Categories
Alfredo M. Bonanno Insurrection Jean Weir Uncategorized

Ιταλία 1977 και μια κριτική του ενόπλου – Alfredo Bonanno κ.α.

Μερικές σημειώσεις για το κίνημα στην Ιταλία

Πηγή: http://turbellaria.blogspot.com

Παρότι γειτονεύουν, οι χώρες τις Ευρώπης είναι παραδοσιακά διαχωρισμένες μεταξύ τους. Αυτός ο διαχωρισμός και η συνακόλουθη άγνοια της μιας για την άλλη, ισχύει και στην περίπτωση των επαναστατικών κινημάτων που αγωνίζονται ενάντια στο ένα ή το άλλο Κράτος. Τα ονόματα που έρχονται στο μυαλό όταν σκέφτεται κανείς την Ιταλία των περασμένων χρόνων, σπάνια πάνε μακρύτερα από την Lotta Continua (Συνεχής Αγώνας), την Prima Linea (Πρώτη Γραμμή) και τις Brigate Rosse (Ερυθρές Ταξιαρχίες), άντε ίσως σήμερα την Αυτονομία και τα (συνδικάτα βάσης) Cobas.

Προκειμένου να έχουμε μια εικόνα του τί συμβαίνει σήμερα στο κίνημα, είναι απαραίτητο να ρίξουμε μια ματιά στους αγώνες στη χώρα απ’ τις αρχές του ’70 μέχρι σήμερα. Μετά την εξεγερσιακή έκρηξη του ’68, εκτυλίχθηκαν έντονοι κοινωνικοί αγώνες που κορυφώθηκαν το 1977 στα -κατά τα μίντια- λεγόμενα “χρόνια του μολύβδου”, φολκλορικά συμβολισμένα στο περίστροφο p38. Οι Ινδιάνοι Μητροπολιτάνοι, οι μαζικές διαδηλώσεις που συγκρούονταν με την αστυνομία, οι επιθέσεις στους συνδικαλιστές ηγέτες, οι λεηλασίες των σούπερμάρκετ, η διάχυση μικρών χειρονομιών σαμποτάζ σε διάφορους χώρους εκμετάλλευσης, βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Σκληρές πορείες στο δρόμο, που διαλύονταν μόνο μετά από άπειρα δακρυγόνα και σφαίρες της αστυνομίας. Δολοφονίες συντρόφων. Οδομαχίες μέχρι θανάτου μεταξύ φασιστών και κομμουνιστών νεολαίων.

Διάφορες εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις προέκυψαν εκείνη την περίοδο: Η Lotta Continua, η Potere Operaio (Εργατική Εξουσία), η Potere Rosso (Κόκκινη Εξουσία) στα πλαίσια του κομμουνιστικού χώρου, και σ’ έναν βαθμό η παρανομία έγινε το επόμενο βήμα για πολλούς νέους συντρόφους, κι εξαπλώθηκε ως αποτέλεσμα και της έντονης στρατολόγησης από τις ίδιες τις οργανώσεις. Όχι μόνο οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, που έστηναν μεραρχίες σε διάφορα σημεία της χώρας, αλλά και άλλες πολλές κομμουνιστικές τάσεις πέρασαν στην με την πεποίθηση ότι είχε έρθει η στιγμή της επίθεσης στην “καρδιά του Κράτους”, της ανατροπής ενός διεφθαρμένου πολιτικού και οικονομικού συστήματος, την θέσου του οποίου θα έπαιρναν αυτές.

Ένα τέτοιο ζήτημα, απείχε φυσικά απ’ τις προθέσεις των αναρχικών που, παρ’ ότι παρόντες στους κοινωνικούς αγώνες, σε επιθέσεις, σαμποτάζ, συνελεύσεις και διάφορες πρωτοβουλίες, διατηρούσαν μια κριτική του ένοπλου κόμματος με πράξεις και με λόγο. Στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος είχε ανάψει για τα καλά η συζήτηση. Στο επίκεντρό της βρέθηκε η κριτική των “οργανώσεων σύνθεσης” όπως οι αναρχοσυνδικαλιστικές και οι φεντεραλιστικές, και περιλάμβανε περαιτέρω ζητήματα σχετικά με τη χρήση της επαναστατικής βίας, δηλαδή της ανάγκης για επίθεση στην εξουσία υπό κάθε μορφή της, χρησιμοποιώντας μεθόδους σύμφωνες με τους σκοπούς των αναρχικών, την καταστροφή της εξουσίας σε κάθε μορφή, μέσα από μαζικές αυτοοργανωμένες εξεγέρσεις που θα οδηγήσουν σε μια κοινωνική επανάσταση βαθιά ριζωμένη μέσα σε κάθε άτομο, που οφείλει να γίνει τελικά πρωταγωνιστής της ζωής του.

Έτσι προέκυψε μια απόπειρα να οργανωθεί μια ελευθεριακή παράνομη δομή, η Azione Rivoluzionaria (Επαναστατική Δράση), η οποία εν συνεχεία διεξήγαγε πολυάριθμες επιθέσεις. Αυτή με τη σειρά της ξεσήκωσε έντονες συζητήσεις μέσα στο αναρχικό κίνημα: Είναι δυνατόν μια τέτοια δομή να εξελίσσεται με έναν αναρχικό τρόπο, ή απλά παρέχει μια ελευθεριακή ιδεολογική μυστικοποίηση της γνωστής κλειστής γκρούπας ειδικών, απλά με μη-σταλινικό περιτύλιγμα;

Αρκετές συνελεύσεις έγιναν, παρ’ όλα αυτά η αναρχική κριτική συνήθως ήταν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Η συζήτηση κρατήθηκε ζωντανή στις σελίδες μερικών απ’ τις εκδόσεις της εποχής. Η αναρχική επιθεώρηση Anarchismo ιδίως, ήταν ο φορέας μια ολοένα και πιο συγκροτημένης μεθοδικής κριτικής και, εμπνεόμενη από το εύρος των ανώνυμων δράσεων σαμποτάζ σε όλη τη χώρα, μικρών δράσεων που δεν απαιτούσαν κάποια ιεραρχική εξειδίκευση αλλά μόνο την προσωπική απόφαση μακράν της βαριάς ατμόσφαιρας εκδίκησης της σταλινικής ιδεολογίας που στόχευε στο χτύπημα στην καρδιά του Κράτους. Στην πραγματικότητα, οι κοινωνική και οικονομική αναταραχή εξελισσόταν με τέτοιο τρόπο, που περισσότερο απ’ όσο ποτέ απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη χώρα, και δεν έζωναν πια μοναχά τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις όπως στα χρόνια του ’50 ή του ’60. Το ζήτημα των αριθμών “να οργανωθούμε πρώτα και μετά βλέπουμε” έγινε ορατό κάτω από ένα διαφορετικό φως, αυτό της πολιτικής, μακριά απ’ την πραγματικότητα της επαναστατικής αποτελεσματικότητας.

Φυσικά μια τέτοια εξέλιξη λάμβανε χώρα παράλληλα με τις εξελίξεις στην επιστήμη και την τεχνολογία, που πλέον εφαρμόζονταν σε κάθε σφαίρα της ζωής. Επίσης είδαμε αυτήν την εποχή μια ευρεία άρνηση του μιλιταρισμού, συγκεκριμένα της στρατιωτικής θητείας σε ατομικό επίπεδο. Οι αναρχικοί ήταν ξεκάθαροι σ’ αυτό το θέμα. Ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στον μιλιταρισμό (οποιουδήποτε χρώματος) αλλά όχι εναντίον των όπλων που, παρόλο που δεν είχαν την κεντρική σημασία που αποκτούν για τα ένοπλα κόμματα (τους “ένοπλους βραχίονες του προλεταριάτου”), εξακολουθούν να είναι απαραίτητα για την επίθεση στον εκμεταλλευτή εχθρό. Δράσεις σ’ αυτόν τον τομέα, εκτείνονται από ολικές αρνήσεις της στρατιωτικής θητείας, λιποταξίες, εμπρηστικές επιθέσεις εναντίον στρατοπέδων, γελοιοποίηση της στρατιωτικής εικονογραφίας κλπ.

Τα χρόνια πέρασαν. Η ένοπλη επίθεση στο Κράτος με όρους κεντρικότητας έφτασε στο αδιέξοδό της και πολλοί από τους 5.000 συλληφθέντες των αρχών του ’80 άρχισαν να διαπραγματεύονται ατομικά με το Κράτος προκειμένου να γλυτώσουν από μια προοπτική δεκαετιών φυλάκισης που προέκυψε από μαζικές καταδίκες σε πολλάκις ισόβια. Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες αποκηρύξεις (εδώ επικεντρώθηκε η τακτική των “μετανοημένων”, των “ανανηψάντων”. Είτε μετά από βασανιστήρια που μέχρι τότε επιφυλάσσονταν μόνο σε προλετάριους, ή από φόβο κι απόγνωση μπρος σε μια προοπτική ισόβιας κάθειρξης, συναισθήματα που υπήρξαν άμεση συνέπεια της τακτικής της στρατολόγησης έναντι της ώριμης ανοιχτής επιλογής στον ταξικό πόλεμο), οδήγησαν σ’ αυτή τη διάρρηξη μιας κατάστασης η οποία, αν έμενε συμπαγής, μπορεί να είχε αναγκάσει το Κράτος να βρει αυτό μια λύση, για τους δικούς του λόγους και για τις ανάγκες της γειτονίας του με Κράτη που έβαζαν πλώρη για μια οικονομικά ωφέλιμη ταξική ειρήνη, αφομοιώνοντας μέσω μιας ιεροποίησης των αγώνες του παρελθόντος. 5.000 άνθρωποι είναι πάρα πολλοί για να τους κρύψει κανείς κάτω απ’ το χαλάκι. Αντίθετα, ειδικά κελιά και φυλακές χτίστηκαν, νόμοι έκτακτης ανάγκης ψηφίστηκαν. Η πραγματικότητα της φυλακής γρήγορα έκαμψε τις ανταρσίες, τις μαζικές απόπειρες απόδρασης και τις εξεγέρσεις με εισαγωγές σε προγράμματα αναμόρφωσης των μετανοημένων πρώην αγωνιστών που υπέγραφαν τελικά την αποκήρυξη του ενόπλου αγώνα.

Ιταλία 1977: Μια έφοδος στους ουρανούς

Πηγή: η ιταλική επιθεώρηση “Insurrezione” – Νοέμβρης 1977

http://turbellaria.blogspot.com

Αν αφενός διεκδικούμε αναμφίβολα τον πλούτο των βίαιων κι ένοπλων εκφράσεων του κινήματος (της γενικευμένης κλοπής κι απαλλοτρίωσης ως κριτική της μισθωτής εργασίας, της ριζοσπαστικοποίησης της σύγκρουσης στο δρόμου, του σαμποτάζ κλπ) είμαστε αφετέρου πεπεισμένοι, ότι το πεδίο της βίας δεν μπορεί από μόνο του να συγκροτήσει μια ποιοτική στιγμή, μια στιγμή, με άλλα λόγια, που να χαρακτηρίζει τους νέους επαναστάτες ως τέτοιους. “Η ανυπομονησία να πάρουμε τα όπλα με κάθε κόστος σήμερα, στην πραγματικότητα καθυστερεί τη στιγμή στην οποία το προλεταριάτο ως όλον θα καταφύγει στα όπλα, επειδή περιμένει την καταστολή. Αυτοί που αλληλοσυγχαίρονται για την βλακώδη χρήση των όπλων δεν είναι η επαναστατική πρωτοπορεία, αλλά η τελευταία γραμμή της θεωρητικής και στρατηγικής συνείδησης”. (Μανιφέστο που μοιράστηκε στην Μπολώνια, στις 23 Σεπτέμβρη 1977 με υπογραφή: Ένωση για την μετάδοση της κολλητικής λύσσας).

Κατά τη γνώμη μας, είναι ακριβώς η κοινωνική αποσύνθεση που ωθεί προς ολοκληρωτικές επιλογές -ο ένοπλος αγώνας, ως μια ειδική και διαχωρισμένη διάσταση- που, περιορίζοντας την πολυπλοκότητα της σύγκρουσης σε μια βεντέτα μεταξύ αντιπάλων συμμοριών, εγκλωβίζεται σ’ ένα πεδίο όπου το κεφάλαιο μπορεί να διαχειριστεί προς όφελός του. Αν για παράδειγμα, όσον αφορά τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, είναι δύσκολο να μη νιώσουμε μια συμπάθεια για το βαθμό στον οποίον καταφέρνουν μερικές φορές να γελοιοποιούν και να χτυπούν το Κράτος στο ίδιο το παιχνίδι του, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την απόσταση μεταξύ του νεοσταλινικού προγράμματός τους, γεμάτου μιλιταριστική ιδεολογία, από το σχέδιο της προλεταριακής επανάστασης, με το οποίο δεν έχει τίποτα κοινό.

Και στη βάση της αποτυχίας του κινήματος του ’68, μπορούμε να καταλάβουμε το παρόν κύμα τρομοκρατίας. Όταν, στις αρχές των 70es, η προοπτική μιας ολικής επανάστασης φαινόταν να απομακρύνεται, μερικές ομάδες το θεώρησαν εφικτό να καταστρέψουν το Κράτος, σε μια στρατιωτικού τύπου αναμέτρηση. Η ανικανότητα να αντιληφθούν πως κανένας ένοπλος βολονταρισμός όπως και τίποτα άλλο δεν μπορεί να λάβει τη θέση βηματοδότη του πραγματικού κινήματος, οδήγησε σε μια παρανοϊκή ιδεολογία-κολλάζ που συγχωνεύει διάφορα στοιχεία, από μια αφελή εξεγερσιακή τάση μέχρι υπερ-μπολσεβικικά χαρακτηριστικά, σε ένα αποτρόπαιο ποτ-πουρί. Στο ξεκίνημά τους, οι ένοπλες ομάδες τουλάχιστον αναλάμβαναν ως στόχο τους να δείξουν ότι το Κράτος δεν είναι άτρωτο, καθώς όμως όλο και γρηγορότερα η ορθολογικοποίηση του αστυνομικού μηχανισμού έκανε την καταστολή όλο και πιο ασφυκτική, σύντομα οι πρακτικές τους μετασχηματίζονταν σ’ έναν προσωπικό πόλεμο, αυτονομημένο από κάθε πραγματικό αγώνα. Επιπλέον, αυτό το τυπικό σλόγκαν “να χτυπήσουμε στην καρδιά του Κράτους”, συσκοτίζει τον πραγματικό στόχο: το κεφάλαιο, του οποίου το Κράτος δεν είναι παρά μια φαινομενική εκδήλωσή του.

Στην πραγματικότητα, οι ένοπλες ομάδες έγιναν ένα εμπόδιο για την ανάπτυξη του κινήματος, το οποίο κατέληξαν οι ίδιες (πχ οι Ερυθρές Ταξιαρχίες) να κατηγορούν ως αυθορμητιστικό και επιπόλαιο! Αυτοί οι κριτικισμοί φέρνουν στην μνήμη τους κλαυθμηρισμούς της επίσημης αριστεράς, της οποίας άλλωστε αυτοί οι άνθρωποι δεν αποτελούν παρά την ακραία πτέρυγά της. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις επαναστατικές περγαμηνές του κάθε ατόμου, ένα τέτοιο είδος ένοπλου αγώνα φυτεύει τους σπόρους της επαναφομοίωσης. Όχι μόνο και όχι τόσο, με την έννοια του αστυνομικού καννιβαλισμού, αλλά με την έννοια της μείωσης σε μια επαναλαμβανόμενη κι απόλυτα λειτουργική για την εξουσία εικόνα της επανάστασης ως μια απλή στρατιωτική αντιπαράθεση. Είναι αλήθεια ότι οι ομάδες της αυτονομίας δεν ταυτίζονται με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, όμως είναι επίσης αλήθεια κι ότι η άκριτη υποστήριξη της στρατιωτικοποίησης του κινήματος ενέχει τα ίδια προβλήματα.

Είναι εμφανές ότι το Κράτος θέλει να ωθήσει έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων στην παρανομία. Κάτι τέτοιο αντιστοιχεί με την μείωση του κινήματος στην στρατιωτική του διάσταση, όπου η εξουσία έχει ακόμα το πάνω χέρι, τουλάχιστον σ’ αυτήν τη φάση. Ομάδες όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, πιστεύουν ότι η στρατηγική τους βρίσκει ανταπόκριση. Και είναι σημαντικό ότι ο τελευταίος καιρός χαρακτηρίζεται από μια αύξουσα σύγχυση κι ένα είδος επιστροφής στον παραδοσιακό μιλιταρισμό που στιγματίστηκε απ’ την πιο ηλίθια τρομοκρατία (Casalegno και Acca Laurentia).

Είναι προφανές ότι οι παράνομες ομάδες αυτή τη στιγμή παίζουν στο πεδίο των αντινομιών μεταξύ κρίσης κι επανάστασης, μεταξύ μιας νεοσταλινικής διεύθυνσης κι ενός ριζικού μετασχηματισμού προς τον κομμουνισμό.

Parafulmini e controfigure

Γενάρης 1980

Αυτό το κείμενο είναι μια απάντηση στην προκήρυξη της Azione Rivoluzionaria “Σημειώσεις για μια εσωτερική κι εξωτερική συζήτηση” που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 13-14 του περιοδικού Counterinformazione. Τα άρθρα “Parafulmini e controfigure” και “L.A.xC.=Nihil” συνιστούν μια άμεση απάντηση 2 συντρόφων στο κείμενο της AR. Μετά την άρνηση 2 εφημερίδων του κινήματος να δημοσιεύσουν τις κριτικές τους, κατέστη αναγκαίο να διαδοθούν αυτόνομα. Η μετάφραση των κειμένων στα αγγλικά, όπου μπορούν να βρεθούν στο http://pantagruel-provocazione.blogspot.com, είναι της Jean Weir.

Έχουμε εδώ τη δεύτερη έκδοση αυτού του φιλόδοξου μικρού βιβλίου που, στο σκοτάδι και χωρίς πολύ θόρυβο, σηματοδοτεί ένα αυθεντικό ξεκαθάρισμα της εξεγερσιακής τάσης μέσα στο ιταλικό αναρχικό κίνημα. Με αυτό εννοώ, ας είμαστε σαφείς, το επαναστατικό εξεγερσιακό αναρχικό, όχι τις προσδοκίες ενός γιγαντιαίου μαζικού κινήματος που μέλει να καταστρέψει το υπάρχον σύστημα, ή όσο απ’ αυτό είναι απαραίτητο να καταστραφεί μέσα σε μια μεγάλη νύχτα, προκειμένου να πάρουν τα πράγματα το δρόμο τους προς την αναρχική κοινωνία. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος ενός τέτοιου τρόπου κατανόησης του εξεγερσιακού σ αυτό το βιβλιαράκι άλλου εκτός απ’ την αναβολή μέχρι τη γενίκευση της σύγκρουσης, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να μην επιφέρει τίποτα απολύτως -ή σε συνθήκες τρομακτικής καταστολής- να μην εξασφαλίζει ούτε καν ότι υπάρχει σήμερα. Έτσι, αυτές οι λίγες, πολύτιμες σελίδες σηματοδοτούν τα πρώτα βήματα που πρέπει να πάρουμε προκειμένου να φωτίσουμε ορισμένες κριτικές, που έχουν γίνει αυτή τη στιγμή απολύτως επείγουσες (1977), και αφορούν τις λεγόμενες ένοπλες οργανώσεις (μαχητικές ή οτιδήποτε).

Ελπίζω ότι αυτή η ανατύπωση θα είναι εξίσου χρήσιμη σε όλους όσους γεμάτοι συναισθηματική φόρτιση αποθεώνουν τον ρόλο του αντάρτη, ο οποίος, ενδεχομένως να ξεκινά με τις καλύτερες φιλοδοξίες, ωστόσο καταλήγει να παίρνει μια εντελώς απαράδεκτη τροπή. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην μεγάλη θεωρητική πρακτική εμπειρία της Azione Rivoluzionaria. Και η κριτική που εγείρεται εδώ ενάντια σε θέσεις που γρήγορα προέκυψαν μέσα στην οργάνωση αυτή, μετά από μερικούς μήνες δραστηριότητας και αναλυτικής σκέψης, έγινε εκείνη τη στιγμή, ενώ το σίδερο ήταν ακόμη καυτό, χωρίς υποχωρήσεις μπρος στους νεκρούς ή τους φυλακισμένους συντρόφους, ούτε στις ψευδαισθήσεις που περιστρέφονταν γύρω απ’ το “τώρα πυροβολούμε κι εμείς, άρα μπορούμε να τους “νικήσουμε” κι εμείς”.

Ο συγγραφέας αυτής της εισαγωγής (και μαζί με άλλους και του προαναφερθέντος βιβλίου), συμβαίνει να είναι αυτός που είχε γράψει το σύνθημα “μόνο πυροβολώντας νικάει κανείς”, και το προσυπογράφει, ακόμα και μετά την ποινή φυλάκισης 2,5 ετών το 1972 την οποία του κόστισε. Στην πραγματικότητα είναι όντως έτσι, πυροβολώντας που νικάει κανείς. Όμως τί σημαίνει νικάει; Ασφαλώς όχι κατακτάει, κερδίζει κάτι. Να νικάς, σημαίνει επίσης να ξεφορτώνεσαι έναν αριθμό εμποδίων απ’ το πεδίο της μάχης (ανθρώπους και αντικείμενα), προκειμένου να ξαναμοιραστεί το παιχνίδι, της δημιουργίας ενός νέου κόσμου ελεύθερου από κάθε εξουσία και την καταπίεσή της, ενός κόσμου που δεν μπορεί να προέλθει ολοκληρωτικά από την “νίκη” στο πεδίο αυτό, αλλά που χρειάζεται όπως φαίνεται πολύ περισσότερους αγώνες, αίμα, παρεξηγήσεις κλπ.

Μπορείς να νικήσεις μόνο πυροβολώντας, αν θεωρήσουμε ως νίκη αυτό το πρώτο, ταπεινό βήμα προς το ξεκίνημα ενός πραγματικά σπουδαίου, που όμως βρίσκεται αλλού, πέρα απ’ τους πολιτικού υπολογισμούς και τους ανταγωνισμούς δυνάμεων, πέρα απ’ την εκθαμβωτική δράση που μπορεί να μας συναρπάζει σήμερα, αλλά δεν μας πείθει εξ ολοκλήρου. Ο αγώνας που αναπτύσσεται προς την εξεγερσιακή, κι έπειτα επαναστατική γενίκευση, είναι κάτι που παίρνει πολύ καιρό και δεν μπορεί να κλειστεί στο πλαίσιο μιας “νίκης”.

Το ίδιο ισχύει και για τη λεγόμενη “προλεταριακή δικαιοσύνη”. Γύρισα πίσω σ’ αυτόν τον ορισμό αρκετές φορές, μιλώντας για την AR, και πρέπει να χουμε στο μυαλό μας ότι πρόκειτα για μια πεπερασμένη έννοια που, στην εποχή της, ήταν ενδεικτική της επείγουσας ανάγκης για μια πρακτική η οποία δεν ήταν σε καμία περίπτωση κεντρική: το να κολλήσουμε τους υπεύθυνους για συγκεκριμένες αδικίες στον τοίχο, χωρίς να επιδιώκουμε μέσω αυτού να εγκαθιδρύσουμε μια “αγνότερη” έννοια δικαιοσύνης (αντικειμενικά δικαστήρια, δίκαιους νόμους, λογικές ποινές: όλα τους σκουπίδια που δε σημαίνουν τίποτα κι ούτε μας ενδιέφεραν ποτέ), αλλά μόνο να αναλάβουμε ένα αδιάλλακτο καθήκον ξεκαθαρίσματος, ακόμα και σε μεγάλη κλίμα

κα, τη στιγμή κατά την οποία η γενίκευση του εξεγερτικού αγώνα είχε τεθεί σε κίνηση. Σε συνθήκες μιας ενδιάμεσης σύγκρουσης, αυτού του είδους η απάντηση σε συγκεκριμένες κατασταλτικές κινήσεις μπορεί να ιδωθεί σαν μια πρακτική μεγάλης σημασίας, αν μη τι άλλο σαν μια προετοιμασία για τα μελλοντικά, πολύ δυσκολότερα και πιο σύνθετα καθήκοντα. Εξ άλλου, ιδιαίτερα σ’ αυτό το “παραμελημένο” βιβλιαράκι μπορεί να βρει κανείς μια κριτική της έννοιας της “προλεταριακής δικαιοσύνης”, περιορισμένης και ορθώς κατά τη γνώμη μου, στην πιθανή σύγχυση με μια πιο εξειδικευμένη έννοια δικαιοσύνης, αυτής των δικαστηρίων, εννοώ αυτήν που “χτυπάει” τον καθέναν καθημερινά. Κι άλλα προβλήματα προκύπτουν. Το να “βγεις στην παρανομία”, όπως είπαμε παραπάνω, είναι το ένα απ’ αυτά. Το να κλειστεί κανείς στον εαυτό του σαν μύδι, κόβοντας την επαφή με την ανθρώπινη συνθήκη που είναι τόσο δύσκολο να επανορθωθεί, εν όψει των διαρκών προσπαθειών της εξουσίας να μας απομονώσει. Φυσικά, η εξειδίκευση, προκύπτει πάντα ως ο συντομότερος δρόμος για άμεσα αποτελέσματα. Είναι όμως αυτά τα αποτελέσματα όντως τα επιθυμητά; Χρειαζόμαστε όντως να κάνουμε συνεχώς “σαχ” για να δείξουμε πόσο ικανοί είμαστε; Το να αλλάζει κανείς ταυτότητα, τρόπο ζωής, στέκια, να χτίζει ένα φανταστικό σύμπαν γύρω του πλασμένο από επιβίωση και στρατιωτικού τύπου αποφάσεις είναι όλα εφικτά, όμως δεν μας στερούν κάτι στοιχειώδες; Αυτό που πραγματικά είμαστε, αυτό που πραγματικά θέλουμε να γίνουμε. Μου φαίνεται πως σήμερα αυτό το πρόβλημα, κι αυτά τα ερωτήματα βρίσκουν διαφορετικές απαντήσεις απ’ ότι σ’ αυτούς που έθεσαν το ζήτημα στο τέλος των 70es.

Αυτή είναι βεβαίως μια προφανής αλλαγή. Το να μην μπορεί να ευθυγραμμίζει κανείς τη ζωή του με αυτό που θεωρεί επαναστατικό σχέδιο είναι μια πραγματικά αντίξοη κατάσταση. Ζει κανείς έτσι σε μια φαντασιακή εκδοχή του τί θα αποτελούσε μια περιπέτεια με την πιο αυθεντική έννοια της λέξης. Αυτή είναι η κατάσταση που, αργά ή γρήγορα, οδηγεί στην μεταμέλεια και την αποκήρυξη. Η πληρότητα της ζωής που φαντασιωνόταν κανείς, εξαφανίζεται σαν τη φρεσκάδα μέσα από ένα κομμένο λουλούδι. Σε καιρούς σαν τον δικό μας, όταν γύρω μας υπάρχουν ακόμη σύντροφοι που έχουν μείνει με τη γεύση της πικρίας στο στόμα τους, θα πρεπε να σκεφτόμαστε περισσότερο. Τί έκαναν (κάποιοι απ’ αυτούς) με τις ζωές τους; Πέρα απ’ αυτό, επεκτείνεται το είδωλο. Η εικόνα που πρέπει να υπερασπιστεί με κάθε κόστος. Ο μικρός άγιος, η φίρμα, ο όρκος πίστης. Όποιος δεν πίνει νερό στ’ όνομά τους, δεν μπορεί να μιλάει. Πως τολμάει μια τέτοια προδοσία; Κι ύστερα, αν τους δείξουμε ότι δε γίνεται να προδόσεις κάτι με το οποίο δεν συμφώνησες ποτέ απ’ την αρχή, το απαστράπτον είδωλο κυριεύεται από ιερό μένος. Δεν έχουν κάτι να συζητήσουν, απλά ορκίζονται στην πίστη τους.

[…]

Έπειτα, έρχονται οι θεωρούμενες ως σημαντικές, ή ακόμα και σπουδαίες, μεγάλες δράσεις (όπως για παράδειγμα η απαγωγή του Μόρο), που γεμίζουν σελίδες και σελίδες εφημερίδων. Αν μια ειδική οργάνωση λαμβάνει μια τέτοια επιλογή, αντί να περιοριστεί σε “μικρές” δράσεις επίθεσης και σαμποτάζ, δεν είναι τόσο θέμα ανάλυσης ή επιλογής της οργανωτικής λειτουργίας ως πεδίο δράσης, όσο μια αναπόφευκτη εξέλιξη προς το οργανωτικό “κλείσιμο”. Αν οι μικρές δράσεις μπορούν εύκολα να γενικευθούν (όπως μπορούσε να δει ο καθένας στο τέλος των 80es και την αρχή των 90es), δε θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για τις “κεντρικές” πράξεις, οι οποίες με την γεωμετρική απόσταση του μιλιταρισμού τους από τον κόσμο, το πολύ που μπορούν να περιμένουν δεν είναι παρά ζητωκραυγές απ’ το φιλοθεάμον πλήθος στις κερκίδες.

Η κριτική σχετικά με οποιοδήποτε οργανωτικό μοντέλο μιας ειδική αναρχικής ένοπλης οργάνωσης που σκιαγραφείται στο βιβλιαράκι αυτό (αλλά και σε άλλα γραπτά μου της εποχής που επίσης στιγματίζονταν στις “προκηρύξεις” της Azione Rivoluzionaria) είναι έγκυρη ακόμη. Εν πάσει περιπτώσει, πρόκειται για ζητήματα μεγάλης σημασίας και ανεξάντλητης επικαιρότητας, που θεωρώ πως θα πρεπε να απασχολούν εις βάθος κάθε σοβαρό σύντροφο.

