Η βία και η καταστροφή του Κράτους
Ως μια μικρή υπενθύμιση ας πάμε λίγο πίσω στον χρόνο.
Για λόγους που δεν μπορούμε να αναπτύξουμε εδώ, οι κομμουνάροι του 1871 δεν άλλαξαν πολλά απ’ τον κοινωνικό ιστό: αυτό, συν το ότι η εξέγερση ήταν απομονωμένη σε μία μόνο πόλη, απέτρεψε τους κομμουνάρους απ’ το ν’ απευθυνθούν στ’ αλήθεια στον υπόλοιπο κόσμο, παρά τη γενική λαϊκή υποστήριξη που είχαν στο Παρίσι. Η ανωτερότητα του στρατού των Βερσαλλιών δεν οφειλόταν μόνο στο περισσότερο στράτευμα ή τον καλύτερο οπλισμό: ήταν ο νόμος και η τάξη, η υπεράσπιση της ιδιοκτησίας και το αντιεργατικό της πρόγραμμα που κατάφερε να γίνει πιο συνεκτικά κατανοητό, να τεθεί σε κίνηση και να έχει την υπεράσπιση των αστών πολιτικών, παρά ο κοινοτισμός και η κοινωνική δημοκρατία από του κομμουνάρους ηγέτες.
Στη Ρωσσία, το 1917, σε αντίθεση με τους κομμουνάρους, οι Μπολσεβίκοι ήξεραν πολύ καλά τί ήθελαν -την κατάληψη της εξουσίας- και το κενό εξουσίας που είχε δημιουργηθεί τους επέτρεψε να το καταφέρουν. Οι εξεγερμένοι ξεφορτώθηκαν έναν κρατικό μηχανισμό που ήταν ήδη διαλυμένος, αλλά δεν προσπάθησαν ή δεν κατάφεραν να αλλάξουν την κοινωνική δομή, κέρδισαν στον εμφύλιο πόλεμο, αλλά τελικά δημιούργησαν μια νέα κρατική εξουσία.
Στην Ισπανία, τον Ιούλη του 1936, η εργατική εξέγερση παρέλυσε τον κρατικό μηχανισμό, όμως μέσα σε λίγες βδομάδες παρέδωσε την πολιτική εξουσία στις ρεφορμιστικές και συντηρητικές δυνάμεις. Από κει και πέρα, κάθε κοινωνική αλλαγή περιοριζόταν από την πίεση ενός επαναθεμελιωμένου κρατικού μηχανισμού, που μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο έστρεψε ανοιχτά την αστυνομία του εναντίον των εργατών.
Στα 1960, το ριζοσπαστικό κύμα ήρθε αντιμέτωπο με τους πειθαρχικούς μηχανισμούς, αλλά ποτέ δεν ξεμπέρδεψε μ’ αυτούς. Η γαλλική γενική απεργία κατέστησε ανίσχυρα τα όργανα της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, μέχρις ότου η παθητική στάση των περισσότερων εργατών επέτρεψε στο Κράτος να επανακτήσει τον ρόλο του. Το κενό εξουσίας δεν μπορούσε να διαρκέσει πάνω από μερικές εβδομάδες, κι έπρεπε να καλυφθεί ξανά.
Αυτή η σύντομη αναδρομή μας θυμίζει ότι ακόμα κι αν στην αφηρημένη συζήτηση είναι απαραίτητο να διαχωρίσουμε την κοινωνική από την πολιτική σφαίρα, στην πραγματική ζωή αυτός ο διαχωρισμός δεν υφίσταται. Οι περασμένες αποτυχίες μας δεν ήταν ούτε κοινωνικές ούτε πολιτικές: ήταν και τα δυο. Η μπολσεβικική κυριαρχία δε θα είχε καταφέρει να εδραιωθεί ως εξουσία πάνω στους προλεταρίους, εάν αυτοί είχαν καταφέρει να αλλάξουν τις κοινωνικές σχέσεις, και οι κοινωνικοποιήσεις μετά το 1936 στην Ισπανία δε θα τελείωναν με καταστροφικό τρόπο, εάν οι εργάτες είχαν κρατήσει την εξουσία που κατέκτησαν στους δρόμους τον Ιούλη του ’36.
