Categories
Adam Cornford

Η ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΣΚΑΤΩΝ: ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ ΕΝΤΡΟΠΙΑ

Η ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΣΚΑΤΩΝ: ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, ΚΑΙ ΕΝΤΡΟΠΙΑ

Το δοκίμιο αυτό αφιερώνεται στην ελπίδα, πως αν υπάρχει ζωή μετά θάνατον, ο Daniel Moynihan, ο Mickey Kaus, κι όλες οι υπόλοιπες μοιρολογίστρες της παθολογίας της μαύρης υπόταξης, θα την περάσουν ζώντας με τα επιδόματα της Πρόνοιας, ψάχνοντας για δουλειά και προσπαθώντας ν αποφύγουν τους ξυλοδαρμούς ή τις σφαίρες των μπάτσων.

Η Ψυχή της Λευκότητας

Η ιουδαιο-χριστιανική κουλτούρα είχε από παλιά πρόβλημα με τη βρωμιά και το σκοτάδι. Η λευκότητα ήταν, στην Ευρώπη, το σύμβολο της αγνότητας, της καλοσύνης, της ζωής, της τάξης και του θεού (σε αντίθεση π.χ. με την αρχαία κινέζικη κουλτούρα όπου το λευκό συμβολίζει τον θάνατο, και φοριέται στις κηδείες). Το μαύρο ή το σκοτάδι, απ την άλλη, παραδοσιακά υποδήλωναν την ανηθικότητα, το κακό, τον θάνατο, την αταξία και τον σατανά. Για αιώνες, το κυρίαρχο ευρωπαϊκό ιδεώδες της ανθρώπινης ομορφιάς ήταν συνυφασμένο με το λευκό δέρμα. Ο προφανέστερος λόγος για κάτι τέτοιο, είναι πως το κοκκινωπό ή μαυρισμένο δέρμα σήμαινε έκθεση στον ήλιο, τον αέρα ή τη βροχή. Εφόσον η φεουδαρχική κοινωνία ήταν αγροτική, μια τέτοια έκθεση ενός νέου (ή μιας γυναίκας κάθε ηλικίας) υπαινισσόταν μια ταπεινή εργασία στους αγρούς. Αυτοί που καθόριζαν το κυρίαρχο γούστο δεν ήταν άλλοι από τους αριστοκράτες, για τους οποίους η, με κάθε τρόπο, αποφυγή της δουλειάς ήταν αναγκαία για τον ταξικό τους αυτό-καθορισμό. Το αριστοκρατικό ιδανικό της ομορφιάς, που ισχύσει ακόμα και σήμερα, σφυρηλατήθηκε πάνω στα κάθε είδους σημάδια αποχής απ τη δουλειά, ο αθλητικός τύπος παρά ο εύσωμος στον άνδρα, το ανάλαφρο αν και αισθησιακό σώμα στη γυναίκα, με τα λεπτά δάχτυλα κοκ. Η αποχή απ τη δουλειά, σε μια βασικά αγροτική κοινωνία, σήμαινε επίσης αποστασιοποίηση από τη βρωμιά, την επαφή με το χώμα. Μέχρι σήμερα το χώμα σημαίνει βρωμιά, όπως ακριβώς κάτι σκούρο σημαίνει κακό ή απειλή. (Τα διακριτικά της τάξης και του πλούτου ακόμη κυβερνούν τις αισθητικές και ηθικές μας αξίες. Σκεφτείτε τους όρους «ευγενής» και «ταπεινός» όταν εφαρμόζονται στην ανθρώπινη επαφή, την καταγωγή της λέξης villain (κακός), από το vileyn (δουλοπάροικος), καθώς και τη συγγενική του vile (χυδαίο), από τη λατινική vilis (φθηνό)).

Αυτό το πολιτιστικό σύμπλεγμα επέτρεψε στους ευρωπαίους να υποδουλώσουν και να σφαγιάσουν τους αφρικανούς και τους ιθαγενείς αμερικάνους με καθαρή τη συνείδησή τους, ενώ διαφορετικά δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Βέβαια, ο επεκτατικός και δογματικός χαρακτήρας του εκκλησιαστικού χριστιανισμού ήταν το ιδεολογικό υπομόχλιο της εποχής των ανακαλύψεων, όπως και της εποχής των σταυροφοριών (για να είμαστε δίκαιοι, αξίζει να θυμηθούμε ότι κατά τη διάρκεια των σταυροφοριών, η χριστιανική κουλτούρα αντιμετώπιζε μια ισχυρή πρόκληση από μια άλλη επεκτατική και πολύ πιο εκλεπτυσμένη κουλτούρα, το Ισλάμ). Ο χριστιανισμός διαιρεί τα ανθρώπινα όντα σε ίλη και στάρι, σωσμένους και καταραμένους, δίχως να τους αφήνει ενδιάμεσο χώρο αφότου η κρίση του «Ενός Θεού Πατέρα Παντοκράτορα» τους αγγίξει. Αυτή η ολοκληρωτική διαίρεση του κόσμου, με τον δικό της συμβολισμό του λευκού/μαύρου, έφτασε στον υπερθετικό βαθμό με τον αριστοκρατικό δυισμό της λευκής ευγένειας και της μαύρης φτώχειας από την άλλη.

Πίσω απ τις χριστιανικές κι αριστοκρατικές διχοτομήσεις βρισκόταν μια αρχαιότερη, η ελληνορωμαϊκή διαίρεση της ανθρωπότητας σε πολιτισμένους και βάρβαρους ή άγριους λαούς (η υποβαθμισμένη καταγωγή των τελευταίων εντοπίζεται στους ανθρώπους που η γλώσσα τους μοιάζει με θορύβους ζώων ή που ζουν σε δάση αντί για καλλιεργούμενους αγρούς). Γι αρκετούς αιώνες πριν την εποχή των δουλοπαροίκων, οι ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις κολάκευαν τους εαυτούς τους πως αποτελούσαν τον πολιτισμένο κόσμο ενώ οι άραβες και οι πέρσες, παρά τη σπουδαία αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία, τις επιστήμες και τα μαθηματικά τους δεν ήταν παρά βάρβαροι. Ερχόμενοι σε επαφή με τις νομαδικές φυλές της δυτικής Αφρικής, της βορειοανατολικής Αμερικής και του Μεξικού, που δε χρησιμοποιούσαν ούτε τον τροχό, ούτε το λιωμένο σίδερο, οι εξερευνητές αισθάνονταν σίγουροι για την ανωτερότητά τους και το θεϊκό δικαίωμά τους να τους εκμεταλλευτούν. Ακόμα, αυτοί οι άνθρωποι είχαν περισσότερη μελανίνη στο δέρμα τους απ ότι η πλειοψηφία των ευρωπαίων, κι έτσι μπορούσαν εύκολα να ενταχτούν στο πολιτιστικό πλαίσιο του μαύρου ή σκοτεινού, που σήμαινε στην καλύτερη περίπτωση χαοτικό, αμόρφωτο, κατώτερο και βρώμικο, και στη χειρότερη απειλητικό, μολυσματικό και κακό.

Ο πλούτος που λεηλατήθηκε από τη γη, τα εργόχειρα και τα ανθρώπινα κορμιά της Αφρικής και της Αμερικής παρείχαν τα καύσιμα για την απογείωση του εμπορίου στην Ευρώπη. Ο χρυσός και το ασήμι που εξόρυσσαν οι ινδιάνοι σκλάβοι στο Μεξικό και το Περού, το βαμβάκι η ζάχαρη κι ο καπνός που μάζευαν οι αφρικανοί σκλάβοι στην Καραϊβική, γέννησαν τον πλούτο που χρησιμοποιήθηκε για την αγορά της μισθωτής εργασίας λευκού δέρματος-αυτή τη φορά. Ήταν τον δέκατο έβδομο αιώνα, όταν το δουλεμπόριο ανθούσε, που πρωτοεμφανίστηκε η έννοια των ευρωπαίων σαν λευκών. Το σύμβολο της αριστοκρατίας επεκτάθηκε έτσι ώστε να συμπεριλάβει όλους τους ευρωπαίους, ευγενείς ή ταπεινούς είτε στο ενδιάμεσο. Έτσι, μαζί με τον καπιταλισμό, σαν δίδυμος αδερφός του, γεννήθηκε ο σύγχρονος ρατσισμός.

Καθώς οι ευρωπαίοι και οι ευρω-αμερικανοί ζούσαν με αφρικανούς σκλάβους και μάχονταν με ιθαγενείς ινδιάνους για τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο της ηπείρου η συσσώρευση στερεοτύπων και διαχωρισμών επιταχύνθηκε. Κατά τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα οι ευρω-αμερικανοί φαίνονταν μάλλον ανίκανοι να αντικρύσουν τους αφρο-αμερικανούς, σκλάβους ή μη, σαν ανθρώπινα όντα. Ακόμα κι ο Mark Twain, αποδίδοντας έναν συμπαθητικό χαρακτήρα στον Jim, δεν μπορεί παρά να παρουσιάσει τον σκλάβο δραπέτη σαν ένα αξιολύπητο θύμα. Ο προσωπικός λόγος του Jim διαστρεβλώνεται, και μάλιστα από τον συγγραφέα που πρώτος έθεσε το ζήτημα της ποικιλίας των ιδιωμάτων των ευρω-αμερικανών με τόση προσοχή. Ενώ ακόμη περιγράφει το επεισόδιο με τον Huck ν ακούει τους λευκούς άνδρες της σχεδίας να μιλούν, ο Twain προδίδει το παιχνίδι. Είναι το παιχνίδι των ανδρών της σχεδίας, μια ιεροτελεστία υπερβολικών και ποιητικών κομπασμών, που έρχεται κατευθείαν απ τη δυτική Αφρική. Ο καταπιεσμένος επιστρέφει, ανακοινώνοντας ότι η τύφλωση και κώφωση του Twain είναι εσκεμμένες. Είναι αναγκαίες λόγω της ένοχης γνώσης του τρομακτικού και λαβυρινθώδους ρόλου της σκλαβιάς στην ίδρυση του «ελεύθερου έθνους» κι από το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί ο Albert Murray στο βιβλίο του The Omni-Americans, η αμερικανική κουλτούρα� είναι, ανεξάρτητα απ όλες τις υστερικές διαμαρτυρίες όσων θα θελαν να έχουν τα πράγματα αλλιώς, αναμφισβήτητα μιγάδα.

Στο βιβλίο του White Racism: A Psychohistory, ο Joel Kovel έδειξε πώς ο αμερικανικός (Η.Π.Α.) ρατσισμός διακλαδώνεται ανάμεσα στον βορρά και τον νότο. Στον νότο, όπου οι λευκοί μεγάλωναν με την ατιμωτική καθημερινή επαφή με μαύρους σκλάβους και υπηρέτες, η διαφοροποίησή τους καθορίζεται από μια υποτιθέμενη ανώτερη νοημοσύνη κι εξέλιξη: οι αφρικανοί είναι αιώνια παιδιά και πρέπει, για το καλό τους, να τους κυβερνούν οι λευκοί. Δεν τους φοβούνται ούτε τους απεχθάνονται γι αυτό που είναι, εκτός αν «παίρνουν αέρα» ή «δεν καταλαβαίνουν τη θέση τους». Η φυλετική επαφή μολύνει μ έναν μόνο τρόπο: το σεξ. Η ευρω-πατριαρχία δεν πρέπει ν αμφισβητείται, είτε μέσω της νομιμοποίησης των απογόνων της φυλετικής επιμειξίας (αν και τα παιδιά που γεννήθηκαν από μια μακροχρόνια σχέση με μια σκλάβα θα μπορούσαν να ανατραφούν με τη σχετική καλοσύνη που αρμόζει στα κουτάβια) ή πάνω απ όλα με το σεξ ανάμεσα σ έναν μαύρο άνδρα και μια λευκή γυναίκα. Στο βορρά, όπου παρά το καλύτερα ιστορικά νομικό καθεστώς των μαύρων ανθρώπων, οι φυλές είχαν, στην πραγματικότητα, μικρότερη επαφή μεταξύ τους, ένας υποσυνείδητος φόβος βρωμιάς και μόλυνσης χαρακτηρίζει αυτό που ο Kovel ονομάζει ρατσιστική αποστροφή. Μελέτες πάνω σε βόρειους λευκούς ρατσιστές αποκαλύπτουν αλλόκοτες φαντασιώσεις για αποτυπώματα που αφήνει η επαφή με το μαύρο δέρμα. Η ψυχοδυναμική σχέση ανάμεσα σ αυτές τις δυο μορφές ρατσισμού μπορεί να συλληφθεί διαισθητικά μόλις θυμηθούμε ότι η «βρωμιά» στην αγγλο-αμερικανική κουλτούρα είναι συνώνυμη με τον διάχυτο ερωτισμό.

Κοινωνική Θερμοδυναμική

Δεν έχω πει κάτι καινούριο ως τώρα. Λιγότερο ευδιάκριτη είναι η σχέση ανάμεσα στο πως η ευρωπαϊκή ή η ευρω-αμερικανική κουλτούρα αντιλαμβάνεται τη βρωμιά και στη θερμοδυναμική αρχή της εντροπίας, εφαρμοσμένης στην πολιτική οικονομία και την κουλτούρα.

Η θερμοδυναμική ορίζει την εντροπία σαν ένα μέτρο της αταξίας σ ένα κλειστό θερμοδυναμικό σύστημα. Εφόσον κανένα σύστημα δεν είναι 100% αποτελεσματικό, ένα ποσό ενέργειας τελικά δε διατίθεται στο έργο (εννοώντας εδώ την αναπαραγωγή της τάξης της συστήματος). Η ενέργεια που δεν παράγει έργο προκαλεί διαταραχές. Για ν αποφύγει την αταξία πρέπει, τελικά, το σύστημα ν αποβάλλει τη διαταραχή αυτή. Για παράδειγμα, τα διαφεύγοντα προϊόντα (μονοξείδιο του άνθρακα, διοξίνη και εκλυόμενη θερμότητα) είναι εντροπία που αποβάλλει η μηχανή του αυτοκινήτου όταν δουλεύει, για να διατηρήσει την τάξη της ως σύστημα. Το έμβιο ανθρώπινο σώμα αποθηκεύει την εντροπία ως θερμότητα, εκκρίσεις (διοξείδιο του άνθρακα, ιδρώτα, ούρα), ως βλέννα που μεταφέρει νεκρά βακτηρίδια κι άλλα περιττώματα, όπως νεκρά επιδερμικά κύτταρα και φυσικά, σκατά.

Οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι οργανωμένα αυτό-αναπαραγωγικά συστήματα. Εξ ορισμού, λοιπόν, το θερμοδυναμικό μοντέλο μπορεί να επεκταθεί για κάθε κοινωνία. Αυτό που αλλάζει απ την μια στην άλλη είναι το είδος της τάξης, και συνεπώς τι ορίζει η καθεμιά σα δουλειά και σαν ενέργεια. Η καπιταλιστική βιομηχανική κοινωνία, που γέννησε τη θερμοδυναμική θεωρία σε πρώτη φάση, ορίζει ως πραγματική δουλειά μια δραστηριότητα που αυξάνει το κέρδος και πραγματοποιείται με αντάλλαγμα κάποια χρήματα. Δραστηριότητα αναγκαία για την κοινωνική αναπαραγωγή που αδυνατεί να ικανοποιήσει ένα ή και τα δύο απ αυτά τα κριτήρια αντιλαμβάνεται σαν ζημιογόνος για το σύστημα. Αυτό περιλαμβάνει κάθε κυβερνητικό πόστο, κάθε πληρωμένη δουλειά που δεν αποσκοπεί στο κέρδος όπως η δημόσια εκπαίδευση ή το σύστημα υγείας, η απλήρωτη πολιτιστική δραστηριότητα όπως το γράψιμο ποιημάτων ή η μουσική για την παρέα, κι ασφαλώς η απλήρωτη δουλειά στο νοικοκυριό.

Κάθε κερδοφόρος δραστηριότητα αναπτύχθηκε καθώς ο καπιταλισμός εξελισσόταν. Στην αυγή τους, τέτοιες δραστηριότητες ήταν φαινομενικά συνώνυμες με την παραγωγή και την διαχείριση των υλικών αγαθών. Ο Marx, ωστόσο, γρήγορα αντιλήφθηκε πως η παραγωγή για τον καπιταλισμό, σημαίνει πάνω απ όλα την παραγωγή του κεφαλαίου, που με τη σειρά της (και πιο έντονα) σημαίνει την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων: της μισθωτής εργασίας και της παγκόσμιας αγοράς. Το πιο σπουδαίο, είπε ο Marx, καθώς τα κέρδη αυξάνονται ή εκμηδενίζονται ενώ οι βιομηχανίες αναπτύσσονται, είναι η εξάρτηση αυτής της παραγωγής από την ανάπτυξη. Δεν μπορεί να διατηρηθεί σε μια σταθερή κατάσταση. Η ανάπτυξη για τον καπιταλισμό σημαίνει μεγαλύτερο κέρδος για τους καπιταλιστές, περισσότερη δουλειά, πωλήσεις εμπορευμάτων, αλλά αυτό εξαρτάται από την αύξηση των ανθρώπων που γίνονται μισθωτοί και καταναλωτές εμπορευμάτων, περισσότερες περιοχές του κόσμου και της κοινωνικής ζωής να υποτάσσονται στον κύκλο δουλειά�πληρωμή�αγορές�πωλήσεις�κέρδος. Ο καπιταλισμός πρέπει, κατά συνέπεια, να προσηλυτίσει ολοένα και περισσότερα είδη ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη δουλειά.

Καθώς αναδιαρθρώνει συνεχώς την εργασία, ο καπιταλισμός πασχίζει εξίσου για την μείωση του εργασιακού χρόνου που απαιτείται για την παραγωγή κάθε εμπορεύματος, και να μειώσει τον χρόνο που χρειάζεται το κεφάλαιο για ν ανακυκλωθεί από την παρεχόμενη εργασία, μέσω του εμπορεύματος, στο κέρδος. Κατά συνέπεια, ο καπιταλισμός, όπως οι διαφημιστές του δεν παύουν να μας υπενθυμίζουν, συνεχώς γεννά τεχνολογικές επαναστάσεις. Αυτός ο τεχνολογικός δυναμισμός σημαίνει πως ο καπιταλισμός συνεχώς επαναπροσδιορίζει την παρεχόμενη ενέργεια, η οποία κατά μια θερμοδυναμική έννοια σημαίνει όχι μόνο ενεργειακές πηγές αλλά και πρώτες ύλες.

Ένα παγκόσμιο σύστημα που πρέπει αιώνια να επεκτείνεται και ν αλλάζει προκειμένου να επιβιώσει, δηλαδή που πρέπει συνεχώς να εφευρίσκει νέες τεχνολογίες, και το οποίο προσδιορίζει την εργασία ταυτόχρονα με τη στενή όσο και με την ευρεία έννοια, είναι αναμενόμενο να γεννήσει διάφορες μορφές εντροπίας. Προφανέστερα, αυτό σημαίνει κάθε είδους βιομηχανικών αποβλήτων: οι παλιές «καλές» εκπομπές θερμότητας, διοξειδίου του άνθρακα, καπνού, ένα διευρυμένο όσο ποτέ φάσμα τοξικών χημικών, και ποικίλα ραδιενεργά απόβλητα. Ολοένα και περισσότερο, τέτοιες πηγές μόλυνσης ανταγωνίζονται σε καταστροφικότητα τις σπατάλες του καταναλωτισμού όπως το πακετάρισμα ή τα κάθε λογής σκουπίδια, το διοξείδιο του άνθρακα και το νιτρώδες/νιτρικό οξύ των εξατμίσεων των αυτοκινήτων, και τους τοξικούς απολυμαντές σπιτιών.

Αυτός ο εντροπικός Νιαγάρας παράγει κι άλλες βλαβερές διαταραχές, εξίσου πολλές στο ανθρώπινο σώμα. Οι αρρώστιες που σχετίζονται με την εργασία, από την πνευμονοκονίαση στο σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, τις καρκινογόνους κύστες που ανθούν γύρω απ τα διυλιστήρια και τα πυρηνικά εργοστάσια, μαζί με τις παραδοσιακές ασθένειες που επέφερε ο υποσιτισμός και η υπερσυσσώρευση πληθυσμού που προκάλεσαν τρεις αιώνες βίαιου ξεριζωμού των ανθρώπων από τη γη ή τις δουλείες τους εξ αιτίας της δυνάμεων της αγοράς. Κι όπως γνωρίζει ο καθένας, η διαταραχές που ξέβρασε η έξαλλη παγκόσμια αναζήτηση του κέρδους άνοιξαν τεράστιες τρύπες στο οικοσύστημα, τρύπες στο στρώμα του όζοντος, τρύπες στα τροπικά δάση, τρύπες στους ιστούς της χλωρίδας και πανίδας, τρύπες στους ανθρώπινους πληθυσμούς περιοχών όπως το Bhopal ή το Chernobyl.

Παραπέρα, η καπιταλιστική οικονομία τροφοδοτεί επίσης ατομικές και κοινωνικές μορφές ενέργειας ακατάλληλης για εργασία, με την διττή έννοια της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αυτές περιλαμβάνουν την καταπάτηση ιδιοκτησίας, από την κλοπή ενός αυτοκινήτου μέχρι ασφαλιστικές απάτες, βίαια εγκλήματα που προκαλούνται από τη φτώχια και την κοινωνική απογοήτευση, και σ έναν αναδραστικό βρόγχο μ αυτά, ο εθισμός στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Οι μεταβολές στις αξίες της γης και της εργασίας προκαλούν επίσης αναγκαστική μετανάστευση κι απώλεια στέγης, τεράστιες διαταραχές στη δημογραφική ισορροπία και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Μια άλλη γιγάντια διαταραχή, βέβαια, είναι ο πόλεμος, είτε διεξάγεται άμεσα για τις αγορές και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, είτε με το κάλυμμα εθνικών ανταγωνισμών, με συμβάλλουσα αιτία οικονομικές κρίσεις και το άγχος που συνεπάγονται αυτές.

Ωστόσο, κάθε θερμοδυναμικό σύστημα έχει, στην πραγματικότητα, δύο επιλογές αναφορικά με την ενέργεια που δεν είναι κατάλληλη για δουλειά: είτε την ξεφορτώνεται, είτε την ανακυκλώνει.

Για την ώρα, ο καπιταλισμός δεν τα πηγαίνει και πολύ καλά στην ανακύκλωση μεγάλου μέρους της εντροπίας του, ειδικά ως προς τις χημικές παραμέτρους. Στην ανακύκλωση ανθρώπων, πάντως, ο καπιταλισμός υπήρξε αξεπέραστος. Στον δέκατο πέμπτο, δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα, οι πλούσιοι άγγλοι γαιοκτήμονες, ξεφορτώθηκαν πολλούς από τους δούλους τους γιατί η μεταπήδηση από τις ποικίλες καλλιέργειες, στην πιο κερδοφόρα μονοκαλλιέργεια των προβάτων, απαιτούσε μεγαλύτερη έκταση αλλά λιγότερους εργάτες. Εκδίωξαν, επομένως και τους μικροκαλλιεργητές από παραδοσιακά κοινοτικές γαίες που περιέφραξαν προς ιδίαν χρήση. Αυτός ο εξόριστος υπερπληθυσμός περιπλανιόταν στην επαρχία ζητιανεύοντας και κλέβοντας, δημιουργώντας ένα σταθερό πρόβλημα στην αγροτική κοινωνική τάξη. Κάποιοι συνέρευσαν στις πόλεις, όπου διατήρησαν μια συμπεριφορά εντροπική. Μόλις ο καπιταλισμός τόσο στη γεωργία όσο και στη βιομηχανία απογειώθηκε στα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα, το ρεύμα της εργασίας-ενέργειας από την ύπαιθρο στις πόλεις έγινε χείμαρρος, που κυλά ως τις μέρες μας.

Ο καπιταλισμός είναι τόσο αποτελεσματικός στην ανακύκλωση της εργασίας-ενέργειας γιατί διαχειρίζεται την εργασία σαν εμπόρευμα και συνεπώς σαν αφαίρεση. Ενώ οι μορφές της δουλειάς μεταλλάσσονται, η αξία τους έγκειται στην ικανότητά τους ν αποφέρουν κέρδος (η θερμοδυναμική, όπως επεσήμανε η ομάδα Midnight Notes, ανακαλύφθηκε την ίδια εποχή με την επιστημονική διαχείριση του Frederick Taylor (Ταιηλορισμό), που στόχευε να τεμαχίσει την βιομηχανική εργασία σε μικρές, αμελητέες μονάδες για μεγαλύτερη αποδοτικότητα). Στην πραγματικότητα, ο Harry Braverman, ο David Noble, και άλλοι, έδειξαν πως ολόκληρη η ιστορία της καπιταλιστικής τεχνολογίας και διαχείρισης είναι η προσπάθεια να γίνει η δουλειά πιο ευμετάβλητη και συνεπώς οι εργάτες περισσότερο αναλώσιμοι και λιγότερο ισχυροί. Όμως, η κεφαλαιακή ανακύκλωση της εργασίας-ενέργειας διαταράσσεται από τις περιόδους κρίσης του συστήματος. Οι θεωρητικοί διαφωνούν σχετικά με την εσωτερική αιτία αυτών των κρίσεων. Όλες τους, πάντως, εμφανίζονται σαν καταστάσεις όπου υπάρχουν πολλά εργοστάσια κι εξοπλισμός απ την μια μεριά και πληθώρα εργατών από την άλλη, χωρίς όμως το ρευστό κεφάλαιο να μπορεί να συμπλέξει τις δυο πλευρές. Το αποτέλεσμα είναι πολύ ψηλά ποσοστά ανεργίας και χρεοκοπιών εταιριών.

Εάν η κρίση είναι μικρής διάρκειας, το αποτέλεσμα για το σύστημα μπορεί να είναι γενικά ευεργετικό. Σήμερα, οι κυβερνήσεις μπορούν μέσω της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής να διαχειρίζονται κρίσεις προς όφελος το κεφαλαίου, ακόμα και να προκαλούν εσκεμμένα υφέσεις (όπως η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα το 1979-82). Ίσως το πιο σημαντικό κέρδος μιας ελεγχόμενης κρίσης είναι η πειθάρχηση των εργατών. Η ψηλή ανεργία δυσχεραίνει την αντίσταση στην εντεινόμενη εκμετάλλευση, και οι μισθοί μπορούν να μειώνονται μιας και οι εργάτες είναι πλέον απελπισμένοι. Επιπλέον, μόλις ξεκινήσει ο νέος κύκλος, βρίσκει μια απέραντη δεξαμενή εργασίας διαθέσιμη για νέες περιπέτειες και για περαιτέρω επέκταση του κεφαλαίου. Όμως αν η κρίση αποβεί τόσο βαθιά και παρατεταμένη, όπως η μεγάλη ύφεση του �30, η ανθρώπινη ενέργεια που δε διατίθεται πλέον στην εργασία απογίνεται βίαια εντροπική. Οι άνεργοι και οι φτωχοί, διαμαρτύρονται και διαδηλώνουν βίαια, κι αν συμμαχήσουν με τους εργαζομένους όπως είχαν κάνει τότε, υπάρχει έδαφος για μαζικές απεργίες, ακόμα κι εξεγέρσεις. Το να εμποδίσει την εντροπική ενέργεια των ανέργων και των φτωχών να μολύνει τις εργαζόμενες μάζες, είναι ένα διαρκές μέλημα του συστήματος.

Εργαζόμενοι στη βρωμιά & κερδίζοντας σκατά

Έχοντας σκιαγραφήσει γενικά το εύρος της κοινωνικά παραγόμενης εντροπίας και τους τρόπους που την αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός, θα ήθελα να στρέψω την προσοχή λίγο παραπέρα ώστε να καλύψω τις σφαίρες της κουλτούρας και της προσωπικότητας. Και πάλι πρέπει ν ανατρέξω σε οικία θέματα. Η καπιταλιστική κουλτούρα, όπως έδειξαν κάποιοι σαν τον Max Weber και τον R.H. Tawney, είναι θεμελιωμένη στην προτεσταντική επανάσταση του δεκάτου έκτου και δεκάτου εβδόμου αιώνα, που προσάρμοσε τη βασική δομή της ιουδαιο-χριστιανικής πατριαρχίας ώστε να συμπεριλάβει νέες ψυχοκοινωνικές ανάγκες. Ο προτεσταντισμός, ιδίως ο καλβινισμός, εξυμνεί την αποταμίευση, τη συσσώρευση πλούτου και τη σκληρή δουλειά. Δηλαδή ευνοεί την ανταλλαγή χρόνου ζωής με τον πένθιμο νεκρό χρόνο που μετουσιώνεται σε απόκτηση και άθροιση θλιβερών εμπορευμάτων και χρήματος. Σα συνέπεια, ο προτεσταντισμός κηρύττει τη σεξουαλική εγκράτεια, τη συγκράτηση της ερωτικής ενέργειας. Οι πατριαρχικές κουλτούρες πάντοτε αγωνιούσαν για την απελευθέρωση του σπέρματος, η ινδουιστική θεωρία του prana είναι ένα παράδειγμα. Στην αστική-προτεσταντική κουλτούρα απ την άλλη, το σπέρμα αντιμετωπίζεται σαν μια μορφή κεφαλαίου, που πρέπει, κατά την έκφραση του δεκάτου εβδόμου αιώνα, να «ξοδευτεί παραγωγικά παράγοντας παιδιά». Κι αν το σπέρμα είναι κεφάλαιο, η μήτρα για την πατριαρχία ήταν πάντα η γη, η πιο πραγματική από κάθε ιδιοκτησία πραγμάτων. Γονιμοποιώντας το έδαφος-μήτρα, ο προτεστάντης αστός όχι μόνο συνεχίζει τον βιασμό της � απωθημένο κάθε πατριάρχη – αλλά επενδύει στο μέλλον, ιδρύοντας ή συνεχίζοντας μια οικογενειακή επιχείρηση.

Αυτό απαιτεί αυστηρή πειθαρχία. Έτσι βασική γραμμή της προτεσταντικής κουλτούρας από τον Λούθηρο ήδη, αποτελεί η ιεραρχική υπακοή στους γηραιότερους και σοφότερους, ξεκινώντας από το κράτος, όσο αυτό επιτρέπει σε κάποιον να λατρεύει τον προτεσταντικό θεό και να συσσωρεύει μια θεϊκή περιουσία. Απαιτεί επίσης, όπως διέγνωσε ο Freud, αναβολή της ικανοποίησης, ως ένα βαθμό ανύπαρκτη στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, συνεπώς μεγαλύτερη συναισθηματική και ψυχική καταπίεση και καθυπόταξη. Η προσωπικότητα που δημιουργείται πάνω σ αυτό το μοντέλο ελέγχεται πρωταρχικά μέσω της ενοχής, αν και η ντροπή παίζει επίσης έναν σημαντικό ρόλο. Προκειμένου να εσωτερικεύσει και να ενισχύσει την αυτοπειθαρχία, η βία είναι συχνά απαραίτητη. Όπως στις περισσότερες πατριαρχίες, ο θάνατος κι ο ακρωτηριασμός αποτελούν μονοπώλιο του κράτους, λιγότερο βίαιες ενέργειες πάντως, όπως ένας ξυλοδαρμός μπορούν προνομιακά ν αναπαράγονται απ οποιονδήποτε πατέρα ή σύζυγο.

Γι αυτή τη δομή, την οποία θ αποκαλέσω συσσωρευτική, η πολιτιστική εντροπία συνίσταται πρώτα απ όλα στις δαπανηρές ή μη-παραγωγικές συμπεριφορές: ανεξέλεγκτη σπατάλη παρά αποταμίευση, σεξουαλική ασυδοσία και φιληδονία, ελεύθερη έκφραση των συναισθηματικών παθών, και φυσικά η τεμπελιά. Η γυναικεία σεξουαλικότητα αντιμετωπίζεται με τη σαγήνη του φόβου, αφότου μπορεί να οδηγήσει σ όλες τις άλλες μορφές πολιτιστικών διαταραχών, ξεκινώντας με τα «παράνομα» παιδιά. Το σεξ ανάμεσα στους άνδρες, αντίστοιχα, θεωρείται απεχθές. Από τη στιγμή που βασικός στόχος της ζωής ανακηρύσσεται η συσσώρευση περιουσίας, η έλλειψη σεβασμού στην περιουσία, όπως η καταπάτησή της, είναι ισότιμο έγκλημα με τη βία απέναντι σε κάποιον καλύτερο, και η κλοπή πρέπει να τιμωρείται σκληρά. Ο εμπαιγμός της ιεραρχίας (αμέσως μετά την κατάρρευση της φεουδαρχίας και της ρωμαϊκής εκκλησίας) τείνει στην υπέρτατη απειλή, όπως η χρήση κάθε βίας πέρα από την νομοθετημένη.

Ένας συνήθης τρόπος για να αντιμετωπίζουν, κουλτούρες και άτομα, το άγχος σχετικά με τις απαγορευμένες συμπεριφορές, είναι να τα προβάλλουν ως προσδιοριστικές ιδιότητες κάποιου εκδαιμονισμένου ’λλου. Καθώς εξελισσόταν ο καπιταλισμός στο πέρασμα του δεκάτου ογδόου και του πρώιμου δεκάτου ενάτου αιώνα, οι ευρωπαϊκές και ευρω-αμερικανικές αστικές τάξεις δημιούργησαν εντροπικά χαρακτηριστικά στους φτωχούς των μητροπόλεών τους, όπως επίσης στους λαούς της Αφρικής και της Ινδίας που αποίκισαν. «Μισοί διάβολοι και μισοί παιδιά», αποκάλεσε αυτούς τους ανθρώπους ο Kipling στο βιβλίο του The White Mans Burden. Αλλά και οι βιομήχανοι του δεκάτου ενάτου αιώνα είπαν περίπου τα ίδια για τους εργάτες τους (πολλοί από τους οποίους στα 1860 ήταν κυριολεκτικά παιδιά). Οι φτωχοί άνθρωποι αντιμετωπίζονταν από τις ιδιοκτήτριες τάξεις σαν τεμπέληδες, έκλυτοι, κλέφτες, μεθύστακες και σπάταλοι.

Υπήρχε κάποιου είδους αλήθεια σ αυτό το στερεότυπο. Οι ατελείωτες ώρες επαναλαμβανόμενου μόχθου παράγουν πλήξη, εξάντληση και τη συνεπαγόμενη νωθρότητα. Οι άνθρωποι που ζουν απ το μεροκάματο δεν μπορούν ν αποταμιεύουν χρήματα ακόμη κι αν ήθελαν. Η φτώχεια και η αναγκαστική μετανάστευση προς αναζήτηση δουλειάς διαρρηγνύουν τους οικογενειακούς και κοινοτικούς δεσμούς και οδηγούν τους ανθρώπους στην κλοπή και την πορνεία. Ο αλκοολισμός και η ασυλλόγιστη βία είναι συνέπειες της στέρησης και της απελπισίας. Οι παράνομες μορφές ερωτισμού προσφέρουν μερικές από τις ελάχιστες απολαύσεις που δεν απαιτούν ένα χρηματικό αντίτιμο.

Αυτό το ανυπότακτο προλεταριάτο, στο μεγαλύτερο μέρος του μόνο μια γενιά ξεριζωμένο από την ύπαιθρο, μετατράπηκε σε μια υπάκουη και ευυπόληπτη εργαζόμενη τάξη μέσα από έναν μακροχρόνιο εκπολιτισμό. Χρειάστηκε επίσης τεράστια βία από την πλευρά του κράτους. Στο τέλος, η σχετική σταθερότητα επιτεύχθηκε μόνο με την εισαγωγή των μηχανημάτων που έκανε δυνατό το παραγωγικό στράγγισμα των εργαζομένων χωρίς να επιμηκυνθεί η εργάσιμη μέρα.

Μόλις η ευυπόληπτη εργατική τάξη των Η.Π.Α. νοικοκυρεύτηκε, κατά τη διάρκεια του τελευταίου τρίτου του δεκάτου ενάτου αιώνα, αυτά τα εντροπικά χαρακτηριστικά προβλήθηκαν πάνω σε νέους ’λλους: στο λούμπεν προλεταριάτο ή τις εγκληματικές τάξεις: τους ιρλανδούς, του μετανάστες από την νότια και ανατολική Ευρώπη, τους ινδιάνους και τους μεξικανούς, και πάνω απ όλα και συνεχόμενα, στους μαύρους. Και, όπως στην περίπτωση της προγενέστερης προβολής πάνω στους φτωχούς, η προβάλλουσα φαντασία ήταν ως έναν βαθμό αυτό-καταναλώμενη, μια υλοποιημένη αρρώστια, ευχή ή εξορκισμός.

Υπάρχει ένα καθοριστικό συστατικό σ αυτόν τον εξορκισμό που δεν ανέφερα ακόμα: η βρωμιά. Όπως είδαμε η φεουδαρχία προσδιόριζε τη βρωμιά (τουλάχιστον στο πρόσωπο, τα χέρια ή τα ρούχα) σαν σημάδι κατώτερης κοινωνικής τάξης. Η νεοεμφανιζόμενη καπιταλιστική τάξη, από τη φύση της, έπρεπε να πλησιάσει την εργασία πολύ περισσότερο από την αριστοκρατία καθώς και ν αντιστρέψει την πολικότητα της αριστοκρατικής περιφρόνησης για την αρπαγή χρημάτων. Ανέπτυξε μια ακόμη πιο μανιασμένη απέχθεια για τη βρωμιά, που συνοψίζεται στο περίφημο βικτοριανό ρητό «η καθαριότητα είναι θεοσέβεια» (Σημ: «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» στα καθ� ημάς). Η βρωμιά της φεουδαρχίας ωστόσο διαφέρει από τη βρωμιά του καπιταλισμού. Η φεουδαρχική βρωμιά είναι το σημάδι της εγγύτητας με την εργασία και τους αγρούς. Η καπιταλιστική βρωμιά, όντας κυρίως βιομηχανικά απόβλητα ή η ακαταστασία της φτώχειας, σχετίζεται μεν με τη δουλειά αλλά και με τη φτώχεια, τη σπατάλη και την απουσία των προτεσταντικών αστικών αξιών. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, μια ορατή εντροπία. Όπως και οι ίδιοι οι φτωχοί, η βρωμιά είναι ένα προϊόν της κεφαλαιακής συσσώρευσης που η κυρίαρχη τάξη δε θέλει να το βλέπει ή να το μυρίζει.

Η πιο βρώμικη βρωμιά, είναι φυσικά τα σκατά. Η έννοια των σκατών στην καπιταλιστική κουλτούρα, παρ� όλα αυτά, είναι βαθιά διφορούμενη. Στο The Ontogenesis of Money, ο ψυχολόγος Sandor Ferenczi υποστηρίζει πως στο πρωκτικό συγκρατητικό στάδιο της παιδικής ηλικίας βρίσκονται τα θεμέλια της συσσωρευτικής, προσανατολισμένης στην ανταλλαγή, αστικής προσωπικότητας. Τότε που το παιδί εκπαιδεύεται να συγκρατείται σκόπιμα μέχρι να πάει στην τουαλέτα, ενώ όταν αφοδεύει την καθορισμένη ώρα επιβραβεύεται. Έτσι διδάσκεται τη συγκράτηση, την καθυστέρηση της ικανοποίησης και την επικροτούμενη ανταλλαγή μιας ευχαρίστησης για μια άλλη. Γίνεται έτσι αυτοσυγκρατημένο, λογαριάζει τις ευχαριστήσεις του ως διαχωρισμένες από των άλλων. Για το αστικό ασυνείδητο, μετέπειτα, τα σκατά είναι πλούτος αλλά μόνο όταν δεν τα βλέπεις.

Ο αστικός πλούτος ανθίζει μέσα απ τα σκατά και παράγει σκατά. Ο καπιταλισμός, λέει ο Marx, δημιουργεί πλούτο στον έναν πόλο της συσσώρευσης και φτώχεια στον άλλο. Θα μπορούσαμε να παραφράσουμε αυτό το απόφθεγμα λέγοντας ότι η κεφαλαιακή συσσώρευση παράγει τάξη στον ένα πόλο και εντροπία στον άλλον ή αλλιώς οργανωμένα σκατά (κεφάλαιο) στον έναν πόλο και άτακτα σκατά (αθλιότητα και μόλυνση) στον άλλον. Η συμβολική σκατολογία του πλούτου είναι το βρωμερό μυστικό της λευκής-καπιταλιστικής-πατριαρχικής κουλτούρας. Ο Milan Kundera, στο The Unbearable Lightness of Being, λέει πως το κιτς είναι η άρνηση των σκατών. Στη σταλινική Τσεχοσλοβακία για την οποία έγραφε ο Kundera, τα σκατά σήμαιναν μυστική αστυνομία, πολιτικοί κρατούμενοι, μηδαμινές εναλλακτικές, στερήσεις, ανόητες δουλειές, μόλυνση. Το κιτς σήμαινε κόκκινες σημαίες ν ανεμίζουν, πατριωτικά τραγούδια και εικόνες του Λένιν, ύμνοι στην εκβιομηχάνιση και την πρόοδο. Στις κοινωνίες του εταιριακού καπιταλισμού τα σκατά σημαίνουν βία, ποινικοί κρατούμενοι, αδιέξοδες εναλλακτικές, φτώχεια, ανόητες δουλειές, μόλυνση. Το κιτς σημαίνει εμπορικά κέντρα, ψώνια, ηλίθιες ταινίες-κόμικς, διαφημίσεις, τηλεοπτική αποβλάκωση και ψευδοπολιτική των τηλε-παράθυρων. Σε κάθε περίπτωση η συνταγή του κιτς, συναισθηματική, μονοδιάστατη, πάντα καθησυχαστική ακόμα και στις πιο ερωτικές ή κτηνώδεις μορφές της, εξυπηρετεί στην απόκρυψη των σκατών, εξ ου και η μόνη διάστασή της.

Πέρα από τα συνήθη σκατά του ύστερου καπιταλισμού, το λευκό κιτς των Η.Π.Α. είναι επίσης, όπως σημειώσαμε νωρίτερα, μια άρνηση του καθαυτού εγκλήματος, της γενοκτονίας και σκλαβιάς των νέγρων, και εξ αιτίας του, όπως το έθεσε ο Harold Cruse στο βιβλίο του, The Crisis of the Negro Intellectual, ο λευκός προτεστάντης αγγλοσάξονος στην Αμερική δεν έχει τίποτα στη γηγενή αμερικανική παράδοση που να είναι αισθητικά και πολιτιστικά αυθεντικό, εκτός απ όσα προέρχονται από την παρουσία των νέγρων. Η λευκή (μη ευρωπαϊκή) αμερικανική συσσωρευτική κουλτούρα καθορίζεται από την απόλυτη ηπιότητα και αποφυγή διενέξεων ή κινδύνων, από την καθαριότητά-ως-απουσία της.

Αυτή η διαβόητη ήπια κουλτούρα είναι ο κοινός παρονομαστής του κυρίαρχου κανόνα συμπεριφοράς και στυλ στα προάστια, τον οποίο σέβονται ακόμη και οι γηραιότεροι εξόριστοι στις υποβαθμισμένες προαστιακές εργατογειτονιές. Είναι, πολύ περισσότερο, η ατμόσφαιρα του σύγχρονου εταιρικού γραφείου, όπου ο καθωσπρεπισμός κυριαρχεί, ή καλύτερα, είναι το μέσο της κυριαρχίας. Στους λευκούς εργασιακούς χώρους, με τα «λευκά κολάρα», όλοι πρέπει να δρουν «λευκά»: ήσυχα, ευγενικά, ευχάριστα, προσποιούμενοι συναισθήματα, αισθησιακά παράλυτοι, διαρκώς απασχολημένοι, διατεθειμένοι ν ανεχτούν κάθε εξευτελισμό, αρκεί αυτός να συνοδεύεται μ ένα χαμόγελο. Αποφεύγονται ρητά συζητήσεις που εγείρουν διαφωνίες, με το υπέρτατο ταμπού ν αποτελεί μια συζήτηση για τον μισθό. Η σκατολογική σημασία του χρήματος είναι εμφανής από το γεγονός ότι κάθε επιχειρηματικός, δουλευταράς υπάλληλος θα προτιμούσε να σας πει πόσο τον πηδάνε οι εργοδότες παρά πόσο τον πληρώνουν.

Η αλήθεια του πλούτου, ωστόσο, εκδηλώνεται ιστορικά στο προλεταριάτο, την τάξη των σκατοεργατών. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι τους αρμόζει αυτό που στην κοινωνιολογική φιλολογία αναφέρεται ως θέσεις επιβλεπόμενης εργασίας-ρουτίνας, που σημαίνει πληκτικά μουντό, συχνά καταστροφικό για την υγεία μόχθο όχι μόνο στο εργοστάσιο αλλά και στο πληκτρολόγιο ή πίσω από ένα γκισέ� Η ενέργεια τους γίνεται κατάλληλη για εργασία μόνο κατόπιν ενός άγριου οικονομικού εξαναγκασμού υποστηριζόμενου από έναν ατελείωτο ιδεολογικό βομβαρδισμό, που ξεκινά στο σχολείο, η λειτουργία του οποίου είναι να τους πείσει ότι είναι ακατάλληλοι για οτιδήποτε άλλο. Δεν είστε παρά σκατά (You ain�t shit), λέει η αμερικανική βρισιά, εννοώντας: είστε στον πάτο της ιεραρχίας. Φάτε σκατά, λοιπόν και γουστάρετε. Τα σκατά παράγονται ή αφοδεύονται από κατώτερους που έχουν γεμίσει απ αυτά, που μεταφορικά τα τρων και που συνειρμικά γίνονται σκατά οι ίδιοι.

Καθόλου παράξενο, λοιπόν, που οι μαύροι ήταν πάντα κοντά ή στον πάτο του προλεταριακού σωρού στις Η.Π.Α.. Στο αμέσως παραπάνω ή συχνά στο ίδιο επίπεδο με τους μαύρους, βρίσκονται οι ινδιάνοι, μεξικανοί, κεντροαμερικανοί και πορτορικανοί, του ιδίου σκατοχρώματος για το ρατσιστικό μυαλό. Ακριβώς από πάνω τους βρίσκονται τα φτωχά λευκά σκουπίδια, άλλος ένας εντροπικός κόσμος. Και όλοι μαζί μέχρι σήμερα παρουσιάζονται ως ανέντιμοι, φωνακλάδες, τεμπέληδες, φιλήδονοι, ανίκανοι χαζούληδες, βάρβαροι αλκοολικοί ή ναρκομανείς. Οι ψυχικές συνέπειες αυτής της παρουσίασης των ανθρώπων της εργατικής τάξης, και ιδιαίτερα των γυναικών και των αφρο-αμερικανών, είναι για τους ίδιους καταστροφικές. Κι όμως αυτά τα απεχθή κτήνη είναι η πρώτη ύλη του καπιταλιστικού πλούτου.

Ο πλούτος δεν είναι απλά οικονομικός αλλά και πολιτιστικός. Ένα γνωστό παράδειγμα είναι η δημιουργία, από τους μαύρους που δούλεψαν πάνω στις αφρικανικές παραδόσεις που διέσωσαν, μερικών από τις πιο ενδιαφέρουσες μουσικές φόρμες και τις μόνες «ιθαγενείς» της αμερικής.

Η Ανακύκλωση στην Μαζική Κουλτούρα: η Περίπτωση της Μουσικής των Μαύρων

Δεν είναι απαραίτητο να αναλύσουμε την τεράστια και συνεχιζόμενη εκμετάλλευση της αφρο-αμερικανικής μουσικής προς όφελος του κεφαλαίου, κατά κανόνα ιδιοκτησίας λευκών, και για τη διασκέδαση ακροατηρίων λευκών. Ο καθένας με την παραμικρή υποψία για την ιστορία της αμερικανικής μουσικής μπορεί ν αναφέρει παραδείγματα, από τον αποχρωματισμό της ορχηστρικής τζαζ του Ellington και του Basie ως το τιθασεμένο ποπ στυλ του τύπου Glenn Miller στα �30 και �40, μέχρι την ατελείωτη ανακύκλωση των μπλουζ ριφφς του Robert Johnson ή του B.B. King από λευκούς κιθαρίστες. Οι λευκοί – πρώην οργισμένοι έφηβοι -, γουχάρουν υστερικά την εμπορικοποίηση των ροκ ύμνων της νιότης τους, αλλά αυτή δεν είναι παρά η διαδικασία που υφίστανται οι μαύροι μουσικοί και το κοινό τους για περίπου έναν αιώνα (ο Michael Jackson αντιπροσωπεύει τέλεια τον παροξυσμό αυτής της διαδικασίας: ένας αφρο-αμερικανός που προσπαθεί να ξεριζώσει από το πρόσωπο και το σώμα του κάθε ίχνος της φυλής του ενώ παράγει μια αχρωμάτιστη χορευτική μουσική που έξυπνα αποσυναρμολογεί όλες τις τρέχουσες ποπ επιτυχίες ανακυκλώνοντάς τις βιαστικά σε ευχάριστα τραγουδάκια).

Θεωρημένος από μια πολιτιστική-θερμοδυναμική προοπτική, αυτός ο σφετερισμός ακόμα πιο τρομακτικός. Βλέπουμε μια κυρίαρχη κουλτούρα και μια πολιτική οικονομία που εισάγει βίαια τους αφρικανούς ως σκλάβους, τους στύβει στη δουλειά μέχρι θανάτου, τους ταΐζει σα ζώα, τους βασανίζει με κάθε πιθανό τρόπο για δυο αιώνες. Έπειτα για ενάμιση ακόμα αιώνα εκμεταλλεύεται συστηματικά τους απογόνους αυτών των σκλάβων ως κατώτατους σκατοεργάτες, αρνούμενη κάθε πιθανή οικονομική δυνατότητα και κάθε πολιτικό δικαίωμα, προβάλλοντας εντωμεταξύ σ αυτούς, τους δικούς της καταπιεσμένους φόβους και πόθους, απέχθειες και μανίες. Ταυτόχρονα, αυτή η κοινωνική τάξη αποσπούσε από τους αφρο-αμερικανούς τη σπουδαία μουσική και τη γλώσσα που δημιούργησαν ως έναν τρόπο να επιβιώσουν παρά την αθλιότητά τους. Είναι σαν οι ναζί ενώ εξαέρωναν τους εβραίους αφού αφαιρέσουν τα χρυσά δόντια τους, να είχαν πουλήσει τα χειροτεχνήματα που έφτιαχναν οι εβραίοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κι εμπορευτεί τις ηχογραφήσεις των πρόχειρων ορχηστρών που σχημάτισαν για να διασκεδάζουν τους φρουρούς.

Αλλά πως η αφρο-αμερικανική κουλτούρα έγινε τουλάχιστον στις πιο χλιαρές μορφές της έγινε για την αμερικανική κουλτούρα όχι μια περιφερειακή, αλλά η κεντρική, ημι-απόκρυφη βέβαια, προωθητήρια δύναμη; Όπως προσπάθησα να δείξω, η συσσωρευτική δομή της προσωπικότητας, είναι προφανώς εχθρική απέναντι στο «μαύρο», καθώς οι λευκοί άνθρωποι προβάλλουν και, ακολούθως, αναγνωρίζουν σ αυτό την απουσία ντροπής, τον απροκάλυπτο ερωτισμό, την ανεξέλεγκτη βία και την αταξία. Είναι επίσης εχθρική απέναντι στην κουλτούρα που οι μαύροι βίωσαν και δημιούργησαν. Αυτή η κουλτούρα είναι ένα πολύ πιο σύνθετο αμάλγαμα γνωρισμάτων, που ποικίλουν ανά τάξη, κάστα και περιοχή και που συμπεριλαμβάνουν διαφορετικά πρότυπα συναισθηματικής αποκάλυψης και απόκρυψης, θυμού και τρυφερότητας, κοινότητας κι ατομικότητας, λογικής και προαισθημάτων. Ένας βασικός παράγοντας που υπογραμμίζει τις κοινές διαφοροποιήσεις τους απ τις ευρω-αμερικανικές κουλτούρες ίσως είναι η απομόνωση των αφρικανικών πολιτιστικών γνωρισμάτων, ιδιαίτερα του κοινοτικού κι εκστατικού χαρακτήρα του δυτικοαφρικανικού θρησκευτισμού. Η μαύρη κουλτούρα όμως, δεν είναι απλά, ή έστω κυρίως, ένας μετεμφυτευμένος αφρικανισμός. Καθώς έδειξε προκαλώντας συζητήσεις ο Stanley Crouch, είναι όπως και η αμερικανική κουλτούρα στην ολότητά της, ένα φαινόμενο μιγάς.

