Categories
Class War

Punks και βρετανική εργατική τάξη

ΠΑΝΚΣ ΚΑΙ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ

Το “άνοιγμα στην κοινωνία” του αναρχισμού συνήθως αντιμετωπιζόταν από την Class War σαν ένα ζήτημα του να κάνουμε τους νέους φιλο-αναρχικούς να υποστηρίξουν τους εργαζομένους στους αγώνες τους. Εν μέρει, κάπως έτσι είναι. Αρκετοί μετακινήθηκαν από απειλές προς το κεφάλαιο του στυλ δεν τρώω κρέας ή δεν αγοράζω τίποτα από μεγάλες δισκογραφικές στην υλική αντιπαράθεση με το Κράτος.

Όμως ελάχιστη ενασχόληση υπήρξε με το κεντρικό εμπόδιο αυτής της προσέγγισης, που ήταν το πως να κάνουμε ένα κίνημα υποκουλτούρας στην καταγωγή του να υποστηρίξει στην ουσία μια ξένη κουλτούρα. Ατελείωτες συζητήσεις για τους ανθρακωρύχους που έτρωγαν κρέας ήταν τελικά άστοχες. Το θέμα ήταν ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν ακριβώς η γονείς μας, τους οποίους γουστάραμε να εξοργίζουμε σηκώνοντας τα μαλλιά μας όρθια. Υποστηρίζοντας τους αγώνες αυτές, αρκετοί αναρχοπανκς έγιναν τελικά αναρχικοί, δηλαδή δρούσαν κατ’ εξοχήν πολιτικά.

Ωστόσο, οι διαχωρισμοί που προϋπήρχαν στην υποκουλτούρα από την καταγωγή της, στην καλύτερη περίπτωση μπήκαν στο περιθώριο, αλλά δε ξεπεράστηκαν. Οι εργάτες μπορεί να ήταν ευγνώμονες για την πρακτική υποστήριξη εκείνων των ανθρώπων με την περίεργη εμφάνιση αλλά, παραμείναμε “εκείνοι”. Στο τέλος των διαδηλώσεων ξαναγυρνούσαμε στις καταλήψεις μας ενώ αυτοί ξαναγύριζαν στις εργατικές πολυκατοικίες. Για τους περισσότερους, η αναρχία ήταν πρώτα απ’ όλα ένα στυλ και ένα ύφος, και δευτερευόντως (και άν) είχε να κάνει με μια συγκρότηση πολιτικών ιδεών. Η Class War ήταν ένα καλό βαρόμετρο αυτού του πράγματος, συχνά ανακοινώνοντας ότι “έφευγε από το αναρχικό κίνημα” για να γίνει μια οργάνωση της εργατικής τάξης, απλά για να ξανανιώσει την ανάγκη να “φύγει” κι από κει μετά από λίγο.

Έχει επίσης σημασία να δείξουμε το διαχωρισμό μεταξύ των θεμάτων που υποστηρίζαμε (απεργίες των ανθρακορύχων και των τυπογράφων, μητροπολιτικές συγκρούσεις κλπ) και των πολύ στενότερων πραγμάτων στα οποία είχαμε ενεργή ανάμειξη (σαμποτάρισμα πορειών του CND, το Stop the City, κινητοποιήσεις ενάντια στο Public Order Act κλπ). Ήμασταν υπεύθυνοι για τις ταραχές μόνο στα μυαλά των δημοσιογράφων της Mirror.

Η Class War κάλεσε τους ταραχοποιούς να “ανοίξουν το δεύτερο μέτωπο” υποστηρίζοντας τους ανθρακωρύχους, ωστόσο οι πόλεις έμειναν απελπιστικά ήσυχες σ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας. Μπορούσαμε να καταλάβουμε τα κίνητρα των ταραξιών, βλέποντας πέρα από τις αριστερίστικες διαστρεβλώσεις που ήθελαν να μετατρέψουν τους εξεγερμένους σε θύματα. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι αυτοί μας αφουγκράζονταν, ούτε στο ελάχιστο.

Categories
Uncategorized

Το Πανκ ως αυτο-αξιοποίηση

Το Πανκ ως αυτο-αξιοποίηση (πηγή: το κείμενο PUNK AND AUTONOMIA, κυκλοφορεί στο διαδίκτυο)

Ιδωμένο α-ιστορικά, το ιταλικό κίνημα των μαζικών καταλήψεων, διαδηλώσεων και οδομαχιών δεν έχει πολλές επιδερμικές ομοιότητες με την ανάπτυξη του πανκ ροκ στο ηνωμένο βασίλειο. Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες μεταξύ του πανκ και των μητροπολιτικών ινδιάνων αλλά η ιστορία των δυο χωρών εξελίχτηκε εντελώς ξεχωριστά. Γενικά, η Ιταλία αντιμετωπίζεται ως εξαίρεση, ιδιαίτερα όσον αφορά τη μακροζωία του κινήματος. Δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια άμεση κυκλοφορία επιρροών μεταξύ των δυο κινημάτων, τουλάχιστον όχι μέχρι τα 80es οπότε οι πανκ και αυτόνομες επιρροές αναμείχθηκαν σε πολλές χώρες, με πιο σπουδαία παραδείγματα το ολλανδικό καταληψιακό κίνημα και τους γερμανούς αυτόνομους. Στην Ιταλία το πανκ ήταν μια επιρροή μόνο από τη στιγμή που η δημοτικότητά του και η χρήση του ως ένα στοιχείο ενότητας βοήθησε να επανεκκινήσει ένα κίνημα που γυρνούσε γύρω από τις ιδέες της αυτονομίας και βασισμένο στα Centri Sociali, “αυτοδιαχειριζόμενα, κατηλειμένα κοινωνικά κέντρα” από τις αρχές του 70. Ωστόσο, και για τις δυο χώρες, και για το διεθνή καπιταλισμό ως όλον, τα μέσα του 70 ήταν μια περίοδος δραματικών αλλαγών. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 σηματοδότησε την αρχή του τέλους για το μεταπολεμικό στάτους. Το κεφάλαιο ξεκίνησε ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης που θα υπέσκαπτε την κευνσιανή πολιτική η οποία βασιζόταν στην αντιμετώπιση παλιότερων μορφών εξουσίας της εργατικής τάξης. Το πανκ ήταν ένα κίνημα που γνώριζε τα μίντια, γνώριζε τον εαυτό του και μυθοποιούσε τον εαυτό του ήδη από τη γέννησή του. Προσπαθώντας να εξετάσουμε την ιστορία και το νόημα μιας τόσο σύνθετης και ποικίλης σειράς εμπειριών είναι περίπλοκο μιας και η γνώση μας προέρχεται από πηγές ήδη διαμεσολαβημένες. Το κίνημα της αυτονομίας ήταν εξίσου περίπλοκο και δεδομένης της έλλειψης βιβλιογραφίας στα αγγλικά είναι πιθανό να χάνουμε τη ραχοκοκκαλιά της ιστορίας με έναν γενικό και προβλέψιμο τρόπο. Η υπερ-αναλυμένη κατάσταση του πανκ, το κάνει άλλωστε ακόμη πιο δύσκολο να δώσουμε ένα επαρκές πορτραίτο του. Τα πρόσφατα γραπτά για το πανκ (Sabine, 1999) τείνουν να κάνουν ακόμα πιο προβληματική αυτή την κατάσταση, παίρνοντας ως δεδομένο ότι πολλές “part time” πανκ εμπειρίες μπορούσαν να είναι εξίσου αυθεντικές και έγκυρες όσο αυτές του John Lydon (Johnny Rotten). Φυσικά, υπήρξαν διάφορες “γραμμές πτήσης” από το πανκ. Ωστόσο αν επιστρέψουμε στη θεωρία των αυτόνομων, το τελικό οχυρό δεν είναι μια απαίτηση αυθεντικότητας αλλά η αποτελεσματικότητα.

Ένα απ’ αυτά τα χρήσιμα πράγματα του να αντιμετωπίζουμε το πανκ ως ένα κίνημα αυτο-αξιοποίησης είναι ότι δίνει έμφαση στη συνέχεια μεταξύ των αγώνων που ίσως αλλιώς δε γινόταν ορατή. Ένα από τα ερωτήματα που πάντοτε ήταν αμφιλεγόμενο είναι αν το πανκ ήταν μια αντίδραση ή μια συνέχεια του κύκλου τω αγώνων του ’60. Φυσικά αυτό έχει να κάνει με το πως μεταφράζουμε το ’60. Οι αυτόνομοι το μετέφραζαν σαν την ανάπτυξη των αναγκών και των επιθυμιών που πήγε πέρα απ’ αυτό που μπορούσε να παρέχει το μεταπολεμικό στάτους. Όπως γράφουν οι Negri και Hardt σε ένα πρόσφατο βιβλίο του: “Το dropping out (να τα παρατάς) ήταν πράγματι μια πολύ φτωχή έκφραση μπροστά σ’ αυτό που συνέβαινε στο Haight Ashbury και σε όλες τις ΗΠΑ στα 1960. Οι δυο βασικές λειτουργίες ήταν η άρνηση του πειθαρχικού καθεστώτος και η εμπειρία με νέες μορφές παραγωγικότητας”. Αυτοί οι αγώνες διέκοψαν το μεταπολεμικό καθεστώς πειθαρχίας, αρνούμενοι τη μαζική βιομηχανία και την πυρηνική οικογένεια και ευνοώντας ένα είδος άυλης και κινητής παραγωγικότητας που στη διαστρεβλωμένη του μορφή αφομοιώθηκε από το κεφάλαιο ως νέο παραγωγικό μοντέλο.

Το γνωστό ρητό του Jamie Reid “Never trust a hippy” (“ποτέ μην εμπιστεύεσαι έναν χίππη”) στόχευε πρώτα και κύρια τον Richard Branson, αλλά συνόψιζε μια γενικότερη αποστροφή εκείνης της γενιάς για τους χίππηδες. Όπως λεεί η βετεράνος των 60es Caroline Coon: “Δεν περίμενα να δω τον ιδεαλισμό της γενιάς μου να διώκεται με τόσο επιθετική αρνητικότητα. Όταν αυτά τα παιδιά κοροιδεύαν τους χίππηδες, αντιλήφθηκα ότι μεγάλωσαν διαβάζοντας για τους χίππηδες στις εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, κι αυτό που έκαναν ήταν να περιγελούν τους “βρωμερούς και καμμένους” χίππηδες. Έτσι, τους είπα “οι κωλοφυλλάδες έκαναν στους χίππηδες αυτό ό,τι θα κάνουν και σε σας”.

Ωστόσο, το πανκ ήταν μια συνέχεια αρκετών από τις ιδέες και των θεμάτων του ’60 σε μια αντι-60 μορφή. Αυτό στο οποίο το πανκ αντιδρούσε ήταν η επαναφομοίωση των αγώνων του ’60. Ήταν η συνέχιση των ιδεών της αντικουλτούρας του ’60 σε μια μορφή μηδενισμού ενάντια στη μιντιακή φιγούρα του χίππη. Αυτό που αρνούνταν οι πανκς στους χίππηδες ήταν η ψεύτικη, η γελοία και απολυταρχική καλοσύνη του χίππη στην οποία είχε περιοριστεί. Που ενδεχομένως συμβολιζόταν από το λογότυπο με τη χαμογελαστή κίτρινη φατσούλα. Στην αφίσα του Jamie Reid για το δίσκο California Uber Alles της αμερικανικής πανκ μπάντας Dead Kennedys η χαμογελαστή φατσούλα γίνεται η μάσκα της απειλής του χαλαρού καλιφορνέζικου στυλ του Φασισμού. Μοιάζει αντιπροσωπευτικό ενός βασικού θέματος του πανκ. Η επίδειξη του κοινωνικού ρεαλισμού ενάντια στην μεταφυσικότητα της χαμογελαστής φάτσας. Ήταν φυσικά μια εποχή που η αναδιοργάνωση του κεφαλαίου έκανε τη ψηλομύτικη αυτο-ικανοποίηση των αφομοιωμένων χίππηδων ανυπόφορη.

Η μορφή που αυτή η αντίδραση πήρε ήταν μια μηδενιστική οργή ενάντια στις ήττες της προηγούμενης γενιάς. Η απόρριψη των χίππηδων μπορεί να ειδωθεί στις προηγούμενες εκδηλώσεις του πανκ γύρω από το κλαμπ CBGB στην Νέα Υόρκη. Στυλιστικά αυτή αντιπροσωπευόταν από κοντά μαλλιά καρφάκια και στενά παντελόνια, “like trouser like mind” (τα παντελόνια όπως και τα μυαλά) τραγουδούσε άλλωστε ο Joe Strummer, όμως επίσης ενός στυλιζαρισμένου μητροπολιτικού χαρακτήρα, βίαιου και ανικανοποίητου. Αυτή η απόρριψη των χίππηδων φυσικά δεν ήταν ξένη στην αντικουλτούρα του ’60. Οι Diggers του Σαν Φρανσίσκο έκαναν ακόμη μια θεατρική κηδεία στα 1967, κηρρύσοντας το “θάνατο των χίππηδων, αφιοσιωμένων τέκνων των ΜΜΕ”. Ωστόσο στη σκηνή του CBGB η άρνηση των χίππηδων συχνά κατέληγε σε αντιδραστικές και ακόμη και ρατσιστικές χειρονομίες.

Στο Λονδίνο υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων συσπειρωμένων γύρω από τους Sex Pistols που ήταν ακόμη ενθουσιασμένοι με το ελευθεριακό πνεύμα του Μάη του 1968. Ίσως, χρειάστηκε αυτή την επανασύνδεση του πανκ με τους πιο ριζοσπάστες προγόνους του για να φέρει στην επιφάνεια την επαναστατική δυναμική του πανκ. Η επιρροή των καταστασιακών ιδεών, συνήθως ανιχνεύεται μέσα από τις διασυνδέσεις του Malcolm McLaren και του Jamie Reid με την ομάδα King Mob στις αρχές του 1970. Στην ομάδα King Mob περιλαμβάνονταν πρώην μέλη της Καταστασιακής Διεθνούς που είχαν εκδιωχτεί απ’ αυτήν για τις έντονες επιρροές τους από την ομάδα Black Mask, “συμμορία δρόμου με ανάλυση”, από την οποία αργότερα θα προέλθουν οι Up Against the Wall Motherfucker.

Γύρω από τoυς Sex Pistols, βρίσκονταν κι άλλοι επίσης επιρρεασμένοι από τα 60es: η Sophie Richmond είχε επίσης συμμετάσχει στα καταστασιακά έντυπα και εκδόσεις της Suburban press με τον Jamie Reid, όμως είχε προηγουμένως υπάρξει μέλος της ελευθεριακής σοσιαλιστικής ομάδας Solidarity. Κι άλλοι ακόμα, όπως ο Bernie Rhodes, μάνατζερ των Clash, ο John Tiberi μάνατζερ των Sex Pistols και ο Fred Vermorel, φίλος του McLaren και εκδότης του προ-καταστασιακού περιοδικού “International Vandalism”. Ο Vermorel είπε αργότερα για τη φάση: “Ολόκληρο το θέμα των Pistols ήταν βασικά μια μαρξιστική συνωμοσία, ίσως ακούγεται γελοίο, αλλά αυτό ήταν. Είχες τον Jamie Reid, τη Sophie Richmond και τον Malcolm να κάθονται κάτω και να μιλούν για ριζοσπαστική πολιτική, και για το πως να ριζοσπαστικοποιήσουμε αυτό ή το άλλο, πόσο μακριά μπορούμε να το τραβήξουμε κλπ”.

Το μέγεθος της επιρροής που είχαν στη μπάντα είναι αμφιλεγόμενο πάντως σίγουρα παρείχαν ένα οπλοστάσιο ιδεών γύρω από το πανκ όταν αυτό γεννιόταν και τα τραγούδια του γράφονταν. Η συγγένεια μεταξύ του πανκ και των ιδεών που κυκλοφορύσαν λίγα χρόνια νωρίτερα από τους King Mob είναι σαφής. Εφαρμόζονταν έναν ενεργό μηδενισμό, κινητοποιούσαν τα πιο εξωφρενικά σχέδια, όπως την ανατίναξη ενός καταρράκτη σε μια λίμνη, ως διαμαρτυρία ενάντια στο ρομαντισμό. Χαρακτηριστικό της στάσης του: “Καλύτερα να είσαι απαίσιος παρά ένας ευχάριστος αλτρουιστής χίππης, να ένα είδος μη-διαλεκτικής υπερ-αντίδρασης στους χίππηδες”. Αυτός ο μηδενισμός ήταν επίσης προφανής στο πανκ, όπως αντανακλούσε άλλωστε και στο όνομά του (πανκ: αλήτικο). Στις αρχές του ’70, ο Chris Gray, μέλος των King Mob είχε κυκλοφορήσει την ιδέα για τη δημιουργία ενός “εντελώς δυσάρεστου ποπ συγκροτήματος”. Δεν πήγε ποτέ παραπέρα από την αναγραφή μερικών γκραφφίτι που ανείγγελαν τη δημιουργία της μπάντας του αλλά η ιδέα ήταν μια από τις πολλές που έθρεψαν τους Sex Pistols. Σχεδιαζόταν ως μια κριτική του καταναλωτισμού, μια επίδειξη των σκουπιδιών που είναι έτοιμος να μετατρέψει σε εμπόρευμα ο καπιταλισμός, μια αποκάλυψη του τρόπου που δουλεύει η μουσική βιομηχανία και μια αποκήρυξη των καλλιτεχνικών άλλοθί της. Η επιρροή της ιδεάς του είναι εμφανής στην μετέπειτα ερμηνεία του πανκ από τον McLaren ως ένα αγκάθι στη μουσική βιομηχανία. Οι Pistols ως οι αντι-Bay City Rollers, παίζοντας με πλέι μπακ τις ανταποκρίσεις για το πανκ ακροδεξιών εφημερίδων, τα μίντια δημιουργούσαν πρόθυμα το χειρότερο εφιάλτη τους.

Φυσικά το πανκ ήταν πολλά παραπάνω από τις μηχανοραφίες μερικών υποκινητών. Μια ομάδα προαστειακών και μητροπολιτικών εφήβων είχε ήδη εκμεταλλευτεί τα κενά στην ποπ κουλτούρα για να δημιουργήσει το δικό της στυλ και τρόπο ζωής. Η αυτοδίδακτη ευφυία της περσόνας του Johnny Rotten είναι ένα από τα πράγματα εκείνα που δεν μπορείς να προγραμματίσεις. Αυτό είναι το πρόβλημα με την ρητορική του πανκ, οι Sex Pistols ήταν πολύ καλοί. Η κριτική τους ήταν τόσο ισχυρή που υπέσκαψε όλη την προηγουμένως υπάρχουσα ποπ κουλτούρα, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής ροκ. Ο Greil Marcus θεωρεί ότι οι Sex Pistols έσκαψε το λάκο της ποπ. Υπονομεύοντας τις συμβάσεις της ποπ και της ροκ, οι Sex Pistols απελευθέρωσαν έναν τεράστιο γόνιμο χώρο. Μουσικά, αρνούμενοι να μάθουν να παίζουν σωστά τα όργανά τους, το πανκ κατέρριψε τις συμβάσεις που ήθελαν τους μουσικούς ανθρώπους καταρτισμένους. Απομυθοποιώντας την κουλτούρα το πανκ δημιούργησε ένα χώρο πρόσφορο για μια έκρηξη της αυτο-δραστηριότητας. Άνθρωποι εμπνεύστηκαν να δημιουργήσουν δικές τους μπάντες, φανζίν ή ρούχα ή να στήσουν δικές τους συναυλίες. Η κληρονομιά της δύναμης που ένιωσαν αυτοί οι άνθρωποι στα χέρια τους μας ακολουθεί ακόμα. Όπως έγραψε ο δημοσιογράφος του πανκ Richard Boon: Η απειλή που έθεσε το πρώιμο πανκ ήταν ότι έξυπνοι νέοι άνθρωποι της εργατικής τάξης μπορούσαν να τινάξουν τα δεσμά της καταπίεσης! και να περάσουν στην ιστορία!

Υπό την έννοια αυτή, το πανκ μπορεί να ειδωθεί σαν μια στιγμή αυτο-αξιοποίησης ανάλογη με τους μητροπολιτικούς ινδιάνους στην Ιταλία. Μια πανίσχυρη αυτο-θεσμιζόμενη εμπειρία νέων τρόπων ύπαρξης. Το πανκ, μέσα από δίσκους, φανζίν, συναυλίες, μπορεί να ειδωθεί ως ένα σημείο απεδαφικοποιημένης ενότητας μεταξύ μιας νέας κοινότητας που προέβαλλε μέσα από την απομονωτική επίδραση της νεανικής ανεργίας. Η ηθική του DIY: ‘Do It Yourself’ στέγασε μια δημιουργικότητα πέρα από το βασίλειο της εργασίας. Η άρνηση της εργασίας επεκτάθηκε στην ανεργία: τελικά η εργασία της ανεργίας ήταν να ψάχνεις για δουλειά και να δρας σαν μια πίεση προς τα κάτω στους μισθούς που διεκδικούν οι εργαζόμενοι. Το στοιχείο ενότητας που παρείχε το πανκ φάνηκε πιο δραματικά όταν ο δίσκος των Sex Pistols “God Save the Queen”, έφτασε το νούμερο ένα στις πωλήσεις, στη διάρκεια των εορτασμών του ιωβηλαίου της βασίλισσας. Το γεγονός ότι το όνομα του δίσκου έγινε διάσημο για τη διαγραφή του από τα τσαρτς, είναι ενδεικτικό του σημαντικού ρόλου που έπαιξε αντιπροσωπεύοντας υποκειμενικότητες αποκλεισμένες από τον επίσημο διάλογο.

Μια από τις δυνατότες της αυτο-αξιοποίησης ως αντίληψη είναι η αντίληψη των ίδιων των ορίων της. Αν δεχτούμε τον μαρξισμό ως μια διαρκή κριτική του καπιταλισμού τότε η εφαρμογή του στους αγώνες που ωθούνται πέρα από τον καπιταλισμό είναι περιορισμένη. Εγχειρήματα αυτο-αξιοποίησης πρέπει να κριθούν με τους ίδιους τους τους όρους. Αυτό που μπορούν να κάνουν οι αυτόνομοι μαρξιστές είναι να βρίσκουν τις πληγές που φέρουν εγχειρήματα αυτο-αξιοποίησης ήδη από τη γέννα τους μέσα στον καπιταλισμό. Όπως ο Harry Cleaver το θέτει: “Φτιάχνουμε αυτόνομα περιβάλλοντα και δραστηριότητα αλλά το κάνουμε αυτό μέσα σε χώρους που έχει φτιάξει η καπιταλιστική εκμετάλλευση και με εμπορεύματα και πρόσωπα που έχουν έστω ελάχιστα διαμορφωθεί από τη διαδικασία αξιοποίησης”. Όταν εφαρμόζεται αυτό στο πανκ, μπορεί να βοηθήσει να εντοπίσουμε τις πληγές από τη γέννα του στην μουσική βιομηχανία και να ρίξουμε φως σε μερικές από τις κατευθύνσεις του που το ωθούσαν πέρα από τη βιομηχανία αυτή. Μια από τις πληγές αυτές στην οποίες πνίγηκε το πανκ ήταν η ανικανότητά του να πάει πέρα από την μορφή της ροκ μπάντας.

Μέρος του κίνητρου για το πανκ ήταν η εμπειρία των ροκ σταρς του ’60 που χάνονται μέσα σε στάδια και γνωρίζουν τηνα ποθέωση. Το πανκ στα καλύτερά του περιλάμβανε μια δικλείδα που απέτρεπε το διαχωρισμό μεταξύ κοινού και μπάντας. Μια γραμμή που ανιχνεύεται πίσω μέχρι την απαίτηση του Lautreamont για μια “ποίηση” που να “φτιάχνεται απ’ όλους”. Αυτή η δικλείδα εντοπίζεται στις αρχικές συναυλίες όπου το ακρωατήριο ήταν εξίσου σημαντικό όσο οι μπάντες, στη δημιουργία του στυλ και του χαρακτήρα του πανκ. Όντως το κοινό της μιας βδομάδας θα σχημάτιζε τις μπάντες που θα έπαιζαν την άλλη βδομάδα. Ενδεικτικό της πολιτισμικής ενδυνάμωσης που έδωσε το πανκ. Ωστόσο ανίκανο να ξεπεράσει τη μορφή της μπάντας, συναυλίας, δισκογραφίας, οι απαιτήσεις της μουσικής βιομηχανίας και η καπιταλιστική αξιοποίηση σταδιακά το επανενσωμάτωσαν.

Από το αρχικό αίσθημα των μπάντων που είναι όλες μαζί, μέρη του ίδιου κινήματος, πρόβαλε ένας αποκρουστικός ελιτισμός το καλοκαίρι του 1976 καθώς οι μπάντες άρχισαν να ανταγωνίζονταν για μια θέση στη σειρά των δισκογραφικών εταιριών. Η ανικανότητα του πανκ να ξεφύγει από τις πληγές της γέννας του μέσα στην μουσική βιομηχανία κατέληξαν τελικά να του δώσουν έναν ρόλο μερικής κριτικής στον καπιταλισμό. Ανίκανο να δει ξεκάθαρα πέρα από την καταγωγή του το πανκ κινήθηκε προς μια αντίθεση μεταξύ των ανεξάρτητων και των κυρίαρχων δισκογραφικών εταιριών. Αν και οι ανεξάρτητες μπορούσαν να παρέχουν κάποιο πολύτιμο χώρο, και ίσως κάποιες φορές για χωρίς κέρδος δουλειές, 25 χρόνια σκληρών εμπειριών απέδειξαν ότι οι μικρές δισκογραφικές εταιρίες υπόκεινται στους ίδιους γενικούς νόμους με τις μεγάλες. Αυτό δε σημαίνει ότι αν οι πανκς ήταν καλύτεροι μαρξιστές θα έβρισκαν μια λύση στις αντιφάσεις αυτές. Δεν υπάρχει καθαρή αυτο-αξιοποίηση. Ωστόσο ο, κατά τους αυτόνομους, ορισμός αυτών των αντιθέσεων ως εγγενών στο καπιταλιστικό μοντέλο βοηθά να υπονομεύουμε τις ψεύτικες γραμμές στην άμμο μεταξύ των ανεξάρτητων και των κυρίαρχων εταιριών που χαράζεται ακόμη και σήμερα.

Η θέση των Sex Pistols στην μιντιακή καρδιά του κτήνους έφτασε το κρίσιμο σημείο της μετά την εμφάνισή τους στην τηλεόραση με τον Bill Grundy. Αρκετές από τις πολυπλοκότητες και τις αντιφάσεις του πανκ ισοπεδώθηκαν. Ο χώρος που άνοιξαν στένεψε με τη διαστρέβλωση των ιδεών του πανκ μέσα από τη διαμεσολαβημένη μορφή των ταμπλόιντ. Όμως, όπως σχολιάζει ο Jon Savage:

“Φτάσαμε στο σημείο που αναλαμβάνουν τα μίντια, μια αναγκαία διαδικασία αν είναι το κίνημα να γίνει ποπ. Μέσα στην μετάβαση αυτή, η απλότητα εαναπόφευκτα επιβάλλεται πάνω σε σύνθετα φαινόμενα, όμως υπάρχει πάντα μια φρέσκια αύρα ενέργειας που απελευθερώνεται με απρόβλεπτα, λυτρωτικά αποτελέσματα”.

Οι Sex Pistols πολέμησαν ενάντια στη διαδικασία μεσολάβησής τους αποφεύγοντας να τους βάλουν κάτω για να τους μελετήσουν, κρύβοντας τις επιρροές τους και διαφεύγοντας μια εύκολη ταυτότητα όμως και πάλι το κενό που άνοιξαν έκλεισε σε μεγάλο μέρος μέχρι το 1979. Ωστόσο, ακόμα και στη μεσολαβημένη μορφή του το μήνυμα του πανκ ήταν αρκετά ισχυρό για να προκαλέσει ένα νέο κύμα δημιουργικότητας που έφτασε ακόμα και στις μικρότερες πόλεις του ηνωμένου βασιλείου. Μετά τη διάλυση των Sex Pistols και την περίληψη των πανκ συγκροτημάτων στην ιστορία του ροκ έμεινε αρκετός χώρος για να φιλοξενήσει νέα κύματα αυτο-αξιοποίησης. Το ίδιο το πανκ δε θα μπούσε να υπάρξει χωρίς την αυτο-αξιοποίηση των 60es. Τόσο στην πράξη, η εκτεταμένη κατάληψη σπιτιών στο Λονδίνο ήταν μια υλική συνθήκη προϋπάρχουσα του πανκ, όσο και θεωρητικά. “Αν και δεν ήταν πια “ρεαλιστικό” το να “ζητάς το αδύνατο”, η μνήμη της φαντασίας του αδύνατου παρέμεινε δυνατή. Ήταν ίσως αυτό που έκανε εφικτή την πολιτική του πανκ”.

Με τη σειρά τους, ο χώρος και οι υποκειμενικότητες που αναπτύχθηκαν στο πανκ παρείχαν τη βάση για νέους αγώνες και αυτο-αξιοποιήσεις. Από τους πιο αξιόλογους του δεύτερου κύματος των πανκ συγκροτημάτων ήταν οι Crass. “Κάνοντας την πρώτη, και μόνη, συνεκτική απόπειρα να ξεπεράσουν τα μηδενιστικά αρχέτυπα της εποχής”, δημιούργησαν την υποκουλτούρα του αναρχοπανκ και βοήθησαν να σχηματιστούν γραμμές ανυπακοής που οδήγησαν κατευθείαν στους αντι-καπιταλιστικούς αγώνες των μετέπειτα χρόνων. φυσικά αυτή ήταν μόνο μια από τις γραμμές του χάους του πανκ. Μια ακόμα γραμμή μπορεί να τραβηχτεί από τον μηδενισμό της πανκ άρνησης του χιππισμού μέσα από ακροδεξιές μπάντες μέχρι την νεοναζιστική σκηνή της white power rock του σήμερα. Μια γραμμή για την οποία η κατηγορία της αυτο-αξιοποίησης δεν ταιριάζει και πολύ.

“Αρκετοί από τους ανθρώπους στις καλλιτεχνικές σπουδές του σήμερα μου θυμίζουν τους ανθρώπους του FBI του ’50: βρίσκουν την ανατροπή παντού. Ενώ η θεωρία των αυτόνομων όντως βλέπει την ανατροπή παντού αποφεύγει την άκριτη και αόριστη ιδέα της ανατροπής στην οποία αναφέρεται παραπάνω ο Marcus. Μια από τις δυνατότητές της είναι ότι ενισχύει την ανάλυση των συνδέσεων μεταξύ αγώνων στην σφαίρα της κουλτούρας και έξω απ’ αυτήν. Εφαρμόζοντας την αυτονομίστικη θεωρία στο πανκ δείχνει τη σύνδεση μεταξύ δυο εντελώς διαφορετικών κινημάτων. Το να βλέπεις το πανκ σαν ένα κίνημα αυτο-αξιοποίησης είανι χρήσιμο στο διαχωρισμό των πιο ουτοπικών παρορμήσεών του από τις πειθαρχικές στις οποίες υποβλήθηκε από τον καπιταλισμό. Το να αντιμετωπίζεις τον μαρξισμό σαν μια διαρκή κριτική του καπιταλισμού βοηθά να βρεις τα όρια της χρησιμότητάς του για μια ανάλυση της κουλτούρας.

Categories
Stewart Home

Ο GUSTAV METZGER ΚΑΙ Η ΑΥΤΟ-ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Η Επίθεση στην Κουλτούρα. 11ο μέρος (σελίδες 60-64) – Stewart Home

Ο GUSTAV METZGER ΚΑΙ Η ΑΥΤΟ-ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Ο Gustav Metzger (γεννημένος το 1926, στην Νυρεμβέργη της Γερμανίας) ονόμασε την καταστροφή ως ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της τέχνης του 20ου αιώνα, και στη βάση αυτού του ορισμού έγινε ο ίδιος ένα ατομικό καλλιτεχνικό κίνημα. Δίνει μια περιγραφή της καλλιτεχνικής του αντίληψης στο “Auto-Destructive Art – Metzger at the AA” (μια διευρυμένη εκδοχή των σημειώσεων από τις διαλέξεις που έδωσε στον αρχιτεκτονικό σύλλογο, με κωδικό 24/2165, δημοσιευμένων από το A.C.C., London 1965):

“Το 1957 άγγιξα μια ισχυρή απογοήτευση σχετικά με τα υλικά της ζωγραφικής. Χρειαζόμουν κάτι σκληρότερο από έναν πίνακα για να εργαστώ απέναντί του. Το επόμενο έτος έκανα μια σειρά ζωγραφιών σε μαλακό ατσάλι. Χρησιμοποίησα ένα μαχαίρι, κι όταν χρειαζόμουν να δώσω χρώμα, έξυνα και χάραζα το ατσάλι δημιουργώντας αντανακλάσεις. Ούτε αυτό με ικανοποίησε ωστόσο, ήθελα να χρησιμοποιήσω κάποια από τα μηχανήματα για τα οποία διάβαζα στους Financial Times, πρέσες εκπληκτικής ισχύος που ανταποκρίνονται σε τομές μικρότερες από μια ίντσα. Ήθελα να δημιουργήσω γλυπτά με αυτά τα μηχανήματα, ελέγχοντάς τα όπως ένας οργανοπαίκτης το όργανό του. Λίγους μήνες μετά εγκατέλειψα κι αυτό το σχέδιο, εν μέρει λόγω της ακραίας δυσκολίας να το πραγματοποιήσω, κι έπειτα έπεσα πάνω στην ιδέα της αυτο-καταστροφικής τέχνης. Κοιτώντας πίσω στην εξέλιξή μου, βλέπω ότι είχα μπουχτίσει με τα παραδοσιακά μέσα ζωγραφικής σε καμβά τόσο όσο και με την έκφραση μιας γρήγορης, έντονης προοπτικής. Το 1960, με την τεχνική του οξέος σε νάιλον, το είχα επιτέλους βρεί!”

Το πρώτο μανιφέστο της νέας καλλιτεχνικής μορφής, ονομασμένο απλά “Αυτο-Καταστροφική Τέχνη”, εκδόθηκε τον Νοέμβρη του 1959. Προκήρυσσε:

“Η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη είναι προπάντων μια μορφή δημόσιας τέχνης για τις βιομηχανικές κοινωνίες.

Η Αυτο-Καταστροφική ζωγραφική, γλυπτική και κατασκευή αποτελεί μια συνολική ενότητα για την ιδέα, την τοποθεσία, την μορφή, το χρώμα, την μέθοδο και το χρόνο της διαδικασίας αποσύνθεσης.

Αυτο-Καταστροφική Τέχνη μπορεί να δημιουργηθεί μέσω των φυσικών δυνάμεων, τεχνικών της παραδοσιακής τέχνης και τεχνολογικών μέσων.

Ο διευρυμένος ήχος της αυτο-καταστροφικής διαδικασίας μπορεί να είναι ένα στοιχείο της συνολικής σύλληψης.

Ο καλλιτέχνης μπορεί να συνεργαστεί με επιστήμονες, μηχανικούς.

Η Αυτο-Καταστροφική τέχνη μπορεί να είναι μηχανικής παραγωγής και εργοστασιακής κατασκευής.

Οι αυτο-καταστροφικές ζωγραφιές, τα γλυπτά και οι κατασκευές έχουν μια διάρκεια ζωής που ποικίλοι από λίγα λεπτά μέχρι 20 χρόνια. Όταν η διαδικασία αποσύνθεσης ολοκληρώνεται το έργο προορίζεται για να κατεβεί από τη θέση του και να διαλυθεί.”

Σ’ αυτή τη σύντομη δήλωση ο Metzger διαμορφώνει την πλατφόρμα της Αυτο-Καταστροφικής Τέχνης. Είναι το ιδρυτικό μανιφέστο ενός κινήματος που δεν γεννήθηκε ποτέ, και ακολουθήθηκε από τέσσερα ακόμη μανιφέστα που απέτυχαν να βρουν οπαδούς. Ο Metzger ήταν άνθρωπος που ενέπνεε τους άλλους, όμως οι περισσότεροι συμπαθούντες του προτίμησαν να ενωθούν με τις νεο-ρεαλιστικές και τις fluxus ομάδες. Η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη θα μπορούσε λοιπόν να ιδωθεί ως μια τάση που τυποποιείται συγκεκριμένα στον Metzger και τα πρώιμα έργα του Jean Tinguely.

O Metzger έδωσε τον ακόλουθο ορισμό των τεχνικών του σε ένα φυλλάδιο που συνόδευε την έκθεση Αυτο-Καταστροφικής Τέχνης στην Νότια Όχθη του Λονδίνου, στις 3 Ιούλη 1961:

“Ζωγραφική όξινης δράσης. Ύψος 7 πόδια, Μήκος 12 πόδια και 6 ίντσες. Βάθος 6 πόδια. Υλικά: Νάιλον, υδροχλωρικό οξύ, μέταλλο. Τεχνική. 3 καμβάδες από νάυλον χρώματους λευκού μαύρου κόκκινου τοποθετημένοι ο ένας πίσω από τον άλλον, σ αυτή τη σειρά. Το οξύ βάφεται, συμπιέζεται και εκτοξεύεται πάνω στο νάυλον το οποίο διαβρώνεται στο σημείο της επαφής μέσα σε 15 δευτερόλεπτα. Κατασκευή με γυαλί. Ύψος 13 πόδια, Πλάτος 9 πόδια και 6 ίντσες. Υλικά: Γυαλί, μέταλο, κολλητική ταινία. Τεχνική. Τα φύλλα του γυαλιού που βρίσκονται κολλημένα με την ταινία πέφτουν στο τσιμεντένιο έδαφος σε μια προκαθορισμένη αλληλουχία”.

