Για τις άγριες απεργίες της Ιταλίας, τον χειμώνα του 2003-4
Την 1 Δεκέμβρη 2003, οι επαγγελματίες αυτοκινητιστές του Μιλάνου κατέβηκαν σε μονοήμερη απεργία. Η μέρα ήταν καλή για μια τέτοια δράση, καθώς ήταν επίσης η μέρα μιας επίσημης συνόδου για το περιβάλλον στο Μιλάνο – μια σύνοδος στην οποία τα πολιτικά και οικονομικά αφεντικά θα συζητούσαν το πώς θα μείωναν τις ζημιές που προκαλούν και πως θα διαχειρίζονταν τα εναπομείναντα αποθέματα, εξακολουθώντας να μεγιστοποιούν το κέρδος και την ισχύ τους. Ο άμεσος λόγος για την απεργία ήταν η εξαφάνιση του πραγματικού μισθού λόγω του πληθωρισμού και της μη-τήρησης προηγουμένων συμβάσεων. Ωστόσο, από το ξεκίνημά της, η απεργία αντανακλούσε μια ευρύτερη οργή για την αυθαιρεσία των αφεντικών και την συναίνεση των συνδικάτων.
Στις 15 Δεκέμβρη, η άγρια απεργία ξέσπασε σε όλη τη χώρα, Στο Τορίνο και την Μπρέσσια, οι οδηγοί κατέβηκαν σε απεργία καίγοντας τις συνδικαλιστικές τους ταυτότητες. Σε μια πληθώρα άλλων πόλεων έγιναν μαζικοί αποκλεισμοί από τους οδηγούς. Μετά από λίγες μέρες, οι εργαζόμενοι στο αεροδρόμιο της Ρώμης κατέβηκαν σε άγρια απεργία, μπλοκάροντας τις εισόδους για το αεροδρόμιο, διαμαρτυρόμενοι για τις σχεδιαζόμενες περικοπές.
Στις 19 Δεκέμβρη, τα συνδικάτα υπέγραψαν μια νέα συμφωνία με τα αφεντικά των μέσων μεταφορών εν αγνοία των εργαζομένων. Η απάντηση ήταν άμεση, καθώς οι εργαζόμενοι στα μέσα μεταφοράς σε ολόκληρη την Ιταλία είτε κατέβηκαν σε άγρια απεργία, είτε δήλωσαν άρρωστοι, είτε σε πήγαν στην εργασία τους χωρίς να δουλεψουν, κατάσταση που κράτησε για μερικές μέρες. Σε αρκετούς σταθμούς δημιουργούνταν αυθόρμητες συνελεύσεις και ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι έκαιγαν τις συνδικαλιστικές τους ταυτότητες.
Στις 22 Δεκέμβρη, παρά την κυβερνητική εντολή για επιστράτευση των απεργών, αυτοί επέλεξαν να συνεχίσουν τον αγώνα. Η αστυνομία παρενέβη για να επαναφέρει τους εργαζομένους στην εργασία τους, αν και σε μερικά μέρη, όπως στην Μπρέσσια, οι απεργοί αντιμετώπισαν με επιτυχία τις αστυνομικές επιθέσεις.
Αρκετές δράσεις ακολούθησαν, ακόμα και μερικές επιπλέον απεργίες. Στις 9 Γενάρη, τα συνδικάτα βάσης (COBAS και άλλες νόμιμα αναγνωρισμένες, επίσημες οργανώσεις) κάλεσαν σε μια εθνικής εμβέλειας απεργία διαμαρτυρίας ενάντια στην συνδικαλιστική σύμβαση της 19 Δεκέμβρη. Μιας και αυτά τα συνδικάτα, παρά τη σχετικά αποκεντρωτική μορφή τους, δεν είναι λιγότερο επιρρεπή όργανα συμβιβασμού από τις μεγάλες ομοσπονδιακές ενώσεις, κάτι τέτοιο μπορεί να ιδωθεί ως μια ενέργεια επαναφομοίωσης. Ωστόσο, στη Γένουα, οι εργαζόμενοι στα μέσα μεταφοράς, επέλεξαν να κάνουν την απεργία παράνομα. Στις 12 Γενάρη, εργαζόμενοι στο Μιλάνο αποφάσισαν μια απροειδοποίητη άγρια απεργία. Η κυβέρνηση έβγαλε άλλη μια εντολή επιστράτευσης των απεργών. Οι μιλανέζοι εργαζόμενοι την έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια, επεκτείνοντας την απεργία τους και στις 13 Γενάρη. Στις 19, οι εργαζόμενοι στο αεροδρόμιο της Ρώμης, κράτησαν ξανά το αεροδρόμιο κλειστό για οκτώ ώρες.
