Categories
Aufheben Gilles Dauve

3 Ερωτο/απαντήσεις για τον αντι-φασισμο – Gilles Dauve

Ερωτο/απαντήσεις για τον αντι-φασισμο

Πηγή: γράμμα του Gilles Dauve στο περιοδικό Aufheben δημοσιευμένο στο 7ο τεύχος του περιοδικού (1999). Ολόκληρο το κείμενο στο site του Aufheben

1. Μπορεί το προλεταριάτο να εμποδίσει την καπιταλιστική κοινωνία απ’ το να μετατρέπεται κατά περιόδους σε δικτατορία;

Όχι. Η ταξική σύγκρουση ορίζει τη σύγχρονη εποχή, όπως και τα επίκεντρα γύρω από την υποταγή ή/και την αντίσταση της εργατικής τάξης, την ανταρσία, την εξέγερση… Δεν σημαίνει ότι τα αφεντικά θα μπορούσαν να εκτρέψουν την πολιτική ροή ανά πάσα στιγμή και να αποφύγουν τις παρενέργειες της ίδιας της απόπειράς τους να αλλάξουν την ιστορία.

Για παράδειγμα, η ενεργή ταξική σύγκρουση καθόρισε τη γέννηση και τη ζωή της Δημοκρατίας της Βαιμάρης. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η επανάσταση οξύνθηκε στη Γερμανία από τις συνδυασμένες δυνάμεις δημοκρατίας και φασισμού (τα Freikorps που χρησιμοποιήθηκαν από την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση υπό το SPD για να τσακίσουν τις εργατικές εξεγέρσεις του 1919-1920, ήταν αυθεντικές φασιστικές ομαδοποιήσεις, από τις οποίες θα προκύψουν πολλοί μετέπειτα υψηλόβαθμοι ναζί). Το σύστημα της Βαιμάρης οικοδομήθηκε πάνω στις προλεταριακές επιθέσεις και υποχωρήσεις. Οι εργάτες τότε υπέπεσαν σε μια υποβαθμισμένη και συσκοτισμένη αδυναμία: το συμβουλιακό κίνημα περιορίστηκε σε έναν γραφειοκρατικό θεσμικό μηχανισμό, και η επανάσταση που απέτυχε άνοιξε το δρόμο για ένα σοσιαλιστικού προσανατολισμού καθεστώς με κυρίαρχη την αριστερά. Οι πιέσεις που εξασκούσε η εργατική τάξη, και η σύγκρουση μεταξύ μιας ρεφορμιστικής πλειοψηφίας και επαναστατικών μειοψηφιών, διαμόρφωσαν το κλίμα αυτής της μεταπολεμικής περιόδου. Ακόμα κι όταν ανέβηκαν σε θέσεις εξουσίας δεξιοί πολιτικοί, ακόμα και με τον Hintenburg ως πρόεδρο (το SPD κάλεσε να τον ψηφίσουν ως ανάχωμα εναντίον του Hitler…), οι εργάτες διατηρούσαν τον δυναμισμό των πρώτων μερών της Βαιμάρης, και καμιά φορά, την αποφασιστικότητά τους.

Όμως τα συνδυασμένα κι εχθρικά βάρη του SPD και του KPD αποτελούσαν τις ξεχωριστές αδυναμίες τους. Με το κραχ του 1929, όταν ακόμα και η κυρίαρχη τάξη έπρεπε να πειθαρχηθεί, το κεφάλαιο αυτή τη φορά ανακάλυψε ότι δεν είναι μόνο οι ριζοσπάστες αλλά ακόμα και οι αξιοσέβαστοι συνδικαλιστές ηγέτες που θα μπορούσαν να αποτελούν ένα κίνδυνο. Ο αστικός-ρεφορμιστικός συμβιβασμός τέθηκε σε κίνηση από τους εργάτες 14 χρόνια πριν γίνει περισσότερο κατάρα παρά ευχή.

Ο Χιτλερισμός δεν ήταν αναπόφευτκος, με τους χοντροειδείς και δολοφονικούς τρόπους του. Όμως στις 30 Γενάρη 1933, μια ισχυρή κεντρική εξουσία, ήταν αυτό που άκουγες παντού, και οι μόνες επιλογές που έμεναν στη Γερμανία ήταν απόλυτα κρατιστικές και καταπιεστικές, ρυθμιζόμενες πέρα από κει που έφτανε το προλεταριάτο.

Παραδόξως, είναι η ίδια δύναμη της μισθωτής εργασίας (ρεφορμιστών και ριζοσπαστών) που της στερεί κάθε λόγο στη ρύθμιση των πραγμάτων.

2. Πόσο μπορεί να συνεισφέρει ο αντιφασισμός σε ένα επαναστατικό κίνημα;

Καταρχήν, ο αντιφασισμός δεν είναι ένα ομοιογενές φαινόμενο. Ο Durruti, ο Orwell, και ο Santiago Carrillo όλοι τους συγκαταλέγονται στους αντιφασίστες. Όμως, το ερώτημα παραμένει: Ενάντια σε τι είναι ο αντιφασισμός; Και υπέρ τίνος ακριβώς πράγματος;

Είμαι ενάντια στον ιμπεριαλισμό, είτε γαλλικός, είτε βρετανικός, αμερικανικός ή κινέζικος. Δεν είμαι όμως «αντιιμπεριαλιστής», μιας και μια αυτό δηλώνει μια πολιτική τοποθέτηση που υποστηρίζει και τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα που αντιτίθενται σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Είμαι (όπως και το προλεταριάτο) ενάντια στον φασισμό, είτε παίρνει την μορφή του Hitler είτε του Le Pen. Δεν είμαι «αντιφασίστας» μιας και αυτή είναι μια πολιτική τοποθέτηση που θεωρεί το φασιστικό κράτος ή την φασιστική απειλή σαν έναν πρώτο και κυρίαρχο εχθρό που πρέπει να καταστραφεί με κάθε κόστος, π.χ. συμμαχώντας με τους αστούς δημοκράτες ως το μη-χείρον, ή αναβάλλοντας την επανάσταση για όταν ο φασισμός θα έχει νικηθεί.

Αυτή είναι η ουσία του αντιφασισμού. Ο «επαναστατικός αντιφασισμός» είναι μια αντίφαση όρων, ένα οξύμωρο. Οτιδήποτε κομμουνιστικό αναπόφευκτα πάει πέρα από το πλαίσιο του αντιφασισμού, και αργά ή γρήγορα συγκρούεται μαζί του. Όταν οι ισπανοί εργάτες πήραν τα όπλα ενάντια στη στρατοκρατία τον Ιούλιο του ’36, προφανώς πολεμούσαν τον φασισμό, όμως (όπως κι αν αποκαλούσαν τον εαυτό τους) δεν δρούσαν ως αντιφασίστες, καθώς η κίνησή τους στόχευε τόσο τους φασίστες όσο και το δημοκρατικό κράτος. Κατόπιν, ωστόσο, όταν αφέθηκαν να παγιδευτούν μέσα στα θεσμικά πλαίσια, έγιναν «αντιφασίστες», πολεμώντας τους φασίστες εχθρούς τους ενώ την ίδια στιγμή υποστήριζαν τους δημοκράτες εχθρούς τους.

Επαναστατικές κριτικές του αντιφασισμού έχουν επανειλημμένα κατηγορηθεί ότι σαμποτάρουν την μάχη ενάντια στον φασισμό, ότι είναι «αντικειμενικοί» σύμμαχοι του Franco ή του Hitler, κάτι που συχνά φτάνει στο «υποκειμενικό»- Η τραγική ειρωνεία είναι ότι μόνο το προλεταριάτο και οι κομμουνιστές είναι ουσιώδεις αντίπαλοι του φασισμού. Ο αντιφασισμός είναι πάντοτε περισσότερο υποστηρικτής της δημοκρατίας παρά πολέμιος του φασισμού: δεν θα πάρει αντι-καπιταλιστικά μέτρα για να απωθήσει τον φασισμό, και θα προτιμήσει την ήττα του παρά να ρισκάρει ένα προλεταριακό ξέσπασμα. Δεν ήταν ατύχημα ούτε λάθος που οι ισπανοί αστοί και οι σταλινικοί σπατάλησαν χρόνο και ενέργεια για να εξολοθρεύσουν τις αναρχικές αγροτικές κομμούνες όταν υποτίθεται ότι έκαναν τα πάντα για να κερδίσουν τον πόλεμο: η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα τους δεν ήταν ούτε υπήρξε ποτέ η συντριβή του Franco, αλλά το να διατηρήσουν τις μάζες πειθαρχημένες.

Οπότε, το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχουν πολλά είδη αντιφασισμού, και ότι μη-επαναστατικά αντιφασιστικά στοιχεία μπορούν να γίνουν επαναστατικά, όπως μπορούν φυσικά και πολλοί άλλοι, αλλά ότι ο αντιφασισμός ως τέτοιος, προκειμένου να αποφύγει ένα δικτατορικό κράτος, υποκύπτει στο δημοκρατικό κράτος. Αυτή είναι η φύση του, η λογική του, το αποδεδειγμένο παρελθόν του, και όλα τα «ναι μεν αλλά» σχετικά με αυτό, πνίγηκαν στο αίμα της Βαρκελώνης του Μάη του ’37, των εργατών που ήλπιζαν να ξεπεράσουν τον συμβιβαστικό αντιφασισμό. Ο αντιφασισμός δεν είναι μια συνάντηση που πάει κάποιος και υιοθετεί ένα νέο πρόγραμμα. Δεν είναι μια μορφή: έχει δικό του περιεχόμενο και πολιτική ουσία. Δεν είναι ένα «αστικό» μόρφωμα όπου η προλεταριακή ανατροπή θα μπορούσε να φωλιάσει τη σάρκα της.

Δε χρειάζεται να πω, ότι αυτό που προτείνω δεν είναι οι καθαρογραμμίτες κομμουνιστές που παίρνουν μέρος μόνο σε επιθέσεις εναντίον της μισθωτής εργασίας και μένουν αμόλυντοι από κάθε αντιφασιστική ομάδα, περιμένοντας από αυτές το πολύ-πολύ να συμβαδίσουν με τους ίδιους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόρριψη του κάθε τι φασιστικού (εθνισμός, ρατσισμός, σεξισμός, εθνικισμός, νόμος και τάξη, αντιδραστική κουλτούρα κλπ) είναι συχνά ένα πρώτο βήμα προς την ανταρσία. Πράγματι, αρκετοί νέοι άνδρες και γυναίκες παίρνουν μέρος σε διαδηλώσεις ενάντια στο γαλλικό «Εθνικό Μέτωπο» επειδή καταλαβαίνουν ότι τους ζητά ακόμα περισσότερη υποταγή σε μια κοινωνική τάξη που μισούν, κι όχι επειδή αποτελεί απειλή για την κοινοβουλευτική δημοκρατία που ούτως ή άλλως δεν τους ενδιαφέρει και τόσο. Εδώ εισέρχονται και οι πολιτικάντηδες που προσπαθούν να χειραγωγήσουν αυτήν την κίνηση σε μια υποστήριξη της δημοκρατίας. Αυτές οι τυχαίες χειρονομίες θα αναπτυχθούν σε μια κριτική των θεμελίων αυτού του κόσμου αν αρνηθούν τη βάση του αντιφασισμού: τον σεβασμό για το δημοκρατικό καπιταλισμό. Μόνο καταδεικνύοντας τα ζητήματα αυτά μπορούμε να συνεισφέρουμε στην ωρίμανση αυτή.

