλευση των ηδονιστικών ορμών που είχε ήδη ξεκινήσει πριν τον πόλεμο, επιταχύνθηκε.

Αυτή η ηδονιστική ανέλιξη μπορεί να ειδωθεί ως μερική επαναφομοίωση όλων εκείνων των σκοτεινών χαρακτηριστικών που είχαν εξοριστεί από την λευκή συσσωρευτική κοινωνική προσωπικότητα, των πιο ανοιχτών σεξουαλικά και αισθητικά, προσανατολισμένα στην άμεση παρά σε συγκρατημένη ικανοποίηση, προς την διαχυτικότητα παρά στον επιφυλακτικό συντηρητισμό, σε μια ροπή προς κατανάλωση και ξόδεμα παρά προς αποταμίευση. Αυτές οι τάσεις όμως ήρθαν γρήγορα σε σύγκρουση με τις συσσωρευτικές αξίες που ακόμη κυριαρχούσαν στην πολιτική, θρησκευτική και αστική φιλολογία καθώς επίσης και στην διαφήμιση.

Categories
Fredy Perlman

Πρόοδος και πυρηνική ενέργεια – Fredy Perlman

Πρόοδος και Πυρηνική Ενέργεια:

Η καταστροφή της ηπείρου και των ανθρώπων της

Του Fredy Perlman

Το παρακάτω κείμενο πρωτοεμφανίστηκε σε ένα ειδικό αντι-πυρηνικό τεύχος του αντιεξουσιαστικού περιοδικού Fifth Estate στις 8 Απρίλη 1979. Είχε γραφτεί έναν χρόνο νωρίτερα, μετά από ένα ατύχημα στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Three Mile Island στην ανατολική Pennsylvania. Καθώς τα νέα για το ατύχημα γίνονταν γνωστά, οι επίσημες αρχές επέμεναν: «Δεν υπάρχει λόγος υπερβολής, η κατάσταση είναι σταθερή, οι αρχές έχουν τον πλήρη έλεγχο», όμως τελικά οι άνθρωποι που ζούσαν κοντά στο εργοστάσιο αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους. Εδώ ο Fredy Perlman μας υπενθυμίζει πώς επέδρασαν στους κατοίκους οι καταστροφές, οι υποσχέσεις και η αστυνομική παρέμβαση που πάντοτε συνοδεύουν το Κεφάλαιο.

Η συνειδητή δηλητηρίαση των ανθρώπινων όντων, του εδάφους και των άλλων ζωικών ειδών μπορεί μόνο επιστρατεύοντας την πιο χονδροειδή υποκρισία να ονομαστεί «ατύχημα». Μόνον όποιος κλείνει τα μάτια του μπροστά στην πραγματικότητα μπορεί να ισχυρίζεται ότι αυτή η συνέπεια της Τεχνικής Προόδου δεν είχε «προβλεφθεί».

Η μόλυνση και η εξάλειψη κάθε ζωής που κατοικούσε την ήπειρο στο όνομα «ανωτέρων όντων» μπορεί να ξεκίνησε στην Ανατολική Pennsylvania, αλλά όχι στις τελευταίες βδομάδες.

Δυο αιώνες πριν, στην περιοχή που τελευταία δηλητηριάστηκε από τη ραδιενέργεια του Three Mile Island, κερδοσκόποι με ονόματα όπως Franklin, Morris, Washington και Hale αναγκάζονταν να κρυφτούν πίσω από ταμπέλες όπως η εταιρία Vandalia και η εταιρία Ohio. Οι εταιρίες αυτές είχαν έναν σκοπό: να πουλήσουν τη γη για το κέρδος. Τα υποκείμενα πίσω από τις εταιρίες αυτές είχαν έναν στόχο: να απομακρύνουν κάθε εμπόδιο που έμπαινε στο δρόμο της ελεύθερης ανάπτυξης της κερδοφορίας, είτε τα εμπόδια αυτά ήταν ανθρώπινα είτε χιλιετείς πολιτισμοί είτε δάση, ζώα ή ακόμα χείμαρροι και βουνά. Ο στόχος τους ήταν να Εκπολιτίσουν την ήπειρο, να την εισάγουν σε έναν κύκλο δραστηριοτήτων που ποτέ πριν δεν εφαρμόζονταν εδώ: Εργασία, Αποταμίευση, Επένδυση, Αγοραπωλησίες – ο κύκλος της αναπαραγωγής και της επέκτασης του Κεφαλαίου.

Το κύριο εμπόδιο σ αυτή τη διαδικασία συνίστατο στα ανθρώπινα όντα που είχαν ζήσει σ αυτήν την ήπειρο για χιλιετίες και οι οποίοι, χωρίς Νομοθεσίες ή Κυβερνήσεις ή Εκκλησίες, απολάμβαναν τον ήλιο, τα ρυάκια, τους δασότοπους, τα διάφορα είδη φυτών και ζώων, και ο ένας τον άλλον. Αυτοί οι άνθρωποι θεωρούσαν τη ζωή αυτοσκοπό, κι όχι ένα μέσο που οφείλει να τεθεί στην υπηρεσία «ανώτερων» σκοπιμοτήτων. Δεν προσέγγισαν τον Πολιτισμό, όπως τα περίεργα παιδιά ένα βάζο με μαρμελάδα, όπως θα περίμεναν οι Φρανκλίνοι και οι Ουάσιγκτον. Αντιθέτως -Δεν ήθελαν σχεδόν τίποτα από όσα είχε να τους δώσει ο Πολιτισμός. Ήθελαν ίσως κάποια από τα όπλα, κι αυτά μόνο για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους ενάντια στην περαιτέρω εξάπλωση του Πολιτισμού. Προτιμούσαν τον θάνατο από μια ζωή περιορισμένη στην Εργασία, την Αποταμίευση, τις Επενδύσεις και τις Αγοραπωλησίες. Σε μια τελική απεγνωσμένη απόπειρα να εκδιώξουν τον Πολιτισμό και τα Πλεονεκτήματά του πέρα από τη θάλασσα, σε μια εξέγερση που πλέον τη θυμόμαστε σαν όνομα ενός αυτοκινήτου, οι πολεμιστές τους αντιστάθηκαν στους άρπαγες της γης και τους μισθοφόρους τους από το Ontario, το Michigan, το Ohio και τη δυτική Pennsylvania. Γι αυτήν την αδιάλλακτη αντίστασή τους κέρδισαν από τους Πολιτισμένους τον τίτλο του ’γριου. Η ονομασία αυτή έδωσε στους Εκπολιτιστές το άλλοθι να τους εξολοθρεύσουν χωρίς δισταγμούς ή τύψεις: «Στείλτε τους κουβέρτες με ευλογιά», διέταξε ένας από τους διοικητές της εξολόθρευσης.

Τα πρόσφατα εορτασμένα 200 χρόνια της αμερικανικής ανεξαρτησίας μνημονεύουν την ημέρα που, δέκα χρόνια νωρίτερα, οι άρπαγες της γης, οι κερδοσκόποι και οι σύμμαχοί τους, αποφάσισαν να επιταχύνουν την εξολόθρευση της ανεξαρτησίας της περιοχής δυτικά του Three Mile Island. Ο βασιλική εξουσία ήταν πολύ μακριά για να προστατεύει κατάλληλα τις επενδύσεις, και σε κάθε περίπτωση φεουδαρχική, και δεν συμφωνούσε πάντα με τις επιδιώξεις των κερδοσκόπων. Αποτραβήχτηκε ακόμα περισσότερο, σε βαθμό να ενισχύσει τα σύνορα που συμφωνήθηκαν κατόπιν συνθηκών με τους ’γριους. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα αποτελεσματικό όργανο κάτω από τον άμεσο έλεγχο των αρπάγων της γης και αφιερωμένο αποκλειστικά στην ευημερία των επιχειρήσεών τους. ’τυπες οργανώσεις της συνοριακής αστυνομίας όπως οι Paxton Boys ήταν πάντα ικανές για να σφάζουν ιθαγενείς κατοίκους απομονωμένων χωριών όπως η Conestoga. Τέτοιοι όμως σχηματισμοί των συνόρων ήταν πολύ μικροί και προσωρινοί, και σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από την ενεργή συναίνεση κάθε συμμετέχοντα, όπως και από τους ίδιους τους ιθαγενείς μαχητές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν αποτελούσαν ούτε καν κατάλληλες αστυνομικές οργανώσεις. Οι κερδοσκόποι συμμάχησαν με τους ιδεαλιστές και τους ονειροπόλους, και πίσω από συνθήματα για Ελευθερία, Ανεξαρτησία και Ευτυχία, πήραν την κυβερνητική, στρατιωτική και αστυνομική εξουσία στα χέρια τους.

Ενάμιση αιώνα πριν, ένα πιο αποτελεσματικό όργανο για την ανάπτυξη του Κεφαλαίου, ήταν σε πλήρη ανάπτυξη. Οι στρατιωτικές και αστυνομικές οργανώσεις βασισμένες στην υπακοή και την υποταγή, κι όχι στην ενεργή συναίνεση, ήταν έτοιμες πλέον να δράσουν εναντίον των ανθρώπων που αντιστέκονταν σε ένα τέτοιο καθεστώς για 20.000 χρόνια, αν όχι για περισσότερα. Το Κογκρέσο πέρασε μια από τις πιο επιδεικτικές νομοθεσίες του: τον Νόμο Απομάκρυνσης των Ινδιάνων. Μέσα σε μερικά χρόνια, κάθε αντίσταση, κάθε δραστηριότητα που δεν ήταν μια δραστηριότητα του Κεφαλαίου, εξορίστηκε από ολόκληρη την περιοχή από το Three Mile Island μέχρι τον Μισισιπή, κι από τα νότια του Michigan μέχρι τη Georgia. Η Κυβέρνηση, που γρήγορα έγινε μια από τις πιο ισχυρές του κόσμου, δεν είχε διστάσει ως τώρα να δηλητηριάσει με ευλογιά ή να κατασφάξει τους χωρικούς. Η Απομάκρυνσή τους συνδυάστηκε με έναν συνδυασμό από καταστροφές, εξαγγελίες και αστυνομικές παρεμβάσεις. Οι εναπομείναντες ελεύθεροι ιθαγενείς δεν μπόρεσαν να αντισταθούν σε αυτόν τον συνδυασμό χωρίς να τον αποδεχτούν, αλλά δεν μπορούσαν και να τον αποδεχτούν χωρίς να πάψουν να είναι ελεύθεροι. Επέλεξαν να παραμείνουν ελεύθεροι, να παραμείνουν οι τελευταίοι άνθρωποι μεταξύ του Three Mile Island και του Μισισιπή, και ως τέτοιοι «Απομακρύνθηκαν».

Καθώς οι έποικοι προχώρησαν στα απελευθερωμένα εκκενωμένα εδάφη όπου ακόμα κι ο αέρας που ανέπνεαν τους έδινε μια γεύση της πρόσφατα εξολοθρευμένης ελευθερίας, μεταμόρφωσαν τους απέραντους δασότοπους σε μεγεθυσμένες αντιγραφές της κόλασης την οποία είχαν αφήσει πίσω τους. Η απόλαυση των μονοπατιών και των δασών σταμάτησε: τα δάση κάηκαν, τα μονοπάτια έδωσαν τη θέση τους σε λεωφόρους που θα διασχίζονταν όσο γρηγορότερα επίτασσε η κυκλοφορία του Κεφαλαίου. Η ευτυχία έπαυσε να αποτελεί το σκοπό της ζωής: η ίδια η ζωή έγινε απλά το μέσο, ο σκοπός έγινε το κέρδος. Η ποικιλία εκατοντάδων κουλτούρων μειώθηκε στην ομοιομορφία μιας μοναδικής ρουτίνας: Εργασία, Αποταμίευση, Επενδύσεις, Αγοραπωλησίες, κάθε μέρα, από την αυγή ως τη δύση, και μετά τη δύση μέτρημα του χρήματος. Κάθε προηγούμενη δραστηριότητα, και κάθε ίχνος νέας, μετασχηματίστηκε από πηγή ευτυχίας σε πηγή κέρδους. Το καλαμπόκι, τα φασόλια, ο χυλός, οι «τρεις αδερφές» που σέβονταν και αγαπούσαν οι προηγούμενοι κάτοικοι της περιοχής, έγιναν απλά εμπορεύματα προς πώληση στις αγορές τροφίμων. Οι σπορείς και οι συλλέκτες τους δεν τα καλλιεργούσαν πια για να τους ευχαριστούν στα γεύματά τους, τις γιορτές και τις τελετές τους, αλλά για να τα πουλήσουν για κέρδος. Η ευχάριστη τεμπελιά της κηπουρικής αντικαταστάθηκε με τη σκληρή δουλειά του γεωργού, τα μονοπάτια έδωσαν τη θέση τους στις ράγες του σιδηροδρόμου, το περπάτημα περιορίστηκε από την κυκλοφορία γιγαντιαίων τροχοφόρων που κινούνταν με κάρβουνο, τα κανό παραμερίστηκαν από πλωτές πόλεις που δε σταματούσαν πουθενά προκειμένου να γεμίσουν τον αέρα με τα προϊόντα των καύσεών τους, και τους μαύρους καπνούς τους. Οι «τρεις αδερφές», μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια, υποβαθμίστηκαν σε απλά εμπορεύματα, όπως επίσης τα δένδρα που έγιναν ξυλεία, τα ζώα που έγιναν κρέας, κι ακόμα τα ταξίδια, τα τραγούδια, οι μύθοι και οι ιστορίες των νέων κατοίκων της ηπείρου.

Και οι νέοι κάτοικοι ήταν εκεί: στην αρχή εκατοντάδες, έπειτα χιλιάδες, τελικά εκατομμύρια. Όταν η εισαγωγή σκλάβων πήρε τέλος, εισήχθηκε το πλεόνασμα πληθυσμού από τις παρακμάζουσες δυνάμεις της μετα-φεουδαρχικής Ευρώπης. Οι πρόγονοί τους αγνοούσαν την ελευθερία για τόσο πολλές γενιές, που ακόμα και η ανάμνησή της είχε εξαλειφθεί από την μνήμη τους. Οι έποικοι, πρώην εργάτες γης ή εργαζόμενοι σε ιδιοκτησίες που ολοένα και ταχύτερα μετατρέπονταν σε εταιρίες, κατέφταναν εκπαιδευμένοι ήδη ώστε να αποζητούν αυτά ακριβώς που μπορούσε να τους παρέχει το Κεφάλαιο, κι έτσι η υποβάθμιση της ζωής που επέβαλλε το Κεφάλαιο τους φάνηκε ως ελευθερία συγκρινόμενη με τα δεδομένα των προηγούμενων περιορισμένων εμπειριών τους.

Πούλησαν τις ιδιοκτησίες τους σε επενδυτές γης, μεταφέρονταν σ’ αυτές χάρη στους επενδυτές του σιδηροδρόμου, εξόπλιζαν τα αγροκτήματά τους χάρη στους τραπεζικούς επενδυτές, επίπλωση και ένδυση παρείχαν τα ίδια συμφέροντα, συχνά οι ίδιοι επιχειρηματικοί Οίκοι που τους εξασφάλιζαν το οτιδήποτε, σε μια κλίμακα κέρδους που καμιά προηγούμενη εποχή δε θα θεωρούσε «δίκαιο», κι όμως έγραφαν περήφανοι στους συγγενείς τους στον παλιό κόσμο ότι είχαν γίνει κύριοι του εαυτού τους, ότι ήταν πια ελεύθεροι καλλιεργητές, όμως στο άδειο τους στομάχι και στον ασθενικό χτύπο της καρδιάς τους αισθάνονταν την αλήθεια: ήταν υποδουλωμένοι σε ένα αφεντικό ακόμα πιο δυσδιάκριτο, απάνθρωπο και αφηρημένο απ’ ότι οι παλιοί τους αφέντες, ένα αφεντικό που η δολοφονική του εξουσία, όπως η ραδιενέργεια, μπορούσε ίσως να γίνει αισθητή αλλά όχι άμεσα ορατή. Είχαν μετατραπεί σε δουλοπάροικους του Κεφαλαίου. (Κι όσο για κείνους που ωθούνταν ως «ανειδίκευτοι βοηθοί» ή «εργατικά χέρια» στις φάμπρικες που παρήγαγαν τα μέσα και τους σιδηροδρόμους: αυτοί δεν είχαν και πολλά για να καυχηθούν στα γράμματά τους, απ’ όπου κι αν είχαν ξεκινήσει ανέπνεαν τουλάχιστον καθαρότερο αέρα).

Έναν αιώνα μετά την εξέγερση που συνδέθηκε με το όνομα Pontiac, ένας αιώνας γεμάτες με απεγνωσμένη αντίσταση από του επιγόνους του Pontiac ενάντια στην περαιτέρω διείσδυση του Κεφαλαίου, και κάποιοι από τους εποίκους καλλιεργητές ξεκίνησαν να μάχονται ενάντια στον περιορισμό τους σε υπηρέτες του σιδηροδρόμου, των υποδομών και του πιστωτικού Κεφαλαίου. Κάποιοι λαϊκιστές αγρότες, βάλθηκαν να συλλάβουν και να φυλακίσουν τους Rockefellers, τους Morgans, και τους Goulds που ευθύνονται άμεσα για την υποβάθμισή τους, αλλά η εξέγερσή τους ήταν μόνο μια αποδυναμωμένη ηχώ της πρότερης ανταρσίας των Ottowas, Chippewas, Delawares και Potawatomies. Οι αγρότες στράφηκαν ενάντια στις προσωπικότητες αλλά εξακολούθησαν να συμμερίζονται την κουλτούρα που ευθυνόταν για την υποβάθμισή τους. Συνεπώς, απέτυχαν να ενωθούν, αλλά ακόμα και να αναγνωρίσουν ως δική τους, την ένοπλη αντίσταση των ανθρώπων των πεδιάδων, των τελευταίων που υπερασπίστηκαν εξ’ ολοκλήρου την ήπειρο ενάντια στην μετατροπή της σε ένα νησί του Κεφαλαίου – ένας αγώνας που τσακίστηκε βάσει της μεθοδολογίας των αρχαίων Ασσυρίων (αλλά και των σύγχρονων σοβιετικών) των μαζικών εκτοπισμών, των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των σφαγών αμάχων και μιας ακατάπαυστης πλύσης εγκεφάλου μέσω στρατιωτικών και ιεραποστολικών οργάνων.

Όσο μαχητικοί και θαρραλέοι κι αν υπήρξαν μερικοί από αυτούς, οι αγωνιζόμενοι καλλιεργητές σπάνια έθεταν την απόλαυση και τη ζωή πάνω από την εργασία, την αποταμίευση και το κέρδος, και το κίνημά τους εκτροχιάστηκε όταν ριζοσπάστες πολιτικοί διείσδυσαν σ αυτό και εξίσωσαν την επιθυμία για μια νέα ζωή με μια επιθυμία για έναν νέο Ηγέτη. Η μορφή της εκτροχίασης του Λαϊκιστικού κινήματος έγινε η μορφή που πήρε το εργατικό κίνημα στον αιώνα που ακολούθησε. Οι πολιτικοί που έσκαψαν το λάκκο του λαϊκισμού ήταν οι πρωτεργάτες της ατελείωτης διάσπασης σε ιεραποστολικές σέχτες, βασισμένες οργανωτικά στα πρότυπα της Ιησουσίτικης Τάξης αλλά υιοθετώντας τα δόγματα του ενός ή του άλλου κομμουνιστικού, σοσιαλιστικού ή αναρχικού Βιβλίου. Έτοιμοι να μεταπηδήσουν ανά πάσα στιγμή οπουδήποτε βρίσκονταν άνθρωποι που πάλευαν για ν ανακτήσουν την ίδια την ανθρωπιά τους, καπέλωναν την μια μετά την άλλη εξέγερση με τα δόγματά τους, τις οργανώσεις τους και την ηγεσία τους που επιβάλλονταν στους ανθρώπους που μάχονταν για τη ζωή. Αυτοί οι παλιάτσοι, για τους οποίους αυτό που έλειπε ήταν οι φωτογραφίες και οι ομιλίες τους στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, έγιναν τελικά καπιταλιστές που βγάλαν στην αγορά το μόνο εμπόρευμα που είχαν στήσει στη γωνία: την εργασία.

Λίγο πριν τον ερχομό του αιώνα μας (20ου), καθώς η δυναμική αντίσταση απομακρυνόταν για πάντα, με μια ψευδο-αντίσταση που ήταν στην πραγματικότητα το εργαλείο για την τελική υποβάθμιση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε μια ποικιλία εναλλακτικών του Κεφαλαίου, το πιο ενδεδειγμένο όργανο για την δημιουργία του κέρδους απαλλάχθηκε από κάθε εξωτερικό εμπόδιο. Είχε πάντοτε τα εσωτερικά του εμπόδια: τις διάφορες φράξιες του Κεφαλαίου, τους Vanderbilts, τους Goulds και τους Morgans, που συνεχώς έστρεφαν τα όπλα τους ο ένας προς τον άλλον έτσι ώστε ολόκληρη η οικονομική δομή να απειλείται να τιναχθεί στον αέρα από τα μέσα. Ο Rockefeller και ο Morgan πρωτοστάτησαν στη συγχώνευση, συνενώνοντας τις διάφορες φράξιες: οι εύποροι επενδυτές διαμοίραζαν τους πόρους τους ο ένας στην επιχείρηση του άλλου, οι διευθυντές άλλαζαν μεταξύ τους θέσεις, και όλοι μαζί μοιράζονταν το συμφέρον στην ανεμπόδιστη πορεία του νέου οργάνου. Με την σπάνια εξαίρεση της επιβίωσης μεμονωμένων και οικογενειακών επιχειρήσεων, οι υπόλοιπες διευθύνονταν από επενδυτικά γραφεία που διαφοροποιούνταν από τα υπόλοιπα κυρίως από το μέγεθος των επενδύσεών τους. Το καθήκον των διευθυντών ήταν να υπερπηδήσουν κάθε εμπόδιο, ανθρώπινο ή φυσικό, με έναν μόνο περιορισμό: την αποτελεσματική λειτουργία των άλλων επιχειρήσεων που συλλογικά συνιστούσαν το Κεφάλαιο.

Δυο αιώνες πριν, οι έρευνες των φυσικών και χημικών επιστημόνων στη διάθεση του Κεφαλαίου, οδήγησαν στην ανακάλυψη ότι οι πρώτες ύλες πάνω και κάτω από το έδαφος δεν ήταν και τα μόνα υλικά προς εκμετάλλευση. Φάνηκε ότι ακόμα και οι «απελευθερωμένοι» πυρήνες συγκεκριμένων ουσιών ήταν ακόμα πιο εκμεταλλεύσιμοι από το Κεφάλαιο. Η καταστροφή της ύλης σε ατομικό επίπεδο, αρχικά βρήκε την εφαρμογή της ως το πιο χυδαίο όπλο που είχαν ποτέ στη διάθεσή τους ανθρώπινα χέρια, έγινε τελικά το τελευταίο εμπορευματικό αγαθό. Την ίδια στιγμή οι τόκοι, τα γραμμάτια και οι αγορές εξοπλισμών από τους καλλιεργητές, καθώς και τα υπό εξαφάνιση δένδρα και ζώα του δάσους, είχαν πάψει να θεωρούνται ενδιαφέροντα ως πηγές σημαντικών κερδών. Οι εταιρίες ενέργειας που είχαν ήδη αναμειχθεί στα μονοπώλια ουρανίου και πετρελαίου έγιναν αυτοκρατορίες ισχυρότερες από κάθε κράτος το οποίο τους βοηθούσε να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους. Στο εσωτερικό των αυτοκρατοριών αυτών, η υγεία και η διαβίωση ενός «αποδεκτού» αριθμού κατοίκων της υπαίθρου και της πόλης ισορροπούσε απέναντι σε μια «αποδεκτή» αύξηση ή απώλεια κερδών. Κάθε πιθανή λαϊκή απάντηση στους υπολογισμούς αυτούς χειραγωγήθηκε από συνετό συνδυασμό καταστροφής, υποσχέσεων και αστυνομικής βίας.

Η δηλητηρίαση των ανθρώπων στην Ανατολική Pennsylvania με καρκινογόνο ραδιενέργεια από ένα σύστημα που αφιερώνει μια γενναία μερίδα της δραστηριότητάς του στην «υπεράσπισή» του ενάντια στην πυρηνική απειλή από το εξωτερικό…

Η μόλυνση του φαγητού το οποίο καταναλώνεται από τους εναπομείναντες κατοίκους της ηπείρου, και η καταστροφή της παραγωγής των καλλιεργητών που είχαν αφιερώσει στωικά τις ζωές τους στην ανάπτυξη αυτού του εμπορεύματος που αποτελούσε βασικό ενδιαφέρον του Κεφαλαίου μισό αιώνα πριν.

Η μετατροπή της ηπείρου σε ένα κυριολεκτικό ναρκοπέδιο, με την άνευ προηγουμένου χρήση φονικών όπλων και εκρηκτικών, μιας ηπείρου που κάποτε κατοικούνταν από ανθρώπινα όντα που ζούσαν για να απολαμβάνουν τον αέρα, τον ήλιο, τα δένδρα, τα ζώα και κάθε τι…

Η δυστοπία μιας ηπείρου που καλύπτεται από καπνίζοντα ηφαίστεια, με τα εκκωφαντικά ηχεία τους να επαναλαμβάνουν το ίδιο ηχογραφημένο μήνυμα πάνω από την απανθρακωμένη γη: «Δεν υπάρχει λόγος υπερβολής, η κατάσταση παραμένει σταθερή, οι αρχές έχουν τα πάντα υπό έλεγχο»…

Όλα τα παραπάνω δεν είναι ατύχημα. Είναι η παρούσα φάση της προόδου της Τεχνολογίας, δηλαδή του Κεφαλαίου, του Φρανκενστάιν της Mary Wollstonecraft Shelley, που θεωρείται «φυσική» από τους επίδοξους διευθυντές που ανυπομονούν να πάρουν την κατάσταση στα «επαναστατικά» χέρια τους. Για διακόσια χρόνια το Κεφάλαιο αναπτύχθηκε καταστρέφοντας τη φύση, απομακρύνοντας και εξολοθρεύοντας τους ανθρώπους. Το Κεφάλαιο κήρυξε πλέον μια νέα μετωπική επίθεση εναντίον στους ίδιους τους υπηκόους τους. Οι υπολογιστές του έχουν ξεκινήσει ήδη να λογαριάζουν την αξία χρήσης αυτών που είχαν εκπαιδευτεί να θεωρούν εαυτούς τους προνομιούχους του.

Αν τα πνεύματα των νεκρών μπορούσαν να αναβιώσουν ανάμεσα στους ζωντανούς. Οι πολεμιστές Ottawa, Chippewa και Potawatomi θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον αγώνα από κει που τον άφησαν δυο αιώνες πριν, ενισχυμένοι από τις δυνάμεις των Sioux, των Dakota, των Nez Perce, των Yana και των Medoc και των αμέτρητων φυλών που οι γλώσσες τους έχουν σιγήσει πια. Μια τέτοια δύναμη θα μπορούσε να σταματήσει τους εγκληματίες που φυσικά δεν πρόκειται να έρθουν ενώπιον κανενός δικαστηρίου. Οι πολυάριθμοι πράκτορες του Κεφαλαίου θα αφήνονταν τότε να εξασκήσουν την αγαπημένη τους ρουτίνα της εργασίας- αποταμίευσης- επένδυσης- αγοραπωλησίας, βασανίζοντας ίσως ο ένας τον άλλον με καταστροφές, υποσχέσεις και αστυνομική βία, μέσα στα ανενεργά και αποσυνδεδεμένα εργοστάσιά τους, αμπαρωμένοι στους θαλάμους πλουτωνίου.

Fredy Perlman – 1979

μετάφραση στα ελληνικά: Αύγουστος 2007

Categories
Uncategorized

Επιστήμη ίσον Κεφάλαιο – Dot Matrix

Επιστήμη ίσον Κεφάλαιο – Dot Matrix

[Πηγή: Anarchy magazine]

Η Επανάσταση δεν μπορεί πλέον να σημαίνει απλά την καταστροφή κάθε τι παλιού και συντηρητικού, καθώς το κεφάλαιο το έχει ήδη κάνει αυτό για τον εαυτό του. Μάλλον θα φαίνεται σαν η επιστροφή σε κάτι (μια επανάσταση με την μαθηματική έννοια του όρου – σ.τ.μ. revolution=περιστροφή), μια επιστροφή στην κοινότητα, όμως όχι σε κάποια από τις μορφές τις οποίες έχει πάρει ιστορικά. Η Επανάσταση θα γίνει αισθητή μέσα από την καταστροφή κάθε τι που είναι ότι πιο «σύγχρονο» και «προδευτικό» (μιας και επιστήμη ίσον κεφάλαιο). Jacques Camatte [1]

Η επιστήμη είναι ένα σύστημα συσσώρευσης γνώσης βασισμένο στον εμπειρισμό, τον πειραματισμό, την εξατομίκευση, την εκλογίκευση, την αιτιολόγηση και τον μεθοδολογικό νατουραλισμό, με στόχο την εξεύρεση της αλήθειας. Οι θεωρίες -υποθέσεις πρόβλεψης- είναι η βασική γνωστική μονάδα του συστήματος αυτού. Η επιστήμη επίσης αναφέρεται στο σώμα της γνώσης που έχει βρεθεί μέσα από την έρευνα.