Έργα, όπως αυτά, που πραγματοποίησε ο Metzger ήταν πολύ μακρυά από τις φιλοδοξίες του για την Αυτο-Καταστροφική Τέχνη. Στη διάλεξή του του 1965 στο σύλλογο αρχιτεκτόνων, περιέγραψε τα σχέδιά του για έργα που απαιτούσαν χρόνια για να ολοκληρωθούν καθώς και μαζικής κλίμακας δημόσια χρηματοδότηση:

“Η… κατασκευή θα είναι γύρω στα 18 πόδια ύψους πάνω σε μια βάση περίπου 24 πόδια επί 18… Αποτελείται από μαλακό ατσάλι 118 ίντσες παχύ. Η κατασκευή αποτελείται από τρείς φέτες. Αυτά τα καλογυαλισμένα σχήματα εκτεθειμένα σε μια βιομηχανική ατμόσφαιρα θα αρχίσουν να διαβρώνονται. Η διαδικασία συνεχίζει μέχρις ότου η κατασκευή αποδυναμώνεται από τις απώλειες του υλικού. Σε περίπου δέκα χρόνια το μεγαλύτερο μέρος της θα έχει αποσυντεθεί. Το εναπομένον τότε θα απομακρυνθεί και ο χώρος θα καθαριστεί. Αυτή είναι μια απλούστατη μορφή αυτο-καταστροφικής τέχνης και διόλου δαπανηρή σε σχέση με το επόμενο πρότζεκτ. Αυτό το γλυπτό αποτελείται από πέντε τοίχους ή οθόνες, κάθεμιά τους περίπου 30 πόδια ψηλή και 40 πόδια μακριά και 2 φαρδιά. Τοποθετούνται περίπου 25 πόδια μακριά η μία από την άλλη και σταθεροποιούνται. Τις φαντάζομαι σε μια κεντρική περιοχή μεταξύ μιας ομάδας τρειών ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένων οικοδομικών συγκροτημάτων, σε ένα επαρχιακό σκηνικό. Κάθε τοίχος αποτελείται από 10.000 ολόιδια στοιχεία. Αυτά θα μπορούσαν να είναι φτιαγμένα από ανοξείδωτο ατσάλι, γυαλί ή πλαστικό. Τα στοιχεία σε έναν από τους τοίχους θα είναι τετράγωνα ή παραλληλόγραμμα και σε έναν άλλον θα μπορούσαν να είναι εξάγωνα. Η αρχή για τη δράση αυτού του έργου είναι ότι κάθε στοιχείο απο αυτά με την πάροδο του χρόνου θα βγαίνει και θα πέφτει, κι έπειτα από μια περίοδο δέκα ετών, ο τοίχος θα σταματήσει να υπάρχει. Προτείνω τη χρήση ενός ψηφιακού υπολογιστή που θα ελέγχει την κίνηση του έργου αυτού. Θα μπορούσε να τοποθετηθεί υπογείως, στο κέντρο του συμπλέγματος του γλυπτού…

Το τρίτο πρότζεκτ που θα ήθελα να σκεφτείτε έχει την μορφή ενός κύβου 30 ποδιών. Η επιφάνεια του κύβου είναι ατσάλινη, με επιφάνεια που δε δημιουργεί αντανακλάσεις. Το εσωτερικό του κύβου είναι ολοκληρωτικά πακεταρισμένο με περίπλοκο, μάλλον ακριβό, ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Αυτός ο εξοπλισμός είναι προγραμματισμένος να υποπέσει σε μια σειρά από βλάβες και αυτο-καταστροφικές δραστηριότητες. Αυτό συνεχίζεται για έναν αριθμό ετών – ωστόσο δεν υπάρχει κάποιο ορατό σημάδι αυτής της δραστηριότητας. Μόνον όταν ολόκληρο το εσωτερικό έχει καταβροχθιστεί, η ατσάλινη επιφάνεια διαβρώνεται από τα μέσα. Σταδιακά, στρώμα μετά από στρώμα της ατσάλινης επιφάνειας κατατρώγεται από περίπλοκες ηλεκτρικές, χημικές και μηχανικές δυνάμεις. Η επιφάνεια σκάει σε διάφορα σημεία, αποκαλύπτωντας την σαπίλα της εσωτερικής κατασκευής μέσα από την συνεχώς παραλλαγμένη μορφή του κύβου. Τελικά, όλο αυτό καταλήγει σε ένα σωρό σκουπιδιών. Αυτό το γλυπτό θα έπρεπε να τοποθετηθεί σε έναν χώρο γύρω από τον οποίο υπάρχει αξιοσημείωτη κίνηση”.

Αυτά τα απραγματοποίητα σχέδια του Metzger φέρουν μια συγγενική αντίληψη με την ενιαία πολεοδομία της πρώιμης Καταστασιακής Διεθνούς. Παρομοίως, οι αντιλήψεις της Κ.Δ. αν εφαρμόζονταν θα είχαν αυξήσει την ορατότητα της δυναμικής της αλλαγής που βρίσκεται ήδη μέσα σε κάθε αστικό περιβάλλον. Και όπως οι ιδέες για την πολεοδομία της Κ.Δ. θα μπορούσαν επίσης να αλλάξουν την ψυχολογική σχέση του ατόμου με το αστικό περιβάλλον.

Ο Metzger ανέπτυξε την “αισθητική της μεταστροφής (Αυτο-Καταστροφική Τέχνη) ως μια θεραπεία ενάντια στον παραλογισμό του καπιταλιστικού συστήματος και της πολεμικής μηχανής του. Με πολλαπλούς τρόπους αντιπροσωπεύει μια μορφή θεσμοθετημένου ξοδέματος με πολύ λιγότερες συνέπειες από αυτές που γεννούν τα καπιταλιστικά κράτη. Στη διάλεξή του στο σύλλογο αρχιτεκτόνων, ο Metzger τόνισε ότι η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη: “Δεν περιορίζεται σε θεωρίες για την τέχνη και την παραγωγή έργων τέχνης. Περιλαμβάνει την κοινωνική δράση. Η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη είναι δεσμευμένη σε μια αριστερή επαναστατική θέση στην πολιτική καθώς και στους αγώνες ενάντια στους μελλοντικούς πολέμους”.

Ο Metzger, και κατά συνέπεια και η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη, αντιτίθονταν επίσης στο σύστημα της αγορα-πωλησίας έργων τέχνης και στους ντήλερς του. Πίστευε ότι η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη θα έπρεπε να χρηματοδοτείται δημόσια διότι οι ντήλερς τέχνης δεν ενδιαφέρονταν για την “θεμελιώδη τεχνική αλλαγή” από την οποία δε θα μπορούσαν να βγάλουν κάποιο κέρδος. Σύμφωνα με τον Metzger, η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη ήταν κοινωνικά απαραίτητη ως το μόνο δυνατό υποκατάστατο για τον πόλεμο, και κατ’ επέκταση το πυρηνικό ολοκαύτωμα, σε μια κοινωνία κατοικημένη από άτομα ψυχολογικά ρημαγμένα από μια ολόκληρη ζωή σεξουαλικής καταπίεσης.

Ωστόσο, η Αυτο-Καταστροφική Τέχνη δεν κατάφερε να προσελκύσει κάποιο κυβερνητικό κονδύλιο, κι όταν ο Metzger και ο ποιητής John Sharkey οργάνωσαν το Συμπόσιο Καταστροφής στην Τέχνη (DIAS) στο Λονδίνο, τον Σεπτέμβρη του 1966, το γεγονός “οργανώθηκε σε εθελοντική βάση και οι καλλιτέχνες πλήρωσαν οι ίδιοι τα έξοδά τους”. Ήταν μια σειρά εκδηλώσεων ενός μήνα, γύρω από το τριήμερο συμπόσιο που διεξήχθη στο Africa Centre (9/10/11 Σεπτέμβρη 1966), και όχι τόσο οι συζητήσεις, που τράβηξαν την προσοχή των ΜΜΕ. Εκδηλώσεις που συμπεριλάμβαναν τις “Επιδείξεις Εκρηκτικής Τέχνης” του Ivor Davies στο Εδιμβούργο και το Λονδίνο, που συμπεριλάμβαναν μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων, μοντέλα και μια σε τεράστια μεγέθυνση φωτογραφία του Robert Mitchum να ανατινάσσεται -κυριολεκτικά. Ίσως το πιο δυνατό κομμάτι των εκδηλώσεων ήταν το Cut (Africa Centre, 29 Σεπτέμβρη 1966) της Yoko Ono. Μέλη του κοινού κλήθηκαν να ανεβούν απλά στη σκηνή και να αφαιρέσουν κομμάτια από το ρούχο της Ono χρησιμοποιώντας ένα ψαλίδι, ενώ αυτή έμεινε ακίνητη για όση ώρα κράτησε η δράση. Η δύναμη του κομματιού της Ono έγκειται στον τρόπο που επιτέθηκε στις παραδοσιακές πεποιθήσεις για τη σχέση μεταξύ κοινού και περφόρμερ. Παρά την προφανή απλότητά του αποκάλυπτε αποτελεσματικά έναν περίπλοκο ιστό κοινωνικών σχέσεων που κάτω από κανονικές συγκυρίες παραμένουν ανέγγιχτες και στη σιωπή. Το “5th Abreaktionsspiel of OM Theatre” του Herman Nitsch, ήταν το γεγονός που τράβηξε την περισσότερη προσοχή. Συνίστατο σε μια τελετουργική κατανάλωση ενός κουφαριού αρνιού πάνω στο οποίο προβάλλονταν εικόνες ανδρικών γεννητικών οργάνων. Δυο δημοσιογράφοι, σοκαρισμένοι από το παράξενο σκηνικό διαμαρτυρήθηκαν στην αστυνομία, και σαν αποτέλεσμα ο Metzger και ο Sharkey τιμωρήθηκαν με πρόστιμα 100 λιρών για την παρουσίαση μιας “ασεβούς έκθεσης αντίθετης προς την κοινή λογική”. Αυτό ήταν το δεύτερο τράβηγμα του Metzger με το βρετανικό νόμο: στα 1962 είχε φυλακιστεί για έναν μήνα, ώς αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων του ενάντια στα πυρηνικά με την επιτροπή των 100.

Μετά το DIAS, ο Metzger διατήρησε το ενδιαφέρον του για την Αυτο-Καταστροφική Τέχνη, αλλά παράλληλα την απαξίωσή του για τις νέες δυνατότητες για εκμετάλλευση που έφερε αυτός ο νέος κόσμος. Στο “Manifesto World” του, του 1962, περιγράφει τους γκαλλερίστες ως “ελελεεινούς γαμημένους μπάσταρδους καπνιστές τσιγάρων”. Στα 1970, ο Metzger ήταν ο διοργανωτής για το Λονδίνο του “International Coalition For The Liquidation Of Art” (Διεθνής Συνασπισμός για τη Ρευστοποίηση της Τέχνης) [1]. Σε έναν κατάλογο που συνόδευε το “Η τέχνη μέσα στην κοινωνία, η κοινωνία μέσα στην τέχνη” (lCA London, Οκτώβρης/Νοέμβρης 1974), o Metzger καλούσε σε μια τριετή απεργία των καλλιτεχνών, από το 1977 μέχρι το 1980. [2] Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι καλλιτέχνες “δε θα παρήγαγαν έργο, δε θα πουλούσαν έργο, δε θα επέτρεπαν την έκθεση έργων, και θα αρνούνταν να συνεργαστούν με κάθε κομμάτι του διαφημιστικού μηχανισμού του καλλιτεχνικού κόσμου”. Η διαμαρτυρία αυτή τελικά απέτυχε πλήρως: ο Metzger ήταν ο μόνος καλλιτέχνης που απέργησε, και ο καλλιτεχνικός κόσμος, αντίθετα με τις προσδοκίες του Metzger, δεν κατέρρευσε… Ωστόσο, η άσκηση αυτή δεν έφερε μόνο πικρούς καρπούς, καθώς ο Metzger, αρνούμενος να παράγει τέχνη, αρνιόταν ταυτόχρονα τον ρόλο του ως καλλιτέχνης. Αυτή η μοναδική χειρονομία αποδείκνυε τη χίμαιρα που αποτελούσαν οι δημοφιλείς ιδέες που ήθελαν τους καλλιτέχνες κυριευμένους από μια δημιουργική ορμή. Επίσης έδειξε ότι ήταν εφικτό να κόψεις τους δεσμούς με τις προνομιούχες θέσεις που κατείχαν ορισμένοι στρατευμένοι αμφισβητίες μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Ο Metzger πραγματοποίησε αυτό ο Vanegeim και αρκετοί άλλοι θεαματικο-καταστασιακοί μπορούσαν μόνο μερικώς να θεωρητικοποιήσουν -την άρνηση των ρόλων- και γι αυτό και μόνο δε θα ξεχαστεί.

[1] Το γεγονός ότι ο Metzger ακροβατούσε απ’ την μια καλώντας σε μια ολοκληρωτικά θεσμοθετημένη τέχη που θα παρείχε τα αναγκαία εφόδια για την Αυτο-Καταστροφική Τέχνη και απ’ την άλλη για την κατάργηση του υπάρχοντος καλλιτεχνικού συστήματος, δεν είναι τόσο αντιφατικό όσο ίσως φαίνεται. Η απογοήτευσή του για την μη-χρηματοδότησή του από το υπάρχον καλλιτεχνικό σύστημα (που κατά τη γνώμη μου οφείλεται στο ότι η δουλειά του δεν είχε να κάνει με τους κυρίαρχους τότε ορισμούς για την τέχνη) τον οδήγησε εν μέρει στο κάλεσμα για την κατάργησή του.

[2] Η πρώτη καταγεγραμένη χρήση που έχω βρει για τον όρο “καλλιτεχνική απεργία” είναι στο “Τι πρέπει να γίνει με την τέχνη” του Alain Jouffroy (περιλαμβάνεται στο “Art and Confrontation: France and the arts in an age of change” επιμελημένο από τον Jean Cassou, εκδ. Studio Vista, London 1970). Ωστόσο, όπως αποδεικνύει το αποκάτω απόσπασμα, με εντελώς διαφορετική έννοια από του Metzger:

“Ας μην τρέφουμε πια ψευδαισθήσεις: οι περισσότεροι “κριτικοί τέχνης” θα συνεχίσουν τη δουλειά τους σαν η τέχνη να μην καταργήθηκε ποτέ, σαν η τέχνη να μην μπορούσε να καταργηθεί. Οι περισσότεροι “καλλιτέχνες” θα συνεχίσουν να πιστεύουν στον “καλλιτεχνικό” χαρακτήρα της παραγωγής τους. Οι περισσότεροι θαμώνες των γκαλερί, τεχνό-φιλοι και φυσικά, αγοραστές, θα συνεχίσουν να αγνοούν το γεγονός ότι η κατάργηση της τέχνης μπορεί να συμβεί πραγματικά στον υλικό χρόνο και χώρο μιας προ-επαναστατικής κατάστασης όπως αυτή του Μάη του ’68. Είναι σημαντικό η μειοψηφία να προπαγανδίσει την αναγκαιότητα να περάσουμε σε μια ενεργή καλλιτεχνική απεργία, χρησιμοποιώντας τους “μηχανισμούς” της βιομηχανίας της κουλτούρας ώστε να την θέσουμε με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε αντιπαράθεση με τον εαυτό της. Η πρόθεση δεν είναι να βάλουμε τέλος στο ρόλο της παραγωγής, αλλά να αλλάξουμε τα πιο περιπετειώδη μέρη της “καλλιτεχνικής” παραγωγής σε παραγωγή επαναστατικών ιδεών, μορφών και τεχνικών. Δεν είναι ένα ζήτημα εξέγερσης ενάντια στην τέχνη και τους καλλιτέχνες του άμεσου παρελθόντος -κάτι τέτοιο θα ήταν σπατάλη χρόνου και ενέργειας- αλλά, όπως προείπα, απεικόνισης μιας κίνησης που θα μπορούσε να διεισδύσει σε κάθε κοινωνική τάξη και να οργανώσει μια συνολική, δημιουργική επανάκτηση της κοινωνίας μας. Η επανάσταση δεν έχει πλέον κανένα σύνορο. Πρέπει να επεξεργαστεί, να προετοιμαστεί παντού – σε κάθε τομέα όπου ο άνθρωπος ξοδεύει πάθος και ενέργεια για να κάνει ότι κάνει, διαφορετικά δε θα θριαμβεύσει πουθενά”.

Categories
Stewart Home

Η εφημερίδα Class War

Η επίθεση στην κουλτούρα, Κεφάλαιο 17 (σελίδες 95-101)

Η Εφημερίδα CLASS WAR

Για πολλούς αναγνώστες, η Class War φαίνεται σαν να βγήκε από το πουθενά. Στα δυο χρόνια μεταξύ της εμφάνισης της πρώτης “Class War” στα 1983 και του “θερμού φθινόπωρου” του ’85, τα βρετανικά μίντια άρχισαν να γράφουν για μια “αναρχική απειλή” που ήταν κάτι ανάλογο της παλιάς “red scare”/κόκκινης απειλής. Για πρώτη φορά μετά τις βόμβες της Οργισμένης Ταξιαρχίας των αρχών του 70, ο αναρχισμός γινόταν αντιληπτός σαν μια απειλή για το βρετανικό κατεστημένο.

Η Class War έγινε γρήγορα το θέμα της ημέρας [1] και ως συνήθως, η δημοσιογραφική έρευνα εξυπηρέτησε την μυστικοποίηση -παρά τη δημοσιοποίηση- της κοινωνικής κουλτούρας και της πολιτικής προέλευσης της ομάδας. Αυτό δεν ήταν απλώς μια περίπτωση εσκεμμένης παραπληροφόρησης εκ μέρους κάποιας κυβερνητικής οδηγίας, αντιθέτως παρά την κυνική εικόνα λαγωνικού που θέλουν να επιδεικνύουν, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είναι εξαιρετικά αφελείς και άσχετοι.

Το πρώτο τεύχος της εφημερίδας Class War είχε ως εξώφυλλο ένα ζευγάρι “toffs”, και πίσω τους το σλόγκαν: “Τώρα είναι η στιγμή για κάθε βρώμικο τεμπέλικο ρεμάλι να οπλιστεί μ’ ένα ρεβόλβερ ή ένα μαχαίρι και να τη στήσει έξω απ’ τα παλάτια των πλουσίων και να τους πυροβολίσει ή να τους μαχαιρώσει μέχρι θανάτου μόλις ξεμυτίσουν”. Πρόκειται για μια παράφραση ενός κομματιού από τον λόγο της αναρχικής του 19ου αιώνα Lucy Parsons στους φτωχούς του Σικάγο. Η κολλεκτίβα Class War αποτελούνταν από παλιούς αναρχικούς που, έχοντας εντρυφήσει στην ιστορία του κινήματος, ήταν ικανοί να εφαρμόσουν αυτή τη γνώση τους στην παραγωγή προπαγανδιστικού λόγου.

Ο Ian Bone, προορισμένος να τεθεί “επικεφαλής” του κινήματος, είχε προηγουμένως υπάρξει τραγουδιστής της πανκ μπάντας Living Legends, καθώς και “εγκέφαλος” του “The Scorcher” ενός αγκιτατόρικου εντύπου της νότιας Ουαλίας. Συγγενικά μυαλά από την νότια Ουαλία και το Λονδίνο επάνδρωσαν την κολλεκτίβα. Αργότερα ενώθηκαν με μια ομάδα ταραχοποιών που ζούσαν μαζί σε ένα μεγάλο σπίτι στο Islington (Βόρειο Λονδίνο). Η μετέπειτα ανάμειξη της φράξιας με το αναρχικό κίνημα είχε τις ρίζες τις σε μια προηγούμενη δεκαετία διαφόρων πρότζεκτς. Κάποιοι απ’ αυτούς συμμετείχαν στο σατιρικό περιοδικό “Εξουσία”, δυο τεύχη του οποίου κυκλοφόρησαν στα τέλη του 70. Το οπισθόφυλλο του πρώτου τεύχους απεικόνιζε μια φωτογραφία φασιστικής πορείας και τις λέξεις “Το Εθνικό Μέτωπο αγαπάει τη Βρετανία… σχεδόν όσο και οι αναρχικοί την Ισπανία”. Με την Class War αυτού του είδους μαύρο χιούμορ θα έφτανε σε νέα ύψη.

Στις πρώτες μέρες της, η Class War δεν έψαχνε κάποια βάση στο παραδοσιακό εργατικό κίνημα, ενώ μάλλον έβλεπε τους απογοητευμένους νέους ως τους πιο πιθανούς συμμάχους της. Και η προπαγάνδα της ήταν σχεδιασμένη ώστε να προσελκύει την ακραία γοητεία του πανκ κινήματος. Το εξώφυλλο με το “Never Mind The… BOLLOCKS TO THAT!”, ενός από τα πρώτα τεύχη, απεικονίζει καλά αυτή την τάση.

“Ο Dylan πλούτισε απ’ τη γαμημένη μιζέρια της μεσαίας τάξης του 60. Ο ΜακΛάρεν και το Πανκ πλούτισαν απ’ τη γαμημένη μιζέρια της νεολαίας της εργατικής τάξης. Το πανκ έσωσε την βιομηχανίας της δισκογραφίας και τη μουσική σκηνή… Η έμφαση στο δυναμισμό και στην πανκ επιθετικότητα τις έβρεξαν στον κώλο στους λαπάδες σταρς του 70. Όμως για την εργατική τάξη, τα γέλια εις βάρος των βαρετών γερο-κλανιάρηδων και του βρετανικού καθεστώτος πρέπει να είναι στο επίκεντρο. Η θέση του God Save The Queen, ή του Anarchy In The U.K. στο νο1 της ροκ βιομηχανίας επιβραβευμένα για τις υπηρεσίες τους στην κερδοφορία – είναι ένα αστείο και μια αποκάλυψη της διαστροφής των πλούσιων μπάσταρδων που διευθύνουν τη σκηνή. Όμως το αστείο είναι εις βάρος μας… Οι μουσικές μόδες και τα έντυπα και η βιομηχανία τους είναι απλά τα πιο ρατσιστικά παραδείγματα του πως η σύγχρονη αγορά δουλεύει σύμφωνα με τις αρχές του “πουλάμε ό,τι σαλεύει”. Η οργή της εργατικής τάξης, μέσω των εμπνεύσεων του ΜακΛάρεν για την πολιτική του 60… είναι απλά καλό υλικό για μπίζνες. Οι παλιοί πανκς λένε ότι οι Clash, οι Stranglers και άλλοι “ξεπουλήθηκαν” στις μεγάλες δισκογραφικές όπως οι αριστεριστές λένε ότι τα συνδικάτα ξεπουλάνε τις απεργίες… Όμως το ίδιο θα έκαναν και οι ίδιοι, καθώς το να κάνεις τον αντι-ήρωα ή τον ήρωα δεν έχει και τόση σημασία όσο κρατάς τη βιομηχανία να κινείται. Το Oi προσπάθησε να το απορρίψει όλο αυτό, ξαναγυρνώντας στις ρίζες όμως κάπου εκεί χάθηκε. Αν και βασίστηκε σε ένα πραγματικό στοιχείο ταξικής κουλτούρας, το Oi κατρακύλησε σε μια λατρεία για τις ένοπλες δυνάμεις και το ψήφο στους Εργατικούς. Η μόνη μπάντα (sic) που τράβηξε την μουσικο-πολιτική γραμμή μπροστά ήταν οι Crass. Έκαναν τόσα για να διαδόσουν τις αναρχικές τους ιδέες, πιο πολλά κι απ’ τον Κροπότκιν, όμως όπως κι αυτού, η πολιτική τους συγκρότηση ήταν σκατά. Επικεντρώνοντας στον πασιφισμό και τις τάσεις απόδρασεις στην ύπαιθρο, αρνούνται την πραγματικότητα ότι στις πόλεις η αντιπαράθεση σημαίνει σύγκρουση και βία, αν σκοπεύουμε να προχωρήσουμε κάπου. Τελικά προκύπτουν μπάντες που απορρίπτουν την ροκ μουσική/δημοσιότητα/πλούτο, ενώ ταυτόχρονα δραπετεύουν από τη βαρεμάρα της εργατικής τάξης όπως ταυτόχρονα κι από την πολιτική γραμμή του συνδικάτου/του Κόμματος των Εργατικών. Αδιαφορώντας ωστόσο να το κάνουν διαλύοντας το ίδιο το θέαμα κι αυτούς που το διευθύνουν, εφορμούν από το ήδη παρακμάζον Oi σε μια αναμεταξύ τους κόντρα (κι όχι πλέον ενάντια στους πλούσιους), κράζοντας τους μεν που υποστηρίζουν τους “στρατιώτες μας στον νότιο ατλαντικό” ή τους δε που “ψηφίζουν εργατικούς”. Οι Apostles και οι Anti-Social Workers συνδέονται με τον πόλεμο ενάντια στους πλούσιους και σηματοδοτούν μια πραγματική πιθανότητα να σηκωθεί όλη η οργή και η αγανάκτηση από τη συναυλία και να βγεί στους δρόμους, λέγοντας μια και καλή “γάμα το” στα σκατένια τελετουργικά που περνιούνται για ευχαρίστηση”.

Το άρθρο τελειώνει με ένα στίχο τραγουδιού των The Apostles. Χαρακτηριστικό που δίνει την αίσθηση ενός πανκ φανζίν, μόνο που η πολιτική του ανάλυση – και η επιρροή μιας θεαματικο-καταστασιακής θεωρίας – το διακρίνουν ως “πολιτικοποιημένο”. Το πολεμικό στυλ του δείχνει ότι έχει γραφτεί από κάποιον πιο πεπειραμένο στην αγκιτάτσια ενάντια στην εξουσία από τον μέσο πανκ του δρόμου.

Το 1984, η Class War έθεσε σε κίνηση την “Εαρινή Επέλασή” της ενάντια στους πλούσιους. Το εξώφυλλο της εφημερίδας που ανακοίνωνε το πρότζεκτ αυτό έφερε την εικόνα ενός κυνηγού αλεπούδων και το απόσπασμα “Πλούσιο γαμημένο απόβρασμα, Θα σε πετύχουμε”. Η Class War είχε πηδήξει στο τραίνο της Απελευθέρωσης Ζώων, δημοφιλής ανάμεσα στους αναρχο-πανκς, και η μείξη αυτή οδήγησε σε μια απογείωση του τιράζ της εφημερίδας. Εκτός από το να αποτελούν την “ουρά” σε διαδηλώσεις αριστεριστών ή αναρχικών δράσεων όπως η Stop The City, τώρα η Class War μπορούσε να ξεκινά δικές της καμπάνιες. Σε ένα άρθρο με τίτλο “Προς την πανήγυρη του Μάη”, η ομάδα αναφέρει για την καμπάνια της:

“Η πρώτη δράση της Εαρινής Επέλασης της Class War έλαβε χώρα την 1 Μάρτη στο Grosvenor House hotel. Η αφορμή ήταν ο χορός “Αλόγου και κυνηγόσκυλου”. Ένα must για όλους τους ντόπιους κυνηγούς και κυριλέδες. Λοιπόν, καθώς το ραντεβού ήταν ανοιχτό, μια παρέα αναρχικών αποφάσισε να παραστεί επίσης… Κάποια φιλικά πρόσωπα άρχισαν να εμφανίζονται και οι αριθμοί μας έφτασαν τα 40 περίπου άτομα. Θεωρήσαμε ότι είμαστε αρκετοί για να κάνουμε καλό σαματά. Καθώς σκοπεύαμε αποκλειστικά να διαδηλώσουμε και όχι να συγκρουστούμε, φορέσαμε τα φουλ-φέις και στηθήκαμε έξω από την κύρια είσοδο. Καθώς τα καθίκια έβγαιναν από τις λιμουζίνες τους, έπαιρναν γρήγορα χαμπάρι ότι οι “αντί-” είχαν κάνει δυναμική εμφάνιση. Η διαδήλωσή μας ξεκίνησε χαλαρά καθώς ξετυλίξαμε ένα μεγάλο πανώ που έγραφε “ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟΥΣ ΑΥΡΙΑΝΟΥΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ ΣΑΣ”. Δεν είμαστε άνθρωποι που παίζουμε με τις λέξεις. Σύντομα οι πλούσιες λέρες άρχισαν να καταφτάνουν βιαστικοί με τα ημίψηλα καπέλα τους και τις “ροζ” σταχτοπούτες της υψηλής κοινωνίας τους αγκαζέ. Κορόιδεμα, καλογυρισμένες κλωτσιές, φτυσιές και μια αξιοσημείωτα ξεγυρισμένη σφαλιάρα μάλλον χάλασαν το απόγευμα αρκετών απ’ αυτούς… Η Εαρινή επέλαση της Class War μόλις απογειώθηκε”.

Παρά το σλόγκαν-ιστικό λόγο που καλούσε τους αναγνώστες να “ενωθούν στον αναρχικό όχλο”, οι δράσεις του ’84 ήταν όλες χαμηλής έντασης-γεγονότα κλειδιά. Ωστόσο, οι πωλήσεις της Class War σκαρφάλωσαν στα 10.000 αντίτυπα σε κάποια τεύχη, και η φήμη της ομάδας διογκώθηκε αναλόγως. Το οπισθόφυλλο του “Angry 1” ενός περιοδικού που έβγαζε ένας μαθητής και υποστηρικτής της Class War στη Σκωτία, αναπαρήγαγε κάποιες από τις αναφορές των μίντια:

“Μια ομάδα από πολιτικοποιημένους ταραξιες που εξυμνούν μια επικίνδυνη αναβίωση της αναρχικής βίας. Προσπαθούν να διαδόσουν τα σατανικά μηνύματά τους ανάμεσα στους απεργούς των ορυχείων, τους διαδηλωτές της ειρήνης – ακόμα και σε σχολιαρόπαιδα. Μπορούν να βρεθούν σε πικετοφορίες, διαδηλώσεις του CND και πορείες για τα δικαιώματα των ζώων να μοιράζουν μια φυλλάδα αθυρόστομης προπαγάνδας που αποκαλούν Class War. Είναι ένα έντυπο με σύμβολο ένα κρανίο και διασταυρωμένα κόκκαλα με δολοφονικά μηνύματα… Καυχιούνται “μπλοκάραμε αυτοκινητοδρόμους, σπάσαμε σπίτια ρουφιάνων και κοπανήσαμε δημοσιογράφους…” Ο αγαπημένος στόχος του μίσους της Class War είναι οι χώροι που συναντώνται οι “πλούσιες λέρες”. Καλούν τους υποστηρικτές τους να πηγαίνουν σε εκδηλώσεις όπως το Henley Regatta και σε αγώνες πολο (με άλογα) ντυμένοι με φουλ-φέις και αρβίλες Cod Marten και να “κάνουν τους μπάσταρδους να πνιγούν με τα πιρουνάκια του πικ νικ τους”. Η ομάδα έχει ήδη προειδοποιήσει τους υποστηρικτές των εργατικών σε ένα μίτινγκ του Τony Benn… Την προηγούμενη εβδομάδα η εφημερίδα Tribune των εργατικών έκανε κάλεσμα σε όποιων έχει πληροφορίες για την Class War να προσκομίσει”

Από την Sunday People, χωρίς χρονολογία στο κολλάζ.

“…Η Class War… κάτω από μια επικεφαλίδα “Πλούσιοι μπάσταρδοι προσέξτε”, συμβουλεύει τους αναγνώστες, την επόμενη φορά που θα δουν έναν πλούσιο μπάσταρδο να του την πούνε, να τον σπρώξουν, να του βάψουν με σπρέυ τους τοίχους, να μαζευτούν πολλοί και να αράξουν γύρω του ώστε να αισθανθεί άβολα. “Ποιός το γαμάει το να μαζευτούνε 250.000 άνθρωποι να τους σαλαγήσουν σα πρόβατα στο Λονδίνο ακούγοντας τις μεσοαστικές μαλακίες του CNO από τρόμπες σαν την Joan Ruddock και τον Bruce Kent, να τους λένε να πάνε σπίτι τους και να μη κάνουν τίποτα. Ας μαζευτούμε 5.000 στο Ascot… και να εξαπολύσουμε την ταξική οργή μας εναντίον τους… Να τους κάνουμε να χέζονται να κυκλοφορούν στους δρόμους μόνοι, να φοβούνται να επιδείξουν κάθε σύμβολο του πλούτου τους, να θέσουμε τις ζωές τους σε κατάσταση πολιορκίας πίσω από κλειδωμένες πόρτες στα ίδια τους τα σπίτα και τις περιοχές τους” Και συνεχίζει, για τέσσερεις σελίδες. Μια έξυπνη παρωδία; δεν έχω ιδέα…”

Από την Guardian, χωρίς χρονολογία στο κολλάζ.

Το 1985, η Class War ξεκίνησε την καμπάνια “Bash The Rich”. Το οπισθόφυλλο που αφιέρωσαν στην πρώτη τους πορεία στο Λονδίνο ενημέρωνε επίσης τους αναγνώστες για την προέλευση της ιδέας:

“Η ιδέα των πορειών “Τσακίστε τους πλούσιους” δεν είναι κάτι νέο. Ακριβώς 100 χρόνια πίσω, στις 28 Απρίλη 1885 έκαναν ακριβώς το ίδιο στο Σικάγο… Η αναρχική Lucy Parsons έλεγε σε ανθρώπους που ήταν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας να “πάρουν μερικούς λεφτάδες μαζί τους”, να ανοίξουν τα μάτια τους στο τί γίνεται “από το κόκκινο φως της καταστροφής”. Οι αναρχικοί οργανώναν τεράστιες συγκεντρώσεις με πάνω από 20.000 ανθρώπους… Οι αναρχικοί βρίσκονταν επικεφαλής τεράστιων πορειών από τα γκέτο της εργατικής τάξης στις πλούσιες συνοικείες. Μαζεύονταν χιλιάδες έξω από εστιατόρια ή επαύλεις ευπόρων επιδεικνύοντας τεράστια πανώ στα οποία έγραφαν “Προσέξτε τους αυριανούς εκτελεστές σας”, οι τρομοκρατημένοι πλούσιοι καλούσαν γρήγορα την αστυνομία και εκτεταμένες συγκρούσεις λάμβαναν χώρα. Η εργατική τάξη του Σικάγο ήταν αποφασισμένη να πάει τον αγώνα της στην καρδιά του εδάφους του εχθρού – όπως επίσης κι εμείς, εκατό χρόνια μετά.

Η πορεία “Τσακίστε τους πλουσίες” της 11 Μάη 1985 ήταν ένα αντάρτικο θέατρο αντάξιο του βερολινέζικου νταντά. Έλαβε πλήρη κάλυψη στην εφημερίδα Class War:

“Η αστυνομία απείλησε να μας συλλάβει όλους με τον νόμο περί δημοσίας τάξης για πορεία με παρα-στρατιωτική περιβολή (φουλφέις και αρβύλες!). Η αστυνομία και το συμβούλιο του Westminster εντωμεταξύ έβαλαν την Gardens Community Association να βγάλει μια νομική εντολή εναντίον μας προκειμένου να μας εμποδίσει να διαδηλώσουμε. Η αστυνομία έκανε ό,τι μπορούσε για να μη βγούμε στο δρόμο. Όμως παρόλη αυτή την τρομοκρατία είχαμε την μεγαλύτερη αναρχική πορεία εδώ και χρόνια. Πάνω από 500 από μας βαδίσαμε προς το κυριλάτο Kensington φωνάζοντας “πλούσια καθίκια” και “θα ξαναγυρίσουμε”, καθώς κρυφοκοιτάζαν χεσμένοι πίσω από κλειστές κουρτίνες. Επιτέλους φέραμε την πραγματικότητα της αυξανόμενης ταξικής οργής στις άνετες, προστατευμένες ζωούλες τους. Ήταν γαμημένα φανταστικά να είσαι σε μια αναρχική πορεία για μια φορά αντί να κάνεις την ουρά σε μια αριστερίστικη διαδήλωση ακούγοντας τους ομιλητές του εργατικού κόμματος. Καθώς στρίψαμε στη Holland Park Avenue, το μόνο που μπορούσες να δεις προς το Ladbroke Grove ήταν μαύρες σημαίες. Οι μπάτσοι ήταν πεπεισμένοι ότι έπρεπε να μας συνοδεύσουν μέχρι ένα από τα πιο κυριλέ μέρη του Λονδίνου παρενοχλώντας τους πλούσιους κατοίκους του γράφοντάς τους τελείως. Δεν είχαμε ούτε μία σύλληψη παρά το γεγονός ότι οι αστυνομία ερχόταν σε απόσταση αναπνοής όταν φωνάζαμε το “Rich Bastards” σε ένα ακόμη παράδειγμα της ανδρείας των ντόπιων τρωκτικών… Τώρα πρέπει να ετοιμαστούμε για την επόμενη εκδήλωση Henley Regatta στις 6 Ιούλη. Αν δουλέψουμε σκληρά ίσως έχουμε πάνω από χίλιους ανθρώπους στο Henley την μέρα εκείνη και να κάνουμε τους πλούσιους καριόληδες να πνιγούν με τα πιρουνάκια του πικ νικ τους στις όχθες του Τάμεση. ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟ HENLEY”.

Εκτός από το να αποτελεί ένα από τα πιο κωμικά θεάματα στο Λονδίνο για πολλά χρόνια, η πορεία αποκάλυψε την κοινωνική σύνθεση του κινήματος της Class War. Καθώς στην κεφαλή της πορείας βρίσκονταν οι δέκα ή κάπου τόσοι αναρχικοί αγωνιστές – ντυμένοι με τυπικά ρούχα του δρόμου και με ηλικίες που κυμαίνονταν από τα τέλη της δεκαετίας του 20 ως τα 35, που έβγαζαν την εφημερίδα Class War, πίσω τους κινούνταν κάποιες εκατοντάδες από έφηβους πανκς.

Εξ αιτίας μιας ογκώδους αστυνομικής παρουσίας στη Henley Regatta, ελάχιστη διαταραχή προκλήθηκε, αλλά η κάλυψη από τα μίντια ήταν αρκετή για να ειδωθεί από την Class War σαν μια νίκη, σε άρθρο της εφημερίδας. Το ίδιο όμως δε θα μπορούσε να ειπωθεί για την Πορεία στο Hampstead που οργανώθηκε την 21η Σεπτέμβρη 1985. Οι διαδηλωτές, ξανά αποτελούμενοι από 500αριά πανκς και επικεφαλής την Class War, εξευτελίστηκαν από τους μπάτσους. Η αστυνομία, που υπερείχε των διαδηλωτών με αριθμούς πάνω από 2 προς 1, ανάγκασε την πορεία να εκτραπεί από την πορεία της, σε στενάκια. Η πορεία μπλοκαρίστηκε για περίπου μια ώρα, όταν οι μπάτσοι σχημάτισαν κλοιό μπροστά της και ανάγκαζαν τους διαδηλωτές ολοένα και να στριμώχνονται στενεύοντας το πλάτος της πορείας, προκειμένου να περάσουν. Σαν τελική προσβολή, οι διαδηλωτές αναγκάστηκαν να τρέξουν – ένας, ένας – ανάμεσα από δυο σειρές ένστολους μπάτσους (που τους απειλούσαν με κραυγές όπως “έχουμε πιάσει τους αρχηγούς σας”) προτού τελικά διαλυθούν.

