Categories
Uncategorized

Απ’ την Ελλάδα μέχρι το Logroño (Ισπανία)…

Απ’ την Ελλάδα μέχρι το Logroño (Ισπανία)… μια προκήρυξη Ισπανών συντρόφων

ή

Τί Ενώνει Μερικά Παιδιά από την Ήσυχη Ισπανική Επαρχία με τα Παιδιά της Ελληνικής Εξέγερσης

ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ, ΟΛΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ

1. Το ότι στεκόμαστε αντιμέτωποι με τον κόσμο της εμπορευματικής παραγωγής. Επιθυμούμε να σταματήσουμε αυτήν την ατέλειωτη ανάγκη που κάνει τους τροχούς της οικονομίας να γυρίζουν και να γυρίζουν. Τα τρία εμπορικά κέντρα που περικυκλώνουν το Logroño (“Las Cañas“, “Parque Rioja” και “Berceo“), και οι εμπορικές περιοχές της “Gran Via” και του “Paseo de las Cien Tiendas” είναι μονίμως γεμάτες εμπορεύματα, τα περισσότερα απ’ τα οποία είναι στην τελική άχρηστα. Από που έρχονται και πού καταλήγουν όταν τα πετάμε;

Η απάντηση στην ερώτηση αυτή χάνεται στον συνεχή κι άγριο βομβαρδισμό διαφημίσεων των μίντια. Προκειμένου να αποφύγουμε μια κατάρρευση της οικονομίας υπάρχει αυτή η ανάγκη για κατανάλωση εμπορευμάτων, απλά και μόνο για να καταστραφούν, να εξαφανιστούν και να αντικατασταθούν σε έναν ολοένα και αυξανόμενο ρυθμό. Είναι εκεί, το κράτος και οι οικονομολόγοι του καπιταλισμού να προσπαθούν να βρουν τους τρόπους να ενθαρρύνουν την εργατική δύναμη και να κινητοποιήσουν ένα νέο κύμα κατανάλωσης. Τα παιδιά των ελληνικών πόλεων με το καταστροφικό μένος τους, έθεσαν σε κίνηση ένα μπλοκάρισμα του καταναλωτικού shopping therapy και της ροής των εμπορευμάτων σε αρκετά οικονομικά κέντρα.

2. Επειδή επιθυμία μας είναι να πάψουμε να νιώθουμε ευγνώμονες για τις δουλειές απ’ όπου όλο και γρηγορότερα μας πετάνε έξω απ’ αυτόν τον “παράδεισο” του επιχειρηματικού και οικονομικού κόσμου. Αρνούμαστε να συνεχίσουμε να γινόμαστε ευέλικτα κενά όντα στις υπηρεσίες μιας αγοράς που έχει διαφύγει από τις δυνάμεις των ανθρώπων. Η μισθωτή εργασία δεν είναι τίποτα παραπάνω από στυγνός εκβιασμός κι όσο τα ποσοστά της ανεργίας αυξάνονται, αυτό γίνεται πιο εμφανές.

Όσοι ανάμεσά μας στηρίζονται σε προσωρινές/μαύρες δουλειές βλέπουν πώς η πρόσβαση στην αγορά εργασίας γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκη, πώς το δεδομένο της “μιας τίμιας δουλίτσας” γίνεται συνώνυμο του “προνομιούχου” εργαζομένου. Σ’ αυτό πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι πολλές δουλειές δεν έχουν την οποιαδήποτε κοινωνικής χρησιμότητα, αλλά αποτελούν συμπτώματα μιας οικονομίας εκτός ελέγχου. Δουλειές στις οποίες τελικά μπαίνουμε εξ’ αιτίας της ωμής αναγκαιότητας του μισθού.

Τα παιδιά στις ελληνικές πόλης, μέσα απ’ την καταστροφική τους βία, δήλωσαν μια άρνηση της κοινωνικής μηχανικής που τους μετατρέπει σε αγοραία προϊόντα.

3. Επειδή αυτό που συνέβη στην Ελλάδα, ξεκίνησε και ωρίμασε μέσα στη βία, δε σταμάτησε ποτέ εκεί. Έτσι, είδαμε μεταξύ άλλων, καταλήψεις σχολίων και πανεπιστημίων, επανοικειοποιήσεις δημαρχείων, καταλήψεις των γραφείων της ΓΣΕΕ, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών ώστε να μεταδίδονται προκηρύξεις των συνελεύσεων…  Όλα αυτά είναι η σπορά ενός γενικού εγχειρήματος αυτοοργάνωσης που στοχεύει στην οικοδόμηση εναλλακτικών από τις σημερινές αλλοτριωμένες και εμπορευματοποιημένες κοινωνικές σχέσεις.

Οι νεαροί εξεγερμένοι της Ελλάδας γνωρίζουν άμεσα ότι η καταστροφική οργή από μόνη της δεν είναι αρκετή για έναν ανοιχτό πόλεμο ενάντια στον κόσμο του κεφαλαίου, κι έχουν θέσει σε κίνηση μια πληθώρα από αυτοοργανωμένες δραστηριότητες.

4. Επειδή θέλουμε να σταματήσουμε τον πόνο, που δεχόμαστε εμείς, από την ενεργητική ή παθητική -δεν έχει σημασία- συμμετοχή μας στον καταστροφικό μηχανισμό παραγωγής, κυκλοφορίας και κατανάλωσης εμπορευμάτων.

Ερχόμαστε αντιμέτωποι με αμέτρητες αντιφάσεις στις ζωές μας: δουλεύουμε σε άχρηστες παραγωγικές διαδικασίες, οδηγούμε αμάξια σε δρόμους που περιζώνουν πολιτείες και κοιλάδες αναδύοντας τοξικά και νέφη. Καταναλώνουμε κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τηλεοράσεις, με μετασχηματιστές από ορυκτά του Κονγκό, χωρίς να μπορούμε να μη σκεφτούμε την ανθρωποσφαγή των παιδιών που εξορύσσουν τις πρώτες ύλες απ’ την Αφρική. Παίρνουμε ναρκωτικά ή -με συνταγή ιατρού- φαρμακευτικά βοηθήματα για να δραπετεύσουμε από μια πραγματικότητα επώδυνη και μπερδεμένη, προσαρμόζοντας έτσι τους εαυτούς μας στις επιταγές αυτής της κοινωνίας, ξεχνώντας τη λεηλασία που κρύβεται πίσω απ’ την “κανονικότητα” των εμπορευματικών σχέσεων…

Οι νεολαίοι στην Ελλάδα μας έδειξαν με ποιόν τρόπο να ονειρευόμαστε και πάλι, να ξεπερνούμε την πικρία και τη λύπη μας, να κερδίζουμε πίσω την ορμή που χάσαμε στην ενηλικίωση.

5. Επειδή όσο άδεια, κενή και υποβαθμισμένη μοιάζει η πραγματικότητα για μας, εμείς εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι όλα είναι δυνατά. Αν είναι να υπάρξει ένα μέλλον, αυτό θα είναι αναγκαστικά προϊόν της ανασύνθεσης της ανθρώπινης κοινωνίας σε νέα θεμέλια, διαφορετικά.

Είναι λοιπόν αυτή η ανασύνθεση στην οποία στοχεύουν όλη η ευφυία μας κι όλος ο κόπος μας: η κατάργηση του κράτους και η αντικατάστασή του από αμέτρητες μικρές κι ομόσπονδες κοινότητες. Η λογική εγκατάλειψη των σημερινών μέσων παραγωγής που είναι περιττά, και η αυτοδιεύθυνση κάθε κοινωνικής δραστηριότητας, η ρύθμιση της ζωής από συνελεύσης που θα οργανώνουν βασικά καθήκοντα. Η καταστροφή των επιθετικών τεχνολογιών που ενισχύουν μια τεράστια και περίπλοκη κοινωνική οργάνωση εγείροντας ιεραρχίες, συστήματα ελέγχου, μηχανισμούς/θεσμούς καταστολής… Η ολοκληρωτική κατάργηση της μισθωτής εργασίας και η μετατροπή της εργασίας σε παιχνίδι, μια ριζική επαναδιευθέτηση των αναγκών μας, μια εναλλασσόμενη διανομή των κοινών εργασιών μεταξύ όλων όσων είμαστε ικανοί για το κάθε έργο, κατάργηση του χρήματος και αντικατάστασή του από την οικειοθελή ανταλλαγή… επανεφυεύρεση πιο φυσικών τρόπων ζωής…

Θεωρούμε τους εαυτούς μας μέρος αυτό του εγχειρήματος, απλά και μόνο γιατί είναι τόσο η θέλησή μας όσο και απόλυτη αναγκαιότητα.

Σύντροφοι από το Logroño

***

Ελεύθερη μετάφραση του κειμένου. Στα αγγλικά στο aiming further-striking better. Το Λογκρόνιο είναι μια πόλη 190.000 κατοίκων κοντά στη Χώρα των Βάσκων, υπήρξε ισχυρή έδρα των επαναστατών μέχρι την ήττα στον εμφύλιο του 1936, αλλά και εργατικών αγώνων τα πρώτα χρόνια μετά τον φρανκισμό.

Categories
Uncategorized

Η επανάσταση και το κόμμα του ένοπλου – Δεκεμβριστές

το κείμενο αναδημοσιεύεται εδώ από το athens.indymedia.org (όπου μπορεί να βρεθεί και σε pdf) ως μικρή ανταπόκριση στην επιτακτική -πλέον, έστω- ανάγκη να διαβαστούν και να κυκλοφορήσουν, παρά τον πανικό πληροφοριών των ημερών, οι ιδέες που αναπτύσσει συγκροτημένα, με ψυχραιμία και οξύνοια.

ΠΡΟΣΟΧΗ!  ΨΑΧΝΟΥΝ ΓΙΑ ΜΑΛΑΚΕΣ


Η επανάσταση και το κόμμα του ένοπλου

Η επανάσταση σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι η καταστροφή της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας, και, μέσα από αυτήν, η καταστροφή όλων των κοινωνικών σχέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η επανάσταση είναι τα κομμουνιστικά μέτρα που αυτή (θα) λαμβάνει αναγκαστικά κατά την εξέλιξη της: η κατάργηση της ιδιοκτησίας, η κατάργηση κάθε είδους ανταλλακτικής αξίας και κάθε είδους μετρησιμότητας, η κατάργηση του καταμερισμού εργασίας, της διαίρεσης του χρόνου σε παραγωγικό και «ελεύθερο», η κατάργηση όλων των καπιταλιστικών λειτουργιών και διαχωρισμών του χώρου. Τα κομμουνιστικά μέτρα είναι η δημιουργία άμεσων σχέσεων μεταξύ των ατόμων, η κατάργηση κάθε διάκρισης ανάμεσα στο ατομικό συμφέρον και το «συλλογικό» συμφέρον, δηλαδή η κατάργηση των ίδιων των συμφερόντων –ατομικού και «συλλογικού»– που μέσα στο κεφάλαιο αντιπαρατίθενται μεν, αλληλοϋποστηριζόμενα όμως ως προς τη συνέχιση της διακριτής τους ύπαρξης.

Καθώς (θα) εξελίσσεται η επανάσταση και μέσα από τα μέτρα που (θα) λαμβάνει, (θα) αποσυντίθενται οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και οι τάξεις που αυτές συνεπάγονται: η καπιταλιστική τάξη και το προλεταριάτο. Η επανάσταση θα καταστρέφει και το κεφάλαιο θα αμύνεται και θα προσπαθεί να αναστρέψει αυτή την καταστροφική πορεία, αλλάζοντας μορφές και φυσικά καταφεύγοντας στην άσκηση της βίας που διαθέτει. Η δράση της επανάστασης, δηλαδή τα μέτρα που θα λαμβάνει κατά την εξέλιξή της, δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν σε βίαιη αντιπαράθεση με το κράτος. Αν η επανάσταση δεν καταπνιγεί στις πρώτες «ξεκάθαρες» αντιπαραθέσεις με το κράτος και κατορθώσει να επεκταθεί γρήγορα, τότε θα αναλάβει δράση η αντεπανάστασή της, που πάντα αναπτύσσεται ταυτόχρονα μ’ αυτήν, και συγκρουόμενη με την επανάσταση θα προσπαθεί να την αναχαιτίσει. Η αντεπανάσταση, που θα παρουσιάζεται σαν επανάσταση, θα φτάσει, αν χρειαστεί, στο σημείο να ανεμίσει κόκκινες ή κοκκινόμαυρες σημαίες και να προσπαθήσει να επιβάλει μια νέα μορφή της σχέσης κεφάλαιο (έναν άλλο εφικτό κόσμο), φυσικά με τη βία. Η βίαιη (αναπόφευκτα και ένοπλη) αντιπαράθεση της επανάστασης με το κράτος και την αντεπανάσταση θα μπορεί να συνεχιστεί μόνο αν η επανάσταση  διαχυθεί παντού και μόνο αν ταυτιστεί απόλυτα με την επιβίωση των ατόμων και των νέων σχέσεων μεταξύ τους.

Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, για να απογυμνωθεί η επανάσταση από το περιεχόμενό της ως άμεση λήψη κομμουνιστικών μέτρων και να ακυρωθεί η αναγκαιότητα της διάχυσης αυτών των πρακτικών της, σήμερα παρουσιάζεται ως επαναστατική πρακτική η διαχωρισμένη ένοπλη δράση κάποιων ειδικών κομάντο. Η θεαματική πρακτική που παρουσιάζει την επανάσταση ως «ανάληψη των όπλων από τους συνειδητοποιημένους» στην πραγματικότητα είναι η ένοπλη έκφραση της αντεπανάστασης, μια από τις μορφές της αντιεξέγερσης σήμερα στην Ελλάδα και διεθνώς.

Η επανάσταση είναι μια διαδικασία που θα διαλύσει τις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, ωστόσο θα αναδυθεί μέσα από αυτές. Η επανάσταση είναι μια διαδικασία η οποία δεν είναι εξαρχής απαλλαγμένη από κάθε είδους διαμεσολάβηση. Επειδή η επαναστατική διαδικασία θα είναι η κατάργηση κάθε διαμεσολάβησης και η επικράτηση των άμεσων σχέσεων μεταξύ των ατόμων, η αντεπανάσταση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική διαμεσολάβηση, καθώς αυτή είναι η γλώσσα έκφρασης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Το «ένοπλο» είναι μια ειδική μορφή πολιτικής πρωτοπορίας. Η διαφορά του με τις υπόλοιπες είναι ότι, επειδή επιτίθεται στρατιωτικά στους «κακούς» (προς το παρόν τουλάχιστον), μπορεί να παρουσιάζει πως κάνει κάτι που σε καμία περίπτωση δεν κάνει: ότι επιτίθεται στις σχέσεις που ορίζουν το ρόλο κάθε λειτουργού του κεφαλαίου αλλά και του ίδιου του κράτους. Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου δηλώνει ότι είναι εχθρικό προς όλες τις πρωτοπορίες, ένα μέρος του πείθεται πως το κόμμα του ένοπλου είναι διαφορετικό ποιοτικά από τις άλλες μορφές πολιτικής πρωτοπορίας.

Το ένοπλο ως πολιτική διαμεσολάβηση

Κάθε πολιτική διαμεσολάβηση έχει αντίθετα συμφέροντα από την επανάσταση. Με όλες τις πρακτικές του, τα χτυπήματα και το λόγο του, το κόμμα του ένοπλου επιδιώκει να παίξει έναν πολιτικό ρόλο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η πολιτική δεν είναι τίποτα άλλο από τη συνδιαλλαγή με το κράτος, το οποίο είναι ο βασικός μηχανισμός αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων. Κάθε πολιτική οργάνωση, ανεξάρτητα με τον τρόπο που χρησιμοποιεί για να διαμεσολαβεί τις σχέσεις ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους αλλά και την ίδια τη σχέση της εκμετάλλευσης, ουσιαστικά διεκδικεί για τον εαυτό της τη διαχείριση της συνέχισης της ύπαρξης της τάξης των εκμεταλλευόμενων.

Οι παλαιότερες αριστερές ένοπλες πολιτικές οργανώσεις της Ελλάδας ήταν σαφείς ως προς τον πολιτικό τους ρόλο. Προωθούσαν μέσα από την καταδικαστική δράση τους για μια συγκεκριμένη πολιτική, μια άλλη, εναλλακτική πολιτική: προωθούσαν τη δημιουργία ενός εργατικού κράτους ή ενός συστήματος αυτοδιαχείρισης της παραγωγής, δηλαδή ενός συστήματος αυτοεκμετάλλευσης. Αυτός ήταν ο τρόπος να διαμεσολαβείται πολιτικά το περιεχόμενο της επανάστασης της προηγούμενης ιστορικής περιόδου.

Σήμερα οι περισσότερες από τις ένοπλες πολιτικές οργανώσεις εμφανίζονται ως μηδενιστικές και αντικοινωνικές. Ο λόγος που γίνεται αυτό είναι επειδή οι σύγχρονες εξεγέρσεις είναι όντως μηδενιστικές. Είναι μηδενιστικές επειδή δεν διεκδικούν ούτε επιμέρους βελτιώσεις ούτε αναμόρφωση του συστήματος (ο τρόπος λειτουργίας του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ψευδαισθήσεις ότι οποιαδήποτε λεκτική παραχώρηση θα υλοποιηθεί). Είναι μηδενιστικές επειδή οι εκμεταλλευόμενοι, στρεφόμενοι εναντίον του κεφαλαίου, στρέφονται άμεσα εναντίον του συνόλου της σημερινής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας τους της ύπαρξης ως τάξης του κεφαλαίου, καθώς όλα τα αναχώματα μεταξύ των αντιτιθέμενων τάξεων έχουν διαβρωθεί σήμερα στον σύγχρονο καπιταλισμό, αφήνοντας την καταστολή σαν μοναδικό αποφασιστικό επιχείρημα του κεφαλαίου. Οι σύγχρονες εξεγέρσεις προεικονίζουν την καταστροφή όλων των λειτουργιών της καπιταλιστικής κοινωνίας, την πλήρη διάρρηξη όλων των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και τη δημιουργία νέων άμεσων σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών ατόμων. Αυτές οι νέες σχέσεις είναι η πλήρης άρνηση της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι ο εκμηδενισμός (η εξάλειψη) της καπιταλιστικής κοινωνίας, η καταστροφή της. Ο μη διεκδικητικός χαρακτήρας του Δεκέμβρη, δηλαδή το μηδενιστικό του περιεχόμενο, προεικονίζει το μηδενισμό της επανάστασης.

Ο μηδενισμός του κόμματος του ένοπλου που εκφράζεται μέσα σε κάποιες από τις πρακτικές του είναι καρικατούρα: η δήθεν «επιλογή της πρωτοπορίας» να επιτεθεί σε όλους (υπονοούν επιθέσεις ακόμη και στο «μη συνειδητοποιημένο» κομμάτι των εκμεταλλευόμενων) και το αυτάρεσκο «πάθος για την καταστροφή των πάντων»  δεν έχει τίποτα να κάνει με την αναγκαιότητα του ξεπεράσματος του κεφαλαίου και τη δημιουργία νέων σχέσεων. Το σύγχρονο κόμμα του ένοπλου πλασάρεται ως «μηδενιστικό» και, ορίζοντας το μηδενισμό ως «ανομία» ή «βανδαλισμό» ή «χουλιγκανισμό», χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της αντεπανάστασης και του κράτους, προσπαθεί να αδειάσει το μηδενισμό της εξέγερσης από το επαναστατικό περιεχόμενό του.

Οι πρακτικές και η ιδεολογία του κόμματος του ένοπλου

Το κόμμα του ένοπλου, αλλά και όσοι πείθονται από αυτό, απαντούν στην κριτική που λέει ότι η πρακτική του δεν είναι τίποτε άλλο από μια πολιτική διαμεσολάβηση όπως ακριβώς και αυτή των υπόλοιπων κομμάτων, με δύο επιχειρήματα: α) ότι λειτουργούν ως προτροπή, ότι δηλαδή αν και οι υπόλοιποι εκμεταλλευόμενοι ακολουθήσουν τη δική τους πρακτική τότε και με αυτόν τον τρόπο θα γίνει η επανάσταση και β) ότι αποδυναμώνουν το κράτος και εγκαθιδρύουν ένα καθεστώς τρόμου για τους μπάτσους και τους αστούς, προετοιμάζοντας έτσι την επανάσταση. Για να κριθούν αυτές οι θέσεις, όπως και κάθε κατεύθυνση που επιχειρεί να δώσει οποιοσδήποτε παρουσιάζεται ως «επαναστατική πρωτοπορία» (ένας όρος ενδογενώς αντιφατικός), πρέπει να αποσαφηνιστεί τι θα συμβεί αν τελικά οι εκμεταλλευόμενοι ακολουθήσουν την «πρωτοπορία» και να εξεταστεί αν όντως πλήττεται το κράτος όταν φοβούνται οι μπάτσοι.

Τι σημαίνει σήμερα να πάρει ο κόσμος τα όπλα και τι θα συμβεί αν όντως πάρει τα όπλα, αν δηλαδή όντως ακολουθήσει τις προτροπές των κειμένων της «πρωτοπορίας»; Παραδοσιακά, σύμφωνα με το κόμμα του ένοπλου, υπάρχουν δύο τρόποι να ξεκινήσει η επανάσταση παίρνοντας τα όπλα: να δημιουργηθεί ένα ισχυρό αντάρτικο πόλης ή να δημιουργηθεί ένας «επαναστατικός στρατός». Το σύγχρονο εγχώριο κόμμα προωθεί το αντάρτικο πόλης. Έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι το αντάρτικο πόλης που κατορθώνει να γενικευθεί μπορεί να οδηγήσει μόνο στη δημιουργία στρατιωτικής οργάνωσης. Η ύπαρξη και μόνο ενός στρατού (ανεξάρτητα από την αρχική μορφή του) είναι αντεπαναστατική. Ο στρατός είναι ιεραρχία, πειθαρχία, διαμεσολάβηση, ανεξάρτητα από το αν ονομάζεται επαναστατικός. Ο στρατός δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από ένα μηχανισμό που έχει στόχο να καταλάβει την εξουσία. Η επανάσταση όμως δεν μπορεί να είναι η κατάληψη της εξουσίας από τους εκμεταλλευόμενους και η διαχείριση της παραγωγής με τη δημιουργία ενός εργατικού κράτους ή εναλλακτικών θεσμών αυτοεκμετάλλευσης: όλες οι ιστορικές επαναστάσεις με αυτό το περιεχόμενο απέτυχαν. Τα αντάρτικα με τέτοιες διακηρυγμένες προθέσεις, όταν φτάνουν στην κεντρική εξουσία (π.χ. Νεπάλ), απλώς εγκαθιδρύουν νέες δομές εξουσίας για τη διάσωση ενός καπιταλιστικού καθεστώτος που βρίσκεται σε μεγάλη κρίση. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να δημιουργηθεί σήμερα «επαναστατικός στρατός», πράγμα που προεικονίζεται στο περιεχόμενο των εξεγέρσεων που πραγματικά αμφισβητούν τον σύγχρονο κόσμο. Οι εξεγέρσεις αυτές είναι ήδη η διάχυση της σύγκρουσης μέσα στο χωροχρονικό πλαίσιό τους. Η επανάσταση είναι αναγκαστικά η διάχυση της σύγκρουσης παντού, γιατί η υπεροπλία του κράτους είναι τέτοια που ο περιορισμός της επανάστασης σε υπεράσπιση στρατιωτικών μετώπων θα ήταν το τέλος της. Το μόνο που θα πετύχαινε η στρατηγική της στρατιωτικής αντιπαράθεσης που προωθεί το κόμμα του ένοπλου, θα ήταν να οδηγήσει σε μια άμεση και απόλυτη ήττα, σε ένα λουτρό αίματος.

Αυτό το πρακτικό αδιέξοδο οδηγεί στη σκέψη ότι ο στόχος της προτροπής είναι άλλος. Ο στόχος είναι να στραφεί στη διαχωρισμένη πρακτική του ένοπλου ο κόσμος που είναι ήδη εξοικειωμένος με τις πρακτικές βίας του δρόμου. Καθώς το αδιέξοδο της ζωής βιώνεται ατομικά από όλο και περισσότερους (κάτι που δεν είναι παρά μια όψη του αδιεξόδου μπροστά στο οποίο βρίσκεται η αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων) και καθώς οι πρακτικές του δρόμου αντιμετωπίζονται από τα κράτη παγκοσμίως όλο και πιο σκληρά με τη μετατροπή της αστυνομίας σε εσωτερικό στρατό κατοχής (προληπτικές συλλήψεις, αύρες, τέιζερ, πλαστικές σφαίρες, πραγματικά πυρά), η ένοπλη δράση παρουσιάζεται μέσα από τις πρακτικές του κόμματος του ένοπλου ως μια υποτιθέμενη διέξοδος. Η διέξοδος αυτή προτείνεται σε όσους δεν χωράνε στις άλλες πολιτικές μορφές του κινήματος που δημιουργήθηκαν ή ενδυναμώθηκαν μέσα στην εξέγερση του Δεκέμβρη αλλά πέρα απ’ αυτήν ή και εναντίον της. Σε όσους δεν χωράνε στα πάρκα, στις δεκάδες συνελεύσεις, στις «πρωτοβουλίες πολιτών» για τα τοπικά ζητήματα ή/και στα συνδικάτα βάσης, προτείνεται η λύση ενός απελπισμένου μοναχικού πολέμου εδώ και τώρα.

Το σύγχρονο κόμμα του ένοπλου δομεί την ιδεολογία του εκσυγχρονίζοντας την ιδεολογία της θυσίας του αγωνιστή που έχει κληρονομηθεί από τη σταλινική αριστερά. Η ιδεολογία του, που συμπυκνώνεται στο ότι επαναστάτες είναι αυτοί που τολμούν να «ξεκινήσουν την επανάσταση μόνοι τους παίρνοντας τα όπλα» –αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες της απόφασης αυτής ακόμη και για τους ίδιους– στην ουσία βασίζεται στον πλήρη ενστερνισμό του πιο σημαντικού όρου του καπιταλιστικού ονείρου: στην ατομική αξία, δηλαδή στην απόδοση της επιτυχίας ή της αποτυχίας στην προσωπική θέληση, απόφαση και προσπάθεια. Η πιο απλοϊκή μορφή αυτής της ιδεολογίας είναι το ηρωικό καουμποϊλίκι: το μόνο που χρειάζεται είναι να είσαι τολμηρός και να τραβάς πιο γρήγορα τη σκανδάλη. Το κόμμα του ένοπλου συνειδητά αγνοεί τις κοινωνικές σχέσεις που ορίζουν τη ζωή των ανθρώπων. Αγνοεί ότι η κοινωνία αυτή είναι ταξική και ότι η αντιφατική σχέση των τάξεων είναι η μόνη δυνατή πηγή της επανάστασης. Γι’ αυτόν το λόγο φετιχοποιεί τα όπλα και μετατρέπει την επανάσταση σε μια καρικατούρα: την ένοπλη σύγκρουση. Στην ουσία, το κόμμα του ένοπλου συμμετέχει σ’ ένα στημένο παιχνίδι με νικητή αναγκαστικά το κράτος. Η συμμετοχή σ’ αυτό το παιχνίδι προσφέρει τη δυνατότητα στο κράτος να ξεμπερδέψει άμεσα με ένα κομμάτι των εκμεταλλευόμενων που ολοφάνερα δεν μπορεί να διαχειριστεί αλλιώς.

Το επόμενο λογικό βήμα στη σκέψη, είναι να τεθεί σε κριτική κατά πόσον οι ένοπλες πρακτικές ελάχιστων –οι οποίες κανένας δεν γνωρίζει ποιες ακριβώς είναι, αλλά όλοι γνωρίζουν μόνο ό,τι παρουσιάζει η αστυνομίαόντως πλήττουν το κράτος και το κεφάλαιο. Το ότι φοβούνται οι μπάτσοι ως άτομα (κάτι που όντως ισχύει σε κάποιο βαθμό) δεν έχει καμία σχέση με την εξέλιξη της κατασταλτικής στρατηγικής του κράτους. Θα ήταν μεγάλη αφέλεια αν πίστευε κάποιος ότι το κράτος πρόκειται να αλλάξει στρατηγική γι’ αυτόν το λόγο. Ο φόβος των μπάτσων, όπως και ο θάνατός τους, είναι μέσα στον προϋπολογισμό. Το κράτος δεν αντιμετωπίζει τους μπάτσους ως ανθρώπους αλλά ως όργανα, ως στρατιώτες, και δεν πρόκειται φυσικά να μειώσει την καταστολή, η οποία αποτελεί σήμερα την πιο σημαντική έκφανση της διαχείρισης της αναπαραγωγής των εκμεταλλευόμενων. Υπάρχουν και οι απόψεις που εκφράζονται από φράξιες του κόμματος του ένοπλου ή/και υποστηρικτές του κόμματος αυτού, οι οποίες επιδιώκουν την αύξηση της καταστολής. Αυτές οι απόψεις θεωρούν ότι με ένα μηχανιστικό τρόπο η αύξηση της καταστολής και των θυμάτων της θα επιφέρει αναγκαστικά την επανάσταση. Η επιδίωξη αύξησης της καταστολής υπονοεί ότι η δημοκρατία είναι ακαταμάχητη, γιατί ως δημοκρατία μπερδεύει τους υπηκόους και καλό θα ήταν να γίνει αυτό που «πραγματικά» είναι: δικτατορία. Έτσι θα έμπαιναν ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές και θα εξέλιπε η ολέθρια εξαπάτηση της συνείδησης – από μια δημοκρατία στην οποία οι θιασώτες του ένοπλου θεμελιωδώς πιστεύουν.  Πιστεύουν στην «πραγματική» δημοκρατία, «πραγματική» ελευθερία, «πραγματική» κοινωνική δικαιοσύνη, δηλαδή σε αξίες που είναι «καλές», αλλά το καθεστώς τις χρησιμοποιεί βρωμίζοντάς τες, επειδή ακριβώς δεν αναγνωρίζουν τα ταξικά θεμέλια της κοινωνίας, την αντιφατική σχέση κεφαλαίου-προλεταριάτου και την ιστορία της.

Ένας ακόμη τρόπος να αποτιμηθεί η πρακτική του κόμματος του ένοπλου είναι να αποσαφηνιστούν τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής ιστορικά. Η ιστορία απαρέγκλιτα δείχνει ότι η «επανάσταση του όπλου» είναι το όπλο της αντεπανάστασης και μάλιστα το πιο ισχυρό της όπλο, ακριβώς γιατί παρουσιάζεται πιο πειστικά από όλα τα υπόλοιπα ως επανάσταση. Τα ιστορικά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η πρακτική του ένοπλου ταυτίζεται με τα συμφέροντα του κράτους σε ολόκληρο τον κόσμο αλλά και ειδικά στην Ελλάδα είναι πάρα πολλά και δεν είναι σκοπός αυτού του κειμένου να τα αναπαράγει εδώ. Είναι σίγουρο πάντως ότι το να πιστεύει κανείς πως το κράτος δεν κατασκευάζει ή δεν εκμεταλλεύεται γεγονότα, σήμερα πια που τεράστιες κρατικές συνωμοσίες αποκαλύπτονται, αποτελεί ανοησία.

Η σημερινή κατάσταση

Ταυτόχρονα με την εξέλιξη ενός κινήματος εξελίσσεται και η επεξεργασία της στρατηγικής του κεφαλαίου και του κράτους εναντίον του. Αυτό που επαναλαμβάνεται στην ιστορία είναι ότι το κόμμα του ένοπλου εμφανίζεται κατά την υποχώρηση ενός κινήματος αναγγέλλοντας την έναρξη της αντεπίθεσης του κράτους ή/και μετά το τέλος του κινήματος για να ακυρώσει το περιεχόμενο του κινήματος. Όταν ο κόσμος είναι στο δρόμο και η βία του κινήματος είναι διάχυτη και κοινωνικοποιημένη, το κόμμα του ένοπλου δεν μπορεί να παίξει κανένα ρόλο. Στην εξέγερση του Δεκέμβρη, όταν οι εξεγερμένοι έκαναν επιθέσεις στους μπάτσους με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, κανένα κόμμα δεν μπορούσε να διεκδικήσει την πρωτοπορία και να υποδείξει μια διαχωρισμένη πρακτική ως πιο «αναβαθμισμένη» από την υπάρχουσα εξεγερσιακή πρακτική ή ως πιο «επαναστατική». Όταν ένα κίνημα τελειώνει, το κεφάλαιο και το κράτος αντεπιτίθενται με μεγάλη σφοδρότητα χρησιμοποιώντας πέρα από την καταστολή και κάθε είδους διαμεσολάβηση. Αντικειμενικά λοιπόν, το κράτος και το κόμμα του ένοπλου έχουν κοινό συμφέρον τον περιορισμό του διάχυτου κοινωνικού κινήματος της εξέγερσης.

Σήμερα, στην Ελλάδα του Δεκέμβρη 2009, δηλαδή στη μετεξεγερσιακή Ελλάδα, βιώνουμε την ανάπτυξη της τρομοκρατικής στρατηγικής του κράτους, που φυσικά έχει ως πρώτο μέλημά του να καταστείλει το κίνημα, να καθυστερήσει την εξέγερση και αν είναι δυνατό να την αποτρέψει εντελώς. Προσπαθεί μανιασμένα να πείσει τους εκμεταλλευόμενους ότι οι εξεγέρσεις αναγκαστικά οδηγούν στην «ανάπτυξη της τρομοκρατίας», δηλαδή ότι η μόνη συνέχεια του κινήματος είναι αναγκαστικά το ένοπλο. Η στρατηγική του κράτους ξεκίνησε μέσα στην εξέγερση, όταν ξαμόλησε τους παρακρατικούς και τους ντυμένους με πολιτικά μπάτσους από τις 9 Δεκέμβρη σε πολλές πόλεις στην Ελλάδα. Η αποτυχία αυτής της στρατηγικής ήταν απόλυτη όσο η εξέγερση ήταν στη δυνατή, ανοδική της φάση. Στη συνέχεια το παρακράτος πυροβόλησε έναν μαθητή στις 17 Δεκέμβρη όταν η κάμψη της εξέγερσης ήταν ήδη ορατή. Όταν η εξέγερση του Δεκέμβρη είχε ήδη τελειώσει, στις 23 Δεκέμβρη, το κόμμα του ένοπλου ανέλαβε δράση: πυροβόλησε μέσα από το Πολυτεχνείο. Ο τόπος και ο χρόνος που επιλέγεται για κάθε χτύπημα είναι πολύ σημαντικός και σίγουρα ο τόπος και αυτή η χρονική στιγμή ορίζουν την αντικειμενική ταύτιση συμφερόντων του κράτους και του κόμματος του ένοπλου. Στη συνέχεια, πυροβολώντας αβέρτα και ρίχνοντας χειροβομβίδες, πάντα σύμφωνα με την αστυνομία, το κόμμα του ένοπλου όρισε τα Εξάρχεια ως το πεδίο της καταστολής και της γκετοποίησης του κινήματος στις 5 Γενάρη.

Με τη στρατηγική του μέχρι σήμερα το κράτος δείχνει ότι αποτιμά τον Δεκέμβρη με έναν συγκεκριμένο τρόπο: δεν έχει ακόμη αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το θάνατο μπάτσων –τον ένα θάνατο μπάτσου μετά την εξέγερση δεν τον χρησιμοποίησαν–, κρατάει αυτό το χαρτί για τη συνέχεια και το αναγγέλλει μέσα από τις εφημερίδες του. Αν οι υπήκοοι δεν συμμορφωθούν, δηλαδή δεν φοβηθούν αρκετά από την τρομοκρατία και τα πρώτα στη λίστα ιδανικά (για πολλούς λόγους) θύματά της, τους μπάτσους, και συνεχίσουν να εξεγείρονται, το κράτος δεν θα διστάσει να πραγματοποιήσει τις αναγγελίες που κάνει μέσα από τα μμε ακόμα και να προχωρήσει σε πραγματικά τυφλά χτυπήματα εναντίον των ίδιων των υπηκόοων του. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε τους εκατοντάδες υπηκόους του που αποδεδειγμένα σφαγίασε στα τυφλά το ιταλικό κράτος στην Πιάτσα Φοντάνα, στο σταθμό της Μπολόνια και στο τρένο Ιτάλικους, με μοναδικό στόχο να εξυπηρετήσει τη στρατηγική της καταστολής ενός εκτεταμένου κινήματος και να εξωθήσει ένα δυναμικό κομμάτι του στη διαχωρισμένη ένοπλη βία.

Έχει καμία σημασία ποιος κρύβεται πίσω από τα ένοπλα χτυπήματα;

Οι σημερινές πρακτικές του κόμματος του ένοπλου, όπως αναπτύχθηκαν τους τελευταίους μήνες, προσπαθούν με άγαρμπο τρόπο να αφαιρέσουν το περιεχόμενο της κριτικής που έκανε η εξέγερση του Δεκέμβρη στην καπιταλιστική κοινωνία. Με την προπαγάνδα που ακολουθεί τις εκατοντάδες σφαίρες που (πάντα σύμφωνα με την αστυνομία) ρίχνουν, με τις χειροβομβίδες και τις βόμβες, προσπαθούν να συνδέσουν την κοινωνική πρακτική της βίας στο δρόμο και της κοινωνικής βίας χαμηλής έντασης (με υλικά που μπορεί να προμηθευτεί ο καθένας) με τη βία του ειδικού κομάντο, του επαγγελματία. Το κόμμα του ένοπλου προσπαθεί, «επιτιθέμενο» κυριολεκτικά και στην κουτσή Μαρία, να γελοιοποιήσει τη ρήξη που προκάλεσε με το να μη διεκδικήσει τίποτα από αυτό τον κόσμο η εξέγερση του Δεκέμβρη, δασκαλεύοντας τον κόσμο της εξέγερσης (γιατί σ’ αυτόν απευθύνονται τα κείμενα του κόμματος αυτού) να μη συμμετέχει στους καθημερινούς αγώνες, να μη σκέφτεται (αλλά να αισθάνεται!), να μην κάνει καταλήψεις (!), και προσπαθεί εναγωνίως να τον πείσει ότι η επανάσταση είναι ζήτημα «δημιουργίας επαναστατικών συνειδήσεων». Στα δύο τελευταία (πολύ διαφορετικά από όλα τα προηγούμενα) κείμενα της «Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς» στοχοποιείται ο αναρχικός/αντιεξουσιαστικός χώρος και αναπαράγεται πλήρως η λογική του κράτους που θέλει να παρουσιάσει ότι ο αναρχικός/αντιεξουσιαστικός χώρος, το φοιτητικό κίνημα και η εξέγερση του Δεκέμβρη είναι η δεξαμενή για το «νέο» κόμμα του ένοπλου. Τι σχέση έχει όμως ο Δεκέμβρης και οι πρακτικές που ανέδειξε με όλα αυτά; Τι σχέση μπορεί να έχουν οι πρακτικές με τις μολότοφ, τις πέτρες, τις γλάστρες από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών, ακόμη και τα γκαζάκια, με τις σκοτεινές διαδρομές των όπλων και τις πρωτοπορίες; Πώς μπορούν να συνδεθούν οι άμεσες συντροφικές σχέσεις μεταξύ των εξεγερμένων που εκφράζονταν μέσα στις πρακτικές τους με την οργάνωση μιας στρατιωτικού τύπου ένοπλης ομάδας; Ο διακηρυγμένος αυτάρεσκος «μηδενισμός» κάποιων σημερινών ένοπλων παρουσιάζει ωμά την επανάσταση ως σύγκρουση των «επαναστατών» (της πρωτοπορίας που υποκαθιστά κάθε κίνημα) με το κράτος. Στο ντέρμπι «επαναστατών»-κράτους το κίνημα οφείλει να βγάλει το σκασμό, να σταματήσει τις «αδελφίστικες» κινηματικές δράσεις και να πάρει θέση θεατή για να μετράει το σκορ. Βέβαια αν αποφασίσει να βάλει κάποια στιγμή το χεράκι του για να σκοράρουν οι «δικοί μας», ακόμα καλύτερα. Ο Δεκέμβρης του 2008 δεν έχει καμία σχέση με τον Δεκέμβρη της ΟΠΛΑ, όσο κι αν προσπαθεί το κράτος και το κόμμα του ένοπλου να μας πείσουν για το αντίθετο.

Δεν έχει καμιά απολύτως σημασία αν κάποιοι από τους εμπλεκόμενους στις ένοπλες ενέργειες των τελευταίων δέκα μηνών δεν είναι ρουφιάνοι, πράκτορες ή/και μπάτσοι. Ούτως ή άλλως, άτομα και ομάδες που δεν σχετίζονται έστω έμμεσα με τη μαφία ή το κράτος είναι πολύ δύσκολο να προμηθευτούν ανεξέλεγκτα οπλισμό και να κινούνται χωρίς να γίνονται ορατοί από το κράτος. Αυτούς που είναι ορατοί (όπως για παράδειγμα η υποτιθέμενη «αόρατη επιτροπή» στη Γαλλία) το κράτος ή τους συλλαμβάνει ή τους διαβρώνει. Καμία ουσιαστική διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ της δράσης μιας ομάδας της οποίας τις κινήσεις γνωρίζει το κράτος και συνεπώς μπορεί να την αφήνει να δρα ή να την εμποδίζει ανάλογα με τα συμφέροντά του, και της δράσης μιας τρομοκρατικής ομάδας πρακτόρων (ας μην ξεχνάμε ότι ένας αποδεδειγμένα ρουφιάνος του ελληνικού κινήματος είναι ο πρώην βομβιστής αλλά πάντα ΚΥΠατζής, ο Ντάνος Κρυστάλλης).

Εκείνο που έχει σημασία είναι η στρατηγική του κράτους, που είναι η ώθηση ενός κομματιού του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου προς το κόμμα του ένοπλου. Από τη μία πλευρά η κατασταλτική στρατηγική του κράτους (η κατοχή των Εξαρχείων και οι προαναγγελθείσες συλλήψεις στην πορεία της 17 Νοέμβρη, δηλαδή η αρχή της πραγματικής καταστολής) και το αδιεξοδο που προκαλείται στην αναπαραγωγή της κοινωνίας συνολικά και από την άλλη η φανατική ανάδειξη κάθε ενέργειας και του λόγου του κόμματος του ένοπλου από το κράτος και τα μμε, αποτελούν το περίγραμμα του σχεδίου περιθωριοποίησης του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου στο μαντρί των «παρακολουθούμενων επίδοξων τρομοκρατών». Το κράτος γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να αποσοβήσει μια νέα εξέγερση και προσπαθεί αναγκαστικά να καθυστερήσει και να δυσκολέψει το αρχικό στάδιο της εκδήλωσής της με την τρομοκρατία που έχει εξαπολύσει. Το κράτος αναγκάζεται να κάνει χονδροειδείς αφαιρέσεις καθώς βρίσκεται σε κατάσταση προληπτικής άμυνας και ασχολείται τόσο πολύ με το «χώρο» εξαιτίας της εντελώς μηχανιστικής λογικής του. Σύμφωνα με τη λογική του κράτους, αν δεν υπήρχε η αντίδραση της νύχτας του Σαββάτου 6 Δεκέμβρη είναι πιθανό να μην υπήρχε εξέγερση. Άρα, αν περιοριστεί ο «χώρος» στα πολύ στενά πλαίσια του κόμματος του ένοπλου, που σημαίνει παρακολουθήσεις, περιστολή κάθε ελευθερίας κίνησης εκατοντάδων ανθρώπων, πολλές προληπτικές συλλήψεις/προφυλακίσεις, είναι πιθανό να μην μπορεί να ξεκινήσει κάτι αντίστοιχο εύκολα στο μέλλον: κούνια που τους κούναγε. Αν όμως από τη μία πλευρά η αναγκαστικά χονδροειδής λογική του κράτους αποδειχθεί άχρηστη την κρίσιμη ώρα της εξέγερσης, από την άλλη πλευρά, η ιδεολογική αγκύλωση κομματιού του «χώρου» στην ένοπλη έκφανση της αντεπανάστασης είναι δυστυχώς πιθανό να παίξει ρόλο στην ίδια την εξέλιξη της εξέγερσης.

Κάποιοι που βλέπουν το μέλλον μέσα στην εξέγερση του Δεκέμβρη

Categories
Uncategorized

Τί κάνεις όταν πέσει δακρυγόνο;

Πηγή: το κείμενο κυκλοφορεί ανώνυμα σε διάφορες σελίδες του διαδικτύου. Ελεύθερη μετάφραση.

Το να αναπνέει κανείς μέσα στα δακρυγόνα, ή ακόμα να το νιώθει στα μάτια του, δεν έχει καθόλου πλάκα. Αυτός προφανώς, είναι ο σκοπός τους. Υπάρχουν όμως κάποια πράγματα που μπορούμε να κάνουμε προκειμένου να κάμψουμε την αποτελεσματικότητα των δακρυγόνων, και να μαστε σε θέση να συνεχίσουμε να μαχόμαστε.

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να θυμόμαστε σχετικά με τα δακρυγόνα είναι ότι αποτελούν πρωταρχικά ένα όπλο ΦΟΒΟΥ. Ναι το δακρυγόνο είναι ενοχλητικό. Αλλά ο παράγοντας του φόβου που προκαλείται από τις ρίψεις δακρυγόνων είναι ένα πολύ πιο αποτελεσματικό μέσο διάλυσης ενός πλήθους απ’ ότι το ίδιο το δακρυγόνο. Κανόνας πρώτος λοιπόν είναι να ηρεμήσουμε.

Το δακρυγόνο συχνά εκτοξεύεται σε μορφή χειροβομβίδων. Αυτές μπαίνουν στην κάνη ειδικών όπλων και πυροδοτούνται με “άσφαιρα”. Έτσι, όταν ρίξουν δακρυγόνο, θα ακούσετε τον ήχο των όπλων. Μην ανησυχείτε: δεν σας πυροβολούν.

Αφού ακούσετε τον κρότο, κοιτάξτε ψηλά. το βομβίδιο θα κάνει μια παραβολική πορεία προς τον προορισμό του αφήνοντας ένα ίχνος λευκού καπνού. Αν δεν κατευθύνεται κατά πάνω σας, δεν υπάρχει λόγος να μετακινηθείται. Μείνετε ακίνητοι προς το παρόν. Προειδοποιείστε τους ανθρώπους γύρω σας ότι πέφτει δακρυγόνο, και προσπαθείστε να δείτε πού θα προσγειωθεί. Αν πέφτει κοντά σας, προετοιμαστείτε να κρατήσετε την αναπνοή σας εισπνέοντας μια γερή αναπνοή.

Το βομβίδιο θα κάνει μια μικρή έκκρηξη. Συνήθως αυτό θα γίνει όσο είναι ακόμα στον αέρα, αν και όχι πάντα. Ξανά, κάτι τέτοιο έχει μια ψυχολογική επίπτωση αν δεν είναι κανείς εξοικειωμένος. Μετά την έκρηξη, θα παραμείνει ένα μικρό εξάρτημα που βγάζει καπνό. Είναι μεταλλικό και συνήθως στο μέγεθος μιας μπάλας του τέννις. Θα στροβιλίζεται στο έδαφος βγάζοντας δακρυγόνο αέριο.

Ο άνεμος είναι φίλος σου. Κινήσου προς την μεριά απ’ όπου φυσάει. Ο άνεμος θα παρασύρει το μεγαλύτερο μέρος του αερίου μακριά σου. Μην πανικοβάλεσαι. ΜΗΝ ΤΡΕΧΕΙΣ. Ο πανικός είναι ακριβώς το αποτέλεσμα που προσπαθεί να δημιουργήσει η αστυνομία.

Αν έχεις γάντια και κάτι για να καλύψεις το πρόσωπό σου (θα πούμε γι αυτό σε λίγο), μπορείς να σηκώσεις το βομβίδιο και να το πετάξεις πίσω προς την μεριά της αστυνομίας. Αυτό είναι η πιο ενσυνείδητη κίνηση που μπορείς να κάνεις για να προστατέψεις τους φίλους σου στο δρόμο. Το βομβίδιο θα είναι καυτό, οπότε τα γάντια είναι μάλλον απαραίτητα.

ΠΡΟΣΟΧΗ: το να σηκώσεις το βομβίδιο θα σημαίνει ότι τα ρούχα σου θα ποτίσουν με δακρυγόνο. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως δυσάρεστο και απαιτεί σκληρό πλύσιμο και απορριπαντικό το συντομότερο δυνατόν. Κυρίως: απόφυγε κάθε επαφή μεταξύ των εμποτισμένων ρούχων και του προσώπου σου, καθώς τα χημικά συστατικά παραμένουν ενεργά ακόμα και μέρες αργότερα.

ΠΡΟΣΟΧΗ: μη σηκώνεις βομβίδιο που δεν έχει σκάσει. Μπορείς να τραυματιστείς αν εκκραγεί στα χέρια σου. Μερικά είναι επίσης, τσούφια. Δεν είναι φρόνιμο πάντως να υποθέσεις ότι ένα βομβίδιο που δεν έχει εκκραγεί είναι τσούφιο.

Υποθέτοντας ότι δεν έχεις μάσκα αερίων (η οποία είναι απαραίτητη για πιο μακροχρόνιες κινήσεις μέσα σ’ ένα περιβάλλον ασφυκτικό από δακρυγόνα), ένα φουλάρι ή άλλα ρούχα εμποτισμένα σε ξύδι ή χυμό λεμονιού θα σου επιτρέψουν να αναπνεύσεις για ένα μικρό διάστημα σχετικά καθαρά, όσο χρειάζεται για να απομακρυνθείς από το πεδίο όπου πέφτουν τα δακρυγόνα. Καλύψου! το ξύδι από μηλίτη μυρίζει λιγότερο και προτιμάται (στμ. προσωπικά δεν το χω δοκιμάσει ποτέ. σ’ ένα σχόλιο στο indymedia όπου αναδημοσιεύτηκε αυτό το κείμενο, γράφτηκε ότι κάτι τέτοιο ίσχυε παλιότερα που τα δακρυγόνα ήταν βασικά, μιας και το ξύδι είναι όξινο, αλλά πλέον χρησιμοποιούμε μααλόξ=βάση μιας και τα δακρυγόνα είναι όξινα, κάτι που έχει νόημα. Ωστόσο σε πρόσφατες πορείες, με το καινούριο staff που πετάει η ελ.ασ. τα μααλόξ μας φάνηκαν μάλλον άχρηστα, αντίθετα, το στιμμένο νεράντζι -όξεινο- που μας προσέφερε άλλος διαδηλωτής μάλλον έκανε δουλειά…). Το να αναπνέεις σε ξύδι δεν είναι ευχάριστο, αλλά σε σχέση με το δακρυγόνο είναι σαν να αναπνέεις σε καθαρό αέρα. Δυστυχώς, η προστατευτική δράση του ξυδιού κρατάει λίγο (μερικά λεπτά), κι έπειτα το φουλάρι σου θα νωτίσει. Μπορείς να έχεις μαζί σου μερικά ακόμη. Το να ξαναδέσεις ένα νωτισμένο φουλάρι στο πρόσωπό σου δεν είναι καθόλου καλή ιδέα. Σιγουρέψου ότι το φουλάρι σου καλύπτει πλήρως την περιοχή της μύτης και του στόματός σου. Πρέπει να φοράς γυαλιά. Γυαλιά αεροστεγή. Το να έχεις έναν οξύ πόνο στο άνω αναπνευστικό σου παλέυεται. Το να σε καιν τα μάτια σου και να τρέχουν ποτάμια δακρύων την ίδια στιγμή, όχι.

Δυο σημαντικές σημειώσεις εδώ: Καταρχήν ΜΗΝ ΦΟΡΑΤΕ ΦΑΚΟΥΣ επαφής σε κάθε εκδήλωση όπου υπάρχει πιθανότητα να γίνει ρίψη δακρυγόνων. Οι φακοί θα παγιδεύσουν το δακρυγόνο πάνω στα μάτια σας, κάτι που εκτός του ότι είναι εξαιρετικά οδυνηρό, θα καταστρέψει την κόρη των ματιών σας. Δεύτερον, σε αρκετά μέρη (στμ. και στην Ελλάδα πρόσφατα με τον “κουκουλονόμο”) έχει εφαρμοστεί πρόσφατα μια νομοθεσία ενάντια στην χρήση μασκών. Σε ορισμένες νότιες πολιτείες κάτι τέτοιο έγινε με το πρόσχημα της Κου Κλουξ Κλαν. Στις μέρες μας κύριος στόχος της νομοθεσίας αυτής είναι οι αντιστεκόμενοι που δεν θέλουν να αναγνωρίζουν τα χαρακτηριστικά τους και να καταχωρούνται στους φακέλους των μυστικών υπηρεσιών. Οπότε, έχετε υπόψην ότι ακόμα και το να φοράς μια μάσκα ή ένα φουλάρι μπορεί να είναι παράνομα. Ναι, το να προστατεύεσαι από την αστυνομική βία, ακόμα και παθητικά, μπορεί να σε οδηγήσει στην φυλακή.

Μια περιγραφή μου του τί αισθάνεται κανείς όταν έρχεται σε επαφή με δακρυγόνο είναι η εξής: νιώθεις σαν το εσωτερικό του κεφαλιού σου να καίγεται από οξύ. Υπάρχει ένας πόνος που σε καίει και πιθανότατα ένα συναίσθημα βλενών, δακρύων και σαλιού να τρέχουν (στμ. δεν είναι παρά οι φυσικές διεργασίες του οργανισμού προκειμένου να ανταπεξέλθει). Φτύσε, φύσα την μύτη σου, κάνε γαργάρες και φτύνε. Αν είναι απαραίτητο, ξέπλυνε τα μάτια σου με τρεχόμενο νερό από μέσα προς τα έξω, βάζοντας το κεφάλι κάτω από τη βρύση και στο πλάι.
ΠΡΟΣΟΧΗ: κάντε μερικές δοκιμές πριν το κάνετε αυτό στην πραγματικότητα. Ελάτε σε επαφή με κοντινές σας ομάδες ακτιβιστών και ενημερωθείτει. Έχετε υπόψην ότι το ξέπλυμα των ματιών για περίπτωση ψεκάσματος με σπρέυ πιπεριού είναι μια εντελώς διαφορετική διαδικασία.

Το πως θα αντιδράσει ο κάθε άνθρωπος στο δακρυγόνο, είναι και θέμα οργανισμού. Έχω δει ανθρώπους να ορμάνε απροστάτευτοι στους μπάτσους και να ψεκάζονται για ώρες, μόνο με τη θέληση της δύναμής τους. Ωστόσο μην περιμένετε ότι είναι τόσο εύκολο. Μπορεί να εκπλαγείται όμως.

Τέλος, το διαλυμένο δακρυγόνο πλανάται στον αέρα για ώρες. Τα μάτια, η μύτη, ο λαιμός μπορεί να παραμείνουν ερεθισμένα για αρκετές ώρες μετά την επαφή, ειδικά αν έγινε εκτεταμένη χρήση.

Υπάρχουν δυο βασικοί τύποι δακρυγόνων, τα CS και τα CN. Τα CN είναι 3 με 10 φορές πιο τοξικά από τα CS. Σε υψηλές δόσεις και μέσα σε κλειστούς χώρους μπορούν να αποβούν θανάσιμα. Τα CS από την άλλη, εκτός από τα γνωστά αποτελέσματα, μπορούν να καταλήξουν σε βαριά εγκαύματα και καρδιακές επιπλοκές. Οι επιπτώσεις τους πάντως δεν έχουν ερευνηθεί διεξοδικά.

Βλέπε ακόμα:

Οδηγοί επιβίωσης

Τί κάνεις όταν πέσει δακρυγόνο;

Σε περίπτωση ανάκρισης – Animal Liberation Front

Πρώτες βοήθειες για διαδηλωτές

Κινητά τηλέφωνα: Μιλάτε; Σας ακούμε!

Η εξακρίβωση στοιχείων – De jure plebes

Αντιμετώπιση δακρυγόνων

Τί είναι η απεργία πείνας;

“Οδηγός αυτοπροστασίας” για κάθε ενδιαφερόμενο/η

Categories
Uncategorized

Για τα νέα όπλα καταστολής διαδηλώσεων που δοκιμάστηκαν στην αντι-G20 του Pittsburgh

Αστυνομικοί πειραματισμοί με νέα όπλα στις αντι-G20 διαδηλώσεις του Pittsburgh.

Πηγή: άρθρο της Alisson Kilkenny με τίτλο “Police experiment with new weapon on protesters during G-20

H αστυνομία του Πίτσμπουργκ, με την ευκαιρία της αντισυνόδου, πραγματοποίησε μια επίδειξη δύναμης των τελευταίων τεχνικών “ελέγχου πλήθους” (crowd control) πάνω στους διαδηλωτές, με χρήση “κανονιών ήχου” που τρύπησαν τ’ αυτιά των κατοίκων κοντά στο σημείο της συνόδου οικονομικών ηγετών G20. Οι αρχές της πόλης δήλωσαν πως αυτή ήταν η πρώτη φορά που κάνουν χρήση τέτοιων ηχητικών μέσων, γνωστών επίσης ως “όπλα ήχου”, δημόσια.

Η Lavonnie Bickerstaff από το γραφείο τύπου της αστυνομίας του Πίτσμπουργκ χρησιμοποιεί μια ηπιότερη γλώσσα, με λέξεις όπως “διευρυντές ήχου”, και “μακράς κλίμακας ακουστικές συσκευές”, αναφερόμενη στα νέα όπλα, σε μια απόπειρα να εξορθολογικεύσει όπλα που στην ουσία είναι ιδιαίτερα επώδυνα, ενώ δεν αφήνουν ορατά σημάδια στα θύματά τους. Μια παρόμοια λογική υπήρχε στην μαφία, όπου όσοι ρουφιανεύαν δέρνονταν παντού εκτός από το πρόσωπο. Αν τα θύματα δεν έχουν κάποιες εμφανείς μελανιές να επιδείξουν, είναι ελάχιστα πιθανό να γίνει πιστευτό ότι παρενοχλήθηκαν ή κακοποιήθηκαν.

Αντίθετα με τις συμπιεσμένες χειροβομβίδες (στμ. συνήθως περιέχουν κάτι ανάλογο με τα γνωστά δακρυγόνα), το σπρέυ πιπεριού, και τις ελαστικές σφαίρες (όλα παραδοσιακά όπλα της αστυνομικής καταστολής όσον αφορά τις αντι-G20 διαδηλώσεις), η ζημιά που προκαλούν τα κανόνια ήχου είναι εξολοκλήρου εσωτερική, κι έτσι μόνο σε βίντεο μπορεί να καταγραφεί, αλλά ακόμη και τότε, ο εκκωφαντικός ήχος τους δεν μπορεί να εκτιμηθεί επακριβώς, εκτός κι αν κάποιος εκτεθεί φυσικά σ’ αυτόν.

(οπτικοακουστικό υλικό των κανονιών ήχου παρέχεται παρακάτω. Είναι ξεκάθαρο από τα βίντεο αυτά, ότι είναι εξαιρετικά δυνατοί, τσιριχτοί θόρυβοι που προκαλούν πόνο στ’ αυτιά)

Η “Μεγάλης Εμβέλειας Ακουστική Συσκευή” (long range acoustic device (LRAD)) είναι σχεδιασμένη για μακράς εμβέλειας επικοινωνίες και δρα ως μια “προειδοποίηση αδύνατον να παρακουστεί”, σύμφωνα με την American Technology Corporation (ATC) που έχει αναπτύξει το μηχάνημα αυτό. Η LRAD βασικά έχει την ικανότητα να επικοινωνεί καθαρά από 300 μέτρα μέχρι 3 χιλιόμετρα, είπε ο Robert Putnam, των δημοσίων σχέσεων και επενδύσεων της ATC, σε μια συνέντευξή του στο MSNBC. Έχει ένα επικεντρωμένο αποτέλεσμα. Αυτό που το διαφοροποιεί από διαφορετικά επικοινωνιακά μέσα είναι η ικανότητά του να ακούγεται σαφώς και ξεκάθαρα σε μια μεγάλη απόσταση.

Μόνο που, η αστυνομία δεν προσπαθεί να στείλει κάποιο επείγον σήμα σε συμμάχους 3 χιλιόμετρα μακριά. Αυτό που κάνει είναι κυριολεκτικά να ξεκουφαίνει με τα ακραία ντεσιμπέλ θορύβου κατευθείαν στ’ αυτιά των διαδηλωτών (ή κάθε περαστικού κατοίκου) που βρίσκονται απλά λίγα μέτρα απ’ τα κανόνια. Εξαρτάται από την λειτουργία της LRAD, μπορεί να βγάλει έναν μέγιστο ήχο 145-151 ντεσιμπέλ -ανάλογο ενός πυροβολισμού- σε μια απόσταση ενός μέτρου, σύμφωνα με την ATC. Σχετικές αναφορές του Εθνικού Ινστιτουτου Υγείας (NIH) κάνουν λόγο για μόνιμη απώλεια ακοής που μπορεί να προκύψει από ήχους 110-120 ντεσιμπέλ και πάνω για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ή ακόμα και 75 ντεσιμπέλ, αν η έκθεση στο ηχητικό σήμα διαρκέσει περισσότερο.