«Οι περισσότεροι επιστήμονες πιστεύουν πως η επιστημονική έρευνα πρέπει να ενταχθεί στην επιστημονική μέθοδο, μια διαδικασία αξιολόγησης εμπειρικών γνώσεων κάτω από την λειτουργική υπόθεση του μεθοδολογικού υλισμού, ο οποίος εξηγεί τα υπό παρατήρηση γεγονότα στην φύση υπό φυσικές συνθήκες χωρίς να υποθέτει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του υπερφυσικού. Ειδικά εξειδικευμένες μελέτες που κάνουν χρήση εμπειρικών μεθόδων αναφέρονται επίσης ως επιστήμες…[2]

Συζητήσεις σχετικά με την επιστήμη περιπλέκονται ακόμα περισσότερο μιας και η λέξη αναφέρεται σε διακριτά κι όμως συνδεδεμένα αντικείμενα. Για παράδειγμα, η φυσική είναι μια επιστήμη (ένα πεδίο εξειδικευμένης μελέτης) που δεν είναι πάντοτε επιστημονική (σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό), μιας και η κβαντική φυσική διαφεύγει της διαφοροποίησης μεταξύ παρατηρητή και αντικειμένου που είναι θεμελιώδης σ ένα πείραμα. Ωστόσο, στο βαθμό που οι φυσικοί απορρίπτουν αυτούς τους υπαινιγμούς, η φυσική συνεχίζει στα βήματα που η επιστήμη (ως τρόπος σκέψης) έχει βαδίσει.

Η κριτική που πρέπει να ασκηθεί στην επιστήμη θα είναι ως η σύγχρονη τεχνική επίλυσης των προβλημάτων. Η επιστήμη είναι τόσο ευρέως αποδεκτή που για πολλούς ανθρώπους έχει γίνει συνώνυμο της επίλυσης προβλημάτων. Ακόμα και άνθρωποι που προσεγγίζουν κριτικά την κουλτούρα στην οποία ζούμε, βρίσκονται να καταφεύγουν στην επιστήμη όταν πιέζονται να υπερασπιστούν τις ιδέες τους. Για παράδειγμα ορισμένοι αντι-πολιτισμικοί αναρχικοί που αναφέρονται στη βιολογία προκειμένου να πείσουν κάποιον για μια συγκεκριμένη διατροφή, ή στην ανθρωπολογία για να αποδείξουν την ανωτερότητα του προτύπου τους για την μελλοντική κοινωνία.

Από τους πολλούς τρόπους που έχει κανείς να ασκήσει κριτική στην επιστήμη, ο πιο βασικός απευθύνεται στην επιστημονική μέθοδο, η οποία δίνει έμφαση α) στην αναπαραγωγικότητα, β) την αιτιότητα (ότι δηλαδή κάτι προκαλεί κάτι άλλο), και γ) τη σχετικότητα των αντικειμένων (υλική πραγματικότητα) πάνω από κάθε τι άλλο. Πιο συγκεκριμένα δίνει έμφαση σε μια συγκεκριμένη προοπτική αντιμετώπιση της υλικής πραγματικότητας, την μόνη προοπτική που οι επιστήμονες αναγνωρίζουν ως έγκυρη. Ένα πρόβλημα του επιστημονικού μοντέλου είναι το πώς διατηρείται και βασίζεται σε μια προοπτική του κόσμου σαν ένα παγωμένο (στατικό) σύμπαν. Επίσης προβληματική είναι η ιδέα ότι τα πάντα μπορούν να κατατμηθούν σε ξεχωριστά, μετρήσιμα μέρη, όπου το όλο δεν είναι ποτέ περισσότερο από τα μερικά. Πίσω από τις δυο αυτές προοπτικές βρίσκεται η πεποίθηση ότι ο καλύτερος ή ακόμα, ο μοναδικός τρόπος να γνωρίσεις τον κόσμο είναι να απομακρυνθείς από αυτόν, να είσαι έξω από αυτόν. Ότι είναι η αποστασιοποίηση που μας επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον κόσμο, κι ότι αυτή η χρησιμοποίηση είναι στην πραγματικότητα η πλέον αρμοστή σχέση που μπορούμε να αναπτύξουμε με τον κόσμο.

Σε ένα πρακτικό επίπεδο καταλαβαίνουμε ότι οι επιστήμονες λειτουργούν μέσα σ ένα σύστημα το οποίο βασίζεται τόσο (αν όχι περισσότερο) στην ιεραρχία και τις χορηγίες, όσο στην προσοχή στο τι συμβαίνει γύρω μας. Υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές (ακόμα κι από καθεστωτικές πηγές) που δείχνουν ότι αυτός που χρηματοδοτεί μια έρευνα, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το αποτέλεσμά της, από την επίπτωση του καπνού στην υγεία, ως την δυνατότητα περιορισμού της εξάπλωσης των Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (ΓΤΟ), αλλά αυτά τα παραδείγματα δεν είναι παρά τα πιο προφανή. Για να πάρει κάποιος μια ιδέα αρκεί να υποψιαστεί ανάλογα, το ρόλο που παίζει ο τρόπος με τον οποίον κάνουμε μια ερώτηση (Πότε σταματήσατε να χτυπάτε το παιδί σας;), το πρόσωπο στο οποίο απευθύνουμε την ερώτηση (πως σχετίζεται με την ικανότητα του ερωτώντα, τον τρόπο, τις λέξεις κλπ), τι ερωτήσεις θέλουμε να κάνουμε και πως θα επεξεργαστούμε τις απαντήσεις που θα πάρουμε, καθώς και τα συμφέροντα που θα εξυπηρετήσουν αυτές.

«Η δυτική εκπαίδευση μας προδιαθέτει να σκεφτόμαστε τη γνώση με όρους πραγματικής πληροφορίας, πληροφορίας που μπορεί να κατασκευαστεί και να τοποθετηθεί σε βιβλία, διαλέξεις και μαθήματα. Η γνώση είναι κάτι που μπορεί να αποκτηθεί και να συσσωρευτεί, όπως οι μετοχές ή τα ομόλογα. Αντιθέτως, για τον κόσμο των ιθαγενών, η πράξη της κατανόησης κάποιου πράγματος περιλαμβάνει μια προσωπική μεταμόρφωση. Το υποκείμενο και το αντικείμενο της γνώσης δένονται αδιάρρηκτα και μεταλλάσσονται με έναν θεμελιώδη τρόπο. Έτσι οι γνώσεις των ιθαγενών δεν μπορούν ποτέ να περιοριστούν σε μια βάση δεδομένων μέσα σε έναν υπερ-υπολογιστή, καθώς είναι μια δυναμική και ζώσα διαδικασία, μια όψη της αέναης μεταμόρφωσης, της αέναης αναγέννησης της φύσης».[3]

Και σ ένα φιλοσοφικό επίπεδο, η γνώση δημιουργείται από θεσμούς που την περιορίζουν και την κατασκευάζουν με συγκεκριμένους τρόπους. Ενώ από την μια μεριά, η επιστήμη είναι μα απάντηση στην προκατάληψη και την ιεραρχία που σχετίζεται με τη θρησκεία, συνεχίζει επίσης το μοτίβο του χριστιανισμού, αυτό μιας καθαρής αφηρημένης και παγκόσμιας αλήθειας, διαχωρισμένης από την εμπειρία της καθημερινής ζωής, με τους επιστήμονες και τους γιατρούς στη θέση του ιερατείου, δηλαδή των ανθρώπων που γνωρίζουν περισσότερα απ όσα εμείς.

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στην επιστήμη με τρόπους παρόμοιους με αυτούς που άλλοι πιστεύουν στο θεό (σαν κάτι που δεν καταλαβαίνουν αλλά μπορεί να λύσει τα προβλήματά τους). Κάποιοι καταφεύγουν σε επιστημονικά συμπεράσματα, όπως άλλοι καταφεύγουν στις «γραφές».

Παραδοσιακά, η επιστήμη παρουσιάζεται ως έναν ουδέτερος αντικειμενικός παρατηρητής, ένα φανταστικό ον, όπως οι άγγελοι ή οι δαίμονες. Ως αντικειμενικός παρατηρητής λοιπόν, δεν οφείλει να έχει άλλο συμφέρον από την αλήθεια, η οποία αποκαλύπτεται μέσα από την πληροφορία, και η πληροφορία φτάνει σε μας μέσα από τα εργαστήρια, όπου πολύ προσεκτικά επιλέγεται, διαχειρίζεται και ελέγχεται. (Η μυστικοποίηση αυτού του φανταστικού παρατηρητή μονάχα μεγεθύνεται, και δε βελτιώνεται, με την προσθήκη μιας επιπλέον έρευνας, στην οποία ένα σώμα από γνώστες συναδέλφους εξετάζει το πείραμα και τα δεδομένα ώστε να επιβεβαιώσει την εγκυρότητά τους). [4]

Η επιστήμη παίρνει παράδειγμα την τάση της κουλτούρας για εξειδίκευση, και κατά συνέπεια δημιουργεί ειδικούς, ανθρώπους που γνωρίζουν την παραμικρή λεπτομέρεια για ένα τομέα, που όμως, αυτοί οι μικροί τομείς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ως αποτέλεσμα της αντίληψης ότι τα πάντα βασίζονται σε αντικείμενα (κι όχι για παράδειγμα σε σχέσεις). Έτσι, για παράδειγμα, οι πρακτικοί της αλλοπαθητικής ιατρικής γράφουν πολλαπλές συνταγές σε ανθρώπους, συχνά μην έχοντας ιδέα για το πώς αυτά τα συγκεκριμένα φάρμακα θα επιδράσουν το ένα σε συνδυασμό με το άλλο, κι ακόμα περισσότερη άγνοια σχετικά με το πώς σχετίζονται τα συναισθήματα του ανθρώπου με την φυσική υγεία του.

Στο «Η Προέλευση του Ολοκληρωτισμού», η Hanna Arendt χρησιμοποιεί τη λέξη επιστημονισμός για να εκφράσει την λογική προέκταση της επιστημονικής σκέψης, η οποία κάνει δέχεται ηθικά ή κοινωνικά ζητήματα που ειδάλλως δε θα είχαν υπόσταση. (Για παράδειγμα: «Γίνεται κάποιος να μην αξίζει τίποτα; Κι αν ναι, μπορούμε να του κάνουμε ευθανασία;»). Με άλλα λόγια η απάνθρωπες όψεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων σχετίζονται με την εξάρτησή τους από την επιστήμη ως απόλυτο ορισμό της αξίας: πράγματι, η ιδέα ότι τα πάντα πρέπει να αξιολογηθούν είναι μέρος του επιστημονικούς μοντέλου.



Γιατί η ανθρωπολογία δεν μπορεί να είναι αναρχική

Εξ ορισμού, οι ανθρωπολόγοι μελετούν επιστημονικά ανθρώπινες ομάδες, τις σχέσεις, τα ήθη, τις συμπεριφορές και τα κοινωνικά πρότυπά τους. (Αυτό το «επιστημονικά» είναι που τους ξεχωρίζει από τους, ας πούμε, καλλιτέχνες, κωμικούς ή απλά τους περίεργους). Η ιστορία της ανθρωπολογίας είναι αυτή του πολιτισμένου ανθρώπου που επισκέπτεται κουλτούρες ξένες προς αυτόν και γυρνώντας πίσω, δίνει αναφορά στους χρηματοδότες του. Ως επιστήμονες, με όλους τους ποσοτικούς και λογικούς υπαινιγμούς της λέξης, οι ανθρωπολόγοι είναι υπεύθυνοι για την ενσωμάτωση των πρωτόγονων και άλλων λαών στον πολιτισμό. Στο βαθμό που οι ανθρωπολόγοι αποτελούν διαμεσολαβητές ανάμεσα στο πολιτισμένο και στο άγριο, είναι μέρος μιας πολιτισμικής κληρονομιάς που παράγει ιεραποστόλους.

Οι ανθρωπολόγοι, καθώς επίσης κι άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες, επεκτείνουν την επιστημονική πραγματικότητα μετατρέποντας τα σπίτια ων ανθρώπων σε εργαστήρια πειραμάτων, υποθέτοντας ότι είναι εφικτό και κατάλληλο να παρατηρήσεις αντικειμενικά ανθρώπους με πολύ διαφορετική κουλτούρα από την δική σου (η ακόμα και ανθρώπους με τη δική σου κουλτούρα), για τους σκοπούς της απόκτησης των πιο σημαντικών πληροφοριών. Και, όπως και με όλες τις επιστήμες, το πιο σημαντικό μέρος εδώ (καλύπτοντας πολλά ανεξερεύνητα ερωτήματα), μέρος μιας συζήτησης που μπλοκάρεται από τους χορηγούς, τόσο από τους ιδιώτες όσο κι από τα μεγάλα πανεπιστήμια, είναι Γιατί μερικοί άνθρωποι πληρώνονται για να μελετήσουν άλλους ανθρώπους; Τι κερδίζουν οι χρηματοδότες για τα λεφτά που δίνουν; Αυτό που κερδίζουν είναι επέκταση της αγοράς (στους πληθυσμούς της μελέτης), επέκταση του ελέγχου στην υπάρχουσα αγορά (περισσότερες πληροφορίες για το τι κινητοποιεί τους ανθρώπους, δηλαδή πως μπορείς να τους πουλήσεις κάτι πιο αποτελεσματικά), και περισσότερα προϊόντα (από τον τουρισμό μέχρι τα βιβλία ή τα ναρκωτικά).

Σαν εργαλείο, η ανθρωπολογία χρησιμοποιείται για έναν αριθμό αρκετά φανερών λόγων, όπως το ότι παρέχει μια περισσότερο ολιστική άποψη της ανθρωπότητας, απ ότι αυτή της οικονομίας, της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνιολογίας κλπ. Πιο σημαντικό, παρέχει αποδείξεις ότι οι επιλογές μας σαν είδος, είναι πιο εκτεταμένες απ ότι διδαχτήκαμε να πιστεύουμε. Κι αυτό, μιας και η ανθρωπολογία επιτρέπει στους ανθρώπους (σε όσους τουλάχιστον από αυτούς γίνουν ανθρωπολόγοι) να πληρώνονται για να κάνουν ενδιαφέρονται πράγματα, και να έχουν ενδιαφέρουσες συζητήσεις, παρέχει επίσης ανθρώπους που μαθαίνουν για άλλες κουλτούρες κι άρα είναι ενδιαφέροντες, καθώς μπαίνεις στον πειρασμό να μπερδεύεις τους ανθρώπους και τις εμπειρίες τους με την ανθρωπολογία την ίδια. Όμως η επιστημονική μελέτη των ανθρώπων, η δημιουργία των ειδικών αυτών, το πλαίσιο της εύρεσης και της γνώσης γύρω από τους ανθρώπους και πάνω σε μια χρηματοδότηση εταιριών, είναι αναπόφευκτα προβληματικό και χειραγωγικό, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις ή ο χαρακτήρας των ανθρώπων που εμπλέκονται σ αυτό.

Στο «Anthropologists and Other Friends», ο αξιόλογος ινδιάνος συγγραφέας Deloria Jr. καταρρίπτει έξυπνα την προοπτική της ουδέτερης μελέτης των ανθρώπων, περιγράφοντας το τι συνέβη όταν οι φορείς της διαμεσολάβησης (στην περίπτωσή μας, οι ανθρωπολόγοι) και το αντικείμενό της (στην περίπτωσή μας, οι ινδιάνοι), συναντήθηκαν. Ο Deloria εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι ανθρωπολόγοι, έχοντας μια συμπαγή εικόνα στο μυαλό τους για το πώς είναι έπρεπε να είναι οι ινδιάνοι (π.χ. αυθεντικοί) και μελετώντας μονάχα εκείνους τους ινδιάνους που δέχονταν να συμπεριφερθούν με τον τρόπο που περίμεναν οι ανθρωπολόγοι, ενθάρρυναν ουσιαστικά τους ινδιάνους αυτούς να συμπεριφέρονται «αυθεντικά», πράγμα που τελικά εξέλαβαν ως επιβεβαίωση των εκτιμήσεών και των ορισμών τους οι ανθρωπολόγοι.

Αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, ένα κλειστό χάσμα όπου οι άνθρωποι δυο ομάδων δημιουργούν και υποστηρίζουν αμοιβαίες κρίσεις (τις οποίες μάλιστα λαμβάνουν ως δεδομένες) ο ένας για τον άλλο. Δυο από τις κρίσεις αυτές είναι εδώ: «οι πραγματικοί ινδιάνοι έχουν συγκεκριμένο τελετουργικό» και «οι πραγματικοί ανθρωπολόγοι είναι ειδικοί στην κουλτούρα που μελετούν». Είναι ακριβώς η πεποίθηση της καθαρότητας, μιας στατικής ταυτότητας (μια πεποίθηση της επιστήμης), που είναι τόσο παραμορφωτική στις εμπειρίες και τόσο περιοριστική στο είδος των πληροφοριών που οι ερευνητές μπορούν να συλλέξουν από το αντικείμενο της μελέτης τους.

Αυτό το μοντέλο γνώσης δημιουργεί επίσης μια παρόμοια δυναμική ανάμεσα στους ακτιβιστές και τους στόχους του ακτιβισμού τους, καλώντας τους ανθρώπους να αποδεχτούν έννοιες όπως «αληθινή γυναίκα», «αληθινή εργατική τάξη» ή «αληθινή φύση». Στο βαθμό που ένας ακτιβιστής διαμεσολαβείται, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, από αφαιρετικές έννοιες κι όχι από πραγματικές σχέσεις, τόσο απομακρύνονται από αυτούς ή αυτά που προσπαθούν να «σώσουν». Και η διαμεσολάβηση από αφαιρέσεις (κι όχι από πραγματικές σχέσεις) είναι αυτό που δίνει αξία σε πράγματα όπως η χορηγίες και η σχολές. Είναι αυτό που κάνει μια δουλειά επιστημονική.

Οι ανθρωπολόγοι θα δίνουν πάντα έμφαση στη διαφορά ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο της μελέτης. Η τάση αυτή αποδεικνύεται και σε όλους τους ανθρώπους που επιζητούν (για λόγους πλουτισμού ή κοινωνικής αναρρίχησης, ή και τα δύο) να γίνουν ειδικοί της μιας ή της άλλης ομάδας ανθρώπων, και συνήθως σημαίνει την υποταγή, ή έστω το πάγωμα, του αντικειμένου της μελέτης, ώστε να διατηρηθεί, καθαρό, αυθεντικό.

Στο αποσπάσματα από μια Αναρχική Ανθρωπολογία, ο David Graeber μας προτρέπει να «γκρεμίσουμε τα τείχη» μεταξύ των κουλτούρων που μελετούν οι ανθρωπολόγοι (κουλτούρες που συχνά περιγράφονται με τις λέξεις «πρωτόγονες» ή ιθαγενικές) και στις πολιτισμένες κοινωνίες. Βλέπει τον τοίχο αυτόν σαν την πεποίθηση πως κάποια έμφυτη, ουσιαστική αλλαγή συνέβη ώστε να δημιουργηθεί η σύγχρονη κουλτούρα ως θεμελιωδώς διαφορετική από τις προηγούμενες κουλτούρες. Ισχυρίζεται ότι είναι πολύ πιο ενδιαφέρον και χρήσιμο να δούμε με ποιους τρόπους μοιάζουμε με τους ανθρώπους που μελετάμε. Ενώ η θέση του για την αχρηστία του «τείχους» είναι αναντίρρητη, το θέμα είναι ότι η δημιουργία και η συντήρηση του τείχους αυτού είναι το κύριο έργο της ανθρωπολογίας. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Graeber, έχουμε να κάνουμε με την ανθρωπολογία όταν οι άνθρωποι μιλούν για τους «πρωτόγονους», αλλά με την κοινωνιολογία, τις πολιτικές επιστήμες, την οικονομία, την αρχιτεκτονική, την ψυχολογία κλπ όταν μιλάμε γι αυτούς που τους μελετούν. Η επιστήμη επιμένει ότι πρέπει να διαχωριζόμαστε -τόσο ως ομάδες, όσο και ως υποκείμενα- από τον υπόλοιπο κόσμο, ώστε να τον χρησιμοποιήσουμε πιο αποτελεσματικά. Ο κοινωνικός ρόλος των ανθρωπολόγων είναι αυτό ακριβώς το έργο της αποστασιοποίησης που περιλαμβάνει κουλτούρες που είναι ’λλες, όπως αυτές των «πρωτόγονων» ή των ιθαγενών.

Ενώ πολλά μοντέλα αναπτύσσουν πάντοτε τάσεις που φυτρώνουν αντίθετα προς τη λειτουργία τους, αυτοί οι κλάδοι αναπτύσσονται μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητοι στο κυρίως σώμα. Ενδιαφέροντες άνθρωποι που ίσως θέλουν να κάνουν ενδιαφέροντα πράγματα με τις παραδόσεις, αλλά στο βαθμό που αυτοί οι άνθρωποι εργάζονται για την αναγνώριση στο πεδίο τους, στο βαθμό που αξιολογούνται από τα δεδομένα του τομέα τους, στο βαθμό που το έργο τους το διαχειρίζονται οι εταιρίες, θα είναι πάντοτε κομμάτι της επιστημονικής κληρονομιάς και όλων όσων συνεπάγεται αυτή.

Ο μόνος λόγος να αποστασιοποιηθούμε από το ’Aλλο, την όλη σύλληψη ενός ’Αλλου, είναι ο έλεγχος και η χειραγώγηση, τόσο του ’Αλλου, όσο και του Εαυτού. Πολύ απλά, είναι ευκολότερο να σκοτώσεις έναν ’Αλλο (όπως κι αν αντιμετωπίζεται ένας φόνος), κι όσο πιο εύκολο είναι να τον σκοτώσεις, τόσο και οι δυο πλευρές του διαχωρισμένου Εαυτού/’Αλλου νιώθουν περισσότερη πίεση να συμβιβαστούν.

Η Ανθρωπολογία, όπως οι άλλες επιστήμες, είναι χρήσιμη στην παρούσα τάξη πραγμάτων ώστε να μετατρέπει τα αντικείμενα της μελέτης σε αντικείμενα διαχείρισης, χειραγώγησης και κατανάλωσης από το κυρίαρχο σύστημα, και στην επέκταση του ελέγχου του πάνω στα υποκείμενα της μελέτης.

Σημειώσεις:
[1] Camatte, Against Domestication, This World We Must Leave, 113
[2] http://en.wikipedia.org/wiki/Science, 1/4/2006
[3] βλ. F. David Peat (ένας αξιοσημείωτος φυσικός) – Blackfoot Physics, 2. «Understanding knowledge as an individual thing, a matter of a relationship and personal transformation, and not something that an expert can use to fill up empty containers (a.k.a. students), is a fundamental challenge to the over-emphasis on Mass that currently effects our lives so intensely – from questions of democracy and social change, to industrialization and how work is structured, to our sense of our own personal relevance in the world».
[4] http://www.aip.org/tip/INPHFA/vol-8/iss-6/p12.html

Categories
Green Anarchy

13 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΞΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ – Sasha K.

13 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΞΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ – Sasha K.

Πηγή: Green Anarchy Τεύχος 18, 2004.

1) Οι τάξεις υπήρχαν από το ξεκίνημα κιόλας του πολιτισμού. Ο πολιτισμός ήταν πάντοτε μια κοινωνία ταξική.

2) Η τάξη δεν είναι απλά μια οικονομική κατηγορία, είναι μια κοινωνική σχέση. Οι ταξικές σχέσεις οικοδομούν και επιβάλλονται στο σύνολο της κοινωνίας, κι όχι απλά στο οικονομικό πεδίο.

3) Οι ταξικές κοινωνικές σχέσεις πάντοτε συνδέονταν με μια σειρά άλλων καταναγκασμών όπως οι πατριαρχικές κοινωνικές σχέσεις και οι διάφορες μορφές ρατσισμού.

4) Οι τάξεις είναι μια από τις βασικές οργανωτικές δομές κάθε κοινωνίας από το ξεκίνημα του πολιτισμού, παρόλο που η μορφή των τάξεων διαφοροποιείται κατά την ανάπτυξη του πολιτισμού. Αυτή η ανάπτυξη της ταξικής κοινωνίας και των κοινωνικών σχέσεων πάντοτε συνδεόταν άμεσα με την ανάπτυξη της τεχνολογίας (ονομάζω λοιπόν την κοινωνία, ένα «κοινωνικο-τεχνολογικό καθεστώς»). Καθώς η ταξική κοινωνία αναπτύσσεται, το ίδιο ισχύει για την κοινωνική εξειδίκευση και τα τεχνολογικά της μέσα. Μια οξεία κοινωνική κριτική θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει μια κριτική των ταξικών κοινωνικών σχέσεων και των διασυνδέσεών τους με την κυρίαρχη υλική κουλτούρα της παρούσας κοινωνίας, περιλαμβανομένων των τεχνολογικών μέσων που ταυτόχρονα επιτρέπει την ανάπτυξή τους κι επιτρέπουν την ανάπτυξή της.

5) Ο πόλεμος ανάμεσα στις τάξεις υπήρξε από τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι τάξεις.

6) Ο ταξικός πόλεμος υπάρχει ακόμα κι όταν οι άνθρωποι δε συνειδητοποιούν ότι παίρνουν μέρος σ αυτόν. Υπάρχει σ ολόκληρη την τροχιά της καθημερινής ζωής. Ένας από τους τρόπους που μπορούν οι επαναστάτες να παρέμβουν στον ταξικό πόλεμο, λοιπόν, είναι να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αντιληφθούν ότι εμπλέκονται σ αυτόν. Υπάρχουν άπειροι τρόποι για κάτι τέτοιο και οφείλουμε να είμαστε δημιουργικοί.

7) Όταν επαναστατεί, η τάξη των καταπιεσμένων αγωνίζεται για το τέλος της ύπαρξης κάθε τάξης, παρόλο που συχνά αριστεριστές διαχειριστές της εξέγερσης προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον ταξικό αγώνα, και να τον επανεντάξουν στους σκοπούς του καπιταλισμού, ώστε να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους θέσεις εξουσίας πάνω στους άλλους και συνθήκες υλικής ευημερίας. Για τους αληθινούς επαναστάτες, αυτούς που πραγματικά αγωνίζονται για το τέλος της κυριαρχίας πάνω στις ζωές μας από το κράτος, τον καπιταλισμό και τις εμπορευματικές σχέσεις, την υποταγή στην εργασία, την πατριαρχία και το κοινωνικό-τεχνολογικό καθεστώς, η αυτοκαταστροφή του προλεταριάτου-των καταπιεσμένων ως τάξη είναι ο σκοπός, κι όχι η κατάληψη της θέσης μιας άλλης τάξης (της καπιταλιστικής ή άρχουσας τάξης).

Το νόημα του ταξικού πολέμου δεν είναι ότι οι εργάτες είναι καλύτεροι άνθρωποι από τους καπιταλιστές, ή κάποια ηθική κρίση μιας τάξης, πόσο μάλλον η ανωτερότητά της από την άλλη, αλλά η ολοκληρωτική καταστροφή του κοινωνικού θεσμού των τάξεων σαν σύνολο. Ο ταξικός πόλεμος προκύπτει από την αντίθεση ανάμεσα στις επιθυμίες μας και τους τρόπους με τους οποίους η ταξική δομή περιορίζει, ελέγχει και εκμεταλλεύεται τις ζωές μας. Ο αγώνας μας ξεκινά με την επιθυμία να ζήσουμε μ έναν διαφορετικό τρόπο, να αποδράσουμε από τον πειθαρχικό έλεγχο της ταξικής κοινωνίας. Ωστόσο η επαναφομοίωση του ταξικού αγώνα θα συνεχίσει όσο συνεχίζουν να υπάρχουν οι ταξικές σχέσεις, χωρίς αυτό να μας κάνει να εγκαταλείπουμε τις θέσεις μάχης, θα πρέπει να μας κάνει πιο προσεχτικούς στην ανάλυσή μας και πιο δημιουργικούς στον αγώνα για τις ζωές μας.

8) Ο ταξικός πόλεμος είναι πάντα παγκόσμιος όπως και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, κάποτε όμως προβάλλεται μέσα από εθνικά πλαίσια. Πρέπει να βρούμε τα σημεία όπου το επαναστατικό περιεχόμενο του ταξικού πολέμου διαρρηγνύει τα εθνικά πλαίσια, και να επιστρατεύσουμε τις δυνάμεις μας σε μια τέτοια κίνηση. Έτσι δεν τίθεται απλά ένα ζήτημα αδιαφορίας περί των εθνικό-απελευθερωτικών κινημάτων, ούτε βέβαια άκριτης υποστήριξής τους, αλλά κριτικής και επαναστατικής αλληλεγγύης με τις δυνάμεις του ταξικού πολέμου που τείνουν προς την απόλυτη καταστροφή των ταξικών σχέσεων.

9) Η ρίζα του ταξικού αγώνα δε βρίσκεται στην οικονομία. Η παραγωγή δεν είναι σκέτη οικονομία, επίσης. Δεν εμφανίζεται μόνο στα εργοστάσια, αλλά εξαπλώνεται στην κοινωνία σαν διαδικασία κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής που περικλείει τον έλεγχο και την πειθάρχηση των εργαζομένων καθώς και των υπολοίπων μελών της κοινωνίας. Είναι ολόκληρο το κοινωνικό εργοστάσιο που παράγει τους κοινωνικούς ρόλους, τις σχέσεις και τις υποκειμενικότητες, που καθορίζει τα σώματα και τα μυαλά μας, και μετασχηματίζει και ελέγχει την ίδια τη ζωή. Αυτό είναι που θέλουμε να καταστρέψουμε.

Οι υποψήφιοι ταξικοί μάνατζερς της αριστεράς συνήθως επιδιώκουν τον μετασχηματισμό του ταξικού αγώνα σε έναν οικονομικό αγώνα, έναν αγώνα για μεγαλύτερη οικονομική εξουσία, για ένα μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας, κάποιες ελαφρές διορθωτικές διεκδικήσεις περιορισμένες στο οικονομικό πεδίο. Αυτή είναι η βάση στην οποία γεννιούνται οι αριστερές γραφειοκρατίες, τα κόμματα και τα συνδικάτα, αυτή είναι η ζωογόνος πνοή τους. Όμως καθώς το ταξικό ζήτημα δεν είναι τόσο ζήτημα οικονομικό όσο κοινωνικού χαρακτήρα, για να είναι ο ταξικός αγώνας πραγματικά ριζοσπαστικός, για να κινηθεί προς ένα τέλος των τάξεων ως τέτοιων, πρέπει να διαρρήξει το πλαίσιο των οικονομικών διεκδικήσεων και των αριστερών επίδοξων μάνατζερς που τις προωθούν.

