Categories
Ασύμμετρη Απειλή

Υπέρ του ανόμου συλλόγου κακοδαιμονιστών – Αλάστωρ

Υπέρ του ανόμου συλλόγου κακοδαιμονιστών – Αλάστωρ (Ασύμμετρη Απειλή)

Θεσσαλονίκη, Νοέμβρης 2005


Σ’ αέναη κίνηση, διαρκή/ ελεύθερα διάλεγες το δρόμο
Και με βία μοναδική/ έσπαγες ηθική και νόμο – Γκαίτε

Μόλις τώρα ξύπνησε η αίσθηση της εκδίκησης στην καρδιά του Φάουστ και ντύθηκε τα στολίδια της μεγάλης και ευγενούς αποστολής. Η σκέψη διαπέρασε την ψυχή του: να εκδικηθεί η ανθρωπότητα τους καταπιεστές της! ένα πάθος περήφανο άναψε στο στήθος του: να χρησιμοποιήσει τη δύναμη του διαβόλου, για να αποδώσει δικαιοσύνη στους υποκριτές και στους κακοποιούς. Φώναξε στο διάβολο « πετάξου στο παλάτι και στραγγάλισε εκείνον που παίζει παιχνίδια σε βάρος της αρετής! Κατέστρεψε αυτόν που αμείβει τους προδότες κι εν γνώσει του ποδοπατεί το δίκαιο! Πάρε εκδίκηση για την ανθρωπότητα! Τρέξε και σκότωσε! Γίνε το βέλος της εκδίκησης! – Φρίντριχ Κλίγκερ

Ολόκληρη η Γερμανία, η Γαλλία και περιοχές της Ιταλίας έχουν ξεσηκωθεί. Ο Κύριος αρχίζει το παιχνίδι του και τα μαχαίρια βγαίνουν- Εμπρός λοιπόν, έφτασε ο καιρός να κυνηγήσουμε τους απατεώνες σα σκυλιά! Εμπρός ! Μη δείχνετε οίκτο, ξεχάστε τα ευγενικά λόγια του Ησάϋ- Πηγαίνετε στις πόλεις και στα χωριά, ενωθείτε με τους αγρότες, τους εργάτες των ορυχείων και τους άλλους συντρόφους-Εμπρός έφτασε ο καιρός! Εσείς οδηγείτε το χορό. Μην αφήνετε τα σπαθιά σας να κρυώσουν. Χτυπάτε, κλιγκ, κλαγκ, στο αμόνι του Νεβρώδ, και γκρεμίστε το κάστρο! – Τόμας Μύντσερ

Εμπρός λοιπόν φίλοι μου! συντρίψτε! Τινάξτε στον αέρα, ανατρέψτε αυτήν την κοινωνία, που δεν σας ταιριάζει! – Γράκχους Μπαμπέφ

Η βία που χαρακτηρίζει αυτή τη στιγμή είναι αυτοσκοπός, γιορταστική ανατροπή, μακρια από κάθε χρησιμοθηρική έννοια. Μια βία η οποία φαίνεται πως είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ,σε κάθε χώρο και χρόνο, έκρηξης της καταπιεσμένης ανθρώπινης φύσης. – Γιώργος Βλάχος

Παρατηρήσεις πάνω στην έκδοση

1) Η επιλογή των κειμένων και των γεγονότων που αναφέρονται στην ανά χείρας μπροσούρα είναι καθαρά υποκειμενική, και η όλη δουλειά καθαρά ερασιτεχνική (και χαιρόμαστε πολύ γι αυτό…). Τις «αντικειμενικές έρευνες» και την «επαγγελματική δουλειά» τα αφήνουμε στα χέρια της διανοουμενίστικης μούχλας. Η θεωρία μπορεί να αναπνεύσει μόνο στον καθαρό αέρα της πράξης και της δράσης και όχι στα σκουριασμένα μυαλά του ακαδημαϊσμού και της αδράνειας (ακόμα και όταν αυτή φορά «επαναστατικά» lifestyle ενδύματα σαν το χιπισμό, τον ντεμπορισμό, την βανεγκεμίστικη «επανάσταση της καθημερινής ζωής», τον δήθεν «ιλλεγκαλισμό» του μπάφου κλπ κλπ).

2) Η πρώτη έκδοση έγινε τον Νοέμβριο του 2005, με τίτλο «η παράνομη επανάσταση», τίτλος βεβιασμένος και αποτυχημένος (μη παράνομη επανάσταση άλλωστε δεν υπάρχει…). Η νέα έκδοση είναι συμπληρωμένη και λίγο πιο προσεγμένη, όμως το ίδιο ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗ με την πρώτη.

3) Η επανέκδοση κρίθηκε αναγκαία, καθώς με τη ληστεία της εθνικής τράπεζας στο κέντρο της Αθήνας και τη σύλληψη του συντρόφου Γιάννη Δημητράκη για τη ληστεία, βρήκαν την ευκαιρία κάτι ξεχασμένοι και γραφικοί «αναρχικοί» («Ομοσπονδία αναρχικών ελλάδας», καθώς κι ένας Κάιν, ’Αβελ, ’Αβερελ, κάτι τέτοιο τέλος πάντων…) να επιτεθούν στους «αντεπαναστάτες» που προβοκάρουν το καλό όνομα του κοινωνικού αναρχισμού με την «αψυχολόγητη» βία τους. Ολόκληρη όμως η ιστορία της ανθρώπινης απελευθέρωσης είναι ιστορία που έγραψαν οι «ανεγκέφαλοι προβοκάτορες» εναντίον της «ψύχραιμης» και συμβιβασμένης παραφροσύνης. Τέτοιες ιστορίες προβοκάτσιας παρουσιάζει και η παρούσα μπροσούρα.

4) Η ονομασία της μπροσούρας προέρχεται απ τον «σύλλογο κακοδαιμονιστών» που, σύμφωνα με τον ρήτορα Λυσία, ίδρυσε ο βέβηλος και ιερόσυλος αθηναίος Κνησίας για να χλευάζει και να εμπαίζει τους θεούς και τους νόμους της Αθήνας.

1.

«Νόμος τύραννος εστί των ανθρώπων, πολλά παρά φύση βιάζεται» – ΙΠΠΙΑΣ

Συχνά πολλοί και διάφοροι διανοούμενοι, κατ όνομα αντιεξουσιαστές , ξετρυπώνουν απ΄ τους ακαδημαϊκούς τους πύργους για να κάνουν δηλώσεις νομιμοφροσύνης, καταδικάζοντας βίαιες και παράνομες πράξεις ( « εμείς οι αναρχικοί δεν είμαστε κλέφτες ή ληστές ή δολοφόνοι…). Οι τσανακογλείφτες του καθωσπρεπισμού και του (ομολογημένου ή ανομολόγητου) πασιφισμού εμφανίζονται ως θεματοφύλακες της «επαναστατικής ηθικής» απέναντι στον «ατομικιστικό αμοραλισμό».

Κατ΄ αρχάς να τονίσουμε ότι ακόμα κι εκείνοι που εμφάνισαν τον εαυτό τους ως αμοραλιστή (όπως για παράδειγμα ο Νίτσε ή ο Νετσάγιεφ), ουσιαστικά είχαν μια δική τους ατομική ηθική, ένα αξιακό σύστημα, που πολεμούσε το «επίσημο» αξιακό σύστημα, μάχονται την ηθική που επέβαλλε έξωθεν η κυριαρχία σε κάθε άτομο, με τη βίαιη διαδικασία της κοινωνικοποίησης. Οπότε, ακόμα και οι «αμοραλιστές», στην ουσία είναι βαθιά ηθικά άτομα. Κανένας πολιτικάντης δεν μπορεί να εμφανίζεται ως προστάτης του παρθενικού υμένα της «επαναστατικής ηθικής». Πράξεις φαινομενικά ανήθικες στα μάτια των ηθικολόγων μας, όπως π.χ. ληστείες και δολοφονίες, στην ουσία έχουν βαθιά ηθική ρίζα που πηγάζει από ένα ατομικό ή συλλογικό αξιακό σύστημα που μάχεται το αντίπαλο αξιακό σύστημα της «κρατικής ηθικής»

Ο ένοχος, δηλαδή ο παραβάτης του νόμου, είναι εκείνος που ασκεί μια έμπρακτη κριτική του νόμου και της κοινωνίας γενικά. Η στάση αυτή είναι μια ηθική στάση. Η ενσυνείδητη παράβαση του νόμου δηλώνει ότι έχουμε να κάνουμε με μιαν ηθική προσωπικότητα-το κράτος, χρησιμοποιώντας το μονοπώλιο της υλικής βίας, την εξουσία με την οποία περιβάλει τα όργανα του, υποχρεώνει τους πολίτες να είναι νομιμόφρονες, να συμπεριφέρονται σύμφωνα με το Δίκαιο, δηλαδή να εξασφαλίζει τους όρους εκείνους που χρειάζονται για να λειτουργήσει η κοινωνική μηχανή σύμφωνα με τους σκοπούς της κυρίαρχης καπιταλιστικής τάξης .Με την τήρηση της νομιμότητας η κοινωνική μηχανή δουλεύει υπέρ των κυρίαρχων καπιταλιστών.

Η νομιμότητα είναι υποταγή στην εκμετάλλευση, η παραδοχή της αδικίας. Η μη συμμόρφωση προς το Δίκαιο της κυρίαρχης τάξης είναι αντίδραση στην αδικία. Η παρανομία, η κατάλυση του Δικαίου είναι καταστροφή των δομών της εκμεταλλευτικής ταξικής κοινωνίας- οι «ένοχοι» τέτοιων «εγκλημάτων», αυτοί που δίνουν ένα τέτοιο περιεχόμενο και νόημα στη ζωή τους, που αποδύονται σε έναν τέτοιο αγώνα, αποδεχόμενοι όλες τις τρομαχτικές συνέπειες- αναμφισβήτητα ενσαρκώνουν την υψηλότερη ηθική συνείδηση που μπορεί να φανταστεί κανείς, και πραγματώνουν την κατεξοχήν ηθική πράξη

Με μία φράση λοιπόν:
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Ή ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΗ
Ή ΔΕ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ!!!

2.

Η παρανομία είναι βαθιά δεμένη με την επαναστατική πράξη. Από την αρχαιότητα κιόλας οι κάθε είδους επαναστάτες χρησιμοποιούσαν παράνομα, βίαια και ληστρικά μέσα αγώνα. Πρώτοι πρώτοι οι εβραίοι ζηλωτές δημιούργησαν ένα αντάρτικο- ληστρικό σώμα ( κάτι σαν στρατιωτικό σκέλος του εσαϊκού κινήματος), με στόχο την απελευθέρωση του λαού απ την ρωμαϊκή κυριαρχία και τη δημιουργία μιας αντιιεραρχικής κομμουνιστικής ( αλλά βαθιά θρησκευτικής) κοινωνίας ισότητας. Οι ζηλωτές είναι για την Παλαιστίνη ότι και οι αντάρτες πόλεων στη νότια Αμερική. Έχουν τα ίδια ακριβώς κίνητρα μ αυτούς. Την ίδια απόγνωση, γιαυτό και τον ίδιο τρόπο δράσης, παρακινδυνευμένης τόλμης, αδίστακτου θάρρους. Το μίσος τους στρέφεται τόσο κατά των ρωμαίων κατακτητών, όσο και κατά της άρχουσας τάξης των εβραίων…

Η παράνομη δράση των ζηλωτών είναι τεράστια. Απαγωγές, ληστείες και δολοφονίες τραντάζουν όλη την Παλαιστίνη. Ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος τους περιγράφει ως « ληστές, πλάνους και απατεώνες που κήρυτταν κάθε είδους νεωτερισμούς. Μοναδικό τους πάθος ήταν η υπέρμετρη αγάπη για ελευθερία- εξόντωσαν τους πιο ευγενείς με το πρόσχημα ότι έτσι έσωζαν την ελευθερία- διέσχιζαν από άκρη σε άκρη την εβραϊκή γη, λεηλατούσαν τα σπίτια των πλουσίων- και από μέρα σε μέρα όλο και διαδιδονταν αυτή η καταστρεπτική αρρώστια. Γιατί πήραν πολύ κόσμο με το μέρος τους οι εισηγητές του δόγματος αυτού, αγνώστου μέχρι εκείνη την εποχή».