Το τσάκισμα του φασισμού σημαίνει να καταστρέφουμε τις προϋποθέσεις του, δηλαδή τα κοινωνικά αίτιά του, δηλαδή τον καπιταλισμό.

3. Πως μπορούμε να πολεμήσουμε μια από τις χειρότερες διασπαστικές δυνάμεις στο εσωτερικό του προλεταριάτου: τον ρατσισμό;

Πάντως σίγουρα όχι με το να προσθέτουμε τον ρατσισμό ως άλλο ένα θέμα στην ατζέντα του αντι-καπιταλισμού.

Ο ρατσισμός πιάνεται από μια διαφορά. Ο αντιρατσισμός κάνει το αντίθετο: δίνει έμφαση σε κάτι κοινό που ο ρατσισμός διαιρεί. Αυτό το κοινό στοιχείο είναι συνήθως η ανθρωπότητα ή η ανθρωπιά. Τώρα, όταν η αστική τάξη κάνει επίσης έκκληση σ αυτό, σε σχέση με τους εργάτες της, πώς μπορούν να φέρουν αντίρρηση οι επαναστάτες; Προφανώς το κοινό στοιχείο δεν μπορεί να είναι το ίδιο γι αυτούς που διευθύνουν αυτόν τον κόσμο και γι αυτούς που θέλουν να τον αλλάξουν.

Στην πραγματικότητα, αυτό που τείνουμε να κάνουμε είναι να αντικαθιστούμε το «είμαστε όλοι άνθρωποι», με το «είμαστε όλοι προλετάριοι». Λέμε λοιπόν: α) ένας μαύρος εργάτης είναι το ίδιο με έναν λευκό εργάτη, β) και οι δύο δεν είναι το ίδιο με ένα μαύρο αφεντικό ή ένα λευκό αφεντικό. Το ζήτημα είναι ότι αυτό δεν χτυπά τον ρατσισμό. Υποστηρίζει την αλληλεγγύη, όπως και θα πρεπε, αλλά η αλληλεγγύη βρίσκεται σε έλλειψη ακριβώς λόγω του ρατσισμού. Έτσι, απλώς αντικαθιστούμε τον ανθρωπιστικό αντιρατσισμό με έναν προλεταριακό. Ωστόσο και οι δύο αντιμετωπίζουν τον ρατσισμό με την πιο επιφανειακή του μορφή, αγνοώντας τα αίτιά του.

Το ’68, αν και υπήρχαν ρατσιστές, ανάμεσα και στους μισθωτούς, η γαλλική αστική τάξη δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον ρατσισμό ως μείζον εργαλείο διαίρεσης, λόγω της τάσης για ενότητα που επέφερε ο μαζικός ταξικός αγώνας. Αργότερα, καθώς η μαχητικότητα των εργατών υποχώρησε, εμφανίστηκαν οι διαιρέσεις. Για να αναφέρουμε ένα μόνο σημαντικό σημείο, η απεργία του 1983 στο Talbot αποκάλυψε ένα αυξανόμενο σχίσμα ανάμεσα στους λεγόμενους εγχώριους και ξένους εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας. Μια τέτοια εξέλιξη ήταν περισσότερο αποτέλεσμα παρά αιτία. Είναι μόνο σύμπτωση που το 1983-4 ήρθε η άνοδος του Εθνικού Μετώπου; Δεν είναι η έλλειψη κατάλληλων αντιρατσιστικών εκστρατειών που βοήθησε τον Le Pen να κερδίσει γύρω στο 15% των ψήφων. Είναι η παρακμή της συλλογικής αντίστασης ανάμεσα στους εργαζομένους. Ο ρατσισμός εκδηλώνεται ως μια ιδεολογία, αλλά δεν είναι πρώτιστα ιδεολογικός. Είναι ένα πρακτικό φαινόμενο, μια κοινωνικό σχέση: μια από τις πιο ζοφερές όψεις του ανταγωνισμού ανάμεσα στους μισθωτούς εργαζομένους, μια συνέπεια της παρακμής των κοινοτήτων ζωής και αγώνα. Η «φυλετικοποίηση» της εργατικής τάξης πάει χέρι χέρι με την εξατομίκευση.

Το προλεταριάτο δεν είναι αδύναμο επειδή είναι διαιρεμένο: είναι η αδυναμία του που τρέφει τη διαίρεση. Έτσι, ότι το κάνει πιο δυνατό είναι που χτυπάει τον ρατσισμό. Ενώ αποφεύγει τον οργανωμένο ανθρωπιστικό αντιρατσισμό, μπορεί κανείς να πολεμήσει τον ρατσισμό όπου τον αντιμετωπίζει στην πραγματική ζωή, όπως πολλοί μη-ρατσιστές προλετάριοι κάνουν σε μια παμπ, σ ένα μαγαζί ή σε μια ουρά, αναδημιουργώντας ενός είδους αυτόνομες κοινότητες.

Για παράδειγμα, το κίνημα του Δεκέμβρη του ’95 έβαλε τέλος στη ρητορική του Le Pen. Αναλόγως, ένας αριθμός ταραχών έχουν φέρει κοντά ανθρώπους από τη βόρεια Αφρική, μαύρης και «λευκής» καταγωγής.

Το κομμουνιστικό κίνημα έχει ταυτόχρονα ένα ταξικό κι ένα ανθρώπινο περιεχόμενο. Μια ενδιαφέρουσα ερώτηση είναι: ποιες ταξικές αγωνιστικές δράσεις φέρνουν τους προλετάριους μαζί, και τείνουν έμπρακτα να χτυπούν τον ρατσισμό;

Οι εργάτες μπορεί να είναι μαχητικοί και ρατσιστές την ίδια στιγμή.

Το 1922, τα αφεντικά στην Νότια Αφρική μείωσαν τους μισθούς των λευκών εργατών στα ορυχεία και άνοιξαν έναν αριθμό θέσεων εργασίας στους μαύρους. Οι διαδηλώσεις των «λευκών» κατέληξαν σε λουτρά αίματος: πάνω από 200 εργάτες σκοτώθηκαν. Όπως και στις απεργίες ενάντια στην γυναικεία ή τη ξένη εργασία, ήταν κι αυτή μια αυτό-άμυνα των μισθωτών, στη χειρότερη μορφή της.

Από την άλλη, όταν η Ολλανδία βρισκόταν υπό την κατοχή της ναζιστικής Γερμανίας, οι Ολλανδοί εργάτες κατέβηκαν σε απεργία ενάντια στις διακρίσεις και τις απελάσεις που υφίσταντο οι Εβραίοι και οι Εβραίοι εργαζόμενοι.

Το κλειδί για να κατανοήσουμε την αντιδραστική στάση των εργατών της Νότιας Αφρικής, ή την αλληλεγγύη των Ολλανδών, δε βρίσκεται στο δίπολο ρατσισμός/αντιρατσισμός. Τα μυαλά στοιχειώνονται από κοινωνικές σχέσεις και δράσεις του παρελθόντος. Όσο πιο ανοιχτή, διεθνής, δυνητικά οικουμενική και συνεπώς «ανθρώπινη» είναι μια διεκδίκηση ή μια δράση, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να στριμωχτεί σε ένα σεξιστικό, ξενοφοβικό ή ρατσιστικό πλαίσιο.

Φανταστείτε ένα χώρο εργασίας. Ένας αγώνας για να σώσουμε τις δουλειές μας θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να φέρει την εργατική δύναμη πιο κοντά στο ρατσισμό απ’ ότι, ας πούμε, η διεκδίκηση 20 λιρών αύξησης την εβδομάδα για κάθε έναν εργαζόμενο. Το πρώτο παγιδεύει τους ανθρώπους σε αμυντικές χειρονομίες, τους απομονώνει στη «δική τους» υπόθεση, τους διαχωρίζει από τους άλλους χώρους εργασίας και τελικά και μεταξύ τους (ποιος θα «πάρει πόδι», ελπίζω να είναι κανένας συνάδελφος, κι όχι εγώ!). Όσο ταπεινή κι αν είναι η δεύτερη διεκδίκηση ενώνει τους προλεταρίους ασχέτως γένους, εθνικότητας ή επαγγελματικής ικανότητας, και μπορεί να τους συνδέσει και με άλλους χώρους εργασίας πέραν του δικού τους, καθώς κι άλλοι άνθρωποι μπορεί να πάρουν ανάλογες πρωτοβουλίες ζητώντας για μια τέτοια αύξηση, ή για κάτι ακόμα πιο ενοποιητικό.

Μερικές διεκδικήσεις και τακτικές ενισχύουν τις επαγγελματικές, τοπικές ή «φυλετικές» διαφορές. ’λλες ανοίγουν το δρόμο για την συμμετοχή μιας ολοένα και μεγαλύτερης κοινότητας, ανοίγουν νέα θέματα, και γκρεμίζουν τις «εθνικές» κλπ διαιρέσεις.

Ο μόνος τρόπος να νικήσουμε τον ρατσισμό είναι να τον αντιμετωπίσουμε σε ένα γενικό και «πολιτικό» επίπεδο, δείχνοντας με ποιον τρόπο οι διακρίσεις μεταξύ των προλεταρίων (και ο ρατσισμός ακόμα περισσότερο απ’ όσο η ξενοφοβία) πάντοτε καταλήγουν με τους ίδιους τους προλεταρίους σε πολύ πιο δυσμενή, υποβαθμισμένη, καθυποταγμένη θέση.

Ο ρατσισμός πρέπει να αντιμετωπιστεί, όμως όχι σαν ένα ξεχωριστό ζήτημα, και ποτέ ως μια παρανοϊκή ιδεολογία που πρέπει να συντριβεί από μερικούς θερμόαιμους.

Δείτε ακόμα: Φασισμός και Μεγάλο Κεφάλαιο – Gilles Dauve

Categories
Aufheben

Ο πολιτισμός και οι ύστατες συνέπειές του – Aufheben

Ο πολιτισμός και οι ύστατες συνέπειές του

Μια κριτική του: Against His-story, Against Leviathan! του Fredy Perlman (Detroit: Black & Red, 1983).


[Πηγή: περιοδικό Aufheben, τεύχος 4]
[Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007]

Είμαι γεννημένος σε μια συγκεκριμένη εποχή η οποία κατέχει συγκεκριμένα μέσα παραγωγής και είδη γνώσης. Έχω την δυνατότητα να συνδυάσω την ικανότητα μου με τη γνώση μου, και μπορώ να χρησιμοποιήσω όλα τα κοινωνικά προσβάσιμα μέσα παραγωγής ως εργαλεία με τα οποία μπορώ να πραγματοποιήσω ένα ατομικό ή συλλογικό σχέδιο. – R. Gregoire & F. Perlman, 1969[1]

Ο Πολιτισμός δέχεται επίθεση. Ένα νέο ρεύμα κριτικής εμφανίστηκε στα τελευταία χρόνια, ενωμένο μέσα από έναν ανταγωνισμό προς κάθε άλλη τάση που μοιάζει να περιλαμβάνει την «πρόοδο» ως μέρος του προγράμματός της. Το βιβλίο του Perlman, που περιγράφεται στον κατάλογο της AK Distribution του 1993 ως «ένα από τα πιο σημαντικά αναρχικά κείμενα αναφοράς των τελευταίων δεκαετιών» (σελ. 30), είναι ένα από τα κείμενα κλειδιά αυτού του «πρωτογονιστικού» ρεύματος. Στις ΗΠΑ και εδώ, είναι ανάμεσα στους αναρχικούς κύκλους, ιδιαίτερα αυτούς που σχετίζονται με οικολογικούς αγώνες, που ο πρωτογονισμός έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής. Όμως ο Perlman υπήρξε επίσης μαρξιστής (όπως μαρτυρά και το απόφθεγμα παραπάνω), και μάλιστα συνεισέφερε στην ανάπτυξη μιας ελευθεριακής εκδοχής της θεωρίας του Μαρξ για αρκετά χρόνια. Η εξ’ ολοκλήρου εγκατάλειψη του Μαρξ για χάρη του πρωτογονισμού έχει αγγίξει τον μη-λενινιστικό επαναστατικό χώρο κι εδώ, με την πρόσφατη μετακίνηση της Wildcat [2] προς μια αντι-πολιτισμική τοποθέτηση.