Ωστόσο τοποθετείται κάποιος σιγαστήρας, σημειώνει ο Putnam, οπότε η τελική απόδοσή του είναι μικρότερη της μέγιστης, δίνοντας μας την ανακούφιση να γνωρίζουμε ότι το αν θα κουφαθούνε πολίτες επαφίεται στη διακριτικότητα της ασύδοτης αστυνομίας. Στην κλίμακα ντεσιμπέλ, μια αύξηση των 10 (ας πούμε από τα 70 στα 80) σημαίνει ότι ένας ήχος είναι 10 φορές πιο έντονος. Η κανονική φασαρία της κίνησης μπορεί να φτάσει και τα 85 ντεσιμπέλ, αναφέρει το MSNBC, αλλά αυτά τα κανόνια δεν μπορούν να συγκριθούν με το να κάθεσαι δίπλα σ΄ έναν πολύβουο δρόμο της Νέας Υόρκης.

Το BBC ανέφερε το 2005 ότι ο “εκκωφαντικός ήχος μιας LRAD στο υψηλότερό της προσομοιάζει με αυτόν ενός οικιακού ανιχνευτή καπνού, σύμφωνα με την ATC, αλλά όταν αυξάνεται η ένταση στα 150 ντεσιμπέλ, είναι σαν να κάθεσαι 30 μέτρα από έναν κινητήρα τζετ έτοιμου να απογειωθεί, και μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην ακοή αν του γίνει κακή χρήση”.

Αυτή η τεχνολογία έχει εφαρμοστεί ευρεία στο Ιράκ, ως ένα “αντι-αντάρτικο όπλο”, ενώ σε διαδηλώσεις, ηχητικά όπλα έχουν χρησιμοποιηθεί στις Ονδούρες. Η Seattle Weekly αναφέρει ότι το όπλο αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κάλλιστα ως όργανο βασανισμού, αν υπάρχει κανείς που δε σκέφτεται ήδη ότι αυτή είναι η μόνη του χρήση.

Το ηχητικό οπλοστάσιο πλέον εφαρμόζεται και εγχώρια (στις ΗΠΑ) προκειμένου να φιμώσει την ελευθερία έκφρασης. Διαφημίζεται ως ένας πιο “ανθρώπινος” τρόπος να αντιμετωπίζονται οι διαδηλωτές, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας βολικός τρόπος να καταστέλλονται οι πολίτες χωρίς να προκύπτει μετά το πρόβλημα να πρέπει να εξηγήσει κανείς τους πυροβολισμούς στους δημοσιογράφους. Ένα τσούρμο διαδηλωτών που διαμαρτύρονται για τα σπασμένα τύμπανα των αυτιών τους, δε θα βρει εύκολα το δρόμο του προς τα δελτία ειδήσεων.

Σχετικό υλικό. μπορεί να βρεθεί κάτω από το αρχικό άρθρο, εδώ.

|-|-|

Σημείωση της μετάφρασης: Αν και σχετικά “μη-φονικά” όπλα δεν έχουν ακόμα χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα στις εγχώριες διαδηλώσεις (παρότι η σχετική συζήτηση επανέρχεται συχνά-πυκνά στη δημοσιότητα), δεν είναι τόσο το πρακτικό ενδιαφέρον της μετάφρασης για το ένα ή το άλλο μέσο, όσο ολόκληρη η τάση προτίμησης μιας άμεσης “φυσικής τιμωρίας” των ενοχλητικών στοιχείων, παρά μια δικονομική αντιμετώπιση, τάση που κυριαρχεί και στο εγχώριο μοντέλο αντιμετώπισης διαδηλώσεων: Στοιχειώδης εξοικείωση με τα δεδομένα του δρόμου στην Ελλάδα συνηγορεί στο ότι η δικαιοσύνη του κράτους εγγράφεται σα σφραγίδα στα κακοποιημένα σώματα των διαδηλωτών, κατά τρόπο συλλογικό και πρωθύστερο αν όχι παντελώς αδιάφορο για τη διάπραξη τυπικά παράνομων πράξεων (δεν “τιμωρείται” δηλαδή τόσο αυτός που “παρανόμησε”, όσο αυτός που ενδέχεται να παρανομήσει, καθώς και όσοι/ες βρίσκονται δίπλα του, ακόμα και συμπτωματικά -στο πνεύμα γνωστής τακτικής αντιεξέγερσης που αναφέρεται συνήθως ως “στράγγισμα του νερού”, απ’ τη γνωστή ρήση του Μάο με τον επαναστάτη που πρέπει να κινείται όπως το ψάρι στο νερό).

Categories
Melancholic Troglodytes

Πακιστάν: Μουμιοποίηση του ταξικού αγώνα;

Πακιστάν: Μουμιοποίηση του ταξικού αγώνα; -Μελαγχολικοί Τρωγλοδύτες

Η υψηλότερη προσπάθεια ηρωισμού για την οποία είναι ακόμα ικανή η παλιά κοινωνία είναι αυτή του εθνικού πολέμου, κι αυτή ακόμα αποδεικνύεται πλέον πως δεν είναι παρά μια χίμαιρα, που σκοπεύει να υποσκάψει την πάλη των τάξεων, και τίθεται στο περιθώριο με το που η ταξική σύγκρουση ξεσπάει σε ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο“. -Καρλ Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία.

Η “παρανομοποίηση” της οικονομίας

Για να χει νόημα μια ανάλυση του Πακιστάν, “πρέπει να αντιμετωπίζει το Πακιστάν και το ελεγχόμενο από τους Ταλιμπάν κομμάτι του Αφγανιστάν ως μια οικονομική ζώνη” (B. Raman). Διαφορετικά, δε θα μπορούσε να καταλάβει κανείς πώς μια οικονομία σε βαθιά κρίση, στερημένη από πιστωτικά δάνεια και με μια γιγαντωνόμενη εργατική σύγκρουση δεν συρρικνώνεται.

Υπάρχει μια συντονισμένη προσπάθεια από την προηγούμενη κυβέρνηση του Nawaz Sharif να μεταφέρει όλη τη σχετιζόμενη με την ηρωίνη υποδομή στο έδαφος υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν, μια διαδικασία που επιταχύνθηκε από την τωρινή κυβέρνηση του Perviz Musharraf. Αξιοσημείωτο είναι ότι, “ενώ η καλλιέργια οπίου στο Αφγανιστάν είναι εν πολλοίς στα χέρια των αφγανών αγροτών, ολόκληρη η επεξεργασία του στην περιοχή των Ταλιμπάν είναι ιδιοκτησίας πακιστανών βαρόνων των ναρκωτικών, που απολαμβάνουν της προστασίας του πακιστανικού στρατού και των μυστικών υπηρεσιών (όπως παραπάνω). Τα δισεκατομμύρια που αποφέρει κάθε χρόνο το εμπόριο ναρκωτικών συν μια αύξηση της εισφοράς φόρων γύρω στο 20% είναι που έχουν προφυλάξει την οικονομία αυτή από μια κατάρρευση.

Η επιστροφή της μούμιας

Μετά από πολύ καιρό, η ταξική σύγκρουση πήρε τα πάνω της στη δεκαετία του ’90 και κατέληξε σε “στασιμοπληθωρισμό” (stagflation). Η μετανάστευση πακιστανών προλεταρίων στην μέση ανατολή (και τα ωφέλη της) κάμφθηκε εξαιτίας του πολέμου του κόλπου και της παγκόσμιας ύφεσης. Συγκρούσεις, απεργίες, ταραχές απαντήθηκαν με μια πρωτοφανούς σκληρότητας λήψη μέτρων με υπόδειξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το ζήτημα της παιδικής εργασίας έπαιξε έναν κύριο ρόλο στις εξελίξεις αυτές. Γύρω στα 6 εκατομμύρια παιδιά είναι αναγκασμένα να δουλεύουν στο Πακιστάν, και υπάρχουν περίπου 20 εκατομμύρια εργάζονται μέσω εργολαβιών σε ένα καθεστώς σχεδόν απαγωγής (bonded workers). Και για να κρατήσουν ακόμα κι αυτή την άθλια απασχόληση είναι αναγκασμένοι να δωροδοκούν τακτικά την αστυνομία. 50.000 παιδιά, ακόμα και 5 χρονών, εργάζονται στα εργοστάσια κατασκευής μπαλών ποδοσφαίρου, ράβοντας το σκληρό δέρμα με τα χέρια τους. Ένας μαχητικός εργάτης που οργάνωσε με επιτυχία μια απεργία ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, και για την κατάργηση των εργολαβιών και της παιδικής εργασίας δολοφονήθηκε το 1995 ως αντίποινα. Δυο χρόνια αργότερα, γύρω στους 20.000 εργάτες στα χαλιά της Λαχώρης κατέβηκαν σε απεργία ζητώντας αυξήσεις μισθών, καταβολή συντάξεων, και το τέλος της παιδικής εργασίας.

Το 1997 το Πακιστάν είδε μια άνοδο της σύγκρουσης στον τραπεζικό τομέα, όπου εκατοντάδες μαχητικών εργαζομένων απολύθηκαν σιωπηλά, ως ένα μέσο να διασπαστεί η οργάνωσή τους ενώ ποινές επιβλήθηκαν στις απεργίες. Οι συχνές οδηγίες του ΔΝΤ για την επιβολή ενός γενικού φόρου 15% στα εισαγόμενα και τα κατεργασμένα τρόφιμα, το αέριο και το πετρέλαιο, φαίνονται εξίσου δυσάρεστα όσο και μη-λειτουργικά, καθώς “το σύστημα συλλογής φόρων υποφέρει ακόμα από ευρύτατη διαφθορά και αναποτελεσματικότητα” (Financial Times, 2/Σεπ/1999). Προκειμένου να ξεφύγει απ’ αυτή τη δύσκολη ατζέντα, η πακιστανική αστική τάξη ξεκίνησε μια επίθεση στους εργάτες στον ηλεκτρισμό και την ύδρευση, με περικοπές και “ιδιωτικοποιήσεις”. Για παράδειγμα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση “μετέθεσε” 30-35.000 χαμηλόβαθμους αξιωματούχους και 250 αξιωματικούς του πακιστανικού στρατού στην Αρχή Ανάπτυξης του Νερού και του Ρεύματος” (Green Left Weekly, 27/Γεν/1999). Οι “ιδιωτικοποιήσεις” συνάντησαν αντίσταση από τους εργαζόμενους στην Τράπεζα Habib μέσω μιας επιτυχημένης απεργίας τριών εβδομάδων, και από τους σιδηροδρομικούς που οργάνωσαν μια πανεθνική εκστρατεία που περιελάμβανε μαζικές διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις και απεργίες πείνας. Οι γυναίκες έπαιξαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στις εκστρατίες ενάντια στην εισαγωγή παιδικών τροφών ως υποκατάστατο του μητρικού γάλακτος και στις εταιρίες καπνού που στοχεύουν τις χώρες του “τρίτου κόσμου”. Το κράτος αντεπιτέθηκε ενισχύοντας την επιβολή του ισλαμικού ηθικισμού. “Ανά πάσα στιγμή εκατοντάδες γυναικών φυλακίζονταν με πρόσχημα την Zina, έναν νόμο που απαγορεύει τις εξωγαμιαίες επαφές… Η Zina επίσης αναφέρεται στο βιασμό. Για τον νόμο αυτόν… πρέπει να κατατεθούν ειδικές αποδείξεις για έναν βιασμό στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η κατάθεση της ίδιας ή άλλης γυναίκας. Για να καταγγείλει έναν βιασμό, μια γυναίκα πρέπει να παραδεχτεί ότι κάποιου τύπου εξωγαμιαία επαφή έλαβε χώρα. Κατά συνέπεια, το θύμα ενός βιασμού μπορεί άνετα να τιμωρηθεί σε μια δίκη στην οποία δεν της δόθηκε καν το δικαίωμα να καταθέσει” (Διεθνής Αμνηστεία). Στην πραγματικότητα, γύρω στο 15% των γυναικών που καταγγέλουν μια υπόθεση βιασμού κατηγορούνται και φυλακίζονται οι ίδιες! Εδώ το κράτος, η ισλαμική δικαιοσύνη και οι βιαστές σχηματίζουν ένα ενιαίο τρομοκρατικό μέτωπο ενάντια στις γυναίκες (και ιδίως τις προλετάριες) προκειμένου να αποδυναμώσουν ολόκληρο το κίνημα.

Ο εθνικισμός ως ρευστοποίηση

Εδώ και δεκαετίες ολόκληρες η διαίρεση των προλεταρίων σε ινδουιστές ή μουσουλμάνους, ινδούς ή πακιστανού και πιο πρόσφατα η διχοτόμηση του ίδιου του Πακιστάν σε Ανατολικό (Μπαγκλαντές) και δυτικό (Πακιστάν), βοήθησε τους αστούς στη στρατηγική τους: “διαίρει και βασίλευε”. Για παράδειγμα, η υποβαθμισμένη θέση των γραφειοκρατών και των στρατιωτικών της Βεγγάλης ήταν “μια κατευθυντήρια δύναμη πίσω απ’ τον βεγγαλέζικο εθνικισμό στο Πακιστάν που οδήγησε τελικά στην απελευθέρωση (sic) του Μπαγκλαντές” (Hamza Alavi). Μόλις τώρα αρχίζουμε να βλέπουμε το σταδιακό ξεπέρασμα τέτοιων ταυτοτήτων καθώς το προλεταριάτου της υποηπείρου αυτής δημιουργεί συνειδητά οριζόντιους δεσμούς ανεξαρτήτως υπηκοότητας, εθνικότητας και θρησκευτικής ταυτότητας. Ένας βασικός παράγοντας ήταν ότι μιας και πλέον τόσο το Πακιστάν όσο και η Ινδία διαθέτουν εξίσου πυρηνικά όπλα, μια συνοριακή διαμάχη στο Κασμίρ θα μπορούσε να οδηγήσει σε αμοιβαία εξόντωση. Το Πακιστάν είναι μια από τις λιγοστές κοινωνίες όπου συνυπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι απόσπασης υπεραξίας: Η άτυπη μορφή που είναι μια επιστροφή όλων εκείνων των μεθόδων που εξαφανίστηκαν από αλλού ως υπερβολικά απαρχαιωμένη για την καπιταλιστική ανάπτυξη (πχ. η παιδική και η εργολαβική εργασία στο βαθμό καθαρής σκλαβιάς), η τυπική μορφή απόσπασης υπεραξίας (που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του Πακιστάν) και η πραγματική μέθοδος απόσπασης υπεραξίας (που έχει εφαρμοστεί κυρίως στην πυρηνική βιομηχανία και σε άλλους ανεπτυγμένους τομείς της οικονομίας). Αυτή η τελευταία τάση δεν καθορίζει απλά το βαθμό της εκμετάλλευσης στο υπόλοιπο της κοινωνίας, αλλά επίσης απορροφά επιθετικά υπεραξία από τους κατώτερους κλάδους.

Η ιστορία της πυρηνικής ανάπτυξης της Ινδίας και του Πακιστάν δείχνει πώς κάθε μεγάλη καπιταλιστική δύναμη είναι εμπλεγμένη στην εξοπλιστική κούρσα της υποηπείρου. Όσον αφορά την Ινδία, ο πρόεδρος Άιζενχάουερ, της προσέφερε ατομική τεχνολογία στα 1953 “για κοινωνική χρήση”. Τρία χρόνια αργότερα, οι ΗΠΑ προμήθευσαν την Ινδία με βαρύ ύδωρ, που χρησιμεύει στην παραγωγή πυρηνικής ενέργειας. Το 1959 οι ΗΠΑ εκπαιδεύσαν ινδούς επιστήμονες στην κατεργασία του, και μια δεκαετία αργότερα η Γαλλία συμφώνησε να βοηθήσει την Ινδία να αναπτύξει πυρηνικούς αντιδραστήρες. Η ΕΣΣΔ έγινε ο κύριος προμηθευτής βαρέου ύδατος το 1976 και ένα χρόνο αργότερα η Ινδία ανέπτυξε υπερυπολογιστές ικανούς για τη δοκιμή πυρηνικών εκκρήξεων. Το 1998 η Ινδία διεξήγαγε πέντε υπόγειες πυρηνικές δομικές, ανακηρύσσοντας τον εαυτό της “πυρηνική δύναμη” (Νew York Times, 28/Μαι/1998).

Το Πακιστάν ξεκίνησε το πρόγραμμά του λίγο αργότερα, αντανακλώντας τη λιγότερο “ανεπτυγμένη” οικονομία του. Το 1972, μετά τον τρίτο πόλεμό του με την Ινδία, ξεκινά τα προγράμματα με τη βοήθεια του Καναδικού “ιμπεριαλισμού”. Πέντε χρόνια αργότερα, η Βρετανία του πουλάει 30 υψηλής συχνότητας μετατροπείς για τον έλεγχο φυγόκεντρων ταχυτήτων. Το 1981 η αμερικανική κυβέρνηση Ρήγκαν ξεκινά μια “γενναιόδωρη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια εξαιτίας της πακιστανικής αρωγής στους αφγανούς αντάρτες που μάχονται τους Σοβιετικούς” (οπ.π). Δυο χρόνια αργότερα, η Κίνα προμηθεύει στο Πακιστάν σχέδια για κατασκευή βομβών. Το πακιστάν ανακυρήσσεται πυρηνική δύναμη την ίδια χρονιά με την Ινδία, το 1998. Κοιτάζοντας το ιστορικά, φαίνεται πως η αμερικανική, βρετανική και καναδική άρχουσα τάξη προσπάθησαν να επεκτείνουν την επιρροή τους τόσο στην Ινδία όσο και στο Πακιστάν, ενώ η Ρωσσία και η Γαλλία συγκεντρώθηκαν περισσότερο στην Ινδία, και η Κίνα προτίμησε το Πακιστάν. Περιμένουμε πως αυτές οι αντιπαλότητες θα οξυνθούν.

Μπαγκλαντές: η άλλη όψη του νομίσματος

Αν το Αφγανιστάν θα πρεπε να γίνεται αντιληπτό ως μια ζώνη ενσωματωμένη οικονομικά στο Πακιστάν, τότε το Μπαγκλαντές και το Πακιστάν θα πρεπε να τα βλέπουμε ως μια ενιαία πολιτική ζώνη. Γιατί οτιδήποτε συμβαίνει στην μία κοινωνία, έχει ένα άμεσο πολιτικό αντίκτυπο στην άλλη. Ας ρίξουμε λοιπόν μια κοντινή ματιά στο Μπαγκλαντές.

Οι φυσικές καταστροφές (πχ. πλημμύρες) κατηγορούνται συνήθως ως για την οικονομική δυσφορία του Μπαγκλαντές. Όμως στα 90es έλαβε χώρα μια μαζική αναβάθμιση της ταξικής σύγκρουσης στη χώρα αυτή. Το 1990 βίαιες ταραχές ξέσπασαν στην πρωτεύουσα Ντάκκα (International Communist Group, Communism, no 12). Δυο χρόνια αργότερα χιλιάδες απεργοί προλετάριοι καταστάλθηκαν βίαια στην Ντάκκα, κι ένα χρόνο αργότερα οι εργάτες της υφαντουργίας μπήκαν στο στόχαστρο. Την ίδια χρονια, έκλεισαν τέσσερα πανεπιστήμια, καθώς περιγράφονταν από τις αρχές ως “κέντρα συνωμοσίας και τρομοκρατίας” (οπ.π). Το 1994 παρά τις προσπάθειες των συνδικάτων να σαμποτάρουν τον αγώνα των λιμενεργατών στο λιμάνι του Chittagong, κάθε αποβίβαση/κάθε εκφόρτωση μπλοκαρίστηκε αποτελεσματικά. Σοδιές πυρπολήθηκαν ως διαμαρτυρία ενάντια στις περικοπές μισθών την ίδια χρονιά. Το 1995 οι εργάτες στην υφαντουργία μπλόκαραν πολλούς δρόμους και σιδηροδρόμους ως διαμαρτυρία ενάντια στις συνθήκες εργασίας τους. Το πακιστανικό και ινδικό προλεταριάτο παρακολούθησαν αυτά τα γεγονότα με ενδιαφέρον, αλλά απ’ όσο μπορούμε να ξέρουμε, χωρίς ενεργό συμμετοχή.

Ο Βοναπάρτης ξανάρχεται: άφεση αμαρτιών!

Ο Στρατηγός Perviz Musharraf προήχθη σε Πρόεδρο της Επιτροπής Μελών στις αρχές του Οκτώβρη 1999 από την πολιτική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Nawaz Sharif. Μόλις μια βδομάδα αργότερα οργάνωσε πραξικόπημα ενάντια στο αφεντικό του. Ορίστε ευγνωμοσύνη!

Οι λόγοι για το πραξικόπημα είναι πολυάριθμοι αλλά οι κυριότεροι απ’΄αυτούς είναι οι εξής: Οι προλεταριακές απεργίες των βαμβακοκαλλιεργητών σε όλη τη χώρα, μπλοκάροντας τους δρόμους και οργανώνοντας μαζικές διαδηλώσεις (το βαμβάκι αποτελεί το 70% των συνολικών “νόμιμων” εξαγωγών), η απόπειρα της κυβέρνησης να εισάγει έναν δυσάρεστο φόρο κάμφθηκε από την επιτυχημένη αντίσταση των μικρεμπόρων, η αισθητική αντίληψη του Sharif για την κατασκευή παντού αυτοκινητοδρόμων γκρεμίζοντας πολυάριθμα ιστορικά κτήρια είχε δημιουργήσει μια έντονη δυσαρέσκεια μεταξύ του αστικού πληθυσμού, τα σχέδια του ΔΝΤ για “ιδιωτικοποίηση” δεν μπορούσαν να προχωρήσουν δεδομένης της σθεναρής αντίστασης ιδιαίτερα των σιδηροδρομικών, των εργαζομένων στις τηλεπικοινωνίες και στον ηλεκτρισμό, η προσπάθεια του Sharif για απεμπλοκή του Πακιστάν απ’ το Αφγανιστάν κατηγορώντας το Αφγανιστάν για τρομοκρατικές επιχειρήσεις στο εσωτερικό των πακιστανικών συνόρων δεν άρεσε και πολύ στο εσωτερικό των “υπηρεσιών πληροφοριών” και των σχετικών “υπηρεσιών”, και τέλος: έχοντας αντιληφθεί ότι ο Στρατηγός ήταν τόσο φιλόδοξος όσο και αδίστακτος, η κυβέρνηση προσπάθησε -εις μάτην- να τον ξεφορτωθεί μόλις μια βδομάδα μετά την προαγωγή του. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Το πραξικόπημα ήταν  αναπόφευτκο.

Σήμερα (2001), ο Στρατηγός δείχνει πιο σίγουρος απ’ ότι ο προκάτοχός του. Οι διαδηλώσεις στο Πακιστάν έχουν περιοριστεί, προς το παρόν, στις εθνικές μειονότητες. Οι ΗΠΑ τον χρειάζονται, τουλάχιστον προς το παρόν. Το ΔΝΤ έχει γίνει πολύ πιο γενναιόδωρο, παραχωρώντας μακροχρόνια άτοκα δάνεια, μέχρι ενός σημείου. Και, το πακιστανικό προλεταριάτου, σε αντίθεση με τους αφγανούς προλετάριους στο εσωτερικό του Πακιστάν, φαίνεται ως τώρα σχετικά σιωπηλό. Και ο Στρατηγός προσπαθεί προσεκτικά να μην αποξενωθεί από τους πλούσιους γαιοκτήμονες που φορολογήθηκαν βαριά από την κυβέρνηση τους Bhutto (παρά το γεγονός ότι και η ίδια η Bhutto προερχόταν απ’ αυτό το περιβάλλον!). Εν κατακλείδι, ο πόλεμος που διεξάγεται εδώ είναι λιγότερο προβλέψιμος απ’ αυτόν του Κοσσυφοπεδίου ή του Κόλπου. Αν τα πράγματα δεν παν σύμφωνα με το σενάριο, ποιος ξέρει, τα πάντα μπορεί να συμβούν!

(Afghan Series, Number 4)

8.11.2001

Για επικοινωνία με τους συγγραφείς (στα αγγλικά): Melancholic Troglodytes, Box no. 44, 136-138 Kingsland High Street, London E8 2NS, United Kingdom

Email: meltrogs1(παπάκι)hotmail.com

Σημειώσεις της μετάφρασης: Για μια καλύτερη κατανόηση μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στους παρακάτω χάρτες σχετικού ενδιαφέροντος: Η Παράνοια του Πακιστάν από τη Repubblica, με σημείωση “σε περίπτωση ινδικής εισβολής, οι πακιστανικές δυνάμεις θα μπορούν να υπαναχωρήσουν στο δύσβατο ορεινό έδαφος προς τα αφγανικά σύνορα”. Χάρτης του Πακιστάν όπου εμφανίζονται τα πυρηνικά εργοστάσια και οι περιοχές υπό ομοσπονδιακό φυλεκτικό έλεγχο. Χάρτης του Κασμίρ.

 

Categories
Uncategorized

Τα καλύτερα νέα του Μήνα

20 Νοέμβρη 2009

Σαν φθινοπωρινή βροχή…

Καβάλα: Στα πλαίσια του κύματος μαθητικών καταλήψεων που επανεμφανίζεται με σχεδόν ετήσια περιοδικότητα τα τελευταία χρόνια, αμφισβητώντας την εντατικοποίηση της εκπαίδευσης και επανοικειοποιούμενοι προσωρινά τους σχολικούς χώρους, οι μαθητές του 7ου Γυμνασίου Καβάλας αποφάσισαν να κάνουν κατάληψη στο σχολίο τους, χωρίς αιτήματα. Και σαν να μην ήταν αρκετό αυτό το σοκ για όλους τους απολογητές του διαλόγου, δε δίστασαν να διώξουν από πάνω και τους δημοσιογράφους που πλησίασαν το σχολείο τους, βρίζοντάς τους και κραδαίνοντας αλυσίδες! Πάντα τέτοια… (Η κατάληψη έληξε “αφανώς” μετά από πιέσεις στις οικογένειες των παιδιών).

Πηγή: http://eglimatikotita.blogspot.com/2009/11/21-2009-1813-7-kavalanet.html

6Δεκέμβρη 2009

έξω αντιεξέγερση, μέσα αντίσταση

Εμείς, κρατούμενοι της Β’ πτέρυγας της φυλακής Λάρισας απέχουμε σήμερα από το συσσίτιο για να τιμήσουμε τη μνήμη του αδικοχαμένου Αλέξη Γρηγορόπουλου και να εκφράσουμε την αντίδραση μας στις κρατικές δολοφονίες και εξευτελισμούς, στην καθημερινή τρομοκράτηση της ζωής όλων μας…
Γιατί ο αγώνας για ελευθερία και αξιοπρέπεια δε φυλακίζεται ούτε καταστέλλεται!
Κυριακή, 6-12-2009. -κρατούμενοι της Β’ πτέρυγας φυλακής Λάρισας
Στην αποχή συσσιτίου συμμετείχαν επίσης οι κρατούμενοι των φυλακών:
Αλικαρνασσός, Άμφισσα, Αυλώνα, Βόλος, Γιάννενα, Γρεβενά, Διαβατά (ισόγειο και Α πτέρυγα), Δομοκός, Θήβα, Κέρκυρα (Γ, Δ, Η και Θ πτέρυγες), Κομοτηνή, Κορυδαλλός (Γ και Δ πτέρυγες), Κως, Λάρισα (Β πτέρυγα), Μαλανδρίνο, Ναύπλιο, Νεάπολη, Πάτρα (Β και Γ πτέρυγες), Τρίκαλα, Χαλκίδα, Χανιά, Χίος

28 Γενάρη 2010

ο κοινωνικός αυτοματισμός σε κρίση

Χωρίς να μπούμε στην ουσία της κρίσης στον αγροτικό τομέα, καθότι δεν είναι σκοπός της σελίδας αυτός, αυτόν τον μήνα, το respect πάει στους αδέσμευτους αγρότες των μπλόκων και ιδιαίτερα τους έλληνες και βούλγαρους που κλείνουν από σήμερα από δυο μεριές τα σύνορα στον Προμαχώνα. Κι αυτό έχοντας απέναντί τους το σύνολο των ΜΜΕ και του “εμπορικού κόσμου” των μαγαζατόρων, αλλά κι ένα επιπλέον κράτος-απεργοσπάστη: τη Βουλγαρία (πιέσεις στο ελλ. κράτος για αποζημιώσεις αλλά και στην Ε.Ε. για παρέμβαση ώστε να καταλυθούν τα μπλόκα!). Εύφημος μνεία αρμόζει -εκτός απο κείνους τους Χαλκιδικιώτες που πέρασαν μες απ’ το μπλόκο των ΜΑΤ με τα τρακτέρ στην Ν. Τρίγλια!) στους αγρότες του Προμαχώνα, για τον υψηλό βαθμό επινοητικότητας και αυτονομίας του αγώνα τους: για πρώτη φορά λοιπόν έχουμε μπλόκα σιδηροδρόμων (έχει σημασία ότι κάτι τέτοιο έγινε αφενός μεν χωρίς καμιά συνεννόηση με τις αρχές αλλα και λόγω κοινωνικότητας και όρων του συγκεκριμένου αγώνα χωρίς να ξεδιπλωθεί μια συντριπτική αντεπίθεση του κράτους, όπως είχε γίνει στην περίπτωση των γάλλων σαμποτέρ πρόπερσι), καθώς και κινήσεις όπως ολιγόωρα ανοίγματα των συνόρων για ευπαθή προϊόντα κι ανθρωπιστικούς λόγους, λαϊκά γλέντια στα μπλόκα, μοιράσματα προϊόντων, αλλά και κάλυψη των πινακίδων μετά από απειλές της εισαγγελείας… Όσον αφορά την αυτονομία του αγώνα αυτή τη στιγμή, αρκεί να πούμε πως ο παραγκωνισμός των κομματικών έγινε εύκολα αντιληπτός ως “ανυπαρξία κεντρικής γραμμής” και ανεξαρτησίας του κάθε μπλόκου. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως η στάση τους αφενός μεν απέναντι στην ελλ. κυβέρνηση (αποχή από το διάλογο-παρωδία, για την οποία οι Αδέσμευτοι Αγροτικοί Σύλλογοι Σερρών κέρδισαν τον τιμητικό για κάθε αγωνιζόμενο, χαρακτηρισμό προβοκάτορες από την αρμόδια υπουργό, την οποία στη συνέχεια κάλεσαν να τους επισκεφτεί αυτή για τον όποιο διάλογο) κίνηση εξαιρετικής συμβολικής σημασίας για την νέα αντίληψη απέναντι στο κράτος, όπως μαρτυρά και το ανάλογο κάλεσμα του βούλγαρου πρωθυπουργού στα μπλόκα: η διαπραγμάτευση δηλαδή με την άλλη πλευρά έγινε “πρόσωπο με πρόσωπο” όπως ζήτησαν οι ίδιοι, κι όχι μέσω της διαμεσολάβησης του κράτους/κυβέρνησης-κηδεμόνα (ούτως ή άλλως χρεωκοπημένου και δεσμευμένου στην ευρωπαϊκή προοπτική εκμηδένισης των σημερινών αγροτών στο βωμό της βιομηχανικής γεωργίας) που τίθεται εκ των πραγμάτων απεναντι. Κι αυτό το απέναντι πραγματώνεται με πλήθος γνωστών και άγνωστων επιθέσεων, από ο ξαμόλυμα κρατικοδίαιτων στρατών δημοσιογράφων ενάντια σε κάθε κινητοποίηση μέχρι και τις επιθέσεις ακόμα και με μολότοφ εναντίων μπλόκων. Οι αγρότες φαίνεται να μη μασάνε πάντως. Στο κάτω κάτω, αυτοί παράγουν τον όποιο πλούτο αυτής της χώρας, κι αυτοί θα έχουν την τελευταία λέξη.
Και κάτι ακόμα, αν και δεν έχει (άμεση) σχέση με το περιεχόμενο της σελίδας, αξίζει ιδιαίτερη προσοχή: Στα μίντια πέρασε στα ψιλά γράμματα ως ένα ακόμη “φιάσκο” της αστυνομίας, αλλά στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για έναν επίσημο κρατικό μηχανισμό δημιουργίας προβοκατσιών. Ονομάζεται Ειδική Υπηρεσία Εσωτερικών Ελέγχων της Αστυνομίας και στις 24/12 πραγματοποίησε το πρώτο της(;) χτύπημα στην αστυνομική διεύθυνση Πειραιά, βουτώντας μια μοτοσικλέτα κάτω απ’ την μύτη των φρουρών. Το νου μας λοιπόν.

6 Φλεβάρη 2010

το κράτος, οι παρα-κρατικοί, και το κουμάντο του δημόσιου χώρου

Η κατάληψη, και υπεράσπιση από τους φασίστες, του δημόσιου χώρου στα Προπύλαια αποκτά εξαιρετική αξία ακόμη κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα: τους τελευταίους μήνες ένα κομμάτι της Αριστεράς -με πρόσχημα την φασιστική απειλή- καταβάλλει εντελώς συνειδητά μεθοδικές προσπάθειες να καθιερώσει και να νομιμοποιήσει κοινωνικά την αστυνομία ως ρυθμιστή του δημόσιου χώρου και κατ’ επέκταση του δημόσιου λόγου. Υπάρχει ένα τεράστιο άλμα απ’ το να βγαίνει κανείς στα κανάλια για να κλαψούρισει για την φασιστική απειλή, μέχρι το να προσκαλεί ανοιχτά και επίσημα τις δυνάμεις καταστολής στους δρόμους και στις διαδηλώσεις, ώστε να τον προφυλάξουν απ’ τους φασίστες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο: Αφενός συντείνουν στην φασιστική προπαγάνδα παρουσιάζοντας τον φασισμό ως “διωκώμενο” “εχθρό” του δημοκρατικού κράτους, αλλά κυρίως στο προφίλ του δημοκρατικού κράτους ως “ουδέτερου μεσολαβητή” ή ακόμα και φύλακα απ’ τον φασισμό (στην περίπτωση της Ελλάδας, εγχείρημα τόσο γελοίο που μόνο αυτοί θα μπορούσαν να το αναλάβουν), κι αφετέρου καλλιεργούν την ηττοπάθεια και την ανάθεση στο κράτος ως ενδεδειγμένη στάση αγώνα.

Η πολιτική τους αυτή έχει συγκεκριμένο ιστορικό προηγούμενο, με κύριο σημείο εφαρμογής την Αγγλία, και η τάξη μας έχει πληρώσει κι ακόμα πληρώνει ακριβά. Η άφιξη των βρετανών επιτελών του υπ. προ.πο. και η εφαρμογή χαρακτηριστικών κατασταλτικών μεθόδων στα Εξάρχεια και σε διαδηλώσεις υποδεικνύουν ότι η πρόσκληση που απευθύνουν οι αντιρατσιστές μας στον υπουργό δύσκολα θα μείνει ανεκμετάλλευτη. Τρόπος να εκμηδενίσουμε τις καταστροφικές, για την προλεταριακή χρήση του δημόσιου χώρου, συνέπειες υπάρχουν: Η άμεση και πρακτική απομόνωση, αν όχι ανοιχτή αποκήρυξη, των συγκεκριμένων πρακτικών και των φορέων τους. Ως γνωστόν, η διαπραγματευτική αξία τους έγκειται στο βαθμό που μπορούν να παρουσιάζονται ως εκφραστές ενός ευρύτερου χώρου. Ασφαλώς, θα πρέπει να περιμένουμε κάποιες κατηγορίες για αντισυντροφική στάση, που ακόμα αφήνει έκθετους στους φασίστες το συγκεκριμένο κομμάτι του “κινήματος”. Είμαστε βέβαιοι όμως, πως στους συντρόφους μας δε συγκαταλέγονται αυτοί που στρώνουν το χαλί της αστυνομίας. Στα τέλη του μήνα και με αφορμή την απόλυση στις εκδόσεις Άγρα για την οποία σε μεγάλο μέρος της δε θα καταφέρει να πάρει μια σαφή θέση, η αποσύνθεση στο χώρο αυτής της μισο-χωμένης στα κρατικά πόστα Αριστεράς θα γίνει ακόμα πιο εμφανής. Οφείλουμε να την καλωσορίσουμε σε συνδυασμό με την έντονη ανεξαρτησία του κινήματος απ’ τις παραδοσιακές δομές της, μετά τον Δεκέμβρη όπως εκδηλώθηκε και στην απεργία της 24/2.

5 Μάρτη 2010

Απρίλης 2010

Η συναίνεση γκρεμίζεται από πάνω. Η σύνεση -των απο κάτω- δε θ’ αργήσει…

Μάης 2010

Τουλάχιστον δεν είναι τόσο άσχημα όσο θα μπορούσε

Κλικ εδώ για να διαβάσετε το μοναδικό κείμενο στο νετ που ΔΕΝ θα βρείτε στο κεντρικό του ιντυμίντια για τα γεγονότα της 5/5.

Ιούνης 2010

καθώς οι εχθροπραξίες συνεχίζονται…

Το γιατρικό για όλα τα προβλήματα του Κράτους μετράει τις πληγές του, στο επίπεδο που έχει ορίσει το ίδιο ως κεντρικό σημείο της ταξικής σύγκρουσης απ’ τον Δεκέμβρη κι έπειτα, και που αναμένεται να εστιάσει ακόμα περισσότερο όσο εξελίσσεται η καπιταλιστική κρίση. 4/6: Δεκάδες κάτοικοι παίρνουν στο κυνήγι μπάτσους που εισέβαλαν στα Ανώγεια, με αφορμή γλέντι -μετά μπαλωθιών- σε σπίτι, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον οικοδεσπότη κι άλλους 6 συγχωριανούς τους να διαφύγουν τη σύλληψη. 29/6 συλλογική απόδραση κρατουμένων από το ΑΤ Νέου Κόσμου. 29/6 επίσης: Μάχες σώμα με σώμα με τις αστυνομικές συμμορίες στη γενική απεργία, και εποικοδομητικές δράσεις στο προσωρινά απελευθερωμένο έδαφος, όπως απαλλοτριώσεις σουπερ-μάρκετ και πρακτική απαγόρευση της εθνικιστικής σύγχυσης στην πορεία.

Ιούλης 2010

κι αφού καταλαγιάσει ο αχός, δεν μένει παρά ν αρχίσει η λεηλασία

Κι αφού δεν κερδίζουμε (ως τάξη τέλος πάντων): μετά και την ήττα της απεργίας των ιδιοκτητών-φορτηγατζήδων (οι οποίοι πήγαν άπατοι και άκλαυτοι, εξαργυρώνοντας εν μέρει και την περιφρόνησή τους σε απεργίες αγροτών κ.α.), ένα-ένα τα κομμάτια της τάξης που σε παλιότερους κοινωνικούς συσχετισμούς είχαν ανελιχθεί πετυχαίνοντας το ένα ή το άλλο προνόμιο (βλ. “συντεχνίες”, “ρετιρέ” και λοιποί “βολεμένοι” που δε δουλεύουν ακόμα για 5 κατοστάρικα μαύρα), θα κληθούν ένα-ένα προς ρευστοποίηση. Υπάρχει άραγε αλληλεγγύη μεταξύ μικροαστών; Μένει ν’ αποδειχτεί. Προς το παρόν, μια ωραία κίνηση με παιγνιώδη άποψη για την νομιμότητα εν καιρώ καπιταλιστικής κρίσης, υπερσυσσώρευσης σε κάθε πεδίο και τα ρέστα:

“Μετά την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου της Αθήνας να κηρύξει παράνομη και καταχρηστική την απεργία τους […] οι Ελεγκτές Εναέριας Κυκλοφορίας […] ανακοίνωσαν ότι θα τηρήσουν αυστηρά τους κανονισμούς ασφαλείας για τη χωρητικότητα του εναέριου χώρου. […] Αυτό όμως θα επιφέρει αναστάτωση στο πρόγραμμα των πτήσεων τα αεροπορικών εταιριών, δεδομένου ότι το καλοκαίρι η κίνηση είναι μεγαλύτερη.  […] Μέχρι το απόγευμα της Κυριακής, σε πάνω από 120 πτήσεις από το διεθνές αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» σημειώθηκαν καθυστερήσεις ενώ τουλάχιστον τρεις ακυρώθηκαν […] Στην Κύπρο, συνολικά 400 πτήσεις έχουν επηρεαστεί […] Τελικά, οι ελεγκτές ανέστειλαν την απεργία του Σαββάτου καθώς λύθηκε το θέμα με την ανάκληση των θερινών αδειών τους.

Εκ μέρους του κοινωνικού αυτοματισμού τοποθετήθηκε […] ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων Ανδρέας Ανδρεάδης, λέγοντας […]  η στιγμή είναι ακατάλληλη […] ουσιαστικά στρέφεται κατά της Ελλάδας και συμβάλλει αφού για μια ακόμη φορά η Ελλάδα πρωταγωνιστεί στα διεθνή ΜΜΕ με αρνητικές ειδήσεις. Οι ανταγωνιστές μας περιμένουν στη γωνία, δήλωσε με νόημα και τόνισε ότι τη στιγμή που η Τουρκία σημειώνει αύξηση 20%, εμείς θα έχουμε πτώση εσόδων 10% για φέτος.

Αύγουστος 2010

Αυτό. Οπωσδήποτε αυτό.

Σεπτέμβρης 2010

“…δεκατρείς κρατούμενοι του Α. Τ. Ομονοίας προφασίστηκαν αιφνίδιο πρόβλημα υγείας και ζητούσαν την άμεση μεταφορά τους σε νοσοκομεία, γι’ αυτό και οι δυο ειδικοί φρουροί που είχαν βάρδια την ώρα εκείνη στα κρατητήρια, άνοιξαν την πόρτα[…] Κατάφεραν να διαφύγουν συνολικά επτά, εκ των οποίων τέσσερις Παλαιστίνιοι, δύο Ιρακινοί και ένας Αφγανός, οι οποίοι αναζητούνται. -Καλή λευτεριά!

Οκτώβρης 2010

Οι μαθητές κι οι μαθήτριες των Χανίων. [candia alternativa] [trolls]. Κι οι γονείς ήταν εντάξει [candia].

Νοέμβρης 2010

Respect: στους Τσιγγάνους των Διαβατών [εργαλείο] και της Ταμπακαριάς Μεσολογγίου (άσυλο κοινωνικό!) [http://lepantotv.com/lepanto/?p=680]

Δεκέμβρης 2010

Οβριόκαστρο – Κερατέα

…με κινητικότητα κι ασφάλεια (αφήνοντας όσο λιγότερους στόχους γίνεται στον εχθρό), χρόνο και στρατηγική (την ιδέα της μετατροπής κάθε υποκειμενικής επιφύλαξης σε φιλικότητα), η νίκη δεν μπορεί παρά να είναι των ανταρτών, μιας κι όλοι οι αλγεβρικοί παράγοντες είναι τελικά αποφασιστικοί, κι εναντίον τους κάθε εκσυγχρονισμός των μέσων ή της μορφής πολέμου είναι τελικά μάταιος. – Wu Ming 1

Γενάρης 2011

Οι Τσιγγάνοι του Μενιδιού, που δεν έσκυψαν το κεφάλι μπρος στο licence to kill των μπασιτζήδων της ελληνικής δημοκρατίας, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός της οποίας καλό είναι να μην πολυκυκλοφορεί, καθώς και οι Κερατιώτες που συνεχίζουν να χαρίζουν χαμόγελα:)

Φλεβάρης 2011

Να τους δω να τρέχουν
Να τους δω να τρέχουν

“Προβληματισμός επικρατεί το τελευταίο διάστημα για τις επιθέσεις-φραστικές και άλλες ακόμα χειρότερης μορφής- εναντίον πολιτικών, ειδικά κάποιων που φαίνεται να είναι στο στόχαστρο και να αποτελούν «κόκκινο πανί». Προβληματισμός, τόσο στον πολιτικό κόσμο, όσο βέβαια κατ επέκταση και σε διοργανωτές διαφόρων εκδηλώσεων με προσκεκλημένους τους πολιτικούς αυτούς ειδικά. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η φραστική επίθεση στον αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Θεοδ Πάγκαλο  από Έλληνες φοιτητές στη Γαλλία, στο Παρίσι.”

Πηγή: http://www.daypress.gr/index.aspx?aid=3738&cid=19

“«Θα μας πάρουν με τις πέτρες» είχε πει πριν από μήνες ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, αλλά οι πολίτες φαίνεται ότι διαφωνούν ακόμα και σε αυτό. Προτιμούν τα γιαούρτια και τα αυγά. Έτσι μετά τις επιθέσεις με πλαστικά μπουκάλια στον αναπληρωτή υπουργό Εθνικής Άμυνας, Πάνο Μπεγλίτη, και τις φραστικές επιθέσεις κατά του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ, Χρ. Πρωτόπαπα, επεισόδιο σημειώθηκε και σε βάρος του υφυπουργού εργασίας, Βασίλη Κεγκέρογλου. Η επίθεση κατά του κ. Κεγκέρογλου έγινε στην Πάτρα, όταν ομάδα νεαρών συγκεντρώθηκε στην Αγορά Αργύρη, όπου ήταν προγραμματισμένο να μιλήσει ο κ. Κεγκέρογλου. Με την εμφάνιση του υφυπουργού οι νεαροί άρχισαν να εκτοξεύουν γιαούρτια και αυγά προς το μέρος του. Οι νεαροί αποχώρησαν μόνο όταν εμφανίστηκαν στην περιοχή αστυνομικές δυνάμεις.”

Πηγή: http://www.e-magazino.gr/index.php/eidiseis/epikairotita/ksekinisan-ta-giaourtomata-se-ipourgous.html

Μάρτης 2011

Προς ένα άνοιγμα της κυνηγετικής περιόδου: Προεόρτια

25 Μαρτίου και στη Σύρο, στο ίδιο πνεύμα όπως και αλλού, οι μαθητές “Έστρεψαν τα κεφάλια τους προς τους συμμαθητές τους που δεν συμμετείχαν στην παρέλαση και το άγαλμα του ήρωα της επανάστασης Ανδρέα Μιαούλη και όχι προς την εξέδρα των επισήμων απαξιώνοντας έτσι την παρουσία τους στις εορταστικές εκδηλώσεις“. Must see: youtube

Απρίλης 2011

Αντιμέτρα…

Μάης 2011

“Να μην υπάρχουν συγκεκριμένα αιτήματα, διότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε κανένα  πολιτικό σύστημα. Να γίνεται συζήτηση περί δημοκρατίας και να δημιουργούμε. Οι ομάδες εργασίας να προκαλέσουν συνθήκες νέες. “Δεν ήρθαμε να διαμαρτυρηθούμε απέναντι σε ό,τι γίνεται αλλά να πάρουμε την τύχη μας στα χέρια μας”. Χρειάζεται αυτοοργάνωση & ανάληψη προσωπικής ευθύνης.” – από τα πρακτικά της ανοιχτής συνέλευσης Λευκού Πύργου

Ιούνης 2011

Again and again until the land is ours...

Ιούλης 2011

ούτε με ΕΛΕ ούτε με το ΚΝΑΤΟ, ζήτω το παγκόσμιο κουκουλοφοριάτο

ιδέες και λύσεις για άμεση προλεταριακή άρνηση του χρέους

Αύγουστος 2011

Σεπτέμβρης 2011

Οκτώβρης 2011

Καλά νέα γιόκ. Νιέμα. Ρίχτε μια ματιά εδώ πάντως, να κάνετε στομάχι απ’ τα γέλια.

 

 

Categories
Melancholic Troglodytes

Αφγανιστάν: μια οπιούχα κοινωνική ιστορία

Αφγανιστάν: μια οπιούχα κοινωνική ιστορία

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν ήταν ιστορία ενός πράγματος, αυτό θα ήταν η τέχνη του να κάνεις το δύσκολο όταν το κεφάλαιο προσπαθεί να σε ρίξει: Ένας πληθυσμός κατά κύριο λόγο αγροτών και βιοτεχνών μικροϊδιοκτητών που περιγελά τις χαρές της μισθωτής σκλαβιάς. Επιδρομές και βομβαρδισμοί εξωτερικών εχθρών (ενίοτε με την αρωγή της αφγανικής κυβέρνησης) που αποτυγχάνουν να πατάξουν το λαθρεμπόριο που διεξάγεται απ’ τους ανθρώπους των βουνών. Εμφύλιοι πόλεμοι και ο περιορισμένος φυσικός πλούτος της σοδειάς καθιστούν την (μη σχετική με ναρκωτικά) βιομηχανική γεωργεία αδύνατη. Συμμορίες των βουνών που συλλέγουν φόρους από όλες τις πλευρές σε αντάλλαγμα για την προστασία τους, κάνουν τους φοροεισπράκτορες του κράτους να πρασινίζουν από ζήλεια. Λεπτομερείς σχεδιασμοί κοινωνικής μηχανικής για τη διαίρεση της χώρας σε βόρεια (πετρέλαιο, αέριο και ορυκτά) και νότια (φθηνή εργασία) ζώνη επιρροής, πατούν στο έδαφος εθνικών/φυλετικών/θρησκευτικών διαφορών. Παρόμοια με τα κολομβιανά Communeros (κοινά αγροκτήματα), τα Minga (γιορτές της γης όπου οι αγρότες καλλιεργούσαν όλοι τα κτήματα όλων), και τη Ρωσσική Ομπσίνα (αγροτική κοινότητα/κομμούνα), τα αυτόνομα από άποψη επάρκειας τοπικά αφγανικά Τζίργκα (πλέον στερημέν από κάθε συλλογική κοινοτική δομή) αποδεικνύονται ως ένα εξαιρετικό ανάχωμα στην “πρόοδο”. Η δύναμή τους είναι αντιστρόφως ανάλογη της ισχύος της κεντρικής κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, η μικρή υπεραξία που είναι σε θέση να εξασφαλίζει το κράτος κάνει την κατάκτηση της εξουσίας μια πύρρειο νίκη. Το κεφάλαιο σχεδον τα χει παρατήσει με τη δημιουργία σύγχρονων υποδομών κυριαρχίας στο Αφγανιστάν, ενώ αντίθετα προσπαθεί να διεισδύσει στις “κοινοτικές” παραδόσεις.

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν ήταν ιστορία ενός πράγματος, αυτό θα ήταν το αντεπαναστατικό ξεπούλημα που έγινε γνωστό ως “Κογκρέσσο των Λαών της Ανατολής” (Σεπτέμβρης 1920, Μπακού). Μέσω του Κογκρέσσου αυτού, η υπαγωγή των συμφερόντων του προλεταριάτου στο μπολσεβικικό-καπιταλιστικό κράτος εξασφαλίστηκε. Στην ουσία, το συνέδριο αυτό σκόπευε να εξασφαλίσει υποστήριξη (διατροφική καθώς και στρατιωτική), μεταξύ του προλεταριάτου της εποχής, για το πατρικό ρωσσικό κράτος. Οι μπολσεβίκοι επέδειξαν αβυσσαλέο οππορτουνισμό στη διάρκεια του Κογκρέσσου, καλώντας σε μια Ιερή Τζιχάντ για τη σωτηρία της ΕΣΣΔ, ενώ αποδέχθηκαν το Κοράνι ως πολιτική πλατφόρμα. Η Σάρια (ο ισλαμικός νόμος) πιστοποιήθηκε ως υποστηρικτικός της κοινοκτημοσύνης της γης και η Ουάκφα (κουλτούρα της φιλανθρωπίας/δωρεάς, στην καλύτερη ένας διαταξικός μηχανισμός αναδιανομής πλούτου μεταξύ της ισλαμικής “εκκλησίας” και του κράτους) χαιρετίστηκε ως μια αυθεντική κατάκτηση για τους φτωχούς. Οι λιγοστοί διαφωνούντες αυτής της πολιτικής ταξικής συνεργασίας πολέμησαν για μια μάχη ήδη χαμένη. Ο Narbutabekov αποχώρησε αποκαλώντας τους Λένιν, Τρότσκυ, Ζηνόβιεβ και Ράντεκ ανόητους, και ο John Reed άσκησε κριτική στην μπολσεβικική δημαγωγία. Όμως η στάση του Μ. Ν. Roy μάλλον ήταν η πιο διαυγής. Είδε το συνέδριο ως αυτό που ήταν και πολύ απλά αρνήθηκε να συμμετάσχει.

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν ήταν ιστορία ενός πράγματος, θα ήταν η ιστορία της διάκρισης του Ιμπν-Χαλντούν μεταξύ της Ασαμπίγια (η παραδοσιακή αλληλεγγύη των φυλών) και της Ούμμα (η πλαστή ισλαμική ιδεατή κοινότητα). Σταδιακά, ένα κύμα μουσουλμάνων αγροτών ενσωματωνόταν στα αστικά κέντρα της εξουσίας, που είχε στο μεταξύ γίνει “αδύναμη” λόγω διαφθοράς, στατικότητας και της απώλειας του παλιού πολεμικού πνεύματος. Καθώς ο κρατικός πλούτος χωρίστηκε μεταξύ των νικητών, οι αφέντες των πόλεων μπήκαν σ έναν νέο κύκλο παρακμής μέχρι που με τη σειρά τους ανατράπηκαν από το επόμενο κύμα πουριτανών “αδιάφθορων”. Μέχρι να φανεί στον ορίζοντα μια νίκη επί ενός κοινού εχθρού (της ΕΣΣΔ είτε της αριστοκρατίας της Καμπούλ), όλες οι φυλετικές, εθνικές και θρησκευτικές επιπλοκές αναδύονται στην επιφάνεια. Επικρατεί ένας κατακερματισμός και επανεγκαθιδρύεται η ισορροπία. Οι ταλιμπάν είναι σήμερα (2001) ακριβώς σ’ αυτή τη φάση αποσύνθεσης.

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν ήταν η ιστορία ενός πράγματος, αυτό θα ήταν το όνειρο του Σουλτάν Γκαλίεβ, ενός μουσουλμάνου Τάταρου που ενώθηκε με τους μπολσεβίκους τον Νοέμβρη του 1917, και δούλεψε στην “Λαϊκή Επιτροπή για τις Εθνικότητες” του Στάλιν. Για τον Γκαλίεβ, οι “μουσουλμανικές κοινωνίες” ήταν συλλογικά καταπιεσμένες (με την εξαίρεση ελάχιστων μεγαλοϊδιοκτητών και κάποιων αστικών στοιχείων). Κατά συνέπεια, οραματίστηκε μια μικροαστική ηγεσία για το νέο Μουσουλμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα του. Πίστευε ότι η έμφαση της Κομιντέρν στη Δύση ως ατμομηχανή της παγκόσμιας επανάστασης ήταν λανθασμένη. Αργότερα προωθούσε μια Αποικιακή Κομμουνιστική Διεθνή για τις μη-βιομηχανοποιημένες χώρες σε αντιπαράθεση τόσο με τη “Δύση” όσο και με το ρωσσικό σωβινισμό. Πολλοί από τους σημερινούς Μοτζαχεντίν δεν είναι παρά πιο αντιδραστικές εκδοχές του Σουλτάν Γκαλίεβ. Από τη στιγμή που οι μπολσεβίκοι έπαψαν να τον χρησιμοποιούν ενάντια στον Κόλτζακ, οι ανορθόδοξες απόψεις του έγιναν ενοχλητικές. Δολοφονήθηκε στα 1940 πιθανότατα με εντολή του Στάλιν.

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν ήταν η ιστορία ενός πράγματος, θα ήταν το γεγονός ότι στα 1980 οι αφγανοί μουλλάδες μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να έρθουν σε μια συνθηκολόγηση με την άρχουσα τάξη της ΕΣΣΔ (στην πραγματικότητα πολλοί απ’ αυτούς το έκαναν!). Όσο κι αν αρκετοί πίστευαν στον “αντι-αποικιακό” αγώνα, η πλοκή του έφερε τρία άμεσα αποτελέσματα: Καταρχήν, ο πόλεμος κατέστρεψε τους τεχνίτες, τους υφαντουργούς, τους βοσκούς και τους αγρότες. Η παραδοσιακή βάση της ισχύος των μουλλάδων συρρικνωνόταν και πεταγόταν στο περιθώριο. Νέες κοινωνικές συμμαχίες έπρεπε να σχηματιστούν για να εξασφαλίσουν τα ταξικά προνόμια των μουλλάδων. Επίσης, το αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα παρείχε την τέλεια κάλυψη για την ρευστοποίηση των ανταγωνιστών. Το ιερατείο των σούφι (γερουσία) με την μασωνική ιεραρχία του, καθοδήγησης και μέσα από “χάρες” μεταξύ πιστών, γαιοκτημόνων, προεστών χωριών, και κυβερνητικών στελεχών αποτέλεσαν τα σιωπηλά θύματα διαφόρων κυμάτων ισλαμικής ενσωμάτωσης. Η αριστοκρατία Παστούν, άρχισε να χάνει την ηγεμονία τους προς την νέα ελίτ “πνευματικών ισλαμιστών, μουλλάδων, και μικρο-πολέμαρχων του Αφγανιστάν”, και στα 1990 αυτή η ομάδα με τη σειρά της περιθωρειοποιήθηκε από τους (κυρίως Παστούν) νεο-φονταμενταλιστές διανοούμενους μεταξύ των μεταναστών στο Πακιστάν. Το κίνημα των Ταλιμπάν, σηματοδοτούσε την νίκη του άξονα ΗΠΑ-Πακιστάν -μέσω των μεταναστών-, επί του άξονα ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας -εκφρασμένου μέσω των αστών ισλαμιστών διανοουμένων. Η πρόσφατη δολοφονία του Αχμάντ Σαχ Μασούντ συμπληρώνει αυτή την φάση. Τέλος, η αντι-αποικιακή τζιχάντ κατάφερε να αποφύγει το ρίσκο μιας αγροτικής μεταρρύθμισης και να αποπροσανατολίσει την προλεταριακή δυσαρέσκεια προς πιο ασφαλείς εναλλακτικές. Το ιερατείο βγήκε από την νίκη επί της ΕΣΣΔ ενισχυμένο και πιο ικανό να επιβάλει τη σύγχυση επί των προλεταριακών/αγροτικών διεκδικήσεων.

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν είναι η ιστορία ενός πράγματος, αυτό είναι η προτίμηση του κεφαλαίου στα ναρκοπέδια για τη περίφραξη παρά στο πιο παραδοσιακό συρματόπλεγμα (20/25 αφγανοί σκοτώνονται/τραυματίζονται καθημερινά περνώντας από ναρκοπέδια). Οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Μέσης Ανατολής χρησιμοποίησαν τον τεράστιο πλούτο τους για μια ταχύτατη αστικοποίηση. Σύντομα μηχανεύτηκαν δυο τρόπους καπιταλιστικής κυριαρχίας: μια τυπική κυριαρχία στις αγροτικές περιοχές και μια πραγματική κυριαρχία στις πόλεις. Στερημένο από εύκολα “πετρο-δολλάρια” και αντιμέτωπο με μια πιο σκληρή αντίσταση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, το αφγανικό κράτος μπόρεσε να διαχειριστεί μια επισφαλή τυπική κυριαρχία σε ορισμένες αστικές ζώνες, ενώ οι μη προσβάσιμες αγροτικές περιοχές συντηρούν “προ-καπιταλιστικές” κοινωνικές σχέσεις. Ο πόλεμος ενάντια στην ΕΣΣΔ οδήγησε σε μια νέα επιχειρηματική ελιτ στην επαρχία, που κατά ειρωνικό τρόπο είναι πιο “προχωρημένη” απ’ την ανταγωνιστική της των πόλεων (Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν είναι ένα τέτοιο παράδειγμα). Αυτή η “Γερουσία των βουνών” είναι χωμένη μέσα στο διεθνές κύκλωμα του κεφαλαίου που σχετίζεται με τη διανομή των όπλων, των εφοδίων, της ανθρωπιστικής βοήθειας και των ναρκωτικών. Επιπλέον, σε περιόδους ειρήνης, η προσοχή τους είναι στραμένη στην κερδοσκοπία του real estate (παρόμοιες δραστηριότητες με των πολέμαρχων κατά την ανοικοδόμηση της Βηρυττού).