Η μαύρη κουλτούρα δημιουργήθηκε υπό την πίεση της κατάστασης των αφρο-αμερικανών στις Η.Π.Α., μέσα στη λευκότητα. Υπ αυτήν την πίεση, που ασκήθηκε αρχικά μέσω της σκλαβιάς κι έπειτα μέσα από θεσμούς όπως η εκπαίδευση, οι αφρο-αμερικανοί μετασχημάτιζαν διαρκώς ότι στάθηκαν ικανοί να διασώσουν από την κληρονομιά τους: για παράδειγμα, μεταπήδησαν από αφρικανικά γλωσσικά ιδιώματα σε αγγλικά δημιουργώντας μαύρες διαλέκτους. Ταυτόχρονα, απορρόφησαν επιρροές κι υλικό όχι μόνο από τους ευρω-αμερικανούς αλλά κι από ιθαγενείς λαούς, από το Μεξικό και την καραϊβική, παράγοντας μια απ τις πλουσιότερες και πιο πολύπλοκες κουλτούρες στον κόσμο. Η πίεση πάνω τους πήρε επιπλέον, εμπορευματική μορφή, τόσο πιο έντονα όσο ο θεσμικός ρατσισμός υποχωρούσε στην κρατική στρατηγική. Αναρίθμητοι μαύροι μουσικοί, χορευτές, ηθοποιοί και συγγραφείς ακόμη, ήταν αναγκασμένοι να αρωματίζουν το έργο τους κατά τα γούστα των λευκών προκειμένου να επιβιώσουν, αποκρύπτοντας συχνά το περιεχόμενό τους μεταθέτοντάς το σε μια σφαίρα συμβολισμού.

Ένα σύνθετο κι αποκαλυπτικό παράδειγμα είναι οι διάφορες χρήσεις του μύθου του «Staggerlee», του ξένοιαστου, ατρόμητου, προκλητικά ατομικιστή μαύρου άνδρα που ζει τη ζωή του αγαπώντας γυναίκες, ξελογιάζοντας παιδιά και καθαρίζοντας αλύπητα τους εχθρούς του, συμπεριλαμβανομένου σε κατοπινές παραλλαγές, του λευκού σερίφη. Αυτή η φιγούρα, ασφαλώς, είναι ο απόλυτος εφιάλτης του ρατσισμού αλλά και η νομιμοποίησή του, το φάντασμα που πλανάται πάνω από περισσότερα από χίλια λιντσαρίσματα και πίσω από την εκφοβιστική ρητορεία των σύγχρονων συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων δημοκόπων. Παρ όλα αυτά, η φιγούρα αυτή είναι ζωτικής σημασίας για την αφρο-αμερικανική παράδοση καθώς υπήρξε ελκυστική και για έναν αριθμό λευκών. Πολυάριθμες εκδοχές του θρύλου του Staggerlee εμφανίστηκαν στα μπλουζ της δεκαετίας του 1920. Το κλασσικό μητροπολιτικό μπλουζ του Muddy Waters, Rolling Stone αναπαριστούσε μια λιγότερο βίαια εκδοχή της ίδιας φιγούρας, για να εμπνεύσει όχι μόνο το όνομα ενός από τα πιο διάσημα συγκροτήματα της ιστορίας του ροκ κι αυτό του πρωτοποριακού εμπορικού περιοδικού αντικουλτούρας, αλλά και πολυάριθμα λιγότερο γνωστά ροκ τραγούδια του �50 και του �60, από τα οποία το The Wanderer είναι ένα μόνο παράδειγμα. Ο Greil Marcus στο βιβλίο του Mystery Train καταδεικνύει την έλξη που εξασκεί η φιγούρα του Stagerlee-Rolling Stone τόσο στους μαύρους όσο και στους λευκούς, καθώς αντιπροσωπεύει μια άγρια αντιφατική όσο και γοητευτική επίδειξη ελευθερίας, τόσο για τους νεολαίους όσο και για τους σκατοεργάτες και τους σκατοφάγους-καταναλωτές όλων των χρωμάτων. Η δημοτικότητα της υπερ-βίαιας, μισογυνικής, γκανγκστερικής rap, ανάμεσα στους λευκούς εφήβους των προαστίων, πιθανόν προέρχεται από ανάλογες αιτίες, χωρίς εξαίρεση της ανυπόφορης πλήξης του περιβάλλοντος και του ζοφερού μέλλοντος που καλούνται να αντιμετωπίσουν ως ενήλικες.

«Σπάστε τα δεσμά» ή «Δώστε τα χέρια»�

Η τόσο χυδαία χρήση αρνητικά φορτισμένων εικόνων από τη ζωή των μαύρων, δεν είναι τίποτα. Το Μαύρο, με τη δυαδική έννοια που δίνω στον όρο, έχει αφομοιωθεί περισσότερο από κάθε τι από την πολιτιστική βιομηχανία. Κατά την άποψή μου, αυτό οφείλεται σε μια ολοένα και πιο βαθιά αντίφαση της καπιταλιστικής κουλτούρας και οικονομίας, ενυπάρχουσας ήδη από το 1920. Προκειμένου να επεκταθούν μετά τον ΄Β παγκόσμιο πόλεμο, οι αμερικανικές επιχειρήσεις είχαν ανάγκη από νέες μαζικές αγορές καταναλωτικών αγαθών. Για να δημιουργηθούν αυτές οι αγορές μέσα στις Η.Π.Α. έπρεπε να στρατολογηθούν τεράστιες μάζες ανθρώπων σ� αυτό που ο John Maynard Keynes, μέγας στρατηγός του μεσοπολεμικού καπιταλισμού, αποκαλούσε «ροπή προς κατανάλωση». Ο αμεσότερος στόχος ήταν να πωληθούν τα διαχρονικά καταναλωτικά αγαθά που τώρα πλέον παράγονταν φθηνά και μαζικά χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της αλυσίδας παραγωγής που ανέπτυξε ο Henry Ford. Αυτή η στρατηγική, γνωστή σε πολλούς αναλυτές ως φορντισμός, είχε σαν στόχο να υπάρχει ένα αμάξι σε κάθε γκαράζ, ένα ψυγείο σε κάθε κουζίνα, όλα αγορασμένα με τους μισθούς που πληρώνονταν οι ίδιοι που παρήγαγαν το αμάξι και το ψυγείο.

Αρχικά, ο φορντικός καταναλωτισμός φαινόταν σε αρμονία με την συσσωρευτική κοινωνική προσωπικότητα (όπως και είναι ακόμα, ως κάποιο βαθμό). Κάθε εργάτης θα μπορούσε να αποκτήσει τα παράσημα της Ιδιοκτησίας-πιστοποιητικά αρετής. Όπως έδειξαν οι Stewart και Mary Ewen, η διαφήμιση κατά τον μεσοπόλεμο (ακόμα και στο �50 για κάποια προϊόντα) εδραιώθηκε στις ανασφάλειες της συγκεκριμένης κοινωνικής προσωπικότητας: άγχος για την μόλυνση και τη βρωμιά, ηθική της εργασίας-εργατικότητας, θέληση ανταγωνισμού με το αμέσως ανώτερο εισοδηματικό επίπεδο, κομφορμισμός-ανάγκη προσαρμογής. Τα αμάξια του Ford (πάντοτε μαύρα) αρχικά πωλούνταν σαν το πιο αποτελεσματικό μεταφορικό μέσο, και τα ψυγεία (πάντα λευκά) σαν εγγύηση υγιεινής και καθαριότητας.

Ήδη όμως, μια άλλη αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Στο βιβλίο του The Road to Wigan Pier (1937), ο George Orwell παρατηρεί πως η νεολαία της αγγλικής εργατικής τάξης είχε αδυναμία στα πολύχρωμα, μοντέρνα ρούχα που φθείρονταν εύκολα, παρά τις καλοραμμένες και μελαγχολικές φόρμες των γονιών τους. Παρά την κακή ποιότητά τους, τέτοια φανταχτερά ρούχα ήταν τόσο φθηνά που εύκολα αγοράζονταν καινούρια διαρκώς. Όπως οι αμερικανοί συνομήλικοί τους, αυτοί οι νεολαίοι γούσταραν να χορεύουν, κυρίως jazz και big-band swing, ενώ οι χοροί τους γίνονταν ολοένα και αγριότεροι. ’ρχισαν έπειτα να πηγαίνουν στον κινηματογράφο και να πασχίζουν να μιμηθούν τις γκλαμουράτες εικόνες ρομάντσου που έβλεπαν εκεί.

Τα νέα καταναλωτικά και ψυχαγωγικά ήθη που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στην νεολαία στα τέλη της εποχής της ύφεσης σκιαγράφησαν τον προσανατολισμό που θα έπαιρνε το εμπόριο μετά τον ΄Β παγκόσμιο πόλεμο. Ο συγκρατημένος συσσωρευτικός καταναλωτισμός της προηγούμενης γενιάς δεν αρκούσε πια για να απορροφήσει την απεριόριστη εκροή μιας όλο και περισσότερο αυτοματοποιημένης μαζικής παραγωγής, που δοκιμάστηκε πρώτα στην βιομηχανία όπλων. Αυτά αναφορικά με την δίχως προηγούμενο αποτελεσματικότητά της. Όσον αφορά την επίτευξη της ελάχιστης ταχύτητας αντικατάστασης, τα καταναλωτικά αγαθά έπρεπε να πάρουν το χρίσμα της μόδας, όπως γινόταν πάντοτε για την αριστοκρατία και τα υψηλότερα στελέχη της μπουρζουαζίας. Κατά το τέλος του �50, αυτό σήμαινε την εφαρμογή μιας υποβολιμαίας και προσχεδιασμένης τάσης περιοδικής αντικατάστασης καταναλωτικών αγαθών, (που προηγουμένως αφορούσε αντικείμενα όπως τα προϊόντα από νάιλον, λαμπτήρες και ξυραφάκια) σε καταναλωτικά αγαθά διαρκείας όπως τα αυτοκίνητα ή οι ηλεκτρικές σκούπες. Στο επίπεδο της διαφήμισης κάτι τέτοιο σημαίνει ότι έπρεπε να διεγερθεί η επιθυμία για το κάθε τι. Η καταπίεση που προκαλούσε η συσσώρευση αντικειμένων χαλάρωσε, και η εκμετάλλευση των ηδονιστικών ορμών που είχε ήδη ξεκινήσει πριν τον πόλεμο, επιταχύνθηκε.

Αυτή η ηδονιστική ανέλιξη μπορεί να ειδωθεί ως μερική επαναφομοίωση όλων εκείνων των σκοτεινών χαρακτηριστικών που είχαν εξοριστεί από την λευκή συσσωρευτική κοινωνική προσωπικότητα, των πιο ανοιχτών σεξουαλικά και αισθητικά, προσανατολισμένα στην άμεση παρά σε συγκρατημένη ικανοποίηση, προς την διαχυτικότητα παρά στον επιφυλακτικό συντηρητισμό, σε μια ροπή προς κατανάλωση και ξόδεμα παρά προς αποταμίευση. Αυτές οι τάσεις όμως ήρθαν γρήγορα σε σύγκρουση με τις συσσωρευτικές αξίες που ακόμη κυριαρχούσαν στην πολιτική, θρησκευτική και αστική φιλολογία καθώς επίσης και στην διαφήμιση.

Categories
Fredy Perlman

Πρόοδος και πυρηνική ενέργεια – Fredy Perlman

Πρόοδος και Πυρηνική Ενέργεια:

Η καταστροφή της ηπείρου και των ανθρώπων της

Του Fredy Perlman

Το παρακάτω κείμενο πρωτοεμφανίστηκε σε ένα ειδικό αντι-πυρηνικό τεύχος του αντιεξουσιαστικού περιοδικού Fifth Estate στις 8 Απρίλη 1979. Είχε γραφτεί έναν χρόνο νωρίτερα, μετά από ένα ατύχημα στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Three Mile Island στην ανατολική Pennsylvania. Καθώς τα νέα για το ατύχημα γίνονταν γνωστά, οι επίσημες αρχές επέμεναν: «Δεν υπάρχει λόγος υπερβολής, η κατάσταση είναι σταθερή, οι αρχές έχουν τον πλήρη έλεγχο», όμως τελικά οι άνθρωποι που ζούσαν κοντά στο εργοστάσιο αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους. Εδώ ο Fredy Perlman μας υπενθυμίζει πώς επέδρασαν στους κατοίκους οι καταστροφές, οι υποσχέσεις και η αστυνομική παρέμβαση που πάντοτε συνοδεύουν το Κεφάλαιο.

Η συνειδητή δηλητηρίαση των ανθρώπινων όντων, του εδάφους και των άλλων ζωικών ειδών μπορεί μόνο επιστρατεύοντας την πιο χονδροειδή υποκρισία να ονομαστεί «ατύχημα». Μόνον όποιος κλείνει τα μάτια του μπροστά στην πραγματικότητα μπορεί να ισχυρίζεται ότι αυτή η συνέπεια της Τεχνικής Προόδου δεν είχε «προβλεφθεί».

Η μόλυνση και η εξάλειψη κάθε ζωής που κατοικούσε την ήπειρο στο όνομα «ανωτέρων όντων» μπορεί να ξεκίνησε στην Ανατολική Pennsylvania, αλλά όχι στις τελευταίες βδομάδες.

Δυο αιώνες πριν, στην περιοχή που τελευταία δηλητηριάστηκε από τη ραδιενέργεια του Three Mile Island, κερδοσκόποι με ονόματα όπως Franklin, Morris, Washington και Hale αναγκάζονταν να κρυφτούν πίσω από ταμπέλες όπως η εταιρία Vandalia και η εταιρία Ohio. Οι εταιρίες αυτές είχαν έναν σκοπό: να πουλήσουν τη γη για το κέρδος. Τα υποκείμενα πίσω από τις εταιρίες αυτές είχαν έναν στόχο: να απομακρύνουν κάθε εμπόδιο που έμπαινε στο δρόμο της ελεύθερης ανάπτυξης της κερδοφορίας, είτε τα εμπόδια αυτά ήταν ανθρώπινα είτε χιλιετείς πολιτισμοί είτε δάση, ζώα ή ακόμα χείμαρροι και βουνά. Ο στόχος τους ήταν να Εκπολιτίσουν την ήπειρο, να την εισάγουν σε έναν κύκλο δραστηριοτήτων που ποτέ πριν δεν εφαρμόζονταν εδώ: Εργασία, Αποταμίευση, Επένδυση, Αγοραπωλησίες – ο κύκλος της αναπαραγωγής και της επέκτασης του Κεφαλαίου.

Το κύριο εμπόδιο σ αυτή τη διαδικασία συνίστατο στα ανθρώπινα όντα που είχαν ζήσει σ αυτήν την ήπειρο για χιλιετίες και οι οποίοι, χωρίς Νομοθεσίες ή Κυβερνήσεις ή Εκκλησίες, απολάμβαναν τον ήλιο, τα ρυάκια, τους δασότοπους, τα διάφορα είδη φυτών και ζώων, και ο ένας τον άλλον. Αυτοί οι άνθρωποι θεωρούσαν τη ζωή αυτοσκοπό, κι όχι ένα μέσο που οφείλει να τεθεί στην υπηρεσία «ανώτερων» σκοπιμοτήτων. Δεν προσέγγισαν τον Πολιτισμό, όπως τα περίεργα παιδιά ένα βάζο με μαρμελάδα, όπως θα περίμεναν οι Φρανκλίνοι και οι Ουάσιγκτον. Αντιθέτως -Δεν ήθελαν σχεδόν τίποτα από όσα είχε να τους δώσει ο Πολιτισμός. Ήθελαν ίσως κάποια από τα όπλα, κι αυτά μόνο για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους ενάντια στην περαιτέρω εξάπλωση του Πολιτισμού. Προτιμούσαν τον θάνατο από μια ζωή περιορισμένη στην Εργασία, την Αποταμίευση, τις Επενδύσεις και τις Αγοραπωλησίες. Σε μια τελική απεγνωσμένη απόπειρα να εκδιώξουν τον Πολιτισμό και τα Πλεονεκτήματά του πέρα από τη θάλασσα, σε μια εξέγερση που πλέον τη θυμόμαστε σαν όνομα ενός αυτοκινήτου, οι πολεμιστές τους αντιστάθηκαν στους άρπαγες της γης και τους μισθοφόρους τους από το Ontario, το Michigan, το Ohio και τη δυτική Pennsylvania. Γι αυτήν την αδιάλλακτη αντίστασή τους κέρδισαν από τους Πολιτισμένους τον τίτλο του ’γριου. Η ονομασία αυτή έδωσε στους Εκπολιτιστές το άλλοθι να τους εξολοθρεύσουν χωρίς δισταγμούς ή τύψεις: «Στείλτε τους κουβέρτες με ευλογιά», διέταξε ένας από τους διοικητές της εξολόθρευσης.

Τα πρόσφατα εορτασμένα 200 χρόνια της αμερικανικής ανεξαρτησίας μνημονεύουν την ημέρα που, δέκα χρόνια νωρίτερα, οι άρπαγες της γης, οι κερδοσκόποι και οι σύμμαχοί τους, αποφάσισαν να επιταχύνουν την εξολόθρευση της ανεξαρτησίας της περιοχής δυτικά του Three Mile Island. Ο βασιλική εξουσία ήταν πολύ μακριά για να προστατεύει κατάλληλα τις επενδύσεις, και σε κάθε περίπτωση φεουδαρχική, και δεν συμφωνούσε πάντα με τις επιδιώξεις των κερδοσκόπων. Αποτραβήχτηκε ακόμα περισσότερο, σε βαθμό να ενισχύσει τα σύνορα που συμφωνήθηκαν κατόπιν συνθηκών με τους ’γριους. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα αποτελεσματικό όργανο κάτω από τον άμεσο έλεγχο των αρπάγων της γης και αφιερωμένο αποκλειστικά στην ευημερία των επιχειρήσεών τους. ’τυπες οργανώσεις της συνοριακής αστυνομίας όπως οι Paxton Boys ήταν πάντα ικανές για να σφάζουν ιθαγενείς κατοίκους απομονωμένων χωριών όπως η Conestoga. Τέτοιοι όμως σχηματισμοί των συνόρων ήταν πολύ μικροί και προσωρινοί, και σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από την ενεργή συναίνεση κάθε συμμετέχοντα, όπως και από τους ίδιους τους ιθαγενείς μαχητές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν αποτελούσαν ούτε καν κατάλληλες αστυνομικές οργανώσεις. Οι κερδοσκόποι συμμάχησαν με τους ιδεαλιστές και τους ονειροπόλους, και πίσω από συνθήματα για Ελευθερία, Ανεξαρτησία και Ευτυχία, πήραν την κυβερνητική, στρατιωτική και αστυνομική εξουσία στα χέρια τους.

Ενάμιση αιώνα πριν, ένα πιο αποτελεσματικό όργανο για την ανάπτυξη του Κεφαλαίου, ήταν σε πλήρη ανάπτυξη. Οι στρατιωτικές και αστυνομικές οργανώσεις βασισμένες στην υπακοή και την υποταγή, κι όχι στην ενεργή συναίνεση, ήταν έτοιμες πλέον να δράσουν εναντίον των ανθρώπων που αντιστέκονταν σε ένα τέτοιο καθεστώς για 20.000 χρόνια, αν όχι για περισσότερα. Το Κογκρέσο πέρασε μια από τις πιο επιδεικτικές νομοθεσίες του: τον Νόμο Απομάκρυνσης των Ινδιάνων. Μέσα σε μερικά χρόνια, κάθε αντίσταση, κάθε δραστηριότητα που δεν ήταν μια δραστηριότητα του Κεφαλαίου, εξορίστηκε από ολόκληρη την περιοχή από το Three Mile Island μέχρι τον Μισισιπή, κι από τα νότια του Michigan μέχρι τη Georgia. Η Κυβέρνηση, που γρήγορα έγινε μια από τις πιο ισχυρές του κόσμου, δεν είχε διστάσει ως τώρα να δηλητηριάσει με ευλογιά ή να κατασφάξει τους χωρικούς. Η Απομάκρυνσή τους συνδυάστηκε με έναν συνδυασμό από καταστροφές, εξαγγελίες και αστυνομικές παρεμβάσεις. Οι εναπομείναντες ελεύθεροι ιθαγενείς δεν μπόρεσαν να αντισταθούν σε αυτόν τον συνδυασμό χωρίς να τον αποδεχτούν, αλλά δεν μπορούσαν και να τον αποδεχτούν χωρίς να πάψουν να είναι ελεύθεροι. Επέλεξαν να παραμείνουν ελεύθεροι, να παραμείνουν οι τελευταίοι άνθρωποι μεταξύ του Three Mile Island και του Μισισιπή, και ως τέτοιοι «Απομακρύνθηκαν».

Καθώς οι έποικοι προχώρησαν στα απελευθερωμένα εκκενωμένα εδάφη όπου ακόμα κι ο αέρας που ανέπνεαν τους έδινε μια γεύση της πρόσφατα εξολοθρευμένης ελευθερίας, μεταμόρφωσαν τους απέραντους δασότοπους σε μεγεθυσμένες αντιγραφές της κόλασης την οποία είχαν αφήσει πίσω τους. Η απόλαυση των μονοπατιών και των δασών σταμάτησε: τα δάση κάηκαν, τα μονοπάτια έδωσαν τη θέση τους σε λεωφόρους που θα διασχίζονταν όσο γρηγορότερα επίτασσε η κυκλοφορία του Κεφαλαίου. Η ευτυχία έπαυσε να αποτελεί το σκοπό της ζωής: η ίδια η ζωή έγινε απλά το μέσο, ο σκοπός έγινε το κέρδος. Η ποικιλία εκατοντάδων κουλτούρων μειώθηκε στην ομοιομορφία μιας μοναδικής ρουτίνας: Εργασία, Αποταμίευση, Επενδύσεις, Αγοραπωλησίες, κάθε μέρα, από την αυγή ως τη δύση, και μετά τη δύση μέτρημα του χρήματος. Κάθε προηγούμενη δραστηριότητα, και κάθε ίχνος νέας, μετασχηματίστηκε από πηγή ευτυχίας σε πηγή κέρδους. Το καλαμπόκι, τα φασόλια, ο χυλός, οι «τρεις αδερφές» που σέβονταν και αγαπούσαν οι προηγούμενοι κάτοικοι της περιοχής, έγιναν απλά εμπορεύματα προς πώληση στις αγορές τροφίμων. Οι σπορείς και οι συλλέκτες τους δεν τα καλλιεργούσαν πια για να τους ευχαριστούν στα γεύματά τους, τις γιορτές και τις τελετές τους, αλλά για να τα πουλήσουν για κέρδος. Η ευχάριστη τεμπελιά της κηπουρικής αντικαταστάθηκε με τη σκληρή δουλειά του γεωργού, τα μονοπάτια έδωσαν τη θέση τους στις ράγες του σιδηροδρόμου, το περπάτημα περιορίστηκε από την κυκλοφορία γιγαντιαίων τροχοφόρων που κινούνταν με κάρβουνο, τα κανό παραμερίστηκαν από πλωτές πόλεις που δε σταματούσαν πουθενά προκειμένου να γεμίσουν τον αέρα με τα προϊόντα των καύσεών τους, και τους μαύρους καπνούς τους. Οι «τρεις αδερφές», μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια, υποβαθμίστηκαν σε απλά εμπορεύματα, όπως επίσης τα δένδρα που έγιναν ξυλεία, τα ζώα που έγιναν κρέας, κι ακόμα τα ταξίδια, τα τραγούδια, οι μύθοι και οι ιστορίες των νέων κατοίκων της ηπείρου.

Και οι νέοι κάτοικοι ήταν εκεί: στην αρχή εκατοντάδες, έπειτα χιλιάδες, τελικά εκατομμύρια. Όταν η εισαγωγή σκλάβων πήρε τέλος, εισήχθηκε το πλεόνασμα πληθυσμού από τις παρακμάζουσες δυνάμεις της μετα-φεουδαρχικής Ευρώπης. Οι πρόγονοί τους αγνοούσαν την ελευθερία για τόσο πολλές γενιές, που ακόμα και η ανάμνησή της είχε εξαλειφθεί από την μνήμη τους. Οι έποικοι, πρώην εργάτες γης ή εργαζόμενοι σε ιδιοκτησίες που ολοένα και ταχύτερα μετατρέπονταν σε εταιρίες, κατέφταναν εκπαιδευμένοι ήδη ώστε να αποζητούν αυτά ακριβώς που μπορούσε να τους παρέχει το Κεφάλαιο, κι έτσι η υποβάθμιση της ζωής που επέβαλλε το Κεφάλαιο τους φάνηκε ως ελευθερία συγκρινόμενη με τα δεδομένα των προηγούμενων περιορισμένων εμπειριών τους.

Πούλησαν τις ιδιοκτησίες τους σε επενδυτές γης, μεταφέρονταν σ’ αυτές χάρη στους επενδυτές του σιδηροδρόμου, εξόπλιζαν τα αγροκτήματά τους χάρη στους τραπεζικούς επενδυτές, επίπλωση και ένδυση παρείχαν τα ίδια συμφέροντα, συχνά οι ίδιοι επιχειρηματικοί Οίκοι που τους εξασφάλιζαν το οτιδήποτε, σε μια κλίμακα κέρδους που καμιά προηγούμενη εποχή δε θα θεωρούσε «δίκαιο», κι όμως έγραφαν περήφανοι στους συγγενείς τους στον παλιό κόσμο ότι είχαν γίνει κύριοι του εαυτού τους, ότι ήταν πια ελεύθεροι καλλιεργητές, όμως στο άδειο τους στομάχι και στον ασθενικό χτύπο της καρδιάς τους αισθάνονταν την αλήθεια: ήταν υποδουλωμένοι σε ένα αφεντικό ακόμα πιο δυσδιάκριτο, απάνθρωπο και αφηρημένο απ’ ότι οι παλιοί τους αφέντες, ένα αφεντικό που η δολοφονική του εξουσία, όπως η ραδιενέργεια, μπορούσε ίσως να γίνει αισθητή αλλά όχι άμεσα ορατή. Είχαν μετατραπεί σε δουλοπάροικους του Κεφαλαίου. (Κι όσο για κείνους που ωθούνταν ως «ανειδίκευτοι βοηθοί» ή «εργατικά χέρια» στις φάμπρικες που παρήγαγαν τα μέσα και τους σιδηροδρόμους: αυτοί δεν είχαν και πολλά για να καυχηθούν στα γράμματά τους, απ’ όπου κι αν είχαν ξεκινήσει ανέπνεαν τουλάχιστον καθαρότερο αέρα).

Έναν αιώνα μετά την εξέγερση που συνδέθηκε με το όνομα Pontiac, ένας αιώνας γεμάτες με απεγνωσμένη αντίσταση από του επιγόνους του Pontiac ενάντια στην περαιτέρω διείσδυση του Κεφαλαίου, και κάποιοι από τους εποίκους καλλιεργητές ξεκίνησαν να μάχονται ενάντια στον περιορισμό τους σε υπηρέτες του σιδηροδρόμου, των υποδομών και του πιστωτικού Κεφαλαίου. Κάποιοι λαϊκιστές αγρότες, βάλθηκαν να συλλάβουν και να φυλακίσουν τους Rockefellers, τους Morgans, και τους Goulds που ευθύνονται άμεσα για την υποβάθμισή τους, αλλά η εξέγερσή τους ήταν μόνο μια αποδυναμωμένη ηχώ της πρότερης ανταρσίας των Ottowas, Chippewas, Delawares και Potawatomies. Οι αγρότες στράφηκαν ενάντια στις προσωπικότητες αλλά εξακολούθησαν να συμμερίζονται την κουλτούρα που ευθυνόταν για την υποβάθμισή τους. Συνεπώς, απέτυχαν να ενωθούν, αλλά ακόμα και να αναγνωρίσουν ως δική τους, την ένοπλη αντίσταση των ανθρώπων των πεδιάδων, των τελευταίων που υπερασπίστηκαν εξ’ ολοκλήρου την ήπειρο ενάντια στην μετατροπή της σε ένα νησί του Κεφαλαίου – ένας αγώνας που τσακίστηκε βάσει της μεθοδολογίας των αρχαίων Ασσυρίων (αλλά και των σύγχρονων σοβιετικών) των μαζικών εκτοπισμών, των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των σφαγών αμάχων και μιας ακατάπαυστης πλύσης εγκεφάλου μέσω στρατιωτικών και ιεραποστολικών οργάνων.

Όσο μαχητικοί και θαρραλέοι κι αν υπήρξαν μερικοί από αυτούς, οι αγωνιζόμενοι καλλιεργητές σπάνια έθεταν την απόλαυση και τη ζωή πάνω από την εργασία, την αποταμίευση και το κέρδος, και το κίνημά τους εκτροχιάστηκε όταν ριζοσπάστες πολιτικοί διείσδυσαν σ αυτό και εξίσωσαν την επιθυμία για μια νέα ζωή με μια επιθυμία για έναν νέο Ηγέτη. Η μορφή της εκτροχίασης του Λαϊκιστικού κινήματος έγινε η μορφή που πήρε το εργατικό κίνημα στον αιώνα που ακολούθησε. Οι πολιτικοί που έσκαψαν το λάκκο του λαϊκισμού ήταν οι πρωτεργάτες της ατελείωτης διάσπασης σε ιεραποστολικές σέχτες, βασισμένες οργανωτικά στα πρότυπα της Ιησουσίτικης Τάξης αλλά υιοθετώντας τα δόγματα του ενός ή του άλλου κομμουνιστικού, σοσιαλιστικού ή αναρχικού Βιβλίου. Έτοιμοι να μεταπηδήσουν ανά πάσα στιγμή οπουδήποτε βρίσκονταν άνθρωποι που πάλευαν για ν ανακτήσουν την ίδια την ανθρωπιά τους, καπέλωναν την μια μετά την άλλη εξέγερση με τα δόγματά τους, τις οργανώσεις τους και την ηγεσία τους που επιβάλλονταν στους ανθρώπους που μάχονταν για τη ζωή. Αυτοί οι παλιάτσοι, για τους οποίους αυτό που έλειπε ήταν οι φωτογραφίες και οι ομιλίες τους στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, έγιναν τελικά καπιταλιστές που βγάλαν στην αγορά το μόνο εμπόρευμα που είχαν στήσει στη γωνία: την εργασία.

Λίγο πριν τον ερχομό του αιώνα μας (20ου), καθώς η δυναμική αντίσταση απομακρυνόταν για πάντα, με μια ψευδο-αντίσταση που ήταν στην πραγματικότητα το εργαλείο για την τελική υποβάθμιση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε μια ποικιλία εναλλακτικών του Κεφαλαίου, το πιο ενδεδειγμένο όργανο για την δημιουργία του κέρδους απαλλάχθηκε από κάθε εξωτερικό εμπόδιο. Είχε πάντοτε τα εσωτερικά του εμπόδια: τις διάφορες φράξιες του Κεφαλαίου, τους Vanderbilts, τους Goulds και τους Morgans, που συνεχώς έστρεφαν τα όπλα τους ο ένας προς τον άλλον έτσι ώστε ολόκληρη η οικονομική δομή να απειλείται να τιναχθεί στον αέρα από τα μέσα. Ο Rockefeller και ο Morgan πρωτοστάτησαν στη συγχώνευση, συνενώνοντας τις διάφορες φράξιες: οι εύποροι επενδυτές διαμοίραζαν τους πόρους τους ο ένας στην επιχείρηση του άλλου, οι διευθυντές άλλαζαν μεταξύ τους θέσεις, και όλοι μαζί μοιράζονταν το συμφέρον στην ανεμπόδιστη πορεία του νέου οργάνου. Με την σπάνια εξαίρεση της επιβίωσης μεμονωμένων και οικογενειακών επιχειρήσεων, οι υπόλοιπες διευθύνονταν από επενδυτικά γραφεία που διαφοροποιούνταν από τα υπόλοιπα κυρίως από το μέγεθος των επενδύσεών τους. Το καθήκον των διευθυντών ήταν να υπερπηδήσουν κάθε εμπόδιο, ανθρώπινο ή φυσικό, με έναν μόνο περιορισμό: την αποτελεσματική λειτουργία των άλλων επιχειρήσεων που συλλογικά συνιστούσαν το Κεφάλαιο.

Δυο αιώνες πριν, οι έρευνες των φυσικών και χημικών επιστημόνων στη διάθεση του Κεφαλαίου, οδήγησαν στην ανακάλυψη ότι οι πρώτες ύλες πάνω και κάτω από το έδαφος δεν ήταν και τα μόνα υλικά προς εκμετάλλευση. Φάνηκε ότι ακόμα και οι «απελευθερωμένοι» πυρήνες συγκεκριμένων ουσιών ήταν ακόμα πιο εκμεταλλεύσιμοι από το Κεφάλαιο. Η καταστροφή της ύλης σε ατομικό επίπεδο, αρχικά βρήκε την εφαρμογή της ως το πιο χυδαίο όπλο που είχαν ποτέ στη διάθεσή τους ανθρώπινα χέρια, έγινε τελικά το τελευταίο εμπορευματικό αγαθό. Την ίδια στιγμή οι τόκοι, τα γραμμάτια και οι αγορές εξοπλισμών από τους καλλιεργητές, καθώς και τα υπό εξαφάνιση δένδρα και ζώα του δάσους, είχαν πάψει να θεωρούνται ενδιαφέροντα ως πηγές σημαντικών κερδών. Οι εταιρίες ενέργειας που είχαν ήδη αναμειχθεί στα μονοπώλια ουρανίου και πετρελαίου έγιναν αυτοκρατορίες ισχυρότερες από κάθε κράτος το οποίο τους βοηθούσε να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους. Στο εσωτερικό των αυτοκρατοριών αυτών, η υγεία και η διαβίωση ενός «αποδεκτού» αριθμού κατοίκων της υπαίθρου και της πόλης ισορροπούσε απέναντι σε μια «αποδεκτή» αύξηση ή απώλεια κερδών. Κάθε πιθανή λαϊκή απάντηση στους υπολογισμούς αυτούς χειραγωγήθηκε από συνετό συνδυασμό καταστροφής, υποσχέσεων και αστυνομικής βίας.

Η δηλητηρίαση των ανθρώπων στην Ανατολική Pennsylvania με καρκινογόνο ραδιενέργεια από ένα σύστημα που αφιερώνει μια γενναία μερίδα της δραστηριότητάς του στην «υπεράσπισή» του ενάντια στην πυρηνική απειλή από το εξωτερικό…

Η μόλυνση του φαγητού το οποίο καταναλώνεται από τους εναπομείναντες κατοίκους της ηπείρου, και η καταστροφή της παραγωγής των καλλιεργητών που είχαν αφιερώσει στωικά τις ζωές τους στην ανάπτυξη αυτού του εμπορεύματος που αποτελούσε βασικό ενδιαφέρον του Κεφαλαίου μισό αιώνα πριν.

Η μετατροπή της ηπείρου σε ένα κυριολεκτικό ναρκοπέδιο, με την άνευ προηγουμένου χρήση φονικών όπλων και εκρηκτικών, μιας ηπείρου που κάποτε κατοικούνταν από ανθρώπινα όντα που ζούσαν για να απολαμβάνουν τον αέρα, τον ήλιο, τα δένδρα, τα ζώα και κάθε τι…

Η δυστοπία μιας ηπείρου που καλύπτεται από καπνίζοντα ηφαίστεια, με τα εκκωφαντικά ηχεία τους να επαναλαμβάνουν το ίδιο ηχογραφημένο μήνυμα πάνω από την απανθρακωμένη γη: «Δεν υπάρχει λόγος υπερβολής, η κατάσταση παραμένει σταθερή, οι αρχές έχουν τα πάντα υπό έλεγχο»…

Όλα τα παραπάνω δεν είναι ατύχημα. Είναι η παρούσα φάση της προόδου της Τεχνολογίας, δηλαδή του Κεφαλαίου, του Φρανκενστάιν της Mary Wollstonecraft Shelley, που θεωρείται «φυσική» από τους επίδοξους διευθυντές που ανυπομονούν να πάρουν την κατάσταση στα «επαναστατικά» χέρια τους. Για διακόσια χρόνια το Κεφάλαιο αναπτύχθηκε καταστρέφοντας τη φύση, απομακρύνοντας και εξολοθρεύοντας τους ανθρώπους. Το Κεφάλαιο κήρυξε πλέον μια νέα μετωπική επίθεση εναντίον στους ίδιους τους υπηκόους τους. Οι υπολογιστές του έχουν ξεκινήσει ήδη να λογαριάζουν την αξία χρήσης αυτών που είχαν εκπαιδευτεί να θεωρούν εαυτούς τους προνομιούχους του.

Αν τα πνεύματα των νεκρών μπορούσαν να αναβιώσουν ανάμεσα στους ζωντανούς. Οι πολεμιστές Ottawa, Chippewa και Potawatomi θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον αγώνα από κει που τον άφησαν δυο αιώνες πριν, ενισχυμένοι από τις δυνάμεις των Sioux, των Dakota, των Nez Perce, των Yana και των Medoc και των αμέτρητων φυλών που οι γλώσσες τους έχουν σιγήσει πια. Μια τέτοια δύναμη θα μπορούσε να σταματήσει τους εγκληματίες που φυσικά δεν πρόκειται να έρθουν ενώπιον κανενός δικαστηρίου. Οι πολυάριθμοι πράκτορες του Κεφαλαίου θα αφήνονταν τότε να εξασκήσουν την αγαπημένη τους ρουτίνα της εργασίας- αποταμίευσης- επένδυσης- αγοραπωλησίας, βασανίζοντας ίσως ο ένας τον άλλον με καταστροφές, υποσχέσεις και αστυνομική βία, μέσα στα ανενεργά και αποσυνδεδεμένα εργοστάσιά τους, αμπαρωμένοι στους θαλάμους πλουτωνίου.

Fredy Perlman – 1979

μετάφραση στα ελληνικά: Αύγουστος 2007

Categories
Uncategorized

Επιστήμη ίσον Κεφάλαιο – Dot Matrix

Επιστήμη ίσον Κεφάλαιο – Dot Matrix

[Πηγή: Anarchy magazine]

Η Επανάσταση δεν μπορεί πλέον να σημαίνει απλά την καταστροφή κάθε τι παλιού και συντηρητικού, καθώς το κεφάλαιο το έχει ήδη κάνει αυτό για τον εαυτό του. Μάλλον θα φαίνεται σαν η επιστροφή σε κάτι (μια επανάσταση με την μαθηματική έννοια του όρου – σ.τ.μ. revolution=περιστροφή), μια επιστροφή στην κοινότητα, όμως όχι σε κάποια από τις μορφές τις οποίες έχει πάρει ιστορικά. Η Επανάσταση θα γίνει αισθητή μέσα από την καταστροφή κάθε τι που είναι ότι πιο «σύγχρονο» και «προδευτικό» (μιας και επιστήμη ίσον κεφάλαιο). Jacques Camatte [1]

Η επιστήμη είναι ένα σύστημα συσσώρευσης γνώσης βασισμένο στον εμπειρισμό, τον πειραματισμό, την εξατομίκευση, την εκλογίκευση, την αιτιολόγηση και τον μεθοδολογικό νατουραλισμό, με στόχο την εξεύρεση της αλήθειας. Οι θεωρίες -υποθέσεις πρόβλεψης- είναι η βασική γνωστική μονάδα του συστήματος αυτού. Η επιστήμη επίσης αναφέρεται στο σώμα της γνώσης που έχει βρεθεί μέσα από την έρευνα.

«Οι περισσότεροι επιστήμονες πιστεύουν πως η επιστημονική έρευνα πρέπει να ενταχθεί στην επιστημονική μέθοδο, μια διαδικασία αξιολόγησης εμπειρικών γνώσεων κάτω από την λειτουργική υπόθεση του μεθοδολογικού υλισμού, ο οποίος εξηγεί τα υπό παρατήρηση γεγονότα στην φύση υπό φυσικές συνθήκες χωρίς να υποθέτει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του υπερφυσικού. Ειδικά εξειδικευμένες μελέτες που κάνουν χρήση εμπειρικών μεθόδων αναφέρονται επίσης ως επιστήμες…[2]

Συζητήσεις σχετικά με την επιστήμη περιπλέκονται ακόμα περισσότερο μιας και η λέξη αναφέρεται σε διακριτά κι όμως συνδεδεμένα αντικείμενα. Για παράδειγμα, η φυσική είναι μια επιστήμη (ένα πεδίο εξειδικευμένης μελέτης) που δεν είναι πάντοτε επιστημονική (σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό), μιας και η κβαντική φυσική διαφεύγει της διαφοροποίησης μεταξύ παρατηρητή και αντικειμένου που είναι θεμελιώδης σ ένα πείραμα. Ωστόσο, στο βαθμό που οι φυσικοί απορρίπτουν αυτούς τους υπαινιγμούς, η φυσική συνεχίζει στα βήματα που η επιστήμη (ως τρόπος σκέψης) έχει βαδίσει.

Η κριτική που πρέπει να ασκηθεί στην επιστήμη θα είναι ως η σύγχρονη τεχνική επίλυσης των προβλημάτων. Η επιστήμη είναι τόσο ευρέως αποδεκτή που για πολλούς ανθρώπους έχει γίνει συνώνυμο της επίλυσης προβλημάτων. Ακόμα και άνθρωποι που προσεγγίζουν κριτικά την κουλτούρα στην οποία ζούμε, βρίσκονται να καταφεύγουν στην επιστήμη όταν πιέζονται να υπερασπιστούν τις ιδέες τους. Για παράδειγμα ορισμένοι αντι-πολιτισμικοί αναρχικοί που αναφέρονται στη βιολογία προκειμένου να πείσουν κάποιον για μια συγκεκριμένη διατροφή, ή στην ανθρωπολογία για να αποδείξουν την ανωτερότητα του προτύπου τους για την μελλοντική κοινωνία.

Από τους πολλούς τρόπους που έχει κανείς να ασκήσει κριτική στην επιστήμη, ο πιο βασικός απευθύνεται στην επιστημονική μέθοδο, η οποία δίνει έμφαση α) στην αναπαραγωγικότητα, β) την αιτιότητα (ότι δηλαδή κάτι προκαλεί κάτι άλλο), και γ) τη σχετικότητα των αντικειμένων (υλική πραγματικότητα) πάνω από κάθε τι άλλο. Πιο συγκεκριμένα δίνει έμφαση σε μια συγκεκριμένη προοπτική αντιμετώπιση της υλικής πραγματικότητας, την μόνη προοπτική που οι επιστήμονες αναγνωρίζουν ως έγκυρη. Ένα πρόβλημα του επιστημονικού μοντέλου είναι το πώς διατηρείται και βασίζεται σε μια προοπτική του κόσμου σαν ένα παγωμένο (στατικό) σύμπαν. Επίσης προβληματική είναι η ιδέα ότι τα πάντα μπορούν να κατατμηθούν σε ξεχωριστά, μετρήσιμα μέρη, όπου το όλο δεν είναι ποτέ περισσότερο από τα μερικά. Πίσω από τις δυο αυτές προοπτικές βρίσκεται η πεποίθηση ότι ο καλύτερος ή ακόμα, ο μοναδικός τρόπος να γνωρίσεις τον κόσμο είναι να απομακρυνθείς από αυτόν, να είσαι έξω από αυτόν. Ότι είναι η αποστασιοποίηση που μας επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον κόσμο, κι ότι αυτή η χρησιμοποίηση είναι στην πραγματικότητα η πλέον αρμοστή σχέση που μπορούμε να αναπτύξουμε με τον κόσμο.

Σε ένα πρακτικό επίπεδο καταλαβαίνουμε ότι οι επιστήμονες λειτουργούν μέσα σ ένα σύστημα το οποίο βασίζεται τόσο (αν όχι περισσότερο) στην ιεραρχία και τις χορηγίες, όσο στην προσοχή στο τι συμβαίνει γύρω μας. Υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές (ακόμα κι από καθεστωτικές πηγές) που δείχνουν ότι αυτός που χρηματοδοτεί μια έρευνα, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το αποτέλεσμά της, από την επίπτωση του καπνού στην υγεία, ως την δυνατότητα περιορισμού της εξάπλωσης των Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (ΓΤΟ), αλλά αυτά τα παραδείγματα δεν είναι παρά τα πιο προφανή. Για να πάρει κάποιος μια ιδέα αρκεί να υποψιαστεί ανάλογα, το ρόλο που παίζει ο τρόπος με τον οποίον κάνουμε μια ερώτηση (Πότε σταματήσατε να χτυπάτε το παιδί σας;), το πρόσωπο στο οποίο απευθύνουμε την ερώτηση (πως σχετίζεται με την ικανότητα του ερωτώντα, τον τρόπο, τις λέξεις κλπ), τι ερωτήσεις θέλουμε να κάνουμε και πως θα επεξεργαστούμε τις απαντήσεις που θα πάρουμε, καθώς και τα συμφέροντα που θα εξυπηρετήσουν αυτές.

«Η δυτική εκπαίδευση μας προδιαθέτει να σκεφτόμαστε τη γνώση με όρους πραγματικής πληροφορίας, πληροφορίας που μπορεί να κατασκευαστεί και να τοποθετηθεί σε βιβλία, διαλέξεις και μαθήματα. Η γνώση είναι κάτι που μπορεί να αποκτηθεί και να συσσωρευτεί, όπως οι μετοχές ή τα ομόλογα. Αντιθέτως, για τον κόσμο των ιθαγενών, η πράξη της κατανόησης κάποιου πράγματος περιλαμβάνει μια προσωπική μεταμόρφωση. Το υποκείμενο και το αντικείμενο της γνώσης δένονται αδιάρρηκτα και μεταλλάσσονται με έναν θεμελιώδη τρόπο. Έτσι οι γνώσεις των ιθαγενών δεν μπορούν ποτέ να περιοριστούν σε μια βάση δεδομένων μέσα σε έναν υπερ-υπολογιστή, καθώς είναι μια δυναμική και ζώσα διαδικασία, μια όψη της αέναης μεταμόρφωσης, της αέναης αναγέννησης της φύσης».[3]

Και σ ένα φιλοσοφικό επίπεδο, η γνώση δημιουργείται από θεσμούς που την περιορίζουν και την κατασκευάζουν με συγκεκριμένους τρόπους. Ενώ από την μια μεριά, η επιστήμη είναι μα απάντηση στην προκατάληψη και την ιεραρχία που σχετίζεται με τη θρησκεία, συνεχίζει επίσης το μοτίβο του χριστιανισμού, αυτό μιας καθαρής αφηρημένης και παγκόσμιας αλήθειας, διαχωρισμένης από την εμπειρία της καθημερινής ζωής, με τους επιστήμονες και τους γιατρούς στη θέση του ιερατείου, δηλαδή των ανθρώπων που γνωρίζουν περισσότερα απ όσα εμείς.

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στην επιστήμη με τρόπους παρόμοιους με αυτούς που άλλοι πιστεύουν στο θεό (σαν κάτι που δεν καταλαβαίνουν αλλά μπορεί να λύσει τα προβλήματά τους). Κάποιοι καταφεύγουν σε επιστημονικά συμπεράσματα, όπως άλλοι καταφεύγουν στις «γραφές».

Παραδοσιακά, η επιστήμη παρουσιάζεται ως έναν ουδέτερος αντικειμενικός παρατηρητής, ένα φανταστικό ον, όπως οι άγγελοι ή οι δαίμονες. Ως αντικειμενικός παρατηρητής λοιπόν, δεν οφείλει να έχει άλλο συμφέρον από την αλήθεια, η οποία αποκαλύπτεται μέσα από την πληροφορία, και η πληροφορία φτάνει σε μας μέσα από τα εργαστήρια, όπου πολύ προσεκτικά επιλέγεται, διαχειρίζεται και ελέγχεται. (Η μυστικοποίηση αυτού του φανταστικού παρατηρητή μονάχα μεγεθύνεται, και δε βελτιώνεται, με την προσθήκη μιας επιπλέον έρευνας, στην οποία ένα σώμα από γνώστες συναδέλφους εξετάζει το πείραμα και τα δεδομένα ώστε να επιβεβαιώσει την εγκυρότητά τους). [4]

Η επιστήμη παίρνει παράδειγμα την τάση της κουλτούρας για εξειδίκευση, και κατά συνέπεια δημιουργεί ειδικούς, ανθρώπους που γνωρίζουν την παραμικρή λεπτομέρεια για ένα τομέα, που όμως, αυτοί οι μικροί τομείς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ως αποτέλεσμα της αντίληψης ότι τα πάντα βασίζονται σε αντικείμενα (κι όχι για παράδειγμα σε σχέσεις). Έτσι, για παράδειγμα, οι πρακτικοί της αλλοπαθητικής ιατρικής γράφουν πολλαπλές συνταγές σε ανθρώπους, συχνά μην έχοντας ιδέα για το πώς αυτά τα συγκεκριμένα φάρμακα θα επιδράσουν το ένα σε συνδυασμό με το άλλο, κι ακόμα περισσότερη άγνοια σχετικά με το πώς σχετίζονται τα συναισθήματα του ανθρώπου με την φυσική υγεία του.

Στο «Η Προέλευση του Ολοκληρωτισμού», η Hanna Arendt χρησιμοποιεί τη λέξη επιστημονισμός για να εκφράσει την λογική προέκταση της επιστημονικής σκέψης, η οποία κάνει δέχεται ηθικά ή κοινωνικά ζητήματα που ειδάλλως δε θα είχαν υπόσταση. (Για παράδειγμα: «Γίνεται κάποιος να μην αξίζει τίποτα; Κι αν ναι, μπορούμε να του κάνουμε ευθανασία;»). Με άλλα λόγια η απάνθρωπες όψεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων σχετίζονται με την εξάρτησή τους από την επιστήμη ως απόλυτο ορισμό της αξίας: πράγματι, η ιδέα ότι τα πάντα πρέπει να αξιολογηθούν είναι μέρος του επιστημονικούς μοντέλου.



Γιατί η ανθρωπολογία δεν μπορεί να είναι αναρχική

Εξ ορισμού, οι ανθρωπολόγοι μελετούν επιστημονικά ανθρώπινες ομάδες, τις σχέσεις, τα ήθη, τις συμπεριφορές και τα κοινωνικά πρότυπά τους. (Αυτό το «επιστημονικά» είναι που τους ξεχωρίζει από τους, ας πούμε, καλλιτέχνες, κωμικούς ή απλά τους περίεργους). Η ιστορία της ανθρωπολογίας είναι αυτή του πολιτισμένου ανθρώπου που επισκέπτεται κουλτούρες ξένες προς αυτόν και γυρνώντας πίσω, δίνει αναφορά στους χρηματοδότες του. Ως επιστήμονες, με όλους τους ποσοτικούς και λογικούς υπαινιγμούς της λέξης, οι ανθρωπολόγοι είναι υπεύθυνοι για την ενσωμάτωση των πρωτόγονων και άλλων λαών στον πολιτισμό. Στο βαθμό που οι ανθρωπολόγοι αποτελούν διαμεσολαβητές ανάμεσα στο πολιτισμένο και στο άγριο, είναι μέρος μιας πολιτισμικής κληρονομιάς που παράγει ιεραποστόλους.