Τεργέστη, 23 Δεκέμβρη 2000

Alfredo M. Bonanno

(στμ. το βιβλιαράκι έχει εκδοθεί στα ελληνικά με τίτλο “Ένοπλη πάλη και επαναστατικό κίνημα”)



Αλεξικέραυνα και κασκαντέρ

…για τον καθένα, που έστω και αργά, δέχθηκαν τον καταναλωτισμό στο ρόλο που προηγουμένως επεφύλασσαν στις πρωτοπορίες των διανοουμένων κι επιθυμούν να σταματήσουν, δεν υπάρχει άλλο απ’ το να εμπλακούν σε μια απελπισμένη και ξέφρενη κούρσα όλων των κέντρων του θεάματος: Να προσληφθούν ως ηθοποιοί ή να εισβάλουν στη σκηνή αυτοσχεδιάζοντας. Άμμισθα ανδρείκελα ή κομπάρσοι, και τελικά αναλώσιμοι, και σε κάθε περίπτωση ρευστοποιημένοι. Σ’ αυτό συνίσταται η πολυπόθητη και εξωραϊσμένη “ποιοτική” διαφοροποίηση. (G. Cesarano – G. Collu, Apocalisse e rivoluzione, Dedalo, Bari 1973, σελ. 93).

1. Το κίνημα του ’77 και το “αντάρτικο”

Η εκδίωξη του Lama απ’ το πανεπιστήμιο της Ρώμης, τον Φλεβάρη

του 1977 σηματοδοτεί την ιστορική ρήξη του ιταλικού προλεταριάτου με τις πολιτικές μαφίες που ισχυρίζονταν ότι το ελέγχουν και το αντιπροσωπεύουν. Μ’ αυτό το επεισόδιο, ένα νέο κίνημα εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά, το οποίο ήταν ακατανόητο για την κατεστημένη εξουσία. Τα προηγούμενα χρόνια, το κεφάλαιο και τα επιτελεία του, είχαν δημιουργήσει in vitro δυο βασικά μοντέλα με τα οποία η αντιπολίτευση στη συμμαχία μεταξύ DC-PCI (χριστιανοδημοκράτες-κομμουνιστικό κόμμα) και το πρόγραμμά της λιτότητας και θυσιών προοριζόταν να ταυτιστεί: το πρώτο, σχεδιασμένο στο συνέδριο της Lotta Continua στο Ρίμινι και οι διαδηλώσεις της αντικουλτούρας των Circoli del proletariato giovanile (κύκλοι νεανικού προλεταριάτου) έτεινε στο καναλιζάρισμα της μάζας των νέων και των ανέργων προς διεκδικήσεις ενός ουσιαστικά πολιτιστικού χαρακτήρα. Το λιγότερο κακό για το σύστημα ήταν οι νέοι να παλεύουν για το δικαίωμά τους σε μια νέα ταυτότητα και για να τους αναγνωριστεί η ελευθερία σ’ ένα εναλλακτικό life-style, στο οποίο μπλέκονταν η ιδεολογία του τριπ, η σύγχυση των ναρκωτικών, το κλαψούρισμα για την περιθωριοποίηση και την “πτώση των αξιών”, η διεκδίκηση των πιο ανούσιων κι αντιφατικών δικαιωμάτων. Μερικές αναφορές στην αυτομείωση θα μπορούσαν ακόμη να συμπεριληφθούν σ’ αυτήν την ιδεολογία. Το μόνο πράγμα που σόκαρε τους δημοσιογράφους της  “L’Unità” και της “Corriere della sera” ήταν οι απαλλοτριώσεις όπου ο κόσμος έκλεβε σαμπάνιες και χαβιάρι, περιφρονώντας έτσι τα “πλαίσια” μες τα οποία η νεολαία θα μπορούσε να “ενωθεί”: οι ιδεολογικές και νεοχριστιανικές ηθικές αξίες του να είναι κανείς φτωχός, ολιγαρκής, σε κρίση. Στη σφαίρα αυτών των “νέων” ιδανικών οι μάζες της νεολαίας παραπονιούνταν και συζητούσαν διαρκώς, όχι τόσο προκειμένου να εξεγερθούν εναντίον τους καταστρέφοντάς τες, όσο για να επιβεβαιώσουν την διεγνωσμένη αξιοπρέπεια της υπαρξιακής συνθήκης τους και την ελευθερία να την στολίζουν με όσα φτερά και μάσκες θέλουν.

Ο άλλος πόλος αυτής της αντιπολίτευσης την οποία η εξουσία προετοιμαζόταν να εξουδετερώσει υπέρ της, ήταν η διαχωρισμένη και εξειδικευμένη μιλιταριστική πρακτική. Για αρκετό καιρό, οι κοινωνιολόγοι έλεγαν πως, με το χειροτέρεμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, την αύξηση της ανεργίας και την προοδευτική εγκληματοποίηση των δυνητικών εχθρών του μπλοκ εξουσίας της χριστιανοδημοκρατίας-κομμουνιστικού κόμματος, μια άνοδος της τρομοκρατίας θα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψιν. Ο ιταλικός καπιταλισμός θα ήταν παραπάνω από πρόθυμος να δεχθεί μια τέτοια πρόκληση, όσο παρέμενε στο πεδίο μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Στην πραγματικότητα, μια τέτοιου είδους σύγκρουση (όπου μετά από ένα ξεσάλωμα μπορεί πάντοτε να περιοριστεί σε ένα απλό τεχνικό πρόβλημα, όπου οι δυνάμεις του κεφαλαίου είναι ανώτερες απ’ αυτές του εχθρού, απ’ το ξεκίνημα ακόμη), ακόμα κι αν σήμαινε μερικά ζόρια για ορισμενους κρατικούς λειτουργούς και μπάτσους, απ’ την άλλη παρείχε τόσα πλεονεκτήματα ώστε να την καθιστά το λιγότερο κακό, ασύγκριτα προτιμητέο απ’ τον κίνδυνο της αντιπολίτευσης ενός μαζικού κινήματος που κάνει χρήση παράνομης βίας.

Πρώτα απ’ όλα, ο ουσιωδώς θεαματικός χαρακτήρας των περισσότερων απ’ τις τρομοκρατικές επιθέσεις (ιδιαίτερα των φόνων: το κοινό λατρεύει το αίμα), παρέχει στο σύστημα την δυνατότητα να στρέφει ακόμα και τις πιο αξιοθρήνητες φιγούρες του κατασταλτικού μηχανισμού σε μεγάλες προπαγανδιστικές επιτυχίες. Επιπλέον, η εξέλιξη ενός περιορισμένο εμφυλίου πολέμου πιέζει όλους τους εχθρούς της εξουσίας να αποφύγουν τον πραγματικό καθημερινό πόλεμο στρεφόμενοι προς την παρανομία και να δώσει στο Κράτος την ευκαιρία να εξαπολύσει τη δική του τρομοκρατία σε πλήρη ισχύ, στα πλαίσια μιας διαρκούς κατάστασης πολιορκίας και γενικευμένης επιστράτευσης. Πάνω απ’ όλα, παγώνει το μεγάλο μέρος του πληθυσμού -τις μάζες, τον λαό, το προλεταριάτο, την κοινωνία, σε οτιδήποτε αναφέρονται οι ένοπλοι αντάρτες τέλος πάντων- καθηλώνοντάς το σ’ έναν ρόλο παθητικών θεατών, είτε υποστηρικτών (εξιταρισμένω

ν απ’ τις συναισθηματικές επιπλοκές και γοητευμένων καθώς ζουν τις δικές τους περιπέτειες με την φαντασία τους, ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγουν τις ίδιες της συνθήκες της αδυναμίας τους), σε κάθε περίπτωση δεν είναι παρά παθητικοί δέκτες. Τελικά, η οικονομία των αντιμαχόμενων στρατοπέδων είναι καθ’ εαυτόν μια λειτουργική οικονομία, όπου ο καθένας απαιτείται να ταυτιστεί απόλυτα με την κατεύθυνση της κρίσης, ενώ δεν υπάρχει πιο τέλεια λαϊκή εντολή απ’ αυτήν που πραγματώνεται στους εκτελεστές και στα μπλόκα. Καθώς ο εχθρός μπορεί πάντα να κρύβεται στην επόμενη γωνία, ο καθένας κλείνεται στο σπίτι του, υπομένοντας μέχρι τη στιγμή που θα εξαπολύσει όχι το επαναστατικό πάθος, αλλά τη συμπιεσμένη οργή και την αλυσίδα των αντιποίνων. Στην Ευρώπη, το προηγούμενο της Β. Ιρλανδίας έχει ήδη επιδείξει το πώς η στρατιωτικοποίηση του αγώνα -επιθυμητή τόσο απ’τον IRA όσο κι απ’ τον στρατό κατοχής- δίνει οικονομικά και επιχειρισιακά το πάνω χέρι στο κεφάλαιο, καθαρίζει τους δρόμους από τις μαχητικές παρέες των νέων ανέργων και μπλοκάρει και διαχωρίζει τους εργάτες βάσει υπερφίαλων αιτημάτων.

Το κίνημα του ’77 διέψευσε ριζοσπαστικά όλα τα προγνωστικά των ειδικών του ιταλικού καπιταλισμού. Η επίθεση στον συνδικαλιστικό ηγέτη Lama είναι η έκφραση της ανεξέλεγκτης, αυθόρμητης και γενικευμένης βίας, που με θράσσος έτριξε όλα τα πολιτιστικά στεγανά και τις τυποποιημένες γενικεύσεις: οι “ινδιάνοι μητροπολιτάνοι” και οι αγωνιστές της Αυτονομίας, οι νέοι “χίππηδες” και οι οργανωμένοι εργάτες συναντιούνταν στην πράξη, πέρα απ’ τις ειδικές κοινωνιολογικές κατηγοριοποιήσεις τους -που για τους επαναστάτες δεν έπρεπε να τονιστούν αλλά να ξεπεραστούν- όπως ακριβώς το προλεταριάτο, ως ιστορική κίνηση που καταστρέφει και ξεπερνά το κεφάλαιο και την σχιζοφρενική κοινωνία που παράγει αυτό. Ο εφιάλτης κάθε εξουσιαστικής δομής παίρνει σάρκα και οστά: οι προλετάριοι συναντιούνται χωρίς διαμεσολαβητές, παίρνοντας την ευθύνη στα χέρια τους για την επίλυση των προβλημάτων τους, και αρνούμενοι όλους αυτούς -εργατοπατέρες, σταλινικούς γραφειοκράτες, ένοπλες μικροομάδες και ιδεολόγους της αντικουλτούρας- που ισχυρίζονται ότι μιλούν στ’ όνομά τους, και ξεκινούν να οργανώνονται συλλογικά. Εδώ, σε αντίθεση με τις αυτοαποκαλούμενες πρωτοπορείες και τους πολιτικούς ειδήμονες, των κίνημα των ανεξέλεγκτων εργατών βρίσκει τους φυσικούς του συμμάχους και συντρόφους, στους νέους ανέργους, στον όχλο των προαστείων και των πανεπιστημίων.

Η διεφθαρμένη συμπαιγνεία του “ιστορικού συμβιβασμού” (χριστιανοδημοκράτες και κομμουνιστικό κόμμα) υποφέρει από τα χτυπήματα ενός μαζικού κινήματος που είναι βίαιο και οπλισμένο. Αυτό το κίνημα, που μόλις έναν μήνα μετά την επίθεση στην πορεία του Lama, εξεγέρθηκε στις 12 Μάρτη στη Ρώμη και την Μπολόνια, και μέσα από τη βία του έδειξε την ολική του απόρριψη όχι μόνο στις κλαψιάρικες προβληματικές των σπεσιαλιστών του “προσωπικού” και της προβλέψιμης “ειρωνίας” τόσο πολλών φιλόδοξων “δημιουργικών” διανοουμένων, όσο και στη λογική των παράνομων ένοπλων οργανώσεων.

Απ’ τις σελίδες του τελευταίου τεύους της “Controinformazione”: Η Azione Rivoluzionaria κατηγορεί την εφημερίδα “Insurrezione” για την αποκάλυψη της πλήρους ασυμβατότητας μεταξύ των εξεγερμένων του Μάρτη και των ειδικών της ένοπλης πάλης: “…το κίνημα του ’77 δεν εμφανίστηκε απ’ το πουθενά, έχει μια ιστορία πίσω του η οποία επιρρεάστηκε, είναι αδιαμφισβήτητο αυτό, από τις δράσεις του ανταρτοπολέμου. Αν οι άνθρωποι στη Ρώμη είχαν περιοριστεί στην ειρωνία, ο Lama θα είχε δώσει τη διάλεξή του στο πανεπιστήμιο και αυτό που έμεινε τελικά ως ιστορικό συμβάν, ο διωγμός του Lama απ’ το πανεπιστήμιο, δε θα ήταν σήμερα παρά μια ομιλία με μερικές ενοχλήσεις, ακόμα κι έξυπνες, αυτό που θα έμενε θα ήταν μια πορεία, και κατ’ επέκταση μια νίκη για τον Lama και τους ομοίους του. Είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε το κίνημα του ’77 με όλα όσα λέχθηκαν και ειπώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, ιδιαίτερα από τις ένοπλες ομάδες και το αυτόνομο αντάρτικο”. (Azione Rivoluzionaria, Σημειώσεις για μια εσωτερική κι εξωτερική συζήτηση στο “Controinformazione”, τεύχος 13-14, Μάρτης 1979 σελ. 90).

Μακράν του να περιοριστούμε στην ειρωνία, χιλιάδες αγωνιστές δε δίστασαν να πάρουν τα όπλα μόνοι τους όταν αυτό έγινε αναγκαίο, λεηλατώντας τα οπλοπωλεία στις 12 Μάρτη, ενώ οι ένοπλοι αντάρτες ανησυχούσαν μήπως καταρριφθούν οι κριτικές τους γι αυτές τις εκδηλώσεις ως “αυθορμητισμούς” και “χαβαλέ”, με άλλα λόγια ξέφευγαν από τον έλεγχό τους κι έρχονταν σε έμπρακτη αντίθεση με κάθε ανάθεση για την επίλυση των προβλημάτων τους σε ειδικούς, κι ιδιαίτερα στους ένοπλους τέτοιους.

Η εξουσία δε χρησιμοποίησε διαφορετικά ερμηνευτικά σχήματα απ’ αυτά που εφάρμοσε στους ένοπλους αντάρτες της AR: για ολόκληρο το ’77, προσπάθησε να αντιπροτείνει τις δυο προκατασκευασμένες ταυτότητες -της αντικουλτούρας και του μιλιταρισμού- που το κίνημα είχε ήδη αρνηθεί, επιδιώκοντας να φέρει σε αντίθεση ένα “δημιουργικό” πνεύμα με ένα “μαχητικό” χέρι του κινήματος. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και κοινωνιολόγοι, που ως συνήθως δεν καταλάβαιναν την τύφλα τους απ’ την πραγματικότητα, αλλά ως αντίκρυσμα προσπάθησαν, αφενός να χειραγωγήσουν τους εξεγερμένους της αντικουλτούρας -το νεολαιϊστικο κίνημα, τους ινδιάνους μητροπολιτάνους, τις φεμινίστριες κλπ- ενάντια στην ανάπτυξη μιας αποφασιστικότητας και συνοχής του επαναστατικού κινήματος, και στην άλλη να πιστοποιήσει την ηλιθιότητα των συνομωσιών των παραθρησκευτικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων. Το κίνημα γνώριζε πώς να φωνάζει μες τα μούτρα όλων των πληρωμένων γραφιάδων που το παρατηρούσαν, αυτό που πραγματικά ήταν: ΜΑΛΑΚΕΣ!

Ως προς αυτό, ούτε οι πολιτιστικές πρωτοπορείες ούτε οι ένοπλες τέτοιες ήταν ικανές να διαχωριστούν απ’ τους υπηρέτες της εξουσίας, στην κατανόηση της πραγματικότητας. Ακόμα λιγότερο, μπορεί να ειπωθεί σήμερα ότι οι κριτικές της AR ήταν έξυπνες: “…είναι πιθανό να κάνει κανείς την αντίθετη υπόθεση: το κίνημα θα είχε τσακισθεί στις ρίζες του, στα κοινωνικά κέντρα, στις εφημερίδες, τους ραδιοσταθμούς του, αν το αντάρτικο δεν είχε δράσει σαν αλεξικέραυνο, τραβώντας ολόκληρο τον κατασταλτικό μηχανισμό πάνω του” (οπ.π. σελ. 90)

Στο πρόσφατο κύμα συλλήψεων κατά της Autonomia Operaia (Εργατική Αυτονομία), αγωνιστές που κατηγορούνταν για την απαγωγή του Μόρο, ξεκαθάρισαν την κατάσταση απ’ όλες αυτές τις ανοησίες, έχει σημασία λοιπόν για ένα λεπτό να εξετάσουμε την πιο φιλόδοξη απ’ όλες τις ενέργειες του αντάρτικου πόλης, την απαγωγή του Μόρο. Σύμφωνα με την Azione Rivoluzionaria, για την απόπειρα αυτήν, της οποίας “η ουσία έγκειται στην ικανότητα του επαναστατικού κινήματος ως όλον (και των Ερυθρών Ταξιαρχιών ως μέρος του κινήματος) να καταφέρουν ένα χτύπημα στην καρδιά” (οπ.π. σελ.88). “Το παράνομο κίνημα πλήρωσε το τίμημα του ψυχολογικού πολέμου που εξαπόλυσε, την καχυποψία, το κυνήγι του ταξιαρχίτη, την έξαρση της αστυνομοκρατίας” (οπ.π. σελ. 89). Εκτός από αδιαμφισβήτητο, το γεγονός ότι με τη δολοφονία του Μόρο η εξουσία δικαιολόγησε εκατοντάδες επί εκατοντάδων συλλήψεις, κατηγορίες και προφυλακίσεις εις βάρος του κινήματος, και περιοριζόμενοι στο να υπενθυμίσουμε ότι το μόνο συνεκτικό αίτημα κεντρικής κατασταλτικής σημασίας από το κομμουνιστικό κόμμα προς την κυβερνώσα χριστιανοδημοκρατία είχε να κάνει με το κλείσιμο των στεκιών και τη σύλληψη μιας σειράς αγωνιστών -οι οποίοι κατονομάζονταν πλήρως από το κόμμα- της Εργατικής Αυτονομίας στη Ρώμη, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν γυρίσει το χτύπημα “στην καρδιά” της επαναστατικής τάσης που επέμενε, ακόμα και υπό πίεση, στη Ρώμη, για πάνω από ένα χρόνο, να φέρνει το θέαμα ή τα σύμβολα του επαναστατικού αγώνα στην προσοχή του καθενός. Στο απίστευτο κλίμα εκείνων των ημερών, που έγινε αντιληπτό από τους επαναστάτες ως αδιανόητο, δηλαδή ακατανόητο, μη αντιληπτό, κατέστη εφικτό να καθηλωθούν οι μάζες ξανά στην παθητικότητά τους, σαν να παρακολουθούν ένα έργο. Μετά από έναν χρόνο αποφασιστικών αγώνων από υποκείμενα που δρούσαν αυτόνομα σε μια καθημερινή πραγματικότητα κοινή στον καθένα, κλείστηκαν στον εαυτό τους, στο έλεος εξωτερικών δυνάμσεων που συνέπαιρναν όχι μόνο τη θέληση αλλά και τη συνείδηση του καθενός, τραβώντας τη σ’ αυτές. Παγιδευμένοι ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο ακραίες δυνάμεις, ο καθένας πιεζόταν να διαλέξει πλευρά, υπό την πίεση ενός αυθεντικού εκβιασμού: ο καθένας έπρεπε να διαλέξει ποιός τον αντιπροσωπεύει. Αν το Κράτος θα μπορούσε να επιβάλει τον δικό του διαβόητο εκβιασμό στον καθένα (“με μας ή με την τρομοκρατία”), ή αν θα ονειρευόταν όπως του ζητούσαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες: να τους χειροκροτάει, ή ακόμα, να προχωρήσει στην πλέον “ριζοσπαστική” επιλογή και μια μέρα να εισέλθει στον κόσμο των ηρώων. Αυτό ήταν το μήνυμα των Ερυθρών Ταξιαρχιών: καταταγείτε, ή τουλάχιστον καθήστε σπίτι, δείτε τηλεόραση και χειροκροτήστε, αυτό ήταν πάντοτε το μήνυμα των ένοπλων οργανώσεων. Η απαγωγή του Μόρο απλώς το έφερε στα σπίτια όλων, υποχρεώνοντας έτσι όσους ήθελαν να μείνουν πιστοί στην επαναστατική τους υποκειμενικότητα να το αρνηθούν ριζοσπαστικά.

2. Η “Λαικό-μετωπική” ιεραρχία της ένοπλης οργάνωσης

Ηθοποιοί και κασκαντέρς. Με άγαρμπο ζήλο, η AR κάνει τον εκβιασμό που απέκρυβε πάντοτε η πολιτική-γραφειοκρατική γλώσσα των Ερυθρών Ταξιαρχιών, φανερό: “Η κριτική κριτική που τείνει να απομονώνει το αντάρτικο από το κίνημα είναι απόλυτα λειτουργική στο σχέδιο της καταστολής που χρησιμοποιεί βία ενάντια στο αντάρτικο και κριτική για να το απομονώσει. Η “κριτική κριτική”, που γνωρίζει τα πάντα, δε γνωρίζει πως με την απομόνωση του αντάρτη προετοιμάζει τις συνθήκες για τη δική της ώθηση στην παρανομία, εκτός αν το κεφάλαιο, μες την μεγαλειώδη εφευρετικότητά του, όπως ακριβώς δε ξέρει σήμερα πώς να αναγνωρίσει τους φίλους του και τους βασανίζει, σκοτώνει, καταδιώκει τους τρομοκράτες, αύριο δε θα ξέρει να αναγνωρίσει τον μόνο εχθρό του, την κριτική κριτική και του εξασφαλίσει θέσεις κι αξιώματα” (οπ.π. σελ. 90). Χωρίς να ασχοληθούμε με τον χριστιανικό κρετινισμό αυτών που ζουν για να δουν την αλήθεια της πίστης τους να αποδεικνύεται μέσα απ’ τα μαρτύρια των πιστών της, αυτό που μας έρχεται στο μυαλό, διαβάζοντας αυτό το θλιβερό κείμενο, είναι ο εκβιασμός που εξαπολύει εδώ και 50 χρόνια ο σταλινισμός ενάντια σε κάθε διεθνιστική αντιπολίτευση (ο ίδιος εκβιασμός που εξαπόλυσε ο Λένιν ενάντια στην Κροστάνδη και ολόκληρη την Εργατική Αντιπολίτευση): “Η Ρωσσία, η πατρίδα του σοσιαλισμού, απειλείται απ’ τους ιμπεριαλιστές και για να την υπερασπιστούμε χιλιάδες προλετάριοι απ’ όλον τον κόσμο θυσιάστηκαν. Οπότε, αν ασκείς κριτική στη Ρωσσία, είσαι υποχείριο πολιτικών παραγόντων, χρήσιμος στον ιμπεριαλισμό, ή ακόμα καλύτερα δεν είσαι τίποτα, παρά ένα προκάλυμμα, ένα φερέφωνο του διεθνούς φασισμού”. Η Azione Rivoluzionaria αναπτύσσει την ίδια συλλογιστική ενάντια σ’ όποιον κριτικάρει τον ένοπλο αγώνα σ’ ένα κείμενο που δεν κάνει καμία κριτική στους σταλινικούς των Ερυθρών Ταξιαρχιών, προφανώς συμμάχων στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του αντάρτικου.

Η συνενοχή των αναρχικών στην αντεπανάσταση στην Ισπανία το 1936-7, αποδεικνύει με τρανταχτά παραδείγματα, ότι όποιος ανακατεύεται με τα πίττουρα τον τρών οι κότες, κι όποιος συμμαχεί με τους σταλινικούς, μαθαίνει να συκοφαντεί τους επαναστάτες. Όπως και στην Ισπανία, υφίσταται σήμερα στην Ιταλία ένα Λαϊκό Μέτωπο, μειοψηφικό και παράνομο φυσικά, το οποίο ελπίζει, όπως αυτό του παρελθόντος, να γίνει πλειοψηφικό και να ‘ρθει στην εξουσία, να κλείσει στις γραμμές του το επαναστατικό προλεταριάτο. Ακόμα και μια ελάχιστη γνώση των επαναστάσεων και των αντεπαναστάσεων του παρελθόντος, αποσαφηνίζει ότι μέσα σε κάθε λαϊκό μέτωπο υπάρχουν πολύ συμπαγείς ιεραρχίες που αντανακλούν τις διαφορετικές ειδικές βαρύτητες των οργανώσεων που τα αποτελούν. Για παράδειγμα, στην Ισπανία του 1936-7, το μικρό κομμουνιστικό κόμμα, είχε τεράστια εξουσία εντός του Λαϊκού Μετώπου, ανώτερη απ’ αυτήν των αναρχικών, ακόμα κι αν οι τελευταίοι ήταν η κύρια δύναμη του ισπανικού προλεταριάτου. Το σημερινό μέτωπο των ενόπλων οργανώσεων έχει ένα ουσιαστικά θεαματικό αποτέλεσμα: Γι’ αυτόν τον λόγο το θέμα που τίθεται δεν είναι το μοίρασμα των υπουργείων μιας αντεπαναστατικής κυβέρνησης, αλλά της εσωτερικής ιεραρχίας: Ενώ ο ρόλος των πρωταγωνιστών και των μεγάλων αστέρων κερδίζεται επάξια απ’ τους σταλινικούς, δεν μένει για τους αλλόκοτους ελευθεριακούς της AR παρά ένας ρόλος κασκαντέρ. Πρωτοσέλιδα και επευφημίες των παθητικών θαυμαστών για τους ταξιαρχίτες, απώλειες και τρέξιμο για τους αναρχικούς.

3. Κριτική της καθημερινής ζωής

“Η μόνη (κι ας μας συγχωρεί η κριτική κριτική εδώ) πραγματική αυτονομία είναι στο ένοπλο εγχείρημα ενάντια σε κάθε όψη της κοινωνικής ζωής, στη συγκρότηση ενός δικτύου αντίστασης κι επίθεσης στα ζωτικά κέντρα της εκμετάλλευσης και του θανάτου, στο να ζει τη ζωή του κανείς στο έπακρο, γνωρίζοντας ότι είναι ήδη μόνο εν μέρει εκτός της αιχμαλωσίας του κεφαλαίου, μόνο αυτός είναι ο δρόμος της πραγματικής απελευθέρωσης. Όμως ακόμη, κι εδώ, στο επίπεδο του δρώντος υποκειμένου, όπως και στο κοινωνικό επίπεδο, είναι απαραίτητο να γκρεμίζει κανείς τις γέφυρές του με την καθημερινή κανονικότητα, δημιουργώντας μια κατάσταση χωρίς επιστροφή, να περάσει στην παρανομία” (οπ.π. σελ. 90). Έτσι περιεργάζονται οι ένοπλοι αντάρτες της Azione Rivoluzionaria την κριτική της καθημερινής ζωής. Έχουμε ήδη δείξει πως, στην πραγματικότητα, η “στρατηγική επιλογή της παρανομίας” δεν προσέφερε καμμία “απελευθέρωση” εκτός απ’ την ελευθερία να αναλάβουν τον καταστροφικό ρόλο του κασκαντέρ. Είναι αντίθετα, η ριζοσπαστική κριτική, την οποία η AR στα κείμενά της (όπου μεταξύ άλλων αντιγράφει όλες τις κριτικές θεματικές της “Insurrezione”, προσθέτοντας απλώς μερικές προσβολές για την ίδια την πηγή τους, στην οποία καταλογίζει θέσεις πλήρως επινοημένες) προσπαθεί να αφομοιώσει ορισμένες θέσεις, για παράδειγμα, του Vanegeim, ο οποίος ουδέποτε έχει εκφράσει την οποιαδήποτε συμπάθεια για την πολιτική τρομοκρατία, κι έχει αντιθέτως καταπολεμήσει σκληρά τις θέσεις των ένοπλων διαμεσολαβητών, σαν αυτές του κειμένου της Azione Rivoluzionaria. Είναι σαφές λοιπόν, ότι όταν μια πρακτική που αυθαίρετα τοποθετεί τον διαχωρισμό της στη “στρατηγική επιλογή της παρανομίας” υιοθετεί θέσεις άλλων, για παράδειγμα αναφορικά με την κριτική της καθημερινής ζωής, γίνεται με μόνο σκοπό την επαναφομοίωσή τους.