Αν η ιστορία του Αφγανιστάν είναι ένα και μόνο πράγμα, αυτό είναι συνδυαζόμενα μοντέλα πολεμικών επιχειρήσεων: φυλετικός πόλεμος, Τζιχάντ και μοντέρνος πόλεμος (και τώρα πια μετα-μοντέρνος πόλεμος;). Ο φυλετικός πόλεμος σηματοδοτείται από μια ενότητα (εκ των πραγμάτων ιεραρχική συνήθως), που κατευθύνεται ενάντια στον κρατικό σχηματισμό (την πολιτική κοινωνία). Οι στρατιώτες παρουσιάζονται και παρελαύνουν, αναμετρήσεις και υποχωρήσεις διεξάγονται μέσα σε κάποια όρια, τις περισσότερες φορές η μάχη αποφεύγεται εξ ολοκλήρου, ενώ αν δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, τότε διεξάγεται σ ένα συγκεκριμένο χρόνο και με τις ελάχιστες απώλειες. Η Τζιχάντ από την άλλη, είναι η έκφραση μιας αστικής κοινωνίας (καλυμένης πίσω από μια κίβδηλη θρησκευτική ενότητα) σε αναζήτηση πολιτικής εξουσίας. Η Ασαμπίγια (η φυλετική αλληλεγύη) σπάει για το συμφέρον της Ούμμα (Ιδεατή ψευτο-κοινότητα όλου του Ισλάμ). Οι φυλετικές εμμονές με τη συμμετρία και την ισορροπία δυνάμεων δεν ισχύουν πια. Η Σάρια και η πειθαρχία επιβάλλονται μέσω της Τζιχάντ. Στον μοντέρνο πόλεμο, η αστική κοινωνία καταπιέζεται προσωινά (πχ η AFL-CIO αποφάσισε να αναβάλει τις διαδηλώσεις της στις ΗΠΑ, ενώ ο Bush επιτέθηκε στις ΜΚΟ χαρακτηρίζοντάς τες μέτωπα τρομοκρατών), για χάρη μιας ολοκληρωτικής κινητοποίησης της πολιτικής κοινωνίας. Ο ολικός πόλεμος δεν αναγνωρίζει σύνορα, είτε στον χώρο, είτε στο χρόνο, είτε μεταξύ ομάδων του πληθυσμού. Το Αφγανιστάν έχει αποδειχτεί να είναι καταβόθρα τέτοιων επαγγελματικών, πειθαρχημένων στρατών, όπως θα μπορούσαν να διαβεβαιώσουν το ρωσσικό και το βρετανικό κράτος. Οι στρατηγοί του πενταγώνουν το γνωρίζουν αυτό, κι αυτός είναι ο λόγος που πιέζουν προς ένα νέο μοντέλο πολέμου: το μετα-μοντέρνο, συνδυάζοντας μεθόδους αστυνόμευσης και επιδρομές κομάντο με υψηλής τεχνολογίας συστήματα πληροφοριών και δημόσιες σχέσεις. Το σύγχρονο πρόσωπο του αμερικανικού στρατού βρήκε την αιχμή του ενάντια στους ταλιμπάν, ενώ οι οπιούχεχς παρενέργειές του κατευθύνονταν εναντίον όλων μας σε έναν κυβερνο-πόλεμο που περιλάμβανε τα πιο σύγχρονα εργαλεία προπαγάνδας.

(Afghan Series, Number 1)

20.9.2001

Μελαγχολικοί Τρωγλοδύτες

πηγή: Revolt Against An Age Of Plenty

***

Βλ. ακόμα:

Πακιστάν: Μουμιοποίηση του ταξικού αγώνα; – Melancholic Troglodytes

Η Κρίση του Αφγανιστάν και ο μετασχηματισμός του αστικού δικαίου – Melancholic Troglodytes

Categories
Karl Marx

Για την αλλοτρίωση της εργασίας – Καρλ Μαρξ

Για την αλλοτρίωση της εργασίας – Καρλ Μαρξ

[…]

Ο εργάτης, όσο περισσότερα αγαθά παράγει, τόσο φθηνότερο εμπόρευμα γίνεται. Η υποτίμηση του ανθρώπινου κόσμου αυξάνεται σε άμεση αναλογία με την αύξηση της αξίας του κόσμου των πραγμάτων. Η εργασία δεν παράγει μόνο εμπορεύματα, παράγει επίσης τον εαυτό της και τους εργάτες σαν ένα εμπόρευμα. Και γίνεται αυτό στην ίδια αναλογία που παράγει εμπορεύματα γενικά.

Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι το αντικείμενο που παράγει η εργασία, το προϊόν της, αντιστρατεύεται την εργασία σαν κάτι αλλότριο, σαν μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό. Το προϊόν της εργασίας είναι εργασία που ενσωματώθηκε κι απέκτησε υλική μορφή σ’ ένα αντικείμενο, είναι η αντικειμενοποίηση της εργασίας. Η πραγμάτωση της εργασίας είναι η αντικειμενοποίησή της. Στη σφαίρα της πολιτικής οικονομίας, η πραγμάτωση αυτή της εργασίας, εμφανίζεται σαν απώλεια της πραγματικότητας του εργάτη, η αντικειμενοποίηση σαν απώλεια και υποδούλωση προς το αντικείμενο και η ιδιοποίηση σαν αποξένωση, σαν αλλοτρίωση.

Εμφανίζεται τόσο πολύ η πραγμάτωση της εργασίας σαν απώλεια της πραγματικότητας που ο εργάτης χάνει την πραγματικότητά του ως το σημείο να πεθαίνει από την πείνα. Εμφαβίζεται τόσο πολύ η αντικειμενοποίηση σαν απώλεια του αντικειμένου, που ο εργάτης απογυμνώνεται ληστρικά από τ’ αντικείμενα που χρειάζεται περισσότερο όχι μόνο για τη ζωή του, αλλά και για τη δουλειά του. Η εργασία η ίδια γίνεται με τεράστια προσπάθεια και με σπασμωδικές διακοπές. Εμφανίζεται τόσο πολύ η ιδιοποίηση του αντικειμένου σαν αποξένωση, που όσο περισσότερα αντικείμενα παράγει ο εργάτης τόσο λιγότερα μπορεί να κατακτήσει και τόσο περισσότερο πέφτει κάτω από την κυριαρχία του προϊόντος του, του κεφαλαίου.

Όλες αυτές οι συνέπειες περιέχονται σ’ αυτό το χαρακτηριστικό, ότι η σχέση του εργάτη προς το προϊόν της εργασίας του είναι σχέση προς ένα ξένο αντικείμενο. Γιατί είναι φανερό ότι, σύμφωνα μ’ αυτή την τοποθέτηση, όσο περισσότερο ο εργάτης, πιέζει τον εαυτό του στη δουλειά, όσο πιο ισχυρός γίνεται ο ξένος αντικειμενικά κόσμος που φέρνει σε ύπαρξη υπεράνω και ενάντια στον εαυτό του, τόσο πιο φτωχός γίνεται ο ίδιος και ο εσωτερικός του κόσμος και τόσο λιγότερο ανήκει στον εαυτό του. Το ίδιο συμβαίνει με τη θρησκεία. Όσο περισσότερο ο άνθρωπος εναποθέτει τον εαυτό του στο Θεό, τόσο λιγότερο παραμένει ο εαυτός του. Ο εργάτης εναποθέτει τη ζωή του στο αντικείμενο, αλλά τώρα η ζωή του δεν ανήκει σ’ αυτόν αλλά στο αντικείμενο. Έτσι, όσο μεγαλύτερη είναι η δραστηριότητά του, τόσο λιγότερα αντικείμενα κατορθώνει να έχει στην κατοχή του. Όποιο κι αν είναι το προϊόν της εργασίας του, ο εργάτης δεν υπάρχει σ’ αυτό. Έτσι όσο μεγαλύτερο είναι το προϊόν αυτό, τόσο λιγότερο ο εργάτης είναι ο εαυτός του. Η εξωτερίκευση του εργάτη στο προϊόν που παράγει σημαίνει όχι μόνο ότι η εργασία του γίνεται ένα αντικείμενο, μια εξωτερική ύπαρξη, αλλά ότι υπάρχει έξω απ’ αυτόν, ανεξάρτητα απ’ αυτόν και ξένα προς αυτόν, και αρχίζει να τον αντιμετωπίζει σαν μια αυτόνομη δύναμη, σημαίνει ότι η ζωή με την οποία προίκισε το αντικείμενο τον αντιμετωπίζει σαν εχθρικό και ξένο.

Ας κοιτάξουμε τώρα από πιο κοντά την αντικειμενοποίηση, την παραγωγή του εργάτη, την αποξένωση, την απώλεια του αντικειμένου του προϊόντος του.

Ο εργάτης δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτα χωρίς τη φύση, χωρίς τον αισθητό εξωτερικό κόσμο. Είναι η ύλη μέσα στην οποία πραγματώνεται η εργασία του, μέσα στην οποία δραστηριοποιείται και από την οποία και με τα μέσα της οποίας παράγει.

Αλλά όπως ακριβώς η φύση παρέχει στην εργασία τα μέσα της ζωής, με την έννοια ότι η εργασία δε μπορεί αν ζήσει χωρίς αντικείμενα πάνω στα οποία να λειτουργήσει, έτσι παρέχει τα μέσα ζωής με τη στενή έννοια της φυσικής διαβίωσης του εργάτη. Όσο περισσότερο ο εργάτης ιδιοποιείται τον εξωτερικό κόσμο, την αισθητή φύση μέσα από την εργασία του, τόσο περισσότερο αποστερεί τον εαυτό του από τα μέσα της ζωής από δυο απόψεις: πρώτο, ο αισθητός εξωτερικός κόσμος γίνεται όλο και λιγότερο ένα αντικείμενο που ανήκει στην εργασία του, ένα μέσο ζωής της εργασίας του, και δεύτερο, γίνεται όλο και λιγότερο μέσο ζωής με την άμεση έννοια, ένα μέσο για τη φυσική επιβίωση του εργάτη.

Οπότε, και κατά τη μία άποψη και κατά την άλλη, ο εργάτης γίνεται σκλάβος του αντικειμένου του, πρώτο γιατί δέχεται ένα αντικείμενο εργασίας, δηλαδή δέχεται εργασία και δεύτερο γιατί δέχεται μέσα διαβίωση. Πρώτο, δηλαδή, ότι μπορεί να υπάρξει σαν εργάτης και δεύτερο ότι μπορεί να υπάρξει σαν φυσικό υποκείμενο. Η κατάληξη αυτής της υποδούλωσης είναι ότι μόνο σαν εργάτης μπορεί να διατηρήσει τον εαυτό του σαν φυσικό υποκείμενο και μόνο σαν φυσικό υποκείμενο μπορεί να είναι εργάτης.

(Η αλλοτρίωση του εργάτη μέσα στο αντικείμενό του εκφράζεται σύμφωνα με τους νόμους της πολιτικής οικονομίας με τον ακόλουθο τρόπο: όσο περισσότερο παράγει ο εργάτης, τόσο λιγότερο πρέπει να καταναλώνει, όσο περισσότερες αξίες δημιουργεί, τόσο περισσότερο χάνει ο ίδιος την αξία του, όσο περισσότερο τελειοποιείται το προϊόν του, τόσο περισσότερο παραμορφώνεται ο εργάτης. Όσο πιο πολιτισμένο το προϊόν του, τόσο πιο βάρβαρος ο εργάτης, όσο πιο ισχυρή η εργασία, τόσο πιο ανίσχυρος ο εργάτης, όσο πιο βελτιωμένη η εργασία, τόσο πιο άβουλος και περισσότερο υπόδουλος στη φύση γίνεται ο εργάτης).

Η πολιτική οιικονομία αποκρύβει την αλλοτρίωση στη φύση της εργασίας, αγνοώντας την άμεση σχέση ανάμεσα στον εργάτη (εργασία) και την παραγωγή. Η εργασία, σίγουρα, παράγει θαύματα για τον πλούσιο. Για τον εργάτη, όμως, παράγει αποστέρηση. Παράγει παλάτια, αλλά μόνο τρώγλες για τον εργάτη. Μπορεί οι μηχανές ν αντικαθιστούν χειρονακτική εργασία, αλλά δεν παύουν να στέλνουν άλλους εργάτες πίσω σε βάρβαρους τρόπους δουλειάς και άλλους να τους μετατρέπουν σε εξαρτήματά τους. Η εργασία παράγει ευφυϊα αλλά επίσης και ηλιθιότητα και αποβλάκωση για τους εργάτες.

 

Σημείωση: Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το θεμελιώδες έργο του νεαρού Μαρξ Τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, εδώ από τις εκδόσεις Γλάρος, ενώ έχει μεταφραστεί κι εκδοθεί κι από τη Διεθνή Βιβλιοθήκη.

Categories
Uncategorized

Για την ήττα των ταραχών στην Αγγλία

Για την ήττα των ταραχών στην Αγγλία

Ως το αποκορύφωμα ολόκληρου του μεταπολεμικού κύματος ταξικών αγώνων στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Χειμώνας της Δυσαρέσκειας (Winter of Discontent) εξέφραζε ολόκληρη τη δυναμική αλλά και τα όρια των αγώνων αυτών – για, για την κυρίαρχη τάξη, όλα τα προβλήματα που θα έπρεπε να επιλύσει προκειμένου να ξανακάνει το ΗΒ ένα ασφαλές μέρος για την καπιταλιστική συσσώρευση.

Οι περισσότερες απεργίες των 60es και των 70es ξεκίνησαν ως άγριες/εξωσυνδικαλιστικές με τα συνδικάτα να τις “επισημοποιούν” διστακτικά – ως ένα μέσο για να ξανακερδίσουν τον έλεγχο της κατάστασης που φάνηκε να υπόσχεται ένα προλεταριακό κίνημα που θα πραγματοποιούσε μια αποφασιστική ρήξη με την παραδοσιακή συνδικαλιστική οργάνωση. Ωστόσο, παρά την μαχητικότητα των εργατών που συχνά αντιστεκόταν στις συνδυασμένες απόπειρες των επιχειρήσεων και των εργατοπατέρων να τους ελέγξουν, αυτή η αποφασιστική ρήξη δεν ήρθε ποτέ. Ούτε καν στον Χειμώνα της Δυσαρέσκειας, όταν μια ολόκληρη πόλη όπως το Hull βρισκόταν υπό τον έλεγχο των εργατικών επιτροπών. Οι εργάτες ήταν πρόθυμοι να αμφισβητήσουν το ρόλο τους ιστορικά, αλλά δεν έφτασαν ποτέ στο σημείο να αμφισβητήσουν ολόκληρη τη δομή της ταξικής κοινωνίας.

Τόσο οι απεργίες όσο και τα μπάχαλα (riots) υπήρξαν μορφές συλλογικής διαπραγμάτευσης του ταξικού αγώνα – μορφές τις οποίες παίρνουν τα αιτήματα για την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου και της εξουσίας και τον συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων. Την ίδια στιγμή, και καθώς οι απεργίες άρχισαν να φθίνουν στα 80es (φτάνοντας τελικά πάτο, απ’ όπου δεν ανένηψαν ακόμα) τα πολυπληθή μπάχαλα επανεμφανίστηκαν ως μια μορφή αγώνα. Όμως, αυτό που θα αποτελούσε τον ζωτικής σημασίας συνδετικό ιστό μεταξύ των δύο δεν εφευρέθηκε ποτέ. Οι αγώνες ενάντια στην εργασία μέσα στους χώρους εργασίας στα 60es-70es: οι άγριες/εξωσυνδικαλιστικές απεργίες, οι συστηματικές κοπάνες (absenteeism), το χαμήλωμα της παραγωγικότητας, το σαμποτάζ, οι συγκρούσεις, δε συνδέθηκαν ποτέ με τους άλλους αγώνες έξω από την εργασία: των μαύρων, των γκέι, των γυναικών, των εργατικών κατοικιών, των καταληψιών στέγης, των τοπικών αγώνων, της “drop out” κουλτούρας, της συνειδητής ανεργίας, των free festivals κλπ. Με τον ίδιο τρόπο, οι μετέπειτα περισσότερο αμυντικές απεργίες και οι μητροπολιτικές ταραχές των 80es ποτέ δε συνάντησαν η μια την άλλη, παρότι οι μεν διέθεταν ποιοτικά χαρακτηριστικά που έλειπαν στις δε, και το αντίθετο.

Καθ’ αυτόν τον τρόπο, τα μπάχαλα ποτέ δε ξεπέρασαν τις ίδιες τις αντιφάσεις τους

Όσο “προλεταριακά ψώνια” κι αν ήταν οι λεηλασίες καταστημάτων (looting), παρέμεναν πάντοτε ψώνια, μια μορφή κατανάλωσης που δεν ανέτρεπε ολοκληρωτικά το εμπόρευμα, όπως ίσως φαντάζονταν μερικοί, δε θα μ πορούσε να το κάνει άλλωστε χωρίς να συνδεθεί με τους εργαζόμενους στους ίδιους τους χώρους εργασίας. Ποτέ δεν προέκυψε ένα κοινωνικό κίνημα από τα μπάχαλα με καθαρή συνείδηση του εαυτού του και της δύναμής του. Υπήρχε, σε κάθε περίπτωση μια σταδιακή υποβάθμιση της ποιότητας των ταραχών. Καθώς η οικονομική πίεση και η κοινωνική ανασφάλεια έζωναν όλο και περισσότερο τις ανθρώπινες ζωές, ενθαρρύνοντας έναν πιο απομονωμένο ανταγωνισμό του καθενός-εναντίον-όλων για την επιβίωση, κάτι τέτοιο αντανακλούταν και στις ταραχές: ψειρίσματα, βιασμοί και άλλοι ψυχωτικοί οππορτουνισμοί διαβρώναν την γιορταστική ατμόσφαιρα και την αίσθηση αλληλεγγύης που κυριαρχούσε στα παλιότερα μπάχαλα. Οι κάμερες CCTV και άλλες τροποποιήσεις του αστικού περιβάλλοντος και της δημόσιας τάξης είχαν επίσης τα αποτελέσματά τους. Προς στιγμήν, τα εξεγερσιακά μητροπολιτικά προλεταριακά μπάχαλα φαίνεται να έχουν βουλιάξει χωρίς να αφήσουν τα ίχνη τους ως μια μορφή αγώνα (οι πρόσφατες συγκρούσεις στις διαδηλώσεις τύπου DIY/Reclaim The Streets είναι ένα εντελώς διαφορετικό φαινόμενο, που προκύπτει από ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας, που σε σχέση με τα προλεταριακά μπάχαλα μάλλον απεικονίζει τη διαφορά μεταξύ διαμαρτυρίας και αγώνα).

Οι αντιφάσεις και οι ασάφειες των αγώνων της περιόδου αυτής, που θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί εντελώς διαφορετικά, πήραν όλες το στραβό δρόμο κάτω από την επίδραση της αντεπίθεσης της κυρίαρχης τάξης. Αυτό είναι το σημείο μηδενικής ορατότητας (γίνεται ορατό μετά το πέρας του) που αντικρύζει κανείς όταν διαβάσει τις σχετικές ριζοσπαστικές θεωρητικές αναλύσεις τις περιόδου. Αμέλησαν ολοκληρωτικά την πιθανότητα μιας ήττας που τελικά αντιμετωπίσαμε και την υποφέρουμε ακόμη.

Οι αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας χρησιμοποιήθηκαν για να απομονώσουν και να εξατομικεύσουν τους εργάτες ακόμη περισσότερο. Η μαζική απόσυρση των επενδύσεων από τη βιομηχανία στις αρχές των 80es (με την μετεγκατάστασή τους σε φθηνότερες αγορές εργασίας όπως οι τότε αναπτυσσόμενες “οικονομικές τίγρεις” της Ασίας) και η συνακόλουθη ανάπτυξη της παροχής υπηρεσιών, η επισφάλεια και το τέλος της μόνιμης εξασφαλισμένης εργασίας σήμαιναν μια ολοένα και πιο κινούμενη και κατακερματισμένη εργατική δύναμη, με ελάχιστους ανθρώπους να συνδέονται με έναν συγκεκριμένο χώρο εργασίας ή τις μακροχρόνιες συναδελφικές σχέσεις που ήταν απαραίτητες για την ανάπτυξη μιας αμοιβαίας εμπιστοσύνης, γνώσης και αλληλεγγύης.

Οι άνεργοι σπρώχτηκαν βίαια στην εργασία (με το New Deal, την αναδιοργάνωση του ταμείου ανεργίας κλπ), ενώ το να κυνηγάς τα επιδόματα έγινε από μόνο του μια full-time εργασία, ενώ η οικονομία της παροχής υπηρεσιών (ή του εγκλήματος) απορρόφησαν το υπόλοιπο της εργατικής δύναμης σε προσωρινές, επισφαλείς και κακοπληρωμένες δουλειές. Από το χαμηλότερης παραγωγικότητας κεφάλαιο της Ευρώπης στα 60es-70es, το ΗΒ έγινε ο καπιταλισμός με τις περισσότερες ώρες εργασίας και τους χαμηλότερους μισθούς. Πριν μερικά χρόνια μια νοτιοκορεάτικη εταιρία σχεδίαζε την μετεγκατάσταση του εργοστασίου της στην Ουαλία επειδή η εργασία εδώ κόστιζε λιγότερο απ’ ότι στη χώρα τους! (Η παραγωτικότητα είναι πλέον λίγο χαμηλότερη από χώρες όπως η Γαλλία, αλλά αυτό στις μέρες μας πρέπει να αποδίδεται μάλλον στη σχετικά χαμηλή επένδυση στην τεχνολογία κλπ)

Αυτοί οι Tories που, στα νιάτα τους έχτισαν τις πολιτικές τους καριέρες μέσα στα 60es και 70es απομονωμένοι από, υπό τον φόβο και μισώντας τους κοινωνικούς αγώνες που ξεσπούσαν ολόγυρά τους, θα έπαιρναν τελικά την εκδίκησή τους στην εποχή της Thatcher. Οι φήμες για προετοιμασία στρατιωτικού πραξικοπήματος από μερίδα της κυρίαρχης τάξης που ακούγονταν συχνά στα 70es, ίσως να ήταν αληθείς αλλά τ αφεντικά τελικά βρήκαν μια πιο αποτελεσματική μακροχρόνια λύση για τα προβλήματα ενός ταξικού αγώνα που κάθε μέρα γινόταν και πιο ανεξέλεγκτος, πιο αποτελεσματικός, καθώς ένα πραξικόπημα θα γκρέμιζε ολόκληρο το show της δημοκρατίας και της συναίνεσης. Ενώ η Αριστερά (αλλά και “σοβαροί” πανκς αριστεριστές όπως ο Tom Robinson) κλαψούριζαν εντελώς μη-ρεαλιστικά για τη φασιστική απειλή, ο Θατσερισμός ήταν ουσιαστικά μια πολύ πιο αποτελεσματική θεραπεία για την “Βρετανική Μόλυνση” της βιομηχανικής απειθαρχίας και χαμηλής παραγωγικότητας, χρησιμοποιώντας μια λαϊκιστική δημοκρατική ρητορεία για να ξεμπερδεύει με τους εργατικούς ταξικούς αγώνες και την αλληλεγγύη πιο αποτελεσματικά απ’ ότι θα μπορούσε να το κάνει μια χοντροκομμένη δικτατορία. Η οικονομική σύνθλιψη που επέφερε ο Μονεταρισμός, με τις μαζικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και την μαζική ανεργία κατέστρεψαν οποιαδήποτε κοινότητα υπήρχε στην εργασία και πίσω στο σπίτι, με την υπόσχεση μιας ατομικής ανέλιξης στον θαυμαστό νέο κόσμο της δημοκρατίας των κατόχων ιδιοκτησίας και μετοχών.

Revolt against an age of plenty/Snowstrikes

-~-

Σημειώσεις της μετάφρασης: Το κείμενο αποτελεί ελεύθερη μετάφραση μικρού αποσπάσματος από το εξαιρετικό site Revolt Against An Age Of Plenty. Η έκφραση Χειμώνας της Δυσαρέσκειας αναφέρεται στον Χειμώνα του ’78-’79, με την κορύφωση των άγριων απεργιών και της κοινωνικής αποδοκιμασίας ενάντια στην κυβέρνηση Εργατικών (Labour) που συνδεόταν (ακόμη και χρηματοδοτούνταν σ’ ένα βαθμό από τις εισφορές τους) με τα επίσημα συνδικάτα. Ο Μονεταρισμός που αναφέρεται στο τέλος, είναι η θεωρία που υποστηρίζει ότι η αύξηση στο ποσό χρημάτων που κυκλοφορεί θα οδηγήσει σε αύξηση στις τιμές. Το κείμενο (και ει δυνατόν ολόκληρο το πρωτότυπο στα αγγλικά) αξίζει να διαβαστεί προσεχτικά. Η οξύνοια των συντρόφων στη ριζοσπαστική ανάλυσή τους της συλλογικής επίθεσης της εργατικής τάξης, που εντοπίζεται τόσο στις εργατικές διεκδικήσεις όσο και στην άλλη όψη τους: τα μπάχαλα (αυτή η διαλεκτική σχέση διαφεύγει τραγικά απ’ τη σημερινή παραγωγή ριζοσπαστικού λόγου που φετιχοποιεί την μια ή την άλλη μορφή) και τους εξω-εργασιακούς (με τη στενή έννοια της εργασίας) αγώνες, αλλά και της αντεπίθεσης του κεφαλαίου, στην περίπτωσή αυτή με δημοκρατική μορφή (που επιφυλάσσει έναν ιδιαίτερο ρόλο σε μια συγκεκριμένη “αντιφασιστική” αποδοχή του Κράτους), βασισμένη στην εξατομίκευση και τη συναίνεση, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για το ελληνικό παράδειγμα. Τα τελευταία χρόνια ζήσαμε μια -αναμφίβολα πιο σποραδική- εμφάνιση μαζικών εργατικών αγώνων (πχ των δασκάλων, της δεη, των οδοκαθαριστών, των λιμενεργατών κλπ και φυσικά τα “φοιτητικά”) αλλά και μια κορύφωση των ταραχών στο δρόμο με τα δεκεμβριανά γεγονότα του 2008, μετά τα οποία τέθηκε σε κίνηση μια αναδιοργάνωση κατ’ αρχήν της διακυβέρνησης και της αστυνόμευσης, που θυμίζει σε ορισμένα σημεία αυτήν του ΗΒ στα 80es, αλλά και μια αμηχανία απ’ την πλευρά μας που πρέπει να ξεπεραστεί.

Μια μικρή υποσημείωση εδώ: ας μη ξεχνάμε πως όσον αφορά ζητήματα διακυβέρνησης και δημόσιας τάξης, η ελληνική κυρίαρχη τάξη χρωστάει ιστορικά πολλά στον βρετανικό παράγοντα και τη γνώση που αποκόμισε από τις εμπειρίες του ενάντια στον “εξωτερικό”, αλλά κυρίως τον “εσωτερικό” εχθρό του: το βρετανικό προλεταριάτο.

Categories
Melancholic Troglodytes

Η Κρίση του Αφγανιστάν και ο μετασχηματισμός του αστικού δικαίου

Η Κρίση του Αφγανιστάν και ο μετασχηματισμός του αστικού δικαίου


Μελαγχολικοί Τρωγλοδύτες

“Ένα ξεπέρασμα των ηθικών φετιχισμών μπορεί να εκπληρωθεί πρακτικά ταυτόχρονα με το ξεπέρασμα του εμπορευματικού και του νομικού φετιχισμού” – Pashukanis, Marxism & Law, 1929.

Η σφαγή της 11ης Σεπτέμβρη, ο “Πόλεμος” του Αφγανιστάν και η φαινομενικά αναπόφευκτη οικονομική ύφεση έχουν καταλυτικό ρόλο σε διάφορες δυναμικές σχέσεις που ήδη ωθούσαν το κεφάλαιο προς μια  “αλλαγή παραδείγματος”. Παρακάτω θα αναλύσουμε μέρος της επίδρασής τους στο προλεταριάτο της Βρετανίας και της Ευρώπης (σχετικά με την Μέση Ανατολή και τις ΗΠΑ θα αναφερθούμε σε μελλοντικά κείμενα).

Νόμος και Δικαιοσύνη

Ως προλετάριοι άθεοι ίσως να νιώθουμε συχνά μια απόγνωση μέσα σ’ έναν κόσμο όπου ο αστικός θρησκευτικός κρετινισμός προσβάλει την νοημοσύνη μας και χρησιμοποιεί κάθε κόλπο του εμπορίου προκειμένου να αναβάλει μια αταξική παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα. Για παράδειγμα, όλη αυτή η κουβέντα περί “εκδίκησης” και “τιμωρίας”, που εκπηγάζει από τον Λευκό Οίκο, ίσως μας φαίνεται πολύ περίεργη. Ενόψει αυτής, φαίνεται ότι ο πολιτικός διάλογος έχει καταληφθεί από “Φονταμενταλιστές” με μια δίψα για θάνατο και αίμα. Ο “θεός τιμωρός” της παλαιάς διαθήκης έχει συμμαχήσει προσωρινά με τον “θεό της αγάπης” της καινής διαθήκης, προκειμένου να εξαπολύσουν μια σταυροφορία ενάντια στον κορανικό “θεό του μίσους”. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο εγγύς μέλλον, όλο και κάποια χολυγουντιανή υπερπαραγωγή θα απεικονίσει τον ανταγωνισμό ακριβώς με αυτούς τους όρους. Μια πιο προσεχτική εξέταση του θέματος, ωστόσο, θα προέτεινε ένα πιο εξεζητημένο μοντέλο που δημιουργείται με την εγκληματοποίηση νέων τομέων προλεταριακής δραστηριότητας και μίνι-ηθικών σταυροφοριών που εξαπολύονται προκειμένου να δημιουργηθεί μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, διαποτισμένη με μια αίσθηση φόβου και παράνοιας.

Η κατάτμηση της έννοιας της δικαιοσύνης από τον Paul Lafargue σε ιστορικούς χρόνους, είναι ένα καλό εφαλτήριο. Στον προ-καπιταλιστικό κόσμο, το δίκαιο της άσκησης αντιποίνων κυριαρχούσε απόλυτα. Στην Έξοδο (ΧΧΙ, 23, 25) τίθεται χαρακτηριστικά: “Ζωήν αντί ζωής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος”… Ο Lafargue υποστηρίζει πως μόνο αυτό “θα μπορούσε να ικανοποιήσει πλήρως το αίσθημα ισότητας των πρωτόγονων κομμουνιστκών φυλών, τα μέλη των οποίων ήταν όλα ίσα. Ωστόσο, απ’ τη στιγμή που επικράτησε η ατομική ιδιοκτησία, το αίμα δεν απαιτούσε πια αίμα, το δίκιο της ανταπόδοσης μετασχηματίστηκε, και η ιδέα της δικαιοσύνης -η οποία στις απαρχές της δεν είναι παρά μια εκδήλωση του εξισωτικού πνεύματος- τείνει, υπό την επίδραση της ιδιοκτησίας, την ανάπτυξη της οποίας υποστηρίζει, να επιτρέπει τις ανισότητες αυτές που επιφυλάσσει η ιδιοκτησία μεταξύ των ανθρώπων. Ο Lafargue ονομάζει αυτή την νέα έννοια δικαίου, κατανεμητική δικαιοσύνη.

Ίσως πλησιάζουμε λοιπόν σε μια περίοδο που η κατανεμητική δικαιοσύνη χάνει την ηγεμονία της και ίσως χρειάζεται να ενισχυεί από μια “μεταμοντέρνα” εκδοχή της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Αυτός ο υβριδισμός θα παρέχει στο κράτος περισσότερη ευελιξία να διαχειριστεί την προλεταριακή απειθαρχία. Αν είναι έτσι, αυτό θα ήταν κομμάτι μιας ευρύτερης στρατηγικής επαναπροσδιορισμού της έννοιας του πολίτη με όρους περισσότερων υποχρεώσεων και λιγότερων ουσιαστικών “δικαιωμάτων”. Σταδιακά και σε μικρά αυξητικά στάδια έχουμε γίνει όλοι υπήκοοι. Στις “παλιές καλές μέρες” της καπιταλιστικής βαρβαρότητες, ήμασταν όλοι αθώοι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Ακόμα κι όταν βρισκόμασταν ένοχοι, μπορούσαμε να επικαλεστούμε ελαφρυντικά στοιχεία και να σχετικοποιήσουμε τις “αμαρτίες” μας. Σήμερα, μια διογκούμενη απολυταρχική απρόσωπη μηχανή παίρνει ως δεδομένη την ενοχή μας μέχρι να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας προκειμένου να νομιμοποιήσουμε την ύπαρξή μας. Οι τεράστιες οθόνες που σχεδιάζονται για να συνδεθούν με το λογισμικό αναγνώρισης προσώπου που θα χρησιμοποιεί το λονδρέζικο μετρό, είναι μια εκδήλωση αυτής της νέας φάσης του αστικού δικαίου.

Οι συμπολίτες μας που έχουν καταδικαστεί για κάτι στο παρελθόν, συνεπώς, θα είναι ενεργά στοχοποιημένοι σε δημόσιους χώρους, η “ντροπή” τους θα προβάλεται στους πάντες. Το ενσωματωμένο θεαματικό επανεισάγει το μεσαιωνικό σταμπάρισμα (πυροσφραγίδα). Αναλόγως, οι συνειδητοί “αλήτες” που βρέθηκαν σε μια αντικαπιταλιστική/αντιπολεμική πορεία του Εργατικού Κόμματος στο Brighton, περικυκλώθηκαν και “πετάχτηκαν έξω” πριν καν η πορεία ξεκινήσει. Σημειωτέον, αυτό έγινε με την ανοχή των αριστεριστών διοργανωτών. Ακόμα δε γνωρίζουμε ποιος ακριβώς ήταν υπεύθυνος γι’ αυτόν τον αντεπαναστατικό χειρισμό. Αν η περιφρούρηση αποτελούταν βασικά από τα ζόμπι του “Σοσιαλιστικού” “Εργατικού” Κόμματος (SWP), τότε έχουμε να κάνουμε με μια τακτική της στιγμής. Μπορούμε να εκθέσουμε τη συνεργασία του SWP με το κράτος με τον ίδιο τρόπο που η “Militant Tendency” δέχθηκε επίθεση προκειμένου να “κατονομάσει” και να “ερευνήσει” τους υπεύθυνους για τις συγκρούσεις ενάντια στα νέα φορολογικά μέτρα (anti poll tax riots). Ωστόσο, αν οι “συνεργαζόμενοι” ήταν ένας συνδυασμός γραφειοκρατών του SWP και του TUC, τότε θα πρέπει να είμαστε πιο προσεχτικοί. Το TUC ίσως να μην καλεί συχνά σε γενικές απεργίες και την ανατροπή του καπιταλισμού στις μέρες μας (!) αλλά αντίθετα με τις “χάρτινες τίγρεις” του SWP αντιπροσωπεύει ακόμα μια σημαντική κοινωνική βάση. Δεν θα επιτρέψουμε στα φιλελεύθερα-προοδευτικά σκουπίδια (είτε προκειται για το SWP, το TUC, ή κάθε βδέλλα γύρω από την Naomi Klein και τον George Monbiot) να περιθωριοποιήσουν τους επαναστάτες.

Προλεταριακό δίκαιο ή Ξεπέρασμα του νόμου;

Ο Pashukanis γράφει: “Το ξεθώριασμα ορισμένων κατηγοριών του αστικού δικαίου σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσεται την αντικατάστασή τους από νέες κατηγορίες προλεταριακού δικαίου, όπως και το ξεθώριασμα κατηγοριών αξίας, κεφαλαίου, κέρδους κ.ο.κ, στην μετάβαση προς τον ανεπτυγμένο σοσιαλισμό δε σημαίνει την εμφάνιση νέων προλεταριακών κατηγοριών αξίας, κεφαλαίου κ.ο.κ.” Κι έχει δίκιο. Δεν επιθυμούμε την αντικατάσταση της αστικής δικαιοσύνης με μια προλεταριακή δικαιοσύνη, ή στον ίδιο βαθμό της αστικής ηθικής, ισότητας, δικαιωμάτων και δικαίου με τα αντίστοιχά τους της εργατικής τάξης. Ένας τέτοιος δικονομικός τρόπος να αντιμετωπίζουμε τη ζωή δεν είναι παρά ένα υποκατάστατο του θεολογικού, για τον οποίο “η ανθρώπινη δικαιοσύνη παίρνει τη θέση του δόγματος και του θεϊκού δικαίου, και το κράτος τη θέση της εκκλησίας” (Engels). Ο άγιος Αντώνιος της Rebibbia (ή αλλιώς ο Antonio Negri) μπορεί να καλωσορίζει αυτή την αλλαγή από το “μοντέλο της υπερβατικότητας” στο “μοντέλο της πανταχού παρουσίας” σαν μια νίκη του προλεταριάτου (στο “Η Αυτοκρατορία” των Negri & Hardt, 2000), εμείς ξέρουμε καλύτερα όμως!

Ο νόμος λειτουργεί σε συνάρτηση με την ηθική. Στην πραγματικότητα, το ένα είναι ο καθρέπτης του άλλου. Για όσο καιρό νομικά δημιουργείται ένας τεχνικός διαχωρισμός μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου, η ηθική στην Καντιανή της έκφραση των κατηγορηματικών προστακτικών, επανασυνδέει τη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα, αποσοβώντας ένα μεταξύ τους χάσμα. Ο νόμος ενισχύει αυτόν τον δυισμό γιατί προκειμένου να γίνονται αποτελεσματικές οι προστακτικές του χρειάζεται να διαχειρίζεται τους προλετάριους, τον καθέναν ξεχωριστά ως άτομο-υπήκοο. Η ηθική επιτίθεται στους προλεταρίους με το να τους ενώνει κάτω από ψεύτικα προσχήματα (πχ. ο εθνικισμός, η θρησκεία κλπ). Οι πρόσφατες ηθικές κρίσεις πανικού που εκπορεύτηκαν από την βρετανική αστική τάξη στόχευαν όλες τους υποσύνολα του προλεταριάτου. Ο πανικός του AIDS επιβάρυνε τους ομοφυλόφιλους, τις πόρνες, τους τοξικοεξαρτημένους και (στις ΗΠΑ) τους λατινόφωνους. Η καμπάνιες ενάντια στους καταυλισμούς στόχευαν του “ανέγγιχτους” της Δύσης: τους τσιγγάνους. Η καμπάνιες ενάντια στις ληστείες στο δρόμο στόχευαν τους αφρο-καραϊβικανούς προλετάριους, ενώ η υστερία για την παιδοφιλία επικεντρώθηκε στους λευκούς βρετανούς προλετάριους. Η πρόσφατη απειλή του “άνθρακα” έχει στο μάτι τους “ασιάτες” προλετάριους. Ωστόσο, το σημαντικό σχετικά με όλες αυτές τις ηθικές σταυροφορίες είναι το πόσο γρήγορα γενικεύονται προκειμένου να συμπεριλάβουν τους πάντες. Δεν πρέπει να αφήνουμε τα αφεντικά να μας στοχοποιούν έναν έναν, όπως έκαναν τόσο επιτυχημένα με τους ανθρακωρύχους, τους τυπογράφους και τους μεταλλεργάτες στα 80es.

Κατά μια έννοια, το αν οι υποχρεωτικές ταυτότητες εισηχθούν από την κυβέρνηση (στμ: στη Βρετανία μέχρι πέρισι δεν ήταν υποχρεωτικό να φέρει κάποιος δελτίο ταυτότητας πάνω του, έτσι πχ σε έναν επιτόπιο έλεγχο στο δρόμο, η αστυνομία μπορούσε να ψάξει αλλά όχι και να ρωτήσει όνομα/προσωπικά στοιχεία κλπ) ή όχι, είναι δευτερεύον. Ο πραγματικός στόχος σ’ αυτή την περίπτωση μάλλον δεν είναι η αυξανόμενη επιτήρηση (που μπορεί να επιτευχθεί ούτως ή άλλως με πολύ πιο εξεζητημένους μηχανισμούς απ’ τα απαρχαιωμένα δελτία ταυτότητας) αλλά μια υποτίμηση του προλεταριακού κοινωνικού μισθού, με την περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, και η εμπέδωση ενός κράτους φόβου/καχυποψίας. Έτσι, ξεκινόντας απ’ τους αιτούντες άσυλο θα φτάσουν γρήγορα στον καθένα μας. Η προτεινόμενη “εθελοντική” χρήση των ταυτοτήτων θα δώσει γρήγορα χώρο στην υποχρεωτική. Όταν αυτές οι επιθέσεις συνδυάζονται με νέους περιορισμούς όπως στην ελευθερία μας να κριτικάρουμε αντιδραστικούς μυστικισμούς όπως η θρησκεία, η ηλεκτρονική αδιακρισία και η περιθωριοποίηση των νομικών/δικαστικών διαδικασιών, το πλαίσιο του νέου κοινωνικού συμβολαίου γίνετια εμφανές. Περισσότερες υποχρεώσεις, λιγότερα “δικαώματα”. Στα επόμενα χρόνια, η δικαστική εξουσία ενδέχεται να γιγαντωθεί (δεδομένου του μετασχηματισμού της εθνικής κυριαρχής σε μια Ευρωπαϊκή κυριαρχία με νέους θεσμούς και όργανα) αλλά μακροπρόθεσμα είναι ο εκτελεστικός βραχίονας του κράτους που θα δει τις εξουσίες του να φτάνουν το απόλυτο.

Καθώς η σχέση μας με τον νόμο μεταμορφώνεται, χρειάζεται να επανεκτιμήσουμε τη λειτουργία των δικαστών, των δικηγόρων, του αυξανόμενου αριθμού συλλήψεων και την απάντησή μας. Οι δικηγόροι αυτοί (και μεγάλος μέρος των δικηγόρων θα προλεταριοποιείται σταδιακά) που έρχονται στο πλευρό μας δεν το κάνουν ως ειδικοί που “ξέρουν καλύτερα” αλλά ως σύντροφοι πρόθυμοι να βοηθήσουν να βγούμε απ’ τη φάκα και όπου είναι πιθανό να αντιστρέψουν τις κατηγορίες κάνοντας τη δίκη μια επίθεση στον καπιταλισμό. Εν συντομία πρέπει να απορρίψουμε τις δυο πρώτες τάσεις που αναφέρονται παρακάτω, προς χάρη μιας νέας προσέγγισής μας απέναντι στον νόμο:

Η πρώτη τάση, η “αντι-Perry Mason” [στμ: από το όνομα λογοτεχνικής δικηγόρου υπεράσπισης, που συνήθιζε να αθωώνει τους πελάτες της αποκαλύπτοντας την ενοχή κάποιου άλλου από τους χαρακτήρες του έργου] θεωρεί ότι δεν πρέπει να έχουμε καμιά συναλλαγή με τον νόμο. Κατά θλιβερή σύμπτωση, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ένα από τα μέλη της εισέρχεται στη φυλακές της αυτής μεγαλειότητας, ενώ τα υπόλοιπα φαίνεται να τα έχουν χάσει μπροστά στη δικαστική αίγλη. Έπειτα υπάρχει η τάση «Ally McBeal» [τηλεοπτική δικηγόρος στις ΗΠΑ, γνωστή μάλλον για την ασχετοσύνη της στα νομικά και τις κοντές φούστες] που βλέπουν τους εαυτούς τους ως ήρωες των δικαστηρίων, και που βραχυπρόθεσμα ίσως βοηθήσουν μερικά άτομα να τη γλυτώσουν. Ωστόσο, στην πορεία, η αστική νομιμότητα ενισχύεται, καθώς κανένα από τα πολιτικά θεμέλιά της δεν τίθεται σε αμφισβήτηση. Τελικά, η «πολύ-πολύ-έξυπνη» τάση, αντιλαμβάνεται ότι όσο συλλαμβάνονται διαδηλωτές, η εργατική τάξη υποβάλλεται στην κυριαρχία της αστικής νομιμότητας, είτε της αρέσει είτε όχι. Ωστόσο, η τάση αυτή καταλαβαίνει επίσης ότι η νομική υπεράσπιση των συντρόφων μας δεν πρέπει ΠΟΤΕ να επισκιάζει τον συνολικό αγώνα, αλλά μόνο να γίνεται μια επέκτασή του. Μέχρι τώρα, έχουμε επιτεθεί μόνο στα εκτελεστικά και νομικά όργανα του κράτους. Αν το κράτος αποφασίσει να μας διασπάσει μέσω μακροχρόνιων και ενεργοβόρων νομικών μαχών, τότε το δικαστικό σύστημα θα πρέπει επίσης να τεθεί στο στόχαστρο της οργής μας. Αυτό πρέπει να γίνει με το ξεγύμνωμα των μηχανισμών της δημοκρατικής «δικαιοσύνης» χωρίς να ρισκάρουμε συλλήψεις συντρόφων. Η προσέγγισή μας πρέπει να δείχνει την αντεργατική ταξική φύση της «Πολιτικής Μηδενικής Ανοχής», και τον τρόπο με τον οποίο αυτό που ξεκίνησε ως μια επίθεση στους μετανάστες τώρα επεκτείνεται σε ολόκληρη την τάξη. Εν συντομία, η στάση μας απέναντι στον νόμο, δεν πρέπει να είναι ούτε συμβιβαστική, ούτε αντιδραστική, αλλά δια-δραστική. Οι «κανόνες του παιχνιδιού» πρέπει να αλλάξουν, ακόμα και μέσα στα δικαστήρια.

(Afghan Series, Number 2) 18.10.01

Διεύθυνση για αλληλογραφία: Melancholic Troglodytes, c/o 56a Infoshop. 56 Crampton Street, Walworth, London SE17 3AE, United Kingdom

Email: meltrogs1(at)hotmail.com .

[σημείωση της μετάφρασης: ας έχουμε υπόψη μας ότι το κείμενο αναφέρεται στη βρετανική κοινωνική πραγματικότητα] Αντλήθηκε από το libcom.org. Βλ. ακόμα: Αφγανιστάν: μια οπιούχος κοινωνική ιστορία & Πακιστάν: μουμιοποίηση του ταξικού αγώνα; επίσης από του Melancholic Troglodytes.

Categories
Comité invisible

Η Ελλάδα, η Γαλλία και ο Κομμουνισμός – Comité invisible

“Mise en point: Η Ελλάδα, η Γαλλία και ο Κομμουνισμός”

Αόρατη Επιτροπή

Όλοι συμφωνούν. Θα εκραγεί. Στις αίθουσες των συνελεύσεων, όπως και χθές στο καφέ, φτάσαμε σ’ αυτό συμπέρασμα μαζί, με τόλμη ή γενναιοδωρία. Ευχαριστηθήκαμε υπολογίζοντας τα ρίσκα. Ήδη ανιχνεύουμε τις προληπτικές επιχειρήσεις που διεξάγονται τέμνοντας το έδαφος με το πλέγμα τους. Οι εορτασμοί της πρωτοχρονιάς πήραν μια αποφασιστική τροπή εδώ. “Αυτή είναι η τελευταία χρονιά που θα ‘χουμε στρείδια! [σημ. της ελλ. μετάφρασης: huitre=στρείδι, γαλλική αργκοτική λέξη για τους μπάτσους και εν γένει τους ηλίθιους]. Προκειμένου το πλήθος να μην παρασυρθεί εντελώς από την παραδοσιακή ελευθεριότητα, είναι αναγκαίο να έχει κανείς τους 36.000 μπάτσους και τα 16 ελικόπτερα που έστειλε η Michèle Alliot-Marie [υπουργός δικαιοσύνης], που καθηλωμένη, έψαχνε παντού στις κινητοποιήσεις των μαθητών του Δεκέμβρη [2008] τρέμοντας το παραμικρό σημάδι μιας μετάδοσης από τους Έλληνες. Στο βάθος των καθησυχαστικών σχολίων, ακούμε όλο και πιο καθαρά τις θορυβώδεις προετοιμασίες για ανοιχτό πόλεμο. Κανείς δεν μπορεί να συνεχίσει ν’ αγνοεί τη ρητή, ψυχρή, ρεαλιστική επιτάχυνσή του, που δεν μπαίνει καν πια στον κόπο να παρουσιαστεί σαν μια ειρηνευτική επιχείρηση.

Οι εφημερίδες εντελώς συνειδητά αγνοούν τις αιτίες αυτής της ξαφνικής ανυσηχίας. Υπάρχει η κρίση, ασφαλώς, με τα επικίνδυνα επίπεδα της ανεργίας, την έκρηξη της απελπισίας και του κοινωνικού σχεδιασμού, τα σκάνδαλα Kerviel και Madoff. Έπειτα υπάρχει η χρεωκοπία του σχολικού συστήματος, που δεν μπορεί πια να παράγει εργάτες ή έστω απλά πολίτες, ούτε καν από τα παιδιά της μεσαίας τάξης. Υπάρχει αυτή η αρρώστια, θα ΄λεγε κανείς, μιας νεολαίας που καμιά πολιτική εκπροσώπηση δεν μπορεί να την μεσολαβήσει, που το μόνο που μπορούν να κάνουν μ’ αυτήν είναι να της πουλήσουνε χιλιάδες αυτοκίνητα για να κοπανήσει πάνω σε άλλους, αντί για τα δωρεάν ποδήλατα που δεν καταδέχεται ούτε να παραλάβει.

Όλα αυτά τα ενοχλητικά ζητήματα ωστόσο, δε θα πρεπε να φαίνονται αξεπέραστα σε μια εποχή που το κυρίαρχο μοντέλο διακυβέρνησης έγκειται ακριβώς στην διαχείριση καταστάσεων κρίσης. Εκτός αν σκεφτεί κανείς πως αυτό που έχει η εξουσία να αντιμετωπίσει εδώ πέρα, δεν είναι απλά ακόμα μια κρίση, ή ακόμα μια συνέπεια χρόνιων προβλημάτων και λίγο-πολύ απρόσμενων δυσλειτουργιών. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν μοναδικό κίνδυνο: Αυτόν μιας μορφής σύγκρουσης που προετοιμάζεται, και ο καθένας παίρνει θέση, και που τείνει να ξεφύγει από κάθε έλεγχο.

[…]

Οι άνθρωποι που, σε κάθε σημείο, ενσωματώνουν αυτόν τον κίνδυνο, οφείλουν να αρχίσουν να αναρωτιούνται ορισμένα πράγματα, όχι λιγότερο ασήμαντα από τις ίδιες τις αιτίες, τις δυνατότητες για κινήσεις και μάχες που σε κάθε περίπτωση θα διεξαχθούν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Μεταξύ των οποίων τα κάτωθι: Πως θα “μολύνει” το ελληνικό χάος τη γαλλική κατάσταση; Μια εξέγερση εδώ [στη Γαλλία] δε θα μπορούσε φυσικά να είναι μια απλή αντιγραφή του τί συνέβη εκεί κάτω. Ο παγκόσμιος εμφύλιος πόλεμος έχει ακόμα τις τοπικές ιδιαιτερότητές του, και μια κατάσταση γενικευμένων ταραχών θα πυροδοτούσε μια διαφορετικού βαθμού έκρηξη αν ξεσπούσε στη Γαλλία.

Οι έλληνες ταραχοποιοί είχαν απέναντί τους ένα αποδυναμωμένο Κράτος, ενώ απολαμβάνουν μια υψηλή κοινή συμπάθεια στο πρόσωπό τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν ενάντια στο καθεστώς των συνταγματαρχών που βασίστηκε αυτή η δημοκρατία εκεί, μόλις 30 χρόνια πριν, και μέσα από μια πρακτική πολιτικής βίας. Αυτή η βία, η ανάμνηση της οποίας δεν είναι και τόσο παλιά, φαίνεται να είναι ακόμα προφανής για την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ακόμα και κορυφαία στελέχη του εκεί σοσιαλιστικού κόμματος ήταν εξοικειωμένα με τα κοκτέιλ μολότοφ στα νιάτα τους. Απ΄την άλλη, η παραδοσιακή πολιτική σκηνή εμπεριέχει κομμάτια που είναι απόλυτα ικανά να αφομοιώνουν τέτοιες πρακτικές και να προπαγανδίζουν τις ιδεολογικές κενοτοπίες τους ακόμα και μέσα απ’ τη συμμετοχή τους στις ταραχές. Ωστόσο, η μάχη της Ελλάδας δεν αποφασίστηκε ούτε ξεκαθαρίστηκε στους δρόμους -όπου η αστυνομία εμφανώς έχασε το προβάδισμα- η εξουδετέρωσή της κρίθηκε αλλού. Τίποτα δεν είναι τελικά πιο εξαντλητικό, και τίποτα δεν είναι εκ των πραγμάτων πιο φονικό, από την παραδοσιακή πολιτική, με τα ξεθωριασμένα τσιτάτα της, την απερίσκεπτη σκέψη, και τον κλειστό μικρόκοσμό της.

Εδώ στη Γαλλία, οι πιο ακραίοι απ’ τους σοσιαλιστές γραφειοκράτες μας, δεν ήταν ποτέ πραγματικά κάτι πάραπάνω από σοβαροφανείς αργόσχολοι, κατάλληλοι μόνο για κοινοβουλευτικές ρητορίες, μικροί “υπεύθυνοι” χεσμένοι κωλυσιεργοί. Έτσι επιμένουν να προωθούν αυτόν τον διαχωρισμό μεταξύ του “πολίτη” και του “σπάστη”. Και να βουτάν στα αβαθή των ατελείωτων διχοτομήσεών τους: οι οδηγοί εναντίον των διαδηλωτών, οι απεργοσπάστες εναντίον των απεργών που κρατούν ομήρους, οι φιλήσυχοι πολίτες εναντίον των ταραξιών. Μια σχεδόν γλωσσολογική επιχείρηση, που βαδίζει χέρι-χέρι με ημι-στρατιωτικά μέτρα. Οι ταραχές του Νοέμβρη του 2005 και, σ’ ένα διαφορετικό πλαίσιο, το κοινωνικό κίνημα του Φθινοπώρου του 2007 έχουν δώσει ορισμένα παραδείγματα αυτής της διαδικασίας. Η εικόνα των ενωμένων φοιτητών της Nanterre, που χειροκροτούν τη σύλληψη των συμφοιτητών τους από τους μπάτσους με κραυγές όπως “Πάμε “αγόρια με τα μπλέ” [παραπέμπει και στην ποδοσφαιρική εθνική Γαλλίας], πάμε!” δίνουν μόνο μια θολή εικόνα απ’ το τί μας επιφυλάσσει το μέλλον.

Δε χρειάζεται να πούμε για την προσκόλληση των γάλλων στο Κράτος -εγγυητή των παγκόσμιων αξιών και τελευταίο οχυρό πριν την καταστροφή- μια παθολογική συνθήκη που θα δυσκολευτούμε πολύ να τινάξουμε από πάνω μας. Πάνω απ’ όλα είναι ένας μύθος που δεν μπορεί να κρατήσει πολύ. Η άρχουσα τάξη μας η ίδια το βλέπει ολοένα και περισσότερο σαν ένα άχρηστο βάρος, μιας και αυτοί έχουν ήδη αρχίσει τη σύγκρουση με στρατιωτικούς όρους. Έχουν απωλέσει κάθε ενδοιασμό να στείλουν αντι-τρομοκρατικές μονάδες για να βάλουν σε τάξη τους ταραξίες των προαστείων, ή να απελευθερώσουν ένα κατειλημένο έδαφος που έχει πέσει στα χέρια μισθωτών σκλάβων. Στο βαθμό που το Κράτος Πρόνοιας διαλύεται, μια ωμή αντιπαράθεση μεταξύ όσων επιθυμούν την Τάξη και αυτών που δεν θέλουν άλλο απ’ αυτήν, βλέπει το φως της ημέρας. Κάθε τι που κρατούσε η γαλλική πολιτική σκηνή σε νάρκωση, επανεμφανίζεται τώρα. Δε θα αναρρώσει απ’ αυτό που το καταπίεσε έτσι απλά. Και υπολογίζουμε στο επερχόμενο κίνημα να βρει το μηδενιστικό πνεύμα που είναι απαραίτητο στο προχωρημένο στάδιο της κοινωνικής αποσύνθεσης στο οποίο γεννιέται. Και δε θ’ αποτύχει να το φέρει σε ένα εντελώς νέο επίπεδο.

Ένα επαναστατικό κίνημα λοιπόν, δεν διαδίδεται μέσω “μόλυνσης”, αλλά αντήχησης. Είναι κάτι που οιικοδομείται σε ένα μέρος και αντηχεί με τα κύματα που εκπέμπει σε κάτι που χτίζεται αλλού. Το σώμα που το αντηχεί, αντηχεί και το ίδιο με τον δικό του τρόπο. Μια εξέγερση δεν είναι σαν την μετάδοση της πανώλης ή μιας πυρκαγιάς -μια γραμμική διαδικασία που απλώνεται σε γειτονικά μέρη, από μια αρχική σπίθα. Αντίθετα είναι μάλλον κάτι που παίρνει μουσικές φόρμες, και πυρπολώντας καταφέρνει να επιβάλει τον ρυθμό του δικού του παλμού, ακόμη κι αν χάνεται στον χώρο και στον χρόνο. Και να γιγαντώνεται. Στο σημείο που μια επιστροφή στην κανονικότητα δεν είναι πια ούτε επιθυμητή, ούτε εφικτή.

Όταν μιλάμε για την Αυτοκρατορία, μιλάμε για τους μηχανισμούς της εξουσίας που προληπτικά και χειρουργικά κρατούν αιχμαλωτισμένες όλες τις επαναστατικές δυνατότητες μιας συνθήκης. Υπ’ αυτήν την έννοια, η Αυτοκρατορία δεν είναι κάποιος συγκεκριμένος εχθρός, που έχουμε απέναντί μας. Είναι πολύ περισσότερο ένας ρυθμός που μας επιβάλλεται, ένας τρόπος να διαχειρίζεται κανονικά την πραγματικότητα και να την αποστραγγίζει. Είναι πολύ λιγότερο μια νέα τάξη πραγμάτων και πολύ περισσότερο η θλιβερή, βαρύγδουπη και μιλιταριστική της αποσύνθεση.

Αυτό που ακούμε απ’ τους εξεγερμένους είναι ο βόμβος από μια εντελώς διαφορετική συνθήκη, από ένα εντελώς διαφορετικό κομμάτι της πραγματικότητας, που αναζητά τις αρμονίες του, απ’ την Ελλάδα στα γαλλικά προάστεια.

[…]

Είναι κοινό μυστικό ότι οι καταστάσεις κρίσεις είναι χρυσές ευκαιρίες για την κυριαρχία να ανασυγκροτήσει την δομή της. Κι έτσι ο Sarkozy μπορεί να ανακοινώνει ότι μια πιστωτική κρίση σημαίνει και “τέλος του κόσμου”, και ταυτόχρονα ότι “το έτος 2009 θα βρει τη Γαλλία να εισέρχεται σε μια νέα εποχή”, χωρίς να περνιέται τόσο για ψεύτης. Η απειλή μιας οικονομικής κρίσης θα ήταν μια καλή καινοτομία λοιπόν. Μια ευκαιρία για ένα όμορφο παραμύθι όπου όλοι ενωμένοι θα πολεμήσουμε την ανισότητα, ενώ ταυτόχρονα θα μαχόμαστε ενάντια στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Όλα αυτά, θα πρέπει να παραδεχτούμε, είναι λίγο δύσκολο για την γενιά μας να τ αποδεχτεί, καθώς γεννηθήκαμε σε κρίση, και το μόνο που γνωρίσαμε ποτέ ήταν η κρίση -οικονομική, πιστωτική, κοινωνική, οικολογική. Δεν έχουμε πρόθεση να ακούσουμε γι ακόμα μια φορά κάτι σαν “πρέπει να σφίξουμε το ζωνάρι για λίγο καιρό”. Για να πούμε την αλήθεια, όταν ακούμε τις καταστροφικές στατιστικές της ανεργίας, δεν μας προκαλεί ιδιαίτερη συναισθηματική αντίδραση. Η κρίση είναι ένας τρόπος να κυβερνιούνται οι άνθρωποι. Όταν αυτός ο κόσμος φαίνεται πως μπορεί να συγκρατηθεί πλέον μόνο με τη διαχείριση της ίδιας της συντριπτικής του ήττας. Θα θελαν να μας δουν να τρέχουμε πίσω απ’ το Κράτος, να κινητοποιούμαστε, να εμψυχωνόμαστε, να στηρίζουμε το κάθε απίθανο σχέδιο ρετουσαρίσματος αυτής της κοινωνίας. Είναι όμως που είναι τόσο αηδιαστική μια τέτοια προοπτική που θα μπορούσαμε απλά να αποφασίσουμε να τελειώνουμε μια και καλή με τον καπιταλισμό.

Το διακύβευμα εδώ δεν είναι απλά ποιος απ’ τους 2-3 τρόπους διαχείρισης της κοινωνίας θα επιβληθεί. Αντίθετα, ασταμάτητα και ασυμφιλίωτα σε σύγκρουση μπαίνουν εδώ διαφορετικές ιδέες περί ευτυχίας και οι κόσμοι τους. Η εξουσία το γνωρίζει αυτό, κι εμείς το ίδιο. Τα “αγωνιστικά” απολοιφάδια που μας βλέπουν -ολοένα και πιο πολυάριθμους, ολοένα και λιγότερο ταυτοποιήσιμους- τραβάνε τα μαλλιά της κακόμοιρης κεφαλής τους. Και πάλι, στρέφουν τα όπλα τους εναντίον μας, προκαλώντας ασφυξία, με τις ήττες τους, με την παράλυσή τους, τις ασθενικές αμφιβολίες τους. Από τις “εκλογικές μάχες” στις “μεταβατικές περιόδους”, δεν θα γίνουν ποτέ τίποτε παραπάνω από αυτό ακριβώς που μας κρατά μακριά από την δυνατότητα του κομμουνισμού. Ευτυχώς, ελάχιστοι έχουν πια την όρεξη να ανεχθούν κάθε προδοσία και απόρριχη από δω και πέρα.