Η αποτυχία οδήγησε σε σοβαρή συζήτηση στο εσωτερικό της ομάδας για το πώς θα έπρεπε να συνεχιστεί η καμπάνια. Τα πιο ακραία στοιχεία πρότειναν μια πορεία “Τσακίστε τους πλούσιους” μέσα στο Δυτικό Μπέλφαστ και μια Πορεία Μνήμης του Harry Roberts στο Δυτικό Λονδίνο. Και οι δυο προτάσεις είχαν σίγουρα ρίσκα. Μια δράση στο Μπέλφαστ θα ανακάτωνε κάθε πλευρά που συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο, και η συμμετοχή σ’ αυτή θα σήμαινε σοβαρό κίνδυνο ξυλοδαρμού, αν όχι θανάτου. Από την άλλη, μια πορεία τιμής σε έναν μπατσο-κτόνο, θα ήταν μια ανοιχτή πρόκληση για την αστυνομική καταστολή. Και οι δυο επιλογές απορρίφθηκαν. Η καμπάνια “Τσακίστε τους πλούσιους” έφτασε σε ένα άδοξο τέλος μετά την πορεία στο Μπρίστολ, στις 30 Νοέμβρη 1985.

Η εγκυρότητα της Class War, ως ομάδας που αποτελεί μια σοβαρή πολιτική απειλή, έφτασε σε σημείο κατάρρευσης. Ωστόσο, η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς, και τα μίντια απέδωσαν στην ομάδα κεντρικό ρόλο στις ταραχές του Μπρίξτον και του Τότεναμ τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Στην πραγματικότητα, η ομάδα είχε λιγότερα από 20 μέλη στο Λονδίνο εκείνη τη στιγμή και μηδαμινή επιρροή στα γεγονότα εκείνα – ωστόσο μια χούφτα υποστηρικτών τους βρέθηκαν στις περιοχές των ταραχών όταν ξεκίνησαν οι φασαρίες. Παρά την ώθηση αυτή στην καταρρέυουσα πιστότητα της Class War, η ομάδα του Islington αποχώρησε σύντομα, αφήνοντας τον Ian Bone ελεύθερο να πάρει στα χέρια του την κατάσταση ως αναντίρρητος ηγέτης.

Μετά απ’ αυτό, η Class War έχασε σύντομα τη βάση της και έγινε αδιαχώριστη από κάθε άλλη αναρχική ομάδα. Παρά τις αναφορές στα μίντια, η καμπάνια τους ενάντια στη gentrification (ανάπλαση) στο East End του Λονδίνου ήταν ολότελα αναποτελεσματική. Η ομάδα αποπειράθηκε να διευρύνει το πρόταγμά της από τους πανκς, στους συνηθισμένους ανθρώπους της εργατικής τάξης. Η αναβαπτισμένη “Class War” έχασε το στυλ των πρώτων τευχών της και απέτυχε παταγωδώς στις προσπάθειές της να ανοιχτεί σε ένα ευρύτερο κοινό. Η νέας εμφάνισης εφημερίδα, με ειδικά αφιερώματα σε “σκάνδαλα”, “ποπ”, “σεξ”, κλπ φαινόταν σαν πατρονάρισμα. Εντωμεταξύ, τα μίντια αγνοούσαν την αλλαγή πλεύσης της Class War και συνέχιζαν τα αφιερώματα στις τρομοκρατικές τακτικές της (δες για παράδειγμα το άρθρο στην “News Of The World Sunday Magazine” της 5ης Ιούλη 1987).

Μετά το πρώτο κύμα επιτυχιών με την αγκιτατόρικη καμπάνια της, η Class War έπεσε σε όλα τα παραδοσιακά λάθη του αναρχικού χώρου. Αυτοί που παρέμειναν στην ομάδα, είχαν νικήσει τους εαυτούς τους στο ίδιο τους το παιχνίδι. Η Class War είχε χρησιμοποιήσει τα μίντια και πέρασε τις πιο ακραίες αναρχικές ιδέες στο ευρύ κοινό, όμως έχοντας κάνει αυτό, η ομάδα απέρριψε προτάσεις που θα παρουσίαζαν στο κοινό κάτι ακόμη πιο ταραχώδες. Μη θέλοντας να οργανώσει πορείες στο Μπέλφαστ και προς τιμήν ενός μπατσο-κτόνου, η ομάδα έπρεπε να αυτο-διαλυθεί. Αντιθέτως, προσπάθησε ανεπιτυχώς να διευρύνει το κάλεσμά της – κάτι που τα μίντια οπωσδήποτε θα απέτρεπαν, ακόμη κι αν η ομάδα ήταν ικανή να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο σχέδιο. Σ’ αυτό το σημείο, η Class War εγκατέλειψε την παράδοση που προσπαθώ να χρονολογήσω. Η σατιρική οργή που εμψύχωνε το ντανταιστικό, το καταστασιακό και το πανκ κίνημα στην ακμή τους, είχε εγκαταληφθεί. Η λαϊκίστικη προσέγγιση με την οποία αντικαταστάθηκε ήταν συχνά τόσο κλαψιάρικη που έκανε τις σαπουνόπερες να μοιάζουν συμπαθητικές.

Υποσημειώσεις:

[1] Ως μια μικρή ομάδα, η Class War αντιλήφθηκε ότι ο καλύτερος τρόπος να περάσει τις ιδέες της στο ευρύ κοινό ήταν να πιαστεί από πολιτιστικά στερεότυπα και αφού τα παράλλαζε κατάλληλα – να τα επανατροφοδοτήσει στα μίντια. Για τους λόγους αυτούς, η Class War ήταν τόσο απασχολημένη με την κουλτούρα (στην ευρεία έννοιά της) όσο και με την πολιτική. Η έμπνευση αντλούνταν περίτεχνα από τρεις πηγές, την κουλτούρα της βρετανικής εργατικής τάξης, το πανκ και την αναρχική/αριστερή-κομμουνιστική παράδοση. Η Class War σχεδιάστηκε ώστε να συσπειρώνει εναντίον της τους δημοσιογράφους και πέτυχε απόλυτα! Οι τακτικές που επιστράτευσε, αντιγράφτηκαν από το πανκ και την αναρχική ιστορία. Σε γενικές γράμμες, ότι ήταν κακό για τα μίντια, εξυμνούνταν από την Class War. Τα μίντια απεικόνιζαν την εργατική τάξη ως βίαιη, και εξίσου και η Class War – ακολουθώντας τα χνάρια του πανκ – υπερβάλλοντας σ αυτή την εικόνα (με την προϋπόθεση βέβαια ότι η βία αυτή στόχετε τους μπάτσους ή τους πλούσιους). Η κάλυψη από τα μίντια τόσο για το πανκ όσο και για την Class War εστίαζε στην προκλητική στάση τους απέναντι στους πλούσιους και το κατεστημένο (ιδιαίτερα την βασιλική οικογένεια). Όταν η Class War έβγαλε το “Better Dead Than Wed” EP της (Mortarhate Records, London 1986), για το γάμο του πρίγκημα Adrew, ήταν σαν τους Sex Pistols και τον Anti-Jubilee δίσκο τους πάλι απ’ την αρχή (εκτός του ότι η Class War δεν ήταν τόσο διαδεδομένη προλεταριακή ψυχαγωγία όσο το πανκ). Έχει επίσης ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ ότι η δράση των ολλανδών Provos που έλαβε τη μεγαλύτερη δημοσιότητα ήταν η επίθεση με ένα καπνογόνο εναντίον της ολλανδικής βασιλικής γαμήλιας τελετής. Τόσο το πανκ όσο και η Class War επικέντρωσαν την ενέργεια και την επιθετικότητά τους, ως αρετές της κουλτούρας μιας αποφασισμένης εργατικής τάξης. Κάτι που βρίσκεται σε αντίθεση με τα ευγενικά πισώπλατα μαχαιρώματα της μεσαίας και ανώτερης τάξης, που λεν ένα πράγμα και εννοούν αδιάφορα κάτι άλλο. Όλες οι τάσεις που συνοψίζονται στο κείμενο αυτό, το πανκ και η Class War έκαναν την πιο συνολική επίθεση στην κουλτούρα. Τα άλλα κινήματα συχνά έτειναν να περιορίζουν την στόχευσή τους ενάντια στην υψηλή κουλτούρα (τη τέχνη), ή να θέτουν όλη τους την ενέργεια στη δημιουργία εναλλακτικών (συχνά παράλληλων) και συνεπώς λιγότερο απειλητικών – λαιφ-στάιλ (κοινόβια κλπ). Ελάχιστα κινήματα είχαν μια κουλτούρα (της εργατικής τάξης) τόσο συγκροτημένη και συνειδητά αντικαθεστωτική όσο το πανκ και η Class War.

Πηγή: http://www.stewarthomesociety.org/

Categories
Feral Faun

Σχετικά με τα ΜΜΕ

Λόγοι για μια εχθρότητα – Σχετικά με τα ΜΜΕ

Η εχθρότητά μας προς τους δημοσιογράφους, τις λέξεις, τις εικόνες τους, χρειάζεται μερικές διευκρινήσεις. Το θέμα, όπως θα εξηγήσουμε στις παρακάτω σημειώσεις, δεν είναι η μεγαλύτερη ή μικρότερη ειλικρίνεια των μεμονωμένων δημοσιογράφων ή φωτογράφων, αλλά μάλλον ο ρόλος του συμπλέγματος των ΜΜΕ ως τέτοιο. Τα ΜΜΕ έχουν την πρόθεση να είναι η συνολική αναπαράσταση της πραγματικότητας, όπως φαίνεται από το απλό γεγονός ότι: για τα ίδια, ο καθένας που αρνείται να μιλήσει με δημοσιογράφους, «δε θέλει να επικοινωνήσει με κανέναν», λες και είναι αδύνατο να επικοινωνήσει με έναν άμεσο τρόπο, χωρίς τον τύπο και τη τηλεόραση. Είναι η ίδια συμπεριφορά που έχουν και οι πολιτικοί: ο καθένας που αρνείται κάθε σχέση μαζί τους, μας λένε, αρνείται να συνδιαλεχτεί με κανέναν, αρνείται τον διάλογο. Κι ακόμα, παρά τα μεγάλα βήματα στην κοινωνική εξημέρωση, ο κόσμος δεν κατοικείται αποκλειστικά από πολιτικούς, μπάτσους και δημοσιογράφους. Στην πραγματικότητα, είναι πέραν και εκτός της εξουσίας τους που ο πραγματικός διάλογος λαμβάνει χώρα.

Τα ΜΜΕ είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο της κυρίαρχης τάξης. Ως τέτοιο, εκβιάζει τη συμμετοχή, την ίδια στιγμή που αποκλείει, αφομοιώνει και καταστέλλει. Εκβιάζουν τη συμμετοχή: Ο καθένας πρέπει να πειστεί ότι η μόνη πραγματικότητα που υφίσταται είναι αυτή που διαμορφώνουν οι εφημερίδες και η τηλεόραση κάθε μέρα, η πραγματικότητα του κράτους και της οικονομίας. Τα ΜΜΕ είναι αδιαχώριστο εργαλείο στον καθορισμό της συναίνεσης. Είναι η σύγχρονη εκδοχή του μύθου δηλ. της αναπαράστασης που ενώνει τους εκμεταλλευόμενους με τους εκμεταλλευτές. Τα ΜΜΕ κοινωνικοποιούν τον πληθυσμο.

Αποκλείουν: Σκέψεις και δράσεις εχθρικές προς αυτήν την κοινωνία δεν πρέπει να εμφανίζονται. Πρέπει να φιμώνονται, να διαστρεβλώνονται ή να γίνονται ακατανόητες. Η φίμωσή τους γίνεται όταν αυτή η ίδια η ύπαρξη τους συνιστά μια επίθεση ενάντια στην κατεστημένη τάξη. Η διαστρέβλωσή τους όταν δεν μπορούν να φιμωθούν, και πρέπει να ανακατασκευαστούν από την αρχή. Και γίνονται ακατανόητες όταν το μέσο αναγκάζεται να αποδώσει μια μερική αλήθεια στην άρνησή τους, ούτως ώστε το συνολικό νόημά τους να περάσει απαρατήρητο. Τα μέσα αποσπούν κάθε μέσο αυτόνομης έκφρασης από τους αδύναμους. Η μονόπλευρη φύση της πληροφορίας είναι το αντίθετο της επικοινωνίας μεταξύ ατόμων.

Αφομοιώνουν: Μας καλούν σε διάλογο με τους θεσμούς, ανακηρύσσουν εκπροσώπους και ηγέτες, ενσωματώνουν κάθε ανατρεπτική ιδέα και πρακτική αφού την καταστήσουν αβλαβή, διαχωρίζοντάς την από το περιεχόμενό της, κάνοντάς μας να τις καταναλώνουμε αντί να τις βιώνουμε, μπουχτίζοντάς τες με την γνωστή βαρεμάρα τους.

Καταστέλλουν: συνεργάζονται με την αστυνομία στη διαστρέβλωση και τη συκοφαντία, προετοιμάζουν το έδαφος για καταστάσεις «εκτάκτου ανάγκης», νομιμοποιούν κοινωνικά αστυνομικές επιχειρήσεις. Μερικές φορές, μπορεί να καταστέλλουν ακόμα και παραδεχόμενα ότι μια πράξη είναι δίκαιη, δηλ. παρουσιάζοντάς την αφαιρώντας κάθε τι ανατρεπτικό έχει, όσο είναι πολύ μακριά, ή έχει μόλις λάβει τέλος.

Το πιο συχνό έργο των ΜΜΕ είναι η διαστρέβλωση και η καταστολή δηλ. η πιο ανοιχτά συκοφαντική και εγκληματική όψη τους. Όμως, η οργή για τα ψέμματα των δημοσιογράφων είναι βραχύβια, καθώς μπορεί να υποσκαπτεί, σε περιόδους μικρότερης συγκρουσιακής έντασης με μια σειρά από επαρκώς ειλικρινή άρθρα. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η ειλικρίνεια των δημοσιογράφων ή η εγκυρότητα της αρθρογραφίας τους, αλλά μάλλον η κοινωνική λειτουργία των ΜΜΕ. Στην μηχανή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, οι πνευματικές ικανότητες και οι ηθικοί κώδικες παραβλέπονται, είτε από τον όγκο των πληροφοριών, είτε από τον «ολοκληρωτισμό του μερικού» που είναι η πραγματική όψη των ειδήσεων. Η κριτική νοημοσύνη συγκροτείται μέσα από την συνάντηση, την αναλογική σκέψη, την μνήμη. Οι ειδήσεις, από την άλλη, είναι προϊόν διαχωρισμού, λεπτομέρειας, ενός αιώνιου παρόντος. Η παθητικότητα των ΜΜΕ είναι μόνο μια αντανάκλαση της παθητικότητας της εργασίας και της αγοράς. Όπως είναι γνωστό, η ζωή που μας κλέβουν, μας επιστρέφεται υπό την μορφή εικόνων. Όσο καλύτερα ενημερωμένος είναι κανείς, τόσο λιγότερα ξέρει, καθώς τόσο λιγότερο ζει.

Σήμερα κανείς δεν μπορεί χωρίς το θέαμα της πολιτικής. Κάποιος που δε θέλει να ξεφύγει από το θέαμα της πολιτικής σε κάθε μορφή της, δε θέλει και να αποφύγει την διαμεσολάβηση των ΜΜΕ. Ίσως ακόμα να βρίζει τους δημοσιογράφους για αρκετό καιρό, αλλά αδυνατώντας να κάνει κάτι άλλο, θα επιστρέψει στο διάλογό τους. Τα μέσα είναι απαραίτητα για τη διαμεσολάβηση με την εξουσία. Είναι η διαμεσολάβηση αυτή, όπως αποδεικνύουν και πρόσφατα γεγονότα, που κάνει αναγκαίο το διάλογο, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτό την καταστολή όσων δε συνδιαλέγονται με τους εχθρούς τους.

Στις κουβεντούλες της συναίνεσης, η αστυνομική καταγραφή ξεκινά από αυτούς που παραμένουν σιωπηλοί. Γιατί το να σπας τα δεσμά του τύπου και της τηλεόρασης, με τις εικόνες και τις ταμπέλες που βάζουν στις πλάτες μας, σημαίνει το να σπας τα δεσμά με την πολιτική.

Όμως το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι ο αυτισμός του γκέττο, αλλά μια εξέγερση που παρέχει στον εαυτό της τα ίδια τα εργαλεία μιας αυτόνομης επικοινωνίας.

Πηγή: έκδοση του Venomous Butterfly (http://www.geocities.com/kk_abacus/vbutterfly.html & http://www.omnipresence.mahost.org/vbp.htm)
Αρχικό κείμενο από Guerra Soziale (http://digilander.libero.it/guerrasociale.org/)

Categories
Feral Faun

Σκέψεις για την πόλη

Σκέψεις για την πόλη

Η πρόοδος ποτέ δεν καταστρέφει τόσο ολοκληρωτικά απ’ όσο όταν χτίζει

Η ανάγκη για χώρο είναι εγγενώς πολιτική. Τα μέρη στα οποία ζούμε καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο ζούμε, και, αντίστροφα, οι σχέσεις και οι δραστηριότητές μας καθορίζουν τους χώρους στους οποίους ζούμε. Είναι ζήτημα καθημερινής εμπειρίας, κι όμως φαινόμαστε ανίκανοι να βγάλουμε το παραμικρό συμπέρασμα. Αρκεί να κάνει κανείς μια βόλτα σε οποιαδήποτε πόλη για να καταλάβει τη φύση και τη φτώχεια του τρόπου ζωής μας. Σχεδόν κάθε αστικός[urban] χώρος ανταποκρίνεται αποκλειστικά σε δυο ανάγκες: το κέρδος και τον κοινωνικό έλεγχο. Τόποι κατανάλωσης οργανωμένοι σύμφωνα με τους ολοένα και πιο σκληρούς κανόνες μιας αγοράς σε διαρκή άνοδο: της αγοράς της ασφάλειας. Το μοντέλο είναι αυτό του εμπορικού κέντρου, ενός συλλογικά ιδιωτικοποιημένου χώρου, εποπτευόμενου από τους ανθρώπους και τα μέσα που παρέχει η σχετική υπηρεσία. Στα εμπορικά κέντρα, μια ολοένα και πιο «εξατομικευμένη» κοινωνικότητα χτίζεται γύρω από τον καταναλωτή και την οικογένειά τους, τώρα, μπορεί κανείς να φάει, να παίξει με τα παιδιά του, να διαβάσει κλπ σε τέτοιους τόπους. Όμως, αν κάποιος μπει χωρίς καθόλου χρήματα, θα ανακαλύψει ότι πρόκειται για μια τρομακτική ψευδαίσθηση ζωής.

Το ίδιο πράγμα συμβαίνει στις μητροπόλεις. Που άραγε μπορεί κανείς να βρεθεί για μια συζήτηση, που μπορεί να καθίσει χωρίς να είναι υποχρεωμένος να καταναλώσει, που μπορεί κάποιος να πιει, να κοιμηθεί, αν δεν έχει χρήματα; Για έναν μετανάστη, για έναν φτωχό, για μια γυναίκα, μια νύχτα στην πόλη μπορεί να είναι πολύ μακριά. Η μεσαία τάξη, βολεμένη στα διαμερίσματά της, αγνοεί πλήρως τον νυχτερινό κόσμο του δρόμου, τη σκοτεινή πλευρά των νέον, όταν η μπάτσοι σε ξυπνάνε στα παγκάκια, όταν τα πάντα μοιάζουν ξένα και εχθρικά για σένα. Όταν οι μεσαία τάξη κλείνεται στα bunkers της, οι πόλεις αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόσωπό τους, των απάνθρωπων τεράτων που είναι.

Όλο και περισσότερο, οι ίδιες πόλεις τείνουν να μοιάζουν με οχυρά, και τα σπίτια με κελιά υψίστης ασφαλείας. Ο κοινωνικός πόλεμος, ο πόλεμος ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, τους κυβερνήτες και τους κυβερνώμενους θεσμοθετείται στο αστικό τοπίο. Οι φτωχοί απελαύνονται στις συνοικίες προκειμένου να αφήσουν το κέντρο στα γραφεία και τις τράπεζες (ή στους τουρίστες). Οι είσοδοι των πόλεων και ένα σωρό «ευαίσθητων» περιοχών εποπτεύονται από συμπλέγματα που εξελίσσονται κάθε μέρα και περισσότερο. Η έλλειψη πρόσβασης σε καθορισμένα επίπεδα κατανάλωσης – επίπεδα που προσδιορίζονται και ελέγχονται από ένα σταθερό σύστημα υπολογιστών όπου τα δεδομένα των τραπεζικών καταθέσεων, ασφαλειών, ιατρικών ασφαλίσεων και αστυνομικών καταγραφών επεξεργάζονται μαζί, καθορίζει, αρνητικά, τις νέες επικίνδυνες τάξεις, που περιορίζονται σε μια εξαιρετικά συγκεκριμένη αστική ζώνη. Ο χαρακτήρας της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων αντανακλάται στον μητροπολιτικό έλεγχο. Τα σύνορα μεταξύ χωρών και ηπείρων είναι ανάλογα με τα σύνορα μεταξύ γειτονιών ή με τις μαγνητικές κάρτες εισόδου σε συγκεκριμένα ιδιωτικά κτίρια ή, στις ΗΠΑ, σε συγκεκριμένες ζώνες κατοικιών.

Οι διεθνείς αστυνομικές επιχειρήσεις θυμίζουν τον πόλεμο ενάντια στο έγκλημα ή, πιο πρόσφατα, την πολιτική της «μηδενικής ανοχής» μέσω της οποίας κάθε μορφή αποκλίνουσα συμπεριφορά ποινικοποιήθηκε. Ενώ σε ολόκληρο τον κόσμο οι φτωχοί συλλαμβάνονται κατά εκατομμύρια, οι πόλεις παίρνουν την μορφή τεράστιων φυλακών. Μήπως, οι κίτρινες γραμμές που οι καταναλωτές οφείλουν να ακολουθούν σε συγκεκριμένα εμπορικά κέντρα του Λονδίνου δε σου θυμίζουν αυτές στις οποίες πρέπει να βαδίζουν οι γάλλοι κρατούμενοι; Μήπως η στρατιωτικοποίηση της Γένουας στη διάρκεια της συνόδου των G8 δεν είχε μια ιδέα από τα κέντρα ελέγχου στα παλαιστινιακά εδάφη; Προτάσεις για νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας στους ανηλίκους, έχουν προταθεί όχι μακριά μας (στη Γαλλία για παράδειγμα). Οι φυλακές ανηλίκων πολλαπλασιάζονται, ένα είδος ποινικής τιμωρίας για την νεότητα, ενώ η συνάθροιση στους εσωτερικούς διαδρόμους των λαϊκών πολυκατοικιών (ο μόνος χώρος για συλλογική ζωή σε πολλά πολεοδομικά τετράγωνα προορισμένα για ύπνο) απαγορεύεται. Ήδη, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι άστεγοι απαγορεύεται να εισέλθουν στο κέντρο της πόλης, ενώ οι επαίτες αναγκάζονται σε πρόστιμα, όπως στον μεσαίωνα. Έτσι κανείς προτείνει (όπως είχαν κάνει χθες οι ναζί, ή όπως έκανε σήμερα ο δήμαρχος του Μιλάνου) τη δημιουργία κατάλληλων κέντρων για τους ανέργους και τις οικογένειές τους, με πρότυπο τα κέντρα για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά. Μεταλλικοί φράχτες χτίζονται για να διαχωρίσουν τις πλούσιες (και λευκές) γειτονιές από τις φτωχές (και μη-λευκές). Το κοινωνικό απαρτχάιντ προελαύνει, από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, από τον νότο στο βορρά του κόσμου. Όταν ένας στους τρεις μαύρους από την ηλικία των 20 ως τα 35 περνάει από τα κάτεργα (όπως στις ΗΠΑ, όπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι φυλακίστηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια), η πρόταση για αποκλεισμό των μεταναστών από το κέντρο της πόλης εδώ περνάει σχεδόν απαρατήρητη. Και αρκετοί ακόμα θα χειροκροτήσουν το ένδοξο πολεμικό ναυτικό, όταν θα βυθίσει τα πλοιάρια των ξένων χωρίς χαρτιά. Σε μια ανάμειξη ταξικών και φυλετικών διαχωρισμών, η κοινωνία στην οποία ζούμε, μοιάζει ολοένα και περισσότερο με ένα τεράστιο σύμπλεγμα από γκέττο.

Για μια ακόμη φορά, ο σύνδεσμος μεταξύ των μορφών της ζωής και των χώρων της ζωής είναι στενός. Η αυξανόμενη επισφάλεια ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας προχωρά με το ίδιο βήμα με την απομόνωση των ατόμων, με την εξαφάνιση των χώρων συνάντησης (και συνεπώς των αγώνων) και στο τέλος, με τις παραγκουπόλεις στα οποία οι περισσότεροι από τους φτωχούς θα πεταχτούν. Από αυτήν την κοινωνική συνθήκη, δυο τυπικά ολοκληρωτικά φαινόμενα γεννιούνται: ο πόλεμος μεταξύ των εκμεταλλευομένων, που αναπαράγει άκριτα τον άγριο ανταγωνισμό και τον αγώνα για ανέλιξη στον οποίο χτίζονται οι καπιταλιστικές σχέσεις, και την απαίτηση για τάξη και ασφάλεια, παραγόμενη και χορηγούμενη από μια προπαγάνδα που σφυροκοπάει από παλιά τον πληθυσμό. Με το τέλος του «ψυχρού πολέμου», ο εχθρός μετατοπίστηκε, τόσο πολιτικά, όσο και μιντιακά, στο εσωτερικό του «ελεύθερου κόσμου». Η κατάρρευση του τοίχους του Βερολίνου αναλογεί στην οικοδόμηση του τοίχους μεταξύ ΗΠΑ-Μεξικού ή με την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών συστημάτων εισόδου στις συνοικίες των κυρίαρχων τάξεων. Η εκληματοποίηση του φτωχού περιγράφηκε ανοιχτά ως ένας «πόλεμος χαμηλής έντασης», όπου ο εχθρός, ο «εξωτικός τρομοκράτης», γίνεται εδώ ο παράνομος ξένος, ο τοξικο-εξαρτημένος, η πόρνη. Ο απομονωμένος κάτοικος, πασχίζοντας μεταξύ δουλειάς και κατανάλωσης τρέχοντας από τον έναν ανώνυμο χώρο στον άλλο, κι από μέσο μεταφοράς σε μέσο, καταπίνοντας τρομακτικές εικόνες για απείθαρχους νεολαίους, κλεφτρόνια, μαχαιροβγάλτες, και ένα συγκεχυμένο και ασυνείδητο αίσθημα φόβου που παίρνει τη θέση της ατομικής και συλλογικής ζωής.

Οι φαινομενικά ειρηνικές πόλεις μας, μας δείχνουν ολοένα και περισσότερο τα σημάδια αυτής της πλανητικής τάσης της διακυβέρνησης μέσω του φόβου, αν ξέρουμε βέβαια πώς να κοιτάμε.

Αν πολιτική σημαίνει η τέχνη της κυριαρχίας, μια εξειδικευμένη δραστηριότητα που είναι το μονοπώλιο των γραφειοκρατών και των στελεχών, τότε οι πόλεις στις οποίες ζούμε είναι η πολιτική οργάνωση του χώρου. Αν, από την άλλη, σημαίνει μια κοινή σφαίρα συζήτησης και λήψης αποφάσεων σχετικά με κοινά ζητήματα, τότε μπορεί να πει κανείς ότι η αστική[urban] δομή σχεδιάζεται με βάση την από-πολιτικοποίηση των ατόμων προκειμένου να μένουν απομονωμένα και ταυτόχρονα χαμένα μέσα στην μάζα. Στη δεύτερη περίπτωση λοιπόν, η κατεξοχήν πολιτική δράση είναι η εξέγερση ενάντια στον αστικό σχεδιασμό ως αστυνομική επιστήμη και λειτουργία. Είναι η εξέγερση που δημιουργεί νέους χώρους συνάντησης κι επικοινωνίας. Με κάθε έννοια, το ζήτημα του χώρου είναι ένα εγγενώς πολιτικό ζήτημα.

Μια μεστή ζωή είναι μια ζωή, ικανή να αναμειγνύει περίτεχνα τις απολαύσεις της μοναχικότητας με τις χαρές της συνάντησης. Μια σοφή ανάμειξη χωριών και υπαίθρου, πλατειών και ελεύθερων εκτάσεων που θα μπορούσε να κάνει την τέχνη του χτισίματος και της κατοικίας συναρπαστική. Αν με ένα ουτοπικό άλμα, προβάλλουμε τους εαυτούς μας έξω από το βιομηχανικό πλαίσιο στο οποίο πάνω οικοδομήθηκε η κοινωνία, θα μπορέσουμε να φανταστούμε μικρές κοινότητες, βασισμένες στις προσωπικές σχέσεις που συνδέονται μεταξύ τους χωρίς ιεραρχίες μεταξύ ανθρώπινων όντων, χωρίς κυριαρχία πάνω στη φύση. Το ταξίδι θα έπαυε να είναι μια τυποποιημένη μεταφορά μεταξύ οικειότητας και βαρεμάρας και θα γινόταν μια περιπέτεια απαλλαγμένη από κάθε ρολόι. Κρήνες και καταφύγια θα καλωσόριζαν τους διαβάτες. Η άγρια φύση θα γινόταν ξανά ένας τόπος για ανακαλύψεις και επαγρύπνηση, για ανάμνηση και απόδραση από την ανθρωπότητα. Τα χωριά θα γεννιόντουσαν από τα σπλάχνα των δασών χωρίς βία, για να επιστρέψουν αργότερα στο δάσος και την ύπαιθρο. Δεν μπορούμε καν να φανταστούμε πως τα ζώα και τα φυτά θα άλλαζαν χωρίς την αίσθηση της απειλής από τον άνθρωπο. Μόνο μια αλλοτριωμένη ανθρωπότητα θα μπορούσε να πάρει την συσσώρευση, το κέρδος και την εξουσία ως τη βάση για τη ζωή στη Γη. Ενώ ο κόσμος των εμπορευμάτων ρευστοποιείται, απειλούμενος από την αποσύνθεση κάθε ανθρώπινης επαφής και από την οικολογική καταστροφή, ενώ οι νέοι άνθρωποι αλληλο-σφαγιάζονται και οι μεγαλύτεροι βαλτώνουν στα ψυχο-φάρμακα, το διακύβευμα γίνεται ολοένα και πιο προφανές: η ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων σημαίνει τη δημιουργία νέων χώρων για τη ζωή και αντίστροφα. Με την έννοια αυτή, μια «εκτεταμένη επιχείρηση επείγουσας καταστροφής» μας περιμένει.

Η μαζική βιομηχανική κοινωνία καταστρέφει την ατομικότητα και την ευχαρίστηση της συνεύρεσης την ίδια στιγμή. Όλο και περισσότερο σπρωχνόμαστε ο ένας πάνω στον άλλον, λόγω των αναγκαστικών μετακινήσεων, του τυποποιημένου ωραρίου, των μαζικής-παραγωγής επιθυμιών. Κι όμως, όλο και περισσότερο απομονωνόμαστε, ανίκανοι να επικοινωνήσουμε, σπαραγμένοι από την αγωνία και το φόβο, ανίκανοι πάνω απ’ όλα να αγωνιστούμε μαζί. Κάθε πραγματική επικοινωνία, κάθε πραγματικά ισότιμος διάλογος μπορεί να λάβει χώρα μόνο μέσα από την ρήξη με την κανονικότητα και τη συνήθεια, μόνο στην εξέγερση.

Σε διάφορα μέρη του κόσμου, οι εκμεταλλευόμενοι αρνούνται κάθε ψευδαίσθηση, περί του καλύτερου κόσμου στα πλαίσια του δυνατού, στρέφοντας το αίσθημα της ολοκληρωτικής υποτίμησής τους ενάντια στην εξουσία. Εξεγειρόμενοι ενάντια στους εκμεταλλευτές τους και τα μαντρόσκυλά τους, ενάντια στην ιδιοκτησία και τις αξίες της, οι εκμεταλλευόμενοι ανακαλύπτουν νέους και παλιούς τρόπους για να βρίσκονται μαζί, να συζητούν, να αποφασίζουν και να είναι φτιάχνουν την ευτυχία τους.

Από τα παλαιστινιακά εδάφη στις aarch (συνελεύσεις χωριών) των αλγερινών εξεγερμένων: μια ανταρσία ελεύθερων χώρων για κοινωνική αυτό-οργάνωση. Συχνά, οι επαν-ανακαλυπτόμενες συνελευσιακές μορφές μοιάζουν σαν εφαρμογές της παλιάς παράδοσης της πρόσωπο-με-πρόσωπο σχέσης, της εχθρικής σε κάθε αντιπροσώπευση, που εντοπίζεται ακόμα στην περηφάνια άλλων αγώνων του καιρού μας. Αν μια βίαια ρήξη είναι η βάση της εξέγερσης, η ικανότητά τους να πειραματιστούν με άλλους τρόπους ζωής, ελπίζοντας ότι οι εκμεταλλευόμενοι άλλων περιοχών θα μεταλαμπαδεύσουν τη φλόγα τους, είναι αυτό που τους προσδίδει την αντοχή τους, αφού ακόμα και η πιο γοητευτική ουτοπική πρακτική, απομονωμένη, πεθαίνει.

Οι χώροι της εξουσίας, ακόμα κι αυτοί που δεν είναι άμεσα καταπιεστικοί καταστρέφονται στο διάβα των ταραχών, όχι μόνο εξαιτίας του συμβολικού τους βάρους, αλλά και καθώς στο βασίλειο της εξουσίας, δεν μπορεί να υπάρξει ζωή. Πίσω από το πρόβλημα της κατοικίας και των συλλογικών χώρων, υπάρχει μια ολόκληρη κοινωνία. Είναι γιατί τόσο πολλοί δουλεύουν χρόνια και χρόνια για να μπορέσουν να ξεπληρώσουν ένα δάνειο ώστε να έχουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους, που δεν μπορούν να βρουν ούτε τη θέληση ούτε το χώρο για να μιλήσουμε με τους άλλους για την κενότητα μιας τέτοιας ζωής. Από την άλλη, όσο περισσότεροι οι συλλογικοί χώροι περιορίζονται, ιδιωτικοποιούνται ή περνούν υπό τον έλεγχο του κράτους, τόσο περισσότερο τα σπίτια τα ίδια γίνονται μικρά, γκρίζα ομοιόμορφα και ανθυγιεινά οχυρά. Χωρίς αντίσταση, το κάθε τι υποβαθμίζεται με την ταχύτητα του φωτός. Εκεί που ζούσαν άποροι χωρικοί, και καλλιεργούσαν τη γη για τους πλουσίους πριν πενήντα χρόνια μόλις, τώρα ζουν οι ευκατάστατοι άνθρωποι. Οι σημερινές ζώνες κατοικίας είναι οι πιο ανυπόφορες από τα κοινά σπίτια της προηγούμενης τριακονταετίας. Τα ξενοδοχεία πολυτελείας μοιάζουν με στρατώνες. Η λογική συνέπεια του ολοκληρωτισμού στον αστικό[urban] σχεδιασμό είναι οι τάφοι εκείνοι στους οποίους οι ιάπωνες υπάλληλοι ξαναγεμίζουν τις μπαταρίες τους. Οι τάξεις που εκμεταλλεύονται τους φτωχούς με τη σειρά τους παραμελούνται από το σύστημα που με τόσο ζήλο υπηρετούν. Η άμεση δράση για την εκτροπή των χώρων της ζωής από την εξουσία και το κέρδος, η κατάληψη σπιτιών και ο πειραματισμός ανατρεπτικών σχέσεων είναι πολύ διαφορετικό πράγμα από μια λίγο-πολύ μοδάτη εναλλακτική εφηβεία. Είναι ένα ζήτημα που αφορά όλους τους εκμεταλλευόμενους, τους αποκλεισμένους, όσους δεν έχουν φωνή. Είναι ένα ζήτημα συζήτησης και οργάνωσης χωρίς διαμεσολαβητές, τοποθέτησης του αυτό-καθορισμού των σχέσεων και των χώρων μας ενάντια στην κατεστημένη τάξη, επίθεσης στα αστικά[urban] κελιά. Στην πραγματικότητα, δεν νομίζουμε ότι είναι πιθανό να στερηθούμε ούτε έναν χώρο σ αυτήν την κοινωνία που να είναι αυθεντικά αυτό-οργανωμένος, κι όπου μπορούμε να ζήσουμε με τον τρόπο που επιλέγουμε, όπως οι ινδιάνοι στους καταυλισμούς. Οι επιθυμίες μας είναι πολύ ακριβές. Θέλουμε να δημιουργήσουμε ρήγματα, να βρούμε στους δρόμους, να μιλήσουμε στις πλατείες, να ψάξουμε για συντρόφους για να επιτεθούμε μαζί στον παλιό κόσμο. Η ζωή στην κοινωνία πρέπει να επαν-εφευρεθεί. Αυτό είναι το παν.

Πηγή: Venomous Butterfly


Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Γενάρης 2008

Categories
Jean Weir

Για τον ερυθρό σταυρό

Για τον Ερυθρό Σταυρό

Η έκφραση «χτυπάω κόκκινο σταυρό» σημαίνει επιτίθεμαι στους καλύτερους και πιο ευαίσθητους ανθρώπους στον κόσμο. Πού κολλάει όμως κάτι τέτοιο; Ο Ερυθρός Σταυρός δεν είναι απλά μια ανθρωπιστική οργάνωση. Είναι αντιθέτως, ένα παραστρατιωτικό σώμα, το οποίο στηρίζει τους κρατικούς πολέμους εδώ κι έναν αιώνα.