Η σύνθεση κάθε αγώνα κάτω από μια οργάνωση κάνει τον αγώνα τρωτό στον έλεγχο των αριστερών διαχειριστών. Για να κρατήσει λοιπόν ένας ταξικός αγώνας τη ριζοσπαστική του δυνατότητα πρέπει να παραμείνει αυτόνομος, αυτό-διευθυνόμενος και αυτό-οργανωμένος. Πρέπει να μείνει ανεξέλεγκτος, εκτός ελέγχου, και πρέπει να απλώνεται και να βαθαίνει κοινωνικά. Ο στόχος της επανάστασης των καταπιεσμένων δεν είναι ποτέ οικονομικός, είναι αντι-οικονομικός, ωθείται προς το ξεπέρασμα και την καταστροφή της οικονομίας, κάθε εμπορευματικής συναλλαγής, και της διαμεσολάβησης κάθε χρηματικής μορφής, κάθε ιδεολογίας και ηθικής.

10) Η εργασία είναι η καθυποταγμένη συμπεριφορά στα πλαίσια της οικονομίας. Σαν δραστηριότητα, διαχωρίζεται από τις άλλες πλευρές της ζωής και εντάσσεται στη σφαίρα της οικονομίας. Καθώς η ταξική κοινωνία αναπτύσσεται και μετασχηματίζεται, η εργασία αποξενώνεται όλο και περισσότερο από τη ζωή και τις επιθυμίες μας. Γίνεται μια δραστηριότητα που μας υποτάσσει και μας καταπιέζει, μια δραστηριότητα που ξεφεύγει από τον έλεγχό μας, που αντίθετα, μας θέτει στον έλεγχό της. Ο επαναστατικός ταξικός αγώνας των καταπιεσμένων μάχεται για τη διάλυση κάθε διαχωρισμού που επιβάλλει η ταξική κοινωνία: το διαχωρισμό ανάμεσα σε μας και τη δραστηριότητά μας, ανάμεσα στην εργασία και το παιχνίδι, ανάμεσα σε μας και αυτούς με τους οποίους αλληλεπιδρούμε.

11) Στο εσωτερικό του μετασχηματιζόμενου καπιταλιστικού συστήματος, διαφορετικά πρότυπα συσσώρευσης οργανώνουν τους τρόπους με τους οποίους η καπιταλιστική τάξη διαχειρίζεται τη συσσώρευση του κεφαλαίου που παράγεται από την εκμετάλλευση του μόχθου και της ενέργειας των εκμεταλλευομένων, αποκλεισμένων και καταπιεσμένων. Τα πρότυπα συσσώρευσης αυτά είναι διαφορετικές μορφές καπιταλιστικής εργασιακής πειθαρχίας και οργάνωσης. Στις ΗΠΑ και σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα λειτούργησε κάτω από το Φορντικό πρότυπο (πήρε το όνομά του από το παραγωγικό μοντέλο του Φορντ, και η ιδεολογία του ήταν ο Κευνσιανισμός). Στις αρχές του 1970, αυτό το πρότυπο αντικαταστάθηκε από εκείνο της ευελιξίας (διάλυση των συνδικάτων, «απελευθέρωση του ωραρίου», μη εξασφαλισμένη εργασία ή συνταξιοδότηση, τέλος του Κράτους Πρόνοιας, ανεξέλεγκτη κίνηση του κεφαλαίου πέρα από σύνορα, αύξηση της σημασίας του διεθνούς εμπορίου και των τεχνολογιών επικοινωνίας, της επιτήρησης και του κοινωνικού ελέγχου κλπ. Η κυρίαρχη ιδεολογία του είναι ο νέο-φιλελευθερισμός ο οποίος συχνά αναφέρεται ως «παγκοσμιοποίηση»).

Αρκετές άλλες χώρες ωθούνται προς μια φορντική διαχείριση της εργασίας χωρίς τις εγγυήσεις για τους εργάτες, που παρείχε ο φορντισμός (κάτι που ισχύει στο μεγαλύτερο μέρος του τρίτου κόσμου, για παράδειγμα). Όμως ο θάνατος του φορντισμού σε ορισμένες χώρες δε σημαίνει και το τέλος του ταξικού πολέμου, παρά μόνο το πέρασμά του στον συνεχή παγκόσμιο μετασχηματισμό. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να αναλύσουμε τους μετασχηματισμούς αυτούς και τις δικές μας απαντήσεις, κι όχι να παρατήσουμε απλά τον ταξικό πόλεμο, όπως φαίνεται να προτείνει ένα μέρος του λεγόμενου κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης. Το πρότυπο της ευέλικτης συσσώρευσης συνοδεύεται από μια αυξανόμενη εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση κάθε μορφής της κοινωνικής ζωής και την ολοένα και ταχύτερη μετατροπή της ίδιας της ζωής σε εμπόρευμα, παράλληλα με μια νέα λεηλασία του τρίτου κόσμου. Η διαδικασία αυτή έχει λειάνει τον χαρακτήρα του ταξικού αγώνα της εποχής μας. Αυτός ο μετασχηματισμός του καπιταλισμού και των ταξικών σχέσεων θα έπρεπε να υποδεικνύει και νέους στόχους παρέμβασης (κοινωνικά, υλικά, τεχνολογικά κλπ) και νέες αντιφάσεις της ταξικής κοινωνίας να εκμεταλλευτούμε.

12) Ως αναρχικοί ή επαναστάτες, δεν είναι δουλειά μας να επινοήσουμε, να παράγουμε ή να διαχειριστούμε την ταξική σύγκρουση. Ο ταξικός πόλεμος θα συνεχίσει να διεξάγεται, είτε μας αρέσει είτε όχι. Μπορούμε να παρέμβουμε στον ταξικό πόλεμο, αλλά δεν είναι μια υπόθεση ολότελα δική μας. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αν και κατά πόσο θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη του ταξικού πολέμου, αλλά το πώς παρεμβαίνουμε στην ταξική σύγκρουση η οποία συνεχίζεται είτε παρέμβουμε είτε όχι.

13) Από τις απαρχές του πολιτισμού, κάθε του μετασχηματισμός οδήγησε πάντοτε σε μια ταξική κοινωνία, η καταστροφή των τάξεων ως τέτοιων μέσα από τον επαναστατικό ταξικό αγώνα των αποκλεισμένων θα παραμείνει πάντα ένας κεντρικός στόχος του αναρχισμού. Είναι μια πλευρά που διαχωρίζει την επαναστατική δραστηριότητα από τους επίδοξους αριστερούς διαχειριστές της εξέγερσης που συχνά γυροφέρνουν τα επαναστατικά κινήματα ελπίζοντας να τα πειθαρχήσουν και να χειραγωγήσουν τη δύναμή του ταξικού αγώνα προς όφελός τους, προστατεύοντας τον καπιταλισμό και κάθε μορφή διαχωρισμού και αλλοτρίωσης που παράγει.



[μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007

Categories
Feral Faun

Η μηχανή του ελέγχου: μια κριτική ματιά στην τεχνολογία

Η μηχανή του ελέγχου: μια κριτική ματιά στην τεχνολογία

«Να ασκείς κριτική στην τεχνολογία […] σημαίνει να λαμβάνεις υπόψη το γενικότερο πλαίσιό της, να την αντιμετωπίζεις όχι ως ένα απλό άθροισμα μηχανημάτων, αλλά σαν μια κοινωνική σχέση, ένα ολοκληρωμένο σύστημα. Σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι ότι ένα τεχνολογικό επίτευγμα αντανακλά την κοινωνία που το παράγει, και ότι η εισαγωγή του αλλάζει τις σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων. Να ασκείς κριτική στην τεχνολογία σημαίνει να αρνείσαι να υποτάξεις την ανθρώπινη δραστηριότητα στο κέρδος». – At Daggers Drawn

Η τεχνολογία δεν αναπτύσσεται από το μηδέν, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές σχέσεις και τις συνθήκες στις οποίες αναπτύσσεται. Είναι προϊόν ενός συγκεκριμένου πλαισίου, κι έτσι αναπόφευκτα αντανακλά το πλαίσιο αυτό. Έτσι, ο ισχυρισμός ότι η τεχνολογία είναι ουδέτερη δεν έχει καμία βάση. Δε θα μπορούσε άλλωστε να είναι πιο ουδέτερη από κάθε άλλο σύστημα που αναπτύσσεται ώστε να εγγυηθεί την αναπαραγωγή της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης – της εξουσίας, της ανταλλακτικής αξίας, του γάμου και της οικογένειας, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας κλπ. Συνεπώς μια σοβαρή επαναστατική ανάλυση χρειάζεται απαραίτητα να περιλαμβάνει μια κριτική αποτίμηση της τεχνολογίας.

Με τον όρο τεχνολογία, δεν εννοώ απλά τα εργαλεία, τις μηχανές ή ακόμα ένα «σύνολο τεχνικών μέσων» ως εξειδικευμένες οντότητες, αλλά ένα ολοκληρωτικό σύστημα τεχνικών, μηχανημάτων, ανθρώπων και υλικών σχεδιασμένων να αναπαράγουν τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις που επιτείνουν και προωθούν την ύπαρξή του. Για να γίνω ξεκάθαρος, δεν ισχυρίζομαι ότι η τεχνολογία παράγει κοινωνικές σχέσεις, αλλά μάλλον ότι είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να τις αναπαράγει σε συμφωνία με τις ανάγκες του κυρίαρχου συστήματος.

Πριν ο καπιταλισμός επεκτείνει την κυριαρχία του στις κοινωνικές σχέσεις, εργαλεία, τεχνικές κι ακόμα μια σειρά μηχανημάτων είχαν δημιουργηθεί και εφαρμοστεί σε συγκεκριμένες εργασίες. Υπήρχαν ακόμη κάποιες συστηματικές εφαρμογές των τεχνικών και των μηχανημάτων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν τεχνολογικές με την πληρέστερη έννοια του όρου. Είναι ενδιαφέρον να κρατήσουμε κατά νου ότι αυτές οι τελευταίες εφαρμόστηκαν ιδιαίτερα εκεί όπου η εξουσία απαιτούσε τον μέγιστο έλεγχο – σε μοναστήρια, στις αίθουσες βασανιστηρίων της ιεράς εξέτασης, στις γαλέρες, στην κατασκευή μνημείων της εξουσίας, στις γραφειοκρατικές, στρατιωτικές και αστυνομικές δομές πανίσχυρων αυτοκρατοριών όπως η Κίνα των δυναστειών. Όμως παρέμειναν κατά κανόνα στην περιφέρεια της καθημερινής ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν εργαλεία και τεχνικές που δημιουργούσαν οι ίδιοι ως άτομα, ή μέσα στις μικρές κοινότητες που ανήκαν.

Με την άνοδο του καπιταλισμού, η αναγκαιότητα για μια ευρείας κλίμακας συσσώρευση και ανάπτυξη των αγαθών και των μέσων, οδήγησε στην αιματηρή και βίαιη απαλλοτρίωση όλων αυτών που προηγουμένως μοιράζονταν οι κοινότητες, από την ανερχόμενη καπιταλιστική άρχουσα τάξη (μια διαδικασία που επεκτάθηκε παγκόσμια μέσα από την οικοδόμηση αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών) και την ανάπτυξη ενός ολοένα και πιο ολοκληρωτικού τεχνολογικού συστήματος που επέτρεπε την μέγιστη αποτελεσματικότητα στη χρήση των μέσων περιλαμβανομένης της εργατικής δύναμης. Σκοπός αυτού του συστήματος ήταν η αύξηση της αποτελεσματικότητας στη συσσώρευση και ανάπτυξη των αγαθών και των μέσων, αλλά και ο αυξημένος έλεγχος πάνω στους εκμεταλλευομένους.

Οι αρχικές εφαρμογές των βιομηχανικών τεχνικών συνέβησαν εν πλω: σε εμπορικά και πολεμικά πλοία, αλλά και στη γεωργία. Η τελευταία αποτέλεσε πραγματικά ένα πεδίο δράσης, όπου ένα νέο σύστημα μεγάλης έκτασης καλλιεργειών με σκοπό το κέρδος στάθηκε ικανό να αναπτυχθεί με τον καιρό χάρη στην μεγάλη ανέχεια των χωρικών στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Βρετανία, που εξασφάλιζε ένα πλήθος πιθανών σκλάβων, μαζί με όσους παρανόμους καταδικάζονταν σε καταναγκαστική εργασία αλλά και το αφρικανικό δουλεμπόριο που ξερίζωνε ανθρώπους από τα σπίτια τους αναγκάζοντάς τους στην υποδούλωση. Το βιομηχανικό σύστημα που επιβλήθηκε μέσα στα πλαίσια αυτά δεν είχε μια βάση θεμελιωμένη πάνω σε ένα σύνολο κατασκευασμένων μηχανημάτων παρά στην μέθοδο της διαχείρισης της εργασίας όπου οι εργάτες ήταν τα γρανάζια μιας μηχανής στην οποία αν έστω ένας αποτύγχανε να φέρει εις πέρας το έργο του, εξέθετε σε κίνδυνο ολόκληρη τη δομή της εργασίας.

Όμως εκεί βρίσκονταν συγκεκριμένες όψεις του συστήματος που το έθεταν σε κίνδυνο. Η ανάπτυξη του συστήματος ύδρευσης, φέρνοντας κοντά διάφορες ομάδες φτωχών με διαφορετικές γνώσεις κι εμπειρίες, άνοιγε το δρόμο για αλληλο-επιρροές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για παράνομες ενώσεις και κοινές εξεγέρσεις. Οι ναυτικοί που ταξίδευαν σε συνθήκες δούλων στα πλοία παρείχαν επίσης τα μέσα για την επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών τόπων δημιουργώντας ένα είδος διεθνισμού των καταπιεσμένων. Οι καταγραφές παράνομων ενώσεων και εξεγέρσεων στα παράλια του βόρειου Ατλαντικού στα 1600 και στα 1700 περιλαμβάνουν κάθε φυλή καταπιεσμένων ενώ παράλληλα έχουν ελάχιστα σημάδια ρατσισμού, όμως ταυτόχρονα πίεσαν τον καπιταλισμό να αναπτύξει περαιτέρω τις τεχνικές του. Ένας συνδυασμός της ρατσιστικής ιδεολογίας και διαχωρισμού της εργασίας επιστρατεύτηκαν προκειμένου να δημιουργηθούν χάσματα μεταξύ των μαύρων σκλάβων και των ευρωπαϊκής καταγωγής δουλοπάροικων. Επιπρόσθετα, ενώ το κεφάλαιο δε θα ήταν ποτέ ικανό να επιβιώσει χωρίς την μεταφορά αγαθών και υλικών, για οικονομικούς καθώς και κοινωνικούς λόγους έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην μετατροπή των αγαθών σε εμπορευματικά είδη σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ότι πριν.

Η εξάρτηση από τους μικρό-τεχνίτες για την παρασκευή αγαθών ήταν επικίνδυνη για το κεφάλαιο με αρκετούς τρόπους. Οικονομικά, ήταν αργοκίνητο κι αναποτελεσματικό και δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια για παραγωγή υπεραξίας προς όφελος της άρχουσας τάξης. Αλλά το πιο σημαντικό, ήταν η σχετική ανεξαρτησία των τεχνιτών που τους καθιστούσε έναν δύσκολα ελεγχόμενο πληθυσμό. Καθόριζαν οι ίδιοι τα νοικοκυριά τους, τις εργασίες τους κ.ο.κ.. Έτσι το βιομηχανικό σύστημα που είχε ήδη αποδειχτεί αρκετά αποτελεσματικό στην ναυτιλία και στη γεωργία θα μπορούσε να επεκταθεί και στην παραγωγή αγαθών.

Βλέπουμε ότι το βιομηχανικό σύστημα δεν ήταν απλά (ή δεν ήταν πρωταρχικά) αναπτυγμένο γιατί συνιστούσε έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο να παράγονται αγαθά. Οι καπιταλιστές δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την παραγωγή αγαθών ως τέτοια. Μάλλον η παραγωγή αγαθών είναι ένα αναγκαίο κομμάτι της διαδικασίας ανάπτυξης του κεφαλαίου, της δημιουργίας υπεραξίας και διατήρησης του ελέγχου του πλούτου και της εξουσίας. Έτσι το βιομηχανικό σύστημα – το σύνολο των τεχνικών, των μηχανημάτων, των εργαλείων, των ανθρώπων και των αγαθών που είναι η τεχνολογία όπως τη γνωρίζουμε – αναπτύχθηκε σαν ένα μέσο ελέγχου του πιο ασταθούς παράγοντα της παραγωγικής διαδικασίας: του ανθρώπου-εργάτη. Το ίδιο το εργοστάσιο είναι στην πραγματικότητα χτισμένο σαν μια τεράστια μηχανή όπου το κάθε μέρος – περιλαμβανομένου του ανθρώπινου – είναι σε πλήρη συνάρτηση με κάθε άλλο μέρος. Παρόλο που η τελειοποίηση αυτής της διαδικασίας έλαβε χώρα στον χρόνο καθώς η ταξική πάλη έδειχνε τις αδυναμίες του συστήματος, αυτή η κεντρική στόχευση ήταν έμφυτη στη βιομηχανική τεχνολογία από τις απαρχές της, μιας και συμπεριλαμβανόταν στη λόγο ύπαρξής της. Η αναγνώριση του ζητήματος αυτού από τους λουδδίτες το μετέτρεψε στην κύρια πηγή του αγώνα τους.

Αν αναγνωρίσουμε ότι η τεχνολογία που αναπτύχθηκε από τον καπιταλισμό, αναπτύχθηκε ακριβώς για να διατηρήσει και να αυξήσει τον έλεγχο της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης πάνω στις ζωές μας, δεν υπάρχει τίποτα το περίεργο σχετικά με το γεγονός ότι το κομμάτι αυτής της τεχνικής προόδου που δεν ήρθε ως άμεση απάντηση στους ταξικούς αγώνες, στο πεδίο της εργασίας, ήταν σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένο σε ζητήματα αστυνομικών και στρατιωτικών τεχνικών. Η κυβερνητική (cybernetics) και η πληροφορική παρέχουν τα μέσα συσσώρευσης και αποθήκευσης πληροφοριών σε πρωτόγνωρα επίπεδα, επιτρέποντας την ανάπτυξη εκτενέστερης επίβλεψης ενός πληθυσμού που ωθείται όλο και περισσότερο σε έναν κόσμο φτώχειας, και ενδεχομένως εξέγερσης. Επιτρέπουν την αποκέντρωση της εξουσίας χωρίς κάποια απώλεια του ελέγχου από τους κυριάρχους. Ο έλεγχος βασίζεται σαφώς στο τεχνολογικό σύστημα που αναπτύσσεται. Φυσικά, αυτή η επέκταση του ιστού του ελέγχου πάνω από ολόκληρη την κοινωνική σφαίρα σημαίνει επίσης ότι καθίσταται και εξαιρετικά εύθραυστος. Αδύναμοι σύνδεσμοι βρίσκονται παντού, και οι δημιουργικοί εξεγερμένοι τους ανακαλύπτουν. Όμως η αναγκαιότητα ελέγχου που είναι όσο πιο ολική γίνεται, παρακινεί τους κυριάρχους αυτού του κόσμου στο να δεχτούν τα ρίσκα, ελπίζοντας ότι θα είναι σε θέση να αποκαταστήσουν τους ελαττωματικούς συνδέσμους όσο πιο γρήγορα.

Η τεχνολογία, λοιπόν, όπως τη ξέρουμε, αυτό το βιομηχανικό σύστημα ολοκληρωμένων τεχνικών, μηχανημάτων, ανθρώπων και υλικών, δεν είναι ουδέτερο. Είναι ένα συγκεκριμένο εργαλείο, που δημιουργείται κατά τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, που ποτέ δε σκόπευε να υπηρετήσει ή να συμβιβαστεί με τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, αλλά μάλλον να προφυλάξει και να επεκτείνει τον έλεγχο της κυρίαρχης τάξης. Οι περισσότεροι αναρχικοί αναγνωρίζουν ότι το Κράτος, η ιδιωτική ιδιοκτησία, το εμπορευματικό σύστημα, η πατριαρχική οικογένεια και η οργανωμένη θρησκεία είναι οπωσδήποτε εξουσιαστικοί θεσμοί που πρέπει να καταστραφούν προκειμένου να δημιουργήσουμε ένα κόσμο στον οποίο θα είμαστε όλοι ελεύθεροι να ορίσουμε τις ζωές μας όπως θεωρούμε οι ίδιοι.

Έτσι, φαίνεται περίεργο που η ίδια αντίληψη δεν εφαρμόζεται όταν έχουμε να κάνουμε με το βιομηχανικό τεχνολογικό σύστημα. Ακόμα και στην εποχή μας που το βιομηχανικό σύμπλεγμα δεν αφήνει περιθώριο για κάθε είδους ατομική εναλλακτική, που η επικοινωνία κυριαρχείται από ανεξέλεγκτα συστήματα και δίκτυα προσβάσιμα από κάθε αστυνομική υπηρεσία, και που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα τα χρησιμοποιήσει ο καθένας, όταν το τεχνολογικό σύστημα σαν ολότητα απαιτεί από τους ανθρώπους πολλά παραπάνω από «την εργατική τους δύναμη», εργάτες για τη συντήρησή του, και επιστάτες για την ποιότητά του, υπάρχουν ακόμα αναρχικοί που προτάσσουν «να πάρουμε τα μέσα παραγωγής στα χέρια μας». Όμως το τεχνολογικό σύστημα που έχουμε απέναντί μας είναι το ίδιο μέρος της δομής της κυριαρχίας. Δημιουργήθηκε για περισσότερο αποτελεσματικό έλεγχο των εκμεταλλευομένων από το κεφάλαιο.

Όπως το Κράτος, όπως ακριβώς το κεφάλαιο, το τεχνολογικό σύστημα αυτό είναι ανάγκη να καταστραφεί προκειμένου να πάρουμε πίσω τις ζωές μας. Το τι ακριβώς συνεπάγεται αυτό, όσον αφορά το κάθε συγκεκριμένο εργαλείο ή τεχνική, είναι κάτι που θα προσδιοριστεί στην πορεία του αγώνα ενάντια στον κόσμο της κυριαρχίας. Όμως ακριβώς για να ανοίξουμε το δρόμο σε κάθε πιθανότητα ώστε να δημιουργήσουμε ό,τι επιθυμούμε ελεύθερα, η μηχανή του ελέγχου πρέπει να καταστραφεί!

Το κείμενο προέρχεται από το δελτίο Willful Disobedience Τόμος 3, Τεύχος 2:(http://www.geocities.com/kk_abacus/vbutterfly.html)

Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Ιούνης 2007

Categories
Feral Faun

Το Internet και η αυτό-οργάνωση – Wilful Disobedience

Το Internet και η αυτό-οργάνωση – Wilful Disobedience

Η τρέχουσα αναδιάρθρωση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων χρωστάει τη γέννησή στην άνοδο της «εποχής της πληροφορίας», κυρίως χάρη στην ανάπτυξη της κυβερνητικής και των σχετικών με αυτήν τεχνολογιών, οπότε δε θα �πρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η αντίσταση στον καπιταλισμό κάνει χρήση των ίδιων αυτών εργαλείων για τους δικούς της σκοπούς. Αυτό που αποτελεί ενδεχομένως έκπληξη, ή τουλάχιστον ενόχληση, είναι ότι τα εργαλεία αυτά έχουν αγκαλιαστεί χωρίς καμία κριτική ανάλυση των διαδικασιών που παράγουν και αυτών υπό τις οποίες λειτουργούν, ούτε καν της φύσης αυτής της μορφής επικοινωνίας και οργάνωσης που επιτρέπουν. Στην πραγματικότητα, δεν είναι σπάνιο, ακόμα και ανάμεσα στους αναρχικούς, να συναντήσει κανείς εγκώμια του internet που δίνουν την εντύπωση ότι είναι ακριβώς αυτή η τεχνολογία που έκανε την οργάνωση των σημερινών αγώνων εφικτή, που επέτρεψε στο σύγχρονο «αντι-καπιταλιστικό κίνημα» να αναπτυχθεί. Κατά καιρούς, αυτός το λιβάνισμα, φτάνει σ� ένα επίπεδο που μοιάζει να μεταμορφώνει το internet σε εικόνισμα, ένα σύμβολο του επαναστατικού αγώνα. Τι κρίμα όμως για τους τεχνο-φετιχιστές ριζοσπάστες, η εικόνα του υπολογιστή δε θα αποκτήσει ποτέ το γόητρο του αυτόματου όπλου των �70es.

Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια εξειδικευμένη εμμονή με ένα συγκεκριμένο εργαλείο είναι τουλάχιστον προβληματική, ιδιαίτερα όταν αυτό αποτελεί ένα απολύτως εναρμονισμένο στοιχείο της παρούσας κοινωνικής τάξης. Το internet δεν έχει καθεαυτό καμία σχέση με την αυτό-οργάνωση, τις σχέσεις αυτονομίας, και από μια αναρχική προοπτική, τις σχέσεις που είναι θεμελιώσεις σε έναν αγώνα ενάντια σε αυτόν τον κόσμο. Το internet είναι κυρίως ένα σύστημα που έχει αναπτυχθεί για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες ανάγκες του κεφαλαίου και του κράτους, είναι λοιπόν παρανοϊκό να του αποδίδουμε ιδιότητες ελεύθερης συμμετοχής και διασύνδεσης. Η μορφή του συνηγορεί στην υποβάθμιση της γνώσης σε (πολύ πιο εύπεπτα) bits πληροφοριών, της σκέψης σε δεκαδικά στοιχεία, των σχέσεων σε εικονική επικοινωνία-όπως ακριβώς το αυτόματο συνηγορεί στον φόνο.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν και ότι στο υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο το internet δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα πολύτιμο εργαλείο για τους αναρχικούς. Εκεί μπορούμε να βρούμε πληροφορίες για κοινωνικούς αγώνες, για δράσεις, για την κρατική καταστολή ανά τον πλανήτη. Μπορούμε να έρθουμε σε γρήγορη συνεννόηση συχνά δίχως κόστος, για να πάρουμε διάφορες συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Αλλά, όλο αυτό είναι απολύτως ασήμαντο όταν αφαιρεθεί το ίδιο το περιεχόμενο του πραγματικού αγώνα ενάντια στο υπάρχον, στο ολοκληρωτικό σύμπλεγμα των θεσμών που κυριαρχούν στις ζωές μας. Όπως το βλέπω εγώ, κάτι τέτοιο σημαίνει έναν αγώνα ενάντια στις κοινωνικές σχέσεις που παράγει το internet και το τεχνολογικό σύστημα στο οποίο βασίζεται.

Όμως όσοι μέσα στον αντικαπιταλιστικό χώρο ύμνησαν τόσο το internet, είναι γιατί το βλέπουν σαν κάτι παραπάνω από ένα εργαλείο. Γι αυτούς, είναι η βάση για έναν παγκόσμιο αγώνα, μη-ιεραρχικό, που μπορεί να οδηγήσει σε έναν «πραγματικά δημοκρατικό» κόσμο. Αγνοούν βέβαια τον συστηματικό έλεγχο των σχέσεων που είναι έμφυτος στην τεχνολογία αυτή, και την κάνει εξ ορισμού ιεραρχική. Αγνοούν και την ιεραρχία που περιέχει εξ ορισμού η δημοκρατία. Όμως πάνω απ� όλα αγνοούν την ιστορία των αγώνων των εκμεταλλευομένων ενάντια στην πραγματικότητα αυτήν. Το internet είναι μια πολύ πρόσφατη τεχνολογική καινοτομία, όχι περισσότερο από μια γενιά παλιά, και υπήρξαν εξεγέρσεις και ανταρσίες ενάντια στην εξημέρωση και την εκμετάλλευση ενάντια στην τάξη του πολιτισμού. Στην καρδιά των αγώνων αυτών, οι άνθρωποι βρίσκονταν πάντοτε σε θέση να ανοίγουν δρόμους επικοινωνίας με τους άλλους αγωνιστές, δρόμοι που, αν και τεχνολογικά ήταν κατώτεροι του internet, ήταν πολύ αμεσότεροι και πολύ πιο αυτόνομοι. Ήταν η αυτό-οργανωμένη επικοινωνία, συχνά πρόσωπο-με-πρόσωπο.

Σαν ενσωματωμένο στοιχείο του κυβερνητικού τεχνολογικού ελέγχου, το internet δεν είναι και δεν μπορεί να είναι μια έκφραση της αυτό-οργάνωσης. Είναι ολότελα διαφορετικό από μια αυτόνομη συνέλευση, μια ομάδα συγγενείας, ή μια ομάδα δρόμου εξεγερμένων προλεταρίων που βρίσκονται με άλλους για να οργανώσουν τον αγώνα τους. Η διαφορά είναι απλή. Αν καταστήσουμε το internet τη βάση για τον συντονισμό του αγώνα μας, για την επικοινωνία των σχεδιασμών μας, των δράσεων και των ονείρων μας, τότε οι αγώνες, οι σχεδιασμοί και όλα όσα τους εμπνέουν θα προσαρμοστούν έτσι ώστε να επικοινωνούνται μέσα από το internet. Δηλαδή, σχέδια, δράσεις και όνειρα που μπορούν να κατακερματιστούν σε αμέτρητα bits πληροφοριών που οι άνθρωποι, τα πάθη τους, οι επιθυμίες τους, μοιραία αποκτούν μικρότερη σημασία, από την αναγκαιότητα για πιο εμπορικά bytes. Αυτό συμβαίνει γιατί η οργάνωση και η επικοινωνία στο internet έχουν ξεκινήσει πριν καν αρχίσουμε να το χρησιμοποιούμε, και φυσικά όχι προς όφελός μας, αλλά μάλλον προς όφελος της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης. Η εξάρτηση από ένα μέσο που έχει στηθεί από τον εχθρό έχει δυο σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον αγώνα μας: Υποσκάπτει τη δική μας δημιουργική φαντασία και πρακτική νοημοσύνη, την ικανότητα για αυτό-οργάνωση, και καθιστώντας μας εξαρτημένους από τον αντίπαλο για την ίδια την οργάνωση του αγώνα μας, υποβαθμίζει την ικανότητά μας να χτυπήσουμε πρώτοι και αποτελεσματικά τον εχθρό.