Το παρελθόν μας έδωσε τόσο πολλές λάθος απαντήσεις ώστε να γνωρίζουμε πια ότι ήταν οι ερωτήσεις μας που ήταν λανθασμένες.

Έτσι, ΔΕΝ χρειάζεται να διαλέξουμε:

Ή τον φετιχισμό του “αυθόρμητου” Ή τον έλεγχο της Οργάνωσης
Ή το DIY των αγωνιστικών γνωριμιών Ή τους προθαλάμους της ιεραρχίας
Την απεγνωσμένη δράση εδώ και τώρα Ή την απεγνωσμένη δράση όταν ωριμάσουν οι συνθήκες
Το να βάζουμε στην άκρη αυτά που πρέπει να ζήσουμε και να βιώσουμε εδώ και τώρα, στο όνομα ενός παραδείσου που απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο μοιάζοντας με κόλαση Ή το να τρώμε τις σάρκες μας, πεπεισμένοι ότι το να καλλιεργούμε τα δικά μας καρότα μπορεί να είναι αρκετό για να απελευθερωθούμε εμείς απ’ αυτόν τον εφιάλτη.
Τόσο πολλές επιλογές.

Οι οργανώσεις είναι ένα εμπόδιο στο να οργανωθούμε.

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κάποιο χάσμα μεταξύ του τί είμαστε, τί κάνουμε, και τί γινόμαστε. Οι οργανώσεις, είτε πολιτικές είτε συνδικαλιστικές, φασιστικές ή αναρχικές, πάντοτε έχουν τη βάση τους στη δημιουργία πρακτικών διαχωρισμών μεταξύ αυτών των όψεων της ύπαρξης. Έπειτα συνεχίζουν επιδεικνύοντας τον ηλίθιο φορμαλισμό τους ως την μόνη εφικτή θεραπεία για τον διαχωρισμό αυτόν. Να οργανώνεται δεν σημαίνει να βρίσκεις μια δομή για την αδυναμία σου. Είναι πάνω απ’ όλα να σχηματίζεις ισχυρούς δεσμούς, δεσμούς που δεν είναι ουδέτεροι, αλλά έχουν μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο βαθμός της οργάνωσης μετριέται από την ένταση της φύσης του μοιράσματος αυτού, υλικού και πνευματικού.

Λοιπόν, ήδη, “οργανωθείτε υλικά για να επιβιώσετε, οργανωθείτε υλικά για να επιτεθείτε”. Παντού μια νέα ιδέα κομμουνισμού βρίσκεται υπό επεξεργασία. Στα σκοτάδια των μπαρ, στα φωτοτυπάδικα, στις καταλήψεις, στους ακάλυπτους χώρους, σε φάρμες ή γυμναστήρια, επιθετικές συνομωσίες υφαίνονται. Συνομωσίες όπου ο κόσμος παίρνει ξαφνικά μια τροπή προς το πιο επείγον. Αυτές οι συνεργίες δεν πρέπει να στερηθούν τα μέσα που απαιτούν για την ανάπτυξη όλης της δυναμικής τους.

Και είναι μεταξύ αυτών που βρίσκεται η πραγματικά επαναστατική δυνατότητα της εποχής μας. Οι όλο και πιο συχνές εχθροπραξίες είναι υπέροχες επειδή ακριβώς κάθε φορά που συμβαίνουν, είναι η αφορμή για τέτοιου είδους συνεργίες, άλλοτε εφήμερες, αλλά πολλές φορές όσο πιο ακλόνητες μπορούν να είναι. Θα υπάρξει σίγουρα μια διαδικασία συσσώρευσης εδώ. Όταν χιλιάδες νέοι άνθρωποι κρατούν στις καρδιές τους την επιθυμία να εγκαταλείψουν και να σαμποτάρουν αυτόν τον κόσμο, θα πρέπει κανείς να είναι ηλίθιος όσο κι ένας μπάτσος για να ψάχνει από πίσω τους κάποιο χρηματοδότη, ηγέτη, ή έστω ένα απρόσεχτο λάθος.

[…]

Δυο αιώνες καπιταλισμού και εμπορευματικού μηδενισμού κατέληξαν στην εξάπλωση της πιο ακραίας αποξένωσης, την αποξένωση του ίδιου του εαυτού, των άλλων, των πολλών κόσμων που υπάρχουν σ αυτόν τον κόσμο. Το άτομο, αυτή η παλιά θεότητα, αποσυντέθηκε με την ίδια ταχύτητα που είχε πραγματοποιηθεί. Παιδιά της μητρόπολης, ορίστε το στοίχημά μας: Είναι από την πιο βαθιά αλλοτρίωση της ίδιας της ύπαρξης που οι πάντα αποσιωπημένες, οι πάντα αποτρεπόμενες δυνατότητες του κομμουνισμού αναπτύσσονται. Οπωσδήποτε, αυτό με το οποίο πολεμάμε εδώ πέρα, είναι η ίδια η ανθρωπολογία. Η ίδια η ιδέα του “ανθρώπου”. Έπειτα για τον κομμουνισμό, ως προϋπόθεση και ως πειραματισμό. Το μοίρασμα από κοινού μιας συγκεκριμένης ευαισθησίας και η επεξεργασία του μοιράσματος αυτού. Η εύρεση του τί είναι κοινό, και η κατασκευή μιας δύναμης. Ο κομμουνισμός ως η μήτρα, μιας σχολαστικής, αυθάδικης επίθεσης ενάντια στην εξημέρωση. Ως κάλεσμα και ως ονομασία, απ’ όλους τους κόσμους που αντιστέκονται στην αυτοκρατορική ειρήνη, απ’ όλη την αλληλεγγύη που δεν μπορεί να σπάσει απ’ τη δικτατορία του εμπορεύματος, απ’ όλες τις φιλίες που συμβαδίζουν με τις αναγκαιότητες του πολέμου. ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ. Γνωρίζουμε ότι είναι ένας όρος που πρέπει να μεταχειριζόμαστε με προσοχή. Όχι επειδή στην μεγάλη παρέλαση των λέξεων, αυτή δεν είναι πια στην μόδα. Αλλά μάλλον επειδή οι χειρότεροι απ΄ τους εχθρούς μας την καπηλεύτηκαν και συνεχίζουν να το κάνουν. Ωστόσο, επιμένουμε. Ορισμένες λέξεις είναι σαν πεδία μάχης, το νόημά τους είναι μέρος και έπαθλο ενός είδους νίκης, είτε της επανάστασης είτε της αντίδρασης, και αναγκαστικά κερδίζεται με σκληρό αγώνα.

[…]

Κατά την παράδοση, όλα ξεκινούν με ένα “κοινωνικό κίνημα”. Πάνω απ’ όλα τη στιγμή που η αριστερά, η οποία πλέον δεν ασχολείται μόνο με το συγύρισμα της ίδιας της αποσύνθεσής της, αλλά προσπαθεί φαρισαϊκά να κερδίσει λίγη αξιοπιστία του δρόμου. Ωστόσο, έχει χάσει προ πολλού το μονοπώλιο του δρόμου. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σε κάθε νέα διαδήλωση των μαθητών, όπως και κάθε άλλου που τολμούν να υποστηρίζουν: υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα που ποτέ δεν σταματά να διευρύνεται, μεταξύ των κλαψιάρικων αιτημάτων τους, και του επιπέδου της βίας και της αποφασιστικότητας του κινήματος.

Πρέπει να μετατρέψουμε το χάσμα αυτό σε οδόφραγμα.

Αν βλέπουμε ακόμα “κοινωνικά κινήματα” να ακολουθούν το ένα το άλλο, να τρέχουν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο και να μην αφήνουν τίποτα ορατό πίσω τους, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει κάτι μέσα τους που ακόμα επιμένει. Ένα μικρό ίχνος σκόνης που συνδέει κάτι που δεν επιτρέπει στον εαυτό του να ρυθμιστεί απ’ τον αυθαίρετο χρόνο που επιβάλει η τυπική απόσυρση του ενός ή του άλλου νόμου, με το οποιοδήποτε πρόσχημα. Βλέπουμε κάτι που, με τον δικό του ρυθμό και τις δικές του κινήσεις, αποτελεί μια νέα δύναμη που παίρνει σχήμα. Μια δύναμη που δε θα περιμένει απλά να έρθει η κατάλληλη στιγμή, αλλά θα την επιβάλει, σιωπηλά.

Δεν έχουμε πια χρόνο να περιμένουμε την κατάρρευση. Είτε γίνει αργά ή γρήγορα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Δε χρειάζεται κανεις να σχεδιάσει το πώς θα γίνει η εξέγερση, αλλά να φέρει πίσω την πιθανότητα μιας ανταρσίας σ’ αυτό που δε θα πρεπε ποτέ να σταματήσει να είναι: ο ζωτικός ενθουσιασμός της νιότης, καθώς και της λαϊκής σοφίας. Όσο γνωρίζουμε πως να κινηθούμε μέσα της, η απουσία ενός γενικού σχεδίου δεν είναι τόσο ένα εμπόδιο, όσο μια πιθανότητα. Για τους εξεγερμένους είναι ο μόνος χώρος που μπορεί να τους εγγυθεί ένα βασικό πράγμα: την πρωτοβουλία κινήσεων. Απλά χρειάζεται να ανάψουμε και να κρατήσουμε ζωντανό, όπως κρατά κανείς μια φωτιά, έναν συγκεκριμένο τρόπο να κοιτά κανείς τα πράγματα, μια συγκεκριμένη τακτική έξαψη, ώστε όταν έρθει η στιγμή, ακόμα και τώρα, να είμαστε μια αποφασιστική και συνεχής πηγή αποφασιστικότητας. Ήδη ορισμένα ερωτήματα που μέχρι χθες ίσως έμοιαζαν απαρχαιωμένα ή γραφικά επανέρχονται. Απλά πρέπει να τα προωθήσουμε, όχι να τους δώσουμε την οριστική τους απάντηση, αλλά να τα φέρουμε στη ζωή. Η επανάληψη ορισμένων απ’ αυτά, δεν είναι δα και η μικρότερη από τις αρετές της ελληνικής εξέγερσης:

-Πως μπορεί μια γενικευμένη κατάσταση ταραχής να μετατραπεί σε εξέγερση;
-Τι κάνουμε όταν πάρουμε τους δρόμους και η αστυνομία έχει ηττηθεί σ’ αυτό το πεδίο;
-Έχει ακόμα νόημα μια επίθεση στο κοινοβούλιο;
-Τί σημαίνει, στην πράξη, να ανατρέψουμε την εξουσία σε τοπικό επίπεδο;
-Πώς λαμβάνουμε τις αποφάσεις μας;
-Πως μπορούμε να συντηρηθούμε;
-ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ;

Παρίσι, 22 Γενάρη 2009

[σημείωση: φιλοξενούμε το κείμενο της “Αόρατης Επιτροπής” εδώ λόγω ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, αν και διαφωνούμε με τη συλλογιστική που αναπτύσσεται σε πολλά σημεία, για παράδειγμα την αναγωγή της διαφορετικής πολιτικής εκπροσώπησης, σε Ελλάδα και Γαλλία, εκ μέρους των σοσιαλιστών, στη ψυχοσύνθεση και τα βιώματα των ανώτερων στελεχών τους. Κάτι τέτοιο παραπέμπει σε μια προσωποκεντρική θεώρηση της ιστορίας (που κινείται δηλαδή σύμφωνα με τα καπρίτσια των “απο πάνω”), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες μεταξύ των δυο χωρών, όπως οι παραγωγικές σχέσεις και ο αποκλεισμός διαφορετικών κομματιών του πληθυσμού, και ιδιαίτερα όσον αφορά την “κοινωνική βάση” των δυο πολιτικών αυτών χώρων. Το παράδειγμα είναι ενδεικτικό μιας άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο προσωπικής/ηθικής κριτικής στο ρόλο της αριστεράς, που επαναλαμβάνεται στα κείμενα της τάσης αυτής, καταλήγοντας μάλλον να αποδυναμώνει τη σχετική κριτική.]

Categories
Socialisme ou Barbarie

Προλεταριάτο και Οργάνωση (αποσπάσματα) – Socialisme ou Barbarie

[…]

O αντιφατικός χαρακτήρας της ανάπτυξης του προλεταριάτου

Υπάρχει λοιπόν μια αυτόνομη ανάπτυξη του προλεταριάτου προς τον σοσιαλισμό, που εδράζεται στον αγώνα των εργαζομένων ενάντια στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, βρίσκει έκφραση στον σχηματισμό πολιτικών οργανώσεων, και εξελίσσεται στην επανάσταση. Όμως αυτή η ανάπτυξη δεν συμβαίνει μηχανικά, σαν ένα αυτοματοποιημένο αποτέλεσμα των αντικειμενικών συνθηκών στις οποίες ζει το προλεταριάτο, ούτε αποτελεί μια βιολογική εξέλιξη, μια αναπόφευκτη διαδικασία ωρίμανσης που εμπεριέχει την ίδια της την ανάπτυξη. Είναι μια ιστορική διαδικασία και ουσιαστικά μια διαδικασία αγώνα. Οι εργάτες δε γεννιούνται σοσιαλιστές, ούτε μεταμορφώνονται σαν από θαύμα σε τέτοιους απλά και μόνο επειδή μπαίνουν σ’ ενα εργοστάσιο. Γίνονται τέτοιοι, ή για την ακρίβεια, κάνουν τους εαυτούς τους σοσιαλιστές στη διαδρομή μέσα και έξω απ’ τον αγώνα τους ενάντια στον καπιταλισμό.

Ωστόσο, πρέπει να δούμε επακριβώς τί είναι αυτός ο αγώνας, πού διεξάγεται, και ποιος είναι ο αληθινός εχθρός. Το προλεταριάτο δεν πολεμά μοναχά τον καπιταλισμό σαν μια δύναμη έξω απ’ αυτό. Αν ήταν απλά ένα ζήτημα φυσική ισχύος των εκμεταλλευτών, του κράτους και του στρατού τους, η εκμεταλλευτική κοινωνία θα είχε καταργηθεί καιρό τώρα, καθώς δεν έχει καμία δύναμη από μόνη της, πέρα από την εργασία αυτών που εκμεταλλεύεται.

Επιβιώνει μόνο επειδή ως τώρα στάθηκε επιτυχής να τους κάνει να αποδεχτούν τη θέση τους. Τα πιο αποτελεσματικά όπλα της, δεν είναι αυτά που χρησιμοποιεί συνειδητά, μα αυτά που παρέχονται αυτόματα με την αντικειμενική συνθήκη της εκμεταλλευόμενης τάξης, χάρη στον τρόπο που είναι τα πράγματα σ’ αυτήν την κοινωνία, και τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικές σχέσεις οργανώνονται ούτως ώστε να αναπαράγουν διαρκώς τη βάση τους. Το προλεταριάτο όχι μόνο υφίσταται μια συστηματική κατήχηση από την αστική τάξη και τη γραφειοκρατία. Πιο γενικά, ολοκληρωτικά του στερούν μια κουλτούυρα. Του λεηλατούν το ίδιο του το παρελθόν, καθώς μπορεί να ξέρει μόνον όσα η κυρίαρχη τάξη αποφασίζει ότι θα του αποκαλύψει από την ιστορία του και τους περασμένους αγώνες του. Του κλέβουν την συνείδηση του εαυτού του ως μια παγκόσμια τάξη, ως αποτέλεσμα των τοπικών, κατοχικών και εθνικών παραγόντων απομόνωσης που γεννά η παρούσα κοινωνική δομή -αλλά και την συνείδηση της παρούσας κατάστασής του, καθώς όλα τα μέσα ενημέρωσης βρίσκονται υπό τον έλεγχο της κυρίαρχης τάξης. Παρά την κατάστασή του, ως τάξη που υφίσταται την εκμετάλλευση, το προλεταριάτο αγωνίζεται ενάντια στους παράγοντες αυτούς. Αναπτύσσει μια συστηματική καχυποψία απέναντι στην αστική κατήχηση, και σχηματίζει μια κριτική του περιεχομένου της. Τείνει να απορροφά την κουλτούρα όσων έχουν αποκοπεί απ’ αυτό με χίλιους τρόπους και ταυτόχρονα θέτει τα θεμέλια μιας νέας κουλτούρας. Υπό μια πιο βιβλιοφαγική έννοια, αγνοεί το ίδιο του το παρελθόν, αλλά βρίσκει μπροστά του τα ουσιαστικά αποτελέσματά του, με την μορφή συνθηκών που περιβάλλουν την παρούσα δράση του.

Όμως μέχρι τώρα, το μεγαλύτερο εμπόδιο στο δρόμο της ανάπτυξης του προλεταριάτου είναι η διαρκής αναγέννηση του πνεύματος και της πραγματικότητας του καπιταλισμού εντός του προλεταριάτου. Οι εργάτες δεν είναι ξένοι ως προς τον καπιταλισμό: γεννιούνται σε μια καπιταλιστική κοινωνία, εργάζονται μέσα της, συμμετέχουν σ’ αυτήν και την κάνουν να κινείται. Οι καπιταλιστικές ιδέες, οι νόρμες, οι συμπεριφορές τείνουν διαρκώς να εισβάλουν στο πνεύμα τους και όσο κρατάει αυτή η κοινωνία αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Η κατάσταση του προλεταριάτου είναι απολύτως αντιφατική, καθώς την ίδια στιγμή δίνει ζωή στα στοιχεία μιας νέας ανθρώπινης οργάνωσης και μιας νέας κουλτούρας ενώ αδυνατεί να απελευθερωθεί εντελώς από την καπιταλιστική κοινωνία στην οποία ζει. Το ισχυρότερο οχυρό της κοινωνίας αυτής βρίσκεται κυρίως εκεί που υποπτεύεται κανείς λιγότερο: είναι οι μακροχρόνιες συνήθειες, τα “αυταπόδεικτα” αξιώματα του αστικοί κοινού νου, που κανείς δεν αμφισβητεί, η αδράνεια και η συστηματική κοινωνική υπονόμευση της ανθρώπινης δραστηριότητας και δημιουργικότητας. Στη διάρκεια μιας επανάστασης, ο καπιταλισμός μπορεί να ηττηθεί στρατιωτικά, και όμως να παραμείνει νικηφόρος, εάν  προκειμένου να τον κερδίσουμε, και υπό το πρόσχημα της “αποτελεσματικότητας” ο επαναστατικός στρατός ή η παραγωγική διαδικασία, οργανώνονται σύμφωνα με την καπιταλιστική γραμμή (όπως έγινε στη Ρωσσία το 1918-21), καθώς μια τέτοια “ηθική” νίκη για την παλιά κοοινωνία θα της επιτρέψει σύντομα να την επεκττείνει σε ολική επικράτηση. Οι εργάτες μπορεί να πετύχουν την τεράστια νίκη της οικοδόμησης μιας επαναστατικής οργάνωσης που να εκφράζει τις προσδοκίες τους, και να στρέψουν άμεσα την νίκη τους σε ήττα αν πιστέψουν ότι αυτή η οργάνωση από τη στιγμή που χτίστηκε δεν μένει γι’ αυτούς παρά να της δείχνουν εμπιστοσύνη περιμένοντας να τους λύσει τα προβλήματά τους.

Ο αγώνας του προλεταριάτου ενάντια στον καπιταλισμό είναι, συνεπώς, στο πιο σημαντικό μέρος του, ένας αγώνας της εργατικής τάξης ενάντια στον εαυτό της, για να απελευθερωθεί από ό,τι φέρει μέσα της από την κοινωνία την οποία πολεμά. Η ιστορία του εργατικού κινήματος είναι η ιστορία της ανάπτυξης του προλεταριάτου μέσα απ’ αυτόν τον αγώνα, μια ανάπτυξη που δεν στάθηκε μια συνεχής προέλαση αλλά μια άνιση και αντιφατική διαδικασία κέρδους και απώλειας εδάφους, περιλαμβάνοντας ολόκληρες περιόδους υποχώρησης.

Ο εκφυλισμός των Εργατικών Οργανώσεων

Η εξέλιση των εργατικών οργανώσεων μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Για έναν αιώνα το προλεταριάτο όλων των χωρών έστηνε οργανώσεις για να το βοηθήσουν στον αγώνα του, και όλες αυτές οι οργανώσεις, εργατικά συνδικάτα ή πολιτικά κόμματα, τελικά εκφυλίστηκαν κι ενσωματώθηκαν στο σύστημα της εκμετάλλευσης. Υπό αυτήν την έννοια έχει ελάχιστη σημασία αν έγιναν απλά εργαλεία του κράτους και της καπιταλιστικής κοινωνίας (όπως οι ρεφορμιστικές οργανώσεις), ή αν (όπως οι σταλινικές οργανώσεις) στοχεύουν να επιφέρουν έναν μετασχηματισμό αυτής της κοινωνίας, συγκεντρώνοντας την οικονομική και πολιτική εξουσία στα χέρια μιας γραφειοκρατικής κάστας ενώ διατηρούν αναλλοίωτη την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Τα κύριο σημείο είναι ότι τέτοιες οργανώσεις έχουν γίνει οι ισχυρότεροι εχθροί του αρχικού τους στόχου: της χειραφέτησης του προλεταριάτου.

Ασφαλώς, κάτι τέτοιο δεν είναι ζήτημα “λαθών” ή “ξεπουλήματος” εκ μέρους της εκάστοτε ηγεσίας. Ηγέτες που κάνουν “λάθη” ή “ξεπουλιούνται” αργά ή γρήγορα απομακρύνονται από τις οργανώσεις που ηγούνται. Όμως ο εκφυλισμός των εργατικών οργανώσεων πάει χέρι-χέρι με τη γραφειοκρατικοποίησή τους, δηλαδή: με τον σχηματισμό στο εσωτερικό τους, μιας κάστας αμετακίνητων και υπεράνω ελέγχου ηγετών. Έτσι, η πολιτική αυτών των οργανώσεων, εκφράζει τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα αυτής ακριβώς της γραφειοκρατίας. Προκειμένου να κατανοήσουμε τον εκφυλισμό των οργανώσεων αυτών, πρέπει να καταλάβουμε πώς μια γραφειοκρατία μπορεί να γεννηθεί μέσα από το εργατικό κίνημα.

Εν συντομία, η γραφειοκρατικοποίηση σήμαινε ότι η θεμελιώδης κοινωνική σχέση του σύγχρονου καπιταλισμού, η σχέση μεταξύ διευθυντών και εκτελεστών, έχει αναπαραχθεί και στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, με δυο μορφές: πρώτη, μέσα στις εργατικές οργανώσεις, που έχουν ανταποκριθεί στη μεγέθυνση και την αύξουσα πολυπλοκότητα των καθηκόντων τους υιοθετώντας ένα αστικό μοντέλο οργάνωσης, με μια ολοένα και μεγαλύτερη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ μιας νέας ιεραρχίας ηγετών που σταθεροποιούταν, διαχωρισμένη από τις μάζες των αγωνιστών, που απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα ξεπέφτουν στο ρόλο των εκτελεστικών οργάνων. Κατά δεύτερον, μεταξύ των εργατικών οργανώσεων και του ίδιου του προλεταριάτου. Η λειτουργία που ανέλαβαν σταδιακά αυτές οι οργανώσεις ήταν να οδηγήσουν την εργατική τάξη στα δικά της, συγκεκριμένα συμφέροντα- και τις περισσότερες φορές, η εργατική τάξη ήταν σύμφωνη να βασιστεί στις οργανώσεις αυτές και να ακολουθήσει τις υποδείξεις τους. Έτσι οδηγηθήκαμε σ’ αυτό που ήταν ακριβώς η άρνηση της ουσίας του σοσιαλιστικού κινήματος, κατ’ όνομα, η ιδέα της αυτονομίας του προλεταριάτου.

Η εξέλιξη αυτή έχει μια παράλληλή της στην σχετική εξέλιξη της επαναστατικής θεωρίας και ιδεολογίας, που έγινε εφικτή χάρη στον εξαρχής αντιφατικό χαρακτήρα του ίδιου του μαρξισμού. Με μια έννοια, τίποτα απ’ όσα γράφονται εδώ για την εργατική διεύθυνση και την αυτονομία του προλεταριάτου δεν είναι νέο. Όλα πάνε πίσω στη ρήση του Μαρξ: “Η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι έργο της ίδιας της τάξης”. Με άλλα λόγια, η χειραφέτηση θα επέλθει μόνο όσο οι εργάτες οι ίδιοι επιλέγουν τα μέσα και τους σκοπούς του αγώνα τους. Αυτή η επιμονή της αυτονομίας έγκειται στο να συμβαδίζει κανείς με τις πιο βαθιές και τις πιο θετικές όψεις του έργου του Μαρξ: η κεντρική σημασία που απέδιδε στην ανάλυση των παραγωγικών σχέσεων στο καπιταλιστικό εργοστάσιο, η ριζοσπαστική κριτική της αστικής ιδεολογίας σε κάθε της όψη κι ακόμα και ως προς την παραδοσιακή αντίληψη της “θεωρίας”, και το όραμα του σοσιαλισμού ως μια νέα πραγματικότητα, τα στοιχεία για την οποία ξεκινούν να εμφανίζονται μόλις τώρα στις ζωές και τις συμπεριφορές των εργατών.

Ωστόσο, ο μαρξισμός, γεννημένος ο ίδιος μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, δεν έχει απελευθερωθεί απ’ αυτήν και ούτε θα μπορούσε να απελευθερωθεί ολοκληρωτικά απ’ την κουλτούρα στην οποία μεγάλωσε. Η θέση του, όπως και η θέση κάθε επαναστατικής ιδεολογίας και όπως η κατάσταση του προλεταριάτου μέχρι την επανάσταση, παραμένει αντιφατική. “Οι κυρίαρχες ιδέες μιας εποχής είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης” δε σημαίνει απλά ότι αυτές οι ιδέες είναι οι πιο διαδεδομένες φυσικά ή οι πιο κοινά αποδεκτές. Σημαίνει επίσης ότι τείνουν να διαβρώνουν, μερικά και ασυνείρητα, ακόμα και τους ίδιους ανθρώπους που αντιτίθενται σ’ αυτές με την μεγαλύτερη βία. Στη θεωρητική σφαίρα, όχι λιγότερο απ’ ότι στην πρακτική σφαίρα, ο αγώνας του επαναστατικού κινήματος να απελευθερωθεί από τα δεσμά του καπιταλισμού είναι ένας αγώνας διαρκής.

[…]

Προλεταριάτο και Γραφειοκρατία την τρέχουσα περίοδο

Τα γεγονότα των πρόσφατων χρόνων δείχνουν ότι το προλεταριάτο αποκτά μια εμπειρια για την οποία οι γραφειοκρατικές οργανώσεις δεν στιγματίζονται απλά από τα “λάθη” ή τις “προδοσίες των ηγεσιών τους, αλλά από κάτι πολύ πιο βαθύ.

Οπουδήποτε αυτές οι οργανώσεις πήραν την εξουσία, όπως στην Ανατολική Ευρώπη, το προλεταριάτο τις αντιμετωπίζει αναγκαστικά ως καθαρά και ξάστερα, ενσαρκώσεις του συστήματος της εκμετάλλευσης. Όπου καταφέρνει να σπάσει τον γραφειοκρατικό κλοιό, ο επαναστατικός του αγώνας δεν κατευθύνεται απλά εναντίον της γραφειοκρατίας. Βάζει μπροστά στόχους που εκφράζουν με θετικούς όρους την εμπειρία της γραφειοκρατικοποίησης. Το 1953 οι εργάτες του ανατολικού Βερολίνου ζητούσαν μια κυβέρνηση “μεταλλεργατών”, ενώ αργότερα τα ουγγρικά επαναστατικά συμβούλια απαιτούσαν μια εργατική διαχείριση της παραγωγής.

Στην πλειοψηφία των Δυτικών χωρών, η στάση των εργατών απέναντι στις γραφειοκρατικές οργανώσεις, δείχνει ότι τις αντικρύζουν ως εξωτερικούς και αποκομμένους θεσμούς. Σε αντίθεση με το τί συνέβαινε στο τέλος του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου, σε καμία βιομηχανοποιημένη χώρα δεν πιστεύουν πια οι εργάτες ότι το “δικό τους” κόμμα ή συνδικάτο είναι πρόθυμα ή ικανά να επιφέρουν μια ουσιαστική αλλαγή στην κατάστασή τους. Ενδεχομένως τα “υποστηρίζουν” ψηφίζοντάς τα ως το “μικρότερο κακό”, ή να τα χρησιμοποιούνε -αυτή είναι συνήθως η περίπτωση όσον αφορά τα συνδικάτα- όπως χρησιμοποιεί κανείς έναν δικηγόρο ή την πυροσβεστική υπηρεσία. Όμως σπάνια κινητοποιούνται στο κάλεσμά τους, και ποτέ δεν συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτά. Αν και τα εγγεγραμένα μέλη ενός συνδικάτου μπορεί να αυξομειώνονται, στην πραγματικότητα κανείς δεν παραβρίσκεται στις συνεδριάσεις του συνδικάτου. Τα κόμματα μπορούν να βασίζονται ολοένα και λιγότερο στην μάχιμη ενεργητικότητα των εργατών που είναι μέλη τους. Πλέον λειτουργούν κυρίως μέσω επαγγελματικών στελεχών που απαρτίζονται από “αριστερά” μέλη της μικροαστικής τάξη και της διανόησης. Στα μάτια των εργατών, αυτά τα κόμματα και τα συνδικάτα είναι μέρος της κατεστημένης τάξης -λιγότερο ή περισσότερο διεφθαρμένο από τα υπόλοιπα- αλλά βασικά το ίδιο μ’ αυτά. Όταν ξεσπούν εργατικοί αγώνες, αυτό γίνεται συνήθως έξω από τις γραφειοκρατικές οργανώσεις και ορισμένες φορές μάλιστα άμεσα εναντίον τους.

Έχουμε λοιπόν μπει σε μια νέα φάση στην ανάπτυξη του προλεταριάτου που μπορεί να χρονολογηθεί, αν θέλετε, από το 1953: Εκεί ξεκινά μια ιστορική περίοδος στην οποία το προλεταριάτο θα προσπαθήσει να απαλλαγεί από τα συντρίμια των όσων δημιούργησε το 1890 και το 1917. Έτσι, όταν οι εργάτες βάλουν μπροστά τους δικούς τους στόχους και αγωνιστούν σοβαρά να τους πετύχουν, θα είναι ικανοί να το κάνουν μόνο έξω, και στις περισσότερες περιπτώσεις σε σύγκρουση με, τις γραφειοκρατικές οργανώσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι τελευταίες θα εκλείψουν. Για όσο καιρό το προλεταριάτο δέχεται το σύστημα της εκμετάλλευσης, οι οργανώσεις που εκφράζουν αυτή την κατάσταση πραγμάτων θα υπάρχουν και θα συνεχίζουν να εξυπηρετούν ως όργανα ενσωμάτωσης του προλεταριάτου στην καπιταλιστική κοινωνία. Χωρίς αυτά, η καπιταλιστική κοινωνία δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Αλλά, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, κάθε αγώνας θα τείνει να θέσει τους εργάτες απέναντι σ’ αυτές τις γραφειοκρατικές οργανώσεις, και αν οι αγώνες αυτοί αναπτύσσονται, νέες οργανώσεις θα αναπτυχθούν από το ίδιο το προλεταριάτο, για τομείς μισθωτών χειρωνάκτων και διανοητικών εργαζομένων που νιώθουν την ανάγκη να δρουν σε έναν δρουν με έναν συστηματικό και διαρκή τρόπο ώστε να στηρίζουν το προλεταριάτο να επιτυγχάνει τους νέους στόχους του.

[…]

απόσπασμα από το The Working Class and Organisation του Κορνήλιου Καστοριάδη (1959) για την ομάδα Socialisme ou Barbarie.

Categories
Uncategorized

On Polys Georgiadis’ case

dyo

Polykarpos (Polys) Georgiadis (on the left in the photo) is a comrade currently found in Korydallos’ prison, for allegedly participating in a kidnap organized by V. Paleokostas, a Greek outlaw, probably known for his escaping twice from Korydallos prison with a helicopter. Polys is also active in the revolutionary movement, publicing a zine in Greek called “Asymmetrical Threat”, and other publications concerning mainly the matters of working class history, the question of work, illegalism and urban sabotage. There will be an effort to translate some of his works in english sometime in the near future, on this site. Vaggelis H. (on the right in the photo) is another comrade also accused under the same allegations and kept in pre-trial imprisonment. Here we are going to provide some information mainly on Polys, since it is Vaggelis’ choice not to be part of a discussion in any media.

><><

polys2

Following is a brief report on our comrades’ case fro ABC Salonica:

On 20th of august 4 people got arrested in Greece on the accusation kidnapping with a large ransom being paid. The people arrested are Polikarpos Georgiadis, Vasilis Palaiokostas, Vagelis Hrisohoides and one other, of whom the rest of the group has taken distance from because of his behaviour. On the 21st 4 other people got arrested for also playing a smaller role in the kidnapping. The person being kidnapped some months ago concerns the president of the union for heavy industry owners (employers syndicate) Georgos Mylonas, who not long ago caused some fuss over his sayings about working harder and longer in the factories. He was released after sum of 10 million euro’s was paid, arranged by his wife. Media and police claim this money was meant for freeing Vasilis’ brother from prison; Nikos Palaiokostas. Pictures in the bourgeois press show the large variety of ammunition, Kalashnikovs, an RPG, explosive devices, bulletproof vests and fire brigade uniforms that were found at the arrest. Stories of the amount of money being found back change every day. Police says that a big part of the coupons were marked and at about 150 different places they found them back.

The history and traditions of Vagelis, Vasilis and Polikarpos in this case, but also of many other strikes against the exploitation and slavery of people, is important for the context of this kidnapping and social rebellion in general reality. Polikarpos and Vagelis are dear comrades in the anarchist scene since many years and have been very active. Polikarpos was sent to prison before on the 16th of April 2004, accused for attempted arson with an ignitable device against the vehicle of a private security company. The police tried to charge him with attempted arson and the possession of explosive devices, but could not proof anything. He stayed in pre-detention for one year and was found guilty anyway. He got out for having served already the one year prison sentence he finally got. During his time in prison he got to know Vasilis Palaiokostas. The bourgeois media accused him a the time of being a bank robber as well, and from this point of view it fits them well to claim these days that Vasilis had “selected Polikarpos for a conspiracy in setting his brother, Nikos, free from prison”. These two brothers are well known “legends” in the country for decades.

Since the fall of the Ottoman empire in 1821 Greece knows a very popular and great tradition of social and class robberies, as a respond to poverty and exploitation. These people would take back the money of the rich, the authorities, the exploiters, and usually hide in villages, with the help of the people; they would refuse to help the police and protect them from the authorities. The rebels always had strong connections with the people and provided for their communities for instance in forms of financial support for education, medication and protection on their turn from the police. In this reality, the two brothers Vasilis and Nikos, and still many others, who grew up in a very poor family, couldn’t take any longer the exploitation and slavery of themselves as well as of the people around them in this society, and thus have been living their lives as social rebels for the last 30 years. They made tens of bank robberies, car thefts and escapes from prison, but never had fancy clothes, drove expensive cars or lived in luxury houses. Indeed have once thrown the money back on the floor of the bank, because that little amount wasn’t what they needed. Everything was always send to where it was needed and shared with the people who protected them, hided them and still won’t say a word to the police about their comrades. During all these years they’ve been underground, while being traced by the police from time to time as well, either resulting in a successful escape by stolen cars, or unfortunate prison time. Always escaped from it however, with the loving and spectacular help of the other brother.

Throughout the 80’s they did many robberies, until Nikos ended up in prison in 1988, but was released from it by his brother only a few days later, by throwing a rope over the wall of the prison outside. Two years later, in February 1990 he was arrested again. One month later Vasilis was unluckily caught with a friend, while trying to rescue his brother. This was supposedly the first time they were both in prison at the same time. In December 1990 though, Nikos escapes from Korydallos prison in Athens after a huge uprising in the prison, cops have then been looking for him for the next 16 years, until they caught him by accident when he was in a car crash in 2006. He has not been out ever since. In 1991 Vasilis manages to escape from Halkida prison. In 1992 he robs a bank. In 1995 they rob a bank together in Athens. In December 1995 they’re being accused of having kidnapped the president of a “halvas” factory, Haitoglou. They supposedly let him go after four days and 750.000 euro’s ransom. The minister of public order send out a warrant, on tv, radio and posters, with their picture and a reward of also exactly 750.000 euro’s. In 1996 Vasilis was traced by the cops in Korfu, but managed to escape from them by taking a car. Two years later the same situation appeared in Yanitsa, and again in May 1999. In 2003 Nikos makes a spectacular escape with a helicopter. In 2006 Nikos robbed a bank in Veria by bicycle and got away because the masses of police out there were completely preoccupied with the protection president visiting the streets of Veria at that very moment. In September of that year he had the car accident and got locked up again after many years of living on the run and in hiding.

The police found out about the identity and whereabouts of the group because the fourth men, was spending large sums of cash money on luxury cars in Crete. Also because Georgos Mylonas had stated to the police that during his kidnapping he had heard airplanes flying over very frequently. With the arrest of the man in Crete they found out he rented a house in Souroti, a quiet area near Thessaloniki, close to the airport. Police claims that with 14 special force cops, and 10 civil cops (it’s very likely there were way more), they surrounded the house in Souroti. Both Vasilis and Polikarpos were arrested there, where they had also kept Mylonas and the artillery.

On the 22nd of August they’ve all been brought to the prosecutor, who gave them 3 days to prepare the defense, and will decide over the continuing of their pre-trial detention. they face 9 charges (3 felonies, 6 misdemeanors). After the trial he was dragged by two big elite troop cops to the press, eager to take a picture of Greece’s most wanted, and proudly showed them what they caught; the nightmare of every system that imposes law, control and punishment on the people.

Today on the 25th of august Vasilis Palaiokostas was brought to pre-trial court, where where was decided he will go to prison indeed until the real trial.
About 25 solidarious people had gathered around the court house between 9:30 and 10:00 to show their warm feelings to Palaiokostas and their anger against the system he has been sabotaging so fierce and rebellious for the last decades, but has now captured him for to burry in their rotten dungeons.
He defended himself, even though a lawyer was there for him, but not present in the courtroom.
after about 3 hours he was taken out through the back entrance, with lost of ‘Ekami’ (special elite forces) around him and bourgeois press jumping on him. The people in solidarity couldn’t come any closer then about 200 m. due to an aggressive line up from different kinds of police, but shouted many slogans, which he certainly must have heard.
Someof these slogans (translated):

-“Cops, Pigs, Murderers!”
-“The passion for freedom is stronger then all prisons!”
-“Politicians, Industrialists, Kapitalistst; Hangings and kidnaps are coming!”
-“Hate, Hate, Hate, Class-hate,
Kicks and punches to every employer!”


Until now, nothing is known what was said in the court by either Palaiokostas, or the judges.
We will be back tomorrow morning for the trial of Vagelis and Polikarpos.

-Freedom lives when the state dies-

<><>

1st letter from Polys:

DID ANYBODY TALK ABOUT KIDNAPPING?

“The proletariat of the industrial countries has completely lost the affirmation of its autonomous perspective and also, in the last analysis, its illusions, but not its being. It has not been suppressed. It remains irreducibly in existence within the intensified alienation of modern capitalism: it is the immense majority of workers who have lost all power over the use of their lives and who,once they know this,redefine themselves as the proletariat, as negation at work within this society”.
Guy Debord

Since the nineties different people who’ve expressed themselves about postmodern typology wearing a different mask every time (sometimes of the neo-liberal, sometimes of the “middle political scene”, sometimes of the social democrats, sometimes of the ideologists of tepidity and confused multi cultural neo-leftism that mixes everything up, and sometimes the mask of the “anti authoritarian” new-hippie lifestyle ) ruminate/brag about the ideology of the end of history: there is no more proletariat, there is no class war, we can at last without fear head towards the Paradise of Market, where honey and milk flow abundantly. And hamburgers and ketchup too…

Unfortunately for the apologists of legality, the facts are stubborn: a handful of capitalists has organized a criminal gang and kidnapped proletarians demanding for ransoms, their working power, the commercialization of human activity, their time (that transforms into money), even their whole existence. Wage slavery is a permanent crime against human dignity. It’s not just because of the usual ‘casualties’ of work “accidents” of class war. It’s not just because of the dead, wounded and amputated people of the work “accidents”, but also because of the diseases related to the working environment and space. It’s not just because of the strawberry fields, that show us we’ve never escaped the time of slavery. It’s not just because of the sacrificed workers (locals and immigrants, “expensive and cheap” labor hands) at the altar of every “American dream” or “Greek miracle”.
It is the existence itself of waged work that constitutes the permanent crime! And the criminals, the kidnappers and the blackmailers are all the Mylonas. Even if the rats of the media present the leader of thieves Mylonas (the boss of the gang for common thieves of the Federation of Industries of Northern Greece) as an “innocent” victim, as a misunderstood neo-liberal Christian child, as a pain resistant worker, who efforts night and day for the common good.
As for the illusionist tricks that different vampires like Mylonas invent to show their “human face” (for example green capitalism, socialised industry, etc.), only one thing can be said:

SATIRE HAS ITS LIMITS…

Mylonas is no more than the brain of a gang of exploiters. Like all capitalists he too is a parasite: a weight on earth and an obstacle for winds.
So the Mylonas couple should stop pretending raped virgins .

“O gentlemen, the time of life is short! …
And if we live, we live to tread on kings”
W. Shakespeare

The first duty of the proletariat is the conscienceness of itself, of its position and its role. The conscience of being a prostitute in the hands of a capitalist, of producing wealth for the bosses and misery for itself.
The conscienceness on the other hand that produces the whole material life of society. That it is nothing but CAN BE EVERYTHING.
The second duty of the proletariat is the denial of its imposed role, the denial of work, the denial of alienation.
The third duty of the proletariat which arises naturally from the first duties, is the revolutionary action for it’s own suppression.
Only the subjects can ignite the objective conditions and cause the revolutionary explosion for the destruction of the authoritarian/class society.

From: ‘The art of war’, 6th issue of “Asymmetric threat” (under publication…)

Unfortunately in the wild west of capitalism the proletarians lullaby with trash eating over consumerism. Life has involved into a necrophilic survival between cages of cement, cars, billboards, surveillance cameras and cops. The route of survival is assigned: from one concentration camp to another. From school to university, from army to wage slavery. And there the proletarian crosses the same streets of alienation as the night walker: work, home, shopping mall, work. From production to consumption…
Behind the iron curtain of virtual prosperity and spectacular misery lies an unadmitted truth: the miracle of the west walks over corpses. Not only of those in the third world (either way this constant exploitation is the most gigantic crime of human history), but also of those in the third world on the west.
Behind a glance of being high on consumption hides the rot of a slaughtering civilization. But from inside this rot one possibility springs up. A possibility that not even the think tanks of the existent system, not even the bureaucratic certainties of Bolshevism, not even the paleolithic determinism of ideologies can repress: the social entropy, the revolution, the constant struggle for the destruction of the state, of private property and of waged work.
Comrades! Life is short. If we live, we live to step on the heads of bosses and their slaves.

For anarchy and communism!

P.S.1 As in the past also now, in my public speech I will not speak about issues of the penal code. Moreover “innocence” and “guiltiness” are fake distinctions that concern only the legal armory of the state.
The only thing that I want to say about the case, is that I was and I am in solidarity, as anarchist as well as a friend, to an illegal and haunted man, Vasilis Paleokostas. From there on, my speech will be a continuity of my pre-arrest placement and not a whine for “innocence”.

P.S.2 Economical and legal support is good. So are wishes for freedom, but the strongest form of solidarity is the continuation of revolutionary action.
Freedom to the comrades G. Dimitrakis, G. Voutsis-Vougiatsis and V. Botzatzis.
Freedom for the revolutionaries of the revolutionary organisation 17th of November.
Solidarity to the 6 wanted comrades.

-Revolution first and always-

Polikarpos Georgiadis,
Prisons of Ioannina,

01/09/2008

polys1

><><

2nd letter from Polys:

Public declaration of repentance. Before the venerable Minister of Justice

“Therefore repent; or else I am coming to thee quickly, and I will make war upon them with the sword of My mouth”
Apocalypse of John

“and where the market-place beginneth, there beginneth also the noise of the great actors and the buzzing of the poison-flies”
Thus Spoke Zarathustra, Friedrich Nietzsche

Your Illustrious Highness

Watching at the Holiest Temple of Television the magestic Hymns and psalmodies of the Spectacle (also known to the untutored mob as “commercials”), at long last as a new apostle of the 21rst century Saul, I was touched by the divine afflatus of the Market’s Holy spirit! A mirthful light encamped the threshold of my soul and dissolved the darkness of Evil (it is no coincidence Satan is a red devil. He is just a commie!)
Amen I tell thee, I gazed at the Truth ecstatically and cried out loud: It’s a miracle! and it’s a Progress! It’s two in one!

And the vision of the Spectacle was revealed upon me! Blessed be the one reading and listening to the Logos of the Holly Merchandise: The cows may herd joyously to provide us their milk. The pigs cheerful may become nutritious hamburgers. The chicken blessed and laughing take part in the sacrament of baptism, and their name be Mimikos* . Bankers and loanees embraces in ecstacy one another and walk as brothers towards the kingdom of Heavens and the Holly Casserole. Industrialists, ship-owners, corporation buisnessmen with their bodies meagre of their ascetic lives, compete in who will first save the nature, the animals, the forest, the environment. Sparkling water showers the children of Africa. Now they are thirsty only for knowledge! Thank you, O company!

I thrill of emotion in the face of this emulation spirit. I cry whan facing the winged menstrual pad working arduously for a happy womens period. It moves me to tears when I see my favorite soft drink offering me a harem for my sexual consumption. What a brave lawful (and consequently moral) world. I cry with tearful cries that I got wrong all these tireless men of burden (that’s because of burden O minister, don’t let my virtuous intentions be misunderstood…) to worry for the good of us and our fellow humans. So, profit and social responsibility come together as our decent and humble** primeminister said, and also all these simple-hearted activists of neo-liberalism as Daskalopoulos and Mylonas***.

Thus I, my precious Minister, from now on negate in detestation the Anarcho-communist-bankrobber-gangsterism and all its ramifications as holding back Progress. So, I deliver my tin-cans to the situs authorities and I pledge allegiance to our blessed Authority, our kind State and the priesthood of the Holly Merchandise and sacred Labor. I repent bitterly and whip myself with my favorite telemarketing product, in order to purify my poor carcass. And feel now ready to serve Capitalism and our lovely little God, as a simple and humble monk.

For this reason, I claim the exceptional honor to adress Your Excellency and pray eagerly, that it would be within your pleasure to transfer me to the holy monastery of Vatopedi****, to serve as a servant of God the rest of my time. And I shall pray night and day for You and the salvation of your soul:
“Honor and patience to all Authority, even the wrong Authority. This is what a quiet sleep requires…I will always believe the better shephard is the one leading his sheep to the greenest fields: This is what suits best a quiet sleep”

I beg Your Excellency and fiercely wish for health and longevity in the glorious Right of the Lord. May Jahve, Agoraeus Hermes, and Panagia Deksia*****, illume you and your voters. Your slave and servant, now and forever till the end of time.

Polykarpos Georgiadis
Ioannina Prisons
September 2008

* * *

Translator’s notes:

* Mimikos is a greek poultry and frozen food company
** The primeminister K. Karamanlis often describes his government in these words
*** G. Mylonas is the president of Alumil industries and Northern Greece’s Industrialists ex-president. His industry seems to be proud to be funding a NGO promoting a green-capitalist culture, such as Al Gore’s work. G. Mylonas was kidnapped with a large ransom during the summer, and the police seized our comrade Polys Georgiadis, Vassilis Paleokostas (a convicted bank-robber, long term prisoner in struggle, prison escapee, fugitive, etc), Vaggelis Hrisohoidis, also a radical from Thessaloniki, and Giorgos Haralambidis, a long term prisoner for bank robberies, accused for taking part in the kidnap.
**** Latest TV reports repeat what most people in Greece know, that Vatopedi as most monasteries is an intermediate for real estate business, claiming public land or small properties to sell it later to real estate or constructions companies…
***** Hermes is the ancient Greek God of Commerce, Agoraeus was a common epithet meaning the protector of the marketplace. Panagia Deksia is a well known church to “Holy Mary the Right” in Thessaloniki.

Hundreds of thousands of communist insurgents after the Greek Civil War were threatened to sing declarations of repentance, so some things mentioned (as the tin-can, wich the right-wing accused the insurgents they killed many of their enemies with such) refer to these incidents.

polys3

<><>

Many solidarity activity has been done, including attacks against a police station in Thessaloniki and an Alumil (Mylonas corporation) office, and also lots of spray paintings and posters appeared questioning the issue of what the “real kidnap” is, and what is at last the major crime in this society, though we select to remind here an action from London, UK:

The following claim appeared on Athens IMC:

Last week we engaged in a range of joyful vandalism against bank ATMs, a jobcentre and two luxurious cars around SW London, UK. We dedicate them and hope they were enough to bring a smile to our proletarian brother Polys Georgiades in front of his jury in Thessaloniki, Greece, on April the 3rd, for attempted arson against a private security vehicle, few years earlier. The sad news of his recent arrest, for allegedly participating in kidnapping the president of Northern Greece’s industrialists, in the same time excited us with the remembrance of an offensive tactic of our class, almost forgotten after its last emergence during the European proletarian uprising of the 70es: The kidnapping of bosses, once again employed by workers in two different cases in France this last week, seems to be a mighty weapon of the working class in its struggle against poverty and exploitation. This applies of course as part of the workplace struggle, in our class’s disadvantageous bargain of its working force: “This action is our only currency” said after all the daring French workers of Pithiviers…

Do you remember Nietzsche? “It’s better not to pay at all, if not with a currency that bears our face”. We couldn’t agree more. Kidnapping can also be a tactic of certain delinquent elements of our class to avoid work or to hold a personal war against the ruling class. Their actions, even if they are not directly connected with the working class movement, contribute to the class’s collective power by attacking its enemies [no proletarian could ever be afraid of being kidnapped of course, since the only realistic kidnapping he suffers is his everyday worktime for the bosses’ wealth] where and when they are not prepared for, breaking down their normaly conducted assault. We have also seen in past insurrectionary situations these delinquent elements to provide the most valuable comrades of the proletarian movement against capitalism. We care to see again our class embrace these “lost children” it is taught to slander and hate.

Eventually, “…to unite this world into a single invincible and all-destroying force, it is the purpose of our organization, our conspiracy and our task.”

For proletarian power!
For Communism!

Sovjet of the Streets

Categories
Γραφείον Καθ. Ινδιάνικων Υποθέσεων

Εισαγωγή στη φαινομενολογία του τέρατος

ΠΡΟΣΟΧΗ:

Αυτό το μυθιστόρημα έχει κατασκευαστεί αποκλειστικά ως cut-up αποσπασμάτων από άλλα βιβλία και από λίγα τραγούδια. Οι μοναδικές επεμβάσεις που έγιναν ήταν η επιλογή και ο συνδυασμός των αποσπασμάτων, κάποιες μικρές αλλαγές σε ονόματα, στη στίξη, στην ορθογραφία και, σπανίως, στη γραμματική και τη σύνταξη και ορισμένες διορθώσεις μεταφραστικών σφαλμάτων. Στο τέλος του βιβλίου αναφέρονται οι πηγές δίχως συγκεκριμένες παραπομπές, ώστε να δυσκολευτεί περισσότερο ο αναγνώστης. Όλα αυτά έγιναν με παιγνιώδη διάθεση.

ΓΡΑΦΕΙΟΝ  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΩΝ ΙΝΔΙΑΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Εισαγωγή στη φαινομενολογία του τέρατος

Ένα εξολοκλήρου φανταστικό, αντιφατικό και καθόλου διδακτικό παραμύθι

Πρόλογος

Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται  στους ατελείς, καταδικασμένους μα ανίκητους και ακτινοβόλους ήρωες που επεχείρησαν το αδύνατο, κατέλαβαν τις ακροπόλεις τ’ ουρανού, άρπαξαν την τελευταία ευκαιρία στο τελευταίο και μεγαλύτερο ανθρώπινο όνειρο, στο ζαλισμένο απ’ τις γροθιές πυγμάχο που σηκώνεται από το καναβάτσο για να νικήσει μ’ ένα νοκάουτ, στο άλογο που από τελευταίο βγαίνει πρώτο, στους δολοφόνους του Χασάν ι Σαμπάχ, του Αφέντη των Ασασίνων, στους πράκτορες του Χαμγουάουα, Κυρίου των Βδελυγμάτων, Κυρίου της Φθοράς, Κυρίου του Μέλλοντος, του Πάνα, Θεού του Πανικού, της Μαύρης Τρύπας όπου δεν ισχύουν οι φυσικοί νόμοι, πράκτορες μιας ιδιαιτερότητας· στους τρελούς, εκείνους που είναι τρελοί για ζωή, τρελοί για κουβέντα, τρελοί να σωθούν, που θέλουν να τα χαρούν όλα μέσα σε μια και μόνη στιγμή, εκείνους που ποτέ δεν χασμουριούνται ή λένε ένα κοινότοπο πράγμα αλλά καίγονται, καίγονται, όμοιοι με τις κίτρινες μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ’ άστρα και, στη μέση, βλέπουμε το μπλε φως του πυρήνα τους να σκάει· σε εκείνους που είναι έτοιμοι να αφήσουν πίσω τους ολόκληρη την ανθρώπινη κωμωδία και να περπατήσουν στο άγνωστο χωρίς δεσμεύσεις· όσοι από τη στιγμή που γεννιούνται δεν τη μυρίστηκαν μια τέτοια θράκα, τί γυρεύουν ανάμεσά μας; Μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι ν’ αφήσουν πίσω τους τα πάντα και όλους όσους ποτέ γνώρισαν μπορούν να κάνουν αίτηση. Δεν θ’ απορριφθεί κανείς απ’ όσους θα κάνουν αίτηση. Κανείς δεν μπορεί να κάνει αίτηση αν δεν είναι έτοιμος. Πάνω από τους λόφους και πέρα μακριά στις Δυτικές Χώρες. Σκότωσε όποιον μπει στο δρόμο σου. Θα χρειαστεί να σκοτώσεις καθώς θα βγαίνεις, γιατί ο πλανήτης αυτός είναι αποικία εξορίας καταδίκων και δεν επιτρέπεται να τον εγκαταλείψει κανείς. Σκότωσε τους φρουρούς και προχώρα.

Διάφορες παραστάσεις δίνονται  την ίδια στιγμή, μέσα σε πολλά δωμάτια, πάνω σε πολλά επίπεδα. Οι θεατές περιφέρονται από τη μια σκηνή στην άλλη, βάζοντας κοστούμια και μακιγιάζ για να πάρουν μέρος σε κάποια παράσταση, και όλοι οι ηθοποιοί περνούν από τη μια σκηνή στην άλλη. Υπάρχουν κινητές σκηνές και άρματα, πλατφόρμες που κατεβαίνουν με τροχαλίες από το ταβάνι, πόρτες που ανοίγουν ξαφνικά και χωρίσματα που γλιστρούν προς τα πίσω.

Παρεμπιπτόντως, έχω μερικά εξαιρετικά  έργα σε πολύ λογικές τιμές.  Εδώ θα βρείτε τα πάντα, ακόμα  και μυθιστορήματα: ο μύθος  είναι ένας Ναυτίλος που εξερευνά τις αβύσσους της πραγματικότητας, ο μύθος είναι το μοναδικό φως που μπορεί να φωτίσει ορισμένες ιδιαίτερα επικίνδυνες περιοχές του αόρατου κόσμου.

(-Παραμορφωτικό φως!

-Έστω, όμως ορισμένα πράγματα  μπορούμε να τα απεικονίσουμε μόνο παραμορφώνοντάς τα… Ωστόσο, μην περιμένετε να βρείτε εδώ ρεαλιστικά η ψυχολογικά μυθιστορήματα. Το σύμπαν δεν είναι ρεαλιστικό, εντάσσεται στη φανταστική λογοτεχνία.)

Ευρίσκεσθε ενώπιον ενός φρικτού  υποδείγματος ελευθέρας σκέψεως.

Συνέχισε. Τόλμησε. Για να υπάρξει ζωή…

Ι

Το ’φερε η περίσταση να πάω στην εκκλησία του αγίου Πέτρου να βρω τον Πατέρα Καλαμπρές, παπά με τρίπατο σκουφί σαν καθίκι, χοντρό ζωνάρι χαλαρά δεμένο στη μέση, τσαλακωμένα ακρομάνικα, κομποσκοίνι στο χέρι και μαστίγιο περασμένο στη μέση. (Άμα θέλετε να ξέρετε, ούτε που μπορώ να τους ανεχτώ τους παπάδες. Όσους γνώρισα σ’ όλα τα σχολεία που πήγαινα, βάζανε μια φωνή Όσιου Ονούφριου κάθε που μας κάνανε κήρυγμα. Θεούλη μου, πώς το σιχαίνομαι. Δεν μπορώ να καταλάβω τί διάολο τους πιάνει και δεν μιλάνε με την κανονική τους φωνή. Φαίνονται τόσο κάλπηδες άμα μιλάνε.) Τον βρήκα στο παρεκκλήσι μ’ έναν άνδρα που του ’χε δεμένα τα χέρια με το πολυσταύριο και στραβοφορεμένο το πετραχήλι. Ο άνδρας φώναζε και χτυπιόταν φρενιασμένα.

«Τί συμβαίνει;» ρώτησα έντρομος.

Μου απάντησε: «Ένας δαιμονισμένος άνθρωπος.»

Αλλά την ίδια στιγμή, το πνεύμα που βρισκόταν μέσα του και ροκάνιζε την ψυχή του, είπε: «Όχι άνθρωπος, χωροφύλακας. Να προσέχετε τα λόγια σας, γιατί απ’ αυτά που σας άκουσα να λέτε κατάλαβα πως δεν είστε καλά ενημερωμένοι. Μάθετε, λοιπόν, πως εμείς οι διάβολοι με το ζόρι βρισκόμαστε μέσα στους χωροφύλακες και δεν μας κάνει καθόλου ευχαρίστηση. Γι’ αυτό σωστότερο είναι ν’ αποκαλείτε εμένα χωροφυλακισμένο δαίμονα παρά τούτον εδώ δαιμονισμένο χωροφύλακα. Κι εσείς οι άνθρωποι, κακά τα ψέματα, τα πάτε καλύτερα μ’ εμάς παρά μ’ αυτούς. Εμείς τουλάχιστον το βάζουμε στα πόδια μπροστά στο σταυρό, ενώ αυτοί τον χρησιμοποιούν για να βλάψουν. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι δαίμονες και χωροφύλακες κάνουμε την ίδια δουλειά; Άμα το καλοεξετάσεις, εμείς προσπαθούμε να καταδικάσουμε τον κόσμο, το ίδιο κάνουν και οι χωροφύλακες. Εμείς επιδιώκουμε να υπάρχουν διαστροφές και αμαρτίες πάνω στη γη, αλλά και οι χωροφύλακες το εύχονται και το επιδιώκουν με μεγαλύτερο ζήλο, γιατί απ’ αυτό ζουν, ενώ εμείς το κάνουμε απλά για να έχουμε παρέα.

«Άλλωστε θα ’πρεπε να κατακρίνετε περισσότερο τους χωροφύλακες γι’ αυτή τη δουλειά παρά εμάς, γιατί αυτοί κάνουν κακό στους συνανθρώπους τους, ενώ εμείς είμαστε άγγελοι – ξεπεσμένοι βέβαια. Εκτός αυτού, εμείς γίναμε δαίμονες επειδή θέλαμε να είμαστε ανώτεροι και από το Θεό, ενώ οι χωροφύλακες είναι αυτό που είναι επειδή ήθελαν να είναι κατώτεροι όλων. Άδικα λοιπόν κουράζεσαι, πάτερ μου, να βάζεις πετραχήλια κι εγκόλπια πάνω του, γιατί δεν υπάρχει κάτι που να ’πεσε στα χέρια του και να μην το καταχράστηκε. Κατάλαβέ το πώς αυτοί και η αφεντιά μας ανήκουμε στο ίδιο τάγμα, μόνο που οι χωροφύλακες ανήκουν στους παπουτσωμένους, ενώ εμείς στους ξυπόλητους, και περνάμε μαύρη ζωή στην Κόλαση.»

«Υπάρχουν βασιλιάδες στην Κόλαση;»  ρώτησα εγώ, κι αμέσως μου  έλυσε την απορία:

«Όλη η Κόλαση είναι σκέτη  φιγούρα, και υπάρχουν πάμπολοι, διότι η εξουσία, η ελευθερία  και η δύναμη καταδιώκουν τις  αρετές και εισάγουν τις διαστροφές. Βλέπουν το θαυμασμό και τη λατρεία του κόσμου, που τους θεωρεί σχεδόν θεούς, και θέλουν να γίνουν στ’ αλήθεια θεοί. Και είναι πολλοί οι δρόμοι που οδηγούν στην καταδίκη τους και άλλοι τόσοι που τους διευκολύνουν στην κατρακύλα.

