Η επίθεση στην κουλτούρα, Κεφάλαιο 17 (σελίδες 95-101)
Η Εφημερίδα CLASS WAR
Για πολλούς αναγνώστες, η Class War φαίνεται σαν να βγήκε από το πουθενά. Στα δυο χρόνια μεταξύ της εμφάνισης της πρώτης “Class War” στα 1983 και του “θερμού φθινόπωρου” του ’85, τα βρετανικά μίντια άρχισαν να γράφουν για μια “αναρχική απειλή” που ήταν κάτι ανάλογο της παλιάς “red scare”/κόκκινης απειλής. Για πρώτη φορά μετά τις βόμβες της Οργισμένης Ταξιαρχίας των αρχών του 70, ο αναρχισμός γινόταν αντιληπτός σαν μια απειλή για το βρετανικό κατεστημένο.
Η Class War έγινε γρήγορα το θέμα της ημέρας [1] και ως συνήθως, η δημοσιογραφική έρευνα εξυπηρέτησε την μυστικοποίηση -παρά τη δημοσιοποίηση- της κοινωνικής κουλτούρας και της πολιτικής προέλευσης της ομάδας. Αυτό δεν ήταν απλώς μια περίπτωση εσκεμμένης παραπληροφόρησης εκ μέρους κάποιας κυβερνητικής οδηγίας, αντιθέτως παρά την κυνική εικόνα λαγωνικού που θέλουν να επιδεικνύουν, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είναι εξαιρετικά αφελείς και άσχετοι.
Το πρώτο τεύχος της εφημερίδας Class War είχε ως εξώφυλλο ένα ζευγάρι “toffs”, και πίσω τους το σλόγκαν: “Τώρα είναι η στιγμή για κάθε βρώμικο τεμπέλικο ρεμάλι να οπλιστεί μ’ ένα ρεβόλβερ ή ένα μαχαίρι και να τη στήσει έξω απ’ τα παλάτια των πλουσίων και να τους πυροβολίσει ή να τους μαχαιρώσει μέχρι θανάτου μόλις ξεμυτίσουν”. Πρόκειται για μια παράφραση ενός κομματιού από τον λόγο της αναρχικής του 19ου αιώνα Lucy Parsons στους φτωχούς του Σικάγο. Η κολλεκτίβα Class War αποτελούνταν από παλιούς αναρχικούς που, έχοντας εντρυφήσει στην ιστορία του κινήματος, ήταν ικανοί να εφαρμόσουν αυτή τη γνώση τους στην παραγωγή προπαγανδιστικού λόγου.
Ο Ian Bone, προορισμένος να τεθεί “επικεφαλής” του κινήματος, είχε προηγουμένως υπάρξει τραγουδιστής της πανκ μπάντας Living Legends, καθώς και “εγκέφαλος” του “The Scorcher” ενός αγκιτατόρικου εντύπου της νότιας Ουαλίας. Συγγενικά μυαλά από την νότια Ουαλία και το Λονδίνο επάνδρωσαν την κολλεκτίβα. Αργότερα ενώθηκαν με μια ομάδα ταραχοποιών που ζούσαν μαζί σε ένα μεγάλο σπίτι στο Islington (Βόρειο Λονδίνο). Η μετέπειτα ανάμειξη της φράξιας με το αναρχικό κίνημα είχε τις ρίζες τις σε μια προηγούμενη δεκαετία διαφόρων πρότζεκτς. Κάποιοι απ’ αυτούς συμμετείχαν στο σατιρικό περιοδικό “Εξουσία”, δυο τεύχη του οποίου κυκλοφόρησαν στα τέλη του 70. Το οπισθόφυλλο του πρώτου τεύχους απεικόνιζε μια φωτογραφία φασιστικής πορείας και τις λέξεις “Το Εθνικό Μέτωπο αγαπάει τη Βρετανία… σχεδόν όσο και οι αναρχικοί την Ισπανία”. Με την Class War αυτού του είδους μαύρο χιούμορ θα έφτανε σε νέα ύψη.
