ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΜΑ
προς ένα ξεπέρασμα του μηδενισμού
“Ολόκληρη η εποχή μας και η κοινωνία είναι βαθιά μηδενιστική και το ξεπέρασμα του μηδενισμού αυτού δεν γίνεται με ευεργετικές απεραντολογίες περί κάποιας γενικής και αόριστης (πάντα ομιχλώδους) ελευθερίας.” -από Κ.Κ.Κορυδαλλού
“Είμαστε καχύποπτοι με τα πάντα.” –από τη συνέλευση Λευκού Πύργου, 29/5/2011
Ο σύγχρονος μηδενισμός αντανακλά ένα διπλό αδιέξοδο. Απ’ την μια, ανυπαρξία προοπτικής στον καπιταλισμό για αυξανόμενο μέρος της κοινωνίας, απ’ την άλλη η διαχρονική αποτυχία κάθε εξέγερσης εναντίον του. Είναι η ιδέα που υπάρχει σε κάθε κεφάλι: η διαρκής ματαίωση, η απόγνωση, η απουσία νοήματος. Απ’ τον ακτιβισμό ως τα ναρκωτικά, κι απ’ την μανιοκατανάλωση ως τις εναλλακτικές θεραπείες, ο καθένας ανταποκρίνεται όπως μπορεί στην έλξη του μηδενός.
Ο μηδενισμός είναι το βασικό προϊόν αυτής της κοινωνίας άρα και αυτό με το οποίο θα κριθεί[1]. Ως γενικός κριτής, είναι αναγκαία όψη κάθε εξέγερσης, που επείγεται όμως να ξεπεραστεί απ’ τη δημιουργία νέων αξιών, νέων κοινωνικών σχέσεων, νέας ζωής. Νέες θετικότητες δηλαδή, που προκύπτουν αυθόρμητα απ’ την ίδια την αναγκαιότητα της εξέγερσης να επιβιώσει και (άρα) να εξαπλωθεί. Χωρίς τη δημιουργία νέων δομών, μετά από κάθε εξαγνισμό μέσω της φωτιάς, όσο καταστροφικός κι αν είναι αυτός, ο παλιός κόσμος θα επιστρέφει. Μια ήττα της εξέγερσης φέρει αναπόφευκτα μέσα της και την φετιχοποίηση της ανεκπλήρωτης μηδενιστικής φάσης της, που γίνεται αδιαπέραστο ανώτατο όριο. “Αυτός ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ”, vanitas vanitatum…[2] κι αφού όλες οι εξεγέρσεις καταπνίγονται ή οδηγούν σε χειρότερες τυραννίες, τότε τί μένει; Μα φυσικά το φετίχ, η εξέγερση ως ιδεολογία, ο μηδενισμός ως στυλ, ως “ατομική επιλογή”, ως “αξιακός κώδικας” κι ένδειξη μιας ηθικής ανωτερότητας απ’ τον χύδην όχλο. Την ίδια στιγμή, ένας όχλος κατεβαίνει στο σύνταγμα για το μικροσυμφέρον του που χάνεται, κουβαλάει σημαίες, βαράει τύμπανα, φωνάζει πρωτόγονα συνθήματα, είναι “απολιτίκ” (σύμφωνα με κάθε πλασιέ “πολιτικοποίησης”), γιουχάρει τους πολιτικοποιημένους που του κουνάν το δάχτυλο.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε εδώ, πώς ενώ για τους πολιτικοποιημένους οι -ηττημένες- εξεγέρσεις και οι τεχνοτροπίες τους γίνονται αδιαπέραστο όριο πολιτικού σχεδιασμού, μέσο κοινωνικοποίησης, ταυτότητας, δηλαδή θέαμα προς αναπαράσταση, είναι αντίθετα ο όχλος που θα προσπαθήσει να δώσει απαντήσεις στο αδιέξοδο, να προτείνει ένα ξεπέρασμα του μηδενισμού. Οι βασικές αρχές του καλέσματος πάνω στο οποίο συσπειρώθηκε έχουν μεγάλο ενδιαφέρον:
1) Άρνηση των κομμάτων και των συνδικάτων, καχυποψία προς τις πολιτικές ιδεολογίες.
2) Διαρκείς συγκεντρώσεις και δημιουργία συνελεύσεων, αντί για διαδηλώσεις.
3) Δέσμευση στην μη-βία (τουλάχιστον μέχρι να καταπατηθεί απ’ την άλλη πλευρά).
4) Σεβασμός στον εσωτερικό διάλογο και ενότητα.
Αξίζει να σημειωθεί, πριν δούμε πιο αναλυτικά τα χαρακτηριστικά αυτά, το στοιχείο που σηματοδότησε την πυροδότηση του κινήματος, που όπως σε κάθε αυθεντική εξέγερση [3] δεν ήταν παρά ένας συναγωνισμός (η “καλή Έρις” των αρχαίων Ελλήνων κατά τον Νίτσε) μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, για το ποιά θα φανεί πιο φιλόξενη στο μικρόβιο της αναταραχής που μετέλαβε απ’ τις αραβικές χώρες η Ισπανία.