«Με τους εμπόρους τί δουλειά έχεις τώρα;» έκανε ο Καλαμπρές.

«Α, τούτοι δω είναι φαΐ που  το ’χουμε σιχαθεί. Τόσο το  μπουχτίσαμε, που έχουμε αρχίσει  να το ξερνάμε. Καταφθάνουν μιλιούνια και καταδικάζονται και με τα λόγια και με τις πράξεις τους. Διότι δεν υπάρχει μερτικό που να μην απλώσουν το χέρι τους, και εξαφανίζεται ό,τι πέσει ανάμεσα στο λεπίδι του κοντυλοφόρου και στο μελάνι των τεφτεριών τους: μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Άσε το βρώμικο όνομα που έχουν, κι έτσι, όταν μιλούν για επενδύσεις, δεν ξέρουμε αν μιλούν για δουλειές ή για κάτι άλλο που ντρέπομαι να κατονομάσω. Ένας απ’ αυτούς που ήρθε στην Κόλαση και είδε πόσα ξύλα και φωτιά ξοδεύουμε, θέλησε να πάρει το μονοπώλιο, και ένας άλλος σκέφτηκε να καπαρώσει τους κεραυνούς πιστεύοντας πως θα ’βγαζε πολλά λεφτά αν τους νοίκιαζε. Τους έχουμε μαζί με τους δικαστικούς, γιατί εδώ πέρα τα κάνουν πλακάκια μαζί τους.»

«Δηλαδή υπάρχουν και δικαστές  στην Κόλαση;»

«Άκου λέει!» έκανε ο Σατανάς. «Οι δικαστές είναι σαν τους φασιανούς, το εκλεκτό μας πιάτο. Είναι ο σπόρος που δίνει τους περισσότερους καρπούς στους διαβόλους. Αναλογίσου: για κάθε δικαστή που σπέρνουμε, θερίζουμε έξι εισαγγελείς, δυο εφέτες, τέσσερις γραμματικούς, πέντε δικηγόρους και πέντε χιλιάδες εμπόρους, κι αυτό μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει. Από τον κάθε γραμματικό κερδίζουμε είκοσι γραφιάδες, από τον κάθε γραφιά τριάντα χωροφύλακες και από τον κάθε χωροφύλακα δέκα χαφιέδες. Και αν η χρονιά είναι γόνιμη σε απάτες, ξεχειλίζουν οι αποθήκες της Κόλασης και δεν χωρούν τη συγκομιδή ενός και μόνο διεφθαρμένου δικαστή.»

«Βρε, κοίτα θράσος!» έκανε νευριασμένος ο Καλαμπρές. «Αν τον αφήσεις το γλωσσοκοπάνα, θα σούρει ένα σωρό βλακείες στη δικαιοσύνη και θα κάνει κακό μεγάλο, γιατί με την καπατσοσύνη του ξέρει να κουμαντάρει τον κόσμο και να παίρνει με το μέρος του τις ψυχές.»

«Δεν το κάνω γι’ αυτό,» είπε ο Σατανάς, «αλλά γιατί ο εχθρός σου είναι αυτός, ο συνάνθρωπός σου. Λυπήσου με και βγάλε με από το κορμί του χωροφύλακα, γιατί εγώ είμαι διάβολος καθώς πρέπει και θα βγάλω άσχημο όνομα στην Κόλαση με τις κακές παρέες εδώ κάτω.»

«Η ιστορία,» είπα, «είναι ένας  εφιάλτης απ’ όπου προσπαθώ  να ξυπνήσω.»

Τα παιδιά από το γήπεδο  βγάλανε μια κραυγή. Ένα διαπεραστικό  σφύριγμα· γκολ. Τί θα γινόταν αν αυτός ο εφιάλτης σου έδινε μια κλωτσιά στα πισινά;

«Ανεξερεύνηται αι βουλαί του  Κυρίου,» είπε ο Καλαμπρές.  «Όλη η ιστορία οδεύει προς  ένα μεγάλο τέλος, την αποκάλυψη  του Θεού.»

Έδειξα το παράθυρο με τον  αντίχειρα λέγοντας: «Αυτό είναι  Θεός.»

Ζήτωωωω! Έ! Ζήτωωωωω!

«Τί;» ρώτησε ο Καλαμπρές.

«Μια κραυγή στο δρόμο,» απάντησα  σηκώνοντας τους ώμους.

Ο Σατανάς συνέχισε το μοχθηρό  του γέλιο κι έπειτα είπε: «Είναι  αξιοθαύμαστη εξέλιξη. Σε πέντε  ή έξι χιλιάδες χρόνια γεννήθηκαν  πέντε ή έξι αξιόλογοι πολιτισμοί, άνθισαν, τράβηξαν το θαυμασμό του κόσμου, έπειτα έσβησαν κι εξαφανίστηκαν. Και κανένας απ’ αυτούς, εκτός από τον πιο πρόσφατο, δεν σκάρωσε ποτέ ολοκληρωτικό και ικανοποιητικό τρόπο για να σκοτώνει τους ανθρώπους. Όλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν –γιατί ο φόνος είναι η κυριότερη φιλοδοξία της ανθρώπινης φυλής και το πρώτο επεισόδιο στην ιστορία της- αλλά μόνο ο χριστιανικός πολιτισμός πέτυχε ένα θρίαμβο που γι’ αυτόν μπορεί να ’ναι περήφανος. Δυο-τρεις αιώνες από σήμερα, όλοι θ’ αναγνωρίζουν πώς κάθε επιδέξιος φονιάς είναι χριστιανός.

«Και ποιο είναι το αποτέλεσμα;» είπε ο Σατανάς, με το μοχθηρό του χάχανο. «Τίποτα απολύτως. Δεν κερδίζετε τίποτα. Πάντα καταλήγετε εκεί που είχατε αρχίσει. Ένα εκατομμύριο χρόνια η φυλή σας συνεχίζει τη μονότονη αναπαραγωγή της και την εξίσου μονότονη επανάληψη αυτών των βαρετών ανοησιών – για ποιο σκοπό; Κανένας σοφός δεν μπορεί να μαντέψει! Ποιός ωφελείται; Κανένας, παρά μια χούφτα σφετεριστές μονάρχες κι ευγενείς που σας περιφρονούν. Που θα ένιωθαν μαγαρισμένοι αν τους αγγίζατε. Που θα σας έκλειναν την πόρτα στα μούτρα αν θέλατε να τους επισκεφτείτε. Που γι’ αυτούς δουλεύετε σα σκλάβοι, γι’ αυτούς πολεμάτε, γι’ αυτούς σκοτώνεστε, και δεν ντρέπεστε γι’ αυτό αλλά καμαρώνετε. Που η ύπαρξή τους είναι συνεχής προσβολή για σας και φοβάστε να οργιστείτε. Που είναι ζητιάνοι που ζουν από την ελεημοσύνη σας, κι ωστόσο παριστάνουν τους ευεργέτες σας. Που σας μιλάνε σαν αφέντης στο δούλο του, και που τους απαντάτε σαν δούλος στον αφέντη. Που τους λατρεύετε με το στόμα, ενώ μέσα στην καρδιά σας –αν έχετε- περιφρονείτε τον εαυτό σας γι’ αυτό. Ο πρώτος άνθρωπος ήταν υποκριτής και δειλός, ιδιότητες που δεν εξαλείφτηκαν ακόμα από τους απογόνους του. Και πάνω σ’ αυτά τα θεμέλια χτίστηκαν όλοι οι πολιτισμοί. Πιείτε στη συνέχιση! Πιείτε στην αύξηση! Πιείτε στο-»

«Σατανά!»

«Ω, είναι αλήθεια. Γνωρίζω τη  φυλή σας. Αποτελείται από πρόβατα.  Την κυβερνάνε οι μειοψηφίες, σπάνια ή ποτέ οι πλειοψηφίες.  Καταπιέζει τα αισθήματα και τις πεποιθήσεις της και ακολουθεί τη χούφτα που κάνει τον περισσότερο θόρυβο. Καμιά φορά η θορυβώδικη χούφτα έχει δίκιο, καμιά φορά άδικο. Αλλά δεν έχει σημασία, το πλήθος την ακολουθεί. Η πλατιά μειοψηφία της φυλής, είτε ανάμεσα στους αγρίους είτε ανάμεσα στους πολιτισμένους, είναι κρυφά καλόκαρδη, δεν θέλει να προκαλεί πόνο, αλλά μπροστά στην επιθετική κι αδυσώπητη μειοψηφία δεν τολμάει να επιβάλει τη θέλησή της. Σκέψου το! Το ένα καλόκαρδο πλάσμα κατασκοπεύει ένα άλλο, και φροντίζει να βοηθάει πιστά σε αδικίες που κάνουν και τους δύο να επαναστατούν.»

Έπειτα είδε από την έκφρασή  μας πόσο πολύ είχαμε πληγωθεί και σταμάτησε απότομα να μιλάει και να γελάει, κι ο τρόπος του άλλαξε. Είπε μαλακά: «Όχι, θα πιούμε ο ένας στην υγειά του άλλου και θ’ αφήσουμε ήσυχο τον πολιτισμό. Θα κάνουμε αυτή την πρόποση με κρασί που δεν έχει ξανάρθει σε τούτο τον κόσμο».

«Δώσε μας τα ποτήρια,» είπα  εγώ. «Στον καθένα το δικό  του.»

«Αυτό μου ανήκει,» είπε ο Τομ, «όπως είπε ο διάβολος στην ψυχή του αστυνομικού.»

«Περιμένοντας την κάθε στιγμή  ότι μπορεί να είναι η επόμενη,»  είπε ο Κιμ.

Η πρόποση:

Πάμε, παιδιά, στον ποταμό, εκεί που πνέουν οι αύρες,

Να  πιούμε και να πνίξουμε τις λύπες μας  τις μαύρες.

Έξω, μέσα στην αιμοσταγή  βροχή να θρέψουμε τη γη μας,

Ανάμεσα στου τραγουδιού του  νίτρου το μαινόμενο  βρυχηθμό

Και του θειαφιού το φοβερό άσμα.

Κέρνα στους ανεξάρτητους το θείο κρασί να πίνουν,

Σ’  εκείνους που δεν  νιώθουνε από Τζαμιά και Χάβρες!

(Εν τω μεταξύ, αναγκάζουν τώρα  τον ιερέα να χύσει αίμα  σ’ ένα δισκοπότηρο και να  ευλογήσει το ίδιο του το  αίμα, όχι στο όνομα του Θεού  αλλά του Σατανά. Επίσης κόβουν το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του και τον βάζουν να το κρατά σαν να ήταν όστια και να λέει «Αυτό είναι το σώμα μου,» ενώ ο δαιμόνιος Τομ Σόγερ παρατηρεί ότι είναι η πρώτη φορά που του λένε την αλήθεια ύστερα από τόσα χρόνια συστηματικού ψεύδους. Γενικά, μια κατεξοχήν αντικληρική σκηνή, ίσως με στόχο τον εμπαιγμό των Πουριτανών της εποχής εκείνης – μια άσκοπη χειρονομία αφού κανείς απ’ αυτούς δεν πήγαινε στο θέατρο, θεωρώντας το για κάποιο λόγο ανήθικο.

Ο Πατήρ Καλαμπρές, με μακρύ μεσοφόρι, με άμφια φορεμένα ανάποδα και με τα τακούνια των δύο αριστερών ποδιών του μπροστά, τελεί μια στρατιωτική λειτουργία. Ο Αιδεσιμώτατος Μπροκ Βοντ, διδάκτωρ Γραμμάτων και Τεχνών, με απλό ράσο και πανεπιστημιακό πίλο, με το κεφάλι του και το κολάρο του ανάποδα, κρατά πάνω από το κεφάλι του ιερουργούντος μια ανοιχτή ομπρέλα:

ΠΑΤΗΡ ΚΑΛΑΜΠΡΕΣ: Introibo ad altare diaboli.

ΑΙΔΕΣΙΜΩΤΑΤΟΣ ΜΠΡΟΚ ΒΟΝΤ: Εις  τον δαίμονα, όστις εχαροποίησεν  τας ημέρας της νεότητός μου.

ΠΑΤΗΡ ΚΑΛΑΜΠΡΕΣ: [Παίρνει μέσα από το δισκοπότηρο και υψώνει μια όστια που στάζει αίμα] Corpus Meum.

ΑΙΔΕΣΙΜΩΤΑΤΟΣ ΜΠΡΟΚ ΒΟΝΤ: [Ανασηκώνει από πίσω ψηλά το μεσοφούστανο του ιερουργούντος, αποκαλύπτοντας τα γκρίζα μαλλιαρά κωλομέρια του ανάμεσα στα οποία είναι σφηνωμένο ένα καρότο.] Διότι τούτο εστί το σώμα μου!)

Ο Σατανάς συνήθιζε να λέει  ότι η φυλή μας ζούσε μια  ζωή αδιάκοπης αυταπάτης. Κορόιδευε  τον εαυτό της  από την  κούνια μέχρι τον τάφο με  ψευτιές και χίμαιρες που τις  έπαιρνε για πραγματικότητες,  κι έτσι ολόκληρη η ζωή της  γινόταν μια ψευτιά. Από τα είκοσιτόσα προσόντα που νόμιζε πώς είχε και καμάρωνε, δεν είχε ούτε ένα καλά-καλά. Θαρρούσε πώς ήταν χρυσάφι και ήταν μόνο μπρούντζος. Μια μέρα που είχε τέτοια διάθεση, ανέφερε μια λεπτομέρεια – την αίσθηση του χιούμορ. Βρήκα το κέφι μου τότε και προσπάθησα να τον αντικρούσω. Είπα ότι την είχαμε.

«Ορίστε, μιλάει η ράτσα!» είπε. «Πάντα έτοιμη να ισχυριστεί  ότι έχει κάτι που δεν έχει  και να περάσει μια ουγγιά  για χρυσόσκονη. Έχετε μια τιποτένια  αίσθηση του χιούμορ, τίποτα  παραπάνω. Πολλοί από σας την έχουν. Αυτοί οι πολλοί βλέπουν την κωμική πλευρά μιας χιλιάδας φτηνών και ταπεινών καταστάσεων – τις κραυγαλέες ασυναρτησίες κυρίως, τις χοντροκοπιές, τις γελοιότητες, όλα αυτά που προκαλούν το χάχανο. Τα δέκα χιλιάδες λεπτά κωμικά πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο είναι κρυμμένα από την περιορισμένη όρασή τους. Θα ’ρθει άραγε μια μέρα που η φυλή σας θα υποπτευτεί πόσο αστεία είναι όλα αυτά και θα γελάσει μαζί τους – και γελώντας θα τα καταστρέψει; Γιατί η φυλή σας, μέσα στη φτώχια της, έχει αναμφισβήτητα ένα πραγματικά αποτελεσματικό όπλο – το γέλιο. Η εξουσία, τα χρήματα, η πειθώ, η ικεσία, ο διωγμός – αυτά μπορούν να κάνουν τρομαχτική φασαρία, λίγο-πολύ, αιώνα τον αιώνα. Αλλά μόνο το γέλιο μπορεί να τα κάνει όλα σκόνη. Στην επίθεση του γέλιου τίποτα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί. Πάντα ταλαιπωρείστε και παλεύετε με τ’ άλλα σας όπλα. Αυτό το χρησιμοποιείτε ποτέ; Όχι, το αφήνετε να σκουριάζει. Ως φυλή, το χρησιμοποιείτε καθόλου; Όχι, δεν έχετε το μυαλό, ούτε το κουράγιο».

Για ένα χρόνο ολόκληρο, ο Σατανάς συνέχισε αυτές τις επισκέψεις, αλλά επιτέλους άρχισε να ’ρχεται λιγότερο συχνά, κι έπειτα για πολύ καιρό δεν ήρθε καθόλου. Αυτό μ’ έκανε πάντα να νιώθω μοναξιά και μελαγχολία. Καταλάβαινα ότι είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του για το μικροσκοπικό μας κόσμο κι ότι οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσε να διακόψει εντελώς τις επισκέψεις του. Όταν, μια μέρα, ήρθε επιτέλους να με βρει, δεν ήξερα πώς να του δείξω τη χαρά μου, αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ. Είχε έρθει να με αποχαιρετήσει, μου είπε, και για τελευταία φορά. Είχε να κάνει έρευνες και διάφορες δουλειές σε άλλες γωνιές του σύμπαντος, είπε, κι αυτό θα τον απασχολούσε περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσα να περιμένω την επιστροφή του.

«Και θα φύγεις και δεν θα  ξανάρθεις πια;»

«Ναι,» είπε. «Κάναμε παρέα πολύ καιρό μαζί και ήταν ευχάριστο – ευχάριστο και για τους δυο μας. Αλλά πρέπει να φύγω τώρα και δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ πια.»

«Σ’ αυτήν τη ζωή, Σατανά, αλλά  στην άλλη; Θα συναντηθούμε σε μιαν άλλη ζωή, έτσι δεν είναι;»

Και τότε, ήρεμα και νηφάλια, μου έδωσε αυτή την αλλόκοτη απάντηση: «Δεν υπάρχει άλλη».

ΙΙ

Ένα σβέλτο επαρχιωτόπουλο, χορός αγγέλων στη λωρίδα του ήχου, που θα κατάφερνε ν’ αποκτήσει από νωρίς δύναμη μέσα στη λευκή μητρόπολη όπου θα γινόταν, όπως το είχε ονειρευτεί, το επιμελές προϊόν μεγαλύτερων ανδρών, ο εισαγγελέας Μπροκ Βοντ, ύψους μετρίου, λυγερός και ξανθομάλλης, κουβαλούσε μαζί του μια άγρυπνη, ποτέ απολύτως αξιόπιστη συντροφική προσωπικότητα, θηλυκή, υποανάπτυκτη, ενάντια στην οποία η αρρενωπή του εκδοχή, που υποτιθέμενα κυβερνούσε το σύνολο, όφειλε να είναι εξίσου άγρυπνη.

Σε όνειρα που δεν μπορούσε να ελέγξει, στα οποία ήταν αδύνατη η παρέμβαση της λογικής, όνειρα ανόθευτα από ναρκωτικά ή οινόπνευμα, η ταραγμένη του ψυχή τον επισκεπτόταν με αρκετές μεταμορφώσεις και κυρίως ως η Τρελή στη Σοφίτα. Ο Μπροκ έβλεπε τον εαυτό του να μετακινείται μέσα στα δωμάτια ενός μεγάλου, υπέροχου σπιτιού, που ανήκε σε ανθρώπους τόσο πλούσιους και ισχυρούς που δεν τους είχε δει ποτέ. Για όσο του επέτρεπαν να κατοικεί εκεί, δουλειά του ήταν να βεβαιώνεται πως όλες οι πόρτες και τα παράθυρα, δωδεκάδες από δαύτα, παντού, ήταν ασφαλισμένα, και πως κανείς και τίποτα δεν είχε περάσει μέσα από αυτά. Αυτό έπρεπε να γίνεται κάθε μέρα και να έχει ξεμπερδέψει προτού νυχτώσει. Έπρεπε να ελέγχει κάθε ντουλάπι και κάθε γωνιά, κάθε πισινή σκάλα και μπροστινή αποθήκη, μέχρι που να μην έχει πια μείνει παρά η σοφίτα. Στο μεταξύ, η μέρα είχε περάσει και τώρα ήταν αργά. Χωρίς σχεδόν καθόλου φως. Ήταν εκείνη η φάση του σούρουπου, η γεμάτη ανησυχία, κατά την οποία το έλεος, σε τούτον τον κόσμο καθώς και στους άλλους, δείχνει λιγότερο διαθέσιμο. Οι ενέργειες ήταν χαλαρωμένες, οι μάζες μπορούσαν να υλοποιηθούν. Ανέβαινε στα σκοτεινά τα σκαλιά της σοφίτας, σταματούσε μπροστά στην πόρτα. Μπορούσε να την ακούσει ν’ αναπνέει, περιμένοντάς τον –την άνοιγε, απροστάτευτος, έμπαινε, και εκείνη προχωρούσε εναντίον του, θολή, κακοφωτισμένη εκτός από τα μάτια της που πέταγαν σπίθες, το αδυσώπητο, ζωώδες χαμόγελο, και παίρνοντας φόρα πηδούσε προς το μέρος του, απάνω του, και κάτω από την επίθεσή της αυτός πέθαινε, και ξυπνούσε πια στο δικό του δωμάτιο, όπου το κάλυμμα του κρεβατιού ήταν λευκό και διπλωμένο τακτικά σαν χασαπόχαρτο γύρω από ένα κομμάτι κρέας – ανάσκελα τέζα, κάθιδρος, να τινάζεται στο κάθε του χτυποκάρδι.

Έξω στον κανονικό κόσμο, βεβαίως,  ήταν ένας τελείως διαφορετικός  άνθρωπος, με τόσο μάλιστα προσήνη  όψη που ήταν δύσκολο, ακόμα  και για τους εκφυλισμένους  εγκληματίες στον εγκλεισμό των  οποίων συνέβαλλε, να αντιπαθήσουν  τον κύριο εισαγγελέα. Εξέπεμπε μια γοητεία που φαινόταν να υπερβαίνει την πολιτική και ήταν γνωστός τόσο στο περιβάλλον του όσο και στο πεδίο δράσης του ως ένας περιζήτητος αφηγητής και μπον-βιβέρ, ο οποίος εκτιμούσε τη λεπτή ποιότητα σε φαγητά, κρασιά, μουσική. Οι γυναίκες τον έβρισκαν αφάνταστα θελκτικό για λόγους που αργότερα δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να προσδιορίσουν. Γραφικές γιαγιάδες του τρίτου κόσμου που διατηρούσαν πάγκους με λουλούδια σε γωνίες άθλιων δρόμων έτρεχαν να τον αγκαλιάσουν και να προσφέρουν με υποκλίσεις μπουκέτα από βιολέτες στις μόνιμα εντυπωσιακές συνοδούς του, συνήθως υψηλής μόδας πακέτα που στην ανάμνηση της εμφάνισής τους στο δρόμο την ημέρα εκείνη πολλοί άνδρες έτρεχαν να χωθούν στην πρώτη μοναχική τρύπα για να μαλακιστούν όσο το δυνατόν ταχύτερα, χωρίς πολλές ερωτήσεις.

Αν και πολλά ήταν τα ελαττώματα  του χαρακτήρα του, κανένα δεν  ήταν τόσο ενοχλητικό όσο η  μονομανία του με το κυριλίκι, που τη φλόγα της κρατούσε άσβεστη με μουλαρίσιας επιμονής άρνηση να παραδεχτεί εκείνο που όλοι ήξεραν – ότι δηλαδή, ασχέτως από το πόσα χρήματα έβγαζε, πόσα πολλά πολιτικά αξιώματα ή διπλώματα γοητείας κέρδιζε, κανείς από εκείνους στους κύκλους των οποίων ήθελε να ανήκει δεν θα τον θεωρούσε ποτέ τίποτε άλλο από έναν πληρωμένο κακοποιό.

(Παρατηρήσαμε ότι τα περισσότερα προβλήματα σε τούτο τον κόσμο τα προκαλεί ένα ποσοστό ανθρώπων γύρω στο δέκα με είκοσι τα εκατό, που δεν κοιτούν τη δουλειά τους, γιατί δεν έχουν δουλειά να κοιτάξουν, ούτε καν όση έχει ο ιός της ευλογιάς. Λοιπόν, ο ιός σου είναι ένα υποχρεωτικό παράσιτο των κυττάρων, και εγώ ισχυρίζομαι ότι αυτό που αποκαλούμε κακό είναι στην ουσία ένας παρασιτικός ιός που καταλαμβάνει μια ορισμένη περιοχή του εγκεφάλου, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε κέντρο του ΔΙΚΑΙΟΥ. Γνώρισμα ενός πραγματικού σκατού είναι ότι πρέπει να έχει δίκιο. Και εδώ οφείλουμε να κάνουμε στη διάγνωση τη διάκριση μεταξύ ενός σκληροπυρηνικού σκατού κατειλημμένου από τον ιό και ενός κοινού συνηθισμένου ακαμάτικου παλιοτόμαρου. Μερικά παλιοτόμαρα δεν δημιουργούν καθόλου προβλήματα, θέλουν να τους αφήνουν ήσυχους. Άλλοι κάνουν μικροφασαρίες, όπως καβγάδες στα μπαρ και ληστείες τραπεζών. Και, για να το πούμε απλά – ο εισαγγελέας Μπροκ Βοντ ήταν ένα υποχρεωτικό σκατό. Ο Τζέσε Τζέημς, ο Μπίλι δε Κιντ και ο Ντίλιντζερ ήταν απλώς παλιοτόμαρα.)

Έμεινε ώρα πολλή να κοιτάζει το βουνό, με τ’ απέραντα λιβάδια του, με τα ειρηνικά του έλατα, με τα γάργαρα νερά των χειμάρρων του, με τη χιονισμένη του κορυφή. Κάθε χειμώνα ο Μπροκ έφευγε και πήγαινε στο Σαμονί, αλλά δεν είχε ποτέ δώσει την παραμικρή σημασία στην ομορφιά των βουνών. Μέχρι σήμερα τα μάτια του τα είχε χρησιμοποιήσει μόνο και μόνο για να δένει τα σκι του και να κατεβαίνει τις πλαγιές πιο γρήγορα.

Ο Μπροκ, κουλουριασμένος από το κρύο κάτω από τις γιρλάντες, με τα γένια μούσκεμα απ’ τα δάκρυα, χωνόταν μέσα στις αναμνήσεις του, έβρισκε ζεστασιά στη χαμένη παιδική του ηλικία. Σήμερα το ποτάμι ήταν ένας οχετός, δεχόταν τα λύματα μιας φαρμακοβιομηχανίας. Στο λιβάδι όπου έπαιζε τους Ινδιάνους υψωνόταν ένα βενζινάδικο. Η αγροικία είχε γίνει κέντρο αποκατάστασης αναπήρων από τροχαία. Αντί για κελαηδίσματα αηδονιών άκουγες μόνο το θόρυβο των αυτοκινήτων. Κι ο ήλιος δεν βασίλευε πια πίσω από τα στάχια αλλά πίσω από τον αυτοκινητόδρομο. Στο όνομα τίνος πράγματος είχαν καταστρέψει τα παιδικά του χρόνια; Στο όνομα τίνος πράγματος είχε ζήσει; Στο όνομα τίνος πράγματος επρόκειτο να πεθάνει, με τον παχυλό τραπεζικό του λογαριασμό, με το καινούριο του αυτοκίνητο και τη συλλογή του από γραβάτες;

Εκδοχή  πρώτη:

Ήταν ένα ήσυχο βράδυ, κανένα τηλεφώνημα δεν τους ενόχλησε όσο κράτησε η ταινία του ματς, μετά τη συντριπτική κατάληξη του οποίου ο Χάκλμπερι και ο Κιμ χάλασαν μεταξύ τους ένα μεγάλο κουτί Κλίνεξ. Γύρω στα μεσάνυχτα χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε ο Χακ και, όταν το έκλεισε, ανοιγόκλεισε τα μάτια και τράνταξε το κεφάλι του. «Ξέρεις ποιος ήταν, έτσι;»

«Αν είναι να ραγίσει κι  άλλο η καρδιά μου, μη μου  το πεις, Χακ.»

«Ήταν ο Μπροκ Βοντ, άνθρωπέ  μου. Αυτοπροσγείωσε το Χιούι  του στην πλαγιά, το αυτοκίνητό  του στο χαντάκι.»

«Ώρα να κλειδώνουμε και να φορτώνουμε, Χακ.»

«Φύγαμε, Κιμ.»

Ο Μπροκ ήταν λίγο αόριστος, στο τηλέφωνο, για το πώς ξεκίνησε  με ελικόπτερο και κατέληξε  με αυτοκίνητο. Δεν είχε αντιληφθεί  καμία μετάβαση. Επρόκειτο όμως  για ένα ασυνήθιστο είδος αυτοκινήτου,  σχεδόν χωρίς καθόλου συμπίεση, αδύναμο στις όποιες σοβαρότερες κλίσεις, που τελικά σιγάνεψε μέχρι ακινησίας και δεν είπε να ξαναπάρει μπρος. Και εκεί, δίπλα στο δρόμο, υπήρχε το τηλέφωνο, και η αναμμένη ταμπέλα που έλεγε ΠΑΡ’ ΤΟ, έτσι λοιπόν, το πήρε και να ο Χακ στην άλλη την άκρη. Αισθανόταν μια απόσπαση, μια ανικανότητα να συγκεντρωθεί, ή, περίεργο, να θυμηθεί τί είχε γίνει προτού βρεθεί στο τιμόνι αυτού του ανίκανου, άγνωστου αυτοκινήτου που τώρα η μπαταρία του άδειαζε καθώς τα φώτα του χαμήλωναν αδύναμα μέσα στο σκοτάδι.

Επιτέλους είδε από μακριά  φώτα, σαν τα φώτα ενός πλοίου  που προχωρούν έξω, στη θάλασσα…  Τίποτε άλλο δεν υπήρχε στο  τοπίο μέχρι στιγμής – ο Μπροκ μετά βίας διέκρινε το δρόμο. Το F/350 El Mil Amores πλησίασε με ολοένα και περισσότερο θόρυβο, και τελικά σταμάτησε γι’ αυτόν.

«Πήδα μέσα, Μπροκ.»

«Και τί θα γίνει το αυτοκίνητο;»

«Ποιό αυτοκίνητο;»

Ο Μπροκ κοίταξε γύρω μα  δεν είδε αυτοκίνητο πουθενά.  Σκαρφάλωσε και κάθισε δίπλα  στον Κιμ και έβαλαν μπρος  πάνω στον σχεδόν θεοσκότεινο δρόμο. Σε λίγο το τσιμέντο άρχισε να παραχωρεί τη θέση του στο απλό χώμα και τα δέντρα άρχισαν να τους πιέζουν και από τις δύο πλευρές. Εκεί που οδηγούσε, ο Χακ είπε μια παλιά ιστορία των Γιουρόκ, για κάποιον άντρα από το Τούριπ, στο Κλάμαθ, ψηλά, κάπου δέκα μίλια από τη θάλασσα, ο οποίος έχασε τη νέα γυναίκα που αγαπούσε και πήγε να τη βρει στη χώρα του θανάτου. Όταν βρήκε τη βάρκα του Ιλάια, που περνούσε τους νεκρούς απέναντι στο τελευταίο ποτάμι, την τράβηξε έξω από το νερό και έσπασε τον πάτο της με μια πέτρα. Και για δέκα χρόνια δεν πέθανε κανένας στον κόσμο, γιατί δεν υπήρχε βάρκα να τους περάσει απέναντι.

«Την έφερε πίσω;» θέλησε να  μάθει ο Μπροκ τώρα. Μπα, που  να τη φέρει. Αλλά ξαναγύρισε  πίσω στη ζωή του στο Τούριπ, όπου όλοι νόμιζαν ότι είχε πεθάνει και έγινε διάσημος, και είπε την ιστορία του πολλές φορές. Πάντα φρόντιζε να τους προειδοποιεί όλους να προσέχουν το Μονοπάτι των Φαντασμάτων που οδηγούσε στο Τσόρεκ, τη Χώρα του Θανάτου, που τόσοι το είχαν περάσει που είχε κιόλας γεμίσει μέχρι το στήθος. Από τη στιγμή που περνούσες κάτω απ’ τη γη, δεν υπήρχε τρόπος επιστροφής.

Χαζεύοντας έξω από το παράθυρο, ο Μπροκ συνειδητοποίησε ότι ολούθε γύρω τους όλη αυτή την ώρα, ένας τοίχος από χώμα ορθωνόταν από την κάθε πλευρά του δρόμου που στένευε, μέσα στον οποίο ρίζες δέντρων συστρέφονταν πάνω από τα κεφάλια τους και η λάσπη, κάποτε γλιτσερή, τώρα είχε ξεραθεί και όσο πήγαινε σκούραινε, μέχρι που μόνο η μυρωδιά της ήταν παρούσα. Και σε λίγο, από μπροστά, ακούστηκε ο ποταμός, σκληρός, ασταμάτητος, και πίσω από αυτόν η τυμπανοκρουσία, οι φωνές που δεν έψελναν μαζί αλλά θυμόνταν, έκαναν προβλέψεις, συζητούσαν, έλεγαν παραμύθια, έριχναν κατάρες, τραγουδούσαν τραγούδια, όλα όσα κάνουν οι φωνές, χωρίς όμως να επιτρέπουν ούτε την πιο σύντομη ανάσα σιωπής. Όλες αυτές οι φωνές, για πάντα.

Στην αντίπερα όχθη του ποταμού  ο Μπροκ μπόρεσε και διέκρινε  φώτα, στρώσεις από στραβά ανερχόμενες  και σφιχτά στριμωγμένες κατοικίες  που κυριολεκτικά σωριάζονταν  η μία πάνω στην άλλη. Μέσα  στο φως του πυρσού που έκαιγε και στις φλόγες της φωτιάς έβλεπε ανθρώπους να χορεύουν. Τότε τους πλησίασαν μια γριά και ένας γέρος. Ο άνδρας κρατούσε στα χέρια του πράγματα που στην αρχή δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά ο Μπροκ. Σιγά-σιγά όμως ξεχώρισε, παντού γύρω τους μέσα στη σκοτεινιά, κόκκαλα, ανθρώπινα κόκκαλα, κρανία και σκελετούς. «Τί είναι αυτά;» ρώτησε. «Σας παρακαλώ.»

«Θα σου βγάλουν έξω τα κόκκαλα,» εξήγησε ο Χακ. «Τα κόκκαλα πρέπει να μείνουν απ’ αυτή την πλευρά. Ό,τι περισσέψει από σένα θα περάσει απέναντι.

«Έχε γεια, Μπροκ,» είπε ο Κιμ…

Εκδοχή  δεύτερη:

Δεν ήταν η πρώτη φορά που  ο εισαγγελέας αντίκριζε ένα  τέτοιον σκοτεινό διάδρομο ούτε  που ανέπνεε αυτήν την απαίσια  μυρωδιά. Η σταδιοδρομία του  ήταν γεμάτη από τέτοιες θλιβερές  εικόνες που τον είχαν αφήσει  ασυγκίνητο. Όμως αυτή την φορά αισθανόταν να τον κυριεύει μια ταραχή που όλο και περισσότερο μεγάλωνε παίρνοντας ένα πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο. Άκουσε το κλάμα ενός παιδιού από μια από τις δύο πόρτες του διαδρόμου. Μη μπορώντας να σιγουρευτεί από ποια ερχόταν, χτύπησε στην τύχη μια από τις δύο.

Το διαμέρισμα είχε δυο κολλητά  δωμάτια, στενά σαν διαδρόμους. Το πρώτο φωτιζόταν μόνον από  την ενδιάμεση τζαμόπορτα και  ήταν πιο σκοτεινό από τον  εξωτερικό διάδρομο. Μια λεπτή  γυναίκα με νεανικό αλλά ταλαιπωρημένο πρόσωπο υποδέχτηκε τον Μπροκ. Μέσα στα φουστάνια της στεκόταν ένα παιδί που τον κοίταζε με τα κλαμένα μάτια του. Το θέαμα του νεοφερμένου του φάνηκε τόσο περίεργο που αμέσως ξέχασε τον καημό του. Η γυναίκα οδήγησε τον εισαγγελέα στο δεύτερο δωμάτιο. Η επίπλωσή του ήταν ένα ράντζο, ένα ξύλινο άσπρο τραπεζάκι και μια παλιά ραπτομηχανή τοποθετημένη κοντά στο παράθυρο της σοφίτας που έβλεπε στις στέγες. Η αθλιότητα αυτού του σπιτιού δεν ήταν τίποτα περισσότερο απ’ αυτή που είχε δει ο Μπροκ χιλιάδες φορές. Όμως, για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωθε αμηχανία καθώς έμπαινε στο σπίτι ενός φτωχού.

Συνήθως οι επισκέψεις ελεημοσύνης  ήταν πολύ σύντομες. Χωρίς να  κάτσει, έκανε μερικές ερωτήσεις,  σκάρωνε μια φρασούλα για να  δώσει θάρρος και έφευγε αφήνοντας  τον οβολό του. Αυτή τη φορά δεν ήξερε καλά-καλά γιατί είχε έρθει και δεν σκεφτόταν να πιάσει το πορτοφόλι του. Το μυαλό του ήταν πλημμυρισμένο από σκέψεις και τίποτα δεν ερχόταν στα χείλη του. Δεν τολμούσε καν να σηκώσει το βλέμμα του προς την μοδιστρούλα καθώς αναλογιζόταν το επάγγελμά του τού εισαγγελέα. Από την πλευρά της, η γυναίκα δεν αισθανόταν λιγότερη αμηχανία αν και η φήμη του σαν αγαθοεργού ανθρώπου ήταν γνωστή σε όλους από πολύ καιρό. Το παιδάκι ανέλαβε να τους βγάλει από την αμηχανία. Ενώ στην αρχή ήταν φοβισμένο, δεν άργησε να αισθανθεί άνετα και σκαρφάλωσε στα γόνατα του Μπροκ. Ο εισαγγελέας κυριεύτηκε από τύψεις που δεν είχε καραμέλες και αισθάνθηκε μια περίεργη επιθυμία να κλάψει. Ξαφνικά ακούστηκαν βροντερά χτυπήματα στην πόρτα, σαν να ήταν μπαστουνιές. Η μοδίστρα ταράχτηκε και πέρασε στο άλλο δωμάτιο κλείνοντας την ενδιάμεση πόρτα.

«Λοιπόν;» είπε μια βαριά σκληρή  φωνή, που ο Μπροκ αναγνώρισε  στη στιγμή πως ήταν του  Γκορζερέν. «Λοιπόν; Ελπίζω ότι  θα το τακτοποιήσεις σήμερα;»

Η απάντηση έφτασε στα αυτιά του εισαγγελέα σαν ένας ακαθόριστος ψίθυρος, που όμως καταλάβαινε εύκολα το νόημά του. Ο Γκορζερέν άρχισε να ουρλιάζει με μια απαίσια φωνή που τρόμαξε το παιδί και έκανε όλο το σπίτι να βουίζει:

«Α! Όχι! Αυτό πάει πολύ! Δεν θα συνεχίσεις να με πληρώνεις με υποσχέσεις. Θέλω τα χρήματά μου! Δώσε τα λεφτά μου αμέσως. Λοιπόν, δείξε μου που βάζεις τις οικονομίες σου. Θέλω να τις δω.»

Μια άλλη εποχή ο Μπροκ θα  αισθανόταν θαυμασμό γνωρίζοντας  με τί ζήλο ο Γκορζερέν ασκούσε  το σκληρό επάγγελμα του να εισπράττεις νοίκια από τους φτωχούς. Όμως τώρα ένιωθε το ίδιο συναίσθημα φόβου, όπως και του παιδιού που καρδιοχτυπούσε βρίσκοντας καταφύγιο στην αγκαλιά του.

«Λοιπόν, βγάλε τα λεφτά σου!» βρυχόταν ο Γκορζερέν. «Δώστα, γιατί διαφορετικά θα τα βρω μόνος μου.»

Ο εισαγγελέας σηκώθηκε, ακούμπησε  το παιδί στην καρέκλα και  μπήκε στο διπλανό δωμάτιο  χωρίς να έχει μια συγκεκριμένη  πρόθεση.

«Νάτος!» φώναξε ο Γκορζερέν.  «Στον ουρανό σε γύρευα, στη  γη σε βρήκα.»

«Δίνε του!» διέταξε ο εισαγγελέας.

Ο Γκορζερέν, κατάπληκτος, άνοιξε  διάπλατα τα ηλίθια μάτια του.

«Δίνε του!» επανέλαβε ο Μπροκ.

«Τί τρέχει, έχασες τα λογικά  σου; Είμαι ο ιδιοκτήτης.»

Αληθινά ο Μπροκ είχε χάσει  τα λογικά του, γιατί όρμησε  πάνω στον Γκορζερέν και τον πέταξε έξω από την πόρτα μουγκρίζοντας:

«Ούστ από εδώ γουρούνι ιδιοκτήτη. Κάτω οι ιδιοκτήτες! Κάτω οι ιδιοκτήτες!»

Ο Γκορζερέν, νιώθοντας να απειλείται  η ζωή του, τράβηξε ένα ρεβόλβερ  και σημαδεύοντας τον εισαγγελέα  τον σώριασε νεκρό πάνω στο στενό διάδρομο, δίπλα στην σκάφη και το σφουγγαρόπανο.

Ο Θεός βρισκόταν ήδη στην  αίθουσα των ακροάσεων όταν  ο Μπροκ κλήθηκε να παρουσιαστεί.

«Α!» είπε, «νά ’τος πάλι ο  κύριος εισαγγελέας. Και ποια  ήταν η διαγωγή του;»

«Μα την πίστη μου,» απάντησε ο άγιος Πέτρος, «δεν θα μας πάρει καθόλου χρόνο για να τακτοποιήσουμε την υπόθεσή του.»

«Ωραία, ας δούμε λίγο τις καλές  του πράξεις.»

«Ω! Ας μην μιλάμε στον πληθυντικό. Δεν υπάρχει παρά μόνο μία  στο ενεργητικό του.» Εδώ, ο  άγιος Πέτρος κοίταξε τον Μπροκ μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο. Ο εισαγγελέας θέλησε να διαμαρτυρηθεί και να αναφερθεί σ’ όλες τις καλές του πράξεις που έγραψε στα τετράδια αλλά ο άγιος δεν τον άφησε να μιλήσει.

«Ναι, μόνο μία καλή πράξη που  να αξίζει. Φώναξε, αυτός, ένας  εισαγγελέας: “Κάτω οι ιδιοκτήτες”.»

«Τι ωραίο,» μουρμούρισε ο Θεός. «Τι ωραίο.»

«Το φώναξε δύο φορές και  πέθανε τη στιγμή που υπεράσπιζε  μια φτωχή από την κτηνωδία  του ιδιοκτήτη της.»

Ο Θεός, γεμάτος θαυμασμό, διέταξε  τους αγγέλους να παίξουν προς  τιμήν του Μπροκ. Μετά είπε  να ανοίξουν και τα δυο φύλλα  της πόρτας του ουρανού όπως  γίνεται με τους απόκληρους, τους  αλήτες, τους κυνηγημένους και  τους καταδικασμένους σε θάνατο. Ο κύριος εισαγγελέας μπήκε στον Παράδεισο μ’ ένα φωτοστέφανο στο κεφάλι ακουμπώντας πάνω στους ήχους της μουσικής…

Εντωμεταξύ, στον μάταιο τούτο κόσμο:

Επί τρεις ημέρες ο Τομ έσκαγε στην κυριολεξία για την κατάσταση του εισαγγελέα, και διψούσε να μάθει νέα για την υγεία του. Μερικές φορές οι ελπίδες του αναζωπυρώνονταν. Όμως η υγεία του εισαγγελέα είχε μάλλον απογοητευτικές διακυμάνσεις. Στο τέλος, ανακοινώθηκε πως την είχε γλιτώσει φτηνά – και, λίγο μετά, πως ανάρρωνε. Ο Τομ είχε εξοργιστεί κι ένιωσε και κατά κάποιον τρόπο θιγμένος. Υπέβαλε στη στιγμή την παραίτησή του. Όμως, την ίδια νύχτα, ο εισαγγελέας έπαθε μια κρίση και πέθανε. Ο Τομ έβγαλε το συμπέρασμα πως δεν επρόκειτο ποτέ να εμπιστευτεί τέτοιον άνθρωπο ξανά.

Η κηδεία ήταν υπέροχη…

ΙΙΙ

Μερικές φορές, αν και όχι  συχνά, έβλεπε κι αυτός όνειρα, αλλά τα δικά του ήταν πιο  οδυνηρά από τα όνειρα των  άλλων παιδιών. (Μια έντονη αηδιαστική μυρωδιά. Στο κέντρο ενός δωματίου που ’ναι στρωμένο με κόκκινο χαλί βλέπω ένα κομμάτι γης γύρω στα τρία τετραγωνικά μέτρα που πάνω του φυτρώνουν παράξενα βολβοειδή φυτά.) Μπορούσε να ονειρεύεται για ώρες και να κλαίει γοερά χωρίς να ξυπνάει. (Σαρανταποδαρούσες σέρνονται ανάμεσα σε πέτρες από ασβεστόλιθο και κάτω από μια πέτρα προβάλλει το κεφάλι μίας από αυτές, πελώριας.) Είχε να κάνει, νομίζω, κι αυτό με το αίνιγμα της ύπαρξής του. (Οπλίζομαι μ’ ένα γιαταγάνι και κάποιος που δεν μπορώ να τον διακρίνω σηκώνει ένα κούτσουρο.) Σε τέτοιες στιγμές η Γουέντυ τον σήκωνε και τον κάθιζε στα γόνατά της κι έβρισκε τρόπους να τον παρηγορεί και να τον ησυχάζει· (αναποδογυρίζω την πέτρα με μια κλοτσιά μα η σαρανταποδαρούσα χώνεται πιο βαθιά στο χώμα και βλέπω πως είναι τεράστια, ίσως ένα μέτρο) κι όταν ηρεμούσε, τον έβαζε στο κρεβάτι αμέσως, για να μην ξυπνήσει και ντραπεί που τον είχε δει εκείνη σε τέτοια κατάσταση. (Τώρα βρίσκεται κάτω από το κρεβάτι μου και ξυπνώ ουρλιάζοντας. Καταλαβαίνω πως πρέπει ν’ αρχίσω τις προετοιμασίες για έναν πόλεμο που νόμιζα πως είχε τελειώσει…)

Έφτασα πολύ νωρίς, κι έτσι  πήγα κι έκατσα σ’ έναν από κείνους τους πέτσινους καναπέδες που είναι στο σαλόνι, δίπλα στο ρολόι, και χάζευα τα κορίτσια. Είχανε κλείσει κιόλας ένα σωρό σχολεία για διακοπές, και είχε κάπου ένα εκατομμύριο κορίτσια που καθόντουσαν ή γυρόφερναν, και περίμεναν τα ραντεβουδάκια τους. Κορίτσια με σταυρωμένα πόδια, κορίτσια χωρίς σταυρωμένα πόδια, κορίτσια με απίθανα πόδια, κορίτσια με φριχτά πόδια, κορίτσια που φαίνονταν πως άμα τις γνώριζες θα ’τανε σωστές στρίγγλες. Ωραίο θέαμα, μα την αλήθεια, καταλαβαίνετε τί θέλω να πω. (Δυο, δυο, πέρασαν, να τα, τα κορίτσια / Όλο ντρέπονται, ντρέπονται τα κορίτσια / Τα κορίτσια, τα κορίτσια, δύο-δύο βιαστικά / στρίβουν από τη γωνία για να μπουν στο σινεμά…) Από ένα μέρος ήτανε και λιγάκι λυπητερό, γιατί αναρωτιόσουν συνέχεια τί διάολο τις περίμενε όλες τους. Θέλω να πω, αν τελείωναν τα σχολεία και τα κολέγια. Έβαζες με το νου σου πώς οι περισσότερες θα παντρευόντουσαν μάλλον τίποτα μάπες. Κάτι τύπους που λένε όλη την ώρα στα πόσα καίει το γαλόνι το κωλάμαξό τους. Κάτι τύπους που τσαντίζονται και κάνουνε σαν μωρά άμα τους νικάς στο γκολφ ή έστω σε κανένα ηλίθιο παιχνίδι σαν το πινγκ-πονγκ. Τύπους πολύ στριμμένους. Τύπους πολύ βαρετούς.  (Στέκουν πίσω από το τζάμι και ζητάνε παγωτό / τα κορίτσια που ’χουν γίνει δεκατέσσερα χρονώ / Σε λευκώματα όμορφα γράφουν τα κορίτσια / Πριν πλαγιάσουν κλείνουν, κλειδώνουν τα κορίτσια…)

Και ξαφνικά τους βλέπω. Η εξωτερική τους όψη κονιορτοποιείται, εισχωρώ στο είναι τους. Ένας φοιτητής: ένας νεαρός διανοούμενος κόκορας, μεθυσμένος από τις ολοκαίνουριες γνώσεις του, ένας δογματικός ήδη εκπαιδευμένος στη μισαλλοδοξία. Ένας καθηγητής: ένας σοβαροφανής ηλίθιος, απόστολος του εαυτού του, μια ψυχρή ψυχή, κορεσμένη από λέξεις, μια διακεκριμένη μετριότητα, οχυρωμένη πίσω από την πολυμάθειά της, ένας στομφώδης αδιάφορος, που αρνείται πεισματικά οτιδήποτε βρίσκεται έξω από τις έρευνές του, που είναι αναίσθητος στη δυστυχία του κόσμου επειδή αυτή δεν εντάσσεται στην ειδικότητά του. Ο επιστάτης που σκουπίζει: σκιά ανθρώπου, χτυπημένη από τη ζωή, ένα αηδιασμένο πιόνι του παιχνιδιού, που βλέπει τους γλουτούς των περαστικών φοιτητριών σαν τους καρπούς του χαμένου παραδείσου, που ανυπομονεί να πιει το λίτρο το κρασί του μπροστά στην τηλεόραση και ύστερα να πλαγιάσει μεθυσμένος, για να βγει επιτέλους ελεύθερος στη σχολική αυλή του ύπνου. Ένας άσχημος σκοτεινός τύπος, με βλέμμα κυνηγημένου ζώου, με έκφραση δραπέτη βρυκόλακα – εγώ μέσα σ’ έναν καθρέφτη. Μια γραμματέας: μια φλύαρη φραγκόκοτα, που τρέχει διαρκώς να διεκπεραιώσει τιποτένια πράγματα, που προκαλεί κάθε είδους δυσκολίες σε όλους για να φαίνεται σπουδαία, που εκδικείται για την ασημαντότητα της ζωής της αποθαρρύνοντας όλους όσοι αναπνέουν γύρω της, μια γυναίκα ειδικευμένη στη διοικητική παραφροσύνη και περήφανη που αποτελεί ένα απαραίτητο γρανάζι σ’ έναν άχρηστο μηχανισμό. (Στον καθρέφτη κάθε βράδυ στα κρυφά / βλέπουνε να μεγαλώνουν μ’ ένα φόβο στη καρδιά…)
Όλοι δαιμονισμένοι! Κυριευμένοι από το δαίμονα του ορθολογισμού, το δαίμονα του εγωισμού, το δαίμονα της απελπισίας, το δαίμονα της πολυπραγμοσύνης! Αυτό είναι το σύστημα που μετατρέπει τους ανθρώπους σε εξαρτήματα των μηχανών, σε τηλεχειριζόμενους τυφλοπόντικες, σε πολυδύναμα ανδρείκελα, σε αυτοϊκανοποιημένους ηλίθιους. (Τη μαμά τους τη ρωτάνε κάθε μήνα μια φορά / τα κορίτσια που περνάνε δύο-δύο βιαστικά…)

Μήπως αυτό το σύστημα είναι ο Διάβολος;

Τότε είδα την παλιόφιλη την  Γουέντυ που ανέβαινε τις σκάλες (το πόμολο της πόρτας γυρίζει ως δια μαγείας), και κατέβηκα να τη συναντήσω. Ήταν απίθανη. Αλήθεια.

(ΤΟ ΠΟΜΟΛΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ: Προς Σε.

ΖΩΗ: Ο Διάβολος μπήκε απ’ αυτή την πόρτα.

ΣΤΗΒΕΝ: Ο Εωσφόρος. Ευχαριστώ. Άκου! Ο φίλος μας, ο θόρυβος στο δρόμο!)

«Στήβεν!» μου λέει. «Αχ, είναι υπέροχο που σε βλέπω! Χρόνια και ζαμάνια!» Είχε μια από εκείνες τις πολύ δυνατές κι ενοχλητικές φωνές, άμα τη συναντούσες πουθενά. Κι έτσι πάλι τα κατάφερνε, γιατί ήταν πολύ όμορφη ο Διάολος, αλλά εμένα πάντα μου γύριζε το άντερο.

«Κι εγώ χαίρομαι που σε  βλέπω,» της λέω. Και το πίστευα. «Τί γίνεσαι λοιπόν;»

«Τέλεια! Άργησα;»

Της είπα όχι, αλλά μ’ είχε στήσει κάπου δέκα λεπτά, για να λέμε την αλήθεια. Δεν μ’ ένοιαζε όμως.

Άξαφνα τότε έπαψα ν’ ανάβω σπίρτα, κι έσκυψα πάνω στο τραπέζι, έτσι, να ’ρθω πιο κοντά της. Είχα ένα σωρό πράγματα στο νου μου. «Ψιτ, Γουέντυ», της λέω.

«Τι;» μου λέει. Κοιτούσε ένα κορίτσι που καθόταν στην άλλη άκρη της αίθουσας.

«Έχεις νιώσει ποτέ μπουχτισμένη;»  της λέω. «Θέλω να πω, φοβήθηκες  ποτέ πως όλα θα γίνουν σκατά,  εκτός κι αν κάνεις κάτι; Θέλω  να πω, σ’ αρέσει το σχολείο  και τα ρέστα;»

«Είναι τρομακτικά βαρετό».

«Θέλω να πω, το μισείς όμως; Το ξέρω πως είναι τρομαχτικά βαρετό, αλλά το μισείς; Αυτό ήθελα να πω».

«Ε, βέβαια, δεν το μισώ ακριβώς. Ωστόσο πάντα πρέπει να-»

«Ε, λοιπόν, εγώ το μισώ,» της λέω. «Μάγκα μου, πως το μισώ. (Το πρωί της Δευτέρας έβρισκε τον Στήβεν σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Κάθε πρωί Δευτέρας τον έβρισκε έτσι, κι αυτό γιατί άρχιζε άλλη μια εβδομάδα αργών βασανιστηρίων στο σχολείο. Γενικά, ξεκινούσε εκείνη τη μέρα του ευχόμενος να μην είχε μεσολαβήσει η αργία, γιατί έκανε πολύ πιο μισητή την επιστροφή του στη σκλαβιά και στα δεσμά του. Μετά από μισή ώρα, ο Στήβεν είχε μια αμυδρή και πολύ γενική ιδέα περί του μαθήματος, αλλά τίποτα περισσότερο, γιατί το μυαλό του διέσχιζε όλη την αχανή έκταση της ανθρώπινης σκέψης και τα χέρια του ήταν μονίμως απασχολημένα σε απίστευτες σκανταλιές.) Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Όλα μου φταίνε. Ας πούμε, μισώ τη Νέα Υόρκη που μένω. Μισώ τα ταξί και τα λεωφορεία της Μάντισον Άβενιου, με τους οδηγούς και τα ρέστα που όλο σου βάζουν τις φωνές να κατεβαίνεις απ’ την πίσω πόρτα, και σιχαίνομαι να με συστήνουν σε κάλπηδες που λένε τους Λαντς αγγέλους, και ν’ ανεβοκατεβαίνω με το ασανσέρ όταν όλο κι όλο που θέλω είναι να βγω έξω, και τους τύπους που μου προβάρουν κάθε τρεις και λίγο τα βρακιά μου στου Μπρουκς, και τους άλλους που πάντα-»

«Σε παρακαλώ, μη φωνάζεις», μου κάνει η παλιοΓουέντυ. Κι αυτό ήταν πολύ περίεργο, γιατί εγώ ούτε που φώναζα.

«Πάρε να πούμε τ’ αυτοκίνητα,»  της λέω. Της το ’πα με  εκείνη την πολύ ήρεμη φωνή. «Δες να πούμε τους περισσότερους  πώς τρελαίνονται για τ’ αυτοκίνητα. Πέφτουνε του θανατά έτσι και τα γρατζουνίσουνε λιγάκι, κι όλη την ώρα κουβεντιάζουν στα πόσα καίνε το γαλόνι, και μόλις πάρουν καινούργιο αυτοκίνητο αρχίζουν αμέσως να σκέφτονται να τ’ αλλάξουν μ’ ένα άλλο, που να είναι ακόμα πιο καινούργιο. Εμένα ούτε τα παλιά αυτοκίνητα μ’ αρέσουν. Θέλω να πω, μ’ αφήνουν ασυγκίνητο. Καλύτερα να ’χα ένα παλιάλογο. Το άλογο έχει τουλάχιστον ψυχή, στον Θεό σου. Με το άλογο μπορείς τουλάχιστον-»

«Δεν καταλαβαίνω τί λές,» μου  κάνει η παλιοΓουέντυ. «Πηδάς  απ’ το ένα-»

«Ξέρεις κάτι;» της λέω. «Είσαι ίσως ο μοναδικός λόγος που βρίσκομαι αυτήν τη στιγμή στη Νέα Υόρκη ή οπουδήποτε αλλού… Αν δεν ήσουν εσύ, τώρα θα ’χα πάει στον Διάολο. Στα δάση ή σε κάποιο βρωμότοπο, μακριά από δω. Γνωρίζεις πόσο πόνο μου προκαλείς; Είσαι κυριολεκτικά ο μοναδικός λόγος που βρίσκομαι εδώ πέρα».

«Είσαι πολύ γλυκός,» μου λέει. Το καταλάβαινες όμως ότι ήθελε  ν’ αλλάξουμε κουβέντα.

Η Γουέντυ, που πάντα της  άρεσε να κάνει το σωστό,  με ρώτησε πόσων χρονών είμαι.  Δεν θα ’λεγα πως ήταν η  πιο κατάλληλη ερώτηση. Ήταν σαν να σου ζητάνε σε γραπτές εξετάσεις ν’ απαντήσεις πάνω στη γραμματική, όταν εσύ το μόνο που θες να σε ρωτήσουν είναι για τους ινδιάνικους πολέμους.

«Δεν ξέρω,» απάντησα αμήχανα,  «πάντως είμαι πολύ μικρός.»

Στην πραγματικότητα δεν ήξερα τίποτα πάνω σ’ αυτό· είχα απλώς μερικές υποψίες, αλλά είπα χωρίς δισταγμό: «Γουέντυ, σηκώθηκα κι έφυγα απ’ το σπίτι μου μόλις γεννήθηκα». Της εξήγησα με χαμηλή φωνή: «Έφυγα γιατί άκουσα τον μπαμπά και τη μαμά να κουβεντιάζουν για το τί θα γινόμουν όταν θα μεγάλωνα.» Τώρα είχα νευριάσει για τα καλά. «Δεν θέλω να μεγαλώσω ποτέ,» λέω με πάθος. «Θέλω να είμαι πάντα ένα μικρό αγόρι και να περνάω ωραία. Γι’ αυτό έφυγα και πήγα στο πάρκο του Κένσινγκτον και έζησα για πολύ καιρό μαζί με τις νεράιδες.»

Τώρα βρισκόμασταν και οι δυο μαζί στην πολυθρόνα και η Γουέντυ με βομβάρδιζε μ’ όλο και πιο πολλές ερωτήσεις.

«Δεν μένεις πια στον κήπο του Κένσινγκτον;»

«Μένω καμιά φορά και τώρα.»

«Μα πού μένεις τώρα τον  περισσότερο καιρό;»

«Μαζί με τα χαμένα παιδιά.»

«Ποιοι είναι αυτοί;»

Καμιά φορά, σαν απάντηση στις θεωρίες μου, ανέφερε γεγονότα της δικής της ζωής και εμπειρίας. Με μια σχεδόν μητρική φροντίδα, με υποκινούσε να ανοιχτώ εντελώς… Της είχα εξομολογηθεί, π.χ., πώς για ένα διάστημα είχα παραβρεθεί και λάβει μέρος στις συνεδριάσεις του ιρλανδέζικου Σοσιαλιστικού Κόμματος, όπου αισθάνθηκα κι εκεί απομονωμένος, ανάμεσα σε καμιά εικοσαριά σκυθρωπούς εργάτες, μαζεμένους σε μια κρύα αποθήκη κάτω από το φως μιας αδύνατης λάμπας πετρελαίου. Όταν το κόμμα διασπάστηκε σε τρία μέρη, καθένα με δικό του αρχηγό και τη δική του αποθήκη, σταμάτησα να πηγαίνω. Οι συζητήσεις των εργατών ήταν πολύ περιορισμένου ενδιαφέροντος και τελικά φοβισμένες. Όλο το βάρος έπεφτε στα ημερομίσθια. Αυτό ήταν υπερβολικό… Μια μέρα με ρώτησε γιατί δεν έγραφα τις σκέψεις μου. «Για ποιον;» απάντησα με συγκρατημένη περιφρόνηση. «Για να συναγωνισθώ τους νεοσσούς της γραφίδος, ανίκανους να εκφρασθούν με συνέπεια για εξήντα δευτερόλεπτα; Να υποβάλω εαυτόν εις τας κρίσεις κριτικών, μιας ειδεχθούς και νωθράς μικροαστικής κοινωνίας που εμπιστεύεται την ηθική της εις τους χωροφύλακας και τας καλάς τέχνας εις τους ιμπρεσάριους και τους μεσάζοντας;»

Έπειτα, άξαφνα, μου κατέβηκε εκείνη  η ιδέα.

«Κοίτα δω,» της λέω. «Έχω  μια ιδέα. Θες να φύγουμε από εδώ; Μα τον Θεό, θα περάσουμε απίθανα. Τί λές; Πες μου. Πώς σου φαίνεται; Θα έρθεις μαζί μου; Σε παρακαλώ!»

