Categories
Uncategorized

Γράμμα πάνω στα εργατικά συμβούλια (1952)

Anton Pannekoek

Γράμμα πάνω στα εργατικά συμβούλια (1952)

Θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες κριτικές και συμπληρωματικές παρατηρήσεις πάνω στις τοποθετήσεις του συντρόφου Kondor στο «Αστική ή Σοσιαλιστική Οργάνωση» στο τεύχος Δεκεμβρίου 1951 του “Funken”. Όταν κριτικάρει αρχικά το σημερινό ρόλο των συνδικάτων και των κομμάτων, είναι απολύτως σωστός. Με τις αλλαγές στην οικονομική δομή, η λειτουργία των διαφόρων κοινωνικών δομών πρέπει επίσης να αλλάζει. Κάτω από τα μονοπώλια και τον κρατικό καπιταλισμό, προς τα οποία αναπτύσσεται συνεχώς ο καπιταλισμός, τα συνδικάτα γίνονται ένα κομμάτι του κυρίαρχου γραφειοκρατικού συμπλέγματος, επιφορτισμένα με την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στο όλον. Ως οργανώσεις που συντηρούνται και αναπτύσσονται από τους ίδιους τους εργάτες, είναι πολύ πιο ικανά από κάθε άνωθεν επιβεβλημένο οργανισμό στην εγκόλπωση της εργατικής τάξης ως ένα τμήμα της κοινωνικής δομής, όσο πιο αφαίμακτα γίνεται. Στην μεταβατική περίοδο που διάγουμε σήμερα, αυτός ο νέος χαρακτήρας έρχεται στο προσκήνιο ολοένα και πιο ισχυρός. Αυτή η πραγματοποίηση δείχνει ότι θα ήταν χαμένος κόπος να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε τους παλιούς συσχετισμούς. Όμως την ίδια στιγμή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να δώσει στους εργάτες μεγαλύτερη δύναμη να διαλέξουν τις μορφές του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό.

Αυτή η ανάπτυξη προς τον κρατικό καπιταλισμό – συχνά διαφημιζόμενο υπό το όνομα «Σοσιαλισμός» στη δυτική Ευρώπη – δε σημαίνει διόλου την απελευθέρωση της εργατικής τάξης, παρά μόνον ακόμα μεγαλύτερη δουλεία. Αυτό που αποζητά η εργατική τάξη στους αγώνες της, ελευθερία και ασφάλεια, το να είναι κυρίαρχη της ζωής της, γίνεται εφικτό μόνο μέσα από τον έλεγχο των μέσων παραγωγής. Ο κρατικός σοσιαλισμός δεν σημαίνει τον έλεγχο των παραγωγικών μέσων από τους εργάτες, αλλά από τα όργανα του κράτους. Αν είναι ταυτόχρονα δημοκρατικός, αυτό σημαίνει ότι οι εργάτες θα μπορούν ακόμη να επιλέγουν τους αφέντες τους. Αντιθέτως, ο άμεσος έλεγχος στην παραγωγή από τους εργάτες σημαίνει ότι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι διευθύνουν τις επιχειρήσεις και οικοδομούν την υψηλότερη και κεντρική οργάνωση από τα κάτω. Αυτό είναι που αποκαλούμε το σύστημα των εργατικών συμβουλίων. Ο συγγραφέας είναι λοιπόν απολύτως σωστός όταν το τονίζει αυτό ως την νέα και μελλοντική αρχή των οργανώσεων της εργατικής τάξης. Η οργανωμένη αυτονομία των παραγωγικών μαζών είναι σε αντίθεση με την οργάνωση από τα πάνω του κρατικού σοσιαλισμού. Όμως πρέπει κανείς να το χει καλά στο μυαλό του. «Εργατικά συμβούλια» δε σημαίνει μια μορφή οργάνωσης με συγκεκριμένες γραμμές, προσδιορισμένες μια και καλή, που απαιτούν μόνο μια μετέπειτα προσαρμογή στις λεπτομέρειες. Σημαίνει μια αρχή – την αρχή της εργατικής αυτοδιεύθυνσης των επιχειρήσεων και της παραγωγής.

Αυτή η αρχή δεν μπορεί με τίποτα να υποκατασταθεί από μια θεωρητική αναζήτηση για την καλύτερη πρακτική εφαρμογή που θα μπορούσε να πάρει. Αφορά έναν έμπρακτο αγώνα ενάντια στο σύστημα της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Στις μέρες μας, το σύνθημα των «εργατικών συμβουλίων» δε σημαίνει μια συναδέλφωση στη δουλειά με συνεργασία, σημαίνει τον ταξικό αγώνα – στον οποίο η συναδέλφωση παίζει τον ρόλο της – σημαίνει την επαναστατική δράση των μαζών ενάντια στην κρατική εξουσία. Οι επαναστάσεις, δεν μπορούν φυσικά να έρχονται κατόπιν παραγγελίας. Εγείρονται αυθόρμητα σε στιγμές κρίσης, όταν οι καταστάσεις γίνονται ανυπόφορες. Συμβαίνουν μόνο όταν αυτή η αίσθηση του ανυπόφορου κατοικοεδρεύει στις μάζες, κι αν την ίδια στιγμή υπάρχει μια γενικά αποδεκτή συνείδηση του τι μέλει να γίνει. Είναι σ’ αυτό το επίπεδο που η προπαγάνδα και η δημόσια συζήτηση παίζουν το ρόλο τους. Κι αυτές οι δράσεις δεν μπορούν να διασφαλίσουν μια μακροπρόθεσμη επιτυχία εκτός αν μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης έχουν μια καθαρή κατανόηση της φύσης και του στόχου του αγώνα τους. Ιδού η αναγκαιότητα του να κάνουμε τα εργατικά συμβούλια ένα θέμα για κουβέντα.

Έτσι, η ιδέα των εργατικών συμβουλίων δεν περιλαμβάνει ένα πρόγραμμα πρακτικών οδηγιών που μένει να εφαρμοστούν – είτε αύριο είτε σε μερικά χρόνια -, χρησιμεύει μοναχά ως μια πυξίδα για τον μακρύ και σκληρό αγώνα για την ελευθερία, που ανοίγεται μπροστά στην εργατική τάξη. Ο Μαρξ κάποτε το έθεσε ως εξής: Η ώρα του καπιταλισμού έχει έρθει, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ώρα αυτή σημαίνει στην πραγματικότητα μια ολόκληρη ιστορική εποχή.

Categories
Kampa Tillsammans!

Προλεταριακή διεύθυνση – Άτυπη Οργάνωση στους χώρους εργασίας

Προλεταριακή διεύθυνση – Άτυπη Οργάνωση στους χώρους εργασίας

Πηγή: Kδmpa Tillsammans! (Αγωνιζόμαστε Μαζί!) Οκτώβρης 2005 – http://www.polkagris.nu/index.php?sida=text&id=30
Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Γενάρης 2008

Δεν είναι μόνο η χειραφέτηση της εργατικής τάξης που είναι έργο της ίδιας της τάξης αλλά και οι πρακτικές χειραφέτησης ορίζονται από την ίδια. Έτσι, το ζήτημα της εργατικής αυτονομίας δεν είναι πρωταρχικά ένα πολιτικό ζήτημα αλλά ένα ζήτημα οργανωτικό, και το άρθρο αυτό έχει να κάνει με την υλική και πραγματική εργατική αυτονομία και το πώς υφίσταται αυτή σήμερα, στη Σουηδία του 21ου αιώνα. Η κύρια θέση μας είναι ότι οι αγώνες στους χώρους εργασίας δε διεξάγονται πρώτα και κύρια μέσα από τη διαμεσολάβηση των συνδικάτων, αλλά μέσα από την άτυπη οργάνωση που συχνά τείνει να δημιουργηθεί ανάμεσα σε συναδέλφους εργαζομένους. Ωστόσο, αυτή η οργάνωση δεν είναι κάτι αυτό-δημιούργητο. Πρέπει να παραχθεί, κι έπειτα να αναπτυχθεί και να επεκταθεί. Το βασικό συμπέρασμά μας είναι ότι η δυνατότητα ριζοσπαστικού αντικαπιταλιστικού αγώνα αναπτύσσεται εκεί όπου πραγματικά υφίσταται. Σήμερα, αυτός ο αγώνας δεν μπορεί να διεξάγεται κάτω από το σχήμα των συνδικάτων, αλλά μέσα από άτυπες οργανώσεις στο χώρο εργασίας, και είναι ακριβώς ο ανεξάρτητος, άτυπος και αδιαμεσολάβητος χαρακτήρας του αγώνα που τον κάνει πραγματικά ριζοσπαστικό και αντικαπιταλιστικό. Στο άρθρο αυτό προσπαθούμε να διερευνήσουμε το πώς δημιουργείται και πώς διαμορφώνεται. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με μια ματιά στο τι έχουν να πουν, οι ανταγωνιστές μας στον ταξικό αγώνα, για τις άτυπες οργανώσεις στους χώρους εργασίας και τους «άτυπους υποκινητές» τους, και το πώς η ανάπτυξη νέων διευθυντικών θεωριών τους περνά μέσα από την εξέταση νέων πρακτικών για συνεχή εκμετάλλευση.

Προλεταριακή διεύθυνση

Ως επί το πλείστον, οι διευθυντικές θεωρίες χρησιμοποιούνται από τις εταιρίες ώστε να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους και να αναδιοργανώνουν διαρκώς τις σχέσεις του κεφαλαίου (π.χ. τη συνθήκη εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης). Σ’ αυτό το σημείο, θέλουμε να προχωρήσουμε προς μια προλεταριακή διεύθυνση βασισμένη στην καθημερινή ταξική σύγκρουση στους χώρους εργασίας: της ανάγκη μας για υψηλότερους πραγματικούς μισθούς, λιγότερη δουλειά, καλύτερες συνθήκες εργασίας και λιγότερη αλλοτρίωση κι εκμετάλλευση. Βασικά, τη μεγιστοποίηση των κερδών μας, ως προλετάριοι! Όμως, ενώ μιλάμε για κέρδη, δεν εννοούμε απλώς μια μικρή μισθολογική αύξηση. Αντιθέτως, το πιο σημαντικό είναι ότι ο αγώνας ενισχύει την αυτοπεποίθησή μας και την εμπιστοσύνη στις δικές μας δυνατότητες να αλλάξουμε τα πράγματα μέσα από την άμεση δράση.

Σε μια σχετική συζήτηση, ένας αντιπρόσωπος της HRF (μια σουηδική συνδικαλιστική οργάνωση για εργαζομένους σε ξενοδοχεία και εστιατόρια) δήλωσε ότι ενώ η γαλλική εργατική τάξη γίνεται αποτελεσματική μέσα από οδοφράγματα, διαδηλώσεις και απεργίες, στη Σουηδία φτάνουμε στα ίδια αποτελέσματα μέσα από διαπραγματεύσεις. Ίσως κάτι τέτοιο είναι αλήθεια. Είναι όμως μια κοντόφθαλμη προοπτική. Γιατί την ίδια στιγμή, οι γάλλοι εργαζόμενοι έχουν πετύχει μέσα από την ίδια τη δύναμή τους -και έχουν συνείδηση αυτού του γεγονότος- ενώ εμείς δεν έχουμε τα «ίδια αποτελέσματα» όσον αφορά την πρωτοβουλία και την αυτοπεποίθηση. Κι αυτό θέτει τους γάλλους εργαζομένους σε μια πολύ διαφορετική θέση, στην περίπτωση που η ηγεσία αποτύχει (πράγμα που φυσικά κάνει συνέχεια).

Όπως ακριβώς ο ταξικός αγώνας ως ολότητα μπορεί να βρεθεί σε ένα τοπικό επίπεδο, ο ίδιος παραλληλισμός ισχύει κι εδώ. Ένα αποτέλεσμα στο χώρο εργασίας, όσο μικρό κι αν φαίνεται επιφανειακά, που έχει επιτευχθεί με τρόπους διαφορετικούς από τη διαμεσολάβηση του συνδικάτου, δεν είναι το «ίδιο αποτέλεσμα». Ένα μεγαλύτερο διάλειμμα για καφέ για το οποίο αγωνιστήκαμε και πετύχαμε μέσω της πρωτοβουλίας μας σημαίνει πολύ περισσότερα από 5 λεπτά παραπάνω μη-εργάσιμου χρόνου. Μπορεί να μας δώσει μια αυξημένη επαγρύπνηση κι αυτό-σεβασμό για τους αγώνες που θα ρθουν. Όμως μπορεί επίσης, κι αντίθετα, να μας δώσει την εντύπωση ότι η διεύθυνση είναι «καλή» ή ότι η συνδικαλιστική εκπροσώπηση είναι ικανή να φέρει αποτελέσματα τα οποία εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε.

Αν αρνούμαστε να αποδεχτούμε την όποια επίσημη ηγεσία, είμαστε πιο σθεναρά δεμένοι ο ένας με τον άλλον. Δε θα αφήσουμε τους συντρόφους μας εκτεθειμένους στο «καρότο και το μαστίγιο» της διεύθυνσης, και γνωρίζουμε ότι μόνο εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα, μέσα από την άμεση δράση – όταν αυτό θέλουμε και είμαστε αποφασισμένοι. Στη σημερινή κοινωνία, είναι εύκολο να υποκύπτεις στον πειρασμό να σε διορίζουν ηγέτη. Από την παιδική ηλικία διδασκόμαστε ότι η υπευθυνότητα, η ηγεσία και η φήμη είναι αυτά που πραγματικά αξίζουν σεβασμό. Διδασκόμαστε ότι ο εργαζόμενος αξίζει λιγότερο κι από σκατά.

Σχετικά με τη διεύθυνση

Ο στόχος της κανονικής διεύθυνσης είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους των εταιριών, για παράδειγμα υποδεικνύοντας τη διαίρεση μεταξύ των ηγετών κι αυτών που άγονται, σαν να είναι το πιο φυσικό, κι επιθυμητό, πράγμα στον κόσμο. Ή πάλι αποσπώντας όση το δυνατόν περισσότερη εργασία από τους εργαζομένους ενόσω αυτοί βρίσκονται στη δουλειά (πράγμα που σημαίνει ότι οι εταιρίες προτιμούν να προσλαμβάνουν ανθρώπους με καλή υγεία, που δεν καπνίζουν, που δεν μεθούν, που αθλούνται κλπ). Αναλυτικές μέθοδοι με σκοπό την αύξηση της αποδοτικότητας στην οργάνωση της εργασίας έχουν μια μακρά ιστορία. Ο Adam Smith μόλις τον 18ο αιώνα, συνέστησε μια συστηματική διαίρεση της εργασίας βασισμένη σε μια ανάλυση των στοιχείων και των στιγμών της εργασίας. Στις ΗΠΑ, οι σιδηροδρομικές εταιρίες ήταν πρωτοπόρες στον τομέα της διεύθυνσης εξ αιτίας της ανάγκης τους να συντονίσουν την ανθρώπινη εργασία τόσο γεωγραφικά όσο και λειτουργικά.

Η διεύθυνση και ο Frederick Taylor

Ο ορθολογισμός είναι η κεντρική ιδέα της διευθυντικής θεωρίας του Taylor. Η ανάγκη για «επιστημονική» ανάπτυξη των πιο αποτελεσματικών μεθόδων εργασίας, ο ρόλος των αφεντικών ως τεχνικοί ειδικοί, η προβολή της σημασίας του σχεδιασμού και των «υλικών συμφερόντων» (για παράδειγμα των εξατομικευμένων μισθών) ως κίνητρα για σκληρότερη εργασία. Ο Taylor ανέπτυξε μια μέθοδο για χρονικές μελέτες ενόσω ήταν μηχανικός στην Midvale Steel στα 1880. Οι διάφορες εργασίες κατατμήθηκαν στα συστατικά στοιχεία τους, κι έπειτα η εργασία αναδιοργανώθηκε με τον τρόπο που θα έπρεπε να διεξάγεται. Οι διαφορετικές στιγμές της εργασίας χρονομετρήθηκαν, και οι «μη-αναγκαίες» κινήσεις και οι μικρο-παύσεις ελαχιστοποιήθηκαν.

Στη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, το ενδιαφέρον για τις ιδέες του Taylor αυξήθηκε κατακόρυφα. Το 1911, το βιβλίο «Οι αρχές της επιστημονικής διεύθυνσης» εκδόθηκε κι έγινε αμέσως επιτυχία. Το ενδιαφέρον για τις ιδέες του Taylor έπειτα έγινε τόσο κυρίαρχο που ένα συνέδριο για την αποδοτικότητα διεξήχθη στην Νέα Υόρκη το 1914, με τον ίδιο τον Taylor ως κύριο ομιλητή κι ένα κοινό περίπου 69.000 ατόμων. Την εποχή εκείνη, ο Taylor είχε επίσης μια ισχυρή επιρροή μέσω της σχολής επιχειρήσεων του Harvard.

Ο Taylor θεωρούσε τους μηχανικούς ως τους πιο κατάλληλους για το έργο της διεύθυνσης. Οι επιστάτες θα ήταν πλήρως υπεύθυνοι για τον καθημερινό σχεδιασμό, ενώ οι εργάτες θα έπρεπε να συγκεντρωθούν στην εργασία τους: «Υπό την επιστημονική διεύθυνση, οι διευθυντές αναλαμβάνουν’ τον μόχθο της επανάκτησης όλης της παραδοσιακής γνώσης την οποία κατά το παρελθόν κατείχαν οι εργάτες κι έπειτα ταξινομώντας, επεξεργαζόμενοι, και περιορίζοντας αυτή τη γνώση σε κανόνες, νόμους και φόρμουλες (σελ. 36). Αυτοί (σ.τ.μ. οι κανόνες) θα αντικαταστήσουν την κρίση του μεμονωμένου εργάτη (σελ. 37). Έτσι, ολόκληρος ο σχεδιασμός ο οποίος κάτω από το παλιό σύστημα γινόταν από τους εργάτες, ως αποτέλεσμα της προσωπικής εμπειρίας τους, περνάει αναγκαστικά, στο καινούριο σύστημα, στη διεύθυνση σύμφωνα με τους νόμους της επιστήμης (σελ. 38). (…) Στις περισσότερες περιπτώσεις, χρειάζεται έναν τύπο ανθρώπου να σχεδιάσει την εργασία κι έναν άλλο να την διεκπεραιώσει». Η δεύτερη αρχή του Taylor, η επιστημονική επιλογή προσωπικού, έγινε κάτι σαν εφαλτήριο για την πειθαρχεία της εργοστασιακής ψυχολογίας. Αυτό που πρότεινε ήταν ένα ταίριαγμα εργασίας και προσωπικού: «ο σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση».

Από τον Taylor στον Toyota

Οι θεωρίες του Taylor για την τυποποίηση της εργασιακής γνώσης, προκειμένου να τεθεί στην υπηρεσία της διεύθυνσης, εφαρμόστηκαν στα εργοστάσια που σχεδιάστηκαν σύμφωνα με το φορντιστικό μοντέλο. Στο στόχαστρο του Taylor βρισκόταν η εργατική συλλογικότητα, με στόχο την αύξηση της έντασης της εργασίας (δηλαδή, της εκμετάλλευσης). Κάτι τέτοιο επετεύχθη κυρίως δίνοντας έμφαση στο ποσοτικό. Στο πως θα γίνει να δουλεύουν περισσότερο οι άνθρωποι, εισάγοντας τις αλυσίδες παραγωγής, και την αμοιβή ανά κομμάτι (σ.τ.μ. παραγόμενου προϊόντος). Όμως τότε εγέρθηκε κι ένα νέο πρόβλημα. Η αντίσταση της εργατικής τάξης υπήρξε πάντοτε η κατευθυντήρια δύναμη πίσω από τις μεταβολές στην οργάνωση της εργασίας. Αρνούμενοι να γίνουν ένα τιποτένιο γρανάζι ενός μεγάλου τροχού, οι εργάτες εξεγείρονται με απτά αποτελέσματα στην ποιότητα των αγαθών, ενώ αυτή η μείωση της προσπάθειας σήμανε μια τάση που εκδηλώθηκε στις εξεγέρσεις των τελών του ’60. Όσο μεγαλύτερη η αποδοτικότητα του εργαζομένου, τόσο μεγαλύτερος ο μισθός ανά κομμάτι, όμως οι εργάτες δεν ενδιαφέρονταν για την ποιότητα, την οποία σαμποτάραν. Αυτό δεν χτυπούσε μονάχα τον μεμονωμένο αγοραστή εργατικής δύναμης, αλλά και τους πελάτες του ‘τους άλλους καπιταλιστές- επίσης. Κατέληξε σε μια κρίση και στην ανάγκη προσθήκης μιας στρατηγικής εγγυημένης ποιότητας και πελατειακού προσανατολισμού προς αναζήτηση υψηλής ποιότητας – κάνει την εμφάνισή του ο τογιοτισμός.

Αυτή η στρατηγική με τη σειρά της, απαιτεί μιαν επανα-κοινωνικοποίηση της εργατικής συλλογικότητας με την μορφή του ομαδικού πνεύματος, μιας και οι καπιταλιστές μάθανε πως οι άτυπες ομάδες όταν αγνοούνται γίνονται μονάχα πιο ισχυρές και πιο επιθετικές. Ο Taylor κατέδειξε τη σχέση του μισθολογίου με την οργάνωση της εργασίας, και συνέστησε τον μισθό ανά κομμάτι ως ένα τρόπο αύξησης της παραγωγής. Τώρα που η ποιότητα είχε γίνει το κεντρικό θέμα, μια νέα μορφή μισθού έπρεπε να βρεθεί. Ανταποκρινόμενο στην ανάγκη αυτή, το κεφάλαιο ανέπτυξε τον εξατομικευμένο μισθό, πράγμα που σήμαινε (όταν μιλάμε για εργασία στις πιο ανεπτυγμένες μορφές της) ότι οι εργάτες θα έπρεπε να κρίνουν και να μελετούν ο ένας τον άλλον μέσα από το πρίσμα της καπιταλιστικής παραγωγής υπεραξίας.

Οι “πονηροί” άτυποι υποκινητές

Ακόμα κι ένας εργοδότης θα ‘πρεπε να τρέμει έναν τέτοιο άνθρωπο. Είναι ισχυροί και αφοσιωμένοι στο σκοπό τους, και μπορούν να κάνουν τους συναδέλφους τους να αντιπαρατεθούν στην εργοδοσία. Γυρνούν το κάθε τι υπέρ τους». – Jane Bergstedt στο περιοδικό Chef (ένα σουηδικό έντυπο για managers και αφεντικά).

Όταν τα αφεντικά και η διευθύνοντες σύμβουλοι συζητούν για τις άτυπες ομάδες στους χώρους εργασίας, αυτό που λένε είναι πως θα αναγνωρίσουν και θα εντοπίσουν τους «άτυπους υποκινητές». Πρόκειται για μια μάλλον απλουστευτική προσέγγιση, ίσως αποτέλεσμα της οπτικής τους για τον κόσμο ως πρόβατα και ποιμένες. Όμως υπάρχουν στην πραγματικότητα εργάτες που έχουν περισσότερη επιρροή απ’ ότι άλλοι συνάδελφοί τους, κάποιοι που τους υπολογίζουν περισσότερο από άλλους, και τους ακούν κι ας μην έχουν πάντα τη πιο δυνατή φωνή. Όμως όπου υπάρχουν υποκινητές, υπάρχουν και υποκινούμενοι. Αν ένας «υποκινητής» ξαφνικά αρχίσει να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των αφεντικών, ο εργάτης αυτός θα πρέπει να ψάξει σύντομα για άλλους ανθρώπους να «υποκινήσει».

Αυτοί οι εργάτες, οι «άτυποι υποκινητές», είναι συχνά κεντρικές φιγούρες του χώρου εργασίας, είτε λόγω της εμπειρίας τους, χάρη στη θέση τους στην παραγωγική διαδικασία, είτε ως αποτέλεσμα της κοινωνικής θέσης τους. Είναι, πολύ απλά, συμπαθητικά και κοινωνικά ανταγωνιστικά άτομα που γνωρίζουν τα κατατόπια. Η θέση στην παραγωγική διαδικασία είναι κάτι που τα αφεντικά μπορούν εύκολα να κατευθύνουν και σίγουρα το κάνουν. Ένα παράδειγμα: σε έναν φούρνο στον νότο της Σουηδίας, το αφεντικό έβαλε κάποιους νέους στην αρχή της αλυσίδας, με την πρόθεση να αυξήσει τον ρυθμό. Σκέφτηκε ότι οι νεαροί θα γίνονταν εύκολα «δουλευταράδες» αναγκάζοντας έτσι ολόκληρη τη συλλογικότητα να αυξήσει τον παραγωγικό ρυθμό, μιας και κατείχαν τη θέση κλειδί στην παραγωγική διαδικασία. Ταυτόχρονα, συναντήθηκαν και επικοινώνησαν με πολλούς άλλους φουρνάρηδες. Πιο κάτω, στην αλυσίδα παραγωγής εργάζονταν πολλές γυναίκες, και ήταν προφανές ότι η διαίρεση της εργασίας έγινε βάσει της υπόθεσης ότι άνδρες και γυναίκες δύσκολα θα αγωνίζονταν μαζί. Παρόλα αυτά, ο ρυθμός δεν αυξήθηκε. Ποιες είναι οι συνθήκες που γεννούν τους «υποκινητές» αυτούς, και υπό ποιες συνθήκες η επιρροή τους αυξάνεται; Το περιοδικό Chef καταλογίζει τέσσερα σημεία:
1. Ανίκανα αφεντικά
2. Οριζόντια οργάνωση
3. Μεταβλητή ή ασαφής οργάνωση
4. Οργάνωση χωρίς στόχους
Πρόκειται για μια εν μέρει σωστή, αλλά υπερβολικά απλουστευτική εξήγηση. Τα τέσσερα σημεία θέλουν να πουν ότι ισχυρά αφεντικά που δεν διαπραγματεύονται τίποτα, με ξεκάθαρους στόχους είναι η καλύτερη απάντηση από την μεριά της εταιρίας, όμως αυτός ο τύπος διοίκησης βρίσκεται στο τέλος του. Είναι σημαντικό να δειχθεί ότι η σύγκρουση είναι πάντοτε μεταξύ εργατών και αφεντικών/εταιριών κι όχι μεταξύ εργατών και «κακών» αφεντικών. Όταν το αφεντικό είναι καλό, είναι μόνο γιατί θέλει να χρησιμοποιήσει την «καλοσύνη» του για να πειθαρχήσει την εργασία. Μια πρόσφατη τάση, ολοένα και πιο κοινή τα τελευταία χρόνια, είναι να επιβραβεύονται περισσότερο οι εργάτες για την αύξηση της προσπάθειας. Αλλά περισσότερα γι αυτό αργότερα.

Οπότε, πως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το μοντέλο; Ένας τρόπος είναι να υιοθετήσουμε τη στρατηγική του Chef για να ξεφορτωθούμε τους «άτυπους υποκινητές», να κάνουμε το αφεντικό να παραιτηθεί. Ένα νέο αφεντικό είναι ευκολότερο να αντιμετωπιστεί, καθώς δεν έχει την ίδια γνώση της εργασίας ή των μεταξύ μας συζητήσεων. Η περιγραφή τους για τους «πονηρούς» άτυπους υποκινητές είναι εξαιρετικά παρεμφερής με την αντίληψη που έχουμε εμείς για τα περισσότερα αφεντικά. Ένα άλλο πράγμα που αξίζει να σημειώσουμε είναι ότι τα αφεντικά συχνά συζητούν για το πώς να αντιμετωπίσουν τους άτυπους υποκινητές και πώς να τους πάρουν με το μέρος τους, όμως ποτέ δε θα κάνουν μια ανάλογη συζήτηση για τα συνδικάτα. Κάτι τέτοιο υποδεικνύει ότι έχουν πλέον μάθει πώς να χειριστούν τις τυπικές [formal] ταξικές οργανώσεις όπως τα συνδικάτα, αλλά είναι οι άτυπες που τους δημιουργούν ακόμη προβλήματα. Κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι η απρόσωπη αντίσταση των άτυπων ομάδων είναι ένα ζωτικό σημείο του ταξικού αγώνα, ακόμα κι αν μένει ολωσδιόλου απαρατήρητη από την Αριστερά ή το Συνδικαλιστικό Κίνημα.

Take me to your leader («οδήγησέ με στον αρχηγό σου»)

Στη λογοτεχνία περί management που απευθύνεται στα αφεντικά παρέχονται διάφοροι οδηγοί εντοπισμού του άτυπου υποκινητή (κι όχι μόνο των «πονηρών» τέτοιων). Η μέθοδος στοχεύει στην μελέτη των «δικτύων επικοινωνίας», την εύρεση του πιο ενεργού, αυτού που διαθέτει τους περισσότερους «συνδέσμους» στο κοινωνικό δίκτυο του χώρου εργασίας. Αυτοί οι εργάτες παίζουν ένα ρόλο-κλειδί όταν έχουμε να κάνουμε με τη διάχυση πληροφοριών, κουτσομπολιού και απόψεων. Μια από τις μεθόδους που χρησιμοποιούν τα αφεντικά προκειμένου να αποκτήσουν αυτές τις σημαντικές πληροφορίες είναι να κινητοποιήσουν κάποιους «πληροφοριοδότες» ανάμεσα στους εργάτες. Οι πληροφοριοδότες αυτοί είναι εργάτες που ενημερώνουν το αφεντικό για τους άλλους εργάτες, για τις απόψεις τους και τις σχέσεις μεταξύ τους. Περιττό να πούμε πως τα αφεντικά συνήθως αντιμετωπίζουν με προσοχή, και δεν απαιτούν να ενημερωθούν για το ποιος έχει την μεγαλύτερη επιρροή ή ποιος εχθρεύεται ποιον. Αντιθέτως, ίσως ρωτήσουν σε ποιον θα πήγαινες για καμμιά πληροφορία ή κάποια συμβουλή, ποιος γνωρίζει κάποια πράγματα στη δουλειά, ποιος βοηθάει σε κάποιες καταστάσεις κοκ. Ένας άλλος τρόπος είναι να ρωτήσουν κάποιους αν άλλοι έρχονται σ αυτούς για βοήθεια ή υποστήριξη, απλούστατα προκειμένου να τους κάνουν να μιλήσουν για τον εαυτό τους, κυρίως με συζητήσεις σχετικά με την ατομική αμοιβή τους – υποτίθεται ότι πρέπει να αξιολογήσεις τον εαυτό σου και να μοιραστείς τη γνώση σου για την εργασιακή διαδικασία. Μια άλλη μέθοδος είναι η επιτήρηση της εργασίας από το ίδιο το αφεντικό, είτε μέσω άλλων προϊσταμένων, καμερών ή και της ίδιας της παρουσίας του στο χώρο εργασίας. Αρκετά κατώτερα στελέχη εξυπηρετούν αυτήν ακριβώς τη λειτουργία…

Ένας άλλος λόγος για την επίβλεψη της εργασίας είναι προκειμένου να ανακτηθεί ο έλεγχος της «σιωπηλής γνώσης» του πως στ αλήθεια διεξάγεται η εργασία. Αν τα αφεντικά ελέγχουν αυτή τη σιωπηλή γνώση, έχουν μεγάλες δυνατότητες να διασπάσουν την εργασία σε μικρότερα μέρη ώστε να διεκπεραιώνεται ευκολότερα από μια ευμετάβλητη εργατική δύναμη. Αυτές οι μέθοδοι θα μπορούσαν επίσης να γυρίσουν μπούμερανγκ στα αφεντικά, μιας και ο καθένας ενοχλείται εύκολα όταν έχει ένα σπαστικό αφεντικό πάνω από το κεφάλι του όλη την ώρα, να κάνει ερωτήσεις. Θα ‘πρεπε να επαναλάβουμε ότι όσο λιγότερα γνωρίζει η διεύθυνση για τη διεξαγωγή της εργασίας και τις σχέσεις μεταξύ μας, τόσο το καλύτερο είναι για μας μακροχρόνια. Τα αφεντικά ίσως προσπαθήσουν να γίνουν «φιλαράκια» μαζί μας, όμως τελικά, από το μόνο που κερδίζουμε είναι η ανωνυμία και η α-προσωπεία μας. Ας μη ξεγελιόμαστε από μια παροδική αύξηση που κερδίζεται μέσα από μια συνεργασία με τα αφεντικά. Ως εργατική δύναμη, αξίζουμε κάτι γι αυτούς μόνο όσο είμαστε φθηνοί και διεκπεραιώνουμε ανταγωνιστικά μια εργασία. Σε μια επιχείρηση catering όπου μία από μας εργαζόταν, μόνο πέντε άτομα βρίσκονταν στον χώρο εργασίας, και ήταν όλα ορατά στο αφεντικό, το οποίο βρισκόταν εκεί πιο πολύ καιρό απ όλους, και αποφάσιζε ποιες δουλειές θα έκανε ο καθένας. Παρά το γεγονός ότι κρατούσε το ρυθμό της παραγωγής, ήταν πονοκέφαλος για το αφεντικό, καθώς υπέσκαπτε την εξουσία του. Ήταν άτομο το οποίο σέβονταν οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, και την άκουγαν πιο πρόθυμα απ’ ότι άκουγαν το αφεντικό. Με άλλα λόγια: ήταν μια «πονηρή άτυπη υποκινήτρια», ένας όρος που το αφεντικό πιθανότατα έμαθε σε κάποιο από τα μαθήματα management που πήρε. Παρόλα αυτά, το αφεντικό με τη σειρά του προσπάθησε να υποσκάψει τη δική της εξουσία, για παράδειγμα αφήνοντας να του «ξεφύγει» (παρουσία της) ότι ένα τρίτο άτομο είχε πρόβλημα μαζί της. Προσπάθησε ακόμα να εξωθήσει έναν εκπαιδευόμενο να την κριτικάρει δημόσια. Ήταν ένα τυπικό παράδειγμα του «διαίρει και βασίλευε», αν και ανεπιτυχές αυτή τη φορά.

Ομάδες συγγενείας και άτυπες ομάδες στο χώρο εργασίας

Σήμερα, η απρόσωπη αντίσταση είναι η πιο διαδεδομένη μορφή δραστηριότητας για τον εαυτό μας στους χώρους εργασίας. Παίρνει την μορφή τόσο ατομικού όσο και συλλογικού ριξίματος του ρυθμού παραγωγής, άρνησης της εργασίας, εκτεταμένων διαλειμμάτων, και της κλοπής. Η απρόσωπη αντίσταση συνίσταται σε αδιόρατες μικρο-συγκρούσεις που, χωρίς διαμεσολάβηση, χτυπούν την επιχείρηση.

Στην ομάδα Kδmpa Tillsammans! κάνοντας χρήση του όρου απρόσωπη αντίσταση, θέλουμε να περιγράψουμε τα υλικά και καθημερινά μέτρα που έχουν την ικανότητα να δρουν ως αναχώματα για την υπεράσπιση και την διεξαγωγή ολοένα και πιο ανοιχτού και επιθετικού εργατικού αγώνα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι αξιολογούμε την απρόσωπη αντίσταση μόνο σε σχέση με την ικανότητα μεταβολής σε άλλες μορφές αντίστασης. Ο καθένας που έχει εργαστεί γνωρίζει πόσο σημαντικά είναι κάποια μικροπράγματα όπως ένα παραπάνω διάλειμμα, ακόμα κι αν δεν επιφέρουν κάποια τρομερή επίπτωση στην ταξική σύγκρουση. Η απρόσωπη αντίσταση διεξάγεται τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο (αν και ακόμα κι ο μεμονωμένος εργάτης είναι μέρος της τάξης του). Η συλλογική μορφή εκδηλώνεται μέσα από αυτό που ονομάζουμε ομάδες συγγενείας: μικρές ομάδες συντρόφων που δρουν με αλληλεγγύη. Οι ομάδες συγγενείας είναι συνάδελφοι που έφτασαν να γνωρίσουν καλά ο ένας τον άλλον και έχουν μια αμοιβαία εμπιστοσύνη. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι ομάδες συγγενείας δεν μπορούν να αναλυθούν με τον ίδιο τρόπο με τις ομάδες φίλων που υπάρχουν σε κομμάτια της Αριστεράς, μέσα σε ομάδες με καθορισμένες δομές συνελεύσεων και μόνιμα μέλη. Εννοείται πως ριζοσπαστικές και άτυπες ομάδες συγγενείας οργανώνονται και εκτός της άμεσης παραγωγής, με τις συγκρούσεις στις διαδηλώσεις να είναι το πιο τρανταχτό παράδειγμα. Ωστόσο, το άρθρο αυτό ασχολείται αποκλειστικά με την άτυπη οργάνωση εντός του χώρου εργασίας.

Η ομάδα συγγενείας είναι η συλλογική οργάνωση της απρόσωπης αντίστασης. Φυσικά, ένας μεμονωμένος εργάτης μπορεί να είναι μέρος πολλών ομάδων συγγενείας, και οι ομάδες αυτές διαρκώς εξαφανίζονται κι επανεμφανίζονται. Το ενδιαφέρον εδώ είναι να ερευνήσουμε με ποιόν τρόπο οι ομάδες συγγενείας δημιουργούνται και πως η διεύθυνση της επιχείρησης αντιμετωπίζει τέτοιες ομάδες. Όπως ειπώθηκε και πριν, οι καπιταλιστές έχουν αναπτύξει στρατηγικές για να βρίσκουν ποιος είναι ενεργός στις άτυπες οργανώσεις, και για να παίρνουν με το μέρος τους αυτούς τους ανεπίσημους υποκινητές.

Κάνουμε μια διάκριση μεταξύ ομάδων συγγενείας και άτυπων ομάδων στο χώρο εργασίας, αλλά οι ομάδες στο χώρο εργασίας συχνά εξελίσσονται σε ομάδες συγγενείας. Η ομάδα συγγενείας συνίσταται από συναδέλφους που εργάζονται και αγωνίζονται μαζί, για τα δικά τους συμφέροντα ενώ οι ομάδες στο χώρο εργασίας γεννιούνται βάσει της οργάνωσης της παραγωγής. Η μορφή που παίρνει η ομάδα βασίζεται συνεπώς στην οργάνωση της παραγωγής. Οι άτυπες ομάδες εργασίας αποτελούνται από άτομα που εργάζονται δίπλα-δίπλα. Μετά από λίγο καιρό, αυτοί οι άνθρωποι γίνονται μεταξύ τους, κάτι σαν «δεύτερη οικογένεια», περνώντας αρκετό χρόνο εργαζόμενοι μαζί, συχνά πιο πολύ από τον χρόνο που περνά κανείς με την οικογένεια ή τους φίλους του. Καμιά φορά συναντιούνται επίσης εκτός εργασίας. Από το καθημερινό μοίρασμα της εργασίας γεννιέται μια αίσθηση κοινού συμφέροντος, νιώθουν ασφαλείς μαζί, ή τουλάχιστον νιώθουν ότι ο άλλος είναι εκεί δίπλα τους. Συχνά χρησιμοποιούνται παρατσούκλια ή μια κοινή αργκό, και νιώθουν προσβεβλημένοι όταν ακούν το αφεντικό να μιλάει όπως αυτοί, με τα ίδια παρατσούκλια, τις ίδιες κουβέντες, μιας και κάτι τέτοιο συνιστά μια παραβίαση της μεταξύ τους κοινότητας.

Μια σημαντική όψη της δημιουργίας των ομάδων συγγενείας είναι, ακολούθως, η παραγωγή μιας αίσθησης κοινότητας. Αυτή η κοινότητα δημιουργείται και εκφράζεται μέσω της γλώσσας, αλλά επίσης μέσω διαφορετικών μορφών κωδικών και τυπικών. Για παράδειγμα, μπορεί να ενισχυθεί με καλαμπούρια ή προσβολές που τα αφεντικά ή οι επιστάτες δεν καταλαβαίνουν. Κάτι τέτοιο δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της συντροφικότητας με μια κοινή γλώσσα, αλλά επίσης ένας τρόπος διάκρισης από τον κοινό εχθρό: τα αφεντικά και τους κωλο-γλείφτες τους. Η κατασκευή μιας ιδιωτικής διαλέκτου είναι λοιπόν θεμελιώδης στον ταξικό αγώνα. Κάτι τέτοιο καταδεικνύει το γεγονός ότι ούτε μπορούμε, ούτε θέλουμε να μπούμε σε διάλογο με τον ταξικό εχθρό, πως θα μπορούσαμε άλλωστε, αφού έτσι κι αλλιώς δεν μας καταλαβαίνει;

Καταλαβαίνουμε από αυτές τις εκδηλώσεις ότι έχουμε δύο ονόματα, το ένα είναι η εργατική δύναμη, και το άλλο η εργατική τάξη. Είναι το ίδιο πράγμα όπως όταν απευθυνόμαστε στο αφεντικό με το όνομά του όταν είναι μπροστά, αλλά με ένα τελείως διαφορετικό όνομα όταν συζητάμε γι αυτόν μεταξύ μας. Κάτι τέτοιο ισχύει επίσης για την εταιρία που εργαζόμαστε. Για παράδειγμα, η διεύθυνση της UPS, έχει υπόψη της ότι τα αρχικά της σημαίνουν United Parcel Service, ενώ αρκετοί από τους εργαζομένους της θα διαβεβαίωναν ότι σημαίνουν UnderPaid Slavery (σ.τ.μ. =κακοπληρωμένη σκλαβιά). Όχι μόνο είναι η επικοινωνία ένα όπλο καθ εαυτή (κάτι που ομολογούν αρκετοί κοινωνιολόγοι των επιχειρήσεων) αλλά και η γλώσσα της επικοινωνίας αυτής μπορεί να μετατραπεί σε όπλο, επίσης.

Διαχωρισμός και ομάδες συγγενείας εκτός της εργασίας

Η ιδανική κατάσταση του εργατικού αγώνα θα ήταν φυσικά η ανάπτυξη μιας κοινής αντίστασης, μιας κοινής υπεράσπισης των αμοιβαίων συμφερόντων μας. Αυτή η ιδανική κατάσταση δεν είναι ολότελα φανταστική. Όταν εργάζεται μαζί κάτω από σκληρές συνθήκες υπάρχουν αρκετές πιθανότητες για έναν τέτοιο αγώνα. Οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες του ’50 και του ’60, με τον φορντιστικό διαχωρισμό της εργασίας, είναι καλά παραδείγματα. Ωστόσο, σήμερα ολοένα και λιγότεροι χώροι εργασίας οργανώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Σήμερα, η διαίρεση και ο διαχωρισμός των εργαζομένων μέσω της οργάνωσης της εργασίας και της δομής του χώρου εργασίας είναι σχεδόν ο κανόνας (κι αυτό δε συνέβη κατά τύχη, φυσικά, αλλά είναι μια συνέπεια της ταξικής σύγκρουσης την οποία πυροδότησε το φορντιστικό μοντέλο). Σήμερα, αρκετοί άνθρωποι εργάζονται απομονωμένοι ο ένας από τον άλλον, και βρίσκονται πολύ μακριά μεταξύ τους για να κάνουν διάλειμμα μαζί. Για παράδειγμα, οι διανομείς εφημερίδων και οι οδηγοί νταλικών είναι δυο επαγγέλματα όπου η πραγματική εργασία γίνεται ατομικά, χωρίς μια ομάδα συναδέλφων. Αυτό σημαίνει ότι η συγγένεια και η φιλία τόσο έξω, όσο και μέσα στο χώρο εργασίας γίνονται ιδιαίτερα σημαντικές.

Στο Μαλμόε (σ.τ.μ. μεγαλούπολη της Σουηδίας), υπάρχει μια ομάδα μαγείρων, τα μέλη της οποίας έχουν όλα λίγο-πολύ προσωρινή εργασία σε πολλά διαφορετικά μεταξύ τους μέρη. Σε πολλά από τα εστιατόρια εργάζονται κυρίως μαζί με το αφεντικό ή τους συγγενείς και φίλους του. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η οργάνωση στο χώρο εργασίας είναι πολύ προβληματική, χάρη όμως στις άτυπες ομάδες συγγενείας, οι μάγειρες μπορούν να μοιράζονται πληροφορίες για τη δουλειά και για το ποια αφεντικά να αποφεύγουν: τους ηλίθιους, τους τσιγκούνηδες ή τους ηλίθιους τσιγκούνηδες. Αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα του πως η οργάνωση σε ομάδες συγγενείας μπορεί να εξαπλωθεί πέραν του χώρου εργασίας. Φυσικά, τα πράγματα θα γίνονταν στ αλήθεια ενδιαφέροντα αν εργάτες από εντελώς διαφορετικούς τομείς εργασίας βρίσκονταν μαζί και οργανώνονταν σε άτυπα δίκτυα. Καθώς δεν είναι απλά η διαίρεση της εργασίας στο εσωτερικό μιας εταιρίας που χωρίζει τους εργάτες μεταξύ τους, αλλά ο διαχωρισμός της εργασίας ως τέτοιος.

Ωστόσο, δεν είναι η μόνη πηγή διαχωρισμού. Ο σεξισμός, ο ρατσισμός, το κωλο-γλείψιμο, κι άλλα πράγματα επίσης δημιουργούν διαχωρισμούς και φαγωμάρα. Αυτά τα φαινόμενα πρέπει να αντιμετωπιστούν, και η αντιμετώπισή τους είναι περισσότερο αποτελεσματική όταν έχει να κάνει με την ανάδειξη των κοινών συμφερόντων των εργατών, και την αντίθεση σ αυτά τα συμφέροντα από τα αφεντικά και την επιχείρηση. Έχει να κάνει με την προσπάθεια συμπερίληψης όσο περισσότερων από τους συναδέλφους γίνεται σε μια εργατική συλλογικότητα βασισμένη σε ένα δίκτυο άτυπων ομάδων. Αν η διαίρεση είναι αποτέλεσμα μιας εργασιακής οργάνωσης που διαχωρίζει και απομονώνει τους εργάτες, που προκαλεί μια έλλειψη πληροφόρησης, πρέπει να βρεθούν μέθοδοι προκειμένου να σπάσει αυτή η απομόνωση. Για παράδειγμα, μπορεί να πηγαίνουν στη δουλειά μαζί, να βοηθούν ο ένας τον άλλον με πρακτικούς τρόπους εκτός εργασίας, να βρίσκονται στα διαλείμματα ή μετά την εργασία. Φυσικά, μερικές φορές οι ομάδες συγγενείας και οι παρέες καταλήγουν να αντιτίθενται η μια στην άλλη, πράγμα που είναι συνήθως αποτέλεσμα μιας έλλειψης κοινής αντίληψης των αφεντικών και της επιχείρησης ως εχθρών. Έτσι, υπάρχει συχνά μια έμφυτη σύγκρουση που το κάνει αδύνατο για τις ομάδες και τους μεμονωμένους εργάτες να διεκπεραιώσουν όλα τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί τη συγκεκριμένη περίοδο. Καθ αυτόν τον τρόπο, αυξάνεται το άγχος και η ένταση της εργασίας (δηλαδή η παραγωγικότητα), ενώ την ίδια στιγμή δημιουργεί αποτελέσματα κακής ποιότητας, κάτι που η διεύθυνση χρησιμοποιεί ως αφορμή για παράπονα και την επιστράτευση όλων των κατασταλτικών μηχανισμών που διαθέτει στον χώρο εργασίας. Το πιο σημαντικό πράγμα είναι ότι αυτές οι συγκρούσεις δεν πρέπει να κάμπτουν το έργο των άτυπων ομάδων που έχουν προκύψει από τον κοινό αγώνα.

Μικρές κουβεντούλες – τεράστιες δυνατότητες

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η γλώσσα παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο στην παραγωγή άτυπων ομάδων συγγενείας. Μια εσωτερική αργκό μπορεί να βοηθήσει στην ενδυνάμωση και τη διαμόρφωση των κοινών αξιών της ομάδας. Η κουβεντούλα παίζει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της αλληλεγγύης στο χώρο εργασίας: είναι ο τρόπος με τον οποίο οι συνάδελφοι γνωρίζουν και εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον. Γι αρχή, μιλάς ίσως για τον καιρό ή για την οικογένειά σου, αλλά οι συζητήσεις εύκολα κυλούν προς το ζήτημα της εργασίας, της διεύθυνσης και της επιχείρησης. Κάτι τέτοιο είναι αρκετά φυσικό μιας και είναι η δουλειά που έφερε τους εργάτες αυτούς μαζί, είναι η ζωή τους και το διαρκές σημείο αναφοράς τους. Όσο καλύτερα οι συνάδελφοι γνωρίζουν ο ένας τον άλλον κι όσο μεγαλύτερη εμπιστοσύνη υπάρχει μεταξύ τους, αναλόγως πιο «σοβαρά» είναι και τα θέματα που συζητούν. Ωστόσο, αν κάποιος έχει μόλις προσληφθεί, το να μιλήσει άσχημα για το αφεντικό στον λάθος άνθρωπο θα ήταν παρακινδυνευμένο. Αν δεν είναι κανείς προσεκτικός πριν γνωρίσει τα κατατόπια στο χώρο εργασίας, ίσως ανακαλύψει ότι μιλούσε σε κάποιον «πληροφοριοδότη», κάποιον που ενημερώνει το αφεντικό για τις συζητήσεις στο χώρο εργασίας.

Είναι στη κουβεντούλα που μαθαίνουμε πως διεξάγεται η δουλειά, μας δίνει τη δυνατότητα να πάρουμε συλλογικές αποφάσεις, και παράγονται και συζητιούνται κοινοί κανόνες. Κάτι τέτοιο είναι μια διαδικασία εξίσου συνειδητή και ασυνείδητη. Οι κανόνες που διέπουν έναν χώρο εργασίας είναι συνήθως προφορικοί. Τουλάχιστον όσον αφορά τους κανόνες ενάντια στην επιχείρηση, όπως η πρακτική της παράτασης του διαλείμματος περισσότερο από το επιτρεπτό όριο. Από την άλλη, οι κανόνες της επιχείρησης είναι σχεδόν πάντα γραπτοί. Γράφονται σε έντυπα ή σε πίνακες ανακοινώσεων. Αυτό είναι φυσικά αποτέλεσμα του γεγονότος ότι εργάτες κι αφεντικά δεν μιλούν την ίδια γλώσσα και δεν κάνουν κουβεντούλες μεταξύ τους. Τα αφεντικά χρειάζονται κάποιου είδους «μεγάφωνα» προκειμένου να περάσουν το μήνυμά τους.

Η κουβεντούλα μεταξύ συναδέλφων είναι μια δύναμη κοινωνικοποίησης, καλώς ή κακώς. Καλώς, αν ενισχύει την ενότητα ενάντια στην επιχείρηση, κακώς, αν δρα ως εσωτερίκευση των ηθικών κανόνων της επιχείρησης. Μέσα από τη κουβεντούλα μαθαίνουμε ο ένας απ τον άλλον, αλλά όχι μόνο για το χώρο εργασίας, μαθαίνουμε επίσης εμπειρίες από άλλες φορές κι άλλες επιχειρήσεις. Τα αφεντικά και οι συνάδελφοι αξιολογούνται, και μέσα από τη διαρκή κουβεντούλα γύρω απ το τραπεζάκι του καφέ, οι εργασιακές συνθήκες κουβεντιάζονται και φτάνουμε σε αποφάσεις για το σπάσιμο των κανόνων κ.ο.κ. Οι οδηγίες που δίνουν τα αφεντικά συζητούνται ξανά και μετασχηματίζονται σύμφωνα με την κοινή αντίληψή μας. Μερικές φορές προκύπτει μια ταξική προοπτική, μερικές άλλες αυτό γίνεται ασυνείδητα και μερικές δεν υπάρχει καν.

Όλο αυτό, το καθιστά εξαιρετικά επικίνδυνο για τα αφεντικά, τουλάχιστον εν μέρει, να κερδίζουμε εμπιστοσύνη και να συμμετέχουμε σε μικρές κουβεντούλες. Και είναι εξίσου σημαντικό για μας να μη δεχτούμε τα αφεντικά στην κοινότητά μας (στην οποία φυσικά ποτέ δεν μπορούν να συμμετέχουν πλήρως, μπορείς πάντα να μιλάς ελεύθερα σ έναν ισότιμο με σένα, αλλά ποτέ σε κάποιον που έχει εξουσία πάνω σου). Σκοπός μας λοιπόν, πρέπει να είναι μια «κρυφή κουβεντούλα» που παύει όταν το αφεντικό πλησιάζει. Στην επιχείρηση catering που εργαζόταν μια από μας, οι εργάτες στο χώρο μιλούσαν ελεύθερα, αλλά έκαναν επίσης κάτι τέτοιο προκειμένου να αποφύγουν να μιλάν για δουλειά στη διάρκεια του διαλείμματος που τους έδινε το αφεντικό. Η δουλειά στα McDonald’s μας έκανε να ανακαλύψουμε ότι είναι προφανές πως η επιχείρηση διαθέτει μια καλά διαρθρωμένη στρατηγική σχετικά με τις κουβεντούλες (όπως και με πολλά άλλα πράγματα…). Σπάνια διέθετε κανείς κοινό διάλειμμα με κάποιον άλλον, και συνήθως ήταν αδύνατο για τους συναδέλφους εκεί να μιλήσουν ο ένας με τον άλλο σε όλη τη διάρκεια της εργασίας, μιας και οι πάγκοι όπου εργάζονταν ήταν απομακρυσμένοι και βρίσκονταν συνεχώς απασχολημένοι με τα καθήκοντά τους. Έτσι, μετά από μια γεμάτη μέρα δουλειάς στα McDonald’s, δεν είχες μιλήσει καθόλου, παρά μόνο με τα αφεντικά και με τους πελάτες. Αυτή η μορφή τεχνικά σχεδιασμένης διαίρεσης της εργασίας είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος καθυστέρησης της ανάπτυξης μιας εργατικής κοινότητας που αμφισβητεί την οργάνωση της εργασίας ή ακόμα και την ίδια την εργασία.

Εργαζόμενοι μαζί – διασκεδάζοντας μαζί – αγωνιζόμενοι μαζί. Ή αλλιώς: παραγωγική συνεργασία – κοινωνική συνεργασία – ανατρεπτική συνεργασία

Για να απλουστεύσουμε κάπως τη θέση μας φτιάξαμε ένα σχήμα που μπορεί να λειτουργήσει ως μια απεικόνιση του πως η συλλογική, άτυπη αντίσταση δημιουργείται σε έναν χώρο εργασίας. Το χωρίσαμε σε τρία βήματα. Δεν εννοούμε φυσικά ότι αυτά τα βήματα γίνονται μετά από αποφάσεις από κοινού (ακόμα κι αν μερικές αποφάσεις λαμβάνονται στη διάρκεια της διαδικασίας) αλλά ότι κάθε βήμα του σχήματος είναι κάτι που αναπτύσσεται φυσικά, λιγότερο ή περισσότερο «από μόνο του». Αν η πραγματική εμπιστοσύνη και η αληθινή φιλία παράγονται σε έναν χώρο εργασίας δεν αρκεί να σκέφτεται κανείς πως όντας ευγενικός προς τους άλλους θα κερδίσει ο ίδιος, ως άτομο. Η πραγματική φιλία είναι απαραίτητη για έναν κοινό αγώνα, κάτι που είναι προβληματικό μιας και είναι προφανές ότι δεν αγαπάμε πάντα όλους τους συναδέλφους μας.

Βήμα 1. Το πρώτο βήμα δημιουργείται αυτόματα στην εργασία. Προκειμένου να εργαστεί κανείς στην παραγωγή, δημιουργείται μια κοινωνική σχέση όπου ανάμεσα σε άλλα πράγματα σημαίνει ότι είναι κανείς μέρος της ίδιας ομάδας στο χώρο εργασίας. Έχεις τα ίδια ή διαφορετικά καθήκοντα που συμπληρώνουν τον άλλον. Το πρώτο βήμα παρέχεται κιόλας από το καθήκον για το οποίο αμείβεται κανείς. Στη δουλειά, δουλεύεις μαζί. Η σημασία που αποδίδεται στις συνθήκες για αντίσταση μέσα στην ίδια την εργασία είναι γιατί θέλουμε να δώσουμε έμφαση στο πόσο σημαντικά είναι για το πνεύμα κοινότητας κάποια πράγματα όπως το να βοηθάμε ο ένας τον άλλον στη δουλειά. Μοιραζόμενοι τη γνώση και βοηθώντας τους άλλους να ξεπεράσουν κάποια προβλήματα στην εργασία είναι μια αίσθηση χτισίματος αλληλεγγύης. Αυτή η «ομαδική εργασία» είναι φυσικά μέρος της παραγωγικής σχέσης που χρειάζεται η επιχείρηση. Όμως δεν τελειώνει εκεί. Μοιραζόμενοι βαρετά και σκατένια καθήκοντα, βοηθώντας και γνωρίζοντας ο ένας τον άλλον, δημιουργούμε τις συνθήκες για μια κοινή «αλληλοβοήθεια» για το δικό μας συμφέρον, της λιγότερης εργασίας και περισσότερου χρήματος.

Βήμα 2. Το δεύτερο βήμα είναι απλά να σπάσουμε πλάκα μαζί! Να κάνουμε τη δουλειά λιγότερο βαρετή και λιγότερο σκατένια, να κάνουμε αστεία και πλάκες. Και είναι πάντοτε ενδιαφέρον να είμαστε μπροστά όταν το αφεντικό πει ένα αστείο. Είναι συχνά ένας σίγουρος τρόπος να εντοπίσουμε τους πιστούς του, σ αυτούς που θα γελάσουν και θα ενθουσιαστούν γενικά. Κάποιοι επαναστάτες υποτιμούν κάτι τέτοιο, και δε το θεωρούν «σοβαρό» να συμμετάσχουν. Όμως το να σπας πλάκα είναι απαραίτητο για να έρθουν οι άνθρωποι κοντά και να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο, κάτι που είναι απολύτως απαραίτητο σε μια σοβαρή σύγκρουση με τη διεύθυνση. Ακόμα κι αν κάποιοι αριστεροί δε θεωρούν ότι κάτι τέτοιο είναι σημαντικό, οι μεγάλες επιχειρήσεις το θεωρούν Στα McDonald’s για παράδειγμα, διοργανώνονται μερικά μεγάλα πάρτυ για το προσωπικό με αμφίβολες τιμές όπως «Υπάλληλος του χρόνου», κάτι που δε θα έκαναν εάν δεν είχαν κέρδος από αυτό, έτσι κανείς συνδέει τη διασκέδασή του με μια αίσθηση πιστότητας στην εταιρία. Σε ένα σεμινάριο ανέργων για προσωπικό μαγειρείου, οι σπουδαστές διαχωρίστηκαν ανάμεσα σ αυτούς που βρίσκονταν στο πρώτο βήμα κι αυτούς που είχαν προχωρήσει στο δεύτερο. Η διεύθυνση προσπάθησε να χρησιμοποιήσει αυτό το διαχωρισμό επιμένοντας αυτοί που βρίσκονταν στο πρώτο βήμα να πλένουν τα πιάτα για τους «παλιούς», αλλά και να περνούν το διάλειμμά τους σε διαφορετικά τραπέζια, κι έτσι να διαχωρίσει τις δυο ομάδες. Αυτό έγινε θέμα ανάμεσα στους σπουδαστές και των δυο ομάδων και οι παλιότεροι δέχτηκαν μια δίκαια κριτική από τους πιο νέους ότι και οι ίδιοι βοήθησαν στο να δημιουργηθεί αυτή η διαίρεση της εργασίας. Κάτι τέτοιο οδήγησε τους σπουδαστές στο να κάνουν προσπάθειες για να κάνουν μαζί παρέα στα διαλείμματα, να βγαίνουν έξω μαζί, να πλένουν όλοι τα πιάτα κοκ. Όλα αυτά δημιούργησαν μια ισχυρή αίσθηση αλληλεγγύης στην ομάδα.

Βήμα 3. το τρίτο βήμα είναι όταν ξεκινάς να μαθαίνεις και να εντοπίζεις με ποιους και σε ποιο βαθμό έχετε αναπτύξει μια αίσθηση κοινότητας. Ξεκινάς να αγωνίζεσαι μαζί με αυτούς τους ανθρώπους που βρίσκονται σε μια παρόμοια κατάσταση με σένα κι έχουν αναπτύξει μια κοινή συμπεριφορά απέναντί της. Η κοινότητα που προκύπτει μέσα από την εργασία και την πλάκα σας κάνει να εργάζεστε, κατά κάποιον τρόπο, περισσότερο για σας παρά για την εταιρία. Στο στάδιο αυτό μια φυσική συλλογική ταυτότητα και αλληλεγγύη έχει δημιουργηθεί που σας κάνει να βοηθάτε και να καλύπτετε ο ένας τον άλλον για παράδειγμα ως προς την πρωινή καθυστέρηση ή την κοπάνα νωρίτερα το βράδυ. Όταν μια από μας στην Kδmpa Tillsammans! βρισκόταν στο βήμα αυτό σε ένα φουρνάρικο, η άτυπη ομάδα συγγενείας ήξερε τη δουλειά τόσο καλά που προγραμμάτιζαν οι ίδιοι τα διαλείμματά τους φρενάροντας την παραγωγή. Αυτή η ανάπτυξη που περιγράψαμε στο πρότυπο των τριών βημάτων είναι φυσικά ένα θεωρητικό σχήμα που δεν είναι πάντα τόσο ξεκάθαρο στην πραγματικότητα. Θα μπορούσε κάλλιστα κάποιοι να εργάζονται και να αγωνίζονται μαζί, κι όμως να μη συμπαθούν ο ένας τον άλλον, ή δεν είναι σαφές ότι μια στάση αντίστασης αναπτύσσεται παρά τα δυο πρώτα βήματα. Αξίζει να αναφέρουμε ότι τα δυο πρώτα βήματα θα μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν μια απόπειρα κοινωνικοποίησης των εργατών προς μια εντατικότερη εργασία. Μεταθέτοντας στους εργαζομένους την ευθύνη αλλά και προγραμματίζοντας πάρτυ, εκδηλώσεις και άλλα τέτοια, επιχειρείται να εσωτερικεύσουν οι εργάτες τις αξίες της επιχείρησης.

Ένας απ� τους καλύτερους τρόπους να αντιμετωπίζει κανείς συγκρούσεις στον χώρο εργασίας είναι να προσπαθεί να συνδέσει τα ατομικά κίνητρα και την εργασία των εργατών με την κερδοφορία της επιχείρησης. Τέλος, τα τρία βήματα του σχήματος και η σχέση του με τον καθένα είναι πιθανό να αλλάζουν. Μπορεί να αναπτύσσονται παράλληλα και μπορεί μερικές φορές να αντιβαίνουν το ένα στο άλλο. Σε μια μεγάλη κουζίνα ενός νηπιαγωγείου οι σκλάβοι της κουζίνας αρνήθηκαν να συνεργαστούν όταν το αφεντικό δεν τηλεφώνησε σε κάποιους από αυτούς που έλειπαν στις άδειες των διακοπών τους κι ενώ άλλοι είχαν πάρει αναρρωτικές. Οι μάγειρες ήξεραν πολύ καλά ότι οι πατάτες έπρεπε να αρχίσουν στις 10:30 όμως δεν είπαν τίποτα καθώς ήταν ευθύνη της εργοδότριας κι αυτή είχε μεταθέσει την ευθύνη σε έναν εκπαιδευόμενο, οπότε δεν «συνεργάστηκαν» κι έτσι τα πάντα καθυστέρησαν, αποδεικνύοντας πως χρειαζόταν περισσότερους εργαζομένους.

Όσον αφορά την «κοινή διασκέδαση» ήδη αναφέραμε ότι είναι συχνό με τα πάρτυ και άλλες προσπάθειες των επιχειρήσεων να διοχετεύουν τις αξίες τους ανάμεσα στους εργαζομένους. Αυτό, δεν είναι απαραίτητα αυτονόητο. Έχει συμβεί μισητά αφεντικά ή επιστάτες να ξυλοκοπούνται άγρια και δεν είναι σπάνιο όταν η επιχείρηση πληρώνει τα ποτά, να μεθάν όλοι όσο περισσότερο μπορούν. Σε μια περίπτωση, ένας ιδιοκτήτης εστιατορίου κάλεσε τους υπαλλήλους του για φαγητό και σάουνα, όμως το μόνο που κάναμε ήταν να φάμε του σκασμού κι έπειτα κανείς δεν δέχτηκε να «τα πεί» μαζί του σε μια ιδρωμένη δια-ταξική αδελφοποίηση. Αντί να γίνει μια υπόθεση αποσόβησης της ταξικής σύγκρουσης μεταξύ μπύρας και σάουνας, τελικά η σύγκρουση οξύνθηκε. Το σωματείο των αφεντικών Ledarna («οι ηγέτες»), ενθαρρύνει τα νέα αφεντικά να φέρνουν φωτογραφίες της οικογένειάς τους στην εργασία και να μιλούν περισσότερο για τους ίδιους. Ο στόχος είναι τα αφεντικά να γίνουν ένα «ανθρώπινο ον» για τους υφισταμένους τους κι όχι απλά ένα αφεντικό- Αυτή τη μορφή εξανθρωπισμού φυσικά την έχουν γραμμένη οι εργάτες. Κι εμείς έχουμε παιδιά στο σπίτι και τα αφεντικά δε δίνουν δεκάρα γι αυτό.

Προλεταριακή διεύθυνση

Ευελπιστούμε πως μέσα από αυτό και από άλλα ακόμη άρθρα μπορούμε να συνεισφέρουμε στην ήδη υπάρχουσα «προλεταριακή διεύθυνση» στην εργατική τάξη, όπου βρίσκουμε, διαδίδουμε και αναπτύσσουμε τη γνώση που ήδη υπάρχει στην τάξη μας σχετικά με το πώς να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότητα τις διαφορετικές στρατηγικές που οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν εναντίον μας. Με τον ίδιο τρόπο που ο Taylor έκανε τις μελέτες του για το ποιος είναι ο συντομότερος τρόπος για το φόρτωμα σιδερόβεργων με όσο το δυνατόν λιγότερους εργάτες, εμείς πρέπει να διαδώσουμε και να δοκιμάσουμε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να σαμποτάρουμε και να τσακίσουμε την εργασία που μας εξοντώνει.

//

Categories
Pointblank!