Ο Ερυθρός Σταυρός υποτίθεται ότι απαλύνει τον τρομαχτικό πόνο που επιφέρουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, χωρίς βέβαια να τις κατακρίνει. Είναι η άλλη όψη του μιλιταρισμού, αυτή που δίνει πίστωση σε όλα τα ψέμματα που επιτάσσονται για να δικαιολογήσουν τους βομβαρδισμούς και τις σφαγές. Εν καιρώ πολέμου, ο Ερυθρός Σταυρός είναι επιφορτισμένος με το να αποθαρρύνει κάθε απόπειρα εξέγερσης ενάντια στα στρατεύματα κατοχής. Επιπλέον, αυτή η φιλανθρωπική οργάνωση αναλαμβάνει τη χειραγώγηση των επιζησάντων, των αστέγων, των προσφύγων, οδηγώντας τους υπό τον έλεγχο του στρατού και της αστυνομίας.

Στην Ιταλία, ο Ερυθρός Σταυρός είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση ενός αριθμού από CPT (Κέντρα Προσωρινής Κράτησης) � στρατόπεδα συγκέντρωσης για μετανάστες. Πρόκειται στην πραγματικότητα για στρατόπεδα συγκέντρωσης ανθρώπων που είναι ένοχοι για το ότι είναι φτωχοί και χωρίς τα κατάλληλα χαρτιά. Τα CPT δεν είναι απλά φυλακές, είναι κυριολεκτικά στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου οι ξένοι κλειδώνονται περιμένοντας την απέλασή τους. Όταν οι έγκλειστοι προσπαθούν να διαμαρτυρηθούν πέραν της παθητικότητας της αιχμαλωσίας, ο Ερυθρός Σταυρός τους παραδίδει στη βία και την καταστολή της αστυνομίας. Η κατασταλτική βία παίρνει τη θέση της υποκρισίας του ανθρωπισμού.

Ο Ερυθρός Σταυρός, αδιάφορος για την μοίρα των μεταναστών που απελαύνονται στις χώρες προέλευσής τους, συνεχίζει το έργο το στο όνομα της «ανθρωπιάς, της ουδετερότητας, της ανεξαρτησίας, του εθελοντισμού, της ενότητας και της παγκοσμιότητας» όπως δηλώνει στη διακήρυξή του.

Τελικά, αν ο πόλεμος είναι μια «ανθρωπιστική επιχείρηση» και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι «κέντρα υποδοχής» γιατί να μην είναι κι ο Ερυθρός Σταυρός «φιλανθρωπική οργάνωση»;

Από την ιρακινή αντίσταση ως τον αγώνα ενάντια στα CPT, αυτό το πέπλο υποκρισίας διαρρηγνύεται. Οι στολές των δολοφόνων γίνονται ολοένα και πιο ορατές κάτω από τις άσπρες ιατρικές ρόμπες.

Πηγή: Act for Freedom – https://www.alphabetthreat.co.uk/elephanteditions/aff.htm

Categories
Os Cangaceiros

Tα εργοστάσια όπως οι φυλακές – Leopold Roc

ΤΑ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ ΟΠΩΣ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ

…Προκειμένου να καταπιεστεί το αίσθημα ανεξαρτησίας των φτωχότερων, η αστική τάξη ένιωσε υποχρεωμένη να θέσει υπό τον έλεγχό της ολόκληρο το φάσμα της παραγωγής. Αυτό ήταν, πριν από κάθε τι άλλο, που βρισκόταν πίσω από την εξάπλωση των εργοστασίων. «Δεν είναι τόσο αυτοί που είναι απολύτως τεμπέληδες που προκαλούν ένα κοινό κακό, αλλά αυτοί που μισο-δουλεύουν» έγραφε ο Ashton ήδη από τα 1725. Οι στρατιωτικές επιστήμες επιστρατεύτηκαν στη βιομηχανία, και τα εργοστάσια κατασκευάστηκαν κυριολεκτικά με πρότυπο τις φυλακές, οι οποίες παρεπιμπτόντως έκαναν την εμφάνισή τους την ίδια εποχή.

Ένας πελώριος εξωτερικός τοίχος χώριζε τον εργάτη από κάθε τι που ήταν εξωτερικό σε σχέση με την εργασία, και φρουροί ορίστηκαν προκειμένου να διώχνουν όσους, στην αρχή, το θεωρούσαν φυσικό να επισκέπτονται τους λιγότερο τυχερούς φίλους τους (σ.τ.μ: που εργάζονταν στο εργοστάσιο). Στο εσωτερικό, ο αρχικός στόχος των δρακόντειων ρυθμίσεων ήταν να εκπολιτιστούν οι σκλάβοι.

Το 1770, ένας συγγραφέας οραματίστηκε ένα νέο σχέδιο για να κάνει τους φτωχούς πιο παραγωγικούς: Τον Οίκο του Τρόμου, στον οποίο οι κάτοικοι θα υποχρεώνονταν να εργαστούν για 14 ώρες την ημέρα και θα καθυποτάσσονταν με το να τους παρέχεται φαγητό ίσα-ίσα για να μην πεθαίνουν. Η ιδέα του δεν ήταν και τόσο πρωτοποριακή, μιας και μόλις μια γενιά αργότερα ο Οίκος του Τρόμου ονομάστηκε απλώς εργοστάσιο.

Ήταν στην Αγγλία που τα εργοστάσια εξαπλώθηκαν πρώτα. Εδώ, οι κυρίαρχες τάξεις είχαν από καιρό ξεπεράσει τις εσωτερικές διαμάχες τους και μπορούσαν πλέον να αφιερωθούν χωρίς περισπασμούς στο πάθος του εμπορίου. Η καταπίεση που ακολούθησε την χιλιαστική επίθεση των φτωχών, είχε στρώσει επίσης το δρόμο για τη βιομηχανική αντεπανάσταση.

Ήταν η θλιβερή μοίρα των άγγλων φτωχών να είναι οι πρώτοι που θα υπέκυπταν στην πρωτοφανή βαρβαρότητα αυτού του αναπτυσσόμενου κοινωνικού μηχανισμού. Δε χρειάζεται να πούμε ότι αντιμετώπισαν αυτή την μοίρα ως μια απόλυτη υποβάθμιση, κι αυτοί που την αποδέχτηκαν περιφρονήθηκαν από τους δικούς τους. Την εποχή των Levellers (“Ισοπεδωτές”), ήταν ήδη κοινοτοπία ότι αυτοί που αναγκάζονταν να πουλήσουν το μόχθο τους για έναν μισθό, είχαν απολέσει όλα τα δικαιώματα του «γεννημένου ελεύθερου ’Aγγλου». Ακόμα και πριν το ξεκίνημα της παραγωγής, οι πρώτοι εργοστασιάρχες είχαν μεγάλες δυσκολίες να βρουν εργάτες και συχνά έπρεπε να διασχίσουν μεγάλες αποστάσεις για να εντοπίσουν κάποιους.

Έπειτα, ήταν απαραίτητο να αναγκάσουν τους φτωχούς να παραμείνουν στις νέες δουλειές τους, τις οποίες εγκατέλειπαν μαζικά. Αυτό είναι ο λόγος που οι εργοστασιάρχες έπαιρναν υπ’ ευθύνη τους τις ζώνες κατοικίας των σκλάβων τους, τα οποία χρησίμευαν ως προθάλαμοι των εργοστασίων. Έτσι, συγκροτούνταν ένας τεράστιος εργοστασιακός εφεδρικός στρατός, πού επέφερε την στρατιωτικοποίηση ολόκληρης της κοινωνικής ζωής.

Ο λουδισμός ήταν η απάντηση των φτωχών σε αυτή την νέα τάξη. Στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, ένα κίνημα αφιερωμένο στην καταστροφή των μηχανών αναπτύχθηκε μέσα σε ένα κλίμα εξεγερτικής λύσσας. Δεν ήταν μόνο ζήτημα νοσταλγίας για τη χρυσή εποχή των μαστόρων. Σαφώς, η πρόοδος του ποσοτικού, του μαζικά παραγόμενου ομοιόμορφου εμπορεύματος σήμαινε μια μεγάλη πηγή οργής.

Τα χιλιαστικά κινήματα, ενεργά στην Ευρώπη από τον 13ο ως τον 17ο αιώνα, αποπειράθηκαν να πραγματοποιήσουν έναν Χρυσό Αιώνα χάριτος στην υλική ζωή. Αναπτύχθηκαν μέσα από έναν μεσσιανικό χριστιανισμό που έβλεπε στην κοσμική εξουσιαστική εκκλησία και το κράτος, τον αντίχριστο, και πολεμούσε για την έλευση των 1000 χρόνων βασιλείας του χριστού στη Γη. Οι πιστοί του, με όλες τις οικονομικές, σεξουαλικές, θρησκευτικές και πολιτικές προκαταλήψεις τους, χρησιμοποίησαν μια ευρεία ποικιλία τακτικών -μερικές από τις οποίες αρκετά βίαιες- προκειμένου να πραγματώσουν την ουτοπία τους. (Για περισσότερα βλ: Norman Cohn, The Pursuit of the Millennium μια συναρπαστική και ακριβής, αν και συντηρητική ανάλυση της εποχής).

Έτσι λοιπόν, ο χρόνος που απαιτούνταν για να ολοκληρώσουν μια εργασία, έγινε πιο σημαντικός από την ποιότητα και το αποτέλεσμά της, κι αυτή η απαξίωση του περιεχομένου κάθε ολοκληρωμένου έργου ώθησε τους φτωχούς προς μια συνολική επίθεση ενάντια στην εργασία, μέσα από την οποία αποκάλυπταν την ολότητά της. Αλλά, ο λουδισμός ήταν πάνω απ’ όλα ένας αντι-καπιταλιστικός πόλεμος ανεξαρτησίας, μια «προσπάθεια να καταστραφεί η νέα κοινωνία» (Mathias). Όπως έλεγε κι ένα από τα συνθήματά τους, «Όλοι οι ευγενείς και οι τύραννοι πρέπει να τσακιστούν».

Ο Λουδισμός ήταν κληρονομιά του χιλιαστικού κινήματος των προηγουμένων αιώνων, και παρόλο που δεν εκφραζόταν πλέον με μια οικουμενική και ενοποιητική θεωρία, παρέμενε ριζικά ξένος προς κάθε πολιτικό συμφέρον και κάθε οικονομικό ψευτο-ορθολογισμό. Κατά την ίδια περίοδο, στη Γαλλία, οι εξεγέρσεις των μεταξουργών, οι οποίες επίσης κατευθύνονταν ενάντια στην πρόοδο της βιομηχανικής εξημέρωσης, ήταν αντίθετα ήδη μολυσμένοι από το πολιτικό ψεύδος.

«Η πολιτική τους αντίληψη τους απέκοψε από τα αίτια της κοινωνικής αθλιότητας και διαστρέβλωσε τη συνείδηση του αυθεντικού στόχου τους» έγραφε ο Μαρξ το 1844. Το σύνθημά τους ήταν «Να ζεις δουλεύοντας, ή να πεθάνεις πολεμώντας»…

Απόσπασμα από το κείμενο Industrial Domestication του Leopold Rock στο αμερικανικό αναρχικό-πρωτογονιστικό περιοδικό Fifth Estate

μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Δεκέμβρης 2007)

Categories
Os Cangaceiros

Η βιομηχανική εξημέρωση – Leopold Roc

Η βιομηχανική εξημέρωση – Leopold Roc

Η βιομηχανία ως ρίζα της σύγχρονης εξημέρωσης

«Αν η επιστήμη στρατευόταν στην υπηρεσία του κεφαλαίου, η πολύτιμη πειθαρχία των εργατών θα εξασφαλιζόταν» – Andrew Ure, Philosophie des Manufactures, 1835

«Στο παρελθόν, αν κανείς καλούσε έναν έμπορο εργάτη, θα ρίσκαρε μια χειροδικία. Σήμερα, που τους λεν ότι το να είσαι εργάτης είναι το καλύτερο πράγμα στον κόσμο, όλοι επιμένουν ότι είναι εργάτες» – M. Mav., 1948

Ο όρος βιομηχανική επανάσταση, που χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την περίοδο μεταξύ 1750 και 1850, είναι ένα σκέτο αστικό παραμύθι, ανάλογο του παραμυθιού για την πολιτική επανάσταση. Δεν περιλαμβάνει τα αρνητικά και τα μειονεκτήματα από μια ιστορική άποψη, παρά μόνο την ιστορία της τεχνολογικής προόδου. Εδώ ο εχθρός καταφέρνει ένα διπλό χτύπημα, νομιμοποιώντας την ύπαρξη των διευθυντών και της ιεραρχίας ως αναπόδραστες τεχνικές αναγκαιότητες, και επιβάλλοντας μια μηχανική αντίληψη της προόδου, η οποία θεωρείται ένας θετικός και κοινωνικά ουδέτερος νόμος. Ένα τέτοιο ψέμα προοριζόταν προφανώς για τους φτωχούς, στους οποίους θα προκαλούσε μακροχρόνιες καταστροφές.

Για να το ανατρέψουμε, αρκεί να επιμείνουμε στα γεγονότα. Το μεγαλύτερο μέρος των τεχνολογικών νεωτερισμών που επέτρεψαν στα εργοστάσια να αναπτυχθούν είχε προηγουμένως επινοηθεί αλλά παρέμενε αχρησιμοποίητο. Η ευρεία εφαρμογή τους δεν ήταν μια μηχανική συνέπεια, αλλα προέκυψε από μια ιστορική επιλογή που έγινε από τις κυρίαρχες τάξεις. Και η επιλογή αυτή δεν ήταν τόσο μια απάντηση στο ενδιαφέρον για τεχνολογική επάρκεια απλώς (κάτι το οποίο είναι ούτως ή άλλως αμφισβητήσιμο) όσο μια στρατηγική εσωτερικής εξημέρωσης. Η ψευδο-βιομηχανική επανάσταση μπορεί λοιπόν να οριστεί ως ένα πρόγραμμα κοινωνικής αντεπανάστασης. Υπάρχει μόνο ενός είδους πρόοδος: η πρόοδος της αλλοτρίωσης.

Κάτω από το προηγούμενο σύστημα, οι φτωχοί απολάμβαναν ακόμη ένα σεβαστό ποσό ανεξαρτησίας στη δουλειά που ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν. Η κυρίαρχη μορφή της ήταν τα οικιακά εργαστήρια. Οι καπιταλιστές νοίκιαζαν τα εργαλεία στους εργάτες, τους παρείχαν πρώτες ύλες, κι έπειτα αγόραζαν από αυτούς πάμφθηνα τα τελικά προϊόντα. Για τους εργάτες, η εκμετάλλευση ήταν μόνο μια στιγμή συναλλαγής πάνω στην οποία δεν είχαν άμεσο έλεγχο.

Ο φτωχός θεωρούσε ακόμα τη δουλειά του «τέχνη» πάνω στην οποία κατείχε έναν σημαντικό βαθμό πρωτοβουλίας λήψης αποφάσεων. Όμως, πάνω απ’ όλα, παρέμεναν αφέντες του χρόνου τους: εργάζονταν στο σπίτι και μπορούσαν να σταματήσουν οποτεδήποτε ένιωθαν την ανάγκη: ο χρόνος εργασίας του διέφευγε από κάθε υπολογισμό. Και η ποικιλία, όπως και η μη-τακτικότητα ήταν χαρακτηριστικά μιας τέτοιας εργασίας, μιας και τα οικιακά εργαστήρια δεν ήταν συνήθως παρά συμπληρωματικά των γεωργικών εργασιών.

Οι επερχόμενες διακυμάνσεις της βιομηχανικής δραστηριότητας ήταν ασύμβατες με την αρμονική επέκταση του εμπορίου. Έτσι, οι φτωχοί απολάμβαναν ακόμη σχετικά προνόμια τα οποία ασκούσαν μόνιμα. Η εκτροπή-οικειοποίηση πρώτων υλών και μεταπώλησή τους, έθρεφε μια παράλληλη αγορά. Πάνω απ’ όλα, όσοι εργάζονταν σε κάποια επιχείρηση μπορούσαν να ασκούν πίεση στους εργοδότες τους: η συχνή καταστροφή αργαλειών αποτελούσε ένα μέσο «συλλογικής διαπραγμάτευσης μέσω ταραχών» (Hobsbawm: “collective bargaining by riot”). «Κατέβαινε τα λεφτά, ή θα στο κάνουμε λαμπόγιαλο»

Categories
Feral Faun

Για μια αναρχική αντίληψη των τάξεων

Από τον προλετάριο στο άτομο: προς μια αναρχική αντίληψη των τάξεων

Οι κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις και την εκμετάλλευση δεν είναι κάτι απλοϊκό. Η εργατίστικη αντίληψη, που βασίζεται στην παραδοχή μιας αντικειμενικά επαναστατικής τάξης που ορίζεται βάσει της σχέσης της με τα μέσα παραγωγής, αγνοεί την μάζα που αποτελείται από όλους αυτούς παγκόσμια που οι ζωές τους έχουν κλαπεί από τα χέρια τους για λογαριασμό της τρέχουσας κοινωνικής τάξης αλλά δεν μπορούν να βρουν μια θέση μέσα στον παραγωγικό μηχανισμό της. Έτσι μια τέτοια αντίληψη καταλήγει παρουσιάζοντας μια στενόμυαλη κι απλουστευτική επεξήγηση της εκμετάλλευσης και του επαναστατικού μετασχηματισμού. Προκειμένου να διεξάγουμε έναν επαναστατικό αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση, χρειάζεται να αναπτύξουμε μια κατανόηση των τάξεων όπως υφίστανται στην πραγματικότητα στον κόσμο χωρίς να καταφεύγουμε σε στεγανά.

Το πιο βασικό στοιχείο της ταξικής κοινωνίας είναι ότι υπάρχουν αυτοί που κυριαρχούν, κι αυτοί που κυριαρχούνται, αυτοί που εκμεταλλεύονται κι αυτοί που τους εκμεταλλεύονται. Μια τέτοια κοινωνική τάξη μπορεί να συγκροτηθεί μόνο εφόσον οι άνθρωποι έχουν απολέσει την ικανότητά τους να λαμβάνουν και να διεκπεραιώνουν βασικές αποφάσεις για τη ζωή τους.

Η κυρίαρχη τάξη προσδιορίζεται βάσει της προοπτικής της για συσσώρευση ισχύος και πλούτου. Αν και υπάρχουν σαφώς σημαντικές έριδες στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης με όρους αντικρουόμενων συμφερόντων, και πραγματικός ανταγωνισμός για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών και του εδάφους, αυτή η κυρίαρχη προοπτική για τον έλεγχο του κοινωνικού πλούτου και της ισχύος, κι έτσι των ζωών και των σχέσεων κάθε ζωντανού όντος, παρέχει στην τάξη αυτή μια ενιαία θετική προοπτική.

Η εκμεταλλευόμενη τάξη δεν έχει μια ανάλογη θετική προοπτική να την προσδιορίζει. Αντίθετα προσδιορίζεται βάσει του τι υφίσταται, του τι έχει χάσει. Ξεριζωμένη από τον τρόπο ζωής που της ήταν οικείος και είχε δημιουργήσει με τα χέρια της, η μόνη κοινότητα που έχει απομείνει για τους ανθρώπους που απαρτίζουν αυτή την ανομοιογενή τάξη είναι αυτή που τους παρέχει το κεφάλαιο και το κράτος-η κοινότητα της εργασίας και της εμπορευματικής ανταλλαγής, διακοσμημένη με τις εκάστοτε εθνικιστικές, θρησκευτικές, πατριωτικές, φυλετικές, η υποκουλτουριάρικες ιδεολογικές οδηγίες μέσα από τις οποίες η κυρίαρχη τάξη δημιουργεί ταυτότητες ώστε να αφομοιώσει την προσωπικότητα και την άρνηση. Η αντίληψη μιας θετικής προλεταριακής ταυτότητας, μιας μοναδικής, ενιαίας, προλεταριακής προοπτικής, στερείται πραγματικής βάσης μιας και αυτό που ορίζει κάτι ως «προλεταριακό» σημαίνει ακριβώς ότι η ζωή του έχει κλαπεί από τον έλεγχό του, ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα πιόνι στα σχέδια των κυριάρχων.

Η εργατίστικη αντίληψη της προλεταριακής προοπτικής έχει τις ρίζες της στις επαναστατικές θεωρίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ (ιδιαίτερα τις μαρξιστικές και συνδικαλιστικές θεωρίες). Προς το τέλος του 19ου αιώνα, τόσο η δυτική Ευρώπη όσο και οι ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες βάδιζαν σθεναρά στο δρόμο της πλήρους εκβιομηχάνισης, και η κυρίαρχη ιδεολογία της προόδου εξίσωνε την τεχνολογική ανάπτυξη με την κοινωνική απελευθέρωση. Αυτή η ιδεολογία εκδηλώθηκε στην επαναστατική θεωρία ως η ιδέα ότι η βιομηχανική εργατική τάξη ήταν αντικειμενικά επαναστατική καθώς βρισκόταν σε θέση που θα μπορούσε να καταλάβει τα μέσα παραγωγής που αναπτύχθηκαν υπό τον καπιταλισμό (τα οποία, ως προϊόντα της προόδου, εξυπακουόταν ότι θα ήταν εξ ορισμού απελευθερωτικά…) και να τα θέσει στην υπηρεσία της ανθρώπινης κοινότητας. Αγνοώντας το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου (καθώς και μια σημαντική μερίδα των εκμεταλλευομένων στις εκβιομηχανισμένες χώρες), η επαναστάτες θεωρητικοί πέτυχαν να επινοήσουν μια θετική προοπτική για το προλεταριάτο, μια αντικειμενική ιστορική αποστολή. Το ότι βασίστηκαν στην αστική ιδεολογία της προόδου έχει αγνοηθεί. Κατά τη γνώμη μου, οι λουδίτες είχαν μια πολύ πιο ξεκάθαρη προοπτική, αναγνωρίζοντας στην εκβιομηχάνιση ένα ακόμα εργαλείο στα χέρια των αφεντικών για το φτώχεμα των ζωών τους. Όχι παράλογα λοιπόν, επιτέθηκαν στα μηχανήματα της μαζικής παραγωγής.

Η διαδικασία του φτωχέματος, είχε επιτευχθεί από καιρό στη Δύση (αν και φυσικά πρόκειται για μια διαδικασία που συνεχίζεται ακόμα), αλλά είναι κυρίως στον Νότο του κόσμου που βρίσκεται ακόμα στα πρώτα της στάδια. Αν και η διαδικασία αυτή ξεκίνησε στη Δύση, έχουν σημειωθεί μερικές σημαντικές μεταβολές στη λειτουργία του παραγωγικού συστήματος. Οι θέσεις εξειδικευμένων εργατών έχουν σε μεγάλο βαθμό χαθεί από τα εργοστάσια, κι αυτό που χρειάζεται σε έναν εργάτη είναι η ευελιξία, η ικανότητα να προσαρμόζεται, με άλλα λόγια η ικανότητα να είναι ένα ευμετάβλητο γρανάζι της καπιταλιστικής μηχανής. Επιπροσθέτως, τα εργοστάσια τείνουν να χρειάζονται ολοένα και λιγότερους εργάτες προκειμένου να διεκπεραιώσουν την παραγωγική διαδικασία, τόσο λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας και των τεχνικών που επιτρέπουν μια πιο αποκεντρωμένη παραγωγική διαδικασία όσο και λόγω του ότι όλο και περισσότερο το είδος της απαιτούμενης εργασίας περιορίζεται στην επόπτευση και τη συντήρηση των μηχανημάτων.

Σε ένα πρακτικό επίπεδο αυτό σημαίνει ότι είμαστε όλοι μας, ως υποκείμενα, αναλώσιμοι για την παραγωγική διαδικασία, καθώς κανείς μας δεν είναι αναντικατάστατος, ιδού η αξιοζήλευτη ισότητα στον καπιταλισμό, όπου ο καθένας ισούται με μηδέν. Στον πρώτο κόσμο, κάτι τέτοιο είχε ως αποτέλεσμα την ώθηση αυξανόμενων αριθμών εκμεταλλευομένων σε όλο και πιο επισφαλείς θέσεις: περιστασιακή εργασία, σπαστό ωράριο, παροχή υπηρεσιών, ημι-απασχόληση, η μαύρη αγορά κι άλλες μορφές παρανομίας, άστεγοι, φυλακισμένοι. Η σταθερή εργασία με τα εχέγγυά της, μιας κάπως σταθερής ζωής -ακόμα κι αν δεν την ορίζει κανείς ο ίδιος- δίνει τη θέση της σε μια στέρηση κάθε εγγύησης όπου οι ψευδαισθήσεις που παρείχε ένας μικρο-μεσαίος καταναλωτισμός δεν μπορούν πια να κρύψουν ότι η ζωή στον καπιταλισμό βιώνεται πάντα στο χείλος της καταστροφής.

Στον τρίτο κόσμο, λαοί που στάθηκαν ικανοί να δημιουργούν την ίδια την ύπαρξή τους, αν και συχνά αντιμετωπίζοντας μεγάλες δυσκολίες, βρίσκουν τη γη και τα άλλα μέσα που είχαν για το σκοπό αυτό, να τους τα παίρνουν μέσα από τα χέρια καθώς οι μηχανές του κεφαλαίου κυριολεκτικά εισβάλλουν μέσα στα σπίτια τους, και τους στερούν κάθε πιθανότητα για μια ύπαρξη βασισμένη στα προϊόν της δικής τους δραστηριότητας. Ξεριζωμένοι από τις ζωές και τη γη τους, αναγκάζονται να μετακινηθούν προς τις πόλεις όπου ίσως βρεθεί μια κάποια εργασία γι αυτούς. Παραγκουπόλεις αναπτύσσονται γύρω από τις πόλεις αυτές, συχνά με πληθυσμούς μεγαλύτερους από την ίδια την πόλη. Χωρίς καμιά πιθανότητα σταθερής εργασίας, οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων αυτών πιέζονται να δημιουργήσουν μια οικονομία μαύρης αγοράς προκειμένου να επιβιώσουν, κάτι που εξυπηρετεί επίσης τα συμφέροντα του κεφαλαίου. ’λλοι, στην απόγνωσή τους, επιλέγουν την μετανάστευση, ρισκάροντας μια φυλάκιση σε κέντρα κράτησης μεταναστών χωρίς χαρτιά, ελπίζοντας να βελτιώσουν κάπως τις συνθήκες ζωής τους.

Έτσι, μαζί με τη φτώχια, την επισφάλεια και την ελαστικότητα, αυξάνονται τα κοινά χαρακτηριστικά αυτών που συνιστούν την παγκόσμια εκμεταλλευόμενη τάξη. Αν, από την άλλη, αυτό σημαίνει ότι αυτός ο πολιτισμός του εμπορεύματος δημιουργεί μέσα του μια τάξη βαρβάρων που δεν έχουν πραγματικά τίποτα να χάσουν καταστρέφοντάς τον (όχι όμως με τον τρόπο που φαντάζονταν οι παλιοί εργατιστές ιδεολόγοι), από την άλλη, αυτά τα χαρακτηριστικά από μόνα τους δεν παρέχουν καμία βάση για μια θετική προοπτική μετασχηματισμού της ζωής. Η οργή που φέρνει η εξαθλίωση της ζωής που επιβάλει αυτή η κοινωνία μπορεί εύκολα να χειραγωγηθεί μέσα από προοπτικές που εξυπηρετούν την κυρίαρχη τάξη ή τουλάχιστον τα ειδικά συμφέροντα του ενός ή του άλλου αφεντικού. Τα παραδείγματα παρελθοντικών καταστάσεων κατά τις τελευταίες δεκαετίες, στα οποία η οργή των εκμεταλλευομένων εξαντλήθηκε στα κανάλια του εθνικισμού, των φυλετικών ή θρησκευτικών προοπτικών μόνο και μόνο για να ενισχύσει την κυριαρχία είναι πάρα πολλά. Η πιθανότητα ενός τέλους της τρέχουσας κοινωνικής τάξης είναι μεγαλύτερη από ποτέ, αλλά η πίστη στο αναπόφευκτό της δεν μπορεί πια να υποκρίνεται πως έχει μια αντικειμενική βάση.

Προκειμένου, όμως, να κατανοήσουμε πλήρως την επαναστατική προοπτική και να αρχίσουμε να βρίσκουμε τρόπους διεξαγωγής της (και ανάπτυξης μιας ανάλυσης του πως η κυρίαρχη τάξη καταφέρνει να ενσωματώνει την οργή αυτών που εκμεταλλεύεται στις δικές της προοπτικές), είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι η εκμετάλλευση δεν συμβαίνει απλά και μόνο τη στιγμή της παραγωγής πλούτου, αλλά επίσης κατά την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων. ’σχετα με την ειδική θέση κάθε μεμονωμένου προλεταρίου μέσα στον παραγωγική μηχανισμό, είναι συμφέρον της κυρίαρχης τάξης ο καθένας να έχει έναν ρόλο, μια κοινωνική ταυτότητα, που να εξυπηρετεί στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων.

Φυλή, φύλο, εθνικότητα, θρησκεία, ερωτικές προτιμήσεις, υποκουλτούρες-όλα αυτά τα πράγματα αντανακλούν στ αλήθεια πολύ πραγματικές και πολύ σημαντικές διαφορές, όμως αποτελούν κοινωνικές κατασκευές για τη χειραγώγηση των διαφορών αυτών σε ρόλους χρήσιμους για τη διατήρηση της παρούσας κοινωνικής τάξης. Στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές της παρούσας κοινωνίας όπου η αγορά προσδιορίζει τις περισσότερες σχέσεις, οι ταυτότητες σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζονται από τα εμπορεύματα που τις συμβολίζουν, και η μεταβλητότητα γίνεται το πιάτο ημέρας της κοινωνικής αναπαραγωγής, όπως ακριβώς ισχύει με την οικονομική παραγωγή. Και είναι ακριβώς επειδή η ταυτότητα είναι μια κοινωνική κατασκευή και όλο και περισσότερο ένα ευπώλητο εμπόρευμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά από τους επαναστάτες, ν αναλυθεί προσεκτικά, στην πολυπλοκότητά του με την ακριβή στόχευση να κινηθούμε πέρα από τις κατηγορίες αυτές, προς το σημείο όπου οι διαφορές (συμπεριλαμβανομένων αυτών που η κοινωνία προσδιορίζει με όρους φυλής, φύλου, εθνικότητας κλπ) να είναι η αντανάκλαση του καθένα μας ως μοναδικό άτομο.

Καθώς δεν υπάρχει κάποια κοινή θετική προοπτική να βρεθεί στην κατάστασή μας ως προλετάριοι -ως εκμεταλλευόμενοι και στερημένοι- η προοπτική μας μπορεί μόνο να είναι η καταστροφή της προλεταριακής κατάστασης, το τέλος της στέρησης. Η ουσία αυτού που έχουμε χάσει δεν είναι ο έλεγχος πάνω στα μέσα παραγωγής ή στον υλικό πλούτο, είναι οι ίδιες οι ζωές μας, η ικανότητά μας να δημιουργούμε την ύπαρξή μας με όρους αναγκών και επιθυμιών μας. Έτσι, ο αγώνας μας βρίσκει παντού γόνιμο έδαφος να απλωθεί, πάντοτε. Σκοπός μας είναι να καταστρέψουμε οτιδήποτε μας στερεί τις ζωές μας: το κεφάλαιο, το κράτος, το βιομηχανικό και μετα-βιομηχανικό τεχνολογικό σύμπλεγμα, την εργασία, τη θυσία, την ιδεολογία, κάθε οργάνωση που προσπαθεί να καρπωθεί τον αγώνα μας, εν συντομία, κάθε μηχανισμό ελέγχου.

Πάνω στη διαδικασία της διεξαγωγής του αγώνα αυτού με τον μόνο τρόπο που έχουμε για να διεξάγουμε έναν τέτοιο αγώνα -έξω και ενάντια σε κάθε επίσημη δομή και θεσμό- ξεκινούμε να αναπτύσσουμε νέες σχέσεις βασισμένες στην αυτό-οργάνωσεις, μια κοινοτοπία βασισμένη στις μοναδικές διαφορές που προσδιορίζουν τον καθένα μας ως υποκείμενο η ελευθερία του οποίου επεκτείνεται με την ελευθερία του άλλου. Είναι στην εξέγερση ενάντια στην προλεταριακή κατάστασή μας που βρίσκουμε ότι η μόνη θετική προοπτική που μοιραζόμαστε είναι διαφορετική για τον καθένα μας: είναι ο συλλογικός αγώνας για την ατομική πραγμάτωση.

Δημοσιεύτηκε στο: http://www.geocities.com/kk_abacus/vbutterfly.html

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Δεκέμβρης 2007)

Categories
Crimethinc

Χορτοφαγία – φανζίν Inside Front

Χορτοφαγία – φανζίν Inside Front

Σημείωμα της μετάφρασης: Ο χρόνος είναι πεπερασμένος, κι άρα «πολύτιμος», τα κείμενα που επιλέγουμε να μεταφράσουμε και να παρουσιάσουμε εδώ πρέπει να τα διαλέγουμε με προσοχή ανάμεσα σε άλλα. Δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε πάντοτε μαζί τους ή ακόμα ότι αυτό είναι το κριτήριο. Κάποια από αυτά δημοσιεύονται γιατί κατά κάποιο τρόπο βοηθούν στην ανάπτυξη ενός διαλόγου που διεξάγεται με διάφορους τρόπους στους ανατρεπτικούς κύκλους, όχι απαραίτητα δίνοντας τις απαντήσεις, αλλά και διευρύνοντας τα ερωτήματα, τους προβληματισμούς… Ιδιαίτερα το κείμενο που ακολουθεί, υποφέρει από τις κλασσικές ελλείψεις και αφέλειες της συγκεκριμένης τάσης του αμερικανικού «χώρου» (σημειωτέον: από το φανζίν Inside Front προήλθαν οι σημερινοί CrimethInc, ιδεολογικοί κληρονόμοι μιας «επανάστασης της καθημερινής ζωής» που επαναλαμβάνει με στυλ όλες τις παρανοήσεις ενός επαναστατικού life-style που οι ρίζες του ανάγονται σε κάποιες όψεις του έργου του καταστασιακού Raoul Vaneigem και περνούν οπωσδήποτε από τον Abbie Hoffman και τους yippies, για να καρποφορήσουν μέσα -και- από τα μεταγενέστερα κείμενα των CrimethInc). Στην προσπάθειά του να καταδείξει την ανεπάρκεια της χορτοφαγίας ως κατανάλωση, ως καταναλωτική συμπεριφορά-life-style, και ταυτόχρονα συγχωροχάρτι της κατανάλωσης, καταλήγει να καταπίνει αμάσητη ολόκληρη την ιδεολογία της οικονομίας, διεξάγοντας τελικά μια κριτική καταναλωτίστικη. Και το ότι η κατανάλωση στο όνομα της οποίας μιλάει (όπως επίσης και στο όνομα μιας άλλης οικονομίας, αλλά κι ενός πουριτανικού τρόπου ζωής -ελαχιστοποίηση των εξόδων ως ενδεδειγμένη στάση ζωής) ενδέχεται να είναι παραβατική, χωρίς αντίτιμο, προϊόν εθελοντικής κι όχι μισθωτής εργασίας, προφανώς δεν σημαίνει πως παύει αυτόματα να είναι κατανάλωση.

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Νοέμβρης 2007

Κάτι που βρίσκω απελπιστικά λειψό στις περισσότερες συζητήσεις περί χορτοφαγίας που συναντώ στη hardcore σκηνή, έχει να κάνει με την έννοια του οικονομικού περιεχομένου. Συνήθως, το ζήτημα της καταπίεσης των ζώων προσεγγίζεται μόνο με όρους συμπάθειας και προκατάληψης: τα ζώα τα εκμεταλλεύονται και τα εξοντώνουν, μπάντες όπως οι Earth Crisis θα θελαν να πιστεύουμε, ότι κάτι τέτοιο γίνεται επειδή τα βλέπουμε ως κατώτερα από τους ανθρώπους και είμαστε έτσι πρόθυμοι να τα κακομεταχειριστούμε προκειμένου να ικανοποιήσουμε την απληστία μας. Έχω μια υποψία ότι το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο από μια απλή απανθρωπιά και φιλαργυρία. Στον καπιταλισμό, δεν είναι μόνο τα ζώα που τα εκμεταλλεύονται-είναι οι πάντες και τα πάντα από τα λιβάδια και τα δάση μέχρι τους αγρότες και τους μπακάληδες. Η καταπίεση των ζώων είναι απλώς λίγο πιο φανερή σε μας καθώς περιλαμβάνει τον θάνατο έμβιων όντων. Όμως δεν είναι μοναχά τα ζώα που έχουν υποδουλωθεί και μετασχηματιστεί από την κοινωνία μας, είναι τα πάντα, των εαυτών μας συμπεριλαμβανομένων. Χωρίς μια κατανόηση του πως και του γιατί το κοινωνικό/οικονομικό μας σύστημα μας οδηγεί στην κυριαρχία και την εκμετάλλευση των πάντων, δεν θα είμαστε ποτέ ικανοί να αλλάξουμε την αντιμετώπισή μας προς στα ζώα με έναν ριζικό ή επαρκή τρόπο. Ο καπιταλισμός μας αναγκάζει να κοστολογούμε το περιβάλλον και τον καθένα μας σύμφωνα με τις αξίες της αγοράς. Μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, κάθε άνθρωπος τείνει να διερωτάται πόσο χρήσιμα θα ήταν τα ζώα και οι άνθρωποι γύρω του με όρους οικονομικής απόδοσης, στα πλαίσια του ανταγωνισμού του με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τα πάντα επιτρέπονται στην εκμετάλλευση καθώς αν δεν προλάβεις να εκμεταλλευτείς κάτι ώστε να έχεις το πάνω χέρι στην ελεύθερη αγορά της «ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών», κάποιος άλλος θα το κάνει, και πιθανότατα θα το χρησιμοποιήσει ώστε να εκμεταλλευτεί στην συνέχεια εσένα. Αυτοί που το έχουν πάρει χαμπάρι, δε διστάζουν να εκμεταλλευτούν ανθρώπους ή ζώα, να τους συμπεριφερθούν σαν να ήταν αντικείμενα, επειδή πιστεύουν ότι σε μια διαφορετική περίπτωση θα συμπεριφέρονταν στους ίδιους σαν αντικείμενα οι άλλοι. Με τον τρόπο αυτό, ο καπιταλισμός μας διαχωρίζει, τον καθένα εναντίον του άλλου και όλους εναντίον όλων, σε έναν αγώνα δρόμου για την καταστροφή του περιβάλλοντος.