Επιπλέον, έγιναν αγώνες ενάντια στην Aλφα Ρομέο, διαμαρτυρίας για τις περικοπές. Σε μερικές από τις δράσεις, οι απολυμένοι εργάτες και μερικοί από όσους εργάζονταν ακόμα έδρασαν από κοινού. Ακόμα, φαίνεται πως οι εργαζόμενοι στην μεταλλουργία, μπουχτισμένοι με τους συμβιβασμούς του συνδικάτου με τα αφεντικά, έκαναν κάποιες προσπάθειες να μεταφέρουν την άγρια απεργία στα εργοστάσια. Ωστόσο, οι αγώνες στην ’λφα Ρομέο φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό κάτω από τον έλεγχο των συνδικάτων βάσης, και πέρα από την έκφραση δυσαρέσκειας. Δεν έχω υπόψη μου κάποια συγκεκριμένη δράση των μεταλλεργατών. Συνεπώς, δεν μπορώ να ξέρω που θα οδηγήσει. Στην πραγματικότητα, φαίνεται πως προς το παρόν τα πράγματα έχουν ηρεμήσει.
Οι συνελεύσεις στους σταθμούς και οι αποκλεισμοί δημοσίων δρόμων που αποτέλεσαν την κύρια μέθοδο αυτών των απεργιών παρέχουν έναν χώρο για μια άμεση επικοινωνία μεταξύ των απεργών εργαζομένων και των άλλων. Σε μερικές από τις απεργίες, υπήρξαν κι άλλοι εργαζόμενοι και αλληλέγγυοι που συμμετείχαν στα μπλοκαρίσματα. Προς το τέλος του Γενάρη, σχηματίστηκαν ευρύτερες συνελεύσεις, όμως ήταν μάλλον υπό τον έλεγχο των συνδικάτων βάσης. Σε μια τέτοια συνέλευση, οι εργαζόμενοι δεσμεύτηκαν να οργανώνουν συζητήσεις στους χώρους εργασίας τους προκειμένου να εντείνουν την υποστήριξη για τους απεργούς των μέσων μεταφοράς και της ’λφα Ρομέο. Αν οποιοσδήποτε εργαζόμενος δεχόταν καταστολή, θα οργανονώταν μια μαζική απάντηση σε όλους τους χώρους εργασίας. Όμως ο έλεγχος από τα συνδικάτα βάσης κάνει την όλη φάση να μοιάζει λίγο ύποπτη, ιδιαίτερα μιας και από τη στιγμή της πρώτης άμεσης ανάμειξής τους, στις 9 Γενάρη, δεν υπήρξε καμία αυτόνομη δράση, πέρα από τις δυο μέρες άγριας απεργίας στο Μιλάνο και μισή μέρα στη Γένουα.
Τον Φλεβάρη, τέθηκε σε κίνηση η καταστολή. Σχηματίστηκαν επιτροπές αλληλεγγύης. Παρόλο που δεν έχω στη διάθεσή μου λεπτομέρειες, σημειώνονταν διαρκώς δράσεις από απολυμένους εργάτες της ’λφα Ρομέο και άλλους σε όλην την Ιταλία, αν και όλες τους κάτω από τον έλεγχο των διαφόρων συνδικάτων βάσης.