Αυτοδιεύθυνση και Ισπανική Επανάσταση 1936~1937

Αυτοδιεύθυνση και Ισπανική Επανάσταση 1936~1937

Ι

“Για πρώτη φορά μετά τις απόπειρες για εγκαθίδρυση σοσιαλισμού στη Ρωσία, την Ουγγαρία και τη Γερμανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο επαναστατικός αγώνας των ισπανών εργατών επιδεικνύει έναν νέου τύπου μετασχηματισμό από τον καπιταλιστικό σε συλλογικό τρόπο παραγωγής, που παρά την ανολοκλήρωτη φύση του, διεξήχθη σε μια εντυπωσιακή κλίμακα”. – Karl Korsch, 1939

Τριάντα έξη χρόνια μετά τις πρώτες της νίκες (σ.τ.μ: από την χρονολογία συγγραφής του κειμένου), η Ισπανική Επανάσταση παραμένει το πιο σημαντικό από τα διάφορα υλικά πειράματα αυτοδιαχείρισης που έλαβαν χώρα αυτόν τον αιώνα. Η εμπειρία των ισπανικών εργατικών συμβουλίων γίνεται ένα σημαντικό σημείο εκκίνησης για το σύγχρονο προλεταριάτο, τόσο ως προς τις επιτυχίες όσο και ως προς τις αποτυχίες τους. Η εκτεταμένη αφομοίωση αυτής της όψης της ιστορίας της γραμμένης από το προλεταριάτο, απλά ενισχύει τον ουσιωδώς ριζοσπαστικό χαρακτήρα της. Παραχαραγμένο τόσο από τους αστούς ιστορικούς όσο κι από τους λενινιστές, και διαστρεβλωμένο από εκείνους τους αναρχικούς που το κεφαλαιοποιούν ως μια από τις “χρυσές στιγμές” τους, το επαναστατικό κίνημα στην Ισπανία συνεχίζει να αποτελεί μια πηγή ξεμπροστιάσματος της ιδεολογίας. Οι δράσεις των “ανεξέλεγκτων στοιχείων” του ισπανικού προλεταριάτου αποδεικνύονται ένα σκάνδαλο για όλα τα κόμματα. Η επανάσταση εξολοθρεύτηκε πολύ πριν την νίκη των φασιστών από μια συνδυασμένη δύναμη σταλινικών, φιλελεύθερων και “ελευθεριακών” γραφειοκρατών του ίδιου εκείνου αναρχικού κινήμαος στο όνομα του οποίου είχαν δράσει τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της εργατικής τάξης. Ο ισπανικός “εμφύλιος πόλεμος” ξεκίνησε μόνο μετά την ήττα της Επανάστασης.

Η επανάσταση στην Ισπανία αναπαριστά τον τελευταίο σταθμό του παραδοσιακού προλεταριακού κινήματος και μέσα στην ιστορία της συμπυκνώνονται όλες οι θετικές όψεις του κινήματος αυτού, όπως και οι αντεπαναστατικές δυνάμεις και ιδεολογίες που στις οποίες αντιτάθηκε. Η διαμάχη που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον λενινισμό και τα συμβούλια στη Ρωσία έμελλε να επαναληφθεί στην Ισπανία σε μια πολύ πιο εκτεταμένη και ισχυρή κλίμακα. Ανακαλύπτοντας εκ νέου τις συμβουλιακές μορφές στην ίδια την πρακτική του, το ισπανικό προλεταριάτο ήταν ο κληρονόμος της Κροστάνδης και των συμβουλίων στη Γερμανία και την Ιταλία. Με τα ισπανικά συμβούλια το επαναστατικό κίνημα που είχε ηττηθεί από τη σοσιαλ-δημοκρατία και τον μπολσεβικισμό επανεμφανίστηκε. Η Ισπανική Επανάσταση ήταν ένας διεθνής αγώνας, όχι μόνο με την έννοια ότι οι μαχητές του προέρχονταν από πολλές χώρες, αλλά γιατί η ύπαρξή της στάθηκε στο κέντρο της αντιπαράθεσης με όλες τις εξουσίες που διεύθυναν τον κόσμο. Όπως παρατήρησε ο ιταλός αναρχικός Berneri: “Σήμερα πολεμάμε ενάντια στο Burgos αλλά αύριο θα χρειαστεί να πολεμήσουμε ενάντια στην Μόσχα προκειμένου να υπερασπιστούμε την ελευθερία μας”. Αυτός ο πόλεμος ενάντια στην ιεραρχία, πάνω απ’ όλα θα γινόταν ένας πόλεμος ενάντια στην ιδεολογία εν γένει.

Πριν την επανάσταση, η CNT προσπάθησε να ενσωματώσει τα συμβούλια στο ιδεολογικό της σχήμα. Το έντυπο που συνέταξε η CNT στο Συνέδριο της Σαραγόσα (Ιούνης 1936) αποτελούσε στην ουσία ένα συμβουλιακό πρόγραμμα κι αναγνώριζε τα συμβούλια ώς το βασικό όργανο της επανάστασης. Κι ενώ έβαλε μπροστά μια επαναστατική θεωρία εργατικών συμβουλίων, ωστόσο η CNT δεν ήταν μια συμβουλιακή οργάνωση – η αρχή της άμεσης δημοκρατίας κάτω από την οποία τα συμβούλια μπορούν να λειτουργούν δεν αντανακλούσε στη δομή της αναρχικής αυτής οργάνωσης. Ενώ τα μαθήματα της μπολσεβικικής αντεπανάστασης δεν ήταν άγνωστα στους ισπανούς αναρχικούς, η απόρριψη εκ μέρους τους, μιας “επαναστατικής” αναπαράστασης – ενός κόμματος που θα έπαιρνε την εξουσία στο όνομα του προλεταριάτου – ήταν μόνο επιφανειακή. Το ζήτημα της δημοκρατικής οργάνωσης ήρθε σε δεύτερη μοίρα για τον αναρχισμό. Παρά τα επιτακτικά καλέσματα για μια κοινωνική επανάσταση – στην οποία δηλαδή το προλεταριάτο θα έπαιρνε τη διαχείριση των μέσων παραγωγής χωρίς την μεσολάβηση του κράτους – που παρέμεναν στα θετικά του αναρχισμού, το πραγματικό υλικό καθήκον της πραγμάτωσης μιας τέτοιας επανάστασης ήταν πέρα από τα καλέσματα αυτά.

Η κατανόηση της ισπανικής επανάστασης, δεν είναι απλά ένα ζήτημα του να κάνουμε τις “ασυνείδητες τάσεις της συνειδητές” αλλά να εξηγήσουμε τις δράσεις ενός προλεταριάτου με υψηλή ταξική συνείδηση οι οποίες καλύφθηκαν από την ιδεολογία, ωστόσο ξεσκεπάζοντάς την. Η εμφάνιση των συμβουλίων το 1986 ήταν καρπός 50 χρόνων επαναστατικής δραστηριότητας, κάτω από την αιγίδα κυρίως, του ισπανικού αναρχικού κινήματος. Ωστόσο τα επαναστατικά γεγονότα σημάδεψαν την αποτυχία της τακτικής των αναρχικών. Οι απαλλοτριώσεις του Ιούλη ήταν μια απάντηση στο φασιστικό πραξικόπημα κι όχι αναρχική εξέγερση. Η πίστη των αναρχικών στις αποκαλυπτικές δυνάμεις μιας γενικής απεργίας αποδείχτηκαν σε μεγάλο βαθμό χίμαιρες. Η CNT-FAI απέτυχε, εξέγερση μετά την εξέγερση, να επεκτείνει το γεωγραφικό πεδίο της επανάστασης πέρα από τα περιορισμένα όρια μερικών πόλεων ή επαρχιών. Στα 1936, η ιδεολογία του αναρχοσυνδικαλισμού αποδείχτηκε ξεπερασμένη. Η αυθόρμητη ανάπτυξη των εργατικών συμβουλίων στη διάρκεια της αραγονέζικης εξέγερσης του 1983 και οι ανταρσίες των αστουριανών ανθρακορύχων αναπαριστούσαν ένα έμπρακτο ξεπέρασμα του αναρχοσυνδικαλιστικού προγράμματος οικοδόμησης μιας επαναστατικής κοινωνίας βασισμένης στα συνδικάτα. Οι επαναστατικές επιτροπές στην Αραγώνα και τις Αστουρίες, που είχαν μετατραπεί σε κοινωνικές και οικονομικές εξουσίες επιπλέον με τις στρατιωτικές δυνατότητές τους, επρόκειτο να επανεμφανιστούν σε όλη τη Δημοκρατική Ισπανία τον Ιούλη του 1986 και η ύπαρξή τους απείλησε την ηγεσία της CNT-FAI όσο και την δημοκρατική κυβέρνηση.

Από τις απαρχές του, το αναρχικό κίνημα στην Ισπανία διατηρούσε σιωπηλά μια ιεραρχική δομή που ενσωμάτωνε έναν δυιστικό διαχωρισμό πολιτικών και οικονομικών τομέων. Ενώ το αναρχικό συνδικάτο, η CNT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) είχε σκοπό την οργάνωση της εργατικής τάξης για την προετοιμασία της κοινωνικής επανάστασης, η πρόσφατα σχηματισμένη FAI (Ομοσπονδία Αναρχικών Ιβηρικής) θα στελέχωνε μια “μειοψηφία συνείδησης” αναρχικών αγωνιστών. Η CNT-FAI σχεδιάστηκε βάσει μιας ελιτίστικης αντίληψης περί οργάνωσης, παρόμοια με την Σοσιαλ-δημοκρατική Συμμαχία του Bakunin, την οποία περιέγραψε ο ίδιος ως συνιστάμενη από “ομοσπονδίες εργαζομένων, που σχηματίζουν ελεύθερες ενώσεις η μια με την άλλη, με έναν μικρό κρυφό επαναστατικό κορμό που τις οδηγεί και ελέγχει”. Η παράνομη FAI είδε τον εαυτό της ως μια “μηχανή που παράγει την ποσότητα της αναγκαίας ενέργειας προκειμένου να κινητοποιηθούν τα συνδικάτα προς την κατεύθυνση που αρμόζει περισσότερο στην προσμονή της Ανθρωπότητας για ανανέωση και χειραφέτηση”. Στην πράξη, αυτή η οργάνωση έμελλε να δράσει σαν μια ημι-λενινιστική κομματική πρωτοπορεία και οι λανθάνουσες ιεραρχικές διαιρέσεις της CNT-FAI στο σύνολό της, θα γίνονταν μια κοινωνική πραγματικότητα μετά τον Ιούλη του 1936. Η τεράστια επαναστατική δραστηριότητα των αναρχικών μαζών επρόκειτο να μεταστραφεί σε έναν αγώνα στον οποίο η επίσημη CNT-FAI θα έπαιρνε το μέρος του αστικού δημοκρατικού κράτους και του νέου συμμάχου του: του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ό,τι επετεύχθη από τα εργοστασιακά συμβούλια, τις αγροτικές κολλεκτίβες και τις εργατικές πολιτιφυλακές το έτος 1936~7 ήταν παρά κι ενάντια στις πολιτικές και τις δραστηριότητες των επίσημων αναρχικών οργανώσεων. Ωστόσο, παρά τα εμπόδια που βρήκε στο δρόμο του, το κίνημα για την αυτοδιεύθυνση παρέχει το πιο καθαρό ιστορικό παράδειγμα αυθεντικού σοσιαλισμού.

ΙΙ

“Η επίγνωση ότι ήταν έτοιμοι να ανατινάξουν το ιστορικό συνεχές είναι χαρακτηριστικό των επαναστατικών τάξεων τη στιγμή των δράσεών τους”. – W. Benjamin

Η ιστορική έκρηξη που αποτέλεσε η Ισπανική Επανάσταση δεν μπορεί να ερμηνευτεί μέσα από το βολικό σχήμα ενός “εμφυλίου πολέμου”. Αναπαριστούσε το ξετύλιγμα ενός συνεπούς ταξικού αγώνα στον οποίο το ισπανικό προλεταριάτο συμμετείχε τόσο για τον εαυτό του όσο κι ενάντια στον Franco. Η φασιστική άνοδος απαντήθηκε, όχι από την ούτως ή άλλως ανίκανη δημοκρατική κυβέρνηση, αλλά από μια λαϊκή εξέγερση που περιλάμβανε άνδρες, γυναίκες και νεολαία και κατέστρεψε σε λιγότερο από έναν μήνα, ολόκληρη την μήτρα της ισπανικής κοινωνίας. Το ένοπλο προλεταριάτο του Ιούλη κατάφερε μια εκ των πραγμάτων κατάλυση της Εκκλησίας και του Κράτους και αντικατέστησε τους καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής με δικές του οικονομικές και κοινωνικές μορφές. Στο έτος που ακολούθησε, τα συμβούλια που ίδρυσε η εργατική τάξη έγιναν μια τρίτη δύναμη που πολεμούσε τόσο ενάντια στους φασίστες όσο κι ενάντια στη δημοκρατική κυβέρνηση για να ξανά-επιβάλλει την εξουσία της. Η επιτυχία των εργατικών και αγροτικών πολιτοφυλακών δεν μπορεί να μετρηθεί με καθαρά στρατιωτικούς όρους. Ενώ αντιτάσσονταν στην φασιστική προέλαση, οι πολιτοφυλακές αυτές, κι αυτό έχει την μεγαλύτερη σημασία, εισήγαγαν ένα επαναστατικό πρόγραμμα απαλλοτριώσεων και κολλεκτιβοποίησης. Το σύνθημα “πόλεμος κι επανάσταση μαζί” έγινε η βάση των δράσεών τους. Οπουδήποτε, παντού στην δημοκρατική Ισπανία, οι εργάτες καταλάμβαναν τα εργοστάσια, οι αγρότες κολλεκτιβοποιούσαν τη γη τους, και μια επαναστατική δύναμη είχε οργανωθεί ώστε να γενικεύσει και να υπερασπιστεί την επανάσταση: “Έχουμε έναν νέο κόσμο στις καρδιές μας, έναν κόσμο που μεγαλώνει αυτή τη στιγμή που μιλάμε” – B. Durruti.

Η περίοδος της επαναστατικής κατάληψης που ξεκίνησε τον Ιούλη δείχνει και τη ζωσιμότητα της συμβουλιακής μορφής. Τα ισπανικά συμβούλια (αντίθετα με τα προγενέστερά τους σε Ρωσία, Γερμανία και Ιταλία) στάθηκαν ικανά να θέσουν το ζήτημα της αυτοδιεύθυνσης έμπρακτα, πέρα από τον αναγκαστικό οπλισμό των εργατών στην οργάνωση της παραγωγής. Στις εκβιομηχανισμένες περιοχές της Καταλωνίας, παραδοσιακό θύλακα των αναρχικών, το προλεταριάτο φάνηκε ικανό να διευθύνει και να εξελίξει μια σύγχρονη αστική οικονομία, αυξάνοντας την παραγωγικότητα ενώ διατήρησε τις απαραίτητες υπηρεσίες για τον πληθυσμό – η επαναστατική Βαρκελώνη είναι μάρτυρας της επιτυχίας της αυτοδιεύθυνσης στην Ισπανία. Παρόμοια αποτελέσματα επετεύχθηκαν στις αγροτικές περιοχές της Αραγώνας και της Βαλένθια, όπου σύγχρονες τεχνικές αγρο-καλλιέργειας εισήγχθηκαν κατά τη διαδικασία της κολλεκτιβοποίησης. Οι ριζοσπαστικές όψεις αυτής της κίνησης, ωστόσο, δεν ήταν ο απλός εξ-ορθολογισμός της ισπανικής οικονομίας αλλά η απόπειρα που έγινε ώστε να πραγματωθεί έμπρακτα μια κριτική της πολιτικής οικονομίας. Από το ξεκίνημα των καταλήψεων, το ισπανικό προλεταριάτο προέταξε έναν ελευθεριακό κομμουνισμό στον οποίο το χρήμα και η εμπορευματοποιημένη εργασία καταργήθηκαν. Παρά τις ομολογουμένως πρωτόγονες οικονομικές συνθήκες, τα ισπανικά συμβούλια και οι κολλεκτίβες στάθηκαν ικανές να διαχειριστούν ένα σύστημα διανομών και συναλλαγών που αναπαριστούσε μια ποιοτική υπέρβαση των σχέσεων της καπιταλιστικής παραγωγής. Το δίλλημα των “οικονομικών” ή “ηθικών” κινήτρων, ένα πρόβλημα για τις γραφειοκρατικές τάξεις των ψευδο-σοσιαλιστικών χωρών δεν εμφανίστηκε στην επαναστατική Ισπανία. Η ριζοσπαστική μετάφραση του ρητού “από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του” σε πραγματικότητα ήταν αρκετό κίνητρο για το προλεταριάτο, για να ανταπεξέλθει και να ξεπεράσει στην πραγματικότητα τις ανάγκες που του επέβαλε ο πόλεμος.

Η αυθόρμητη ικανότητα οργάνωσης που επέδειξε το ισπανικό προλεταριάτο στη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου, κατέρριψε, μια για πάντα, τα λενινιστικά ψεύδη για μια υποτιθέμενη ανάγκη της “σωστής ηγεσίας”. Η εξάσκηση άμεσης εξουσίας επί των μέσων παραγωγής συνοδεύτηκε από την εγκαθίδρυση μιας άμεσης δημοκρατίας του προλεταριάτου στην οποία τα βασικά όργανα εξουσίας ήταν τα συμβούλια -“επαναστατικές επιτροπές που σχηματίζουν οι άνθρωποι για να διεξάγουν την επανάσταση” – CNT, 20 Δεκέμβρη 1936… Παρά τις διαφορές στα κατά περίπτωση χαρακτηριστικά τους, τα συμβούλια και οι κολλεκτίβες, λειτουργούσαν ουσιαστικά στην ίδια βάση: εκλογή εκπροσώπων ώστε να εφαρμόσουν συγκεκριμένα καθήκοντα και να συντονίσουν την παραγωγή – αυτοί οι εκπρόσωποι είχαν περιορισμένες εξουσίες και ήταν άμεσα ανακλητοί από τις γενικές συνελεύσεις των εργατών και αγροτών, στις οποίες λαμβάνονταν όλες οι σημαντικές αποφάσεις. Πέρα από την εγκαθίδρυση μιας εσωτερικής δημοκρατίας, τα συμβούλια στόχευαν να επεκτείνουν την εξουσία τους συντονίζοντας τις δράσεις τους μεταξύ τους. Ανάμεσα στα εργοστασιακά συμβούλια και τις αγροτικές κολλεκτίβες δημιουργούνταν ενότητα, όχι μόνο στις πολιτοφυλακές όπου εργάτες κι αγρότες πολεμούσαν ο ένας στο πλευρό του άλλου, αλλά στην πραγματική ομοσπονδία των κινημάτων και την εκλογή εκπροσώπων. Ενώ οι αστοί κοινωνιολόγοι και ιστορικοί αποπειράθηκαν να σκιαγραφήσουν την επαναστατική δραστηριότητα των αναρχικών χωρικών ως ένα “πρωτόγονα θρησκευτικό κίνημα”, πρέπει κανείς να εξετάσει το Πρόγραμμα της Ομοσπονδίας των Αραγονέζικων Κολλεκτίβων προκειμένου να αντιληφθεί την προχωρημένη συνείδηση του αγροτικού προλεταριάτου: “Προτείνουμε την κατάργηση των τοπικών συνόρων των ιδιοκτησιών που καλλιεργούμε… οι μη-απασχολημένες ομάδες εργασίας θα χρησιμοποιούνται για να ενισχυθούν οι κολλεκτίβες που έχουν έλλειψη εργατικής δύναμης”. Το ισπανικό κίνημα για αυτοδιεύθυνση δεν ήταν ένα απλό αίτημα τοπικής αυτονομίας – η συμβουλιακή ομοσπονδία σχεδιάστηκε έτσι ώστε να υπονομεύσει την παραδοσιακή εξουσία στην ολότητά της.

Η μορφή με την οποία εμφανίστηκαν τα συμβούλια ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την οργάνωση των εργατικών πολιτοφυλακών όπου οι αρχές της άμεσης δημοκρατίας αναπτύχθηκαν πρώτα. Τον Ιούλη, οι ένοπλες ταξιαρχίες του ισπανικού προλεταριάτου ήταν, εκ των πραγμάτων, η Επανάσταση. Η λειτουργία τους ήταν τόσο κοινωνική όσο και στρατιωτική. Η ρευστοποίηση των αστικών στοιχείων από τις πολιτοφυλακές δεν έγινε “προς υπεράσπιση της δημοκρατίας” αλλά ως ένα πρώτο βήμα για να αποτελέσουν μέρος ενός συμβατικού στρατού. Καθεαυτή, η δομή της πολιτοφυλακής αναπαριστά μια ριζική ρήξη με τις συμβατικές πολεμικές τακτικές, απλά διότι οργανώνεται μέσα στις επαναστατικές δημοκρατικές γραμμές. Όπως οι εξεγερμένες στρατιές της Ρωσικής και της Γερμανικής Επανάστασης, οι ισπανικές πολιτοφυλακές αναπαριστούν τον ένοπλο βραχίονα της συμβουλιακής εξουσίας. Τα στρατιωτικά συμβούλια, όπως ακριβώς οι εργοστασιακές συνελεύσεις και οι κολλεκτίβες, εκλέγουν τους άμεσα ανακλητούς εκπροσώπους τους. Ο μη-ιεραρχικός χαρακτήρας αυτών των πολιτοφυλακών είναι φανερός όπως προκύπτει από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί ή διαφορές στους μισθούς. Η ιστορία των ισπανικών πολιτοφυλακών παραμένει ένα υπόδειγμα ένοπλης προλεταριακής εξουσίας: Οι επαναστατικές ταξιαρχίες αντιστάθηκαν σε κάθε προσπάθεια “στρατιωτικοποίησης”, σχεδιασμένης να τις μετατρέψει σε μονάδες συμβατικού, τακτικού στρατού, μέχρι το τέλος. Αναλόγως, το σύνθημά τους ήταν: “Πολιτοφύλακες, ναι! Στρατιώτες, ποτέ!”.

ΙΙΙ

“Πρέπει να διεξάγουμε μια ολική επανάσταση. Η απαλλοτρίωση πρέπει να είναι επίσης ολική. Δεν ήρθε η ώρα να κοιμηθούμε, αλλά να χτίσουμε… Αν ο ισπανός εργάτης δεν φτιάξει την ελευθερία του, το κράτος θα διατηρήσει και θα ξαναχτίσει την εξουσία της κυβέρνησης, καταστέφοντας κομμάτι-κομμάτι τις κατακτήσεις που έγιναν με κόστος χιλιάδες πράξεις ηρωισμού” – Solidaridad Obrera (Εργατική Αλληλεγγύη) 26 Αυγούστου 1936.

Παρά την ταχύτατη ανάπτυξη των εργατικών πολιτοφυλακών στη δημοκρατική ισπανία, η κοινωνική επανάσταση που ξεκίνησε τον Ιούλη απέτυχε να εγκαθιδρύσει την απόλυτη εξουσία των συμβουλίων. Όταν η δημοκρατική κυβέρνηση είχε αποδυναμωθεί αρκετά, δεν απέβη τελικά υπέρ του προλεταριάτου. Μετά τον Ιούλη, στην “αντιφασιστική” Ισπανία υπήρξε ένας δυισμός εξουσίας ανάμεσα στις δυνάμεις μιας νέας επαναστατικής τάξης και τα υπολείματα της αστική δημοκρατίας. Τα συμβούλια του Ιούλη είχαν εμφανώς αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση και είχαν έμπρακτα ξεπεράσει τη συνδικαλιστική δομή της CNT-FAI. Ηττήθηκαν στο βαθμό που απέτυχαν να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα σταθεροποίησης της εξουσίας τους – μια σταθεροποίηση που θα σήμαινε αναπόφευκτα την εγκατάλειψη κάθε παραδοσιακής οργάνωσης. Παρότι το αστουριανό σύνθημα UHP (ενωθείτε αδέρφια προλετάριοι!) επανεμφανίστηκε τον Ιούλη ενώνοντας διάφορους τομείς του προλεταριάτου γύρω από ένα κοινό πρόγραμμα επαναστατικής δράσης, οι ιδεολογικές διαμάχες γρήγορα εκδηλώθηκαν ξανά παρεμποδίζοντας κάθε ενότητα διαρκείας. Το προλεταριάτο μοιράστηκε ανάμεσα στις κομματικές γραμμές, και οι αναρχικές δομές και το POUM (ένα μικρό μαρξιστικό κόμμα) ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να υποστηρίξουν την Επανάσταση. Παρόλα αυτά, το επαναστατικό προλεταριάτο ήταν πλειοψηφικό, δυστυχώς όμως, δεν επωφελήθηκε από τη θέση του αυτή. Μια λάνθασμένη εναπόθεση της εμπιστοσύνης του στην ηγεσία της CNT-FAI οδήγησε σε μια κατάσταση όπου οι αναρχικές μάζες συναινούσαν στη σταδιακή απώλεια της δύναμής τους. Επικαλούμενη τα σταλινικά καλέσματα για “ενότητα” και “πειθαρχία” η CNT-FAI τάχθηκε στο να πείσει το προλεταριάτο ότι ο εκμηδενισμός των συμβουλίων και των πολιτοφυλακών ήταν μια αναγκαιότητα επιβεβλημένη από τις απαιτήσεις του εμφυλίου πολέμου.

Ενώ το αναρχικό προλεταριάτο ανέλαβε την ανοικοδόμηση της κοινωνίας πάνω στις αρχές της αυτοδιεύθυνσης, η επίσημη CNT-FAI προετοίμαζε το έδαφος για τον συμβιβασμό. Η πολιτική συνεργασιών των αναρχο-γραφειοκρατών έγινε σαφής όταν άφησαν κατά μέρους την αντικρατική ιδεολογία τους και πραγματικά μπήκαν στην κυβέρνηση. Παίζοντας το παιχνίδι των σταλινικών, που οργάνωναν ταχύτατα την δημοκρατική μικρο-αστική τάξη σε ένα αντεπαναστατικό κίνημα, οι υπουργοί της CNT συναίνεσαν στις κυβερνητικές ενέργειες ενάντια στα συμβούλια. Σε μια προσπάθεια να αντικατασταθούν τα συμβούλια του προλεταριάτου, δημιουργήθηκαν δημοτικά συμβούλια, εμπνευσμένα από την κυβέρνηση, στα οποία συμμετείχαν με τεράστια ποσοστά εκπρόσωποι της UGT και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Επιπροσθέτως, η ηγεσία της CNT βοήθησε να περάσει το Διάταγμα Κολλεκτιβοποίησης στις 24 Οκτώβρη του 1986, που περιόριζε την εξουσία των συμβουλίων. Στη θέση της αυτοδιεύθυνσης πρότειναν την εγκαθίδρυση μιας μορφής “εργατικού ελέγχου” στην οποία οι εργατικές επιτροπές έπαιζαν έναν αποκλειστικά συμβουλευτικό ρόλο.

Η αποτυχία της Ισπανικής Επανάστασης έγκειται στην ανικανότητά της να επεκταθεί σε σημείο ώστε τα συμβούλια και οι πολιτοφυλακές να πάρουν τον πλήρη έλεγχο στο επαναστατικό κίνημα και, κατά συνέπεια, σε όλη την δημοκρατική Ισπανία. Αν και υπήρξαν απολύτως επιτυχημένα στην οργάνωση στρατιωτικών και οικονομικών ζητημάτων, τα ισπανικά συμβούλια απέτυχαν στο να δώσουν μια θετική πρακτική και θεωρητική έκφραση στην ίδια την ύπαρξή τους. Ανίκανα να αυτο-προσδιοριστούν σε σχέση με την CNT-FAI, παραγκωνίστηκαν παντού. Κάθε προσπάθεια στη δράση ενάντια στους εχθρούς της Επανάστασης στο δημοκρατικό στρατόπεδο αποθαρρύνθηκε. Οι σταλινικοί και φιλελεύθεροι στάθηκαν ικανοί να αναστήσουν τους μηχανισμούς της κυβέρνησης που φάνηκε να έχουν αποδυναμωθεί. Οι επιτυχημένοι δημοκρατικοί υπουργοί σαμποτάραν τις προσπάθειες για αυτοδιεύθυνση, αρνούμενοι πίστωση στα εργοστάσια κλπ., χωρις κάποιο σοβαρό αντίλογο – οι αναρχικές πολιτοφυλακές στις οποίες δεν παρέχονταν όπλα, δεν αφόπλισαν αυτούς που προετοίμαζαν την καθυπόταξή τους. Η καταστροφή της Ισπανικής Επανάστασης δεν προχώρησε φυσικά, χωρίς αντίσταση, αλλά η αναγνώριση από το προλεταριάτο της προδοσίας του δεν ήρθε παρά πολύ μετά τα πρώτα βήματα ενάντια στα συμβούλια και τις πολιτοφυλακές. Ο Berneri ήταν από τους πρώτους που έθεσαν ανοιχτά το κρίσιμο ερώτημα σχετικά με την επανάσταση σε ένα ανοιχτό γράμα προς την αναρχική πολιτικό Montseny έγραφε: “Το δίλημμα, πόλεμος ή επανάσταση, δεν έχει πλέον νόημα. Το μόνο δίλημμα είναι αυτό: Είτε νίκη επί του Franco μέσα από έναν επαναστατικό πόλεμο ή ήττα. Το πρόβλημα για σένα και τους άλλους συντρόφους είναι να διαλέξουν ανάμεσα στις Βερσαλλίες του Θιέρσου και το Παρίσι της Κομμούνας, πριν ο Θίερσος και ο Βίσμαρκ συνάψουν την ιερή συμμαχία τους”. Δυστυχώς, οι δυνάμεις του ισπανού Θιέρσου είχαν ήδη δράσει. Η αριστερόστροφη τάση των αναρχικών μαζών που συνεργάζονταν με τους αγωνιστές του POUM δεν προέβαλλαν ιδιαίτερη αντίσταση μέχρι τις αρχές του 1937. Η αριστερόστροφη αναρχική ομάδα “Οι Φίλοι του Durruti” πρωταγωνίστησε σε μια διευρυμένη αγκιτάτσια ανάμεσα στις εργατικές πολιτοφυλακές για μια υπεράσπιση της Επανάστασης, όμως μέχρι τότε η πρωτοβουλία είχε περάσει από τα χέρια του προλεταριάτου στις δυνάμεις των εχθρών του.

Η εκστρατία των αστικών δημοκρατικών δυνάμεων (κυβέρνηση, Κομμουνιστικά και Σοσιαλιστικά κόμματα) ενάντια στα εργατικά συμβούλια έγινε πρακτικά βίαια τον Μάη του 1937 όταν οι σταλινικοί και καταλανοί εθνικιστές επιτέθηκαν στο αυτοδιευθυνόμενο τηλεφωνικό κέντρο της Βαρκελώνης. Αυτό που ακολούθησε την ενέργεια αυτή, ήταν μια αυθόρμητη εξέγερση της εργατικής τάξης της πόλης προς υπεράσπιση της Επανάστασης. Υψώθηκαν ξανά οδοφράγματα, αφοπλίστηκε η αστυνομία και ένοπλοι εργάτες πήραν τον έλεγχο της πόλης. Στο σημείο αυτό, η αντεπανάσταση θα μπορούσε να είχε αντιστραφεί, τουλάχιστον στην Καταλωνία. Οι αναρχικές πολιτοφυλακές από το μέτωπο της Αραγώνας ήταν έτοιμες να προελάσουν στην Βαρκελώνη – και η νίκη δε θα ήταν καθόλου σίγουρη για τη κυβέρνηση και τους σταλινικούς. Οι εργάτες της Βαρκελώνης, ωστόσο, παρέμειναν σε μια αυστηρά αμυντική θέση και δίστασαν να κινηθούν πέρα από τις περιοχές τους. Αυτό το αδιέξοδο δούλεψε προς όφελος όσων ήθελαν να καθυσηχάσουν την κατάσταση και, όπως πριν, η κεντρική ηγεσία της CNT-FAI θα προσέφερε τις υπηρεσίες της στη “συμφιλίωση” – από την αρχή της εξέγερσης, αυτοί οι επαναφομοιωτές πίεζαν τους εργάτες να διαλύσουν τα οδοφράγματα και να επιστρέψουν στις δουλειές τους. Η CNT βρήκε απέναντί της, στο πρόγραμμα ειρήνευσης που προωθούσε, τους Φίλους του Durruti και άλλους που καλούσαν για μια υπεράσπιση των συμβουλίων και μια νικηφόρα κατάληξη της σύγκρουσης. Παρά την αντίσταση, η CNT συνέχισε τις προσπάθειές της να “επικρατήσει η μετριοπάθεια” στη σύγκρουση και εμπόδιζε τις αναρχικές πολιτοφυλακές να εισέλθουν στην πόλη. Έτσι, απομονωμένοι από κάθε εξωτερική υποστήριξη, οι εξεγερμένοι της Βαρκελώνης περικυκλώθηκαν εύκολα. Ενώ η CNT καλούσε για μια “επιστροφή στην ομαλότητα”, οι σταλινικοί πράκτορες έθεσαν σε εφαρμογή τις μέχρι σήμερα τυπικές μεθόδους καταστολής τους, δολοφονώντας επιλεγμένες ομάδες από τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία και αφοπλίζοντας τους εργάτες, εγκαθιδρύοντας έτσι τη δική τους “ενότητα”. Στους μήνες μετά τον Μάη, αυτές οι μέθοδοι επιστρατεύτηκαν σε όλη τη δημοκρατική Ισπανία: Τα στρατεύματα του Lister τσάκισαν τις αγροτικές κολλεκτίβες, οι πολιτοφυλακές διαλύθηκαν, το POUM κυνηγήθηκε και η CNT, πλέον άχρηστη, διώχθηκε από την κυβέρνηση. Τα συμβούλια ηττήθηκαν μέσα σε έναν χρόνο από την εμφάνισή τους. Οι “χιλιάδες πράξεις ηρωισμού” του ισπανικού προλεταριάτου δεν ήταν αρκετές για να εμποδίσουν την νίκη της αντεπανάστασης.

IV

Αυτό που ήταν τόσο δύσκολο να επιτευχθεί στην Ισπανία το 1936, σήμερα γίνεται το ελάχιστο απόλυτο για κάθε προλεταριακή επανάσταση. Η εμπειρία των ισπανών εργατικών συμβουλίων παρέχει ένα παράδειγμα μόνο της εκκίνησης μιας προλεταριακής εξουσίας. Τα τεχνικά εφόδια της σημερινής καπιταλιστικής κοινωνίας θα επιτρέψουν στο σύγχρονο προλεταριάτο να κατορθώσει μέσα σε λίγες μέρες αυτό που οι ισπανοί επαναστάτες δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν ποτέ – την αυτοδιεύθυνση των μέσων παραγωγής. Οι πιθανότητες για τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας είναι πολύ μεγαλύτερες τώρα εξ αιτίας του οικονομικού ζητήματος και πρέπει να γίνουν κοινός τόπος. Ενώ στην ισπανία η “πλήρης απασχόληση” ήταν ένας επαναστατικός στόχος, η επιτυχία κάθε μελλοντικού συμβουλίου θα μετριέται με τις έμπρακτες προσπάθειές του να εξαλείψει την εργασία το δυνατόν περισσότερο. Λόγω των ακραίων και έκτακτων συνθηκών στις οποίες έλαβε χώρα, η Ισπανική Επανάσταση δεν ήταν ποτέ μια γιορτή, ούτε καν στο σημείο που ήταν μια γιορτή η Κομμούνα. Η ευχαρίστηση που αρνήθηκε τον εαυτό της στο ισπανικό προλεταριάτο περιμένει τους επαναστάτες του σήμερα.

Πέρα από την οικονομική και τεχνική ανάπτυξη που διαχωρίζει το σύγχρονο προλεταριάτο από την παράδοση των ισπανικών συμβουλίων, παραμένει ακόμα ένας ουσιώδης σύνδεσμος: πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν το 1936 θα συνεχίσουν να μπαίνουν στο δρόμο κάθε επαναστατικού κινήματος. Στην ήττα του, το ισπανικό προλεταριάτο καταδεικνύει τον ρόλο που έπαιξαν οι εχθροί μέσα από τις γραμμές του προλεταριάτου, επαναφομοιωτές που δεν είναι τόσο εύκολα αναγνωρίσιμοι όσο οι παλιάτσοι των διαφόρων λενινιστικών κομμάτων. Όπως δείχνει η Ισπανία, η συμβουλιακή εξουσία δεν έχει πάντοτε απέναντί της έναν εξωτερικό “κακό” που παίζουν βολικά οι διάφοροι Noske και οι Trotsky αυτού του κόσμου. Τα συμβούλια μπορούν να αυτοκαταστραφούν αν αποτύχουν να γίνουν επιθετικά και να εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους παντού. Το σύγχρονο προλεταριάτο θα αποφύγει την μοίρα της επαναστατικής Κροστάνδης ή της Βαρκελώνης μόνο μέσα από μια αντίληψη της σπουδαιότητας των καθηκόντων που το περιμένουν. Οι παραδειγματικές ενέργειες των ισπανικών συμβουλίων και πολιτοφυλακών δεν αντισταθμίζουν την αποτυχία του ισπανικού προλεταριάτου να συλλάβει τα εμπόδια που ακόμα ορθώνονται στο δρόμο του. Η ριζοσπαστική ιστορία του μέλλοντος θα είναι συνειδητή ή δε θα είναι τίποτα.

PointBlank!


(http://www.geocities.com/Athens/Acropolis/8195/blasts/pointblank/pointblank2.htm)

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Δεκέμβρης 2007


Categories
Aufheben Gilles Dauve

3 Ερωτο/απαντήσεις για τον αντι-φασισμο – Gilles Dauve

Ερωτο/απαντήσεις για τον αντι-φασισμο

Πηγή: γράμμα του Gilles Dauve στο περιοδικό Aufheben δημοσιευμένο στο 7ο τεύχος του περιοδικού (1999). Ολόκληρο το κείμενο στο site του Aufheben

1. Μπορεί το προλεταριάτο να εμποδίσει την καπιταλιστική κοινωνία απ’ το να μετατρέπεται κατά περιόδους σε δικτατορία;

Όχι. Η ταξική σύγκρουση ορίζει τη σύγχρονη εποχή, όπως και τα επίκεντρα γύρω από την υποταγή ή/και την αντίσταση της εργατικής τάξης, την ανταρσία, την εξέγερση… Δεν σημαίνει ότι τα αφεντικά θα μπορούσαν να εκτρέψουν την πολιτική ροή ανά πάσα στιγμή και να αποφύγουν τις παρενέργειες της ίδιας της απόπειράς τους να αλλάξουν την ιστορία.

Για παράδειγμα, η ενεργή ταξική σύγκρουση καθόρισε τη γέννηση και τη ζωή της Δημοκρατίας της Βαιμάρης. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η επανάσταση οξύνθηκε στη Γερμανία από τις συνδυασμένες δυνάμεις δημοκρατίας και φασισμού (τα Freikorps που χρησιμοποιήθηκαν από την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση υπό το SPD για να τσακίσουν τις εργατικές εξεγέρσεις του 1919-1920, ήταν αυθεντικές φασιστικές ομαδοποιήσεις, από τις οποίες θα προκύψουν πολλοί μετέπειτα υψηλόβαθμοι ναζί). Το σύστημα της Βαιμάρης οικοδομήθηκε πάνω στις προλεταριακές επιθέσεις και υποχωρήσεις. Οι εργάτες τότε υπέπεσαν σε μια υποβαθμισμένη και συσκοτισμένη αδυναμία: το συμβουλιακό κίνημα περιορίστηκε σε έναν γραφειοκρατικό θεσμικό μηχανισμό, και η επανάσταση που απέτυχε άνοιξε το δρόμο για ένα σοσιαλιστικού προσανατολισμού καθεστώς με κυρίαρχη την αριστερά. Οι πιέσεις που εξασκούσε η εργατική τάξη, και η σύγκρουση μεταξύ μιας ρεφορμιστικής πλειοψηφίας και επαναστατικών μειοψηφιών, διαμόρφωσαν το κλίμα αυτής της μεταπολεμικής περιόδου. Ακόμα κι όταν ανέβηκαν σε θέσεις εξουσίας δεξιοί πολιτικοί, ακόμα και με τον Hintenburg ως πρόεδρο (το SPD κάλεσε να τον ψηφίσουν ως ανάχωμα εναντίον του Hitler…), οι εργάτες διατηρούσαν τον δυναμισμό των πρώτων μερών της Βαιμάρης, και καμιά φορά, την αποφασιστικότητά τους.

Όμως τα συνδυασμένα κι εχθρικά βάρη του SPD και του KPD αποτελούσαν τις ξεχωριστές αδυναμίες τους. Με το κραχ του 1929, όταν ακόμα και η κυρίαρχη τάξη έπρεπε να πειθαρχηθεί, το κεφάλαιο αυτή τη φορά ανακάλυψε ότι δεν είναι μόνο οι ριζοσπάστες αλλά ακόμα και οι αξιοσέβαστοι συνδικαλιστές ηγέτες που θα μπορούσαν να αποτελούν ένα κίνδυνο. Ο αστικός-ρεφορμιστικός συμβιβασμός τέθηκε σε κίνηση από τους εργάτες 14 χρόνια πριν γίνει περισσότερο κατάρα παρά ευχή.

Ο Χιτλερισμός δεν ήταν αναπόφευτκος, με τους χοντροειδείς και δολοφονικούς τρόπους του. Όμως στις 30 Γενάρη 1933, μια ισχυρή κεντρική εξουσία, ήταν αυτό που άκουγες παντού, και οι μόνες επιλογές που έμεναν στη Γερμανία ήταν απόλυτα κρατιστικές και καταπιεστικές, ρυθμιζόμενες πέρα από κει που έφτανε το προλεταριάτο.

Παραδόξως, είναι η ίδια δύναμη της μισθωτής εργασίας (ρεφορμιστών και ριζοσπαστών) που της στερεί κάθε λόγο στη ρύθμιση των πραγμάτων.

2. Πόσο μπορεί να συνεισφέρει ο αντιφασισμός σε ένα επαναστατικό κίνημα;

Καταρχήν, ο αντιφασισμός δεν είναι ένα ομοιογενές φαινόμενο. Ο Durruti, ο Orwell, και ο Santiago Carrillo όλοι τους συγκαταλέγονται στους αντιφασίστες. Όμως, το ερώτημα παραμένει: Ενάντια σε τι είναι ο αντιφασισμός; Και υπέρ τίνος ακριβώς πράγματος;

Είμαι ενάντια στον ιμπεριαλισμό, είτε γαλλικός, είτε βρετανικός, αμερικανικός ή κινέζικος. Δεν είμαι όμως «αντιιμπεριαλιστής», μιας και μια αυτό δηλώνει μια πολιτική τοποθέτηση που υποστηρίζει και τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα που αντιτίθενται σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Είμαι (όπως και το προλεταριάτο) ενάντια στον φασισμό, είτε παίρνει την μορφή του Hitler είτε του Le Pen. Δεν είμαι «αντιφασίστας» μιας και αυτή είναι μια πολιτική τοποθέτηση που θεωρεί το φασιστικό κράτος ή την φασιστική απειλή σαν έναν πρώτο και κυρίαρχο εχθρό που πρέπει να καταστραφεί με κάθε κόστος, π.χ. συμμαχώντας με τους αστούς δημοκράτες ως το μη-χείρον, ή αναβάλλοντας την επανάσταση για όταν ο φασισμός θα έχει νικηθεί.

Αυτή είναι η ουσία του αντιφασισμού. Ο «επαναστατικός αντιφασισμός» είναι μια αντίφαση όρων, ένα οξύμωρο. Οτιδήποτε κομμουνιστικό αναπόφευκτα πάει πέρα από το πλαίσιο του αντιφασισμού, και αργά ή γρήγορα συγκρούεται μαζί του. Όταν οι ισπανοί εργάτες πήραν τα όπλα ενάντια στη στρατοκρατία τον Ιούλιο του ’36, προφανώς πολεμούσαν τον φασισμό, όμως (όπως κι αν αποκαλούσαν τον εαυτό τους) δεν δρούσαν ως αντιφασίστες, καθώς η κίνησή τους στόχευε τόσο τους φασίστες όσο και το δημοκρατικό κράτος. Κατόπιν, ωστόσο, όταν αφέθηκαν να παγιδευτούν μέσα στα θεσμικά πλαίσια, έγιναν «αντιφασίστες», πολεμώντας τους φασίστες εχθρούς τους ενώ την ίδια στιγμή υποστήριζαν τους δημοκράτες εχθρούς τους.

Επαναστατικές κριτικές του αντιφασισμού έχουν επανειλημμένα κατηγορηθεί ότι σαμποτάρουν την μάχη ενάντια στον φασισμό, ότι είναι «αντικειμενικοί» σύμμαχοι του Franco ή του Hitler, κάτι που συχνά φτάνει στο «υποκειμενικό»- Η τραγική ειρωνεία είναι ότι μόνο το προλεταριάτο και οι κομμουνιστές είναι ουσιώδεις αντίπαλοι του φασισμού. Ο αντιφασισμός είναι πάντοτε περισσότερο υποστηρικτής της δημοκρατίας παρά πολέμιος του φασισμού: δεν θα πάρει αντι-καπιταλιστικά μέτρα για να απωθήσει τον φασισμό, και θα προτιμήσει την ήττα του παρά να ρισκάρει ένα προλεταριακό ξέσπασμα. Δεν ήταν ατύχημα ούτε λάθος που οι ισπανοί αστοί και οι σταλινικοί σπατάλησαν χρόνο και ενέργεια για να εξολοθρεύσουν τις αναρχικές αγροτικές κομμούνες όταν υποτίθεται ότι έκαναν τα πάντα για να κερδίσουν τον πόλεμο: η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα τους δεν ήταν ούτε υπήρξε ποτέ η συντριβή του Franco, αλλά το να διατηρήσουν τις μάζες πειθαρχημένες.

Οπότε, το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχουν πολλά είδη αντιφασισμού, και ότι μη-επαναστατικά αντιφασιστικά στοιχεία μπορούν να γίνουν επαναστατικά, όπως μπορούν φυσικά και πολλοί άλλοι, αλλά ότι ο αντιφασισμός ως τέτοιος, προκειμένου να αποφύγει ένα δικτατορικό κράτος, υποκύπτει στο δημοκρατικό κράτος. Αυτή είναι η φύση του, η λογική του, το αποδεδειγμένο παρελθόν του, και όλα τα «ναι μεν αλλά» σχετικά με αυτό, πνίγηκαν στο αίμα της Βαρκελώνης του Μάη του ’37, των εργατών που ήλπιζαν να ξεπεράσουν τον συμβιβαστικό αντιφασισμό. Ο αντιφασισμός δεν είναι μια συνάντηση που πάει κάποιος και υιοθετεί ένα νέο πρόγραμμα. Δεν είναι μια μορφή: έχει δικό του περιεχόμενο και πολιτική ουσία. Δεν είναι ένα «αστικό» μόρφωμα όπου η προλεταριακή ανατροπή θα μπορούσε να φωλιάσει τη σάρκα της.

Δε χρειάζεται να πω, ότι αυτό που προτείνω δεν είναι οι καθαρογραμμίτες κομμουνιστές που παίρνουν μέρος μόνο σε επιθέσεις εναντίον της μισθωτής εργασίας και μένουν αμόλυντοι από κάθε αντιφασιστική ομάδα, περιμένοντας από αυτές το πολύ-πολύ να συμβαδίσουν με τους ίδιους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόρριψη του κάθε τι φασιστικού (εθνισμός, ρατσισμός, σεξισμός, εθνικισμός, νόμος και τάξη, αντιδραστική κουλτούρα κλπ) είναι συχνά ένα πρώτο βήμα προς την ανταρσία. Πράγματι, αρκετοί νέοι άνδρες και γυναίκες παίρνουν μέρος σε διαδηλώσεις ενάντια στο γαλλικό «Εθνικό Μέτωπο» επειδή καταλαβαίνουν ότι τους ζητά ακόμα περισσότερη υποταγή σε μια κοινωνική τάξη που μισούν, κι όχι επειδή αποτελεί απειλή για την κοινοβουλευτική δημοκρατία που ούτως ή άλλως δεν τους ενδιαφέρει και τόσο. Εδώ εισέρχονται και οι πολιτικάντηδες που προσπαθούν να χειραγωγήσουν αυτήν την κίνηση σε μια υποστήριξη της δημοκρατίας. Αυτές οι τυχαίες χειρονομίες θα αναπτυχθούν σε μια κριτική των θεμελίων αυτού του κόσμου αν αρνηθούν τη βάση του αντιφασισμού: τον σεβασμό για το δημοκρατικό καπιταλισμό. Μόνο καταδεικνύοντας τα ζητήματα αυτά μπορούμε να συνεισφέρουμε στην ωρίμανση αυτή.

Το τσάκισμα του φασισμού σημαίνει να καταστρέφουμε τις προϋποθέσεις του, δηλαδή τα κοινωνικά αίτιά του, δηλαδή τον καπιταλισμό.

3. Πως μπορούμε να πολεμήσουμε μια από τις χειρότερες διασπαστικές δυνάμεις στο εσωτερικό του προλεταριάτου: τον ρατσισμό;

Πάντως σίγουρα όχι με το να προσθέτουμε τον ρατσισμό ως άλλο ένα θέμα στην ατζέντα του αντι-καπιταλισμού.

Ο ρατσισμός πιάνεται από μια διαφορά. Ο αντιρατσισμός κάνει το αντίθετο: δίνει έμφαση σε κάτι κοινό που ο ρατσισμός διαιρεί. Αυτό το κοινό στοιχείο είναι συνήθως η ανθρωπότητα ή η ανθρωπιά. Τώρα, όταν η αστική τάξη κάνει επίσης έκκληση σ αυτό, σε σχέση με τους εργάτες της, πώς μπορούν να φέρουν αντίρρηση οι επαναστάτες; Προφανώς το κοινό στοιχείο δεν μπορεί να είναι το ίδιο γι αυτούς που διευθύνουν αυτόν τον κόσμο και γι αυτούς που θέλουν να τον αλλάξουν.

Στην πραγματικότητα, αυτό που τείνουμε να κάνουμε είναι να αντικαθιστούμε το «είμαστε όλοι άνθρωποι», με το «είμαστε όλοι προλετάριοι». Λέμε λοιπόν: α) ένας μαύρος εργάτης είναι το ίδιο με έναν λευκό εργάτη, β) και οι δύο δεν είναι το ίδιο με ένα μαύρο αφεντικό ή ένα λευκό αφεντικό. Το ζήτημα είναι ότι αυτό δεν χτυπά τον ρατσισμό. Υποστηρίζει την αλληλεγγύη, όπως και θα πρεπε, αλλά η αλληλεγγύη βρίσκεται σε έλλειψη ακριβώς λόγω του ρατσισμού. Έτσι, απλώς αντικαθιστούμε τον ανθρωπιστικό αντιρατσισμό με έναν προλεταριακό. Ωστόσο και οι δύο αντιμετωπίζουν τον ρατσισμό με την πιο επιφανειακή του μορφή, αγνοώντας τα αίτιά του.

Το ’68, αν και υπήρχαν ρατσιστές, ανάμεσα και στους μισθωτούς, η γαλλική αστική τάξη δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον ρατσισμό ως μείζον εργαλείο διαίρεσης, λόγω της τάσης για ενότητα που επέφερε ο μαζικός ταξικός αγώνας. Αργότερα, καθώς η μαχητικότητα των εργατών υποχώρησε, εμφανίστηκαν οι διαιρέσεις. Για να αναφέρουμε ένα μόνο σημαντικό σημείο, η απεργία του 1983 στο Talbot αποκάλυψε ένα αυξανόμενο σχίσμα ανάμεσα στους λεγόμενους εγχώριους και ξένους εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας. Μια τέτοια εξέλιξη ήταν περισσότερο αποτέλεσμα παρά αιτία. Είναι μόνο σύμπτωση που το 1983-4 ήρθε η άνοδος του Εθνικού Μετώπου; Δεν είναι η έλλειψη κατάλληλων αντιρατσιστικών εκστρατειών που βοήθησε τον Le Pen να κερδίσει γύρω στο 15% των ψήφων. Είναι η παρακμή της συλλογικής αντίστασης ανάμεσα στους εργαζομένους. Ο ρατσισμός εκδηλώνεται ως μια ιδεολογία, αλλά δεν είναι πρώτιστα ιδεολογικός. Είναι ένα πρακτικό φαινόμενο, μια κοινωνικό σχέση: μια από τις πιο ζοφερές όψεις του ανταγωνισμού ανάμεσα στους μισθωτούς εργαζομένους, μια συνέπεια της παρακμής των κοινοτήτων ζωής και αγώνα. Η «φυλετικοποίηση» της εργατικής τάξης πάει χέρι χέρι με την εξατομίκευση.

Το προλεταριάτο δεν είναι αδύναμο επειδή είναι διαιρεμένο: είναι η αδυναμία του που τρέφει τη διαίρεση. Έτσι, ότι το κάνει πιο δυνατό είναι που χτυπάει τον ρατσισμό. Ενώ αποφεύγει τον οργανωμένο ανθρωπιστικό αντιρατσισμό, μπορεί κανείς να πολεμήσει τον ρατσισμό όπου τον αντιμετωπίζει στην πραγματική ζωή, όπως πολλοί μη-ρατσιστές προλετάριοι κάνουν σε μια παμπ, σ ένα μαγαζί ή σε μια ουρά, αναδημιουργώντας ενός είδους αυτόνομες κοινότητες.

Για παράδειγμα, το κίνημα του Δεκέμβρη του ’95 έβαλε τέλος στη ρητορική του Le Pen. Αναλόγως, ένας αριθμός ταραχών έχουν φέρει κοντά ανθρώπους από τη βόρεια Αφρική, μαύρης και «λευκής» καταγωγής.

Το κομμουνιστικό κίνημα έχει ταυτόχρονα ένα ταξικό κι ένα ανθρώπινο περιεχόμενο. Μια ενδιαφέρουσα ερώτηση είναι: ποιες ταξικές αγωνιστικές δράσεις φέρνουν τους προλετάριους μαζί, και τείνουν έμπρακτα να χτυπούν τον ρατσισμό;

Οι εργάτες μπορεί να είναι μαχητικοί και ρατσιστές την ίδια στιγμή.

Το 1922, τα αφεντικά στην Νότια Αφρική μείωσαν τους μισθούς των λευκών εργατών στα ορυχεία και άνοιξαν έναν αριθμό θέσεων εργασίας στους μαύρους. Οι διαδηλώσεις των «λευκών» κατέληξαν σε λουτρά αίματος: πάνω από 200 εργάτες σκοτώθηκαν. Όπως και στις απεργίες ενάντια στην γυναικεία ή τη ξένη εργασία, ήταν κι αυτή μια αυτό-άμυνα των μισθωτών, στη χειρότερη μορφή της.

Από την άλλη, όταν η Ολλανδία βρισκόταν υπό την κατοχή της ναζιστικής Γερμανίας, οι Ολλανδοί εργάτες κατέβηκαν σε απεργία ενάντια στις διακρίσεις και τις απελάσεις που υφίσταντο οι Εβραίοι και οι Εβραίοι εργαζόμενοι.

Το κλειδί για να κατανοήσουμε την αντιδραστική στάση των εργατών της Νότιας Αφρικής, ή την αλληλεγγύη των Ολλανδών, δε βρίσκεται στο δίπολο ρατσισμός/αντιρατσισμός. Τα μυαλά στοιχειώνονται από κοινωνικές σχέσεις και δράσεις του παρελθόντος. Όσο πιο ανοιχτή, διεθνής, δυνητικά οικουμενική και συνεπώς «ανθρώπινη» είναι μια διεκδίκηση ή μια δράση, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να στριμωχτεί σε ένα σεξιστικό, ξενοφοβικό ή ρατσιστικό πλαίσιο.

Φανταστείτε ένα χώρο εργασίας. Ένας αγώνας για να σώσουμε τις δουλειές μας θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να φέρει την εργατική δύναμη πιο κοντά στο ρατσισμό απ’ ότι, ας πούμε, η διεκδίκηση 20 λιρών αύξησης την εβδομάδα για κάθε έναν εργαζόμενο. Το πρώτο παγιδεύει τους ανθρώπους σε αμυντικές χειρονομίες, τους απομονώνει στη «δική τους» υπόθεση, τους διαχωρίζει από τους άλλους χώρους εργασίας και τελικά και μεταξύ τους (ποιος θα «πάρει πόδι», ελπίζω να είναι κανένας συνάδελφος, κι όχι εγώ!). Όσο ταπεινή κι αν είναι η δεύτερη διεκδίκηση ενώνει τους προλεταρίους ασχέτως γένους, εθνικότητας ή επαγγελματικής ικανότητας, και μπορεί να τους συνδέσει και με άλλους χώρους εργασίας πέραν του δικού τους, καθώς κι άλλοι άνθρωποι μπορεί να πάρουν ανάλογες πρωτοβουλίες ζητώντας για μια τέτοια αύξηση, ή για κάτι ακόμα πιο ενοποιητικό.

Μερικές διεκδικήσεις και τακτικές ενισχύουν τις επαγγελματικές, τοπικές ή «φυλετικές» διαφορές. ’λλες ανοίγουν το δρόμο για την συμμετοχή μιας ολοένα και μεγαλύτερης κοινότητας, ανοίγουν νέα θέματα, και γκρεμίζουν τις «εθνικές» κλπ διαιρέσεις.

Ο μόνος τρόπος να νικήσουμε τον ρατσισμό είναι να τον αντιμετωπίσουμε σε ένα γενικό και «πολιτικό» επίπεδο, δείχνοντας με ποιον τρόπο οι διακρίσεις μεταξύ των προλεταρίων (και ο ρατσισμός ακόμα περισσότερο απ’ όσο η ξενοφοβία) πάντοτε καταλήγουν με τους ίδιους τους προλεταρίους σε πολύ πιο δυσμενή, υποβαθμισμένη, καθυποταγμένη θέση.

Ο ρατσισμός πρέπει να αντιμετωπιστεί, όμως όχι σαν ένα ξεχωριστό ζήτημα, και ποτέ ως μια παρανοϊκή ιδεολογία που πρέπει να συντριβεί από μερικούς θερμόαιμους.

Δείτε ακόμα: Φασισμός και Μεγάλο Κεφάλαιο – Gilles Dauve

Categories
AgainstSleepAndNightmare

Για τη Δημοκρατία – ASAN

Σημειώσεις για τη Δημοκρατία

Πηγή: Against Sleep & Nightmare – http://www.againstsleepandnightmare.com

Η δημοκρατική ιδεολογία περιέχει ουσιαστικά δυο ειδών ψευδαισθήσεις:

1. Την ιδέα ότι κάτω από κάθε περίσταση ο ηθικά ανώτερος τρόπος να λάβεις μια απόφαση είναι να έχεις κάποιου είδους εκλογικής συγκατάβασης της πλειοψηφείας.

2. Την ιδέα ότι η μέθοδος λήψης των αποφάσεων είναι αυτό που διαφοροποιεί τα κοινωνικά συστήματα.

Αυτές οι ψευδαισθήσεις παίρνουν πολλές μορφές και διαπλέκονται μεταξύ τους με διάφορους τρόπους. Η κυρίαρχη αμερικανική δημοκρατική ρητορική δικαιολογεί τις πολιτικές αποφάσεις τόσο με τη χρήση των εκλογών όσο και των γκάλοπ. Είναι «αρκετά δημοκρατική» με την έννοια ότι η παθητική επιλογή της πλειοψηφίας μπορεί να αλλάξει τις μορφές που παίρνει η αμερικανική καταπίεση κι εκμετάλλευση.

Η εργατική αυτοδιαχείριση είναι μια ακόμα πιο σκοτεινή μορφή αυτής της ψευδαίσθησης που ισχυρίζεται ότι οι αλλαγές στον τρόπο λήψης των αποφάσεων σε ένα εργοστάσιο μπορούν να αλλάξουν την μορφή που θα πάρει μια ολόκληρη κοινωνία. Η βασική της θέση συνοψίζεται σε ένα αυτοκόλλητο που καλεί τους εργάτες να «απολύσουν» τα αφεντικά τους, και προφανώς να συνεχίσουν την παραγωγή με τον παλιό καλό τρόπο…

Είναι σημαντικό για τους επαναστάτες να αντιπαρατίθενται σε όλες τις εκδοχές της δημοκρατικής ιδεολογίας. Απ την μια, μετά από μια επανάσταση δε θα υπάρχει κανένας λόγος να σταθεροποιηθεί μια διαδικασία λήψης κάθε απόφασης. Για παράδειγμα, ένα άτομο θα μπορούσε να αποφασίσει για το ημερήσιο πρόγραμμα των παραδόσεών του σε μια κοινοτική αποθήκη χωρίς να καταπιέζει τους άλλους εργαζομένους – οι οποίοι ίσως να προτιμήσουν να περάσουν την μέρα τους περπατώντας στην παραλία. Αυτός λοιπόν, δε θα είχε κάποια εξουσία πάνω στους άλλους συμμετέχοντες στην αποθήκη και το ότι θα αποφάσιζε ατομικά για το πρόγραμμα δε θα του έδινε κάποια εξουσία που θα μπορούσε να συσσωρεύσει και να ανταλλάξει για κάτι άλλο. Για τη δική τους ευχαρίστηση πάντα, οι εργάτες θα μπορούσαν από την άλλη να αποφασίσουν συλλογικά για το μενού της κοινοτικής κουζίνας, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο ήταν μια λιγότερο αποτελεσματική χρήση του χρόνου.

Από την άλλη, είναι σημαντικό να αντιληφτούμε ότι κανένα σχήμα για τη διαχείριση της κοινωνίας δε θα δημιουργήσει μια νέα κοινωνία από μόνο του. Τα ακραία δημοκρατικά και τα ακραία εξουσιαστικά και τα μεικτά σχήματα χρησιμοποιούνται προς το παρόν για τη διαχείριση του καπιταλισμού. Η βασική ποιότητα του καπιταλισμού αυτού είναι ότι το μέσο άτομο έχει ελάχιστο ή καθόλου έλεγχο του καθημερινού τρόπου της ζωής του. Η μισθωτή εργασία κυριαρχεί στην κοινωνία. Πρέπει να ανταλλάξεις τη ζωή σου ώστε να αγοράσεις πίσω λίγη επιβίωση. Αν το μέσο άτομο στον καπιταλισμό είναι σε θέση να πραγματοποιήσει ένα εύρος επιλογών όπως: ποιους δίσκους θα αγοράσει, ποιοι κρατούμενοι αξίζουν βαριές ποινές, τι χρώμα φώτα θα τοποθετηθούν στους δρόμους κλπ είναι άσχετο.

Η κοινότητα που διαφεύγει από τον καπιταλισμό θα περιλαμβάνει ανθρώπους που θα ελέγχουν αποτελεσματικά την πρόοδο της ζωής τους. Την ατομική και συλλογική άρνηση της εργασίας, της παραγωγής εμπορευμάτων, της εκμετάλλευσης κλπ. Κάτι τέτοιο σίγουρα θα απαιτεί ένα υψηλό επίπεδο συλλογικής λήψης αποφάσεων κι έναν μεγάλο βαθμό ατομικής λήψης αποφάσεων. Ο μετασχηματισμός δεν μπορεί να μειωθεί σε ένα έτοιμο προσχέδιο λήψης αποφάσεων ή ένα τυποποιημένο πρόγραμμα δράσης.

Οι διαφορετικοί τρόποι ζωής είναι ευκολότερο να περιγραφούν χρησιμοποιώντας μια μαρξιανή ορολογία μερικές φορές επειδή μιλά με όρους κοινωνικών διαδικασιών παρά μεμονωμένων ατομικών ενεργειών. Η οικονομία είναι ταυτόχρονα ένας τρόπος λήψης αποφάσεων κι ένας τρόπος συμπεριφοράς. Μπορείς να εξετάσεις τις υλικές συνθήκες μιας κοινωνίας μόνο παρατηρώντας τις συνθήκες της καθημερινής ζωής, πως ο τρόπος ζωής μιας κοινωνίας αυτό-αναπαράγεται. Κάτι τέτοιο συνοψίζεται αρκετά καλά στους μαρξιανούς όρους της πολιτικής οικονομίας, του θεάματος, του εμπορεύματος κλπ.

Όλες οι μορφές της δημοκρατικής ιδεολογίας αναφέρονται σε ένα μοντέλο ανθρώπινης συμπεριφοράς που προϋποθέτει ότι κάθε άτομο είναι ένας εξολοκλήρου απομονωμένος κοινωνικά παράγοντας που επηρεάζει τους άλλους μόνο σε τυποποιημένους, ευπροσδιόριστους τρόπους. Αυτή είναι η γλώσσα της «κοινής λογικής» σε έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη λογική ελέγχεται από τον καπιταλισμό. Για παράδειγμα, η υπεράσπιση του δικαιώματος ενός άνδρα να κοροϊδεύει μια γυναίκα που έχει προηγουμένως βιαστεί, μιας και οι πράξεις του άνδρα αυτού είναι απλά «ελευθερία του λόγου» που δε συνδέεται με καμία κοινωνική εφαρμογή.

Οι κομμουνιστικές θέσεις βλέπουν έναν κοινωνικό ιστό ο οποίος δεν μπορεί να μειωθεί σε ένα πεπερασμένο νούμερο προσδιορισμένων σχέσεων. Οι κομμουνιστές δεν λένε ότι χωρίς τον καπιταλισμό μπορούμε να εγγυηθούμε ότι οι άνθρωποι θα φτιάξουν μια ανθρώπινη κοινότητα. Λένε, ότι με τον καπιταλισμό, οι άνθρωποι δεν μπορούν να φτιάξουν μια ανθρώπινη κοινότητα. Βλέπουν ότι κάθε κίνηση προς μια ανθρώπινη κοινότητα θα αντιταχθεί στην καπιταλιστική κοινωνική τάξη και τις κοινωνικές σχέσεις εξ ολοκλήρου. Η κινητήριος δύναμη δεν έρχεται με μια κομμουνιστική πατέντα αλλά μέσα από τη διαδικασία της ζωής των προλεταρίων που δημιουργούν μια νέα κοινωνική σχέση.

Categories
Alfredo M. Bonanno Uncategorized

Εργατικά συμβούλια και προλεταριακή αυτονομία

Εργατικά συμβούλια, αυτό-διαχείριση και ανάπτυξη της προλεταριακής αυτονομίας

Τι έχει να μας πει η θεωρία των εργατικών συμβουλίων σήμερα; Οδηγεί σε ένα πιθανό ρήγμα προς την προλεταριακή αυτονομία;

Οι σύντροφοι που θεωρητικοποίησαν αυτή την μορφή προλεταριακής οργάνωσης δεν έχουν παρά μια στατική και έμμονη οπτική, όμως αυτό που βλέπουν πέρα από το κάθε τι στα συμβούλια είναι μια μορφή οργάνωσης βασισμένη στην εργατική αυτό-διαχείριση. Τα συμβούλια αναπαριστούν έτσι ένα εργατικό κράτος, μια δικτατορία του προλεταριάτου, ένα εργαλείο με το οποίο το προλεταριάτο μπορεί να εξασκήσει την ταξική εξουσία του οργανωμένο καθ αυτόν τον τρόπο στους χώρους εργασίας (και στο έδαφος συνολικά θα προσθέταμε). Ποια είναι η κεντρική ιδέα στην οποία βασίζονται; Ότι οι εργαζόμενοι/ες παίρνουν στην κατοχή τους τις παραγωγικές δομές και την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, ώστε να αναπτύξουν ένα νέο μοντέλο παραγωγής. Στην πραγματικότητα, στην αντίληψή τους περί κομμουνιστικής οικονομίας, τα συμβούλια δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα όρια μέσα στα οποία γεννήθηκαν και τα οποία δικαιολογούν την ύπαρξή τους, δηλαδή, το εργοστάσιο και η καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, και δεδομένης της μη-αλλαγής της μορφής της παραγωγής, επιτυγχάνουν μόνο στο σχηματισμό ενός διαφορετικού κριτηρίου για την κατανάλωση.