Η μόνη ριζοσπαστική θέση που μπορεί να πάρει κανείς σήμερα, αυτών που απ’ τη θέση τους στην κοινωνία (την κατάσταση στην οποία αυθόρμητα και ειλικρινά αναπτύσσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις, την επικοινωνία, την αγάπη, τη φιλία) υφίστανται έναν πραγματικό πόλεμο -καθημερινό και χωρίς καταφύγια- ενάντια στο κεφάλαιο και τους επαναφομοιωτές του. Αυτό σημαίνει πάνω απ’ όλα, αγώνα ενάντια στην οργάνωση της ζωής του καθενός όπως αυτή ρυθμίζεται από τον κόσμο των εικόνων, του θεάματος, κατ’ επέκταση αγώνας ενάντια στους αφομοιωτές των κωδικών συμπεριφοράς που το κεφάλαιο διαρκώς παράγει, ανανεώνει και διαδίδει. Αν θέλουμε να ‘μαστε επαναστάτες, δηλαδή, αν θέλουμε να ζήσουμε την εφικτή περιπέτεια της ζωής σύμφωνα με τα υλικά μας πάθη και τις ζωτικές μας αισθήσεις, σημαίνει να αρνηθούμε ριζοσπαστικά κάθε τάυτιση με τις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις του κεφαλαίου, με κάθε ταυτότητα, κάθε προσχεδιασμένη και φαντασιακή μάσκα, που αποκρύπτει και μυστικοποιεί τη δυναμική της ζωής. Με το να αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως σώματα σε κίνηση, να αναγνωρίζουμε τα πάθη μας ως έχουν, δηλαδή ακαταδάμαστα στην κοινωνία των συμβόλων και της οργάνωσής τους, και με το να οπλιζόμαστε εναντίον τους, πραγματώνεται η πιθανότητα για τον καθένα να βρει την αίσθηση μιας μοναδικής και συγκεκριμένης ζωής. Και είναι σ’ αυτό το σημείο που η αναγκαιότητα παρουσιάζεται και μαζί της φέρνει τη δυνατότητα επικοινωνίας του ένοπλου εγχειρήματος ενάντια στο κεφάλαιο και ζει στην κοινότητα που μας περιβάλλει. Κάθε συνεκτική επαναστατική πράξη που αναγνωρίζει το ψεύδος όλων των κοινωνικών ταυτοτήτων που προτάσσει το κεφάλαιο, και τις αντιμάχεται όλες τους, έχοντας συνείδηση πως όλες τους, στην πιο βίαια και αποκομμένη μορφή τους είναι απολύτως παράνομες για το κεφάλαιο, γνωρίζει πως δεν μπορεί να βρίσκεται εκεί. Ασφαλώς, όποιος το βιώνει αυτού απ’ έξω, με έμμεσους ή γεωγραφικούς όρους, δεν μπορεί να έχει την παραμικρή ιδέα για το που βρίσκεται: Δεν υπάρχει άλλο πεδίο μάχης απ’ τον κόσμο που κυριαρχείται συνολικά απ’ το κεφάλαιο, εντός κι εκτός των ατόμων, κι απ’ τον κόσμο αυτό, απ’ αυτήν την μάχη, δεν υπάρχει έξοδος διαφυγής. Όποιος συνειδητά πολεμάει στον πραγματικό πόλεμο τόσο εντός όσο κι εκτός του, μπορεί να βρει σε ορισμένες περιπτώσεις την παρανομία μπροστά του ως αναπόφευκτη αναγκαιότητα, αλλά πάντοτε παραμένει ένα ακόμη εμπόδιο στην μάχη, όσον αφορά τη διαφάνεια και τη συνοχή. Αυτοί που άφησαν την “κανονική” κοινωνική τους ταυτότητα επιλέγοντας μια πιο ηρωική και θεαματικά υπεραξιοποιημένη, αυτή του “ένοπλου αντάρτη”, κρυφά απ’ το πραγματικό κίνημα όσο κι απ’ την αστυνομία, βρίσκουν τους εαυτούς τους σήμερα, χάρη στα παιχνίδια της θεαματικής οπτικής, όχι απλά μπρος στις κάνες των εκτελεστικών αποσπασμάτων, αλλά και μπρος στις κάμερες των καναλιών, στο κέντρο του θεάματος. Ότι ξεκίνησε ως αγώνας ενάντια στην αξία, κατέληξε η υπέρτατη αξιοποίηση, της προσωπικότητας του αντάρτη, της ύψιστης αυτοθυσίας που μπορεί να απαιτεί η παραγωγή αξίας. Όπως δηλώνουν και οι περίεργοι ελευθεριακοί της Azione Rivoluzionaria, είναι αλήθεια ότι η εξάπλωση της μιλιταριστικής αντάρτικης πρακτικής εκ-δημοκρατίζει σήμερα αυτήν την ικανότητα αυτο-αξιοποίησης: “Κάθε χωριό, κάθε πόλη, αποκτά τώρα τη σκηνή και τους πρωταγωνιστές της. Η βία είναι ένα θέαμα διαθέσιμο σε όποιον έχει τη θέληση” (οπ.π. σελ. 90). Με τον ίδιο τρόπο, αλλά από μια αντίθετη οπτική γωνία, αληθεύει ότι η επαναστατική βία, αν επιθυμεί να είναι τέτοια, οφείλει να καταστρέψει κάθε σκηνή και κάθε θέαμα, και γνωρίζει πως σε όλους τους ηθοποιούς βλέπει τους φυσικούς εχθρούς της αλήθειας και του ξεπεράσματος.

Μάης 1979

***

Βλ. και: Κείμενα και σημειώσεις του Α. Bonanno

1969-…: Στρατηγική της Έντασης στην Ιταλία

Categories
Alfredo M. Bonanno

Κείμενα και σημειώσεις του Alfredo M. Bonanno

Εισαγωγικό σημείωμα:

Ο Alfredo Maria Bonanno, γεννημένος το 1937 στην Κατάνη της Σικελίας, είναι απ’ τους πιο πολυγράφους σύγχρονους αναρχικούς, υπεύθυνος των εκδόσεων Anarchismo, αλλά και άλλων εκδοτικών εγχειρημάτων. Το 1977 καταδικάστηκε για το βιβλίο του La Gioia Armata (Οπλισμένη Ευτυχία), σε 18 μήνες φυλάκισης. Το βιβλίο αυτό είχε κυκλοφορήσει σε μια ιστορική στιγμή που το ιταλικό επαναστατικό κίνημα περνούσε ανοιχτά στην επίθεση, ενώ ανάλογες ήταν οι συνθήκες και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Ισπανία, Αγγλία) και το ζήτημα της βίας βρισκόταν στην καθημερινή διάταξη. Η συνεισφορά του έγκειται σε έναν εορτασμό της διάχυτης ταξικής βίας που απελευθερώνει και ικανοποιεί το άτομο, αλλά ταυτόχρονα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την εμφάνιση του ένοπλου κόμματος, που περιορίζει την ταξική σύγκρουση σε μια μιλιταριστική διάσταση, επιβάλλοντας τη μεσολάβηση μιας μικρής μειοψηφίας ένοπλων στην πολυπλοκότητα δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που αγωνίζονταν με κάθε μέσο ενάντια στην τρέχουσα αναδιοργάνωση του Κεφαλαίου, που εκείνη τη στιγμή φαινόταν ασθενής. Στο πνεύμα του βιβλίου, κάθε αυθεντική απελευθερωτική και καταστροφική δράση, προέρχεται από μια λογική ικανοποίησης απ’ τον αγώνα, κι όχι ενός αυτοθυσιαζόμενου καθήκοντος σύμφωνου με τις ντιρεκτίβες μιας μικρο-γραφειοκρατίας. Το ιταλικό ανώτατο δικαστήριο διέταξε την καταστροφή των αντιτύπων του βιβλίου που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο, ενώ απέστειλε εγκύκλιο στις δημόσιες βιβλιοθήκες να ξεφορτωθούν τα αντίτυπα που πιθανώς είχαν. Αρκετοί βιβλιοθηκάριοι αντιτάθηκαν σ’ αυτήν την ναζιστικής έμπνευσης τακτική. Απαγορεύτηκε γενικά η κυκλοφορία του, ενώ κατασχέθηκαν αντίτυπα που διέθεταν στα σπίτια τους αναρχικοί αγωνιστές στα πλαίσια αστυνομικών επιχειρήσεων-εισβολών κατ’ οίκων. Λίγο αργότερα, ο συγγραφέας κατηγορήθηκε ως “υποκινητής” της Azione Rivoluzionaria, μιας ένοπλης οργάνωσης του 1976-79, που δρούσε βάσει “ομάδων συγγενείας” σε όλη την κεντρική Ιταλία, εναντίον κυρίως εφημερίδων και κομματικών γραφείων, και ανάλογων “χειραγωγικών μηχανισμών κατασκευής της συναίνεσης”. Στα 1979 η οργάνωση πρακτικά διαλύεται με την προσαγωγή 86 ατόμων και τη σύλληψη των Salvatore Cinieri και Gianfranco Faina.  Ο πρώτος θα πεθάνει στη φυλακή σε συμπλοκή με ποινικούς κρατουμένους, όταν υπερασπίστηκε έναν κρατούμενο που θεωρούνταν ύποπτος για κατάδοση σχεδίου απόδρασης, ενώ ο δεύτερος θα αφεθεί ελεύθερος να πεθάνει από καρκίνο του πνεύμονος, όταν του διαγνώστηκε όγκος κατά την κράτησή του.

Με την υποχώρηση του κινήματος, το ενδιαφέρον του συγγραφέα στράφηκε στην κριτική των παραδοσιακών συνδικαλιστικών και οργανωτικών δομών, καθώς και στις νέες μητροπολιτικές εξεγέρσεις, που επανεμφανίζονται στη δύση σταθερά μετά το ’80, χωρίς την καθοδήγηση κανενός κόμματος, χωρίς φανερά αιτήματα κλπ. Κάποια απ’ τα πιο γνωστά έργα του, που κυκλοφορούν στα αγγλικά χάρη στο μεταφραστικό έργο της Jean Weir, είναι και τα The Anarchist Tension, Anarchism and the National Liberation Struggle, A Critique of Syndicalist Methods, For An Anti-authoritarian Insurrectionalist International (Μάλλον εξαντλημένη στα ελληνικά μπροσούρα Για μια Αντιεξουσιαστική Εξεγερτική Διεθνή, από τις εκδόσεις Επαναστατική Αυτοοργάνωση), Let’s Destroy Work, Let’s Destroy the Economy, Palestine Mon Amour, Locked Up, From Riot to Insurrection, κείμενα για τον Χέγκελ, τον Στίρνερ, τον συνδικαλισμό και την εργατική αυτονομία κ.α. Η γνωστή πολύχρονη δραστηριότητά του τον καθιστά και στόχο των κατασταλτικών οργανισμών, έτσι στις 2 Φλεβάρη 1989, στα πλαίσια μιας επιχείρησης των Digos (κάτι σαν ιταλικά εκάμ) μετά από ληστεία επιφανούς κοσμηματοπωλείου, με εισβολές σε καταλήψεις και σπίτια αναρχικών, θα συλληφθεί μαζί με τον Giuseppe Stasi και θα καταδικαστούν σε 68 και 54 μήνες φυλάκισης, αντίστοιχα. Ξανά την νύχτα της 19ης Ιούνη 1997, σε επιχείρηση-“σκούπα” των ιταλικών υπηρεσιών ασφαλείας εναντίον αναρχικών καταλήψεων και εκατοντάδων σπιτιών σε όλη τη χώρα, που θα ακολουθήσει την βόμβα στο Palazzo Marino του Μιλάνο, ο Bonanno συλλαμβάνεται μαζί με εκατοντάδες άλλους αναρχικούς.

Στις 2 Φλεβάρη του 2003, επίσης, θα καταδικαστεί σε 6 χρόνια φυλάκισης και 2.000 ευρώ πρόστιμο για ένοπλη ληστεία, στα πλαίσια της “Δίκης Marini”, στην οποία αναρχικοί αγωνιστές καταδικάστηκαν βάσει του ιταλικού θεωρήματος Marini, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι αναρχικοι της χώρας (καταλήψεις, ομάδες αλληλεγγύης σε φυλακισμένους, σε μετανάστες κλπ) είναι μέλη μιας “ένοπλης οργάνωσης με σκοπό την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος”. Για την οργάνωση αυτήν, επινόησαν μέχρι κι ένα (ανύπαρκτο μέχρι τότε και γελοίο) όνομα: ORAI-“Εξεγερσιακή αναρχική επαναστατική διεθνής”. Ο φήμη του Bonanno ως “θεωρητικού” και καταδικασμένου συγγραφέα του χάρισε τη θέση του “ιδεολογικού ηγέτη” αυτής της ανύπαρκτης οργάνωσης, σύμφωνα με τις κατηγορίες. Στο εφετείο, η ποινή του έπεσε στα 3,5 χρόνια. Στην 1 Οκτώβρη, ο Alfredo Bonanno συνελήφθη κοντά στα Τρίκαλα, μετά από σύλληψη του αναρχικού Χρήστου Στρατηγόπουλου μετά από ένοπλη ληστεία τράπεζας. Ο Χρήστος Στρατηγόπουλος διατηρεί επίσης αναρχικές εκδόσεις (Σίσυφος, Επαναστατική Αυτοοργάνωση), ενώ ο Alfredo βρισκόταν ως προσκεκλημένος του στην Ελλάδα, για μια σειρά ομιλιών με αφορμή το βιβλίο του “Κυριαρχία και εξέγερση στην μεταβιομηχανική κοινωνία” που είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις του “Ελευθεριακου Ινστιτούτου Κοινωνικών Μελετών Ιωαννίνων” το οποίο λειτουργούσε ο Χρήστος Στρατηγόπουλος, ο οποίος από την σύλληψή του ήδη, ανέλαβε την πλήρη ευθύνη για την ληστεία της τράπεζας, αναφέροντας ότι κατέφυγε στην ενέργεια αυτή για προσωπικούς βιοποριστικούς λόγους, για την αποπληρωμή επαχθών τραπεζικών δανείων. Ο Χρήστος Στρατηγόπουλος, είχε συλληφθεί στα 1994 με τους αναρχικούς Antonio Budini, Jean Weir, Carlo Tesseri, και Βαγγελιώ Τζιούτζια κοντά στο Rovereto της Β. Ιταλίας, για ληστεία της τοπικής Αγροτικής Τράπεζας, και είχαν καταδικαστέι σε ποινές φυλάκισης, στα πλαίσια του θεωρήματος Marini, στο οποίο χρησιμοποιήθηκε μια νεαρή κοπέλα προκειμένου να “αναγνωρίσει” τους τέσσερεις αγωνιστές. Σε επόμενη φάση του θεωρήματος “διερευσε” φωτογραφία του Alfredo Bonanno (προ εικοσαετίας) σε σκίτσο των αρχών, στην κορυφή μιας πυραμίδας με γραμμές να τον συνδέεουν με τους συλληφθέντες και άλλους αγωνιστές.

Είμαστε μάρτυρες μιας επανάληψης τέτοιων μεθοδεύσεων και στην Ελλάδα, με τα δημοσιεύματα που “διαρρέουν” ανά λίγες μέρες σχετικά με πιθανή συμμετοχή του Alfredo Bonanno και σε άλλη ληστεία στο Αργοστόλι, καθώς στήνεται ένα κλίμα φυσικής εξόντωσης του “παππού” Alfredo, που παρά τα 73 του χρόνια και τη βεβαρυμένη υγεία του, δεν εγκαταλείπει τα “όπλα” του. Ορισμένα απ’ αυτά τα όπλα κρίνουμε θεμιτό να ρίξουμε στην μάχη που μαίνεται στην χώρα μας, καθώς το Κεφάλαιο αναδιαρθρώνεται, επιχειρώντας μια πρωτοφανή υποτίμηση της εργασίας και κατεπέκτασι των βιοτικών συνθηκών, μέσα σ’ ένα κλίμα εθνικής συναίνεσης των ιδεολογικών, συνδικαλιστικών και πολιτικών παραγόντων του, εκθέτοντάς τους έτσι σε κρίση. Ο διευθυντής τράπεζας-πασόκος-πρόεδρος της γσεε-και πρόσφατα προπυλακισμένος από απεργούς στην πορεία της 5/3, κάτι παραπάνω θα ξέρει επ’ αυτού. Να πάρουμε πίσω τους αιχμαλώτους μας, το απελευθερώσουμε το μέλλον, να αντιστρέψουμε την κρίση. Ακολουθούν κείμενα του Alfredo M. Bonanno. Σημείωση: Τα κείμενα αυτά (παρουσιάζουμε εδώ λόγω περιορισμένης άνεσης μερικά σύντομα κείμενα και σημειώσεις κι όχι τα κύρια έργα του συγγραφέα) γράφτηκαν δεκαετίες πριν, κι ανήκουν σε μια εποχή (της καπιταλιστικής αθωότητας-της υποθηκευμένης ευμάρειας και της επαναστατικής υποχώρησης) που για την Ελλάδα πέρασε ανεπιστρεπτί τον Δεκέμβρη του 2008. Με την έννοια αυτή, όπως σημειώνει κι ο συγγραφέας σε μια επανέκδοση του La Gioia Armata, πολλά απ’ τα ερωτήματα της εποχής έχουν απαντηθεί απ’ την ίδια την Ιστορία. Ωστόσο, η σκέψη παραμένει άξια ιδιαίτερης αναφοράς.

Δείτε επίσης:

Εργατικά συμβούλια και προλεταριακή αυτονομία, ένα εξαιρετικό κείμενο του Alfredo και άλλων συντρόφων

Ιταλία 1977 και μια κριτική του ενόπλου – Alfredo Bonanno κ.α.

Ασθένεια και Κεφάλαιο, του Alfredo M. Bonanno

Η αναρχική δυναμική, του ιδίου

Για μια κριτική του ενόπλου, πρόλογος

Οι νέοι σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία, του ιδίου

Ένα χρονολόγιο της δίωξης Marini

Μια χοντροκομμένη μεθόδευση εναντίον ιταλών αναρχικών

Για τους συλληφθέντες A.M.B. και Χ.Ζ από το blog απο-δραση

Aπό την εκπομπή Κραυγές Απ’ τα Κελιά του ράδιο 98fm

Ας καταστρέψουμε την εργασία…, του Alfredo M. Bonanno (Εκδόσεις Σίσυφος)

Pantagruel-Provocazione: Αγγλικές μεταφράσεις έργων του Alfredo M. Bonanno

After Trikala: Blog διεθνούς ενημέρωσης για τους συλληφθέντες συντρόφους

Μετά τα Τρίκαλα…

Ανεργία: Πως και δεν εκρήγνυνται τα πάντα;

Ένα ερώτημα που θέτουμε συχνά στους εαυτούς μας. Η επαναφομοίωση της ανεργίας από τον τριτογενή τομέα δεν είναι αρκετά ικανοποιητική εξήγηση. Ούτε η ανάπτυξη της παραγωγικότητας, ο έλεγχος του πληθωρισμού ή η ανάπτυξη της εργασιακής ελαστικότητας και της επισφαλούς (μαύρης) εργασίας. Ιδωμένες ξεχωριστά, αυτές οι απαντήσεις ενδεχομένως είναι όλες σωστές, αλλά καμία τους δεν μπορεί να εξηγήσει το θέμα από μόνη της, αλλά ούτε και όλες τους μαζί. Οι αρχές των 80es ήταν αναμφίβολα μια εποχή υλικών δυσκολιών για ολόκληρο το οικονομικό σύστημα. Ο βιομηχανικός τομέας είχε υπερφορτωθεί, ο πληθωρισμός κάλπαζε, φόβοι κοινωνικών συνεπειών από την μείωση του εργασιακού κόστους βραχυπρόθεσμα ήταν φανεροί, και τα συνδικάτα επέμεναν στην υπεράσπιση της εργασίας και της πραγματικής αξίας της εργασίας. Την ίδια εποχή έγινε έκδηλο κάτι που ήταν ήδη σαφές για μας από το τέλος του 1977: Το πέρασμα από μια κατάσταση υλικών δυσκολιών σε ένα ξύπνημα της εργατικής συνείδησης ως τάξης, δεν είχε λάβει χώρα. Ήταν μια κρίση; Είναι αδύνατον να δώσουμε απάντηση, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, πολύ απλά επειδή δεν ξέρουμε πώς ακριβώς είναι μια κρίση. Οι εργάτες θα έπρεπε να είχαν πάει παραπέρα από έναν απλό οικονομικό αγώνα -τουλάχιστον σύμφωνα με μια μαρξιστική ανάλυση- και να περάσουν στον κοινωνικό. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε αρχικά να είχε γίνει μέσω του κόμματος και σε δεύτερη φάση μέσω των συνδικάτων. Με άλλα λόγια, ένα επαναστατικό υποκείμενο θα ‘πρεπε να προκύψει από την κρίση. Στην πραγματικότητα, τίποτε τέτοιο δεν συνέβη. Όχι μόνο δεν υπήρχε πια θέληση να αγωνιστεί κανείς για τη διαμόρφωση των οικονομικών πλαισίων, αλλά πιο σημαντικό, δεν υπήρξε κανένα πραγματικό εμπόδιο στην ανάπτυξη και την αναδιοργάνωση της καπιταλιστικής εξυγείανσης.

Δεν προέκυψε τελικά μια εγκατάλειψη της παραίσθησης ενός δίκαιου ξεπουλήματος της εργατικής δύναμης, που περίμενε ο Μαρξ. Κάτι τέτοιο απλά έδωσε στα αφεντικά λίγο χρόνο, ακριβώς τη στιγμή που η κατάσταση σοβάρευε. Για την ακρίβεια, κάτι τέτοιο δεν συνέβη επίσης χάρη στην παρέμβαση της τεχνολογίας πληροφοριών. Σήμερα οι συνθήκες της αγοράς εργασίας θα μπορούσαν να συνοψιστούν στην αυξημένη ικανότητα του κεφαλαίου να αφομοιώνει και να διαχειρίζεται τον στρατό των ανέργων. Οι ικανότητές του σ’ αυτό το πεδίο είναι ενδεικτικές, κι έχουν να κάνουν κυρίως με πρωτοβουλίες μιας “εναλλακτικής” τάσης που κάποτε αποτελούνταν από λιγοστούς γραφικούς ονειροπόλους. Η “ευφυία” του Κεφαλαίου είναι επληκτική: Ο Μάρξ θα έλεγε μάλλον συναρπαστική. Εγκολπώνει ολόκληρους αγώνες, τους χρησιμοποιεί ενάντια σ’ αυτούς που τους διεξάγουν, κι ενάντια στο κυρίως σώμα της εργατικής τάξης. Ξεχωρίζει τους πιο απομονωμένους αγωνιστές, τους μεταμορφώνει σε “εγκληματίες” και τους χρησιμοποιεί ως φόβητρο για να μαζέψει όλους τους υπόλοιπους ξανά πίσω στο κοπάδι.

Έπειτα, το νέο concept της ποιότητας, θα αναλάβει το ρετουσάρισμα. Η πολιτική σταθεροποιείται, καθώς συμπεριφορές που θεωρούνταν ανήθικες επαναρρυθμίζονται ώστε να συμβιώνουν πλέον με την τρέχουσα φόρμα, κάνοντας τα στραβά μάτια σε κάποιες απ’ τις πιο ακραίες εκδοχές τους. Δεν είναι δυνατόν να μιλά κανείς για μια “αποτυχία” του κόμματος ή του συνδικάτου ως λειτουργία. Κατά την άποψή μου, είναι μέρος μιας ιστορικής διαδρομής που φτάνει στις φυσικές συνέπειές της. Το τέλος μιας εποχής. Το τέλος μιας μεγάλης ψευδαίσθησης. Η λειτουργία του Κεφαλαίου είναι χαοτική. Διαπερνά το σχολείο, την οικογένεια, την εκκλησία κι οτιδήποτε άλλο. Δεν υπάρχει χώρος που να μην καταλαμβάνει, καθώς εξορίσει κάθε αντίσταση με όρους πάλης. Ο καταπιεστικός μηχανισμός του, καλωσορίζει αποτρόπαιες πρακτικές όπως η ρουφιανιά, η “μεταμέλεια” μετά κατάδοσης, για να εξωθήσει στα όρια ορισμένες συνέπειες των αντιφάσεών του, που, οσοδήποτε περιθωριακές, μπορούν και πάλι να δημιουργήσουν μια σχετική ανισορροπία.

Αντίθετα, προκειμένου να τσακίσει την αντίσταση των πιο ριζοσπαστικών και λιγότερο θεσμοθετημένων, εξαναγκάζοντάς τους στη σιωπή, επιστρατεύει ωμή και σκέτη καταστολή, ειδικές φυλακές και σφαίρες στο ψαχνό. Έχει δείξει ξεκάθαρα και για πάντα, ότι είναι ένα ψέμμα το ότι η εξέγερση είναι πιο δύσκολη σε στιγμές υλικής δυσκολίας για ολόκληρο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. Κι αυτό ήταν ένας απ’ τους πολιορκητικούς κριούς του μαρξισμού.

Το γεγονός ότι το Κράτος και το Κεφάλαιο όμως είναι πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι θα σκεφτόταν κανείς και πολύ πιο αλληλένδετα απ’ ότι ακόμη κι ο Μαρξ θα μπορούσε να περιγράψει στην εποχή του, παραμένει. Δεν πρέπει να υποτιμούμε τον ρόλο του Κράτους στην επαναφομοίωση. Από μόνος του, ένα οικονομικό σύστημα θα προσπαθούσε να κατατμήσει και να υποτιμήσει τα εργοστάσια. Όμως το Κράτος ως συνεργός της οικονομίας, έκανε πράξη ένα απίθανο πρόγραμμα ανασυγκρότησης των εργοστασίων. Σήμερα, είμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση που θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε πρακτικά ως συνεταιριστική. Δεν υπάρχει πραγματική πολιτική αντιπολίτευση, εκτός ως θέαμα, ούτως ώστε η κυβέρνηση να μπορεί να παίρνει σκληρές αποφάσεις για το καλό της οικονομίας. Αυτή είναι και η δικλείδα ασφαλείας που κρατά το σύστημα απ’ το να εκραγεί, αυτό είναι και το γιατί ανεχόμαστε ένα τέτοιο ποσοστό ανεργίας παραιτημένοι, θεωρώντας φυσιολογικό ένα ακόμη τεράστιο ποσοστό προσωρινά ή επισφαλώς εργαζομένων. Η αποσύνθεση της τάξης κάνει εφικτή την ενσωμάτωση των ατόμων, τον μετασχηματισμό των προσωπικών σχέσεων, έναν βίαιο μετασχηματισμό της ζωής για τον καθένα. Δεν υπάρχει πια ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς για τους αγώνες. Η κατάρρευση των παλιών μύθων οδηγεί σε μια αποδοχή της ζωής ως συνεχή κατάρρευση. Κι ενάντια σε μια κατάσταση που έχουμε όλοι συνηθίσει να θεωρούμε φυσιολογική, δεν εξεγείρεται κανείς.

[Από το: La disoccupazione in Italia. Perché non salta tutto, in “Anarchismo”, no. 63, 1989. Αγγλική μετάφραση της Jean Weir, στο “Let’s destroy work, let’s destroy economy”, Elephant Editions, London.]

***

Προς μια συμβίωση με την κρίση

Η ανάγκη να συμβαδίζουν με τα πλάνα παραγωγικότητας που βασιζόταν σε μια προηγούμενη οικονομική οργάνωση και τους ανάλογους οικονομικούς νόμους έκανε την κατάσταση για τις καπιταλιστικές εταιρίες (που αποτελούν το βασικό στοιχείο αυτού που συνήθως αποκαλούμε “κεφάλαιο”) ιδιαίτερα επίφοβη. Έτσι, η παραμικρή απόκλιση από τα πλάνα θεωρείτο ύποπτη και αποτέλεσμα απρόσμενων καταστάσεων, και ως αποτέλεσμα η επίμονη, διαχρονική φύση των συμβάντων που οι ειδικοί ισχυρίζονταν πως αποτελούν εξαιρέσεις στον κανόνα, τους διέφευγε. Μεταβολές στα επίπεδα της ζήτησης, ο ενδο-ολιγοπωλιακός ανταγωνισμός, η πολυεθνικοποίηση των αγορών, η ταλάντωση των επιπέδων των τιμών, του κόστους, των ρυθμίσεων, της περιβαλλοντικής ρύθμισης: όλα αυτά έπαψαν να θεωρούνται “στοιχεία αποσταθεροποίησης” που αντιβαίνουν στις βεβαιότητες της μόνης θεωρίας που εξουσιοδοτείται να ερμηνεύει την πραγματικότητα.

Έτσι το κεφάλαιο βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με ορισμένες εκπλήξεις σ’ έναν στρατηγικό τομέα. Αντιμετώπισε συνεχείς μεταβολές στα πλάνα του, κάνοντάς το ολοένα και πιο δύσκολο να προσαρμόζει εκ νέου τον εαυτό του στην διαμορφούμενη οικονομική πραγματικότητα. Άρχισε έτσι να εξαπλώνεται μια υποψία ότι ενδεχομένως να υπήρχε μια πιθανότητα οικονομικής συμπεριφοράς αυτού του όλου αποσταθεροποιητικού “παραλογισμού”. Ο κρατικός παρεμβατισμός, ειδικά στα τέλη των 70es υποδείχθηκε ως ένα εργαλείο που θα μπορούσε να συνεισφέρει σε μια αποκατάσταση των ισορροπιών, αλλά από μόνο του δεν ήταν επαρκές. Ο κρατικός παρεμβατισμός, στόψευε σ’ έναν περιορισμό των αρνητικών όψεων του “καπιταλιστικού ανταγωνισμού”, που είχε καταλήξει να απαιτεί γενναία ποσότητα κοινωνικού ελέγχου. Βασικά, το κράτος είναι μια οικονομική επιχείρησει που εξειδικεύεται στον περιορισμό της συνολικής οικονομικής (και κοινωνικής) πραγματικότητας στην παραγωγή ενός και μόνου προϊόντος: της κοινωνικής ειρήνης.

Το κεφάλαιο, βλέποντας τον εαυτό του μέσα από την αντανάκλασή του στον παραμορφωτικό καθρέπτη των ΑνατολικοΕυρωπαικών κρατών, γνωρίζει πολύ καλά πως ο κρατικο-καπιταλιστικός δρόμος προς την αναδιοργάνωση είναι απλά ένα μη-χειρότερο κακό. Εγγυείται τον έλεγχο της εξουσίας, αλλά διαστρεβλώνει τις ταξικές όψεις του καπιταλισμού σε τέτοιο βαθμό, που τις υποτάσσει στους περιορισμούς της απόλυτης ανάγκης της εξουσίας να ασκεί έλεγχο.

Βασικά τότε, αν το σκεφτεί κανείς, ολόκληρη η φάση του πλασαρίσματος του “Κράτους” ως ένα φορέα εξυγείανσης, ο οποίος με καθαρά οιικονομικούς όρους είχε χρεωκοπήσει μέχρι το τέλος των 80es, στόχευε κυρίως στο να υποστηριχθεί (τουλάχιστον όσον αφορά τις τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες) από τα μεγαλύτερα ως τότε τεχνολογικά επιτεύγματα της ιστορίας: τα ηλεκτρονικά. Αυτό έγινε το αναπόσπαστο υλικό της συμβίωσης με το τέρας. Η λύση που πρότεινε έγκειται στην επίτευξη της μέγιστης ελαστικότητας στον ελάχιστο χρόνο.

Επαναστάτες

Αν το “τέλος” της κρίσης σημαίνει ότι ο καπιταλισμός επιβιώνει με το να προσαρμόζεται σε μια οικονομική πραγματικότητα που προηγουμένως φαινόταν χαοτική, δεν μπορούμε να μιλάμε για ντετερμινισμό, προβλεψιμότητα και οικονομικούς “νόμους”. Δεν μπορούμε να μιλάμε καν για “κρίσεις”, εννοώντας καταστάσεις που συμβαίνουν προς όφελός μας. Δεν είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε τον ταξικό πόλεμο ως κάτι με εναλλασόμενες φάσεις. Ασφαλώς, η σύγκρουση δεν είναι “διαρκής” στο πέρασμα του χρόνου, δηλαδή μέσα της υπάρχουν στιγμές μεγαλύτερης και μικρότερης έντασης, αλλά μάλλον είναι ένα θέμα ποιοτικών και ποσοτικών αλλαγών που δεν μπορούν να ανιχνευτούν ντετερμινιστικά ως προς απλούς οικονομικούς παράγοντες. Ένα τεράστιο κουβάρι κοινωνικών σχέσεων βρίσκεται στη βάση του ταξικού πολέμου. Καμμιά ανάλυση δεν μπορεί να μας δώσει την μέθοδο για να υπολογίζουμε την έκταση ή την πιθανότητα των συμπεριφορών. Ο χρόνος είναι πάντοτε γόνιμος για επίθεση, ακόμα κι αν οι συνθήκες μπορεί να διαφέρουν δραστικά.