Οι ζηλωτές αποκαλούνταν απ τους εχθρούς τους σικάριοι (από τη sica, κοντή και κυρτή λεπίδα, που έμπηγαν στις πλάτες των εχθρών τους). Αρχικά ξεκίνησαν με εκκαθαρίσεις κατά πλουσίων ιουδαίων που για να διατηρήσουν την περιουσία τους έκλειναν συμφωνίες με τους ρωμαίους. Πρώτο τους θύμα, σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο, ήταν ο αρχιερέας Ιωνάθαν. Εκτελούσαν δολοφονίες μέρα μεσημέρι, μέσα στο κέντρο της πόλης, αναμειγνύονταν κυρίως σε γιορτές με το λαό και μαχαίρωναν τους εχθρούς τους με μικρά στιλέτα, που είχαν κρυμμένα κάτω απ τα ρούχα τους. Όταν τα θύματα έπεφταν στο έδαφος συμμετείχαν στις εκδηλώσεις αγανάκτησης και εξ αιτίας της ατάραχης συμπεριφοράς τους περνούσαν απαρατήρητοι.

Το ζηλωτικό κίνημα κατέληξε στην γενικευμένη εξέγερση του 67 στην Ιερουσαλήμ. Εκεί οι επαναστάτες ζηλωτές κατάσφαξαν όχι μόνο τους ρωμαίους κατακτητές αλλά και πλούσιους, ιερείς και χαφιέδες. Όλα ξεκίνησαν όταν ένα Σάββατο λιγοστοί σικάριοι επιτέθηκαν στον πύργο Αντωνία και στο εξαιρετικά οχυρωμένο βασιλικό παλάτι της Ιερουσαλήμ. Ως αντεκδίκηση για τη σφαγή των ρωμαίων φρουρών, οι αρχές έσφαξαν χιλιάδες ιουδαίους των γύρω περιοχών (μόνο στη Δαμασκό σκοτώθηκαν 18.000 άτομα). Παρά τις σφαγές, η επανάσταση ξέσπασε και καθημερινά εκτελούνταν ρωμαίοι κατακτητές και όχι μόνο… Η επανάσταση έληξε το 71 με νικητές τους ρωμαίους: Εκατοντάδες χιλιάδες θύματα κόστισε η σφαγή, η Ιερουσαλήμ είχε ερειπωθεί, όπως κάποτε η Καρχηδόνα και η Κόρινθος, η γύρω περιοχή, ανακηρύχθηκε ιδιοκτησία του αυτοκράτορα. Οι βαρύτατοι φόροι, που έφταναν ως το ένα πέμπτο της πρώτης σοδειάς, βάραιναν τους ηττημένους…

3.

Όμως, κατά σατανική σύμπτωση το 1342 ξεσπά στην Θεσσαλονίκη μια ταξική επανάσταση γνωστή ως κομούνα των ζηλωτών. Οι επαναστάτες ληστεύουν όχι μόνο τους πλούσιους, αλλά και τις εκκλησίες και τα μοναστήρια (χριστιανικά αυτή τη φορά). Ο αυτοκράτορας Καντακουζηνός γράφει πως όταν επικράτησε το κίνημα των ζηλωτών, οι επαναστάτες μπήκαν στα σπίτια των ευγενών, τα γκρέμισαν και έκλεψαν την περιουσία τους. Ο ιστορικός Γρηγοράς γράφει : «και έβλεπε ο καθένας χωρισμένο σε δύο μερίδες το γένος των ρωμαίων σε κάθε πόλη, σε κάθε επαρχία. Από την μία μεριά ήταν οι φρόνιμοι, οι πλούσιοι, οι ευγενείς, οι γραμματισμένοι και από την άλλη οι άμυαλοι, η φτωχολογιά, οι αγράμματοι. Από την μεριά το κόμμα που είχε νομιμόφρονες ιδέες και από την άλλη το κόμμα που δεν ήξερε τι έκανε, που γύρευε τις επαναστάσεις και χαιρόταν στα αίματα (…) όπως τα κύματα της θάλασσας που οι άγριοι άνεμοι με ευκολία τα φουσκώνουν, βυθίζοντας με όλο τους το πλήρωμα τα κακόμοιρα καράβια, έτσι κι αυτοί ξεθεμελιώνοντας με ακράτητη μάνητα τα σπίτια εκείνων που είχαν χρήματα, αλύπητα και χωρίς καμιά δικαιολογία τους έσφαζαν τους δυστυχισμένους… Έτσι λοιπόν, σαν να έπεσε στην πόλη άγριος ανεμοστρόβιλος, η πλεμπάγια βγήκε στους δρόμους και ρίχνονταν πάνω στους πλούσιους με μεγάλη λύσσα και μανία σαν να ήταν εισβολείς, και άρπαξαν σα ληστές το βιος των σπιτιών και όσους έβρισκαν τους έσφαζαν, γεμίζοντας έτσι τις πλατείες της πόλης με ποτάμια από το αίμα των συμπολιτών τους. Σε αυτήν τη δυστυχία κατάντησαν όσοι είχαν αξιώματα και ήταν το καμάρι της Θεσσαλονίκης και αιτία ήταν η περιουσία τους…» Ο λόγιος Δ. Κυδώνης περιγράφει: «άλλους (απ τους ευγενείς) τους έβγαζαν από τα σπίτια τους σχεδόν γυμνούς, μόνο ένα λεπτό φόρεμα σκέπαζε τα μέλη τους- τους είχαν δεμένους με ένα σχοινί από το λαιμό και τους έσερναν σα σκλάβους. Εδώ ένας δούλος έσπρωχνε τον αφέντη του, παραπέρα ένας σκλάβος κείνον που τον είχε αγοράσει. Ο χωρικός έσπρωχνε τον στρατηγό, ο αγρότης τον στρατιώτη. Από παντού ακούγονταν η βοή και τα δάκρυα εκείνων που σέρνονταν στους δρόμους, που τους τσαλαπατούσαν και τους έσφαζαν.»

Οι ευγενείς τρομοκρατημένοι έμεναν κλεισμένοι στα σπίτια τους: «όπως οι μελλοθάνατοι τρέμουν μπροστά στο φάσμα του θανάτου, έτσι και οι ευγενείς έτρεμαν από τον ίδιο φόβο όταν έβλεπαν τους ζηλωτές να έρχονται. ’λλοι δεν μπορούσαν καν την όψη των ζηλωτών να υποφέρουν. ’λλοι πάλι τρυπώνανε κάτω απ τα κρεβάτια των γειτόνων τους. ’λλοι κρύφτηκαν μέσα σε πηγάδια κι άλλοι μέσα στα ιερά των εκκλησιών, πουθενά όμως δεν τους χωρούσε ο τόπος και παντού η τρομάρα τους παρακολουθούσε…»

Παρ ότι το ζηλωτικό κίνημα ξεκίνησε ως μια απλή απόπειρα αντικατάστασης του αυτοκράτορα Καντακουζηνού με τη δημοφιλέστερη δυναστεία των Παλαιολόγων, σιγά σιγά απέκτησε καθαρά επαναστατικό και αντιφεουδαρχικό χαρακτήρα. Ο Γ. Κορδάτος τους συγκρίνει μάλιστα με τους «λυσσασμένους» της γαλλικής επανάστασης, και συμπληρώνει ότι οργάνωσαν το καθεστώς τους πάνω σε κομμουνιστικές/ισοπεδωτικές βάσεις.

Ο αυτοκράτορας, μη μπορώντας να καταστείλει την κομούνα ζητά τη βοήθεια του τουρκικού στρατού: οι τούρκοι, ύστερα από γερή αντίσταση των ζηλωτών, πήραν τη Θεσσαλονίκη και την παρέδωσαν στον Καντακουζηνό… Η Σαλονίκη για μέρες βουτήχτηκε στο αίμα και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο «νόμιμος» μητροπολίτης έβγαζε λόγους στις εκκλησίες για την ειρήνη και την ομόνοια των πολιτών, ξορκίζοντας τους δαίμονες (τους ζηλωτές). Φτιάνει μάλιστα και μια προσευχή και παρακαλεί το θεό να βοηθήσει ώστε στο μέλλον να βασιλέψει η κοινωνική αρμονία και οι λαϊκές μάζες με λόγο και έργα να υπακούν και να σέβονται τους «θειότατους βασιλείς» που τους εδικαίωσε ο θεός να βασιλεύουν στη Γη… Στις αρχές δε του χινοπώρου του 1349 μπήκε πια «νικητής» και «εκδικητής» ο Καντακουζηνός μέσα στο κάστρο της πατώντας πάνω στα πτώματα της ηρωικής Κομμούνας της Σαλονίκης, που μέσα σε εφτά χρόνια αιματηρής και δημιουργικής πάλης έγραψε μια λαμπρή και ένδοξη σελίδα στη νεότερη ιστορία.

Έκτοτε, λοιπόν, η τάξη βασιλεύει πάνω απ τη Θεσσαλονίκη…

4.

Επί οθωμανοκρατίας, σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας εμφανίζονται ληστρικές συμμορίες με έντονο αντιοθωμανικό και πολλές φορές αντιεξουσιαστικό /αντικρατικό χαρακτήρα. Οι χαϊντούκοι στη Βουλγαρία, οι κλέφτες στον ελλαδικό χώρο, οι χαϊνηδες στην Κρήτη, οι εφέδες και οι ζεϊμπέκοι στη Μικρά Ασία κ.τ.λ. Το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις στην επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας προκαλώντας εκτεταμένες συγκρούσεις, εξεγέρσεις και επαναστάσεις ( «η εξέγερση των κλεφτών προσφέρει το πρότυπο πάνω στο οποίο οι αγροτικές μάζες θα σφυρηλατήσουν προοδευτικά την επαναστατική τους ιδεολογία και συμπεριφορά»).

Όσοι δεν ανέχονται την καταπίεση και την αυταρχική συμπεριφορά των χωροδεσποτών και των εκπροσώπων της κρατικής εξουσίας καταφεύγουν στα κρησφύγετα των όρεων της περιοχής τους και αναλαμβάνουν ένοπλο αγώνα εναντίον της εξουσίας.

Σύμφωνα με τον λαογράφο Ν.Γ. Πολίτη η μεταμόρφωση του φιλήσυχου αγρότη σε ληστή ή αντάρτη είναι φυσικό επακόλουθο της στυγνής καταπίεσης της τουρκικής εξουσίας σε όλες τις χώρες της βαλκανικής : « και εν Βουλγαρία και εν Σερβία αι καταπιέσεις των τούρκων δυναστών μεταβάλλουν εις χαϊδούκον τον ειρηνικόν αγρότην»

Τα βουνά γέμισαν με λησταντάρτες, καθώς σύμφωνα με τη λαϊκή παροιμία : ο λύκος αν στεναχωρεθεί, κατεβαίνει στο χωριό, ο σκλάβος, αν στεναχωρεθεί, ανεβαίνει στο βουνό.

Σ αυτές τις ληστρικές συμμορίες με έντονο αντικρατικό χαρακτήρα, δε χωρούν εθνικοί διαχωρισμοί. Έλληνες, αλεβήτες, κούρδοι, ζαζάδες, αρμένιοι ,τσερκέζοι, ταχτατζήδες, νομάδες γουρύκοι, τούρκοι, βόσνιοι, βούλγαροι : « οι κατατρεγμένοι από το νόμο, δεν είχαν περιθώρια για εθνικές διακρίσεις» Το ελεύθερο λαϊκό επαναστατικό πνεύμα των κοινωνικών ληστών, οι οποίοι δεν κάνουν διάκριση ως προς τη φυλετική καταγωγή, θρήσκευμα και την εθνική συνείδηση των αδικημένων αλλά προστατεύουν και υπερασπίζονται αδιακρίτως τους ανθρώπους του λαού…

5.

Στη Μικρά Ασία, εμφανίζονται οι λησταντάρτες, γνωστοί ως ζεϊμπεκοι, οι οποίοι αντιστέκονται με ζήλο στην κεντρική οθωμανική εξουσία. Είναι ριψοκίνδυνοι, γενναίοι, βοηθούν τους φτωχούς ( ο ληστής Τσακιτζής έμεινε γνωστός ως Ρομπέν της Ανατολής). Οι ζεϊμπέκοι συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική ζωή, χτίζουν τεμένη, γέφυρες, σχολεία, επισκευάζουν βρύσες και κρήνες, ανοίγουν πηγάδια, τιμωρούν τους χαφιέδες και τους αυταρχικούς τοπικούς ηγέτες, ληστεύουν κρατικές χρηματαποστολές και εύπορους έμπορους, παίρνουν λύτρα από γαιοκτήμονες.