Ακόμα και η σοσιαλιστική κοινωνία που οραματίζονται οι συμβουλιακοί κομμουνιστές έχει μια μεγάλη ομοιότητα με τον καπιταλισμό, και ο υπολογισμός της κατανάλωσης κάθε εργαζομένου/ης βάσει των ωρών εργασίας δεν έχει την αξία της ρήξης με την μισθωτή εργασία που υποτίθεται, μιας και στην πραγματικότητα η εργασία παραμένει ένα εμπόρευμα που δεν ανταλλάσσεται πλέον με χρήμα, αλλά με ένα άλλο εμπόρευμα.

Τα συμβούλια, κατά την περίοδο που αναπτύχθηκαν σε όλη την Ευρώπη, δημιούργησαν μια κατάσταση αναταραχής η οποία από την μία στόχευε στην αντιπαράθεση με την αστική τάξη στα εργοστάσια, και από την άλλη άφηνε τις συνθήκες της ύπαρξής τους αναλλοίωτες, με λίγα λόγια συνέχιζε την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας.

Η ουτοπία των συμβουλίων είναι λοιπόν ο έλεγχος του Κράτους και της αστικής τάξης από το προλεταριάτο, ενός Κράτους και μιας αστικής τάξης που δεν έχει τη δύναμη να εξολοθρεύσει. Έτσι αναγκάζεται να σταματά στο εργοστάσιο, ανταγωνιζόμενο με την αστική τάξη για την εξουσία μέσα στα όρια που το ίδιο θέτει στον εαυτό του.

Με αυτούς τους όρους, τα συμβούλια είναι μόνο μια μορφή αντι-εξουσίας, οργανωμένης εργατικής εξουσίας αντιτιθέμενης στην αστική εξουσία. Οι μαρξιστές-λενινιστές δε δυσκολεύονται να κριτικάρουν τη θεωρία και την πρακτική της αντι-εξουσίας, να καταγγείλουν τον ρεφορμισμό της, λέγοντας πως δεν είναι θέμα αντιπαράθεσης της μιας εξουσίας με μια άλλη, αλλά του να πάρουμε από της αστική τάξη τα μέσα και να εγκαθιδρύσουμε μια δικτατορία του προλεταριάτου μέσω του κόμματος, η οποία στην καλύτερη περίπτωση θα υποβοηθηθεί από τις οργανωτικές μορφές των εργατικών συμβουλίων. Με τον τρόπο αυτό βρίσκουμε τους εαυτούς μας πάλι πίσω στο πρώτο βήμα, πίσω στις θεωρίες των μπολσεβίκων των οποίων η απόλυτη σύγχυση αποδείχτηκε περίτρανα μέσα από άλλα έργα υποστηρικτών των εργατικών συμβουλίων.

Όμως υπάρχει κάτι σταθερό: ότι τα συμβούλια, ως μια μορφή αντι-εξουσίας, δεν μπορούν να παν παραπέρα από τον ρεφορμισμό, εμπλεκόμενα σε έναν πόλεμο φθοράς με την αστική τάξη χωρίς στην πραγματικότητα να αμφισβητούν την ύπαρξή τους. Τα συμβούλια είτε θα καταλήξουν εξαντλημένα, είτε θα ανοίξουν το έδαφος για την καταστολή, όπως συνέβη στη Γερμανία και στη Ρωσία. Οι περιορισμοί τους έγιναν αισθητοί από τον Λένιν, ο οποίος ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να μην τους επιτεθεί. Στην πραγματικότητα τα ανακήρυξε ως υπέρτατα όργανα εξουσίας, αγωνιώντας να επεκτείνει μέσω αυτών την Κρατική εξουσία καθώς κι αυτήν της κυρίαρχης τάξης, της γραφειοκρατίας, όπως προσωποποιούνταν στο μπολσεβικικό κόμμα. Η αιματηρή καταστολή στη Γερμανία και η γραφειοκρατική αντεπανάσταση στη Ρωσία απέδειξαν τους περιορισμούς του συμβουλιακού κομμουνιστικού κινήματος που παίρνει την μορφή της ακραίας συνέπειας της συνδικαλιστικής λογικής. Το συμβουλιακό κομμουνιστικό κίνημα αναμφισβήτητα αντιπροσώπευσε ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα σε σύγκριση με την συνδικαλιστικού τύπου οργάνωση, αλλά, όπως και τα συνδικάτα, πήρε ως δεδομένη την ύπαρξη ενός εργοδότη με τον οποίο θα μπορούσε να διαπραγματεύεται. Τα συμβούλια λοιπόν έμελλε να επιβεβαιώσουν την αδυναμία του περάσματος πέρα από την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, και για τον ίδιο λόγο πέρα από την ύπαρξη μιας αστικής τάξης.

Η απαλλοτρίωση και αυτό-διεύθυνση των μέσων παραγωγής από το προλεταριάτο είναι μια παραίσθηση: τα μέσα παραγωγής ως τέτοια (μηχανές, φυτά, κλπ) είναι στην πραγματικότητα εφήμερα και φθαρτά. Υπόκεινται σε συνεχείς αναβαθμίσεις μέσα στην καπιταλιστική οργάνωση, κι αυτό συμπεριλαμβάνει την αντικατάσταση των φυτών, την αναδιάρθρωση, τις μηχανικές τροποποιήσεις, την ανοικοδόμηση.

Αυτό που θα κληρονομούσαν οι εργαζόμενοι/ες στην περίπτωση μιας «απαλλοτρίωσης» των μέσων παραγωγής δεν είναι τίποτα άλλο από την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας και τη λογική της, της ιεραρχίας και της εκμετάλλευσης. Για να αυτό-διευθυνθεί μια τέτοια πραγματικότητα δε θα επιτρεπόταν καμία βελτίωση για τον/την εργαζόμενο/η, που θα έπρεπε να δουλεύει λίγο ή πολύ με τον ίδιο τρόπο που δούλευε πριν, ακόμα κι αν πλέον επρόκειτο για την ανοικοδόμηση της «σοσιαλιστικής κοινωνίας», κάτι τέτοιο θα ήταν μικρή παρηγοριά.

Δεν είναι τυχαίο που η «αυτό-διαχείριση» έχει τεθεί στη συζήτηση σε διάφορα αστικά κράτη (Ελβετία, Γαλλία) ή ψευδο-σοσιαλιστικά (πρώην Γιουγκοσλαβία, Αλγερία) προτείνοντας στο προλεταριάτο την αυτό-εκμετάλλευσή του. Επίσης, όπως θα δούμε παρακάτω, οι δομικές βάσεις για μια πραγματική συζήτηση για την αυτό-διεύθυνση με τον τρόπο που θα μπορούσε να τεθεί στις αρχές του αιώνα λείπουν. Σε κάθε περίπτωση θα είναι πλέον ένα ζήτημα πάντοτε ψευδών μορφών αυτό-διαχείρισης. Εκτός από απομονωμένες περιπτώσεις μικρών εργοστασιακών ή αγροτικών συμπλεγμάτων.

Η μόνη έγκυρη αυτό-διαχειριζόμενη δραστηριότητα για τους/τις εργαζόμενους/ες είναι λοιπόν αυτή της αυτό-διαχείρισης του αγώνα, δηλαδή, η άμεση δράση. Είναι δηλαδή ένα ζήτημα όχι επιβολής κάποιου επί των καπιταλιστικών δομών ούτως ώστε να τις χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του σοσιαλισμού, αλλά οικοδόμησης νέων σχέσεων μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης.

Δεν εννοούμε απλά έναν «εξαγνισμό μέσω της φωτιάς» του παρελθόντος, καθώς αν οι παρούσες δομές καταστραφούν χωρίς να δημιουργηθεί κάτι νέο, τότε το πιο πιθανό είναι ένα πισωγύρισμα στα παλιά μοντέλα, ακόμα κι αν τους δοθούν διαφορετικά ονόματα. Η συζήτηση πλέον μας οδηγεί στο πρόβλημα των μέσων και των σκοπών: Αν κάποιος δρα με όρους διαπραγμάτευσης και αγώνα για την εξουσία (συνδικαλισμός, εργατικά συμβούλια, αντι-εξουσία), το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι μια επιστροφή στο σημείο εκκίνησης. Είναι λοιπόν απαραίτητο να συνθέσουμε τα μέσα με τους επιθυμητούς σκοπούς, και να οικοδομήσουμε το νέο κοινωνικό μοντέλο τώρα, στους αγώνες του προλεταριάτου μέσα στην παρούσα κοινωνία.

Οι συμβουλιακοί κομμουνιστές δεν μπορούν να θεωρητικοποιήσουν καμία μορφή προλεταριακού αγώνα πέρα από την άγρια απεργία, που ίσως να μην είναι συνδικαλιστική στην μορφή της, αλλά στο περιεχόμενο παραμένει τέτοια λόγω της σημασίας της διαπραγμάτευσης και του παζαριού που είναι εγγενές στην ίδια την απεργία ως μορφή αγώνα. Ακόμα και μια εξέγερση (με την έννοια του ένοπλου αγώνα) δεν λύνει πάντοτε το πρόβλημα καθώς, από μόνη της δεν είναι παρά ένας τρόπος για ένα κόμμα, θεωρητικά εκπροσωπώντας το προλεταριάτο, να φτάσει στην εξουσία. Η προλεταριακή αυτονομία (εννοούμενη ως ένα πραγματικό μαζικό κίνημα και όχι ως ταμπέλα ιδεολογικής ομαδοποίησης) κατάφερε πρόσφατα να επιβάλει κάποιες δραστηριότητες ικανές να ξεπεράσουν την διαπραγμάτευση και τον συνδικαλισμό σε όλες τις μορφές τους.

Έχουμε ακούσει για τον αγώνα ενάντια στην παραγωγή (αυτό-μείωση στον χώρο εργασίας κλπ) δηλαδή δραστηριότητες που αναπαριστούν την ικανοποίηση των συμφερόντων του εργαζομένου (υγιεινή στο εργοστάσιο, το μπλοκάρισμα της αναδιάρθρωσης και κατά συνέπεια των απολύσεων κλπ) χωρίς να καταφεύγουν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα στην διαμεσολάβηση των συνδικάτων.

Με τον τρόπο αυτό, η σύνθεση μέσα-σκοποί επιτυγχάνεται: οι αγώνες δεν τελειώνουν με τις διεκδικήσεις ή τις διαπραγματεύσεις, αλλά επιτυγχάνουν άμεσα το τέλος τους, και επικυρώνονται ως τέτοιοι. Αυτοί οι αγώνες είναι επαναστατικοί και κομμουνιστικοί, ακόμη κι αν αναπαριστούν την υπεράσπιση μικρο-συμφερόντων. Τείνουν προς την κατεύθυνση της άρνησης, μέσα από την άμεση δράση και τη συλλογική επαγρύπνηση του προλεταριάτου αναφορικά με καθημερινά προβλήματα, της καπιταλιστικής οργάνωσης, και την άρνηση του πιο ουσιώδους συστατικού της, της μισθωτής εργασίας.

Στην πρόοδο της αυτονομίας του, το προλεταριάτο δεν επιβεβαιώνεται ως τάξη, αλλά αρνείται και αυτό-ακυρώνεται ως τέτοια. Πραγματοποιείται όμως πλήρως ως ανθρωπότητα, τραβώντας κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης το μόνο στήριγμά της, την υποτελή τάξη που εργάζεται, παράγει, καταναλώνει. Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι αδύνατη γιατί τα συμφέροντα του προλεταριάτου είναι να αυτό-αναιρεθεί ως τάξη. Να γίνει ανθρωπότητα με την πιο πλήρη έννοια της λέξης. Μια τελική επίδοξη δικτατορία του προλεταριάτου (ακόμη κι αν αναπαριστόταν ως «αντι-κρατική» ή ως «από-τα-κάτω»), δε θα μπορούσε να εξασκηθεί παρά μόνο από τους εκπροσώπους του προλεταριάτου, τους υποτιθέμενους κατόχους της πραγματικής ουσίας και της θέλησής του. Το προλεταριάτο λοιπόν, αγωνίζεται για τα δικά του συμφέροντα, αυτό-αναιρούμενο ως τάξη, και αρνούμενο την ίδια στιγμή ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα. Στην ολική άρνηση της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας μέσω της άμεσης δράσης, οι προλετάριοι/ες αναπτύσσουν σοσιαλιστικές κομμουνιστικές σχέσεις, ένα εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο. Με άλλα λόγια, η άμεση δράση είναι ήδη κομμουνισμός: η αυτό-οικοδόμηση από το προλεταριάτο της συνείδησης και της κομμουνιστικής οργάνωσης, των νέων κοινωνικών σχέσεων σαν μια εναλλακτική έναντι στον καπιταλισμό.

Η απόκτηση της ικανότητας αυτής από το προλεταριάτο, είναι το αποτέλεσμα της ιστορικής προόδου που έχει καταφερθεί μέσα από πολυάριθμες εμπειρίες, λάθη και θεωρητικές αναζητήσεις τις οποίες έχει επηρεάσει επίσης η ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων. Οι σχέσεις παραγωγής που υπήρχαν στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα, όπου η δουλειά στο εργοστάσιο καταμεριζόταν ανά κομμάτι, επέτρεπαν στον/ην εργάτη/τρια ένα δικό του γνωστικό πεδίο, έστω συρρικνωμένο. Είχε μια αυτό-συνείδηση που τον έκανε να νιώθει δεμένος με την οργάνωση της εργασίας με έναν τέτοιο τρόπο που τον απέτρεπε από το να θέσει ρεαλιστικά το ζήτημα της καταστροφής της, αλλά μάλλον το να τη θέσει υπό την κατοχή του. Αυτή η εργατική φιγούρα βρήκε αρχικά έκφραση μέσα στα συνδικάτα, κι έπειτα στα συμβούλια, κανένα εκ των οποίων όπως είδαμε, δεν κατάφερε να διαρρήξει τα μοντέλα του καπιταλισμού. Καθώς οι λενινιστικές και κομματικές εμπειρίες δεν είχαν καμία σχέση με τους/τις εργάτες/τριες και συνιστούν κυρίως μια παρέμβαση της μεσαίας τάξης, ο συνδικαλισμός και τα εργατικά συμβούλια ήταν αντίθετα εμπειρίες προλεταριακής αυτονομίας, μιας και αποτέλεσαν την πρώτη βάση για μια διάκριση των ταξικών συμφερόντων. Δεν τίθεται ζήτημα άρνησής τους, αλλά ξεπεράσματός τους, ως πρώιμες προλεταριακές εμπειρίες.

Οι παρούσες παραγωγικές σχέσεις έχουν καταστρέψει ολόκληρο αυτόν τον προλεταριακό γνωστικό χώρο, και συνεχίζουν να το κάνουν με ένα τρόπο που, προκειμένου ο/η εργάτης/τρια να διασφαλίσει την ανθρωπιά του, είναι αναγκασμένος/η να επιστρατεύσει την ατομική και συλλογική διάνοια ενάντια στην παραγωγή και την καπιταλιστική οργάνωση της κατανάλωσης στο έδαφος, το οποίο παίρνει μια ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στον σημερινό εκμεταλλευτικό σύστημα.

Αγωνιζόμενο ενάντια στην οργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης, το προλεταριάτο δημιουργεί νέους γνωστικούς χώρους, νέες κοινωνικές σχέσεις με μορφές ασυμβίβαστες με τον καπιταλισμό. Αυτές οι έννοιες οδήγησαν αρκετούς να δηλώσουν ότι η αυτονομία είναι μια πρακτική για χρήση και κατανάλωση από τον λεγόμενο μαζικό (ανειδίκευτο) εργάτη, και ότι, δεδομένου ότι αυτή η φιγούρα είναι προορισμένη να εξαφανιστεί προς όφελος μιας επιστροφής στον/ην ειδικευμένο/η εργαζόμενο/η λόγω της αναδιάρθρωσης, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα νέο κόμμα ή μια οργάνωση ικανή να γίνει η «μνήμη» των περασμένων εμπειριών του αγώνα, έτσι ώστε να τις επαν-επεξεργαστεί και να δώσει στο προλεταριάτο νέες ενδείξεις προσαρμοσμένες στις συνθήκες που έχουν αλλάξει. Μια τέτοια θέση δεν φέρει υπόψη της ορισμένα στοιχεία:

1) Τα τελευταία χρόνια, η καπιταλιστική αναδιάρθρωση κατάφερε ήδη σημαντικές αλλαγές τόσο στην οργάνωση της παραγωγής όσο και στη λειτουργία της εργασιακής διαδικασίας. Όμως αυτές οι αλλαγές πάντοτε έτειναν προς μια κινητικότητα, απευθυνόμενες σε ένα σώμα γενικά θεωρούμενων ως τεχνικών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο κύριος στόχος αυτής της αναδιάρθρωσης είναι η ικανότητα να διαθέτει ένα ευρύ σώμα «ευέλικτων» ανειδίκευτων εργατών/τριων που θα χρησιμοποιούνται για σύντομες περιόδους με ιδιαίτερα έντονη εργατική απόδοση. Αυτό επιτρέπει στους καπιταλιστές να απολύουν εργαζόμενους/ες από την παραγωγική πρόοδο όχι μόνο μέσω απολύσεων, αλλά επίσης μέσα από την υπερ-εκμετάλλευση που ωθεί τους εργαζόμενους/ες να παραιτηθούν οι ίδιοι. Η παρουσία ενός διευρυμένου σώματος ανέργων που προκύπτει, αυξάνει την υπο-απασχόληση και την κακοπληρωμένη εργασία στις ανταγωνιστικές παραγωγικές δραστηριότητες (π.χ. οικιακοί βοηθοί). Θα έπρεπε να έχουμε υπόψη μας επίσης, ότι η συνεχής αναπροσαρμογή της παραγωγής εκ μέρους των καπιταλιστών σήμερα, απαιτεί ένα προλεταριάτο που να μην είναι δεμένο με την παραγωγή με κανέναν τρόπο, αλλά το οποίο θα είναι ικανό να προσαρμόζεται στα διάφορα συστήματα που τίθενται σε κίνηση (όχι πάντα με το να ανανεώνει τις τεχνικές του γνώσεις, αλλά σίγουρα με το να προσαρμόζεται σε μια αυξανόμενη καταπίεση). Στο πλαίσιο αυτό, οι ικανότητες και τα πτυχία είναι μόνο ένα μέσο για τη διαίρεση των εργαζομένων και την όξυνση του ανταγωνισμού. Ωστόσο, η παρούσα αναδιάρθρωση μοιάζει να αντιτίθεται στο κριτήριο της εξειδικευμένης εργασίας, προς μια επέκταση της κινητικότητας, της μήτρας κάθε εμπορίου, ακόμα και στους τομείς που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν εξειδικευμένοι. Ένα ελαστικό σύστημα παραγωγής δεν μπορεί να βασιστεί στην εξειδικευμένη εργασία, λόγω της στατικής φύσης της.

2) Η ίδια η πραγματικότητα καθιστά τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις και διαπραγματεύσεις, με τις ανάλογές τους μορφές αγώνα (απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων κλπ) άχρηστες. Είναι όργανα που δεν μπορούν να παν παραπέρα από τον μερικό έλεγχο ή την αντι-εξουσία, μπροστά σε έναν καπιταλισμό ικανό για έναν ολοκληρωτικό έλεγχο της διεύθυνσης της παραγωγής. Η διαρκής αναδιάρθρωση, με την ελαχιστοποίηση του εργοστασιακού περιβάλλοντος, και την εργασιακή κινητικότητα, θέτει τον/την εργάτη/τρια σε μια ασταθή θέση και του στερεί κάθε διαπραγματευτική ισχύ. Για το λόγο αυτόν, η προλεταριακή αυτονομία έχει εκφραστεί μέσα στους αγώνες που τίθενται άμεσα ενάντια στην παραγωγή: την αυτό-μείωση στον χώρο εργασίας, την άμεση και έμμεση άρνηση της κινητικότητας και του εργατικού μόχθου, το μποϋκοτάζ και το σαμποτάζ της παραγωγής και της αναδιάρθρωσης κλπ… Αυτοί οι αγώνες, που ξεκίνησαν οργανικά στα 1967/68 και αρχικά αναπτύχθηκαν παράλληλα με τον «κοινωνικό διάλογο» και τη λήξη των συμβολαίων, αντιμετωπίζονται ολοένα και περισσότερο από το προλεταριάτο ως το μόνο έγκυρο εργαλείο άμυνάς του, όχι ως ένα συμπλήρωμα, αλλά ως μια εναλλακτική στον συνδικαλισμό. Οι αγώνες ενάντια στην παραγωγή δε στοχεύουν μόνο στο να κερδίσουν μια καλύτερη διαπραγματευτική αξία, αλλά στην αντιπαράθεση, με τον καιρό, στα σχέδια των εργοδοτών για την αύξηση της εκμετάλλευσης και την απαξίωση της εργασίας. Δεν είναι τυχαίο που η δράση των συνδικάτων σήμερα έγκειται στην καταστολή αυτών των αγώνων, τόσο ανακοινώνοντας παραπλανητικά προγράμματα και εξαγγελίες, όσο και μέσα από τη φυσική αντιπαράθεση.

3) Οι προλεταριακές εμπειρίες, ακόμα κι αν με τον καιρό ξεφτίζουν, δεν εξαλείφονται απόλυτα αλλά κυκλοφορούν και μεταλλάσσονται από τον έναν τομέα στον άλλον, μπορούμε λοιπόν να δούμε πως μια κριτική του αγώνα στα εργοστάσια μπορεί να γενικευτεί στο κοινωνικό πεδίο με τις ανάλογες μορφές αγώνα: Καταλήψεις, αυτό-μείωση ενοικίων, λογαριασμών, τιμών τροφίμων κλπ, που ισχύουν τόσο για τους/τις άνεργους/ες όσο και για τους/τις ημι-απασχολήσιμους/ες. Ο αγώνας ενάντια στην παραγωγή λοιπόν επεκτείνεται στο κοινωνικό πεδίο δίνοντας στους/τις άνεργους/ες και στους/τις ημι-απασχολήσιμους/ες τη δυνατότητα να αγωνιστούν. Όχι για μια θέση εργασίας, αλλά για μια πραγματική υπεράσπιση των συνθηκών της ζωής. Οι θέσεις για τον αγώνα ενάντια στην παραγωγή προφανώς δεν εφαρμόζουν στις υπηρεσίες (μεταφορές, νοσοκομεία κλπ) όπου η αστική τάξη έχει συμφέρον να τις κρατά σε ανεπαρκείς συνθήκες. Πρόκειται για μη παραγωγικούς τομείς που ο καπιταλισμός χρησιμοποιεί ως δεξαμενές για κερδοσκοπία.

4) Ακόμα και μια ριζική αναδιάρθρωση του καπιταλισμού δε θα μπορούσε να απαλείψει την κυκλοφορία και τις εμπειρίες των αυτόνομων αγώνων. Για παράδειγμα, η εξολόθρευση του συνελευσιακού χαρακτήρα προς όφελος της συν-διαχείρισης ή της ψευδούς αυτό-διαχείρισης της παραγωγής θα μπορούσε ίσως να εκμηδενίσει τον συγκεκριμένο αγώνα από την αυτό-μείωση στους χώρους εργασίας, αλλά όχι και κάποιες ενέργειες άμεσης δράσης τον σπόρο για τις οποίες θα άφησε η μείωση της έντασης της εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι το προλεταριάτο διαθέτει μια δική του «μνήμη», και ως τέτοιο δεν εξαρτάται από τις δομικές προσαρμογές του καπιταλισμού για την ανάπτυξη της ταξικής αυτονομίας, όσο στις εμπειρίες αυτονομίας που έχει συσσωρεύσει. Μορφές «αυτό-διαχείρισης» και συν-διαχείρισης υπάρχουν ήδη σε ορισμένες καταστάσεις, όμως αδυνατούν να πάρουν έναν πιο γενικό χαρακτήρα.

5) Τα διάφορα κόμματα και οι οργανώσεις που θεωρούν τον εαυτό τους ως «μνήμη» της εργατικής τάξης πάντοτε τείνουν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα μέσα από την πολωτική οπτική των ομάδων εξουσίας, κι έχουν κατά συνέπεια ένα αρνητικό αποτέλεσμα στο προλεταριάτο. Από την κατηγορία αυτή προφανώς εξαιρείται ο ρόλος της ενεργούς μειονότητα (ή εξειδικευμένων οργανισμών), όμως τους απευθύνεται μάλλον ο ρόλος ενδεικτικών πράξεων, κυκλοφορίας των πληροφοριών και γενίκευσης των εμπειριών της άμεσης δράσης. Εκτός φυσικά από τους λίγους εκείνους που θεωρούν ότι είναι άχρηστο να χάνει κανείς τον καιρό του με αυτόνομους αγώνες, θεωρώντας ότι είναι απαραίτητο να οικοδομηθεί το κόμμα και δε θα ‘πρεπε να τους αποσπούν από αυτό τα κινήματα και οι αναταραχές. Οι έμμεσοι αγώνες ενάντια στην παραγωγή γίνονται αποδεκτοί σχεδόν ομόφωνα από τον λεγόμενο «χώρο της αυτονομίας». Αυτοί οι έμμεσοι αγώνες, αν και αποδεκτοί, σχεδόν πάντοτε μεταφράζονται ως υποστηρικτικοί ή συμπορευόμενοι με τις «πολιτικές» διεκδικήσεις των οργανώσεων: το 35ωρο, τον ένοπλο αγώνα, το κόμμα, τις εργοστασιακές επιτροπές και τις επιτροπές στέγασης, αντιμετωπίζονται όλα μαζί ως όργανα μιας αντι-εξουσίας.

Ο στόχος του 35ωρου ανά εβδομάδα, παρουσιάζεται σαν ένα αδιαμφισβήτητο όραμα των σύγχρονων αγώνων ενάντια στην παραγωγή, αντιπροσωπεύει την τυπική συμπεριφορά αυτών που, θέλοντας να ντύσουν τις προτάσεις τους με μια αίσθηση ρεαλισμού, καταλήγουν να κατρακυλούν στο αφηρημένο και ακατανόητο.

Η αυτό-μείωση στις ώρες εργασίας θα μπορούσε να γίνει μια εξαιρετικά έγκυρη μορφή αγώνα, όπως οι έμμεσοι αγώνες που έχουμε ήδη αναφέρει, αλλά γι αυτόν ακριβώς το λόγο δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε έναν στόχο: γιατί 35 ώρες, κι όχι, για παράδειγμα 30; Ποιος είναι που αποφασίζει; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Η δυναμική του ταξικού αγώνα στην συγκεκριμένη κατάσταση, οπότε θεωρητικές κι εκ των προτέρων αποφάσεις σε τέτοια ζητήματα δεν έχουν κανένα νόημα.

Η γραμμή του ένοπλου αγώνα (με την μορφή του στρατιωτικού κόμματος) ξεκινά ακριβώς από μια έλλειψη πίστης στο περιεχόμενο των αγώνων αυτών και η μόνη εγκυρότητα που τους αποδίδει είναι αυτή της πιθανότητας για ένοπλη σύγκρουση. Φυσικά, η εργατική αυτονομία θέτει το ζήτημα της βίας, και μπορεί κανείς να πει ότι όλες οι μορφές αυτόνομης δράσης τίθενται μέσα στη λογική της βίας και της παρανομίας. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι εκτός συζήτησης, αλλά οι ομάδες που προτείνουν μια τέτοια γραμμή οικοδομούν, με δική τους πρωτοβουλία, μια πρακτική βίας την οποία θέλουν να επιβάλλουν ως τον υπέρτατο στόχο στη διαδικασία της προλεταριακής αυτονομίας, αυτό-ανακηρυσσόμενες ως ειδικοί και ελεγκτές. Είναι το ζήτημα του κόμματος και πάλι, που αντί να κινείται με κάθε πιθανό δρόμο, βασίζεται αυτή τη φορά στον πιο στρατιωτικό και εξεγερσιακό.

Αυτοί που επιθυμούν ένα κόμμα είναι αυτοί που έχουν την ελάχιστη εμπιστοσύνη σε μια πιθανή γενίκευση της άμεσης δράσης και του έμμεσου αγώνα ενάντια στην παραγωγή, ονομάζοντάς τα παροδικά κινήματα μικρής σημασίας: ένα προλεταριάτο που έχει εξοικειωθεί με την αντιμετώπιση έμμεσων προβλημάτων άμεσα και χωρίς τη διαμεσολάβηση ειδικών είναι όντως ένας πολύ κακός αποδέκτης εντολών, και πολύ δύσκολα θα υποταχτεί στη θέληση ενός κόμματος.

Πιο κοινές ωστόσο, είναι οι θέσεις αυτών που επιθυμούν να οργανώσουν την προλεταριακή αυτονομία σε εργοστασιακές επιτροπές και σε οργανώσεις από διάφορους τομείς. Σ αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται αυτοί που θεωρούν ότι οι μαζικές οργανώσεις είναι θεμελιώδεις ως ένα σημείο εκκίνησης για τους αυτόνομους αγώνες, κι αυτοί που μετρούν την εγκυρότητα ενός αγώνα με τη δυναμική των οργανώσεων που αφήνει πίσω του. Οι πρώτοι δίνουν την εργολαβία στις δράσεις συντονισμού της «πρωτοπορίας» που οικοδομεί τις οργανώσεις, οι δεύτεροι στις οργανώσεις που οικοδομούνται στη διάρκεια του αγώνα. Συχνά πάλι, οι δυο θέσεις αναμειγνύονται με διάφορες αναλογίες.

Το αποτέλεσμα της πρώτης είναι μια σειρά από ψευδο-μαζικές οργανώσεις (αυτόνομες συλλογικότητες, εργατικές επιτροπές και διάφορες οργανώσεις συχνά ονομαζόμενες προλεταριακές, αυτόνομες, οργανωμένες) και οι οποίες στην πραγματικότητα είναι μειοψηφίες (ειδικές οργανώσεις) ή πολύ απλά πολιτικές ομάδες. Η μη-συνειδητοποίηση του ρόλου τους τις καθιστά αυτόματα άχρηστες κι επίσης επικίνδυνες. Από την άλλη, το αποτέλεσμα των δεύτερων είναι συνήθως ψευδαισθήσεις, καθώς οι μαζικές οργανώσεις, όταν είναι αυθεντική έκφραση της άμεσης δράσης του μαζικού κινήματος, γεννιούνται και πεθαίνουν ή αναπτύσσονται στους αγώνες και για τους αγώνες, συχνά χωρίς την πρακτική δυνατότητα να χαρακτηρίσουν έτσι τους εαυτούς τους ή να χαρακτηριστούν ως τέτοιες, και στη συνέχεια να μπουν στη φορμόλη μιας συγκεκριμένης δομής.

Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι μια οργανωσιακή αντίληψη της προλεταριακής αυτονομίας είναι αντι-παραγωγικής και έμμεσα κατασταλτική, καταλήγοντας στη θέσμιση των λεγόμενων οργανώσεων εργατικής εξουσίας και αντι-εξουσίας, οι οποίες δεν μπορούν παρά να δράσουν ως μικρά εναλλακτικά συνδικάτα, και κατ’ επέκταση να αγωνιστούν σε ένα παιχνίδι εξισορρόπησης των διεκδικήσεων και των συμβολαίων με τα επίσημα συνδικάτα.

Τέλος, η οπτική τους, της αντι-εξουσίας δεν μπορεί να οδηγήσει παρά σε μια ανάμειξη στα εργατικά συμβούλια και στην αυτό-διαχείριση. Ένας πιθανός συμβουλιακός κομμουνιστικός και αυτό-διαχειριζόμενος νέο-συνδικαλιστικός δρόμος ήδη έχει ηττηθεί και ξεπεραστεί από τις εμπειρίες του προλεταριάτου, και σήμερα είναι αδύνατον να βρεθεί η παραμικρή δομική βάση για να ξαναπιαστεί, και μπορεί να φτάσει εκεί μόνο μέσα από μια θέσμιση με την έννοια μιας ψευδούς θεσμικής αυτό-διαχείρισης.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η άμεση δράση γεννιέται και αναπτύσσεται σε δυνατότητες και επίπεδα του αγώνα, επιβεβαιώνοντας τον από καιρό σε καιρό. Μπορεί να εκφραστεί μινιμαλιστικά, όπως μπορεί και να φτάσει σε υψηλά επίπεδα ταξικής αντιπαράθεσης, αλλά καμιά από τις εμπειρίες αυτές δεν μπορεί να εγκλωβιστεί μέσα σε δομές ή πρότυπα, σε οργανωτικά προγράμματα ή στόχους. Αντιθέτως, αυτό που αφήνουν πίσω τους είναι η σπορά για νέες και συχνά απρόβλεπτες υψηλότερα ανεπτυγμένες και αυτόνομες οργανωμένες συνειδήσεις, κομμουνιστικές κοινωνικές σχέσεις.

Τα αδιέξοδα του συμβουλιακού κομμουνισμού, η ανικανότητά του να δει παραπέρα από τον ανταγωνισμό για την εξουσία με την αστική τάξη μέσα στο εργοστάσιο, χωρίς να καταφέρει να θέσει την ύπαρξη της τελευταίας σε κρίση, έγιναν επίσης κατανοητά από ένα ρωσικό αναρχικό ρεύμα (Dielo Truda) που το 1926 χάραξε μια οργανωτική πλατφόρμα η οποία έγινε γνωστή λανθασμένα ως η πλατφόρμα του Αρσίνωφ. Στη συνέχεια προτάθηκε η ίδρυση μιας ειδικής αναρχικής κομμουνιστικής πολιτικής οργάνωσης, η οποία παράλληλα με την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής από το προλεταριάτο, οργανωμένο σε εργατικά συμβούλια, θα αναλάμβανε το καθήκον της αντιπαράθεσης με την πολιτική υπερ-δομή, το Κράτος, σε άμεση σύγκρουση όπου θα το κατέστρεφε. Η σύλληψη της οργάνωσης (σε δυο επίπεδα, ένα ειδικό, πολιτικό, κι ένα μαζικό) δεν φτάνει στη ρίζα του αδιεξόδου του συμβουλιακού κομμουνισμού, και περιορίζεται στην προσπάθεια να αποφύγει ορισμένα προβλήματα στη δράση. Επίσης εισάγει μια σειρά από ενδιαφέροντα στοιχεία στη συζήτηση που μεταξύ άλλων είναι αρκετά έγκυρα και αξιοσημείωτα. Δεν είναι εδώ ο χώρος για να εμβαθύνουμε στα προβλήματα σχετικά με τη Dielo Truda και το ζήτημα της οργάνωσης εν γένει, αλλά θα ήταν κατάλληλο να τονίσουμε μερικά σημεία πάνω στο ζήτημα.

Η πολυπλοκότητα της αστικής εξουσίας δεν τελειώνει στην οργανωμένη βία του Κράτους. Όχι μόνο δεν είναι αρκετό για το προλεταριάτο να απαλλοτριώσει τα μέσα παραγωγής για να εκμηδενίσει την αστική εξουσία, αλλά ακόμα και η άμεση ρευστοποίηση του Κράτους δεν θα έλυνε το πρόβλημα. Όπως είδαμε ήδη, το κύριο στήριγμα της αστικής εξουσίας στην οικονομική και κρατική της μορφή, είναι η αποδοχή από το προλεταριάτου του ρόλου του ως τέτοιο. Για το λόγο αυτό, προκειμένου να αρνηθεί και να αναιρέσει την αστική εξουσία, το προλεταριάτο πρέπει σε πρώτο επίπεδο να αυτό-αναιρεθεί ως τάξη, να πραγματωθεί πλήρως ως ανθρωπότητα μέσα από την οικοδόμηση της άμεσης δράσης και των κομμουνιστικών σχέσεων. Αυτό το ζήτημα θίγεται αρκετές φορές στην πλατφόρμα, αλλά ποτέ δεν ωθείται στο έπακρο λογικό του συμπέρασμα. Ο λόγος μπορεί να βρεθεί στο πιο αδύνατο σημείο της πλατφόρμας, την ασυνείδητη αποδοχή ορισμένων λενινιστικών αρχών. Δεν είναι ζήτημα εξουσιο-μανίας (όπως θεωρούν ορισμένοι αναρχικοί), αλλά αναφοράς σε μια θεωρία που βρίσκεται εκτός του προλεταριάτου, δηλαδή, σε μια ιδεολογία. Σε κάτι που έγινε για πρώτη φορά από τον ίδιο τον Λένιν, με τις θέσεις του για το κόμμα σαν μια συνείδηση από τα έξω της τάξης.

Είναι ακριβώς η μετακίνηση της πλατφόρμας σε ένα ιδεολογικό επίπεδο που ώθησε κάποιους που έβλεπαν κριτικά την πλατφόρμα προς το συμβουλιακό κομμουνιστικό κίνημα, ώστε να την ξεπεράσουν, κι όχι προς την κατεύθυνση της μαζική δυνατότητας της άμεσης δράσης, ή προς την πολιτική δράση αναρχικών κομμουνιστικών αγωνιστών με μια ισχυρή ελευθεριακή ιδεολογία, που όμως οι όροι της οποίας γίνονται αφηρημένοι και ασαφείς.

THE COMRADES OF KRONSTADT EDITIONS


Μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Νοέμβρης 2007)

Categories
Uncategorized

3 τραγούδια του Μάη 1968

Το τραγούδι του Συμβουλίου για τη διατήρηση των καταλήψεων

Στην οδό Guy-Lussac οι εξεγερμένοι
Δεν έχουν να κάψουν παρά μόνο αμάξια.
Όποτε, τι περιμένεις γλυκιά μου;
Τι ακριβώς περιμένεις;

(Ρεφρέν):
Δεκάδες κανόνια,
Χιλιάδες πιστόλια,
Κανόνια και πιστόλια
Δεκάδες Χιλιάδες.

Πες μου τι διάολο παιχνίδι παίζεις
ή έστω προσπαθείς να παίξεις
Ω! τώρα άλλαξες τους κανόνες
Τι παιχνίδι! Τι σπουδαίο παιχνίδι!

-Επανάσταση, γλυκιά μου
Αυτό είναι το σπουδαίο παιχνίδι που λες.
Το παίζουμε στα στενάκια
Με κοτρόνες από το ξηλωμένο πεζοδρόμιο

Ο παλιός κόσμος και τα συντρίμμια του,
Θα τα σαρώσουμε όλα.
Πρέπει να είμαστε αδίστακτοι
Θάνατος στα γουρούνια και στους παπάδες.

Μας κατακλύζουν με μια κόλαση
από χειροβομβίδες και δακρυγόνα
Και το μόνο που έχουμε είναι τα φτυάρια
και μαχαίρια για να οπλιστούμε.

Φτωχή μου αγάπη, είπε
Πανέμορφοι χτίστες οδοφραγμάτων
Η καρδιά μου, η καρδιά μου με προδίδει.
Δεν έχω τίποτα να σας χαρίσω.

Αλλά έχω πίστη στον αγώνα
Δε με φοβίζουν οι μπασκίνες.
Ας γίνει ο αγώνας μας, αγώνας
Των εργατών συντρόφων μας.

Ο πατριωτισμός είναι ένα μπουρδέλο,
κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει πια.
Ρίχτε τους γραφειοκράτες στα σκουπίδια
Αν δεν ήταν αυτοί, θα είχαμε κερδίσει!

Στην οδό Guy-Lussac οι εξεγερμένοι
Δεν έχουν να κάψουν παρά μόνο αμάξια.
Όποτε, τι περιμένεις γλυκιά μου;
Τι ακριβώς περιμένεις;

Δεκάδες κανόνια,
Χιλιάδες πιστόλια,
Κανόνια και πιστόλια
Δεκάδες Χιλιάδες.

Σ.τ.μ: το συμβούλιο για τη διατήρηση των καταλήψεων (CMDO), ήταν μια προσωρινή ένωση Καταστασιακών, Λυσσασμένων* και ριζοσπαστών που έδρασε στη διάρκεια της εξέγερσης του 1968 στη Γαλλία, στοχεύοντας στην υπεράσπιση και τη διεύρυνση της αυτοδιάθεσης ενάντια στις γραφειοκρατικές και επαν-αφομοιωτικές τάσεις, και τη ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος. Στα οδοφράγματα της οδού Guy-Lussac οι φοιτητές πέτυχαν μια ιστορική νίκη απέναντι στην αστυνομία, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν τόσο στη συμμετοχή εργατών και «blouson-noir»** στις οδομαχίες, όσο και στην απουσία των κομματικών γραφειοκρατών, λόγω της σύλληψης κάποιων από αυτούς τις προηγούμενες μέρες.

*Οι λυσσασμένοι, πήραν το όνομά τους από μια ομάδα εξτρεμιστών της επανάστασης του 1789, αντιπάλων των ιακωβίνων που θεωρούσαν ότι μια απλή κατοχύρωση συνταγματικών δικαιωμάτων σημαίνει στην πράξη πολύ λιγότερα από την ελευθερία. Οι Λυσσασμένοι του 1968 ήταν μια ομάδα φοιτητών της Nanterre, που μοιράζονταν τις ιδέες των καταστασιακών και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο ξέσπασμα τις εξέγερσης στο πανεπιστήμιο της Nanterre, στην κατάληψη της Σορβόννης και την εξάπλωση της εξέγερσης.

**Οι blouson-noir, ήταν για τους καταστασιακούς οι αυθεντικοί απόγονοι του Dada, ριζοσπαστικό κομμάτι της μητροπολιτικής νεολαίας, με συχνά παραβατική συμπεριφορά. Κάτι ανάλογο με την «άγρια νεολαία» ή τους χούλιγκανς των μετέπειτα χρόνων.

[μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Φλεβάρης 2007]

Το πολυβόλο – Τραγούδι του Μάη 1968

Η μαμά έμεινε στο σπίτι της,
Φωνάζοντας “ζήσε τα πάθη σου”
Απ’ το παράθυρο.

Έτσι φωνάζω όλους τους φίλους μας,
Και τις μικρές κόρες των γειτόνων,
Πάρτε στα χέρια σας, παιδιά,
Το πολυβόλο.

Ήταν ενός ξαδέρφου γέρου
Που είχε πλύνει τα χέρια του
Με το αίμα πολλών σταλινικών
Στην μεγάλη γιορτή της Ισπανίας.

Να παν να γαμηθούν τα συνδικάτα
Μας κυνήγησαν στα δρομάκια
Ήθελαν τα κεφάλια μας.

Ήμασταν ήδη επαναστάτες
Και είχαμε γεμίσει τον σκουπιδοντενεκέ
Με ιδέες, παλιές και νέες,
Χωρίς πολυβόλα.

Παπάδες, ειδικοί, αφεντικά
Οι μέρες της καλής ζωής σας είναι μετρημένες
Η γιορτή ξεκινά

Κι εμείς θα παίξουμε το πιο σκληρό παιχνίδι
Θα βαλσαμώσουμε τον “αστυνομικό-πρότυπο”
Για να θυμόμαστε κατόπιν
Πόσο γελοίος μας φαινόταν.

Θα παίξουμε με την καρδιά μας
Τα κορίτσια με τις μολότωφ είναι αδερφές μας
Τι σπουδαία καταιγίδα που έρχεται.

Ο Μάχνο, ο Βίλλα κι ο Ντουρρούτι
Ήξεραν πως να χειρίζονται αυτό το εργαλείο
Που δίνει στην ποίηση ζωή,
Το πολυβόλο.

Θα ξαναφέρουμε ακόμα τον Μπονό
Και θα δώσουμε ένα και σ΄αυτόν
Ώστε να έρθει με το αυτοκίνητό του
Να πάρει μερικά κεφάλια.

Μέχρι να δούμε αυτή την κοινωνία του θεάματος
Να ψυχορραγεί τελικά, δολοφονημένη
Απ’ τα συμβούλια, σε όλο τον κόσμο
Με τις ριπές του πολυβόλου.

[μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007]


Πέντε το πρωί, το Παρίσι ξυπνά (τραγούδι του 1968)

Τους γυρίσαμε τα 16ιντσα όπλα στην μούρη
Η άγρια απεργία μας είναι πια γενική
Οι Πόρσε τους καίγονται σαν προσανάμματα
Η άγρια νεολαία έκανε την αρχή
Είναι πέντε το πρωί… το Παρίσι ξυπνά…

Ο πύργος του ’ιφελ νιώθει την αγωνία
Αναποδογυρίσαμε την αψίδα του θριάμβου
Εκεί που ήταν η Βαντόμ πλέον δεν έχει παρά στάχτες
Ενώ το πάνθεον έγινε σκόνη
Είναι πέντε το πρωί… το Παρίσι ξυπνά…

Οι μαχητές της υπόγειας αντίστασης είναι στο σταθμό των τραίνων
Στην Νοτρ-Νταμ κόπηκε το λαρδί
Το Παρίσι βρήκε ξανά τους εκδικητές του
τους κομμουνάρους και τους εμπρηστές του
Είναι πέντε το πρωί… το Παρίσι ξυπνά…

Περιμένουν εκείνοι με τις μαύρες σημαίες
ρίχνοντας πέτρες στους μπάτσους με τα δακρυγόνα
που ψοφάνε στις γωνίες των δρόμων
Τα κορίτσια μας γίνονται βασίλισσες
Είναι πέντε το πρωί… το Παρίσι ξυπνά…

Εισβάλαμε στις φυλακές
και εξολοθρεύσαμε τους γραφειοκράτες
Κρεμάσαμε δίχως οίκτο τα γουρούνια
με τα έντερα των παπάδων
Είναι πέντε το πρωί… το Παρίσι ξυπνά…

Ο παλιός κόσμος θα εξαφανιστεί
μετά το Παρίσι, είναι η σειρά του
Οι εργάτες, χωρίς θεό ούτε αφέντη
διευθύνουν την πόλη για τους ίδιους.

Είναι πέντε το πρωί
Ο νέος κόσμος ξυπνά
Είναι πέντε το πρωί
και κανείς δεν νιώθει κουρασμένος πια.

[μετάφραση στα αγγλικά: JML (Live free or buy trying)]
[μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007]



Categories
Fredy Perlman

Από τη φοιτητική εξέγερση στη Γενική Απεργία – Fredy Perlman

Από τη φοιτητική εξέγερση στη Γενική Απεργία: Μια αγχωμένη επανάσταση

Η έκρηξη που παρέλυσε τη Γαλλία τον Μάη του 1968 ήταν μια αγχωμένη επανάσταση και μια ξεκάθαρη προειδοποίηση. Αποτελεί μια αγχωμένη επανάσταση για τους φοιτητές και τους εργάτες που έσπευσαν σχεδόν τυφλωμένοι από χαρά κι ενθουσιασμό, προς μια νέα κοινωνία. Αλλά η εξέγερση και η απεργία είναι και μια προειδοποίηση προς όλες τις κυρίαρχες τάξεις, μια προειδοποίηση τους καπιταλιστές και τους γραφειοκράτες, στις κυβερνήσεις και τα συνδικάτα. Οι αγχωμένοι επαναστάτες ξεκινούν να καταγράφουν τις νίκες τους και να προϊδεάζουν για τις επόμενες. Ωστόσο οι επαναστάτες δεν είναι οι μόνοι που καταγράφουν. Οι δυνάμεις της αντίδρασης επίσης κάνουν τη δική τους ανάλυση. Επίσης καταγράφουν τις ήττες τους, ή καλύτερα τους κινδύνους που σήμανε γι αυτούς ο Μάης του 1968. Και οι επαναστάτες δεν θα είναι οι μόνοι που θα ετοιμάζονται για την επόμενη κρίση. Η κυρίαρχη τάξη ετοιμάζεται επίσης, κι όχι μόνο στη Γαλλία. Πολιτικοί, γραφειοκράτες και καπιταλιστές θα αναλύσουν τις μορφές της επανάστασης του Μάη, ούτως ώστε να προλάβουν την επανεμφάνισή της. Θα μελετήσουν τις συνέπειες των γεγονότων, ώστε να προλάβουν μια αναζωπύρωση του Μάη του 1968. Για να παραμείνουν ένα βήμα μπροστά από τις δυνάμεις της αντίδρασης, οι επαναστάτες του Μάη πρέπει να κρατήσουν πολύ περισσότερα από μερικά ενθύμια. Πρέπει να δουν τα γενικά μοντέλα πίσω από την ειδική σειρά των γεγονότων, να αναλύσουν το περιεχόμενο μέσα στις μορφές.

Η συνέχεια των γεγονότων που οδήγησε σε μια αιφνίδια αντιπαράθεση ανάμεσα στο γαλλικό κράτος-κεφάλαιο και ένα αποφασισμένο επαναστατικό κίνημα έπιασε και τις δυο πλευρές εξ’ απροόπτου. Καμιά τους δεν ήταν έτοιμη. Αλλά η στιγμή του δισταγμού ήταν μοιραία μόνο για τους επαναστάτες. Η κυρίαρχη τάξη πήρε το πλεονέκτημα μιας μικρής παύσης ώστε να σβήσει την φωτιά που έκαιγε. Το γεγονός ότι μόνο η μια πλευρά κέρδισε από την παύση είναι κατανοητό. Οι επαναστάτες όφειλαν να διατρέξουν το άγνωστο, το ανεξερεύνητο ενώ οι «δυνάμεις της τάξης» δε χρειαζόταν παρά να ανατρέξουν στο γνωστό έργο, στην παλιά καλή καταστολή… Το επαναστατικό κίνημα έτρεξε προς τα μπρος με μια ιλιγγιώδη ταχύτητα, έφτασε σε ένα συγκεκριμένο σημείο κι έπειτα, ξαφνικά αποπροσανατολίστηκε, μπερδεύτηκε, ίσως φοβήθηκε το άγνωστο, σταμάτησε όσο χρειαζόταν για να επιτρέψει στις τεράστιες γαλλικές αστυνομικές δυνάμεις να το ρίξουν πίσω, να το διασπάσουν και να το καταστρέψουν. Τώρα και οι δυο πλευρές παραδίδονται στη σκέψη. Οι επαναστάτες αρχίζουν να προσδιορίζουν το σημείο που έφτασαν, και είναι αποφασισμένοι την επόμενη φορά να το ξεπεράσουν. Είχαν φτάσει τόσο κοντά, κι όμως τους απώθησαν πίσω πάλι. Για πολλούς ήταν ξεκάθαρο ότι τα βήματα προς το άγνωστο που πήραν ήταν αρκετά, ότι το σημείο είχε φτάσει, το νερό είχε κυλήσει στο αυλάκι. Για πολλούς άλλους εν ήταν περίεργο να υποθέσουν ότι το φράγμα θα έπρεπε να ενισχυθεί κι άλλο, ότι έπρεπε να γίνουν προσπάθειες να συγκρατηθεί η παλίρροια. Αυτό που δεν περίμεναν, αυτό που μόνο σιωπηλά και οδυνηρά δέχθηκαν ήταν ότι η θάλασσα η ίδια θα αποτραβιόταν πίσω. Δέχτηκαν την ήττα με πόνο γιατί ήξεραν, καθώς έβλεπαν τα κύματα να υποχωρούν, ότι όσο ψηλότερα φτάνει η πλημμυρίδα, τόσο περισσότερο υποχωρεί η άμπωτη, τόσο μεγαλύτερη προσπάθεια θα έπρεπε να καταβληθεί, για να φτάσει πάλι η θάλασσα ίσα με το φράγμα. Η κυρίαρχη τάξη προειδοποιήθηκε. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα αναλάβει τα απαραίτητα μέτρα. Και οι δύο πλευρές θα επιδοθούν σε μια ανάλυση των ρωγμών του φράγματος που επέτρεψε στην πλημμυρίδα να υπερχειλίσει. Ανάλυση που θα είναι μια καταγραφή μιας πραγματικής ιστορίας: μιας επανάστασης που απέτυχε. Στη βάση αυτής της καταγραφής, οι κυρίαρχες τάξεις θα προετοιμαστούν για την επανεμφάνιση του ίδιου γεγονότος. Αυτός είναι ο λόγος που οι επαναστάτες δεν μπορούν να βασίσουν την προετοιμασία του μέλλοντος στην καταγραφή αυτή: Οι ίδιες ρωγμές δεν μπορούν να βρεθούν ξανά στο ίδιο φράγμα. Θα έχουν επιδιορθωθεί, κι ολόκληρο το φράγμα θα έχει ξαναχτιστεί. Μια μελλοντική παλίρροια θα βρει νέες ρωγμές στο φράγμα, ρωγμές που θα είναι πριν αόρατες, τόσο στους πολέμιους όσο και στους υπερασπιστές της παλιάς τάξης. Αυτός είναι και ο λόγος που οι συνωμοτικές οργανώσεις που σχεδιάζουν τη διάρρηξη ενός συγκεκριμένου σημείου του φράγματος είναι καταδικασμένες στην αποτυχία: Όσο ευφυείς και να είναι οι «κεντρικές επιτροπές» τους, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι οι «καθοδηγητές» ή «ηγέτες» της συνωμοτικής ομάδας, είναι σε θέση να εντοπίσουν μια ρωγμή του φράγματος πριν από τους διευθυντές της κατεστημένης τάξης. Περαιτέρω, η καταστημένη τάξη είναι πολύ καλύτερα οπλισμένη με εργαλεία ανίχνευσης απ’ όσο κάθε συνωμοτική ομάδα.

Οι ιστορικοί θα περιγράψουν μέσα από ποια ρήγματα εισέβαλε η παλίρροια τον Μάη του 1968. Το καθήκον της επαναστατικής θεωρίας είναι να αναλύσει τη θάλασσα καθεαυτή. Το καθήκον της επαναστατικής δράσης είναι να δημιουργήσει την νέα παλίρροια. Αν η θάλασσα αντιπροσωπεύει ολόκληρο τον εργαζόμενοι πληθυσμό, κι αν η παλίρροια αντιπροσωπεύει μια αποφασιστικότητα να επαν-οικειοποιηθούμε όλες τις μορφές της κοινωνικής ισχύος από τις οποίες έχουμε αποξενωθεί, κι έχουν περιέλθει στους καπιταλιστές και τους γραφειοκράτες, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, τότε νέα ρήγματα θα βρεθούν, και αν το φράγμα διαρρηχθεί αποτελεσματικά, τότε θα σαρωθεί ολοκληρωτικά.

Τουλάχιστον ένα μάθημα, έχουμε πάρει: Αυτό που μας έλειπε δεν ήταν κάποιο εναλλακτικό κόμμα που θα καθοδηγούσε τις μάζες. Αυτό που μας έλειπε ήταν η συνείδηση και η αυτοπεποίθηση ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού, ότι θα μπορούσαμε οι ίδιοι να διευθύνουμε ολόκληρη την κοινωνική δραστηριότητά μας. Αν οι εργάτες κατείχαν αυτή τη συνείδηση την ημέρα που καταλάμβαναν τα εργοστάσιά τους, θα είχαν κάνει το επόμενο βήμα, να απαλλοτριώσουν τους εκμεταλλευτές τους. Απουσία αυτής της συνείδησης, κανένα κόμμα δε θα οδηγούσε της εργάτες στο να πάρουν τα εργοστάσια στα χέρια τους. Αυτό που έλειπε στις μάζες του εργαζόμενου πληθυσμού ήταν η ταξική συνείδηση, όχι η πειθαρχία σε μια μικρή κομματική ομάδα. Και η ταξική συνείδηση δεν μπορεί να δημιουργηθεί μέσα από μια κλειστή, μυστική ομάδα, παρά από ένα ευρύ, ανοιχτό κίνημα που αναπτύσσει μορφές δράσης που στοχεύουν ανοιχτά στην ανατροπή της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης εκμηδενίζοντας τη ψυχολογία της υποταγής από ολόκληρο τον εργαζόμενο πληθυσμό.

Fredy Perlman, 13 Ιούνη 1968

[Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Φλεβάρης 2007)]

Categories
Fredy Perlman

Η αυτό-οργάνωση στις γενικές συνελεύσεις (Μάης ’68) – Fredy Perlman

Η αυτό-οργάνωση στις γενικές συνελεύσεις (Μάης ’68) – Fredy Perlman

Στη Σορβόννη, για παράδειγμα, οι παρεμβάσεις του Κινήματος 22 Μάρτη ήταν καθοριστικές. Οι αγωνιστές της 22 Μ. ανακοίνωσαν τα σχέδιά τους, και ο κόσμος μαζεύτηκε στη γενική συνέλευση για να προγραμματίσει τις δικές του δράσεις, γνωρίζοντας πλέον τα σχέδια της 22 Μ. που θα πραγματοποιούνταν σε μια καθορισμένη χρονική στιγμή. Οι αγωνιστές του κινήματος 22 Μάρτη, μακράν του να μετατραπούν (ή να εκλεγούν) σε γραφειοκράτες ή εκπροσώπους των γενικών συνελεύσεων, συνεχίζοντας τον αγώνα για την απελευθέρωσή τους, αρνούνταν να αναγνωρίσουν σε κανέναν το δικαίωμα να ορίζει ή να περιορίζει τις πρακτικές της απελευθέρωσής τους, είτε αυτός προερχόταν από μια κρατική γραφειοκρατία είτε από μια «επαναστατική» γραφειοκρατία, αποτελούμενη από εκλεγμένους «αντιπροσώπους» των γενικών συνελεύσεων. Όποτε οι αγωνιστές εγκατέλειπαν αυτήν την ελευθερία, όποτε οι αγωνιστές του κινήματος 22 Μάρτη επέτρεπαν στους αυτό-διορισμένους προέδρους μιας γενικής συνέλευσης, όπως συνέβη στη σχεδίαση των διαδηλώσεων της 24ης Μάης, το αποτέλεσμα δεν ευνοούσε την ελευθερία κανενός, παρά μόνο τον περιορισμό ολόκληρου του κινήματος.

Το δικαίωμα να παρεμβαίνεις, που ήταν παραχωρημένο σε όλους, γινόταν συχνά αντικείμενο κατάχρησης. Κάθε είδος και μορφή μικρής δράσης περιγραφόταν αναλυτικά στις γενικές συνελεύσεις, κι όχι μόνο δράσεις που ήταν πρωτεύουσες και ενδεχομένως να επηρέαζαν την ανατροπή των συσχετισμών και την κοινωνική ισχύ των ανθρώπων που ΄ήταν έτοιμοι για δράση.

Η επιτροπή δράσης της Citroën ήταν μια από τις ομάδες που έπαψαν να παρουσιάζουν κάποια δράση στη γενική συνέλευση του Censier. Αυτή η επιτροπή, όπως και οι άλλες, δεν ήταν ικανή να εμπλακεί σε κάποια δράση που να είναι απελευθερωτική για τους ανθρώπους που μαζεύονταν στις συνελεύσεις. Η επιτροπή περιέγραψε «επαφές» της με ξένους εργάτες, απόπειρες δημιουργίας χώρους για ελεύθερη συζήτηση μέσα στα εργοστάσια, απόπειρες να ενθαρρύνει τους εργάτες να χρησιμοποιήσουν τα φορτηγά της επιχείρησης για να μαζέψουν τα τρόφιμα που τους προσέφεραν κάποιοι αγρότες. Ωστόσο η επιτροπή της Citroën πότε δεν πήγαν οι ίδιοι στο εργοστάσιο λέγοντας «ξέρουμε που υπάρχουν φαγώσιμα, χρειαζόμαστε κάποια από τα φορτηγά που έχει εδώ» και ποτέ δεν πρότειναν στη γενική συνέλευση «θα πάμε στο εργοστάσιο να πάρουμε τα φορτηγά και χρειαζόμαστε 50 ανθρώπους στο πλευρό μας».

Ένας από τους λόγους που πήγαμε στα εργοστάσια ήταν ότι θεωρούσαμε τη φυσική παρουσία μας εκεί μια υποστηρικτική δύναμη που θα βοηθούσε τους εργάτες να καταλάβουν τα εργοστάσια. Ωστόσο, οι πρωτοβουλίες τότε αφήνονταν «για τους εργάτες», κι μιας και οι εργάτες δεν είχαν απελευθερωθεί από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, η πρωτοβουλίες αφήνονταν στα χέρια των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών.

Κατά συνέπεια, σαν «φυσική παρουσία» η επιτροπή δράσης βρέθηκε στις πύλες του εργοστασίου ως δεκανίκι της CGT (γενική συνομοσπονδία εργασίας, το ανάλογο της ΓΣΕΕ). Τα πρώτα φυλλάδια της επιτροπής της Citroën πράγματι επιβεβαίωναν το γεγονός αυτό: «Εργάτες, στηρίζουμε τα πολιτικά και συνδικαλιστικά δικαιώματά σας, τις διεκδικήσεις σαw… Ζήτω οι πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες!». Οι δηλώσεις αυτές, μιας και υπήρχε μόνο ένα ισχυρό συνδικάτο, δεν μπορούσαν παρά να σημαίνουν: ζήτω η CGT, όποιες κι αν ήταν οι ψευδαισθήσεις των ανθρώπων που έγραψαν το φυλλάδιο αυτό. Η λογική πίσω από τις προτάσεις αυτές είναι πάνω-κάτω η ακόλουθη: «Δεν είναι ανάγκη να μπερδέψουμε τους εργάτες, επιτεθόμενοι στα συνδικάτα τους, τα οποία οι ίδιοι αποδέχονται». Ωστόσο, η ίδια λογική επεκτεινόμενη θα σήμαινε επίσης: «Δεν είναι ανάγκη να μπερδέψουμε τους εργάτες επιτεθόμενοι στην καπιταλιστική κοινωνία, την οποία επίσης αποδέχονται».