Υπ’ αυτήν την έννοια, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας το ζήτημα της επαναστατικής οργάνωσης που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της ταξικής σύγκρουσης όπως έχει σήμερα. Οι οργανωτικές δομές του παρελθόντος -από τα κόμματα μέχρι τις ομοσπονδίες, κι απ’ τα συνδικάτα μέχρι τα εργατικά συμβούλια- λιγότερο ή περισσότερο ανταποκρίνονταν στην ιδέα μιας οικονομικής πραγματικότητας που αντιστοιχούσε στην καπιταλιστική επιχείρηση ως κέντρο, συμπύκνωση της εξουσίας και της εκμετάλλευσης. Έτσι, φαινόταν πως μια εξίσου μονολιθική δομή (συνδικάτο, κόμμα, ομοσπονδία) ήταν ο πλέον λογικός τρόπος αντίθεσης. Ακόμα και στο παρελθόν όμως, με τους “αιώνιους” κι ακλόνητους οικονομικούς νόμους, η πραγματικότητα της παραγωγής ήταν χαοτική, και κάθε διαφορετική προσέγγισή της επέφερε συστηματική τιμωρία. Ίσως οι ιδέες των “οικονομικών κύκλων” και των “κρίσεων” να μπορούν να εξηγηθούν κάτω απ’ αυτό το φως.

Έτσι, έχουμε έναν μετασχηματισμό στην πραγματικότητα της παραγωγής, αλλά πάνω απ’ όλα έναν διαφορετικό τρόπο να αντικρύζουμε αυτήν την πραγματικότητα. Είναι λοιπόν ξανά ώρα να αναπτύξουμε έναν διαφορετικό τρόπο να επεξεργαζόμαστε την πραγματικότητα από επαναστατική σκοπιά. Λέω ξανά, επειδή, ειδικά για τους αναρχικούς, μια ριζοσπαστική κριτική δεν έλειψε ολότελα ποτέ, ιδιαίτερα όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τις μονολιθικές και ποσοτικές ιδέες του αναρχοσυνδικαλισμού και της ημι-κομματικής πολιτικής των μεγάλων αναρχικών φεντερασιόν.

Μια διαφορετική οργανωτική δομή πρέπει σε μεγάλο μέρος της να δημιουργηθεί και να πραγματωθεί στο εδώ και τώρα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα γίνει κι εκ του μηδενός. Κάθε προσπάθεια να ξεπεράσουμε τα κουφάρια των περασμένων οργανωτικών διαδικασιών θα πρέπει να περιέχει ένα ξεκαθάρισμα του πώς ήρθαν αντιμέτωπα με την όψη μιας οικονομικής (και κοινωνικής) πραγματικότητας που γίνετια πιο εύκολα αντιληπτή με όρους μη-προβλεψιμότητας, κι όχι συμπαγείς οικονομικούς νόμους. Κάθε φορά που μια ντετερμινιστική ερμηνεία επανεμφανίζεται, κάθε φορά που μια επαναστατική οργανωτική πρόταση εκκινά δεμένη στα είδωλα του παρελθόντος (κόμματα, φεντερασιόν, οργανώσεις, συνδικάτα κλπ), αντιλαμβανόμαστε πως η κοινή αντίληψη περί οικονομικής πραγματικότητας είναι συνδεδεμένη με μια κοινή αντίληψη περί οικονομικής πραγματικότητας που λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη αυστηρών οικονομικών νομοτελειών. Αν αυτοί οι νόμοι λαμβάνονται ως δεδομένοι, ή κρύβονται δειλά πίσω από τις διακηρύξεις, η πίστη στους οικονομικούς κύκλους των “κρίσεων” έρχεται στο προσκήνιο. Κι αυτή η πίστη, όπως και κάθε άλλη, καταλήγει πολύ βολική σε καιρούς δυσκολιών.

Υποβάλλοντας το οικονομικό μοντέλο του παρελθόντος σε μια ριζοσπαστική κριτική, μπορούμε να οξύνουμε την κριτική μας στις παρούσες πεποιθήσεις σχετικά με τις οργανωτικές δομές του επαναστατικού κινήματος γενικά, και τις αναρχικές ειδικότερα. Δύσκολα όμως, καθώς οι επαναστάτες συχνά τείνουν να είναι πιο συντηρητικοί απ’ τους συντηρητικούς.

[από το La “fine” della crisi, in “Anarchismo”, no. 57, 1987. Αγγλική μετάφραση: Jean Weir στο “Let’s destroy work, let’s destroy economy”, Elephant Editions, London.]

***

Τέλος του ρεφορμισμού, Τέλος του κόμματος.

Το κόμμα είναι βασισμένο στην υπόθεση του ρεφορμισμού. Απαιτεί μια κοινή γλώσσα κι απ’ τις δυο μεριές, αν όχι και μια κοινότητα ενδιαφέροντος. Αυτή είναι η υπόθεση για τα κόμματα, όπως και για τα συνδικάτα. Κοινή γλώσσα, δηλαδή μια φαντασιακή ταξική αντιπαράθεση η οποία χαρακτηρίζεται από την μια μεριά, από μια διεκδίκηση να βελτιώσει τη θέση της, κι από μια αντίσταση να της το παραχωρήσει απ’ την άλλη. Για να ζητάς κάτι όμως προϋποθέτει ότι έχει και μια κοινή γλώσσα μ’ αυτόν που του το ζητάς. Πλέον παγκόσμια, η ένταση της καταστολής στοχεύει στη ρήξη αυτής της κοινότητας. Όχι τόσο με τους τοίχους των ειδικών φυλακών, τα γκέττο, τις πόλεις-δορυφόρους, τα βιομηχανικά κάτεργα, αλλά αντιθέτως, με την αποκέντρωση της παραγωγής, τη βελτίωση των υπηρεσιών, την εφαρμογή οικολογικών αρχών στην παραγωγή, όλα με τον πιο απόλυτο διαχωρισμό απ’ αυτά των αποκλεισμένων. Κι αυτός ο διαχωρισμός θα επιτυγχάνεται με την προοδευτική αποστέρηση της γλώσσας που είχαν κοινή με την υπόλοιπη κοινωνία. Κι έπειτα δε θα μείνει τίποτα να ζητά κανείς.

[Από το: From Riot to Insurrection, αγγλική μετάφραση της Jean Weir]

***

Σκέψεις για την παρανομία

το γενικό πλαίσιο της παρανομίας

Ακόμα και απλή διάδοση πληροφοριών που διαστρεβλώνονται ή κρατούνται κρυφές από τα μίντια μπορεί να θεωρηθεί “παράνομη”. Χωρίς να αντιβαίνει σε κάποιον συγκεκριμένο νόμο (εκτός από περιπτώσεις όπου οι πληροφορίες αυτές θεωρούνται “κρατικό μυστικό”), ενδέχεται να αντιτίθενται στην κρατική διαχείριση του κοινωνικού ελέγχου, ή στην επιβολή του νόμου. Έτσι, ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων τραβάει την προσοχή των κατασταλτικών οργάνων του κράτους στον ίδιο βαθμό (αν όχι περισσότερο) από μια συμπεριφορά που εκ των πραγμάτων αντιβαίνει σε κάποιον συγκεκριμένο νόμο. Σε ορισμένες στιγμές, η κυκλοφορία της πληροφορίας μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για τους σχεδιασμούς του κρατικού ελέγχου, τουλάχιστον (αν όχι παραπάνω) στον ίδιο βαθμό με την πραγματική δράση που θεωρείται από τις αρχές ως παρανομία. Απ’ αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η λεπτή γραμμή μεταξύ “τυπική” και “πραγματικής” παρανομίας είναι ιδιαίτερα ευέλικτη, σύμφωνα με τους κατασταλτικούς σχεδιασμούς της εξουσίας. Έτσι, το κράτος και το κεφάλαιο, τόσο εθνικά όσο και διεθνώς, καθορίζουν το επίπεδο της παρανομίας -ή, αν προτιμάτε, το επίπεδο της “νομιμότητας”- το οποίο δεν καθορίζεται τόσο από συγκεκριμένα νομικά πλαίσια (οι νόμοι ενεργοποιούνται άλλωστε σε ορισμένες περιπτώσεις), αλλά από μια καθημερινή πρακτική ελέγχου και πειθάρχησης που μόνο σε ορισμένες στιγμές πραγματοποιείται ανοιχτά ως καταστολη.

Η σχέση πολιτικής-παρανομίας

Βασικά, κάθε κριτική της πολιτικής συμπεριλαμβάνεται στα όρια της νομιμότητας. Στην πραγματικότητα, ενισχύει τον θεσμικό ιστό επιτρέποντάς του να ξεπεράσει τα αδύναμα σημεία και τις οπισθοδρομήσεις του που διαμορφώνονται από τις αντιφάσεις του κεφαλαίου και ορισμένες εκτενώς βάρβαρες όψεις του Κράτους. Καμία “πολιτική” κριτική δεν μπορεί να φτάσει σε μια σαφή άρνηση του Κράτους και του Κεφαλαίου. Για να κάνει κάτι τέτοιο -όπως για παράδειγμα η αναρχική κριτική- θα έπρεπε να θέσει ζήτημα κοινωνικής κριτικής, θα έπαυε να θεωρείται δημιουργική συνεισφορά στον θεσμικό ιστό και κατά συνέπεια θα γινόταν -εκ των πραγμάτων- παράνομη. Οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες μπορούν να φτάσουν σε μια τέτοια ισορροπία μεταξύ των πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να δεχτούν μια κοινωνική κριτική, ακόμα και μια ριζοσπαστική, αναρχική, αφομοιώνοντάς την. Όμως αυτό δεν αλλάζει την κατ’ ουσίαν “παράνομη” θέση αυτής μιας τέτοιας κριτικής. Απ’ την άλλη, ακόμα και συμπεριφορές που είναι εμφανώς εκτός του νόμου, μπορούν να ιδωθούν κάτω από ένα διαφορετικό φως ανάλογα με τις πολιτικές συνθήκες. Για παράδειγμα, ο ένοπλος αγώνας ενός μαχητικού κόμματος, είναι μια αναμφίβολα παράνομη συμπεριφορά, όμως σε ορισμένες στιγμές μπορεί να αποτελεί δημιουργικό στοιχείο στον σχεδιασμό επαναφομοίωσης κι αναδιοργάνωσης του Κράτους και του κεφαλαίου. Σε τέτοιες στιγμές, μια τελική συμφωνία μεταξύ μαχητικού κόμματος και Κράτους δεν είναι απίθανη (καθώς το τελευταίο εμφανίζεται ως εγγυητής κάθε προνομίου στον καπιταλισμό).

Κάτι τέτοιο δεν είναι τόσο αφηρημένο όσο μοιάζει, μιας και το μαχητικό κόμμα τοποθετεί εαυτόν στη λογική της αποσταθεροποίησης της κυρίαρχης εξουσίας, προκειμένου να κατασκευάσει μια δομή εξουσίας διαφορετική στην μορφή αλλά ολόιδια κατ’ ουσίαν. Σ’ ένα τέτοιου είδους εγχείρημα, μόλις γίνεται αντιληπτό ότι η στρατιωτικού τύπου αντιπαράθεση δεν μπορεί να συνεχιστεί επειδή δεν υπάρχει μεσοπρόθεσμα αποτέλεσμα, έρχεται κάποιου είδους συμφωνία. Η αμνηστία που σηζητούσε το ιταλικό κίνημα των 70es, είναι μια πιθανή τέτοια συμφωνία. Άλλες μορφές μπορούν εύκολα να βρεθούνε υπό το δημιουργικό φως της σοσιαλδημοκρατίας: Μια συμβίωση με αυτούς που μέχρι χθες ήταν πεπεισμένοι ότι μπορούσαν να καταλάβουν την παλιά δομή εξουσίας και να την θέσουν υπό τη διαχείρισή τους. Όπως μπορούμε να δούμε, ενώ μια απλή αναρχική και ριζοσπαστική κριτική είναι εξ’ ορισμού “παράνομη”, ακόμα και ο ένοπλος αγώνας των μαχητικών κομμάτων μπορεί -κατά περιπτώσεις- να συμπεριληφθεί στα πλαίσια της “νομιμότητας”. Κάτι τέτοιο αποδεικνύει ξανά τα “ρευστά” πλαίσια της νομιμότητας και της πρόθεσης του Κράτους να τα προσαρμόζει στην επιβολή του ελέγχου του.

Η επιβολή του ελέγχου

Τα όργανα καταστολής μόνο σ’ έναν ελάχιστο βαθμό είναι άμεσα συνδεδεμένα με το καθ’ εαυτό κατασταλτικό έργο. Τα περισσότερα απ’ αυτά λειτουργούν ως αποτρεπτικά όργανα ελέγχου. Αυτό, κατά συνέπεια, επιδρά σε κάθε πιθανή μορφή παρανομίας -μέσω μιας σειράς μέτρων- καθώς και σε κάθε μορφή διαφορετικής, από την κυρίαρχη, συμπεριφοράς. Η παρανομία συμπεριλαμβάνεται ως πιθανότητα στην νομιμότητα σήμερα, επιτρέποντας την μακροπρόθεσμο μάτι του νομοθέτη να υπολογίσει το πιθανό αποτέλεσμα. Το ίδιο ισχύει και για τις διαφορετικές “αποκλίνουσες” συμπεριφορές (η απόκλιση ορίζεται από την κυρίαρχη που επιβάλλουν οι παραγωγοί της συναίνεσης), σήμερα ίσως ένα πεδίο μελετών ή θαυμασμού, στο μέλλον όμως “σημείο μηδέν” κοινωνικών ανατροπών. (Σ.τ.μ: προφητικός ο “Παππούς”, καθώς το κείμενο έχει γραφτεί αρκετά χρόνια πριν τις κοινωνικές εκρήξεις σε Γαλλία και Ελλάδα). Τώρα, η επιβολή του ελέγχου βασίζεται στη συσσώρευση δεδομένων: συμπεριφορές, αποκλίσεις, προτιμήσεις, ιδεολογίες, δράσεις κλπ. Συσσώρευση όσο το δυνατόν μεγαλύτερη, και όσο πιο κατεργασμένων και συσχετισμένων πληροφοριών που βρίσκεται στη βάση κάθε μακροχρόνιου σχεδιασμού ελέγχου. Χωρίς αυτά τα στοιχεία, κάθε έλεγχος θα ήταν πρακτικά αδύνατος, α-συνεχής και άσχετος από τις γενικότερες συνθήκες.

Ο χώρος της μυστικότητας

Αντίθετα στην άποψη αρκετών -δεν έχει σημασία ποιών- θεωρώ την μυστικότητα ένα από τα πιο ουσιαστικά στοιχεία της επαναστατικής δράσης. Εδώ όμως είναι απαραίτητο να εμβαθύνουμε. Για αρχή, υπάρχει η ιδέα ότι όταν μιλάμε για μυστικότητα, σκέφτεται κανείς μόνο την παράνομη δράση. Η μυστικότητα είναι επίσης αδιαχώριστη από την δραστηριότητα της αντιπληροφόρησης, της πρακτικής που στρέφεται σ’ έναν αδιαμεσολάβητο αγώνα. Στην πραγματικότητα, ένας αδιαμεσολάβητος αγώνας, για παράδειγμα μια κατάληψη εργοστασίου, δεν είναι ο “πραγματικός” στόχος των αναρχικών, κάτι τέτοιο έρχεται στη συνέχεια ως συνέπεια που μπορεί να αναπτυχθεί. Αυτές οι συνέπειες δεν μπορούν να προβλεφτούν στη διάρκεια του έργου της αντιπληροφόρησης, και με την στενή έννοια, δεν είναι μέρος της αδιαμεσολάβητης δράσης, αλλά ανήκουν σε μια συνακόλουθη φάση που μπορεί μόνο με δυσκολία να επιτευχθεί από τους συμμετέχοντες στον αγώνα, προκειμένου να ικανοποιήσουν μια επιτακτική, άμεση ανάγκη. Κατά δεύτερον, ακόμα κι αν πάρουμε ως δεδομένο ότι οι κατασταλτικές δυνάμεις αργά ή γρήγορα θα μάθουν κάθε όψη του αγώνα μας -από τη φάση της αντιπληροφόρησης μέχρι τις συνακόλουθες αυτής- αυτό δεν είναι λόγος για να μην υιοθετήσουμε μια μέθοδο που να δίνει όσο το δυνατόν λιγότερες πληροφορίες στον εχθρό. Το να δουλεύουμε στο φως της ημέρας δε σημαίνει κι ότι χρειάζεται να τροφοδοτούμε με πληροφορίες για τα πάντα την αστυνομία. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα, μια κατάσταση όπου πολλές δράσεις πρέπει να λάβουν χώρα ταυτόχρονα, σε διαφορετικά μέρη. Με την κατάλληλη φροντίδα των μέσων πληροφόρησης (φυλλαδίων, αφισσών, προκηρύξεων κλπ) μπορεί να γίνει πολύ πιο δύσκολο για την αστυνομία να χαρτογραφήσει τη σχέση μεταξύ των δράσεων αυτών. Είναι ένα θέμα απλής αυτοπροστασίας προκειμένου να επιβραδύνουμε κάθε κατασταλτικό μέτρο.

Το να εκπαιδεύεται κανείς στη φρόνηση και στη σωφροσύνη, είναι επομένως βασικό για κάθε επαναστάτη, οποιαδήποτε δράση κι αν σκοπεύει να διεξάγει. Αν σταματήσουμε για ένα λεπτό να το σκεφτούμε, ακόμα κι όταν σχεδιάζουμε ένα τρικάκι μπορούμε να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να αποφύγουμε όψεις της καταστολής. Απ’ την άλλη, η γνώση τέτοιων τεχνικών μας επιτρέπει να χρησιμοποιούμε στοιχεία περιφρόνησης ή αποκήρυξης σε ορισμένες στιγμές όταν το θεωρούμε σημαντικό, μ’ έναν τέτοιο τρόπο που το συμπεριλαμβανόμενο ρίσκο να γίνεται ένα ρίσκο υπολογισμένο, όχι απλά ένα απλό σφάλμα του μολυβιού ή των ιδεών, που θα μετανιώσουμε αμέσως μετά. Όπως βλέπουμε, ο χώρος για μυστικότητα είναι εκτεταμένος και ξεπερνά κατά πολύ το βασίλειο της παρανομίας.

Το αναρχικό κίνημα και το πρόβλημα της μυστικότητας

Το να ισχυρίζεται κανείς ότι το αναρχικό κίνημα στην ουσία του δεν είναι ένα παράνομο κίνημα είναι άσκοπο. Ένα επαναστατικό κίνημα τόσο σύνθετο και πλούσιο σε στοιχεία για τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας δεν μπορεί να γίνεται αντιληπτό σαν μια απλή παρέμβαση που γίνεται υπό το φως της ημέρας ώστε ο καθένας να μπορεί να λάβει τις ιδέες του υπόψιν. Το γεγονός ότι το αναρχικό κίνημα έχει περιοριστεί, ορισμένες φορές, αποκλειστικά στην παρανομία, ήταν άμεσα εξαρτημένο με τις αλλαγές στις ιστορικές και πολιτικές συνθήκες σε κάθε χώρα που συνέβη αυτό. Κάτι τέτοιο όμως δε σημαίνει κι ότι το αναρχικό κίνημα δεν μπορεί να αναπτύσσει την πολιτική κι επαναστατική δραστηριότητά του με τη φροντίδα που ανέφερα νωρίτερα. Επίσης αναπτύσσει πιο συγκεκριμένες δραστηριότητες οι οποίες δε στοχεύουν άμεσα στην προπαγάνδα ή τη συμμετοχή σε κοινωνικούς αγώνες, αλλά έχουν διαφορετικούς στόχους που προφανώς δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτούς. Κατ’ αρχήν, όσον αφορά το πρόβλημα της εύρεσης των αναγκαίων μέσων για τον αγώνα. Κατά δεύτερον, την επίθεση εναντίον στόχων και υποκειμένων που ενεργά συντελούν στην εκμετάλλευση, κλπ.

Τέτοιου είδους δραστηριότητες δεν μπορεί να θεωρούνται κάτι “διαφορετικό” ή “διαχωρισμένο” απ’ τις υπόλοιπες. Η ανάγκη για μυστικότητα, που μοιάζει να ταυτίζεται με το ζήτημα τέτοιων δραστηριοτήτων, οδηγεί αυτούς που θεωρούν την μυστικότητα αδύνατη να συμπεράνουν ότι κάθε δραστηριότητα πρέπει τελικά να εγκαταληφθεί, θυσιάζοντας έτσι μια δυναμική, και εντείνοντας την μείωση του καθένα μας σε έναν απλό φορέα ορισμένων ιδεών, με μια θλιβερή ανακολουθία μέσων.

Τεχνολογία και μυστικότητα

Μπορούν όμως τα πανίσχυρα τεχνολογικά μέσα του εχθρού να καταστήσουν κάθε μυστικότητα πραγματικά απίθανη; Αυτό το ερώτημα ανήκει στο πεδίο των επιπλοκών των περασμένων ετών μιας έλλειψης τεχνολογικής γνώσης εκ μέρους μας, και μιας φαντασιακής και υπερβολικής εικόνας για την χρήση των μέσων αυτών. Όπως και για κάθε τί άλλο, που ο καθένας δεν πολυγνωρίζει, η τεχνολογία των περασμένων λίγων ετών με τους υπολογιστές, τα κέντρα παρακολουθήσεων επικοινωνιών, την τεχνολογία λέιζερ, τα ραντάρ κλπ έχει γοητεύσει αρκετούς συντρόφους που οι περισσότεροι υπήρξαν και λάτρεις της επιστημονικής φαντασίας. Η ευχαρίστηση που έβρισκαν παλιότερα στην ανάλογη λογοτεχνία βρίσκεται τώρα στην ανάγνωση, συχνά χωρίς μια αναγκαία βασική γνώση, λιγότερο ή περισσότερο εξειδικευμένων άρθρων εφημερίδων (συχνά απλά παραφιλολογίας) για τις τεράστιες δυνατότητες της τεχνολογίας σήμερα. Χωρίς να προσπαθούμε να υποτιμήσουμε τις κατασταλτικές δυνατότητες που θέτουν στη διάθεση της εξουσίας τα σημερινά τεχνολογικά επιτεύγματα, πρέπει απλά να έχουμε μιαν ορισμένη σοβαρότητα σ’ αυτά που λέμε κατά καιρούς. Αν μη τί άλλο, τουλάχιστον προκειμένου να μην εμποδίζουμε τον ανατρεπτικό δυναμισμό άλλων ανθρώπων, προσθέτοντας ένα καρφί στο φέρετρό τους. Ο απόλυτος έλεγχος είναι ένα όνειρο για την εξουσία που κρατάει απ’ τον καιρό του μεγάλου Λεβιάθαν. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Το κύριο εμπόδιο δεν είναι τόσο η έλλειψη των αναγκαίων τεχνολογιών ελέγχου ή ακόμα οι περιορισμοί αυτών που λειτουργούν τους ανάλογους μηχανισμούς. Οι περιορισμοί του ελέγχου είναι ότι, προκειμένου να επεκτείνεται, χρειάζεται και το μπορεί μόνο με το να διεισδύει στο μυαλό των ελεγχόμενων. Έτσι, ο πραγματικός ελεγκτής δεν είναι τόσο ο αστυνομικός, ο δικαστής, ή ο δεσμοφύλακας, αλλά το ίδιο το άτομο που υφίσταται τον έλεγχο, επί του εαυτού του. Οποιοσδήποτε εξασκεί έλεγχο, φιλοδοξεί να αποικιοποιήσει την νοοτροπία του ατόμου που ελέγχει, χτίζοντας αντιστάσεις στην ελευθερία και την ελεύθερη σκέψη, εμπόδια σε κάθε ανατρεπτικό αγώνα. Αφ’ ης στιγμής γίνει δυνατό κάτι τέτοιο, είναι μάλλον το ελεγχόμενο άτομο που θα λογοκρίνει τις ίδες του τις σκέψεις και τις πράξεις. Τελικά, σε μια επόμενη φάση, που το ελεγχόμενο άτομο θα θελήσει επεκτείνει τον έλεγχό του σε άλλους, ενδεχομένως να απευθυνθεί σε μια απ’ τις σχετικές υπηρεσίες αποθήκευσης κι επεξεργασίας πληροφοριών. Μια τέτοια συμμετοχή, που συνιστά το μέγιστο επίπεδο ελέγχου, γίνεται εφικτή μόνο όταν τα δυο προηγούμενα επίπεδα έχουν εσωτερικευθεί. Το επίπεδο αυτό δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται τόσο ως συμμετοχή στη λειτουργία των “μηχανισμών” όσο ως μια συνεισφορά στη διαχρονική εμπλούτισή τους, που γίνεται διαθέσιμη στο κεφάλαιο και θα αποτελέσει μια βάση για τη διαχείριση της καπιταλιστικής συσσώρευσης του μέλλοντος. Σε μια τέτοια προοπτική, κάθε πεδίο που εξαιρείται από τις εσχατιές του ελέγχου ή που προστατεύεται από τη διαδικασία πολιτιστικής ενσωμάτωσης πρέπει να υπερασπίζεται με κάθε μέσο, ακκόμα και με τεχνικές βασισμένες στην μυστικότητα. Το να αρνούμαστε εκ των προτέρων τέτοιες τεχνικών σημαίνει ότι τις αντιμετωπίζουμε με την κοντόφθαλμη οπτική των συνωμοσιών και των ρομαντικών εποχών που έχουν περάσει. Φυσικά δεν είναι έτσι όμως, θα ήταν γελοίο σήμερα να κωδικοποιούμε μηνύματα με τον παραδοσιακό τρόπο, όχι μόνο τον τρόπο του Μπακούνιν ή του Μαλατέστα, αλλά οποιονδήποτε τρόπο, για τον πολύ απλό λόγο ότι κάθε επικοινωνία που είναι πολύ παραπάνω από 2-3 γραμμές, είναι εύκολο να αποκωδικοποιηθεί από έναν υπολογιστή. Όμως, ακόμα κι αυτοί, οι κώδικες του Μπακούνιν και του Μαλατέστα ακόμα κρατάνε και όταν αναφερόμαστε σε μηνύματα λίγων λέξεων, δεν μπορούν να αποκωδικοποιηθούν εύκολα. Βέβαια, δεν μας ενδιαφέρει εδώ ειδικά το θέμα των κωδικοποιημένων μηνυμάτων, απλώς αναφέρεται ως ένα παράδειγμα που δε θα πρεπε να εξαιρεθεί από συγκεκριμένες στιγμές όπου οι επαναστάτες θα ήταν αναγκασμένοι να επικοινωνήσουν κάτι που δε θα ήθελαν να γίνει γνωστό στον εχθρό. Κάτι τέτοιο λοιπόν θα ήταν ακόμη εφικτό, όταν μιλάμε φυσικά για ένα σύντομο μήνυμα ώστε να μην υπάρχει μια αναγνωρίσιμη αλληλουχία χαρακτήρων, και καμία τεχνολογία στον κόσμο δε θα μπορούσε να σπάσει ακόμα και τους πιο απλούς κώδικες.

Γιατί να στρώνουμε το χαλί της καταστολής;

Αυτοί που θεωρούν την μυστικότητα αδύνατη, λένε συχνά ότι κάθε αναρχική και επαναστατική δράση πρέπει να δημοσιοποιείται όσο το δυνατόν περισσότερο. Για παράδειγμα, αυτοί που δεν βλέπουν κάτι κακό στο να δημοσιεύουν πλήρεις λίστες με τα μέλη των οργανώσεών τους, όπως η FAI, η ιταλική αναρχική ομοσπονδία. Σε ένα εντελώς αφηρημένο επίπεδο ιδεών, όντως δεν υπάρχει κάτι κακό. Αλλά στην πράξη, αρκετές αντιφάσεις προκύπτουν. Καταρχήν, για ποιό λόγο να στρώνουμε το χαλί στην καταστολή; Δεύτερον, αν οι αναρχικοί είναι σήμερα σχετικά ανεκτοί μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κατασταλτικό περιβάλλον, αν αύριο κάτι τέτοιο αλλάξει, για ποιό λόγο θα πρέπει η αστυνομία ήδη να βρίσκεται με καλογραμμένες λίστες ώστε να διευκολύνει το καθήκον της. Γιατί θα έπρεπε εμείς να τους βοηθήσουμε στο κατασταλτικό τους έργο; Ασφαλώς, τα ονόματα πολλών συντρόφων είναι ήδη γνωστά, αλλά πολλών άλλων όχι, και θα έπρεπε η αστυνομία να καταβάλλει αρκετό κόπο για  να τα μάθει. Κάποιος θα μπορούσε να ρωτήσει αθώα για ποιό λόγο να κρυβόμαστε, αφού η κινηματική δουλειά γίνεται -κατά κύριο λόγο- στο φως της ημέρας. Κάτι τέτοιο όμως θα παραήταν αφελές: Κάθε συσσώρευση πληροφοριών εμπλουτίζει κι ενισχύει το κατασταλτικό έργο.

Η λειτουργία του ελέγχου

Όταν βλέπουμε ότι ο έλεγχος δεν είναι απλά ένα γεγονός καταστολής, αλλά επίσης και συχνά κατ’ ουσίαν, συμμετοχής, είναι εφικτό να εκτιμήσουμε το πρόβλημα της μυστικότητας διαφορετικά. Βασικά, είναι ένα ζήτημα του κατά πόσο εμείς “συμμετέχοντας” αναπαράγουμε τον πραγματικό έλεγχο. Αν αρνηθούμε να συνεργαστούμε, αν εμποδίσουμε τη δημιουργία ενός πολιτιστικού γκέττο με κάθε πιθανό μέσο, αν δημιουργήσουμε μια κοινή γλώσσα για την αποκλειστική χρήση αυτών που αποκλείονται από την τεχνολογική διεύθυνση της παραγωγής, κι επομένως της εξουσίας, τότε ο πραγματικός έλεγχος θα είναι αδύνατος. Δεν είναι τόσο το πρόβλημα του να αναλογιστούμε σήμερα τα περιθώρια που αφήνει το κράτος με την μη-αστυνόμευσή τους, για παράδειγμα της δύναμης που θα μπορούσε να εφαρμόσει προληπτικά αλλά δεν το κάνει, ώστε να μένουμε με την εντύπωση ότι τουλάχιστον υπάρχει μια περιοχή που δεν ασκείται τόσος έλεγχος. Στην ουσία, αυτή η περιοχή μπορεί να υπάρχει, μπορεί και όχι. Είναι όμως ο κοινωνικός έλεγχος σα σύνολο που δεν είναι ακόμα πλήρης. Ακόμα κι αυτά που μας προτάσσει -οι φυλακές για παράδειγμα- είναι ακόμα ατελή και χοντροκομμένα εργαλεία ελέγχου. Δεν είναι λοιπόν ένα ζήτημα του πλήθους των μέσων ελέγχου αλλά της ποιότητας του ελέγχου αυτού. Η λειτουργία της κοινής μυστικότητας των ανατρεπτικών θα μπορούσε λοιπόν να είναι αυτή της άρνησης συμμετοχής, της αποφυγής της ενσωμάτωσης της γλώσσας και των αξιών που το Κράτος μεταδίδει για να τελειοποιήσει τον έλεγχό του.