Μια κατεύθυνση που υποδεικνύει το πρωτογονιστικό ρεύμα είναι η ανάγκη ανάπτυξης μιας κριτικής της τεχνολογίας. Αυτό είναι κάτι που η παλιά αριστερά δεν μπορεί να αντιληφθεί, και είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους είναι ανίκανη να συνδεθεί επαρκώς με τις τάσεις προς τον κομμουνισμό. Σύμφωνα με τις περισσότερες ποικιλίες του αριστερισμού, η τεχνολογική πρόοδος και συνεπώς η οικονομική ανάπτυξη θα είναι για όλους, όσο σχεδιάζονται ορθολογικά. Αυτό που εμποδίζει την πλήρη και ορθολογική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι η ανορθολογικότητα της καπιταλιστικής αγοράς. Όλα αυτά αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο οι αριστεριστές σχετίζονται με τους νέους αγώνες στο πεδίο της τεχνολογικής «προόδου», όπως το κίνημα ενάντια στην εξάπλωση των αυτοκινητοδρόμων. Έτσι, ενώ οι οππορτουνιστές όπως το SWP μεταχειρίζονται τους αγώνες αυτούς σαν δίκαιους μόνο και μόνο επειδή θεωρούν ότι μπορεί να δημιουργήσουν ένα γόνιμο έδαφος για να στρατολογηθεί κόσμος για τους «πραγματικούς» αγώνες, άλλοι αριστεριστές που είναι πιο ανοιχτά παραδοσιακοί σ αυτό το θέμα – όπως το RCP – επαναλαμβάνουν το παλιό αίτημα, ότι δηλαδή αυτό που πραγματικά θέλουν οι προλετάριοι είναι περισσότεροι και καλύτεροι δρόμοι (έτσι ώστε να μπορούμε όλοι να πηγαίνουμε στη δουλειά στην ώρα μας, ίσως!): μια σύγχρονη υποδομή είναι αναγκαία για την ανάπτυξη, και μια αναπτυσσόμενη οικονομία αναγκαία για μια καλύτερη ποιότητα ζωής…

Το παλιό σχέδιο της απλής κατάκτησης των μέσω παραγωγής ήταν αποκύημα μιας εποχής προτού ο καπιταλισμός επενδύσει τόσο εκτεταμένα την υποκειμενικότητά του στην τεχνολογία, και τον εργατικό σχεδιασμό. Η τεχνολογία που υπόσχεται την απελευθέρωσή μας είναι στην πραγματικότητα αυτό που μας υποδουλώνει, ρυθμίζοντας τις δραστηριότητές μας μέσα από την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο. Τα μηχανήματα και τα εργοστάσια ρυπαίνουν το περιβάλλον μας και καταστρέφουν τα σώματά μας. Τα προϊόντα τους μας παρέχουν μια εικόνα της αληθινής ζωής αντί για την ουσία της. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι συνήθως καταλληλότερο να διαλύσουμε τα υπάρχοντα μέσα παραγωγής από το να τα διαχειριστούμε απλώς διαφορετικά. Πρέπει λοιπόν να πάμε πέρα από τις αριστερίστικες εμμονές της ουδετερότητας της τεχνολογίας και να προβληματιστούμε σχετικά με τον δικό τους ορισμό της προόδου.

Το τρέχον κίνημα ενάντια στους αυτοκινητόδρομους μας παρέχει ένα καλό παράδειγμα έμπρακτης κριτικής της προόδου – με την έννοια της αμφισβήτησης των κυρίαρχων ορισμών της προόδου μέσα από την φυσική παρεμπόδιση της εφαρμογής τους. Όπως ισχυριζόμασταν και στο τελευταίο τεύχος μας, αγώνες όπως αυτός της διασταύρωσης Μ11 στο βόρειο-ανατολικό Λονδίνο πρέπει να γίνονται αντιληπτοί σαν μέρος του ταξικού αγώνα. Κι αυτό συμβαίνει συχνά παρά το τι πιστεύουν αυτοί που παίρνουν μέρος σε αυτούς, μερικοί από τους οποίους αντηχούν την ιδεολογική κριτική του Perlman στην πρόοδο. Σε αντίθεση με αυτή την έμπρακτη κριτική, η ιδεολογική κριτική υποσκάπτει ενεργά μια συνολική κριτική του καπιταλισμού. Έτσι ο Perlman απορρίπτει τις ανεπιθύμητες αριστερίστικες εμμονές αλλά μόνο μέσα από μια οπισθοχώρηση σε μια μορφή ρομαντικού ημι-αναρχισμού ο οποίος είναι ανίκανος να αντιληφθεί την αναγκαιότητα του κινήματος να καταργήσει το κεφάλαιο. Δεδομένου ότι ο Perlman αποτελεί μια μόνο φωνή, το άρθρο αυτό θα χρησιμοποιήσει μια επισκόπηση του βιβλίου του σαν αφορμή για μια κριτική κι άλλων εκφράσεων του νέου πρωτογονιστικού ρεύματος.

Το ζήτημα ενάντια στην «πρόοδο»

Το βιβλίο του Perlman ξεκινά με έναν διαχωρισμό ανάμεσα σε μια φυσική κατάσταση (αρμονίας μεταξύ της ανθρωπότητας και της υπόλοιπης φύσης) και στον πολιτισμό. Ο πολιτισμός ξεκινά, όχι γιατί όλοι επιθυμούν να αναπτύξουν τις συνθήκες της ύπαρξής τους, όχι εξ αιτίας των «υλικών συνθηκών», αλλά επειδή μια μικρή ομάδα ανθρώπων επιβλήθηκε στους υπόλοιπους. Το βιβλίο του Perlman ανιχνεύει την καταγωγή του πολιτισμού στους Σουμέριους, οι οποίοι λέει πως υποχρεώθηκαν να χτίσουν υδατοφράγματα προκειμένου να εξασφαλίσουν μια κανονική παροχή νερού. Οι Σουμέριοι εμπιστεύτηκαν τη διεύθυνση της κατασκευής των φραγμάτων σε ένα άτομο, από το οποίο σταδιακά προήλθε μια πανίσχυρη ελίτ ειδικών, και στη συνέχεια μια ελίτ πολεμιστών – η πρώτη κυρίαρχη τάξη, ήταν γεγονός.

Κάτω από τη διεύθυνση της κυρίαρχης τάξης τους, οι Σουμέριοι έπειτα κήρυξαν πόλεμο στους γείτονές τους, υποδουλώνοντάς τους τον έναν μετά τον άλλον. Το υπόλοιπο βιβλίο του Perlman ασχολείται με την υπόλοιπη παγκόσμια ιστορία, ανιχνεύοντας την εξέλιξη – και την αντίσταση εναντίον – των διαφόρων τύπων Λεβιάθαν (το όνομα το δανείζεται από τον Hobbes, και χρησιμοποιείται από τον Perlman για να περιγράψει τον πολιτισμό, την ταξική κοινωνία ή το κράτος), καθένας από τους οποίους χρησιμοποιεί τα ανθρώπινα όντα σαν πηγή ενέργειας, ενσαρκώνεται από αυτά, και τα αποβάλλει καθώς παρακμάζει, μόνο για να αναπαράγει αργότερα έναν άλλον Λεβιάθαν. Οι Λεβιάθανς μάχονται μεταξύ τους, όμως ο νικητής είναι πάντοτε ένας Λεβιάθαν. Δεδομένου ότι η βασική αντίθεση εντοπίζεται ανάμεσα στον Λεβιάθαν και την καταπιεζόμενη πλειοψηφία, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των μορφών των ταξικών κοινωνιών μπορούν εν πολλοίς να παραληφθούν.

Ο Perlman φαίνεται να συμφωνεί με τον Marx ότι αυτό που διαχωρίζει τον πολιτισμό από τον πρωτόγονο κομμουνισμό είναι η ανάπτυξη των μέσων της παραγωγής, η οποία καθιστά δυνατή την απόσπαση επιπλέον μόχθου και συνεπώς την ύπαρξη μιας παρασιτικής μη-παραγωγικής τάξης. Όμως το βιβλίο αμφισβητεί την παραδοσιακή μαρξιστική θεώρηση προτείνοντας ότι στον πρωτόγονο κομμουνισμό υπήρχαν ήδη υπεραξίες [3]. Αν δεν υπήρχε πρόβλημα με τα μέσα της επιβίωσης, δε θα υπήρχε και ανάγκη να αναπτυχθούν τα μέσα παραγωγής. Έτσι η εμφάνιση του πολιτισμού εμφανίζεται ως ανάλογη μιας «πτώσης από τον κήπο της Εδέμ».

Ωστόσο, ο ισχυρισμός του Perlman ότι οι αρχαίοι Σουμέριοι ένιωθαν υποχρεωμένοι να εισάγουν τις τεχνολογικές καινοτομίες, συνεπάγεται ότι ο πρωτόγονος κομμουνισμός δεν ήταν τελικά και τόσο ειδυλλιακός: το μέρος όπου ζούσαν ήταν μια «κόλαση», έπρεπε να καλλιεργήσουν μια ζούγκλα, στις εποχές των βροχών πλημμύρες παρέσυραν τις σοδιές και τις κατοικίες τους, ενώ στις περιόδους ξηρασίας τα φυτά τους μαραίνονταν [4]. Αυτό ίσως υποδεικνύει πως η πληθυσμιακή αύξηση ανάγκασε αρκετούς ανθρώπους να ζήσουν σε περιθωριακά εδάφη, μακριά από κάθε υπεραξία. Επίσης φαίνεται να αντιβαίνει με τον επαναλαμβανόμενο ισχυρισμό του Perlman ότι οι υλικές συνθήκες δεν ήταν υπεύθυνες για την ανάπτυξη της τεχνολογίας και κατ’ επέκταση του πολιτισμού. Αν η έλλειψη μιας κανονικής παροχής νερού δεν είναι υλική συνθήκη τότε τι είναι; Παρομοίως, η υλική συνθήκη ενός αύξοντος πληθυσμού μένει εκτός συζήτησης [5]. Οι κοινωνικές σχέσεις που περιγράφει ο Perlman οι οποίες συνοδεύουν την νέα τεχνολογία φαίνεται να είναι μάλλον αυθαίρετες. Το μεγαλύτερο (όλο βασικά) κομμάτι της ιστορίας φαίνεται να κρέμεται από την απόφαση που έλαβε η «σοφή» [sic] γερουσία των Σουμερίων, να θέσει δηλαδή έναν «δυνατό νέο άνδρα» να «επιβλέπει» την κατασκευή των φραγμάτων. (Κι έτσι δεν έχουμε να κατηγορήσουμε παρά μια μικρή μειοψηφία…)