«Αυτά δεν γίνονται,» μου λέει η παλιοΓουέντυ. Φαινόταν άγρια τσαντισμένη.

«Γιατί δεν γίνονται; Γιατί Διάολε;»

«Πάψε να ξεφωνίζεις. Σε παρακαλώ,» μου λέει. Κι αυτό ήταν μεγάλη βλακεία, γιατί εγώ ούτε που ξεφώνιζα.

«Γιατί δεν γίνονται; Γιατί όχι;»

«Γιατί δεν μπορείς, αυτό είναι  όλο. Πριν απ’ όλα είμαστε  και οι δύο κυριολεκτικά παιδιά. Και μήπως σκέφτηκες ποτέ τί θα κάνεις αν δεν βρεις δουλειά, όταν τελειώσουν τα λεφτά σου; Θα πεθάνουμε της πείνας. Έχουμε ένα σωρό καιρό μπροστά μας για όλα αυτά τα πράγματα – όλα. Θέλω να πω, όταν τελειώσεις το πανεπιστήμιο και τα λοιπά, κι αν παντρευτούμε. Κι έπειτα θα έχουμε ένα σωρό θαυμάσια μέρη να πάμε. Αρκεί να-»

(Που να πάμε άραγε; Στην πνευματική ασφυξία; Στον ικανοποιημένο εγωισμό, στην κατάθλιψη μέσα στις ανέσεις, στη χρυσή απομόνωση μέσα σε μια πόλη-μηχανή, όπου οι τοξικοί καπνοί κρύβουν τ’ άστρα; Σε μια προκατασκευασμένη ύπαρξη, καρυκευμένη με λίγη διανόηση, για να περνάει πιο ευχάριστα η ώρα μέσα στη σκλαβιά της ρουτίνας; Στην αγωνία της μύγας κάτω από το αναποδογυρισμένο ποτήρι; Στην υποχρέωση να πουλιέται για να μπορεί ν’ αγοράζει; Σε μια πυρετώδη ζωή, γεμάτη περιορισμούς αλλά χωρίς καθήκοντα, γεμάτη σχέδια αλλά χωρίς ιδανικά, γεμάτη επιλογές αλλά χωρίς νόημα; Στον απελπισμένο αγώνα για να μην είναι μόνη, για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της, για να κρύψει το φόβο της, για ν’ αναπνεύσει, για να γλιτώσει;Πόσο όμορφα βλέπεις τα κορίτσια / Πόσο άτυχα βλέπεις τα κορίτσια…)

«Μα, δεν θα έχουμε. Δεν θα  έχουμε ένα σωρό μέρη να  πάμε. Θα είναι εντελώς αλλιώτικα,»  της λέω. «Αχ, αν μπορούσες  μόνο να σκεφτείς περισσότερο  και με περισσότερη ευθύτητα  και συνοχή! Άφησε ελεύθερα τα χαλινάρια του μυαλού σου, μην το καταπιέζεις με βολικές προκαταλήψεις! Ή θέλεις να είσαι ένα στολίδι σαλονιού για το υπόλοιπο της ζωής σου; Απάντησέ μου όσο μπορείς πιο καθαρά, κι αν η λίγη εμπιστοσύνη που μου έχεις είναι ακόμα ζωντανή, τότε θα σου πρότεινα – ξέρεις τί…» Είχε αρχίσει να με πιάνει πάλι εκείνη η διαολεμένη πλάκωση.

Τότε μου είπε τα πάντα για την Κόλαση κι εγώ της είπα ότι πολύ θα ήθελα να πάω εκεί. Νευρίασε, αλλά δεν είχα κακό σκοπό. Το μόνο που ήθελα ήταν να πάω κάπου· ήθελα μόνο μια αλλαγή, όχι κάτι συγκεκριμένο. Είπε ότι ήταν αμαρτωλό να λέω αυτό που είχα πει· είπε ότι δεν θα το έλεγε ακόμα κι αν της χάριζαν όλο τον κόσμο· εκείνη θα ζούσε έτσι ώστε να πάει στον Παράδεισο. Λοιπόν, δεν έβρισκα κανένα όφελος στο να πάω εκεί, έτσι αποφάσισα να μην το προσπαθήσω. Αλλά δεν της το είπα, γιατί μόνο μπελάδες θα έφερνε και τίποτα καλό.

Πήρε φόρα και συνέχισε και  μου είπε τα πάντα για τον Παράδεισο. Είπε ότι το μόνο που είχε να κάνει εκεί ένα παιδί ήταν να τριγυρνά όλη μέρα με μια άρπα και να τραγουδά για όλη την αιωνιότητα. Έτσι δεν το πολυσκέφτηκα. Αλλά δεν της το είπα. Τη ρώτησα αν πίστευε ότι ο Τομ Σόγερ θα πήγαινε εκεί και εκείνη είπε, σε καμία περίπτωση. Χάρηκα, γιατί ήθελα να είμαστε μαζί, εκείνος και εγώ.

«Βλέπεις, Στήβεν,» συνέχισε, «γερνάμε και τα προβλήματα στοιβάζονται. Μια μέρα, εσύ κι εγώ, θα τριγυρνάμε μέσα σ’ ένα στενό, μαζί, στη δύση του ήλιου, και θα ψάχνουμε στα σκουπίδια».

«Θες να πεις πώς θα καταλήξουμε  σαν τους γεροαλήτες;» της λέω.  «Ναι. Όλοι προς τα εκεί πηγαίνουμε τώρα». Ρυτίδες στην ανάποδη κόψη του χάους, αυτό έπρεπε να πω. Το χρυσάφι είναι στο βάθος του κόσμου κι ο κόσμος είναι άνω-κάτω. «Γιατί όχι, μωρό μου; Φυσικά και θα καταλήξουμε εκεί αν το θέλουμε, κι όλα τα υπόλοιπα. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να τελειώνεις έτσι. Περνάς όλη σου τη ζωή χωρίς ν’ ασχολείσαι με το τί θέλουν οι άλλοι, μαζί και οι πολιτικοί και οι πλούσιοι, και κανείς δεν σκοτίζεται για σένα και προχωράς μονάχος και ανοίγεις το δικό σου δρόμο. Θέλω να σου πω, Γουέντυ, ξεκάθαρα, δεν έχει σημασία που μένω, η βαλίτσα μου εξέχει πάντα κάτω απ’ το κρεβάτι, είμαι έτοιμος να φύγω ή να πάρω πόδι. Αποφάσισα να τ’ αφήσω όλα να κυλήσουν μέσα απ’ τα χέρια μου. Με είδες, εσύ, ν’ αγωνίζομαι και να χτυπάω τον κώλο μου κάτω για να πετύχω και ξέρεις, εσύ, πώς είναι χωρίς σημασία και πως έχουμε την αίσθηση του χρόνου, τον τρόπο να κόβουμε ταχύτητα και να περπατάμε και να ψάχνουμε και ν’ αρκούμαστε στις απλές απολαύσεις, και τί είναι οι άλλες απολαύσεις; Εμείς, ξέρουμε».

«Τί;» μου λέει. «Δεν σ’ άκουσα. Τη μια στιγμή ξεφωνίζεις και την άλλη-»

Λοιπόν, λέω στον εαυτό μου  τελικά, θα το ρισκάρω· αυτή  τη φορά θα πω την αλήθεια,  αν και μοιάζει πολύ σαν  να κάθεσαι πάνω σε ένα βαρέλι  με μπαρούτι και να το ανάβεις  για να δεις πού θα πας.  Λέω λοιπόν:

«Είπα όχι, δεν θα ’χουμε να πάμε σε θαυμάσια μέρη όταν θα ’χω τελειώσει το πανεπιστήμιο και τα ρέστα. Άνοιξε τ’ αυτιά σου. Τότε θα είναι εντελώς άλλο πράγμα. Θα πρέπει να κατεβαίνουμε με ασανσέρ, όλο βαλίτσες και τέτοια. Θα πρέπει να τηλεφωνούμε σ’ όλους και να τους λέμε αντίο, και να τους στέλνουμε κάρτες από ξενοδοχεία και τα ρέστα. Και εγώ θα δουλεύω σε κανένα γραφείο και θα βγάζω ένα σωρό λεφτά, και θα πηγαίνω στη δουλειά με ταξί και με λεωφορεία της Μάντισον Άβενιου, και θα διαβάζω εφημερίδες, και θα παίζω μπριτζ όλη την ώρα, και θα πηγαίνουμε σινεμά και θα βλέπουμε ένα κάρο ντοκιμαντέρ και προσεχώς και επίκαιρα και σκατά. Άκου επίκαιρα! Θεέ και κύριε! Έχουν όλο κάτι ηλίθιες ιπποδρομίες και κάτι μεγαλοκυράδες που σπάνε μπουκάλες σε βαπόρια, και κάτι χιμπατζήδες που κάνουν ποδήλατο με κοντά παντελονάκια. Δεν θα είναι διόλου ίδιο. Δεν κατάλαβες καθόλου τί ήθελα να πω.»

«Ήρθα,», λέει εκείνη, «ελπίζοντας  ότι θα μ’ έβγαζες από μια  φαντασίωση.»

«Απόλαυσέ την!» φωνάζω άγρια.  «Τί άλλο έχετε εσείς όλοι; Κράτησέ την γερά από τη μικρή κεραία, μην αφήνεις τους φροϋδιστές να σε καλοπιάσουν και να σου την πάρουν ή τους φαρμακοποιούς να σε δηλητηριάσουν και να σου την πάρουν μετά. Οτιδήποτε κι αν είναι, κράτησέ το σαν κάτι πολύτιμο, γιατί αν το χάσεις θα γίνεις από την έλλειψή του σαν τους άλλους, θ’ αρχίσεις να παύεις να υπάρχεις. Α, να πάρει η ευχή, πιστεύω στον Διάβολο, ναι, πιστεύω, ιδιαίτερα όταν βλέπω τα μούτρα σας και, ακόμα κι αν κάνω λάθος, είμαι περισσότερο άνθρωπος απ’ ό,τι εσείς, που ζείτε σαν σάντουιτς ανάμεσα στα παπούτσια και στα καπέλα σας! Θα το μετανιώσετε κάποτε πικρά! Όμως εγώ σκέφτομαι, φανταστείτε! Ο νους μου δεν είναι ένα εργαλείο που μου χρησιμεύει για τα συμφέροντά μου ή τις απολαύσεις μου, είναι ένα όργανο για την απόσταξη της αλήθειας. Και δεν έχει καμία σημασία αν θα γίνει έκρηξη στο εργαστήριο! Μπράβο, κύριοι ορθολογιστές, και καλή όρεξη! Όταν θα πεθαίνετε ολομόναχοι μέσα σ’ ένα τεράστιο νοσοκομειακό κέντρο κι ένα ανοξείδωτο ρομπότ θα έρχεται να σας κάνει την τελευταία σας ένεση, μην ξεχάσετε να έχετε πάνω σας την πιστωτική σας κάρτα!»

(«Ο κόσμος δεν γνωρίζει πόσο επικίνδυνα μπορούν να γίνουν τα ερωτικά τραγούδια,» προειδοποίησε αποκρυφικά ο πίνακας στον τοίχο. «Οι διεργασίες που προκαλούν τις επαναστάσεις στον κόσμο γεννιούνται από τα όνειρα και τα οράματα της καρδιάς ενός χωρικού στην πλαγιά ενός λόφου. Γι’ αυτόν, η γη δεν είναι ένα έδαφος προς εκμετάλλευσιν αλλά μια ζωντανή μητέρα.»)

«Άντε, πάμε να φύγουμε,» της λέω. «Άμα θες να ξέρεις, μου γυρίζει το άντερο που σε βλέπω.»

Γέλασα για να ελευθερώσω το  νου μου από τα δεσμά του  νου μου…

Τί είναι αυτό το συναίσθημα  που σας σφίγγει όταν φεύγετε  με τ’ αμάξι αφήνοντας πίσω  σας ανθρώπους που τους βλέπετε  να μικραίνουν μέσα στη πεδιάδα  μέχρι που τελικά εξαφανίζονται; Είναι ο απέραντος κόσμος που μας βαραίνει και είναι ο αποχαιρετισμός.

Για να σας πω την αλήθεια  μου πάντως, ούτε που ξέρω γιατί  της άρχισα όλες αυτές τις  ιστορίες. Θέλω να πω, που της  έλεγα να φύγουμε για κάπου,  για την Μασαχουσέτη και το  Βέρμοντ και τα ρέστα. Το πιο πιθανό είναι πως δεν θα την έπαιρνα μαζί μου, ακόμα και αν το ήθελε. Το φοβερό είναι όμως ότι το πίστευα όταν της το έλεγα. Αυτό είναι το πιο φοβερό απ’ όλα. Μα τον Θεό, είμαι για δέσιμο.

Στο τέλος, το πρόσωπό της  συσπάστηκε και ένιωσε τα μάτια της να υγραίνονται. Εν άκρως ρομαντικόν περιστατικόν συνέβη, ότε νεαρός τις απόφοιτος της Οξφόρδης, γνωστός δια τα ιπποτικά του αισθήματα προς το ωραίον φύλον, επροχώρησε και, προτείνων το επισκεπτήριόν του, το βιβλιάριον των τραπεζικών καταθέσεών του και το γενεαλογικόν του δένδρον, ητήσατο την χείρα της ατυχούς κόρης, παρακαλών αυτήν όπως η ιδία καθορίσει την ημερομηνίαν του γάμου. Ο Λόρδος Μπούρμπουρυ ένιωσε μεγάλη συμπάθεια (την ασχήμια των γονιών τους θα πληρώσουνε ακριβά). Αφού αντήλλαξαν μερικά λόγια, (κάποια μέρα σαν χαμένα θα σταθούν στην εκκλησιά) την ρώτησε αν θα ήθελε να γίνει γυναίκα του, (η μαμά τους θα δακρύζει – συγγενείς, πεθερικά) γιατί είχε ένα εισόδημα διακόσιες χιλιάδες λίρες στερλίνες το χρόνο, πρότασιν την οποίαν αυτή απεδέχθη ασμένως (τα κορίτσια τα καημένα, κι ούτε λέξη πια γι’ αυτά…)

Παρ’ όλα αυτά, στρέφουμε προς  τα μπρος, για την επόμενη  τρελή περιπέτεια κάτω απ’  τους ουρανούς. Πού πάμε; Να κάνουμε  τί; Για ποιό σκοπό; -Να κοιμηθούμε. Αλλά αυτή η τρελοσυμμορία  κατευθυνόταν προς τα μπρος…

IV

Είναι σ’ αυτό το σημείο  του έργου που τα πράγματα  γίνονται περίεργα, κι ένα ελαφρό  ρίγος, μια αμφισημία, αρχίζει  να έρπει ανάμεσα στις λέξεις. Έως τότε τα ονόματα λέγονταν  είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Αλλά τώρα μια νέα μορφή έκφρασης κυριαρχεί που μπορεί μόνο να οριστεί ως ένα είδος τελετουργικών δισταγμών. Ορισμένα πράγματα, γίνεται καθαρό, δεν θα λέγονται φωναχτά· ορισμένα γεγονότα δεν θα δείχνονται στη σκηνή· αν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, λαμβάνοντας υπόψη τις υπερβολές στις προηγούμενες πράξεις, τί θα μπορούσαν να είναι αυτά τα πράγματα. Ο Δούκας δεν μας διαφωτίζει, ίσως να μην μπορεί.

Ο Χάκλμπερι έκανε τσάρκες όποτε του έκανε κέφι. Κοιμόταν στα κατώφλια των σπιτιών όταν είχε καλό καιρό, και σε άδεια κρασοβάρελα όταν έβρεχε. Δεν ήταν υποχρεωμένος να πηγαίνει στο σχολείο ή στην εκκλησία, ή να δίνει λογαριασμό σε αφεντικό ή να υπακούει σ’ οποιονδήποτε. Μπορούσε να πηγαίνει για ψάρεμα ή κολύμπι, όποτε και όπου ήθελε, και να κάθεται όσο του έκανε όρεξη. Κανένας δεν του απαγόρευε να τσακώνεται. Ξενυχτούσε όσο ήθελε. Ήταν πάντα ο πρώτος που εμφανιζόταν ξυπόλητος την άνοιξη κι ο τελευταίος που έβαζε σόλα κάτω από τα ποδάρια του το χειμώνα. Ποτέ του δεν υποχρεωνόταν να πλυθεί, ούτε και να βάλει καθαρά ρούχα. Μπορούσε να βρίζει μια χαρά. Με δυο λόγια, αυτό το παιδί είχε ό,τι πολυτιμότερο μπορούσε να ζητήσει κανείς απ’ τη ζωή. (Τα πιο ωραία παραμύθια
απ’ όσα μου ’χεις διηγηθεί
/ αχ είν’ εκείνα που μιλούσαν για τα παιδιά που ’χουν χαθεί…)
Θα χρειαζόταν μια ολόκληρη νύχτα για να μιλήσει κανείς για τον Κιμ Κάρσονς· (για τα παιδιά που χάθηκαν στο στοιχειωμένο δάσος / στις λίμνες στο βορρά / για τα παιδιά που χάθηκαν στου δράκου το πηγάδι / στης στρίγκλας τη σπηλιά…)
για την ώρα, ας πούμε μονάχα πώς ήταν δάσκαλος και μπορεί να βεβαιώσει κανείς πως είχε κάθε δικαίωμα να διδάσκει γιατί όλο του τον καιρό τον περνούσε μαθαίνοντας· και τα πράγματα που μάθαινε ήταν αυτά που έκρινε πώς πρέπει και που όριζε ως «τα γεγονότα της ζωής», τα οποία μάθαινε όχι μόνο από ανάγκη αλλά επειδή το ήθελε. (Η πρώτη λογοτεχνική του προσπάθεια είχε τον τίτλο Η Αυτοβιογραφία ενός Λύκου. Όλοι γελούσαν και του έλεγαν: «Εννοείς η βιογραφία ενός λύκου». Όχι, εννοούσε η αυτοβιογραφία ενός λύκου.) Είχε περιφέρει το μακρύ αδύνατο κορμί του σε κάθε γωνία των ΗΠΑ και, στον καιρό του, στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής, απλώς για να δει τί γινόταν· είχε παντρευτεί μια Λευκορωσίδα κοντέσα στη Γιουγκοσλαβία για να τη βοηθήσει να ξεφύγει απ’ τους Ναζί κατά τη δεκαετία του ’30. Υπάρχουν φωτογραφίες δικές του όπου τον βλέπουμε ανάμεσα σε μια διεθνή σπείρα κοκαΐνης της δεκαετίας του ’30 – συμμορίτες με υπερβολικές μαλλούρες, στηριγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο· σ’ άλλες φωτογραφίες φοράει ένα καπέλο παναμά και ατενίζει τους δρόμους στο Αλγέρι· δεν ξανάδε ποτέ τη Λευκορωσίδα κοντέσα. Είχε χρηματίσει επαγγελματίας φονιάς στο Σικάγο, ιδιοκτήτης μπαρ στη Νέα Υόρκη, δικαστικός κλητήρας στο Νιούαρκ. Στο Παρίσι την άραζε στα τραπέζια των καφέ, εξετάζοντας τις κατσούφικες φάτσες των Γάλλων που περνούσαν. Στην Αθήνα παρατηρούσε, καθώς έπινε το ούζο του, αυτό που ονόμαζε: οι πιο άσχημοι άνθρωποι του κόσμου. Στην Ισταμπούλ είχε ανοίξει δρόμο ανάμεσα απ’ το πλήθος των οπιομανών και των εμπόρων χαλιών, σ’ αναζήτηση γεγονότων. (Σε συμμορίες με ζητιάνους, σε αχυρώνες και σ’ αυλές / και σε καράβια του πελάγους με λαθρεμπόρους πειρατές…) Μέσα στα αγγλικά ξενοδοχεία διάβασε Σπένγκλερ και Μαρκήσιο ντε Σαντ. Στο Σικάγο σχεδίαζε να διαρρήξει ένα τούρκικο χαμάμ, καθυστέρησε δυο λεπτά παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε για να πιει κάτι και βούτηξε μόνο δυο δολάρια, και αναγκάστηκε να το βάλει στα πόδια. Ολ’ αυτά τα έκανε απλώς για την εμπειρία του πράγματος. Τώρα βρισκόταν στη Νέα Ορλεάνη σερνάμενος στους δρόμους, συντροφιά με ύποπτους τύπους και συχνάζοντας με «συνδέσμους» σε μπαρ. Η Αμερική του άλλοτε ήταν για τον Κιμ το ευαίσθητο σημείο του, και ιδιαίτερα η Αμερική του 1910, όταν μπορούσες να αγοράσεις μορφίνη σ’ ένα ντράγκστορ χωρίς συνταγή και όταν οι Κινέζοι κάπνιζαν όπιο το βράδυ στο παράθυρο τους και η χώρα ήταν άγρια και σαματατζού κι ελεύθερη και είχε άφθονες τις ελευθερίες κάθε είδους για όλο τον κόσμο. Το μίσος του στρεφόταν καταρχήν εναντίον της γραφειοκρατίας, έπειτα εναντίον των φιλελευθέρων και μετά εναντίον των μπάτσων. (Για τα παιδιά που τα ’συραν στης Αφρικής τις αγορές / εμπόροι και ληστές / και φοβισμένα κι ορφανά, στη Σμύρνη και στη Βενετιά, / τα πιάσαν οι φρουρές…)

Ο Στήβεν πήγαινε συχνά μόνος έξω και, όταν γυρνούσε, δεν μπορούσες ποτέ να είσαι βέβαιος αν είχε μια περιπέτεια ή όχι. Μπορούσε να την ξεχάσει τόσο ολοκληρωτικά που να μην πει τίποτα γι’ αυτήν. Και μετά, όταν πήγαινες έξω, έβρισκες το πτώμα. Κι άλλες φορές πάλι, μπορούσε να σου πει ένα σωρό γι’ αυτή, κι εσύ να μην μπορείς να βρεις μετά το πτώμα. (Ψωμί ζητήσαν του φουρνάρη,
λίγο νερό του καφετζή
/ τα διώχνει ο πρώτος μ’ ένα φτυάρι κι ο άλλος λύνει το σκυλί…)
Μερικές φορές γύριζε σπίτι με το κεφάλι του δεμένο, και τότε η Γουέντυ τον χαϊδολογούσε και του το ’πλενε με χλιαρό νερό, ενώ εκείνος διηγείτο μια συναρπαστική ιστορία. Αλλά εκείνη, ξέρετε, δεν τον πολυπίστευε. Υπήρχαν όμως και αρκετές περιπέτειες που ήξερε ότι ήταν αληθινές, επειδή είχε πάρει μέρος και η ίδια, και υπήρχαν κι άλλες που μάλλον δεν ήταν ολότελα ψεύτικες αφού είχαν πάρει μέρος και τα άλλα παιδιά και έλεγαν ότι ήταν εκατό τοις εκατό αληθινές. Αν καθόμασταν να τις περιγράψουμε όλες αυτές, δεν θα μας έφτανε ούτε ένα βιβλίο χοντρό σαν το Αγγλο-Λατινικό, Λατινο-Αγγλικό Λεξικό· γι’ αυτό θα περιγράψουμε μία, για να δείτε τί μπορούσε συνήθως να γίνει μέσα σε μια ώρα σ’ αυτό το νησί.

Μια μέρα λέει ο Τομ Σόγερ:

«Τώρα θα φτιάξουμε μια συμμορία  ληστών. Όποιος θέλει να μπει  πρέπει να δώσει όρκο και  να γράψει το όνομά του με  αίμα.»

Όλοι ήθελαν να μπουν. Έτσι  ο Τομ έβγαλε ένα φύλλο χαρτί  όπου είχε γράψει τον όρκο και τον διάβασε. Κάθε παιδί έπρεπε να ορκιστεί ότι θα είναι πιστό στη συμμορία και ότι ποτέ δεν θα αποκαλύπτει τα μυστικά της· και ότι αν κάποιος έβλαπτε ένα μέλος της συμμορίας, όποιο παιδί έπαιρνε εντολή να σκοτώσει αυτόν τον τύπο και την οικογένειά του έπρεπε να το κάνει, και δεν έπρεπε να φάει ούτε να κοιμηθεί πριν να τους σκοτώσει και να χαράξει ένα Χ στο στήθος τους, που ήταν το σύμβολο της συμμορίας. Και κανείς που δεν ανήκε στη συμμορία δεν μπορούσε να χρησιμοποιεί αυτό το σύμβολο, κι αν το έκανε θα του κάναμε μήνυση· κι αν το έκανε ξανά, έπρεπε να πεθάνει. Κι αν κάποιο μέλος της συμμορίας αποκάλυπτε τα μυστικά, έπρεπε να του κόψουμε το λαιμό και μετά να κάψουμε το κουφάρι του και να σκορπίσουμε παντού τις στάχτες του, και να σβήσουμε το όνομά του από τη λίστα με αίμα και ποτέ να μην αναφερθεί ξανά από τη συμμορία, αλλά να του ρίξουμε κατάρα και να τον ξεχάσουμε για πάντα.

«Ψάχνουμε μια Ριζική Λύση,»  συνέχισε ο Τομ, «στο Πρόβλημα  των Σκατών: Σφάξτε τα σκατά  όλου του κόσμου σαν αγελάδες  που έχουν αφθώδη πυρετό. Οι ταραχές για την υποκίνηση των οποίων βρισκόμαστε εδώ δεν αποτελούν παρά το προοίμιο της γενικής επίθεσης ενάντια στον κόσμο. Επιδιώκουμε μια τελική λύση. Δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός. Ακόμα και η ανάμνηση του παλαιού κόσμου πρέπει να σβήσει, σαν να μην υπήρξε ποτέ μια τέτοια πόλη.

«Διαθέτουμε επαρκή αποθέματα από τα νέα όπλα για ν’ αρχίσουμε την εκστρατεία μας και θα ’ταν ασύνετο να καθυστερήσουμε άλλο. Αργά ή γρήγορα, ο εχθρός κάτι θα μάθει για τα σχέδιά μας και τα μέσα που έχουμε για να τα πραγματοποιήσουμε. Θα εφαρμόσουμε τους κλασικούς κανόνες του ανταρτοπολέμου ενάντια σε μια ισχυρότερη δύναμη, παρασύροντάς την όλο και πιο βαθιά μέσα στο δικό μας έδαφος, ενώ ταυτόχρονα θα κάνουμε επιδρομές και θα κόβουμε τις γραμμές ανεφοδιασμού. Αυτή είναι η τακτική που λύγισε τις ρωμαϊκές λεγεώνες του Κράσσου στην καταστροφική εκστρατεία κατά των Πάρθων. Οι Πάρθοι εμφανίζονταν ξαφνικά σ’ ένα ύψωμα καβάλα σ’ άλογα, έριχναν μια βροχή από βέλη και τρέπονταν σε φυγή, τραβώντας τους Ρωμαίους όλο και πιο βαθιά μέσα στην έρημο, ενώ η δίψα, η πείνα και οι αρρώστιες τους αποδεκάτιζαν. Ελάχιστοι λεγεωνάριοι κατάφεραν να φτάσουν πίσω στη θάλασσα.

«Μόλις η τακτική αυτή αποδυναμώσει αρκετά τον εχθρό, θα επιτεθούμε με όλες μας τις δυνάμεις σε μια σειρά από εχθρικές θέσεις. Η αδυναμία να ολοκληρώσεις μια επίθεση που άρχισε ευνοϊκά είναι εξίσου καταστροφική με το να επιχειρήσεις μια επίθεση υπό δυσμενείς συνθήκες. Αυτό ήταν το λάθος που έκανε τον Αννίβα να χάσει τον πόλεμο με τη Ρώμη. Δεν συνειδητοποίησε πως είχε νικήσει όλο το ρωμαϊκό στρατό και, αντί να βαδίσει προς την αφρούρητη πόλη χωρίς καθυστέρηση, οχυρώθηκε για να κρατήσει τη θέση του – αποτέλεσμα: στο τέλος δεν του ’μεινε καμιά θέση.

«Έχουμε λόγους να πιστεύουμε πως πολλοί λιποτάκτες θα περάσουν στις γραμμές μας, και τότε πρέπει χωρίς αναβολή να καταφέρουμε μια σειρά από συντριπτικά χτυπήματα. Ούτε πρέπει να δώσουμε καιρό στους Γάλλους και τους Άγγλους ν’ αντιληφθούν τον κίνδυνο και να ενωθούν με την Ισπανία ενάντια σ’ έναν κοινό εχθρό. Τη στιγμή που θα δούμε τη νίκη να διαγράφεται στο νότιο ημισφαίριο της αμερικανικής ηπείρου, θα χτυπήσουμε στο βόρειο.»

Όλοι είπαν ότι ήταν ένας  πραγματικά υπέροχος όρκος και  ένα εκπληκτικό σχέδιο και  ρώτησαν τον Τομ αν τα είχε  βγάλει απ’ το κεφάλι του.  Εκείνος είπε ότι ένα μέρος το είχε βγάλει αυτός αλλά τα υπόλοιπα ήταν από βιβλία με πειρατές και ληστές και ότι κάθε σοβαρή συμμορία αυτά έκανε.

Στρατιωτικές επιχειρήσεις του  ενός ή του άλλου είδους  βρίσκονταν συνεχώς σ’ εξέλιξη,  οι περισσότερες χωρίς κανένα απολύτως νόημα ή, μάλλον, μ’ ένα διαφορετικό νόημα που δεν λέει τίποτε σ’ έναν Δυτικό. Ωστόσο, αν σκεφτόταν στ’ αραβικά, ο Κιμ μπορούσε να διακρίνει ένα σχέδιο, έμοιαζε με τη συσκευή που είχε επεξεργαστεί για να βοηθήσει τους τυφλούς να βλέπουν. Δεν έβλεπαν με το συνηθισμένο τρόπο, αλλά συνελάμβαναν σχηματισμούς από κηλίδες, σαν τον πουαντιγισμό στην αφηρημένη ζωγραφική.

Μερικοί σχηματισμοί παραμένουν  ακατανόητοι, οι ρίζες τους  είναι θαμμένες στην άγραφη  αρχαιότητα. Ένιωθε τους μύες  και περιοχές του μυαλού του ν’ αναδεύονται, όπως όταν κάνεις ιππασία για πρώτη φορά και χρησιμοποιείς μύες που δεν χρησιμοποιούνται στο περπάτημα και ξυπνάς πιασμένος, έτσι ξυπνούσε με πόνους σε σημεία που δεν μπορούσε καν να τα βρει ή να τα προσδιορίσει…

Φόβοι και εξάρσεις και θλίψεις από τις άγριες ανεξερεύνητες περιοχές του νου…

«Ξέρεις τον Ρομπέν των Δασών,  Χακ;» ρώτησε ο Τομ.

«Όχι. Ποιος είναι ο Ρομπέν  των Δασών;»

«Να, ήταν ένας από τους σπουδαιότερους άνδρες που έζησαν ποτέ στην Αγγλία – κι από τους καλύτερους. Ήταν κλέφτης.»

«Ωραίος! Μακάρι να ’μουνα  κι εγώ. Και ποιούς έκλεβε;»

«Μόνο άρχοντες κι επισκόπους  και πλούσιους και βασιλιάδες. Αλλά ποτέ του δεν πείραζε  τους φτωχούς. Τους αγαπούσε. Και  πάντα μοιραζόταν δίκαια μαζί  τους τα πλούτη».

«Καλά, πρέπει να ήταν πολύ  καλόψυχος ο τύπος.»

«Αν ήτανε λέει; Σίγουρα, Χακ.  Α, ήταν ο πιο ευγενικός άντρας  που πέρασε ποτέ. Τέτοιοι άντρες  δεν υπάρχουν πια, στο λέω  εγώ. Εμείς, όμως, θα παίξουμε  τον Ρομπέν των Δασών, έχει  τρομερή πλάκα. Θα σου δείξω.»

«Έγινε.»

Κι έτσι έπαιξαν τον Ρομπέν  των Δασών το απόγευμα, κι έριχναν  πού και πού ματιές γεμάτες  λαχτάρα κατά το στοιχειωμένο  σπίτι κι έκαναν κάποιο σχόλιο  σχετικά με τα σχέδιά τους  της επόμενης μέρας εκεί.

«Το έχετε αντιληφθεί;» είπε καθώς έφευγαν ο Κιμ. «Είμαστε η σκιά μιας σκιάς. Αυτοί, οι συνωμότες του σπιτιού της Χήρας, αν πράγματι υπάρχει τέτοια συνωμοσία, είναι μια σκιά, χωρίς σαφή χαρακτηριστικά, χωρίς ξεκάθαρους σκοπούς, τουλάχιστον απ’ όσο ξέρουμε, κι εμείς που τους ακολουθούμε πότε-πότε, λίγο στα κουτουρού, σαν παιδιά που ’χουν χαθεί παίζοντας και παθαίνουν όλο ατυχήματα, είμαστε η σκιά αυτής της σκιάς. Το έχετε αντιληφθεί;»

Παίζαμε τους ληστές πότε-πότε, για κάνα μήνα, κι έπειτα παραιτήθηκα. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι. Δεν είχαμε ληστέψει κανέναν, δεν είχαμε σκοτώσει κανέναν, μόνο παίζαμε τους ληστές. Πεταγόμασταν μέσα απ’ τα δέντρα και χιμούσαμε σε οδηγούς κοπαδιών και σε γυναίκες με κάρα που μετέφεραν λαχανικά στην αγορά, αλλά ποτέ δεν τους ληστεύαμε πραγματικά. Ο Τομ Σόγερ αποκαλούσε τα γουρούνια «ράβδους χρυσού» και τα γογγύλια και τα άλλα λαχανικά «κοσμήματα», και πηγαίναμε στη σπηλιά για να συζητήσουμε σχετικά με αυτά που είχαμε κάνει και με το πόσους είχαμε σκοτώσει και σημαδέψει. Μα δεν έβλεπα κανένα όφελος στην υπόθεση.

Μια φορά ο Τομ έστειλε ένα  αγόρι να τρέχει γύρω-γύρω στην  πόλη με ένα φλεγόμενο κλαδί, το «σύνθημα» όπως το ονόμαζε (ήταν το σημάδι ότι έπρεπε να μαζευτεί η συμμορία), και μετά είπε ότι κατάσκοποί του είχαν φέρει μυστικά νέα, ότι την επόμενη μέρα ένα ολόκληρο καραβάνι με Ισπανούς εμπόρους και πλούσιους Άραβες θα κατασκήνωνε στο Κέιβ Χόλοου με διακόσιους ελέφαντες και εξακόσιες καμήλες και πάνω από χίλια πολεμικά μουλάρια, όλα φορτωμένα με διαμάντια, και είχαν μόνο τετρακόσιους στρατιώτες να τους φυλάνε, οπότε θα ενεδρεύαμε, όπως το έλεγε, θα τους σκοτώναμε όλους και θα αρπάζαμε τα λάφυρα. Είπε ότι έπρεπε να ακονίσουμε τα σπαθιά και τα όπλα μας και να ετοιμαστούμε. Δεν μπορούσε να κλέψει ούτε από κάρο με γογγύλια αλλά όλα τα σπαθιά και τα όπλα έπρεπε να γυαλίζουν για την επίθεση· αν και ήταν μόνο σανίδες και σκουπόξυλα, κι έτσι θα παρέμεναν ακόμα κι αν τα γυάλιζες μέχρι να σαπίσεις.

Δεν πίστευα ότι μπορούσαμε  να τα βάλουμε με τόσους Σπανιόλους και Άραβες αλλά ήθελα να δω τις καμήλες και τους ελέφαντες, κι έτσι παρουσιάστηκα την επόμενη μέρα, το Σάββατο, στην ενέδρα. Κι όταν ακούσαμε το σύνθημα (Και ο Σατανάς είπε: «Εμπρός, ας πάμε να βρούμε τον αρχαίο εχθρό στα ψηλά του παλάτια.» Και οδήγησε μέσα από τις ουράνιες πεδιάδες την αναρίθμητη στρατιά των αγγέλων, μεταφέρων επί των βραχιόνων αυτού τας δέλτους του νόμου, κεχαραγμένας εις την γλώσσαν των παρανόμων…) χιμήξαμε μέσα απ’ το δάσος και τρέξαμε κάτω στο λόφο. Γεροδεμένοι νέοι αρπάζουν πέτρες. Γιουχαητά και σφυρίγματα εκτοξεύονται από τη μάζα των διαδηλωτών. Αυτόματα όπλα σηκώνονται. Αυτό ήταν…

Ο γιατρός Ρενάρ ήταν ένας  στητός καστανομάλλης, κλασικός  τύπος της αθόρυβης αλλά δραστήριας  τάξης των ελεύθερων επαγγελματιών,  που η Γαλλία είχε διατηρήσει  ακόμα πιο τέλεια απ’ την  Αγγλία. Όταν του εξήγησαν την υπόθεση γέλασε με τον πανικό του Μαρκησίου και με ακέραιο γαλλικό σκεπτικισμό απεφάνθη ότι, λογικά, δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα για Αναρχική Επανάσταση. «Η Αναρχία,» είπε, «είναι παιδαριώδης».

«Κι αυτό;» φώναξε ο συνταγματάρχης  και έδειξε με το δάχτυλο πίσω απ’ την πλάτη των άλλων. «Κι αυτό εκεί παιδαριώδες είναι;»

Γύρισαν όλοι και είδαν μια  καμπύλη από μαύρο ιππικό να  κατηφορίζει ορμητικά απ’ την  κορφή του λόφου μ’ όλη τη  βιαιότητα ορδής του Αττίλα. Παρ’  ότι όμως κάλπαζαν με μεγάλη ταχύτητα, εξακολουθούσαν να βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο τόσο που οι μαύρες μάσκες της πρώτης σειράς φάνταζαν σαν μια ενιαία γραμμή…

Ακολουθεί ο παραδοσιακός τονισμός της έκστασης της καταστροφής: νεανίες τσόγλανοι ροκενρολάδες ξεχύνονται στις λεωφόρους των εθνών. Ορμάνε μέσα στο Λούβρο και πετάνε βιτριόλι στο μούτρο της Μόνα Λίζα· ανοίγουν τις πόρτες των ζωολογικών κήπων, των τρελάδικων, των φυλακών, σπάνε με κομπρεσέρ τους κεντρικούς αγωγούς της ύδρευσης, τσακίζουν τα δάπεδα κάτω από τουαλέτες αεροπλάνων, πυροβολούν τους φάρους, λιμάρουν τα συρματόσχοινα των ασανσέρ αφήνοντας ένα-δυο συρματάκια μόνο, διοχετεύουν τους αγωγούς λυμάτων στο δίκτυο του πόσιμου νερού, ρίχνουν σκυλόψαρα και δηλητηριώδη σελάχια, χέλια ηλεκτρικά και καντιρού μέσα σε πισίνες, ντυμένοι με κουστούμια ναυτικά πάνε και ρίχνουν το Queen Mary πρόσω ολοταχώς πάνω στην προβλήτα του λιμανιού της Νέας Υόρκης, σαμποτάρουν αεροπλάνα και λεωφορεία, ορμάνε στα νοσοκομεία με άσπρες μπλούζες κραδαίνοντας πριόνια, τσεκούρια και νυστέρια μήκους ενός μέτρου· οδηγούν κοπάδια γουρουνιών που γρούζουν ασταμάτητα μέσα στην Μπόρσα, χέζουν στα πατώματα των Ηνωμένων Εθνών και κωλοσφουγγίζονται με χάρτες συνθηκών, συμφωνιών, συμμαχιών…

Με αεροπλάνα, αυτοκίνητα, άλογα,  καμήλες, ελέφαντες, τρακτέρ, ποδήλατα κι οδοστρωτήρες, με τα πόδια, με σκι, πάνω σε έλκηθρα, με πατερίτσες ή με πόγκο οι τουρίστες κατακλύζουν τα σύνορα, απαιτώντας με αγέρωχο ύφος εξουσίας να τους δοθεί άσυλο για να γλιτώσουν από τις «ακατονόμαστες συνθήκες που επικρατούν στον παλαιό κόσμο», το Εμπορικό Επιμελητήριο του κάκου να πασχίζει να ανακόψει τη ροή της πλημμυρίδας ανακοινώνοντας: «Παρακαλούμε όπως διατηρήσετε την ψυχραιμία σας. Δεν είναι παρά ολίγοι σαλεμένοι που έχουν καταφέρει να το σκάσουν από το τρελάδικο…»

Μέσα σε λίγες ώρες έχει επικρατήσει απόλυτα η φρίκη, μέσα σε λίγες μέρες τίποτα πια δεν έχει όνομα: οι μελλοθάνατοι υπαγορεύουν της διαθήκες τους από τα παράθυρα, οι άρρωστοι νομίζουν ότι έχουν καταληφθεί από δαίμονες, συμμετέχουν σε φανταστικούς χορούς κι ύστερα ανοίγουν μόνοι τους τις κοιλιές τους με κουζινομάχαιρα, οι λεπροί κατάδικοι πετούν τους πεθαμένους από τα μπαλκόνια κι ύστερα σέρνουν τα πτώματα στους δρόμους με γάντζους· δεν γίνεται πια διάκριση ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς, θάβουν όλους εκείνους που δεν σαλεύουν πια, μαζί μ’ αυτούς που σαλεύουν ακόμα λίγο· στους μαζικούς τάφους η γη ανεβοκατεβαίνει σαν ν’ αναπνέει, οι λιτανείες εκφυλίζονται σε όργια, οι λειτουργίες σε αισχρά καρναβάλια, κανένας δεν  γνωρίζει πια κανέναν, οι άνθρωποι το μόνο που θέλουν είναι να κάνουν έρωτα σαν τα κουνέλια, πριν να ψοφήσουν σαν τα ποντίκια· σ’ όλες τις γωνίες μελλοθάνατοι σέρνονται, αφρίζουν, ουρλιάζουν, στριγκλίζουν από ηδονή ή πόνο, οι λύκοι κατεβαίνουν τη νύχτα στους δρόμους, χώνονται στα σπίτια κι αρπάζουν τα νεογέννητα, οι ανώτατοι κληρικοί μετατρέπονται σε γουρούνια, οι πτωχοί τω πνεύματι σε άγιους, οι άρρωστοι δαγκώνουν το λιθόστρωτο, ξεριζώνουν τα μαλλιά τους, γκρεμίζονται στα πηγάδια, σπάνε τα κεφάλια τους στους τοίχους, συνουσιάζονται σε κάθε σημείο, αλληλοσκοτώνονται για το τίποτε, επικίνδυνοι τρελοί γυρίζουν στους δρόμους, τσαρλατάνοι πλουτίζουν πουλώντας φάρμακα ώσπου να ψοφήσουν και οι ίδιοι, οι άνθρωποι ξεθάβουν αρχαίους ξεχασμένους θεούς, προσεύχονται στην Σελήνη, ικετεύουν την Μαύρη Παρθένο στην εκκλησία της Αγίας Μαγδαληνής, κλειδαμπαρώνονται στα σπίτια τους και ράβουν τα ίδια τους τα σάβανα, οι χωριάτες σκοτώνουν με τα δικράνια όσους προσπαθούν να ξεφύγουν από την πόλη, τα νεκροταφεία είναι γεμάτα, τα εξομολογητήρια μυρίζουν σπέρμα, κάποιοι μανιακοί εντοιχίζονται ζωντανοί, δεν υπάρχουν πια ούτε νόμοι ούτε κανόνες, οι άνθρωποι δεν θέλουν να πεθάνουν και επειδή ξέρουν πως θα πεθάνουν, δεν θέλουν να πεθάνουν μόνοι…

Ένα απόσπασμα πιθηκοπαθών σαλτάρει  ουρλιάζοντας από κλαδί σε  κλαδί κι από εκεί σε μπαλκόνια και σε πολυελαίους, χέζοντας στη διαδρομή και κατουρώντας τους διαβάτες· άτομα σε κατάσταση αμόκ καλπάζουν παίρνοντας κεφάλια, πρόσωπα γλυκά κι απόμακρα σφραγισμένα με το μισοχαμόγελο του ονείρου· πολίτες με αρτιφανή σημάδια Μπανγκ-ουτότ χουφτώνουν γερά τα πέη τους και ζητούν βοήθεια απ’ τους τουρίστες· Άραβες διαδηλωτές με ουρλιαχτά κι αλαλαγμούς ευνουχίζουν, ξεκοιλιάζουν, λούζουν με βενζίνη και βάζουν φωτιά· αγόρια τυλιγμένα με εντόσθια λικνίζονται και κάνουν στριπτίζ, γυναίκες παραγεμίζουν το μουνί τους με κομμένα γεννητικά όργανα, το τρίβουν επιδεικτικά, το κουνάνε και το χώνουν στον άντρα που διαλέγουν· φανατισμένοι θρησκόληπτοι αγορεύουν με στόμφο στο πλήθος από ελικόπτερα και τους πετάνε κατακέφαλα πέτρινες πλάκες λαξεμένες με μηνύματα που δεν βγάζουν νόημα· Άνθρωποι-Λεοπαρδάλεις με σιδερένια νύχια κομματιάζουν ανθρώπους, βήχοντας και γρυλίζοντας· μυημένοι στην Κανιβαλική Εταιρεία των Κουακιούτλ κόβουν με τα δόντια τους μύτες κι αυτιά (Σε κάποιες τουαλέτες υπήρχε μια διαφήμιση της KEK, μαζί μ’ έναν αριθμό ταχυδρομικής θυρίδας και μια ταχυδρομική σάλπιγγα. Μια φορά το μήνα διάλεγαν κάποιο θύμα από τους αθώους, τους ενάρετους, τους κοινωνικά αφομοιωμένους και προσαρμοσμένους, τον χρησιμοποιούσαν σεξουαλικά, και τον θυσίαζαν. H Γουέντυ δεν κράτησε τον αριθμό…)

Ορισμένοι πλούσιοι απομονώνονται στα παλάτια τους: μέσα στ’ αρώματά τους, κοιτάζουν κάτω στο δρόμο τους λεπρούς που τσακώνονται για τα ρούχα των νεκρών και, ξαφνικά, σωριάζονται κι οι ίδιοι με τη μύτη μέσα στα πλούσια εδέσματά τους, κεραυνοβολημένοι από την αρρώστια· ενώ η μάχη μαίνεται στους δρόμους έξω από το παλάτι, ο Πασκουάλε είναι κλειδωμένος στο αριστοκρατικό του θερμοκήπιο, έχοντας ένα όργιο· στο πανηγύρι παίρνει μέρος κι ένας άγριος μαύρος πίθηκος, φερμένος από ένα πρόσφατο ταξίδι στην Ινδία· φυσικά είναι κάποιος μεταμφιεσμένος σε πίθηκο, ο οποίος μ’ ένα σινιάλο πηδάει από έναν πολυέλαιο πάνω στον Πασκουάλε, την ίδια στιγμή καθώς μισή ντουζίνα άντρες, παριστάνοντας τις γυναίκες, που μέχρι εκείνη την ώρα περιφέρονταν ντυμένοι σαν χορεύτριες, ορμάνε κι αυτοί στον σφετεριστή απ’ όλες τις μεριές της σκηνής· για δέκα λεπτά περίπου το εκδικητικό τσούρμο αρχίζει να πετσοκόβει, να στραγγαλίζει, να δηλητηριάζει, να τσαλαπατά, να τυφλώνει και άλλα τέτοια τον Πασκουάλε, ενώ αυτός περιγράφει λεπτομερώς αυτά που του συμβαίνουν για τη διασκέδασή μας· τελικά πεθαίνει μέσα σε φοβερούς πόνους, καθώς κάποιος Τζενάρο, εντελώς ασήμαντος, μπαίνει θριαμβευτικά και ανακηρύσσει τον εαυτό του προσωρινό ηγέτη του κράτους έως ότου βρεθεί ο νόμιμος Δούκας, ο Νίκολο…

(Ήταν σαν να διάβαζες για τη Γαλλία και τους Γάλλους στην αείμνηστη και ευλογημένη επανάσταση, που έσβησε χίλια χρόνια τέτοιας αθλιότητας με ένα σαρωτικό κύμα αίματος – ένα: ο διακανονισμός αυτού του παμπάλαιου χρέους με αναλογία μια σταγόνα αίμα για κάθε βαρέλι αίμα που είχαν απομυζήσει με αργά βασανιστήρια από το λαό μέσα στους δέκα αιώνες λαθών και ντροπής και δυστυχίας που όμοιά τους μόνο στην Κόλαση βρίσκεις. Υπήρξαν δύο «Βασιλείες του Τρόμου», αν μπορείτε να θυμηθείτε. Η μία επεξεργάστηκε το φόνο εν βρασμώ, η άλλη το φόνο εν ψυχρώ. Η μία κράτησε λίγους μήνες, η άλλη χίλια χρόνια. Η μια έριξε το θάνατο πάνω σε δέκα χιλιάδες άτομα, η άλλη πάνω από εκατό εκατομμύρια.)

Μέσα στο χάος και την καταστροφή  της φλεγόμενης και λεηλατημένης  πόλης, μέσα σε δρόμους γεμάτους νεκρούς και ετοιμοθάνατους, παιδιά του δρόμου χορεύουν και χοροπηδούν σαν αμέριμνα χαρούμενα πνεύματα, πολλά απ’ αυτά με αποκριάτικες μάσκες στα πρόσωπά τους· ένα αγόρι με κοστούμι σκελετού σωριάζεται δίπλα σ’ ένα κοκαλωμένο πτώμα μιμούμενο με γκροτέσκο τρόπο τη στάση του: «είσαι ψόφιος και βρωμάς·» πετάγεται όρθιο και απομακρύνεται με χοροπηδητά· χοροπηδούν γύρω από έναν ετοιμοθάνατο αστυνομικό και μιμούνται τον επιθανάτιο ρόγχο του: «σήκω πάνω ντε να σταματήσεις τον καβγά!» Αρπάζουν το καπέλο και το σήμα του, και κυνηγούν το ένα τ’ άλλο· «σταματήστε εν ονόματι του νόμου,» φωνάζουν κοροϊδευτικά…

Στους δρόμους έχουν ρίξει  στρατιές ολόκληρες από αγόρια  που συντηρούν τις φλόγες του ενθουσιασμού· και αυτοί οι νεαροί ταραχοποιοί θα περιποιηθούν αργότερα κάθε εξυπνάκια πολίτη που θα δοκιμάσει να πάρει πίσω την ιδιοκτησία του και να ξαναχτίσει· τ’ αγόρια περιλούζουν με βρισιές τους επισκέπτες: «πιάνω τη σύφιλη γκαμώντας κωλοτρυπίδα σου·» σκαρφαλώνουν στους τοίχους των σπιτιών σαν πίθηκοι, μπανίζουν από τα παράθυρα, λιθοβολούν τους περαστικούς από τη στέγη, ουρούν και αυνανίζονται στα μπαλκόνια…

Καθώς ο ήλιος ανεβαίνει, η  πλατεία μοιάζει μ’ ένα Χόλιγουντ σ’ έξαλλη κατάσταση· Ρωμαίοι λεγεωνάριοι υπό τον Κόιντο Κούρτιο μάχονται με γαλλικά σώματα ασφαλείας· Βίκινγκ και πειρατές χτυπιούνται με σταυροφόρους και έφιππους Τεξανούς αστυνομικούς· πιστολάδες από παλιά γουέστερν μονομαχούν με τους Black and Tans και την Ειδική Αστυνομία της Κένυας· οι ελέφαντες του Αννίβα επιτίθενται σ’ ένα τρένο γεμάτο πεζοναύτες του 1920 που πάνε να προστατεύσουν τα συμφέροντα της United Fruit Co· πολεμικές κραυγές και τραγούδια αντηχούν από παντού· πεόνες με μασέτες αποκεφαλίζουν μπουλούκια που βγήκαν για λυντσάρισμα· πολεμικές κραυγές και τραγούδια αντηχούν μαζί με γρυλίσματα και μουγκρητά, πολεμικές ιαχές, γκάιντες, η μπόχα από άλογα, τσίλι και σκόρδο· οι άνδρες του Πάντσο Βίλα καταρρίπτουν ένα ελικόπτερο από την Επιχείρηση Αναχαίτιση· μια στρατιά από Κινέζους σερβιτόρους που κραδαίνουν μπαλτάδες ορμάει από ένα κινέζικο μαγέρικο με παραπλανητική πρόσοψη, ουρλιάζοντας: «Γλαμιέστε! Γλαμιέστε! Γλαμιέστε!» Πέφτουν πάνω σε μπάτσους της δίωξης ναρκωτικών και μαφιόζους και τους κάνουν κιμά· δηλητηριασμένα βελάκια από ινδιάνικα φυσοκάλαμα ξεπαστρεύουν μια συγκέντρωση της Κου Κλουξ Κλαν· σερίφηδες απ’ το Νότο που χαίρονται να σκοτώνουν αράπηδες κομματιάζονται από γυμνούς έφιππους Σκύθες…

Ο Τομ βρίσκεται στο επίκεντρο  της μάχης, αλλάζοντας κοστούμι κάθε λίγα λεπτά· τώρα οδηγεί ένα απόσπασμα από νεαρούς Μαλαίσιους σε κατάσταση αμόκ με κρις στα χέρια ενάντια στη Σαβάκ του Σάχη· αμέσως μετά, καβάλα σ’ ένα ψηλό μαύρο άλογο και φορώντας μεσαιωνική πανοπλία, καλπάζει στους δρόμους του Μίντλταουν σουβλίζοντας με το κοντάρι του θεοφοβούμενες γυναίκες και σερίφηδες· μετά γίνεται ένας πιστολάς με 44άρι διπλής κίνησης φτιαγμένο κατά παραγγελία που οδηγεί την Άγρια Συμμορία για να διαλύσουν ένα auto-da-fé στη Λίμα· τώρα πηδάει στο κατάστρωμα ενός ισπανικού πολεμικού πλοίου με γιαταγάνι και πιστόλι με ακτίνες λέιζερ· σφαίρες πολυβόλων, δηλητηριασμένα βελάκια, ακόντια, βέλη, μπούμερανγκ, μπόλος, μαχαίρια σκοποβολής, πέτρες· ρουκέτες σφυρίζουν στον αέρα, έντονη μυρωδιά από αγριόχορτα και στεγνή ζέστη από παλιά γουέστερν…

Οι επαναστάτες έχουν μεγάλες  απώλειες, μα αναπτύσσονται και συνεχίζουν την έφοδο· έχουν γίνει αποβάσεις σ’ όλο το μήκος του ποταμού και ο παλαιός κόσμος έχει περικυκλωθεί από σαστισμένα στρατεύματα δίχως σχέδιο επίθεσης…

Τα Αγόρια-Κύκλωπες μπαίνουν σε δράση· τα όντα αυτά έχουν ένα μάτι στο κέντρο του μετώπου· μπορούν να ενεργοποιήσουν το τσάκρα του θανάτου στο σβέρκο τους μέχρι να εκτοξευτεί από το τρίτο μάτι μια ακτίνα λέιζερ, που διαπερνά πέτρες και μέταλλα, προσπαθώντας να εντοπίσει τα ηλεκτρονικά κέντρα ελέγχου της πόλης…

Καντράν οργάνων διαλύονται, αποθήκες πυρομαχικών ανατινάζονται· το πλήθος ξεχύνεται ουρλιάζοντας μέσα από τα τείχη, που έχουν τώρα γκρεμιστεί σε πολλά σημεία…

Ένα άρμα που παριστάνει μια  ισπανική γαλέρα κυλάει αργά  και μεγαλόπρεπα στο πάτωμα του γυμναστηρίου· στο κατάστρωμα, βλέπουμε την Ιερά Εξέταση με πασσάλους και γκαρότες, τους Κονκισταδόρες, τους πατρόν και τους κυβερνήτες, αξιωματούχους και γραφειοκράτες, και τα σύγχρονα ισοδύναμά τους, machos και politicos που κατεβάζουν ουίσκι Old Parr και κραδαίνουν 45άρια με μαργαριταρένιες λαβές· αστυνομικοί της Υπηρεσίας Μετανάστευσης με μαύρα γυαλιά…

Στα παρασκήνια, μια φωνή βρυχιέται:

Τέρμα τ’ αστεία, γαμιόληδες… Σε θέσεις μάχης.

Ο Στήβεν και οι δίδυμοι βρίσκονται στον πυργίσκο βολής κάνοντας υπολογισμούς, μετρώντας την απόσταση…

-Μέτρα: είκοσι μία χιλιάδες…  Σκόπευση καθ’ ύψος: μηδέν κόμμα  έξι…

Η γαλέρα είναι ακριβώς πάνω στο σταυρό της διόπτρας· ο Χακ γίνεται κατακόκκινος καθώς πατάει το κουμπί πυροδότησης· η γαλέρα τινάζεται στον αέρα και βυθίζεται σε μια θάλασσα-σκηνικό…

ΚΙΜ: Ah non, par exemple! Διανοητικό παραλήρημα! Εγώ τα θέλω όλα ή τίποτα. Non serviam!

Η ΜΗΤΕΡΑ: (Σφίγγει τα χέρια και βογκάει απελπισμένα.) Ω, Ιερή Καρδιά του Ιησού, σπλαχνίσου τον. Σώσε τον από την Κόλαση, Θεία Ιερή Καρδιά!

ΚΙΜ: Όχι, όχι, όχι! Όσοι κι αν είστε, λοιπόν, προσπαθήστε να με δαμάσετε. Όλους θα σας κανονίσω. Η πάλη για τη ζωή είναι ο νόμος της ύπαρξης, αλλά οι σύγχρονοι φιλειρηνιστές, ιδίως ο τσάρος και ο βασιλιάς της Αγγλίας, έχουν επινοήσει τη διαιτησία. (Χτυπάει το μέτωπό του.) Αλλά εδώ μέσα είναι γραμμένο ότι εγώ πρέπει να σκοτώσω τον ιερέα και τον βασιλιά.

ΚΑΛΑΜΠΡΕΣ: (Στους στρατιώτες, μαλακά.) Δεν ξέρει τί λέει. Έχει πιει λίγο παραπάνω απ’ όσο μπορεί ν’ αντέξει. Αψέντι, το πρασινομάτικο τέρας. Τον ξέρω. Είναι κύριος, ποιητής. Μην του δίνετε σημασία.  (Στον Κιμ.) Πάμε σπίτι. Θα έχεις φασαρίες.

ΚΙΜ: (Ασταθής.) Δεν μπορώ να το αποφύγω. Προσβάλλει τη νοημοσύνη μου.

Η ΜΗΤΕΡΑ: (Μέσα στον επιθανάτιο ρόγχο της.) Για δική μου χάρη, Κύριε, σπλαχνίσου τον Κιμ. Ανέκφραστη στάθηκε η αγωνία μου όταν εσύ ξεψυχούσες από αγάπη, πόνο και θλίψη πάνω στο Γολγοθά.

ΚΙΜ: Nothung!

(Κραδαίνει ψηλά με τα δυο του χέρια το μπαστούνι του και θρυμματίζει τον πολυέλαιο· η στερνή χλωμή φλόγα του χρόνου αναπηδά και στο σκοτάδι που επακολουθεί το διάστημα γκρεμίζεται συθέμελα, θρυμματισμένα γυαλιά και κατεδαφισμένος τοίχος…)

«Τελείωσε;» ρωτά ο Στήβεν.