Οι ανθρωπολόγοι, καθώς επίσης κι άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες, επεκτείνουν την επιστημονική πραγματικότητα μετατρέποντας τα σπίτια ων ανθρώπων σε εργαστήρια πειραμάτων, υποθέτοντας ότι είναι εφικτό και κατάλληλο να παρατηρήσεις αντικειμενικά ανθρώπους με πολύ διαφορετική κουλτούρα από την δική σου (η ακόμα και ανθρώπους με τη δική σου κουλτούρα), για τους σκοπούς της απόκτησης των πιο σημαντικών πληροφοριών. Και, όπως και με όλες τις επιστήμες, το πιο σημαντικό μέρος εδώ (καλύπτοντας πολλά ανεξερεύνητα ερωτήματα), μέρος μιας συζήτησης που μπλοκάρεται από τους χορηγούς, τόσο από τους ιδιώτες όσο κι από τα μεγάλα πανεπιστήμια, είναι Γιατί μερικοί άνθρωποι πληρώνονται για να μελετήσουν άλλους ανθρώπους; Τι κερδίζουν οι χρηματοδότες για τα λεφτά που δίνουν; Αυτό που κερδίζουν είναι επέκταση της αγοράς (στους πληθυσμούς της μελέτης), επέκταση του ελέγχου στην υπάρχουσα αγορά (περισσότερες πληροφορίες για το τι κινητοποιεί τους ανθρώπους, δηλαδή πως μπορείς να τους πουλήσεις κάτι πιο αποτελεσματικά), και περισσότερα προϊόντα (από τον τουρισμό μέχρι τα βιβλία ή τα ναρκωτικά).

Σαν εργαλείο, η ανθρωπολογία χρησιμοποιείται για έναν αριθμό αρκετά φανερών λόγων, όπως το ότι παρέχει μια περισσότερο ολιστική άποψη της ανθρωπότητας, απ ότι αυτή της οικονομίας, της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνιολογίας κλπ. Πιο σημαντικό, παρέχει αποδείξεις ότι οι επιλογές μας σαν είδος, είναι πιο εκτεταμένες απ ότι διδαχτήκαμε να πιστεύουμε. Κι αυτό, μιας και η ανθρωπολογία επιτρέπει στους ανθρώπους (σε όσους τουλάχιστον από αυτούς γίνουν ανθρωπολόγοι) να πληρώνονται για να κάνουν ενδιαφέρονται πράγματα, και να έχουν ενδιαφέρουσες συζητήσεις, παρέχει επίσης ανθρώπους που μαθαίνουν για άλλες κουλτούρες κι άρα είναι ενδιαφέροντες, καθώς μπαίνεις στον πειρασμό να μπερδεύεις τους ανθρώπους και τις εμπειρίες τους με την ανθρωπολογία την ίδια. Όμως η επιστημονική μελέτη των ανθρώπων, η δημιουργία των ειδικών αυτών, το πλαίσιο της εύρεσης και της γνώσης γύρω από τους ανθρώπους και πάνω σε μια χρηματοδότηση εταιριών, είναι αναπόφευκτα προβληματικό και χειραγωγικό, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις ή ο χαρακτήρας των ανθρώπων που εμπλέκονται σ αυτό.

Στο «Anthropologists and Other Friends», ο αξιόλογος ινδιάνος συγγραφέας Deloria Jr. καταρρίπτει έξυπνα την προοπτική της ουδέτερης μελέτης των ανθρώπων, περιγράφοντας το τι συνέβη όταν οι φορείς της διαμεσολάβησης (στην περίπτωσή μας, οι ανθρωπολόγοι) και το αντικείμενό της (στην περίπτωσή μας, οι ινδιάνοι), συναντήθηκαν. Ο Deloria εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι ανθρωπολόγοι, έχοντας μια συμπαγή εικόνα στο μυαλό τους για το πώς είναι έπρεπε να είναι οι ινδιάνοι (π.χ. αυθεντικοί) και μελετώντας μονάχα εκείνους τους ινδιάνους που δέχονταν να συμπεριφερθούν με τον τρόπο που περίμεναν οι ανθρωπολόγοι, ενθάρρυναν ουσιαστικά τους ινδιάνους αυτούς να συμπεριφέρονται «αυθεντικά», πράγμα που τελικά εξέλαβαν ως επιβεβαίωση των εκτιμήσεών και των ορισμών τους οι ανθρωπολόγοι.

Αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, ένα κλειστό χάσμα όπου οι άνθρωποι δυο ομάδων δημιουργούν και υποστηρίζουν αμοιβαίες κρίσεις (τις οποίες μάλιστα λαμβάνουν ως δεδομένες) ο ένας για τον άλλο. Δυο από τις κρίσεις αυτές είναι εδώ: «οι πραγματικοί ινδιάνοι έχουν συγκεκριμένο τελετουργικό» και «οι πραγματικοί ανθρωπολόγοι είναι ειδικοί στην κουλτούρα που μελετούν». Είναι ακριβώς η πεποίθηση της καθαρότητας, μιας στατικής ταυτότητας (μια πεποίθηση της επιστήμης), που είναι τόσο παραμορφωτική στις εμπειρίες και τόσο περιοριστική στο είδος των πληροφοριών που οι ερευνητές μπορούν να συλλέξουν από το αντικείμενο της μελέτης τους.

Αυτό το μοντέλο γνώσης δημιουργεί επίσης μια παρόμοια δυναμική ανάμεσα στους ακτιβιστές και τους στόχους του ακτιβισμού τους, καλώντας τους ανθρώπους να αποδεχτούν έννοιες όπως «αληθινή γυναίκα», «αληθινή εργατική τάξη» ή «αληθινή φύση». Στο βαθμό που ένας ακτιβιστής διαμεσολαβείται, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, από αφαιρετικές έννοιες κι όχι από πραγματικές σχέσεις, τόσο απομακρύνονται από αυτούς ή αυτά που προσπαθούν να «σώσουν». Και η διαμεσολάβηση από αφαιρέσεις (κι όχι από πραγματικές σχέσεις) είναι αυτό που δίνει αξία σε πράγματα όπως η χορηγίες και η σχολές. Είναι αυτό που κάνει μια δουλειά επιστημονική.

Οι ανθρωπολόγοι θα δίνουν πάντα έμφαση στη διαφορά ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο της μελέτης. Η τάση αυτή αποδεικνύεται και σε όλους τους ανθρώπους που επιζητούν (για λόγους πλουτισμού ή κοινωνικής αναρρίχησης, ή και τα δύο) να γίνουν ειδικοί της μιας ή της άλλης ομάδας ανθρώπων, και συνήθως σημαίνει την υποταγή, ή έστω το πάγωμα, του αντικειμένου της μελέτης, ώστε να διατηρηθεί, καθαρό, αυθεντικό.

Στο αποσπάσματα από μια Αναρχική Ανθρωπολογία, ο David Graeber μας προτρέπει να «γκρεμίσουμε τα τείχη» μεταξύ των κουλτούρων που μελετούν οι ανθρωπολόγοι (κουλτούρες που συχνά περιγράφονται με τις λέξεις «πρωτόγονες» ή ιθαγενικές) και στις πολιτισμένες κοινωνίες. Βλέπει τον τοίχο αυτόν σαν την πεποίθηση πως κάποια έμφυτη, ουσιαστική αλλαγή συνέβη ώστε να δημιουργηθεί η σύγχρονη κουλτούρα ως θεμελιωδώς διαφορετική από τις προηγούμενες κουλτούρες. Ισχυρίζεται ότι είναι πολύ πιο ενδιαφέρον και χρήσιμο να δούμε με ποιους τρόπους μοιάζουμε με τους ανθρώπους που μελετάμε. Ενώ η θέση του για την αχρηστία του «τείχους» είναι αναντίρρητη, το θέμα είναι ότι η δημιουργία και η συντήρηση του τείχους αυτού είναι το κύριο έργο της ανθρωπολογίας. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Graeber, έχουμε να κάνουμε με την ανθρωπολογία όταν οι άνθρωποι μιλούν για τους «πρωτόγονους», αλλά με την κοινωνιολογία, τις πολιτικές επιστήμες, την οικονομία, την αρχιτεκτονική, την ψυχολογία κλπ όταν μιλάμε γι αυτούς που τους μελετούν. Η επιστήμη επιμένει ότι πρέπει να διαχωριζόμαστε -τόσο ως ομάδες, όσο και ως υποκείμενα- από τον υπόλοιπο κόσμο, ώστε να τον χρησιμοποιήσουμε πιο αποτελεσματικά. Ο κοινωνικός ρόλος των ανθρωπολόγων είναι αυτό ακριβώς το έργο της αποστασιοποίησης που περιλαμβάνει κουλτούρες που είναι ’λλες, όπως αυτές των «πρωτόγονων» ή των ιθαγενών.

Ενώ πολλά μοντέλα αναπτύσσουν πάντοτε τάσεις που φυτρώνουν αντίθετα προς τη λειτουργία τους, αυτοί οι κλάδοι αναπτύσσονται μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητοι στο κυρίως σώμα. Ενδιαφέροντες άνθρωποι που ίσως θέλουν να κάνουν ενδιαφέροντα πράγματα με τις παραδόσεις, αλλά στο βαθμό που αυτοί οι άνθρωποι εργάζονται για την αναγνώριση στο πεδίο τους, στο βαθμό που αξιολογούνται από τα δεδομένα του τομέα τους, στο βαθμό που το έργο τους το διαχειρίζονται οι εταιρίες, θα είναι πάντοτε κομμάτι της επιστημονικής κληρονομιάς και όλων όσων συνεπάγεται αυτή.

Ο μόνος λόγος να αποστασιοποιηθούμε από το ’Aλλο, την όλη σύλληψη ενός ’Αλλου, είναι ο έλεγχος και η χειραγώγηση, τόσο του ’Αλλου, όσο και του Εαυτού. Πολύ απλά, είναι ευκολότερο να σκοτώσεις έναν ’Αλλο (όπως κι αν αντιμετωπίζεται ένας φόνος), κι όσο πιο εύκολο είναι να τον σκοτώσεις, τόσο και οι δυο πλευρές του διαχωρισμένου Εαυτού/’Αλλου νιώθουν περισσότερη πίεση να συμβιβαστούν.

Η Ανθρωπολογία, όπως οι άλλες επιστήμες, είναι χρήσιμη στην παρούσα τάξη πραγμάτων ώστε να μετατρέπει τα αντικείμενα της μελέτης σε αντικείμενα διαχείρισης, χειραγώγησης και κατανάλωσης από το κυρίαρχο σύστημα, και στην επέκταση του ελέγχου του πάνω στα υποκείμενα της μελέτης.

Σημειώσεις:
[1] Camatte, Against Domestication, This World We Must Leave, 113
[2] http://en.wikipedia.org/wiki/Science, 1/4/2006
[3] βλ. F. David Peat (ένας αξιοσημείωτος φυσικός) – Blackfoot Physics, 2. «Understanding knowledge as an individual thing, a matter of a relationship and personal transformation, and not something that an expert can use to fill up empty containers (a.k.a. students), is a fundamental challenge to the over-emphasis on Mass that currently effects our lives so intensely – from questions of democracy and social change, to industrialization and how work is structured, to our sense of our own personal relevance in the world».
[4] http://www.aip.org/tip/INPHFA/vol-8/iss-6/p12.html

Categories
Green Anarchy

13 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΞΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ – Sasha K.

13 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΞΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ – Sasha K.

Πηγή: Green Anarchy Τεύχος 18, 2004.

1) Οι τάξεις υπήρχαν από το ξεκίνημα κιόλας του πολιτισμού. Ο πολιτισμός ήταν πάντοτε μια κοινωνία ταξική.

2) Η τάξη δεν είναι απλά μια οικονομική κατηγορία, είναι μια κοινωνική σχέση. Οι ταξικές σχέσεις οικοδομούν και επιβάλλονται στο σύνολο της κοινωνίας, κι όχι απλά στο οικονομικό πεδίο.

3) Οι ταξικές κοινωνικές σχέσεις πάντοτε συνδέονταν με μια σειρά άλλων καταναγκασμών όπως οι πατριαρχικές κοινωνικές σχέσεις και οι διάφορες μορφές ρατσισμού.

4) Οι τάξεις είναι μια από τις βασικές οργανωτικές δομές κάθε κοινωνίας από το ξεκίνημα του πολιτισμού, παρόλο που η μορφή των τάξεων διαφοροποιείται κατά την ανάπτυξη του πολιτισμού. Αυτή η ανάπτυξη της ταξικής κοινωνίας και των κοινωνικών σχέσεων πάντοτε συνδεόταν άμεσα με την ανάπτυξη της τεχνολογίας (ονομάζω λοιπόν την κοινωνία, ένα «κοινωνικο-τεχνολογικό καθεστώς»). Καθώς η ταξική κοινωνία αναπτύσσεται, το ίδιο ισχύει για την κοινωνική εξειδίκευση και τα τεχνολογικά της μέσα. Μια οξεία κοινωνική κριτική θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει μια κριτική των ταξικών κοινωνικών σχέσεων και των διασυνδέσεών τους με την κυρίαρχη υλική κουλτούρα της παρούσας κοινωνίας, περιλαμβανομένων των τεχνολογικών μέσων που ταυτόχρονα επιτρέπει την ανάπτυξή τους κι επιτρέπουν την ανάπτυξή της.

5) Ο πόλεμος ανάμεσα στις τάξεις υπήρξε από τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι τάξεις.

6) Ο ταξικός πόλεμος υπάρχει ακόμα κι όταν οι άνθρωποι δε συνειδητοποιούν ότι παίρνουν μέρος σ αυτόν. Υπάρχει σ ολόκληρη την τροχιά της καθημερινής ζωής. Ένας από τους τρόπους που μπορούν οι επαναστάτες να παρέμβουν στον ταξικό πόλεμο, λοιπόν, είναι να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αντιληφθούν ότι εμπλέκονται σ αυτόν. Υπάρχουν άπειροι τρόποι για κάτι τέτοιο και οφείλουμε να είμαστε δημιουργικοί.

7) Όταν επαναστατεί, η τάξη των καταπιεσμένων αγωνίζεται για το τέλος της ύπαρξης κάθε τάξης, παρόλο που συχνά αριστεριστές διαχειριστές της εξέγερσης προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον ταξικό αγώνα, και να τον επανεντάξουν στους σκοπούς του καπιταλισμού, ώστε να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους θέσεις εξουσίας πάνω στους άλλους και συνθήκες υλικής ευημερίας. Για τους αληθινούς επαναστάτες, αυτούς που πραγματικά αγωνίζονται για το τέλος της κυριαρχίας πάνω στις ζωές μας από το κράτος, τον καπιταλισμό και τις εμπορευματικές σχέσεις, την υποταγή στην εργασία, την πατριαρχία και το κοινωνικό-τεχνολογικό καθεστώς, η αυτοκαταστροφή του προλεταριάτου-των καταπιεσμένων ως τάξη είναι ο σκοπός, κι όχι η κατάληψη της θέσης μιας άλλης τάξης (της καπιταλιστικής ή άρχουσας τάξης).

Το νόημα του ταξικού πολέμου δεν είναι ότι οι εργάτες είναι καλύτεροι άνθρωποι από τους καπιταλιστές, ή κάποια ηθική κρίση μιας τάξης, πόσο μάλλον η ανωτερότητά της από την άλλη, αλλά η ολοκληρωτική καταστροφή του κοινωνικού θεσμού των τάξεων σαν σύνολο. Ο ταξικός πόλεμος προκύπτει από την αντίθεση ανάμεσα στις επιθυμίες μας και τους τρόπους με τους οποίους η ταξική δομή περιορίζει, ελέγχει και εκμεταλλεύεται τις ζωές μας. Ο αγώνας μας ξεκινά με την επιθυμία να ζήσουμε μ έναν διαφορετικό τρόπο, να αποδράσουμε από τον πειθαρχικό έλεγχο της ταξικής κοινωνίας. Ωστόσο η επαναφομοίωση του ταξικού αγώνα θα συνεχίσει όσο συνεχίζουν να υπάρχουν οι ταξικές σχέσεις, χωρίς αυτό να μας κάνει να εγκαταλείπουμε τις θέσεις μάχης, θα πρέπει να μας κάνει πιο προσεχτικούς στην ανάλυσή μας και πιο δημιουργικούς στον αγώνα για τις ζωές μας.

8) Ο ταξικός πόλεμος είναι πάντα παγκόσμιος όπως και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, κάποτε όμως προβάλλεται μέσα από εθνικά πλαίσια. Πρέπει να βρούμε τα σημεία όπου το επαναστατικό περιεχόμενο του ταξικού πολέμου διαρρηγνύει τα εθνικά πλαίσια, και να επιστρατεύσουμε τις δυνάμεις μας σε μια τέτοια κίνηση. Έτσι δεν τίθεται απλά ένα ζήτημα αδιαφορίας περί των εθνικό-απελευθερωτικών κινημάτων, ούτε βέβαια άκριτης υποστήριξής τους, αλλά κριτικής και επαναστατικής αλληλεγγύης με τις δυνάμεις του ταξικού πολέμου που τείνουν προς την απόλυτη καταστροφή των ταξικών σχέσεων.

9) Η ρίζα του ταξικού αγώνα δε βρίσκεται στην οικονομία. Η παραγωγή δεν είναι σκέτη οικονομία, επίσης. Δεν εμφανίζεται μόνο στα εργοστάσια, αλλά εξαπλώνεται στην κοινωνία σαν διαδικασία κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής που περικλείει τον έλεγχο και την πειθάρχηση των εργαζομένων καθώς και των υπολοίπων μελών της κοινωνίας. Είναι ολόκληρο το κοινωνικό εργοστάσιο που παράγει τους κοινωνικούς ρόλους, τις σχέσεις και τις υποκειμενικότητες, που καθορίζει τα σώματα και τα μυαλά μας, και μετασχηματίζει και ελέγχει την ίδια τη ζωή. Αυτό είναι που θέλουμε να καταστρέψουμε.

Οι υποψήφιοι ταξικοί μάνατζερς της αριστεράς συνήθως επιδιώκουν τον μετασχηματισμό του ταξικού αγώνα σε έναν οικονομικό αγώνα, έναν αγώνα για μεγαλύτερη οικονομική εξουσία, για ένα μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας, κάποιες ελαφρές διορθωτικές διεκδικήσεις περιορισμένες στο οικονομικό πεδίο. Αυτή είναι η βάση στην οποία γεννιούνται οι αριστερές γραφειοκρατίες, τα κόμματα και τα συνδικάτα, αυτή είναι η ζωογόνος πνοή τους. Όμως καθώς το ταξικό ζήτημα δεν είναι τόσο ζήτημα οικονομικό όσο κοινωνικού χαρακτήρα, για να είναι ο ταξικός αγώνας πραγματικά ριζοσπαστικός, για να κινηθεί προς ένα τέλος των τάξεων ως τέτοιων, πρέπει να διαρρήξει το πλαίσιο των οικονομικών διεκδικήσεων και των αριστερών επίδοξων μάνατζερς που τις προωθούν.

Η σύνθεση κάθε αγώνα κάτω από μια οργάνωση κάνει τον αγώνα τρωτό στον έλεγχο των αριστερών διαχειριστών. Για να κρατήσει λοιπόν ένας ταξικός αγώνας τη ριζοσπαστική του δυνατότητα πρέπει να παραμείνει αυτόνομος, αυτό-διευθυνόμενος και αυτό-οργανωμένος. Πρέπει να μείνει ανεξέλεγκτος, εκτός ελέγχου, και πρέπει να απλώνεται και να βαθαίνει κοινωνικά. Ο στόχος της επανάστασης των καταπιεσμένων δεν είναι ποτέ οικονομικός, είναι αντι-οικονομικός, ωθείται προς το ξεπέρασμα και την καταστροφή της οικονομίας, κάθε εμπορευματικής συναλλαγής, και της διαμεσολάβησης κάθε χρηματικής μορφής, κάθε ιδεολογίας και ηθικής.

10) Η εργασία είναι η καθυποταγμένη συμπεριφορά στα πλαίσια της οικονομίας. Σαν δραστηριότητα, διαχωρίζεται από τις άλλες πλευρές της ζωής και εντάσσεται στη σφαίρα της οικονομίας. Καθώς η ταξική κοινωνία αναπτύσσεται και μετασχηματίζεται, η εργασία αποξενώνεται όλο και περισσότερο από τη ζωή και τις επιθυμίες μας. Γίνεται μια δραστηριότητα που μας υποτάσσει και μας καταπιέζει, μια δραστηριότητα που ξεφεύγει από τον έλεγχό μας, που αντίθετα, μας θέτει στον έλεγχό της. Ο επαναστατικός ταξικός αγώνας των καταπιεσμένων μάχεται για τη διάλυση κάθε διαχωρισμού που επιβάλλει η ταξική κοινωνία: το διαχωρισμό ανάμεσα σε μας και τη δραστηριότητά μας, ανάμεσα στην εργασία και το παιχνίδι, ανάμεσα σε μας και αυτούς με τους οποίους αλληλεπιδρούμε.

11) Στο εσωτερικό του μετασχηματιζόμενου καπιταλιστικού συστήματος, διαφορετικά πρότυπα συσσώρευσης οργανώνουν τους τρόπους με τους οποίους η καπιταλιστική τάξη διαχειρίζεται τη συσσώρευση του κεφαλαίου που παράγεται από την εκμετάλλευση του μόχθου και της ενέργειας των εκμεταλλευομένων, αποκλεισμένων και καταπιεσμένων. Τα πρότυπα συσσώρευσης αυτά είναι διαφορετικές μορφές καπιταλιστικής εργασιακής πειθαρχίας και οργάνωσης. Στις ΗΠΑ και σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα λειτούργησε κάτω από το Φορντικό πρότυπο (πήρε το όνομά του από το παραγωγικό μοντέλο του Φορντ, και η ιδεολογία του ήταν ο Κευνσιανισμός). Στις αρχές του 1970, αυτό το πρότυπο αντικαταστάθηκε από εκείνο της ευελιξίας (διάλυση των συνδικάτων, «απελευθέρωση του ωραρίου», μη εξασφαλισμένη εργασία ή συνταξιοδότηση, τέλος του Κράτους Πρόνοιας, ανεξέλεγκτη κίνηση του κεφαλαίου πέρα από σύνορα, αύξηση της σημασίας του διεθνούς εμπορίου και των τεχνολογιών επικοινωνίας, της επιτήρησης και του κοινωνικού ελέγχου κλπ. Η κυρίαρχη ιδεολογία του είναι ο νέο-φιλελευθερισμός ο οποίος συχνά αναφέρεται ως «παγκοσμιοποίηση»).

Αρκετές άλλες χώρες ωθούνται προς μια φορντική διαχείριση της εργασίας χωρίς τις εγγυήσεις για τους εργάτες, που παρείχε ο φορντισμός (κάτι που ισχύει στο μεγαλύτερο μέρος του τρίτου κόσμου, για παράδειγμα). Όμως ο θάνατος του φορντισμού σε ορισμένες χώρες δε σημαίνει και το τέλος του ταξικού πολέμου, παρά μόνο το πέρασμά του στον συνεχή παγκόσμιο μετασχηματισμό. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να αναλύσουμε τους μετασχηματισμούς αυτούς και τις δικές μας απαντήσεις, κι όχι να παρατήσουμε απλά τον ταξικό πόλεμο, όπως φαίνεται να προτείνει ένα μέρος του λεγόμενου κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης. Το πρότυπο της ευέλικτης συσσώρευσης συνοδεύεται από μια αυξανόμενη εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση κάθε μορφής της κοινωνικής ζωής και την ολοένα και ταχύτερη μετατροπή της ίδιας της ζωής σε εμπόρευμα, παράλληλα με μια νέα λεηλασία του τρίτου κόσμου. Η διαδικασία αυτή έχει λειάνει τον χαρακτήρα του ταξικού αγώνα της εποχής μας. Αυτός ο μετασχηματισμός του καπιταλισμού και των ταξικών σχέσεων θα έπρεπε να υποδεικνύει και νέους στόχους παρέμβασης (κοινωνικά, υλικά, τεχνολογικά κλπ) και νέες αντιφάσεις της ταξικής κοινωνίας να εκμεταλλευτούμε.

12) Ως αναρχικοί ή επαναστάτες, δεν είναι δουλειά μας να επινοήσουμε, να παράγουμε ή να διαχειριστούμε την ταξική σύγκρουση. Ο ταξικός πόλεμος θα συνεχίσει να διεξάγεται, είτε μας αρέσει είτε όχι. Μπορούμε να παρέμβουμε στον ταξικό πόλεμο, αλλά δεν είναι μια υπόθεση ολότελα δική μας. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αν και κατά πόσο θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη του ταξικού πολέμου, αλλά το πώς παρεμβαίνουμε στην ταξική σύγκρουση η οποία συνεχίζεται είτε παρέμβουμε είτε όχι.

13) Από τις απαρχές του πολιτισμού, κάθε του μετασχηματισμός οδήγησε πάντοτε σε μια ταξική κοινωνία, η καταστροφή των τάξεων ως τέτοιων μέσα από τον επαναστατικό ταξικό αγώνα των αποκλεισμένων θα παραμείνει πάντα ένας κεντρικός στόχος του αναρχισμού. Είναι μια πλευρά που διαχωρίζει την επαναστατική δραστηριότητα από τους επίδοξους αριστερούς διαχειριστές της εξέγερσης που συχνά γυροφέρνουν τα επαναστατικά κινήματα ελπίζοντας να τα πειθαρχήσουν και να χειραγωγήσουν τη δύναμή του ταξικού αγώνα προς όφελός τους, προστατεύοντας τον καπιταλισμό και κάθε μορφή διαχωρισμού και αλλοτρίωσης που παράγει.



[μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007

Categories
Feral Faun

Η μηχανή του ελέγχου: μια κριτική ματιά στην τεχνολογία

Η μηχανή του ελέγχου: μια κριτική ματιά στην τεχνολογία

«Να ασκείς κριτική στην τεχνολογία […] σημαίνει να λαμβάνεις υπόψη το γενικότερο πλαίσιό της, να την αντιμετωπίζεις όχι ως ένα απλό άθροισμα μηχανημάτων, αλλά σαν μια κοινωνική σχέση, ένα ολοκληρωμένο σύστημα. Σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι ότι ένα τεχνολογικό επίτευγμα αντανακλά την κοινωνία που το παράγει, και ότι η εισαγωγή του αλλάζει τις σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων. Να ασκείς κριτική στην τεχνολογία σημαίνει να αρνείσαι να υποτάξεις την ανθρώπινη δραστηριότητα στο κέρδος». – At Daggers Drawn

Η τεχνολογία δεν αναπτύσσεται από το μηδέν, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές σχέσεις και τις συνθήκες στις οποίες αναπτύσσεται. Είναι προϊόν ενός συγκεκριμένου πλαισίου, κι έτσι αναπόφευκτα αντανακλά το πλαίσιο αυτό. Έτσι, ο ισχυρισμός ότι η τεχνολογία είναι ουδέτερη δεν έχει καμία βάση. Δε θα μπορούσε άλλωστε να είναι πιο ουδέτερη από κάθε άλλο σύστημα που αναπτύσσεται ώστε να εγγυηθεί την αναπαραγωγή της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης – της εξουσίας, της ανταλλακτικής αξίας, του γάμου και της οικογένειας, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας κλπ. Συνεπώς μια σοβαρή επαναστατική ανάλυση χρειάζεται απαραίτητα να περιλαμβάνει μια κριτική αποτίμηση της τεχνολογίας.

Με τον όρο τεχνολογία, δεν εννοώ απλά τα εργαλεία, τις μηχανές ή ακόμα ένα «σύνολο τεχνικών μέσων» ως εξειδικευμένες οντότητες, αλλά ένα ολοκληρωτικό σύστημα τεχνικών, μηχανημάτων, ανθρώπων και υλικών σχεδιασμένων να αναπαράγουν τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις που επιτείνουν και προωθούν την ύπαρξή του. Για να γίνω ξεκάθαρος, δεν ισχυρίζομαι ότι η τεχνολογία παράγει κοινωνικές σχέσεις, αλλά μάλλον ότι είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να τις αναπαράγει σε συμφωνία με τις ανάγκες του κυρίαρχου συστήματος.

Πριν ο καπιταλισμός επεκτείνει την κυριαρχία του στις κοινωνικές σχέσεις, εργαλεία, τεχνικές κι ακόμα μια σειρά μηχανημάτων είχαν δημιουργηθεί και εφαρμοστεί σε συγκεκριμένες εργασίες. Υπήρχαν ακόμη κάποιες συστηματικές εφαρμογές των τεχνικών και των μηχανημάτων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν τεχνολογικές με την πληρέστερη έννοια του όρου. Είναι ενδιαφέρον να κρατήσουμε κατά νου ότι αυτές οι τελευταίες εφαρμόστηκαν ιδιαίτερα εκεί όπου η εξουσία απαιτούσε τον μέγιστο έλεγχο – σε μοναστήρια, στις αίθουσες βασανιστηρίων της ιεράς εξέτασης, στις γαλέρες, στην κατασκευή μνημείων της εξουσίας, στις γραφειοκρατικές, στρατιωτικές και αστυνομικές δομές πανίσχυρων αυτοκρατοριών όπως η Κίνα των δυναστειών. Όμως παρέμειναν κατά κανόνα στην περιφέρεια της καθημερινής ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν εργαλεία και τεχνικές που δημιουργούσαν οι ίδιοι ως άτομα, ή μέσα στις μικρές κοινότητες που ανήκαν.

Με την άνοδο του καπιταλισμού, η αναγκαιότητα για μια ευρείας κλίμακας συσσώρευση και ανάπτυξη των αγαθών και των μέσων, οδήγησε στην αιματηρή και βίαιη απαλλοτρίωση όλων αυτών που προηγουμένως μοιράζονταν οι κοινότητες, από την ανερχόμενη καπιταλιστική άρχουσα τάξη (μια διαδικασία που επεκτάθηκε παγκόσμια μέσα από την οικοδόμηση αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών) και την ανάπτυξη ενός ολοένα και πιο ολοκληρωτικού τεχνολογικού συστήματος που επέτρεπε την μέγιστη αποτελεσματικότητα στη χρήση των μέσων περιλαμβανομένης της εργατικής δύναμης. Σκοπός αυτού του συστήματος ήταν η αύξηση της αποτελεσματικότητας στη συσσώρευση και ανάπτυξη των αγαθών και των μέσων, αλλά και ο αυξημένος έλεγχος πάνω στους εκμεταλλευομένους.

Οι αρχικές εφαρμογές των βιομηχανικών τεχνικών συνέβησαν εν πλω: σε εμπορικά και πολεμικά πλοία, αλλά και στη γεωργία. Η τελευταία αποτέλεσε πραγματικά ένα πεδίο δράσης, όπου ένα νέο σύστημα μεγάλης έκτασης καλλιεργειών με σκοπό το κέρδος στάθηκε ικανό να αναπτυχθεί με τον καιρό χάρη στην μεγάλη ανέχεια των χωρικών στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Βρετανία, που εξασφάλιζε ένα πλήθος πιθανών σκλάβων, μαζί με όσους παρανόμους καταδικάζονταν σε καταναγκαστική εργασία αλλά και το αφρικανικό δουλεμπόριο που ξερίζωνε ανθρώπους από τα σπίτια τους αναγκάζοντάς τους στην υποδούλωση. Το βιομηχανικό σύστημα που επιβλήθηκε μέσα στα πλαίσια αυτά δεν είχε μια βάση θεμελιωμένη πάνω σε ένα σύνολο κατασκευασμένων μηχανημάτων παρά στην μέθοδο της διαχείρισης της εργασίας όπου οι εργάτες ήταν τα γρανάζια μιας μηχανής στην οποία αν έστω ένας αποτύγχανε να φέρει εις πέρας το έργο του, εξέθετε σε κίνδυνο ολόκληρη τη δομή της εργασίας.

Όμως εκεί βρίσκονταν συγκεκριμένες όψεις του συστήματος που το έθεταν σε κίνδυνο. Η ανάπτυξη του συστήματος ύδρευσης, φέρνοντας κοντά διάφορες ομάδες φτωχών με διαφορετικές γνώσεις κι εμπειρίες, άνοιγε το δρόμο για αλληλο-επιρροές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για παράνομες ενώσεις και κοινές εξεγέρσεις. Οι ναυτικοί που ταξίδευαν σε συνθήκες δούλων στα πλοία παρείχαν επίσης τα μέσα για την επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών τόπων δημιουργώντας ένα είδος διεθνισμού των καταπιεσμένων. Οι καταγραφές παράνομων ενώσεων και εξεγέρσεων στα παράλια του βόρειου Ατλαντικού στα 1600 και στα 1700 περιλαμβάνουν κάθε φυλή καταπιεσμένων ενώ παράλληλα έχουν ελάχιστα σημάδια ρατσισμού, όμως ταυτόχρονα πίεσαν τον καπιταλισμό να αναπτύξει περαιτέρω τις τεχνικές του. Ένας συνδυασμός της ρατσιστικής ιδεολογίας και διαχωρισμού της εργασίας επιστρατεύτηκαν προκειμένου να δημιουργηθούν χάσματα μεταξύ των μαύρων σκλάβων και των ευρωπαϊκής καταγωγής δουλοπάροικων. Επιπρόσθετα, ενώ το κεφάλαιο δε θα ήταν ποτέ ικανό να επιβιώσει χωρίς την μεταφορά αγαθών και υλικών, για οικονομικούς καθώς και κοινωνικούς λόγους έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην μετατροπή των αγαθών σε εμπορευματικά είδη σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ότι πριν.

Η εξάρτηση από τους μικρό-τεχνίτες για την παρασκευή αγαθών ήταν επικίνδυνη για το κεφάλαιο με αρκετούς τρόπους. Οικονομικά, ήταν αργοκίνητο κι αναποτελεσματικό και δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια για παραγωγή υπεραξίας προς όφελος της άρχουσας τάξης. Αλλά το πιο σημαντικό, ήταν η σχετική ανεξαρτησία των τεχνιτών που τους καθιστούσε έναν δύσκολα ελεγχόμενο πληθυσμό. Καθόριζαν οι ίδιοι τα νοικοκυριά τους, τις εργασίες τους κ.ο.κ.. Έτσι το βιομηχανικό σύστημα που είχε ήδη αποδειχτεί αρκετά αποτελεσματικό στην ναυτιλία και στη γεωργία θα μπορούσε να επεκταθεί και στην παραγωγή αγαθών.

Βλέπουμε ότι το βιομηχανικό σύστημα δεν ήταν απλά (ή δεν ήταν πρωταρχικά) αναπτυγμένο γιατί συνιστούσε έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο να παράγονται αγαθά. Οι καπιταλιστές δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την παραγωγή αγαθών ως τέτοια. Μάλλον η παραγωγή αγαθών είναι ένα αναγκαίο κομμάτι της διαδικασίας ανάπτυξης του κεφαλαίου, της δημιουργίας υπεραξίας και διατήρησης του ελέγχου του πλούτου και της εξουσίας. Έτσι το βιομηχανικό σύστημα – το σύνολο των τεχνικών, των μηχανημάτων, των εργαλείων, των ανθρώπων και των αγαθών που είναι η τεχνολογία όπως τη γνωρίζουμε – αναπτύχθηκε σαν ένα μέσο ελέγχου του πιο ασταθούς παράγοντα της παραγωγικής διαδικασίας: του ανθρώπου-εργάτη. Το ίδιο το εργοστάσιο είναι στην πραγματικότητα χτισμένο σαν μια τεράστια μηχανή όπου το κάθε μέρος – περιλαμβανομένου του ανθρώπινου – είναι σε πλήρη συνάρτηση με κάθε άλλο μέρος. Παρόλο που η τελειοποίηση αυτής της διαδικασίας έλαβε χώρα στον χρόνο καθώς η ταξική πάλη έδειχνε τις αδυναμίες του συστήματος, αυτή η κεντρική στόχευση ήταν έμφυτη στη βιομηχανική τεχνολογία από τις απαρχές της, μιας και συμπεριλαμβανόταν στη λόγο ύπαρξής της. Η αναγνώριση του ζητήματος αυτού από τους λουδδίτες το μετέτρεψε στην κύρια πηγή του αγώνα τους.

Αν αναγνωρίσουμε ότι η τεχνολογία που αναπτύχθηκε από τον καπιταλισμό, αναπτύχθηκε ακριβώς για να διατηρήσει και να αυξήσει τον έλεγχο της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης πάνω στις ζωές μας, δεν υπάρχει τίποτα το περίεργο σχετικά με το γεγονός ότι το κομμάτι αυτής της τεχνικής προόδου που δεν ήρθε ως άμεση απάντηση στους ταξικούς αγώνες, στο πεδίο της εργασίας, ήταν σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένο σε ζητήματα αστυνομικών και στρατιωτικών τεχνικών. Η κυβερνητική (cybernetics) και η πληροφορική παρέχουν τα μέσα συσσώρευσης και αποθήκευσης πληροφοριών σε πρωτόγνωρα επίπεδα, επιτρέποντας την ανάπτυξη εκτενέστερης επίβλεψης ενός πληθυσμού που ωθείται όλο και περισσότερο σε έναν κόσμο φτώχειας, και ενδεχομένως εξέγερσης. Επιτρέπουν την αποκέντρωση της εξουσίας χωρίς κάποια απώλεια του ελέγχου από τους κυριάρχους. Ο έλεγχος βασίζεται σαφώς στο τεχνολογικό σύστημα που αναπτύσσεται. Φυσικά, αυτή η επέκταση του ιστού του ελέγχου πάνω από ολόκληρη την κοινωνική σφαίρα σημαίνει επίσης ότι καθίσταται και εξαιρετικά εύθραυστος. Αδύναμοι σύνδεσμοι βρίσκονται παντού, και οι δημιουργικοί εξεγερμένοι τους ανακαλύπτουν. Όμως η αναγκαιότητα ελέγχου που είναι όσο πιο ολική γίνεται, παρακινεί τους κυριάρχους αυτού του κόσμου στο να δεχτούν τα ρίσκα, ελπίζοντας ότι θα είναι σε θέση να αποκαταστήσουν τους ελαττωματικούς συνδέσμους όσο πιο γρήγορα.

Η τεχνολογία, λοιπόν, όπως τη ξέρουμε, αυτό το βιομηχανικό σύστημα ολοκληρωμένων τεχνικών, μηχανημάτων, ανθρώπων και υλικών, δεν είναι ουδέτερο. Είναι ένα συγκεκριμένο εργαλείο, που δημιουργείται κατά τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, που ποτέ δε σκόπευε να υπηρετήσει ή να συμβιβαστεί με τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, αλλά μάλλον να προφυλάξει και να επεκτείνει τον έλεγχο της κυρίαρχης τάξης. Οι περισσότεροι αναρχικοί αναγνωρίζουν ότι το Κράτος, η ιδιωτική ιδιοκτησία, το εμπορευματικό σύστημα, η πατριαρχική οικογένεια και η οργανωμένη θρησκεία είναι οπωσδήποτε εξουσιαστικοί θεσμοί που πρέπει να καταστραφούν προκειμένου να δημιουργήσουμε ένα κόσμο στον οποίο θα είμαστε όλοι ελεύθεροι να ορίσουμε τις ζωές μας όπως θεωρούμε οι ίδιοι.

Έτσι, φαίνεται περίεργο που η ίδια αντίληψη δεν εφαρμόζεται όταν έχουμε να κάνουμε με το βιομηχανικό τεχνολογικό σύστημα. Ακόμα και στην εποχή μας που το βιομηχανικό σύμπλεγμα δεν αφήνει περιθώριο για κάθε είδους ατομική εναλλακτική, που η επικοινωνία κυριαρχείται από ανεξέλεγκτα συστήματα και δίκτυα προσβάσιμα από κάθε αστυνομική υπηρεσία, και που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα τα χρησιμοποιήσει ο καθένας, όταν το τεχνολογικό σύστημα σαν ολότητα απαιτεί από τους ανθρώπους πολλά παραπάνω από «την εργατική τους δύναμη», εργάτες για τη συντήρησή του, και επιστάτες για την ποιότητά του, υπάρχουν ακόμα αναρχικοί που προτάσσουν «να πάρουμε τα μέσα παραγωγής στα χέρια μας». Όμως το τεχνολογικό σύστημα που έχουμε απέναντί μας είναι το ίδιο μέρος της δομής της κυριαρχίας. Δημιουργήθηκε για περισσότερο αποτελεσματικό έλεγχο των εκμεταλλευομένων από το κεφάλαιο.

Όπως το Κράτος, όπως ακριβώς το κεφάλαιο, το τεχνολογικό σύστημα αυτό είναι ανάγκη να καταστραφεί προκειμένου να πάρουμε πίσω τις ζωές μας. Το τι ακριβώς συνεπάγεται αυτό, όσον αφορά το κάθε συγκεκριμένο εργαλείο ή τεχνική, είναι κάτι που θα προσδιοριστεί στην πορεία του αγώνα ενάντια στον κόσμο της κυριαρχίας. Όμως ακριβώς για να ανοίξουμε το δρόμο σε κάθε πιθανότητα ώστε να δημιουργήσουμε ό,τι επιθυμούμε ελεύθερα, η μηχανή του ελέγχου πρέπει να καταστραφεί!

Το κείμενο προέρχεται από το δελτίο Willful Disobedience Τόμος 3, Τεύχος 2:(http://www.geocities.com/kk_abacus/vbutterfly.html)

Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Ιούνης 2007

Categories
Feral Faun

Το Internet και η αυτό-οργάνωση – Wilful Disobedience

Το Internet και η αυτό-οργάνωση – Wilful Disobedience

Η τρέχουσα αναδιάρθρωση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων χρωστάει τη γέννησή στην άνοδο της «εποχής της πληροφορίας», κυρίως χάρη στην ανάπτυξη της κυβερνητικής και των σχετικών με αυτήν τεχνολογιών, οπότε δε θα �πρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η αντίσταση στον καπιταλισμό κάνει χρήση των ίδιων αυτών εργαλείων για τους δικούς της σκοπούς. Αυτό που αποτελεί ενδεχομένως έκπληξη, ή τουλάχιστον ενόχληση, είναι ότι τα εργαλεία αυτά έχουν αγκαλιαστεί χωρίς καμία κριτική ανάλυση των διαδικασιών που παράγουν και αυτών υπό τις οποίες λειτουργούν, ούτε καν της φύσης αυτής της μορφής επικοινωνίας και οργάνωσης που επιτρέπουν. Στην πραγματικότητα, δεν είναι σπάνιο, ακόμα και ανάμεσα στους αναρχικούς, να συναντήσει κανείς εγκώμια του internet που δίνουν την εντύπωση ότι είναι ακριβώς αυτή η τεχνολογία που έκανε την οργάνωση των σημερινών αγώνων εφικτή, που επέτρεψε στο σύγχρονο «αντι-καπιταλιστικό κίνημα» να αναπτυχθεί. Κατά καιρούς, αυτός το λιβάνισμα, φτάνει σ� ένα επίπεδο που μοιάζει να μεταμορφώνει το internet σε εικόνισμα, ένα σύμβολο του επαναστατικού αγώνα. Τι κρίμα όμως για τους τεχνο-φετιχιστές ριζοσπάστες, η εικόνα του υπολογιστή δε θα αποκτήσει ποτέ το γόητρο του αυτόματου όπλου των �70es.

Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια εξειδικευμένη εμμονή με ένα συγκεκριμένο εργαλείο είναι τουλάχιστον προβληματική, ιδιαίτερα όταν αυτό αποτελεί ένα απολύτως εναρμονισμένο στοιχείο της παρούσας κοινωνικής τάξης. Το internet δεν έχει καθεαυτό καμία σχέση με την αυτό-οργάνωση, τις σχέσεις αυτονομίας, και από μια αναρχική προοπτική, τις σχέσεις που είναι θεμελιώσεις σε έναν αγώνα ενάντια σε αυτόν τον κόσμο. Το internet είναι κυρίως ένα σύστημα που έχει αναπτυχθεί για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες ανάγκες του κεφαλαίου και του κράτους, είναι λοιπόν παρανοϊκό να του αποδίδουμε ιδιότητες ελεύθερης συμμετοχής και διασύνδεσης. Η μορφή του συνηγορεί στην υποβάθμιση της γνώσης σε (πολύ πιο εύπεπτα) bits πληροφοριών, της σκέψης σε δεκαδικά στοιχεία, των σχέσεων σε εικονική επικοινωνία-όπως ακριβώς το αυτόματο συνηγορεί στον φόνο.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν και ότι στο υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο το internet δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα πολύτιμο εργαλείο για τους αναρχικούς. Εκεί μπορούμε να βρούμε πληροφορίες για κοινωνικούς αγώνες, για δράσεις, για την κρατική καταστολή ανά τον πλανήτη. Μπορούμε να έρθουμε σε γρήγορη συνεννόηση συχνά δίχως κόστος, για να πάρουμε διάφορες συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Αλλά, όλο αυτό είναι απολύτως ασήμαντο όταν αφαιρεθεί το ίδιο το περιεχόμενο του πραγματικού αγώνα ενάντια στο υπάρχον, στο ολοκληρωτικό σύμπλεγμα των θεσμών που κυριαρχούν στις ζωές μας. Όπως το βλέπω εγώ, κάτι τέτοιο σημαίνει έναν αγώνα ενάντια στις κοινωνικές σχέσεις που παράγει το internet και το τεχνολογικό σύστημα στο οποίο βασίζεται.

Όμως όσοι μέσα στον αντικαπιταλιστικό χώρο ύμνησαν τόσο το internet, είναι γιατί το βλέπουν σαν κάτι παραπάνω από ένα εργαλείο. Γι αυτούς, είναι η βάση για έναν παγκόσμιο αγώνα, μη-ιεραρχικό, που μπορεί να οδηγήσει σε έναν «πραγματικά δημοκρατικό» κόσμο. Αγνοούν βέβαια τον συστηματικό έλεγχο των σχέσεων που είναι έμφυτος στην τεχνολογία αυτή, και την κάνει εξ ορισμού ιεραρχική. Αγνοούν και την ιεραρχία που περιέχει εξ ορισμού η δημοκρατία. Όμως πάνω απ� όλα αγνοούν την ιστορία των αγώνων των εκμεταλλευομένων ενάντια στην πραγματικότητα αυτήν. Το internet είναι μια πολύ πρόσφατη τεχνολογική καινοτομία, όχι περισσότερο από μια γενιά παλιά, και υπήρξαν εξεγέρσεις και ανταρσίες ενάντια στην εξημέρωση και την εκμετάλλευση ενάντια στην τάξη του πολιτισμού. Στην καρδιά των αγώνων αυτών, οι άνθρωποι βρίσκονταν πάντοτε σε θέση να ανοίγουν δρόμους επικοινωνίας με τους άλλους αγωνιστές, δρόμοι που, αν και τεχνολογικά ήταν κατώτεροι του internet, ήταν πολύ αμεσότεροι και πολύ πιο αυτόνομοι. Ήταν η αυτό-οργανωμένη επικοινωνία, συχνά πρόσωπο-με-πρόσωπο.

Σαν ενσωματωμένο στοιχείο του κυβερνητικού τεχνολογικού ελέγχου, το internet δεν είναι και δεν μπορεί να είναι μια έκφραση της αυτό-οργάνωσης. Είναι ολότελα διαφορετικό από μια αυτόνομη συνέλευση, μια ομάδα συγγενείας, ή μια ομάδα δρόμου εξεγερμένων προλεταρίων που βρίσκονται με άλλους για να οργανώσουν τον αγώνα τους. Η διαφορά είναι απλή. Αν καταστήσουμε το internet τη βάση για τον συντονισμό του αγώνα μας, για την επικοινωνία των σχεδιασμών μας, των δράσεων και των ονείρων μας, τότε οι αγώνες, οι σχεδιασμοί και όλα όσα τους εμπνέουν θα προσαρμοστούν έτσι ώστε να επικοινωνούνται μέσα από το internet. Δηλαδή, σχέδια, δράσεις και όνειρα που μπορούν να κατακερματιστούν σε αμέτρητα bits πληροφοριών που οι άνθρωποι, τα πάθη τους, οι επιθυμίες τους, μοιραία αποκτούν μικρότερη σημασία, από την αναγκαιότητα για πιο εμπορικά bytes. Αυτό συμβαίνει γιατί η οργάνωση και η επικοινωνία στο internet έχουν ξεκινήσει πριν καν αρχίσουμε να το χρησιμοποιούμε, και φυσικά όχι προς όφελός μας, αλλά μάλλον προς όφελος της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης. Η εξάρτηση από ένα μέσο που έχει στηθεί από τον εχθρό έχει δυο σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον αγώνα μας: Υποσκάπτει τη δική μας δημιουργική φαντασία και πρακτική νοημοσύνη, την ικανότητα για αυτό-οργάνωση, και καθιστώντας μας εξαρτημένους από τον αντίπαλο για την ίδια την οργάνωση του αγώνα μας, υποβαθμίζει την ικανότητά μας να χτυπήσουμε πρώτοι και αποτελεσματικά τον εχθρό.

Όσοι από μας αποζητούμε έναν κόσμο απελευθερωμένο από την κυριαρχία και την εκμετάλλευση, και ως συνέπεια την καταστροφή του κράτους, του κεφαλαίου και ολόκληρου του συμπλέγματος των θεσμών που μας καταπιέζουν, πρέπει να οργανώσουμε τους αγώνες μας αυτόνομα. Αυτό σημαίνει να δημιουργήσουμε οι ίδιοι τα εργαλεία για την επικοινωνία και τον συντονισμό των αγώνων. Είναι απαραίτητο να αναπτύξουμε τις σχέσεις μας βασισμένοι στην αληθινή γνώση του άλλου, των σχεδίων και των ιδεών του, των ικανοτήτων, των ονείρων και των επιθυμιών. Αυτές οι σχέσεις παρέχουν τη βάση για την ανάπτυξη σχεδίων και ενεργειών, και σε μια ευρύτερη κλίμακα, για άτυπα δίκτυα αλληλεγγύης. Ποικίλες συζητήσεις, συγκεντρώσεις, έντυπα κλπ αυτόνομες δράσεις, μπορούν να εκφράσουν την ανάλυσή μας και να μας βοηθήσουν να επεξεργαστούμε τις μεθόδους του αγώνα μας και να συντονίσουμε τις δράσεις μας. Ωστόσο, οι επιμέρους λεπτομέρειες δεν είναι τόσο σημαντικές όσο η αναγκαιότητα της αυτό-οργάνωσης του αγώνα μας. Μόνο με αυτή τη βάση, μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πώς θα μεταχειριστούμε τα εργαλεία και πως θα τα στρέψουμε προς το σκοπό μας, αυτόν της καταστροφή της παρούσας κοινωνίας και της ελεύθερης δημιουργίας των ζωών μας.