Όταν περπατώ ανάμεσα στους διαδρόμους του σούπερ-μάρκετ, ρίχνοντας μια ματιά σ όλα τα προϊόντα που βρίσκονται προς πώληση εκεί γύρω μου, μπορώ ίσως να πω ποια έχουν παρασκευαστεί μέσα από την εκμετάλλευση των ζώων, όμως δεν μπορώ να βρω κανένα -αν υπήρχε- που να έχει παρασκευαστεί χωρίς την εκμετάλλευση κανενός. Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα της σύγχρονης μαζικής παραγωγής/διανομής/κατανάλωσης της οικονομίας μας: Τη στιγμή που το προϊόν φτάνει στα χέρια μας, είναι πραγματικά απίθανο να πεις ποιος το έχει φτιάξει, πώς παρασκευάστηκε, από τι φτιάχτηκε, ή πού βρισκόταν πριν. Χαρτιά υγείας, κονσερβαρισμένα φασόλια και αθλητικά παπούτσια, όλα στοιβάζονται το ένα δίπλα στο άλλο, σαν να έπεσαν από τον ουρανό, και χρειάζεται ένας πραγματικός σκληρός αγώνας για να εντοπίσεις κάποια πραγματική πληροφορία σχετικά με την προέλευση του καθενός τους. Υπάρχουν όμως μερικά πράγματα που ξέρω, ωστόσο, ακόμα κι αν δεν μπορώ να διερευνήσω την ιστορία της ζωής του κάθε μεμονωμένου πακέτου μακαρόνια: υπάρχουν μετανάστες εργαζόμενοι στην χώρα αυτή που πληρώνονται αισχρά και τους φέρονται ακόμη χειρότερα, υπάρχουν πολυεθνικές (όπως η Pepsi) γνωστές για την υποστήριξη απολυταρχικών καθεστώτων που εξοντώνουν ανελέητα την ανθρώπινη ζωή, υπάρχουν κατασκευαστές παπουτσιών (όπως η Nike) που υπο-πληρώνουν και κακομεταχειρίζονται τους ξένους εργαζόμενους, υπάρχουν εταιρίες (όπως η Exxon) οι πολιτικές των οποίων αποφέρουν μόνιμες βλάβες στο περιβάλλον. Έτσι η ιδέα ότι μπορείς να είσαι σίγουρος ότι τα λεφτά σου δε χρηματοδοτούν κάτι απάνθρωπο ή καταστροφικό απλώς εξετάζοντας τα συστατικά ενός προϊόντος και βεβαιωμένος ότι δεν περιλαμβάνονται ζωικά μέρη μου φαίνεται κάπως αφελής. Υπάρχουν χιλιάδες άλλα είδη καταπίεσης, εξίσου εξοργιστικά όπως η καταπίεση των ζώων, που γυρίζουν τα γρανάζια της οικονομίας, και δεν υπάρχει λόγος να ενδιαφερόμαστε λιγότερο για το καθένα από αυτά, απ’ όσο ενδιαφερόμαστε για την καταπίεση των ζώων.

Μου φαίνεται ότι η μακροπρόθεσμη λύση στο πρόβλημα αυτό δεν είναι απλά το να αγοράζεις χορτοφαγικό φαγητό και προϊόντα φιλικά προς τα ζώα. Αν θέλουμε να αλλάξουμε τις συνθήκες που έχουν οδηγήσει στην ευρεία καταστροφή κι εκμετάλλευση που χαρακτηρίζει τον κόσμο μας, πρέπει να εργαστούμε προς ένα συνολικό σαμποτάρισμα της οικονομίας μας-πρέπει με κάποιον τρόπο να δραπετεύσουμε από τον σάπιο κύκλο του καπιταλισμού. Ο μόνος τρόπος να πολεμήσουμε τον καπιταλισμό είναι να υποσκάψουμε τις αντιλήψεις του: ότι ευτυχία είναι να έχεις πράγματα στην κατοχή σου (όποιος έχει τα πιο πολλά παιχνίδια όταν πεθάνει, κερδίζει!), ότι δεν υπάρχει τρόπος συνεργασίας με τους άλλους παρά ο ανταγωνισμός, ότι κάθε άλλο οικονομικό σύστημα σημαίνει και κάποιου είδους σκλαβιά (όπως η πρώην κομμουνιστική Ε.Σ.Σ.Δ.). Αν αυτές οι αντιλήψεις δεν είναι πραγματικές, το οποίο δε θέλει και πολύ φαντασία για να το καταλάβεις, τότε θα έπρεπε να μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα διαφορετικό είδος οικονομίας κι ένα διαφορετικό είδος κόσμου. Αν οι άνθρωποι ξεκινούσαν να αντιλαμβάνονται την ευτυχία ως την ελευθερία να κάνεις πράγματα παρά να έχεις πράγματα, αν αποφάσιζαν ότι είναι πιο απολαυστικό να είσαι γενναιόδωρος παρά να είσαι ατομιστής, αν φαντάζονταν πως θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια κοινωνία στην οποία θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε για το καλό του καθενός κι όχι εναντίον όλων κι εναντίον του περιβάλλοντος γι αυτό που (σύμφωνα με τις διαφημίσεις) είναι το καλό μας, τότε ο καπιταλισμός θα έπνεε τα λοίσθια.

Εν τω μεταξύ, αντί για τη χορτοφαγία, αυτό που κάνω εγώ είναι η «ελευθεροφαγία». Αυτό που ξέρω είναι ότι όσο συμμετέχω στο οικονομικό σύστημα, είτε αγοράζω χορτοφαγικά ή μη-χορτοφαγικά προϊόντα, υποστηρίζω τις εταιρίες που αντιπροσωπεύουν τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Έτσι, αντί απλώς να αγοράζω προϊόντα φιλικά προς τα ζώα, προσπαθώ να αγοράζω όσο λιγότερα προϊόντα γίνεται. Έχω γράψει γι αυτό σε παλιότερο τεύχος του Inside Front: είναι εύκολο, μέσα από μια ευέλικτη ζωή, δημιουργικού «μητροπολιτικού κυνηγιού και τροφοσυλλογής», και προσπαθειών όπως η Food Not Bombs, να επιβιώσεις χωρίς να συνεισφέρεις πάνω από ένα ελάχιστο ποσό χρημάτων ή εργασίας στο οικονομικό σύστημα. Οτιδήποτε μπορώ να αποκτήσω δωρεάν, επιβαρύνοντας το εκμεταλλευτικό, καταπιεστικό καπιταλιστικό σύστημα είναι ένα χτύπημα εναντίον του συστήματος, τη στιγμή που το να αγοράζεις χορτοφαγικό φαγητό από το Taco Bell (φιλική προς το χορτοφαγικό καταναλωτικό κοινό αλυσίδα καταστημάτων, ιδιοκτησίας της Pepsi Co.) σημαίνει να συνεχίζεις να γεμίζεις χρήματα τις τσέπες μιας καταπιεστικής, εκμεταλλευτικής πολυεθνικής. Ζω παρασιτικά, από κάθε εφόδιο που πέφτει στα χέρια μου ή που κλέβω από την κοινωνία μας, προσπαθώντας να αποφύγω τα ζωικά προϊόντα όπου μπορώ, αλλά επικεντρώνοντας πάνω απ όλα στο να κρατάω τα χρήματα και την εργασία μου μακριά από τα χέρια τους. Η προθυμία να ταΐσουν με χρήματα το οικονομικό σύστημα, το οποίο ευθύνεται για την καταπίεση των ζώων και των ανθρώπων και για την καταστροφή του περιβάλλοντος, μέσω των καταναλωτικών δαπανών (π.χ. των μοδάτων αθλητικών ρούχων) δεν είναι συμβατό με τον υποσχόμενο στόχο των περισσότερων ανθρώπων που ακολουθούν μια χορτοφαγική δίαιτα, δηλαδή το σταμάτημα της εκμετάλλευσης των ζώων. Να γιατί μου φαίνεται γελοίο που τόσο πολλές μπάντες χορτοφάγων ακτιβιστών όπως οι Earth Crisis είναι πρόθυμοι να ανεχτούν την εισαγωγή μιας αντίληψης «μόδας» στο hardcore πουλώντας τόσο πολλά εμπορεύματα, και την ίδια στιγμή μιλώντας αποκλειστικά για την ανθρώπινη βαρβαρότητα χωρίς να κριτικάρουν τον καταναλωτισμό εν γένει, αγνοώντας τις πραγματικές αιτίες της καταπίεσης των ζώων.

Υπάρχουν μερικά σπουδαία πράγματα σχετικά με την χορτοφαγία παρεπιμπτόντως. Πρώτο και καλυτερο, αν δεν αντέχεις να βάλεις στον οργανισμό σου κάτι που φτιάχτηκε από το πτώμα ενός άλλου όντος, η χορτοφαγία είναι ένας τρόπος να το αποφύγεις (ωστόσο ΔΕΝ σου αποδίδει ως δια μαγείας κάποια αθωότητα σχετικά με την εκμετάλλευση ζώων όπως ισχυρίζονται για πάρτη τους διάφοροι «καθαρογραμμίτες» κρετίνοι, όπως θα έπρεπε να γίνει σαφές από τα σημεία που έθιξα το ζήτημα του καπιταλισμού και των άλλων μορφών καταπίεσης εντός του. Επίσης, σου παρέχει μια διαφορετική σχέση με το φαγητό που τρως την οποία οι περισσότεροι από μας στερούμαστε: σε κάνει να σκεφτείς από πού προήρθε και τι έχει μέσα του, παρά να το πάρεις για δεδομένο, κι επίσης σε κάνει καλύτερο μάγειρα! Και τελικά, φέρνει το ζήτημα στο προσκήνιο για όλους. Όταν δεν τρως ένα φαγητό αν δεν ξέρεις τι έχει μέσα, αναγκάζεις τους ανθρώπους γύρω σου να σκεφτούν από μόνοι τους τι βρίσκεται στο φαγητό και πως έφτασε εκεί. Με τον τρόπο αυτό, η χορτοφαγία συμβάλλει περισσότερο στην κατεύθυνση της αλλαγής του κόσμο, παρά οι μακροσκελείς πολιτικοί έντυποι διάλογοι: εισάγει στην καθημερινή ζωή σημαντικά ζητήματα και αναγκάζει τους ανθρώπους να διερωτηθούν πράγματα που δε θα το έκαναν διαφορετικά.

Categories
Alfredo M. Bonanno

Ασθένεια & Κεφάλαιο – Alfredo M. Bonanno

ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ του Alfredo M. Bonanno

Ασθένεια (η), προβληματική λειτουργία του οργανισμού, δεν είναι αποκλειστική ιδιότητα του ανθρώπου. Τα ζώα ασθενούν επίσης, κι ακόμα και τα αντικείμενα παρουσιάζουν προβλήματα στη λειτουργία τους. Η ιδέα της ασθένειας ως κάτι το αφύσικο, είναι μια κλασσική συνεισφορά της ιατρικής επιστήμης στο ανθρώπινο πνεύμα.

Η απάντηση στην ασθένεια, χάρη κυρίως στη θετικιστική ιδεολογία που κυριαρχεί στην ιατρική ακόμα και σήμερα, είναι η θεραπεία, δηλαδή, μια εξωτερική παρέμβαση που μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές, στοχεύει να επαναφέρει τον οργανισμό σε κάποιες πρότυπες συνθήκες που θεωρούνται φυσιολογικές.

Θα ήταν ωστόσο λάθος να θεωρήσουμε ότι η έρευνα για την αιτία των ασθενειών βάδιζε πάντοτε παράλληλα με την επιστημονική ανάγκη να αποκατασταθούν οι φυσιολογικές συνθήκες. Για αιώνες ολόκληρους οι θεραπείες δε συμβάδιζαν με την αναζήτηση των αιτιών, οι οποίες κατά καιρούς ήταν απόλυτα φανταστικές. Οι θεραπείες είχαν τη δική τους λογική, ιδιαίτερα όταν βασίζονταν σε εμπειρικές γνώσεις της δύναμης της φύσης.

Σε πιο πρόσφατους καιρούς μια κριτική του κατακερματισμού της επιστήμης, συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής, είχε βασιστεί στην ιδέα της ολότητας του ανθρώπου: μια οντότητα αποτελούμενη από διάφορα υλικά – πνευματικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά κλπ. Είναι σε αυτή την νέα προοπτική που θα φωλιάσει η υλιστική και διαλεκτική υπόθεση του μαρξισμού. Η ποικιλόμορφα προσδιορισμένη ολότητα του νέου, πραγματικού ανθρώπου που δεν χωρίζεται πλέον στους τομείς που μας είχε συνηθίσει να μεταχειρίζεται ο παλιός θετικισμός, κλεινόταν ξανά σε έναν μονόδρομο ντετερμινισμό από τους μαρξιστές. Η αιτία της ασθένειας αποδόθηκε λοιπόν αποκλειστικά στον καπιταλισμό, ο οποίος αποξενώνοντας τους ανθρώπους από την εργασία, τον εξέθετε σε μια διεφθαρμένη σχέση με τη φύση και τη «φυσικότητα» την άλλη πλευρά της ασθένειας.

Κατά τη γνώμη μας ούτε η θετικιστική θέση που θεωρεί την ασθένεια σαν αποτέλεσμα της ελαττωματικής λειτουργίας του οργανισμού, ούτε η μαρξιστική που θεωρεί τα πάντα σαν απόρροια του καπιταλιστικού συστήματος είναι επαρκείς.

Τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Βασικά, δεν μπορούμε να πούμε ότι σε μια απελευθερωμένη κοινωνία θα έπαυαν να υπάρχουν ασθένειες. Ούτε βέβαια ότι μπρος σ ένα τέτοιο χαρμόσυνο γεγονός οι ασθένειες θα παρήκμαζαν μέχρι να καταντήσουν απλές ενοχλήσεις, χάρη σε κάποια υποθετική δύναμη που μένει να ανακαλύψουμε. Θεωρούμε ότι η ασθένεια είναι ένα φυσιολογικό μέρος της κατάστασης του ανθρώπου στις συνθήκες που διαμορφώνει η ζωή του στην κοινωνία. Για παράδειγμα, αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο τίμημα που πρέπει να πληρωθεί, το να διορθώνεις τη βέλτιστη κατάσταση των φυσικών συνθηκών για να αποκτήσεις την τεχνική υποδομή για να οικοδομήσεις ακόμα και την πιο ελεύθερη κοινωνία.

Φυσικά, η έξαρση των ασθενειών σε μια ελεύθερη κοινωνία όπου η τεχνική υποδομή ανάμεσα στα άτομα θα περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα, δε θα ήταν συγκρίσιμη με αυτή μιας κοινωνίας που βασίζεται στην εκμετάλλευση, όπως αυτή στην οποία ζούμε σήμερα. Συνεπάγεται ότι ο αγώνας ενάντια στην ασθένεια είναι ένα υποσύνολο του ταξικού αγώνα. Όχι τόσο επειδή οι ασθένειες γεννιούνται από το κεφάλαιο – το οποίο θα ήταν ένα ντετερμινιστικό αξίωμα, συνεπώς απαράδεκτο – όσο επειδή μια πιο ελεύθερη κοινωνία θα ήταν διαφορετική. Ακόμα και στα αρνητικά της θα ήταν πιο κοντά στη ζωή, στην ανθρώπινη κατάσταση. Έτσι η ασθένεια θα ήταν μια έκφραση της ανθρώπινης κατάστασής μας όπως ακριβώς σήμερα είναι μια απάνθρωπη έκφραση τρόμου.

Γι αυτό και δε συμφωνήσαμε ποτέ με την κάπως απλουστευτική θέση που συνοψίζεται στη φράση «να κάνουμε την ασθένεια όπλο», ακόμα κι αν είναι αξιοσέβαστη, ιδιαίτερα όσον αφορά τις διανοητικές ασθένειες. Δεν είναι πραγματικά δυνατόν να προτείνεις σε έναν ασθενή μια θεραπεία που βασίζεται αποκλειστικά στον αγώνα ενάντια στον ταξικό εχθρό. Η ασθένεια σημαίνει επίσης πόνο, ταλαιπωρία, σύγχυση, ανασφάλεια, μοναξιά, κι αυτά τα αρνητικά στοιχεία δεν περιορίζονται στο σώμα αλλά επιτίθενται και στη συνείδηση και τη θέληση. Να σχεδιάσεις προγράμματα αγώνα σε μια τέτοια βάση θα ήταν ελάχιστα ρεαλιστικό και τρομακτικά απάνθρωπο.

Όμως η ασθένεια μπορεί να μετατραπεί σε όπλο αν κάποιος αντιληφθεί τόσο τα αίτια όσο και τα αποτελέσματά της. Μπορεί να είναι σημαντικό για μένα να καταλάβω τις εξωτερικές αιτίες της ασθένειάς μου: οι καπιταλιστές κι εκμεταλλευτές, το Κράτος και το κεφάλαιο. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται επίσης να διαλευκάνω τη σχέση με την ΑΣΘΕΝEΙΑ ΜΟΥ, η οποία μπορεί να μην είναι μονάχα πόνος, ταλαιπωρία και θάνατος. Μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένα μέσο να καταλάβω τον εαυτό μου και τους άλλους καλύτερα, όσο και την πραγματικότητα που με περιβάλλει και τί πρέπει να κάνω για να την αλλάξω, προς έναν επαναστατικό μετασχηματισμό. Τα λάθη που έχουν γίνει στο παρελθόν στο θέμα αυτό, προέρχονται από μια έλλειψη διαύγειας οφειλόμενη στη διαμεσολάβηση των μαρξιστών. Αυτό οφείλεται στην αξίωση να εγκαθιδρυθεί μια ΑΜΕΣΗ συσχέτιση ανάμεσα στην ασθένεια και το κεφάλαιο. Θεωρούμε σήμερα ότι αυτή η σχέση θα έπρεπε να θεωρείται ΕΜΜΕΣΗ. Π.χ. Αποκτώντας γνώση της ασθένειας, όχι της ασθένειας γενικά σαν μια προβληματική συνθήκη, αλλά της δικής μου ασθένειας σαν συστατικό της ζωής μου, σα στοιχείο της φύσης μου. Κι έπειτα, αγώνας ενάντια στην ασθένεια αυτή. Ακόμα κι αν δεν καταλήγουν όλοι οι αγώνες σε νίκη.

professorbadtrip

Σ.τ.μ. Ο Alfredo Bonanno είναι ιταλός αναρχικός αγωνιστής και συγγραφέας, διωκόμενος για δεκαετίες από το ιταλικό κράτος. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις υποθέσεις Α.R. (Επαναστατική Δράση, ένοπλη αναρχική οργάνωση του ’80 της οποίας υποτίθεται ήταν ο «αρχηγός»), τη σύλληψή του το 1996 μετά από τη σύλληψη της συντρόφου του Jean Weir μαζί με 3 ακόμα αναρχικούς μετά από ληστεία τράπεζας, και την αστυνομική-δικαστική σκευωρία του 1997 που τον ήθελε «ηγετικό στέλεχος» της O.R.A.I. («Εξεγερσιακή Αναρχική Επαναστατική Οργάνωση», κατασκεύασμα των αρχών σύμφωνα με το κατασταλτικό θεώρημα Marini*, ως μέλη της κατηγορήθηκαν και φυλακίστηκαν δεκάδες δραστήριοι αναρχικοί, σκοπός της μεθόδευση αυτής ήταν ο έλεγχος των ιταλών αναρχικών που δεν ελέγχονταν από την νομιμόφρονα F.A.I.).

*Σύμφωνα με το θεώρημα Marini το αναρχικό/αντιεξουσιαστικό κίνημα κινείται σε δύο επίπεδα. Ένα το φανερό/νόμιμο των καταλήψεων, εκδόσεων, ραδιοσταθμών κλπ κι ένα υπόγειο/«τρομοκρατικό» που αποτελεί την άλλη όψη των φανερών αναρχικών δραστηριοτήτων. Έτσι κάθε άνθρωπος που έχει περάσει από μια κατάληψη ή ένα στέκι, ενδέχεται να φυλακιστεί χωρίς φυσικά παραπάνω στοιχεία, για συμμετοχή σε «ενώσεις με ανατρεπτικούς σκοπούς» (σύμφωνα με τον ιταλικό τρομονόμο). Έτσι το καλοκαίρι του 2005 και με επίκεντρο την συμβολή των αναρχικών στην αντίσταση στο στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών που έχτιζε το ιταλικό κράτος στο Lecce, είχαμε πάνω από 8.000 διώξεις αναρχικών αγωνιστών, δεκάδες εισβολές σε σπίτια και αυτό-οργανωμένους χώρους/στέκια, και συστηματικές παρενοχλήσεις αναρχικών και άλλων νεολαίων. Οι κατασταλτικές κινήσεις αυτές του ιταλικού κράτους εντάσσονται στους σχεδιασμούς της Europol για την εξάρθρωση της «αναρχικής τρομοκρατίας» όσον αφορά το «μεσογειακό τρίγωνο» Ισπανία – Ιταλία – Ελλάδα.

Categories
Do or Die

Κριτική της οργάνωσης – Αναρχικοί και ΜΜΕ – Do or Die

Κριτική της οργάνωσης

Στην Ιταλία η ήττα των κοινωνικών κινημάτων τις δεκαετίες του 1960 και 1970 οδήγησε μερικούς στην επαναπροσέγγιση του επαναστατικού κινήματος και άλλους στην εγκατάλειψή του για πάντα. Στα 70s πολλές λενινιστικές ομάδες κατέληξαν πως ο καπιταλισμός ήταν στο προοίμιο της τελικής του κρίσης και πέρασαν στον ένοπλο αγώνα. Αυτές οι ομάδες έδρασαν σαν επαγγελματίες επαναστάτες, μειώνοντας τις ζωές τους σε έναν κοινωνικό ρόλο. Αναλόγως από το 1980 και μετά που δέχτηκαν ότι η ώρα του επαναστατικού ξεσηκωμού είχε πια περάσει, έγιναν απλοί υπέρμαχοι της αμνηστίας των κρατουμένων του κινήματος του 70, πολλοί από αυτούς φτάνοντας στο σημείο να αποκηρύξουν πλήρως τον αγώνα για τον οποίο διώκονταν. Αυτό τους διαχώρισε από τους εξεγερσιακούς αναρχικούς που θεωρούν ότι ο αγώνας για την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους συνεχίζεται ακόμα, χωρίς ιστορικούς ντετερμινισμούς που να καθορίζουν την κατάλληλη στιγμή για την ανταρσία. Στην πραγματικότητα, ο ιστορικός ντετερμινισμός συχνά δεν είναι παρά μια καραμέλα για να δικαιολογεί την αδράνεια, που ωθεί μια πιθανή ρήξη με το υπάρχον μακριά, στον μέλλοντα χρόνο.

Μεγάλο μέρος του κριτικής των ιταλών εξεγερσιακών αναρχικών στο κίνημα του 70 επικεντρώνεται στις οργανωσιακές δομές που ανέδειξε η μορφή του αγώνα, κι από την κριτική αυτή γεννήθηκε η ιδέα της «άτυπης οργάνωσης». Η κριτική στις εξουσιαστικές οργανώσεις του 70, τα μέλη των οποίων θεωρούσαν ότι αγωνίζονταν από προνομιακή θέση σε σχέση με το προλεταριάτο ως σύνολο, ανανεώθηκε μέσα στους αγώνες του 80, όπως ο αγώνας ενάντια στην εγκατάσταση μιας στρατιωτικής βάσης που θα στέγαζε πυρηνικά όπλα στο Comiso της Σικελίας. Σε αυτόν τον αγώνα που αυτό-οργανώθηκε από μικρές ομάδες, οι αναρχικοί ήταν ιδιαίτερα ενεργοί. Τέτοιοι αυτόνομοι αγώνες διεξάγονται βάσει τριών βασικών κανόνων: της διαρκούς σύγκρουσης, της αυτό-οργάνωσης, και της επίθεσης. Η διαρκής σύγκρουση σημαίνει ότι η αντιπαράθεση με τον εχθρό παραμένει, δεν διαπραγματεύεται και δεν μετριάζεται. Η αυτό-οργάνωση του αγώνα σημαίνει ότι δεν ανέχεται αντιπροσώπους ούτε επαγγελματίες αγωνιστές. Ο αγώνας είναι η οργάνωση της επίθεσης, στην προκειμένη περίπτωση ενάντια στην κατασκευή της βάσης, κι όχι της άμυνας της τάδε ή δείνα κοινωνικής ομάδας. Αυτού του είδους οι αγώνες επιτρέπουν στις ομάδες να αναλάβουν τις δράσεις που θεωρούν ως περισσότερο αποτελεσματικές, ενώ παραμένουν ικανές να συντονίσουν τις επιθέσεις τους μαζί με άλλες ομάδες όταν θεωρείται χρήσιμο, κρατώντας παράλληλα ανοιχτό το ενδεχόμενο επέκτασης του αγώνα. Ειδικότερα, το ενδιαφέρον της οργάνωσης υπάρχει όσο υπάρχει και ο στόχος (η στρατιωτική βάση) ενώ παύει να υφίσταται μόλις ο στόχος ηττηθεί, αδιαφορώντας για τη συντήρηση μόνιμων δομών, οι οποίες στις διαπραγματεύσεις τους με τους κρατικούς θεσμούς για το μοίρασμα του ελέγχου βρίσκουν συχνά το μόνο ενδιαφέρον τους και περιορίζουν την αυτονομία των μέσων του αγώνα.

Όπως διαπίστωσαν οι αναρχικοί που συμμετείχαν στον αγώνα του Comiso, ένας από τους κεντρικούς λόγους που οι κοινωνικοί αγώνες δεν αναπτύσσονται σε μια θετική κατεύθυνση είναι η ύπαρξη των οργανωτικών δομών που μας αποκόπτει από την δύναμή μας να δρούμε αυτόνομα και κουκουλώνει το ενδεχόμενο μιας εξέγερσης. Είναι οι σταθερές οργανώσεις που επιχειρούν να συνθέσουν κάθε αγώνα μέσα σε μια κεντρική οργάνωση και μετριάζουν τους αγώνες μέσα από τους θεσμούς της υποταγής και της κυριαρχίας. Οι σταθερές οργανώσεις τείνουν να αναπτύσσονται σε θεσμούς οι ίδιες, στεκόμενες πάνω από την πολλαπλότητα του αγώνα. Τείνουν να αναπτύσσουν μια τυπική ή άτυπη ιεραρχία απεμπολώντας την πολλαπλότητα αυτή. Η εξουσία αποξενώνεται από την ενεργή μορφή της μέσα στα υποκείμενα και θεσμοθετείται στην οργάνωση. Αυτή η διαδικασία μεταμορφώνει την πολλαπλή υποκειμενικότητα σε άβουλη μάζα. Η ιεραρχική θεσμοθέτηση των εξουσιαστικών σχέσεων αποσπά την απόφαση από τη στιγμή που είναι αναγκαίο να ληφθεί και την αποδίδει στα καθήκοντα της οργάνωσης. Το πρακτικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας οργάνωσης είναι να ξεζουμίζει τις ενεργές δυνατότητες των συμμετεχόντων σε αυτήν. Οι αποφάσεις που θα έπρεπε να λάβουν αυτοί που συμμετέχουν σε μια δράση μετατίθενται στα καθήκοντα της οργάνωσης. Επιπλέον, οι σταθερές οργανώσεις τείνουν να λαμβάνουν αποφάσεις που να εξυπηρετούν όχι έναν συγκεκριμένο σκοπό του αγώνα αλλά την ίδια την συντήρηση της οργανωτικής δομής, και τις ανάγκες που προκύπτουν απ’ αυτήν. Η οργάνωση γίνεται η ταφόπλακά της. Δε χρειάζεται παρά να ρίξουμε μια ματιά στα συνέδρια των τόσων σοσιαλιστικών κομμάτων για να αντικρίσουμε αυτήν την κατάσταση στην πιο εξόφθαλμη μορφή της.

Όσο μια οργάνωση κινείται προς την σταθεροποίησή της κι επιβάλλεται στην πολλαπλότητα, εμφανίζεται ο τύπος του «οργανωτή», που συχνά διακηρύσσει ότι ο ίδιος έχει δημιουργήσει έναν αγώνα, και ξεκινά να μιλάει για τις μάζες. Είναι το καθήκον κάθε οργανωτή να μετασχηματίσει τις υποκειμενικότητες σε μια ελεγχόμενη μάζα που να την αντιπροσωπεύει σε συνεντεύξεις στα ΜΜΕ, ή σε κρατικούς θεσμούς. Οι οργανωτές σπάνια αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους σαν μέρος της πολλαπλότητας, κι έτσι δεν θεωρούν ότι οφείλουν να δράσουν, αλλά να «προπαγανδίσουν» ή να οργανώσουν άλλους, μιας και είναι οι μάζες που πρέπει να δράσουν…

Αναρχικοί & ΜΜΕ

Για τον οργανωτή, που δε θα δυσκολευτεί να υιοθετήσει το «ότι φαίνεται στα ΜΜΕ, υπάρχει» η πραγματική δράση πάντα υπολείπεται απέναντι στη διαχείριση της δημόσιας εικόνας. Ο σκοπός μιας τέτοιας διαχείρισης δεν είναι ποτέ να επιτεθεί σε έναν θεσμό της κυριαρχίας αλλά να επηρεάσει θετικά την «κοινή γνώμη» που θα κληθεί να στελεχώσει το κίνημα, ή ακόμη χειρότερα την οργάνωσή του. Ο οργανωτής είναι αναγκασμένος να ανησυχεί διαρκώς για το κατά πόσο οι ενέργειες άλλων θα επηρεάσουν το κίνημα. Θεωρεί ότι οφείλει να πειθαρχήσει τα υποκείμενα των αγώνων και να προσπαθήσει να ελέγξει τον τρόπο που το κίνημα αναπαρίσταται από τα ΜΜΕ. Είθισται η εικόνα να αντικαθιστά τη δράση για τις σταθερές οργανώσεις και τους οργανωτές τους.

Η προσπάθεια να ελέγξει την αποκομμένη εικόνα και τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης είναι μια μάχη χαμένη εκ των προτέρων, εξίσου απεγνωσμένη με το να προσπαθούμε να ελέγξουμε την ποιότητα των τηλεοπτικών προγραμμάτων ή να απαιτούμε από τα ΜΜΕ να είναι «αντικειμενικά». Αναλόγως, πολλοί εξεγερσιακοί αναρχικοί, στάθηκαν κριτικοί απέναντι στη συνέχιση του αγώνα μέσα από τα ΜΜΕ του κεφαλαίου. Στην Ιταλία, αυτό τους έφερε σε σύγκρουση με οργανώσεις όπως η Ya Basta! που αντιμετωπίζουν τα ΜΜΕ σαν εργαλείο-κλειδί για την ανάπτυξη του κινήματος. Σε άλλα μέρη του κόσμου, η συζήτηση σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζονται τα ΜΜΕ από τους αναρχικούς είναι στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά το 1999 στο Sheattle, και είναι κεντρικής σημασίας για εμάς να τονίσουμε την κριτική που κράτησαν αρκετοί εξεγερσιακοί αναρχικοί.

Σε πρώτο επίπεδο, πρέπει να αναρωτηθούμε: Τι αποτελεί μια άποψη; Μια άποψη, δεν είναι κάτι που εντοπίζεται γενικά μέσα στο πλήθος, για να αναπαραχθεί έπειτα από τα ΜΜΕ, σαν μια απλή αντανάκλαση της κοινής γνώμης. Η απόψεις σχηματίζονται πρώτιστα στα ίδια τα ΜΜΕ. Κατά δεύτερον, τα ΜΜΕ στο εξής αναπαράγουν την άποψη χιλιάδες φορές, συνδέοντάς την με ένα στερεότυπο ανθρώπου (π.χ. οι δεξιοί πιστεύουν στο Χ, οι προοδευτικοί προτιμούν το Ψ). Τρίτον, όπως δείχνει ο Alfredo Bonanno: μια άποψη είναι μια ισοπεδωμένη ιδέα, μια ιδέα που έχει ομοιογενοποιηθεί ούτως ώστε να γίνει αποδεκτή στο μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Οι απόψεις είναι οι ιδέες μαζοποιημένες (βλ. The anarchist tension – Al. Bonanno). Η κοινή γνώμη παράγεται σαν μια διαδοχή από εξατομικευμένες επιλογές και λύσεις, (π.χ. Υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου εναντίον υπερασπιστών του κρατικού παρεμβατισμού) όπου όλοι καλούμαστε να διαλέξουμε – όπως διαλέγουμε την κυβέρνησή μας ή το αγαπημένο μας σάντουιτς – αντί να σκεφτούμε για τον εαυτό μας. Κάπως έτσι, γίνεται φανερό, ότι οι αναρχικοί δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης για να περάσουν την «αντίθετη άποψη», και καλή τη πίστη, οι αναρχικοί δεν θα είχαν ποτέ την πρόθεση να λειτουργήσουν σε επίπεδο απόψεων, ακόμη κι αν μπορούσαν με κάποιο τρόπο να διασφαλίσουν ότι θα ήλεγχαν το περιεχόμενο της μετάδοσης των μηχανισμών διαμόρφωσης απόψεων. Όπως και να ‘χει, το πνεύμα της αναρχίας δεν μπορεί με τίποτα να μεταδοθεί μέσα από κατάθεση απόψεων. Η μαζοποίηση είναι το δηλητήριό του. Κι όμως είναι αυτό ακριβώς, το πεδίο των απόψεων που χειρίζεται ο οργανωτής, μιας και οι απόψεις και η διαχείριση της δημόσιας εικόνας είναι ισχυρά εργαλεία της εξουσίας, εργαλεία που λειαίνουν και εξομαλύνουν, που μεταμορφώνουν τις ενεργές υποκειμενικότητες σε μια πειθήνια μάζα.

Αντί για την εκχώρηση της εξουσίας και της λήψης αποφάσεων σε μια οργάνωση, πολλοί εξεγερσιακοί αναρχικοί νιώθουν την ανάγκη να οργανωθούν με τρόπο που να αποφεύγει την θεσμικότητα και την ιεραρχία, τη διάκριση οργανωτών και οργανωμένων. Αυτό το ονομάζουμε άτυπη οργάνωση. Καθόσον η φύση του οργανωτή είναι να διευθύνει και να ελέγχει, συχνά ευνοούν την συντήρηση της οργάνωσης αντί άλλων στόχων. Οι άτυπες οργανώσεις, από την άλλη, διαλύονται μόλις επιτευχθεί ή εγκαταλειφθεί ο στόχος τους. Δεν κρατιούνται με το ζόρι στη ζωή, όταν εκλείψει ο σκοπός που ένωνε τα άτομα που συμμετείχαν σε αυτές, μόνο και μόνο για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Όπως στην περίπτωση του αγώνα στο Comiso, οι άτυπες οργανώσεις είναι ένα μέσο για τις ομάδες συγγενείας να συντονίσουν τη δράση τους όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο. Πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι πολλά πράγματα γίνονται καλύτερα όταν τα αναλαμβάνει μια ομάδα συγγενείας ή ένα άτομο, και σ αυτές τις περιπτώσεις υψηλότερα επίπεδα οργάνωσης απλώς δυσχεραίνουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Το χαμηλότερο επίπεδο οργάνωσης που απαιτεί ένας στόχος είναι πάντα και το καλύτερο για να μεγιστοποιηθούν οι προσπάθειές μας.

Οι άτυπες οργανώσεις, πρέπει να βασίζονται σε μια νοοτροπία αυτόνομης δράσης. Η αυτονομία είναι απαραίτητη προκειμένου να διαφυλάξουμε τις προσωπικές μας δυνάμεις από την αλλοτρίωση, και να αποτρέψουμε τη δημιουργία ιεραρχικών σχέσεων. Η αυτονομία είναι η άρνηση να δίνεις ή να δέχεσαι εντολές, οι οποίες πάντοτε προέρχονται από τα πάνω ή από εξωτερικούς παράγοντες. Η αυτονομία επιτρέπει στις αποφάσεις να λαμβάνονται όταν αυτό είναι απαραίτητο, αντί για τις προκαθορισμένες ή αργοπορημένες αποφάσεις μιας συνέλευσης ή μιας επιτροπής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να σκεφτόμαστε στρατηγικά για το μέλλον και να κάνουμε συμφωνίες ή σχέδια από κοινού. Αντιθέτως, τα σχέδια και οι συμφωνίες είναι χρήσιμα και σημαντικά. Αυτό που κερδίζει είναι η ευελιξία που επιτρέπει στους ανθρώπους να παρατούν τα σχέδια όποτε αυτά τους είναι άχρηστα. Όπως ακριβώς μια άτυπη οργάνωση πρέπει να διαθέτει μια νοοτροπία αυτονομίας, προκειμένου να μην μετασχηματιστεί σε εξουσιαστική οργάνωση, για να αποφύγει την αλλοτρίωση των δικών της δυνάμεων πρέπει να είναι οπλισμένη με μια συνείδηση αδιαλλαξίας, με σεβασμό στο σκοπό της οργάνωσης. Ο σκοπός της οργάνωσης μπορεί μόνο να επιτευχθεί ή να εγκαταλειφθεί. Συνδιαλεγόμενοι με αυτούς που εναντιωνόμαστε (π.χ. φορείς του κράτους ή εταιριών) καταρρίπτει κάθε πραγματική εναντίωση, αντικαθιστά την πρωτοβουλία των κινήσεών μας με αυτή του εχθρού.