Η σύγχρονη αντίληψη για τους ζεϊμπέκους είναι ότι στην πλειονότητά τους διακρίνονται από αντικρατική και αντιεξουσιαστική συμπεριφορά, στρέφονται εναντίον των προεστών, οι οποίοι φέρονται άδικα κι απάνθρωπα, και εναντίον της κρατικής βίας και καταπίεσης καθώς και της κακής διοίκησης και διεκδικούν τη δικαίωση των λαϊκών τάξεων. Στην πλειονότητά τους παίρνουν ενεργό μέρος στους κοινωνικούς και μπορεί, ίσως, να θεωρηθεί ότι είναι τυπικά δείγματα επαναστατών… Η αντιεξουσιαστική και αντικρατική δράση τους ορίζεται ως πραγμάτωση συγκεκριμένων αξιών- απονομή δικαιοσύνης, προάσπιση του δικαίου των καταπιεζομένων και φτωχών, διαρκής αγώνας εναντίον της απανθρωπιάς και της τυραννίας. Είναι ιδεολόγοι επαναστάτες με αδιαμόρφωτη, από θεωρητικής άποψης, πρωτογενούς μορφής, αντικαταπιεστική-αντικρατική αντίληψη, οι οποίοι προσδοκούν μια κοινωνία ισότητας, κοινωνικής ελευθερίας και οικονομικής άνεσης. Η δράση των κοινωνικών ληστών στη Μικρασία ξεκινά το 16ο αιώνα, όπου η λαϊκή απήχηση είναι τόσο έντονη, ώστε ο έλεγχος χάθηκε από την κυβέρνηση και δημιουργήθηκε « ατύπως ανεξέλεγκτη κοινωνική ατμόσφαιρα, καθώς οι ποικίλες συμμορίες ληστών αποκτούν μεγάλη δύναμη και επεμβαίνουν στη ζωή του λαού της περιοχής». Το 1624 ο ληστής Τζεννέτογλου μαζεύει πλήθος χωρικών και επαναστατεί ανοιχτά κατά της κρατικής αδικίας. Η λαϊκή εξέγερση πνίγεται στο αίμα και ο Τζεννέτογλου δολοφονείται- το 1658 ο Μπουλούμπακση οργανώνει συμμορία, αλλά δολοφονείται απ΄ το διώκτη τωβ ανταρτών Σερντάρ Αλή Πασά. Οι «μπουλουμπακσήδες» αντεπιτίθενται στα 1672 και ως το 1699 κάνουν επιθέσεις κατά της κεντρικής διοίκησης του Αϊδινίου και των διπλανών κωμοπόλεων. Ο ληστής Μουσταφά τρομοκρατούσε από το 1735 ως το 1739 τους κοτζαμπάσηδες της δυτικής Μ. Ασίας . Ως τις αρχές του 20ου αιώνα οι εξεγέρσεις και οι ληστείες ήταν πάμπολλες (μόνο στο βιλαέτι της Σμύρνης στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν 39800 ζεϊμπέκοι!). Η αντίστοιχη όμως κρατική καταστολή είναι τεράστια : «Στο Αϊδίνι έσφαξαν τους ζεϊμπέκηδες κατά ένα τρόπο που η ανείπωτη θηριωδία του θυμίζει τις άγριες σφαγές των αρμενίων… Ούτε αιχμαλώτους έκαναν ούτε πληγωμένοι υπήρχαν: κάθε ζεϊμπέκης που έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, σφάζονταν.» «Αφού έκοψαν τα κεφάλια των σκοτωμένων τα πέρασαν στα κάγκελα του κονακιού σαν παράδειγμα προς αποτροπήν.»

Όμως, δεν ήταν μόνο η έντονη καταστολή. Πολλοί ζεϊμπέκοι πέρασαν στην αντίπερα όχθη και γίναν διώκτες ληστών για να εξασφαλίσουν αμνηστία και άλλα προνόμια (όπως ακριβώς έγινε και με τους κοινωνικούς ληστές του ελλαδικού χώρου). Τελευταία αναλαμπή ήταν ο Τσακιτζής, που στα 1899 οργάνωσε λησταντάρτικη συμμορία με έντονη φιλολαϊκη και αντιεξουσιαστίκη δράση. Ο Τσακιτζής σκοτώθηκε έπειτα από πεισματική μάχη 48 ωρών στην περιοχή Ναζιλλί το 1912. Η φήμη του απέκτησε και διατηρεί διαστάσεις θρύλου. Ο θάνατος του Τσακιτζη οριοθετεί και την λήξη της κοινωνικής ληστείας με πρωταγωνιστές τους ζεϊμπέκους στη σύγχρονη Τουρκία»

6.

Εκτός από τους ζεϊμπέκους, στην περιοχή της Σμύρνης δράσαν και αρκετοί έλληνες ληστές. Γνωστότερος ήταν ο Κατιρτζίγιαννης : «Με τη συμμορία του επιτίθεται κυρίως εναντίον καραβανιών και ταχυδρομείων. Αιχμαλωτίζει εμπόρους, τους απαγάγει στο βουνό και απαιτεί λύτρα για την απελευθέρωση τους»

Το 1852 ένας γερμανός τυχοδιώκτης έγραψε στις σημειώσεις του « στην Σμύρνη και στα περίχωρα κυβερνούν ουσιαστικά οι αντάρτες, οι οποιοί κυκλοφορούν με μαχαίρια και όπλα και τρομοκρατούν τον πληθυσμό» Το δίκτυο επικοινωνίας του Καρτιτζίγιαννη ήταν τόσο οργανωμένο ώστε ήταν σχεδόν αδύνατο να διερευνηθεί από τις αρχές και να διαλυθεί. Η εξόντωσή του έγινε κατορθωτή με τεράστιους κόπους γιατί ο Καρτιτζίγιαννης είχε συνεργάτες ξενοδόχους, ,παντοπώλες,, καφετζήδες ,πολλούς ξένους ακόμα και προξένους ξένων κρατών στη Σμύρνη.

Οι Έλληνες ληστές του δυτικού Αιγαίου ληστεύουν πλούσιους λεβαντίνους της Σμύρνης , απαγάγουν εισαγωγείς , αιχμαλωτίζουν γνωστούς εμπόρους και παίρνουν λύτρα απ το κράτος. Η έξαρση του εθνικισμού, όμως, στην περιοχή οδήγησε τους Έλληνες αντάρτες στην προσχώρηση της Μεγάλης Ιδέας και τους ζεϊμπέκους στον Κεμαλικό επεκτατισμό. Έτσι, με τον συνδυασμό της καταστολής, της προδοσίας από μέσα και του εθνικισμού το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας μαράθηκε σταδιακά στο Βαλκανικό και μικρασιατικό χώρο.

7.

Στο δυτικό κόσμο ο ταξικός πόλεμος έχει θρησκευτική μορφή με κύριους εκφραστές τις αιρετικές χριστιανικές σέχτες (Αναβαπτιστές, Αντινομιστές, Diggers, Ένωση των εκλεκτών κ.λ.π). Ο Γκυ Ντεμπορ όριζε τον αναβαπτιστικό χιλιασμό ως « επαναστατικό, ταξικό αγώνα, που μιλάει για τελευταία φορά τη γλώσσα της θρησκείας.»

Η κοινή συνισταμένη η οποία φαίνεται να διαπερνά όλα αυτά τα αυτόνομα κινήματα( για τα οποία έχουν προταθεί οι συλλογικοί όροι « ριζοσπαστική μεταρρύθμιση» και « αριστερά της μεταρρύθμισης» είναι η εξέγερση ενάντια στο νόμο. Το νόμο ως κανονιστικό θεσμό, θρησκευτικό ή κοσμικό, που την περίοδο αυτή αρχίζει να ορθολογικοποιείται και να γίνεται τόσο πιο αποτελεσματικός όσο ο έλεγχος που ασκεί εκλεπτύνεται.

Οι αιρέσεις και οι σέχτες σε όλη την Ευρώπη ξεπηδούν σα μανιτάρια, και πολλές φορές αποκτούν επαναστατικό χαρακτήρα, προκαλώντας εξεγέρσεις, ληστείες και λεηλασίες. Ζητούν την επιστροφή στον πρωτοχριστιανικό κομμουνισμό και επιτίθενται στο θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Standler, διακηρύσσει πως « όπου υπάρχει ιδιοκτησία, αυτός που την κατέχει είναι εκτός Χριστού και της κοινωνίας του.»

Την πιο γενικευμένη επίθεση στην ιδιοκτησία και το εμπόριο τη βρίσκουμε στο Μύνστερ, με τις απαλλοτριώσεις, την κοινοκτημοσύνη, την κατάργηση του χρήματος. Στην Αγγλία πάλι ομάδες rentes προχωρούν σε μια πιο ριζική πρακτική με ληστείες πλουσίων και λεηλασίες περιουσιών. Ένας από τους θεωρητικούς τους,, ο Α.Coppe γράφει :

«Κοίτα έρχομαι εγώ, ο Κύριός σου, σαν κλέφτης μέσα την νύχτα με το σπαθί μου γυμνωμένο και σου λέω: δώσε μου το πουγκί σου, δώστο μασκαρά, αλλιώς θα σου κόψω το λαιμό… Δώσε τα λεφτά στους ζητιάνους, τους κλέφτες, τις πόρνες και τους πορτοφολάδες ,οι οποίοι είναι σάρκα από τη σάρκα σου και όλοι το ίδιο καλοί στα μάτια μου όσο εσύ».

Οι diggers,τέλος, υποστηρίζουν ότι η ιδιοκτησία οδηγεί στον εξαναγκασμό της μισθωτής εργασίας και στην υποδούλωση του μεγαλύτερου τμήματος της ανθρωπότητας…

Οι σέχτες αποκτούν και αντικρατικό χαρακτήρα προτάσσοντας το φυσικό δίκαιο απέναντι στους θεσμούς, το κράτος και την ιεραρχία. Αρνούνται να πληρώσουν φόρους, απορρίπτουν τα πολιτικά αξιώματα και αρνούνται να υπηρετήσουν στο στρατό («προτάσσουν το όραμα μιας -παρθένας κατάστασης- χωρίς ιεραρχία κι εξουσία»).

8.

Από τις απαρχές κιόλας της χριστιανικής επικράτησης στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία εμφανίστηκαν κινήματα αντίστασης στην καταπίεση των γαιοκτημόνων και της επίσημης εκκλησίας (ακόμα και μοναχοί εξεγείρονταν κατά αυστηρών ηγουμένων στα μοναστήρια!). Από τα πρώτα επαναστατικά κινήματα με θρησκευτική μορφή ήταν οι circumcellionen: Ένα επαναστατικό αγροτικό κίνημα που μάχονταν κατά των γαιοκτημόνων. Σύμφωνα με τον άγιο Αυγουστίνο οι «αιμοδιψείς» αυτοί αιρετικοί «έκλεβαν, λεηλατούσαν, πυρπολούσαν βασιλικές, έριχναν ασβέστη και ξίδι στα μάτια των καθολικών, απαιτούσαν πίσω τα χρεόγραφά τους και εκβίαζαν την απελευθέρωσή τους.» Κυνηγούσαν και χτυπούσαν με ρόπαλα εκκλησιαστικά στελέχη και επισκόπους: Οι circumcellionen θεωρούνταν απ τους αντιπάλους τους επαναστάτες. Διεκδικούσαν τα απαραίτητα για τη διαβίωσή τους και καθοδηγούνταν από κληρικούς, όπως ο περίφημος επίσκοπος Δονάτος της Βάγας. Εκβίαζαν, λήστευαν, λεηλατούσαν, δολοφονούσαν. Μαγείρευαν τα φαγητά τους με ξύλα από τους βωμούς, απελευθέρωναν τους σκλάβους και υποδούλωναν τα αφεντικά. Τους έδεναν στις μυλόπετρες και σκορπούσαν τέτοιο τρόμο, που οι ίδιοι οι πιστοί κατέστρεφαν τα χρεόγραφά τους και έμεναν με την ικανοποίηση πως τουλάχιστον είχαν γλιτώσει… Ο Αυγουστίνος επικρίνει διαρκώς τις ¨οργισμένες» επιθέσεις των «turbae (agnima multitudines) circumcellionum»

Όσα τους επιρρίπτει όμως είναι «υπερβολικά», γιατί είναι επηρεασμένος από το μίσος του για αυτούς (Butner), ενώ ο αγώνας των circumcellionen παρά τo γενικά εγκληματικό του χαρακτήρα, «ήταν αντικειμενικά δίκαιος» (Diesner). (Οι δονατιστές) συμμαχώντας με τους circumcellionen λεηλατούσαν και λήστευαν, έκαναν νυχτερινές επιθέσεις, έκαιγαν τα σπίτια και τις εκκλησίες των καθολικών, έκαιγαν τα «ιερά» τους βιβλία στην πυρά και κομματιάζαν ή έλιωναν τα δισκοπότηρά τους…

9.