Όσοι από μας αποζητούμε έναν κόσμο απελευθερωμένο από την κυριαρχία και την εκμετάλλευση, και ως συνέπεια την καταστροφή του κράτους, του κεφαλαίου και ολόκληρου του συμπλέγματος των θεσμών που μας καταπιέζουν, πρέπει να οργανώσουμε τους αγώνες μας αυτόνομα. Αυτό σημαίνει να δημιουργήσουμε οι ίδιοι τα εργαλεία για την επικοινωνία και τον συντονισμό των αγώνων. Είναι απαραίτητο να αναπτύξουμε τις σχέσεις μας βασισμένοι στην αληθινή γνώση του άλλου, των σχεδίων και των ιδεών του, των ικανοτήτων, των ονείρων και των επιθυμιών. Αυτές οι σχέσεις παρέχουν τη βάση για την ανάπτυξη σχεδίων και ενεργειών, και σε μια ευρύτερη κλίμακα, για άτυπα δίκτυα αλληλεγγύης. Ποικίλες συζητήσεις, συγκεντρώσεις, έντυπα κλπ αυτόνομες δράσεις, μπορούν να εκφράσουν την ανάλυσή μας και να μας βοηθήσουν να επεξεργαστούμε τις μεθόδους του αγώνα μας και να συντονίσουμε τις δράσεις μας. Ωστόσο, οι επιμέρους λεπτομέρειες δεν είναι τόσο σημαντικές όσο η αναγκαιότητα της αυτό-οργάνωσης του αγώνα μας. Μόνο με αυτή τη βάση, μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πώς θα μεταχειριστούμε τα εργαλεία και πως θα τα στρέψουμε προς το σκοπό μας, αυτόν της καταστροφή της παρούσας κοινωνίας και της ελεύθερης δημιουργίας των ζωών μας.

Στα πλαίσια ενός τέτοιου αυτό-οργανωμένου αγώνα, το internet μπορεί να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, αλλά τίποτα παραπάνω, και μόνο ένα ανάμεσα στα πολλά, ένα που θα έλεγα ότι είναι καταδικασμένο να γκρεμιστεί μαζί με την κοινωνία που το γέννησε. Και εν μέσω μιας αληθινής εξέγερσης, όταν η άμεση επικοινωνία θα είναι θεμελιώδης, τι θα προτιμούσατε; Να κάθεστε σ� ένα γραφείο, μπροστά σε μια οθόνη; Ή εκεί έξω, στο πεδίο που διεξάγεται ο πραγματικός αγώνας;

Η επανάσταση δεν είναι μια υπόθεση νίκης επί του εχθρού αλλά καταστροφής του. � Los Incontrolados

Σ.τ.μ. Το παραπάνω κείμενο βρέθηκε στο περιοδικό Wilful Disobedience vol.2 – #9, των εκδόσεων Venomous Butterfly. Επιλέξαμε να το μεταφράσουμε καθώς μοιραζόμαστε τον προβληματισμό του συγγραφέα, αν και όχι απαραίτητα τις απόψεις του, στο σύνολό τους. Ας σημειωθεί πάντως ότι αναφέρεται πρωταρχικά στον αγγλοσαξονικό «χώρο», όπου ένας διαδικτυακός φετιχισμός είναι πολύ πιο ανεπτυγμένος και απωθητικός απ� ότι αλλού (π.χ. ομάδες χτίζονται βάσει μιας ιστοσελίδας, και επικοινωνούν-συζητούν κλπ μέσω internet�). Θεωρούμε πάντως ότι δεν είναι εντελώς άκαιρο -ή άκυρο- να δημοσιεύσουμε την μετάφραση, έστω σαν μια μικρή προειδοποίηση.

�για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Γενάρης 2007

1

Categories
Ecotopia

Τεχνολογία και Πάλη των Τάξεων – Ecotopia

Τεχνολογία και Πάλη των Τάξεων

(Πηγή: το ισπανόφωνο φανζίν Ecotopia #2, Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Γενάρης 2007)

Η ανάπτυξη της τεχνολογία στα τελευταία 40 χρόνια, η πυρηνική βιομηχανία, η κυβερνητική, η πληροφορική, η βιοτεχνολογία και η γενετική μηχανική, έχουν καταφέρει βαθιές αλλαγές στο κοινωνικό πεδίο. Οι μέθοδοι εκμετάλλευσης και κυριαρχίας έχουν μετασχηματιστεί, και για τον λόγο αυτό οι παλιές ιδέες πάνω στη φύση της πάλης των τάξεων δεν μπορεί να αποτελούν ακόμη ικανά εργαλεία ανάλυσης της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί. Ο μαρξιστικός και συνδικαλιστικός εργατισμός δεν μπορούν πια να χρησιμεύουν ως φόρμες μιας επαναστατικής πρακτικής. Αυτό δε σημαίνει κι ότι η ανίχνευση του σύγχρονου περιεχομένου της τάξης δεν είναι μια αναγκαιότητα απέναντι στην κατάσταση αυτή, μιας και έτσι θα χάναμε τη βάση μιας συνεκτικής κατανόησης της παρούσας πραγματικότητας και άρα του τρόπου να της επιτεθούμε.

Η εκμετάλλευση σήμερα, όχι μόνο συνεχίζεται ακάθεκτη, αλλά έχει εντατικοποιηθεί ακριβώς χάρη στην νέα τεχνολογία. Η κυβερνητική έχει κάνει εφικτή την αποκέντρωση της παραγωγικής διαδικασίας, διασπείροντας τις διάφορες παραγωγικές μονάδες στο κοινωνικό πεδίο. Ο αυτοματισμός έχει μειώσει δραστικά τον αριθμό των εργαζομένων που είναι απαραίτητοι για μια οποιαδήποτε εργασία. Η κυβερνητική επίσης δημιουργεί τις μεθόδους για να επιτευχθεί κέρδος χωρίς πραγματική παραγωγή προϊόντων, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο στο κεφάλαιο να αναπαραχθεί παρακάμπτοντας τη κόστος της συντήρησης μιας εργατικής δύναμης.

Επιπλέον, οι νέες τεχνολογίες απαιτούν μια εξειδικευμένη γνώση που δεν μπορεί να την έχει ο πολύς κόσμος. Αυτή η γνώση τείνει να γίνει και ο πραγματικός πλούτος της κυρίαρχης τάξης της εποχής μας. Μέσα στο βιομηχανικό σύστημα, μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε την πάλη των τάξεων σαν τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων και των κατόχων των μέσων παραγωγής. Αυτό δεν επαρκεί πλέον. Όσο η νέες τεχνολογίες προχωρούν, οι εκμεταλλευόμενοι θα πέφτουν σε θέσεις ολοένα και πιο επισφαλείς. Το παλιό εξασφαλισμένο πόστο στη φάμπρικα εφ’ όρου ζωής, θα αντικαθίσταται με τα ευκαιριακά μεροκάματα, την παροχή υπηρεσιών, την προσωρινή εργασία, την ανεργία, την μαύρη εργασία, την παράνομη εργασία, την παρανομία, την φυλακή… Αυτή η επισφάλεια εξασφαλίζεται από τον τοίχο που υψώνουν οι νέες τεχνολογίες ανάμεσα στους εκμεταλλευομένους και τους εκμεταλλευτές διαρκώς και αδιάλειπτα.

Ωστόσο η ουδετερότητα της τεχνολογίας φαίνεται να στοιχειώνει τα μυαλά πολλών από τους εκμεταλλευομένους. Αν η πιο πρόσφαφτη βιομηχανική ανάπτυξη επικεντρώθηκε στην επινόηση τεχνικών για την μαζική παραγωγή αγαθών τυποποιημένων και χαμηλού κόστους με αντάλλαγμα πολλές ώρες εργασίας, οι νέα τεχνολογική ανάπτυξη δεν θα επιμείνει τόσο στην παραγωγή αγαθών όσο στην ανάπτυξη των μέσων κοινωνικού ελέγχου, σε βαθμό ολοκληρωτικό. Η πυρηνική βιομηχανία, εκτός από τις εξειδικευμένες γνώσεις, απαιτεί υψηλά επίπεδα ασφάλειας που αναδεικνύουν ως αρμόδιο για την ανάπτυξή της απ’ ευθείας το κράτος που βασίζεται σε μια στρατιωτική υποδομή για την διατήρησή της, μιας και είναι τόσο απαραίτητη για τον ίδιο τον στρατό. Η ικανότητα της κυβερνητικής να επεξεργάζεται, να συλλέγει, να διαχωρίζει, και να διοχετεύει τις πληροφορίες στη στιγμή, εξυπηρετεί στις αναγκαιότητες του κράτους να καταγράφει και να παρακολουθεί τους υπηκόους του, όσο και της ανάγκης του να καταπολεμά την πραγματική επικοινωνία αυτών τους οποίους κυβερνά, επιτρέποντας μια ψηφιακή αναπαράστασή της, στερώντας τους όμως την ουσιαστική συνενόηση. Η βιοτεχνολογία προσφέρει στο κράτος τον βασικό έλεγχο πάνω σε μια από τις κυριότερες διαδικασίες της ζωής μας, να επιλέγει το είδος των φυτών, των ζώων, και με τον καιρό, των ανθρώπων που θα επιτρέπεται να υπάρχουν.

Δεδομένου του ότι οι τεχνολογίες αυτές απαιτούν μια εξειδικευμένη γνώση για να αναπτυχθούν, και ότι σκοπός της ανάπτυξής τους αυτής είναι η ένταση του ελέγχου πάνω στις ζωές μας, η εκμεταλλευόμενη τάξη μπορεί τώρα να καταλάβει ποιοι θα είναι αυτοί που θα εξοριστούν από την εξειδικευμένη γνώση και από τη συμμετοχη σε αυτή τη δομή εξουσίας. Η κυρίαρχη τάξη είναι, σε ότι την αφορά, ενιαία με όσους βρίσκονται σε αυτό το οικοδόμημα της εξουσίας αν και αυτό δεν σημαίνει κι ότι τα όρια ανάμεσα σε αυτούς που θα συμπεριλαμβάνονται και σ αυτούς που θα εξορίζονται είναι σαφή, κι έτσι σε πολλές περιπτώσεις θα έχουμε πολυάριθμα κομμάτια του πληθυσμού που θα προλεταριοποιούνται, καθώς θα χάνουν την ικανότητα να επιλέγουν οι ίδιοι για τις συνθήκες της δικής τους ύπαρξης.

Έχει σημασία να σημειώσουμε πως καθώς αυτές οι νέες τεχνολογίες έχουν δημιουργηθεί με σκοπό να δώσουν στους κατόχους τους εξουσία πάνω στους εκμεταλλευομένους και στο φυσικό πλούτο της Γης, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για το “καλό της ανθρωπότητας”. Η πολυπλοκότητα και η εξειδίκευση συνδυαζόμενες με την μη-προβλεψιμότητα των δομικών υλικών τους-ιδιαίτερα όσον αφορά ατομικά ή υπο-ατομικά μεγέθη- κύματα φωτός, γονίδια και χρωμοσώματα, κλπ μπορούν να εγγυηθούν ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να προβλέψει ακριβώς πως λειτουργούν. Εδώ αναδύεται μια τεχνολογική προοπτική στην υπάρχουσα οικονομική δυσχέρεια που μαστίζει τους περισσότερους από μας. Χωρίς υπερβολή, αυτή η υποδομή τεχνολογικής καταστροφής και ελέγχου στοχεύει ρητά στον έλεγχο των εκμεταλλευμένων από την εξουσία, κι όταν που και που θα γεννάει κι άλλα Chernobil, κι άλλα γεννετικά τερατουργήματα και αποτυχημένα εργαστηριακά πειράματα, θα καθησυχάζει τον ανίδεο κόσμο μέσω των λεγόμενων ειδικών. Επιπλέον, το κράτος, που είναι υπεύθυνο για την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών για την στρατιωτική δύναμή του, ενδέχεται να παρουσιάζει τον εαυτό του σαν ένα καταφύγιο ενάντια στην αχαλίνωτη ανάπτυξη των τεχνολογιών αυτών. Έτσι, αυτό το τερατώδες, εγκληματικό και ανεξέλεγκτο έκτρωμα θα παρουσιάζεται στην υπηρεσία των εκμεταλλευομένων προσπαθώντας να διατηρήσει τα προσχήματα στην ανάπτυξη των τεχνολογιών, ελέγχοντας τις εναντίον τους αντιδράσεις. Και τί μπορούν να κάνουν οι εκμεταλλευόμενοι για να προφυλαχθούν από τις επερχόμενες καταστροφές, όταν ο πλούτος και η εξουσία έχουν αποκλείσει κάθε έξοδο κινδύνου;

Η νέα τεχνολογία και οι σύγχρονες συνθήκες περιθωριοποίησης και επισφάλειας που επιφυλάσσει στους εκμεταλλευομένους, θέτουν υπό αμφισβήτηση το παλιό όραμα του “να πάρουμε τα μέσα”. Αυτή η τεχνολογία -ανεξέλεγκτη και πηγή ελέγχου η ίδια- δεν μπορεί να εξυπηρετήσει κανέναν “ανθρώπινο σκοπό” και δεν έχει καμία θέση σε έναν κόσμο ελευθερων υποκειμένων που δημιουργούν τις ζωές τους σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. Έτσι οι παραληρηματικές ουτοπίες των συνδικαλιστών και των μαρξιστών δεν μας χρησιμεύουν πια (Σ.τ.Μ. έχει πάντως ενδιαφέρον η σχεδόν θρησκευτική πίστη ορισμένων μαρξιστών πως η μετάβαση στο σοσιαλισμό θα είναι προϊόν της ολοένα αυξανόμενης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που (…κατά τας γραφάς) θα σπάσουν τα δεσμά των καπιταλιστικών συνθηκών παραγωγής! Κάπως ανάλογα ο σοσιαλισμός αντικαταστάθηκε από τους μπολσεβίκους όπως-όπως με τον εξηλεκτρισμό, ενώ ακόμα και σήμερα σταλινικά απολιθώματα παραληρούν που ο Πατερούλης μετέτρεψε την αγροτική ρωσία σε μια εκβιομηχανισμένη υπερδύναμη, με τα πυρηνικά της και τα όλα της… Χωρίς να σημαίνει αυτό ότι και κάποιοι αναρχικοί είναι λιγότερο αξιοθρήνητοι όταν καμαρώνουν για την ανάκαμψη της παραγωγής ή της αυτοκινητοβιομηχανίας υπό τη διοίκηση της “δικής μας” CNT). Γιατί να επαναλάβουμε το ίδιο λάθος; Οι νέες τεχνολογίες στοχεύουν συγκεκριμένα στον έλεγχο, ενώ ολόκληρη η τεχνολογική ανάπτυξη βασίστηκε πάνω στην αναγκαιότητα του ελέγχου των εκμεταλλευομένων. Το εργοστάσιο δημιουργήθηκε για να ρυθμίζονται καλύτερα οι εργασίες των παραγωγών. Η γραμμή παραγωγής για την εκμηχάνιση αυτής της ρύθμισης. Κάθε νέα τεχνολογική πρόοδος της βιομηχανίας θέτει το χρόνο και τις κινήσεις του εργαζόμενου κάτω από ακόμα μεγαλύτερο έλεγχο. Συνεπώς, η ιδέα που ήθελε τους εργαζόμενους να μπορούν να χειραφετηθούν οι ίδιοι, παίρνοντας τα παραγωγικά μέσα υπό τον έλεγχό τους, ήταν πάντοτε μια αυταπάτη. Μια αυταπάτη κατανοητή, όσο ο τεχνολογικός σχεδιασμός είχε σαν πρώτη του προτεραιότητα των παραγωγή αγαθών. Πλέον, που ο αντικειμενικός σκοπός του είναι ξεκάθαρα ο κοινωνικός έλεγχος, η φύση του αγώνα μας πρέπει να είναι ξεκάθαρη: η καταστροφή κάθε συστήματος ελέγχου – του κράτους, του κεφαλαίου και του τεχνολογικού συστήματος, το τέλος της προλεταριακής συνθήκης και η ελεύθερη δημιουργία των ζωών μας, ως υποκείμενα ικανά να καθορίσουμε το πως θα ζήσουμε. Ενάντια στην τεχνολογία αυτή, το μεγαλύτερο όπλο που έχουν οι εκμεταλλευομένοι είναι κι αυτό που χρησιμοποιούν από την βιομηχανική εποχή: Το Σαμποτάζ!

1

Categories
Green Anarchy

Οικονομικό Σαμποτάζ και Επαναστατική Βία – Green Anarchy

Οικονομικό Σαμποτάζ και Επαναστατική Βία – Green Anarchy

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΑΜΠΟΤΑΖ

Από το “Σημειώσεις πάνω στην Πράσινη Αναρχία και τον Πρωτογονισμό”

Συγγραφείς: John Zerzan, Eric Blair, και συλλογικότητα “Green Anarchy”

Είναι απίθανο πόσο πολλοί εξεγερσιακοί αναρχικοί επιτρέπουν στον εαυτό τους να ξεπέσει σε αυτή τη σπατάλη ενέργειας, το θεωρητικό διάλογο με φιλελεύθερους που προσπαθούν να μετατρέψουν τα ζητήματα τακτικής σε ηθικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα στην προσπάθειά τους να επαναπροσδιορίσουν την φθορά ιδιοκτησίας και το οικονομικό σαμποτάζ ώς “βία”, κι έτσι να κοντρολλάρουν την οργή όσων δεν τρέφουν αυταπάτες για τους καταπιεστές τους και εξεγείρονται ενάντια στην κυριαρχία τους. Ο σεβασμός στην ιδιοκτησία είναι υποταγή στον καπιταλισμό και τις αξίες ενός συστήματος το οποίο πολλοί από μας σοβαρολογούν όταν λένε ότι θέλουν να το καταστρέψουν, κι όχι να το μετασχηματίσουν (reform). Γνωρίζουμε ότι ο εχθρός μας έχει καταστήσει την ιδιοκτησία αντικείμενο λατρείας, κι ότι η εξουσία του πηγάζει, στον κόσμο που έχει δημιουργήσει αυτός, από την ιδιοκτησία και τον πλούτο που μας έχει κλέψει και δεν τρέφουμε αποδοχή για τίποτα απ’ όσα χρησιμοποιεί το σύστημα εναντίον μας.

Αν επιχειρούμε μια αυθεντική δραπέτευση από τη φυλακή που αποτελεί αυτή η κοινωνία, αν είναι έτοιμοι να κινηθούμε ενάντια στους καταπιεστές μας όσο υπάρχει ακόμη χρόνος, τότε πρέπει να τους χτυπήσουμε εκεί που τους πονάει, και κάτι τέτοιο δε θα γίνει ούτε μέσα από ψηφοφορίες ούτε από ειρηνικές διαμαρτυρίες. Ο εχθρός μας, η βιομηχανική μεγα-μηχανή, πρέπει να αποδυναμωθεί πριν μπορέσει να καταστραφεί εντελώς, κι αυτό μπορεί να γίνει πολύ αποτελεσματικά, αν χτυπήσουμε δίχως οίκτο, στη καρδιά του συστήματος, σε στρατηγικά σημεία πίεσης, με την πρόθεση να σταματήσουμε την αναπαραγωγική διάδοση του βιομηχανικού καρκινώματος. Κινήματα σαν το Μέτωπο Απελευθέρωσης της Γης, έχουν δείξει ότι το οικονομικό σαμποτάζ μπορεί να είναι αποτελεσματικό στο να οδηγήσει ορισμένες εταιρίες στη χρεοκοπία. Το καθήκον μας τώρα είναι να σπρώξουμε ολόκληρο το σύστημα στη χρεοκοπία.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ

Αν και οι περισσότεροι από μας, αγωνιούμε για μια ειρηνική ύπαρξη σε αρμονία με τις άλλες μορφές της ζωής, είναι σημαντικό να προσδιορίσουμε τα πλαίσια μέσα στα οποία ζούμε σήμερα. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του κόσμου ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες, όχι γιατί δεν έχουν «εκπολιτιστεί» ή «εκσυγχρονιστεί», αλλά αντίθετα γιατί εξαναγκάζονται να παίξουν το ρόλο της εργατικής δύναμης των «πρωτοκοσμικών» κρατών. Εμείς που ζούμε στον «πρώτο κόσμο» επίσης υποφέρουμε από αυτό το σάπιο σκηνικό. Με την ακραία αλλοτρίωση, τους φυσικούς καταναγκασμούς, τη ψυχολογική αθλιότητα και την πνευματική κενότητα, δεν τίθεται θέμα πως βαδίζουμε βιαστικά προς τον γκρεμό. Δε χρειάζεται να αναφέρουμε, και δε γίνεται να αρνηθούμε ότι ζούμε υπό τη σκιά της οικολογικής καταστροφής. Δεδομένων αυτών είναι σημαντικό για μας να αναλάβουμε τις ευθύνες μας για την κατάσταση αυτή και να αναλάβουμε δράση τώρα’ όπως καταλαβαίνετε, ο χρόνος τελειώνει!

Κληρονομιά του αναρχικού επαναστάτη είναι η έννοια της εξέγερσης, ή της διάδοσης και δημιουργίας εξεγέρσεων για τους σκοπούς της απελευθέρωσης. Αυτό μπορεί να πάρει πολλές μορφές, αλλά ο μετασχηματισμός (reform) του συστήματος της κυριαρχίας δεν μπορεί να περνιέται για επαναστατικός. Αν και οι περισσότερες δράσεις που πραγματοποιούν οι αναρχικοί θεωρούνται μη-βίαιες, δεν μπορεί να τεθεί περιορισμός στην αντίστασή μας. Ως αναρχικοί, πρέπει να αρνηθούμε απόλυτα κάθε ιδεολογικό ή φιλοσοφικό πρότυπο αντίστασης. Η φυσική αλληλεπίδραση με την εξουσία πρέπει να ξεπεράσει την παθητικότητα και το συμβολικό. Στην πραγματικότητα, πολλοί αναρχικοί αγκαλιάζουν την επαναστατική βία σαν μια αναγκαία αντίδραση στην καταπίεση. Όπου κι αν κοιτάξουμε στο φυσικό κόσμο θα δούμε ότι η αυτό-άμυνα είναι ενστικτώδης. Αυτό δεν μπορεί να ξεπεραστεί με υποθετικά ιδεώδη. Είναι σημαντικό να αμφισβητούμε τους ιδεολογικούς περιορισμούς που προκύπτουν από μια ακραία προνομιούχο θέση. Οι περισσότεροι άνθρωποι στη γη δεν έχουν την άνεση να αποφασίσουν για την πιο «ορθολογική» απάντηση στην κυριαρχία, και συχνά είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Δεν είναι ζήτημα ατομικής προτίμησης ή ιδεολογικής καθαρότητας. Είναι ζήτημα DO OR DIE. Με αυτά δεν θέλουμε να πούμε ότι ο καθένας είναι αναγκασμένος να εμπλακεί στη βίαιη αντίσταση, παρά μάλλον, να παραδεχτεί ότι υπάρχει, ότι είναι δίκαιη (σε πολλές περιπτώσεις), και δε θα ‘πρεπε να καταδικάζεται. Η πολύμορφη επαναστατική βία, είναι μια αναγκαία απάντηση στη θεσμοθετημένη βία του συστήματος, και απαραίτητη για τη συνέχιση της ζωής. Και ναι, θέλουμε να γλύψουμε τις πληγές που μας προκάλεσε αυτό το ταξίδι θανάτου που αποκαλούμε πολιτισμό, αλλά δε θα κλείσουν μέχρι να σταματήσουμε την μόλυνση της καταπίεσης. Όπως πρότεινε ο Franz Fannon, υπάρχει κι ένα είδος κάθαρσης που βαθαίνει τη σύνδεση ανάμεσά μας, στη πράξη της εξέγερσης και τη φυσική αφαίρεση του καταπιεστή μας. Όσο κι αν κάποιοι δε θέλουν να δουν μαζί μας τι υπάρχει στο πάτο της κάνης ενός όπλου, αυτό, δεν παύει να είναι εκεί, κι εμείς οφείλουμε να ανταποκριθούμε, αγωνιζόμενοι για την αυτό-άμυνα και την απελευθέρωση.

1

Categories
John Zerzan

Για το Καταμερισμό της Εργασίας – John Zerzan

Για το Καταμερισμό της Εργασίας – John Zerzan

Καταμερισμός της Εργασίας: 1. η κατάτμηση σε εξειδικευμένα, συγκεκριμένα καθήκοντα για λόγους μέγιστης απόδοσης στην οποία συνίσταται η παραγωγή, αποτελεί στοιχειώδη όψη της παραγωγικής διαδικασίας. 2. ο περιορισμός ή η υποβάθμιση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε ξεχωριστά καθήκοντα που αποτελούν την υλική ρίζα της αλλοτρίωσης. Είναι η βασική εξειδίκευση με την οποία εμφανίζεται και αναπτύσσεται ο πολιτισμός.

Η σχετική ολότητα της ζωής πριν τον πολιτισμό ήταν πριν από κάθε τι, η απουσία του περιοριστικού, καταπιεστικού διαχωρισμού των ανθρώπων σε διάφορους ρόλους και λειτουργίες. Η θέσμιση της απώλειας των εμπειριών και της δύναμης μπρος στην κυριαρχία της εξειδίκευσης, που φαίνεται τόσο φυσική σήμερα, συνιστά τον Καταμερισμό της Εργασίας. Δεν είναι τυχαίο που οι ιδεολογίες-κλειδιά του πολιτισμού έχουν επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις τους προκειμένου να προσδώσουν αξία στο διαχωρισμό αυτό. Στη «Δημοκρατία» του Πλάτωνα για παράδειγμα, μαθαίνουμε ότι η καταγωγή του Κράτους βρίσκεται στην «φυσική» ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων που ενσωματώνεται στον Καταμερισμό της Εργασίας. Ο Durkheim αποτίνει το δικό του φόρο τιμής σε έναν διαχωρισμένο κόσμο ανισότητας, εκθειάζοντας την ως λυδία λίθο της “ανθρώπινης αλληλεγγύης”, η ηθική αξία της οποίας είναι… μάλλον το μαντέψατε ήδη! Πριν από αυτόν, σύμφωνα με τον Franz Borkenau, εκδηλώθηκε μια σημαντική αύξηση του καταμερισμού εργασίας γύρω στα 1600, όταν και εισήχθηκε η αφηρημένη έννοια της εργασίας, η οποία χρησιμοποιείται και για να υπογραμμίσει, με τη σειρά της, ολόκληρη τη σύγχρονη, καρτεσιανή σύλληψη της υποταγής ολόκληρης της υλικής μας υπόστασης και της μετατροπής της σε ένα αντικείμενο για την (αφηρημένη) συνείδηση.

Στην πρώτη κιόλας πρόταση του «Ο Πλούτος Των Εθνών» (1776), ο Adam Smith προέβλεψε την ουσία της βιομηχανικής επανάστασης προσδιορίζοντας πως ο καταμερισμός της εργασίας αντιστοιχεί και σε μια ποσοτική αύξηση της παραγωγικότητας. Είκοσι χρόνια αργότερα, ήταν ο Schiller αυτός που αναγνώρισε πως ο καταμερισμός της εργασίας παρήγαγε μια κοινωνία στην οποία τα μέλη της ήταν ανίκανα να αναπτυχθούν ως ανθρώπινες οντότητες. Ο Marx μπορούσε να δει και από τις δυο πλευρές: «Ως αποτέλεσμα του καταμερισμού της εργασίας… ο εργάτης υποβαθμίζεται στην κατάσταση της μηχανής». Αλλά η λατρεία του Marx στην ολότητα της παραγωγής ήταν και καθοριστική για την ανθρώπινη απελευθέρωση. Θεώρησε πως το ξεπέρασμα της αθλιότητας των ανθρώπων περνά μέσα από το αναγκαίο κακό της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Ο Μαρξισμός δεν μπόρεσε να εξαλείψει το καθοριστικό αποτύπωμα αυτής της θεώρησης υπέρ του καταμερισμού της εργασίας, κι έτσι οι βασικοί θεωρητικοί του σίγουρα αντανακλούν αυτήν την αποδοχή. Ο Lukacs, για παράδειγμα, επιλέγει να το αγνοήσει, βλέποντας μόνο πως τις «δυνάμεις ενοποίησης της κυρίαρχης εμπορευματικής μορφής» εφιστώντας την προσοχή του στο πρόβλημα της προλεταριακής συνειδητοποίησης. Ο E.P. Thompson κατανόησε ότι μέσα στο βιομηχανικό σύστημα, «η χαρακτηρο-δομή των ανυπόταχτων προ-βιομηχανικών εργατών ή βιοτεχνών προσαρμόστηκε με τη βία σε αυτό που αποτέλεσε τον υπάκουο απομονωμένο εργάτη». Κι όμως, έδωσε ελάχιστη προσοχή στον καταμερισμό της εργασίας, τον κεντρικό μηχανισμό με τον οποίο αυτή η προσαρμογή επιτεύχθηκε.

Ο Marcuse προσπάθησε να περιγράψει έναν πολιτισμό με απουσία κάθε καταπίεσης, ερχόμενος ωστόσο μπρος στην ασυμβατότητα αυτών των δύο. Υποκύπτοντας στη «φυσικότητα» του καταμερισμού εργασίας, έκρινε πως η «λελογισμένη άσκηση εξουσίας» και η «πρόοδος του συνόλου» στηρίζονται πάνω του. Λίγες σελίδες μετά, πάλι, στο «Έρως και Πολιτισμός» θα παραδεχτεί πως «κάποιος καταλήγει ολοένα και πιο αποξενωμένος από την εργασία του όσο περισσότερο εξειδικευμένος γίνεται ο καταμερισμός της εργασίας».

Ο Ellul καταλάβαινε πως «το αιχμηρό λεπίδι της εξειδίκευσης έχει χαράξει σα ξυράφι τη ζωντανή σάρκα», πως ο καταμερισμός της εργασίας προκαλεί την άγνοια ενός «κλειστού σύμπαντος» αποκόπτοντας το υποκείμενο από τους άλλους κι από τη φύση.