«Δεν το νομίζω,» απαντά ο Τομ. «Βλέπετε αυτό που βλέπω;»

Η γη τραντάζεται· ο Κθούλου αναδύεται από τα Βάθη ανεμίζοντας καλτσοδέτες σημαδεμένες από λευκούς λεκέδες και μετοχές, ομόλογα και νομίσματα όλων των εθνών, εταιρειών και συμβουλίων· κυβερνήσεις ανατρέπονται σαν κορίνες του μπόουλινγκ· (θα βρεθούμε όλοι μαζί στο πανηγύρι, / θα ’ναι όλη η παλιά μας συντροφιά…) το χρηματιστήριο καταρρέει· ανώνυμες αναρχικές ορδές σαρώνουν τους δρόμους φωνάζοντας «ψηλά τα χέρια, γαμιόληδες!» την ώρα που εκτελούν τραπεζίτες προέδρους εταιρειών δικηγόρους πολιτικούς σπιτονοικοκύρηδες ιερείς ραβίνους υπουργούς παίκτριες του γκολφ και οποιονδήποτε φορούσε καθαρό λευκό πουκάμισο· (…και θα πιούμε από το ίδιο το ποτήρι / και την πιο πικρή γουλιά…)
όργια ξεσπούν σε κοινοβούλια, κογκρέσα, αντικερί, μπουτίκ, γραφεία επιχειρήσεων, χασάπικα, μοναστήρια, βαγόνια του τραμ, νοσοκομεία, αλογάκια του λούνα παρκ, πανεπιστήμια, ακαδημίες, εργαστήρια, αρτοποιεία, καθεδρικούς, δικηγορικά γραφεία, εργοστάσια· τεράστιοι βάναυσοι φαλλοί μπήγονται σε μουνιά, κωλοτρυπίδες, στόματα χυμωδών ηθοποιών, γερο-παραλημένων χήρων, έξοχων φιλοσόφων, βασιλιάδων, επισκόπων, αγοριών, κοριτσιών, στρατιωτών, ηγουμένων, τραπεζιτών, κλαψιάρηδων ποιητών· μουνιά γαμιούνται, ρουφιούνται, μασιούνται, γλείφονται, φιλιούνται· (ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ ένα χίπη / ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά…)
η βασίλισσα Βικτώρια βιάζεται ομαδικά από 358 πολεμιστές Βατούσι· παράφρονες αφοδεύουν σε τοίχους, σιντριβάνια, μπολ κοκτέιλ, σε δρόμους και κατώφλια· σαλιωμένα αγροτόπαιδα που κραδαίνουν πλακάτ με το σύνθημα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΚΤΗΝΟΒΑΣΙΑ ορμούν σε καταστήματα ζώων για να σοδομίσουν σκυλιά, γατιά, μαϊμούδες, πουλιά, ταραντούλες· ο Αντρέ Μπρετόν περιφέρεται στο Παρίσι πυροβολώντας περαστικούς στην τύχη· ο τελευταίος δικηγόρος στραγγαλίζεται με τα εντόσθια του τελευταίου πολιτικού· ο Πάπας εμφανίζεται σε κατάσταση παραληρήματος στο μπαλκόνι που βλέπει στην πλατεία του αγίου Πέτρου ψέλνοντας ακατάληπτα ενόσω αυτοσοδομίζεται με ένα δονητή τριάντα εκατοστών της εταιρείας Γιοκοχάμα Δερμάτινα Είδη & Αξεσουάρ Σεξ· νοικοκυρές δολοφονούν τους συζύγους τους και τρέχουν στις αποθήκες να το κάνουν με τράγους ενώ ουρλιάζουν Ιώ Παν Ιώ Παν Ο Τράγος με τα Χίλια Μικρά! (…ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη / και η παρθένα με τον Σατανά…) μηδενιστές επιτίθενται σε άσυλα ανιάτων με αυτόματα όπλα, δολοφονούν το προσωπικό και απελευθερώνουν τους ασθενείς προκειμένου να κυκλοφορούν ελεύθεροι στους δρόμους και να βάζουν φωτιά σε γραφεία ψυχιάτρων· ποιητές της πρωτοπορίας καταλαμβάνουν τις εφημερίδες και δημοσιεύουν περίεργους, ανησυχητικούς τίτλους: Μήπως είναι Ένα Νέο Ηλεκτρομαγνητικό Φαινόμενο ή Πεθαίνει η Καρδιά και το Μυαλό της Ευρώπης; Μόνο οι Παράφρονες είναι Απόλυτα Ελεύθεροι· Οι Άνθρωποι των Άστρων Επιστρέφουν Όμως Εγώ Έχασα τη Μία και Μοναδική μου Αγάπη· Πού είναι ο Θεός Τώρα που Τον Χρειαζόμαστε; Την επόμενη μέρα οι γυναίκες οργανώνονται και ολοκληρώνουν τη σφαγή.

Και ο ουρανός μετατράπηκε στο σώμα της Νουίτ, μαύρος, όμορφος, η μητέρα των άστρων: και όλα άλλαξαν σε μια στιγμή, με το παίξιμο των ματιών…

…μα δεν υπήρχαν Σπανιόλοι και Άραβες, δεν υπήρχαν καμήλες ούτε ελέφαντες. Ήταν μόνο ένα πικ-νικ του κατηχητικού, και μάλιστα τάξης του δημοτικού. Τα κάναμε όλα λίμπα και κυνηγήσαμε τα παιδιά στην κοιλάδα· αλλά τα μοναδικά μας λάφυρα ήταν κάτι ντόνατς με μαρμελάδα, αν και ο Στήβεν βρήκε μια πάνινη κούκλα και ο Τζο Χάρπερ ένα βιβλίο με ύμνους και ένα θρησκευτικό φυλλάδιο· μετά έκανε έφοδο η δασκάλα και μας υποχρέωσε να τ’ αφήσουμε όλα και να κόψουμε λάσπη.

Δεν είδα πουθενά διαμάντια και το είπα στον Τομ Σόγερ. Εκείνος είπε ότι υπήρχαν ολόκληρα φορτία, κι ότι υπήρχαν και Άραβες και ελέφαντες και ένα σωρό πράγματα. «Τότε γιατί δεν μπορούσαμε να τα δούμε;» τον ρώτησα. Είπε ότι, αν δεν ήμουν τόσο άσχετος και είχα διαβάσει ένα βιβλίο που λέγεται Δον Κιχώτης, θα το ήξερα χωρίς να ρωτήσω. Είπε ότι όλα γίνονταν με μαγεία. Είπε ότι εκεί υπήρχαν εκατοντάδες στρατιώτες και ελέφαντες και θησαυροί και τα λοιπά, αλλά είχαμε εχθρούς που ήταν μάγοι και είχαν μεταμορφώσει το όλο πράγμα σε κατηχητικό για νήπια, από καθαρή μοχθηρία. Απάντησα ότι, αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε εμείς έπρεπε να κυνηγήσουμε τους μάγους. Ο Τομ Σόγερ με αποκάλεσε κουφιοκέφαλο.

Οι διαφωνίες πάνω σ’ αυτό  το θέμα ήταν πολλές. Φιλόσοφοι,  μαθηματικοί, γιατροί, θεολόγοι, φυσικοί, μεταφυσικοί, θεόσοφοι, ακαδημαϊκοί και γκαραζιέρηδες  έγραψαν πάνω σ’ αυτό το  ζήτημα ένα μεγάλο αριθμό θέσεων, παραθέσεων, αντιθέσεων και συνθέσεων. Στο τραίνο που πήγαινε από τη Χάβρη στο Παρίσι διάβασα τρεις μπροσούρες που μελετούσαν το θέμα.

Το σκέφτηκα για δύο-τρεις μέρες,  και τελικά έκρινα ότι όλα  αυτά ήταν απλά άλλο ένα  ψέμα του Τομ Σόγερ. Μάλλον  εκείνος πίστευε στους Άραβες και στους ελέφαντες αλλά, αν με ρωτήσετε, εγώ σκέφτομαι διαφορετικά. Το πράγμα είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός κατηχητικού.

Ξεχωρίζεις όμως ένα σύντροφο από έναν παλιοκερατά.

Τα παιδιά φόρεσαν τα ρούχα τους, έκρυψαν τα σύνεργά τους κι έφυγαν θλιμμένοι γιατί δεν υπήρχαν πια παράνομοι, κι αναρωτιόντουσαν τί είχε να προσφέρει ο μοντέρνος πολιτισμός σε αντιστάθμισμα για την απώλειά τους. Είπαν πως καλύτερα να ήταν ένα χρόνο παράνομοι στο Δάσος του Σέργουντ, παρά να γίνονταν Πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών για όλη τους τη ζωή…

V

Για δύο ατέλειωτες εβδομάδες ο Τομ κειτόταν αιχμάλωτος, αποκομμένος από τον κόσμο και απ’ όσα συνέβαιναν σ’ αυτόν. Ήταν πολύ άρρωστος, δεν ένιωθε για τίποτα το παραμικρό ενδιαφέρον. Όταν στάθηκε ξανά στα πόδια του κι αξιώθηκε να περπατήσει αδύναμα στην πόλη, μια μελαγχολική αλλαγή είχε πέσει πάνω σε όλα τα πράγματα και τους ανθρώπους. Είχε συντελεστεί μια «ανάσταση» κι ο καθένας είχε «ξαναβρεί την πίστη του», όχι μόνο οι μεγάλοι, αλλά ακόμα και τα αγόρια και τα κορίτσια. Ο Τομ τριγυρνούσε, με την κρυφή ελπίδα να συναντήσει κάποιον θεόσταλτο αμαρτωλό, αλλά από παντού τα νέα ήταν απογοητευτικά. Βρήκε τον Στήβεν Ντένταλους να μελετάει τη Βίβλο και γύρισε απογοητευμένος τα μούτρα του σ’ αυτό το λυπηρό θέαμα. Αναζήτησε τον Κιμ Κάρσονς, που του τόνισε ότι η ιλαρά που μόλις είχε περάσει ήταν μια ευλογημένη θεία προειδοποίηση. Κάθε παιδί που συναντούσε πρόσθετε κι ένα λιθαράκι στη βαριά κατάθλιψή του. Κι όταν, στην απελπισία του, έτρεξε στο τέλος να βρει καταφύγιο στην αγκαλιά του Χάκλμπερι Φιν κι έγινε δεκτός με ένα εδάφιο από τη Βίβλο, ένιωσε την καρδιά του να ραγίζει. Έτρεξε κυνηγημένος στο σπίτι του και χώθηκε στο κρεβάτι του, πεισμένος πως μόνο εκείνος απ’ όλο το χωριό είχε χάσει κάθε ελπίδα να σώσει την ψυχή του, στους αιώνες των αιώνων…

Φυσικά τα παιδιά πήγαν στο σχολείο. Απ’ την πρώτη κιόλας εβδομάδα κατάλαβαν πόσο ανόητοι ήταν που δεν έμειναν στο νησί. Αλλά τώρα πια ήταν πολύ αργά. Γρήγορα όμως προσαρμόστηκαν και έγιναν κανονικοί σαν εσάς και σαν εμένα. Το λυπηρό μόνο είναι πως σιγά-σιγά ξέμαθαν να πετούν. Στην αρχή η Γουέντυ τους έδενε τα πόδια στα κάγκελα του κρεβατιού για να μην πετάξουν τη νύχτα και φύγουν. Και ένα από τα πιο αγαπημένα τους παιχνίδια την ημέρα ήταν να κάνουν δήθεν πως πέφτουν απ’ το λεωφορείο. Με τον καιρό όμως έπαψαν να τραβολογάνε τα σκοινιά που τους έδεναν στο κρεβάτι και ανακάλυψαν ότι έπεφταν και χτυπούσαν μ’ εκείνο το παιχνίδι στο λεωφορείο. Έφτασαν στο σημείο να μην μπορούν να κυνηγάνε τα καπέλα τους στον αέρα. Χρειάζονταν εξάσκηση, λέγανε. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι δεν μπορούσαν να πετάξουν γιατί δεν πίστευαν πια.

Τώρα όλα τα παιδιά είχαν μεγαλώσει και είχαν καταθέσει τα όπλα· γι’ αυτό και δεν αξίζει τον κόπο να πούμε πολλά γι’ αυτούς. Μπορείτε να δείτε τους διδύμους να πηγαίνουν στα γραφεία τους κρατώντας ένα χαρτοφύλακα και μια ομπρέλα. Ο Κιμ είναι μηχανοδηγός. Ο Στήβεν παντρεύτηκε μια Λαίδη κι έτσι έγινε Λόρδος. Τον βλέπετε αυτόν το δικαστή με την περούκα που βγαίνει απ’ την επιβλητική πόρτα; Αυτός κάποτε ήταν ο Τζο Χάρπερ. Και ο άντρας με το γένι που δεν ξέρει ούτε μια ιστορία να πει στα παιδιά του ήταν κάποτε ο Χόλντεν Κόλφιλντ. Γιατί όλοι οι Πράκτορες αυτομολούν κι όλοι οι Αντιστεκόμενοι στο τέλος ξεπουλιούνται

Η Γουέντυ παντρεύτηκε ντυμένη  στα άσπρα και μ’ ένα ροζ  πέπλο. Είναι παράξενο που δεν πέταξε ο Στήβεν μέσα στην εκκλησία να σταματήσει το γάμο.

Πέρασαν κι άλλα χρόνια και  η Γουέντυ απέκτησε μια κόρη. Την έλεγαν Τζέην και είχε  πάντα μια ερωτηματική έκφραση,  λες και ήθελε, απ’ τη στιγμή  που πάτησε το πόδι της στη Μεγάλη Στεριά, ν’ αρχίσει τις ερωτήσεις.

Μια φορά την εβδομάδα η  κουβερνάντα της Τζέην είχε  έξοδο, και έβαζε την Τζέην  για ύπνο η Γουέντυ. Ήταν  η ώρα των παραμυθιών. Η Τζέην  είχε ανακαλύψει ένα παιχνίδι: να σηκώνει το σεντόνι πάνω  απ’ το κεφάλι της μαμάς της και το δικό της και να γίνεται κάτι σαν σκηνή και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι να ψιθυρίζει:

«Τί βλέπουμε τώρα;»

«Δεν νομίζω ότι βλέπω τίποτα  απόψε,» έλεγε η Γουέντυ, έχοντας  την αίσθηση πως αν ήταν  η μητέρα της εδώ δεν θα  επέτρεπε άλλες συζητήσεις.

«Βλέπεις, βλέπεις,» έλεγε η Τζέην.  «Βλέπεις τότε που ήσουν κοριτσάκι.»

«Έχει περάσει πολύς καιρός  από τότε, χρυσό μου,» έλεγε  η Γουέντυ. «Ω Θεέ μου, πώς  πετάνε τα χρόνια!»

«Πετάνε όπως πετούσες κι εσύ  όταν ήσουν κοριτσάκι;» ρωτούσε  η παμπόνηρη μικρή.

«Όπως πετούσα εγώ! Να σου  πω κάτι, Τζέην, μερικές φορές  αναρωτιέμαι αν πράγματι πέταξα  ποτέ.»

«Πέταξες.»

«Α, ο καλός παλιός καιρός που  μπορούσα να πετάω!»

«Γιατί δεν μπορείς να πετάξεις  τώρα, μαμά;»

«Γιατί τώρα είμαι μεγάλη, αγάπη μου. Όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν, ξεχνούν τον τρόπο να πετούν.»

«Γιατί τον ξεχνούν;»

«Γιατί δεν είναι πια χαρούμενοι  και αθώοι και άκαρδοι. Μόνο  οι χαρούμενοι, αθώοι και άκαρδοι  μπορούν και πετούν.»

«Τι σημαίνει χαρούμενοι, αθώοι και άκαρδοι; Θα ’θελα να είμαι χαρούμενη, αθώα και άκαρδη!»

Τα πλούτη του Χακ Φιν και  το γεγονός ότι τώρα πια  βρισκόταν υπό την προστασία  της Χήρας, του άνοιξαν τις  πόρτες της καλής κοινωνίας  –ή μάλλον τον έσυραν, τον εκσφενδόνισαν  με το ζόρι στην καλή κοινωνία- και τα βάσανά του ήταν σχεδόν περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να αντέξει. Οι υπηρέτες της Χήρας τον φρόντιζαν και τον έπλεναν, τον χτένιζαν και τον βούρτσιζαν, και τον ξάπλωναν τα βράδια σε αντιπαθέστατα σεντόνια που δεν είχαν ούτε ένα λεκεδάκι, ούτε μια βρομιά πάνω τους, που θα μπορούσε να τη σφίξει στην καρδιά του και να την αναγνωρίσει σαν μια γνώριμη, φιλική παρουσία. Έπρεπε να τρώει με μαχαίρι και πιρούνι. Ήταν υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί πετσέτα, ποτήρι και πιάτο. Έπρεπε να διαβάζει τη Βίβλο του, να πηγαίνει στην εκκλησία. Έπρεπε να μιλάει τόσο καθαρά και καλά, που οι λέξεις είχαν χάσει κάθε γεύση στο στόμα του. Όπου κι αν έστρεφε το κεφάλι, τα εμπόδια και τα δεσμά του πολιτισμού τον έζωναν και τον έδεναν χειροπόδαρα.

Άντεξε με γενναιότητα τα βάσανά του τρεις ολάκερες εβδομάδες, ώσπου μια μέρα χάθηκε. Η Χήρα, απελπισμένη, τον αναζήτησε παντού επί σαράντα οκτώ ώρες. Ο κόσμος στενοχωρήθηκε πολύ. Έψαξαν παντού, χτένισαν ως και το ποτάμι μήπως έβρισκαν το πτώμα του.

Νωρίς το τρίτο πρωί, ο Τομ Σόγερ πήγε, σοφά, να ψάξει σε κάτι άδεια βαρέλια, πίσω από το εγκαταλειμμένο σφαγείο, και μέσα σ’ ένα από αυτά βρήκε τον φυγάδα. Ο Χακ είχε κοιμηθεί εκεί. Είχε μόλις πάρει το πρωινό του (κάτι κλεμμένα αποφάγια) και ήταν ξαπλωμένος, αναπαυτικά, με την πίπα του. Ήταν αχτένιστος, κατασκονισμένος, και στολισμένος με τα ίδια κουρελιασμένα ρούχα που του είχαν εξασφαλίσει τη γραφικότητά του εκείνες τις παλιές καλές μέρες που ήταν ελεύθερος κι ευτυχισμένος. Ο Τομ τον έβγαλε από το βαρέλι με το ζόρι, του είπε πόσα προβλήματα είχε δημιουργήσει, και τον πίεσε να γυρίσει σπίτι. Το πρόσωπο του Χακ είχε χάσει την ήρεμη ικανοποίηση και είχε πάρει μια έκφραση μελαγχολική. Είπε:

«Μη μιλάς έτσι, Τομ. Το δοκίμασα  και δεν δουλεύει το σύστημα.  Δεν δουλεύει, Τομ. Δεν είναι για μένα αυτά. Η Χήρα είναι καλή μαζί μου, και φιλική, δεν λέω, αλλά δεν αντέχω τον τρόπο που ζούνε, μωρέ. Με βάζει να σηκώνομαι κάθε πρωί την ίδια ώρα. Με βάζει να πλένομαι, κι ύστερα με χτενίζουνε μέχρι που ξεφωνίζω πια. Δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ στην ξυλαποθήκη. Πρέπει να φοράω εκείνα τα αναθεματισμένα ρούχα που μου φέρνουν ασφυξία, Τομ. Λες και δεν αφήνουν ούτε λίγο αέρα να περάσει ανάμεσά τους, ξέρω κι εγώ; Κι είναι τόσο αναθεματισμένα ωραία, που δεν μπορώ ούτε να κάτσω χάμω, ούτε να ξαπλώσω, ούτε και να κυλιστώ πουθενά. Δεν έχω γλιστρήσει κάτω από την πόρτα μιας αποθήκης εδώ και… – μου φαίνεται σα να ’χουν περάσει χρόνια. Πρέπει να πηγαίνω στην εκκλησία και ιδρώνω και ξιδρώνω – τα σιχαίνομαι κείνα τα ακαταλαβίστικα κηρύγματα. Δεν μπορώ να πιάσω μια μύγα, δεν μπορώ να μασήσω λίγο ταμπάκο. Πρέπει να φοράω παπούτσια όλη την Κυριακή. Η χήρα τρώει με το καμπανάκι. Πάει για ύπνο με το καμπανάκι. Σηκώνεται από το κρεβάτι με το καμπανάκι – όλα είναι τόσο αναθεματισμένα τακτικά, που δεν αντέχει κανείς.»

«Στάσου Χακ, όλοι έτσι ζούνε.»

«Τομ, δεν έχει σημασία. Εγώ  δεν είμαι σαν τους άλλους, και δεν το αντέχω. Ο ίδιος νόμος για το Λιοντάρι και το Βόδι είναι τυραννία. Είναι φριχτό να είσαι έτσι δεμένος χειροπόδαρα. Δεν ξέρεις τί μου έκαναν σ’ αυτή τη φυλακή; Με είχαν κλείσει στην απομόνωση με μια Βίβλο· τη χρησιμοποιούσα για να κάθομαι στο πέτρινο έδαφος· μόλις το πήραν είδηση τί έκανα, μου πήραν τη Βίβλο κι έφεραν ένα μικρό αντίτυπο τσέπης πολύ χοντρό. Δεν μπορούσα να καθίσω επάνω του κι έτσι διάβασα όλη τη Βίβλο και τις Διαθήκες. Χέ, χέ… Ξέρεις, είναι κάτι πράγματα αληθινά ενδιαφέροντα μέσα σ’ αυτή τη Βίβλο.

«Και το φαΐ, κι αυτό εύκολο είναι. Τί με νοιάζουν εμένα οι προμήθειες και τα ψώνια; Θέλω να ψαρέψω; Πρέπει να ρωτήσω· να κολυμπήσω; Να ρωτήσω – αλίμονό μου αν πρέπει να ρωτάω για να κάνω το παραμικρό. Ε, λοιπόν, τί ευχαρίστηση μπορεί να νιώσω άμα μιλάω πάντα ευγενικά; Αναγκάζομαι ν’ ανεβαίνω στη σοφίτα και να ξεφωνίζω λίγο, κάθε μέρα, έτσι, να νοστιμίσει λίγο το στόμα μου, αλλιώς θα πέθαινα, Τομ. Η Χήρα δεν μ’ αφήνει να καπνίσω. Δεν μ’ αφήνει να φωνάξω, δεν μ’ αφήνει να χασμουρηθώ, ή να τεντωθώ ή να ξυστώ μπροστά σε κόσμο.»

Και ύστερα, μ’ ένα ξέσπασμα  νεύρων και θυμού: «Και, μα την  πίστη μου, προσευχόταν όλη  μέρα! Δεν έχω ξαναδεί τέτοια γυναίκα! Έπρεπε να το σκάσω, Τομ – δεν γινόταν διαφορετικά. Κι έπειτα, σε λίγο ανοίγει το σχολείο και θα έπρεπε να πάω κι εκεί – ε, λοιπόν, δεν θα το άντεχα, Τομ. Και που ’σαι, Τομ, το να είσαι πλούσιος δεν είναι δα και τίποτα το τόσο σπουδαίο. Μονάχα έγνοιες κι άλλες έγνοιες, και ιδρώτας, που παρακαλάς να πεθάνεις, να ησυχάσεις.

«Τομ, στα νιάτα μου, όταν είχα συνήθειο να περνάω απ’ αυτή τη γωνιά του δρόμου και να βουτάω χρήματα απ’ το κιόσκι των εφημερίδων για να πηγαίνω να τρώω μοσχάρι ραγού, αυτός ο άγριος τύπος που βλέπεις όρθιο εκεί, άλλο δεν ονειρευόταν από φόνο, έβγαινε από ένα φοβερό καβγά για να ριχτεί σ’ έναν άλλο, θυμάμαι ακόμα και τις πληγές του, και τώρα, ύστερα από χρόνια και χρόνια που πέρασε καρφωμένος στη γωνιά του δρόμου και που τον μαλάκωσαν τελικά και τον εξάγνισαν φριχτά, να τον που έγινε απόλυτα γλυκός και πρόθυμος και υπομονετικός με όλους, έγινε ένα εξάρτημα της γωνιάς, βλέπεις πώς προχωράει ο κόσμος; Λοιπόν, τα ρούχα που βλέπεις με βολεύουνε, και το βαρέλι με βολεύει, και δεν πρόκειται πια να τα αποχωριστώ. Όχι, Τομ, δεν θέλω πλούτη, και δεν πρόκειται να ζήσω σ’ εκείνα τα καταραμένα σπίτια που σε πνίγουνε από παντού. Μ’ αρέσουν το δάσος, και το ποτάμι, και τα βαρέλια, και σ’ αυτά θα μείνω. Στα κομμάτια! Πάνω που βρήκαμε πιστόλια, βρήκαμε και σπηλιά, και ήταν όλα έτοιμα για τις ληστείες, ξεφυτρώνει αυτή η κουταμάρα και μας τα χαλάει όλα!»

Ο Τομ βρήκε την ευκαιρία  του:

«Άκου δω, Χακ, επειδή έγινα  πλούσιος δεν σημαίνει πως  θα εγκαταλείψω την ιδέα να  γίνω ληστής.»

«Τί μου λες τώρα; Μου λες αλήθεια, Τομ;»

«Όσο αλήθεια είναι ότι είμαι  εδώ, τούτη τη στιγμή. Όμως, Χακ,  δεν μπορούμε να σ’ αφήσουμε  να μπεις στη συμμορία, αν δεν  γίνεις αξιοσέβαστος.

«Τώρα, Χακ, τ’ αφήνουμε όλα πίσω μας και εγκαινιάζουμε μια νέα και άγνωστη φάση των πραγμάτων. Όλ’ αυτά τα χρόνια, τις φασαρίες και τ’ αφηνιάσματα – και τώρα αυτό! Γι’ αυτό μπορούμε άφοβα ν’ απομακρύνουμε κάθε άλλη σκέψη και απλώς να προχωρήσουμε μπροστά, με τα πρόσωπα προτεταμένα έτσι, βλέπεις, και να καταλάβουμε τον κόσμο…»

Ολόκληρος ο πληθυσμός μιας  πόλης εξαφανίζεται, άλλοι τους  αντικαθιστούν, μα κι αυτοί  είναι περαστικοί· πάνε κι  έρχονται. Σπίτια, σειρές σπιτιών,  δρόμοι, χιλιόμετρα από πεζοδρόμια, σωροί τούβλων, πέτρες. Αλλάζουν  χέρια. Πρώτα αυτός ο ιδιοκτήτης, ύστερα ο άλλος. Λένε ότι ο ιδιοκτήτης δεν πεθαίνει ποτέ. Κάποιος άλλος παίρνει τη θέση του, όταν εκείνος πάρει το μήνυμα για την αναχώρηση. Αγοράζουν πληρώνοντας χρυσάφι κι όμως το χρυσάφι παραμένει στα χέρια τους. Πρέπει να υπάρχει κάποιο κόλπο σ’ αυτή τη συναλλαγή. Κάτι που συσσωρεύτηκε μέσα στις πόλεις και ξεθώριασε μέσα στους αιώνες. Πυραμίδες στην άμμο. Χτισμένες με σκέτο ψωμί και κρεμμύδι. Οι σκλάβοι στο Σινικό Τείχος. Η Βαβυλώνα. Οι ογκόλιθοι που διασώθηκαν. Οι στρογγυλοί πύργοι. Απέμειναν σπασμένες πέτρες, προάστια που επεκτείνονται, πρόχειρες κατασκευές, σπίτια που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, χτισμένα με σκέτο αέρα. Καταφύγια της νύχτας.

Κανείς δεν είναι κάτι…

Επίλογος

Η ταινία τελειώνει με τον  εθνικό ύμνο παιγμένο απαλά  σ’ ελάσσονα τόνο… Η μηχανή δείχνει εικόνες νεκρών πόλεων τραβηγμένες από ψηλά ενώ παρεμβάλλονται αστραπιαία κοντινά πλάνα τραβηγμένα από δορυφόρο. Η κάμερα απομακρύνεται συνεχώς, η μουσική σβήνει σιγά-σιγά. Το τελευταίο πλάνο δείχνει τα στοιχειωμένα πρόσωπα των συνωμοτών με φόντο το φωτεινό άδειο ουρανό. Χαιρετάνε κουνώντας τα χέρια τους και χαμογελούν…

Όλαι αυταί αι συγκινητικαί  σκηναί, ακόμη και σήμερον, παραμένουν  οραταί επί του υφάσματος και  μας φαίνονται ακόμη ωραιότεραι  εξ αιτίας των θλίψεων, αίτινες  απετυπώθησαν επ’ αυτών, και εξ αιτίας της πλούσιας επιστρώσεως, ήν εναπέθεσεν ο χρόνος.

Αν όλα αυτά συνιστούν αμαρτίες  ή αρετές, αυτό θα μας το  πει την ημέρα της κρίσεως  ο γερο-Μπαρμπακανένας.-

Πηγές

Marcel Aymé, O τοιχο-διαπεραστής, ο νάνος και άλλες ιστορίες, μετάφραση Ντ. Βατικιώτης, εκδόσεις Αίολος, 1983

James M. Barrie, Πήτερ Παν, μετάφραση Π. Διαμαντοπούλου, εκδόσεις Ύψιλον, 1990

William Blake, Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης, μετάφραση Χ. Βλαβιανός, εκδόσεις Νεφέλη, 1997

Henri-Frédéric Blanc, Δαιμονομανία, μετάφραση Α. Βερυκοκάκη-Αρτέμη, εκδόσεις Γνώση, 1994

Henri-Frédéric Blanc, Τ’ αγρίμια παλεύουν στο λυκόφως, μετάφραση Μ. Καραβίτη, εκδόσεις Γνώση, 1992

William S. Burroughs, Γυμνό γεύμα, μετάφραση Γ. Γούτας, εκδόσεις Απόπειρα, 2003

William S. Burroughs, Ο απολυμαντής, μετάφραση Ν. Μπαλής, εκδόσεις Απόπειρα 1992

William S. Burroughs, Ο τόπος των νεκρών δρόμων, μετάφραση Ε. Καλλιφατίδη, εκδόσεις Απόπειρα, 1990

William S. Burroughs, Οι πόλεις της κόκκινης νύχτας, μετάφραση Ν. Ρέγκας-Δ. Κουμανιώτης, εκδόσεις Απόπειρα, 1987

G.K. Chesterton, Ο άνθρωπος που τον έλεγαν Πέμπτη, μετάφραση Κ. Ροντογιάννη, εκδόσεις Αστάρτη, 1989

Anatole France, Η ανταρσία των αγγέλων, μετάφραση Λ. Αβαγιανου, εκδόσεις Αστάρτη, 1994

James Joyce, Δουβλινέζοι, μετάφραση Μ. Αραβαντινού, εκδόσεις Ηριδανός, 1977

James Joyce, Οδυσσέας, μετάφραση Σ. Καψάσκης, εκδόσεις Κέδρος, 1990

Ομάρ  Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ, μετάφραση Π. Γνευτός, εκδόσεις Ερατώ, 1997

Jack Kerouac, Στο δρόμο, μετάφραση Δ. Νικολοπούλου, εκδόσεις Πλέθρον, 1996

Επιστολές του Σεργκέι Νετσάγεφ προς τη Ναταλί Χέρτσεν (27/3/1870, χωρίς ημερομηνία, χωρίς  ημερομηνία-ελήφθη 26/5/1870), περιοδικό Εποπτεία, 1979

Thomas Pynchon, Η συλλογή των 49 στο σφυρί, μετάφραση Δ.–Χ. Δημηρούλη, εκδόσεις Ύψιλον, 1986

Thomas Pynchon, Vineland, μετάφραση Α. Β. Βαχλιώτης, εκδόσεις Χατζηνικολή, 1996

Francisco de Quevedo, Όνειρα και λόγοι της αλήθειας, μετάφραση Ι. Κανσή, εκδόσεις Αίολος, 1994

Διονύσης  Σαββόπουλος, Βρώμικο ψωμί, L.P., Lyra, 1972

Διονύσης  Σαββόπουλος, Το περιβόλι του τρελλού, L.P., Lyra, 1969

Διονύσης  Σαββόπουλος, Φορτηγό, L.P., Lyra, 1966

J.D. Salinger, Ο φύλακας στη σίκαλη, μετάφραση Τζ. Μαστοράκη, εκδόσεις Επίκουρος, 1978

Paco Ignacio Taibo II, Η σκιά της σκιάς, μετάφραση Κ. Καψαμπελη, εκδόσεις Άγρα, 2006

Mark Twain, Ένας γιάνκης στην αυλή του Βασιλιά Αρθούρου, μετάφραση Μ. Σαχλή, εκδόσεις Οδηγητής, 1987

Mark Twain, Διηγήματα Β΄, μετάφραση Ρ. Χατχούτ, εκδόσεις Γράμματα, 1979

Mark Twain, Τομ Σόγερ, μεταφραση Α. Παπασταύρου, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 1996

Mark Twain, The Adventures of Huckleberry Finn, εκδόσεις Penguin, 1994

Robert A. Wilson, Οι μάσκες των πεφωτισμένων, μετάφραση Χ. Καψάλης, εκδόσεις Λιβάνη, 2006

Categories
Uncategorized

Για την αυτομείωση στην Ιταλία – Bruno Ramirez

Αυτομείωση τιμών: ο αγώνας της εργατικής τάξης ενάντια στην κρίση – Bruno Ramirez

Ακολουθει μια μετάφραση της ανάλυσης του Bruno Ramirez (για την επιθεώρηση ZeroWork) πάνω στην απάντηση της ιταλικής εργατικής τάξης στην οικονομική κρίση της δεκαετίας οτυ 1970, με ιδιαίτερη έμφαση στην “άρνηση να αποδεχτεί την αύξηση τιμών των βασικών προϊόντων”, ή αλλιώς “αυτομείωση”.

Με έναν πληθωρισμό άνω του 25%, ευρεία ανεργία και αυξανόμενη καταστολή, η κατάσταση της οικονομικής κρίσης στην Ιταλία είναι (1970) ενδεικτική του πόσο μακριά είναι πρόθυμο να τραβήξει τα πράγματα το κεφάλαιο, προκειμένου να επιτεθεί στις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης.

Ένα από τα ιδιαίτερα σημάδια της κρίσης αυτής -τόσο στην Ιταλία όσο και σε άλλα καπιταλιστικά κράτη- είναι ο βαθμός στον οποίο η ταξική σύγκρουση έχει διευρυνθεί, περιλαμβάνοντας άμεσα τον τομέα της κοινωνικής κατανάλωσης. Η δραματική αύξηση του κόστους ζωής έχει στην πραγματικότητα πυροδοτήση ένα κύμα αγώνων που ορίζονται από την ανάγκη της εργατικής τάξης να υπερασπιστεί τα οικονομικά της ωφέλη και να διασφαλίσει μια άνετη πρόσβαση στα βασικά αγαθά και υπηρεσίες όπως η διατροφή, η στέγαση, οικιακές συσκευές και μεταφορές. Δεν είναι σύμπτωσ που -ιδιαίτερα στην Ιταλία- η κυρίως κίνηση του κεφαλαίου σ αυτόν τον τομέα έρχεται μετά από έναν μακρύ κύκλο εργοστασιακών αγώνων οι οποίοι απέφεραν αξιοσημείωτα κέρδη στους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας. Δείχνει την συνοχή της καπιταλιστικής κοινωνίας -μια συνοχή που έχει αναγκαστεί σε άμυνα από την οργανωμένη αντίσταση μεγάλων κομματιών της εργατικής τάξης.

Η πρακτική της “αυτομείωσης” -δηλαδή της άρνησης πληρωμής των αυξημένων τιμών των αναγκαίων υπηρεσιών- είναι μια απάντηση που έχει προκύψει απ’ αυτό το πεδίο αγώνα. Ο χαρακτήρας του αγώνα αυτού εγείρει σημαντικά πολιτικά ζητήματα τόσο για το κεφάλαιο όσο και για την εργατική τάξη. Πως μπορεί ο αγώνας αυτός να διαμεσολαβηθεί και να τεθεί υπό έλεγχο; Σε ποιό βαθμό το βάρος του αγώνα πέφτει πρωταρχικά σε ένα κομμάτι της εργατικής τάξης -πχ στις νοικοκυρές-, ως κεντρικές πρωταγωνίστριες της κοινωνικής κατανάλωσης;

Η αυτομείωση

Η αυτομείωση δεν είναι ένα ολότελα νέο φαινόμενο στην Ιταλία. Για παράδειγμα, στην Magliana, μια από τις μεγαλύτερες εργατογειτονιές της Ρώμης, κάπου 2.000 οικογένειες εφάρμοζαν αυτομείωση στην πράξη εδω και δυο χρόνια, πληρώνοντας τα μισά από τα νοίκια τους. Κι αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση μεμονωμένο περιστατικό. Η καινοτομία της υπόθεσης είχε να κάνει με τον τρόπο που αυτή η πρακτική διαδόθηκε σε άλλους τομείς της βασικής κοινωνικής κατανάλωσης, όπως οι δημόσιες συγκοινωνίες, ο ηλεκτρισμός, και η οικιακή θέρμανση.

Αν το εξετάσουμε μαζί με παράλληλες πρακτικές που αναπτύχθηκαν -όπως η καταλήψεις στέγης και οι οργανωμένες μαζικές απαλλοτριώσεις τροφίμων από σουπερμάρκετ- αυτός ο αγώνας είναι πολύ περισσότερα από απλά μια αμυντική κίνηση. Είναι -όπως τον ονομάζουν ορισμένοι αγωνιστές- ένας αγώνας για την επανοικειοποίηση του κοινωνικού πλούτου που παράγει η εργατική τάξη χωρίς να πληρώνεται απ’ το κεφάλαιο.

Όταν μια Δευτέρα του Αυγούστου του 1974 εκατοντάδες εργάτες ανακάλυψαν πως το εισητήριο για το λεοφωρείο από το Piperolo ως το Torino είχε αυξηθεί κατά περίπου 30%, ελάχιστοι θα προέβλεπαν ότι ένα τέτοιο φαινομενικά ασήμαντο γεγονός θα γινόταν η αφορμή για ένα νέο κύμα αγώνων. Για τους εργάτες αυτούς, η αύξηση των εισητηρίων, που αποφάσισε η εταιρία των λεωφορείων στη διάρκεια των 2 εβδομάδων που ήταν κλειστή για το καλοκαίρι, τους φάνηκε σαν μια θρασύδειλη πρόκληση. Χρειάστηκαν μοναχά λίγες μέρες για να οργανώσουν μερικές δράσεις και να κινητοποιήσουν τους υπόλοιπους επιβάτες της γραμμής. Την επόμενη δευτέρα, το σχέδιο δράσης ήταν έτοιμο.  Εργάτες σήκωσαν ταμπλώ κοντά στον σταθμό λεωφορείων του Piperolo με πινακίδες που έγραφαν “Αρνηθείτε την αύξηση!” Όμως, το πιο σημαντικό ήταν ότι εξέδωσαν οι ίδιοι ένα “υποκατάστατο” εβδομαδιαίο εισητήριο, πουλώντας το στην μισή τιμή από το παλιό. Η εταιρία απάντησε σταματώντας τη λειτουργία της, κι έτσι εκατοντάδες εργάτες του Piperolo δεν πήγαν στη δουλειά, και συνέχισαν την κινητοποίησή τους. Το ίδιο απόγευμα έστειλαν μια επιτροπή στην τοπική διεύθυνση μεταφορών, ώστε να απαιτήσει την επαναφορά των παλιών τιμών, και μέχρι να γίνει κάτι τέτοιο, να γίνονται δεκτά τα “υποκατάστατα” εισητηρίων. Μετά από μερικές μέρες πίεσης, η διεύθυνση έδωσε εντολή για ακύρωση της αύξησης τιμών στα εισητήρια.

Η σπίθα είχε γίνει  πυρκαγιά. Μέσα σε λίγες μέρες, παρόμοια περιστατικά συνέβησαν σε όλη την βαριά βιομηχανοποιημένη ζώνη γύρω απ’ το Τορίνο. Στις 17 Σεπτέμβρη, η τοπικές αρχές εξέδωσαν νέες οδηγίες για τις τιμές των συγκοινωνιών για όλες τις 106 γραμμές που λειτουργούσαν στην περιοχή – οδηγίες που μείωναν ουσιαστικά τις αυξήσεις που είχαν ξεκινήσει ή πρότειναν οι εταιρίες.

Ο πρώτος γύρος αγώνων αυτομείωσης είχε ήδη αποφέρει καρπούς. Η πρακτική ωστόσο, διαδιδόταν γρήγορα σε άλλες περιοχές της Ιταλίας, προκαλώντας χάος στις δημοτικές και τοπικές αρχές αλλά και στις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες. Ως το τέλος του Σεπτέμβρη, τα μίντια καταδικάζαν με υστερία αυτό το ξέσπασμα “πολιτικής ανυπακοής” ενώ το κομμουνιστικό κόμμα νουθετούσε τους εργάτες ότι ο μόνος δρόμος αγώνα είναι η απεργία.

Ηλεκτρισμός

Το επόμενο λογικό βήμα για τους εργάτες ήταν να εφαρμόσουν αυτή την μορφή αγώνα και σε άλλους τομείς κοινωνικής κατανάλωσης. Ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος ήταν απ’ τα σημαντικότερα έξοδα ενός εργατικού νοικοκυριού, και στάθηκε το αντικείμενο της επόμενης στροφής του αγώνα. Δύσκολο να σκεφτεί κανείς μια περισσότερο εκκρηκτική πολιτικά επιλογή. Καταρχήν, στην Ιταλία η βιομηχανία ηλ. ενέργειας ήταν κρατική και εφάρμοζε τις τιμές της σε ολόκληρη την χώρα. Το κράτος λοιπόν έγινε ο άμεσος στόχος αυτού του αγώνα που η πιθανότητα γενίκευσής του μεταξύ της εργατικής τάξης ήταν τεράστια. Επιπλέον, το λαϊκό αίσθημα απέναντι στην υπό κρατικό έλεγχο Εταιρία Ηλεκτρισμού (ENEL) ήταν ιδιαίτερα αρνητικό εξαιτίας πρόσφατων αυξήσεων στους λογαριασμού σε μια περίοδο που η εταιρία είχε αποκαλυφθεί να εμπλέκεται σε σκάνδαλο υπόγειας χρηματοδότησης πολιτικών κομμάτων. Η πολιτική της ENEL να χορηγεί ρεύμα με μειωμένες τιμές στις βιομηχανίες ως μια μορφή στήριξης (περίπου 75% φθηνότερα απ’ ότι στα νοικοκυριά) επίσης εξόργιζε πολλούς, καθώς έμοιαζε με μια εντελώς προκλητική διακριση.

Η πρωτοβουλία ήρθε από τον βιομηχανικό βορά, το Τορίνο και το Μιλάνο. Η υποστήριξη -αρχικά- των τοπικών συνδικαλιστών αλλά και κάποιων συνδικαλιστικών οργάνων (όπως το Συμβούλιο Εργασίας του Τορίνο) ήταν πολύ χρήσιμη στη διευκόλυνση των κινητοποιήσεων των εργατών στα εργοστάσια. Έκανε εφικτή τη χρησιμοποίηση του οργανωτικού μηχανισμού των εργατικών συμβουλίων για τον σκοπό αυτό, ειδικά μετά την ανοιχτή συμπαράσταση των στελεχών των συμβουλίων, στον αγώνα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η κινητοποίηση περιλάμβανε το στήσιμο “επιτροπών αυτομείωσης” με καθήκον να συλλέγουν τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος των εργατών, συχνά με τη σφραγίδα του συνδικάτου. Οι εργάτες τότε έγραφαν από πάνω το νέο ποσό, συνήθως το 50% του λογαριασμού, και κατέθεταν τα χρήματα.

Επιτροπές Αυτομείωσης

Και αυτή η κινητοποίηση, δεν άρχιζε και τελείωνε στα εργοστάσια. Καθώς η πρακτική αυτή διαδιδόταν στην υπόλοιπη Ιταλία, επιτροπές αυτομείωσης άνθιζαν στις μητροπολιτικές συνοικείες, αλλά και σε μικρές αγροτικές πόλεις. Σε μερικές από τις μεγάλες πόλεις, το στήσιμο τέτοιων επιτροπών ήταν πιο εύκολο χάρη στην προηγούμενη εμπειρία των επιτροπών γειτονιάς, που είχαν μια μακρά παράδοση συλλογικών αγώνων. Οι περισσότερες από τις επιτροπές αυτές αποτελούνταν από εκπροσώπους, λίγους από κάθε τετράγωνο ή κάθε πολυκατοικία, με καθήκον να κινητοποιούν τους γείτονες, να συντονίζουν τις δράσεις των διαφόρων κτηρίων, και να επικοινωνούν με γειτονικές επιτροπές και εργοστάσια. Η υποστήριξη των εργαζομένων της ENEL που συχνά αρνούνταν να φέρουν εις πέρας τις εντολές της εταιρίας και να κόψουν το ρεύμα σε νοικοκυριά, ήταν επίσης ένας σημαντικός παράγοντας που συνεισέφερε στην επιτυχία του αγώνα. Μέσα από αυτόν τον συνδυασμό εργοστασιακών κινητοποιήσεων και κινητοποιήσεων στις γειτονιές, μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη δεκάδες χιλιάδες μειωμένοι λογαριασμοί είχαν γίνει δεκτοί σε κάθε μεγάλη ιταλική πόλη. Μονο στο Τορίνο, που είχε την πρωτοκαθεδρία του αγώνα αυτού, 140.000 λογαριασμοί είχαν μειωθεί.

Σε μεγάλο βαθμό, η πολιτική σημασία αυτού του κύματος αγώνων βρίσκεται στην εδαφική σύνδεση που ήταν δεδομένη για τα εργοστάσια και τις εργατογειτονιές. Ένας εργάτης απ’ την Νάπολη αναφέρει: “Στην Νάπολη, αποκομίσαμε τελευταία εμπειρίες αυτομείωσης στους λογαριασμούς του νερού, του αερίου, του ηλεκτρικού. Όλες τους όμως είχαν να κάνουν με  κάποιο συγκεκριμένο κτίριο ή κάποια γειτονιά, και μέχρι σήμερα δεν υπήρχε καμία σχέση με τα εργοστάσια ή τα συνδικάτα. Αλλά πλέον η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική και παρέχει μια σπουδαία πολιτική δυναμική” (Lotta Continua, 4 Οκτώβρη 1974, σελ. 2).

Εντατικοποίηση στη δουλειά στο σπίτι

Είναι ωστόσο στις γειτονιές που αυτή η κινητοποίηση θα έχει τα πιο σπουδαία αποτελέσματα, καθώς εκεί περιπλέκεται με άλλους αγώνες όπως των καταλήψεων και της αυτομείωσης στα νοίκια. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι συχνά οι βιομηχανικοί εργάτες ήταν η ξιφολόγχη των αγώνων, είναι τελικά στο επίπεδο του νοικοκυριού που πέφτει το βάρος ενός αγώνα. Εκεί είναι που οι άνθρωποι πρέπει να αντιμετωπίσουν τους υπεύθυνους της ENEL που θα έρθουν είτε για να πληρωθούν τους λογαριασμούς είτε για να κόψουν το ρεύμα. Και είναι εκεί που πρέπει να αντιμετωπίσουν την αστυνομία ή τις φασιστικές ομάδες που στέλνονται για να σπάσουν την κινητοποίηση. Είναι αυτή η διάσταση του αγώνα που έχει αναδείξει τον κύριο ρόλο των νοικοκυρών ως κεντρικές πρωταγωνίστριες. Ο ρόλος τους προκύπτει επίσης κι από άλλους παράγοντες. Αν υπάρχει ένα αντικείμενο παραγωγικής κατανάλωσης που βαραίνει αποκλειστικά την εργασία των νοικοκυρών, αυτό είναι ο ηλεκτρισμός. Η αύξηση της τιμής του ρεύματος έχει ώς αποτέλεσμα μια εντατικοποίηση επιβεβλημένη από το κράτος στις νοικοκυρές, καθώς τις εξαναγκάζει να κάνουν τον ίδιο κόπο σε οικιακές εργασίες (μαγείρεμα, πλύσιμο, σιδέρωμα, καθάρισμα κλπ) σε λιγότερο χρόνο, ή σε μια επέκταση της εργάσιμης μέρας του, καθώς θα έπρεπε να κάνουν περισσότερες δουλειές στο χέρι.

Είναι προφανές ότι η επίθση του κεφαλαίου στο επίπεδο της παραγωγικής κατανάλωσης προκύπτει από τη δυσκολία του να σταματήσει την αύξηση μισθών που κέρδισαν οι εργάτες στα εργοστάσια. Παρόλο που αυτή η επίθεση κατευθύνεται ενάντια στην εργατική τάξη ως σύνολο, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τον διαχωρισμό της εργασίας (εργασία στο εργοστάσιο ενάντια στην απλήρωτη εργασία στο σπίτι) πάνω στον οποίο πατάει ο καπιταλισμός, για να χτυπήσει ένα πιο αδύναμο κομμάτι της ταξης -στην περίπτωσή μας, εξαναγκάζοντας τις νοικοκυρές σε περισσότερη απλήρωτη εργασία. Το να αντιμετωπίζουμε τον ρόλο των νοικοκυρών σ’ αυτό το κύμα αγώνων αυτομείωσης ως απλά ένα ρόλο αλληλέγγυων στους βιομηχανικούς αγώνες θα συσκότιζε με αριστερίστικη ρητορική μιά πολύ σημαντική ταξική διαδικασία.

Ο ρόλος τους ως κεντρικές πρωταγωνίστριες μπορεί να γίνει κατανοητός από το γεγονός ότι οι υλικές συνθήκες της εργασίας είναι ο άμεσος στόχος της επίθεσης του κεφαλαίου, κι ως εκ τούτου, ο αγώνας της αυτομείωσης είναι ένας αγώνας ενάντια στην ένταση της εκμετάλλευσης συνολικά. Μόνο αφού διασαφηνιστεί αυτό το σημείο μπορεί κανείς να μιλάει για αλληλεγγύη.

Υπό το πρίσμα αυτό, ο αγώνας για μια ουσιαστική μείωση του κοινομικού κόστους της παραγωγικής κατανάλωσης μιας οικογένειας, είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την επιβίωση πολλών εργατικών νοικοκυριών. Κάτι τέτοιο ισχύει κατ’ εξοχήν στις περισσότερες μητροπολιτικές συνοικείες, όπως στης Ρώμης και της Νάπολης, όπου πολλοί άνθρωποι βγάζουν τα προς το ζην από περιθωριακές ενασχολήσεις (μικρεμπόριο, μαύρη αγορά, πορνεία κλπ). Το γεγονός ότι στις περισσότερες απ’ αυτές τις περιπτώσεις η μισθωτή σχέση μεταξύ κεφαλαίου και του αρσενικού “κουβαλητή” είναι είτε ανύπαρκτη είτε ιδιαίτερα ασταθής, έχει παράγει μια δυναμική που ξεφεύγει των διαμεσολαβητικών μηχανισμών των συνδικάτων. Αυτό εξηγεί γιατί σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι πρακτικές αυτομείωσης εφαρμόζονταν με έναν πολύ μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας, τόσο ως προς τον στόχο όσο και ως προς το περιεχόμενο, επιτρέποντας στις νοικοκυρές να πάρουν τα ηνία των αγώνων αυτών, σε ένα έδαφος που το ξέρουν καλύτερα από όλους. Είναι επίσης σημαντικό να σημειώσουμε, πως ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις το κύριο σύνθημα ήταν “αυτομείωση 50%” (η οδηγία που προωθούσαν οι συνδικαλιστές στις εργοστασιακές κινητοποιήσεις), στην περίπτωση αυτή κυριαρχούσε το “Ας πληρώσουμε όσα και τ’ αφεντικά” (δηλαδή όχι πάνω από 25%).

Εργοστάσιο/Γειτονιά

Η αντίθεση μεταξύ κινητοποιήσεων στα εργοστάσια και αυτών στις γειτονιές μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή όταν κανείς ρίξει μια ματιά στη στρατηγική που ακολούθησαν τα συνδικάτα προκειμένου να ελέγξουν και να καναλιζάρουν τους αγώνες αυτομείωσης -μια στρατηγική που θυμίζει τις εργοστασιακές απεργίες του 1969.

Το αρχικό ξέσπασμα των αγώνων αυτομείωσης και η χρησιμοποίηση των εργατικών συμβουλίων απ’ τους εργάτες (τα περισσότερα υπό των έλεγχο των συνδικάτων) ανάγκασε τα στελέχη των συνδικάτων να πάρουν θέση. Αναλόγως, σε πολλές μεγάλες εργατογειτονιές, το κομμουνιστικό κόμμα ήρθε αντιμέτωπο με μια κατάσταση πολλών μελών του να συμμετέχουν στους αγώνες αυτομείωσης και συχνά ακόμη και οι τοπικές οργανώσεις του να διευκολύνουν τις κινητοποιήσεις. Αλλά ενώ η ηγεσία του ΚΚΙ δεν άργησε να καταδικάσει αυτή την πρακτική, ονομάζοντάς την “διασπαστική” και “προβοκάτσια” λιγοστών εξωκοινοβουλευτικών ομάδων, η κατάσταση ήταν πολύ πιο σύνθετη για τις συνδικαλιστικές ηγεσίες.

Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο ρόλος που έπαιξαν στελέχη συνδικάτων -πολλά απ’ τα οποία ήταν μέλη μαρξιστικών οργανώσεων- ήταν πολύ χρήσιμος στο να κερδηθεί η υποστήριξη διαφόρων εργατικών οργάνων, ιδιαίτερα στο Τορίνο και το Μιλάνο. Αλλά, όσον αφορά πολλούς άλλους επίσημους συνδικαλιστές, το ξέσπασμα των αγώνων αυτομείωσης έγινε αντιληπτό μέσα στο πλαίσιο της αυξανόμενης δυσαρέσκειας μεταξύ των εργτών για τον παρεμποδιστικό ρόλο των συνδικάτων στην ανάπτυξη μιας ευρύτερης κινητοποίησης ενάντια στο υψηλό κόστος ζωής. Κάτι τέτοιο εκφράστηκε ξεκάθαρα από την γραμματεία του Εργατικού Συμβουλίου του Τορίνο: “…το διακύβευμα σήμερα είναι η σχέση μας με τον λαό, αυτό που τίθεται σε κρίση είναι η ικανότητά μας να χτίσουμε μια εναλλακτική. Αυτούς τους μήνες η εμπιστοσύνη στα συνδικάτα έπιασε πάτο. (προκειμένου να ξανακερδηθεί) δεν είναι αρκετό να ζητάμε 50.000 ή 100.000 λίρες για τους εργάτες, πρέπει αντίθετα να προτείνουμε μια εναλλακτική πολιτική λύση”. (L’ Espresso, 29 Σεπτέμβρη 1974, σελ 8).

Οταν αυτή η “εναλλακτικη λύση” άρχισε να κυλά, ήταν γι’ ακόμα μια φορά η παλιομοδίτικη πολιτική των συνδικάτων στην Ιταλία. Ενώ τα στελέχη χαμηλά στην ιεραρχία γενικά αναγκάζονταν να υποστηρίξουν το νέο κύμα αγωνιστικότητας -βρισκόμενοι άμεσα απέναντι στην νέα έκρηξη των αγώνων- η κεντρική ηγεσία κέρδιζε χρόνο, αποφεύγοντας να πάρει μια ξεκάθαρη θέση. Αυτή η στάση ήταν αποτέλεσμα σε μεγάλο μέρος της αναγκαιότητας να διατηρήσουν τις τρεμάμενες ισορροπίες μεταξύ των τριών πανεθνικών συνδικαλιστικών ομοσπονδιών, οι οποίες επανειλλημένα απειλήθηκαν από την “αδυναμία τους να ελέγξουν” την εργατική τάξη, και κατά συνέπεια, από την κατάσταση κρίσης στην οποία όλα τα πολιτικά κόμματα είχαν περιέλθει.

Οι κυβερνήσεις πέφτουνε

Αυτή η πολιτική του είδους “βλέποντας και κάνοντας” άρχισε να αποδίδει όταν η κυβέρνηση παραιτήθηκε στις αρχές του Οκτώβρη, ξεκινώντας μια μακροχρόνια κυβερνητική κρίση που κράτησε τουλάχιστον μέχρι το τέλος του μήνα. Η απουσία ενός σταθερού υπουργείου, την περίοδο που το κίνημα αυτομείωσης απλωνόταν ταχύτατα σε όλη τη χώρα, αναμφισβήτητα είχε ένα αντίκτυπο στην μεγέθυνση του νέου κύματος αγώνων. Επίσης, συνέβαλε στο να δωθεί στα συνδικάτα -τον μόνο θεσμό που θα μπορούσε ενδεχομένως να ελέγξει και να διαχειριστεί την κινητοποίηση- η αναγκαία ώθηση ώστε να επιρρεάσουν το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Η πολιτική συνταγή που κατέστησε την νέα κυβέρνηση Μόρο σε θέση να πάρει την εξουσία στα τέλη του Οκτώβρη είναι πολύ περίπλοκη για να αναπτυχθεί εδώ. Ένα βασικό στοιχείο της συνταγής αυτής πάντως, είναι η στήριξη που έλαβε από τα συνδικάτα, με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση του Μόρο θα δεσμευόταν σε μια εθνική επαναδιαπραγμάτευση του κόστους των συνθηκών ζωής και των μισθών. Μια ακόμα συνθήκη ήταν η αναθεώρηση των λογαριασμών ρεύματος. Από δω και πέρα, ο έλεγχος των αυτόνομων και ανένταχτων πάνω στην ανάπτυξη του κινήματος αυτομείωσης έπρεπε να σταματηθεί. Η λογική της ταξικής διαμεσολάβησης και η εντιμότητα των συνδικάτων απέναντι στην κυβέρνηση το απαιτούσαν.

Στη διάρκεια της μακράς περιόδου διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης και των τριών συνδικαλιστικών ομοσπονδιών -που οδήγησαν τελικά σε συμφωνία στα τέλη του Δεκέμβρη- η επιρροή της νέας πολιτικής των συνδικάτων απέναντι στο κίνημα αυτομείωσης έγινε φανερή στα εργοστάσια. Η μεγαλη πλειοψηφία των στελεχών των εργατικών συμβουλίων έδωσαν εντολή να σταματήσει κάθε κινητοποίηση. Αυτό σήμαινε ότι όποιοι εργάτες ήθελαν να συνεχίσουν θα έπρεπε να το κάνουν ερχόμενοι σε σύγκρουση με αυτά τα συνδικαλιστικά όργανα. Η αντιπαράθεση ήταν συχνά σκληρή, αποδεικνύοντας ότι τα συνδικάτα ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για το πρόσωπό τους απέναντι στην κυβέρνηση παρά απέναντι στους εργάτες. Στην αυτοκινητοβιομηχανία ALFA SUD κοντά στην Νάπολη για παράδειγμα, 2.500 αυτομειωμένοι λογαριασμοί έφτασαν το στόχο τους, προσπερνώντας το εργατικό συμβούλιο. Στη βιομηχανία ατσαλιού ITALSIDER, στο Bagnoli, αρκετά στελέχη εργατικών συμβουλίων, αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από τη θέση τους, λόγω εναντίωσης στην κινητοποίηση.

Πίσω στις γειτονιές

Παρά την μία ή την άλλη επιτυχία των αυτόνομων αγώνων βάσης σε ορισμένα εργοστάσια, ήταν σαφές ότι το κίνημα αυτομείωσης στα εργοστάσια είχε πληγεί σοβαρά από τη γραμμή των συνδικάτων. Σε μεγάλο βαθμό πάντως, η συνέχιση του αγώνα έμενε στις κινητοποιήσεις γειτονιάς, όπου η διαμεσολάβηση των συνδικάτων δεν λειτουργούσε, και η ανθεκτικότητα της αντίστασης στις άμεσες κατασταλτικές επιθέσεις του κράτους ήταν μεγαλύτερη.

Η νέα συμφωνία για ένα εθνικό πακέτο “COLA”, που περιλάμβανε ανατιμημένα τιμολόγια για οικιακή κατανάλωση ρεύματος, έδωσε μια σημαντική ώθηση στη διαδικασία ενσωμάτωσης των συνδικάτων στον καπιταλιστικό κρατικό μηχανισμό. Η επέκταση της διαπραγματευτικής λειτουργίας τους στον πολιτικά επισφαλή τομέα της βασικής κατανάλωσης, έκανε τα συνδικάτα έναν σημαντικό εταίρο στον καπιταλιστικό σχεδιασμό. Όχι μόνο συνδιαχειρίζονται τον καθορισμό των μισθών και τη διανομή τους, αλλά επίσης συναποφασίζουν για τον τρόπο με τον οποίο οι μισθοί θα χρησιμοποιούνται στο πεδίο της κοινωνικής κατανάλωσης.

Εκ των υστέρων, το πρόγραμμα δράσης των συνδικάτων είχε άλλες σημαντικές επιπλοκές στη δυναμική του αγώνα. Η εμπλοκή τους λειτούργησε ως διαχωριστική μεταξύ των αρχικών αυτόνομων συνδέσμων μεταξύ εργοστασίων και γειτονιών, κι έπειτα αποπειράθηκε να επιβάλλει ένα νέο σύνδεσμο “από τα πάνω” συνδιαχειριζόμενα μαζί με το κράτος τις νέες πολιτικές χρέωσης ρεύματος και την αποδοχή τους. Αυτό είναι ενδεικτικό της κεντρικής πολιτικής σημασίας των συνδικάτων στα πλαίσια της ιταλικής οικονομικής και πολιτικής κρίσης: είναι οι μόνοι θεσμοί που μπορούν να διαμεσολαβήσουν μεταξύ του εργάτη ως μισθωτού, και του εργάτη ως καταναλωτή αγαθών και υπηρεσιών, και ως συνέπεια, να συνεχίσουν να διασφαλίζουν την εκμετάλλευση των απλήρωτων εργατών -πρώτα απ’ όλα των νοικοκυρών.