Στα 1523 ο αιρετικός θεολόγος Τομας Μύντσερ δημιούργησε τον μαχητικό πυρήνα της «Ένωσης των εκλεκτών» με άμεσο στόχο την κοινωνική επανάσταση εναντίον των κυρίαρχων στρωμάτων και τον κομμουνισμό. Το 1525 η «Ένωση» οργάνωσε ένοπλο λαίκο κίνημα στη Θουριγγία, ανέτρεψε την τοπική εξουσία και δημιούργησε ένα ελεύθερα εκλεγμένο συμβούλιο. Έτσι, ξεκινά ένας ανελέητος ταξικός πόλεμος, γνωστός ως «πόλεμος των χωρικών».

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που είχαν οι πόλεμοι των χωρικών ήταν η άναρχη μορφή που πήραν, κυρίως με τη δράση αυτόνομων ομάδων που λεηλατούσαν περιουσίες και κατέστρεφαν μοναστήρια . Ο Λούθηρος επιτέθηκε στους εξεγερμένους με το κείμενό του «εναντίον των ληστρικών και δολοφονικών συμμοριών των αγροτών». Μετά από εκτεταμένες σφαγές, οι οποίες υπολογίζεται ότι είχαν περί τις 100000 θύματα, οι αγρότες ηττήθηκαν και ο Μύντσερ συνελήφθη, βασανίστηκε και αποκεφαλίστηκε.

Αργότερα, εμφανίζεται μια πληθώρα μορφωμένων θεολόγων που δημιουργούν επαναστατικές σέχτες και αντιμετωπίζουν τη λυσσώδη καταστολή του κράτους και της εκκλησίας ( η δίαιτα του Σπένσερ το 1529 αποφασίζει να στείλει όλους τους ενήλικες αναβαπτιστές «απ τη φυσική ζωή στο θάνατο, με το σπαθί ή τη φωτιά, χωρίς προηγούμενη εξέταση μπροστά σε πνευματικούς δικαστές». Στη Μοραβία ο Ηut δημιουργεί αγροτικές κομμούνες που διαλύονται απ τον Φερδινάρδο της Αυστρίας. Το 1534 ο ολλανδός Jan Matthys με μια μαχητική ομάδα κηρύσσει την πόλη Μύνστερ ως «Νέα Ιερουσαλήμ».

Το Φεβρουάριο του 1534 ο Matthys κήρυξε με μια σειρά ομιλιών τη βίαιη επανάσταση με σκοπό την ίδρυση ενός επίγειου βασιλείου του θεού, χωρίς νόμους, δικαστές, ιδιωτική ιδιοκτησία και γάμο. Ομάδες ένοπλων αναβαπτιστών κατέβηκαν στους δρόμους και κατέλαβαν την εξουσία αναίμακτα- Η επανάσταση έδειξε αμέσως τον κοινωνικό της χαρακτήρα: όλες οι ιδιωτικές περιουσίες απαλλοτριώθηκαν, ενώ καταστράφηκαν τα συμβόλαια και τα χρεόγραφα… Απ ότι φαίνεται δεν έλειψαν και εκτελέσεις ατόμων που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τη νέα κατάσταση. To Μάρτιο ο Matthys σκοτώθηκε σε μάχη και την ηγεσία της επανάστασης ανέλαβε ο Ιωάννης του Leyden, ο οποίος όμως αποδείχθηκε σκληρός εξουσιαστής. Τόσο η κρατική καταστολή, όσο και η εξουσιαστική συμπεριφορά του Leyden, που δυσαρέστησε τον εξεγερμένο λαό, προκάλεσαν την πτώση του Μύνστερ το 1535. Το 1567 ιδρύεται στη Βεστφαλία μια κοινότητα ανάλογη μ αυτήν του Μύνστερ. Ταυτόχρονα, ένοπλες επαναστατικές συμμορίες περιπολούν στη γύρω περιοχή ληστεύοντας πλούσιους ευγενείς και ιερείς.

Στην Αγγλία αναπτύχθηκε το κίνημα των « σκαφτιάδων» ( diggers), οι οποίοι ταύτιζαν το νόμο της φύσης με την κοινοκτημοσύνη και την απουσία ιεραρχίας και εξουσίας ( Winstanley: « ο νόμος της ελευθερίας» ). Τα κολεκτιβιστικά πειράματα των diggers καταστάληκαν άγρια απ τους γαιοκτήμονες και το κράτος. Ουσιαστικά, εκεί με τους diggers σταματάει και ο επαναστατικός ρόλος των αιρετικών σεχτών, οι οποίες με εξαίρεση κάποια ξεσπάσματα, μετατρέπονται σε εσωστρεφείς ομάδες.

10.

Στη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα εμφανίζονται πολλοί κομμουνιστές και αναρχικοί επαναστάτες που επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν παράνομα μέσα και μεθόδους (ληστείες, κλοπές, δολοφονίες κλπ). Η συμμορία των « νυχτερινών εργατών» του Ζακόμπ, οι « Αντιϊδιοκτήτες» ( παράνομη αναρχική ομάδα με 50 μέλη!), ο Λουϊ Σαβ, ο Ραβασόλ, οι ρώσοι μηδενιστές, η «συμμορία Μπονό», ο Ντουρρύτι, ο Σαμπατέ, οι τουπαμάρος, η RAF, η Action direct, οι ερυθρές ταξιαρχίες, το κίνημα 2 Ιούνη, η επαναστατική οργάνωση 17 Νοέμβρη.. ο κατάλογος ομάδων και ατόμων είναι ατελείωτος : απαγωγές, ληστείες, διαρρήξεις, κλοπές, άλλοτε για χρηματοδότηση του επαναστατικού αγώνα, άλλοτε για την απελευθέρωση αιχμαλώτων του κοινωνικού -ταξικού πολέμου, άλλοτε ως μέσο αυτοχρηματοδότησης και έμπρακτης κριτικής της μισθωτής σκλαβιάς. Απ την αρχαιότητα ως σήμερα, παρά το πείσμα των ηθικολόγων μας, η αντεξουσία πολλές φορές αποκτά ιδιαίτερα βίαιες μορφές. Ξενίζονται ορισμένοι υποκριτές απ την ξέχειλη λύσσα και την ανηλεή βιαιότητα των επαναστατών απ την αρχαιότητα ως σήμερα, τρομοκρατούνται ( ιδεολογικοποιώντας τη δειλία τους) μπρος στην αιματοροούσα πορεία της πραγματικότητας, ξεχνώντας πως συγκεκριμένες κοινωνικές, οικονομικές και ιστορικές συνθήκες γέννησαν αυτήν την απελπισμένη μανία. Η απίστευτη σε αγριότητα εξουσιαστική βία δημιούργησε και την αντίστροφη βία των καταπιεσμένων («αποκαλούσαν το λαό όχλο και θεωρούσαν πως υπήρχε μόνο και μόνο για να αποτελεί στόχο των πυροβολισμών της φρουράς». Μέσα από τα σπλάχνα των λαϊκών κινημάτων γεννήθηκε η αντίρροπη δύναμη, βίαιη και λυσσασμένη, για να απαντήσει στην κυρίαρχη εξουσιαστική βία. Και για να το καταλάβουν καλύτερα οι ηθικολόγοι «αμφισβητίες» των φοιτητικών εδράνων και της ακαδημαϊκής μούχλας, παραθέτουμε τα λόγια του μαρξιστή αντάρτη και ληστή Πιέρ Γκόλντμαν :

«Γνώρισα το μίσος και δε μου απόμεινε άλλη επιθυμία παρά να γνωρίσω τον εκστατικό πόλεμο, να φλερτάρω τον ίδιο το θάνατο, να εξορκίσω τον τρόμο, να καλλιεργήσω μια ευτυχία, όπου η ζωή θα ξαναζεσταινόταν, θα καιγόταν απ΄ την ίδια την επαφή με το Μηδέν (το απόλυτο)»

Αλάστωρ – Θεσσαλονίκη Νοέμβρης 2005

Ήσυχα μανούλα μου πράσινη βαλανιδιά
’σε με το παλικάρι να σκεφτώ
Αύριο πηγαίνω σε ανάκριση
Μπρος στον τσάρο, τον κριτή τον τρομερό
Και θα με ρωτήσει ο τσάρος, ο κυβερνήτης:
Έλα, πες μου, βρε παιδί του χωρικού
Ποιόν μαζί σου είχες φίλο, ποιόν εχθρό;
Σύντροφοί σου ποιοι είναι, ποιοι οι εχθροί σου;
Ευχαρίστως να σου πω τσάρε ορθόδοξε
Την αλήθεια κι όλα τα καθέκαστα
Τέσσερις σύντροφοι με συνόδευαν
Πρώτος σύντροφος η νύχτα η κατασκότεινη
Δεύτερος σύντροφος το δαμασκί μαχαίρι
Τρίτος σύντροφός μου το άλογο καλόκαρδο
Τέταρτος σύντροφός μου το τεντωμένο τόξο
Ταχυδρόμοι μου εμένα τα πυρωμένα βέλη
Και τι μου λέει ο τσάρος ο ορθόδοξος;
Σε καλό σου, βρε παιδί του χωρικού
Που να ληστεύεις ξέρεις και ν απαντάς
Κι εγώ γι αυτό παιδί μου, θα σε βάλω
Μες στον κάμπο σ έναν πύργο αψηλό
Μ άλλα λόγια, σε δυο ξύλα με θηλιά

(ρώσικο λαϊκό τραγούδι για τον κοινωνικό ληστή Πουγκατσέφ)

Πηγές:

Γιάννης Κορδάτος: Η κομμούνα της Θεσσαλονίκης 1342-1349 – εκδ. επικαιρότητα
Κ. Ντέσνερ: Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού – εκδ. Κάκτος
Θωμάς Κοροβίνης: Οι ζεϊμπέκοι της Μικρασίας – εκδ. ’αγρα
Γιώργος Βλάχος: Η συνείδηση ενάντια στο νόμο – εκδ. Έρασμος
Μανόλης Λαμπρίδης: Η σύγκρουση με τον νόμο – εκδ. Έρασμος
Λιλή Ζωγράφου: Αντίγνωση, τα δεκανίκια του καπιταλισμού – εκδ. Αλεξάνδρεια
Αλέξανδρος Πούσκιν: η κόρη του λοχαγού – εκδ. Σύγχρονη Εποχή
Πιερ Γκολντμαν: Σκοτεινές αναμνήσεις ενός πολωνοεβραίου γεννημένου στη Γαλλία – εκδ. Praxis
Αύγουστος Στρίνμπεργκ: Το κόκκινο δωμάτιο – εκδ. Πάπυρος
Φρ. Κλίγκερ: ’νοδος, πτώση και θάνατος του Φάουστ – εκδ. Οξύ
Γκαίτε: Φάουστ – εκδ. Γαβριηλίδης

1

Categories
Uncategorized

ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΠΑΝΟΥΚΛΑΣ

ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΠΑΝΟΥΚΛΑΣ


Κάθε μαθητής/τρια και καθένας που έχει περάσει από τα σχολικά κελιά είναι αυτόματα εκτεθειμένος στην σχολική πανούκλα. Για την ακρίβεια, η σχολική πανούκλα δεν είναι διαχωρισμένη από την βασική ασθένεια του πολιτισμού, την οικονομία. Κάτι τέτοιο δεν θα ‘πρεπε να εκπλήσσει, μιας και το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ο προθάλαμος της ζωής στον καπιταλισμό, άρα στις μίζερες σχολικές αίθουσες αναπαράγονται οι ίδιες εξουσιαστικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν κάθε άλλον εγκλεισμό από τον οποίο περνάει ο άνθρωπος: του στρατώνα, της φυλακής, του χώρου εργασίας…

Το σχολείο λοιπόν, δρα σαν θερμοκοιτίδα του καπιταλισμού, και αντικειμενικά δεν μπορεί να δράσει ως οτιδήποτε άλλο. Αρκεί να υπενθυμίσουμε τον ρόλο του σε κάθε κοινωνία, αυτόν της αναπαραγωγής της. Μέσω της μετάδοσης των κυρίαρχων αξιών, που δεν είναι άλλες από τις αξίες των κυριάρχων (Κ. Μαρξ), σκοπός του είναι η αποδοχή και εσωτερίκευση από τους μαθητές των αξιών του συστήματος ως δικές τους, ώστε να υποτάσσονται αυτόματα σ αυτές! Το σχολείο λοιπόν γίνεται ο βασικότερος θεσμός υποταγής της νεολαίας, και προετοιμασίας της για την κρεατομηχανή του καπιταλισμού. Ο μόνος τρόπος να ανατραπεί η νοσηρή λειτουργία του, που φυσικά είναι αλληλένδετη με την ύπαρξη ολόκληρου του κοινωνικού συστήματος, είναι να φωτιστούν οι μέθοδοι και οι λειτουργίες του, και να γίνουν αντικείμενο έμπρακτης κριτικής πρώτα απ’ όλα από τους ίδιους τους μαθητές και τις μαθήτριες!

