Πηγή: η ιστοσελίδα massline, του αμερικανού μαρξιστή (μαοϊκού) Scott Harrison (αποσπάσματα):
Μια εισαγωγική εξήγηση των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων
Κεφάλαιο 1: Οι βασικές αντιφάσεις πίσω απ’ την καπιταλιστική οικονομική κρίση
1.1 Διαλεκτικές αντιφάσεις
Ο Μαρξ έγραφε ότι οι οικονομικές κρίσεις υπάρχουν λόγω της ύπαρξης ορισμένων αντιφάσεων που είναι εγγενείς στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Μιλώντας γι’ αυτούς που αρνούνταν την πιθανότητα κρίσεων, έλεγε “Οι απολογητικές προτάσεις που χρησιμοποιούνται για να αρνηθούν την ύπαρξη των κρίσεων είναι σημαντικές στον βαθμό που πάντοτε αποδεικνύουν το αντίθετο απ’ αυτό που θέλουν να αποδείξουν. Προκειμένου να αρνηθούν την ύπαρξη κρίσεων, κάνουν λόγο για ενότητα εκεί όπου υπάρχει αντίθεση και σύγκρουση. Είναι λοιπόν σημαντικές στον βαθμό που μπορούμε να πούμε ότι δε θα υπήρχαν κρίσεις εάν οι αντιφάσεις αυτές που οι άνθρωποι αυτοί διαγράφουν στη φαντασία τους, δεν υπήρχαν και στην πραγματικότητα. Όμως στην πραγματικότητα οι κρίσεις υπάρχουν ακριβώς επειδή αυτές οι αντιφάσεις υπάρχουν. Κάθε λέξη που ψελλίζουν αρνούμενοι τις κρίσεις, είναι μια προσπάθεια να τις εξοστρακίσουν με μια νέα αντίφαση, κι ως εκ τούτου μια πραγματική αντίφαση, που προκαλεί νέες κρίσεις. Η επιθυμία τους να πείσουν τους εαυτούς τους για την ανυπαρξία των αντιφάσεων, είναι την ίδια στιγμή η έκφραση μιας ευλαβικής ευχής αυτές οι αντιφάσεις που είναι στ’ αλήθεια παρούσες, να μην έπρεπε να υπάρχουν. (Καρλ Μαρξ – Θεωρίες για την υπεραξία).
Προκειμένου να κατανοήσουμε τις καπιταλιστικές κρίσεις, πρέπει πρώτα απ’ όλα να κατανοήσουμε τις διαλεκτικές αντιφάσεις που οδηγούν σ’ αυτές. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές τέτοιες αντιφάσεις και οι μεταξύ τους σχέσεις είναι περίπλοκες. (Μια σύντομη αποσαφήνιση για τον όρο “διαλεκτικές αντιφάσεις”: Οι διαλεκτικές αντιφάσεις δεν είναι το ίδιο με αυτό που λέμε αντιφάσεις στην κοινή λογική, δηλαδή την ταυτόχρονη κατάφαση και άρνηση της ίδιας πρότασης. Οι διαλεκτικές αντιφάσεις είναι ένα σύνολο δυο αντιτιθέμενων δυνάμεων, που είναι δεμένες μεταξύ τους μέσα σ’ αυτήν την αμοιβαία αντιπαράθεση. Ένα παράδειγμα απ’ τη γεωφυσική, είναι η κίνηση των τεκτονικών πλακών της γης που δημιουργεί τα βουνά, αντιτιθέμενη στις δυνάμεις του ανέμου, της βροχής και της βαρύτητας που τείνουν να τα χαμηλώνουν. Μια πιο βολική λέξη απ’ τις “αντιφάσεις”, ίσως να ήταν εδώ οι “αντιθέσεις”, ωστόσο κρατάμε τον όρο αντίφαση για ιστορικούς λόγους. Οι δυο αντιτιθέμενες δυνάμεις μιας αντίφασης καλούνται “όροι” ή “πόλοι” της αντίφασης).
1.2 Η θεμελιώδης αντίφαση του καπιταλισμού
Η πιο βασική διαλεκτική αντίφαση της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι αυτή μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η αντίφαση αυτή βρίσκεται στην καρδιά της εξήγησης της ύπαρξης των κρίσεων σε μια καπιταλιστική οικονομία. Κρατάμε όμως υπόψιν ότι οι αντιφάσεις μπορούν να εκφράζονται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, σε διαφορετικά αφηρημένα επίπεδα. Ή διαφορετικά, μπορούμε να πούμε ότι οι διαλεκτικές αναλύσεις σε διαφορετικά επίπεδα αφηρημένης μορφής, συνιστούν διαφορετικές αλλά σχετικές μεταξύ τους αντιφάσεις. Το να σκεφτόμαστε σε υψηλότερα ή χαμηλότερα αφηρημένα επίπεδα, έχει τα πλεονεκτήματα, όπως και τα μειονεκτήματά του. Συνήθως χρειάζεται να κάνουμε καί τα δύο, προκειμένου να κατανοήσουμε κάτι εις βάθος. Ο Mitchell Resnick, ένας ερευνητής τεχνητής νοημοσύνης, είχε κάνει την εξής παρατήρηση: Το να κατανοήσουμε κάτι μ’ έναν τρόπο είναι ένα μάλλον επιπόλαιο είδος αντίληψης. Ο Marvin Minsky έλεγε πως χρειάζεται να κατανοήσουμε κάτι με τουλάχιστον δυο διαφορετικούς τρόπους προκειμένου στ’ αλήθεια να το καταλάβουμε. Ο κάθε διαφορετικός τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε για κάτι, ενισχύει και βαθαίνει ταυτόχρονα κάθε άλλον τρόπο που το αντιλαμβανόμαστε. Η πολλαπλή αυτή κατανόηση παράγει και μια συνολική αντίληψη που είναι πλουσιότερη και διαφορετικής φύσης από τον έναν και μοναδικό τρόπο αντίληψης (Mitchell Resnick – Turtles, Termites, and Traffic Jams: Explorations in Massively Parallel Microworlds, MIT Press, 1999, σελ. 103).
Όμως το ερώτημα τώρα γίνεται: “Τί σημαίνει να κατανοήσουμε κάτι με πάνω από έναν τρόπο;” καθώς και “πώς γίνεται αυτό;”. Ένα απ’ τα πιο σημαντικά πράγματα που μπορεί να σημαίνει αυτό, είναι ότι το κάθε τί μπορεί να περιλαμβάνεται σε παραπάνω από μία διαλεκτική αντίφαση, όπως αυτές των διαφορετικών αφηρημένων επιπέδων. Ο τρόπος να κατανοήσουμε κάτι εις βάθος, απαιτεί τη σκέψη σε πολλά διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης, και τη διερεύνηση για διαφορετικές αντιφάσεις στις οποίες περιλαμβάνεται αυτό. Όταν μιλάμε για την αντίφαση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, μιλάμε προφανώς σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Όμως είναι εξαιρετικά χρήσιμο, και αρκετά διαφωτιστικό, να μεταφράσουμε μια τέτοια αφηρημένη αντίφαση σε πιο απτούς όρους. Θα το κάνουμε πολύ σύντομα.
1.3 Η αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης
Υπάρχει ωστόσο, μια ακόμη ουσιαστικά διαφορετική αντίφαση που είναι ευρύτερα ορατή απ’ αυτήν τη θεμελιώδη αντίφαση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτή είναι η αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, που οδηγεί στην αναγκαστική υποκατανάλωση των μαζών σε όλα τα οικονομικά συστήματα (μέχρι να φτάσουμε στην κομμουνιστική κοινωνία). Ωστόσο, αυτή η σημαντική αντίφαση έχει αλλάξει ριζικά στον καπιταλισμό. Σε όλες τις προηγούμενες μορφές οικονομίας, η κατανάλωση των μαζών περιοριζόταν κυρίως για έναν λόγο: οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν ανίκανες να παράξουν αρκετά ώστε να καλύψουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες όλων. (Στις προ-καπιταλιστικές ταξικές κοινωνίες, δηλαδή στις δουλοκτητικές και τις φεουδαρχικές, υπήρχε επίσης ένας δευτερογενής λόγος, που ήταν η οικειοποίηση απ’ την κυρίαρχη τάξη μιας τεράστιας και δυσανάλογης μερίδας των παραγόμενων προϊόντων. Όμως αν και αυτό δυσχέραινε την κατάσταση, η ρίζα του προβλήματος δεν βρισκόταν σ’ αυτό καθ’ αυτό, αλλά στην αδυναμία των παραγωγικών δυνάμεων να ικανοποιήσουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες όλων.
Στην καπιταλιστική κοινωνία αυτή η γενική αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης (ή, για να το πούμε πιο αναλυτικά, μεταξύ περιορισμένης παραγωγής και επιθυμούμενης υψηλότερης κατανάλωσης), εξακολουθεί να υφίσταται, όμως η φύση της έχει αλλάξει. Ο νέος κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής, σε συνδυασμό με τη βελτιωμένη τεχνολογία (που επίσης δημιουργεί πολλές απ’ τις αναγκαίες προϋποθέσεις για κοινωνική παραγωγή), έχει ποιοτικά μεταμορφώσει την ικανότητα των ανθρώπων να παράγουν αγαθά. Έχει μεσολαβήσει ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα στις παραγωγικές ικανότητες της κοινωνίας. Το βασικό πρόβλημα δεν είναι πλέον μια πρωτόγονη κοινωνική τεχνική που εμποδίζει τις δυνάμεις της παραγωγής απ’ το να επεκταθούν ώστε να ικανοποιήσουν τις λογικές ανάγκες και επιθυμίες των ανθρώπων. Αντιθέτως, το πρόβλημα είναι ότι ο καπιταλισμός έχει ένα εγγενές εσωτερικό ελάττωμα που εμποδίζει την κοινωνία απ’ το να χρησιμοποιήσει τις νέες παραγωγικές ικανότητές της με τον βέλτιστο τρόπο. Αυτό το εγγενές εσωτερικό ελάττωμα είναι το αποτέλεσμα της πρώτης αντίφασης που ανέφερα, της θεμελιώδους αντίφασης της καπιταλιστικής κοινωνίας, της αντίφασης μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Κάθε φορά που η παραγωγή αναπτύσσεται, αυτή η εσωτερική αντίφαση του καπιταλισμού τον ρίχνει σε μια κρίση, και η παραγωγή πρέπει να μειωθεί δραματικά, ακόμη κι αν δεν φτάνει για να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων. Η αναγκαία κοινωνική μορφή της παραγωγής είναι μπροστά μας (τουλάχιστον σε μια χονδροειδή εικόνα), ωστόσο δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Η τεχνολογία επαρκεί εδώ και καιρό (και εξακολουθεί ακόμη να αναπτύσσεται), ωστόσο δεν μπορεί να μας βοηθήσει. Είναι η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ή με άλλα λόγια, οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που εμποδίζουν την πλέρια χρήση αυτής της κοινωνικής παραγωγής και της τεχνολογίας ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες όλων των ανθρώπων. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο με αυτό πριν την άνοδο του καπιταλισμού: ακόμη κι αν υπάρχει σήμερα η κοινωνική και τεχνική παραγωγική ικανότητα, στην πραγματικότητα δεν παράγονται αρκετά αγαθά που να καταλήγουν στα χέρια όλων αυτών που τα χρειάζονται. (Και πάλι, το πρόβλημα δυσχεραίνει απ’ την υφαρπαγή μιας τεράστιας δυσανάλογης μερίδας όσων παράγονται απ’τους καπιταλιστές, ωστόσο αυτός παραμένει δευτερογενής παράγοντας. Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στις αντιφάσεις του ίδιου του οικονομικού συστήματος, κι όχι στο πόσο άπληστοι μπορεί να είναι ή και να μην είναι οι καπιταλιστές στην μια ή την άλλη χώρα, την μιά ή την άλλη χρονική περίοδο).
1.4 Κρίσεις υπερπαραγωγής
Ακόμη κι αν η καπιταλιστική παραγωγή, όπως και κάθε προηγούμενη μορφή παραγωγής, δεν μπορεί στην πράξη να παράξει αρκετά ώστε να καλύψει τις ανάγκες και τις επιθυμίες όλων, περνάει κατά καιρούς φάσεις (κρίσεις), όπου παράγει πολύ περισσότερα απ’ όσα ξέρει τί να τα κάνει στα πλαίσια των κοινωνικών της σχέσεων. Αυτές είναι οι κρίσεις υπερπαραγωγής, η υπερπαραγωγή αυτή όμως ορίζεται ως παραγωγή περισσότερων απ’ όσα μπορούν να πωληθούν με κέρδος, κι όχι ως παραγωγή περισσότερων απ’ όσα χρειάζονται κι επιθυμούν οι άνθρωποι.
Εάν το πρόβλημα είναι ότι ένα σημαντικό μέρος όσων παράγονται δεν μπορεί να πωληθεί, η προφανής ερώτηση που προκύπτει εδώ είναι “γιατί να μην μπορεί να πωληθεί;” και η αφηρημένη απάντηση είναι”επειδή η κοινωνική παραγωγή βρίσκεται σε αντίφαση με την ιδιωτική ιδιοκτησία”, ή πιο χειροπιαστά (και επίσης μαρξιστικά), “λόγω της φτώχειας και των περιορισμών που επιβάλλει στην καταναλωτική δύναμη των μαζών”. Και οι δυο απαντήσεις λένε στην ουσία το ίδιο πράγμα, απλώς σε διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης. Και σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ανάγκη περαιτέρω διευκρίνισης. Πώς ακριβώς, η ιδιωτική ιδιοκτησία οδηγεί σ’ αυτό το αποτέλεσμα; πώς ακριβώς περιορίζεται η καταναλωτική δύναμη των μαζών;
1.5 Η αντίφαση μεταξύ περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών και απεριόριστης επέκτασης της καπιταλιστικής παραγωγής
Προσέξτε ότι πλέον έχουμε αφήσει τη γενική αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης στο φόντο, και εστιάζουμε αντίθετα σε μια σχετική αλλά πολύ πιο συγκεκριμένη αντίφαση, που μας οδηγεί στην ουσία των κρίσεων υπερπαραγωγής που αναπτύσσονται μόνο στον καπιταλισμό. (Χωρίς να αναμείξουμε αυτές τις δυο αντιφάσεις όπως μου φαίνεται ότι κάνουν διάφοροι μαρξιστές συγγραφείς). Η αντίφαση που εντοπίζεται αποκλειστικά στον καπιταλισμό, είναι αυτή μεταξύ της περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών και της τάσης των καπιταλιστών να αυξάνουν την παραγωγή αόριστα. Εδώ κολλάει η περίφημη πρόταση του Μαρξ, που φτάνει στην καρδιά του προβλήματος των οικονομικών κρίσεων: “Ο τελικός λόγος για όλες τις πραγματικές κρίσεις παραμένει η φτώχεια και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών, σε αντίθεση με την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις ωσάν η απόλυτη καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας να αποτελεί το μόνο όριό τους. (Καρλ Μαρξ – Το Κεφάλαιο, τόμος 3, κεφάλαιο 15)
Αυτή η αντίφαση είναι η ίδια μια συνέπεια, ή μια πιο συνεκτική έκφραση, της θεμελιώδους αντίφασης μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Μου φαίνεται περίεργο που μερικοί μαρξιστές δεν καταλαβαίνουν το σημείο αυτό παρόλο που μοιάζει τόσο προφανές. Τί σημαίνει όταν λέμε ότι υπάρχει μια αντίφαση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και ιδιωτικής ιδιοκτησίας; Ο ένας όρος αυτής της αντίφασης είναι ότι οι εργάτες μαζεύονται και παράγουν αγαθά συλλογικά με οργανωμένο τρόπο. Ο άλλος όρος της αντίφασης είναι ότι τα προϊόντα που παράχθηκαν ανήκουν έπειτα στους καπιταλιστές, κι όχι στους εργάτες που τα παρήγαγαν. Πράγματι, οι καπιταλιστές πληρώνουν τους εργάτες με ένα ποσό, ισοδύναμο με την αξία ενός μονάχα μέρους της αξίας των εμπορευμάτων που παράχθηκαν. Το ότι υπάρχει εδώ μια αντίφαση, σημαίνει ότι η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μερικά σοβαρά προβλήματα. Τί προβλήματα; Λοιπόν αυτό θέλει λίγη συζήτηση για να αναδειχθεί πλήρως. Όμως σαν μια πρώτη προσέγγιση, είναι φανερό ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα σαφές πρόβλημα εδώ: ότι οι εργάτες δεν μπορούν να αγοράσουν πίσω απ’ τους καπιταλιστές όλα όσα παρήγαγαν γι αυτούς. Η αγορά στην οποία μπορούν να πωληθούν τα εμπορεύματα (δηλαδή οι εργάτες που παρήγαγαν τα συγκεκριμένα εμπορεύματα) είναι πάντοτε μικρότερη από την αξία των προϊόντων που παράγονται. Η συνολική αγορά συνεπώς, των μαζών ως σύνολο (περιλαμβανομένων όλων των εργατών και των οικογενειών τους, κι όλων των χαμηλότερων τάξεων), θα είναι πάντοτε μικρότερη απ’ το σύνολο των προϊόντων που παράγει η εργατική τάξη. Τότε πώς μπορούν αυτά τα προϊόντα να πωληθούν; Πώς μπορεί και συνεχίζεται η παραγωγή;
Η θεωρία των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων είναι μια αναλυτική διερεύνηση αυτού του ερωτήματος -πώς μπορεί η παραγωγή να συνεχίζεται, όταν οι καπιταλιστές πληρώνουν τους εργάτες μόνο ένα μέρος της αξίας που παράγουν; Υπάρχουν ασφαλώς τρόποι να γίνει κάτι τέτοιο -αλλά μόνο βραχυπρόθεσμα! Το πρόβλημα είναι ότι όλοι αυτοί οι τρόποι στο τέλος οδηγούν σε άλλα σοβαρότερα προβλήματα, τόσο σοβαρά που στην πραγματικότητα οδηγούν αναπόφευκτα σε ασυνέχειες της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή σε οικονομικές κρίσεις.
[…]
1.7 Οι δυο πόλοι της πιο συμπαγούς αντίφασης
Εξετάζουμε την αντίφαση μεταξύ της περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών και της τάσης των καπιταλιστών να συνεχίσουν να επεκτείνουν την παραγωγή επ’ αόριστον. Προκύπτουν λοιπόν δυο βασικά υποερωτήματα προς διερεύνηση: Πρώτον, πώς και γιατί η κατανάλωση των μαζών μένει σχετικά περιορισμένη (ακόμη κι αν αυξάνεται λίγο σε περιόδους ευφορίας); Ας πούμε αυτήν την ερώτηση “γιατί η κατανάλωση είναι τόσο περιορισμένη”. Δεύτερον, πώς και γιατί προκύπτει η τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις τόσο απεριόριστα; Γιατί γίνεται τόσο εμμονική; Ας πούμε αυτήν την ερώτηση “γιατί η καπιταλιστική παραγωγή είναι τόσο απεριόριστη”. Προτού διερευνήσουμε καθεμιά απ’ τις ερωτήσεις αυτές, ας επαναλάβουμε το όλο σχήμα: ούτε η μία, ούτε η άλλη, αλλά η βασική αντίφαση μεταξύ τους, είναι η τελική αιτία των κρίσεων. Παρολαυτά, θα ξεκινήσουμε να εξετάζουμε τους δυο αντίθετους πόλους αυτής της αντίφασης ξεχωριστά.