Αποχαιρετισμός στις διεκδικήσεις

Ασφαλώς ο συνδικαλιστικός εκπρόσωπος Larizza (UIL) το ‘πε πριν δέκα χρόνια: ευθυγράμμιση με τα γερμανικά συνδικάτα, διεκδίκηση συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων. Την ίδια στιγμή ο Carniti, αναλογιζόμενος την αγωνιστική παράδοση των ιταλικών συνδικάτων (στην Γερμανία αντίστοιχα, δεν είχαν κάποια άξια λόγου απεργία απ’ το 1956), χαμογέλασε συγκαταβατικά. Σήμερα όλοι συμφωνούν σ’ αυτή τη σπουδαία κίνηση. Τα ιταλικά συνδικάτα θέλουν να μετασχηματιστούν σε κάτι σαν μετόχους, ανάλογα με τους γερμανούς συναδέλφους τους, αποκτώντας όχι απλά ειδικό βάρος στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των εταιριών, αλλά επίσης μετοχές, φτάνοντας ίσως έτσι να κατέχουν εταιρίες και περιουσίες στο τέλος τα ίδια. Ο πρόεδρος του SCIL D’ Antonio είπε κάποτε ότι σ’ έναν παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό με διεθνείς ανταγωνιστές, οι μισθολογικές διεκδικήσεις θα χτυπηθούν. Το εργοστάσιο πρέπει να αναπνέει, διαφορετικά θα ρισκάρουμε μια επιστροφή στα 50es, όπως έγινε με την περίπτωση των άγγλων ανθρακωρύχων στον αγώνα τους ενάντια στη Θάτσερ. Η σύγκρουση, συνέχισε, υφίσταται ακόμα, αλλά έχει μετατοπιστεί από τους δρόμους στα γραφεία της διεύθυνσης, μ’ έναν τέτοιο τρόπο, μέσω της συνδιαχείρισης, που το βάρος της αναδιοργάνωσης θα ρυθμίζεται πιο ισότιμα. Πρέπει να εγκαταληφθεί η πίεση στη διαπραγμάτευση, δηλώνει ο Larizza (σύμφωνα με τον οποίον το νέο συμμετοχικό μοντέλο μπορεί να επεκταθεί κι έξω απ’ τα εργοστάσια, σε τοπικούς θεσμούς που αφορούν τη διαχείριση αστικών ζωνών, την επένδυση στον Νότο κλπ). Τελικά, ο πρόεδρος του CGIL, Cofferati υποδεικνύει ότι είναι απαραίτητο να αποφευχθεί ο κίνδυνος της λεγόμενης ιαπωνικής λύσης: άμεση συνεργασία μεταξύ εργαζομένων κι αφεντικών. Η συμμετοχή, λέει, πρέπει να φιλτράρεται μέσα από τα συνδικάτα.

Όπως βλέπουμε, παρά τις μικροδιαφορές, το συμπέρασμα του συνδικάτου είναι αρκετά ομοιογενές. Κάθε υποψία αγώνα στους δρόμους, κάθε σύγκρουση βασισμένη σε απεργίες και τη συνακόλουθη ζημιά στον επιχειρηματία, όσο απόμακρη κι αν είναι η πιθανότητα, πρέπει να εγκαταληφθεί για τα καλά. Η συμμετοχικότητα σημαίνει λήψη αποφάσεων σύμφωνων με των ιδιοκτητών, αποφασιστική για τα όσα αναφέρονται ως “τεχνικά προβλήματα της επιχείρησης”, για παράδειγμα, η ιδανική σύνθεση των διαφόρων συστατικών της παραγωγής: κεφάλαιο, μηχανές, εργασία. Το αποτέλεσμα δεν είναι πανομοιότυπο με το γερμανικό μοντέλο, αλλά είναι πάνω κάτω εξίσου ολοκληρωτικά μοντέλο κοινωνικής ειρήνης, ή τουλάχιστον σ’ αυτήν την κατεύθυνση τείνει.

Και τώρα ένα σημαντικό ερώτημα που προκύπτει.Όσο οι τρεις μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις δρούσαν σε διεκδικητικό επίπεδο, αυτόνομα συνδικάτα βάσης όπως οι Cobas με σύνθημα την άμεση δράση, είχαν ακόμη λόγο ύπαρξης, καθώς αναπαριστούσαν μια πιθανότητα για την ανάπτυξη ενός πεδίου άμεσης σύγκρουσης, σαμποτάζ και μέγιστης ζημιάς στα αφεντικά. Βασικά, τα αφεντικά, ήταν ακόμη φοβισμένα γνωρίζοντας πως, ακόμα και στα πλαίσια λιγότερο κεντρικών συγκρούσεων, μια τέτοια ζημιά δεν μπορούσε να αποφευχθεί. Μια τέτοια λειτουργία όμως, χάνει κάθε νόημα πλέον. Στην πραγματικότητα, τώρα που οι μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις αρνούνται να συνεχίσουν τη λογική των διεκδικήσεων, είιναι αδύνατο αυτές να συνεχιστούν από τα μικρά συνδικάτα μόνα τους. Θα κατέληγαν να επιστρατεύουν όλη τη δυναμική τους απλώς και μόνο για να στηρίξουν την απλούστερη πρόταση διεκδικήσεων.

Ας γίνω όμως πιο σαφής. Αν αυτό που χαρακτήριζε κάποτε αυτές τις μικρές συνδικαλιστικές δομές ήταν οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν, καθώς δε διαφοροποιούνται στους σκοπούς, το μόνο που θα μπορέσει να επιβιώσει θα είναι τελικά οι σκοποί (οι σκοποί έναντι της συμμετοχής), επιβεβαιώνοντας δυστυχώς ότι το να κάνεις διεκδικήσεις δεν είναι αρκετό για να είσαι “άκρο-“, και κατά συνέπεια σε αντίθεση με τα τρία βασικά συνδικάτα. Έτσι, αυτα τα μικρά συνδικάτα φαίνονται προορισμένα να αναλάβουν τον πλεονάζοντα και ασθενικό ρόλο των διεκδικητών. Πλεονάζων, καθώς δεν είναι αναγκαίος σ’ αυτή τη φάση της εξέλιξης της οικονομίας ως σύνολο (όπως έξυπνα το κατάλαβαν τα συνδικάτα), και ασθενικός γιατί τα μειοψηφικά και μικρά συνδικάτα (παρ’ όλη την επαναστατική φιλολογία τους) ούτε επιθυμούν, ούτε ειναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν μεθόδους που μπορούν να φτάσουν σε μια δυναμική αποτελεσματική μόνο με την πλάτη των μεγάλων μαζικών συνδικαλιστικων οργανώσεων, παρόλες τις αδυναμίες του. Και κάθε δομή που χάνει κάθε λειτουργία της, ακόμα και την πιο αξιολύπητη, του να τρέχει πίσω απ’ την ουρά ενός άλλου, οδεύει προς την εξαφάνιση.

[Αυθεντικός τίτλος: Addio alla rivendicazione, στο περιοδικό “Canenero”, no. 11, 20 Γενάρη 1995. Μετάφραση στα αγγλικά: Jean Weir στο “Let’s destroy work, let’s destroy economy”, Elephant Editions, London.]

***

Για την κοινωνική ληστεία

“Καταδιωγμένοι απ’ τον Νόμο, φόβος και τρόμος για τους πλουσίους, ενώ τα κατορθώματά τους να υμνούνε οι φτωχοί, οι ληστές υπήρξαν από παλιά αντικείμενο μελέτης για τους κοινωνιολόγους και πρώτη ύλη για δημοφιλή άσματα”. Ένα απόσπασμα απ’ το αρχικό κείμενο, που αντίθετα απ’ την αστική-ατομιστική οπτική του ληστή ως κάτι ξεχωριστό (αρνητικά ή θετικά) απ’ το λαό, αναζητά τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ κοινωνικής ληστείας και αντιστάσεων. “Έχουμε επίσης έναν δημοφιλές ελληνικό τραγούδι που εξυμνεί τον μύθο των παρανόμων των ορέων (κλέφτικα, απ’ το αρχαίο ελληνικό κλέπτες=ληστές).

Να μουν το Μάη πιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης,
κι εις την καρδιά του χειμωνιού νά μουνα κρασοπούλος.
Μα πλιό καλά ‘ταν να ‘μουνα αρματωλός και κλέφτης.
Αρματωλός μέσ’ τα βουνά, και κλέφτης, μέσ’ τους κάμπους
νά χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια,
να με κοιμάν οι πέρδικες, να μ’ εξυπνάν τ’ αηδόνια,
κι εις την κορφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου,
να τρώγω τούρκικα κορμιά, σκλάβο να μη με λένε.

Κι ακόμα:

O πλούσιος έχει τα φλουριά, έχει o φτωχός τα γλέντια.
Άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζίρη,
μα γώ παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο,
το χει καμάρι η λεβεντιά, κι’ ο κλέφτης περηφάνεια.

Άτυπα ντοκουμέντα του μυθικού μετασχηματισμού του πραγματικού υποκειμένου της κλεφτουριάς. Οι κλέφτες ήταν πολεμιστές των ορέων που πολεμούσαν ενάντια στους τούρκους κυρίαρχους και τους έλληνες που είχαν ξεπουληθεί σ΄ αυτούς: Είναι ληστές που ζουν από λεηλασίες και επιδρομές. Πέραν του σημαντικού ρόλου που έπαιξαν αυτοί οι άνθρωποι στον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία, είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ το πώς το θρησκευτικό στοιχείο ενσωματώνεται στον μύθο του κλέφτη, μεταφέροντάς τον σε μια διάσταση που οι συμβατικές κριτικές κατά του εγκλήματος χάνουν την αποτελεσματικότητά τους. Ο Hobsbawm γράφει “Ο κλέφτης είναι ένα άτομο που αρνείται να κάνει πίσω, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Η πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών θα δελεαστεί, αργά ή γρήγορα, ευρισκόμενη σε μη-επαναστατικές συνθήκες, να πάρει τον γρήγορο δρόμο του κοινού εγκλήματος που στοχεύει αδιάκριτα τους πλούσιους και τους φτωχούς (με την εξαίρεση ίσως αυτών που είναι ακόμα συνδεδεμένοι με τα χωριά τους), ή ακόμα να γίνουν ρουφιάνοι της αστυνομίας, πληρωμένοι δολοφόνοι των γαιοκτημόνων κλπ…

***

Το αυτόνομο κίνημα των σιδηροδρομικών εργατών του Τορίνο

Μια συνεισφορά στην απόπειρα ορισμένων σιδηροδρομικών εργατών να οργανώσουν τον αγώνα τους βάσει αυτόνομων εργατικών πυρήνων.

Η παρούσα κατάσταση χαρακτηρίζεται από μια συμμαχία μεταξύ εργοδοτών, συνδικάτων και ρεφορμιστικών κομμάτων.

Οι πρώτοι χρησιμοποιούν τη βοήθεια των κομμάτων και των λεγόμενων αριστερών κομμάτων προκειμένου να συνεχίσουν την εκμετάλλευση, βρίσκοντας έναν τρόπο να κάνουν τους εργάτες να πληρώσουν το τίμημα της οικονομικής κρίσης μέσω της χρηματοδότησης με ένα σεβαστό ποσό των βιομηχάνων από το Κράτος, επιτρέποντάς τους έτσι να τα βγάλουν πέρα για μερικά ακόμη χρόνια. Για να συμπληρωθεί η εικόνα, τα κόμματα της Αριστεράς (με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα) ζητούν από την εργατική τάξη να κάνει θυσίες προκειμένου να σωθεί η εργοδοσία και οι υπηρέτες της.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες μας είναι φανερό ότι το συνδικάτο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όργανο αγώνα.

Τα τρία κύρια συνδικάτα, SFI, SAUFI και SIUF, συνεργάζονται πρακτικά ξεπουλώντας τους σιδηροδρομικούς εργάτες, σε ένα σχέδιο εξυγείανσης που σημαίνει ένα μεγαλύτερο βάρος εργασίας για τους υπαλλήλους (αύξηση της παραγωγικότητας), για λιγότερα χρήματα (περικοπές μισθών), και μια αύξηση της ανεργίας.

Αυτοί οι αντεργατικοί στόχοι καλύπτονται από μια δημαγωγία και μια μανιασμένη καταδίκη κάθε ανεξάρτητης πρωτοβουλίας. Καθ αυτόν τον τρόπο, επιδιώκουν να κλείσουν τη συμφωνία που πρότεινε η διεύθυνση, ότι δηλαδή δεν έχει τα χρήματα για αυξήσεις μισθών, κι ότι είναι ανάγκη να αυξηθεί η παραγωγικότητα με τις ώρες εργασίας να παραμείνουν αναλλοίωτες, με το να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της λούφας, και με το να ελέγχονται πιο αποτελεσματικά οι εργάτες μέσω μιας αξιολόγησης των εργασιακών ικανοτήτων τους και μιας ελαστικοποίησης της εργασίας που θα πρέπει να αναδιοργανωθεί.

Είναι σαφές ότι θέλουν να τσακίσουν κάθε θέληση για αγώνα, δημιουργώντας μια οικονομική κατάσταση αβάσταχτη για τους περισσότερους, ωθώντας πολλούς να δουλεύουν υπερωρίες, παραχωρώντας στα αφεντικά να τελειοποιήσουν τα όπλα του εκβιασμού τους, μέσω διαδικασιών πρόσληψης που θα διώχνουν αποτελεσματικά όσους κρίνονται ως όχι αρκετά ικανοί ή πειθαρχημένοι (μ’ άλλα λόγια, όσους δε δέχονται να τους χρησιμοποιούν και να βαράνε προσοχές στα αφεντικά). Το αυτόνομο συνδικάτο FISAFS, ανέπτυξε έναν αγώνα σε αντίθεση με τα τρία κύρια συνδικάτα, και ισχυρίζεται ότι είναι αυτόνομο. Το FISAFS προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την οργή και τη δυσαρέσκεια των εργατών προκειμένου να αναδειχθεί μαζικά η κορπορατιστική κι αντιδραστική γραμμή του, κερδίζοντας νέα μέλη. Ο συνδικαλισμός αυτής της λεγόμενης αυτόνομης οργάνωσης είναι ένα τελικό χαρτί για την καθυστέρηση των αυθεντικών δυνατοτήτων των εργατικών αγώνων βάσης, που είναι ιδιαίτερα ισχυρές τη συγκεκριμένη στιγμή. Ο σκοπός του FISAFS είναι λοιπόν να χειραγωγήσει τους εργάτες σε μια κορπορατιστική λογική λογική, που είναι τόσο απαραίτητη για τους βιομηχάνους, τα πολιτικά κόμματα, την κυβέρνηση και τον καπιταλισμό, προκειμένου να εδραιώσουν την εκμετάλλευση διαχρονικά.

Το FISAFS λοιπόν, στην υπεράσπιση των συμφερόντων των εργοδοτών, δεν μπορεί να κάνει χρήση των μεθόδων αγώνα που χαρακτηρίζουν την ποιότητα της εργατικής αυτονομίας. Σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων και συμμαχιών, καθίσταται αδύνατο για το FISAFS να διαφοροποιηθεί από τις άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις που βρίσκονται σε αντίθεση με τις τρεις κύριες πλειοψηφικές συνδικαλιστικές οργανώσεις (για παράδειγμα, το USFI-CISNAL).

Η πραγματική προλεταριακή αυτονομία είναι η μόνη πιθανή διέξοδος για τη συνέχιση του αγώνα ενάντια στους εργοδότες και τους λακέδες τους. Για να φτάσουμε εκεί όμως, είναι απαραίτητο να αρχίσουμε να σχηματίζουμε Αυτόνομους Εργατικούς Πυρήνες. Αυτοί οι πυρήνες, όπως αυτοί που θέλουμε να δημιουργήσουμε μεταξύ των εργατών του Τορίνο, γεννιούνται μέσα από μια συγκεκριμένη παραγωγική πραγματικότητα, και θα έπρεπε να θεωρούν εαυτούς ένα διαρκές σημείο αναφοράς για την πραγματικότητα κι έξω απ’ αυτήν, στους χώρους που ζούμε, στο δρόμο, στα σχολεία και ούτω καθεξής, τραβώντας τους χώρους αυτούς στον αγώνα.

Ξεκινώντας από μια σαφή αντίληψη της προλεταριακής αυτονομίας, αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά δυο κινδύνους έμφυτους στις διαχωρισμένες ή συνδικαλιστικές μεθόδους αγώνα.

1. Τη γραφειοκρατικοποίηση της υποδομής
2. Την τάση προς μια κορπορατιστική αντίληψη του αγώνα.

Οι αυτόνομοι εργατικοί πυρήνες οργανώνονται ανεξάρτητα από τα πολιτικά κόμματα και συνδικάτα, προκειμένου να υπερασπιστούν πιο αποτελεσματικά τον εργάτη ως άνθρωπο. Οι προοπτικές τους οργάνωσης και αγώνα, έχουν υπόψι τη διπλή αναγκαιότητα της διεξαγωγής της σύγκρουσης τόσο σε επίπεδο παραγωγής (στους μισθούς, τις συμφωνίες κλπ), όσο και σε επίπεδο καθημερινής ζωής του κάθε εργαζομένου (οι κίνδυνοι στην εργασία του, η αποξένωση, η αναγκαιότητα των δεσμών μεταξύ γειτονιάς, χώρου εργασίας, σχολείου κλπ).

Η αυτονομία είναι λοιπόν μια επανεξέταση του ανθρώπινου στον εργάτη, με μια καθαρή ματιά του αγώνα του αγώνα προς τη διασφάλιση των συνθηκών που διέπουν την εργασία και την ίδια τη ζωή.

Ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας

α) Χαρακτηριστικά

Πρόκειται για μια οργανωτική μορφή που επιθυμεί να διαχωριστεί από τα συνδικάτα, καθώς και την αυτόνομη εκδοχή τους. Η αυτονομία τους βασίζεται σε μια αντι-γραφειοκρατική υποδομή. Βασίζεται στην ανυπαρξία μόνιμων εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων και επαγγελματικών στελεχών. Όλοι οι εργάτες δεσμεύονται στον αγώνα ενάντια στα αφεντικά και τους λακέδες τους. Αυτή η δέσμευση στον αγώνα είναι διαρκής και δεν περιορίζεται στις μέρες των απεργιών, όπως καθορίζονται από τα συνδικάτα. Κάθε στοιχείο των αυτόνομων εργατικών πυρήνων θεωρεί εαυτόν σε διαρκή πάλη ενάντια στην εργοδοσία και τους λακέδες της, με τον ίδιο τρόπο που αυτοί βρίσκονται σε διαρκή πάλη ενάντια στους εργάτες, στην προσπάθειά τους να διαιωνίσουν την εκμετάλλευση. Ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας, δε σχετίζεται με τη συνδικαλιστική ιδεολογία και πρακτική, ενώ η σαφής θέση του ενάντια στην εργοδοσία τον καθιστά ξεκάθαρο και αναμφίβολο εργαλείο που οι εργάτες οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει για τη χειραφέτησή τους. Οι δράσεις προπαγάνδας και αγώνα οργανώνονται σύμφωνα με την εκπλήρωση ρητών στόχων, και η επιλογή των μέσων για τη διεξαγωγή του αγώνα, προσδιορίζεται και διασαφηνίζεται από τον ίδιο τον πυρήνα. το να γίνουν μέρος του αυτόνομου εργατικού πυρήνα, είναι το λογικό βήμα για όλους όσους αντιλαμβάνονται ότι έχουν προδοθεί από τις διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις και που επιθυμούν να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στην εργοδοσία και το Κράτος, διευρύνοντάς τον σε μια προοπτική ολότελα διαφορετική απ’ αυτή της συνδικαλιστικής εξουσίας.

β) Μέθοδοι

Η καταστολή που θέτουν σε εφαρμογή τα αφεντικά με τη βοήθεια των λακέδων τους είναι διαρκής. Εξασκείται πάνω μας με πολλούς τρόπους: Μειώνοντας δραστικά την αγοραστική δύναμη των μισθών μας εξαφανίζοντας τις αυξήσεις που κερδίζουμε, αρνούμενοι κάθε νόμιμη αύξηση, ξεζουμίζοντας τους εργαζομένους προκειμένου να μη προσλάβουν παραπάνω προσωπικό, αυξάνοντας έτσι τους κινδύνους ατυχήματος, εκμηδενίζοντας τους αγώνες μας μέσα απ’ τη συνδικαλιστική πολιτική της επαναφομοίωσής τους. Αυτή η καταστολή πρέπει να καταπολεμηθεί με έναν εξίσου διαρκή αγώνα.Διαρκής καταστολή-Διαρκής αγώνας. Οι σύντροφοι που απαρτίζουν τον αυτόνομο εργατικό πυρήνα, πρέπει να επεξεργάζονται μια σαφή ιδέα για τον προσανατολισμό που θα ‘πρεπε να πάρει ο αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση. Η εργοδοσία χτυπά τον εργαζόμενο ως μέρος ενός όλου (της παραγωγικής δύναμης), όταν λοιπόν τον χτυπά ως σιδηροδρομικό εργάτη, η εταιρία προσαρμόζει την εκμετάλλευσή της στις γενικότερες συνθήκες παραγωγής. Γι’ αυτόν το λόγο, ένας διαχωρισμένος και κορπορατιστικός αγώνας δεν αποδίδει. Η μέθοδος της εργατικής αυτονομίας βασίζεται στην εξαγωγή του αγώνα, ακόμα κι αν τα άμεσα αποτελέσματα (οικονομικά και συνθήκες εργασίας) παραμένουν εντός του τομέα της παραγωγής. Η μέθοδος λοιπόν είναι αυτή της διαρκούς σύγκρουσης και της μεταφοράς του αγώνα και έξω από τον χώρο εργασίας. Οι στόχοι που πρέπει να προσεγγιστούν έξω απ’τον χώρο εργασίας είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι χρήστες του σιδηροδρόμου, και ιδιαίτερα οι κάτοικοι της περιοχής που πρέπει διαρκώς να ενημερώνονται για την εξέλιξη της σύγκρουσης στο εσωτερικό της εταιρίας. Το ίδιο ισχύει και για άλλους τομείς της παραγωγής, κοντινούς σ’ αυτόν των σιδηροδρόμων (οι υπηρεσίες των αεροδρομίων, οι ταχυδρομικοί, υπάλληλοι τηλεφωνικών κέντρων, και κάθε σχετική υπηρεσία). Εδώ έγκειται η τεράστια σημασία της πληροφόρησης για την αυτόνομη οργάνωση του αγώνα. Προφανώς, στο ξεκίνημα, τα διαθέσιμα μέσα γι’ αυτήν την μέθοδο αγώνα θα είναι ανεπαρκή σε σύγκριση μ’ αυτά των μεγάλων συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών. Ωστόσο, ακόμα κι αν χρειάζεται να καταφύγουμε στα φωτοτυπημένα φυλλάδια, αυτό που μετράει είναι το να δουλεύουμε προς τη σωστή κατεύθυνση, με το να παρεμβαίνουμε διαρκώς ανάμεσα στους χρήστες που οφείλουμε τελικά να ευαισθητοποιήσουμε προς τον αγώνα των σιδηροδρομικών γενικά, και προς την προοπτική μας.

Το ίδιο ισχύει και για τους συγγενείς τομείς με τους οποίους είναι αναγκαίο να κρατάμε επαφή, ενισχύοντας, όπου είναι εφικτό, τη δημιουργία άλλων αυτόνομων πυρήνων, οι οποίοι μπορούν να διεξάγουν μια τέτοιου είδους δουλειά. Σε μια τέτοια προοπτική, μια απεργία διατηρεί την ισχύ της ως μέσο αγώνα, αλλά πρέπει να την αντιμετωπίζουμε κριτικά, κι όχι ως ένα επίσημο μέσο που αυτόματα θέτει σε κίνηση τη σύγκρουση όποτε το αποφασίσει η συνδικαλιστική ηγεσία. Η (επίσημη) απεργία με μια τέτοια έννοια, μπορεί να γίνει ένα εργαλείο αποσυμπίεσης μιας κατάστασης σύγκρουσης, χρήσιμο ως τέτοιο στην εργοδοσία και σε όλους όσους έχουν συμφέρον να εξαφανίσουν κάθε συνεκτικό αγώνα. Ένα άλλο στοιχείο ενάντια στην (επίσημη) απεργία ως μέσο αγώνα, είναι το γεγονός ότι πρόκειται για ένα “διάλειμμα” για το οποίο ο αντίπαλος πάντοτε προειδοποιείται εκ των προτέρων, ώστε να μπορεί να διευθετήσει ανάλογα την κατάσταση (για παράδειγμα, με το να μειώνει το προσωπικό στα τραίνα που μεταφέρουν προϊόντα, ενισχύοντας τα τραίνα για το κοινό). Υπάρχουν εναλλακτικά μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη διάρκεια μιας απεργίας, ή στη θέση της, που επιτίθενται στην παραγωγή της εταιρίας άμεσα και συνιστούν μια πρώτης τάξεως απειλή. Στη διάρκεια μιας απεργίας, η τεχνική διαδικασία κανονίζεται στα meetings των συνδικάτων. Αν ρίξουμε μια ματιά στα πρακτικά τους, θα μείνουμε έκπληκτοι από τη λεπτομερή μέριμνά τους να αποφευχθεί κάθε παραγωγική ζημιά στην εταιρία. Απ’ την άλλη όμως, τί κάνει η εταιρία για να μειώσει την εκμετάλλευση των εργαζομένων; Όλες αυτές οι προλήψεις μειώνουν τελικά την αποτελεσματικότητα της απεργίας ως μέσο επίθεσης ενάντια στ’ αφεντικά, με υπέυθυνα τα νομιμόφρονα και συντηρητικά συνδικάτα. Στη σκληρή και διαρκή καταστολή, πρέπει να αντιτάξουμε έναν αγώνα χωρίς ημίμετρα και προειδοποιήσεις: σκληρός και διαρκής αγώνας. Η επιλογή των μέσων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σ’ έναν συγκεκριμένο αγώνα, και ο βασικός προσανατολισμός του που πρέπει να διαδίδεται διαρκώς προς τα έξω, αποφασίζεται από τους συμμετέχοντες στον αυτόνομο εργατικό πυρήνα, ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται σε τακτικές συναντήσεις.

γ) Προοπτική

Η συνεκτική ανάπτυξη του αγώνα πρέπει να εκτιμάται από καιρό σε καιρό, υπό το φως της αντικειμενική κατάστασης, και να μη χρησιμοποιείται σαν έδαφος για αόριστες κι αυθαίρετες ιδεολογικές δομές. Οι αυξήσεις στους μισθούς είναι ένα απ’ τα πιο σημαντικά σημεία του αγώνα, καθώς επιτρέπουν στον εργάτη μεγαλύτερη άνεση για να αντισταθεί και δυνατότητα να συμμετάσχει σε άλλες μάχες εξίσου σημαντικές για την ύπαρξή του. Αυτή η μάχη δεν είναι αναγκαστικά ο κύριος στόχος του αυτόνομου εργατικού πυρήνα, αλλά, για προφανείς λόγους δεν μπορεί να αφεθεί σε δεύτερη μοίρα. Ο αγώνας για μια διαφορετική οργάνωση της εργασίας είναι αναμφίβολα πολύ πιο ενδιαφέρων, καθώς έμμεσα ενισχύει τον πραγματικό μισθό με τέτοιο τρόπο που δεν μπορεί να παρθεί πίσω απ’ τους μηχανισμούς της υποτίμησης. Αυτές οι έμμεσες αυξήσεις των μισθών είναι εργαλεία τεράστιας αξίας στη διάρκεια της σύγκρουσης. Μια μείωση των ωρών εργασίας, μια γενική άρνηση της ελαστικότητας ή της ανάληψης παραπάνω καθηκόντων, μια κάλυψη όλου του προσωπικού, μια βελτίωση των συνθηκών εργασίας, μια ρύθμιση των κανονισμών και των ωραρίων των οδηγών, των ελεγκτών κλπ, η βελτίωση των εγκαταστάσεων, των βοηθητικών υποδομών κλπ είναι όλα στοιχεία που βελτιώνουν τις γενικές συνθήκες ενός σιδηροδρομικού εργάτη και μπορούν να αποτελέσουν μέρος του πραγματικού μισθού ο οποίος είναι σήμερα πολύ χαμηλότερος απ’ το ποσό που αναγράφει η πληρωμή του.

Η βασική προοπτική πάνω στην οποία μπορεί να σχεδιαστεί ένας μακροχρόνιος αγώνας θα μπορούσε να είναι αυτή του ελέγχου της επιχείρησης από την εργατική βάση της, με την έξοδο προοδευτικά των αφεντικών και των επιστατών-τσιρακιών τους που βρίσκονται σε εξασφαλισμένες θέσεις με την έγκριση των συνδικάτων. Καθ αυτόν τον τρόπο, θα δινόταν ένα παράδειγμα μέσω μιας σειράς προτάσεων αναδιοργάνωσης της διεύθυνσης, και με την οργανωτική ικανότητα των εργαζομένων, αποκηρύσσοντας του υπεύθυνους για τις παρούσες υποβαθμισμένες υπηρεσίες με κόστος του επιβατικού κοινού και του κάθε εμπλεκόμενου. Πρέπει να ερμηνευτεί η προβληματική κατάσταση των αγώνων των συνδικάτων και η ανάγκη τους να συνεργάζονται με την επιχείριση, η αδυναμία τους για οποιαδήποτε αλλαγή στο κοντινό μέλλον, και μια επιστροφή στην αγώνα της βάσης. Αγώνας ενάντια στις συνδικαλιστικές δομές και τους γραφειοκράτες, κι όχι ενάντια στα μέλη των συνδικάτων. Η τελική προοπτική μας είναι λοιπόν αυτή μιας αυτόνομης διεύθυνσης του αγώνα μας, τόσο στην μάχη των μισθών και των συνθηκών εργασίας, όσο και προοδευτικά για τον έλεγχο της διεύθυνσης συνολικά. Ξεκάθαρα, αυτή η αυτονομία του αγώνα μπορεί να αναπτυχθεί μόνο μέσα από μια έγκυρη κριτική της θέσης των συνδικάτων ως συνεργάτες της εργοδοσίας.