Καταπίεση της επιθυμίας:

Είναι αυταπόδεικτο ότι το σχολείο, ως ένας απ’ τους στυλοβάτες του κεφαλαίου, αποζητά τον ακρωτηριασμό της ανθρώπινης συνείδησης, την φυτοποίηση της νεολαίας και την μετατροπή της σε μια παραγωγική – αποδοτική μηχανή. Στη θέληση του μαθητή για δημιουργικό παιχνίδι και για γνώση, το σχολείο αντιτάσσει ένα ωρολόγιο πρόγραμμα, προκαθορισμένο ως την παραμικρή του λεπτομέρεια παραγεμισμένο με ανιαρές, αποξενωμένες διαδικασίες. Εγκαταλείποντας σταδιακά τη φαντασία και τις επιθυμίες του, και βουλιάζοντας στο έλος των καταναγκασμών, της αξιολόγησης και της ψευτοδιανόησης, ο μαθητής καθίσταται κατάλληλος για την κατ’ εξοχήν αποξενωμένη κι αποξενωτική διαδικασία: την εργασία!

Αναπαραγωγή της ιεραρχίας:

Όλες οι εκσυγχρονιστικές πούδρες του ανθρωπιστικού προσωπείου του σχολείου δεν μπορούν να κρύψουν την εκτρωματικότητα αυτού του απάνθρωπου θεσμού. Δεν είναι τυχαία η σημασία που αποδίδουν οι καθηγητές, όλοι αυτοί οι μπάτσοι της συνείδησης, στη βαθμολογία και την αξιολόγηση των μαθητών/τριων. Έχοντας αποδεχτεί οι μαθητές/τριες την ανικανότητα και κατωτερότητά τους απέναντι στον καθηγητή που επιτρέπει στους δυο αυτούς ρόλους να συνεχίσουν να υφίστανται, αναπαράγουν πλέον τις σχέσεις ιεραρχίας ανάμεσά τους. Δημιουργείται έτσι μια κλίμακα καλών-κακών μαθητών, που προσδιορίζει την θέση που θα αντιστοιχεί στον καθένα στην πυραμίδα της μισθωτής σκλαβιάς. Οι μαθητές/τριες φορούν έτσι έναν ρόλο – ζουρλομανδύα, με τη βία των σχολικών καταναγκασμών αλλά και της αγωνίας, των ενοχών και του άγχους των ίδιων, που τους φέρνει στα μέτρα της λογικής του πολιτισμού: ότι δηλαδή η δημιουργία, η διανοητική ανάπτυξη κι ακόμα η ίδια η ζωή, είναι πράγματα μετρήσιμα, που ταξινομούνται και αξιολογούνται, αναλύονται και καταγράφονται από κάποιους ειδικούς. Το πάθος για ζωή διαστρέφεται σ’ αυτό το κρεββάτι του Προκρούστη σε πάθος για ολοένα και υψηλότερους βαθμούς.

Εισαγωγή στην αλλοτρίωση:

Παρόλο που ο μαθητής δεν είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης με την παραδοσιακή έννοια (δεν παράγει υπεραξία), είναι όπως κάθε καταπιεζόμενος, αλλοτριωμένος, αποξενωμένος από τον εαυτό του. Κι εδώ δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε καλούς και κακούς μαθητές. Μοιράζονται την ίδια ανυπαρξία ελέγχου πάνω στην μορφή, το περιεχόμενο και τη φύση της διδασκαλίας, γεγονός που συχνά αντιλαμβάνονται, από κει προκύπτει και η κατά καιρούς απαξίωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Κι όπως σε κάθε αλλοτριωμένη λειτουργία, οι μαθητές/τριες νιώθουν τόσο πιο ικανοποιημένοι όσο πιο επιτυχημένοι είναι στο ρόλο τους ως μαθητές/τριες. Διδάσκονται έτσι να είναι ανταγωνιστικοί απέναντι στους συμμαθητές/τριες τους με αντάλλαγμα την εύνοια των γονιών ή του καθηγητή.

Διαχωρισμένη ύπαρξη:

Ο θρυμματισμός της καθημερινής ζωής, εκτός σχολείου, είναι κοινό μυστικό. Όσο για τους μαθητές/τριες, ξεκινά με την πρώτη μέρα τους στο σχολείο, όπου και καθορίζεται τι ανήκει στο σχολείο και τι είναι εξωσχολικό. Έτσι, η κάθε γνωστική εμπειρία, οριοθετείται σε έναν προσδιορισμένο χώρο και χρόνο, και εκτιμάται ανάλογα. Ο μαθητής καθίσταται πλέον ανίκανος να δημιουργήσει τη δική του ζωή, κι εξαρτημένος από τις προσταγές των κάθε είδους ειδικών (πολιτικών, παπάδων, τηλε-παρουσιαστών κλπ).

Το σχολείο, τελικά παράγει – είναι προορισμένο να παράγει – αρρωστημένες υπάρξεις, υπηκόους του κράτους και της οικονομίας, που στο διαστροφικό τους κυνήγι του χρήματος και της κοινωνικής θέσης, γδέρνουν ο ένας τον άλλον, στον μακάβριο μύλο της εξουσίας. Στα τσακίδια λοιπόν, όλες οι μεταρρυθμίσεις και οι εξυγιάνσεις – βελτιώσεις του νοσηρού εκπαιδευτικού συστήματος…

Τα παραπάνω ήταν μόνο μια ελάχιστη αναφορά στην σχολική τερατωδία, βασισμένα στο κείμενο “Οvercoming school psychology”, από “Wild Youth”. Το ζήτημα είναι πλέον να οξυνθεί η κριτική στο θεσμό της εκπαίδευσης και όχι μόνο στην κρατική της εκδοχή, αλλά και στην επιβίωσή της με το μανδύα του εναλλακτισμού και τις ψευδαισθήσεις που αυτός συνεπάγεται. Οπωσδήποτε οι εξεγερμένοι των γαλλικών γκέττο, δεν έκαιγαν τα σχολικά κελιά άδικα – ούτε τυχαία.

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΦΩΤΙΖΕΙ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΚΑΙΓΕΤΑΙ.-

Εξωσχολικά Στοιχεία Σαμποτάζ+Διαίρεσης

Categories
Uncategorized

Σχετικά με τη Βία των φετιχισμών

Σχετικά με τη Βία των φετιχισμών

Δεν συμφωνούμε παρά μόνο σ’ ένα πράγμα: στο ότι η πιο συχνή κατάχρηση σ’ αυτόν τον κόσμο, γίνεται στ’ όνομα της κάθε λογής ιδιοκτησίας.” (Γράμμα του Μπλανκί στον Προυντόν, Παρίσι 1 Μάη 1841)

Έχοντας κατά νου ότι «οι πιο επικίνδυνοι από τους ταραχοποιούς είναι αυτοί που εκφράζουν πιο συνεκτικά τους λόγους της άρνησής τους», επιλέγουμε να κοινοποιήσουμε κάποιες σκέψεις μας με αφορμή γεγονότα που εκτυλίσσονται τους τέσσερις τελευταίους μήνες στη Σαλονίκη. Χωρίς να σημαίνει ότι νιώθουμε την ανάγκη να δικαιολογηθούμε στον οποιονδήποτε «ουδέτερο» υποδύεται την «κοινή γνώμη» ή να διαφυλάξουμε ένα, ούτως ή άλλως ανύπαρκτο, καλό όνομα (η συκοφαντία στολίζει), θεωρούμε πως είναι πια αναγκαίο να φωτίσουμε κάποια σημεία όπως η βία, η απαλλοτρίωση, και το ποιος είναι στην τελική το «σοβαρό πολιτικό Ον» που αποφασίζει ποιος θα κάνει τι…

Μια ιδιότυπη κατάληψη(;) πανεπιστημιακής σχολής φαίνεται να παίζει κεντρικό ρόλο στο ζήτημα, φανερώνοντας παράλληλα τη σύγχυση πολλών συντρόφων σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι το πανεπιστήμιο: θα αρκεστούμε στα αυτονόητα: το πανεπιστήμιο δεν είναι ταξικός μας σύντροφος, με τους «προοδευτικούς» καθηγητές του και τους «φιλάνθρωπους» προέδρους του. Είναι και θα είναι ακόμα ένας ιδεολογικός μηχανισμός αναπαραγωγής της εξουσιαστικής κοινωνίας, διαχωρισμένο εργαλείο της και εργαλείο διαχωρισμού της (βλέπε και Κ.Μαρξ: «ο εργάτης παράγεται από την αστική κοινωνία όπως κάθε άλλο προϊόν που χρειάζεται»). Το αν κάποιοι σύντροφοι είναι /είμαστε φοιτητές δεν αναιρεί τίποτα, όπως και το ότι πολλοί εργάζονται /εργαζόμαστε δεν κάνει την επαίσχυντη μισθωτή σκλαβιά «προλεταριακό παράδεισο». Κινούμενοι στο εχθρικό πεδίο αυτής της βιτρίνας του κυρίαρχου πολιτισμού, και μάλιστα σε μια κατάληψη (να μη χρειαστεί να ξαναορίσουμε τη λέξη), οι αναρχικοί δεν οφείλουν κανένα σεβασμό, το ίδιο όσον αφορά το πεδίο όπου διαδηλώνουν, συγκρούονται, εξεγείρονται(κάθε βιτρίνα τείνει τελικά να γίνει λαμπόγυαλο). Κατά συνέπεια δεν έχουμε να θρηνήσουμε καμμιά ζημιά της (κρατικής) πανεπιστημιακής περιουσίας ούτε να υποδείξουμε κανέναν «ένοχο» σε κανέναν αυτόκλητο φρουρό της τάξης. Προφανώς, σε μπατσοειδείς ανακρίσεις δεν έχουμε τίποτα να αρνηθούμε (χαφιεδίζοντας στην ουσία), κι αν έτσι κάποιοι μπορούν να μιλούν για κλεφτρόνια και καβατζωματίες ας το κάνουν. Δεν βρίσκουμε έτσι κι αλλιώς τίποτα μεμπτό στα «κλεφτρόνια» πέραν της μίζερης επίκλησης στην κυρίαρχη ηθική (ηθική της κυριαρχίας) αυτού που τα θεωρεί βρισιά. Ας γίνει όμως σαφές ότι αυτή η επίκληση γίνεται αφενός μεν λόγω έλλειψης πειστικότερων επιχειρημάτων κι αφετέρου για να πετύχουν την εκ των προτέρων απαξίωσή μας (στο ίδιο χρησιμεύουν κι άλλες επινοήσεις τους, όπως χούλιγκανς, συμμορίες, πρεζόνια, “ξαναμμένοι έφηβοι” και γενικά όλο το περιθώριο του μικροαστικού σύμπαντος – κοινωνικός και ηλικιακός ρατσισμός) διατυμπανίζοντας αδέξια την άσπιλη αρετή, μετριοπάθεια και νομιμοφροσύνη τους (διαχρονικά προσόντα χωροφύλακα). Κι όλα αυτά από την αυτοαποκαλούμενη «Αντιεξουσιαστική Κίνηση» που την έπεσε σε αναρχικούς μαθητές, έσκισε προκηρύξεις τους, ζήτησε τη συναίνεση /συμμετοχή της «συνέλευσης αλληλεγγύης» να περνά «δια πυρός και σιδήρου» όποιον φωνάζει συνθήματα μη-πολιτικά ορθά, σκοντάφτοντας τότε στην αντίρρησή μας και τη σιωπηλή αηδία μιας συνέλευσης. Κι ακόμα μια παρακείμενη «θεατρική ομάδα» που ίδρωσε για την πρόωρη λήξη μιας ακόμα απεργίας πείνας του ίδιου υποκειμένου, προκειμένου «να μην εκτραπεί η κατάστασις»…

Κατά τη γνώμη μας το τραγελαφικό ανθρωποκυνηγητό που στήθηκε εις βάρος μας, δεν είναι απλά μια αλαζονική επίδειξη δύναμης (δύναμης κατασταλτικής-αστυνομικής) και μόνο. Το να παίξουμε για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου (απαραίτητος για κάθε σταλινισμό) εξυπηρετεί τέλεια στο κουκούλωμα της παράδοξης έκβασης μιας υπόθεσης στην οποία επένδυσε χρόνο, χρήματα, συλλογική δουλειά και διάθεση ένας κόσμος. Κι ο πιο εύκολος τρόπος να γίνει κάτι τέτοιο είναι η επίκληση σ ένα αιώνιο φετίχ: Την ιδιοκτησία, την προσβολή της και τα δικαιώματά της, κυρίαρχο φετίχ της εξουσιαστικής κοινωνίας που συνδυάστηκε σε μια φημολογία με το μερικότερο και υποδεέστερό του: της «πολιτικής δράσης» (σύμφωνα με την φημολογία αυτή, η απουσία μας από την θεαματική κατάληψη του λευκού πύργου ερμηνεύεται ως ντε και καλά σύγχρονη απαλλοτρίωση της κατάληψης και της «πολιτικής» της. Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε την πηγή της, στη φαντασίωση που περιγράφεται ως πραγματικότητα σε μια «μετριοπαθή» ανακοίνωση της ΑΚ (υποθέτουμε δεν μας ξεμπρόστιασαν τότε, μιας και τα ξέραν όλα, από μετριοπάθεια(!).