1.8 Γιατί η κατανάλωση είναι τόσο περιορισμένη
Ας δούμε πρώτα το ερώτημα γιατί η κατανάλωση να είναι τόσο περιορισμένη. Η βασική εξήγηση γι αυτό εσωκλείεται στην ίδια την έννοια της υπεραξίας. Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι εργάτες πωλούν την εργατική τους δύναμη στους καπιταλιστές για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, και για ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό το οποίο αντιπροσωπεύει (κατά μέσο όρο) την αξία της εργατικής τους δύναμης. Όμως η πραγματική εργασία που συντελείται απ’ τους εργάτες για τους καπιταλιστές στη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου παράγει μια αξία σε εμπορεύματα πολύ μεγαλύτερη απ’ την αξία των χρημάτων που πληρώνονται οι εργάτες. Ένα μέρος μόνο αυτής της παραγώμενης αξίας (μόλις τα εμπορεύματα πωληθούν) θα πάει στην πληρωμή των μισθών. Ένα άλλο μέρος της θα πάει στις πρώτες ύλες, στη συντήρηση ή αντικατάσταση των μηχανημάτων που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγική διαδικασία, στην ηλεκτρική ενέργεια, τη θέρμανση κι άλλα τέτοια λειτουργικά έξοδα. Όμως ακόμη και τότε μένει ένα μεγάλο κομμάτι, αυτό που ο Μαρξ ονόμασε υπεραξία. Αυτή είναι η πηγή των κερδών των καπιταλιστών. (παράβλεπε και Καρλ Μαρξ – Μισθός, τιμή, κέρδος).
Αυτό που σημαίνουν όλα αυτά, είναι ότι οι εργάτες παράγουν περισσότερη αξία απ’ αυτήν για την οποία πληρώνονται. Αυτό σημαίνει φυσικά, ότι οι εργάτες και οι οικογένειές τους δεν μπορούν να αγοράσουν πίσω όλα αυτά που παρήγαγαν κατά κανέναν τρόπο. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά πρόβλημα για τη συνέχιση της παραγωγής, όσο φυσικά οι καπιταλιστές βρίσκουν κάτι άλλο να κάνουν με όλην αυτήν την παραγώμενη υπεραξία. Υπάρχουν γενικά δύο πράγματα που μπορούν να κάνουν μ’ αυτήν (μόλις φυσικά τα εμπορεύματα στα οποία περιέχεται έχουν πωληθεί, ανταλλαχθεί δηλαδή με χρήμα): 1) να χρησιμοποιήσουν αυτό το χρήμα για προσωπικά καταναλωτικά αγαθά γι αυτούς και τις οικογένειές τους, και 2) να το χρησιμοποιήσουν για να αγοράσουν νέα εργοστάσια και μηχανήματα και υλικά, και να προσλάβουν περισσότερους εργάτες, ώστε να επεκτείνουν την παραγωγή. (Το να καταθέτουν τα χρήματά τους στην τράπεζα τυπικά ισοδυναμεί με έναν έμμεσο τρόπο να κάνουν τη δεύτερη επιλογή, καθώς άλλοι καπιταλιστές μπορούν να δανειστούν το χρήμα αυτό για να επεκτείνουν αυτοί την παραγωγή κοκ. Όμως, εάν η τράπεζα δεν μπορεί να βρει μια αξιόπιστη εταιρία να δανείσει το χρήμα, τότε αυτή η διαδικασία συσσώρευσης θα διαταραχθεί. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει συχνά σε μαζική κλίμακα όταν ξεσπά μια κρίση, επιδεινώνοντάς την ακόμη περισσότερο. σημείωση της μετάφρασης: και εξηγεί εν μέρει τη σημασία που έχει η υποστήριξη των τραπεζών από τα καπιταλιστικά κράτη).
Έχουμε ήδη αναφέρει ότι οι εργάτες δεν έχουν καμμία ελπίδα να αγοράσουν όλα τα αγαθά που παράγουν, καθώς οι μισθοί τους αντιστοιχούν σ’ ένα μόνο μέρος της αξίας που η εργασία τους έχει δημιουργήσει. Όμως η καπιταλιστική παραγωγή είναι τόσο ισχυρή, και γίνεται ολοένα και πιο ισχυρή, που σημαίνει ότι οι καπιταλιστές και οι οικογένειές τους επίσης δεν έχουν καμμία ελπίδα να βρίσκουν προσωπικές χρήσεις για να δαπανούν οι ίδιοι τα ολοένα και περισσότερα προϊόντα που μπορούν να παραχθούν και που παράγονται. Είναι αληθές πως οι καπιταλιστές ως τάξη ζουν σε μεγάλη πολυτέλεια, έχουν συχνά πολυτελείς κατοικίες, ακριβά αυτοκίνητα, υπηρετικό προσωπικό, κότερα και ούτω καθεξής. Υπάρχουν όμως όρια στο πόσο μπορούν -ακόμη κι αυτοί- να ξοδεύουν σε τέτοιες πολυτέλειες. Αυτό σημαίνει ότι ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της ολοένα και περισσότερης υπεραξίας που παράγεται στην καπιταλιστική παραγωγή πρέπει να διοχετευθεί στην περαιτέρω επέκταση της παραγωγής, αν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί κάπου.
1.9 Γιατί η παραγωγή τείνει να είναι τόσο απεριόριστη
Ας επιστρέψουμε λοιπόν στον άλλον πόλο της αντίφασης, στο ερώτημα γιατί η καπιταλιστική παραγωγή τείνει να είναι τόσο απεριόριστη (σε σχέση με την πραγματική αγορά), και γιατί και πώς οι καπιταλιστές προσπαθούν να την επεκτείνουν επ’ αόριστον.
Μια απάντηση είναι ότι οι καπιταλιστές έχουν υφαρπάξει τόσο πλούτο, τόσο πολλή υπεραξία, που δε γνωρίζουν τί άλλο να κάνουν μ’ αυτήν εκτός απ’ το να την ρίξουν ξανά στην περαιτέρω επέκταση της παραγωγής. Μια άλλη απάντηση είναι ότι οι καπιταλιστές θέλουν πάντοτε να επεκτείνουν τον πλούτο τους (ακόμη κι αν δε ξέρουν τί να κάνουν με τον πλούτο που ήδη κατέχουν). Ο πλούτος προέρχεται απ’ τη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου, κι έτσι φυσικά εύχονται να επεκτείνουν αυτήν την αναπαραγωγική διαδικασία όσο το δυνατόν ταχύτερα. Οι καπιταλιστές επιθυμούν τον πλούτο όχι μόνο για την απόκτηση περισσότερων ειδών πολυτελείας, αλλά επίσης, και πιο σημαντικό, για το δέος και την ισχύ που ο πλούτος αυτός σηματοδοτεί στους κύκλους τους. Στην πραγματικότητα αυτό το πάθος αποτελεί συχνά μια τάση πολύ ισχυρότερη από την απόλαυση που μπορεί να προσφέρει η προσωπική πολυτέλεια, όση τέτοια κι αν έχουν συσσωρεύσει. Για τους περισσότερους καπιταλιστές, η συσσώρευση η ίδια γίνεται σκοπός της ζωής τους, και ο κύριος τρόπος να αυξήσουν τον ρυθμό της συσσώρευσης είναι μέσω της συνεχούς επέκτασης της παραγωγής.
Εκεί βρίσκονται επίσης πολλοί ακόμη λόγοι που κάνουν τους καπιταλιστές να επιθυμούν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επέκταση της παραγωγής. Υπάρχει το ζήτημα του ανταγωνισμού, του φόβου των ανταγωνιστών, του φόβου για μια τυχόν χρεωκοπία. Το μετοχικό κεφάλαιο είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την επιβίωση μιας επιχείρισης. Υψηλότερα επίπεδα παραγωγής συνήθως επιτρέπουν και υψηλότερη οικονομία κλίμακας, ώστε οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις να πλεονεκτούν στον ανταγωνισμό έναντι των μικρότερων και να τις βγάλει απ’ την μέση. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερη ισχύ απέναντι στους εργάτες και τα συνδικάτα, όπως κι απέναντι στην κυβέρνηση. (Παρόλο που η κάθε κυβέρνηση ελέγχεται απ’ τους καπιταλιστές ως τάξη, ο κάθε καπιταλιστής ως άτομο διεκδικεί επιπρόσθετα προνόμια κι οφέλη απ’ αυτήν). Κι αν μια επιχείριση μπορεί να επεκτείνει την παραγωγή της (και ταυτόχρονα να απορροφήσει τους ανταγωνιστές της ή να τους οδηγεί να κλείσουν) σε σημείο όπου να γίνει ένα ολοκληρωτικό, ή έστω ένα εκ των πραγμάτων μονοπώλιο σε ορισμένες αγορές, τότε αποκτά τη δυνατότητα να αυξήσει ακόμη περισσότερο τα κέρδη της.
1.10 Η άρνηση των καπιταλιστών να συνεχίσουν να επενδύουν
Φτάνουμε λοιπόν σ’ ένα πολύ περίεργο κι ενδιαφέρον σημείο. Τίποτε απ’ όσα είπα ως τώρα δε δείχνει ότι πρέπει αναγκαστικά να υπάρχουν κρίσεις! Οπότε γιατί συμβαίνουν; Κάντε λίγη υπομονή, η απάντηση μπορεί να φαίνεται μπερδεμένη στην αρχή.
Μόνο επειδή οι καπιταλιστές, ή έστω μια μεγάλη μερίδα τους, τελικά αποφασίζουν ότι δεν έχει νόημα πια να συνεχίσουν να επεκτείνουν την παραγωγή κι έτσι σταματούν να το κάνουν, μόνο τότε έχουμε μια κρίση υπερπαραγωγής. Αυτός είναι ο πραγματικός τρόμος για ολόκληρη την κυρίαρχη τάξη (ή τουλάχιστον για τα λιγοστά μέλη της που έχουν μια στοιχειώδη γνώση της πραγματικότητας): οι καπιταλιστικές κρίσεις είναι το αποτέλεσμα της συνειδητής άρνησης επένδυσης στην περαιτέρω επέκταση της παραγωγής εκ μέρους αυτών που ο μόνος λόγος ύπαρξής τους είναι αυτή η επένδυση! Αρνούνται φυσικά για έναν πολύ καλό λόγο: δε βλέπουν το πώς θα βγάλουν κάποιο κέρδος από μια περαιτέρω επένδυση, καθώς δε βλέπουν να υπάρχει μια αγορά για τα προϊόντα που θα παραχθούν (και που ήδη παράγονται).
Αυτές οι αποφάσεις, να μην επανεπενδύσουν τη συλλογικά παραγώμενη υπεραξία (πέρα απ’ αυτό το μέρος που δαπανούν για την προσωπική τους πολυτελή κατανάλωση), σημαίνει πρακτικά ότι δε θα χτίσουν νέα εργοστάσια, δε θα αγοράσουν περισσότερα μηχανήματα, πρώτες ύλες, ηλεκτρισμό, εργατική δύναμη (προσλαμβάνοντας περισσότερους εργάτες), και ούτω καθεξής. Μ’ άλλα λόγια, δε σκοπεύουν να αγοράσουν όλα εκείνα τα εμπορεύματα που υπό άλλες συνθήκες θα αγόραζαν. Αυτά τα εμπορεύματα παραμένουν απούλητα, και οι παραγωγοί σ’ αυτόν τον τομέα εμπορευμάτων (που προορίζονται για την επέκταση της παραγωγής, κι όχι για την προσωπική κατανάλωση), ας τον πούμε ο Τομέας 1, θα πρέπει λοιπόν να ρίξουν τους ρυθμούς της παραγωγής και οι ίδιοι, να απολύσουν εργάτες, κοκ. Μπορούμε εύκολα να δούμε πώς κάτι τέτοιο μπορεί να παραλύσει ολόκληρη την οικονομία σ’ ένα καθοδικό σπιράλ ύφεσης ή κάτι ακόμα χειρότερο.
Όμως, με δεδομένους όλους τους λόγους που έχουν οι καπιταλιστές για να συνεχίσουν να επεκτείνουν την παραγωγή, γιατί να αποφασίσουν εθελοντικά να σταματήσουν ή να ρίξουν τους ρυθμούς της; Οι λόγοι μπορεί να είναι περίπλοκοι, όμως στο τέλος αυτό που μένει είναι το εξής: δεν έχει νόημα να συνεχίσουν να παράγουν επ’ αόριστον, όταν τα νέα προϊόντα δε θα καταναλωθούν. Ούτε έχει νόημα να συνεχίσουν να επεκτείνουν την παραγωγή επ’ αόριστον, όταν το μόνο πράγμα για το οποίο θα καταναλώνονται τα νέα προϊόντα θα είναι για να χτιστούν περισσότερα εργοστάσια, να αγοραστούν περισσότερα μηχανήματα κοκ, σ’ ένα αφηρημένο, ατέρμονο σπιράλ.
Όλως περιέργως, ένα παρόμοιο σχήμα είχε προταθεί ως “λογική” απόδειξη ότι ο καπιταλισμός μπορεί να αποφύγει τις οικονομικές κρίσεις. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο αμερικανός αστός οικονομολόγος J.B. Clark επιχειρηματολογούσε ότι δε θα υπήρχε υπερπαραγωγή, εάν οι καπιταλιστές απλώς “έχτιζαν περισσότερους μύλους ώστε να χτίσουν ακόμη περισσότερους μύλους ες αεί”. (John Bates Clark – Overproduction and Crisis 1898). Μια άλλη πρόταση στην ίδια γραμμή είναι αυτή του F.H. Knight, που ισχυριζόταν ότι “δεν υπάρχει κανένας λόγος ολόκληρη η παραγωγική ικανότητα της κοινωνίας να μη χρησιμοποιείται ώστε να παράγονται διαρκώς νέα αγαθά-νέο κεφάλαιο, εάν ο πληθυσμός αποφασίσει να αποταμιεύει ολόκληρο το εισόδημά του!”(Paul Sweezy – The Theory of Capitalist Development, 1942). Στην πραγματικότητα φυσικά, αυτά τα σχήματα δε θα μπορούσαν ποτέ να λειτουργήσουν. Ο Maurice Dobb εξηγούσε, για παράδειγμα, ότι “η εικόνα του J.B. Clark για το χτίσιμο μύλων ώστε να χτιστούν ακόμη περισσότεροι μύλοι για πάντα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ποτέ, καθώς στον πραγματικό κόσμο οι μύλοι είναι πάντοτε προσανατολισμένοι προς ένα συγκεκριμένο ρεύμα ζήτησης που συνδέεται με την κατανάλωση στο άμεσο μέλλον, κι όχι σ’ ένα ρεύμα ζήτησης που επεκτείνεται σ’ ένα αόριστο μέλλον”.
Ενώ το σχήμα της κατασκευής μύλων με μόνο στόχο την κατασκευή περισσότερων μύλων, επ’ αόριστον, δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ, και αναμφίβολα δε θα δοκιμαστεί ποτέ, οι καπιταλιστές έχουν προσπαθήσει (σ’ έναν βαθμό) κάτι πιο κοντινό στις προτάσεις του F.H. Knight, ώστε να συνεχίσουν να αναπτύσσουν την παραγωγικότητα σε κάθε βιομηχανία. Αυτό είναι κι ένα μεγάλο μέρος του λόγου που το ποσοστό παραγωγικής ικανότητας είναι συχνά τόσο χαμηλό, ιδιαίτερα την περίοδο του ιμπεριαλισμού. Επιπλέον, οι πίνακες πραγματικής χρήσης της παραγωγικής ικανότητας που δημοσιεύει ετήσια η κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι χονδροειδώς πειραγμένοι προς τα πάνω. Οι σταθερές που χρησιμοποιούνται μεταβάλλονται κατά βούληση, ούτως ώστε τα νούμερα να μη φαίνονται τραγελαφικά μικρά. Για παράδειγμα, τον Δεκέμβρη του 1976 ο πίνακας των ομοσπονδιακών αποθεματικών λύγισε κάτω απ’ την πίεση του “επιχειρηματικού κόσμου” και άλλων κυβερνητικών υπηρεσιών και αναθεωρήθηκε, με τους ρυθμούς χρήσης της παραγωγικής ικανότητας να εμφανίζονται δραματικά υψηλότεροι, από 73% σε 81%. (Business Week, 2 Αυγούστου 1976, και 13 Δεκέμβρη 1976).
Ο Paul Sweezy και ο Harry Magdoff στην κριτική τους επί της “έλλειψης κεφαλαίου”, παρατήρησαν ότι: Η ιστορία της πολεμικής παραγωγής (κατά τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο), δείχνει καθαρά ότι, όσον αφορά το πραγματικό κεφάλαιο, η συζήτηση περί έλλειψης κεφαλαίων είναι απλή ανοησία. Όχι μόνον η οικονομία των ΗΠΑ είχε την ικανότητα να γεννά μια τεράστια νέα παραγωγική ικανότητα, αλλά μπορούσε ακόμα περισσότερο να τροποποιήσει την ήδη υπάρχουσα παραγωγική ικανότητά της. Εάν οι σταθερές για αύξηση της παραγωγικότητας που χρησιμοποιούνταν στη διάρκεια του ΄ΒΠΠ εφαρμόζονταν σήμερα (αρχές του 1976), θα βλέπαμε ότι μάλλον ένα 50%, ή ίσως ακόμα λιγότερο, της υπάρχουσας παραγωγικής ικανότητας χρησιμοποιείται πραγματικά, σε αντίθεση με το επίσημο 75% που δίνουν οι τρέχουσες πρακτικές υπολογισμού”. (Paul Sweezy & Harry Magdoff, “Capital Shortage: Fact and Fantasy”, Monthly Review, April 1976. Όταν γράφονταν αυτές οι παρατηρήσεις η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν είχε ακόμη αναθεωρήσει τα νούμερα, κάνοντάς τα ακόμη πιο πλαστά).
Εν συντομία, στη διάρκεια κάθε οικονομικού κύκλου, οι καπιταλιστές αναπτύσσουν την πραγματική αχρησιμοποίηση παραγωγική ικανότητα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό. Οι σταθερές για χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας αναθεωρούνται κατά καιρούς προκειμένου να κρύψουν την υπεραξία και υπερεπένδυση του κεφαλαίου. Η υπερεπένδυση συντελείται εν μέρει προκειμένου οι επιχειρήσεις να μπορούν να επεκτείνουν άμεσα την παραγωγή (και να μη χάσουν τυχόν ευκαιρίες γρήγορου κέρδους), όμως πάνω απ’ όλα, επειδή οι επιχειρήσεις έχουν όλον αυτό το συσσωρευμένο κεφάλαιο στη διάθεσή τους που δε ξέρουν τί άλλο να το κάνουν.
Όμως ακόμη και οι πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να αναπτύσσουν την αχρησιμοποίητη παραγωγικότητα ατελείωτα. Στο τέλος, οι διευθυντές τους θα πουν “δεν έχει πια νόημα”, και θα σταματήσουν να επενδύουν. Κι όταν αυτό συμβεί σε μεγάλους τομείς της οικονομίας ταυτόχρονα, μια μεγάλη κρίση υπερπαραγωγής ξεσπά.
1.11 Η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα βλάπτει τα κέρδη
Κάτι άλλο που θα πρέπει να συλλογιστούμε εδώ είναι ότι η ανάπτυξη αχρησιμοποίητης παραγωγικής ικανότητας βλάπτει τελικά την κερδοφορία. Αν μια επιχείρηση έχει δύο εργοστάσια για να παράγει προϊόντα όταν μόνον ένα εργοστάσιο της είναι απαραίτητο, τότε τα λειτουργικά της έξοδα αυξάνονται δραματικά, και τα κέρδη που θα μείνουν στο τέλος μειώνονται.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό δεν έχει τόση σημασία, εάν ο ρυθμός της υπεραξίας, κι άρα ο ρυθμός της κερδοφορίας ήταν επαρκώς υψηλός ήδη από το ξεκίνημα, ή αν αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς. Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο ήταν αληθές, θα εξακολουθούσε να ισχύει και μετά το χτίσιμο ενός τρίτου εργοστασίου, ή ενός τέταρτου; Στο τέλος, ένα ολοένα και αυξανόμενο απόθεμα αχρησιμοποίητων εργοστασίων και μηχανημάτων θα έμενε να μειώνει αισθητά τα κέρδη, πάντα σε σχέση με το ύψος τους χωρίς τα επιπλέον εργοστάσια.