Στις πρώτες μέρες της, η Class War δεν έψαχνε κάποια βάση στο παραδοσιακό εργατικό κίνημα, ενώ μάλλον έβλεπε τους απογοητευμένους νέους ως τους πιο πιθανούς συμμάχους της. Και η προπαγάνδα της ήταν σχεδιασμένη ώστε να προσελκύει την ακραία γοητεία του πανκ κινήματος. Το εξώφυλλο με το “Never Mind The… BOLLOCKS TO THAT!”, ενός από τα πρώτα τεύχη, απεικονίζει καλά αυτή την τάση.
“Ο Dylan πλούτισε απ’ τη γαμημένη μιζέρια της μεσαίας τάξης του 60. Ο ΜακΛάρεν και το Πανκ πλούτισαν απ’ τη γαμημένη μιζέρια της νεολαίας της εργατικής τάξης. Το πανκ έσωσε την βιομηχανίας της δισκογραφίας και τη μουσική σκηνή… Η έμφαση στο δυναμισμό και στην πανκ επιθετικότητα τις έβρεξαν στον κώλο στους λαπάδες σταρς του 70. Όμως για την εργατική τάξη, τα γέλια εις βάρος των βαρετών γερο-κλανιάρηδων και του βρετανικού καθεστώτος πρέπει να είναι στο επίκεντρο. Η θέση του God Save The Queen, ή του Anarchy In The U.K. στο νο1 της ροκ βιομηχανίας επιβραβευμένα για τις υπηρεσίες τους στην κερδοφορία – είναι ένα αστείο και μια αποκάλυψη της διαστροφής των πλούσιων μπάσταρδων που διευθύνουν τη σκηνή. Όμως το αστείο είναι εις βάρος μας… Οι μουσικές μόδες και τα έντυπα και η βιομηχανία τους είναι απλά τα πιο ρατσιστικά παραδείγματα του πως η σύγχρονη αγορά δουλεύει σύμφωνα με τις αρχές του “πουλάμε ό,τι σαλεύει”. Η οργή της εργατικής τάξης, μέσω των εμπνεύσεων του ΜακΛάρεν για την πολιτική του 60… είναι απλά καλό υλικό για μπίζνες. Οι παλιοί πανκς λένε ότι οι Clash, οι Stranglers και άλλοι “ξεπουλήθηκαν” στις μεγάλες δισκογραφικές όπως οι αριστεριστές λένε ότι τα συνδικάτα ξεπουλάνε τις απεργίες… Όμως το ίδιο θα έκαναν και οι ίδιοι, καθώς το να κάνεις τον αντι-ήρωα ή τον ήρωα δεν έχει και τόση σημασία όσο κρατάς τη βιομηχανία να κινείται. Το Oi προσπάθησε να το απορρίψει όλο αυτό, ξαναγυρνώντας στις ρίζες όμως κάπου εκεί χάθηκε. Αν και βασίστηκε σε ένα πραγματικό στοιχείο ταξικής κουλτούρας, το Oi κατρακύλησε σε μια λατρεία για τις ένοπλες δυνάμεις και το ψήφο στους Εργατικούς. Η μόνη μπάντα (sic) που τράβηξε την μουσικο-πολιτική γραμμή μπροστά ήταν οι Crass. Έκαναν τόσα για να διαδόσουν τις αναρχικές τους ιδέες, πιο πολλά κι απ’ τον Κροπότκιν, όμως όπως κι αυτού, η πολιτική τους συγκρότηση ήταν σκατά. Επικεντρώνοντας στον πασιφισμό και τις τάσεις απόδρασεις στην ύπαιθρο, αρνούνται την πραγματικότητα ότι στις πόλεις η αντιπαράθεση σημαίνει σύγκρουση και βία, αν σκοπεύουμε να προχωρήσουμε κάπου. Τελικά προκύπτουν μπάντες που απορρίπτουν την ροκ μουσική/δημοσιότητα/πλούτο, ενώ ταυτόχρονα δραπετεύουν από τη βαρεμάρα της εργατικής τάξης όπως ταυτόχρονα κι από την πολιτική γραμμή του συνδικάτου/του Κόμματος των Εργατικών. Αδιαφορώντας ωστόσο να το κάνουν διαλύοντας το ίδιο το θέαμα κι αυτούς που το διευθύνουν, εφορμούν από το ήδη παρακμάζον Oi σε μια αναμεταξύ τους κόντρα (κι όχι πλέον ενάντια στους πλούσιους), κράζοντας τους μεν που υποστηρίζουν τους “στρατιώτες μας στον νότιο ατλαντικό” ή τους δε που “ψηφίζουν εργατικούς”. Οι Apostles και οι Anti-Social Workers συνδέονται με τον πόλεμο ενάντια στους πλούσιους και σηματοδοτούν μια πραγματική πιθανότητα να σηκωθεί όλη η οργή και η αγανάκτηση από τη συναυλία και να βγεί στους δρόμους, λέγοντας μια και καλή “γάμα το” στα σκατένια τελετουργικά που περνιούνται για ευχαρίστηση”.