Παρομοίως ο Horkheimer συνόψισε την αλλοτρίωση: «Έτσι, παρόλη τη δραστηριότητά τους, τα άτομα γίνονται ολοένα και πιο παθητικά, παρόλη την εξουσία τους πάνω στη φύση, γίνονται ολοένα και πιο ανίσχυρα μπροστά στην κοινωνία και τους εαυτούς τους». Παρόμοια σκεπτόμενος, ο Foucault επέστησε την προσοχή στην παραγωγικότητα ως το στοιχειώδη σύγχρονο καταναγκασμό.

Όμως η σύγχρονη μαρξιστική σκέψη συνεχίζει να πέφτει στην παγίδα της ανάπτυξης του καταμερισμού της εργασίας, για χάρη της τεχνολογικής προόδου. Ο Braverman στο -με πολλές έννοιες- εξαιρετικό έργο του «Εργασία και Μονοπωλιακό Κεφάλαιο» εξερευνά την υποβάθμιση της εργασίας, αλλά τη θεωρεί κατά κύριο λόγο, ως πρόβλημα «απώλειας της θέλησης και της φιλοδοξίας, να αποσπαστεί ο έλεγχος της παραγωγής από τα χέρια των καπιταλιστών».

Οι «Ψυχολογικό-Κοινωνικές Συνέπειες της Φυσικής και Αλλοτριωμένης Εργασίας» του Schwabbe είναι αφιερωμένες στο τέλος κάθε κυριαρχίας επί της παραγωγής και προτείνουν μια αυτό-διαχείριση της παραγωγής. Ο λόγος, προφανώς, που αγνοεί τον καταμερισμό της εργασίας είναι ότι είναι έμφυτος στην παραγωγή. Δεν καταλαβαίνει ότι είναι ηλίθιο να μιλάς για απελευθέρωση και παραγωγή στην ίδια πρόταση. Η τάση του καταμερισμού της εργασίας ήταν πάντοτε το αναγκαίο φορτίο που προσέφερε κάθε ανταλλάξιμο γρανάζι σε ένα ολοένα και περισσότερο αυτονομούμενο, αδιαπέραστο στην επιθυμία σύστημα. Ο βαρβαρισμός των μοντέρνων καιρών παραμένει η υποδούλωση στην τεχνολογία, με άλλα λόγια, ο καταμερισμός της εργασίας. Η εξειδίκευση, γράφει ο Giedion, «προχωρά χωρίς αναβολή», κι έτσι σήμερα περισσότερο από ποτέ, μπορούμε να δούμε και να νιώσουμε τον τελματωμένο, από-ερωτικοποιημένο κόσμο στον οποίο μας οδήγησε. Ο Robinson Jeffers έχει πάρει την απόφασή του: «Δεν θεωρώ πως ο βιομηχανικός πολιτισμός αξίζει τη διαστροφή της ανθρώπινης φύσης, την απονοηματοδότηση και την απώλεια της επαφής με τη Γη, στην οποία οδηγεί».

Εντωμεταξύ, η συνεχιζόμενη μυθολογία της «ουδετερότητας» και του «αναπόφευκτου» της τεχνολογικής ανάπτυξης, παίζουν τεράστιο ρόλο στην ενσωμάτωση του καθένα στον καταναγκασμό του καταμερισμού της εργασίας. Όσοι αντιτίθενται στην κυριαρχία ενώ ταυτόχρονα υπερασπίζονται τον αξιακό πυρήνα της, παρατείνουν την αιχμαλωσία μας. Θυμηθείτε τον Guattari, το μετα-στρουκτουραλιστή ριζοσπάστη, που θεωρεί πως η επιθυμία και το όνειρο είναι δυνατά «ακόμα και σε μια κοινωνία με υψηλή βιομηχανική ανάπτυξη και πλήρως ανεπτυγμένες υπηρεσίες πληροφοριών κλπ». Ο προχωρημένος αυτός γάλλος εχθρός της αλλοτρίωσης, ωχριά μπροστά στην απλοϊκή παρατήρηση της «έμφυτης αδυναμίας των βιομηχανικών κοινωνιών», προσφέρει ωστόσο ένα παράδειγμα εφαρμογής της ρήσης του: «χρειάζεται να αμφισβητήσουμε εξ ολοκλήρου την πρακτική των ειδικών», όχι φυσικά την ίδια την ύπαρξη των ειδικών, αλλά απλώς την «πρακτική» τους.

Για να γυρίσουμε στο ερώτημα: «Πόσο από τον καταμερισμό της εργασίας θα έπρεπε να κρατήσουμε;», θα ανταπέδιδα με την ερώτηση: «Πόση από την ολότητα των εαυτών μας και του πλανήτη επιθυμούμε;»

John Zerzan


[μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007]

Categories
John Zerzan

Μια εισαγωγή στην πρωτόγονη αναρχία – John Zerzan

Μια εισαγωγή στην πρωτόγονη αναρχία – John Zerzan

Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η κύρια αναρχική αντίληψη παρουσίαζε πολλά κοινά σημεία με το μαρξισμό. Οι αναρχικοί, όμως, σε αντίθεση με τους μαρξιστές προσπαθούσαν να μην αγνοούν το άτομο. Επίσης, υιοθετούσαν συνήθως κάποια μορφή αυτοδιαχείρισης. Γι αυτούς η κοινωνία δε θα έπρεπε να διευθύνεται με ιεραρχικό τρόπο, ή με κάποιο σύστημα εξ αποστάσεως αντιπροσώπευσης.

Παρ όλα αυτά, αναρχικοί και μαρξιστές βρίσκονταν βασικά σε συμφωνία όσον αφορά στο πως θα έμοιαζε μια μελλοντική κοινωνία. Ο σύγχρονος βιομηχανισμός σπάνια αντιμετωπιζόταν ως πρόβλημα ( ο William Morris αποτέλεσε μια εξαίρεση με το θαυμάσιο μυθιστόρημά του «Νέα από Πουθενά»), επι τη βάσει μιας αμοιβαίας αποδοχής της τεχνολογικής προόδου. Οι σημερινοί αναρχο-συνδικαλιστές (π.χ. Industrial Workers of the World) διατηρούν αυτήν την πίστη και παράδοση, όπως κάνουν και οι αναρχο-αριστεριστές της εφημερίδας Class War αλλά και εκείνοι της πρόσφατα διαλυθείσας ομάδας Love & Rage.

Ωστόσο, τη δεκαετία του ’90, αναδύθηκε μια νέα έκφραση αναρχίας. Αυτή η νέα αναρχία αμφισβητεί και επιτίθεται σε πολλά περισσότερα πέραν του καπιταλισμού. Χωρίς να απορρίπτει την οξυδέρκεια του Marx όσον αφορά τη βασική πραγματικότητα του διαχωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις και τον ολοκληρωτισμό του κόσμου του εμπορεύματος και της μισθωτής εργασίας, το νέο κίνημα αναρχίας υποστηρίζει επίσης ότι η τεχνολογία αλλά και ο ίδιος ο πολιτισμός είναι κεντρικά στοιχεία του προβλήματος της κυριαρχίας. Οι αριστεριστές ήταν πάντοτε απρόθυμοι να εξετάσουν αυτή την προοπτική και η ανάλυσή τους παραμένει τόσο περιορισμένο άλλο τόσο όσο οι τακτικές τους παραμένουν τις περισσότερες φορές ανιαρές και αναποτελεσματικές.

Ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τεχνολογία δεν είναι σε καμία περίπτωση ουδέτερη, με τη χρησιμότητά της να προσδιορίζεται αποκλειστικά από τον τρόπο που χρησιμοποιείται. Απεναντίας, η τεχνολογία είναι (και πάντοτε ήταν) η ενσάρκωση του κυρίαρχου κοινωνικού συστήματος, η έκφραση των βαθύτερων αξιών του. Για παράδειγμα, η επιδίωξη της αποδοτικότητας καταστρέφει την ενότητα-ολότητα, ενώ η απομάκρυνση από τη φύση προωθείται εις βάρος της αισθαντικότητας. Η τεχνολογία είναι η υποστηρικτική βάση και το συστατικό στοιχείο του ιστού των κυριαρχικών θεσμών.

Γίνεται ολοένα και πιο έκδηλο ότι η ίδια η εσωτερική λογική του πολιτισμού, βασισμένη καθώς είναι στον καταμερισμό της εργασίας και την εξημέρωση, επιφέρει τις πιο μοιραίες συνέπειες. Ο Freud προέβλεψε σχεδόν 75 χρόνια πριν ότι η πλήρης εκδίπλωση του πολιτισμού θα προκαλέσει γενικευμένη νεύρωση. Ο αυξανόμενα κενός, ακόμη και παθολογικός χαρακτήρας της κοινωνίας μας ενδεχομένως υποδεικνύει ότι υποεκτίμησε το φόρο αίματος του πολιτισμού. Όταν παιδιά μόλις δύο ετών πρέπει να χαπακωθούν για να συμμορφωθούν προς τις κοινωνικές επιταγές, όταν εξάχρονοι σκοτώνουν συμμαθητές τους πυροβολώντας τους και όταν 40-50 εκατομμύρια αμερικάνοι έχουν την ανάγκη ψυχοφαρμάκων για να αποκρούσουν το ενδεχόμενο σοβαρής μελαγχολίας, προς τα πού κατευθυνόμαστε; Πόσο βαθιά εδραιωμένος είναι ο θάνατος της εσωτερικής μας φύσης, που επελαύνει τόσο ανενόχλητα, όσο και ο θάνατος του εξωτερικού φυσικού κόσμου;

Η Αριστερά, συμπεριλαμβανομένων και των επηρεασμένων απ αυτήν αναρχικών, αποτυγχάνει να αποτελέσει μια ουσιωδώς αποτελεσματική πρόκληση σ αυτήν την πορεία θανάτου, που αποκαλείται πολιτισμός. Μην έχοντας καμία θεμελιώδη διαφωνία για παράδειγμα με τους θεσμούς της παραγωγής και της εργασίας, το παλιό κίνημα αποδέχεται έναν μαζικοποιημένο, πλήρως αλλοτριωμένο κόσμο ο οποίος έχει παραποιηθεί και παραμορφωθεί από τη ρίζα του. Οι επικρίσεις για τις καταχρήσεις των πολυεθνικών ίσα που γρατζουνίζουν την επιφάνεια της μακρόχρονης παθογένειάς μας.

Ο αναρχο-πρωτογονισμός συνδυάζει μια θεμελιακή ανάλυση του κόσμου με μια μαχητικότητα τέτοια που να ανταποκρίνεται στη βαθύτητα της θεωρίας του. Γνωρίζουμε πόσο σάπιο, πνιγηρό και καταστροφικό είναι ολόκληρο το σύγχρονο μοντέλο διαχείρισης των ζωών μας, συμπεριλαμβανομένου της τεχνολογίας και του πολιτισμού. Αντιμετωπίζουμε πλέον με σοβαρότητα όσα διδάσκονται σήμερα σε πρωτοετείς φοιτητές της ανθρωπολογίας: πριν τον πολιτισμό, η ανθρωπότητα απολάμβανε μια αρκετά εύρωστη υγεία, ισότητα των δυο φύλων, άφθονο ελεύθερο χρόνο, αίσθηση κοινότητας με το φυσικό κόσμο, απουσία οργανωμένης βίας και ένα ήθος μοιράσματος. Οι συνέπειες αυτού του αρκετά πρόσφατου παραδείγματος μόλις και μετά βίας μπορούν να υποτιμηθούν τόσο ως ένα ικανοποιητικό ερμηνευτικό σχήμα για την επιταχυνόμενη υποβάθμιση της ζωής σ όλες της τις εκφάνσεις, όσο και ως μιας πηγής έμπνευσης για δράση. Η άποψη της «κοινωνικής οικολογίας», από την άλλη μεριά δεν αμφισβητεί την κινητήρια ώθηση ή τη λογική της τεχνολογίας και του πολιτισμού. Θεωρεί ως δεδομένη τη συνέχιση της ζωής βασισμένης στη «μαζική παραγωγή» μ έναν προσανατολισμό αυτοδιαχείρισης που θέτει όμως υπό αμφισβήτηση ελάχιστους, κεντρικής σημασίας για την κυριαρχία θεσμούς.

Η εξημέρωση και ο καταμερισμός της εργασίας χαρτογράφησαν και καθοδήγησαν μέχρι τις μέρες μας, την καταστρεπτικότητα της μοντέρνας τεχνο-«ζωής». Οι δυο αυτοί θεσμοί πρέπει να ξεριζωθούν εάν η ζωή, η υγεία και η ελευθερία πρόκειται να ξανανθίσουν. Νομίζουμε ότι η μακρά νύχτα της αιχμαλωσίας και των διαψεύσεων αρχίζει να διαλύεται, καθώς οι τεράστιες αντιφάσεις του πολιτισμού αποκαλύπτονται πλέον πλήρως. Σε τελική ανάλυση κανείς δε θα γλυτώσει τον απανθρωπισμό του ανθρώπου και τη λεηλασία του πλανητικού οικοσυστήματος. Πιστεύουμε πως ήρθε η ώρα για ξεκαθάρισμα των θέσεών μας, για κριτική σκέψη και οραματισμό για έναν ποιοτικό μετασχηματισμό του ριζοσπαστικότερου, θεμελιωδέστερου είδους. Η ανάλυση και η πρακτική της αριστεράς είναι ανίσχυρες ενάντια στις πηγές αυτής της κρίσης. Ζήτω η παγκόσμια γιορτή της πραγματικής εξέγερσης! Ας διαλύσουμε ολόκληρο το απαίσιο φορτίο των διαχωρισμών και της αθλιότητας. Το σύνθημα τοίχου στο Παρίσι, το Μάιο του 1968 «Κάτω από το πεζοδρόμιο βρίσκεται η παραλία!» μας καλύπτει απόλυτα.

Το παραπάνω κείμενο του John Zerzan βρέθηκε στην μπροσούρα «πρωτόγονο μέλλον» (σελίδες 39-41) των εκδόσεων «Ζωή ή Πολιτισμός», απ’ όπου και δακτυλογραφήθηκε και αναπαράχθηκε εδώ, λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει ως «εισαγωγικό» κείμενο στον αναρχο-πρωτογονισμό.

Categories
John Zerzan

Ποιός είναι ο Νόαμ Τσόμσκι – John Zerzan

ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΤΣΟΜΣΚΙ!

Ο Νόαμ Τσόμσκι (Noam Chomsky) είναι ίσως ο διασημότερος αμερικανός αναρχικός, πράγμα κομματάκι παράξενο μιας κι ως προς την πολιτική του έκφραση είναι ένας καθωσπρέπει αριστερός-φιλελεύθερος, κι όσον αφορά την ακαδημαϊκή του ειδικότητα, την γλωσσική θεωρία (linguistic theory) ένας κατ’ εξοχήν αντιδραστικός. Ο Τσόμσκι είναι επίσης, ομολογουμένως, ένας ειλικρινής και ακούραστος ακτιβιστής, πράγμα που βέβαια, δεν διασφαλίζει ότι η σκέψη του έχει μια απελευθερωτική χρησιμότητα. Διαβάζοντας τα ατελείωτα βιβλία και τις συνεντεύξεις του, ψάχνουμε μάταια για μια αναρχική, ή έστω οποιαδήποτε κριτική επί του συνόλου. Όταν τον ρώτησαν ξεκάθαρα: «είναι οι κυβερνήσεις αναγκαστικά βλαβερές», η απάντησή του ήταν όχι (28 January 1988). Ασκεί κριτική στις κυβερνητικές πρακτικές, κι όχι στις κυβερνήσεις καθ’ εαυτές, παρακινούμενος από «το καθήκον του ως πολίτης». Η πιο συχνή αναφορά στο έργο του είναι μια έκκληση για δημοκρατία: «αληθινή δημοκρατία», «ενεργή συμμετοχή», «ανάμειξη με τα κοινά» κι όλα τα συναφή (κάτι αντίστοιχο με το εγχώριο τέρας διανόησης που ακούει στο όνομα Γ.Παπανδρέου). Ο στόχος που έχει θέσει είναι «ένας σημαντικός βαθμός εκδημοκρατισμού», κι όχι ίσως κάποια αντικατάσταση της κυρίαρχης τάξης (λέμε τώρα) με μια α-ταξική κοινωνία, την αναρχία. Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν ιδιαίτερα, που οι προσωπικές του πρακτικές εξαντλούνται σε μεγαλεπήβολους ρεφορμισμούς και σε προσπάθειες προσανατολισμένες σε ζητήματα επικαιρότητας, όπως η συμβολική αντίσταση στην καταβολή φόρων και η εγγραφή του ως μέλος σε διάφορες καμπάνιες ευαισθητοποίησης. Αντί για μια κριτική του κεφαλαίου, των μορφών και της δυναμικής του κλπ. ο Τσόμσκι (1992) κάνει έκκληση για «κοινωνικό έλεγχο στις επενδύσεις». Αυτό θα πει κοινωνική επανάσταση!

Εστιάζει, σχεδόν κατ΄ αποκλειστικότητα, στην εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α., μια στενομυαλιά που μαρτυρά μια συντηρητική επιρροή ακόμα και για έναν ριζοσπάστη θεωρητικό. Κι αν επιμένει πως η ιδιαίτερη ανάμειξη στην πολιτική αντιτίθεται σε κάθε πιθανή υποταγή που θα φέρει όλο και λιγότερη ανάμειξη, η εμμονή του Τσόμσκι στην κρατική πολιτική τον επιβαρύνει με μια αποδοχή του κρατισμού. Και αγνοώντας ολότελα περιοχές-κλειδιά (όπως η φύση και η γυναίκα για να αναφέρουμε μονάχα δύο απ’ αυτές), τον καθιστά ακόμη περισσότερο ασυνάρτητο. Όσον αφορά τις ενδο-εξουσιαστικές σχέσεις οι επιδόσεις του είναι λίγο-πολύ απογοητευτικές. Κυρίαρχο ενδιαφέρον εδώ έχει η Μέση Ανατολή, όπου μπορούμε να τον θαυμάσουμε σε μια ανάλυση που μόνο αναρχική ή αντιεξουσιαστική δεν είναι. Επιμένει να βγάζει λογύδρια, όπως στο βιβλίο του The Fateful Triangle, 1983, για τη δημιουργία δύο κρατών ως λύση του Παλαιστινιακού ζητήματος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Το Ισραήλ, μέσα στα διεθνώς αναγνωρισμένα του σύνορα θα απολάμβανε τα νόμιμα δικαιώματα κάθε κράτους παγκοσμίως, ούτε λιγότερα, ούτε περισσότερα». Με αυτές τις απόψεις του, ταυτίζεται επαρκώς και με το εκλογικό πανηγύρι που αργότερα θα τιμήσει κι ο ίδιος (υποστηρίζοντας τους Δημοκρατικούς «για να μη βγει ο Μπούς» κατ αναλογία των εν Ελλάδι αριστερών που ψηφίζουν «ΠΑΣΟΚ, για να μη βγει η Δεξιά»). Στο βιβλίο Voices of Dissent, 1992, φωτίζεται ακόμα μια πλευρά της προσωπικότητάς του όταν ερωτούμενος ποιον θαυμάζει περισσότερο, απαντά τον Ruben Zamora έναν συγκεντρωτικό φιλελεύθερο πολιτικό του Σαλβαντόρ.

Ο «αναρχικός» μας βέβαια, δεν χάνει ευκαιρία να παραπονεθεί για το πόσο τον πολεμά το σύστημα και τα τσιράκια του, θάβοντας το έργο του, παρά το οφθαλμοφανές γεγονός ότι τα πάμπολλα βιβλία του εκδίδονται από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους! (για να μην αναφέρουμε το ότι ως ακαδημαϊκός χρηματοδοτείται για την έρευνα του από τις στρατιωτικές υπηρεσίες των Η.Π.Α.). Δεν μπορούμε όμως και να μην μειδιάσουμε ειρωνικά για τις κλάψες του αυτές, όταν ο ίδιος βάζει τα δυνατά του για την ακόμα μεγαλύτερη περιθωριοποίηση του αναρχικού λόγου. Έχουμε καμαρώσει την αφεντομουτσουνάρα του σε άπειρα τεύχη και αφιερώματα των The Nation, In These Times, και Z Magazine, ωστόσο δεν έχει αναφέρει ποτέ τα Anarchy, Fifth Estate, ή άλλες αντιεξουσιαστικές εκδόσεις. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί δοξάζει τα αριστερά-φιλελεύθερα ΜΜΕ, χωρίς να έχει επιχειρήσει ποτέ καμμιά κριτική, ενώ αγνοεί παντελώς τον αντιεξουσιαστικό τύπο. Το καινούριο βιβλίο με συνεντεύξεις του Τσόμσκι (Class Warfare) προβάλλεται από τα αριστερά-φιλελεύθερα ΜΜΕ ως «μια διαλλακτική νέα σκέψη πάνω στην δημοκρατική επανάσταση». Υποτίθεται ότι παρέχει τις απαντήσεις σε ερωτήσεις όπως: «Γιατί, ως υποστηριχτής των αναρχικών ιδεών, είναι υπέρ της ενδυνάμωσης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης». Η απάντηση βέβαια, που δεν θα τη βρείτε στο βιβλίο, είναι ότι απλούστατα ο άνθρωπος δεν είναι αναρχικός. Καθηγητής για χρόνια στη γλωσσολογία στο Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), κέρδισε φήμη και φράγκα για τις αντιλήψεις του σχετικά με τη φύση της Γλώσσας. Αυτός ο γραφειοκράτης προφέσσορας βλέπει τη γλώσσα σαν ένα ρυθμισμένο, καλοκουρδισμένο γρανάζι μιας «βασικής ανθρώπινης μηχανής» (Barsamian, 1992). Η Γλώσσα λοιπόν, θεωρεί ότι αναπτύσσεται σε ένα αυστηρά προκαθορισμένο μονοπάτι, πάνω-κάτω όπως ένα ανθρώπινο όργανο. Με αυτή την έννοια ο Τσόμσκι λέει ότι η Γλώσσα «απλώς προέκυψε» (1988) και πως θα έπρεπε να την μελετάμε όπως «κάθε πρόβλημα της Βιολογίας»(1978). Με άλλα λόγια (ν αγαπιόμαστε) η Γλώσσα, το βασικότερο στοιχείο του Πολιτισμού, δεν έχει πραγματική σχέση με τον Πολιτισμό και είναι απλά ένα θέμα ενστίκτου – ένας σχηματισμός δοσμένος από βιολογικές εξειδικεύσεις. Κι εδώ, όπως και παντού ο Τσόμσκι δεν μπορεί ούτε καν να διανοηθεί μια προβληματική σχετικά με την καταγωγή της αλλοτρίωσης ή σχετικά με την βάση του Πολιτισμού του συμβολισμού. Η Γλώσσα είναι, για τον Τσόμσκι, ένα αυστηρά φυσικό φαινόμενο, παντελώς άσχετο με την δημιουργία του Πολιτισμού ή με την κοινωνική ανάπτυξη. Μια άποψη αντιδραστική, διόλου άσχετη με την απροθυμία του να θέσει υπό αμφισβήτηση πολλά περισσότερα από ένα στενό πολιτικό πλαίσιο σχέσεων. Το τεύχος καλοκαιριού του 1991 του περιοδικού Anarchy συμπεριλάμβανε «μια σύντομη συνέντευξη με τον Νόαμ Τσόμσκι πάνω στην Αναρχία, τον Πολιτισμό και την Τεχνολογία». Όπως ήταν αναμενόμενο, το μόνο ενδιαφέρον που είχε προέκυπτε από την γενική ασχετοσύνη του προφέσσορα και στα τρία θέματα. Ως προς την άγνοια της αναρχίας, συνυπήρχε βέβαια μαζί της για πολλά χρόνια χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Ως προς τις ερωτήσεις πάνω στο ζήτημα του πολιτισμού και της τεχνολογίας πάντως, ήταν εμφανώς το ίδιο αμήχανος καθώς ήταν απόλυτα απροετοίμαστος να δώσει οποιεσδήποτε ενήμερες απαντήσεις. Αγνοώντας κάθε κριτική επί του συνόλου του πολιτισμού ο Τσόμσκι προφανώς δεν είχε ιδέα από την σχετική βιβλιογραφία, σχετικά γνωστής στους αναρχικούς/αντιεξουσιαστικούς χώρους. Όσον αφορά την τεχνολογία, ήταν σχετικά πιο ομιλητικός, ωστόσο το ίδιο νυχτωμένος όπως και στο θέμα του πολιτισμού. Οι απαντήσεις του δεν ήταν παρά μια επανάληψη όλων των τεχνοφιλικών κλισέ από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, που όλο και περισσότερο έρχονται αντιμέτωπα με τη δυσπιστία (τουλάχιστον) των αναρχικών σήμερα. Ότι, δηλαδή, η τεχνολογία είναι ένα απλό εργαλεία, ένα «ουδέτερο φαινόμενο» που πρέπει να αντιμετωπίζεται με όρους εξειδικευμένης χρήσης.

Ο Τσόμσκι συνεχίζει το παραλήρημά του εγκωμιάζοντας τον ρόλο του αυτοκινήτου: είναι βέβαια οι πολυεθνικές εταιρίες που τα παράγουν, που αποτελούν το πρόβλημα. Όπως και με τη Ρομποτική, θεωρεί ότι έπεσαν εξ ουρανού, και δεν έχουν τις ρίζες τους στην κυριαρχία επί της φύσης, στην ταξική διαίρεση, την εργασία κλπ. Τέλος, δηλώνει πως «το μόνο πράγμα που πιθανόν να λύσει το περιβαλλοντικό πρόβλημα είναι η τεχνολογική πρόοδος». Ω Ναι, κύριε καθηγητή! Κι άλλο από το ψυχοφθόρο, οικο-καταστροφικό τερατούργημα που δημιούργησε τον σημερινό εφιάλτη! Στα τέλη του 1995 ο Τσόμσκι δώρισε κάποια από τα έσοδα μιας «πετυχημένης» ομιλίας του πάνω στην εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α (τι άλλο;) στο «Κέντρο Ελευθερίας κι Αλληλοβοήθειας 223» του Πόρτλαντ, γνωστότερο ως τοπικό αναρχικό «INFOSHOP». Το οποίο με τη σειρά του για να τιμήσει ίσως τον γενναιόδωρο ευεργέτη του κατάλληλα, ξόδεψε τα χρήματα πάνω απ’ όλα σ΄ ένα σύστημα υπολογιστών. Κάποιους μήνες αργότερα χρηματοδότησε και μια μπροσούρα όπου αναγράφεται και το εξής: «Το καθήκον μιας σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας είναι να επιτύχει ότι είναι τεχνολογικά επιτεύξιμο». Δεν χρειάζεται καν να βήξουμε για να γίνει αντιληπτή η πηγή αυτού του αποφθέγματος, όπως και το ποια θα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση ανάλογων απ’ όσους θεωρούμε ότι «καθήκον» μας είναι το γκρέμισμα της «σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας» μας. Για την Ιστορία πάντως, το αυθεντικό (εμετικό) απόσπασμα είναι: «Το καθήκον μιας σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας είναι να επιτύχει ότι είναι τεχνολογικά επιτεύξιμο, δηλαδή μια κοινωνία που βασίζεται στην ελεύθερη εθελοντική συμμετοχή ανθρώπων που παράγουν και δημιουργούν, ζουν τις ζωές τους ελεύθερα μέσα σε θεσμούς που ελέγχουν, και όσο το δυνατόν λιγότερες ιεραρχικές δομές- Νόαμ Τσόμσκι)

(βασισμένο σε κείμενο του John Zerzan (POB 11331,Eugene, OR 97440,USA))

Απολιτίκ Σκληροπυρηνικοί Ενάντια★Στην Πολιτικοποιημένη Μαλάκυνση

(προκήρυξη που κυκλοφόρησε στη σαλονίκη για το γνωστό τεχνοκρατικό μαλάκιο, και μας παραχώρησε σύντροφος από το αρχείο του)

//

1

Categories
John Zerzan

Τι είναι η Πρόοδος – John Zerzan

Τι είναι η Πρόοδος – John Zerzan

Ίσως καμιά άλλη ιδέα δεν υπήρξε τόσο καταλυτική για τον δυτικό πολιτισμό όσο η αντίληψη της προόδου. Είναι επίσης φανερό ότι, όπως το έθεσε ο Robert Nisbet: «Τα πάντα τώρα μας υποδεικνύουν ότι η δυτική πίστη στο δόγμα της προόδου καταρρέει βαθμιαία σε κάθε επίπεδο και κάθε σφαίρα, στα τέλη του 20ου αιώνα. Στον αντιεξουσιαστικό χώρο επίσης, η ιδέα της προόδου έχει περάσει διάφορα στάδια. Πάει καιρός από τότε που οι συνδικαλιστές εργατοπατέρες, όπως ακριβώς και οι συγγενικοί τους μαρξιστές, μπορούσαν να καταδικάσουν στην περιθωριοποίηση και την ανυπαρξία όποιον δεν ενδιαφερόταν να οργανώσει την αλλοτρίωσή του μέσα από τα συνδικάτα, τις ενώσεις και τα συναφή. Αντί για τον παλιό καλό σεβασμό στην εργατικότητα και την παραγωγή (τα θεμέλια της προόδου), μια λουδίτικη αντίληψη για τα εργοστάσια διαδόθηκε γρήγορα και η αντίσταση στην εργασία έγινε μια αφετηρία του ριζοσπαστικού λόγου. Τότε βλέπουμε και κάμποσες γερασμένες λεοπαρδάλεις να προσπαθούν να καλύψουν τις κηλίδες τους: οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW-Wobblies), ντροπιασμένοι για την πρώτη λεξούλα της ονομασίας τους, προσπαθούν αδέξια να αποποιηθούν τη δεύτερη (αν και φυσικά όχι ως οργάνωση). Η οικολογική κρίση θα αποτελέσει σαφώς ένα σημείο ρήξης με την αξία της προόδου, ωστόσο το πώς αυτή παρέμεινε ένα ζήτημα τυφλής πίστης για τόσο πολύ κόσμο είναι σίγουρα ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Τι σήμαινε τελικά η πρόοδος; Η υπόσχεση της προόδου ακολουθούσε την ανθρωπότητα από τα πρώτα ιστορικά της βήματα.