Επιπλέον, εάν μόλις μια επιχείρηση ενός κλάδου αναπτύσσει αχρησιμοποίητα εργοστάσια περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλες, ο ρυθμός της κερδοφορίας της θα πέσει σε σχέση με των ανταγωνιστών της. Η τιμή των αποθεμάτων της θα μειωθεί, οι αναλυτές του χρηματιστηρίου θα βγουν απ’ τα ρούχα τους. Η επιχείρηση αυγή θα αναγκαστεί σε περικοπή της αχρησιμοποίητησης παραγωγικής ικανότητας, τουλάχιστον ως τον γενικό μέσο όρο του κλάδου. Με άλλα λόγια, η συσσώρευση αχρησιμοποίητων εργοστασίων μπορεί να συμβεί μόνο σε μια ολιγοπωλιακή ή μονοπωλιακή συνθήκη, και μόνον όσο οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου ακολουθούν λίγο-πολύ την ίδια πολιτική.
Ενώ μπορεί να περιλαμβάνεται στα συμφέροντα του καπιταλιστικού συστήματος ως όλον, να επεκτείνει την αχρησιμοποίητη παραγωγική ικανότητα χωρίς τέλος, δεν είναι στο συμφέρον καμμιάς επιχείρησης να το αναλάβει η ίδια για τον εαυτό της -τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ τον μέσο όρο του κλάδου. Η αναγκαιότητα διατήρησης της κερδοφορίας της κάθε μεμονωμένης επιχείρησης σημαίνει ότι το όλο αυτό σχήμα έχει σαφή όρια. Κι ακόμη κι αν οι λίγες μεγάλες επιχειρήσεις ενός κλάδου σε μια χώρα, όλες ταυτόχρονα προσθέσουν αχρησιμοποίητα εργοστάσια, σ’ αυτήν την εποχή παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, όλο και κάποιος ανταγωνιστής σε μια άλλη χώρα θα είναι σε θέση να βάλει ένα τέλος σ’ αυτήν τη σπατάλη. Αυτό έχει συμβεί στην πραγματικότητα σε πολλούς κλάδους τις περασμένες δεκαετίες. Για παράδειγμα, η υπεραναπτυγμένη αυτοκινητοβιομηχανία του Detroit αναγκάστηκε να “αναδιαρθρωθεί” και να καταφύγει σε μια σειρά περικοπών (μεταξύ των οποίων να κλείσει έναν τεράστιο αριθμό εργοστασίων), προκειμένου να ανταγωνιστεί με την ιαπωνική και την νοτιοκορεατική αυτοκινητοβιομηχανία.
Στο περίφημο βιβλίο του “Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος” ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς θρηνούσε ειλικρινά που ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν είναι τόσο σπάταλος όσο υπέθετε ότι ήταν οι αρχαίες κοινωνίες: Η αρχαία Αίγυπτος ήταν διπλά τυχερή, κι αναμφίβολα χρωστούσε σ’ αυτό τον απέραντο πλούτο της, στο ότι διέθετε δυο δραστηριότητες, την κατασκευή πυραμιδών καθώς και την αναζήτηση πολύτιμων μετάλλων, οι καρποί των οποίων, καθώς δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των ανθρώπων μέσω της κατανάλωσης, δεν σάπιζαν στις αποθήκες. Στον Μεσαίωνα έχτιζαν καθεδρικούς ναούς και τραγουδούσαν μοιρολόγια. Δυο πυραμίδες, δυο σωροί μάζας για τους νεκρούς, είναι δύο φορές καλύτερες από μια πυραμίδα. Όμως δυο σιδηρόδρομοι απ’ το Λονδίνο στο Γιορκ, όχι. Είμαστε λοιπόν τόσο λογικοί, έχουμε εκπαιδευτεί τόσο πιστά προς τους συνετούς χρηματιστές μας, σκεφτόμαστε τόσο προσεχτικά πριν επιβαρυνθούμε με τα οικονομικά βάρη του μέλλοντος πριν χτίσουμε κατοικίες για να ζήσουμε, που δε διαθέτουμε καμμιά τέτοια εύκολη διέξοδο απ’ τα δεινά της ανεργίας. (John Maynard Keynes, The General Theory of Employment, Interest, and Money,1935).
Ω ναι, τί κρίμα που οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν μαζεύουν τις μάζες να χτίσουν πυραμίδες την μια μετά την άλλη, ή έστω άχρηστους σιδηροδρόμους ή αχρησιμοποίητα εργοστάσια! Μιας και κάτι τέτοιο δε θα τους προσέφερε μόνο μια πολυπόθητη δουλειά, αλλά θα έδινε και στους καπιταλιστές κάτι να κάνουν με τον ολοένα και αυξανόμενο σωρό της υπεραξίας που υφαρπάζουν. Ακόμη κι αυτό όμως, στην πράξη δε θα δούλευε. Όχι τόσο γιατί οι καπιταλιστές σήμερα είναι πολύ “συνετοί” για να αποτολμήσουν κάτι τέτοιο, όσο επειδή κάθε τέτοιο σχέδιο παραγωγής σκουπιδιών θα κατακρήμνιζε άμεσα το κέρδος.
Κεφάλαιο 2: Η επιφάνεια των αντιφάσεων
2.1 Τεχνητά μέσα επέκτασης των αγορών
Όμως δε βρισκόμαστε κατά κανένα τρόπο στο τέλος της ιστορίας! Τα πράγματα είναι στην πραγματικότητα λίγο πιο περίπλοκα απ’ ό,τι είδαμε ως τώρα. Ως εδώ δεν αναλύσαμε παρά την υποβόσκουσα αιτία της κατάστασης, όμως υπάρχουν πολλές επιπλοκές κι αντιφάσεις που αναπτύσσονται προς την επιφάνεια.
Στην πραγματικότητα, οι καπιταλιστές δεν προσπαθούν να συνεχίσουν την παραγωγή απλά συνεχίζοντας να επενδύουν τον σωρό της υπεραξίας που διαθέτουν στον “Τομέα 1”, στα μέσα παραγωγής. Προσπαθούν επίσης να βρουν τεχνητά μέσα να αυξήσουν την κατανάλωση καταναλωτικών αγαθών (που παράγονται απ’ τα αντίστοιχα εργοστάσια στον, ας τον πούμε “Τομέα 2” της οικονομίας). Ένα τέτοιο μέσο είναι το να πουλάνε καταναλωτικά αγαθά σε άλλες χώρες. Όμως το πρόβλημα έγκειται στο ότι και η κάθε άλλη χώρα θα επιθυμεί επίσης να πουλάει αγαθά στην πρώτη χώρα, κι έτσι αφού κλέψει ο καθένας όση απ’ την αγορά του άλλου μπορέσει, φτάνουμε ξανά στην ίδια ισορροπία. Ακόμη κι αν μια χώρα μπορέσει να φέρει τα πράγματα υπέρ της (κάτι που αποτελεί φυσικά χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, είτε με την αποικιακή, είτε με την νεοαποικιακή μορφή του), το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα θεωρούμενο ως σύνολο, θα παρέμενε σε μια γενική ισορροπία σ’ αυτό το θέμα.
Όταν υπήρχαν μεγάλα κομμάτια του κόσμου που παρέμεναν ουσιαστικά εκτός του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, τότε τα αγαθά που πωλούνταν σ’ αυτές τις χώρες (όπου τα εγχώρια αγαθά παράγονταν ας πούμε κάτω από φεουδαρχικές ή δουλοκτητικές συνθήκες) μπορούσαν να ανακουφίζουν σε κάποιο βαθμό το πρόβλημα της υπερπαραγωγής στις καπιταλιστικές χώρες. Ωστόσο, τί μπορούσαν να κάνουν οι καπιταλιστές με τα αγαθά που λάμβαναν κατά τις συναλλαγές τους με τις μη καπιταλιστικές χώρες; Αυτό ισοδυναμεί με την ανταλλαγή μιας ομάδας εμπορευμάτων για προϊόντα που πρέπει μετά να μετατραπούν τα ίδια σε εμπορεύματα στην εγχώρια αγορά, εάν πρόκειται να προκύψει κέρδος από την πώληση των αρχικών εμπορευμάτων. Όμως εάν δεν υπήρχε αγορά για τα αρχικά εμπορεύματα μεταξύ των μαζών (λόγω της φτώχειας τους) τότε δε θα μπορούσε να υπάρχει και αγορά για τα εξωτικά προϊόντα μεταξύ των ίδιων μαζών (για τον ίδιο λόγο). Φαίνεται ότι αυτά τα εξωτικά προϊόντα μη καπιταλιστικής προέλευσης μπορούσαν να ανακουφίσουν το πρόβλημα της υπερπαραγωγής στις καπιταλιστικές χώρες μόνο στον βαθμό που οι καπιταλιστές οι ίδιοι έβρισκαν την ανταλλαγή με τα εξωτικά προϊόντα ως μια χρήση για να καταναλώνουν οι ίδιοι την υπερπαραγωγή εγχώριων εμπορευμάτων.
Έτσι, η σημασία των μη καπιταλιστικών αγορών στη συνεχόμενη οικονομική ευρωστία του καπιταλισμού έχει τονιστεί ίσως υπερβολικά από ορισμένους μαρξιστές οικονομολόγους, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Επιπλέον, η διείσδυση των καπιταλιστικών αγορών (και του ξένου κεφαλαίου) σε αρχικά μη καπιταλιστικές οικονομίες, τις μετέτρεψε αρκετά γρήγορα σε καπιταλιστικές οικονομίες σε πλήρη άνθηση, όπως έδειξε η Λούξεμπουργκ. Καθώς πλέον ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος είναι κατ’ ουσίαν καπιταλιστικός, αυτή η βαλβίδα αποσυμπίεσης της οικονομικής διείσδυσης σε μη καπιταλιστικές χώρες -που ήταν πάντα μικρότερης σημασίας απ’ ότι πίστευαν αρκετοί άνθρωποι- έχει πλέον εξαφανιστεί.
2.2 Η εξαγωγή του κεφαλαίου
Αναλόγως, οι καπιταλιστές δεν προσπαθούν απλώς να κρατήσουν τα πράγματα ως έχουν, επενδύοντας το κεφάλαιό τους στη χώρα τους. Αντιθέτως, την εποχή του ιμπεριαλισμού, ψάχνουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο για επενδυτικές ευκαιρίες. Η εξαγωγή του κεφαλαίου γίνεται εξίσου σημαντική για το σύστημα με την εξαγωγή εμπορευμάτων. Όμως ξανά, οι ιμπεριαλιστές σύντομα έρχονται αντιμέτωποι με σαφείς περιορισμούς. Η επένδυση του ενός στη χώρα του άλλου, αν και ασφαλέστερη απ’ ό,τι στον “Τρίτο Κόσμο” -που είναι γενικά πιο ασταθής και πιο επιρρεπής σε επαναστάσεις- δεν αποδίδει στην πράξη παραπάνω απ’ όσο εάν επένδυε η κάθε κυρίαρχη τάξη μόνο στη δική της χώρα. Επίσης, η επένδυση στις μαστιζόμενες από τη φτώχεια χώρες του Τρίτου Κόσμου έχει κι άλλες αρνητικές όψεις. Έστω ότι χτίζονται τα εργοστάσια εκεί, σε ποιόν θα πουλήσουν όλα αυτά τα προϊόντα που θα παράξουν; Ασφαλώς, μπορούν να τα στείλουν πίσω στη χώρα τους, όμως τότε θα πρέπει να ρίξουν την εγχώρια παραγωγή. Φυσικά, η μεταφορά της παραγωγής σε χώρες με εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς μπορεί αρχικά να φαίνεται στους ιμπεριαλιστές ότι θα τους αποφέρει υπερκέρδη, όμως όσο ολοένα και περισσότερη παραγωγή μετατοπίζεται στις χώρες αυτές κι από τους ανταγωνιστές τους (από την ίδια χώρα ή κι από άλλες), ο ρυθμός του κέρδους θα ξαναπέσει. Κι αυτό που θα μείνει πίσω θα είναι ολοένα και περισσότεροι εξαθλιωμένοι εργάτες παντού, συμπεριλαμβανομένων και των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Καθώς η παραγωγή στις χώρες τους περικόπτεται, οι εργάτες που απολύονται δεν είναι πια σε θέση να αγοράζουν τα περισσότερα απ’ τα προϊόντα που αγόραζαν πριν. Μ’ άλλα λόγια, η εγχώρια αγορά συρρικνώνεται. Φυσικά, καθώς νέοι εργάτες προσλαμβάνονται στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, η αγορά εκεί θα επεκταθεί. Όμως, καθώς οι μισθοί των εργατών στις μονάδες παραγωγής του Τρίτου Κόσμου είναι πολύ χαμηλότεροι απ’ ότι ήταν στις πρώτες χώρες, ο μέσος μισθός σε παγκόσμιο επίπεδο θα μειωθεί, κι ως εκ τούτου και η καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας παγκόσμια θα μειωθεί. Έτσι, η μετατόπιση της παραγωγής σε χώρες του Τρίτου Κόσμου με φθηνά εργατικά χέρια επιδεινώνει ακόμη περισσότερο το βασικό πρόβλημα της υπερπαραγωγής.
2.3 Καταναλωτική πίστωση
Μακράν το πιο σημαντικό, το πιο αποτελεσματικό (βραχυπρόθεσμα πάντα!) μέσο τεχνητής αύξησης της κατανάλωσης των μαζών είναι απλά η επέκταση της πίστωσης. Εάν οι καπιταλιστές δεν πληρώνουν τους εργάτες αρκετά ώστε να αγοράσουν πίσω τα αγαθά που παράγουν, μπορούν απλά να τους δανείσουν τα χρήματα (με τόκο φυσικά!) ώστε να τα αγοράσουν.
Ένα πρόβλημα βέβαια εδώ, είναι ότι το επίπεδο του χρέους των καταναλωτών (σε υποθήκες σπιτιών, δάνεια αυτοκινήτων, πιστωτικές κάρτες και όλα τα συναφή), πρέπει διαρκώς να αυξάνεται, προκειμένου να καλυφθεί η ολοένα και επεκτεινόμενη εκμετάλλευση, η συνέχιση και η διαρκής αύξησης της παραγώμενης υπεραξίας. Για να λειτουργήσει αυτό το σχήμα, πρέπει οι καπιταλιστές της πίστωσης, αυτοί δηλαδή που χορηγούν τα δάνεια στις μάζες, να πιστεύουν πραγματικά ότι θα τους τα ξεπληρώσουν. Επιπλέον, για να λειτουργεί αυτό το σχήμα επ’ αόριστον, πρέπει να συνεχίσουν να πιστεύουν ότι θα τους τα ξεπληρώσουν ακόμη κι όταν θα αυξάνουν το χρέος των μαζών σε τεράστια και προφανώς γελοία επίπεδα.
Αναπόφευκτα, αυτή η πιστωτική φούσκα διογκώνεται σε τέτοιο βαθμό που γίνεται προφανές ακόμα και στον πιο ενθουσιώδη υποστηρικτή της πίστωσης ότι πολλά απ’ αυτά τα δάνεια δεν πρόκειται να ξεπληρωθούν ποτέ. (Κάτι τέτοιο συνήθως γίνεται συνειδητό στη διάρκεια μιας πιστωτικής κρίσης, κάτι που θα συζητήσουμε αργότερα). Όταν έρθουν αντιμέτωποι μ’ αυτή τη διαπίστωση, οι ίδιοι άνθρωποι που πίεζαν για τη διαρκή επέκταση της πίστωσης αρχίζουν να αρνούνται κάθε περαιτέρω πίστωση σε ολοένα και περισσότερους καταναλωτές. Αντί για την αυξανόμενη επέκταση της πίστωσης, ξεκινά τότε μια αιφνίδια επιβράδυνση της επέκτασης, κι έπειτα μια πραγματική συρρίκνωση του συνολικού όγκου της πίστωσης. Σ’ αυτό το σημείο, αντί η αύξηση της πίστωσης να προάγει την ανάπτυξη της οικονομίας, η συρρίκνωση της πίστωσης γίνεται ένα επιπλέον βαρίδιο στην οικονομία. Και ο σώζων εαυτόν σωθείτο.
Σε τελική ανάλυση, το να δανείζει κακνείς στους ανθρώπους χρήμα ώστε να αγοράσουν αυτά που οι καπιταλιστές δεν τους πληρώνουν επαρκώς ώστε να τα αγοράσουν, θα οδηγήσει πάντα τα πράγματα απ’ το κακό στο χειρότερο. Είναι ένας τρόπος να κάνουν το όλο σχήμα να δουλέψει για λίγο τώρα, με το να επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τη λειτουργία του στο μέλλον. Η μαζική επέκταση της πίστωσης μπορεί και δημιουργεί μεγάλες περιόδους “ευμάρειας”, όμως μόνο με τίμημα την τελική συντριβή και την οικονομική ύφεση που αναβάλλει για το μέλλον, ενώ η σφοδρότητά της αυξάνεται.
2.4 Κεϋνσιανή “ελλειματική δαπάνη”
Ένας άλλος αξιοσημείωτος μηχανισμός τεχνητής αύξησης της κατανάλωσης είναι η κεϋνσιανή ελλειματική δαπάνη. Ο Κέυνς (καθώς και άλλοι πριν απ’ αυτόν, για παράδειγμα ένας αριθμός Γερμανών οικονομολόγων και ο Gunnar Myrdal στη Σουηδία), πρότειναν το εξής: εάν οι μάζες δεν μπορούν να αγοράσουν όλα τα εμπορεύματα που παράγονται, τότε η κυβέρνηση θα μπορούσε να προσλάβει τους ανέργους σε διάφορα δημόσια έργα, και να τους πληρώνει αρκετά χρήματα ώστε να αγοράζουν τα εμπορεύματα που θα έμεναν απούλητα. Ο Κέυνς σημείωνε ότι, όσον αφορά την τόνωση της οικονομίας, δεν έχει την παραμικρή σημασία το τί έργα θα ήταν αυτά που στα οποία θα τους προσλάμβανε η κυβέρνηση, όπως έλεγε ακόμα και το να προσλάβει κάποιους για να ανοίγουν άχρηστες τρύπες κι αργότερα άλλους για να τις κλείνουν, θα δούλευε μια χαρά. (Τζών Κέυνς – Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος). (Επίσης, θα ήταν το ίδιο απλά να δώσουν στους ανθρώπους τα χρήματα χωρίς να απαιτήσουν κάποια εργασία απ’ αυτούς, αλλά φυσικά και μόνο η σκέψη αυτή αρκεί για να σκανδαλίσει το μυαλό των αστών!).
Ωστόσο, πολλοί πολιτική της άρχουσας τάξης αντιτίθενται ιδεολογικά σε κάθε εγχείρημα δημοσίων έργων, ακόμα κι αν αυτά συμπεριλαμβάνουν σκληρή δουλειά (καθώς το βλέπουν ηλιθιωδώς ως “σοσιαλιστικό”, και ως ανταγωνισμό του κράτους έναντι των ιδιωτικών επιχειρήσεων για τις οποίες τα έργα αυτά θα μπορούσαν να είναι επενδυτικές ευκαιρίες). Έτσι, μια πιο συνηθισμένη μορφή κεϋνσιανισμού σήμερα είναι η κυβέρνηση να αγοράζει όσα προϊόντα έμειναν απούλητα άμεσα. Η κεντρική ιδέα εδώ είναι ότι άν οι μάζες δεν μπόρεσαν να καταναλώσουν όλα αυτά που παράχθηκαν, τότε η κυβέρνηση θα μπορούσε να αγοράσει για λογαριασμό τους ένα σκασμό απ’ αυτά τα απούλητα εμπορεύματα. Φυσικά, η παραγωγή τότε στρέφεται προς το είδος των εμπορευμάτων που η κάθε αστική κυβέρνηση θα ενδιαφερόταν περισσότερο να αγοράσει, κι αυτά δεν είναι άλλα από όπλα και πολεμικούς εξοπλισμούς.