Τα θέλγητρα που κάνουν γοητευτική μια τέτοια συνδιαλλαγή μας με τους εχθρούς μας πρέπει να καταρριφθούν. Ο συμβιβασμός με κάθε θεσμό της κυριαρχίας (Το κράτος, την αστυνομία, τα κόμματα κλπ) ισοδυναμεί πάντοτε με την αλλοτρίωση των δικών μας δυνάμεων και την επαναφομοίωσή τους από τους θεσμούς που διατεινόμαστε ότι θέλουμε να καταστρέψουμε. Αυτού του είδους οι συμβιβασμοί καταλήγουν στην παραίτηση από τη θέληση για αποφασιστική δράση, τη λήψη αποφάσεων και τη πραγματοποίηση δράσεων όταν επιλέγουμε εμείς. Έτσι, οι συμβιβασμοί μονάχα ισχυροποιούν τη θέση του κράτους και του κεφαλαίου απέναντί μας. Για όσους επιθυμούν να διευρύνουν την πιθανότητα της εξέγερσης, για όσους δεν σκέφτονται την επανάσταση ως απλά τον σχηματισμό ενός νέου εξουσιαστικού οικοδομήματος, αλλά θέλουν την καταστροφή κάθε συστήματος που μας αποξενώνει από τις δυνατότητές μας, τέτοιοι συμβιβασμοί αντιτίθενται στους σκοπούς τους. Να αρνείσαι πάντοτε τη συνδιαλλαγή με το κράτος σημαίνει να είσαι σε διαρκή σύγκρουση με την κατεστημένη τάξη και τους θεσμούς κυριαρχίας και αποξένωσης. Η διαρκής σύγκρουση είναι η ανεξέλεγκτη αυτόνομη δράση που δεν συνδιαλέγεται με καμία εξουσία.

Πηγή: Do Or Die #10, σελ 262-264

Μεταφραση: Εκδόσεις για τη Διάδοση της Μεταδοτικής Λύσσας * Νοέμβρης 2006 //

Categories
Alfredo M. Bonanno Insurrection Jean Weir

Για το ζήτημα της οργάνωσης – Insurrection

Πηγή: περιοδικό «Insurrection»

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Ιούνης 2007

Πέρα από την οργάνωση της σύνθεσης

Αντί για μια αναρχική οργάνωση σύνθεσης αυτό που προτείνουμε είναι μια άτυπη αναρχική οργάνωση βασισμένη στον αγώνα και στην ανάλυση που προκύπτει από αυτόν.

Οι αναρχικοί κάθε τάσης αρνούνται το μοντέλο της ιεραρχικής και εξουσιαστικής οργάνωσης. Αρνούνται τα κόμματα, τις κάθετες δομές που επιβάλλουν γραμμές από τα πάνω κλπ με έναν λιγότερο ή περισσότερο προφανή τρόπο. Θέτοντας την απελευθερωτική επανάσταση σαν την μόνη λύση των κοινωνικών προβλημάτων, οι αναρχικοί θεωρούν ότι τα μέσα που χρησιμοποιούνται σε αυτόν τον μετασχηματισμό προσδιορίζουν και τους σκοπούς που θα επιτευχθούν. Και οι εξουσιαστικές οργανώσεις δεν αποτελούν φυσικά μέσο για την απελευθέρωση.

Ταυτόχρονα δεν αρκεί να συμφωνεί κανείς στα παραπάνω μόνο στα λόγια. Είναι επίσης αναγκαίο να το θέσει σε πρακτική εφαρμογή. Κατά τη γνώμη μας μια αναρχική δομή όπως οι σταθερές οργανώσεις της σύνθεσης παρουσιάζουν ουκ ολίγους κινδύνους. Όταν αυτού του είδους οι οργανώσεις αναπτύχθηκαν σε πλήρη δύναμη όπως στην Ισπανία το 1936, φάνηκε καθαρά η ομοιότητά τους με τα κόμματα. Η σύνθεση μετατράπηκε σε έλεγχο. Οπωσδήποτε σε ήσυχες περιόδους κάτι τέτοιο είναι ελάχιστα ορατό, έτσι αυτά που λέμε τώρα ίσως ακούγονται κάπως βλάσφημα.

Αυτού του είδους οι οργανώσεις βασίζονται σε ομάδες ή άτομα που βρίσκονται σε λίγο-πολύ συνεχή επαφή μεταξύ τους, και οι μεγάλες τους στιγμές είναι τα περιοδικά συνέδριά τους. Σ αυτά τα συνέδρια συζητείται η βασική ανάλυση, χαράσσεται ένα πρόγραμμα και μοιράζονται τα καθήκοντα καλύπτοντας ολόκληρη τη γκάμα της κοινωνικής παρέμβασης. Είναι μια οργάνωση σύνθεσης γιατί αυτό-ορίζεται συνδετικός κρίκος κάθε αγώνα που διεξάγεται στην ταξική σύγκρουση. Διάφορες ομάδες παρεμβαίνουν στους αγώνες, συνεισφέρουν σε αυτούς, χωρίς όμως να παρεκκλίνουν από την θεωρητική και πρακτική γραμμή που αποφάσισε η οργάνωση στην ολότητά της, στο συνέδριο.

Τώρα, κατά την άποψή μας, μια οργάνωση δομημένη με αυτόν τον τρόπο, διατρέχει τον κίνδυνο να μείνει σε σχέση με την αποτελεσματικότητα του επιπέδου του αγώνα, καθώς ο κύριος σκοπός της, διεξάγοντας την αγώνα αυτόν είναι να τον εγκολπώσει στο συνθετικό σχεδιασμό της, κι όχι να τον ωθήσει προς μια εξεγερτική πραγμάτωση. Ένας από τους βασικούς στόχους της είναι η αριθμητική αύξηση σε μέλη. Κατά συνέπεια τείνει να κρατάει τους αγώνες στο χαμηλότερο κοινό παρονομαστή κινδυνολογώντας, φρενάροντας έτσι κάθε κίνηση προς τα μπρος ή κάθε επιλογή που κρίνεται αρκετά εκτεθειμένη ή παρακινδυνευμένη.

Φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι όλες οι ομάδες που ανήκουν σε οργανώσεις σύνθεσης δρουν αυτόματα με αυτόν τον τρόπο: συχνά σύντροφοι είναι αρκετά αυτόνομοι ώστε να επιλέξουν τις πιο αποτελεσματικές προτάσεις και στόχους σε μια δεδομένη κατάσταση. Είναι ένας εσωτερικός μηχανισμός των οργανώσεων σύνθεσης που όμως οδηγεί σε αποφάσεις προβληματικές για την κατάσταση, μιας και ο κύριος στόχος της οργάνωσης είναι να αυξηθεί σε ένα όσο το δυνατόν πιο διευρυμένο μέτωπο αγώνα. Τείνει να αποφεύγει να πάρει μια καθαρή τοποθέτηση σε κάποια ζητήματα, αλλά βρίσκει έναν τρόπο, ένα πολιτικάντικο μονοπάτι να γίνει αποδεκτή από τους πολλούς και να δυσαρεστήσει όσο το δυνατόν λιγότερους.

Οι αντιδράσεις που δεχόμαστε όταν κάνουμε κάποια ανάλογη κριτική συχνά υπαγορεύεται από ένα είδος φόβου και προκατάληψης. Ο κύριος φόβος είναι αυτός του αγνώστου που μας σπρώχνει προς τυπικά οργανωτικά σχήματα. Αυτό μας εξασφαλίζει από την αναζήτηση και το ρίσκο του να βρεθούμε μπλεγμένοι σε άγνωστες καταστάσεις. Αυτό γίνεται φανερό όταν βλέπουμε την τεράστια ανάγκη ορισμένων συντρόφων για μια τυπική οργάνωση που επιτάσσει η ανάγκη μιας προκαθορισμένης σταθερότητας, συνέπειας και εργασίας βάσει ενός προγράμματος που η οργάνωση αυτή θα υποδεικνύει. Στην πραγματικότητα αυτά τα στοιχεία εξυπηρετούν μάλλον την ανάγκη μας για σταθερότητα παρά την επαναστατική αναγκαιότητα.

Από την άλλη, πιστεύουμε ότι η άτυπη οργάνωση μπορεί να παρέχει έγκυρες αφετηρίες για το ξεπέρασμα αυτής της αβεβαιότητας. Αυτή η διαφορετική οργανωτική μορφή μας φαίνεται ικανή να αναπτύξει – αντίθετα με την τυπική οργάνωση σύνθεσης – πιο συνεκτικές και δημιουργικές σχέσεις, καθώς αυτές βασίζονται στην εγγύτητα και την προσωπική γνώση του άλλου. Επιπλέον, η στιγμή που αγγίζει τις πραγματικές δυνατότητές της είναι όταν συμμετέχει σε συνεκτικές καταστάσεις πάλης, κι όχι όταν φιλολογεί για θεωρητικές ή πρακτικές πλατφόρμες, οργανωτικούς κανόνες και γραμμές.

Μια άτυπη οργάνωση δεν χτίζεται πάνω σε ένα καθορισμένο πρόγραμμα ενός συνεδρίου. Το σχέδιο της πραγματοποιείται από τους ίδιους του συντρόφους που δρουν μέσα στα πεδία του αγώνα και στην ίδια την ανάπτυξη του αγώνα. Η οργάνωση αυτή δεν αναγνωρίζει προνομιακά θεωρητικά ή πρακτικά μέσα, ούτε έχει προβλήματα σύνθεσης. Το βασικό της σχέδιο είναι αυτή της παρέμβασης σε έναν αγώνα με έναν εξεγερτικό σκοπό. Όσο και να αυξάνονται τα όρια των συντρόφων που συμμετέχουν σε μια άτυπη οργάνωση, κι όποιες συνέπειες και να έχει αυτό, η μέθοδος εξακολουθεί να μας φαίνεται έγκυρη και θεωρούμε μια πρακτική και θεωρητική επεξεργασία της να αξίζει τον κόπο!

Πέρα από τον εργατισμό – πέρα από τον συνδικαλισμό

Η χρεοκοπία του συνδικαλισμού συνεπάγεται και το τέλος του εργατισμού. Για μας αποτελεί επίσης και το τέλμα της ποσοτικής αυταπάτης που τρέφει τα κόμματα και τις τυπικές οργανώσεις της σύνθεσης. Η ανταρσία του μέλλοντος θα πρέπει να αναζητήσει νέα μονοπάτια. Ο συνδικαλισμός είναι σε παρακμή. Ευτυχώς ή δυστυχώς μαζί του χάνεται μια ολόκληρη εποχή, ένα μοντέλο αγώνα και μια ουτοπία που μεταφραζόταν σε βελτιωμένη και διορθωμένη αναπαραγωγή του παλιού κόσμου. Βαδίζουμε προς νέους και ριζικούς μετασχηματισμούς, στις παραγωγικές δομές, στην κοινωνική οργάνωση- Μέθοδοι αγώνα, προοπτικές ακόμα και βραχυπρόθεσμα σχέδια μετασχηματίζονται επίσης.

Σε μια ολοένα επεκτεινόμενη βιομηχανική κοινωνία ο συνδικαλισμός αναδιατάσσεται από εργαλείο πίεσης σε εργαλείο υποστήριξης της παραγωγικής δομής, στην ουσία της. Ο επαναστατικός συνδικαλισμός έχει επίσης δείξει τα όριά του: ωθώντας τους πιο μαχητικούς εργάτες προς τα μπρος, ενώ ταυτόχρονα τους τραβούσε προς τα πίσω, ανίκανος να αντιμετωπίσει την μελλοντική κοινωνία ή τις δημιουργικές ανάγκες της επανάστασης. Τα πάντα παρέμειναν εγκλωβισμένα στην εργοστασιακή δομή. Ο εργατισμός δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τον εξουσιαστικό κομμουνισμό. Η εμμονή σε πρωτοποριακά πεδία της ταξικής σύγκρουσης παραμένει σήμερα μια από τις καλύτερα ριζωμένες συνήθειες που δυσκολευόμαστε να ξεκόψουμε.

Τέλος του συνδικαλισμού, λοιπόν. Κάτι που λέγαμε εδώ και 15 χρόνια. Από την μία αυτό προκάλεσε πικρόχολα σχόλια και κατάπληξη, ιδιαίτερα όταν περιλάβαμε τον αναρχοσυνδικαλισμό στην κριτική μας. Σήμερα κάτι τέτοιο γίνεται πιο εύκολα αποδεκτό. Βασικά, ποιος δεν ασκεί κριτική στα συνδικάτα σήμερα; Κανείς ή σχεδόν κανείς. Όμως η σύνδεση εδώ παραβλέπεται. Η κριτική μας στο συνδικαλισμό είναι επίσης κριτική στην «ποσοτική» λογική που εσωκλείει όλα τα εμβρυακά χαρακτηριστικά του κόμματος. Είναι επίσης μια κριτικής στις τυπικές οργανώσεις σύνθεσης. Είναι επίσης μια κριτική της ταξικής κουλτούρας δανεισμένη από τον αστισμό και φιλτραρισμένη από τα πρότυπα της λεγόμενης προλεταριακής ηθικής. Όλα αυτά δεν μπορούν να αγνοηθούν. Αν αρκετοί σύντροφοι συμφωνούν μ εμάς σήμερα στην παραδοσιακή κριτική του συνδικαλισμού, αυτοί που έχουν μια άποψη για όλες τις συνέπειες που εγείρει είναι λιγοστοί.

Μπορούμε να παρέμβουμε στον κόσμο της παραγωγής χρησιμοποιώντας μέσα που δεν μπορεί να οικειοποιηθεί η ποσοτική λογική. Κατά συνέπεια δεν μπορούν να έχουν πίσω τους συγκεκριμένες αναρχικές οργανώσεις που εργάζονται στην υπόθεση της επαναστατικής σύνθεσης. Αυτό μας οδηγεί σε διαφορετικές μεθόδους παρέμβασης, αυτή της δημιουργίας εργοστασιακών πυρήνων ή περιφερειακών πυρήνων που θα περιορίζονται στη διασύνδεση με μια συγκεκριμένη αναρχική δομή, και βασίζονται εξ ολοκλήρου στην εγγύτητα. Είναι από τη σχέση ανάμεσα στους πυρήνες βάσης και συγκεκριμένες αναρχικές οργανώσεις που προκύπτει ένα νέο μοντέλο επαναστατικής πάλης, για να προσβάλει τις δομές του κεφαλαίου και του κράτους μέσα από εξεγερτικές μεθόδους.

Αυτό επιτρέπει μια καλύτερη ανάλυση των βαθύτερων μετασχηματισμών που λαμβάνουν χώρα στις παραγωγικές δομές. Το εργοστάσιο τείνει να εξαφανιστεί, νέα παραγωγικά μοντέλα παίρνουν τη θέση του, βασιζόμενα κυρίως στην αυτοματοποίηση. Οι εργάτες του χθες θα μετατραπούν μερικά σε μια υποστηρικτική δύναμη ή απλά σε μια βραχυπρόθεσμη κατάσταση ημι-εξασφάλισης και μακροπρόθεσμα επιβίωσης. Νέες μορφές εργασίας εμφανίζονται στον ορίζοντα. Ήδη οι παραδοσιακοί εργάτες δεν υπάρχουν πια. Μαζί τους και ο συνδικαλισμός. Ή τουλάχιστον δεν υπάρχει στην μορφή που υπήρχε μέχρι σήμερα. Έχει γίνει απλά μια ακόμα επιχείρηση.

Ένα φάσμα διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων, όλες τους υπό τον μανδύα της συμμετοχικής, του πλουραλισμού, της δημοκρατίας κλπ επεκτείνεται σε ολόκληρη την κοινωνία τσακίζοντας τις δυνάμεις της ανατροπής. Οι πιο οξείες στιγμές του επαναστατικού σχεδίου θα συκοφαντηθούν, θα ποινικοποιηθούν. Αλλά ο αγώνας θα βρει νέους δρόμους, θα διαχυθεί σε χιλιάδες υπόγεια ρεύματα που θα ζωογονήσουν άπειρες εκρήξεις οργής και καταστροφής ντυμένες με νέους και ακατανόητους συμβολισμούς.

Ως αναρχικοί πρέπει να προσέχουμε, κουβαλάμε ένα βαρύ φορτίο από παλιά, να μη μείνουμε μακριά από ένα φαινόμενο που δε θα μπορούμε να αντιληφθούμε και του οποίου η βία μπορεί να μας τρομάξει. Πρέπει να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε την ανάλυσή μας πλήρως.

Η άτυπη οργάνωση

Η άτυπη αναρχική οργάνωση δεν έχει σε τίποτα να κάνει με προγράμματα, πλατφόρμες ή σημαίες αλλά βασίζεται σε μια κοινή εγγύτητα μεταξύ συντρόφων που στοχεύουν στην παρέμβαση στους κοινωνικούς αγώνες βάσει ενός εξεγερτικού σχεδιασμού. Υπό αυτή την έννοια εμφανίζεται στα πεδία του κοινωνικού πολέμου και ως τέτοια τον επηρεάζει.

Αναρχικές ομάδες και άτομα βρίσκονται διάσπαρτα στο χάρτη, συχνά με ελάχιστη ή καθόλου επαφή μεταξύ τους, και λιγοστές ιδέες στις μεθόδους και τις πιθανότητες μιας παρέμβασης στην κοινωνική πραγματικότητα. Υπάρχει μια σαφής παρουσία σε ορισμένους τομείς, ιδιαίτερα μιας συνδικαλιστικής φύσης. Σε άλλους υπάρχει δράση όπως ενάντια στις πυρηνικές εγκαταστάσεις. Το ευρύτερο πεδίο παρέμβασης είναι αυτό της αντιπληροφόρησης και της προπαγάνδας.

Ένα αναρχικό κίνημα που είναι πραγματικά ενεργό και επιθετικό χρειάζεται δυο κύριους παράγοντες: εύχρηστα και εναλλασσόμενα εργαλεία και έναν στόχο με σαφή προοπτική. Πιστεύουμε ότι οι άτυπες οργανώσεις και οι εξέγερση είναι μια συνεκτική πιθανότητα που παρουσιάζεται τη δεδομένη στιγμή.

Έχει ήδη ειπωθεί ότι η οργάνωση της σύνθεσης βασισμένη σε συνέδρια και πολιτικά προγράμματα, είναι μια δομή που λόγω των εσωτερικών χαρακτηριστικών της και των μηχανισμών που την υποστηρίζουν δεν μπορεί να αποτελεί ένα οικειοποιήσιμο εργαλείο για τους συντρόφους που επιθυμούν να δράσουν σε μια εξεγερτική τροχιά. Τα πολιτικά προγράμματα και οι πλατφόρμες είναι οργανωτικά μοντέλα τα οποία, από μια εξεγερτική σκοπιά, έχουν δώσει ότι καλύτερο είχαν, χωρίς να είναι αρκετό.

Κάτι που είναι σημαντικό στην άτυπη αναρχική οργάνωση είναι η ουσιαστική γνώση μεταξύ των μελών. Αυτό και η εγγύτητα μεταξύ των συντρόφων είναι που αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της οργανωτικής μορφής της.

Έχουμε όλοι φτάσει σε κάποιες αναρχικές θέσεις με τον καιρό, με ώριμες απόψεις σχετικά με τα κοινωνικά προβλήματα. Έχουμε επίσης κάποιες ιδέες σχετικά με το πώς να παρέμβουμε στην κοινωνική πραγματικότητα και τις σχετικές στρατηγικές επιλογές που μένει να κάνουμε. Λοιπόν, ας βουτήξουμε στα προβλήματα αυτά, να βεβαιωθούμε κατά πόσο συμφωνούμε σε ορισμένα σημεία, να βρούμε τι σκεφτόμαστε. Φυσικά, δεν είναι εύκολο. Ωστόσο δεν είναι ποτέ άχρηστο να αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλον. Χωρίς αυτό, καμιά άτυπη δομή ή σχέση δεν είναι δυνατή.

Αυτή η πρόταση δε σημαίνει ότι οφείλει ο καθένας να συμφωνεί με το κάθε ζήτημα που τίθεται. Η εγγύτητα δεν έχει να κάνει με κάποιο πανομοιότυπο μοντέλο προς αποδοχή. Η γνώση των άλλου είναι μια αέναη διαδικασή που φτάνει σε μεγαλύτερα ή μικρότερα βάθη σύμφωνα με τις συνθήκες και τους σκοπούς του καθένα.

Το βασικό σχέδιο μιας άτυπης αναρχικής οργάνωσης έχει, κατά τη γνώμη μας, ως αντικείμενο την παρέμβαση σε αγώνες βάσει μιας εξεγερτικής λογικής. Η οργάνωση αυτή δεν πριμοδοτεί έναν τομέα εις βάρος ενός άλλου, δεν έχει μια ορισμένη κεντρικότητα. Επιλέγει ένα αντικείμενο που τη δεδομένη στιγμή παρουσιάζει ένα γόνιμο πεδίο ταξικής σύγκρουσης και καλλιεργεί την προοπτική της εξέγερσης. Η συζήτηση σε αυτό το σημείο είναι ανοιχτή. Η κριτική ότι η εξέγερση δεν είναι μια έγκυρη πρόταση για το σήμερα, μερικές φορές τείνει να μπερδεύει την εξέγερση με αυτό που παλιά ήταν γνωστό ως «προπαγάνδα με τη δράση». Αντίθετα, θεωρούμε ότι το εξεγερτικό σχέδιο αποκτά τη δυνατότητα να χτυπήσει την εξουσία σε κάθε εκδήλωσή της μέσα από την όξυνση της αναρχικής άτυπης οργάνωσης, πάντοτε όμως εξασφαλίζοντας μαζική συμμετοχή, αποδεικνύοντας τη δυνατότητα και την εγκυρότητα τέτοιων δράσεων.

Με αυτήν την έννοια είναι δυνατό να είσαι παρών στον ταξικό πόλεμο και να αυξήσεις τον πήχη της σύγκρουσης.

Βλέπουμε λοιπόν τις άτυπες οργανώσεις σαν έναν αριθμό συντρόφων που συνδέονται με μια κοινή εγγύτητα. Όσο αυξάνονται τα προβλήματα που οι σύντροφοι αυτοί αντιμετωπίζουν από κοινού, τόσο θα εντείνεται η κοινότητά τους. Ακολούθως η πραγματική οργάνωση, η ικανότητά τους να δρουν από κοινού π.χ. να γνωρίζουν πώς θα βρίσκονται, πώς θα μελετούν και θα αναλύουν τα προβλήματα, θα αναλαμβάνουν δράση κλπ. όλα έχουν να κάνουν με την εγγύτητα που έχουν αναπτύξει και τίποτα κοινό με τα προγράμματα, τις πλατφόρμες, τις σημαίες ενός λιγότερο ή περισσότερο συγκαλυμμένου κόμματος. Η άτυπη οργάνωση είναι λοιπόν μια συγκεκριμένη οργανωτική μορφή που αναπτύσσεται σε μια κοινή εγγύτητα.

Δίχως αμφιβολία, κάτι τέτοιο θα αποφέρει μια αριθμητική αύξηση της οργάνωσης, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι ο κύριος σκοπός της δράσης. Καθώς μια τέτοια οργάνωση αναπτύσσεται θα οικειοποιηθεί κοινά μέσα παρέμβασης. Πρώτα πρώτα ένα εργαλείο ανοιχτής συζήτησης απαραίτητο για την ανάλυσή της, όπως μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό, ικανό να παρέχει πληροφορίες πάνω σε μια ευρύτερη κλίμακα ζητημάτων και θα γίνει σημείο αναφοράς για μια ολοένα επιβεβαιούμενη εγγύτητα ή διασπορά απόψεων μεταξύ των ομάδων και των ατόμων.

Ακόμα, αυτές οι συγκεκριμένες ομάδες μπορούν επίσης να σχηματίσουν δομές βάσης περιλαμβάνοντας τους εκμεταλλευμένους σε συγκεκριμένα πεδία αγώνα, όχι σαν στοιχείο ανάπτυξης του εκάστοτε κινήματος. Με αυτήν την οπτική γίνεται περιττό να οικοδομηθεί μια σταθερή δομή προκειμένου να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα ζητήματα.

Οι δομές βάσεις έχουν έναν και μόνο σκοπό. Όταν ο σκοπός επιτυγχάνεται, ή όταν η απόπειρα αποτυγχάνει, η δομή είτε διευρύνεται σε μια κατάσταση γενικευμένης εξέγερσης είτε αποσύρεται, ανάλογα με την υπόθεση.

Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι παρόλο που ο συνδετικός ιστός της άτυπης οργάνωσης είναι η εγγύτητα των συντρόφων, η κινητήριος δύναμή της είναι πάντοτε η δράση. Αν περιορίζεται μονάχα στο πρώτο, κάθε σχέση θα παρακμάσει σε έναν ελιτίστικο βυζαντινισμό, όπου το μόνο που θα απασχολεί τον καθένα θα είναι να κρύψει την αδράνειά του.

Τα προβλήματα που άγγιξε το άρθρο αυτό αξιώνουν μια μεγαλύτερη ανάλυση και καλούμε όλους τους συντρόφους να συμμετάσχουν στη συζήτηση πάνω σε αυτά.

Αυτόνομοι πυρήνες βάσης

Ως πιο μαζικές δομές, οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης, είναι τα στοιχεία που συνδέουν τις αναρχικές άτυπες οργανώσεις με τους κοινωνικούς αγώνες. Οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης δεν είναι κάποια πρωτόγνωρη μορφή αγώνα. Προσπάθειες σε αυτήν την κατεύθυνση γίνονται στην Ιταλία την τελευταία δεκαετία. Η πιο σημαντική ήταν αυτή του Αυτόνομου Κινήματος των σιδηροδρομικών εργατών του Τορίνο, και οι αυτό-οργανωμένοι αγώνες ενάντια στην βάση πυραύλων Cruise στο Comiso.

Πιστεύουμε δίχως αμφιβολία ότι ο επαναστατικός αγώνας είναι μια υπόθεση των μαζών. Κατά συνέπεια βλέπουμε την ανάγκη να οικοδομηθούν δομές ικανές να συνδέσουν όσο περισσότερες ομάδες εκμεταλλευομένων γίνεται. Πάντα βλέπαμε με κριτικό μάτι τη συνδικαλιστική προοπτική τόσο εξ αιτίας της περιορισμένης και περιοριστικής λειτουργίας της, όσο και χάρη στην τραγική ιστορική διαδρομή της που κανένα συνθετικό «αναρχο-» δεν μπορεί να ξεπλύνει. Έτσι φτάσαμε στην υπόθεση της οικοδόμησης αυτόνομων πυρήνων βάσης που θα απορρίπτουν τα χαρακτηριστικά των μικρο-συνδικαλιστικών δομών, έχοντας διαφορετικούς στόχους και οργανωτικές σχέσεις.

Μέσα από τις δομές αυτές γίνεται μια προσπάθεια να συνδεθεί το συγκεκριμένο αναρχικό κίνημα με τους κοινωνικούς αγώνες. Ένα σοβαρό εμπόδιο στάθηκε το ζήτημα της εχεμύθειας και της ασυνεννοησίας μεταξύ συντρόφων, στο δρόμο προς μια οργανωτική μέθοδο. Είναι στις στιγμές της δράσης που έρχονται στην επιφάνεια οι διαφορές μεταξύ συντρόφων που όλοι συμφωνούν σε ζητήματα αναρχικής προπαγάνδας, αντικρατικού αγώνα, αυτοοργάνωσης και άμεσης δράσης. Όμως, καθώς βαδίζουμε προς μια οργανωτική φάση, πρέπει να αναπτύσσουμε ένα σχέδιο συμβατό με το επίπεδο της ταξικής σύγκρουσης του παρόντος.

Πιστεύουμε ότι εξαιτίας των βαθιών κοινωνικών μετασχηματισμών είναι αδιανόητο για μια συγκεκριμένη δομή να προσπαθήσει να συμπυκνώσει κάθε οικονομικό και κοινωνικό αγώνα εντός της. Σε κάθε περίπτωση, για ποιο λόγο θα έπρεπε οι εκμεταλλευόμενοι να εισχωρήσουν και να γίνουν μέλη μιας συγκεκριμένης αναρχικής οργάνωσης, προκειμένου να διεξάγουν τους δικούς τους αγώνες; Μια ριζοσπαστική αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας � της εκμετάλλευσης – μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επανάσταση. Αυτός είναι ο λόγος που παρεμβαίνουμε βάσει ενός εξεγερτικού σχεδίου. Οι αγώνες του αύριου μπορούν να έχουν θετικά αποτελέσματα μόνο αν υπάρχει μια σαφής και αποτελεσματική σχέση μεταξύ των άτυπων αναρχικών οργανώσεων και των μαζικών δομών των αυτόνομων πυρήνων βάσης.

Ο πρωταρχικός στόχος του πυρήνα δεν είναι η κατάργηση του Κράτους ή του Κεφαλαίου, τα οποία μένουν στην πραγματικότητα αλώβητα όσο παραμένουν αφηρημένες έννοιες. Το αντικείμενο του πυρήνα είναι ο αγώνας και η επίθεση στο συγκεκριμένο Κράτος και το συγκεκριμένο Κεφάλαιο στις μικρότερες και πιο ευάλωτες δομές τους, σύμφωνα με έναν εξεγερτικό σχεδιασμό.

Οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης είναι μαζικές δομές που συγκροτούν το πεδίο συνάντησης της άτυπης αναρχικής οργάνωσης και των κοινωνικών αγώνων. Η οργάνωση των ίδιων των πυρήνων διέπεται από τα εξής χαρακτηριστικά: * Αυτονομία από κάθε πολιτικό, συνδικαλιστικό ή κομματικό φορέα. * Διαρκής σύγκρουση – μια συνεχής και αποτελεσματική αντιπαράθεση με προκαθορισμένους στόχους, κι όχι σποραδικές περιστασιακές παρεμβάσεις. * Επίθεση: – η άρνηση του συμβιβασμού, της μετριοπάθειας ή του βολέματος που υποσκάπτουν την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου.

Όσον αφορά τους σκοπούς, αυτοί προαποφασίζονται και πραγματοποιούνται μέσα από επιθέσεις στις καταπιεστικές, στρατιωτικές και παραγωγικές δομές κλπ. Η σημασία της διαρκούς σύγκρουσης και της επίθεσης είναι θεμελιώδεις. Οι επιθέσεις αυτές οργανώνονται από τους πυρήνες σε συνεργασία με συγκεκριμένες αναρχικές δομές που παρέχουν πρακτική και θεωρητική υποστήριξη, αναπτύσσοντας την έρευνα για τα απαιτούμενα μέσα για κάθε δράση, καταδεικνύοντας τις δομές και τα πρόσωπα που ευθύνονται για την καταπίεση, και παρέχοντας ένα μίνιμουμ αυτοπροστασίας απέναντι σε απόπειρες πολιτικής ή ιδεολογικής επαναφομοίωσης από την εξουσία είτε απέναντι στην ωμή καταστολή.

Με μια πρώτη ματιά, η σχέση ανάμεσα στην άτυπη αναρχική οργάνωση και στους αυτόνομους πυρήνες βάσης ίσως μοιάζει αντιφατική. Η οργάνωση θέτει σε κίνηση ένα εξεγερτικό σχέδιο, ενώ οι πυρήνες βάσης μοιάζουν να κινούνται σε μια τελείως διαφορετική διάσταση, ενός μερικού αγώνα. Όμως ο αγώνας παραμένει τέτοιος μόνο στο ξεκίνημά του. Αν η ανάλυση στην οποία βασίζεται το σχέδιο ταυτιστεί με τα συμφέροντα των εκμεταλλευομένων στην κατάσταση την οποία υφίστανται, τότε μια εξεγερτική διέξοδος του αγώνα εμφανίζεται σαν πιθανότητα. Φυσικά, αυτό δεν αποτελεί κάτι δεδομένο. Ούτε και μπορεί να το εγγυηθεί κανείς.

Η μέθοδος αυτή έχει κατηγορηθεί ως ατελής και ότι δεν υπολογίζει το γεγονός ότι μια επίθεση εναντίον ενός ή περισσοτέρων δομών του καπιταλισμού πάντοτε καταλήγει στην ένταση της καταστολής. Οι σύντροφοι μπορούν να λάβουν υπόψη τους αυτές τις κατηγορίες μόνοι τους. Όσον αφορά εμάς, πιστεύουμε ότι δεν είναι ποτέ δυνατό να προβλέψεις το αποτέλεσμα ενός αγώνα στο ξεκίνημά του. Ακόμα κι ένας περιορισμένος αγώνα μπορεί να επιφέρει τις πιο απρόβλεπτες συνέπειες. Και σε κάθε περίπτωση, το πέρασμα από τις διάχυτες εξεγέρσεις – περιορισμένες και μερικές – στην επανάσταση δεν μπορεί να είναι κάτι το εγγυημένο, από καμία διαδικασία. Προχωράμε κριτικά και με σφάλματα, και προτρέπουμε όποιον έχει κάποια καλύτερη μέθοδο να την δοκιμάσει!

Οι ομάδες συγγενείας

Αντίθετα με όσα νομίζουν πολλοί, οι ομάδες συγγενείας μεταξύ συντρόφων δεν εξαρτώνται από τη συμπάθεια ή το συναισθηματισμό. Η εγγύτητα σημαίνει την καλή γνώση του άλλου, να ξέρεις τι σκέφτεται πάνω στα κοινωνικά ζητήματα, και πως νομίζει ότι μπορεί να παρέμβει στη ταξική σύγκρουση. Το βάθεμα αυτής της γνώσης μεταξύ των συντρόφων είναι ένα ζήτημα που συχνά τίθεται σε δεύτερη μοίρα, προκειμένου να ευνοηθεί η αποτελεσματικότητα της δράσης.

Ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα που χρειάζεται να αντιμετωπίσουν οι αναρχικοί σε όλη την ιστορία τους, είχε να κάνει με την μορφή της οργάνωσης του αγώνα. Στην μια άκρη του φάσματος βρίσκουμε τους ατομικιστές που αρνούνται κάθε είδους σταθερής σχέσης, στην άλλη αυτούς που υποστηρίζουν μια μόνιμη οργάνωση, που δρα βάσει ενός προγράμματος βασισμένου στη στιγμή της ίδρυσής της. Και οι δύο αυτές μορφές έχουν χαρακτηριστικά που επιδέχονται μιας κριτικής από εξεγερσιακή σκοπιά.

Πράγματι, όταν οι ατομικιστές χτυπούν τον ταξικό εχθρό, βρίσκονται συχνά πολύ μπροστά από τα πιο μαχητικά ταξικά στοιχεία της εποχής, και οι δράσεις τους δε γίνονται κατανοητές. Αντιθέτως, οι υποστηρικτές της σταθερής οργάνωσης συχνά περιμένουν μέχρι να εμφανιστεί ένας σεβαστός αριθμός εκμεταλλευομένων που θα καθορίσει το πώς και πότε θα χτυπηθεί ο ταξικός εχθρός. Οι δράσεις των πρώτων βρίσκονται πολύ μπροστά από το επίπεδο του αγώνα, των δεύτερων πολύ πίσω. Ένας από τους λόγους αυτής της ανικανότητας είναι κατά την άποψή μας η έλλειψη προοπτικής. Σαφώς, κανείς δεν έχει μια τέλεια συνταγή χωρίς μειονεκτήματα, μπορούμε ωστόσο να καταδείξουμε τα όρια που διαβλέπουμε σε κάθε είδους οργάνωση, και να ανιχνεύσουμε πιθανές εναλλακτικές. Μία από αυτές είναι γνωστή σαν “ομάδες συγγενείας”.

Ο όρος αυτός επιζητά μια εξήγηση. Η «συγγένεια» που αναφέρει συχνά γίνεται αντιληπτή κάπως συναισθηματικά. Παρόλο που δεν είναι απόλυτα διαχωρισμένο, ο όρος δε θα πρέπει να λαμβάνεται ως συνώνυμο. Μπορεί να βρισκόμαστε κοντά με συντρόφους που δεν μας είναι συμπαθείς, κι αντίστροφα. Βασικά, η «συγγένεια» με τους συντρόφους σημαίνει την καλή τους γνώση, το βάθεμα της αντίληψης του ενός για τον άλλο. Όσο αυτή η γνώση αυξάνεται, η συνεργασία μπορεί να αυξηθεί στο βαθμό του να γίνεται εφικτό να δρούμε μαζί, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να μειωθεί με την έννοια ότι κάτι τέτοιο να είναι δύσκολο για πρακτικούς λόγους.

Η γνώση του άλλου είναι μια αέναη διαδικασία που μπορεί να διακοπεί σε κάθε επίπεδο ανάλογα με τις συνθήκες και τους στόχους που θέλει ο καθένας να φτάσει. Έτσι ο καθένας μπορεί να έχει μια εγγύτητα στο να κάνει κάποια πράγματα μαζί με κάποιον άλλον, και όσον αφορά κάποια άλλα, όχι. Είναι προφανές ότι όταν μιλάμε για γνώση του άλλου, δεν εννοούμε να αναλύουμε τα προσωπικά μας προβλήματα, αν και κάτι τέτοιο μπορεί να είναι σημαντικό όταν αυτά παρεμβάλλονται στο ζήτημα της εγγύτητας του ενός με τον άλλον. Με αυτήν την έννοια, η γνώση του άλλου δε συνεπάγεται αυτόματα και την στενή σχέση με αυτόν. Αυτό που έχει σημασία είναι να γνωρίζουμε πως ο σύντροφός μας σκέφτεται σχετικά με τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει στην ταξική σύγκρουση, πως μπορεί να παρέμβει, ποιες μεθόδους θεωρεί ότι σηκώνει η εκάστοτε περίσταση κλπ.

Το πρώτο βήμα σ αυτήν τη διαδικασία είναι η συζήτηση. Είναι προτιμότερο να υπάρχει μια δηλωμένη άποψη, όπως κάποιο κείμενο, ώστε τα διάφορα προβλήματα να αντιμετωπιστούν καίρια.

Μόλις έχουν ξεκαθαριστεί τα βασικά, οι ομάδες συγγενείας είναι πρακτικά σχηματισμένες. Το βάθεμα της γνώσης μεταξύ των συντρόφων συνεχίζεται σε σύνδεση με τη δράση τους σαν ομάδα και την κοινή τους αντιμετώπιση της πραγματικότητας σαν σύνολο. Όσο αυτή η πρόοδος λαμβάνει χώρα, η γνώση τους συχνά διευρύνεται και ισχυροποιεί τους δεσμούς μεταξύ τους. Αυτό ωστόσο είναι μια συνέπεια της εγγύτητας, όχι ο πρωταρχικός στόχος.