Έτσι, σιγά σιγά η κατάσταση εξομαλύνθηκε. Δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο θα κρατήσει η ησυχία αυτή, ή πιος είναι ο ακριβής ρόλος των δυνάμεων επαναφομοίωσης στην εκτόνωση του αγώνα. Είναι σαφές πως χωρίς να εκφραστεί με έναν αυτο-οργανωμένο τρόπο, ο αγώνας δε θα μπορούσε να διαρκέσει. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι στα μέσα μεταφοράς έχουν οικογένειες, εργάζονται κάτω από επισφαλείς συνθήκες (αρκετοί είναι προσωρινοί εργαζόμενοι ή “εκπαιδευόμενοι”) και έχουν ήδη πολύ χαμηλούς μισθούς για συνδικαλισμένοι εργάτες. Τα ομοσπονδιακά συνδικάτα ήταν εχθρικά απέναντι στις άγριες απεργίες από το ξεκίνημά τους, και τα συνδικάτα βάσης επίσης είχαν το νομικό στάτους των διαμεσολαβητών της εργασιακής διαμάχης να προστατεύσουν. Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να υπολογίζουν σε κανέναν από τους δύο. Η εξεγερτικότητα της Ιταλίας του 1970 ξέσπασε μέσα από τις άγριες απεργίες, όμως οι συνθήκες σήμερα είναι διαφορετικές. Είναι συνεπώς δύσκολο να κάνει κανείς προβλέψεις.
Οι αναρχικοί, κι άλλοι αντι-πολιτικοί επαναστάτες συμμετείχαν οι ίδιοι στον αγώνα αυτό μέσα από φυλλάδια και άμεση επικοινωνία, εκφράζοντας την αλληλεγγύη τους κι ενθαρρύνοντας τον κόσμο που κέρδιζε ένα ιδιότυπο “ρεπό” από τα σχολεία και τις εργασίες του χάρη στην απεργία να αξιοποιήσει τον χρόνο του ανακαλύπτοντας διαφορετικούς τρόπους να αντιμετωπίζει τον κόσμο και τους ανθρώπους. Επιπροσθέτως, το σαμποτάρισμα των μηχανημάτων που κόβουν εισητήρια και άλλων ιδιοκτησιακών στοιχείων των εταιριών των μαζικών μεταφορών πραγματοποιήθηκε σε αλληλεγγύη με τους απεργούς.
Κάποια σημαντικά στοιχεία:
Υπάρχουν κάποια στοιχεία που φωτίζονται ιδιαίτερα σε τέτοιες καταστάσεις:
1) Οι οδομαχίες, οι ταραχές, οι εξεγέρσεις δεν εμπνέονται γενικά από μεγάλες ιδέες, ουτοπικά οράματα ή απόλυτα θεωρητικές κριτικές της κοινωνικής τάξεις. Συχνά η σπίθα που τις πυροδοτεί είναι πολύ πιο κοινότυπη: η οικονομική αστάθεια, οι δυσμενείς εργασιακές συνθήκες, το ξεπούλημα από αυτούς που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τα δίκια, η αστυνομική βαρβαρότητα. Αυτές οι φαινομενικά δευτερεύουσες λεπτομέρειες πυροδοτούν την ανταρσία όταν η οργή συνδυάζεται με μια καχυποψία τόσο για την κυρίαρχη τάξη όσο και για τους αντιπολιτευτικούς θεσμούς. Αυτό σημαίνει για τους αναρχικούς, ότι θα έπρεπε να αποφεύγουν μια ιδεολογική καθαρότητα που έχει σαν πρόταγμα τη συμμετοχή αποκλειστικά σε αγώνες που θέτουν συνολικά ζητήματα. Επίσης σημαίνει ότι θα πρέπει να επεξεργαστούμε μια θεωρητικη ανάλυση, ικανή να αντιληφθεί άμεσα τις ιδιαίτερες συνθήκες στο πλαίσιο που λαμβάνουν στο σύνολο της κυριαρχίας, της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης, και ταυτόχρονα ικανή να πραγματωθεί πρακτικά. Κάτι τέτοιο απαιτεί να είμαστε πρόθυμοι να εξετάζουμε διαρκώς τις εξελίξεις γύρω μας, να βρίσκουμε τα συνδετικά σημεία τους που υποδεικνύουν την αναγκαιότητα μιας επαναστατικής ρήξης, ενώ την ίδια στιγμή να εντοπίζουμε τους κατάλληλους χώρους παρέμβασης και τους καταλληλότερους στόχους επίθεσης.