Το να αγοράζουν απλώς εμπορεύματα οι κυβερνήσεις, δεν είναι απαραίτητο ότι θα αναπτύξει παραπάνω την οικονομία. Εξαρτάται πάντα από πού παίρνει τα λεφτά η κυβέρνηση για να αγοράσει τα εμπορεύματα αυτά. Το κύριο έσοδο της κάθε κυβέρνησης έρχεται με την μορφή της φορολόγησης επί της εργατικής τάξης. Όμως κάθε δολλάριο από τους φόρους ενός εργάτη που θα δαπανήσει η κυβέρνηση, είναι ένα δολλάριο λιγότερο στη διάθεση του εργάτη να ξοδέψει. Έτσι, δεν υπάρχει κάποια πραγματική τόνωση της οικονομίας. Τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά εάν η κυβέρνηση δαπανά χρήματα που εισπράττει από τη φορολόγηση μεγάλων επιχειρήσεων ή επί των ανώτερων τάξεων, που -σε αντίθεση με την εργατική τάξη- δε ξοδεύουν πάντοτε ολόκληρο το εισόδημά τους άμεσα. (Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι οι πλουσιότεροι αμερικανοί αποταμιεύουν κατά μέσο όρο 22% του εισοδήματός τους, πηγή: U.S. Trust Corporation of 150 respondents with annual income over $300,000 or net worth over $3.75 million, June 2002. Business Week, 12 Αυγούστου 2002, σελ. 10. Όταν όμως αναπτύσσεται μια σοβαρή οικονομική κρίση, οι πλούσιοι μειώνουν κατά πολύ τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις τους, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των “δαπανών” τους). Κατά κύριο λόγο, οι κυβερνητικές δαπάνες μπορούν να δώσουν μια αξιοσημείωτη ώθηση στην οικονομία μόνον όταν τα χρήματα δεν προέρχονται από φόρους, αλλά είτε από δανεισμό, είτε απλά τυπώνοντας περισσότερο χρήμα. Κάθε τέτοια πρακτική, είτε καί οι δύο σε συνδυασμό, είναι έμφυτες σε κάθε είδους ελλειματικής δαπάνης.
Η ελλειματική δαπάνη μπορεί να ρυθμιστεί με δυο τρόπους: 1) αυξάνοντας τις δαπάνες σε βαθμό μεγαλύτερο από τα έσοδα που εισπράττει η κυβέρνηση μέσω φόρων, και 2) περικόπτοντας τους φόρους σε τέτοιο βαθμό ώστε οι δαπάνες να ξεπερνούν τα φορολογικά έσοδα. Κάθε μια προσέγγιση μπορεί να μοιάζει θεωρητικά αποτελεσματική -με δεδομένο ότι θα φέρει τα χρήματα στα χέρια αυτών που πράγματι θα τα ξοδέψουν. Ωστόσο, στις ΗΠΑ για παράδειγμα, οι Ρεπουμπλικάνοι τείνουν να ευνοούν την μείωση των φόρων προκειμένου να δώσουν στην οικονομία μια πιστωτική ώθηση, ενώ οι Δημοκράτες -τουλάχιστον κατά το παρελθόν- έτειναν να ευνοούν την αύξηση των δαπανών για κοινωνικά προγράμματα. (Κάθε άρχουσα τάξη ευνοεί εννοείται τις γιγαντιαίες στρατιωτικές δαπάνες, οι οποίες, στον βαθμό που δημιουργούν ελλειματικές δαπάνες θα μπορούσαν να θεωρηθούν “στρατιωτικός κεϋνσιανισμός”). Όμως, οι φοροαπαλλαγές συνήθως αφορούν τους πλουσίους, οι οποίοι είναι πολύ πιο πιθανόν να αποταμιεύσουν τα χρήματα αυτά, ιδίως σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών. Ακόμα και η λεγόμενη “μεσαία τάξη”, τείνει να “αποταμιεύει”, παρά να “ξοδεύει” όταν η οικονομία έχει προβλήματα. (Τον χειμώνα του 2008, κι ενώ η άρχουσα τάξη στις ΗΠΑ είχε σχεδόν καταβληθεί απ’ τον πανικό ενόψει της αναπτυσσόμενης οικονομικής κρίσης, το Κογκρέσσο πέρασε έναν νόμο επιστροφής φόρων περί τα 600 δολλάρια κατ’ άτομο. Άραγε όμως ο κόσμος θα ξόδευε αυτά τα χρήματα μόλις τα λάμβανε ή θα τα αποταμίευε, ή μήπως απλά θα προσπαθούσε να ξεχρεώσει παλιότερα χρέη; Το περιοδικό Business Week (25 Φεβρουαρίου 2008, σελ. 9) σχολίαζε: “Σε μια έρευνα που έκανε η American Century Investments, μόνο το 27% απάντησε ότι θα ξόδευε άμεσα τα χρήματα, ενώ οι υπόλοιποι θα αποταμίευαν το ποσό, θα το επένδυαν, ή θα κάλυπταν παλαιότερα χρέη). Επιπλέον, η αύξηση της ελλειματικής δαπάνης μέσω πρόσληψης ανέργων για δημόσια έργα, θα αποδεικνυόταν πολύ πιο αποτελεσματική μορφή κεϋνσιανής ελλειματικής δαπάνης, εάν η άρχουσα τάξη είχε τη λογική να την εφαρμόσει.
Όμως η κεϋνσιανή ελλειματική δαπάνη, όποια μορφή κι αν έχει, τελικά δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Εάν η κυβέρνηση απλά τυπώσει νέο χρήμα, αυτό θα προκαλέσει πληθωρισμό (αν και υπάρχουν παράγοντες τους οποίους δε θα αναλύσω εδώ, που μπορούν να καθυστερήσουν κάπως αυτήν τη συνέπεια). Όσο περισσότερο χρήμα τυπώνει, τόσο μεγαλύτερος ο πληθωρισμός. (Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση πρέπει να αυξάνει το χρήμα που κυκλοφορεί κατ’ ένα μικρό ποσό κάθε χρόνο, προκειμένου να αποφύγει τον αποπληθωρισμό -καθώς η οικονομία επεκτείνεται και η παροχή χρήματος πρέπει να επεκταθεί αναλόγως). Αυτό για το οποίο κάνουμε λόγο εδώ, είναι για μια αύξηση της παροχής χρήματος με πολύ ταχύτερους ρυθμούς απ’ ότι η “κανονική” εκτύπωση χρημάτων. Επίσης, αφήνουμε κατά μέρους τις συνέπειες διεθνώς. Έτσι, εάν τα αμερικάνικα δολλάρια ξοδεύονται στο εξωτερικό, και μένουν εκεί (ως αποθεματικά νομίσματα ξένων χωρών για παράδειγμα), δεν είναι σε θέση να προκαλέσουν πληθωρισμό εντός των ΗΠΑ. Απ’ την άλλη, εάν οι ξένες χώρες αρχίσουν να χρησιμοποιούν άλλα νομίσματα, όπως το ευρώ ως αποθεματικά, τότε θα σημειωθεί μια απότομη άνοδος του πληθωρισμού του δολλαρίου, ακόμη κι αν δεν υπάρχει κάποια αύξηση των ελλειματικών χρημάτων που τυπώνονται. Επί του παρόντος (Μάρτιος 2008), η κυβέρνηση των ΗΠΑ επιταχύνει την εκτύπωση νέου χρήματος με τον ίδιο ρυθμό που οι ξένες χώρες εγκαταλείπουν το δολλάριο ως αποθεματικό νόμισμα, κάτι που οδηγεί στη συρρίκνωση του δολλαρίου -πληθωρισμός δηλαδή- με ταχύτατους κι επικίνδυνους ρυθμούς. Τελικά, σε ακραίες καταστάσεις, το χρήμα καταντά άνευ αξίας. Ακόμη και πριν απ’ αυτό όμως, υψηλά επίπεδα πληθωρισμού μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρές διαταραχές σε μια οικονομία.
Κι αν η κυβέρνηση χρηματοδοτεί την ελλειματική δαπάνη της απλά δανειζόμενη χρήμα, τότε το κυβερνητικό χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται δίχως τελειωμό, και με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς. Μετά από ένα διάστημα, οι δανειστές θα αρχίσουν να αμφισβητούν την ικανότητα της κυβέρνησης να τους ξεπληρώσει ολόκληρο το χρέος που θα έχει συσσωρευτεί και θα αρχίσουν να ζητούν ολοένα και υψηλότερους τόκους, ώστε να αντισταθμίσουν το αυξανόμενο ρίσκο να χάσουν τα λεφτά τους.
Το επίπεδο του κυβερνητικού χρέους δεν καθορίζει το επίπεδο των επιτοκίων που καλείται να καταβάλλει η κυβέρνηση τις περισσότερες φορές. Έτσι, κατά την περίοδο 1980-2002, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αύξησε το χρέος της από σχεδόν 1 τρισεκατομμύριο δολλάρια σε πάνω από 13 τρισεκατομμύρια, ενώ τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων της ανεβοκατέβαιναν από 10-15% για να πέσουν τελικά κάτω από το 4%. Κι όμως, ελάχιστοι ανησυχούν μέχρι τώρα για την ικανότητα της κυβέρνησης των ΗΠΑ να ξεπληρώσει το χρέος της. Όταν αυτές οι ανησυχίες αυξηθούν σημαντικά, τότε τα επιτόκια θα αρχίσουν να εκτινάσσονται πολύ υψηλότερα απ’ τις τρέχουσες τιμές της αγοράς. Μια τέτοια κατάσταση μπορούμε να δούμε στην Ιαπωνία, όπου το 2002 η πιστοληπτική ικανότητα της ιαπωνικής κυβέρνησης ήταν χαμηλότερη ακόμη κι από απελπιστικά φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου όπως η Μποτσουάνα. Το 2002 το κυβερνητικό χρέος της Ιαπωνίας άγγιξε το 140% του ΑΕΠ, και προς το τέλος του 2003 το 150%, τον Ιούνιο του 2005 ήταν σχεδόν 160%, και το 2007 υπολογιζόταν σε 194% του ΑΕΠ. (194,4% σύμφωνα με το World Factbook της CIA). Πρόκειται για έναν ταχύτατο ρυθμό αύξησης που δεν είναι εφικτό να συνεχιστεί επ’ αόριστον! Τελικά, εάν το χρέος μιας κυβέρνησης αυξηθεί υπερβολικά, οι επενδυτές θα αρνηθούν να συνεχίσουν να δανείζουν στην κυβέρνηση αυτή χρήματα, οποιοδήποτε κι αν είναι το επιτόκιο.
Έτσι, η κεϋνσιανή ελλειματική δαπάνη έχει σαφή όρια. Όπως το καταναλωτικό χρέος, έτσι και το αυξανόμενο κυβερνητικό χρέος μπορεί να παρατείνει για λίγο τη λειτουργία μιας καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά πάντα για λίγο. Κι όπως ακριβώς το καταναλωτικό χρέος, στο τέλος οδηγεί σε σοβαρότερα προβλήματα. Είναι ένας ακόμη τρόπος να γίνουν τα πράγματα λίγο καλύτερα βραχυπρόθεσμα, υπονομεύοντας το μέλλον τους μακροπρόθεσμα.
2.3 Χρηματοπιστωτικά μαγειρέματα
Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι επίσης, να προσπαθήσει μια κυβέρνηση να κρατήσει την οικονομία στα πόδια της. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς υπάγονται στην κατηγορία της “μόχλευσης”. Δηλαδή, μέθοδοι αντιμετώπισης επιφανειακών προβλημάτων, κι όχι των βασικών αντιφάσεων της υπερπαραγωγής. Ωστόσο, πολλές φορές το ψείρισμα ενός επιφανειακού προβλήματος μπορεί να είναι η αφετηρία για την προοδευτική αποκάλυψη βαθύτερων αντιφάσεων που βγαίνουν στην επιφάνεια. (Τελικά, θα έρθουν στο φως αναπόφευκτα, λόγω της πίεσης που ασκούν υπόγεια ενώ συσσωρεύονται).
Πολλές απ’ αυτές τις “ρυθμιστικές” μεθόδους περιλαμβάνουν νομισματικά μαγειρέματα από τις κεντρικές τράπεζες των διαφόρων χωρών. Εδώ κολλάει και η τακτική μόχλευση των επιτοκίων για τις εμπορικές τράπεζες απ’ την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (κι ως εκ τούτου έμμεσα και για τους πελάτες των τραπεζών αυτών). Εάν τα επιτόκια είναι υψηλά, οι επιχειρήσεις θα αποφύγουν να δανειστούν χρήματα ώστε να χτίσουν νέες παραγωγικές μονάδες ή να αναβαθμίσουν τα μηχανήματά τους, και οι καταναλωτές θα διστάσουν να δανειστούν χρήματα για να αγοράσουν αυτοκίνητα και σπίτια. Απ’ την άλλη, εάν τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά στη διάρκεια οικονομικής ευφορίας, μπορεί να υπάρξει μια ταχεία επέκταση των επενδύσεων και της παραγωγής ώστε να αναπτυχθούν ελλείματα από διάφορα είδη εμπορευμάτων -περιλαμβανομένου του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, νέων αυτοκινήτων και σπιτιών- που μπορούν να οδηγήσουν σε έναν προσωρινό πληθωρισμό και σε άλλες ακόμη πιο αρνητικές συνέπειες (όπως για παράδειγμα σε μια τεράστια αύξηση σε αμφίβολα δάνεια κι επενδύσεις).
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα προσπαθεί να κρατήσει την οικονομία σε μια λίγο-πολύ ισορροπία, χαμηλώνοντας τα επιτόκια όποτε υπάρχουν σημάδια αδυναμίας στην οικονομία, όπως όταν ο όγκος των αποθεματικών των επιχειρήσεων είναι σχετικά χαμηλός, και αυξάνοντας τα επιτόκια όποτε η οικονομία “υπερθερμαίνεται”- όταν δηλαδή ο πληθωρισμός ξεφεύγει απ’ τον έλεγχο, ή όταν υπάρχει πάρα πολλή “παράλογη ευμάρεια”, όπως για παράδειγμα το άγριο κερδοσκοπικό πάρτυ των χρηματιστηρίων όπως αυτό των τελών της δεκαετίας του ’90 στις ΗΠΑ (Κατά τρόπο ειρωνικό βέβαια, αυτό το συγκεκριμένο πάρτυ είχε ενορχηστρωθεί σ’ έναν βαθμό απ’ την ίδια την Ομοσπονδιακή Τράπεζα εσκεμμένα, προκειμένου να συγκρατήσει μια παγκοσμιοποίηση της ασιατικής χρηματοπιστωτικής κρίσης του 1997-98).
Ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε ότι ακόμα και τα πολύ χαμηλά επιτόκια δεν οδηγούν πάντοτε τους καπιταλιστές να δανειστούν χρήμα για νέες επενδύσεις. Ας υποθέσουμε ότι μια επιχείρηση εκτιμά να βγάλει ένα “λογικό” κέρδος όταν δανείζεται με επιτόκιο 6%. Όταν τα μόνα διαθέσιμα δάνεια ξεκινούν από 8% και άνω, τότε ούτε θα δανειστεί, ούτε θα επενδύσει. Όμως ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ήδη ένα πλεόνασμα εμπορευμάτων κι επενδύσεων, οπότε δεν υπάρχει προοπτική να πωληθούν τα προϊόντα μιας μελλοντικής παραγωγικής μονάδας ώστε να βγει ένα κάποιο κέρδος. Τότε παύει να έχει νόημα ο δανεισμός χρήματος ακόμα κι αν το επιτόκιο τείνει στο μηδέν! Και το βλέπουμε στην πράξη αυτό στην Ιαπωνία σήμερα, όπου οι τράπεζες δεν μπορούν να εντοπίσουν αξιόπιστες επιχειρήσεις να τους δανείσουν χρήματα (και που επιθυμούν οι ίδιες να δανειστούν χρήματα), ακόμη κι αν έχουν ρίξει τα επιτόκια στο 1% ή κι ακόμη χαμηλότερα! (Ο κεϋνσιανός όρος γι’ αυτήν την κατάσταση είναι “παγίδα ρευστότητας”, αν και αυτή η ορολογία μάλλον συσκοτίζει την πραγματικότητα).
Οι κεντρικές τράπεζες κάνουν όμως και κάτι άλλο: προσαρμόζουν τον ρυθμό της κοπής νέου χρήματος (ή, στην πραγματικότητα, τους διάφορους τύπους παροχής χρήματος, που μπορεί να περιλαμβάνουν τόσο τραπεζικά αποθεματικά, ομόλογα και άλλες ρευστοποιήσιμες επενδύσεις, καθώς και το πραγματικό χρήμα). Οι κυβερνήσεις (μέσω των κεντρικών τραπεζών ή του υπουργείου οικονομικών) μπορούν επίσης να επηρεάσουν την ισοτιμία του εθνικού νομίσματος προς άλλα νομίσματα. Αυτό, ωστόσο, μπορεί να πάει πέρα από μια απλή μόχλευση. Είναι πράγματι μια μέθοδος να φορτώσει μια χώρα μέρος των οικονομικών προβλημάτων της σε μια άλλη. Κι αυτό επίσης έχει τα όριά του, ενώ δε βοηθά την καπιταλιστική οικονομία στο σύνολό της.
2.6 Η οικονομία των υπηρεσιών
(Αυτό το θέμα συνδέεται με την κατηγορία της “μη παραγωγικής εργασίας” του Μαρξ, βλ τη σχετική συζήτηση στις Θεωρίες της Υπεραξίας, τόμος 1. Ο Μαρξ ορίζει την εργασία σιτς υπηρεσίες στον τόμο 1 του Κεφαλαίου ως “μια έκφραση για τη συγκεκριμένη αξία χρήσης της εργασίας εκεί όπου αυτή χρησιμεύει όχι ως αντικείμενο αλλά ως δραστηριότητα”). Ένα ακόμη μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών -ιδιαίτερα των ΗΠΑ και των άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών- είναι αφιερωμένο στην παροχή υπηρεσιών, κι όχι στην παραγωγή προϊόντων για πώληση (υλικά εμπορεύματα). Αυτό εν μέρει οφείλεται στην πραγματική επέκταση της βιομηχανίας των υπηρεσιών, όμως επίσης οφείλεται στην ολοένα αυξανόμενη παραγωγικότητα στις κατασκευαστικές, και την μετατόπιση ολοένα και περισσότερων κατασκευαστικών στην Κίνα και τις άλλες “τριτοκοσμικές” χώρες. Από το 2007 ήδη, οι υπηρεσίες αποτελούν το 60% της οικονομίας των ΗΠΑ, από 55% την προηγούμενη δεκαετία και 52% δυο δεκαετίες πριν. (Πηγή: James C. Cooper, “Services: A Heavyweight in a Hard Fight”, Business Week, 19 Μαΐου 2008, σελ. 9. Παραδόξως, για αστός οικονομολόγος, ο Cooper ορθά δηλώνει: “Ωστόσο, παρά την αύξουσα σημασία τους (των υπηρεσιών), οι πιο σημαντικοί κινητήρες του επιχειρηματικού κύκλου ήταν πάντοτε η παραγωγή αγαθών και οι κατασκευαστικές…”)
Ορισμένες υπηρεσίες αποτελούν βοηθητικό σκέλος της διαδικασίας παραγωγής και διαφήμισης εμπορευμάτων. Οι έμποροι που πωλούν εμπορεύματα στη λιανική, παρέχουν στην ουσία μια υπηρεσία -την υπηρεσία της συγκέντρωσης εμπορευμάτων από έναν μεγάλο αριθμό παραγωγών, και τη βολική τους διάθεση στο κοινό. Όμως οι περισσότερες υπηρεσίες δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι περισσότερες περιλαμβάνουν τυπικά την πρόσληψη ορισμένων ατόμων για μια εργασία που από μόνη της ούτε παράγει εμπορεύματα, ούτε αφορά τη διαφήμιση ή τη διανομή εμπορευμάτων. Σ’ αυτού του είδους τις υπηρεσίες περιλαμβάνονται απ’ το να πάρουμε ένα γειτονόπουλο για βοήθεια στο χωράφι, μέχρι την πρόσληψη ενός επενδυτικού γραφείου από μια γιγαντιαία πολυεθνική για να κανονίσει την επιτυχή προσάρτηση μιας άλλης γιγαντιαίας επιχείρησης.