Με την εμφάνιση της γεωργίας και του πολιτισμού, για παράδειγμα, επήλθε η προοδευτική καταστροφή του περιβάλλοντος. Τεράστιες περιοχές της εγγύς ανατολής, της Αφρικής και της Ελλάδας γρήγορα μετατράπηκαν σε αφιλόξενες ερήμους. Όσον αφορά τη βία, ο μετασχηματισμός ενός βασικά ειρηνικού και εξισωτικού κοινοτικού συστήματος στη βίαιη αγροτική/πολιτισμένη κοινωνία ήταν γοργός. «Η εκδίκηση, οι ηγέτες, οι πολεμιστές και οι μάχες φαίνεται να πηγάζουν από, και να προσδιορίζουν, τους πολιτισμένους ανθρώπους», σύμφωνα με τον Peter Wilson. Και η βία έχει κάνει σίγουρα τη δική της πρόοδο, από τα όπλα μαζικής καταστροφής των σύγχρονων Κρατών μέχρι και την έξαρση των ανθρωποκτονιών και των μανιακών δολοφόνων…

Η ίδια η ασθένεια αποτελεί σχεδόν μια εφεύρεση της ζωής στον πολιτισμό. Κάθε γνωστή κληρονομική ασθένεια είναι ένα μέρος του φόρου της ιστορικής αναβάθμισης. Από την ολότητα και την αισθαντική ζωή της προϊστορίας, στη σημερινή εποχή των επιδημιών και της γενικευμένης ψυχικής μιζέριας, έχουμε περισσότερη πρόοδο. Το αποκορύφωμα λοιπόν της προόδου είναι η σημερινή εποχή της πληροφορίας, που ενσαρκώνει την πρόοδο στο διαχωρισμό της εργασίας, από την μεγαλύτερη πιθανότητα αδιαμεσολάβητης αντίληψης στο τωρινό επίπεδο όπου η γνώση μετατρέπεται σε ένα εργαλείο για την ολοκληρωτική καταπίεση, στην εποχή της κυβερνητικής (cybernetics) όπου τα δεδομένα είναι όλα όσα μας έχουν πραγματικά μείνει. Η ίδια η πρόοδος έχει οδηγηθεί στην αμφισβήτηση της έννοιάς της.

Η επιστήμη, το πρότυπο της προόδου, αιχμαλωτίζει και ανακρίνει τη φύση, τη στιγμή που η τεχνολογία την καταδικάζει (και την ανθρωπότητα μαζί) σε καταναγκαστική εργασία. Από την πρωταρχική διαίρεση του εαυτού που σημαίνει ο πολιτισμός στη καρτεσιανή διαίρεση του πνεύματος από τα υπόλοιπα αντικείμενα (συμπεριλαμβανομένου του σώματος), στο άγονο hi-tech παρόν μας, υπήρξε όντως μια τρομερή απόσταση. Δυο αιώνες πριν οι πρώτοι εφευρέτες των βιομηχανικών μηχανών απολάμβαναν την περιφρόνηση και το μίσος των εργατών της αγγλικής υφαντουργίας που υπόκειντο σε αυτές και πάνω κάτω του καθένα, εκτός ίσως από τους καπιταλιστές εργοδότες τους. Οι σχεδιαστές της ηλεκτρονικής σκλαβιάς του σήμερα λατρεύονται σαν πνευματικά είδωλα, αν και η αντίσταση εγείρεται ξανά. Απουσία ισχυρής αντίστασης, η εσωτερική λογική της ταξικής κοινωνίας θα διαμορφωθεί σε μια ολοκληρωτικά τεχνολογικοποιημένη ζωή ως τελικό της στάδιο.

Ο αντίκτυπος της προόδου στην τεχνολογία και την κοινωνία θα γίνει όλο και περισσότερο αντιληπτός χάρη στις τεράστιες καταστροφές. (Θέσεις πάνω στη Φιλοσοφία και την Ιστορία) Ο Walter Benjamin στο τελευταίο και ωραιότερό του έργο, καταγράφει αυτό το λυρικά εκφρασμένο συναίσθημα: «¨Ενας πίνακας του Klee με το όνομα Angelus Novus δείχνει έναν άγγελο να κοιτάζει σαν να πρόκειται να φύγει μακριά από κάτι στο οποίο ήταν ακλόνητα προσδεμένος. Τα μάτια του λαμπυρίζουν, το στόμα του είναι ανοιχτό, τα φτερά του ανοιχτά. Έτσι απεικονίζεις τον άγγελο της ιστορίας, με το πρόσωπο γυρισμένο στο παρελθόν. Αν έχουμε υπόψη μας μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός βλέπει μια μοναδική καταστροφή που συσσωρεύει ερείπια και ουρλιάζει μπροστά στα πόδια του. Ο άγγελος θα ήθελε ίσως να μείνει, να ξυπνήσει τους νεκρούς, και να ξαναενώσει όσα έχουν διαλυθεί. Αλλά μια καταιγίδα εξαπολύεται από τον Παράδεισο. Κεραυνοβολεί τα φτερά του με τόση βία που ο άγγελος δεν μπορεί πια να τα κλείσει. Η καταιγίδα τον καλεί αναντίρρητα στο μέλλον όπου έχει γυρισμένη την πλάτη, ενώ ο σωρός των ερειπίων μπροστά του απλώνεται προς τον ουρανό. Η καταιγίδα αυτή, είναι αυτό που ονομάζουμε πρόοδος.

Μεταφράστηκε τον Οκτώβρη του 2006 στη Σαλονίκη

Categories
Ted Kaczynski (Unabomber)

Συνέντευξη του Ted Kaczynski (Unabomber) για το φανζίν Veganarsi – 12/08/2003

Συνέντευξη του Ted Kaczynski (Unabomber) για το φανζίν Veganarsi – 12/08/2003

Γειά σου Ted!

Καταρχήν, ας συστηθώ κάπως. Με λένε Kara… Σου γράφω από την Τουρκία (πιστεύω θα έχεις λάβει κι άλλα γράμματα από την Τουρκία…). Ζώ στην Istanbul, την μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, που εξαπλώνεται σαν ιός. Είμαι 24 ετών. Είναι πολύ βαρετό και αηδιαστικό να είσαι εξαρτημένος από την μεγαλούπολη και τη ζωή της. Όμως κάθε μέρα που περνά αγωνίζομαι για να αλλάξω την κάθε μέρα της ζωής μου ώστε να βρω μια αρμονία με την Μητέρα Γη. Προσπαθώ να δραπετεύω και να αντιστέκομαι στα δεσμά των πόλεων, της τεχνολογίας και ολόκληρου του συστήματος του πολιτισμού. Όπως κι εσύ… Ίσως όχι τόσο ενεργά όσο εσύ…

Στην Τουρκία, βγάζω ένα anti-copyright φανζίν με το όνομα “Veganarsi” (Σ.τ.μ: λογοπαίγνιο με το vegan=αυστηρή φυτοφαγία και το anarsi=αναρχία). Στο φανζίν περιλαμβάνονται ζητήματα φυτοφαγίας, αναρχισμού, πρωτογονισμού και κινηματικά θέματα. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο τέταρτο τεύχος, και όπου να’ ναι βγαίνει και το πέμπτο. Όπως μπορείς να αντιληφθείς, δεν είμαι σε καμία οργάνωση, αλλά διατηρώ επαφές με αναρχικούς στην Τουρκία. Νιώθω πως είμαι ένας απ’ αυτούς. Όμως δεν πιστεύω στις οργανώσεις όπως τα εργατικά συνδικάτα ή οι ομοσπονδίες (federations), καθώς αυτή η οργάνωση αναγεννά και αναπαράγει την ιεραρχία, την εξουσία και την εξάρτηση από την κοινωνική μαζοποίηση. Πιστεύω στα αντιεξουσιαστικά δίκτυα που δεν επιβάλλονται στα υποκείμενα και τις τοπικές συλλογικότητες. Με αυτόν τον τρόπο, η κοινωνία που επιθυμούμε, μπορεί να πραγματοποιηθεί αργά-αργά.

Σκεφτόμουν συνεχώς να σου γράψω ένα γράμμα τα τελευταία 4 χρόνια, αλλά δνε τα κατάφερνα. Τελικά το έκανα. Οπότε μπορείς κι εσύ να αναρωτηθείς το γιατί… Επειδή συμφωνώ με τις σκέψεις και τις δράσεις σου. Η σκέψη σου επιστρέφει τον άνθρωπο στη Γη, για το μέλλον του πλανήτη μας. Καταδεικνύει ολόκληρο το πρόβλημα ξεκάθαρα και ρητά. Πάντοτε ήθελα να σε ευχαριστήσω γι αυτό μ’ ένα γράμμα. Μόνο μ’ ένα γράμμα μπορώ να σε ευχαριστήσω τώρα. Μιας και εγώ είμαι στην Τουρκία κι εσύ στις ΗΠΑ. Είμαστε βλέπεις αρκετά μακριά…

Αν σε ενδιαφέρει πως προσδιορίζω τον εαυτό μου, μπορώ να πω ότι είμαι ένας αναρχικός-vegan-πρωτογονιστής. Όμως δεν έχει σημασία πως εσύ κι εγώ προσδιορίζουμε τους εαυτούς μας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι είμαστε ανθρώπινα όντα που κατοικούμε αυτόν τον πλανήτη και υποφέρουμε από το βάναυσο σύστημα που ονομάζεται πολιτισμός. Οι προσδιορισμοί δείχνουν μόνο τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεσαι αυτό το σύστημα. Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι το μόνο που πάει στραβά είναι ο καπιταλισμός, κάποιοι απ’ αυτούς θεωρούν την τεχνολογία πρόβλημα, κάποιοι άλλοι το κεφάλαιο… Δεν αισθάνομαι ότι είμαι ένας απ’ αυτούς, μιας και θεωρώ σαν αναρχο-πρωτογονιστής, πως ο πολιτισμός είναι στην ολότητά του το πρόβλημα, από το οποίο υποφέρουμε εμείς κι ο πλανήτης μας.

Όσον αφορά την άμεση δράση μου για την αλλαγή της καθημερινής ζωής μου, και ιδιαίτερα τη διατροφή μου, αποκαλούμαι και είμαι ένας vegan αναρχικός. Κι αυτό γιατί θεωρώ ότι το να μην είσαι vegan σημαίνει ένα τεράστιο κόστος σε πόνο και καταστροφή για τον πλανήτη μας. Το να είσαι vegan είναι μια μορφή άμεσης δράσης της ζωής μου ενάντια στον πόνο που σημαίνει για μένα ο πολιτισμός. Δεν πιστεύω ότι το πρόβλημα λύνεται με το να μην τρώμε και να μην εκμεταλλευόμαστε τα ζώα. Δεν είναι μόνο η συμπάθειά μου γι αυτά το κίνητρο των πράξεών μου. Στη φύση επίσης τα ζώα τρώνε άλλα ζώα. Είναι κάτι αναγκαίο γι αυτά. Όχι όμως και για μας, όχι όταν έχουμε άλλη επιλογή.

Νομίζω το πρόβλημα είναι η ΕΞΗΜΕΡΩΣΗ. Πρέπει ακόμα να καταστραφούν τα σύνορα ανάμεσα στα είδη του οικο-συστήματος. Ο εκπολιτισμός μας (των ανθρώπων), σήμανε την αποξένωσή μας από τη φύση. Κι έτσι ξεκινήσαμε να καταστρέφουμε τον πλανήτη μας, μόνοι μας… Η άρνηση να φας ή να χρησιμοποιήσεις ένα ζώο είναι μια ακόμα έκφραση ενάντια σε αυτό το οδυνηρό σύστημα, στην καθημερινή ζωή.

Ήθελα λοιπόν να σου απευθύνω κάποιες ερωτήσεις σχετικά με σένα και τις σκέψεις σου, αν έχω την άδειά σου. Θα ήθελα μια συνέντευξη για το πέμπτο τεύχος του Veganarsi. Αν συμφωνείς, μπορείς να απαντήσεις στις ερωτήσεις που βρίσκονται στο τέλος του γράμματος. Πιστεύω θα ήταν αρκετά χρήσιμο για τους τούρκους αναγνώστες να διαβάσουν κάτι δικό σου, μιας και “η Βιομηχανική Κοινωνία και το Μέλλον της” (Σ.τ.μ: ο τίτλος του βιβλίου του Kaczynski), έχει ήδη εκδωθεί από την Kaos Publishing πριν λίγα χρόνια και έχει αγαπηθεί από πολλούς ανθρώπους, κι έχει επιρρεάσει πολλούς ακόμη. Και θα ήταν χρήσιμο για όσους αναρωτιούνται για σένα.

Οκ… πρέπει κάπου να κλείσω το γράμμα μου. Πρέπει να άρχισες να βαριέσαι κι εσύ. Μη νιώθεις σε παρακαλώ μόνος στη φυλακή. Υπάρχει, να ξέρεις, ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που σκέφτονται όπως εμείς. Εύχομαι μια μέρα να βγεις έξω, να δείς. Θα περιμένω απάντηση σου…

Μαύρο-Πράσινους χαιρετισμούς.

Οι ερωτήσεις:

1. Μπορείς να μας πεις λίγα για σένα; Ποιος είσαι;

2. Πότε και πού γεννήθηκες;

3. Σε ποιά σχολεία/σχολές έχεις φοιτήσει;

4. Τί δουλειά έκανες;

5. Έχεις κάνει κάποιο γάμο; Έχεις παιδιά;

6. Απ’ όσο ξέρω ήσουν ένας μαθηματικός, που δεν είχε τις σημερινές σου ιδέες. Τί ήταν αυτό που σε έκανε να αλλάξεις;

7. Πότε ξεκίνησες να εντοπίζεις το πρόβλημα στον πολιτισμό;

8. Μπορείς να γράψεις με λίγα λόγια για ποιό λόγο απορρίπτεις τον πολιτισμό;

9. Πότε και πώς αποφάσισες να ζήσεις στο δάσος; Να στείλεις τις βόμβες;

10. Για ποιό λόγο αποφάσισες να στείλεις τις βόμβες εναντίον των τεχνολογικών ιδρυμάτων;

11. Δεν νομίζεις ότι η βία είναι βίαια;

12. Τί πιστεύεις για τους αναρχικούς; τους πράσινους αναρχικούς; τους αναρχο-πρωτογονιστές; Συμφωνείς μαζί τους;

13. Τί πιστεύεις για τη φυτοφαγία; για τον veganισμό; Την άρνηση να φας ή να χρησιμοποιήσεις ένα ζώο;

14. Τί πιστεύεις για την Απελευθέρωση της Γης/των Ζώων;

15. Τί γνώμη έχεις για ομάδες όπως η Earth First!, το Μέτωπο Απελευθέρωσης της Γης (Earth Liberation Front) και οι Gardening Guerillas?

16. Πιστεύεις στην Επανάσταση ή στη Διαρκή Εξέγερση;

17. Πώς θεωρείς ότι μπορούμε να καταστρέψουμε τον πολιτισμό; πώς μπορούμε να κινηθούμε προς τα εκεί;

18. Έχεις ζήσει μόνος σου στο δάσος. Τί έχεις αποκομίσει από αυτό; Είναι εύκολη η ζωή του πρωτόγονου και ποιές είναι οι βασικές δυσκολίες της;

19. Είναι εφικτό σήμερα, αν το θελήσει κάποιος να ζήσει στο δάσος; Δεν θα υποφέρει από πείνα κλπ;

20. Πως είναι να ζεις στη φυλακή; Σου έχουν κάνει βασανιστήρια; Ποια είναι η κατάστασή σου; Έχεις δικαίωμα να επικοινωνείς με άλλους μέσα ή έξω από την φυλακή;

21. Ποιά είναι η κατάσταση με τη δίκη σου; Έχει τελειώσει η διαδικασία ή όχι;

22. Έχεις κάποια ουτοπία για τη ζωή στο μέλλον; Πως αντικρίζεις το μέλλον; Έχεις κάποια εναλλακτική ουτοπία γι αυτήν την κοινωνία;

23. Έχεις κάποια υποστήριξη από τα κινήματα στις ΗΠΑ; ποιές ομάδες σε στηρίζουν; ποιές σε κατηγορούν;

24. Τέλος, θα ήθελες να πείς ή να ζητήσεις κάτι από τους τούρκους αναγνώστες σου; κάν’ το ελέυθερα…

Με κάθε υποστήριξη από πλευράς μου.

***

Αγαπητέ Kara,

Ζητώ συγγνώμη που μου πήρε τόσο καιρό να απαντήσω στο γράμμα σου της 12ης Αυγούστου. Είμαι ως συνήθως απασχολημένος, κυρίως με το να απαντώ στην αλληλογραφία, και το γράμμα σου δε θα μπορούσε να απαντηθεί βιαστικά, μιας και κάποιες από τις ερωτήσεις σου απαιτούν μακροσκελείς, περίπλοκες και προσεκτικές απαντήσεις. Για τον λόγο αυτό, θα χρειαζόμουν ένα παράλογο χρονικό διάστημα για να σου δώσω εξαντλητικές απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που μου απευθύνεις. Θα απαντήσω λοιπόν μόνο σε μερικές από αυτές, αυτές που θεωρώ πιο επείγουσας σημασίας, καθώς και κάποιες που μπορούν να απαντηθούν εύκολα και με συντομία.

2. Γεννήθηκα στο Chicago, στο Illinois των ΗΠΑ, στις 22 Μαΐου 1942.

3. Αποφοίτησα από το δημοτικό και το γυμνάσιο του Evergreen Park, στο Illinois. Απέκτησα μπάτσελορ του πανεπιστημίου του Harvard και μάστερ και ντοκτορά, στα μαθηματικά στο πανεπιστήμιο του Michigan.

4. Μετά το ντοκτορά μου στο πανεπιστήμιο του Michigan, έγινα βοηθός καθηγητή των μαθηματικών για δυο χρόνια στο πανεπιστήμιο της California.

5. Δεν έχω κάνει κάποιο γάμο, ούτε έχω παιδιά.

6-7-8-9. Μια πλήρης απάντηση στις ερωτήσεις αυτές θα ήταν απελπιστικά μεγάλη και περίπλοκη, οπότε θα αρκεστώ στα παρακάτω: Η διαδικασία μέσω της οποίας κατέληξα να απορίψω τις σύγχρονες συνθήκες ζωής και τον πολιτισμό ξεκίνησε όταν ήμουν έντεκα ετών. Στην ηλικία αυτή άρχισε να ασκεί πάνω μου μια έλξη ο πρωτόγονος τρόπος ζωής, σαν αποτέλεσμα αναγνωσμάτων για τη ζωή του πρωτόγονου ανθρώπου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι την εποχή που μπήκα στο πανεπιστήμιο του Harvard στα δεκαέξι μου, συνήθιζα να δραπετεύω με το μυαλό μου από τον πολιτισμό, σε κάποιο άγριο μέρος. Την ίδια περίοδο, η αηδία μου για την σύγχρονη ζωή αυξανόταν καθώς συνειδητοποιούσα ολοένα και περισσότερο την υποβάθμιση των ανθρώπων μέσα στη βιομηχανική κοινωνία, σε γρανάζια μιας μηχανής, στερημένα από κάθε ελευθερία και παρατημένα στο έλεος των μεγάλων οργανώσεων που ήλεγχαν τις συνθήκες της ζωής τους. Αφού μπήκα στο πανεπιστήμιο του Harvard πήρα μερικά μαθήματα ανθρωπολογίας, που μου έμαθαν περισσότερα πράγματα για τους πρωτόγονους ανθρώπους και μου άνοιξαν την όρεξη να αποκτήσω κάποια από τη γνώση που τους επέτρεπε να ζούν στη φύση. Για παράδειγμα, ήθελα να έχω τις γνώσεις τους πάνω στα φαγώσιμα φυτά. Όμως δεν είχα ιδέα πού μπορούσα να βρω τη γνώση αυτή, μέχρις ότου ένα-δυο χρόνια αργότερα, ανακάλυψα έκπληκτος ότι υπήρχαν ολόκληρα βιβλία πάνω στα άγρια φαγώσιμα φυτά. Το πρώτο τέτοιο βιβλίο που απέκτησα ήταν το Stalking the Wild Asparagus, του Euell Gibbons, και μετά απ’ αυτό καθώς ήμουν στο σπίτι για το καλοκαίρι, επισκέφτηκα αρκετές φορές το φυσικό καταφύγιο Cook County Forest κοντά στο Chicago, ώστε να ψάξω για φαγώσιμα φυτά. Στην αρχή έμοιαζε περίεργο να χάνομαι μόνος μου στο δάσος, μακριά από τις διαδρομές και τα μονοπάτια. Όμως, όσο περισσότερο γνώριζα το δάσος και πολλά από τα φυτά και τα ζώα που κατοικούσαν μέσα του, η αίσθηση της αμηχανίας εξαφανιζόταν και ένιωθα όλο και μεγαλύτερη άνεση στο δάσος. Ταυτόχρονα, ήμουν όλο και πιο πεπεισμένος ότι δεν ήθελα να χαραμίσω ολόκληρη τη ζωή μου στον πολιτισμό, κι ότι ήθελα να πάω να ζήσω κοντά στη φύση.

Εντωμεταξύ, τα πήγαινα καλά με τα μαθηματικά. Ήταν ευχάριστο να λύνεις μαθηματικά προβλήματα, αλλά με μια βαθύτερη έννοια τα μαθηματικά ήταν ανιαρά και άδεια, καθώς για μένα δεν είχαν κάποιο σκοπό. Αν είχα εργαστεί στα εφαρμοσμένα μαθηματικά, θα συντελούσα στην ανάπτυξη της τεχνολογικής κοινωνίας την οποία απαιχθανόμουν, κι έτσι επέλεξα να δουλέψω στα θεωρητικά μαθηματικά. Όμως τα μαθηματικά ήταν απλά ένα παιχνίδι. Δεν καταλάβαινα ποτέ, κι ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί οι μαθηματικοί είναι τόσο χαρούμενοι που σπαταλούν τις ζωές τους σε ένα απλό παιχνίδι. Εγώ ένιωθα απόλυτα απογοητευμένος με μια τέτοια προοπτική. Ήξερα τί ήθελα: Να πάω να ζήσω κάπου κοντά στη φύση. Στην άγρια φύση. Όμως δεν ήξερα πως θα τα κατάφερνα. Εκείνες τις μέρες δεν υπήρχαν ούτε πρωτογονιστικά κινήματα, ούτε αναχωρητές, κι οποιοσδήποτε παρατούσε μια υποσχόμενη καρριέρα μαθηματικού για να πάει να ζήσει στα βουνά ή στα λαγκάδια θα τον κοίταζαν σαν ηλίθιο ή τρελό. Δεν ήξερα ούτε ένα άτομο που θα μπορούσε να κατανοήσει για ποιό λόγο ήθελα κάτι τέτοιο. Κι έτσι, βαθιά μες στην καρδιά μου, βεβαίωσα τον εαυτό μου ότι δε θα μπορούσα ποτέ να δραπετεύσω από τον πολιτισμό. Μιας και έβρισκα τη σύγχρονη ζωή απολύτως απαράδεκτη, σταδιακά απελπίστικα, μέχρι την ηλικία των 24 μου, οπότε έφτασα σε ένα είδος κρίσης: Ένιωθα τόσο εξαθλιωμένος που δεν με ενδιέφερε αν θα ζήσω ή αν θα πεθάνω. Όμως καθώς έφτανα στο σημείο αυτό, μια αιφνίδια αλλαγή έλαβε χώρα: Αντιλήφθηκα ότι εφόσον δεν με νιάζει αν θα ζήσω ή αν θα πεθάνω, μπορώ επίσης να μη φοβάμαι για τις συνέπειες των πράξεών μου. Συνεπώς, θα μπορούσα να κάνω οτιδήποτε θελήσω. Ήμουν ελεύθερος! Αυτό ήταν το σημείο καμπής της ζωής μου μιας και ήταν τότε που πήρα το κουράγιο, το οποίο δεν με εγκατέλειψε μέχρι και σήμερα. Ήταν εκείνη τη στιγμή, που είπα στον εαυτό μου ότι θα ζούσα στην άγρια φύση, όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες. Ξόδεψα δύο χρόνια διδασκαλίας στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια ώστε να βγάλω κάποια χρήματα, έπειτα υπέβαλλα την παραίτησή μου και έψαξα να βρώ ένα μέρος στο δάσος για να μείνω.

9. Θα έπαιρνε πάρα πολύ χρόνο για να δώσω μια εκτεταμένη απάντηση στο τελευταίο μέρος της ερώτησής σου, αλλά θα προσπαθήσω να δώσω μια επιμέρους απάντηση ανατρέχοντας σε κάτι που έγραψα στο ημερολόγιό μου στις 14 Αυγούστου 1983: “Την 5η Αυγούστη, ξεκίνησα την πορεία μου προς την Ανατολή. Έφτασα στην κρυφή μου κατασκήνωση που έχω στήσει λίγο μετά από αυτό που ονομάζω Diagonal Gulch. Έμεινα εκεί ως το πέρας της επόμενης μέρας, της 6ης Αυγούστου. Ένιωσα τη γαλήνη του δάσους εκεί πέρα. Έχει πάντως εκεί μερικά μούρα και παρόλο που έχει ελάφια, δεν υπάρχει πολύ κυνήγι. Επιπλέον, έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που είδα το πανέμορφο κι απομονωμένο οροπέδιο απ’ όπου προέρχονται οι διάφορες ποικιλίες των πεστροφών του κολπίσκου. Έτσι αποφάσισα να ξεκινήσω για την περιοχή εκείνη στις 7 Αυγούστου. Λίγο μετά το σταυροδρόμι της περιοχής του Crater Mountain άρχισα να ακούω αλυσίδες. Ο ήχος έμοιαζε να προέρχεται από τις άνω άκρες του Roaster Bill Creek. Υπέθεσα ότι κόβανε δένδρα. Δεν μου άρεσε κάτι τέτοιο αλλά σκέφτηκα ότι θα απέφευγα ανάλογα πράγματα μόλις έφτανα στο οροπέδιο. Περπατώντας στις άκρες των βράχων εκεί, πρόσεξα από κάτω μου έναν νέο δρόμο που δεν υπήρχε προηγουμένως, και περνούσε εμφανώς πάνω από τα φράγματα που έκλειναν το Stemple Creek. Αισθάνθηκα μια αηδία. Παρόλα αυτά, έφτασα στο οροπέδιο. Αυτό που έμελλε να βρώ εκεί, μου ράγισε την καρδιά. Το οροπέδιο διασχιζόταν από νέους δρόμους, αρκετά φαρδείς και καλοφτιαγμένους για τέτοιου είδους δρόμους. Είχε καταστραφεί για πάντα. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να το σώσει πλέον θα ήταν η κατέρρευση της τεχνολογικής κοινωνίας. Δεν μπορούσα να το ανεχτώ. Ήταν το ομορφότερο και πιο απομονωμένο μέρος της περιοχής από το οποίο είχα πανέμορφες αναμνήσεις. “Ο ένας δρόμος διέσχιζε για διακοσαριά πόδια το υπέροχο σημείο όπου είχα κατασκηνώσει μερικά χρόνια πριν και είχα περάσει πολλές χαρούμενες στιγμές. Γεμάτος θλίψη και οργή επέστρεψα πίσψ και κατασκήνωσα στο South Fork Humburg Creek…” Την επόμενη μέρα ξεκίνησα για το καταφύγιό μου. Ο δρόμος μ έβγαλε μέσω ενός πολύ όμορφου σημείου, ενός αγαπημένου μου μέρους όπου υπήρχε μια πηγή με καθαρό νερό που μπορούσες να πιείς χωρίς να χρειαστεί να το βράσεις. Σταμάτησα και είπα κάτι σαν προσευχή στο πνεύμα της πηγής. Ήταν μια προσευχή στην οποία ορκίστηκα ότι θα πάρω εκδίκηση για όσα είχαν κάνει στο δάσος. Το ημερολόγιό μου συνεχίζεται: “Κι έπειτα επέστρεψα στο σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσα – Είχα κάτι να κάνω!” Μπορείς να υποθέσεις λοιπόν, τί ήταν αυτό το κάτι.

10-17. Και πάλι, κάθε τι που να προσεγγίζει μια πλήρη απάντηση θα έπαιρνε αδικαιολόγητα πολύ χρόνο. Όμως οι ακόλουθες παρατηρήσεις είναι κάπως σχετικές: Το πρόβλημα του πολιτισμού ταυτίζεται με το πρόβλημα της τεχνολογίας. Ας εξηγήσω πρώτα ότι όταν μιλάω για τεχνολογία δεν αναφέρομαι μόνο στις υλικές συσκευές όπως τα εργαλεία ή οι μηχανές. Περιλαμβάνω επίσης τις τεχνικές, όπως η χημεία, η πολεοδομία ή η βιοτεχνολογία. Επίσης περιλαμβάνονται οι ανθρώπινες τεχνικές όπως οι μέθοδοι προπαγάνδας ή η εκπαιδευτική ψυχολογία, καθώς οι τεχνικές οργάνωσης δε θα μπορούσαν να υπάρξουν σε ένα ανεπτυγμένο επίπεδο χωρίς τις υλικές συσκευές – τα εργαλεία, τις μηχανές, τις υποδομές – στις οποίες βασίζεται ολόκληρο το τεχνολογικό σύστημα. Ωστόσο, η τεχνολογία με την ευρύτερη έννοια της λέξης περιλαμβάνει όχι μόνο την σύγχρονη τεχνολογία αλλά επίσης τις τεχνικές και τις υλικές συσκευές που υπήρχαν στα παλαιότερα στάδια της κοινωνίας. Για παράδειγμα, τα φτερά των ζώων, τα εργαλεία του μαραγκού, η εξημέρωση των φυτών και των ζώων, και οι τεχνικές της γεωργίας, της διασταύρωσης των ζώων, ή της μεταλλουργίας. Οι πρώιμοι πολιτισμοί εξαρτώνταν από τις τεχνολογίες αυτές, καθώς επίσης στις ανθρώπινες και οργανωτικές τεχνικές που ήταν απαραίτητες προκειμένου να κυβερνηθούν μεγάλα πλήθη ανθρώπων. Οι πολιτισμοί δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς την τεχνολογία στην οποία βασίζονται. Αντιστρόφως, όπου υπάρχει τεχνολογία, αργά ή γρήγορα θα αναπτυχθεί ο πολιτισμός. Έτσι, το πρόβλημα του πολιτισμού μπορεί να εξισωθεί με το πρόβλημα της τεχνολογίας. Όσο πιο πολύ διώχνουμε την τεχνολογία, τόσο πιο πολύ διώχνουμε και τον πολιτισμό. Αν μπορούσαμε να σπρώξουμε την τεχνολογία πίσω στην λίθινη εποχή, δε θα υπήρχε πια πολιτισμός.