Κομμουνιστικοποίηση σημαίνει ότι η επανάσταση δε θα είναι μια διαδοχή φάσεων: πρώτα η διάλυση και καταστροφή της κρατικής εξουσίας, μετά η κοινωνική αλλαγή.
Αν και είναι έτοιμοι να αποδεχθούν κατ’ αρχήν κάτι τέτοιο, αρκετοί σύντροφοι, “αναρχικοί” όσο και “μαρξιστές”, είναι διστακτικοί απέναντι στην ιδέα μιας κομμουνιστικοποίησης που φοβούνται ότι θα δοκίμαζε να αλλάξει τον κοινωνικό ιστό χωρίς να μπει στον κόπο να τσακίσει την κρατική εξουσία. Οι σύντροφοι αυτοί χάνουν το νόημα. Η κομμουνιστικοποίηση δεν είναι αμιγώς ή κυρίως κοινωνική και κατ’ επέκτασιν μη-πολιτική, ή απλώς περιθωριακά πολιτική. Συνεπάγεται την καταπολέμηση των οργάνων καταστολής, τόσο της εξουσίας όσο και ιδιωτικών. Η επανάσταση είναι βίαια. (Με την ευκαιρία, ποιά δημοκρατική επανάσταση επικράτησε ποτέ με ειρηνικά μέσα;)
Ουσιαστικά, η κομμουνιστικοποίηση υπερνικά τις αντεπαναστατικές δυνάμεις αφαιρώντας τους την υποστήριξή τους. Η δύναμη προώθησης των φορέων της δεν προέρχεται απ’ τις εκτελέσεις καπιταλιστών, αλλά απ’ την αφαίρεση των λειτουργιών και της εξουσίας τους. Οι φορείς της κομμουνιστικοποίησης δε σημαδεύουν εχθρούς αλλά υποσκάπτουν και μεταβάλλουν τις κοινωνικές σχέσεις. Η ανάπτυξη μη χρηματικών και μη κερδοσκοπικών σχέσεων αναδύεται μέσα από ολόκληρη την κοινωνία, και θα δράσει ως κύρια ώθηση που θα διευρύνει το ρήγμα μεταξύ του Κράτους και ολοένα και μεγαλύτερων κομματιών του πληθυσμού. Η επιτυχία μας τελικά θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της ανθρώπινης κοινότητάς μας να επεκτείνεται κοινωνικά. Αυτή είναι η ουσία.
Οι κοινωνικές σχέσεις ωστόσο, είναι ενσαρκωμένες σε κτίρια, σε αντικείμενα και σε όντα με σάρκα και οστά, και η κοινωνική αλλαγή δεν είναι ποτέ ούτε στιγμιαία ούτε αυτόματη. Ορισμένα εμπόδια θα πρέπει να σαρωθούν: ότι απλά να εκτεθούν, αλλά να τελειώνουν. Θα χρειαστούμε κάτι παραπάνω από μια πολιτική ανυπακοή: η παθητική αντίσταση δεν είναι αρκετή. Οι άνθρωποι θα πρέπει να πάρουν θέση, ορισμένοι θα τοποθετηθούν απέναντι στην κομμουνιστικοποίηση και μια επαναστατική μάχη δε δίνεται μόνο με λόγια. Τα κράτη (δικτατορικά ή δημοκρατικά) είναι τεράστιες συσσωρεύσεις ένοπλης βίας. Όταν αυτή η ένοπλη βία αμοληθεί εναντίον μας, όσο μεγαλύτερη είναι η μαχητικότητα των εξεγερμένων, τόσο περισσότερο η ισορροπία δυνάμεων θα χάνεται για την κρατική εξουσία, και τόσο λιγότερη αιματοχυσία θα υπάρξει.