Απ’ τη στιγμή που ο τομέας των υπηρεσιών αυξάνεται σε σχέση με τον τομέα της κατασκευής, θα μπορούσε να βρεθεί εκεί μια λύση στην εγγενή τάση του καπιταλισμού προς την υπερπαραγωγή; Η βασική ιδέα εδώ είναι ότι τα αγαθά δεν μπορούν να πωληθούν στους εργάτες του κατασκευαστικού τομέα (καθώς οι μισθοί τους ισοδυναμούν μόνο σ’ ένα μέρος της αξίας των αγαθών που παράγουν), οπότε θα μπορούσαν να πωληθούν στους εργάτες των υπηρεσιών.
Μέρος του σφάλματος σ’ αυτή τη σκέψη γίνεται φανερό μόλις αναζητήσουμε το πού θα βρουν οι εργάτες των υπηρεσιών το εισόδημά τους. Άν ένας βιομηχανικός εργάτης πληρώσει έναν μηχανικό αυτοκινήτων 300 δολλάρια για να του διορθώσει το αμάξι, ο μηχανικός θα έχει στη διάθεσή του 300 δολλάρια παραπάνω να ξοδέψει, όμως ο εργάτης της βιομηχανίας θα έχει 300 δολλάρια λιγότερα. (Αφήνουμε στην άκρη το μικρό ποσοστό των χρημάτων που θα διατεθεί για την αγορά εμπορευμάτων όπως μπουζιά κλπ). Ισχύει ότι ο εργάτης της βιομηχανίας θα “αγοράσει” κάτι χρήσιμο με τα λεφτά του αυτά, όμως ο συνολικός όγκος των χρημάτων που είναι διαθέσιμα για την αγορά των εμπορευμάτων που παράγονται απ’ το σύνολο των καπιταλιστικών επιχειρήσεων παραμένει ο ίδιος.
Όμως, τί γίνεται την ίδια στιγμή με τους πραγματικούς κατόχους του χρήματος, με τους ίδιους τους καπιταλιστές; Δε ξοδεύουν άραγε αυτοί, κατ’ άτομο, πολύ περισσότερα για διαφόρων ειδών υπηρεσίες απ’ ότι οι εργάτες; Δε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ολόκληρη η υπεραξία -την οποία διαφορετικά δε θα ήξεραν τί να την κάνουν- μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε να αποφευχθούν έτσι οι κρίσεις υπερπαραγωγής;
Μπορούμε να το υποθέσουμε φυσικά, με την ίδια λογική που μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι καπιταλιστές μπορεί να συνεχίσουν να χτίζουν μύλους ή εργοστάσια επ’ αόριστον, κι έτσι να αποφευχθεί μια κρίση υπερπαραγωγής. Μ’ άλλα λόγια, αν και είναι μια λογική πιθανότητα, οι καπιταλιστές να ξοδεύουν ολόκληρη την υπεραξία που συσσωρεύουν σε μια ατελείωτη αγορά ολοένα και περισσότερων πολυτελών υπηρεσιών, κάτι τέτοιο δε θα συμβεί ποτέ. Ακόμη κι αν ένας πλούσιος καπιταλιστής προσλάβει δεκαπέντε υπηρέτριες, δυο ή τρεις μάγειρες, άλλους τόσους οδηγούς, μερικούς μπάτλερ, μια χούφτα κηπουρούς, κι ακόμη μια στρατιά υπηρετών απλά για να του βρίσκονται, στο τέλος δε θα έχει την παραμικρή δουλειά για έναν παραπάνω. Ακόμα και πλούσιοι όπως ο Ροκφέλλερ ή ο Μπιλ Γκέιτς, ενώ μπορούν να προσλάβουν χιλιάδες εργάτες υπηρεσιών, ολόκληρες στρατιές, δεν έχουν κανέναν λογικό λόγο να το κάνουν (στμ: πόσο μάλλον όταν στο μεταξύ οι ανταγωνιστές τους μπορούν να επενδύσουν τη δική τους υπεραξία στην παραγωγή).
Ένα βαθύτερο μέρος της εξήγησης του γιατί οι εργάτες που προσλαμβάνονται απ’ τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις για υπηρεσίες δεν μπορούν να ανακουφίσουν το πρόβλημα της υπερπαραγωγής, είναι ότι η ίδια η μορφή της εργασίας στις υπηρεσίες στην πραγματικότητα αυξάνει και η ίδια την υπερπαραγωγή! Για παράδειγμα, οι μέτοχοι και ιδιοκτήτες μιας τράπεζας ή μιας χρηματοπιστωτικής εταιρίας, πουλάν πολύ ακριβότερα στους πελάτες τους -βγάζοντας πολλή περισσότερη υπεραξία- τις υπηρεσίες που παρέχουν οι υπάλληλοί τους, ώστε οι υπάλληλοι αυτοί τελικά πληρώνονται στην πράξη για να παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές. Με άλλα λόγια, οι καπιταλιστές βγάζουν υπεραξία από τους συγκεκριμένους υπαλλήλους, του τομέα των υπηρεσιών, με τον ίδιο τρόπο που βγάζουν οι καπιταλιστές της παραγωγής, κι αυτή η υπεραξία συμβάλλει κατά τον ίδιο τρόπο στη διόγκωση της υπεραξίας που οι καπιταλιστές ως σύνολο, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα πως θα χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά (δηλαδή με κέρδος).
Έτσι, ακόμα και μια τεράστια επέκταση του τομέα των υπηρεσιών μπορεί να ιδωθεί, σ’ έναν σημαντικό βαθμό, ως μια “τεχνητή κατασκευή”, πλασμένη πάνω στα θεμέλια της καπιταλιστικής παραγωγής των υλικών εμπορευμάτων. Ως τέτοια, μπορεί να εξυπηρετήσει σαν μια μερική και προσωρινή βαλβίδα αποσυμπίεσης για ένα μικρό μέρος της πίεσης της υπεραξίας που οι καπιταλιστές συσσωρεύουν σε βάθος χρόνου. είναι πραγματικά σε θέση να ξοδέψουν τεράστια χρηματικά ποσά για να πάρουν στη δούλεψή τους υπηρεσίες όπως τραπεζικοί σύμβουλοι, διαφημιστικές εταιρίες, επενδυτικά γραφεία, κι άλλες διάφορες “επιχειρηματικές υπηρεσίες”. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά “πεταμένα λεφτά”, κάτι το οποίο επιδρά αρνητικά στα κέρδη τους. Ο ανταγωνισμός από εταιρίες που δεν ξοδεύουν τόσα χρήματα, ιδιαίτερα από -στα πλαίσια της “παγκοσμιοποίησης”- ασιατικές επιχειρήσεις χαμηλού κόστους, περιορίζει σοβαρά το πόσο χρήμα μπορούν οι δυτικοί καπιταλιστές να πετάξουν από δω κι από κει.
Όταν μια κρίση υπερπαραγωγής γίνει πραγματικά έντονη, υπάρχει πάντοτε μια ξαφνική και σοβαρή περιστολή των προηγουμένων εξόδων. Την επόμενη φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο θα περιλαμβάνει ένα δραματικό κραχ της οικονομίας των υπηρεσιών, ενδεχομένως ακόμη μεγαλύτερο απ’ το κραχ που ήδη λαμβάνει χώρα στον κατασκευαστικό τομέα. Το γεγονός ότι ο τομέας των υπηρεσιών (και ιδιαίτερα ο χρηματοπιστωτικός τομέας) είναι σήμερα το ισχυρότερο σημείο της αμερικανικής οικονομίας θα πρέπει να ληφθεί σαν μια σοβαρή προειδοποίηση του πόσο άσχημη θα γίνει η κατάσταση.
2.7 “Καζινοκαπιταλισμός”: Οικονομία του καζίνο
Υπάρχει κάτι ακόμη που μπορούν να κάνουν οι ίδιοι οι καπιταλιστές προκειμένου να συνεχίσουν το παιχνίδι για λίγο ακόμη, και η λέξη παιχνίδι δεν είναι τυχαία. Μπορούν να επινοούν ολοένα και διαφορετικά “ασφάλιστρα” και “παράγωγα”, ώστε να διογκώνουν τεχνητά την κερδοσκοπία των επενδύσεών τους σε ολοένα και μεγαλύτερα και τελικά παντελώς αφηρημένα ύψη.
Το χρηματιστήριο δεν είναι στην ουσία παρά ένα καζίνο, και μάλιστα στημένο. Ένας κάτοχος μετοχών συνήθως λαμβάνει μια περιοδική πληρωμή του μεριδίου που του αναλογεί απ’ τις δηλωμένες μετοχές της επιχείρησης (η οποία πληρωμή φυσικά προέρχεται απ’ την ακόμη μεγαλύτερη υπεραξία που βγαίνει απ’ τους εργάτες της επιχείρησης). Τα μερίσματα αυτά ήταν πιο κοινά στο παρελθόν: το 1978, το 66% των επιχειρήσεων που είχαν εγγραφεί στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ έδιναν μερίσματα, ενώ το 1999 μόλις το 20,8% -πηγή: έρευνα του Eugene F. Fama του Πανεπιστημίου του Σικάγο και του Kenneth French του MIT, από το άρθρο του Robert Kuttner, “The Case of the Disappearing Dividend”, Business Week, 9 Σεπτεμβρίου 2002, σελ. 28). Με μερίσματα ή χωρίς, η τιμή των μετοχών ανεβοκατεβαίνει, κι αυτές οι διακυμάνσεις μετατρέπονται σε διακύβευμα εντονότερου τζόγου. Ο στόχος είναι προφανώς να αγοράζει κανείς χαμηλά, κι έπειτα να πουλάει υψηλά, κι αυτός γίνεται τελικά ο λόγος που οι περισσότεροι επενδυτές αγοράζουν μετοχές, κι όχι τα μερίσματα, ακόμη κι όταν υπάρχουν αυτά.
Ακόμη χειρότερα, στις περιόδους ευφορίας, επικρατεί μια ατμόσφαιρα που θυμίζει σχήματα-πυραμίδας ή Πόνζι όπως λέγονται (στμ: πρόκειται για σχήματα όπου ο κάθε μέτοχος μοιάζει να κερδίζει περισσότερο όσο περισσότερους νέους μετόχους καταφέρει να εντάξει στο σχήμα, καθώς τα κέρδη του προέρχονται από μέρος των χρημάτων που θα συνεισφέρουν οι νέοι μέτοχοι κι όχι απ’ το όποιο προϊόν -εάν υπάρχει καν αυτό. Η ατμόσφαιρα αυτή είναι γνωστή από τις αλβανικές τράπεζες των μεσών της δεκαετίας του ’90, αλλά και το ελληνικό χρηματιστήριο των τελών της δεκαετίας αυτής): “Ανατιμητικές αγορές” όπου αγοράζει κανείς μετοχές μόνο και μόνο επειδή η τιμή τους εμφανίζεται διαρκώς να αυξάνει. Ο κόσμος αγοράζει μετοχές βασικά και κύρια για την “υπόσχεση” ότι θα μπορέσει αργότερα να τις πουλήσει με ένα μεγάλο κέρδος. Τελικά, όλες αυτές οι χρηματιστηριακές φούσκες σκάνε, και η μεγάλη μάζα όσων πιαστήκαν κορόιδα, μένει παγιδευμένη με “τίτλους επενδύσεων” στα χέρια, οι οποίοι αξίζουν πολύ λιγότερα απ’ όσα πλήρωσαν για να τους αποκτήσουν. (Ακόμη κι ένας αστός οικονομολόγος πριν από μας, ο Robert J. Shiller του πανεπιστημίου του Yale, στο βιβλίο του Irrational Exuberance, 2000, είχε παρατηρήσει την αναλογία χρηματιστηρίου και σχημάτων Πόνζι, κάνοντας λόγο για “διαδικασία αυθόρμητης εμφάνισης σχημάτων Πόνζι”. Ωστόσο, ο Ένγκελς είχε σχεδόν προλάβει τον Shiller κατά έναν αιώνα, όταν έγραφε στον Bebel το 1893 ότι “Το χρηματιστήριο είναι ένας θεσμός όπου οι αστοί εκμεταλλεύονται όχι του εργάτες αλλά ο ένας τον άλλον”, αν και βέβαια στο σύγχρονο χρηματιστήριο δεν τζογάρουν μόνο οι καπιταλιστές, αλλά επίσης η “μεσαία τάξη”, κι ακόμα και πολλοί εργάτες, αλλά κυρίως αυτοί που διαχειρίζονται τις συντάξεις και τις καταθέσεις των εργατών…)
Όμως, στη διάρκεια του περασμένου αιώνα, και ιδιαίτερα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του, η τζογαδόρικη όψη της επένδυσης ξέφυγε πολύ, πολύ μακρύτερα απ’ τον βασικό τζόγο με τις τιμές των μετοχών -τόσο πολύ μάλιστα, που ακόμα και πολλοί αστοί σχολιαστές αποκάλεσαν την αμερικανική οικονομία “καζινοκαπιταλισμό”. Φυσικά, υπάρχει η αγορά μετοχών με πίστωση (“margin”), δηλαδή ο δανεισμός χρήματος για αγορά μετοχών. Υπάρχουν οι μετοχές με δικαίωμα προαίρεσης (“options”), με το δικαίωμα αγοράς μιας συγκεκριμένης αξίας μέχρι μια καθορισμένη ημερομηνία λήξης. Υπάρχουν οι μετοχές με δικαίωμα αγοράς (“puts”) και πώλησης (“calls”), με την υποχρέωση αγοράς ή πώλησης μιας συγκεκριμένης αξίας μετοχών σε κάποια στιγμή στο μέλλον. Υπάρχουν επίσης τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (“futures”) για την αγορά ή πώληση αξιών στο μέλλον, σε μια δεδομένη τιμή, είτε ο “πωλητής” έχει στην ιδιοκτησία του τα εμπορεύματα αυτή τη στιγμή είτε όχι. Τέτοιου είδους παράγωγα, όπως τα futures, δικαιολογούνται απ’ τον επιχειρηματικό κόσμο ως ένας τρόπος να ελαχιστοποιούν το ρίσκο. Ισχύει ότι μια -σύμφωνα με τον ορισμό- χρήση αυτών των συμβολαίων από έναν κεφαλαιούχο μπορεί όντως να μειώσει το ρίσκο του. Όμως το κατορθώνει αυτό απλώς μεταφέροντας το ρίσκο σ’ έναν άλλον κερδοσκόπο.
Πέρα απ’ τις ίδιες τις μετοχές, υπάρχουν διάφορα χρηματοπιστωτικά “παράγωγα”, περιλαμβανομένων των αγορών μελλοντικής εκπλήρωσης για διεθνή νομίσματα, ομόλογα, ακόμα και για προϊόντα συνδεδεμένα με τους ίδιους τους γενικούς δείκτες του χρηματιστηρίου ή των αγορών ομολόγων. Έτσι, μπορεί κανείς τη σήμερον ημέρα να τζογάρει άμεσα για το άν μια μετοχή θα ανέβει ή θα πέσει μέσα στους επόμενους μήνες. Η “πιο συναλλασόμενη μετοχή του κόσμου” αυτή τη στιγμή, δεν είναι καν μια μετοχή κάποιας επιχείρησης, αλλά ο ίδιος ο δείκτης του χρηματιστηρίου Nasdaq, που καθημερινά αλλάζουν χέρια κάπου 100 εκατομμύρια μετοχές, διπλάσιες από αυτές της Intel ή της Microsoft (πηγή: “ETF Strategies for Long-Term Investors”, ειδικό διαφημιστικό ένθετο στο Business Week, 8 Νοεμβρίου 2004, σελ. 29).
Όλα αυτά τα εξωτικά πραγματάκια -options, futures, swaps, warrants, κλπ- λέγονται αλλιώς “παράγωγα” (επειδή παράγονται από τα πραγματικά μερίσματα ιδιοκτησίας), και είναι ενδεικτικά της ατελείωτης επινοητικότητας των καπιταλιστών της πίστωσης, στο να δημιουργούν και να προωθούν τέτοια κόλπα. Το τελευταίο (προς το παρόν!) απ’ αυτά τα κόλπα μόχλευσης του τζόγου υψηλών αποδόσεων και ελαχιστοποίησης του ρίσκου, είναι τα λεγόμενα “hedge funds”, τα “αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου”. Αυτά εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ ήδη εδώ και δυο δεκαετίες. Στη διάρκεια της Ασιατικής Κρίσης του 1997-98, η κατάρρευση σχεδόν μιας απ’ αυτές τις τεράστιες κερδοσκοπικές εταιρίες, της Long-Term Capital Management, ήταν τόσο απειλητική για τις ΗΠΑ και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, που η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αναγκάστηκε να παρέμβει και να ξεχρεώσει την εταιρία ξοδεύοντας αρκετά δισεκατομμύρια δολλάρια.
Κι έπειτα ήρθε η Enron, που κατέρρευσε στα τέλη του 2001. Αν και αρχικά μια εταιρία παραγωγής σωληνών, η Enron εξελίχθηκε γρήγορα σ’ ένα hedge fund γενικού εμπορεύματος -μια εκλεπτυσμένη κερδοσκοπική επιχείρηση που κατάφερε για ένα διάστημα να κρύψει το ολοένα και μεγαλύτερο ρίσκο της μέσω “δημιουργικής λογιστικής”. Η Enron εμφάνιζε μια κεφαλαιοποίηση του ύψους των 80 δισ. δολλαρίων. Υπήρχε άραγε ένα τόσο τεράστιο κεφάλαιο το οποίο ξαφνικά εξαϋλώθηκε; Όχι, δεν ήταν παρά αυτό που έλεγε ο Μαρξ “πλασματικό” κεφάλαιο (βλ. Καρλ Μαρξ – Το Κεφάλαιο, τόμος ΙΙΙ), φανταστικό κεφάλαιο. (Το πλασματικό κεφάλαιο είναι η κεφαλαιοποίηση των μελλοντικών τόκων ή των υποτιθέμενων “εσόδων”). Όμως το πλασματικό αυτό κεφάλαιο είναι τόσο διαδεδομένο και τόσο σημαντικό στον σύγχρονο καπιταλισμό που περιπτώσεις ξαφνικής εξαφάνισής του μπορούν να προκαλέσουν ή να εντείνουν ήδη υπάρχουσες κρίσεις.
Ακόμη κι αν η κατάρρευση της Enron ή της WorldCom (το 2002) ήταν οι δυο μεγαλύτερες χρεωκοπίες στην ιστορία των ΗΠΑ (μέχρι στιγμής!), δε σημαίνει ότι σήμαναν και το τέλος αυτής της κερδοσκοπικής οικονομίας του καζίνο που έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη σ’ αυτήν τη χώρα. Ολόκληρη η αμερικανική οικονομία, ίσως δεν είναι “μια μεγάλη Enron”, όμως ένα ολοένα και μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος της είναι.
