Categories
Feral Faun

ΟΙ ΑΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ – FERAL FAUN

ΟΙ ΑΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ – FERAL FAUN

“Είμαστε υπέρ της ανάπτυξης ενός εργατικού κινήματος βασισμένου στην άμεση δημοκρατία, όχι απλά επειδή αυτό θα είναι πιο αποτελεσματικό στον σημερινό αγώνα ενάντια στην τάξη των εργοδοτών, αλλά κι επειδή προεικονίζει και θέτει τη βάση για μια κοινωνία ελευθερίας και ισότητας, χωρίς εξουσιαστές ή εκμετάλλευση”. – Από φυλλάδιο της Workers Solidarity Alliance, αναρχοσυνδικαλιστικής οργάνωσης.

Κατά τον δέκατο τέταρτο με δέκατο πέμπτο αιώνα έλαβε χώρα ένας κοινωνικός μετασχηματισμός που έφτασε στην κορύφωσή του κατά τον αμερικανικό πόλεμο της ανεξαρτησίας και τη γαλλική επανάσταση. Η περίοδος αυτή σηματοδότησε την εξέγερση της αστικής τάξης ενάντια στο παλιό φεουδαρχικό σύστημα και την καθολική εκκλησία. Στη θέση της φεουδαρχίας, εγέρθηκε στον οικονομικό τομέα το καπιταλιστικό σύστημα και στον πολιτικό το δημοκρατικό. Οι φιλελεύθεροι δημοκράτες, αντί να επιτρέπουν σε μια μη αιρετή αριστοκρατία ή σε έναν βασιλιά να κυβερνά, απαίτησαν να αποδοθεί το έργο της διακυβέρνησης «στο λαό» μέσα φυσικά από τους επίσημους αντιπροσώπους του και τη ψήφο του. Όπως και οι παραπάνω αναρχοσυνδικαλιστές, κι οι αστοί επίσης ήθελαν μια «κοινωνία ελευθερίας και ισότητας, χωρίς εξουσιαστές ή εκμετάλλευση». Αν αφήσουμε κατά μέρος τις αναφορές σε λέξεις όπως «εργάτες» ή «τάξη των εργοδοτών» το παραπάνω απόσπασμα θα μπορούσε να το έχει γράψει ακόμα κι ο Thomas Paine.

Φυσικά, οι αναρχοσυνδικαλιστές θα μας εξηγούσαν ότι δε δίνουν στις λέξεις το ίδιο νόημα που τους έδιναν οι αστοί επαναστάτες. Και ίσως γίνονταν πιστευτοί αν δεν αντανακλούσε ο αναρχοσυνδικαλισμός την αστική ιδεολογία σε πολύ σημαντικότερα ζητήματα εκτός από αυτό της φρασεολογίας. Οι αξίες που υποστηρίζουν οι αναρχοσυνδικαλιστές δε διαφέρουν από αυτές των πιο ριζοσπαστών από τους φιλελεύθερους αστούς θεωρητικούς, και το ιδανικό τους, αν το εξετάσουμε προσεκτικά, δεν αποτελεί παρά μια προέκταση του φιλελεύθερου ιδανικού.

Όπως ήδη προείπα, το οικονομικό σύστημα που κυριάρχησε με την άνοδο της αστικής τάξης ήταν ο καπιταλισμός. Δε θα μπω σε μια μακροσκελή περιγραφή του καπιταλιστικού συστήματος, αρκεί να αναφέρω ότι το διακριτικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού σε σχέση με άλλα οικονομικά συστήματα, δεν είναι η ύπαρξη των καπιταλιστών αλλά η παραγωγή πλεονάζοντος κεφαλαίου που επιτρέπει τη συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξης. Ο καπιταλιστικός είναι ένα αρκετά ηθικό σύστημα, εννοώντας ότι απαιτεί κάποιες ηθικές αξίες παραπάνω από προσωπικές ανάγκες, επιθυμίες ή απληστία ούτως ώστε να αναπτύσσεται απρόσκοπτα. Οι αξίες αυτές που αποτελούν ζωτικό στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι η παραγωγικότητα και η πρόοδος. Κάθε τεχνολογική καινοτομία λοιπόν, πρέπει να εναγκαλιστεί εκτός αν αποδειχτεί ότι θέτει σε κίνδυνο την περαιτέρω ανάπτυξη του κεφαλαίου. Ουσιαστικό μέρος της παραγωγής και της προόδου αποτελεί η εργασία κι έτσι οι αστοί αποδίδουν ιδιαίτερη αξία στην εργασία, κι αντίθετα με τα όσα πιστεύουν κάποιοι «ριζοσπάστες» εργατιστές, δεν είναι σπάνιο ένας καπιταλιστής να εργάζεται πολύ περισσότερες ώρες από έναν βιομηχανικό εργάτη, πρόκειται ωστόσο για εργασία οργανωτική παρά παραγωγική. Αυτοί που καταφέρνουν να αποφεύγουν την εργασία, στιγματίζονται ως το ηθικό κατακάθι της καπιταλιστικής κοινωνίας, τα παράσιτα που ζουν εις βάρος του εργαζόμενου λαού…

Οι αναρχοσυνδικαλιστές εσωτερικεύουν κάθε μια από αυτές τις καπιταλιστικές αξίες. Το ιδανικό τους είναι «μια πραγματική διαχείριση της παραγωγής από τους ίδιους τους ανθρώπους». Παρά τις πολυάριθμες ανθρωπολογικές αποδείξεις περί του αντιθέτου, θεωρούν ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αγωνιζόμενος να επιβιώσει κι ότι το χρωστάμε στη τεχνολογία και την πρόοδό της, το ότι μπορούμε σήμερα να ζούμε τις υπέροχες ζωές που μας προσφέρει και να απολαμβάνουμε όλα τα τελευταίας μόδας καταναλωτικά προϊόντα, αν μου επιτρέψετε έναν σαρκασμό! Οι συνδικαλιστές θεωρούν ότι πρόκειται για κάποιες συγκεκριμένες συνέπειες της τεχνολογίας που είναι αρνητικές για την επιβίωση, αλλά ότι η τεχνολογία σαν σύνολο καθώς και η πρόοδος είναι γενικά θετικές. Υπό το φως αυτών των πεποιθήσεων, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που υμνούν την εργασία, μιας και χωρίς την εργασία δε θα υπήρχε ούτε παραγωγή ούτε πρόοδος. Όπως ακριβώς οι αστοί, βλέπουν αυτούς που αποφεύγουν την εργασία σαν «παράσιτα» (Δες για παράδειγμα το Listen Anarchist, Chaz Bufe). Το μόνο πραγματικό πρόβλημα που έχουν με το καπιταλιστικό σύστημα είναι το ποιος έχει την ευθύνη. Αυτό που θα προτιμούσαν θα ήταν η ύπαρξη ενός και μόνου Μεγα-καπιταλιστή: της διεθνούς ένωσης των εργαζομένων, παρά να έχει τον έλεγχο μια ποικιλία από άτομα, εταιρείες και κράτη. Όμως η βασική δομή του κόσμου θα παρέμενε η ίδια. Όπως οι αστοί, και ίσως λίγο χειρότερα, οι αναρχοσυνδικαλιστές εσωτερικεύουν κάθε βασική αξία του καπιταλισμού.

Αν η παραγωγή και η πρόοδος είναι θετικές αξίες, κι η παραγωγική εργασία εξίσου σημαντική, τότε ο κοινωνικός συμβιβασμός είναι ζωτικής σημασίας. Έχω ήδη αναφέρει πως η αποφυγή της εργασίας αντιμετωπίζεται σαν παρασιτισμός. Κάθε ευχαρίστηση που δεν μπορεί να εμπορευματοποιηθεί και να τεθεί έτσι κάτω από τον έλεγχο της παραγωγής θεωρείται ως ανήθικη. Ο παράνομος, η πόρνη, ο ζητιάνος, το κλεφτρόνι, κάθε άτομο που δεν συνεισφέρει θετικά σ’ αυτή την κοινωνία είναι καταδικασμένο σαν μια αποτυχία ή σαν εγκληματίας. Ακόμα ο μποέμ, ο ασυμβίβαστος καλλιτέχνης, μουσικός, ποιητής, φαίνεται ύποπτος στα μάτια του αστού, τουλάχιστον μέχρι να βρει έναν τρόπο να επαναφομοιώσει τις δημιουργικές ορμές του που έχουν αποστατήσει.

Την ίδια αντιμετώπιση απολαμβάνουν όλοι όσοι δε χωρούν στην κοινωνία αυτή κι από τους αναρχοσυνδικαλιστές. Η χαρακτηριστική απαξίωση των «περιθωριακών» στο βιβλίο «Listen Anarchist!» καθιστά κάτι τέτοιο αρκετά σαφές. Ο τρόπος που η αναρχοσυνδικαλιστική CNT επαναλαμβανόμενα «πούλησε» τον παράνομο αναρχικό Sabate, ενώ συνέχισε να δέχεται και να κάνει χρήση των χρημάτων από τις ληστείες του που της εμπιστευόταν, είναι πραγματικά χυδαίος. Καθ όλη την ιστορία του, ο αναρχοσυνδικαλισμός προσπάθησε να κατασβήσει τη φλόγα των ανεξέλεγκτων εξεγερμένων, κάποιες φορές μέσα από την πειθώ, κάποιες άλλες μέσα από την προσβολή, έτσι ώστε να τους παρακινήσει να συμβιβαστούν και να αποδεχτούν την κυρίαρχη κοινωνία. Οπουδήποτε αναρχικές εξεγέρσεις ξεπερνούσαν τα όρια που έθεταν οι αναρχοσυνδικαλιστές, αυτοί οι υποτιθέμενοι μη νομιμόφρονες, ήταν πάντα οι πρώτοι που θα φώναζαν: «Εγκληματίες», «Τρομοκράτες»!. Όπως ακριβώς οι αστοί, θέλουν την απρόσκοπτη ανάπτυξη της προόδου, κι αυτό απαιτεί κοινωνικό συμβιβασμό.

Χέρι χέρι με τον κομφορμισμό, αναπτύσσεται και η λατρεία της κοινωνικής ειρήνης. Είναι αλήθεια ότι οι αστοί εκμεταλλεύτηκαν τους εθνικούς πολέμους για να επεκτείνουν το κεφάλαιο, αλλά κάτι τέτοιο είναι σχετικά επισφαλές, μιας και κάθε βία μπορεί να αναταράξει την απρόσκοπτη ροή του κεφαλαίου. Μόνο η βία που αναπτύσσουν οι επίσημες αρχές με μια ορθολογική και ηθική βάση έχει θέση στην αστική κοινωνία. Κάθε προσωπική διένεξη όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει τη βία αλλά και να είναι τυπικά, συγκαταβατική, να αντιμετωπίζεται μέσα από το διάλογο, τη διαπραγμάτευση, τη διαλλακτικότητα. Τα πάθη δεν πρέπει να ανάβουν. Η κοινωνική ειρήνη δεν πρέπει να διαρρηγνύεται παρά στις πιο ακραίες περιπτώσεις.

Οι αναρχοσυνδικαλιστές εκτιμούν επίσης την κοινωνική ειρήνη. Από τις «αστικές επιδράσεις στον αναρχισμό» του Luigi Fabri ως το Listen Anarchist! του Bufe, προσπαθούν να αποτρέψουν τους αναρχικούς από κάθε λεκτική ακόμα έκφραση βίας, κατά ειρωνικό τρόπο προσπαθούν να αποδείξουν ότι κάτι τέτοιο οφείλεται σε παρανοήσεις του αναρχισμού που οφείλονται στον αστικό τύπο. Τώρα, γιατί θεωρούν ότι οι άνθρωποι με το θάρρος και την νοημοσύνη να εξεγερθούν ενάντια στον εξουσιαστικό κόσμο θα χειραγωγούνταν από τον αστικό τύπο, δεν έχω ιδέα! Όπως ακριβώς και οι αστοί, οι αναρχοσυνδικαλιστές μας προτρέπουν να διαχειριστούμε τις διαφορές μας ορθολογικά, χωρίς πάθη, με ειρηνικό τρόπο. Κάθε ενεργή, βίαια έκφραση ατομικής εξέγερσης θεωρείται ανευθυνότητα, αντεπαναστατική κι ανήθικη πράξη από τους αναρχοσυνδικαλιστές. Κάθε ένας που σπάει τον νόμο, ονομάζεται στην καλύτερη περίπτωση, ανεγκέφαλος και πιο συχνά εγκληματίας ή τρομοκράτης. Στην πραγματικότητα, εκτός από μια «επαναστατική κατάσταση», οι αναρχοσυνδικαλιστές απορρίπτουν κάθε είδους παράνομη δραστηριότητα σαν μη-παραγωγική, μη-προοδευτική (λες κι αυτό είναι αναγκαστικά κάτι κακό). Μόνο η επανάσταση της εργατικής τάξης (η «απόλυτη εξουσία» για την αναρχοσυνδικαλιστική θεωρία) μπορεί να δικαιολογήσει τη βία, και η βία αυτή ακόμα πρέπει να είναι ορθολογική και ηθική ούτως ώστε να αφήσει τους παραγωγικούς θεσμούς ακέραιους, και να κάνει την μετάβαση στην αναρχοσυνδικαλιστική παραγωγή όσο το δυνατόν πιο ομαλή.

Οι αναρχοσυνδικαλιστές πιστεύουν επίσης ότι θα δημιουργήσουν μια ορθολογική, ηθική κοινωνία. Μας καλούν να «αντισταθούμε στον ανορθολογισμό… οπουδήποτε κι αν υψώνεται». Το πρόβλημα που αναγνωρίζουν στην σημερινή κοινωνία είναι ότι δεν τη θεωρούν αρκετά ορθολογική, αρκετά ηθική. Μιας και η ηθική συμπεριφορά πηγάζει από την ορθολογικότητα (σύμφωνα με τη γνώμη τους), πρέπει να κυριαρχήσει σε κάθε σφαίρα της ζωής. Όχι τα πάθη ή οι επιθυμίες μας, αλλά το «ορθολογικό μας συμφέρον» θα έπρεπε να μας οδηγούν, λεν οι συνδικαλιστές, κι ακούγεται η ηχώ των αυταρχικών δικτατόρων. Είναι λοιπόν πιο ορθολογικό και πιο ηθικό όταν ο παραγωγός ελέγχει τα μέσα της παραγωγής, λένε, αγνοώντας επιδεικτικά το ερώτημα του κατά πόσο και πώς είναι εύκολο να ελέγχει ο καθένας τα παραγωγικά μέσα στη βιομηχανική κοινωνία.

Τόσο οι φιλελεύθεροι αστοί θεωρητικοί, όσο και οι αναρχοσυνδικαλιστές επιζητούν μια ορθολογική, ηθική κοινωνία βασισμένη στην ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, που να εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και οι δύο απαιτούν μια άψογα ρυθμισμένη οικονομία με υψηλούς δείκτες παραγωγικότητας που να εγγυώνται την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο. Και οι δύο απαιτούν την κοινωνική ειρήνη και τον κομφορμισμό προκειμένου να πραγματοποιήσουν τους σχεδιασμούς τους. Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι πρόκειται για δυο διαφορετικούς σχεδιασμούς. Οι αστοί βλέπουν την οικονομία σαν μια ουδέτερη πολιτικά δύναμη που μπορεί να αναπτύσσεται επαρκώς και ηθικά με την μορφή της ιδιωτικής επιχείρησης. Οι αναρχοσυνδικαλιστές αναγνωρίζουν την οικονομία σαν μια πολιτική δύναμη, η οποία όμως πρέπει να διαχειριστεί δημοκρατικά. Οι φιλελεύθεροι αστοί πιστεύουν ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να πραγματοποιήσει το ιδανικό τους. Οι αναρχοσυνδικαλιστές πιστεύουν ότι η δημοκρατία πρέπει να είναι άμεση, αν και δεν μας ρωτάν κατά πόσο θέλουμε να περνάμε την ώρα μας ψηφίζοντας αμεσοδημοκρατικά για κάθε κοινωνικό ζήτημα που προκύπτει. Το ιδανικό του αναρχοσυνδικαλισμού είναι πραγματικά μια επέκταση του φιλελεύθερου αστικού ιδανικού – μια απόπειρα να σπρωχτεί πέρα από τη λογική του κατάληξη.

Εδώ οδηγούμαι στον τελευταίο παραλληλισμό μεταξύ του αστικού φιλελευθερισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού, ενός παραλληλισμού όχι σε επίπεδο ιδεών, αλλά άγνοιας. Κανείς τους δε φαίνεται ικανός να αναγνωρίζει τις πραγματικότητες του κοινωνικού συστήματος κάτω από το οποίο ζούμε. «Η καθημερινή δραστηριότητα των σκλάβων παράγει τη σκλαβιά» (Fredy Perlman). Ενώ μιλάμε για την ελευθερία και τη δημοκρατία, ο φιλελεύθερος αστός κι ο αναρχοσυνδικαλιστής βλέπουν μόνο τις ανθρώπινες εξουσίες που τις ελέγχουν. Κλείνουν τα μάτια μπροστά στις κοινωνικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν κι αποτελούν την πραγματική πηγή αυτής της σκλαβιάς. Έτσι, οι φιλελεύθεροι αστοί θα χαροποιούνταν αν ξεφορτώνονταν τους παπάδες, τους βασιλείς, όπως και οι αναρχοσυνδικαλιστές αν έδιωχναν τα αφεντικά και τους κυβερνήτες. Όμως τα εργοστάσια θα έμεναν ανέπαφα, τα μαγαζιά το ίδιο (αν και οι συνδικαλιστές ίσως τα μετονόμαζαν σε «κέντρα διανομής» ή κάτι τέτοιο), οι οικογένειες θα παρέμεναν ως είχαν, ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα θα παρέμενε ανέπαφο. Αν η καθημερινή μας δραστηριότητα δεν άλλαζε ριζικά – και οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν δίνουν κάποια ένδειξη ότι επιθυμούν να αλλάξουν οτιδήποτε εκτός από το να προσθέτουν το βάρος της διαχείρισης των εργοστασίων σε αυτούς που ήδη σηκώνουν το βάρος της εργασίας σε αυτά. Οπότε τι διαφορά κάνει το να μην υπάρχουν αφεντικά; Είμαστε ακόμα σκλάβοι! Αλλάζοντας το όνομα κάποιου πράγματος δεν το κάνει να εξαφανιστεί. Υπάρχει όμως ένας λόγος που ούτε οι φιλελεύθεροι αστοί ούτε οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν μπορούν να διακρίνουν την σκλαβιά που βρίσκεται στην καρδιά του κοινωνικού συστήματος.

Δεν βλέπουν την ελευθερία σαν την ικανότητα μιας μοναδικής ύπαρξης να δημιουργεί τη δική του/της ζωή όπως επιλέγει. Βλέπουν την ελευθερία σαν την ικανότητα ενός ατόμου να προσαρμοστεί πλήρως και ενεργά στην ορθολογική κοινωνία της προόδου. Το «Η σκλαβιά είναι ελευθερία» δεν είναι μια απόκλιση της σταλινικής ή της φασιστικής σκέψης, είναι έμφυτο σε κάθε προοπτική για την οποία η ελευθερία αναφέρεται στην κοινωνία κι όχι στο άτομο. Ο μόνος τρόπος να εγγυηθεί κανείς την «ελευθερία» τέτοιων κοινωνιών είναι να καταστείλει την αδιαλλαξία και την εξέγερση οπουδήποτε εγείρονται. Οι αναρχοσυνδικαλιστές ίσως μιλούν για κατάργηση του κράτους, αλλά θα χρειαστεί να αναπαράγουν κάθε μια από τις λειτουργίες του ώστε να εγγυηθούν την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας τους. Ο αναρχοσυνδικαλισμός δεν σηματοδοτεί ένα ρήγμα με τη σημερινή κοινωνία. Απλά ζητάει την επέκταση των αξιών της κοινωνίας αυτής έτσι ώστε να κυριαρχούν πιο απόλυτα την καθημερινή ζωή μας. Κάθε πραγματικός εξεγερμένος, κάθε αποστάτης, κάθε παράνομο και άγριο ελεύθερο πνεύμα δε θα μπορούσε να αποδεχτεί μια αναρχοσυνδικαλιστική κοινωνία περισσότερο από όσο ανέχεται τη σημερινή. Θα έπρεπε να συνεχίσουμε να φέρνουμε το χάος, να δημιουργούμε δημιουργικά ρήγματα με την κοινωνία, γιατί αυτό που θέλουμε δεν είναι περισσότερος έλεγχος πάνω στη σκλαβιά μας, κι αυτό είναι το μόνο που οι αναρχοσυνδικαλιστές μας προσφέρουν, αυτό που θέλουμε είναι να σπάσουμε τις αλυσίδες της σκλαβιάς και να ζήσουμε τις ζωές μας στην ολότητά τους.

[Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Ιούλης 2007]


Categories
Feral Faun

H Kατάργηση της κοινωνίας – Feral Faun

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ Ή ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ -FERAL FAUN-

«Κοινωνία::1. μια ομάδα ατόμων που έχουν τα ίδια έθιμα, πιστεύω κλπ ή ζουν κάτω από μια κοινή κυβέρνηση και που θεωρούνται ότι σχηματίζουν μια κοινότητα3. όλοι οι άνθρωποι, όταν θεωρούνται ότι σχηματίζουν μια κοινότητα στην οποία το κάθε άτομο είναι εν μέρει εξαρτώμενο από όλα τα υπόλοιπα» Λεξικό Webster’s

Τίποτε απ  ό,τι ξέρουμε δε μπορεί να θεωρηθεί αληθινό  καμμιά από τις θεωρήσεις μας για τον κόσμο δεν είναι ιερή και καλά θα κάναμε να τις αμφισβητήσουμε όλες. Πολλοί αναρχικοί μιλούν για τη δημιουργία μιας «καινούριας» ή «ελεύθερης» κοινωνίας. Αλλά πολλοί λίγοι αμφισβητούν την ίδια την έννοια της κοινωνίας. Η θεώρηση για την κοινωνία είναι άμορφη – και πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί απ ότι συγκεκριμένες όψεις της όπως η κυβέρνηση, η θρησκεία, ο καπιταλισμός, η τεχνολογία. Είμαστε τόσο βαθιά εμποτισμένοι μ αυτή που το να την αμφισβητήσουμε είναι σαν να αμφισβητούμε την ίδια μας τη φύση  κάτι κάνει την αμφισβήτησή της ακόμα πιο επιτακτική. Η απελευθέρωση του εαυτού μας από την θωράκιση του χαρακτήρα που καταπιέζει τα πάθη και τις επιθυμίες μας έχει κάθε δικαίωμα να απαιτήσει όχι απλά την αλλαγή της κοινωνίας, αλλά την κατάργησή της. Οι παραπάνω ορισμοί του λεξικού δείχνουν την κοινωνία ως μια μοναδική οντότητα αποτελούμενη από άτομα που υπάρχουν σε μια συνθήκη (δυνητικής τουλάχιστον) αλληλεξάρτησης μεταξύ τους  που με άλλα λόγια δεν είναι ολοκληρωμένα από μόνα τους. Αντιλαμβάνομαι την κοινωνία ως ένα σύστημα από σχέσεις ανάμεσα σε όντα που δρουν ( ή που αντιμετωπίζονται) ως κοινωνικοί ρόλοι με σκοπό την αναπαραγωγή του συστήματος και των εαυτών τους ως κοινωνικά άτομα.

Η εξάρτηση των κοινωνικών ατόμων δεν είναι ίδια με την βιολογική εξάρτηση των βρεφών. Η βιολογική εξάρτηση τερματίζεται όταν το παιδί αποκτήσει επαρκή κινητικότητα και συντονισμό χεριού και ματιού (περίπου σε ηλικία 5 χρόνων). Αλλά σε αυτά τα 5 χρόνια, οι κοινωνικές σχέσεις της οικογένειας καταπιέζουν τις επιθυμίες του παιδιού, ενσταλάζουν τον φόβο του κόσμου μέσα τους κι έτσι καλύπτουν τη δυνατότητα για μια ολοκληρωμένη, ελεύθερη, δημιουργική ατομικότητα πέρα από τη ψυχική εξάρτηση που μας κάνει να κολλάμε απελπισμένα ο ένας στον άλλον ενώ αλληλοπεριφρονούμαστε. Όλες οι κοινωνικές σχέσεις έχουν ως βάση την ατέλεια που παράγεται από την καταπίεση των επιθυμιών μας και του πάθους μας. Η βάση τους είναι η ανάγκη μας για τους άλλους κι όχι η επιθυμία μας γι αυτούς. Χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλον. Έτσι η κάθε κοινωνική σχέση είναι μια σχέση εργοδότη/υπαλλήλου, κάτι που εξηγεί το γιατί δείχνουν πάντα, τουλάχιστον μέχρι ενός σημείυ, να γίνονται εχθρικές  είτε μέσω υποτιμητικών αστείων ή λογομαχιών και καυγάδων. Πώς μπορούμε να μην περιφρονούμε αυτούς που χρησιμοποιούμε και να μη μισούμε αυτούς που μας χρησιμοποιούν; Η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει ξέχωρα απ τους κοινωνικούς ρόλους γι αυτό και η οικογένεια και η εκπαίδευση κάποιας μορφής είναι απαραίτητα κομμάτια της κοινωνίας.

Το κοινωνικό άτομο δεν παίζει μόνο έναν κοινωνικό ρόλο  αλλά συγχωνεύει πολλούς ρόλους οι οποίοι δημιουργούν τη θωράκιση του χαρακτήρα που περνιέται για «προσωπικότητα». Οι κοινωνικοί ρόλοι είναι τρόποι με τους οποίους τα άτομα καθορίζονται από το όλο σύστημα των σχέσεων που αποτελεί την κοινωνία με σκοπό την αναπαραγωγή της υφιστάμενης κοινωνίας. Κάνουν τα άτομα χρήσιμα για την κοινωνία κάνοντας τα προβλέψιμα, καθορίζοντας τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινωνίας. Οι κοινωνικοί ρόλοι είναι εργασία  με την ευρεία έννοια της δραστηριότητας που αναπαράγει τον κύκλο παραγωγής/κατανάλωσης. Η κοινωνία είναι συνεπώς η εξημέρωση των ανθρώπινων όντων που μπορούν να σχετιστούν ελεύθερα σύμφωνα με τις επιθυμίες τους σε παραμορφωμένα όντα που χρησιμοποιούν το ένα το άλλο προσπαθώντας να ικανοποιήσουν απελπισμένες ανάγκες, αλλά το μόνο που επιτυγχάνουν είναι η αναπαραγωγή της ανάγκης και του συστήματος των σχέσεων που στηρίζεται πάνω της.

«Κατάρα σε κάθε αιχμαλωσία, ακόμα κι αν είναι για το γενικό καλό, ακόμα και στον κήπο με τους πολύτιμους λίθους του Μοντεζούμα». Τα άτομα με ελεύθερο πνεύμα δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τη δημιουργία σοβαρών σχέσεων ως κοινωνικοί ρόλοι. Οι προβλέψιμες, προκαθορισμένες σχέσεις μας κάνουν να βαριόμαστε και δεν έχουμε καμμιά επιθυμία να συνεχίσουμε να τις αναπαράγουμε. Είναι αλήθεια ότι προσφέρουν κάποια ασφάλεια, σταθερότητα και (χλιαρή) ζεστασιά αλλά με τι τίμημα! Αντίθετα, θέλουμε ελευθερία για να δημιουργήσουμε σχέσεις σύμφωνα με τις αδάμαστες επιθυμίες μας, την άνθιση κάθε δυνατότητας, την οργισμένη φλόγα των απελευθερωμένων μας ενστίκτων. Και μια τέτοια ζωή βρίσκεται έξω από οποιοδήποτε σύστημα προβλέψιμων, προκαθορισμένων σχέσεων. Η κοινωνία ίσως προσφέρει ασφάλεια, αλλά μόνο αφού εξαλείψει το ρίσκο που είναι ουσιώδες και το ελεύθερο παιχνίδι και την περιπέτεια. Μας προσφέρει επιβίωση με αντάλλαγμα τις ζωές μας. Επειδή η επιβίωση που μας προσφέρει είναι επιβίωση ως κοινωνικά άτομα  ως όντα που συντίθενται από κοινωνικούς ρόλους, αποξενωμένα από τις επιθυμίες και τα πάθη τους – με κοινωνικές σχέσεις στις οποίες είμαστε εθισμένοι αλλά που ποτέ δεν μας ικανοποιούν.

Ένας κόσμος ελεύθερων σχέσεων ανάμεσα σε μη-καταπιεσμένα άτομα θα ήταν ένας κόσμος απελευθερωμένος από την κοινωνία. Όλες οι αλληλεπιδράσεις θα καθορίζονταν άμεσα. Όλες από τα άτομα που θα αναμιγνύονταν σ αυτές, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους  και όχι με τις ανάγκες ενός κοινωνικού συστήματος. Θα τείναμε να καταπλήσσουμε, να γοητεύουμε, να οργίζουμε, να εγείρουμε αληθινά πάθη και όχι απλά βαρεμάρα, αηδία, αδιαφορία ή ασφάλεια. Η κάθε συνάντηση θα είχε μια δυναμική για μια απίθανη περιπέτεια η οποία αδυνατεί να υπάρξει όταν συναναστρεφόμαστε με τη μορφή των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι αντί να παραμένουμε αιχμάλωτοι σ΄ αυτόν τον «κήπο με τους πολύτιμους λίθους» που ονομάζεται κοινωνία, επιλέγω τον αγώνα για την κατάργηση της κοινωνίας  κι αυτό έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνομαι την «επανάσταση» (ελλείψει καλύτερου όρου). Ο αγώνας για την μεταρρύθμιση της κοινωνίας είναι πάντα αγώνας για δύναμη, επειδή ο στόχος του είναι η απόκτηση ελέγχου πάνω στο σύστημα των σχέσεων που είναι η κοινωνία (στόχος που βρίσκω ανέφικτο αφού αυτό το σύστημα είναι πλέον πέραν κάθε ελέγχου). Ως τέτοιος δεν μπορεί να είναι ατομικός αγώνας. Απαιτεί τη σύνταξη σε μια μαζική η ταξική δραστηριότητα. Τα άτομα πρέπει να ορίσουν τους εαυτούς τους ως κοινωνικά όντα σ αυτόν τον αγώνα, καταπιέζοντας τις όποιες ατομικές τους επιθυμίες που δεν ταιριάζουν με τον υπέρτατο στόχο της κοινωνικής μεταρρύθμισης.

Ο αγώνας για την κατάργηση της κοινωνίας είναι ένας αγώνας για την κατάργηση της εξουσίας. Είναι ουσιαστικά ο αγώνας των ατόμων για να ζήσουν ελεύθερα από κοινωνικούς ρόλους και κανόνες, να ζήσουν τις επιθυμίες τους με πάθος, να ζήσουν τα πιο θαυμαστά πράγματα που μπορούν να φανταστούν. Οι αγώνες και τα εγχειρήματα ομάδων αποτελούν κι αυτά τμήμα του ίδιου αγώνα, όταν έχουν ως βάση τους τρόπους με τους οποίους οι επιθυμίες του καθενός θα βελτιώσουν η μία την άλλη και θα διαλυθούν όταν θα αρχίσουν να καταπιέζουν τα άτομα. Η διαδρομή αυτού του αγώνα δεν μπορεί να χαρτογραφηθεί επειδή η βάση του είναι η σύγκρουση ανάμεσα στις επιθυμίες των ατόμων με ελεύθερο πνεύμα και στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Αλλά είναι πιθανές οι αναλύσεις των τρόπων με τους οποίους μας βάζει σε καλούπια η κοινωνία, καθώς και των αποτυχιών και επιτυχιών παλιότερων εξεγέρσεων. Οι τακτικές που χρησιμοποιούνται ενάντια στην κοινωνία είναι τόσο πολλές όσα και τα άτομα που συμμετέχουν σ αυτόν τον αγώνα, αλλά όλες μοιράζονται τον στόχο της υπονόμευσης του κοινωνικού ελέγχου και της θέσπισης όρων, και της απελευθέρωσης των επιθυμιών και των παθών του ατόμου.

Η μη-προβλεψιμότητα του χιούμορ και της παιγνιώδους πρακτικής είναι ουσιώδης, προκαλώντας ένα διονυσιακό χάος. Το παιχνίδι με τους κοινωνικούς ρόλους με τρόπους που υπονομεύουν τη χρησιμότητά τους στην κοινωνία, που τους αντιστρέφουν, μετατρέποντάς τους σε παιχνίδι είναι μια πρακτική αξιόλογη. Αλλά το πιο σημαντικό είναι να συγκρουστούμε με την κοινωνία με τους εαυτούς μας, με τις μοναδικές επιθυμίες μας και πάθη, με την ανυποχώρητη στάση μας που θα διατηρηθεί με γνώμονα τους δικούς μας όρους. Η κοινωνία δεν είναι μια ουδέτερη δύναμη, οι κοινωνικές σχέσεις υπάρχουν μόνο με την καταπίεση των πραγματικών επιθυμιών των ατόμων, από την καταπίεση όλων αυτών που καθιστούν δυνατή την ελεύθερη δημιουργία σχέσεων. Η κοινωνία είναι εξημέρωση, η μεταμόρφωση των ατόμων σε αξίες χρήσεις και του ελεύθερου παιχνιδιού σε δουλειά. Η ελεύθερη δημιουργία σχέσεων ανάμεσα σε άτομα που αρνούνται και αντιστέκονται στην εξημέρωσή τους υπονομεύει την κοινωνία στο σύνολό της και ανοίγει όλες τις δυνατότητες. Και για όσους πιστεύουν ότι μπορούν να φτάσουν στην ελευθερία μέσω μιας απλά κοινωνικής επανάστασης, τελειώνω μ αυτές τις γραμμές του Renzo Novatore:

«Περιμένεις για την επανάσταση; Ας είναι! Η δικιά μου άρχισε εδώ και πολύ καιρό! Όταν θα σαι έτοιμος δεν θα με πειράξει να προχωρήσω για λίγο μαζί σου. Αλλά όταν σταματήσεις θα συνεχίσω στην παράφρονα πορεία μου προς τη μεγάλη και θαυμαστή κατάκτηση του τίποτα!»

παραχωρήθηκε από το αρχείο των εκδόσεων για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας

1

Categories
Feral Faun

Ενάντια στην ελεημοσύνη – FERAL FAUN

Ενάντια στην ελεημοσύνη – FERAL FAUN

[Σε μερικές πόλεις των Η.Π.Α., κάποιοι αναρχικοί σκέφτηκαν να διοργανώσουν τις “Food Not Bombs” (σημ: Τρόφιμα Όχι Βόμβες: καμπάνια εθελοντικών διανομών τροφίμων, διοργάνωση ανοιχτών κουζινών κλπ). Οι διοργανωτές αυτής της καμπάνιας θα μας εξηγούσαν πρόθυμα ότι το φαγητό θα έπρεπε να είναι δωρεάν κι ότι κανείς δεν θα ‘πρεπε ποτέ να πεινάει. Ένα ασφαλώς ευγενικό συναίσθημα- Κι ένα συναίσθημα εν πολλοίς κοινό σε αναρχικούς, χριστιανούς, χίππηδες κι αριστερούς φιλελεύθερους – που βασίζεται στην ελεημοσύνη. Θα μας αντέκρουαν βέβαια, λέγοντας πως οι “Food Not Bombs” είναι κάτι το διαφορετικό: Πως οι αποφάσεις λαμβάνονται αντι-ιεραρχικά, πως δεν δέχονται επιχορηγήσεις από την κυβέρνηση ή από εταιρίες, ενώ συχνά διακινδυνεύουν μια σύλληψη ενώ σερβίρουν φαγητό, σαν μια πράξη πολιτικής ανυπακοής. Προφανώς οι “Food Not Bombs” δεν είναι μια μεγάλου διαμετρήματος ανθρωπιστική γραφειοκρατία – συχνά μάλιστα είναι προσωπικές ανιδιοτελείς απόπειρες χαμηλού κόστους. Όμως δεν παύει να είναι ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ. Κι αυτό είναι κάτι που δεν αμφισβητούν ποτέ οι “αναρχικοί” διοργανωτές τους. Ο μηχανισμός της ελεημοσύνης είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα κάθε οικονομικού συστήματος. Η οικονομική τρομοκρατία που ασκεί η κυριαρχία, δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους μέσα από τους παραδεκτούς τρόπους. Ακόμα και στα πιο ανεπτυγμένα συστήματα των λεγόμενων “κρατών πρόνοιας”, υπάρχουν αυτοί που γκρεμίζονται από τις ρωγμές της οικονομίας.

Η ελεημοσύνη έρχεται για να μπαλώσει το κενό που αφήνει το κράτος. Ομάδες όπως οι “Food Not Bombs” γίνονται λοιπόν μια εθελοντική εργατική δύναμη συντήρησης της κοινωνικής τάξης, ενισχύοντας την εξάρτηση των φτωχών από προγράμματα που διευθύνουν άλλοι. Αδιάφορο κατά πόσο είναι αντι-ιεραρχικές οι δομές τους οι σχέσεις (εξάρτησης) που δημιουργούν είναι πάντοτε εξουσιαστικές. Οι δέκτες της ελεημοσύνης είναι στο έλεος των διοργανωτών του προγράμματος κι έτσι δεν είναι ελεύθεροι να δράσουν με τους όρους τους μέσα σ αυτήν την σχέση εξουσίας. Αυτό γίνεται εύκολα ορατό στον εξευτελιστικό τρόπο με τον οποίο λαμβάνουν την ελεημοσύνη. Οι κουζίνες ελεημοσύνης όπως οι “Food Not Bombs” απαιτούν την άφιξη σε έναν ορισμένο χρόνο, προκαθορισμένο από άλλους, οπότε θα στηθείς σε μια ουρά για να σου σερβίρουν φαγητό επιλογής όχι δικής σου (και συνήθως χαμηλής ποιότητας) σε ποσότητες καθορισμένες από κάποιους εθελοντές που θα προσπαθήσουν να μοιράσουν στον καθένα ίσες μερίδες. Δεν αντιλέγουμε ότι είναι κάπως καλύτερο απ’ το να πεινάς, αλλά η εξαθλίωση είναι τουλάχιστον ίση με αυτήν του να περιμένεις στην ουρά του μπακάλικου για να πληρώσεις για το φαγητό που τελικά εσύ επιλέγεις και θες. Η απάθεια που αναπτύσσουμε μπροστά στην εξαθλίωση αυτή, απάθεια που γίνεται αντιληπτή από την άνεση με την οποία κάποιοι αναρχικοί θα προτιμήσουν να τρων στις “κουζίνες ελεημοσύνης” κάθε μέρα ούτως ώστε να αποφύγουν να πληρώσουν για φαγητό, σαν να μην υπήρχαν άλλες επιλογές – αποδεικνύεται έτσι το σημείο στο οποίο η κυρίαρχη κοινωνία μας διαχέει τις αξίες της μέσω εξευτελιστικών διεργασιών. Ακόμα, κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι έτσι οι αναρχικοί αρνούνται αυτές τις διεργασίες στον βαθμό που τους επιτρέπουν οι δυνάμεις τους, και αναζητούν να δημιουργήσουν διεργασίες ενός διαφορετικού είδους ώστε να καταστρέψουν την εξαθλίωση που επιβάλλει αυτή η κοινωνία. Αντίθετα, μ αυτόν τον τρόπο δημιουργούν προγράμματα που ενισχύουν την εξαθλίωση αυτή. Και τι είδους αλληλεγγύη μπορεί να νιώσει κάποιος για έναν φτωχό, ποια επιθυμία να μοιραστεί φαγητό μαζί του, όταν έχει προσωπικά μερίδιο της ευθύνης για την εξαθλίωσή του κάνοντας το μ αυτόν τον τρόπο. Καμπάνιες όπως οι “Food Not Bombs” δεν έχουν να κάνουν με αλληλεγγύη, αλλά με οίκτο. Το να σερβίρεις φαγητό δεν είναι μοίρασμα. Είναι μια α-προσωπική, ιεραρχική σχέση μεταξύ κοινωνικών ρόλων “ευεργέτη” και “ευεργετούμενου”. Η έλλειψη φαντασίας έχει οδηγήσει διάφορους αναρχικούς να αντιμετωπίζουν το ζήτημα της πείνας (που συχνά γι αυτούς είναι ένα θεωρητικό ζήτημα) με τον ίδιο πάνω-κάτω τρόπο που το αντιμετωπίζουν οι χριστιανοί και οι φιλελεύθεροι, δημιουργώντας θεσμούς παράλληλους με τους ήδη υπάρχοντες. Και όπως θα ήταν αναμενόμενο όταν αναρχικοί αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας ένα εγγενώς εξουσιαστικό έργο, κάνουν μισές δουλειές… Γιατί να μην αφήσουμε το φιλανθρωπικό έργο γι αυτούς που δεν τρέφουν αυταπάτες για τις φιλανθρωπίες τους; Οι αναρχικοί θα μπορούσαν καλύτερα να βρουν τρόπους να μοιράζονται σαν άτομα, μιας και είναι τόσο ευαισθητοποιημένοι, τρόπους που να ενθαρρύνουν τον αυτό-καθορισμό παρά την εξάρτηση από άλλους, και τη συντροφικότητα παρά τον οίκτο. Δεν υπάρχει τίποτα το αναρχικό σχετικά με τις “Food Not Bombs”. Ακόμα και στο όνομα είναι ένα αίτημα προς τις αρχές!

Αυτός είναι κι ο λόγος που οι διοργανωτές βολεύονται τόσο καλά με την ιδεολογία της πολιτικής ανυπακοής. Είναι μια απόπειρα να ευαισθητοποιήσουν τους ανθρώπους της εξουσίας, μήπως τυχόν και λυπηθούν τους φτωχούς και τους ταΐσουν. Δεν υπάρχει τίποτα στην καμπάνια αυτή σχετικό με τον αυτό-καθορισμό. Δεν υπάρχει τίποτα που θα ενθάρρυνε τους καταπιεσμένους να αρνηθούν τον ρόλο τους και να πάρουν ό,τι χρειάζονται και θέλουν χωρίς να ακολουθούν θεσμούς και κανόνες. Η “Food Not Bombs”, όπως κάθε άλλη ελεημοσύνη, ωθεί τους καταπιεσμένους να παραμείνουν παθητικοί δέκτες παρά να δραστηριοποιηθούν παίρνοντας τις ζωές τους στα χέρια τους. Η ελεημοσύνη πρέπει να γίνεται κατανοητή γι αυτό που είναι: Ακόμα μια όψη της θεσμοθετημένης αθλιότητας που είναι σύμφυτη με την οικονομικοποιημένη ύπαρξή μας και οφείλει να καταστραφεί για να μπορέσουμε να ζήσουμε αληθινά.]

[Παρά την φαινομενική ασυνάφεια με τα ελλαδικά δεδομένα (ανάλογες καμπάνιες δεν έχουν σταθεροποιηθεί) κρίνουμε πως το παρόν κείμενο συμβάλει σε μια γόνιμη κριτική εκδηλώσεων που πλασάρονται ως επαναστατικές, προς αυτό και η μετάφραση και δημοσίευσή του. Ευλογημένη ας είναι η στιγμή, που οι καρνάβαλοι του αριστερίστικου μετα-χιπισμού, και όλες οι συναφείς εναλλακτικές σέχτες θα χαθούν σαν χιλιοπατημένα τρυκάκια στο πρωϊνό αεράκι της προλεταριακής επανάστασης. Και τόσο το χειρότερο για τους φυτοφάγους ή όχι, θιασώτες της φυτοποίησης της νεολαίας σε κάτι σαν Γκάντι-των-μητροπόλεων. Ας τους κατασπαράξουμε πριν μας καταπιούν. Σ.Ε.Κ.Δ.]

Το παραπάνω κείμενο κυκλοφόρησε στη σαλονίκη με την υπογραφή «Συμβούλιο Επικρατείας της Κανιβαλικής Διεθνούς» το 2005.

1

Categories
Pierre Clastres

Η Κοινωνία ενάντια στο Κράτος – Pierre Clastres

Η κοινωνία ενάντια στο Κράτος

pierre clastres

δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη συλλογή δοκιμίων από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι κοινωνίες χωρίς κράτος: αυτή η πραγματολογική κρίση, σωστή καθεαυτή, υποκρύπτει στην πραγματικότητα μια γνώμη, μια αξιολογική κρίση, η οποία κλονίζει παρευθύς τη δυνατότητα να συσταθεί μια πολιτική ανθρωπολογία ως αυστηρή επιστήμη. Αυτό που στην ουσία δηλώνεται είναι ότι οι πρωτόγονες κοινωνίες στερούνται κάτι -το κράτος- το οποίο, όπως και σε κάθε άλλη κοινωνία -τη δική μας, λόγου χάρη- τους είναι απαραίτητο. Επομένως, οι κοινωνίες αυτές είναι λειψές, δεν είναι εντελώς αληθινές κοινωνίες -δεν είναι εκπολιτισμένες- υπάρχουν βιώνοντας, οδυνηρά προφανώς, μια έλλειψη -την έλλειψη του Κράτους- την οποία πασχίζουν, μάταια πάντα, να καλύψουν. Περισσότερο ή λιγότερο συγκεχυμένα, αυτό ακριβώς λένε τα χρονικά των περιηγητών ή οι εργασίες των ερευνητών: δεν μπορούμε να σκεφθούμε την κοινωνία χωρίς το κράτος, το κράτος είναι το πεπρωμένο κάθε κοινωνίας. Η προσέγγιση αυτή προδίδει μια προσκόλληση εθνοκεντρικού χαρακτήρα ασυνείδητη τις περισσότερες φορές και γι’ αυτό ιδιαίτερα αμετακίνητη. Το άμεσο, αυθόρμητο σημείο αναφοράς είναι, αν όχι αυτό που γνωρίζουμε καλύτερα, πάντως αυτό που μας είναι πιο οικείο. Πράγματι, καθένας μας φέρει μέσα του, εσωτερικευμένη σαν την πίστη του πιστού, τη βεβαιότητα ότι η κοινωνία υπάρχει για το κράτος. Πώς λοιπόν να συλλάβουμε την ίδια την ύπαρξη των πρωτόγονων κοινωνιών, όχι σαν κάποιου είδους “αποπαίδια” της παγκόσμιας ιστορίας, σαν αναχρονιστικές επιβιώσεις ενός μακρινού σταδίου που οπουδήποτε αλλού έχει προ πολλού ξεπεραστεί; Αναγνωρίζει κανείς εδώ το άλλο πρόσωπο του εθνοκεντρισμού, τη συμπληρωματική του πεποίθηση ότι η ιστορία είναι μονόδρομη, ότι όλες οι κοινωνίες είναι καταδικασμένες να ενταχθούν σ’ αυτή την ιστορία και να διατρέξουν τα στάδια εκείνα, που από την αγριότητα οδηγούν στον πολιτισμό. “Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί υπήρξαν άγριοι”, γράφει ο Raynal. Όμως η πιστοποίηση μιας πρόδηλης εξέλιξης δεν μπορεί να θεμελιώσει ένα δόγμα το οποίο, προσδένοντας αυθαίρετα το καθεστώς του πολιτισμού στον πολιτισμό του κράτους, ορίζει το κράτος ως απαραίτητο πέρας κάθε κοινωνίας. Μπορούμε τότε να αναρωτηθούμε τι έχει καθηλώσει τους τελευταίους λαούς που εξακολουθούν να είναι άγριοι.

Πίσω από τις μοντέρνες διατυπώσεις, η παλιά εξελιξιαρχία παραμένει στην πραγματικότητα άθικτη. Μολονότι πιο δυσδιάκριτη όταν κρύβεται μέσα στη γλώσσα της ανθρωπολογίας και όχι πια της φιλοσοφίας, τοποθετείται ωστόσο στο ίδιο επίπεδο με κατηγορίες που αξιώνουν να είναι επιστημονικές. Αντιληφθήκαμε ήδη ότι, σχεδόν πάντα, οι αρχαϊκές κοινωνίες προσδιορίζονται αρνητικά, σύμφωνα με ό,τι τους λείπει: κοινωνίες χωρίς κράτος, κοινωνίες χωρίς γραφή, κοινωνίες χωρίς ιστορία. Της ίδιας τάξεως φαίνεται να είναι και ο χαρακτηρισμός των κοινωνιών στο οικονομικό πεδίο: κοινωνίες με οικονομία επιβίωσης. Αν εννοούμε με αυτό ότι οι πρωτόγονες κοινωνίες αγνοούν την οικονομία της αγοράς όπου ρέουν τα πλεονάζοντα προϊόντα, στην ουσία δεν λέμε τίποτε, απλώς περιοριζόμαστε να επισημάνουμε μία ακόμη έλλειψη, και πάντα αναφορικά με τον δικό μας κόσμο: αυτές οι κοινωνίες που είναι χωρίς κράτος, χωρίς γραφή, χωρίς ιστορία είναι και χωρίς αγορά. Όμως -μπορεί να αντιτείνει η κοινή λογική- τι χρειάζεται η αγορά όταν δεν υπάρχει πλεόνασμα; Η έννοια της οικονομίας της επιβίωσης κρύβει μέσα της τη σιωπηρή διαβεβαίωση ότι, εάν οι πρωτόγονες κοινωνίες δεν παράγουν πλεόνασμα, αυτό συμβαίνει επειδή είναι ανίκανες να το παράγουν, εξ ολοκλήρου απορροφημένες καθώς είναι στην παραγωγή του ελάχιστα απαραίτητου για την επιβίωσή τους, για τη συντήρησή τους. Παμπάλαιη εικόνα, και πάντοτε αποτελεσματική, της έσχατης ένδειας των αγρίων. Και για να εξηγήσουν αυτή την ανικανότητα των πρωτόγονων κοινωνιών να αποσπασθούν από τη στασιμότητα μιας ζωής από μέρα σε μέρα, απ’ αυτή τη διαρκή αλλοτρίωση στην αναζήτηση τροφής, επικαλούνται τον χαμηλό τεχνικό εξοπλισμό, την τεχνολογική κατωτερότητα.

Τι πραγματικά συμβαίνει; Αν με τον όρο τεχνική εννοούμε το σύνολο των μεθόδων τις οποίες μετέρχονται οι άνθρωποι, όχι για να εξασφαλίσουν την απόλυτη κυριαρχία πάνω στη φύση (αυτό ισχύει μόνο για τον δικό μας κόσμο και το παράλογο καρτεσιανό του πρόταγμα, που τις οικολογικές του συνέπειες τώρα μόλις αρχίζουμε να τις μετράμε), αλλά για να εξασφαλίσουν μια κυριαρχία πάνω στο φυσικό περιβάλλον προσαρμοσμένη στις ανάγκες τους και ανάλογη με αυτές, τότε είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για τεχνική κατωτερότητα των πρωτόγονων κοινωνιών, διότι αποδεικνύουν μια ικανότητα να καλύπτουν τις ανάγκες τους τουλάχιστον ίση με εκείνη για την οποία υπερηφανεύεται η βιομηχανική και τεχνοκρατική κοινωνία. Κάθε ανθρώπινη ομάδα δηλαδή καταφέρνει κατ’ ανάγκη να ασκεί τον ελάχιστο απαραίτητο έλεγχο πάνω στο περιβάλλον που καταλαμβάνει. Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε καμιά κοινωνία η οποία να εγκαταστάθηκε σε φυσικό περιβάλλον που της ήταν αδύνατο να ελέγξει, εκτός βέβαια αν της ασκήθηκε καταναγκασμός ή εξωτερική βία, οπότε είτε χάνεται είτε αλλάζει τόπο. Αυτό που μας εκπλήσσει στους Εσκιμώους ή τους Αυστραλούς είναι ακριβώς ο πλούτος, η φαντασία και η λεπτότητα της τεχνικής δραστηριότητας, η εφευρετικότητα και η αποτελεσματικότητα που μαρτυρούν τα εργαλεία αυτών των λαών. Αρκεί άλλωστε μια επίσκεψη στα εθνογραφικά μουσεία: η κατασκευαστική ακρίβεια των σκευών της καθημερινής ζωής μετατρέπει σχεδόν κάθε ταπεινό εργαλείο σε έργο τέχνης. Δεν υπάρχει λοιπόν ιεραρχία στο τεχνικό πεδίο, δεν υπάρχει ανώτερη ή κατώτερη τεχνολογία, έναν τεχνολογικό εξοπλισμό μπορούμε να τον εκτιμήσουμε μόνο ως προς την ικανότητά του να καλύπτει, σε ένα δεδομένο περιβάλλον, τις ανάγκες της κοινωνίας. Και από αυτή την άποψη, οι πρωτόγονες κοινωνίες κάθε άλλο παρά ανικανότητα φαίνεται να έδειξαν στον εφοδιασμό τους με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση του εν λόγω σκοπού. Αυτή η δύναμη τεχνικής καινοτομίας που επιδεικνύουν οι πρωτόγονες κοινωνίες εκτυλίσσεται φυσικά μέσα στον κόσμο. Τίποτε δεν δίδεται ευθύς εξαρχής, υπάρχει πάντα το υπομονετικό έργο της παρατήρησης και της έρευνας, η μακρά διαδοχή δοκιμών και λαθών, αποτυχιών και επιτυχιών. Οι προϊστοριολόγοι μας πληροφορούν πόσες χιλιετηρίδες χρειάστηκαν οι άνθρωποι της Παλαιολιθικής Εποχής, για να αντικαταστήσουν τα χοντροκομμένα δίεδρα εργαλεία του πρώτου καιρού με τις θαυμάσιες λεπίδες της Σολιτραίας. [Περίοδος της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής. Χρονολογείται στα -18.000 έως -15.000 έτη (σ.τ.μ.)] Από την άλλη πάλι, παρατηρούμε ότι η ανακάλυψη της γεωργίας και η καλλιέργεια φυτών συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα στην Αμερική και στον Αρχαίο Κόσμο. Και είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχθούμε ότι οι Ινδιάνοι της Αμερικής δεν υστερούν καθόλου, το αντίθετο μάλιστα, στην τέχνη της επιλογής και διάκρισης πάμπολλων ποικιλιών χρήσιμων φυτών. Ας σταματήσουμε για μια στιγμή στο ολέθριο ενδιαφέρον που παρακίνησε τους Ινδιάνους να θελήσουν μεταλλικά εργαλεία. Σχετίζεται άμεσα με το ζήτημα της οικονομίας στις πρωτόγονες κοινωνίες, αλλά όχι με τον τρόπο που θα νόμιζε κανείς. Υποστηρίζεται ότι οι κοινωνίες αυτές ήταν καταδικασμένες στην οικονομία της επιβίωσης, λόγω της τεχνολογικής τους κατωτερότητας. Όπως είδαμε, αυτό το επιχείρημα δεν έχει ούτε λογική ούτε πραγματική βάση. Δεν έχει λογική βάση, διότι δεν υπάρχει αφηρημένη κλίμακα όπου να μετριούνται οι τεχνολογικές “εντάσεις” ο τεχνικός εξοπλισμός μιας κοινωνίας δεν μπορεί να συγκριθεί άμεσα με τον αντίστοιχο εξοπλισμό μιας διαφορετικής κοινωνίας και τίποτε δεν ωφελεί να αντιπαραβάλουμε το τουφέκι με το τόξο. Δεν έχει ούτε πραγματική βάση, διότι η αρχαιολογία, η εθνολογία, η βοτανική κ.λ.π. μας αποδεικνύουν ακριβώς την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα των άγριων τεχνολογιών. Επομένως, εάν οι πρωτόγονες κοινωνίες στηρίζονται σε μια οικονομία επιβίωσης, αυτό δεν συμβαίνει ελλείψει τεχνικής επιδεξιότητας. Και εδώ ανακύπτει το αληθινό ερώτημα: η οικονομία αυτών των κοινωνιών είναι πράγματι οικονομία επιβίωσης; Αν δίνει κανείς ένα νόημα στις λέξεις, αν με τον όρο οικονομία επιβίωσης δεν περιορίζεται να εννοεί οικονομία χωρίς αγορά και χωρίς πλεόνασμα -πράγμα που θα ήταν μια απλή κοινοτυπία, ή σκέτη πιστοποίηση της διαφοράς-, τότε στην πραγματικότητα μας διαβεβαιώνει ότι ο συγκεκριμένος τύπος οικονομίας επιτρέπει στην κοινωνία που θεμελιώνει απλώς και μόνο να επιβιώνει, μας διαβεβαιώνει ότι η κοινωνία αυτή κινητοποιεί διαρκώς το σύνολο των παραγωγικών της δυνάμεων, ώστε να παράσχει στα μέλη της το ελάχιστο απαραίτητο για την επιβίωση.