Στα πλαίσια ενός τέτοιου αυτό-οργανωμένου αγώνα, το internet μπορεί να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, αλλά τίποτα παραπάνω, και μόνο ένα ανάμεσα στα πολλά, ένα που θα έλεγα ότι είναι καταδικασμένο να γκρεμιστεί μαζί με την κοινωνία που το γέννησε. Και εν μέσω μιας αληθινής εξέγερσης, όταν η άμεση επικοινωνία θα είναι θεμελιώδης, τι θα προτιμούσατε; Να κάθεστε σ� ένα γραφείο, μπροστά σε μια οθόνη; Ή εκεί έξω, στο πεδίο που διεξάγεται ο πραγματικός αγώνας;

Η επανάσταση δεν είναι μια υπόθεση νίκης επί του εχθρού αλλά καταστροφής του. � Los Incontrolados

Σ.τ.μ. Το παραπάνω κείμενο βρέθηκε στο περιοδικό Wilful Disobedience vol.2 – #9, των εκδόσεων Venomous Butterfly. Επιλέξαμε να το μεταφράσουμε καθώς μοιραζόμαστε τον προβληματισμό του συγγραφέα, αν και όχι απαραίτητα τις απόψεις του, στο σύνολό τους. Ας σημειωθεί πάντως ότι αναφέρεται πρωταρχικά στον αγγλοσαξονικό «χώρο», όπου ένας διαδικτυακός φετιχισμός είναι πολύ πιο ανεπτυγμένος και απωθητικός απ� ότι αλλού (π.χ. ομάδες χτίζονται βάσει μιας ιστοσελίδας, και επικοινωνούν-συζητούν κλπ μέσω internet�). Θεωρούμε πάντως ότι δεν είναι εντελώς άκαιρο -ή άκυρο- να δημοσιεύσουμε την μετάφραση, έστω σαν μια μικρή προειδοποίηση.

�για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Γενάρης 2007

1

Categories
Ecotopia

Τεχνολογία και Πάλη των Τάξεων – Ecotopia

Τεχνολογία και Πάλη των Τάξεων

(Πηγή: το ισπανόφωνο φανζίν Ecotopia #2, Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Γενάρης 2007)

Η ανάπτυξη της τεχνολογία στα τελευταία 40 χρόνια, η πυρηνική βιομηχανία, η κυβερνητική, η πληροφορική, η βιοτεχνολογία και η γενετική μηχανική, έχουν καταφέρει βαθιές αλλαγές στο κοινωνικό πεδίο. Οι μέθοδοι εκμετάλλευσης και κυριαρχίας έχουν μετασχηματιστεί, και για τον λόγο αυτό οι παλιές ιδέες πάνω στη φύση της πάλης των τάξεων δεν μπορεί να αποτελούν ακόμη ικανά εργαλεία ανάλυσης της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί. Ο μαρξιστικός και συνδικαλιστικός εργατισμός δεν μπορούν πια να χρησιμεύουν ως φόρμες μιας επαναστατικής πρακτικής. Αυτό δε σημαίνει κι ότι η ανίχνευση του σύγχρονου περιεχομένου της τάξης δεν είναι μια αναγκαιότητα απέναντι στην κατάσταση αυτή, μιας και έτσι θα χάναμε τη βάση μιας συνεκτικής κατανόησης της παρούσας πραγματικότητας και άρα του τρόπου να της επιτεθούμε.

Η εκμετάλλευση σήμερα, όχι μόνο συνεχίζεται ακάθεκτη, αλλά έχει εντατικοποιηθεί ακριβώς χάρη στην νέα τεχνολογία. Η κυβερνητική έχει κάνει εφικτή την αποκέντρωση της παραγωγικής διαδικασίας, διασπείροντας τις διάφορες παραγωγικές μονάδες στο κοινωνικό πεδίο. Ο αυτοματισμός έχει μειώσει δραστικά τον αριθμό των εργαζομένων που είναι απαραίτητοι για μια οποιαδήποτε εργασία. Η κυβερνητική επίσης δημιουργεί τις μεθόδους για να επιτευχθεί κέρδος χωρίς πραγματική παραγωγή προϊόντων, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο στο κεφάλαιο να αναπαραχθεί παρακάμπτοντας τη κόστος της συντήρησης μιας εργατικής δύναμης.

Επιπλέον, οι νέες τεχνολογίες απαιτούν μια εξειδικευμένη γνώση που δεν μπορεί να την έχει ο πολύς κόσμος. Αυτή η γνώση τείνει να γίνει και ο πραγματικός πλούτος της κυρίαρχης τάξης της εποχής μας. Μέσα στο βιομηχανικό σύστημα, μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε την πάλη των τάξεων σαν τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων και των κατόχων των μέσων παραγωγής. Αυτό δεν επαρκεί πλέον. Όσο η νέες τεχνολογίες προχωρούν, οι εκμεταλλευόμενοι θα πέφτουν σε θέσεις ολοένα και πιο επισφαλείς. Το παλιό εξασφαλισμένο πόστο στη φάμπρικα εφ’ όρου ζωής, θα αντικαθίσταται με τα ευκαιριακά μεροκάματα, την παροχή υπηρεσιών, την προσωρινή εργασία, την ανεργία, την μαύρη εργασία, την παράνομη εργασία, την παρανομία, την φυλακή… Αυτή η επισφάλεια εξασφαλίζεται από τον τοίχο που υψώνουν οι νέες τεχνολογίες ανάμεσα στους εκμεταλλευομένους και τους εκμεταλλευτές διαρκώς και αδιάλειπτα.

Ωστόσο η ουδετερότητα της τεχνολογίας φαίνεται να στοιχειώνει τα μυαλά πολλών από τους εκμεταλλευομένους. Αν η πιο πρόσφαφτη βιομηχανική ανάπτυξη επικεντρώθηκε στην επινόηση τεχνικών για την μαζική παραγωγή αγαθών τυποποιημένων και χαμηλού κόστους με αντάλλαγμα πολλές ώρες εργασίας, οι νέα τεχνολογική ανάπτυξη δεν θα επιμείνει τόσο στην παραγωγή αγαθών όσο στην ανάπτυξη των μέσων κοινωνικού ελέγχου, σε βαθμό ολοκληρωτικό. Η πυρηνική βιομηχανία, εκτός από τις εξειδικευμένες γνώσεις, απαιτεί υψηλά επίπεδα ασφάλειας που αναδεικνύουν ως αρμόδιο για την ανάπτυξή της απ’ ευθείας το κράτος που βασίζεται σε μια στρατιωτική υποδομή για την διατήρησή της, μιας και είναι τόσο απαραίτητη για τον ίδιο τον στρατό. Η ικανότητα της κυβερνητικής να επεξεργάζεται, να συλλέγει, να διαχωρίζει, και να διοχετεύει τις πληροφορίες στη στιγμή, εξυπηρετεί στις αναγκαιότητες του κράτους να καταγράφει και να παρακολουθεί τους υπηκόους του, όσο και της ανάγκης του να καταπολεμά την πραγματική επικοινωνία αυτών τους οποίους κυβερνά, επιτρέποντας μια ψηφιακή αναπαράστασή της, στερώντας τους όμως την ουσιαστική συνενόηση. Η βιοτεχνολογία προσφέρει στο κράτος τον βασικό έλεγχο πάνω σε μια από τις κυριότερες διαδικασίες της ζωής μας, να επιλέγει το είδος των φυτών, των ζώων, και με τον καιρό, των ανθρώπων που θα επιτρέπεται να υπάρχουν.

Δεδομένου του ότι οι τεχνολογίες αυτές απαιτούν μια εξειδικευμένη γνώση για να αναπτυχθούν, και ότι σκοπός της ανάπτυξής τους αυτής είναι η ένταση του ελέγχου πάνω στις ζωές μας, η εκμεταλλευόμενη τάξη μπορεί τώρα να καταλάβει ποιοι θα είναι αυτοί που θα εξοριστούν από την εξειδικευμένη γνώση και από τη συμμετοχη σε αυτή τη δομή εξουσίας. Η κυρίαρχη τάξη είναι, σε ότι την αφορά, ενιαία με όσους βρίσκονται σε αυτό το οικοδόμημα της εξουσίας αν και αυτό δεν σημαίνει κι ότι τα όρια ανάμεσα σε αυτούς που θα συμπεριλαμβάνονται και σ αυτούς που θα εξορίζονται είναι σαφή, κι έτσι σε πολλές περιπτώσεις θα έχουμε πολυάριθμα κομμάτια του πληθυσμού που θα προλεταριοποιούνται, καθώς θα χάνουν την ικανότητα να επιλέγουν οι ίδιοι για τις συνθήκες της δικής τους ύπαρξης.

Έχει σημασία να σημειώσουμε πως καθώς αυτές οι νέες τεχνολογίες έχουν δημιουργηθεί με σκοπό να δώσουν στους κατόχους τους εξουσία πάνω στους εκμεταλλευομένους και στο φυσικό πλούτο της Γης, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για το “καλό της ανθρωπότητας”. Η πολυπλοκότητα και η εξειδίκευση συνδυαζόμενες με την μη-προβλεψιμότητα των δομικών υλικών τους-ιδιαίτερα όσον αφορά ατομικά ή υπο-ατομικά μεγέθη- κύματα φωτός, γονίδια και χρωμοσώματα, κλπ μπορούν να εγγυηθούν ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να προβλέψει ακριβώς πως λειτουργούν. Εδώ αναδύεται μια τεχνολογική προοπτική στην υπάρχουσα οικονομική δυσχέρεια που μαστίζει τους περισσότερους από μας. Χωρίς υπερβολή, αυτή η υποδομή τεχνολογικής καταστροφής και ελέγχου στοχεύει ρητά στον έλεγχο των εκμεταλλευμένων από την εξουσία, κι όταν που και που θα γεννάει κι άλλα Chernobil, κι άλλα γεννετικά τερατουργήματα και αποτυχημένα εργαστηριακά πειράματα, θα καθησυχάζει τον ανίδεο κόσμο μέσω των λεγόμενων ειδικών. Επιπλέον, το κράτος, που είναι υπεύθυνο για την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών για την στρατιωτική δύναμή του, ενδέχεται να παρουσιάζει τον εαυτό του σαν ένα καταφύγιο ενάντια στην αχαλίνωτη ανάπτυξη των τεχνολογιών αυτών. Έτσι, αυτό το τερατώδες, εγκληματικό και ανεξέλεγκτο έκτρωμα θα παρουσιάζεται στην υπηρεσία των εκμεταλλευομένων προσπαθώντας να διατηρήσει τα προσχήματα στην ανάπτυξη των τεχνολογιών, ελέγχοντας τις εναντίον τους αντιδράσεις. Και τί μπορούν να κάνουν οι εκμεταλλευόμενοι για να προφυλαχθούν από τις επερχόμενες καταστροφές, όταν ο πλούτος και η εξουσία έχουν αποκλείσει κάθε έξοδο κινδύνου;

Η νέα τεχνολογία και οι σύγχρονες συνθήκες περιθωριοποίησης και επισφάλειας που επιφυλάσσει στους εκμεταλλευομένους, θέτουν υπό αμφισβήτηση το παλιό όραμα του “να πάρουμε τα μέσα”. Αυτή η τεχνολογία -ανεξέλεγκτη και πηγή ελέγχου η ίδια- δεν μπορεί να εξυπηρετήσει κανέναν “ανθρώπινο σκοπό” και δεν έχει καμία θέση σε έναν κόσμο ελευθερων υποκειμένων που δημιουργούν τις ζωές τους σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. Έτσι οι παραληρηματικές ουτοπίες των συνδικαλιστών και των μαρξιστών δεν μας χρησιμεύουν πια (Σ.τ.Μ. έχει πάντως ενδιαφέρον η σχεδόν θρησκευτική πίστη ορισμένων μαρξιστών πως η μετάβαση στο σοσιαλισμό θα είναι προϊόν της ολοένα αυξανόμενης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που (…κατά τας γραφάς) θα σπάσουν τα δεσμά των καπιταλιστικών συνθηκών παραγωγής! Κάπως ανάλογα ο σοσιαλισμός αντικαταστάθηκε από τους μπολσεβίκους όπως-όπως με τον εξηλεκτρισμό, ενώ ακόμα και σήμερα σταλινικά απολιθώματα παραληρούν που ο Πατερούλης μετέτρεψε την αγροτική ρωσία σε μια εκβιομηχανισμένη υπερδύναμη, με τα πυρηνικά της και τα όλα της… Χωρίς να σημαίνει αυτό ότι και κάποιοι αναρχικοί είναι λιγότερο αξιοθρήνητοι όταν καμαρώνουν για την ανάκαμψη της παραγωγής ή της αυτοκινητοβιομηχανίας υπό τη διοίκηση της “δικής μας” CNT). Γιατί να επαναλάβουμε το ίδιο λάθος; Οι νέες τεχνολογίες στοχεύουν συγκεκριμένα στον έλεγχο, ενώ ολόκληρη η τεχνολογική ανάπτυξη βασίστηκε πάνω στην αναγκαιότητα του ελέγχου των εκμεταλλευομένων. Το εργοστάσιο δημιουργήθηκε για να ρυθμίζονται καλύτερα οι εργασίες των παραγωγών. Η γραμμή παραγωγής για την εκμηχάνιση αυτής της ρύθμισης. Κάθε νέα τεχνολογική πρόοδος της βιομηχανίας θέτει το χρόνο και τις κινήσεις του εργαζόμενου κάτω από ακόμα μεγαλύτερο έλεγχο. Συνεπώς, η ιδέα που ήθελε τους εργαζόμενους να μπορούν να χειραφετηθούν οι ίδιοι, παίρνοντας τα παραγωγικά μέσα υπό τον έλεγχό τους, ήταν πάντοτε μια αυταπάτη. Μια αυταπάτη κατανοητή, όσο ο τεχνολογικός σχεδιασμός είχε σαν πρώτη του προτεραιότητα των παραγωγή αγαθών. Πλέον, που ο αντικειμενικός σκοπός του είναι ξεκάθαρα ο κοινωνικός έλεγχος, η φύση του αγώνα μας πρέπει να είναι ξεκάθαρη: η καταστροφή κάθε συστήματος ελέγχου – του κράτους, του κεφαλαίου και του τεχνολογικού συστήματος, το τέλος της προλεταριακής συνθήκης και η ελεύθερη δημιουργία των ζωών μας, ως υποκείμενα ικανά να καθορίσουμε το πως θα ζήσουμε. Ενάντια στην τεχνολογία αυτή, το μεγαλύτερο όπλο που έχουν οι εκμεταλλευομένοι είναι κι αυτό που χρησιμοποιούν από την βιομηχανική εποχή: Το Σαμποτάζ!

1

Categories
Green Anarchy

Οικονομικό Σαμποτάζ και Επαναστατική Βία – Green Anarchy

Οικονομικό Σαμποτάζ και Επαναστατική Βία – Green Anarchy

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΑΜΠΟΤΑΖ

Από το “Σημειώσεις πάνω στην Πράσινη Αναρχία και τον Πρωτογονισμό”

Συγγραφείς: John Zerzan, Eric Blair, και συλλογικότητα “Green Anarchy”

Είναι απίθανο πόσο πολλοί εξεγερσιακοί αναρχικοί επιτρέπουν στον εαυτό τους να ξεπέσει σε αυτή τη σπατάλη ενέργειας, το θεωρητικό διάλογο με φιλελεύθερους που προσπαθούν να μετατρέψουν τα ζητήματα τακτικής σε ηθικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα στην προσπάθειά τους να επαναπροσδιορίσουν την φθορά ιδιοκτησίας και το οικονομικό σαμποτάζ ώς “βία”, κι έτσι να κοντρολλάρουν την οργή όσων δεν τρέφουν αυταπάτες για τους καταπιεστές τους και εξεγείρονται ενάντια στην κυριαρχία τους. Ο σεβασμός στην ιδιοκτησία είναι υποταγή στον καπιταλισμό και τις αξίες ενός συστήματος το οποίο πολλοί από μας σοβαρολογούν όταν λένε ότι θέλουν να το καταστρέψουν, κι όχι να το μετασχηματίσουν (reform). Γνωρίζουμε ότι ο εχθρός μας έχει καταστήσει την ιδιοκτησία αντικείμενο λατρείας, κι ότι η εξουσία του πηγάζει, στον κόσμο που έχει δημιουργήσει αυτός, από την ιδιοκτησία και τον πλούτο που μας έχει κλέψει και δεν τρέφουμε αποδοχή για τίποτα απ’ όσα χρησιμοποιεί το σύστημα εναντίον μας.

Αν επιχειρούμε μια αυθεντική δραπέτευση από τη φυλακή που αποτελεί αυτή η κοινωνία, αν είναι έτοιμοι να κινηθούμε ενάντια στους καταπιεστές μας όσο υπάρχει ακόμη χρόνος, τότε πρέπει να τους χτυπήσουμε εκεί που τους πονάει, και κάτι τέτοιο δε θα γίνει ούτε μέσα από ψηφοφορίες ούτε από ειρηνικές διαμαρτυρίες. Ο εχθρός μας, η βιομηχανική μεγα-μηχανή, πρέπει να αποδυναμωθεί πριν μπορέσει να καταστραφεί εντελώς, κι αυτό μπορεί να γίνει πολύ αποτελεσματικά, αν χτυπήσουμε δίχως οίκτο, στη καρδιά του συστήματος, σε στρατηγικά σημεία πίεσης, με την πρόθεση να σταματήσουμε την αναπαραγωγική διάδοση του βιομηχανικού καρκινώματος. Κινήματα σαν το Μέτωπο Απελευθέρωσης της Γης, έχουν δείξει ότι το οικονομικό σαμποτάζ μπορεί να είναι αποτελεσματικό στο να οδηγήσει ορισμένες εταιρίες στη χρεοκοπία. Το καθήκον μας τώρα είναι να σπρώξουμε ολόκληρο το σύστημα στη χρεοκοπία.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΒΙΑ

Αν και οι περισσότεροι από μας, αγωνιούμε για μια ειρηνική ύπαρξη σε αρμονία με τις άλλες μορφές της ζωής, είναι σημαντικό να προσδιορίσουμε τα πλαίσια μέσα στα οποία ζούμε σήμερα. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του κόσμου ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες, όχι γιατί δεν έχουν «εκπολιτιστεί» ή «εκσυγχρονιστεί», αλλά αντίθετα γιατί εξαναγκάζονται να παίξουν το ρόλο της εργατικής δύναμης των «πρωτοκοσμικών» κρατών. Εμείς που ζούμε στον «πρώτο κόσμο» επίσης υποφέρουμε από αυτό το σάπιο σκηνικό. Με την ακραία αλλοτρίωση, τους φυσικούς καταναγκασμούς, τη ψυχολογική αθλιότητα και την πνευματική κενότητα, δεν τίθεται θέμα πως βαδίζουμε βιαστικά προς τον γκρεμό. Δε χρειάζεται να αναφέρουμε, και δε γίνεται να αρνηθούμε ότι ζούμε υπό τη σκιά της οικολογικής καταστροφής. Δεδομένων αυτών είναι σημαντικό για μας να αναλάβουμε τις ευθύνες μας για την κατάσταση αυτή και να αναλάβουμε δράση τώρα’ όπως καταλαβαίνετε, ο χρόνος τελειώνει!

Κληρονομιά του αναρχικού επαναστάτη είναι η έννοια της εξέγερσης, ή της διάδοσης και δημιουργίας εξεγέρσεων για τους σκοπούς της απελευθέρωσης. Αυτό μπορεί να πάρει πολλές μορφές, αλλά ο μετασχηματισμός (reform) του συστήματος της κυριαρχίας δεν μπορεί να περνιέται για επαναστατικός. Αν και οι περισσότερες δράσεις που πραγματοποιούν οι αναρχικοί θεωρούνται μη-βίαιες, δεν μπορεί να τεθεί περιορισμός στην αντίστασή μας. Ως αναρχικοί, πρέπει να αρνηθούμε απόλυτα κάθε ιδεολογικό ή φιλοσοφικό πρότυπο αντίστασης. Η φυσική αλληλεπίδραση με την εξουσία πρέπει να ξεπεράσει την παθητικότητα και το συμβολικό. Στην πραγματικότητα, πολλοί αναρχικοί αγκαλιάζουν την επαναστατική βία σαν μια αναγκαία αντίδραση στην καταπίεση. Όπου κι αν κοιτάξουμε στο φυσικό κόσμο θα δούμε ότι η αυτό-άμυνα είναι ενστικτώδης. Αυτό δεν μπορεί να ξεπεραστεί με υποθετικά ιδεώδη. Είναι σημαντικό να αμφισβητούμε τους ιδεολογικούς περιορισμούς που προκύπτουν από μια ακραία προνομιούχο θέση. Οι περισσότεροι άνθρωποι στη γη δεν έχουν την άνεση να αποφασίσουν για την πιο «ορθολογική» απάντηση στην κυριαρχία, και συχνά είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Δεν είναι ζήτημα ατομικής προτίμησης ή ιδεολογικής καθαρότητας. Είναι ζήτημα DO OR DIE. Με αυτά δεν θέλουμε να πούμε ότι ο καθένας είναι αναγκασμένος να εμπλακεί στη βίαιη αντίσταση, παρά μάλλον, να παραδεχτεί ότι υπάρχει, ότι είναι δίκαιη (σε πολλές περιπτώσεις), και δε θα ‘πρεπε να καταδικάζεται. Η πολύμορφη επαναστατική βία, είναι μια αναγκαία απάντηση στη θεσμοθετημένη βία του συστήματος, και απαραίτητη για τη συνέχιση της ζωής. Και ναι, θέλουμε να γλύψουμε τις πληγές που μας προκάλεσε αυτό το ταξίδι θανάτου που αποκαλούμε πολιτισμό, αλλά δε θα κλείσουν μέχρι να σταματήσουμε την μόλυνση της καταπίεσης. Όπως πρότεινε ο Franz Fannon, υπάρχει κι ένα είδος κάθαρσης που βαθαίνει τη σύνδεση ανάμεσά μας, στη πράξη της εξέγερσης και τη φυσική αφαίρεση του καταπιεστή μας. Όσο κι αν κάποιοι δε θέλουν να δουν μαζί μας τι υπάρχει στο πάτο της κάνης ενός όπλου, αυτό, δεν παύει να είναι εκεί, κι εμείς οφείλουμε να ανταποκριθούμε, αγωνιζόμενοι για την αυτό-άμυνα και την απελευθέρωση.

1

Categories
John Zerzan

Για το Καταμερισμό της Εργασίας – John Zerzan

Για το Καταμερισμό της Εργασίας – John Zerzan

Καταμερισμός της Εργασίας: 1. η κατάτμηση σε εξειδικευμένα, συγκεκριμένα καθήκοντα για λόγους μέγιστης απόδοσης στην οποία συνίσταται η παραγωγή, αποτελεί στοιχειώδη όψη της παραγωγικής διαδικασίας. 2. ο περιορισμός ή η υποβάθμιση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε ξεχωριστά καθήκοντα που αποτελούν την υλική ρίζα της αλλοτρίωσης. Είναι η βασική εξειδίκευση με την οποία εμφανίζεται και αναπτύσσεται ο πολιτισμός.

Η σχετική ολότητα της ζωής πριν τον πολιτισμό ήταν πριν από κάθε τι, η απουσία του περιοριστικού, καταπιεστικού διαχωρισμού των ανθρώπων σε διάφορους ρόλους και λειτουργίες. Η θέσμιση της απώλειας των εμπειριών και της δύναμης μπρος στην κυριαρχία της εξειδίκευσης, που φαίνεται τόσο φυσική σήμερα, συνιστά τον Καταμερισμό της Εργασίας. Δεν είναι τυχαίο που οι ιδεολογίες-κλειδιά του πολιτισμού έχουν επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις τους προκειμένου να προσδώσουν αξία στο διαχωρισμό αυτό. Στη «Δημοκρατία» του Πλάτωνα για παράδειγμα, μαθαίνουμε ότι η καταγωγή του Κράτους βρίσκεται στην «φυσική» ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων που ενσωματώνεται στον Καταμερισμό της Εργασίας. Ο Durkheim αποτίνει το δικό του φόρο τιμής σε έναν διαχωρισμένο κόσμο ανισότητας, εκθειάζοντας την ως λυδία λίθο της “ανθρώπινης αλληλεγγύης”, η ηθική αξία της οποίας είναι… μάλλον το μαντέψατε ήδη! Πριν από αυτόν, σύμφωνα με τον Franz Borkenau, εκδηλώθηκε μια σημαντική αύξηση του καταμερισμού εργασίας γύρω στα 1600, όταν και εισήχθηκε η αφηρημένη έννοια της εργασίας, η οποία χρησιμοποιείται και για να υπογραμμίσει, με τη σειρά της, ολόκληρη τη σύγχρονη, καρτεσιανή σύλληψη της υποταγής ολόκληρης της υλικής μας υπόστασης και της μετατροπής της σε ένα αντικείμενο για την (αφηρημένη) συνείδηση.

Στην πρώτη κιόλας πρόταση του «Ο Πλούτος Των Εθνών» (1776), ο Adam Smith προέβλεψε την ουσία της βιομηχανικής επανάστασης προσδιορίζοντας πως ο καταμερισμός της εργασίας αντιστοιχεί και σε μια ποσοτική αύξηση της παραγωγικότητας. Είκοσι χρόνια αργότερα, ήταν ο Schiller αυτός που αναγνώρισε πως ο καταμερισμός της εργασίας παρήγαγε μια κοινωνία στην οποία τα μέλη της ήταν ανίκανα να αναπτυχθούν ως ανθρώπινες οντότητες. Ο Marx μπορούσε να δει και από τις δυο πλευρές: «Ως αποτέλεσμα του καταμερισμού της εργασίας… ο εργάτης υποβαθμίζεται στην κατάσταση της μηχανής». Αλλά η λατρεία του Marx στην ολότητα της παραγωγής ήταν και καθοριστική για την ανθρώπινη απελευθέρωση. Θεώρησε πως το ξεπέρασμα της αθλιότητας των ανθρώπων περνά μέσα από το αναγκαίο κακό της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Ο Μαρξισμός δεν μπόρεσε να εξαλείψει το καθοριστικό αποτύπωμα αυτής της θεώρησης υπέρ του καταμερισμού της εργασίας, κι έτσι οι βασικοί θεωρητικοί του σίγουρα αντανακλούν αυτήν την αποδοχή. Ο Lukacs, για παράδειγμα, επιλέγει να το αγνοήσει, βλέποντας μόνο πως τις «δυνάμεις ενοποίησης της κυρίαρχης εμπορευματικής μορφής» εφιστώντας την προσοχή του στο πρόβλημα της προλεταριακής συνειδητοποίησης. Ο E.P. Thompson κατανόησε ότι μέσα στο βιομηχανικό σύστημα, «η χαρακτηρο-δομή των ανυπόταχτων προ-βιομηχανικών εργατών ή βιοτεχνών προσαρμόστηκε με τη βία σε αυτό που αποτέλεσε τον υπάκουο απομονωμένο εργάτη». Κι όμως, έδωσε ελάχιστη προσοχή στον καταμερισμό της εργασίας, τον κεντρικό μηχανισμό με τον οποίο αυτή η προσαρμογή επιτεύχθηκε.

Ο Marcuse προσπάθησε να περιγράψει έναν πολιτισμό με απουσία κάθε καταπίεσης, ερχόμενος ωστόσο μπρος στην ασυμβατότητα αυτών των δύο. Υποκύπτοντας στη «φυσικότητα» του καταμερισμού εργασίας, έκρινε πως η «λελογισμένη άσκηση εξουσίας» και η «πρόοδος του συνόλου» στηρίζονται πάνω του. Λίγες σελίδες μετά, πάλι, στο «Έρως και Πολιτισμός» θα παραδεχτεί πως «κάποιος καταλήγει ολοένα και πιο αποξενωμένος από την εργασία του όσο περισσότερο εξειδικευμένος γίνεται ο καταμερισμός της εργασίας».

Ο Ellul καταλάβαινε πως «το αιχμηρό λεπίδι της εξειδίκευσης έχει χαράξει σα ξυράφι τη ζωντανή σάρκα», πως ο καταμερισμός της εργασίας προκαλεί την άγνοια ενός «κλειστού σύμπαντος» αποκόπτοντας το υποκείμενο από τους άλλους κι από τη φύση.

Παρομοίως ο Horkheimer συνόψισε την αλλοτρίωση: «Έτσι, παρόλη τη δραστηριότητά τους, τα άτομα γίνονται ολοένα και πιο παθητικά, παρόλη την εξουσία τους πάνω στη φύση, γίνονται ολοένα και πιο ανίσχυρα μπροστά στην κοινωνία και τους εαυτούς τους». Παρόμοια σκεπτόμενος, ο Foucault επέστησε την προσοχή στην παραγωγικότητα ως το στοιχειώδη σύγχρονο καταναγκασμό.

Όμως η σύγχρονη μαρξιστική σκέψη συνεχίζει να πέφτει στην παγίδα της ανάπτυξης του καταμερισμού της εργασίας, για χάρη της τεχνολογικής προόδου. Ο Braverman στο -με πολλές έννοιες- εξαιρετικό έργο του «Εργασία και Μονοπωλιακό Κεφάλαιο» εξερευνά την υποβάθμιση της εργασίας, αλλά τη θεωρεί κατά κύριο λόγο, ως πρόβλημα «απώλειας της θέλησης και της φιλοδοξίας, να αποσπαστεί ο έλεγχος της παραγωγής από τα χέρια των καπιταλιστών».

Οι «Ψυχολογικό-Κοινωνικές Συνέπειες της Φυσικής και Αλλοτριωμένης Εργασίας» του Schwabbe είναι αφιερωμένες στο τέλος κάθε κυριαρχίας επί της παραγωγής και προτείνουν μια αυτό-διαχείριση της παραγωγής. Ο λόγος, προφανώς, που αγνοεί τον καταμερισμό της εργασίας είναι ότι είναι έμφυτος στην παραγωγή. Δεν καταλαβαίνει ότι είναι ηλίθιο να μιλάς για απελευθέρωση και παραγωγή στην ίδια πρόταση. Η τάση του καταμερισμού της εργασίας ήταν πάντοτε το αναγκαίο φορτίο που προσέφερε κάθε ανταλλάξιμο γρανάζι σε ένα ολοένα και περισσότερο αυτονομούμενο, αδιαπέραστο στην επιθυμία σύστημα. Ο βαρβαρισμός των μοντέρνων καιρών παραμένει η υποδούλωση στην τεχνολογία, με άλλα λόγια, ο καταμερισμός της εργασίας. Η εξειδίκευση, γράφει ο Giedion, «προχωρά χωρίς αναβολή», κι έτσι σήμερα περισσότερο από ποτέ, μπορούμε να δούμε και να νιώσουμε τον τελματωμένο, από-ερωτικοποιημένο κόσμο στον οποίο μας οδήγησε. Ο Robinson Jeffers έχει πάρει την απόφασή του: «Δεν θεωρώ πως ο βιομηχανικός πολιτισμός αξίζει τη διαστροφή της ανθρώπινης φύσης, την απονοηματοδότηση και την απώλεια της επαφής με τη Γη, στην οποία οδηγεί».

Εντωμεταξύ, η συνεχιζόμενη μυθολογία της «ουδετερότητας» και του «αναπόφευκτου» της τεχνολογικής ανάπτυξης, παίζουν τεράστιο ρόλο στην ενσωμάτωση του καθένα στον καταναγκασμό του καταμερισμού της εργασίας. Όσοι αντιτίθενται στην κυριαρχία ενώ ταυτόχρονα υπερασπίζονται τον αξιακό πυρήνα της, παρατείνουν την αιχμαλωσία μας. Θυμηθείτε τον Guattari, το μετα-στρουκτουραλιστή ριζοσπάστη, που θεωρεί πως η επιθυμία και το όνειρο είναι δυνατά «ακόμα και σε μια κοινωνία με υψηλή βιομηχανική ανάπτυξη και πλήρως ανεπτυγμένες υπηρεσίες πληροφοριών κλπ». Ο προχωρημένος αυτός γάλλος εχθρός της αλλοτρίωσης, ωχριά μπροστά στην απλοϊκή παρατήρηση της «έμφυτης αδυναμίας των βιομηχανικών κοινωνιών», προσφέρει ωστόσο ένα παράδειγμα εφαρμογής της ρήσης του: «χρειάζεται να αμφισβητήσουμε εξ ολοκλήρου την πρακτική των ειδικών», όχι φυσικά την ίδια την ύπαρξη των ειδικών, αλλά απλώς την «πρακτική» τους.

Για να γυρίσουμε στο ερώτημα: «Πόσο από τον καταμερισμό της εργασίας θα έπρεπε να κρατήσουμε;», θα ανταπέδιδα με την ερώτηση: «Πόση από την ολότητα των εαυτών μας και του πλανήτη επιθυμούμε;»

John Zerzan


[μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007]

Categories
John Zerzan

Μια εισαγωγή στην πρωτόγονη αναρχία – John Zerzan

Μια εισαγωγή στην πρωτόγονη αναρχία – John Zerzan

Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η κύρια αναρχική αντίληψη παρουσίαζε πολλά κοινά σημεία με το μαρξισμό. Οι αναρχικοί, όμως, σε αντίθεση με τους μαρξιστές προσπαθούσαν να μην αγνοούν το άτομο. Επίσης, υιοθετούσαν συνήθως κάποια μορφή αυτοδιαχείρισης. Γι αυτούς η κοινωνία δε θα έπρεπε να διευθύνεται με ιεραρχικό τρόπο, ή με κάποιο σύστημα εξ αποστάσεως αντιπροσώπευσης.

Παρ όλα αυτά, αναρχικοί και μαρξιστές βρίσκονταν βασικά σε συμφωνία όσον αφορά στο πως θα έμοιαζε μια μελλοντική κοινωνία. Ο σύγχρονος βιομηχανισμός σπάνια αντιμετωπιζόταν ως πρόβλημα ( ο William Morris αποτέλεσε μια εξαίρεση με το θαυμάσιο μυθιστόρημά του «Νέα από Πουθενά»), επι τη βάσει μιας αμοιβαίας αποδοχής της τεχνολογικής προόδου. Οι σημερινοί αναρχο-συνδικαλιστές (π.χ. Industrial Workers of the World) διατηρούν αυτήν την πίστη και παράδοση, όπως κάνουν και οι αναρχο-αριστεριστές της εφημερίδας Class War αλλά και εκείνοι της πρόσφατα διαλυθείσας ομάδας Love & Rage.

Ωστόσο, τη δεκαετία του ’90, αναδύθηκε μια νέα έκφραση αναρχίας. Αυτή η νέα αναρχία αμφισβητεί και επιτίθεται σε πολλά περισσότερα πέραν του καπιταλισμού. Χωρίς να απορρίπτει την οξυδέρκεια του Marx όσον αφορά τη βασική πραγματικότητα του διαχωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις και τον ολοκληρωτισμό του κόσμου του εμπορεύματος και της μισθωτής εργασίας, το νέο κίνημα αναρχίας υποστηρίζει επίσης ότι η τεχνολογία αλλά και ο ίδιος ο πολιτισμός είναι κεντρικά στοιχεία του προβλήματος της κυριαρχίας. Οι αριστεριστές ήταν πάντοτε απρόθυμοι να εξετάσουν αυτή την προοπτική και η ανάλυσή τους παραμένει τόσο περιορισμένο άλλο τόσο όσο οι τακτικές τους παραμένουν τις περισσότερες φορές ανιαρές και αναποτελεσματικές.

Ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τεχνολογία δεν είναι σε καμία περίπτωση ουδέτερη, με τη χρησιμότητά της να προσδιορίζεται αποκλειστικά από τον τρόπο που χρησιμοποιείται. Απεναντίας, η τεχνολογία είναι (και πάντοτε ήταν) η ενσάρκωση του κυρίαρχου κοινωνικού συστήματος, η έκφραση των βαθύτερων αξιών του. Για παράδειγμα, η επιδίωξη της αποδοτικότητας καταστρέφει την ενότητα-ολότητα, ενώ η απομάκρυνση από τη φύση προωθείται εις βάρος της αισθαντικότητας. Η τεχνολογία είναι η υποστηρικτική βάση και το συστατικό στοιχείο του ιστού των κυριαρχικών θεσμών.

Γίνεται ολοένα και πιο έκδηλο ότι η ίδια η εσωτερική λογική του πολιτισμού, βασισμένη καθώς είναι στον καταμερισμό της εργασίας και την εξημέρωση, επιφέρει τις πιο μοιραίες συνέπειες. Ο Freud προέβλεψε σχεδόν 75 χρόνια πριν ότι η πλήρης εκδίπλωση του πολιτισμού θα προκαλέσει γενικευμένη νεύρωση. Ο αυξανόμενα κενός, ακόμη και παθολογικός χαρακτήρας της κοινωνίας μας ενδεχομένως υποδεικνύει ότι υποεκτίμησε το φόρο αίματος του πολιτισμού. Όταν παιδιά μόλις δύο ετών πρέπει να χαπακωθούν για να συμμορφωθούν προς τις κοινωνικές επιταγές, όταν εξάχρονοι σκοτώνουν συμμαθητές τους πυροβολώντας τους και όταν 40-50 εκατομμύρια αμερικάνοι έχουν την ανάγκη ψυχοφαρμάκων για να αποκρούσουν το ενδεχόμενο σοβαρής μελαγχολίας, προς τα πού κατευθυνόμαστε; Πόσο βαθιά εδραιωμένος είναι ο θάνατος της εσωτερικής μας φύσης, που επελαύνει τόσο ανενόχλητα, όσο και ο θάνατος του εξωτερικού φυσικού κόσμου;

Η Αριστερά, συμπεριλαμβανομένων και των επηρεασμένων απ αυτήν αναρχικών, αποτυγχάνει να αποτελέσει μια ουσιωδώς αποτελεσματική πρόκληση σ αυτήν την πορεία θανάτου, που αποκαλείται πολιτισμός. Μην έχοντας καμία θεμελιώδη διαφωνία για παράδειγμα με τους θεσμούς της παραγωγής και της εργασίας, το παλιό κίνημα αποδέχεται έναν μαζικοποιημένο, πλήρως αλλοτριωμένο κόσμο ο οποίος έχει παραποιηθεί και παραμορφωθεί από τη ρίζα του. Οι επικρίσεις για τις καταχρήσεις των πολυεθνικών ίσα που γρατζουνίζουν την επιφάνεια της μακρόχρονης παθογένειάς μας.

Ο αναρχο-πρωτογονισμός συνδυάζει μια θεμελιακή ανάλυση του κόσμου με μια μαχητικότητα τέτοια που να ανταποκρίνεται στη βαθύτητα της θεωρίας του. Γνωρίζουμε πόσο σάπιο, πνιγηρό και καταστροφικό είναι ολόκληρο το σύγχρονο μοντέλο διαχείρισης των ζωών μας, συμπεριλαμβανομένου της τεχνολογίας και του πολιτισμού. Αντιμετωπίζουμε πλέον με σοβαρότητα όσα διδάσκονται σήμερα σε πρωτοετείς φοιτητές της ανθρωπολογίας: πριν τον πολιτισμό, η ανθρωπότητα απολάμβανε μια αρκετά εύρωστη υγεία, ισότητα των δυο φύλων, άφθονο ελεύθερο χρόνο, αίσθηση κοινότητας με το φυσικό κόσμο, απουσία οργανωμένης βίας και ένα ήθος μοιράσματος. Οι συνέπειες αυτού του αρκετά πρόσφατου παραδείγματος μόλις και μετά βίας μπορούν να υποτιμηθούν τόσο ως ένα ικανοποιητικό ερμηνευτικό σχήμα για την επιταχυνόμενη υποβάθμιση της ζωής σ όλες της τις εκφάνσεις, όσο και ως μιας πηγής έμπνευσης για δράση. Η άποψη της «κοινωνικής οικολογίας», από την άλλη μεριά δεν αμφισβητεί την κινητήρια ώθηση ή τη λογική της τεχνολογίας και του πολιτισμού. Θεωρεί ως δεδομένη τη συνέχιση της ζωής βασισμένης στη «μαζική παραγωγή» μ έναν προσανατολισμό αυτοδιαχείρισης που θέτει όμως υπό αμφισβήτηση ελάχιστους, κεντρικής σημασίας για την κυριαρχία θεσμούς.

Η εξημέρωση και ο καταμερισμός της εργασίας χαρτογράφησαν και καθοδήγησαν μέχρι τις μέρες μας, την καταστρεπτικότητα της μοντέρνας τεχνο-«ζωής». Οι δυο αυτοί θεσμοί πρέπει να ξεριζωθούν εάν η ζωή, η υγεία και η ελευθερία πρόκειται να ξανανθίσουν. Νομίζουμε ότι η μακρά νύχτα της αιχμαλωσίας και των διαψεύσεων αρχίζει να διαλύεται, καθώς οι τεράστιες αντιφάσεις του πολιτισμού αποκαλύπτονται πλέον πλήρως. Σε τελική ανάλυση κανείς δε θα γλυτώσει τον απανθρωπισμό του ανθρώπου και τη λεηλασία του πλανητικού οικοσυστήματος. Πιστεύουμε πως ήρθε η ώρα για ξεκαθάρισμα των θέσεών μας, για κριτική σκέψη και οραματισμό για έναν ποιοτικό μετασχηματισμό του ριζοσπαστικότερου, θεμελιωδέστερου είδους. Η ανάλυση και η πρακτική της αριστεράς είναι ανίσχυρες ενάντια στις πηγές αυτής της κρίσης. Ζήτω η παγκόσμια γιορτή της πραγματικής εξέγερσης! Ας διαλύσουμε ολόκληρο το απαίσιο φορτίο των διαχωρισμών και της αθλιότητας. Το σύνθημα τοίχου στο Παρίσι, το Μάιο του 1968 «Κάτω από το πεζοδρόμιο βρίσκεται η παραλία!» μας καλύπτει απόλυτα.

Το παραπάνω κείμενο του John Zerzan βρέθηκε στην μπροσούρα «πρωτόγονο μέλλον» (σελίδες 39-41) των εκδόσεων «Ζωή ή Πολιτισμός», απ’ όπου και δακτυλογραφήθηκε και αναπαράχθηκε εδώ, λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει ως «εισαγωγικό» κείμενο στον αναρχο-πρωτογονισμό.

Categories
John Zerzan

Ποιός είναι ο Νόαμ Τσόμσκι – John Zerzan

ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΤΣΟΜΣΚΙ!

Ο Νόαμ Τσόμσκι (Noam Chomsky) είναι ίσως ο διασημότερος αμερικανός αναρχικός, πράγμα κομματάκι παράξενο μιας κι ως προς την πολιτική του έκφραση είναι ένας καθωσπρέπει αριστερός-φιλελεύθερος, κι όσον αφορά την ακαδημαϊκή του ειδικότητα, την γλωσσική θεωρία (linguistic theory) ένας κατ’ εξοχήν αντιδραστικός. Ο Τσόμσκι είναι επίσης, ομολογουμένως, ένας ειλικρινής και ακούραστος ακτιβιστής, πράγμα που βέβαια, δεν διασφαλίζει ότι η σκέψη του έχει μια απελευθερωτική χρησιμότητα. Διαβάζοντας τα ατελείωτα βιβλία και τις συνεντεύξεις του, ψάχνουμε μάταια για μια αναρχική, ή έστω οποιαδήποτε κριτική επί του συνόλου. Όταν τον ρώτησαν ξεκάθαρα: «είναι οι κυβερνήσεις αναγκαστικά βλαβερές», η απάντησή του ήταν όχι (28 January 1988). Ασκεί κριτική στις κυβερνητικές πρακτικές, κι όχι στις κυβερνήσεις καθ’ εαυτές, παρακινούμενος από «το καθήκον του ως πολίτης». Η πιο συχνή αναφορά στο έργο του είναι μια έκκληση για δημοκρατία: «αληθινή δημοκρατία», «ενεργή συμμετοχή», «ανάμειξη με τα κοινά» κι όλα τα συναφή (κάτι αντίστοιχο με το εγχώριο τέρας διανόησης που ακούει στο όνομα Γ.Παπανδρέου). Ο στόχος που έχει θέσει είναι «ένας σημαντικός βαθμός εκδημοκρατισμού», κι όχι ίσως κάποια αντικατάσταση της κυρίαρχης τάξης (λέμε τώρα) με μια α-ταξική κοινωνία, την αναρχία. Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν ιδιαίτερα, που οι προσωπικές του πρακτικές εξαντλούνται σε μεγαλεπήβολους ρεφορμισμούς και σε προσπάθειες προσανατολισμένες σε ζητήματα επικαιρότητας, όπως η συμβολική αντίσταση στην καταβολή φόρων και η εγγραφή του ως μέλος σε διάφορες καμπάνιες ευαισθητοποίησης. Αντί για μια κριτική του κεφαλαίου, των μορφών και της δυναμικής του κλπ. ο Τσόμσκι (1992) κάνει έκκληση για «κοινωνικό έλεγχο στις επενδύσεις». Αυτό θα πει κοινωνική επανάσταση!

Εστιάζει, σχεδόν κατ΄ αποκλειστικότητα, στην εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α., μια στενομυαλιά που μαρτυρά μια συντηρητική επιρροή ακόμα και για έναν ριζοσπάστη θεωρητικό. Κι αν επιμένει πως η ιδιαίτερη ανάμειξη στην πολιτική αντιτίθεται σε κάθε πιθανή υποταγή που θα φέρει όλο και λιγότερη ανάμειξη, η εμμονή του Τσόμσκι στην κρατική πολιτική τον επιβαρύνει με μια αποδοχή του κρατισμού. Και αγνοώντας ολότελα περιοχές-κλειδιά (όπως η φύση και η γυναίκα για να αναφέρουμε μονάχα δύο απ’ αυτές), τον καθιστά ακόμη περισσότερο ασυνάρτητο. Όσον αφορά τις ενδο-εξουσιαστικές σχέσεις οι επιδόσεις του είναι λίγο-πολύ απογοητευτικές. Κυρίαρχο ενδιαφέρον εδώ έχει η Μέση Ανατολή, όπου μπορούμε να τον θαυμάσουμε σε μια ανάλυση που μόνο αναρχική ή αντιεξουσιαστική δεν είναι. Επιμένει να βγάζει λογύδρια, όπως στο βιβλίο του The Fateful Triangle, 1983, για τη δημιουργία δύο κρατών ως λύση του Παλαιστινιακού ζητήματος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Το Ισραήλ, μέσα στα διεθνώς αναγνωρισμένα του σύνορα θα απολάμβανε τα νόμιμα δικαιώματα κάθε κράτους παγκοσμίως, ούτε λιγότερα, ούτε περισσότερα». Με αυτές τις απόψεις του, ταυτίζεται επαρκώς και με το εκλογικό πανηγύρι που αργότερα θα τιμήσει κι ο ίδιος (υποστηρίζοντας τους Δημοκρατικούς «για να μη βγει ο Μπούς» κατ αναλογία των εν Ελλάδι αριστερών που ψηφίζουν «ΠΑΣΟΚ, για να μη βγει η Δεξιά»). Στο βιβλίο Voices of Dissent, 1992, φωτίζεται ακόμα μια πλευρά της προσωπικότητάς του όταν ερωτούμενος ποιον θαυμάζει περισσότερο, απαντά τον Ruben Zamora έναν συγκεντρωτικό φιλελεύθερο πολιτικό του Σαλβαντόρ.

Ο «αναρχικός» μας βέβαια, δεν χάνει ευκαιρία να παραπονεθεί για το πόσο τον πολεμά το σύστημα και τα τσιράκια του, θάβοντας το έργο του, παρά το οφθαλμοφανές γεγονός ότι τα πάμπολλα βιβλία του εκδίδονται από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους! (για να μην αναφέρουμε το ότι ως ακαδημαϊκός χρηματοδοτείται για την έρευνα του από τις στρατιωτικές υπηρεσίες των Η.Π.Α.). Δεν μπορούμε όμως και να μην μειδιάσουμε ειρωνικά για τις κλάψες του αυτές, όταν ο ίδιος βάζει τα δυνατά του για την ακόμα μεγαλύτερη περιθωριοποίηση του αναρχικού λόγου. Έχουμε καμαρώσει την αφεντομουτσουνάρα του σε άπειρα τεύχη και αφιερώματα των The Nation, In These Times, και Z Magazine, ωστόσο δεν έχει αναφέρει ποτέ τα Anarchy, Fifth Estate, ή άλλες αντιεξουσιαστικές εκδόσεις. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί δοξάζει τα αριστερά-φιλελεύθερα ΜΜΕ, χωρίς να έχει επιχειρήσει ποτέ καμμιά κριτική, ενώ αγνοεί παντελώς τον αντιεξουσιαστικό τύπο. Το καινούριο βιβλίο με συνεντεύξεις του Τσόμσκι (Class Warfare) προβάλλεται από τα αριστερά-φιλελεύθερα ΜΜΕ ως «μια διαλλακτική νέα σκέψη πάνω στην δημοκρατική επανάσταση». Υποτίθεται ότι παρέχει τις απαντήσεις σε ερωτήσεις όπως: «Γιατί, ως υποστηριχτής των αναρχικών ιδεών, είναι υπέρ της ενδυνάμωσης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης». Η απάντηση βέβαια, που δεν θα τη βρείτε στο βιβλίο, είναι ότι απλούστατα ο άνθρωπος δεν είναι αναρχικός. Καθηγητής για χρόνια στη γλωσσολογία στο Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), κέρδισε φήμη και φράγκα για τις αντιλήψεις του σχετικά με τη φύση της Γλώσσας. Αυτός ο γραφειοκράτης προφέσσορας βλέπει τη γλώσσα σαν ένα ρυθμισμένο, καλοκουρδισμένο γρανάζι μιας «βασικής ανθρώπινης μηχανής» (Barsamian, 1992). Η Γλώσσα λοιπόν, θεωρεί ότι αναπτύσσεται σε ένα αυστηρά προκαθορισμένο μονοπάτι, πάνω-κάτω όπως ένα ανθρώπινο όργανο. Με αυτή την έννοια ο Τσόμσκι λέει ότι η Γλώσσα «απλώς προέκυψε» (1988) και πως θα έπρεπε να την μελετάμε όπως «κάθε πρόβλημα της Βιολογίας»(1978). Με άλλα λόγια (ν αγαπιόμαστε) η Γλώσσα, το βασικότερο στοιχείο του Πολιτισμού, δεν έχει πραγματική σχέση με τον Πολιτισμό και είναι απλά ένα θέμα ενστίκτου – ένας σχηματισμός δοσμένος από βιολογικές εξειδικεύσεις. Κι εδώ, όπως και παντού ο Τσόμσκι δεν μπορεί ούτε καν να διανοηθεί μια προβληματική σχετικά με την καταγωγή της αλλοτρίωσης ή σχετικά με την βάση του Πολιτισμού του συμβολισμού. Η Γλώσσα είναι, για τον Τσόμσκι, ένα αυστηρά φυσικό φαινόμενο, παντελώς άσχετο με την δημιουργία του Πολιτισμού ή με την κοινωνική ανάπτυξη. Μια άποψη αντιδραστική, διόλου άσχετη με την απροθυμία του να θέσει υπό αμφισβήτηση πολλά περισσότερα από ένα στενό πολιτικό πλαίσιο σχέσεων. Το τεύχος καλοκαιριού του 1991 του περιοδικού Anarchy συμπεριλάμβανε «μια σύντομη συνέντευξη με τον Νόαμ Τσόμσκι πάνω στην Αναρχία, τον Πολιτισμό και την Τεχνολογία». Όπως ήταν αναμενόμενο, το μόνο ενδιαφέρον που είχε προέκυπτε από την γενική ασχετοσύνη του προφέσσορα και στα τρία θέματα. Ως προς την άγνοια της αναρχίας, συνυπήρχε βέβαια μαζί της για πολλά χρόνια χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Ως προς τις ερωτήσεις πάνω στο ζήτημα του πολιτισμού και της τεχνολογίας πάντως, ήταν εμφανώς το ίδιο αμήχανος καθώς ήταν απόλυτα απροετοίμαστος να δώσει οποιεσδήποτε ενήμερες απαντήσεις. Αγνοώντας κάθε κριτική επί του συνόλου του πολιτισμού ο Τσόμσκι προφανώς δεν είχε ιδέα από την σχετική βιβλιογραφία, σχετικά γνωστής στους αναρχικούς/αντιεξουσιαστικούς χώρους. Όσον αφορά την τεχνολογία, ήταν σχετικά πιο ομιλητικός, ωστόσο το ίδιο νυχτωμένος όπως και στο θέμα του πολιτισμού. Οι απαντήσεις του δεν ήταν παρά μια επανάληψη όλων των τεχνοφιλικών κλισέ από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, που όλο και περισσότερο έρχονται αντιμέτωπα με τη δυσπιστία (τουλάχιστον) των αναρχικών σήμερα. Ότι, δηλαδή, η τεχνολογία είναι ένα απλό εργαλεία, ένα «ουδέτερο φαινόμενο» που πρέπει να αντιμετωπίζεται με όρους εξειδικευμένης χρήσης.