Το άρθρο τελειώνει με ένα στίχο τραγουδιού των The Apostles. Χαρακτηριστικό που δίνει την αίσθηση ενός πανκ φανζίν, μόνο που η πολιτική του ανάλυση – και η επιρροή μιας θεαματικο-καταστασιακής θεωρίας – το διακρίνουν ως “πολιτικοποιημένο”. Το πολεμικό στυλ του δείχνει ότι έχει γραφτεί από κάποιον πιο πεπειραμένο στην αγκιτάτσια ενάντια στην εξουσία από τον μέσο πανκ του δρόμου.
Το 1984, η Class War έθεσε σε κίνηση την “Εαρινή Επέλασή” της ενάντια στους πλούσιους. Το εξώφυλλο της εφημερίδας που ανακοίνωνε το πρότζεκτ αυτό έφερε την εικόνα ενός κυνηγού αλεπούδων και το απόσπασμα “Πλούσιο γαμημένο απόβρασμα, Θα σε πετύχουμε”. Η Class War είχε πηδήξει στο τραίνο της Απελευθέρωσης Ζώων, δημοφιλής ανάμεσα στους αναρχο-πανκς, και η μείξη αυτή οδήγησε σε μια απογείωση του τιράζ της εφημερίδας. Εκτός από το να αποτελούν την “ουρά” σε διαδηλώσεις αριστεριστών ή αναρχικών δράσεων όπως η Stop The City, τώρα η Class War μπορούσε να ξεκινά δικές της καμπάνιες. Σε ένα άρθρο με τίτλο “Προς την πανήγυρη του Μάη”, η ομάδα αναφέρει για την καμπάνια της:
“Η πρώτη δράση της Εαρινής Επέλασης της Class War έλαβε χώρα την 1 Μάρτη στο Grosvenor House hotel. Η αφορμή ήταν ο χορός “Αλόγου και κυνηγόσκυλου”. Ένα must για όλους τους ντόπιους κυνηγούς και κυριλέδες. Λοιπόν, καθώς το ραντεβού ήταν ανοιχτό, μια παρέα αναρχικών αποφάσισε να παραστεί επίσης… Κάποια φιλικά πρόσωπα άρχισαν να εμφανίζονται και οι αριθμοί μας έφτασαν τα 40 περίπου άτομα. Θεωρήσαμε ότι είμαστε αρκετοί για να κάνουμε καλό σαματά. Καθώς σκοπεύαμε αποκλειστικά να διαδηλώσουμε και όχι να συγκρουστούμε, φορέσαμε τα φουλ-φέις και στηθήκαμε έξω από την κύρια είσοδο. Καθώς τα καθίκια έβγαιναν από τις λιμουζίνες τους, έπαιρναν γρήγορα χαμπάρι ότι οι “αντί-” είχαν κάνει δυναμική εμφάνιση. Η διαδήλωσή μας ξεκίνησε χαλαρά καθώς ξετυλίξαμε ένα μεγάλο πανώ που έγραφε “ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟΥΣ ΑΥΡΙΑΝΟΥΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ ΣΑΣ”. Δεν είμαστε άνθρωποι που παίζουμε με τις λέξεις. Σύντομα οι πλούσιες λέρες άρχισαν να καταφτάνουν βιαστικοί με τα ημίψηλα καπέλα τους και τις “ροζ” σταχτοπούτες της υψηλής κοινωνίας τους αγκαζέ. Κορόιδεμα, καλογυρισμένες κλωτσιές, φτυσιές και μια αξιοσημείωτα ξεγυρισμένη σφαλιάρα μάλλον χάλασαν το απόγευμα αρκετών απ’ αυτούς… Η Εαρινή επέλαση της Class War μόλις απογειώθηκε”.