Στην αντίληψη αυτή ενυπάρχει μια ακράδαντη προκατάληψη, η οποία περιέργως συνυπάρχει με την αντιφατική και εξίσου τρέχουσα ιδέα ότι ο άγριος είναι οκνηρός. Εάν στην κοινή γλώσσα εμείς [οι Γάλλοι] λέμε “δουλεύω σαν νέγρος”, στη Νότιο Αμερική αντίθετα λένε “τεμπέλης σαν Ινδιάνος”. Όμως ένα από τα δύο μπορεί να συμβαίνει: είτε ο άνθρωπος των πρωτόγονων κοινωνιών, αμερικανικών και άλλων, ζει σε οικονομία επιβίωσης και περνά τον περισσότερο χρόνο της ημέρας του αναζητώντας τροφή είτε δεν ζει σε οικονομία επιβίωσης και άρα μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του παρατεταμένη σχολή, καπνίζοντας ξαπλωμένος στην αιώρα του. Αυτό ακριβώς εντυπωσίασε όλους ανεξαιρέτως τους πρώτους Ευρωπαίους που παρατήρησαν τους Ινδιάνους της Βραζιλίας. Μεγάλη ήταν η αποδοκιμασία τους, όταν διαπίστωσαν ότι παλικάρια που έσφυζαν από υγεία προτιμούσαν να στολίζονται σαν γυναίκες με ζωγραφιές και φτερά, αντί να ιδρώνουν δουλεύοντας στους κήπους τους. Επρόκειτο λοιπόν για ανθρώπους που αγνοούσαν ηθελημένα πως πρέπει να κερδίζεις το ψωμί σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου. Αυτό πήγαινε πολύ και δε γινόταν να κρατήσει: έστρωσαν γρήγορα τους Ινδιάνους στη δουλειά κι αυτοί εξοντώθηκαν. Πράγματι, δύο αξιώματα φαίνεται να έχουν ποδηγετήσει την πορεία του δυτικού πολιτισμού, ήδη από τα πρώτα του βήματα: το πρώτο υποστηρίζει ότι η αληθινή κοινωνία αναπτύσσεται στην προστατευτική σκιά του κράτους, το δεύτερο διατυπώνει μια κατηγορηματική προσταγή: ο άνθρωπος πρέπει να δουλεύει.

Είναι γεγονός ότι οι Ινδιάνοι αφιέρωναν λίγο χρόνο σ’ αυτό που αποκαλείται εργασία. Και όμως, δεν πέθαιναν από την πείνα. Τα χρονικά της εποχής ομόφωνα περιγράφουν το ωραίο παρουσιαστικό των ενηλίκων, την καλή υγεία των πολυάριθμων παιδιών, την αφθονία και ποικιλία των πηγών διατροφής. Η οικονομία της επιβίωσης επομένως, η οικονομία των ινδιάνικων φυλών, με κανέναν τρόπο δεν συνεπαγόταν αγωνιώδη αναζήτηση της τροφής επί συνεχούς βάσεως. ’ρα λοιπόν, μια οικονομία επιβίωσης είναι συμβατή με έναν σημαντικό περιορισμό του χρόνου που αφιερώνεται στις παραγωγικές δραστηριότητες. Ας πάρουμε την περίπτωση των Νοτιαμερικανών γεωργών, των Τουπί-Γκουαρανί λόγου χάρη, που η οκνηρία τους εκνεύριζε τους Γάλλους και Πορτογάλους. Η οικονομική τους ζωή βασιζόταν κυρίως στη γεωργία και δευτερευόντως στο κυνήγι, την αλιεία και την τροφοσυλλογή. Χρησιμοποιούσαν τον ίδιο κήπο τέσσερα έως έξι χρόνια συνέχεια. Μετά τον εγκατέλειπαν, είτε επειδή το έδαφος είχε εξαντληθεί είτε επειδή, όπως ήταν και το πιθανότερο, ο χώρος είχε κατακλυσθεί από παρασιτική βλάστηση που δύσκολα μπορούσε να εξαλειφθεί. Το βασικό μέρος της δουλειάς το διεκπεραίωναν οι άνδρες, ξεχερσώνοντας με τον λίθινο πέλεκυ και τη φωτιά την αναγκαία επιφάνεια. Το έργο αυτό πραγματοποιείτο στο τέλος της εποχής των βροχών και ενεργοποιούσε τους άνδρες για ένα-δύο μήνες. Όλα σχεδόν τα υπόλοιπα στάδια της γεωργικής διαδικασίας -φύτεμα, σκάλισμα, συγκομιδή- τα αναλάμβαναν, σύμφωνα με τον καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο, οι γυναίκες. Προκύπτει λοιπόν το εξής χαρούμενο συμπέρασμα: οι άνδρες, το μισό δηλαδή του πληθυσμού, δούλευαν περίπου δύο μήνες κάθε τέσσερα χρόνια! Όσο για τον υπόλοιπο καιρό, τον αφιέρωναν σε ασχολίες που βιώνονται όχι σαν κόπος αλλά σαν ευχαρίστηση: κυνήγι και ψάρεμα, γιορτές και οινοποσίες, ικανοποίηση, τέλος, της παθιασμένης τους αγάπης για τον πόλεμο.

Αυτά τα γενικά ποιοτικά, ιμπρεσσιονιστικά δεδομένα βρίσκουν τρανή επιβεβαίωση σε πρόσφατες έρευνες -και σε ορισμένες που διεξάγονται τούτη τη στιγμή- αυστηρά αποδεικτικού χαρακτήρα. Είτε πρόκειται για νομάδες-κυνηγούς της ερήμου του Καλαχάρι είτε για μόνιμα εγκατεστημένους Ινδοαμερικάνους γεωργούς, οι αριθμοί αποκαλύπτουν μια μέση κατανομή του καθημερινού εργασιακού χρόνου χαμηλότερη από τέσσερις ώρες την ημέρα. Ο J. Lizot, που χρόνια τώρα ζει με τους Ινδιάνους Γιανομάμι του Αμαζονίου στη Βενεζουέλα, απέδειξε με χρονομετρήσεις ότι η μέση διάρκεια του χρόνου τον οποίο οι ενήλικες αφιερώνουν καθημερινά στην εργασία, όλων των δραστηριοτήτων συμπεριλαμβανομένων, μόλις και ξεπερνά τις τρεις ώρες. Εμείς προσωπικά δεν πραγματοποιήσαμε ανάλογες μετρήσεις στους Γκουαγιακί, νομάδες κυνηγούς τους δάσους της Παραγουάης. Μπορούμε όμως να βεβαιώσουμε ότι οι Ινδιάνοι, άνδρες και γυναίκες, περνούσαν τουλάχιστον τη μισή τους μέρα σε πλήρη σχεδόν αργία, αφού κυνήγι και τροφοσυλλογή διεξάγονταν ανάμεσα στις έξι και τις έντεκα το πρωί περίπου, και όχι κάθε μέρα. Παρόμοιες μελέτες στους τελευταίους πρωτόγονους πληθυσμούς θα κατέληγαν ενδεχομένως σε παραπλήσια αποτελέσματα, λαμβανομένων βεβαίως υπ’ όψι των οικολογικών διαφορών.

Έτσι λοιπόν, βρισκόμαστε πολύ μακριά από τη φιλολογία περί αθλιότητας, που υποθάλπει την ιδέα της οικονομίας της επιβίωσης. Όχι μόνο ο άνθρωπος των πρωτόγονων κοινωνιών δεν είναι καθόλου αναγκασμένος να ζει σαν ζώο, σε διαρκή δηλαδή αναζήτηση για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, αλλά το αποτέλεσμα αυτό το πετυχαίνει -και με το παραπάνω- θυσιάζοντας έναν αξιοσημείωτα μικρό χρόνο δραστηριοποίησης. Αυτό σημαίνει ότι οι ινδιάνικες κοινωνίες διαθέτουν, αν το επιθυμούν, όλο τον απαραίτητο χρόνο για να αυξήσουν την παραγωγή υλικών αγαθών. Και η κοινή λογική ρωτά: γιατί οι άνθρωποι αυτών των κοινωνιών να θέλουν να δουλέψουν και να παραγάγουν περισσότερο, αφού τρεις-τέσσερις ώρες καθημερινής ήρεμης απασχόλησης αρκούν για να εξασφαλίσουν τα χρειώδη της ομάδας; Σε τι θα τους χρησίμευε κάτι τέτοιο; Σε τι θα χρησίμευαν τα πλεονάσματα που θα συσσωρεύονταν με αυτό τον τρόπο; Ποιος θα ήταν ο προορισμός τους; Μόνο δια της βίας οι άνθρωποι εργάζονται πέραν των αναγκών τους. Και αυτή ακριβώς η βία απουσιάζει από τον πρωτόγονο κόσμο, η απουσία αυτής ακριβώς της εξωτερικής βίας ορίζει και τη φύση των πρωτόγονων κοινωνιών. Μπορούμε από δω και πέρα να δεχθούμε την έκφραση οικονομία της επιβίωσης για τον χαρακτηρισμό της οικονομικής οργάνωσης των συγκεκριμένων κοινωνιών, εφ’ όσον όμως εννοούμε όχι πια την αναγκαιότητα μιας έλλειψης, μιας ανικανότητας, σύμφυτων μ’ αυτόν τον τύπο κοινωνιών και με την τεχνολογία τους, αλλά αντίθετα την άρνηση μιας άχρηστης υπερβολής, τη θέληση ή παραγωγική δραστηριότητα να εναρμονίζεται με την ικανοποίηση των αναγκών. Και τίποτε παραπάνω. Πόσο μάλλον όταν, αν εξετάσουμε τα πράγματα από πιο κοντά, θα δούμε ότι υπάρχει όντως παραγωγή πλεονάσματος στις πρωτόγονες κοινωνίες: η ποσότητα των καλλιεργειών (μανιόκα, καλαμπόκι, καπνός, βαμβάκι κ.λπ.) πάντα ξεπερνά τα απαραίτητα για την κατανάλωση της ομάδαςς, εξυπακούεται δε ότι η πρόσθετη παραγωγή περιλαμβάνεται στον κανονικό εργασιακό χρόνο. Το πλεόνασμα αυτό, το οποίο αποκτάται χωρίς υπερεργασία, καταναλώνεται, αναλώνεται για καθαρά πολιτικούς σκοπούς, σε γιορτές, προσκλήσεις, επισκέψεις ξένων κ.λπ. Τα πλεονεκτήματα ενός μεταλλικού πέλεκυ σε σχέση με έναν λίθινο είναι πολύ προφανή, για να χρονοτριβήσουμε σ’ αυτά: με τον πρώτο μπορεί να βγάλει κανείς στον ίδιο χρόνο ίσως και δέκα φορές περισσότερη δουλειά απ’ ό,τι με τον δεύτερο, ή να ολοκληρώσει την ίδια δουλειά σε δέκα φορές λιγότερο χρόνο. Και όταν οι Ινδιάνοι ανακάλυψαν την παραγωγική υπεροχή των τσεκουριών των λευκών, τα επιθύμησαν όχι για να παράγουν περισσότερο στον ίδιο χρόνο, αλλά για να παράγουν το ίδιο δέκα φορές συντομότερα. Συνέβη όμως ακριβώς το αντίθετο, διότι με τους μεταλλικούς πέλεκεις εισέβαλαν στον ινδιάνικο πρωτόγονο κόσμο η βία, η δύναμη, η εξουσία που άσκησαν στους αγρίους οι πολιτισμένοι νεόφερτοι. Όπως γράφει και ο Λιζό αναφερόμενος στους Γιανομάμι, οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι σαφώς κοινωνίες που αρνούνται την εργασία: “Η περιφρόνηση των Γιανομάμι για την εργασία και η αδιαφορία τους για μια αυτόνομη τεχνολογική πρόοδο είναι πέρα από κάθε αμφιβολία”. Πρώτες κοινωνίες του ελεύθερου χρόνου, πρώτες κοινωνίες της αφθονίας, σύμφωνα με τη σωστή και φιλοπαίγμονα έκφραση του M. Sahlins.

Εάν έχει κάποιο νόημα το εγχείρημα να συσταθεί μια οικονομική ανθρωπολογία των πρωτόγονων κοινωνιών ως αυτόνομος κλάδος, τούτο δεν μπορεί να συμβεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν μόνο την οικονομική ζωή αυτών των κοινωνιών, διότι τότε παραμένουμε προσκολλημένοι σε μια εθνολογία της περιγραφής, στην περιγραφή μιας μη αυτόνομης διάστασης της πρωτόγονης κοινωνικής ζωής. Αντίθετα μάλλον, όταν αυτή η διάσταση του “ολικού κοινωνικού γεγονότος” συγκροτείται ως αυτόνομη σφαίρα, τότε φαίνεται βάσιμη και η ιδέα μιας οικονομικής ανθρωπολογίας: όταν εξαφανίζεται η άρνηση της εργασίας, όταν η τάση για συσσώρευση υποκαθιστά την έννοια του ελεύθερου χρόνου, όταν με μια λέξη κάνει την εμφάνισή της στο κοινωνικό σώμα αυτή η εξωτερική βία που αναφέραμε προηγουμένως, αυτή η βία χωρίς την οποία οι άγριοι δεν θα απαρνιόνταν τη σχόλη τους και η οποία καταστρέφει την κοινωνία ως πρωτόγονη κοινωνία: αυτή η βία είναι η δύναμη της καταπίεσης, η ικανότητα του καταναγκασμού, είναι η πολιτική εξουσία. Τότε όμως και η ανθρωπολογία παύει πλέον να είναι οικονομική, χάνει κατά κάποιον τρόπο το αντικείμενό της τη στιγμή ακριβώς που νομίζει πως το εγγίζει: η οικονομία γίνεται πολιτική.

Για τον άνθρωπο των πρωτόγονων κοινωνιών, η παραγωγική δραστηριότητα ρυθμίζεται επακριβώς και οροθετείται από τις ανάγκες που έχει να ικανοποιήσει, εννοείται δε ότι πρόκειται βασικά για ανάγκες ενέργειας: η παραγωγή περιορίζεται στην αναπλήρωση του δαπανημένου αποθέματος ενέργειας. Με άλλα λόγια, η ζωή ως φύση είναι εκείνη που -με εξαίρεση την παραγωγή όσως αγαθών καταναλώνονται κοινωνικά επ’ ευκαιρία των γιορτών – θεσπίζει και καθορίζει την ποσότητα του χρόνου, ο οποίος θα αφιερωθεί στην αναπαραγωγή της. Αυτό σημαίνει ότι, μόλις κατοχυρωθεί η σφαιρική ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών, τίποτε δεν θα μπορούσε να παρακινήσει την πρωτόγονη κοινωνία να επιθυμήσει περισσότερη παραγωγή, να αλλοτριώσει δηλαδή τον χρόνο της σε μια δουλειά χωρίς προορισμό, όταν αυτός ο χρόνος είναι διαθέσιμος για την αργία, το παιχνίδι, τον πόλεμο ή τη γιορτή. Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να μεταβληθεί αυτή η σχέση του πρωτόγονου ανθρώπου με την παραγωγική δραστηριότητα; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις η δραστηριότητα αυτή θέτει κάτι άλλο ως στόχο της και όχι την ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών; Εδώ προκύπτει το ζήτημα της καταγωγής της εργασίας ως αλλοτριωμένης εργασίας.

Στην πρωτόγονη κοινωνία, κοινωνία φύσει εξισωτική, οι άνθρωποι είναι κύριοι της δραστηριότητάς τους, κύριοι της διακίνησης των προϊόντων αυτής της δραστηριότητας: δεν ενεργούν παρά για δικό τους λογαριασμό, ακόμη και όταν ο νόμος της ανταλλαγής διαμεσολαβεί στην άμεση σχέση του ανθρώπου με το προϊόν του. Τα πάντα συνεπώς αναστατώνονται όταν η παραγωγική δραστηριότητα παρεκκλίνει από τον αρχικό της στόχο, όταν, αντί να παράγει μόνο για τον εαυτό του, ο πρωτόγονος άνθρωπος παράγει και για τους άλλους, χωρίς ανταλλαγή και χωρίς αμοιβαιότητα. Τότε μόνο μπορούμε να μιλήσουμε για εργασία: όταν ο εξισωτικός κανόντας της ανταλλαγής παύει να συνιστά τον “αστικό κώδικα” της κοινωνίας, όταν η παραγωγική δραστηριότητα αποσκοπεί στην ικανοποίηση των αναγκών των άλλων, όταν ο κανόνας της ανταλλαγής αντικαθίσταται με τον τρόμο του χρέους. Σ’ αυτό το σημείο εγγράφεται, στην πραγματικότητα, η διαφορά ανάμεσα στον άγριο του Αμαζονίου και τον Ινδιάνο της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Σε τελευταία ανάλυση, ο πρώτος παράγει για να ζήσει, ενώ ο δεύτερος εργάζεται και για να ζήσουν οι άλλοι, εκείνοι που δεν εργάζονται, οι αφέντες που του λένε: πρέπει να πληρώσεις ό,τι μας οφείλεις, πρέπει αιώνια να εξοφλείς το χρέος σου απέναντί μας.

Όταν στην πρωτόγονη κοινωνία, το οικονομικό μπορεί να ανιχνευθεί ως διακριτό και αυτόνομο πεδίο, όταν η παραγωγική δραστηριότητα γίνεται εργασία που αλλοτριώνεται, καταμετράται και επιβάλλεται από εκείνους που πρόκειται να απολαύσουν τους καρπούς της, τότε σημαίνει ότι η κοινωνία δεν είναι πια πρωτόγονη, ότι έγινε κοινωνία διαιρεμένη σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, σε κύριους και υποτελείς, ότι έπαψε να εξορκίζει αυτό που προώρισται να την εξολοθρεύσει: την εξουσία και τον σεβασμό της εξουσίας. Η μέγιστη διαίρεση της κοινωνίας, η διαίρεση που θεμελιώνει όλες τις άλλες, μαζί ασφαλώς και τον καταμερισμό της εργασίας, είναι η νέα κάθετη διάταξη ανάμεσα στη βάση και την κορυφή, είναι η μεγάλη πολιτική τομή ανάμεσα σε εκείνους που κατέχουν τη δύναμη, είτε πολεμική είναι αυτή είτε θρησκευτική, και σε εκείνους που υπόκεινται σ’ αυτή τη δύναμη. Η πολιτική σχέση εξουσίας προηγείται από την οικονομική σχέση εκμετάλλευσης και τη θεμελιώνει. Προτού να είναι οικονομική, η αλλοτρίωση είναι πολιτική, η εξουσία προπορεύεται της εργασίας, το οικονομικό είναι μια απόκλιση του πολιτικού, η έλευση του κράτους καθορίζει την εμφάνιση των τάξεων.

Ατέλεια, έλλειψη, ανολοκλήρωτο: η φύση των πρωτόγονων κοινωνιών δεν αποκαλύπτεται βέβαια σ’ αυτή την κατεύθυνση. Παρουσιάζεται πολύ περισσότερο ως θετικότητα, ως κυριαρχία πάνω στο φυσικό περιβάλλον και κυριαρχία πάνω στο κοινωνικό πρόσταγμα, ως ελεύθερη βούληση που δεν αφήνει να ξεγλιστρήσει έξω από το είναι της τίποτε που θα μπορούσε να την αλλοιώσει, να την παραφθείρει και να την διαλύσει. Σ’ αυτό ακριβώς πρέπει να επιμείνουμε με σταθερότητα: οι πρωτόγονες κοινωνίες δεν είναι τα καθυστερημένα έμβρυα μεταγενέστερων κοινωνιών, κοινωνικά σώματα που η “κανονική” τους ανάπτυξη διακόπηκε από κάποια παράξενη ασθένεια, δεν βρίσκονται στην αφετηρία μιας ιστορικής λογικής που οδηγεί κατευθείαν σε ένα τέρμα καταγραμμένο εκ των προτέρων, αλλά γνωστό μόνο εκ των υστέρων, το δικό μας κοινωνικό σύστημα. (Εάν ιστορία είναι αυτή η λογική, πώς μπορούν και υπάρχουν ακόμη πρωτόγονες κοινωνίες;) Στη σφαίρα της οικονομικής ζωής, όλα αυτά μεταφράζονται στην άρνηση των πρωτόγονων κοινωνιών να αφήσουν την εργασία και την παραγωγή να τις καταβροχθίσουν, στην απόφαση να περιορίσουν τα αποθέματα σύμφωνα με τις κοινωνικοπολιτικές ανάγκες, στην εγγενή αδυναμία του ανταγωνισμού -τι θα ωφελούσε, σε μια πρωτόγονη κοινωνία, να είσαι πλούσιος ανάμεσα σε φτωχούς;- κοντολογίς, στην απαγόρευση της ανισότητας, απαγόρευση που δεν διατυπώνεται σαφώς κι ωστόσο λέγεται. Πώς γίνεται η οικονομία να μην είναι πολιτική στην πρωτόγονη κοινωνία; Είναι φανερό πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η οικονομία τους δεν λειτουργεί αυτόνομα. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, με την έννοια αυτή, οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι κοινωνίες χωρίς οικονομία, αφού αρνούνται την οικονομία. Τότε όμως δεν θα πρέπει να ορίσουμε ως απουσία και το πολιτικό σ’ αυτές τις κοινωνίες; Δεν θα πρέπει να δεχθούμε ότι, εφ’ όσον πρόκειται για κοινωνίες “χωρίς νόμο και χωρίς βασιλιά”, στερούνται πολιτικού πεδίου; Και δεν θα ξαναπέφταμε έτσι στην κλασική πεπατημένη ενός εθνοκεντρισμού, για τον οποίο η έλλειψη σημαδεύει σε όλα τα επίπεδα τις διαφορετικές κοινωνίες; Ας δούμε λοιπόν το ζήτημα του πολιτικού στις πρωτόγονες κοινωνίες. Δεν πρόκειται απλώς για ένα “ενδιαφέρον” πρόβλημα, για ένα θέμα που εναπόκειται στον στοχασμό των ειδικών και μόνο, διότι στην προκειμένη περίπτωση η εθνολογία προσλαμβάνει τις διαστάσεις μιας γενικής (προς κατασκευήν) θεωρίας της κοινωνίας και της ιστορίας. Η εξαιρετική ποικιλία των τύπων κοινωνικής οργάνωσης, η υπεραφθονία, μέσα στον χρόνο και τον χώρο, ανόμοιων κοινωνιών δεν εμποδίζουν παρ’ όλα αυτά τη δυνατότητα μιας τάξης μέσα στην ασυνέχεια, τη δυνατότητα μιας περιοριστικής αναγωγής αυτής της άπειρης πληθώρας διαφορών. Μιας πολύ γενικής αναγωγής, εφ’ όσον η ιστορία δεν μας προσφέρει στην πραγματικότητα παρά δύο μόνο τύπους κοινωνίας απολύτως μη αναγώγιμους ο ένας στον άλλο, δύο μακροτάξεις που καθεμιά τους περιλαμβάνει κοινωνίες οι οποίες, πέρα από τις διαφορές τους, έχουν κοινό κάτι το θεμελιώδες. Υπάρχουν αφ’ ενός οι πρωτόγονες κοινωνίες ή κοινωνίες χωρίς κράτος και αφ’ ετέρου οι κοινωνίες με κράτος. Η παρουσία ή η απουσία κρατικού σχηματισμού (ο οποίος επιδέχεται ποικίλες μορφές) είναι εκείνο που προσδίδει σε κάθε κοινωνία τον λογικό της τόπο και χαράζει μια γραμμή αναντίστρεπτης ασυνέχειας ανάμεσα στις κοινωνίες. Η εμφάνιση του κράτους διενήργησε τη μεγάλη τυπολογική διαίρεση ανάμεσα σε αγρίους και πολιτισμένους, δημιούργησε την ανεξάλειπτη τομή που πέραν αυτής όλα έχουν αλλάξει, γιατί ο Χρόνος γίνεται Ιστορία. Συχνά, και σωστά, έχουν εντοπίσει δύο επιταχύνσεις αποφασιστικές για τον ρυθμό της παγκόσμιας ιστορίας. Η κινητήρια δύναμη της πρώτης ήταν η λεγόμενη νεολιθική επανάσταση (εξημέρωση των ζώων, γεωργία, ανακάλυψη της υφαντικής και της αγγειοπλαστικής, συνακόλουθη μονιμοποίηση της εγκατάστασης των ανθρώπινων ομάδων κ.λπ). Εμείς ζούμε ακόμη και ολοένα περισσότερο (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) στην παράταση της δεύτερης επιτάχυνσης, της βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αιώνα. Δεν υπάρχει φυσικά αμφιβολία ότι η νεολιθική τομή αναστάτωσε σημαντικά τις συνθήκες υλικής ύπαρξης των άλλοτε παλαιολιθικών λαών. Αυτή όμως η μετατροπή υπήρξε άραγε αρκετά θελεμιακή ώστε να επηρεάσει ως το απώτατο βάθος του το είναι των κοινωνιών; Μπορούμε να μιλήσουμε για διαφορετική λειτουργία των κοινωνικών συστημάτων, ανάλογα με το αν είναι προνεολιθικά ή μετανεολιθικά; Η εθνογραφική εμπειρία δείχνει μάλλον το αντίθετο. Η μετάβαση από τον νομαδισμό στη μόνιμη εγκατάσταση θεωρείται η πιο βαρύνουσα συνέπεια της νεολιθικής επανάστασης, στον βαθμό που επέτρεψε, με την συγκέντρωση ενός σταθεροποιημένου πληθυσμού, τον σχηματισμό πόλεων και, ακόμη παραπέρα, κρατικών μηχανών.

Υποστηρίζοντας όμως αυτή τη θέση, αποφασίζουμε ότι κάθε τεχνοπολιτισμικό “πλέγμα” χωρίς γεωργία είναι κατ’ ανάγκη ταγμένο στον νομαδισμό. Συμπέρασμα εθνογραφικά ανακριβές: μια θηρευτική, αλιευτική και συλλεκτική οικονομία δεν απαιτεί υποχρεωτικά νομαδικό τρόπο ζωής. Πολυάριθμα παραδείγματα το πιστοποιούν, τόσο στην Αμερική όσο και αλλού: η απουσία γεωργίας είναι συμβατή με τη μόνιμη εγκατάσταση. Γεγονός που θα μας επέτρεπε να υποθέσουμε παρεμπιπτόντως ότι εάν ορισμένοι λαοί δεν απέκτησαν γεωργία, ενώ αυτή ήταν οικολογικά δυνατή, τούτο δεν συνέβη λόγω ανικανότητας, τεχνολογικής οπισθοδρόμησης ή πολιτισμικής κατωτερότητας, αλλά απλούστατα επειδή δεν την είχαν ανάγκη.

Η μετακολομβιανή ιστορία της Αμερικής εμφανίζει την περίπτωση πληθυσμών από μόνιμα εγκατεστημένους γεωργούς, οι οποίοι υπό την επήρεια μιας τεχνικής επανάστασης (όπως η απόκτηση του αλόγου και, δευτερευόντως, πυροβόλων όπλων) επέλεξαν να εγκαταλείψουν τη γεωργία για να αφοσιωθούν αποκλειστικά σχεδόν στο κυνήγι, η απόδοση του οποίου είχε πολλαπλασιαστεί με την δεκαπλάσια κινητικότητα που εξασφάλιζε το άλογο. Από τη στιγμή που οι φυλές των Πεδιάδων της Βορείου Αμερικής ή οι φυλέςς του Τσάκο στη Νότιο Αμερική ανέβηκαν στο άλογο, εντατικοποίησαν και επέκτειναν τις μετακινήσεις τους, ο τρόπος ζωής τους όμως απείζε πολύ από τον νομαδισμό, ο οποίος αποδίδεται γενικά στις ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών (όπως οι Γκουαγιάκι της Παραγουάης) και η εγκατάλειψη της γεωργίας από τη μεριά τους δεν ακολουθήθηκε ούτε από δημογραφική διασπορά ούτε από μετατροπή της προηγούμενης κοινωνικής τους οργάνωσης.

Τι μας μαθαίνουν αυτές οι αντίστροφες κινήσεις; Από τη μια η κίνηση των περισσότερων κοινωνιών από το κυνήγι στη γεωργία και από την άλλη η κίνηση μερικών άλλων από τη γεωργία στο κυνήγι; Ότι φαίνεται να επιτελούνται χωρίς να αλλάζει τίποτα στη φύση της κοινωνίας, ότι η κοινωνί παραμένει όπως ήταν, όταν μεταβάλλονται μόνο οι όροι υλικής ύπαρξης, ότι η νεολιθική επανάσταση, ενώ επηρέασε σημαντικά την υλική ζωή των ανθρώπινων ομάδων της εποχής και αναμφισβήτητα τη διευκόλυνε, δεν συνεπιφέρει μηχανικά μια ανατροπή της κοινωνικής τάξης. Με άλλα λόγια, και σε ό,τι αφορά τις πρωτόγονες κοινωνίες, ηξ μεταβολή στο επίπεδο αυτού που ο μαρξισμός αποκαλεί οικονομική υποδομή δεν καθορίζει καθόλου τη συνεπαγόμενη αντανάκλασή του, το πολιτικό εποικοδόμημα, αφού αυτό φαίνεται να είναι ανεξάρτητο από την υλική του βάση. Η αμερικάνικη ήπειρος απεικονίζει ολοκάθαρα την αμοιβαία αυτονομία οικονομίας και κοινωνίας. Ομάδες κυνηγών-αλιέων-συλλεκτών, νομαδικές ή όχι, εμφανίζουν τα ίδια κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά με τους γειτονικούς τους, μόνιμα εγκατεστημένους, γεωργούς: “υποδομή” διαφορετική, “εποικοδόμημα” πανομοιότυπο. Αντίστροφα, οι μεσο-αμερικανικές κοινωνίες -κοινωνίες αυτοκρατορικές, κοινωνίες με κράτος- ήταν εξαρτημένες από μια γεωργία που, ναι μεν ήταν πιο εντατική από αλλού, ωστόσο, από τη σκοπιά του τεχνικούς της επιπέδου, ήταν πολύ παρόμοια με τη γεωργία των “άγριων” φυλών του Τροπικού Δάσους: “υποδομή” ταυτόσημη, “εποικοδόμημα” διαφορετικό, αφού στη μία περίπτωση πρόκειται για κοινωνίες χωρίς κράτος, ενώ στην άλλη για ολοκληρωμένα κράτη.

Επομένως, ο αποφασιστικός παράγοντας είναι η πολιτική τομή και όχι η οικονομική αλλαγή. Η αληθινή επανάσταση στην πρωτοϊστορία της ανθρωπότητας δεν είναι η νεολιθική, εφ’ όσον μπορεί κάλλιστα να αφήσει άθικτη την παλιά κοινωνική οργάνωση, είναι η πολιτική επανάσταση, είναι εκείνη η μυστηριώδης εμφάνιση, η αναντίστρεπτη, η θανάσιμη για τις πρωτόγονες κοινωνίες, εκείνο που γνωρίζουμε με το όνομα κράτος. Και αν θέλουμε να διατηρήσουμε τις μαρξιστικές αντιλήψεις περί υποδομής και εποικοδομήματος, τότε θα πρέπει ίσως να παραδεχθούμε ότι η υποδομή είναι το πολιτικό και το εποικοδόμημα το οικονομικό. Μόνο μια ανατροπή δομική, αβυσσαλέα, μπορεί να μεταμορφώσει την πρωτόγονη κοινωνία καταστρέφοντάς την ως τέτοια: εκείνη που προκαλεί την ανάδυση στους κόλπους της πρωτόγονης κοινωνίας ή στο εξωτερικό της, αυτού που η ίδια του η απουσία την προσδιορίζει, τους κύρους της ιεραρχίας, της σχέσης εξουσίας, της υποδούλωσης των ανθρώπων, του κράτους. Θα ήταν εντελώς μάταιο να αναζητήσουμε την προέλευση του φαινομένου σε μια υποθετική τροποποίηση των παραγωγικών σχέσεων στην πρωτόγονη κοινωνία, τροποποίηση η οποία, διαιρώντας σιγά σιγά την κοινωνία σε πλούσιους και φτωχούς, στους εκμεταλλευτές και τα θύματά τους, θα οδηγούσε μηχανικά στην εγκαθίδρυση ενός οργάνου άσκησης της εξουσίας των πρώτων πάνω στους δεύτερους, στη γέννηση δηλαδή του κράτους. Μια τέτοια τροποποίηση της οικονομικής βάσης δεν είναι απλώς υποθετική, είναι αδύνατη. Προκειμένου το σύστημα παραγωγής μιας δεδομένης κοινωνίας να αλλάξει προς την κατεύθυνση μιας εντατικοποίησης της εργασίας, με στόχο μια αυξημένη παραγωγή αγαθών, πρέπει είτε οι άνθρωποι αυτής της κοινωνίας να επιθυμούν τη μετατροπή του παραδοσιακού τρόπου ζωής τους είτε να μην την επιθυμούν, αλλά να τους την υπαγορεύει μια εξωτερική βία. Στη δεύτερη περίπτωση, τίποτα δεν προέρχεται από την ίδια την κοινωνία που υφίσταται την επίθεση μιας εξωτερικής δύναμης, προς το συμφέρον της οποίας θα τροποποιηθεί το σύστημα παραγωγής: περισσότερη εργασία και παραγωγή για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των νέων κυρίων της εξουσίας. Η πολιτική καταπίεση καθορίζει, καλεί, επιτρέπει την εκμετάλλευση. Η επίκληση όμως ενός τέτοιου “σεναρίου” δεν εξυπηρετεί σε τίποτε, εφ’ όσον θέτει μια εξωτερική, τυχαία και άμεση προέλευση της κρατικής βίας και όχι την αργή πραγμάτωση των εσωτερικών, κοινωνικοοικονομικών όρων της εμφάνισής της.

Λέγεται ότι το κράτος είναι το όργανο που επιτρέπει στην κυρίαρχη τάξη να ασκεί τη βίαιη κυριαρχία της πάνω στις κυριαρχούμενες τάξεις. Έστω ότι είναι έτσι. Προκειμένου, λοιπόν, να εμφανισθεί το κράτος, θα πρέπει προηγουμένως η κοινωνία να έχει διαιρεθεί σε ανταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις συνδεδεμένες με σχέσεις εκμετάλλευσης. ’ρα, η δομή της κοινωνίας -η διαίρεση σε τάξεις- θα έπρεπε να προηγείται από την ανάκυψη της κρατικής μηχανής. Ας επισημάνουμε, παρεμπιπτόντως, το εύθραυστο αυτής της καθαρά εργαλειακής αντίληψης του κράτους. Εάν η κοινωνία είναι οργανωμένη από καταπιεστές ικανούς να εκμεταλλεύονται τους καταπιεζόμενους, αυτό συμβαίνει επειδή η συγκεκριμένη ικανότητα επιβολής της αλλοτρίωσης στηρίζεται στη χρήση μιας δύναμης, δηλαδή σ’ αυτό που συνιστά την ίδια την υπόσταση του κράτους, του “μονοπωλίου της νόμιμης φυσικής βίας”. Σε ποια αναγκαιότητα θα ανταποκρινόταν τότε η ύπαρξη του κράτους, αφού η ουσία του -η βία- είναι εμμενής στη διαίρεση της κοινωνίας, αφού το κράτος είναι, μ’ αυτή την έννοια, δεδομένο προκαταβολικά στην καταπίεση που μια κοινωνική ομάδα ασκεί πάνω στις άλλες; Δεν θα ήταν παρά το άχρηστο όργανο μιας λειτουργίας που θα είχε επιτελεσθεί πριν και αλλού. Η σύνδεση της εμφάνισης της κρατικής μηχανής με τη μεταβολή της κοινωνικής δομής οδηγεί απλώς και μόνο στην αναβολή του προβλήματος αυτής της εμφάνισης. Διότι τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί συμβαίνει στους κόλπους μιας πρωτόγονης κοινωνίας, μιας μη διαιρεμένης δηλαδή κοινωνίας, η νέα κατανομή των ανθρώπων σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους. Ποια είναι η κινητήρια δύναμη αυτής της μέγιστης αλλαγής, που θα κορυφωνόταν με την εγκαθίδρευση του κράτους; Η εμφάνισή του θα επικύρωνε τη νομιμότητα μιας ιδιωτικής ιδιοκτησίας που θα είχε δημιουργηθεί προηγουμένως, το κράτος θα ήταν ο εκπρόσωπος και ο προστάτης των ιδιοκτητών. Θαυμάσια. Γιατί όμως να εμφανιστθεί ιδιωτική ιδιοκτησία σ’ έναν τύπο κοινωνίας που αγνοεί την ιδιοκτησία, επειδή ακριβώς την αρνείται; Γιατί κάποιοι να θελήσουν να διακηρύξουν μια μέρα αυτό είναι δικό μου, και πώς οι υπόλοιποιι θα άφηναν να μπει έτσι ο σπόρος αυτού που η πρωτόγονη κοινωνία αγνοεί; Ο σπόρος της αυταρχικότητας, της καταπίεσης, του κράτους; Όσα γνωρίζουμε τώρα για τις πρωτόγονες κοινωνίες δεν μας επιτρέπουν πια να αναζητούμε την καταγωγή του πολιτικού στο επίπεδο του οικονομικού. Το γενεαλογικό δέντρο του κράτους δεν έχει τις ρίζες του σ’ αυτό το έδαφος. Δεν υπάρχει τίποτε στην οικονομική λειτουργία μιας πρωτόγονης κοινωνίας, μιας κοινωνίας χωρίς κράτος, τίποτε που να επιτρέπει να εισαχθεί η διαφορά ανάμεσα σε πλουσιότερους και φτωχότερους, διότι κανείς σε μια τέτοια κοινωνία δεν αισθάνεται την αλλόκοτη επιθυμία να κάνει περισσότερα, να κατέχει περισσότερα, να φαίνεται περισσότερο από τον διπλανό του. Διαθέτουν όλοι την ίδια ικανότητα να ικανοποιούν τις υλικές τους ανάγκες και η ικανότητα αυτή, μαζί με την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών που εμποδίζει μόνιμα την ιδιωτική συσσώρευση αγαθών, απλούστατα καθιστούν αδύνατη την εκκόλαψη μιας παρόμοιας επιθυμίας, επιθυμίας κατοχής, η οποία στην πραγματικότητα είναι επιθυμία εξουσίας. Η πρωτόγονη κοινωνία, η πρώτη κοινωνία της αφθονίας, δεν αφήνει καμιά θέση για την επιθυμία της υπεραφθονίας.

Οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι κοινωνίες χωρίς κράτος, γιατί το κράτος είναι αδύνατο σε τέτοιου τύπου κοινωνίες. Και όμως, όλοι οι πολιτισμένοι λαοί αρχικά ήταν άγριοι: πώς το κράτος έπαψε να είναι αδύνατο; Γιατί οι λαοί έπαψαν να είναι άγριοι; Ποιο τρομερό συμβάν, ποια επανάσταση επέτρεψαν να προβάλει τη μορφή του δεσπότη, αυτού που διατάζει εκείνους που υπακούουν; Από πού προέρχεται η πολιτική εξουσία; Μυστήριο, προσωρινό ίσως, της καταγωγής. Ενώ φαίνεται ακόμη αδύνατο να προσδιορίσουμε τις συνθήκες εμφάνισης του κράτους, μπορούμε αντίθετα να διατυπώσουμε επακριβώς τις συνθήκες μη εμφάνισής του, και τα κείμενα που συγκεντρώθηκαν σ’ αυτό τον τόμο [Η κοινωνία ενάντια στο κράτος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια] επιχειρούν να δώσουν το περίγραμμα του χώρου του πολιτικού στις κοινωνίες χωρίς κράτος. Χωρίς πίστη, χωρίς νόμο, χωρίς βασιλιά: αυτό που τον 16ο αιώνα η Δύση έλεγε για τους Ινδιάνους μπορεί να επεκταθεί χωρίς δυσκολία σε κάθε πρωτόγονη κοινωνία. Μπορεί μάλιστα να αποτελέσει το κριτήριο διάκρισης: μια κοινωνία είναι πρωτόγονη εάν δεν έχει βασιλιά, ως νόμιμη πηγή του νόμου, εάν δηλαδή δεν έχει κρατική μηχανή. Αντίστροφα, κάθε μη πρωτόγονη κοινωνία είναι κοινωνία με κράτος, λίγο ενδιαφέρει ποιο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς ισχύει. Γι’ αυτό και μπορούμε να συνενώσουμε σε μία μόνο κατηγορία τις μεγάλες αρχαϊκές δεσποτείες -βασιλείς, αυτοκράτορες της Κίνας ή των ’νδεων, φαραώ-, τις πιο πρόσφατες μοναρχίες -το κράτος είμαι εγώ- και τα σύγχρονα κοινωνικά συστήματα, είτε ο καπιταλισμός τους είναι φιλελεύθερος, όπως στη Δυτική Ευρώπη, είτε κρατικός, όπως αλλού… Δεν υπάρχει λοιπόν βασιλιάς στη φυλή, αλλά αρχηγός που δεν είναι αρχηγός κράτους. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο φύλαρχος δεν διαθέτει καμιά αρχή, καμιά δύναμη καταναγκασμού, κανέναν τρόπο να δώσει εντολές. Ο φύλαρχος δεν είναι κάποιος που διατάζει, τα μέλη της φυλής δεν έχουν καμιά υποχρέωση υπακοής. Ο χώρος της φυλαρχίας δεν είναι ο τόπος της εξουσίας και η μορφή του άγριου “φυλάρχου” (ατυχής αλήθεια ονομασία) δεν προοιωνίζεται σε τίποτε τη φυσιογνωμία ενός μελλοντικού δεσπότη. Είναι σαφές ότι η κρατική μηχανή, γενικά, δεν μπορεί να προκύψει από την πρωτόγονη κοινωνία.

Σε τι ο αρχηγός της φυλής δεν προοιωνίζεται τον αρχηγό του κράτους; Σε τι είναι αδύνατο ένα τέτοιο προανάκρουσμα του κράτους στον κόσμο των αγρίων; Αυτή η ριζική ασυνέχεια -η οποία καθιστά αδιανόητη μια προοδευτική μετάβαση από την πρωτόγονη φυλαρχία στην κρατική μηχανή- εδραιώνεται φυσικά σ’ εκείνη τη σχέση αποκλεισμού που τοποθετεί την πολιτική εξουσία έξω από τη φυλαρχία. Αυτό που πρέπει να συλλάβουμε είναι ένας αρχηγός χωρίς εξουσία, ένας θεσμός, η φυλαρχία, ξένος προς την ουσία του, την αρχή. Ο φύλαρχος, επιφορτισμένος κυρίως με την εξομάλυνση των όποιων συγκρούσεων ενδέχεται να ανακύψουν ανάμεσα σε άτομα, οικογένειες, γενεαλογικές γραμμές κ.λπ., δεν διαθέτει για την αποκατάσταση της τάξης και της ομόνοιας παρά μόνο το γόητρο που του αναγνωρίζει η κοινωνία. Γόητρο, όμως, δεν σημαίνει βέβαια εξουσία, και τα μέσα που έχει στα χέρια του ο φύλαρχος για να επιτελέσει το ειρηνοποιό του έργο περιορίζονται αποκλειστικά στη χρήση του λόγου και μάλιστα όχι για να διαιτητεύσει ανάμεσα στα αντίπαλα μέρη, διότι ο φύλαρχος δεν είναι κριτής, δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να τεθεί υπέρ του ενός ή του άλλου, αλλά για να προσπαθήσει, οπλισμένος με την ευγλωττία του και μόνο, να πείσει τους ανθρώπους πως πρέπει να κατευνασθούν, να πάψουν να βρίζουν ο ένας τον άλλον, να μιμηθούν τους προγόνους που έζησαν πάντοτε αρμονικά. Εγχείρημα που ποτέ δεν έχει εξασφαλισμένη την επιτυχία, στοίχημα αβέβαιο κάθε φορά, διότι ο λόγος του αρχηγού δεν έχει ισχύ νόμου. Αν η προσπάθεια πειθούς αποτύχει, τότε η σύγκρουση κινδυνεύει να έχει βίαιη έκβαση και το γόητρο του αρχηγού μπορεί κάλλιστα να μην επιβιώσει, εφ’ όσον έχει αποδειχθεί η ανικανότητά του να πραγματοποιήσει ό,τι αναμενόταν από εκείνον.

Πώς εκτιμά η φυλή ότι ο τάδε άνδρας είναι άξιος να γίνει αρχηγός; Στο τέλος τέλος, το εκτιμά μόνο από τα “τεχνικά” του προσόντα: ρητορικό χάρισμα, επιδεξιότητα στο κυνήγι, ικανότητα να συναρμόζει τις πολεμικές δραστηριότητες, επιθετικές ή αμυντικές. Και με κανέναν τρόπο η κοινωνία δεν αφήνει τον φύλαρχο να υπερβεί αυτό το τεχνικό όριο, δεν επιτρέπει μια τεχνική ανωτερότητα να μετατραπεί σε πολιτική αρχή. Ο φύλαρχος είναι στην υπηρεσία της κοινωνίας, και η κοινωνία καθεαυτήν -ο αληθινός τόπος της εξουσίας- που ασκεί ως τέτοια την αρχή της πάνω στον αρχηγό. Γι’ αυτό είναι αδύνατο ο αρχηγός να αντιστρέψει τη σχέση αυτή προς όφελός του, να θέσει την κοινωνία στη δική του υπηρεσία, να ασκήσει πάνω στη φυλή αυτό που αποκαλείται εξουσία: ποτέ η πρωτόγονη κοινωνία δεν θα ανεχθεί να μεταβληθεί ο αρχηγός της σε δεσπότη.

Κατά μία έννοια, η φυλή υποβάλλει σε πολύ στενή επιτήρηση τον αρχηγό, αιχμάλωτος όπως είναι σ’ έναν χώρο απ’ όπου δεν τον αφήνει να βγει. Θέλει όμως να βγει; Συμβαίνει καμιά φορά να επιθυμήσει ένας αρχηγός να είναι αρχηγός; Να θελήσει η δική του επιθυμία να υποκαταστήσει την υπηρεσία και το συμφέρον της ομάδας; Να υπερισχύσει η ικανοποίηση του προσωπικού του συμφέροντος έναντι της υποταγής στο συλλογικό εγχείρημα; Δυνάμει αυτού ακριβώς του στενού ελέγχου, στον οποίο η κοινωνία -από τη φύση της ως πρωτόγονη κοινωνία και όχι βέβαια από κάποια συνειδητή και εσκεμμένη φροντίδα επιτήρησης- υποβάλλει, όπως και όλα τα υπόλοιπα, την πρακτική του leader, σπάνιες είναι οι περιπτώσεις φυλάρχων που βρίσκονται σε θέση να παραβιάσουν τον πρωτόγονο νόμο: δεν είσαι κάτι παραπάνω από τους άλλους. Σπάνιες μεν, αλλά όχι και ανύπαρκτες: πότε πότε συμβαίνει ένας αρχηγός να θελήσει να κάνει τον αρχηγό κι αυτό διόλου από μακιαβελικό υπολογισμό, αλλά μάλλον επειδή τελικά δεν έχει άλλη επιλογή, δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Ας εξηγηθούμε. Κατά κανόνα, ένας αρχηγός δεν επιχειρεί (δεν του περνά καν απ’ το μυαλό) να ανατρέψει την κανονική (τη σύμφωνη με τους κανόνες) σχέση που διατηρεί με την ομάδα του, ανατροπή η οποία από υπηρέτη της ομάδας θα τον έκανε κύριό της. Αυτή την κανονική σχέση ο μεγάλος κάσικος Αλαϊκίν, πολεμικός αρχηγός μιας φυλής Αμπιπόνων του Τσάκο της Αργεντινής, την όρισε πάρα πολύ καλά με την απάντησή του σε κάποιον Ισπανό αξιωματικό, ο οποίος επεδίωκε να τον πείσει να σύρει τη φυλή του σε έναν πόλεμο που εκείνη δεν ήθελε:; “Οι Αμπιπόνοι, από μια συνήθεια πατροπαράδοτη, κάνουν τα πάντα όπως αρέσει σ’ αυτούς και όχι όπως αρέσει στον κάσικό τους. Εγώ τους διευθύνω, μα δεν θα μπορούσα να βλάψω κανέναν απ’ τους δικούς μου δίχως να βλάψω εμένα τον ίδιο. Αν χρησιμοποιούσα διαταγές ή βία προς τους συντρόφους μου, αμέσως θα μου γυρνούσαν την πλάτη. Προτιμώ να με αγαπάνε και όχι να με φοβούνται”. Κι ας μην αμφιβάλλουμε: οι περισσότεροι από τους Ινδιάνους φυλάρχους τα ίδια θα έλεγαν.

Υπάρχουν ωστόσο εξαιρέσεις, πάντα σχεδόν συνδεδεμένες με τον πόλεμο. Ξέρουμε, πράγματι, ότι η προετοιμασία και η καθοδήγηση μιας στρατιωτικής επιχείρησης αποτελούν τις μοναδικές περιστάσεις όπου ο αρχηγός έχει την ευκαιρία να ασκήσει ένα ελάχιστο αρχής, η οποία όμως, ας το επαναλάβουμε, βασίζεται μόνο στην τεχνική του δεξιότητα ως πολεμιστή. Μόλις τελειώσουν όλα, και όποια κι αν είναι η έκβαση της μάχης, ο αρχηγός του πολέμου ξαναγίνεται αρχηγός χωρίς εξουσία, σε καμιά περίπτωση το γόητρο που συνεπιφέρει μια νίκη δεν μετατρέπεται σε αρχή. Όλα παίζονται σ’ αυτόν ακριβώς τον διαχωρισμό που διατηρεί η κοινωνία ανάμεσα σε εξουσία και γόητρο, ανάμεσα στη δόξα ενός νικητή πολεμιστή και τη διοίκηση που του απαγορεύεται να ασκήσει. Η καταλληλότερη πηγή για να σβήσει τη δίψα που έχει ένας πολεμιστής για γόητρο είναι ο πόλεμος. Την ίδια στιγμή, ο αρχηγός που το γόητρό του είναι συνδεδεμένο με τον πόλεμο δεν μπορεί να το διατηρήσει και να το ενισχύσει παρά μόνο με τον πόλεμο: ένα είδος αναγκαστικής φυγής προς τα εμπρός είναι εκείνο που τον κάνει να θέλει να διοργανώνει ακατάπαυστα πολεμικές επιχειρήσεις, απ’ όπου προεξοφλεί ότι θα εισπράξει τα οποία (συμβολικά) οφέλη αναλογούν στη νίκη. Όσο η επιθυμία του για πόλεμο συμβαδίζει με τη γενική θέληση της φυλής και ιδιαίτερα των νέων, για τους οποίους ο πόλεμος αποτελεί επίσης το κύριο μέσο για να αποκτήσουν γόητρο, όσο η θέληση του αρχηγού δεν ξεπερνά τη θέληση της κοινωνίας, οι μεταξύ τους συνηθισμένες σχέσεις παραμένουν αμετάβλητες. Ο κίνδυνος όμως η θέληση του αρχηγού να υπερσκελίσει τη θέληση της ομάδας, ο κίνδυνος ο αρχηγός να προχωρήσει πιο πέρα απ’ όσο πρέπει, να βγει από τα αυστηρά όρια που έχουν οριστεί στο λειτούργημά του, αυτός ο κίνδυνος είναι διαρκής. Καμιά φορά ο αρχηγός δέχεται να τον διατρέξει και προσπαθεί να επιβάλει στη φυλή τα ατομικά του σχέδια, προσπαθεί να αντικαταστήσει το συλλογικό συμφέρον με το προσωπικό του συμφέρον. Αντιστρέφοντας την κανονική σχέση που προσδιορίζει τον leader ως μέσο στην υπηρεσία ενός κοινωνικά καθορισμένου σκοπού, επιχειρεί να μετατρέψει την κοινωνία σε μέσο για την υλοποίηση ενός καθαρά ιδιωτικού σκοπού: η φυλή στην υπηρεσία του αρχηγού και όχι πια ο αρχηγός στην υπηρεσία της φυλής. Αν “έπιανε το κόλπο” του, τότε θα είχαμε τον γενέθλιο τόπο της πολιτικής εξουσίας, ως εξαναγκασμού και βίας, θα είχαμε την πρώτη ενσάρκωση, την ελαχιστότατη μορφή του κράτους. Αλλά ποτέ δεν πιάνει.