Συμβαίνει συχνά τα πράγματα να γίνονται αντίστροφα, να ξεκινά κάποιου είδους δράση και στην πορεία να πραγματοποιούνται οι αναγκαίες διευκρινήσεις, χωρίς να φτάσει στο επίπεδο της εγγύτητας που είναι αναγκαία προκειμένου να γίνει κάτι από κοινού. Τα πράγματα τότε αφήνονται στην τύχη, μιας και κάποιου είδους παραδοχές γίνονται από την ομάδα ήδη από το σχηματισμό της. Φυσικά αυτό δεν μπορεί να σταθεί: η ομάδα είτε παλινδρομεί μιας και δεν υπάρχει κάποιος σαφής δρόμος να πάρει, είτε ακολουθεί τις τάσεις του συντρόφου ή των συντρόφων με τις πιο αποσαφηνισμένες ιδέες σχετικά με το τι θέλουν, ενώ οι υπόλοιποι επιτρέπουν στους εαυτούς τους να παρασύρονται, συχνά με ελάχιστο ενθουσιασμό ή πραγματική δέσμευση.

Η ομάδα συγγενείας από την άλλη, βρίσκει τις δυνατότητές της και κατευθύνεται εξαρχής στη δράση, βασιζόμενη όχι στην ποσότητα των μελών της αλλά στην ποιοτική δύναμη ενός αριθμού ατόμων που εργάζονται μαζί σε ένα σχέδιο που αναπτύσσουν από κοινού όσο συμπορεύονται. Από το να αποτελέσει μια συγκεκριμένη δομή του αναρχικού κινήματος και της γκάμας των δραστηριοτήτων που παρουσιάζει αυτό – προπαγάνδα, άμεση δράση, ίσως κάποια παραγωγή εντύπων, συμμετοχή σε μια άτυπη οργάνωση κλπ – μπορεί επίσης να σχηματίσει έναν «πυρήνα βάσης» ή κάποια άλλη μαζική δομή κι έτσι να παρέμβει πιο αποτελεσματικά στην ταξική σύγκρουση.

Τεύχη του Insurrection στα αγγλικά: 325

1

Categories
Pierleone Porcu

Επαναστατική Αλληλεγγύη – Pierleone Porcu

Επαναστατική Αλληλεγγύη

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να δείξεις αλληλεγγύη σε συντρόφους που βρίσκονται στο στόχαστρο του Κράτους, καθένας από τους οποίους είναι μια ευθεία έκφραση του τρόπου που ο καθένας μας παρεμβαίνει στην ταξική σύγκρουση γενικότερα.

Υπάρχουν αυτοί που αντιμετωπίζουν την αλληλεγγύη σαν παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στον εκάστοτε συλληφθέντα σύντροφο, και αναλαμβάνουν μια ανάλογη δραστηριότητα: Αναζήτηση δικηγόρων, αποστολή χρημάτων και ρούχων στη φυλακή, επισκεπτήρια κλπ. Αυτή η απλώς ανθρωπιστική αλληλεγγύη επίσης μεταφράζεται και σε δημιουργία επιτροπών στήριξης και σχετικές καμπάνιες επιρροής της κοινής γνώμης.

Έπειτα υπάρχουν αυτοί που βλέπουν την αλληλεγγύη σαν ένα πολιτικό παιχνίδι στο οποίο μπορούν να κάνουν κάποιες «διακρίσεις» ώστε να μη βλαφτεί η εικόνα της δικής τους δραστηριότητας. Έτσι για ευκαιριακούς λόγους υπερασπίζονται κάποιον που δηλώνει αθώος, ενώ δεν στηρίζουν όποιον αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του.

’λλοι πάλι, μόλις εντοπίσουν πρόσφορο έδαφος για πολιτικό εισοδισμό, με όρους προπαγάνδας, τυπώνουν αμέσως φυλλάδια και τρικάκια σε αλληλεγγύη με τους συλληφθέντες συντρόφους, δηλώνοντας δηλαδή την αλληλεγγύη τους με λόγια, ενώ στην πράξη απέχουν μακράν από κάθε τέτοια στάση.

Έπειτα, υπάρχει η αλληλεγγύη σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο. Αυτή είναι η περίπτωση των μαρξιστών-λενινιστών της εκδοχής του μαχόμενου επαναστατικού κόμματος. Δείχνουν αλληλεγγύη μόνο στις περιπτώσεις κοντινών τους, και είναι αντίθετοι με κάθε έναν που δεν μοιράζεται ή δεν αναγνωρίζει τη δική τους πολιτική γραμμή ή στρατηγική, συχνά χρησιμοποιώντας τη λογοκρισία και την περιθωριοποίηση όσων θεωρούν ενοχλητικούς.

Τι εννοούμε τότε με τον όρο επαναστατική αλληλεγγύη; Η πρώτη όψη της είναι ότι η αλληλεγγύη υπάρχει ως προέκταση της εξεγερτικής κοινωνικής πρακτικής που ο καθένας εφαρμόζει μέσα στην ταξική σύγκρουση. Π.χ. σαν μια ευθεία επίθεση στις δομές εξουσίας, μεγάλες και μικρές που βρίσκονται στην περιοχή του καθένα. Κι αυτό γιατί το κάθε τι που επιδρά στην κοινωνική πραγματικότητα, περιλαμβανομένης της ποινικοποίησης και της καταστολής εναντίον οποιωνδήποτε συντρόφων θα έπρεπε να βαραίνει αυτές. Είναι τουλάχιστον κοντόφθαλμο να προσδιορίζεις την αιτία της καταστολής εναντίον συντρόφων αποκλειστικά στο αστυνομικό-νομοθετικό σύμπλεγμα. Η ποινικοποίηση και οι συλλήψεις συντρόφων θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται εντεταγμένα σε ένα συνολικότερο πλαίσιο του κοινωνικού αγώνα, ιδιαίτερα γιατί είναι πάντοτε τα πρώτα εργαλεία στο οπλοστάσιο του Κράτους για να αποθαρρύνει τη ριζοσπαστικοποίηση παντού. ’σχετα με το πόσο εκτεταμένη ή ασήμαντη είναι, κάθε όψη της καταστολής ανήκει στους συσχετισμούς του κοινωνικού αγώνα ενάντια στις δομές της κυριαρχίας.

Η δεύτερη όψη της είναι ότι κάθε επαναστάτης σύντροφος θα έπρεπε να έχαιρε υπεράσπισης εξ ορισμού, άσχετα από τις κατηγορίες που το ποινικό και αστυνομικό σύμπλεγμα του Κράτους του αποδίδει. Εκ πρώτης, γιατί τίθεται ένα θέμα απεγκλωβισμού των συλληφθέντων συντρόφων από την κατάσταση ομηρίας στην οποία έχουν πέσει. Επιπλέον είναι ένα ζήτημα να μην χάσεις τις ευκαιρίες ώστε να ενταθεί η επίθεση ενάντια στον «νόμο», εννοούμενο σαν τη ρυθμιστική έκφραση όλων των συσχετισμών εξουσίας που υπάρχουν στην κατεστημένη κοινωνία.

Η τρίτη όψη της επαναστατικής αλληλεγγύης έχει να κάνει με την άρνηση να αποδεχτείς τη λογική άμυνας που εμπεριέχεται σε κάθε συνταγματικό νόμο, όπως για παράδειγμα το πρόβλημα του «αθώος» ή «ένοχος» των κατηγορούμενων συντρόφων, κι αυτό γιατί έχουμε υπεραρκετούς λόγους να τους υπερασπιζόμαστε και κανέναν για να δικαιολογήσουμε τον πολιτικό οπορτουνισμό του να μην το κάνουμε. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας συνηγόρους, αλλά επαναστάτες αναρχικούς, πολέμιους της κατεστημένης κοινωνικής τάξης σε όλα τα μέτωπα. Στοχεύουμε στη ριζική καταστροφή ολόκληρης της ιεραρχίας της, δεν μας ενδιαφέρει να τη δικάσουμε όπως δικάζει αυτή εμάς. Γι αυτό το λόγο θεωρούμε κάθε δίωξη προλεταρίων από το Κράτος σαν επίθεση, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για συντρόφους, επίθεση εναντίον όλων μας κι ως τέτοια πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με όλα τα μέσα που θεωρούμε κατάλληλα, σύμφωνα με τις δυνατότητές μας και τις προσωπικές τάσεις μας.

Η τέταρτη και τελευταία όψη της σχετίζεται με τη στάση μας προς τους συλληφθέντες συντρόφους, προς τους οποίους επιφυλάσσουμε την ίδια συμπεριφορά με αυτή που έχουμε προς τους συντρόφους έξω. Αυτό σημαίνει ότι για την επαναστατική αλληλεγγύη πάντοτε και σε κάθε περίπτωση υποστηρίζουμε μια ριζοσπαστική κριτική. Δείχνουμε αλληλεγγύη στους φυλακισμένους συντρόφους χωρίς να κάνουμε εκπτώσεις στις ιδέες τους. Όσοι βρίσκονται αλληλέγγυοι σε φυλακισμένους συντρόφους δεν μοιράζονται απαραίτητα τις απόψεις και τις αναφορές τους, και το ίδιο ισχύει και για μας, στο βαθμό που τους αφορά. Υποστηρίζουμε ενεργά κάθε σύντροφο, όλα για όλα, αλλά στο βαθμό που τα όσα κάνουμε γι αυτούς δεν έρχονται σε αντίθεση με την ίδια την επαναστατική εξεγερσιακή στάση ζωής. Η δική μας είναι αποκλειστικά μια σχέση ανάμεσα σε κοινωνικούς επαναστάτες σε ανταρσία, καμιά υποχώρηση από αυτό. Δε θυσιάζουμε κανένα κομμάτι του εαυτού μας, όπως δεν περιμένουμε κι από κανέναν να κάνει το ίδιο. Θεωρούμε την αλληλεγγύη έναν τρόπο να αλληλοσυμπληρωνόμαστε, να απολαμβάνουμε μεγαλύτερη ικανοποίηση και σε καμία περίπτωση δεν τη θεωρούμε ένα καθήκον, μια θυσία για τον «ιερό σκοπό», γιατί πρόκειται για την ίδια την υπόθεσή μας, για τους ίδιους τους εαυτούς μας.

Ξεκινώντας από αυτή τη βάση, της στοιχειώδους σημασίας στην ανάπτυξη μιας αναρχικής εξεγερσιακής δράσης, η επαναστατική αλληλεγγύη παίρνει αυτό το νόημα, μιας και θα δείχναμε υλική υποστήριξη σε κάθε φίλο που καταλήγει στη φυλακή. Η επαναστατική αλληλεγγύη είναι ένα συστατικό στοιχείο της ίδιας της ύπαρξής μας ως εξεγερσιακοί αναρχικοί. Είναι σε αυτή τη διάσταση που πρέπει να εκδηλωθεί αδιάκοπα, ακριβώς γιατί έτσι συνεισφέρει στην διεύρυνση αυτού που ήδη κάνουμε.

Pierleone Porcu

[μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Φλεβάρης 2007] //

Categories
Uncategorized

Για την πόλη ως φυλακή

Οι τοίχοι της πόλης – C. G.

Μετάφραση από τα ιταλικά στα αγγλικά: Diavolo in Corpo #3
Μετάφραση στα ελληνικά: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Νοέμβρης 2007)

Η φυλακή είναι μόνο επιφανειακά η εξαίρεση στον κανόνα: η τιμωρία του εγκλήματος που διαπράχτηκε ή της αθωότητας έγκειται πραγματικά στην ολότητα της κοινωνίας όπου ο καθένας τιμωρεί τον άλλον επειδή απλώς βρίσκεται εκεί και όπου ο καθένας που διαθέτει μια σκέψη αναρωτιέται αυτό το πράγμα κάθε μέρα: γιατί με έριξαν εδώ; Τι έχω κάνει; Και όπου η τρομακτική εμμονή της απόδρασης είναι ίδια μ αυτή των φυλακισμένων. Ίσως κι ακόμα πιο έντονη. Η εξέλιξη του σωφρονιστικού συστήματος με την κατασκευή τόσων πολλών νέων χώρων τιμωρίας έχει μια σημασία πέρα από αυτή του «πιο ανθρωπιστικού και σωφρονιστικού» που είναι η διαχείριση του πόνου. Η απόσταση, ο διαχωρισμός μεταξύ της πόλης και της φυλακής της, που ήταν πάντοτε μεγάλος- μειώνεται, καθώς οι κάτοικοι της πόλης ολοένα και μοιάζουν (μέσα από την εργασία, την οικογένεια, τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, τα κέντρα διασκέδασης, τα θέατρα, τα στάδια) με φυλακισμένους κάποιων φυλακών-προτύπων στους οποίους χαρίζονται περιστασιακά άδειες (σαββατοκύριακα, διακοπές, αργίες), με την υποχρέωση πάντοτε να επιστρέφουν σε συγκεκριμένη ημερομηνία, χωρίς περιθώρια λάθους. Ακόμα κι ο «προαυλισμός» αποτελεί έναν καθρέπτη της πόλης στη φυλακή και της φυλακή στην πόλη. Οι άνθρωποι περιορισμένοι στα πεζοδρόμιά τους, περικυκλωμένοι από πανύψηλους τοίχους, περπατούν θλιβερά και μονότονα μέσα κι έξω σε μαγαζιά, φορτωμένοι με άχρηστες αλλά υποχρεωτικές αγορές. Οι άνθρωποι παρακολουθούνται με κάμερες μέσα κι έξω από τα μαγαζιά αυτά, υποχρεώνονται να περάσουν από ανιχνευτές μετάλλων για να μπουν σε μια τράπεζα, είναι αναγκασμένοι να χτυπούν εισιτήρια για το μετρό ή το τρένο, με σφυρίγματα για κάθε λάθος ανάγνωση των προσωπικών μας στοιχείων στον κωδικό μιας κάρτας, επινόησης των γκούλαγκ. Νομίζεται ακόμα ότι είναι πολύ διαφορετικό απ’ ότι μια φυλακή;

Μπορώ να δω το προαύλιο του Newgate όπου οι κρατούμενοι με τις πιτζάμες τους περπατούν γύρω γύρω στη σειρά, στον περίφημο κύκλο επινόησης του Dore, σε κάθε φορά που περπατώ σ ένα ευωδιαστό πεζοδρόμιο, από αυτά τα οποία ο δήμαρχος ασχολήθηκε με το να τα γεμίσει ζαρντινιέρες σύμφωνα με το μοντέλο της «εδέμ», μέσα στην απέραντη αστική φυλακή που κυβερνά. Μήπως έχουμε βγει από το προαύλιο του Newgate; Το χουμε αφήσει πίσω μας, ή απλά αφήσαμε τις πιτζάμες στο καθαριστήριο;

Το μοντέλο της «εδέμ» έχει να κάνει με την δημιουργία πάρκων – τα οποία ακόμα κουβαλούν ετυμολογικά την ανάμνηση του παραδείσου (το πάρκο δεν είναι παρά μια σύντμηση του παραδείσου, στα περσικά πάρντες σημαίνει κήπος…) μέσα στην αποπνικτική αστική κόλαση. Αυτά τα πάρκα, αργότερα υποβαθμίστηκαν ονομαζόμενα ως «ζώνες πρασίνου». Όμως τι αλλάζουν αυτά τα περιορισμένα παρτέρια πράσινου; Το αστικό πράσινο δεν είναι δάσος, ελευθερία, καταφύγιο, ελεύθερο παιχνίδι του πνεύματος μεταξύ ζωών διαφορετικών από την ανθρώπινη. Δεν είναι παρά εικόνες του ανθρώπου και με έναν ολοένα και πιο βάναυσο τρόπο, ανθρώπινες εικόνες που σηματοδοτούν αυτό από το οποίο υποφέρουμε: τοίχοι, τοίχοι που μας περικυκλώνουν και μας περιορίζουν, φυλακές.

Η κατασκευή νέων φυλακών (λιγότερο σκοτεινών, και μερικές φορές λιγότερο αποπνικτικών) ξεκίνησε από το φασιστικό καθεστώς (πειραματικά, σε μικρές πόλεις) ούτως ώστε να μειωθεί η απόσταση μεταξύ πόλης και φυλακής, ώστε να σχηματιστεί μια ενιαία, συμπαγή, ολοκληρωτική φυλακή. Βλέπουμε τις φυλακές του Orvieto, χτισμένες στα 1936 τη χρονιά του μεγαλύτερου φασιστικού θριάμβου, δε διαφέρουν από το ιταλικό μπαρ, το πανεπιστήμιο της Ρώμης ή κάθε εστία νεότητας… Όμως η πρότυπη ολοκληρωτική πόλη, όπου το αστικό τοπίο ενοποιήθηκε ως αντίδοτο στην επέλαση της ελονοσίας, ήταν η Littoria (Latina) όπου η φυλακή, χτισμένη στα 1939, είναι ένα τυπικό κτίριο μιας ανώνυμης υπηρεσίας, ένα πραγματικό και υποδειγματικό δείγμα αρχιτεκτονικής των μελλοντικών προαστίων. Κι ένα σύγχρονο συγκρότημα διαμερισμάτων στα προάστια ανταποκρίνεται ευρύτατα στις συνθήκες των φυλακών. Από το ισόγειο μέχρι το ρετιρέ, παντού η ίδια μαγειρική: μακαρόνια-μπριζόλες-σαλάτα-επιδόρπιο, όπως ακριβώς και σε μια κανονική φυλακή.

Η διαφορά είναι ότι η οικογένεια στο διαμέρισμα δεν πετάει πολύ φαγητό, διατηρεί τα αποφάγια, μαγειρεύει με περισσότερη σύνεση. Στη φυλακή, όπως και στο στρατόπεδο ή στο νοσοκομείο, έχουμε εξαιρετικές σπατάλες φαγητών που μαγειρεύονται ωστόσο με έναν χυδαίο τρόπο. Κανείς δε θα έγλειφε εκείνα τα πιάτα, που τόσο συχνά επιστρέφονται γεμάτα.

Ανάμεσα στα επιτεύγματα των φιλελεύθερων δημοκρατιών των αρχών του 20ου αιώνα, αυτό το στοιχειό υπάρχει ακόμα: αν και οι ειδικές συνθήκες των φυλακών μπορούν να αλλάξουν με κάθε πιθανό τρόπο, μέσα στην ασταμάτητη υποβάθμιση της κοινής ζωής και της γενικής κοινωνικότητας στο εξωτερικό, στην εγκατάλειψη της πόλης, τίποτα δεν μπορεί να γίνει για να εμποδιστεί αυτή η αναπόφευκτη μεταμόρφωση της ολότητας του αστικού περιβάλλοντος σε μια φυλακή που έχει γίνει ηλεκτρονική εδώ και καιρό, και στοιχειώνεται από όλα τα τυπικά φαινόμενα της φυλακής όπως οι βιασμοί, οι σεξουαλικές «χάρες», η ανταλλαγή υποχρεώσεων που καταλήγει να γίνεται ακόμα πιο σημαντική κι από την χρηματική ανταλλαγή. Σε κάθε σημείο της πόλης, σε κάθε ώρα της ημέρας, εκατομμύρια αστικών κρατουμένων παρακολουθούν το ίδιο πράγμα στις τηλεοράσεις τους όπως οι κρατούμενοι που έχουν καταδικαστεί σε μια ποινή κι αυτοί που κρατούνται προφυλακισμένοι περιμένοντας να δικαστούν. Οι δικαστές οι ίδιοι κάνουν το ίδιο, ζητωκραυγάζουν μαζί για το γκολ της μιας ή της άλλης ποδοσφαιρικής ομάδας.

Σήμερα κάθε αστικός χώρος παρακολουθείται, ελέγχεται, περιπολείται, φρουρείται, κινδυνεύει, απειλείται. Στο όνομα της ασφάλειας, έχει σταδιακά φτάσει στο σημείο της δημιουργίας μιας απόλυτης τεχνολογικής-στρατοκρατούμενης φυλακής. Μπορεί να πει κανείς, ότι αυτός ο μακρύς πόλεμος θα σταματήσει μόνο προκειμένου να εγκαθιδρυθεί ένα είδος τερατώδους φυλακής ως μια ακραία μορφή «απαραίτητης» προστασίας. Κι όλο αυτό συμβαίνει κάτω από μια δημοκρατία που προσπαθεί να φανεί ανίσχυρη, κάτω από την εξισωτική ρητορική με την οποία παινεύεται, ώστε να αποτρέψει, μιας και αυτό θέλει και χρειάζεται προκειμένου να διατηρηθεί, κάθε πόλη των ονείρων της απ’ το να γίνει μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, όπου η κυκλοφορία των υποκειμένων θα μοιάζει ολοένα και περισσότερο με την κυκλοφορία των κρατουμένων γύρω γύρω στο προαύλιο με τους ψηλούς τοίχους χωρίς παράθυρα και τα εξαντλημένα, μίζερα ρυθμικά βήματα.



Categories
Feral Faun

Βιοτεχνολογία και ψηφιοποίηση της ζωής

Βιοτεχνολογία και ψηφιοποίηση της ζωής

Πηγή: Wilful Disobedience #2

Για χρόνια υποστήριζα ότι η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη, ότι φέρει μέσα της την ιδεολογία των επικρατέστερων μορφών κυριαρχίας και εκμετάλλευσης για λογαριασμό των οποίων δημιουργείται. Αν κάτι τέτοιο δεν ήταν προφανές σε προηγούμενα τεχνολογικά επιτεύγματα, η ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας το κάνει σαφές.

Ακολουθώντας την μεθοδολογία της σύγχρονης επιστήμης, η οποία τείνει να κατατέμνει τα πάντα στα μικρότερα στοιχεία τους σε μια υποτιθέμενη προσπάθεια να τα «κατανοήσει», η βιοτεχνολογία υποσκάπτει την ανεξαρτησία του ατόμου και την δυνατότητα ελεύθερης αλληλεπίδρασης, ενδυναμώνοντας παράλληλα μια μηχανική θέαση της ζωής και μια εξάρτηση στους «ειδικούς» προκειμένου να συντηρηθεί αυτός ο μηχανισμός.

Από τις καταβολές της, η σύγχρονη επιστήμη είδε το σύμπαν σαν μια τεράστια μηχανή. Σε μια τέτοια μηχανιστική προοπτική, η μέθοδος για να κατανοήσεις σε έναν βαθμό τη λειτουργία των πραγμάτων είναι να τα σπάσεις σε μικρά κομματάκια και να τα μελετήσεις απομονωμένα. Έτσι, η επιστημονική μέθοδος δεν ήταν ποτέ απλώς μια εμπειρική μέθοδος-η μέθοδος της παρατήρησης. Η εμπειρική παρατήρηση έπρεπε να επιβεβαιωθεί στην απομόνωση του εργαστηρίου μέσα από ελεγχόμενους πειραματισμούς.

Η μηχανιστική θέαση του σύμπαντος συναντά τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης με μεγάλη επάρκεια. Καθώς προχωρά ο καπιταλισμός και μαζί του αναπτύσσονται τα τεχνολογικά μέσα με τα οποία ελέγχει τις εκμεταλλευόμενες τάξεις και τις πρώτες ύλες, η επιστημονική κατανόηση της συμπαντικής μηχανής μεταλλάσσεται επίσης, παρέχοντας μια ιδεολογική δικαίωση για τις αναπτυσσόμενες μεθόδους εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Ενώ κάποιοι προσπάθησαν να πλασάρουν τις, ηλικίας σχεδόν εκατό ετών πια, «νέες» επιστημονικές προοπτικές της σχετικότητας και της κβαντικής φυσικής ως ένα τέλος στις μηχανιστικές προοπτικές κι ένα πέρασμα στον «μυστικισμό» της επιστήμης, θα ήταν πιο ακριβές να λέγαμε ότι η νευτώνεια μηχανική άνοιξε το δρόμο για την κυβερνητική μηχανική (cybernetic mechanicism), το σύμπαν μεταμορφώθηκε σε μια μαθηματική κατασκευή από bits πληροφοριών, από κβάντα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα υποατομικά σωματίδια είναι, στην πραγματικότητα, μόνο μαθηματικές εξισώσεις που φαίνεται να λύνουν ένα συγκεκριμένο πρόβλημα και να σημαίνουν ένα σημείο στην οθόνη μιας μηχανής που δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλο σκοπό παρά την προβολή τέτοιων σημείων σε ένα γιγαντιαίο εργαστήριο. Εδώ η επιστήμη ολοκληρωτικά χάνει κάθε προσανατολισμό πάνω στην εξίσωση των υποτιθέμενων αποτελεσμάτων των «θεωρητικών πειραμάτων» (και πλέον αναπαραστάσεων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές) με τα υλικά πειράματα. Ο συνεκτικός κόσμος του οποίου έχουμε την εμπειρία δεν είναι τίποτα. Ο κόσμος των δεδομένων (data), των bits πληροφοριών, είναι τα πάντα, είναι η πραγματικότητα.

Η βιοτεχνολογία ταιριάζει τέλεια σε μια τέτοια κυβερνητική θέαση του σύμπαντος. Η επιστήμη της γενετικής έχει κάνει με τη ζωή αυτό που η ατομική και υποατομική φυσική έκανε με το σύμπαν – την έσπασε σε μικρά κομματάκια, σε bits ανταλλασσομένων πληροφοριών. Και όπως ακριβώς στην «νέα» φυσική, το υλικό σύμπαν όπως το εκλαμβάνουμε παύει να έχει σημασία, εκτός ως ένα όχημα για την αλληλεπίδραση των κβάντα, έτσι και για την προοπτική των γενετιστών, η ατομική ύπαρξη, το ον και οι σχέσεις του με το περιβάλλον δεν έχουν καμία σημασία γι αυτούς. Το πολύ που του αναγνωρίζουν είναι ως όχημα της γενετικής πληροφορίας, η οποία θα πρέπει να ιδωθεί ως η ουσία της ζωής, υποσκάπτοντας κάθε έννοια ατομικότητας, ζωτικότητας, ελευθερίας των σχέσεων και ολιστικής συνοχής.

Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει μια τέτοια προοπτική είναι να ψηφιοποιεί τη ζωή. Η ύπαρξή μας δεν νοείται πλέον σαν μια συνοχή του σώματος, του μυαλού, των παθών, των επιθυμιών, των δράσεων κι επιλογών μας, της θέλησης και των σχέσεων σε έναν μοναδικό χορό μέσα στον κόσμο, αλλά μάλλον σαν μια διαδοχή ανταλλαγής βιο-πληροφοριών που δύνανται να προσαρμοστούν μέσα από την χειραγώγηση των ειδικών.

Το κοινωνικό πλαίσιο για μια τέτοια προοπτική είχε αρχίσει να σχηματίζεται ήδη πριν την «ανακάλυψη» του DNA που επέφερε το ακριβές υλικό για τα bits πληροφορίας. Η καπιταλιστική ανάπτυξη, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, μετέτρεψε τον πολίτη (ήδη κομμάτι του συμπλέγματος του έθνους-κράτους) σε παραγωγό-καταναλωτή, βασικά αναλώσιμο, που μπορεί να αντικατασταθεί με κάθε άλλον, μετασχηματίζοντας την κοσμοθεώρηση της κοινωνικής τάξης. Η συνοχή του υποκειμένου είχε ήδη υποβαθμιστεί, ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνικής μηχανής. Είναι λοιπόν τότε, τόσο σπουδαίο το πέρασμα στον μετασχηματισμό του υποκειμένου σε κάτι που δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα άθροισμα γενετικών πληροφοριών οι οποίες είναι ανταλλάξιμες με κάθε άλλο «ζωντανό» εργαλείο;

Οι πρώτοι σύγχρονοι επιστήμονες ήταν συνήθως πιστοί χριστιανοί. Έτσι, όταν φαντάζονταν την μηχανή του σύμπαντος, ήταν γι αυτούς μια μηχανή κατασκευασμένη απ’ τον θεό και μ έναν σκοπό που ξεπερνούσε τον εαυτό της. Έκτοτε, οι επιστήμονες έχουν αφήσει πίσω τους τη σύλληψη ενός ανώτερου σκοπού. Το κυβερνητικό σύμπαν δεν εξυπηρετεί άλλον σκοπό παρά τη διατήρηση του εαυτού του, ούτως ώστε να διατηρήσει τη ροή των bits πληροφοριών. Αυτό, σε ένα πρακτικό κοινωνικό επίπεδο σημαίνει ότι κάθε ον υπάρχει μόνο και μόνο για να διατηρεί την κυρίαρχη κοινωνική τάξη. Κάθε υποκείμενο είναι ένα εργαλείο για τον σκοπό αυτό, και τα εργαλεία αυτά μπορούν να προσαρμοστούν όταν είναι ανάγκη, ώστε να διατηρήσουν την ροή πληροφοριών – σαν να λέμε το κέρδος – που επιτρέπει στην κοινωνία να αναπαράγεται.

Ωστόσο, αν και υποβαθμισμένα, τα υποκείμενα συνεχίζουν να υφίστανται. Αυτοί που προωθούν την βιοτεχνολογία πιέζονται να μας πείσουν για τα οφέλη της. Αν η ιδέα της βιοτεχνολογίας ως ένα μέσο για την καταπολέμηση της πείνας στον κόσμο έχει χάσει κάθε πειστικότητα μπροστά στους τρόμους της τεχνολογίας-εξολοθρευτή και του πατενταρισμένου γενετικού υλικού, στον τομέα της ιατρικής, η βιοτεχνολογία έχει κατορθώσει να παρουσιάσει ένα πολύ πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Οι υποθετικές γενετικές καταβολές του καρκίνου, του αλκοολισμού, της σχιζοφρένειας, της εξάρτησης απ’ τα ναρκωτικά και ενός αύξοντος αριθμού άλλων ασθενειών, διαταραχών και συμπεριφορών είναι πλέον αποδεκτές ως κοινοτοπίες παρά τα γεγονός ότι δεν υπάρχουν χειροπιαστές αποδείξεις για κάτι τέτοιο, και βασίζεται κυρίως σε θεωρήματα. Ωστόσο η μιντιακή προπαγάνδα δουλεύει καλά, παράγοντας μια συγκατάβαση σε πολλούς να αποδεχτούν την «θετική» ιατρική χρήση της βιοτεχνολογίας, δηλαδή, τη συγκατάβασή τους να τους διαχειριστούν ως κυβερνητικές μηχανές που μπορούν να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά μετά από μια εξωτερική χειραγώγηση κάποιων bits πληροφοριών.

Ο μελλούμενος τρόμος της βιοτεχνολογίας – η γενετική επιμόλυνση, η διάχυση γενετικά μεταλλαγμένων οργανισμών στο περιβάλλον, η απολυταρχική χρήση της κλωνοποίησης – τους κάνουν να ζητούν μόνο μια ρύθμιση αυτού του τεχνολογικού συστήματος, ώστε να αποτραπεί μια «κακή» χρήση του. Όμως αν είναι η βασική ιδεολογία που κρύβεται πίσω από την τεχνολογία αυτή, αυτό που αμφισβητούμε, αν είναι η υποβάθμιση της υποκειμενικής ύπαρξης σε έναν προσαρμόσιμο μηχανισμό για τη ροή των πληροφοριών, τότε μια τέτοια ρύθμιση είναι άχρηστη. Αν πρέπει να διασώσουμε την αξιοπρέπεια του ατόμου, την ομορφιά της ζωής, το θαύμα του σύμπαντος, τότε πρέπει να δράσουμε για την καταστροφή της τεχνολογίας αυτής, και του κοινωνικού συστήματος που την παράγει. Και δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι η βιοτεχνολογία είναι απλώς η τελευταία, πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της ίδιας υποβαθμιστικής ιδεολογίας που είναι έμφυτη στο βιομηχανικό τεχνολογικό σύστημα – και στην εξημέρωση την ίδια – από την αρχή του.

Για όσους από μας η ζωή δεν είναι απλώς επιβίωση, για όσους το θαύμα, η ομορφιά, το πάθος και η χαρά είναι η ουσία της ύπαρξης, για όσους η μοναδικότητα κάθε είδους είναι η βάση για έναν κόσμο ελευθερίας των σχέσεων, το καθήκον είναι τεράστιο: η καταστροφή της ψηφιοποιημένης ύπαρξης που μας έχει επιβληθεί και η δημιουργίας μιας νέας κάθε μέρα που περνά, ως μοναδικά και υπέροχα όντα σχετιζόμενα με όσους/ες και όσα αγαπάμε.

[Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Νοέμβρης 2007]

To κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Wilful Disobedience

Categories
Massimo Passamani

Εξέγερση και σώμα – Massimo Passamani

Εξέγερση και σώμα – Massimo Passamani

Ολόκληρη η ιστορία του δυτικού πολιτισμού μπορεί να διαβαστεί σαν μια συστηματική απόπειρα να αποκλειστεί και να απομονωθεί το σώμα. Από τον Πλάτωνα κιόλας, κάτι τέτοιο έγινε από καιρό σε καιρό φανερό, ως τρέλα που πρέπει να ελεγχθεί, παρόρμηση που πρέπει να καταπιεστεί, εργατική δύναμη που πρέπει να διευθυνθεί, ασυνείδητο που πρέπει να ψυχαναλυθεί.

Η πλατωνική διάκριση μεταξύ σώματος και πνεύματος, μια διάκριση που τραβήχτηκε μέχρι την απόλυτη υπεροχή του τελευταίου («το σώμα είναι ο τάφος του πνεύματος»), συνοδεύει ακόμα και τις πιο ριζοσπαστικές εκφράσεις στη σκέψη.

Τώρα, αυτή η θέση υποστηρίζεται σε πολυάριθμα φιλοσοφικά κείμενα, σχεδόν σε όλα, εκτός από κείνα που είναι ξένα προς την επιλεκτική και μερική ατμόσφαιρα των πανεπιστημίων. Μια ανάγνωση του Νίτσε και των συγγραφέων όπως η Hannah Arendt βρήκε τη δική της σχολαστική συστηματοποίηση (φαινομενολογική ψυχολογία, ιδέα της διαφοροποίησης κλπ). Ωστόσο, ή καλύτερα εξ αιτίας αυτού, δεν νομίζω ότι αυτό το πρόβλημα, οι συνέπειες του οποίου είναι πολλές και εντυπωσιακές, έχει διερευνηθεί εις βάθος.

Μια ριζική απελευθέρωση των υποκειμένων εμπεριέχει έναν εξίσου ριζικό μετασχηματισμό του τρόπου με τον οποίον αντιλαμβανόμαστε το σώμα, τις εκφράσεις και τις σχέσεις του.

Εξαιτίας μια πολεμικής χριστιανικής κληρονομιάς, οδηγούμαστε στην πεποίθηση ότι η κυριαρχία ελέγχει και εκμεταλλεύεται ένα μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης χωρίς όμως να επηρεάζει την εσωτερική της φύση (και θα μπορούσαν κι εδώ να ειπωθούν πολλά για τη διάκριση μεταξύ μιας υποτιθέμενης εσωτερική κι εξωτερικής φύσης). Φυσικά, οι καπιταλιστικές σχέσεις και οι κρατική επιβολή μολύνουν και βλάπτουν τη ζωή, όμως εμείς θεωρούμε ότι η αντίληψη του εαυτού μας και του κόσμου έχει παραμείνει αναλλοίωτη. Έτσι, ακόμα κι όταν φανταζόμαστε μια ριζική ρήξη με το υπάρχον, είμαστε σίγουροι ότι είναι το σώμα μας όπως το αντιλαμβανόμαστε τώρα που θα δράσει κάπως έτσι.

Αντίθετα, νομίζω ότι το σώμα μας υπέφερε και συνεχίζει να υποφέρει από έναν τρομαχτικό ακρωτηριασμό. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στις φανερές όψεις του ελέγχου και της αλλοτρίωσης που συνδέονται με την τεχνολογία. (ότι τα σώματα έχουν υποβιβαστεί σε ρεζερβουάρ οργάνων είναι κάτι το προφανές αν αναλογιστούμε το θρίαμβο της επιστήμης των μεταμοσχεύσεων, η οποία περιγράφεται μέσα από έναν πονηρό ευφημισμό ως το «τελευταίο όριο της ιατρικής». Για μένα η πραγματικότητα μοιάζει πολύ χειρότερη από την φαρμακευτική κερδοσκοπία και τη δικτατορία της ιατρικής όπως μαρτυρά ένα διαχωρισμένο και ανίσχυρο σώμα). Η τροφή, ο αέρας, οι καθημερινές σχέσεις έχουν ατροφήσει τις αισθήσεις μας. Η αναισθησία της εργασίας, η βεβιασμένη κοινωνικότητα, η φριχτή υλικότητα του κουτσομπολιού, κυριαρχούν τόσο τη σκέψη όσο και το σώμα, μιας και δεν είναι εφικτή καμιά διάκριση ανάμεσά τους.

Η πειθήνια υποταγή στον νόμο, τα μονοπάτια που εγκλωβίζονται οι επιθυμίες μας, οι οποίες στην αιχμαλωσία μετατρέπονται σε θλιβερά φαντάσματα του εαυτού τους, αδυνατίζουν τον οργανισμό όπως ακριβώς η μόλυνση ή η βεβιασμένη χορήγηση φαρμάκων.

«Η ηθική είναι εξάντληση», είπε ο Νίτσε.

Για να ζήσει κανείς τη ζωή του, αυτή η υπερβολή που πρέπει να της αποδοθεί, εμπεριέχει έναν μετασχηματισμό των αισθήσεων όχι λιγότερο απ’ όσο των ιδεών ή των σχέσεων.

Έχω πρόσφατα αρχίσει να βλέπω τους ανθρώπους ως κάτι το όμορφο, ακόμα και σωματικά, κάτι που φαινόταν σχεδόν ασήμαντο λίγο καιρό πριν. Όταν προβάλεις τη ζωή σου και δοκιμάζεσαι σε μια πιθανή εξέγερση μαζί με κάποιον, βλέπεις στους συμπαίκτες σου πανέμορφα υποκείμενα, κι όχι τις σκυθρωπές φάτσες και τα σβησμένα κορμιά της συνήθειας και της υποταγής. Πιστεύω ότι γίνονται πραγματικά όμορφοι (κι όχι ότι απλά μου φαίνονται έτσι) τη στιγμή στην οποία βιώνουν τις επιθυμίες τους και πραγματώνουν τις ιδέες τους.

Η ηθική κατάληξη ενός που εγκαταλείπει το σύστημα της εξουσίας και του επιτίθεται είναι μια αντίληψη, μια στιγμή στην οποία δοκιμάζει κανείς την ομορφιά των συντρόφων του και την μιζέρια του καταναγκασμού και της υποταγής. «Εξεγείρομαι, άρα υπάρχω», μια φράση του Καμύ που ποτέ δεν έπαψε να με γοητεύει όπως μόνο ένας λόγος για να υπάρχεις θα μπορούσε.