Ο Τσόμσκι συνεχίζει το παραλήρημά του εγκωμιάζοντας τον ρόλο του αυτοκινήτου: είναι βέβαια οι πολυεθνικές εταιρίες που τα παράγουν, που αποτελούν το πρόβλημα. Όπως και με τη Ρομποτική, θεωρεί ότι έπεσαν εξ ουρανού, και δεν έχουν τις ρίζες τους στην κυριαρχία επί της φύσης, στην ταξική διαίρεση, την εργασία κλπ. Τέλος, δηλώνει πως «το μόνο πράγμα που πιθανόν να λύσει το περιβαλλοντικό πρόβλημα είναι η τεχνολογική πρόοδος». Ω Ναι, κύριε καθηγητή! Κι άλλο από το ψυχοφθόρο, οικο-καταστροφικό τερατούργημα που δημιούργησε τον σημερινό εφιάλτη! Στα τέλη του 1995 ο Τσόμσκι δώρισε κάποια από τα έσοδα μιας «πετυχημένης» ομιλίας του πάνω στην εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α (τι άλλο;) στο «Κέντρο Ελευθερίας κι Αλληλοβοήθειας 223» του Πόρτλαντ, γνωστότερο ως τοπικό αναρχικό «INFOSHOP». Το οποίο με τη σειρά του για να τιμήσει ίσως τον γενναιόδωρο ευεργέτη του κατάλληλα, ξόδεψε τα χρήματα πάνω απ’ όλα σ΄ ένα σύστημα υπολογιστών. Κάποιους μήνες αργότερα χρηματοδότησε και μια μπροσούρα όπου αναγράφεται και το εξής: «Το καθήκον μιας σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας είναι να επιτύχει ότι είναι τεχνολογικά επιτεύξιμο». Δεν χρειάζεται καν να βήξουμε για να γίνει αντιληπτή η πηγή αυτού του αποφθέγματος, όπως και το ποια θα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση ανάλογων απ’ όσους θεωρούμε ότι «καθήκον» μας είναι το γκρέμισμα της «σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας» μας. Για την Ιστορία πάντως, το αυθεντικό (εμετικό) απόσπασμα είναι: «Το καθήκον μιας σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας είναι να επιτύχει ότι είναι τεχνολογικά επιτεύξιμο, δηλαδή μια κοινωνία που βασίζεται στην ελεύθερη εθελοντική συμμετοχή ανθρώπων που παράγουν και δημιουργούν, ζουν τις ζωές τους ελεύθερα μέσα σε θεσμούς που ελέγχουν, και όσο το δυνατόν λιγότερες ιεραρχικές δομές- Νόαμ Τσόμσκι)

(βασισμένο σε κείμενο του John Zerzan (POB 11331,Eugene, OR 97440,USA))

Απολιτίκ Σκληροπυρηνικοί Ενάντια★Στην Πολιτικοποιημένη Μαλάκυνση

(προκήρυξη που κυκλοφόρησε στη σαλονίκη για το γνωστό τεχνοκρατικό μαλάκιο, και μας παραχώρησε σύντροφος από το αρχείο του)

//

1

Categories
John Zerzan

Τι είναι η Πρόοδος – John Zerzan

Τι είναι η Πρόοδος – John Zerzan

Ίσως καμιά άλλη ιδέα δεν υπήρξε τόσο καταλυτική για τον δυτικό πολιτισμό όσο η αντίληψη της προόδου. Είναι επίσης φανερό ότι, όπως το έθεσε ο Robert Nisbet: «Τα πάντα τώρα μας υποδεικνύουν ότι η δυτική πίστη στο δόγμα της προόδου καταρρέει βαθμιαία σε κάθε επίπεδο και κάθε σφαίρα, στα τέλη του 20ου αιώνα. Στον αντιεξουσιαστικό χώρο επίσης, η ιδέα της προόδου έχει περάσει διάφορα στάδια. Πάει καιρός από τότε που οι συνδικαλιστές εργατοπατέρες, όπως ακριβώς και οι συγγενικοί τους μαρξιστές, μπορούσαν να καταδικάσουν στην περιθωριοποίηση και την ανυπαρξία όποιον δεν ενδιαφερόταν να οργανώσει την αλλοτρίωσή του μέσα από τα συνδικάτα, τις ενώσεις και τα συναφή. Αντί για τον παλιό καλό σεβασμό στην εργατικότητα και την παραγωγή (τα θεμέλια της προόδου), μια λουδίτικη αντίληψη για τα εργοστάσια διαδόθηκε γρήγορα και η αντίσταση στην εργασία έγινε μια αφετηρία του ριζοσπαστικού λόγου. Τότε βλέπουμε και κάμποσες γερασμένες λεοπαρδάλεις να προσπαθούν να καλύψουν τις κηλίδες τους: οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW-Wobblies), ντροπιασμένοι για την πρώτη λεξούλα της ονομασίας τους, προσπαθούν αδέξια να αποποιηθούν τη δεύτερη (αν και φυσικά όχι ως οργάνωση). Η οικολογική κρίση θα αποτελέσει σαφώς ένα σημείο ρήξης με την αξία της προόδου, ωστόσο το πώς αυτή παρέμεινε ένα ζήτημα τυφλής πίστης για τόσο πολύ κόσμο είναι σίγουρα ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Τι σήμαινε τελικά η πρόοδος; Η υπόσχεση της προόδου ακολουθούσε την ανθρωπότητα από τα πρώτα ιστορικά της βήματα.

Με την εμφάνιση της γεωργίας και του πολιτισμού, για παράδειγμα, επήλθε η προοδευτική καταστροφή του περιβάλλοντος. Τεράστιες περιοχές της εγγύς ανατολής, της Αφρικής και της Ελλάδας γρήγορα μετατράπηκαν σε αφιλόξενες ερήμους. Όσον αφορά τη βία, ο μετασχηματισμός ενός βασικά ειρηνικού και εξισωτικού κοινοτικού συστήματος στη βίαιη αγροτική/πολιτισμένη κοινωνία ήταν γοργός. «Η εκδίκηση, οι ηγέτες, οι πολεμιστές και οι μάχες φαίνεται να πηγάζουν από, και να προσδιορίζουν, τους πολιτισμένους ανθρώπους», σύμφωνα με τον Peter Wilson. Και η βία έχει κάνει σίγουρα τη δική της πρόοδο, από τα όπλα μαζικής καταστροφής των σύγχρονων Κρατών μέχρι και την έξαρση των ανθρωποκτονιών και των μανιακών δολοφόνων…

Η ίδια η ασθένεια αποτελεί σχεδόν μια εφεύρεση της ζωής στον πολιτισμό. Κάθε γνωστή κληρονομική ασθένεια είναι ένα μέρος του φόρου της ιστορικής αναβάθμισης. Από την ολότητα και την αισθαντική ζωή της προϊστορίας, στη σημερινή εποχή των επιδημιών και της γενικευμένης ψυχικής μιζέριας, έχουμε περισσότερη πρόοδο. Το αποκορύφωμα λοιπόν της προόδου είναι η σημερινή εποχή της πληροφορίας, που ενσαρκώνει την πρόοδο στο διαχωρισμό της εργασίας, από την μεγαλύτερη πιθανότητα αδιαμεσολάβητης αντίληψης στο τωρινό επίπεδο όπου η γνώση μετατρέπεται σε ένα εργαλείο για την ολοκληρωτική καταπίεση, στην εποχή της κυβερνητικής (cybernetics) όπου τα δεδομένα είναι όλα όσα μας έχουν πραγματικά μείνει. Η ίδια η πρόοδος έχει οδηγηθεί στην αμφισβήτηση της έννοιάς της.

Η επιστήμη, το πρότυπο της προόδου, αιχμαλωτίζει και ανακρίνει τη φύση, τη στιγμή που η τεχνολογία την καταδικάζει (και την ανθρωπότητα μαζί) σε καταναγκαστική εργασία. Από την πρωταρχική διαίρεση του εαυτού που σημαίνει ο πολιτισμός στη καρτεσιανή διαίρεση του πνεύματος από τα υπόλοιπα αντικείμενα (συμπεριλαμβανομένου του σώματος), στο άγονο hi-tech παρόν μας, υπήρξε όντως μια τρομερή απόσταση. Δυο αιώνες πριν οι πρώτοι εφευρέτες των βιομηχανικών μηχανών απολάμβαναν την περιφρόνηση και το μίσος των εργατών της αγγλικής υφαντουργίας που υπόκειντο σε αυτές και πάνω κάτω του καθένα, εκτός ίσως από τους καπιταλιστές εργοδότες τους. Οι σχεδιαστές της ηλεκτρονικής σκλαβιάς του σήμερα λατρεύονται σαν πνευματικά είδωλα, αν και η αντίσταση εγείρεται ξανά. Απουσία ισχυρής αντίστασης, η εσωτερική λογική της ταξικής κοινωνίας θα διαμορφωθεί σε μια ολοκληρωτικά τεχνολογικοποιημένη ζωή ως τελικό της στάδιο.

Ο αντίκτυπος της προόδου στην τεχνολογία και την κοινωνία θα γίνει όλο και περισσότερο αντιληπτός χάρη στις τεράστιες καταστροφές. (Θέσεις πάνω στη Φιλοσοφία και την Ιστορία) Ο Walter Benjamin στο τελευταίο και ωραιότερό του έργο, καταγράφει αυτό το λυρικά εκφρασμένο συναίσθημα: «¨Ενας πίνακας του Klee με το όνομα Angelus Novus δείχνει έναν άγγελο να κοιτάζει σαν να πρόκειται να φύγει μακριά από κάτι στο οποίο ήταν ακλόνητα προσδεμένος. Τα μάτια του λαμπυρίζουν, το στόμα του είναι ανοιχτό, τα φτερά του ανοιχτά. Έτσι απεικονίζεις τον άγγελο της ιστορίας, με το πρόσωπο γυρισμένο στο παρελθόν. Αν έχουμε υπόψη μας μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός βλέπει μια μοναδική καταστροφή που συσσωρεύει ερείπια και ουρλιάζει μπροστά στα πόδια του. Ο άγγελος θα ήθελε ίσως να μείνει, να ξυπνήσει τους νεκρούς, και να ξαναενώσει όσα έχουν διαλυθεί. Αλλά μια καταιγίδα εξαπολύεται από τον Παράδεισο. Κεραυνοβολεί τα φτερά του με τόση βία που ο άγγελος δεν μπορεί πια να τα κλείσει. Η καταιγίδα τον καλεί αναντίρρητα στο μέλλον όπου έχει γυρισμένη την πλάτη, ενώ ο σωρός των ερειπίων μπροστά του απλώνεται προς τον ουρανό. Η καταιγίδα αυτή, είναι αυτό που ονομάζουμε πρόοδος.

Μεταφράστηκε τον Οκτώβρη του 2006 στη Σαλονίκη

Categories
Ted Kaczynski (Unabomber)

To πλοίο των τρελών – Ted Kaczynski (Unabomber) – 1999

Ship Of Fools – Ted Kaczynski (Unabomber) – 1999

Μια φορά κι έναν καιρό, ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί ενός πλοίου, μεθυσμένοι από ματαιοδοξία για τις ικανότητές τους, σαγηνευμένοι από την έπαρση και το θαυμασμό για τους εαυτούς τους, οδηγήθηκαν στην παράνοια. Χάραξαν ρότα για το Βορά κι έπλευσαν ώσπου συνάντησαν παγόβουνα και επικίνδυνους παγετώνες, κι ακόμα έπλευσαν προς ύδατα όλο και πιο επικίνδυνα, με μόνο σκοπό να βρουν ευκαιρίες για να φτάσουν σε ακόμα πιο λαμπρά ναυτικά κατορθώματα. Και καθώς το πλοίο έφτανε σε όλο και μεγαλύτερα πλάτη, οι επιβάτες ένιωθαν όλο και πιο άβολα. ’ρχισαν ακόμα να καυγαδίζουν μεταξύ τους και να διαμαρτύρονται για τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν.
«Ανάθεμά με» είπε ένας έμπειρος ναυτικός, «αν δεν είναι τούτο το χειρότερο ταξίδι που έχω κάνει. Το κατάστρωμα έχει καλυφθεί από πάγο κι όποτε βγαίνω έξω οι άνεμοι με γδέρνουν, κάθε φορά που σηκώνω τα πανιά, τα καταραμένα δάχτυλά μου παγώνουν, και όλα αυτά γιατί; Για πέντε άθλια σελίνια τον μήνα!». «Νομίζεις πως εσύ είσαι άσχημα» είπε μια επιβάτις. «Εγώ δεν κλείνω μάτι όλη νύχτα από το κρύο. Οι κυρίες σ’ αυτό το πλοίο δεν παίρνουν τόσες κουβέρτες όσες οι άνδρες. Δεν είναι δίκαιο!». Ένας μεξικάνος μούτσος πρόσθεσε: «Σκατά! Εγώ παίρνω μόνο τα μισά απ όσα οι ευρωπαίοι ναυτικοί. Θέλει πολύ φαί για να κρατηθούμε ζεστοί σ’ αυτό το κλίμα, και δεν παίρνω το μερίδιό μου, οι ευρωπαίοι παίρνουν πιο πολλά. Και το χειρότερο όλων είναι πως το πλήρωμα μου δίνει πάντα διαταγές στα αγγλικά αντί για τα ισπανικά». «Εγώ έχω περισσότερους λόγους να παραπονιέμαι απ’ όλους σας», είπε ένας ινδιάνος ναυτικός. «Αν τα χλωμά πρόσωπα δεν μας είχαν ληστέψει τη γη των προγόνων μας, δε θα χρειαζόταν να είμαι καν σ’ αυτό το πλοίο, ανάμεσα σε παγόβουνα και αρκτικούς ανέμους. Θα έπλεα νωχελικά με το κανώ μου σε κάποια ήρεμη λίμνη. Δικαιούμαι μια κάποια αποζημίωση. Όπως και να ‘χει, ο καπετάνιος θα έπρεπε τουλάχιστον να με αφήνει να παίζω ζάρια, μπας και βγάλω κάνα φράγκο». Ο καμαρότος πετάχτηκε: «Μόλις χθες ο υποπλοίαρχος με αποκάλεσε λούγκρα μόνο και μόνο επειδή ρουφάω πούτσους. Έχω το δικαίωμα να ρουφάω πούτσους χωρίς να με αποκαλούνε έτσι!». «Δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που κακομεταχειρίζονται σ΄ αυτό το πλοίο», τον διέκοψε υποτιμητικά μια ζωόφιλη επιβάτις, «εγώ, μάλιστα, είδα τον υποπλοίαρχο να κλωτσά το σκυλί δύο φορές!» Ένας από τους επιβάτες, που συνέβαινε να είναι ακαδημαϊκός, είπε με έμφαση: «Όλα αυτά είναι εξίσου αισχρά! Είναι ανήθικα! Είναι ρατσισμός, σεξισμός, ομοφοβία, εκμετάλλευση της εργατικής τάξης! Είναι διακρίσεις! Πρέπει να υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη: ίσοι μισθοί για τον μεξικάνο μούτσο, ψηλότερα μεροκάματα για όλους τους ναύτες, αποζημίωση για τον ινδιάνο, ίσες κουβέρτες για τις γυναίκες, ένα κατοχυρωμένο δικαίωμα στο να ρουφάς πούτσους, και όχι άλλες κλωτσιές στο σκύλο!». «Ναι! Ναι!» Φώναξαν οι επιβάτες. «Ζήτω!» φώναξε το πλήρωμα. «Είναι όλα διακρίσεις! Πρέπει να διεκδικούμε τα δικαιώματά μας!».

Ο σερβιτόρος καθάρισε τον λαιμό του. «Αχέμ. Έχετε όλοι σας ισχυρούς λόγους για να παραπονιέστε. Αλλά μου φαίνεται πως αν δεν αλλάξουμε ευθύς τη ρότα του πλοίου και δεν κατευθυνθούμε πίσω στον νότο, αργά ή γρήγορα θα συγκρουστούμε και θα βουλιάξουμε και τότε όλοι οι μισθοί, οι κουβέρτες και το δικαίωμα να ρουφάμε πούτσους θα μας είναι εξίσου άχρηστα, γιατί θα έχουμε πνιγεί.» Όμως κανείς δεν έδωσε σημασία σ’ αυτόν, δεν ήταν άλλωστε παρά ένας σερβιτόρος. Ο καπετάνιος με το πλήρωμα, από το πόστο του ψηλά στην πρύμνη, παρακολουθούσε και άκουγε προσεκτικά. Τώρα γελούσαν κι έκλειναν ο ένας το μάτι στον άλλον, και μ’ ένα νεύμα του καπετάνιου, ο ανθυποπλοίαρχος κατέβηκε στο κατάστρωμα, κι άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους συγκεντρωμένους επιβάτες για να μιλήσει κι αυτός, παίρνοντας μια έκφραση σοβαρή κι αυστηρή: «Εμείς οι αξιωματικοί πρέπει να παραδεχτούμε ότι κάποια πραγματικά απαράδεκτα γεγονότα έλαβαν χώρα στο πλοίο αυτό. Δεν είχαμε αντιληφθεί πόσο άσχημη ήταν η κατάσταση μέχρι που ακούσαμε τα παράπονά σας. Είμαστε άνθρωποι καλόβουλοι και καταλαβαίνουμε τα δίκια σας. Αλλά, ο καπετάνιος βλέπετε, είναι λίγο συντηρητικός και στενόμυαλος, και ίσως καθυστερήσει κάπως να κάνει τις αναγκαίες αλλαγές. Προσωπική μου γνώμη είναι πως πρέπει να διαμαρτυρηθείτε έντονα -ωστόσο πάντα ειρηνικά και χωρίς να παραβιάζετε τους κανονισμούς του πλοίου- και θα ταρακουνήσετε τον καπετάνιο από το λήθαργο και θα τον αναγκάσετε να αντιμετωπίσει τα προβλήματά σας που τόσο δίκαια υποστηρίζετε». Έχοντας πει αυτά, ο ανθυποπλοίαρχος κατευθύνθηκε προς την πρύμνη. Όπως απομακρυνόταν, οι επιβάτες και το πλήρωμα φώναζαν από πίσω του: «Μετριοπαθή! Ρεφορμιστή! Μικροαστέ! Τσιράκι του καπετάνιου! Ωστόσο έκαναν αυτό που τους είπε. Μαζεύτηκαν σε ένα μέρος μπροστά στην πρύμνη, και απαίτησαν να ικανοποιηθούν τα δίκαια αιτήματά τους: «Θέλω υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας» φώναξε ο ναυτικός, «Ίσες κουβέρτες για όλους» φώναξε η κυρία. «Τις διαταγές μου στα ισπανικά!» φώναξε ο μεξικάνος. «Έχω δικαίωμα να παίζω ζάρια» ούρλιαξε ο ινδιάνος. «Κανείς να μη με ξαναπεί λούγκρα» ο καμαρότος, «Όχι άλλες κλωτσιές στο σκυλί» συμπλήρωσε η ζωόφιλη. «Επανάσταση τώρα» φώναξε ο καθηγητής.

Κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Για Τη Διάδοση Της Μεταδοτικής Λύσσας» στη Σαλονίκη τον Οκτώβρη του 2006 – Anti-copyright.

Categories
Walther Bernecker

Μύθος του αναρχοσυνδικαλισμού – Walther Bernecker

Μύθος του αναρχοσυνδικαλισμού

[Walther Bernecker ]

( Σεπτέμβριος 1996 )

Επανάσταση ή Ρεφορμισμός;Για την αλλαγή αναρχικών θέσεων στον Ισπανικό Εμφύλιο

Στην μέχρι τώρα βιβλιογραφία εξυψώνονται δύο κυρίως στοιχεία για να εξηγηθεί η οπισθοχώρηση της επανάστασης και η απώλεια της ισχύος των αναρχικών τα χρόνια 1937 και ΄38.

1/ τα φρανκικά στρατεύματα που κατάστρεφαν οτιδήποτε επαναστατικό κατακτούσαν και 2/ η θέση που κράτησε η δημοκρατική κυβέρνηση και κυρίως το ΚΚΙ που στράφηκε επίσης ενάντια σε οτιδήποτε επαναστατικό μέσα στην δημοκρατική ζώνη. Μπορεί να είναι σωστά αυτά τα δύο στοιχεία, δεν αρκούν όμως για να κατανοήσουμε σε όλο της το βάθος την αποτυχία της επανάστασης. Για να γίνει αυτό χρειάζεται επιπλέον ένα τρίτο στοιχείο. Ποιές οι διαφωνίες μέσα στο αυταρχικό κίνημα και πώς αυτές οι διαφωνίες επηρέασαν τη στρατηγική και την τακτική του αναρχισμού στον εμφύλιο. Μέχρι τον εμφύλιο 1936-37 το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα στην Ισπανία ήταν η μεγαλύτερη οργάνωση των εργατών. Το μαζικό αυτό κίνημα χάνει έδαφος κατά την διάρκεια του πολέμου, μετά την νίκη του Φράνκο κυριολεκτικά κομματιάζεται και μετά την άρση της απαγόρευσης του συνδικαλισμού το 1977 ξαναζεί μια μικρή αναζωπύρωση πριν χωριστεί λόγω ιδεολογικών διαφορών και καταδικαστεί από μόνο του στην ασημαντότητα. Σημαντικότερος φορέας του αναρχοσυνδικαλισμου ήταν η Confederation Nacional del Trabajo (CNT).Η είσοδος της CNT στην κεντρική κυβέρνηση, η προτεραιότητα να νικηθεί ο πόλεμος εις βάρος της κοινωνικής επανάστασης, το «προτσές» πολιτικοποίησης με την αρνητική έννοια. Όλα αυτά έκαναν τους εργάτες να χάσουν την εμπιστοσύνη τους ενώ οι ιδεολογικοί αντίπαλοι του αναρχοσυνδικαλισμου έβλεπαν να επιβεβαιώνεται με τις κριτικές που είχαν για αδυνατότητα εφαρμογής της αναρχοσυνδικαλιστικής θεωρίας.

Μέσα στο ελευθεριακό κίνημα το αμάρτημα της συμμετοχής σε μια κυβέρνηση και η «ρεφορμιστική» συνεργασία με άλλα συνδικάτα και κόμματα αναζωπύρωσαν τις διαμάχες των διαφόρων τάσεων. Όλοι οι αναρχικοί συγγραφείς που άσκησαν κριτική στο κίνημα που συμμετείχαν και στο ρόλο που έπαιξε αυτό στην ισπανική ιστορία, μιλάνε για ελλιπής συμφωνία των αναρχικών για τον τρόπο πραγματοποίησης μιας κοσμοθεώρησης που τόσο η CNT όσο και οι «καθαροί» αναρχικοί της Federation Anarquista Iberia αποκαλούν «ελευθεριακό κομμουνισμό». Αυτές οι διαφωνίες σε ιδεολογικά και πρακτικά ζητήματα ξεκινούν από τις αρχές του κινήματος: στο πρώτο συνέδριο των εργατών το 1870 στην Βαρκελώνη χρειάσθηκε να ψηφίσουν για τοπρόγραμμα της ομοσπονδίας. Οι διάφορές μέσα στο αναρχικό κίνημα (ρεφορμιστικές ή επαναστατικές) οξύνθηκαν τόσο που το 1931 διασπάται το αναρχοσυνδικαλιστικό συνδικάτο και οι σχέσεις μεταξύ CNT και της FAI ποτέ δεν υπήρξαν άριστες. Θα χρειαζόταν μια πιο λεπτομερείς ανάλυση των διαφωνιών σε κάθε περίπτωση, αλλά λίγο πολύ η μεγάλη διαμάχη ήταν αν τελική κατάσταση του ελευθεριακου κομουνισμού θα κατακτιόταν με ένα βίαιο ξέσπασμα του επαναστατικού πνευματος ή με μια μακρόχρονη σταδιακή «ρεφορμιστική» πορεία.

Στο συνέδριο του Μάη του 1936 στην Σαραγόσα υπήρξε βέβαια επανένωση των συνδικάτων, αλλά οι ιδεολογικές διαφορές παρέμειναν. Έτσι ο πόλεμος βρίσκει τους αναρχικούς ενωμένους σ΄ένα συνδικάτο αλλά ουσιαστικά ασύμφωνους σ΄ότι αφορά ζητήματα τακτικής και αυτή η ασυμφωνία θα έχει σημαντικές συνέπειες για την κοινωνική επανάσταση που άρχισε στις 19 Ιουλίου 1936. Αυτή η επανάσταση σαν μια πυρκαγιά σάρωνε τα πάντα στο περασμά της και έθετε στους επαναστάτες όχι μόνο το ερώτημα για τη δημιουργία νέων οικονομικών σχέσεων και κολλεκτίβων αλλά έπρεπε να βρεθεί και μια καινούργια πολιτική σχέση του οργανωμένου αναρχισμού με το μέχρι τώρα κάθετα απορριπτόμενο κράτος. Οι θεσμοί που συμβόλιζαν το καταπιεστικό κράτος τώρα είχαν καταστραφεί- στρατός, αστυνομία, κυβέρνηση, δικαστήρια. Το ερώτημα τώρα ήταν: να καταστραφεί τώρα κάθε κρατικός μηχανισμός και να εφαρμοστεί η οριζόντια κοινωνία των κολλεκτίβων και των εργατικών συμβουλίων χωρίς ιεραρχία και κυβέρνηση ή να νικηθεί πρώτα ο πόλεμος; Ο αναρχικός Juan Garcia Oliver που θα γινόταν αργότερα υπουργός δικαιοσύνης θυμάται ότι για αυτόν τότε υπήρχαν δύο επιλογές : από τη μια ελευθεριακός κομμουνισμός, που ουσιαστικά θα σήμαινε μια αναρχική δικτατορία και από την άλλη δημοκρατία , που θα σήμαινε συνεργασία. Οι καταλανικές τοπικές επιτροπές της CNT αποφασίζουν να συνεργαστούν με τους υπόλοιπους «αντιφασίστες» στις λεγόμενες αντιφασιστικές πολιτοφυλακές. Έτσι υπερισχύει μέσα στο αναρχικό κίνημα εκείνη η ρεφορμιστική τάση που λίγες εβδομάδες πριν στο συνέδριο της Σαραγόσα είχε ηττηθεί από την ορθόδοξη αναρχική τάση της FAI. Ξαφνικά οι καταλανοί αναρχικοί συνειδητοποιούν ότι δεν είχαν ποτέ αναπτύξει μια τακτική για τη φάση μετάβασης από μια κοινωνική οργάνωση σε μια άλλη. Έτσι σταδιακά, βήμα-βήμα συμμετέχουν όλο περισσότερο στον νέο «επαναστατικό» όργανο εξουσίας από φόβο πως οι ιδεολογικοί αντίπαλοί τους θα εκμεταλλευόντουσαν την απουσία τους και θα καπέλωναν την επανάσταση. Αυτός ο πολιτικός μετασχηματισμός του οργανωμένου αναρχισμού στην Ισπανία προκάλεσε αντιδράσεις σε όλο τον πλανήτη από την μεριά των αναρχικών. Από την άλλη μπορούσε κανείς να ακούσει τα χαχανητά των αντιπάλων του αναρχισμού , που δεν έβλεπαν στην είσοδο της CNT στην κυβέρνηση ως ένα τακτικό βήμα και ως εξαίρεση , αλλά ως την πρακτική αποτυχία της αντικρατιστικής άποψης.

Όταν οι αναρχικοί της CNT-FAI εγκατέλειψαν την κυβέρνηση λογοδότησαν για την δράση τους και έγινε κατανοητό ότι υπήρξαν πολύ αφελείς. Οι κομμουνιστές τους χρησιμοποίησαν για να καταστείλουν την κοινωνική επανάσταση και μετά ουσιαστικά τους πέταξαν από την κυβέρνηση τον Μάη του 1937. Χαρακτηριστικό είναι το τι συνέβη στις αρχές Μάη του �37 στη Βαρκελώνη όπου για να καταλάβει ο κομμουνιστικός πλέον στρατός την πόλη που ήταν στα χέρια των αγωνιστών της CNT-FAI χρειάστηκε να παρέμβουν οι αναρχικοί υπουργοί και να στείλουν σπίτι τους αγωνιστές των οδοφραγμάτων.

Αλλά και μετά την έξοδο της CNT-FAI από την κυβέρνηση οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν επέστρεψαν στην επαναστατική παράδοση της άμεσης δράσης και της άρνησης του κράτους, ακόμα και όταν η δημοκρατική κυβέρνηση επιτίθονταν σε επαναστατικές δομές όπως στην Αραγονία. Οι εκατομμύρια εργάτες που στήριζαν την CNT-FAI καθόλη τη διάρκεια αυτών των ενδοδημοκρατικών «παιχνιδιών» έμεινα ανεκμετάλλευτοι. Το συνδικάτο δεν τους ενεργοποίησε , αντιθέτως αρκέστηκε σε διάφορες απειλές που το φθινόπωρο του 1937 κανένας πλέον δεν έπαιρνε στα σοβαρά. Ο ισπανικός αναρχισμός είχε χάσει πλέον την τεράστια δύναμη που είχε πριν το πόλεμο. Σίγουρα όμως η στάση της CNT-FAI δεν έβρισκε σύμφωνους όλους τους αναρχικούς στην Ισπανία. Τέλος 1937 η οργάνωση νεολαίας Juventutes Libertarias εκδίδει μια μπροσούρα όπου οι Calero, Campos και Peirats κατηγορούν την CNT για προδοσία των ιδεολογικών αρχών του αναρχισμού. Κατηγορούν την ηγεσία της CNT ότι τους ξεγελούσαν λέγοντάς τους ότι οι καταστάσεις απαιτούν τέτοια παραβίαση ιδεολογικών αρχών. Κατηγορούσαν επίσης την ιδεολογική αποπλάνηση, τον αναρχολενινισμό και την αυθεντία της ηγεσίας που δεν επέτρεπε καμιά κριτική από τα αριστερά. Σχεδόν την ίδια στάση κράτησαν και οι Amigos de Durutti..

Ο Diego Abat de Sadillan γράφει το 1938 για την CNT: «Σε όλες τις επαναστάσεις οι προοδευτικές μειοψηφίες προσπαθούν, όσο είναι βέβαια εφικτό, να καταστρέψουν το παλιό καθεστώς και να χτίσουν καινούργιες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Στην ισπανική επανάσταση αυτές οι μειοψηφίες δεν διευκόλυναν την κοινωνική πρόοδο αλλά το αντίθετο. Στην Ισπανία υπήρχε μια πλατιά μάζα ανθρώπων που ήθελε την επανάσταση και υπήρχαν και οι λεγόμενες ηγετικές μειοψηφίες- ανάμεσά του και η δικιά μας -που όχι μόνο δεν δρούσαν ερεθιστικά για επιτευχθεί αυτός ο στόχος, αλλά προσπάθησαν με όλα τα μέσα να του κόψουν τα φτερά».

(To κείμενο βρέθηκε στο διαδικτυακό τόπο της ομάδας Tristero)

Categories
Feral Faun

ΟΙ ΑΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ – FERAL FAUN

ΟΙ ΑΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ – FERAL FAUN

“Είμαστε υπέρ της ανάπτυξης ενός εργατικού κινήματος βασισμένου στην άμεση δημοκρατία, όχι απλά επειδή αυτό θα είναι πιο αποτελεσματικό στον σημερινό αγώνα ενάντια στην τάξη των εργοδοτών, αλλά κι επειδή προεικονίζει και θέτει τη βάση για μια κοινωνία ελευθερίας και ισότητας, χωρίς εξουσιαστές ή εκμετάλλευση”. – Από φυλλάδιο της Workers Solidarity Alliance, αναρχοσυνδικαλιστικής οργάνωσης.

Κατά τον δέκατο τέταρτο με δέκατο πέμπτο αιώνα έλαβε χώρα ένας κοινωνικός μετασχηματισμός που έφτασε στην κορύφωσή του κατά τον αμερικανικό πόλεμο της ανεξαρτησίας και τη γαλλική επανάσταση. Η περίοδος αυτή σηματοδότησε την εξέγερση της αστικής τάξης ενάντια στο παλιό φεουδαρχικό σύστημα και την καθολική εκκλησία. Στη θέση της φεουδαρχίας, εγέρθηκε στον οικονομικό τομέα το καπιταλιστικό σύστημα και στον πολιτικό το δημοκρατικό. Οι φιλελεύθεροι δημοκράτες, αντί να επιτρέπουν σε μια μη αιρετή αριστοκρατία ή σε έναν βασιλιά να κυβερνά, απαίτησαν να αποδοθεί το έργο της διακυβέρνησης «στο λαό» μέσα φυσικά από τους επίσημους αντιπροσώπους του και τη ψήφο του. Όπως και οι παραπάνω αναρχοσυνδικαλιστές, κι οι αστοί επίσης ήθελαν μια «κοινωνία ελευθερίας και ισότητας, χωρίς εξουσιαστές ή εκμετάλλευση». Αν αφήσουμε κατά μέρος τις αναφορές σε λέξεις όπως «εργάτες» ή «τάξη των εργοδοτών» το παραπάνω απόσπασμα θα μπορούσε να το έχει γράψει ακόμα κι ο Thomas Paine.

Φυσικά, οι αναρχοσυνδικαλιστές θα μας εξηγούσαν ότι δε δίνουν στις λέξεις το ίδιο νόημα που τους έδιναν οι αστοί επαναστάτες. Και ίσως γίνονταν πιστευτοί αν δεν αντανακλούσε ο αναρχοσυνδικαλισμός την αστική ιδεολογία σε πολύ σημαντικότερα ζητήματα εκτός από αυτό της φρασεολογίας. Οι αξίες που υποστηρίζουν οι αναρχοσυνδικαλιστές δε διαφέρουν από αυτές των πιο ριζοσπαστών από τους φιλελεύθερους αστούς θεωρητικούς, και το ιδανικό τους, αν το εξετάσουμε προσεκτικά, δεν αποτελεί παρά μια προέκταση του φιλελεύθερου ιδανικού.

Όπως ήδη προείπα, το οικονομικό σύστημα που κυριάρχησε με την άνοδο της αστικής τάξης ήταν ο καπιταλισμός. Δε θα μπω σε μια μακροσκελή περιγραφή του καπιταλιστικού συστήματος, αρκεί να αναφέρω ότι το διακριτικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού σε σχέση με άλλα οικονομικά συστήματα, δεν είναι η ύπαρξη των καπιταλιστών αλλά η παραγωγή πλεονάζοντος κεφαλαίου που επιτρέπει τη συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξης. Ο καπιταλιστικός είναι ένα αρκετά ηθικό σύστημα, εννοώντας ότι απαιτεί κάποιες ηθικές αξίες παραπάνω από προσωπικές ανάγκες, επιθυμίες ή απληστία ούτως ώστε να αναπτύσσεται απρόσκοπτα. Οι αξίες αυτές που αποτελούν ζωτικό στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι η παραγωγικότητα και η πρόοδος. Κάθε τεχνολογική καινοτομία λοιπόν, πρέπει να εναγκαλιστεί εκτός αν αποδειχτεί ότι θέτει σε κίνδυνο την περαιτέρω ανάπτυξη του κεφαλαίου. Ουσιαστικό μέρος της παραγωγής και της προόδου αποτελεί η εργασία κι έτσι οι αστοί αποδίδουν ιδιαίτερη αξία στην εργασία, κι αντίθετα με τα όσα πιστεύουν κάποιοι «ριζοσπάστες» εργατιστές, δεν είναι σπάνιο ένας καπιταλιστής να εργάζεται πολύ περισσότερες ώρες από έναν βιομηχανικό εργάτη, πρόκειται ωστόσο για εργασία οργανωτική παρά παραγωγική. Αυτοί που καταφέρνουν να αποφεύγουν την εργασία, στιγματίζονται ως το ηθικό κατακάθι της καπιταλιστικής κοινωνίας, τα παράσιτα που ζουν εις βάρος του εργαζόμενου λαού…

Οι αναρχοσυνδικαλιστές εσωτερικεύουν κάθε μια από αυτές τις καπιταλιστικές αξίες. Το ιδανικό τους είναι «μια πραγματική διαχείριση της παραγωγής από τους ίδιους τους ανθρώπους». Παρά τις πολυάριθμες ανθρωπολογικές αποδείξεις περί του αντιθέτου, θεωρούν ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αγωνιζόμενος να επιβιώσει κι ότι το χρωστάμε στη τεχνολογία και την πρόοδό της, το ότι μπορούμε σήμερα να ζούμε τις υπέροχες ζωές που μας προσφέρει και να απολαμβάνουμε όλα τα τελευταίας μόδας καταναλωτικά προϊόντα, αν μου επιτρέψετε έναν σαρκασμό! Οι συνδικαλιστές θεωρούν ότι πρόκειται για κάποιες συγκεκριμένες συνέπειες της τεχνολογίας που είναι αρνητικές για την επιβίωση, αλλά ότι η τεχνολογία σαν σύνολο καθώς και η πρόοδος είναι γενικά θετικές. Υπό το φως αυτών των πεποιθήσεων, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που υμνούν την εργασία, μιας και χωρίς την εργασία δε θα υπήρχε ούτε παραγωγή ούτε πρόοδος. Όπως ακριβώς οι αστοί, βλέπουν αυτούς που αποφεύγουν την εργασία σαν «παράσιτα» (Δες για παράδειγμα το Listen Anarchist, Chaz Bufe). Το μόνο πραγματικό πρόβλημα που έχουν με το καπιταλιστικό σύστημα είναι το ποιος έχει την ευθύνη. Αυτό που θα προτιμούσαν θα ήταν η ύπαρξη ενός και μόνου Μεγα-καπιταλιστή: της διεθνούς ένωσης των εργαζομένων, παρά να έχει τον έλεγχο μια ποικιλία από άτομα, εταιρείες και κράτη. Όμως η βασική δομή του κόσμου θα παρέμενε η ίδια. Όπως οι αστοί, και ίσως λίγο χειρότερα, οι αναρχοσυνδικαλιστές εσωτερικεύουν κάθε βασική αξία του καπιταλισμού.

Αν η παραγωγή και η πρόοδος είναι θετικές αξίες, κι η παραγωγική εργασία εξίσου σημαντική, τότε ο κοινωνικός συμβιβασμός είναι ζωτικής σημασίας. Έχω ήδη αναφέρει πως η αποφυγή της εργασίας αντιμετωπίζεται σαν παρασιτισμός. Κάθε ευχαρίστηση που δεν μπορεί να εμπορευματοποιηθεί και να τεθεί έτσι κάτω από τον έλεγχο της παραγωγής θεωρείται ως ανήθικη. Ο παράνομος, η πόρνη, ο ζητιάνος, το κλεφτρόνι, κάθε άτομο που δεν συνεισφέρει θετικά σ’ αυτή την κοινωνία είναι καταδικασμένο σαν μια αποτυχία ή σαν εγκληματίας. Ακόμα ο μποέμ, ο ασυμβίβαστος καλλιτέχνης, μουσικός, ποιητής, φαίνεται ύποπτος στα μάτια του αστού, τουλάχιστον μέχρι να βρει έναν τρόπο να επαναφομοιώσει τις δημιουργικές ορμές του που έχουν αποστατήσει.

Την ίδια αντιμετώπιση απολαμβάνουν όλοι όσοι δε χωρούν στην κοινωνία αυτή κι από τους αναρχοσυνδικαλιστές. Η χαρακτηριστική απαξίωση των «περιθωριακών» στο βιβλίο «Listen Anarchist!» καθιστά κάτι τέτοιο αρκετά σαφές. Ο τρόπος που η αναρχοσυνδικαλιστική CNT επαναλαμβανόμενα «πούλησε» τον παράνομο αναρχικό Sabate, ενώ συνέχισε να δέχεται και να κάνει χρήση των χρημάτων από τις ληστείες του που της εμπιστευόταν, είναι πραγματικά χυδαίος. Καθ όλη την ιστορία του, ο αναρχοσυνδικαλισμός προσπάθησε να κατασβήσει τη φλόγα των ανεξέλεγκτων εξεγερμένων, κάποιες φορές μέσα από την πειθώ, κάποιες άλλες μέσα από την προσβολή, έτσι ώστε να τους παρακινήσει να συμβιβαστούν και να αποδεχτούν την κυρίαρχη κοινωνία. Οπουδήποτε αναρχικές εξεγέρσεις ξεπερνούσαν τα όρια που έθεταν οι αναρχοσυνδικαλιστές, αυτοί οι υποτιθέμενοι μη νομιμόφρονες, ήταν πάντα οι πρώτοι που θα φώναζαν: «Εγκληματίες», «Τρομοκράτες»!. Όπως ακριβώς οι αστοί, θέλουν την απρόσκοπτη ανάπτυξη της προόδου, κι αυτό απαιτεί κοινωνικό συμβιβασμό.

Χέρι χέρι με τον κομφορμισμό, αναπτύσσεται και η λατρεία της κοινωνικής ειρήνης. Είναι αλήθεια ότι οι αστοί εκμεταλλεύτηκαν τους εθνικούς πολέμους για να επεκτείνουν το κεφάλαιο, αλλά κάτι τέτοιο είναι σχετικά επισφαλές, μιας και κάθε βία μπορεί να αναταράξει την απρόσκοπτη ροή του κεφαλαίου. Μόνο η βία που αναπτύσσουν οι επίσημες αρχές με μια ορθολογική και ηθική βάση έχει θέση στην αστική κοινωνία. Κάθε προσωπική διένεξη όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει τη βία αλλά και να είναι τυπικά, συγκαταβατική, να αντιμετωπίζεται μέσα από το διάλογο, τη διαπραγμάτευση, τη διαλλακτικότητα. Τα πάθη δεν πρέπει να ανάβουν. Η κοινωνική ειρήνη δεν πρέπει να διαρρηγνύεται παρά στις πιο ακραίες περιπτώσεις.

Οι αναρχοσυνδικαλιστές εκτιμούν επίσης την κοινωνική ειρήνη. Από τις «αστικές επιδράσεις στον αναρχισμό» του Luigi Fabri ως το Listen Anarchist! του Bufe, προσπαθούν να αποτρέψουν τους αναρχικούς από κάθε λεκτική ακόμα έκφραση βίας, κατά ειρωνικό τρόπο προσπαθούν να αποδείξουν ότι κάτι τέτοιο οφείλεται σε παρανοήσεις του αναρχισμού που οφείλονται στον αστικό τύπο. Τώρα, γιατί θεωρούν ότι οι άνθρωποι με το θάρρος και την νοημοσύνη να εξεγερθούν ενάντια στον εξουσιαστικό κόσμο θα χειραγωγούνταν από τον αστικό τύπο, δεν έχω ιδέα! Όπως ακριβώς και οι αστοί, οι αναρχοσυνδικαλιστές μας προτρέπουν να διαχειριστούμε τις διαφορές μας ορθολογικά, χωρίς πάθη, με ειρηνικό τρόπο. Κάθε ενεργή, βίαια έκφραση ατομικής εξέγερσης θεωρείται ανευθυνότητα, αντεπαναστατική κι ανήθικη πράξη από τους αναρχοσυνδικαλιστές. Κάθε ένας που σπάει τον νόμο, ονομάζεται στην καλύτερη περίπτωση, ανεγκέφαλος και πιο συχνά εγκληματίας ή τρομοκράτης. Στην πραγματικότητα, εκτός από μια «επαναστατική κατάσταση», οι αναρχοσυνδικαλιστές απορρίπτουν κάθε είδους παράνομη δραστηριότητα σαν μη-παραγωγική, μη-προοδευτική (λες κι αυτό είναι αναγκαστικά κάτι κακό). Μόνο η επανάσταση της εργατικής τάξης (η «απόλυτη εξουσία» για την αναρχοσυνδικαλιστική θεωρία) μπορεί να δικαιολογήσει τη βία, και η βία αυτή ακόμα πρέπει να είναι ορθολογική και ηθική ούτως ώστε να αφήσει τους παραγωγικούς θεσμούς ακέραιους, και να κάνει την μετάβαση στην αναρχοσυνδικαλιστική παραγωγή όσο το δυνατόν πιο ομαλή.

Οι αναρχοσυνδικαλιστές πιστεύουν επίσης ότι θα δημιουργήσουν μια ορθολογική, ηθική κοινωνία. Μας καλούν να «αντισταθούμε στον ανορθολογισμό… οπουδήποτε κι αν υψώνεται». Το πρόβλημα που αναγνωρίζουν στην σημερινή κοινωνία είναι ότι δεν τη θεωρούν αρκετά ορθολογική, αρκετά ηθική. Μιας και η ηθική συμπεριφορά πηγάζει από την ορθολογικότητα (σύμφωνα με τη γνώμη τους), πρέπει να κυριαρχήσει σε κάθε σφαίρα της ζωής. Όχι τα πάθη ή οι επιθυμίες μας, αλλά το «ορθολογικό μας συμφέρον» θα έπρεπε να μας οδηγούν, λεν οι συνδικαλιστές, κι ακούγεται η ηχώ των αυταρχικών δικτατόρων. Είναι λοιπόν πιο ορθολογικό και πιο ηθικό όταν ο παραγωγός ελέγχει τα μέσα της παραγωγής, λένε, αγνοώντας επιδεικτικά το ερώτημα του κατά πόσο και πώς είναι εύκολο να ελέγχει ο καθένας τα παραγωγικά μέσα στη βιομηχανική κοινωνία.

Τόσο οι φιλελεύθεροι αστοί θεωρητικοί, όσο και οι αναρχοσυνδικαλιστές επιζητούν μια ορθολογική, ηθική κοινωνία βασισμένη στην ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, που να εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και οι δύο απαιτούν μια άψογα ρυθμισμένη οικονομία με υψηλούς δείκτες παραγωγικότητας που να εγγυώνται την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο. Και οι δύο απαιτούν την κοινωνική ειρήνη και τον κομφορμισμό προκειμένου να πραγματοποιήσουν τους σχεδιασμούς τους. Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι πρόκειται για δυο διαφορετικούς σχεδιασμούς. Οι αστοί βλέπουν την οικονομία σαν μια ουδέτερη πολιτικά δύναμη που μπορεί να αναπτύσσεται επαρκώς και ηθικά με την μορφή της ιδιωτικής επιχείρησης. Οι αναρχοσυνδικαλιστές αναγνωρίζουν την οικονομία σαν μια πολιτική δύναμη, η οποία όμως πρέπει να διαχειριστεί δημοκρατικά. Οι φιλελεύθεροι αστοί πιστεύουν ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να πραγματοποιήσει το ιδανικό τους. Οι αναρχοσυνδικαλιστές πιστεύουν ότι η δημοκρατία πρέπει να είναι άμεση, αν και δεν μας ρωτάν κατά πόσο θέλουμε να περνάμε την ώρα μας ψηφίζοντας αμεσοδημοκρατικά για κάθε κοινωνικό ζήτημα που προκύπτει. Το ιδανικό του αναρχοσυνδικαλισμού είναι πραγματικά μια επέκταση του φιλελεύθερου αστικού ιδανικού – μια απόπειρα να σπρωχτεί πέρα από τη λογική του κατάληξη.

Εδώ οδηγούμαι στον τελευταίο παραλληλισμό μεταξύ του αστικού φιλελευθερισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού, ενός παραλληλισμού όχι σε επίπεδο ιδεών, αλλά άγνοιας. Κανείς τους δε φαίνεται ικανός να αναγνωρίζει τις πραγματικότητες του κοινωνικού συστήματος κάτω από το οποίο ζούμε. «Η καθημερινή δραστηριότητα των σκλάβων παράγει τη σκλαβιά» (Fredy Perlman). Ενώ μιλάμε για την ελευθερία και τη δημοκρατία, ο φιλελεύθερος αστός κι ο αναρχοσυνδικαλιστής βλέπουν μόνο τις ανθρώπινες εξουσίες που τις ελέγχουν. Κλείνουν τα μάτια μπροστά στις κοινωνικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν κι αποτελούν την πραγματική πηγή αυτής της σκλαβιάς. Έτσι, οι φιλελεύθεροι αστοί θα χαροποιούνταν αν ξεφορτώνονταν τους παπάδες, τους βασιλείς, όπως και οι αναρχοσυνδικαλιστές αν έδιωχναν τα αφεντικά και τους κυβερνήτες. Όμως τα εργοστάσια θα έμεναν ανέπαφα, τα μαγαζιά το ίδιο (αν και οι συνδικαλιστές ίσως τα μετονόμαζαν σε «κέντρα διανομής» ή κάτι τέτοιο), οι οικογένειες θα παρέμεναν ως είχαν, ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα θα παρέμενε ανέπαφο. Αν η καθημερινή μας δραστηριότητα δεν άλλαζε ριζικά – και οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν δίνουν κάποια ένδειξη ότι επιθυμούν να αλλάξουν οτιδήποτε εκτός από το να προσθέτουν το βάρος της διαχείρισης των εργοστασίων σε αυτούς που ήδη σηκώνουν το βάρος της εργασίας σε αυτά. Οπότε τι διαφορά κάνει το να μην υπάρχουν αφεντικά; Είμαστε ακόμα σκλάβοι! Αλλάζοντας το όνομα κάποιου πράγματος δεν το κάνει να εξαφανιστεί. Υπάρχει όμως ένας λόγος που ούτε οι φιλελεύθεροι αστοί ούτε οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν μπορούν να διακρίνουν την σκλαβιά που βρίσκεται στην καρδιά του κοινωνικού συστήματος.

Δεν βλέπουν την ελευθερία σαν την ικανότητα μιας μοναδικής ύπαρξης να δημιουργεί τη δική του/της ζωή όπως επιλέγει. Βλέπουν την ελευθερία σαν την ικανότητα ενός ατόμου να προσαρμοστεί πλήρως και ενεργά στην ορθολογική κοινωνία της προόδου. Το «Η σκλαβιά είναι ελευθερία» δεν είναι μια απόκλιση της σταλινικής ή της φασιστικής σκέψης, είναι έμφυτο σε κάθε προοπτική για την οποία η ελευθερία αναφέρεται στην κοινωνία κι όχι στο άτομο. Ο μόνος τρόπος να εγγυηθεί κανείς την «ελευθερία» τέτοιων κοινωνιών είναι να καταστείλει την αδιαλλαξία και την εξέγερση οπουδήποτε εγείρονται. Οι αναρχοσυνδικαλιστές ίσως μιλούν για κατάργηση του κράτους, αλλά θα χρειαστεί να αναπαράγουν κάθε μια από τις λειτουργίες του ώστε να εγγυηθούν την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας τους. Ο αναρχοσυνδικαλισμός δεν σηματοδοτεί ένα ρήγμα με τη σημερινή κοινωνία. Απλά ζητάει την επέκταση των αξιών της κοινωνίας αυτής έτσι ώστε να κυριαρχούν πιο απόλυτα την καθημερινή ζωή μας. Κάθε πραγματικός εξεγερμένος, κάθε αποστάτης, κάθε παράνομο και άγριο ελεύθερο πνεύμα δε θα μπορούσε να αποδεχτεί μια αναρχοσυνδικαλιστική κοινωνία περισσότερο από όσο ανέχεται τη σημερινή. Θα έπρεπε να συνεχίσουμε να φέρνουμε το χάος, να δημιουργούμε δημιουργικά ρήγματα με την κοινωνία, γιατί αυτό που θέλουμε δεν είναι περισσότερος έλεγχος πάνω στη σκλαβιά μας, κι αυτό είναι το μόνο που οι αναρχοσυνδικαλιστές μας προσφέρουν, αυτό που θέλουμε είναι να σπάσουμε τις αλυσίδες της σκλαβιάς και να ζήσουμε τις ζωές μας στην ολότητά τους.

[Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Ιούλης 2007]


Categories
Feral Faun

H Kατάργηση της κοινωνίας – Feral Faun

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ Ή ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ -FERAL FAUN-

«Κοινωνία::1. μια ομάδα ατόμων που έχουν τα ίδια έθιμα, πιστεύω κλπ ή ζουν κάτω από μια κοινή κυβέρνηση και που θεωρούνται ότι σχηματίζουν μια κοινότητα3. όλοι οι άνθρωποι, όταν θεωρούνται ότι σχηματίζουν μια κοινότητα στην οποία το κάθε άτομο είναι εν μέρει εξαρτώμενο από όλα τα υπόλοιπα» Λεξικό Webster’s

Τίποτε απ  ό,τι ξέρουμε δε μπορεί να θεωρηθεί αληθινό  καμμιά από τις θεωρήσεις μας για τον κόσμο δεν είναι ιερή και καλά θα κάναμε να τις αμφισβητήσουμε όλες. Πολλοί αναρχικοί μιλούν για τη δημιουργία μιας «καινούριας» ή «ελεύθερης» κοινωνίας. Αλλά πολλοί λίγοι αμφισβητούν την ίδια την έννοια της κοινωνίας. Η θεώρηση για την κοινωνία είναι άμορφη – και πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί απ ότι συγκεκριμένες όψεις της όπως η κυβέρνηση, η θρησκεία, ο καπιταλισμός, η τεχνολογία. Είμαστε τόσο βαθιά εμποτισμένοι μ αυτή που το να την αμφισβητήσουμε είναι σαν να αμφισβητούμε την ίδια μας τη φύση  κάτι κάνει την αμφισβήτησή της ακόμα πιο επιτακτική. Η απελευθέρωση του εαυτού μας από την θωράκιση του χαρακτήρα που καταπιέζει τα πάθη και τις επιθυμίες μας έχει κάθε δικαίωμα να απαιτήσει όχι απλά την αλλαγή της κοινωνίας, αλλά την κατάργησή της. Οι παραπάνω ορισμοί του λεξικού δείχνουν την κοινωνία ως μια μοναδική οντότητα αποτελούμενη από άτομα που υπάρχουν σε μια συνθήκη (δυνητικής τουλάχιστον) αλληλεξάρτησης μεταξύ τους  που με άλλα λόγια δεν είναι ολοκληρωμένα από μόνα τους. Αντιλαμβάνομαι την κοινωνία ως ένα σύστημα από σχέσεις ανάμεσα σε όντα που δρουν ( ή που αντιμετωπίζονται) ως κοινωνικοί ρόλοι με σκοπό την αναπαραγωγή του συστήματος και των εαυτών τους ως κοινωνικά άτομα.

Η εξάρτηση των κοινωνικών ατόμων δεν είναι ίδια με την βιολογική εξάρτηση των βρεφών. Η βιολογική εξάρτηση τερματίζεται όταν το παιδί αποκτήσει επαρκή κινητικότητα και συντονισμό χεριού και ματιού (περίπου σε ηλικία 5 χρόνων). Αλλά σε αυτά τα 5 χρόνια, οι κοινωνικές σχέσεις της οικογένειας καταπιέζουν τις επιθυμίες του παιδιού, ενσταλάζουν τον φόβο του κόσμου μέσα τους κι έτσι καλύπτουν τη δυνατότητα για μια ολοκληρωμένη, ελεύθερη, δημιουργική ατομικότητα πέρα από τη ψυχική εξάρτηση που μας κάνει να κολλάμε απελπισμένα ο ένας στον άλλον ενώ αλληλοπεριφρονούμαστε. Όλες οι κοινωνικές σχέσεις έχουν ως βάση την ατέλεια που παράγεται από την καταπίεση των επιθυμιών μας και του πάθους μας. Η βάση τους είναι η ανάγκη μας για τους άλλους κι όχι η επιθυμία μας γι αυτούς. Χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλον. Έτσι η κάθε κοινωνική σχέση είναι μια σχέση εργοδότη/υπαλλήλου, κάτι που εξηγεί το γιατί δείχνουν πάντα, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείυ, να γίνονται εχθρικές  είτε μέσω υποτιμητικών αστείων ή λογομαχιών και καυγάδων. Πώς μπορούμε να μην περιφρονούμε αυτούς που χρησιμοποιούμε και να μη μισούμε αυτούς που μας χρησιμοποιούν; Η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει ξέχωρα απ τους κοινωνικούς ρόλους γι αυτό και η οικογένεια και η εκπαίδευση κάποιας μορφής είναι απαραίτητα κομμάτια της κοινωνίας.

Το κοινωνικό άτομο δεν παίζει μόνο έναν κοινωνικό ρόλο  αλλά συγχωνεύει πολλούς ρόλους οι οποίοι δημιουργούν τη θωράκιση του χαρακτήρα που περνιέται για «προσωπικότητα». Οι κοινωνικοί ρόλοι είναι τρόποι με τους οποίους τα άτομα καθορίζονται από το όλο σύστημα των σχέσεων που αποτελεί την κοινωνία με σκοπό την αναπαραγωγή της υφιστάμενης κοινωνίας. Κάνουν τα άτομα χρήσιμα για την κοινωνία κάνοντας τα προβλέψιμα, καθορίζοντας τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινωνίας. Οι κοινωνικοί ρόλοι είναι εργασία  με την ευρεία έννοια της δραστηριότητας που αναπαράγει τον κύκλο παραγωγής/κατανάλωσης. Η κοινωνία είναι συνεπώς η εξημέρωση των ανθρώπινων όντων που μπορούν να σχετιστούν ελεύθερα σύμφωνα με τις επιθυμίες τους σε παραμορφωμένα όντα που χρησιμοποιούν το ένα το άλλο προσπαθώντας να ικανοποιήσουν απελπισμένες ανάγκες, αλλά το μόνο που επιτυγχάνουν είναι η αναπαραγωγή της ανάγκης και του συστήματος των σχέσεων που στηρίζεται πάνω της.

«Κατάρα σε κάθε αιχμαλωσία, ακόμα κι αν είναι για το γενικό καλό, ακόμα και στον κήπο με τους πολύτιμους λίθους του Μοντεζούμα». Τα άτομα με ελεύθερο πνεύμα δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τη δημιουργία σοβαρών σχέσεων ως κοινωνικοί ρόλοι. Οι προβλέψιμες, προκαθορισμένες σχέσεις μας κάνουν να βαριόμαστε και δεν έχουμε καμμιά επιθυμία να συνεχίσουμε να τις αναπαράγουμε. Είναι αλήθεια ότι προσφέρουν κάποια ασφάλεια, σταθερότητα και (χλιαρή) ζεστασιά αλλά με τι τίμημα! Αντίθετα, θέλουμε ελευθερία για να δημιουργήσουμε σχέσεις σύμφωνα με τις αδάμαστες επιθυμίες μας, την άνθιση κάθε δυνατότητας, την οργισμένη φλόγα των απελευθερωμένων μας ενστίκτων. Και μια τέτοια ζωή βρίσκεται έξω από οποιοδήποτε σύστημα προβλέψιμων, προκαθορισμένων σχέσεων. Η κοινωνία ίσως προσφέρει ασφάλεια, αλλά μόνο αφού εξαλείψει το ρίσκο που είναι ουσιώδες και το ελεύθερο παιχνίδι και την περιπέτεια. Μας προσφέρει επιβίωση με αντάλλαγμα τις ζωές μας. Επειδή η επιβίωση που μας προσφέρει είναι επιβίωση ως κοινωνικά άτομα  ως όντα που συντίθενται από κοινωνικούς ρόλους, αποξενωμένα από τις επιθυμίες και τα πάθη τους – με κοινωνικές σχέσεις στις οποίες είμαστε εθισμένοι αλλά που ποτέ δεν μας ικανοποιούν.

Ένας κόσμος ελεύθερων σχέσεων ανάμεσα σε μη-καταπιεσμένα άτομα θα ήταν ένας κόσμος απελευθερωμένος από την κοινωνία. Όλες οι αλληλεπιδράσεις θα καθορίζονταν άμεσα. Όλες από τα άτομα που θα αναμιγνύονταν σ αυτές, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους  και όχι με τις ανάγκες ενός κοινωνικού συστήματος. Θα τείναμε να καταπλήσσουμε, να γοητεύουμε, να οργίζουμε, να εγείρουμε αληθινά πάθη και όχι απλά βαρεμάρα, αηδία, αδιαφορία ή ασφάλεια. Η κάθε συνάντηση θα είχε μια δυναμική για μια απίθανη περιπέτεια η οποία αδυνατεί να υπάρξει όταν συναναστρεφόμαστε με τη μορφή των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι αντί να παραμένουμε αιχμάλωτοι σ΄ αυτόν τον «κήπο με τους πολύτιμους λίθους» που ονομάζεται κοινωνία, επιλέγω τον αγώνα για την κατάργηση της κοινωνίας  κι αυτό έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνομαι την «επανάσταση» (ελλείψει καλύτερου όρου). Ο αγώνας για την μεταρρύθμιση της κοινωνίας είναι πάντα αγώνας για δύναμη, επειδή ο στόχος του είναι η απόκτηση ελέγχου πάνω στο σύστημα των σχέσεων που είναι η κοινωνία (στόχος που βρίσκω ανέφικτο αφού αυτό το σύστημα είναι πλέον πέραν κάθε ελέγχου). Ως τέτοιος δεν μπορεί να είναι ατομικός αγώνας. Απαιτεί τη σύνταξη σε μια μαζική η ταξική δραστηριότητα. Τα άτομα πρέπει να ορίσουν τους εαυτούς τους ως κοινωνικά όντα σ αυτόν τον αγώνα, καταπιέζοντας τις όποιες ατομικές τους επιθυμίες που δεν ταιριάζουν με τον υπέρτατο στόχο της κοινωνικής μεταρρύθμισης.

Ο αγώνας για την κατάργηση της κοινωνίας είναι ένας αγώνας για την κατάργηση της εξουσίας. Είναι ουσιαστικά ο αγώνας των ατόμων για να ζήσουν ελεύθερα από κοινωνικούς ρόλους και κανόνες, να ζήσουν τις επιθυμίες τους με πάθος, να ζήσουν τα πιο θαυμαστά πράγματα που μπορούν να φανταστούν. Οι αγώνες και τα εγχειρήματα ομάδων αποτελούν κι αυτά τμήμα του ίδιου αγώνα, όταν έχουν ως βάση τους τρόπους με τους οποίους οι επιθυμίες του καθενός θα βελτιώσουν η μία την άλλη και θα διαλυθούν όταν θα αρχίσουν να καταπιέζουν τα άτομα. Η διαδρομή αυτού του αγώνα δεν μπορεί να χαρτογραφηθεί επειδή η βάση του είναι η σύγκρουση ανάμεσα στις επιθυμίες των ατόμων με ελεύθερο πνεύμα και στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Αλλά είναι πιθανές οι αναλύσεις των τρόπων με τους οποίους μας βάζει σε καλούπια η κοινωνία, καθώς και των αποτυχιών και επιτυχιών παλιότερων εξεγέρσεων. Οι τακτικές που χρησιμοποιούνται ενάντια στην κοινωνία είναι τόσο πολλές όσα και τα άτομα που συμμετέχουν σ αυτόν τον αγώνα, αλλά όλες μοιράζονται τον στόχο της υπονόμευσης του κοινωνικού ελέγχου και της θέσπισης όρων, και της απελευθέρωσης των επιθυμιών και των παθών του ατόμου.

Η μη-προβλεψιμότητα του χιούμορ και της παιγνιώδους πρακτικής είναι ουσιώδης, προκαλώντας ένα διονυσιακό χάος. Το παιχνίδι με τους κοινωνικούς ρόλους με τρόπους που υπονομεύουν τη χρησιμότητά τους στην κοινωνία, που τους αντιστρέφουν, μετατρέποντάς τους σε παιχνίδι είναι μια πρακτική αξιόλογη. Αλλά το πιο σημαντικό είναι να συγκρουστούμε με την κοινωνία με τους εαυτούς μας, με τις μοναδικές επιθυμίες μας και πάθη, με την ανυποχώρητη στάση μας που θα διατηρηθεί με γνώμονα τους δικούς μας όρους. Η κοινωνία δεν είναι μια ουδέτερη δύναμη, οι κοινωνικές σχέσεις υπάρχουν μόνο με την καταπίεση των πραγματικών επιθυμιών των ατόμων, από την καταπίεση όλων αυτών που καθιστούν δυνατή την ελεύθερη δημιουργία σχέσεων. Η κοινωνία είναι εξημέρωση, η μεταμόρφωση των ατόμων σε αξίες χρήσεις και του ελεύθερου παιχνιδιού σε δουλειά. Η ελεύθερη δημιουργία σχέσεων ανάμεσα σε άτομα που αρνούνται και αντιστέκονται στην εξημέρωσή τους υπονομεύει την κοινωνία στο σύνολό της και ανοίγει όλες τις δυνατότητες. Και για όσους πιστεύουν ότι μπορούν να φτάσουν στην ελευθερία μέσω μιας απλά κοινωνικής επανάστασης, τελειώνω μ αυτές τις γραμμές του Renzo Novatore:

«Περιμένεις για την επανάσταση; Ας είναι! Η δικιά μου άρχισε εδώ και πολύ καιρό! Όταν θα σαι έτοιμος δεν θα με πειράξει να προχωρήσω για λίγο μαζί σου. Αλλά όταν σταματήσεις θα συνεχίσω στην παράφρονα πορεία μου προς τη μεγάλη και θαυμαστή κατάκτηση του τίποτα!»

παραχωρήθηκε από το αρχείο των εκδόσεων για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας

1

Categories
Feral Faun

Ενάντια στην ελεημοσύνη – FERAL FAUN

Ενάντια στην ελεημοσύνη – FERAL FAUN

[Σε μερικές πόλεις των Η.Π.Α., κάποιοι αναρχικοί σκέφτηκαν να διοργανώσουν τις “Food Not Bombs” (σημ: Τρόφιμα Όχι Βόμβες: καμπάνια εθελοντικών διανομών τροφίμων, διοργάνωση ανοιχτών κουζινών κλπ). Οι διοργανωτές αυτής της καμπάνιας θα μας εξηγούσαν πρόθυμα ότι το φαγητό θα έπρεπε να είναι δωρεάν κι ότι κανείς δεν θα ‘πρεπε ποτέ να πεινάει. Ένα ασφαλώς ευγενικό συναίσθημα- Κι ένα συναίσθημα εν πολλοίς κοινό σε αναρχικούς, χριστιανούς, χίππηδες κι αριστερούς φιλελεύθερους – που βασίζεται στην ελεημοσύνη. Θα μας αντέκρουαν βέβαια, λέγοντας πως οι “Food Not Bombs” είναι κάτι το διαφορετικό: Πως οι αποφάσεις λαμβάνονται αντι-ιεραρχικά, πως δεν δέχονται επιχορηγήσεις από την κυβέρνηση ή από εταιρίες, ενώ συχνά διακινδυνεύουν μια σύλληψη ενώ σερβίρουν φαγητό, σαν μια πράξη πολιτικής ανυπακοής. Προφανώς οι “Food Not Bombs” δεν είναι μια μεγάλου διαμετρήματος ανθρωπιστική γραφειοκρατία – συχνά μάλιστα είναι προσωπικές ανιδιοτελείς απόπειρες χαμηλού κόστους. Όμως δεν παύει να είναι ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ. Κι αυτό είναι κάτι που δεν αμφισβητούν ποτέ οι “αναρχικοί” διοργανωτές τους. Ο μηχανισμός της ελεημοσύνης είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα κάθε οικονομικού συστήματος. Η οικονομική τρομοκρατία που ασκεί η κυριαρχία, δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους μέσα από τους παραδεκτούς τρόπους. Ακόμα και στα πιο ανεπτυγμένα συστήματα των λεγόμενων “κρατών πρόνοιας”, υπάρχουν αυτοί που γκρεμίζονται από τις ρωγμές της οικονομίας.

Η ελεημοσύνη έρχεται για να μπαλώσει το κενό που αφήνει το κράτος. Ομάδες όπως οι “Food Not Bombs” γίνονται λοιπόν μια εθελοντική εργατική δύναμη συντήρησης της κοινωνικής τάξης, ενισχύοντας την εξάρτηση των φτωχών από προγράμματα που διευθύνουν άλλοι. Αδιάφορο κατά πόσο είναι αντι-ιεραρχικές οι δομές τους οι σχέσεις (εξάρτησης) που δημιουργούν είναι πάντοτε εξουσιαστικές. Οι δέκτες της ελεημοσύνης είναι στο έλεος των διοργανωτών του προγράμματος κι έτσι δεν είναι ελεύθεροι να δράσουν με τους όρους τους μέσα σ αυτήν την σχέση εξουσίας. Αυτό γίνεται εύκολα ορατό στον εξευτελιστικό τρόπο με τον οποίο λαμβάνουν την ελεημοσύνη. Οι κουζίνες ελεημοσύνης όπως οι “Food Not Bombs” απαιτούν την άφιξη σε έναν ορισμένο χρόνο, προκαθορισμένο από άλλους, οπότε θα στηθείς σε μια ουρά για να σου σερβίρουν φαγητό επιλογής όχι δικής σου (και συνήθως χαμηλής ποιότητας) σε ποσότητες καθορισμένες από κάποιους εθελοντές που θα προσπαθήσουν να μοιράσουν στον καθένα ίσες μερίδες. Δεν αντιλέγουμε ότι είναι κάπως καλύτερο απ’ το να πεινάς, αλλά η εξαθλίωση είναι τουλάχιστον ίση με αυτήν του να περιμένεις στην ουρά του μπακάλικου για να πληρώσεις για το φαγητό που τελικά εσύ επιλέγεις και θες. Η απάθεια που αναπτύσσουμε μπροστά στην εξαθλίωση αυτή, απάθεια που γίνεται αντιληπτή από την άνεση με την οποία κάποιοι αναρχικοί θα προτιμήσουν να τρων στις “κουζίνες ελεημοσύνης” κάθε μέρα ούτως ώστε να αποφύγουν να πληρώσουν για φαγητό, σαν να μην υπήρχαν άλλες επιλογές – αποδεικνύεται έτσι το σημείο στο οποίο η κυρίαρχη κοινωνία μας διαχέει τις αξίες της μέσω εξευτελιστικών διεργασιών. Ακόμα, κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι έτσι οι αναρχικοί αρνούνται αυτές τις διεργασίες στον βαθμό που τους επιτρέπουν οι δυνάμεις τους, και αναζητούν να δημιουργήσουν διεργασίες ενός διαφορετικού είδους ώστε να καταστρέψουν την εξαθλίωση που επιβάλλει αυτή η κοινωνία. Αντίθετα, μ αυτόν τον τρόπο δημιουργούν προγράμματα που ενισχύουν την εξαθλίωση αυτή. Και τι είδους αλληλεγγύη μπορεί να νιώσει κάποιος για έναν φτωχό, ποια επιθυμία να μοιραστεί φαγητό μαζί του, όταν έχει προσωπικά μερίδιο της ευθύνης για την εξαθλίωσή του κάνοντας το μ αυτόν τον τρόπο. Καμπάνιες όπως οι “Food Not Bombs” δεν έχουν να κάνουν με αλληλεγγύη, αλλά με οίκτο. Το να σερβίρεις φαγητό δεν είναι μοίρασμα. Είναι μια α-προσωπική, ιεραρχική σχέση μεταξύ κοινωνικών ρόλων “ευεργέτη” και “ευεργετούμενου”. Η έλλειψη φαντασίας έχει οδηγήσει διάφορους αναρχικούς να αντιμετωπίζουν το ζήτημα της πείνας (που συχνά γι αυτούς είναι ένα θεωρητικό ζήτημα) με τον ίδιο πάνω-κάτω τρόπο που το αντιμετωπίζουν οι χριστιανοί και οι φιλελεύθεροι, δημιουργώντας θεσμούς παράλληλους με τους ήδη υπάρχοντες. Και όπως θα ήταν αναμενόμενο όταν αναρχικοί αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας ένα εγγενώς εξουσιαστικό έργο, κάνουν μισές δουλειές… Γιατί να μην αφήσουμε το φιλανθρωπικό έργο γι αυτούς που δεν τρέφουν αυταπάτες για τις φιλανθρωπίες τους; Οι αναρχικοί θα μπορούσαν καλύτερα να βρουν τρόπους να μοιράζονται σαν άτομα, μιας και είναι τόσο ευαισθητοποιημένοι, τρόπους που να ενθαρρύνουν τον αυτό-καθορισμό παρά την εξάρτηση από άλλους, και τη συντροφικότητα παρά τον οίκτο. Δεν υπάρχει τίποτα το αναρχικό σχετικά με τις “Food Not Bombs”. Ακόμα και στο όνομα είναι ένα αίτημα προς τις αρχές!

Αυτός είναι κι ο λόγος που οι διοργανωτές βολεύονται τόσο καλά με την ιδεολογία της πολιτικής ανυπακοής. Είναι μια απόπειρα να ευαισθητοποιήσουν τους ανθρώπους της εξουσίας, μήπως τυχόν και λυπηθούν τους φτωχούς και τους ταΐσουν. Δεν υπάρχει τίποτα στην καμπάνια αυτή σχετικό με τον αυτό-καθορισμό. Δεν υπάρχει τίποτα που θα ενθάρρυνε τους καταπιεσμένους να αρνηθούν τον ρόλο τους και να πάρουν ό,τι χρειάζονται και θέλουν χωρίς να ακολουθούν θεσμούς και κανόνες. Η “Food Not Bombs”, όπως κάθε άλλη ελεημοσύνη, ωθεί τους καταπιεσμένους να παραμείνουν παθητικοί δέκτες παρά να δραστηριοποιηθούν παίρνοντας τις ζωές τους στα χέρια τους. Η ελεημοσύνη πρέπει να γίνεται κατανοητή γι αυτό που είναι: Ακόμα μια όψη της θεσμοθετημένης αθλιότητας που είναι σύμφυτη με την οικονομικοποιημένη ύπαρξή μας και οφείλει να καταστραφεί για να μπορέσουμε να ζήσουμε αληθινά.]

[Παρά την φαινομενική ασυνάφεια με τα ελλαδικά δεδομένα (ανάλογες καμπάνιες δεν έχουν σταθεροποιηθεί) κρίνουμε πως το παρόν κείμενο συμβάλει σε μια γόνιμη κριτική εκδηλώσεων που πλασάρονται ως επαναστατικές, προς αυτό και η μετάφραση και δημοσίευσή του. Ευλογημένη ας είναι η στιγμή, που οι καρνάβαλοι του αριστερίστικου μετα-χιπισμού, και όλες οι συναφείς εναλλακτικές σέχτες θα χαθούν σαν χιλιοπατημένα τρυκάκια στο πρωϊνό αεράκι της προλεταριακής επανάστασης. Και τόσο το χειρότερο για τους φυτοφάγους ή όχι, θιασώτες της φυτοποίησης της νεολαίας σε κάτι σαν Γκάντι-των-μητροπόλεων. Ας τους κατασπαράξουμε πριν μας καταπιούν. Σ.Ε.Κ.Δ.]

Το παραπάνω κείμενο κυκλοφόρησε στη σαλονίκη με την υπογραφή «Συμβούλιο Επικρατείας της Κανιβαλικής Διεθνούς» το 2005.

1

Categories
Pierre Clastres

Η Κοινωνία ενάντια στο Κράτος – Pierre Clastres

Η κοινωνία ενάντια στο Κράτος

pierre clastres

δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη συλλογή δοκιμίων από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι κοινωνίες χωρίς κράτος: αυτή η πραγματολογική κρίση, σωστή καθεαυτή, υποκρύπτει στην πραγματικότητα μια γνώμη, μια αξιολογική κρίση, η οποία κλονίζει παρευθύς τη δυνατότητα να συσταθεί μια πολιτική ανθρωπολογία ως αυστηρή επιστήμη. Αυτό που στην ουσία δηλώνεται είναι ότι οι πρωτόγονες κοινωνίες στερούνται κάτι -το κράτος- το οποίο, όπως και σε κάθε άλλη κοινωνία -τη δική μας, λόγου χάρη- τους είναι απαραίτητο. Επομένως, οι κοινωνίες αυτές είναι λειψές, δεν είναι εντελώς αληθινές κοινωνίες -δεν είναι εκπολιτισμένες- υπάρχουν βιώνοντας, οδυνηρά προφανώς, μια έλλειψη -την έλλειψη του Κράτους- την οποία πασχίζουν, μάταια πάντα, να καλύψουν. Περισσότερο ή λιγότερο συγκεχυμένα, αυτό ακριβώς λένε τα χρονικά των περιηγητών ή οι εργασίες των ερευνητών: δεν μπορούμε να σκεφθούμε την κοινωνία χωρίς το κράτος, το κράτος είναι το πεπρωμένο κάθε κοινωνίας. Η προσέγγιση αυτή προδίδει μια προσκόλληση εθνοκεντρικού χαρακτήρα ασυνείδητη τις περισσότερες φορές και γι’ αυτό ιδιαίτερα αμετακίνητη. Το άμεσο, αυθόρμητο σημείο αναφοράς είναι, αν όχι αυτό που γνωρίζουμε καλύτερα, πάντως αυτό που μας είναι πιο οικείο. Πράγματι, καθένας μας φέρει μέσα του, εσωτερικευμένη σαν την πίστη του πιστού, τη βεβαιότητα ότι η κοινωνία υπάρχει για το κράτος. Πώς λοιπόν να συλλάβουμε την ίδια την ύπαρξη των πρωτόγονων κοινωνιών, όχι σαν κάποιου είδους “αποπαίδια” της παγκόσμιας ιστορίας, σαν αναχρονιστικές επιβιώσεις ενός μακρινού σταδίου που οπουδήποτε αλλού έχει προ πολλού ξεπεραστεί; Αναγνωρίζει κανείς εδώ το άλλο πρόσωπο του εθνοκεντρισμού, τη συμπληρωματική του πεποίθηση ότι η ιστορία είναι μονόδρομη, ότι όλες οι κοινωνίες είναι καταδικασμένες να ενταχθούν σ’ αυτή την ιστορία και να διατρέξουν τα στάδια εκείνα, που από την αγριότητα οδηγούν στον πολιτισμό. “Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί υπήρξαν άγριοι”, γράφει ο Raynal. Όμως η πιστοποίηση μιας πρόδηλης εξέλιξης δεν μπορεί να θεμελιώσει ένα δόγμα το οποίο, προσδένοντας αυθαίρετα το καθεστώς του πολιτισμού στον πολιτισμό του κράτους, ορίζει το κράτος ως απαραίτητο πέρας κάθε κοινωνίας. Μπορούμε τότε να αναρωτηθούμε τι έχει καθηλώσει τους τελευταίους λαούς που εξακολουθούν να είναι άγριοι.

Πίσω από τις μοντέρνες διατυπώσεις, η παλιά εξελιξιαρχία παραμένει στην πραγματικότητα άθικτη. Μολονότι πιο δυσδιάκριτη όταν κρύβεται μέσα στη γλώσσα της ανθρωπολογίας και όχι πια της φιλοσοφίας, τοποθετείται ωστόσο στο ίδιο επίπεδο με κατηγορίες που αξιώνουν να είναι επιστημονικές. Αντιληφθήκαμε ήδη ότι, σχεδόν πάντα, οι αρχαϊκές κοινωνίες προσδιορίζονται αρνητικά, σύμφωνα με ό,τι τους λείπει: κοινωνίες χωρίς κράτος, κοινωνίες χωρίς γραφή, κοινωνίες χωρίς ιστορία. Της ίδιας τάξεως φαίνεται να είναι και ο χαρακτηρισμός των κοινωνιών στο οικονομικό πεδίο: κοινωνίες με οικονομία επιβίωσης. Αν εννοούμε με αυτό ότι οι πρωτόγονες κοινωνίες αγνοούν την οικονομία της αγοράς όπου ρέουν τα πλεονάζοντα προϊόντα, στην ουσία δεν λέμε τίποτε, απλώς περιοριζόμαστε να επισημάνουμε μία ακόμη έλλειψη, και πάντα αναφορικά με τον δικό μας κόσμο: αυτές οι κοινωνίες που είναι χωρίς κράτος, χωρίς γραφή, χωρίς ιστορία είναι και χωρίς αγορά. Όμως -μπορεί να αντιτείνει η κοινή λογική- τι χρειάζεται η αγορά όταν δεν υπάρχει πλεόνασμα; Η έννοια της οικονομίας της επιβίωσης κρύβει μέσα της τη σιωπηρή διαβεβαίωση ότι, εάν οι πρωτόγονες κοινωνίες δεν παράγουν πλεόνασμα, αυτό συμβαίνει επειδή είναι ανίκανες να το παράγουν, εξ ολοκλήρου απορροφημένες καθώς είναι στην παραγωγή του ελάχιστα απαραίτητου για την επιβίωσή τους, για τη συντήρησή τους. Παμπάλαιη εικόνα, και πάντοτε αποτελεσματική, της έσχατης ένδειας των αγρίων. Και για να εξηγήσουν αυτή την ανικανότητα των πρωτόγονων κοινωνιών να αποσπασθούν από τη στασιμότητα μιας ζωής από μέρα σε μέρα, απ’ αυτή τη διαρκή αλλοτρίωση στην αναζήτηση τροφής, επικαλούνται τον χαμηλό τεχνικό εξοπλισμό, την τεχνολογική κατωτερότητα.

Τι πραγματικά συμβαίνει; Αν με τον όρο τεχνική εννοούμε το σύνολο των μεθόδων τις οποίες μετέρχονται οι άνθρωποι, όχι για να εξασφαλίσουν την απόλυτη κυριαρχία πάνω στη φύση (αυτό ισχύει μόνο για τον δικό μας κόσμο και το παράλογο καρτεσιανό του πρόταγμα, που τις οικολογικές του συνέπειες τώρα μόλις αρχίζουμε να τις μετράμε), αλλά για να εξασφαλίσουν μια κυριαρχία πάνω στο φυσικό περιβάλλον προσαρμοσμένη στις ανάγκες τους και ανάλογη με αυτές, τότε είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για τεχνική κατωτερότητα των πρωτόγονων κοινωνιών, διότι αποδεικνύουν μια ικανότητα να καλύπτουν τις ανάγκες τους τουλάχιστον ίση με εκείνη για την οποία υπερηφανεύεται η βιομηχανική και τεχνοκρατική κοινωνία. Κάθε ανθρώπινη ομάδα δηλαδή καταφέρνει κατ’ ανάγκη να ασκεί τον ελάχιστο απαραίτητο έλεγχο πάνω στο περιβάλλον που καταλαμβάνει. Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε καμιά κοινωνία η οποία να εγκαταστάθηκε σε φυσικό περιβάλλον που της ήταν αδύνατο να ελέγξει, εκτός βέβαια αν της ασκήθηκε καταναγκασμός ή εξωτερική βία, οπότε είτε χάνεται είτε αλλάζει τόπο. Αυτό που μας εκπλήσσει στους Εσκιμώους ή τους Αυστραλούς είναι ακριβώς ο πλούτος, η φαντασία και η λεπτότητα της τεχνικής δραστηριότητας, η εφευρετικότητα και η αποτελεσματικότητα που μαρτυρούν τα εργαλεία αυτών των λαών. Αρκεί άλλωστε μια επίσκεψη στα εθνογραφικά μουσεία: η κατασκευαστική ακρίβεια των σκευών της καθημερινής ζωής μετατρέπει σχεδόν κάθε ταπεινό εργαλείο σε έργο τέχνης. Δεν υπάρχει λοιπόν ιεραρχία στο τεχνικό πεδίο, δεν υπάρχει ανώτερη ή κατώτερη τεχνολογία, έναν τεχνολογικό εξοπλισμό μπορούμε να τον εκτιμήσουμε μόνο ως προς την ικανότητά του να καλύπτει, σε ένα δεδομένο περιβάλλον, τις ανάγκες της κοινωνίας. Και από αυτή την άποψη, οι πρωτόγονες κοινωνίες κάθε άλλο παρά ανικανότητα φαίνεται να έδειξαν στον εφοδιασμό τους με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση του εν λόγω σκοπού. Αυτή η δύναμη τεχνικής καινοτομίας που επιδεικνύουν οι πρωτόγονες κοινωνίες εκτυλίσσεται φυσικά μέσα στον κόσμο. Τίποτε δεν δίδεται ευθύς εξαρχής, υπάρχει πάντα το υπομονετικό έργο της παρατήρησης και της έρευνας, η μακρά διαδοχή δοκιμών και λαθών, αποτυχιών και επιτυχιών. Οι προϊστοριολόγοι μας πληροφορούν πόσες χιλιετηρίδες χρειάστηκαν οι άνθρωποι της Παλαιολιθικής Εποχής, για να αντικαταστήσουν τα χοντροκομμένα δίεδρα εργαλεία του πρώτου καιρού με τις θαυμάσιες λεπίδες της Σολιτραίας. [Περίοδος της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Χρονολογείται στα -18.000 έως -15.000 έτη (σ.τ.μ.)] Από την άλλη πάλι, παρατηρούμε ότι η ανακάλυψη της γεωργίας και η καλλιέργεια φυτών συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα στην Αμερική και στον Αρχαίο Κόσμο. Και είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχθούμε ότι οι Ινδιάνοι της Αμερικής δεν υστερούν καθόλου, το αντίθετο μάλιστα, στην τέχνη της επιλογής και διάκρισης πάμπολλων ποικιλιών χρήσιμων φυτών. Ας σταματήσουμε για μια στιγμή στο ολέθριο ενδιαφέρον που παρακίνησε τους Ινδιάνους να θελήσουν μεταλλικά εργαλεία. Σχετίζεται άμεσα με το ζήτημα της οικονομίας στις πρωτόγονες κοινωνίες, αλλά όχι με τον τρόπο που θα νόμιζε κανείς. Υποστηρίζεται ότι οι κοινωνίες αυτές ήταν καταδικασμένες στην οικονομία της επιβίωσης, λόγω της τεχνολογικής τους κατωτερότητας. Όπως είδαμε, αυτό το επιχείρημα δεν έχει ούτε λογική ούτε πραγματική βάση. Δεν έχει λογική βάση, διότι δεν υπάρχει αφηρημένη κλίμακα όπου να μετριούνται οι τεχνολογικές “εντάσεις” ο τεχνικός εξοπλισμός μιας κοινωνίας δεν μπορεί να συγκριθεί άμεσα με τον αντίστοιχο εξοπλισμό μιας διαφορετικής κοινωνίας και τίποτε δεν ωφελεί να αντιπαραβάλουμε το τουφέκι με το τόξο. Δεν έχει ούτε πραγματική βάση, διότι η αρχαιολογία, η εθνολογία, η βοτανική κ.λ.π. μας αποδεικνύουν ακριβώς την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα των άγριων τεχνολογιών. Επομένως, εάν οι πρωτόγονες κοινωνίες στηρίζονται σε μια οικονομία επιβίωσης, αυτό δεν συμβαίνει ελλείψει τεχνικής επιδεξιότητας. Και εδώ ανακύπτει το αληθινό ερώτημα: η οικονομία αυτών των κοινωνιών είναι πράγματι οικονομία επιβίωσης; Αν δίνει κανείς ένα νόημα στις λέξεις, αν με τον όρο οικονομία επιβίωσης δεν περιορίζεται να εννοεί οικονομία χωρίς αγορά και χωρίς πλεόνασμα -πράγμα που θα ήταν μια απλή κοινοτυπία, ή σκέτη πιστοποίηση της διαφοράς-, τότε στην πραγματικότητα μας διαβεβαιώνει ότι ο συγκεκριμένος τύπος οικονομίας επιτρέπει στην κοινωνία που θεμελιώνει απλώς και μόνο να επιβιώνει, μας διαβεβαιώνει ότι η κοινωνία αυτή κινητοποιεί διαρκώς το σύνολο των παραγωγικών της δυνάμεων, ώστε να παράσχει στα μέλη της το ελάχιστο απαραίτητο για την επιβίωση.

Στην αντίληψη αυτή ενυπάρχει μια ακράδαντη προκατάληψη, η οποία περιέργως συνυπάρχει με την αντιφατική και εξίσου τρέχουσα ιδέα ότι ο άγριος είναι οκνηρός. Εάν στην κοινή γλώσσα εμείς [οι Γάλλοι] λέμε “δουλεύω σαν νέγρος”, στη Νότιο Αμερική αντίθετα λένε “τεμπέλης σαν Ινδιάνος”. Όμως ένα από τα δύο μπορεί να συμβαίνει: είτε ο άνθρωπος των πρωτόγονων κοινωνιών, αμερικανικών και άλλων, ζει σε οικονομία επιβίωσης και περνά τον περισσότερο χρόνο της ημέρας του αναζητώντας τροφή είτε δεν ζει σε οικονομία επιβίωσης και άρα μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του παρατεταμένη σχολή, καπνίζοντας ξαπλωμένος στην αιώρα του. Αυτό ακριβώς εντυπωσίασε όλους ανεξαιρέτως τους πρώτους Ευρωπαίους που παρατήρησαν τους Ινδιάνους της Βραζιλίας. Μεγάλη ήταν η αποδοκιμασία τους, όταν διαπίστωσαν ότι παλικάρια που έσφυζαν από υγεία προτιμούσαν να στολίζονται σαν γυναίκες με ζωγραφιές και φτερά, αντί να ιδρώνουν δουλεύοντας στους κήπους τους. Επρόκειτο λοιπόν για ανθρώπους που αγνοούσαν ηθελημένα πως πρέπει να κερδίζεις το ψωμί σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου. Αυτό πήγαινε πολύ και δε γινόταν να κρατήσει: έστρωσαν γρήγορα τους Ινδιάνους στη δουλειά κι αυτοί εξοντώθηκαν. Πράγματι, δύο αξιώματα φαίνεται να έχουν ποδηγετήσει την πορεία του δυτικού πολιτισμού, ήδη από τα πρώτα του βήματα: το πρώτο υποστηρίζει ότι η αληθινή κοινωνία αναπτύσσεται στην προστατευτική σκιά του κράτους, το δεύτερο διατυπώνει μια κατηγορηματική προσταγή: ο άνθρωπος πρέπει να δουλεύει.

Είναι γεγονός ότι οι Ινδιάνοι αφιέρωναν λίγο χρόνο σ’ αυτό που αποκαλείται εργασία. Και όμως, δεν πέθαιναν από την πείνα. Τα χρονικά της εποχής ομόφωνα περιγράφουν το ωραίο παρουσιαστικό των ενηλίκων, την καλή υγεία των πολυάριθμων παιδιών, την αφθονία και ποικιλία των πηγών διατροφής. Η οικονομία της επιβίωσης επομένως, η οικονομία των ινδιάνικων φυλών, με κανέναν τρόπο δεν συνεπαγόταν αγωνιώδη αναζήτηση της τροφής επί συνεχούς βάσεως. ’ρα λοιπόν, μια οικονομία επιβίωσης είναι συμβατή με έναν σημαντικό περιορισμό του χρόνου που αφιερώνεται στις παραγωγικές δραστηριότητες. Ας πάρουμε την περίπτωση των Νοτιαμερικανών γεωργών, των Τουπί-Γκουαρανί λόγου χάρη, που η οκνηρία τους εκνεύριζε τους Γάλλους και Πορτογάλους. Η οικονομική τους ζωή βασιζόταν κυρίως στη γεωργία και δευτερευόντως στο κυνήγι, την αλιεία και την τροφοσυλλογή. Χρησιμοποιούσαν τον ίδιο κήπο τέσσερα έως έξι χρόνια συνέχεια. Μετά τον εγκατέλειπαν, είτε επειδή το έδαφος είχε εξαντληθεί είτε επειδή, όπως ήταν και το πιθανότερο, ο χώρος είχε κατακλυσθεί από παρασιτική βλάστηση που δύσκολα μπορούσε να εξαλειφθεί. Το βασικό μέρος της δουλειάς το διεκπεραίωναν οι άνδρες, ξεχερσώνοντας με τον λίθινο πέλεκυ και τη φωτιά την αναγκαία επιφάνεια. Το έργο αυτό πραγματοποιείτο στο τέλος της εποχής των βροχών και ενεργοποιούσε τους άνδρες για ένα-δύο μήνες. Όλα σχεδόν τα υπόλοιπα στάδια της γεωργικής διαδικασίας -φύτεμα, σκάλισμα, συγκομιδή- τα αναλάμβαναν, σύμφωνα με τον καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο, οι γυναίκες. Προκύπτει λοιπόν το εξής χαρούμενο συμπέρασμα: οι άνδρες, το μισό δηλαδή του πληθυσμού, δούλευαν περίπου δύο μήνες κάθε τέσσερα χρόνια! Όσο για τον υπόλοιπο καιρό, τον αφιέρωναν σε ασχολίες που βιώνονται όχι σαν κόπος αλλά σαν ευχαρίστηση: κυνήγι και ψάρεμα, γιορτές και οινοποσίες, ικανοποίηση, τέλος, της παθιασμένης τους αγάπης για τον πόλεμο.

Αυτά τα γενικά ποιοτικά, ιμπρεσσιονιστικά δεδομένα βρίσκουν τρανή επιβεβαίωση σε πρόσφατες έρευνες -και σε ορισμένες που διεξάγονται τούτη τη στιγμή- αυστηρά αποδεικτικού χαρακτήρα. Είτε πρόκειται για νομάδες-κυνηγούς της ερήμου του Καλαχάρι είτε για μόνιμα εγκατεστημένους Ινδοαμερικάνους γεωργούς, οι αριθμοί αποκαλύπτουν μια μέση κατανομή του καθημερινού εργασιακού χρόνου χαμηλότερη από τέσσερις ώρες την ημέρα. Ο J. Lizot, που χρόνια τώρα ζει με τους Ινδιάνους Γιανομάμι του Αμαζονίου στη Βενεζουέλα, απέδειξε με χρονομετρήσεις ότι η μέση διάρκεια του χρόνου τον οποίο οι ενήλικες αφιερώνουν καθημερινά στην εργασία, όλων των δραστηριοτήτων συμπεριλαμβανομένων, μόλις και ξεπερνά τις τρεις ώρες. Εμείς προσωπικά δεν πραγματοποιήσαμε ανάλογες μετρήσεις στους Γκουαγιακί, νομάδες κυνηγούς τους δάσους της Παραγουάης. Μπορούμε όμως να βεβαιώσουμε ότι οι Ινδιάνοι, άνδρες και γυναίκες, περνούσαν τουλάχιστον τη μισή τους μέρα σε πλήρη σχεδόν αργία, αφού κυνήγι και τροφοσυλλογή διεξάγονταν ανάμεσα στις έξι και τις έντεκα το πρωί περίπου, και όχι κάθε μέρα. Παρόμοιες μελέτες στους τελευταίους πρωτόγονους πληθυσμούς θα κατέληγαν ενδεχομένως σε παραπλήσια αποτελέσματα, λαμβανομένων βεβαίως υπ’ όψι των οικολογικών διαφορών.

Έτσι λοιπόν, βρισκόμαστε πολύ μακριά από τη φιλολογία περί αθλιότητας, που υποθάλπει την ιδέα της οικονομίας της επιβίωσης. Όχι μόνο ο άνθρωπος των πρωτόγονων κοινωνιών δεν είναι καθόλου αναγκασμένος να ζει σαν ζώο, σε διαρκή δηλαδή αναζήτηση για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, αλλά το αποτέλεσμα αυτό το πετυχαίνει -και με το παραπάνω- θυσιάζοντας έναν αξιοσημείωτα μικρό χρόνο δραστηριοποίησης. Αυτό σημαίνει ότι οι ινδιάνικες κοινωνίες διαθέτουν, αν το επιθυμούν, όλο τον απαραίτητο χρόνο για να αυξήσουν την παραγωγή υλικών αγαθών. Και η κοινή λογική ρωτά: γιατί οι άνθρωποι αυτών των κοινωνιών να θέλουν να δουλέψουν και να παραγάγουν περισσότερο, αφού τρεις-τέσσερις ώρες καθημερινής ήρεμης απασχόλησης αρκούν για να εξασφαλίσουν τα χρειώδη της ομάδας; Σε τι θα τους χρησίμευε κάτι τέτοιο; Σε τι θα χρησίμευαν τα πλεονάσματα που θα συσσωρεύονταν με αυτό τον τρόπο; Ποιος θα ήταν ο προορισμός τους; Μόνο δια της βίας οι άνθρωποι εργάζονται πέραν των αναγκών τους. Και αυτή ακριβώς η βία απουσιάζει από τον πρωτόγονο κόσμο, η απουσία αυτής ακριβώς της εξωτερικής βίας ορίζει και τη φύση των πρωτόγονων κοινωνιών. Μπορούμε από δω και πέρα να δεχθούμε την έκφραση οικονομία της επιβίωσης για τον χαρακτηρισμό της οικονομικής οργάνωσης των συγκεκριμένων κοινωνιών, εφ’ όσον όμως εννοούμε όχι πια την αναγκαιότητα μιας έλλειψης, μιας ανικανότητας, σύμφυτων μ’ αυτόν τον τύπο κοινωνιών και με την τεχνολογία τους, αλλά αντίθετα την άρνηση μιας άχρηστης υπερβολής, τη θέληση ή παραγωγική δραστηριότητα να εναρμονίζεται με την ικανοποίηση των αναγκών. Και τίποτε παραπάνω. Πόσο μάλλον όταν, αν εξετάσουμε τα πράγματα από πιο κοντά, θα δούμε ότι υπάρχει όντως παραγωγή πλεονάσματος στις πρωτόγονες κοινωνίες: η ποσότητα των καλλιεργειών (μανιόκα, καλαμπόκι, καπνός, βαμβάκι κ.λπ.) πάντα ξεπερνά τα απαραίτητα για την κατανάλωση της ομάδαςς, εξυπακούεται δε ότι η πρόσθετη παραγωγή περιλαμβάνεται στον κανονικό εργασιακό χρόνο. Το πλεόνασμα αυτό, το οποίο αποκτάται χωρίς υπερεργασία, καταναλώνεται, αναλώνεται για καθαρά πολιτικούς σκοπούς, σε γιορτές, προσκλήσεις, επισκέψεις ξένων κ.λπ. Τα πλεονεκτήματα ενός μεταλλικού πέλεκυ σε σχέση με έναν λίθινο είναι πολύ προφανή, για να χρονοτριβήσουμε σ’ αυτά: με τον πρώτο μπορεί να βγάλει κανείς στον ίδιο χρόνο ίσως και δέκα φορές περισσότερη δουλειά απ’ ό,τι με τον δεύτερο, ή να ολοκληρώσει την ίδια δουλειά σε δέκα φορές λιγότερο χρόνο. Και όταν οι Ινδιάνοι ανακάλυψαν την παραγωγική υπεροχή των τσεκουριών των λευκών, τα επιθύμησαν όχι για να παράγουν περισσότερο στον ίδιο χρόνο, αλλά για να παράγουν το ίδιο δέκα φορές συντομότερα. Συνέβη όμως ακριβώς το αντίθετο, διότι με τους μεταλλικούς πέλεκεις εισέβαλαν στον ινδιάνικο πρωτόγονο κόσμο η βία, η δύναμη, η εξουσία που άσκησαν στους αγρίους οι πολιτισμένοι νεόφερτοι. Όπως γράφει και ο Λιζό αναφερόμενος στους Γιανομάμι, οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι σαφώς κοινωνίες που αρνούνται την εργασία: “Η περιφρόνηση των Γιανομάμι για την εργασία και η αδιαφορία τους για μια αυτόνομη τεχνολογική πρόοδο είναι πέρα από κάθε αμφιβολία”. Πρώτες κοινωνίες του ελεύθερου χρόνου, πρώτες κοινωνίες της αφθονίας, σύμφωνα με τη σωστή και φιλοπαίγμονα έκφραση του M. Sahlins.

Εάν έχει κάποιο νόημα το εγχείρημα να συσταθεί μια οικονομική ανθρωπολογία των πρωτόγονων κοινωνιών ως αυτόνομος κλάδος, τούτο δεν μπορεί να συμβεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν μόνο την οικονομική ζωή αυτών των κοινωνιών, διότι τότε παραμένουμε προσκολλημένοι σε μια εθνολογία της περιγραφής, στην περιγραφή μιας μη αυτόνομης διάστασης της πρωτόγονης κοινωνικής ζωής. Αντίθετα μάλλον, όταν αυτή η διάσταση του “ολικού κοινωνικού γεγονότος” συγκροτείται ως αυτόνομη σφαίρα, τότε φαίνεται βάσιμη και η ιδέα μιας οικονομικής ανθρωπολογίας: όταν εξαφανίζεται η άρνηση της εργασίας, όταν η τάση για συσσώρευση υποκαθιστά την έννοια του ελεύθερου χρόνου, όταν με μια λέξη κάνει την εμφάνισή της στο κοινωνικό σώμα αυτή η εξωτερική βία που αναφέραμε προηγουμένως, αυτή η βία χωρίς την οποία οι άγριοι δεν θα απαρνιόνταν τη σχόλη τους και η οποία καταστρέφει την κοινωνία ως πρωτόγονη κοινωνία: αυτή η βία είναι η δύναμη της καταπίεσης, η ικανότητα του καταναγκασμού, είναι η πολιτική εξουσία. Τότε όμως και η ανθρωπολογία παύει πλέον να είναι οικονομική, χάνει κατά κάποιον τρόπο το αντικείμενό της τη στιγμή ακριβώς που νομίζει πως το εγγίζει: η οικονομία γίνεται πολιτική.

Για τον άνθρωπο των πρωτόγονων κοινωνιών, η παραγωγική δραστηριότητα ρυθμίζεται επακριβώς και οροθετείται από τις ανάγκες που έχει να ικανοποιήσει, εννοείται δε ότι πρόκειται βασικά για ανάγκες ενέργειας: η παραγωγή περιορίζεται στην αναπλήρωση του δαπανημένου αποθέματος ενέργειας. Με άλλα λόγια, η ζωή ως φύση είναι εκείνη που -με εξαίρεση την παραγωγή όσως αγαθών καταναλώνονται κοινωνικά επ’ ευκαιρία των γιορτών – θεσπίζει και καθορίζει την ποσότητα του χρόνου, ο οποίος θα αφιερωθεί στην αναπαραγωγή της. Αυτό σημαίνει ότι, μόλις κατοχυρωθεί η σφαιρική ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών, τίποτε δεν θα μπορούσε να παρακινήσει την πρωτόγονη κοινωνία να επιθυμήσει περισσότερη παραγωγή, να αλλοτριώσει δηλαδή τον χρόνο της σε μια δουλειά χωρίς προορισμό, όταν αυτός ο χρόνος είναι διαθέσιμος για την αργία, το παιχνίδι, τον πόλεμο ή τη γιορτή. Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να μεταβληθεί αυτή η σχέση του πρωτόγονου ανθρώπου με την παραγωγική δραστηριότητα; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις η δραστηριότητα αυτή θέτει κάτι άλλο ως στόχο της και όχι την ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών; Εδώ προκύπτει το ζήτημα της καταγωγής της εργασίας ως αλλοτριωμένης εργασίας.