Η Έλενα Βαλέρο, στην πολύ ωραία διήγηση των είκοσι χρόνων που πέρασε με τους Γιανομάμι, μιλά πολύ για τον πρώτο της σύζυγο, τον πολεμικό leader Φουσίγουε. Η ιστορία του απεικονίζει στην εντέλεια τη μοίρα του άγριου φυλάρχου όταν, εξαναγκασμένος από τις περιστάσεις, οδηγείται στην παραβίαση του νόμου της πρωτόγονης κοινωνίας η οποία, όντας ο αληθινός τόπος της εξουσίας, αρνείται να την αφήσει, αρνείται να εξουσιοδοτήσει άλλον στη θέση της. Ο Φουσίγουε, λοιπόν, αναγνωρίστηκε ως “αρχηγός” από τη φυλή του λόγω του γοήτρου που απέκτησε ως διοργανωτής και καθοδηγητής νικηφόρων επιδρομών εναντίον εχθρικών ομάδων. Διευθύνει συνεπώς πολέμους που θέλησε η φυλή του, θέτει στην υπηρεσία της ομάδας του την πολεμική τεχνική του δεξιότητα, το θάρρος του, τον δυναμισμό του, συνιστά το αποτελεσματικό όργανο της κοινωνίας του. Αλλά η δυστυχία του άγριου πολεμιστή είναι ότι το γόητρο που απέκτησε στον πόλεμο χάνεται γρήγορα, εάν δεν ανανεώνονται αδιάκοπα οι πηγές του. Η φυλή, για την οποία ο αρχηγός δεν είναι παρά το κατάλληλο όργανο για την πραγμάτωση της θέλησής της, ξεχνά εύκολα τις περασμένες του νίκες. Για τον αρχηγό τίποτε δεν έχει οριστικά κατακτηθεί και εάν θέλει να υπενθυμίσει στους ανθρώπους το γόητρο και τη δόξα του -που τόσο εύκολα λησμόνησαν- δεν πρόκειται να το καταφέρει εκθειάζοντας απλώς τους παλιούς του άθλους, θα πρέπει να δημιουργήσει ευκαιρίες καινούργιων εχθροπραξιών. Ένας πολεμιστής δεν έχει επιλογή: είναι καταδικασμένος να επιθυμεί τον πόλεμο. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο υπερβαίνει το όριο της συναίνεσης που το αναγνωρίζει ως αρχηγό. Εάν η επιθυμία του για πόλεμο συμπίπτει με της κοινωνίας, η κοινωνία συνεχίζει να τον ακολουθεί. Εάν όμως η επιθυμία του αρχηγού για πόλεμο προσπαθήσει να επιπέσει σε μια κοινωνία εμφορούμενη από την επιθυμία για ειρήνη -στην πραγματικότητα, καμιά κοινωνία δεν επιθυμεί πάντα να πολεμά-, τότε η σχέση μεταξύ αρχηγού και φυλής αντιστρέφεται, ο leader επιχειρεί να χρησιμοποιήσει την κοινωνία ως όργανο του ατομικού του σκοπού, ως μέσο της προσωπικής του επιδίωξης. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ο πρωτόγονος αρχηγός είναι αρχηγός χωρίς εξουσία: πώς θα μπορούσε να επιβάλει τον νόμο της επιθυμίας του σε μια κοινωνία που τον αρνείται; Είναι αιχμάλωτος της επιθυμίας του για γόητρο και ταυτόχρονα της αδυναμίας του να την πραγματοποιήσει. Τι μπορεί να συμβεί τότε; Ο πολεμιστής είναι προορισμένος για τη μοναξιά, γι’ αυτή την αμφίβολη μάχη που δεν τον οδηγεί παρά στον θάνατο. Τέτοια υπήρξε η μοίρα του Νοτιαμερικανού πολεμιστή Φουσίγουε. Επειδή θέλησε να επιβάλει στους δικούς του έναν πόλεμο που εκείνοι δεν επιθυμούσαν, η φυλή του τον εγκατέλειψε. Δεν του απέμεινε παρά να διεξαγάγει μόνος του αυτό τον πόλεμο και πέθανε κατατρυπημένος από τα βέλη. Ο θάνατος είναι το πεπρωμένο του πολεμιστή, διότι η πρωτόγονη κοινωνία είναι έτσι δομημένη ώστε να μην επιτρέπει στη θέληση για εξουσία να υποκαταστήσει την επιθυμία για γόητρο. Ή, με άλλα λόγια, στην πρωτόγονη κοινωνία ο φύλαρχος, ως ενδεχόμενος φορέας της θέλησης για εξουσία, είναι εκ των προτέρων καταδικασμένος σε θάνατο. Η χωριστή πολιτική εξουσία είναι αδύνατη στην πρωτόγονη κοινωνία, δεν υπάρχει θέση, δεν υπάρχει κενό που θα μπορούσε να καταλάβει το κράτος.

Λιγότερο τραγική στην κατάληξή της, αλλά πολύ παρόμοια στην εξέλιξή της είναι η ιστορία ενός άλλου Ινδιάνου leader, απείρως πιο διάσημου από τον σκοτεινό πολεμιστή του Αμαζονίου, αφού πρόκειται για τον περιβόητο αρχηγό των Απάτσι, τον Τζερόνιμο. Η ανάγνωση των απομνημονευμάτων του [Τα απομνημονεύματα του Τζερόνιμο, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος] αποδεικνύεται ιδιαίτερα διδακτική, παρ’ ότι είναι αρκετά προχειρογραμμένα. Ο Τζερόνιμο δεν ήταν παρά ένας νεαρός πολεμιστής σαν όλους τους άλλους, όταν οι Μεξικανοί στρατιώτες επιτέθηκαν στην κατασκήνωση της φυλής και σφαγίασαν γυναίκες και παιδιά. Η οικογένεια του Τζερόνιμο εξολοθρεύθηκε παντελώς. Οι διάφορες φυλές των Απάτσι έκαναν συμμαχία για να εκδικηθούν τους δολοφόνους και στον Τζερόνιμο ανατέθηκε η καθοδήγηση της μάχης. Πλήρης επιτυχία των Απάτσι, συντριβή της φρουράς των Μεξικάνών. Το πολεμικό γόητρο του Τζερόνιμο, του πρωτεργάτη της νίκης, υπήρξε τεράστιο. Και από εκείνη η στιγμή τα πράγματα αλλάζουν, κάτι συμβαίνει στον Τζερόνιμο, κάτι συμβαίνει. Διότι μπορεί μεν για τους Απάτσι, οι οποίοι ικανοποιήθηκαν με μια νίκη που εκπλήρωσε θαυμάσια την επιθυμία τους για εκδίκηση, η υπόθεση να τακτοποιήθηκε κατά κάποιον τρόπο, για τον Τζερόνιμο όμως αλλιώς έχει η κατάσταση: αυτός θέλει να συνεχίσει να εκδικείται τους Μεξικανούς, θεωρεί ότι η αιματηρή πανωλεθρία των στρατιωτών δεν είναι αρκετή. Αλλά δεν μπορεί βέβαια να πάει μόνος να χτυπήσει τα μεξικάνικα χωριά. Προσπαθεί λοιπόν να πείσει τους δικούς του να εκστρατεύσουν πάλι. Του κάκου. Η κοινωνία Απάτσι, αφού επιτεύχθηκε ο συλλογικός στόχος -η εκδίκηση- λαχταρά την ανάπαυση. Έτσι ο σκοπός του Τζερόνιμο είναι μια ατομική επιδίωξη, στην πραγμάτωση της οποίας θέλει να παρασύρει τη φυλή. Θέλει να μετατρέψει τη φυλή σε όργανο της επιθυμίας του, ενώ προηγούμένως, εξαιτίας της πολεμικής του δεξιότητας, ήταν εκείνος το όργανο της φυλής. Φυσικά, οι Απάτσι ποτέ δεν θέλησαν να ακολουθήσουν τον Τζερόνιμο, όπως ακριβώς και οι Γιανομάμι αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τον Φουσίγουε. Το πολύ πολύ ο αρχηγός Απάτσι να τα κατάφερνε (καμιά φορά και με ψέματα) να πείσει μερικούς νέους άπληστους για δόξα και λάφυρα. Σε μία από αυτές τις εκστρατείες ο στρατός του Τζερόνιμο, ηρωικός και γελοίος, αποτελείτο από δύο άνδρες! Οι Απάτσι, που όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν, δέχονταν την αρχηγία του Τζερόνιμο λόγω της δεξιοτεχνάις του στη μάχη, του γυρνούσαν συστηματικά την πλάτη όταν ήθελε να διεξαγάγει τον προσωπικό του πόλεμο. Τζερόνιμο, ο τελευταίος μεγάλος αρχηγός του βορειοαμερικανικού πολέμου, που πέρασε τριάντα χρόνια από τη ζωή του θέλοντας να “κάνει τον αρχηγό” και δεν το κατόρθωσε…

Η ουσιώδης ιδιότητα (εκείνη δηλαδή η οποία άπτεται της ουσίας) της πρωτόγονης κοινωνίας είναι ότι ασκεί απόλυτη και πλήρη εξουσία πάνω σε κάθετί που τη συγκροτεί, είναι ότι απαγορεύει την αυτονομία ενός οποιουδήποτε από τα υποσύνμολα που την απαρτίζουν, είναι ότι συγκρατεί όλες τις εσωτερικές δυνάμεις που τροφοδοτούν την κοινωνική ζωή, συνειδητές και ασυνείδητεςς, μέσα σε όποια όρια και όποια κατεύθυνση εκείνη θέλει. Η φυλή εκδηλώνει με διάφορους τρόπους (και με τη βία αν χρειάζεται) τη θέλησή της να διαφυλάξει αυτή την πρωτόγονη κοινωνική τάξη, απαγορεύοντας την εμφάνιση μιας πολιτικής εξουσίας ατομικής, κεντρικής και χωριστής. Κοινωνία λοιπόν που τίποτε δεν της ξεφεύγει, που δεν αφήνει τίποτε να βγει έξω απ’ αυτή, διότι όλες οι έξοδοι είναι κλειστές. Κοινωνία, συνεπώς, η οποία θα έπρεπε να αναπαράγεται αιώνια, χωρίς τίποτε το ουσιαστικό να μην την επηρεάζει στο πέρασμα του χρόνου. Υπάρχει παρ’ όλα αυτά ένα πεδίο, το οποίο φαίνεται να ξεφεύγει, εν μέρει τουλάχιστον, από τον έλεγχο της κοινωνίας, υπάρχει μια “ροή”, στην οποία η κοινωνία φαίνεται να μην μπορεί να επιβάλει παρά μια ατελή “κωδίκωση”: πρόκειται για τον δημογραφικό τομέα, τομέα που διέπεται από πολιτισμικούς κανόνες, αλλά και από φυσικούς νόμους, χώρο όπου αναπτύσσεται μια ζωή ριζωμένη στο κοινωνικό και στο βιολογικό ταυτόχρονα, τόπο μιας “μηχανής”, η οποία λειτουργεί ενδεχομένως σύμφωνα με μια δική της μηχανική και η οποία επομένως θα ήταν εκτός κοινωνικής βολής.

Δεν σκοπεύουμε να αντικαταστήσουμε τον οικονομικό ντετερμινισμό με έναν δημογραφικό ντετερμινισμό, να καταλογίσουμε στα αίτια -τη δημογραφική αύξηση- την αναγκαιότητα των αιτιατών -μετασχηματισμό κοινωνικής οργάνωσης, είμαστε ωστόσο υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε, ιδίως στην Αμερική, το κοινωνιολογικό βάρος του μεγέθους του πληθυσμού, την ικανότητα που διαθέτει η αύξηση της πυκνότητας να κλονίσει -δεν λέμε να καταστρέψει- την πρωτόγονη κοινωνία. Είναι πράγματι πολύ πιθανό, ένας βασικός όρος ύπαρξης της πρωτόγονης κοινωνίας να συνίσταται στη σχετική ισχνότητα του δημογραφικού της μεγέθους. Τα πράγματα μπορούν να λειτουργήσουν σύμφωνα με το πρωτόγονο πρότυπο μόνο εάν οι άνθρωποι είναι ολιγάριθμοι. Ή, με άλλα λόγια, για να είναι πρωτόγονη μια κοινωνία, πρέπει να είναι μικρή αριθμητικά. Και πράγματι, αυτό που διαπιστώνει κανείς στον κόσμο των αγρίων είναι ένας εκπληκτικός κατακερματισμός “εθνών”, φυλών και κοινωνιών σε τοπικές ομάδες, οι οποίες επαγρυπνούν επισταμένως για να διατηρήσουν την αυτονομία τους στους κόλπους του συνόλου στο οποίο υπάγονται, έτοιμες ωστόσο να συνάψουν πρόσκαιρες συμμαχίες με τους γειτονικούς τους “συμπατριώτες”, εάν οι περιστάσεις -πολεμικές κυρίως- το απαιτήσουν. Αυτός ο κατατεμαχισμός του σύμπαντος των φυλών αποτελεί ασφαλώς ένα αποτελεσματικόμέσο, ώστε να εμποδιστεί η σύσταση κοινωνικοπολιτικών συνόλων που θα ενσωμάτωναν τις τοπικές ομάδες και, πέρα από αυτό, ένα μέσο απαγόρευσης της εμφάνισης του κράτους, το οποίο είναι εξ ορισμού ενοποιητικό. Οπωσδήποτε δημιουργεί ενδοιασμούς η διαπίστωση ότι, την εποχή που τους ανακαλύπτει η Ευρώπη, οι Τουπί-Γκουαρανί φαίνεται να παρεκκλίνουν αισθητά από το σύνηθες πρωτόγονο πρότυπο και μάλιστα σε δύο βασικά σημεία: πρώτον, το ποσοστό δημογραφικής πυκνότητας των φυλών ή τοπικών ομάδων τους ξεπερνά σαφώς το αντίστοιχο των γειτονικών πληθυσμών, δεύτερον, το μέγεθος των τοπικών ομάδων δεν έχει καμιά απολύτως αναλογία με το αντίστοιχο των κοινωνικοπολιτικών μονάδων του Τροπικού Δάσους. Βέβαια, τα χωριά Τουπινάμπα, λόγου χάρη, τα οποία συγκέντρωναν πολλές χιλιάδες κατοίκους, δεν ήταν πόλεις, αλλά ούτε ανήκαν πια στον “κλασικό” ορίζοντα της δημογραφικής έκτασης των γειτονικών κοινωνιών. Πάνω σ’ αυτό τον πίνακα δημογραφικής εξάπλωσης και πληθυσμιακής συγκέντρωσης, διαγράφεται ανάγλυφη -φαινόμενο επίσης ασυνήθιστο για την Αμερική των αγρίων, αν όχι και για την Αμερική των αυτοκρατοριών- η καταφανής τάση των φυλάρχων να αποκτήσουν μια εξουσία άγνωστη αλλού. Οι φύλαρχοι Τουπί-Γκουαρανί δεν ήταν ασφαλώς δεσπότες, αλλά ούτε ήταν εντελώς αρχηγοί χωρίς εξουσία. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος τόπος για να επιχειρήσουμε το μακροσκελές και πολύπλοκο έργο της ανάλυσης της φυλαρχίας στους Τουπί-Γκουαρανί. Θα αρκεστούμε να επισημάνουμε στο ένα, θα λέγαμε, άκρο της κοινωνίας τη δημογραφική αύξηση και στο άλλο την αργή εμφάνιση της πολιτικής εξουσίας. Είναι αναμφισβήτητο ότι δεν εναπόκειται στην εθνολογία (ή τουλάχιστον όχι μόνο σ’ εκείνη) να απαντήσει στο ερώτημα των αιτίων δημογραφικής εξάπλωσης σε μια πρωτόγονη κοινωνία. Εμπίπτει όμως στις αρμοδιότητες αυτού του κλάδου η σύνδεση δημογραφικού και πολιτικού, η ανάλυση της δύναμης που ασκεί το πρώτο πάνω στο δεύτερο διαμέσου του κοινωνικού. Σε όλο αυτό το κείμενο δεν πάψαμε να διακηρύσσουμε την εσωτερική αδυναμία να υπάρξει χωριστή πολιτική εξουσία σε μια πρωτόγονη κοινωνία, την αδυναμία μιας γένεσης του κράτους εκ των ένδον της πρωτόγονης κοινωνίας. Να όμως που φαίνεται, τελείως αντιφατικά, να επικαλούμαστε και εμείς τους Τουπί-Γκουαρανί ως μία περίπτωση πρωτόγονης κοινωνίας, όπου άρχιζε να αναφαίνεται αυτό που θα μπορούσε να γίνει κράτος. Αναπτυσσόταν αναντίρρητα σ’ αυτές τις κοινωνίες η διαδικασία -η οποία χωρίς άλλο είχε προ πολλού δρομολογηθεί- της συγκρότησης μιας αρχηγίας που η πολιτική της εξουσία δεν ήταν αμελητέα. Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι Γάλλοι και Πορτογάλοι χρονικογράφοι της εποχής δεν διστάζουν να απονείμουν στους μεγάλους αρχηγούς φυλετικών ομοσπονδιών τους τίτλους “βασιλείς της περιοχής” ή “βασιλίσκοι”. Αυτή η διαδικασία βαθιάς μεταλλαγής της κοινωνίας Τουπί-Γκουαρανί διακόπηκε απότομα με τον ερχομό των Ευρωπαίων. Αυτό άραγε σημαίνει ότι, εάν η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου είχε συντελεσθεί έναν αιώνα αργότερα, λόγου χάρη, ένας κρατικός σχηματισμός θα είχε επιβληθεί στις ινδιάνικες φυλές των βραζιλιάνικων παράκτιων περιοχών; Είναι πάντα εύκολο και παρακινδυνευμένο να αναπλάθει κανείς μια υποθετική ιστορία που τίποτε πια εν θα μπορούσε να τη διαψεύσει. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, νομίζουμε ότι μπορούμε με βεβαιότητα να απαντήσουμε αρνητικά: δεν είναι η άφιξη των Δυτικών που ανέστειλε την πιθανή εμφάνιση του κράτους στους Τουπί-Γκουαρανί, αλλά μια αφύπνιση της ίδιας της κοινωνίας ως πρωτόγονης κοινωνίας, μια αφύπνιση, μια εξέγερση η οποία ακόμη κι αν δεν στρεφόταν ρητά εναντίον των φυλαρχιών, ήταν πάντως λόγω των επιπτώσεών της καταστροφική για την εξουσία των φυλάρχων. Εννούμε εκείνο το παράδοξο φαινόμενο το οποίο, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 15ου αιώνα, συντάραζε τις φυλές Τουπί-Γκουαρανί, το πύρινο κήρυγμα ορισμένων ανθρώπων που πήγαιναν από ομάδα σε ομάδα παρακινώντας τους Ινδιάνους να τα εγκαταλείψουν όλα και να ριχτούν στην αναζήτηση της Γης χωρίς Κακό, στην αναζήτηση του επίγειου παράδεισου.

Στην πρωτόγονη κοινωνία, αρχηγία και γλώσσα συνδέονται εσωτερικά, ο λόγος είναι η μοναδική εξουσία που περιέρχεται στον αρχηγό, και περισσότερο και από εξουσία, ο λόγος είναι για εκείνον καθήκον. Υπάρχει όμως ένας άλλος λόγος, μια άλλη ομιλία, και αυτή δεν αρθρωνόταν από τους αρχηγούς, αλλά από εκείνους τους ανθρώπους που τον 15ο και τον 16ο αιώνα έσερναν πίσως τους κατά χιλιάδες τους Ινδιάνους σε τρελές μεταναστεύσεις, επιζητώντας την πατρίδα των θεών: είναι η ομιλία των καράι, είναι ο προφητικός λόγος, λόγος δηλητηριώδης, στον ύψιστο βαθμό ανατρεπτικός, αφού καλούσε τους Ινδιάνους να επιχειρήσουν εκείνο που πρέπει σαφώς να αναγνωρισθεί ως καταστροφή της κοινωνίας. Το κάλεσμα των προφητών να εγκαταλείψουν την κακιά γη, δηλαδή την κοινωνία ως είχε, για να φτάσουν στη Γη χωρίς Κακό, στην κοινωνία της θείας ευτυχίας, συνεπαγόταν τη θανατική καταδίκη της δομής της κοινωνίας και του συστήματος των κανόνων της. Αλλά στην κοινωνία αυτή επιβαλλόταν ολοένα πιο έντονα η σφραγίδα του κύρους των αρχηγών, το βάρος της πολιτικής εξουσίας που μόλις τότε γεννιόταν. Ίσως λοιπόν είναι βάσιμη η υπόθεση πως, εάν οι προφήτες, βγαλμένοι μέσα από την καρδιά της κοινωνίας, διακήρυσσαν ότι ο κόσμος όπου ζούσαν οι άνθρωποι ήταν κακός, είναι επειδή εντόπιζαν τη δυστυχία, το κακό, σ’ αυτό τον αργό θάνατο στον οποίο η εμφάνιση της εξουσίας καταδίκαζε αργά ή γρήγορα την κοινωνία Τουπί-Γκουαρανί ως πρωτόγονη κοινωνία, ως κοινωνία χωρίς κράτος. Κατεχόμενοι από την αίσθηση ότι ο αρχαίος άγριος κόσμος έτριζε εκ θεμελίων, στοιχειωμένοι από την προαίσθηση μιας κοινωνικής-κοσμικής καταστροφής, οι προφήτες αποφάσισαν πως έπρεπε να αλλάξουν τον κόσμο, να εγκαταλείψουν τον κόσμο των ανθρώπων και να κερδίσουν τον κόσμο των θεών. Λόγος προφητικός που είναι ακόμη ζωντανός, όπως μαρτυρούν τα κείμενα “Προφήτες στη ζούγκλα” και “Το ένα χωρίς το πολλαπλό”. Οι τρεις-τέσσερις χιλιάδες Ινδιάνοι Γκουαρανί, που εξακολουθούν να ζουν μέσα στην αθλιότητα στα δάση της Παραγουάης, απολαμβάνουν ακόμη τον ασύγκριτο πλούτο που τους προσφέρουν οι καράι. Το φαντάζεται βέβαια κανείς πως οι καράι αυτοί δεν είναι πια οδηγητές φυλών, όπως οι πρόγονοί τους του 16ου αιώνα, η αναζήτηση της Γης χωρίς Κακό είναι αδύνατη πια. Όμως η έλλειψη δράσης φαίνεται να έχει ενθαρρύνει μια μέθη της σκέψης, μια όλο και πιο οξυμένη εμβάθυνση του στοχασμού πάνω στη δυστυχία της ανθρώπινης μοίρας. Και αυτή η άγρια σκέψη, εκτυφλωτική σχεδόν από το πολύ φως, μας λέει πως η γενέτειρα του Κακού, η πηγή της δυστυχίας, είναι το Ένα. Χρειάζεται ίσως να ειπωθούν λίγο περισσότερα πάνω σ’ αυτό και να διερωτηθούμε τι υποδηλώνει ο σοφός Γκουαρανί με την ονομασία Ένα. Τα προτιμώμενα θέματα της σύγχρονης σκέψης Γκουαρανί είναι τα ίδια που απασχολούσαν, πάνω από τέσσερις αιώνες τώρα, εκείνους που από τότε αποκαλούνταν καράι, προφήτες. Γιατί ο κόσμος είναι κακός; Τι μπορούμε να κάνουμε, προκειμένου να γλιτώσουμε απ’ το κακό; Ερωτήσεις που γενιές και γενιές Ινδιάνων δεν έπαυαν να θέτουν στους εαυτούς τους: οι σημερινοί καράι επιμένουν με πάθος να επαναλαμβάνουν την ομιλία των προφητών του παλιού καιρού. Εκείνοι ήξεραν ότι οτ Ένα είναι το κακό, το έλεγαν από χωριό σε χωριό, και οι άνθρωποι τους ακολουθούσαν στην αναζήτηση του Καλού, στην αναζήτηση του μη Ένα. Έχουμε λοιπόν στους Τουπί-Γκουαρανί της εποχής της Ανακάλυψης αφ’ ενός μια πρακτική -τη θρησκευτική μετανάστευση- ανεξήγητη, αν δεν διαβάσουμε μέσα της την άρνηση του δρόμου στον οποίο η φυλαρχία οδηγούσε αναγκαστικά την κοινωνία, την άρνηση της χωριστής πολιτικής εξουσίας, την άρνηση του κράτους, και αφ’ ετέρου έναν προφητικό λόγο, που ορίζει το Ένα ως ρίζα του Κακού και βεβαιώνει πως υπάρχει δυνατότητα να του ξεφύγουν. Με ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατό να συλλάβουμε το Ένα; Θα πρέπει με κάποιον τρόπο η παρουσία του, μισητή ή ποθητή, να είναι ορατή. Και γι’ αυτό τον λόγο πιστεύουμε ότι μπορούμε να εντοπίσουμε, κάτω από τη μεταφυσική εξίσωση που εξομοιώνει το Κακό με το Ένα, μια άλλη εξίσωση πιο απόκρυφη και πολιτικής υφής, που λέει ότι ο Ένα είναι το κράτος. Ο προφητισμός των Τουπί-Γκουαρανί είναι η ηρωική απόπειρα μιας πρωτόγονης κοινωνίας να εξαλείψει τη δυστυχία με την ριζική άρνηση του Ενός ως οικουμενικής ουσίας του κράτους. Αυτή η “πολιτική” ανάγνωση μιας μεταφυσικής θέσης μας ώθησε να θέσουμε ένα ερώτημα, ενδεχομένως ιερόσυλο: δεν θα μπορούσαμε να υποβάλουμε σε παρόμοια ανάγνωση κάθε μεταφυσική του Ενός; Τι συμβαίνει με το Ένα ως Καλό, ως το κατ’ εξοχήν αντικείμενο που από τα πρώτα βήματά της κιόλας η δυτική μεταφυσική προσδίδει στην επιθυμία του ανθρώπου; Ας περιοριστούμε σ’ αυτό το ενοχλητικό προφανές: η σκέψη των άγριων προφητών και εκείνη των Αρχαίων Ελλήνων περιστρέφεται γύρω από το ίδιο πράγμα, το Ένα, μόνο που ο Ινδιάνος Γκουαρανί λέει ότι το Ένα είναι το Κακό, ενώ ο Ηράκλειτος λέει ότι είναι το Καλό. Με ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατό να συλλάβουμε το Ένα ως Καλό; Ας επανέλθουμε, για να κλείσουμε, στον παραδειγματικό κόσμο των Τουπί-Γκουαρανί. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κοινωνία η οποία, πιεσμένη, απειλημένη από την ακάθεκτη άνοδο των φυλάρχων, δημιουργεί μέσα της και απελευθερώνει δυνάμεις ικανές, έστω και με αντίτιμο ένα είδος συλλογικής αυτοκτονίας, να εκμηδενίσουν τη δυναμική της αρχηγίας, να ανακόψουν εκείνη την πορεία που πιθανόν να μετέτρεπε στο τέλος τους φυλάρχους σε βασιλείς, φορείς του νόμου. Από τη μια οι φύλαρχοι, από την άλλοι και εναντίον τους, οι προφήτες: αυτή είναι στις βασικές της γραμμές η εικόνα της κοινωνίας Τουπί-Γκουαρανί στα τέλη του 15ου αιώνα. Και η προφητική “μηχανή” λειτουργούσε στην εντέλεια, αφού οι καράι ήταν ικανοί να παρασύρουν πίσω τους εκπληκτικές μάζες Ινδιάνων φανατισμένων, θα λέγαμε σήμερα, από τα λόγια αυτών των ανθρώπων, μέχρι του σημείου να τους ακολουθούν ως τον θάνατο.

Τι σημαίνει αυτό; Οι προφήτες, οπλισμένοι με τον λόγο τους και μόνο, μπορούσαν να προξενήσουν “κινητοποίηση” των Ινδιάνων, μπορούσαν να πραγματοποιήσουν εκείνο το αδύνατο στην πρωτόγονη κοινωνία: να ενοποιήσουν μέσα στη θρησκευτική μετανάστευση την πολυποίκιλη ετερομορφία των φυλών. Κατάφερναν να πραγματοποιήσουν, μονομιάς, το “πρόγραμμα” των φυλάρχων! Πανουργία της ιστορίας; Ειμαρμένη που, σε πείσμα όλων, καταδικάζει την πρωτόγονη κοινωνία στην εξάρτηση; Κανείς δεν ξέρει. Όπως κι αν είναι πάντως, η επαναστατική πράξη των προφητών ενάντια στους αρχηγούς παρείχε στους πρώτους, από μια παράξενη μεταστροφή των πραγμάτων, ασύγκριτα περισσότερη εξουσία απ’ όση είχαν οι δεύτεροι. Ίσως λοιπόν να πρέπει να διορθώσουμε την αντίληψή μας ότι ο λόγος είναι αντίθετος στη βία. Εάν ο άγριος φύλαρχος είναι επιφορτισμένος με ένα καθήκον αθώου λόγου, η πρωτόγονη κοινωνία μπορεί απ’ τη μεριά της, σε συγκεκριμένες βέβαια περιστάσεις, να παραδοθεί και στο άκουσμα ενός άλλου λόγου, λησμονώντας ότι ο λόγος αυτός λέγεται σαν εντολή στο άκουσμα του προφητικού λόγου. Στην ομιλία των προφητών ενυπάρχει ίσως εν σπέρματι η ομιλία της εξουσίας, και κάτω από τα εξηρμένα χαρακτηριστικά του καθοδηγητή ανθρώπων που εκφράζει την επιθυμία των ανθρώπων κρύβεται ίσως η σιωπηλή μορφή του δεσπότη.

Λόγος προφητικός, εξουσία αυτού του λόγου: έχουμε άραγε εδώ τον γενέθλιο τόπο της εξουσίας καθεαυτήν, την αρχή του Κράτους μέσα στον Λόγο; Προφήτες κατακτητές των ψυχών, προτού γίνουν κύριοι των ανθρώπων; Ίσως. Αλλά ακόμη και ως την ακραία εμπειρία του προφητισμού (διότι χωρίς αμφιβολία η κοινωνία Τουπί-Γκουαρανί είχε φτάσει, για δημογραφικούς ή άλλους λόγους, τα ακραία όρια που προσδιορίζουν μια κοινωνία ως πρωτόγονη), αυτό που μας δείχνουν οι άγριοι είναι η διαρκής προσπάθεια να εμποδίσουν τους αρχηγούς να είναι αρχηγοί, είναι η άρνηση της ενοποίησης, είναι το έργο του εξορκισμού του Ενός, του κράτους. Η ιστορία των λαών που έχουν ιστορία είναι, λένε, η ιστορία της πάλης των τάξεων. Η ιστορία των λαών χωρίς ιστορία είναι, θα μπορούσε να ειπωθεί τουλάχιστον εξίσου αληθινά, η ιστορία της πάλης τους ενάντια στο κράτος.

Categories
Ασύμμετρη Απειλή

Η ιστορία ως πόρνη της εξουσίας – Ασύμμετρη Απειλή

Η ιστορία ως πόρνη της εξουσίας

Πηγή: αντιπολιτική επιθεώρηση “Ασύμετρη Απειλή”, Θεσσαλονίκη Σεπτέμβρης 2007. Για επικοινωνία: halastor@yahoo.gr

«ούτε η πανούκλα, ούτε η αραποβλογιά κάμανε τόσο κακό στην ανθρωπότητα όσο οι ιστορικοί και η Ιστορία»

Γιάννης Σκαρίμπας

1.

Είναι η ιστορία μια απλή, ουδέτερη, αντικειμενική και πάνω απ όλα επιστημονική καταγραφή των γεγονότων του παρελθόντος (ένα ευρείας κλίμακας κουτσομπολιό, όπως χαριτωμένα έθεσε ο Όσκαρ Ουάιλντ); Ή μήπως ισχύει η τετριμμένη και χιλιοφορεμένη άποψη ότι την ιστορία τη γράφουν οι νικητές; Ο γερμανός άθεος θεολόγος (ναι, υπάρχουν και τέτοιοι ευτυχώς…) Καρλ Ντέσνερ το είπε ξεκάθαρα: «οι περισσότεροι ιστορικοί σκορπούν τη βρομιά του παρελθόντος σαν να ήταν χώμα για μελλοντικούς παραδείσους». Η εξουσία πάντα χτίζει Παρθενώνες βαμμένους με το αίμα των δούλων: «Η ιστορία είναι ίσως η πιο σκληρή απ’ όλες τις θεές. Οδηγεί το θριαμβικό άρμα της πάνω από σωρούς πτωμάτων, όχι μόνο σε περιόδους πολέμου, αλλά και «ειρηνικής» οικονομικής ανάπτυξης», έλεγε ο Ένγκελς. Οι σεπτοί μας ιστορικοί, όμως, θαυμάζουν το «μεγαλείο» των Παρθενώνων, εξορίζοντας το αίμα στις ασήμαντες ανθυπολεπτομέρειες της ιστορίας τους. Έτσι λοιπόν, χτίζεται η ιστορία: εξωραΐζοντας τα εγκλήματα της αιματοκυλισμένης πορείας της εξουσίας, ως πιστή πόρνη της βαρβαρότητας του πολιτισμού ( που δεν είναι τίποτε άλλο παρά πολιτισμός της βαρβαρότητας). Οι ιστορικοί λύνουν και δένουν υμνώντας τους νικητές και καταβαραθρώνοντας τους ηττημένους. Ο Αλέξανδρος ο Γ΄ γίνεται Μέγας, είναι εκπολιτιστής των βαρβάρων, ενώ ο Νέρωνας είναι ψυχοπαθής και πυρομανής. Ο Κωνσταντίνος, ένας απ’ τους μεγαλύτερους σφαγείς της ιστορίας, γίνεται και Μέγας και ’γιος, ενώ ο Ιουλιανός είναι Αποστάτης και Παραβάτης. Οι σύμμαχοι στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπερασπίζουν την ελευθερία της ανθρωπότητας ενάντια στους ναζί εγκληματίες. Ας μείνουμε, όμως, λίγο παραπάνω στο παράδειγμα του Β΄ΠΠ. και ας μιλήσουμε λίγο για ρατσισμό.

Το 1915 ο βρετανός βουλευτής Horatio Bottomely πρότεινε ότι, μετά τον πόλεμο, «εάν κάποια μέρα τύχει να ανακαλύψετε σε ένα εστιατόριο ότι σας σερβίρει ένας γερμανός σερβιτόρος, να πετάξετε τη σούπα στο αχρείο πρόσωπό του. Εάν ανακαλύψετε ότι κάθεστε δίπλα σε έναν γερμανό υπάλληλο, να αδειάσετε το μελανοδοχείο πάνω στο αχρείο κεφάλι του». Το 1942 ο εκδότης του περιοδικού “Νew Yorker” και στέλεχος του ημιεπίσημου «πολεμικού συμβουλίου συγγραφέων» Kλίφτον Φάντμαν ζητούσε απ’ τους συγγραφείς «να καλλιεργήσουν ένα αβυσσαλέο μίσος για όλους τους γερμανούς και όχι μόνο για τους ναζί». Και παρακάτω: «Ο μοναδικός τρόπος για να καταλάβουν οι γερμανοί είναι να τους σκοτώσουμε. Και πάλι πιστεύω ότι δε θα καταλάβουν». Και αλλού: «η σημερινή ναζιστική επιθετικότητα δεν είναι έργο μιας ομάδας κακοποιών αλλά η τελική έκφραση των βαθύτερων ενστίκτων του γερμανικού λαού. Ο Χίτλερ ενσαρκώνει δυνάμεις ισχυρότερες απ’ αυτόν». Να τονίσουμε εδώ ότι δεν προσπαθούμε να απενοχοποιήσουμε τον γερμανικό λαό. Ο γερμανικός λαός που έδωσε 43,9% στον Χίτλερ στις εκλογές του 1933 φέρει ακέραιες τις ευθύνες του για τα ναζιστικά εγκλήματα. Εδώ θέλουμε, όμως, να καταδείξουμε τον ρατσισμό της «άλλης όχθης», της «ανεκτικής, αντιρατσιστικής, δημοκρατικής» ιεράς συμμαχίας των αντιφασιστών. Ρατσισμός εξ ίσου αποτρόπαιος με τον ναζιστικό ρατσισμό.

Συνεχίζουμε, λοιπόν. Ο συγγραφέας Χέμινγουεϊ πρότεινε ότι « η μοναδική τελική λύση είναι να στειρώσουμε τους ναζί, με τη χειρουργική έννοια της λέξεως» ( μεταξύ μας, δεν είναι και άσχημη ιδέα…). Ο «σεβασμιότατος» C.W. Wipp έγραφε στη Ντέιλι Χέραλντ : «το σύνθημα πρέπει να είναι «σαρώστε τους» και γι αυτό να συγκεντρώσουμε όλες τις επιστημονικές γνώσεις για να ανακαλύψουμε νέα και τρομερότερα εκρηκτικά… Ένας κήρυκας του ευαγγελίου δεν πρέπει, ίσως, να παρασύρεται από τέτοια αισθήματα, δηλώνω όμως ανοιχτά ότι αν μπορούσα θα έσβηνα την Γερμανία από το χάρτη. Πρόκειται για φυλή διαβολική…». Ο Τεοντόρ Κάουφμαν το 1942 έγραψε στο βιβλίο «η Γερμανία πρέπει να εξαφανιστεί»: « οι γερμανοί ( όποιοι κι αν είναι αυτοί: αντιναζί, κομμουνιστές, ακόμα και φιλοσημίτες ), δεν αξίζουν να ζουν. Κατά συνέπεια, μετά τον πόλεμο, θα κινητοποιηθούν 20.000 γιατροί που ο καθένας τους θα στειρώνει 25 γερμανούς ή γερμανίδες την ημέρα, ώσπου σε τρεις μήνες να μην υπάρχει ούτε ένας γερμανός ικανός να αναπαραχθεί και σε 60 χρόνια να έχει εξαλειφθεί όλη η γερμανική φυλή. ( σημειώστε ότι ο Κάουφμαν ήταν εβραίος, όπως και ο Γιαμποτίνσκο που το 1934 έγραφε στη σιωνιστική εφημερίδα Νάτσα Ρετς: «τα εβραϊκά συμφέροντα απαιτούν την οριστική εκμηδένιση της Γερμανίας. Στο σύνολό του ο γερμανικός λαός αντιπροσωπεύει για μας έναν κίνδυνο»).

Ακόμα και ο σοβιετικός συγγραφέας Ιλία Έρενμπουργκ έγγραφε το 1944 προς τον Κόκκινο Στρατό « Σκοτώστε, σκοτώστε! Στους γερμανούς δεν υπάρχουν αθώοι ούτε μεταξύ των ζωντανών, ούτε μεταξύ αυτών που πρόκειται να γεννηθούν… Τσακίστε με τη βία την περηφάνια των γερμανίδων γυναικών. Πάρτε τες ως νόμιμο λάφυρο. Σκοτώστε, σκοτώστε ανδρείοι στρατιώτες του ερυθρού στρατού, μέσα στην ακατανίκητη έφοδό σας». Τι προλεταριακός διεθνισμός!!! Τέτοια πρόσκληση στη γενοκτονία και στο βιασμό γυναικών μόνο στην Παλαιά Διαθήκη βρίσκουμε. Ούτε καν στο mein kampf…

Ας μιλήσουμε και για εγκλήματα πολέμου. Ο λόρδος Βάνσιταρτ για να δικαιολογήσει τους τυφλούς βομβαρδισμούς της RAF ( της βασιλικής αεροπορίας. Απλή συνωνυμία με τη δική μας RAF…) έλεγε : « μόνοι καλοί γερμανοί είναι οι νεκροί γερμανοί. Ας πέφτουν λοιπόν οι βόμβες βροχή!». Ο Τσώρτσιλ έλεγε το 1940 : «θα λιμοκτονήσουμε τη Γερμανία. Θα διαλύσουμε τις πόλεις της. Στο σύνολό του ο γερμανικός λαός αντιπροσωπεύει για εμάς έναν κίνδυνο». Το 1944 ο Τσώρτιλ έγραψε ένα υπόμνημα στον στρατηγό Ίμαίυ: «θέλω να σκεφτείτε πολύ σοβαρά το ζήτημα των ασφυξιογόνων αερίων. Είναι παράλογο να εξετάζουμε την ηθική σ’ αυτό το ζήτημα αφού όλος ο κόσμος τα χρησιμοποίησε κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου χωρίς να υπάρχει καμία διαμαρτυρία από τους ηθικολόγους ή την εκκλησία. Εξ άλλου, τότε ο βομβαρδισμός των ανυπεράσπιστων πόλεων εθεωρείτο απαγορευμένος. Σήμερα το κάνουν όλοι θεωρώντας το αυτονόητο. Πρόκειται απλούστατα για μια μόδα, σαν την εξέλιξη του μήκους της γυναικείας φούστας… Θα μπορούσαμε να κατακλύσουμε τις πόλεις του Ρουρ και πολλές άλλες πόλεις της Γερμανίας, με τέτοιο τρόπο ώστε η πλειοψηφία του πληθυσμού να χρειάζεται συνεχείς ιατρικές φροντίδες. Ίσως χρειασθεί να περιμένουμε μερικές εβδομάδες ή και μερικούς μήνες πριν σας ζητήσω να κατακλύσετε την Γερμανία με ασφυξιογόνα αέρια. Εν τω μεταξύ, θα ήθελα το ζήτημα να εξετασθεί ψυχρά από λογικούς ανθρώπους και όχι από μια ομάδα ένστολων υμνωδών της χαράς της ζωής σαν αυτούς που συναντάμε εδώ κι εκεί». Ο αμερικάνος στρατηγός Αϊζενχάουερ πρότεινε στο λόρδο Χάλιφαξ να πυροβολούνται οι ηγέτες του εχθρού καθώς θα «προσπαθούν να δραπετεύσουν» (γνωστή αστυνομική μέθοδος του παλιού καλού καιρού…). Για τον στρατηγό ολόκληρος ο πληθυσμός της Γερμανίας ήταν παρανοϊκός και έπρεπε να αντιμετωπιστεί με σκληρότητα…

Για την κυρίαρχη ιδεολογία η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού, δεν ήταν αποτέλεσμα μιας λογικής σειράς εξηγήσιμων γεγονότων. Η άνοδος του ναζισμού δεν είναι άξια ιστορικής, κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής ανάλυσης. Είναι μια παράνοια, ένα «ιστορικό κενό», μια τρέλα. Ο Χίτλερ ήταν τρελός, οι ναζί ήταν παλαβοί. Έτσι απλά! Η ιστορία ψυχολογικοποιείται, γίνεται μεταφυσική και ουαί τοις ηττημένοις! Τώρα γιατί ο Χίτλερ ήταν τρελός, ενώ ο Σωκράτης -που, σαν τον Μπους, άκουγε φωνές και πίστευε ότι ήταν απεσταλμένος του θεού στην Πόλη- είναι υπόδειγμα ηθικού φιλοσόφου, θα σας γελάσουμε. ’Αλλωστε, η τάση του «ιστορικού ψυχολογισμού» δεν είναι τυχαία: «οι γερμανοί είναι πρόθυμοι να δεχθούν την ηθική καταδίκη του Χίτλερ ως ατόμου, αποφεύγοντας έτσι ενδεχομένως την ηθική κρίση των ιστορικών για την κοινωνία που τον εξέθρεψε. Οι ρώσοι, οι βρετανοί και οι αμερικάνοι υιοθετούν αντίστοιχα με ευκολία τις προσωπικές επιθέσεις κατά του Στάλιν, του Νέβιλ Τσαμπερλέιν ή του γερουσιαστή Μακάρθι, οι οποίοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους για τα συλλογικά τους σφάλματα ως λαών» (Ε.Χ. Καρ). Έτσι, ο «ιστορικός ψυχολογισμός» λειτουργεί ως κολυμπήθρα του Σιλωάμ για όσους είναι ενεργητικά ή παθητικά συνυπεύθυνοι για τα εξουσιαστικά εγκλήματα. Και οι εξουσιαστές παίρνουν ξανά το πράσινο φως να εγκληματούν εσαεί.

Ο άγγλος εξελικτικός βιολόγος Ρίτσαρντ Ντώκινς μελετώντας το Zeitgeist («ηθικό πνεύμα των καιρών») που χαρακτηρίζει κάθε εποχή, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι « ο Χίτλερ, όσο αποκρουστικός κι αν ήταν, δεν απείχε απ το Zeitgeist της εποχής του τόσο πολύ όσο δείχνει από τη δική μας οπτική γωνιά σήμερα». Ο εθνικισμός, ο ολοκληρωτισμός, η πολεμοκαπηλία, η βαρβαρότητα, ο ρατσισμός, ο επεκτατισμός και τα συμπαρομαρτούντα δεν ήταν μια χιτλερική εφεύρεση. Υπήρχαν ήδη στο Zeitgeist, στο ηθικό πνεύμα της εποχής (και όχι μόνο της συγκεκριμένης εποχής, αλλά ολόκληρου του πολιτισμού).. Ίσως με διαφορετική δοσολογία, ωστόσο πανταχού παρόντα. Όσο για τον πολυλάλητο ναζιστικό αντισημιτισμό, κι αυτός ήταν κληρονομιά της χριστιανικής «θρησκείας της αγάπης». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με περίσσευμα «χριστιανικής αγάπης» δίδασκε: « πως τολμούν οι χριστιανοί να έχουν την παραμικρή επαφή με εβραίους, τους πιο ελεεινούς απ όλους τους ανθρώπους; Είναι λάγνοι, άπληστοι, πλεονέκτες, άπιστοι ληστές- είναι η πληγή της οικουμένης!… Μήπως τάχα δεν είναι αθεράπευτα δολοφόνοι, καταστροφείς, άνθρωποι κυριευμένοι από τον διάβολο; Οι εβραίοι είναι βρόμικοι και ασεβείς και η συναγωγή τους είναι ένας οίκος ανοχής, ένα λημέρι αγρίων ζώων, ένας χώρος αίσχους και γελοιότητας, η κατοικία του διαβόλου, όπως άλλωστε και η ίδια η ψυχή τους. Στην πραγματικότητα οι εβραίοι λατρεύουν τον διάβολο. Οι τελετουργίες τους είναι εγκληματικές και άσεμνες. Η θρησκεία τους είναι μια αρρώστια. Η συναγωγή τους ένα συνονθύλευμα απατεώνων, ένα άντρο ληστών, ένα σπήλαιο διαβόλων, μια άβυσσος που οδηγεί στο χαμό. Γιατί είναι έκφυλοι οι εβραίοι; Διότι διέπραξαν το ειδεχθές έγκλημα της δολοφονίας του Χριστού. Το υπέρτατο αυτό έγκλημα αποτελεί τη ρίζα της εξαχρείωσης και της συμφοράς τους. Η απόρριψη και η διασπορά των εβραίων ήταν έργο Θεού, όχι αυτοκρατόρων. Έτσι, η μοίρα του εβραίου είναι να ζει κάτω απ το ζυγό της αιώνιας σκλαβιάς». Και ο άγιός αυτός άνθρωπος καλεί όλους τους πιστούς της θρησκείας της αγάπης να νιώσουν μίσος και αποστροφή για τους εβραίους! Ο Χίτλερ, άλλωστε, χρησιμοποιούσε συχνά τα λόγια του Μαρτίνου Λούθηρου για τους εβραίους: οχιάς γεννήματα! Επίσης, το 1235 οι Γάλλοι καθολικοί ανάγκασαν τους εβραίους να φορούν ένα κίτρινο κομμάτι υφάσματος για να ξεχωρίζουν. Το ίδιο έκαναν αργότερα και οι Ισπανοί καθολικοί. Το ίδιο και οι Ναζί. Sangre limpia(καθαρό αίμα) ήταν το ιδανικό της Καθολικής Ισπανίας στον Μεσαίωνα. Reines Blut (καθαρό αίμα) παπαγάλιζαν και οι Ναζί. Στον χριστιανικό κόσμο, λοιπόν, όπου οι εβραίοι ήταν στιγματισμένοι ως θεοκτόνοι, ο ναζισμός βρήκε τον πιο βολικό «εσωτερικό εχθρό». Στο πρόσωπο του «θεοκατάρατου- θεοκτόνου» εβραίου συνενώθηκαν με τεχνητό και ταχυδακτυλουργικό τρόπο όλοι οι εχθροί: εβραιομπολσεβίκοι, εβραιοκαπιταλιστές, εβραιοειρηνιστές, εβραιοντανταϊστές και ουκ εστί τέλος. Αυτό δεν είναι τυχαίο: «η τέχνη ενός αληθινά μεγάλου ηγέτη» γράφει ο Χίτλερ « συνίσταται μεταξύ άλλων στο να μη διασπά την προσοχή ενός λαού, αλλά να τη συγκεντρώνει σε έναν και μοναδικό αντίπαλο. Είναι χαρακτηριστικό της μεγαλοφυΐας ενός μεγάλου ηγέτη να κάνει ακόμα και τους αντιπάλους που απέχουν πολύ μεταξύ τους να φαίνονται ότι ανήκουν σε μια και μόνο κατηγορία, επειδή στους αδύναμους και αβέβαιους χαρακτήρες η πεποίθηση ότι έχουν διαφορετικούς αντιπάλους μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην αρχή της αμφιβολίας για το δίκαιο του δικού τους αγώνα». Στο χριστιανικό Zeitgeist, λοιπόν, ο Χίτλερ βρήκε τον ιδανικό εχθρό και κάνοντας χρήση του ιδεαλιστικού δυϊσμού τον παρουσίασε ως το Απόλυτο Κακό. Αναμφίβολα, ήταν άξιος μαθητής του Ιησού του Ναυή, του Μεγαλέξανδρου, του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Μέγα Κωνσταντίνου, του Τορκεμάδα. ’ξιος συνάδελφος και ομογάλακτος του Τσώρτσιλ, του Ρούσβελτ και του Στάλιν. Ο Χίτλερ και οι ακόλουθοί του δεν είναι μια παρανοϊκή παρένθεση στην ιστορία. Οι φασίστες δεν είναι χειρότεροι απ’ τους αντιφασίστες. Απλώς είναι ηττημένοι…

Τι μας διδάσκει, όμως, η Ιστορία ( με κεφαλαίο το ι, βεβαίως-βεβαίως); Οι γενοκτόνοι των ινδιάνων, οι δουλέμποροι, οι αποικιοκράτες, οι σφαγείς των αμάχων της Δρέσδης, της Χιροσίμα, του Ναγκασάκι, οι γνήσιοι απόγονοι των σταυροφόρων, αυτοί που φύτευαν χούντες αριστερά-δεξιά, αυτοί που φύτευαν γκούλαγκ ή Μακρόνησους, όλοι αυτοί οι εγκληματίες πολέμου ήταν ο «ελεύθερος κόσμος» του αντιφασισμού. Η ιστορία για άλλη μια φορά ως ιερόδουλη των νικητών. Ζαχαρώνει τα αντιφασιστικά σκατά για να τα εμφανίσει σαν κομπόστα.

2.