Παρά το σλόγκαν-ιστικό λόγο που καλούσε τους αναγνώστες να “ενωθούν στον αναρχικό όχλο”, οι δράσεις του ’84 ήταν όλες χαμηλής έντασης-γεγονότα κλειδιά. Ωστόσο, οι πωλήσεις της Class War σκαρφάλωσαν στα 10.000 αντίτυπα σε κάποια τεύχη, και η φήμη της ομάδας διογκώθηκε αναλόγως. Το οπισθόφυλλο του “Angry 1” ενός περιοδικού που έβγαζε ένας μαθητής και υποστηρικτής της Class War στη Σκωτία, αναπαρήγαγε κάποιες από τις αναφορές των μίντια:
“Μια ομάδα από πολιτικοποιημένους ταραξιες που εξυμνούν μια επικίνδυνη αναβίωση της αναρχικής βίας. Προσπαθούν να διαδόσουν τα σατανικά μηνύματά τους ανάμεσα στους απεργούς των ορυχείων, τους διαδηλωτές της ειρήνης – ακόμα και σε σχολιαρόπαιδα. Μπορούν να βρεθούν σε πικετοφορίες, διαδηλώσεις του CND και πορείες για τα δικαιώματα των ζώων να μοιράζουν μια φυλλάδα αθυρόστομης προπαγάνδας που αποκαλούν Class War. Είναι ένα έντυπο με σύμβολο ένα κρανίο και διασταυρωμένα κόκκαλα με δολοφονικά μηνύματα… Καυχιούνται “μπλοκάραμε αυτοκινητοδρόμους, σπάσαμε σπίτια ρουφιάνων και κοπανήσαμε δημοσιογράφους…” Ο αγαπημένος στόχος του μίσους της Class War είναι οι χώροι που συναντώνται οι “πλούσιες λέρες”. Καλούν τους υποστηρικτές τους να πηγαίνουν σε εκδηλώσεις όπως το Henley Regatta και σε αγώνες πολο (με άλογα) ντυμένοι με φουλ-φέις και αρβίλες Cod Marten και να “κάνουν τους μπάσταρδους να πνιγούν με τα πιρουνάκια του πικ νικ τους”. Η ομάδα έχει ήδη προειδοποιήσει τους υποστηρικτές των εργατικών σε ένα μίτινγκ του Τony Benn… Την προηγούμενη εβδομάδα η εφημερίδα Tribune των εργατικών έκανε κάλεσμα σε όποιων έχει πληροφορίες για την Class War να προσκομίσει”
Από την Sunday People, χωρίς χρονολογία στο κολλάζ.
“…Η Class War… κάτω από μια επικεφαλίδα “Πλούσιοι μπάσταρδοι προσέξτε”, συμβουλεύει τους αναγνώστες, την επόμενη φορά που θα δουν έναν πλούσιο μπάσταρδο να του την πούνε, να τον σπρώξουν, να του βάψουν με σπρέυ τους τοίχους, να μαζευτούν πολλοί και να αράξουν γύρω του ώστε να αισθανθεί άβολα. “Ποιός το γαμάει το να μαζευτούνε 250.000 άνθρωποι να τους σαλαγήσουν σα πρόβατα στο Λονδίνο ακούγοντας τις μεσοαστικές μαλακίες του CNO από τρόμπες σαν την Joan Ruddock και τον Bruce Kent, να τους λένε να πάνε σπίτι τους και να μη κάνουν τίποτα. Ας μαζευτούμε 5.000 στο Ascot… και να εξαπολύσουμε την ταξική οργή μας εναντίον τους… Να τους κάνουμε να χέζονται να κυκλοφορούν στους δρόμους μόνοι, να φοβούνται να επιδείξουν κάθε σύμβολο του πλούτου τους, να θέσουμε τις ζωές τους σε κατάσταση πολιορκίας πίσω από κλειδωμένες πόρτες στα ίδια τους τα σπίτα και τις περιοχές τους” Και συνεχίζει, για τέσσερεις σελίδες. Μια έξυπνη παρωδία; δεν έχω ιδέα…”
Από την Guardian, χωρίς χρονολογία στο κολλάζ.