Συμπεράσματα

Ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας είναι ένα εργαλείο αγώνα για την υπεράσπιση των σιδηροδρομικών εργατών που επιθυμούν να διεξάγουν έναν αυτόνομο αγώνα. Για το λόγο αυτό, αρνείται την εκπροσώπηση των συνδικάτων και καταγγέλει την ενσωμάτωσή τους στο σύστημα.

Στη βάση της Αυτονομίας, ο αυτόνομος εργατικός πυρήνας πραγματώνει την ανάγκη για διαρκή σύγκρουση με την πραγματικότητα της παραγωγής, και την ανάγκη για εξαγωγή των ουσιαστικών χαρακτηριστικών του αγώνα και έξω απ’ τους χώρους εργασίας. Οι στόχοι αυτής της επικοινωνίας με το εξωτερικό, είναι οι χρήστες των σιδηροδρομικών υπηρεσιών και οι συγγενείς παραγωγικοί τομείς. Οι αναγκαίες μέθοδοι για την πραγματοποίηση της υπεράσπισης των συμμετεχόντων και κατ’ επέκτασι ολόκληρης της παραγωγικής συλλογικότητας, επιλέγονται σε αρμονία με τις αρχές της αυτονομίας του αγώνα και της διαρκούς σύγκρουσης. Η αποτελεσματικότητα της κάθε απεργίας θα πρέπει να εξετάζεται κριτικά, και να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην αναζήτηση κι άλλων αποτελεσματικών μορφών πάλης, που δεν ελέγχονται τόσο εύκολα από την επιχείρηση. Η προοπτική του αυτόνομου εργατικού πυρήνα είναι διαρκής, τείνει στην αύξηση των μισθών και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, με σκοπό την υπεράσπιση των πραγματικών μισθών που είναι η βάση για κάθε συνεκτική δυνατότητα του αγώνα των εργαζομένων.

Categories
Alfredo M. Bonanno Uncategorized

Εργατικά συμβούλια και προλεταριακή αυτονομία

Εργατικά συμβούλια, αυτό-διαχείριση και ανάπτυξη της προλεταριακής αυτονομίας

Τι έχει να μας πει η θεωρία των εργατικών συμβουλίων σήμερα; Οδηγεί σε ένα πιθανό ρήγμα προς την προλεταριακή αυτονομία;

Οι σύντροφοι που θεωρητικοποίησαν αυτή την μορφή προλεταριακής οργάνωσης δεν έχουν παρά μια στατική και έμμονη οπτική, όμως αυτό που βλέπουν πέρα από το κάθε τι στα συμβούλια είναι μια μορφή οργάνωσης βασισμένη στην εργατική αυτό-διαχείριση. Τα συμβούλια αναπαριστούν έτσι ένα εργατικό κράτος, μια δικτατορία του προλεταριάτου, ένα εργαλείο με το οποίο το προλεταριάτο μπορεί να εξασκήσει την ταξική εξουσία του οργανωμένο καθ αυτόν τον τρόπο στους χώρους εργασίας (και στο έδαφος συνολικά θα προσθέταμε). Ποια είναι η κεντρική ιδέα στην οποία βασίζονται; Ότι οι εργαζόμενοι/ες παίρνουν στην κατοχή τους τις παραγωγικές δομές και την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, ώστε να αναπτύξουν ένα νέο μοντέλο παραγωγής. Στην πραγματικότητα, στην αντίληψή τους περί κομμουνιστικής οικονομίας, τα συμβούλια δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα όρια μέσα στα οποία γεννήθηκαν και τα οποία δικαιολογούν την ύπαρξή τους, δηλαδή, το εργοστάσιο και η καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, και δεδομένης της μη-αλλαγής της μορφής της παραγωγής, επιτυγχάνουν μόνο στο σχηματισμό ενός διαφορετικού κριτηρίου για την κατανάλωση.

Ακόμα και η σοσιαλιστική κοινωνία που οραματίζονται οι συμβουλιακοί κομμουνιστές έχει μια μεγάλη ομοιότητα με τον καπιταλισμό, και ο υπολογισμός της κατανάλωσης κάθε εργαζομένου/ης βάσει των ωρών εργασίας δεν έχει την αξία της ρήξης με την μισθωτή εργασία που υποτίθεται, μιας και στην πραγματικότητα η εργασία παραμένει ένα εμπόρευμα που δεν ανταλλάσσεται πλέον με χρήμα, αλλά με ένα άλλο εμπόρευμα.

Τα συμβούλια, κατά την περίοδο που αναπτύχθηκαν σε όλη την Ευρώπη, δημιούργησαν μια κατάσταση αναταραχής η οποία από την μία στόχευε στην αντιπαράθεση με την αστική τάξη στα εργοστάσια, και από την άλλη άφηνε τις συνθήκες της ύπαρξής τους αναλλοίωτες, με λίγα λόγια συνέχιζε την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας.

Η ουτοπία των συμβουλίων είναι λοιπόν ο έλεγχος του Κράτους και της αστικής τάξης από το προλεταριάτο, ενός Κράτους και μιας αστικής τάξης που δεν έχει τη δύναμη να εξολοθρεύσει. Έτσι αναγκάζεται να σταματά στο εργοστάσιο, ανταγωνιζόμενο με την αστική τάξη για την εξουσία μέσα στα όρια που το ίδιο θέτει στον εαυτό του.

Με αυτούς τους όρους, τα συμβούλια είναι μόνο μια μορφή αντι-εξουσίας, οργανωμένης εργατικής εξουσίας αντιτιθέμενης στην αστική εξουσία. Οι μαρξιστές-λενινιστές δε δυσκολεύονται να κριτικάρουν τη θεωρία και την πρακτική της αντι-εξουσίας, να καταγγείλουν τον ρεφορμισμό της, λέγοντας πως δεν είναι θέμα αντιπαράθεσης της μιας εξουσίας με μια άλλη, αλλά του να πάρουμε από της αστική τάξη τα μέσα και να εγκαθιδρύσουμε μια δικτατορία του προλεταριάτου μέσω του κόμματος, η οποία στην καλύτερη περίπτωση θα υποβοηθηθεί από τις οργανωτικές μορφές των εργατικών συμβουλίων. Με τον τρόπο αυτό βρίσκουμε τους εαυτούς μας πάλι πίσω στο πρώτο βήμα, πίσω στις θεωρίες των μπολσεβίκων των οποίων η απόλυτη σύγχυση αποδείχτηκε περίτρανα μέσα από άλλα έργα υποστηρικτών των εργατικών συμβουλίων.

Όμως υπάρχει κάτι σταθερό: ότι τα συμβούλια, ως μια μορφή αντι-εξουσίας, δεν μπορούν να παν παραπέρα από τον ρεφορμισμό, εμπλεκόμενα σε έναν πόλεμο φθοράς με την αστική τάξη χωρίς στην πραγματικότητα να αμφισβητούν την ύπαρξή τους. Τα συμβούλια είτε θα καταλήξουν εξαντλημένα, είτε θα ανοίξουν το έδαφος για την καταστολή, όπως συνέβη στη Γερμανία και στη Ρωσία. Οι περιορισμοί τους έγιναν αισθητοί από τον Λένιν, ο οποίος ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να μην τους επιτεθεί. Στην πραγματικότητα τα ανακήρυξε ως υπέρτατα όργανα εξουσίας, αγωνιώντας να επεκτείνει μέσω αυτών την Κρατική εξουσία καθώς κι αυτήν της κυρίαρχης τάξης, της γραφειοκρατίας, όπως προσωποποιούνταν στο μπολσεβικικό κόμμα. Η αιματηρή καταστολή στη Γερμανία και η γραφειοκρατική αντεπανάσταση στη Ρωσία απέδειξαν τους περιορισμούς του συμβουλιακού κομμουνιστικού κινήματος που παίρνει την μορφή της ακραίας συνέπειας της συνδικαλιστικής λογικής. Το συμβουλιακό κομμουνιστικό κίνημα αναμφισβήτητα αντιπροσώπευσε ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα σε σύγκριση με την συνδικαλιστικού τύπου οργάνωση, αλλά, όπως και τα συνδικάτα, πήρε ως δεδομένη την ύπαρξη ενός εργοδότη με τον οποίο θα μπορούσε να διαπραγματεύεται. Τα συμβούλια λοιπόν έμελλε να επιβεβαιώσουν την αδυναμία του περάσματος πέρα από την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, και για τον ίδιο λόγο πέρα από την ύπαρξη μιας αστικής τάξης.

Η απαλλοτρίωση και αυτό-διεύθυνση των μέσων παραγωγής από το προλεταριάτο είναι μια παραίσθηση: τα μέσα παραγωγής ως τέτοια (μηχανές, φυτά, κλπ) είναι στην πραγματικότητα εφήμερα και φθαρτά. Υπόκεινται σε συνεχείς αναβαθμίσεις μέσα στην καπιταλιστική οργάνωση, κι αυτό συμπεριλαμβάνει την αντικατάσταση των φυτών, την αναδιάρθρωση, τις μηχανικές τροποποιήσεις, την ανοικοδόμηση.

Αυτό που θα κληρονομούσαν οι εργαζόμενοι/ες στην περίπτωση μιας «απαλλοτρίωσης» των μέσων παραγωγής δεν είναι τίποτα άλλο από την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας και τη λογική της, της ιεραρχίας και της εκμετάλλευσης. Για να αυτό-διευθυνθεί μια τέτοια πραγματικότητα δε θα επιτρεπόταν καμία βελτίωση για τον/την εργαζόμενο/η, που θα έπρεπε να δουλεύει λίγο ή πολύ με τον ίδιο τρόπο που δούλευε πριν, ακόμα κι αν πλέον επρόκειτο για την ανοικοδόμηση της «σοσιαλιστικής κοινωνίας», κάτι τέτοιο θα ήταν μικρή παρηγοριά.

Δεν είναι τυχαίο που η «αυτό-διαχείριση» έχει τεθεί στη συζήτηση σε διάφορα αστικά κράτη (Ελβετία, Γαλλία) ή ψευδο-σοσιαλιστικά (πρώην Γιουγκοσλαβία, Αλγερία) προτείνοντας στο προλεταριάτο την αυτό-εκμετάλλευσή του. Επίσης, όπως θα δούμε παρακάτω, οι δομικές βάσεις για μια πραγματική συζήτηση για την αυτό-διεύθυνση με τον τρόπο που θα μπορούσε να τεθεί στις αρχές του αιώνα λείπουν. Σε κάθε περίπτωση θα είναι πλέον ένα ζήτημα πάντοτε ψευδών μορφών αυτό-διαχείρισης. Εκτός από απομονωμένες περιπτώσεις μικρών εργοστασιακών ή αγροτικών συμπλεγμάτων.

Η μόνη έγκυρη αυτό-διαχειριζόμενη δραστηριότητα για τους/τις εργαζόμενους/ες είναι λοιπόν αυτή της αυτό-διαχείρισης του αγώνα, δηλαδή, η άμεση δράση. Είναι δηλαδή ένα ζήτημα όχι επιβολής κάποιου επί των καπιταλιστικών δομών ούτως ώστε να τις χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του σοσιαλισμού, αλλά οικοδόμησης νέων σχέσεων μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης.

Δεν εννοούμε απλά έναν «εξαγνισμό μέσω της φωτιάς» του παρελθόντος, καθώς αν οι παρούσες δομές καταστραφούν χωρίς να δημιουργηθεί κάτι νέο, τότε το πιο πιθανό είναι ένα πισωγύρισμα στα παλιά μοντέλα, ακόμα κι αν τους δοθούν διαφορετικά ονόματα. Η συζήτηση πλέον μας οδηγεί στο πρόβλημα των μέσων και των σκοπών: Αν κάποιος δρα με όρους διαπραγμάτευσης και αγώνα για την εξουσία (συνδικαλισμός, εργατικά συμβούλια, αντι-εξουσία), το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι μια επιστροφή στο σημείο εκκίνησης. Είναι λοιπόν απαραίτητο να συνθέσουμε τα μέσα με τους επιθυμητούς σκοπούς, και να οικοδομήσουμε το νέο κοινωνικό μοντέλο τώρα, στους αγώνες του προλεταριάτου μέσα στην παρούσα κοινωνία.

Οι συμβουλιακοί κομμουνιστές δεν μπορούν να θεωρητικοποιήσουν καμία μορφή προλεταριακού αγώνα πέρα από την άγρια απεργία, που ίσως να μην είναι συνδικαλιστική στην μορφή της, αλλά στο περιεχόμενο παραμένει τέτοια λόγω της σημασίας της διαπραγμάτευσης και του παζαριού που είναι εγγενές στην ίδια την απεργία ως μορφή αγώνα. Ακόμα και μια εξέγερση (με την έννοια του ένοπλου αγώνα) δεν λύνει πάντοτε το πρόβλημα καθώς, από μόνη της δεν είναι παρά ένας τρόπος για ένα κόμμα, θεωρητικά εκπροσωπώντας το προλεταριάτο, να φτάσει στην εξουσία. Η προλεταριακή αυτονομία (εννοούμενη ως ένα πραγματικό μαζικό κίνημα και όχι ως ταμπέλα ιδεολογικής ομαδοποίησης) κατάφερε πρόσφατα να επιβάλει κάποιες δραστηριότητες ικανές να ξεπεράσουν την διαπραγμάτευση και τον συνδικαλισμό σε όλες τις μορφές τους.

Έχουμε ακούσει για τον αγώνα ενάντια στην παραγωγή (αυτό-μείωση στον χώρο εργασίας κλπ) δηλαδή δραστηριότητες που αναπαριστούν την ικανοποίηση των συμφερόντων του εργαζομένου (υγιεινή στο εργοστάσιο, το μπλοκάρισμα της αναδιάρθρωσης και κατά συνέπεια των απολύσεων κλπ) χωρίς να καταφεύγουν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα στην διαμεσολάβηση των συνδικάτων.

Με τον τρόπο αυτό, η σύνθεση μέσα-σκοποί επιτυγχάνεται: οι αγώνες δεν τελειώνουν με τις διεκδικήσεις ή τις διαπραγματεύσεις, αλλά επιτυγχάνουν άμεσα το τέλος τους, και επικυρώνονται ως τέτοιοι. Αυτοί οι αγώνες είναι επαναστατικοί και κομμουνιστικοί, ακόμη κι αν αναπαριστούν την υπεράσπιση μικρο-συμφερόντων. Τείνουν προς την κατεύθυνση της άρνησης, μέσα από την άμεση δράση και τη συλλογική επαγρύπνηση του προλεταριάτου αναφορικά με καθημερινά προβλήματα, της καπιταλιστικής οργάνωσης, και την άρνηση του πιο ουσιώδους συστατικού της, της μισθωτής εργασίας.

Στην πρόοδο της αυτονομίας του, το προλεταριάτο δεν επιβεβαιώνεται ως τάξη, αλλά αρνείται και αυτό-ακυρώνεται ως τέτοια. Πραγματοποιείται όμως πλήρως ως ανθρωπότητα, τραβώντας κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης το μόνο στήριγμά της, την υποτελή τάξη που εργάζεται, παράγει, καταναλώνει. Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι αδύνατη γιατί τα συμφέροντα του προλεταριάτου είναι να αυτό-αναιρεθεί ως τάξη. Να γίνει ανθρωπότητα με την πιο πλήρη έννοια της λέξης. Μια τελική επίδοξη δικτατορία του προλεταριάτου (ακόμη κι αν αναπαριστόταν ως «αντι-κρατική» ή ως «από-τα-κάτω»), δε θα μπορούσε να εξασκηθεί παρά μόνο από τους εκπροσώπους του προλεταριάτου, τους υποτιθέμενους κατόχους της πραγματικής ουσίας και της θέλησής του. Το προλεταριάτο λοιπόν, αγωνίζεται για τα δικά του συμφέροντα, αυτό-αναιρούμενο ως τάξη, και αρνούμενο την ίδια στιγμή ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα. Στην ολική άρνηση της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας μέσω της άμεσης δράσης, οι προλετάριοι/ες αναπτύσσουν σοσιαλιστικές κομμουνιστικές σχέσεις, ένα εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο. Με άλλα λόγια, η άμεση δράση είναι ήδη κομμουνισμός: η αυτό-οικοδόμηση από το προλεταριάτο της συνείδησης και της κομμουνιστικής οργάνωσης, των νέων κοινωνικών σχέσεων σαν μια εναλλακτική έναντι στον καπιταλισμό.

Η απόκτηση της ικανότητας αυτής από το προλεταριάτο, είναι το αποτέλεσμα της ιστορικής προόδου που έχει καταφερθεί μέσα από πολυάριθμες εμπειρίες, λάθη και θεωρητικές αναζητήσεις τις οποίες έχει επηρεάσει επίσης η ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων. Οι σχέσεις παραγωγής που υπήρχαν στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα, όπου η δουλειά στο εργοστάσιο καταμεριζόταν ανά κομμάτι, επέτρεπαν στον/ην εργάτη/τρια ένα δικό του γνωστικό πεδίο, έστω συρρικνωμένο. Είχε μια αυτό-συνείδηση που τον έκανε να νιώθει δεμένος με την οργάνωση της εργασίας με έναν τέτοιο τρόπο που τον απέτρεπε από το να θέσει ρεαλιστικά το ζήτημα της καταστροφής της, αλλά μάλλον το να τη θέσει υπό την κατοχή του. Αυτή η εργατική φιγούρα βρήκε αρχικά έκφραση μέσα στα συνδικάτα, κι έπειτα στα συμβούλια, κανένα εκ των οποίων όπως είδαμε, δεν κατάφερε να διαρρήξει τα μοντέλα του καπιταλισμού. Καθώς οι λενινιστικές και κομματικές εμπειρίες δεν είχαν καμία σχέση με τους/τις εργάτες/τριες και συνιστούν κυρίως μια παρέμβαση της μεσαίας τάξης, ο συνδικαλισμός και τα εργατικά συμβούλια ήταν αντίθετα εμπειρίες προλεταριακής αυτονομίας, μιας και αποτέλεσαν την πρώτη βάση για μια διάκριση των ταξικών συμφερόντων. Δεν τίθεται ζήτημα άρνησής τους, αλλά ξεπεράσματός τους, ως πρώιμες προλεταριακές εμπειρίες.

Οι παρούσες παραγωγικές σχέσεις έχουν καταστρέψει ολόκληρο αυτόν τον προλεταριακό γνωστικό χώρο, και συνεχίζουν να το κάνουν με ένα τρόπο που, προκειμένου ο/η εργάτης/τρια να διασφαλίσει την ανθρωπιά του, είναι αναγκασμένος/η να επιστρατεύσει την ατομική και συλλογική διάνοια ενάντια στην παραγωγή και την καπιταλιστική οργάνωση της κατανάλωσης στο έδαφος, το οποίο παίρνει μια ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στον σημερινό εκμεταλλευτικό σύστημα.

Αγωνιζόμενο ενάντια στην οργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης, το προλεταριάτο δημιουργεί νέους γνωστικούς χώρους, νέες κοινωνικές σχέσεις με μορφές ασυμβίβαστες με τον καπιταλισμό. Αυτές οι έννοιες οδήγησαν αρκετούς να δηλώσουν ότι η αυτονομία είναι μια πρακτική για χρήση και κατανάλωση από τον λεγόμενο μαζικό (ανειδίκευτο) εργάτη, και ότι, δεδομένου ότι αυτή η φιγούρα είναι προορισμένη να εξαφανιστεί προς όφελος μιας επιστροφής στον/ην ειδικευμένο/η εργαζόμενο/η λόγω της αναδιάρθρωσης, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα νέο κόμμα ή μια οργάνωση ικανή να γίνει η «μνήμη» των περασμένων εμπειριών του αγώνα, έτσι ώστε να τις επαν-επεξεργαστεί και να δώσει στο προλεταριάτο νέες ενδείξεις προσαρμοσμένες στις συνθήκες που έχουν αλλάξει. Μια τέτοια θέση δεν φέρει υπόψη της ορισμένα στοιχεία:

1) Τα τελευταία χρόνια, η καπιταλιστική αναδιάρθρωση κατάφερε ήδη σημαντικές αλλαγές τόσο στην οργάνωση της παραγωγής όσο και στη λειτουργία της εργασιακής διαδικασίας. Όμως αυτές οι αλλαγές πάντοτε έτειναν προς μια κινητικότητα, απευθυνόμενες σε ένα σώμα γενικά θεωρούμενων ως τεχνικών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο κύριος στόχος αυτής της αναδιάρθρωσης είναι η ικανότητα να διαθέτει ένα ευρύ σώμα «ευέλικτων» ανειδίκευτων εργατών/τριων που θα χρησιμοποιούνται για σύντομες περιόδους με ιδιαίτερα έντονη εργατική απόδοση. Αυτό επιτρέπει στους καπιταλιστές να απολύουν εργαζόμενους/ες από την παραγωγική πρόοδο όχι μόνο μέσω απολύσεων, αλλά επίσης μέσα από την υπερ-εκμετάλλευση που ωθεί τους εργαζόμενους/ες να παραιτηθούν οι ίδιοι. Η παρουσία ενός διευρυμένου σώματος ανέργων που προκύπτει, αυξάνει την υπο-απασχόληση και την κακοπληρωμένη εργασία στις ανταγωνιστικές παραγωγικές δραστηριότητες (π.χ. οικιακοί βοηθοί). Θα έπρεπε να έχουμε υπόψη μας επίσης, ότι η συνεχής αναπροσαρμογή της παραγωγής εκ μέρους των καπιταλιστών σήμερα, απαιτεί ένα προλεταριάτο που να μην είναι δεμένο με την παραγωγή με κανέναν τρόπο, αλλά το οποίο θα είναι ικανό να προσαρμόζεται στα διάφορα συστήματα που τίθενται σε κίνηση (όχι πάντα με το να ανανεώνει τις τεχνικές του γνώσεις, αλλά σίγουρα με το να προσαρμόζεται σε μια αυξανόμενη καταπίεση). Στο πλαίσιο αυτό, οι ικανότητες και τα πτυχία είναι μόνο ένα μέσο για τη διαίρεση των εργαζομένων και την όξυνση του ανταγωνισμού. Ωστόσο, η παρούσα αναδιάρθρωση μοιάζει να αντιτίθεται στο κριτήριο της εξειδικευμένης εργασίας, προς μια επέκταση της κινητικότητας, της μήτρας κάθε εμπορίου, ακόμα και στους τομείς που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν εξειδικευμένοι. Ένα ελαστικό σύστημα παραγωγής δεν μπορεί να βασιστεί στην εξειδικευμένη εργασία, λόγω της στατικής φύσης της.

2) Η ίδια η πραγματικότητα καθιστά τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις και διαπραγματεύσεις, με τις ανάλογές τους μορφές αγώνα (απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων κλπ) άχρηστες. Είναι όργανα που δεν μπορούν να παν παραπέρα από τον μερικό έλεγχο ή την αντι-εξουσία, μπροστά σε έναν καπιταλισμό ικανό για έναν ολοκληρωτικό έλεγχο της διεύθυνσης της παραγωγής. Η διαρκής αναδιάρθρωση, με την ελαχιστοποίηση του εργοστασιακού περιβάλλοντος, και την εργασιακή κινητικότητα, θέτει τον/την εργάτη/τρια σε μια ασταθή θέση και του στερεί κάθε διαπραγματευτική ισχύ. Για το λόγο αυτόν, η προλεταριακή αυτονομία έχει εκφραστεί μέσα στους αγώνες που τίθενται άμεσα ενάντια στην παραγωγή: την αυτό-μείωση στον χώρο εργασίας, την άμεση και έμμεση άρνηση της κινητικότητας και του εργατικού μόχθου, το μποϋκοτάζ και το σαμποτάζ της παραγωγής και της αναδιάρθρωσης κλπ… Αυτοί οι αγώνες, που ξεκίνησαν οργανικά στα 1967/68 και αρχικά αναπτύχθηκαν παράλληλα με τον «κοινωνικό διάλογο» και τη λήξη των συμβολαίων, αντιμετωπίζονται ολοένα και περισσότερο από το προλεταριάτο ως το μόνο έγκυρο εργαλείο άμυνάς του, όχι ως ένα συμπλήρωμα, αλλά ως μια εναλλακτική στον συνδικαλισμό. Οι αγώνες ενάντια στην παραγωγή δε στοχεύουν μόνο στο να κερδίσουν μια καλύτερη διαπραγματευτική αξία, αλλά στην αντιπαράθεση, με τον καιρό, στα σχέδια των εργοδοτών για την αύξηση της εκμετάλλευσης και την απαξίωση της εργασίας. Δεν είναι τυχαίο που η δράση των συνδικάτων σήμερα έγκειται στην καταστολή αυτών των αγώνων, τόσο ανακοινώνοντας παραπλανητικά προγράμματα και εξαγγελίες, όσο και μέσα από τη φυσική αντιπαράθεση.

3) Οι προλεταριακές εμπειρίες, ακόμα κι αν με τον καιρό ξεφτίζουν, δεν εξαλείφονται απόλυτα αλλά κυκλοφορούν και μεταλλάσσονται από τον έναν τομέα στον άλλον, μπορούμε λοιπόν να δούμε πως μια κριτική του αγώνα στα εργοστάσια μπορεί να γενικευτεί στο κοινωνικό πεδίο με τις ανάλογες μορφές αγώνα: Καταλήψεις, αυτό-μείωση ενοικίων, λογαριασμών, τιμών τροφίμων κλπ, που ισχύουν τόσο για τους/τις άνεργους/ες όσο και για τους/τις ημι-απασχολήσιμους/ες. Ο αγώνας ενάντια στην παραγωγή λοιπόν επεκτείνεται στο κοινωνικό πεδίο δίνοντας στους/τις άνεργους/ες και στους/τις ημι-απασχολήσιμους/ες τη δυνατότητα να αγωνιστούν. Όχι για μια θέση εργασίας, αλλά για μια πραγματική υπεράσπιση των συνθηκών της ζωής. Οι θέσεις για τον αγώνα ενάντια στην παραγωγή προφανώς δεν εφαρμόζουν στις υπηρεσίες (μεταφορές, νοσοκομεία κλπ) όπου η αστική τάξη έχει συμφέρον να τις κρατά σε ανεπαρκείς συνθήκες. Πρόκειται για μη παραγωγικούς τομείς που ο καπιταλισμός χρησιμοποιεί ως δεξαμενές για κερδοσκοπία.

4) Ακόμα και μια ριζική αναδιάρθρωση του καπιταλισμού δε θα μπορούσε να απαλείψει την κυκλοφορία και τις εμπειρίες των αυτόνομων αγώνων. Για παράδειγμα, η εξολόθρευση του συνελευσιακού χαρακτήρα προς όφελος της συν-διαχείρισης ή της ψευδούς αυτό-διαχείρισης της παραγωγής θα μπορούσε ίσως να εκμηδενίσει τον συγκεκριμένο αγώνα από την αυτό-μείωση στους χώρους εργασίας, αλλά όχι και κάποιες ενέργειες άμεσης δράσης τον σπόρο για τις οποίες θα άφησε η μείωση της έντασης της εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι το προλεταριάτο διαθέτει μια δική του «μνήμη», και ως τέτοιο δεν εξαρτάται από τις δομικές προσαρμογές του καπιταλισμού για την ανάπτυξη της ταξικής αυτονομίας, όσο στις εμπειρίες αυτονομίας που έχει συσσωρεύσει. Μορφές «αυτό-διαχείρισης» και συν-διαχείρισης υπάρχουν ήδη σε ορισμένες καταστάσεις, όμως αδυνατούν να πάρουν έναν πιο γενικό χαρακτήρα.

5) Τα διάφορα κόμματα και οι οργανώσεις που θεωρούν τον εαυτό τους ως «μνήμη» της εργατικής τάξης πάντοτε τείνουν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα μέσα από την πολωτική οπτική των ομάδων εξουσίας, κι έχουν κατά συνέπεια ένα αρνητικό αποτέλεσμα στο προλεταριάτο. Από την κατηγορία αυτή προφανώς εξαιρείται ο ρόλος της ενεργούς μειονότητα (ή εξειδικευμένων οργανισμών), όμως τους απευθύνεται μάλλον ο ρόλος ενδεικτικών πράξεων, κυκλοφορίας των πληροφοριών και γενίκευσης των εμπειριών της άμεσης δράσης. Εκτός φυσικά από τους λίγους εκείνους που θεωρούν ότι είναι άχρηστο να χάνει κανείς τον καιρό του με αυτόνομους αγώνες, θεωρώντας ότι είναι απαραίτητο να οικοδομηθεί το κόμμα και δε θα ‘πρεπε να τους αποσπούν από αυτό τα κινήματα και οι αναταραχές. Οι έμμεσοι αγώνες ενάντια στην παραγωγή γίνονται αποδεκτοί σχεδόν ομόφωνα από τον λεγόμενο «χώρο της αυτονομίας». Αυτοί οι έμμεσοι αγώνες, αν και αποδεκτοί, σχεδόν πάντοτε μεταφράζονται ως υποστηρικτικοί ή συμπορευόμενοι με τις «πολιτικές» διεκδικήσεις των οργανώσεων: το 35ωρο, τον ένοπλο αγώνα, το κόμμα, τις εργοστασιακές επιτροπές και τις επιτροπές στέγασης, αντιμετωπίζονται όλα μαζί ως όργανα μιας αντι-εξουσίας.

Ο στόχος του 35ωρου ανά εβδομάδα, παρουσιάζεται σαν ένα αδιαμφισβήτητο όραμα των σύγχρονων αγώνων ενάντια στην παραγωγή, αντιπροσωπεύει την τυπική συμπεριφορά αυτών που, θέλοντας να ντύσουν τις προτάσεις τους με μια αίσθηση ρεαλισμού, καταλήγουν να κατρακυλούν στο αφηρημένο και ακατανόητο.