Τα γραπτά του John Zerzan, όπως η συλλογή δοκιμίων του με τίτλο Elements of Refusal [6], φαίνεται να πηγαίνουν το γενικό επιχείρημα του Perlman ακόμα πιο πέρα (πιο πίσω). Τα γραπτά του Zerzan δεν είναι η ορθοδοξία του νέου πρωτογονιστικού ρεύματος, αλλά έχουν υπάρξει σημαντικά για τον αμερικανικό πρωτογονιστικό και οικο-αναρχικό χώρο ώστε να εστιάσουν τις θεματικές τους σε ζητήματα όπως της γεωργίας. Η όλη προβληματική στις απόψεις του Zerzan μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Ο συμβολισμός έθεσε σε κίνηση τη διαδοχή των τρομακτικών γεγονότων που αποτελούν την κληρονομιά του πολιτισμού. Ο συμβολισμός οδήγησε σε ιδέες όπως ο χρόνος, οι αριθμοί, η τέχνη και η γλώσσα, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν στη γεωργία. Η θρησκεία καταδικάζεται επίσης, ως συνεισφορά της γλώσσας , και ένας από τους πρώτους θεσμούς της γεωργίας: η παραγωγή τροφής είναι «στη βάση της… μια θρησκευτική δραστηριότητα» (σελ 70). Όμως, γιατί είναι τόσο κακή η γεωργία; Σύμφωνα με τον Zerzan, «η αιχμαλωσία καθώς και κάθε μορφή σκλαβιάς έχει τη γεωργία σαν γεννήτορα ή μοντέλο της» (σελ 75). Έτσι, ενώ ο Perlman ίσως προτιμούσε να υπερασπιστεί τις υπάρχουσες πρωτόγονες κοινότητες ενάντια στην εξάπλωση της καπιταλιστική ανάπτυξης, ο Zerzan αντιμετωπίζει κάποιον που χρησιμοποιεί την γεωργία ως ήδη αλλοτριωμένο που κατά συνέπεια δεν έχει ανάγκη διάσωσης: ακόμα και οι πιο άγριες φυλές δεν είναι αρκετά αγνές γι αυτόν. Παρομοίως, η αέναη ανάπτυξη που αποτελεί έμπνευση για αρκετούς πρωτογονιστές, φαίνεται στα μάτια του Zerzan σαν ένα ακόμη μέρος του προβλήματος μιας και αποτελεί μια μέθοδο παραγωγής. Στο τελευταίο του έργο [7] απορρίπτει ακόμα και τις κοινωνίες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών μιας και το κυνήγι οδηγεί επίσης στο συμβολισμό (και σε όσα έπονται).

Είναι ίσως εύκολο να απορρίψουμε πολλούς από τους ισχυρισμούς των Perlman και Zerzan ως μισο-ιδεαλισμό. Δεν είναι επίσης τόσο αυθεντικοί, και θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι δεν είναι παρά εκχυδαϊσμοί των ιδεών του Camatte (δες παρακάτω). Αν ενδιαφερόμαστε για τη θεωρία, θα ήταν πολύ πιο κατάλληλο να αναπτύξουμε μια κριτική στο δικό του έργο παρά στο δικό τους. Ωστόσο ο Camatte είναι πολύ λιγότερο γνωστός και αναφέρεται πολύ πιο σπάνια απ’ ότι ο Perlman ή ο Zerzan. Το γεγονός ότι οι δικές τους ιδέες γίνονται κάτι σαν υλική δύναμη – με την μορφή ενός αύξοντος αριθμού ανθρώπων που συμμετέχουν σε αγώνες με μια πρωτογονιστική θεώρηση – σημαίνει ότι οφείλουμε να τους πάρουμε στα σοβαρά, τον καθένα με τον τρόπο του.

Το σύγχρονο περιεχόμενο του πρωτογονισμού

Οι ιδέες για μια περασμένη χρυσή εποχή και η απόρριψη του πολιτισμού δεν είναι κάτι το νέο. Το ρομαντικό κίνημα στην αστική φιλοσοφία ξεκινά με τον Rousseau, που εγκωμίασε τις αδιαμεσολάβητες σχέσεις με τη φύση και χαρακτήρισε την «βιομηχανία» σαν κάτι το κακό. (Ο Perlman αναφέρει τον Rousseau συγκατανεύοντας). Γιατί όμως αυτή η παλιά ιδέα έγινε τόσο δημοφιλής τώρα;

Δεν είναι σύμπτωση που οι αντι-πολιτισμικές ιδέες έχουν ανθίσει ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Είναι εύκολο να δούμε ότι οι ιδέες αυτές βρίσκουν ερείσματα εκεί όπου υπάρχει ακόμα μια αναγνωρίσιμη άγρια φύση η οποία αυτή τη στιγμή καταστρέφεται από την παραγωγή. Οι ΗΠΑ διαφοροποιούνται από την Ευρώπη ακόμα στο γεγονός ότι δεν έχουν την μακρά ιστορία αγώνων που χαρακτηρίζει το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό (και τη δημιουργία του προλεταριάτου). Απεναντίας, αυτό που έχουν ζήσει είναι η ολοκληρωτική επιβολή του καπιταλισμού στις ιθαγενικές κουλτούρες – μια αληθινή γενοκτονία. Επιπλέον, στα πρόσφατα χρόνια, οι ΗΠΑ έχουν διαφοροποιηθεί από την Ευρώπη ως προς το εύρος της ήττας του εκεί προλεταριακού αγώνα.

Η ήττα φέρνει την απαισιοδοξία, κι όταν το τρέχον ριζοσπαστικό κίνημα βρίσκεται σε παρακμή, είναι πιο εύκολο να είσαι ριζοσπάστης σχετικά με το παρελθόν, παρά με έναν έμπρακτο τρόπο εδώ και τώρα [8]. Στη βιογραφία του Perlman μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια μετακίνηση από την ελπίδα στο προλεταριάτο ως απελευθερωτική δύναμη προς την στροφή στη φύση και το παρελθόν με το περιεχόμενο της ήττας. Ως μαρξιστής, ο Perlman είχε συμμετάσχει στα γεγονότα του 1968, όπου ήρθε σε επαφή με τα κείμενα και τις ιδέες της Καταστασιακής Διεθνούς, του αναρχισμού και της ισπανικής επανάστασης, και τέλος του συμβουλιακού κομμουνισμού. Μετέπειτα, ωστόσο, κατά την μετάβασή του στις ΗΠΑ, «η ολοένα και πιο συρρικνωμένη αρένα για μια σημαντική πολιτική δράση στις αρχές του ’70 οδήγησε τον Fredy να αντιμετωπίσει τον εαυτό του λιγότερο ως «ακτιβιστή» και περισσότερο σαν κάποιον που γράφει τις αναμνήσεις του» [9]. Η πορεία του Perlman είναι στενά συνδεδεμένη με αυτήν του Jacques Camatte, κάποτε συντρόφου του ιταλού αριστερού κομμουνιστή Bordiga (σ.τ.μ. αριστεροί κομμουνιστές λέγονταν στην Ιταλία η μη-λενινιστές κομμουνιστές, ανάλογοι των συμβουλιακών της γερμανικής και ολλανδικής αριστεράς). Ο Camatte διέρρηξε τους δεσμούς του με τις αριστερές κομμουνιστικές οργανώσεις, εν μέρει εξαιτίας της αναγνώρισης εκ μέρους του της ανάγκης να πάμε πέρα από τους («αντικειμενικούς») σκοπούς τους, και της εκ νέου ανάγνωσης του Marx στη βάση μιας ριζοσπαστικής υπόσχεσης που προσφέρουν κείμενα όπως οι «Συνέπειες της ’μεσης Παραγωγικής Διαδικασίας» (το «χαμένο έκτο κεφάλαιο» του Κεφαλαίου. Τόμος 1), τα Grundrisse, και τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844. Ωστόσο, ο Camatte τελικά κατέληξε πως το κεφάλαιο ήταν στην πραγματικότητα παντοδύναμο, και με δεδομένο αυτό, το προλεταριάτο δεν είχε καμιά ελπίδα και η μόνη διέξοδος για την ανθρωπότητα ήταν να βρει κάποιο τρόπο να αποδράσει.

Στην περίπτωση του Zerzan, το πρώιμό του έργο εξιδανικεύει τον προλεταριακό αυθορμητισμό. Βασισμένος στις παρατηρήσεις του, των φαινομενικά νέων εκφράσεων αντίστασης με την μορφή του εργασιακού σαμποτάζ και της κοπάνας ή καθυστέρησης στη δουλειά, τις ανακήρυξε ως το μέλλον του ταξικού αγώνα [10]. Στις αρχές του 1980, η αναδιάρθρωση άφησε εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς εργασία. Μπορούμε να το εκλάβουμε αυτό σαν μια επαλήθευση των προβλέψεων της κριτικής του σχετικά με την αποτελεσματικότητα αυτών των μορφών της εξέγερσης ενάντια στην εργασία σαν ζωντανή έκφραση του ταξικού αγώνα. Μιας και εν όψει της εκτεταμένης ανεργίας πώς θα μπορούσαν οι εργάτες να συνεχίσουν να διαπράττουν σαμποτάζ ή να κάνουν κοπάνες; Όμως αντί να αναγνωρίσει την υπαναχώρηση του αγώνα σαν ολότητα, ο Zerzan διείδε στη φιγούρα των νέων ανέργων την «κατάρρευση» του καπιταλισμού και την «ζωτικότητα» της εξέγερσης ενάντια στην εργασία. Για αυτούς που παρέμειναν στις εργασίες τους, η εργασιακή πειθαρχία αυξήθηκε στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Για τον Zerzan, ωστόσο, το πιο σημαντικό πράγμα, ήταν η παρακμή της ηθικής της εργασίας. Ο Zerzan επίσης καταδίκασε τις απεργίες (είτε ήταν πετυχημένες είτε όχι) ως καθαρτικά που εξυγιαίνουν το σύστημα. Η επικέντρωσή του στις συμπεριφορές άφησε να του διαφύγει η συνολική κατάσταση του προλεταριάτου ως κίνηση.

Η μη-ρεαλιστική αισιοδοξία του Zerzan είναι απλά η άλλη όψη της απαισιοδοξίας που επέρχεται με την ήττα [11]. Όμως η εμμονή σε τέτοιες ιδέες – η υποκατάσταση της αποφασιστικής άρνησης του καπιταλισμού με μια απλή άρνηση του πολιτισμού – δεν είναι απλά μια αντανάκλαση της απαισιοδοξίας των σημερινών κινημάτων. Είναι επίσης κάτι που εμποδίζει τη σύνδεση με τα κινήματα αυτά.

Η ύστατη δοκιμασία της «πρωτογονιστικής» υπόθεσης είναι ίσως αυτή της χρησιμότητάς της στους αγώνες. Οι πρωτογονιστές λεν πως δε θέλουν απλά να πάμε πίσω (ίσως θέλουν να πάμε πίσω κάπως πιο σύνθετα), αλλά ούτε έχουν να πουν πολλά για το τι να κάνουμε τώρα. Και o Perlman και ο Zerzan δίνουν μερικά παραδείγματα συλλογικών αγώνων που θεωρούν ότι δείχνουν προς τη σωστή κατεύθυνση [12]. Στο παρελθόν, ο Perlman και ο Zerzan συνεισέφεραν στον επαναστατικό αγώνα, όμως όποια σημαντική συνεισφορά προκύπτει πλέον από τον Zerzan δε φαίνεται να σχετίζεται ιδιαίτερα με την θεωρία του.