2.8 Νέες βιομηχανίες
Εκτός από τα τεχνητά μέσα που διαθέτουν οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις ώστε να κρατούν την οικονομία σε λειτουργία, υπάρχει κι ένα λιγότερο “αυτοματοποιημένο” μέσο που τους βοηθά σ’ έναν περιορισμένο βαθμό: οι επιστημονικές ανακαλύψεις και οι νέες τεχνολογίες, που κατά καιρούς οδηγούν στη γέννηση ολόκληρων νέων βιομηχανιών. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, αυτές οι νέες βιομηχανίες περιλάμβαναν τον σιδηρόδρομο, την ατμομηχανή, τα ατμόπλοια, κι έπειτα στο τέλος του αιώνα, το ηλεκτρικό φως και τον ηλεκτροκινητήρα. Στις αρχές του 20ου τα αυτοκίνητα, το ραδιόφωνο και τα αεροπλάνα. Αργότερα κατά τον 20ό αιώνα τα διαστημόπλοια και τους υπολογιστές, και στο τέλος του αιώνα το διαδίκτυο.
Η επέκταση των νέων βιομηχανιών, σημαίνει ότι ολόκληρες νέες περιοχές όπου προηγουμένως θα ήταν “πλεονάζον” κεφάλαιο μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Νέες περιοχές όπου μπορούν να γίνουν κερδοφόρες επενδύσεις ανοίγονται. Όμως αυτό έχει δευτερευόντως ορισμένα αρνητικά. Μερικές παλαιότερες βιομηχανίες συνήθως καταρρέουν (τουλάχιστον εν μέρει), καθώς οι νέες βιομηχανίες τις αντικαθιστούν. Γενικά, ωστόσο, υπάρχει ένα θετικό ισοζύγιο στο κέρδος του κεφαλαίου σε ευκαιρίες επένδυσης. Αν και αυτές εμφανίζονται άπαξ για κάθε νέα βιομηχανία.
Ένας άλλος αρνητικός παράγοντας προκύπτει καθώς οι νέες τεχνολογίες συνήθως επιτρέπουν μια αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας. Στον βαθμό που η αυξημένη παραγωγικότητα οδηγεί σε αυξημένους μισθούς, η αγορά στο σύνολό της μπορεί να επεκταθεί (στμ: περισσότερα εμπορεύματα παράγονται, περισσότερα μπορούν να αγοραστούν, άρα να πωληθούν). Όμως η άνοδος της παραγωγικότητας σημαίνει επίσης, εξ ορισμού, ότι λιγότεροι άνθρωποι είναι αναγκαίοι προκειμένου να κάνουν τη δουλειά που προηγουμένως απαιτούσε περισσότερους -με άλλα λόγια, οδηγεί σε μεγαλύτερη ανεργία- κάτι που μειώνει τη συνολική αγορά.
Επιπλέον, κάτω από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, οι καπιταλιστές τείνουν να κρατούν ένα δυσανάλογο μερίδιο της αυξημένης αξίας που παράχθηκε χάρις στις βελτιώσεις της παραγωγικότητας. Κάτι τέτοιο αυξάνει το μερίδιο της υπεραξίας τους, κι έτσι (προσωρινά τουλάχιστον) τα κέρδη τους. Όμως την ίδια στιγμή, τείνει επίσης να επιβαρύνει τη βασική αντίφαση της καπιταλιστικής παραγωγής, αυξάνοντας το διαθέσιμο πλεονάζον κεφάλαιο. Ειδικά καθώς οι νέες βιομηχανίες εδραιώνονται και περνάει ο πυρετός των νέων επενδύσεων, φαίνεται στο τέλος πως δεν έχουν γλυτώσει απ’ το πρόβλημα του “πλεονάζοντος κεφαλαίου”, αλλά αντίθετα μόλις ξεκινά να σοβαρεύει.
Απ’ την άποψη της ορθολογικής κατανομής των πόρων, ένα ακόμη πρόβλημα με τις νέες βιομηχανίες είανι η τάση προς έναν επενδυτικό “πυρετό του χρυσού”, καθώς μια πραγματική μανία υπερβολικής και εξαιρετικά σπάταλης επένδυσης λαμβάνει χώρα. Καθώς μια νέα βιομηχανία αναπτύσσεται, τεράστια ποσά κεφαλαίου ξοδεύονται και χάνονται στη διαδικασία αυτή. Οι παράλογες δαπάνες της φούσκας των εταιριών του διαδικτύου στα τέλη της δεκαετίας του ’90, επιβεβαιώνουν απλώς την αλήθεια αυτής της γενικής παρατήρησης. Ωστόσο, απ’ την άποψη της υγείας του καπιταλισμού, αυτή η σπατάλη -όπως κάθε σπατάλη, βλ. το 2.13 παρακάτω- είναι ουσιαστικά ευεργετική! Μ’ άλλα λόγια, οι νέες βιομηχανίες πρακτικά ανοίγουν τον δρόμο για περισσότερες επενδυτικές ευκαιρίες απ’ όσες λογικά υπάρχουν, κάτι που τείνει να μετριάσει (σε περιορισμένο βαθμό) το θεμελιώδες πρόβλημα του πλεονάζοντος κεφαλαίου.
Εν ολίγοις, η νέα τεχνολογία και οι νέες βιομηχανίες δεν μπορούν να επιλύσουν την αντίφαση μεταξύ των επιβεβλημένων περιορισμών στην καταναλωτική δύναμη των μαζών και στην τάση των καπιταλιστών να επεκτείνουν απεριόριστα την παραγωγή. Αρχικά οι νέες βιομηχανίες μπορεί να βοηθήσουν λίγο -ίσως περισσότερο λόγω της σπατάλης του πυρετού των νέων επενδύσεων παρά κάθε λογικής ανάγκης για νέες επενδύσεις- όμως στη συνέχεια δεν μπορεί παρά να χειροτερέψουν κι άλλο τη θεμελιώδη αντίφαση. Καθώς η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος συνεχίζεται, αυτή η αρνητική τελική κατάσταση ολοένα και περισσότερων βιομηχανιών τείνει να κυριαρχήσει επί των αρχικών θετικών αποτελεσμάτων της κάθε μίας. Εν συντομία, η ικανότητα της νέας τεχνολογίας να απαλύνει το πρόβλημα του καπιταλισμού χάνει γρήγορα την αποτελεσματικότητά της.
2.9 Πιστωτικές φούσκες
Υπάρχουν λοιπόν αρκετά πράγματα που οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις μπορούν να κάνουν για να τονώσουν την κατανάλωση, να χρησιμοποιήσουν το πλεονασματικό κεφάλαιο, και τελικά να συνεχίσουν την παραγωγή. Διαφέρουν ως προς την αποτελεσματικότητά τους, κι ως προς τον βαθμό που αντιμετωπίζουν το βασικό πρόβλημα -το γεγονός δηλαδή ότι η καταναλωτική δύναμη της καπιταλιστικής κοινωνίας αυξάνεται πολύ πιο αργά απ’ ό,τι η παραγωγική δύναμη της κοινωνίας αυτής (λόγω της αντίφασης μεταξύ της περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών, και της τάσης των καπιταλιστών να επεκτείνουν απεριόριστα την παραγωγή). Οι μέθοδοι που αντιμετωπίζουν το βασικό αυτό πρόβλημα, και που πραγματικά φαίνεται να το λύνουν για λίγο καιρό -όπως μια ολοένα και αυξανόμενη πίστωση με την μορφή καταναλωτικών δανείων και μια ολοένα και αυξανόμενη κεϋνσιανή ελλειματική δαπάνη εκ μέρους της κυβέρνησης- όλες καταρρέουν τελικά, οδηγώντας σε ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή.
Όταν οι πιστωτικές φούσκες αρχίζουν να σκαν (είτε είναι φούσκες καταναλωτικών δανείων, είτε μετοχών, είτε κυβερνητικού δανεισμού, είτε χρηματιστηριακές ή φούσκες της αγοράς ακινήτων) τελικά προκαλούν, ή συμβάλλουν σε μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση. Κι όταν μια τέτοια κρίση ξεσπά, συνήθως επεκτείνεται και σε άλλες σφαίρες. Με δεδομένη την αβεβαιότητα που κυριαρχεί τότε, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις γίνονται καχύποπτες και συχνά κόβουν περικόπτουν κάθε επενδυτικό πλάνο. Οι επιχειρήσεις που επιλέγουν να εφαρμόσουν παρολαυτά τον επενδυτικό σχεδιασμό τους, βρίσκουν συνήθως τους τραπεζίτες πιο επιφυλακτικούς απέναντι στις αιτήσεις δανείων τους. Οι καταναλωτές βρίσκουν επίσης αυξανόμενη δυσκολία να λάβουν δάνεια, κι όλα αυτά τα γεγονότα ενισχύουν το ένα το άλλο, οδηγώντας σαν αλυσιδωτή αντίδραση σε μια επερχόμενη αντίφαση. Ο κόσμος σταματά να αγοράζει πράγματα που άλλοτε θα αγόραζε. Η λιανική αγορά πέφτει και τα εμπορεύματα που μένουν απούλητα στις αποθήκες συσσωρεύονται. Υπάρχει μια ξαφνική αντίληψη πως η αγορά έχει συρρικνωθεί για πολλά εμπορεύματα, και οι περισσότερες επενδύσεις αναβάλλονται. Οι επιχειρήσεις αρχίζουν να απολύουν εργάτες, οι οποίοι τότε αγοράζουν ακόμα λιγότερα, λόγω της μείωσης του εισοδήματός τους (στην πράξη αυτό μπορεί απλώς να αναβληθεί για λίγο όπου υπάρχουν αποζημιώσεις για τις απολύσεις, ισχυρά ταμεία ανεργίας κλπ). Οι απολυμένοι εργάτες δεν μπορούν πια να πάρουν δάνεια όσο εύκολα μπορούσαν πριν απολυθούν. Και ούτω καθεξής, σ’ έναν δυνητικά καταστροφικό φαύλο κύκλο.
Όταν εξαπολύονται τέτοιες τεράστιες δυναμικές, η οικονομία κινδυνεύει να βρεθεί σε μια καθοδική δίνη προς μια ολοένα και βαθύτερη κρίση υπερπαραγωγής. Μερικές φορές η παρέμβαση των κυβερνήσεων μπορεί να συγκαλύψει το εύρος της κρίσης, και να αναβάλλει την ολοκληρωτική καταστροφή μέχρι την επόμενη μέρα. Μερικές φορές δεν μπορεί. Με άλλα λόγια, είναι συνήθως οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις που αποτελούν τον πυροκροτητή των κρίσεων υπερπαραγωγής.
2.10 Η πίστωση υπάρχει για να διευκολύνει την υπερπαραγωγή
Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στη φύση των χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Κατ’ αρχήν, τί είναι η πίστωση; Πώς προέκυψε και γιατί υπάρχει στην οικονομία; Ο Μαρξ σημειώνει ότι “το χρηματοπιστωτικό σύστημα το ίδιο, προκύπτει από τις δυσκολίες που συναντά το κεφάλαιο να δραστηριοποιηθεί “παραγωγικά”, δηλαδή με “κερδοφόρα”. Και κατόπιν γράφει: “Η υπερπαραγωγή, το πιστωτικό σύστημα κλπ, είναι μέσα με τα οποία η καπιταλιστική παραγωγή προσπαθεί να ξεπεράσει τα ίδια τα όριά της, και να παράξει πέρα και πάνω απ’ τα όριά της. Η καπιταλιστική παραγωγή, διαθέτει απ’ την μια πλευρά αυτήν την κινητήρια δύναμη, κι απ’ την άλλη, μπορεί να αντέξει μόνο την παραγωγή που μπορεί να χωρέσει εντός της κερδοφόρας επένδυσης του υπάρχοντος κεφαλαίου. Έτσι προκύπτουν οι κρίσεις… (Καρλ Μαρξ – Θεωρίες της Υπεραξίας, τόμος 3).
Πράγματι, η πίστωση υφίσταται προκειμένου να διευκολύνει την υπερπαραγωγή, δηλαδή, την παραγωγή πέρα από τα όρια εντός των οποίων μπορεί το κεφάλαιο να επενδυθεί με κέρδος (φυσικά, η αστική τάξη δεν βλέπει καθόλου έτσι τα πράγματα).
Οι χρηματοπιστωτικές φούσκες κάθε είδους (καταναλωτικά, επιχειρηματικά και κυβερνητικά χρέη), δεν είναι κάτι που μπορεί να αποφευχθεί μέσα στον καπιταλισμό, αλλά αντίθετα είναι πράγματα που είναι απαραίτητα για να λειτουργεί ο καπιταλισμός. Όσο περισσότερο αναπτύσσονται οι μηχανισμοί που ευνοούν τη δημιουργία τέτοιων φουσκών, τόσο πιο επιτυχημένη είναι η καπιταλιστική κοινωνία (μέχρι να σκάσει η φούσκα!). Όταν η φούσκα σκάσει και ξεσπάσει η κρίση, πάντα φαίνεται εκ των υστέρων σαν να υπήρξε ένας τεράστιος παραλογισμός από μεριάς των τραπεζών, των βιομηχάνων, των καταναλωτών και της κυβέρνησης, που τόσο καιρό επέτρεπε τη διόγκωση αυτής της φούσκας. Όμως αν δεν “επιτρεπόταν” (και δεν ενθαρρυνόταν με κάθε τρόπο) η ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής φούσκας, τότε η κρίση απλά θα ξεσπούσε πολύ νωρίτερα. Στην πράξη, αν δεν υπήρχαν χρηματοπιστωτικές φούσκες, δε θα υπήρχε καθόλου καπιταλιστική ανάπτυξη.
Ένας από τους λόγους για την μαζική, και διαρκώς επιδεινούμενη στασιμότητα που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της σοβιετικής μορφής κρατικού καπιταλισμού κατά την περίοδο του “ρεβιζιονισμού” (1956-1991) ήταν ότι το σύστημα εκείνο διέθετε εντελώς υποανάπτυκτους μηχανισμούς για τη δημιουργία χρηματοπιστωτικών φουσκών. Η μεγαλύτερη φούσκα που δημιούργησε ήταν υπό την μορφή του κρατικού χρέους σε τρίτες χώρες, ενώ υπήρχαν ελάχιστες πιστωτικές κάρτες, και φαινομενικά μηδενικές υποθήκες. Γι αυτόν τον λόγο και η κρίση υπερπαραγωγής στη ρεβιζιονιστική Σοβιετική Ένωση δεν πήρε την μορφή που γνωρίζουμε στη Δύση, ξεκινώντας δηλαδή από το σκάσιμο μιας νομισματικής φούσκας και το ξέσπασμα μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
2.11 Όταν σκάνε οι φούσκες
Οι οικονομικές κρίσεις στον σύγχρονο καπιταλισμό (εκτός απ’ τον μονοπωλιακό καπιταλισμό σοβιετικού τύπου) συνήθως ξεκινούν με -και πάντοτε περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο- χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Αυτό εν μέρει εξηγείται επειδή, όπως αναφέραμε νωρίτερα, η πίστωση έχει καταστεί ένα μείζον μέσο προσωρινής υπέρβασης του βασικού προβλήματος της καπιταλιστικής παραγωγής: του γεγονότος δηλαδή ότι οι καπιταλιστές δεν πληρώνουν (και ούτε μπορούν να πληρώσουν) τους εργάτες για ολόκληρη την αξία που παράγουν (κι ως εκ τούτου οι εργάτες, ως η κινητήρια δύναμη της κατανάλωσης, δεν μπορούν να αγοράσουν πίσω τα προϊόντα που παράγουν, εκτός αν τους δίνεται μια διαρκώς επεκτεινόμενη πίστωση).
Όλες οι μείζονες μορφές χρέους δημιουργούνται κανονικά -έμμεσα ή άμεσα- για τον σκοπό της προσωρινής υπεκφυγής αυτής της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, που περιλαμβάνει όχι μόνον το καταναλωτικό χρέος, αλλά επίσης το κυβερνητικό χρέος και αρκετό επιχειρηματικό χρέος. Επιπροσθέτως, υπάρχουν κερδοσκοπικές φούσκες (το αποτέλεσμα της “οικονομίας του καζίνο”), και διάφορες παρεμφερείς φούσκες (όπως της κερδοσκοπίας του real estate).
Υπάρχουν αρκετά σημεία που πρέπει να γίνουν κατανοητά όσον αφορά το σκάσιμο αυτών των φουσκών:
Το σκάσιμο μιας απ’ αυτές τις φούσκες, δε σημαίνει αυτόματα και το σκάσιμο όλων τους. Αν καταρρεύσει για παράδειγμα το καταναλωτικό χρέος, αυτό δε σημαίνει ότι και η φούσκα του κυβερνητικού χρέους θα σκάσει (ή ότι αν το κάνει, θα γίνει την ίδια στιγμή).
Παρόλο που αυτές το σκάσιμο αυτών των φουσκών τείνει να είναι ξαφνικό και καταλυτικό, οι φούσκες δεν καταρρέουν πλήρως. (Η φούσκα του χρηματιστηρίου των ΗΠΑ υπέστη μια μείζονα κατάρρευση το 2000-2001, για παράδειγμα, όμως η κατάρρευση δεν ήταν ολοκληρωτική. Ακόμη και μετά την ελεύθερη πτώση, η χρηματαγορά παρέμεινε αρκετά υπερτιμημένη με ιστορικούς όρους -βάσει της αναλογίας τιμής/απόδοσης κλπ. Τα σχετικά στοιχεία παρέχονται από τον Robert Kuttner στο Business Week 15 Απριλίου 2002, σελ. 26).
Ακόμη όμως κι όταν καταρρέουν ολοκληρωτικά, η πλήρης κατάρρευση μιας φούσκας δε συμβαίνει αναγκαστικά με την μία. (Μπορεί δηλαδή να υπάρξει μια διαδοχή από καταρρεύσεις, πιθανώς διανθισμένες με μερική και προσωρινή εκ νέου επέκταση της φούσκας).
Τα σημεία αυτά είναι εν ισχύι ιδιαίτερα απ’ την εποχή της (πρώτης) Μεγάλης Ύφεσης, όταν οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικονομία γίναν για πρώτη φορά τόσο εκτεταμένες και σημαντικές. Αν τα γεγονότα αφεθούν μόνα τους, τότε το σκάσιμο μιας φούσκας απειλεί να οδηγήσει σε μια αλυσιδωτή αντίδραση στην οικονομία, όπου η μια φούσκα θα σκάει μετά την άλλη. Όμως άν η κυβέρνηση παρέμβει σθεναρά προτού κάτι τέτοιο συμβεί, η αλυσιδωτή αντίδραση μπορεί πολλές φορές να διακοπεί (με την προϋπόθεση ότι οι υφέρπουσες αντιφάσεις δε θα έχουν συσσωρευτεί σε ακραία επίπεδα!).
Ένα παράδειγμα είναι αυτό που συνέβη το 2001-2002. Εξ αιτίας της ύφεσης και της (μερικής) κατάρρευσης του χρηματιστηρίου των ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα χαμήλωσε δραστικά τα επιτόκια το 2001. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, πολύς κόσμος να μπορέσει να αγοράσει κατοικίες, κι όσοι είχαν ήδη αγοράσει ένα σπίτι με δάνειο να μειώσουν τα επιτόκιά τους ή/και να λάβουν νέα σημαντικά ενυπόθηκα δάνεια. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια ταχεία ανάπτυξη των τιμών των κατοικιών, στη δημιουργία δηλαδή της στεγαστικής φούσκας, καθώς και σε μια τεχνητή ευφορία που προέκυπτε απ’ την ρευστότητα της φούσκας αυτής, κι όλα αυτά την ίδια στιγμή που η φούσκα του χρηματιστηρίου ξεφούσκωνε (μειώνοντας την επίδραση της ρευστότητας). Όπως έγραφε πρόσφατα το Economist: “Για να το θέσουμε ωμά: μια φούσκα σκάει, καθώς μια άλλη αρχίζει να φουσκώνει” (The Economist, 30 Μαρτίου 2002, σελ. 11).