Ένα κεφάλαιο κλείνει

Αυτή η συμφωνία, ωστόσο, απλά κλείνει ένα αλλο κεφάλαιο του αγώνα. Δεν θέτει το τέλος της πρακτικής της αυτομείωσης, που ιδιαίτερα στις γειτονιές, έχει συνεχίσει σχεδόν ανεπιρρέαστη από τις πολιτικές των συνδικάτων-της κυβέρνησης. Ούτε η κινητοποίηση στα εργοστάσια έχει έρθει σε ένα αμετάκλητο τέλος. Τους τελευταίους μήνες, στην πραγματικότητα υπήρξε μια αναγέννηση των αγώνων σε όλο και περισσότερα εργοστάσια. Μια κίνηση υποστήριξης των αγώνων αυτομείωσης στο ρεύμα εγκρίθηκε από μια ειδική συνέλευση 1.000 εργατικών αντιπροσώπων απ’ την περιοχή του Μιλάνο, αποδεικνύοντας το εύρος της εργατικής αντίστασης που τα συνδικάτα έχουν ακόμα να αντιμετωπίσουν. Εν μέρει, αυτή η νέα έκρηξη προέρχεται από την αντίδραση των εργατών στις νέες χρεώσεις για το ρεύμα, που εφαρμόστηκαν τον Γενάρη. Οι νέες τιμές βασίζονται σε ένα διαβαθμισμένο σύστημα, βάσει του επιπέδου κατανάλωσης του κάθε νοικοκυριού. Για παράδειγμα, για μια τυπική εργατική οικογένεια που καταναλώνει κατά μέσο όρο 450 κιλοβατώρες/τετραγωνικό, οι νέες τιμές έχουν αυξηθεί κατά 33%.

Αρκετοί νιώθουν ότι μια τέτοια άυξηση αξίζει απάντησης. Ιδιαίτερα τα εκατομμύρια νοικοκυρών για τις οποίες μια αναγκαστική μείωση στην κατανάλωση ηλεκτρισμού σημαίνει ότι όλες εκείνες οι δουλειές που γίνονταν κανονικά μέσω οικιακών συσκευών, θα τις κάνουν στο χέρι.

Αν η παρούσα πολιτική του ιταλικού καπιταλισμού είναι να μειώσει τα επίπεδα της κατανάλωσης προκειμένου να ανταποκριθεί στην τρέχουσα οικονομική κρίση, έχει γίνει σαφές σε πιο βαθμό το βάρος αυτής της κρίσης θα πέσει στις πλάτες των νοικοκυρών. Προκειμένου να ξεζουμίσει απ’ αυτές νέες ποσότητες απλήρωτης εργασίας, χωρίς σοβαρές πληθωριστικές συνέπειες. Η παρούσα ιταλική κρίση (δεκαετία ’70) έχει δείξει  με σπάνια διαύγεια τη σημασία του σπιτιού ως μονάδα παραγωγής, και των νοικοκυρών ως πρωταγωνιστριών του αγώνα ενάντια στον καπιταλιστικό σχεδιασμό σ’ αυτή τη σφαίρα.

Comunismo

(Ο Bruno Ramirez ήταν ένας από τους εκδότες του ZEROWORK -μαζί με τον John Zerzan, τον Harry Cleaver κ.α.-, τον καιρό που εκδόθηκε αυτό το άρθρο, τον Φλεβάρη του 1975)

Categories
Uncategorized

To καρναβάλι, μια αναρχική γιορτή – Ex Negativo

[κείμενο δημοσιευμένο στο δεύτερο τεύχος της “ασύμμετρης απειλής”]

κάπου στην Ελλάδα

«Το γέλιο είναι μια αντίδραση ενάντια στην αυστηρότητα. Γελούσαμε και κοροϊδεύαμε τα πάντα. Κοροϊδεύαμε τους εαυτούς μας, όπως κοροϊδεύαμε τους καλοχορτασμένους και τους ψευτοειρηνοποιούς. Παίρναμε το γέλιο μας στα σοβαρά. Το γέλιο ήταν η μόνη εγγύηση της σοβαρότητας με την οποία, στο ταξίδι μας προς την ανακάλυψη του εαυτού μας, εξασκούσαμε την αντιτέχνη» – Hans Richter

1

Το καρναβάλι την εποχή της φεουδαρχικής Δύσης, είχε ανατρεπτικό χαρακτήρα. Η μεγάλη του ακμή συμπέφτει με την ανάπτυξη των πόλεων, της αυτονομίας τους και της νεοσχηματισμένης αστικής τάξης, η οποία το χρησιμοποιεί στον πολιτιστικό της αγώνα εναντίον της φεουδαρχικής και εκκλησιαστικής ιδεολογίας. Το καρναβάλι είναι για την αστική τάξη ότι η επιστήμη, το θέατρο, ο τύπος: όπλα ενάντια στη φεουδαρχία. Με την εγκαθίδρυσή της, τα τρία τελευταία γίνονται εργαλεία για την διατήρηση της θέσης της και της αύξησης της δύναμής της, ενώ το καρναβάλι, απλά απονευρώνεται και χάνει την επαναστατικότητα και τη λαϊκότητά του. Ο κόσμος που συμμετέχει σ’ αυτό, πλέον είναι διαχωρισμένος από την οργάνωσή του, την οποία αναλαμβάνουν κρατικοί φορείς. Το μόνο που μένει ίδιο είναι η μεταμφίεση και η μέθη. Η επαναστατικότητα του καρναβαλιού, όμως, τελικά δεν εξαφανίστηκε. Δραπέτευσε και μεταμορφώθηκε! Αποκομμένη πια απ’ το καρναβάλι, η καρναβαλική επαναστατικότητα, μπόλιασε στις οδομαχίες και βρήκε έδαφος να επιβιώσει και να αναπτυχθεί.

2

Η ανανέωση της ζωής που γιορτάζεται στα καρναβάλια της υπαίθρου, δίνει τη θέση της στη γιορτή της επανοικειοποίησης της στις οδομαχίες. Το ανάμα της φωτιάς και το κάψιμο του ανδρείκελου, αντικαθίσταται από τον εμπρησμό εχθρικών προς τη ζωή στόχων. Οι αναπαραστάσεις της γενετήσιας πράξης, τα σκατολογικά τραγούδια και η αθυροστομία, αντικαθίστανται απ’ τις φαλλοκεντρικές χειρονομίες (την επίδειξη των γενετικών οργάνων προς τα όργανα της τάξης), τα σκατολογικά συνθήματα και την αθυροστομία. Η μεταμφίεση αντικαθίσταται με το «κουκούλωμα». Το κράτημα της μαγκούρας για ξυλοφόρτωμα, από το κράτημα του ροπάλου ή του λοστού για ξυλοφόρτωμα, σπάσιμο κλπ Η εκτόξευση αντικειμένων, απ’ την εκτόξευση πετρών. Ο θόρυβος των κουδουνιών από το θόρυβο της σπασμένης μολότοφ. Η κριτική και η αμφισβήτηση της εξουσίας στο καρναβάλι, αντικαθίσταται από την ευθεία επίθεση σ’ αυτήν.

Για τη λογική του καρναβαλιού, όπως και για τη λογική των οδομαχιών, καμιά αξία δεν είναι ιερή και ακλόνητη. Κανένα γεγονός δε θεωρείται αρκετά τραγικό, ιερό ή επίσημο για να μην μπορεί να γίνει αντικείμενο γελοιοποίησης και χλεύης. Και στις δύο περιπτώσεις ισχύει το «τίποτα δεν είναι ιερό, τα πάντα επιτρέπονται».
Το καρναβάλι, όπως και οι οδομαχίες, είναι πρόσκαιρη διακοπή του επίσημου συστήματος των απαγορεύσεων και των ιεραρχικών φραγμών. Είναι ένας ανάποδος κόσμος που κρατάει κάποιες μέρες, στην περίπτωση του καρναβαλιού, και κάποιες ώρες ή λεπτά, στην περίπτωση των οδομαχιών.

3

Το καρναβάλι, εκτός από «ανάποδος κόσμος», είναι κι ένας κόσμος που τα αντίθετα ενώνονται, όπως η ζωή κι ο θάνατος, τα γηρατειά κι η νιότη, το “πάνω” και το “κάτω”, η γυναίκα και ο άνδρας. Γεγονός που αποκρυσταλλώνεται σε διάφορες φιγούρες του καρναβαλιού, όπως οι αρλεκίνοι, που είναι μισοί άντρες και μισοί γυναίκες ή ο μασκαράς του σλοβένικου καρναβαλιού, που είναι γριά και νέος ταυτόχρονα. Οι οδομαχίες, επίσης, χαρακτηρίζονται από την ένωση των αντιθέτων: της κατάφασης και της άρνησης, της θέσης και της αντίθεσης, της άμυνας και της επίθεσης, της αγάπης για την ελευθερία και του κινδύνου για ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό της.

Ex Negativo
Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβρης 2007

[http://exnegativo.blogspot.com]


Categories
Uncategorized

Ένα πρότυπο σύγχρονου πολέμου: Μοζαμβίκη

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το κείμενο War, Globalisation and Reproduction της Silvia Federici

Το πώς ο πόλεμος, αρχικά, κι έπειτα η ανθρωπιστική βοήθεια επιστρατεύτηκαν προκειμένου να επαναποικειοποιήσουν μια χώρα, να την εντάξουν στην αγορά και να κάμψουν την αντίστασή της στην οικονομική και πολιτική εξάρτηση, φαίνεται περίτρανα στην περίπτωση της Μοζαμβίκης. Πράγματι, ο πόλεμος που διεξήγαγε η ReNaMo ή αλλιώς Εθνική Αντίσταση Μοζαμβίκης (ένα υποχείριο του κράτους του απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής και των ΗΠΑ) ενάντια στη χώρα αυτή για σχεδόν μια δεκαετία (1981-1990) περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία-κλειδιά ενός σύγχρονου πολέμου στην εποχή της παγκοσμιοποίησης:

1. Την καταστροφή της (ανα)παραγωγικής φυσικής και κοινωνικής υποδομής μιας χώρας, προκειμένου να προκληθεί μια κρίση αναπαραγωγής και να επιβληθούν οικονομικά και πολιτικά μέτρα επικυριαρχίας της. Κάτι τέτοιο πέτυχε η Renamo μέσω α) της συστηματικής χρήσης τρομοκρατίας ενάντια στον πληθυσμό (σφαγές, υποδουλώσεις, φρικιαστικοί ακρωτηριασμοί) που υποχρέωναν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη γη τους, και να μετατραπούν σε πρόσφυγες (πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου), β) την καταστροφή δρόμων, γεφυρών, νοσοκομείων, σχολείων και πάνω απ’ όλα, την καταστροφή των αγροτικών καλλιεργιών και υποδομών που παρείχαν τα βασικά μέσα ύπαρξη σε έναν πληθυσμό αγροτικό. (Η περίπτωση της Μοζαμβίκης δείχνει τη στρατηγική σημασία ενός “πολέμου χαμηλής ένατσης”, που ξεκινά με τη χρήση ναρκοπεδίων ως μέσο αποτροπής των ανθρώπων από το να πηγαίνουν στα χωράφια τους, και κατ’ επέκταση δημιουργώντας μια κατάσταση έλλειψης τροφίμων ώστε να απαιτείται εξωτερική βοήθεια).

2. Η χρήση της “ανθρωπιστικής βοήθειας” όσον αφορά τα τρόφιμα που μεταφέρθηκαν σε πρόσφυγες και θύματα της έλλειψης τροφής ώστε να εξασφαλιστεί ένας έλεγχος από την οικονομική σχέση, και να δημιουργηθεί μια μακροχρόνια εξάρτηση, και να υποβαθμιστεί η ικανότητα μιας χώρας να ελέγξει το οικονομικό και πολιτικό της μέλλον. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η βοήθεια σε τρόφιμα, είναι μια τεράστια ώθηση στις αγροτοβιομηχανίες των ΗΠΑ, που κερδίζουν απ’ αυτήν τα διπλά, πρώτον καθώς ανακουφίζονται από τα τεράστια υπερσυσσωρευμένα προϊόντα τους, κι έπειτα κερδίζοντας από την εξάρτηση της βοηθούμενης χώρας στην εισαγωγή τροφίμων.

3. Η μεταφορά του κέντρου λήψης αποφάσεων από το κράτος στους διεθνείς οργανισμούς και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Τόσο ευρεία ήταν η επίθεση στην “εθνική κυριαρχία” της Μοζαμβίκης, που από τη στιγμή που αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια, υποχρεώθηκε να αποδεχτεί ότι οι ΜΚΟ θα είχαν το ελεύθερο να διευθύνουν κατά τα γούστα τους τις επιχειρήσης ανακούφισης της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να κινούνται σε οποιοδήποτε κομμάτι της χώρας και να διανέμουν τρόφιμα απευθείας στον πληθυσμό, σε οποιοδήποτε μέρος της αρεσκείας τους. Όπως έδειξε ο Joseph Hanlon στο Mozambique: Who Calls the Shots? η κυβέρνηση δυσκολευόταν να καταγγείλει τις πολιτικές των ΜΚΟ, ακόμα και στην περίπτωση ακροδεξιών ΜΚΟ όπως η World Vision που χρησιμοποίησε τις διανομές βοήθειας για πολιτική και θρησκευτική προπαγάνδα της, ή  ΜΚΟ όπως η CARE που είναι ύποπτες για συνεργασία με τη CIA.

4. H επιβολή αδιανόητων ειρηνευτικών συνθηκών, όπως η “συμφιλίωση” και το μοίρασμα της εξουσίας με την Renamo (ο πιο “ασυμφιλίωτος” εχθρός τόσο της κυβέρνησης όσο και του λαού της Μοζαμβίκης, που ευθύνεται για πολλές βαρβαρότητες και για τη σφαγή πάνω από 1.000.000 ανθρώπων) δημιουργεί τη δυναμική για σταθεροποίηση της κατάστασης αποσταθεροποίησης. Αυτή η πολιτική “συμφιλίωσης” που πλέον επιβλήθηκε κυνικά και απόλυτα, από την Αιτή μέχρι την Νότια Αφρική ως “συνθήκη ειρήνης” -το πολιτικό ισοδύναμο της πρακτικής του να χρηματοδοτεί κανείς δυο κόμματα σε σύγκρουση μεταξύ τους- είναι η πιο ενδεικτική έκφραση της σύγχρονης στρατηγικής επαναποικειοποίησης, καθώς προλέγει ότι οι λαοί του τρίτου κόσμου δε θα έχουν ποτέ το δικαίωμα στην ειρήνη και στο να διαφυλάσσουν τους εαυτούς τους από αποδεδειγμένα εχθρούς τους. Επίσης σημαίνει ότι δεν έχει η κάθε χώρα τα ίδια δικαιώματα, μιας και οι ΗΠΑ ή οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ, ούτε θα διανοούνταν ποτέ να αποδεχτεί μια τέτοια συμφωνία.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ ΣΤΗ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ ΚΑΙ ΑΚΟΜΑ ΠΑΡΑΠΕΡΑ

Η περίπτωση της Μοζαμβίκης δεν είναι μοναδική. Όχι μόνο οι περισσότερες Αφρικανικές χώρες στην πράξη διευθύνονται από υπηρεσίες στηριζόμενες από τις ΗΠΑ και ΜΚΟ, η αλλεπάλληλη καταστροφή των υποδομών, η επιβολή μεταρρυθμίσεων υπέρ των αγορών, ο εξαναγκασμός σε συμφιλιώσεις με δολοφονικούς “ασυμφιλίωτους” εχθρούς, η αποσταθεροποίηση, μπορούν να βρεθούν σε διαφορετικούς βαθμούς και συνδυασμούς μεταξύ τους οπουδήποτε στην Αφρική σήμερα, σε τέτοιο βαθμό που αρκετές χώρες όπως η Αγκόλα ή το Σουδάν βρίσκονται σε μια μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, και η ύπαρξή τους ως πολιτικές οντότητες παίζεται.

Είναι μέσα από έναν συνδυασμό οικονομικών και στρατιωτικών εχθροπραξιών που η αντίσταση των αφρικανικών λαών ενάντια στην παγκοσμιοποίηση μέχρι τώρα βρίσκεται υπό έλεγχο, με τον ίδιο τρόπο που έγινε στην Κεντρική Αμερική (Ελ Σαλβαδόρ, Νικαράγουα, Γουατεμάλα, Παναμάς) όπου σε όλη τη δεκαετία του 1980 οι ΗΠΑ διήυθηναν τα πράγματα παρεμβαίνονταας ανοιχτά.

Η διαφορά είναι ότι στην Αφρική, το δικαίωμα των ΗΠΑ/ΟΗΕ να στείλουν στρατεύματα , σε γενικές γραμμές δικαιολογήθηκε στο όνομα των “ειρηνευτικών αποστολών”. Η “ειρηνευτική διαδικασία” και η “ανθρωπιστική παρέμβαση” πιθανώς επειδή υπό άλλες συνθήκες, μια εισβολή από πεζοναύτες (σαν αυτές που είδαμε στον Παναμά και τη Γρενάδα) ενδέχεται να μη γινόταν αποδεκτή διεθνώς. Τέτοιες παρεμβάσεις ωστόσο, που αποτελούν το σύγχρονο πρόσωπο της αποικιοκρατίας, δεν είναι αποκλειστικότητα της Αφρικής. Αυτή η αποικιοκρατία στοχεύει στον έλεγχο της πολιτικής και των αποθεμάτων, παρά στο κέρδος σε κατοχή επί του εδάφους, ενώ με πολιτικούς όρους, είναι μια “φιλανθρωπική”, “ανθρωπιστική”, ευέλικτη αποικιοκρατία που στοχεύει στην “κυριαρχία” μάλλον παρά στην κυβέρνηση, καθώς το δεύτερο εμπεριέχει μια δέσμευση σε κάποιο θεσμικό οικοδόμημα και μια οικονομική οργάνωση, ενώ ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός των ελεύθερων επιχειρήσεων επιχειρεί να διατηρεί την ελευθερία να ορίζει πάντα ο ίδιος το θεσμικό στάτους, την μορφή της οικονομίας και τις τοποθεσίες που ταιριάζουν περισσότερο στις ανάγκες του. Ωστόσο, όμως και η αποικιοκρατία των παλιών, στρατιωτών κι εμπόρων δεν είναι κάτι ολότελα ξεπερασμένο, όπως αποδεικνύει αυτός ο γάμος ανθρωπιστικής βοήθειας και στρατιωτικής παρέμβασης που εκδηλώνεται σήμερα.

Ποιά είναι η σημασία αυτής της εκδοχής για το αντιπολεμικό κίνημα, και την αξίωση αυτού του άρθρου ότι ο πόλεμος εξακολουθεί να βρίσκεται πάντα στην παγκόσμια ατζέντα;

Πρώτον, ότι μπορούμε να περιμένουμε την κατάσταση που έχει αναπτυχθεί στην Αφρική με την ανάμειξη οικονομικού και στρατιωτικού πολέμου και την αλληλουχία προσαρμογής των κοινωνικών δομών – μια συγκρουσιακή παρέμβαση να αναπαραχθεί ξανά και ξανά μέσα στα επόμενα χρόνια σε όλον τον τρίτο κόσμο. Μπορούμε επίσης να περιμένουμε να δούμε περισσότερους πολέμους να αναπτύσσονται στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, καθώς οι θεσμοί και οι δυνάμεις που ωθούν τη διαδικασία παγκοσμιοποίησης βρίσκουν την κρατικοποιημένη βιομηχανία και άλλα απομεινάρια του σοσιαλισμού εξ ίσου παρεμποδιστικά για την “ελεύθερη οικονομία” όσο και ο αφρικανικός κομμουναλισμός.

Με την έννοια αυτή, ο πόλεμος του ΝΑΤΟ ενάντια στη Γιουγκοσλαβία είναι πιθανό να αποτελεί το πρώτο παράδειγμα (μετά απ’ αυτό της Βοσνίας) του τί μέλλει γεννέσθαι, καθώς το τέλος του κρατικού-σοσιαλισμού αντικαθίσταται από την απελευθέρωση των αγορών, η πορεία του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά παρέχει το αναγκαίο “πλαίσιο ασφαλείας”. Είναι τόσο στενή η σχέση μεταξύ της “ανθρωπιστικής βοήθειας” του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία και την Αφρική, που οι ανθρωπιστικές ομάδες -το πεζικό της σύγχρονης πολεμικής μηχανής- μεταφέρθηκαν στο Κοσοβο από την Αφρική, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τη σχετική αξία της ζωής των αφρικανών και των ευρωπέων στα μάτια των διεθνών οργανώσεων, μετρημένων από την ποσότητα των προμηθειών που παρείχαν στους πρόσφυγες.

Θα έπρεπε επίσης να δούμε ότι η κατάσταση που είμαστε αντιμέτωπη είναι πολύ διαφορετική από τον ιμπεριαλισμό του ύστερου 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Γιατί οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εκείνων των ημερών ήταν καθηλωμένες και υπέυθυνες για συγκεκριμένα και συμφωνημένα εδαφικά, κοινωνικά και πολιτικά οικοδομήματα.  Έτσι, σ εκείνη την ιμπεριαλιστική εποχή του ποταμόπλοιου με τα μυδράλια, που θα μπορούσε να σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους από μακριά, το ποιός ήταν υπεύθυνος για σφαγές, πείνες και άλλες μορφές μαζικής εξόντωσης ήταν κάτι που πάντοτε θα μπορούσε να βρεθεί. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι ήταν ο βασιλιάς Λεοπόλδος του Βελγίου που είχε προσωπικά την ευθύνη για το φόνο εκατομμυρίων ανθρώπων στο Κογκό. Αντιθέτως, σήμερα, εκατομμύρια αφρικανοί πεθαίνουν κάθε χρόνο ως συνέπεια αναλόγων επεμβάσεων, χωρίς κανείς να θεωρείται υπεύθυνος. Απ’ την άλλη, οι κοινωνικές αιτίες θανάτου στην Αφρική, γίνονται ολοένα και πιο αόρατες όμοια με το αδιόρατο χέρι της καπιταλιστικής αγοράς.

Τελικά, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να κινητοποιούμαστε απλά ενάντια στους βομβαρδισμούς, ή να απαιτούμε να σταματήσουν οι βομβαρδισμοί και να ονομάζουμε αυτό το πράγμα “ειρήνη”. Γνωρίζουμε από τα μεταπολεμικά γεγονότα στο Ιράκ ότι η καταστροφή της υποδομής μιας χώρας παράγει πολύ περισσότερους θανάτους απ’ ότι οι βόμβες μόνες τους. Αυτό που πρέπει να ξέρουμε είναι ότι ο θάνατος, η πείνα, η ασθένεια και η καταστροφή είναι καθημερινή πραγματικότητα για τους περισσότερους ανθρώπους του πλανήτη. Πιο σημαντικό ακόμα, οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις τέτοιου τύπου είναι το πιο διαδεδομένο πρόγραμμα στον τρίτο κόσμο σήμερα, αυτό που με όλες τις μορφές του (από την African Growth μέχρι την Opportunity Act), αντανακλα το σύγχρονο πρόσωπο του καπιταλισμού και της αποικιοκρατίας -τον πόλεμο. Έτσι, το πρόγραμμα του αντιπολεμικού κινήματος πρέπει να συμπεριλαμβάνει την καταστροφή της κοινωνικής υποδομής με κάθε μορφή, ανν σκοπεύουμε να δώσουμε ένα τέλος στον πόλεμο και το ιμπεριαλιστικό σχέδιο που πραγματώνει.

Categories
LibCom

Μικρή αναφορά στην Παρισινή Κομμούνα, 1871 – LibCom

Μια σύντομη ιστορία της πρώτης σοσιαλιστικής εξέγερσης της εργατικής τάξης. Οι εργάτες του Παρισιού, ενωμένοι με λιποτάκτες της Εθνικής Φρουράς, κατέλαβαν την πόλη και άρχισαν να αναδιοργανώνουν την κοινωνία βάσει των δικών τους συμφερόντων μέσα από εργατικά συμβούλια. Ωστόσο, δεν μπόρεσαν να αντέξουν την καταστολή καθώς ισχυρότερα στρατεύματα κατέκτησαν εκ νέου την πόλη σφαγιάζοντας 30.000 εργάτες σε μια αιμοσταγή εκδίκηση.

Η Κομμούνα του Παρισιού, αναφέρεται συχνά ως το πρώτο παράδειγμα που η εργατική τάξη παίρνει την εξουσία στα χέρια της. Για τον λόγο αυτή αποτελεί ήδη ένα αξιοσημείωτο γεγονός, ακόμα κι αν αγνοείται συχνά στην επίσημη γαλλική ιστορία. Στις 18 Μάη του 1871, μετά την ήττα της Γαλλίας από την Πρωσσία, στον Γαλλο-Πρωσσικό πόλεμο, η Γαλλική κυβέρνηση στέλνει στρατεύματα στο Παρίσι ώστε να διασφαλίσουν τα κανόνια της Παρισινής Εθνικής Φρουράς, πριν τα πάρει στα χέρια του ο λαός της πόλης. Προς δυσαρέσκεια της γαλλικής κυβέρνησης, ο λαός είχε ήδη στα χέρια του τα κανόνια και δεν φαινόταν πρόθυμος να τα εγκαταλείψει εύκολα. Οι στρατιώτες τότε αρνήθηκαν να στρέψουν τα όπλα τους ενάντια στον λαό, αντίθετα τα έστρεψαν προς τους αξιωματικούς τους.

Εκλογές προκηρύχθηκαν και οι κάτοικοι του Παρισιού εξέλεξαν ένα συμβούλιο αποτελούμενο κατά κύριο λόγο από Ιακωβίνους και Δημοκράτες (αν και μεταξύ τους ήταν ορισμένοι αναρχικοί και σοσιαλιστές επίσης). Το συμβούλιο ανακήρυξε το Παρίσι ανεξάρτητη Κομμούνα και πρότεινε ότι η Γαλλία θα έπρεπε να μετατραπεί σε μια συνομοσπονδία κομμουνών. Εντός της Κομμούνας, όλα τα εκλεγμένα μέλη του συμβουλίου ήταν άμεσα ανακλητά, ενώ πληρώνονταν με έναν μέσο μισθό και είχαν ίσα προνόμια με κάθε άλλο μέλος της κομμούνας.

Οι αναρχικοί της εποχής εκείνης, συνεπάρθηκαν με τις εξελίξεις αυτές. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των παριζιάνων είχαν οργανώσει τις ζωές τους χωρίς καμιά υποστήριξη από το κράτος και παρότρειναν τον υπόλοιπο κόσμο να κάνει το ίδιο ήταν συγκλονιστικό. Η Κομμούνα του Παρισιού στάθηκε ένα υπόδειγμα μιας εφικτής νέας κοινωνίας, οργανωμένης από τα κάτω. Οι μεταρρυθμίσεις που έβαλε μπρος η Κομμούνα, για παράδειγμα η μετατροπή των χώρων εργασίας σε κοπερατίβες, έθεσε τις αναρχικές θεωρίες στην πράξη. Μέχρι το τέλος του Μάη, 43 εργαστήρια είχαν μετατραπεί σε κοπερατίβες και το μουσείο του Λούβρου μετατράπηκε σε εργοστάσιο πολεμοφοδίων που διευθυνόταν από το συμβούλιο των εργατών του.

Το συνδικάτο των μηχανικών και η ένωση των μεταλλεργατών δήλωναν “η οικονομική χειραφέτησή μας… μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα απ’ το σχηματισμό εργατικών ενώσεων, που από μόνες τους μπορούν να μεταμορφώσουν τη θέση μας, από κυνηγούς του μισθού σε συνεργαζόμενους συναδέλφους”.  Επίσης συμβούλευαν την Επιτροπή της Κομμούνας για τις Εργατικές Οργανώσεις να υποστηρίξει τους ακόλουθους στόχους: “Την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο… Την οργάνωση της εργασίας σε ενώσεις αμοιβαιότητας και μη-διαχωρισμένου κεφαλαίου”. Έτσι, ήλπιζαν πως μέσα στην Κομμούνα η ισότητα δε θα ταν μια λέξη κενή νοήματος. Με τα λόγια του πιο γνωστού αναρχικού της εποχής, του Μιχαήλ Μπακούνιν, η Παρισινή Κομμούνα ήταν “μια σαφέστατα διαρθρωμένη άρνηση του κράτους”.

Ωστόσο, άλλοι αναρχικοί διαφωνούν για το κατά πόσο η Κομμούνα έφτασε τόσο μακριά. Οι κάτοικοί της, δεν έσπασαν ποτέ τα δεσμά τους με την ιδέα της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης. Όπως έλεγε ένας άλλος γνωστός αναρχικός, ο Πέτρ Κροπότκιν “αν δεν ήταν απαραίτητη μια κεντρική κυβέρνηση για την ομοσπονδία των κομμουνών… τότε και μια κεντρική δημοτική κυβέρνηση φαίνεται εξίσου άχρηστη… η ίδια ομοσπονδιακή αρχή θα μπορούσε να λειτουργήσει και μέσα στην Κομμούνα”.

Καθώς η Κομμούνα διατήρησε ορισμένες από τις παλιές ιδέες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, παρεμπόδιζαν τους ανθρώπους στο εσωτερικό της από το να δράσουν αυτόνομα, αντί να εμποστεύονται τους κυβερνήτες ότι θα βολέψουν κάπως τα πράγματα για όλους. […] Το συμβούλιο απομονωνόταν ολοένα και περισσότερο από αυτούς που το εξέλεξαν. Όσο περισσότερο διαχωριζόταν, τόσο πιο εξουσιαστικό γινόταν. Έπειτα, το συμβούλιο οργάνωσε μια “Επιτροπή Λαϊκής Ασφάλειας” ώστε “να υπερασπιστεί [μέσω του τρόμου] την “επανάσταση”. Αυτή η επιτροπή συνάντησε την αντίθεση της αναρχικής μειοψηφίας του συμβουλίου και αγνοήθηκε από το λαό του Παρισιού που, καθόλου περίεργο, ήταν περισσότερο απασχολημένος με το πώς θα υπερασπιστεί την πόλη από μια εισβολή του γαλλικού στρατού. Τελικά αποδείχθηκε ότι καμιά μορφή κυβέρνησης, μικρής ή μεγάλης, δεν μπορεί να είναι επαναστατική, κατά το παλιό επαναστατικό κλισέ.

Στις 21 Μάη, τα κυβερνητικά στρατεύματα εισέβαλαν στην πόλη και ήρθαν αντιμέτωπα με επτά ημέρες σκληρών οδομαχιών. Το τελευταίο οχυρό των Κομμουνάρων, ήταν τα κοιμητήρια της Μοντμάρτης, και μετά την ήττα τους, στρατιωτικοί και οπλισμένοι παλιοί καπιταλιστές λεηλάτησαν την πόλη, πυροβολόντας κατά βούληση εναντίον των κατοίκων. 30.000 Κομμουνάροι σκοτώθηκαν στις μάχες, αρκετοί ακόμα και μετά την παράδοση, ενώ τα σώματά τους πετάχτηκαν σε μαζικούς τάφους.

Ωστόσο, η κληρονομιά της Κομμούνας παραμένει ζωντανεί στους αγώνες, ενώ η ιαχή Vive la Commune! γέμισε με σπρέυ τους τοίχους του Παρισιού, στην εξέγερση του 1968, και όχι για τελευταία φορά…

Πηγή: η διαδικτυακή κοινότητα LibCom [www.libcom.org]

Categories
Uncategorized

1969-…: Στρατηγική της Έντασης στην Ιταλία

Αντιμέτωπες με μια αλματώδη άυξηση της εξουσίας της εργατικής τάξης, με απεργίες, καταλήψεις, αυτομείωση τιμών και μαζικές καταλήψεις στέγης και στεκιών, οι μυστικές υπηρεσίες έθεσαν σε κίνηση μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων με τη βοήθεια φασιστικών ομάδων. Για τις επιθέσεις κατηγορήθηκαν αναρχικοί και η αριστερά, και συνελήφθηκαν αγωνιστές εργάτες. Η μεγαλύτερη τέτοια επίθεση ήταν και η χειρότερη τρομοκρατική πράξη στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα: η βόμβα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολώνια που σκότωσε 85 ανθρώπους.

“Ορισμένοι φασίστες των εξεταζόμενων τρομοκρατικών ομάδων εργάζονταν στους Carabinieri (ιταλική στρατιωτική αστυνομία) ενώ άλλοι είχαν επαφές με το στρατό ή την αστυνομία διασφαλίζοντας πολύτιμες και έγκαιρες πληροφορίες για την πρόοδο των ερευνών σχετικά με τις δραστηριότητές τους [1]” – από την αναφορά μιας ιταλικής κοινοβουλευτικής ερευνητικής επιτροπής.

“Οι εργατικοί αγώνες του 1968-69, το Autumno Caldo (θερμό φθινόπωρο) της Ιταλίας, υπονόμευσε βαθιά την οικονομική εξουσία της χώρας και άλλαξε τον συσχετισμό ισχύος. Μετά τους αγώνες αυτούς, ισχυροποιήθηκε η αριστερά, ενώ εξασθένησε η εξουσία… Αντικειμενικά. Η ζημιά που επέφερε η εργατική απειθαρχία ήταν σοβαρότατη.

“Ακόμα και πριν το ’69 αρκετοί μαχητικοί και αυτόνομοι αγώνες αναπτύχθηκαν, ιδιαίτερα στην Pirelli στο Μιλάνο, που δεν ελέγχονταν από τα συνδικάτα ούτε σε επίπεδο οργάνωσης, ούτε όσον αφορά το περιεχόμενο ή τα αιτήματά τους. Ουσιαστικές αυξήσεις μισθών, συν λιγότερη εργασία, αυτά ήταν τα κυρίως ζητούμενα της περιόδου. Η όλη στάση του προλεταριάτου μπορεί να συνοψιστεί στο σύνθημα της εποχής: Καλύτεροι μισθοί, λιγότερη δουλειά!… Βίαιες απεργίες ξέσπασαν στην Alfa Romeo και στη Fiat. Ταραχές ξέσπασαν σε πολλές πόλεις, οι πιο σοβαρές στο Reggio Calabria όπου δεκάδες χιλιάδων ανθρώπων συγκρούστηκαν με τα στρατεύματα [2].”

Η ακροδεξιά πολιτική βία εμφανίστηκε δυναμικά κυρίως στα τέλη του 1960 και τις αρχές του ’70. Ήταν μια περίοδος φοιτητικές και νεανικής αναταραχής, με νέα κοινωνικά κινήματα, όπως της γυναικείας ή της ομοφυλοφιλικής χειραφέτησης, ευρείας κοινωνικής αναταραχής και συνδικαλιστικής μαχητικότητας σε όλη την Ιταλία. Όλα αυτά συνοδευόμενα από μια μαζική αύξηση στην εκλογική στήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος – που έφτασε το ένα τρίτο όλων των ψήφων στις εκλογές του 1976. Οι νεοφασιστικές τρομοκρατικές ομάδες της περιόδου ήταν μια αντίδραση ενάντια σε όλη αυτήν την αριστερόστροφη δραστηριότητα κι επίσης ενάντια στην εμφάνιση αριστερών τρομοκρατικών ομάδων όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες. Οι ακροδεξιοί τρομοκράτες συχνά έβαζαν βόμβες σε δημόσιους χώρους που σκότωναν δεκάδες αθώους περαστικούς. Όλο αυτό ήταν μέρος μιας λεγόμενης “Στρατηγικής της Έντασης”, μιας εκστρατείας σχεδιασμένης να οδηγήσει σε μια κατάρρευση του νόμου και της τάξης και συνεπακόλουθα της λαϊκής εμπιστοσύνης στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, ευνοώντας ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Πράγματι στα 1960-70 υπήρξαν αρκετές τέτοιες απόπειρες [3]”.

Στις 12 Δεκέμβρη 1969 ξεκινησαν οι βομβιστικές επιθέσεις, με μία βόμβα να σκάει στο Μιλάνο και άλλες τρεις στη Ρώμη. Οι βόμβες στη Ρώμη άφησαν πίσω τους 18 τραυματίες, ενώ στο Μιλάνο σκοτώθηκαν 17 άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι 88. Η αστυνομία ενεργώντας βάσει πληροφοριών της SID (υπηρεσία πληροφοριών) συνέλαβε δυο αναρχικούς για τη βόμβα στο Μιλάνο, τον έναν εκ των οποίων, Giuseppe Pinelli, τον “αυτοκτόνησε” αργότερα, εκπαραθυρώνοντάς τον απ’ τον έκτο όροφο του αστυνομικού τμήματος όπου ανακρινόταν – μια πράξη που έγινε διάσημη από το έργο του Dario Fo Ο Τυχαίος Θάνατος Ενός Αναρχικού. Παρά τις ολοένα και περισσότερες αποδείξεις ότι επρόκειτο για έργο φασιστών, η επίσημη γραμμή του κόμματος για χρόνια μετά ήταν πως έφταιγαν οι αναρχικοί. Αργότερα η καθεστωτική άποψη άλλαξε, και η ιδέα ότι επρόκειτο για μια συνεργασία μεταξύ αναρχικών και φασιστών φαινόταν βολική! Τελικά δικάστηκαν κάποιοι φασίστες, ορισμένοι απ’ αυτούς καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν ενώ άλλοι αθωώθηκαν, όπως και ο ένας εναπομείνας αναρχικός. Ένας από τους βομβιστές που αθωώθηκε λόγω “έλλειψεις αποδεικτικών στοιχείων” ηταν ο Guido Giannette, πράκτορας της SID. Όταν ο Giannette κρίθηκε ύποπτος, η κρατική μυστική υπηρεσία τον έστειλε στο εξωτερικό συνεχίζοντας να του πληρώνει τους μισθούς του παρά την έκδοση εντάλματος σύλληψης στο μεταξύ.

Στα 12 χρόνια μεταξύ του 1969 και του 1980, 4.298 τρομοκρατικές επιθέσεις έλαβαν χώρα. Για το 68% αυτών υπέυθυνοι ήταν οι φασίστες, όπως και για τους περισσότερους θανάτους. Το βασικό μοτίβο που επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά είναι το ίδιο μ αυτό που είδαμε παραπάνω, κατηγορείται η αριστερά, επικρατεί σύγχυση, και οι υπεύθυνοι συνήθως την σκαπουλάρουν και μάλιστα με πολύ λιγότερη προσοχή των μίντια απ’ ότι οι διάσημες Ερυθρές Ταξιαρχίες.

Τον Σεπτέμβρη του 1974, ο επικεφαλής της SID Vito Micelli φάνηκε να εμπλέκεται σε μια απόπειρα φασιστικού πραξικοπήματος το 1970, μετά που μια μυστική αναφορά από την ίδια την υπηρεσία του έφτασε στο γραφείου του πρωθυπουργού. Μετά απ’ αυτό, κατέφυγε σε μια αλλαγή καριέρας θέτοντας υπψηφιότητα με το MSI (φασιστικό κόμμα) με το οποίο και κέρδισε μια θέση στο κοινοβούλιο! Όλο αυτό το διάστημα, ο κρυφός νεοφασιστικός στρατός της Gladio που πήρε μπρος στο τέλος του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου, αναπτυσσόταν στο παρασκήνιο.

Στα 1977, η SID ήταν τόσο μπλεγμένη σε σκάνδαλα που αντικαταστάθηκε από μια “νέα” μυστική υπηρεσία, την SISMI. Τότε συνέβη και η πιο αποτρόπαια τρομοκρατική ενέργεια στην Ευρωπαϊκή ιστορία. Στις 2 Αυγούστου 1980 μια βόμβα εξερράγη στην αναμονή της δεύτερης θέσης του σιδηροδρόμου της Μπολώνια. 85 άνθρωποι σκοτώθηκαν και πάνω από 200 τραυματίστηκαν. Η Μπολώνια ήταν εκλογικό προπύργιο του ΚΚΙ, και διέθετε ένα ισχυρό εργατικό κίνημα, που είχε βρεθεί στο στόχαστρο πολλές φορές νωρίτερα. 10 χρόνια αργότερα, ένας αριθμός αξιωματικών της SISMI κάθησαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου για τη φρικαλεότητα αυτή, μεταξύ τους ο Γενικός Γραμματέας, ένας στρατηγός κι ένας συνταγματάρχης. Αργότερα οι ποινές τους έπεσαν. Όπως είδαμε, αυτή την ήταν η μόνη περίπτωση ακροδεξιάς τρομοκρατίας και κρατικής συνεργασίας στην Ιταλία τον καιρό αυτό, για παράδειγμα επανειλημένες φορές οι μυστικές υπηρεσίες δημιουργούσαν πλαστά ίχνη που να οδηγούν τις υποψίες μακριά από τους δράστες ακροδεξιών επιθέσεων…

Στη διάρκεια ερευνών για ένα τραπεζικό σκάνδαλο, η αστυνομία έκανε μια έρευνα στην κατοικία του Licio Gelli. Ο Gelli είχε πολεμήσει για την “Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία” του Μουσσολίνι στην Ισπανία, τη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία, και όταν ο ιταλικός φασισμός κατέρρεε, κατετάγη στα ναζιστικά SS. Μετά τον πόλεμο, ο Gelli δούλεψε στις “ποντικότρυπες”: τις διόδους διαφυγής διωκώμενων ναζιστών που χρηματοδοτούσε η CIA και το Βατικανό. Αργότερα ασχολήθηκε με το εμπόριο όπλων στη Λατινική Αμερική, και λέγεται ότι ήταν ο σύνδεσμος μεταξύ της CIA και του Juan Peron, δικτάτορα της Αργεντινής. Στη διάρκεια της έρευνας, η αστυνομία βρήκε μια λίστα πάνω από 600 ονομάτων και στοιχείων που τους συνέδεαν με μια μασωνική στοά, ονόματι Προπαγάνδα-2 ή p2. Πλέον η μασωνία και κάθε άλλη μυστική κοινωνία δεσμευμένη με όρκους απαγορεύεται στην Καθολική Ιταλία, αν και κάτι τέτοιο είναι ολότελα δευτερεύουσας σημασίας για ένα μέλος της P2.

Η P2 στρατολογούσε από την “ελίτ” της Ιταλικής κοινωνίας. Περιελάμβανε στις τάξεις της 195 αξιωματικούς του στρατού, 2 ενεργούς υπουργούς, 3 πρώην υπουργούς, έναν γενικό γραμματέα κόμματος, 16 ανώτερους δικαστικούς, 426 κρατικούς λειτουργούς, 36 βουλευτές, και διάφορους ανώτερους μυστικών υπηρεσιών καθώς και τραπεζίτες και καπιταλιστές [4]. Οι δικαστικοί που ερεύνησαν την βομβιστική επίθεση της Μπολώνια βρήκαν ότι η P2 κατεύθυνε μεγάλο μέρος της φασιστικής βίας και των σχετικών συγκαλύψεων και παραποιήσεων στοιχείων. Ο Gelli ήταν ο “Μεγάλος Μαγίστρος” της στοάς (ή απλά αυτός που έκανε κουμάντο, για μας τους απλούς θνητούς), και στα 1986 δικάστηκε για τη συμμετοχή του στη βομβιστική επίθεση της Μπολώνια και αφέθηκε ελεύθερος αν και βρέθηκε ένοχος για ορισμένες κατηγορίες. Στις 4 Αυγούστου 1974, μια βόμβα σε τραίνο κοντά στην Μπολώνια σκότωσε 12 άτομα και τραυμάτισε 48. Το σχετικό δικαστήριο του 1983 ανέφερε: ”

“Κατά τη γνώμη των θυμάτων, τα κατηγορούμενα μέλη της Ordine Nuovo (Νέα Τάξη) παροτρύνθηκαν, οπλίστηκαν και χρηματοδοτήθηκαν για να διεξάγουν την επίθεση από το μασονικό κίνημα, που εκμεταλλεύεται τον ακροδεξιό ανατρεπτισμό και την τρομοκρατία, μέσα στα πλαίσια της αποκαλούμενης “στρατηγικής της έντασης” σε μια απόπειρα να ανακόψουν την σταδιακή ροπή της χώρας προς τα αριστερά, και να θέσουν τις βάσεις για ένα μελλοντικό πραξικόπημα [5]”.

Αυτό ήταν το σχέδιο της P2, μέσω προβοκατόρικων τρομοκρατικών επιθέσεων να προάγει μια ατζέντα “νόμου και τάξης” δίνοντας το πρόσχημα για το τσάκισμα της αντίστασης και των εργατικών αγώνων, ακόμα και μέσω ενός πραξικοπήματος αν κρινόταν απαραίτητο. Ωστόσο, δεδομένου ότι η P2 ήταν ένα “κράτος στην καρδιά του κράτους”, ένα πραξικόπημα δεν ήταν παρά μια λύση εσχάτης ανάγκκης και θα συνέβαινε για παράδειγμα αν το ΚΚΙ έμπαινε σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό. Ένα τέτοιο πραξικόπημα αναμφίβολα θα περιελάμβανε την Gladio, μια άλλη οργάνωση των σκιωδών μυστικών υπηρεσιών της Ιταλίας με τα ίδια μέσα και σκοπούς όπως και η P2.

H Στρατηγική της Έντασης του ιταλικού κράτους δείχνει πώς οι ελίτ που μας κυβερνούν κι εκμεταλλεύονται τον μόχθο μας δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό προκειμένου να διατηρήσουν την εξουσία και την θέση τους, ακόμα και να καταφύγουν στην τρομοκρατία ενάντια στους ίδιους τους λαούς τους, μεσα σε ένα “δημοκρατικό” δυτικό κράτος. Ο κάθε άνθρωπος που επιθυμεί έναν καλύτερο κόσμο σήμερα, πρέπει να το έχει υπόψην του και να επαγρυπνά.

Υστερόγραφο: Τον Μάρτιο του 2001, ο στρατηγός Maletti, διοικητής της ιταλικής κρατικής υπηρεσίας πληροφοριών, δήλωσε στη δίκη κάποιων φασιστών για μια απ’ τις βομβιστικές επιθέσεις του 1969 ότι “η CIA, ακολουθώντας τις οδηγίες της κυβέρνησής της, επιδίωκε να δημιουργήσει έναν ιταλικό εθνικισμό ικανό να μπλοκάρει αυτό που θεωρούσε ως “παρέκκλιση προς τα αριστερά”, και για τον σκοπό αυτό πιθανό να έκανε χρήση της ακροδεξιάς τρομοκρατίας. Θεωρώ ότι αυτό συνέβη και σε άλλες χώρες επίσης”. (από την εφημερίδα The Guardian, 26/5/2001)

Πηγή: Free Earth website, με επεξεργασία από την κοινότητα του libcom


Υποσημειώσεις:
1. Από το ‘The Darkside of Europe’ by Geoffrey Harris σσ 113.
2. ‘The Ripening of Time no.12: Italy Documents of Struggle’ σσ 11.
3. ‘The Fascist Experience in Italy’ του John Pollard σσ 132
4. Μεταξύ τους και ο Silvio Berlusconi, ο μετέπειτα ιταλός πρωθυπουργός. Ο Μπερλουσκόνι ήταν επικεφαλής του Group 17, του τομέα δημοσίων σχέσεων της P2 με τη βοήθεια της οποίας ανέβηκε στις τηλεοπτικές επιχειρήσεις, ενώ οι εταιρίες του σήμερα κυριαρχούν στα ιταλικά μίντια και έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην εκλογή του σε συμμαχία με την “Εθνική Συμμαχία”, απομεινάρι του παλιού φασιστικού κόμματος. Είναι αγαπημένη η συνηθεια των ιταλικών μίντια σήμερα να συνδέουν πάντοτε τη σημερινή ριζοσπαστική αριστερά με “τα χρόνια του σιδήρου”, δηλαδή της τρομοκρατίας του ’70. Ουδέν σχόλιον.

βλ. ακόμα:

Καίγεται το Ράιχσταγκ; Το ιταλικό τμήμα της Καταστασιακής Διεθνούς για τη στρατηγική της έντασης

Η επιχείρηση Gladio και το ΝΑΤΟικό παρακράτος σε Ιταλία και Ελλάδα

Σημειώσεις για το ιταλικό κίνημα στα 70es και μια κριτική του ενόπλου

και

Giuseppe «Pino» Pinelli και Pietro Valpreda από τον αναρχικό πυρήνα “Ξανά στους δρόμους”

Categories
Uncategorized

1958-1990: H επιχείρηση Gladio, Ιταλία

Εισαγωγή:

Μετά τον ‘Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιχείρηση Gladio ήταν μέρος του σχεδίου “Stay Behind” του ΝΑΤΟ, της CIA, και της MI6 προκειμένου να “καταπολεμήσουν την κομμουνιστική/αριστερή επιρροή στην Ευρώπη”. Μικροί μυστικοί στρατοί επιχορηγούμενοι από τα κράτη τους, έκαναν χρήση προβοκατόρικων συνήθως “τυφλών” τρομοκρατικών χτυπημάτων, προκειμένου να επιρρεάσουν εκλογικά αποτελέσματα και κρατικούς σχεδιασμούς, αλλά και να δικαιολογήσουν μέτρα “ασφάλειας”. (Στην Ελλάδα, ένας τέτοιος στρατός ενταγμένος στο δίκτυο Stay Behind από το 1952 ήδη οπότε και τέθηκαν υπό ΝΑΤΟική αιγίδα επίσημα, ήταν τα ΛΟΚ του Παπάγου, για τα οποία λέγεται ότι απέκλειε “οποιονδήποτε άνδρα με απόψεις από μετριοπαθείς συντηρητικές εώς αριστερές”)Τα τελευταία χρόνια η δράση της Gladio έχει επίσημα επιβεβαιωθεί από αρκετές κυβερνήσεις και καταδικαστεί από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο (το 1990 παραδέχθηκε την ύπαρξη της οργάνωσης και έδωσε εντολή να εξιχνιαστούν οι σχετικές υποθέσεις χωρίς βέβαια να γίνει η παραμικρή κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση). Τα χτυπήματα των πρακτόρων της Gladio περιλαμβάνουν:

-Το 1969 στην Πιάτσα Φοντάνα του Μιλάνο,βόμβα σκοτώνει 16 και τραυματίζει 80. Στη δίκη που θ ακολουθήσει, ο στρατηγός Giandelo Maletti πρώην επικεφαλής της ιταλικής υπηρεσίας πληροφοριών παραδέχεται ότι η σφαγή είχε έρθει σε πέρας από πράκτορες του δικτύου stay-behind σε συνεργασία με ιταλούς ακροδεξιούς, υπό τις εντολές της CIA προκειμένου να καμφθεί η υποστήριξη που έχαιραν οι κομμουνιστές.

-2 Αυγούστου 1980: Βόμβα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολώνια. 85 νεκροί. Αρχικά κατηγορούνται οι “Ερυθρές Ταξιαρχίες” ενώ αργότερα συλλαμβάνονται κάποιοι φασίστες. Τελικά καταδικάζονται τρεις πράκτορες του ιταλικού κράτους, μεταξύ των οποίων ο Lucio Gelli (επικεφαλής της παρακρατικής μασωνικής στοάς Ρ2).Η βόμβα είχε κατασκευαστεί στα εργαστήρια της Gladio.

-1985, στο Βέλγιο παρακρατικοί πυροβολούν πελάτες σουπερμάρκετ στην τύχη σκοτώνοντας 28. Μεταγενέστερες έρευνες σταματούν στη διασύνδεση του γεγονότος με την δράση του βελγικού δικτύου stay-behind SDRA8, της βελγικής αστυνομικής μονάδας SDRA6, της βελγικής φασιστικής οργάνωσης WNP και της υπηρεσίας του αμερικανικού πενταγώνου DIA.

Με τα λόγια του καταδικασμένου ακροδεξιού βομβιστή Vincenzo Vinciguerra που δούλευε για την Gladio: “Ο λόγος ήταν πολύ απλός. Έπρεπε ν’ αναγκαστούν αυτοί οι άνθρωποι, ο ιταλικός λαός, να στραφεί στο κράτος του για να ζητήσει μεγαλύτερη ασφάλεια. Αυτή είναι η πολιτική λογική πίσω από όλες τις σφαγές και τις βομβιστικές επιθέσεις που έμειναν ατιμώρητες, μιας και το κράτος δεν μπορεί να καταδικάσει τον εαυτό του ή να αναλάβει την ευθύνη για όσα συνέβησαν”. (από συνέντευξη στην εφημερίδα The Guardian)

Ακολουθεί μια σύντομη αναφορά στον μυστικό νεο-φασιστικό στρατό στην Ιταλία, που στήθηκε προκειμένου να αντισταθεί σε περίπτωση σοβιετικής εισβολής, αλλά στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκε ενάντια στην ανάπτυξη της μαχητικής εργατικής τάξης.

Μετά το τέλος του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου, το ιταλικό εργατικό κίνημα κέρδιζε συνεχώς δύναμη. Σε ορισμένες πόλεις, οι φασίστες εκδιώκονταν από τις δυνάμεις της Αντίστασης (όπως και πριν τον πόλεμο, συνήθως σ’ αυτές πρωταγωνιστούσαν σοσιαλιστές και αναρχικοί), και εμβρυακές μορφές εργατικών συμβουλίων έπαιρναν τον έλεγχο. Το Κομμουνιστικό Κόμμα ιδιαίτερα, κατάφερε να αποσπάσει μεγάλη συμπάθεια για την συμμετοχή του στο κίνημα αυτό.

Όταν οι συμμαχικές δυνάμεις εισέβαλλαν στη χώρα, η καταστροφή αυτού του είδους “λαϊκής εξουσίας” ήταν το αμέσως επόμενο πράγμα στην ατζέντα τους, μετά το ξεκαθάρισμα με το καθεστώς του Μουσσολίνι. Όταν το φιλελεύθερο ιταλικό κράτος ξαναστήθηκε, μαζί του οργανώθηκαν και οι μηχανισμοί που θα διεσφάλιζαν ότι οι εργαζόμενοι δε θα ‘παιρναν την εξουσία. Σε συνδυασμό με τους προϋπάρχοντες παρακρατικούς κύκλους: το Ρ2, που ήταν βαθιά μπλεγμένο στη Στρατηγική της Έντασης το 1960-70, ενάντια στην εργατική τάξη, μέσα από την μυστική και ταυτόχρονα επίσημη οργάνωση “Gladio” (“ξίφος”).

Η Gladio ιδρύθηκε το 1958 από την S.I.F.O.R (Ιταλική μυστική υπηρεσία, αργότερα αντικαταστάθηκε καθώς υπήρχαν υποψίες για ανάμειξή της σε ένα σχέδιο πραξικοπήματος το 1964) και την CIA. Τα 15.000 μέλη της στρατολογήθηκαν από ομάδες βετεράνων φασιστών του ‘Β Π.Π. και είχαν πρόσβαση σε 151 στρατιωτικές γιάφκες. Σκοπός της Gladio ήταν (καθώς επισήμως έχει τεθεί εκτός λειτουργίας το 1990, αν και επισήμως δεν υπήρχε πριν τη χρονολογία αυτή) καθώς λέγεται, να δράσει ως ένας πυρήνας αντίστασης σε περίπτωση επίθεσης από τις χώρες του “συμφώνου της Βαρσοβίας”, σε περίπτωση “σοβιετικής κατάληψης”. Ωστόσο, το τί ενδιαφέρον θα μπορούσαν να έχουν οι Ρώσοι στην ραδιενεργή έρημο που θα χε μείνει από την Ιταλία μετά από έναν πυρηνικό πόλεμο, που θα ήταν το αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα μιας σοβιετικής επίθεσης σε οποιοδήποτε κράτος του ΝΑΤΟ είναι ένα ερώτημα. Στην πραγματικότητα, μέχρι να έφταναν τα “σοβιετικά τανκς” στην Ιταλία δε θα είχε μείνει ούτε πεντάγωνο, ούτε κρεμλίνο να δίνουν εντολές.

Απόρρητα έγγραφα για τη Gladio που ήρθαν στο φώς το 1990 πάντως μιλούν για έναν διαφορετικό κίνδυνο: αυτόν της “κατάληψης από τα μέσα”: την άυξηση του ελέγχου των καθημερινών ανθρώπων πάνω στις αποφάσεις για τις ζωές τους, τη δύναμη της εργατικής τάξης. Σύμφωνα με τον στρατηγό Gerardo Serravalle, διοικητή της Gladio στη δεκαετία του 1970, τα καθήκοντά του είχαν να κάνουν με:

“Τον εσωτερικό έλεγχο: δηλαδή το επίπεδο ετοιμότητας να αντιμετωπιστούν διαδηλώσεις στο δρόμο, γενικές απεργίες και κάθε εσωτερικός ξεσηκωμός”.

Ενώ ο γενικότερος ρόλος της Gladio ήταν:

“Να γεμίζει τους δρόμους, δημιουργώντας μια κατάσταση τέτοιας έντασης ώστε να απαιτείται επέμβαση του στρατού [1].

Με άλλα λόγια, να διεξάγει μια “Στρατηγική της Έντασης”, δημιουργώντας μια χαοτική κατάσταση ως ένα πρόσχημα, μια δικαιολογία για την καταστολή. Όλα αυτά έγιναν γνωστά ως αποτέλεσμα μακροχρόνιων δικαστικών ερευνών με αφορμή τον θάνατο τριών αστυνομικών από παγιδευμένο αμάξι το 1972. Παλιά, σκονισμένα υπηρεσιακά αρχεία έδειξαν τελικά ότι οι βομβιστές ήταν μέλη της Gladio. Ακόμη και τα εκρηκτικά που χρησιμοποίησαν ήταν της οργάνωσης. Ένας απ’ τους βομβιστές, ο Vincenzo Vinciguerra αποκάλυψε ότι η φασιστική ομάδα που θεωρούνταν υπεύθυνη, η Ordine Nuovo (“Νέα Τάξη”) ήταν στην πραγματικότητα επινόηση των μυστικών υπηρεσιών.

Η Gladio ήταν μέρος ενός δικτύου μυστικών στρατών που απλωνόταν σε ολόκληρη την Ευρώπη, υπό την κάλυψη του ΝΑΤΟ, ενώ θεωρείται ότι έχει συμμετάσχει ενεργά σε τρομοκρατικές ενέργεις και πραξικοπήματα στην Ελλάδα, την Τουρκία και το Βέλγιο. Ο Γερμανικός τομέας αποτελούταν από βετεράνους των Waffen S.S. που σχεδίαζαν τη δολοφονία σοσιαλδημοκρατών πολιτικών, σε περίπτωση “σοβιετικού κινδύνου”.

Σύμφωνα με τον Mike Peters, που γράφει στο Lobster τεύχος 32[2]:

“Ελάχιστοι υπήκοοι χωρών μελών του ΝΑΤΟ γνωρίζουν όλες τις παραμέτρους στις οποίες τα κράτη τους δεσμεύονται. Για παράδειγμα, τα σχέδια 10-G και 100-1 σύμφωνα με τα οποία σε “καταστάσεις έκτακτης ανάγκης” ειδικές μονάδες του αμερικάνικου στρατού νομιμοποιούνται να δράσουν προκειμένου να κατασταλεί άμεσα οποιοδήποτε κίνημα “απειλεί στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ”.

Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι αυτή μια τέτοια κατάσταση εφαρμόστηκε προκειμένου να παρεμποδίσει μια υποχωρηση της πρωτοφανούς τότε αμερικανικής παρέμβασης στην πολιτική ζωή της Ιταλίας, που συμπεριλάμβανε 100 εκ. δολάρια σε “κάτω απ’΄το τραπέζι” επιδοτήσεις των δεξιών πολιτικών σχηματισμών, κι ένα τέλειο παράδειγμα εξαγωγής δημοκρατίας, κατά τις πρώτες μετά-τον-Μουσσολίνι εκλογές, οπότε και ο 6ος αμερικανικός στόλος είχε προσεγγίσει την ακτή κοντά στη Ρώμη, έτοιμος να στείλει τους πεζοναύτες σε περίπτωση που το εκλογικό σώμα δεν έπαιρνε τις πρέπουσες αποφάσεις και ψήφιζε τους κομμουνιστές.

[…]

Όπως και να χει, τα φαντάσματα του ελληνικού πραξικοπήματος του 1967 αναρριχώνται πάνω απ’ τους σκιώδεις βάλτους όπου συναντιώνται οι ιταλικές μυστικές υπηρεσίες και ο φασιστικός υπόκοσμος. Το πραξικόπημα αυτό υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Παπαδόπουλου-πράκτορα της CIA, απολάμβανε την πλήρη στήριξη των ΗΠΑ. Ελάχιστα πριν το πραξικόπημα και στη διάρκεια μιας διαφωνίας με τον έλληνα πρέσβη σχετικά με την αμερικανική πρόταση για διχοτόμηση της Κύπρου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Lyndon Johnson έστειλε το ακόλουθο μήνυμα:

“Γαμώ το κοινοβούλιο και το σύνταγμά σου. Η Αμερική είναι ένας ελέφαντας, η Κύπρος είναι μια ψείρα, η Ελλάδα μια ψείρα. Αν αυτά τα δυο φιλαράκια συνεχίσουν να ενοχλούνε τον ελέφαντα, μπορεί κάλλιστα να τα λιώσει η προβοσκίδα του, να τα ισοπεδώσει… Αν ο πρωθυπουργός σου μου κάνει κι άλλο κύρηγμα για τον δημοκρατία, το κοινοβούλιο και το σύνταγμα μπορεί κι αυτός, και το κοινοβούλιό του και το σύνταγμα να μη κρατήσουν για πολύ ακόμα [3].
Πηγή: άρθρο της Free Earth επεξεργασμένο απ’ την διαδικτυακή κοινότητα LibCom.

Σημειώσεις:
1. Πηγή: ‘The Beast Reawakens’ του Martin Lee σελίδα 206.
2. Lobster 32 σελίδα 3 (υποσημείωση)
3. Από το ‘Turning the Tide’ του Noam Chomsky