Για τον σύγχρονο πρωτογονιστή, η απόγνωση που προκύπτει από την αποτυχία να ανιχνεύσει το μέλλον μέσα στο παρόν, και να αντιδράσει στην διεισδυτικότητα της παραγωγής, δεν του αφήνει άλλα περιθώρια από την ουσιαστική αυτοκτονία (πιθανόν στην υπηρεσία μιας βομβιστικής καμπάνιας ενάντια στην μία ή στην άλλη εκδήλωση της «μεγα-μηχανής»), ή στην παραίτηση ενώπιον της αναντίρρητης προόδου του Λεβιάθαν, και την αναζήτηση μιας ατομικής λύσης. Παρόλο που οι πρωτογονιστές βλέπουν το κεφάλαιο ως μια κοινωνική σχέση, φαίνεται να έχουν χάσει την έννοια ότι κάτι τέτοιο είναι μια διαδικασία του ταξικού πολέμου, κι όχι απλά μια επιβολή από έναν πανίσχυρο καταπιεστή. Μιας και, γι αυτούς, κάθε πρακτική είναι αλλοτριωμένη, πως θα μπορούσε μια προλεταριακή πρακτική να ανοίξει μια διέξοδο; Έτσι, για παράδειγμα, ο George Bradford γράφει στη Fifth Estate [13] πως το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να διατηρήσουμε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, να επιβεβαιώσουμε την ηθική συνοχή μας και να υπερασπιστούμε την «ανθρώπινη προσωπικότητα», και να ελπίσουμε ότι και άλλοι θα κάνουν το ίδιο.

Η Ιστορία παράγει τους αμφισβητίες της

Ο ισχυρισμός ότι η στροφή στον πρωτογονισμό αντανακλά τα όρια της ταξικής πάλης στη σύγχρονη εποχή έχει σίγουρα συνέπειες για τη συνοχή της πρωτογονιστικής θέσης. Να ισχυρίζονται ότι οι πρωτόγονοι λαοί αναγκαστικά αντιστέκονταν στον πολιτισμό ίσως είναι μια αναπαράσταση στους πρωτόγονους των δικών τους επιθυμιών – ιδιαίτερα, της δικής τους αντιπάθειας προς την τεχνολογία και την «πολιτισμένη» (δηλ. ταξική) κοινωνία. Οι πρωτόγονοι πολύ πιθανόν να μην είχαν συνείδηση του τρόπου ζωής τους ως μια πιθανότητα ή μια επιλογή, όπως φαίνεται στον σύγχρονο πρωτογονιστή, και κατά συνέπεια δε θα αξιολογούσαν τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο μ εμάς, κι έτσι δεν είναι απαραίτητο ότι αντιστάθηκαν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η επιθυμία για την κατάλυση του πολιτισμού φαίνεται να είναι επίσης ένα προϊόν της ταξικής κοινωνίας, ενώ η ρόδινη αναπαράσταση της προ-ιστορίας είναι κι αυτή μια δημιουργία της ιστορίας.

Το ζήτημα αγγίζει τον προσδιορισμό της «ανθρώπινης φύσης». Αντιμέτωποι με αυτόν, μπορούμε να βρούμε δυο είδη τοποθετήσεων στα κείμενα των πρωτογονιστών. Αρχικά, σε συμφωνία με μια μαρξική προσέγγιση, μερικοί δηλώνουν πως οι ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες είναι πράγματι ιστορικά προϊόντα [14]. Όμως, για τον σκληροπυρηνικό πρωτογονιστή, κάτι τέτοιο είναι προβληματικό γιατί τέτοιες ανάγκες και επιθυμίες θα ήταν ένα σύμπτωμα του όλου πράγματος που προσπαθούν να ανατρέψουν. Οι ανάγκες αυτές θα ήταν μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού, κι άρα της αλλοτρίωσης. (θυμηθείτε επίσης την παραδοσιακή αριστερίστικη άποψη ότι ο καπιταλισμός παρεμποδίζει την ανάγκη μας για τεχνολογική πρόοδο, για τον πρωτογονιστή τέτοιες ανάγκες, είναι μέρος του προβλήματος).

Με δεδομένο αυτό, οι πρωτογονιστές συχνά επικαλούνται την αντίθεση στον πολιτισμό των ανθρώπινων αναγκών και επιθυμιών οι οποίες είναι α-ιστορικές ή υπερ-ιστορικές [15]. Ο Perlman στο βιβλίο του δεν παρέχει κάποια παραπάνω πληροφορία γι αυτήν την α-ιστορικότητα της ανθρώπινης φύσης, εκτός από ένα απόσπασμα που λέει: «είναι δεδομένο ότι η αντίσταση είναι η πραγματική ανθρώπινη απάντηση στην απανθρωποποίηση». (σελ 184). Το υπόλοιπο της ανθρώπινης φύσης μπορούμε να φανταστούμε ότι είναι ακριβώς το αντίθετο από τον πολιτισμό: μη-ιεραρχική, ενάντια στην εργασία και πάει λέγοντας.

Και πάλι, μια α-ιστορική «ανθρώπινη φύση» ενάντια στο κεφάλαιο («πολιτισμός», «εξουσία» κλπ), δεν είναι το μόνο τέτοιο επιχείρημα να επανεφεύρουμε το εργαλείο της διαλεκτικής για να το καταρρίψουμε. Στην πραγματικότητα, αρκεί να παραθέσουμε ένα μέρος από το έργο του ίδιου του Perlman. Στην εισαγωγή του «Εκθέσεις του Rubin για την μαρξική θεωρία της Αξίας [16], ο Perlman αναλύει τη σύλληψη του Feuerbach περί ανθρώπινης φύσης. Όπως λέει ο Perlman, για τον Feuerbach η ανθρώπινη ουσία είναι κάτι το απομονωμένο, το μη-ιστορικό κι επομένως αφηρημένο. Το μεγάλο άλμα πέρα από τους αστούς ιδεαλιστές που πραγματοποίησε ο Marx θα αντέτεινε το εξής: «η ανθρώπινη ουσία δεν είναι μια αφαίρεση έμφυτη σε κάθε άτομο. Στην πραγματικότητά της βρίσκεται το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων» (σελ 122) [17].

Αντίθετα, μετέπειτα ο Perlman θα κάνει ένα τεράστιο θεωρητικό άλμα προς τα πίσω για να ανακαλύψει ξανά τις αστικές εμμονές που προσδιορίζουν την ανθρώπινη φύση με όρους ορισμένων αρνητικών επιθυμιών κάθε ατόμου [18]. Παρομοίως, ο Zerzan θα αντιπροτείνει την «αποξένωση» (μέσα από την ιεραρχία, τη γεωργία ή την μισθωτή εργασία) σε μια α-κοινωνική ανθρωπότητα. Τα περισσότερο υποσχόμενα αρχικά γραπτά του για το εργασιακό σαμποτάζ παρακάμπτονται από την αδυναμία του να αναγνωρίσει τα όρια ενός αγώνα που δε συλλογικοποιείται [19]. Τα πιο πρόσφατα γραπτά του επικεντρώνονται σε μια κριτική της γλώσσας, της όψης της ανθρώπινης ζωής που περισσότερο από κάθε τι άλλο, μας επιτρέπει να μοιραζόμαστε κι επομένως να κοινωνικοποιούμαστε.

Η αντίληψη των πρωτογονιστών περί μιας ουσιώδους οντολογική αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ιστορία (τον πολιτισμό) και μια αφηρημένη ανθρώπινη φύση, και όχι μεταξύ δυο ιστορικού περιεχομένου συνόλων συμφερόντων (το κεφάλαιο εναντίον του προλεταριάτου), σημαίνει ότι η κριτική τους τείνει να είναι απλώς ηθικού τύπου. Για παράδειγμα, όπως καταθέτει η χήρα και βιογράφος του, ο Perlman διαφωνεί ότι οι πρώτοι εκπολιτισμένοι δεν είχαν άλλες επιλογές [20]. Στο έργο του Εργατικές-Φοιτητικές Επιτροπές Δράσης, ένα παρόμοιο βολονταριστικό θέμα χρησιμεύει σαν μια χρήσιμη κριτική των ορίων των πρακτικών όσων πήραν μέρος στα γεγονότα του Μάη του 1968: «Υποκειμενικά, αυτοί πίστευαν ότι ήταν επαναστάτες καθώς πίστευαν ότι μια επανάσταση εκτυλισσόταν γύρω τους- δεν επρόκειτο να θέσουν σε κίνηση μια τέτοια διαδικασία, σκόπευαν να ακολουθήσουν το ρεύμα ως εκεί που θα τους έβγαζε» (σελ 82). Όμως, ελλείψει μιας κατάλληλης ανάγνωσης των λογικών-ιστορικών διαδοχών και του περιεχομένου συγκεκριμένων παραγωγικών μοντέλων, ο πρωτογονισμός του Perlman αναπαριστά μια χυδαία αντιγραφή μιας μη-αντικειμενικής εκδοχής του μαρξισμού σε μια έκδοση για μια αναρχική κριτική της εξουσίας, με όλες τις προφανείς αδυναμίες της: «Οι ηγέτες είναι κακοί ή ηλίθιοι!», παρομοίως, όσον αφορά τον Zerzan, η γλώσσα γι αυτόν φαίνεται να έχει αναπτυχθεί όχι για να μπορούν οι άνθρωποι να συνεργάζονται μεταξύ τους, αλλά «για τους σκοπούς του ψεύδους» (Elements of Refusal, σελ 27). Έτσι δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τα ταξικά συμφέροντα, αλλά τα ηθικά παραπτώματα των ανθρώπων! [21].

Τι είναι τέλος πάντων η πρόοδος;

Οι πρωτογονιστές δεν λεν πολλά για τις κλιματικές διαφοροποιήσεις της προ-ιστορικής εποχής. Σε συγκεκριμένες εποχές και μέρη, μπορεί κάλλιστα να υπήρξαν κοινωνίες ειδυλλιακές όπως τις περιγράφει ο Perlman. Όμως είναι εξίσου πιθανό να υπήρχαν άλλες εφιαλτικές περιπτώσεις. Όλες οι πρωτόγονες κοινωνίες βασίζονταν εξ ολοκλήρου στη συμπεριφορά της φύσης, κάτι που μπορούσε να αλλάξει εύκολα. Και διαφοροποιήσεις στις κλιματικές συνθήκες μπορούσαν να εξαλείψουν χιλιάδες ανθρώπους.

Τυφλωμένοι από την πρωτογονιστική αντίληψη της προ-ιστορίας ως μια ιδανική κατάσταση, φτάνουν στο χάραγμα μιας διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στη φύση και την ανθρώπινη παραγωγική δραστηριότητα. Αυτό που μας κάνει ανθρώπους είναι το σύνολο των «πρώτης τάξης μεσολαβήσεων» ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τη φύση: οι ανάγκες μας, ο φυσικός κόσμος γύρω μας, η δημιουργικότητά μας κλπ. Να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι δημιουργικός. Μέσα από τις «δεύτερης τάξης μεσολαβήσεις» αυτές οι βασικές ποιότητες της ύπαρξης, μεσολαβούνται από σχέσεις, σχέσεις εξουσίας, αλλοτρίωσης, εκμετάλλευσης κλπ – ανάμεσα στις τάξεις. Ο Zerzan εξιδανικεύει μια χρυσή εποχή πριν να διαχωριστεί η ανθρωπότητα από τη φύση μόνο επειδή μπερδεύει την ανθρώπινη αυτό-δραστηριότητα με την αλλοτριωμένη δημιουργική δραστηριότητα. Γι αυτό, κάθε ανθρώπινη δημιουργική δραστηριότητα – κάθε δραστηριότητα που επηρεάζει το υπόλοιπο της φύσης είναι ήδη δηλητηριασμένη με την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση.

