Categories
Gilles Dauve Troploin Uncategorized

Μια κριτική στα μπάχαλα των γαλλικών προαστείων, 2005 – Troploin

Απόσπασμα απ’ την μπροσούρα “What’s it all about” της ομάδας Troploin (Gilles Dauve, Karl Nesic), απ’ το libcom.org

[…]

-Τί πιστεύετε για τα μπάχαλα των banlieues (προαστείων) τον Οκτώβρη και τον Νοεμβρη του 2005; ανάλογες ταραχές εμφανίζονται στα γαλλικά προάστεια όλα αυτά τα χρόνια. Οι συγκεκριμένες έφτασαν σε ένα ανώτερο επίπεδο;

-Είναι αμφίβολο κατά πόσο τα μπάχαλα του 2005 πήγαν παραπέρα απ’ όσα συνέβαιναν στη Γαλλία εδώ και πάνω από 20 χρόνια. Για παράδειγμα, η δυνατότητά τους να πηγαίνουν παραπέρα απ’ την αφορμή της έκρηξής τους, να προσβάλουν στόχους πέραν της αστυνομίας και του άμεσου περιβάλλοντός τους, να εξαπλώνονται πέρα απ’ τις γειτονιές τους, να συνδυάζονται με άλλες κοινωνικές ομάδες, να βρίσκουν “συμμάχους”, αυτή η ικανότητα δεν αναπτύχθηκε το 2005 περισσότερο απ’ ότι στις περασμένες ταραχές, ενώ αντίθετα πιθανόν να ήταν ακόμα πιο περιορισμένη. Για παράδειγμα, σε αντίθεση με ορισμένες προηγούμενες εξεγέρσεις, αυτή παρέμεινε περιορισμένη σε νέους άρρενες, και δεν αναπτύχθηκε με μορφή πιο “λαϊκών” λεηλασιών. Εννοείται πως δεν ακυρώνουμε τα γεγονότα αυτά. Ωστόσο, δεν βρήκαν πιο οικουμενική απεύθυνση απ’ ότι ας πούμε μερικές απεργίες. Ας το παραδεχθούμε, πολλοί σύντροφοι κρατούν μια πολύ πιο κριτική στάση (και συχνά, καλώς κάνουν) όταν αναλύουν αγώνες σε χώρους εργασίας, παρά όταν αναλύουν μητροπολιτικές εξεγέρσεις. Οι συμπλοκές με την αστυνομία, δεν έχουν καθ’ εαυτόν ένα συγκεκριμένο ανατρεπτικό περιεχόμενο. Τα γεγονότα δεν μιλούν -έτσι απλά- από μόνα τους. Τίποτα δεν είναι ντε και καλά ριζοσπαστικό, ούτε η αντιμπατσική βία, ούτε το γεγονός ότι κάτι εγείρει τη συκοφαντία των μίντια και το μίσος των αστών,  ούτε μια περιθωριακή ζωή στην περιφέρεια της μισθωτής εργασίας, ούτε το δωρεάν, ούτε μια ακυβέρνητη χώρα, ούτε η αυτονομία, ούτε καν η κοινότητα, όταν αυτή είναι περιορισμένη σε μιά ομάδα. Δεν είναι κάθε χάος δημιουργικό. Η βία των καταπιεσμένων δεν είναι αυτόματα και ανατρεπτική.

Οι τρέχοντες εργατικοί αγώνες είναι συχνά μαχητικοί, παρόλ’ αυτά γενικά αμυντικοί, “ρεφορμιστικοί” και …συχνά χαμένοι. Ωστόσο, μακράν του να ξεπερνούν τα όριά τους, τα προαστειακά μπάχαλα του 2005 τους συμπληρώνουν, συνεισφέροντας τη δική τους τεθλασμένη διαχωρισμένη στιγμή. Όλα αυτά τα κομμάτια, δεν αλληλεπιδρούν, ούτε αναμειγνύονται, δεν δρέπει το ένα τους σπόρους του άλλου, δεν βοηθά το ένα το άλλο να ξεπεράσουν τα πλαίσιά τους και να παράγουν κάποιο κοινό έδαφος. Την Άνοιξη του 2006, όταν μεγάλα κομμάτια της νεολαίας των λυκείων και των πανεπιστημίων κατέβηκαν στους δρόμους ενάντια στο Συμβόλαιο Πρώτης Εργασίας (Contrat Première Embauche ή CPE) που αποτελούσε ένα βήμα παραπάνω στην αναλωσιμότητά τους, και τελικά υποχρέωσαν την κυβέρνηση να αποσύρει το σχετικό νομοσχέδιο, η δράση τους ήταν εντελώς αδιόρατα συνδεδεμένη με τα “απόβλητα” του σχολικού συστήματος που τα ‘χαν σπάσει λίγους μήνες πριν, και οι δράσεις αυτών επίσης είχαν ελάχιστους δεσμούς με τους ανθρώπους της εργασίας. Όλες αυτές οι στιγμές είναι όμως αποτελέσματα μιας ενιαίας αιτίας: της αναλωσιμότητας, υποτίμησης και εντατικοποίησης της εργασίας. Όμως, η αντίσταση σ’ αυτήν, παίρνει την μορφή πολλών παράλληλων αντιθέσεων που επιδεικνύουν ελάχιστη δυνατότητα ή και θέληση να συναντηθούν, τουλάχιστον προς το παρόν.