Το 1985, η Class War ξεκίνησε την καμπάνια “Bash The Rich”. Το οπισθόφυλλο που αφιέρωσαν στην πρώτη τους πορεία στο Λονδίνο ενημέρωνε επίσης τους αναγνώστες για την προέλευση της ιδέας:
“Η ιδέα των πορειών “Τσακίστε τους πλούσιους” δεν είναι κάτι νέο. Ακριβώς 100 χρόνια πίσω, στις 28 Απρίλη 1885 έκαναν ακριβώς το ίδιο στο Σικάγο… Η αναρχική Lucy Parsons έλεγε σε ανθρώπους που ήταν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας να “πάρουν μερικούς λεφτάδες μαζί τους”, να ανοίξουν τα μάτια τους στο τί γίνεται “από το κόκκινο φως της καταστροφής”. Οι αναρχικοί οργανώναν τεράστιες συγκεντρώσεις με πάνω από 20.000 ανθρώπους… Οι αναρχικοί βρίσκονταν επικεφαλής τεράστιων πορειών από τα γκέτο της εργατικής τάξης στις πλούσιες συνοικείες. Μαζεύονταν χιλιάδες έξω από εστιατόρια ή επαύλεις ευπόρων επιδεικνύοντας τεράστια πανώ στα οποία έγραφαν “Προσέξτε τους αυριανούς εκτελεστές σας”, οι τρομοκρατημένοι πλούσιοι καλούσαν γρήγορα την αστυνομία και εκτεταμένες συγκρούσεις λάμβαναν χώρα. Η εργατική τάξη του Σικάγο ήταν αποφασισμένη να πάει τον αγώνα της στην καρδιά του εδάφους του εχθρού – όπως επίσης κι εμείς, εκατό χρόνια μετά.
Η πορεία “Τσακίστε τους πλουσίες” της 11 Μάη 1985 ήταν ένα αντάρτικο θέατρο αντάξιο του βερολινέζικου νταντά. Έλαβε πλήρη κάλυψη στην εφημερίδα Class War:
“Η αστυνομία απείλησε να μας συλλάβει όλους με τον νόμο περί δημοσίας τάξης για πορεία με παρα-στρατιωτική περιβολή (φουλφέις και αρβύλες!). Η αστυνομία και το συμβούλιο του Westminster εντωμεταξύ έβαλαν την Gardens Community Association να βγάλει μια νομική εντολή εναντίον μας προκειμένου να μας εμποδίσει να διαδηλώσουμε. Η αστυνομία έκανε ό,τι μπορούσε για να μη βγούμε στο δρόμο. Όμως παρόλη αυτή την τρομοκρατία είχαμε την μεγαλύτερη αναρχική πορεία εδώ και χρόνια. Πάνω από 500 από μας βαδίσαμε προς το κυριλάτο Kensington φωνάζοντας “πλούσια καθίκια” και “θα ξαναγυρίσουμε”, καθώς κρυφοκοιτάζαν χεσμένοι πίσω από κλειστές κουρτίνες. Επιτέλους φέραμε την πραγματικότητα της αυξανόμενης ταξικής οργής στις άνετες, προστατευμένες ζωούλες τους. Ήταν γαμημένα φανταστικά να είσαι σε μια αναρχική πορεία για μια φορά αντί να κάνεις την ουρά σε μια αριστερίστικη διαδήλωση ακούγοντας τους ομιλητές του εργατικού κόμματος. Καθώς στρίψαμε στη Holland Park Avenue, το μόνο που μπορούσες να δεις προς το Ladbroke Grove ήταν μαύρες σημαίες. Οι μπάτσοι ήταν πεπεισμένοι ότι έπρεπε να μας συνοδεύσουν μέχρι ένα από τα πιο κυριλέ μέρη του Λονδίνου παρενοχλώντας τους πλούσιους κατοίκους του γράφοντάς τους τελείως. Δεν είχαμε ούτε μία σύλληψη παρά το γεγονός ότι οι αστυνομία ερχόταν σε απόσταση αναπνοής όταν φωνάζαμε το “Rich Bastards” σε ένα ακόμη παράδειγμα της ανδρείας των ντόπιων τρωκτικών… Τώρα πρέπει να ετοιμαστούμε για την επόμενη εκδήλωση Henley Regatta στις 6 Ιούλη. Αν δουλέψουμε σκληρά ίσως έχουμε πάνω από χίλιους ανθρώπους στο Henley την μέρα εκείνη και να κάνουμε τους πλούσιους καριόληδες να πνιγούν με τα πιρουνάκια του πικ νικ τους στις όχθες του Τάμεση. ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟ HENLEY”.
Εκτός από το να αποτελεί ένα από τα πιο κωμικά θεάματα στο Λονδίνο για πολλά χρόνια, η πορεία αποκάλυψε την κοινωνική σύνθεση του κινήματος της Class War. Καθώς στην κεφαλή της πορείας βρίσκονταν οι δέκα ή κάπου τόσοι αναρχικοί αγωνιστές – ντυμένοι με τυπικά ρούχα του δρόμου και με ηλικίες που κυμαίνονταν από τα τέλη της δεκαετίας του 20 ως τα 35, που έβγαζαν την εφημερίδα Class War, πίσω τους κινούνταν κάποιες εκατοντάδες από έφηβους πανκς.
Εξ αιτίας μιας ογκώδους αστυνομικής παρουσίας στη Henley Regatta, ελάχιστη διαταραχή προκλήθηκε, αλλά η κάλυψη από τα μίντια ήταν αρκετή για να ειδωθεί από την Class War σαν μια νίκη, σε άρθρο της εφημερίδας. Το ίδιο όμως δε θα μπορούσε να ειπωθεί για την Πορεία στο Hampstead που οργανώθηκε την 21η Σεπτέμβρη 1985. Οι διαδηλωτές, ξανά αποτελούμενοι από 500αριά πανκς και επικεφαλής την Class War, εξευτελίστηκαν από τους μπάτσους. Η αστυνομία, που υπερείχε των διαδηλωτών με αριθμούς πάνω από 2 προς 1, ανάγκασε την πορεία να εκτραπεί από την πορεία της, σε στενάκια. Η πορεία μπλοκαρίστηκε για περίπου μια ώρα, όταν οι μπάτσοι σχημάτισαν κλοιό μπροστά της και ανάγκαζαν τους διαδηλωτές ολοένα και να στριμώχνονται στενεύοντας το πλάτος της πορείας, προκειμένου να περάσουν. Σαν τελική προσβολή, οι διαδηλωτές αναγκάστηκαν να τρέξουν – ένας, ένας – ανάμεσα από δυο σειρές ένστολους μπάτσους (που τους απειλούσαν με κραυγές όπως “έχουμε πιάσει τους αρχηγούς σας”) προτού τελικά διαλυθούν.
Η αποτυχία οδήγησε σε σοβαρή συζήτηση στο εσωτερικό της ομάδας για το πώς θα έπρεπε να συνεχιστεί η καμπάνια. Τα πιο ακραία στοιχεία πρότειναν μια πορεία “Τσακίστε τους πλούσιους” μέσα στο Δυτικό Μπέλφαστ και μια Πορεία Μνήμης του Harry Roberts στο Δυτικό Λονδίνο. Και οι δυο προτάσεις είχαν σίγουρα ρίσκα. Μια δράση στο Μπέλφαστ θα ανακάτωνε κάθε πλευρά που συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο, και η συμμετοχή σ’ αυτή θα σήμαινε σοβαρό κίνδυνο ξυλοδαρμού, αν όχι θανάτου. Από την άλλη, μια πορεία τιμής σε έναν μπατσο-κτόνο, θα ήταν μια ανοιχτή πρόκληση για την αστυνομική καταστολή. Και οι δυο επιλογές απορρίφθηκαν. Η καμπάνια “Τσακίστε τους πλούσιους” έφτασε σε ένα άδοξο τέλος μετά την πορεία στο Μπρίστολ, στις 30 Νοέμβρη 1985.