«η άγνοια είναι το πρώτο προαπαιτούμενο για τον ιστορικό»

Λύτον Στράτσυ

«τα γεγονότα της ιστορίας δεν υπάρχουν για τον ιστορικό, ως τη στιγμή που θα τα δημιουργήσει»

Καρλ Μπέκερ

Ας δούμε όμως ένα ακόμη κομβικό σημείο της εξουσιαστικής ιστοριογραφίας, την κατασκευή εθνικών μύθων ως όπλο για τη σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης. «Τα εθνικά κράτη πρέπει να εγκαθιδρύσουν το καθένα την αλήθεια τους τόσο στις αμφισβητούμενες περιοχές όσο και στη συνείδηση των υπηκόων τους». Εδώ η δουλειά του ιστορικού είναι λεπτή και δύσκολη, πρέπει να κατασκευάσει γεγονότα εκ του μηδενός. Όπως έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ « να καταγράψει με ακρίβεια ότι δε συνέβη ποτέ: αυτή είναι η αναφαίρετη και ενδεδειγμένη ενασχόληση του ιστορικού». Και κάπου εδώ εμφανίζεται και ο «ευφάνταστος καλοπροαίρετος ιστορικός εθνικής σκοπιμότητας». Ένας από τους πιο καραμπινάτους ελληνικούς μύθους είναι η ύπαρξη του «κρυφού σχολειού» στην οθωμανοκρατεία. Η αλήθεια είναι ότι τα σχολεία ήταν ολοφάνερα και ελέγχονταν απ’ την εκκλησία. Το μετα-επαναστατικό ελληνοχριστιανικό κατεστημένο, λοιπόν, κατασκεύασε το μύθο του «κρυφού σχολειού» για να κρύψει την ολοφάνερη συνεργασία της επίσημης εκκλησίας με την οθωμανική αυτοκρατορία. Είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ιστορία από το μηδέν; Κι όμως, είναι δυνατόν όχι μόνο να κατασκευαστεί «ιστορία», αλλά και να επιβληθεί με περίσσιο θράσος. Σε άρθρο στο περιοδικό «’ρδην» η ιερά σύνοδος της εκκλησίας γράφει για το σχολικό βιβλίο της ιστορίας της Γ λυκείου του 1978 «η ιερά σύνοδος της εκκλησίας διαμαρτυρήθηκε στον υπουργό παιδείας, Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, κι εκείνος προς τιμήν του- έδωσε αμέσως εντολή να απαλειφθεί από τα υπό εκτύπωση νέα σχολικά βιβλία η φράση «σύμφωνα με τελευταία πορίσματα της ιστορικής επιστήμης, το κρυφό σχολείο είναι ένας μύθος και δεν υπήρξε στην πραγματικότητα», από τη σελ. 173 της «Ιστορίας» της Γ΄ Λυκείου. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να αποκατασταθεί και η αλήθεια για το κρυφό σχολείο». Η οργουελιανή νεογλώσσα σε όλο της το μεγαλείο…

Ο αλαφροΐσκιωτος Κακαουνάκης, μάλιστα, έφτασε στα άκρα τη λογική της ενσωμάτωσης των αν-ιστορικών λαϊκών θρύλων και εθνικών μύθων στην επίσημη ιστοριογραφία , λέγοντας πως ακόμα κι αν αποδειχθεί ότι το κρυφό σχολείο είναι μύθος, εμείς πρέπει να συνεχίζουμε να τον πιστεύουμε, γιατί αυτή είναι η «ιστορία» που μάθαμε στο σχολείο και δε γίνεται να την αρνηθούμε. Οι κινέζοι ιστορικοί κατέστρεφαν τις πηγές μετά τη χρήση τους, γιατί για το κινέζικο κατεστημένο «το παρελθόν ήταν πηγή βεβαιότητας» (δηλαδή πηγή σταθερότητας) και δεν μπορούσε να αναθεωρηθεί. Οι εκκλησίες και οι κακαουνάκηδες δεν μπορούν να καταστρέψουν τις πηγές κι έτσι ακολουθούν το κλασικό δόγμα: αν η πραγματικότητα δεν ταιριάζει με τις απόψεις μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.

Όσο για το πολυσυζητημένο βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού παρακολουθούμε μια κοκορομαχία ανάμεσα στη σχολή του εθνικού ψεύδους, που στα πλαίσια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης της οικονομίας είναι πλέον ξεπερασμένη, και στη σχολή των political correct απολογητών της νέας Αυτοκρατορίας. Η ξεδοντιασμένη γριά πόρνη ενάντια στην νεαρή ανερχόμενη πόρνη. Τα στρατηγικά σχέδια της εξουσίας επαναπροσδιορίζονται. Το ίδιο πρέπει να γίνει και με την ιστορία. «Αν ο καθωσπρεπιστής μας είναι ιστορικός και γράφει για να διδάξει παιδιά του δημοτικού λ.χ.» γράφει εύστοχα ο Κ. Κουτσουρέλης στο περιοδικό σημειώσεις «πρώτο του μέλημα θα είναι παντί σθένει να πάψει το εγχειρίδιο να βρέχεται από αίμα. Εξανδραποδισμοί, δηώσεις, σφαγές, όλα όσα συνθέτουν την ιστορία εν τέλει, θα τα θέσει εκποδών. Τα ολοκαυτώματα θα στρογγυλευθούν, οι προαιώνιες αντιπαλότητες θα υποβαθμιστούν, οι αρχαίες ενοχές θα κατασιγαστούν ή θα τεθούν κατά μέρος εμπρός στο προσδόκιμο πάμφωτο μέλλον». Οι έλληνες και οι τούρκοι δεν είναι πλέον εχθροί, αλλά σύμμαχοι και μέτοχοι στην επιβολή της νεοταξικής πραγματικότητας. Η Ιστορία πρέπει να ξαναγραφεί ώστε να ενταχθεί στα νέα δεδομένα. Ο ιστορικός Ακτον συμβούλευε το 1906 τους συνεργάτες του: « ο τρόπος με τον οποίο αναφερόμαστε στο Βατερλώ θα πρέπει να ικανοποιεί γάλλους και άγγλους, γερμανούς και ολλανδούς». Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, πρέπει να ικανοποιεί έλληνες και τούρκους. Το να θέλουμε, λοιπόν, να επιλέξουμε ανάμεσα στην Ρεπούση και τον Ζουράρι, είναι σα να επιλέγουμε ανάμεσα στον Μπίστη και τον Παπαθεμελη… Αναγκαζόμαστε να ξαναγίνουμε άκομψοι: ότι σκατά οι μεν, σκατά και οι δε…

Ας επιστρέψουμε λοιπόν στα πρώτα ερωτήματα του κειμένου κι ας αφήσουμε τον Ντέσνερ να τα απαντήσει:

1) Είναι η ιστορία μια απλή, ουδέτερη, αντικειμενική και πάνω απ όλα επιστημονική καταγραφή των γεγονότων του παρελθόντος; « Δεν μπορώ να μελετήσω την ιστορία.. “δίχως μίσος και συμπάθεια”. Αντιτίθεται στο αίσθημα δικαιοσύνης μου, αλλά και στην ευσπλαχνία μου. Όποιος δεν είναι εχθρός πολλών ανθρώπων, είναι εχθρός όλων. Και όποιος εξετάζει ή παρατηρεί την ιστορία χωρίς να αισθάνεται μίσος και συμπάθεια δε μοιάζει με εκείνον που βλέπει τα θύματα μιας πυρκαγιάς να πνίγονται απ’ τους καπνούς, να καίγονται, να πεθαίνουν και όλα αυτά να τα καταγράφει αμέτοχος; Οι ιστορικοί που προσκολλώνται στις «καθαρές αξιολογήσεις», στην «καθαρή επιστήμη», είναι ανειλικρινείς. Εξαπατούν τους άλλους και τον εαυτό τους. Είναι- αφού δεν υπάρχει χειρότερο έγκλημα από την αδιαφορία- εγκληματικοί. Το να είναι κανείς αδιάφορος, σημαίνει να δολοφονεί ακατάπαυστα».

2) γράφουν οι νικητές (οι εξουσιαστές δηλαδή) την ιστορία; « η πολιτική ιστορία βασίζεται στην ισχύ, τη βία, το έγκλημα. Ο κανόνας είναι, δυστυχώς, ότι η πλειοψηφία των ιστορικών, ακόμη και σήμερα, αποφεύγει να πει τα πράγματα με το όνομά τους, δεν επικρίνει, αλλά πολύ περισσότερο εξυμνεί- υπηρετώντας έτσι, όπως και πριν, τους ισχυρούς και το πνεύμα της εποχής».

Categories
Uncategorized

Nikos Maziotis statement to the court (1999)

Dear comrades,

The following text is the translation of what Nikos Maziotis said to the court during his trial which took place on the 5th to 7th of July 1999 in Athens, Greece. He was convicted and given a 15-year prison sentence for “attempted explosion with danger for human lives” and “possession of guns and explosives” for his action of placing a bomb in the Ministry of Industry and Development on December 12, 97, in solidarity with the revolt of the villages in Strymonikos against the installation of a gold metallurgy by multinational company TVX GOLD. During the trial he again supported his choices politically, as he did from the beginning when he had sent a letter from prison with which he took responsibility of the action against the Ministry. Though he never accepted the charges the state was accusing him of, as revolutionary acts cannot be described in terms of the penal code. In that sense, this trial was not a typical procedure of convicting someone who pleads “guilty” but it turned into a political confrontation as much between Nikos and his prosecutors, as between his comrades, anarchists and revolutionaries and the state and its mechanisms. This confrontation was strongly supported by the presence of comrades from Sardinia (Costantino Cavalleri), Italy (Alfredo Bonanno) and France (Hellyette Bess) who testified in the court in solidarity with Nikos and by the letters sent in support by the imprisoned militants of Action Directe, France, by the ABC of Barcelona and by other anarchist groups from Spain. All these together, along with the presence inside and outside the court of anarchist comrades and of course the speech of Nikos Maziotis against his prosecutors, gave a sense of the international struggle for freedom and of solidarity with all the people in revolt, with all political prisoners captured in moments of the social and class war against the state and the capital.

Solidarity,

Comrades from the Anarchist Circle and the collective Anarchists in Solidarity

***

Excerpts from Nikos Mazotis’ Statement to the Athens Criminal Court

First, I do not intend to pretend to be the “good guy” here when I was forced to come. I will not apologize for anything, because I do not consider myself a criminal. I am a revolutionary. I have nothing to repent. I am proud of what I have done. The only thing I regret is the technical error that was made so the bomb didn’t explode, so that my fingerprint was found on it later and I ended up here. This is the only thing I repent.

You must keep in mind that although you are judges and sitting higher than me, many times the revolutionaries, and myself specifically, have judged you long before you judge me. We are in opposite camps, hostile camps.

The revolutionaries and revolutionary justice -because I don’t believe that this court is justice, it’s the word justice in quotation marks- many times judge their enemies more mercilessly, when they get the chance to impose justice. I will begin from many years ago. We don’t have any crime of mine to judge here. On the contrary, we will talk about crimes, but not mine. We will talk about the crimes of the State, of its mechanisms, of justice and police crimes…

The biggest lie of all time is that the State is society. I think Nietzsche has also said that the State lies. We are opposed to the division of society into classes, we are against a separation between those who give orders and others who obey orders. This authoritarian structure penetrates the whole of society and it is this structure that we want to destroy. Either with peaceful or with violent means, even with guns. I have no problem with that.

I will contradict my brother who said before, that he didn’t want the guns in order to make war. They were for war. Maybe they were just kept there. But guns are for war, you don’t just have them to keep them at home. I might have kept them as they were, but they are to make war and I make war… The bomb in the ministry was an act of war.

Our purpose, within the anti-State and anti-capitalist struggle, is to connect ourselves with different social struggles. Our purpose when interfering in these struggles is also to attempt to make things reach the edge, which means to culminate with the conflict of these social parts with the State and the police. To urge the people fighting to surpass the institutional frames, the trade-unions, the local administrations and all these manipulators who are enemies of human freedom. Many comrades of mine, with their small forces, were engaged in such struggles. I will tell you about them more specifically. In 1989, in a struggle of environmental interest in the village of Aravissos, the residents of the area didn’t want their water sources to be exploited by the Water Company of Thessaloniki. They clashed with the police and the riot police, they burnt water pumps, they set fires and put up barricades. And some of our comrades from Thessaloniki took part in this struggle and they were even arrested…

Generally, wherever there are disturbances, there are conflicts we want to be in. To subvert things. For us, this is not a crime. In a real sense, these disturbances are the “popular sovereignty” that professional politicians keep talking about. That’s where freedom is expressed…

Now let’s talk about the struggle of the people in Strymonikos. Long before I placed the bomb, other comrades had been to the villages, they had been talking with the people there, they had published a brochure about this revolt, about the clashes in October of 1996. But I will talk more specifically about the struggle in Strymonikos in a little while. First, I want to talk exclusively about the action.

To tell the truth, I was inspired to place this bomb for a specific reason: The people of the villages had surpassed the limits, by themselves. If it was a struggle inside institutional frames, in the way that trade unions and local administrations try to keep these struggles restricted, if it was confined in a mild, harmless and not dangerous protest, maybe I wouldn’t have done anything.

But the comrades up there in the villages -who are not anarchists of course, but I don’t care about that, they are citizens who also want their freedom- had surpassed every limit. They had conflicts with the police three times -in the 17th of October 1996, in the 25th of July ’97 and in November 9 ’98-, they had set fire to police cars and riot police vans, they had burnt machinery belonging to TVX, they had invaded in the mines of Olympiada and destroyed part of the installations. Some of them also became a sort of guerrilla. In the nights, they were going out with guns, shooting in the air to frighten the policemen. And I thought, these people are cool, they’ve gone even further than us. And then repression followed, especially in ’97 when marshal law was imposed in the area.

The Chief of Police in Halkidiki gave an order according to which all gatherings and demonstrations were forbidden. They also sent special police units and police tanks, which came in the streets for the first time since 1980. And now they were sending them out again there, in the villages of Halkidiki. So, I thought, we must do something here, in Athens. It is not possible that the others are under repression and we here staying passive. The ministry of Industry and Development, in Papadiamadopoulou and Michalakopoulou streets, was one of the centers of this case. The struggle in Strymonikos was a struggle against “development”, against “modernization” and all this crap they keep saying. What is hidden behind all these expressions is the profits of multinationals, the profits of “our own” capitalists, Greek capitalists, the profits of states’ officials, of the Greek state, of the bureaucrats, of all those who take the money, of technical companies… There is no relation between this “development” and “modernization” they are talking about and the covering of popular needs. No relation at all. So, I placed a bomb.

The purpose was the one I said in the letter with which I took responsibility for the action. In the passage of February ’98 I say: in placing the explosive device my purpose was to send a double political message. Everything is political. Even if you use such means, the messages are political. War itself is a means of political pressure. In this case, this was also a political means, a political practice. First of all, it was a message to the people of Strymonikos that “you are not alone, there are also others who may live 600 km away from you but they care”. Not for personal reasons… I don’t know anyone from there personally. Other comrades know people from there. I haven’t even been there. It was not my house that was threatened, but this is not the point.

Simply, my principle, and generally the principle of the anarchists and of other non-anarchist revolutionaries is that social freedom is one and inseparable. So, if freedom is partially offended, in essence it is offended as a whole. If their freedom is offended, mine is offended too. Their war will be my war, especially in an area where the “sovereign people” -again an expression used by professional politicians- does not want what the state and the capital want: the gold metallurgy of TVX. On the other hand, I have said that, OK, there would be some damage – I knew that. Yes, I had the intention to cause material damage. So, what damage would that be? On the windows, in that specific place, what kind of damage? Or outside the storehouse where I placed the bomb? According to me, the damages would be minimal. But even if they were more than minimal, for me it is not important at all. Because freedom can’t be compared with the material damages of some windows, of a state car or state-property. For me, the ministry is not an institution of common benefit as the charges say. Of state benefit yes, but not of any social benefit. However, even if the device did not explode, I sent my message…

I will refer a little to the technical aspects. Exactly because I am a social revolutionary, and when you say that it is like talking for the benefit of society. Not like. It is for the social benefit. As I have this principle I couldn’t harm any citizen. I could harm a policeman. I consider them my enemies. And you are my enemies too. I separate you. I make a clear class separation. On one hand we have those, on the other hand, we have the others. In this occasion though I didn’t intend to harm either the policeman who guarded the ministry or anybody else; and of course not a citizen.

The procedure that is used by groups or individuals, in general, is exactly this: you first place the bomb in your target and then you call to a newspaper. In that case, I called to ‘Eleftherotypia’ and said: In half an hour a bomb will explode there. Exactly what is written in the evidence: In 30 minutes there will be an explosion in the Ministry of Industry and Development, for the case of TVX in Strymonikos. Whether the bomb exploded or not there was absolutely no danger for human lives. In case that it exploded, there would be only material damages. So, it would happen exactly as I intended. Objectively, if the device had exploded there was no chance of an accident, like exploding before or after the time given…

I want to refer more to what I call solidarity, to the motives that I had. What is this solidarity. I believe that human society was created, based on three components: solidarity, mutuality and helping each other. So, that’s what human freedom is based on. Any social group in struggle, in a different place and time, whether they are pupils or farmers or citizens of local societies, for me and for the anarchists these struggles are very important. It doesn’t have to do with whether I am a worker and identifying my interests with the interests of that class. If someone asks for a higher salary or has a trade-unionist demand for me it is not important. For me, solidarity means the unreserved acceptance and support with every means of the right that the people must have to determine their lives as they wish, not letting others decide in their place, like the State and the Capital do.

That means that in this specific case, of the struggle of Strymonikos but also in every social struggle, for me what counts mostly is that they are struggles through which the people want to determine their fate alone. And not having any police chief or state official or capitalist deciding what they should do. It is of secondary importance if they want or don’t want the factory, if the focal point of the struggle is environmental. The important thing is that they don’t want the factory because they don’t like something imposed to them with violence.

Concerning the matter of political violence now… From the very beginning they tried to present a case of “repulsive criminals” and “terrorists” who “placed ‘blind’ bombs”.: something that doesn’t exist. If theoretically terrorism is exercising violence against citizens and an unarmed population, that definition applies exclusively for the State. Only the State attacks civilians, that’s what the repression mechanisms are for: the riot police, special repression police units, the army, special forces… Mechanisms that also rob the people. They finance armed professionals, policemen. Aren’t they trained to shoot real targets? Aren’t the riot police armed with chemical gas? To use them where? On citizens, in the demonstrations. So, only the State exercises violence against the citizens. I didn’t use any violence against any citizen. I will say exactly what terrorism is.

Terrorism is when occupations, demonstrations and strikes are being attacked. When the riot police attacked the pensioners who demonstrated outside Maximou four years ago…

Terrorism is when special police forces invade the Chemistry School and beat up anarchists and youth…

Terrorism is when citizens are murdered by the police in simple ‘identification controls’…

Terrorism is when Ali Yumfraz, a Pomak from Vrilisia suburb of Athens, was arrested for being drunk and later was found dead in his cell in the police station…

Terrorism is this court, here. Every trial of a militant, every trial of a revolutionary is terrorism, a message of intimidation for society. I said it again in my statements yesterday, when you called me to say if I accept the charges, and I will repeat it. Because of my persecution being political, the message is clear: whoever fights against the State and the Capital will be penalized, criminalized and given the characterization of terrorist. The same for any solidarity to any social struggle: it will be penalized and crushed down. This is the message of this trial and by this sense it is terrorism. Terrorism against me, terrorism against the anarchists, terrorism against the people of Strymonikos, who are also receiving similar messages this period, as they have similar trials for their mobilizations. This is terrorism. The fact that I put a bomb as an action of solidarity is not terrorism. Because no citizen was harmed by this action.

What the state wants is to deal with everyone alone. You must have heard an expression that the prime minister Simitis is using a lot, talking about “social automatism” whenever social reactions burst out.. He uses this expression in order to present these social reactions -the blockades in the streets, the squatting of public buildings and all the actions of this kind- as being in contrast with the interests of the rest of society. Something that is a total lie. It is just the tactics of “divide and rule”, which means “spread the discord to break solidarity”. Because solidarity is very important as anyone who is alone becomes an easy target. When a workers’ strike takes place and there is no solidarity it is easier for it to be attacked. They talk about a “minority”. This is the argument of the state, that it is ´a trade-unionist minority having retrogressive interests which turn against modernization, against development, against all the reforms and all that nonsense. Well, there hasn’t been one social part or social group that didn’t come up in conflict with the state, especially during the 90’s, and that hasn’t been faced with the argument that “you are just a minority”, that “your struggle is in contrast with the rest of society’s interests”. That is exactly what happened in all cases… The same thing happened of course with the people of Strymonikos.

What is really being attacked is solidarity. And that’s what is also attacked, without any disguise, through my trial. The state wants to attack everyone alone. Because when it finds them together things are much more difficult.

Finally, I am not on trial because I placed a bomb, nor because I possessed three guns and ten kilograms of dynamite. After all, the army and the police have a lot more guns than me and they use them. The one can’t be compared with the other.

I have nothing else to say. The only thing I’ll say more is that no matter what sentence I am convicted with, because it is certain that I will be convicted, I am not going to repent for anything. I will remain who I am. I can also say that prison is always a school for a revolutionary. His ideas and the endurance of his soul are experienced. And if he surpasses this test he becomes stronger and believes more in those things for which he was brought to prison. I have nothing more to say.

I want to complete what I was telling the public prosecutor before, about terrorism on an international level. In reality, at this moment, the US is the global gendarme and terrorist, as the only great world power left. Which means it is the worst thing on earth. And according to our perception -as anarchists- the State, all the states and all the governments are antisocial, terrorist mechanisms, since they have organized armies, police, hired torturers. I also want to complete what I was saying about having two weights and two measures. For example, the US provides with weapons, finances and instigates every dictatorial regime all over the world. And in Greece as well. In Latin America, Chile, Argentina, Bolivia, Peru…. This is Terrorism. Terrorism is to arm dictators, to arm death squads in Argentina or in Bolivia in order to kill people of the Left, citizens, revolutionaries. Those who equip the death squads to torture, those are the terrorists. Terrorism is when they bombard Yugoslavia for ten days, killing civilians.

Excuse me, Mr. prosecutor, but the US are the ones who say who is a terrorist and who isn’t. Their State Department issues official directions, advising Greece about who is a terrorist. At this time, they place pressure on the Greek state to make an anti-terrorist law, a model of law which will criminalize those who fight, to make laws which are more draconian than those already existing…These are Terrorism.

The revolutionaries and the militants are not terrorists. Terrorists are the states themselves. And with this accusation, with this stigmatizing (of terrorism) all the states and governments try to criminalize the social revolutionaries and the militants inside their countries. The internal social enemy… In fact, the State, justice and the police face me also as this kind of enemy. As an internal social enemy. On the basis of the division I described before. That’s the way the state sees it. This is what is ventured in this trial. Public prosecutor: What do you have to oppose to the existent?

Social revolution. By any means necessary. It is generally proven, because I am well versed in Greek as well as in international social and political history, that no changes have ever come about, never did humanity achieve any progress -progress as I conceive it- through begging, praying or with words alone.

In the text I sent to claim the action, when I said that I placed the bomb, which was published in “Eleftherotypia” newspaper, I said that the social elite, the mandarins of the capital, the bureaucrats, all these useless and parasitic people -that should disappear from the proscenium of history- they will never give up their privileges through a civilized discussion, through persuasion. I don’t want to have a discussion because you can’t have a discussion with that kind of people…

I would like to add something. Exactly because I have studied a lot, (I know that) during the events of July of ’65, a conservative congressman of the National Radical Union came out and said about those who went down to the streets and caused disturbances, when Petroulas was killed, that “democracy is not the red tramps but we, the participants in the parliament”, which means the congressmen who are well paid.

I will reverse that. Popular sovereignty, sir judges, is when molotov cocktails and stones are thrown at the police, when state cars, banks, shopping centers and luxury stores are burnt down…. This is how the people react. History itself has proven that this is the way people react. This is popular sovereignty. When Maziotis goes and places a bomb in the ministry of Industry and Development, in solidarity with the struggle of the people in Strymonikos. This is the real popular sovereignty and not what the Constitution says…

July 7, 1999

[copy/paste]

Categories
Uncategorized

Η “απολογία” του Νίκου Μαζιώτη

Η “ΑΠΟΛΟΓΙΑ” ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΖΙΩΤΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΙΚΤΟΥ ΟΡΚΩΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – 1999

Καταρχήν, εγώ δε θέλω να το παίξω καλό παιδί εδώ που αναγκάστηκα να έρθω. Δε θα απολογηθώ, γιατί δε θεωρώ τον εαυτό μου εγκληματία. Είμαι επαναστάτης. Δεν έχω να μετανιώσω για τίποτα. Είμαι περήφανος γι αυτό που έκανα. Για το μόνο που έχω να μετανιώσω είναι για το τεχνικό λάθος που έγινε και δεν εξερράγη η βόμβα, στην οποία μετά βρέθηκε το αποτύπωμα και κατέληξα εδώ που κατέληξα. Είναι το μόνο για το οποίο έχω να μετανιώσω. Και για κάτι άλλο έχω να μετανιώσω: τα πράγματα δεν έπρεπε να ήταν στο σπίτι μου, έπρεπε να ήταν αλλού.

Πρέπει να λάβετε υπόψη σας ότι, παρόλο που είστε δικαστές και κάθεστε πιο ψηλά από μένα, πολλές φορές οι επαναστάτες, κι εγώ συγκεκριμένα, σας έχω κρίνει πολύ πριν με κρίνετε εσείς. Είμαστε σε αντίθετα στρατόπεδα, εχθρικά στρατόπεδα.

Οι επαναστάτες, η επαναστατική δικαιοσύνη -επειδή δεν πιστεύω ότι αυτό το δικαστήριο είναι δικαιοσύνη, είναι δικαιοσύνη με πολλά εισαγωγικά- οι επαναστάτες λοιπόν, πολλές φορές κρίνουν πολύ πιο ανελέητα τους εχθρούς τους, όταν έχουν την ευκαιρία να αποδώσουν δικαιοσύνη.

Θα ξεκινήσω από πολλά χρόνια πριν. Εδώ δεν έχουμε να δικάσουμε κανένα έγκλημα δικό μου. Αντίθετα, θα πούμε για εγκλήματα, αλλά όχι δικά μου. Θα πούμε για εγκλήματα του Κράτους, των μηχανισμών, της δικαιοσύνης, της αστυνομίας…

Πρώτη φορά που μπορώ να πω ότι πολιτικοποιήθηκα ήταν όταν έλαβα μέρος σε μια διαδήλωση το 1985. Ήταν 17 Νοεμβρίου. Tότε ήμουν δεκατεσσάρων- δεκαπέντε χρονών, και κάποιος αστυνομικός, ο κύριος Μελίστας, είχε σκοτώσει έναν δεκαπεντάχρονο, τον Μιχάλη Καλτεζά. Φόνος! Δεν είχα λάβει μέρος στα επεισόδια εκείνης της νύχτας. Το ίδιο βράδυ έγινε κατάληψη του Χημείου και μπήκαν ειδικές αστυνομικές δυνάμεις και έβγαλαν τους αναρχικούς και τους νεολαίους. Την επομένη έγινε κατάληψη του Πολυτεχνείου από πέντε χιλιάδες άτομα – αν θυμάμαι καλά, ήμουνα και μικρός τότε, δεν είχα καλές πληροφορίες. Οι καταλήψεις αυτές έγιναν ακριβώς σαν αντίδραση για το φόνο του Καλτεζά από τον αστυνομικό Μελίστα. Η δικαιοσύνη, πέντε χρόνια αργότερα, το Γενάρη του ’90, τον αθώωσε τον Μελίστα.

Ήθελα να πω με αυτό ότι στην ουσία εσείς είστε ηθικοί αυτουργοί εγκλημάτων, για μένα τουλάχιστον. Γι αυτό έβαλα χίλια εισαγωγικά στη λέξη δικαιοσύνη.

Τότε, το Γενάρη-Φλεβάρη του ’90 είχα λάβει κι εγώ μέρος στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, που είχε γίνει ως αντίδραση στην αθώωση του Μελίστα για το φόνο του Καλτεζά. Είχαν γίνει επεισόδια, καταστροφές, είχαν σπαστεί μαγαζιά, είχαν πέσει πέτρες, μολότοφ… Στα γεγονότα αυτά συμμετείχα κι εγώ. Από τότε και μετά μπορούσα να πω συνειδητοποιημένα ότι είμαι αναρχικός.

Κι όταν λέω αναρχικός, εννοώ ότι είμαι εναντίον του Κράτους και του Κεφαλαίου. Ότι σκοπός μας είναι η ανατροπή του Κράτους και του καπιταλιστικού καθεστώτος. Θέλουμε μια κοινωνία χωρίς τάξεις, χωρίς ιεραρχία και χωρίς κυριαρχία.

Το μεγαλύτερο ψέμα όλων των εποχών είναι ότι το Κράτος είναι η κοινωνία. Απ’ ό,τι θυμάμαι και ο Νίτσε το είπε αυτό, ότι το Κράτος λέει ψέματα, ψεύδεται.

Είμαστε αυτοί που εναντιωνόμαστε στο διαχωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις, είμαστε ενάντια στο διαχωρισμό σε αυτούς που διατάζουν κι αυτούς που εκτελούν διαταγές. Αυτή η εξουσιαστική δομή διαπερνά την κοινωνία και αυτή τη δομή θέλουμε να την καταστρέψουμε. Είτε με ειρηνικά είτε και με βίαια μέσα, ακόμα και με τα όπλα· δεν έχω κανένα πρόβλημα πάνω σε αυτό.

Θα διαψεύσω τον αδερφό μου, που είπε πριν από λίγο ότι “δεν τα ήθελε τα όπλα για πόλεμο αυτός”. Για πόλεμο ήταν. Μπορεί όντως να κάθονταν κι εκεί που ήταν. Τα όπλα όμως είναι όπλα πολέμου, δεν τα έχεις για να τα κρατάς στο σπίτι, αλλά μπορεί και να τα κρατούσα έτσι όπως ήταν. Αλλά είναι όντως όπλα πολέμου, και πόλεμο κάνω… Και η βόμβα στο υπουργείο ήταν πράξη πολέμου.

*

Από το ’90 μέχρι σήμερα έχω καταδικαστεί μερικές φορές για τη δράση μου, για πολλαπλές μορφές δράσης.

Έχω καταδικαστεί για άρνηση στράτευσης. Όχι γιατί είχα πρόβλημα με τα όπλα και τη βία, το έχω επαναλάβει και στο στρατοδικείο αυτό. ’λλωστε το γεγονός ότι αυτή τη φορά είχα όπλα σημαίνει ότι δεν έχω πρόβλημα με τα όπλα και τη βία, και δεν είμαι καθόλου ειρηνιστής. Γιατί επίσης, ούτε η κοινωνία είναι ειρηνική, ούτε το Κράτος είναι ειρηνικό. Εφόσον λοιπόν δέχομαι βία, θα απαντήσω με βία.

Έχω περάσει εφτά μήνες σε στρατιωτικές φυλακές, έχω καταδικαστεί για ανυποταξία και λιποταξία. Τη δεύτερη φορά βγήκα μετά από 51 ημέρες απεργία πείνας.

Έχω συλληφθεί το ’94 στην κατάληψη της ΑΣΟΕΕ μαζί με 51 άλλους συντρόφους μου, όταν έκαναν απεργία πείνας ο Γιώργος Μπαλάφας και ο Οδυσσέας Καμπούρης. Ήταν και αυτή, η κατάληψη της ΑΣΟΕΕ, μια πράξη αλληλεγγύης. Σε μια κατάσταση που δεν μπορούσαμε ούτε να συγκεντρωθούμε πουθενά, ούτε να διαδηλώσουμε, είχαμε αποφασίσει να καταλάβουμε ένα πανεπιστήμιο και να το χρησιμοποιήσουμε ως εστία αντιπληροφόρησης, για την υπόθεση του Γιώργου Μπαλάφα και του Οδυσσέα Καμπούρη, οι οποίοι ήταν φυλακισμένοι.

Το ’95 με συνέλαβαν μαζί με άλλους πεντακόσιους στην εξέγερση του Νοέμβρη στο Πολυτεχνείο. Η κατάληψη εκείνη είχε γίνει γιατί υπήρχαν διάφοροι πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές – ο Κώστας Καλαρέμας, ο Οδυσσέας Καμπούρης, ο Γιώργος Μπαλάφας που είχε ξανασυλληφθεί, ο Σπύρος Δαπέργολας, κάποιοι διαδηλωτές από τη Θεσσαλονίκη που είχαν συλληφθεί όταν χτυπήθηκε μια πορεία στις 14 Νοέμβρη, ο Χριστόφορος Μαρίνος-, και γιατί είχε γίνει εξέγερση των κρατουμένων στις φυλακές Κορυδαλλού. Γι αυτό καταδικάστηκα σε ένα χρόνο μαζί με πολλούς άλλους συντρόφους μου. Για όλες αυτές τις πράξεις, και εγώ και οι σύντροφοί μου, αναλάβαμε στο ακέραιο τις ευθύνες μας.

Σε όλη λοιπόν τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, από τότε που μπορώ να πω ότι λέγομαι αναρχικός, έχω χρησιμοποιήσει διάφορους τρόπους δράσης. Έχω γράψει κι έχω μοιράσει προκηρύξεις, έχω κάνει αφισοκολλήσεις, έχω συμμετάσχει σε καταλήψεις, είτε βίαιες είτε ειρηνικές. Για παράδειγμα, η κατάληψη της ΑΣΟΕΕ δεν είχε κανένα βίαιο στοιχείο, κι όμως μπήκαν τα ΕΚΑΜ και τα ΜΑΤ και μας έβγαλαν. Μπήκαν μάλιστα κουκουλοφόροι των ΕΚΑΜ με κόφτη για να κόψουν τις αλυσίδες.

Στο Πολυτεχνείο δεν το παίξαμε καλά παιδιά, χωρίς όμως να αποδεχθούμε τις συγκεκριμένες κατηγορίες. Είπαμε γιατί μπήκαμε μέσα. Εγώ μάλιστα μετά από καιρό, στο στρατοδικείο που έγινε το ’98, πήρα ευθύνη και για τη σημαία· είπα ότι εγώ την έκαψα. Τη θεωρώ σύμβολο εχθρικής δύναμης. Στον καθένα που βλέπω την ελληνική σημαία βλέπω τον εχθρό μου, γιατί τη φοράνε οι αστυνομικοί, τη φοράνε οι στρατιωτικοί… Είναι το σύμβολο του εχθρού.

*

Σκοπός δικός μας, στα πλαίσια αυτού του αγώνα του αντικρατικού και αντικαπιταλιστικού, είναι να συνδεθούμε με διάφορους κοινωνικούς αγώνες. Σκοπός μας επίσης είναι, μπαίνοντας σε αυτούς τους αγώνες, να προσπαθούμε να φτάσουμε τα πράγματα στα άκρα, δηλαδή να οξύνουμε τις συγκρούσεις αυτών των κοινωνικών κομματιών με το Κράτος και την αστυνομία. Να ωθήσουμε τους αγωνιζόμενους ανθρώπους να ξεπεράσουν τα θεσμικά πλαίσια, τα συνδικάτα, τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, όλους αυτούς τους χειραγωγούς, που για μας είναι εχθροί της ανθρώπινης ελευθερίας. Πολλοί σύντροφοί μου, με τις μικρές τους δυνάμεις, έχουν εμπλακεί σε πολλούς αγώνες. Θα σας τους πω συγκεκριμένα.

Το 1989, σε έναν αγώνα περιβαλλοντικού χαρακτήρα πάλι, στην Αραβησσό Γιαννιτσών, οι κάτοικοι δεν ήθελαν να εκμεταλλευτεί τις πηγές τους ο Οργανισμός Ύδρευσης της Θεσσαλονίκης για να υδρεύσει τη Θεσσαλονίκη. Είχαν συγκρουστεί τότε με την αστυνομία και τα ΜΑΤ, είχαν κάψει αντλίες νερού, είχαν ανάψει φωτιές, είχαν στήσει οδοφράγματα… Και κάποιοι σύντροφοί μας από τη Θεσσαλονίκη είχαν συμμετάσχει σε αυτό τον αγώνα, και είχαν συλληφθεί μάλιστα.

Το 1990, άρχισε η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα (αυτή η επίθεση που παγκόσμια είχε αρχίσει από το ’80 με τις κυβερνήσεις Ρήγκαν-Θάτσερ) η οποία συνίσταται στην αποβιομηχάνιση, την απόλυση εργαζομένων, τις ιδιωτικοποιήσεις, τον περιορισμό του κράτους πρόνοιας, δηλαδή το “κόψιμο” μισθών, συντάξεων, ιατρικής περίθαλψης… Αυτή η επίθεση, ενώ στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική γινόταν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, στην Ελλάδα ξεκίνησε από το 1990.

Το πρώτο σχέδιο ήταν οι “προβληματικές” επιχειρήσεις. Κι εδώ το 1990-91 είχαν γίνει καταλήψεις σε πολλά εργοστάσια της χώρας, στο Μαντούδι, στο Λαύριο, στην Πάτρα. Πάλι κάποιοι σύντροφοί μας, με τις μικρές τους δυνάμεις, ήταν και εκεί. Συγκεκριμένα, στο Μαντούδι και στην Πειραϊκή-Πατραϊκή στην Πάτρα.

Μετά έχουμε το μαθητικό κίνημα του ’90-’91, το οποίο ήταν μεγαλειώδες κίνημα, κατά τη γνώμη μου. Κατάφερε να ανατρέψει το νόμο του τότε υπουργού Παιδείας, του Κοντογιαννόπουλου, που παραιτήθηκε μάλιστα. Η τότε κυβέρνηση της Δεξιάς, στην προσπάθειά της να καταστείλει το κίνημα, έβαλε παρακρατικούς να σπάσουν τις καταλήψεις, με αποτέλεσμα το φόνο του καθηγητή Τεμπονέρα στην Πάτρα. ’λλο ένα έγκλημα του κράτους.

Εδώ θα μετρήσουμε εγκλήματα του κράτους, κανένα έγκλημα δικό μου.

Σαν απάντηση στη δολοφονία του Τεμπονέρα είχε γίνει μια διαδήλωση χιλιάδων ατόμων. Συμμετείχαμε κι εμείς, που οξύναμε τα πράγματα. Έγιναν συγκρούσεις με την αστυνομία, καταλήφθηκε πάλι το Πολυτεχνείο για δυο μέρες. Φωτιές, οδοφράγματα, σπασίματα… Μάλιστα έγινε κι άλλο έγκλημα εκείνες τις μέρες, στις 10 Γενάρη του ’91. Επάνω στις συγκρούσεις, τα ΜΑΤ πυρπόλησαν με δακρυγόνα το κτίριο του Κ. Μαρούση, το πολυκατάστημα στην Πανεπιστημίου. Τέσσερις πολίτες απανθρακώθηκαν. Και γι αυτό το έγκλημα κανένας δεν πλήρωσε, καμία δικαιοσύνη δεν είπε τίποτα. Το “κουκούλωσαν”.

Ένα χρόνο μετά, σύντροφοί μου -εγώ δεν ήμουνα προσωπικά, αλλά δεν έχει σημασία- συμμετέχουν στις συμπλοκές στο αμαξοστάσιο του Βοτανικού, το καλοκαίρι του 1992, όταν η κυβέρνηση θέλησε να ιδιωτικοποιήσει την ΕΑΣ. Και έγιναν συγκρούσεις μαζί με τους υπαλλήλους της ΕΑΣ. Και τότε κάποιοι υπάλληλοι της ΕΑΣ είχαν φυλακιστεί για δολιοφθορά, σαμποτάζ… Έσπαγαν τα λεωφορεία των ΣΕΠιτών, των ρουφιάνων ιδιοκτητών που είχαν αγοράσει τα λεωφορεία. Κι εκεί, με τις μικρές τους δυνάμεις, οι αναρχικοί ήταν παρόντες.

Πριν αναφερθώ στον αγώνα των κατοίκων του Στρυμονικού, θέλω να πω τα τελευταία παραδείγματα με τους καθηγητές πέρυσι και με το πρόσφατο μαθητικό κίνημα, το χειμώνα του ’98-’99. Κι εκεί ήμασταν παρόντες. Ένας σύντροφος που κατέθεσε χτες, ο Βασίλης Ευαγγελίδης, προσπάθησε να μιλήσει γι αυτό. Είχε συλληφθεί στις συμπλοκές που έγιναν το Γενάρη του ’99, στο μαθητικό συλλαλητήριο.

Γενικά, όπου υπάρχουν ταραχές, όπου υπάρχουν συγκρούσεις, θέλουμε να είμαστε μέσα. Να εκτρέπουμε τα πράγματα. Για μας, δεν είναι έγκλημα αυτό. Στην ουσία, οι ταραχές είναι η “λαϊκή κυριαρχία” που λένε οι επαγγελματίες πολιτικοί. Εκεί εκφράζεται η ελευθερία…

*

Ας πάμε τώρα και στον αγώνα των κατοίκων του Στρυμονικού. Πολύ πριν εγώ βάλω τη βόμβα, άλλοι σύντροφοι είχαν πάει στα χωριά, είχαν μιλήσει με τους κατοίκους, είχαν βγάλει μπροσούρα για την εξέγερση, για τα επεισόδια τον Οκτώβρη του 1996. Πιο συγκεκριμένα όμως στον αγώνα του Στρυμονικού θα αναφερθώ λίγο πιο μετά. Πρώτα θέλω να μιλήσω για την ενέργεια αυτή καθεαυτή.

Εμπνεύστηκα, για να πω την αλήθεια, να βάλω αυτή τη βόμβα για τον εξής λόγο: Επειδή οι ίδιοι οι κάτοικοι είχαν ξεπεράσει τα όρια, από μόνοι τους. Αν ήταν ένας αγώνας μέσα στα θεσμικά πλαίσια, έτσι όπως προσπαθούν να κρατούν περιορισμένους τους αγώνες τα συνδικάτα και οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, αν περιοριζόταν δηλαδή σε μια διαμαρτυρία χλιαρή, ακίνδυνη, ανώδυνη, ίσως και να μην έκανα τίποτα.

Αλλά οι σύντροφοι εκεί πάνω – που δεν είναι βέβαια αναρχικοί αλλά δεν με ενδιαφέρει εμένα αυτό, πολίτες είναι που θέλουν κι αυτοί την ελευθερία τους – είχαν ξεπεράσει κάθε όριο. Είχαν συγκρουστεί τρεις φορές με την αστυνομία – μία στις 17 Οκτώβρη του ’96, μια στις 25 Ιούλη του ’97 και μια στις 9 Νοέμβρη του ’97 -, είχαν κάψει περιπολικά, κλούβες των ΜΑΤ, είχαν κάψει γεωτρύπανα της TVX, είχαν μπει μέσα στα μεταλλεία στην Ολυμπιάδα και είχαν καταστρέψει μέρος των εγκαταστάσεων. Κάποιοι έκαναν κι ένα είδος αντάρτικου. Tα βράδια έβγαιναν με κυνηγετικές καραμπίνες και πυροβολούσαν στον αέρα για εκφοβισμό των αστυνομικών. Και λέω, πολύ μάγκες είναι αυτοί· μας έχουν ξεπεράσει κι εμάς δηλαδή.

Και ακολούθησε καταστολή, ειδικά το ’97, όταν κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος στην περιοχή. Ο αστυνομικός διευθυντής Χαλκιδικής έβγαλε διάταγμα με το οποίο απαγορεύονταν οι διαδηλώσεις, οι συναθροίσεις. Είχαν πάει ΕΚΑΜ επάνω, είχαν πάει και αστυνομικές αύρες, για πρώτη φορά μετά το 1980. Και τις είχαν στείλει τώρα εκεί, στα χωριά της Χαλκιδικής. Και λέω, κάτι πρέπει να κάνουμε κι εμείς, εδώ στην Αθήνα. Δεν μπορεί να δέχονται καταστολή οι άλλοι εκεί πάνω κι εμείς να καθόμαστε…

Το υπουργείο Βιομηχανίας και Ανάπτυξης, στην οδό Παπαδιαμαντοπούλου και Μιχαλακοπούλου, ήταν ένα από τα κέντρα αυτής της ιστορίας. Ο αγώνας του Στρυμονικού ήταν ένας αγώνας ενάντια στην “ανάπτυξη”, τον “εκσυγχρονισμό”, όλες αυτές τις μπούρδες που λένε. Πίσω από αυτές τις εκφράσεις, κρύβονται τα κέρδη των πολυεθνικών, τα κέρδη και των “δικών μας” καπιταλιστών, των Ελλήνων, τα κέρδη των κρατικών αξιωματούχων, του ελληνικού κράτους, των γραφειοκρατών, αυτών που παίρνουν τις μίζες, των τεχνικών εταιρειών… Όλων αυτών. Καμία σχέση δεν έχει η “ανάπτυξη” και ο “εκσυγχρονισμός” που λένε με την κάλυψη των λαϊκών αναγκών. Καμία σχέση.

Οπότε έβαλα κι εγώ μια βόμβα. Ο σκοπός ήταν αυτός που είχα πει και στην ανάληψη ευθύνης. Στο κείμενο του Φεβρουαρίου του ’98 λέω: Η τοποθέτηση του μηχανισμού σκοπό είχε την αποστολή ενός διπλού πολιτικού μηνύματος. Τα πάντα είναι πολιτικά. Ακόμη κι όταν χρησιμοποιείς τέτοια μέσα, πολιτικά είναι τα μηνύματα. Κι ο πόλεμος ο ίδιος είναι ένα μέσο πολιτικής πίεσης. Και σε αυτή την περίπτωση, ένα πολιτικό μέσο ήταν κι αυτό, μια πολιτική πρακτική. Μήνυμα καταρχήν προς τους κατοίκους του Στρυμονικού, ότι “μάγκες, δεν είστε μόνοι σας, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, που μπορεί να βρίσκονται 600 χιλιόμετρα μακριά από εσάς, αλλά που ενδιαφέρονται”. Όχι για προσωπικούς λόγους… Εγώ δεν ξέρω κανέναν από κει προσωπικά. ’λλοι σύντροφοί μου ξέρουν. Εγώ δεν έχω πάει ποτέ εκεί. Δε θίχτηκε το δικό μου το σπίτι στο φινάλε, αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα.

Απλά η αρχή μου και γενικά η αρχή των αναρχικών, και άλλων επαναστατών μη-αναρχικών, είναι η εξής: η κοινωνική ελευθερία είναι μία και αδιαίρετη. Όπου λοιπόν θίγεται ένα επιμέρους κομμάτι της ελευθερίας, στην ουσία είναι σα να θίγεται στο σύνολό της. ’ρα, εφόσον θίγονται οι ελευθερίες αυτών, θίγονται και οι δικές μου. Ο πόλεμος ο δικός τους θα είναι και δικός μου, σε μια περιοχή που ο “κυρίαρχος λαός” -μια έκφραση που πάλι χρησιμοποιούνε οι επαγγελματίες πολιτικοί- δε θέλει αυτό που θέλουνε το κράτος και το κεφάλαιο, τη μεταλλουργία χρυσού της TVX.

Από την άλλη έχω πει ότι, εντάξει, κάποιες ζημιές θα γίνονταν -εν γνώσει μου. Ναι, είχα πρόθεση να κάνω υλικές ζημιές. Δηλαδή τι υλικές ζημιές; Στη τζαμαρία, στο συγκεκριμένο σημείο, τι υλικές ζημιές; Ή στην αποθήκη έξω από την οποία τοποθέτησα το μηχανισμό; Κατ’ εμέ, οι ζημιές θα ήταν ελάχιστες. Αλλά ακόμα κι αν ήταν μεγαλύτερες από ελάχιστες, δεν παίζει για μένα κανένα ρόλο. Γιατί η ελευθερία δε συγκρίνεται με τις υλικές ζημιές μιας τζαμαρίας, ενός κρατικού αυτοκινήτου ή μιας κρατικής ιδιοκτησίας. Για μένα, το υπουργείο δεν είναι εγκατάσταση κοινής ωφέλειας, όπως λένε οι κατηγορίες. Κρατικής ωφέλειας ναι, κοινωνικής ωφέλειας όχι.

Ουσιαστικά όμως, ακόμη κι αν δεν εξερράγη ο μηχανισμός, εγώ το μήνυμά μου το έστειλα. Βέβαια πιάστηκα, γιατί έκανα αυτό το τεχνικό λάθος κι άφησα ένα αποτύπωμα. Ακόμη όμως κι αν δεν εξερράγη ο μηχανισμός και δεν έγιναν καθόλου υλικές ζημιές, το μήνυμα το έστειλα. Και το λάβατε και εσείς και το κράτος, αλλά και οι κάτοικοι του Στρυμονικού. Ξέρω πως λένε ότι είμαι δικός τους άνθρωπος, χωρίς να με έχουν δει ποτέ, κι ας μην με γνώριζαν ποτέ. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα απ’ αυτό. Και φυσικά, το επαναλαμβάνω, δε μετανιώνω καθόλου.

*

Θα αναφερθώ λίγο στα τεχνικά. Ακριβώς επειδή είμαι κοινωνικός επαναστάτης και στην ουσία όταν λες ότι είσαι κοινωνικός επαναστάτης, είναι σαν να μιλάς για το καλό της κοινωνίας. Όχι σαν δηλαδή. Μιλάς για το καλό της κοινωνίας. Εφόσον έχω αυτή την αρχή λοιπόν, δε θα μπορούσα να βλάψω κανέναν πολίτη. Θα μπορούσα να βλάψω αστυνομικό. Αυτούς τους θεωρώ εχθρούς μου. Κι εσείς είστε εχθροί μου. Σας διαχωρίζω δηλαδή. Κάνω σαφέστατο ταξικό διαχωρισμό. Απ’ τη μια έχουμε αυτούς, απ’ την άλλη τους άλλους. Παρόλ’ αυτά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είχα καμία πρόθεση να βλάψω ούτε τον κύριο αστυνομικό φρουρό του υπουργείου, ούτε κανέναν άλλο· πόσο μάλλον πολίτη.

Η διαδικασία που χρησιμοποιείται από τις οργανώσεις ή τα άτομα γενικά, όταν γίνονται τέτοιου τύπου ενέργειες είναι η εξής: βάζεις τη βόμβα στο στόχο σου και τηλεφωνείς σε μια εφημερίδα. Εγώ συγκεκριμένα, παίρνω τηλέφωνο την “Ελευθεροτυπία” και λέω: Σε μισή ώρα θα σκάσει βόμβα εκεί. Ό,τι ακριβώς λένε τα στοιχεία: Σε μισή ώρα θα σκάσει στο υπουργείο Ανάπτυξης βόμβα, για το ζήτημα της TVX και του Στρυμονικού. Με την έννοια αυτή, όπως αποδείχτηκε από την πράξη κι όχι υποθετικά, η αστυνομία πήγε εκεί· πρώτα η ’μεση Δράση έκλεισε την περιοχή γύρω-γύρω σε ακτίνα 200 μέτρων -όπως λέει ο πυροτεχνουργός-, έτσι ώστε να μην περνάει κανένας πεζός και κανένα αμάξι. Και περίμενε να σκάσει η βόμβα. Όπως έχουν πει οι κύριοι, περίμεναν να εκπνεύσει ο χρόνος ασφαλείας, δηλαδή, ΤΟ ΜΙΣΑΩΡΟ ΠΟΥ ΕΙΧΑ ΘΕΣΕΙ ΕΓΩ! Είτε έσκαγε, είτε δεν έσκαγε η βόμβα, ουσιαστικά δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για ανθρώπινες ζωές. Αν έσκαγε, μόνο υλικές ζημιές θα είχαμε. Ουσιαστικά δηλαδή από την πρόθεση που είχα, αυτό θα γινόταν. Αντικειμενικά, δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει λάθος τυχαία, ούτε -αν εκρηγνυόταν ο μηχανισμός- να εκραγεί πιο πριν ή πιο μετά.

Κι επειδή ακριβώς το μήνυμα ήταν πολιτικό και συμβολικό, δεν είχα σκοπό να κάνω μεγάλες υλικές ζημιές· γι αυτό έβαλα λίγη ποσότητα. Και είχα τη δυνατότητα να βάλω και πέντε και εφτά και δέκα κιλά… Δεν έβαλα όμως. Εφόσον βρέθηκαν και πράγματα στο σπίτι μου, είχα τη δυνατότητα να κάνω μεγάλη ζημιά, υλική πάντα! Και πάλι δεν την έκανα. Αν μπορούσα δηλαδή να κατεδαφίσω ολόκληρο το υπουργείο χωρίς να σκοτωθεί κανένας, δεν θα είχα καμία αντίρρηση να το κάνω. Ένα άχρηστο κτίριο είναι και αυτό για το λαό και την κοινωνία. Για το μόνο που έχω μετανιώσει, όπως είπα, είναι γι αυτό το τεχνικό λάθος.

Θέλω να πω προκαταβολικά και κάτι άλλο τώρα. Την ενέργεια την έκανα μόνος μου, δεν υπήρχε κανένας άλλος. Βέβαια το μήνυμα έλεγε “Αναρχικοί Αντάρτες Πόλης”. Αυτό δεν έχει να κάνει όμως με το ότι υπήρχαν άλλα πρόσωπα, εκτός από μένα. Ήταν μια έκφραση που απλώς υποδήλωνε το χώρο από τον οποίο προέρχομαι εγώ. Δε θα έβαζα φυσικά την υπογραφή μου “Νίκος Μαζιώτης”, και δε θα έλεγα στην εφημερίδα ότι έβαλα τη βόμβα εκεί. Θα έλεγα, “Αναρχικοί”. Αυτό. Για να ξεκαθαρίσουμε, δηλαδή, ότι για την ενέργεια την πρωτοβουλία την πήρα μόνος μου. Ούτε ομάδα υπήρχε, ούτε οργάνωση, ούτε τίποτα. Και από τα αποδεικτικά στοιχεία πουθενά δεν προκύπτει ότι υπήρχε οργάνωση, ή ότι εγώ θα εφοδίαζα τους τάδε, την τάδε ομάδα ή οργάνωση. Ήμουν μόνος μου και τα πράγματα ήταν ατομικά.

*

Θέλω να αναφερθώ τώρα πιο εκτεταμένα σε αυτό που λέω αλληλεγγύη. Τα κίνητρα δηλαδή τα οποία είχα. Τι σημαίνει αυτή η αλληλεγγύη.

Πιστεύω ότι οι άνθρωποι κοινωνικοποιήθηκαν, ότι δημιουργήθηκε η ανθρώπινη κοινωνία πάνω σε τρία βασικά συστατικά: την αλληλεγγύη, την αμοιβαιότητα, την αλληλοβοήθεια. Πάνω σε αυτά λοιπόν βασίζεται η ανθρώπινη ελευθερία. Όταν θίγεις ένα επιμέρους κομμάτι της ανθρώπινης ελευθερίας, είναι σα να θίγεις το σύνολο.