Αυτή ήταν μια ρεφορμιστική στρατηγική χωρίς κάποιο πραγματικό στοιχείο πέρα από τον ρεφορμισμό. Στρατηγική που δεν ήταν παρά μια ένθερμη υποστήριξη της άγριας απεργίας στην αρχή, και στη συνέχεια καθώς τα συνδικάτα επαναφομοίωναν την απεργία, οι αγωνιστές της επιτροπής υποστήριζαν μοιρολατρικά την παραδοσιακή, γραφειοκρατική απεργία των συνδικάτων…

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Φλεβάρης 2007)

Categories
Paolo Persichetti

Η ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΗ

Η ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΗ

Οι παρανοήσεις της μη βίας Από το περιοδικό Communautilus-Περιοδικό κριτικής του παρόντος χρόνου, Ιούλιος 2002 – βρέθηκε στο Athens.indymedia.org

του PAOLO PERSICHETTI

«Σήμερα η πολιτική της μη βίας είναι η μορφή κινητοποίησης που το κίνημα αποδέχεται σαν δικό του παράδειγμα, είτε επειδή είναι βαθιά πεποισμένο ότι πρέπει να υπάρχει συνάφεια στόχων και μέσων, είτε επειδή σήμερα είναι το μόνο εργαλείο που μας επιτρέπει να οικοδομήσουμε, μέσα σε μια σύνθετη πραγματικότητα, όπου κυριαρχούν ισχυρές υπερεθνικές δυνάμεις, εκείνη την απαραίτητη συναίνεση για να αλλάξουν οι κανόνες του παιχνιδιού και να αλλάξει αυτή η ίδια κοινωνία μας». Vittorio Agnoletto, εφημερίδα ιλ Μανιφέστο 18 Ιουλίου 2002 Τα απαλά χαρακτηριστικά του προσώπου πρόδιδαν το νεαρό της ηλικίας του. Είχε ξεκοπεί από την ομάδα και στο ένα του χέρι κρατούσε μια πέτρα που την εκσφενδόνισε με όλη του τη δύναμή σε μια ομάδα ατόμων προστατευμένα με ασπίδες και γκλομς, κράνη, μπότες και πυροβόλα όπλα στη ζώνη. Σχεδόν ικανοποιημένος από αυτή την ασυνείδητη χειρονομία πρόκλησης, είχε στρέψει το πρόσωπο του προς τα πίσω για να μετρήσει την απόσταση που τον χώριζε από τους συντρόφους του. Είχε τα μπράτσα του ανοικτά,ενώ τα χέρια ήταν γυμνά όπως σε εκείνη την φωτογραφία του αναρχικού στη γνωστή αφίσα, όταν η ηχώ μερικών πυροβολισμών αντήχησε στον αέρα. Οι σύντροφοι του ούρλιαζαν, ενώ ένας αστυνομικός είχε πάρει ψυχρά θέση για να τον πυροβολήσει στους ώμους. Εκείνη την στιγμή το χαμόγελό του έγινε γκριμάτσα πόνου. Χτυπημένος πισώπλατα αλλά μη πιστεύοντας ακόμα σʼαυτό που είχε συμβεί συνέχισε να περπατά τα βήματα του όμως τώρα έμοιαζαν πιο πολύ με βήματα χορού. Αμέσως μετά έπεσε στην άσφαλτο, αφού είχε ολοκληρώσει την πιρουέτα. Ήταν Ιούνης του 2001, στο Γκέτεμποργκ. Το «κίνημα των κινημάτων» μόλις πριν λίγο είχε τον πρώτο του νεκρό. Ένας αναθεματισμένος οιωνός για ό,τι έμελλε να συμβεί λίγες εβδομάδες αργότερα στη Γένοβα, στην πλατεία Alimonda, όπου ένα άλλο νεαρό άτομο, στην ίδια περίπου ηλικία, σκοτώθηκε από έναν ένστολο συνομήλικο του με χτύπημα πυροβόλου όπλου ανάμεσα στα μάτια. Ο Carlο Giuliani, το θάνατο τον είχε δει κατάματα ενώ οι άλλοι διαδηλωτές είχαν βρει το χρόνο να οπισθοχωρήσουν μπροστά σε εκείνο το όπλο. Ίσως να ήταν πια πολύ αργά να σταματήσει ή ίσως δεν θέλησε να αποτραβηχτεί, αλλά να τραβήξει μέχρι το τέλος για να εμποδίσει εκείνον το τεντωμένο βραχίονα, τον οπλισμένο και με τη στολή του κράτους, να συνεχίζει την απειλή του. Δύο χτυπήματα, μια σιωπή εξωπραγματική έπεσε απροσδόκητα στο πεδίο της μάχης που διακόπηκε αμέσως μετά από ουρλιαχτά, κι ενώ το νεκρό σώμα του Carlο περνούσε κάτω από τις ασεβής ρόδες του τζιπ της αστυνομίας. « Aνθη δηλητηριώδη, ικανά μόνο για να σπάνε»[1 ], δεν βρήκε τίποτα καλύτερο να πει ένα στέλεχος της αντιπαγκοσμιοποιητικής οργάνωσης ATTAC κάνοντας έναν απολογισμό των γεγονότων στο Γκέτεμποργκ. Έτσι ψυχρά και οργισμένα ενάντια σε αυτούς που στα μάτια της έμοιαζαν με νεολουντιστές χουλιγκάνους, η κυρία Susan George, βρήκε πιο πολύ κι από κανονικό ότι μια πέτρα άξιζε όσο ένα βλήμα από πυροβόλο όπλο ανάμεσα στους ώμους. Απρόσκλητες αυτές οι ορδές εξεγερμένων σε αναζήτηση εξεγέρσεων δεν ήσαν καλοδεχούμενες. Ενοχλούσαν τους νοικοκυρεμένους διεθνείς διαμορφωτές, τα γαϊτανάκια των δρόμων, τα συμβατικά συνέδρια των επαγγελματιών του συναιτερίζεσθαι, τη νέα αυτή γραφειοκρατία της κοινωνίας των πολιτών που σκέφτεται να αντιμετωπίσει τα βίαια ζωώδη πνεύματα του υπερφιλελεύθερου καπιταλισμού, στο παγκοσμιοποιημένο του στάδιο, μέσα από μορφές οικονομικής ρύθμισης, δικονομικά εργαλεία και ηθικούς κανόνες. Μέτρα ανεπαρκή, όσο κι η ιδέα ότι είναι δυνατόν να σταματήσει ο φουρτουνιασμένος ωκεανός στοιβάζοντας σακιά άμμου. Την ίδια περίοδο, μια έκκληση Ιταλών και Γάλλων διανοούμενων, μεταξύ των οποίων και πρώην συμμετέχοντες στα πολιτικά κινήματα της δεκαετίας του 1970 κατέκριναν τις πράξεις βίας και τις συγκρούσεις στους δρόμους, ειδικότερα τις ασχήμιες κατά εμπορευμάτων όπως « σπάσιμο βιτρίνων και κάψιμο κάδων αποριμάτων». Αυτοί έκαναν έκκληση για συντεταγμένες εκδηλώσεις κι αυτό που πέτυχαν δεν ήταν παρά ενισχυμένες αστυνομικές δυνάμεις. Είναι απόλυτα επιβεβαιωμένο ότι η ιστορία δεν έχει τη διάθεση να αντικρούσει εκείνη την παλιά ρήση που θέλει κάθε τραγωδία να επαναλαμβάνεται μόνο σαν φάρσα. Διόλου ικανοποιημένοι από ένα τόσο μεγάλο ηθικό στίγμα, πέρα από πολιτικό, εκπρόσωποι του Κοινωνικού φόρουμ της Γένοβας και ηγέτες ορισμένων no global συνιστωσών του, με τη χορηγία των μεγάλων ψηφοφόρων τους από πλευράς μμε, εκτόξευσαν το απείρως επαναλαμβανόμενο ρεφρέν της διείσδυσης προβοκατόρων, και μάλιστα όταν ακόμα και μετά από ένα χρόνο δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να το επιβεβαιώνει. Το έκαναν εν θερμό, συντριμμένοι από την προκατάληψη και για να εξυπηρετήσουν τις φοβίες τους, όταν ακόμα το βασανισμένο σώμα του Carlο Giuliani δεν είχε ένα όνομα. Στα μετακινούμενα σαλόνια των απευθείας συνδέσεων της RAI το πρώτο βράδυ μετά το G8 κυκλοφορούσε ακόμα η φήμη ότι το δολοφονημένο νεαρό άτομο ήταν ένας Ισπανός, σίγουρα βασκικής καταγωγής, και εν πάση περιπτώσει ένας από το μπλακ μπλοκ. Αυτοί [2], ζεστοί ακόμα από τις πορείες εκείνης της μέρας, επιτέθηκαν στις δυνάμεις της αστυνομίας που τις κατηγορούσαν για αδράνεια επειδή άφησαν να καταληφθεί η πόλη από αναρχικά στοιχεία ντυμένα στα μαύρα. Οι αστυνομικές δυνάμεις είχαν επιτεθεί στις πορείες όταν ακόμα αυτές περνούσαν από την «πράσινη ζώνη», στα διάφορα σημεία της πόλης οι αστυνομικοί είχαν κάνει χρήση όπλων, και αντί οι ξύπνιοι αυτοί εκπρόσωποι των no global να απαιτήσουν την απομάκρυνση των αστυνομικών δυνάμεων ζητούσαν να ενισχυθεί ακόμη πιο πολύ η δύναμη τους. Ξέχασε, ίσως και να μην το είχε πληροφορηθεί ο Πρόεδρος του LILA, Vittorio Agnoletto, ότι μόνο στις χώρες όπου κυριαρχεί ένας αυταρχικός έλεγχος του δημόσιου χώρου, οι αστυνομικές δυνάμεις και μόνο αυτές οργανώνουν και εφαρμόζουν την τάξη στις πορείες, έτσι ζητούσε από την αστυνομία να προστατεύσει τις μη βίαιες πορείες του. Μόνο αργά το βράδυ, όταν έφτασε η είδηση ότι ο νεκρός δεν ήταν παρά ο γιος ενός πολύ γνωστού συνδικαλιστή της τοπικής CGIL, τότε, και μόνο τότε ,ο «αμαρτωλός» Carlο Giuliani έγινε τελικά ένα αγόρι προς υπεράσπιση, ένα στενάχωρο θύμα δηλαδή. Οι ρυτίδες της σύγκρουσης Με την επιστροφή των μαζών στις πλατείες, επανεμφανίστηκε και η σύγκρουση με τις αγριότητες της, την τραχύτητα και τις ρυτίδες της.

Στην πραγματικότητα εκδηλώθηκε με ένα επίπεδο βίας του δημόσιου χώρου εξαιρετικά χαμηλής έντασης και μικρές κοινωνικές διαστάσεις αλλά αρκετές για να διογκωθεί και να αναδειχθεί από τα μμε. Λίγο, πολύ λίγο, σε σχέση με άλλες εποχές ή γεωγραφικά μήκη και πλάτη και σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε να είχε ξεκαθαρίσει το ζήτημα αν είχαν υποβληθεί μια-δυο απλές ερωτήσεις: πόσα όπλα έχουν βρεθεί ως τα τώρα μεταξύ των διαδηλωτών; Ποιος, αντιθέτως, έκανε χρήση των όπλων του; Πόσες βόμβες μολότοφ ρίχτηκαν ή βρέθηκαν στη Γένοβα; Τριακόσιες χιλιάδες διαδηλωτές και ούτε καν μια δεκάδα μολότοφ, αυτό ήταν τυχαίο; Παρʼ όλα αυτά από το Σιάτλ και δώθε, οι αντιπαραθέσεις γύρω από το θέμα της βίας συνόδευσαν, και εν μέρει τροφοδότησαν, τις κινητοποιήσεις κατά των G8, προσφέροντας μηντιακή αναγνώριση και δυνατότητα να επηρεάζει καταστάσεις στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Γιατί τέτοια ιδιαίτερη προσοχή σε μορφές βίας του δρόμου τόσο χαμηλής έντασης; Ίσως μια πρώτη εξήγηση να βρίσκεται στο ρόλο των μμε, στη δύναμή τους να αποφασίζουν αυτά, για το τι έγινε και τι δεν έγινε. Μια διεστραμμένη δυναμική που έχει την τάση να παρουσιάζει ή να προβάλλει σε προνομιακή θέση μόνο ό,τι μπορεί να πουλήσει υπό τη μορφή κοινωνικού θεάματος. Και το G8 της Γένοβας, ως προς αυτό, είναι ένα παράδειγμα. Το σύνολο των εξωτερικών αιτίων (πολιτικοί υπολογισμοί και προσδοκίες) και δυναμικών, στα πλαίσια της ενημέρωσης, που χαρακτηρίζει ένα μηντιακό γεγονός, δημιούργησαν ένα κρεσέντο, ένα είδος ταμ-ταμ που φύσηξε επί πολύ πάνω στη φωτιά, υποδαυλίζοντας τους θορύβους της εξέγερσης. Η Γένοβα όφειλε να είναι το ραντεβού της μεγάλης εξέγερσης. Αυτό ανέμεναν και αυτό επιθυμούσαν τα μμε, τα προσκείμενα στην αριστερά για να δώσουν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη της νεοδιορισμένης κυβέρνησης της κεντροδεξιάς, τα δε μμε της δεξιάς για να δαιμονοποιήσουν τον αντίπαλο και να νομιμοποιηθούν πίσω από την κατασταλτική αντανάκλαση της σιωπηλής πλειοψηφίας. Μετά το Γκέτεμποργκ στα δημοσιογραφικά γραφεία είχαν πάρει όλα τα μέτρα στην περίπτωση να υπάρξουν νέα θύματα, εξάλλου για ορισμένους κάτι τέτοιο ήταν πολιτικά επιθυμητό. Οι απευθείας τηλεοπτικές συνδέσεις των πρώτων απογευματινών ωρών της Παρασκευής 20 του μήνα, ίδρωναν απογοητευμένες λόγω των ελάχιστων επεισοδίων βίας που μπορούσαν να αφηγηθούν και να δείξουν. Η διαδήλωση ήταν ακόμα υπερβολική ήρεμη. Ο ωκεανός του πλήθους δεν άξιζε όσο τα σπασμένα τζάμια κάποιας τράπεζας. Μόνο αργότερα, οι ανταποκριτές βρέθηκαν στην ευχάριστη θέση να ικανοποιήσουν επιτέλους τη δίψα των βαμπίρ σε κατάσταση υπερδιέγερσης με τις εικόνες αίματος, τις φωτιές και τις συγκρούσεις. Μετά από μέρες και μέρες μηντιακού ταμ-ταμ που καλούσε σε εξέγερση, και που το επανέλαβαν οι φάρσες του επικοινωνιακού πολέμου, που κήρυξαν κάποιες ομάδες (λευκές φόρμες-tute bianche), η μηντιακή παγίδα έκλεισε γύρω από το λαό των εξεγερμένων που είχε συγκεντρωθεί στους δρόμους της Γένοβας. Η εικόνα του μπλακ μπλοκ, ως το έμβλημα του μεταμοντέρνου ληστή, σημαδεύτηκε από τη σφραγίδα του όνειδους και του προβοκάτορα. Το κοινωνικό θέαμα έδωσε πνοή σε ένα νέο τηλερομάντζο με άπειρα επεισόδια που στόχο είχε να ξαναπροβάλλει σε κάθε νέο επεισόδιο ένα είδος ιστορικού αναθεωρητισμού σε πραγματικό χρόνο. Ρήξη ιδεολογική και ρήξη κοινωνική Ισως εν συντομία νʼ αξίζει να πούμε ότι τα κοινωνικά κινήματα ήταν πάντοτε ένα προϊόν υποχρεωτικής συγκατοίκησης μεταξύ των διάφορων τάσεων και ερμηνευτικών προσεγγίσεων, κάποτε και για λόγους συμφέροντος. Στο παρελθόν, πρακτικές λιγότερο ή περισσότερο ειρηνικές και συμπεριφορές βίαιες, συγκατοίκησαν αγνοώντας η μία την άλλη ή ασκώντας πολεμική η μία στην άλλη, ή ακόμα και διαχεόμενες η μία στην άλλη. Αναλόγως των περιστάσεων, η μία επικράτησε της άλλης. Μαζικό κίνημα και δύναμη κρούσης. Η απειλή του αριθμού και η βία της δράσης. Δύναμη των επιχειρημάτων και επιχειρήματα της δύναμης. Όγκος και επιβλητικότητα κατά ευλυγισίας, αναγνωρησιμότητας και ζωντάνιας. Πόλεμος θέσεων και πόλεμος κινήσεων. Με δυο λόγια, όταν ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα κάνει την εμφάνιση του μοιάζει με ένα πολύεδρο, ένα γεωμετρικό σχήμα με πολλές πλευρές. Μπορεί να συμβεί να κάνουν την εμφάνιση τους μόνο κινήματα ομοιογενή ή κινήματα στα οποία κυριαρχούν κάποιες μόνο από τις συνιστώσες τους, αλλά τις περισσότερες φορές τα κινήματα αναδύονται σαν «πληθυντικά», «πολυσύνθετα», «πολύχρωμα». Τώρα το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης αυτοπροσδιορίζεται σαν το «κίνημα των κινημάτων» και από την ίδρυση του ως τα σήμερα υποστηρίζει ότι χαρακτηρίζεται από μια κατά μήκος και κατά πλάτος «αμοιβαία μόλυνση» των διαφόρων συνιστωσών του. Τίποτα πιο συνηθισμένο λοιπόν, μέσα σʼ όλη αυτή την πανσπερμία διαφορετικότητας, να υπάρχουν και τομείς (μειοψηφικοί σήμερα) που δεν αποκλείουν ή που βλέπουν με προνομιακό τρόπο την προσφυγή σε μορφές πολιτικής βίας ή παράνομης δραστηριότητας. Η απλή πολιτική βία του δρόμου ωστόσο, κι ακόμα περισσότερο η ίδια η ιδέα της παράνομης δραστηριότητας, θεωρούνται από την πλειονότητα των υπόλοιπων συνιστωσών ως ταμπού απαραβίαστα.

Υπάρχει ένα βασικό ιδεολογικό κομβικό σημείο, κυρίαρχο στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, το οποίο ταυτίζει τη βία με την παρανομία και την παρανομία με ένα κατώφλι που δύσκολα περνάς. Αυτό το ιδεολογικό χαρακτηριστικό μπορεί και να οφείλεται στη σημερινή κοινωνική σύνθεση του κινήματος, όπου στην πραγματικότητα υπερισχύουν, η χριστιανική συνιστώσα και τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας, οι μη(και παρα) κυβερνητικές οργανώσεις, που διαπνέονται από ηθικού χαρακτήρα προσεγγίσεις ρύθμισης του καπιταλισμού(αλληλέγγυα οικονομία, χρηματοδότηση ηθική και εξασφαλισμένη κοινωνική ασφάλιση), ή από δικονομικού χαρακτήρα πρακτικές ή ακόμα και από συνδικαλιστικές οργανώσεις του γεωργικού κόσμου, πολιτικο-εκδοτικούς οργανισμούς και θεσμικούς τομείς με απόψεις για το κράτος και την οικονομία της κυρίαρχης πολιτικής ή φορντικές,. Η ιδεολογική και πολιτική ρήξη που εγγράφεται γύρω από το ζήτημα της πιθανής χρήσης βίας και την παρανομία διατρέχει το ίδιο το κοινωνικό χάσμα που χωρίζει το νέο κόσμο της επισφαλούς εργασίας, τον πληθυσμό των άγριων της περιφέρειας των μητροπόλεων, τα δημιουργήματα του μεταφορντικού καπιταλισμού, από τα μεσαία στρώματα ή τις κοινωνικές ομάδες με συνδικαλιστική και συντεχνιακή προστασία που πιστεύουν ότι μπορούν να ρυθμίσουν την υπερφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

* * *

Είμαστε περίεργοι να δούμε τι περιλαμβάνεται σʼ αυτόν τον πολιτισμό που ορίζεται σαν πολιτισμός της «μη βίας», αλλά που δυσκολεύεται να αποκτήσει μια συνέπεια και μια ξεκάθαρη λογική. Στην πραγματικότητα, πίσω από την ταμπέλα της μη βίας συνυπάρχουν πολύ ετερόκλητες απόψεις και επιχειρήματα που κάποτε σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι γίνεται μια ορισμένη εκμετάλλευση αυτής της θετικής στάσης. Όταν ο Πρόεδρος του LILA (ιταλική λίγκα για τον αγώνα κατά του Aids), εξέχων μέλος του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης σε εθνικό επίπεδο, εκπρόσωπος του κόσμου του εθελοντισμού και παρτιζάνος της πολιτικής της μη βίας, καταδικάζει τις επιθέσεις κατά υποδομών και εμπορευμάτων (κάδοι αποριμάτων, τζαμαρίες τραπεζών και ανωνύμων εταιρειών, υπεραγορών, αντιπροσωπειών αυτοκινήτων) με μια βιαιότητα όλος ιδιαίτερη, που κάνει χρήση ενός είδους αποδοκιμασίας ηθικού τύπου η οποία υπερβαίνει την απλή πολιτική λογοκρισία, και στη συνέχεια συμμετέχει – χωρίς να εκφράσει την παραμικρή επιφύλαξη – σε μία πορεία που εξυμνεί τις σφαγές των καμικάζι κατά άοπλων πολιτών, τότε σʼ αυτόν τον θεωρούμενο πολιτισμό της «πολιτικής της μη βίας» κάτι δεν πάει καλά. Ότι το κάψιμο ενός κάδου αποριμάτων μπορεί να είναι απείρως σοβαρότερο από ένα μπουφάν με εκρηκτικό υλικό και καρφιά που σκάει στο εσωτερικό ενός λεωφορείου ή στη μέση μιας λαϊκής αγοράς, δεν μας πείθει. Αυτής της πολιτικής μη βίας, μεταβλητής γεωμετρίας, αυτή η ηθική των δύο μέτρων και των δύο σταθμών, αξίζει να επαληθευτεί η ηθικο-φιλοσοφική και κοινωνικο-ιστορική της αρμοδιότητα.

Πολύ συχνά τα επιχειρήματα που αυτή προβάλλει βασίζονται μόνο σε ανατροπές εννοιών, σε προκαταλήψεις και παρανοήσεις και σε μία συνύπαρξη με την ιδέα της νομιμότητας διόλου αθώα. Για την μη βία ως απόκλιση της Ηθικής Για να υποστηρίξουν τη μη βία ορισμένοι συγγραφείς χρησιμοποιούν επιχειρήματα που στηρίζονται σʼ αυτό που τα κείμενα ορίζουν ως ηθική της πειθούς η οποία προβάλλεται της ηθικής της υπευθυνότητας, και που και οι δυο τους βασίζονται σε ορθολογιστικές λογικές που όμως χρησιμοποιούν με προνομιακό τρόπο διαφορετικούς παράγοντες. Ένα παράδειγμα: η ταύτιση μέσων και στόχων κατά της ασυμμετρίας μέσων- αποτελέσματος. Με απλά λόγια, ηθική λογική κατά κυνικής λογικής. Σε αρκετές λοιπόν περιπτώσεις, το θέμα της πολιτικής της μη βίας αντιμετωπίζεται στη βάση ηθικών ή θρησκευτικού χαρακτήρα αρχών. Και είναι γεγονός ότι ,στις πιο πολλές περιπτώσεις, η σχετική αξία, ή καλύτερα η ανωτερότητα αυτής της μεθόδου επιβεβαιώνεται με την άμεση χρήση επιχειρημάτων ηθικού χαρακτήρα ή εμπνεόμενοι από αυτά, και πάντως αλιεύοντας επιχειρήματα και θέσεις σε μια βάση ιστορική ή πραγματιστική. ’λλοι όμως συγγραφείς, πιο προσεκτικοί ως προς την επιλογή των επιχειρημάτων τους, επειδή τα αποδεικτικά στοιχεία ηθικού χαρακτήρα είναι αδύναμα όταν αντιμετωπίζουν τις αντιρρήσεις της ιστορικής εμπειρίας, ακολουθούν νέες στρατηγικές επιχειρηματολόγησης, και καταφεύγουν στον υστερόβουλο λόγο για να εξηγήσουν πώς η πολιτική της μη βίας αποδείχθηκε ιστορικά πιο αποτελεσματική και άρα (σε βάση καθαρά ωφελιμιστική), ανώτερη. Στο τέλος-τέλος, ο ίδιος ο Gandhi συνήθιζε να λέει ότι αν ποτέ του ετίθετο το δίλημμα να επιλέξει μεταξύ παθητικότητας και βίαιης δράσης, θα επέλεγε τη βία γιατί οπωσδήποτε αυτή παραμένει μια μορφή δράσης. Και κατά τη γνώμη του, η δράση κατά της όποιας παθητικότητας ήταν το ύψιστο αγαθό[3 ]. Και βέβαια η αλήθεια είναι ότι με την κατάκτηση της ανεξαρτησίας της, η Ινδία δεν δυσκολεύτηκε διόλου να δημιουργήσει ένα Κράτος με έναν στρατό, μια αστυνομία, δικαστήρια και φυλακές. Η εμπειρία του Γκάντι κατέληξε σε ένα απίστευτο παράδοξο, στην επιδέξια αντιστροφή των όρων που χαρακτηρίζουν την ηθική ευθύνη: τα μέσα, δηλαδή, στη θέση των στόχων και οι στόχοι στη θέση των μέσων. Τις παραδοσιακές μεθόδους που υπαγορεύονται από έναν ωφελιμισμό πραγματιστικού περιεχομένου (που όμως δεν αποκλείουν τη χρήση βίας), αυτός τις αντικατέστησε με ορισμένα μέσα ηθικά όπως είναι η πολιτική της μη βίας, έτσι ώστε να επιτευχθούν κάποιοι στόχοι οι οποίοι, ακυρώνοντας τους ηθικούς στόχους της μη βίας, οδήγησαν στη γέννηση ενός Κράτους, ενός οργανισμού δηλαδή που εξ ορισμού ασκεί το μονοπώλιο της νόμιμης βίας. Ετσι ο πυρήνας του σκεπτικού του Γκάντι για την πολιτική γίνεται ένα διαρκές προσκλητήριο για δράση, σε αγώνα κατά της εθελοντικής δουλείας. Η αντίληψη του Γκάντι ήταν μια ύψιστη ηθική της κινητοποίησης, της δράσης, της εξόδου του ατόμου από την παθητικότητα και την υποταγή, από αυτό δηλαδή που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε σαν πραγματική «ασθένεια της θέλησης». Στον Γκάντι υπάρχει η αντίληψη ότι η ουσία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας βρίσκεται στην ανάληψη των προσωπικών επιλογών, στο πάρσιμο τη ζωή και του πεπρωμένου μας στα ίδια μας χέρια.

Το άτομο ορθοποδεί μόνο εφόσον μάθει να βαδίζει με τα ίδια του τα πόδια και να επιλέγει την πορεία του αυτόνομα, διαφορετικά δεν είναι παρά ένα υποταγμένο θηλαστικό. Το μάθημα του Γκάντι μεταφράζει έτσι, με το δικό του τρόπο μια φιλοσοφική παράδοση που τουλάχιστον από την νεωτερικότητα συμπεριλαμβάνει φιλοσόφους του μεγέθους ενός Spinoza, ενός Rousseau, ενός Boetie, ενός Marx. Η πολιτική της μη βίας, εννοούμενης ως συμπεριφορά που απορρέει από μια πρακτική η οποία εμπνέεται από την ηθική της πειθούς, βρίσκεται μπροστά σε με μια αξεπέραστη αντίφαση: η ηθική πρόταση για να έχει εσωτερική αξία, για να απαντά δηλαδή σε κριτήρια εσωτερικής συνοχής, πρέπει να εννοείται ως κάτι το απόλυτο. Έτσι όμως δεν έχει τη δυνατότητα να επιλέγει, να προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις. Αυτό ήταν και το μεγάλο δράμα των πασιφιστών του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Πολλοί από αυτούς στο τέλος, κατέληξαν σε μια πολύ δύσκολη απόφαση και προσχώρησαν στις γραμμές της αντιναζιφασιστικής αντίστασης. Πήραν τα όπλα δηλαδή. ’λλοι, παρέμειναν αυστηρά πασιφιστές. Δεν θέλησαν δηλαδή να συμμετάσχουν στη σύγκρουση, ούτε μπροστά στα ανοσιουργήματα του ναζισμού, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πολλοί από αυτούς είχαν επηρεαστεί από το σφαγείο ανθρωπίνου κρέατος που ήταν ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Είχαν πάρει μέρος σʼ αυτόν τον τρομερό πόλεμο, στους αποδεκατισμούς στρατιωτών που αποφάσιζαν τα Γενικά Επιτελεία κατά των στρατιωτών που δεν υπάκουαν στις εντολές, να συμμετάσχουν στις εφόδους αυτοκτονίας κατά των εχθρικών γραμμών. «Ποτέ πια !», είπαν. Η τοποθεσία Les chemin des dames, στη Γαλλία, μια θέση μυθική, κάτι σαν τα δικά μας υψώματα Carso, ξαναφέρνει στο νου τις φοβερές εικόνες ανθρώπων βουτηγμένοι στη λάσπη και το αίμα, ορδές στρατιωτών να ρίχνονται στην επίθεση και να αναγκάζονται να περνάνε πάνω από τα σώματα πληγωμένων συντρόφων που τους είχαν θερίσει τα εχθρικά πυρά, για μέρες και μέρες, για εβδομάδες ολόκληρες. Στην Ιταλία, τα στρατεύματα τα έσπρωχναν προς τα εμπρός με κανονιές από τις οπισθοφυλακές, τα βλήματα των πυροβόλων δεν ερχόντουσαν από την πλευρά του εχθρού αλλά από τους δικούς μας ύστερα από διαταγή των δικών μας Επιτελείων, κι ενώ οι καραμπινιέρι που πήγαιναν από πίσω, συνελάμβαναν και εκτελούσαν επί τόπου όποιον παρέμενε στο χαράκωμα του ή κρυβόταν στους λάκκους κάτω από τα πτώματα Στη Γαλλία, λόγω της ειρηνόφιλης επιλογής τους, πολλοί ειρηνιστές στρατιώτες καταδικάστηκαν, ως συμπαθούντες την εθνικο-φασιστική δημοκρατία του Vichy, η οποία υπέγραψε την ανακωχή και στη συνέχεια συνεργάστηκε ενεργά με το ναζισμό. Η ηθική της μη βίας, λόγω των «οραματικών» της χαρακτηριστικών της λογικών (η επίκληση εδώ και τώρα , hic et nunc, της μελλοντικής κοινωνίας), και την απαίτηση της να προκαταβάλλει ως προς τις μεθόδους έναν από τους κανόνες της μελλοντικής κοινωνίας, θα έπρεπε να οδηγεί σε κάθετη ρήξη, σαφή, (δεν ήταν τυχαίο που ο Thoreau υποστήριζε θερμά την μη πληρωμή φόρων και το δικαίωμα των αντιρρησιών συνείδησης) με κάθε καθεστηκυία τάξη εκφράζει τη βία, και άρα κατά κύριο λόγο με εκείνο το όργανο που εξ ορισμού ασκεί τη «νόμιμη βία», δηλαδή τον νόμιμο εξαναγκασμό, δηλαδή το Κράτος. Κάθε συμπεριφορά που δεν θα ήταν συνεπής με αυτή την στάση, θα παραβίαζε κατά κάποιο τρόπο την ηθική αυτή πρόταση προσαρμόζοντας την προσωπική συμπεριφορά σε στάσεις ευκαιριακές απαράδεκτες. Ο μη βίαιος δεν θα έπρεπε να πιστεύει, και πολύ περισσότερο να σέβεται, τους κώδικες ποινικής δικονομίας ούτε το ποινικό δίκαιο, τα δικαστήρια, και τους δικαστές, για αυτό που οι ίδιοι οι θεσμοί εκφράζουν και αντιπροσωπεύουν: τη νομιμότητα δηλαδή. Και η νομιμότητα είναι εξ ορισμού η δικονομική άσκηση μιας ποσότητας (που αυξάνεται ανάλογα με τις ανάγκες) εξαναγκασμού και καταστολής που θεωρείται απαραίτητη για την στοίχιση της κοινωνίας. Κι όταν ακόμα επικαλούνται λόγους συγκυρίας-κάτι που μπορούμε ακόμα και να το κατανοήσουμε-τότε, εγκαταλείπουν το δρόμο της ηθικής της πειθούς και ακολουθούν το δρόμο της υπευθυνότητας. Δηλαδή επιλέγουν λόγω ανωτέρας βίας να εφαρμόσουν μια στρατηγική τα μέσα της οποίας(στην προκειμένη περίπτωση η παθητική αποδοχή της βίας από πλευράς κράτους), δεν είναι και τόσο συμβατά με τους στόχους. Με δυο λόγια, η επιλογή της μη βίας γίνεται μια από τις τόσες στρατηγικές με τακτικές βολικές, πράξεις συμβιβασμού, περιστασιακές λογικές, ευκαιριακή αντιμετώπιση καταστάσεων, κ.λπ. Επειτα, σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν ακόμα πιο ύποπτη μια συμπεριφορά καθαρής λογοκρισίας της βίας που ασκούν αδύνατα υποκείμενα, αντιρρησίες, αμφισβητίες, εν πάση περιπτώσει όσοι δεν ανήκουν στις κυρίαρχες τάξεις (οι κάτοχοι της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας), αν ταυτόχρονα δεν συνοδεύεται κι από σαφή καταδίκη και αντίστοιχη πράξη ενεργητικής ανυπακοής κατά του Κράτους. Όχι μόνο όταν αυτό ασκεί κυριολεκτικά βία με ενεργητικό τρόπο, αλλά από το ίδιο το γεγονός της ύπαρξης του, ως θεσμού. Κι αν ακόμα, για λόγους συντομίας, παραλείψουμε το γεγονός ότι το κράτος είναι ο μεγάλος Μολώχ που επιβλήθηκε χάριν μιας πρωτογενούς ισχυρότατης και ανίκητης βίας η οποία παρέσυρε στο πέρασμα της όλες τις προϋπάρχουσες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, ακόμα και τότε δεν είναι δυνατόν να ξεχνάμε ότι το σύγχρονο Κράτος δικαίου εκφράζει μέχρι σήμερα αυτό που ορισμένες θεωρίες της κοινωνιολογίας ονομάζουν συμβολική βία. «Αυτή τη γλυκιά βία» δηλαδή, «την αόρατη, την άγνωστη σαν τέτοια, που την επιλέγουμε αλλά και την υφιστάμεθα» (Pierre Bourdieu, Les Sens pratique, Minuit, Παρίσι 1980). Μια καλυμμένη βία που κρύβει πίσω από μια δήθεν φυσικότητα, ιεραρχίες αξιών, γνώσεων, ένα σύνολο ιστορικά κατασκευασμένων ανισοτήτων που εκφράζουν σχέσεις κυριαρχίας εσωτερικευμένες τις πιο πολλές φορές από τους ίδιους τους εξουσιαζόμενους. Η πολιτική της μη βίας ως πρακτικός συλλογισμός Η φιλολογία της μη βίας δεν τσιγκουνεύεται επιχειρήματα όταν είναι να προβάλλει την αποτελεσματικότητα του σκεπτικού της και των μεθόδων της στη βάση μιας προϋπόθεσης καθαρά «ρεαλιστικής», ανάλυση δηλαδή συγκεκριμένων ιστορικών πρακτικών, μετρώντας «ποια μέσα προσφέρουν τις πιο πολλές δυνατότητες ελαχιστοποίησης των κακουχιών και των ανισοτήτων, για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας»[4 ].

Έδαφος δυσπρόσιτο, σχεδόν αδιάβατο, το έδαφος των συγκεκριμένων πρακτικών, τραχύ λόγω των πολλών παρανοήσεων, των συγχύσεων και των ιστορικών παρερμηνειών που οφείλονται ουσιαστικά στην ελλιπή συστηματοποίηση του «σκεπτικού της μη βίας»,στον πολύ συχνά αόριστο τρόπο που αυτή προσεγγίζει τις καταστάσεις, στην ισχνή εξοικείωση της με την αυστηρή χρήση εννοιών. Μια πρώτη δυσκολία αφορά τους γλωσσικούς κώδικες που αυτή χρησιμοποιεί Και πράγματι, το περιεχόμενο των όρων στη συζήτηση που διεξάγεται στη Βόρεια Αμερική και το διάλογο που διεξάγεται στην Ευρώπη δεν είναι διόλου το ίδιο. Κείμενα της αμερικανικής φιλολογίας της μη βίας ορίζουν σαν «συμβατικές μεθόδους» πολιτικής πάλης τις εκλογικές εκστρατείες, την πολιτική προπαγάνδα, τις ενέργειες που δεν βγαίνουν έξω από τα πλαίσια των νόμων, τη δημοσίευση ανοικτών επιστολών, τις δραστηριότητες ομάδων πίεσης σε βουλευτές. Αυτές οι μέθοδοι θεωρείται ότι διαφέρουν από τη μη βίαια δράση, που χαρακτηρίζεται πριν απʼ όλα από «εκδηλώσεις που ξεκινούν από το λαό, όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν να κατέβουν στους δρόμους για ένα συγκεκριμένο σκοπό» [5]. Ο ορισμός αυτός που χωράει τα πάντα φαίνεται να υπονοεί ότι η μη βίαια δράση διαφέρει από τις παραδοσιακές μεθόδους πάλης αφού δεν παράγει πολιτική εκπροσώπηση, δεν χρειάζεται διαμεσολαβήσεις αλλά βασίζεται στην άμεση δράση, την ενεργητική συμμετοχή των λαϊκών υποκειμένων (και γιατί όχι των μεσαίων τάξεων;). Και κατά δεύτερο λόγο, επειδή οι προϋποθέσεις για τέτοιες μορφές δράσης δεν παίρνουν υπόψιν τα όρια που βάζει ο ποινικός κώδικας. Με λίγα λόγια, η μη βίαια δράση αδιαφορεί αν θα είναι ή όχι παράνομη. Αν αυτό το πάρουμε της μετρητοίς, τότε αυτή η αντίληψη περί μη βίας δημιουργεί πολλά προβλήματα στην έννοια που αυτή παίρνει στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ιταλία, όπου οι αυτοαποκαλούμενες μη βίαιες ομάδες κάνουν ευρύτερη χρήση «συμβατικών» μεθόδων εκπροσώπησης και ανάθεσης σε μηντιακούς και κυβερνητικούς παράγοντες (βλέπε Γένοβα), και συγχέουν την πολιτική της μη βίας με τον δουλοπρεπή σεβασμό του ποινικού κώδικα. Ένα δεύτερο πρόβλημα ιστορικής διάστασης εμφανίζεται όταν γίνεται λόγος σε μορφές δράσης που θεωρούνται μη βίαιες: πορείες, καθιστικές διαμαρτυρίες, καταλήψεις και απεργίες μποϊκοτάζ [ 6 ]. Να λοιπόν με ποιο τρόπο ένα μέρος του πιο παραδοσιακού οπλοστάσιου των πρακτικών που εφαρμόστηκαν στην ιστορία του εργατικού κινήματος και τις πολιτικές ομάδες που εμπνεύσθηκαν απʼ αυτό από το 1848 ως τα σήμερα (αναρχικοί, σοσιαλιστές, κομμουνιστές διαφόρων τάσεων, θρησκείας, σχολής, Διεθνούς – αλλά και πιο πριν, βλέπε π.χ. τους Λουντιστές, όπως εξηγεί ο ’γγλος ιστορικός Edward Thompson στο, La formation de la classe ouvrier anglaise( Η γέννηση της εργατικής τάξης στην Αγγλία. Αυτοί, στην πραγματικότητα δεν κατέστρεφαν μόνο τα μηχανήματα των εργοστασίων αλλά οργάνωναν απεργίες και διαδηλώσεις, εφαρμόζοντας τις πρώτες μορφές πολιτικής δράσης της εργατικής τάξης), μεταβάλλονται ξαφνικά σε προνομιακά εργαλεία της ειρηνόφιλης δράσης. Δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι αυτές οι μορφές αγώνα ανήκουν στη γενετική κληρονομιά του πολιτικού πολιτισμού την κόρη του εργατικού κινήματος, ο οποίος ξεχώρισε ιστορικά από θεωρητικές και πρακτικές προσχωρήσεις στην πολιτική της μη βίας.

Το κίνημα της εργατικής τάξης υπήρξε εξεγερτικό, επαναστατικό, βίαιο, ή μεταρρυθμιστικό, προσκολλημένο στη νομιμότητα, θεσμικό, αλλά μόνο σε εξαιρετικά λίγες περιπτώσεις μη βίαιο (ίσως μη βίαιες να μπορούμε να θεωρήσουμε τις φιλανθρωπικές οργανώσεις, ή τις οργανώσεις των Αγγλων χαρτιστών και φαβιστών που πάλευαν για πολιτικά δικαιώματα στις αυγές του εργατικού κινήματος, ακολουθώντας στρατηγικές δημοψηφισμάτων. Εργαλεία που ωστόσο σήμερα, το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της φιλολογία της πολιτικής της μη βίας, θεωρεί συμβατικά). Ο δρόμο είναι μεγάλος, υπάρχει χώρος για όποιον θέλει να μοιραστεί, πλάτη με πλάτη, τα πεζοδρόμια και τις πλατείες, να συμπαρασταθεί ή να χρησιμοποιήσει το όπλο της απεργίας των καταλήψεων, των καθιστικών διαμαρτυριών κ.λπ…, αλλά αφού το δηλώσουμε, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί η σύγχυση μεταξύ πολιτικής της μη βίας και απλής συμμετοχής στις «ειρηνικές» αποκαλούμενες εκδηλώσεις, δηλαδή τη δράση των μαζών, λιγότερο ή περισσότερο νόμιμη ανάλογα με τις εποχές και τους συνταγματικούς κανόνες. Μια συμπεριφορά που διαπερνά οριζόντια τις πιο διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές ομάδες. Αν πολιτική της μη βίας σημαίνει να παρελαύνει κανείς νόμιμα και ειρηνικά στους δρόμους, ή να καταλαμβάνει προσωρινά πλατείες, ύστερα από άδεια των αστυνομικών αρχών, τότε και η εκδήλωση της Forza Italia στις 19 Νοεμβρίου του 2001, στην Piazza del Popolo, ήταν μια μη βίαιη πρωτοβουλία, όπως ακριβώς και οι διαδηλώσεις των Γάλλων αστυνομικών, που τον περασμένο Δεκέμβρη γέμισαν τις πλατείες ζητώντας πιο πολλά λεφτά για τις τσέπες τους και περισσότερη φυλακή για τους άλλους πολίτες. Οποιαδήποτε ειρηνική και νόμιμη διαδήλωση, είτε αυτές που κάνουν τα κόμματα της κυβέρνησης, είτε αυτές που κάνουν οι πολιτικές δυνάμεις της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, στων οποίων τα προγράμματά, τις διακηρύξεις και τα καταστατικά, δεν γίνεται η οποιαδήποτε νύξη στην πολιτική της μη βίας και που ποτέ δεν αμφισβήτησαν την άσκηση του μονοπώλιου της βίας από μεριάς κράτους και κατασταλτικών του μηχανισμών, τότε όλοι αυτοί θα έπρεπε να θεωρούνται εκφραστές μη βίαιων πρακτικών. Θα καταλήγαμε λοιπόν στο παράδοξο ότι θα μπορούσε να γίνουν διαδηλώσεις υπέρ της συμμετοχής και της υποστήριξης στο πόλεμο με τρόπο που να θεωρείται μη βίαιος. Είναι προφανές ότι σε αυτόν τον τρόπο σκέψης, κάτι δεν πάει καλά! Απεργία και πολιτική της μη βίας Είναι λάθος να συμπεριλαμβάνουμε την απεργία από την εργασία όπως και την απεργία πείνας στις μη βίαιες μεθόδους πάλης. Κι αν η πρώτη δεν συμπεριλαμβάνεται σε καμία περίπτωση στις χαρακτηριστικές μεθόδους των παραδόσεων του κινήματος της μη βίας, η δεύτερη αν και είναι μια από τις μορφές πάλης που ταυτίζονται περισσότερο με μη βίαιες συμπεριφορές, απέχει πολύ από το να είναι μια μη βίαιη συμπεριφορά. Η απεργία από την εργασία ουσιαστικά είναι μια πράξη βαθιάς ανυποταξίας, αντιπαράθεσης σκληρής συσχετισμού δυνάμεων που συχνά παίρνει αποστάσεις από κάθε μορφή πάλης και νόμο: σταυρώνουμε τα χέρια, όλοι μαζί, για να σταματήσουμε την παραγωγή εμπορευμάτων των αφεντικών. Η απεργία είναι μια πολύ σκληρή επίθεση κατά της ιδιοκτησίας, στη βάση της αξιοποίησης του κεφαλαίου, αφού πλήττει τα εμπορεύματα στην καρδιά της παραγωγής τους διακυβεύοντας την ίδια τους την επιβίωση. Και ακριβώς γι αυτό το λόγο η αντίδραση των αφεντικών υπήρξε πάντα σκληρή, χωρίς να τσιγκουνεύονται κατασταλτικά μέσα: κλείσιμο εργοστασίων από πλευράς καπιταλιστή (λοκ-άουτ), στρατολόγηση απεργοσπαστικού μηχανισμού, οργάνωση προκλήσεων από πληρωμένους προβοκάτορες, επίσπευση της παρέμβασης της αστυνομίας, του στρατού, εξαπόλυση του μηχανισμού της δικαιοσύνης. Οι εργάτες τότε ήταν αναγκασμένοι να υπερασπίσουν την απεργία τους, για να μην ηττηθούν πριν καν την ξεκινήσουν. Έπρεπε να την υπερασπισθούν κατακτώντας την διαχειριστική και επομένως πολιτική αυτονομία των ταμείων αλληλοβοήθειας, που είχαν δημιουργηθεί, στη Γερμανία επί Βίσμαρκ και επί δεύτερης αυτοκρατορίας στη Γαλλία, τα οποία λειτουργούσαν σαν ιμάντες μεταβίβασης του κρατικού ελέγχου πάνω στους εργάτες, μέσω της προεδρίας των ταμείων που κατείχαν διευθυντές της αστυνομίας ή έμπιστα στελέχη του κράτους.

Μετά εμφανίστηκαν οι ομάδες περιφρούρησης (ο λόγος δηλαδή ήταν να εμποδίσουν τους μη απεργούς υπό την απειλή του αριθμού, την παρουσία και τη φυσική δύναμη, να μπουν στους χώρους δουλειάς. Παράβαση που προβλέπεται στον ποινικό κώδικα), οι καταλήψεις (εισβολή μέσω παραβίασης των εισόδων του εργοστασίου, απειλή και φυσική βία κατά ξένης ιδιοκτησίας. Παράβαση που τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα), το μποϊκοτάζ και το σαμποτάζ (καταστροφή των αγαθών και της ξένης ιδιοκτησίας. Παράβαση που διώκεται από τον ποινικό κώδικα), γύρω από τα οποία επί δύο σχεδόν αιώνες δόθηκαν σκληρότατες μάχες, αγώνες που βάφτηκαν με αίμα, φυλακίσεις και δυστυχία, ακόμα κι όταν η απεργία έγινε τελικά ένα δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο. Η απεργία είναι και παραμένει μέχρι σήμερα (παρά τα σκαμπανεβάσματα της, τις μορφές και τους διαφορετικούς τρόπους χρήσης) το κοινό εργαλείο όλων των ψυχών του εργατικού κινήματος, αλλά ειδικότερα η γενική απεργία υπήρξε μυθικό σημείο αναφοράς και τροφοδότησε τους πιο ατίθασους ιδεολογικούς κόσμους, αμφισβήτησης και επανάστασης: ας σκεφτούμε την πρακτική που σε ορισμένες περιπτώσεις πήρε μυθικές διαστάσεις, την πρακτική της «επαναστατικής απεργίας», το στοιχείο της ώρας 0», την τελική επίθεση (τα εργοστάσια Putilov το 1917, της Fiat το 1943), τη συνύπαρξη επαναστατικής βίας και γενικής απεργίας που τόσο ένθερμα υποστήριξε ο σοσιαλιστής George Sorel, ο συγγραφέας του πολύ γνωστού βιβλίου, Greve generale et violence (Γενική απεργία και βία). Η απεργία πείνας, έπειτα, είναι απλά μια μορφή βίας αντίθετου πρόσημου, όχι επιθετική αλλά αυτο-επιθετική. Είναι αυτοφαγία του σώματος που αρχίζει να τρέφεται με τα πλεονάζοντα λίπη, τα γκρίζα λίπη, και στη συνέχεια με τα λίπη που περιβάλλουν τα ζωτικής σημασίας όργανα του ανθρώπου. Η απεργία πείνας είναι το τελευταίο νόημα ύπαρξης της εξεγερμένης γυμνής ζωής, το τελικό στάδιο μιας σάρκινης μάζας που περιθωριοποιείται, μιας ύπαρξης υποβαθμισμένης σε απλό σκελετό, η οποία αν και βλέπει ότι χάνει βάρος κατορθώνει και αισθάνεται δυνατή. Αφού έκλεισαν όλα τα πεδία στη λέξη και τη δράση, διακύβευμα πλέον γίνεται το γυμνό κορμί. Λέξη και δράση δρουν σε μία ενιαία κοινότητα, δικτυώνονται, αλλά όταν πάψει να υπάρχει η όποια δυνατότητα σχέσης, τότε το σώμα τρώγοντας τις ίδιες του τις σάρκες μετατρέπεται σε εργαλείο λόγου, σε ακραία και τελευταία μορφή ανυποταγής. Η απεργία πείνας είναι αποδεκτή μόνο όταν αυτοί που την χρησιμοποιούν είναι φυλακισμένοι ή σκλάβοι σε γυμνά κελιά υπό επιτήρηση και έχουν εξαντλήσει κάθε περιθώριο δράσης, γίνεται όμως μια στρατηγική εκβιασμού, αξιοκαταφρόνητη ηθικά, όταν υιοθετείται δημαγωγικά από βουλευτές και ανθρώπους δουλοπρεπείς υπό το φως των προβολέων των μμε. Διαφορετικό πράγμα, είναι οι νηστείες του χώρου του ασκητισμού και της πνευματοκρατίας που εγγράφεται στον πολιτισμό πολλών θρησκειών, διαδρομές εσωτερικής κάθαρσης, προσωπικής μαρτυρίας, πολιτικού αυτισμού ή κοινωνικής ανορεξίας. Μια «βουλιμία του πνεύματος» που μισεί το σώμα, το βρίσκει βρώμικο και θέλοντας να απελευθερωθεί από αυτό, υψώνεται πάνω από τα γήινα ή λειώνει στην υπόλοιπη φυσική ύλη. Αυτή η «φυγή από τον εαυτό μας» δύσκολα συμβιβάζεται με τις παραμέτρους του πολιτικού ορθολογισμού της Δύσης, και σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται παρά για μια δημαγωγία μέσω του σώματος να θέλει κάποιος να εντάξει τη μη κοινωνική φύση των νηστειών εξαγνισμού στις πρακτικές του πολιτικού αγώνα που εμείς γνωρίζουμε και διεξάγουμε, ή έστω στις πρακτικές της καθεστηκυίας τάξης Η πολιτική της μη βίας στην ιστορία: ένας απολογισμός Δύο είναι τα ιστορικά γεγονότα υψίστης σημασίας που περιλαμβάνονται στις βάσεις του πολιτισμού και του φαντασιακού της μη βίας. Το πρώτο έχει να κάνει με τη γέννηση του έθνους των Ινδών. Αναμφισβήτητα το ιστορικό γεγονός με τη μεγαλύτερη παρουσία της στρατηγικής της μη βίας. Δεν είναι εδώ ο χώρος για να γίνει η κατάλληλη ιστορική ανάλυση, αλλά τουλάχιστον μπορούν να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις που μας συνιστούν να προσέχουμε και να είμαστε περισσότερο συνετοί όταν χρησιμοποιούμε το μύθο (το χαρακτηριστικό όλων των εθνικισμών) της ίδρυσης του έθνους των Ινδών. Εάν η μορφή του Γκάντι παίζει το ρόλο του μεγάλου πατέρα (εξέχουσα έκφραση αυτής που ο Max Weber ονομάζει «χαρισματική νομιμοποίηση», συμβολική μαγνητική δύναμη του προφήτη που μπορεί να αντιλαμβάνεται πολύ περισσότερα και να είναι πιο δίκαιη από τον δήμο, αλλά που σίγουρα δεν είναι συνώνυμο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατικής εξουσίας, συμμετοχική ή άμεση…), τότε η πολιτική της μη βίας είναι ένας μύθος της γέννησης της Ινδίας. Μύθος μακρινός και πολύ παράδοξος για μια χώρα που από τότε δεν έπαψε να βασανίζεται από χιλιάδες συγκρούσεις εθνικο-θρησκευτικές και απερίγραπτες σφαγές (απόσχιση του Πακιστάν και ένας διαρκής λανθάνον πόλεμος στα σύνορα, εξέγερση των Σιχ, αλυτρωτισμός του Κασμίρ, πόλεμος με το Μπαγκλαντές), μέχρι που απόκτησε και ατομική βόμβα. Η στρατηγική του Γκάντι εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι το κόμμα του Κογκρέσου κατείχε ένα μέρος της διαχείριση της εξουσίας της αγγλικής αποικιοκρατίας. Αν και υποτελής, η ελίτ των Ινδών κατείχε θέσεις στη διοίκηση της χώρας. Αυτό δίχως αμφιβολία ευνόησε την ανάπτυξη μιας στρατηγικής του αγώνα για ανεξαρτησία που ακολουθούσε εσωτερικές διαδρομές, και που βασιζόταν σε οργανωμένες μορφές μη συνεργασίας,. Ο Γκάντι σχεδίασε μια στρατηγική προσαρμοσμένη σε μια Ινδία πολύ φτωχή και τεχνολογικά κατώτερη για να μπορέσει να ανταπεξέλθει σʼ έναν πόλεμο. Η προσφυγή στη δύναμη των αριθμών κατά της ισχνής μειοψηφίας των αποικιοκρατών θα μπορούσε να οδηγήσει στο διώξιμο της τάξης των διαχειριστών και επιχειρηματιών που διοικούσαν την αποικιακή αυτοκρατορία και τα στρατεύματά της. Η δύναμη του αριθμού είχε τα περιθώρια να επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις που προωθούσε η αγγλόφωνη ελίτ των Ινδών, η έκφραση ενός αναδυόμενου αυτόχθονος καπιταλισμού. Η διεθνής κατάσταση ευνοούσε τον αντιαποικιακό αγώνα, και η αποικιοκρατία αντικαθιστάθηκε από μια νέα και πιο σύγχρονη διευθέτηση της παγκόσμιας οικονομίας. Η αγγλική, γαλλική, πορτογαλική αποαποικιοποίηση είναι μια ιστορική διαδικασία που ξεκινά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπό την ανάδυση του νέου διώνυμου των παγκόσμιων δυνάμεων τις νικήτριες της σύγκρουσης: τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Ο ρόλος της Αγγλίας επισκιάστηκε από την ανάδυση της νέας δύναμης του αμερικανικού οικονομικού ιμπεριαλισμού. Ο ρόλος που διαδραμάτισε η Σοβιετική Ένωση, γείτονας και μεγαλύτερος σύμμαχος της Ινδίας στην περιοχή, ήταν σημαντικός. Ο τύπος του αιτήματος, η οικοδόμηση δηλαδή του έθνους (που δεν είχε και τόσο καλή κατάληξη), συνέβαλε στην λειτουργικότητα της στρατηγικής της μη βίας.

Αν μέσα από τις δυνάμεις που πάλευαν για την ανεξαρτησία της Ινδίας είχε κατορθώσει να αναδυθεί ένα κίνημα με τις ιδέες του σοσιαλισμού, ικανό να οργανώσει τις μάζες των αγροτών γύρω από το αίτημα της απαλλοτρίωσης των λατιφούντιων, δύσκολα θα μνημονεύαμε το έπος της Ινδίας και τη στρατηγική της μη βίας. Και το πόσο αυτή η στρατηγική ήταν εύθραυστη, και διόλου προφητική, το αποδεικνύουν τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν: αμέσως μετά την αποχώρηση των ’γγλων ξεσπά εμφύλιος πόλεμος, και άρχισε ο αποσχιστικός πόλεμος με τους Μουσουλμάνους (ίδρυση του Πακιστάν), που χαρακτηρίστηκε από θρησκευτικές σφαγές και στη δολοφονία τελικά του ίδιου του Γκάντι. Η επιβίωση της κοινωνίας των καστών είναι μια επιπλέον επιβεβαίωση της αποτυχίας του δρόμου της μη βίας, αφού στάθηκε ανίκανη να οικοδομήσει εκείνες τις νέες ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις, που βασίζονται στην αναγνώριση του άλλου, που αυτή προεικονίζει και άρα στην υπέρβαση μιας κοινωνίας χωρισμένης ιεραρχικά από τη γέννηση της και με απόλυτα στεγανά. Κατά παράδοξο τρόπο η πολιτική της μη βίας φαίνεται ότι έχει συμβάλλει, αντίθετα με τις ίδιες της τις προθέσεις, στην αυξήσει του συναισθήματος ενδοτικότητας και παθητικότητας που ενίσχυσε την αντίληψη περί φυσικότητας των καστών, και με τον τρόπο αυτό υπονόμευσε την δυνατότητα μιας εξέγερσης για την υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το άλλο παράδειγμα μας το δίνει η περίοδος των αγώνων για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ. Στο παράδειγμα των αγώνων υπό την ηγεσία του πάστορα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (που δολοφονήθηκε κι αυτός), υπάρχει η επιθυμία να ανήκει κάποιος σε μια εθνική κοινότητα αναγνωρισμένη από αυτούς που προβάλλουν το αίτημα (οι μαύροι) και που ωστόσο τους αποκλείει. Με λίγα λόγια ο στόχος εξηγεί και τη μέθοδο διεκδίκησης: ειρηνόφιλη, υπέρ της ενσωμάτωσης, με επεισόδια παραβίασης της νομιμότητας, χαμηλής έντασης, με γενικευμένα επεισόδια μαζικής κοινωνικής ανυποταξίας, μποϊκοτάζ και δικαστικούς αγώνες. Η μάχη περιοριζόταν στην κατάργηση του απαρτχάιντ και την κοινωνική ένταξη με πλήρη δικαιώματα, και όχι στη ριζική αλλαγή της κοινωνίας. Και ίσως, η μάχη για τα πολιτικά δικαιώματα να ήταν το μόνο έδαφος εφικτού πολιτικού αγώνα, σε συνθήκες «ψυχρού πολέμου προς τα έξω, και ενός καμουφλαρισμένου εμφύλιου πόλεμου κατά του κομουνισμού προς τα μέσα, τον μακαρθισμό. Τα όρια αυτού του αγώνα, το γεγονός ότι οι στόχοι του έμειναν ανολοκλήρωτοι, το αναγνωρίζει και η ίδια η φιλολογία της μη βίας, που σαφώς αναφέρεται στον «ρατσισμό που ακόμα κυριαρχεί» και την απουσία «σημαντικών κατακτήσεων»[ 7 ]. Η επικύρωση της τυπικής ισότητας δεν είχε την αντιστοιχία της στην πραγματική ισότητα μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων. Οι κοινωνικές τάξεις με τη μικρότερη οικονομική και πολιτιστική δύναμη βρίσκονται μέχρι σήμερα κυρίως στις κοινότητες των μαύρων και τους ισπανόφωνους. Η μάχη για τα πολιτικά δικαιώματα λειτούργησε σαν οδηγός για την άνοδο των νέων μεσαίων τάξεων των μαύρων και την διεύρυνση της καταναλωτικής κοινωνίας σʼ αυτές. Στη δεκαετία του 1970, οι κεϋνσιανικές πολιτικές στον τομέα της οικονομίας είδαν στην ενσωμάτωση της μαύρης κοινότητας τις δυνατότητες για παραπέρα διεύρυνση της εσωτερικής κατανάλωσης άρα και της ζήτησης. Η «Δράση Επιβεβαίωσης» (affirmative action), που εισήγαγε την αρχή των θετικών διακρίσεων υπήρξε η νομοθετική μετάφραση των αγώνων για πολιτικά δικαιώματα. Και πράγματι, πληθυσμοί κατατρεγμένοι ιστορικά από συγκεκριμένες κοινωνικές, πολιτιστικές και θεσμικές πρακτικές διακρίσεων και ρατσισμού, έβλεπαν τώρα να αναγνωρίζεται το δικαίωμά στην αποκατάσταση της κοινωνικής θέσης τους, μέσα από κανόνες που εισήγαγαν διαδικασίες προνομίων, προκαθορισμένα ποσοστά στους τομείς εργασίας και εκπαίδευσης, μια ειδική μεταχείριση που ευνοούσε την πλήρη ενσωμάτωση και την γλήγορη αποκατάσταση της κοινωνικής υποβάθμισης που είχαν υποστεί.

Αυτή η στρατηγική, που εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια την περίοδο του ρηγκανισμού, επέτρεψε την ανάδυση μιας μεσαίας τάξης μαύρων, μιας νέας αστικής τάξης μαύρων. Κατά παράδοξο τρόπο, το στενών αντιλήψεων πνεύμα της κοινότητας εισήγαγε αργότερα την έννοια της κοινοτικής ταυτοποίησης, της υποτιθέμενης ή υπαρκτής, (έπρεπε να αναγνωρίζεσαι ότι ανήκες σε μια θυματοποιημένη κοινότητα για να μπορείς να κάνεις χρήση των ευεργετημάτων του νόμου της «Δράσης Επιβεβαίωσης»), προκαλώντας έτσι τον ανταγωνισμό των άλλων κοινοτήτων που βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση. Πιο συγκεκριμένα, δημιουργήθηκε ένα είδος ολιγοπώλιου που προσπαθεί να αποκλείσει τις λιγότερο ευεργετημένες νέες κοινότητες, μη αναγνωρίζοντας τες σαν τέτοιες, για να μη μειωθούν τα πλεονεκτήματα, λόγω θέσης εισοδήματος, που προσφέρουν οι πρακτικές των θετικών διακρίσεων. Στην πραγματικότητα, οι περιορισμένοι στόχοι του αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα δεν οφείλονται στις μορφές πάλης που υιοθετηθήκαν αλλά στις θεωρητικές προϋποθέσεις που τις στήριζαν, στα πολιτικά και πολιτιστικά όρια, στη διαχείριση του που επηρεάστηκε από θρησκευτικές ομάδες χριστιανών, στον χαρακτήρα αυτών των ομάδων που ήταν καθαρά ηθικό. Στις δεκαετίες του ʽ80 και του ʽ90, στην Ευρώπη αναπτύχθηκαν σημαντικοί αγώνες για τους sans- papiers (μετανάστες χωρίς άδεια παραμονής), στους οποίους συμμετείχε ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών οικογενειών της αριστεράς, χωρίς να προκύψουν διχογνωμίες για τις μορφές πάλης. Αντίθετα, οι πιο ριζοσπαστικές ομάδες, που χαρακτηρίζονται από μια μεγαλύτερη έφεση προς τη βία, ξεχώρισαν για τη συνέπεια τους σε δράσεις υποστήριξης των παρανόμων, στα μποϊκοτάζ, στις καταλήψεις κτιρίων, γραφείων δημόσιας διοίκησης, κέντρων κράτησης μεταναστών και αεροδρόμια, όπου γινόντουσαν οι απελάσεις (πράξεις, που το σημερινό λεξιλόγιο θα τις χαρακτήριζε σαν πράξεις ανυπακοής, αλλά που τότε ακόμα ο κόσμος τις θεωρούσε σαν τυπικές πράξεις κοινωνικού αγώνα, παραδοσιακού τύπου). Από την άλλη, πολλές «μη βίαιες» ομάδες ξεχώριζαν από το ότι περιόριζαν τη δράση τους αποκλειστικά σε διαδικασίες νομικού χαρακτήρα. Ίσως, πίσω από την ιδεολογία της πολιτικής της μη βίας να κρύβεται στην πραγματικότητα, και όλο και περισσότερο, το ταμπού της νομιμότητας. Η αποδιδόμενη πολιτική της μη βίας: ή το εφεύρημα της επιτυχίας της πρακτικής της μη βίας Τα ως τώρα ιστορικά παραδείγματα είναι ενδεικτικά. Το πόσο σημαντικά ήταν και πόσο αποτελεσματικά μπορούμε να το συζητήσουμε: η νίκη της εθνικής αστικής τάξης στην Ινδία, που συνοδεύτηκε από την οικοδόμηση μιας πολύ βίαιης και πολωτικής κοινωνίας, ή ακόμα, η ανάδυση μιας μεσαίας τάξης μαύρων στις ΗΠΑ που βλέπει να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα της, σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν στους υπόλοιπους μαύρους και Ισπανόφωνους προλεταριακής ή υποπρολεταριακής κοινωνικής θέσης. Μπορούμε ακόμα να συζητήσουμε την παγκόσμια σημασία αυτών των αγώνων, δηλαδή για την αξία τους ως παραδείγματα, τη δυνατότητα εξαγωγής ή μη των μεθόδων τους καθώς και το ίδιο τους το περιεχόμενο (που όπως είδαμε, και το ένα και το άλλο υπήρξαν πολύ μέτρια), δίχως καμιά αμφιβολία, όμως, οι εμπειρίες αυτές ανήκουν στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της παράδοσης που ορίζεται σαν μη βίαιη και ειρηνόφιλη.

Πάντως, χοντρά προβλήματα, προκύπτουν, όταν η φιλολογία της μη βίας, για να ενισχύσει τις θέσεις της αναζητά ιστορικά παραδείγματα αλλού: στην επανάσταση του Χομεϊνί που έδιωξε το Σάχη της Περσίας από το Ιράν, π.χ., ή στην πρόσφατη ήττα του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στη Σερβία, ή ακόμα στο διώξιμο του δικτάτορα Mάρκος από τις Φιλιππίνες, στους ζαπατίστας του Τσιάπας, στην Σολινταρνοσκ, στην Πολωνία. Ή ακόμα όταν φτάνει στο σημείο να αποδίδει την άνοδο του ANC της Νότιας Αφρικής στην εξουσία, σε δήθεν προσχώρηση του σε μη βίαιες πολιτικές επιλογές, ή όταν αναφέρεται στην άνοδο του λαϊκιστή Chavez στην εξουσία. Είναι παράξενο αλλά, ανάμεσα στα διάφορα γεγονότα που αυτή επικαλείται υπάρχει μονάχα ένα επεισόδιο που αποσιωπά συστηματικά: η «επανάσταση των γαρυφάλλων» του 1975 στην Πορτογαλία. Ίσως επειδή σε αυτό το γεγονός πρωταγωνίστησαν στρατιωτικοί, κομμουνιστές που εφάρμοζαν μια στρατηγική «εσοδισμού» στο στρατό, πέρνωντας με το μέρος τους ένα μεγάλο αριθμό μεσαίων στελεχών του μέχρι την ημέρα της εξέγερσης, το στρατιωτικό πραξικόπημα. Μια συνωμοσία που πέτυχε χωρίς να χυθεί αίμα, λόγω της κατάστασης αποσύνθεσης που βρισκόταν η αποικιοκρατική κοινωνία της Πορτογαλίας εκείνη την εποχή. Δεν έπεσε ούτε μία ντουφεκιά, αλλά αντίθετα, οι στρατιώτες παρήλασαν κάτω από τις επιδοκιμασίες του πλήθους με γαρύφαλλα στις κάνες των ντουφεκιών τους, απόδειξη ότι επαναστάτες αγωνιστές, με δικό τους στρατό, και εφόδιο μια κουλτούρα που περιφρονεί την πολιτική της μη βίας, μπορεί να νικήσουν χωρίς να χρειαστεί να πέσει ούτε μία ντουφεκιά. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή με ό,τι συνέβη στην Ινδία. Για να επιβεβαιωθεί έτσι ότι η βίαια ή μη βίαια φύση ενός γεγονότος εξαρτάται λιγότερο από τις πεποιθήσεις και τις προθέσεις των υποκειμένων που συγκρούονται και περισσότερο από την ιστορική συγκυρία. Για να μπορεί να γίνεται επίκληση, μιας ενδεχόμενης συμβολής της πολιτικής της μη βίας σε ιστορικά επεισόδια εθνικών εξεγέρσεων, αγώνες για ανεξαρτησία ή καθεστωτικές αλλαγές, πρέπει να συνυπάρχουν τουλάχιστον δύο παράγοντες: 1) η παρουσία κοινωνικών πρωταγωνιστών που με τη θεωρία τους και την πρακτική τους να εφαρμόζουν αυτή τη στρατηγική και αυτό το βρίσκουμε μόνο στην Ινδία και τις ΗΠΑ της δεκαετίας του 1960. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις όπως προαναφέραμε, δεν υπήρξε ούτε ένα κίνημα που να διαδραμάτισε έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο, και να μπορεί να θεωρηθεί μη βίαιο. Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις, ομάδες πίεσης, κοινωνικά μπλοκ, κόμματα θρησκευτικά, αντάρτικα, που λόγω ειδικών συνθηκών σε κάποιες περιπτώσεις κατόρθωσαν να κατακτήσουν την εξουσία χωρίς νʼ αναγκαστούν να οργανωθούν κατασταλτικά (και σίγουρα όχι για να οικοδομήσουν μια κοινωνία μη βίας), αλλά εκμεταλλευόμενα την υποστήριξη ή την ουδετερότητα της αστυνομίας και του στρατού ή τη διεθνή υποστήριξη άλλων κρατών. 2) η πραγμάτωση των προσχεδιασμένων στόχων της στρατηγικής της μη βίας, δηλαδή νέες κοινωνικές σχέσεις, που να βασίζονται στην αναγνώριση του άλλου, στην ισότητα και στην αμοιβαία συμμετρία. Με άλλα λόγια, η εξαφάνιση σχέσεων που βασίζονται σε μορφές κυριαρχίας και παραβατικότητες κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής, σεξουαλικής, πολιτιστικής, θρησκευτικής, φύσης. Σε κανένα από τα προαναφερθέντα παραδείγματα δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις.