11. Σχετικά με τις δράσεις για τις οποίες κατηγορούμαι, γράφεις “Δεν νομίζεις ότι η βία είναι βίαια;” Μα φυσικά, η βία είναι βίαια. Επίσης, η βία είναι ένα αναγκαίο μέρος της φύσης. Αν τα αρπαχτικά δεν θανάτωναν ένα ικανό μέρος των κοπαδιών, τότε αυτά θα πολλαπλασιάζονταν σε βαθμό που θα κατέστρεφε το περιβάλλον τους, καταναλώνοντας οτιδήποτε τρώγεται. Πολλά είδη ζώων είναι βίαια ακόμη κι εναντίον μελών του ίδιου του είδους τους. Για παράδειγμα, είναι αρκετά γνωστό ότι οι άγριοι χιμπατζήδες συχνά σκοτώνουν ο ένας τον άλλον. Δες για παράδειγμα το περιοδικό Time της 19ης Αυγούστου, τεύχος 202, σελίδα 56. Σε μερικές περιοχές, είναι επίσης συχνοί οι καυγάδες μεταξύ αρκούδων. Το περιοδικό “Bear and other top predators”, τόμος 1, τεύχος 2, σελίδες 28-29, δείχνει μια φωτογραφία αρκούδων που παλεύουν και μια ακόμα, αρκούδας τραυματισμένης από τέτοιο καυγά, και αναφέρει πως ανάλογες πληγές μπορούν να αποβούν θανατηφόρες. Ανάμεσα στα θαλασσοπούλια, τα *****brown boobies*****, αφήνουν δύο αυγά σε κάθε φωλιά. Μετά την επώαση των αυγών, το ένα από τα νεαρά πουλιά επιτίθεται στο άλλο εξαναγκάζοντάς το να εγκαταλείψει τη φωλιά, οπότε αυτό πεθαίνει. Δες το άρθρο “Sibling Desperado”, Science News, Τεύχος 163, 15 Φεβρουαρίου 2003. Τα ανθρώπινα όντα, στην άγρια φύση συνιστούν ένα από τα πιο βίαια είδη. Μια καλή γενική έρευνα των κουλτούρων των κυνηγών-και-τροφοσυλλεκτικών λαών είναι το “The Hunting Peoples”, του Carleton S. Coon, έκδοση: Little, Brown and Company, Boston and Toronto, 1971. Στο βιβλίο αυτό μπορείς να βρεις άπειρα παραδείγματα στις κοινωνίες κυνηγών και τροφοσυλλεκτών, βίας ανθρώπων εναντίον άλλων ανθρώπων. Ο καθηγητής Coon καθιστά σαφές (σελίδες XIX, 3, 4, 9, 10) ότι θαυμάζει τους κυνηγούς και τροφοσυλλεκτικούς λαούς και τους θεωρεί ως πιο προνομιούχους από τους πολιτισμένους. Όμως είναι ένας έντιμος άνθρωπος και δεν λογοκρίνει τις όψεις εκείνες της πρωτόγονης ζωής, όπως η βία, που φαντάζουν δυσάρεστες στον σύγχρονο άνθρωπο.

Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο ότι ένα σημαντικό ποσοστό βίας είναι φυσικό κομμάτι της ανθρώπινης ζωής. Δεν υπάρχει κάτι το στραβό με τη βία ως τέτοια. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν η βία είναι κάτι καλό ή κακό εξαρτάται από το πως χρησιμοποιείται και τους σκοπούς που εξυπηρετεί. Οπότε γιατί οι σύγχρονοι άνθρωποι βλέπουν τη βία σαν κάτι το κατ’ εξοχήν κακό; Έχουν υποστεί μια τεράστια πλύση εγκεφάλου. Οι σύγχρονες κοινωνίες χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους προπαγάνδας ώστε να εκπαιδεύσουν τους ανθρώπους να τρομοκρατούνται και να φρικιούν μπροστά στη βία επειδή το τεχνοβιομηχανικό σύστημα έχει ανάγκη από έναν πληθυσμό καθυποταγμένο, φοβισμένο, υπάκουο, δειλό, έναν πληθυσμό που δε θα δημιουργεί προβλήματα και δε θα διαταράσσει την ομαλή λειτουργία του συστήματος. Η εξουσία εξαρτάται άμεσα από την επιβολή της φυσικής ισχύος. Εκπαιδεύοντας τους ανθρώπους πως η βία είναι λάθος (εκτός φυσικά από τη βία που ασκεί το σύστημα μέσω της αστυνομίας ή του στρατού), το σύστημα διατηρεί το μονοπώλιο της φυσικής ισχύος και έτσι κρατά τους ανθρώπους ομήρους του. Οποιαδήποτε φιλοσοφική ή ηθική αιτιολόγηση προβάλουν οι άνθρωποι για να εξηγήσουν την πεποίθησή τους ότι η βία είναι λάθος, ο μόνος λόγος για την πεποίθησή τους αυτή είναι έχουν ασυνείδητα εσωτερικεύσει την προπαγάνδα του συστήματος.

12-13-14-15. Όλες οι ομάδες που ανέφερες αποτελούν εδώ πέρα μέρος του ίδιου κινήματος. Ας το ονομάσουμε GA (Green Anarchist – Πράσινο Αναρχικό) Κίνημα. Φυσικά, αυτοί οι άνθρωποι έχουν δίκιο στο βαθμό που αντιτίθενται στον πολιτισμό και την τεχνολογία στην οποία βασίζεται. Όμως, εξαιτίας της δομής με την οποία αναπτύσσεται το κίνημα αυτό, μπορεί στην πραγματικότητα να συντελέσει στην άμυνα του τεχνοβιομηχανικού συστήματος, και να αποτελέσει ένα εμπόδιο για την επανάσταση. Θα εξηγηθώ: Είναι δύσκολο να καταστείλεις την εξέγερση άμεσα. Όταν μια εξέγερση καταστέλλεται με τη βία, συχνά διασκορπίζεται και αργότερα ξεσπά σε μια μορφή στην οποία οι αρχές θα δυσκολευτούν πολύ περισσότερο να ελέγξουν. Για παράδειγμα, στα 1878 το γερμανικό ράιχσταγκ επικύρωσε σκληρούς και καταπιεστικούς νόμους ενάντια στο σοσιαλ-δημοκρατικό κίνημα, ως αποτέλεσμα των οποίων το κίνημα τσακίστηκε και τα μέλη του τρομοκρατήθηκαν, αποθαρρύνθηκαν. Όμως μόνο για λίγο. Το κίνημα σύντομα ενώθηκε και πάλι, έγινε πιο δραστήριο, και βρήκε νέους τρόπους να διαδίδει τις ιδέες του, έτσι ώστε στα 1884 να εμφανίζεται πιο δυνατό από ποτέ. (Βλ. G.A. Zimmermann, Das Neunzehnte Jahrhundert: Geshichtlicher und kulturhistorischer Rόckblick, Druck und Verlag von Geo. Brumder, Milwaukee, 1902, σελίδα 23). Έτσι, ένας προσεκτικός παρατηρητής των ανθρώπινων ζητημάτων γνωρίζει πως οι ισχυρές τάξεις μιας κοινωνίας μπορούν να προστατευτούν αποτελεσματικά από μια εξέγερση χρησιμοποιώντας τη βία και την ωμή καταστολή μόνο σε έναν περιορισμένο βαθμό, και είναι αναγκασμένες να βασίζονται στη χειραγώγηση για να αποτρέψουν την εξέγερση. Μια από τις πιο αποτελεσματικές μεθόδους τους είναι το να παρέσουν κανάλια μέσα από τα οποία οι εξεγερσιακές τάσεις να μπορούν να εκφραστούν με τρόπους ανώδυνους για το σύστημα. Για παράδειγμα, είναι αρκετά γνωστό ότι στη Σοβιετική Ένωση το σατιρικό περιοδικό Krokodil είχε σχεδιαστεί ώστε να παρέχει ένα άσυλο για διαμαρτυρίες και κριτικές προς τις αρχές με έναν τρόπο ωστόσο που δε θα οδηγούσε κανέναν στο να αμφισβητήσει την νομιμότητα του σοβιετικού συστήματος ή να εξεγερθεί εναντίον του με οποιοδήποτε αξιόλογο τρόπο.

Όμως το “δημοκρατικό” σύστημα της Δύσης έχει πολύ πιο ανεπτυγμένους μηχανισμούς για να αποτρέπει την εξέγερση, μηχανισμούς πολύ πιο εκλεπτυσμένους και αποτελεσματικούς από οποιονδήποτε είχε στη διάθεσή της η Σοβιετική Ένωση. Είναι ένα πραγματικά αξιοσημείωτο γεγονός ότι στη σύγχρονη δυτική κοινωνία οι άνθρωποι “εξεγείρονται” υπέρ των αξιών του ίδιου του συστήματος ενάντια στο οποίο φαντάζονται πως εξεγείρονται. Η αριστερά “εξεγείρεται” υπέρ της φυλετικής και θρησκευτικής ισότητας, της ισότητας των γυναικών και των ομοφυλοφίλων, της ανθρωπιστικής μεταχείρισης των ζώων και ούτω καθεξής. Αυτές όμως είναι και οι αξίες που τα αμερικανικά ΜΜΕ μας διδάσκουν ξανά και ξανά, κάθε μέρα. Οι αριστεριστές έχουν διαβρωθεί σε τέτοιο βαθμό από την μιντιακή προπαγάνδα που είναι ικανοί να “εξεγερθούν” μόνο με τους όρους τέτοιων αξιών, αξιών του ίδιου του τεχνοβιομηχανικού συστήματος. Με τον τρόπο αυτό, το σύστημα αποτρέπει επιτυχώς τις εξεγερσιακές ορμές της αριστεράς, οδηγώντας τες σε κανάλια που είναι ακίνδυνα για το ίδιο το σύστημα.

Η εξέγερση ενάντια στην τεχνολογία και τον πολιτικσμό είναι μια αυθεντική ανταρσία, μια πραγματική επίθεση στις αξίες του υπάρχοντος συστήματος. Όμως οι πράσινοι αναρχικοί, οι αναρχο-πρωτογονιστές κ.ο.κ. (το GA κίνημα) έχουν επιρρεαστεί σε τόσο μεγάλο βαθμό από την αριστερά που η εξέγερσή τους ενάντια στον πολιτισμό έχει σε μεγάλο βαθμό εξουδετερωθεί. Αντί να εξεγείρονται ενάντια στις αξίες του πολιτισμού, έχουν υιοθετήσει πολλές από αυτές, κι έχουν κατασκευάσει μια φαντασιακή εικόνα των πρωτόγονων κοινωνιών ώστε να ενσωματώνει τις αξίες αυτές. Υποκρίνονται, λέγοντας πως οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες εργάζονταν μόνο δυο ή τρεις ώρες την ημέρα (που σημαίνει 14-21 ώρες την εβδομάδα), ότι είχαν ισότητα των φύλων, ότι σέβονταν τα δικαιώματα των ζώων, ότι φρόντιζαν να μη βλάπτουν το περιβάλλον τους και πάει λέγοντας. Όλα αυτά όμως είναι παραμύθια. Αν διαβάσεις αρκετές αναφορές ανθρώπων που προσωπικά μελέτησαν κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών σε μια εποχή που αυτές ήταν σχετικά ανεξάρτητες από τον πολιτισμό, θα δείς ότι:

α) Όλες τους έτρωγαν κάποιου είδους ζωικής τροφής, καμία δεν ήταν vegan.
β) Οι περισσότερες, αν όχι όλες, ήταν βίαιες προς τα ζώα.
γ) Η πλειοψηφία τους δεν είχε ισότητα ανάμεσα στα φύλα.
δ) Η εκτίμηση για 2-3 ώρες εργασίας την ημέρα, ή 14-21 την εβδομάδα, βασίζεται σε έναν παραφρασμένο ορισμό της “εργασίας”. Μια πιο ρεαλιστική ελάχιστη εκτίμηση για μια πλήρως νομαδική τροφοσυλλεκτική-κυνηγητική κοινωνία θα ήταν περίπου 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα, και μερικές εργάζονταν πολύ περισσότερο.
ε) Οι περισσότερές τους δεν ήταν μη-βίαιες.
στ) Στις περισσότερες από αυτές τις κοινωνίες, συνήθως υπήρχε ανταγωνισμός. Σε μερικές περιπτώσεις μπορούσε να πάρει βίαιες μορφές.
ζ) Οι κοινωνίες αυτές διέφεραν σημαντικά ως προς τον βαθμό στον οποίο ενδιαφέρονταν για να μην καταστρέψουν το περιβάλλον. Μερικές το διατηρούσαν εξαιρετικά, άλλες πάλι το ζημίωναν είτε με το υπερβολικό κυνήγι, τη χρήση φωτιάς ή με άλλους τρόπους.
Θα μπορούσα να παραθέσω πολυάριθμες αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης που να ενισχύουν τα λεγόμενά μου, αλλά τότε αυτό το γράμμα δε θα τελείωνε ποτέ. Έτσι θα κρατήσω τα αποδεικτικά στοιχεία για μια πιο κατάλληλη περίσταση. Παρακάτω, θα παραθέσω μερικά μόνο παραδείγματα.

Βία προς τα ζώα:

Πυγμαίοι Mbuti: “ο νέος το είχε χωρίσει στα δυό με την πρώτη, καρφώνοντας το ζώο στο έδαφος μέσω του σαρκώδους μέρους του στομαχιού. Όμως το ζώο ήταν ακόμη ζωντανό, πάλευε για την ελευθερία του. …Ο Maipe κάρφωσε ένα ακόντιο ακόμη στον λαιμό του, αυτό όμως ακόμη γρύλλιζε και αντιστεκόταν. Μόνο αφού πέρασε ένα τρίτο ακόντιο από την καρδιά του εγκατέλειψε τον αγώνα”. …”Οι Πυγμαίοι σχημάτισαν ενθουσιασμένοι έναν κύκλο, δείχνοντας το ζώο που πεθαίνει και γελώντας”… “’λλες φορές είδα Πυγμαίους να ξεπουπουλιάζουν πουλιά ενώ αυτά ήταν ακόμη ζωντανά, εξηγώντας ότι το κρέας γινόταν πιο τρυφερό αν ο θάνατος επέλθει αργά. Και τα κυνηγόσκυλα, όσο πολύτιμα κι αν ήταν, τα κλωτσούσαν ανελέητα από την μέρα που γεννιούνταν μέχρι την μέρα που πέθαιναν”. – Colin Turnbull, The Forest People, Simon and Schuster, 1962, σελίδα 101.

Εσκιμώοι: “Οι Εσκιμώοι με τους οποίους έζησε ο Gontran de Poncins κλωτσούσαν και χτυπούσαν βίαια τα σκυλιά τους. Πηγή: Gontran de Poncins, Kabloona, Time-Life Books, Alexandria, Virginia, 1980, Σελίδες 29, 30, 49, 189, 196, 198-99, 212, 216.

Σιριόνο: Οι Σιριόνο μερικές φορές αιχμαλώτιζαν νεαρά ζώα και τα έφερναν ζωντανά πίσω στον καταυλισμό, αλλά δεν τα τάιζαν καθόλου, και τα παιδιά τους φέρονταν τόσο άσχημα στα ζώα που αυτά σύντομα πέθαιναν. Πηγή: Allan R. Holmberg, Nomads of the Long Bow: The Siriono of Eastern Bolivia, The Natural History Press, Garden City, New York, 1969, Σελίδες 69-70, 208 (Οι Σιριόνο δεν ήταν κανονικοί κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, μιας και φύτευαν καρπούς για περιορισμένα χρονικά διαστήματα, ωστόσο ζούσαν κυρίως από το κυνήγι και τη συλλογή τροφής. Βλέπε και: Holmber, Σελίδες 51, 63, 67, 76-77, 82-83, 265.)

Απουσία ισότητας των φύλων: Ο Turnbull γράφει ότι ανάμεσα στους Mbuti “μια γυναίκα δεν είναι κατά κανένα τρόπο κατώτερη ενός άνδρα” (Colin Turnbull, Wayward Servants, The Natural History Press, Garden City, New York, 1965, σελίδα 270), και ότι “δεν γίνονται διακρίσεις εις βάρος των γυναικών” (Turnbull, Forest People, σελίδα 154), στο ίδιο όμως βιβλίο ο Turnbull καταθέτει ένα πλήθος περιστατικών που δείχνουν ότι οι Mbuti δεν είχαν καμιά φυλετική ισότητα, με την έννοια που έχει ο όρος σήμερα. “Ένα χέρι ξύλο στις γυναίκες τους, θεωρούνταν καλό, και η γυναίκα αναμενόταν να αντεπιτεθεί” (Wayward Servants, σελίδα 287). “Είπε ότι ήταν πολύ ευχαριστημένος με τη γυναίκα του, και δεν το θεώρησε απαραίτητο να τη δείρει καθόλου” (Forest People, σελίδα 205). “Ο άνδρας έριξε τη γυναίκα του κάτω και τη χαστούκισε” (Wayward Servants, σελίδα 211). “Ο σύζυγός της την χτύπησε” (Wayward Servants, σελίδα 192). Οι Mbuti εφαρμόζουν αυτό που οι αμερικάνοι αποκαλούν “date rape”(σ.τ.μ. ο βιασμός που δεν διαπράττεται από κάποιον ξένο αλλά αντίθετα από ένα οικείο πρόσωπο, ως εξαναγκασμός στην ερωτική πράξη μετά από απόρριψη του θύματος) (Wayward Servants, σελίδα 137). Ο Turnbull αναφέρει δυο περιπτώσεις ανδρών να “δίνουν διαταγές στις συζύγους τους” (Wayward Servants, σελίδα 288-89 και Forest People, σελίδα 265). Δεν κατόρθωσα να βρώ στα βιβλία του κάποιο παράδειγμα γυναικών να δίνουν διαταγές στους συζύγους τους.

Σιριόνο: “Οι Σιριόνο δε χτυπούσαν τις γυναίκες τους” (Holmberg, σελίδα 128), όμως “μια γυναίκα πρέπει να υπηρετεί τον σύζυγό της” (Holmsberg, σελίδα 125). Η εκτεταμένη οικογένεια κυριαρχείται γενικά από το γηραιότερο ενεργό αρσενικό (σελίδα 129). “Οι γυναίκες…είναι υποταγμένες στους άνδρες” (σελίδα 147). “Η σεξουαλική πρωτοβουλία ανήκει στον άνδρα… Αν ένας άνδρας βρίσκεται στο δάσος μόνος με μια γυναία… μπορεί ακόμα να τη ρίξει βίαια στο έδαφος και να πάρει το βραβείο του χωρίς να πεί κουβέντα” (σελίδα 163). Οι γονείς προτιμούν πάντοτε τους αρσενικούς απογόνους (σελίδα 202) Δες επίσης τις σελίδες 148, 156, 168-69, 210, 224.

Αβορίγινες της Αυστραλίας: “Ακόμα πιο βόρεια και δυτικά (στην Αυστραλία) η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των ώριμων, δυναμικών και συνήθως πολύγαμων ανδρών της ηλικιακής ομάδας 30-50, και ο έλεγχος πάνω στις γυναίκες και τους νεώτερους άνδρες διαμοιράζεται μεταξύ τους (Carleton S. Coon, The Hunting Peoples, έγινε λόγος και νωρίτερα γι αυτό, σελίδα 255). Σε μερικές αυστραλιανές φυλές, οι νεαρές γυναίκες εξαναγκάζονται να παντρευτούν γέρους άνδρες, κυρίως για να δουλεύουν για λογαριασμό τους. Γυναίκες που αρνούνται μια τέτοια μοίρα ξυλοκοπούνται μέχρι να ενδώσουν. Βλέπε: Aldo Massola, The Aborigines of South-Eastern Australia: As They Were, The Griffin Press, Adelaide, Australis, 1971, δεν θυμάμαι ποιά ακριβώς είναι η σελίδα, αλλά κοίτα κάπου ανάμεσα στις 70-80.

Χρόνος εργασίας:

Μια καλή μελέτη είναι αυτή της Elizabeth Cashdan, �Hunters and Gatherers: Economic Behaviour in Bands�, εκδόσεις Stuart Plattner, Economic Anthropology, Stanford University Press, 1989, σελίδες 21-48. Η Cashdan καταπιάνεται με μια έρευνα του Richard Lee, που ανακάλυψε ότι μια συγκεκριμένη ομάδα Kung Bushmen εργαζόταν λίγο περισσότερο από σαράντα ώρες την εβδομάδα. Και δείχνει στις σελίδες 24-25 ότι υπάρχουν αποδείξεις πως η έρευνα του Lee έγινε σε μια περίοδο που οι Κung εργάζονταν ελάχιστα, και ενδέχεται να δουλεύουν πολύ περισσότερο τις άλλες εποχές του έτους. Στη σελίδα 26 δείχνει ότι η έρευνα του Lee δεν περιλάμβανε το χρόνο που δαπανούσαν στην ανατροφή των παιδιών. Και στις σελίδες 24-25 αναφέρει ότι άλλοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες εργάζονται αρκετά παραπάνω απ’ όσο αυτοί που μελέτησε ο Lee. Οι σαράντα ώρες την εβδομάδα είναι ίσως ένα ελάχιστο όριο του χρόνου εργασίας των πλήρω νομαδικών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών. Ο Gontran de Poncins, (Kabloona, έγινε λόγος παραπάνω, σελίδα 111), δήλωσε ότι οι Εσκιμώοι με τους οποίους έζησε εργάζονταν δεκαπέντε ώρες την ημέρα. Πιθανότατα δεν εννοούσε ότι εργάζονταν για δεκαπέντε ώρες κάθε μία ημέρα, όμως γίνεται σαφές μέσα από το βιβλίο του ότι εργάζονταν πολύ σκληρά. Για τους Πυγμαίους Mbuti που χρησιμοποιούσαν δίχτυα για το κυνήγι ο Turnbull αναφέρει: “Τα δίχτυα είναι μια πλήρης απασχόληση… στην οποία τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες εντρυφούν αν είχαν χρόνο και την κλίση γι αυτό” (Turnbull, Forest People, σελίδα 131). Στους Σιριόνο, οι άνδρες κυνηγούσαν, κατά μέσο όρο, κάθε δεύτερη μέρα (Holmberg, σελίδες 75-76) , ξεκινούσαν το χάραμα και επέστρεφαν στον καταυλισμό συνήθως μεταξύ των 4-6 το απόγευμα (Holmberg, σελίδες 100-101). Αυτό σημαίνει μέσος όρος έντεκα ώρες κυνηγιού, για τρεισίμισι μέρες την εβδομάδα, μας κάνει 38 ώρες κυνηγιού την εβδομάδα, τουλάχιστον. Κι αυτό γιατί οι άνδρες έφερναν σε πέρας κάποια άλλη εργασία τις μέρες που δεν κυνηγούσαν (σελίδες 76, 100), οπότε σ’ ολόκληρο το έτος πρέπει να δούλευαν τουλάχιστον 40 ώρες την εβδομάδα. Στην πραγματικότητα, ο Holmberg εκτιμά πως οι Σιριόνο περνούσαν τον μισό περίπου από το χρόνο που ήταν “στο πόδι” στο κυνήγι ή τη συλλογή καρπών (σελίδα 222), το οποίο σημαίνει κάπου 56 ώρες την εβδομάδα μόνο γι αυτές τις δραστηριότητες. Αν συμπεριλάβουμε και κάθε άλλη εργασία, ο μέσος όρος πρέπει να ξεπερνούσε κατά πολύ τις 60 ώρες ανά εβδομάδα. Οι γυναίκες Σιριόνο “απολαμβάνουν ακόμα λιγότερη αποχή από τον μόχθο απ’ ότι οι σύζυγοί τους”, και “η υποχρέωση να αναθρέψουν τα παιδιά τους τους άφηνε ελάχιστο χρόνο για ξεκούραση” (Holmberg, σελίδα 224). Για άλλες πληροφορίες που να δείχνουν πόσο σκληρά εργάζονταν οι Σιριόνο, δες τις σελίδες 87, 107, 157, 213, 220, 223, 246, 248-49, 254, 268.

Βία:

Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, πολυάριθμα παραδείγματα βίας μπορούν να βρεθούν στο έργο του Coon “The Hunting Peoples”. Σύμφωνα πάλι με τον Gontran de Poncins (Kabloona) σελίδες 116-120,125, 162-165, 237-238, 244, οι ανθρωποκτονίες, συνήθως πισώπλατα μαχαιρώματα, ήταν αρκετά κοινές μεταξύ των εσκιμώων. Οι Πυγμαίοι Mbuti ίσως είναι από τους λιγότερο βίαιους λαούς που έχω υπόψη μου, μιας και ο Turnbull δεν αναφέρει καμιά ανθρωποκτονία ανάμεσά τους (εκτός από βρεφοκτονίες, για τις οποίες δες στο Wayward Servants, σελίδα 130) Ωστόσο στα The Forest People και Wayward Servants, ο Turnbull αναφέρει πολλά περιστατικά καυγάδων με τις γροθιές ή με ραβδιά. Ο Paul Schebesta (Die Bambuti-Pygδen vom Ituri, Τόμος I, Institut Royal Colonial Belge, Brussels, 1938, σελίδες 81-84) αναφέρει αποδείξεις ότι κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα οι Mbuti είχαν αιματηρές συγκρούσεις με τους γειτονικούς εγκατεστημένους λαούς της αφρικής που ζούσαν επίσης στο δάσος τους (για τη βρεφοκτονία, βλ. Schebesta, σελίδα 138).

Ανταγωνισμός:

Η ύπαρξη του ανταγωνισμού στις τροφοσυλλεκτικές και τις κοινωνίες των κυνηγών εκδηλώνεται στις συγκρούσεις που συνέβησαν σε κάποιους από αυτούς. Δες για παράδειγμα τον Coon (Hunting Peoples, σελίδες 238, 252, 257-58). Αν μια φυσική σύγκρουση δεν είναι μορφή ανταγωνισμού, τότε τίποτα δεν είναι. Συγκρούσεις ίσως εκτυλίσσονταν στον ανταγωνισμό για την αναπαραγωγή. Για παράδειγμα ο Turnbull (Wayward Servants, σελίδα 206) αναφέρει μια γυναίκα που είχε χάσει τρία από τα δόντια της στον καυγά με μια άλλη γυναίκα για έναν άνδρα. Ο Coon, στη σελίδα 206, αναφέρει έναν καυγά για γυναίκες μεταξύ αβοριγίνων ανδρών της Αυστραλίας. Ο ανταγωνισμός για την τροφή μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε καυγάδες. “Δεν μπορούμε να πούμε πως η μοιρασιά (του κρέατος) γίνεται χωρίς κάποια λογομαχία ή χειρονομία. Αντιθέτως, οι τσακωμοί που ξεκινούν με την επιστροφή του κυνηγού στον καταυλισμί είναι συνήθως μακριοί και βοηροί…” (Turnbull, Wayward Servants, σελίδα 158). Ο Coon αναφέρεται σε “ηχηρές λογομαχίες” πάνω στην μοιρασιά του κρέατος φάλαινας ανάμεσα σε κάποιους Εσκιμώους (Hunting Peoples, σελίδα 125)

Θα μπορούσα να συνεχίσω επ’ αόριστον παραθέτοντας στοιχεία, δείχνοντας πόσο γελοία είναι η εικόνα των πρωτόγονων λαών ως μη-ανταγωνιστικών, χορτοφαγικών που προσέχουν το περιβάλλον και έχουν ισότητα των φύλων, σέβονται τα δικαιώματα των ζώων, και δεν είναι αναγκασμένοι να μοχθούν για να ζήσουν. Όμως αυτό το γράμμα έγινε ήδη πολύ μεγάλο, κι έτσι τα παραπάνω παραδείγματα πρέπει να είναι αρκετά. Αυτό που θέλω να πώ δεν είναι ότι η ζωή των κυνηγών και τροφοσυλλεκτών δεν ήταν καλύτερη από τη σύγχρονη ζωή. Αντιθέτως, πιστεύω ότι δε χωράει καν σύγκριση. Πολλοί, ίσως οι περισσότεροι ερευνητές που έχουν μελετήσει τον τρόπο ζωής των κυνηγών και τροφοσυλλεκτών έχουν εκφράσει το σεβασμό, την εκτίμησή τους, ή ακόμα και τη ζήλια τους, γι αυτούς. Για παράδειγμα ο Cashdan, στη σελίδα 21 αναφέρεται στους κυνηγούς και τροφοσυλλέκτες ως “αρκετά αποτελεσματικούς”. Ο Coon, στη σελίδα ΧΙΧ, αναφέρεται στις “μεστές και ικανοποιητικές ζωές” των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών. Ο Turnbull, στο Forest People, σελίδα 26, γράφει: “Οι Mbuti ήταν ένας λαός που βρήκε στο δάσος κάτι που έκανε τις ζωές τους παραπάνω από άξιες να τις ζήσει κανείς, κάτι που τις έκανε, με όλες τις δυσκολίες, τα προβλήματα και τις τραγωδίες τους, ένα υπέροχο γεγονός γεμάτο χαρά και ευτυχία, και ελέυθερο από κάθε έγνοια”. Ο Schebesta γράφει (σελίδα 73): “Πόσο πολλοί είναι οι κίνδυνοι, αλλά επίσης πόσο χαρούμενες οι εμπειρίες αυτών των κυνηγητικών εκδρομών και των αμέτρητων ταξειδιών μέσα στο πρωτόγονο δάσος! Εμείς που ζούμε σε μια μη-ποιητική, μηχανική εποχή δεν μπορούμε να νιώσουμε παρά μια ανατριχίλα, μπρος στο βάθος της επαφής των ανθρώπων του δάσους με την μυστική-μαγική σκέψη που διαμορφώνει τη συμπεριφορά τους”, και στη σελίδα 205: “Οι Πυγμαίοι στέκονται μπροστά μας σαν μια από τις πιο φυσικές ανθρώπινες φυλές, σαν άνθρωποι που ζουν αποκλειστικά σε αρμονία με τη φύση και χωρίς να παραβιάζουν τους φυσικούς οργανισμούς της. Ανάμεσα στις αρχές τους είναι μια ασυνήθιστη φυσικότητα και ζωντάνια, και μια απαράμιλη ευτυχία και ξεγνοιασιά. Είναι άνθρωποι που περνούν τις ζωές τους σε συμφωνία με τους νόμους της φύσης”.