Όποια κοινωνική ομάδα, σε διαφορετικό τόπο και χρόνο, κάνει έναν αγώνα -είτε λέγονται μαθητές, είτε λέγονται αγρότες, είτε πολίτες τοπικών κοινωνιών, είτε εργαζόμενοι-, για μένα και για τους αναρχικούς έχει τεράστια σημασία.

Δεν έχει σχέση με το αν εγώ είμαι εργαζόμενος και ταυτίζω τα συμφέροντά μου με τα συμφέροντα αυτής της τάξης. Αν κάποιος ζητάει παραπάνω μισθό, αν έχει κάποιο συντεχνιακό αίτημα, δεν έχει καμιά σημασία για μένα. Για μένα, αλληλεγγύη σημαίνει ανεπιφύλακτη αποδοχή και υποστήριξη, με οποιοδήποτε μέσο, του δικαιώματος που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι να μπορούν να καθορίζουν τη ζωή τους όπως θέλουν, και όχι να αποφασίζουν κάποιοι άλλοι ερήμην τους, όπως το Κράτος και το Κεφάλαιο.

Δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, σε αυτό τον αγώνα του Στρυμονικού, αλλά και σε κάθε κοινωνικό αγώνα, για μένα μετράει πιο πολύ ότι είναι αγώνες που οι άνθρωποι θέλουν να καθορίζουν τις τύχες τους μοναχοί τους. Και να μην αποφασίζει ο κάθε αστυνομικός διευθυντής, ο κάθε κρατικός αξιωματούχος, ο κάθε καπιταλιστής τι θα κάνουν. Δευτερεύουσα σημασία έχει για μένα αν το θέλουν ή δεν το θέλουν το εργοστάσιο, αν είναι περιβαλλοντική η αιχμή του αγώνα. Σημασία έχει ότι δε θέλουν το εργοστάσιο, επειδή δε γουστάρουν κάτι που τους επιβάλλουν με τη βία.

*

Όσον αφορά στο θέμα της πολιτικής βίας τώρα. Από την αρχή πήγε να παρουσιαστεί μια ιστορία “αποκρουστικών εγκληματιών”, “τρομοκρατών”, οι οποίοι “βάζουν στα τυφλά βόμβες”. Κάτι το οποίο δεν ισχύει.

Εάν τρομοκρατία θεωρητικά είναι η βία κατά πολιτών και άμαχου πληθυσμού, ε, αυτό ισχύει αποκλειστικά και μόνο για το Κράτος. Μόνο το Κράτος επιτίθεται ενάντια σε πολίτες, γι αυτό υπάρχουν και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, τα ΜΑΤ, τα ΕΚΑΜ, ο στρατός, οι ειδικές δυνάμεις… Μηχανισμοί οι οποίοι κλέβουνε και το λαό. Χρηματοδοτούνε δηλαδή επαγγελματίες οπλοφόρους, αστυνομικούς. Δεν εκπαιδεύονται για να σημαδεύουν στόχους; Για να τα χρησιμοποιούν τα ‘χουν τα όπλα οι άνθρωποι. Δεν εξοπλίζονται τα ΜΑΤ με χημικά αέρια; Για να τα ρίχνουν πού; Στους πολίτες. Στις διαδηλώσεις, στις συγκεντρώσεις. Οπότε βία εναντίον των πολιτών χρησιμοποιεί μόνο το Κράτος. Εγώ δε χρησιμοποίησα καμία βία εναντίον πολίτη.

Θα πω συγκεκριμένα τι σημαίνει τρομοκρατία.

Tρομοκρατία είναι όταν χτυπιούνται οι καταλήψεις, οι διαδηλώσεις, οι απεργίες. Όταν τα ΜΑΤ χτύπησαν τους συνταξιούχους πριν 4-5 χρόνια στο Μέγαρο Μαξίμου. Όταν ο Μελίστας σκότωσε τον Καλτεζά. Όταν σκοτώθηκαν ο Κουμής και η Κανελλοπούλου από τα ΜΑΤ, στις 16 Νοεμβρίου 1980, στην πορεία του Πολυτεχνείου. Κι αν θυμάμαι καλά, δε σκοτώθηκαν από σφαίρες, σκοτώθηκαν από το ξύλο. Τρομοκρατία είναι όταν σκοτώθηκε ο Χρήστος Κασίμης. Αλλά θα αναφερθώ πιο συγκεκριμένα σε αυτή την ιστορία.

Μια ομάδα επαναστατών, τότε, είχε προσπαθήσει να πυρπολήσει το γερμανικό εργοστάσιο της AEG, στον ’γιο Ιωάννη Ρέντη. Ήταν μια πράξη αλληλεγγύης κι αυτή. Δεν ξέρω αν τη γνωρίζετε, θα σας την πω εγώ όμως. Τότε, το ’77, κάποιοι αντάρτες της RAF, της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, είχαν πεθάνει μέσα στα λευκά κελιά του Σταμχάιμ, στη Στουτγάρδη, της Δυτικής Γερμανίας. Τα λευκά κελιά από μόνα τους είναι τρομοκρατία. Οι φυλακές ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ. Και τότε κάποιοι Έλληνες επαναστάτες, ως ένδειξη αλληλεγγύης στη RAF, αλλά και ως αντίδραση στη δολοφονία των ανταρτών στις φυλακές της Στουτγάρδης, είχαν πάει να πυρπολήσουν το εργοστάσιο της AEG. Σε αυτή την απόπειρα, που ήταν ανεπιτυχής, κάποιος σκοτώθηκε. Σκοτώθηκε ο Χρήστος ο Κασίμης από τους δύο αστυνομικούς, φρουρούς του εργοστασίου, τον Πλέσσα και το Στεργίου. Και μάλιστα, απ’ ό,τι έχω διαβάσει, δεν τον σκότωσαν επειδή απειλήθηκε η ζωή τους. Τον σκότωσαν πισώπλατα, με μια σφαίρα στην πλάτη.

Τρομοκρατία είναι όταν μπαίνουν στο Χημείο ειδικές αστυνομικές δυνάμεις το ’85 και χτυπούν τους αναρχικούς και τους νεολαίους. Τρομοκρατία είναι όταν δολοφονείται ο Τεμπονέρας στην Πάτρα. Τρομοκρατία είναι όταν σκοτώθηκε ο Χρήστος Τσουτσουβής το ’85. Αλλά κι αυτή η περίπτωση έχει κάτι ιδιαίτερο και θέλω να την τονίσω. Για το Χρήστο Τσουτσουβή ισχύει η φράση του Θουκυδίδη – του αρχαίου ιστορικού που κατέγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου -, ότι “ο θάνατος στη μάχη είναι τίτλος τιμής και συνοδεύεται από τις επευφημίες των πολιτών”. Σκοτώθηκε μεν από τους αστυνομικούς, αλλά πήρε και δυο-τρεις μαζί του. Για μένα, ήταν ένας πολεμιστής, ένας μαχητής. Πιστεύω ότι η κοινωνία χρειάζεται κι άλλους τέτοιους.

Τρομοκρατία είναι όταν σκοτώνονται πολίτες σε απλές εξακριβώσεις στοιχείων. Θα αναφέρω κι εδώ μερικά παραδείγματα. Θα αναφέρω το Χρήστο Μουράτη, ένα Τσιγγάνο στη Λιβαδειά, ο οποίος πυροβολήθηκε σε μπλόκο της Τροχαίας τον Οκτώβριο του 1996. ’οπλος πολίτης… Αυτό είναι ένα έγκλημα. Αλλά η δικαιοσύνη δεν έκανε τίποτα, τι να κάνει; Απλώς το επιβράβευσε.

Το 1997, ο Ηλίας Μέξης, περνώντας από το τμήμα Μεταγωγών του Πειραιά, πυροβολήθηκε από τον φρουρό του τμήματος, τον Τσαγκράκο.

Ο Θόδωρος Γιάκας σκοτώθηκε, στις 10 Γενάρη του ’94, από τον αστυνομικό του τμήματος Μοσχάτου, Λαγογιάννη. Έχει έναν ιδιάζοντα χαρακτήρα κι αυτή η περίπτωση. ’οπλος πολίτης. Σε εξακρίβωση στοιχείων. Τον σταμάτησαν, αλλά εκείνος έτρεξε και τον πυροβόλησαν. Είπαν πάλι ότι του βρήκαν μαχαίρι κι άλλες τέτοιες μπούρδες… Απ’ ό,τι ξέρω γι αυτή την περίπτωση, πυροβολήθηκε αρχικά τρεις φορές. Και οι τρεις πιθανότατα ήταν θανατηφόρες. Κι ενώ ο Γιάκας ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος, τον πυροβόλησε ο Λαγογιάννης άλλες δύο φορές και του φόρεσε και χειροπέδες! Ξέρετε τι έκανε η δικαιοσύνη γι αυτό; Τον καταδίκασε 12 χρόνια με αναστολή. Γι αυτό λέω ότι η δικαιοσύνη σας είναι δικαιοσύνη με εισαγωγικά.

Τρομοκρατία είναι όταν τον Πομάκο Αλή Γιουμφράζ από τα Βριλήσσια τον συνέλαβαν μεθυσμένο και μετά βρέθηκε νεκρός στο κρατητήριο. Είπαν ότι δήθεν πέθανε από ανακοπή καρδιάς. Όταν το Γενάρη του ’91, θυμάμαι, κάποιος Τούρκος πολιτικός πρόσφυγας, ο Σουλεϊμάν Ακιάρ, ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου, ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης είπε ότι είχε κάποιο καρδιακό πρόβλημα. Αλλά από την ιατροδικαστική εξέταση βρέθηκε ότι ήταν μελανιασμένος παντού.

Τρομοκρατία είναι κι αυτό το ίδιο το δικαστήριο εδώ. Κάθε δίκη αγωνιστή, κάθε δίκη επαναστάτη είναι τρομοκρατία, ένα μήνυμα εκφοβισμού προς την κοινωνία. Το είπα και χθες στις δηλώσεις μου, όταν με καλέσατε να πω αν αποδέχομαι τις κατηγορίες. Θα το επαναλάβω. Επειδή η δίωξη είναι πολιτική, το μήνυμα είναι σαφέστατο: οποιοσδήποτε αγωνίζεται εναντίον του Κράτους και του Κεφαλαίου θα ποινικοποιείται, θα εγκληματοποιείται, θα βαφτίζεται τρομοκράτης. Οποιαδήποτε αλληλεγγύη σε οποιονδήποτε κοινωνικό αγώνα, το ίδιο: θα ποινικοποιείται και θα συντρίβεται. Αυτό είναι το μήνυμα αυτής της δίκης. Και με αυτή την έννοια είναι τρομοκρατία. Τρομοκρατία προς εμένα, τρομοκρατία προς τους αναρχικούς, τρομοκρατία προς τους κατοίκους του Στρυμονικού, οι οποίοι λαμβάνουν κι αυτοί ανάλογα μηνύματα αυτό τον καιρό, γιατί έχουν παρόμοιες δίκες σε σχέση με τις κινητοποιήσεις τους. Αυτά είναι τρομοκρατία. Δεν είναι τρομοκρατία που έβαλα μια βόμβα σαν πράξη αλληλεγγύης. Γιατί κανένας πολίτης δε θίχτηκε απ’ αυτή την πράξη.

Πολλές φορές, ειδικά τα ΜΜΕ, πιο πολύ κι απ’ τους αστυνομικούς καμιά φορά, σε κάθε ενέργεια που γίνεται, για παράδειγμα σε ενέργειες με γκαζάκια, προβάλλουν την άποψη ότι “παραλίγο να είχαμε θύματα, παραλίγο το ένα, παραλίγο το άλλο”. Ποτέ όμως δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο πραγματικά. Όλα αυτά βέβαια γίνονται για τη δημιουργία εντυπώσεων, για να εμπεδωθεί η κοινωνική συναίνεση, για να υπάρξει καταστολή. Για να καταδικαστώ εγώ, για παράδειγμα, σε βαριά ποινή. “Βρήκαμε και κάποιον που έκανε το λάθος, άφησε το αποτύπωμά του, τον πιάσαμε· είπε κιόλας ότι το έκανε αυτός; Ε, θα τον γαμήσουμε τώρα”! Μιλάω λίγο λαϊκά…

*

Θέλω να αναφερθώ λίγο στον αγώνα του Στρυμονικού. Παρόλο που δεν έχω πάει ποτέ εκεί, θα σας δώσω κάποια ιστορικά στοιχεία. Τα μεταλλεία που έχει αγοράσει η πολυεθνική TVX Gold υπάρχουν από το 1927· τα είχε ο Μποδοσάκης. Σε αυτά τα μεταλλεία, όπου γίνονταν αμέτρητα εργατικά ατυχήματα και πολλοί μεταλλωρύχοι πάθαιναν πνευμονοκονίαση, είχε γίνει μια μεγάλη αιματηρή απεργία το 1977. Η απεργία ήταν για αύξηση μισθών, για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, για μέτρα ασφαλείας στις στοές. Και τότε είχαν κατέβει αύρες και τότε είχαν γίνει συλλήψεις και είχαν υπάρξει καταδίκες, και τότε είχε εφαρμοστεί τρομοκρατία στην περιοχή.

Κάποια στιγμή, χαρακτηρίζεται κι αυτή η εταιρεία “προβληματική”, όπως γίνεται και με πολλές άλλες. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, το κράτος μέσω της ΜΕΤΒΑ, σχεδιάζει την εγκατάσταση μεταλλουργίας χρυσού. Το ’92 περνά ως “προβληματική” στα χέρια του κράτους και αυτό πουλά τα μεταλλεία στην TVX το Δεκέμβρη του ’95. Όμως οι κάτοικοι των χωριών του Στρυμονικού δεν την ήθελαν την εγκατάσταση της μεταλλουργίας χρυσού. Εβδομήντα χρόνια μεταλλευτικής δραστηριότητας, είχαν προκαλέσει σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα.

Αυτός ο αγώνας έχει τεράστια σημασία, και αποδείχθηκε ότι έχει τεράστια σημασία. Για διεθνείς λόγους.

Οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν από τις αρχές του ’96. Οι κάτοικοι μπλόκαραν την εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Καβάλας, έστησαν φυλάκια απ’ όπου επιτηρούσαν τα μεταλλεία για να μην περάσει κανένα φορτηγό της επιχείρησης και να μην αρχίσουν οι γεωτρήσεις. Με αυτές τις πρακτικές, με τα μπλόκα και τα φυλάκια, οι κάτοικοι δήλωναν: “Εδώ είμαστε. Δεν περνάτε”!

Έτσι ανάγκασαν την εταιρεία να αναστείλει προσωρινά τις δραστηριότητές της. Στις 21 Οκτώβρη ’96, η TVX στέλνει τελεσίγραφο στο ελληνικό κράτος και το υπουργείο Ανάπτυξης, λέγοντας ότι “αν δεν αρχίσουν άμεσα οι εργασίες, εμείς φεύγουμε”. Η επένδυσή τους, που είναι η μεγαλύτερη ιδιωτική επένδυση που έγινε στη χώρα, 65 δις, θα έφευγε από την Ελλάδα.

Όταν έγιναν τα πρώτα επεισόδια, στις 17 Οκτωβρίου, και κατάφεραν οι κάτοικοι να απωθήσουν με τη βία τους αστυνομικούς από την περιοχή, ο Ιάσων Στράτος, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, δήλωνε ότι “τα επεισόδια αυτά τραυματίζουν το κύρος της χώρας στο εξωτερικό”. Και είχε δίκιο, γιατί “δεν μπορεί δυο χιλιάδες βλάχοι” -βλάχοι για μένα δεν είναι, έτσι τους βλέπουν ο υπουργός, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, έτσι πιστεύω μιλάνε γενικά οι επαγγελματίες πολιτικοί και τα κόμματα για τον απλό λαό- “δεν μπορεί λοιπόν δυο χιλιάδες άνθρωποι τώρα, να μας χαλάνε τις επενδύσεις μας και να μην μπορεί να έρθει μια καναδική εταιρεία, μια οποιαδήποτε ξένη εταιρεία να επενδύσει· πρέπει τέλος πάντων να κοπεί αυτή η αντίδραση”.

Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι ο αγώνας δεν είχε πια έναν περιορισμένο τοπικό χαρακτήρα. Είχε διεθνείς προεκτάσεις, γιατί θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο: “Αν δεν μπορούμε να κάνουμε μια επένδυση στη Χαλκιδική, οπουδήποτε βρεθεί ένας ξένος επενδυτής, δε θα μπορεί να κάνει την επένδυσή του. ’μα ο λαός εξεγείρεται και δε θέλει αυτά που θέλει το κράτος, πάει η οικονομία, τελείωσε”.

Ένα χρόνο μετά, ξαναεπιχειρείται να αρχίσουν οι εργασίες για την εγκατάσταση της μεταλλουργίας χρυσού. Τον Ιούλη του ’97, οι κάτοικοι καταστρέφουν ένα γεωτρύπανο του Ι.Γ.Μ.Ε. και συγκρούονται με την αστυνομία. Το Νοέμβρη, συγκεντρώνονται και κάνουν πορεία προς τα μεταλλεία. Όμως, ήδη από μερικούς μήνες πιο πριν -από το Σεπτέμβρη του ’97 αν θυμάμαι καλά-, το κράτος, προβλέποντας ότι οι αντιδράσεις του κόσμου θα οξυνθούν, είχε στείλει εκατοντάδες αστυνομικούς από τη Θεσσαλονίκη. Είχε στείλει ΜΑΤ από την Αθήνα, είχε στείλει ΕΚΑΜ, αύρες, που όπως είπα είχαν να εμφανιστούν από το 1980 στους δρόμους για την καταστολή των διαδηλώσεων. Ένας στρατός κατοχής είχε εγκατασταθεί εκεί μόνιμα. Ξέρανε οι αστυνομικοί ότι πάλι θα γίνονταν επεισόδια, οπότε έπρεπε να έχουν έτοιμη μια στρατιωτική δύναμη για να καταστείλουν τους κατοίκους. Όπως κι έγινε. Βέβαια μερικώς έγινε, γιατί πάλι στρατιωτικά δεν τα κατάφεραν. Έγιναν τα επεισόδια στις 9 Νοεμβρίου και όπως είπα και προηγουμένως καταστράφηκαν περιπολικά, κλούβες των ΜΑΤ, κάηκε γεωτρύπανο της εταιρείας, και έγινε το αντάρτικο αυτό, όπου πέσανε και κάποιοι πυροβολισμοί για εκφοβισμό.

Όπως είπα και πριν, εμπνεύστηκα πάρα πολύ απ’ αυτά τα γεγονότα για να βάλω τη βόμβα στο υπουργείο Βιομηχανίας και Ανάπτυξης. Με βάση αυτό λοιπόν, θέλω να επαναλάβω ότι δεν είχε απλά τοπικό χαρακτήρα αυτός ο αγώνας. Τον είχε ξεπεράσει πια.

Για μας τους αναρχικούς, οι κοινωνικοί αγώνες και η αλληλεγγύη ξεπερνάνε και τα εθνικά όρια. Για μένα δηλαδή και για τους συντρόφους μου, έχουν τεράστια σημασία αγώνες που γίνονται και έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους.

Τεράστια σημασία έχει για μένα το αντάρτικο των Ζαπατίστας που έχει ξεκινήσει στην Τσιάπας από το 1994. Είναι άλλος ένας αγώνας ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος γίνεται με όπλα, με μάσκες.., ένας πόλεμος κανονικός. Εντάσσεται στην πολιτική βία και δεν είμαι ενάντια σε αυτό. Ποτέ δεν έχω δηλώσει ότι είμαι ενάντια και ούτε θέλω να το παίξω καλό παιδί.

Τεράστια σημασία έχει για μένα και το κίνημα των Βραζιλιάνων αγροτών που είναι ακτήμονες και καταλαμβάνουν τη γη των τσιφλικάδων για να την καλλιεργήσουν συλλογικά.

Μεγάλη σημασία έχει για μένα και το κίνημα των ανέργων στη Γαλλία, που έκαναν καταλήψεις σε γραφεία ευρέσεως εργασίας και συγκρούστηκαν με τις αστυνομικές δυνάμεις, το χειμώνα του ’97-’98.

Σημασία έχει και κάτι που έγινε στην Τουρκία ανάλογο με την TVX και το Στρυμονικό. Μια παρόμοια επένδυση προσπάθησε να κάνει μια άλλη εταιρεία, μια πολυεθνική κοινοπραξία, η EUROGOLD, στην Πέργαμο. Κι έχει σημασία αυτό που θα πω τώρα. Πιο συγκεκριμένα, αν θυμάμαι καλά, στο χωριό Οβαντσίκ της Περγάμου. Το ίδιο πράγμα ακριβώς. Επένδυση μεταλλουργίας χρυσού. Οι κάτοικοι της περιοχής, οι Τούρκοι αγρότες, με τους ίδιους ακριβώς τρόπους που οι κάτοικοι του Στρυμονικού έχουν αποτρέψει μέχρι στιγμής την εγκατάσταση της μεταλλουργίας, έχουν ματαιώσει την επένδυση της EUROGOLD. Με μπλόκα στο δρόμο Σμύρνης-Κωνσταντινούπολης, με συγκρούσεις με τις δυνάμεις της στρατοχωροφυλακής. Και επίσης, κατά σύμπτωση, πάλι κάποιος έβαλε μια βόμβα στα γραφεία της επενδύτριας εταιρείας στη Σμύρνη. Σαν εμένα δηλαδή.

Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, όλες αυτές οι πρακτικές είναι μέρος των κοινωνικών αγώνων, γίνονται παντού. Και για μας, όχι μόνο δεν είναι εγκλήματα, αλλά τίτλος τιμής. Είμαστε περήφανοι γι αυτές τις πρακτικές.

Για το εργοστάσιο της Περγάμου μάλιστα, υποκριτικά, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, το ΥΠΕΧΩΔΕ και το υπουργείο Αιγαίου έλεγαν ότι, άμα γίνει αυτό το εργοστάσιο στην Πέργαμο, θα μολυνθεί το Αιγαίο. Δεν έλεγαν όμως το ίδιο και για τον Στρυμονικό κόλπο. Δηλαδή να μη γίνει εργοστάσιο στην Τουρκία, αλλά να γίνει στην Ελλάδα! Κι εδώ φαίνεται η υποκρισία του ελληνικού κράτους, των Μέσων, των πολιτικών.

*

Δεν πιστεύω ότι στην πραγματικότητα με δικάζετε για “τρομοκράτη”. Δεν πιστεύω ότι με δικάζετε για το ότι “είχα σκοπό να βλάψω ανθρώπινες ζωές”. Αυτό είναι πρόσχημα και προκάλυμμα. Στην πραγματικότητα, με δικάζετε γι αυτά που έχω πει μέχρι τώρα. Γι αυτό που είμαι. Για το ότι είμαι αναρχικός, για το ότι πιστεύω αυτά ή ακόμα και για το παρελθόν μου. Γιατί όλα αυτά είναι επιβαρυντικά στοιχεία: “ε, αφού ήσουν στο Πολυτεχνείο, αφού ήσουν στην ΑΣΟΕΕ, αφού ήσουν αρνητής στράτευσης και ήσουν κι εκεί και αλλού…” Δεν έχω πρότερο έντιμο βίο.., για σας βέβαια, γιατί για μένα είμαι πολύ έντιμος άνθρωπος. Δε με δικάζετε στην πραγματικότητα γιατί υποτίθεται ότι θα έβλαπτα ανθρώπους.

Στην ουσία, το κράτος έχει αποδείξει ότι δεν ενδιαφέρεται για τους πολίτες. Ίσα-ίσα, όταν είναι να εμπεδωθεί η κυριαρχία του, το κράτος αφαιρεί ανθρώπινες ζωές, όπως είπα στα προηγούμενα παραδείγματα. Στην ουσία, το κράτος το μόνο που θέλει είναι να διατηρήσει ένα μονοπώλιο, το μονοπώλιο ότι “μόνο εμείς, μόνο εγώ, το Κράτος, μπορώ να αφαιρώ ανθρώπινες ζωές”. Μόνο τα κρατικά όργανα, οι ένστολοι αστυνομικοί, οι ασφαλίτες, τα ΜΑΤ ή τα ΕΚΑΜ μπορούν να αφαιρούν ανθρώπινες ζωές. Οποιοσδήποτε άλλος το κάνει, είναι εγκληματίας. Όταν όμως το κάνει το κράτος, μένει στο απυρόβλητο.

Όποτε έχουν σκοτωθεί πολίτες, η δικαιοσύνη έχει δεχτεί τους ισχυρισμούς της αστυνομίας. Όχι επειδή τους πίστευε, αλλά για λόγους συμφέροντος. Έχει δεχτεί τους ισχυρισμούς ότι τάχα “εξοστρακίστηκε η σφαίρα”, ότι τάχα “εκπυρσοκρότησε το όπλο του αστυνομικού”, ότι τάχα “ο αστυνομικός βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα”, ότι τάχα… Ένα σωρό τάχα. Αλλά στην πραγματικότητα, όλα αυτά τα παραδείγματα που είπα, και θα αναφέρω κι άλλα πιο συγκεκριμένα, είναι στυγνές δολοφονίες. Ελάχιστοι αστυνομικοί έχουν βρεθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου και όλοι είναι έξω και περήφανοι. Περήφανοι!

Ειπώθηκε και προηγουμένως από κάποιον μάρτυρα για την περίπτωση Παναγούλη – και είναι όντως πραγματικότητα- ότι την απόπειρα φόνου του δικτάτορα Παπαδόπουλου από τον Παναγούλη, ο ελληνικός λαός την είχε επικροτήσει. Απόπειρα δολοφονίας έγινε. Ε, και; Ποιον πήγε να σκοτώσει; Έναν δικτάτορα!

Εύλογα μπορεί να μου αντιπαρατεθεί το επιχείρημα ότι τότε ήταν στρατιωτική δικτατορία. E, αν αυτό το μέσο πολιτικής βίας δικαιολογείτο να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πολιτικής πίεσης στα χρόνια της δικτατορίας, τώρα έχουμε “κοινοβουλευτική δημοκρατία”. Έχουμε “ελευθερίες” και “δικαιώματα”! Ε, δεν νομίζω ότι είναι έτσι… Με όλα όσα είπα, δεν πιστεύω ότι υπάρχουν δικαιώματα. Στα χαρτιά μπορεί να υπάρχουν, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα.

Θα αναφέρω περιπτώσεις από τη μεταπολιτευτική ιστορία, την εποχή της υποτιθέμενης δημοκρατίας -δημοκρατίας με χίλια εισαγωγικά λέω εγώ-, όπου πάλι άνθρωποι σκοτώθηκαν σε κοινωνικούς αγώνες. Και πάλι αποδείχτηκε ότι δεν ορίζει κανένας λαός την τύχη του επειδή άλλαξε το πολίτευμα το ’74. Συγκεκριμένα παραδείγματα: Πρώτες ταραχές είχαν γίνει, αν θυμάμαι καλά, τον Ιούλη του 1975. Και το Μάη του 1976 επίσης για μια ακόμη φορά εμφανίστηκαν οι αύρες στην Αθήνα. Ο τότε υπουργός Απασχόλησης της κυβέρνησης Καραμανλή, ο Λάσκαρης, είχε βγάλει εκείνο το νόμο, τον 330, τον αντεργατικό και αντιαπεργιακό. Στις 25 Μάη του ’76 είχε πραγματοποιηθεί πανεργατικό συλλαλητήριο. Είχαν γίνει και τότε συγκρούσεις, είχε γίνει επίθεση στα γραφεία της “Βραδυνής”…, πάλι μολότοφ, φωτιές… Τότε, μια αύρα της αστυνομίας, ενώ καταδίωκε διαδηλωτές, είχε σκοτώσει μια μικροπωλήτρια, την 67χρονη Αναστασία Τσιβίκα. Κανείς δε βρέθηκε σε κανένα εδώλιο κατηγορουμένου.

Σε άλλες περιπτώσεις έχουμε νομοσχέδια που περνιούνται χωρίς να ζητηθεί η γνώμη κανενός. Για παράδειγμα, το 1990 έγινε η αναθεώρηση της συμφωνίας για τη συνέχιση της λειτουργίας των αμερικάνικων βάσεων στην Ελλάδα. Ο λαός των Χανίων δεν το δέχτηκε αυτό. Τον Ιούνιο του 1990 έκανε διαδήλωση, χτυπήθηκε από τα ΜΑΤ, και ως αντίδραση συγκρούστηκε με την αστυνομία και πυρπόλησε τη Νομαρχία Χανίων.

Το 1991, αν θυμάμαι καλά, οι αγρότες του Νομού Ηρακλείου πυρπόλησαν τη Νομαρχία Ηρακλείου. Όπως βλέπετε, η πολιτική βία εξασκείται απ’ όλους. Απ’ όλη την κοινωνία και απ’ όλα τα κοινωνικά κομμάτια και τις τάξεις. Απ’ όποιον θίγεται.

Κι αυτό που επιδιώκει το Κράτος είναι να χτυπάει τον καθένα μόνο του. Θα έχετε ακούσει τη φράση που λέει ο νυν πρωθυπουργός, ο Σημίτης, για “κοινωνικό αυτοματισμό”, κάθε φορά που ξεσπούν κοινωνικές αντιδράσεις. Για να παρουσιάσει αυτές τις κοινωνικές αντιδράσεις, τα μπλόκα που στήνονται, τις καταλήψεις που γίνονται, όλες αυτές οι ενέργειες, να τις παρουσιάσει σαν να έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα της υπόλοιπης κοινωνίας. Πράγμα που είναι ψέμα. Απλά είναι η τακτική του “διαίρει και βασίλευε”. Δηλαδή “να σπείρουμε τη διχόνοια, να σπάσουμε την αλληλεγγύη”. Γιατί έχει τεράστια σημασία η αλληλεγγύη. Γιατί ο καθένας μόνος του χτυπιέται πιο εύκολα.

Όταν γίνεται μια απεργία και δε βρίσκει αλληλεγγύη, χτυπιέται πιο εύκολα. Μιλάνε για μια “μειοψηφία”. Αυτό είναι το επιχείρημα του κράτους, ότι είναι μια “μειοψηφία συντεχνιακή, με οπισθοδρομικά συμφέροντα που στρέφονται ενάντια στον εκσυγχρονισμό την ανάπτυξη, τις μεταρρυθμίσεις” και όλες αυτές τις μπούρδες. Ε, δεν υπάρχει κοινωνικό κομμάτι ή κοινωνική ομάδα που να μην έχει έρθει σε σύγκρουση με το κράτος, ειδικά τη δεκαετία του ’90, που να μην έχει χτυπηθεί μόνο του, κι όπου να μην έχει προβληθεί το επιχείρημα ότι “μια μειοψηφία είστε”, ότι “ο αγώνας σας έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα της υπόλοιπης κοινωνίας”.

Σε όλες τις περιπτώσεις, αυτό έγινε. Με τους εργαζόμενους των “προβληματικών” που έκαναν καταλήψεις το ’90-’91, με τους μαθητές που έκαναν καταλήψεις το ’90-’91 και τελευταία το ’98-’99. Με τους υπαλλήλους της ΕΑΣ το ’92 αυτό έγινε, με τα αγροτικά μπλόκα το ’95 και το ’96, με τις κινητοποιήσεις των καθηγητών ενάντια στην κατάργηση της επετηρίδας και ενάντια στον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Και φυσικά με τους κατοίκους του Στρυμονικού.

Ουσιαστικά, αυτό είναι που χτυπιέται: η αλληλεγγύη. Και αυτό χτυπιέται και στη δική μου δίκη· απροκάλυπτα. Το κράτος θέλει να χτυπάει τον καθένα μόνο του, γιατί άμα τους βρίσκει όλους μαζί είναι πιο δύσκολα τα πράγματα.

Και βέβαια, δε φτάνει μόνο η αστυνομική βία για την καταστολή. Τελικά έχω καταλήξει, για να επανέλθω σε αυτό που έλεγα, πως η διαφορά της δικτατορίας με την κοινοβουλευτική δημοκρατία -ή μάλλον καπιταλιστική ολιγαρχία είναι η ονομασία που ταιριάζει καλύτερα-, είναι ότι η μεν στρατιωτική δικτατορία επιβάλλεται κυρίως με την ωμή βία, η δε δημοκρατία -σε εισαγωγικά- επιβάλλεται περισσότερο με το διανοητικό έλεγχο των πολιτών, με όπλο τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, με την εξαπάτηση. Γιατί δεν πιστεύω ότι με το να ψηφίζει τους αφέντες του ο λαός κάθε τέσσερα χρόνια σημαίνει ότι έχει την ελευθερία του. Τους ψηφίζει, αλλά όταν δεν κάνουν αυτά που λένε, δε μπορεί να τους βγάλει απ’ την πλάτη του.

Στην αρχαία Αθήνα δε γινόταν αυτό. Στην αρχαία Αθήνα, ο οποιοσδήποτε μπορούσε να μιλήσει στην εκκλησία του δήμου. Οποιοσδήποτε έλεγε τη γνώμη του, όσο ταπεινή θέση κι αν είχε. Και ανά πάσα στιγμή μπορούσε να ανακληθεί οποιοσδήποτε κατείχε ένα αξίωμα.

Αλλά η δημοκρατία έχει επίσης αποδείξει ότι, όπου δε φτάνει η εξαπάτηση και ο διανοητικός έλεγχος των πολιτών, δεν έχει κανένα πρόβλημα να χρησιμοποιήσει και την αστυνομοκρατία και την αστυνομική βία και να σκοτώσει και να βασανίσει και να τρομοκρατήσει.

Εντέλει, δε δικάζομαι επειδή έβαλα μια βόμβα, ούτε γιατί κατείχα τρία όπλα και δέκα κιλά δυναμίτη. Στο κάτω-κάτω, ο στρατός και η αστυνομία έχουν πολύ περισσότερα όπλα από εμένα και τα χρησιμοποιούν. Δε συγκρίνεται το ένα με το άλλο.

Δεν έχω να πω τίποτε άλλο. Το μόνο που έχω να πω είναι ότι σε όποια ποινή κι αν με καταδικάσετε, που θα με καταδικάσετε, δεν πρόκειται να μετανιώσω για τίποτα. Θα παραμείνω αυτό που είμαι. Μπορώ να πω μάλιστα ότι η φυλακή είναι πάντα για τον επαναστάτη ένα σχολείο. Δοκιμάζεται η ψυχική του αντοχή, οι ιδέες του. Κι άμα ξεπεράσει αυτή τη δοκιμασία, γίνεται δυνατότερος και πιστεύει πιο πολύ σε αυτά για τα οποία βρέθηκε στη φυλακή. Δεν έχω να πω τίποτα παραπέρα.

*

Πρόεδρος: Να μην είναι οι κάμερες στραμμένες προς την έδρα!

Εισαγγελέας: Στην αρχή της απολογίας σας είπατε ότι τα όπλα τα είχατε για πόλεμο. Δε βλέπετε κάποια αντίφαση όταν λέτε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για ανθρώπινες ζωές;

Ξεκαθάρισα ότι καμία δραστηριότητά μου δε στρέφεται εναντίον πολιτών. Το ξεκαθάρισα αυτό. Ποια είναι η αντίφαση που μου λέτε;

Εισαγγελέας: Εσείς είπατε ότι τα όπλα είναι για πόλεμο.

Ναι. Όχι για πολίτες όμως. Για τους ταξικούς μου εχθρούς. Ξεκαθάρισα για μένα ποιά είναι τα ερίφια και ποιά είναι τα πρόβατα.

Κοιτάξτε, εγώ δεν είπα ποτέ ότι είμαι ανθρωπιστής έτσι γενικά και αόριστα. Ούτε και φιλάνθρωπος, γιατί είναι ξεφτιλισμένες έννοιες αυτές. Σε ό,τι έχω γράψει -αν έχετε διαβάσει- και σε ό,τι έχω πει, έχω ξεκαθαρίσει ποιοι είναι οι φίλοι μου και ποιοι είναι οι εχθροί μου. Όχι προσωπικά, αλλά σε κοινωνικό επίπεδο. Ποιοι είναι οι κοινωνικοί και ταξικοί φίλοι μου και ποιοι είναι οι κοινωνικοί και ταξικοί εχθροί μου. Και στο κείμενο της ανάληψης ευθύνης, αλλά και στην απολογία μου, είπα ότι άλλο είναι η κοινωνία και άλλο το Κράτος.

Θα συνεχίσω, για να γίνω πιο σαφής και στους ενόρκους. Απ’ τη μια έβαλα το Κράτος, τους κρατικούς αξιωματούχους, την αστυνομία, το στρατό, τα σώματα ασφαλείας, τους καπιταλιστές, κι απ’ την άλλη έβαλα τους υπόλοιπους: τους εργαζόμενους, τους αγρότες, τους μαθητές, όλη την κοινωνία, την πλειοψηφία δηλαδή του λαού, τους καταπιεσμένους.

Εισαγγελέας: Μιλήσατε για δικαιοσύνη εντός εισαγωγικών. Τι παράπονο έχετε εσείς από τη δικαιοσύνη;

Είμαι δεκαοχτώ μήνες φυλακή. Εγώ προσωπικά έχω κάνει δεκαοχτώ μήνες στη φυλακή και άλλους εφτά σε στρατιωτικές φυλακές. Απλά και κοντινά παραδείγματα. Τι άλλο θέλετε; Για μένα προσωπικά, δε μιλάτε;

Οι νόμοι αυτοί είναι για να συμφέρουν εσάς. Απ’ αυτούς βγάζετε το ψωμί σας. Η δουλειά σας είναι να φυλακίζετε πολίτες. Και αντιπαρέβαλα το επιχείρημα ότι αστυνομικοί έχουν σκοτώσει, αλλά δεν έχουν μπει φυλακή. Αντιπαρέβαλα το επιχείρημα, τι δουλειά είναι αυτή η δικαιοσύνη που λέτε. Ότι υπάρχουν τελικά δύο μέτρα και δύο σταθμά. Δεν είναι θέμα τι γράφει ο νόμος και ο ποινικός κώδικας, αλλά τι γίνεται στην πράξη. Όπως και στο θέμα της τρομοκρατίας.

Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ θεωρούν το ΡΚΚ τρομοκρατική οργάνωση, ενώ τον UCK όχι. Και ενώ στην αρχή τον θεωρούσαν τρομοκρατική οργάνωση, μετά δεν τον θεωρούσαν, γιατί τους βόλευε στα σχέδιά τους. Έτσι; Οι ΗΠΑ δε θεωρούσαν τους Κόντρας τρομοκράτες, όταν πήγαιναν να μπουν στη Νικαράγουα, αλλά θεωρούσαν τρομοκράτες όλα τα αριστερά επαναστατικά κινήματα και αντάρτικα.

Εισαγγελέας : Θέλω να αναφερθώ τώρα και στον κίνδυνο που λέτε. Δεν ξέρατε ότι μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο η βόμβα;

Αν ήξερα ότι θα δημιουργούσε κίνδυνο; Ήξερα ότι ΔΕΝ θα δημιουργούσε. Ακριβώς αυτή είναι η στερεότυπη διαδικασία, το να παίρνεις τηλέφωνο προειδοποιητικά στην εφημερίδα κι αυτή μετά να ειδοποιεί την αστυνομία και να αποκλείεται η περιοχή. Εφόσον αποκλείστηκε η περιοχή και εφόσον οι κύριοι πυροτεχνουργοί είπαν ότι στα 200 μέτρα ήταν ασφαλής ο αποκλεισμός, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για ανθρώπινες ζωές. Για υλικές ζημιές, σας έχω πει…

*

Θέλω να συμπληρώσω γενικά, αυτό που έλεγα και στον εισαγγελέα πριν, για την τρομοκρατία σε διεθνές επίπεδο. Ότι στην πραγματικότητα παγκόσμιος χωροφύλακας και τρομοκράτης είναι οι ΗΠΑ, αυτή τη στιγμή, ως η μοναδική υπερδύναμη. Ουσιαστικά δηλαδή, είναι το χειρότερο πράγμα στον κόσμο. Και σύμφωνα με την αντίληψη τη δική μας, ως αναρχικοί, το Κράτος, τα κράτη και όλες οι κυβερνήσεις είναι αντικοινωνικοί, τρομοκρατικοί μηχανισμοί, εφόσον έχουν οργανωμένους στρατούς, αστυνομίες, βασανιστές μισθοφόρους.

Και θέλω να συμπληρώσω αυτό που έλεγα πάνω στα δύο μέτρα και σταθμά. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ εξοπλίζουν, χρηματοδοτούν ή υποκινούν όλα τα δικτατορικά καθεστώτα σε όλο τον κόσμο. Και στην Ελλάδα επίσης. Στη Λατινική Αμερική, τη Χιλή, την Αργεντινή, τη Βολιβία, το Περού… Αυτό είναι Τρομοκρατία. Τρομοκρατία είναι να εξοπλίζεις δικτάτορες, να εξοπλίζεις τα τάγματα θανάτου στην Αργεντινή ή τη Βολιβία για να σκοτώνουν αριστερούς, πολίτες, επαναστάτες. Αυτοί που εξοπλίζουν τάγματα θανάτου για να βασανίζουν, αυτοί είναι τρομοκράτες. Τρομοκρατία είναι όταν βομβαρδίζουν τη Γιουγκοσλαβία επί δεκάδες ημέρες και σκοτώνουν πολίτες.

Συγνώμη, κύριε εισαγγελέα, αλλά οι ΗΠΑ λένε ποιος είναι τρομοκράτης και ποιος δεν είναι. Αυτές βγάζουν επίσημες οδηγίες από το State Department και κάνουν παραινέσεις στην Ελλάδα για το ποιος είναι τρομοκράτης. Αυτό τον καιρό πιέζουν το ελληνικό κράτος να φτιάξει αντιτρομοκρατικό νόμο, να φτιάξει ένα μοντέλο νόμου που να ποινικοποιεί τους αγωνιστές, να φτιάξει νόμους πιο δρακόντειους απ’ αυτούς που υπάρχουν. Ακόμα και η σύλληψη του Οτσαλάν και η καταδίκη του αυτό δείχνει. Αυτά είναι Τρομοκρατία.

Τρομοκράτες δεν είναι οι επαναστάτες, ούτε οι αγωνιστές. Τρομοκράτες είναι τα ίδια τα κράτη. Και με αυτή την κατηγορία, με αυτό το στιγματισμό, όλα τα κράτη και όλες οι κυβερνήσεις προσπαθούν να εγκληματοποιήσουν στο εσωτερικό των χωρών τους τούς κοινωνικούς επαναστάτες και τους αγωνιστές. Τον εσωτερικό κοινωνικό εχθρό. Στην ουσία και εμένα το Κράτος, η δικαιοσύνη και η αστυνομία σαν τέτοιο εχθρό με βλέπουν. Σαν εσωτερικό κοινωνικό εχθρό. Με βάση το διαχωρισμό που έκανα προηγουμένως. Έτσι το βλέπει και το κράτος. Ότι εγώ είμαι εσωτερικός εχθρός του. Αυτό διακυβεύεται σε αυτή τη δίκη.

Εισαγγελέας: Τι έχεις να αντιπαραθέσεις σε αυτό που υπάρχει;

Την κοινωνική επανάσταση. Με όποιο μέσο κι αν χρειαστεί.

Έχει αποδειχτεί γενικότερα, επειδή κατέχω και την ελληνική και τη διεθνή κοινωνική και πολιτική ιστορία, ότι ποτέ δεν έγιναν αλλαγές, ποτέ δεν πήγε η ανθρωπότητα προς την πρόοδο -πρόοδο όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ- ούτε με παρακάλια, ούτε με προσευχές, ούτε με τα λόγια μόνο.

Είχα πει μάλιστα και στο κείμενο ανάληψης της ευθύνης που είχε δημοσιευτεί στην “Ελευθεροτυπία”, τότε που είπα ότι εγώ έβαλα τη βόμβα, ότι η κοινωνική αυτή ελίτ, οι μανδαρίνοι του κεφαλαίου, οι γραφειοκράτες, όλοι αυτοί οι άχρηστοι και παρασιτικοί -οι οποίοι πρέπει να εξαφανιστούν από το προσκήνιο της ιστορίας-, ποτέ δεν πρόκειται να παραιτηθούν από τα προνόμιά τους με το διάλογο και με την πειθώ. Εγώ δε θέλω να κάνω διάλογο, γιατί δεν γίνεται διάλογος με τέτοιους…

Ήθελα να προσθέσω κάτι. Επειδή πάλι έχω διαβάσει αρκετά, στα Ιουλιανά του ’65, είχε βγει ένας συντηρητικός βουλευτής της ΕΡΕ και είχε πει γι αυτούς που βγήκαν στο δρόμο και τα έσπασαν, τότε που σκοτώθηκε ο Πέτρουλας, ότι “δημοκρατία δεν είναι η ερυθρά αλητεία, είμαστε εμείς, που είμαστε στο κοινοβούλιο”, δηλαδή οι βουλευτές που τα παίρνουνε και χοντρά.

Εγώ θα το αντιγυρίσω αυτό. Λαϊκή κυριαρχία, κύριοι δικαστές, είναι όταν πέφτουν μολότοφ, πέτρες στην αστυνομία, όταν καίγονται κρατικά αμάξια, τράπεζες, εμπορικά κέντρα με τα πολυτελή καταστήματα… Έτσι αντιδράει ο λαός. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι έτσι αντιδράει ο λαός.

Αυτή είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όταν ο Μαζιώτης πάει και βάζει βόμβα στο υπουργείο Βιομηχανίας και Ανάπτυξης για αλληλεγγύη στον αγώνα των κατοίκων του Στρυμονικού. Αυτή είναι η πραγματική λαϊκή κυριαρχία και όχι αυτό που λέει το Σύνταγμα….

*

Ξέχασα να μνημονεύσω κάποιους αγωνιστές που έχουν δολοφονηθεί.

Είναι ο Χριστόφορος Μαρίνος που δολοφονήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, μέσα στο πλοίο Πήγασος, τον Ιούλη του 1996.

Ο Μιχάλης Πρέκας που δολοφονήθηκε από ΕΚΑΜίτες τον Οκτώβριο του 1987 στην Καλογρέζα.

Και ο Τσιρώνης που δολοφονήθηκε στη Ν. Σμύρνη το 1978.

*

Επίσης, θέλω να προσθέσω κάτι πάνω σε αυτό που είπε ο κύριος εισαγγελέας χθες στην αγόρευσή του, για το θέμα του ανθρωπισμού.

Θα αναφέρω ένα περιστατικό που έγινε στο εξωτερικό, για να αποδειχθεί τελικά ποιοι είναι ανθρωπιστές και ποιοι όχι, ποιοι είναι στην πραγματικότητα εγκληματίες.

Οι αντάρτες Τουπάκ Αμάρου είχαν μπει στην ιαπωνική πρεσβεία στο Περού, το Δεκέμβρη του 1996. Είχαν πιάσει περισσότερους από εκατό ομήρους, όχι απλούς πολίτες. Είχαν πιάσει πρέσβεις και διπλωμάτες πολλών κρατών, Ιάπωνες επιχειρηματίες και αξιωματούχους του περουβιανού καθεστώτος -που κάθε άλλο παρά δημοκρατικό είναι. Ζητούσαν την απελευθέρωση των συναγωνιστών τους, του αρχηγού της οργάνωσης και άλλων συντρόφων τους οι οποίοι βρίσκονται φυλακισμένοι σε υπόγεια κελιά.

Όχι μόνο δεν πείραξαν κανέναν, αλλά τους απελευθέρωσαν σχεδόν όλους -για να πούμε ποιοι είναι πραγματικά οι ανθρωπιστές. Αντίθετα, οι περουβιανές ειδικές δυνάμεις, μετά από ατέρμονες ψυχοφθόρες διαπραγματεύσεις, μπήκαν μέσα στην πρεσβεία και τους εκτέλεσαν όλους εν ψυχρώ. Για να ξέρουμε, δηλαδή, ποιοι είναι οι εγκληματίες και ποιοι οι ανθρωπιστές -εντός εισαγωγικών, γιατί δε μου αρέσει αυτός ο όρος και γι αυτό δεν τον πολυχρησιμοποιώ.

Θέλω επίσης να αναφέρω κάποια γεγονότα που έγιναν εδώ, στην Ελλάδα. Θέλω να πω για τον Χάρη Τεμπερεκίδη, ο οποίος δεν ήταν πολιτικός αγωνιστής, αλλά για μένα ήταν ένας ποινικός εξεγερμένος. Κρατήθηκε για χρόνια στις φυλακές. Πέθανε κι αυτός με το όπλο στο χέρι, κατά την καταδίωξη που ακολούθησε τη ληστεία της Αγροτικής Τράπεζας στην Κλειτορία Αχαϊας. Παρ’ όλο που έπεσε ζωντανός στα χέρια της αστυνομίας, δεν κατέδωσε κανέναν. Είχε συμμετάσχει σε εξεγέρσεις, όπως αυτή που έγινε το 1987 στις φυλακές της Κέρκυρας για την κατάργηση αυτού του κολαστηρίου.

Και μια άλλη περίπτωση -για να πούμε πάλι περί εγκλημάτων-, αυτή του Σορίν Ματέι. Όταν ο Ματέι είχε πιάσει όμηρο αστυνομικό, η αστυνομία δεν έκανε καμιά κίνηση για να τον συλλάβει. Τον άφησε ελεύθερο. Όταν ο Ματέι έπιασε για ομήρους πολίτες, η αστυνομία έγραψε στα παλιά της τα παπούτσια τους πολίτες. Και για να τονώσει το κύρος της, εισέβαλε στο σπίτι που είχε καταφύγει ο Ματέι, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί μια κοπέλα. Στην πραγματικότητα, οι εγκληματίες ήταν κυρίως οι ίδιοι οι αστυνομικοί και τα ΕΚΑΜ, παρά ο Σορίν Ματέι. Όπως εγκληματίας ήταν και ο διευθυντής του νοσοκομείου της Νίκαιας, ο Αλεξίου, ο οποίος διέταξε να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο του Αγίου Παύλου όπου πέθανε είτε από τα χτυπήματα των αστυνομικών είτε από τα φάρμακα.

Αυτά για το ποιος είναι εγκληματίας…

7 Ιουλίου 1999

Categories
Uncategorized

Για τη βιοτεχνολογία – Αναρχικός πυρήνας Χαλκίδας

Η ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΦΟΡΕΑΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΙ ΕΠΙΒΟΛΗΣ

Ως μια σύγχρονη τεχνολογία εξουσίας αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια με ταχείς ρυθμούς η βιοτεχνολογία. Αποτελώντας μέρος των αποκαλούμενων τεχνολογιών εξουσίας και συνδεόμενη άμεσα με τους τομείς επιτήρησης κι ελέγχου προσθέτει ακόμα ένα είδος καταστολής, την βιο-καταστολή. Αυτό πραγματοποιείται μέσω της διατροφής και συγκεκριμένα μέσω των μεταλλαγμένων τροφίμων, όπου εταιρείες όπως οι Syngenta, Aventis, Monsanto, επιδιώκουν να ελέγξουν παραγωγούς και καταναλωτές αποκτώντας τον πλήρη έλεγχο της αγοράς τροφίμων. Επιπλέον προσπαθούν να πείσουν ότι με την καλλιέργεια Γ.Τ.Ο. (Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών) αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά το ζήτημα της πείνας (κι εμείς νομίζαμε ότι για την πείνα έφταιγε η απληστία των λίγων, οι πόλεμοι, η αφαίμαξη πρώτων υλών κι αγαθών και τόσα άλλα). Αρωγοί τους, φυσικά, σε αυτή την προσπάθεια είναι βεβαίως και τα κράτη επιτρέποντας οι αποστολές τροφίμων υπό τον μανδύα της «ανθρωπιστικής βοήθειας» να γίνονται με την χρήση Γ.Τ.Ο.. Οι πεινασμένοι αποτελούν – γι ακόμη μια φορά � τα σύγχρονα πειραματόζωα των δοκιμών τους. ’λλωστε όταν πριν από λίγο καιρό η Ζάμπια αρνήθηκε την εισαγωγή Γ.Τ.Ο. της επιβλήθηκε ως κύρωση η μη αποστολή βοήθειας. Όμως, η κυριότερη μορφή αιχμαλωσίας κι εξάρτησης των αγροτών από τις εταιρείες βρίσκεται στην διανομή των σπόρων. Ανατρέποντας την αποκτημένη εμπειρία αιώνων του ανθρώπου που του επιτρέπει να αναπτύσσει κατάλληλους για το φυσικό περιβάλλον σπόρους (π.χ. σπόροι που επιβιώνουν στη ξηρασία), οι εταιρείες βιοτεχνολογίας απαγορεύουν στον καλλιεργητή να κρατά σπόρους για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο ή να δίνει σπόρους σε τρίτους υποχρεώνοντάς τον να αγοράζει σπόρους κάθε φορά. Σαν ένας σύγχρονος μεταλλαγμένος μπάτσος μπορεί να εισβάλει και να ψάχνει στους χώρους του καλλιεργητή για να βεβαιωθεί ότι δεν έχει κρατήσει σπόρους ενώ ταυτόχρονα δεν επιτρέπει την χρήση φυτοφαρμάκων άλλης εταιρείας (σε πολλές περιπτώσεις οι Γ.Τ.Ο μιας εταιρίας είναι έτσι φτιαγμένοι ώστε να δέχονται χημικά μόνο της εταιρίας που τα δημιούργησε). Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι, με τον έναν ή άλλο τρόπο, οι σπόροι είναι μονής καλλιεργητικής διάρκειας και μόνο. Παράλληλα, επίθεση δέχονται και ομάδες πληθυσμού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα οι ιθαγενείς της Βραζιλίας, όπου η άγνωστη σε αυτούς � ως έννοια � ατομική ιδιοκτησία προσπερνιέται κι επιβάλλονται οι «νόμοι για τα πνευματικά δικαιώματα που σχετίζονται με το εμπόριο» – TRIPS. Με τα trips εταιρείες κατοχυρώνουν την ιδιοκτησία και πατεντάρουν φυτικές ποικιλίες, φυλές ζώων, γονίδια, βακτήρια κλπ. Για παράδειγμα στη Βραζιλία δύο μεγάλες εταιρείες έχουν πατεντάρει 55.000 φυτικά είδη της χώρας, ενώ μια άλλη έχει πάρει ευρεσιτεχνία για ένα πανάρχαιο δένδρο στην Ινδία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι αγρότες είναι υποχρεωμένοι να αγοράσουν σπόρους από την εταιρεία αν θέλουν να συνεχίσουν να καλλιεργούν. Η εξάρτηση, δηλαδή, του καλλιεργητή από τις εταιρείες είναι απόλυτη κι ολοκληρωτική δημιουργώντας ασφυκτικές συνθήκες επιβίωσης. Στον ελλαδικό χώρο, τώρα, οι κριτικές που ακούγονται συνήθως περιορίζονται στο πόσο βλαβεροί είναι οι Γ.Τ.Ο. για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον, ενώ αναφέρονται ελάχιστα στις συνθήκες επιβολής κι αιχμαλωσίας που διαμορφώνουν οι εταιρείες με την σύμπραξη του κράτους.