Μια εξεγερτική διαδικασία δε συνίσταται απλώς στην κατάληψη κτιρίων, το στήσιμο οδοφραγμάτων και τους πυροβολισμούς για μια μέρα, που μπορούμε κάλλιστα να ξεχάσουμε την επόμενη. Είναι κάτι περισσότερο από τον απλό αυθορμητισμό και μια επί τόπου εφήμερη συνεύρεση. Αν δεν υπάρχει μια συνέχεια, το κίνημά μας θα φουσκώσει σήμερα και θα ξεθυμάνει αύριο. Ένας αριθμός εξεγερμένων θα πρέπει να παραμείνουν οργανωμένοι και διαθέσιμοι ως ένοπλες ομάδες. (Ούτως ή άλλως, κανείς δεν έχει ταλέντα ή επιθυμίες για τα πάντα). Όμως, αν αυτές οι ομάδες λειτουργήσουν ως σώματα ειδικών στον ένοπλο αγώνα, θα αναπτυχθεί ένα μονοπώλιο της κοινωνικά νόμιμης βίας, και σύντομα θα έχουμε μια “προλεταριακή” αστυνομία, και μαζί της μια “προλεταριακή κυβέρνηση”, έναν “λαϊκό” στρατό κλπ. Η επανάσταση θα λήξει άδοξα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα με πολύ συγκεκριμένους όρους, όπως π.χ. τί να κάνουμε με τα αστυνομικά αρχεία που τυχόν θα βρούμε. Αν και η επανάσταση μπορεί κατ’ εξαίρεσι να κάνει χρήση των αστυνομικών αρχείων και δεδομένων των υπηρεσιών ασφαλείας για λογαριασμό της, βασικά αυτό που θα κάνει είναι να καταστρέψει, όπως και κάθε είδος ποινικών μητρώων.
Η επανάσταση δεν είναι α-πολιτική. Είναι αντι-πολιτική.
Η κομμουνιστικοποίηση περιλαμβάνει την καταστροφή του Κράτους, και τη δημιουργία νέων διαδικασιών διεύθυνσης, οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρουν. Κάθε διάσταση αλληλεπιδρά με την άλλη. Καμμία δεν μπορεί να πετύχει χωρίς την επιτυχία της άλλης. Είτε οι δυο αυτές δραστηριότητες θα συνδυαστούν, είτε θα αποτύχουν αμφότερες. Εάν οι προλετάριοι δεν ξεφορτωθούν τα πολιτικά κόμματα, το κοινοβούλιο, τα αστυνομικά σώματα, τον στρατό, κλπ, όλες οι κοινωνικοποιήσεις που θα έχουν πετύχει, όσο προχωρημένες κι αν είναι, αργά ή γρήγορα θα τσακιστούν, ή θα χάσουν τη δυναμική τους, όπως συνέβη στην Ισπανία μετά το 1936. Απ’ την άλλη, εάν ο απαραίτητος αγώνας ενάντια στο κράτος και την αστυνομία περιοριστεί απλά σε μια στρατιωτική αναμέτρηση, το ένα στρατόπεδο ενάντια στο άλλο, και αν οι εξεγερμένοι δεν καταλάβουν τις κοινωνικές βάσεις του Κράτους, το μόνο που θα πετύχουν θα είναι η δημιουργία ενός αντι-στρατού, που μοιραία θα ηττηθεί στο πεδίο των μαχών όπως συνέβη στην Ισπανία μετά το 1936, καθώς μόνο ένα εν δυνάμει Κράτος μπορεί να έχει υπεροπλία εναντίον του Κράτους.
Η κομμουνιστική επανάσταση δε διαχωρίζει τα μέσα απ’ τους σκοπούς. Κατά συνέπεια, δε θα κατακτήσει (ή διαλύσει) πρώτα την πολιτική εξουσία, ώστε μετά να αλλάξει την κοινωνία. Και τα δύο θα προχωρήσουν με το ίδιο βήμα και θα ενισχύει το ένα το άλλο, διαφορετικά είναι εξίσου καταδικασμένα.