Προφανώς όμως, οι λόγοι για τους οποίους η πρωτόγονη ζωή ήταν ανώτερη της πολιτισμένης δεν έχουν να κάνουν με την ισότητα των φύλων, την καλοσύνη προς τα ζώα, την απουσία κάθε ανταγωνισμού ή βίας. Αυτές οι αξίες είναι οι μαλθακές αξίες του σύγχρονου πολιτισμού. Προβάλλοντάς τες στις κοινωνίες των κυνηγών και τροφοσυλλεκτών, το GA κίνημα έχει δημιουργήσει τον μύθο μιας πρωτόγονης ουτοπίας που ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά. Έτσι, ακόμα κι αν το κίνημα GA ισχυρίζεται ότι αρνείται τον πολιτισμό και τη σύγχρονη κουλτούρα, παραμένει δέσμιο μερικών από τις πιο θεμελιώδεις αξίες της σύγχρονης κοινωνίας. Για τον λόγο αυτό το κίνημα GA δεν μπορεί να είναι ένα αποτελεσματικό επαναστατικό κίνημα.

Πρώτα απ’ όλα μέρος της ενέργειας του κινήματος GA χάνεται από τον πραγματικό επαναστατικό σκοπό – την εξολόθρευση της σύγχρονης τεχνολογίας και του πολιτισμού εν γένει, για να υπερασπιστεί τα ψευτο-επαναστατικά ζητήματα περί του ρατσισμού, του σεξισμού, των δικαιωμάτων των ζώων, των ομοφυλοφίλων, κ.ο.κ.

Δεύτερον, λόγω της δέσμευσής του σε τέτοια ψευτο-επαναστατικά ζητήματα, το κίνημα GA μπορεί να προσελκύσει πολλούς αριστεριστές, ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται να απαλλαγούν από τον σύγχρονο πολιτισμό, όσο το να προωθήσουν τις αριστερίστικες απόψεις περί ρατσισμού, σεξισμού κλπ. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει μια ακόμα μεγαλύτερη σπατάλη της ενέργειας του κινήματος, τραβώντας το από τα ζητήματα της τεχνολογίας και του πολιτισμού.

Τρίτον, το ζήτημα της διασφάλισης των δικαιωμάτων των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, των ζώων, κλπ, είναι ασύμβατο με το σκοπό της εκμηδένισης του πολιτισμού, μιας και οι γυναίκες και οι ομοφυλόφιλοι στις πρωτόγονες κοινωνίες συχνά δεν απολαμβάνουν καμιά ισότητα, και τέτοιες κοινωνίες είναι επίσης βίαιες προς τα ζώα. Αν κάποιος θέλει να διασφαλίσει τα δικαιώματα των ομάδων αυτών, τότε καλά θα κάνει να επιμείνει στον σύγχρονο πολιτισμό.

Τέταρτον, το κίνημα GA έχει υιοθετήσει πολλές από τις μαλθακές αξίες του σύγχρονου πολιτισμού, καθώς και τους μύθους του περί μιας μαλθακής πρωτόγονης ουτοπίας, προσελκύοντας έτσι υπερβολικά πολλούς μαλθακούς, ονειροπώλους, αργόσχολους, μη-πρακτικούς ανθρώπους που τείνουν περισσότερο να κρύβονται σε ουτοπικές φαντασιώσεις παρά να αναλαμβάνουν αποτελεσματική, ρεαλιστική δράση για να απαλλαγούν από το τεχνοβιομηχανικό σύστημα.

Υπάρχει πράγματι, ένας σοβαρός κίνδυνος για το κίνημα GA, να πάρει τον ίδιο δρόμο με το χριστιανισμό. Αρχικά, κάτω από την προσωπική ηγεσία του Ιησού Χριστού, ο χριστιανισμός δεν ήταν απλά ένα θρησκευτικό κίνημα αλλά επίσης ένα κοινωνικό επαναστατικό κίνημα. Ο χριστιανισμός αποδείχτηκε αποτελεσματικός σαν καθαρά θρησκευτικό κίνημα, αλλά ως επαναστατικό κίνημα ήταν μια απόλυτη αποτυχία. Δεν έκανε τίποτα για να διορθώσει τις κοινωνικές ανισότητες της εποχής, και μόλις οι χριστιανοί βρήκαν μια ευκαιρία να διαπραγματευτούν με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ξεπουλήθηκαν και έγιναν μέρος της δομής εξουσίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Φαίνεται να υπάρχουν μερικές ομοιότητες μεταξύ της ψυχολογίας του GA κινήματος και του πρώιμου χριστιανικού. Οι αναλογίες μεταξύ των δυο κινημάτων είναι εκπληκτικές: πρωτογονιστική ουτοπία – κήπως της Εδέμ. Ανάπτυξη του καπιταλισμού – Η πτώση, η πρωταρχική αμαρτία, το φάγωμα του μήλου από το Δένδρο της Γνώσης. Η Επανάσταση – Η Μέρα της Κρίσεως. Επιστροφή στην πρωτόγονη ουτοπία – Έλευση της βασιλείας του θεού. Ο Veganισμός μάλλον παίζει τον ίδιο ψυχολογικό ρόλο που έπαιζαν οι περιορισμοί της νηστείας στον χριστιανισμό και σε άλλες θρησκείες. Τα ρίσκα που παίρνουν οι ακτιβιστές χρησιμοποιώντας το σώμα τους για να μπλοκάρουν μηχανές κλπ μπορεί να συγκριθεί με τα μαρτύρια των πρώτων χριστιανών που πέθαιναν για τα πιστεύω τους (αν εξαιρέσουμε ότι εκείνα απαιτούσαν πολύ περισσότερο θάρρος απ’ ότι οι τακτικές των σημερινών ακτιβιστών). Αν το κίνημα GA πάρει τον ίδιο δρόμο με το χριστιανισμό, θα αποτύχει ως επαναστατικό κίνημα κι αυτό. Το κίνημα GA μπορεί να είναι λοιπόν, όχι απλά άχρηστο, αλλά χειρότερα ακόμη, καθώς αποτελεί ενδεχομένως ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού επαναστατικού κινήματος. Μιας και η αντίθεση στην τεχνολογία και τον πολιτισμό είναι ένα σημαντικό μέρος του προγράμματος του κινήματος GA, νέοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται για το τί κάνει ο τεχνολογικός πολιτισμός στον κόσμο, έλκονται από το κίνημα αυτό. Φυσικά, δεν είναι όλοι τους αριστεριστές ή μαλθακοί, ονειροπώλοι κι αναποτελεσματικοί τύποι. Κάποιοι απ’ αυτούς έχουν πραγματικές δυνατότητες να γίνουν επαναστάτες. Όμως μέσα στο κίνημα GA περικυκλώνονται από ένα πλήθος αριστεριστών κι άλλων άχρηστων ανθρώπων, οπότε εξουδετερώνονται, διαφθείρονται, και το επαναστατικό δυναμικό τους χάνεται. Με την έννοια αυτή, το κίνημα GA μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί μια καταβόθρα επαναστατικού δυναμικού.

Θα είναι απαραίτητο να χτιστεί ένα νέο επαναστατικό κίνημα που θα κρατηθεί μακριά από το κίνημα GA και τις μαλθακές, πολιτισμένες αξίες του. Δεν εννοώ μ’ αυτό ότι υπάρχει κάτι στραβό με την ισότητα των φύλων, την καλοσύνη προς τα ζώα, την αποδοχή της ομοφυλοφιλίας και τα τοιαύτα. Όμως αυτές οι αξίες δεν έχουν καμμιά συνάφεια με την προσπάθεια να εξολοθρεύσουμε τον τεχνολογικό πολιτισμό. Δεν είναι επαναστατικές αξίες. Ένα αποτελεσματικό επαναστατικό κίνημα θα πρέπει να υιοθετήσει αντιθέτως, τις σκληρές αξίες των πρωτόγονων κοινωνιών, όπως η ικανότητα, η αυτο-πειθαρχία, η ειλικρίνια, η φυσική και πνευματική αντοχή, το μίσος για τους εξωτερικούς επιβεβλημένους περιορισμούς, η ικανότητα αντοχής του φυσικού πόνου, και πάνω απ’ όλα το θάρρος.

Υ.Γ. Γράμματα που μου αποστέλλονται, μερικές φορές δεν φτάνουν ποτέ σε μένα, οπότε αν μου γράψεις κάτι και δεν λάβεις απάντηση, μπορείς να υποθέσεις ότι δεν έλαβα το γράμμα σου. – TJK

Με ειλικρίνια.

Εσωκλείονται:

1. Φωτοτυπίες των σελίδων 28 και 29 του περιοδικού Bears and Other Top Predators, Volume 1, Issue 2.

2. Φωτοτυπία του άρθρου �Sibling Desperado�, Science News, Volume 163, February 15, 2003

Categories
Ted Kaczynski (Unabomber)

To πλοίο των τρελών – Ted Kaczynski (Unabomber) – 1999

Ship Of Fools – Ted Kaczynski (Unabomber) – 1999

Μια φορά κι έναν καιρό, ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί ενός πλοίου, μεθυσμένοι από ματαιοδοξία για τις ικανότητές τους, σαγηνευμένοι από την έπαρση και το θαυμασμό για τους εαυτούς τους, οδηγήθηκαν στην παράνοια. Χάραξαν ρότα για το Βορά κι έπλευσαν ώσπου συνάντησαν παγόβουνα και επικίνδυνους παγετώνες, κι ακόμα έπλευσαν προς ύδατα όλο και πιο επικίνδυνα, με μόνο σκοπό να βρουν ευκαιρίες για να φτάσουν σε ακόμα πιο λαμπρά ναυτικά κατορθώματα. Και καθώς το πλοίο έφτανε σε όλο και μεγαλύτερα πλάτη, οι επιβάτες ένιωθαν όλο και πιο άβολα. ’ρχισαν ακόμα να καυγαδίζουν μεταξύ τους και να διαμαρτύρονται για τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν.
«Ανάθεμά με» είπε ένας έμπειρος ναυτικός, «αν δεν είναι τούτο το χειρότερο ταξίδι που έχω κάνει. Το κατάστρωμα έχει καλυφθεί από πάγο κι όποτε βγαίνω έξω οι άνεμοι με γδέρνουν, κάθε φορά που σηκώνω τα πανιά, τα καταραμένα δάχτυλά μου παγώνουν, και όλα αυτά γιατί; Για πέντε άθλια σελίνια τον μήνα!». «Νομίζεις πως εσύ είσαι άσχημα» είπε μια επιβάτις. «Εγώ δεν κλείνω μάτι όλη νύχτα από το κρύο. Οι κυρίες σ’ αυτό το πλοίο δεν παίρνουν τόσες κουβέρτες όσες οι άνδρες. Δεν είναι δίκαιο!». Ένας μεξικάνος μούτσος πρόσθεσε: «Σκατά! Εγώ παίρνω μόνο τα μισά απ όσα οι ευρωπαίοι ναυτικοί. Θέλει πολύ φαί για να κρατηθούμε ζεστοί σ’ αυτό το κλίμα, και δεν παίρνω το μερίδιό μου, οι ευρωπαίοι παίρνουν πιο πολλά. Και το χειρότερο όλων είναι πως το πλήρωμα μου δίνει πάντα διαταγές στα αγγλικά αντί για τα ισπανικά». «Εγώ έχω περισσότερους λόγους να παραπονιέμαι απ’ όλους σας», είπε ένας ινδιάνος ναυτικός. «Αν τα χλωμά πρόσωπα δεν μας είχαν ληστέψει τη γη των προγόνων μας, δε θα χρειαζόταν να είμαι καν σ’ αυτό το πλοίο, ανάμεσα σε παγόβουνα και αρκτικούς ανέμους. Θα έπλεα νωχελικά με το κανώ μου σε κάποια ήρεμη λίμνη. Δικαιούμαι μια κάποια αποζημίωση. Όπως και να ‘χει, ο καπετάνιος θα έπρεπε τουλάχιστον να με αφήνει να παίζω ζάρια, μπας και βγάλω κάνα φράγκο». Ο καμαρότος πετάχτηκε: «Μόλις χθες ο υποπλοίαρχος με αποκάλεσε λούγκρα μόνο και μόνο επειδή ρουφάω πούτσους. Έχω το δικαίωμα να ρουφάω πούτσους χωρίς να με αποκαλούνε έτσι!». «Δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που κακομεταχειρίζονται σ΄ αυτό το πλοίο», τον διέκοψε υποτιμητικά μια ζωόφιλη επιβάτις, «εγώ, μάλιστα, είδα τον υποπλοίαρχο να κλωτσά το σκυλί δύο φορές!» Ένας από τους επιβάτες, που συνέβαινε να είναι ακαδημαϊκός, είπε με έμφαση: «Όλα αυτά είναι εξίσου αισχρά! Είναι ανήθικα! Είναι ρατσισμός, σεξισμός, ομοφοβία, εκμετάλλευση της εργατικής τάξης! Είναι διακρίσεις! Πρέπει να υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη: ίσοι μισθοί για τον μεξικάνο μούτσο, ψηλότερα μεροκάματα για όλους τους ναύτες, αποζημίωση για τον ινδιάνο, ίσες κουβέρτες για τις γυναίκες, ένα κατοχυρωμένο δικαίωμα στο να ρουφάς πούτσους, και όχι άλλες κλωτσιές στο σκύλο!». «Ναι! Ναι!» Φώναξαν οι επιβάτες. «Ζήτω!» φώναξε το πλήρωμα. «Είναι όλα διακρίσεις! Πρέπει να διεκδικούμε τα δικαιώματά μας!».

Ο σερβιτόρος καθάρισε τον λαιμό του. «Αχέμ. Έχετε όλοι σας ισχυρούς λόγους για να παραπονιέστε. Αλλά μου φαίνεται πως αν δεν αλλάξουμε ευθύς τη ρότα του πλοίου και δεν κατευθυνθούμε πίσω στον νότο, αργά ή γρήγορα θα συγκρουστούμε και θα βουλιάξουμε και τότε όλοι οι μισθοί, οι κουβέρτες και το δικαίωμα να ρουφάμε πούτσους θα μας είναι εξίσου άχρηστα, γιατί θα έχουμε πνιγεί.» Όμως κανείς δεν έδωσε σημασία σ’ αυτόν, δεν ήταν άλλωστε παρά ένας σερβιτόρος. Ο καπετάνιος με το πλήρωμα, από το πόστο του ψηλά στην πρύμνη, παρακολουθούσε και άκουγε προσεκτικά. Τώρα γελούσαν κι έκλειναν ο ένας το μάτι στον άλλον, και μ’ ένα νεύμα του καπετάνιου, ο ανθυποπλοίαρχος κατέβηκε στο κατάστρωμα, κι άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους συγκεντρωμένους επιβάτες για να μιλήσει κι αυτός, παίρνοντας μια έκφραση σοβαρή κι αυστηρή: «Εμείς οι αξιωματικοί πρέπει να παραδεχτούμε ότι κάποια πραγματικά απαράδεκτα γεγονότα έλαβαν χώρα στο πλοίο αυτό. Δεν είχαμε αντιληφθεί πόσο άσχημη ήταν η κατάσταση μέχρι που ακούσαμε τα παράπονά σας. Είμαστε άνθρωποι καλόβουλοι και καταλαβαίνουμε τα δίκια σας. Αλλά, ο καπετάνιος βλέπετε, είναι λίγο συντηρητικός και στενόμυαλος, και ίσως καθυστερήσει κάπως να κάνει τις αναγκαίες αλλαγές. Προσωπική μου γνώμη είναι πως πρέπει να διαμαρτυρηθείτε έντονα -ωστόσο πάντα ειρηνικά και χωρίς να παραβιάζετε τους κανονισμούς του πλοίου- και θα ταρακουνήσετε τον καπετάνιο από το λήθαργο και θα τον αναγκάσετε να αντιμετωπίσει τα προβλήματά σας που τόσο δίκαια υποστηρίζετε». Έχοντας πει αυτά, ο ανθυποπλοίαρχος κατευθύνθηκε προς την πρύμνη. Όπως απομακρυνόταν, οι επιβάτες και το πλήρωμα φώναζαν από πίσω του: «Μετριοπαθή! Ρεφορμιστή! Μικροαστέ! Τσιράκι του καπετάνιου! Ωστόσο έκαναν αυτό που τους είπε. Μαζεύτηκαν σε ένα μέρος μπροστά στην πρύμνη, και απαίτησαν να ικανοποιηθούν τα δίκαια αιτήματά τους: «Θέλω υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας» φώναξε ο ναυτικός, «Ίσες κουβέρτες για όλους» φώναξε η κυρία. «Τις διαταγές μου στα ισπανικά!» φώναξε ο μεξικάνος. «Έχω δικαίωμα να παίζω ζάρια» ούρλιαξε ο ινδιάνος. «Κανείς να μη με ξαναπεί λούγκρα» ο καμαρότος, «Όχι άλλες κλωτσιές στο σκυλί» συμπλήρωσε η ζωόφιλη. «Επανάσταση τώρα» φώναξε ο καθηγητής.

Κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Για Τη Διάδοση Της Μεταδοτικής Λύσσας» στη Σαλονίκη τον Οκτώβρη του 2006 – Anti-copyright.

Categories
Walther Bernecker

Μύθος του αναρχοσυνδικαλισμού – Walther Bernecker

Μύθος του αναρχοσυνδικαλισμού

[Walther Bernecker ]

( Σεπτέμβριος 1996 )

Επανάσταση ή Ρεφορμισμός;Για την αλλαγή αναρχικών θέσεων στον Ισπανικό Εμφύλιο

Στην μέχρι τώρα βιβλιογραφία εξυψώνονται δύο κυρίως στοιχεία για να εξηγηθεί η οπισθοχώρηση της επανάστασης και η απώλεια της ισχύος των αναρχικών τα χρόνια 1937 και ΄38.

1/ τα φρανκικά στρατεύματα που κατάστρεφαν οτιδήποτε επαναστατικό κατακτούσαν και 2/ η θέση που κράτησε η δημοκρατική κυβέρνηση και κυρίως το ΚΚΙ που στράφηκε επίσης ενάντια σε οτιδήποτε επαναστατικό μέσα στην δημοκρατική ζώνη. Μπορεί να είναι σωστά αυτά τα δύο στοιχεία, δεν αρκούν όμως για να κατανοήσουμε σε όλο της το βάθος την αποτυχία της επανάστασης. Για να γίνει αυτό χρειάζεται επιπλέον ένα τρίτο στοιχείο. Ποιές οι διαφωνίες μέσα στο αυταρχικό κίνημα και πώς αυτές οι διαφωνίες επηρέασαν τη στρατηγική και την τακτική του αναρχισμού στον εμφύλιο. Μέχρι τον εμφύλιο 1936-37 το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα στην Ισπανία ήταν η μεγαλύτερη οργάνωση των εργατών. Το μαζικό αυτό κίνημα χάνει έδαφος κατά την διάρκεια του πολέμου, μετά την νίκη του Φράνκο κυριολεκτικά κομματιάζεται και μετά την άρση της απαγόρευσης του συνδικαλισμού το 1977 ξαναζεί μια μικρή αναζωπύρωση πριν χωριστεί λόγω ιδεολογικών διαφορών και καταδικαστεί από μόνο του στην ασημαντότητα. Σημαντικότερος φορέας του αναρχοσυνδικαλισμου ήταν η Confederation Nacional del Trabajo (CNT).Η είσοδος της CNT στην κεντρική κυβέρνηση, η προτεραιότητα να νικηθεί ο πόλεμος εις βάρος της κοινωνικής επανάστασης, το «προτσές» πολιτικοποίησης με την αρνητική έννοια. Όλα αυτά έκαναν τους εργάτες να χάσουν την εμπιστοσύνη τους ενώ οι ιδεολογικοί αντίπαλοι του αναρχοσυνδικαλισμου έβλεπαν να επιβεβαιώνεται με τις κριτικές που είχαν για αδυνατότητα εφαρμογής της αναρχοσυνδικαλιστικής θεωρίας.

Μέσα στο ελευθεριακό κίνημα το αμάρτημα της συμμετοχής σε μια κυβέρνηση και η «ρεφορμιστική» συνεργασία με άλλα συνδικάτα και κόμματα αναζωπύρωσαν τις διαμάχες των διαφόρων τάσεων. Όλοι οι αναρχικοί συγγραφείς που άσκησαν κριτική στο κίνημα που συμμετείχαν και στο ρόλο που έπαιξε αυτό στην ισπανική ιστορία, μιλάνε για ελλιπής συμφωνία των αναρχικών για τον τρόπο πραγματοποίησης μιας κοσμοθεώρησης που τόσο η CNT όσο και οι «καθαροί» αναρχικοί της Federation Anarquista Iberia αποκαλούν «ελευθεριακό κομμουνισμό». Αυτές οι διαφωνίες σε ιδεολογικά και πρακτικά ζητήματα ξεκινούν από τις αρχές του κινήματος: στο πρώτο συνέδριο των εργατών το 1870 στην Βαρκελώνη χρειάσθηκε να ψηφίσουν για τοπρόγραμμα της ομοσπονδίας. Οι διάφορές μέσα στο αναρχικό κίνημα (ρεφορμιστικές ή επαναστατικές) οξύνθηκαν τόσο που το 1931 διασπάται το αναρχοσυνδικαλιστικό συνδικάτο και οι σχέσεις μεταξύ CNT και της FAI ποτέ δεν υπήρξαν άριστες. Θα χρειαζόταν μια πιο λεπτομερείς ανάλυση των διαφωνιών σε κάθε περίπτωση, αλλά λίγο πολύ η μεγάλη διαμάχη ήταν αν τελική κατάσταση του ελευθεριακου κομουνισμού θα κατακτιόταν με ένα βίαιο ξέσπασμα του επαναστατικού πνευματος ή με μια μακρόχρονη σταδιακή «ρεφορμιστική» πορεία.

Στο συνέδριο του Μάη του 1936 στην Σαραγόσα υπήρξε βέβαια επανένωση των συνδικάτων, αλλά οι ιδεολογικές διαφορές παρέμειναν. Έτσι ο πόλεμος βρίσκει τους αναρχικούς ενωμένους σ΄ένα συνδικάτο αλλά ουσιαστικά ασύμφωνους σ΄ότι αφορά ζητήματα τακτικής και αυτή η ασυμφωνία θα έχει σημαντικές συνέπειες για την κοινωνική επανάσταση που άρχισε στις 19 Ιουλίου 1936. Αυτή η επανάσταση σαν μια πυρκαγιά σάρωνε τα πάντα στο περασμά της και έθετε στους επαναστάτες όχι μόνο το ερώτημα για τη δημιουργία νέων οικονομικών σχέσεων και κολλεκτίβων αλλά έπρεπε να βρεθεί και μια καινούργια πολιτική σχέση του οργανωμένου αναρχισμού με το μέχρι τώρα κάθετα απορριπτόμενο κράτος. Οι θεσμοί που συμβόλιζαν το καταπιεστικό κράτος τώρα είχαν καταστραφεί- στρατός, αστυνομία, κυβέρνηση, δικαστήρια. Το ερώτημα τώρα ήταν: να καταστραφεί τώρα κάθε κρατικός μηχανισμός και να εφαρμοστεί η οριζόντια κοινωνία των κολλεκτίβων και των εργατικών συμβουλίων χωρίς ιεραρχία και κυβέρνηση ή να νικηθεί πρώτα ο πόλεμος; Ο αναρχικός Juan Garcia Oliver που θα γινόταν αργότερα υπουργός δικαιοσύνης θυμάται ότι για αυτόν τότε υπήρχαν δύο επιλογές : από τη μια ελευθεριακός κομμουνισμός, που ουσιαστικά θα σήμαινε μια αναρχική δικτατορία και από την άλλη δημοκρατία , που θα σήμαινε συνεργασία. Οι καταλανικές τοπικές επιτροπές της CNT αποφασίζουν να συνεργαστούν με τους υπόλοιπους «αντιφασίστες» στις λεγόμενες αντιφασιστικές πολιτοφυλακές. Έτσι υπερισχύει μέσα στο αναρχικό κίνημα εκείνη η ρεφορμιστική τάση που λίγες εβδομάδες πριν στο συνέδριο της Σαραγόσα είχε ηττηθεί από την ορθόδοξη αναρχική τάση της FAI. Ξαφνικά οι καταλανοί αναρχικοί συνειδητοποιούν ότι δεν είχαν ποτέ αναπτύξει μια τακτική για τη φάση μετάβασης από μια κοινωνική οργάνωση σε μια άλλη. Έτσι σταδιακά, βήμα-βήμα συμμετέχουν όλο περισσότερο στον νέο «επαναστατικό» όργανο εξουσίας από φόβο πως οι ιδεολογικοί αντίπαλοί τους θα εκμεταλλευόντουσαν την απουσία τους και θα καπέλωναν την επανάσταση. Αυτός ο πολιτικός μετασχηματισμός του οργανωμένου αναρχισμού στην Ισπανία προκάλεσε αντιδράσεις σε όλο τον πλανήτη από την μεριά των αναρχικών. Από την άλλη μπορούσε κανείς να ακούσει τα χαχανητά των αντιπάλων του αναρχισμού , που δεν έβλεπαν στην είσοδο της CNT στην κυβέρνηση ως ένα τακτικό βήμα και ως εξαίρεση , αλλά ως την πρακτική αποτυχία της αντικρατιστικής άποψης.

Όταν οι αναρχικοί της CNT-FAI εγκατέλειψαν την κυβέρνηση λογοδότησαν για την δράση τους και έγινε κατανοητό ότι υπήρξαν πολύ αφελείς. Οι κομμουνιστές τους χρησιμοποίησαν για να καταστείλουν την κοινωνική επανάσταση και μετά ουσιαστικά τους πέταξαν από την κυβέρνηση τον Μάη του 1937. Χαρακτηριστικό είναι το τι συνέβη στις αρχές Μάη του �37 στη Βαρκελώνη όπου για να καταλάβει ο κομμουνιστικός πλέον στρατός την πόλη που ήταν στα χέρια των αγωνιστών της CNT-FAI χρειάστηκε να παρέμβουν οι αναρχικοί υπουργοί και να στείλουν σπίτι τους αγωνιστές των οδοφραγμάτων.

Αλλά και μετά την έξοδο της CNT-FAI από την κυβέρνηση οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν επέστρεψαν στην επαναστατική παράδοση της άμεσης δράσης και της άρνησης του κράτους, ακόμα και όταν η δημοκρατική κυβέρνηση επιτίθονταν σε επαναστατικές δομές όπως στην Αραγονία. Οι εκατομμύρια εργάτες που στήριζαν την CNT-FAI καθόλη τη διάρκεια αυτών των ενδοδημοκρατικών «παιχνιδιών» έμεινα ανεκμετάλλευτοι. Το συνδικάτο δεν τους ενεργοποίησε , αντιθέτως αρκέστηκε σε διάφορες απειλές που το φθινόπωρο του 1937 κανένας πλέον δεν έπαιρνε στα σοβαρά. Ο ισπανικός αναρχισμός είχε χάσει πλέον την τεράστια δύναμη που είχε πριν το πόλεμο. Σίγουρα όμως η στάση της CNT-FAI δεν έβρισκε σύμφωνους όλους τους αναρχικούς στην Ισπανία. Τέλος 1937 η οργάνωση νεολαίας Juventutes Libertarias εκδίδει μια μπροσούρα όπου οι Calero, Campos και Peirats κατηγορούν την CNT για προδοσία των ιδεολογικών αρχών του αναρχισμού. Κατηγορούν την ηγεσία της CNT ότι τους ξεγελούσαν λέγοντάς τους ότι οι καταστάσεις απαιτούν τέτοια παραβίαση ιδεολογικών αρχών. Κατηγορούσαν επίσης την ιδεολογική αποπλάνηση, τον αναρχολενινισμό και την αυθεντία της ηγεσίας που δεν επέτρεπε καμιά κριτική από τα αριστερά. Σχεδόν την ίδια στάση κράτησαν και οι Amigos de Durutti..

Ο Diego Abat de Sadillan γράφει το 1938 για την CNT: «Σε όλες τις επαναστάσεις οι προοδευτικές μειοψηφίες προσπαθούν, όσο είναι βέβαια εφικτό, να καταστρέψουν το παλιό καθεστώς και να χτίσουν καινούργιες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Στην ισπανική επανάσταση αυτές οι μειοψηφίες δεν διευκόλυναν την κοινωνική πρόοδο αλλά το αντίθετο. Στην Ισπανία υπήρχε μια πλατιά μάζα ανθρώπων που ήθελε την επανάσταση και υπήρχαν και οι λεγόμενες ηγετικές μειοψηφίες- ανάμεσά του και η δικιά μας -που όχι μόνο δεν δρούσαν ερεθιστικά για επιτευχθεί αυτός ο στόχος, αλλά προσπάθησαν με όλα τα μέσα να του κόψουν τα φτερά».

(To κείμενο βρέθηκε στο διαδικτυακό τόπο της ομάδας Tristero)