Η αυτό-μείωση στις ώρες εργασίας θα μπορούσε να γίνει μια εξαιρετικά έγκυρη μορφή αγώνα, όπως οι έμμεσοι αγώνες που έχουμε ήδη αναφέρει, αλλά γι αυτόν ακριβώς το λόγο δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε έναν στόχο: γιατί 35 ώρες, κι όχι, για παράδειγμα 30; Ποιος είναι που αποφασίζει; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Η δυναμική του ταξικού αγώνα στην συγκεκριμένη κατάσταση, οπότε θεωρητικές κι εκ των προτέρων αποφάσεις σε τέτοια ζητήματα δεν έχουν κανένα νόημα.

Η γραμμή του ένοπλου αγώνα (με την μορφή του στρατιωτικού κόμματος) ξεκινά ακριβώς από μια έλλειψη πίστης στο περιεχόμενο των αγώνων αυτών και η μόνη εγκυρότητα που τους αποδίδει είναι αυτή της πιθανότητας για ένοπλη σύγκρουση. Φυσικά, η εργατική αυτονομία θέτει το ζήτημα της βίας, και μπορεί κανείς να πει ότι όλες οι μορφές αυτόνομης δράσης τίθενται μέσα στη λογική της βίας και της παρανομίας. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι εκτός συζήτησης, αλλά οι ομάδες που προτείνουν μια τέτοια γραμμή οικοδομούν, με δική τους πρωτοβουλία, μια πρακτική βίας την οποία θέλουν να επιβάλλουν ως τον υπέρτατο στόχο στη διαδικασία της προλεταριακής αυτονομίας, αυτό-ανακηρυσσόμενες ως ειδικοί και ελεγκτές. Είναι το ζήτημα του κόμματος και πάλι, που αντί να κινείται με κάθε πιθανό δρόμο, βασίζεται αυτή τη φορά στον πιο στρατιωτικό και εξεγερσιακό.

Αυτοί που επιθυμούν ένα κόμμα είναι αυτοί που έχουν την ελάχιστη εμπιστοσύνη σε μια πιθανή γενίκευση της άμεσης δράσης και του έμμεσου αγώνα ενάντια στην παραγωγή, ονομάζοντάς τα παροδικά κινήματα μικρής σημασίας: ένα προλεταριάτο που έχει εξοικειωθεί με την αντιμετώπιση έμμεσων προβλημάτων άμεσα και χωρίς τη διαμεσολάβηση ειδικών είναι όντως ένας πολύ κακός αποδέκτης εντολών, και πολύ δύσκολα θα υποταχτεί στη θέληση ενός κόμματος.

Πιο κοινές ωστόσο, είναι οι θέσεις αυτών που επιθυμούν να οργανώσουν την προλεταριακή αυτονομία σε εργοστασιακές επιτροπές και σε οργανώσεις από διάφορους τομείς. Σ αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται αυτοί που θεωρούν ότι οι μαζικές οργανώσεις είναι θεμελιώδεις ως ένα σημείο εκκίνησης για τους αυτόνομους αγώνες, κι αυτοί που μετρούν την εγκυρότητα ενός αγώνα με τη δυναμική των οργανώσεων που αφήνει πίσω του. Οι πρώτοι δίνουν την εργολαβία στις δράσεις συντονισμού της «πρωτοπορίας» που οικοδομεί τις οργανώσεις, οι δεύτεροι στις οργανώσεις που οικοδομούνται στη διάρκεια του αγώνα. Συχνά πάλι, οι δυο θέσεις αναμειγνύονται με διάφορες αναλογίες.

Το αποτέλεσμα της πρώτης είναι μια σειρά από ψευδο-μαζικές οργανώσεις (αυτόνομες συλλογικότητες, εργατικές επιτροπές και διάφορες οργανώσεις συχνά ονομαζόμενες προλεταριακές, αυτόνομες, οργανωμένες) και οι οποίες στην πραγματικότητα είναι μειοψηφίες (ειδικές οργανώσεις) ή πολύ απλά πολιτικές ομάδες. Η μη-συνειδητοποίηση του ρόλου τους τις καθιστά αυτόματα άχρηστες κι επίσης επικίνδυνες. Από την άλλη, το αποτέλεσμα των δεύτερων είναι συνήθως ψευδαισθήσεις, καθώς οι μαζικές οργανώσεις, όταν είναι αυθεντική έκφραση της άμεσης δράσης του μαζικού κινήματος, γεννιούνται και πεθαίνουν ή αναπτύσσονται στους αγώνες και για τους αγώνες, συχνά χωρίς την πρακτική δυνατότητα να χαρακτηρίσουν έτσι τους εαυτούς τους ή να χαρακτηριστούν ως τέτοιες, και στη συνέχεια να μπουν στη φορμόλη μιας συγκεκριμένης δομής.

Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι μια οργανωσιακή αντίληψη της προλεταριακής αυτονομίας είναι αντι-παραγωγικής και έμμεσα κατασταλτική, καταλήγοντας στη θέσμιση των λεγόμενων οργανώσεων εργατικής εξουσίας και αντι-εξουσίας, οι οποίες δεν μπορούν παρά να δράσουν ως μικρά εναλλακτικά συνδικάτα, και κατ’ επέκταση να αγωνιστούν σε ένα παιχνίδι εξισορρόπησης των διεκδικήσεων και των συμβολαίων με τα επίσημα συνδικάτα.

Τέλος, η οπτική τους, της αντι-εξουσίας δεν μπορεί να οδηγήσει παρά σε μια ανάμειξη στα εργατικά συμβούλια και στην αυτό-διαχείριση. Ένας πιθανός συμβουλιακός κομμουνιστικός και αυτό-διαχειριζόμενος νέο-συνδικαλιστικός δρόμος ήδη έχει ηττηθεί και ξεπεραστεί από τις εμπειρίες του προλεταριάτου, και σήμερα είναι αδύνατον να βρεθεί η παραμικρή δομική βάση για να ξαναπιαστεί, και μπορεί να φτάσει εκεί μόνο μέσα από μια θέσμιση με την έννοια μιας ψευδούς θεσμικής αυτό-διαχείρισης.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η άμεση δράση γεννιέται και αναπτύσσεται σε δυνατότητες και επίπεδα του αγώνα, επιβεβαιώνοντας τον από καιρό σε καιρό. Μπορεί να εκφραστεί μινιμαλιστικά, όπως μπορεί και να φτάσει σε υψηλά επίπεδα ταξικής αντιπαράθεσης, αλλά καμιά από τις εμπειρίες αυτές δεν μπορεί να εγκλωβιστεί μέσα σε δομές ή πρότυπα, σε οργανωτικά προγράμματα ή στόχους. Αντιθέτως, αυτό που αφήνουν πίσω τους είναι η σπορά για νέες και συχνά απρόβλεπτες υψηλότερα ανεπτυγμένες και αυτόνομες οργανωμένες συνειδήσεις, κομμουνιστικές κοινωνικές σχέσεις.

Τα αδιέξοδα του συμβουλιακού κομμουνισμού, η ανικανότητά του να δει παραπέρα από τον ανταγωνισμό για την εξουσία με την αστική τάξη μέσα στο εργοστάσιο, χωρίς να καταφέρει να θέσει την ύπαρξη της τελευταίας σε κρίση, έγιναν επίσης κατανοητά από ένα ρωσικό αναρχικό ρεύμα (Dielo Truda) που το 1926 χάραξε μια οργανωτική πλατφόρμα η οποία έγινε γνωστή λανθασμένα ως η πλατφόρμα του Αρσίνωφ. Στη συνέχεια προτάθηκε η ίδρυση μιας ειδικής αναρχικής κομμουνιστικής πολιτικής οργάνωσης, η οποία παράλληλα με την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής από το προλεταριάτο, οργανωμένο σε εργατικά συμβούλια, θα αναλάμβανε το καθήκον της αντιπαράθεσης με την πολιτική υπερ-δομή, το Κράτος, σε άμεση σύγκρουση όπου θα το κατέστρεφε. Η σύλληψη της οργάνωσης (σε δυο επίπεδα, ένα ειδικό, πολιτικό, κι ένα μαζικό) δεν φτάνει στη ρίζα του αδιεξόδου του συμβουλιακού κομμουνισμού, και περιορίζεται στην προσπάθεια να αποφύγει ορισμένα προβλήματα στη δράση. Επίσης εισάγει μια σειρά από ενδιαφέροντα στοιχεία στη συζήτηση που μεταξύ άλλων είναι αρκετά έγκυρα και αξιοσημείωτα. Δεν είναι εδώ ο χώρος για να εμβαθύνουμε στα προβλήματα σχετικά με τη Dielo Truda και το ζήτημα της οργάνωσης εν γένει, αλλά θα ήταν κατάλληλο να τονίσουμε μερικά σημεία πάνω στο ζήτημα.

Η πολυπλοκότητα της αστικής εξουσίας δεν τελειώνει στην οργανωμένη βία του Κράτους. Όχι μόνο δεν είναι αρκετό για το προλεταριάτο να απαλλοτριώσει τα μέσα παραγωγής για να εκμηδενίσει την αστική εξουσία, αλλά ακόμα και η άμεση ρευστοποίηση του Κράτους δεν θα έλυνε το πρόβλημα. Όπως είδαμε ήδη, το κύριο στήριγμα της αστικής εξουσίας στην οικονομική και κρατική της μορφή, είναι η αποδοχή από το προλεταριάτου του ρόλου του ως τέτοιο. Για το λόγο αυτό, προκειμένου να αρνηθεί και να αναιρέσει την αστική εξουσία, το προλεταριάτο πρέπει σε πρώτο επίπεδο να αυτό-αναιρεθεί ως τάξη, να πραγματωθεί πλήρως ως ανθρωπότητα μέσα από την οικοδόμηση της άμεσης δράσης και των κομμουνιστικών σχέσεων. Αυτό το ζήτημα θίγεται αρκετές φορές στην πλατφόρμα, αλλά ποτέ δεν ωθείται στο έπακρο λογικό του συμπέρασμα. Ο λόγος μπορεί να βρεθεί στο πιο αδύνατο σημείο της πλατφόρμας, την ασυνείδητη αποδοχή ορισμένων λενινιστικών αρχών. Δεν είναι ζήτημα εξουσιο-μανίας (όπως θεωρούν ορισμένοι αναρχικοί), αλλά αναφοράς σε μια θεωρία που βρίσκεται εκτός του προλεταριάτου, δηλαδή, σε μια ιδεολογία. Σε κάτι που έγινε για πρώτη φορά από τον ίδιο τον Λένιν, με τις θέσεις του για το κόμμα σαν μια συνείδηση από τα έξω της τάξης.

Είναι ακριβώς η μετακίνηση της πλατφόρμας σε ένα ιδεολογικό επίπεδο που ώθησε κάποιους που έβλεπαν κριτικά την πλατφόρμα προς το συμβουλιακό κομμουνιστικό κίνημα, ώστε να την ξεπεράσουν, κι όχι προς την κατεύθυνση της μαζική δυνατότητας της άμεσης δράσης, ή προς την πολιτική δράση αναρχικών κομμουνιστικών αγωνιστών με μια ισχυρή ελευθεριακή ιδεολογία, που όμως οι όροι της οποίας γίνονται αφηρημένοι και ασαφείς.

THE COMRADES OF KRONSTADT EDITIONS


Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Νοέμβρης 2007)

Categories
Alfredo M. Bonanno

Ασθένεια & Κεφάλαιο – Alfredo M. Bonanno

ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ του Alfredo M. Bonanno

Ασθένεια (η), προβληματική λειτουργία του οργανισμού, δεν είναι αποκλειστική ιδιότητα του ανθρώπου. Τα ζώα ασθενούν επίσης, κι ακόμα και τα αντικείμενα παρουσιάζουν προβλήματα στη λειτουργία τους. Η ιδέα της ασθένειας ως κάτι το αφύσικο, είναι μια κλασσική συνεισφορά της ιατρικής επιστήμης στο ανθρώπινο πνεύμα.

Η απάντηση στην ασθένεια, χάρη κυρίως στη θετικιστική ιδεολογία που κυριαρχεί στην ιατρική ακόμα και σήμερα, είναι η θεραπεία, δηλαδή, μια εξωτερική παρέμβαση που μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές, στοχεύει να επαναφέρει τον οργανισμό σε κάποιες πρότυπες συνθήκες που θεωρούνται φυσιολογικές.

Θα ήταν ωστόσο λάθος να θεωρήσουμε ότι η έρευνα για την αιτία των ασθενειών βάδιζε πάντοτε παράλληλα με την επιστημονική ανάγκη να αποκατασταθούν οι φυσιολογικές συνθήκες. Για αιώνες ολόκληρους οι θεραπείες δε συμβάδιζαν με την αναζήτηση των αιτιών, οι οποίες κατά καιρούς ήταν απόλυτα φανταστικές. Οι θεραπείες είχαν τη δική τους λογική, ιδιαίτερα όταν βασίζονταν σε εμπειρικές γνώσεις της δύναμης της φύσης.

Σε πιο πρόσφατους καιρούς μια κριτική του κατακερματισμού της επιστήμης, συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής, είχε βασιστεί στην ιδέα της ολότητας του ανθρώπου: μια οντότητα αποτελούμενη από διάφορα υλικά – πνευματικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά κλπ. Είναι σε αυτή την νέα προοπτική που θα φωλιάσει η υλιστική και διαλεκτική υπόθεση του μαρξισμού. Η ποικιλόμορφα προσδιορισμένη ολότητα του νέου, πραγματικού ανθρώπου που δεν χωρίζεται πλέον στους τομείς που μας είχε συνηθίσει να μεταχειρίζεται ο παλιός θετικισμός, κλεινόταν ξανά σε έναν μονόδρομο ντετερμινισμό από τους μαρξιστές. Η αιτία της ασθένειας αποδόθηκε λοιπόν αποκλειστικά στον καπιταλισμό, ο οποίος αποξενώνοντας τους ανθρώπους από την εργασία, τον εξέθετε σε μια διεφθαρμένη σχέση με τη φύση και τη «φυσικότητα» την άλλη πλευρά της ασθένειας.

Κατά τη γνώμη μας ούτε η θετικιστική θέση που θεωρεί την ασθένεια σαν αποτέλεσμα της ελαττωματικής λειτουργίας του οργανισμού, ούτε η μαρξιστική που θεωρεί τα πάντα σαν απόρροια του καπιταλιστικού συστήματος είναι επαρκείς.

Τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Βασικά, δεν μπορούμε να πούμε ότι σε μια απελευθερωμένη κοινωνία θα έπαυαν να υπάρχουν ασθένειες. Ούτε βέβαια ότι μπρος σ ένα τέτοιο χαρμόσυνο γεγονός οι ασθένειες θα παρήκμαζαν μέχρι να καταντήσουν απλές ενοχλήσεις, χάρη σε κάποια υποθετική δύναμη που μένει να ανακαλύψουμε. Θεωρούμε ότι η ασθένεια είναι ένα φυσιολογικό μέρος της κατάστασης του ανθρώπου στις συνθήκες που διαμορφώνει η ζωή του στην κοινωνία. Για παράδειγμα, αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο τίμημα που πρέπει να πληρωθεί, το να διορθώνεις τη βέλτιστη κατάσταση των φυσικών συνθηκών για να αποκτήσεις την τεχνική υποδομή για να οικοδομήσεις ακόμα και την πιο ελεύθερη κοινωνία.

Φυσικά, η έξαρση των ασθενειών σε μια ελεύθερη κοινωνία όπου η τεχνική υποδομή ανάμεσα στα άτομα θα περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα, δε θα ήταν συγκρίσιμη με αυτή μιας κοινωνίας που βασίζεται στην εκμετάλλευση, όπως αυτή στην οποία ζούμε σήμερα. Συνεπάγεται ότι ο αγώνας ενάντια στην ασθένεια είναι ένα υποσύνολο του ταξικού αγώνα. Όχι τόσο επειδή οι ασθένειες γεννιούνται από το κεφάλαιο – το οποίο θα ήταν ένα ντετερμινιστικό αξίωμα, συνεπώς απαράδεκτο – όσο επειδή μια πιο ελεύθερη κοινωνία θα ήταν διαφορετική. Ακόμα και στα αρνητικά της θα ήταν πιο κοντά στη ζωή, στην ανθρώπινη κατάσταση. Έτσι η ασθένεια θα ήταν μια έκφραση της ανθρώπινης κατάστασής μας όπως ακριβώς σήμερα είναι μια απάνθρωπη έκφραση τρόμου.

Γι αυτό και δε συμφωνήσαμε ποτέ με την κάπως απλουστευτική θέση που συνοψίζεται στη φράση «να κάνουμε την ασθένεια όπλο», ακόμα κι αν είναι αξιοσέβαστη, ιδιαίτερα όσον αφορά τις διανοητικές ασθένειες. Δεν είναι πραγματικά δυνατόν να προτείνεις σε έναν ασθενή μια θεραπεία που βασίζεται αποκλειστικά στον αγώνα ενάντια στον ταξικό εχθρό. Η ασθένεια σημαίνει επίσης πόνο, ταλαιπωρία, σύγχυση, ανασφάλεια, μοναξιά, κι αυτά τα αρνητικά στοιχεία δεν περιορίζονται στο σώμα αλλά επιτίθενται και στη συνείδηση και τη θέληση. Να σχεδιάσεις προγράμματα αγώνα σε μια τέτοια βάση θα ήταν ελάχιστα ρεαλιστικό και τρομακτικά απάνθρωπο.

Όμως η ασθένεια μπορεί να μετατραπεί σε όπλο αν κάποιος αντιληφθεί τόσο τα αίτια όσο και τα αποτελέσματά της. Μπορεί να είναι σημαντικό για μένα να καταλάβω τις εξωτερικές αιτίες της ασθένειάς μου: οι καπιταλιστές κι εκμεταλλευτές, το Κράτος και το κεφάλαιο. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται επίσης να διαλευκάνω τη σχέση με την ΑΣΘΕΝEΙΑ ΜΟΥ, η οποία μπορεί να μην είναι μονάχα πόνος, ταλαιπωρία και θάνατος. Μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένα μέσο να καταλάβω τον εαυτό μου και τους άλλους καλύτερα, όσο και την πραγματικότητα που με περιβάλλει και τί πρέπει να κάνω για να την αλλάξω, προς έναν επαναστατικό μετασχηματισμό. Τα λάθη που έχουν γίνει στο παρελθόν στο θέμα αυτό, προέρχονται από μια έλλειψη διαύγειας οφειλόμενη στη διαμεσολάβηση των μαρξιστών. Αυτό οφείλεται στην αξίωση να εγκαθιδρυθεί μια ΑΜΕΣΗ συσχέτιση ανάμεσα στην ασθένεια και το κεφάλαιο. Θεωρούμε σήμερα ότι αυτή η σχέση θα έπρεπε να θεωρείται ΕΜΜΕΣΗ. Π.χ. Αποκτώντας γνώση της ασθένειας, όχι της ασθένειας γενικά σαν μια προβληματική συνθήκη, αλλά της δικής μου ασθένειας σαν συστατικό της ζωής μου, σα στοιχείο της φύσης μου. Κι έπειτα, αγώνας ενάντια στην ασθένεια αυτή. Ακόμα κι αν δεν καταλήγουν όλοι οι αγώνες σε νίκη.

professorbadtrip

Σ.τ.μ. Ο Alfredo Bonanno είναι ιταλός αναρχικός αγωνιστής και συγγραφέας, διωκόμενος για δεκαετίες από το ιταλικό κράτος. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις υποθέσεις Α.R. (Επαναστατική Δράση, ένοπλη αναρχική οργάνωση του ’80 της οποίας υποτίθεται ήταν ο «αρχηγός»), τη σύλληψή του το 1996 μετά από τη σύλληψη της συντρόφου του Jean Weir μαζί με 3 ακόμα αναρχικούς μετά από ληστεία τράπεζας, και την αστυνομική-δικαστική σκευωρία του 1997 που τον ήθελε «ηγετικό στέλεχος» της O.R.A.I. («Εξεγερσιακή Αναρχική Επαναστατική Οργάνωση», κατασκεύασμα των αρχών σύμφωνα με το κατασταλτικό θεώρημα Marini*, ως μέλη της κατηγορήθηκαν και φυλακίστηκαν δεκάδες δραστήριοι αναρχικοί, σκοπός της μεθόδευση αυτής ήταν ο έλεγχος των ιταλών αναρχικών που δεν ελέγχονταν από την νομιμόφρονα F.A.I.).

*Σύμφωνα με το θεώρημα Marini το αναρχικό/αντιεξουσιαστικό κίνημα κινείται σε δύο επίπεδα. Ένα το φανερό/νόμιμο των καταλήψεων, εκδόσεων, ραδιοσταθμών κλπ κι ένα υπόγειο/«τρομοκρατικό» που αποτελεί την άλλη όψη των φανερών αναρχικών δραστηριοτήτων. Έτσι κάθε άνθρωπος που έχει περάσει από μια κατάληψη ή ένα στέκι, ενδέχεται να φυλακιστεί χωρίς φυσικά παραπάνω στοιχεία, για συμμετοχή σε «ενώσεις με ανατρεπτικούς σκοπούς» (σύμφωνα με τον ιταλικό τρομονόμο). Έτσι το καλοκαίρι του 2005 και με επίκεντρο την συμβολή των αναρχικών στην αντίσταση στο στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών που έχτιζε το ιταλικό κράτος στο Lecce, είχαμε πάνω από 8.000 διώξεις αναρχικών αγωνιστών, δεκάδες εισβολές σε σπίτια και αυτό-οργανωμένους χώρους/στέκια, και συστηματικές παρενοχλήσεις αναρχικών και άλλων νεολαίων. Οι κατασταλτικές κινήσεις αυτές του ιταλικού κράτους εντάσσονται στους σχεδιασμούς της Europol για την εξάρθρωση της «αναρχικής τρομοκρατίας» όσον αφορά το «μεσογειακό τρίγωνο» Ισπανία – Ιταλία – Ελλάδα.

Categories
Alfredo M. Bonanno Insurrection Jean Weir

Για το ζήτημα της οργάνωσης – Insurrection

Πηγή: περιοδικό «Insurrection»

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Ιούνης 2007

Πέρα από την οργάνωση της σύνθεσης

Αντί για μια αναρχική οργάνωση σύνθεσης αυτό που προτείνουμε είναι μια άτυπη αναρχική οργάνωση βασισμένη στον αγώνα και στην ανάλυση που προκύπτει από αυτόν.

Οι αναρχικοί κάθε τάσης αρνούνται το μοντέλο της ιεραρχικής και εξουσιαστικής οργάνωσης. Αρνούνται τα κόμματα, τις κάθετες δομές που επιβάλλουν γραμμές από τα πάνω κλπ με έναν λιγότερο ή περισσότερο προφανή τρόπο. Θέτοντας την απελευθερωτική επανάσταση σαν την μόνη λύση των κοινωνικών προβλημάτων, οι αναρχικοί θεωρούν ότι τα μέσα που χρησιμοποιούνται σε αυτόν τον μετασχηματισμό προσδιορίζουν και τους σκοπούς που θα επιτευχθούν. Και οι εξουσιαστικές οργανώσεις δεν αποτελούν φυσικά μέσο για την απελευθέρωση.

Ταυτόχρονα δεν αρκεί να συμφωνεί κανείς στα παραπάνω μόνο στα λόγια. Είναι επίσης αναγκαίο να το θέσει σε πρακτική εφαρμογή. Κατά τη γνώμη μας μια αναρχική δομή όπως οι σταθερές οργανώσεις της σύνθεσης παρουσιάζουν ουκ ολίγους κινδύνους. Όταν αυτού του είδους οι οργανώσεις αναπτύχθηκαν σε πλήρη δύναμη όπως στην Ισπανία το 1936, φάνηκε καθαρά η ομοιότητά τους με τα κόμματα. Η σύνθεση μετατράπηκε σε έλεγχο. Οπωσδήποτε σε ήσυχες περιόδους κάτι τέτοιο είναι ελάχιστα ορατό, έτσι αυτά που λέμε τώρα ίσως ακούγονται κάπως βλάσφημα.

Αυτού του είδους οι οργανώσεις βασίζονται σε ομάδες ή άτομα που βρίσκονται σε λίγο-πολύ συνεχή επαφή μεταξύ τους, και οι μεγάλες τους στιγμές είναι τα περιοδικά συνέδριά τους. Σ αυτά τα συνέδρια συζητείται η βασική ανάλυση, χαράσσεται ένα πρόγραμμα και μοιράζονται τα καθήκοντα καλύπτοντας ολόκληρη τη γκάμα της κοινωνικής παρέμβασης. Είναι μια οργάνωση σύνθεσης γιατί αυτό-ορίζεται συνδετικός κρίκος κάθε αγώνα που διεξάγεται στην ταξική σύγκρουση. Διάφορες ομάδες παρεμβαίνουν στους αγώνες, συνεισφέρουν σε αυτούς, χωρίς όμως να παρεκκλίνουν από την θεωρητική και πρακτική γραμμή που αποφάσισε η οργάνωση στην ολότητά της, στο συνέδριο.

Τώρα, κατά την άποψή μας, μια οργάνωση δομημένη με αυτόν τον τρόπο, διατρέχει τον κίνδυνο να μείνει σε σχέση με την αποτελεσματικότητα του επιπέδου του αγώνα, καθώς ο κύριος σκοπός της, διεξάγοντας την αγώνα αυτόν είναι να τον εγκολπώσει στο συνθετικό σχεδιασμό της, κι όχι να τον ωθήσει προς μια εξεγερτική πραγμάτωση. Ένας από τους βασικούς στόχους της είναι η αριθμητική αύξηση σε μέλη. Κατά συνέπεια τείνει να κρατάει τους αγώνες στο χαμηλότερο κοινό παρονομαστή κινδυνολογώντας, φρενάροντας έτσι κάθε κίνηση προς τα μπρος ή κάθε επιλογή που κρίνεται αρκετά εκτεθειμένη ή παρακινδυνευμένη.

Φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι όλες οι ομάδες που ανήκουν σε οργανώσεις σύνθεσης δρουν αυτόματα με αυτόν τον τρόπο: συχνά σύντροφοι είναι αρκετά αυτόνομοι ώστε να επιλέξουν τις πιο αποτελεσματικές προτάσεις και στόχους σε μια δεδομένη κατάσταση. Είναι ένας εσωτερικός μηχανισμός των οργανώσεων σύνθεσης που όμως οδηγεί σε αποφάσεις προβληματικές για την κατάσταση, μιας και ο κύριος στόχος της οργάνωσης είναι να αυξηθεί σε ένα όσο το δυνατόν πιο διευρυμένο μέτωπο αγώνα. Τείνει να αποφεύγει να πάρει μια καθαρή τοποθέτηση σε κάποια ζητήματα, αλλά βρίσκει έναν τρόπο, ένα πολιτικάντικο μονοπάτι να γίνει αποδεκτή από τους πολλούς και να δυσαρεστήσει όσο το δυνατόν λιγότερους.

Οι αντιδράσεις που δεχόμαστε όταν κάνουμε κάποια ανάλογη κριτική συχνά υπαγορεύεται από ένα είδος φόβου και προκατάληψης. Ο κύριος φόβος είναι αυτός του αγνώστου που μας σπρώχνει προς τυπικά οργανωτικά σχήματα. Αυτό μας εξασφαλίζει από την αναζήτηση και το ρίσκο του να βρεθούμε μπλεγμένοι σε άγνωστες καταστάσεις. Αυτό γίνεται φανερό όταν βλέπουμε την τεράστια ανάγκη ορισμένων συντρόφων για μια τυπική οργάνωση που επιτάσσει η ανάγκη μιας προκαθορισμένης σταθερότητας, συνέπειας και εργασίας βάσει ενός προγράμματος που η οργάνωση αυτή θα υποδεικνύει. Στην πραγματικότητα αυτά τα στοιχεία εξυπηρετούν μάλλον την ανάγκη μας για σταθερότητα παρά την επαναστατική αναγκαιότητα.

Από την άλλη, πιστεύουμε ότι η άτυπη οργάνωση μπορεί να παρέχει έγκυρες αφετηρίες για το ξεπέρασμα αυτής της αβεβαιότητας. Αυτή η διαφορετική οργανωτική μορφή μας φαίνεται ικανή να αναπτύξει – αντίθετα με την τυπική οργάνωση σύνθεσης – πιο συνεκτικές και δημιουργικές σχέσεις, καθώς αυτές βασίζονται στην εγγύτητα και την προσωπική γνώση του άλλου. Επιπλέον, η στιγμή που αγγίζει τις πραγματικές δυνατότητές της είναι όταν συμμετέχει σε συνεκτικές καταστάσεις πάλης, κι όχι όταν φιλολογεί για θεωρητικές ή πρακτικές πλατφόρμες, οργανωτικούς κανόνες και γραμμές.

Μια άτυπη οργάνωση δεν χτίζεται πάνω σε ένα καθορισμένο πρόγραμμα ενός συνεδρίου. Το σχέδιο της πραγματοποιείται από τους ίδιους του συντρόφους που δρουν μέσα στα πεδία του αγώνα και στην ίδια την ανάπτυξη του αγώνα. Η οργάνωση αυτή δεν αναγνωρίζει προνομιακά θεωρητικά ή πρακτικά μέσα, ούτε έχει προβλήματα σύνθεσης. Το βασικό της σχέδιο είναι αυτή της παρέμβασης σε έναν αγώνα με έναν εξεγερτικό σκοπό. Όσο και να αυξάνονται τα όρια των συντρόφων που συμμετέχουν σε μια άτυπη οργάνωση, κι όποιες συνέπειες και να έχει αυτό, η μέθοδος εξακολουθεί να μας φαίνεται έγκυρη και θεωρούμε μια πρακτική και θεωρητική επεξεργασία της να αξίζει τον κόπο!