Γεγονός είναι ότι στο όνομα της «προόδου» και της «καταπολέμησης της πείνας» προσπαθούν να ελέγξουν απόλυτα τις διατροφικές συνήθειες κι επιλογές μέσω της επιβολής μεγαλύτερου ελέγχου και δημιουργώντας εξάρτηση στους καλλιεργητές. Αιτήματα του στιλ «υποχρεωτική σήμανση στα μεταλλαγμένα τρόφιμα» και οι θεαματικές τηλε-παρεμβάσεις αναδεικνύουν μόνο ένα μερικό � και πολλές φορές ανώδυνο – ζήτημα του προβλήματος. Απέναντι σε αυτή την κοινή στάση εταιρειών και κράτους η αντίσταση προέχει να έχει χαρακτηριστικά ολικής αντιπαράθεσης με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς και το πλέγμα σχέσεων που τους περιβάλλει.

Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται διάφορες ομάδες όπως το ELF στις ΗΠΑ ή οι Rezende Hazen στην Ολλανδία, πραγματοποιώντας δυναμικές ενέργειες � σαμποτάζ � όπως κάψιμο καλλιεργημένων με Γ.Τ.Ο. εκτάσεων, καταστροφή μεταλλαγμένων προϊόντων κ.α., αντιστεκόμενοι έμπρακτα στην εξουσιαστική/καπιταλιστική φαυλότητα. Εμμονές σε αποσπασματικά αιτήματα (π.χ. σήμανση προϊόντων Γ.Τ.Ο.), χωρίς το πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης μπορούν, ίσως, να κερδίσουν μάχες αλλά όχι τον πόλεμο.

Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας

Πηγές:

Περιοδικό ξ5

Η άλλη Αμερική, εκδόσεις Νησίδες

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Διαδρομή Ελευθερίας (Αριθμός φύλλου 26 – Ιούνιος 2004)απ’ όπου και αναπαράχθηκε εδώ.

//

<img src=”http://visit.geocities.yahoo.com/visit.gif?us1251030618″ mce_src=”http://visit.geocities.yahoo.com/visit.gif?us1251030618″ alt=”setstats” border=”0″ width=”1″ height=”1″>1

Categories
Ασύμμετρη Απειλή

Υπέρ του ανόμου συλλόγου κακοδαιμονιστών – Αλάστωρ

Υπέρ του ανόμου συλλόγου κακοδαιμονιστών – Αλάστωρ (Ασύμμετρη Απειλή)

Θεσσαλονίκη, Νοέμβρης 2005


Σ’ αέναη κίνηση, διαρκή/ ελεύθερα διάλεγες το δρόμο
Και με βία μοναδική/ έσπαγες ηθική και νόμο – Γκαίτε

Μόλις τώρα ξύπνησε η αίσθηση της εκδίκησης στην καρδιά του Φάουστ και ντύθηκε τα στολίδια της μεγάλης και ευγενούς αποστολής. Η σκέψη διαπέρασε την ψυχή του: να εκδικηθεί η ανθρωπότητα τους καταπιεστές της! ένα πάθος περήφανο άναψε στο στήθος του: να χρησιμοποιήσει τη δύναμη του διαβόλου, για να αποδώσει δικαιοσύνη στους υποκριτές και στους κακοποιούς. Φώναξε στο διάβολο « πετάξου στο παλάτι και στραγγάλισε εκείνον που παίζει παιχνίδια σε βάρος της αρετής! Κατέστρεψε αυτόν που αμείβει τους προδότες κι εν γνώσει του ποδοπατεί το δίκαιο! Πάρε εκδίκηση για την ανθρωπότητα! Τρέξε και σκότωσε! Γίνε το βέλος της εκδίκησης! – Φρίντριχ Κλίγκερ

Ολόκληρη η Γερμανία, η Γαλλία και περιοχές της Ιταλίας έχουν ξεσηκωθεί. Ο Κύριος αρχίζει το παιχνίδι του και τα μαχαίρια βγαίνουν- Εμπρός λοιπόν, έφτασε ο καιρός να κυνηγήσουμε τους απατεώνες σα σκυλιά! Εμπρός ! Μη δείχνετε οίκτο, ξεχάστε τα ευγενικά λόγια του Ησάϋ- Πηγαίνετε στις πόλεις και στα χωριά, ενωθείτε με τους αγρότες, τους εργάτες των ορυχείων και τους άλλους συντρόφους-Εμπρός έφτασε ο καιρός! Εσείς οδηγείτε το χορό. Μην αφήνετε τα σπαθιά σας να κρυώσουν. Χτυπάτε, κλιγκ, κλαγκ, στο αμόνι του Νεβρώδ, και γκρεμίστε το κάστρο! – Τόμας Μύντσερ

Εμπρός λοιπόν φίλοι μου! συντρίψτε! Τινάξτε στον αέρα, ανατρέψτε αυτήν την κοινωνία, που δεν σας ταιριάζει! – Γράκχους Μπαμπέφ

Η βία που χαρακτηρίζει αυτή τη στιγμή είναι αυτοσκοπός, γιορταστική ανατροπή, μακρια από κάθε χρησιμοθηρική έννοια. Μια βία η οποία φαίνεται πως είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ,σε κάθε χώρο και χρόνο, έκρηξης της καταπιεσμένης ανθρώπινης φύσης. – Γιώργος Βλάχος

Παρατηρήσεις πάνω στην έκδοση

1) Η επιλογή των κειμένων και των γεγονότων που αναφέρονται στην ανά χείρας μπροσούρα είναι καθαρά υποκειμενική, και η όλη δουλειά καθαρά ερασιτεχνική (και χαιρόμαστε πολύ γι αυτό…). Τις «αντικειμενικές έρευνες» και την «επαγγελματική δουλειά» τα αφήνουμε στα χέρια της διανοουμενίστικης μούχλας. Η θεωρία μπορεί να αναπνεύσει μόνο στον καθαρό αέρα της πράξης και της δράσης και όχι στα σκουριασμένα μυαλά του ακαδημαϊσμού και της αδράνειας (ακόμα και όταν αυτή φορά «επαναστατικά» lifestyle ενδύματα σαν το χιπισμό, τον ντεμπορισμό, την βανεγκεμίστικη «επανάσταση της καθημερινής ζωής», τον δήθεν «ιλλεγκαλισμό» του μπάφου κλπ κλπ).

2) Η πρώτη έκδοση έγινε τον Νοέμβριο του 2005, με τίτλο «η παράνομη επανάσταση», τίτλος βεβιασμένος και αποτυχημένος (μη παράνομη επανάσταση άλλωστε δεν υπάρχει…). Η νέα έκδοση είναι συμπληρωμένη και λίγο πιο προσεγμένη, όμως το ίδιο ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗ με την πρώτη.

3) Η επανέκδοση κρίθηκε αναγκαία, καθώς με τη ληστεία της εθνικής τράπεζας στο κέντρο της Αθήνας και τη σύλληψη του συντρόφου Γιάννη Δημητράκη για τη ληστεία, βρήκαν την ευκαιρία κάτι ξεχασμένοι και γραφικοί «αναρχικοί» («Ομοσπονδία αναρχικών ελλάδας», καθώς κι ένας Κάιν, ’Αβελ, ’Αβερελ, κάτι τέτοιο τέλος πάντων…) να επιτεθούν στους «αντεπαναστάτες» που προβοκάρουν το καλό όνομα του κοινωνικού αναρχισμού με την «αψυχολόγητη» βία τους. Ολόκληρη όμως η ιστορία της ανθρώπινης απελευθέρωσης είναι ιστορία που έγραψαν οι «ανεγκέφαλοι προβοκάτορες» εναντίον της «ψύχραιμης» και συμβιβασμένης παραφροσύνης. Τέτοιες ιστορίες προβοκάτσιας παρουσιάζει και η παρούσα μπροσούρα.

4) Η ονομασία της μπροσούρας προέρχεται απ τον «σύλλογο κακοδαιμονιστών» που, σύμφωνα με τον ρήτορα Λυσία, ίδρυσε ο βέβηλος και ιερόσυλος αθηναίος Κνησίας για να χλευάζει και να εμπαίζει τους θεούς και τους νόμους της Αθήνας.

1.

«Νόμος τύραννος εστί των ανθρώπων, πολλά παρά φύση βιάζεται» – ΙΠΠΙΑΣ

Συχνά πολλοί και διάφοροι διανοούμενοι, κατ όνομα αντιεξουσιαστές , ξετρυπώνουν απ΄ τους ακαδημαϊκούς τους πύργους για να κάνουν δηλώσεις νομιμοφροσύνης, καταδικάζοντας βίαιες και παράνομες πράξεις ( « εμείς οι αναρχικοί δεν είμαστε κλέφτες ή ληστές ή δολοφόνοι…). Οι τσανακογλείφτες του καθωσπρεπισμού και του (ομολογημένου ή ανομολόγητου) πασιφισμού εμφανίζονται ως θεματοφύλακες της «επαναστατικής ηθικής» απέναντι στον «ατομικιστικό αμοραλισμό».

Κατ΄ αρχάς να τονίσουμε ότι ακόμα κι εκείνοι που εμφάνισαν τον εαυτό τους ως αμοραλιστή (όπως για παράδειγμα ο Νίτσε ή ο Νετσάγιεφ), ουσιαστικά είχαν μια δική τους ατομική ηθική, ένα αξιακό σύστημα, που πολεμούσε το «επίσημο» αξιακό σύστημα, μάχονται την ηθική που επέβαλλε έξωθεν η κυριαρχία σε κάθε άτομο, με τη βίαιη διαδικασία της κοινωνικοποίησης. Οπότε, ακόμα και οι «αμοραλιστές», στην ουσία είναι βαθιά ηθικά άτομα. Κανένας πολιτικάντης δεν μπορεί να εμφανίζεται ως προστάτης του παρθενικού υμένα της «επαναστατικής ηθικής». Πράξεις φαινομενικά ανήθικες στα μάτια των ηθικολόγων μας, όπως π.χ. ληστείες και δολοφονίες, στην ουσία έχουν βαθιά ηθική ρίζα που πηγάζει από ένα ατομικό ή συλλογικό αξιακό σύστημα που μάχεται το αντίπαλο αξιακό σύστημα της «κρατικής ηθικής»

Ο ένοχος, δηλαδή ο παραβάτης του νόμου, είναι εκείνος που ασκεί μια έμπρακτη κριτική του νόμου και της κοινωνίας γενικά. Η στάση αυτή είναι μια ηθική στάση. Η ενσυνείδητη παράβαση του νόμου δηλώνει ότι έχουμε να κάνουμε με μιαν ηθική προσωπικότητα-το κράτος, χρησιμοποιώντας το μονοπώλιο της υλικής βίας, την εξουσία με την οποία περιβάλει τα όργανα του, υποχρεώνει τους πολίτες να είναι νομιμόφρονες, να συμπεριφέρονται σύμφωνα με το Δίκαιο, δηλαδή να εξασφαλίζει τους όρους εκείνους που χρειάζονται για να λειτουργήσει η κοινωνική μηχανή σύμφωνα με τους σκοπούς της κυρίαρχης καπιταλιστικής τάξης .Με την τήρηση της νομιμότητας η κοινωνική μηχανή δουλεύει υπέρ των κυρίαρχων καπιταλιστών.

Η νομιμότητα είναι υποταγή στην εκμετάλλευση, η παραδοχή της αδικίας. Η μη συμμόρφωση προς το Δίκαιο της κυρίαρχης τάξης είναι αντίδραση στην αδικία. Η παρανομία, η κατάλυση του Δικαίου είναι καταστροφή των δομών της εκμεταλλευτικής ταξικής κοινωνίας- οι «ένοχοι» τέτοιων «εγκλημάτων», αυτοί που δίνουν ένα τέτοιο περιεχόμενο και νόημα στη ζωή τους, που αποδύονται σε έναν τέτοιο αγώνα, αποδεχόμενοι όλες τις τρομαχτικές συνέπειες- αναμφισβήτητα ενσαρκώνουν την υψηλότερη ηθική συνείδηση που μπορεί να φανταστεί κανείς, και πραγματώνουν την κατεξοχήν ηθική πράξη

Με μία φράση λοιπόν:
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Ή ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΗ
Ή ΔΕ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ!!!

2.

Η παρανομία είναι βαθιά δεμένη με την επαναστατική πράξη. Από την αρχαιότητα κιόλας οι κάθε είδους επαναστάτες χρησιμοποιούσαν παράνομα, βίαια και ληστρικά μέσα αγώνα. Πρώτοι πρώτοι οι εβραίοι ζηλωτές δημιούργησαν ένα αντάρτικο- ληστρικό σώμα ( κάτι σαν στρατιωτικό σκέλος του εσαϊκού κινήματος), με στόχο την απελευθέρωση του λαού απ την ρωμαϊκή κυριαρχία και τη δημιουργία μιας αντιιεραρχικής κομμουνιστικής ( αλλά βαθιά θρησκευτικής) κοινωνίας ισότητας. Οι ζηλωτές είναι για την Παλαιστίνη ότι και οι αντάρτες πόλεων στη νότια Αμερική. Έχουν τα ίδια ακριβώς κίνητρα μ αυτούς. Την ίδια απόγνωση, γιαυτό και τον ίδιο τρόπο δράσης, παρακινδυνευμένης τόλμης, αδίστακτου θάρρους. Το μίσος τους στρέφεται τόσο κατά των ρωμαίων κατακτητών, όσο και κατά της άρχουσας τάξης των εβραίων…

Η παράνομη δράση των ζηλωτών είναι τεράστια. Απαγωγές, ληστείες και δολοφονίες τραντάζουν όλη την Παλαιστίνη. Ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος τους περιγράφει ως « ληστές, πλάνους και απατεώνες που κήρυτταν κάθε είδους νεωτερισμούς. Μοναδικό τους πάθος ήταν η υπέρμετρη αγάπη για ελευθερία- εξόντωσαν τους πιο ευγενείς με το πρόσχημα ότι έτσι έσωζαν την ελευθερία- διέσχιζαν από άκρη σε άκρη την εβραϊκή γη, λεηλατούσαν τα σπίτια των πλουσίων- και από μέρα σε μέρα όλο και διαδιδονταν αυτή η καταστρεπτική αρρώστια. Γιατί πήραν πολύ κόσμο με το μέρος τους οι εισηγητές του δόγματος αυτού, αγνώστου μέχρι εκείνη την εποχή».

Οι ζηλωτές αποκαλούνταν απ τους εχθρούς τους σικάριοι (από τη sica, κοντή και κυρτή λεπίδα, που έμπηγαν στις πλάτες των εχθρών τους). Αρχικά ξεκίνησαν με εκκαθαρίσεις κατά πλουσίων ιουδαίων που για να διατηρήσουν την περιουσία τους έκλειναν συμφωνίες με τους ρωμαίους. Πρώτο τους θύμα, σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο, ήταν ο αρχιερέας Ιωνάθαν. Εκτελούσαν δολοφονίες μέρα μεσημέρι, μέσα στο κέντρο της πόλης, αναμειγνύονταν κυρίως σε γιορτές με το λαό και μαχαίρωναν τους εχθρούς τους με μικρά στιλέτα, που είχαν κρυμμένα κάτω απ τα ρούχα τους. Όταν τα θύματα έπεφταν στο έδαφος συμμετείχαν στις εκδηλώσεις αγανάκτησης και εξ αιτίας της ατάραχης συμπεριφοράς τους περνούσαν απαρατήρητοι.

Το ζηλωτικό κίνημα κατέληξε στην γενικευμένη εξέγερση του 67 στην Ιερουσαλήμ. Εκεί οι επαναστάτες ζηλωτές κατάσφαξαν όχι μόνο τους ρωμαίους κατακτητές αλλά και πλούσιους, ιερείς και χαφιέδες. Όλα ξεκίνησαν όταν ένα Σάββατο λιγοστοί σικάριοι επιτέθηκαν στον πύργο Αντωνία και στο εξαιρετικά οχυρωμένο βασιλικό παλάτι της Ιερουσαλήμ. Ως αντεκδίκηση για τη σφαγή των ρωμαίων φρουρών, οι αρχές έσφαξαν χιλιάδες ιουδαίους των γύρω περιοχών (μόνο στη Δαμασκό σκοτώθηκαν 18.000 άτομα). Παρά τις σφαγές, η επανάσταση ξέσπασε και καθημερινά εκτελούνταν ρωμαίοι κατακτητές και όχι μόνο… Η επανάσταση έληξε το 71 με νικητές τους ρωμαίους: Εκατοντάδες χιλιάδες θύματα κόστισε η σφαγή, η Ιερουσαλήμ είχε ερειπωθεί, όπως κάποτε η Καρχηδόνα και η Κόρινθος, η γύρω περιοχή, ανακηρύχθηκε ιδιοκτησία του αυτοκράτορα. Οι βαρύτατοι φόροι, που έφταναν ως το ένα πέμπτο της πρώτης σοδειάς, βάραιναν τους ηττημένους…

3.

Όμως, κατά σατανική σύμπτωση το 1342 ξεσπά στην Θεσσαλονίκη μια ταξική επανάσταση γνωστή ως κομούνα των ζηλωτών. Οι επαναστάτες ληστεύουν όχι μόνο τους πλούσιους, αλλά και τις εκκλησίες και τα μοναστήρια (χριστιανικά αυτή τη φορά). Ο αυτοκράτορας Καντακουζηνός γράφει πως όταν επικράτησε το κίνημα των ζηλωτών, οι επαναστάτες μπήκαν στα σπίτια των ευγενών, τα γκρέμισαν και έκλεψαν την περιουσία τους. Ο ιστορικός Γρηγοράς γράφει : «και έβλεπε ο καθένας χωρισμένο σε δύο μερίδες το γένος των ρωμαίων σε κάθε πόλη, σε κάθε επαρχία. Από την μία μεριά ήταν οι φρόνιμοι, οι πλούσιοι, οι ευγενείς, οι γραμματισμένοι και από την άλλη οι άμυαλοι, η φτωχολογιά, οι αγράμματοι. Από την μεριά το κόμμα που είχε νομιμόφρονες ιδέες και από την άλλη το κόμμα που δεν ήξερε τι έκανε, που γύρευε τις επαναστάσεις και χαιρόταν στα αίματα (…) όπως τα κύματα της θάλασσας που οι άγριοι άνεμοι με ευκολία τα φουσκώνουν, βυθίζοντας με όλο τους το πλήρωμα τα κακόμοιρα καράβια, έτσι κι αυτοί ξεθεμελιώνοντας με ακράτητη μάνητα τα σπίτια εκείνων που είχαν χρήματα, αλύπητα και χωρίς καμιά δικαιολογία τους έσφαζαν τους δυστυχισμένους… Έτσι λοιπόν, σαν να έπεσε στην πόλη άγριος ανεμοστρόβιλος, η πλεμπάγια βγήκε στους δρόμους και ρίχνονταν πάνω στους πλούσιους με μεγάλη λύσσα και μανία σαν να ήταν εισβολείς, και άρπαξαν σα ληστές το βιος των σπιτιών και όσους έβρισκαν τους έσφαζαν, γεμίζοντας έτσι τις πλατείες της πόλης με ποτάμια από το αίμα των συμπολιτών τους. Σε αυτήν τη δυστυχία κατάντησαν όσοι είχαν αξιώματα και ήταν το καμάρι της Θεσσαλονίκης και αιτία ήταν η περιουσία τους…» Ο λόγιος Δ. Κυδώνης περιγράφει: «άλλους (απ τους ευγενείς) τους έβγαζαν από τα σπίτια τους σχεδόν γυμνούς, μόνο ένα λεπτό φόρεμα σκέπαζε τα μέλη τους- τους είχαν δεμένους με ένα σχοινί από το λαιμό και τους έσερναν σα σκλάβους. Εδώ ένας δούλος έσπρωχνε τον αφέντη του, παραπέρα ένας σκλάβος κείνον που τον είχε αγοράσει. Ο χωρικός έσπρωχνε τον στρατηγό, ο αγρότης τον στρατιώτη. Από παντού ακούγονταν η βοή και τα δάκρυα εκείνων που σέρνονταν στους δρόμους, που τους τσαλαπατούσαν και τους έσφαζαν.»

Οι ευγενείς τρομοκρατημένοι έμεναν κλεισμένοι στα σπίτια τους: «όπως οι μελλοθάνατοι τρέμουν μπροστά στο φάσμα του θανάτου, έτσι και οι ευγενείς έτρεμαν από τον ίδιο φόβο όταν έβλεπαν τους ζηλωτές να έρχονται. ’λλοι δεν μπορούσαν καν την όψη των ζηλωτών να υποφέρουν. ’λλοι πάλι τρυπώνανε κάτω απ τα κρεβάτια των γειτόνων τους. ’λλοι κρύφτηκαν μέσα σε πηγάδια κι άλλοι μέσα στα ιερά των εκκλησιών, πουθενά όμως δεν τους χωρούσε ο τόπος και παντού η τρομάρα τους παρακολουθούσε…»

Παρ ότι το ζηλωτικό κίνημα ξεκίνησε ως μια απλή απόπειρα αντικατάστασης του αυτοκράτορα Καντακουζηνού με τη δημοφιλέστερη δυναστεία των Παλαιολόγων, σιγά σιγά απέκτησε καθαρά επαναστατικό και αντιφεουδαρχικό χαρακτήρα. Ο Γ. Κορδάτος τους συγκρίνει μάλιστα με τους «λυσσασμένους» της γαλλικής επανάστασης, και συμπληρώνει ότι οργάνωσαν το καθεστώς τους πάνω σε κομμουνιστικές/ισοπεδωτικές βάσεις.

Ο αυτοκράτορας, μη μπορώντας να καταστείλει την κομούνα ζητά τη βοήθεια του τουρκικού στρατού: οι τούρκοι, ύστερα από γερή αντίσταση των ζηλωτών, πήραν τη Θεσσαλονίκη και την παρέδωσαν στον Καντακουζηνό… Η Σαλονίκη για μέρες βουτήχτηκε στο αίμα και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο «νόμιμος» μητροπολίτης έβγαζε λόγους στις εκκλησίες για την ειρήνη και την ομόνοια των πολιτών, ξορκίζοντας τους δαίμονες (τους ζηλωτές). Φτιάνει μάλιστα και μια προσευχή και παρακαλεί το θεό να βοηθήσει ώστε στο μέλλον να βασιλέψει η κοινωνική αρμονία και οι λαϊκές μάζες με λόγο και έργα να υπακούν και να σέβονται τους «θειότατους βασιλείς» που τους εδικαίωσε ο θεός να βασιλεύουν στη Γη… Στις αρχές δε του χινοπώρου του 1349 μπήκε πια «νικητής» και «εκδικητής» ο Καντακουζηνός μέσα στο κάστρο της πατώντας πάνω στα πτώματα της ηρωικής Κομμούνας της Σαλονίκης, που μέσα σε εφτά χρόνια αιματηρής και δημιουργικής πάλης έγραψε μια λαμπρή και ένδοξη σελίδα στη νεότερη ιστορία.

Έκτοτε, λοιπόν, η τάξη βασιλεύει πάνω απ τη Θεσσαλονίκη…

4.

Επί οθωμανοκρατίας, σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας εμφανίζονται ληστρικές συμμορίες με έντονο αντιοθωμανικό και πολλές φορές αντιεξουσιαστικό /αντικρατικό χαρακτήρα. Οι χαϊντούκοι στη Βουλγαρία, οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο, οι χαϊνηδες στην Κρήτη, οι εφέδες και οι ζεϊμπέκοι στη Μικρά Ασία κ.τ.λ. Το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις στην επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας προκαλώντας εκτεταμένες συγκρούσεις, εξεγέρσεις και επαναστάσεις ( «η εξέγερση των κλεφτών προσφέρει το πρότυπο πάνω στο οποίο οι αγροτικές μάζες θα σφυρηλατήσουν προοδευτικά την επαναστατική τους ιδεολογία και συμπεριφορά»).

Όσοι δεν ανέχονται την καταπίεση και την αυταρχική συμπεριφορά των χωροδεσποτών και των εκπροσώπων της κρατικής εξουσίας καταφεύγουν στα κρησφύγετα των όρεων της περιοχής τους και αναλαμβάνουν ένοπλο αγώνα εναντίον της εξουσίας.

Σύμφωνα με τον λαογράφο Ν.Γ. Πολίτη η μεταμόρφωση του φιλήσυχου αγρότη σε ληστή ή αντάρτη είναι φυσικό επακόλουθο της στυγνής καταπίεσης της τουρκικής εξουσίας σε όλες τις χώρες της βαλκανικής : « και εν Βουλγαρία και εν Σερβία αι καταπιέσεις των τούρκων δυναστών μεταβάλλουν εις χαϊδούκον τον ειρηνικόν αγρότην»

Τα βουνά γέμισαν με λησταντάρτες, καθώς σύμφωνα με τη λαϊκή παροιμία : ο λύκος αν στεναχωρεθεί, κατεβαίνει στο χωριό, ο σκλάβος, αν στεναχωρεθεί, ανεβαίνει στο βουνό.

Σ αυτές τις ληστρικές συμμορίες με έντονο αντικρατικό χαρακτήρα, δε χωρούν εθνικοί διαχωρισμοί. Έλληνες, αλεβήτες, κούρδοι, ζαζάδες, αρμένιοι ,τσερκέζοι, ταχτατζήδες, νομάδες γουρύκοι, τούρκοι, βόσνιοι, βούλγαροι : « οι κατατρεγμένοι από το νόμο, δεν είχαν περιθώρια για εθνικές διακρίσεις» Το ελεύθερο λαϊκό επαναστατικό πνεύμα των κοινωνικών ληστών, οι οποίοι δεν κάνουν διάκριση ως προς τη φυλετική καταγωγή, θρήσκευμα και την εθνική συνείδηση των αδικημένων αλλά προστατεύουν και υπερασπίζονται αδιακρίτως τους ανθρώπους του λαού…

5.

Στη Μικρά Ασία, εμφανίζονται οι λησταντάρτες, γνωστοί ως ζεϊμπεκοι, οι οποίοι αντιστέκονται με ζήλο στην κεντρική οθωμανική εξουσία. Είναι ριψοκίνδυνοι, γενναίοι, βοηθούν τους φτωχούς ( ο ληστής Τσακιτζής έμεινε γνωστός ως Ρομπέν της Ανατολής). Οι ζεϊμπέκοι συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική ζωή, χτίζουν τεμένη, γέφυρες, σχολεία, επισκευάζουν βρύσες και κρήνες, ανοίγουν πηγάδια, τιμωρούν τους χαφιέδες και τους αυταρχικούς τοπικούς ηγέτες, ληστεύουν κρατικές χρηματαποστολές και εύπορους έμπορους, παίρνουν λύτρα από γαιοκτήμονες.

Η σύγχρονη αντίληψη για τους ζεϊμπέκους είναι ότι στην πλειονότητά τους διακρίνονται από αντικρατική και αντιεξουσιαστική συμπεριφορά, στρέφονται εναντίον των προεστών, οι οποίοι φέρονται άδικα κι απάνθρωπα, και εναντίον της κρατικής βίας και καταπίεσης καθώς και της κακής διοίκησης και διεκδικούν τη δικαίωση των λαϊκών τάξεων. Στην πλειονότητά τους παίρνουν ενεργό μέρος στους κοινωνικούς και μπορεί, ίσως, να θεωρηθεί ότι είναι τυπικά δείγματα επαναστατών… Η αντιεξουσιαστική και αντικρατική δράση τους ορίζεται ως πραγμάτωση συγκεκριμένων αξιών- απονομή δικαιοσύνης, προάσπιση του δικαίου των καταπιεζομένων και φτωχών, διαρκής αγώνας εναντίον της απανθρωπιάς και της τυραννίας. Είναι ιδεολόγοι επαναστάτες με αδιαμόρφωτη, από θεωρητικής άποψης, πρωτογενούς μορφής, αντικαταπιεστική-αντικρατική αντίληψη, οι οποίοι προσδοκούν μια κοινωνία ισότητας, κοινωνικής ελευθερίας και οικονομικής άνεσης. Η δράση των κοινωνικών ληστών στη Μικρασία ξεκινά το 16ο αιώνα, όπου η λαϊκή απήχηση είναι τόσο έντονη, ώστε ο έλεγχος χάθηκε από την κυβέρνηση και δημιουργήθηκε « ατύπως ανεξέλεγκτη κοινωνική ατμόσφαιρα, καθώς οι ποικίλες συμμορίες ληστών αποκτούν μεγάλη δύναμη και επεμβαίνουν στη ζωή του λαού της περιοχής». Το 1624 ο ληστής Τζεννέτογλου μαζεύει πλήθος χωρικών και επαναστατεί ανοιχτά κατά της κρατικής αδικίας. Η λαϊκή εξέγερση πνίγεται στο αίμα και ο Τζεννέτογλου δολοφονείται- το 1658 ο Μπουλούμπακση οργανώνει συμμορία, αλλά δολοφονείται απ΄ το διώκτη τωβ ανταρτών Σερντάρ Αλή Πασά. Οι «μπουλουμπακσήδες» αντεπιτίθενται στα 1672 και ως το 1699 κάνουν επιθέσεις κατά της κεντρικής διοίκησης του Αϊδινίου και των διπλανών κωμοπόλεων. Ο ληστής Μουσταφά τρομοκρατούσε από το 1735 ως το 1739 τους κοτζαμπάσηδες της δυτικής Μ. Ασίας . Ως τις αρχές του 20ου αιώνα οι εξεγέρσεις και οι ληστείες ήταν πάμπολλες (μόνο στο βιλαέτι της Σμύρνης στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν 39800 ζεϊμπέκοι!). Η αντίστοιχη όμως κρατική καταστολή είναι τεράστια : «Στο Αϊδίνι έσφαξαν τους ζεϊμπέκηδες κατά ένα τρόπο που η ανείπωτη θηριωδία του θυμίζει τις άγριες σφαγές των αρμενίων… Ούτε αιχμαλώτους έκαναν ούτε πληγωμένοι υπήρχαν: κάθε ζεϊμπέκης που έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, σφάζονταν.» «Αφού έκοψαν τα κεφάλια των σκοτωμένων τα πέρασαν στα κάγκελα του κονακιού σαν παράδειγμα προς αποτροπήν.»

Όμως, δεν ήταν μόνο η έντονη καταστολή. Πολλοί ζεϊμπέκοι πέρασαν στην αντίπερα όχθη και γίναν διώκτες ληστών για να εξασφαλίσουν αμνηστία και άλλα προνόμια (όπως ακριβώς έγινε και με τους κοινωνικούς ληστές του ελλαδικού χώρου). Τελευταία αναλαμπή ήταν ο Τσακιτζής, που στα 1899 οργάνωσε λησταντάρτικη συμμορία με έντονη φιλολαϊκη και αντιεξουσιαστίκη δράση. Ο Τσακιτζής σκοτώθηκε έπειτα από πεισματική μάχη 48 ωρών στην περιοχή Ναζιλλί το 1912. Η φήμη του απέκτησε και διατηρεί διαστάσεις θρύλου. Ο θάνατος του Τσακιτζη οριοθετεί και την λήξη της κοινωνικής ληστείας με πρωταγωνιστές τους ζεϊμπέκους στη σύγχρονη Τουρκία»

6.

Εκτός από τους ζεϊμπέκους, στην περιοχή της Σμύρνης δράσαν και αρκετοί έλληνες ληστές. Γνωστότερος ήταν ο Κατιρτζίγιαννης : «Με τη συμμορία του επιτίθεται κυρίως εναντίον καραβανιών και ταχυδρομείων. Αιχμαλωτίζει εμπόρους, τους απαγάγει στο βουνό και απαιτεί λύτρα για την απελευθέρωση τους»

Το 1852 ένας γερμανός τυχοδιώκτης έγραψε στις σημειώσεις του « στην Σμύρνη και στα περίχωρα κυβερνούν ουσιαστικά οι αντάρτες, οι οποιοί κυκλοφορούν με μαχαίρια και όπλα και τρομοκρατούν τον πληθυσμό» Το δίκτυο επικοινωνίας του Καρτιτζίγιαννη ήταν τόσο οργανωμένο ώστε ήταν σχεδόν αδύνατο να διερευνηθεί από τις αρχές και να διαλυθεί. Η εξόντωσή του έγινε κατορθωτή με τεράστιους κόπους γιατί ο Καρτιτζίγιαννης είχε συνεργάτες ξενοδόχους, ,παντοπώλες,, καφετζήδες ,πολλούς ξένους ακόμα και προξένους ξένων κρατών στη Σμύρνη.

Οι Έλληνες ληστές του δυτικού Αιγαίου ληστεύουν πλούσιους λεβαντίνους της Σμύρνης , απαγάγουν εισαγωγείς , αιχμαλωτίζουν γνωστούς εμπόρους και παίρνουν λύτρα απ το κράτος. Η έξαρση του εθνικισμού, όμως, στην περιοχή οδήγησε τους Έλληνες αντάρτες στην προσχώρηση της Μεγάλης Ιδέας και τους ζεϊμπέκους στον Κεμαλικό επεκτατισμό. Έτσι, με τον συνδυασμό της καταστολής, της προδοσίας από μέσα και του εθνικισμού το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας μαράθηκε σταδιακά στο Βαλκανικό και μικρασιατικό χώρο.

7.

Στο δυτικό κόσμο ο ταξικός πόλεμος έχει θρησκευτική μορφή με κύριους εκφραστές τις αιρετικές χριστιανικές σέχτες (Αναβαπτιστές, Αντινομιστές, Diggers, Ένωση των εκλεκτών κ.λ.π). Ο Γκυ Ντεμπορ όριζε τον αναβαπτιστικό χιλιασμό ως « επαναστατικό, ταξικό αγώνα, που μιλάει για τελευταία φορά τη γλώσσα της θρησκείας.»

Η κοινή συνισταμένη η οποία φαίνεται να διαπερνά όλα αυτά τα αυτόνομα κινήματα( για τα οποία έχουν προταθεί οι συλλογικοί όροι « ριζοσπαστική μεταρρύθμιση» και « αριστερά της μεταρρύθμισης» είναι η εξέγερση ενάντια στο νόμο. Το νόμο ως κανονιστικό θεσμό, θρησκευτικό ή κοσμικό, που την περίοδο αυτή αρχίζει να ορθολογικοποιείται και να γίνεται τόσο πιο αποτελεσματικός όσο ο έλεγχος που ασκεί εκλεπτύνεται.

Οι αιρέσεις και οι σέχτες σε όλη την Ευρώπη ξεπηδούν σα μανιτάρια, και πολλές φορές αποκτούν επαναστατικό χαρακτήρα, προκαλώντας εξεγέρσεις, ληστείες και λεηλασίες. Ζητούν την επιστροφή στον πρωτοχριστιανικό κομμουνισμό και επιτίθενται στο θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Standler, διακηρύσσει πως « όπου υπάρχει ιδιοκτησία, αυτός που την κατέχει είναι εκτός Χριστού και της κοινωνίας του.»

Την πιο γενικευμένη επίθεση στην ιδιοκτησία και το εμπόριο τη βρίσκουμε στο Μύνστερ, με τις απαλλοτριώσεις, την κοινοκτημοσύνη, την κατάργηση του χρήματος. Στην Αγγλία πάλι ομάδες rentes προχωρούν σε μια πιο ριζική πρακτική με ληστείες πλουσίων και λεηλασίες περιουσιών. Ένας από τους θεωρητικούς τους,, ο Α.Coppe γράφει :

«Κοίτα έρχομαι εγώ, ο Κύριός σου, σαν κλέφτης μέσα την νύχτα με το σπαθί μου γυμνωμένο και σου λέω: δώσε μου το πουγκί σου, δώστο μασκαρά, αλλιώς θα σου κόψω το λαιμό… Δώσε τα λεφτά στους ζητιάνους, τους κλέφτες, τις πόρνες και τους πορτοφολάδες ,οι οποίοι είναι σάρκα από τη σάρκα σου και όλοι το ίδιο καλοί στα μάτια μου όσο εσύ».

Οι diggers,τέλος, υποστηρίζουν ότι η ιδιοκτησία οδηγεί στον εξαναγκασμό της μισθωτής εργασίας και στην υποδούλωση του μεγαλύτερου τμήματος της ανθρωπότητας…

Οι σέχτες αποκτούν και αντικρατικό χαρακτήρα προτάσσοντας το φυσικό δίκαιο απέναντι στους θεσμούς, το κράτος και την ιεραρχία. Αρνούνται να πληρώσουν φόρους, απορρίπτουν τα πολιτικά αξιώματα και αρνούνται να υπηρετήσουν στο στρατό («προτάσσουν το όραμα μιας -παρθένας κατάστασης- χωρίς ιεραρχία κι εξουσία»).

8.

Από τις απαρχές κιόλας της χριστιανικής επικράτησης στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία εμφανίστηκαν κινήματα αντίστασης στην καταπίεση των γαιοκτημόνων και της επίσημης εκκλησίας (ακόμα και μοναχοί εξεγείρονταν κατά αυστηρών ηγουμένων στα μοναστήρια!). Από τα πρώτα επαναστατικά κινήματα με θρησκευτική μορφή ήταν οι circumcellionen: Ένα επαναστατικό αγροτικό κίνημα που μάχονταν κατά των γαιοκτημόνων. Σύμφωνα με τον άγιο Αυγουστίνο οι «αιμοδιψείς» αυτοί αιρετικοί «έκλεβαν, λεηλατούσαν, πυρπολούσαν βασιλικές, έριχναν ασβέστη και ξίδι στα μάτια των καθολικών, απαιτούσαν πίσω τα χρεόγραφά τους και εκβίαζαν την απελευθέρωσή τους.» Κυνηγούσαν και χτυπούσαν με ρόπαλα εκκλησιαστικά στελέχη και επισκόπους: Οι circumcellionen θεωρούνταν απ τους αντιπάλους τους επαναστάτες. Διεκδικούσαν τα απαραίτητα για τη διαβίωσή τους και καθοδηγούνταν από κληρικούς, όπως ο περίφημος επίσκοπος Δονάτος της Βάγας. Εκβίαζαν, λήστευαν, λεηλατούσαν, δολοφονούσαν. Μαγείρευαν τα φαγητά τους με ξύλα από τους βωμούς, απελευθέρωναν τους σκλάβους και υποδούλωναν τα αφεντικά. Τους έδεναν στις μυλόπετρες και σκορπούσαν τέτοιο τρόμο, που οι ίδιοι οι πιστοί κατέστρεφαν τα χρεόγραφά τους και έμεναν με την ικανοποίηση πως τουλάχιστον είχαν γλιτώσει… Ο Αυγουστίνος επικρίνει διαρκώς τις ¨οργισμένες» επιθέσεις των «turbae (agnima multitudines) circumcellionum»

Όσα τους επιρρίπτει όμως είναι «υπερβολικά», γιατί είναι επηρεασμένος από το μίσος του για αυτούς (Butner), ενώ ο αγώνας των circumcellionen παρά τo γενικά εγκληματικό του χαρακτήρα, «ήταν αντικειμενικά δίκαιος» (Diesner). (Οι δονατιστές) συμμαχώντας με τους circumcellionen λεηλατούσαν και λήστευαν, έκαναν νυχτερινές επιθέσεις, έκαιγαν τα σπίτια και τις εκκλησίες των καθολικών, έκαιγαν τα «ιερά» τους βιβλία στην πυρά και κομματιάζαν ή έλιωναν τα δισκοπότηρά τους…

9.

Στα 1523 ο αιρετικός θεολόγος Τομας Μύντσερ δημιούργησε τον μαχητικό πυρήνα της «Ένωσης των εκλεκτών» με άμεσο στόχο την κοινωνική επανάσταση εναντίον των κυρίαρχων στρωμάτων και τον κομμουνισμό. Το 1525 η «Ένωση» οργάνωσε ένοπλο λαίκο κίνημα στη Θουριγγία, ανέτρεψε την τοπική εξουσία και δημιούργησε ένα ελεύθερα εκλεγμένο συμβούλιο. Έτσι, ξεκινά ένας ανελέητος ταξικός πόλεμος, γνωστός ως «πόλεμος των χωρικών».

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που είχαν οι πόλεμοι των χωρικών ήταν η άναρχη μορφή που πήραν, κυρίως με τη δράση αυτόνομων ομάδων που λεηλατούσαν περιουσίες και κατέστρεφαν μοναστήρια . Ο Λούθηρος επιτέθηκε στους εξεγερμένους με το κείμενό του «εναντίον των ληστρικών και δολοφονικών συμμοριών των αγροτών». Μετά από εκτεταμένες σφαγές, οι οποίες υπολογίζεται ότι είχαν περί τις 100000 θύματα, οι αγρότες ηττήθηκαν και ο Μύντσερ συνελήφθη, βασανίστηκε και αποκεφαλίστηκε.

Αργότερα, εμφανίζεται μια πληθώρα μορφωμένων θεολόγων που δημιουργούν επαναστατικές σέχτες και αντιμετωπίζουν τη λυσσώδη καταστολή του κράτους και της εκκλησίας ( η δίαιτα του Σπένσερ το 1529 αποφασίζει να στείλει όλους τους ενήλικες αναβαπτιστές «απ τη φυσική ζωή στο θάνατο, με το σπαθί ή τη φωτιά, χωρίς προηγούμενη εξέταση μπροστά σε πνευματικούς δικαστές». Στη Μοραβία ο Ηut δημιουργεί αγροτικές κομμούνες που διαλύονται απ τον Φερδινάρδο της Αυστρίας. Το 1534 ο ολλανδός Jan Matthys με μια μαχητική ομάδα κηρύσσει την πόλη Μύνστερ ως «Νέα Ιερουσαλήμ».

Το Φεβρουάριο του 1534 ο Matthys κήρυξε με μια σειρά ομιλιών τη βίαιη επανάσταση με σκοπό την ίδρυση ενός επίγειου βασιλείου του θεού, χωρίς νόμους, δικαστές, ιδιωτική ιδιοκτησία και γάμο. Ομάδες ένοπλων αναβαπτιστών κατέβηκαν στους δρόμους και κατέλαβαν την εξουσία αναίμακτα- Η επανάσταση έδειξε αμέσως τον κοινωνικό της χαρακτήρα: όλες οι ιδιωτικές περιουσίες απαλλοτριώθηκαν, ενώ καταστράφηκαν τα συμβόλαια και τα χρεόγραφα… Απ ότι φαίνεται δεν έλειψαν και εκτελέσεις ατόμων που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τη νέα κατάσταση. To Μάρτιο ο Matthys σκοτώθηκε σε μάχη και την ηγεσία της επανάστασης ανέλαβε ο Ιωάννης του Leyden, ο οποίος όμως αποδείχθηκε σκληρός εξουσιαστής. Τόσο η κρατική καταστολή, όσο και η εξουσιαστική συμπεριφορά του Leyden, που δυσαρέστησε τον εξεγερμένο λαό, προκάλεσαν την πτώση του Μύνστερ το 1535. Το 1567 ιδρύεται στη Βεστφαλία μια κοινότητα ανάλογη μ αυτήν του Μύνστερ. Ταυτόχρονα, ένοπλες επαναστατικές συμμορίες περιπολούν στη γύρω περιοχή ληστεύοντας πλούσιους ευγενείς και ιερείς.

Στην Αγγλία αναπτύχθηκε το κίνημα των « σκαφτιάδων» ( diggers), οι οποίοι ταύτιζαν το νόμο της φύσης με την κοινοκτημοσύνη και την απουσία ιεραρχίας και εξουσίας ( Winstanley: « ο νόμος της ελευθερίας» ). Τα κολεκτιβιστικά πειράματα των diggers καταστάληκαν άγρια απ τους γαιοκτήμονες και το κράτος. Ουσιαστικά, εκεί με τους diggers σταματάει και ο επαναστατικός ρόλος των αιρετικών σεχτών, οι οποίες με εξαίρεση κάποια ξεσπάσματα, μετατρέπονται σε εσωστρεφείς ομάδες.

10.

Στη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα εμφανίζονται πολλοί κομμουνιστές και αναρχικοί επαναστάτες που επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν παράνομα μέσα και μεθόδους (ληστείες, κλοπές, δολοφονίες κλπ). Η συμμορία των « νυχτερινών εργατών» του Ζακόμπ, οι « Αντιϊδιοκτήτες» ( παράνομη αναρχική ομάδα με 50 μέλη!), ο Λουϊ Σαβ, ο Ραβασόλ, οι ρώσοι μηδενιστές, η «συμμορία Μπονό», ο Ντουρρύτι, ο Σαμπατέ, οι τουπαμάρος, η RAF, η Action direct, οι ερυθρές ταξιαρχίες, το κίνημα 2 Ιούνη, η επαναστατική οργάνωση 17 Νοέμβρη.. ο κατάλογος ομάδων και ατόμων είναι ατελείωτος : απαγωγές, ληστείες, διαρρήξεις, κλοπές, άλλοτε για χρηματοδότηση του επαναστατικού αγώνα, άλλοτε για την απελευθέρωση αιχμαλώτων του κοινωνικού -ταξικού πολέμου, άλλοτε ως μέσο αυτοχρηματοδότησης και έμπρακτης κριτικής της μισθωτής σκλαβιάς. Απ την αρχαιότητα ως σήμερα, παρά το πείσμα των ηθικολόγων μας, η αντεξουσία πολλές φορές αποκτά ιδιαίτερα βίαιες μορφές. Ξενίζονται ορισμένοι υποκριτές απ την ξέχειλη λύσσα και την ανηλεή βιαιότητα των επαναστατών απ την αρχαιότητα ως σήμερα, τρομοκρατούνται ( ιδεολογικοποιώντας τη δειλία τους) μπρος στην αιματοροούσα πορεία της πραγματικότητας, ξεχνώντας πως συγκεκριμένες κοινωνικές, οικονομικές και ιστορικές συνθήκες γέννησαν αυτήν την απελπισμένη μανία. Η απίστευτη σε αγριότητα εξουσιαστική βία δημιούργησε και την αντίστροφη βία των καταπιεσμένων («αποκαλούσαν το λαό όχλο και θεωρούσαν πως υπήρχε μόνο και μόνο για να αποτελεί στόχο των πυροβολισμών της φρουράς». Μέσα από τα σπλάχνα των λαϊκών κινημάτων γεννήθηκε η αντίρροπη δύναμη, βίαιη και λυσσασμένη, για να απαντήσει στην κυρίαρχη εξουσιαστική βία. Και για να το καταλάβουν καλύτερα οι ηθικολόγοι «αμφισβητίες» των φοιτητικών εδράνων και της ακαδημαϊκής μούχλας, παραθέτουμε τα λόγια του μαρξιστή αντάρτη και ληστή Πιέρ Γκόλντμαν :

«Γνώρισα το μίσος και δε μου απόμεινε άλλη επιθυμία παρά να γνωρίσω τον εκστατικό πόλεμο, να φλερτάρω τον ίδιο το θάνατο, να εξορκίσω τον τρόμο, να καλλιεργήσω μια ευτυχία, όπου η ζωή θα ξαναζεσταινόταν, θα καιγόταν απ΄ την ίδια την επαφή με το Μηδέν (το απόλυτο)»

Αλάστωρ – Θεσσαλονίκη Νοέμβρης 2005

Ήσυχα μανούλα μου πράσινη βαλανιδιά
’σε με το παλικάρι να σκεφτώ
Αύριο πηγαίνω σε ανάκριση
Μπρος στον τσάρο, τον κριτή τον τρομερό
Και θα με ρωτήσει ο τσάρος, ο κυβερνήτης:
Έλα, πες μου, βρε παιδί του χωρικού
Ποιόν μαζί σου είχες φίλο, ποιόν εχθρό;
Σύντροφοί σου ποιοι είναι, ποιοι οι εχθροί σου;
Ευχαρίστως να σου πω τσάρε ορθόδοξε
Την αλήθεια κι όλα τα καθέκαστα
Τέσσερις σύντροφοι με συνόδευαν
Πρώτος σύντροφος η νύχτα η κατασκότεινη
Δεύτερος σύντροφος το δαμασκί μαχαίρι
Τρίτος σύντροφός μου το άλογο καλόκαρδο
Τέταρτος σύντροφός μου το τεντωμένο τόξο
Ταχυδρόμοι μου εμένα τα πυρωμένα βέλη
Και τι μου λέει ο τσάρος ο ορθόδοξος;
Σε καλό σου, βρε παιδί του χωρικού
Που να ληστεύεις ξέρεις και ν απαντάς
Κι εγώ γι αυτό παιδί μου, θα σε βάλω
Μες στον κάμπο σ έναν πύργο αψηλό
Μ άλλα λόγια, σε δυο ξύλα με θηλιά

(ρώσικο λαϊκό τραγούδι για τον κοινωνικό ληστή Πουγκατσέφ)

Πηγές:

Γιάννης Κορδάτος: Η κομμούνα της Θεσσαλονίκης 1342-1349 – εκδ. επικαιρότητα
Κ. Ντέσνερ: Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – εκδ. Κάκτος
Θωμάς Κοροβίνης: Οι ζεϊμπέκοι της Μικρασίας – εκδ. ’αγρα
Γιώργος Βλάχος: Η συνείδηση ενάντια στο νόμο – εκδ. Έρασμος
Μανόλης Λαμπρίδης: Η σύγκρουση με τον νόμο – εκδ. Έρασμος
Λιλή Ζωγράφου: Αντίγνωση, τα δεκανίκια του καπιταλισμού – εκδ. Αλεξάνδρεια
Αλέξανδρος Πούσκιν: η κόρη του λοχαγού – εκδ. Σύγχρονη Εποχή
Πιερ Γκολντμαν: Σκοτεινές αναμνήσεις ενός πολωνοεβραίου γεννημένου στη Γαλλία – εκδ. Praxis
Αύγουστος Στρίνμπεργκ: Το κόκκινο δωμάτιο – εκδ. Πάπυρος
Φρ. Κλίγκερ: ’νοδος, πτώση και θάνατος του Φάουστ – εκδ. Οξύ
Γκαίτε: Φάουστ – εκδ. Γαβριηλίδης

1

Categories
Uncategorized

Black Block Attack! ACME collective

Black Block Attack !

Ενημέρωση από ένα τμήμα του αναρχικού μαύρου μπλοκ που έδρασε στις 30 Νοέμβρη ’99 στο Σηάτλ

Στις 30 Νοέμβρη, διάφορες ομάδες και άτομα από το “μαύρο μπλοκ” επιτέθηκαν σε πολλές επιχειρήσεις στο κέντρο του Σηάτλ. Ανάμεσα στους στόχους (για να αναφέρουμε μόνο μερικούς) ήταν:

– Η Fidelity Investment (μεγαλομέτοχος στα Δυτικά Πετρέλαια, την πηγή των δεινών για τη φυλή U’wa στην Columbia)

– Η Τράπεζα της Αμερικής, η US Bancorp, η Key Bank και η Washington Mutual Bank (οικονομικοί οργανισμοί-κλειδιά στην επέκταση της οικονομικής καταστολής)

– Η Old Navy, η Banana Republic και η GAP (εταιρείες της Fisher που βιάζουν τη γη στα Βορειοδυτικά δάση και χρησιμοποιούν κακοπληρωμένους εργάτες)

– Η NikeTown και η Levi’s

– Τα McDonald’s (έμποροι φαστ-φουντ που δίνουν μισθούς σκλαβιάς, υπεύθυνοι για την καταστροφή τροπικών δασών και τη μετατροπή τους σε βοσκότοπους, όπως και για σφαγές ζώων)

– Η Starbucks (έμποροι μιας εθιστικής ουσίας, που η συγκομιδή των προϊόντων της γίνεται από αγρότες που εξαναγκάζονται να καταστρέφουν τα ίδια τους τα δάση και με μισθούς κάτω από το όριο της φτώχιας)

– Η Warner Bros (στο μονοπώλιο των media)

– H Planet Hollywood (απλώς γιατί είναι η Planet Hollywood)

Αυτές οι ενέργειες διήρκεσαν περίπου πέντε ώρες. Σπάστηκαν τα τζάμια στις βιτρίνες και τις εισόδους και προκλήθηκαν φθορές στις προσόψεις των κτηρίων. Σφεντόνες, κουτιά εφημερίδων, βαρειοπούλες, σφυριά και λοστοί χρησιμοποιήθηκαν για τη στρατηγική καταστροφή της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων και επίσης για να υπάρχει εύκολη πρόσβαση (ένα από τα τρία Starbucks που έγιναν στόχοι και η NikeTown λεηλατήθηκαν). Χρησιμοποιήθηκαν επίσης αυγά που περιείχαν διάλυμα που καταστρέφει το γυαλί και σπρέι μπογιάς.