Αντίθετα μετά τη λήξη της «κατάληψης» της σχολής, για την οποία κάποιοι (οι προφανείς) δώσαν διαπιστευτήρια κι εγγυήσεις ότι θα τηρηθεί η τάξις, όπως μαθεύτηκε δυστυχώς πολύ αργότερα, έλαβε χώρα μια απεγνωσμένη όσο και βίαια προσπάθεια μετατόπισης της προβληματικής και υπόλογης θέσης της «συνέλευσης αλληλεγγύης» σε μια σειρά τραμπουκισμών εις βάρος συντρόφων μας. Πρέπει εδώ να αναφέρουμε πως και η επιδεικτικά απαξιωτική στάση των συλλογικοτήτων-καταλήψεων απέναντι στη συνέλευση που καλέσαμε μετά τα πρώτα πεσίματα σε σύντροφο, τις εισβολές σε σπίτια, στέκια και τους ξυλοδαρμούς, άνοιξε στην ουσία τον δρόμο για την «απολιτικοποίηση» του ζητήματος, ενώ πλέον γίνεται λόγος για «τραμπουκισμούς στους οποίους επιδόθηκαν και οι δυο πλευρές». Κάνοντας λοιπόν τα στραβά μάτια μπρος στην κατασταλτική-διωκτική καθημερινή βία της άλλης πλευράς, αρνούνται την αναγκαιότητα της αυτοάμυνας μας. Ας γίνει ξεκάθαρο ότι δεν είμαστε άγιοι, ούτε μάρτυρες…

Θεωρούμε ότι κύριο ρόλο στην απαξίωση της οξύτητας του ζητήματος, έπαιξε ο χαρακτηρισμός μας ως όντα απολίτικα, ανύπαρκτοι, περαστικοί, κλπ. Χωρίς καμμιά διάθεση να βγάλουμε την όποια επαναστατικότητά μας να τη μετρήσουμε, η εμετική αθλιότητα (που αποπνέει ξανά μια αίσθηση ιδιοκτησίας, όχι πάνω σε κάποιον κωλοπροτζέκτορα αυτή τη φορά, αλλά σ ένα ανατρεπτικό ρεύμα, και τελικά πάνω στους εαυτούς μας που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε χωρίς την έγκριση του κάθε παλιού(;) στον «χώρο»… Τους χαρίζουμε πάντως την ευχή του Τκάτσεφ, για τη θανάτωση από τους επαναστάτες όλων όσων πέρασαν τα 25 τους χρόνια, ως ανίκανων να συλλάβουν τις νέες ιδέες και τα πάθη, αν όχι στην κυριολεξία της, πάντως ως πυξίδα και άρωμα μιας εποχής σίγουρα πιο επαναστατικής απ τη δική μας όπου η μπόχα του σεβασμού σε μια οποιαδήποτε ιεραρχία δεν μόλυνε τους εξεγερμένους. Όσο για τον φετιχισμό της (σοβαρής) «πολιτικής οργάνωσης» που φαίνεται να δικαιολογεί το οτιδήποτε, και να καμώνεται ο πήχης για τα πάντα, μόνο απέχθεια μπορεί να προκαλεί στους αναρχικούς. Μια τέτοια αντανάκλαση του «επαναστατικού» κόμματος /κράτους της αριστεράς, αναπτύσσεται παντού ως απολειφάδι του παρελθόντος, της ένδοξης CNT και της ισπανικής επανάστασης απ’ όπου αντλεί και το όποιο κύρος, και δεν είναι καθόλου τυχαίο, μιας και η διαφανής ανάπτυξη του αντιεξουσιαστικού κινήματος, μέσα από νομοταγείς ομοσπονδίες και συνδικάτα σε κάθε άλλη περίπτωση βούλιαξε στη ξεφτίλα χωρίς καμμιά ελπίδα να εκφράσει την δυναμική του στο επίπεδο των οδοφραγμάτων της Βαρκελώνης, ή των αραγονέζικων κολλεκτίβων. Από το στυγνό δόσιμο των ατομικιστών αναρχικών στην Ιταλία του 1918-21, τη συμμετοχή στην ισπανική κυβέρνηση της 4-12-1936 και την συνακόλουθη καταστολή των επαναστατικών συμβουλίων και κολλεκτίβων, το ξεπούλημα των ιλλεγκαλιστών και των όπου γης ένοπλων, μέχρι τα αυτοκόλλητα της γαλλικής FAI (“δεν είμαστε δολοφόνοι, είμαστε αναρχικοί”) για τους δυο 15χρονους μηδενιστές που πυροβόλησαν στο αστυνομικό τμήμα, ως τις πιο πρόσφατες αποκηρύξεις (λες και το ζήτησε κανείς…) των «τρομοκρατικών επιθέσεων» και χιλιάδες παραδείγματα διεθνώς, που μόνο η απλή αναφορά τους θα γέμιζε βιβλίο, θα έπρεπε να είχε γίνει πια κατανοητό ότι αυτά τα ιστορικά απολειφάδια, φέρουν εξ ορισμού το «στίγμα» του διαμεσολαβητή ανάμεσα στους εξεγερμένους (που θεωρούν ότι αποτελούν μέρος τους αν όχι ότι εκπροσωπούν) και την εξουσία. Λόγω της εκτεθειμένης τους αυτής θέσης, είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι σε μια στάση συνδιαλλαγής προς την κρατική εξουσία και εσωτερικής καταστολής προς ότι βλάπτει την προσεκτικά επιμελημένη εικόνα τους. Αυτά διεθνώς- Όσο για τα εγχώρια το λιγότερο που συμπεραίνουμε πέραν της ομολογούμενης αφέλειάς μας, εκ πείρας πια είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει δυνατότητα ούτε καν συνύπαρξης με ανάλογες οργανώσεις διατηρώντας παράλληλα τη στοιχειώδη αυτονομία σκέψης και δράσης.

Τίποτα δεν μπορεί να κάνει τη ζωή μας άσχημη Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τη δράση μας.

«Κάποιοι σύντροφοι από το ΝΑΔΙΡ στέκι αναρχικό και απολίτικο ενάντια στην πολιτική και τους πολιτικάντηδες»

——————————————————————————

Το παραπάνω κείμενο κυκλοφόρησε σε φυλλάδιο σε Θεσσαλονίκη κι Αθήνα τον Οκτώβρη του 2005. Απαραίτητη διευκρίνηση: οι τότε υπογράφοντες δεν συμμετέχουν στο εγχείρημα του στεκιού από τις αρχές του 2006.

Categories
Marcel Marien Marquis De Sade

Ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ για παιδιά – Marcel Marien

Ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ για παιδιά – Marcel Marien

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια νεράιδα, που τη λέγανε Ιουλιέττα. Ήταν γλυκιά, χαριτωμένη και πολύ όμορφη, και τη φωνάζανε η νεράιδα των μήλων, γιατί είχε δυο μικρά μήλα στο στήθος της. Αυτά τα φρούτα ήταν ολοστρόγγυλα και είχαν μια υπέροχη μυρωδιά, και τα προσέφερε σε όποιον της ζητούσε να τα γευτεί. Κι όμως, παρόλο που τα δάγκωναν όλοι, τα μήλα της παρέμεναν ολόκληρα και γεμάτα, και είχαν επίσης ένα τέλειο σχήμα.

Στην ίδια όμως χώρα όπου ζούσε η νεράιδα, υπήρχε κι ένα τέρας με το όνομα Σαιν-Φοντ. Ήταν φρικιαστικά άσχημος και οπουδήποτε πήγαινε επικρατούσε η απελπισία. Ήταν οπλισμένος με ένα τεράστιο ραβδί 14μιση ιντσών, που με τον καιρό είχε γίνει ένα με το σώμα του, και το οποίο ήταν το όργανο με το οποίο διέπραττε τα τρομερά εγκλήματά του. Το ραβδί αυτό ήταν μαγικό. Το τέρας ωστόσο είχε γεννηθεί καλό, και είχε παραμείνει τέτοιο, μέχρι που στην ηλικία των 7 ετών, όταν ακόμα ήταν ένα μικρό αγόρι, μια κακιά νεράιδα με το όνομα Φύση τον καταράστηκε με την τραγική μοίρα να έχει αυτό το ραβδί τόσο κολλημένο κάτω από την κοιλιά του που δεν μπορούσε να το βγάλει. Κι έτσι, εξαιτίας αυτού του τρομερού όπλου, το αγόρι μεγαλώνοντας έγινε, παρά τη θέλησή του, ένα αισχρό τέρας που στεναχωρούσε ολόκληρη τη χώρα.

Όμως πολλά περίεργα πράγματα λέγονταν για το ραβδί αυτό. Για παράδειγμα, ότι όταν δεν χρησιμοποιούνταν, ήταν μαλακό και νερουλό, σαν να μην ήταν παρά ένα σακούλι από δέρμα που το κρατούσε. Όμως κάθε φορά που κάποιο από τα θύματά του πλησίαζε το τέρας, το τρομερό ραβδί αυξανόταν αμέτρητες φορές, σε σημείο σχεδόν να εκρήγνυται το δέρμα που το κάλυπτε, και τραβούσε το τέρας με τόσο μεγάλη δύναμη που το οδηγούσε, καλώς ή κακώς, να διαπράτει το οποιοδήποτε απαίσιο έγκλημα του υπέβαλλε αυτό το μαγικό όπλο.

Ένα όμορφο καλοκαιρινό απόγευμα, η γλυκιά νεράιδια Ιουλιέττα μάζευε λουλούδια σε ένα λειβάδι όταν ξαφνικά βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον τρομερό Σαιν-Φοντ. Δεν πέρασε μια στιγμή που την αντίκρισε όταν το ραβδί του τινάχτηκε φτάνοντας σ’ ένα τρομαχτικό μέγεθος, και έσυρε ολόκληρο το τέρας προς την μεριά της Νεράιδας. Ήταν μεγάλο και κόκκινο και φαινόταν σαν να πίνει συνέχεια αίμα, και έβγαζε μια λάμψη τόσο εκθαμβωτική που το έκανε να δείχνει ακόμα πιο φοβερό. Όμως η Ιουλιέττα δεν φοβήθηκε, και αντί να τρέξει να σωθεί, πλησίασε το τέρας και έβαλε τα γέλια: “Κοίτα liege***** μου”, είπε βγάζοντας το φόρεμά της. Και με κάποιο μαγικό μια φρέσκια πληγή εμφανίστηκε στο σώμα της. “Πως μπορείς να με βλάψεις, μιας και έχω ήδη πληγή;” Και με τα λεπτά δάχτυλά της, η Ιουλιέττα πείραξε ελαφρά τις άκρες της πληγής, σαν να ήθελε να αποδείξει ότι ήταν αληθινή. Το τέρας μπορούσε τότε να δει ότι το εσωτερικό της πληγής αυτής ήταν ροζ και πολύ βαθύ. Όμως το μαγικό ραβδί του δεν πτοήθηκε. Τινάχτηκε προν την Ιουλιέττα, τραβώντας το κακόμοιρο τέρας μαζί του, και πριν προλάβει καλά-καλά να ρίξει την καλή νεράιδα στα γρασίδια, ξεκίνησε να σκάβει με μανία βαθιά μεσα στην παραμυθένια πληγή, ανοίγοντας προς τα πάνω ολόκληρο τούνελ. Μετά από λίγο, το ραβδί βγήκε και πάλι έξω, αλλά μόνο γιατί ήθελε να χωθεί κάπου αλλού, στη σάρκα της Ιουλιέττας, κοντά στην πληγή, όταν μια νέα πληγή εμφανίστηκε, μέσα στην οποία το τυφλό όπλο βυθίστηκε σαν λυσσασμένο. Τη στιγμή εκείνη, η Ιουλιέττα, που είχε το βλέμμα της στραμμένο στο τέρας που έσκυβε πάνω της, αναγνώρισε βαθιά μέσα του την γλυκιά ευγένεια του ανθρώπου που γεννήθηκε καλός, και της γεννήθηκε μια βαθειά συμπάθεια προς το άτομο αυτό. Του προσέφερε τότε το ένα μετά το άλλο τα μήλα που είχε στο στήθος της, και έβαλε το τέρας να τα γευτεί σχεδόν με το ζόρι. Αυτός, τα δάγκωσε απαλά, τόσο πολύ που η νεράιδα δάκρυσε. Με μια επιδέξια κίνηση απαγκιστρώθηκε από το ραβδί που την πλήγωνε και γονάτισε μπροστά στο τέρας, κρατώντας το όρθιο. Θαρραλέα, έφερε το στοματάκι της γύρω από το τρομερό ραβδί του παρόλο που ήταν τόσο τεράστιο, κατόρθωσε να το βολέψει στο στόμα της, γλιστρώντας το απαλά ανάμεσα απ’ τα χείλη της. Και ξαφνικά, δίχως να έχει την παραμικρή ιδέα για το τί έμελλε να συμβεί, μόλις το ραβδί καρφώθηκε τόσο βαθιά στο πίσω μέρος του λαρυγγιού της, πνίγοντάς τη σχεδόν, και με ένα γρήγορο κλείσιμο των δοντιών, κατάπιε το μαγικό ραβδί βαθιά στο στομάχι της, κόβοντάς το, κι έπειτα το έφτυσε πάλι πίσω, πάνω στο έδαφος. Και τότε, το φρικαλέο όπλο καταλήφθηκε από τρομερές δονήσεις, πάλλονταν και σερνόταν σαν φίδι, ώσπου τελικά ακινητοποιήθηκε και μετατράπηκε σε πέτρα.