Για να κατανοήσουμε τι συνέβη θα ήταν πιο χρήσιμο εάν κάναμε χρήση εννοιών όπως «κατάρρευση» (εσωτερική κατάρρευση ή γεωπολιτική έκρηξη) «κοινωνικο-εξεγερσιακού τύπου». Στο Ιράν το καθεστώς του Σάχη παρέλυσε κάτω από τη σύνθετη πίεση εσωτερικών μαζικών κινημάτων, στα οποία υπήρχαν ένοπλες πολιτοφυλακές και ομάδες που εφάρμοζαν βομβιστικές πρακτικές. Οι δυνάμεις. αυτές θεωρούσαν τον αυταρχικό εκσυγχρονισμό του Σάχη σαν ένα πνιγηρό μανδύα που επέβαλλαν στην κοινωνία οι δυτικοί αποικιοκράτες και ειδικότερα οι ΗΠΑ. Όλα έγιναν μέσα σε ένα τεράστιο λουτρό αίματος, για να αρχίσει αμέσως μετά ένας εμφύλιος πόλεμος, μεταξύ ισλαμιστών και ομάδων της αριστεράς, οι οποίες ηττήθηκαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες. Για να μην μιλήσουμε για τον δεκαετή πόλεμο με το Ιράκ και την εξάπλωση της βίας στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη λόγω της διάδοσης του σιίτικου φονταμενταλισμού, που μόνο πρόσφατα τον ξεπέρασε η βαχαμπίτικη σχολή που συνδέεται με τον σαουδικό φονταμενταλισμό. Ο Μιλόσεβιτς έχασε τις εκλογές, δεν τον έδιωξαν μη βίαιες ομάδες. Το αντίθετο συνέβη, παραστρατιωτικές ομάδες επιτέθηκαν στο Κοινοβούλιο και το έκαψαν τις ημέρες που ο Σέρβος Πρόεδρος αρνιόταν να αναγνωρίσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Η εθνικιστική δεξιά, που τόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε στον πόλεμο στη Βοσνία και στο Κόσοβο βρίσκεται πάντα εκεί. Την ουδετερότητα του στρατού δεν πρέπει να την συγχέουμε με την αιφνίδια άνθιση μιας εποχής μη βίας. Οι Φιλιππίνες του Mάρκος, που από ένα σημείο και μετά συγκέντρωνε τις αντιπάθειες της κυβέρνησης των ΗΠΑ, έγινε θέατρο οδομαχιών και χύθηκε πολύ αίμα. Συγκεντρώσεις πλήθους, κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις και απεργίες, με λίγα λόγια μια σύγκρουση μέσης έντασης δεν είναι συνώνυμο της πολιτικής της μη βίας, που εξ άλλου κανείς δεν την χρειάστηκε. Οι Ζαπατίστας είναι ένας στρατός ενόπλων που την 1η Ιανουαρίου του 1994 ξεκίνησε μια εξέγερση με πολλούς νεκρούς. Ο Mάρκος που φοράει μια κουκούλα για να υποδηλώσει τη θέση του ως παράνομου πολεμιστή και γυρίζει οπλισμένος με ένα M16, δεν είναι και το καλύτερο παράδειγμα που μπορεί να επικαλεστεί κάποιος που θέλει να δώσει μια εικόνα της πολιτικής της μη βίας. Η Σολινταρνόσκ υπήρξε ένα ισχυρότατο συνδικάτο-κόμμα (που χρηματοδοτήθηκε με πακτωλό χρημάτων από τη Δύση) και συγκέντρωνε στο εσωτερικό του το σύνολο σχεδόν της αντιπολίτευσης στο σοσιαλιστικό καθεστώς της Πολωνίας. Ακόμα κι αν ακολούθησε κυρίως «ειρηνικές» μορφές πάλης, στο πολιτικό του πρόγραμμά δεν αναφερόταν υπέρ της μη βίας και πολύ περισσότερο στους στόχους του (μεταξύ των οποίων και η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ). Στο εσωτερικό της Σολινταρνόσκ υπήρχαν οι πάντες, από σούπερ-νεοφιλελεύθερους, καθολικούς λαϊκιστές, θρησκευόμενους φονταμενταλιστές, ομάδες της άκρας δεξιάς, οπαδούς της μοναρχίας, ακόμη και κάποιοι ελάχιστοι «δημοκρατικοί» Το ANC της Ν. Αφρικής ποτέ δεν ενέταξε στο πρόγραμμά του την πολιτική της μη βίας, απλά παραιτήθηκε από τον ένοπλο αγώνα όταν, την περίοδο Γκορμπατσόφ, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για μια σοβαρή διαπραγμάτευση που προέβλεπε την απελευθέρωση του Μαντέλα και την έναρξη μιας διαδικασίας κατάργησης του απαρτχάιντ, όταν δηλαδή τα ουσιαστικά σημεία του προγράμματός του ήταν έτοιμα να ικανοποιηθούν.

Η εγκατάλειψη του ένοπλου αγώνα από ορισμένα κινήματα είχε το αντίστοιχο της σε μια μετάβαση πολιτικών μορφών πάλης παραδοσιακού τύπου, δηλαδή νόμιμου, και όχι βέβαια μη βίαιου. Τέτοια είναι η περίπτωση του IRA στην Ιρλανδία, ο οποίος εγκατέλειψε βαθμιαία τον ένοπλο αγώνα όταν, μέσα από το νόμιμο κομμάτι του, κατόρθωσε να πετύχει σημαντικούς πολιτικούς στόχους (αλλά και επειδή βασικά είχε μειωθεί η οικονομική του ενίσχυση από τις κοινότητες των Ιρλανδών των Ηνωμένων Πολιτειών). Ο Τσάβεζ είναι ένας πρώην αλεξιπτωτιστής που μεταβλήθηκε σε λαϊκιστή ηγέτη τη δεκαετία του 1990 αφού πρώτα είχε μπει φυλακή για απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος. Έχοντας νʼ αντιμετωπίσει μια αναξιόπιστη και διεφθαρμένη τάξη πολιτικών, και με το φωτοστέφανο του ήρωα, κέρδισε τις εκλογές. Δεν είναι ένα όμορφο παράδειγμα μη βίας. Θα ήταν σαν να λέγαμε ότι ο Μπερλουσκόνι είναι μη βίαιος επειδή χάριν των τηλεοπτικών του σταθμών ακολουθεί ειρηνικές μεθόδους πειθούς και ότι με αυτές έχει κατακτήσει τη συναίνεση του εκλογικού σώματος . Βία ή μη βία; Το ανύπαρκτο πλεονέκτημα του ενός και μοναδικού μοντέλου Το πρόβλημα που δημιουργείται από το δίλημμα βία-μη βία, στην πραγματικότητα οφείλεται, στο ότι έχουν τεθεί εξ αρχής σε λάθος βάση οι όροι της συζήτησης των διαφορετικών μορφών πάλης, μετατρέποντας τες από εργαλεία, που είναι στην πραγματικότητα, σε ιδεολογήματα, σε μέσα αναπόσπαστα συνυφασμένα με συγκεκριμένους στόχους. Κι αυτό είναι το αναπόφευκτο ρίσκο που παίρνουμε όταν η πολιτική υποβαθμίζεται για λόγους ηθικών αρχών, όταν η δράση καταλήγει να σημαίνει διατύπωση ηθικής πρότασης, της όποιας ηθικής. Κατά βάθος, από τη σκοπιά αυτή αυτοί οι πασιφιστές που στη Γένοβα σήκωναν ψηλά τα χέρια σημάδι ότι παραδίδονται στην αστυνομίας δεν διαφέρουν από τους στρατευμένους του μπλακ μπλοκ, που συστηματικά καταστρέφουν τα σύμβολα του καπιταλισμού, δευτερεύουσας σημασίας όμως, και ασήμαντα σε τελευταία ανάλυση, χωρίς να αισθάνονται καν την ανάγκη να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να συμμαχήσουν, να διευρύνουν το μέτωπο πάλης και να δημιουργήσουν γύρω τους συναίνεση. Αυτές οι δυο πραγματικότητες, που μόνο φαινομενικά διαφέρουν, είναι η έκφραση μιας συμμετρικής συμπεριφοράς που την υπαγορεύει μια καθαρά ηθική σχέση με τη δράση τους. Προκύπτει έτσι μια μορφή ψυχικής τραχύτητας, μια ακραία αυτοαναφορικότητα που προβάλλει την καθαρότητα της, τη συνέπεια της, ένα είδος αισθητικής αυτοϊκανοποίησης, εμμονής για οπωσδήποτε συμφωνία, και το μόνο που μετράει πάντα σε τελευταία ανάλυση, μεταξύ μέσων και στόχων που καταλήγει να μετατρέπει το στόχο σε μέσο. Η πραγματικότητα δεν μετρά, η ιστορική συγκυρία ούτε, η ανάλυση των καταστάσεων αγνοούνται. Η πολιτική γίνεται έτσι ένας καθρέφτης για να θαυμάζουμε αυτάρεσκα την καθαρότητα μας. Πρόσχημα, για να «εκφράσουμε απλά τους εαυτούς μας» όπως κάνει ο ηθοποιός στη διάρκεια μιας παράστασης.

Αυτό που έχει πραγματικά καθοριστική σημασία είναι η συμπεριφορά του καθενός, η ηθική του τελειότητα. Είναι ο κόσμος που πρέπει να προσαρμοστεί στα πιστεύω μας. Πρόκειται για μια καθαρότητα ολοκληρωτική, μη ανεκτική, κλειστή, πολύ διαφορετική από την πολυδιαφημισμένη διάχυση στην κοινωνία. Η πολιτική της μη βίας (βία κατά εμπορευμάτων αλλά όχι κατά ανθρώπων. Αυτοί του μπλακ μπλοκ σʼ αυτό είναι ιδιαιτέρως ηθικοί) από άσκηση ηθικής μετατρέπεται έτσι σε εξωτερίκευση αδυναμιών, σε διάθεση για μεγαλεία που υποπίπτει στο «παράπτωμα της αυτο-ικανοποίησης», προσδίδοντας στους πασιφιστές έναν αέρα καυχησιάρικης αυτάρκειας που τους κάνει να θεωρούν τον εαυτό τους σαν «πιο σωστούς και πιο επιδέξιους από τους άλλους» και συνεπώς «αρνητικούς σε μια τίμια και ουσιαστική συζήτηση» σε τέτοιο βαθμό που να τους βολεύει μια «ιδεολογία του ηθικού που τους δίνει τη δυνατότητα να αποφεύγουν μια ανοικτή εκτίμηση άλλων πρακτικών». Το σημαντικό είναι η μαρτυρία, η συμμετοχή σε πρακτικές που όλο και πιο πολύ υποβαθμίζονται σε «πράξεις ενός συνήθους τελετουργικού, χαριτωμένες παραβάσεις, σε ακραία ελαχιστοποίηση του ρίσκου». [8 ]. Υπʼ αυτή την έννοια είναι σχετική η έκφραση που χρησιμοποιεί ο Ward Churchill στο βιβλίο του με τίτλο: «Ο πασιφισμός σαν παθολογία» της θέλησης. Το λάθος βρίσκεται στο σκεπτικό ότι μπορεί να υπάρξει ένα και μοναδικό μοντέλο αγώνα, απόλυτο, το οποίο να ισχύει παντού και πάντα, ανεξάρτητα από το χώρο και τις συγκεκριμένες συνθήκες (κάτι που πίστευαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ή άλλες μαχητικές κομμουνιστικές οργανώσεις). Υπʼ αυτή την έννοια, βίαιοι και μη βίαιοι ταυτίζονται. Ο George Lakey επαναλαμβάνει το αυτονόητο όταν μας υπενθυμίζει ότι «η βία δεν είναι το σήμα κατατεθέν του ριζοσπαστισμού ή του επαναστατικού πάθους, επειδή την χρησιμοποιούν για τους πιο διαφορετικούς λόγους»[9].Ετσι, φιλόσοφοι σαν τον Michael Walzer,ένας οπαδός της θεωρίας του «δίκαιου πολέμου» (Guerres justes et injustes,Belin,Παρίσι 1999) μεταθέτουν το πρόβλημα σε επίπεδο νομιμοποίησης και μη νομιμοποίησης των αιτίων που τον προκαλούν. Δεν υπάρχει μια μορφή προσχεδιασης, μια μέθοδος που να εμπεριέχει τους στόχους, το μοντέλο της μελλοντικής κοινωνίας. Κι αν αυτή είναι τελικά η φιλοδοξία της πρακτικής της μη βίας, τότε θα πρέπει να της αναγνωριστεί η πλήρης ιστορική της αποτυχία. Αντίθετα, είναι δυνατόν να θεωρήσουμε την μη βία σαν μία επιπλέον εφεδρεία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνθήκες και συγκυρίες που την κάνουν ένα εργαλείο αποτελεσματικό.

Η επιλογή των μορφών πάλης είναι ένα ζήτημα σύνθετο και με πολλές πλευρές που πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα με τη συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση και τις ιστορικές συνθήκες. Η καλύτερη στρατηγική είναι αυτή που βασίζεται στην σταθμισμένη επιλογή των πιο κατάλληλων και αποτελεσματικών τακτικών ανάλογα με τις ανάγκες και τα συγκεκριμένα κάθε φορά πολιτικά καθήκοντα Χωρίς να αποκλείουμε καμία. Μετά από αυτά, δεν γίνεται να αγνοούμε ότι σε ιστορική βάση η χρήση της βίας, με τις πολλές αποχρώσεις της, από τις πιο λεπτές ως τις πιο έντονες, αποδείχθηκε πολλές φορές μια εφεδρεία με αποφασιστική σημασία. Κράτη, έθνη, λαοί, κοινωνικά συστήματα, επαναστάσεις απελευθερωτικές, διαδέχτηκαν και αντιμετώπισαν το ένα το άλλο κυρίως μέσα από έναν αδυσώπητο αγώνα. Η ιστορία είναι μια απέραντη πεδιάδα από κόκαλα, έγραφε ο Χεγκελ. Οφείλουμε να σκεφτούμε μηχανισμούς ελαχιστοποίησης της βίας, μορφές που να μειώνουν στο ελάχιστα δυνατό την προσφυγή στη βία, που να ελέγχουν τις μορφές της, αλλά δεν είναι δυνατόν να μην αντιμετωπίζουμε το θέμα ρεαλιστικά. Η πολιτική πρόταση της μη βίας και η ανεπαρκής συμβολή της στην κριτική της εξουσίας Ένα; από τους βασικούς λόγους που στηρίζουν την επιλογή της μη βίας είναι και η παραίτηση από την άσκηση μορφών εξουσίας. Η πιο ριζοσπαστική και πιο ανένδοτη πολιτική μη βίας, διεκδικεί την πλήρη ασυμμετρία της ως προς την άσκηση εξουσίας. Αυτή δεν διεκδικεί τη θέση μιας άλλης εξουσίας αλλά, αρνούμενη οποιαδήποτε μορφή συμμετρίας και ανταγωνισμού, επιδιώκει άλλα πράγματα, πέρα από τη λογική της ίδιας της εξουσίας .Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, μέσω της μεθόδου της μη βίας θα μπορούσε να πετύχει το πέρασμα από την εξουσία που ασκείται «επί» (κυριαρχίας),στην εξουσία που ασκείται «σε» (συνεργασία με τους άλλους) ή στην εξουσία που ασκείται «από τα μέσα» (δύναμη πνεύματος και ψυχολογική) [10].

Αλλά η προσφυγή σʼ ένα όμορφο ανακάτεμα της τράπουλας δεν λύνει το δίλημμα της εξουσίας, τη φύση της προέλευσης της. Ακόμα και μία εξουσία που βγαίνει μόνο από μέσα μας, και που με άλλη γλώσσα μπορούμε να ονομάσουμε τέλος της συναίνεσης, τερματισμό της εσωτερικευμένης κυριαρχίας, συνειδητοποίηση, χειραφέτηση, έξοδο από την αλλοτρίωση, κατάκτηση συνείδησης για τον εαυτό της, πρόσληψη των αρχών της αυτονομίας, δεν δημιουργείται μέσω απλής και αυθόρμητης εκβλάστηση, αλλά είναι καρπός συνάντησης με το έξω, με τον άλλο. Και αυτή η διαδικασία ανταλλαγής δεν εξαιρείται από τον κίνδυνο να υποστεί εξαρτήσεις από καθαρές μορφές εξουσίας: η συμβολική εξουσία, η χαρισματική εξουσία, μορφές νομιμοποίησης που κυριαρχούν στη θέληση περισσότερο παρά στο σώμα, χάρη στην οικονομική ανισότητα, την ασυμμετρία ικανοτήτων και γνώσεων, που καθορίζουν διαφορές και ιεραρχίες. Δεν είναι αρκετό να αντικαταστήσει κανείς κάποια μόρια γραμματικά για να επιλύσει την αναπόφευκτη στιγμή της σύγκρουσης, την αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών εξουσιών. Πώς θα καταφέρουμε να μην υποκύψουμε, όταν μία δύναμη βασισμένη στην «από τα μέσα» εξουσία ή την εξουσία «σε»,βρίσκει μπροστά της το εμπόδιο της άσκησης εξουσίας «επί» και συνεπώς κατά; Τι κάνουμε όταν ο συσχετισμός δύναμης έχει φυσικά χαρακτηριστικά κι αυτός που αγωνίζεται δεν θέλει είναι ένα απλό παράδειγμα μαρτυρίας της πράξης του, αλλά πάνω απʼ όλα αρνείται να υποκύψει; «Δεν συνεργαζόμαστε» είναι το προοίμιο της δράσης, και όχι η κατάληξη της .

Η ανυπακοή είναι μόνο το πρώτο βήμα μιας μακράς πορείας, είναι ακόμα μία στιγμή αντίδρασης που της λείπει η αυτονομία. Το να είναι κάποιος ανυπάκουος δεν φτάνει. Μη βία ή σεβασμός της νομιμότητας; Στο δυτικό κόσμο το μεγαλύτερο ποσοστό της μη βίας το διεκδικούν οι χριστιανοί που θεωρούν τους διωγμούς των πρώτων χριστιανών σαν την ιδρυτική πράξη της πρακτικής της μη βίας. Το «μαρτύριο» του Μαξιμιλιανού, του πρώτου αντιρρησία συνείδησης ,το θεωρούν σαν ένα ένδοξο παράδειγμα. Δεν είναι εδώ ο χώρος να διερευνηθεί η πραγματική σχέση παθητικής έννοιας του μαρτυρίου και ενεργητικής έννοιας της μη βίας. Το βέβαιο είναι ότι αυτή η επικάλυψη λέει πολλά για τους πολιτισμικούς υπαινιγμούς που περιλαμβάνονται στις διαφορετικές εκδοχές της μη βίας. Η έννοια της δοκιμασίας του μαρτυρίου, πίσω από τον πόνο της επίγειας δοκιμασίας, κρύβει μια αντίληψη περί ευτυχίας μαζοχιστικού χαρακτήρα υπό την προοπτική βέβαια του οριστικού περάσματος στο βασίλειο των ουρανών. Το να υπομένεις και να υποφέρεις, περισσότερο κι από φυσική πράξη αντίστασης του ανθρώπου, είναι μια απόδειξη βαθειάς θρησκευτικότητας, μια πράξη πίστης που ενδόμυχα στηρίζεται σε μια κρυφή ικανοποίηση διεστραμμένη. Αν και η ιστορία της Εκκλησίας όπως και των κινημάτων θρησκευτικής μεταρρύθμισης και διαμαρτυρίας, πέρα από τη μαρτυρία των ιερών γραφών, της θεολογίας και του εκκλησιαστικού δικαίου, αντιπροσωπεύουν πηγές αμφίσημες για την παράδοση της μη βίας, η αλληλεξάρτηση ιδεολογίας και πρακτικών μη βίας με την κουλτούρα της θρησκείας είναι γεγονός. Και είναι σε τέτοιο βαθμό ώστε η διάκριση του Λούθηρου μεταξύ της βίας που ασκείται από ένα άτομο, και είναι καταδικαστέα, και κρατικής ή συλλογικής βίας, την οποία οφείλουμε να αποδεχόμαστε για το καλό της κοινότητας, να παραμένει ως τα τώρα ο πραγματικός πυρήνας του σκεπτικού που εμπνέει ουσιαστικά την κουλτούρα της μη βίας. Μια ιδεολογία δηλαδή που καταπατά την αυτονομία του ατόμου, του αφαιρεί την ελευθερία επιλογής υποτάσσοντας το στο νόμο του κρατικού μονοπώλιου. Η συμπεριφορά μεγάλου μέρους των Ιταλών ειρηνιστών, έχει τις ρίζες της σε εποχές μακρινές και ένδοξες. Αυτοί, αντί να στρέψουν τις προσπάθειες τους κατά της απονομιμοποίησης εκείνων των ισχυρών εξουσιών που μπορούν να επωφεληθούν από την προστασία και την άσκηση της νόμιμης βίας, δείχνουν να επιλέγουν το δρόμο των διακρίσεων εναντίον όσων, αγωνιζόμενοι κατά αυτών των εξουσιών, χρησιμοποιούν διαφορετικές μορφές πάλης. Πολύ συχνά στην Ιταλία ονομάζεται μη βία ένας τύπος πολιτικού πολιτισμού που οικοδομήθηκε πάνω στην άρνηση της πολιτικής βίας των εξεγερσιακών κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του 1970. Η απόρριψη της βίας κατά της εξουσίας, μια βία που πήγαζε από τα κάτω, έβαλε το σημάδι της σʼ αυτήν την εξημερωμένη κουλτούρα ωθώντας την προς συμπεριφορές αρκετά φιλικές προς τους θεσμούς, τους κατόχους εκείνης της νομιμοποιημένης βίας που ασκείται από τα πάνω. Έτσι ρίζωσε η ιδέα ότι νομιμότητα και μη βία ήταν, στο βάθος, ένα και το αυτό ή ότι σε κάθε περίπτωση αυτές βρισκόντουσαν από την ίδια πλευρά του αναχώματος. Μια κακόβουλη παρανόηση που έκανε την μη βία και τον πασιφισμό μία συμπεριφορά υποταγής, εξημερωμένη, συγκαταβατική βασικά προς την καθεστηκυία τάξη. Αυτή είναι και η μεγάλη «παρανόηση» που κυριαρχεί στο ιταλικό κίνημα ειρήνης και μετατρέπει πολλούς ειρηνιστές σε φιλήσυχους ή ειρηνοποιούς. Μένει στους πιο ειλικρινείς και αγνούς αγωνιστές αυτού του ρεύματος να λύσουν το πρόβλημα.

Παραπομπές: [1] Le Courrier dʼinformation, n.246,Τρίτη 19 Ιουνίου 2001. [2]Ένας υστερικός Vittorio Agnoletto κι ένας αρκετά απρόσεκτος Fausto Bertinotti [3]Gandhi,la sagesse de la non-violence,Jean-Marie Muller,Desclee de Brouwer,Paris 1994 [4]George Lakey, Το σπαθί που γιατρεύει: μια υπεράσπιση της μη βίας. Πρόκειται για κείμενο που γράφτηκε σαν απάντηση στο βιβλίο του Ward Churchill, Ο πασιφισμός ως παθολογία: Σκέψεις για το ρόλο του ένοπλου αγώνα στη Βόρειο Αμερική [5] του ιδίου, σελ.4 [6] του ιδίου, σελ.4 [7] του ιδίου, σελ.2 [8] του ιδίου, ιδίου, σελ.4 [6] του ιδίου, σελ.4 [7] του ιδίου, σελ.2 [8] του ιδίου, σελ.2 [9] του ιδίου, σελ.16 [10] του ιδίου, σελ. 18

Από: http://italy.indymedia.org/news/2002/07/65526.php όποιος/α ενδιαφέρεται,περισσότερα για τον Paolo Persichetti, μπορεί να βρει εδώ: http://orestescalzone.over-blog.com/ Να πω μόνο για όσους δεν γνωρίζουν κάποια ξένη γλώσσα ότι ο Paolo Persichetti,της ιταλικής Αυτονομίας, σήμερα εκτίει ποινή φυλάκισης.

Categories
Giorgio Agamben

Όχι στη Βιομετρία – Giorgio Agamben

Όχι στη Βιομετρία – Giorgio Agamben

Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Galion στην Αγγλία ξεκινούσε τις έρευνές του πάνω στα αποτυπώματα και ο Bertillon στη Γαλλία ανακάλυπτε την δικαστική φωτογραφία για “ανθρωπομετρική ταυτοποίηση” (όρος της εποχής), διαδικασίες σαν αυτές προορίζονταν αποκλειστικά για τους κατά συρροήν εγκληματίες.

Σήμερα, αντικρύζουμε την αυγή μιας κοινωνίας η οποία προορίζει για όλους τους πολίτες της αυτά που ως τώρα προόριζε για τους παραβάτες. Σύμφωνα με ένα σχέδιο που έχει ήδη αρχίσει να υλοποιείται, η φυσική σχέση του Κράτους με αυτούς που ο Rousseau αποκαλούσε μέλη της επικράτειας, θα είναι βιομετρική, που πάει να πεί, γενική καχυποψία.

Υπο την πίεση της αύξουσας αποθράσσυνσης των μεταβιομηχανικών κοινωνιών, η έννοια του πολίτη προοδευτικά οδεύει από αυτή της απόλυτης πολιτικής συμμετοχής στην ολοένα και πιο έντονη συμπεριφορά σαν σε δυνάμει εγκλήματίες. Έτσι το πολιτικό σώμα μετατρέπεται σε εγκληματικό σώμα.

Οι κίνδυνοι μιας τέτοιας κατάστασης είναι φανεροί σε όλους, εκτός από όσους δεν θέλουν να δουν. Δεν μπορούμε να ξέρουμε καλά-καλά αν οι φωτογραφίες που επέτρεπαν στους ναζιστές αστυνομικούς να εντοπίσουν και να χαρτογραφήσουν τους εβραίους στις κατεχόμενες χώρες, επισπεύδοντας έτσι τη μετανάστευσή τους, ήταν αρχικά επαγγελματικές κάρτες ή δελτία ταυτότητας. Τί θα συμβεί όταν μια εξουσιαστική δύναμη κάνει χρήση των βιομετρικών δεδομένων ενός ολόκληρου πληθυσμού;

Γίνεται όλο και πιο ανησυχητικό που οι ευρωπαϊκές χώρες, αφού επέβαλαν τη βιομετρική επιτήρηση στους μετανάστες, τώρα ετοιμάζονται να την επεκτείνουν σε όλους τους κατοίκους τους. Οι αιτιολογίες της ασφάλειας που δικαιολογούν μια τέτοια πρακτική δεν είναι καθόλου πειστικές, μιας και ακόμα κι αν μπορούν να αποτρέψουν κάποιον “σεσημασμένο” να εγκληματίσει ξανά, δεν μπορούν να σταματήσουν το πρώτο έγκλημα ή μια πράξη “τρομοκρατίας”. Από την άλλη, είναι απόλυτα αποτελεσματικές για τον μαζικό έλεγχο των ατόμων. Την ημέρα που η βιομετρική επιτήρηση θα γενικευθεί και η επιτήρηση από κάμερες θα εγκατασταθεί σε όλους τους δρόμους, κάθε κριτική και κάθε αξιοπρέπεια θα είναι αδύνατες.

Οι νέοι φοιτητές που στις 17 Νοέμβρη (2005) κατέστρεψαν τις βιομετρικές πύλες στο εστιατόριο της σχολής του Gir-sur-Yvette έδειξαν ότι νιάζονται περισσότερο για τις ατομικές μας ελευθερίες και την δημοκρατία από όσους αποφάσισαν ή αποδέχτηκαν την εγκατάσταση των πυλών αυτών αδιαμαρτύρητα.

Εκφράζω την αλληλεγγύη μου με αυτούς τους γάλλους σπουδαστές και δημόσια δηλώνω ότι θα αρνηθώ να υποβληθώ σε κάθε βιομετρική επιτήρηση και ότι είμαι πρόθυμος να αρνηθώ το διαβατήριό μου καθώς και κάθε δελτίο ταυτότητας.

Giorgio Agamben

Le Monde, 5 December 2005 (Μετάφραση από τα Γαλλικά στα Αγγλικά – ΝΟΤ ΒΟRED!)

Σ.τ.μ Το μεσημέρι της 17ης Νοεμβρίου του 2005, 20 άνθρωποι μεταμφιεσμένοι σε κλόουν, έστησαν γρήγορα μια παράσταση στη τεχνόπολη του Saclay, στην οποία κατέστρεψαν 2 βιομετρικούς ελεγκτές. Η ζημιά ανέρχεται σε πάνω από 15.000 ευρώ. 3 άτομα προσάχθηκαν, ανακρίθηκαν και τελικά συνελήφθηκαν από την αστυνομία. Στις 17 Φλεβάρη 2006 καταδικάστηκαν σε τρεις μήνες φυλάκισης και 500 ευρώ…

Ο Giorgio Agamben είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Βενετίας, στην Ιταλία και συγγραφέας. Αρνήθηκε τη θέση του στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης προκειμένου να μην υποβληθεί σε βιομετρικό έλεγχο. Δήλωσε δημόσια την αλληλεγγύη του στους συλληφθέντες σε μια ανοιστή εκδήλωση υποστήριξής τους.

Categories
Uncategorized

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΤΟΥ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΤΟΥ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ

[Αναγκαια διευκρίνιση: το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια κάπως ελεύθερη μετάφραση μιας κουτσουρεμένης εκδοχής ενός κείμενου εμπνευσμένου από την καταστασιακή θεωρία, προσαρμοσμένο κατά τα γούστα του αρχικού αναρχοσυνδικαλιστή εκδότη, που σημειώνει ότι “το απάλλαξε από τα δυσνόητα και πομπώδη αρχικά στολίδια του”. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε το αρχικό κείμενο μέχρι σήμερα…]

1. Όσοι, συχνά ασυνείδητα, υποθέτουν ότι είναι αδύνατο να πραγματώσουν τις επιθυμίες της ζωής τους-και συνεπώς ότι είναι μάταιο να παλέψουν για τον εαυτό τους- συνήθως καταλήγουν να παλεύουν για ένα ιδανικό ή έναν σκοπό. Μπορεί να νομίζουν ότι απασχολούνται με τις «δικές τους» υποθέσεις, αλλά στην πραγματικότητα έχουν αποδεχτεί τον διαχωρισμό των επιθυμιών του από την καθημερινή ζωή τους. Κάθε υποταγή των προσωπικών επιθυμιών στις προσταγές ενός ιδανικού ή μιας υπόθεσης είναι αντιδραστική όσο «επαναστατική» κι αν φαίνεται η δραστηριότητα που αυτή παράγει.

Κι όμως, ένα απ τα μεγάλα μυστικά της θλιβερής, αλλά εν δυνάμει εκπληκτικής εποχής μας είναι ότι η σκέψη μπορεί να είναι απολαυστική. Παρά την ασφυκτική δυσωδία των κυρίαρχων θρησκευτικών και πολιτικών ιδεολογιών, όλο και περισσότερα άτομα σκέφτονται οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Έτσι-σκεφτόμενοι ενεργητικά και κριτικά αντί να χωνεύουν παθητικά προκατασκευασμένες αντιλήψεις-επαναδιεκδικούν το πνεύμα τους για δικό τους.

Στα χέρια σου κρατάς ένα εγχειρίδιο για όποιον επιθυμεί να σκέφτεται για τον εαυτό του, ένα εγχειρίδιο για την δημιουργία ενός προσωπικά, αντί για ιδεολογικά, κατασκευασμένου συνόλου κριτικής σκέψης για ιδία χρήση, ένα σύνολο σκέψης που θα σε βοηθήσει να καταλάβεις γιατί η ζωή σου και ο κόσμος είναι όπως είναι. Κυρίως, κατασκευάζοντας την δική σου θεωρία θα αναπτύξεις μια πρακτική: μια μέθοδο για να αποκτήσεις ό,τι θέλεις για τη ζωή σου. Επομένως, η θεωρία θα είναι ή πρακτική ή τίποτα, ένα ενυδρείο ιδεών, μια ιδεολογική ερμηνεία του κόσμου. Οι ιδέες διαχωρισμένες απ την πράξη είναι σαν μια αιώνια αίθουσα αναμονής για την πραγματοποίηση των επιθυμιών. Η κατασκευή της δικής σου «αυτοθεωρίας» είναι αλληλένδετη με την πραγματοποίηση των επιθυμιών σου. Γι αυτό, η κατασκευή της «αυτοθεωρίας» σου δεν μπορεί παρά να είναι μια επαναστατική απόλαυση.

Είναι μια καταστροφική και δημιουργική απόλαυση, γιατί δημιουργείς μια πρακτική θεωρία-δράση για την καταστροφή και επαναδημιουργία αυτής της κοινωνίας. Είναι μια θεωρία περιπέτειας, γιατί βασίζεται σ αυτό που ζητάς από τη ζωή και στην επινόηση των αναγκαίων μέσων για την επίτευξή του. Είναι ερωτική και πνευματώδης σαν μια αυθεντική επανάσταση.

2. Κάθε σύστημα ιδεών που έχει για κεντρική ιδέα μια αφαίρεση-μια αφαίρεση που σου αναθέτει έναν ρόλο ή καθήκοντα-είναι μια ιδεολογία. Μια ιδεολογία εφοδιάζει αυτούς που την δέχονται με μια ψευδή συνείδηση, αναγκαίο συστατικό της οποίας είναι ο ετεροπροσδιορισμός. Αυτό οδηγεί τους αποδέκτες της ιδεολογίας να συμπεριφέρονται ως αντικείμενα παρά ως υποκείμενα, να αφήνονται να χρησιμοποιούνται παρά να ενεργούν για να εκπληρώσουν τις δικές τους επιθυμίες. Οι διάφορες ιδεολογίες είναι όλες δομημένες γύρω από διάφορες αφαιρέσεις, ωστόσο όλες εξυπηρετούν τα συμφέροντα μιας κυρίαρχης ή επίδοξης κυρίαρχης τάξης, με το να δίνουν στα άτομα (ή ακριβέστερα «μέλη του κοπαδιού») την αίσθηση ότι προορίζονται για θυσίες, βάσανα και υποταγή.

Η θρησκευτική ιδεολογία είναι το παλαιότερο παράδειγμα: η φανταστική προβολή που ονομάζεται «θεός» είναι το υπέρτατο υποκείμενο στο σύμπαν, αντιμετωπίζοντας κάθε ανθρώπινο ον σαν αντικείμενό του. Στις «επιστημονικές» και «δημοκρατικές» ιδεολογίες της «ελεύθερης αγοράς» η επένδυση κεφαλαίου είναι το «παραγωγικό» υποκείμενο που κατευθύνει την παγκόσμια ιστορία-το «αόρατο χέρι» που οδηγεί την ανθρώπινη εξέλιξη. Προκειμένου να ευημερήσουν οι πρώτοι καπιταλιστές, έπρεπε να επιτεθούν και να αποδυναμώσουν την εξουσία που κατείχε η τότε θρησκευτική ιδεολογία. Ξεγύμνωσαν την μυθοποίηση του θρησκευτικού κόσμου και την αντικατέστησαν με την μυθοποίηση της τεχνολογικής προόδου και του εμπορευματικού καπιταλισμού, όπου το Κέρδος καθίσταται το υπέρτατο υποκείμενο του κόσμου.

Οι 57 παραλλαγές του λενινισμού είναι οι «επαναστατικές» ιδεολογίες όπου το Κόμμα είναι το υπέρτατο υποκείμενο που δικαιωματικά κατευθύνει την παγκόσμια ιστορία με το να καθοδηγεί τα αντικείμενα του, εσένα τον προλετάριο-στην γη της επαγγελίας μέσω της αντικατάστασης του μηχανισμού του καπιταλισμού των εταιρειών με τον λενινιστικό μηχανισμό ενός κρατικού καπιταλισμού.

Καθημερινά συναντάμε παραλλαγές των κυρίαρχων ιδεολογιών. Οι νέες μορφές του θρησκευτικού μυστικισμού βοηθούν στην διατήρηση της κατεστημένης τάξης μ έναν κυκλικό τρόπο. Προσφέρουν έναν φθηνό και νοικοκυρεμένο τρόπο απόκρυψης του κενού της καθημερινής ζωής, και όπως και τα ναρκωτικά, κάνουν ευκολότερη την επιβίωση μ αυτό το κενό-εμποδίζοντας μας έτσι ν αναγνωρίσουμε τον πραγματικό μας ρόλο στην λειτουργία του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.

Όλες οι ιδεολογίες που βασίζονται σε μια αφαίρεση(θεός, οικονομία, δικτατορία του προλεταριάτου, πατρίδα κλπ) προτείνουν θυσίες και καθήκοντα για τον σκοπό τους. Και η χρήση κάθε ιδεολογίας είναι να προστατεύει την κυρίαρχη κοινωνική τάξη. Η ιδεολογία είναι η αντιστροφή της αυτοθεωρίας. Δεν μας προσφέρει παρά μια θέση ηδονοβλεψία της ζωής μας. Η άρνηση της ζωής που συνεπάγεται σερβίρεται με την μορφή απαιτήσεων για το «κοινό καλό», το «εθνικό συμφέρον», την «επανάσταση»�

3. Ξεφορτωνόμαστε τις παρωπίδες της ιδεολογίας εύκολα με το να ρωτάμε τον εαυτό μας συνεχώς: Μ αρέσει η ζωή μου; παίρνω ότι θέλω; Αν όχι, γιατί; Αυτό σημαίνει να αποκτάς συνείδηση της κοινοτοπίας, επίγνωση της καθημερινής σου ρουτίνας. Το ότι η πραγματική ζωή υπάρχει-ζωή όπου είσαι ένα ενεργό υποκείμενο που δρα για να πραγματώσει τις επιθυμίες του-είναι ένα κοινό μυστικό που αποκαλύπτεται κάθε μέρα καθώς γίνεται ολοένα και πιο εμφανής η διάλυση μιας καθημερινής ζωής δομημένης σε ιδεολογίες.

4. Η δημιουργία της αυτοθεωρίας σου βασίζεται στην προσωπική σκέψη, στην πλήρη συνείδηση των επιθυμιών σου και της ριζικότητάς τους. Η αυθεντική «ανύψωση συνειδήσεων» μπορεί να σημαίνει μόνο την «ανύψωση» της ανθρώπινης σκέψης στο επίπεδο της θετικής (χωρίς ενοχές) αυτογνωσίας, απαλλαγμένης από οποιαδήποτε μορφή επιβαλλόμενης ηθικής. Αυτή η μορφή συνείδησης μπορεί να ονομαστεί «ριζοσπαστική υποκειμενικότητα».

Αντίστροφα, αυτό που πολλοί αριστεριστές, θεραπευτές εκπαιδευτές ενάντια στο ρατσισμό (racicm awareness trainers) και sisterizers αποκαλούν «ανύψωση της συνείδησης» αφορά την πρακτική της βίαιης κατεύθυνσης των ανθρώπων στην απάθεια με ενοχοποιητικά ιδεολογικά κλομπ.

Το μονοπάτι από την αυτοάρνηση στην αυτοαποδοχή περνάει από το σημείο μηδέν, την πρωτεύουσα του μηδενισμού. Αυτό είναι ο χωροχρονικός ανεμοδείκτης, το κοινωνικό αέναο στο οποίο κάποιος αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει καμία πραγματική ζωή στην καθημερινή του ύπαρξη. Ένας μηδενιστής γνωρίζει την διαφορά ανάμεσα στο να επιβιώνεις και στο να ζεις.

Οι μηδενιστές αντιστρέφουν την οπτική για τη ζωή τους και τον κόσμο. Τίποτα δεν είναι αληθινό γι’ αυτούς εκτός από τις επιθυμίες τους, τη θέληση τους να ζήσουν. Απορρίπτουν κάθε ιδεολογία, μέσα στο μίσος τους για τις άθλιες κοινωνικές σχέσεις στην σύγχρονη κοινωνία. Απ’ αυτή την αντεστραμμένη οπτική βλέπουν καθαρά τον αναποδογυρισμένο κόσμο του εμπορευματικού καπιταλισμού, στον οποίο αντικείμενο και υποκείμενο αντιστρέφονται, ενώ άνθρωποι και αφηρημένες έννοιες μετατρέπονται σε «εμπορεύματα», προϊόντα προς πώληση. Βλέπουν την καθημερινή ζωή σαν μια βιτρίνα στο οποίο «ο καθένας έχει την τιμή του», ο θεός (μέσω της εκκλησιαστικής επιχείρησης) και η ευτυχία (χάπια έκσταση) γίνονται προϊόντα, οι ραδιοσταθμοί λένε ότι σε αγαπούν, και τα καθαριστικά νοιάζονται για τα χέρια σου.

Καθημερινές συζητήσεις προσφέρουν ηρεμιστικά όπως «δεν μπορείς πάντα να έχεις αυτό που θέλεις», «η ζωή έχει τις χαρές και τις λύπες της», και άλλα κλισέ της δογματικής (σεκταριστικής) θρησκείας της επιβίωσης. Η «κοινή λογική» είναι απλώς ο παραλογισμός της κοινής αποξένωσης. Οι καθημερινοί άνθρωποι στερούνται (αλλά και αρνούνται στους εαυτούς τους) μια αυθεντική ζωή και αγοράζουν την αναπαράσταση μιας τέτοιας ζωής.

Οι μηδενιστές συνεχώς νοιώθουν την ανάγκη να καταστρέψουν το σύστημα που τους καταστρέφει. Δεν μπορούν να συνεχίσουν να ζουν έτσι όπως είναι. Σύντομα, οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να επινοήσουν ένα συμπαγές σύνολο τακτικών προκειμένου να μετασχηματίσουν τον κόσμο.Αν όμως ένας μηδενιστής δεν αναγνωρίσει την πιθανότητα μεταμόρφωσης του κόσμου, η υποκειμενική οργή του θα απολιθωθεί σ’ ένα ρόλο: του αυτόχειρα, του μοναχικού δολοφόνου, του βάνδαλου των δρόμων, του νεοντανταϊστή, του επαγγελματία ψυχασθενούς… σε όλους αυτούς αναζητώντας παρηγοριά για μια ζωή νεκρού χρόνου. Το λάθος των μηδενιστών είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν άλλοι μηδενιστές με τους οποίους μπορούν να συνεργαστούν. Συνεπώς υποθέτουν ότι η συμμετοχή σε μια συλλογική προσπάθεια αυτογνωσίας είναι αδύνατη. 5. Αυτή η προσπάθεια συλλογικής αυτογνωσίας, η αλλαγή της ίδιας της ζωής μέσα από τον μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων μπορεί ορθά να ονομαστεί «πολιτική». Ο όρος βέβαια σημαίνει επίσης μία μυθοποιημένη ξεχωριστή κατηγορία της ανθρώπινης δραστηριότητας, μια απομονωμένη ενασχόληση με τους δικούς της ειδικούς (πολιτικοί, πολιτικοί σύμβουλοι κτλ). Είναι πιθανόν (ή όχι) να ενδιαφέρεται κανείς γι’ αυτό το είδος πολιτικής όπως είναι πιθανό να ενδιαφέρεται (ή όχι) για το ποδόσφαιρο, τη συλλογή γραμματοσήμων, τη μουσική ή τη μόδα. Αυτό που οι άνθρωποι αναγνωρίζουν σήμερα ως πολιτική είναι η κοινωνική παραποίηση της προσπάθειας για μια συλλογική αυτοπραγμάτωση. αυτό που έχει απομείνει είναι ένα θέαμα, μια παρωδία. Και αυτό εξυπηρετεί απόλυτα τους έχοντες την εξουσία. Η αυθεντική συλλογική αυτοπραγμάτωση είναι το επαναστατικό σχέδιο. Είναι ο συλλογικός μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων και του φυσικού κόσμου σύμφωνα με τις επιθυμίες όλων όσων συμμετέχουν.Κατά τον ίδιο τρόπο ο όρος «θεραπεία» σήμερα συνήθως αναφέρεται σε απόπειρες «βοήθειας» στα άτομα ώστε να «προσαρμοστούν» στους περιοριστικούς κοινωνικούς τους ρόλους και στην κοινοτυπία της καθημερινής ζωής. Η αυθεντική θεραπεία περιλαμβάνει το ν’ αλλάζεις τη ζωή σου αλλάζοντας τη φύση της κοινωνικής ζωής. Η θεραπεία πρέπει να είναι κοινωνική αν θέλει να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Η κοινωνική θεραπεία (η θεραπεία της κοινωνίας) και η προσωπική θεραπεία (η θεραπεία του ατόμου) είναι άρρηκτα συνδεδεμένες: η μία απαιτεί την άλλη, η καθεμία είναι απαραίτητο κομμάτι της άλλης.

Για παράδειγμα η σημερινή κοινωνία περιμένει από εμάς να καταπιέσουμε τα πραγματικά συναισθήματα και να παίξουμε ένα ρόλο. Αυτό ονομάζεται «κοινωνικός ρόλος» (πόσο αποκαλυπτικός χαρακτηρισμός). Τα άτομα ντύνονται την «θωράκιση του χαρακτήρα» -κάτι σαν μεταλλικό κουστούμι που αποτελείται από την εκτέλεση του ρόλου, την προσποίηση και την απόκρυψη των προσωπικών επιθυμιών ως άμυνα προς τα άλλα άτομα. Ο μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων και το ξεπέρασμα του παιχνιδιού των ρόλων απαιτεί την συνειδητή απόφαση των περισσοτέρων, αν όχι όλων, των ατόμων να αποτινάξουν αυτούς τους ρόλους και αληθινά να επικοινωνήσουν. γι’ αυτό η απαλλαγή από τους προσωπικούς ρόλους συνδέεται άμεσα με το τέλος του κοινωνικού ρόλου.

6. Η ενεργητική κριτική σκέψη σημαίνει να τοποθετήσεις την ζωή σου – όπως είναι τώρα και όπως θα ήθελες να είναι-στο κέντρο της σκέψης σου. Αυτός ο θετικός εγωκεντρισμός επιτυγχάνεται με μία συνεχή αποτίναξη εξωτερικών εμμονών σε πλαστά θέματα που επιβάλλονται στην κοινωνική ζωή:(«ποιοι επιβουλεύονται το έθνος μας»), πλαστές συγκρούσεις («οι ξένοι μας παίρνουν τις γκόμενες!»), πλαστές ταυτότητες («έλληνας», «πατριώτης», «χριστιανός ορθόδοξος»), πλαστές διχοτομήσεις («οικονομική πρόοδος» εναντίον «ενός καθαρού περιβάλλοντος»). Τα Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης (μαζί με καταναλωτικές έρευνες, σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, γκάλοπ κλπ)σαν σωστά ιερατεία φροντίζουν να παρεμποδίζουν την ανάλυση της ολότητας της καθημερινής ζωής, επιμένοντας πεισματικά σε θεαματικές ασημαντότητες, ψεύτικες διαμάχες και γελοία σκάνδαλα. Είστε υπέρ ή κατά των ομοφυλόφιλων, του Μπιν Λάντεν, των νέων ταυτοτήτων; Ποιά η γνώμη σας για τα μαλακά ναρκωτικά, τις πλαστικές εγχειρήσεις, τα UFO, τον κρατικό προϋπολογισμό, το τελευταίο σουξέ της βανδή ή την τελευταία μαλακία του θοδωράκη�

Πρόκειται για αντιπερισπασμούς, πλαστά θέματα. Το μόνο ζήτημα για μας είναι το πως ζούμε. Ένα παλιό εβραϊκό γνωμικό λέει: «αν έχεις μόνο δύο επιλογές, διάλεξε την τρίτη». Παρακινεί τους ανθρώπους να ψάξουν για νέες προοπτικές. Μπορούμε να διακρίνουμε την κατασκευή πλαστών διλημμάτων ψάχνοντας γι’ αυτή την τρίτη επιλογή.

Η συναίσθηση της τρίτης επιλογής επιτρέπει την άρνηση της επιλογής ανάμεσα σε δύο υποτιθέμενα αντίθετες αλλά όμοια αποκρουστικές πιθανότητες οι οποίες παρουσιάζονται σε μας ως οι μόνες πιθανές επιλογές. Στην απλούστερη μορφή της η συνείδηση της «τρίτης επιλογής» εκφράζεται από την γυναίκα που δικάζεται για ένοπλη ληστεία και ερωτάται: «δηλώνεις ένοχη ή αθώα;»και απαντά «Είμαι πεινασμένη και άνεργη». Μια πιο θεωρητική, αλλά το ίδιο κλασσική απεικόνιση αυτής της συνείδησης είναι η άρνηση να επιλέξεις ανάμεσα στην κυρίαρχη τάξη των δυτικών πολυεθνικών και στην κρατική καπιταλιστική άρχουσα τάξη αυτού που απέμεινε από το ανατολικό μπλοκ. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να κοιτάξουμε τις βασικές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής στις Η.Π.Α. και την Ευρώπη από την μια, και από την άλλη την Κίνα, τη Β. Κορέα, την Κούβα, ώστε να διακρίνουμε πως ουσιαστικά είναι ίδιες: εκεί, όπως και εδώ, η μεγάλη πλειοψηφία δουλεύει για ένα μεροκάματο ή ένα μισθό, με αντάλλαγμα την παραίτηση από τον έλεγχο πάνω στην εργασία τους, έλεγχο στο τι παράγουν και πως το παράγουν. Βέβαια, αυτό που οι άνθρωποι παράγουν τόσο σε ανατολή όσο και σε δύση ξαναπωλείται σε αυτούς με τη μορφή εμπορεύματος. Στη δύση η υπεραξία ή η αξία που παράγεται πέρα και πάνω από την αξία των εργατικών μισθών, είναι ιδιοκτησία της διοίκησης της επιχείρησης και των μετόχων, οι οποίοι συντηρούν το θέαμα του εσωτερικού ανταγωνισμού. Στην ανατολή η υπεραξία αποτελεί ιδιοκτησία της κρατικής γραφειοκρατίας, η οποία δεν επιτρέπει τον εσωτερικό ανταγωνισμό. Μεγάλη διαφορά. Οι πλαστές ταυτότητες είναι ίσως η πιο δραστική μορφή μυθοποίησης. Καθώς απουσιάζει η πραγματική κοινότητα, οι άνθρωποι προσκολλώνται σε κάθε είδους ψεύτικες κοινωνικές ταυτότητες για τις οποίες παίζουν ή χαζεύουν μία τεράστια γκάμα ρόλων που παρουσιάζονται σ’ αυτούς στο σχολείο, την εκκλησία και ιδιαίτερα στα ψυχαγωγικά Μ.Μ.Ε.. Αυτές οι κοινωνικές ταυτότητες μπορεί να είναι εθνικές (αμερικανός, έλληνας), τοπικιστικές (σαλονικιός), εθνικιστικές (πατριώτης), σεξουαλικές (γκέι), πολιτισμικές (ΠΑΟΚτζής, ροκάς), και ούτω καθ’ εξής, αλλά όλες προέρχονται από μια κοινή επιθυμία για σύνδεση, για την αίσθηση του ανήκειν.

Φανερά το να αισθάνεσαι «μαύρος» είναι μια πιο πραγματική ταυτότητα από το να είσαι «βάζελος» αλλά πέρα από ένα σημείο μια τέτοια ταυτότητα εξυπηρετεί την απόκρυψη της πραγματικής θέσης κάποιου μέσα στην κοινωνία. Για ν΄ αναγνωρίσεις την πραγματική θέση πρέπει να αρνηθείς τις πλαστές ταυτότητες, πλαστές συγκρούσεις και πλαστές εναλλακτικές και ν’ αρχίσεις τοποθετώντας τον εαυτό σου στο κέντρο. Από εκεί μπορείς να εξετάσεις την υλική βάση της ζωής σου, ξεγυμνωμένη από κάθε μυθοποίηση.

Ένα παράδειγμα: έστω ότι θέλεις ένα ποτήρι καφέ από το μηχάνημα όταν είσαι στη δουλειά. Πρώτα υπάρχει ένα ποτήρι καφές. αυτό εμπλέκει τους εργάτες στην φυτεία καφέ, αυτούς στη φυτεία ζάχαρης και στη διύλιση, αυτούς στο χαρτεργοστάσιο κ.ο.κ. Μετά είναι οι εργάτες που κατασκεύασαν τα ξεχωριστά κομμάτια της μηχανής και αυτοί που τα συναρμολόγησαν. Μετά αυτοί που εξόρυξαν το σίδερο και το βωξίτη, σμίλεψαν το ατσάλι και δούλεψαν για την ηλεκτρική παροχή που θέτει σε λειτουργία το μηχάνημα. Μετά όλους τους εργάτες που μετέφεραν τον καφέ, τα κύπελλα και την μηχανή. Μετά τους υπαλλήλους, τους γραμματείς και τους εργαζόμενους στην επικοινωνία που συντόνισαν την παραγωγή και την μεταφορά. Τέλος έχεις όλους τους εργάτες που παρήγαγαν κάθε άλλο είδος απαραίτητο για να επιβιώσουν οι άλλοι. Αυτοί οι συνειρμοί σου δίνουν την άμεση υλική σχέση σου με εκατομμύρια ανθρώπων, στην πραγματικότητα με την αχανή πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτοί παράγουν την ζωή σου και εσύ βοηθάς ώστε να παραχθεί η δική τους. Σ’ αυτή την οπτική όλες οι κατασκευασμένες συλλογικές ταυτότητες και τα συμφέροντα των ομάδων φαντάζουν ασήμαντα. Φαντάσου τον πιθανό εμπλουτισμό της ζωής τους η οποία προς το παρόν είναι κλειδωμένη στην διαταραγμένη δημιουργικότητα εκατομμυρίων μισθωτών σκλάβων, συγκρατημένη από τις απαρχαιωμένες και εξαντλητικές μεθόδους παραγωγής, καταπνιγμένη από την απουσία ελέγχου πάνω στην ίδια τους την παραγωγικότητα, δεμένη στον παράλογο ορθολογισμό της συσσώρευσης κεφαλαίου που στρέφει τον ένα ενάντια στον άλλο και καθιστά την ζωή ένα τρελό αγώνα για οικονομική επιβίωση. Εδώ αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε μια πραγματική κοινωνική ταυτότητα – στους ανθρώπους που αγωνίζονται για να επανακτήσουν τον έλεγχο της ζωής τους, εκεί βρίσκουμε τον εαυτό μας.

Αυτοί που έχουν συμφέρον, νομιμοποιημένο από το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο συνεχώς μας παρουσιάζουν πλαστές επιλογές, επιλογές δηλαδή μέσα από τις οποίες μπορούν να διατηρήσουν την εξουσία τους (ψήφισε αριστερούς, ψήφισε δεξιούς – πάντως ψήφισε). Συνεχώς μας ζητούν να επιλέξουμε μια πλευρά σε ψεύτικες συγκρούσεις. Κυβερνήσεις, εταιρείες, πολιτικά κόμματα και προπαγανδιστές κάθε είδους μας βομβαρδίζουν με επιλογές που δεν είναι αληθινές επιλογές. Μας δίνεται η ψευδαίσθηση της επιλογής, όσο όμως οι έχοντες την εξουσία ελέγχουν ποιες θα είναι αυτές οι επιλογές («επιλογές» τις οποίες αντιλαμβανόμαστε-μας προσφέρουν-ως τις μόνες εναλλακτικές), θα ελέγχουν επίσης και το αποτέλεσμα των «αποφάσεων» μας.

Οι νεοηθικιστές αρέσκονται να λένε σε όσους από εμάς ζούμε στη δύση το πως πρέπει να «κάνουμε θυσίες», πως «εκμεταλλευόμαστε» τα πεινασμένα παιδιά του τρίτου κόσμου. Η επιλογή που μας προβάλουν είναι ανάμεσα σε μια αλτρουιστική αυτοθυσία ή σ’ ένα στενό ατομισμό (οι φιλανθρωπικοί οργανισμοί εξαργυρώνουν την ενοχή που προέρχεται απ’ αυτούς τους συλλογισμούς). Ναι, ζώντας στην πλούσια, σπάταλη δύση πράγματι εκμεταλλευόμαστε τους φτωχούς του τρίτου κόσμου – αλλά όχι προσωπικά, όχι συνειδητά. Μπορούμε να κάνουμε κάποιες αλλαγές στη ζωή μας, μποϋκοτάζ, θυσίες, αλλά το αποτέλεσμα είναι οριακό. Κατανοούμε την πλαστή σύγκρουση που μας παρουσιάζεται όταν διαπιστώσουμε ότι κάτω από το παγκόσμιο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα εμείς ως άτομα βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στο ρόλο του «εκμεταλλευτή» ακριβώς όπως οι άλλοι είναι φραγμένοι στο ρόλο του «εκμεταλλευόμενου». Έχουμε ένα ρόλο και πολύ μικρή δύναμη να τον αλλάξουμε, τουλάχιστον ατομικά. Γι’ αυτό το λόγο απορρίπτουμε την πλαστή επιλογή ανάμεσα στο «θυσία ή εγωισμός», με το να ζητούμε την καταστροφή του παγκόσμιου κοινωνικού συστήματος η ύπαρξη του οποίου μας επιβάλλει αυτή την επιλογή. Ψευτοδιορθώνοντας το σύστημα στις λεπτομέρειες, ή προσφέροντας συμβολικές θυσίες, ή ζητώντας «λιγότερο εγωισμό» απλά δεν κάνουμε τίποτα. Οι διάφορες φιλανθρωπίες που το ίδιο το σύστημα «ανέχεται» ή πριμοδοτεί ανοιχτά δεν πηγαίνουν ποτέ πέρα από τις πλαστές επιλογές (τύπου «θυσία ή εγωισμός») – αλλά αν είναι να επέλθει μια αληθινή κοινωνική αλλαγή πρέπει όλοι εμείς να πάμε πέρα απ’ αυτές.

Αυτοί που έχουν την εξουσία συνεχώς χρησιμοποιούν τέτοιες παραποιήσεις για να μας αποπροσανατολίσουν και να μας αποδυναμώσουν. Διαδίδοντας μύθους όπως «αν όλοι μοιράσουμε τα πάντα δεν θα υπάρχουν αρκετά για όλους» προσπαθούν να αρνηθούν την ύπαρξη κάθε αληθινής επιλογής και να κρύψουν από εμάς το γεγονός ότι οι υλικές προϋποθέσεις για την κοινωνική επανάσταση ήδη υπάρχουν. 7. Κάθε διαδρομή προς την απομυθοποίηση του εαυτού μας πρέπει να αποφύγει το δίδυμο τέλμα της απολυταρχίας και του κυνισμού.

Η απολυταρχία εκφράζει την ολοκληρωτική αποδοχή ή άρνηση του συνόλου των συστατικών συγκεκριμένων ιδεολογιών, ή τελικά κάθε συνόλου ιδεών ή εννοιών. Ένας οπαδός της απολυταρχίας δεν μπορεί να διακρίνει καμιά άλλη επιλογή εκτός από την πλήρη αποδοχή ή άρνηση. Βλέπει τα πράγματα μονολιθικά σαν σωστό ή λάθος. Περιπλανιέται ανάμεσα στα ράφια του ιδεολογικού σούπερμάρκετ ψάχνοντας για το ιδανικό εμπόρευμα, και το αγοράζει έτοιμο, κονσέρβα. Αλλά το ιδεολογικό σουπερμάρκετ – όπως κάθε σουπερμάρκετ – είναι χρήσιμο μόνο για πλιάτσικο. Είναι πιο πρακτικό για μας να κινούμαστε ανάμεσα στα ράφια, να σκίζουμε τα πακέτα, να παίρνουμε ότι δείχνει αυθεντικό και χρήσιμο και να πετάμε τα υπόλοιπα.

Ο κυνισμός αποτελεί αντίδραση σ’ ένα κόσμο που κυριαρχείται από την ιδεολογία και την «ηθικότητα». Αντιμέτωπος με αλληλοσυγκρουόμενες ιδεολογίες, ο κυνικός λέει «χολέρα και στα δυό σας τα σπίτια να πέσει». Ο κυνικός είναι τόσο καταναλωτής όσο και ο απολυταρχικός, ωστόσο έχει εγκαταλείψει την σκέψη ότι υπάρχει ελπίδα να βρεθεί το ιδανικό εμπόρευμα.

8. Η διαδικασία της συνθετικής σκέψης είναι μια διαρκούς εμπλουτισμού και τροποποίησης του τρέχοντος σώματος της αυτοθεωρίας καθώς και της επίλυσης των αντιθέσεων ανάμεσα στις νέες σκέψεις και τις αντιλήψεις των προηγούμενων πεποιθήσεων. Η τελική σύνθεση είναι κάτι περισσότερο από το σύνολο των μερών της.

Η συνθετική αυτή μέθοδος κατασκευής μιας θεωρίας είναι αντίθετη της εκλεκτικής μεθόδου στην οποία κάποιος συλλέγει σε μια κουρελιασμένη τσάντα τα αγαπημένα του κομματάκια από τις αγαπημένες του ιδεολογίες χωρίς ποτέ ν’ αντιμετωπίζει τις επακόλουθες αντιφάσεις. Σύγχρονα παραδείγματα περιλαμβάνουν τον «αναρχό-καπιταλισμό», «χριστιανό-μαρξισμό», και τον φιλελευθερισμό γενικώς. Εάν έχουμε διαρκώς συνείδηση του πως θέλουμε να ζούμε, μπορούμε κριτικά να οικειοποιηθούμε στοιχεία από οτιδήποτε: ιδεολογίες, πολιτισμικές κριτικές, τεχνοκράτες, κοινωνιολογικές μελέτες, ακόμα και μυστικισμό (αν και τα ενδιαφέροντα στοιχεία πιθανώς να είναι λίγα). Όλα τα σκουπίδια του παλιού κόσμου μπορούν να ελεγχθούν για χρήσιμα υλικά από αυτούς που επιθυμούν να τον ξαναφτιάξουν.

9. Η φύση της σύγχρονης κοινωνίας παγκοσμιοποιημένης μέσω του καπιταλιστικού συστήματος της, καθιστά αναγκαία μια προσωπική θεωρία η οποία να ασκεί κριτική σε κάθε υπαρκτή μορφή κοινωνικο-οικονομικής κυριαρχίας (τόσο στον εταιρικό καπιταλισμό του «ελεύθερου» κόσμου όσο και στον κρατικό καπιταλισμό του «κομμουνιστικού» κόσμου) όπως και σε κάθε μορφή αποξένωσης (σεξουαλική μιζέρια, καταναγκαστική συμμετοχή στην άλογη κούρσα για επιβίωση-καριέρα κλπ). Μ’ άλλα λόγια χρειαζόμαστε μια κριτική στο σύνολο της καθημερινής ύπαρξης από την οπτική της ολότητας των επιθυμιών μας.

Αντίθετοι σ’ αυτό το σχέδιο είναι όλοι οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες, παπάδες και γκουρού, πολεοδόμοι και μπάτσοι, ρεφορμιστές και λενινιστές, κεντρικές επιτροπές και λογοκριτές, μάνατζερ εταιρειών και καραγκιόζηδες των συνδικάτων, άρρενες υπερ-αρσενικοί και κομπλεξικές φεμινίστριες, ιδιοκτήτες γης και οικο-καπιταλιστές, οι οποίοι εργάζονται για να υποτάξουν τις ατομικές μας επιθυμίες σ’ αυτή την χυδαία αφαίρεση: «το κοινό καλό» του οποίου αυτοί είναι οι υποτιθέμενοι φύλακες.

Όλοι αυτοί είναι οι δυνάμεις του παλιού κόσμου – αφεντικά, παπάδες και άλλοι αλήτες που έχουν να χάσουν κάτι αν οι άνθρωποι επεκτείνουν το παιχνίδι της επανοικειοποίησης του πνεύματος τους στην διεκδίκηση της ύπαρξης τους. Κάθε συνειδητός κάτοχος της επαναστατικής θεωρίας είναι εχθρός κάθε αφαιρετικής βάσης ιδεολογίας και το ξέρει.

10. Θα πρέπει να έχει γίνει ξεκάθαρο ως τώρα ότι η αυτο-απομυθοποίηση και η δημιουργία της προσωπικής μας επαναστατικής θεωρίας δεν ξεριζώνει την αποξένωση μας: ο «κόσμος» με τις καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις να διεισδύουν σε κάθε πτυχή της ζωής συνεχίζεται και αναπαράγεται καθημερινά με την συναίνεση δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Αν και αυτό το κείμενο επικεντρώνεται στην δημιουργία μιας αυτοθεωρίας, αυτό δεν σημαίνει ότι υπονοούμε πως η επαναστατική θεωρία μπορεί να υπάρχει ξέχωρα από την επαναστατική πρακτική. Προκειμένου να είναι συνεπής, προκειμένου να ανοικοδομήσει αποτελεσματικά τον κόσμο, η πρακτική πρέπει να στηρίζεται στη θεωρία και η θεωρία να εφαρμόζεται στην πράξη.

Το επαναστατικό σχέδιο της κατάργησης της αποξένωσης και του μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων απαιτεί την ύπαρξη της θεωρίας, ως θεωρία πράξης η οποία πραγματοποιείται σ’ αυτό που κάνουμε και στο πως ζούμε. Διαφορετικά η θεωρία θα εκφυλιστεί σε μια ασήμαντη ενατένιση του κόσμου και τελικά σ’ ένα μηχανισμό επιβίωσης -μια διανοουμενίστικη θωράκιση, μια προστατευτική γυάλα ανάμεσα στο καθημερινό κόσμο και τον εαυτό. Και αν η επαναστατική πρακτική δεν είναι η πρακτική της επαναστατικής θεωρίας, εκφυλίζεται στην καλύτερη περίπτωση σ’ ένα αλτρουϊστικό μιλιταρισμό – «επαναστατική» δραστηριότητα σαν κοινωνικό καθήκον ή ρόλος. Στην χειρότερη εκφυλίζεται σε οπαδισμό.

Δεν στοχεύουμε σε μια συνεπή θεωρία ως αυτοσκοπό. Για μας η αξία της συνέπειας είναι το ότι διευκολύνει στην κριτική και αποτελεσματική σκέψη. Για παράδειγμα, είναι πιο εύκολη η κατανόηση των μελλοντικών εξελίξεων του κοινωνικού ελέγχου εάν υπάρχει μια συνεπής κατανόηση των σημερινών ιδεολογικών και κοινωνικών τεχνικών ελέγχου. Το να έχεις μια συνεπή θεωρία κάνει πιο εύκολη την εφαρμογή της στρατηγικής σου για την πραγμάτωση των επιθυμιών σου.  11. Στη διαδικασία κατασκευής μιας αυτοθεωρίας, οι τελευταίες θεωρίες που θα πρέπει να διαπραγματευτούμε (διστάζει κανείς να τις πει ιδεολογίες καθώς δεν βασίζονται σε αφαιρέσεις με τα επακόλουθα «πρέπει» και «καθήκοντα») είναι αυτές που έχουν την μεγαλύτερη ομοιότητα με την επαναστατική θεωρία. Πρόκειται για την καταστασιακή θεωρία και τον επαναστατικό συνδικαλισμό.

Η καταστασιακή διεθνής (1958-1971) ήταν μια οργάνωση θεωρητικών αντιεξουσιαστών ευρωπαίων και κυρίως γάλλων μαρξιστών. Πολλοί όπως και η παρούσα έκδοση, εκτιμούν ότι οι καταστασιακοί «συνέβαλαν καταλυτικά στην δημιουργία της επαναστατικής θεωρίας». Η εκτίμηση αυτή όμως φαίνεται υπερβολικά γενναιόδωρη. Σχεδόν όλες οι σκέψεις-κλειδιά που αποδίδονται σε καταστασιακούς συγγραφείς μπορούν να βρεθούν στις εργασίες προηγούμενων αναρχικών, σοσιαλιστών και φιλοσόφων, όπως ο Alexander Berkman, η Emma Goldman, ο Oscar Wilde, ο George Bernard Shaw, ο Wilhelm Reich και ο Frederich Nietzche (αν και τα επίμαχα σημεία ήταν σκόρπια, και ανεπτυγμένα χωρίς την ορμή την οποία βρίσκεις στα πιο δυνατά καταστασιακά κείμενα. Ο κύριος λόγος που αυτό το γεγονός δεν αναγνωρίζεται ευρέως είναι το ότι οι περισσότεροι από τους πρώτους καταστασιακούς, όπως και αυτοί που τους ακολούθησαν είχαν μαρξιστικό παρελθόν και απλά δεν ήταν εξοικειωμένοι με το αχανές σώμα μη μαρξιστικών προοδευτικών γραπτών το οποίο είχε παραχθεί στις προηγούμενες δεκαετίες. Οι νεότεροι οπαδοί των καταστασιακών είχαν συχνά πολύ μικρή πολιτική εμπειρία και είναι ανεξοικείωτοι με πρώιμα κείμενα όσο και οι μαρξιστές πρόγονοι τους.