Αυτό που η αντι-πολιτισμική θέση παραβλέπει, επομένως, είναι η αμοιβαία συγκρότηση της ανθρωπότητας και της (υπόλοιπης) φύσης: οι άνθρωποι είναι μέρος της φύσης, και είναι μέρος της φύσης τους να εξανθρωπίζουν τη φύση. Η φύση και η ανθρωπότητα είναι συμπληρωματικά μέρη μιας ενιαίας δραστήριας ολότητας. Και οι δύο είναι λοιπόν αντικείμενα αλλαγών και αλλάζουν η μια την άλλη. Οι αλλαγές στον κόσμο μπορεί να οδηγήσουν σε νέες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπινων όντων – σχέσεις που μπορεί να εξελιχτούν σε μια διαφορετική σχέση με τον κόσμο, μια διαφορετική πρακτική και τεχνολογία (όπως τότε που η Εποχή του Σιδήρου προέβαλλε μέσα από κλιματικές αλλαγές). Είμαστε προϊόντα της φύσης, αλλά επίσης δημιουργούμε τους εαυτούς μας μέσα από την αυτό-δραστηριότητά μας και αλλάζουμε τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Αν και είναι αναμφισβήτητα αληθές ότι το προνόμιο της «ανθρωπότητας» σε κάθε μία από τις αλλαγές αυτές είναι ότι μπορεί να βλάψει το ίδιο το περιβάλλον που έχει ανάγκη για να επιβιώσει, το να εξιδανικεύουμε τον «φυσικό κόσμο» αντιμετωπίζοντας κάθε δραστηριότητά μας σαν μια επίθεση σ αυτόν, είναι ίσως επιβλαβές για την ανθρωπότητα.

Αν η αλλαγή από την προ-ιστορία στη γεωργία και σε άλλες καινοτομίες δεν ήταν απαραίτητα αλλοτριωτική – αν οι τελευταίες δεν ήταν εκ φύσεως επιβεβλημένες μέσα από κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας – τότε ολόκληρη η ιστορική αντίθεση που προβάλλουν ο Perlman και ο Zerzan μεταξύ της προόδου και της λαϊκής αντίστασης σε αυτή, τίθεται σε αμφισβήτηση. Ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η πρόοδος δεν είναι αναγκαστικά μια έκφραση του ισχυρότερου. Μάλλον οι ισχυροί ήταν μερικές φορές αδιάφοροι για την πρόοδο, και οι αδύναμοι ήταν αυτοί που συνεισέφεραν σ αυτήν [22].

Στην Αρχαιότητα, ιδιαίτερα στην ελληνική κοινωνία, υπήρχε μάλλον μια τεχνολογική σταθερότητα παρά μια πρόοδος. Η υπεραξία που παρήγαγε ο μόχθος των σκλάβων χρησιμοποιούνταν για καινοτομίες μόνο στη σφαίρα της πολιτείας ή της διανοητικής ακμής. Η χειρωνακτική εργασία, και κατ’ επέκταση οι καινοτομίες στην παραγωγή, σχετίζονταν στα μυαλά της ελληνικής κυρίαρχης τάξης με την απώλεια της ελευθερίας. Παρόλο που οι Ρωμαίοι εισήγαγαν περισσότερες τεχνικές καινοτομίες, αυτές προορίζονταν περισσότερο για την υλική βελτίωση των πόλεων (π.χ. κεντρικά συστήματα θέρμανσης) και των ενόπλων δυνάμεων (π.χ. δρόμοι) παρά με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Και στις δυο περιπτώσεις, η στρατιωτική κατάκτηση προτιμούνταν από την οικονομική ανάπτυξη μέσα από τις δυνάμεις της παραγωγής.

Τη φεουδαρχική περίοδο, τόσο οι γαιοκτήμονες όσο και οι χωρικοί είχαν λόγους για να θέλουν τις καινοτομίες που θα αύξαναν την παραγωγή στις καλλιέργειες. Οι αυξανόμενες ανάγκες για πολυτελή αγαθά ανάμεσα στην τάξη των αριστοκρατών ως σύνολο, ιδιαίτερα από το έτος 1000 και μετά, κινητοποίησε μια επέκταση της ζώνης ανεφοδιασμού στην επαρχία. Έτσι, εισήχθη ο νερόμυλος και η εξάπλωση της αμπελουργίας. Οι χωρικοί είχαν κίνητρα να δημιουργήσουν και να ικανοποιήσουν νέες ανάγκες που προέκυπταν από τις συγκεκριμένες παραμέτρους του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, που δέσμευε τους χωρικούς μόνο ως προς ένα συγκεκριμένο εβδομαδιαίο φόρο και κάποιες σταθερές μέρες εργασίας: Το υπόλοιπο του χρόνου του ήταν δικό του, και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής του. Έτσι ολοένα και περισσότεροι χωρικοί προέκυψαν με τα μέσα στην κατοχή τους για μια τοπική παραγωγή εργαλείων από σίδερο. Η καλλιέργεια των δημητριακών εξαπλώθηκε. Και η ποιότητα και η ποσότητα της παραγωγής στα αγροκτήματα των ίδιων των χωρικών αυξήθηκε.

Το κλειδί για να κατανοήσουμε την μαζική ανάπτυξη της παραγωγικότητας κατά τη φεουδαρχική περίοδο, ωστόσο, είναι το επαναλμαβόμενο μίσθωμα και οι αγώνες μεταξύ των χωρικών και των γαιοκτημόνων. Οι διαμάχες για τη γη, που ξεκινούσαν από τον έναν ή τον άλλο πόλο της φεουδαρχικής σχέσης, κινητοποιούσαν την κατάληψη και την αποικιοποίηση νέων εδαφών με την μορφή της διεκδίκησης ερημιών, βάλτων και δασών για να μετατραπούν σε γεωργικές εκτάσεις. Ήταν ένας διαρκής ταξικός πόλεμος που ώθησε την οικονομία προς τα μπρος. Ο πρωτογονισμός, ισχυριζόμενος ότι η πρόοδος ξεκινά πάντοτε από την κυρίαρχη τάξη, προβάλλει κάποια χαρακτηριστικά του καπιταλισμού σε παρελθοντικές κοινωνίες – όπως κάνουν και οι περισσότεροι αστοί θεωρητικοί. Οι προηγούμενες ταξικές κοινωνίες βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε ένα στάσιμο τεχνολογικό επίπεδο. Σε τέτοιες κοινωνίες η τεχνολογικές αλλαγές μπορεί να συναντούσαν την αντίσταση της κυρίαρχης τάξης καθώς μπορεί να ανατάρασσαν κάποιες κατεστημένες σχέσεις κυριαρχίας. Ο καπιταλισμός είναι ο μόνος τρόπος παραγωγής που βασίζεται στις συνεχόμενες επαναστάσεις της τεχνολογίας και των μεσών παραγωγής.

Επιπλέον, το να χαρακτηρίσουμε τον καπιταλισμό απλώς ως την κυριαρχία της τεχνολογίας ή της «μεγα-μηχανής» φετιχοποιεί το κεφάλαιο σαν τον πρώτο παίκτη του παιχνιδιού, κι έτσι χάνουμε κάθε επαφή με τον αγώνα πίσω από την επιφάνεια των παραγωγικών μέσων. Η πρόοδος μέσα στον καπιταλισμό είναι χαρακτηριστικά το αποτέλεσμα της απάντησης του κεφαλαίου σε διάφορες μορφές αντίστασης. Για παράδειγμα, κατά την αλλαγή στο ταιηλοριστικό μοντέλο παραγωγής, οι επιστήμονες της διαχείρισης δεν ήρθαν αντιμέτωποι απλά με κάποιους τεχνικούς παράγοντες αλλά με την ιδιοτροπία και την ισχύ της εργατικής δύναμης. Αυτή θα μπορούσε να πειθαρχηθεί και να διαχειριστεί καλύτερα (τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι επιστήμονες) μέσω του κατακερματισμού της εργασίας στα συστατικά στοιχεία της και των εργατών στην παραγωγική γραμμή με τρόπο ώστε να μην μπορούν να συναδελφωθούν. Ένα από τα επόμενα βήματα ήταν η εισαγωγή μιας προσέγγισης «ανθρώπινων σχέσεων», φορώντας ένα ανθρώπινο προσωπείο στο εργοστάσιο, κάτι το οποίο έγινε επιβεβλημένο για το κεφάλαιο δεδομένης της εργατικής αντίστασης (με την μορφή της καθυστέρησης, ή του σαμποτάζ), αντί για έναν σκληροπυρηνικό ταιηλορισμό.

Έτσι, πρέπει να αντιληφθούμε την πρόοδο των παραγωγικών δυνάμεων όχι σαν μια απόλυτη επιβολή της θέλησης της μιας τάξης πάνω στην άλλη, αλλά ως το αποτέλεσμα των ταξικών συσχετισμών. Αν η πρόοδος είναι σε σημαντικό βαθμό ένας συμβιβασμός, ένα αποτέλεσμα της διαμάχης – τόσο μεταξύ των τάξεων όσο και μεταξύ ανταγωνιστικών κεφαλαίων – τότε κάποια από τα αποτελέσματά της μπορεί να είναι θετικά. Μπορεί να μισούμε τον καπιταλισμό, αλλά οι περισσότεροι από μας μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι υπάρχουν κάποιες καπιταλιστικές τεχνολογίες που θα θέλαμε να κρατήσουμε για τις παρούσες και μελλοντικές ανάγκες μας (αν και φυσικά όχι με την εμπορευματική τους μορφή) – είτε μιλάμε για τα ποδήλατα, είτε για τις λάμπες ή ακόμα για τις γραφομηχανές.

Αυτό έχει να κάνει με την άμεση εμπειρία μας του σύγχρονου καπιταλισμού, η οποία δεν επιβάλλεται πάνω μας απλά, μονολιθικά, αλλά είναι κατά κάποιον τρόπο υποχρεωμένη να αντανακλά τις δικές μας προσδοκίες. Δεν είναι μήπως, η ουσία του θεάματος, η επαναφομοίωση της πολυπλοκότητας των ίδιων των επιθυμιών μας; Δεν είναι λοιπόν κάποια γενική κι αφηρημένη πρόοδος την οποία πρέπει να διαλύσουμε, αλλά η αντιφατική διαδικασία στην οποία εισερχόμαστε μέσα στην ταξική κοινωνία. Η διαδικασία του κομμουνισμού εμπεριέχει την επανοικειοποίηση και τον ριζοσπαστικό, κριτικό μετασχηματισμό αυτών που δημιουργήθηκαν μέσα στις αλλοτριωμένες κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού. Να επιμείνουμε ότι το πρόβλημα είναι ουσιαστικά η τεχνολογία η ίδια, είναι ένας αποκρυφισμός. Τα ανθρώπινα εργαλεία δεν είναι εκτός του ελέγχου μας μέσα στον καπιταλισμό, γιατί είναι εργαλεία (τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ όσο εκτός ελέγχου είναι τα χέρια μας) αλλά επειδή είναι εργαλεία του κεφαλαίου – και κατ’ επέκταση των φετιχιστικών «δεύτερης τάξης» διαμεσολαβήσεών του.