Ένα ακόμη σημείο σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές φούσκες και τις κερδοσκοπικές φούσκες: Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί άνθρωποι, οι φούσκες αυτές δεν είναι στην πραγματικότητα “η αιτία” της ύφεσης ή της κρίσης. Όπως είδαμε νωρίτερα, οι πιστωτικές φούσκες είναι πάντοτε τρόποι να αναβάλλεται η ύφεση και η στασιμότητα. Απ’ την άλλη, το σκάσιμό τους (ή η μερική κατάρρευσή τους) συχνά πυροδοτεί ή συμπίπτει με το ξεκίνημα της οικονομικής ύφεσης (είτε πρωταγωνιστικά είτε στο παρασκήνιο αυτής). Αντίθετα με τις αντιλήψεις πολλών αστών οικονομολόγων, το θεμελιώδες πρόβλημα δεν έγκειται στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, αλλά στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού ως σύστημα εκμετάλλευσης, δηλαδή απόσπασης υπεραξίας από την εργασία άλλων. Οι κρίσεις συχνά ξεσπούν ωστόσο, στην χρηματιστηριακή ή στην πιστωτική σφαίρα που δημιουργήθηκαν ως μέσο για να ξεπεραστεί η θεμελιώδης αντίφαση του καπιταλισμού.
2.12 Η ψυχολογία του κόσμου
Μια απ’ τις αντιφάσεις που ανακύπτουν στην επιφάνεια των οικονομικών κρίσεων εδρεύει στην μεταβλητή ψυχολογία του κόσμου. Όσο οι δανειστές πιστεύουν ότι στο τέλος θα πληρωθούν, συνεχίζουν να δανείζουν χρήματα. Όσο οι καταναλωτές πιστεύουν ότι στο τέλος θα καταφέρουν να αποπληρώσουν τα επεκτεινόμενα χρέη τους, συνεχίζουν να δανείζονται. Όσο οι καπιταλιστές πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να πουλήσουν με κέρδος τα όσα παράγουν τα εργοστάσιά τους, συνεχίζουν να επεκτείνουν την παραγωγή. Όσο οι κυβερνήσεις πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να τη γλυτώσουν, συνεχίζουν να επεκτείνουν το δημόσιο χρέος προκειμένου να κρατήσουν την οικονομία σε λειτουργία. Εν συντομία, η οικονομία δεν είναι κάτι ανεξάρτητο απ’ το τί πιστεύουν και κάνουν οι άνθρωποι, είτε υπάρχει κάποια λογική βάση σ’ αυτό που πιστεύουν είτε όχι.
Αυτό όμως εγείρει το ζήτημα του γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν ό,τι πιστεύουν. Φυσικά, υπάρχει πάντα ένα είδος ευσεβούς πόθου στους ανθρώπους. Μια βασική αρχή του μαρξιστικού ιστορικού υλισμού είναι ότι οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν αυτό που είναι συμφέρον τους να πιστέψουν. Αυτό είναι απόρροια ενός πιο γενικού, ψυχολογικού αξιώματος που λέει ότι οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν αυτό που θέλουν να πιστεύουν. Οι καπιταλιστές αναζητούν ευκαιρίες για κερδοφόρες επενδύσεις, κι έτσι φυσικά τείνουν να πιστεύουν ότι υπάρχουν πολλές τέτοιες ευκαιρίες, ακόμη κι όταν πραγματικά δεν υπάρχουν. Οι δανειστές έχουν χρήματα να δανείσουν, και πρέπει να πιστεύουν ότι αυτοί στους οποίους θα τα δανείσουν θα μπορέσουν να τους τα επιστρέψουν με τόκο. Κι ακόμη, τέλος, η εργατική τάξη και οι φτωχοί, πολλοί απ’ τους οποίους με το ζόρι τα βγάζουν πέρα, πρέπει να πείσουν τους εαυτούς τους ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν, κι ότι θα μπορέσουν να ξεπληρώσουν όλα τα χρέη που φορτώνονται.
Ως έναν βαθμό, όλοι αυτοί οι ευσεβείς πόθοι τείνουν να λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες -αλλά μόνο για λίγο. Ένα παράδειγμα είναι τα σχήματα Πόνζι ή πυραμίδες, ή ακόμα και το χρηματιστήριο από την άποψη αυτήν, στη φάση της ανάπτυξής τους. Όσο περισσότερο οι επενδυτές πιστεύουν ότι το χρηματιστήριο θα ανέβει, τόσο πιο πρόθυμοι είναι να επενδύσουν χρήματα, και όσο περισσότερο επενδύουν τα χρήματά τους τόσο περισσότερο το χρηματιστήριο όντως θα ανεβαίνει. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η καπιταλιστική οικονομία της ανάπτυξης (κι όχι μόνο το χρηματιστήριο) μοιάζει πολύ μ’ ένα σχήμα Πόνζι. Οι καπιταλιστές πείθουν τους εαυτούς τους τις περιόδους ανάπτυξης ότι δε θα υπάρξει τέλος στις ευκαιρίες επένδυσεις, κι έτσι βυθίζονται στις νέες επενδύσεις με μια αναζωπυρωμένη μανία. Οι μισθοί τείνουν να αυξάνονται σχετικά στις φάσεις ανάπτυξεις, κι έτσι οι εργάτες φαντάζονται ότι θα αυξηθούν αρκετά στο μέλλον ώστε να τους επιτρέψουν να ξεπληρώσουν όλο το χρέος στο οποίο ετοιμάζονται να βυθίσουν τους εαυτούς τους. Καθώς οι επιχειρήσεις καταγράφουν υψηλά κέρδη, οι τράπεζες είναι πρόθυμες να τους δανείσουν χρήματα για νέες παραγωγικές μονάδες και όλα τα σχετικά. και καθώς όλη αυτή η διαδικασία εξελίσσεται, η οικονομία πράγματι φαίνεται να αναπτύσσεται για λίγο.
Όμως αν η “δύναμη της θετικής σκέψης” μπορεί να βοηθήσει στη διαδικασία της ανάπτυξης για λίγο, τότε γιατί όχι και για πάντα; Το πρόβλημα εδώ είναι ότι δεν υπάρχει αντικειμενική βάση γι’ αυτή τη δύναμη (για τους λόγους που αναπτύξαμε νωρίτερα), και οι άνθρωποι μπορούν να ξεγελαστούν πιστεύοντας πως όλα θα πάνε καλά, όμως όχι για πάντα. Μόλις οι φόβοι για την κατάσταση της οικονομίας αρχίσουν να εγείρονται, καταγράφονται και οι πρώτες αντιρρήσεις, τόσο μεταξύ των συνηθισμένων ανθρώπων, όσο και μεταξύ επαγγελματιών αστών ιδεολόγων. Ιδού και ο θρήνος ενός εξ αυτών.
Τα τελευταία χρόνια παρατήρησα ότι το μέσο για να φέρει κανείς μια ύφεση είναι να αρχίσει να μιλάει για το πόσο άσχημοι γίνονται οι καιροί. Αυτό δημιουργεί στους ανθρώπους ένα συναίσθημα ότι θα ‘ταν καλύτερα να συγκρατήσουν τα έξοδά τους. Αυτό ξέρετε, γίνεται αμέσως αντιληπτό από άλλους ανθρώπους, που σταματούν να κυκλοφορούν το χρήμα τους. Φτάνοντας τελικά στο σημείο όπου κανείς δε θέλει να αγοράσει τίποτα εκτός απ’ τα απολύτως απαραίτητα, και μπαμ, ολόκληρο το σύστημα καταρρέει. Εντάξει λοιπόν, ζωγραφίστε με μελανά χρώματα την εικόνα μιας αδύναμης οικονομίας και φέρτε την ύφεση αν αυτό επιθυμείτε. Προσωπικά είμαι εναντίον του. Δεν είμαι οικονομολόγος, παρά μόνο ένας 80χρονος γεράκος που έχει δεί το σκηνικό αυτό ξανά. (Πηγή: γράμμα του James E. Huffman στην έκδοση του περιοδικού U.S. News & World Report, 19 Φεβρουαρίου 2001).
Οι άνθρωποι σαν το συγγραφέα του γράμματος αυτού, μοιάζει σαν να φαντάζονται ότι η ψυχολογία των ανθρώπων είναι το παν στην οικονομία, κι ότι αν μπορούμε να φορέσουμε ένα χαμογελαστό προσωπείο, όλα θα πάνε καλά. Πράγματι, αυτό είναι κάτι που ο κόσμος θέλει, όμως η οδυνηρή πραγματικότητα τελικά παρεμβαίνει κάνοντάς το αδύνατον γι αυτούς να συνεχίσουν έτσι. Σ’ αυτό το σημείο, η χαζοχαρούμενη αισιοδοξία μπορεί μέσα σε μια μέρα να γυρίσει σε απαισιόδοξη κατάθλιψη. Η κατάθλιψη τότε βοηθά να διευρυνθεί η ύφεση όπως ακριβώς η παράλογη αισιοδοξία βοηθούσε να διευρυνθεί η ανάπτυξη.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι η μεταβλητή ψυχολογία του κόσμου είναι το ριζικό αίτιο τόσο της ανάπτυξης όσο και της ύφεσης. Όμως μπορούμε να πούμε ότι η γενική ψυχολογική ατμόσφαιρα διευρύνει τρομερά τις ήδη επικρατούσες τάσεις που έχουν αναπτυχθεί για πιο αντικειμενικούς λόγους. Καθώς η ψυχολογία είναι τόσο σημαντική στα οικονομικά, υπάρχουν πολυάριθμες έρευνες που προσπαθούν να προσδιορίσουν την “εμπιστοσύνη των καταναλωτών”, την “επιχειρηματική εμπιστοσύνη” και τα συναφή. Αυτές είναι αξιοπρόσεχτες, αν και χρησιμεύουν κυρίως στο να επιβεβαιώσουν τρέχουσες οικονομικές τάσεις παρά να προβλέψουν μελλοντικές.
Και καθώς η ψυχολογία του κόσμου είναι τόσο σημαντική, σε καιρούς οικονομικής αδυναμίας οι αστοί οικονομολόγοι, τα ΜΜΕ, και οι πολιτικοί, προσπαθούν να δράσουν ως έμποροι ελπίδας, προσπαθώντας να πείσουν τον κόσμο ότι όλα θα πάνε καλά. Τί κρίμα βέβαια που με ευχές και υποσχέσεις δεν αλλάζει η πραγματικότητα.
Ένα τελευταίο σημείο που πρέπει να αναφέρουμε εδώ: Επειδή οι αντιλήψεις του κόσμου για την οικονομία είναι πολύ σημαντικές, η δημοσίευση αξιόπιστων οικονομικών στατιστικών στοιχείων είναι κάτι που αποφεύγεται μετά βδελυγμίας. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που κάθε σύγχρονη καπιταλιστική χώρα ψεύδεται τόσο αναίσχυντα για το πραγματικό επίπεδο της ανεργίας, της χρησιμοποίησης των παραγωγικών μέσων κοκ.
[…]
2.14 Συνοψίζοντας τη σχέση μεταξύ επιφανειακών και εσωτερικών αντιφάσεων
Έχουμε λοιπόν ένα πλήθος “επιφανειακών αντιφάσεων”, κάτω απ’ τις οποίες υποβόσκουν εσωτερικές αντιφάσεις, σε κάθε καπιταλιστική οικονομική κρίση. Προκειμένου να κατανοήσουμε πραγματικά αυτές τις κρίσεις πρέπει πρώτα να είμαστε σαφείς ότι υπάρχουν όλες αυτές οι αντιφάσεις εν κινήσει, και πρέπει επίσης να είμαστε σαφείς ώς προς το ποιές απ’ αυτές είναι οι πιο βασικές. Όμως πέρα απ’ αυτό, πρέπει να έχουμε τουλάχιστον μια γενική κατανόηση του πώς όλες αυτές οι αντιφάσεις -σε διαφορετικά επίπεδα- μπορούν να αλληλοσυνδεθούν και να αλληλεπηρεαστούν. Αυτό είναι ένα απ’ τα δυσκολότερα νοήματα σχετικά με τη θεωρία της κρίσης, καθώς υπάρχουν τόσο πολλές αλληλεπιδρώσες αντιφάσεις που συνθέτουν ένα πολυσύνθετο πλέγμα.
Επιπλέον, τα πράγματα δεν εξελίσσονται μ’ έναν γραμμικό τρόπο, όπου η αντίφαση νούμερο ένα κορυφώνεται, και πυροδοτεί έτσι την αντίφαση νούμερο δύο, και ούτω καθεξής, σαν μια σειρά από ντόμινο που πέφτουν το ένα πάνω στ’ άλλο. Αντιθέτως, υπάρχει ένα σύνθετο πλέγμα αντιφάσεων -μεγάλες και μικρές, θεμελιώδεις και πιο επιφανειακές- που όλες αναπτύσσονται ταυτόχρονα, και που όλες αλληλεπηρεάζονται με πολυποίκιλους τρόπους. Ορισμένες αντιφάσεις, ιδιαίτερα οι πιο επιφανειακές, μπορεί να εμφανίζονται ως ιδιαίτερα δριμύες, όμως μπορεί κάλλιστα και να καταπραΰνονται για λίγο.
Ως ένα σύντομο παράδειγμα αυτού του είδους των αλληλεπιδράσεων, μπορούμε να θεωρήσουμε ορισμένα απ’ τα γεγονότα της πρώτης δεκαετίας αυτού του νέου αιώνα. Μετά την μερική κατάρρευση της χρηματιστηριακής φούσκας της “Νέας Οικονομίας” του 2001, η οικονομία των ΗΠΑ μπήκε στην κατάψυξη, οι επενδύσεις κόπηκαν ψαλίδι, και τα εμπορεύματα άρχισαν να συσσωρεύονται επικίνδυνα. Σε απάντηση σ’ αυτό, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα μείωσε δραστικά τα επιτόκια, κάτι που αρχικά δεν είχε ιδιαίτερο αποτέλεσμα (αν και βοήθησε να οδηγηθεί η κρίση στην ανάπτυξη της στεγαστικής φούσκας). Ωστόσο, η κυβέρνηση Μπους, τόσο για λόγους ιδεολογικούς (εξαιτίας της αφηρημένης πίστης της σε οικονομικά γιατροσόφια τύπου supply side economics, στμ: προσπάθεια αύξησης της προσφοράς εμπορευμάτων μέσω μείωσης των φόρων και ελαστικοποίησης της εργασίας, ώστε να πέσουν οι τιμές λόγω υπερπροσφοράς και να αυτορυθμιστούν οι αγορές σε μια πιο αποδοτική ισορροπία) αλλά και λόγους άμεσης απάντησης σε μια αδύναμη οικονομία, έφερε μαζικές περικοπές στους ομοσπονδιακούς φόρους. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε τεράστια επίπεδα ελλειματικής δαπάνης. Αυτό το θετικό κεϋνσιανό ερέθισμα γρήγορα αποδείχθηκε εξαιρετικά αδύναμο, σε σχέση με τον δυσθεώρητο όγκο του ελλείματος, όμως στις αρχές του 2004 οδήγησε σε μια περιορισμένη αποκατάσταση της οικονομίας. Τα αποθέματα μειώθηκαν, και αργότερα την ίδια χρονιά η Ομοσπονδιακή Τράπεζα άρχισε σταδιακά να ανεβάζει πάλι τα επιτόκια. Έτσι ένα μέτρο που επηρέασε μια βαθύτερη αντίφαση (για παράδειγμα το κυβερνητικό έλλειμα που προσωρινά μπορεί να επιδράσει θετικά στην αντίφαση της εργατικής τάξης που δεν πληρώνεται αρκετά ώστε να αγοράσει όλα όσα παράγει) είχε ως αποτέλεσμα να μετριάσει μια πιο επιφανειακή αντίφαση (αυτή των επιπέδων συσσώρευσης και των επιτοκίων).
Στα τέλη του 2007 ωστόσο, τα θετικά αποτελέσματα της τελευταίας ώθησης της κεϋνσιανής ελλειματικής δαπάνης άρχισαν να υποχωρούν (παρά τις συνεχείς ελλειματικές δαπάνες σε μια ολοένα και πιο μετριοπαθή κλίμακα). Παρολαυτά, η στεγαστική φούσκα -το φούσκωμα της οποίας υποτίθεται ότι “έσωσε τον κόσμο” σύμφωνα με το Economist, άρχισε να σκάει και η ίδια, και η κατάρρευσή της άρχισε να εξαπλώνεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές γενικότερα. Αυτό οδήγησε σε μια αναταραχή στο χρηματιστήριο, φέρνοντας μια πτώση της λιανικής και τη φαινομενική βεβαιότητα ότι μια νέα ύφεση είναι προ των πυλών, αν δεν έχει ήδη αναπτυχθεί. Βλέπουμε ότι οι πιο επιφανειακές αντιφάσεις, που μόνο προσωρινά “λύθηκαν” χάρις σε μαζικές κεϋνσιανές πρακτικές που ανακούφισαν τη βαθύτερη αντίφαση για λίγο, επανεμφανίστηκαν. Οι καταναλωτές όμως τώρα έχουν φορτωθεί πολύ περισσότερο χρέος, ιδίως λόγω της κατάρρευσης της στεγαστικής φούσκας, και της επέκτασης του προβλήματος στις πιστωτικές κάρτες και σε άλλες μορφές πίστωσης. Φαίνεται λοιπόν να υπάρχει μόνο μία λύση επί του παρόντος για να αντιμετωπιστεί το εξελισσόμενο οικονομικό χάος: κι άλλος ένας γύρος μαζικής κεϋνσιανής δαπάνης. Αν υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο θα λάβει χώρα, τότε ξανά μετά από λίγο τα όποια θετικά αποτελέσματα θα εξατμιστούν, ενώ θα ξεπροβάλουν ακόμα δριμύτερες οι επιφανειακές αντιφάσεις, κάνοντας αναγκαίο ακόμη ένα ξεχείλωμα του ελλείματος. Τελικά, στο όχι και τόσο απώτερο μέλλον, η κεϋνσιανή δαπάνη θα αγγίξει τα μέγιστα όριά της, και δε θα υπάρχει τίποτα να συγκρατεί πλέον όλες τις επιφανειακές αντιφάσεις απ’ το να έρθουν σ’ ένα στάδιο οξείας και παρατεταμένης κρίσης όπου τίποτε δε θα μπορεί να γίνει για να ξεπεραστεί.
Επειδή αυτός ο γόρδιος δεσμός των αντιφάσεων αναπτύσσεται με μιας, και περιλαμβάνει διάφορες αλληλεπιδράσεις, κάθε μείζων εικονομική κρίση αναπτύσσεται με το δικό της ιδιαίτερο μοτίβο. Για παράδειγμα, για μια πληθώρα λόγων, περιλαμβανομένων των προβλημάτων με τα οποία η κυβέρνηση θα επιλέξει να εστιάσει την προσοχή της, οι διάφορες φούσκες μπορούν να σκάσουν σε ολότελα διαφορετικη σειρά. Ακόμα και τότε, μια φούσκα μπορεί να σκάσει απότομα σε μια ιστορική κρίση, και μια άλλη απλά να ξεφουσκώσει εν μέρει, να ξαναφουσκεί ως έναν βαθμό, και να σκάσει αργότερα. Μπορεί ακόμα μια κυβέρνηση που είναι περισσότερο αφοσιωμένη στην ανάπτυξη του εμπορίου να ακολουθήσει διαφορετικές πολιτικές από μια κυβέρνηση που θα εστιάσει για παράδειγμα στα επιτόκια, κλπ.
Έτσι, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι επειδή η Μεγάλυ Ύφεση της δεκαετίας του 1930 εξελίχθηκε μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο, όλες οι μείζονες οικονομικές κρίσεις πρέπει να εξελιχθούν με τον ίδιο ή με έναν στενά συνδεδεμένο τρόπο. Ένας απ’ τους πολλούς λόγους που δεν ισχύει κάτι τέτοιο, είναι ότι η προηγούμενη εμπειρία πριν την Μεγάλη Ύφεση, οδήγησε τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους να δημιουργήσουν ισχυρότερους θεσμούς κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα για παράδειγμα, δε δρα σήμερα με τον ίδιο τρόπο που δρούσε το 1930, εν μέρει λόγω αυτής της προηγούμενης εμπειρίας της. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μείζονες οικονομικές κρίσεις (περιλαμβανομένων των μεγάλων υφέσεων όπως αυτή του ’30) δεν συμβαίνουν πια! Σημαίνει απλώς ότι η εξέλιξη μιας νέας μείζονος κρίσης θα είναι ουσιωδώς διαφορετική από πολλές όψεις (και ιδιαίτερα όσον αφορά τον όγκο της κεϋνσιανής παρέμβασης).