Στην πρωτόγονη κοινωνία, κοινωνία φύσει εξισωτική, οι άνθρωποι είναι κύριοι της δραστηριότητάς τους, κύριοι της διακίνησης των προϊόντων αυτής της δραστηριότητας: δεν ενεργούν παρά για δικό τους λογαριασμό, ακόμη και όταν ο νόμος της ανταλλαγής διαμεσολαβεί στην άμεση σχέση του ανθρώπου με το προϊόν του. Τα πάντα συνεπώς αναστατώνονται όταν η παραγωγική δραστηριότητα παρεκκλίνει από τον αρχικό της στόχο, όταν, αντί να παράγει μόνο για τον εαυτό του, ο πρωτόγονος άνθρωπος παράγει και για τους άλλους, χωρίς ανταλλαγή και χωρίς αμοιβαιότητα. Τότε μόνο μπορούμε να μιλήσουμε για εργασία: όταν ο εξισωτικός κανόντας της ανταλλαγής παύει να συνιστά τον “αστικό κώδικα” της κοινωνίας, όταν η παραγωγική δραστηριότητα αποσκοπεί στην ικανοποίηση των αναγκών των άλλων, όταν ο κανόνας της ανταλλαγής αντικαθίσταται με τον τρόμο του χρέους. Σ’ αυτό το σημείο εγγράφεται, στην πραγματικότητα, η διαφορά ανάμεσα στον άγριο του Αμαζονίου και τον Ινδιάνο της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Σε τελευταία ανάλυση, ο πρώτος παράγει για να ζήσει, ενώ ο δεύτερος εργάζεται και για να ζήσουν οι άλλοι, εκείνοι που δεν εργάζονται, οι αφέντες που του λένε: πρέπει να πληρώσεις ό,τι μας οφείλεις, πρέπει αιώνια να εξοφλείς το χρέος σου απέναντί μας.

Όταν στην πρωτόγονη κοινωνία, το οικονομικό μπορεί να ανιχνευθεί ως διακριτό και αυτόνομο πεδίο, όταν η παραγωγική δραστηριότητα γίνεται εργασία που αλλοτριώνεται, καταμετράται και επιβάλλεται από εκείνους που πρόκειται να απολαύσουν τους καρπούς της, τότε σημαίνει ότι η κοινωνία δεν είναι πια πρωτόγονη, ότι έγινε κοινωνία διαιρεμένη σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, σε κύριους και υποτελείς, ότι έπαψε να εξορκίζει αυτό που προώρισται να την εξολοθρεύσει: την εξουσία και τον σεβασμό της εξουσίας. Η μέγιστη διαίρεση της κοινωνίας, η διαίρεση που θεμελιώνει όλες τις άλλες, μαζί ασφαλώς και τον καταμερισμό της εργασίας, είναι η νέα κάθετη διάταξη ανάμεσα στη βάση και την κορυφή, είναι η μεγάλη πολιτική τομή ανάμεσα σε εκείνους που κατέχουν τη δύναμη, είτε πολεμική είναι αυτή είτε θρησκευτική, και σε εκείνους που υπόκεινται σ’ αυτή τη δύναμη. Η πολιτική σχέση εξουσίας προηγείται από την οικονομική σχέση εκμετάλλευσης και τη θεμελιώνει. Προτού να είναι οικονομική, η αλλοτρίωση είναι πολιτική, η εξουσία προπορεύεται της εργασίας, το οικονομικό είναι μια απόκλιση του πολιτικού, η έλευση του κράτους καθορίζει την εμφάνιση των τάξεων.

Ατέλεια, έλλειψη, ανολοκλήρωτο: η φύση των πρωτόγονων κοινωνιών δεν αποκαλύπτεται βέβαια σ’ αυτή την κατεύθυνση. Παρουσιάζεται πολύ περισσότερο ως θετικότητα, ως κυριαρχία πάνω στο φυσικό περιβάλλον και κυριαρχία πάνω στο κοινωνικό πρόσταγμα, ως ελεύθερη βούληση που δεν αφήνει να ξεγλιστρήσει έξω από το είναι της τίποτε που θα μπορούσε να την αλλοιώσει, να την παραφθείρει και να την διαλύσει. Σ’ αυτό ακριβώς πρέπει να επιμείνουμε με σταθερότητα: οι πρωτόγονες κοινωνίες δεν είναι τα καθυστερημένα έμβρυα μεταγενέστερων κοινωνιών, κοινωνικά σώματα που η “κανονική” τους ανάπτυξη διακόπηκε από κάποια παράξενη ασθένεια, δεν βρίσκονται στην αφετηρία μιας ιστορικής λογικής που οδηγεί κατευθείαν σε ένα τέρμα καταγραμμένο εκ των προτέρων, αλλά γνωστό μόνο εκ των υστέρων, το δικό μας κοινωνικό σύστημα. (Εάν ιστορία είναι αυτή η λογική, πώς μπορούν και υπάρχουν ακόμη πρωτόγονες κοινωνίες;) Στη σφαίρα της οικονομικής ζωής, όλα αυτά μεταφράζονται στην άρνηση των πρωτόγονων κοινωνιών να αφήσουν την εργασία και την παραγωγή να τις καταβροχθίσουν, στην απόφαση να περιορίσουν τα αποθέματα σύμφωνα με τις κοινωνικοπολιτικές ανάγκες, στην εγγενή αδυναμία του ανταγωνισμού -τι θα ωφελούσε, σε μια πρωτόγονη κοινωνία, να είσαι πλούσιος ανάμεσα σε φτωχούς;- κοντολογίς, στην απαγόρευση της ανισότητας, απαγόρευση που δεν διατυπώνεται σαφώς κι ωστόσο λέγεται. Πώς γίνεται η οικονομία να μην είναι πολιτική στην πρωτόγονη κοινωνία; Είναι φανερό πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η οικονομία τους δεν λειτουργεί αυτόνομα. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, με την έννοια αυτή, οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι κοινωνίες χωρίς οικονομία, αφού αρνούνται την οικονομία. Τότε όμως δεν θα πρέπει να ορίσουμε ως απουσία και το πολιτικό σ’ αυτές τις κοινωνίες; Δεν θα πρέπει να δεχθούμε ότι, εφ’ όσον πρόκειται για κοινωνίες “χωρίς νόμο και χωρίς βασιλιά”, στερούνται πολιτικού πεδίου; Και δεν θα ξαναπέφταμε έτσι στην κλασική πεπατημένη ενός εθνοκεντρισμού, για τον οποίο η έλλειψη σημαδεύει σε όλα τα επίπεδα τις διαφορετικές κοινωνίες; Ας δούμε λοιπόν το ζήτημα του πολιτικού στις πρωτόγονες κοινωνίες. Δεν πρόκειται απλώς για ένα “ενδιαφέρον” πρόβλημα, για ένα θέμα που εναπόκειται στον στοχασμό των ειδικών και μόνο, διότι στην προκειμένη περίπτωση η εθνολογία προσλαμβάνει τις διαστάσεις μιας γενικής (προς κατασκευήν) θεωρίας της κοινωνίας και της ιστορίας. Η εξαιρετική ποικιλία των τύπων κοινωνικής οργάνωσης, η υπεραφθονία, μέσα στον χρόνο και τον χώρο, ανόμοιων κοινωνιών δεν εμποδίζουν παρ’ όλα αυτά τη δυνατότητα μιας τάξης μέσα στην ασυνέχεια, τη δυνατότητα μιας περιοριστικής αναγωγής αυτής της άπειρης πληθώρας διαφορών. Μιας πολύ γενικής αναγωγής, εφ’ όσον η ιστορία δεν μας προσφέρει στην πραγματικότητα παρά δύο μόνο τύπους κοινωνίας απολύτως μη αναγώγιμους ο ένας στον άλλο, δύο μακροτάξεις που καθεμιά τους περιλαμβάνει κοινωνίες οι οποίες, πέρα από τις διαφορές τους, έχουν κοινό κάτι το θεμελιώδες. Υπάρχουν αφ’ ενός οι πρωτόγονες κοινωνίες ή κοινωνίες χωρίς κράτος και αφ’ ετέρου οι κοινωνίες με κράτος. Η παρουσία ή η απουσία κρατικού σχηματισμού (ο οποίος επιδέχεται ποικίλες μορφές) είναι εκείνο που προσδίδει σε κάθε κοινωνία τον λογικό της τόπο και χαράζει μια γραμμή αναντίστρεπτης ασυνέχειας ανάμεσα στις κοινωνίες. Η εμφάνιση του κράτους διενήργησε τη μεγάλη τυπολογική διαίρεση ανάμεσα σε αγρίους και πολιτισμένους, δημιούργησε την ανεξάλειπτη τομή που πέραν αυτής όλα έχουν αλλάξει, γιατί ο Χρόνος γίνεται Ιστορία. Συχνά, και σωστά, έχουν εντοπίσει δύο επιταχύνσεις αποφασιστικές για τον ρυθμό της παγκόσμιας ιστορίας. Η κινητήρια δύναμη της πρώτης ήταν η λεγόμενη νεολιθική επανάσταση (εξημέρωση των ζώων, γεωργία, ανακάλυψη της υφαντικής και της αγγειοπλαστικής, συνακόλουθη μονιμοποίηση της εγκατάστασης των ανθρώπινων ομάδων κ.λπ). Εμείς ζούμε ακόμη και ολοένα περισσότερο (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) στην παράταση της δεύτερης επιτάχυνσης, της βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αιώνα. Δεν υπάρχει φυσικά αμφιβολία ότι η νεολιθική τομή αναστάτωσε σημαντικά τις συνθήκες υλικής ύπαρξης των άλλοτε παλαιολιθικών λαών. Αυτή όμως η μετατροπή υπήρξε άραγε αρκετά θελεμιακή ώστε να επηρεάσει ως το απώτατο βάθος του το είναι των κοινωνιών; Μπορούμε να μιλήσουμε για διαφορετική λειτουργία των κοινωνικών συστημάτων, ανάλογα με το αν είναι προνεολιθικά ή μετανεολιθικά; Η εθνογραφική εμπειρία δείχνει μάλλον το αντίθετο. Η μετάβαση από τον νομαδισμό στη μόνιμη εγκατάσταση θεωρείται η πιο βαρύνουσα συνέπεια της νεολιθικής επανάστασης, στον βαθμό που επέτρεψε, με την συγκέντρωση ενός σταθεροποιημένου πληθυσμού, τον σχηματισμό πόλεων και, ακόμη παραπέρα, κρατικών μηχανών.

Υποστηρίζοντας όμως αυτή τη θέση, αποφασίζουμε ότι κάθε τεχνοπολιτισμικό “πλέγμα” χωρίς γεωργία είναι κατ’ ανάγκη ταγμένο στον νομαδισμό. Συμπέρασμα εθνογραφικά ανακριβές: μια θηρευτική, αλιευτική και συλλεκτική οικονομία δεν απαιτεί υποχρεωτικά νομαδικό τρόπο ζωής. Πολυάριθμα παραδείγματα το πιστοποιούν, τόσο στην Αμερική όσο και αλλού: η απουσία γεωργίας είναι συμβατή με τη μόνιμη εγκατάσταση. Γεγονός που θα μας επέτρεπε να υποθέσουμε παρεμπιπτόντως ότι εάν ορισμένοι λαοί δεν απέκτησαν γεωργία, ενώ αυτή ήταν οικολογικά δυνατή, τούτο δεν συνέβη λόγω ανικανότητας, τεχνολογικής οπισθοδρόμησης ή πολιτισμικής κατωτερότητας, αλλά απλούστατα επειδή δεν την είχαν ανάγκη.

Η μετακολομβιανή ιστορία της Αμερικής εμφανίζει την περίπτωση πληθυσμών από μόνιμα εγκατεστημένους γεωργούς, οι οποίοι υπό την επήρεια μιας τεχνικής επανάστασης (όπως η απόκτηση του αλόγου και, δευτερευόντως, πυροβόλων όπλων) επέλεξαν να εγκαταλείψουν τη γεωργία για να αφοσιωθούν αποκλειστικά σχεδόν στο κυνήγι, η απόδοση του οποίου είχε πολλαπλασιαστεί με την δεκαπλάσια κινητικότητα που εξασφάλιζε το άλογο. Από τη στιγμή που οι φυλές των Πεδιάδων της Βορείου Αμερικής ή οι φυλέςς του Τσάκο στη Νότιο Αμερική ανέβηκαν στο άλογο, εντατικοποίησαν και επέκτειναν τις μετακινήσεις τους, ο τρόπος ζωής τους όμως απείζε πολύ από τον νομαδισμό, ο οποίος αποδίδεται γενικά στις ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών (όπως οι Γκουαγιάκι της Παραγουάης) και η εγκατάλειψη της γεωργίας από τη μεριά τους δεν ακολουθήθηκε ούτε από δημογραφική διασπορά ούτε από μετατροπή της προηγούμενης κοινωνικής τους οργάνωσης.

Τι μας μαθαίνουν αυτές οι αντίστροφες κινήσεις; Από τη μια η κίνηση των περισσότερων κοινωνιών από το κυνήγι στη γεωργία και από την άλλη η κίνηση μερικών άλλων από τη γεωργία στο κυνήγι; Ότι φαίνεται να επιτελούνται χωρίς να αλλάζει τίποτα στη φύση της κοινωνίας, ότι η κοινωνί παραμένει όπως ήταν, όταν μεταβάλλονται μόνο οι όροι υλικής ύπαρξης, ότι η νεολιθική επανάσταση, ενώ επηρέασε σημαντικά την υλική ζωή των ανθρώπινων ομάδων της εποχής και αναμφισβήτητα τη διευκόλυνε, δεν συνεπιφέρει μηχανικά μια ανατροπή της κοινωνικής τάξης. Με άλλα λόγια, και σε ό,τι αφορά τις πρωτόγονες κοινωνίες, ηξ μεταβολή στο επίπεδο αυτού που ο μαρξισμός αποκαλεί οικονομική υποδομή δεν καθορίζει καθόλου τη συνεπαγόμενη αντανάκλασή του, το πολιτικό εποικοδόμημα, αφού αυτό φαίνεται να είναι ανεξάρτητο από την υλική του βάση. Η αμερικάνικη ήπειρος απεικονίζει ολοκάθαρα την αμοιβαία αυτονομία οικονομίας και κοινωνίας. Ομάδες κυνηγών-αλιέων-συλλεκτών, νομαδικές ή όχι, εμφανίζουν τα ίδια κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά με τους γειτονικούς τους, μόνιμα εγκατεστημένους, γεωργούς: “υποδομή” διαφορετική, “εποικοδόμημα” πανομοιότυπο. Αντίστροφα, οι μεσο-αμερικανικές κοινωνίες -κοινωνίες αυτοκρατορικές, κοινωνίες με κράτος- ήταν εξαρτημένες από μια γεωργία που, ναι μεν ήταν πιο εντατική από αλλού, ωστόσο, από τη σκοπιά του τεχνικούς της επιπέδου, ήταν πολύ παρόμοια με τη γεωργία των “άγριων” φυλών του Τροπικού Δάσους: “υποδομή” ταυτόσημη, “εποικοδόμημα” διαφορετικό, αφού στη μία περίπτωση πρόκειται για κοινωνίες χωρίς κράτος, ενώ στην άλλη για ολοκληρωμένα κράτη.

Επομένως, ο αποφασιστικός παράγοντας είναι η πολιτική τομή και όχι η οικονομική αλλαγή. Η αληθινή επανάσταση στην πρωτοϊστορία της ανθρωπότητας δεν είναι η νεολιθική, εφ’ όσον μπορεί κάλλιστα να αφήσει άθικτη την παλιά κοινωνική οργάνωση, είναι η πολιτική επανάσταση, είναι εκείνη η μυστηριώδης εμφάνιση, η αναντίστρεπτη, η θανάσιμη για τις πρωτόγονες κοινωνίες, εκείνο που γνωρίζουμε με το όνομα κράτος. Και αν θέλουμε να διατηρήσουμε τις μαρξιστικές αντιλήψεις περί υποδομής και εποικοδομήματος, τότε θα πρέπει ίσως να παραδεχθούμε ότι η υποδομή είναι το πολιτικό και το εποικοδόμημα το οικονομικό. Μόνο μια ανατροπή δομική, αβυσσαλέα, μπορεί να μεταμορφώσει την πρωτόγονη κοινωνία καταστρέφοντάς την ως τέτοια: εκείνη που προκαλεί την ανάδυση στους κόλπους της πρωτόγονης κοινωνίας ή στο εξωτερικό της, αυτού που η ίδια του η απουσία την προσδιορίζει, τους κύρους της ιεραρχίας, της σχέσης εξουσίας, της υποδούλωσης των ανθρώπων, του κράτους. Θα ήταν εντελώς μάταιο να αναζητήσουμε την προέλευση του φαινομένου σε μια υποθετική τροποποίηση των παραγωγικών σχέσεων στην πρωτόγονη κοινωνία, τροποποίηση η οποία, διαιρώντας σιγά σιγά την κοινωνία σε πλούσιους και φτωχούς, στους εκμεταλλευτές και τα θύματά τους, θα οδηγούσε μηχανικά στην εγκαθίδρυση ενός οργάνου άσκησης της εξουσίας των πρώτων πάνω στους δεύτερους, στη γέννηση δηλαδή του κράτους. Μια τέτοια τροποποίηση της οικονομικής βάσης δεν είναι απλώς υποθετική, είναι αδύνατη. Προκειμένου το σύστημα παραγωγής μιας δεδομένης κοινωνίας να αλλάξει προς την κατεύθυνση μιας εντατικοποίησης της εργασίας, με στόχο μια αυξημένη παραγωγή αγαθών, πρέπει είτε οι άνθρωποι αυτής της κοινωνίας να επιθυμούν τη μετατροπή του παραδοσιακού τρόπου ζωής τους είτε να μην την επιθυμούν, αλλά να τους την υπαγορεύει μια εξωτερική βία. Στη δεύτερη περίπτωση, τίποτα δεν προέρχεται από την ίδια την κοινωνία που υφίσταται την επίθεση μιας εξωτερικής δύναμης, προς το συμφέρον της οποίας θα τροποποιηθεί το σύστημα παραγωγής: περισσότερη εργασία και παραγωγή για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των νέων κυρίων της εξουσίας. Η πολιτική καταπίεση καθορίζει, καλεί, επιτρέπει την εκμετάλλευση. Η επίκληση όμως ενός τέτοιου “σεναρίου” δεν εξυπηρετεί σε τίποτε, εφ’ όσον θέτει μια εξωτερική, τυχαία και άμεση προέλευση της κρατικής βίας και όχι την αργή πραγμάτωση των εσωτερικών, κοινωνικοοικονομικών όρων της εμφάνισής της.

Λέγεται ότι το κράτος είναι το όργανο που επιτρέπει στην κυρίαρχη τάξη να ασκεί τη βίαιη κυριαρχία της πάνω στις κυριαρχούμενες τάξεις. Έστω ότι είναι έτσι. Προκειμένου, λοιπόν, να εμφανισθεί το κράτος, θα πρέπει προηγουμένως η κοινωνία να έχει διαιρεθεί σε ανταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις συνδεδεμένες με σχέσεις εκμετάλλευσης. ’ρα, η δομή της κοινωνίας -η διαίρεση σε τάξεις- θα έπρεπε να προηγείται από την ανάκυψη της κρατικής μηχανής. Ας επισημάνουμε, παρεμπιπτόντως, το εύθραυστο αυτής της καθαρά εργαλειακής αντίληψης του κράτους. Εάν η κοινωνία είναι οργανωμένη από καταπιεστές ικανούς να εκμεταλλεύονται τους καταπιεζόμενους, αυτό συμβαίνει επειδή η συγκεκριμένη ικανότητα επιβολής της αλλοτρίωσης στηρίζεται στη χρήση μιας δύναμης, δηλαδή σ’ αυτό που συνιστά την ίδια την υπόσταση του κράτους, του “μονοπωλίου της νόμιμης φυσικής βίας”. Σε ποια αναγκαιότητα θα ανταποκρινόταν τότε η ύπαρξη του κράτους, αφού η ουσία του -η βία- είναι εμμενής στη διαίρεση της κοινωνίας, αφού το κράτος είναι, μ’ αυτή την έννοια, δεδομένο προκαταβολικά στην καταπίεση που μια κοινωνική ομάδα ασκεί πάνω στις άλλες; Δεν θα ήταν παρά το άχρηστο όργανο μιας λειτουργίας που θα είχε επιτελεσθεί πριν και αλλού. Η σύνδεση της εμφάνισης της κρατικής μηχανής με τη μεταβολή της κοινωνικής δομής οδηγεί απλώς και μόνο στην αναβολή του προβλήματος αυτής της εμφάνισης. Διότι τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί συμβαίνει στους κόλπους μιας πρωτόγονης κοινωνίας, μιας μη διαιρεμένης δηλαδή κοινωνίας, η νέα κατανομή των ανθρώπων σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους. Ποια είναι η κινητήρια δύναμη αυτής της μέγιστης αλλαγής, που θα κορυφωνόταν με την εγκαθίδρευση του κράτους; Η εμφάνισή του θα επικύρωνε τη νομιμότητα μιας ιδιωτικής ιδιοκτησίας που θα είχε δημιουργηθεί προηγουμένως, το κράτος θα ήταν ο εκπρόσωπος και ο προστάτης των ιδιοκτητών. Θαυμάσια. Γιατί όμως να εμφανιστθεί ιδιωτική ιδιοκτησία σ’ έναν τύπο κοινωνίας που αγνοεί την ιδιοκτησία, επειδή ακριβώς την αρνείται; Γιατί κάποιοι να θελήσουν να διακηρύξουν μια μέρα αυτό είναι δικό μου, και πώς οι υπόλοιποιι θα άφηναν να μπει έτσι ο σπόρος αυτού που η πρωτόγονη κοινωνία αγνοεί; Ο σπόρος της αυταρχικότητας, της καταπίεσης, του κράτους; Όσα γνωρίζουμε τώρα για τις πρωτόγονες κοινωνίες δεν μας επιτρέπουν πια να αναζητούμε την καταγωγή του πολιτικού στο επίπεδο του οικονομικού. Το γενεαλογικό δέντρο του κράτους δεν έχει τις ρίζες του σ’ αυτό το έδαφος. Δεν υπάρχει τίποτε στην οικονομική λειτουργία μιας πρωτόγονης κοινωνίας, μιας κοινωνίας χωρίς κράτος, τίποτε που να επιτρέπει να εισαχθεί η διαφορά ανάμεσα σε πλουσιότερους και φτωχότερους, διότι κανείς σε μια τέτοια κοινωνία δεν αισθάνεται την αλλόκοτη επιθυμία να κάνει περισσότερα, να κατέχει περισσότερα, να φαίνεται περισσότερο από τον διπλανό του. Διαθέτουν όλοι την ίδια ικανότητα να ικανοποιούν τις υλικές τους ανάγκες και η ικανότητα αυτή, μαζί με την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών που εμποδίζει μόνιμα την ιδιωτική συσσώρευση αγαθών, απλούστατα καθιστούν αδύνατη την εκκόλαψη μιας παρόμοιας επιθυμίας, επιθυμίας κατοχής, η οποία στην πραγματικότητα είναι επιθυμία εξουσίας. Η πρωτόγονη κοινωνία, η πρώτη κοινωνία της αφθονίας, δεν αφήνει καμιά θέση για την επιθυμία της υπεραφθονίας.

Οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι κοινωνίες χωρίς κράτος, γιατί το κράτος είναι αδύνατο σε τέτοιου τύπου κοινωνίες. Και όμως, όλοι οι πολιτισμένοι λαοί αρχικά ήταν άγριοι: πώς το κράτος έπαψε να είναι αδύνατο; Γιατί οι λαοί έπαψαν να είναι άγριοι; Ποιο τρομερό συμβάν, ποια επανάσταση επέτρεψαν να προβάλει τη μορφή του δεσπότη, αυτού που διατάζει εκείνους που υπακούουν; Από πού προέρχεται η πολιτική εξουσία; Μυστήριο, προσωρινό ίσως, της καταγωγής. Ενώ φαίνεται ακόμη αδύνατο να προσδιορίσουμε τις συνθήκες εμφάνισης του κράτους, μπορούμε αντίθετα να διατυπώσουμε επακριβώς τις συνθήκες μη εμφάνισής του, και τα κείμενα που συγκεντρώθηκαν σ’ αυτό τον τόμο [Η κοινωνία ενάντια στο κράτος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια] επιχειρούν να δώσουν το περίγραμμα του χώρου του πολιτικού στις κοινωνίες χωρίς κράτος. Χωρίς πίστη, χωρίς νόμο, χωρίς βασιλιά: αυτό που τον 16ο αιώνα η Δύση έλεγε για τους Ινδιάνους μπορεί να επεκταθεί χωρίς δυσκολία σε κάθε πρωτόγονη κοινωνία. Μπορεί μάλιστα να αποτελέσει το κριτήριο διάκρισης: μια κοινωνία είναι πρωτόγονη εάν δεν έχει βασιλιά, ως νόμιμη πηγή του νόμου, εάν δηλαδή δεν έχει κρατική μηχανή. Αντίστροφα, κάθε μη πρωτόγονη κοινωνία είναι κοινωνία με κράτος, λίγο ενδιαφέρει ποιο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς ισχύει. Γι’ αυτό και μπορούμε να συνενώσουμε σε μία μόνο κατηγορία τις μεγάλες αρχαϊκές δεσποτείες -βασιλείς, αυτοκράτορες της Κίνας ή των ’νδεων, φαραώ-, τις πιο πρόσφατες μοναρχίες -το κράτος είμαι εγώ- και τα σύγχρονα κοινωνικά συστήματα, είτε ο καπιταλισμός τους είναι φιλελεύθερος, όπως στη Δυτική Ευρώπη, είτε κρατικός, όπως αλλού… Δεν υπάρχει λοιπόν βασιλιάς στη φυλή, αλλά αρχηγός που δεν είναι αρχηγός κράτους. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο φύλαρχος δεν διαθέτει καμιά αρχή, καμιά δύναμη καταναγκασμού, κανέναν τρόπο να δώσει εντολές. Ο φύλαρχος δεν είναι κάποιος που διατάζει, τα μέλη της φυλής δεν έχουν καμιά υποχρέωση υπακοής. Ο χώρος της φυλαρχίας δεν είναι ο τόπος της εξουσίας και η μορφή του άγριου “φυλάρχου” (ατυχής αλήθεια ονομασία) δεν προοιωνίζεται σε τίποτε τη φυσιογνωμία ενός μελλοντικού δεσπότη. Είναι σαφές ότι η κρατική μηχανή, γενικά, δεν μπορεί να προκύψει από την πρωτόγονη κοινωνία.

Σε τι ο αρχηγός της φυλής δεν προοιωνίζεται τον αρχηγό του κράτους; Σε τι είναι αδύνατο ένα τέτοιο προανάκρουσμα του κράτους στον κόσμο των αγρίων; Αυτή η ριζική ασυνέχεια -η οποία καθιστά αδιανόητη μια προοδευτική μετάβαση από την πρωτόγονη φυλαρχία στην κρατική μηχανή- εδραιώνεται φυσικά σ’ εκείνη τη σχέση αποκλεισμού που τοποθετεί την πολιτική εξουσία έξω από τη φυλαρχία. Αυτό που πρέπει να συλλάβουμε είναι ένας αρχηγός χωρίς εξουσία, ένας θεσμός, η φυλαρχία, ξένος προς την ουσία του, την αρχή. Ο φύλαρχος, επιφορτισμένος κυρίως με την εξομάλυνση των όποιων συγκρούσεων ενδέχεται να ανακύψουν ανάμεσα σε άτομα, οικογένειες, γενεαλογικές γραμμές κ.λπ., δεν διαθέτει για την αποκατάσταση της τάξης και της ομόνοιας παρά μόνο το γόητρο που του αναγνωρίζει η κοινωνία. Γόητρο, όμως, δεν σημαίνει βέβαια εξουσία, και τα μέσα που έχει στα χέρια του ο φύλαρχος για να επιτελέσει το ειρηνοποιό του έργο περιορίζονται αποκλειστικά στη χρήση του λόγου και μάλιστα όχι για να διαιτητεύσει ανάμεσα στα αντίπαλα μέρη, διότι ο φύλαρχος δεν είναι κριτής, δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να τεθεί υπέρ του ενός ή του άλλου, αλλά για να προσπαθήσει, οπλισμένος με την ευγλωττία του και μόνο, να πείσει τους ανθρώπους πως πρέπει να κατευνασθούν, να πάψουν να βρίζουν ο ένας τον άλλον, να μιμηθούν τους προγόνους που έζησαν πάντοτε αρμονικά. Εγχείρημα που ποτέ δεν έχει εξασφαλισμένη την επιτυχία, στοίχημα αβέβαιο κάθε φορά, διότι ο λόγος του αρχηγού δεν έχει ισχύ νόμου. Αν η προσπάθεια πειθούς αποτύχει, τότε η σύγκρουση κινδυνεύει να έχει βίαιη έκβαση και το γόητρο του αρχηγού μπορεί κάλλιστα να μην επιβιώσει, εφ’ όσον έχει αποδειχθεί η ανικανότητά του να πραγματοποιήσει ό,τι αναμενόταν από εκείνον.

Πώς εκτιμά η φυλή ότι ο τάδε άνδρας είναι άξιος να γίνει αρχηγός; Στο τέλος τέλος, το εκτιμά μόνο από τα “τεχνικά” του προσόντα: ρητορικό χάρισμα, επιδεξιότητα στο κυνήγι, ικανότητα να συναρμόζει τις πολεμικές δραστηριότητες, επιθετικές ή αμυντικές. Και με κανέναν τρόπο η κοινωνία δεν αφήνει τον φύλαρχο να υπερβεί αυτό το τεχνικό όριο, δεν επιτρέπει μια τεχνική ανωτερότητα να μετατραπεί σε πολιτική αρχή. Ο φύλαρχος είναι στην υπηρεσία της κοινωνίας, και η κοινωνία καθεαυτήν -ο αληθινός τόπος της εξουσίας- που ασκεί ως τέτοια την αρχή της πάνω στον αρχηγό. Γι’ αυτό είναι αδύνατο ο αρχηγός να αντιστρέψει τη σχέση αυτή προς όφελός του, να θέσει την κοινωνία στη δική του υπηρεσία, να ασκήσει πάνω στη φυλή αυτό που αποκαλείται εξουσία: ποτέ η πρωτόγονη κοινωνία δεν θα ανεχθεί να μεταβληθεί ο αρχηγός της σε δεσπότη.

Κατά μία έννοια, η φυλή υποβάλλει σε πολύ στενή επιτήρηση τον αρχηγό, αιχμάλωτος όπως είναι σ’ έναν χώρο απ’ όπου δεν τον αφήνει να βγει. Θέλει όμως να βγει; Συμβαίνει καμιά φορά να επιθυμήσει ένας αρχηγός να είναι αρχηγός; Να θελήσει η δική του επιθυμία να υποκαταστήσει την υπηρεσία και το συμφέρον της ομάδας; Να υπερισχύσει η ικανοποίηση του προσωπικού του συμφέροντος έναντι της υποταγής στο συλλογικό εγχείρημα; Δυνάμει αυτού ακριβώς του στενού ελέγχου, στον οποίο η κοινωνία -από τη φύση της ως πρωτόγονη κοινωνία και όχι βέβαια από κάποια συνειδητή και εσκεμμένη φροντίδα επιτήρησης- υποβάλλει, όπως και όλα τα υπόλοιπα, την πρακτική του leader, σπάνιες είναι οι περιπτώσεις φυλάρχων που βρίσκονται σε θέση να παραβιάσουν τον πρωτόγονο νόμο: δεν είσαι κάτι παραπάνω από τους άλλους. Σπάνιες μεν, αλλά όχι και ανύπαρκτες: πότε πότε συμβαίνει ένας αρχηγός να θελήσει να κάνει τον αρχηγό κι αυτό διόλου από μακιαβελικό υπολογισμό, αλλά μάλλον επειδή τελικά δεν έχει άλλη επιλογή, δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Ας εξηγηθούμε. Κατά κανόνα, ένας αρχηγός δεν επιχειρεί (δεν του περνά καν απ’ το μυαλό) να ανατρέψει την κανονική (τη σύμφωνη με τους κανόνες) σχέση που διατηρεί με την ομάδα του, ανατροπή η οποία από υπηρέτη της ομάδας θα τον έκανε κύριό της. Αυτή την κανονική σχέση ο μεγάλος κάσικος Αλαϊκίν, πολεμικός αρχηγός μιας φυλής Αμπιπόνων του Τσάκο της Αργεντινής, την όρισε πάρα πολύ καλά με την απάντησή του σε κάποιον Ισπανό αξιωματικό, ο οποίος επεδίωκε να τον πείσει να σύρει τη φυλή του σε έναν πόλεμο που εκείνη δεν ήθελε:; “Οι Αμπιπόνοι, από μια συνήθεια πατροπαράδοτη, κάνουν τα πάντα όπως αρέσει σ’ αυτούς και όχι όπως αρέσει στον κάσικό τους. Εγώ τους διευθύνω, μα δεν θα μπορούσα να βλάψω κανέναν απ’ τους δικούς μου δίχως να βλάψω εμένα τον ίδιο. Αν χρησιμοποιούσα διαταγές ή βία προς τους συντρόφους μου, αμέσως θα μου γυρνούσαν την πλάτη. Προτιμώ να με αγαπάνε και όχι να με φοβούνται”. Κι ας μην αμφιβάλλουμε: οι περισσότεροι από τους Ινδιάνους φυλάρχους τα ίδια θα έλεγαν.

Υπάρχουν ωστόσο εξαιρέσεις, πάντα σχεδόν συνδεδεμένες με τον πόλεμο. Ξέρουμε, πράγματι, ότι η προετοιμασία και η καθοδήγηση μιας στρατιωτικής επιχείρησης αποτελούν τις μοναδικές περιστάσεις όπου ο αρχηγός έχει την ευκαιρία να ασκήσει ένα ελάχιστο αρχής, η οποία όμως, ας το επαναλάβουμε, βασίζεται μόνο στην τεχνική του δεξιότητα ως πολεμιστή. Μόλις τελειώσουν όλα, και όποια κι αν είναι η έκβαση της μάχης, ο αρχηγός του πολέμου ξαναγίνεται αρχηγός χωρίς εξουσία, σε καμιά περίπτωση το γόητρο που συνεπιφέρει μια νίκη δεν μετατρέπεται σε αρχή. Όλα παίζονται σ’ αυτόν ακριβώς τον διαχωρισμό που διατηρεί η κοινωνία ανάμεσα σε εξουσία και γόητρο, ανάμεσα στη δόξα ενός νικητή πολεμιστή και τη διοίκηση που του απαγορεύεται να ασκήσει. Η καταλληλότερη πηγή για να σβήσει τη δίψα που έχει ένας πολεμιστής για γόητρο είναι ο πόλεμος. Την ίδια στιγμή, ο αρχηγός που το γόητρό του είναι συνδεδεμένο με τον πόλεμο δεν μπορεί να το διατηρήσει και να το ενισχύσει παρά μόνο με τον πόλεμο: ένα είδος αναγκαστικής φυγής προς τα εμπρός είναι εκείνο που τον κάνει να θέλει να διοργανώνει ακατάπαυστα πολεμικές επιχειρήσεις, απ’ όπου προεξοφλεί ότι θα εισπράξει τα οποία (συμβολικά) οφέλη αναλογούν στη νίκη. Όσο η επιθυμία του για πόλεμο συμβαδίζει με τη γενική θέληση της φυλής και ιδιαίτερα των νέων, για τους οποίους ο πόλεμος αποτελεί επίσης το κύριο μέσο για να αποκτήσουν γόητρο, όσο η θέληση του αρχηγού δεν ξεπερνά τη θέληση της κοινωνίας, οι μεταξύ τους συνηθισμένες σχέσεις παραμένουν αμετάβλητες. Ο κίνδυνος όμως η θέληση του αρχηγού να υπερσκελίσει τη θέληση της ομάδας, ο κίνδυνος ο αρχηγός να προχωρήσει πιο πέρα απ’ όσο πρέπει, να βγει από τα αυστηρά όρια που έχουν οριστεί στο λειτούργημά του, αυτός ο κίνδυνος είναι διαρκής. Καμιά φορά ο αρχηγός δέχεται να τον διατρέξει και προσπαθεί να επιβάλει στη φυλή τα ατομικά του σχέδια, προσπαθεί να αντικαταστήσει το συλλογικό συμφέρον με το προσωπικό του συμφέρον. Αντιστρέφοντας την κανονική σχέση που προσδιορίζει τον leader ως μέσο στην υπηρεσία ενός κοινωνικά καθορισμένου σκοπού, επιχειρεί να μετατρέψει την κοινωνία σε μέσο για την υλοποίηση ενός καθαρά ιδιωτικού σκοπού: η φυλή στην υπηρεσία του αρχηγού και όχι πια ο αρχηγός στην υπηρεσία της φυλής. Αν “έπιανε το κόλπο” του, τότε θα είχαμε τον γενέθλιο τόπο της πολιτικής εξουσίας, ως εξαναγκασμού και βίας, θα είχαμε την πρώτη ενσάρκωση, την ελαχιστότατη μορφή του κράτους. Αλλά ποτέ δεν πιάνει.

Η Έλενα Βαλέρο, στην πολύ ωραία διήγηση των είκοσι χρόνων που πέρασε με τους Γιανομάμι, μιλά πολύ για τον πρώτο της σύζυγο, τον πολεμικό leader Φουσίγουε. Η ιστορία του απεικονίζει στην εντέλεια τη μοίρα του άγριου φυλάρχου όταν, εξαναγκασμένος από τις περιστάσεις, οδηγείται στην παραβίαση του νόμου της πρωτόγονης κοινωνίας η οποία, όντας ο αληθινός τόπος της εξουσίας, αρνείται να την αφήσει, αρνείται να εξουσιοδοτήσει άλλον στη θέση της. Ο Φουσίγουε, λοιπόν, αναγνωρίστηκε ως “αρχηγός” από τη φυλή του λόγω του γοήτρου που απέκτησε ως διοργανωτής και καθοδηγητής νικηφόρων επιδρομών εναντίον εχθρικών ομάδων. Διευθύνει συνεπώς πολέμους που θέλησε η φυλή του, θέτει στην υπηρεσία της ομάδας του την πολεμική τεχνική του δεξιότητα, το θάρρος του, τον δυναμισμό του, συνιστά το αποτελεσματικό όργανο της κοινωνίας του. Αλλά η δυστυχία του άγριου πολεμιστή είναι ότι το γόητρο που απέκτησε στον πόλεμο χάνεται γρήγορα, εάν δεν ανανεώνονται αδιάκοπα οι πηγές του. Η φυλή, για την οποία ο αρχηγός δεν είναι παρά το κατάλληλο όργανο για την πραγμάτωση της θέλησής της, ξεχνά εύκολα τις περασμένες του νίκες. Για τον αρχηγό τίποτε δεν έχει οριστικά κατακτηθεί και εάν θέλει να υπενθυμίσει στους ανθρώπους το γόητρο και τη δόξα του -που τόσο εύκολα λησμόνησαν- δεν πρόκειται να το καταφέρει εκθειάζοντας απλώς τους παλιούς του άθλους, θα πρέπει να δημιουργήσει ευκαιρίες καινούργιων εχθροπραξιών. Ένας πολεμιστής δεν έχει επιλογή: είναι καταδικασμένος να επιθυμεί τον πόλεμο. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο υπερβαίνει το όριο της συναίνεσης που το αναγνωρίζει ως αρχηγό. Εάν η επιθυμία του για πόλεμο συμπίπτει με της κοινωνίας, η κοινωνία συνεχίζει να τον ακολουθεί. Εάν όμως η επιθυμία του αρχηγού για πόλεμο προσπαθήσει να επιπέσει σε μια κοινωνία εμφορούμενη από την επιθυμία για ειρήνη -στην πραγματικότητα, καμιά κοινωνία δεν επιθυμεί πάντα να πολεμά-, τότε η σχέση μεταξύ αρχηγού και φυλής αντιστρέφεται, ο leader επιχειρεί να χρησιμοποιήσει την κοινωνία ως όργανο του ατομικού του σκοπού, ως μέσο της προσωπικής του επιδίωξης. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ο πρωτόγονος αρχηγός είναι αρχηγός χωρίς εξουσία: πώς θα μπορούσε να επιβάλει τον νόμο της επιθυμίας του σε μια κοινωνία που τον αρνείται; Είναι αιχμάλωτος της επιθυμίας του για γόητρο και ταυτόχρονα της αδυναμίας του να την πραγματοποιήσει. Τι μπορεί να συμβεί τότε; Ο πολεμιστής είναι προορισμένος για τη μοναξιά, γι’ αυτή την αμφίβολη μάχη που δεν τον οδηγεί παρά στον θάνατο. Τέτοια υπήρξε η μοίρα του Νοτιαμερικανού πολεμιστή Φουσίγουε. Επειδή θέλησε να επιβάλει στους δικούς του έναν πόλεμο που εκείνοι δεν επιθυμούσαν, η φυλή του τον εγκατέλειψε. Δεν του απέμεινε παρά να διεξαγάγει μόνος του αυτό τον πόλεμο και πέθανε κατατρυπημένος από τα βέλη. Ο θάνατος είναι το πεπρωμένο του πολεμιστή, διότι η πρωτόγονη κοινωνία είναι έτσι δομημένη ώστε να μην επιτρέπει στη θέληση για εξουσία να υποκαταστήσει την επιθυμία για γόητρο. Ή, με άλλα λόγια, στην πρωτόγονη κοινωνία ο φύλαρχος, ως ενδεχόμενος φορέας της θέλησης για εξουσία, είναι εκ των προτέρων καταδικασμένος σε θάνατο. Η χωριστή πολιτική εξουσία είναι αδύνατη στην πρωτόγονη κοινωνία, δεν υπάρχει θέση, δεν υπάρχει κενό που θα μπορούσε να καταλάβει το κράτος.

Λιγότερο τραγική στην κατάληξή της, αλλά πολύ παρόμοια στην εξέλιξή της είναι η ιστορία ενός άλλου Ινδιάνου leader, απείρως πιο διάσημου από τον σκοτεινό πολεμιστή του Αμαζονίου, αφού πρόκειται για τον περιβόητο αρχηγό των Απάτσι, τον Τζερόνιμο. Η ανάγνωση των απομνημονευμάτων του [Τα απομνημονεύματα του Τζερόνιμο, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος] αποδεικνύεται ιδιαίτερα διδακτική, παρ’ ότι είναι αρκετά προχειρογραμμένα. Ο Τζερόνιμο δεν ήταν παρά ένας νεαρός πολεμιστής σαν όλους τους άλλους, όταν οι Μεξικανοί στρατιώτες επιτέθηκαν στην κατασκήνωση της φυλής και σφαγίασαν γυναίκες και παιδιά. Η οικογένεια του Τζερόνιμο εξολοθρεύθηκε παντελώς. Οι διάφορες φυλές των Απάτσι έκαναν συμμαχία για να εκδικηθούν τους δολοφόνους και στον Τζερόνιμο ανατέθηκε η καθοδήγηση της μάχης. Πλήρης επιτυχία των Απάτσι, συντριβή της φρουράς των Μεξικάνών. Το πολεμικό γόητρο του Τζερόνιμο, του πρωτεργάτη της νίκης, υπήρξε τεράστιο. Και από εκείνη η στιγμή τα πράγματα αλλάζουν, κάτι συμβαίνει στον Τζερόνιμο, κάτι συμβαίνει. Διότι μπορεί μεν για τους Απάτσι, οι οποίοι ικανοποιήθηκαν με μια νίκη που εκπλήρωσε θαυμάσια την επιθυμία τους για εκδίκηση, η υπόθεση να τακτοποιήθηκε κατά κάποιον τρόπο, για τον Τζερόνιμο όμως αλλιώς έχει η κατάσταση: αυτός θέλει να συνεχίσει να εκδικείται τους Μεξικανούς, θεωρεί ότι η αιματηρή πανωλεθρία των στρατιωτών δεν είναι αρκετή. Αλλά δεν μπορεί βέβαια να πάει μόνος να χτυπήσει τα μεξικάνικα χωριά. Προσπαθεί λοιπόν να πείσει τους δικούς του να εκστρατεύσουν πάλι. Του κάκου. Η κοινωνία Απάτσι, αφού επιτεύχθηκε ο συλλογικός στόχος -η εκδίκηση- λαχταρά την ανάπαυση. Έτσι ο σκοπός του Τζερόνιμο είναι μια ατομική επιδίωξη, στην πραγμάτωση της οποίας θέλει να παρασύρει τη φυλή. Θέλει να μετατρέψει τη φυλή σε όργανο της επιθυμίας του, ενώ προηγούμένως, εξαιτίας της πολεμικής του δεξιότητας, ήταν εκείνος το όργανο της φυλής. Φυσικά, οι Απάτσι ποτέ δεν θέλησαν να ακολουθήσουν τον Τζερόνιμο, όπως ακριβώς και οι Γιανομάμι αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τον Φουσίγουε. Το πολύ πολύ ο αρχηγός Απάτσι να τα κατάφερνε (καμιά φορά και με ψέματα) να πείσει μερικούς νέους άπληστους για δόξα και λάφυρα. Σε μία από αυτές τις εκστρατείες ο στρατός του Τζερόνιμο, ηρωικός και γελοίος, αποτελείτο από δύο άνδρες! Οι Απάτσι, που όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν, δέχονταν την αρχηγία του Τζερόνιμο λόγω της δεξιοτεχνάις του στη μάχη, του γυρνούσαν συστηματικά την πλάτη όταν ήθελε να διεξαγάγει τον προσωπικό του πόλεμο. Τζερόνιμο, ο τελευταίος μεγάλος αρχηγός του βορειοαμερικανικού πολέμου, που πέρασε τριάντα χρόνια από τη ζωή του θέλοντας να “κάνει τον αρχηγό” και δεν το κατόρθωσε…

Η ουσιώδης ιδιότητα (εκείνη δηλαδή η οποία άπτεται της ουσίας) της πρωτόγονης κοινωνίας είναι ότι ασκεί απόλυτη και πλήρη εξουσία πάνω σε κάθετί που τη συγκροτεί, είναι ότι απαγορεύει την αυτονομία ενός οποιουδήποτε από τα υποσύνμολα που την απαρτίζουν, είναι ότι συγκρατεί όλες τις εσωτερικές δυνάμεις που τροφοδοτούν την κοινωνική ζωή, συνειδητές και ασυνείδητεςς, μέσα σε όποια όρια και όποια κατεύθυνση εκείνη θέλει. Η φυλή εκδηλώνει με διάφορους τρόπους (και με τη βία αν χρειάζεται) τη θέλησή της να διαφυλάξει αυτή την πρωτόγονη κοινωνική τάξη, απαγορεύοντας την εμφάνιση μιας πολιτικής εξουσίας ατομικής, κεντρικής και χωριστής. Κοινωνία λοιπόν που τίποτε δεν της ξεφεύγει, που δεν αφήνει τίποτε να βγει έξω απ’ αυτή, διότι όλες οι έξοδοι είναι κλειστές. Κοινωνία, συνεπώς, η οποία θα έπρεπε να αναπαράγεται αιώνια, χωρίς τίποτε το ουσιαστικό να μην την επηρεάζει στο πέρασμα του χρόνου. Υπάρχει παρ’ όλα αυτά ένα πεδίο, το οποίο φαίνεται να ξεφεύγει, εν μέρει τουλάχιστον, από τον έλεγχο της κοινωνίας, υπάρχει μια “ροή”, στην οποία η κοινωνία φαίνεται να μην μπορεί να επιβάλει παρά μια ατελή “κωδίκωση”: πρόκειται για τον δημογραφικό τομέα, τομέα που διέπεται από πολιτισμικούς κανόνες, αλλά και από φυσικούς νόμους, χώρο όπου αναπτύσσεται μια ζωή ριζωμένη στο κοινωνικό και στο βιολογικό ταυτόχρονα, τόπο μιας “μηχανής”, η οποία λειτουργεί ενδεχομένως σύμφωνα με μια δική της μηχανική και η οποία επομένως θα ήταν εκτός κοινωνικής βολής.