2) Όταν μια εξέγερση ή ένας αυθόρμητος αγώνας κινείται πέρα από τα αρχικά στάδιά του, οι εκμεταλλευόμενοι αντιλαμβάνονται την ανάγκη για μια οριζόντια επικοινωνία. Συνελεύσεις ή παρόμοια μέσα αναπτύσσονται αυθόρμητα. Η απόρριψη της πολιτικής και της εκπροσώπησης εκφράζονται μέσα από τις μορφές αυτές. Ταυτόχρονα, υπάρχουν πάντοτε οι εγκάθετοι των κομμάτων και των συνδικάτων, μαζί με τα άλλα κοράκια, που ψάχνουν για το αδύναμο σημείο όπου μπορούν να “προσφέρουν τη βοήθειά τους”. Εδώ και πάλι, οι αναρχικοί και οι αντι-πολιτικοί επαναστάτες χρειάζεται να βρίσκονται σε εγρήγορση προκειμένου να κρατούν μια συνεχή επιθετική στάση απέναντι σ αυτές τις τάσεις επαναφομοίωσης, οθώντας ταυτόχρονα τον αγώνα σε μια ανοιχτά αντι-πολιτική κατεύθυνση στην οποία δεν έχουν θέση οι διαπραγματευτές και κατά συνέπεια, η εκπροσώπηση.
3) Οι χώροι που συνηθιζόταν να φέρνουν κοντά τους ανθρώπους για σκοπούς που δεν ήταν δικοί τους μεταμορφώνονται στο βαθμό που είναι εφικτό σε χώρους για τους σχεδιασμούς των ίδιων των ανθρώπων. Αυτή η οπτική έχει τεράστια σημασία, καθώς η κυρίαρχη τάξη κάνει ό,τι μπορεί για να αποκλείσει ή να ελέγξει τους δημόσιους χώρους. Στα 1970, τα εργοστάσια μπορούσαν πραγματικά να παρέχουν το χώρο για συνελεύσεις κι άλλες εξεγερτικές δράσεις. Με τις αλλαγές που επήλθαν στην παραγωγική διαδικασία, κάτι τέτοιο δεν είναι πλέον πιθανό. ’λλοι δημόσιοι χώροι σχεδιάζονται ούτως ώστε να διευρύνουν την επιτήρηση και να περιορίζουν τις πιθανότητες συγκέντρωσης. Είναι μια περιοχή που χρειάζεται άμεση αντίσταση και όπου πρέπει να επικεντρωθεί η φαντασία μας.
4) Εκεί όπου υπάρχουν παραδόσεις και γνωστές ιστορίες αυτο-οργάνωσης, μπορούν να παρέχουν μια βάση για την αυτο-οργάνωση της εξέγερσης. Η ιθαγενική παράδοση, συγκεκριμένα, μας παρέχει με τέτοιες εμπειρίες. Από την άλλη, εκεί όπου δεν υπάρχει μια ανάλογη παράδοση, η φαντασία και η ικανότητα δημιουργίας εκ του μηδενός είναι εξαιρετικής σημασίας. Έτσι οδηγούμαστε σε μια άλλη περιοχή όπου η άμεση αντίσταση είναι απαραίτητη: η αυξανόμενη υποβάθμιση της ικανότητας για δημιουργική σκέψη πρέπει να καταπολεμηθεί με νύχια και με δόντια. Η τυποποίηση της σκέψης σε απλούς υπολογισμούς και σε μια στείρα αναπαραγωγή στερεοτύπων πρέπει να απορριφθεί και να αντιμετωπιστεί, ούτως ώστε να εξακολουθήσουμε να είμαστε σε θέση να πολεμάμε σε κάθε κατάσταση.
Wolfi Landstreicher