Η εγκυρότητα της Class War, ως ομάδας που αποτελεί μια σοβαρή πολιτική απειλή, έφτασε σε σημείο κατάρρευσης. Ωστόσο, η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς, και τα μίντια απέδωσαν στην ομάδα κεντρικό ρόλο στις ταραχές του Μπρίξτον και του Τότεναμ τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Στην πραγματικότητα, η ομάδα είχε λιγότερα από 20 μέλη στο Λονδίνο εκείνη τη στιγμή και μηδαμινή επιρροή στα γεγονότα εκείνα – ωστόσο μια χούφτα υποστηρικτών τους βρέθηκαν στις περιοχές των ταραχών όταν ξεκίνησαν οι φασαρίες. Παρά την ώθηση αυτή στην καταρρέυουσα πιστότητα της Class War, η ομάδα του Islington αποχώρησε σύντομα, αφήνοντας τον Ian Bone ελεύθερο να πάρει στα χέρια του την κατάσταση ως αναντίρρητος ηγέτης.
Μετά απ’ αυτό, η Class War έχασε σύντομα τη βάση της και έγινε αδιαχώριστη από κάθε άλλη αναρχική ομάδα. Παρά τις αναφορές στα μίντια, η καμπάνια τους ενάντια στη gentrification (ανάπλαση) στο East End του Λονδίνου ήταν ολότελα αναποτελεσματική. Η ομάδα αποπειράθηκε να διευρύνει το πρόταγμά της από τους πανκς, στους συνηθισμένους ανθρώπους της εργατικής τάξης. Η αναβαπτισμένη “Class War” έχασε το στυλ των πρώτων τευχών της και απέτυχε παταγωδώς στις προσπάθειές της να ανοιχτεί σε ένα ευρύτερο κοινό. Η νέας εμφάνισης εφημερίδα, με ειδικά αφιερώματα σε “σκάνδαλα”, “ποπ”, “σεξ”, κλπ φαινόταν σαν πατρονάρισμα. Εντωμεταξύ, τα μίντια αγνοούσαν την αλλαγή πλεύσης της Class War και συνέχιζαν τα αφιερώματα στις τρομοκρατικές τακτικές της (δες για παράδειγμα το άρθρο στην “News Of The World Sunday Magazine” της 5ης Ιούλη 1987).
Μετά το πρώτο κύμα επιτυχιών με την αγκιτατόρικη καμπάνια της, η Class War έπεσε σε όλα τα παραδοσιακά λάθη του αναρχικού χώρου. Αυτοί που παρέμειναν στην ομάδα, είχαν νικήσει τους εαυτούς τους στο ίδιο τους το παιχνίδι. Η Class War είχε χρησιμοποιήσει τα μίντια και πέρασε τις πιο ακραίες αναρχικές ιδέες στο ευρύ κοινό, όμως έχοντας κάνει αυτό, η ομάδα απέρριψε προτάσεις που θα παρουσίαζαν στο κοινό κάτι ακόμη πιο ταραχώδες. Μη θέλοντας να οργανώσει πορείες στο Μπέλφαστ και προς τιμήν ενός μπατσο-κτόνου, η ομάδα έπρεπε να αυτο-διαλυθεί. Αντιθέτως, προσπάθησε ανεπιτυχώς να διευρύνει το κάλεσμά της – κάτι που τα μίντια οπωσδήποτε θα απέτρεπαν, ακόμη κι αν η ομάδα ήταν ικανή να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο σχέδιο. Σ’ αυτό το σημείο, η Class War εγκατέλειψε την παράδοση που προσπαθώ να χρονολογήσω. Η σατιρική οργή που εμψύχωνε το ντανταιστικό, το καταστασιακό και το πανκ κίνημα στην ακμή τους, είχε εγκαταληφθεί. Η λαϊκίστικη προσέγγιση με την οποία αντικαταστάθηκε ήταν συχνά τόσο κλαψιάρικη που έκανε τις σαπουνόπερες να μοιάζουν συμπαθητικές.