Ο κόσμος της εργασίας, ακόμα ζητά κάτι θετικό: μια δουλειά, ασφάλιση, έναν καλύτερο (ή έστω χωρίς πολλές περικοπές) μισθό (κανένα απ’ τα παραπάνω δε θα πρεπε να υποτιμάται, και η ικανότητα των εργαζομένων να τα διεκδικούν είναι ένα σημάδι υγειούς μαχητικότητας). Οι εκτός της εργασίας δρουν αρνητικά. Ουδέν μεμπτόν σ’ αυτό. Η επανάσταση εμπεριέχει την αρνητικότητα. Όμως, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά επαναστατική διαδικασία, όσο η αρνητική και η θετική δραστηριότητα μένουν διαχωρισμένες. Η κοινωνική παθητικότητα που συχνά εφαρμόζουν αυτοί οι μισθωτοί που έχουν βρει μια δουλειά και φοβούνται μην τη χάσουν, αντηχεί στη βία που γνωρίζει μόνο τους εχθρούς της, κι όχι τους φίλους τους.

-Φαίνεται πως μεγάλο μέρος της Αριστεράς έχει χάσει κάθε επαφή με την νεολαία και τον κόσμο των προαστείων. Αυτήν τη φορά, δεν υπήρξαν ούτε αιτήματα απέναντι στο Κράτος, όπως παλιότερα. Είναι επειδή η νεολαία δεν θρέφει πιά αυταπάτες για το γαλλικό κράτος πρόνοιας ή και τον ίδιο τον καπιταλισμό; Ήταν τα μπάχαλα πιο καταστροφικά απ’ όσο είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός; Υπήρξαν τάσεις όπως στη Βρετανία των 80es πχ στο Toxteth όπου πολλοί νέοι αποδοκίμαζαν φωνάζονταν “Μακρύτερες αλυσίδες και μεγαλύτερα κλουβιά” στις ομιλίες αριστερών πολιτικών που ζητούσαν δουλειά και περισσότερη πρόνοια για τους νέους;

-Οι διαχωρισμοί που συνοψίσαμε στην προηγούμενη ερώτηση, αντανακλώνται στις κοινωνιολογικές διαιρέσεις εντός της αριστεράς και των αριστεριστών. Παρόλο που το Κομμουνιστικό Κόμμα βρίσκεται σε παρακμή, διατηρεί ακόμα ορισμένα οχυρά, κυρίως στην τοπική αυτοδιοίκηση και στην παραδοσιακή (αν και μειούμενη) βάση της δυναμικής του, μεταξύ των ειδικευμένων/υψηλόμισθων εργατών, ιδιαίτερα εκεί όπου το συνδικάτο του, CGT, έχει ισχυρή οργάνωση. Στους τομείς αυτούς, δοκιμάζεται απ’ τον ανταγωνισμό της τροτσκιστικής ομάδας Lutte Ouvrière, που προσπαθεί να κλέψει απ’ το ΚΚ την μερίδα του λέοντος της ειρηνικής αντίστασης των αξιοπρεπών μέσων ανθρώπων, και καταδικάζει τους μπάχαλους του 2005 ως εξωτερικό στοιχείο απ’ την “πραγματική” εργατική τάξη, η οποία δε θα κάψει αμάξια. Αυτό που δεν θέλει να κάνει η LO, δεν μπορεί να το κάνει ο χώρος της “αντιπαγκοσμιοποίησης”. Η επιρροή τους έγκειται κυρίως σε μεσοταξικά στοιχεία, και έχουν αποδειχθεί εξίσου ανίκανοι όσο κι όλοι οι άλλοι, στο να πουν κάτι σ’ αυτούς τους ανθρώπους που (είτε “Λευκοί”, Άραβες, ή Μαύροι) δε ζητούν τίποτε, ούτε δουλειά, ούτε συνδικάτα, ούτε πολιτικές οργανώσεις, ούτε ψήφο, και -προς το παρόν- το μόνο που επιδεικνύουν είναι μια ικανότητα άρνησης.