Με δεδομένα όλα αυτά, ο ισχυρισμός της Wildcat[23] – ότι Αν οι παραγωγικές δυνάμεις χρειάζεται να αναπτυχθούν σε ένα συγκεκριμένο βαθμό προκειμένου να κάνουν πιθανό τον κομμουνισμό, και Αν οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς μέχρι τώρα, Τότε οι επαναστάτες θα πρέπει να υποστηρίξουν την περαιτέρω ανάπτυξή του – αρμόζει μάλλον στον μαρξιστικό αντικειμενισμό παρά στην εκδοχή του μαρξικού σχεδίου που θέλουμε να αναπτύξουμε. Ανά πάσα στιγμή, ο επαναστάτης στηρίζει την αντίθεση στο κεφάλαιο (και, κατ’ επέκταση, παίρνει το μέρος κάθε κομμουνιστικής τάσης μέσα στην ταξική κοινωνία). Δράσεις αντίθεσης στο κεφάλαιο μπορούν να αναγκάσουν το κεφάλαιο σε οπισθοχώρηση, κάνοντας πιθανή μια περαιτέρω επιτυχημένη αντίσταση τόσο υποκειμενικά (εμπιστοσύνη, πιθανές ιδέες κλπ) όσο και αντικειμενικά (ωθώντας το κεφάλαιο προς τα πίσω, αποδυναμώνοντας τους μηχανισμούς ελέγχου κλπ). Η λέξη πρόοδος συχνά περιγράφει την πορεία αυτής της επαναστατικής διαδικασίας, καθώς ο τρόπος παραγωγής αναγκάζεται να αλλάξει μορφή: Δείτε τον τρόπο με τον οποίο ο ταξικός συμβιβασμός μεταπολεμικά εμπεριείχε την ανάπτυξη νέων παραγωγικών και συσσωρευτικών μεθόδων με την μορφή του φορντισμού. Στην επίθεσή της στην πρόοδο, η Wildcat παίρνει υπόψη λανθασμένα τις σκιές ως την ουσία του αγώνα.

Καλός και κακός Marx

Ο Perlman κι ο Camatte είχαν σίγουρα διαβάσει τον Marx, και ανέπτυξαν το αρχικό, περισσότερο υποσχόμενο, επαναστατικό θεωρητικό έργο τους, μέσα από μια αντιπαράθεση με αυτόν. Όμως το Against His-story και το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Zerzan δεν επιχειρούν μια τέτοια αντιπαράθεση. Αντίθετα επιδιώκουν μια απλοϊκή και υποτιμητική συμπεριφορά χαρακτηρίζοντας τον Marx ως απλώς άλλον έναν απολογητή της προόδου του 19ου αιώνα. Από την άποψη αυτή, κάθε υποτιθέμενη ριζοσπαστική κριτική του Marx καλωσορίζεται, συμπεριλαμβανομένων των μεταμοντέρνων σκατάδων όπως ο Baudrillard. (το βιβλίο The Mirror of Production, αυτού του χαϊδεμένου παιδιού των μίντια και επαναφομοιωτή των καταστασιακών ιδεών, το οποίο στοιβάζει τον Marx μαζί με το υπόλοιπο «μοντερνιστικό» ξεγραμμένο παρελθόν, προάγεται μέσα από τις σελίδες του πρωτογονιστικής έμπνευσης περιοδικού Fifth Estate.

Μια κριτική του Marx και του μαρξισμού είναι φυσικά απαραίτητες αλλά ο πρωτογονισμός (όπως και ο μεταμοντερνισμός) είναι απλά η ιδεολογικοποίηση μιας τέτοιας κριτικής. Η αντι-πολιτισμική τοποθέτηση δεν είναι απλώς μια αναγκαία επίθεση στον αριστερισμό, αλλά μια αντι-παραγωγική επίθεση σε ότι έχει να κάνει με τον Marx. Υπερασπιζόμενοι μια εκδοχή του Marx ενάντια στον πρωτογονισμό, νιώθουμε φυσικά πως πρέπει να επιβεβαιώσουμε τα προβλήματα που συναντά κανείς όταν προσπαθεί να διαχωρίσει από μερικές από τις ίδιες τις συνέπειές της μια θεωρία η οποία δεν σκοπεύει απλώς στο να εξηγήσει τον κόσμο αλλά στο να τον αλλάξει.

Ωστόσο, μερικές από τις πρωτογονιστικές κριτικές μοιάζουν απλώς να βάζουν τον Marx πίσω στο χρονοντούλαπο, αντί να προσπαθήσουν να κατανοήσουν μερικούς από τους περιορισμούς της θεωρίας τους. Για παράδειγμα, η κριτική του Zerzan στον Marx ισχυρίζεται ότι συνδέει την πρακτική του Marx με τα υποτιθέμενα προβλήματα της θεωρίας του. Όμως η κριτική αυτή αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από έναν κατάλογο προσωπικών ιδιοτροπιών του Marx και δεν λέει σχεδόν τίποτα για την θεωρία του[24].

Τουλάχιστον η Wildcat μπαίνει στον κόπο να ξεθάψει μερικά αποφθέγματα του Marx, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιούν σαν αποδείξεις σε μια κριτική της (δικής τους ανάγνωσης της) θεωρίας του Marx. Από τα Grundrisse, βρίσκουν ένα απόφθεγμα για να δείξουν ότι ο Marx πίστευε ότι η καπιταλιστική πρόοδος κι έτσι η αλλοτρίωση ήταν ένα αναγκαίο βήμα για την πλήρη ανάπτυξη του ατόμου[25], και από τον Πρόλογο σε μια Συνεισφορά στην Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, παραπέμπουν στη γνωστή δήλωση του Marx ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι η προϋπόθεση για τον κομμουνισμό [26]. Αυτά είναι τα είδη θεωρητικών δηλώσεων που συνδέουν με τα λάθη της μαρξικής πρακτικής, ιδιαίτερα με την υποστήριξή του στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Θα μπορούσαμε, ως απάντηση να ανασύρουμε δεκάδες ακόμα αποφθέγματα από διάφορα κείμενα του Marx – ή κι από τα ίδια που χρησιμοποίησε η Wildcat – αποδεικνύοντας τη σημασία που απέδιδε στην προλεταριακή υποκειμενικότητα και αυτό-δραστηριότητα, και θα μπορούσαμε ακόμα να τα συνδέσουμε με τις σημαντικές και καινοτόμες συνεισφορές του στην επαναστατική πρακτική, όπως την υποστήριξή του για την Σικελιανή Εξέγερση ή την Παρισινή Κομμούνα.

Όμως μια απλή επιλογή (ή ακόμα και μια συλλογή) αποφθεγμάτων του Marx δεν αποτελεί ανάλυση. Αν θεωρούμε ότι υπάρχει οτιδήποτε χρήσιμο στο έργο του Marx, μπορούμε να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα όρια και τις αντιφάσεις του, στο ιστορικό τους πλαίσιο κι όχι σε μια αφηρημένη φιγούρα του Marx[27]. Όπως έγραψε ο Debord, τα όρια και οι αντιφάσεις του Marx αντανακλούν αυτά του εργατικού κινήματος της εποχής του.

Τα οικονομιστικά εργαλεία στη θεωρεία του Marx – που γίνονται παραδειγματικά σε έργα όπως το Κεφάλαιο – ήταν μόνο μια όψη της συνολικής εργασίας του. Όταν ο αγώνας φάνηκε να βρίσκεται στο πιο υποσχόμενο επίπεδό του, η ολότητα κι έτσι η υποκειμενικότητα ήρθαν στη φόρα στη θεωρία του Marx (όπως στην περίπτωση του συνολικού περιεχομένου και της κατεύθυνσης των Grundrisse), όμως ενόψει των υπαναχωρήσεων, ο Marx περιορίστηκε σε επιστημονικίστικες δικαιολογήσεις. Ήταν επίσης σημαντικό ως προς τη ρητορική του, φυσικά, να προβλέψει την αναπόφευκτη έλευση της κομμουνιστικής επανάστασης μέσα στην ωρίμανση του καπιταλισμού (όπως πχ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Το να κατανοήσουμε τον Marx μ έναν τέτοιο τρόπο, μας επιτρέπει να αναπτύξουμε κριτικά την επαναστατική θεωρία του προς την κατεύθυνση του κομμουνισμού παρά να την πετάξουμε χωρίς καμιά κριτική στα σκουπίδια, σαν ολότητα [28].

Με μια σημαντική έννοια, ο Marx απλώς περιέγραφε τις παρατηρήσεις του όταν έλεγε πως η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα φέρει εν τέλει τον κομμουνισμό πιο κοντά μέσω της προλεταριοποίησης του πληθυσμού. Είναι επίσης αλήθεια ότι κατά καιρούς ήταν πράγματι απολογητής μιας τέτοιας ανάπτυξης. Όμως το κύριο σημείο εδώ είναι ότι μια τέτοια στάση δεν είναι συνέπεια των θεωρητικών του εργασιών με τον άμεσο καθαρό τρόπο που θέλουν να πιστεύουμε οι πρωτογονιστές. Ο παραγωγικισμός είναι μια κληρονομιά του έργου του, την οποία ανέλαβαν οι σοβιετικοί μαρξιστές και άλλοι αντικειμενιστές μέσα από την στενή, επιστημονικίστικη ανάγνωσή τους. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη το έργο του σαν ένα σύνολο, η θεωρία του Marx υποδεικνύει επίσης την ενεργή άρνηση του κεφαλαίου μέσα από τον ταξικό αγώνα σε όλα τα μέτωπα.

Θεωρία, Ιστορία και Μέλλον

Προσεγγίζοντας την ιστορία, υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στο να ψάχνουμε σ αυτήν για ένα κομμουνιστικό ιδεώδες και στο να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε γιατί οι περασμένες κομμουνιστικές τάσεις απέτυχαν – και μαζί το γιατί έχουμε περισσότερες ελπίδες από τους Λουδδίτες, τους χιλιαστές, το παραδοσιακό εργατικό κίνημα κλπ. Όμως για να μπορέσουμε να πάμε παραπέρα από τις τάσεις αυτές, πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουμε το παρόν και το μέλλον. Ποιες νέες εφαρμογές της τεχνολογίας επιτρέπουν νέες ενότητες στο εσωτερικό της εργατικής τάξης; Βοηθούν οι αλλαγές στα μέσα επικοινωνίας τους συμμετέχοντες στους αγώνες να κατανοήσουν και να δράσουν πιο αποτελεσματικά μέσα από την παγκόσμια σημασία τους;

Για να προσεγγίσουμε τις σημερινές τάσεις, χρειαζόμαστε πολύ περισσότερα από τη ριζοσπαστική ανθρωπολογία που παρέχουν οι πρωτογονιστές. Χρειαζόμαστε τη θεωρία που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την ιστορική ειδικότητα των αγώνων. Ο καπιταλισμός είναι η πιο δυναμική από τις ταξικές κοινωνίες. Το προλεταριάτο είναι η μόνη επαναστατική τάξη που θέλει να καταργηθεί ως τέτοια, και μαζί να καταργήσει κάθε άλλη τάξη. Υπάρχουν λοιπόν πολλά χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής των ταξικών αγώνων που χάνονται με μια απλή αναφορά στον «πολιτισμό». Αν είναι να πολεμήσουμε αποτελεσματικά, να κατανοήσουμε τις πιθανές κατευθύνσεις των αγώνων και τα όρια της κάθε ιδεολογίας μέσα στον αγώνα, πρέπει να αναπτύξουμε – όχι να απορρίψουμε – τις κατηγορίες που χρησιμοποίησε ο Marx προκειμένου να συλλάβει την καπιταλιστική σχέση και τη διαδικασία της άρνησής της.

Ο πρωτογονισμός είναι ο ίδιος ένα προϊόν μιας συγκεκριμένης περιόδου της καπιταλιστικής ιστορίας. Τα ίδια υλικά που ζωογόνησαν τον μεταμοντερνισμό ανάμεσα στους ριζοσπάστες της ακαδημαϊκής γνώσης, βοήθησαν στην ανάπτυξη του πρωτογονισμού ανάμεσα στους κύκλους των ακτιβιστών. Οι μεν απλά περιγράφουν το «τέλος της ιστορίας» ενώ οι δε, καλούν σε δράση για ένα τέτοιο τέλος. Και οι δύο είναι ανεστραμμένες μορφές ενός φιλελεύθερου ιδεαλισμού που απορρίπτει ωστόσο την παραδοσιακή φιλελεύθερη πίστη στην καπιταλιστική πρόοδο.