Ένας δευτερεύων λόγος υπερεκτίμησης της σημασίας των καταστασιακών είναι ότι αυτός εκφράζει μια γαλλική ιδεολογία η οποία χρησιμοποιεί μια αργκό μαρξιστικών κλισέ: («αθλιότητα του…», «κοινωνία θεάματος», «υποστασιοποίηση», «διαλεκτικός» κλπ.). επίσης σχεδόν όλα τα καταστασιακά κείμενα είναι γραμμένα σε δυσνόητο ύφος, κορακίστικο και θολό, γεγονός που καθιστά την ανάγνωση δυσπρόσιτη για τους περισσότερους. Έτσι ο καταστασιασμός είχε μια σνόμπ απήχηση σε αυτούς που ήδη είχαν διανοουμενίστικες προδιαθέσεις. Μόλις εξοικειωθείς με την «διάλεκτο» και διαβάσεις (ή ισχυριστείς ότι διαβάζεις) τα «ιερά» κείμενα μπορείς άνετα να παραστήσεις τον διανοούμενο. Οπότε δεν εκπλήσσει που οι «φιλοκαταστασιακοί», κολλημένοι στους «καταστασιακούς» ρόλους του ειδικού, σε πολιτικές αντιπαραθέσεις καταφεύγουν επίτηδες σε ανωμαλίες, κατασκευές και κατά πρόσωπο επιθέσεις εναντίον αυτών που έχουν την υπομονή ν’ ασκήσουν κριτική στις ιδέες τους στρεβλώνοντας το σλόγκαν «το προσωπικό είναι πολιτικό».Τα καταστροφικά και εσχάτως αυτοκαταστροφικά αποτελέσματα αυτών των αφελών τακτικών είναι τόσο φανερά ώστε δεν χρειάζονται περαιτέρω σχολιασμό.

Στην καλύτερη της η καταστασιακή θεωρία προσέφερε μια κριτική της «θεαματικής» κοινωνίας, της κοινωνίας δηλαδή όπου οι άνθρωποι υποβιβάζονται σε παθητικούς παρατηρητές και καταναλωτές αντί για ενεργούς συμμέτοχους. Έκανε μια εκτεταμένη κριτική στο πως η ιδεολογία και η εμπορευματοποίηση μετατρέπουν τους ανθρώπους σε αποξενωμένους παρατηρητές της ίδιας τους της ζωής. Λοιπόν, η καταστασιακή θεωρία είναι ένα κομμάτι κριτικής σκέψης το οποίο μπορεί να ενσωματωθεί στην προσωπική θεωρία του καθενός, αλλά τίποτα παραπάνω. Οτιδήποτε πιο πέρα – η άκριτη αποδοχή των καταστασιακών θεωριών και η ταυτοποίηση κάποιου με αυτές τις θεωρίες- αποτελεί την ιδεολογική κατάχρηση γνωστή ως φιλοκαταστασιασμός. Ο φιλοκαταστασιασμός μπορεί να γίνει η πιο πλήρης ίσως ιδεολογία επιβίωσης. Και μέσα στην ιδεολογία περιλαμβάνεται και ο θεαματικός ρόλος του να είσαι καταστασιακός, δηλαδή ένας παθιασμένος και μυστικοπαθής «σπάστης»

Το άλλο σώμα ιδεών που έχει μεγάλη ομοιότητα με την επαναστατική προσωπική θεωρία είναι ο συνδικαλισμός. Οι παραλλαγές περιλαμβάνουν τον αναρχοσυνδικαλισμό, τον επαναστατικό συνδικαλισμό και τον συμβουλιακό κομμουνισμό, με τον αναρχοσυνδικαλισμό να είναι ο πιο σημαντικός απ’ τους τρεις.

Αληθινή αυτοδιαχείριση είναι η άμεση διαχείριση (χωρίς κάποια ξεχωριστή ηγεσία ή ειδικούς) της κοινωνικής παραγωγής, διανομής και επικοινωνίας από τους εργαζομένους και τις κοινότητες τους. Το κίνημα για αυτοδιαχείριση έχει επανέλθει ξανά και ξανά κατά διάρκεια της κοινωνικής επανάστασης: Ρωσία το 1905 και 1916-17, Ισπανία 1936-39, Ουγγαρία το 1956, Αλγερία το 1960, Χιλή το 1972 και Πορτογαλία το 1975. Η μορφή οργάνωσης που συχνότερα δημιουργείται στην πρακτική της αυτοδιαχείρισης είναι τα εργατικά συμβούλια: αυτόνομες συνελεύσεις παραγωγών και γειτόνων που εκλέγουν αντιπροσώπους για να συντονίσουν τις δραστηριότητες τους. Οι αντιπρόσωποι μπορεί να ανακαλούνται οποτεδήποτε, εάν η γενική συνέλευση αισθανθεί ότι οι αποφάσεις δεν εκτελούνται αυστηρά, και δεν εκπροσωπούν υπό καμία έννοια τη συνέλευση. Υπέρμαχοι όλων των μορφών συνδικαλισμού που αναφέρθηκαν παραπάνω συνηγορούν σε τέτοιες πρακτικές. Οι μεγάλες αρετές του συνδικαλισμού είναι πρώτον, το ότι προσπαθεί να καταστρέψει κάθε καταπιεστική εξουσία, καθώς και την εμπορευματική (καπιταλιστική οικονομία). Δεύτερον, ότι πραγματικά παρέχει ένα πρακτικό μέσο για «να πας από εδώ εκεί». Και, τρίτον, αναγνωρίζει ότι η ουσιαστική λειτουργία της κοινωνικής οργάνωσης είναι να παράγει την οικονομική βάση -παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών – και σε αυτή επάνω στηρίζονται όλα τ’ άλλα. Ο συνδικαλισμός γνωρίζει ότι αυτή είναι μια περιοχή όπου χρειάζεται εκτεταμένη οργάνωση (της προαναφερθείσας ελευθεριακής μορφής) και ότι είναι καλύτερο να αφήνεις τις άλλες πλευρές της ζωής όσο το δυνατό πιο απαλλαγμένα από οργανωτικές επιρροές. Σχεδόν όλοι οι επικριτές του συνδικαλισμού, μαζί και οι αρχικοί συγγραφείς αυτής της μπροσούρας, χάνουν αυτό το σημαντικό σημείο. (Είναι αληθινό βέβαια ότι μια ενδελεχής κριτική όλων των τύπων κυριαρχίας και μυθοποίησης είναι απαραίτητη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, δεν έχει όμως κανείς παρά να ρίξει μια ματιά στις καλύτερες συνδικαλιστικές εκδόσεις για να αντιληφθεί ότι τουλάχιστον μερικοί συνδικαλιστές κάνουν αυτή την κριτική). Με δεδομένα την καταστροφή κάθε καταπιεστικής εξουσίας (ένας απ’ τους κεντρικούς στόχους του συνδικαλισμού) και μια επαρκή προετοιμασία (δηλ. απομυθοποίηση), θα ήταν παράλογο να μην περιμένουμε μια έκρηξη δημιουργικότητας σε όλους τους τομείς της ζωής -τέχνη, μουσική, λογοτεχνία, αρχιτεκτονική, οικογενειακές σχέσεις, σεξουαλικές σχέσεις, δομή της κοινότητας κλπ, κλπ.

Υπάρχουν παρ’ όλα αυτά δύο μεγάλοι κίνδυνοι στον συνδικαλισμό. Ο πρώτος είναι ότι πολλοί συνδικαλιστές αναπτύσσουν μια μυωπική οπτική: παθιάζονται τόσο πολύ με τους εργασιακούς αγώνες και τα οικονομικά σχέδια αυτοδιεύθυνσης που όχι μόνο αποτυγχάνουν να αναλύσουν μορφές κυριαρχίας και μυθοποίησης που δεν σχετίζονται με τον χώρο εργασίας ή αναπαράγοντάς τες, επιπλέον δρουν σαν αυτά τα προβλήματα να μην υπάρχουν. Έτσι, εάν αυτή η συνδικαλιστική τάση πετύχαινε τους σκοπούς της, θα μπορούσε κάλλιστα να παράγει μια αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία στην οποία μη οικονομικές μορφές κυριαρχίας και μυθοποίησης να ασκούν ακόμα τις οδυνηρές συνέπειες τους, π.χ. είναι εύκολο να οραματιστείς ένα οικονομικό σύστημα υπό εργατικό έλεγχο να συνυπάρχει με την θρησκευτική μυθοποίηση, την ομοφυλοφοβία και τον σεξισμό. Αυτό θα ήταν αντίθετο στις αναρχικές ιδέες, όμως πολλοί συνδικαλιστές είναι συνδικαλιστές πρώτα και μετά αναρχικοί (ή «αντιεξουσιαστές»), κάτι που μοιάζει πολύ με τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του.

Ο δεύτερος κίνδυνος έχει σχέση με τον πρώτο: οι συνδικαλιστές μερικές φορές ξεχνούν ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι απλά ένα μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Μερικές φορές λοιπόν αναπτύσσουν ένα οργανωτικό φετιχισμό. αυτό μπορεί να ονομαστεί «οργανωσίτιδα» – μια διανοητική αυταπάτη στην οποία μέσα και σκοπός αντιστρέφονται, στην οποία η συνδικαλιστική οργάνωση γίνεται αντιληπτή σαν ένας σκοπός από μόνη της, σαν σημαντικότερη απ’ τον ίδιο της τον στόχο (την ελεύθερη κοινωνία). Δυστυχώς σε ορισμένες περιπτώσεις ο στόχος ξεχνιέται τελείως. Και, ακόμα χειρότερα, η «οργανωσίτιδα» μερικές φορές, όχι όμως αναπόφευκτα, οδηγεί σε μια χειρότερη ασθένεια, την «γραφειοκρατικοποίηση».

Αυτά τα λόγια όμως δεν αποτελούν αφορισμούς της συνδικαλιστικής θεωρίας. απλά δείχνουν ότι ακόμα και η καλύτερη θεωρία από μόνη της δεν προσφέρει καμία εγγύηση ότι οι ακόλουθοι της θα ενεργούν πάντοτε με βάση τις αρχές της ή ότι θα αποκτήσουν ιδέες πέραν αυτών που περιέχονται στην θεωρία. Αυτό δεν μας εκπλήσσει και πολύ. Όλοι ζούμε στον κόσμο του εμπορευματικού καπιταλισμού και θα ήταν τρομακτικό ο χαρακτήρας μας να μην έχει φορτωθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό με τα χαρακτηριστικά που μια τέτοια ζωή γεννά. και θα ήταν επίσης τρελό αυτά τα χαρακτηριστικά να μην δημιουργούν προβλήματα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις – σε κάθε μορφής οργάνωση μάλιστα, ακόμα και την πιο άτυπη.

Πάλι όμως η κατάσταση δεν είναι εντελώς απελπιστική. Ένας υψηλός βαθμός προσωπικής συνειδητοποίησης των συμμετεχόντων μπορεί να μειώσει τους κινδύνους της «οργανωσίτιδας» και της «γραφειοκρατικοποίησης». Υπάρχουν επίσης πολλοί μηχανισμοί αποτελεσματικοί στην μείωση αυτών των κινδύνων, όπως η αποκέντρωση, η υποχρεωτική εναλλαγή στα αξιώματα, περιορισμοί επανεκλογής, αυστηρό προσδιορισμό των ευθυνών, η άμεση ανάκληση. Με τέτοιους φύλακες η συμμετοχή σε συλλογικά σχέδια προσωπικής απελευθέρωσης είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και επιθυμητή.

Η αυθόρμητη εξέγερση από μόνη της δεν είναι αρκετή. Χωρίς μια εκ των προτέρων επαρκή προετοιμασία ο παλιός κόσμος απλώς θα επανεμφανιστεί μετά από οποιαδήποτε ανταρσία εγκιβωτισμένος, καθώς είναι εγκιβωτισμένος στην ψυχή των φανταστικών ανθρώπων

[μεταφράστηκε στα ελληνικά, το φθινόπωρο του 2005 στη Σαλονίκη]

Categories
Uncategorized

2 τραγούδια της ισπανικής επανάστασης

A las barricadas / Στα οδοφράγματα

Ισπανικά:

Negras tormentas agitan los aires
nubes oscuras nos impiden ver.
Aunque nos espere el dolor y la muerte
contra el enemigo nos llama el deber.

El bien mas preciado
es la libertad
hay que defenderla
con fe y con valor.

Alza la bandera revolucionaria
que llevara al pueblo a la emancipacion
En pie obrero a la batalla
hay que derrocar a la reaccion

A las Barricadas!
A las Barricadas!
por el triunfo
de la Confederacion.

Απόδοση στα ελληνικά:

Μαύροι κεραυνοί τραντάζουν τον ουρανό
Σκούρα σύννεφα μας τυφλώνουν
Κι ας μας περιμένει ο θάνατος κι ο πόνος
Πρέπει να βαδίσουμε κόντρα στον εχθρό

Το πιο πολύτιμο αγαθό
Είναι η ελευθερία
Πρέπει να την υπερασπίζεσαι
Με πίστη και με αξία

Ψηλά η σημαία της επανάστασης
Που οδηγεί το λαό στη χειραφέτηση
Του εργαζόμενους στην μάχη
Πρέπει να τσακίσουμε την αντίδραση

Στα οδοφράγματα!
Στα οδοφράγματα!
Για το θρίαμβο
της Συνομοσπονδίας



Ο ύμνος των Mujeres Libres – Ελευθέρων Γυναικών

Ισπανικά:

Puno en alto mujeres de Iberia
hacia horizontes prenados de luz
por rutas ardientes,
los pies en la tierra
la frente en lo azul.

Afirmando promesas de vida
desafiamos la tradiciΫn
modelemos la arcilla caliente
de un mundo que nace del dolor.

°Que el pasado se hunda en la nada!
°Que nos importa del ayer!
Queremos escribir de nuevo
la palabra MUJER.

Puno en alto mujeres del mundo
hacia horizontes prenados de luz
por rutas ardientes
adelante, adelante
de cara a la luz.

Απόδοση στα ελληνικά:

Ψηλά τις γροθιές, γυναίκες της Ιβηρίας
Προς τους ορίζοντες που φεγγοβολούν
Στους φλεγόμενους δρόμους,
Τα πόδια στη Γη
Το πρόσωπο στον γαλανό ουρανό.

Φέρνουμε την υπόσχεση της ζωής
Αρνούμαστε την παράδοση
Πλάθουμε το ζεστό πηλό
Ενός κόσμου που γεννιέται στον πόνο.

Το παρελθόν ας χαθεί στο μηδέν!
Τι μας νοιάζει πια για το χθες!
Θέλουμε να χαράξουμε εκ νέου
Τη λέξη ΓΥΝΑΙΚΑ.

Ψηλά τις γροθιές, γυναίκες της Ιβηρίας
Προς τους ορίζοντες που φεγγοβολούν
Στους φλεγόμενους δρόμους
Ψηλά, πιο ψηλά
Το πρόσωπο στο φώς.



Categories
Gilles Dauve

ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ, ΜΑΗΣ 1937 – GILLES DAUVE

ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ – ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ, ΜΑΗΣ 1937 – GILLES DAUVE

Φασισμός και Μεγάλο Κεφάλαιο

Απόσπασμα από το “When Insurrections Die”

Αν τα πράγματα έχουν έτσι ακριβώς, όπως δέχεται στο περίφημο αξίωμά του ο Daniel Guerin, δηλαδή ότι ο φασισμός εξυπηρετεί τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, τότε για το 99% των ανθρώπων που έρχονται σε επαφή με αυτήν την απολύτως ξεκάθαρη θέση, θα έπρεπε να προστεθεί επίσης ότι, πέρα από οτιδήποτε, ο φασισμός θα μπορούσε να ανακοπεί στα 1922 ή στα 1933 αν τα εργατικά κινήματα ή έστω οι δημοκράτες είχαν ασκήσει αρκετή πίεση ώστε να τον αποδυναμώσουν. Αν ίσως, στα 1921, το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και το νέο-ιδρυθέν Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας είχαν συμμαχήσει με τις δημοκρατικές δυνάμεις για να σταματήσουν τον Μουσσολίνι, ή αν στις αρχές του ’30, το Γερμανικό ΚΚ, δεν είχε αποδοθεί σε έναν «αδελφοκτόνο» αγώνα εναντίον των σοσιαλδημοκρατών, η Ευρώπη θα είχε γλιτώσει από μια από τις πιο βάρβαρες δικτατορίες της ιστορίας, από έναν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μια ναζιστική αυτοκρατορία που κάλυπτε σχεδόν ολόκληρη την ήπειρο, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το ολοκαύτωμα των Εβραίων. Πέρα και πάνω από αυτές τις πολύ αληθινές παρατηρήσεις σχετικά με τις τάξεις, το κράτος και τους δεσμούς μεταξύ του φασισμού και των μεγάλων συμφερόντων, αυτή η θεώρηση αποτυγχάνει να εντοπίσει την άνοδο του φασισμού μέσα από μια διπλή ήττα: Την ήττα των επαναστατών μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, που τσακίστηκαν τόσο από τη σοσιαλδημοκρατία όσο κι από την κοινοβουλευτική δημοκρατία, κι έπειτα, μέσα στη δεκαετία του 1920, την αποτυχία των δημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών στη διαχείριση του Κεφαλαίου. Χωρίς μια ματιά στην προηγούμενη περίοδο καθώς και στην πρώιμη φάση του ταξικού αγώνα και των ορίων του, η άνοδος στην εξουσία, και ακόμα περισσότερο η φύση του φασισμού παραμένουν ακατανόητες. Για τους υπόλοιπους, δεν είναι από απροσεξία που ο Guerin κρίνει επιπόλαια τόσο το Λαϊκό Μέτωπο, στο οποίο αναγνωρίζει μια «αποτυχημένη επανάσταση», όσο και την πραγματική σημασία του φασισμού.

Ποιος είναι ο πραγματικός κινητήρας του φασισμού, αν όχι η οικονομική και πολιτική ενοποίηση του κεφαλαίου, μια τάση που έχει γενικευτεί από το 1914. Ο φασισμός ήταν ένας συγκεκριμένος τρόπος να επιτευχθεί αυτή η ενότητα στις χώρες – την Ιταλία και τη Γερμανία – όπου, ακόμη κι αν η επανάσταση είχε τσακιστεί, το κράτος φαινόταν ανίκανο να επιβάλει την τάξη, και μέσα σε αυτήν να επιβληθεί ακόμη κι ανάμεσα στην ίδια την αστική τάξη. Ο Μουσσολίνι δεν ήταν άλλωστε ο Θίερσος, με μια γερά δομημένη βάση εξουσίας, για να διατάσσει τις ένοπλες δυνάμεις να σφαγιάσουνε τους κομμουνάρους. Μια ουσιώδης όψη του φασισμού είναι η γέννησή του στους δρόμους, η χρήση της αταξίας προκειμένου να επιβληθεί η τάξη, η κινητοποίηση της παλιάς μεσαίας τάξης, που έχει πλέον μισο-παρανοήσει από την ίδια την παρακμή της, και η αναγέννηση, εκ των ουκ άνευ, ενός κράτους ανίκανου να διαχειριστεί την κρίση του καπιταλισμού. Ο φασισμός ήταν μια προσπάθεια της αστικής τάξης να χαλιναγωγήσει βίαια τις ίδιες τις αντιφάσεις της, να στρέψει τις τακτικές της εργατικής τάξης, τις μαζικές διαδηλώσεις, υπέρ της, και να ξεδιπλώσει όλες τις δυνατότητες του σύγχρονου κράτους, καταρχήν ενάντια σε έναν εσωτερικό εχθρό, και στην συνέχεια εναντίον ενός εχθρού εξωτερικού.

Επρόκειτο πράγματι για μια κρίση του κράτους, κατά την πλήρη υπαγωγή της κοινωνίας στην κυριαρχία του κεφαλαίου. Αρχικά, υπήρχαν οι εργατικές οργανώσεις που ήταν υποχρεωμένες να έρχονται αντιμέτωπες με την προλεταριακή ανταρσία. Έπειτα, ο φασισμός ανέλαβε να πατάξει μια για πάντα τη συνεχιζόμενη αταξία. Αυτή η αταξία, δεν ήταν φυσικά επαναστατική κατ’ ανάγκη, προκαλούσε ωστόσο παράλυση, και κινητοποιούσε εναντίον της λύσεις που τελικά δεν μπορούσε παρά να είναι βίαιες. Η κρίση ξεπεράστηκε προς στιγμή αλλά μονάχα επιφανειακά: το φασιστικό κράτος έμοιαζε αποτελεσματικό χωρίς πραγματικά να είναι, κι αυτό καθώς ενσωμάτωνε βίαια την μισθωμένη εργατική δύναμη, θάβοντας τεχνητά τις συγκρούσεις μέσα από την διαμεσολάβησή τους από τη δίαυλο του μιλιταρισμού. Όμως το κράτος υπερέβη τελικά την κρίση, σχετικά πάντοτε, μέσα από την πολυσυλλεκτική δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε στα 1945, και η οποία ήταν σε θέση να οικειοποιηθεί όλες τις μεθόδους του φασισμού, αλλά και να προσθέσει μερικές νέες δικές της, μιας και κατορθώνει να εξουδετερώνει τις οργανώσεις των εργαζομένων χωρίς να τις καταστρέφει. Τα κοινοβούλια έχασαν τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Με κράτος πρόνοιας ή χωρίς, με σύγχρονες τεχνικές επιτήρησης κι ελέγχου ή με κρατικά επιδόματα που μοιράζονται σε εκατομμύρια άτομα, εν συντομία με ένα σύστημα που καθιστά τον καθένα ολοένα και πιο εξαρτημένο, η κοινωνική ενοποίηση πάει παραπέρα από κάθε προσπάθεια που κατέβαλε ο φασισμός μέσω του τρόμου, όμως ο ίδιος ο φασισμός σαν συγκεκριμένο κίνημα έχει πια εξαφανιστεί. Ανταποκρινόταν στην πειθαρχημένη πορεία – με βήμα χήνας – της αστικής τάξης, κάτω από την πίεση του κράτους, το οποίο είχε, κάτω από το συγκεκριμένο πλαίσιο, μόλις δημιουργηθεί και όφειλε να σπεύσει να θεσμοθετηθεί ως έθνος.

Η αστική τάξη πήρε ακόμα και τη λέξη «φασισμός» από τις οργανώσεις της εργατικής τάξης στην Ιταλία, οι οποίες συχνά αποκαλούνταν «φάσι». Έχει σημασία ότι ο φασισμός ξεκίνησε ως ένα είδος οργάνωσης κι όχι ως ένα πρόγραμμα. Το μόνο πρόγραμμά του είναι να οργανώσει τον καθένα, να καταστήσει με τη βία τα συνθετικά στοιχεία της κοινωνίας συμπαγή. Η δικτατορία δεν είναι ένα ακόμα όπλο του κεφαλαίου, λες και το κεφάλαιο θα μπορούσε να το αντικαταστήσει και με άλλα, λιγότερο βίαια, είναι μια από τις τάσεις του, μια τάση που πραγματοποιείται όποτε κάτι τέτοιο κρίνεται απαραίτητο. Μια «επιστροφή» στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπως συνέβη (για παράδειγμα) στη Γερμανία μετά το 1945, καταδεικνύει ότι η δικτατορία είναι ανίκανη να ενσωματώσει τις μάζες στο κράτος (τουλάχιστον μέχρι την επόμενη φορά που θα κληθεί να δοκιμαστεί). Το πρόβλημα δεν είναι πλέον το γεγονός ότι η δημοκρατία εξασφαλίζει μια πιο τέλεια κυριαρχία απ’ ότι η δικτατορία. Ο καθένας θα προτιμούσε να τον εκμεταλλεύονται με τον τρόπο της Σουηδίας παρά να απαχθεί από τους παρακρατικούς του Πινοσέτ. Όμως μπορεί πράγματι να επιλέξει; Ακόμα και οι ευγενικές δημοκρατίες της Σκανδιναβίας μπορούν να μεταμορφωθούν σε δικτατορίες αν οι συνθήκες το απαιτήσουν. Το κράτος μπορεί να έχει μόνο μια λειτουργία, την οποία επιτελεί είτε δημοκρατικά είτε δικτατορικά. Το γεγονός ότι η παλιότερη ήταν πιο σκληρή δε σημαίνει κι ότι μπορούμε να επανα-προσανατολίσουμε το κράτος ώστε αμβλύνει την νεότερη. Οι μορφές που παίρνει ο Καπιταλισμός δεν εξαρτώνται πια από τα γούστα των μισθωτών εργαζομένων παρά από τις προθέσεις των αστών. Η δημοκρατία της Βαϊμάρης υποδέχθηκε τον Χίτλερ με ανοιχτές αγκάλες. Το Λαϊκό Μέτωπο του Leon Blum δεν «απέφυγε τον φασισμό», πολύ απλά γιατί στα 1936 η Γαλλία δεν είχε ανάγκη ούτε μια εξουσιαστική ενοποίηση του κεφαλαίου, αλλά ούτε μια σμίκρυνση των μεσαίων στρωμάτων της.

Δεν τίθεται θέμα πολιτικής «επιλογής» την οποία οι προλετάριοι θα μπορούσαν να κάνουν ή να θέσουν με αξιώσεις. Η δημοκρατία δεν είναι δικτατορία, όμως η δημοκρατία προετοιμάζει τη δικτατορία και προετοιμάζεται και η ίδια γι αυτήν. Η ουσία του αντιφασισμού έγκειται στην αντίσταση στο φασισμό μέσα από την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Δεν έχουμε να κάνουμε πλέον με έναν αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό αλλά με μια προσπάθεια να ασκηθεί πίεση στον καπιταλισμό ώστε να αποκηρύξει την ολοκληρωτική του επιλογή. Από τη στιγμή που ο σοσιαλισμός ταυτίστηκε με την πλήρη δημοκρατία, και ο καπιταλισμός με μια καλπάζουσα τάση προς τον φασισμό, οι ανταγωνισμοί μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου, κομμουνισμού και μισθωτής εργασίας, προλεταριάτου και κράτους, απορρίπτονται για χάρη μιας αντιπρότασης δημοκρατίας ή φασισμού που παρουσιάζεται σαν η πεμπτουσία της επαναστατικής προοπτικής. Η επίσημη αριστερά και άκρα-αριστερά, μας λεν πως μια πραγματική αλλαγή θα ταυτιζόταν τουλάχιστον με τα ιδανικά του 1789, τα οποία προδίδει ασταμάτητα η μπουρζουαζία. Μια νέα κοινωνία; Μα αυτή υποτίθεται είναι ήδη εδώ, σε εμβρυακή μορφή φυσικά, μέσα από τα δημοκρατικά δικαιώματα τα οποία πρέπει να διαφυλάξουμε και να ωθήσουμε ακόμα παραπέρα προς μια ολοένα και τελειοποιούμενη κοινωνία, με ακόμα μεγαλύτερες δόσεις δημοκρατίας, μέχρι την επίτευξη της τέλειας δημοκρατίας, ή αν προτιμάτε, του σοσιαλισμού.

Έτσι, περιορισμένη σε μια αντιφασιστική αντίσταση, η κοινωνική κριτική περιορίζεται σε διθυράμβους προς όλα όσα κάποτε αποκήρυσσε και παρατά κάθε τι που θυμίζει την επανάσταση, για χάρη μιας πολιτικής σταδίων, μιας παραλλαγής της «ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό» που κάποτε προέτασσαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα, και χλευαζόταν μέχρι το 1968, από τον καθένα που ήθελε σοβαρά να αλλάξει τον κόσμο. Η παλινδρόμηση είναι προφανής.

Δε θα παίξουμε με τα όρια της γελοιότητας εγκαλώντας την αριστερά και την άκρα-αριστερά για το ότι αγκάλιασαν μια κομμουνιστική προοπτική την οποίαν γνώριζαν στην πραγματικότητα μόνο τότε που τις αντιτίθονταν. Είναι ολοφάνερο ότι ο αντιφασισμός αποτελεί άρνηση της επανάστασης. Αλλά ο αντιφασισμός αποτυγχάνει εκεί ακριβώς που ισχυρίζεται ότι είναι αποτελεσματικός: Στο να εμποδίσει μια πιθανή απολυταρχική μετάλλαξη της κοινωνίας.

Η αστική δημοκρατία είναι μια φάση στην καπιταλιστική οικοδόμηση της εξουσίας, και η επέκτασή της στον εικοστό αιώνα ολοκληρώνει την κυριαρχία του κεφαλαίου, εντατικοποιώντας την απομόνωση των ατόμων. Αυτοσυστήνεται σαν μια θεραπεία για το διαχωρισμό του ατόμου από την κοινότητα, της ανθρώπινης δραστηριότητας από την κοινωνία, και των τάξεων μεταξύ τους, η δημοκρατία δε θα είναι ποτέ σε θέση να λύσει το πρόβλημα της πιο διαχωρισμένης κοινωνίας στην ιστορία. Σαν μια μορφή για πάντα ανίκανη να τροποποιήσει το περιεχόμενό της, η δημοκρατία είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος το οποίο ισχυρίζεται ότι μπορεί να επιλύσει. Κάθε φορά που ισχυρίζεται ότι ενδυναμώνει την κοινωνική ενότητα, η δημοκρατία συμβάλλει στη διάλυσή της. Κάθε φορά που καλύπτει πρόχειρα τις αντιφάσεις του εμπορεύματος, το κάνει τεντώνοντας τον ιστό προστασίας που έχει υφάνει το κράτος γύρω από τις κοινωνικές σχέσεις. Ακόμα και με τους δικούς τους όρους απελπισμένης παραίτησης, οι αντιφασίστες, προκειμένου να γίνουν πιστευτοί, οφείλουν να μας εξηγήσουν πως γίνεται και η τοπική δημοκρατία είναι συμβατή με την αποικιοποίηση του χώρου από το εμπόρευμα που ολοένα εκκενώνει τους δημόσιους χώρους για να γεμίζει τα πολυκαταστήματα. Πρέπει να εξηγήσουν πως θα γίνει κι αυτό το πανταχού παρών κράτος, στο οποίο οι άνθρωποι οφείλουν να προστρέχουν για να βρουν προστασία και υποστήριξη, αυτή η πραγματική μηχανή παραγωγή κοινωνικών «αγαθών», δε θα «αμαρτήσει» προκειμένου να αποκαταστήσει την τάξη όταν εκκρηκτικές συνθήκες κάνουν κάτι τέτοιο επιτακτικό. Ο φασισμός είναι η εφηβεία του κρατικού τερατουργήματος, ενώ ο αντιφασισμός είναι η πιο δειλή απολογία του. Ο αγώνας για ένα δημοκρατικό κράτος είναι αναπόφευκτα ένας αγώνας σταθεροποίησης του κράτους και απέχει από τη συντριβή του ολοκληρωτισμού, μιας και ένας τέτοιος αγώνας ενισχύει την επικράτηση του ολοκληρωτισμού στην κοινωνία.

Βαρκελώνη, Μάης 1937

Απόσπασμα από το “When Insurrections Die”

Η αστυνομία προσπάθησε να καταλάβει το τηλεφωνικό κέντρο που βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο αναρχικών (και σοσιαλιστών) εργατών. Στην καταλανική μητρόπολη, καρδιά και σύμβολο της επανάστασης, οι νόμιμες αρχές δε σταματούσαν πουθενά προκειμένου να αφοπλίσουν κάθε τι που παρέμενε ζωντανό, ανεξέλεγκτο και αντι-αστικό. Η τοπική αστυνομία, επιπλέον, ήταν στα χέρια του PSUC (Ενοποιημένο Σοσιαλιστικο Κόμμα Καταλωνίας – αδελφό κόμμα του ισπανικού ΚΚ). Αντιμέτωποι με μια ανοιχτά εχθρική εξουσία, οι προλετάριοι τελικά κατάλαβαν ότι η εξουσία αυτή δεν ήταν δική τους, ότι της είχαν παραχωρήσει το δώρο της εξέγερσής τους δέκα μήνες νωρίτερα, και ότι πια η εξέγερσή τους είχε στραφεί εναντίον τους. Ως αντίδραση στην αρπαγή αυτής της εξουσίας από το Κράτος, μια γενική απεργία παρέλυσε τη Βαρκελώνη. Ήταν πια αργά. Οι εργάτες είχαν ακόμη την ικανότητα να εξεγείρονται ενάντια στο Κράτος (που είχε πάρει αυτή τη φορά τη δημοκρατική του μορφή), αλλά δεν μπορούσαν πλέον να ωθήσουν τους αγώνες τους προς ένα σημείο ανοιχτής ρήξης.

Όπως πάντα, το «κοινωνικό» ζήτημα κυριάρχησε εκ των προτέρων επί του στρατιωτικού. Η νόμιμες αρχές δεν μπορούσαν να επιβληθούν με τις οδομαχίες. Μέσα σε λίγες ώρες, στη θέση ενός πεδίου ανταρτοπολέμου, ενός πολέμου θέσεων, στήθηκε μια κούρσα καταλήψεων κτιρίων έναντι κτιρίων. Κυριάρχησε μια αμυντική εκεχειρία στην οποία κανείς δεν μπορούσε να νικήσει μιας και κανείς δεν επιτιθόταν. Με την ίδια την επιθετική της δυνατότητα μειωμένη, η αστυνομία δε ριψοκινδύνευε να εμπλακεί σε επιθέσεις κτιρίων που είχαν καταλάβει οι αναρχικοί. Γενικά μιλώντας η τοπική αστυνομία και το κράτος κατείχαν το κέντρο της πόλης, ενώ η CNT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας – υπό τον έλεγχο των αναρχοσυνδικαλιστών) και το POUM (μαρξιστές) κατείχαν τις εργατικές συνοικείες. Το στάτους κβο τελικά κρίθηκε με πολιτικά μέσα. Οι μάζες κατέθεσαν την εμπιστοσύνη τους στις δυο οργανώσεις που δέχονταν επίθεση, ενώ οι τελευταίες, φοβισμένες πως θα έρθουν σε ευθεία σύγκρουση με το κράτος, έπεισαν τους ανθρώπους να γυρίσουν πίσω στις δουλειές τους (αν και όχι χωρίς κάποια δυσκολία) κι έτσι υπέσκαψαν την μόνη δύναμη που θα μπορούσε να τους σώσει τόσο πολιτικά όσο και «φυσικά». Αμέσως μόλις τελείωσε η απεργία, γνωρίζοντας ότι πλέον έχει το πάνω χέρι της κατάστασης, η κυβέρνηση έφερε 6.000 φρουρούς των Ταγμάτων Επίθεσης, επίλεκτο τμήμα της αστυνομίας. Από τη στιγμή που αποδέχτηκαν τη διαμεσολάβηση των «αντιπροσωπευτικών οργανώσεων» και των μεσολαβητικών συμβουλίων του POUM και της CNT, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που είχαν νικήσει τον φασιστικό στρατό τον Ιούλη του 1936 παραδόθηκαν αμαχητί στην Δημοκρατική Αστυνομία τον Μάη του 1937.

Στο σημείο εκείνο, η καταστολή μπορούσε να ξεκινήσει το έργο της. Μόνο μερικές εβδομάδες ήταν αρκετές ώστε να τεθεί εκτός νόμου το POUM, να συλληφθούν οι ηγέτες του, και να θανατωθούν είτε νόμιμα είτε όχι, και να εξαφανιστεί ο Νιν (πρόεδρος του POUM). Ένας παράλληλος αστυνομικός μηχανισμός στήθηκε κρυφά σε τοπικό επίπεδο, οργανωμένος από το NKVD (Σ.τ.μ: Narodnii Komissariat Vnoutrennikh Diél – υπηρεσία πληροφοριών της ΕΣΣΔ) και τον μυστικό σχηματισμό της Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής), που έδινε λογαριασμό απευθείας στην Μόσχα και μόνο. Από το σημείο εκείνο, καθένας που έδειχνε την παραμικρή αντίθεση στο Δημοκρατικό Κράτος και τον βασικό σύμμαχό του, την ΕΣΣΔ, αποκηρυσσόταν και καταδιωκόταν ως «φασίστας», καθώς και σε ολόκληρο τον κόσμο ένας στρατός από καλοπροαίρετες, ευγενικές ψυχές ήταν πρόθυμος να επαναλάβει την ανθρωποσφαγή, κάποιοι από άγνοια, άλλοι από προσωπικό συμφέρον, αλλά όλοι τους πεπεισμένοι πως καμιά τέτοια αποκήρυξη δεν ήταν περιττή, τη στιγμή που ο φασισμός προέλαυνε. Η λύσσα που απελευθερώθηκε απέναντι στο POUM δεν ήταν απροσδόκητη. Αντιτιθέμενο στις δίκες της Μόσχας, το POUM είχε καταδικαστεί στο να καταστραφεί από έναν Σταλινισμό που επιδόθηκε σε έναν ανελέητο παγκόσμιο αγώνα ενάντια στους αντιπάλους του, για τον έλεγχο των μαζών. Τη στιγμή εκείνη, τα περισσότερα κόμματα, σχολιαστές κι ακόμα και η Λίγκα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δε δίσταζαν να συνηγορήσουν στην ενοχή των κατηγορουμένων. Εξήντα χρόνια αργότερα, η κυρίαρχη ιδεολογία καταδικάζει αυτές τις δίκες και τις βλέπει σαν ένα σημάδι του παρανοϊκού κυνηγιού της εξουσίας του Κρεμλίνου. Λες και τα σταλινικά εγκλήματα δεν είχαν καμιά σχέση με τον αντιφασισμό! Η αντιφασιστική λογική πάντοτε θα ευθυγραμμίζεται με τις πιο συμβατικές δυνάμεις και πάντοτε θα πολεμάει τις πιο ριζοσπαστικές.

Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, τον Μάη του 1937, δόθηκε ένα στίγμα, αυτού που λίγους μόνο μήνες νωρίτερα, θα ήταν αδιανόητο: Ένας σοσιαλιστής πολύ δεξιότερος ακόμα κι από τον Caballero, ο Negrin, θα ηγείτο μιας κυβέρνησης η οποία θα γινόταν συνώνυμη του «νόμου και της τάξης», περιλαμβάνοντας φυσικά την καταστολή ενάντια στους εργαζομένους. Ο Orwell, ο οποίος κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του στα γεγονότα αυτά, αντιλήφθηκε ότι ο πόλεμος «για τη δημοκρατία» είχε προφανώς τελειώσει. Αυτό που έμενε ήταν ένα ξεκαθάρισμα ανάμεσα σε δυο φασισμούς, με τη διαφορά ότι ο ένας ήταν λιγότερο απάνθρωπος από τον άλλον. Ωστόσο, ο Orwell υπέκυψε στην αναγκαιότητα να αποφευχθεί ο «πιο απογυμνωμένος και ανεπτυγμένος φασισμός του Φράνκο και του Χίτλερ». Από το σημείο αυτό κι έπειτα, το μόνο ζήτημα ήταν ο αγώνας για έναν φασισμό λιγότερο άσχημο από τον αντίπαλό του…

[Σημειώσεις της μετάφρασης: Στις 3 Μάη 1937, ο σταλινικός διευθυντής της Αστυνομίας της Βαρκελώνης (Rodriguez Salas) με 200 άνδρες του προσπάθησαν να επιτάξουν το τηλεφωνικό κέντρο της πόλης, το οποίο από την αρχή της επανάστασης είχε κυρηχτεί αυτοδιαχειριζόμενο από τους εργαζομένους του, οι περισσότεροι των οποίων ανήκαν στην αναρχοσυνδικαλιστική CNT. Οι τελευταίοι αρνήθηκαν να το παραδώσουν, και έστησαν οδοφράγματα γύρω του με τη βοήθεια άλλων εργατών, αναρχικών αλλά και μαρξιστών του POUM (εργατικό κόμμα σοσιαλιστικής ενοποίησης) το οποίο συνεργαζόταν με την CNT. Για τρεις μέρες ξέσπασαν συγκρούσεις σε ολόκληρη την πόλη ανάμεσα στους αναρχικούς, μαρξιστές και άλλους εργάτες από την μία, και τους σταλινικούς και την αστυνομία από την άλλη, ώσπου οι ηγέτες της CNT που είχαν στο μεταξύ υπουργοποιηθεί στην δημοκρατική κυβέρνηση, καθώς και του POUM, φοβούμενοι μια ρήξη με τη δημοκρατική κυβέρνηση, κήρυξαν ανακωχή και κάλεσαν τους εργάτες να καταθέσουν τα όπλα, κάτι που τελικά έγινε. Αυτό φυσικά ήταν και η αρχή του τέλους τους, μιας και μετά τις 6 Μάη, οι σταλινικοί και το δημοκρατικό πλέον κράτος είχαν λυμένα τα χέρια τους προκειμένου να εξοντώσουν κάθε αντιπολίτευση, κηρρύσοντας αρχικά παράνομο το POUM με πρόφαση τα γεγονότα αυτά. Οι μέρες του Μάη, αποτελούν δείγμα της αποξένωσης των εργαζομένων από τη δύναμή τους, συνέπεια της “εμπιστοσύνης” που οι ίδιοι νωρίτερα παρέδωσαν στις οργανώσεις (CNT, POUM) που ανέλαβαν να δώσουν τον “καλό αγώνα” για λογαριασμό τους.

[Μετάφραση: …για τη διάδοση της Μεταδοτικής λύσσας, Ιούλης 2007]

Δείτε ακόμα: 3 ερωτο/απαντήσεις για τον αντι-φασισμό – Gilles Dauve

Πηγή: Η μπροσούρα “Quand meurent les Insurrections” του Gilles Dauvé, κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις του Πρακτορείου Rioters [http://rioter.info/ekdoseis]

Categories
Jacques Camatte

Για την Επανάσταση – Jacques Camatte

Για την Επανάσταση – Jacques Camatte


Πηγή: Invariance Series 2 No. 2 April 1972

Μετάφραση στα αγγλικά: David Brown, 1982

Οι διάφορες ομάδες που εμφανίστηκαν μετά τα 1945 δεν κατάφεραν να αποδεχτούν τον θάνατο του παλιού εργατικού κινήματος. Να κάνουν κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να διακηρύσσουν την ίδια τους την αυτό-αναίρεση. Αυτό δεν τους εμποδίζει βέβαια από το να φλυαρήσουν γι αυτόν, συνήθως παρακάμπτοντας ή θεωρητικοποιώντας τον, κάτω από τον τίτλο της κρίσης του εργατικού κινήματος, ιδωμένης συνήθως σαν δήθεν κρίση μιας επαναστατικής πρωτοπορίας. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ιχνογραφούνται τα αίτια του θανάτου αυτού στο εσωτερικό της τάξης, μιας και πρέπει κανείς πρώτα να απορρίψει το επιχείρημα ότι το προλεταριάτο είναι πλέον αφομοιωμένο και έχει εγκαταλείψει την ιστορική αποστολή του (όπως είπε ο Τρότσκι ήδη στα 1939 στο «Η ΕΣΣΔ και ο Πολεμος»). Ορισμένοι άνθρωποι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν αυτό το φαινόμενο θεωρώντας πως ο καπιταλισμός είχε μετασχηματιστεί σε κρατικό ή γραφειοκρατικό καπιταλισμό, αλλά το προλεταριάτο παρέμεινε ανέπαφο και διατηρούσε την ίδια αποστολή – εξ ου και η αντιγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου από την ομάδα Socialisme Οù Barbarie (Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα). Δε θα τεθεί εδώ κάποιο ζήτημα αντίθεσης στην παραγωγή ενός μανιφέστου ή ακόμα αντιγραφής αυτού του 1848, στο όνομα της ιερότητας των κλασσικών κειμένων, αλλά κατάδειξης των ορίων μιας τέτοιας πρόθεσης. Οφείλουμε να σημειώσουμε στην προοπτική αυτή την Internationale Situationiste (Καταστασιακή Διεθνής), η οποία εμφανίστηκε λίγα χρόνια αργότερα, λειτουργώντας με τον ίδιο τρόπο. (Όλως αντιθέτως, η Potere Operaio (Εργατική Εξουσία) και η Lotta Continua (Συνεχής Αγώνας) πρότειναν έναν νέο-λενινισμό).

Βρέθηκαν άνθρωποι [1] που αντελήφθησαν τη σημασία της προλεταριακής ήττας του 1945 κι έτσι αμφισβήτησαν την ορθότητα της ιστορικής αποστολής του προλεταριάτου κι οδηγήθηκαν σε μια απόρριψη της θεωρίας του Μαρξ. Δήλωσαν (κι αυτό θεωρητικοποιήθηκε με 1000 διαφορετικούς τρόπους αργότερα) ότι το προλεταριάτο εξαφανιζόταν από τις έντονα βιομηχανοποιημένες ζώνες και ότι ήταν πλέον οι περιθωριακές ομάδες που θα έρχονταν να εκπληρώσουν το παλιό προλεταριακό σχέδιο, η ακόμα οι εξεγερμένοι χωρικοί στις ζώνες που δεν είχε απορροφήσει το κεφάλαιο και που μπορούσαν να ζωογονήσουν ξανά το επαναστατικό δυναμικό.

Ο Bordiga κατανόησε πλήρως την προλεταριακή ήττα και την οργιαστική ανάπτυξη του κεφαλαίου μετά το 1945. Γι αυτό και έγραψε: «Έχουμε γράψει πολλές φορές ότι το μανιφέστο είναι μια απολογία για την αστική τάξη, και σήμερα, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά την επαναφομοίωση της Ρωσσικής Επανάστασης, προσθέτουμε ότι κάποιος οφείλει να γράψει μια ακόμη» (Il Marxismo dei cacagli, 1952). Η ανάπτυξη του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα, πίστευε, θα διεύρυνε το προλεταριάτο και η κρίση που θα ζωογονούσε αυτό το ανεξέλεγκτο χάσμα θα κινητοποιούσε και πάλι το προλεταριάτο των παλιών μητροπόλεων, ιδιαίτερα της Γερμανίας. Αυτή η χώρα θεωρούνταν ως το επίκεντρο για την μελλοντική επανάσταση.

Οι διάφορες υφέσεις, όπως επίσης και τα πλευροκοπήματα των αντι-αποικιοκρατικών επαναστάσεων δεν οδήγησαν σε καμιά περίπτωση σε αποκατάσταση της επαναστατικής ταραχής στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η παθητικότητα του προλεταριάτου φάνηκε να είναι ατέρμονη ακόμα στο ξεκίνημα του ’60. Η θεωρία και η πρακτική ομάδων όπως η γερμανική SDS, παρεμφερείς ομάδες στις ΗΠΑ, οι Zengakuren στην Ιαπωνία, είχε το σκοπό του ξυπνήματος από τη λήθη των επαναστατικών δυνάμεων του προλεταριάτου μέσα από παραδειγματικές ενέργειες. Αυτοί, (ιδιαίτερα διάφορα μέλη της SDS) αντιλαμβάνονταν τη σημασία της ήττας και πίστευαν ότι το εργατικό κίνημα είχε βρεθεί εκατό χρόνια πίσω. Είχαν την ιδέα ενός νέου ξεκινήματος, μιας νέας εποχής… Γι αυτό το λόγο χάθηκαν μέσα στην εξεγερσιακή κατάσταση που ξετυλίχθηκε στο Παρίσι και στο Μεξικό στα 1968, διαφορετικά θα όφειλαν αργότερα να αυτό-διαλυθούν. Η διάλυση της SDS το 1970 έγινε στόχος κριτικής, όμως υπήρξε η απόδειξη της εγκυρότητας ολόκληρης της προηγούμενης δράσης της. Έπρεπε να χαθούν μέσα στην παλίρροια του νέου επαναστατικού κύματος. Παρομοίως με το μαοϊκό κίνημα στη Γαλλία, το οποίο παραδόξως, εκτός από μερικές μικρές απομονωμένες ομάδες, εκφράστηκε αρτιότερα στο αυθόρμητο κίνημα που γεννήθηκε από την κρίση του Μάη. Η καταστροφική ζωή των μαοϊκών οργανώσεων είναι η καλύτερη απόδειξη της κατάστασης από την οποία προερχόμαστε. Προσκολλώνται σε μια ιδεολογική γραμμή τραβηγμένη και σχεδιασμένη από την κινεζική πολιτιστική επανάσταση, ως το επαναστατικό ξέσπασμα του Μάη κι έπειτα. Όμως κάθε φορά το περιεχόμενο αποδεικνύεται πιο ισχυρό από το πλαίσιο και εκρήγνυται αποβάλλοντας το. Η θέληση να προσκολλούνται στις εξεγερμένες μάζες τους ανάγκασε προοδευτικά να αλλάζουν πλαίσια (στο βαθμό που οι αγώνες μεταπηδούσαν από ένα κοινωνικό πεδίο σε άλλο) και να αυτό-προσδιορίζονται μέσα από διάφορα αιτήματα, τα οποία νωρίτερα είχαν απορρίψει ή αγνοούσαν πλήρως – ο αγώνας ενάντια στα συνδικάτα, θεωρούμενα σαν λειτουργικές οργανώσεις-εργαλεία για την επιβολή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, για την γυναικεία απελευθέρωση, για την σεξουαλική επανάσταση κλπ… Με άλλα λόγια, η πολιτική ρητορική τους καταρρίπτονταν και ξέφτιζε οποτεδήποτε ερχόταν αντιμέτωπη με συνολικές ανάγκες. Έπρεπε να αναγνωρίσουν ότι η επανάσταση δεν είναι απλά ένα πολιτικό ζήτημα, αλλά ότι αφορά μια συνολική αλλαγή στον τρόπο παραγωγής και στον τρόπο ζωής, η κατάκτηση της εξουσίας είναι απλώς μια στιγμή του επαναστατικού γίγνεσθαι και το να μειώνεις τα πάντα σε αυτή τη στιγμή οδηγεί απλά στην παταγώδη αποτυχία να αντιληφθείς όλες τις διαστάσεις της εξέγερσης των ανθρώπων, όλες τις διαστάσεις της επανάστασης.

Μετά τις ταραχές του Μάη, των οποίων προηγήθηκαν τα ευρεία κινήματα που αναπτύχθηκαν σε δυο περιοχές με διαφορετικά ιστορικά κινήματα, την Κίνα και τη Δύση, και οι οποίες παρέδωσαν τη σκυτάλη στους σπουδαίους αγώνες στην Ιταλία, τις πρώτες άγριες απεργίες στη Γερμανία (Σ.τ.μ: «άγριες απεργίες» – wildcat strikes, λέγονται οι απεργίες που ξεσπούν χωρίς την έγκριση των συνδικάτων και συχνά εναντίον τους, και συνοδεύονται συνήθως από ριζικά-συνολικά αιτήματα, βίαιες συγκρούσεις, βανδαλισμούς, σαμποτάζ κλπ), τις απεργιακές κινητοποιήσεις της Κιρούνα, τις οδομαχίες των τελών του ’70 στην Πολωνία, την μεγάλη εξέγερση της Κεϋλάνης το 1971, το προλεταριάτο περιέχεται στις ομάδες του που είναι τα απομεινάρια του παλιού εργατικού κινήματος (ομάδες εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων όπως το γαλλικό ΚΚ ή απλά μερικών δεκάδων). Οργανώνονται στο παρελθόν γιατί αυτό οφείλει να συνεχιστεί ώστε να εμπνεύσει κάθε πραγματικό αγωνιστικό κίνημα, κάτι το οποίο δεν εμποδίζει μερικούς απ’ αυτούς, όπως το ΚΚΓ και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, να αλλάξουν τα προγράμματά τους έτσι ώστε να ταιριάζουν με το επαναστατικό κύμα που κι αυτοί ακόμα διαισθάνονται πως εγείρεται. Όταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούσαν να ξυπνήσουν το προλεταριάτο από το λήθαργό του, που διαδήλωναν ή μάχονταν όλα αυτά τα χρόνια, ήταν άραγε απλώς παιδικές απερισκεψίες που τρέφονταν από ψευδαισθήσεις, ή έκαναν έναν ακόμη μάταιο αγώνα ώστε η επανάσταση να θαφτεί καλύτερα μετά; Ας πούμε μόνο ότι από δω και πέρα έχουν θάψει αυτό το παρελθόν, έχουν ρευστοποιήσει απόλυτα τις ψευδαισθήσεις για έναν κόσμο που έχει εξαφανιστεί από το προσκήνιο.

Το προλεταριάτο υπέστη μια συντριπτική ήττα στα 1945, κι αυτό δεν θα μπορούσε να ξεπεραστεί με το να προτείνουμε μια δράση συμβατή με τα καθήκοντα του προλεταριάτου σε μια ιστορική περίοδο, που όμως δεν μπορούν να είναι συμβατά με την σημερινή κατάσταση. Η ήττα του 1945 κατέδειξε την αδυναμία του προλεταριάτου να αυτό-διευθυνθεί και να αντικαταστήσει το κεφάλαιο στη σλαβική περιοχή, καθώς και σε άλλες, οι οποίες εξεγέρθηκαν μετά το 1945, και να εμποδίσει το κεφάλαιο να πραγματοποιήσει την υλική κυριαρχία του στο κοινωνικό πεδίο, πρώτα και άμεσα στη Δύση, κι έπειτα στο υπόλοιπο του πλανήτη (στο βαθμό που αποτελεί την υψηλότερη κοινωνική μορφή η οποία επικρατεί στις υπόλοιπες).

Έχουμε πει ότι το κεφάλαιο μπορεί μόνο να καταφέρει κάτι τέτοιο, απαλλοτριώνοντας την άμεση υλική υπόσταση του προλεταριάτου – τον παραγωγικό μόχθο.

Αυτό συνεπάγεται μια ολική ρήξη με οτιδήποτε ήταν η θεωρία και πρακτική του εργατικού κινήματος πριν τα 1945 και δεδομένου του ότι από το 1923 μέχρι το 1945 είχαμε απλώς μια επανάληψη αυτού που συνέβη από τα 1917 μέχρι το 1923, μπορούμε να τροποποιήσουμε την πρότασή μας λέγοντας πως οφείλουμε να διαρρήξουμε τη σχέση μας με τη θεωρία και την πρακτική του εργατικού κινήματος μέχρι τα 1923. Αυτό, δεν συνεπάγεται φυσικά μια πρόταση να χτίσουμε ένα νέο κίνημα πάνω στα ερείπια διαφόρων στοιχείων του παλιού προλεταριακού κινήματος. Δε σημαίνει σε καμία περίπτωση τη συγγραφή ενός νέου Μανιφέστου, ή ένα νέο πρόγραμμα κλπ., ούτε μια επιστροφή στην Μαρξ αντιγράφοντας το έργο του και αναδεικνύοντάς το στο επαναστατικότερο όλων. Η επιστροφή σε κάτι είναι συνήθως η φυγή από κάτι άλλο, από την σύγχρονη πραγματικότητα. Κάτι τέτοιο, στην πραγματικότητα, συνίσταται στην μελέτη των ελλείψεων σε συγκεκριμένα σημεία του έργου του Μαρξ, που παραμένουν ελλιπή ακριβώς γιατί έχουν πραγματωθεί.

Το έργο του Μαρξ ορίζει πρωταρχικά τρεις μεγάλες περιόδους της ανθρωπότητας με τις συνεπαγόμενες ασυνέχειες ανάμεσά τους: το πέρασμα από τη Φεουδαρχία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, την ανάπτυξη αυτού του τρόπου παραγωγής, και την έλευση του κομμουνισμού. Το έργο αυτό αφορά επίσης άλλες στιγμές στην ιστορία του ανθρώπινου είδους (προ-καπιταλιστικές δομές), αλλά αυτό που ο Μαρξ περιγράφει εξοντωτικά είναι η περίοδος της τυπικής κυριαρχίας του κεφαλαίου. Στο Μανιφέστο, στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία, τους τέσσερις τόμους του Κεφαλαίου και στην Κριτική του Προγράμματος του Γκότα, κυριαρχεί ο επαναστατικός ρεφορμισμός του Μαρξ, ο οποίος λάμβανε υπόψη τις δυνατότητες της κοινωνίας της εποχής του. Αυτό δεν τον εμπόδισε από το να περιγράψει τον πλήρως πραγματωμένο κομμουνισμό (π.χ. στις σημειώσεις για το βιβλίο του J. Mill και σε συγκεκριμένα χωρία των Γκρούντρισσε) και να δείξει τα βασικά στοιχεία του περάσματος στην υλική κυριαρχία του κεφαλαίου, τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου. Στάθηκε όμως ανίκανος να κάνει μια συνθετική εργασία πάνω σ’ αυτό (δεν είναι από σύμπτωση που το Κεφάλαιο έμεινε ατελείωτο). Με μια καλή δικαιολογία, δεν περιέγραψε την επαναστατική πραγματοποίηση του κομμουνισμού όταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα έχει πετύχει την πλήρη κυριαρχία του (κι αυτό με λεπτομέρειες, όπως ακριβώς έκανε για το πέρασμα στην βάση της υλικής κυριαρχίας του κεφαλαίου). Πολλοί απαντούν σ αυτό λέγοντας πως είναι αναληθές να δηλώνουμε ότι ο Μαρξ παρείχε όλες τις απαραίτητες ενδείξεις μιας και, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και στη διάρκεια της υλικής κυριαρχίας, θα υπάρχουν τάξεις και κατά συνέπεια κόμματα, κι έτσι η επαναστατική τάξη συγκεκριμένα θα πρέπει να συγκροτηθεί σε κόμμα κλπ.

Δεν αρνούμαστε ότι υπάρχουν κάποιες σταθερές (invariants), αλλά:

1) Οφείλουμε αρχικά να προσδιορίσουμε το εύρος των σταθερών αυτών, εννοώντας μια χωρο-χρονική οριοθεσία, ώστε έτσι η σταθερά-τάξη να μην καταλαμβάνει τόσο πολύ χώρο όσο η σταθερά-πληθυσμός ή η σταθερά-παραγωγή (σταθερές που ονομάζονται verständige Abstraktion στον πρόλογο του 1857).

2) Η ανάπτυξη, το ξεκίνημα, αρχίζουν από το ειδικό κι όχι από το γενικό. Πρέπει λοιπόν κανείς να μελετά τις νέες παραμέτρους.

Σε ένα ακόμη πιο προχωρημένο επίπεδο, πρέπει, εξ αιτίας αυτής της ακριβώς προσδιορισμένης υλικής κυριαρχίας, και αναλογιζόμενοι ξανά τη θεωρία του Μαρξ στα ουσιώδη της, και ανακαλύπτοντας εκ νέου συγκεκριμένα συστατικά στοιχεία τα οποία έχουμε παραλείψει, συσκοτίσει, ή απλά αφήσει εκτός υπολογισμού επειδή απλώς δεν τα κατανοήσαμε πλήρως. Δεν υπάρχει κάποια ερμηνευτική μέθοδος, αλλά μια διαρκώς ανανεωμένη προσπάθεια να εξηγήσουμε συνεκτικά και εκτεταμένα τι θεωρούμε με τον κομμουνισμό ως μια θεωρία για την οποία το έργο του Μαρξ παραμένει το κατάλληλο εργαλείο.

Αυτή η θεωρία εξηγεί τη συγκρότηση της ανθρωπότητας σε κομμουνιστικές κοινότητες το σύνολο των οποίων αποτέλεσε τον πρωτόγονο κομμουνισμό, τη διάλυσή τους μέσα από το άρμα της ανταλλακτικής αξίας και της αυτονόμησής της, η οποία έγινε δυνατή μόνο όταν οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν σε ένα συγκεκριμένο βαθμό. Αυτή η κίνηση κατέστρεψε τις κοινότητες και ταυτόχρονα ζωογόνησε τα υποκείμενα και τις τάξεις. Ο θρίαμβός της δεν ήταν, οπωσδήποτε, κάτι το τετελεσμένο και τέθηκε πολλές φορές σε αμφισβήτηση από τις παλιές κοινότητες που κέρδιζαν προσωρινά έδαφος. Επικράτησε ολοκληρωτικά στη Δύση, ωστόσο, με τον αρχαϊκό τρόπο παραγωγής, όπου αφομοιώθηκε από τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής. Μονάχα στο περιθώριο της φεουδαρχικής κοινωνίας μπόρεσε η ανταλλακτική αξία να αποκτήσει μια ζωτικότητα και να δώσει ώθηση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που μπόρεσε να κυριαρχήσει στην παραγωγική διαδικασία αφότου οι άνθρωποι διαχωρίστηκαν από τα παραγωγικά μέσα.

Αυτός ο διαχωρισμός είναι που ονόμασε ο Μαρξ πρωταρχική συγκρότηση του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο λοιπόν αντιλήφθηκε αυτό που το χρήμα δεν είχε καταφέρει, τη συγκρότησή του σε μια υλική κοινότητα μέσω της απαλλοτρίωσης της ανθρώπινης υλικότητας, τον ανθρωπομορφισμό του κεφαλαίου, ενώ οι άνθρωποι υποτάσσονταν και κεφαλαιοποιούνταν. Αυτή η διαδικασία ολοκληρώνεται με το σχηματισμό του φαντασιακού κεφαλαίου που οδηγεί σε μια φαντασιακή κοινότητα όπου ο άνθρωπος ελέγχεται ολοκληρωτικά από τους μηχανισμούς του κεφαλαίου, μια απτή και ταυτόχρονα άυλη οντότητα. Ο άνθρωπος αδειάζει από κάθε περιεχόμενο, η δημιουργικότητά του απορροφάται και ξεζουμίζεται, και ο ίδιος απορρίπτεται ακόμα κι από την παλιά παραγωγική διαδικασία. Τείνει να καταστεί περιθωριακός, μια παρενέργεια της γενικευμένης μόλυνσης του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο αυτονομείται και ξεπερνά τα όριά του (ένα είδος υπερ-τήξης του κεφαλαίου), αλλά δεν μπορεί χωρίς τους ανθρώπους, το αναγκαίο απόβλητο. Αυτοί είναι τα όρια του κεφαλαίου. Αυξάνοντας συνεχώς την καταπίεση, που κατευθύνεται έμμεσα ή άμεσα μέσα από την καταστροφή της φύσης, θα οδηγήσει τους προλεταρίους της παγκόσμιας τάξης (σ.τ.μ: μετάφραση του universal class, δηλαδή μια διεθνή προλεταριακή τάξη κι όχι με την έννοια του world order) να εξεγερθούν ενάντια στο κεφάλαιο. Για το λόγο αυτό δεν μπορούν πια να επικαλούνται το παρελθόν για να αντλούν τη δύναμή τους απ’ αυτό, ή από ανθρώπινα αποθέματα που θα διατηρούνταν ακόμη σ αυτή την κοινωνία, μιας και το κάθε τι έχει καταστραφεί. Πρέπει αναγκαστικά να δημιουργήσουν εκ νέου το κίνημα της απελευθέρωσής τους, δεν μπορούν να δανειστούν από παλιά σχήματα, το κόμμα δεν μπορεί παρά να είναι ένα κόμμα-Gemeinwesen (με την έννοια της κοινότητας, του κοινωνικού κομματιού), το οποίο δεν είναι ικανό να λειτουργήσει είτε ανταποκρίνεται στην αρχή του συγκεντρωτισμού είτε στο αντίθετό του, το φεντεραλισμό. Είναι πολύ πιθανό ότι η άνοδος μιας παγκόσμιας τάξης θα δημιουργήσει άμεσα οργανισμούς οι οποίοι θα είναι συμβατοί με την κομμουνιστική τάση της κοινωνίας (τάση ενοποίησης ποικίλων διαχωρισμένων δραστηριοτήτων, σχηματισμός μιας διαφορετικής ενότητας της βιομηχανίας και της γεωργίας, διαφορετικές σχέσεις άνδρα-γυναίκας) κι έπειτα, την ακριβή στιγμή της επαναστατικής έκρηξης, θα καθορίσει την παραγωγή μιας λίγο-πολύ εκλεπτυσμένης μορφής.

Η κίνηση της ανταλλακτικής αξίας είχε επιπλέον δυσκολίες στο θρίαμβό της σε ζώνες εκτός της Δύσης. Ο Μαρξ δεν πίστευε ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έπρεπε να αναπτυχθεί στη Ρωσσία. Αντιθέτως πίστευε ότι η Ομπσίνα (σ.τ.μ: Obshchina – προκαπιταλιστική αγροτική κοινότητα που έγινε αντιληπτή από πολλούς συγγραφείς ως πρόπλασμα κομμουνιστικής κοινωνίας) με τις ιδιαιτερότητές της θα μπορούσε να υποστηρίξει την άνοδο του κομμουνισμού μετά από μια επιτυχημένη επανάσταση στη Δύση. Σε κάθε περίπτωση, δεν πίστευε ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα επικρατούσε άνετα στις σλαβικές χώρες, τόσο ισχυρή ήταν η ζωτικότητα της Ομπσίνας, υποστήριζε. Οι μεταρρυθμίσεις του Στολύπιν και η ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη βιομηχανία έκαναν τον Λένιν και τους μπολσεβίκους να κάνουν ένα σφάλμα. Υποτίμησαν τη ζωτικότητα και την ικανότητα της ομπσίνας να αντισταθεί. Η ομπσίνα ίσως να μη σήμαινε πολλά ως στατιστικό στοιχείο, αλλά δεν είχε ακόμα εξολοθρευτεί καθώς η συμπεριφορά του πληθυσμού προσαρμοζόταν σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Αυτό οδήγησε σε μια υπερφίαλη συμπεριφορά των χωρικών οι οποίοι εύχονταν για την ενίσχυση της ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (π.χ. το ζήτημα της εξέγερσης στην Ουκρανία και του Μάχνο, επίσης οι πολλές πολεμικές πάνω στο ζήτημα της ενδυνάμωσης της ανάπτυξης από τους μπολσεβίκους).

Ο δεσποτισμός του Τσάρου αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από το δεσποτισμό του κεφαλαίου, ο οποίος μπόρεσε να ξεδιπλωθεί μόνο με κόστος μια τρομακτική καταπίεση των εργατών και των χωρικών. Μια καταπίεση που ανανεωνόταν διαρκώς λες και η τάση για τον κομμουνισμό παρέμενε αμετακίνητη.

Η κίνηση της ανταλλακτικής αξίας στην Ασία έτεινε προς την αυτονόμησή της αρκετές φορές. Τάξεις και υποκείμενα ολοένα και σχηματίζονταν, αλλά στο τέλος, ήταν μόνο μέσα από τις εξωτερικές επεμβάσεις των καπιταλιστικών χωρών που επέτρεψαν στο κεφάλαιο να αναπτυχθεί. Ωστόσο, μόνο τυπικά κυριάρχησε στην κοινωνία και ζούμε τώρα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο του περάσματός του στην πραγματική κυριαρχία του, χάρη στην αρωγή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κοινότητας που αντιπροσωπεύεται από την Αμερικανική πρωτεύουσα. Η Ασία να ισορροπήσει μόνο αν οι παλιές πρωταρχικές και κεντρικές κοινότητες αντικατασταθούν από τις κοινότητες του κεφαλαίου, δεδομένου ότι τώρα, εξ αιτίας της αδυναμίας του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, είμαστε αναγκασμένοι να αποκλείουμε μια άμεση έλευση του κομμουνισμού.