Κριτική στα γεγονότα του 2005, δε σημαίνει να τα ακυρώνουμε, αλλά να αντιλαμβανόμαστε ότι, στην παρούσα κατάσταση, μια τέτοια έκρηξη δεν μπορεί να παράγει παρά τον εαυτό της. Όχι ότι αυτό είναι λίγο, αλλά δεν βγαίνει κάτι απ’ αυτό. Είναι περισσότερο ένα σύμπτωμα, παρά μια “ανασύνθεση” του προλεταριάτου, για να χρησιμοποιήσουμε την αυτόνομη ορολογία. Δεν είμαστε νοσταλγικοί, αλλά τριάντα ή σαράντα χρόνια νωρίτερα, οι γονείς αυτών των νέων (βόρειας ή μαύρης) αφρικανικής καταγωγής, κατάφερναν να στήσουν μια απεργία από κοινού με τους “Γάλλους” συναδέλφους τους, στη γραμμή παραγωγής.

Οι αγγλικές ταραχές, το 1981 και τα χρόνια που ακολούθησαν, συνέτειναν σε μια σύγκλιση μεταξύ μιας κριτικής της εργασίας απ’ αυτούς που η εργασία απορρίπτει, και μιας σκληρής διεκδίκησης αιτημάτων από μισθωτούς εργαζόμενους. (Βλ. το εξαιρετικό Like a Summer with a Thousand Julys). Δεν εκδίδουμε πιστοποιητικά ποιοτικού ελέγχου ταξικών αγώνων, ωστόσο τα μπάχαλα του 2005 παρέμειναν μέσα στα κοινωνιολογικά και γεωγραφικά όρια των αρχικών εστιών τους. Αυτό δε σημαίνει ότι πάντοτε θα είναι έτσι.

Αν δουμε τη συνολικότερη εικόνα αυτου του απαλλοτριωμένου πληθυσμού των προαστείων, είναι αμφίβολο ότι οι αυταπάτες έχουν εξαφανιστεί. Ορισμένες απ’ αυτές έχουν όντως μειωθεί, σχετικά με το κράτος πρόνοιας, και τις ρεφορμιστικές ικανότητες της αριστεράς. Άλλες έχουν αυξηθεί, όπως για παράδειγμα σχετικά με τις δυνατότητες μιας πολιτικής λύσης και πολιτικών δικαιωμάτων, με περισσότερους ανθρώπους αποφασισμένους να κάνουν χρήση του δικαιώματός τους στη ψήφο. Αν υπήρξαν λιγότερα αντικρατικά συνθήματα απ’ ότι στο παρελθόν, αυτό δεν οφείλεται στο ότι οι ντόπιοι προλετάριοι δεν έχουν πια και πολλές απαιτήσεις απ’ το Κράτος. Έχει να κάνει με το ότι το κίνημα (Νοέμβρης 2005-Άνοιξη 2006) δεν έφτασε το στάδιο όπου μια απόρριψη του Κράτους θα μπορούσε να εμφανιστεί στο πρόγραμμά του. Οι άνθρωποι ακόμα περιμένουν πολλά απ’ τους πολιτικούς, όχι τόσο απ’ το Κράτος ώς έχει τώρα, αλλά από ένα Κράτος που θα πρεπε να ανακαινισθεί κατά κάποιον τρόπο, που κανείς δεν ξέρει ακριβώς.