Δεν σκοπεύουμε να αντικαταστήσουμε τον οικονομικό ντετερμινισμό με έναν δημογραφικό ντετερμινισμό, να καταλογίσουμε στα αίτια -τη δημογραφική αύξηση- την αναγκαιότητα των αιτιατών -μετασχηματισμό κοινωνικής οργάνωσης, είμαστε ωστόσο υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε, ιδίως στην Αμερική, το κοινωνιολογικό βάρος του μεγέθους του πληθυσμού, την ικανότητα που διαθέτει η αύξηση της πυκνότητας να κλονίσει -δεν λέμε να καταστρέψει- την πρωτόγονη κοινωνία. Είναι πράγματι πολύ πιθανό, ένας βασικός όρος ύπαρξης της πρωτόγονης κοινωνίας να συνίσταται στη σχετική ισχνότητα του δημογραφικού της μεγέθους. Τα πράγματα μπορούν να λειτουργήσουν σύμφωνα με το πρωτόγονο πρότυπο μόνο εάν οι άνθρωποι είναι ολιγάριθμοι. Ή, με άλλα λόγια, για να είναι πρωτόγονη μια κοινωνία, πρέπει να είναι μικρή αριθμητικά. Και πράγματι, αυτό που διαπιστώνει κανείς στον κόσμο των αγρίων είναι ένας εκπληκτικός κατακερματισμός “εθνών”, φυλών και κοινωνιών σε τοπικές ομάδες, οι οποίες επαγρυπνούν επισταμένως για να διατηρήσουν την αυτονομία τους στους κόλπους του συνόλου στο οποίο υπάγονται, έτοιμες ωστόσο να συνάψουν πρόσκαιρες συμμαχίες με τους γειτονικούς τους “συμπατριώτες”, εάν οι περιστάσεις -πολεμικές κυρίως- το απαιτήσουν. Αυτός ο κατατεμαχισμός του σύμπαντος των φυλών αποτελεί ασφαλώς ένα αποτελεσματικόμέσο, ώστε να εμποδιστεί η σύσταση κοινωνικοπολιτικών συνόλων που θα ενσωμάτωναν τις τοπικές ομάδες και, πέρα από αυτό, ένα μέσο απαγόρευσης της εμφάνισης του κράτους, το οποίο είναι εξ ορισμού ενοποιητικό. Οπωσδήποτε δημιουργεί ενδοιασμούς η διαπίστωση ότι, την εποχή που τους ανακαλύπτει η Ευρώπη, οι Τουπί-Γκουαρανί φαίνεται να παρεκκλίνουν αισθητά από το σύνηθες πρωτόγονο πρότυπο και μάλιστα σε δύο βασικά σημεία: πρώτον, το ποσοστό δημογραφικής πυκνότητας των φυλών ή τοπικών ομάδων τους ξεπερνά σαφώς το αντίστοιχο των γειτονικών πληθυσμών, δεύτερον, το μέγεθος των τοπικών ομάδων δεν έχει καμιά απολύτως αναλογία με το αντίστοιχο των κοινωνικοπολιτικών μονάδων του Τροπικού Δάσους. Βέβαια, τα χωριά Τουπινάμπα, λόγου χάρη, τα οποία συγκέντρωναν πολλές χιλιάδες κατοίκους, δεν ήταν πόλεις, αλλά ούτε ανήκαν πια στον “κλασικό” ορίζοντα της δημογραφικής έκτασης των γειτονικών κοινωνιών. Πάνω σ’ αυτό τον πίνακα δημογραφικής εξάπλωσης και πληθυσμιακής συγκέντρωσης, διαγράφεται ανάγλυφη -φαινόμενο επίσης ασυνήθιστο για την Αμερική των αγρίων, αν όχι και για την Αμερική των αυτοκρατοριών- η καταφανής τάση των φυλάρχων να αποκτήσουν μια εξουσία άγνωστη αλλού. Οι φύλαρχοι Τουπί-Γκουαρανί δεν ήταν ασφαλώς δεσπότες, αλλά ούτε ήταν εντελώς αρχηγοί χωρίς εξουσία. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος τόπος για να επιχειρήσουμε το μακροσκελές και πολύπλοκο έργο της ανάλυσης της φυλαρχίας στους Τουπί-Γκουαρανί. Θα αρκεστούμε να επισημάνουμε στο ένα, θα λέγαμε, άκρο της κοινωνίας τη δημογραφική αύξηση και στο άλλο την αργή εμφάνιση της πολιτικής εξουσίας. Είναι αναμφισβήτητο ότι δεν εναπόκειται στην εθνολογία (ή τουλάχιστον όχι μόνο σ’ εκείνη) να απαντήσει στο ερώτημα των αιτίων δημογραφικής εξάπλωσης σε μια πρωτόγονη κοινωνία. Εμπίπτει όμως στις αρμοδιότητες αυτού του κλάδου η σύνδεση δημογραφικού και πολιτικού, η ανάλυση της δύναμης που ασκεί το πρώτο πάνω στο δεύτερο διαμέσου του κοινωνικού. Σε όλο αυτό το κείμενο δεν πάψαμε να διακηρύσσουμε την εσωτερική αδυναμία να υπάρξει χωριστή πολιτική εξουσία σε μια πρωτόγονη κοινωνία, την αδυναμία μιας γένεσης του κράτους εκ των ένδον της πρωτόγονης κοινωνίας. Να όμως που φαίνεται, τελείως αντιφατικά, να επικαλούμαστε και εμείς τους Τουπί-Γκουαρανί ως μία περίπτωση πρωτόγονης κοινωνίας, όπου άρχιζε να αναφαίνεται αυτό που θα μπορούσε να γίνει κράτος. Αναπτυσσόταν αναντίρρητα σ’ αυτές τις κοινωνίες η διαδικασία -η οποία χωρίς άλλο είχε προ πολλού δρομολογηθεί- της συγκρότησης μιας αρχηγίας που η πολιτική της εξουσία δεν ήταν αμελητέα. Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι Γάλλοι και Πορτογάλοι χρονικογράφοι της εποχής δεν διστάζουν να απονείμουν στους μεγάλους αρχηγούς φυλετικών ομοσπονδιών τους τίτλους “βασιλείς της περιοχής” ή “βασιλίσκοι”. Αυτή η διαδικασία βαθιάς μεταλλαγής της κοινωνίας Τουπί-Γκουαρανί διακόπηκε απότομα με τον ερχομό των Ευρωπαίων. Αυτό άραγε σημαίνει ότι, εάν η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου είχε συντελεσθεί έναν αιώνα αργότερα, λόγου χάρη, ένας κρατικός σχηματισμός θα είχε επιβληθεί στις ινδιάνικες φυλές των βραζιλιάνικων παράκτιων περιοχών; Είναι πάντα εύκολο και παρακινδυνευμένο να αναπλάθει κανείς μια υποθετική ιστορία που τίποτε πια εν θα μπορούσε να τη διαψεύσει. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, νομίζουμε ότι μπορούμε με βεβαιότητα να απαντήσουμε αρνητικά: δεν είναι η άφιξη των Δυτικών που ανέστειλε την πιθανή εμφάνιση του κράτους στους Τουπί-Γκουαρανί, αλλά μια αφύπνιση της ίδιας της κοινωνίας ως πρωτόγονης κοινωνίας, μια αφύπνιση, μια εξέγερση η οποία ακόμη κι αν δεν στρεφόταν ρητά εναντίον των φυλαρχιών, ήταν πάντως λόγω των επιπτώσεών της καταστροφική για την εξουσία των φυλάρχων. Εννούμε εκείνο το παράδοξο φαινόμενο το οποίο, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 15ου αιώνα, συντάραζε τις φυλές Τουπί-Γκουαρανί, το πύρινο κήρυγμα ορισμένων ανθρώπων που πήγαιναν από ομάδα σε ομάδα παρακινώντας τους Ινδιάνους να τα εγκαταλείψουν όλα και να ριχτούν στην αναζήτηση της Γης χωρίς Κακό, στην αναζήτηση του επίγειου παράδεισου.

Στην πρωτόγονη κοινωνία, αρχηγία και γλώσσα συνδέονται εσωτερικά, ο λόγος είναι η μοναδική εξουσία που περιέρχεται στον αρχηγό, και περισσότερο και από εξουσία, ο λόγος είναι για εκείνον καθήκον. Υπάρχει όμως ένας άλλος λόγος, μια άλλη ομιλία, και αυτή δεν αρθρωνόταν από τους αρχηγούς, αλλά από εκείνους τους ανθρώπους που τον 15ο και τον 16ο αιώνα έσερναν πίσως τους κατά χιλιάδες τους Ινδιάνους σε τρελές μεταναστεύσεις, επιζητώντας την πατρίδα των θεών: είναι η ομιλία των καράι, είναι ο προφητικός λόγος, λόγος δηλητηριώδης, στον ύψιστο βαθμό ανατρεπτικός, αφού καλούσε τους Ινδιάνους να επιχειρήσουν εκείνο που πρέπει σαφώς να αναγνωρισθεί ως καταστροφή της κοινωνίας. Το κάλεσμα των προφητών να εγκαταλείψουν την κακιά γη, δηλαδή την κοινωνία ως είχε, για να φτάσουν στη Γη χωρίς Κακό, στην κοινωνία της θείας ευτυχίας, συνεπαγόταν τη θανατική καταδίκη της δομής της κοινωνίας και του συστήματος των κανόνων της. Αλλά στην κοινωνία αυτή επιβαλλόταν ολοένα πιο έντονα η σφραγίδα του κύρους των αρχηγών, το βάρος της πολιτικής εξουσίας που μόλις τότε γεννιόταν. Ίσως λοιπόν είναι βάσιμη η υπόθεση πως, εάν οι προφήτες, βγαλμένοι μέσα από την καρδιά της κοινωνίας, διακήρυσσαν ότι ο κόσμος όπου ζούσαν οι άνθρωποι ήταν κακός, είναι επειδή εντόπιζαν τη δυστυχία, το κακό, σ’ αυτό τον αργό θάνατο στον οποίο η εμφάνιση της εξουσίας καταδίκαζε αργά ή γρήγορα την κοινωνία Τουπί-Γκουαρανί ως πρωτόγονη κοινωνία, ως κοινωνία χωρίς κράτος. Κατεχόμενοι από την αίσθηση ότι ο αρχαίος άγριος κόσμος έτριζε εκ θεμελίων, στοιχειωμένοι από την προαίσθηση μιας κοινωνικής-κοσμικής καταστροφής, οι προφήτες αποφάσισαν πως έπρεπε να αλλάξουν τον κόσμο, να εγκαταλείψουν τον κόσμο των ανθρώπων και να κερδίσουν τον κόσμο των θεών. Λόγος προφητικός που είναι ακόμη ζωντανός, όπως μαρτυρούν τα κείμενα “Προφήτες στη ζούγκλα” και “Το ένα χωρίς το πολλαπλό”. Οι τρεις-τέσσερις χιλιάδες Ινδιάνοι Γκουαρανί, που εξακολουθούν να ζουν μέσα στην αθλιότητα στα δάση της Παραγουάης, απολαμβάνουν ακόμη τον ασύγκριτο πλούτο που τους προσφέρουν οι καράι. Το φαντάζεται βέβαια κανείς πως οι καράι αυτοί δεν είναι πια οδηγητές φυλών, όπως οι πρόγονοί τους του 16ου αιώνα, η αναζήτηση της Γης χωρίς Κακό είναι αδύνατη πια. Όμως η έλλειψη δράσης φαίνεται να έχει ενθαρρύνει μια μέθη της σκέψης, μια όλο και πιο οξυμένη εμβάθυνση του στοχασμού πάνω στη δυστυχία της ανθρώπινης μοίρας. Και αυτή η άγρια σκέψη, εκτυφλωτική σχεδόν από το πολύ φως, μας λέει πως η γενέτειρα του Κακού, η πηγή της δυστυχίας, είναι το Ένα. Χρειάζεται ίσως να ειπωθούν λίγο περισσότερα πάνω σ’ αυτό και να διερωτηθούμε τι υποδηλώνει ο σοφός Γκουαρανί με την ονομασία Ένα. Τα προτιμώμενα θέματα της σύγχρονης σκέψης Γκουαρανί είναι τα ίδια που απασχολούσαν, πάνω από τέσσερις αιώνες τώρα, εκείνους που από τότε αποκαλούνταν καράι, προφήτες. Γιατί ο κόσμος είναι κακός; Τι μπορούμε να κάνουμε, προκειμένου να γλιτώσουμε απ’ το κακό; Ερωτήσεις που γενιές και γενιές Ινδιάνων δεν έπαυαν να θέτουν στους εαυτούς τους: οι σημερινοί καράι επιμένουν με πάθος να επαναλαμβάνουν την ομιλία των προφητών του παλιού καιρού. Εκείνοι ήξεραν ότι οτ Ένα είναι το κακό, το έλεγαν από χωριό σε χωριό, και οι άνθρωποι τους ακολουθούσαν στην αναζήτηση του Καλού, στην αναζήτηση του μη Ένα. Έχουμε λοιπόν στους Τουπί-Γκουαρανί της εποχής της Ανακάλυψης αφ’ ενός μια πρακτική -τη θρησκευτική μετανάστευση- ανεξήγητη, αν δεν διαβάσουμε μέσα της την άρνηση του δρόμου στον οποίο η φυλαρχία οδηγούσε αναγκαστικά την κοινωνία, την άρνηση της χωριστής πολιτικής εξουσίας, την άρνηση του κράτους, και αφ’ ετέρου έναν προφητικό λόγο, που ορίζει το Ένα ως ρίζα του Κακού και βεβαιώνει πως υπάρχει δυνατότητα να του ξεφύγουν. Με ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατό να συλλάβουμε το Ένα; Θα πρέπει με κάποιον τρόπο η παρουσία του, μισητή ή ποθητή, να είναι ορατή. Και γι’ αυτό τον λόγο πιστεύουμε ότι μπορούμε να εντοπίσουμε, κάτω από τη μεταφυσική εξίσωση που εξομοιώνει το Κακό με το Ένα, μια άλλη εξίσωση πιο απόκρυφη και πολιτικής υφής, που λέει ότι ο Ένα είναι το κράτος. Ο προφητισμός των Τουπί-Γκουαρανί είναι η ηρωική απόπειρα μιας πρωτόγονης κοινωνίας να εξαλείψει τη δυστυχία με την ριζική άρνηση του Ενός ως οικουμενικής ουσίας του κράτους. Αυτή η “πολιτική” ανάγνωση μιας μεταφυσικής θέσης μας ώθησε να θέσουμε ένα ερώτημα, ενδεχομένως ιερόσυλο: δεν θα μπορούσαμε να υποβάλουμε σε παρόμοια ανάγνωση κάθε μεταφυσική του Ενός; Τι συμβαίνει με το Ένα ως Καλό, ως το κατ’ εξοχήν αντικείμενο που από τα πρώτα βήματά της κιόλας η δυτική μεταφυσική προσδίδει στην επιθυμία του ανθρώπου; Ας περιοριστούμε σ’ αυτό το ενοχλητικό προφανές: η σκέψη των άγριων προφητών και εκείνη των Αρχαίων Ελλήνων περιστρέφεται γύρω από το ίδιο πράγμα, το Ένα, μόνο που ο Ινδιάνος Γκουαρανί λέει ότι το Ένα είναι το Κακό, ενώ ο Ηράκλειτος λέει ότι είναι το Καλό. Με ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατό να συλλάβουμε το Ένα ως Καλό; Ας επανέλθουμε, για να κλείσουμε, στον παραδειγματικό κόσμο των Τουπί-Γκουαρανί. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κοινωνία η οποία, πιεσμένη, απειλημένη από την ακάθεκτη άνοδο των φυλάρχων, δημιουργεί μέσα της και απελευθερώνει δυνάμεις ικανές, έστω και με αντίτιμο ένα είδος συλλογικής αυτοκτονίας, να εκμηδενίσουν τη δυναμική της αρχηγίας, να ανακόψουν εκείνη την πορεία που πιθανόν να μετέτρεπε στο τέλος τους φυλάρχους σε βασιλείς, φορείς του νόμου. Από τη μια οι φύλαρχοι, από την άλλοι και εναντίον τους, οι προφήτες: αυτή είναι στις βασικές της γραμμές η εικόνα της κοινωνίας Τουπί-Γκουαρανί στα τέλη του 15ου αιώνα. Και η προφητική “μηχανή” λειτουργούσε στην εντέλεια, αφού οι καράι ήταν ικανοί να παρασύρουν πίσω τους εκπληκτικές μάζες Ινδιάνων φανατισμένων, θα λέγαμε σήμερα, από τα λόγια αυτών των ανθρώπων, μέχρι του σημείου να τους ακολουθούν ως τον θάνατο.

Τι σημαίνει αυτό; Οι προφήτες, οπλισμένοι με τον λόγο τους και μόνο, μπορούσαν να προξενήσουν “κινητοποίηση” των Ινδιάνων, μπορούσαν να πραγματοποιήσουν εκείνο το αδύνατο στην πρωτόγονη κοινωνία: να ενοποιήσουν μέσα στη θρησκευτική μετανάστευση την πολυποίκιλη ετερομορφία των φυλών. Κατάφερναν να πραγματοποιήσουν, μονομιάς, το “πρόγραμμα” των φυλάρχων! Πανουργία της ιστορίας; Ειμαρμένη που, σε πείσμα όλων, καταδικάζει την πρωτόγονη κοινωνία στην εξάρτηση; Κανείς δεν ξέρει. Όπως κι αν είναι πάντως, η επαναστατική πράξη των προφητών ενάντια στους αρχηγούς παρείχε στους πρώτους, από μια παράξενη μεταστροφή των πραγμάτων, ασύγκριτα περισσότερη εξουσία απ’ όση είχαν οι δεύτεροι. Ίσως λοιπόν να πρέπει να διορθώσουμε την αντίληψή μας ότι ο λόγος είναι αντίθετος στη βία. Εάν ο άγριος φύλαρχος είναι επιφορτισμένος με ένα καθήκον αθώου λόγου, η πρωτόγονη κοινωνία μπορεί απ’ τη μεριά της, σε συγκεκριμένες βέβαια περιστάσεις, να παραδοθεί και στο άκουσμα ενός άλλου λόγου, λησμονώντας ότι ο λόγος αυτός λέγεται σαν εντολή στο άκουσμα του προφητικού λόγου. Στην ομιλία των προφητών ενυπάρχει ίσως εν σπέρματι η ομιλία της εξουσίας, και κάτω από τα εξηρμένα χαρακτηριστικά του καθοδηγητή ανθρώπων που εκφράζει την επιθυμία των ανθρώπων κρύβεται ίσως η σιωπηλή μορφή του δεσπότη.

Λόγος προφητικός, εξουσία αυτού του λόγου: έχουμε άραγε εδώ τον γενέθλιο τόπο της εξουσίας καθεαυτήν, την αρχή του Κράτους μέσα στον Λόγο; Προφήτες κατακτητές των ψυχών, προτού γίνουν κύριοι των ανθρώπων; Ίσως. Αλλά ακόμη και ως την ακραία εμπειρία του προφητισμού (διότι χωρίς αμφιβολία η κοινωνία Τουπί-Γκουαρανί είχε φτάσει, για δημογραφικούς ή άλλους λόγους, τα ακραία όρια που προσδιορίζουν μια κοινωνία ως πρωτόγονη), αυτό που μας δείχνουν οι άγριοι είναι η διαρκής προσπάθεια να εμποδίσουν τους αρχηγούς να είναι αρχηγοί, είναι η άρνηση της ενοποίησης, είναι το έργο του εξορκισμού του Ενός, του κράτους. Η ιστορία των λαών που έχουν ιστορία είναι, λένε, η ιστορία της πάλης των τάξεων. Η ιστορία των λαών χωρίς ιστορία είναι, θα μπορούσε να ειπωθεί τουλάχιστον εξίσου αληθινά, η ιστορία της πάλης τους ενάντια στο κράτος.

Categories
Ασύμμετρη Απειλή

Η ιστορία ως πόρνη της εξουσίας – Ασύμμετρη Απειλή

Η ιστορία ως πόρνη της εξουσίας

Πηγή: αντιπολιτική επιθεώρηση “Ασύμετρη Απειλή”, Θεσσαλονίκη Σεπτέμβρης 2007. Για επικοινωνία: halastor@yahoo.gr

«ούτε η πανούκλα, ούτε η αραποβλογιά κάμανε τόσο κακό στην ανθρωπότητα όσο οι ιστορικοί και η Ιστορία»

Γιάννης Σκαρίμπας

1.

Είναι η ιστορία μια απλή, ουδέτερη, αντικειμενική και πάνω απ όλα επιστημονική καταγραφή των γεγονότων του παρελθόντος (ένα ευρείας κλίμακας κουτσομπολιό, όπως χαριτωμένα έθεσε ο Όσκαρ Ουάιλντ); Ή μήπως ισχύει η τετριμμένη και χιλιοφορεμένη άποψη ότι την ιστορία τη γράφουν οι νικητές; Ο γερμανός άθεος θεολόγος (ναι, υπάρχουν και τέτοιοι ευτυχώς…) Καρλ Ντέσνερ το είπε ξεκάθαρα: «οι περισσότεροι ιστορικοί σκορπούν τη βρομιά του παρελθόντος σαν να ήταν χώμα για μελλοντικούς παραδείσους». Η εξουσία πάντα χτίζει Παρθενώνες βαμμένους με το αίμα των δούλων: «Η ιστορία είναι ίσως η πιο σκληρή απ’ όλες τις θεές. Οδηγεί το θριαμβικό άρμα της πάνω από σωρούς πτωμάτων, όχι μόνο σε περιόδους πολέμου, αλλά και «ειρηνικής» οικονομικής ανάπτυξης», έλεγε ο Ένγκελς. Οι σεπτοί μας ιστορικοί, όμως, θαυμάζουν το «μεγαλείο» των Παρθενώνων, εξορίζοντας το αίμα στις ασήμαντες ανθυπολεπτομέρειες της ιστορίας τους. Έτσι λοιπόν, χτίζεται η ιστορία: εξωραΐζοντας τα εγκλήματα της αιματοκυλισμένης πορείας της εξουσίας, ως πιστή πόρνη της βαρβαρότητας του πολιτισμού ( που δεν είναι τίποτε άλλο παρά πολιτισμός της βαρβαρότητας). Οι ιστορικοί λύνουν και δένουν υμνώντας τους νικητές και καταβαραθρώνοντας τους ηττημένους. Ο Αλέξανδρος ο Γ΄ γίνεται Μέγας, είναι εκπολιτιστής των βαρβάρων, ενώ ο Νέρωνας είναι ψυχοπαθής και πυρομανής. Ο Κωνσταντίνος, ένας απ’ τους μεγαλύτερους σφαγείς της ιστορίας, γίνεται και Μέγας και ’γιος, ενώ ο Ιουλιανός είναι Αποστάτης και Παραβάτης. Οι σύμμαχοι στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπερασπίζουν την ελευθερία της ανθρωπότητας ενάντια στους ναζί εγκληματίες. Ας μείνουμε, όμως, λίγο παραπάνω στο παράδειγμα του Β΄ΠΠ. και ας μιλήσουμε λίγο για ρατσισμό.

Το 1915 ο βρετανός βουλευτής Horatio Bottomely πρότεινε ότι, μετά τον πόλεμο, «εάν κάποια μέρα τύχει να ανακαλύψετε σε ένα εστιατόριο ότι σας σερβίρει ένας γερμανός σερβιτόρος, να πετάξετε τη σούπα στο αχρείο πρόσωπό του. Εάν ανακαλύψετε ότι κάθεστε δίπλα σε έναν γερμανό υπάλληλο, να αδειάσετε το μελανοδοχείο πάνω στο αχρείο κεφάλι του». Το 1942 ο εκδότης του περιοδικού “Νew Yorker” και στέλεχος του ημιεπίσημου «πολεμικού συμβουλίου συγγραφέων» Kλίφτον Φάντμαν ζητούσε απ’ τους συγγραφείς «να καλλιεργήσουν ένα αβυσσαλέο μίσος για όλους τους γερμανούς και όχι μόνο για τους ναζί». Και παρακάτω: «Ο μοναδικός τρόπος για να καταλάβουν οι γερμανοί είναι να τους σκοτώσουμε. Και πάλι πιστεύω ότι δε θα καταλάβουν». Και αλλού: «η σημερινή ναζιστική επιθετικότητα δεν είναι έργο μιας ομάδας κακοποιών αλλά η τελική έκφραση των βαθύτερων ενστίκτων του γερμανικού λαού. Ο Χίτλερ ενσαρκώνει δυνάμεις ισχυρότερες απ’ αυτόν». Να τονίσουμε εδώ ότι δεν προσπαθούμε να απενοχοποιήσουμε τον γερμανικό λαό. Ο γερμανικός λαός που έδωσε 43,9% στον Χίτλερ στις εκλογές του 1933 φέρει ακέραιες τις ευθύνες του για τα ναζιστικά εγκλήματα. Εδώ θέλουμε, όμως, να καταδείξουμε τον ρατσισμό της «άλλης όχθης», της «ανεκτικής, αντιρατσιστικής, δημοκρατικής» ιεράς συμμαχίας των αντιφασιστών. Ρατσισμός εξ ίσου αποτρόπαιος με τον ναζιστικό ρατσισμό.

Συνεχίζουμε, λοιπόν. Ο συγγραφέας Χέμινγουεϊ πρότεινε ότι « η μοναδική τελική λύση είναι να στειρώσουμε τους ναζί, με τη χειρουργική έννοια της λέξεως» ( μεταξύ μας, δεν είναι και άσχημη ιδέα…). Ο «σεβασμιότατος» C.W. Wipp έγραφε στη Ντέιλι Χέραλντ : «το σύνθημα πρέπει να είναι «σαρώστε τους» και γι αυτό να συγκεντρώσουμε όλες τις επιστημονικές γνώσεις για να ανακαλύψουμε νέα και τρομερότερα εκρηκτικά… Ένας κήρυκας του ευαγγελίου δεν πρέπει, ίσως, να παρασύρεται από τέτοια αισθήματα, δηλώνω όμως ανοιχτά ότι αν μπορούσα θα έσβηνα την Γερμανία από το χάρτη. Πρόκειται για φυλή διαβολική…». Ο Τεοντόρ Κάουφμαν το 1942 έγραψε στο βιβλίο «η Γερμανία πρέπει να εξαφανιστεί»: « οι γερμανοί ( όποιοι κι αν είναι αυτοί: αντιναζί, κομμουνιστές, ακόμα και φιλοσημίτες ), δεν αξίζουν να ζουν. Κατά συνέπεια, μετά τον πόλεμο, θα κινητοποιηθούν 20.000 γιατροί που ο καθένας τους θα στειρώνει 25 γερμανούς ή γερμανίδες την ημέρα, ώσπου σε τρεις μήνες να μην υπάρχει ούτε ένας γερμανός ικανός να αναπαραχθεί και σε 60 χρόνια να έχει εξαλειφθεί όλη η γερμανική φυλή. ( σημειώστε ότι ο Κάουφμαν ήταν εβραίος, όπως και ο Γιαμποτίνσκο που το 1934 έγραφε στη σιωνιστική εφημερίδα Νάτσα Ρετς: «τα εβραϊκά συμφέροντα απαιτούν την οριστική εκμηδένιση της Γερμανίας. Στο σύνολό του ο γερμανικός λαός αντιπροσωπεύει για μας έναν κίνδυνο»).

Ακόμα και ο σοβιετικός συγγραφέας Ιλία Έρενμπουργκ έγγραφε το 1944 προς τον Κόκκινο Στρατό « Σκοτώστε, σκοτώστε! Στους γερμανούς δεν υπάρχουν αθώοι ούτε μεταξύ των ζωντανών, ούτε μεταξύ αυτών που πρόκειται να γεννηθούν… Τσακίστε με τη βία την περηφάνια των γερμανίδων γυναικών. Πάρτε τες ως νόμιμο λάφυρο. Σκοτώστε, σκοτώστε ανδρείοι στρατιώτες του ερυθρού στρατού, μέσα στην ακατανίκητη έφοδό σας». Τι προλεταριακός διεθνισμός!!! Τέτοια πρόσκληση στη γενοκτονία και στο βιασμό γυναικών μόνο στην Παλαιά Διαθήκη βρίσκουμε. Ούτε καν στο mein kampf…

Ας μιλήσουμε και για εγκλήματα πολέμου. Ο λόρδος Βάνσιταρτ για να δικαιολογήσει τους τυφλούς βομβαρδισμούς της RAF ( της βασιλικής αεροπορίας. Απλή συνωνυμία με τη δική μας RAF…) έλεγε : « μόνοι καλοί γερμανοί είναι οι νεκροί γερμανοί. Ας πέφτουν λοιπόν οι βόμβες βροχή!». Ο Τσώρτσιλ έλεγε το 1940 : «θα λιμοκτονήσουμε τη Γερμανία. Θα διαλύσουμε τις πόλεις της. Στο σύνολό του ο γερμανικός λαός αντιπροσωπεύει για εμάς έναν κίνδυνο». Το 1944 ο Τσώρτιλ έγραψε ένα υπόμνημα στον στρατηγό Ίμαίυ: «θέλω να σκεφτείτε πολύ σοβαρά το ζήτημα των ασφυξιογόνων αερίων. Είναι παράλογο να εξετάζουμε την ηθική σ’ αυτό το ζήτημα αφού όλος ο κόσμος τα χρησιμοποίησε κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου χωρίς να υπάρχει καμία διαμαρτυρία από τους ηθικολόγους ή την εκκλησία. Εξ άλλου, τότε ο βομβαρδισμός των ανυπεράσπιστων πόλεων εθεωρείτο απαγορευμένος. Σήμερα το κάνουν όλοι θεωρώντας το αυτονόητο. Πρόκειται απλούστατα για μια μόδα, σαν την εξέλιξη του μήκους της γυναικείας φούστας… Θα μπορούσαμε να κατακλύσουμε τις πόλεις του Ρουρ και πολλές άλλες πόλεις της Γερμανίας, με τέτοιο τρόπο ώστε η πλειοψηφία του πληθυσμού να χρειάζεται συνεχείς ιατρικές φροντίδες. Ίσως χρειασθεί να περιμένουμε μερικές εβδομάδες ή και μερικούς μήνες πριν σας ζητήσω να κατακλύσετε την Γερμανία με ασφυξιογόνα αέρια. Εν τω μεταξύ, θα ήθελα το ζήτημα να εξετασθεί ψυχρά από λογικούς ανθρώπους και όχι από μια ομάδα ένστολων υμνωδών της χαράς της ζωής σαν αυτούς που συναντάμε εδώ κι εκεί». Ο αμερικάνος στρατηγός Αϊζενχάουερ πρότεινε στο λόρδο Χάλιφαξ να πυροβολούνται οι ηγέτες του εχθρού καθώς θα «προσπαθούν να δραπετεύσουν» (γνωστή αστυνομική μέθοδος του παλιού καλού καιρού…). Για τον στρατηγό ολόκληρος ο πληθυσμός της Γερμανίας ήταν παρανοϊκός και έπρεπε να αντιμετωπιστεί με σκληρότητα…

Για την κυρίαρχη ιδεολογία η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού, δεν ήταν αποτέλεσμα μιας λογικής σειράς εξηγήσιμων γεγονότων. Η άνοδος του ναζισμού δεν είναι άξια ιστορικής, κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής ανάλυσης. Είναι μια παράνοια, ένα «ιστορικό κενό», μια τρέλα. Ο Χίτλερ ήταν τρελός, οι ναζί ήταν παλαβοί. Έτσι απλά! Η ιστορία ψυχολογικοποιείται, γίνεται μεταφυσική και ουαί τοις ηττημένοις! Τώρα γιατί ο Χίτλερ ήταν τρελός, ενώ ο Σωκράτης -που, σαν τον Μπους, άκουγε φωνές και πίστευε ότι ήταν απεσταλμένος του θεού στην Πόλη- είναι υπόδειγμα ηθικού φιλοσόφου, θα σας γελάσουμε. ’Αλλωστε, η τάση του «ιστορικού ψυχολογισμού» δεν είναι τυχαία: «οι γερμανοί είναι πρόθυμοι να δεχθούν την ηθική καταδίκη του Χίτλερ ως ατόμου, αποφεύγοντας έτσι ενδεχομένως την ηθική κρίση των ιστορικών για την κοινωνία που τον εξέθρεψε. Οι ρώσοι, οι βρετανοί και οι αμερικάνοι υιοθετούν αντίστοιχα με ευκολία τις προσωπικές επιθέσεις κατά του Στάλιν, του Νέβιλ Τσαμπερλέιν ή του γερουσιαστή Μακάρθι, οι οποίοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους για τα συλλογικά τους σφάλματα ως λαών» (Ε.Χ. Καρ). Έτσι, ο «ιστορικός ψυχολογισμός» λειτουργεί ως κολυμπήθρα του Σιλωάμ για όσους είναι ενεργητικά ή παθητικά συνυπεύθυνοι για τα εξουσιαστικά εγκλήματα. Και οι εξουσιαστές παίρνουν ξανά το πράσινο φως να εγκληματούν εσαεί.

Ο άγγλος εξελικτικός βιολόγος Ρίτσαρντ Ντώκινς μελετώντας το Zeitgeist («ηθικό πνεύμα των καιρών») που χαρακτηρίζει κάθε εποχή, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι « ο Χίτλερ, όσο αποκρουστικός κι αν ήταν, δεν απείχε απ το Zeitgeist της εποχής του τόσο πολύ όσο δείχνει από τη δική μας οπτική γωνιά σήμερα». Ο εθνικισμός, ο ολοκληρωτισμός, η πολεμοκαπηλία, η βαρβαρότητα, ο ρατσισμός, ο επεκτατισμός και τα συμπαρομαρτούντα δεν ήταν μια χιτλερική εφεύρεση. Υπήρχαν ήδη στο Zeitgeist, στο ηθικό πνεύμα της εποχής (και όχι μόνο της συγκεκριμένης εποχής, αλλά ολόκληρου του πολιτισμού).. Ίσως με διαφορετική δοσολογία, ωστόσο πανταχού παρόντα. Όσο για τον πολυλάλητο ναζιστικό αντισημιτισμό, κι αυτός ήταν κληρονομιά της χριστιανικής «θρησκείας της αγάπης». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με περίσσευμα «χριστιανικής αγάπης» δίδασκε: « πως τολμούν οι χριστιανοί να έχουν την παραμικρή επαφή με εβραίους, τους πιο ελεεινούς απ όλους τους ανθρώπους; Είναι λάγνοι, άπληστοι, πλεονέκτες, άπιστοι ληστές- είναι η πληγή της οικουμένης!… Μήπως τάχα δεν είναι αθεράπευτα δολοφόνοι, καταστροφείς, άνθρωποι κυριευμένοι από τον διάβολο; Οι εβραίοι είναι βρόμικοι και ασεβείς και η συναγωγή τους είναι ένας οίκος ανοχής, ένα λημέρι αγρίων ζώων, ένας χώρος αίσχους και γελοιότητας, η κατοικία του διαβόλου, όπως άλλωστε και η ίδια η ψυχή τους. Στην πραγματικότητα οι εβραίοι λατρεύουν τον διάβολο. Οι τελετουργίες τους είναι εγκληματικές και άσεμνες. Η θρησκεία τους είναι μια αρρώστια. Η συναγωγή τους ένα συνονθύλευμα απατεώνων, ένα άντρο ληστών, ένα σπήλαιο διαβόλων, μια άβυσσος που οδηγεί στο χαμό. Γιατί είναι έκφυλοι οι εβραίοι; Διότι διέπραξαν το ειδεχθές έγκλημα της δολοφονίας του Χριστού. Το υπέρτατο αυτό έγκλημα αποτελεί τη ρίζα της εξαχρείωσης και της συμφοράς τους. Η απόρριψη και η διασπορά των εβραίων ήταν έργο Θεού, όχι αυτοκρατόρων. Έτσι, η μοίρα του εβραίου είναι να ζει κάτω απ το ζυγό της αιώνιας σκλαβιάς». Και ο άγιός αυτός άνθρωπος καλεί όλους τους πιστούς της θρησκείας της αγάπης να νιώσουν μίσος και αποστροφή για τους εβραίους! Ο Χίτλερ, άλλωστε, χρησιμοποιούσε συχνά τα λόγια του Μαρτίνου Λούθηρου για τους εβραίους: οχιάς γεννήματα! Επίσης, το 1235 οι Γάλλοι καθολικοί ανάγκασαν τους εβραίους να φορούν ένα κίτρινο κομμάτι υφάσματος για να ξεχωρίζουν. Το ίδιο έκαναν αργότερα και οι Ισπανοί καθολικοί. Το ίδιο και οι Ναζί. Sangre limpia(καθαρό αίμα) ήταν το ιδανικό της Καθολικής Ισπανίας στον Μεσαίωνα. Reines Blut (καθαρό αίμα) παπαγάλιζαν και οι Ναζί. Στον χριστιανικό κόσμο, λοιπόν, όπου οι εβραίοι ήταν στιγματισμένοι ως θεοκτόνοι, ο ναζισμός βρήκε τον πιο βολικό «εσωτερικό εχθρό». Στο πρόσωπο του «θεοκατάρατου- θεοκτόνου» εβραίου συνενώθηκαν με τεχνητό και ταχυδακτυλουργικό τρόπο όλοι οι εχθροί: εβραιομπολσεβίκοι, εβραιοκαπιταλιστές, εβραιοειρηνιστές, εβραιοντανταϊστές και ουκ εστί τέλος. Αυτό δεν είναι τυχαίο: «η τέχνη ενός αληθινά μεγάλου ηγέτη» γράφει ο Χίτλερ « συνίσταται μεταξύ άλλων στο να μη διασπά την προσοχή ενός λαού, αλλά να τη συγκεντρώνει σε έναν και μοναδικό αντίπαλο. Είναι χαρακτηριστικό της μεγαλοφυΐας ενός μεγάλου ηγέτη να κάνει ακόμα και τους αντιπάλους που απέχουν πολύ μεταξύ τους να φαίνονται ότι ανήκουν σε μια και μόνο κατηγορία, επειδή στους αδύναμους και αβέβαιους χαρακτήρες η πεποίθηση ότι έχουν διαφορετικούς αντιπάλους μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην αρχή της αμφιβολίας για το δίκαιο του δικού τους αγώνα». Στο χριστιανικό Zeitgeist, λοιπόν, ο Χίτλερ βρήκε τον ιδανικό εχθρό και κάνοντας χρήση του ιδεαλιστικού δυϊσμού τον παρουσίασε ως το Απόλυτο Κακό. Αναμφίβολα, ήταν άξιος μαθητής του Ιησού του Ναυή, του Μεγαλέξανδρου, του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Μέγα Κωνσταντίνου, του Τορκεμάδα. ’ξιος συνάδελφος και ομογάλακτος του Τσώρτσιλ, του Ρούσβελτ και του Στάλιν. Ο Χίτλερ και οι ακόλουθοί του δεν είναι μια παρανοϊκή παρένθεση στην ιστορία. Οι φασίστες δεν είναι χειρότεροι απ’ τους αντιφασίστες. Απλώς είναι ηττημένοι…

Τι μας διδάσκει, όμως, η Ιστορία ( με κεφαλαίο το ι, βεβαίως-βεβαίως); Οι γενοκτόνοι των ινδιάνων, οι δουλέμποροι, οι αποικιοκράτες, οι σφαγείς των αμάχων της Δρέσδης, της Χιροσίμα, του Ναγκασάκι, οι γνήσιοι απόγονοι των σταυροφόρων, αυτοί που φύτευαν χούντες αριστερά-δεξιά, αυτοί που φύτευαν γκούλαγκ ή Μακρόνησους, όλοι αυτοί οι εγκληματίες πολέμου ήταν ο «ελεύθερος κόσμος» του αντιφασισμού. Η ιστορία για άλλη μια φορά ως ιερόδουλη των νικητών. Ζαχαρώνει τα αντιφασιστικά σκατά για να τα εμφανίσει σαν κομπόστα.

2.

«η άγνοια είναι το πρώτο προαπαιτούμενο για τον ιστορικό»

Λύτον Στράτσυ

«τα γεγονότα της ιστορίας δεν υπάρχουν για τον ιστορικό, ως τη στιγμή που θα τα δημιουργήσει»

Καρλ Μπέκερ

Ας δούμε όμως ένα ακόμη κομβικό σημείο της εξουσιαστικής ιστοριογραφίας, την κατασκευή εθνικών μύθων ως όπλο για τη σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης. «Τα εθνικά κράτη πρέπει να εγκαθιδρύσουν το καθένα την αλήθεια τους τόσο στις αμφισβητούμενες περιοχές όσο και στη συνείδηση των υπηκόων τους». Εδώ η δουλειά του ιστορικού είναι λεπτή και δύσκολη, πρέπει να κατασκευάσει γεγονότα εκ του μηδενός. Όπως έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ « να καταγράψει με ακρίβεια ότι δε συνέβη ποτέ: αυτή είναι η αναφαίρετη και ενδεδειγμένη ενασχόληση του ιστορικού». Και κάπου εδώ εμφανίζεται και ο «ευφάνταστος καλοπροαίρετος ιστορικός εθνικής σκοπιμότητας». Ένας από τους πιο καραμπινάτους ελληνικούς μύθους είναι η ύπαρξη του «κρυφού σχολειού» στην οθωμανοκρατεία. Η αλήθεια είναι ότι τα σχολεία ήταν ολοφάνερα και ελέγχονταν απ’ την εκκλησία. Το μετα-επαναστατικό ελληνοχριστιανικό κατεστημένο, λοιπόν, κατασκεύασε το μύθο του «κρυφού σχολειού» για να κρύψει την ολοφάνερη συνεργασία της επίσημης εκκλησίας με την οθωμανική αυτοκρατορία. Είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ιστορία από το μηδέν; Κι όμως, είναι δυνατόν όχι μόνο να κατασκευαστεί «ιστορία», αλλά και να επιβληθεί με περίσσιο θράσος. Σε άρθρο στο περιοδικό «’ρδην» η ιερά σύνοδος της εκκλησίας γράφει για το σχολικό βιβλίο της ιστορίας της Γ λυκείου του 1978 «η ιερά σύνοδος της εκκλησίας διαμαρτυρήθηκε στον υπουργό παιδείας, Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, κι εκείνος προς τιμήν του- έδωσε αμέσως εντολή να απαλειφθεί από τα υπό εκτύπωση νέα σχολικά βιβλία η φράση «σύμφωνα με τελευταία πορίσματα της ιστορικής επιστήμης, το κρυφό σχολείο είναι ένας μύθος και δεν υπήρξε στην πραγματικότητα», από τη σελ. 173 της «Ιστορίας» της Γ΄ Λυκείου. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να αποκατασταθεί και η αλήθεια για το κρυφό σχολείο». Η οργουελιανή νεογλώσσα σε όλο της το μεγαλείο…

Ο αλαφροΐσκιωτος Κακαουνάκης, μάλιστα, έφτασε στα άκρα τη λογική της ενσωμάτωσης των αν-ιστορικών λαϊκών θρύλων και εθνικών μύθων στην επίσημη ιστοριογραφία , λέγοντας πως ακόμα κι αν αποδειχθεί ότι το κρυφό σχολείο είναι μύθος, εμείς πρέπει να συνεχίζουμε να τον πιστεύουμε, γιατί αυτή είναι η «ιστορία» που μάθαμε στο σχολείο και δε γίνεται να την αρνηθούμε. Οι κινέζοι ιστορικοί κατέστρεφαν τις πηγές μετά τη χρήση τους, γιατί για το κινέζικο κατεστημένο «το παρελθόν ήταν πηγή βεβαιότητας» (δηλαδή πηγή σταθερότητας) και δεν μπορούσε να αναθεωρηθεί. Οι εκκλησίες και οι κακαουνάκηδες δεν μπορούν να καταστρέψουν τις πηγές κι έτσι ακολουθούν το κλασικό δόγμα: αν η πραγματικότητα δεν ταιριάζει με τις απόψεις μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.

Όσο για το πολυσυζητημένο βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού παρακολουθούμε μια κοκορομαχία ανάμεσα στη σχολή του εθνικού ψεύδους, που στα πλαίσια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης της οικονομίας είναι πλέον ξεπερασμένη, και στη σχολή των political correct απολογητών της νέας Αυτοκρατορίας. Η ξεδοντιασμένη γριά πόρνη ενάντια στην νεαρή ανερχόμενη πόρνη. Τα στρατηγικά σχέδια της εξουσίας επαναπροσδιορίζονται. Το ίδιο πρέπει να γίνει και με την ιστορία. «Αν ο καθωσπρεπιστής μας είναι ιστορικός και γράφει για να διδάξει παιδιά του δημοτικού λ.χ.» γράφει εύστοχα ο Κ. Κουτσουρέλης στο περιοδικό σημειώσεις «πρώτο του μέλημα θα είναι παντί σθένει να πάψει το εγχειρίδιο να βρέχεται από αίμα. Εξανδραποδισμοί, δηώσεις, σφαγές, όλα όσα συνθέτουν την ιστορία εν τέλει, θα τα θέσει εκποδών. Τα ολοκαυτώματα θα στρογγυλευθούν, οι προαιώνιες αντιπαλότητες θα υποβαθμιστούν, οι αρχαίες ενοχές θα κατασιγαστούν ή θα τεθούν κατά μέρος εμπρός στο προσδόκιμο πάμφωτο μέλλον». Οι έλληνες και οι τούρκοι δεν είναι πλέον εχθροί, αλλά σύμμαχοι και μέτοχοι στην επιβολή της νεοταξικής πραγματικότητας. Η Ιστορία πρέπει να ξαναγραφεί ώστε να ενταχθεί στα νέα δεδομένα. Ο ιστορικός Ακτον συμβούλευε το 1906 τους συνεργάτες του: « ο τρόπος με τον οποίο αναφερόμαστε στο Βατερλώ θα πρέπει να ικανοποιεί γάλλους και άγγλους, γερμανούς και ολλανδούς». Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, πρέπει να ικανοποιεί έλληνες και τούρκους. Το να θέλουμε, λοιπόν, να επιλέξουμε ανάμεσα στην Ρεπούση και τον Ζουράρι, είναι σα να επιλέγουμε ανάμεσα στον Μπίστη και τον Παπαθεμελη… Αναγκαζόμαστε να ξαναγίνουμε άκομψοι: ότι σκατά οι μεν, σκατά και οι δε…

Ας επιστρέψουμε λοιπόν στα πρώτα ερωτήματα του κειμένου κι ας αφήσουμε τον Ντέσνερ να τα απαντήσει:

1) Είναι η ιστορία μια απλή, ουδέτερη, αντικειμενική και πάνω απ όλα επιστημονική καταγραφή των γεγονότων του παρελθόντος; « Δεν μπορώ να μελετήσω την ιστορία.. “δίχως μίσος και συμπάθεια”. Αντιτίθεται στο αίσθημα δικαιοσύνης μου, αλλά και στην ευσπλαχνία μου. Όποιος δεν είναι εχθρός πολλών ανθρώπων, είναι εχθρός όλων. Και όποιος εξετάζει ή παρατηρεί την ιστορία χωρίς να αισθάνεται μίσος και συμπάθεια δε μοιάζει με εκείνον που βλέπει τα θύματα μιας πυρκαγιάς να πνίγονται απ’ τους καπνούς, να καίγονται, να πεθαίνουν και όλα αυτά να τα καταγράφει αμέτοχος; Οι ιστορικοί που προσκολλώνται στις «καθαρές αξιολογήσεις», στην «καθαρή επιστήμη», είναι ανειλικρινείς. Εξαπατούν τους άλλους και τον εαυτό τους. Είναι- αφού δεν υπάρχει χειρότερο έγκλημα από την αδιαφορία- εγκληματικοί. Το να είναι κανείς αδιάφορος, σημαίνει να δολοφονεί ακατάπαυστα».

2) γράφουν οι νικητές (οι εξουσιαστές δηλαδή) την ιστορία; « η πολιτική ιστορία βασίζεται στην ισχύ, τη βία, το έγκλημα. Ο κανόνας είναι, δυστυχώς, ότι η πλειοψηφία των ιστορικών, ακόμη και σήμερα, αποφεύγει να πει τα πράγματα με το όνομά τους, δεν επικρίνει, αλλά πολύ περισσότερο εξυμνεί- υπηρετώντας έτσι, όπως και πριν, τους ισχυρούς και το πνεύμα της εποχής».

Categories
Uncategorized

Για τη βιοτεχνολογία – Αναρχικός πυρήνας Χαλκίδας

Η ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΦΟΡΕΑΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΙ ΕΠΙΒΟΛΗΣ

Ως μια σύγχρονη τεχνολογία εξουσίας αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια με ταχείς ρυθμούς η βιοτεχνολογία. Αποτελώντας μέρος των αποκαλούμενων τεχνολογιών εξουσίας και συνδεόμενη άμεσα με τους τομείς επιτήρησης κι ελέγχου προσθέτει ακόμα ένα είδος καταστολής, την βιο-καταστολή. Αυτό πραγματοποιείται μέσω της διατροφής και συγκεκριμένα μέσω των μεταλλαγμένων τροφίμων, όπου εταιρείες όπως οι Syngenta, Aventis, Monsanto, επιδιώκουν να ελέγξουν παραγωγούς και καταναλωτές αποκτώντας τον πλήρη έλεγχο της αγοράς τροφίμων. Επιπλέον προσπαθούν να πείσουν ότι με την καλλιέργεια Γ.Τ.Ο. (Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών) αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά το ζήτημα της πείνας (κι εμείς νομίζαμε ότι για την πείνα έφταιγε η απληστία των λίγων, οι πόλεμοι, η αφαίμαξη πρώτων υλών κι αγαθών και τόσα άλλα). Αρωγοί τους, φυσικά, σε αυτή την προσπάθεια είναι βεβαίως και τα κράτη επιτρέποντας οι αποστολές τροφίμων υπό τον μανδύα της «ανθρωπιστικής βοήθειας» να γίνονται με την χρήση Γ.Τ.Ο.. Οι πεινασμένοι αποτελούν – γι ακόμη μια φορά � τα σύγχρονα πειραματόζωα των δοκιμών τους. ’λλωστε όταν πριν από λίγο καιρό η Ζάμπια αρνήθηκε την εισαγωγή Γ.Τ.Ο. της επιβλήθηκε ως κύρωση η μη αποστολή βοήθειας. Όμως, η κυριότερη μορφή αιχμαλωσίας κι εξάρτησης των αγροτών από τις εταιρείες βρίσκεται στην διανομή των σπόρων. Ανατρέποντας την αποκτημένη εμπειρία αιώνων του ανθρώπου που του επιτρέπει να αναπτύσσει κατάλληλους για το φυσικό περιβάλλον σπόρους (π.χ. σπόροι που επιβιώνουν στη ξηρασία), οι εταιρείες βιοτεχνολογίας απαγορεύουν στον καλλιεργητή να κρατά σπόρους για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο ή να δίνει σπόρους σε τρίτους υποχρεώνοντάς τον να αγοράζει σπόρους κάθε φορά. Σαν ένας σύγχρονος μεταλλαγμένος μπάτσος μπορεί να εισβάλει και να ψάχνει στους χώρους του καλλιεργητή για να βεβαιωθεί ότι δεν έχει κρατήσει σπόρους ενώ ταυτόχρονα δεν επιτρέπει την χρήση φυτοφαρμάκων άλλης εταιρείας (σε πολλές περιπτώσεις οι Γ.Τ.Ο μιας εταιρίας είναι έτσι φτιαγμένοι ώστε να δέχονται χημικά μόνο της εταιρίας που τα δημιούργησε). Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι, με τον έναν ή άλλο τρόπο, οι σπόροι είναι μονής καλλιεργητικής διάρκειας και μόνο. Παράλληλα, επίθεση δέχονται και ομάδες πληθυσμού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα οι ιθαγενείς της Βραζιλίας, όπου η άγνωστη σε αυτούς � ως έννοια � ατομική ιδιοκτησία προσπερνιέται κι επιβάλλονται οι «νόμοι για τα πνευματικά δικαιώματα που σχετίζονται με το εμπόριο» – TRIPS. Με τα trips εταιρείες κατοχυρώνουν την ιδιοκτησία και πατεντάρουν φυτικές ποικιλίες, φυλές ζώων, γονίδια, βακτήρια κλπ. Για παράδειγμα στη Βραζιλία δύο μεγάλες εταιρείες έχουν πατεντάρει 55.000 φυτικά είδη της χώρας, ενώ μια άλλη έχει πάρει ευρεσιτεχνία για ένα πανάρχαιο δένδρο στην Ινδία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι αγρότες είναι υποχρεωμένοι να αγοράσουν σπόρους από την εταιρεία αν θέλουν να συνεχίσουν να καλλιεργούν. Η εξάρτηση, δηλαδή, του καλλιεργητή από τις εταιρείες είναι απόλυτη κι ολοκληρωτική δημιουργώντας ασφυκτικές συνθήκες επιβίωσης. Στον ελλαδικό χώρο, τώρα, οι κριτικές που ακούγονται συνήθως περιορίζονται στο πόσο βλαβεροί είναι οι Γ.Τ.Ο. για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον, ενώ αναφέρονται ελάχιστα στις συνθήκες επιβολής κι αιχμαλωσίας που διαμορφώνουν οι εταιρείες με την σύμπραξη του κράτους.

Γεγονός είναι ότι στο όνομα της «προόδου» και της «καταπολέμησης της πείνας» προσπαθούν να ελέγξουν απόλυτα τις διατροφικές συνήθειες κι επιλογές μέσω της επιβολής μεγαλύτερου ελέγχου και δημιουργώντας εξάρτηση στους καλλιεργητές. Αιτήματα του στιλ «υποχρεωτική σήμανση στα μεταλλαγμένα τρόφιμα» και οι θεαματικές τηλε-παρεμβάσεις αναδεικνύουν μόνο ένα μερικό � και πολλές φορές ανώδυνο – ζήτημα του προβλήματος. Απέναντι σε αυτή την κοινή στάση εταιρειών και κράτους η αντίσταση προέχει να έχει χαρακτηριστικά ολικής αντιπαράθεσης με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς και το πλέγμα σχέσεων που τους περιβάλλει.

Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται διάφορες ομάδες όπως το ELF στις ΗΠΑ ή οι Rezende Hazen στην Ολλανδία, πραγματοποιώντας δυναμικές ενέργειες � σαμποτάζ � όπως κάψιμο καλλιεργημένων με Γ.Τ.Ο. εκτάσεων, καταστροφή μεταλλαγμένων προϊόντων κ.α., αντιστεκόμενοι έμπρακτα στην εξουσιαστική/καπιταλιστική φαυλότητα. Εμμονές σε αποσπασματικά αιτήματα (π.χ. σήμανση προϊόντων Γ.Τ.Ο.), χωρίς το πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης μπορούν, ίσως, να κερδίσουν μάχες αλλά όχι τον πόλεμο.

Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας

Πηγές:

Περιοδικό ξ5

Η άλλη Αμερική, εκδόσεις Νησίδες

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Διαδρομή Ελευθερίας (Αριθμός φύλλου 26 – Ιούνιος 2004)απ’ όπου και αναπαράχθηκε εδώ.

//

<img src=”http://visit.geocities.yahoo.com/visit.gif?us1251030618″ mce_src=”http://visit.geocities.yahoo.com/visit.gif?us1251030618″ alt=”setstats” border=”0″ width=”1″ height=”1″>1