Απευθερωμένος επιτέλους από το αισχρό όργανό του, ο Σαιν-Φοντ δεν ήταν πια ένα τέρας. Είχε μετατραπεί και πάλι σε έναν καλό άνθρωπο. Κι έτσι, παντρεύτηκαν με την μικρή νεράιδα, αν και, όλως περιέργως, δεν έκαναν ποτέ παιδιά…

Τέλος.

[Πηγή: το γαλλικό λεττριστικό περιοδικό “Γυμνά Χείλη”, τεύχος 5, Ιούνιος 1955]


[Μετάφραση στα αγγλικά: Jordan ML, 2005 – Live free or buy trying! ]

[Μετάφραση στα ελληνικά: Δ., Αύγουστος 2007]

Categories
Guy Ernest Debord

Για να τελειώνουμε με την μηδενιστική άνεση – Guy Ernest Debord

Για να τελειώνουμε με την μηδενιστική άνεση – Γκυ Ερνέστ Ντεμπόρ

Γνωρίζουμε ότι κάθε νέα πραγματικότητα είναι προσωρινή και πάντοτε πολύ λίγη για μας, για να την ανεχτούμε. Τις υπερασπιζόμαστε γιατί δεν ξέρουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε και γιατί, τελικά, αυτή είναι η δουλειά μας.

Αλλά, για μας, η αδιαφορία δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή μπρος στις ασφυκτικές αξίες του παρόντος, όχι όταν αυτές διαφυλάσσονται από μια κοινωνία φυλακών και ζούμε στα πρόθυρα των φυλακών.

Δεν επιθυμούμε με οποιοδήποτε αντίτιμο να συμμετάσχουμε, να σιωπήσουμε, να συναινέσουμε.

Αυτό είναι και το μόνο πράγμα που μας φαίνεται έντιμο, δεν μας ευχαριστεί να μοιάζουμε με τους πολλούς ανθρώπους.

Το κόκκινο κρασί και η άρνηση στα καφενεία, οι πρώτες αλήθειες της απόγνωσης δε θα γίνουν αυτό που έμεινε από τις ζωές αυτές που τόσο δύσκολα μπορούμε να υπερασπιστούμε ενάντια στις παγίδες της σιωπής, τους χίλιους τρόπους να μπεις στη σειρά.

Πέρα από μια διαολεμένη τύχη, πέρα από την αναπόφευκτη όσο κι ανεξήγητη απώλεια όλων αυτών που αγαπήσαμε, το παιχνίδι ακόμη παίζεται, υπάρχουμε εμείς. Κάθε μορφή προπαγάνδας είναι λοιπόν θεμιτή.

Χρειάζεται να διαδώσουμε μια εξέγερση που μας αφορά στο μέτρο των προσδοκιών μας.

Έχουμε μπρος μας να βρούμε μια συγκεκριμένη ιδέα ευτυχίας, ακόμη κι αν γνωρίζουμε ότι θα ξεπέσει, την ιδέα με την οποία κάθε επαναστατικό πρόγραμμα θα ευθυγραμμιστεί εξαρχής μαζί της.

Guy-Ernest Debord

(Δημοσιεύτηκε στην: Internationale Lettriste #3, στις 6 Ιουλίου 1954. Μεταφράστηκε από τα γαλλικά στα αγγλικά από το: NOT BORED!)

Μετάφραση στα ελληνικά: Δ., Αύγουστος 2007

Categories
Mikhail Bakunin

Αποσπάσματα – Mikhail Bakunin

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ

Οι επαναστάσεις δεν είναι παιδιάστικα παιχνίδια ούτε φλυαρίες ακαδημαϊκών, όπου μοναχά οι ματαιοδοξίες αλληλοεξοντώνονται, ούτε αγώνας φιλολογικός όπου το μόνο που χύνεται είναι μελάνι. Η επανάσταση είναι πόλεμος κι όποιος λέει πόλεμος εννοεί καταστροφή ανθρώπων και πραγμάτων. Είναι αναμφίβολα θλιβερό για τον άνθρωπο, που ακόμα δεν ανακάλυψε ένα πιο ειρηνικό μέσο προόδου, όμως ως τις μέρες μας η ιστορία δεν προχωρά ούτε βήμα χωρίς να βαφτιστεί στο αίμα. Εξάλλου η αντίδραση δεν μπορεί να κατηγορήσει διόλου την επανάσταση για κάτι τέτοιο. Η ίδια έχυσε πολύ περισσότερο αίμα σε κάθε αφορμή. Απόδειξη οι σφαγές του Παρισιού τον Ιούνη του 1848 και τον Δεκέμβρη του 1851, η ωμή καταπίεση των αυταρχικών κυβερνήσεων των άλλων χωρών, την ίδια εποχή κι έπειτα, δίχως να αναφερθούμε στις δεκάδες, τις εκατοντάδες, τις χιλιάδες των θυμάτων που στοιχίζουν οι πόλεμοι οι οποίοι είναι αναγκαίες συνέπειες, κάτι σαν περιοδικός πυρετός αυτής της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης που ονομάζουν αντίδραση.

ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Αυτό που διακηρύσσω, λοιπόν, ως έναν βαθμό, είναι η εξέγερση της ζωής κατά της επιστήμης ή μάλλον κατά της εξουσίας της επιστήμης. Όχι για να καταστρέψουμε την επιστήμη – πράγμα εγκληματικό για την ανθρωπότητα – αλλά για να την ξαναβάλουμε οριστικά στην θέση της. Μέχρι σήμερα η ανθρώπινη ιστορία δεν ήταν παρά μια διαρκής και αιμοχαρής σφαγή εκατομμυρίων ταλαίπωρων ανθρώπων για κάποια ανελέητη αφαίρεση: θεό, πατρίδα, κρατική ισχύ, εθνική ευημερία, ιστορικά δίκαια, δικαιοσύνη, πολιτική ελευθερία, κοινό συμφέρον. Αυτή ήταν ως τις μέρες μας η φυσική αναπόδραστη και μοιραία πορεία των ανθρώπινων κοινωνιών. Δεν είναι στο χέρι μας να κάνουμε κάτι γι αυτό. Προκειμένου για το παρελθόν, πρέπει να το αποδεχτούμε όπως θα κάμναμε με κάθε φυσικό πεπρωμένο. Πρέπει να πιστέψουμε ότι ήταν ο μόνος δυνατός δρόμος για την διαπαιδαγώγηση του ανθρώπινου είδους. Και δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε στο σημείο αυτό. Ακόμα κι αν αποδώσουμε το μεγαλύτερο μερίδιο για τούτα τα μακιαβελικά τεχνάσματα στις άρχουσες τάξεις, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι καμμιά μειοψηφία δε θα ‘ταν ικανή να επιβάλει αυτές τις φριχτές θυσίες στις μάζες, αν αυτές οι ίδιες δεν είχαν μια οριακά ενστικτώδη παρόρμηση να θυσιάζονται πάντοτε γι αυτές τις αδηφάγες αφαιρέσεις, που σαν βρυκόλακες τράφηκαν με αίμα ανθρώπων.

ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ

Δεν θα κουραζόμουν ποτέ να το επαναλαμβάνω: η ομοιομορφία είναι θάνατος, η διαφορετικότητα είναι ζωή. Η πειθαρχημένη ενότητα, που δεν μπορεί να πραγματωθεί σ’ ένα οποιοδήποτε κοινωνικό περιβάλλον δίχως να καταστρέψει τον δημιουργικό αυθορμητισμό της σκέψης και της ζωής, δολοφονεί τις κοινωνίες. Η ζωντανή ενότητα, η αληθινή κοινότητα που επιθυμούμε είναι εκείνη που γεννά η ελευθερία στους ίδιους τους κόλπους των ανεξάρτητων και διαφορετικών εκδηλώσεων της ζωής, εκφραζόμενη από τον αγώνα. Θα καταλάβαινα την λατρεία ενός στρατηγού τακτικού στρατού για την νεκρική σιωπή που η πειθαρχία επιβάλλει στο πλήθος. Ο δικός σας στρατηγός, ο δικός μας στρατηγός, ο στρατηγός του λαού, δεν έχει ανάγκη αυτή τη σιωπή των σκλάβων γιατί είναι συνηθισμένος να ζει και να διατάζει μέσα στην ταραχή. Η ταραχή είναι το πάθος της λαϊκής ζωής, η μόνη ικανή να βγάλει όλον αυτό τον κόσμο από τις αδικίες που υφίσταται, και δεν μπορούμε να υποκινήσουμε αρκετά αυτό το πάθος και αυτή τη ζωή.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΣΜΟΥ

Είναι δυνατό και μέσα από την πιο έξυπνη εμπνευσμένη και ενεργητικά εκφρασμένη προπαγάνδα να μεταφυτέψουμε στις μεγάλες μάζες ενός έθνους τάσεις φιλοδοξίες ,πάθη και σκέψεις που είναι απόλυτα ξένες προς αυτές ,που δεν είναι προϊόν της ιστορίας ,των συνηθειών και των παραδόσεων; Μου Φαίνεται ότι ,όταν το ερώτημα τοποθετείται έτσι ,κάθε λογικός και ευαίσθητος άνθρωπος που δεν έχει ιδέα για τον τρόπο που αναπτύσσεται η λαϊκή συνείδηση, μπορεί να απαντήσει μόνο αρνητικά. Τελικά ,καμία προπαγάνδα δεν δημιούργησε ποτέ τεχνητά μια πηγή ή μια βάση για τις φιλοδοξίες και τις ιδέες αίνους λαού ,που είναι πάντοτε τα αποτέλεσμα της αυθόρμητης ανάπτυξης τους και των πραγματικών συνθηκών ζωής.

Τι μπορεί να κάνει τότε η προπαγάνδα; Μπορεί ,γενικά, να εκφράσει τα ίδια τα ένστικτα του προλεταριάτου με μια νέα ,πιο συγκεκριμένη και πιο κατάλληλη μορφή. Μπορεί μερικές φορές να συντομεύσει και να διευκολύνει το ξύπνημα της συνείδησης των ίδιων των μαζών. Μπορεί να τις κάνει να συνειδητοποιήσουν το τι είναι ,τι αισθάνονται και τι ήδη επιθυμούν παρορμούνε από τα ένστικτα ,αλλά ποτέ η προπαγάνδα δεν μπορεί να τις κάνει ότι δεν είναι, ούτε να ξυπνήσει μέσα στην καρδιά τους πάθη που είναι ξένα με τη ίδια τους την ιστορία. Τώρα να συζητήσουμε το ζήτημα αν με την προπαγάνδα είναι δυνατό να αποκτήσει ένας λαός πολιτική συνείδηση. Για πρώτη φορά πρέπει να καθορίσουμε τι είναι πολιτική συνείδηση για τις λεκές μάζες. Δίνω έμφαση στη φράση για τις λεκές μάζες ,γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι για τις προνομιούχες τάξεις πολιτική συνείδηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά το δικαίωμα για κατάκτηση που είναι εγγυημένο και κατοχυρωμένο ,του εκμεταλευτου της εργασίας των μαζών και το δικαίωμα να τις κυβερνά ,ώστε να εξασφαλίζει αυτήν την εκμετάλλευση. Αλλά για τις μάζες ,που είναι υποδουλωμένες ,που εξουσιάζονται και αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης σε συνίσταται η πολιτική συνείδηση; Αυτή μπορεί να διασφαλιστεί μόνο από ένα πράγμα την θεά της εξέγερσης. Αυτή η μανά αποτελεί την απαραίτητη ιστορική προϋπόθεση για την πραγμάτωση κάθε μια χωριστά και όλων των ελευθέριων.