-Ακούμε ότι μια ισλαμική οργάνωση εξέδωσε φετφά (θρησκ. καταδίκη) ενάντια στους ταραχοποιούς. Ποιός ήταν ο ρόλος των μουλλάδων και των ισλαμικών ομάδων στα μπάχαλα; Αποτελεί η θρησκεία μεγάλο πρόβλημα στα προάστεια και τί αντιστάσεις μπορεί να βρει στα προάστεια;

-Υπήρξε όντως φετφάς κατά των ταραχοποιών, ο οποίος βέβαια είχε ελάχιστο ή και καθόλου αντίκρυσμα: Το ισλάμ ούτε ενέπνευσε τους εξεγερμένους ούτε ήταν ικανό να τους σταματήσει. Είναι κι αυτό μια ικανοποίηση. Κι ας παραλληρούν τα μίντια για τον αύξοντα ισλαμικό πολιτικό φανατισμό μεταξύ των νεολαίων των προαστείων. Δυστυχώς, στις περιοχές όπου κατοικούν πολλοί άνθρωποι απ’ τη Βόρεια ή την Μαύρη Αφρική, την Ασία και την Τουρκία, το ισλάμ παίζει όντως έναν συντηρητικό ρόλο, όχι άμεσα πολιτικό, αλλά με ευρύτερη επιρροή απ’ ότι πριν 20 ή 30 χρόνια. Τον άνεργο γιο ενός πρώην ανειδίκευτου αλγερινού ή μαροκκινού εργάτη αυτοβιομηχανίας, τον απασχολεί περισσότερο το κοράνι, απ’ ότι τον πατέρα του όταν εργαζόταν σε κάποια φάμπρικα της Citroën. Αυτό ας γίνει αφορμή για να παρατηρήσουμε ότι η απο-κοινωνικοποίηση που προκλήθηκε απ’ την παρακμή των μεγάλων εργοστασίων δεν είναι αρκετή για να παράγει ένα κινούμενο, απεδαφικοποιημένο και δυνητικά οικουμενικό “νέο” προλεταριάτο, έτοιμο για μια κοινωνική κριτική την οποία οι προηγούμενοι βολεμένοι εργάτες παγιδευμένοι στα ζόρια και τους μύθους της εργασίας, υποτίθεται ότι ήταν ανίκανοι να παράγουν.

Όσο μεταφυσική και να είναι η θρησκευτική κριτικής της κοινωνίας γενικά και του καπιταλισμού συγκεκριμένα, βασίζεται σε μια μορφή κοινότητας που μπορεί να ξεπεραστεί μόνο από μια ανώτερη μορφή κοινότητας, μια προλεταριακή και κατόπιν μια ανθρώπινη κοινότητα, που οφείλει ακόμα να αποδείξει την ιστορική εγκυρότητά της. Μέχρι τότε, η θρησκεία ήρθε και θα μείνει, ή ακόμα και θα αναπτυχθεί, όπως υποστηρίξαμε στο The Continuing Appeal of Religion.

[…]

-Υπάρχει κάποια θέση σας που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, ή άλλες ιστορικές υποθέσεις που αποδείχθηκαν έγκυρες;

-Ένα σημαντικό σημείο που επιβεβαιώθηκε τα τελευταία 20-30 χρόνια ήταν αυτό: Η “κρίση” και η φτώχεια δεν είναι ικανές από μόνες τους να προκαλέσουν επαναστατικές απόπειρες. Ένα άλλο που διαψεύσθηκε: Αντίθετα με τα όσα περιμέναμε, η παγκόσμια ανάπτυξη του συστήματος της μισθωτής εργασίας, δεν επιφέρει αναγκαία και μεγαλύτερη προλεταριοποίηση. Χάρη στην αύξουσα βιομηχανοποίηση πρώην υποανάπτυκτων χωρών, από τις μεξικανικές maquiladoras (κέντρα όπου στέλνονται βορειοαμερικανικά υλικά για κατεργασία, λόγω πενιχρών μισθών, κι έπειτα επιστρέφονται στις χώρες απ’ όπου εισήχθησαν, για πώληση) μέχρι τα κινέζικα sweatshops (επίσης εργοστάσια κακοπληρωμένης, πολύωρης, συχνά και παιδικής, εργασίας άνευ όποιας εργατικής νομοθεσίας), υπάρχουν αφενός ολοένα και περισσότεροι προλετάριοι, αλλά απ’ την άλλη χωρίς να εμφανίζεται κάποιο προλεταριακό κίνημα. Η θεωρία μπορεί να αντιληφθεί μόνο την αλλαγή. Το να είναι κανείς μέρος μιας “πρωτοπορείας” σημαίνει να προσπαθεί να μένει όσο το δυνατόν λιγότερο πίσω.