Μόνο ένα διαφορετικό σώμα μπορεί να πραγματοποιήσει αυτή την τελική άποψη για τη ζωή που ανοίγεται στις επιθυμίες και στην αμοιβαιότητα, και μόνο μια προσπάθεια προς την ομορφιά και προς το άγνωστο μπορεί να απελευθερώσει τα αιχμαλωτισμένα σώματά μας.


Categories
Mike Davis

Συνέντευξη του Mike Davis στο Occupied London

Αντίσταση, Ανατροπή και Καταστροφή του Συμπλέγματος της Επιτήρησης και του Ελέγχου: μια συνέντευξη με τον Mike Davis

Ο Mike Davis είναι καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Ιρβάιν, και συγγραφέας μεταξύ άλλων των: “City of Quartz: Excavating the Future in Los Angeles” (1990), “Dead Cities, And Other Tales” (2003) και πιο πρόσφατα, “Buda’s Wagon: A Brief History of the Car Bomb” (2007). Παρακάτω, ακολουθεί ένα απόσπασμα από συνέντευξή του στο περιοδικό Voices of Resistance from the Occupied London στις 23/2 στο Λονδίνο.

Ασχολείσαι συχνά με την εύρεση αναλογιών μεταξύ διάφορων τάσεων αστικού ελέγχου στον κόσμο. Θα μπορούσες να συγκρίνεις την κατάσταση στο Λος ’Αντζελες, την καταστολή και την επιτήρηση που διεξάγεται εκεί στην περίοδο που γράφεις το “City of Quartz” με την κατάσταση στο Λονδίνο σήμερα;

Δεν υπάρχει καμιά απολύτως σχέση ανάμεσα στις ΗΠΑ και το σύμπλεγμα της επιτήρησης που υφίσταται στο Λονδίνο. Ακόμα και οι κάμερες CCTV μόνο τώρα τελευταία τέθηκαν στο προσκήνιο στις ΗΠΑ. Η συνολική επιτήρηση των κεντρικών περιοχών αμερικανικών πόλεων είναι κάτι για το οποίο έχω γράψει στις αρχές του ’90 όμως μόνο όσον αφορά μικρές περιοχές, ελάχιστα στρέμματα στο κεντρικό Λος ’Αντζελες για παράδειγμα. Αν ο Giuliani (Σ.τ.μ. Rudolf Giuliani, συντηρητικός δήμαρχος της Νέας Υόρκης) γίνει πρόεδρος θα έρθουμε πιο κοντά στην ιδέα της συνολικής επιτήρησης και του ελέγχου στο κέντρο των πόλεων όμως το Λονδίνο είναι τουλάχιστον μια αν όχι δυο γενιές πιο μπροστά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την άλλη, στις ΗΠΑ η υποδομή ήδη υπάρχει: οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας έχουν πλέον συστήματα επιτήρησης που καταγράφουν το μποτιλιάρισμα. Όμως θεωρώ ότι το Λονδίνο είναι πραγματικά σοκαριστικό με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, δεν είχα ιδέα, πριν έρθω εδώ, ότι τα υπόγεια περάσματα παρακολουθούνται και τα δεδομένα αποθηκεύονται. Στις ΗΠΑ τα πράγματα πήραν μια διαφορετική κατεύθυνση. Προφανώς, σε κάθε οικονομική συναλλαγή που έχεις, και ιδιαίτερα στο διαδίκτυο, υπάρχει μεταφορά δεδομένων ή ακόμα και πώλησή τους για λόγους μάρκετινγκ. Πιστεύω ότι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα μπορεί να είναι το πιο προχωρημένο του κόσμου, με αυτήν την έννοια, χρησιμοποιώντας τα δεδομένα του μάρκετινγκ για να κατηγοριοποιήσει ανθρώπους και να τους περάσει πολιτικά μηνύματα. Επίσης, υπάρχει πολύ μεγαλύτερος προϋπολογισμός και περισσότερα ερευνητικά προγράμματα στις ΗΠΑ. Για να δώσω ένα παράδειγμα του πως λειτουργεί αυτό: Η κυβέρνηση Bush χρειάζεται προγράμματα υποδοχής μεταναστών ώστε να ικανοποιήσει την ανάγκη για εργατικά χέρια σε κρίσιμους τομείς όπως οι καλλιέργειες. Όμως, βρίσκεται εκτεθειμένη από μια εξέγερση της βάσης των ρεπουμπλικάνων ενάντια στους δημοκρατικούς. Ένα από τα πράγματα που ζητούν είναι η ανέγερση ενός τοίχους σε όλο το μήκος των μεξικανικών συνόρων και το Κογκρέσσο πράγματι εξουσιοδότησε την κατασκευή μέρους του, αν και άνθρωποι που εργάζονται στον έλεγχο των συνόρων και στην επιτήρηση το κοροϊδεύουν μιας και οι τοίχοι αυτοί θα είναι ολότελα αναποτελεσματικοί: Μεταλλικά αναχώματα ύψους 12 ποδιών (σ.τ.μ: 4 μέτρα) που θα μπορούσε να σκαρφαλώσει ο καθένας. Εργάζονται σε κάτι εξ ολοκλήρου διαφορετικό: ένα εικονικό σύνορο, περισσότερο σαν τον εικονικό έλεγχο που υφίσταται αυτή τη στιγμή στο Λονδίνο. Έπρεπε να ταΐσουν κουτόχορτο τους συντηρητικούς των προαστείων που ήθελαν κάτι σε φυσικό τοίχος α-λα Βερολίνο, να τους δίνει την αίσθηση ασφάλειας του ελέγχου των συνόρων. Ο πραγματικός έλεγχος πάνω στις κινήσεις των ανθρώπων δεν έχει τόση ανάγκη από τα τείχη αυτά όσο έχει την τεχνολογία. Αυτή είναι και η σφαίρα όπου πιστεύω ότι οι ΗΠΑ είναι πιο προχωρημένες προς την δημιουργία μιας κοινωνίας ολοκληρωτικού ελέγχου. Ο Perry, ο κυβερνήτης του Τέξας, εξουσιοδότησε την τοποθέτηση καμερών σε περιοχές των συνόρων όπου περνούν άνθρωποι συχνά και τις συνέδεσε στο διαδίκτυο. Έτσι δημιούργησε ψηφιακούς ρουφιάνους. Ο καθένας μπορεί να σπαταλήσει το χρόνο του χαζεύοντας στην έρημο, κι αν δει έναν μεξικάνο να έρχεται μπορεί να καλέσει κάποιο παράρτημα της τεξανής πολιτείας που θα ειδοποιήσει τους συνοριοφύλακες.

Έτσι το ίντερνετ μπορεί να απειλεί την ελευθερία χάρις στον τρόπο που μπορούμε όλοι να εποπτεύουμε, να καταπιέζουμε και να φυλακίζουμε ο ένας τον άλλον: είμαστε πλέον όλοι δεσμοφύλακες, επιτηρώντας ο ένας τις κινήσεις του άλλου. Είναι μια αποκρουστική ιδέα και η ακρο-δεξιά την λατρεύει, να έχει κάποιο ρόλο να παίξει στην αστυνόμευση της μετανάστευσης και της κοινωνίας. Ο καθένας, υπό μια έννοια, αρέσκεται να φοράει ένα αστυνομικό σήμα.

Στο Λ.Α. έβαλαν πρόσφατα ψηφιακές εικόνες στους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας ώστε να μεταδίδουν προειδοποιήσεις για την κίνηση, παρόλο που είμαστε ακόμη πολύ πίσω από την Ευρώπη στο ζήτημα αυτό. Τώρα τους χρησιμοποιούν για συναγερμούς για απαγωγές κλπ. Το πρόβλημα με το να τοποθετηθούν ένα σωρό από αυτές στις ΗΠΑ και ιδιαίτερα στα κέντρα των πόλεων, είναι ότι δε θα άντεχαν ούτε μια μέρα! Θα ήταν αναγκασμένοι κατά κάποιο τρόπο να εξοπλίσουν, να οχυρώσουν και να προστατεύσουν τις κάμερες επιτήρησης. Το επίπεδο βανδαλισμού στα κέντρα των αμερικανικών πόλεων είναι πολύ προχωρημένο κι εκτενές… Κάποτε υπολόγισα την κάλυψη ανά τετραγωνικό μέτρο των γκράφφιτι στο Λ.Α. και πήρα συνεντεύξεις από ανθρώπους που καθάριζαν τα γκράφφιτι κλπ. Μπορούν να βάλουν κάμερες όμως θα σπαστούν και θα κατεβούν. Μπορεί να γίνεται με την μεσαία τάξη – ίσως περάσει στα κυριλέ προάστεια του Santon ή στις συνοικείες των λευκών του Johannesburg όμως αν αρχίσεις να βάζεις κάμερες στις γειτονιές των αμερικανικών γκέτο, θα πρέπει να βάλεις κι από έναν αστυνομικό να φυλάει την καθεμιά τους. Είναι μια από τις αντιφάσεις της κοινωνίας του ελέγχου. Οι κάμερες CCTV δεν είναι τόσο προχωρημένες στις ΗΠΑ όσο στην Ευρώπη. Οι άνθρωποι επαναπαύονται περισσότερο στην ιδιωτική αστυνομία στις ΗΠΑ.

Γιατί δεν υπάρχουν βανδαλισμοί ενάντια στις κάμερες στο Λονδίνο;

Αυτό θα ήταν κι ένα απ τα δικά μου ερωτήματα. Νομίζω ότι πρέπει να προπαγανδίσουμε και να αγωνιστούμε για την ιδέα μιας παγκόσμιας εξέγερσης ενάντια στη συνθήκη της επιτήρησης, ενάντια στην καταστρατήγηση των αστικών ελευθεριών. Πρέπει να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους και να βρούμε κάθε πιθανό τρόπο να αντισταθούμε, να ανατρέψουμε και να καταστρέψουμε το σύμπλεγμα της επιτήρησης και του ελέγχου. Σιγουρα, εκατομμύρια εφήβων το κάνουν έτσι κι αλλιώς. Ο Kevin Lynch έγραψε ένα βιβλίο πάνω στον βανδαλισμό. Τον ενδιέφερε πολύ ο βανδαλισμός σαν μια αστική διαδικασία, οι βανδαλισμοί κάθε είδους. Τον μελέτησε στα ’70, σε έναν βαθμό ώστε να καταλάβει πως οι αρχιτέκτονες θα μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν και μερικώς επειδή τον ενδιέφερε η ίδια η λογική του. Θεώρησε πως οτιδήποτε ενέπλεκε τους ανθρώπους και το τεχνητό περιβάλλον, ακόμα και η καταστροφή του, ήταν κάτι το θεμιτό. Αν θες να δημιουργήσεις μια θεωρία συμμετοχικής αρχιτεκτονικής ή πολεοδομίας, ο βανδαλισμός φαίνεται να είναι η πιο συνηθισμένη και δημοφιλής μορφή συμμετοχής στο τεχνητό περιβάλλον, εξεγειρόμενος ενάντια στην απανθρωποποίησή του, με την συγκέντρωση της εργατικής τάξης στα κέντρα των αμερικανικών πόλεων κλπ.

Πιστεύω ότι χρειαζόμαστε μια στρατηγική ώστε να υποστηρίξουμε ο ένας τον άλλον: θα έπρεπε να βανδαλίζουμε και να ανατρέπουμε τη συνθήκη της επιτήρησης και την μεσαία τάξη που τη στηρίζει. Το να κατεβάζεις τις προειδοποιητικές πινακίδες “ένοπλης αυτοάμυνας” (σ.τ.μ. συνηθίζεται στην αμερικανική επαρχία, ιδιαίτερα στον νότο, μια εσκεμμένη παρεξήγηση της “νόμιμης αυτοάμυνας”, που εμφανίζεται σε πινακίδες στα χωράφια με επιγραφές όπως “Αν πατήσεις στην ιδιοκτησία μου, σε περιμένι μολύβι” κλπ) απ΄ τα χωράφια τρελαίνει τους ανθρώπους… Όχι ότι η ένοπλη αυτή αυτοάμυνα θα πραγματοποιηθεί σίγουρα, αλλά οι άνθρωποι νιώθουν εξαιρετικά εξασφαλισμένοι έχοντας την πινακίδα εκεί. Αν τους την αφαιρέσεις νιώθουν πως όλες οι δυνάμεις του σύμπαντος θα κινητοποιηθούν εναντίον τους, και πιθανό να δολοφονηθούν την επόμενη μέρα. Έχω ξεκινήσει μια σειρά από βανδαλισμού μαύρων σκιάχτρων – που είναι ένα φαινόμενο αμερικάνικου σωβινισμού και ρατσισμού. Πρόκειται για φιγούρες μαύρων που τις βάζουν στα χωράφια, και είναι δημοφιλείς μεταξύ ανθρώπων που νοσταλγούν την παλιά φυλετική τάξη, όταν όλοι οι μαύροι ήταν υπηρέτες ή σκλάβοι. Όταν γύρισα στο Λ.Α. στα τέλη του ’80 ανακάλυψα ότι υπήρχαν αρκετά τέτοια σε σπίτια στο Beverly Hills. Είναι κάτι στο οποίο μπορεί να εφαρμοστεί όλη η δημιουργική ενέργεια της νεολαίας: στο να βρεθούν τρόποι να αντιμετωπιστεί και να ανατραπεί η κοινωνία της επιτήρησης.

Στο κεντρικό σας ερώτημα δεν έχω καμία απάντηση. Έζησα στο Λονδίνο στα ’80, αρκετά δυστυχισμένος και φτωχός, όπως είχα κάποιες σπουδαίες στιγμές. Ήμουν στη Fleet Street στην μάχη του Fortress Murdoch, όπου οι εργάτες των τυπογραφείων μάχονταν τους μπάτσους κάθε νύχτα… Υπέροχα πράγματα. Απέραντη ενέργεια στην πόλη. Έτσι, δεν με έλκει να γυρίσω πίσω και να δω τους ανθρώπους πειθήνιους και καθυποταγμένους. Το Λονδίνο είναι ένα μέρος όπου καταφτάνουν τόσοι άνθρωποι… Μετανάστες έρχονται για δουλειά, φοιτητές για να σπουδάσουν, μια συνεχής ροή ανθρώπων προς τα μέσα και προς τα έξω. Αναρωτιόμασταν αν αυτό έχει να κάνει με την καθυπόταξή του – ή αν, από την άλλη, προσφέρει πιθανότητες αντίστασης… Θα ΄λεγα ναι, αν και οι μετανάστες σήμερα είναι τόσο ριζοσπαστικά εκτεθειμένοι στο Λονδίνο όσο είναι και στις ΗΠΑ. Σε μια ομιλία μου προχθές προσπάθησα να εξηγήσω ότι δύσκολα μπορούμε να βρούμε μια άλλη στιγμή στην αμερικάνικη ιστορία που οι μετανάστες (περιλαμβανομένων των νομιμοποιημένων) να ήταν τόσο εκτεθειμένοι. Η κυβέρνηση του Bush υιοθετεί τη θέση ότι ακόμα και οι νόμιμοι μετανάστες δεν περιλαμβάνονται στην αμερικανική χάρτα των δικαιωμάτων ή στο σύνταγμα. Δεν απολαμβάνουν την προστασία της πολιτείας, τις αγγλοσαξονικές ελευθερίες κλπ. Γιγαντιαίες διαδηλώσεις για τα δικαιώματα των μεταναστών έλαβαν χώρα πέρισι στις ΗΠΑ εκφράζοντας την υπαρξιακή αγωνία των ανθρώπων, την αναγνώριση του δικαιώματος στην ύπαρξη. Από την άλλη μεριά, αυτή η λογική στο Λονδίνο είναι σαφής: περισσότερο απ όσο η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο είναι η απόλυτη παιδική χαρά των πλουσίων. Ρώσσοι δισεκατομμυριούχοι κατακλύζουν το Λονδίνο, κι όχι την Ν.Υ.. Γίνεται το παν για να διαβεβαιώσουν ότι είναι ένας απόλυτα ασφαλής τόπος για να αφήσεις τα λεφτά σου. Το Λονδίνο έπαιζε πάντοτε αυτόν τον ρόλο, σε ένα βαθμό μιας και θεωρούταν ότι η Νέα Υόρκη είναι ο απόλυτος τέτοιος προορισμός. Το Λονδίνο αμφισβητεί αυτή την πρωτιά με μεγάλη ένταση, και η ειρωνία πίσω από αυτό είναι ότι η ένταση αυτή είναι κατά ένα μέρος αποτέλεσμα της πολιτικής του Ken Livingstone.

Στη διάλεξή σου στο RIBA μίλησες για τις πόλεις, ως την μόνη ρεαλιστική λύση για το μέλλον, αναφορικά με το περιβάλλον. Θα μπορούσες να το εξηγήσεις λίγο;

Αναπόφευκτα, οδεύουμε προς έναν κόσμο όπου τουλάχιστον τα δυο τρίτα του πληθυσμού θα ζουν σε πόλεις. Μακάρι να μπορούσα να πιστέψω τις ιδέες του Kropotkin για μια επιστροφή στην αλληλοβοήθεια και στην αποκέντρωση… Γι αυτό πιστεύω ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες αυτής της σπουδαίας συζήτησης για τις εναλλακτικές πόλεις ανάμεσα στους σοσιαλιστές και τους αναρχικούς ανάμεσα στα 1880 και στα 1930. Οι πόλεις είναι ο μόνος τρόπος να τετραγωνίσουμε τον κύκλο ανάμεσα στην απαίτηση της ανθρωπότητας για ισότητα και ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο σε έναν βιώσιμο πλανήτη. Η εναλλακτική για την ολοένα και εντονότερη ιδιωτική ή ατομική κατανάλωση είναι η δημόσια πολυτέλεια της πόλης. Είμαι πολύ επιρρεασμένος από τις ιδέες των κονστρουκτιβιστών προερχόμενων από τη Ρωσία των αρχών του 20ου αιώνα. Ήρθαν αντιμέτωποι με το γεγονός ότι η Ρωσία δεν είχε τις δυνατότητες να χτίσει πολυτελείς κατοικίες για την εργατική τάξη, αλλά θα την παρηγορούσαν με τη τη δημιουργία των πιο υπέροχων, ουτοπικών δημοσίων χώρων. Κάθε εργοστάσιο θα είχε κι ένα μεγάλο αθλητικό κέντρο, έναν κινηματογράφη ή μια βιβλιοθήκη. Οι δημόσιοι χώροι δε θα κάλυπταν μόνο τις κοινές ανάγκες, αλλά θα παρήγαγαν και θα ικανοποιούσαν και νέες. Είναι διαφορετικό να είσαι μόνος σου στο σπίτι με μια απεριόριστη πορνογραφία στο ίντερνετ και αρκετά διαφορετικό να είσαι νέος, στην πλατεία ή στο δημόσιο χώρο μαζί με ανθρώπους της ηλικίας σου και όλες τις πιθανότητες που συνεπάγεται κάτι τετοιο…

Στην ουσία της, η πόλη είναι η οικονομία της κλίμακας: παράγει τις πιο ολοκληρωμένες σχέσεις μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Παράγει ένα δημόσιο ή κοινωνικό πλούτο που δεν αποτελεί απλά υποκατάστατο της ιδιωτικής κατανάλωσης ή του ιδιωτικού πλούτου, αλλά επίσης τη βάση για ανάγκες που δεν μπορούν να υπάρξουν ή να εκπληρωθούν στον καπιταλισμό. Αν οι άνθρωποι είχαν δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε ολόκληρη την πορνογραφία που μπορείς να καταναλώσεις σε μια ζωή και στο φλερτάρισμα με ανθρώπους σε μια τεράστια πισίνα, τι θα επέλεγαν; Αυτός είναι ο πλούτος της πόλης. Ο Patrick Geddes, ο μεγάλος στοχαστής της πολεοδομίας από το Εδιμβούργο και φίλος του Kropotkin, ήταν ο πρώτος που είδε ότι η ανάπτυξη της πόλης και η ευάλωτη κατάσταση στην ενδοχώρα της είναι αλληλένδετες, ότι η πολεοδομική πυκνότητα υποστήριζε την διατήρηση του ανοιχτού χώρου και εξυπηρετεί τη φύση. ‘Ηταν ο πρώτος που επεξεργάστηκε σοβαρά την πολιτική των υποδομών και της ανακύκλωσης, της μη-εξαγωγής των σκουπιδιών, της βιωσιμότητας… Που είδε ότι υπήρχε μια σχέση με την κοινωνική δικαιοσύνη. Ήταν αυτός που πήγε στην Ινδία με τον βρετανικό στρατό ερευνώντας τα συστήματα υγειινής στη χώρα. Οι ινδοί είχαν λύσει τα προβλήματά τους – ξέρουν τι να κάνουν με τα σκατά τους. Το πρόβλημα το έχουν αυτοί που θέλουν να τα ρίχνουν στο νερό! Ιδού η άμεση σύνδεση μεταξύ του Geddes και του Kropotkin και μια ολόκληρη, μερικώς χαμένη αναρχική παράδοση για την αυτο-οργάνωση του αστικού πεδίου, τις αυτοδιευθυνόμενες πόλεις και την περιβαλλοντική λειτουργία των πόλεων. Δεν υπάρχει άλλη πιθανή λύση: Η Γη δε θα σωθεί από συλλογές υπογραφών. Η οικοδόμηση πόλεων που είναι πραγματικές πολιτείες με τη βαθειά έννοια του όρου είναι η λύση. Η δημιουργία μιας ισοτιμίας της ευχαρίστησης και της δημόσιας πολυτέλειας είναι η λύση. Και η αναγνώριση ότι η κατανάλωση έχει μετατραπεί σε μια πανούκλα που δηλητηριάζει εμάς και τα παιδιά μας.

Το 1934 ήρθε στο τέλος της μια συζήτηση κι ένας ελεύθερος στοχασμός για μια εναλλακτική πολεοδομία σε όλο το φάσμα, από την εγκατάλειψη των πόλεων και την επιστροφή στην αλληλοβοήθεια και στην ήπαιθρο, μέχρι σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στη Σοβιετική Ένωση, τα οράματα των υπερ-πόλεων. Υπάρχει ένα φορτίου τεράστιου πλούτου στη δημιουργική ουτοπική σκέψη για την πολεοδομία που πρέπει να επανακτηθεί. Δεν είναι απλά το προϊόν στοχαστών και σχεδιαστών, σχεδίων και μελετών εργασίας των κυβερνήσεων, αλλά σύλληψης της ατομικής δραστηριότητας των παριών της πόλης και των φτωχών, του καθένα.

Μιλώντας για τους Προβος στο ’Αμστερνταμ, τους καταστασιακούς κλπ… Το πρόβλημα είναι συνήθως η χρήση του αστικού πεδίου από πρωτοπορειακές ομάδες, ανθρώπους που προσπαθούν να συντηρήσουν παραδοσιακές μποέμ καταστάσεις: πρόσφυγες, καταληψίες, καλλιτέχνες… Κάνοντας ασυνείδητα τη δουλειά της ανάπλασης και των επιχειρήσεων real estate. Στο Λος ’Αντζελες, παρά τους ωκεανούς χρημάτων που έχουν ριχτεί στο κέντρο (το Λ.Α. έχει ένα από τα πιο απάνθρωπα κέντρα του κόσμου), η πόλη δεν κατάφερε ποτέ να το ενσωματώσει. Το σημείο καμπής ήταν όταν οι φοιτητές μου της αρχιτεκτονικής και μερικοί φτωχοί καλλιτέχνες πρόθυμοι να ζήσουν μαζί με άστεγους ανθρώπους ξεκίνησαν να ζουν σε διαμερίσματα εκεί. Τελικά κατάφεραν να δημιουργήσουν ευχάριστα μέρη. Το αποτέλεσμα: εστιατόρια και μπαρ άρχισαν να ανοίγουν, όπως στην κάτω ανατολική πλευρά της Ν.Υ. ή στο Σόχο του Λονδίνου. Οι τιμές τινάχθηκανστα ύψη, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι πετάχτηκαν έξω και γιάππηδες ήρθαν, μετατρέποντας την περιοχή σε στέκι πλουσίων. Αυτό είναι ένα πραγματικό πρόβλημα μιας και όταν έχεις μια δημιουργική κοινότητα ή ένα δίκτυο νέων ανθρώπων που προσπαθούν να ζήσουν στην πόλη με έναν διαφορετικό τρόπο μπορούν παρά τη θέλησή τους να γίνουν υπηρέτες της ανάπλασης.

Η ρεφορμιστική πολιτική δεν έχει να πει τίποτα πάνω σ αυτό. Δεν υπάρχει καμιά ρεφορμιστική κυβέρνηση πουθενά στον κόσμο που να μπορεί να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα της πολεοδομικής ανισότητας, μιας και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τις αξίες των οικοπέδων, της γης κλπ. Μέχρι να μπορούμε να μιλήσουμε για τσάκισμα των εγκληματικών αξιών της γης ή για κοινωνικοποίηση της γης ή για συστήματα περιορισμένης ισότητας στη γη, δεν μπορούμε να ελέγξουμε την πόλη, δεν μπορούμε να πετύχουμε καμία πραγματική ισότητα μέσα της.

Δημοσιεύτηκε στο www.occupiedlondon.org στις 20/3/2007

Μετάφραση και αναδημοσίευση στο www.geocities.com/anarcores στις 29/10/2007

…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας

Categories
Crimethinc

Για την εξημέρωση των ζώων και των ανθρώπων – Crimethinc

Για την εξημέρωση των ζώων και των ανθρώπων

Πηγή: Days of War, Nights of Love

Ίσως αναρωτιέστε καμιά φορά, αν παρασυρόμαστε με την κριτική της σύγχρονης ζωής, αν όλη η κουβέντα για το κακό σύστημα και την σάπια κοινωνία είναι αποκύημα μιας νεανικής τρέλας κι αφελούς επαναστατικότητας. Είναι φαίνεται δύσκολο να πεί κανείς, μέσα από την ματιά του ίδιου του ανθρώπινου είδους, με όλη την υποκρισία του, τα όσα επιλέγει να κρύβει και να προβάλλει, αν όντως έχει κάποιο νόημα όλο αυτό… Οπότε ποιος ξέρει, ίσως τα πράγματα να μην είναι και τόσο σκατά, σωστά; αν θέλετε πάντως πραγματικά μια άποψη για το αν ο θαυμαστός νέος κόσμος μας είναι στ αλήθεια τόσο άσχημος όσο υποστηρίζουν μερικοί άνθρωποι, δεν έχετε παρά να ρίξετε μια ματιά στο πως επηρεάζει τα άλλα είδη που ζουν μέσα του: τα ζώα.

Για την μεσαία τάξη, τα ζώα που γνωρίζει καλά (εκτός απ’ αυτά που έχει δει σε ταινίες και διαφημίσεις δηλαδή) είναι μάλλον αυτά που βρίσκονται στο μεσαίο κομμάτι της μη-ανθρώπινης ιεραρχίας: τα κατοικίδια, τα ζώα των ζωολογικών κήπων και των τσίρκων, τις μασκότ αθλημάτων και τα άλογα παραστάσεων. Όπως ακριβώς η αστική τάξη, έτσι κι αυτά, φαίνεται να περνάν καλά: όλη μέρα καθισιό, φαγητό και ύπνος, παιχνίδι με τα αφεντικά τους – κι όμως δεν είναι αυτή η ζωή για την οποία προορίζονταν τα ζώα αυτά, στις τελευταίες χιλιάδες χρόνων εξέλιξης. Τα σκυλιά έχουν τέσσερα πόδια ώστε να τρέχουν σε λιβάδια και κοιλάδες και να κυνηγάνε θηράματα, όχι να παίζουν φρίσμπι μια ώρα την εβδομάδα. Οι παπαγάλοι έχουν φτερά ώστε να πετούν πάνω από ζούγκλες και άγρια τοπία, όχι για να κάθονται σε στενάχωρα κλουβιά, με τα φτερά κομμένα, δίχως κάτι να συντηρεί το πνεύμα τους εκτός από το τραγούδι και τον μιμητισμό ανούσιων αποσπασμάτων λιγότερο μουσικών γλωσσών. Οι γάτες έχουν νύχια ώστε να παλεύουν και να καταδιώκουν και να τα λειαίνουν όπου επιλέγουν, έχουν όρχεις και ωάρια ώστε να σημαδεύουν την περιοχή τους και να καυλώνουν και να κάνουν έρωτα και να μεγαλώνουν γατάκια. Το να τους τα κόβουμε όλα και να τις κρατάμε κλειδωμένες μέσα, τις κάνει βαριεστημένες, παθητικές, παχιές και δίχως όρεξη να κάνουν οτιδήποτε άλλο απ’ το να τρωνε τυποποιημένες τροφές από κονσέρβες που δεν κυνηγούν ποτέ. Τα εξημερωμένα ζώα προορίζονται για γελωτοποιοί και αυλικοί του σύγχρονου νοικοκύρη, να του παρέχουν διασκέδαση και ένα υποκατάστατο κοινότητας, και οι ζωές και τα σώματά τους προσαρμόζονται σύμφωνα μ αυτό. Ο ρόλος τους δεν είναι πλέον να είναι ζώα, με όλη την πολυπλοκότητα που περιλαμβάνει κάτι τέτοιο, αλλά να είναι απλώς παιχνίδια.

Μια γρήγορη ματιά στους ανθρώπους της μεσαίας τάξης είναι αποκαλύπτική ως προς την ομοιότητα της κατάστασης εδώ. Ζούμε επίσης αποξενωμένοι από τους ομοίους μας, μέσα σε μικρά κουτιά ελεγχόμενου κλίματος, μικρά ενυδρεία με διαμορφωμένο περιβάλλον, που λέγονται διαμερίσματα. Μας ταΐζουν επίσης μια τυποποιημένη, μαζικής παραγωγής τροφή που φαίνεται να προέρχεται από το πουθενά, ολότελα διαφορετική από την τροφή που έτρωγαν οι πρόγονοί μας. Κι εμείς επίσης δεν έχουμε που να διοχετεύσουμε τις άγριες, αυθόρμητες ορμές μας, αποστειρωμένοι και ξεδοντιασμένοι από τις αναγκαιότητες της διαβίωσης σε περιοριστικές πόλεις και προάστεια κάτω από περιοριστικές νομικές και κοινωνικές και πολιτιστικές συμβάσεις. Κι εμείς δεν μπορούμε να περιπλανηθούμε μακριά απ’ τα σκυλόσπιτά μας, καθώς είμαστε με το λουρί της δουλειά από τις 9 ως τις 5, με το λουρί του διαμερίσματος, των φραχτών και των ιδιοκτησιών και των εθνικών συνόρων. Κι όπως ακριβώς τα κατοικίδιά μας, μαθαίνουμε κι εμείς να συμπεριφερόμαστε, να μας λείπει το σπίτι μας και το λουρί μας – να προσαρμοζόμαστε σ αυτόν τον εφιάλτη, να γινόμαστε απαθείς, παχύσαρκοι, βαριεστημένοι, χωρίς να τραγουδάμε κατ’ ανάγκη…

Πολύ λιγότερο ευνοημένοι από μας, τους ευνουχισμένους τροφίμους, ανθρώπους και ζώα, είναι τα ζώα που αποτελούν το “μη-ανθρώπινο προλεταριάτο”: Οι κότες που είναι παγιδευμένες να ζουν μέσα στα σκατά τους σε εργοστάσια αυγών με τα ράμφη τους βγαλμένα ώστε να μην τσιμπούν η μια την άλλη, τα κουνέλια με τα συστηματικά τυφλωμένα μάτια στα οποία δοκιμάζεται η ασφάλεια των σαμπουάν, τα μοσχάρια που περνούν ολόκληρη την αξιοθρήνητη ύπαρξή τους σε ξύλινα κουτιά. Οι ρόλοι των ζώων αυτών μπορούν να αντιστοιχιστούν σ αυτούς των βιομηχανικών εργατών, των προσωρινών λαντζέρηδων και γραμματέων, των σερβιτόρων του ελάχιστου μισθού και, με όποιον τρόπο και να το βλέπει κάθε μεμονωμένο αφεντικό, πάμε στοίχημα ότι η αγορά τους βλέπει με την ίδια λογιστική δυσφορία. Η ίδια κερδοσκοπική ασπλαχνία που επιτρέπει στην βιομηχανία κρέατος να θεωρεί το ετήσιο ολοκαύτωμα εκατομμυρίων ζώων πρέπον, είναι που βάζει τα δυνατά της ενάντια σε κάθε διεκδίκηση για καλύτερες συνθήκες εργασίας ή για υψηλότερους μισθούς. Κι όπως ακριβώς οι αγελάδες ή οι κότες ανατράφηκαν προσεκτικά, ακόμα και τροποποιήθηκαν γενετικά, σε βαθμό ώστε να είναι ανίκανες να επιβιώσουν έξω από τα κλουβιά τους, ο σύγχρονος εργάτης δεν έχει πια καμιά ιδέα του πως μπορεί να είναι η ζωή έξω από τον πλαστικό και τσιμεντένιο κόσμο της εργασίας, ή του πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του χωρίς το μαστίγιο στην πλάτη του. Πού θα πήγαινε, τέλος πάντων, αν δραπέτευε; Υπάρχουν ακόμα κατοικήσιμες χώρες που δεν έχουν κατακτηθεί, στις οποίες θα μπορούσε να διαφύγει; Και δε θα τις κατέστρεφε κι εκείνες επίσης, φέρνοντας μαζί του τις αξίες της εξημέρωσης με τις οποίες δηλητιριάστηκε από τ αφεντικά του; Στο τέλος, εκτός αν εμφορούταν από μια συνολική απόρριψη του βιομηχανικού καπιταλισμού, η απόδρασή του δε θα ήταν παρά ένα ακόμη κύμα στην παλίρροια τσιμέντου που πλακώνει τα πάντα στον πλανήτη.

Τελικά, υπάρχουν πάντα τα άγρια ζώα, που ακόμα επιβιώνουν σε περιβάλλοντα μολυσμένα με πετρελαιοκηλίδες, πεταμένα μπουκάλια αναψυκτικών, ρύπανση, για να μην μιλήσουμε για τους αυτοκινητοδρόμους και τους κυνηγούς. Καθώς η αστικοποίηση και η προαστειακή εξάπλωση προχωρούν ανελέητα προς τα μπρος, η καταστροφή των αποθεμάτων του φυσικού τους περιβάλλοντος, αυτά αναγκάζονται είτε να μάθουν να ζουν από τα σκουπίδια του ανθρώπου είτε να χαθούν. Τα περιστέρια χτίζουν φωλιές από γόπες τσιγάρων αντί για κλαράκια, τα ποντίκια προσαρμόζονται στη ζωή σε υπονόμους, οι κατσαρίδες ανθούν ως τα αρπακτικά της νέας εποχής. Αυτή η αστική άγρια πανίδα απασχολεί τον ίδιο κοινωνικό χώρο που απασχολούν και οι άστεγοι, αγωνιζόμενη για τα βασικά στη ζωή, αν και με καλύτερους όρους από τους ανθρώπινους ανταγωνιστές της. Η προαστειακή πανίδα – τα ρακούνς, πόσσουμς, σκίουροι που επιβιώνουν στις ξεχασμένες γωνιές των κατεχόμενων χώρων, ζουν από τα απομεινάρια της φύσης, και ίσως κι από όσα περισσεύουν από την μπουρζουαζία – μπορούν να συγκριθούν με τους καταληψίες, τους αγρότες βιολογικών καλλιεργειών, τους πανκς, τους μητροπολιτικούς κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της υπόγειας αντίστασης. Τα υπόλειπα είδη πραγματικά άγριων ζώων, όπως τα δελφίνια, τα καριμπού, οι πιγκουίνοι, είναι ανάλογα με τους απειροελάχιστους εναπομείναντες ιθαγενείς λαούς του κόσμου που δεν έχουν απωλέσει ακόμα την κουλτούρα τους και δεν έχουν τοποθετηθεί σε ζωολογικούς κήπους. Για όλους αυτούς, το μέλλον δεν προβλέπεται ευοίωνο, καθώς ο σιδερένιος άνεμος της τυποποίησης πνέει πάνω απ τον πλανήτη.

Αυτό που θέλουμε να πούμε με όλα αυτά, δεν είναι ότι παραστρατήσαμε από κάποιο σπουδαίο σχέδιο της “Μητέρας Φύσης”, ούτε ότι το μέτρο της ευτυχίας και της υγείας μας θα έπρεπε να είναι η ομοιότητά μας με το “φυσικό”. Οποτεδήποτε τα ανθρώπινα όντα προσπαθούν να περιγράψουν τί είναι η “Φύση”, το μόνο που κάνουν είναι να προβάλουν πάνω της τους νόμους που διέπουν την κοινωνία μας, ή να της προσδίδουν όλα όσα θεωρούν ότι λείπουν από τον πολιτισμό τους. Και παραπέρα, η φύση η ίδια είναι κάτι που αλλάζει διαρκώς: τη συγκεκριμένη στιγμή, το φυσικό περιβάλλον ενός κουταβιού είναι στην πραγματικότητα το λουρί και το σκυλόσπιτο. Αν έχουμε καταστρέψει ολόκληρο τον φυσικό κόσμο με τον πολιτισμό μας, τότε σε τελική ανάλυση κι αυτό πρέπει να ήταν μέρος του “φυσικού” προορισμού μας (γιατί, τί υπάρχει στη Γη που δεν προέρχεται από τη φύση; Είναι μήπως η ανθρωπότητα ευλογημένη ή καταραμένη με …υπερφυσικές δυνάμεις;). Το ζήτημα δεν είναι πως να γυρίσουμε πίσω σε μια υποταγή στη Φύση, αλλά μάλλον πώς να ενωθούμε εκ νέου με τον κόσμο γύρω μας, με έναν τρόπο που να λειτουργεί. Μπορούμε να φτιάξουμε έναν κόσμο στον οποίο ζώα και άνθρωποι να ζουν σε αρμονία μεταξύ τους, χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς διακρίσεις ανάμεσα στο φυσικό και στο πολιτισμένο, ανάμεσα στο οικείο και στο ξένο; Μπορούμε να δραπετεύσουμε από τα δάση του τσιμέντου προς τα καταπράσινα, δροσερά δάση που έχουμε, αταβιστικά, στη φαντασία μας;

Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Οκτώβρης 2007