Ωστόσο, αν ο πρωτογονισμός ήταν, σαν τον μεταμοντερνισμό, απλά μια εκφραστική επινόηση μερικών καλοπληρωμένων ακαδημαϊκών για την ήττα των βιομηχανικών ταξικών αγώνων τότε δε θα μπαίναμε καν στον κόπο να του δώσουμε χώρο στις σελίδες αυτές. Όλοι μας καλούμαστε να απαντήσουμε στην αυξημένη μόλυνση και την περιβαλλοντική καταστροφή που επιφέρει η ανάπτυξη της διαχωρισμένης εξουσίας που αποτελεί το κεφάλαιο. Ο πρωτογονισμός είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια προσπάθεια σύνδεσης με αγώνες γύρω από αυτά τα ζητήματα. Η σημαντική επανεμφάνιση του θεμελιακού προβλήματος της αλλοτρίωσης, με την μορφή της παγκόσμιας εμβέλειας περιβαλλοντικής καταστροφής για το κέρδος, έχει ενθαρρύνει νέες μορφές αντίστασης (ιδιαίτερα στις ΗΠΑ), οι οποίες αναζητούν νέες ιδέες. Ο μαρξισμός, ταυτισμένος με τις παλιές μορφές (τόσο του κεφαλαίου όσο και της αντίστασης), φαίνεται ως αποτυχημένος στα μάτια των νέων αγωνιστών – εξ ου και η πρόταση για μια ριζοσπαστική εναλλακτική, όπως ο πρωτογονισμός. Όμως το πρόβλημα του πρωτογονισμού βρίσκεται σε μια λανθασμένη διάγνωση του προβλήματος του μαρξισμού: Το ουσιώδες πρόβλημα στον Marx και στον μαρξισμό δεν είναι η πίστη στην πρόοδο, αλλά ο αντικειμενισμός[29]. Μια επαναστατική θεωρία που να αντιστοιχεί στους σημερινούς αγώνες πρέπει να ξεκινά με μια κριτική του αντικειμενισμού των προηγουμένων επαναστατικών θεωριών [30].

[Aufheben 4]

[Aufheben]

——————————————————————————–

[1] Worker-Student Action Committees (Detroit: Black & Red), p. 85.

[2] Wildcat, 17, ’νοιξη 1994.

[3] Ο ισχυρισμός βασίζεται στο βιβλίο του M. Sahlins’s: Stone Age Economics (London: Tavistock, 1974), σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι της λίθινης εποχής «είχαν ότι ήθελαν» εν αφθονία.

[4] Against His-story, σελ. 18.

[5] Αν το πρόβλημά μας είναι ο «υπερπληθυσμός» των ανθρώπινων όντων, η λύση ίσως να είναι να προτείνουμε την εξόντωση του 99,99% του ανθρώπινου είδους ώστε το υπόλοιπο 0,01% να μπορέσει να επιστρέψει σε μια φυσική κατάσταση, αν κι αυτό είναι ένα μάλλον προβληματικό συμπέρασμα για κάποιον που υποτίθεται είναι με την πλευρά της ανθρωπότητας ενάντια στον Λεβιάθαν, και τελικά, ποιος είναι αυτός που θα αποφασίσει ποιοι θα είναι το προνομιούχο 0,01%;

[6] J. Zerzan, Elements of Refusal (Seattle: Left Bank Books, 1988).

[7] J. Zerzan, Future Primitive and other Essays (New York: Autonomedia, 1994).

[8] Οι ιστορικοί E.P. Thompson, Eric Hobsbawm και Christopher Hill είναι κλασσικά παραδείγματα ανθρώπων που, εξαιτίας του διαχωρισμού του παρελθόντος από το παρόν, είναι/ήταν ικανοί να επιδιώκουν μια επαναστατική ακαδημαϊκή ιστοριογραφία ενώ παράλληλα έχουν μια τελείως ρεφορμιστική πολιτική πρακτική.

[9] Lorraine Perlman, Having Little, Being Much: A Chronicle of Fredy Perlman’s Fifty Years (Detroit: Black & Red, 1989), σελ 91.

[10] Βλ. The Refusal of Work, Echanges et Mouvement (1979).

[11] Η τοποθέτηση της Wildcat φαίνεται επίσης συνδεδεμένη με μια απαισιοδοξία που προέρχεται από χαμηλό επίπεδο του αγώνα: «Είναι δύσκολο να δούμε στην παρούσα φάση πώς η Νέα Παγκόσμια Τάξη της Madonna και των McDonalds [sic] περιέχουν την ίδια την άρνησή τους» (Wildcat, 17, σελ 16). Η προσέγγιση του όλα-ή-τίποτα που είναι χαρακτηριστική των ποικιλιών του υπερ-αριστερισμού ταλαντώνεται σταθερά από μια αδικαιολόγητη αισιοδοξία ως την απόγνωση. Όταν η αντίσταση είναι ισχυρή, μοιάζει να βγαίνει νόημα να βλέπεις το προλεταριάτο σαν να προσπαθεί πάντοτε να εκφράσει αυθόρμητες επαναστατικές τάσεις, οι οποίες θάβονται μόνο από τον αριστερισμό και τα συνδικάτα. Όμως όταν η αντίσταση ηττάται, μοιάζει να μην έχει αφήσει τίποτα πίσω της – εξ ου και η έκκληση για μια εκ διαμέτρου αντίθετη ακραία τοποθέτηση.

[12] Με τον ίδιο τρόπο, ο Rousseau είχε υπόψη του ότι μια τέτοια ηθική κριτική του πολιτισμού δεν οδηγούσε σε καμιά πρακτική λύση.

[13] ‘The Triumph of Capital’, Fifth Estate, ’νοιξη 1992.

[14] «Οι ανάγκες δημιουργούνται από την ανθρώπινη κοινωνία, μαζί με τα μέσα για την εξυπηρέτησή τους». (Wildcat, 17, σελ 16).

[15] Ο Freud ισχυριζόταν ότι η ουσία του πολιτισμού ήταν η υποταγή των (κοινωνικά απαράδεκτων) προ-υπαρχουσών μορφών. Εντοπίζοντας μια αντίθεση ανάμεσα στον πολιτισμό και την πλήρη έκφραση των ανθρώπινων επιθυμιών ο Perlman και ο Zerzan συμφωνούν με τον Freud, με την μόνη διαφορά ότι ο Freud πίστευε ότι μεγάλο μέρος του πολιτισμού ήταν καλό. S. Freud (1930) ‘Civilization and its Discontents’ in A. Dickson ed., Pelican Freud Library 12 (Harmondsworth: Penguin, 1985).

[16] I.I. Rubin (1928) Essays on Marx’s Theory of Value, trans. M. Samardzija & F. Perlman, (Detroit: Black & Red, 1972).

[17] Marx, ‘Theses on Feuerbach’, in C. Arthur ed., The German Ideology (Student Edition), (London: Lawrence & Wishart, 1974).

[18] Ένα παράδειγμα της τάσης για την ανάπτυξη του πολιτισμού και των παραγωγικών δυνάμεων βρίσκεται στη ψυχολογία των ατόμων κι όχι στην ολότητα των κοινωνικών σχέσεων δίνεται στο Against His-story όταν ο Perlman αποδίδει την κατάκτηση των κατάκτηση των πρωτόγονων λαών από του Ευρωπαίους στην απέχθεια των τελευταίων για αυτούς που ζούσαν ελεύθεροι (σελ 267).

[19] Βλ. Τη συζήτηση για την άρνηση της εργασίας.

[20] L. Perlman όπως και παραπάνω.

[21] Η ηθική φύση μιας τέτοιας κριτικής στον πολιτισμό σχετίζεται με τα πουριτανικά ηθικά πρότυπα περί ανθρωπίνων αναγκών, που έχουν αρκετοί οικο-αναρχικοί, οι οποίοι συμβουλεύουν τους συντρόφους τους ότι «δεν έχουν πραγματικά ανάγκη» από κάποια από τα πράγματα που επιθυμούν, και που προσπαθούν να προσδιορίσουν τα «πράγματα που έχουν πραγματικά ανάγκη» – συνήθως μια σπαρτιατική λίστα που αντανακλά μια ιστορικά διεστραμμένη αντίληψη περί «βιολογικών αναγκών».

[22] βάσει του έργου του Perry Anderson, Passages from Antiquity to Feudalism (London: NLB, 1974).

[23] Wildcat, 17, σελ. 11.

[24] βλ. ‘The Practical Marx’ (1979) από το Elements of Refusal. Το στυλ μοιάζει χαρακτηριστικό του Zerzan τα άρθρα του οποίου είναι συνήθως ένα κολλάζ από αποφθέγματα άλλων και εμπειρικές αναφορές του με ελάχιστη ανάλυση.

[25] Wildcat, 17, σελ. 24.

[26] Όπως παραπάνω. σελ. 9-10.

[27] Η ειρωνία σχετικά με την ψευδο-κριτική του Zerzan είναι ότι θα μπορούσε να βρει έναν καλό λόγο για να ασκήσει μια έγκυρη κριτική στον Marx απλά ανοίγοντας τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου όπου οι Λουδδίτες καταδικάζονται ως «αντιδραστικοί». Ο Marx αντιφάσκει με τον εαυτό του στο «χαμένο έκτο κεφάλαιο» του ίδιου τόμου (‘Results of the Immediate Process of Production’) όταν χαρακτηρίζει την τεχνολογία όχι ως ένα ουδέτερο αντικείμενο αλλά ως τον ίδιο το φορέα της εργατικής αλλοτρίωσης και κατ’ επέκταση έναν πιθανό στόχο ενός λογικού ταξικού μίσους.

[28] Πάνω στο θέμα της ανάπτυξης του Marx μέσω μαρξικών μεθόδων βλ. και G. Debord, The Society of the Spectacle, (London: Practical Paradise Publications, 1967), A. Negri, Marx beyond Marx, (New York: Autonomedia, 1994) and F.C. Shortall, The Incomplete Marx (Aldershot: Avebury, 1994). Είναι αλήθεια ότι το ζήτημα της οικολογίας που απασχολεί τους πρωτογονιστές παραμένει παραμελημένο ακόμα και σ αυτά τα σχετικά πρόσφατα έργα. Και πάλι, όμως, μόνο μέσα από την κατανόηση του ιστορικού πλαισίου αυτής της παράλειψης στον Marx και τους άλλους, μπορούμε να αναπτύξουμε μια επαναστατική θεωρία αντί απλώς να της αντιπαραθέτουμε μια οικολογική προσέγγιση.

[29] Ο πρωτογονιστής George Bradford προτείνει ότι ο μόνος τρόπος να καταστραφεί το κεφάλαιο και η μεγα-μηχανή είναι μέσα από το βάρος της ίδιας τους της πολυπλοκότητας – με άλλα λόγια μέσα από μια αντικειμενική διαδικασία παρακμής. Μια απλή κριτική της «προόδου», είναι μια ανεπαρκής κριτικής του αντικειμενισμού (κι έτσι μια ανεπαρκής αντιμετώπιση του ζητήματος) κι έτσι αναπαράγει περαιτέρω τον αντικειμενισμό.

[30] Βλ. Το άρθρο με τίτλο ‘Decadence’ σε αυτό το τεύχος, καθώς και τα Aufheben 2 και 3