Ως προς αυτά τα χαρακτηριστικά τώρα, είναι εμφανής η συνειδητοποίηση -έστω και μερική- του “τέλους του διαλόγου”. Ο όχλος δεν επιδιώκει να “μετρηθεί” διαδηλώνοντας, να γίνει εργαλείο επαναδιαπραγμάτευσης των πολιτικών συσχετισμών, γιατί ξέρει ότι δεν υπάρχει κανένας συσχετισμός που θα τον ωφελούσε. Απορρίπτει τους παλιούς εκπροσώπους του, που έχουν καταστεί ανώφελοι και περιττοί, κι αντιπροσωπεύουν την ήττα, το αδιέξοδο. Αρνείται συνολικά την εκπροσώπηση, τα μμε, ακόμα κι αν φέρει -έστω και αόριστα, αδιαμόρφωτα- αιτήματα, δε ζητάει την ικανοποίησή τους από ένα καθεστώς συνολικά απόμακρο και εχθρικό, προτιμά να σμιλεύσει την ανάπτυξή του μέχρις ότου αναγκαστικά ίσως να τα επιβάλει [4]. Αποτρέποντας τα κόμματα και τις οργανώσεις απ’ το εσωτερικό του, αποφεύγει την ηττημένη ήδη απ’ το ξεκίνημά της προοπτική του εμφυλίου, τη διαίρεση του προλεταριάτου βάσει ιδεολογίας και τον κατακερματισμό, αλλα ετοιμάζεται για πραγματικό ταξικό πόλεμο, ευνοώντας όσο περισσότερο μπορεί την ενότητα των δυνάμεών του.
Μπρος σ’ έναν ισχυρότερο αντίπαλο, δηλώνει τον φιλειρηνισμό του, ώστε να μη τσακιστεί εν τη γενέσει, προκειμένου να προλάβει να αναπτυχθεί. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να αποφύγει ένα προβοκάρισμα που θα το οδηγούσε σε σύγκρουση πριν μπορέσει να κινητοποιήσει το μέγιστο των δυνάμεών του. Πρέπει εδώ να σημειωθεί οτι το γενικά υψηλό επίπεδο προλεταριακής βίας στον δρόμο στην Ελλάδα, ευνοεί έναν εφησυχασμό του Κράτους μπρος στους δηλωμένα μη-βίαιους. Χωρίς τα βίαια στοιχεία του, και το ελληνικό προλεταριάτο θα δεχόταν την περιποίηση της αστυνομίας, όπως πριν λίγες μέρες το ιβηρικό, ωστόσο τίποτα δεν αποκλείει ότι αργά ή γρήγορα δε θα γίνει κι αυτό, και η επανάπαυση στην μη-βία του κινήματος θα τεθεί σε κρίση. Το προλεταριάτο γενικά δεν είναι ούτε βίαιο ούτε μη-βίαιο, όπως και τα μέσα που χρησιμοποιεί δεν είναι ούτε νόμιμα, ούτε παράνομα, είναι και τα δύο μαζί κι αυτό είναι η δύναμή του.
Αποφεύγοντας τη διαμεσολάβηση (παρά τις ευάλωτες σε κάθε οργανωμένη δύναμη που μπορεί να επιβληθεί πλειοψηφικά, δημοκρατικές δομές του, εξ ου και η επιθυμία διάλυσης κάθε άλλης ομαδοποίησης εντός της συνέλευσης) αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο συνέχισης του αγώνα και μετά την ικανοποίηση των όποιων αιτημάτων, η οποία θα τονώσει περισσότερο το ηθικό.
Ένα στοιχείο που σκανδαλίζει τους πολιτικοποιημένους επικριτές του, είναι πως ο αγώνας αυτός υπερασπίζεται το “βόλεμα” (δηλαδή την απαίτησή τους να συνεχίσουν να ζουν) της ενσωματωμένης εργατικής τάξης κι ενός μέρους μικροαφεντικών που τώρα συνθλίβονται, ωστόσο καθώς ο αγώνας είναι ανοιχτός, είναι αδύνατον να προβλεφθεί το αν θα εγκλωβιστεί σε ένα ρομαντικό αίτημα πιο “δίκαιου” καπιταλισμού, ή αν θα αναπτυχθεί προς μια άρνηση του καπιταλισμού και μια διαφορετική οργάνωση της ζωής, που ακόμα κι αν ηττηθεί, θα προσφέρει ανεκτίμητες εμπειρίες προλεταριακής αυτοοργάνωσης. Στην πραγματικότητα, τόσο απ’ τ’ αριστερά όσο κι απ’ τα δεξιά, εκφράζεται μια τέτοια “ρομαντική” τάση στο κίνημα που αντανακλά και στους επίδοξους διαμεσολαβητές του. Για την μεν αριστερά, προτεραιότητα (δηλαδή πριν ανατεθεί στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση η προώθηση των “δικαίων” αιτημάτων) έχει ο ελεγκτικός ρόλος μιας επιτροπής οικονομολόγων για το χρέος και η ανάθεση σε ανάλογα επιτελεία ειδικών του αγώνα. Αν και είναι αρκετά πιθανό να υιοθετήσει ο καπιταλισμός ορισμένα