Εξ ορισμού, κάθε ανθρώπινη ιστορία είναι η ιστορία της απώλειας της κοινότητάς της η οποία ήταν περισσότερο ή λιγότερο συνδεδεμένη με τη φύση (εξ ού και η ειδωλολατρεία της φύσης), κάτω από την επίδραση της ανταλλακτικής αξίας. Αγώνες εναντίον της με τη μορφή του χρήματος (το γενικό ισοδύναμο, το παγκόσμιο νόμισμα), έπειτα το κεφάλαιο σαν μια καταναγκαστική κοινότητα θέτει στον άνθρωπο το ζήτημα της αναγκαίας καταστροφής του προκειμένου να δημιουργηθεί μια πραγματικά ανθρώπινη κοινότητα (Gemeinwesen). Το ανθρώπινο είδος σαν παγκόσμιος πόλος και ο κοινωνικός άνθρωπος σαν ατομικός πόλος, καθώς και οι αρμονικές ερμηνείες τους.

Μια τέτοια είναι ο κομμουνισμός, θεωρία του προλεταριάτου με την κλασσική έννοια, και με την έννοια μιας παγκόσμιας τάξης [2] η οποία και αποτελεί ήδη μια άρνηση της τάξης ως τέτοιας αλλά και των σταθερών της.

Μπορούμε πάντοτε να χαρτογραφήσουμε όλα αυτά που παραλείπονται στο έργο του Μαρξ από αυτήν την άποψη και ταυτόχρονα να συγκεντρώσουμε όλα τα στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να αντιληφθούμε στην ουσία της την παρούσα πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου, την ανατροπή κάθε προϋπάρχουσας δομής και την αντικατάστασή της από αυτές του κεφαλαίου, το οποίο στην επίτευξη της πραγματικής κυριαρχίας του κινητοποιεί ταυτόχρονα την παραβατικότητα και την παράνοια.

Η εργασία προς αυτήν τη σύνθεση είναι σημαντική, αλλά θα παραμείνει μια μερική δραστηριότητα αν δεν προσπαθήσουμε παράλληλα να δούμε πώς αυτή η σύνθεση έχει ήδη τεθεί σε ισχύ σε ποικίλες εκδηλώσεις διαφορετικών στοιχείων, ακόμη κι αν αυτό παραμένει σε μια ομαδική μορφή. Ο Μάης ήταν ο συναγερμός της επανάστασης. Από τότε τέθηκε σε κίνηση, εντός της παγκόσμιας τάξης, που παραμένει μια τάξη του κεφαλαίου = το σύνολο των «σκλάβων» του κεφαλαίου, ένας αγώνας που οδήγησε σε μια επαναστατικοποίηση της τάξης αυτής και στη συγκρότησή της ως κόμμα-κοινότητα, σαν πρώτη στιγμή της αυτό-άρνησής της. Αυτή η αντιφατική κίνηση είναι στην ουσία της μια διαδικασία εκμηδενισμού του παρελθόντος. Η τάξη δεν μπορεί να αναπαρασταθεί πλέον χωρίς να έχει απαλλαγεί από τους παλιούς καθορισμούς και αναπαραστάσεις της. Προφανώς αυτό θα επαναληφθεί συχνά με έναν κωμικό τρόπο, μιας και το παρελθόν απορρίπτεται μόνον όταν εσωκλείεται μια παροδική εξέγερση όπως για παράδειγμα, η γερμανική και ρωσική αριστερά.

Ήταν οι άμεσες κοινωνικές διακρίσεις, γεννημένες από το κεφάλαιο, που υποστήριξαν τη συνειδητοποίηση του αμερικανικού (Μαύροι Πάνθηρες, Γίππυς), του γερμανικού και του γαλλικού επαναστατικού κινήματος του Μάη του 1968. Η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και την μεσαία τάξη, βασισμένη στη διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη-παραγωγικής εργασίας, παραγωγής και κυκλοφορίας, παραγωγής και κατανάλωσης, έγινε αντιληπτή από τον Μαρξ ως η βάση της οπτικής του για μια σοσιαλιστική επανάσταση και για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η προοπτική αυτή αντιστοιχούσε εξίσου για την ανάπτυξη του καπιταλισμού όσο και για τη δικτατορία του προλεταριάτου: η γενίκευση της συνθήκης του παραγωγικού εργάτη. Αυτή η προοπτική πραγματοποιείται τώρα και το επαναστατικό δυναμικό του 1848 τελικά εξαντλείται. Η παραγωγή για το κεφάλαιο είναι τώρα το νόημα της ζωής ολόκληρου του πληθυσμού. Αλλά για κάθε ξεχωριστή κατάσταση στην πρόοδο του κεφαλαίου αντιστοιχεί μια «ταξική» οπτική που εντοπίζει τη σύγκρουση ανάμεσα στα «μπλε» και τα «λευκά» κολάρα (σ.τ.μ. εργάτες της παραγωγής και διευθυντικά στελέχη), τους εργάτες και τους μικρο-αστούς, όπως ακριβώς οι μαφίες του κεφαλαίου αντιτίθενται η μια στην άλλη [3].

Το κίνημα στη Γαλλία και τη Γερμανία θεωρήθηκε σαν ένα εξειδικευμένο κίνημα της μεσαίας τάξης, ένας απλός εκπυρσοκροτητής ενός κινήματος το οποίο θα έπρεπε να είναι αποκλειστικά εκείνο της εργατικής τάξης, δεν ειδώθηκε ποτέ σαν το κίνημα της παγκόσμιας τάξης. Δεν αντιλήφθηκε το ίδιο, την ταυτότητα των καταστάσεων αυτών εντός του καπιταλισμού, και αναφορικά με αυτόν.

Ωστόσο, το κίνημα του 1968 ήταν μια απόδειξη της εξαφάνισης της μεσαίας τάξης, όπως την αντιλαμβανόταν ο Μαρξ, και του ξεκινήματος της ανθρώπινης πάλης ενάντια στο κεφάλαιο.

Η εργατική τάξη, κατηγορία του κεφαλαίου, θα εγκαταλείψει ολοένα και ταχύτερα τα παλιά κόμματα χωρίς να συγκροτηθεί σε νέες οργανώσεις, αλλά βιώνοντας την μεταμόρφωσή της που θα την καταστήσει ικανή να ενώνεται με άλλα στοιχεία της παγκόσμιας τάξης. Μόνον όσοι αντικρίζουν με νοσταλγία για το παρελθόν το κίνημα του Μάη του 1968, το αντιλαμβάνονται ως μια “κρίση”, μόνο όσοι είναι ανίκανοι να αντιληφθούν μια επαναστατική διαδικασία που θα πάρει αρκετά χρόνια να ολοκληρωθεί. Έκτοτε, ο Μάης αποτέλεσε την κίνηση που παρήγαγε επαναστάτες. ’ρχισαν να κατανοούν τις υπαρκτές αναγκαιότητες της επανάστασης, την αναπαράσταση του κεφαλαίου που παρέλυε τα μυαλά καθενός, την ανάγκη για την καταστροφή της. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθεί με την διαμεσολάβηση συνειδητοποιημένων ομάδων που προβάλλουν μια νέα αναπαράσταση στα befuddled μυαλά μας, ούτε όμως από ένα και μόνο ξέσπασμα σε μια μοιραία μέρα, αλλά θα ξεσπάσει μετά από έναν μακρύ αγώνα που θα διεισδύσει σε κάθε όψη και κάθε πεδίο της ζωής που μας επιβάλλει το κεφάλαιο. Ένας νέος λειτουργικός αγώνας δε θα καθυστερήσει ούτε από τις παραισθήσεις κάθε μαρξιστικού/ψυχαναλυτικού/στρουκτουραλιστικού ντελίριου, ούτε από τα αντίθετά τους, ούτε από το κατά πόσο οι αντικειμενικές συνθήκες είναι παρούσες ενώ οι υποκειμενικές όχι, αν η οργάνωση είναι απαραίτητη, και ποια είναι η καλύτερη δομή της και ο χώρος που πρέπει να κινηθεί… Το ντελίριο αυτό είναι το όνειρο του κεφαλαίου. Μια διαρκής επανάσταση που κρατάει για πάντα, καθώς δεν αναπτύσσεται ποτέ, πάντοτε μένει στάσιμη δεμένη σε μια μυστηριώδη «χορδή»: την έλλειψη συγκεκριμένων αντικειμενικών συνθηκών, την μη-κατάθεση μιας συγκεκριμένης θεωρίας. Μένουμε έτσι να περιμένουμε την επανάσταση μάταια, καθώς ήδη υποβόσκει. Δεν γίνεται αντιληπτή από αυτούς που την περιμένουν με κάποιο συγκεκριμένο σημάδι, μια «κρίση» που θα αποδεσμεύσει ένα τεράστιο εξεγερσιακό κίνημα το οποίο ενδεχομένως θα παράγει κάποιον άλλο σημαντικό οιωνό, π.χ. τη συγκρότηση σε κόμμα… Στην πραγματικότητα, η ανισορροπία ξεκίνησε πριν τον Μάη του 1968 και ο Μάης υπήρξε μονάχα η εξωτερίκευσή της, έτσι ώστε σε κάθε πεδίο του συνολικού σχεδιασμού της ζωής από το κεφάλαιο, εμφανίζονται πάντοτε οι «αποτυχίες» του παρελθόντος οι οποίες δεν έχουν μετασχηματιστεί ακόμα σε κρίσεις με την παραδοσιακή έννοια, αλλά επιτρέπουν στους προλεταρίους να καταστρέψουν την εξημέρωσή τους. Η αυξανόμενη απαλλαγή από την πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο θα μας επιτρέψει να αντιμετωπίσουμε το επαναστατικό ζήτημα στην αυθεντική του βάση, όχι δηλαδή του να αλλάξουμε τη ζωή, μιας και κάθε σημείο ζωής έχει υποδουλωθεί, εξημερωθεί, παραμορφωθεί από την ύπαρξη των τάξεων για χιλιετίες, αλλά αντίθετα, της δημιουργίας της ανθρώπινης ζωής.

(Απρίλης 1972)

Σημειώσεις:

[1] Βλ. Prudhommeaux. Cf. Invariance, Σειρά II, Τεύχος 1 σελίδες 33-34.
[2] Η παγκόσμια τάξη μπορεί να οργανωθεί από το κεφάλαιο – αυτός αποτελεί και μια άρνηση των τάξεων, με τον τρόπο του κεφαλαίου, αλλά μπορεί επίσης, από τη στιγμή που θα πολωθεί, να μετακινηθεί στον κομμουνιστικό πόλο της κοινωνίας.
[3] Η ηγεσία του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος είναι και οι ικανότεροι όσον αφορά τη διαχείριση του κλασσικού προλεταριάτου στα γκέτο του, αυτής της κοινωνίας. Μιας και το θεωρούν προσωπική ιδιοκτησία τους, υπερασπίζονται άοκνα τα «χαρακτηριστικά» και τις «αρετές» του. Το έχουν περιορίσει σε μια μαφία την οποία προφυλάσσουν με ζήλο. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στο πως γαυγίζουν αυτά τα μαντρόσκυλα όταν κάποια άλλη γραφειοκρατική μαφία προσπαθεί να διεισδύσει στο έδαφός τους.

Categories
Jacques Camatte

Ενάντια στην εξημέρωση – Jacques Camatte

Ενάντια στην εξημέρωση – Jacques Camatte

Η εποχή στην οποία ζούμε είναι αναμφίβολα η πιο κρίσιμη περίοδος που γνώρισε ποτέ η καπιταλιστική κοινωνία. Όλα τα χαρακτηριστικά που θα αποδίδαμε σε μια κλασσική κρίση, σήμερα υπάρχουν ως μια μόνιμη τάξη πραγμάτων, αν και η παραγωγή δεν έχει επηρεαστεί στην ουσία της, εκτός από ένα μικρό επίπεδο σε ορισμένες χώρες. Οι κοινωνικές σχέσεις και οι παραδοσιακές αντιλήψεις αποσυντίθενται παντού γύρω μας, ενώ την ίδια στιγμή κάθε θεσμός αυτής της κοινωνίας προχωρά στην διασφάλιση της επιβίωσής του επαναφομοιώνοντας το κίνημα που τον αντιπάλευε. (ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι η καθολική εκκλησία, που έχει χάσει πια το μέτρο κάθε «μοντερνισμού» που υιοθετεί). Θα περίμενε κανείς η βία και η καταπίεση που είναι πια ενδημικές παντού να είχαν κινητοποιήσει τους ανθρώπους να πάρουν τα όπλα εναντίον τους, ωστόσο αυτές συνεχίζουν να ανθίζουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Πραγματικά, η σημερινή κατάσταση, κάνει την «βαρβαρότητα» των Ναζί να μοιάζει ερασιτεχνική, σχεδόν αρχαϊκή. Όλες οι συνθήκες μοιάζουν να το επιβεβαιώνουν: θα έπρεπε να γινόταν επανάσταση. Τότε προς τι όλη αυτή η συστολή; Τι είναι αυτό που εμποδίζει τους ανθρώπους από το να μετασχηματίσουν όλες αυτές τις κρίσεις και τις καταστροφές, που είναι οι ίδιες αποτέλεσμα της τελευταίας αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, σε μια καταστροφή για το ίδιο το κεφάλαιο;

Η εξήγηση γι αυτό μπορεί να βρεθεί στην εξημέρωση της ανθρωπότητας, που ήρθε περίπου την εποχή που το κεφάλαιο αυτό-συστάθηκε ως μια ανθρώπινη κοινότητα. Αυτή η διαδικασία ξεκινά με τον διαχωρισμό και την καταστροφή των ανθρώπινων όντων, και καταλήγει στον ανθρωπομορφισμό του κεφαλαίου. Η εξημέρωση της ανθρωπότητας είναι στενά συνδεδεμένη με ένα άλλο φαινόμενο που έχει εντατικοποιηθεί ακόμα περισσότερο κι από την παθητικότητα των ανθρώπινων όντων: Το κεφάλαιο έχει «αποδράσει» στην πράξη. Οι οικονομικές διαδικασίες είναι εκτός ελέγχου κι εκείνοι που βρίσκονται σε θέση να τις επηρεάζουν, αντιλαμβάνονται τώρα ότι μπροστά τους είναι ανίκανοι: Είναι απολύτως αχειραγώγητες. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η απόδραση του κεφαλαίου γίνεται φανερή από την νομισματική κρίση, τον υπερπληθυσμό, την μόλυνση και την εξάντληση των φυσικών πόρων. Η εξημέρωση της ανθρωπότητας και η απόδραση του κεφαλαίου αποτελούν κλειδιά για την εξήγηση της ψυχολογίας και της δράσης όσων υποστηρίζουν ότι είναι επαναστάτες και πιστεύουν ότι μπορούν να παρέμβουν ώστε να συντομεύσουν τον ερχομό της επανάστασης: Η πραγματικότητα είναι ότι παίζουν ρόλους που αποτελούν μέρος του παλιού κόσμου. Η επανάσταση πάντοτε τους αγνοεί και οποτεδήποτε υπάρχει κάποιου είδους αναταραχή αυτοί πάντοτε την αντιμετωπίζουν σαν κάτι άσχετο με αυτούς, πίσω από το οποίο οφείλουν να τρέξουν προκειμένου να πιστοποιήσουν την «επαναστατικότητά» τους.

Για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα, τα ανθρώπινα όντα είχαν, για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, ξεπεραστεί από την κίνηση του κεφαλαίου την οποία πλέον δεν ελέγχουν στο παραμικρό. Αυτό εξηγεί γιατί μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η μόνη λύση είναι μια επιστροφή στο παρελθόν, όπως συμβαίνει με τις μοδάτες προκαταλήψεις του μυστικισμού, του ζεν, της γιόγκα και του τάντρα στις Η.Π.Α. ’λλοι προτίμησαν να καταφύγουν σε παλιούς μύθους που απορρίπτουν την ολοκληρωτική και διαστροφική τυραννία της επιστήμης και της τεχνολογίας. Συχνά αυτά συνδυάζονται και με τη χρήση κάποιου ναρκωτικού που δίνει την ψευδαίσθηση της άμεσης άφιξης ενός κόσμου διαφορετικού από τη φρίκη στην οποία ζούμε σήμερα). Από την άλλη, υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι μόνο στην επιστήμη και στην τεχνολογία μπορούμε να βασιστούμε για να πάρουμε απαντήσεις-που ίσως εξηγούσαν γιατί μερικές φεμινίστριες τείνουν να φαντασιώνονται την χειραφέτησή τους μέσα από την ιατρική παρθενογένεση ή τα παιδιά του σωλήνα. Υπάρχουν αυτοί που νομίζουν ότι μπορούν να πολεμήσουν τη βία αναζητώντας κάποια ιατροφαρμακευτική θεραπεία για την επιθετικότητα, και πάει λέγοντας.

Αυτοί οι άνθρωποι όλοι αποδέχονται ότι κάθε πρόβλημα προϋποθέτει την δική του επιστημονική λύση. Είναι λοιπόν εξαιρετικά παθητικοί, μιας και μοιράζονται την άποψη ότι το ανθρώπινο είδος είναι ένα απλό αντικείμενο που μπορεί να χειριστεί κατάλληλα. Είναι παράλληλα απολύτως ανίκανοι να δημιουργήσουν νέες ανθρώπινες σχέσεις (κάτι που έχουν κοινό με τους πολέμιους της επιστήμης), είναι ανίκανοι να αντιληφθούν ότι μια επιστημονική λύση είναι μια καπιταλιστική λύση, καθότι εκμηδενίζει τους ανθρώπους και στρώνει το έδαφος για μια ολοκληρωτικά ελεγχόμενη κοινωνία.

Ερχόμαστε τώρα στην κατηγορία των ανθρώπων που νιώθουν ότι οφείλουν «να κάνουν κάτι»: Είναι χρέος τους να αντιληφθούν ότι η αντίληψή τους για την κατάσταση είναι τελείως εσφαλμένη, και οι προσπάθειές τους να καλύψουν αυτό το γεγονός, το μόνο που καταφέρνουν είναι να κάνουν την αδυναμία τους περισσότερο φανερή. Η «σιωπηλή πλειοψηφία», που απαρτίζουν οι υπόλοιποι, είναι γαλουχημένη με την πεποίθηση ότι είναι άσκοπο να κάνεις οτιδήποτε, μιας και απλά δεν υπάρχει καμία προοπτική. Η σιωπή τους δεν αποτελεί συγκατάθεση, απλή και ωμή, αλλά μάλλον απόδειξη της ανικανότητάς τους να παρέμβουν με οποιοδήποτε τρόπο. Απόδειξη γι αυτό είναι ότι οποτεδήποτε κινητοποιούνται, δεν πρόκειται ποτέ για κάποιο πράγμα, αλλά πάντοτε εναντίον κάποιου πράγματος. Η συγκεκριμένη παθητικότητάς τους είναι λοιπόν αρνητική.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι δυο ομάδες για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω – οι ακτιβιστές και η σιωπηλή πλειοψηφία – δεν μπορούν να ταξινομηθούν απλά σαν αριστερά και δεξιά: η παλιά πολιτική διχοτόμηση δεν εφαρμόζει πια εδώ. Η σύγχυση που εγείρει είναι πάντως σημαντική σε σχέση με τη στάση απέναντι στην επιστήμη, μιας και στο παρελθόν ήταν ο κόσμος της αριστεράς που είχε αποθεώσει την επιστήμη, ενώ σήμερα είναι η Νέα Αριστερά (π.χ. στις Η.Π.Α.) που την αποκηρύσσει. Η διαίρεση δεξιάς-αριστεράς ζει ακόμα, παρόλα αυτά, ανάμεσα στις παλιές ομαδοποιήσεις, τα κόμματα τις αριστεράς, της δεξιάς κι όλες τις μαφίες του παρελθόντος, όμως όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις έπαψαν να έχουν κάποια σημασία: με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλοι τους υπερασπίζονται το κεφάλαιο εξ ίσου. Οι πιο ενεργοί απ’ όλους είναι τα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα γιατί αυτοί υπερασπίζονται το κεφάλαιο αντιπροτείνοντας ακριβώς τις ίδιες επιστημονικές και διανοητικές δομές που το κεφάλαιο χρησιμοποιεί για την συντήρησή του.

Όλα τα κινήματα της αριστεράς και της δεξιάς έχουν δράσει πανομοιότυπα καθώς όλα συμμετείχαν σε έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στην καταστροφή του ανθρώπινου είδους. Είτε οι άνθρωποι επαναπαύονται με ορισμένες απαρχαιωμένες στρατηγικές και μορφές, είτε υποκύπτουν στους μηχανισμούς της τεχνολογίας – είναι το ίδιο και το αυτό. Ιστορικά, η διχοτόμησης της δεξιάς και της αριστεράς μοιάζει να προκύπτει στο ξεκίνημα του δεκάτου ενάτου αιώνα, οπότε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ξεκίνησε να επεκτείνει την πραγματική κυριαρχία του στην οργάνωση της παραγωγής, και έγινε μια πραγματική κοινωνική δύναμη. Έτσι μερικοί άνθρωποι όπως ο Carlyle βρέθηκαν σε αντίθεση με τους απολογητές του κεφαλαίου, αλλά ήταν ο Marx που το τράβηξε παραπέρα: επιβεβαίωσε την αναγκαιότητα των παραγωγικών δυνάμεων (και παραπέρα της επιστήμης καθώς και της τεχνολογίας), και την ίδια στιγμή αποκήρυξε τις αρνητικές επιπτώσεις τους στους ανθρώπους στην παρούσα κατάσταση. Αλλά πίστεψε πως όλα αυτά τελικά θα οδηγούσαν σε μια αντίθεση τόσο ισχυρή που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δε θα ήταν πια δυνατή χωρίς την καταστροφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επιπλέον αυτές οι δυνάμεις θα καθοδηγούνταν από τους ίδιους τους ανθρώπους, και η αλλοτρίωση θα έπαυε να υφίσταται. Αλλά κάτι τέτοιο μονάχα με την προϋπόθεση ότι το κεφάλαιο δε θα αυτονομούνταν ποτέ, δε θα μπορούσε ποτέ να αποδράσει από τα δεσμά της κοινωνικής και οικονομικής βάσης στην οποία οικοδομήθηκε: ο νόμος της αξίας, η ανταλλαγή του κεφαλαίου και της εργατικής δύναμης, το απόλυτο γενικό ισοδύναμο (χρυσός) κλπ.

Με την ενσωμάτωση απλά της κοινωνικής βάσης στην οποία οικοδομήθηκε, το κεφάλαιο αυτονομήθηκε, κι από αυτό το σημείο κατάφερε την απόδρασή του. Η κάθετη βουτιά της ανάπτυξής του για μια σειρά ετών έχει τώρα αποδεσμεύσει σοβαρούς κινδύνους για την ανθρωπότητα και τη φύση στο σύνολό της. Ούτε ακόμα και οι ικανότατοι ειδικοί ή οι διανοούμενοι δεν μπορούν να μείνουν αλώβητοι από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε. Ως έναν βαθμό, υποχρεούνται ακόμα και να συμμετάσχουν στη φιλολογία περί μιας μελλοντικής αποκάλυψης. Η αποκάλυψη είναι ξανά της μόδας επειδή ο κόσμος μας πλησιάζει σ ένα τέλμα – ο κόσμος στον οποίο τα ανθρώπινα όντα, παρά τις τόσες αποδείξεις της αδυναμίας και της υποβάθμισής τους, παρέμειναν ο κανόνας, το σημείο αναφοράς του κόσμου. Όμως, μετά την ανακοίνωση του γεγονότος του θανάτου του θεού, τώρα ερχόμαστε αντιμέτωποι και με τον θάνατο του ανθρώπου. Τόσο ο θεός, όσο κι ο άνθρωπος γονατίζουν μπροστά στην επιστήμη, η οποία είναι η θεότητα και ταυτόχρονα η υπηρέτρια του κεφαλαίου: η επιστήμη παρουσιάζεται στον σημερινό κόσμο ως η μελέτη των μηχανισμών της προσαρμογής που θα αναδιαμορφώσουν τον άνθρωπο και τη φύση σύμφωνα με τις δομές της καπιταλιστική παραγωγικής δραστηριότητας. Όλα τα σημάδια δείχνουν πως είναι αυτοί που είναι λιγότερο κατεστραμμένοι ως άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι, που τώρα βρίσκουν τους εαυτούς τους ανίκανους να αποδεχτούν αυτή τη σφαγή της προσαρμογής και εξημέρωσης. Έτσι ωθούνται στο να αρνηθούν το σύστημα.

Η διαδικασία της εξημέρωσης είναι μερικές φορές βίαιη, όπως συμβαίνει και με την πρωταρχική συσσώρευση. Πιο συχνά προχωρά εσωτερικά αν και οι επαναστάτες συνεχίζουν να σκέφτονται σύμφωνα με συμπεράσματα που είναι απεριόριστα όσον αφορά το κεφάλαιο και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και όλοι τους μοιράζονται τη λατρεία για την μία και μοναδική θεά: την επιστήμη. Συνεπώς η εξημέρωση και η καταπιεστική αντίληψη έχουν καταρρακώσει το πνεύμα μας, λίγο-πολύ, σε βαθμό ψυχασθένειας. Οι πράξεις μας έχουν γίνει ασυνείδητες και οι σκέψεις μας στερεοτυπικές. Είμαστε οι άψυχες κατεψυγμένες μάζες που έχουμε κολλήσει εδώ, πιστεύοντας όλον αυτόν τον καιρό ότι καλπάζουμε προς το μέλλον. Όμως τον καιρό του Μάη – Ιούνη 1968, μια νέα ζωή ξεπρόβαλε και το κίνημα προς τον κομμουνισμό πήρε τα πάνω του και πάλι. Καμία νέα θεωρία δεν παρήχθη, ούτε κάποια νέα μορφή δράσης εμφανίστηκε. Το σημαντικό γεγονός ήταν ότι ο αγώνας είχε έναν νέο στόχο. Δεν είχε να κάνει με την πολιτική, την ιδεολογία, την επιστήμη ή ακόμα την κοινωνική επιστήμη (η τελευταία απαξιώθηκε πλήρως). Μάλλον, ήταν μια συγκεκριμένη και ζωτική ανάγκη που συσσωρεύτηκε ανεξάρτητα από αυτήν την κοινωνία κι εναντίον της: για να τελειώνει με την παθητικότητα που επιβάλλει το κεφάλαιο, να ανακαλύψει εκ νέου την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και να απελευθερώσει την δημιουργικότητα και την ανεξέλεγκτη φαντασία σε μια κίνηση για την ανθρώπινη πραγμάτωση.

Άλλα έργα του Camatte που φιλοξενούνται εδώ: http://rioter.info/category/jacques-camatte/

Categories
Paul Mattick

ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΩΝ – PAUL MATTICK

ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΩΝ – PAUL MATTICK

H Μόσχα και o Φασισμός στην Ισπανία

Πηγή: International Communist Correspondence (Διεθνής Κομμουνιστική Αλληλογραφία), Chicago, n° 7-8, Αύγουστος 1937

Στις 7 Μάη του 1937, η CNT-FAI της Βαρκελώνης μετέδωσε την ακόλουθη οδηγία: «Τα οδοφράγματα πρέπει να γκρεμιστούν! Η ώρα της κρίσης πέρασε. Πρέπει να επικρατήσει η ηρεμία. Κυκλοφορούν όμως φήμες σε όλη την πόλη, ενάντια σε μια επιστροφή στην ομαλότητα την οποία επιζητούμε. Τα οδοφράγματα είναι ένας παράγοντας που υποδαυλίζει αυτή τη σύγχυση. Δε χρειαζόμαστε τα οδοφράγματα τώρα που η μάχη σταμάτησε, τα οδοφράγματα δεν εξυπηρετούν κανένα σκοπό τώρα, και η συνέχεια της ύπαρξής τους μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι έχουμε επιστρέψει σε προηγούμενες καταστάσεις πραγμάτων – κι αυτό δεν είναι αληθές. Σύντροφοι, ας συνεργαστούμε για την επανίδρυση μιας απόλυτα ομαλής πολιτισμένης ζωής. Οτιδήποτε σκιάζει μια τέτοια προοπτική πρέπει να εξαφανιστεί».

Κι έτσι ξεκίνησε η επιστροφή στην ομαλότητα, δηλαδή, η τρομοκρατία των φασιστών και της Μόσχας. Η εξόντωση και οι φυλακίσεις επαναστατών εργατών. Ο αφοπλισμός των επαναστατικών δυνάμεων, το κλείσιμο των εντύπων τους, των ραδιοσταθμών τους, η εκμηδένιση κάθε προηγούμενης κατάκτησής τους. Η αντεπαναστατικές δυνάμεις του Λαϊκού Μετώπου καλωσορίστηκαν από τους αναρχικούς ηγέτες. Τα θύματα βάλθηκαν να καλοδεχτούν τους σφαγείς τους. «Όταν έγινε μια προσπάθεια να βρεθεί μια λύση και να αποκατασταθεί η τάξη στην Βαρκελώνη», διαβάζουμε σε ένα δελτίο της CNT, «η CNT και η FAI ήταν οι πρώτες που προθυμοποιήθηκαν να προσφέρουν τη συνεργασία τους. Ήταν οι πρώτες που έθεσαν το ζήτημα της κατάπαυσης του πυρός και προσπάθησαν να καθησυχάσουν τη Βαρκελώνη. Όταν η Κεντρική Κυβέρνηση αποκατέστησε τη δημόσια τάξη, η CNT ήταν ανάμεσα στους πρώτους που έθεσαν εαυτόν στη διάθεση των αντιπροσώπων της δημόσιας τάξης με όλες τις δυνάμεις που είχαν υπό τον έλεγχό τους. Όταν η Κεντρική Κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει ένοπλες δυνάμεις στην Βαρκελώνη, ώστε να ελέγξει τις πολιτικές δυνάμεις που δε θα πειθαρχούσαν στις κρατικές αρχές, η CNT ήταν αυτή που έδωσε εντολή σε όλους τους τομείς της να διευκολύνουν το πέρασμα αυτών των δυνάμεων, οι οποίες θα έφταναν στη Βαρκελώνη για να αποκαταστήσουν την τάξη».

Ναι, η CNT είχε κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε να βοηθήσει στην μεταφορά της Αντεπανάστασης από τη Βαλένθια στη Βαρκελώνη. Οι φυλακισμένοι εργάτες μπορούν να ευχαριστούν τους αναρχικούς ηγέτες για την αφοσίωσή τους, η οποία τελείωσε πριν τους πρώτους πυροβολισμούς φασιστών-Μόσχας. Οι νεκροί εργάτες απομακρύνονται μαζί με τα οδοφράγματά τους, αποσιωπούνται ώστε οι ηγέτες τους να μπορούν να συνεχίσουν να μιλάνε. Τι ενθουσιασμός για τους νέο-μπολσεβίκους: «Η Μόσχα δολοφόνησε επαναστάτες εργάτες», ωρύονται. Για πρώτη φορά στην ιστορία, η Τρίτη Διεθνής βρίσκεται να πυροβολεί από την άλλη μεριά των οδοφραγμάτων. Πριν από αυτή τη στιγμή απλώς πρόδιδε τον σκοπό, αλλά τώρα μάχεται ανοιχτά εναντίον του κομμουνισμού». Και τι περίμεναν αυτοί οι διαμαρτυρόμενοι φωνακλάδες από την κρατικο-καπιταλιστική Ρωσσία και την Λεγεώνα των Ξένων της (Σ.τ.μ: Αναφέρεται στις Διεθνείς Ταξιαρχίες, που στις μάχες του Μάη πολέμησαν μαζί με την αστυνομία εναντίον των αναρχικών και των διεθνιστών του POUM. Η λεγεώνα των ξένων είναι μισθοφορικό παρακρατικό σώμα του γαλλικού κράτους); Να βοηθήσουν του ισπανούς εργάτες; Ο Καπιταλισμός σε κάθε μορφή του έχει μόνο μια απάντηση για τους εργάτες που αντιτίθενται στην εκμετάλλευσή τους: το θάνατο. Ένα ενιαίο μέτωπο με τους σοσιαλιστές ή με τους «κομμουνιστές» του ΚΚ, είναι ένα ενιαίο μέτωπο με τον καπιταλισμό, μπορεί να είναι μοναχά ένα ενιαίο μέτωπο για τον καπιταλισμό. Όπως δεν έχει νόημα να κατηγορείς την Μόσχα, έτσι δεν έχει και νόημα να κριτικάρεις του σοσιαλιστές: και τους δυο πρέπει να τους πολεμήσεις μέχρι τέλους. Αλλά τώρα, οι επαναστάτες εργάτες πρέπει να αναγνωρίσουν επίσης ότι οι αναρχικοί ηγέτες, ακόμα και οι «ανακλητοί» τέτοιοι της CNT και της FAI αντιτίθενται στα συμφέροντα των εργατών, ανήκουν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Ενωμένοι με τον καπιταλισμό, είναι καταδικασμένοι να υπηρετούν τον καπιταλισμό. Κι εκεί που τα λόγια είναι ανίσχυρα, η προδοσία τέθηκε στην ημερήσια διάταξη. Αύριο, αυτοί οι ίδιοι μπορεί να καταδικάζουν τους εξεγερμένους εργάτες όπως ακριβώς οι «κομμουνιστές» σφαγείς του «Στρατοπέδου Καρλ Μαρξ» κάνουν σήμερα. Η αντεπανάσταση πάει όλο το δρόμο από τον Φράνκο ως τον Santillan.

Για μια φορά ακόμη, όπως και τόσο συχνά πριν, οι απογοητευμένοι επαναστάτες εργάτες αποκήρυξαν την άτολμη ηγεσία τους, κι έπειτα έψαξαν για νέους και καλύτερους ηγέτες, για τελειότερες οργανώσεις. Οι «Φίλοι του Ντουρούτι» διαχωρίστηκαν από τους διεφθαρμένους ηγέτες της CNT και της FAI ούτως ώστε να αποκαταστήσουν τον αυθεντικό αναρχισμό, να περισώσουν το ιδανικό, να διατηρήσουν την επαναστατική παράδοση. Έμαθαν κάποια πράγματα, αλλά όχι αρκετά. Οι εργάτες του POUM είναι πια βαθιά απογοητευμένοι από τους Gorkin, Nin και Company. Αυτοί οι λενινιστές δεν ήταν αρκετά λενινιστές, κι έτσι τα μέλη του κόμματος ψάχνουν για καλύτερους Λένιν. Έμαθαν, αλλά τόσο λίγα. Η παράδοση του παρελθόντος βαραίνει σαν πέτρα δεμένη στον λαιμό τους. Μια αλλαγή προσώπων και μια αναζωογόνηση της οργάνωσης δεν αρκούν. Μια κομμουνιστική επανάσταση δε γίνεται με ηγέτες και οργανώσεις. Γίνεται από τους εργάτες, από την Τάξη. Για μια ακόμη φορά οι εργάτες ελπίζουν για αλλαγές στο «Λαϊκό Μέτωπο», που ίσως προκαλέσουν μια επαναστατική στροφή. Ο Caballero, αποκηρυγμένος από την Μόσχα, ίσως επιστρέψει στους ώμους των μελών του UGT, που ανένηψαν και είδαν το φως το αληθινό. Η Μόσχα, απογοητευμένη που δε βρίσκει την κατάλληλη υποστήριξη από τα δημοκρατικά έθνη, ίσως γίνει ξανά ριζοσπαστική… Όλα αυτά είναι ηλιθιότητες! Οι δυνάμεις του «Λαϊκού Μετώπου», ο Caballero και η Μόσχα, είναι ανίκανοι, ακόμη κι αν ήθελαν κάτι τέτοιο, να νικήσουν τον καπιταλισμό στην Ισπανία. Οι καπιταλιστικές δυνάμεις δεν μπορούν να δεχτούν μια σοσιαλιστική πολιτική διαχείριση. Το Λαϊκό Μέτωπο δεν είναι το «μη χείρον» για τους εργάτες. Είναι απλώς μια διαφορετική μορφή της καπιταλιστικής δικτατορίας από τον Φασισμό. Ο αγώνας πρέπει να διεξάγεται ενάντια στον Καπιταλισμό.

Η παρούσα τακτική της CNT δεν είναι νέα. Λίγους μήνες πριν ο καταλανός πρόεδρος Companys είπε ότι η CNT «δεν διανοείται να καταλύσει το δημοκρατικό καθεστώς στην Ισπανία, αλλά υπερασπίζεται την νομιμότητα και την τάξη». Όπως κάθε άλλη αντιφασιστική οργάνωση στην Ισπανία, η CNT, παρά την όποια ριζοσπαστική φρασεολογία της, περιόρισε τον αγώνα της στον πόλεμο ενάντια στον Φράνκο. Το πρόγραμμα της κολλεκτιβοποίησης, μερικώς ολοκληρωμένο σαν αναγκαιότητα πολέμου, δεν αμφισβήτησε τις καπιταλιστικές αξίες ή τον καπιταλισμό ως τέτοιο. Ως τώρα όποτε η CNT αναφερόταν σε έναν τελικό στόχο, πρότεινε πάντα κάποια τροποποιημένη εκδοχή του κρατικού καπιταλισμού, στην οποία η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και οι φιλοσοφημένοι αναρχικοί φίλοι της θα είχαν την εξουσία. Όμως ακόμα κι αυτός ο στόχος ετίθετο στο μακρινό μέλλον. Ούτε ένα πραγματικό βήμα δεν έγινε προς αυτήν την κατεύθυνση, μιας και ένα πραγματικό βήμα προς ένα κρατικο-καπιταλιστικό σύστημα θα σήμαινε το τέλος του «Λαϊκού Μετώπου», θα σήμαινε οδοφράγματα στην Βαρκελώνη, θα σήμαινε έναν εμφύλιο πόλεμο στο εσωτερικό του εμφυλίου πολέμου. Η αντίφαση μεταξύ της «θεωρίας» και της «πρακτικής» τους εξηγείται από τους αναρχικούς αυτούς με τον τρόπο όλων των ψευτών, ότι «η θεωρία και η πρακτική είναι δυο διαφορετικά πράγματα, και στη δεύτερη δεν είναι τόσο εύκολα όσο στην πρώτη». Η CNT αντιλήφθηκε ότι δεν είχε κανένα πραγματικό σχέδιο για την ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Κατάλαβε στη συνέχεια ότι δεν είχε πίσω της τις μάζες της Ισπανίας, αλλά μόνο ένα μέρος των εργατών μιας περιοχής της χώρας, κατάλαβε τις αδυναμίες της, εθνικές όπως και διεθνείς, και οι ριζοσπαστικές ατάκες της σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να αποκρύπτουν την ανομολόγητη αδυναμία του κινήματος στις συνθήκες που δημιούργησε ο εμφύλιος πόλεμος.

Υπάρχουν πολλές πιθανές εξηγήσεις για τη θέση που πήραν οι αναρχικοί, αλλά καμία για το πρόγραμμα της παραποίησης η οποία σκοτείνιασε ολόκληρο το εργατικό κίνημα και προλείανε το έδαφος για την άνοδο των Φασιστών και της Μόσχας. Προσπαθώντας να κάνουν πιστευτό ότι ο σοσιαλισμός προχωρούσε στην Καταλωνία και ότι αυτό είχε γίνει δυνατό χωρίς μια ρήξη με την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου σήμαινε την ενίσχυση των δυνάμεων του Λαϊκού Μετώπου μέχρις ότου γίναν κι αυτές ικανές να διατάσσουν τους ισπανούς αναρχικούς εργάτες. Ο αναρχισμός στην Ισπανία έκανε αποδεκτή μια μορφή φασισμού, μασκαρευμένη ως δημοκρατικό κίνημα ώστε να βοηθηθεί να συντρίψει τον Φασισμό του Φράνκο. Δεν είναι αλήθεια, όπως προσπαθούν να πείσουν πολλοί αναρχικοί σήμερα τους ακολούθους τους, ότι κάτι τέτοιο έγινε επειδή δεν υπήρχε εναλλακτική, κι ότι έτσι κάθε κριτική προς την CNT είναι αδικαιολόγητη. Οι αναρχικοί θα μπορούσαν να προσπαθήσουν, μετά τις 19 Ιούλη του 1936, να εγκαθιδρύσουν την εργατική εξουσία στην Καταλωνία, θα μπορούσαν επίσης να τσακίσουν τις κυβερνητικές δυνάμεις στην Βαρκελώνη τον Μάη του 1937. Θα μπορούσαν να πορευτούν ενάντια στους φασίστες του Φράνκο και στους Φασίστες της Μόσχας. Το πιο πιθανό θα ήταν να είχαν ηττηθεί. Πιθανότατα ο Φράνκο θα είχε κερδίσει και πάλι. Θα είχε διαλύσει τους αναρχικούς καθώς και τους ανταγωνιστές του, του «Λαϊκού Μετώπου». Μπορεί να προκαλούνταν μια ανοιχτή καπιταλιστική παρέμβαση με μιας. Όμως τότε θα υπήρχε μια ακόμα πιθανότητα, ωστόσο πολύ λιγότερο πιθανή. Οι γάλλοι εργάτες να είχαν πάει παραπέρα από μια καθιστική απεργία. Μια ανοιχτή παρέμβαση ίσως οδηγούσε σε έναν πόλεμο στον οποίο θα αναμειγνύονταν όλες οι δυνάμεις. Ο αγώνας θα γύριζε άμεσα σε καθαρά ζητήματα, ανάμεσα στον Καπιταλισμό και τον Κομμουνισμό. Οτιδήποτε και να συνέβαινε, ένα είναι το σίγουρο: η χαοτική κατάσταση του παγκόσμιου καπιταλισμού θα γινόταν ακόμη περισσότερο χαοτική. Χωρίς καταστροφές καμιά κοινωνική αλλαγή δεν είναι εφικτή. Κάθε πραγματική επίθεση στο καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να ανοίγει το δρόμο της αντίδρασης, αλλά η αντίδραση θα κινητοποιηθεί έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν καθυστερήσει προσωρινά. Αυτή η καθυστέρηση θα κοστίσει περισσότερες ζωές εργατών απ’ ότι κάθε πρώιμη απόπειρα καταστροφής του συστήματος της εκμετάλλευσης. Όμως μια πραγματική επίθεση στο καπιταλιστικό σύστημα ίσως δημιουργήσει μια κατάσταση περισσότερο ευνοϊκή για τη διεθνή δράση υπέρ της εργατικής τάξης, ή ίσως επιφέρει μια κατάσταση που θα λειάνει κάθε καπιταλιστική αντίθεση κι έτσι θα επιταχύνει την ιστορική πρόοδο προς την κατάρρευση του καπιταλισμού. Στο ξεκίνημα τίθεται το χρέος. Όμως η CNT, μας λένε, ένιωθε τέτοια υπευθυνότητα για τις ζωές των εργατών, που ήθελε να αποφύγει κάθε αναίτιο ματοκύλισμα. Τι κυνισμός! Περισσότερο από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, είχαν ήδη σκοτωθεί στον εμφύλιο πόλεμο. Αν είναι να πεθάνει κάποιος, ας πεθάνει τουλάχιστον για κάτι που αξίζει.

Ο αγώνας ενάντια στην ολότητα του καπιταλισμού – ο αγώνας που η CNT ήθελε να αποφύγει – δεν μπορεί να αποφευχθεί. Η εργατική επανάσταση πρέπει να είναι ριζοσπαστική από την πρώτη της όψη, αλλιώς θα χαθεί. Τέθηκε το ζήτημα της απόλυτης απαλλοτρίωσης των κυρίαρχων τάξεων, της εξολόθρευσης κάθε εξουσίας πέραν αυτής των οπλισμένων εργατών, κι ο αγώνας ενάντια σε κάθε στοιχείο που αντιτίθεται στον σκοπό αυτό. Με το να μην κάνουν κάτι τέτοιο, τα γεγονότα του Μάη στην Βαρκελώνη, και η εξολόθρευση του επαναστατικού στοιχείου στην Ισπανία ήταν αναπόφευκτα. Η CNT δεν προσέγγισε ποτέ το ζήτημα της επανάστασης από την οπτική της εργατικής τάξης, αλλά πάντοτε μεριμνούσε πριν απ’ όλα για την οργάνωση. Δρούσε για τους εργάτες για με τη βοήθεια των εργατών, αλλά δεν ενδιαφερόταν για την δική τους πρωτοβουλία και δράση ανεξάρτητα από τα συμφέροντα της οργάνωσης. Αυτό που μετρούσε δεν ήταν η επανάσταση αλλά η ίδια η CNT. Κι απ αυτή την οπτική των συμφερόντων της CNT οι αναρχικοί έπρεπε να διαλέξουν μεταξύ Φασισμού και Καπιταλισμού, μεταξύ πολέμου και Ειρήνης. Από την οπτική αυτή ωθούνταν να συμμετάσχουν στην καπιταλιστική-εθνικιστική πολιτική και να παροτρύνουν τους εργάτες να συνεργαστούν με τον έναν εχθρό προκειμένου να πολεμήσουν τον άλλον, ώστε αργότερα να υποταχθούν στον πρώτο. Η ριζοσπαστική ρητορική των αναρχικών δε χρειαζόταν να ακολουθηθεί. Αρκούσε που χρησίμευαν σαν ένα μέσο ελέγχου των εργατών από το σύμπλεγμα της CNT, «χωρίς τη CNT», έγραφαν γεμάτη περηφάνια, «η αντιφασιστική Ισπανία δε θα μπορούσε να κυβερνηθεί». Ήθελαν να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση πάνω στους εργάτες, διατάσσοντάς τους τι να κάνουν. Το μόνο που ζητούσαν ήταν ένα γενναίο μερίδιο της πίτας, μιας και αναγνώριζαν ότι δε θα μπορούσαν να την κρατήσουν κι ολόκληρη για τον εαυτό τους. Όπως ακριβώς και οι «Μπολσεβίκοι», ταύτιζαν τις δικές τους οργανωτικές ανάγκες με τις ανάγκες και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αυτό που αποφάσιζαν ήταν το σωστό, δεν υπήρχε ανάγκη για τους εργάτες να σκέφτονται και να αποφασίζουν για τον εαυτό τους, καθώς αυτό θα υπέσκαπτε τον αγώνα και θα δημιουργούσε σύγχυση. Οι εργάτες έπρεπε απλά να ακολουθούν τους σωτήρες τους. Ούτε μια μόνη προσπάθεια να οργανώσουν και να σταθεροποιήσουν πραγματική ταξική εξουσία. Η CNT μιλούσε ένα αναρχικό λεξιλόγιο για να φέρει εις πέρας μια δράση μπολσεβίκικη, δηλαδή καπιταλιστική. Έτσι ώστε να κυριαρχήσει ή να συμμετάσχει στην κυριαρχία, έπρεπε να αντιτεθεί σε κάθε αυτόνομη πρωτοβουλία εκ μέρους των εργατών κι έτσι έπρεπε να ταχθεί υπέρ της τάξης και της νομιμότητας.

Όμως υπήρχαν πολλές ακόμη οργανώσεις στο πεδίο της μάχης, και καμιά δεν ταύτιζε τα συμφέροντά της με κάποια άλλη. Κάθε μια μαχόταν εναντίον όλων των υπολοίπων για την επικράτησή της, για τον απόλυτο έλεγχο όλων των εργατών. Το μοίρασμα της εξουσίας σε έναν αριθμό οργανώσεων δεν αποσοβεί τον πόλεμο μεταξύ τους. Έρχονται καιροί που κάθε οργάνωση πιέζεται να συνεργαστεί, αλλά αυτό μόνο αναβάλλει το τελικό ξεκαθάρισμα. Ο έλεγχος πρέπει να περιπέσει σε μια ομάδα. Την ίδια στιγμή που οι αναρχικοί προχωρούσαν «απ την μια επιτυχία στην άλλη», η θέση τους συνεχώς υποσκαπτόταν και αποδυνάμωνε. Οι δεσμεύσεις της CNT ότι δεν θα επιβαλλόταν στις άλλες οργανώσεις, ή δε θα απεργαζόταν την αποδυνάμωσή τους, ήταν στην πραγματικότητα μονάχα μια έκκληση να μη της επιτεθούν οι άλλοι – μια αναγνώριση της ίδιας της αδυναμίας της. Όντας δεσμευμένη στην καπιταλιστική πολιτική με τους συμμάχους της του Λαϊκού Μετώπου, άφησε τις μάζες με την πιθανότητα να επιλέξουν τον αγαπημένο τους από τους διάφορους αστικούς σχηματισμούς. Αυτός που θα προσέφερε τα περισσότερα θα είχε και την καλύτερη τύχη. Ο Μοσχοβίτικος Φασισμός έγινε της μόδας ακόμη και στην Καταλωνία. Γιατί εκεί που οι μάζες είδαν στην υποστήριξη της Μόσχας την αναγκαία δύναμη για να ξεφορτωθούν τον Φράνκο και τον πόλεμο, η Μόσχα και η Κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου εννοούσαν μια διεθνή καπιταλιστική υποστήριξη. Η Μόσχα κέρδισε σε συμπάθεια, μιας και οι μάζες της Ισπανίας ήταν ακόμη υπέρ μιας συνέχισης της εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Και σπρώχνονταν ακόμα πιο δυνατά στη στάση τους αυτή από το γεγονός ότι οι αναρχικοί δεν έκαναν κάτι για να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση, δηλαδή, να καταδείξουν ότι η βοήθεια από την Μόσχα δε σήμαινε τίποτα περισσότερο από έναν αγώνα για έναν καπιταλισμό που ευχαριστεί μερικές από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ακόμα κι αν δυσαρεστεί τις άλλες.

Οι αναρχικοί έγιναν προπαγανδιστές του Μοσχοβίτικου Φασισμού, υπηρέτες εκείνων των καπιταλιστικών συμφερόντων τα οποία αντιτίθονταν στα τρέχοντα σχέδια του Φράνκο στην Ισπανία. Η επανάσταση έγινε η παιδική χαρά των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Οι μάζες ωθήθηκαν να πεθάνουν χωρίς να ξέρουν καν για τι και για ποιον. Ολόκληρη η υπόθεση έπαψε να είναι υπόθεση των εργατών. Και πλέον έπαψε να είναι καν υπόθεση της CNT. Ο πόλεμος ίσως να τελείωνε ανά πάσα στιγμή μέσω ενός συμβιβασμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ίσως να τελείωνε με μια ήττα ή με μια επιτυχία του Φράνκο. Ο Φράνκο ίσως και να παρατούσε την Ιταλία και τη Γερμανία και να στρεφόταν στην Αγγλία και τη Γαλλία. Ή οι προηγούμενες χώρες ακόμη να έπαυαν να ασχολούνται με τον Φράνκο. Η κατάσταση στην Ισπανία μπορεί να άλλαζε ολοκληρωτικά με την κήρυξη του πολέμου στην ’πω Ανατολή. Υπάρχει ακόμα ένα πλήθος από πιθανότητες εκτός από τις πιο πιθανές, δηλαδή, μια νίκη για τον Φράνκο και το Φασισμό. Όμως οτιδήποτε και να συμβεί, εκτός αν οι εργάτες στήσουν νέα οδοφράγματα ενάντια στους Νομιμόφρονες επίσης, εκτός αν οι εργάτες επιτεθούν πραγματικά στον καπιταλισμό, τότε οποιαδήποτε κι αν είναι η έκβαση του αγώνα στην Ισπανία καμιά σημασία δε θα έχει για την εργατική τάξη, η οποία θα συνεχίσει να εκμεταλλεύεται και να καταπιέζεται. Μια αλλαγή στους στρατιωτικούς συσχετισμούς στην Ισπανία ίσως αναγκάσει τους Φασίστες της Μόσχας να πάρουν ένα πιο επαναστατικό προφίλ. Όμως από την οπτική των συμφερόντων των ισπανών εργατών, καθώς και των εργατών όλου του κόσμου, δεν έχει καμιά διαφορά ο Φασισμός του Φράνκο με τον Φασισμό της Μόσχας, όσες διαφορές κι αν έχει ο Φράνκο με την Μόσχα. Τα οδοφράγματα, αν ξανασηκωθούν, δε θα πρέπει να γκρεμιστούν. Το επαναστατικό σύνθημα για την Ισπανία είναι: Κάτω οι Φασίστες – Κάτω οι Νομιμόφρονες. Όσο μάταιο κι αν φαίνεται εν όψει της σημερινής παγκόσμιας κατάστασης να πολεμάς για τον κομμουνισμό, είναι τουλάχιστον ο καλύτερος σκοπός για να πολεμήσεις. «Καλύτερα η αίσθηση της ματαιότητας παρά η χαμένη ενέργεια που χάνεται σε λάθος δρόμους. Θα διατηρήσουμε την αίσθηση της αλήθειας, της λογικής με κάθε κόστος, ακόμα και με κόστος την ματαιότητα».


Σημειώσεις της μετάφρασης: CNT – η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, υπό των έλεγχο των αναρχοσυνδικαλιστών, FAI – η ιβηρική αναρχική ομοσπονδία. Οι «Φίλοι του Ντουρούτι» ήταν πρώην μέλη της FAI που διαφώνησαν με τη ρεφορμιστική τροχιά της και διαχωρίστηκαν απ’ αυτήν, με αποτέλεσμα να αποκηρυχθούν από την ηγεσία της CNT-FAI (νομιμόφρονες), ως «ανεξέλεγκτοι», όπως και οι αγωνιστές της Σιδηράς Ταξιαρχίας (Columna d’ Hierro). Ο Santillan (Diego Abad de Santillan) τέλος, ήταν επιφανές στέλεχος της FAI που πρωταγωνίστησε στη συμμαχία CNT-UGT και στη δημιουργία του αντιφασιστικού μετώπου.

Categories
Daniel Guerin

Καταλήψεις και συμβούλια στην Ιταλία του 1920 – Daniel Guerin

Για τις εργοστασιακές καταλήψεις στην Ιταλία του 1920

Biennio Rosso – Η κόκκινη διετία των εργοστασιακών καταλήψεων στην Ιταλία του 1920

Όταν μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι διηύθυναν τους χώρους εργασίας τους για λογαριασμό τους. [Πηγή: άρθρο από τον διαδικτυακό τόπος LibCom]

Τα ρεφορμιστικά συνδικάτα έπειτα διαπραγματεύτηκαν μια λήξη των συγκρούσεων, ανοίγοντας το δρόμο για τη φασιστική αντίδραση, την μαύρη διετία (Biennio Nero) του 1921-1922.

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η εργατική τάξη της Ευρώπης πέρασε σε μια ευρεία διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης. Τα μέλη των συνδικάτων πολλαπλασιάστηκαν ταυτόχρονα με τις απεργίες, τις διαδηλώσεις και τις εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν. Η Ιταλία δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Οι εργάτες της ήταν οργισμένοι με τις κακουχίες του πολέμου και γίνονταν ολοένα και πιο μαχητικοί. Ένα τέλειο παράδειγμα αυτής της μαχητικότητάς τους μπορεί να εντοπιστεί στις εργοστασιακές καταλήψεις του 1920.

Η ανάπτυξη του ριζοσπαστικού συνδικαλισμού στην Ιταλία ξεκίνησε αμέσως μετά τον πόλεμο. Στο Τορίνο και σε όλη την έκταση της Ιταλίας, ένα κίνημα εργαζομένων στην αλυσίδα παραγωγής αναπτυσσόταν γύρω από τις «εσωτερικές επιτροπές». Αυτές βασίζονταν σε μια ομάδα ανθρώπων σε ένα εργαστήριο με έναν εξουσιοδοτημένο και ανακλητό αντιπρόσωπο για κάθε 15-20 εργάτες. Οι αντιπρόσωποι αυτοί σε κάθε εργοστάσιο θα εξέλεγαν στη συνέχεια την «εσωτερική επιτροπή» η οποία ήταν άμεσα ανακλητή από τους ίδιους. Αυτό πάνω κάτω ήταν το «εργοστασιακό συμβούλιο».

Τον Νοέμβρη του 1918, αυτές οι επιτροπές είχαν γίνει κεντρικό εθνικό ζήτημα στα πλαίσια του συνδικαλιστικού κινήματος, και τον Φλεβάρη του 1919, η Ιταλική Ομοσπονδία Εργατών Μετάλλου (FIOM) κέρδισε μια σύμβαση που αναγνώριζε την ύπαρξη των επιτροπών στους χώρους εργασίας. Έκτοτε προσπάθησαν να μεταμορφώσουν τις επιτροπές αυτές σε συμβούλια με μια διαχειριστική λειτουργία. Τον Μάη του 1919, έγιναν «η κυρίαρχη δύναμη στο εσωτερικό της μεταλλουργίας διακυβεύοντας την ίδια την ύπαρξη των συνδικάτων που έτειναν να γίνουν περιθωριακά όργανα της διοίκησης» (βλ. Carl Levy: ο Gramsci και οι αναρχικοί). Αν και αυτές οι διαδικασίες αναπτύσσονταν εκτεταμένα στο Τορίνο, αυτή η μαχητικότητα δεν έλειψε κι από την υπόλοιπη Ιταλία όπου αγρότες μια παύση των μισθολογικών διαπραγματεύσεων, οι εργάτες των μεταλλουργικών και οι λιμενεργάτες κατέλαβαν και διαχειρίστηκαν τα εργοστάσια για τέσσερις μέρες.

Καθ’ όλη την περίοδο αυτή, η Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωση (USI) αύξησε τα μέλη της σε 800.000 και η επιρροή της Ιταλικής Αναρχική Ένωσης (20.000 μέλη συν την Umanita Nova, την καθημερινή εφημερίδα της) αυξανόταν ανάλογα. Ο ουαλός μαρξιστής Gwyn Williams γράφει ξεκάθαρα στο βιβλίο του «Προλεταριακή Τάξη» ότι οι «αναρχικοί και επαναστάτες συνδικαλιστές ήταν οι πιο σταθερές επαναστατικές ομάδες της αριστεράς. Οι συνδικαλιστές περισσότερο από κάθε άλλο συνέλαβαν την πιο μαχητική συνείδηση της εργατικής τάξης, που το σοσιαλιστικό κίνημα απέτυχε περίτρανα να συλλάβει. Οι αναρχικοί ήταν οι πρώτοι που πρότειναν την κατάληψη των χώρων εργασίας. Ο διάσημος αναρχικός Errico Malatesta έγραψε στην Umanita Nova τον Μάρτη του 1920: «Οι γενικές απεργίες διαμαρτυρίας δεν μπορούν πλέον να αναστατώσουν κανέναν… Βάζουμε μπροστά μια ιδέα: Να καταλάβουμε τα εργοστάσια: η μέθοδος έχει σίγουρα ένα μέλλον, μιας και ανταποκρίνεται στις τελευταίες ανάγκες του εργατικού κινήματος». Τον ίδιο μήνα, στη διάρκεια μιας συνδικαλιστικής εκστρατείας για την εγκαθίδρυση συμβουλίων στο Μιλάνο, η γραμματεία της USI καλούσε επίσης για μαζικές καταλήψεις εργοστασίων και γρήγορα ακολουθήθηκε από τους Κομισάριους των Εργοστασιακών Συμβουλίων.

Προφανώς, αυτή η μαχητικότητα θα προκαλούσε μια κάποια αντίδραση από τα αφεντικά. Οι οργανώσεις των αφεντικών αποκήρυξαν τα εργοστασιακά συμβούλια για ενθάρρυνση της «απειθαρχίας» ανάμεσα στους εργάτες και ζήτησαν από την κυβέρνηση να παρέμβει. Το κράτος φυσικά υποστήριξε τα αφεντικά (εξεπλάγη κανείς;) που ξεκίνησαν να ενισχύουν τις υπάρχουσες εργοστασιακές συνθήκες. Οι συμβάσεις που κέρδισε η FIOM στα 1919 σήμαιναν ότι οι εσωτερικές επιτροπές απαγορεύονταν στο εσωτερικό των καταστημάτων και περιορίζονταν εκτός των ωρών εργασίας. Έτσι, η διακοπή της εργασίας προκειμένου να εξελιχθούν οι εκλογές των αντιπροσώπων (μεταξύ άλλων πραγμάτων) αποτελούσε παραβίαση της σύμβασης. Το κίνημα ανέπνεε μόνο μέσα στην μαζική απειθαρχία και τα αφεντικά επιστράτευαν ολοένα και σκληρότερο εργοστασιακό έλεγχο προκειμένου να το καταπολεμήσουν.

Ωστόσο, το μεγάλο φινάλε, έλαβε χώρα τον Απρίλη. Όταν αρκετοί αντιπρόσωποι ήταν συγκεντρωμένοι στην Fiat, οι εργαζόμενοι κήρυξαν μια καθιστική απεργία. Τα αφεντικά απάντησαν με λοκ-άουτ το οποίο η κυβέρνηση υποστήριξε με την αποστολή στρατευμάτων και την τοποθέτηση οπλοπολυβόλων έξω από τα εργοστάσια. Μετά από δυο βδομάδες απεργίας, οι εργάτες άρχισαν να παραδίδονται. Οι εργοδότες τότε απάντησαν με το αίτημα οι συμβάσεις της FIOM και ο διαχειριστικός έλεγχος να επανα-διαπραγματευτούν σύμφωνα με τις διεκδικήσεις τους. Τα αιτήματά τους αυτά είχαν ως σκοπό την καταστροφή των εργοστασιακών συμβουλίων και οι εργάτες του Τορίνο απάντησαν με γενική απεργία υπερασπίζοντάς τα. Η απεργία σταθεροποιήθηκε στο Τορίνο, και διαδόθηκε ακόμη στο Πεδεμόντιο (γύρω από το Τορίνο), περιλαμβάνοντας 500.000 εργαζόμενους-ες. Οι εργάτες του Τορίνο ζήτησαν την υποστήριξη του συνδικάτου της CGL και του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI), ώστε η απεργία να διαδοθεί σε ολόκληρη τη χώρα. Τόσο η CGL όσο και το PSI απέρριψαν την έκκλησή τους. Τα συνδικάτα υπό την επιρροή των αναρχο-συνδικαλιστών ήταν «τα μόνα που κινητοποιήθηκαν» (Williams, Προλεταριακή Τάξη), οι σιδηροδρομικοί εργάτες της Πίζας και της Φλωρεντίας αρνήθηκαν να στείλουν ενισχύσεις στο Τορίνο. Οι λιμενεργάτες, και άλλοι βιομηχανικοί εργάτες στους οποίους είχε επιρροή η USI, κήρυξαν απεργία στην περιοχή της Γένοβας. Ο Williams τονίζει ότι παρόλο που «εγκαταλείφθηκαν από ολόκληρο το σοσιαλιστικό κίνημα», οι απεργοί του Τορίνο «είχαν ακόμη λαϊκή υποστήριξη» με «ενέργειες που είτε άμεσα είτε έμμεσα διεξάγονταν από τους αναρχο-συνδικαλιστές». Και στο Τορίνο, οι αναρχο-συνδικαλιστές απειλούσαν να αποκόψουν την επιρροή του Γκράμσι και των σοσιαλιστών από το συμβουλιακό κίνημα.

Τελικά η ηγεσία της CGL αποκατέστησε την κρίση με τους όρους των εργοδοτών. Για παράδειγμα περιόρισε τα συμβούλια των ιδιωτικών υπαλλήλων στις μη-εργάσιμες ώρες. Οι αναρχικοί «άσκησαν κριτική σε αυτό που θεωρούσαν μια λανθασμένη αντίληψη πειθαρχίας που είχε κάνει τους σοσιαλιστές να υποκύψουν στην δική τους άτολμη ηγεσία. Αντιπαρέβαλλαν στην πειθαρχία που τοποθετούσε κάθε κίνημα κάτω από τους υπολογισμούς, τους φόβους, τα λάθη και τις πιθανές προδοσίες των ηγετών στην άλλη πειθαρχία των εργαζομένων του Sestri Ponente που κινήθηκαν αλληλέγγυα με το Τορίνο, την πειθαρχία των σιδηροδρομικών εργατών που αρνήθηκαν να μεταφέρουν τις δυνάμεις ασφαλείας στο Τορίνο και τους αναρχικούς και τα μέλη της USI που αγνόησαν τις γραμμές των κομμάτων και των σεχτών, θέτοντας εαυτούς στη διάθεση των τορινέζων (Carl Levy: Ο Gramsci και οι αναρχικοί).

Σαν απάντηση στις περικοπές και τα λοκ-άουτ, το Σεπτέμβρη έγιναν μαζικές καθιστικές απεργίες. Στα μέσα του Αυγούστου η USI ζήτησε την υποστήριξη της CGL ώστε να καταλάβουν τα εργοστάσια πριν κηρυχτούν τα λοκ-άουτ. Η USI είδε αυτές τις καταλήψεις σαν κρίσιμες για τον εργατικό αγώνα ο οποίος έπρεπε να υπερασπιστεί με κάθε μέσο και ζήτησε την υποστήριξη κι άλλων επαγγελματιών. Οι απεργίες γρήγορα διαδόθηκαν στις κατασκευαστικές βιομηχανίες, στους σιδηροδρόμους και στις κατασκευές δρόμων ενώ οι αγρότες ξανα-διεκδικούσαν τη γη. Παράλληλα με τις καταλήψεις, οι απεργοί τα έθεταν κάτω από εργατικό έλεγχο και σύντομα μισό εκατομμύριο απεργών εξέτρεψαν την παραγωγή για λογαριασμό τους. Τα αυτόδιαχειριζόμενα εργοστάσια συνέχισαν να πληρώνουν κανονικά μισθούς στους εργάτες και οργανώθηκαν ομάδες περιφρούρησης ώστε να προστατευτούν από κάθε επίθεση. Τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια ανέδειξαν μια στενή αλληλεγγύη ενώ η παραγωγή μοιραζόταν ανάμεσα στους εργάτες. Η Ιταλία «παρέλυσε, καθώς μισό εκατομμύριο εργαζομένων κατέλαβαν τα εργοστάσιά τους υψώνοντας κόκκινες και μαύρες σημαίες πάνω τους». Το κίνημα απλώθηκε σε όλη την έκταση της χώρας με τους μαχητές της USI στην πρώτη γραμμή. Οι σιδηροδρομικοί εργάτες αρνήθηκαν ξανά να μεταφέρουν στρατεύματα, οι αγρότες καταλάμβαναν τα αγροκτήματα και οι εργάτες απεργούσαν κόντρα στις οδηγίες των ρεφορμιστικών συνδικάτων.