Η κομμουνιστικοποίηση μπορεί να συμβεί μόνο σε μια κοινωνία που σπαράσσεται από μαζικές απεργίες, τεράστιες διαδηλώσεις, διάχυτες καταλήψεις δημόσιων κτιρίων και χώρων εργασίας, ταραχές, εξεγερτικές απόπειρες, απώλεια του ελέγχου από το Κράτος επί ολοένα και περισσότερων κοινωνικών ομάδων και περιοχών, με άλλα λόγια μια αναταραχή αρκετά δυνατή ώστε η κοινωνική αλλαγή να πάει βαθύτερα από μια απλή προσθήκη αποσπασματικών μεταρρυθμίσεων. Η αντίσταση στα αντεπαναστατικά ένοπλα σώματα περιλαμβάνει την ικανότητά μας να σπάμε το ηθικό τους και να τα εξουδετερώνουμε, καθώς και να αντεπιτιθόμαστε όταν μας επιτίθενται. Καθώς η δυναμική της κομμουνιστικοποίησης αυξάνεται, κερδίζει το πλεονέκτημα, αυξάνει το διακύβευμα και καταφεύγει ολοένα και λιγότερο στη βία, ωστόσο μόνο μέσα σε μια παραμυθένια σαπουνόφουσκα μπορεί κανείς να πιστεύει σε μια ολότελα αναίμακτη σπουδαία κοινωνική αλλαγή.
Στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του Καράκας το 2006, ο John Holloway δήλωσε: “το πρόβλημα δεν είναι να καταστρέψουμε τον καπιταλισμό, αλλά να σταματήσουμε να τον δημιουργούμε!”. Αυτή είναι πράγματι μια όψη της κομμουνιστικοποίησης, εξίσου εκφρασμένη από έναν απ’ τους χαρακτήρες στο μυθιστόρημα της Ursula Le Guin The Dispossessed (στμ: στα ελληνικά έχει εκδοθεί με τον τίτλο Ο Αναρχικός των δύο Κόσμων): ο στόχος μας δεν είναι τόσο να κάνουμε την επανάσταση, όσο να είμαστε η επανάσταση. Ακριβώς. Όμως η θεωρία του J. Holloway του “να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία” εκκενώνει αυτήν τη διαδικασία από κάθε πραγματικότητα αρνούμενη τον ανταγωνισμό με το Κράτος. Όπως ο Holloway, δε θέλουμε να πάρουμε την εξουσία. Όμως, αντίθετα μ’ αυτόν και τους ακολούθους του, γνωρίζουμε ότι η κρατική εξουσία δε θα εξαφανιστεί κάτω απ’ την απλή πίεση ενός εκατομμυρίου συλλογικοτήτων: Δεν πρόκειται να πεθάνει από φυσικό θάνατο. Αντιθέτως, είναι στη φύση της να κινητοποιεί κάθε διαθέσιμο εφόδιο προκειμένου να υπερασπιστεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Η κομμουνιστικοποίηση δε θα αφήσει την κρατική εξουσία κατά μέρους: είναι αναγκασμένη να την καταστρέψει.
Το σύνθημα των Χαρτιστών “Peacefully if we may, forcibly if we must” (ειρηνικά αν μπορούμε, με τη βία αν αναγκαστούμε), είναι ορθό, στο βαθμό που κατανοούμε ότι θα αναγκαστούμε να χρησιμοποιήσουμε βία.
Σε επαναστατικούς καιρούς, η κοινωνική βία και η κοινωνική ευρηματικότητα είναι αδιαχώριστες: η ικανότητα των προλεταρίων να ελέγχουν την ίδια τους τη βία θα εξαρτηθεί απ’ την ικανότητα αυτής της βίας να είναι εξίσου δημιουργική όσο και καταστροφική. Για να είναι η καταστροφή του Κράτους (επιθυμούμε να καταστρέψουμε την εξουσία, κι όχι να την οικειοποηθούμε) παραπάνω από κούφια λόγια, οι αρνητικές πράξεις πρέπει να είναι επίσης θετικές. Όχι όμως δημιουργώντας μια νέα αστυνομία, έναν νέο στρατό, ένα νέο κοινοβούλιο κλπ. Δημιουργώντας νέα, απελευθερωμένα λειτουργικά όργανα, άμεσα εξαρτημένα απ’ τις κοινωνικές σχέσεις.
Πηγή: http://www.troploin.fr απόσπασμα από την αγγλική έκδοση του “Communisation” των Gilles Dauvé και Karl Nesic