Το μαύρο μπλοκ ήταν μια χαλαρά οργανωμένη συλλογικότητα, αποτελούμενη από ομάδες συγγένειας και άτομα που περιπλανήθηκαν στο κέντρο της πόλης. (…) Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των ακτιβιστών που δέχτηκαν δακρυγόνα και άλλα χημικά και σε ορισμένες περιπτώσεις πυροβολισμούς με πλαστικές σφαίρες, το μεγαλύτερο μέρος του δικού μας μπλοκ δεν είχε σοβαρούς τραυματισμούς επειδή ήταν διαρκώς σε κίνηση και απέφυγε την εμπλοκή με την αστυνομία. Ήμασταν σφιχτά πιασμένοι μεταξύ μας και προσέχαμε ο ένας τον άλλον. Όσοι δέχτηκαν επίθεση από τους ομοσπονδιακούς μπράβους, απελευθερώθηκαν εξαιτίας γρήγορων αντανακλαστικών και από οργανωμένα μέλη του μαύρου μπλοκ. Η αίσθηση της αλληλεγγύης προκαλούσε δέος.

Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ

Δυστυχώς, η παρουσία και η επιμονή της “αστυνομίας ειρήνης” ήταν αρκετά ενοχλητική.

Σε έξι τουλάχιστον διαφορετικές περιπτώσεις, οι υποτιθέμενοι “μη-βίαιοι” ακτιβιστές επιτέθηκαν ενάντια σε άτομα που κατέστρεφαν περιουσίες εταιρειών. Μερικοί μάλιστα έφτασαν στο σημείο να σταθούν μπροστά στο πολυκατάστημα της Niketown και να σπρώχνουν το μαύρο μπλοκ. Πραγματικά, τέτοιοι αυτοαποκαλούμενοι “φρουροί της ειρήνης” αποτέλεσαν μεγαλύτερη απειλή για άτομα του μαύρου μπλοκ απ’ ό,τι οι διαβόητα βίαιοι ένστολοι “φρουροί της ειρήνης” του κράτους. (Ακόμα και ασφαλίτες χρησιμοποίησαν ως κάλυψη τους ειρηνοποιούς ακτιβιστές για να στήσουν ενέδρα σε αυτούς που κατέστρεφαν τα μαγαζιά).

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΠΛΟΚ

Η αντίδραση απέναντι στο μαύρο μπλοκ υπογράμμισε κάποιες από τις αντιφάσεις και την εσωτερική καταπίεση του χώρου των “μη-βίαιων ακτιβιστών”. Εκτός από την προφανή υποκρισία εκείνων που χρησιμοποίησαν βία ενάντια σε άτομα που φορούσαν μαύρα ρούχα και κουκούλες (πολλοί από τους οποίους δέχτηκαν επίθεση παρά το γεγονός ότι δεν ενεπλάκησαν καθόλου σε καταστροφές) υπάρχει επίσης ο ρατσισμός των προνομιούχων ακτιβιστών που έχουν την ευχέρεια να αγνοούν τη βία που διαπράττεται ενάντια στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και στη φύση στο όνομα των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας. Στο σπάσιμο των βιτρίνων συμμετείχαν πολλοί από τα πιο καταπιεσμένα μέλη της κοινότητας του Σηάτλ. Τους ενέπνευσε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ να τους εμπνεύσει η όποια γιγάντια στολή κουταβιού ή θαλάσσιας χελώνας. (Χωρίς να υποτιμούμε την αποτελεσματικότητα αυτών των εργαλείων σε άλλες κοινότητες).

ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΠΛΟΚ

Θα πούμε ορισμένα πράγματα για να διαλυθούν οι μύθοι που κυκλοφορούν για το μαύρο μπλοκ:

1. “Είναι όλοι τους ένα τσούρμο αναρχικοί από το Eugene”. Ενώ κάποιοι από μας μπορεί να είναι αναρχικοί από το Eugene, στην πραγματικότητα προερχόμαστε από όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένου και του Σηάτλ. Σε κάθε περίπτωση, οι περισσότεροι από εμάς σχετίζονται με τοπικά ζητήματα του Σηάτλ (για παράδειγμα, την πρόσφατη κατάληψη του κέντρου της πόλης από μερικούς από τους πιο αηδιαστικούς εμπόρους των πολυεθνικών).

2. “Είναι όλοι τους ακολουθητές του John Zerzan”. Έχουν κυκλοφορήσει πολλές φήμες ότι είμαστε οπαδοί του John Zerzan, ενός αναρχο-πριμιτιβιστή που διακηρύσσει την καταστροφή της ιδιοκτησίας. Αν και μερικοί από εμάς μπορεί να εκτιμούμε τα γραπτά και τις αναλύσεις του, με καμία έννοια δεν είναι ηγέτης μας, ούτε άμεσα ούτε έμμεσα, ούτε φιλοσοφικά ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

3. “Η μαζική κατάληψη στέγης είναι το αρχηγείο των αναρχικών που κατέστρεφαν περιουσίες στις 30 Νοέμβρη”. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι στην κατάληψη “Αυτόνομη Ζώνη” είναι κάτοικοι του Σηάτλ, οι οποίοι πέρασαν τον περισσότερο χρόνο τους μέσα στην κατάληψη από τότε που άνοιξε, στις 28 του μήνα. Αν και μπορεί να γνωρίζονται μεταξύ τους, οι δύο ομάδες δεν είναι προέκταση η μία της άλλης και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε η κατάληψη να θεωρηθεί το αρχηγείο των ανθρώπων που κατέστρεφαν.

4. “Κλιμάκωσαν τις καταστάσεις στις 30 Νοέμβρη, πράγμα που οδήγησε στο να πέσουν δακρυγόνα σε παθητικούς διαδηλωτές”. Για να απαντήσουμε σ’ αυτό, πρέπει απλά να σημειώσουμε ότι οι ρίψεις δακρυγόνων, χημικών και οι πυροβολισμοί με πλαστικές σφαίρες ξεκίνησαν (απ’ όσο ξέρουμε) προτού τα μαύρα μπλοκ αρχίσουν να ασχολούνται με τις καταστροφές. Επιπλέον, πρέπει να αποφύγουμε την τάση να παγιωθεί μια αιτιώδης σχέση ανάμεσα στην αστυνομική καταστολή και την όποια μορφή διαμαρτυρίας, είτε αυτή εμπεριέχει την καταστροφή της ιδιοκτησίας είτε όχι. Η αστυνομία είναι υπεύθυνη για την προστασία των συμφερόντων των πλούσιων και το φταίξιμο για τη βία δεν μπορεί να αποδίδεται σ” εκείνους που εναντιώνονται σ’ αυτά τα συμφέροντα.

5. Αντιστρόφως: “Έδρασαν απαντώντας στην αστυνομική καταστολή”. Αν και αυτή μπορεί να είναι μια πιο θετική απεικόνιση του μαύρου μπλοκ, παρόλα αυτά είναι ψέματα. Αρνούμαστε να παρερμηνευτούμε ως μια δύναμη αντίδρασης. Αν και η λογική του μαύρου μπλοκ μπορεί να μην είναι κατανοητή σε μερικούς, είναι σε κάθε περίπτωση μια λογική υπέρ της δράσης (σ. όχι της αντίδρασης).

6. “Είναι ένα τσούρμο άγριων έφηβων”. Εκτός από το γεγονός ότι αυτό δείχνει ηλικιακό ρατσισμό και σεξισμό είναι και λάθος. Η καταστροφή της ιδιοκτησίας δεν είναι απλώς macho δημαγωγία ούτε εκτόνωση συσσωρευμένης τεστοστερόνης. Ούτε μετατοπισμένος και αντιδραστικός θυμός. Είναι άμεση δράση με στρατηγικούς και συγκεκριμένους στόχους ενάντια στα συμφέροντα των εταιρειών.

7. “Θέλουν απλά να συγκρούονται”. Αυτό είναι αρκετά γελοίο, και με πολύ βολικό τρόπο αγνοεί το ζήλο της “αστυνομίας ειρήνης” στο να συγκρουστεί μαζί μας. Από όλες τις ομάδες που συμμετείχαν σε άμεση δράση (direct action), το μαύρο μπλοκ ήταν ίσως αυτό που ενδιαφέρθηκε λιγότερο απ’ όλους για εμπλοκή με τις (αστυνομικές) αρχές και σίγουρα δεν είχε κανένα συμφέρον να συγκρούεται με άλλους ακτιβιστές που διαδήλωναν ενάντια στον ΠΟΕ (παρά τις μάλλον σοβαρές μας διαφωνίες σε ζητήματα τακτικής).

8. “Είναι ένας χαοτικός, ανοργάνωτος και οπορτουνιστικός όχλος”. Αν και πολλοί από μας θα μπορούσαν σίγουρα να ξοδέψουν πολλές μέρες διαφωνώντας πάνω στο τι σημαίνει “χαοτικό”, αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι δεν ήμασταν ανοργάνωτοι. Η οργάνωσή μας μπορεί να ήταν ρευστή και δυναμική, αλλά ήταν συνεκτική. Όσο για την κατηγορία περί οπορτουνισμού, θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε ποιοι από τους χιλιάδες που συμμετείχαν ΔΕΝ εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία που δημιουργήθηκε στο Σηάτλ για να προωθήσουν το πρόγραμμά τους. Επομένως, το ζήτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο βοήθησε ο καθένας να δημιουργηθεί αυτή η ευκαιρία και οι περισσότεροι από εμάς το έκαναν σίγουρα (πράγμα που μας οδηγεί στον επόμενο μύθο).

9. “Δεν ξέρουν τα ζητήματα” ή “δεν είναι ακτιβιστές που έχουν δουλέψει πάνω σ’ αυτά’. Αν και δεν είμαστε επαγγελματίες ακτιβιστές, όλοι μας δουλέψαμε για μήνες πάνω στη σύνοδο του Σηάτλ. Κάποιοι από εμάς στις πόλεις μας και κάποιοι άλλοι ήρθαν στο Σηάτλ αρκετούς μήνες πριν για να ασχοληθούν με αυτό. Σίγουρα πάντως, είμαστε υπεύθυνοι για το γεγονός ότι κατέβηκαν αρκετές εκατοντάδες κόσμου στο δρόμο στις 30 Νοέμβρη, εκ των οποίων μόνο μια μικρή μειονότητα είχε την οποιαδήποτε σχέση με το μαύρο μπλοκ. Οι περισσότεροι από εμάς έχουν μελετήσει για τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομίας, τη γενετική, την εξαγωγή πόρων, τις συγκοινωνίες, τις εργασιακές πρακτικές, τον εκμηδενισμό της αυτονομίας των ιθαγενών, τα δικαιώματα των ζώων, τα ανθρώπινα δικαιώματα και λειτουργούμε ακτιβιστικά πάνω σε αυτά τα ζητήματα εδώ και χρόνια. Δεν είμαστε ούτε απληροφόρητοι ούτε άπειροι.

10. “Οι κουκουλοφόροι αναρχικοί είναι αντιδημοκρατικοί και μυστικοπαθείς γιατί κρύβουν την ταυτότητά τους”. Ας το δούμε (με ή χωρίς κουκούλες) – δεν ζούμε σε δημοκρατία σήμερα. Αν η εβδομάδα που πέρασε δεν το έκανε αρκετά ξεκάθαρο, να σας το θυμίσουμε – ζούμε σε ένα αστυνομικό κράτος. Διάφοροι μας λένε ότι αν πραγματικά πιστεύαμε ότι έχουμε δίκιο, δεν θα κρυβόμασταν πίσω από κουκούλες. “Η αλήθεια θα υπερισχύσει” μας διαβεβαιώνουν. Αν και αυτός είναι ένας ωραίος και ευγενής στόχος, δεν ταιριάζει με τη σημερινή πραγματικότητα. Αυτοί που αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για τα συμφέροντα του Κεφάλαιου και του Κράτους θα διώκονται. Κάποιοι πασιφιστές μας θέλουν να αποδεχόμαστε τις διώξεις περιχαρείς. ’λλοι μας λένε ότι είναι μια θυσία που αξίζει τον κόπο. Εμείς δεν είμαστε τόσο σκυθρωποί. Ούτε αισθανόμαστε ότι έχουμε το προνόμιο να αποδεχόμαστε τη δίωξη σα θυσία. Για μας, η δίωξη είναι ένα καθημερινό αναπόφευκτο και φυλάμε ως θησαυρό τις λίγες ελευθερίες μας. Το να αποδεχτούμε τη φυλάκιση σαν μορφή κολακείας, αυτό προδίδει ένα μεγάλο ποσοστό προνομίου του “πρώτου κόσμου”. Νιώθουμε ότι η επίθεση στην ιδιωτική περιουσία είναι αναγκαία αν θέλουμε να ξαναφτιάξουμε έναν κόσμο που θα είναι χρήσιμος, υγιής και χαρούμενος για όλους. Και αυτό παρά το γεγονός ότι τα υπερτροφικά δικαιώματα της ιδιωτικής περιουσίας σ’ αυτή τη χώρα, μεταφράζονται σε κατηγορίες κακουργήματος όταν πρόκειται για κάθε καταστροφή ιδιοκτησίας που ξεπερνά τα 250 $.

ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

Θεωρούμε ότι η καταστροφή της ιδιοκτησίας δεν είναι μια βίαιη δραστηριότητα, εκτός αν καταστρέφει ζωές ή προκαλεί πόνο κατά τη διάρκεια που διαπράττεται. Με αυτή την έννοια, η ιδιωτική περιουσία -και κυρίως η περιουσίες των επιχειρήσεων- είναι η ίδια απείρως πιο βίαιη από οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον της. Η ιδιωτική περιουσία θα πρέπει να διαχωρίζεται από την προσωπική. Η τελευταία βασίζεται στη χρήση ενώ η πρώτη στο εμπόριο. Η πρόταση της προσωπικής ιδιοκτησίας είναι το να έχει ο καθένας/η καθεμία ό,τι χρειάζεται. Η πρόταση της ιδιωτικής περιουσίας είναι ότι ο καθένας μας έχει αυτό που κάποιος άλλος χρειάζεται ή επιθυμεί. Σε μια κοινωνία βασισμένη στα δικαιώματα της ιδιωτικής περιουσίας, εκείνοι που έχουν τη δυνατότητα να συσσωρεύουν περισσότερα από όσα οι άλλοι χρειάζονται ή θέλουν έχουν μεγαλύτερη εξουσία. Ως προέκταση, εξασκούν μεγαλύτερο έλεγχο πάνω σε ό,τι οι άλλοι αντιλαμβάνονται ως ανάγκες ή επιθυμίες, συνήθως με το συμφέρον να αυξήσουν τα κέρδη τους. Οι υπέρμαχοι του “ελεύθερου εμπορίου” θα ήθελαν να δουν αυτή τη διαδικασία στη λογική της κατάληξη: ένα δίκτυο λίγων μονοπωλιακών βιομηχανιών με απόλυτο έλεγχο πάνω στις ζωές των υπολοίπων. Οι υπέρμαχοι του “δίκαιου εμπορίου” θα ήθελαν να δουν αυτή τη διαδικασία να ανακουφίζεται από κυβερνητικές ρυθμίσεις που θα είχαν στόχο επιφανειακά να επιβάλλουν τις βασικές ανθρωπιστικές σταθερές. Σαν αναρχικοί, απεχθανόμαστε και τις δύο θέσεις. Η ιδιοκτησία, και ο καπιταλισμός σαν προέκταση, είναι εξαιρετικά βίαιη και κατασταλτική και δεν αναμορφώνεται ούτε καταπραύνεται. Είτε η εξουσία είναι συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων πολυεθνικών είτε διοχετεύεται σε μια ρυθμιστική μηχανή επιφορτισμένη να ανακουφίζει τις καταστροφικές συνέπειες των προηγούμενων, κανένας δεν μπορεί να είναι τόσο ελεύθερος και τόσο δυνατός όσο θα μπορούσε να είναι σε μια μη-ιεραρχική κοινωνία. Όταν σπάμε ένα τζάμι, καταστρέφουμε αυτή τη λεπτή επίστρωση νομιμότητας που καλύπτει τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας. Ταυτόχρονα, εξορκίζουμε το σύνολο των βίαιων και καταστροφικών κοινωνικών σχέσεων που έχουν διαποτίσει σχεδόν τα πάντα γύρω μας. “Καταστρέφοντας” την ιδιοκτησία, μετατρέπουμε την περιορισμένη ανταλλακτική της αξία σε μια εκτεταμένη χρηστική αξία. Η τζαμαρία της βιτρίνας γίνεται μια σχισμή για να μπει λίγος φρέσκος αέρας στην καταπιεστική ατμόσφαιρα της αγοράς (τουλάχιστον μέχρι να αποφασίσει η αστυνομία να ρίξει δακρυγόνα στο διπλανό οδόφραγμα). Ένα κουτί εφημερίδων γίνεται εργαλείο για τη δημιουργία τέτοιων σχισμών ή γίνεται ένα μικρό οδόφραγμα για τη διεκδίκηση δημόσιου χώρου ή ένα αντικείμενο που θα βελτιώσει την αίσθηση υπεροχής σου αν στέκεσαι πάνω του. Ένας κάδος γίνεται αντιπερισπασμός για μια φάλαγγα αστυνομικών και πηγή ζέστης και φωτός. Η πρόσοψη ενός κτηρίου γίνεται πίνακας για να καταγραφούν ριζοσπαστικές ιδέες για έναν καλύτερο κόσμο. Μετά τις 30 Νοέμβρη, πολλοί δεν θα ξαναδούν τη βιτρίνα ενός μαγαζιού και ένα σφυρί με τον τρόπο που τα έβλεπαν πριν. Οι πιθανές χρήσεις μιας ολόκληρης πόλης αυξήθηκαν χιλιάδες φορές. Ο αριθμός των τζαμιών που έσπασαν ωχριά μπροστά στον αριθμό από τα μάγια που έσπασαν – μάγια που στέλνει η ηγεμονία των επιχειρήσεων για να μας νανουρίσει να ξεχάσουμε όλη της βία που έχει διαπραχθεί στο όνομα των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας, να ξεχάσουμε όλη την προοπτική για μια κοινωνία χωρίς αυτούς.

Τα σπασμένα τζάμια μπορούν να επισκευαστούν και τελικά να αντικατασταθούν, αλλά το θρυμμάτισμα των προσποιήσεων ελπίζουμε ότι θα παραμείνει για τον καιρό που έρχεται.

Ενάντια στο Κεφάλαιο και το Κράτος.

ACME Cοllective

Σημείωση: Αυτές οι παρατηρήσεις και οι αναλύσεις αντιπροσωπεύουν μόνο τη συλλογικότητα ΑCME και δεν πρέπει να παρερμηνευτούν ως αντιπροσωπευτικές των υπόλοιπων που συμμετείχαν στο μαύρο μπλοκ στις 30 Νοέμβρη ή οποιουδήποτε συμμετείχε στις συγκρούσεις και τις καταστροφές εκείνη την ημέρα.

Το κείμενο αυτό της ΑCME, δημοσιεύτηκε με μικρές περικοπές στο Αναρχικό Δελτίο Αντιπληροφόρησης και Δράσης, νο 4. Γενάρης 2000 [link]απ’ όπου και αναπαράχθηκε εδώ.

Categories
Uncategorized

ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΠΑΝΟΥΚΛΑΣ

ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΠΑΝΟΥΚΛΑΣ


Κάθε μαθητής/τρια και καθένας που έχει περάσει από τα σχολικά κελιά είναι αυτόματα εκτεθειμένος στην σχολική πανούκλα. Για την ακρίβεια, η σχολική πανούκλα δεν είναι διαχωρισμένη από την βασική ασθένεια του πολιτισμού, την οικονομία. Κάτι τέτοιο δεν θα ‘πρεπε να εκπλήσσει, μιας και το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ο προθάλαμος της ζωής στον καπιταλισμό, άρα στις μίζερες σχολικές αίθουσες αναπαράγονται οι ίδιες εξουσιαστικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν κάθε άλλον εγκλεισμό από τον οποίο περνάει ο άνθρωπος: του στρατώνα, της φυλακής, του χώρου εργασίας…

Το σχολείο λοιπόν, δρα σαν θερμοκοιτίδα του καπιταλισμού, και αντικειμενικά δεν μπορεί να δράσει ως οτιδήποτε άλλο. Αρκεί να υπενθυμίσουμε τον ρόλο του σε κάθε κοινωνία, αυτόν της αναπαραγωγής της. Μέσω της μετάδοσης των κυρίαρχων αξιών, που δεν είναι άλλες από τις αξίες των κυριάρχων (Κ. Μαρξ), σκοπός του είναι η αποδοχή και εσωτερίκευση από τους μαθητές των αξιών του συστήματος ως δικές τους, ώστε να υποτάσσονται αυτόματα σ αυτές! Το σχολείο λοιπόν γίνεται ο βασικότερος θεσμός υποταγής της νεολαίας, και προετοιμασίας της για την κρεατομηχανή του καπιταλισμού. Ο μόνος τρόπος να ανατραπεί η νοσηρή λειτουργία του, που φυσικά είναι αλληλένδετη με την ύπαρξη ολόκληρου του κοινωνικού συστήματος, είναι να φωτιστούν οι μέθοδοι και οι λειτουργίες του, και να γίνουν αντικείμενο έμπρακτης κριτικής πρώτα απ’ όλα από τους ίδιους τους μαθητές και τις μαθήτριες!

Καταπίεση της επιθυμίας:

Είναι αυταπόδεικτο ότι το σχολείο, ως ένας απ’ τους στυλοβάτες του κεφαλαίου, αποζητά τον ακρωτηριασμό της ανθρώπινης συνείδησης, την φυτοποίηση της νεολαίας και την μετατροπή της σε μια παραγωγική – αποδοτική μηχανή. Στη θέληση του μαθητή για δημιουργικό παιχνίδι και για γνώση, το σχολείο αντιτάσσει ένα ωρολόγιο πρόγραμμα, προκαθορισμένο ως την παραμικρή του λεπτομέρεια παραγεμισμένο με ανιαρές, αποξενωμένες διαδικασίες. Εγκαταλείποντας σταδιακά τη φαντασία και τις επιθυμίες του, και βουλιάζοντας στο έλος των καταναγκασμών, της αξιολόγησης και της ψευτοδιανόησης, ο μαθητής καθίσταται κατάλληλος για την κατ’ εξοχήν αποξενωμένη κι αποξενωτική διαδικασία: την εργασία!

Αναπαραγωγή της ιεραρχίας:

Όλες οι εκσυγχρονιστικές πούδρες του ανθρωπιστικού προσωπείου του σχολείου δεν μπορούν να κρύψουν την εκτρωματικότητα αυτού του απάνθρωπου θεσμού. Δεν είναι τυχαία η σημασία που αποδίδουν οι καθηγητές, όλοι αυτοί οι μπάτσοι της συνείδησης, στη βαθμολογία και την αξιολόγηση των μαθητών/τριων. Έχοντας αποδεχτεί οι μαθητές/τριες την ανικανότητα και κατωτερότητά τους απέναντι στον καθηγητή που επιτρέπει στους δυο αυτούς ρόλους να συνεχίσουν να υφίστανται, αναπαράγουν πλέον τις σχέσεις ιεραρχίας ανάμεσά τους. Δημιουργείται έτσι μια κλίμακα καλών-κακών μαθητών, που προσδιορίζει την θέση που θα αντιστοιχεί στον καθένα στην πυραμίδα της μισθωτής σκλαβιάς. Οι μαθητές/τριες φορούν έτσι έναν ρόλο – ζουρλομανδύα, με τη βία των σχολικών καταναγκασμών αλλά και της αγωνίας, των ενοχών και του άγχους των ίδιων, που τους φέρνει στα μέτρα της λογικής του πολιτισμού: ότι δηλαδή η δημιουργία, η διανοητική ανάπτυξη κι ακόμα η ίδια η ζωή, είναι πράγματα μετρήσιμα, που ταξινομούνται και αξιολογούνται, αναλύονται και καταγράφονται από κάποιους ειδικούς. Το πάθος για ζωή διαστρέφεται σ’ αυτό το κρεββάτι του Προκρούστη σε πάθος για ολοένα και υψηλότερους βαθμούς.

Εισαγωγή στην αλλοτρίωση:

Παρόλο που ο μαθητής δεν είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης με την παραδοσιακή έννοια (δεν παράγει υπεραξία), είναι όπως κάθε καταπιεζόμενος, αλλοτριωμένος, αποξενωμένος από τον εαυτό του. Κι εδώ δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε καλούς και κακούς μαθητές. Μοιράζονται την ίδια ανυπαρξία ελέγχου πάνω στην μορφή, το περιεχόμενο και τη φύση της διδασκαλίας, γεγονός που συχνά αντιλαμβάνονται, από κει προκύπτει και η κατά καιρούς απαξίωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Κι όπως σε κάθε αλλοτριωμένη λειτουργία, οι μαθητές/τριες νιώθουν τόσο πιο ικανοποιημένοι όσο πιο επιτυχημένοι είναι στο ρόλο τους ως μαθητές/τριες. Διδάσκονται έτσι να είναι ανταγωνιστικοί απέναντι στους συμμαθητές/τριες τους με αντάλλαγμα την εύνοια των γονιών ή του καθηγητή.

Διαχωρισμένη ύπαρξη:

Ο θρυμματισμός της καθημερινής ζωής, εκτός σχολείου, είναι κοινό μυστικό. Όσο για τους μαθητές/τριες, ξεκινά με την πρώτη μέρα τους στο σχολείο, όπου και καθορίζεται τι ανήκει στο σχολείο και τι είναι εξωσχολικό. Έτσι, η κάθε γνωστική εμπειρία, οριοθετείται σε έναν προσδιορισμένο χώρο και χρόνο, και εκτιμάται ανάλογα. Ο μαθητής καθίσταται πλέον ανίκανος να δημιουργήσει τη δική του ζωή, κι εξαρτημένος από τις προσταγές των κάθε είδους ειδικών (πολιτικών, παπάδων, τηλε-παρουσιαστών κλπ).

Το σχολείο, τελικά παράγει – είναι προορισμένο να παράγει – αρρωστημένες υπάρξεις, υπηκόους του κράτους και της οικονομίας, που στο διαστροφικό τους κυνήγι του χρήματος και της κοινωνικής θέσης, γδέρνουν ο ένας τον άλλον, στον μακάβριο μύλο της εξουσίας. Στα τσακίδια λοιπόν, όλες οι μεταρρυθμίσεις και οι εξυγιάνσεις – βελτιώσεις του νοσηρού εκπαιδευτικού συστήματος…

Τα παραπάνω ήταν μόνο μια ελάχιστη αναφορά στην σχολική τερατωδία, βασισμένα στο κείμενο “Οvercoming school psychology”, από “Wild Youth”. Το ζήτημα είναι πλέον να οξυνθεί η κριτική στο θεσμό της εκπαίδευσης και όχι μόνο στην κρατική της εκδοχή, αλλά και στην επιβίωσή της με το μανδύα του εναλλακτισμού και τις ψευδαισθήσεις που αυτός συνεπάγεται. Οπωσδήποτε οι εξεγερμένοι των γαλλικών γκέττο, δεν έκαιγαν τα σχολικά κελιά άδικα – ούτε τυχαία.

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΦΩΤΙΖΕΙ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΚΑΙΓΕΤΑΙ.-

Εξωσχολικά Στοιχεία Σαμποτάζ+Διαίρεσης

Categories
Uncategorized

Σχετικά με τη Βία των φετιχισμών

Σχετικά με τη Βία των φετιχισμών

Δεν συμφωνούμε παρά μόνο σ’ ένα πράγμα: στο ότι η πιο συχνή κατάχρηση σ’ αυτόν τον κόσμο, γίνεται στ’ όνομα της κάθε λογής ιδιοκτησίας.” (Γράμμα του Μπλανκί στον Προυντόν, Παρίσι 1 Μάη 1841)

Έχοντας κατά νου ότι «οι πιο επικίνδυνοι από τους ταραχοποιούς είναι αυτοί που εκφράζουν πιο συνεκτικά τους λόγους της άρνησής τους», επιλέγουμε να κοινοποιήσουμε κάποιες σκέψεις μας με αφορμή γεγονότα που εκτυλίσσονται τους τέσσερις τελευταίους μήνες στη Σαλονίκη. Χωρίς να σημαίνει ότι νιώθουμε την ανάγκη να δικαιολογηθούμε στον οποιονδήποτε «ουδέτερο» υποδύεται την «κοινή γνώμη» ή να διαφυλάξουμε ένα, ούτως ή άλλως ανύπαρκτο, καλό όνομα (η συκοφαντία στολίζει), θεωρούμε πως είναι πια αναγκαίο να φωτίσουμε κάποια σημεία όπως η βία, η απαλλοτρίωση, και το ποιος είναι στην τελική το «σοβαρό πολιτικό Ον» που αποφασίζει ποιος θα κάνει τι…

Μια ιδιότυπη κατάληψη(;) πανεπιστημιακής σχολής φαίνεται να παίζει κεντρικό ρόλο στο ζήτημα, φανερώνοντας παράλληλα τη σύγχυση πολλών συντρόφων σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι το πανεπιστήμιο: θα αρκεστούμε στα αυτονόητα: το πανεπιστήμιο δεν είναι ταξικός μας σύντροφος, με τους «προοδευτικούς» καθηγητές του και τους «φιλάνθρωπους» προέδρους του. Είναι και θα είναι ακόμα ένας ιδεολογικός μηχανισμός αναπαραγωγής της εξουσιαστικής κοινωνίας, διαχωρισμένο εργαλείο της και εργαλείο διαχωρισμού της (βλέπε και Κ.Μαρξ: «ο εργάτης παράγεται από την αστική κοινωνία όπως κάθε άλλο προϊόν που χρειάζεται»). Το αν κάποιοι σύντροφοι είναι /είμαστε φοιτητές δεν αναιρεί τίποτα, όπως και το ότι πολλοί εργάζονται /εργαζόμαστε δεν κάνει την επαίσχυντη μισθωτή σκλαβιά «προλεταριακό παράδεισο». Κινούμενοι στο εχθρικό πεδίο αυτής της βιτρίνας του κυρίαρχου πολιτισμού, και μάλιστα σε μια κατάληψη (να μη χρειαστεί να ξαναορίσουμε τη λέξη), οι αναρχικοί δεν οφείλουν κανένα σεβασμό, το ίδιο όσον αφορά το πεδίο όπου διαδηλώνουν, συγκρούονται, εξεγείρονται(κάθε βιτρίνα τείνει τελικά να γίνει λαμπόγυαλο). Κατά συνέπεια δεν έχουμε να θρηνήσουμε καμμιά ζημιά της (κρατικής) πανεπιστημιακής περιουσίας ούτε να υποδείξουμε κανέναν «ένοχο» σε κανέναν αυτόκλητο φρουρό της τάξης. Προφανώς, σε μπατσοειδείς ανακρίσεις δεν έχουμε τίποτα να αρνηθούμε (χαφιεδίζοντας στην ουσία), κι αν έτσι κάποιοι μπορούν να μιλούν για κλεφτρόνια και καβατζωματίες ας το κάνουν. Δεν βρίσκουμε έτσι κι αλλιώς τίποτα μεμπτό στα «κλεφτρόνια» πέραν της μίζερης επίκλησης στην κυρίαρχη ηθική (ηθική της κυριαρχίας) αυτού που τα θεωρεί βρισιά. Ας γίνει όμως σαφές ότι αυτή η επίκληση γίνεται αφενός μεν λόγω έλλειψης πειστικότερων επιχειρημάτων κι αφετέρου για να πετύχουν την εκ των προτέρων απαξίωσή μας (στο ίδιο χρησιμεύουν κι άλλες επινοήσεις τους, όπως χούλιγκανς, συμμορίες, πρεζόνια, “ξαναμμένοι έφηβοι” και γενικά όλο το περιθώριο του μικροαστικού σύμπαντος – κοινωνικός και ηλικιακός ρατσισμός) διατυμπανίζοντας αδέξια την άσπιλη αρετή, μετριοπάθεια και νομιμοφροσύνη τους (διαχρονικά προσόντα χωροφύλακα). Κι όλα αυτά από την αυτοαποκαλούμενη «Αντιεξουσιαστική Κίνηση» που την έπεσε σε αναρχικούς μαθητές, έσκισε προκηρύξεις τους, ζήτησε τη συναίνεση /συμμετοχή της «συνέλευσης αλληλεγγύης» να περνά «δια πυρός και σιδήρου» όποιον φωνάζει συνθήματα μη-πολιτικά ορθά, σκοντάφτοντας τότε στην αντίρρησή μας και τη σιωπηλή αηδία μιας συνέλευσης. Κι ακόμα μια παρακείμενη «θεατρική ομάδα» που ίδρωσε για την πρόωρη λήξη μιας ακόμα απεργίας πείνας του ίδιου υποκειμένου, προκειμένου «να μην εκτραπεί η κατάστασις»…

Κατά τη γνώμη μας το τραγελαφικό ανθρωποκυνηγητό που στήθηκε εις βάρος μας, δεν είναι απλά μια αλαζονική επίδειξη δύναμης (δύναμης κατασταλτικής-αστυνομικής) και μόνο. Το να παίξουμε για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου (απαραίτητος για κάθε σταλινισμό) εξυπηρετεί τέλεια στο κουκούλωμα της παράδοξης έκβασης μιας υπόθεσης στην οποία επένδυσε χρόνο, χρήματα, συλλογική δουλειά και διάθεση ένας κόσμος. Κι ο πιο εύκολος τρόπος να γίνει κάτι τέτοιο είναι η επίκληση σ ένα αιώνιο φετίχ: Την ιδιοκτησία, την προσβολή της και τα δικαιώματά της, κυρίαρχο φετίχ της εξουσιαστικής κοινωνίας που συνδυάστηκε σε μια φημολογία με το μερικότερο και υποδεέστερό του: της «πολιτικής δράσης» (σύμφωνα με την φημολογία αυτή, η απουσία μας από την θεαματική κατάληψη του λευκού πύργου ερμηνεύεται ως ντε και καλά σύγχρονη απαλλοτρίωση της κατάληψης και της «πολιτικής» της. Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε την πηγή της, στη φαντασίωση που περιγράφεται ως πραγματικότητα σε μια «μετριοπαθή» ανακοίνωση της ΑΚ (υποθέτουμε δεν μας ξεμπρόστιασαν τότε, μιας και τα ξέραν όλα, από μετριοπάθεια(!).

Αντίθετα μετά τη λήξη της «κατάληψης» της σχολής, για την οποία κάποιοι (οι προφανείς) δώσαν διαπιστευτήρια κι εγγυήσεις ότι θα τηρηθεί η τάξις, όπως μαθεύτηκε δυστυχώς πολύ αργότερα, έλαβε χώρα μια απεγνωσμένη όσο και βίαια προσπάθεια μετατόπισης της προβληματικής και υπόλογης θέσης της «συνέλευσης αλληλεγγύης» σε μια σειρά τραμπουκισμών εις βάρος συντρόφων μας. Πρέπει εδώ να αναφέρουμε πως και η επιδεικτικά απαξιωτική στάση των συλλογικοτήτων-καταλήψεων απέναντι στη συνέλευση που καλέσαμε μετά τα πρώτα πεσίματα σε σύντροφο, τις εισβολές σε σπίτια, στέκια και τους ξυλοδαρμούς, άνοιξε στην ουσία τον δρόμο για την «απολιτικοποίηση» του ζητήματος, ενώ πλέον γίνεται λόγος για «τραμπουκισμούς στους οποίους επιδόθηκαν και οι δυο πλευρές». Κάνοντας λοιπόν τα στραβά μάτια μπρος στην κατασταλτική-διωκτική καθημερινή βία της άλλης πλευράς, αρνούνται την αναγκαιότητα της αυτοάμυνας μας. Ας γίνει ξεκάθαρο ότι δεν είμαστε άγιοι, ούτε μάρτυρες…

Θεωρούμε ότι κύριο ρόλο στην απαξίωση της οξύτητας του ζητήματος, έπαιξε ο χαρακτηρισμός μας ως όντα απολίτικα, ανύπαρκτοι, περαστικοί, κλπ. Χωρίς καμμιά διάθεση να βγάλουμε την όποια επαναστατικότητά μας να τη μετρήσουμε, η εμετική αθλιότητα (που αποπνέει ξανά μια αίσθηση ιδιοκτησίας, όχι πάνω σε κάποιον κωλοπροτζέκτορα αυτή τη φορά, αλλά σ ένα ανατρεπτικό ρεύμα, και τελικά πάνω στους εαυτούς μας που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε χωρίς την έγκριση του κάθε παλιού(;) στον «χώρο»… Τους χαρίζουμε πάντως την ευχή του Τκάτσεφ, για τη θανάτωση από τους επαναστάτες όλων όσων πέρασαν τα 25 τους χρόνια, ως ανίκανων να συλλάβουν τις νέες ιδέες και τα πάθη, αν όχι στην κυριολεξία της, πάντως ως πυξίδα και άρωμα μιας εποχής σίγουρα πιο επαναστατικής απ τη δική μας όπου η μπόχα του σεβασμού σε μια οποιαδήποτε ιεραρχία δεν μόλυνε τους εξεγερμένους. Όσο για τον φετιχισμό της (σοβαρής) «πολιτικής οργάνωσης» που φαίνεται να δικαιολογεί το οτιδήποτε, και να καμώνεται ο πήχης για τα πάντα, μόνο απέχθεια μπορεί να προκαλεί στους αναρχικούς. Μια τέτοια αντανάκλαση του «επαναστατικού» κόμματος /κράτους της αριστεράς, αναπτύσσεται παντού ως απολειφάδι του παρελθόντος, της ένδοξης CNT και της ισπανικής επανάστασης απ’ όπου αντλεί και το όποιο κύρος, και δεν είναι καθόλου τυχαίο, μιας και η διαφανής ανάπτυξη του αντιεξουσιαστικού κινήματος, μέσα από νομοταγείς ομοσπονδίες και συνδικάτα σε κάθε άλλη περίπτωση βούλιαξε στη ξεφτίλα χωρίς καμμιά ελπίδα να εκφράσει την δυναμική του στο επίπεδο των οδοφραγμάτων της Βαρκελώνης, ή των αραγονέζικων κολλεκτίβων. Από το στυγνό δόσιμο των ατομικιστών αναρχικών στην Ιταλία του 1918-21, τη συμμετοχή στην ισπανική κυβέρνηση της 4-12-1936 και την συνακόλουθη καταστολή των επαναστατικών συμβουλίων και κολλεκτίβων, το ξεπούλημα των ιλλεγκαλιστών και των όπου γης ένοπλων, μέχρι τα αυτοκόλλητα της γαλλικής FAI (“δεν είμαστε δολοφόνοι, είμαστε αναρχικοί”) για τους δυο 15χρονους μηδενιστές που πυροβόλησαν στο αστυνομικό τμήμα, ως τις πιο πρόσφατες αποκηρύξεις (λες και το ζήτησε κανείς…) των «τρομοκρατικών επιθέσεων» και χιλιάδες παραδείγματα διεθνώς, που μόνο η απλή αναφορά τους θα γέμιζε βιβλίο, θα έπρεπε να είχε γίνει πια κατανοητό ότι αυτά τα ιστορικά απολειφάδια, φέρουν εξ ορισμού το «στίγμα» του διαμεσολαβητή ανάμεσα στους εξεγερμένους (που θεωρούν ότι αποτελούν μέρος τους αν όχι ότι εκπροσωπούν) και την εξουσία. Λόγω της εκτεθειμένης τους αυτής θέσης, είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι σε μια στάση συνδιαλλαγής προς την κρατική εξουσία και εσωτερικής καταστολής προς ότι βλάπτει την προσεκτικά επιμελημένη εικόνα τους. Αυτά διεθνώς- Όσο για τα εγχώρια το λιγότερο που συμπεραίνουμε πέραν της ομολογούμενης αφέλειάς μας, εκ πείρας πια είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει δυνατότητα ούτε καν συνύπαρξης με ανάλογες οργανώσεις διατηρώντας παράλληλα τη στοιχειώδη αυτονομία σκέψης και δράσης.

Τίποτα δεν μπορεί να κάνει τη ζωή μας άσχημη Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τη δράση μας.

«Κάποιοι σύντροφοι από το ΝΑΔΙΡ στέκι αναρχικό και απολίτικο ενάντια στην πολιτική και τους πολιτικάντηδες»

——————————————————————————

Το παραπάνω κείμενο κυκλοφόρησε σε φυλλάδιο σε Θεσσαλονίκη κι Αθήνα τον Οκτώβρη του 2005. Απαραίτητη διευκρίνηση: οι τότε υπογράφοντες δεν συμμετέχουν στο εγχείρημα του στεκιού από τις αρχές του 2006.

Categories
Uncategorized

Blues για την Νέα Ορλεάνη

Blues για την Νέα Ορλεάνη

:::μερικές οδηγίες χρήσης σε περίπτωση τυφώνα:::

Θεσσαλονίκη, Οκτώβρης 2005

λίγες βδομάδες που μας χωρίζουν από το σάρωμα της Νέας Ορλεάνης από τον τυφώνα Κατρίνα, έχουν άκοπα σβήσει την επιπόλαια φλυαρία των ΜΜΕ και τα δάκρυα των παρατρεχάμενων ανθρωπιστών, που συνηθίζουν άλλωστε να μαζεύονται όπου μυριστούν αίμα, σαν βρυκόλακες-η ευαισθησία τους δεν είναι παρά προπαγάνδα της κυρίαρχης νεκροφιλίας… Η στιγμή μοιάζει κατάλληλη για την καταγραφή κάποιων σημειώσεων στο περιθώριο της ιστορίας του τέλους της Ν.Ορλεάνης. Ιστορία που δεν μπορεί παρά να είναι ανάγνωση του κοινωνικού-ταξικού πολέμου και των όψεων που πήρε: Συγκεκριμένα, της διάχυτης παραβατικότικας που πυροδότησε ο τυφώνας, της κρατικής αντίδρασης όπως εκφράστηκε στο σύμπλεγμα αστυνομίας-ΜΜΕ, και της σύγκρουσης και καταστολής των εξεγερμένων από τις «δυνάμεις της τάξης».

Η ΦΥΣΗ ΓΕΛΑΕΙ ΠΑΝΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ

Από την μεμψιμοιρία των ΜΜΕ με τις παρελάσεις ξεπεσμένων πρωθυπουργών, αριστερών και άλλων σοκαρισμένων stars, μέχρι την ανθρωπιστική βοήθεια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων (αποτελεί μέλημα κάθε κράτους να προβάλλει τον εαυτό του ως μηχανισμό ειρηνιστικό-ανθρωπιστικό, ειδικά όταν παράλληλα στέλνει στρατεύματα στο Ιράκ και αλλού) και τις φανφάρες περί εθνικής τραγωδίας, το επίσημο θέαμα ύφαινε τον πέπλο του, μεταμορφώνοντας για τις ανάγκες του, την καταστροφή σε μια συμφορά ουδέτερη, α-ταξική. Λες κι οι αποκλεισμένοι προλετάριοι της Νέας Ορλεάνης πέθαναν αγκαλιασμένοι με τα αφεντικά τους που την είχαν κοπανήσει μέρες πριν, ή λες και δεν ήταν ακριβώς η πολιτική των αφεντικών τους: η άρνηση της μείωσης των εκπομπών καυσαερίου που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και ευθύνονται για ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι τυφώνες, με πιο πομπώδες δείγμα της αδιαλλαξίας τους την μη-υπογραφή του πρωτοκόλλου του Κυότο, μιας ούτως ή άλλως ανεδαφικής διακρατικής συμφωνίας-βιτρίνας. Την συνοχή αυτής της μέτρια στημένης φάρσας την διέρρηξαν οι προλετάριοι της Νέας Ορλεάνης, που αφέθηκαν εσκεμμένα πίσω για να πεθάνουν, όπως ακριβώς ανά τον κόσμο ρίχνονται στον θάνατο του πολέμου, ή στην καλύτερη περίπτωση, στη λιγότερο εκκωφαντική απονέκρωση της μισθωτής σκλαβιάς και των εργατικών ατυχημάτων, της πένθιμης μιζέριας των εμπορευμάτων και της βίας των αστυνομιών τους, αν όχι σε κάποια φυλακή ή τρελάδικο…

Ο ΛΟΓΟΣ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

30/31 Αυγούστου: ο τυφώνας «Κατρίνα» μετά από μια άγονη περιπλάνηση στον κόλπο του Μεξικού χτυπάει την Νέα Ορλεάνη. Τις προηγούμενες μέρες είχαν απομακρυνθεί πάνω από 1.000.000 άνθρωποι. Περίπου 300.000 έμειναν πίσω «λόγω ολιγωρίας των αρχών». Η μεταφορά τους άρχισε μετά το χτύπημα του τυφώνα. 1-7 Σεπτέμβρη: αφού έχουν απομακρυνθεί όσοι είχαν αρκετά λεφτά για να φύγουν, ξεσπούν λεηλασίες (looting) σε όλη την έκταση της βυθισμένης πόλης. ’μεση είναι η απάντηση της αστυνομίας και των παρακρατικών ομάδων που δολοφονούν στις 5 και 6 Σεπτέμβρη δεκάδες μαύρους νεολαίους που συμμετείχαν στις λεηλασίες. Οι κάτοικοι της πόλης οπλίζονται από σπασμένα οπλοπωλεία και αντιμετωπίζουν τα γουρούνια με πυροβολισμούς. Οι τοπικοί μπάτσοι ενισχύονται με 5.000 εθνοφρουρούς, ελεύθερους σκοπευτές, και εκατοντάδες πεζοναύτες που αποσύρθηκαν επειγόντως απ’ το Ιράκ (για όσους απορούσαν που θα βρουν δουλειά όταν επιστρέψουν σπίτι τους, τα γνωστά ψυχωτικά-σαδιστικά γουρούνια) προκειμένου να μπει ένα τέλος τις λεηλασίες, που από είδη πρώτης ανάγκης, συμπεριλαμβάνουν πλέον και στοκ πολυτελών καταστημάτων.

ΟΙ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΕΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ

Η αθλιότητα της τηλεοπτικής μετάδοσης των γεγονότων φτάνει το σημείο έκρηξης της, κάπου ανάμεσα στις προειδοποιήσεις της Καθλήν Μπλάνκο (κυβερνήτης της Λουζιάνα) να «σταματήσουν αυτοί οι εγκληματίες να αμαυρώνουν την εθνική θλίψη με τις κλοπές τους, γιατί οι πεζοναύτες που μόλις γύρισαν απ’ το Ιράκ έχουν γεμάτα τα Μ-16 τους και ξέρουν καλά πώς να πυροβολούν και να σκοτώνουν» τις προτροπές διάφορων αριστερών, να μην πυροβολήσουν οι μπάτσοι στο ψαχνό γιατί υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν εξέγερση και την «μεγάλη αλληλεγγύη» του Φιντέλ Κάστρο στον λαό των ΗΠΑ… Οι αρχές προσπαθούν να μαντρώσουν τους κατοίκους στο στάδιο Superdome και σε άλλους χώρους, και να τους μεταφέρουν με λεωφορεία σε κοντινές πόλεις. Σε έκτακτη συνεδρίαση, η αμερικανική Γερουσία αποφασίζει την χορήγηση 10,5 δις δολάρια για την «άμεση βοήθεια» στην περιοχή, ενώ ο Μπους προσπαθεί να αναδείξει την υπόθεση «διάσωσης» σε εθνικό ζήτημα προκειμένου να κερδίσει λίγη δημοσιότητα. Οι εξεγερμένοι πλέον, κάτοικοι αντιμετωπίζουν τα ελικόπτερα των «ομάδων διάσωσης», το Superdome και τις εγκαταστάσεις της αστυνομίας με σφαίρες, εκρήξεις και φωτιές, ενώ αυτό-οργανώνονται σε ένοπλες ομάδες προκειμένου να βρουν τρόφιμα και να προστατευτούν. Ωστόσο, εκτός από την επίσημη καταστολή, οι εξεγερμένοι έχουν να αντιμετωπίσουν έναν μαραθώνιο συκοφαντίας στον οποίο επιδόθηκε με τη συνήθη δουλικότητά της η νομοταγής αριστερά λόγω των λεηλασιών στις οποίες προέβησαν.

10 ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ

Γύρω στις 10 Σεπτέμβρη η κοινωνική έκρηξη που διαπέρασε την Ν.Ορλεάνη έχει ξεθυμάνει. Ο ρόλος των ΜΜΕ στην «αποκατάσταση της τάξης» ήταν καταλυτικός, με αποκορύφωμα το προπαγανδιστικό δίπολο του ηρωικού πεζοναύτη που σώζει τα αβοήθητα θύματα και του μαύρου ωφελιμιστή που βουτάει τηλεοράσεις. Οι εξεγερμένοι της Ν.Ορλεάνης δεν είχαν καμμιά υποστήριξη από τους καταπιεσμένους των ΗΠΑ που αφελώς ταυτίστηκαν με την εικόνα του φρουρού της τάξης. Επίσης, οι μορφές αυτό-οργάνωσης που ανέδειξαν, αν και αρχικά ανταγωνιστικές προς τις κρατικές δομές (οι κάτοικοι αδιαφορούσαν για την διανομή βοήθειας, απαλλοτριώνοντας τα αναγκαία από εγκαταλελειμμένα καταστήματα ενώ εξοπλίζονταν για να αντιμετωπίσουν τους μπάτσους), υποχώρησαν μετά από μια πάνοπλη επιχείρηση συκοφαντίας που ενορχήστρωσε το κράτος και επιστρατεύτηκε όλο το φάσμα της πολιτικής, τον κατακερματισμό των ομάδων που δεν είχαν επικοινωνία μεταξύ τους, την απομόνωση και την-όχι τόσο αναίμακτη-διάλυσή τους (οι μπάτσοι διέλυαν με πυρά κάθε συσπείρωση άνω των 4-5 ατόμων). Παράλληλα έδρασε και η μερική νομιμοποίηση των λεηλασιών σταδιακά, υπό τον έλεγχο της αστυνομίας. 1.500 νέοι μπάτσοι καθάρισαν τελικά το έδαφος για την εγκατάσταση των πολυεθνικών που θα ξαναχτίσουν την νεκρόπολη. Δεν είναι τυχαίο που οι αρχές σχεδιάζουν την ανοικοδόμηση της Ν.Ο. σαν ένα ακόμη Λας Βέγκας, κατ’ αναλογία των κέντρων κατανάλωσης διασκεδάσεων-εμπορευμάτων στα άδεια περίχωρα των δυτικών μητροπόλεων.

ΕΝΤΡΟΠΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ

Όπως το Black Out της Νέας Υόρκης του 1977, και το πρόσφατο χτύπημα από τυφώνα της Νέας Ορλεάνης, δείχνουν πως μια έμπρακτη αμφισβήτηση της εξουσίας, εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο με την (προηγουμένως ”απίθανη”) κατάρρευση δομών του κρατικού μηχανισμού, ο παρασιτικός ρόλος του οποίου, πλέον εκτίθεται ανεπανόρθωτα. Η έμπρακτη αυτή αμφισβήτηση αναδύεται μέσα από την αυτό-οργάνωση της συλλογικής άρνησης του παλιού κόσμου και των κανόνων του, που έχουν πια γίνει αβάσταχτοι, κι επισκιάζονται από τις ολοένα και πληθαίνουσες σταγόνες ζωής ενάντια στον νόμο, που αντανακλούν τον ίδιο ήλιο, της ελευθερίας (εξ ου και κύριο μέλημα των απανταχού υπαλλήλων της εξουσίας αποτελεί η συκοφαντία των παραβατικών συμπεριφορών, ώστε να μη γίνουν υποδειγματικές). Μόλις γίνει ευρέως συνειδητό το αναπόφευκτο της σύγκρουσης με το κράτος, κι αφού οι προβαλλόμενοι ρεφορμιστές ηγέτες παραδοθούν στη χλεύη, είναι αναγκαιότητα των εξεγερμένων να περάσουν στην αντεπίθεση. Χωρίς το σαμποτάζ των μονάδων (υλικής) παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των μονάδων παραγωγής ιδεολογίας (ΜΜΕ, κόμματα, συνδικάτα, κλπ), τον εκμηδενισμό της δύναμης της αστυνομίας, και την αμέριστη αλληλεγγύη ανάμεσα στους εξεγερμένους το όνειρο της αληθινά επικίνδυνης-επικίνδυνα αληθινής ζωής θα παραμένει όνειρο, αλυσοδεμένο στον γενικό εφιάλτη των καιρών. Ο παλιός κόσμος των εμπορευμάτων και των αστυνομιών τους, θα ανατέλλει μετά από κάθε σύντομο διάλειμμα.

(Το παραπάνω κείμενο kυκλοφόρησαν σε φωτοτυπίες οι «Εκδόσεις για τη διάδοση της μεταδοτικής Λύσσας» στα τέλη του 2005 στη σαλονίκη, με την παρότρυνση κάθε αναπαραγωγής ή διάδοσης του κειμένου…)

1

Categories
Uncategorized

Για τη βία στα γήπεδα – αρχείο “Ρήξης”

Φαίνεται πως το ποδόσφαιρο στη χώρα μας προκαλεί μεγαλύτερη λαϊκή κινητοποίηση από κάποια απεργία, πολιτική συγκέντρώση ή διαδήλωση. Αυτό τουλάχιστον είναι το “θλιβερό” συμπέρασμα που βγάζουν περίλυποι διάφοροι σοβαροί “αναλυτές”, συχνά “Ακροαριστεροί”.