Η υποβόσκουσες, θεμελιώδεις αντιφάσεις σε κάθε καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής είναι οι ίδιες, όμως αυτές οι βαθιές αντιφάσεις βρίσκουν τον δρόμο τους προς την επιφάνεια μέσω πολλών πιο επιφανειακών αντιφάσεων. Και ο τρόπος που αυτές οι επιφανειακές αντιφάσεις σχετίζονται και επηρεάζουν η μια την άλλη είναι τόσο πολυποίκιλος όσο και οι διάφοροι “αστάθμητοι” παράγοντες -περιλαμβανομένων μικροπραγμάτων όπως οι ιδιαίτερες οικονομικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις του κάθε κυβερνητικού ηγέτη. Έτσι, κάθε μείζων οικονομική κρίση έχει το δικό της μοτίβο που αναπτύσσεται.
Κεφάλαιο 3: Πώς ξεπερνιούνται οι οικονομικές κρίσεις στον καπιταλισμό;
3.1 Ποιά υπερπαραγωγή;
Τί σημαίνει όταν λέμε ότι οι καπιταλιστικές οικονομικές κρίσεις είναι “κρίσεις υπερπαραγωγής”; Υπερπαραγωγή τίνος πράγματος; Κατ’ αρχήν εμπορευμάτων, φυσικά. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό όταν μιλάμε για κρίσεις υπερπαραγωγής. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο πέρα απ’ τα αγαθά προς πώληση που υπερπαράγεται, κάτι πολύ πιο σημαντικό, και πολύ πιο ουσιαστικό στις κρίσεις υπερπαραγωγής. Κι αυτό που υπερπαράγεται είναι οι ίδιες οι παραγωγικές δυνάμεις, ή με άλλα λόγια υπάρχει υπερπαραγωγή κεφαλαίου.
Τα εργοστάσια -οι παραγωγικές μονάδες- και ολόκληρες επιχειρήσεις μετατρέπονται πολές φορές τα ίδια σε εμπορεύματα, όταν πωλούνται σε μια άλλη επιχείρηση. Όμως θεωρητικά υπάρχει μια ακόμη μείζων διαφορά μεταξύ των παραγωγικών μονάδων και των προϊόντων αυτών των μονάδων. Τα δύο τείνουν να μπερδεύονται, και υπάρχουν πολλά εργοστάσια για παράδειγμα που τα προϊόντα τους (εμπορεύματα) περιλαμβάνουν τμήματα που προορίζονται για την κατασκευή άλλων εργοστασίων. Παρολαυτά, για τους σκοπούς της κατανόησής μας θα τραβήξουμε μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ εμπορευμάτων και κεφαλαίου.
Μια κρίση υπερπαραγωγής εξελίσσεται σε μια τεράστια συσσώρευση εμπορευμάτων που δεν μπορούν να πωληθούν, ή έστω δεν μπορούν να πωληθούν με κέρδος. Όμως θυμήσου ότι σ’ όλη τη φάση της ανάπτυξης οι καπιταλιστές συγκέντρωναν τεράστια ποσά υπεραξίας στα χέρια τους για πολλά χρόνια στη σειρά, και καθ’ όλην αυτήν την περίοδο χρησιμοποιούσαν το μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας για να χτίσουν νέες παραγωγικές μονάδες, να ανανεώσουν τον εξοπλισμό τους κλπ. Όταν λοιπόν η κρίση ξεσπάσει, εμφανίζονται όρια στο πλεόνασμα των εμπορευμάτων που μπορούν να συσσωρεύουν καθώς η παραγωγή γρήγορα μειώνεται όταν οι πωλήσεις πέφτουν και αρχίζουν να μένουν προϊόντα απούλητα, η υπερπαραγωγή αρχίζει να γίνεται ορατή. Όμως αν η μείωση της παραγωγής είναι αρκετά σοβαρή, τότε αρχίζουν να εκτίθενται όλα τα πλεονάζοντα εργοστάσια, κι όλα τα πλεονάζοντα μηχανήματα των εργοστασίων αυτών. Αυτό το “κρέμασμα” της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας είναι ένα πολύ, πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα από κάθε βραχυπρόθεσμο στοκάρισμα πλεοναζόντων εμπορευμάτων προς πώληση.
3.2 Η καταστροφή του πλεονάζοντος κεφαλαίου
Άν το βασικό πρόβλημα στις καπιταλιστικές οικονομικές κρίσεις είναι ότι υπάρχει υπερπαραγωγή ή υπερπληθώρα κεφαλαίου, τότε η βασική λύση σε τέτοιες κρύσεις -όσο παραμένουμε μέσα στον καπιταλισμό- είναι να ξεφορτωθεί αυτός κάπως, να εκμηδενίσει, ή να καταστρέψει αυτό το πλεονάζον κεφάλαιο. Μόνο η καταστροφή του πλεονάζοντος κεφαλαίου μπορεί να καθαρίσει το πεδίο ώστε να ξεκινήσει μια δυναμική νέα ανάπτυξη. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, οι Μαρξ και Έγκελς περιγράφουν τις καπιταλιστικές κρίσεις καθ’ αυτόν τον τρόπο:
“Στις κρίσεις αυτές ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται πάλι πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα ‘λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης. Η βιομηχανία, το εμπόριο φαίνονται εκμηδενισμένα. Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο. Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει δεν χρησιμεύουν πια για την προώθηση του αστικού πολιτισμού και των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντίθετα, έγιναν πάρα πολύ μεγάλες γι’ αυτές τις σχέσεις, εμποδίζονται από αυτές. Και κάθε φορά που οι παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν το εμπόδιο αυτό, φέρνουν σε αναταραχή ολόκληρη την αστική κοινωνία, απειλούν την ύπαρξη της αστικής ιδιοκτησίας. Οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ’ αυτές. Και πώς μπορεί η αστική τάξη να ξεπεράσει αυτές τις κρίσεις; Απ’ την μια με την βεβιασμένη καταστροφή ενός μέρους των παραγωγικών δυνάμεων, απ’ την άλλη με την κατάκτηση νέων αγορών, και με την πιο βαθιά εκμετάλλευση των παλιών. Με άλλα λόγια, στρώνοντας τον δρόμο για ακόμα πιο εκτεταμένες και πιο καταστροφικές κρίσεις, και εκμηδενίζοντας τα μέσα με τα οποία μπορούν να αποφευχθούν οι κρίσεις.” (Καρλ Μαρξ & Φρίντριχ Έγκελς – Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, 1848).
Είναι σαφές σ’ αυτό το σημείο ότι η κεντρική μέθοδος με την οποία ξεπερνιούνται οι κρίσεις υπερπαραγωγής στον καπιταλισμό, είναι μέσω της καταστροφής του πλεονάζοντος κεφαλαίου που έχει συσσωρευθεί. (Θα δούμε για την επέκταση των αγορών αργότερα σε συνάρτηση με τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό). Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόπο για την καταστροφή πλεονάζοντος κεφαλαίου, μέθοδοι που ποικίλουν απ’ το προσωρινό κλείσιμο των εργοστασίων, μέχρι την ολική και φυσική καταστροφή τους.
3.3 Φυσική καταστροφή εναντίον απλής υποτίμησης
Πρέπει να δούμε λοιπόν σε ποιόν βαθμό και σε ποιά πλαίσια, μπορεί το κεφάλαιο να “καταστραφεί” μέσω απλών λογιστικών μαγειρεμάτων, π.χ. μέσω της απαξίωσης ή υποτίμησής (όπως καλείται συνήθως στον επιχειρηματικό κόσμο) του. Προφανώς, το κεφάλαιο που υφίσταται μια φυσική διάλυση ή καταστροφή, υποτιμάται δραστικά (αν και τα απομεινάρια του μπορεί να έχουν μια κάποια αξία, ακόμα και ως παλιομέταλλα). Όμως θα μπορούσε το κεφάλαιο να υποτιμηθεί απλώς μέσω μιας υποτίμησης χωρίς να αναγκαστεί να διαλυθεί ή να καταστραφεί; Η ερώτηση αυτή είναι λίγο περίεργη.
Στις Θεωρίες για την Υπεραξία, ο Μαρξ γράφει:
“Όταν μιλάμε για την καταστροφή του κεφαλαίου μέσω των κρίσεων, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ δυο παραγόντων. Στον βαθμό που η διαδικασία αναπαραγωγής (του κεφαλαίου) και η διαδικασία της εργασίας περιορίζονται ή υπό ορισμένες συνθήκες παύουν πλήρως, καταστρέφεται πραγματικό κεφάλαιο. Τα μηχανήματα που δε χρησιμοποιούνται δεν είναι κεφάλαιο. Η εργασία που δεν εκμεταλλεύεται ισοδυναμεί με χαμένη παραγωγή. Οι πρώτες ύλες που μένουν αχρησιμοποίητες δεν είναι κεφάλαιο. Τα κτίρια (ακόμη και τα ολοκαίνουρια μηχανήματα) που δε χρησιμοποιούνται είτε μένουν κλειστά, τα εμπορεύματα που σαπίζουν στις αποθήκες -όλα αυτά είναι καταστροφή κεφαλαίου. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η διαδικασία της αναπαραγωγής βρίσκεται σε κρίση και ότι τα υπάρχοντα μέσα παραγωγή δε χρησιμοποιούνται πραγματικά ως μέσα παραγωγής, τίθενται σε αχρηστία. Έτσι, η αξία χρήσης τους και η ανταλλακτική αξία τους πηγαίνουν κατά διαόλου. (Καρλ Μαρξ – Θεωρίες για την Υπεραξία, τόμος ΙΙ).
Πριν συνεχίσουμε από κει που σταματά το απόσπασμα του Μαρξ, είναι αναγκαίο να κάνουμε κάποια σχόλια. Ο Μαρξ θέλει εδώ να δώσει έμφαση στο ότι το κεφάλαιο που δε χρησιμοποιείται πραγματικά στην παραγωγική διαδικασία, δεν λειτουργεί ως κεφάλαιο. Είναι σαν να μην υπήρχε καν, από την άποψη της πραγματικής παραγωγικής διαδικασίας που λαμβάνει χώρα. Ωστόσο, ακόμη κι αν δε χρησιμοποιούνται ως κεφάλαιο επί του παρόντος, τα σταματημένα μηχανήματα και τα άδεια εργοστάσια μπορούν αργότερα να χρησιμοποιηθούν (μόλις ξεκινήσει μια νέα φάση ανάπτυξης ενδεχομένως), κι έτσι τότε θα χρησιμεύσουν ως κεφάλαιο. Έτσι, απ’ αυτήν την άποψη είναι τουλάχιστον παρεξηγήσιμο να πούμε ότι “πραγματικό κεφάλαιο καταστρέφεται” απλώς και μόνο επειδή δε χρησιμοποιείται στην τρέχουσα παραγωγή. Ίσως ο Μαρξ να έπρεπε να είχε μιλήσει για “αποθεματικό κεφάλαιο” εδώ, ή κάτι τέτοιο. (Αλλού, ο Μαρξ μιλάει όντως για πρώτες ύλες που κρατιούνται σε ετοιμότητα για την παραγωγική διαδικασία ως “εν υπνώσει” ή “δυνητικό” κεφάλαιο. Πηγή: Καρλ Μαρξ – Το Κεφάλαιο, τόμος ΙΙ, τμήμα 1, κεφάλαιο 5). Στην πράξη, οι σύγχρονες καπιταλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν όντως τεράστια ποσά αποθεματικού κεφαλαίου -δηλαδή εργοστασίων και μηχανημάτων που δε χρησιμοποιούνται επί του παρόντος ως κεφάλαιο, όμως που η επιχείρηση συντηρεί για πιθανή εκμετάλλευσή τους στο μέλλον. Το 2003, τα επίσημα ποσοστά χρησιμοποίησης του κεφαλαίου στη βιομηχανία των ΗΠΑ ήταν λίγο κάτω από 75%, δηλαδή το ένα τέταρτο του αμερικανικού κεφαλαίου δεν χρησιμοποιούταν ως κεφάλαιο. Όμως καθώς η πραγματική χρήση του κεφαλαίου υπολείπεται κατά πολύ των επίσημων στατιστικών, θα ήταν μάλλον πιο ακριβές να πούμε ότι λιγότερο από το μισό υπάρχον κεφάλαιο είναι σήμερα “πραγματικό κεφάλαιο” (κεφάλαιο δηλαδή που πράγματι χρησιμοποιείται ως κεφάλαιο στην παραγωγική διαδικασία).
Απ’ την άλλη, όταν τίθενται σε αχρηστία ένα σωρό εργοστάσια και μηχανήματα, συχνά δεν είναι παρά το πρώτο βήμα προς την τελική διάλυση και πραγματική καταστροφή τους. Κάτι τέτοιο επαληθεύεται ιδίως σε μακρές και σοβαρές φάσεις ύφεσης, κατά τη διάρκεια μιας μείζονος κρίσης υπερπαραγωγής. Σε περιπτώσεις σαν κι αυτές, αυτό που φαίνεται για ένα διάστημα να είναι απλά αποθεματικό ή αχρησιμοποίητο κεφάλαιο, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι κάτι πιο κοντά σε νεκρό ή κατεστραμμένο κεφάλαιο που απλώς περιμένει το πιστοποιητικό θανάτου του. Επιπλέον, όπως συνεχίζει ο Μαρξ στο κείμενό του, το κεφάλαιο που μένει αχρησιμοποίητο λόγω κρίσης, τυπικά πρέπει να υποτιμηθεί σημαντικά, κι αυτή η υποτίμηση ήδη τυποποιεί την μερική καταστροφή του κεφαλαίου αυτού:
“Δεύτερον, ωστόσο, η καταστροφή του κεφαλαίου στις κρίσεις σημαίνει και την υποτίμηση των αξιών αυτών που τις εμποδίζει απ’ το να ανανεώσουν έπειτα την αναπαραγωγική διαδικασία ως νέα κεφάλαια, στην ίδια κλίμακα. Αυτό είναι το καταστροφικό αποτέλεσμα της πτώσης των τιμών των εμπορευμάτων. Δεν προκαλεί την καταστροφή καμμίας αξίας χρήσης. Αυτό που χάνεται εδώ, κερδίζεται αλλού. Οι αξίες που χρησιμεύουν ως κεφάλαιο εμποδίζονται από το να ξαναχρησιμοποιηθούν ως κεφάλαιο στα χέρια του ίδιου ατόμου. Έτσι, οι παλιοί καπιταλιστές χρεωκοπούν… Ένα μεγάλο μέρος του ονομαστικού κεφαλαίου της κοινωνίας, δηλαδή της ανταλλακτικής αξίας του υπάρχοντος κεφαλαίου, καταστρέφεται μια για πάντα, παρόλο που αυτή η ίδια η καταστροφή του, καθώς δεν επηρεάζει την αξία χρήσης, μπορεί κάλλιστα να επισπεύσει την νέα του αναπαραγωγή” (Καρλ Μαρξ – Θεωρίες για την Υπεραξία, τόμος ΙΙ).
Ωστόσο, η ακριβής διαδικασία που ο Μαρξ περιγράφει εδώ φαίνεται να ήταν πιο τυπική της προ-μονοπωλιακής εποχής, για την οποία έγραφε. Σήμερα, σ’ αυτό που συνήθως λέμε μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, είναι συνήθως σε θέση να αποφεύγουν τις αρκετά συνηθισμένες ήπιες υφέσεις, και να ρίχνουν την παραγωγή ή να κλείνουν μερικά εργοστάσια για λίγο, χωρίς να είναι αναγκασμένες να ξεγράψουν το κεφάλαιο αυτό ή να το πουλήσουν με ζημία σε κάποια άλλη επιχείρηση. Και όπως αναφέραμε παραπάνω, ακόμα και σε περιόδους σταθερής οικονομικής ανάπτυξης, αυτού του είδους οι επιχειρήσεις κρατούν τυπικά ένα σημαντικό πλεόνασμα αποθεματικής παραγωγικής ικανότητας να υπάρχει -δηλαδή, κεφάλαιο υπό την μορφή αχρησιμοποίητων μηχανημάτων κι εργοστασίων, το οποίο δεν λειτουργεί ως κεφάλαιο, αλλά είναι διαθέσιμο να τεθεί σε λειτουργία (Στμ: βλέπε κατ’ αναλογία τις στρατιές των “ευέλικτων”, “δια βίου εκπαιδευόμενων” ανέργων, που μένουν σε ετοιμότητα να “απασχοληθούν” όποτε η χρήση της παραγωγικής ικανότητας προβλέπεται κερδοφόρα)
Η φυσική καταστροφή του κεφαλαίου πάντοτε ακολουθεί μια υποτίμηση των αξιών, όμως το αντίθετο δεν είναι αναγκαστικά αληθές. Κάθε επιβεβλημένη υποτίμηση των αξιών σε μια οικονομική κρίση -ακόμη κι όταν συμβαίνει- δεν καταλήγει πάντοτε στη φυσική καταστροφή του κεφαλαίου.
Ακόμη κι αν το αποθεματικό κεφάλαιο υποτιμάται και πωλείται σ’ ένα ξεπούλημα σε μια άλλη εταιρία, η αξία χρήσης του παραμένει ακέραια. Διότι μπορεί σχετικά άμεσα να ξανατεθεί σε λειτουργία, κι ως εκ τούτου η ύπαρξή του παραμένει εμπόδιο για τη δημιουργία νέων εργοστασίων, νέων μηχανημάτων. Απ’ αυτήν την άποψη, η απλή υποτίμηση κεφαλαίου δεν ισοδυναμεί με την πραγματική καταστροφή του. Μόνο η πραγματική καταστροφή του πλεονάζοντος κεφαλαίου μπορεί αυθεντικά να καθαρίσει το έδαφος για μια μείζονα νέα επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων. Η υποτίμηση χωρίς την πραγματική καταστροφή δεν είναι αρκετεί για να ξεπεραστεί το πρόβλημα της αποθεματικής παραγωγικής ικανότητας.
Μπορούμε λοιπόν τώρα να δούμε καθαρά γιατί οι μεγάλες φυσικές καταστροφές είναι στην πράξη κάτι θετικό για τον καπιταλισμό ως σύστημα. Περιλαμβάνουν την καταστροφή του κεφαλαίου καθώς και την καταστροφή πολλών καταναλωτικών αγαθών (σπιτιών, οχημάτων, επίπλων κλπ) που πρέπει μετά να αντικατασταθούν. Οι καταναλωτές μπορεί να έχουν ή να μπορούν να δανειστούν τα χρήματα για να αγοράσουν τα νέα αγαθά, ή μπορεί και όχι. Όμως οι καπιταλιστές, ως τάξη, έχουν ένα τεράστιο πλεόνασμα υπεραξίας το οποίο πρέπει να επενδύσουν, και η καταστροφή τυχόν εργοστασίων ή μηχανημάτων από κάποια φυσική καταστροφή ανοίγει τέτοιες ευκαιρίες επένδυσης.
Όσο πιο εκτεταμένη είναι η καταστροφή του κεφαλαίου -για τον οποιονδήποτε λόγο, από τρομερές φυσικές καταστροφές μέχρι πολέμους- τόσο το καλύτερο για την οικονομική υγεία του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό είναι κι ένα μέρος του λόγου που ο καπιταλισμός -ιδιαίτερα στη σύγχρονη ιμπεριαλιστική μορφή του- οδηγεί σε τόσο τρομερούς πολέμους και μαζικές καταστροφές.
…