Πέρα από τον εργατισμό – πέρα από τον συνδικαλισμό

Η χρεοκοπία του συνδικαλισμού συνεπάγεται και το τέλος του εργατισμού. Για μας αποτελεί επίσης και το τέλμα της ποσοτικής αυταπάτης που τρέφει τα κόμματα και τις τυπικές οργανώσεις της σύνθεσης. Η ανταρσία του μέλλοντος θα πρέπει να αναζητήσει νέα μονοπάτια. Ο συνδικαλισμός είναι σε παρακμή. Ευτυχώς ή δυστυχώς μαζί του χάνεται μια ολόκληρη εποχή, ένα μοντέλο αγώνα και μια ουτοπία που μεταφραζόταν σε βελτιωμένη και διορθωμένη αναπαραγωγή του παλιού κόσμου. Βαδίζουμε προς νέους και ριζικούς μετασχηματισμούς, στις παραγωγικές δομές, στην κοινωνική οργάνωση- Μέθοδοι αγώνα, προοπτικές ακόμα και βραχυπρόθεσμα σχέδια μετασχηματίζονται επίσης.

Σε μια ολοένα επεκτεινόμενη βιομηχανική κοινωνία ο συνδικαλισμός αναδιατάσσεται από εργαλείο πίεσης σε εργαλείο υποστήριξης της παραγωγικής δομής, στην ουσία της. Ο επαναστατικός συνδικαλισμός έχει επίσης δείξει τα όριά του: ωθώντας τους πιο μαχητικούς εργάτες προς τα μπρος, ενώ ταυτόχρονα τους τραβούσε προς τα πίσω, ανίκανος να αντιμετωπίσει την μελλοντική κοινωνία ή τις δημιουργικές ανάγκες της επανάστασης. Τα πάντα παρέμειναν εγκλωβισμένα στην εργοστασιακή δομή. Ο εργατισμός δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τον εξουσιαστικό κομμουνισμό. Η εμμονή σε πρωτοποριακά πεδία της ταξικής σύγκρουσης παραμένει σήμερα μια από τις καλύτερα ριζωμένες συνήθειες που δυσκολευόμαστε να ξεκόψουμε.

Τέλος του συνδικαλισμού, λοιπόν. Κάτι που λέγαμε εδώ και 15 χρόνια. Από την μία αυτό προκάλεσε πικρόχολα σχόλια και κατάπληξη, ιδιαίτερα όταν περιλάβαμε τον αναρχοσυνδικαλισμό στην κριτική μας. Σήμερα κάτι τέτοιο γίνεται πιο εύκολα αποδεκτό. Βασικά, ποιος δεν ασκεί κριτική στα συνδικάτα σήμερα; Κανείς ή σχεδόν κανείς. Όμως η σύνδεση εδώ παραβλέπεται. Η κριτική μας στο συνδικαλισμό είναι επίσης κριτική στην «ποσοτική» λογική που εσωκλείει όλα τα εμβρυακά χαρακτηριστικά του κόμματος. Είναι επίσης μια κριτικής στις τυπικές οργανώσεις σύνθεσης. Είναι επίσης μια κριτική της ταξικής κουλτούρας δανεισμένη από τον αστισμό και φιλτραρισμένη από τα πρότυπα της λεγόμενης προλεταριακής ηθικής. Όλα αυτά δεν μπορούν να αγνοηθούν. Αν αρκετοί σύντροφοι συμφωνούν μ εμάς σήμερα στην παραδοσιακή κριτική του συνδικαλισμού, αυτοί που έχουν μια άποψη για όλες τις συνέπειες που εγείρει είναι λιγοστοί.

Μπορούμε να παρέμβουμε στον κόσμο της παραγωγής χρησιμοποιώντας μέσα που δεν μπορεί να οικειοποιηθεί η ποσοτική λογική. Κατά συνέπεια δεν μπορούν να έχουν πίσω τους συγκεκριμένες αναρχικές οργανώσεις που εργάζονται στην υπόθεση της επαναστατικής σύνθεσης. Αυτό μας οδηγεί σε διαφορετικές μεθόδους παρέμβασης, αυτή της δημιουργίας εργοστασιακών πυρήνων ή περιφερειακών πυρήνων που θα περιορίζονται στη διασύνδεση με μια συγκεκριμένη αναρχική δομή, και βασίζονται εξ ολοκλήρου στην εγγύτητα. Είναι από τη σχέση ανάμεσα στους πυρήνες βάσης και συγκεκριμένες αναρχικές οργανώσεις που προκύπτει ένα νέο μοντέλο επαναστατικής πάλης, για να προσβάλει τις δομές του κεφαλαίου και του κράτους μέσα από εξεγερτικές μεθόδους.

Αυτό επιτρέπει μια καλύτερη ανάλυση των βαθύτερων μετασχηματισμών που λαμβάνουν χώρα στις παραγωγικές δομές. Το εργοστάσιο τείνει να εξαφανιστεί, νέα παραγωγικά μοντέλα παίρνουν τη θέση του, βασιζόμενα κυρίως στην αυτοματοποίηση. Οι εργάτες του χθες θα μετατραπούν μερικά σε μια υποστηρικτική δύναμη ή απλά σε μια βραχυπρόθεσμη κατάσταση ημι-εξασφάλισης και μακροπρόθεσμα επιβίωσης. Νέες μορφές εργασίας εμφανίζονται στον ορίζοντα. Ήδη οι παραδοσιακοί εργάτες δεν υπάρχουν πια. Μαζί τους και ο συνδικαλισμός. Ή τουλάχιστον δεν υπάρχει στην μορφή που υπήρχε μέχρι σήμερα. Έχει γίνει απλά μια ακόμα επιχείρηση.

Ένα φάσμα διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων, όλες τους υπό τον μανδύα της συμμετοχικής, του πλουραλισμού, της δημοκρατίας κλπ επεκτείνεται σε ολόκληρη την κοινωνία τσακίζοντας τις δυνάμεις της ανατροπής. Οι πιο οξείες στιγμές του επαναστατικού σχεδίου θα συκοφαντηθούν, θα ποινικοποιηθούν. Αλλά ο αγώνας θα βρει νέους δρόμους, θα διαχυθεί σε χιλιάδες υπόγεια ρεύματα που θα ζωογονήσουν άπειρες εκρήξεις οργής και καταστροφής ντυμένες με νέους και ακατανόητους συμβολισμούς.

Ως αναρχικοί πρέπει να προσέχουμε, κουβαλάμε ένα βαρύ φορτίο από παλιά, να μη μείνουμε μακριά από ένα φαινόμενο που δε θα μπορούμε να αντιληφθούμε και του οποίου η βία μπορεί να μας τρομάξει. Πρέπει να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε την ανάλυσή μας πλήρως.

Η άτυπη οργάνωση

Η άτυπη αναρχική οργάνωση δεν έχει σε τίποτα να κάνει με προγράμματα, πλατφόρμες ή σημαίες αλλά βασίζεται σε μια κοινή εγγύτητα μεταξύ συντρόφων που στοχεύουν στην παρέμβαση στους κοινωνικούς αγώνες βάσει ενός εξεγερτικού σχεδιασμού. Υπό αυτή την έννοια εμφανίζεται στα πεδία του κοινωνικού πολέμου και ως τέτοια τον επηρεάζει.

Αναρχικές ομάδες και άτομα βρίσκονται διάσπαρτα στο χάρτη, συχνά με ελάχιστη ή καθόλου επαφή μεταξύ τους, και λιγοστές ιδέες στις μεθόδους και τις πιθανότητες μιας παρέμβασης στην κοινωνική πραγματικότητα. Υπάρχει μια σαφής παρουσία σε ορισμένους τομείς, ιδιαίτερα μιας συνδικαλιστικής φύσης. Σε άλλους υπάρχει δράση όπως ενάντια στις πυρηνικές εγκαταστάσεις. Το ευρύτερο πεδίο παρέμβασης είναι αυτό της αντιπληροφόρησης και της προπαγάνδας.

Ένα αναρχικό κίνημα που είναι πραγματικά ενεργό και επιθετικό χρειάζεται δυο κύριους παράγοντες: εύχρηστα και εναλλασσόμενα εργαλεία και έναν στόχο με σαφή προοπτική. Πιστεύουμε ότι οι άτυπες οργανώσεις και οι εξέγερση είναι μια συνεκτική πιθανότητα που παρουσιάζεται τη δεδομένη στιγμή.

Έχει ήδη ειπωθεί ότι η οργάνωση της σύνθεσης βασισμένη σε συνέδρια και πολιτικά προγράμματα, είναι μια δομή που λόγω των εσωτερικών χαρακτηριστικών της και των μηχανισμών που την υποστηρίζουν δεν μπορεί να αποτελεί ένα οικειοποιήσιμο εργαλείο για τους συντρόφους που επιθυμούν να δράσουν σε μια εξεγερτική τροχιά. Τα πολιτικά προγράμματα και οι πλατφόρμες είναι οργανωτικά μοντέλα τα οποία, από μια εξεγερτική σκοπιά, έχουν δώσει ότι καλύτερο είχαν, χωρίς να είναι αρκετό.

Κάτι που είναι σημαντικό στην άτυπη αναρχική οργάνωση είναι η ουσιαστική γνώση μεταξύ των μελών. Αυτό και η εγγύτητα μεταξύ των συντρόφων είναι που αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της οργανωτικής μορφής της.

Έχουμε όλοι φτάσει σε κάποιες αναρχικές θέσεις με τον καιρό, με ώριμες απόψεις σχετικά με τα κοινωνικά προβλήματα. Έχουμε επίσης κάποιες ιδέες σχετικά με το πώς να παρέμβουμε στην κοινωνική πραγματικότητα και τις σχετικές στρατηγικές επιλογές που μένει να κάνουμε. Λοιπόν, ας βουτήξουμε στα προβλήματα αυτά, να βεβαιωθούμε κατά πόσο συμφωνούμε σε ορισμένα σημεία, να βρούμε τι σκεφτόμαστε. Φυσικά, δεν είναι εύκολο. Ωστόσο δεν είναι ποτέ άχρηστο να αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλον. Χωρίς αυτό, καμιά άτυπη δομή ή σχέση δεν είναι δυνατή.

Αυτή η πρόταση δε σημαίνει ότι οφείλει ο καθένας να συμφωνεί με το κάθε ζήτημα που τίθεται. Η εγγύτητα δεν έχει να κάνει με κάποιο πανομοιότυπο μοντέλο προς αποδοχή. Η γνώση των άλλου είναι μια αέναη διαδικασή που φτάνει σε μεγαλύτερα ή μικρότερα βάθη σύμφωνα με τις συνθήκες και τους σκοπούς του καθένα.

Το βασικό σχέδιο μιας άτυπης αναρχικής οργάνωσης έχει, κατά τη γνώμη μας, ως αντικείμενο την παρέμβαση σε αγώνες βάσει μιας εξεγερτικής λογικής. Η οργάνωση αυτή δεν πριμοδοτεί έναν τομέα εις βάρος ενός άλλου, δεν έχει μια ορισμένη κεντρικότητα. Επιλέγει ένα αντικείμενο που τη δεδομένη στιγμή παρουσιάζει ένα γόνιμο πεδίο ταξικής σύγκρουσης και καλλιεργεί την προοπτική της εξέγερσης. Η συζήτηση σε αυτό το σημείο είναι ανοιχτή. Η κριτική ότι η εξέγερση δεν είναι μια έγκυρη πρόταση για το σήμερα, μερικές φορές τείνει να μπερδεύει την εξέγερση με αυτό που παλιά ήταν γνωστό ως «προπαγάνδα με τη δράση». Αντίθετα, θεωρούμε ότι το εξεγερτικό σχέδιο αποκτά τη δυνατότητα να χτυπήσει την εξουσία σε κάθε εκδήλωσή της μέσα από την όξυνση της αναρχικής άτυπης οργάνωσης, πάντοτε όμως εξασφαλίζοντας μαζική συμμετοχή, αποδεικνύοντας τη δυνατότητα και την εγκυρότητα τέτοιων δράσεων.

Με αυτήν την έννοια είναι δυνατό να είσαι παρών στον ταξικό πόλεμο και να αυξήσεις τον πήχη της σύγκρουσης.

Βλέπουμε λοιπόν τις άτυπες οργανώσεις σαν έναν αριθμό συντρόφων που συνδέονται με μια κοινή εγγύτητα. Όσο αυξάνονται τα προβλήματα που οι σύντροφοι αυτοί αντιμετωπίζουν από κοινού, τόσο θα εντείνεται η κοινότητά τους. Ακολούθως η πραγματική οργάνωση, η ικανότητά τους να δρουν από κοινού π.χ. να γνωρίζουν πώς θα βρίσκονται, πώς θα μελετούν και θα αναλύουν τα προβλήματα, θα αναλαμβάνουν δράση κλπ. όλα έχουν να κάνουν με την εγγύτητα που έχουν αναπτύξει και τίποτα κοινό με τα προγράμματα, τις πλατφόρμες, τις σημαίες ενός λιγότερο ή περισσότερο συγκαλυμμένου κόμματος. Η άτυπη οργάνωση είναι λοιπόν μια συγκεκριμένη οργανωτική μορφή που αναπτύσσεται σε μια κοινή εγγύτητα.

Δίχως αμφιβολία, κάτι τέτοιο θα αποφέρει μια αριθμητική αύξηση της οργάνωσης, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι ο κύριος σκοπός της δράσης. Καθώς μια τέτοια οργάνωση αναπτύσσεται θα οικειοποιηθεί κοινά μέσα παρέμβασης. Πρώτα πρώτα ένα εργαλείο ανοιχτής συζήτησης απαραίτητο για την ανάλυσή της, όπως μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό, ικανό να παρέχει πληροφορίες πάνω σε μια ευρύτερη κλίμακα ζητημάτων και θα γίνει σημείο αναφοράς για μια ολοένα επιβεβαιούμενη εγγύτητα ή διασπορά απόψεων μεταξύ των ομάδων και των ατόμων.

Ακόμα, αυτές οι συγκεκριμένες ομάδες μπορούν επίσης να σχηματίσουν δομές βάσης περιλαμβάνοντας τους εκμεταλλευμένους σε συγκεκριμένα πεδία αγώνα, όχι σαν στοιχείο ανάπτυξης του εκάστοτε κινήματος. Με αυτήν την οπτική γίνεται περιττό να οικοδομηθεί μια σταθερή δομή προκειμένου να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα ζητήματα.

Οι δομές βάσεις έχουν έναν και μόνο σκοπό. Όταν ο σκοπός επιτυγχάνεται, ή όταν η απόπειρα αποτυγχάνει, η δομή είτε διευρύνεται σε μια κατάσταση γενικευμένης εξέγερσης είτε αποσύρεται, ανάλογα με την υπόθεση.

Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι παρόλο που ο συνδετικός ιστός της άτυπης οργάνωσης είναι η εγγύτητα των συντρόφων, η κινητήριος δύναμή της είναι πάντοτε η δράση. Αν περιορίζεται μονάχα στο πρώτο, κάθε σχέση θα παρακμάσει σε έναν ελιτίστικο βυζαντινισμό, όπου το μόνο που θα απασχολεί τον καθένα θα είναι να κρύψει την αδράνειά του.

Τα προβλήματα που άγγιξε το άρθρο αυτό αξιώνουν μια μεγαλύτερη ανάλυση και καλούμε όλους τους συντρόφους να συμμετάσχουν στη συζήτηση πάνω σε αυτά.

Αυτόνομοι πυρήνες βάσης

Ως πιο μαζικές δομές, οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης, είναι τα στοιχεία που συνδέουν τις αναρχικές άτυπες οργανώσεις με τους κοινωνικούς αγώνες. Οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης δεν είναι κάποια πρωτόγνωρη μορφή αγώνα. Προσπάθειες σε αυτήν την κατεύθυνση γίνονται στην Ιταλία την τελευταία δεκαετία. Η πιο σημαντική ήταν αυτή του Αυτόνομου Κινήματος των σιδηροδρομικών εργατών του Τορίνο, και οι αυτό-οργανωμένοι αγώνες ενάντια στην βάση πυραύλων Cruise στο Comiso.

Πιστεύουμε δίχως αμφιβολία ότι ο επαναστατικός αγώνας είναι μια υπόθεση των μαζών. Κατά συνέπεια βλέπουμε την ανάγκη να οικοδομηθούν δομές ικανές να συνδέσουν όσο περισσότερες ομάδες εκμεταλλευομένων γίνεται. Πάντα βλέπαμε με κριτικό μάτι τη συνδικαλιστική προοπτική τόσο εξ αιτίας της περιορισμένης και περιοριστικής λειτουργίας της, όσο και χάρη στην τραγική ιστορική διαδρομή της που κανένα συνθετικό «αναρχο-» δεν μπορεί να ξεπλύνει. Έτσι φτάσαμε στην υπόθεση της οικοδόμησης αυτόνομων πυρήνων βάσης που θα απορρίπτουν τα χαρακτηριστικά των μικρο-συνδικαλιστικών δομών, έχοντας διαφορετικούς στόχους και οργανωτικές σχέσεις.

Μέσα από τις δομές αυτές γίνεται μια προσπάθεια να συνδεθεί το συγκεκριμένο αναρχικό κίνημα με τους κοινωνικούς αγώνες. Ένα σοβαρό εμπόδιο στάθηκε το ζήτημα της εχεμύθειας και της ασυνεννοησίας μεταξύ συντρόφων, στο δρόμο προς μια οργανωτική μέθοδο. Είναι στις στιγμές της δράσης που έρχονται στην επιφάνεια οι διαφορές μεταξύ συντρόφων που όλοι συμφωνούν σε ζητήματα αναρχικής προπαγάνδας, αντικρατικού αγώνα, αυτοοργάνωσης και άμεσης δράσης. Όμως, καθώς βαδίζουμε προς μια οργανωτική φάση, πρέπει να αναπτύσσουμε ένα σχέδιο συμβατό με το επίπεδο της ταξικής σύγκρουσης του παρόντος.

Πιστεύουμε ότι εξαιτίας των βαθιών κοινωνικών μετασχηματισμών είναι αδιανόητο για μια συγκεκριμένη δομή να προσπαθήσει να συμπυκνώσει κάθε οικονομικό και κοινωνικό αγώνα εντός της. Σε κάθε περίπτωση, για ποιο λόγο θα έπρεπε οι εκμεταλλευόμενοι να εισχωρήσουν και να γίνουν μέλη μιας συγκεκριμένης αναρχικής οργάνωσης, προκειμένου να διεξάγουν τους δικούς τους αγώνες; Μια ριζοσπαστική αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας � της εκμετάλλευσης – μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επανάσταση. Αυτός είναι ο λόγος που παρεμβαίνουμε βάσει ενός εξεγερτικού σχεδίου. Οι αγώνες του αύριου μπορούν να έχουν θετικά αποτελέσματα μόνο αν υπάρχει μια σαφής και αποτελεσματική σχέση μεταξύ των άτυπων αναρχικών οργανώσεων και των μαζικών δομών των αυτόνομων πυρήνων βάσης.

Ο πρωταρχικός στόχος του πυρήνα δεν είναι η κατάργηση του Κράτους ή του Κεφαλαίου, τα οποία μένουν στην πραγματικότητα αλώβητα όσο παραμένουν αφηρημένες έννοιες. Το αντικείμενο του πυρήνα είναι ο αγώνας και η επίθεση στο συγκεκριμένο Κράτος και το συγκεκριμένο Κεφάλαιο στις μικρότερες και πιο ευάλωτες δομές τους, σύμφωνα με έναν εξεγερτικό σχεδιασμό.

Οι αυτόνομοι πυρήνες βάσης είναι μαζικές δομές που συγκροτούν το πεδίο συνάντησης της άτυπης αναρχικής οργάνωσης και των κοινωνικών αγώνων. Η οργάνωση των ίδιων των πυρήνων διέπεται από τα εξής χαρακτηριστικά: * Αυτονομία από κάθε πολιτικό, συνδικαλιστικό ή κομματικό φορέα. * Διαρκής σύγκρουση – μια συνεχής και αποτελεσματική αντιπαράθεση με προκαθορισμένους στόχους, κι όχι σποραδικές περιστασιακές παρεμβάσεις. * Επίθεση: – η άρνηση του συμβιβασμού, της μετριοπάθειας ή του βολέματος που υποσκάπτουν την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου.

Όσον αφορά τους σκοπούς, αυτοί προαποφασίζονται και πραγματοποιούνται μέσα από επιθέσεις στις καταπιεστικές, στρατιωτικές και παραγωγικές δομές κλπ. Η σημασία της διαρκούς σύγκρουσης και της επίθεσης είναι θεμελιώδεις. Οι επιθέσεις αυτές οργανώνονται από τους πυρήνες σε συνεργασία με συγκεκριμένες αναρχικές δομές που παρέχουν πρακτική και θεωρητική υποστήριξη, αναπτύσσοντας την έρευνα για τα απαιτούμενα μέσα για κάθε δράση, καταδεικνύοντας τις δομές και τα πρόσωπα που ευθύνονται για την καταπίεση, και παρέχοντας ένα μίνιμουμ αυτοπροστασίας απέναντι σε απόπειρες πολιτικής ή ιδεολογικής επαναφομοίωσης από την εξουσία είτε απέναντι στην ωμή καταστολή.

Με μια πρώτη ματιά, η σχέση ανάμεσα στην άτυπη αναρχική οργάνωση και στους αυτόνομους πυρήνες βάσης ίσως μοιάζει αντιφατική. Η οργάνωση θέτει σε κίνηση ένα εξεγερτικό σχέδιο, ενώ οι πυρήνες βάσης μοιάζουν να κινούνται σε μια τελείως διαφορετική διάσταση, ενός μερικού αγώνα. Όμως ο αγώνας παραμένει τέτοιος μόνο στο ξεκίνημά του. Αν η ανάλυση στην οποία βασίζεται το σχέδιο ταυτιστεί με τα συμφέροντα των εκμεταλλευομένων στην κατάσταση την οποία υφίστανται, τότε μια εξεγερτική διέξοδος του αγώνα εμφανίζεται σαν πιθανότητα. Φυσικά, αυτό δεν αποτελεί κάτι δεδομένο. Ούτε και μπορεί να το εγγυηθεί κανείς.

Η μέθοδος αυτή έχει κατηγορηθεί ως ατελής και ότι δεν υπολογίζει το γεγονός ότι μια επίθεση εναντίον ενός ή περισσοτέρων δομών του καπιταλισμού πάντοτε καταλήγει στην ένταση της καταστολής. Οι σύντροφοι μπορούν να λάβουν υπόψη τους αυτές τις κατηγορίες μόνοι τους. Όσον αφορά εμάς, πιστεύουμε ότι δεν είναι ποτέ δυνατό να προβλέψεις το αποτέλεσμα ενός αγώνα στο ξεκίνημά του. Ακόμα κι ένας περιορισμένος αγώνα μπορεί να επιφέρει τις πιο απρόβλεπτες συνέπειες. Και σε κάθε περίπτωση, το πέρασμα από τις διάχυτες εξεγέρσεις – περιορισμένες και μερικές – στην επανάσταση δεν μπορεί να είναι κάτι το εγγυημένο, από καμία διαδικασία. Προχωράμε κριτικά και με σφάλματα, και προτρέπουμε όποιον έχει κάποια καλύτερη μέθοδο να την δοκιμάσει!

Οι ομάδες συγγενείας

Αντίθετα με όσα νομίζουν πολλοί, οι ομάδες συγγενείας μεταξύ συντρόφων δεν εξαρτώνται από τη συμπάθεια ή το συναισθηματισμό. Η εγγύτητα σημαίνει την καλή γνώση του άλλου, να ξέρεις τι σκέφτεται πάνω στα κοινωνικά ζητήματα, και πως νομίζει ότι μπορεί να παρέμβει στη ταξική σύγκρουση. Το βάθεμα αυτής της γνώσης μεταξύ των συντρόφων είναι ένα ζήτημα που συχνά τίθεται σε δεύτερη μοίρα, προκειμένου να ευνοηθεί η αποτελεσματικότητα της δράσης.

Ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα που χρειάζεται να αντιμετωπίσουν οι αναρχικοί σε όλη την ιστορία τους, είχε να κάνει με την μορφή της οργάνωσης του αγώνα. Στην μια άκρη του φάσματος βρίσκουμε τους ατομικιστές που αρνούνται κάθε είδους σταθερής σχέσης, στην άλλη αυτούς που υποστηρίζουν μια μόνιμη οργάνωση, που δρα βάσει ενός προγράμματος βασισμένου στη στιγμή της ίδρυσής της. Και οι δύο αυτές μορφές έχουν χαρακτηριστικά που επιδέχονται μιας κριτικής από εξεγερσιακή σκοπιά.

Πράγματι, όταν οι ατομικιστές χτυπούν τον ταξικό εχθρό, βρίσκονται συχνά πολύ μπροστά από τα πιο μαχητικά ταξικά στοιχεία της εποχής, και οι δράσεις τους δε γίνονται κατανοητές. Αντιθέτως, οι υποστηρικτές της σταθερής οργάνωσης συχνά περιμένουν μέχρι να εμφανιστεί ένας σεβαστός αριθμός εκμεταλλευομένων που θα καθορίσει το πώς και πότε θα χτυπηθεί ο ταξικός εχθρός. Οι δράσεις των πρώτων βρίσκονται πολύ μπροστά από το επίπεδο του αγώνα, των δεύτερων πολύ πίσω. Ένας από τους λόγους αυτής της ανικανότητας είναι κατά την άποψή μας η έλλειψη προοπτικής. Σαφώς, κανείς δεν έχει μια τέλεια συνταγή χωρίς μειονεκτήματα, μπορούμε ωστόσο να καταδείξουμε τα όρια που διαβλέπουμε σε κάθε είδους οργάνωση, και να ανιχνεύσουμε πιθανές εναλλακτικές. Μία από αυτές είναι γνωστή σαν “ομάδες συγγενείας”.

Ο όρος αυτός επιζητά μια εξήγηση. Η «συγγένεια» που αναφέρει συχνά γίνεται αντιληπτή κάπως συναισθηματικά. Παρόλο που δεν είναι απόλυτα διαχωρισμένο, ο όρος δε θα πρέπει να λαμβάνεται ως συνώνυμο. Μπορεί να βρισκόμαστε κοντά με συντρόφους που δεν μας είναι συμπαθείς, κι αντίστροφα. Βασικά, η «συγγένεια» με τους συντρόφους σημαίνει την καλή τους γνώση, το βάθεμα της αντίληψης του ενός για τον άλλο. Όσο αυτή η γνώση αυξάνεται, η συνεργασία μπορεί να αυξηθεί στο βαθμό του να γίνεται εφικτό να δρούμε μαζί, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να μειωθεί με την έννοια ότι κάτι τέτοιο να είναι δύσκολο για πρακτικούς λόγους.

Η γνώση του άλλου είναι μια αέναη διαδικασία που μπορεί να διακοπεί σε κάθε επίπεδο ανάλογα με τις συνθήκες και τους στόχους που θέλει ο καθένας να φτάσει. Έτσι ο καθένας μπορεί να έχει μια εγγύτητα στο να κάνει κάποια πράγματα μαζί με κάποιον άλλον, και όσον αφορά κάποια άλλα, όχι. Είναι προφανές ότι όταν μιλάμε για γνώση του άλλου, δεν εννοούμε να αναλύουμε τα προσωπικά μας προβλήματα, αν και κάτι τέτοιο μπορεί να είναι σημαντικό όταν αυτά παρεμβάλλονται στο ζήτημα της εγγύτητας του ενός με τον άλλον. Με αυτήν την έννοια, η γνώση του άλλου δε συνεπάγεται αυτόματα και την στενή σχέση με αυτόν. Αυτό που έχει σημασία είναι να γνωρίζουμε πως ο σύντροφός μας σκέφτεται σχετικά με τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει στην ταξική σύγκρουση, πως μπορεί να παρέμβει, ποιες μεθόδους θεωρεί ότι σηκώνει η εκάστοτε περίσταση κλπ.

Το πρώτο βήμα σ αυτήν τη διαδικασία είναι η συζήτηση. Είναι προτιμότερο να υπάρχει μια δηλωμένη άποψη, όπως κάποιο κείμενο, ώστε τα διάφορα προβλήματα να αντιμετωπιστούν καίρια.

Μόλις έχουν ξεκαθαριστεί τα βασικά, οι ομάδες συγγενείας είναι πρακτικά σχηματισμένες. Το βάθεμα της γνώσης μεταξύ των συντρόφων συνεχίζεται σε σύνδεση με τη δράση τους σαν ομάδα και την κοινή τους αντιμετώπιση της πραγματικότητας σαν σύνολο. Όσο αυτή η πρόοδος λαμβάνει χώρα, η γνώση τους συχνά διευρύνεται και ισχυροποιεί τους δεσμούς μεταξύ τους. Αυτό ωστόσο είναι μια συνέπεια της εγγύτητας, όχι ο πρωταρχικός στόχος.

Συμβαίνει συχνά τα πράγματα να γίνονται αντίστροφα, να ξεκινά κάποιου είδους δράση και στην πορεία να πραγματοποιούνται οι αναγκαίες διευκρινήσεις, χωρίς να φτάσει στο επίπεδο της εγγύτητας που είναι αναγκαία προκειμένου να γίνει κάτι από κοινού. Τα πράγματα τότε αφήνονται στην τύχη, μιας και κάποιου είδους παραδοχές γίνονται από την ομάδα ήδη από το σχηματισμό της. Φυσικά αυτό δεν μπορεί να σταθεί: η ομάδα είτε παλινδρομεί μιας και δεν υπάρχει κάποιος σαφής δρόμος να πάρει, είτε ακολουθεί τις τάσεις του συντρόφου ή των συντρόφων με τις πιο αποσαφηνισμένες ιδέες σχετικά με το τι θέλουν, ενώ οι υπόλοιποι επιτρέπουν στους εαυτούς τους να παρασύρονται, συχνά με ελάχιστο ενθουσιασμό ή πραγματική δέσμευση.

Η ομάδα συγγενείας από την άλλη, βρίσκει τις δυνατότητές της και κατευθύνεται εξαρχής στη δράση, βασιζόμενη όχι στην ποσότητα των μελών της αλλά στην ποιοτική δύναμη ενός αριθμού ατόμων που εργάζονται μαζί σε ένα σχέδιο που αναπτύσσουν από κοινού όσο συμπορεύονται. Από το να αποτελέσει μια συγκεκριμένη δομή του αναρχικού κινήματος και της γκάμας των δραστηριοτήτων που παρουσιάζει αυτό – προπαγάνδα, άμεση δράση, ίσως κάποια παραγωγή εντύπων, συμμετοχή σε μια άτυπη οργάνωση κλπ – μπορεί επίσης να σχηματίσει έναν «πυρήνα βάσης» ή κάποια άλλη μαζική δομή κι έτσι να παρέμβει πιο αποτελεσματικά στην ταξική σύγκρουση.

Τεύχη του Insurrection στα αγγλικά: 325

1