Υποσημειώσεις:
[1] Ως μια μικρή ομάδα, η Class War αντιλήφθηκε ότι ο καλύτερος τρόπος να περάσει τις ιδέες της στο ευρύ κοινό ήταν να πιαστεί από πολιτιστικά στερεότυπα και αφού τα παράλλαζε κατάλληλα – να τα επανατροφοδοτήσει στα μίντια. Για τους λόγους αυτούς, η Class War ήταν τόσο απασχολημένη με την κουλτούρα (στην ευρεία έννοιά της) όσο και με την πολιτική. Η έμπνευση αντλούνταν περίτεχνα από τρεις πηγές, την κουλτούρα της βρετανικής εργατικής τάξης, το πανκ και την αναρχική/αριστερή-κομμουνιστική παράδοση. Η Class War σχεδιάστηκε ώστε να συσπειρώνει εναντίον της τους δημοσιογράφους και πέτυχε απόλυτα! Οι τακτικές που επιστράτευσε, αντιγράφτηκαν από το πανκ και την αναρχική ιστορία. Σε γενικές γράμμες, ότι ήταν κακό για τα μίντια, εξυμνούνταν από την Class War. Τα μίντια απεικόνιζαν την εργατική τάξη ως βίαιη, και εξίσου και η Class War – ακολουθώντας τα χνάρια του πανκ – υπερβάλλοντας σ αυτή την εικόνα (με την προϋπόθεση βέβαια ότι η βία αυτή στόχετε τους μπάτσους ή τους πλούσιους). Η κάλυψη από τα μίντια τόσο για το πανκ όσο και για την Class War εστίαζε στην προκλητική στάση τους απέναντι στους πλούσιους και το κατεστημένο (ιδιαίτερα την βασιλική οικογένεια). Όταν η Class War έβγαλε το “Better Dead Than Wed” EP της (Mortarhate Records, London 1986), για το γάμο του πρίγκημα Adrew, ήταν σαν τους Sex Pistols και τον Anti-Jubilee δίσκο τους πάλι απ’ την αρχή (εκτός του ότι η Class War δεν ήταν τόσο διαδεδομένη προλεταριακή ψυχαγωγία όσο το πανκ). Έχει επίσης ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ ότι η δράση των ολλανδών Provos που έλαβε τη μεγαλύτερη δημοσιότητα ήταν η επίθεση με ένα καπνογόνο εναντίον της ολλανδικής βασιλικής γαμήλιας τελετής. Τόσο το πανκ όσο και η Class War επικέντρωσαν την ενέργεια και την επιθετικότητά τους, ως αρετές της κουλτούρας μιας αποφασισμένης εργατικής τάξης. Κάτι που βρίσκεται σε αντίθεση με τα ευγενικά πισώπλατα μαχαιρώματα της μεσαίας και ανώτερης τάξης, που λεν ένα πράγμα και εννοούν αδιάφορα κάτι άλλο. Όλες οι τάσεις που συνοψίζονται στο κείμενο αυτό, το πανκ και η Class War έκαναν την πιο συνολική επίθεση στην κουλτούρα. Τα άλλα κινήματα συχνά έτειναν να περιορίζουν την στόχευσή τους ενάντια στην υψηλή κουλτούρα (τη τέχνη), ή να θέτουν όλη τους την ενέργεια στη δημιουργία εναλλακτικών (συχνά παράλληλων) και συνεπώς λιγότερο απειλητικών – λαιφ-στάιλ (κοινόβια κλπ). Ελάχιστα κινήματα είχαν μια κουλτούρα (της εργατικής τάξης) τόσο συγκροτημένη και συνειδητά αντικαθεστωτική όσο το πανκ και η Class War.
Πηγή: http://www.stewarthomesociety.org/