Αυτό το συμπέρασμα βγάζουν από την καταπληκτική λαϊκή κινητοποίηση της νεολαίας και του λάου των Μεγάρων . Αυτό βγάζουν από το ξεδίπλωμα της λαϊκής βίας και αντίστασης, πού έφτασε μέχρι τα δίκαννα, πού εκφράστηκε με δεκάδες και εκατοντάδες κοκταίηλ μολότωφ, με τη μαζική επίθεση στην αστυνομία, με τη δημιουργία ακόμα και τεθωρακισμένων από τρακτέρ στα οποία μπήκαν χαλυβδόφυλλα, με την κατάληψη και την πυρπόληση των γραμμών του τραίνου, με την απόπειρα να καεί το στάδιο, πού έγινε το Σάββατο, με την Αντίσταση πού εμπόδισε ολοκληρωτικά την είσοδο των ΜΑΤ στα Πλακάκια και τη Μάνη, αυτές τις λαϊκές μεγαριώτικες συνοικίες.

Και φυσικά και δεν έγιναν για το…ποδόσφαιρο. ’λλα όχι με την έννοια πώς η αντίσταση έγινε για “πολιτικούς λόγους”, όπως θα’ θελε να το εμφανίσει η “αντιπολίτευση” των Μεγάρων, πού έβαλε σαν κέντρο της τον “Έβερτ” και την κυβέρνηση, επειδή υποβίβασε το Βύζαντα για να βάλει τη δική του ομάδα, το “Ρουφ”, στη θέση του. Αν θέλει κανείς να βρει το πολιτικό στοιχείο στην εξέγερση των Μεγάρων θα πρέπει να πάει πέρα από την πολιτικάντικη “πολιτική” πού έχει συνηθίσει να κάνει.

Η εξέγερση στα Μέγαρα δεν ήταν το “εύκολο κάλυμμα” της Αντί-καραμανλικής διάθεσης, όπως το εμφανίζει, και θα συνεχίζει να το εμφανίζει, μια μερίδα της κοινοβουλευτικής και έξω-κοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης. Η εξέγερση στα Μέγαρα, όπως και η παλιότερη Ιστορία με τα “Αρχαία” στην Κρήτη, φαίνονται τόσο παράλογες στο μκροαστό “Αναλυτή”, πού δε μπορεί να καταλάβει τίποτε. Κι αυτό μετράει όλο το βάθος της αγνοίας του διανοούμενου των 4 κεντρικών τετραγώνων της Αθήνας για τις πραγματικές διαδικασίες της γέννησης και ανάπτύξης των κοινωνικών κινημάτων.

Αυτό πού στα μάτια τους φαίνεται το “παράλογο” στοιχείο των μαζών, πού τους βυθίζει σε αντιδραστικές και βαθυστόχαστες αναλύσεις για την “ψυχολογία του όχλου”, δείχνει κάτι άλλο. Δείχνει πώς σε συν-θήκες κοινωνικού και πολιτικού αδιέξοδου, οι μάζες τείνουν να εκφράσουν την αντιπαράθεση τους με το κράτος όχι εκεί πού κυριαρχεί το “σικέ” παιχνίδι μιας κενής και δημαγωγικής πολιτικής, όχι εκεί οπού βρίσκονται απόλυτα αποκλεισμένες, δηλαδή τις “υψηλές σφαίρες” της πολιτικής, αλλά εκεί πού μπορούν. Εκεί πού νοιώθουν ότι μπορούν να συμμετέχουν.

Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτό συμβαίνει σήμερα. Δηλαδή τα πρώτα χρονιά της μεταπολίτευσης, σ’ όλη τη χώρα, και ιδιαίτερα στην επαρχία, το “ποδόσφαιρο” είχε πέσει. Κι αυτό γιατί χιλιάδες νεολαίοι έβλεπαν μια δυνατότητα στην πολιτική. Σύντομα όμως τα πράγματα αλλάξανε. Κι αλλάξανε γιατί είδαν πώς αυτή ή πολιτική δεν τους δίνει τίποτε, δεν είναι κάτι δικό τους, και μάλιστα αποκλείει σε μεγαλύτερο βαθμό τη νεολαία των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Το μόνο πού προσφέρει δε, είναι φασαρίες με την Αστυνομία χωρίς λόγο, όπως τους φαίνεται, μιας και η “πολιτική” δεν τους δίνει τίποτε. Και το καταφύγιο ήταν και πάλι το ποδόσφαιρο. Δηλαδή, κάτι μέσα από το οποίο μπορούσαν εύκολα να εκφράσουν το δυναμισμό τους και να αποκτήσουν την αίσθηση μιας “συμμετοχής”. Γιατί ιδιαίτερα στην επαρχία, το ποδόσφαιρο και η “ομάδα” είναι κάτι το κοντινό, μοιάζει δικό τους, η “οργάνωσή” τους πού τη ζούνε σα δικιά τους, κάτι το οποίο μπορούν να ελέγχουν. Έτσι το ποδόσφαιρο εμφανίζεται σαν η μοναδική καταφυγή και διέξοδος σε μια θανατερή αδιέξοδη και γεμάτη ανία ζωή.

Μ’ αυτόν τον τρόπο το ποδόσφαιρο μεταβάλλεται σε κατεξοχήν μέσο διοχέτευσης μιας δραστηριότητας και εκτόνωσης. Αυτή όμως είναι η μια όψη του νομίσματος. Στο βαθμό δηλαδή πού μια κοινωνική “ανησυχία ” διοχετεύεται στον αθλητισμό, είναι φυσικό να τείνει να ξεπηδήσει μέσα από κει. Έτσι τα γήπεδα γίνονται κλασσικός χώρος βίας, και εκεί επεμβαίνουν τα ΜΑΤ, και ετοιμάζουν και τα σκυλιά, και αναπαράγεται η αντίθεση με το κράτος ή την εξουσία του χρήματος. Αυτή η αίσθηση είναι ιδιαίτερα έντονη στις μικρές επαρχιακές ομάδες, όπου το ποδόσφαιρο είναι το μοναδικό γεγονός και όπου ξεπηδάει πιο εύκολα, έστω και με διεστραμμένη μορφή, η αντίθεση με το “κέντρο”, τις μεγάλες ομάδες, τους εφοπλιστές και τελικά, με… την κυβέρνηση.

Σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν , αυτή η “παράλογη” εξέγερση γίνεται πολύ λογική όταν τη δούμε με το μάτι του κόσμου και όχι του εκκολαπτόμενου καθοδηγητή ή “επιστήμονα”.

Και φυσικά και δεν…έγινε για το ποδόσφαιρο αλλά μέσα από το ποδόσφαιρο. Και μάλιστα για έναν ακόμα λόγο. Τα “επεισόδια” μεταβλήθηκαν σε εξέγερση από τη στιγμή και πέρα πού το κράτος θέλησε να καταπιέσει, με τη γνωστή του κτηνωδία. Από τη στιγμή και πέρα πού τα ΜΑΤ έμπαιναν αδιάκριτα σε σπίτια και μαγαζιά και χτυπούσαν. Από τη στιγμή και πέρα πού με τη νεολαία φιλάθλους ενώθηκαν και οι υπόλοιποι κάτοικοι πού δεν ανέχονταν τους “γερμανούς πού ξαναγύρισαν”, από τότε και μετά η εξέγερση των Μεγάρων πήρε έναν κεντρικό στόχο: την ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αυτό ήταν το βαθύτερο περιεχόμενό της. Ότι ο λαός δεν ανέχτηκε τούς κρανοφόρους να τον τσαλαπατάνε αδιαμαρτύρητα και τότε πήρε τα δίκαννα. Έτσι η ίδια η παρέμβαση της αστυνομίας μετάτρεψε σε κάτι άλλο ένα απλό γεγονός, δηλαδή επέτρεψε να εκφραστεί όλο το μίσος του λαού και της νεολαίας ενάντια στο κράτος και τούς μηχανισμούς του.

Κι όμως, αυτό το πράγμα, τόσο απλό τελικά, πολλοί από εκείνους πού καθημερινά φωνάζουν “αντίσταση στην κρατική τρομοκρατία”, δε μπόρεσαν να το καταλάβουν. Δε μπόρεσαν να καταλάβουν ότι η ΝΙΚΗ (γιατί οι Μεγαρίτες νίκησαν και η αστυνομία υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει) των Μεγαριτών, η αντίσταση τους, έχει μεγαλύτερη σημασία για τα “πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα” από ότι μια πετυχημένη αθώωση ενός “αριστεριστή”. Κι αυτό γιατί ένα μεγάλο λαϊκό σύνολο με μια πετυχημένη αντίσταση έδειξε στο κράτος ότι δε μπορεί ατιμώρητα να καταπατάει τα δικαιώματα του. Γιατί το δικαίωμα της διαμαρτυρίας, με την οποία ξεκίνησαν, είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους και όποιος το παραβιάζει υφίσταται τις συνέπειες. Και οι ροπαλοφόροι είδαν σίγουρα πώς άλλο Εξάρχεια και άλλο μια ξεσηκωμένη πόλη. Αυτό μένει να το κατανοήσουν λίγο κι εκείνοι πού καθημερινά φωνάζουν αυτά πού οι Μεγαρίτες έκαναν στην πράξη ξεκινώντας από μια πολύ “τετριμμένη ιστορία” (έτσι είναι ο άτιμος ο όχλος).

Σήμερα, μέσα από τα Μέγαρα χτες από την Αγία Βαρβάρα και τούς αγρότες, περνάει η κοινωνική δυσαρέσκεια και κριτική των μαζών. “Αν ορισμένοι επιμένουν να την μαντρώσουν πίσω από τον Αντρέα, στην ψευδοπολιτική του κοινοβουλίου, σύντομα θα αντιμετωπίσουν και άλλα τέτοια “παράλογα” φαινόμενα.

Γιατί μέσα από το “κεντρικό” πολιτικό αδιέξοδο και κενό πού υπάρχει, ο λαός δε μπορεί να εκφραστεί. Γι’ αυτό, για ορισμένο καιρό θα συνεχίσει να εκφράζεται “περιφερειακά”, μέχρι να φτάσει να μεταφέρει στο κέντρο αυτόν τον ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ ΕΚΦΡΑΣΗΣ.

Βρέθηκε στο αρχείο της «ΡΗΞΗΣ» στο διαδίκτυο

Categories
Uncategorized

Μανιφέστο σε γυμνή γλώσσα – Antonin Artaud

Μανιφέστο σε γυμνή γλώσσα – antonin artaud

Δεκέμβρης 1925

Αν δεν πιστεύω ούτε στο Κακό ούτε στο Καλό, αν νιώθω μια τόσο ισχυρή ορμή να καταστρέφω, αν δεν μπορώ να βρω τίποτα στην τάξη των αξιών το οποίο συγκαταβατικά θα μπορούσα να αποδεχτώ, ο βαθύτερος λόγος για όλα αυτά βρίσκεται στην ίδια μου τη σάρκα.

Καταστρέφω, γιατί για μένα κάθε τι που προέρχεται από τη λογική είναι αναξιόπιστο. Εμπιστεύομαι μόνο τα στοιχεία που μου φέρνουν ανατριχίλα, όχι τις καθαρές αποδείξεις που απευθύνονται στη λογική μου. Βρίσκω επίπεδα στο βασίλειο των νευρώνων μου. Νιώθω πια ικανός να αξιολογώ τα στοιχεία. Υπάρχει για μένα μια απόδειξη στο βασίλειο της απλής σάρκας που δεν έχει τίποτα να κάνει με τις αποδείξεις της λογικής. Η αιώνια σύγκρουση μεταξύ της λογικής και της καρδιάς παίζεται στην ίδια μου τη σάρκα, όμως στη σάρκα μου που διαποτίζεται από τα νεύρα. Στη σφαίρα του στοργικού αστάθμητου παράγοντα, η εικόνα που μου παρέχουν τα νεύρα μου παίρνει την μορφή της υψηλότερης διάνοιας, την οποία αρνούμαι να γδύσω από τα πνευματικά της χαρακτηριστικά.

Κι έτσι έρχομαι να παρακολουθήσω το σχηματισμό μιας αντίληψης που φέρει μέσα της την πραγματική σύλληψη των πραγμάτων, μια αντίληψη που έρχεται σε μένα μ’ έναν ήχο δημιουργίας. Καμιά εικόνα δεν μπορεί να με ικανοποιήσει, εκτός αν είναι την ίδια στιγμή Γνώση, εκτός αν φέρει μέσα της ουσία και ταυτόχρονα διαύγεια. Το μυαλό μου, καταπονημένο από τα καμώματα της λογικής, θέλει να αγκιστρωθεί στα γρανάζια μιας νέας, απόλυτης βαρύτητας. Για μένα μοιάζει με μια υπέρτατη αναδιοργάνωση στην οποία μόνο οι νόμοι του παραλόγου έχουν θέση, και στην οποία θριαμβεύει η ανακάλυψη ενός νέου Νοήματος. Αυτό το Νόημα, το οποίο έχει χαθεί στην διαταραχή των φαρμάκων και το οποίο παρουσιάζει την εμφάνιση μιας βαθιάς νοημοσύνης στα αντιφατικά φαντάσματα του ύπνου. Το Νόημα είναι μια νίκη του πνεύματος επί του εαυτού του, και ακόμα κι αν δεν μπορεί να καταβληθεί από τη λογική, υφίσταται, όμως μόνο μέσα στο πνεύμα. Είναι τάξη, είναι διάνοια, είναι η νοηματοδότηση του χάους. Όμως δεν δέχεται το χάος αυτό ως τέτοιο, το μεταφράζει, και πριν το μεταφράσει, του διαφεύγει. Είναι η λογική του παραλόγου. Κι αυτό είναι το μόνο που μπορεί να πει κανείς. Ο φωτεινός παραλογισμός μου δε φοβάται το χάος.

Δεν αποκηρύσσω τίποτα απ’ όσα είναι το Πνεύμα. Θέλω απλά να μεταφέρω το πνεύμα μου αλλού, μαζί με τους νόμους και τα όργανά του. Δεν υποτάσσω τον εαυτό μου στους σεξουαλικούς μηχανισμούς του πνεύματος, αλλά αντιθέτως μέσα στους μηχανισμούς αυτούς προσπαθώ να απομονώσω τις ανακαλύψεις αυτές που η διαυγής λογική δεν μπορεί να παρέχει. Παραδίδομαι στον πυρετό των ονείρων, αλλά μόνο προκειμένου να εκμαιεύσω απ’ αυτούς νέους νόμους. Αναζητώ τον πολλαπλασιασμό, την οξύνοια, τη διανοητική ματιά να παραληρεί, όχι βεβιασμένες προφητείες. Υπάρχει ένα μαχαίρι που δεν ξεχνώ.

Όμως πρόκειται για ένα μαχαίρι το οποίο πατάει το μισό στα όνειρα, τα οποία κρατώ μέσα μου, στα οποία δεν επιτρέπω να αγγίξουν τα σύνορα των διαυγών αισθήσεων.

Ό,τι ανήκει στο βασίλειο της εικόνας είναι απροσπέλαστο από την λογική και πρέπει είτε να παραμείνει μέσα στην εικόνα είτε να εκμηδενιστεί.

Εν τούτοις, υπάρχει μια λογική στις εικόνες, υπάρχουν εικόνες που είναι πιο σαφείς στον κόσμο αυτής της ζωτικότητας παραγεμισμένης με εικόνες.

Υπάρχει στην άμεση διήθηση του πνεύματος ένας πολύμορφος και εκθαμβωτικός υπαινιγμός του ζωώδους. Αυτή η ανεπαίσθητη και σκεπτόμενη σκόνη οργανώνεται βάσει των νόμων που προκύπτουν από την ίδια, έξω από τη σφαίρα της ορισμένης λογικής ή της αντιφατικής συνείδησης ή της λογικής.

Στο εξυψωμένο βασίλειο των εικόνων, η παραίσθηση που μιλάει ρητά, ή το υλικό σφάλμα, δεν υφίστανται, πόσο μάλλον η ψευδαίσθηση της γνώσης: όμως αυτό είναι όλο ένας επιπλέον λόγος για τι το νόημα μιας νέας γνώσης μπορεί και πρέπει να κατεβεί στην πραγματικότητα της ζωής.

Η αλήθεια της ζωής έγκειται στη ψιλάφηση του υλικού ζητήματος. Το πνεύμα του ανθρώπου έχει δηλητηριαστεί από τις έννοιες. Μην του ζητάτε να είναι ικανοποιημένος, ζητήστε του απλά να είναι ήρεμος, να πιστεύει ότι έχει βρει τη θέση του. Όμως μόνο ένας παρανοϊκός είναι πραγματικά γαλήνιος.

Categories
Sergei Nechayev

Γράμματα – Σεργκέι Νετσάγιεφ & Βλαντιμίρ Σερεμπρένικοφ

Σεργκέι Νετσάγιεφ – Βλαντιμίρ Σερεμπρένικοφ

Από το κύριο άρθρο του περιοδικού Obscina (Κομμούνα)

Η γενιά στην οποία ανήκε ο Χέρτσεν ήταν η έσχατη εκδήλωση της φιλελευθερίζουσας αριστοκρατίας. Ο θεωρητικός ριζοσπαστισμός της ήταν ένα άνθος θερμοκηπίου, φυτεμένο και μεγαλωμένο μέσα σε μια τεχνητή ατμόσφαιρα που το έκανε να ζει. Μαραινόταν όμως από την πρώτη του επαφή με τον ελεύθερο αέρα και την πραγματική ατμόσφαιρα της πρακτικής δράσης. Οι άνθρωποι της γενιάς αυτής κριτίκαραν, χλεύαζαν την υπάρχουσα κοινωνική τάξη με την καυστική επιδεξιότητα που συναντά κανείς στα σαλόνια και με μια απαρχαιωμένη ποιητική γλώσσα. Ήταν ευχαριστημένοι με τον ρόλο τους.

Σεπτέμβρης, 1870

Σεργκέι Νετσάγιεφ

Ανοιχτή επιστολή στον Μπακούνιν και στον Ογκάρεφ

Πολίτες,

Επειδή δεν βλέπω να υπάρχει δυνατότητα να σας συναντήσω σύντομα, απευθύνομαι σε σας μέσω της κόρης του Χέρτσεν, που διαχειρίζεται το ταμείο μας, και σας παρακαλώ να μεταβιβάσετε στη διεύθυνση της Obscina το υπόλοιπο του κεφαλαίου , του οποίου ένα μέρος μου δόθηκε ενώ ζούσε ακόμη ο Χέρτσεν και ένα άλλο μέρος εδώ και λίγο καιρό.

Επωφελούμαι της ευκαιρίας για να σας πω ότι, παρά τις διαφορετικές απόψεις μας όσον αφορά τους πολιτικούς σκοπούς και μέσα, διαφορές που εμφανίστηκαν όταν φτάσαμε στο ζήτημα της πρακτικής, η οποία απαιτεί όχι μόνο θεωρητικό ριζοσπαστισμό αλλά και πρακτικό πνεύμα (και αρνούμενος στο εξής κάθε πολιτική αλληλεγγύη μαζί σας), δεν έπαψα μολαταύτα να σας θεωρώ εκπροσώπους μιας γενιάς η οποία, δυστυχώς, φεύγει από τη σκηνή της ιστορίας δίχως να αφήσει ίχνη. Οι συλλήψεις της γενιάς σας, πολίτες (συλλήψεις που δεν έχουν τις ρίζες τους στη ζωή σας ούτε στην [κοινωνική] κατάστασή σας και που τις έχετε πάρει απ’ έξω, βρίσκονται σε πλήρη ασυμφωνία με την υλική σας κατάσταση, τόσο που ποτέ δεν μπορέσατε να τις εφαρμόσετε στην πρακτική) – οι συλλήψεις αυτές, λέω, μολαταύτα σας έσωσαν, τουλάχιστον μερικούς από εσάς, από τον βόρβορο και τη λάσπη στην οποία έπεσαν οι πρώην συνάδελφοί σας Κακτόφ, Λεόντιεφ και σία. Οι κοινωνικές πεποιθήσεις σας σάς εμπόδισαν να γίνετε οπαδοί του καταραμένου υπάρχοντος κρατικού συστήματος· μα έγιναν με τέτοιο τρόπο αντιληπτές από τη γενιά που βγήκε από μη λαϊκά περιβάλλοντα που δεν έκαναν κανέναν πραγματικό εχθρό του κράτους· και τούτο επειδή η αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στην επαναστατική σκέψη σας και την αριστοκρατική ζωή σας οδήγησε σε έναν απελπιστικό σκεπτικισμό και σε μια παραλυτική απογοήτευση πνευμάτων τόσο ισχυρών όσο ο Α. Χέρτσεν.

Ό,τι χρήσιμο μπορούσε να βγει από τη γενιά αυτή βρήκε την έκφρασή του στα κείμενα του εκδότη της Kolokol και στα δικά σας. Γι αυτό, βλέποντας σε σας αν όχι πραγματικούς αγωνιστές της υπόθεσής μας τουλάχιστον πιστούς οπαδούς της, θεωρώ καθήκον μου να σας φερθώ με ειλικρίνεια και εντιμότητα που θα αφαιρέσω από τη συμπεριφορά μου προς τους εχθρούς μας.

Είμαι βαθιά πεπεισμένος, πολίτες, για τη βαθύτητα του πολιτικού σας αισθητηρίου, το οποίο δεν θα σας αφήσει να οδηγηθείτε στην αγανάκτηση ή στιγμιαία στην οργή – και να παίξετε έτσι το παιχνίδι του κοινού μας εχθρού, της ρωσικής κυβέρνησης, την οποία μισείτε τόσο όσο κι εγώ. Επίσης, θεωρώ ψεύτικες τις φήμες σύμφωνα με τις οποίες στις γνώμες που εκφέρατε πρόσφατα για μένα διακρίνεται περισσότερη βίαιη αγανάκτηση παρά ορθοφροσύνη, η οποία μετριάζει, σε κάθε σοβαρό πολιτικό άνδρα, τις εξάψεις της προσωπικής δυσαρέσκειας.

Χωρίζοντας τη θέση μου από σας, πολίτες, μετά μια τελευταία εξήγηση, σας απλώνω το χέρι ως φίλος και τολμώ να ελπίζω πως δεν θα πάψω να είναι τέτοιος. Κι αυτό ακόμη περισσότερο, επειδή νομίζω ότι δεν θα υπάρξουν στο εξής συγκρούσεις μεταξύ μας στο επίπεδο της δράσης, καθώς πιστεύω απόλυτα ότι δεν θα δράσετε καθόλου πια στην πράξη υπέρ της ρωσικής επανάστασης.

Σεπτέμβρης, 1870

Categories
Georges Bataille

Georges Bataille 1936 : Η Ιερή Συνομωσία

Georges Bataille 1936 : Η Ιερή Συνομωσία

————————————————

Πηγή: Acephale, Έτος Πρώτο, 24 Ιούνη1936;

Μεταφράστηκε στα αγγλικά για το marxists.org από τον Mitch Abidor το 2005;

Ένα έθνος ήδη γερασμένο και διεφθαρμένο που επιθυμεί να αποτινάξει την μοναρχία προκειμένου να υιοθετήσει μια δημοκρατική διακυβέρνηση θα μπορέσει να συντηρηθεί μόνο μέσα από πολλά εγκλήματα, καθώς ήδη εγκληματεί, κι αν θέλει να περάσει από το έγκλημα στην αρετή, δηλαδή από ένα βίαιο σε ένα ευγενές κράτος, θα υποκύψει σε μια αδράνεια που σύντομα θα οδηγήσει στη συντριβή του.

SADE

Αυτό που είχε μια πολιτική όψη και αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως πολιτική βούληση θα βγάλει μια μέρα την μάσκα του και θα αποκαλυφθεί ως κίνημα θρησκευτικό.

KIERKEGAARD

Σήμερα μοναχικοί, εσείς που ζείτε απομονωμένοι, θα γίνεται μια μέρα ένας λαός. Αυτοί που ξεχώρισαν τον εαυτό τους θα γίνουν μια μέρα ένας ξεχωριστός λαός – κι απ’ αυτόν τον λαό θα γεννηθεί η ύπαρξη που θα ξεπεράσει τον άνθρωπο.

NIETZSCHE

Αυτό που έχουμε θέσει σε κίνηση δε θα πρέπει να το μπερδεύει κανείς με τίποτα άλλο, δεν μπορεί να περιοριστεί στην έκφραση μιας ιδέας κι ακόμα λιγότερο σ’ αυτό που θεωρείται απλά τέχνη.

Είναι απαραίτητο να παράγουμε και να τρώμε: πολλά πράγματα είναι απαραίτητα που ακόμα δεν είναι τίποτα, κι αυτή είναι επίσης η υπόθεση με την πολιτική αγκιτάτσια.

Προτού να πολεμήσουμε μέχρι το τέλος, ποιος σκέφτεται να αφήσει τη θέση του σε ανθρώπους που είναι αδύνατον να αντικρύσεις χωρίς να νιώσεις την ανάγκη να τους καταστρέψεις; Όμως, αν τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει πέρα από την πολιτική δράση, η ανθρώπινη απληστία σύντομα δε θα χε τίποτα παρά το κενό.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΚΕΝΤΡΕΧΩΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΙ, και ως τέτοια η ύπαρξή μας είναι η καταδίκη του κάθε τί που αναγνωρίζεται σήμερα, μια εσωτερική απαίτηση μας αναγκάζει να είμαστε επίσης επεκτατικοί.

Αυτό που θέτουμε σε κίνηση είναι ένας πόλεμος.

Είναι καιρός να εγκαταλείψουμε τον κόσμο του πολιτισμένου και το φως του. Είναι αργά για να ‘μαστε λογικοί και καλόπιστοι, πράγμα που οδήγησε σε μια ζωή χωρίς ενδιαφέρον. Κρυφά ή όχι, είναι ανάγκη να αρχίσουμε να είμαστε άλλοι, ή αν όχι, να σταματήσουμε να είμαστε.

Ο κόσμος στον οποίο ανήκαμε δεν έχει να προτείνει τίποτα να ερωτευτούμε εκτός από την ανεπάρκεια του κάθε υποκειμένου: η ύπαρξή του περιορίζεται στη βολικότητά του. Ένας κόσμος που δεν μπορεί να αγαπηθεί μέχρι θανάτου – όπως ένας άνδρας αγαπά μια γυναίκα – δεν αντιπροσωπεύει τίποτα παρά μόνο το προσωπικό συμφέρον και την υποχρέωση να δουλεύουμε. Αν συγκριθεί με κόσμους που έχουν εξαφανιστεί είναι αηδιαστικός και μοιάζει πιο αποτυχημένος απ’ όλους τους.

Στους χαμένους αυτούς κόσμους ήταν εφικτό να χαθείς μέσα στην έκσταση, πράγμα αδύνατο στον κόσμο της εκπαιδευμένης βαναυσότητας. Τα πλεονεκτήματα του πολιτισμού αξιολογούνται αποκλειστικά από τον τρόπο που μπορούν οι άνθρωποι να κερδοσκοπήσουν: οι άνθρωποι του σήμερα κερδοσκοπούν απ’ αυτά ώστε να καταφέρουν να γίνουν τα πιο υποβαθμισμένα όντα που υπήρξαν ποτέ.

Η ζωή πάντοτε συμβαίνει σε έναν σάλο με μια μη προφανή συνοχή, αλλά βρίσκει το μεγαλείο και την πραγματικότητά της στην έκσταση και τον εκστατικό έρωτα. Όποιος επιθυμεί να αγνοεί ή να περιφρονεί την έκσταση είναι απλά ένα ον που η σκέψη του έχει περιοριστεί στην ανάλυση. Η ύπαρξη δεν είναι απλά ένα προπαγανδισμένο τίποτα: είναι ένας χορός που μας τραβά να χορέψουμε με φανατισμό. Η ιδέα που δεν έχει ως αντικείμενο ένα νεκρό πλαίσιο υπάρχει εσωτερικά με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει μια φλόγα.

Πρέπει κανείς να γίνει αρκετά συγκροτημένος και ακλόνητος ώστε η ύπαρξη του κόσμου του πολιτισμού να αποδειχτεί τελικά αβέβαιη. Είναι άχρηστο να απαντάμε σ’ αυτούς που είναι ικανοί να πιστέψουν στον κόσμο αυτόν και βρουν την νομιμοποίησή τους μέσα του. Όταν μιλούν, μπορείς να τους βλέπεις χωρίς να τους ακούς, κι αν ακόμα τους βλέπουμε, είναι μόνο για να “δούμε” αυτό που υπάρχει πολύ πίσω τους. Πρέπει να αρνηθούμε την ανία και να ζήσουμε αποκλειστικά σε ότι συναρπάζει.

Σ’ αυτό το δρόμο θα ήταν μάταιο να κάνουμε γύρους και να αναζητάμε να προσελκύσουμε αυτούς που έχουν αφηρημένες πεποιθήσεις, που θέλουν να περάσουν την ώρα τους, να γελάσουν ή να γίνουν περίεργα άτομα. Πρέπει κανείς να προχωρά χωρίς να κοιτάζει πίσω και χωρίς να λογαριάζει αυτούς που δεν έχουν τη δύναμη να ξεχνούν άμεσα την πραγματικότητα.

Η ανθρώπινη ζωή είναι ηττημένη επειδή εξυπηρετεί ως το κεφάλι και η λογική του σύμπαντος. Απ’ ότι φαίνεται ως τώρα, αυτό το κεφάλι και η λογική αποδέχονται τη σκλαβιά. Αν δεν είναι ελεύθερη, η ύπαρξη γίνεται κενή, εξουδετερωμένη, όταν είναι ελεύθερη είναι ένα παιχνίδι. Η γη, για όσο διάστημα φιλοξενούσε κατακλυσμούς, δάση και πουλιά ήταν ένα ελεύθερο σύμπαν. Το πάθος για την ελευθερία καθυποτάχτηκε όταν η γη παρήγαγε ένα όν που απαίτησε την αναγκαιότητα ως νόμο του σύμπαντος. Ο άνθρωπος παρόλα αυτά παρέμεινε ελεύθερος να μην ανταποκρίνεται πλέον σε καμιά αναγκαιότητα. Είναι ελεύθερος να μοιάζει σε όλα όσα δεν είναι αυτός στο σύμπαν. Μπορεί πλέον να ξεφορτωθεί την ιδέα ότι είναι αυτός ή ο θεός που εμποδίζει κάθε τί άλλο από το να είναι αόριστο.

Η ανθρωπότητα δραπέτευσε από το μυαλό της όπως ο κατάδικος από τη φυλακή του.

Βρήκε πέρα απ’ αυτόν όχι το θεό, που είναι η απαγόρευση του εγκλήματος, αλλά ένα ον που δε γνωρίζει απαγορεύσεις. Πέρα απ’ αυτό που είμαι, συναντώ ένα ον που με κάνει να γελώ, γιατί δεν έχει κεφάλι, που με γεμίζει αγωνία γιατί είναι φτιαγμένο από αθωότητα και έγκλημα. Κρατάει ένα όπλο από ατσάλι στο αριστερό του χέρι, φλόγες σαν μια ιερή καρδιά στο δεξί του. Ενώνει σε μια έκρηξη τη γέννηση και το θάνατο. Δεν είναι άνθρωπος. Αλλά δεν είναι ούτε θεός. Δεν είναι εγώ, είναι παραπάνω από το εγώ: η κοιλιά του είναι ο λαβύρινθος στον οποίο πηγαίνει κατευθείαν μόνος του, με οδηγεί για να βρω αυτό στο οποίο αυτό είναι ο εαυτός μου, ένα τέρας.

Αυτό που εγώ σκέφτομαι και αναπαριστώ δεν το σκέφτομαι και δεν το αναπαριστώ μόνος μου. Γράφω σε ένα μικρό κρύο σπίτι σ’ ένα ψαροχώρι. Ένα σκυλί μόλις γαύγισε μέσα στην νύχτα. Το δωμάτιό μου είναι δίπλα στην κουζίνα του Andre Masson, που περπατάει πάνω κάτω χαρούμενος και τραγουδώντας. Την ίδια ακριβώς στιγμή που γράφω βάζει στο φωνόγραφο μια ηχογράφηση της εισαγωγής του Don Giovanni. Πιο πολύ από κάθε τί άλλο, η εισαγωγή του Don Giovanni, ισορροπεί ότι μου δόθηκε σε ύπαρξη σε μια πρόκληση που ανοίγεται έξω από τον εαυτό. Αυτή τη στιγμή ακριβώς, αντικρύζω αυτό το ακέφαλο ον, που αποτελείται από δυο εξίσου ισχυρές εμμονές, που γίνονται ο τάφος του Don Giovanni. Όταν λίγες μέρες πριν ήμουν στη κουζίνα με τον Masson, καθισμένος με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι μου ενώ αυτός, ξαφνικά φαντάστηκε τον ίδιο το θάνατό του κι αυτόν των δικών του, τα μάτια του μίκρυναν, υποφέροντας, σχεδόν ουρλιάζοντας πως ο θάνατος θα γινόταν ένας στοργικός και παθιασμένος θάνατος, ουρλιάζοντας το μίσος του για έναν κόσμο που βαραίνει ακόμα και στο θάνατο το χέρι του εργάτη του, ήδη δεν μπορούσα να αμφισβητώ ότι ο πλεονεκτικός και άπειρος σάλος της ανθρώπινης ζωής είναι ανοικτός όχι σ’ αυτούς που υπάρχουν σαν μάτια πεταμένα έξω, αλλά σ’ αυτούς που είναι σαν τους ονειροκρίτες, παρασυρμένοι από ένα ανήσυχο όνειρο που δε θα μπορούσε να ‘ναι δικό τους.

Categories
Émile Pouget

Για το σαμποτάζ – Emile Pouget

Κάποια συμπεράσματα για το σαμποτάζ – Émile Pouget

Όπως το αντιλαμβανόμαστε, εξετάζοντας τα μέσα του εργατικού σαμποτάζ, κάτω από κάθε μορφή και κάθε στιγμή στην οποία εκδηλώνεται, ο χαρακτήρας του είναι -παντού και πάντα!- να χτυπάει το αφεντικό στο πορτοφόλι.

Ενάντια σ αυτό το σαμποτάζ, που δε χτυπά παρά τα μέσα της εκμετάλλευσης, άψυχα αντικείμενα, η μπουρζουαζία δε μένει στις κατάρες. Αντιθέτως, οι καταστολείς του εργατικού σαμποτάζ δε στερούνται ενός άλλου σαμποτάζ, πραγματικά εγκληματικού, τερατώδους και αποτρόπαιου, που αποτελεί την ίδια την ουσία της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Δεν ντρέπονται γι αυτό το σαμποτάζ που, δεν αρκείται στο να καταστρέφει τα θύματά τους, τους ζημιώνει την υγεία, τους απομυζεί την ίδια τους τη ζωή… Μέχρι τέλους! Υπάρχει σ αυτήν την απάθεια ένας βασικός λόγος: Ότι, στην περίπτωση αυτή, οι σαμποτέρς είναι οι προνομιούχοι.

Σαμποτέρς, οι έμποροι που κερδοσκοπώντας στο γάλα, αφήνουν τα παιδιά να πεινάνε, εξοντώνουν τις μελλοντικές γενιές.

Σαμποτέρς, οι αλευροβιομήχανοι και οι φουρνάρηδες, που προσθέτουν άλευρα από ταλκ ή άλλα βλαβερά προϊόντα, αλλοιώνοντας έτσι το ψωμί, διατρογικό είδος πρώτης ανάγκης.

Σαμποτέρς, οι κατασκευαστές σοκολάτας με λάδι φοίνικα ή καρύδας, με κόκκους καφέ στο άμυλο, με ραδίκια ή με βελανίδια, με πιπέρι στο κέλυφος του αμυγδάλου ή στις ελιές, με κρέμες από γλυκόζη, με γλυκά από βαζελίνη, με μέλη από άμυλο και πολτό κάστανου, ε ξίδι από θειϊκό οξύ, με τυριά με κιμωλία ή άμυλο, με μπύρα από φύλλα ξύλων κλπ κλπ (σ.τ.μ. κερδοσκοπικά “μαγειρέματα” της εποχής).

Σαμποτέρς, οι έμποροι, ώ αυτοί οι πατριώτες! Ακόμα καλύτεροι κι από τον Bazaine, που στα 1870-71, συνεισέφερε στο σαμποτάζ της πατρίδας τους, παραδίδοντας στο στρατό όπλα με κομμάτια χαρτονιού και καρτέλες με σκόνη άνθρακα. Σαμποτέρς, ίσοι μ αυτούς που εισέρχονται περήφανοι στην πατρική επιχείρηση, χτίζουν τα κανόνια των πολεμικών πλοίων, τα υποβρύχια, εξοπλίζουν το στρατό, πουλάνε σάπια κρέατα και φυματιώσεις, σαμποτέρς, όπως οι εργολάβοι ή οι κατασκευαστές των σιδηροδρόμων, οι μηχανικοί των πολυκατοικιών, οι έμποροι χημικών, οι βιομήχανοι κάθε είδους και κάθε κατηγορίας… Ναί, σαμποτέρς! όλοι τους, χωρίς εξαίρεση!.. καθώς όλοι τους, φθείρουν, παραποιούν, καταστρέφουν όσο πιο πολύ μπορούν.

Το σαμποτάζ είναι παντού! παντού! όμως, αυτό το καπιταλιστικό σαμποτάζ που ζωογονεί τη σημερινή κοινωνία, που τη ζωογονεί, όπως εμάς το οξυγόνο του αέρα, αυτό το σαμποτάζ δε θα εξαφανιστεί παρά μόνο μαζί της, αυτό το σαμποτάζ είναι που πρέπει να καταδικάσουμε κι όχι το εργατικό σαμποτάζ.

Αυτό εκεί, πρέπει να επιμείνει! δεν χτυπά παρά το κεφάλαιο, το πορτοφόλι, ενώ το άλλο λυμαίνεται την ανθρώπινη ζωή, καταστρέφει την υγεία, γεμίζει τα νοσοκομεία και τα νεκροταφεία.

Οι ζημιές που γεννά το εργατικό σαμποτάζ δεν είναι παρά οικονομικές, εκείνες που παράγει το καπιταλιστικό σαμποτάζ αντιθέτως κάνουν το αίμα να τρέχει.

Το εργατικό σαμποτάζ εμπνέεται από τις αλτρουιστικές γενναιόδωρες αρχές του: είναι ένα μέσο άμυνας και προστασίας απέναντι στην μανία των αφεντικών. Είναι το όπλο των απόκληρων που μάχονται για την ύπαρξη αυτών και των οικογενειών τους. Στοχεύει να βελτιώσει τις κοινωνικές συνθήκες του εργατικού πληθυσμού και να τον απελευθερώσει από την εκμετάλλευση, και τη συνθλίβει… Είναι μια στάλα ακτινοβόλας και καλύτερης ζωής.

Το καπιταλιστικό σαμποτάζ, δεν είναι παρά ένα εργαλείο έντασης της εκμετάλλευσης. Συμπυκνώνει τις ασυγκράτητες ορέξεις και την εξαφάνιση των ρεπό. Είναι η αντιπαθής έκφραση της αρπακτικότητας, μιας ακόρεστης δίψας για πλούτο που δεν υποχωρεί μπροστά στο έγκλημα που τη θρέφει… Όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο τη ζωή, αλλά και σπέρνει παντού τα ερείπια, τη θλίψη, το θάνατο…


Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Γενάρης 2008


Categories
Holger Meins

Ή ΓΟΥΡΟΥΝΙ Ή ΑΝΘΡΩΠΟΣ – Holger Meins

Ή ΓΟΥΡΟΥΝΙ Ή ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Το απόσπασμα παρακάτω έχει παρθεί από το βιβλίο του Emile Marenssin «ΦΡΑΞΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ – η «συμμορία» Μπάαντερ-Μάινχοφ», έκδοση της Διεθνούς Βιβλιοθήκης σε μετάφραση Γιάννη Πικρού. Δεν έχει διατηρηθεί η ορθογραφία ούτε το πολυτονικό του πρωτότυπου, ενώ το εξωτικό «γκουερίλλα» αντικαταστάθηκε με το «αντάρτης».

Το μόνο που μετράει είναι ο αγώνας, τώρα, σήμερα, αύριο, χορτάτος ή όχι. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι τι βγάζεις εσύ απ’ αυτόν. Ένα βήμα μπροστά. Γίνεσαι καλύτερος. Μαθαίνεις από την πείρα. Αυτό πρέπει να βγάλει κανείς σαν συμπέρασμα. Μαθαίνεις από την πείρα. Αυτό πρέπει να βγάλει κανείς σαν συμπέρασμα. Όλα τα άλλα βρωμάνε. Ο αγώνας συνεχίζεται. Κάθε νέα δράση, κάθε αψιμαχία, φέρνει καινούρια άγνωστη πείρα, και αυτό αποτελεί ανάπτυξη του αγώνα. Μόνο έτσι εξελίσσεται.

Η αντικειμενική πλευρά της επανάστασης και της αντεπανάστασης: το αποφασιστικό είναι το ότι ξέρει κανείς να μαθαίνει.

Μέσω του αγώνα. Για τον αγώνα. Από τις νίκες, αλλά περισσότερο από τα λάθη, από τις αδυναμίες, από της ήττες. Αυτό είναι ένας νόμος του μαρξισμού.

Αγώνας, ήττα, πάλι αγώνας, ξανά ήττα και πάλι αγώνας κτλ. Ως την τελική νίκη, αυτή είναι η λογική του λαού. Λέει ο γέρος. Πάντως «ύλη». Ο άνθρωπος δεν είναι τιποτ’ άλλο από ύλη όπως τα πάντα. Ολόκληρος ο άνθρωπος. Σώμα και Συνείδηση είναι «υλιστική» ύλη και ό,τι ο άνθρωπος είναι, ό,τι αυτός είναι, ή ελευθερία του είναι ό,τι η συνείδηση της φύσης επιτάσσει – αυτός ο ίδιος και η εξωτερική του φύση και πάνω απ’ όλα: το Είναι του. Αυτό είναι μια πλευρά του Ένγκελς: κρυστάλλινη.

Ο αντάρτης υλοποιείται στον αγώνα, στην επαναστατική δράση και μάλιστα: χωρίς τέλος – δηλαδή: Αγώνας ως το θάνατο και φυσικά: συλλογικός.

Αυτό δεν είναι υπόθεση της ύλης αλλά της πολιτικής, της Πράξης. Το τι είσαι – τώρα – εναπόκειται πρωταρχικά σε σένα.

Η απεργία πείνας δεν θα τελειώσει ακόμα.

Και ο αγώνας δεν σταματά,

Αλλά.

Δώσε σημασία σ’ αυτό το σημείο:

Αν ξέρεις, ότι με κάθε γουρουνίσια νίκη η συγκεκριμένη όψη του θανάτου γίνεται πιο συγκεκριμένη, και εσύ δεν συμμετέχεις πλέον, δηλ. ασφαλίζεις τον εαυτό σου, δίνεις στα γουρούνια μια νίκη, δηλ. μας εγκαταλείπεις, είσαι τότε εσύ το γουρούνι, αυτό διαιρεί και απομονώνει, με σκοπό να επιζήσεις ο ίδιος, και μετά σκασμός, τίποτε για την Πράξη. «Ζήτω ο ΡΑΦ. Θάνατος στο γουρουνίσιο σύστημα». Μετά – όταν δηλαδή δεν συμμετέχεις πλέον μαζί μας στην πείνα – ή καλύτερα ειπωμένο (αν εσύ ξέρεις τι είναι Τιμή), τότε όπως είπα: Ζώ, Κάτω ο ΡΑΦ, Ζήτω το γουρουνίσιο σύστημα.

Ή γουρούνι ή άνθρωπος.

Ή θα ζήσεις με οποιοδήποτε τίμημα

Ή αγώνας ως το θάνατο

Ή πρόβλημα ή λύση.

Στη μέση δεν υπάρχει τίποτε.

Νίκη ή θάνατο λένε παντού και αυτή είναι η γλώσσα του αντάρτη, και εδώ ακόμα στην μικροσκοπική διάσταση: Με τη ζωή δηλ. τον αγώνα, ή νικούν ή πεθαίνουν αντί να χάσουν και να πεθάνουν.

Αρκετά λυπηρό, να μην μπορεί ακόμη κάτι να γράψεις. Δεν ξέρεις, φυσικά, πως είναι όταν ένας πεθαίνει ή όταν σκοτώνουν κάποιο. Από πού αυτό; Για μια στιγμή, κάποιο πρωινό, μου είναι η αλήθεια σκοτωμένη μέσα στο κεφάλι: Έτσι είναι λοιπόν (δεν το ήξερα κι εγώ ακόμη) και μετά (πριν από τον πυροβολισμό να σκοπεύει στα μάτια): Ε δεν βαριέσαι, αυτό ήταν. Σε κάθε περίπτωση στη σωστή πλευρά.

Θα έπρεπε κάτι να γνωρίζεις ακόμη. Μα δεν βαριέσαι! Πεθαίνει πάντως κάποιος. Το ζήτημα είναι πώς και πώς εσύ έζησες και η Πράξη είναι πολύ κρυστάλλινη:

Να αγωνίζεσαι εναντίον των γουρουνιών σαν άνθρωπος για την απελευθέρωση των ανθρώπων. Επαναστάτης στον αγώνα – πάνω απ’ όλα αγάπη για τη Ζωή – περιφρονώντας τον θάνατο. Αυτό μετράει για μέσα – Να υπηρετείς τον λαό – ΡΑΦ.

Το παραπάνω γράμμα γράφτηκε στις 31/10/74. Ο Χόλγκερ Μάινς πέθανε στις φυλακές στις 9/11/74 ύστερα από 57 ημέρες απεργίας πείνας, ζυγίζοντας λιγότερο από 42 κιλά (αν και είχε ύψος 1,80). Στις 11/11/74 το «Κίνημα 2 Ιουνίου» εκτελεί για αντίποινα τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Βερολίνου Γκούντερ Φον Ντρέκμαν.

***

ανακατασκευή της μικρού μήκους ταινίας του Μάινς από την Ναόμι Κλάιν:

[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=iczvwyzM_EQ&fs=1&hl=el_GR]


Categories
Marcel Marien Marquis De Sade

Ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ για παιδιά – Marcel Marien

Ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ για παιδιά – Marcel Marien

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια νεράιδα, που τη λέγανε Ιουλιέττα. Ήταν γλυκιά, χαριτωμένη και πολύ όμορφη, και τη φωνάζανε η νεράιδα των μήλων, γιατί είχε δυο μικρά μήλα στο στήθος της. Αυτά τα φρούτα ήταν ολοστρόγγυλα και είχαν μια υπέροχη μυρωδιά, και τα προσέφερε σε όποιον της ζητούσε να τα γευτεί. Κι όμως, παρόλο που τα δάγκωναν όλοι, τα μήλα της παρέμεναν ολόκληρα και γεμάτα, και είχαν επίσης ένα τέλειο σχήμα.

Στην ίδια όμως χώρα όπου ζούσε η νεράιδα, υπήρχε κι ένα τέρας με το όνομα Σαιν-Φοντ. Ήταν φρικιαστικά άσχημος και οπουδήποτε πήγαινε επικρατούσε η απελπισία. Ήταν οπλισμένος με ένα τεράστιο ραβδί 14μιση ιντσών, που με τον καιρό είχε γίνει ένα με το σώμα του, και το οποίο ήταν το όργανο με το οποίο διέπραττε τα τρομερά εγκλήματά του. Το ραβδί αυτό ήταν μαγικό. Το τέρας ωστόσο είχε γεννηθεί καλό, και είχε παραμείνει τέτοιο, μέχρι που στην ηλικία των 7 ετών, όταν ακόμα ήταν ένα μικρό αγόρι, μια κακιά νεράιδα με το όνομα Φύση τον καταράστηκε με την τραγική μοίρα να έχει αυτό το ραβδί τόσο κολλημένο κάτω από την κοιλιά του που δεν μπορούσε να το βγάλει. Κι έτσι, εξαιτίας αυτού του τρομερού όπλου, το αγόρι μεγαλώνοντας έγινε, παρά τη θέλησή του, ένα αισχρό τέρας που στεναχωρούσε ολόκληρη τη χώρα.

Όμως πολλά περίεργα πράγματα λέγονταν για το ραβδί αυτό. Για παράδειγμα, ότι όταν δεν χρησιμοποιούνταν, ήταν μαλακό και νερουλό, σαν να μην ήταν παρά ένα σακούλι από δέρμα που το κρατούσε. Όμως κάθε φορά που κάποιο από τα θύματά του πλησίαζε το τέρας, το τρομερό ραβδί αυξανόταν αμέτρητες φορές, σε σημείο σχεδόν να εκρήγνυται το δέρμα που το κάλυπτε, και τραβούσε το τέρας με τόσο μεγάλη δύναμη που το οδηγούσε, καλώς ή κακώς, να διαπράτει το οποιοδήποτε απαίσιο έγκλημα του υπέβαλλε αυτό το μαγικό όπλο.

Ένα όμορφο καλοκαιρινό απόγευμα, η γλυκιά νεράιδια Ιουλιέττα μάζευε λουλούδια σε ένα λειβάδι όταν ξαφνικά βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον τρομερό Σαιν-Φοντ. Δεν πέρασε μια στιγμή που την αντίκρισε όταν το ραβδί του τινάχτηκε φτάνοντας σ’ ένα τρομαχτικό μέγεθος, και έσυρε ολόκληρο το τέρας προς την μεριά της Νεράιδας. Ήταν μεγάλο και κόκκινο και φαινόταν σαν να πίνει συνέχεια αίμα, και έβγαζε μια λάμψη τόσο εκθαμβωτική που το έκανε να δείχνει ακόμα πιο φοβερό. Όμως η Ιουλιέττα δεν φοβήθηκε, και αντί να τρέξει να σωθεί, πλησίασε το τέρας και έβαλε τα γέλια: “Κοίτα liege***** μου”, είπε βγάζοντας το φόρεμά της. Και με κάποιο μαγικό μια φρέσκια πληγή εμφανίστηκε στο σώμα της. “Πως μπορείς να με βλάψεις, μιας και έχω ήδη πληγή;” Και με τα λεπτά δάχτυλά της, η Ιουλιέττα πείραξε ελαφρά τις άκρες της πληγής, σαν να ήθελε να αποδείξει ότι ήταν αληθινή. Το τέρας μπορούσε τότε να δει ότι το εσωτερικό της πληγής αυτής ήταν ροζ και πολύ βαθύ. Όμως το μαγικό ραβδί του δεν πτοήθηκε. Τινάχτηκε προν την Ιουλιέττα, τραβώντας το κακόμοιρο τέρας μαζί του, και πριν προλάβει καλά-καλά να ρίξει την καλή νεράιδα στα γρασίδια, ξεκίνησε να σκάβει με μανία βαθιά μεσα στην παραμυθένια πληγή, ανοίγοντας προς τα πάνω ολόκληρο τούνελ. Μετά από λίγο, το ραβδί βγήκε και πάλι έξω, αλλά μόνο γιατί ήθελε να χωθεί κάπου αλλού, στη σάρκα της Ιουλιέττας, κοντά στην πληγή, όταν μια νέα πληγή εμφανίστηκε, μέσα στην οποία το τυφλό όπλο βυθίστηκε σαν λυσσασμένο. Τη στιγμή εκείνη, η Ιουλιέττα, που είχε το βλέμμα της στραμμένο στο τέρας που έσκυβε πάνω της, αναγνώρισε βαθιά μέσα του την γλυκιά ευγένεια του ανθρώπου που γεννήθηκε καλός, και της γεννήθηκε μια βαθειά συμπάθεια προς το άτομο αυτό. Του προσέφερε τότε το ένα μετά το άλλο τα μήλα που είχε στο στήθος της, και έβαλε το τέρας να τα γευτεί σχεδόν με το ζόρι. Αυτός, τα δάγκωσε απαλά, τόσο πολύ που η νεράιδα δάκρυσε. Με μια επιδέξια κίνηση απαγκιστρώθηκε από το ραβδί που την πλήγωνε και γονάτισε μπροστά στο τέρας, κρατώντας το όρθιο. Θαρραλέα, έφερε το στοματάκι της γύρω από το τρομερό ραβδί του παρόλο που ήταν τόσο τεράστιο, κατόρθωσε να το βολέψει στο στόμα της, γλιστρώντας το απαλά ανάμεσα απ’ τα χείλη της. Και ξαφνικά, δίχως να έχει την παραμικρή ιδέα για το τί έμελλε να συμβεί, μόλις το ραβδί καρφώθηκε τόσο βαθιά στο πίσω μέρος του λαρυγγιού της, πνίγοντάς τη σχεδόν, και με ένα γρήγορο κλείσιμο των δοντιών, κατάπιε το μαγικό ραβδί βαθιά στο στομάχι της, κόβοντάς το, κι έπειτα το έφτυσε πάλι πίσω, πάνω στο έδαφος. Και τότε, το φρικαλέο όπλο καταλήφθηκε από τρομερές δονήσεις, πάλλονταν και σερνόταν σαν φίδι, ώσπου τελικά ακινητοποιήθηκε και μετατράπηκε σε πέτρα.

Απευθερωμένος επιτέλους από το αισχρό όργανό του, ο Σαιν-Φοντ δεν ήταν πια ένα τέρας. Είχε μετατραπεί και πάλι σε έναν καλό άνθρωπο. Κι έτσι, παντρεύτηκαν με την μικρή νεράιδα, αν και, όλως περιέργως, δεν έκαναν ποτέ παιδιά…

Τέλος.

[Πηγή: το γαλλικό λεττριστικό περιοδικό “Γυμνά Χείλη”, τεύχος 5, Ιούνιος 1955]


[Μετάφραση στα αγγλικά: Jordan ML, 2005 – Live free or buy trying! ]

[Μετάφραση στα ελληνικά: Δ., Αύγουστος 2007]