ελεγκτικά μέτρα, ωστόσο αυτό με τίποτα δε θα οδηγήσει πίσω στο “πιο δίκαιο” κοινωνικό κράτος του ’80, όπως εμφανίστηκε στην Ελλάδα με την μορφή κομματικών ρουσφετιών, ανοχής στην παραοικονομία, φθηνών υπηρεσιών κλπ… Ακόμα πιο ανεδαφική είναι η φαντασίωση της δεξιάς τάσης, για μια επιστροφή σ’ έναν εθνικό καπιταλισμό, με τιμωρία των λαμογιών-πολιτικών που ξεπούλησαν τη χώρα και εθνικοποιήσεις, πολύ απλά γιατί δεν υπάρχει η παραγωγική βάση για μια τέτοια ανάπτυξη, και γιατί -ακόμα κι αν υπήρχε- δεν υπάρχει καμμία βάση στο να προσδεθεί ένα κεφάλαιο σε μια οικονομία όταν δεν το “συμφέρει”. Εδώ έγκειται και η αυταπάτη του εθνικισμού: ακόμα κι αν δέσμευε την καπιταλιστική τάξη να επενδύσει στην Ελλάδα με όρους καλύτερους για τους εργαζομένους απ’ ότι αλλού, ταυτόχρονα θα εξαφανιζόταν στον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό απ’ τις πιο κερδοφόρες απ’ αυτήν, οπότε επιστρέφουμε στο σημείο μηδέν. Ο αγώνας δεν έχει μέλλον αν δε διεθνοποιηθεί και οι προλετάριοι το ξέρουν.
Ένα άλλο στοιχείο που έχει προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση, είναι ο “ετερόκλητος” χαρακτήρας των συμμετεχόντων, ή -για τους πολιτικοποιημένους- η απουσία ενός ταξικού χαρακτήρα. Ωστόσο, το ούτως ή άλλως ρευστοποιημένο σύγχρονο προλεταριάτο, αγωνιζόμενο για τα άμεσα συμφέροντά του, δεν εμφανίζεται ως τάξη που θέλει να επιβεβαιωθεί ως τέτοια, να επιβάλλει τη δικτατορία του, δηλαδή μια δικτατορία …των εκπροσώπων του, αλλά αγωνίζεται για να καταργηθεί ως τάξη: Μόνο αυτοαναιρούμενο, μόνο αφαιρώντας το υποστήλωμα της καθημερινής υποτέλειάς του στην καπιταλιστική οργάνωση της μισθωτής εργασίας κι ολόκληρης της ζωής, που μπορεί να πραγματωθεί ως ανθρωπότητα και να αναπτύξει νέες σχέσεις και μια διαφορετική, “ανθρώπινη” κοινωνία. Και είναι μάλιστα στην ίδια τη δράση του αυτή, με τις εμπειρίες και τα λάθη της, που όσο επαναστατικοποιείται και εξαπλώνεται, εμφανίζονται οι σχέσεις εκείνες που συναρμολογούν την νέα κοινωνία, καθώς το προλεταριάτο αναγκάζεται να οργανώσει τις σχέσεις του ενάντια στον καπιταλισμό και στο κράτος.
Η ανάγκη αυτή για συλλογική επαγρύπνηση κι αλληλεγγύη, για διάδοση της συζήτησης κι εμπλοκή όσο το δυνατόν περισσότερων προλεταριών σ’ αυτήν, για πρακτική εφαρμογή και υπεράσπισή της απέναντι στην κρατική καταστολή, δεν προκύπτει από κάποια ιδεολογία, αλλά απ’ την ίδια την πραγματικότητα του αγώνα. Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τον φτάσουμε στα άκρα, εάν δε θέλουμε να θυσιάσουμε τα όσα έχουμε δώσει μέχρι στιγμής. Ωστόσο, η καταστολή -που δεν αποτελεί παρά μόνο ένα απ’ τα όπλα της εξουσίας- δε θα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση. Αυτή θα είναι να αρνηθούμε τον ως τώρα ρόλο μας, και να περάσουμε στην πραγματική ανθρώπινη ιστορία.
Σημειώσεις:
[1] πρβλ. “Δεν είμαστε εμπορεύματα” -Puerta del Sol, πχ στο πανώ εδώ.
[2] Vanitas vanitatum et omnia vanitas: ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης.
[3] Με χαρακτηριστικό παράδειγμα την “ευγενή άμιλα” των εμπρηστών κατά τις αλυσιδωτές ταραχές (copycat riots) στα Γαλλικά προάστια, πχ α, β.
[4] πρβλ: και τη γνωστή αρχή του Σουν Τζου: “…πρώτα νικάει, μετά εμφανίζεται στην μάχη”.
Παρμένο από το: http://proletcult.blogspot.com/2011/06/blog-post.html
Σχετικά: Να φύγουν όλοι! προκήρυξη από Ισπανία για τις σχετικές κινητοποιήσεις, και
μια πρώτη εντύπωση απ’ την ανοιχτή συνέλευση στο Σύνταγμα, ενημέρωση και συζήτηση για τα γεγονότα.