Όμως έναν μήνα αργότερα, οι εργάτες προδόθηκαν ακόμα μια φορά από το PSI και τη CGL. Ήρθαν αντιμέτωποι με το κίνημα και δεσμεύτηκαν απέναντι στο κράτος για μια επιστροφή στην «ομαλότητα» σε αντάλλαγμα για μια νομιμοποίηση του εργατικού ελέγχου σε μια μορφή συνδιαχείρισης με τα αφεντικά. Φυσικά, ο εργατικός έλεγχος δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Καθώς οι εργάτες ακόμη περίμεναν από τους γραφειοκράτες της CGL την πληροφόρηση για το τι συμβαίνει σε άλλες πόλεις, δεν ήταν ποτέ ικανοί να δράσουν με πλήρη ανεξαρτησία. Έτσι, το συνδικάτο χρησιμοποιούσε τη δύναμή του για να απομονώσει το ένα εργοστάσιο από το άλλο. Αν και οι αναρχικοί αντιτίθονταν σε κάθε ενδεχόμενη επιστροφή στην εργασία, παρέμεναν πάντα μια μειονότητα (μια εκτεταμένη μειονότητα είναι αλήθεια, αλλά πάντα μειονότητα) και χωρίς την υποστήριξη της CGL, ήταν ανίκανοι να επεκτείνουν την απεργία.

Μετά την αποχώρηση των εργατών από τα εργοστάσια, η κυβέρνηση συνέλαβε μάχιμα μέλη της USI και της UAI (αναρχικοί). Οι σοσιαλιστές αγνόησαν αυτήν την δίωξη ελευθεριακών ακτιβιστών και συνέχισαν να την αποκρύπτουν μέχρι την απεργία πείνας των αναρχικών, συμπεριλαμβανομένου και του Malatesta, από την φυλακή, στα 1921.

Καθώς η εργατική μαχητικότητα υπέκυπτε, οι μεγάλες επιχειρήσεις ευνόησαν το φασιστικό κίνημα ώστε να τσακίσει ολοκληρωτικά την δυναμική εργατική τάξη, κάτι που κατάφεραν, αλλά όχι χωρίς να αντιμετωπίσουν μια σκληρή αντίσταση.



Οι αναρχικοί στα ιταλικά εργοστασιακά συμβούλια – Daniel Guerin

Οι ιταλοί αναρχικοί ακολουθώντας το παράδειγμα των γεγονότων της Ρωσίας, συμβάδισαν με τους παρτιζάνους της σοβιετικής εξουσίας, κατά την περίοδο αμέσως μετά τον Μεγάλο Πόλεμο (σ.τ.μ: έτσι λεγόταν ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος μέχρι τον δεύτερο). Η Ρωσική Επανάσταση είχε γίνει δεκτή με μεγάλη συμπάθεια από τους ιταλούς εργάτες, ιδιαίτερα από την πρωτοπορία τους, τους μεταλλωρύχους του βορρά. Στις 20 Φλεβάρη του 1919, η ιταλική ομοσπονδία εργατών μετάλλου (FIOM) κέρδισε μια σύμβαση που της επέτρεπε την εκλογή «εσωτερικών επιτροπών στα εργοστάσια. Στη συνέχεια, προσπάθησαν να μετασχηματίσουν αυτά τα όργανα εργατικής αντιπροσώπευσης σε εργοστασιακά συμβούλια με μια διαχειριστική λειτουργία, διεξάγοντας μια σειρά απεργιών και καταλήψεων των εργοστασίων.

Η τελευταία τέτοια, στα τέλη του Αυγούστου του 1920, έγινε μετά από ένα λοκ-άουτ της εργοδοσίας. Οι εργάτες μετάλλου αποφάσισαν συλλογικά τη συνέχιση της παραγωγής για λογαριασμό τους. Προσπάθησαν διαδοχικά με τη πειθώ ή τις απειλές, αλλά απέτυχαν να κερδίσουν τη συνεργασία των μηχανικών και του ανώτερου προσωπικού. Η διαχείριση των εργοστασίων, έπρεπε λοιπόν να διεξαχθεί από επιτροπές τεχνικών και εργατοϋπαλλήλων. Η αυτό-διαχείριση ήταν ακόμα αρκετά μακριά: στην πρώτη περίοδο ενισχύονταν μέσω των τραπεζών, αλλά όταν υποχώρησε αυτό, το αυτό-διαχειριστικό σύστημα τύπωσε δικό του χρήμα, με το οποίο κατέβαλλε τους μισθούς των εργατών. Απαιτήθηκε πολύ σκληρή πειθαρχία, απαγορεύτηκε η χρήση αλκοόλ, ενώ οργανώθηκαν ένοπλες ομάδες περιφρούρησης για λόγους αυτοάμυνας. Αναπτύχθηκε μια πολύ στενή αλληλεγγύη ανάμεσα στα αυτό-διαχειριζόμενα εργοστάσια. Τα φορτία χρυσού ή κάρβουνου συσσωρεύονταν σε μια κοινή δεξαμενή απ’ όπου μοιράζονταν ίσα σε όλους.

Η ρεφορμιστική πτέρυγα των συνδικάτων έσπευσε για έναν συμβιβασμό με την εργοδοσία. Μετά από μερικές εβδομάδες διαχειριστικών καταλήψεων, οι εργάτες κλήθηκαν να εγκαταλείψουν τα εργοστάσια με αντάλλαγμα μια υπόσχεση για επέκταση του εργατικού ελέγχου, υπόσχεση που ούτως ή άλλως δεν κρατήθηκε. Η αριστερή επαναστατική πτέρυγα, αποτελούμενη από αναρχικούς κι αριστερούς σοσιαλιστές, κατήγγειλε την προδοσία, αλλά μάταια.

Η αριστερή πτέρυγα είχε μια θεωρία, ένα γραφείο τύπου, μια έκδοση. Η εβδομαδιαία L’ Ordine Nuovo («Η Νέα Τάξη») πρωτοεμφανίστηκε στο Τορίνο την πρωτομαγιά του 1919. Εκδιδόταν από έναν αριστερό σοσιαλιστή, τον Αντόνιο Γκράμσι, με τη βοήθεια ενός καθηγητή φιλοσοφίας του πανεπιστημίου του Τορίνο, εμφορούμενο από αναρχικές ιδέες, που έγραφε με το ψευδώνυμο Carlo Petri, κι επίσης έναν ολόκληρο πυρήνα από τορινέζους ελευθεριακούς. Στα εργοστάσια, η Ordine Nuovo υποστηριζόταν από έναν αριθμό ανθρώπων, ιδιαίτερα τους αναρχο-συνδικαλιστές μαχητές της μεταλλουργίας, Pietro Ferrero και Maurizio Garino. Το μανιφέστο της Ordine Nuovo υπογράφηκε από σοσιαλιστές και ελευθεριακούς από κοινού, συμφωνώντας στην υπεράσπιση των εργοστασιακών συμβουλίων ως «όργανα κατάλληλα για την μελλοντική κομμουνιστική διαχείριση τόσο των βιομηχανιών όσο και ολόκληρης της κοινωνίας».

Για την Ordine Nuovo τα συνδικάτα έπρεπε να αντικατασταθούν από τις δομές των εργοστασιακών συμβουλίων. Δεν ήταν απόλυτα εχθρικοί προς τα συνδικάτα, τα οποία θεωρούσαν ως τη «σκληρή ραχοκοκαλιά του προλεταριακού σώματος». Ωστόσο, με τον τρόπο του Μαλατέστα του 1907, έβλεπαν κριτικά την παρακμή του γραφειοκρατικού και ρεφορμιστικού συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο είχε αφομοιωθεί πλήρως από την καπιταλιστική κοινωνία. Κατήγγειλαν την ανικανότητα των συνδικάτων ως όργανα για μια προλεταριακή επανάσταση.

Από την άλλη, η Ordine Nuovo συνεισέφερε ποικιλοτρόπως στα εργοστασιακά συμβούλια. Τα θεωρούσε σαν το μέσο για την ενοποίηση της εργατικής τάξης, το μόνο όργανο που θα μπορούσε να υψώσει τους εργάτες πάνω από τα ειδικά συμφέροντα του κάθε επαγγέλματος και να συνδέσει τους «οργανωμένους» από τους «ανοργάνωτους». Εκτιμούσαν τα συμβούλια θεωρώντας πως κινητοποιούν μια ψυχολογία παραγωγού, προετοιμάζοντας τους εργάτες για την αυτό-διαχείριση. Χάρη σ’ αυτούς, η κατάκτηση του εργοστασίου έγινε μια συνεκτική προοπτική που μπορούσε να φτάσει κι ο τελευταίος εργάτης. Τα συμβούλια θεωρήθηκαν σαν μια προεικόνιση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Οι ιταλοί αναρχικοί ήταν κάπως πιο ρεαλιστές και λιγότερο βερμπαλιστές απ’ ότι ο Γκράμσι, και μερικές φορές σχολίαζαν ειρωνικά τις «θαυματουργές» υπερβολές των κυρηγμάτων υπέρ των εργοστασιακών συμβουλίων. Φυσικά λάμβαναν υπόψη τις αρετές τους, αλλά χωρίς ιδιαίτερες υπερβολές. Ο Γκράμσι κατήγγειλε κι αυτός τον ρεφορμισμό των συνδικάτων, κι όχι άδικα, αλλά οι αναρχο-συνδικαλιστές έδειξαν ότι σε μια μη-επαναστατική περίοδο και τα εργοστασιακά συμβούλια μπορούσαν επίσης να υποβαθμιστούν σε όργανα ταξικής συνεργασίας. Κάποιοι που εμπλέκονταν με την Ordine Nuovo το θεωρούσαν επίσης άδικο μαζί με τον ρεφορμιστικό συνδικαλισμό να καταδικάζεται κι ο επαναστατικός συνδικαλισμός της Ιταλικής Συνδικαλιστικής Ένωσης (USI).

Εν τέλει, και πιο σημαντικά, οι αναρχικοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι το αμφιλεγόμενο και αντιφατικό τρόπο με τον οποίο η Ordine Nuovo έθετε ως πρότυπο των εργοστασιακών συμβουλίων, τα Σοβιέτ. Σίγουρα, ο Γκράμσι συχνά χρησιμοποιούσε τον όρο «ελευθεριακός» στα γραπτά του, και είχε λογομαχήσει με τον εξουσιαστικό Angelo Tasca, που προωθούσε ένα μη-δημοκρατικό σχέδιο «δικτατορίας του προλεταριάτου» το οποίο ήθελε να καταστήσει τα εργοστασιακά συμβούλια απλά όργανα του Κομμουνιστικού Κόμματος, κι επιτέθηκε στα γραπτά του Γκράμσι, θεωρώντας τα επηρεασμένα απ’ τον Προυντον. Ο Γκράμσι δεν ήξερε αρκετά για τα γεγονότα στη Ρωσία ώστε να κάνει το διαχωρισμό ανάμεσα στα ελεύθερα Σοβιέτ των πρώτων μηνών της επανάστασης και τα ψευτο-σοβιέτ του Μπολσεβικικού Κράτους. Αυτό τον οδήγησε να κάνει χρήση αμφιλεγόμενων συσχετισμών. Έβλεπε τα εργοστασιακά συμβούλια ως «πρότυπο προλεταριακό κράτος», το οποίο ήθελε να ενσωματωθεί με ένα παγκόσμιο σύστημα: την Κομμουνιστική Διεθνή. Θεωρούσε πως θα μπορούσε να συμφιλιωθεί ο Μπολσεβικισμός με τον μαρασμό του Κράτους και μια δημοκρατική εκδοχή της «δικτατορίας του προλεταριάτου».

Οι ιταλοί αναρχικοί αρχικά υποδέχτηκαν τα ρωσσικά σοβιέτ με άκριτο ενθουσιασμό. Στην 1 Ιούνη 1919, ο Camillo Berneri, ένας από αυτούς (Σ.τ.μ: αναρχο-κομμουνιστής θεωρητικός, κάποια πράγματα για τη σύγκρουσή του με τον αναρχο-ατομικιστή Renzo Novatore μπορούν να βρεθούν στα μεταφρασμένα κείμενα του R.N.), είχε δημοσιεύσει ακόμα ένα άρθρο με τίτλο «Αυτό-Δημοκρατία» χαιρετίζοντας το Μπολσεβικικό καθεστώς ως «το πιο πρακτικό πείραμα εσωτερικής δημοκρατίας στη μέγιστη κλίμακα, που έχει επιχειρηθεί ποτέ» και ως «την αντίθεση του συγκεντρωτικού κρατικού σοσιαλισμού».

Ωστόσο, ένα χρόνο αργότερα, στο συνέδριο της Ιταλικής Αναρχικής Ένωσης, ο Maurizio Garino μίλησε τελείως διαφορετικά: Τα σοβιέτ που είχαν στηθεί στη Ρωσία από τους Μπολσεβίκους διέφεραν υλικά από την εργατική αυτό-διαχείριση όπως την αντιλαμβάνονταν οι αναρχικοί. Αποτελούσαν τη «βάση για ένα νέο Κράτος, αναπόφευκτα συγκεντρωτικό και εξουσιαστικό».

Οι ιταλοί αναρχικοί και η συντροφιά του Γκράμσι ήταν επόμενο να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους. Οι τελευταίοι αρχικά επέμειναν ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα, όπως και τα συνδικάτα, ήταν ένας οργανισμός αφομοιωμένος από το αστικό σύστημα και επομένως, ούτε απαραίτητος ούτε επιθυμητός ως προς την υποστήριξή του. Έπειτα έκαναν μια «εξαίρεση» για τις κομμουνιστικές ομάδες στο εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Μετά το σχίσμα στο Λιβόρνο, στις 21 Γενάρη 1921, αυτές οι ομάδες σχημάτισαν το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που συνδέθηκε με την Κομμουνιστική Διεθνή.

Οι ιταλοί ελευθεριακοί, ξεκίνησαν από την άλλη, να εγκαταλείπουν μερικές από τις παραισθήσεις τους και να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή σε ένα προφητικό γράμμα που τους απεύθυνε ο Μαλατέστα ήδη από το καλοκαίρι του 1919. Αυτό τους παρότρυνε εναντίον μιας «νέας διακυβέρνησης που στήθηκε στη Ρωσία πάνω στην Επανάσταση ώστε να την δεσμεύσει και να την θέσει στους σκοπούς ενός κόμματος- ή καλύτερα των ηγετών του κόμματος». Ο γέρος επαναστάτης επέμεινε προφητικά ότι επρόκειτο για μια δικτατορία, με τις βαθμίδες της, τους ποινικούς θεσμούς της, τα εκτελεστικά όργανά της, και πάνω απ’ όλα, τις ένοπλες δυνάμεις που βοήθησαν στην υπεράσπιση της Επανάστασης εναντίον των εξωτερικών εχθρών της, αλλά την επομένη θα βοηθήσουν στην επιβολή της θέλησης των δικτατόρων στους εργάτες, στον έλεγχο της πορείας της Επανάστασης, στη σταθεροποίηση νέων συμφερόντων, και να υπερασπιστούν μια νέα προνομιούχο τάξη ενάντια στις μάζες. Ο Λένιν, ο Τρότσκυ και οι σύντροφοί τους θεωρούνται φυσικά ειλικρινείς επαναστάτες, αλλά προετοιμάζουν τις κυβερνητικές θέσεις που θα επιτρέψουν στους διαδόχους τους να εκμεταλλευτούν την επανάσταση και να την εξοντώσουν. Αυτοί, θα είναι τα πρώτα θύματα των ίδιων των μεθόδων τους…

Δυο χρόνια αργότερα, η Ιταλική Αναρχική Ένωση συνεδρίασε στην Ανκόνα, στις 2 με 4 Νοέμβρη του 1921, και αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ρωσική κυβέρνηση ως αντιπρόσωπο της Επανάστασης, αντίθετα την κατήγγειλε ως «τον βασικό εχθρό της Επανάστασης, τον καταπιεστή κι εκμεταλλευτή του προλεταριάτου στο όνομα του οποίου υποτίθεται ότι ασκεί εξουσία». Κι ο ελευθεριακός συγγραφέας Luigi Fabbri το ίδιο έτος συμπέρανε πως: «μια κριτική μελέτη της ρωσικής επανάστασης είναι επείγουσας σημασίας- καθώς οι δυτικές επαναστάσεις μπορούν να κατευθύνουν τις πράξεις τους με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφευχθούν τα λάθη που ήρθαν στο φως με την ρωσική εμπειρία».

Σημείωμα της μετάφρασης:

Μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε εδώ αυτά τα σύντομα κείμενα, για να δώσουμε μια ιδέα για την συσκοτισμένη «παραλίγο» επανάσταση που συντελέστηκε στην Ιταλία, την «κόκκινη διετία» 1919-1920. Η τραγική κατάληξη των γεγονότων («μαύρη διετία» της φασιστικής αντίδρασης και τσάκισμα του κινήματος, 1920-1921) θα ‘πρεπε να ληφθεί υπ’ όψη για δυο τουλάχιστον παραμέτρους της. Πρώτον, κατά πόσο ήταν, κι αν ήταν τότε, κατά πόσο είναι ακόμη επαναστατικό το «να πάρουμε τα μέσα», και δεύτερον, η επιβεβαίωση για μια ακόμα φορά της γνωστής ρήσης του Ροβεσπιέρου (όσοι κάνουν μισές επαναστάσεις, απλώς σκάβουν τον τάφο τους).

«Οι εργάτες πίστεψαν ότι είχε έρθει η στιγμή να πάρουν μια για πάντα στα χέρια τους τα μέσα της παραγωγής. Οπλίστηκαν για την αυτοάμυνα και ξεκίνησαν την οργάνωση της παραγωγής για λογαριασμό τους. Ήταν η έμπρακτη κατάργηση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Ήταν ένα νέο καθεστώς, μια νέα μορφή κοινωνικής ζωής που γεννήθηκε. Και η κυβέρνηση αναγκάστηκε απλώς να παραμερίσει νιώθοντας εξαιρετικά αδύναμη για να αντιταχθεί». – Errico Malatesta

Η επιτυχία της Ρωσικής Επανάστασης ήταν ακόμη νωπή, και τα σημάδια της παρακμής της δεν είχαν αποκαλυφθεί, τουλάχιστον όχι στην εξεγερμένη Ιταλία, όπου ο ίδιος ο Μαλατέστα, αποκαλούμενος από τους εργάτες του Τορίνο «ο ιταλός Λένιν», μάταια προσπάθησε να εξηγήσει ότι ούτε οι προθέσεις του ήταν αυτές, αλλά ούτε και χρειαζόταν πραγματικά έναν Λένιν το ιταλικό προλεταριάτο. Οι εργάτες φάνηκε να είναι πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα, απ’ το να εμποδίσουν την μεταφορά των στρατευμάτων που θα κατέστειλαν τους απεργούς του Τορίνο, μέχρι να πάρουν τα όπλα για να περιφρουρήσουν τα κατειλημμένα εργοστάσια, αλλά και ν’ ανεχτούν τα πάντα, όπως φάνηκε από την επιβολή της εργασιακής πειθαρχίας που πλέον περνούσε χωρίς συνειδητή αντίσταση, αποτυπωμένη ακόμα και στην απαγόρευση του αλκοόλ, προκειμένου να υπερασπιστούν την «προλεταριακή δικτατορία» των εργοστασιακών συμβουλίων. Να ανεχτούν ακόμα και τους εχθρούς της, όπως οι συνδικαλιστές ηγέτες ή το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Έτσι, στο βωμό της διεξαγωγής του έργου της «αυτό-διαχείρισης» (και της συνακόλουθης προτεραιότητας στο ποσοτικό) που αυτόματα τέθηκε ως στόχος του καταληψιακού κινήματος, δεδομένου ότι δεν μπόρεσε να εξαπλωθεί πέρα από τα όρια του βιομηχανικού βορρά, θυσιάστηκε η μαχητικότητά του (πλέον δεν επιτίθονταν στον κοινωνικό πλούτο, αλλά τον υπερασπιζόταν με αντάλλαγμα τη συν-διαχείρισή του), και τελικά η ίδια η αυτό-διαχείριση. Οι ίδιοι εργάτες που είχαν οπλιστεί για να υπερασπιστούν τις καταλήψεις ήταν αυτοί που σύρθηκαν πίσω από το, παραγκωνισμένο ως τότε από την ίδια την πορεία των γεγονότων, Σοσιαλιστικό Κόμμα, όταν πρότεινε την δική του «επαναφορά στην ομαλότητα». Πιστεύουμε πως κάτι τέτοιο δεν έγινε από άγνοια, ή από «προδοσία» ή «ξεπούλημα» όπως αρέσκονται να λένε οι υποκριτές, αλλά από μια γενική συνείδηση της αποτυχίας του αυτό-διαχειριστικού εγχειρήματος, αλλά και αδυναμία ξεπεράσματός του προς μια ανατρεπτική προοπτική.

Ο όρος αποτυχία ταιριάζει άλλωστε καλύτερα από την ήττα, μιας και το κίνημα δεν τσακίστηκε τόσο «από τα έξω» από μια πανίσχυρη κυβέρνηση (που δεν υπήρχε) ή από μια αντίρροπη ανάπτυξη του φασισμού. Ο φασισμός δεν ήρθε στα πράγματα παρά μετά τον μαρασμό του κινήματος.

Το να δεχτούμε πάλι, ότι ο φασισμός ήταν απλά ένα τέχνασμα των αφεντικών για να τσακίσουν το επαναστατικό κίνημα είναι σαν να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στην μισή αλήθεια. Ο φασισμός γεννήθηκε επίσης στο δρόμο, σαν ένα ακόμη κίνημα που προέκυψε από τις λαϊκές εξεγέρσεις, αλλά, για την ακρίβεια από την ήττα τους, από τον μαρασμό της εξέγερσης. Ιδιαίτερα στο ιταλικό παράδειγμα, μπορούμε να δούμε πως, ίσως όχι οι περισσότεροι αλλά σίγουρα πολλοί, από τους συνδικαλιστές και τους θεωρητικούς του κινήματος του 1919, μεταστράφηκαν σε οπαδούς του φασισμού, ο οποίος επίσης, διόλου τυχαία βασίζεται στη δική του εκδοχή της δια-ταξικής συν-διαχείρισης, και στο συνεπακόλουθό της, την επιβολή -με κάθε μέσο- της εργασιακής πειθαρχίας.

Ωστόσο, η προλεταριακή συνείδηση δεν εξαλείφθηκε ολότελα, κι έτσι ο αγώνας ενάντια στο φασισμό δεν μετατράπηκε σε αγώνα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Ηρωικές ομάδες εργατικής αντίστασης όπως οι Arditi del Popolo, τάχθηκαν υπέρ μιας ενιαίας οργάνωσης του προλεταριάτου ενάντια στο φασισμό ή τη δημοκρατία, απομακρύνοντας έτσι τους σοσιαλιστές, που υπέγραψαν «συμφωνία εκεχειρίας» με τους φασίστες τον Αύγουστο του 1921. Οι κομμουνιστές πάλι, συνέστησαν στα μέλη τους να αποσυρθούν από τις αντιφασιστικές ομάδες παρά να συνεργάζονται με αναρχικούς. Μπορούμε να πούμε λοιπόν, ότι η αριστερά, εκτός από ένα μαχητικό κομμάτι των συνδικαλιστών της USI, προτίμησε ρητά την επικράτηση του φασισμού, από την ανοχή της επιρροής των αναρχικών. Καμιά αμφιβολία δε θα ‘πρεπε όμως να υπάρχει για αυτούς.

Το ερώτημα τίθεται λοιπόν ξανά στο ζήτημα της παραγωγής. Κατάληψη των παραγωγικών μέσων και συνέχεια της παραγωγής ως έχει (και ανα-παραγωγής αυτής της κοινωνίας) για λογαριασμό μας; Ευχαριστούμε, αλλά δεν θα πάρουμε.

[Εκδόσεις για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007]

Categories
Telesforo Tajuelo

To Μ.Ι.L. και τα εργατικά συμβούλια

Το MIL και τα εργατικά συμβούλια


Πηγή: Telesforo Tajuelo: El MIL, Puig Antich y los GARI, ed. Ruedo Iberico 1977

Μετάφραση και επιμέλεια των Εκδόσεων για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Σεπτέμβρης 2007

Σαν εισαγωγή

Θα αναφερθούμε σε κάποιες ομάδες, αυτές που σχημάτισαν το Movimiento Iberico de Liberation (MIL) και τις Grupos de Accion Revolucionaria Internacionalista (GARI), που αποφάσισαν να πάρουν στα χέρια τους, μια υπόθεση τόσο πολύτιμη όπως η απελευθέρωσή τους, χωρίς να ελπίζουν σε επαναστατικές πρωτοπορίες να τους λύσουν τα προβλήματά τους. Ο απόρριψη του λενινισμού εκ μέρους των ομάδων αυτών φτάνει μέχρι την ίδια τη σύλληψη του Lenin περί μιας επαναστατικής πρωτοπορίας στα χέρια της οποίας μπορούν να αφεθούν οι εργαζόμενοι/ες. Από κει και πέρα, κάθε κράτος, κάθε κόμμα που δέχεται τον λενινισμό διευθύνεται από μια ελίτ διαννοουμένων που σκέφτονται για λογαριασμό του, και σαν λογική συνέπεια αυτού, αποφασίζουν για λογαριασμό του, μιας και ο λαός αδυνατεί λόγω της μόρφωσής του.

Το MIL και οι GARI έκαναν τα πάντα προκειμένου να αγνοήσουν τελείως το κράτος, το κάθε κράτος, για να το αποκαταστήσουν ως έναν απλό άρπαγα. Η αντίληψή τους αυτή για το πρόβλημα του κράτους εδράζει στην παραδοσιακή αναρχική σύλληψη περί κράτους.

Χωρίς αμφιβολία, το να αγνοείς το κράτος σημαίνει να αγνοείς επίσης τους νόμους και το να μη συμμορφώνεσαι με την νομιμότητα σε θέτει αυτόματα εκτός της νομιμότητας. Με αυτήν την έννοια η ιστορία του MIL και των GARI είναι μια ιστορία ανθρώπων που αψήφησαν τους νόμους μιας και αυτοί υποβάλλονται απευθείας από το κεφάλαιο.

Το MIL ξανάδωσε στη λέξη κεφάλαιο, όλο το νόημά της, καταλογίζοντάς την στον νούμερο ένα εχθρό. Για το MIL, η δικτατορία δεν ήταν παρά μια από τις μορφές που μπορεί να πάρει το κεφάλαιο και με αυτή την έννοια, το σύνθημα «Κάτω η δικτατορία!» έπρεπε να αντικατασταθεί από το «Κάτω το κεφάλαιο!». Το MIL αγωνίστηκε ενάντια στο κεφάλαιο σε κάθε μορφή του. Από δω και μπρος, η λέξη αγώνας παίρνει για τους αγωνιστές του MIL μια συνεκτική έννοια, πάει να πεί αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο. Για να αγωνιστούν ενάντια στο κεφάλαιο, τα μέλη της ομάδας έπρεπε να ξεπεράσουν τους νόμους που υπέβαλλε αυτό, μιας και, όπως έλεγε κι ο Sartre «…από δω και μπρος, δεν μπορείς να πολεμήσεις το σύστημα μέσα στο οποίο βρίσκεσαι, σεβόμενος την νομιμότητά του». (Jean-Paul Sartre: On a raison de se revolter).

Το MIL δεν είχε λόγους να σεβαστεί μια νομιμότητα που είχε επιβληθεί από την αστική τάξη, η οποία βρίσκεται στη διαχείριση του κεφαλαίου. Δεν μπορείς να αγωνίζεσαι ενάντια στο κεφάλαιο και να ξερογλείφεσαι με την αστική τάξη. Το MIL και οι GARI λοιπόν αποτελούνταν από άτομα «πέραν του νόμου».

Το MIL δεν αντιπροσώπευε κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία. Ωστόσο είναι φανερές οι συμπάθειές του για τα Εργατικά συμβούλια. Στο θεωρητικό τομέα, η δουλειά του MIL στράφηκε προς όλες τις ριζοσπαστικές τάσεις, από τον αναρχισμό μέχρι τα εργατικά συμβούλια του Anton Pannekoek.

Τα μέλη του MIL εγκατέλειψαν γρήγορα αυτή τη μεταφραστική-εκδοτική δουλειά για χάρη της προσωπικής δημιουργίας, αφήνοντας μια ευρεία κλίμακα λησμονημένων κλασσικών κειμένων, όχι μόνο από τον επίσημο μαρξισμό αλλά κι από όλον τον κόσμο: Camillo Berneri, Esteban Balazs, Antonio Ciliga, Anton Pannekoek. Οι συγγραφείς που «διέσωσε» το MIL ήταν μιας αξιοσημείωτης ιδεολογικής γκάμας, που θα μπορούσε να φανεί ως σύγχυση: τα μαρξιστικά κείμενα (ωστόσο κανένα λενινιστικό), αναμειγνύονταν με τα καθαρά αναρχικά όπως του Berneri ή μια σύντομη ιστορία της FAI.

Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν κομμουνιστές και σε κάθε περίπτωση που έβρισκαν εκδήλωναν την υποστήριξή τους στα Εργατικά Συμβούλια. Εξαιτίας της πρακτικής τους και αρκετών εκδόσεών τους, συνηθιζόταν να περιγράφονται από τρίτους ως αναρχικοί. Οι ίδιοι φρόντιζαν να δείχνουν σε κάθε περίπτωση ότι ο κομμουνισμός τους δεν είχε να κάνει τίποτα με αυτόν του Lenin και των επιγόνων του. Για το MIL, ο Lenin, ή κι ο Proudhon ήταν μέρος της προϊστορίας. Αντιθέτως, η ομάδα πίστευε ότι μπορούσε ακόμα να συναντηθεί με τον Marx και ίσως λίγο με τον Bakunin, η έμπνευση των οποίων πηγαίνει στην Ιστορία, εγκαταλείποντας την προϊστορία. Όσον αφορά τη θεωρητική συνεισφορά του MIL, τα μέλη του δημοσίευσαν έντυπα τα οποία ήταν αν μη τι άλλο ξεκάθαρα τουλάχιστον ως προς αυτό: την αναγκαιότητα αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης. Είναι αυτό, άλλωστε, που συνδέει αναρχικούς και συμβουλιακούς.

Ανατρέχοντας στα κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε συνθήκες παρανομίας από την ομάδα αυτή, φαίνεται πως κλίνει περισσότερο προς το συμβουλιακό στρατόπεδο παρά προς το αναρχικό. Αυτό έχε να κάνει χωρίς αμφιβολία με τις αντιφάσεις από τις οποίες μαστιζόταν ο επίσημος ισπανικός αναρχισμός. Αν αναλύσουμε τα τρία χαρακτηριστικά των Εργατικών Συμβουλίων, χαρακτηριστικά που ανακάλυψαν ξανά για λογαριασμό τους κάποιες μειοψηφικές αναρχικές τάσεις, μπορούμε να κατανοήσουμε κάπως καλύτερα την επικράτηση της συμβουλιακής τάσης ανάμεσα στα μέλη του MIL.

Ένα από τα χαρακτηριστικά των Εργατικών Συμβουλίων είναι ο αντι-κοινοβουλευτικός χαρακτήρας τους. Το MIL που έχει σαν άξονά του την ’μεση Δράση, είναι βαθύτατα αντι-κοινοβουλευτικό. Και φυσικά στο σημείο αυτό, τα μέλη του ασκούν κριτική στον επίσημο αναρχισμό που στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου βρέθηκε με τα διευθυντικά του μέλη Garcia Oliver και Federica Montseny, υπουργούς στην δημοκρατική κυβέρνηση.

Το αυθόρμητο των εργατών στους αγώνες, άλλο χαρακτηριστικό των Εργατικών Συμβουλίων, αντιμετωπιζόταν από τους «επίσημους» αναρχικούς με μεγάλη προκατάληψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η CNT το μεγαλύτερο ελεύθερο συνδικάτο της Ισπανίας, δεν ανεχόταν καμία αυθόρμητη ενέργεια που βρισκόταν έξω από αυτό, αντιμετωπίζοντάς την τουλάχιστον ως ύποπτη αν όχι προβοκατόρικη. Αν το MIL μιλούσε για αυθορμητισμό στους εργατικούς αγώνες αυτό δεν είναι από καλή προαίρεση και μόνο, μιας και το ίδιο δεν αποτελούσε κάποια εργατική δομή.

Χωρίς αμφιβολία το ζήτημα που διαιρεί αρκετούς αναρχικούς, και σίγουρα αυτούς που προσδιορίζονται ως αναρχο-συνδικαλιστές, και με τους συμβουλιακούς είναι ο αντι-συνδικαλισμός των τελευταίων. Η CNT δεν έμαθε τίποτα από την κατάσταση στην οποία βρέθηκε με την φρανκική νίκη ούτε από τα λάθη του ελευθεριακού κινήματος. Στο σημείο αυτό το MIL είναι ξεκάθαρο: υπερασπίζεται τα εργατικά συμβούλια, ενάντια στον συνδικαλισμό. Αναλύει έτσι τη σημασία που έχουν για τα μέλη του οι εργατικές επιτροπές, στις οποίες αρκετά από αυτά συμμετείχαν.

Επιπλέον, το MIL αντιτάχθηκε σε κάθε ιδεολογία, είτε νικηφόρα είτε όχι. Τα κείμενα που εξέδωσε αποτελούν ένα σημαντικό βοήθημα για την κατανόηση της ανάλυσής του. Αν και το κάθε μέλος του MIL είχε μια διαφορετική θεωρητική συγκρότηση, υπήρχε μια κοινή συμφωνία όσον αφορά την απόρριψη κάθε ιδεολογίας.

Ανάμεσα στα διάφορα κείμενα που αναφέρονται στο MIL, και προέρχονται από κόμματα, γκρουπούσκουλα ή διάφορες οργανώσεις, μπορούμε να βρούμε από λυσσαλέες συκοφαντικές επιθέσεις μέχρι προσπάθειες να χρησιμοποιηθεί το MIL για τους σκοπούς των ίδιων ομάδων και κομμάτων στις οποίες επιτέθηκε μέσα από τις εκδόσεις του.

Στο χώρο της ισπανικής αριστεράς, το MIL και ο «μάρτυράς» του Puig Antich έχουν γίνει ακόμα ένα καταναλωτικό προϊόν. Έχουν, όπως θα το έθεταν και οι καταστασιακοί αφομοιωθεί από την θεαματική κοινωνία. Ο Puig Antich παρουσιάζεται σήμερα ως μια φιλική ιλλουστρασιόν φιγούρα «αντιφασίστα», εύπεπτη για όλο τον κόσμο. Δεν έχει έρθει τουλάχιστον ακόμα η μέρα που θα δούμε το πρόσωπό του τυπωμένο σε χιλιάδες μπλουζάκια για την ισπανική προοδευτική νεολαία, όπως έγινε με τον Che Guevara, για παράδειγμα.

Τα μέλη του MIL βρίσκονται στη φυλακή. Ο «μαρτυρικός» Puig Antich πλασάρεται ως το τελευταίο εμπόρευμα εναλλακτικής κατανάλωσης. Τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν εδώ, έχουν να κάνουν με τη δράση του MIL, αυτού του κινήματος που γεννήθηκε στις εργοστασιακές επιτροπές, ενάντια στον έλεγχό τους από το ΚΚ Ισπανίας, και η ύπαρξή του αποτέλεσε ένα σταθμό στην ιστορία της πάλης των τάξεων στην Ισπανία.

Το MIL: Δράσεις και στόχοι, Γενάρης 1972 – Αύγουστος 1973

Το MIL δημιουργήθηκε ως μια εξειδικευμένη ομάδα «υποστήριξης των αγώνων και των πιο ριζοσπαστικών τάσεων του Εργατικού Κινήματος της Βαρκελώνης». Μπορούμε να περιγράψουμε το είδος της υποστήριξης αυτής χωρίζοντάς τη σχηματικά σε δυο σκέλη: πρακτική και θεωρητική.

1. Στο επίπεδο της πρακτικής, προσέφερε μια υλική βοήθεια στους απεργούς καθώς και σε μερικές ομάδες που συμμετείχαν στους αγώνες. Η δράση του σε πρακτικό επίπεδο βασιζόταν σε αυτό που λέμε «απαλλοτρίωση» ή «επανοικειοποίηση» των υλικών πόρων.

2. Στο επίπεδο της θεωρίας, συμπεριλαμβάνεται η έκδοση φυλλαδίων και μπροσούρων, συνεισφέροντας έτσι στην επαγρύπνηση του μέσου εργαζομένου και στην επαναστατική προπαγάνδα. Προς αυτούς τους σκοπούς κινήθηκαν και με την έκδοση της επιθεώρησης CIA (Conspiracion Internacional Anarquista – Διεθνής Αναρχική Συνομωσία) και τις εκδόσεις «Μάης του ’37».

Κάνουμε το διαχωρισμό στα δυο αυτά επίπεδα ώστε να διευκολύνουμε την ανάλυση. Ελπίζουμε πως δε θα διαστρεβλώσουμε με τον τρόπο αυτό τη δράση μιας από τις λίγες ομάδες που αγωνίστηκαν για μια ενότητα θεωρίας και πρακτικής. Κάποιος που θα ενημερωνόταν από τον ισπανικό τύπο της εποχής, θα θυμάται ίσως τα δημοσιεύματα που παρέλαυναν μέρα με την μέρα μιλώντας για μια άκρως επικίνδυνη συμμορία κακοποιών, ή ίσως γκάγκστερς ή δολοφόνων, ή ληστών, των οποίων η μόνη δράση ήταν οι επιθέσεις σε τράπεζες. Το πλήθος των τραπεζών που δέχτηκαν επίθεση ή ληστεύτηκαν έκαναν δύσκολο να μιλήσει κανείς γι αυτούς, χωρίς παράλληλα να γελοιοποιείται το κύρος της αστυνομίας. Τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει, η δράση τους δεν έπαυε να διογκώνεται, ενώ πάντοτε κατάφερναν να διαφεύγουν της αστυνομίας ακόμα και μετά από ένοπλες συμπλοκές. Η επικίνδυνη συμμορία πάντοτε τα κατάφερνε.

Ορισμένα φερέφωνα, είπαν πως ήταν πια καιρός η αστυνομία να επιτεθεί στους ανυπεράσπιστους εργάτες, αντιμετωπίζοντάς τους ένοπλα μέσα στο ίδιο το γήπεδό τους, έτσι ώστε να αποθαρρυνθούν από κάθε τέτοια ενέργεια, αναγκάζοντάς τους στην άμυνα.

Οι ισπανοί, ωστόσο, φάνηκε να παίρνουν αρχικά συναισθηματικά το μέρος των διωκόμενων, παρά τις ορέξεις του φασιστικού καθεστώτος, έδειξαν συμπάθεια για την ομάδα αυτή που αντιτιθόταν στον φρανκισμό. Όταν τελικά κατάλαβαν πως δεν επρόκειτο για μια συμμορία δολοφόνων όπως του παρουσίαζαν, στο στυλ των αμερικανικών ταινιών, παρά μια ομάδα από νεαρούς επαναστάτες -ανάμεσά τους υπήρχαν και 16χρονα παιδιά- και οι οποίοι όπως φάνηκε μοίραζαν το «απαλλοτριωμένο» χρήμα στους απεργούς, και χρηματοδοτούσαν εκδόσεις με αντικείμενο την αντιπληροφόρηση ανάμεσα στον εργατικό κόσμο, η αρχική συμπάθεια μετατράπηκε σε θαυμασμό και αλληλεγγύη με την ομάδα, όπως και φάνηκε σε αρκετές περιπτώσεις.

Το MIL και τα εργατικά συμβούλια

Οι ισπανικές εργατικές επιτροπές, με τον τρόπο και για την περίοδο που λειτούργησαν, ανάμεσα στα 1962 και στα 1968, είχαν τρία ιστορικά προηγούμενα: Το πρώτο ήταν τα ρωσικά Σοβιέτ, μέχρι την επιβολή της κατευθυντήριας γραμμής των μπολσεβίκων, και την μετατροπή των Σοβιέτ από αυτούς σε όργανο της πολιτικής εξουσίας τους. (βλ. Michel Laran: Russie – URSS: 1870-1970, Masson, Paris, 1973 καθώς και Volin: La revolution inconnue, Belfond, Paris, 1972, ελληνική έκδοση από τη «Διεθνή Βιβλιοθήκη» με τίτλο: Η ’γνωστη Επανάσταση). Το δεύτερο τέτοιο ήταν τα γερμανικά εργατικά συμβούλια, όπως εμφανίστηκαν στον πυρετό της επανάστασης του 1919 και πάνω στα οποία οικοδόμησαν τη θεωρία τους ο Pannekoek μαζί με τον Gorter (Anton Pannekoek: Les Conseils Ouvrieres, Belibaste, Paris 1974, ελληνική έκδοση από τον «Ελεύθερο Τύπο» με τίτλο: Τα εργατικά συμβούλια). Το τρίτο προηγούμενο συνιστούσαν τα εργατικά συμβούλια όπως εμφανίστηκαν στην Ουγγαρία, και ιδιαίτερα στη Βουδαπέστη, στη διάρκεια της εξέγερσης του 1956. Η σύντομη διάρκειά τους -ανάμεσα στις 23 Οκτώβρη και τις 4 Νοέμβρη του 1956- και οι διαφορές ανάμεσα στα καθεστώτα δυσχεραίνουν μια σύγκριση με τις ισπανικές εργατικές επιτροπές (CCOO).

O Anton Pannekoek (1873-1960) ήταν μια από τις σπάνιες εκείνες προσωπικότητες που, όπως κι ο Marx, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ασχολήθηκε με το πρόβλημα του κοινωνικού μετασχηματισμού από την άποψη της δυναμικής της πάλης των τάξεων, ιδωμένης ως έναν αυτόνομο αγώνα για τη θεμελίωση ενός νέου κόσμου. Για να αναλύσουμε τη γραμμή που οδηγεί από τις εργατικές επιτροπές στο MIL, πρέπει πρώτα να αναλύσουμε το έργο του Pannekoek, από το οποίο εμπνεόταν το MIL. Στην πραγματικότητα, η υπόθεση του MIL δε θα ήταν ίσως τόσο σπουδαία αν παραβλέπαμε τον Gorter, από τον οποίο παίρνει τις βασικές αρχές του. Δύσκολα κάποιος μπορεί να γνωρίσει τα εργατικά συμβούλια χωρίς να αναφερθεί στο έργο ενός φιλοσόφου του βεληνεκούς του Gorter.

Το τελευταίο βιβλίο του Pannekoek, Τα Εργατικά Συμβούλια, γραμμένο ανάμεσα στα 1942 και τα 1947, είναι το αποτέλεσμα και με κάποια μορφή, η ολότητα, ενός προηγούμενου έργου. Ο Pannekoek ανίχνευσε ξεκινώντας από την γερμανική εμπειρία του 1919, κάποιες αρχές που εμφανίζονται και μπορούν να επεκταθούν πάντοτε. Θα ήταν αχρείαστο να υπενθυμίσουμε ότι ο Pannekoek ήταν εκτός από διάσημος αστρονόμος, κι ένα από τα πιο επιφανή μέλη της γερμανικής αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, κι αργότερα, της ολλανδικής υπερ-αριστεράς.

Τα συμπεράσματα στα οποία οδηγήθηκε ο Pannekoek είναι ο καρπός της συμμετοχής του στους αγώνες των τελών του 19ου αιώνα μέχρι και την μέση σχεδόν του 20ου. Οι σκέψεις του πάνω στις ξεχωριστές στιγμές της ιστορίας του εργατικού κινήματος -τα ρωσικά Σοβιέτ, τα γερμανικά συμβούλια, τους διαρκείς ή εξελισσόμενους αγώνες στο σύγχρονο καπιταλισμό- είναι ενός πλούτου και μιας αισθητικής εμπειρίας σημαντικών για τους αγώνες του σήμερα.

Η αντίληψή του για τις αρχές της κοινωνικής οργάνωσης, η κριτική αποτίμηση της ταξικής πάλης μέσα στην κίνηση του καπιταλισμού, η διαρκής κριτική του στα κινήματα που εξελίσσονται στον σοσιαλισμό, μαζί με μια οξυδερκή μελέτη της μπουρζουαζίας και των κυρίαρχων τάξεων ολόκληρου του κόσμου, απαρτίζουν το έργο του Τα Εργατικά Συμβούλια.

Η ιδέα των εργατικών συμβουλίων δεν αποτελεί μια συμπαγή σύλληψη που θα εφαρμόζεται για πάντα με μια συγκεκριμένη οργανωτική μορφή, και για την οποία δεν μένει παρά να τελειοποιήσουμε κάποιες λεπτομέρειες. Ξεκινά από μια αρχή, την αρχή της αυτό-διεύθυνσης από τους εργαζομένους των εργοστασίων και της παραγωγής. Η πραγματοποίηση αυτής της αρχής δεν είναι ένα ζήτημα θεωρητικών αναζητήσεων που θα καταλήξουν στα καλύτερα μοντέλα ώστε να εφαρμοστούν. Είναι ένα πρακτικό ζήτημα του αγώνα ενάντια στους θεσμούς της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Τα εργατικά συμβούλια τείνουν να γίνουν ο ταξικός αγώνας, η επαναστατική δράση ενάντια στην κρατική εξουσία. Έτσι λοιπόν, η ιδέα των εργατικών συμβουλίων, δεν έχει καμία σχέση με ένα πρόγραμμα προς εφαρμογή σήμερα ή στο μέλλον. Πρόκειται αποκλειστικά για μια «κατευθυντήρια γραμμή για τη σκληρή και διαρκή μάχη της χειραφέτησης της εργατικής τάξης για την αυτό-κατάργησή της ως τέτοια» (Anton Pannekoek: Ueber Arbeiterate, Funken III, Ιούνιος 1952).

Δεν ήταν μόνο η καπιταλιστική κοινωνία και η οργάνωσή της που δέχτηκε τα βέλη της κριτικής του Pannekoek. Εξίσου επιτέθηκε στα κόμματα τα οποία θεωρούσε ως προπαγανδιστές της αστικής ιδεολογίας και τα οποία δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν, ακόμη κι αν ήθελαν, στη χειραφέτηση της εργατικής τάξης: Μέχρι τις μέρες μας η πρακτική όλων των κομμάτων συνίσταται στην επιδίωξη της εξουσίας και η διαχείρισή της προς όφελός τους. Γι αυτή την παραδοχή με την μορφή της αντιπροσώπευσης στην εξουσία της εργατικής τάξης μέσω ενός κόμματος για λογαριασμό της – πραγματική παραδοχή των περισσότερων κομμουνιστικών κομμάτων σήμερα – γράφει ο Pannekoek: «…στον μετασχηματισμό που δύναται να οδηγήσει σε μια κοινωνία χωρίς τάξεις, αυτό που χρειάζεται για την οργάνωση του κοινωνικού σώματος που γεννιέται από τον κοινό αγώνα, είναι η αυτοοργάνωση και όχι μια οργάνωση που έρχεται σαν συμπέρασμα ενός προγράμματος, μια οργάνωση που προκύπτει ως αντιγραφή μιας δομής που έχει κανονιστεί από τα πριν, όπως για παράδειγμα τα πολιτικά κόμματα» (Σ.τ.μ: απόσπασμα από Τα Εργατικά Συμβούλια).

Αυτό όπου πρέπει να συγκατανεύσουμε, είναι για τον Pannekoek, μια νέα δυναμική που αντιπαραβάλλει την αυτοδιάθεση στην εξουσία ανθρώπου από άνθρωπο. Έτσι, η εργατική τάξη δεν μπορεί να καταφάσκει και να κερδίσει ταυτόχρονα, αν δεν κρατά την μοίρα της στα χέρια της, κι αυτό δεν είναι κάτι το μαγικό. Για να φτάσει σ αυτό, πρέπει η εργατική τάξη να απορρίψει τις παλιές ιδέες, τις πεπερασμένες χίμαιρες. Πρέπει το προλεταριάτο να φτάσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα: Να αποδιαρθρώσει εκτεταμένα τον εχθρό, να οργανώσει την παραγωγή, να δημιουργήσει έναν νέο κόσμο.

Σε αυτήν την αταξική κοινωνία που οραματίστηκε ο Pannekoek, περιλαμβάνεται μια οργάνωση της παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι απαραίτητο, κατ’ αυτόν, να θεραπευτούν τα σώματα και τα πνεύματα των καταπιεσμένων: Είναι αυτοί που η Ιστορία τους προορίζει για τα Εργατικά Συμβούλια και για την αναζήτηση της επίλυσης του «προβλήματος του παγκόσμιου κοινωνικού συντονισμού». Αυτή η κοινωνική σύλληψη των Εργατικών Συμβουλίων είναι διαφορετική από τα εργοστασιακά και τα άλλα διαχειριστικά συμβούλια. Ως αποτέλεσμα, περισσότερο από το οικονομικό ζήτημα που έγκειται στην οργάνωση της παραγωγής, τα Εργατικά Συμβούλια θέτουν περαιτέρω ένα πολιτικό ζήτημα κοινωνικού συντονισμού.

Πάνω σ αυτό, έγραφε ο Pannekoek: «…Αυτές (οι ενεργές μάζες) οργανώνουν την εξουσία τους στα εργοστάσια ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζουν τους νέους αγώνες αυτή τη φορά για να τελειώνουν οριστικά με την κυριαρχία του κεφαλαίου. Σχηματίζουν, μέσα από τα Εργατικά Συμβούλια, μια κοινότητα ολοένα και πιο συνεκτική, ικανή να πάρει την διεύθυνση της κοινωνίας στα χέρια της. Το μοναδικό μέσο να τσακιστεί το κεφάλαιο συνίσταται, τώρα και πάντα, στην ενιαία δράση των μαζών, καταλαμβάνοντας τα εργοστάσια και σχηματίζοντας τις οργανώσεις των Συμβουλίων της».

Τα Εργατικά Συμβούλια είναι λοιπόν το όργανο της πρακτικής δράσης και της διεξαγωγής της μάχης της εργατικής τάξης και την ίδια στιγμή η μορφή της αυτό-κυβέρνησής της, η οποία μελλοντικά, θα διαδεχτεί τις διάφορες μορφές κυβέρνησης του παλιού κόσμου. Τα Εργατικά Συμβούλια με την μορφή που παίρνουν στη διάρκεια της μάχης της εργατικής τάξης για την εξουσία, εκμηδενίζουν το καπιταλιστικό σύστημα και οργανώνουν την κοινωνική παραγωγή. Ο νέος προσανατολισμός του σοσιαλισμού είναι η αυτοδιεύθυνση της παραγωγής, η αυτοδιεύθυνση της πάλης των τάξεων και το όργανό της είναι τα Εργατικά Συμβούλια.

Είπαμε ότι η σημασία του έργου του Pannekoek συνίσταται στο ότι δεν συνέλαβε με έναν «ιδεαλιστικό» τρόπο την μελλοντική κοινωνική οργάνωση – την οποία τόσο αυτός, όσο και το MIL αποκαλούν κομμουνιστική – αλλά, αντίθετα, την εντόπισε μέσα σε όλα τα προβλήματα που δεν μπορεί να ξεπεράσει η ταξική κοινωνία, και εντόπισε σ αυτήν όσα προβλήματα δε θα μπορούσαν παρά να βρίσκονταν κι εκεί. Ο Pannekoek, ως απάντηση στις πολεμικές που αντιμετώπισε μέσα στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα, προέτεινε πάντα την πρακτική ως το πεδίο των έμφυτων αντιφάσεων κάθε πολιτικής δράσης, εκεί όπου βρίσκονται οι απαντήσεις, κι όχι στα κείμενα ή τις επιθεωρήσεις.

Η αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης, ιδέα που θα πάρει με τον καιρό το όνομα του κομμουνισμού των Εργατικών Συμβουλίων, είναι πανταχού παρούσα στο έργο του Pannekoek: «Η γενικευμένη αυτοδιάθεση είναι ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο οι αποφάσεις λαμβάνονται, όχι πια από μια μειοψηφία «διευθυντών» πάνω σε μια πλειοψηφία «αποδεκτών» αλλά από ολόκληρη τη συλλογικότητα. Στο επίπεδο της ενότητας της παραγωγής, αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις της πραγματοποίησης ή της ακύρωσης λειτουργιών, είναι αρμοδιότητα της συλλογικότητας των εργαζομένων που λαμβάνεται μέσα από τα όργανά τους, εκλεγμένα και ανά πάσα στιγμή ανακλητά, τα Εργατικά Συμβούλια».

Μια οργάνωση ισοτιμίας, σε καθολική ρήξη με την καπιταλιστική ιεραρχική οργάνωση, θέτει με τη σειρά της πολυάριθμα ζητήματα: τόσο στο επίπεδο της συλλογικότητας, όσο και στο επίπεδο των μηχανισμών συντονισμού των αυτόνομων παραγωγικών μονάδων, στο επίπεδο της ενότητας της εργασίας, στο επίπεδο της διανομής της πληροφορίας και των μέσων.

Categories
Benjamin Peret

Συνδικάτα και Ταξική Πάλη – Μπενζαμέν Περέ

Συνδικάτα και Ταξική Πάλη – Μπενζαμέν Περέ

Το πρώτο συνδικάτο δεν προέκυψε παρά στα 1864. Η όλη ιδέα της ταξικής πάλης ήταν απούσα μιας και το συνδικάτο εμφανίστηκε αντιθέτως με την πρόθεση να συμφιλιώσει τα συμφέροντα των εργαζομένων με αυτά των αφεντικών τους. O ίδιος ο Tolain δεν φαίνεται να τους αποδίδει κάποιο άλλο σκοπό. Πρέπει να προσθέσουμε επίσης ότι το συνδικαλιστικό κίνημα δεν αποτελεί μέρος των χιλιάδων των αγριότερα εκμεταλλευομένων της εργατικής τάξης, του νεοεμφανιζόμενου βιομηχανικού προλεταριάτου, αλλά μάλλον των εργαζομένων σε βιοτεχνικά επαγγέλματα. Αντανακλά λοιπόν ευθέως τις εξειδικευμένες ανάγκες και τις ιδεολογικές τάσεις αυτών των εργατικών στρωμάτων.

Ενώ οι τσαγκάρηδες και οι τυπογράφοι, κατ’ εξοχήν βιοτέχνες, δημιουργούν τα συνδικάτα τους γύρω στα 1864 και τα 1867 αντίστοιχα, οι ανθρακωρύχοι, που αποτελούν το πιο άμεσα εκμεταλλευόμενο κομμάτι του προλεταριάτου, δε θα δημιουργήσουν το πρώτο συνδικάτο τους, παρά στα 1876, στο Loire (και στα 1872 στο Nord και στο Pas-de-Calais) και οι υφαντουργοί, όπου οι συνθήκες εργασίας είναι ιδιαίτερα τρομακτικές, δε θα εκτιμήσουν την ανάγκη για ένα συνδικάτο παρά μέχρι το 1877. Πως γίνεται λοιπόν, σ αυτή την εποχή των πνευματικών ζυμώσεων, όπου οι σοσιαλιστικές ιδέες (και οι αναρχικές ιδέες που δε θα διαφοροποιηθούν παρά κάποια χρόνια αργότερα) διαδίδονται στις εργατικές τάξεις κάθε μεγάλης πόλεις, όπου οι εργαζόμενοι οι πιο εκτεθειμένοι στην εκμετάλλευση αντιστέκονται φανερά στην οργάνωση σε συνδικάτα, ενώ αυτοί το βιοτικό επίπεδο των οποίων είναι περισσότερο υψηλό την αποζητούν;

Πρέπει πρώτα απ’ όλα να θυμηθούμε ότι τα πρώτα συνδικάτα που δημιουργήθηκαν από εργαζόμενους βιοτεχνικών επαγγελμάτων δεν είναι παρά οργανισμοί ταξικής συμφιλίωσης κι όχι σύγκρουσης. Θα γίνουν κάτι τέτοιο πολύ αργότερα. Εξάλλου, αντιπροσωπεύουν την οργανωτική μορφή που ταιριάζει καλύτερα στα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν μέσα σε πολλά εργαστήρια ένα σχετικά μικρό αριθμό εργαζομένων του ιδίου επαγγέλματος. Ήταν το καλύτερο μέσο προκειμένου να συνευρεθούν οι εργαζόμενοι του ιδίου επαγγέλματος που βρίσκονταν διασκορπισμένοι μέσα στα διάφορα εργαστήρια μιας πόλης, να τους επιτραπεί μια συνοχή την οποία οι ίδιες οι συνθήκες της εργασίας έτειναν να καταστρέψουν.

Πρέπει να θυμηθούμε επίσης ότι ο βιοτεχνικός χαρακτήρας ενός επαγγέλματος έχει συχνά ως συνέπεια, τα αφεντικά και οι εργαζόμενοι που δουλεύουν δίπλα-δίπλα, να διεξάγουν μια παρεμφερή ζωή. Ακόμη κι αν η οικονομική κατάσταση του αφεντικού είναι πολύ ανώτερη από αυτή του εργάτη, η ανθρώπινη επαφή που συχνά διατηρούν μεταξύ τους αποτρέπει τη δημιουργία του χάσματος που χωρίζει τους εργάτες από τους εργοστασιάρχες, στις μεγάλες βιομηχανίες. Όλοι αυτοί οι λόγοι ενθάρρυναν περισσότερο τις προσπάθειες για έναν συμβιβασμό παρά για μια διένεξη.

Η κατάσταση των εργατών στην υφαντουργία ή στα ορυχεία (για να ξαναπιάσουμε το παράδειγμα αυτό) ήταν τελείως διαφορετική. Ανάμεσα στους ανθρακωρύχους όπως και στους κλωστοϋφαντουργούς, οι μεγάλες μάζες των εργατών διαφόρων ειδικεύσεων συγκεντρώνονταν σε εργοστάσια ή ορυχεία, και υπόκειντο στις ίδιες συνθήκες απάνθρωπης εργασίας.

Αν οι εργαζόμενοι στις βιοτεχνίες ήταν οι πρώτοι που οργανώθηκαν ώστε να συζητήσουν για τα συμφέροντά τους από κοινού με τα αφεντικά, αυτοί των μεγάλων εργοστασίων, που υποβάλλονταν στην πιο ανελέητη πίεση του κεφαλαίου ήταν οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν αυτό που τους φέρνει σε αμείωτη αντίθεση με την εργοδοσία, αυτοί που εξεγέρθηκαν ενάντια στην κατάσταση που τους έχει επιβληθεί, αυτοί που εφάρμοσαν την άμεση δράση, που διεκδίκησαν το δικό τους δικαίωμα στη ζωή, με τα όπλα στα χέρια, και πολύ σύντομα προσανατολίστηκαν σχεδόν ενστικτωδώς προς την κοινωνική Επανάσταση. Η εξέγερση της Λυόν στα 1831, καθώς και η απεργία των ανθρακωρύχων στα 1844 το έδειξαν περίτρανα. Ενώ, από το 1830 μέχρι το 1845, οι τυπογράφοι, για παράδειγμα, δεν εμφανίζονται ούτε μια φορά στη λίστα των επαγγελματιών που έχουν υποστεί τον μεγαλύτερο αριθμό καταδικών, οι ανθρακωρύχοι φιγουράρουν εκεί τρεις φορές (η βιομηχανία ορυκτών είναι τότε σε πλήρη ανάπτυξη), και οι εργάτες των υφαντουργείων κυριαρχούν σχεδόν κάθε χρόνο.

Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι οι εργαζόμενοι των μεγάλων βιομηχανιών δεν είχαν κανένα συμφέρον στο να δημιουργήσουν έναν οργανισμό που θα πρότεινε μια συμφιλίωση (λες και κάτι τέτοιο ήταν δυνατό) μεταξύ των αντιμαχόμενων τάξεων. Δε θα φτάναν εκεί παρά πολύ αργότερα, και μάλλον παραιτημένοι, μιας και ήταν πιεσμένοι από την ίδια την κατάστασή τους, αφού είχαν υιοθετήσει αρκετές μορφές αγώνα ενάντια στην εργοδοσία που το συνδικάτο δεν είχε συλλάβει, τουλάχιστον στο ξεκίνημά του. Πράγματι, οι βιομηχανικοί εργάτες δε θα δημιουργήσουν μια συνδικαλιστική οργάνωση παρά μόνο αφού αυτή θα καταχωρήσει στο καταστατικό της την πάλη των τάξεων. Είναι επιπλέον αυτή που από τα 1880 μέχρι το 1914 θα διεξάγει τους πιο βίαιους αγώνες πάνω σε ένα διεκδικητικό πλάνο. Εκτός από αυτήν τους την παραχώρηση, θα αρνηθούν να ενσωματωθούν στο συνδικάτο με πολλούς τρόπους. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποφεύχθηκε. Αρχικά, καθώς δεν υπήρχε η σύλληψη καμιάς άλλης μορφής οργάνωσης την εποχή εκείνη. Επιπλέον, είχαμε τότε μπροστά μας την προοπτική μιας μακράς αναπτυξιακή προόδου του καπιταλισμού, όπου η αναγκαιότητα συγκρότησης της εργατικής τάξης ώστε να διεκδικεί από την εργοδοσία περισσότερο ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης, φάνηκε να επιτρέπει μια καλύτερη προετοιμασία των εργαζομένων για την τελική εφόρμηση της κοινωνίας.

Ήδη από το ιστορικό του ξεκίνημα, το συνδικάτο έγινε αντιληπτό σαν ένα επισφράγισμα της ήττας των βιομηχανικών εργατών. Παρέμεινε ωστόσο αποδεκτό χάρις στις βιοτεχνικές παραγωγικές σχέσεις που επιβίωναν ακόμη στην βιομηχανία. Ήταν μια θετική λύση σ’ αυτήν την εποχή της διαρκούς ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας που συνοδευόταν από μια συνεχή επέκταση των ελευθεριών και της κουλτούρας. Η αναγνώρισή τους από το Κράτος, και μέσω αυτού, του δικαιώματος στην συνένωση, στις συγκεντρώσεις και στον τύπο, καθιστούσαν μια αξιοσέβαστη κατάκτηση.

Παρ όλα αυτά ακόμη κι όταν ο συνδικαλισμός υιοθέτησε τις αρχές της πάλης των τάξεων, δεν πρότεινε ποτέ, μέσα στον καθημερινό αγώνα, την κοινωνική ανατροπή. Αντίθετα έβαλε στόχο του να συσπειρώσει τους εργάτες κάτω από το αίτημα της υπεράσπισης των οικονομικών συμφερόντων τους, μέσα στους κόλπους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτή η αμυντική στάση παίρνει καμιά φορά έναν χαρακτήρα έντονα συγκρουσιακό αλλά δεν προτείνει ποτέ, ούτε καν υπαινίσσεται, σιωπηρά είτε ρητά, την επανάσταση. Καθένας από τους αγώνες της εποχής εκείνης, ακόμα και οι πλέον βίαιοι, δεν θέτουν αυτό το σκοπό. Στην καλύτερη περίπτωση, την αναβάλει για κάποια απροσδιόριστη μελλοντική στιγμή, κάτι που παίρνει τον χαρακτήρα του καρότου πίσω από το οποίο πορεύεται καρτερικά το υποζύγιο, υπομένοντας έτσι την καταπίεση των αφεντικών και της εργασίας, και κατ’ επέκταση της καπιταλιστικής κοινωνίας που τα παράγει. Κι όμως καμία δράση δε θα γίνει προς τον σκοπό αυτό (της Επανάστασης).

Το συνδικάτο, γέννημα της επικράτησης του ρεφορμισμού στους κόλπους της εργατικής τάξης, είναι η πιο πλέρια έκφραση αυτής της τάσης. Είναι αδιανόητο να μιλάμε για ρεφορμιστικό εκφυλισμό των συνδικάτων, μιας και είναι κάτι το εκ γενετής ρεφορμιστικό. Ανά πάσα στιγμή, δεν αντιτίθεται στην καπιταλιστική κοινωνία και στο Κράτος της, για να τα καταστρέψει, αλλά μόνο και μόνο για να κατακτήσει μέσα τους μια θέση όπου μπορεί να εδραιωθεί. Ολόκληρη η ιστορία του από το 1864 μέχρι το 1914 είναι αυτή της ανόδου και της οριστικής επικράτησης αυτής της τάσης εγκολπωμένης μέσα στο ίδιο το καπιταλιστικό Κράτος, σε βαθμό που με το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι συνδικαλιστές ηγέτες, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, βρέθηκαν τελείως φυσικά στο πλευρό των καπιταλιστών με τους οποίους ενώνονταν βάσει των νέων συμφερόντων τους που προέκυψαν με την πλήρη αφομοίωση των συνδικάτων από την καπιταλιστική κοινωνία (σ.τ.μ: χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των ιταλών αναρχοσυνδικαλιστών που στις παραμονές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, συνδύαζαν στη ρητορική τους την ταξική πάλη με την αποικιοκρατία και την υποστήριξη στον ιταλικό ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο στην Αφρική). Ήρθαν τότε σε σύγκρουση με τα μέλη των συνδικάτων που ήθελαν να πολεμήσουν το σύστημα και να αποφύγουν τον πόλεμο, και τα οποία θα απομονωθούν για πάντα.

Στην περίοδο πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι συνδικαλιστές ηγέτες μόλις και μετά βίας μπορούσαν να παρουσιάζονται ως οι νομιμοποιημένοι αντιπρόσωποι της εργατικής τάξης κι αυτό στο μέτρο που χρησιμοποιούσαν αυτόν τον ρόλο ώστε να πιστοποιηθούν ως τέτοιοι από το καπιταλιστικό Κράτος. Την αποφασιστική στιγμή, όπου έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στο ρίσκο του να καλέσουν τις μάζες να απορρίψουν τον πόλεμο και το καθεστώς που τον παρήγαγε ή από την άλλη να ενισχύσουν τη θέση τους μέσα στο καθεστώς αυτό, βοηθώντας το, επέλεξαν τη δεύτερη κίνηση. Κάτι τέτοιο δε συνέβη μονάχα στη Γαλλία, αντιθέτως, οι συνδικαλιστές ηγέτες των εμπλεκομένων στον πόλεμο χωρών κράτησαν παντού την ίδια στάση θέτοντας εαυτόν στη διάθεση του καπιταλισμού. Εάν οι συνδικαλιστές ηγέτες «πρόδωσαν» τις μάζες, δεν φταίει άραγε η ίδια η συνδικαλιστική δομή και ο ρόλος τους στην κοινωνία εξ’ ολοκλήρου, που έκανε μια τέτοια «προδοσία», αναπόφευκτη στα 1914;

Benjamin Péret


Σημείωση της μετάφρασης: Ο Μπενζαμέν Περέ (4 ιούλη 1899 – 18 σεπτέμβρη 1959) ήταν επαναστάτης και ποιητής, αρχικά συμμετείχε στο κίνημα Νταντά κι έπειτα στον Σουρρεαλισμό, ενώ πολέμησε στον ισπανικό εμφύλιο με το POUM, ενώ στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει μεταξύ άλλων, από το περιοδικό ‘πεζοδρόμιο’ (η καταισχύνη των ποιητών) το κείμενό του με τίτλο “ο πατριώτης ποιητής” που αναφέρεται στη γεροντική μεταστροφή του Αραγκόν σε σταλινικό υμνητή της Γκεπεού…