Βλέπουμε ότι αυτή η φράση, πολιτική συνείδηση μέσα σε όλη την πορεία της ιστορικής εξέλιξης ,κατέχει δυο εντελώς διαφορετικά νοήματα που αντιστοιχούν σε δυο αντιμαχόμενες απόψεις. Από την Σκόπια των προνομιούχων τάξεων ,η πολιτική συνείδηση σημαίνει κατάκτηση ,υποδούλωση κα τον αδιαχώριστο μηχανισμό για αυτή την εκμετάλλευση των μαζών :την δεσποτική κρατική οργάνωση. Από την Σκόπια των μαζών ,έχει το νόημα της καταστροφής του κράτους. Κατά συνέπεια εννοεί πράγματα που είναι διαμετρικά αντίθετα. Τώρα ,είναι απόλυτα βέβαιο ότι ποτέ δεν υπήρξε κανένας λαός που να μην αισθάνθηκε στην αρχή της υποδούλωσης την ανάγκη να εξεγερθεί. Η εξέγερση αποτελεί φυσική τάση της ζωής. Ακόμα και το σκουλήκι στρέφεται ενάντια στο πόδι που το λειώνει. Γενικά , η ζωτικότητα και η σχετική αξιοπρέπεια ενός ζώου μπορεί να μετρηθεί από την δύναμη του ένστικτου της εξέγερσης. Μέσα στον κόσμο των ζωών ,όπως και στον ανθρώπινο κόσμο ,δεν υπάρχει καμιά συνήθεις πιο εξευτελιστική ,πιο ηλίθια ή πιο δειλή από την συνήθεια της δουλικής υποταγής και της καταπίεσης από κάποιον άλλον. Αμφισβητώ το ότι υπήρξε λαός που τόσο εκφυλισμένος που κάποτε, τουλάχιστον στην αρχή της ιστορίας τους που δεν εξεγέρθηκε ενάντια στο ζυγό των αφεντικών ,των εκμεταλλευτών και του κράτους.

Αλλά πρέπει να αναγνωριστεί επίσης ότι από την εποχή του μεσαίωνα ,το κράτος έχει καταστέλλει όλες τις λαϊκές εξεγέρσεις. Όλες οι αποκαλούμενα επαναστάσεις του παρελθόντος -συμπεριλαμβανομένης και της γαλλικής επανάστασης παρ΄ όλες τις υπέροχες ιδέες που ενέπνευσαν-δεν υπήρξαν τίποτε άλλο παρά η πάλη ανάμεσα σε αντίπαλες εκμεταλλεύτηκες τάξεις για την αποκλειστική απόλαυση των προνομιών που πρόσφερε το κράτος. Το μόνο που εκφράζουν είναι ο αγώνας για την κυριαρχία και την εκμετάλλευσης των μαζών.

Και οι μάζες; Αλίμονο! Πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι μάζες επέτρεψαν στον εαυτό τους να διαφθαρεί βαθιά και να γίνει απαθής από την καταστρεπτική επίδραση του διεφθαρμένου ,συγκεντρωτικού ,πολιτισμού του κρατισμού.

Μιχαήλ Μπακούνιν

Categories
High Priest Wombat

“Μηδενισμός και Γυναίκες” – High Priest Wombat

“Μηδενισμός και Γυναίκες” – High Priest Wombat, KSC

Η πρακτική του μηδενισμού είναι η επίθεση στην ολότητα δίχως την ελπίδα ότι μπορεί να προκύψει κάποια πρόοδος. Δεν προχωράμε προς μια καλύτερη κοινωνία, παρά τις ρητορικές τις αριστεράς. Ποιές είναι οι επιλογές μας; Να κάτσουμε στ’ αυγά μας και να αποδεχτούμε τις συνθήκες που μας έχει επιβάλλει η μια ή η άλλη ιδεολογία; Να υποκρινόμαστε ότι οι μεταρρυθμίσεις ή το κοινωνικό κράτος αξίζουν μια δεκάρα καθώς η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων αφομοιώνει τους αγώνες μας; Να μπούμε στο πετσί του ρόλου του θύματος ή του μάρτυρα και να θέσουμε τους εαυτούς μας στην υπηρεσία της μιζέριας και του οίκτου;

Η υπάρχουσα τάξη είναι μια αποτυχία όμως δεν μπορούμε ούτε να αποδράσουμε από την ολότητα της, ούτε έχουμε πουθενά να κρυφτούμε. Δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη πως θα αλλάξουμε την κοινωνία όπως είναι, αν δεν την καταστρέψουμε εκ θεμελίων. Πρέπει να απεγκλωβιστούμε από τα θέλγητρά της, αυτό είναι το συμφέρον μας. Κάθε άλλη δράση, κριτική ή όχι, οδηγεί στην αποδοχή της. Δεν πρέπει να περιοριστούμε σε έναν αγώνα αλλά οι δράσεις μας να επεκταθούν σε κάθε όψη της ζωής.

Μηδενισμός, Φεμινισμός και Αριστερά

Η ιστορία του μηδενισμού στη Ρωσσία ξεκίνησε ως ένα φοιτητικό κίνημα, μια αντι-κουλτούρα που γρήγορα γιγαντώθηκε σε μια ικανή δύναμη απελευθερώνοντας τις “νέες γυναίκες” της Ρωσσίας. Οι δράσεις των μηδενιστών ήταν τέτοιες που οι μηδενίστριες μπόρεσαν να γίνουν ένα αναπόσπαστο κομμάτι κάθε μεγάλης αναταραχής. Όμως τί σχέση είχε αυτό με τον φεμινισμό; Ο φεμινισμός, καταρχήν, φαίνεται σε πολλούς σαν το μονοπώλειο της γυναικείας χειραφέτησης και η καρδιά των γυναικείων συμφερόντων. Σαν ολότητα, ο φεμινισμός όχι μόνο έκανε το γυναικείο ζήτημα μια προτεραιότητα για την αριστερά, αλλά βοήθησε στην αλλαγή του ρόλου των γυναικών σε όλο τον κόσμο. Βοήθησε στην απόκτηση από τις γυναίκες του δικαιώματος να ψηφίζουν, τις έβγαλε από την κουζίνα και τις έβαλε στη δουλειά δίπλα στους άνδρες, καθώς επίσης βοήθησε στην αποδοχή της αντισύλληψης ώστε τελικά μια γυναίκα να μπορεί να αποφασίζει για το είδος της οικογένειας, της σχέσης και της ζωής που επιθυμεί.

Ωστόσο, αυτό το σχέδιο είναι αποτυχημένο καθώς υποτάσσεται σε όλες τις συμβάσεις της αριστεράς. Η ψηφοφορία νομιμοποιεί το κράτος σαν τον φορέα της προόδου και της αλλαγής, κι αυτό είναι το μακρύτερο που μπορεί να φτάσει η αριστερά, ακόμα κι εκεί όπου κυριαρχεί. Ιδιαίτερα όσον αφορά τις γυναίκες, η ψηφοφορία δημιουργεί μια ψευδή σιγουριά ότι κάτι θα αλλάξει επιτέλους και θέτει τη γυναικεία ζωή στη διάθεση της πολιτικής ηθικής να την κρίνει. Ζητήματα όπως η νομιμοποίηση των εκτρώσεων διαμορφώνουν το πολιτικό τοπίο, ενώ οι ίδιες οι γυναίκες σπάνια κατανοούν ότι είναι οι κοινωνικές αλλαγές που επηρρεάζουν τους νόμους, κι όχι τόσο οι αλλαγές των νόμων που επηρρεάζουν την κοινωνία.

Η διαμάχη των ιδεολογιών διαπερνά τα εθνικά και παγκόσμια πολιτικά τοπία, και εμφανίζεται τόσο εντός όσο κι εκτός των κοινοβουλίων. Τα πιο συντηρητικά και τα πιο φιλελεύθερα κράτη θα χαρίσουν τελικά στους υπηκόους τους κάποιες μεταρρυθμίσεις ή κοινωνικές παροχές, είτε για να αποθαρρύνουν μια ιδεολογία μη-ανεκτή από το τρέχον καθεστώς, είτε για να συγκρατήσουν τις μάζες από μια πιθανή ανταρσία. Βλέπουμε τους σοσιαλιστές και τους φιλελεύθερους να αντιμάχονται για τις κοινωνικές παροχές παρά την αντίθετη ρητορική τους. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν αντίστοιχα οι συντηριτικοί και οι φασίστες που προσπαθούσαν να αναπτύξουν προγράμματα πρόνοιας και ελεγχόμενων κοινωνικών παροχών. Πολιτική άλλωστε σημαίνει διαχείρηση του κράτους.

Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός και ο αναρχο-φεμινισμός είναι δυο τοποθετήσεις που είτε αδιαφορούν για τη ψηφοφορία είναι την απορρίπτουν εξ αρχής. Αμφισβητούν τα κοινωνικά μοντέλα της πατριαρχίας, με τον αναρχο-φεμινισμό να συνδέει τον αγώνα ενάντια στην πατριαρχία με τον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και το κράτος. Αυτοί οι συχνά μαχητικοί αριστεριστές αποτυγχάνουν καθώς πιέζουν τη γυναίκα να αποδεχτεί ένα ρόλο θύματος, κάνοντας συχνά φεμινιστικές συζητήσεις σε ομάδες “θεραπείας”, συσκοτίζοντας το μίσος για την κυριαρχία, κι επιτιθέμενες στο “ρόλο των ανδρών” αντιπαραβάλλοντάς τον σε έναν “ρόλο των γυναικών”, χωρίς να ξεφεύγουν από αυτή την λανθασμένη διχοτόμηση, ώστε να δουν τους ίδιους τους ρόλους που πρέπει να τεθούν υπό αμφισβήτηση.

Δε στράφηκαν όλες οι γυναίκες ιστορικά στο φεμινισμό. Οι μηδενίστριες της Ρωσσίας έχουν ένα αξιόλογο ιστορικό δράσης για την απελευθέρωση της γυναίκας, χωρίς να διαχωρίζουν αυτόν τον αγώνα από τους άλλους αγώνες των μηδενιστών. Όπως θα δούμε οι ρωσσίδες μηδενίστριες προχώρησαν την μηδενιστική στρατηγική σε ολόκληρη την προσωπική ζωή τους και απέκτησαν έναν συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο στο καταστροφικό έργο για το οποίο έγιναν γνωστοί οι ρώσσοι μηδενιστές.

Η ιδρυτική περίοδος

Αναφορικά με το “γυναικείο ζήτημα” οι μηδενιστές αντιμετώπιζαν στη Ρωσσία εντελώς διαφορετικές συνθήκες απ’ ότι οι σοσιαλιστές της Δυτικής Ευρώπης ή ακόμα οι φεμινίστριες της νέας αριστεράς. Κατ’ αρχήν, η ψηφοφορία ήταν ολωσδιόλου εκτός συζήτησης, καθώς ούτε οι άνδρες ψήφιζαν, εκτός από κάποιες ασήμαντες τοπικές εκλογές. Αδιαφορούσαν επίσης για την κατοχύρωση δικαιωμάτων, δεν υπήρχε κάποιο σύνταγμα στο οποίο θα μπορούσαν να αναφέρονται, ο τσαρικός αυταρχισμός ήταν απόλυτος. Επίσης δεν τους ενδιέφεραν τα δικαιώματα στην ιδιοκτησία, κάτι που ζητούσε σχεδόν κάθε φιλελεύθερη φεμινίστρια στην Ευρώπη. Αυτό που ήθελαν οι γυναίκες ήταν να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην καριέρα, και να απολαμβάνουν μια υψηλού επιπέδου, δεδομένων των συνθηκών, σεξουαλική ελευθερία.

Στα τέλη του 1850, η τσαρική Ρωσσία έβαλε μπροστά κάποιες παραχωρήσεις στις γυναίκες, όπως το να τους επιτρέπεται η είσοδος στα πανεπιστήμια που είχαν ανοιχτόμυαλους καθηγητές, σε κλειστούς κύκλους μαθημάτων. Βέβαια, αυτό σήμαινε νέα προβλήματα, όπως η έλλειψη υποδομών, περιορισμένοι χώροι, τα οποία ποικίλλαν ανά τόπους, και ανά εποχή. Ταυτόχρονα, η υψηλόβαθμη εκπαίδευση ήταν για τις γυναίκες το πρώτο βήμα προς την πολιτική αντίδραση, κάτι που έθετε σε κίνδυνο την πανεπιστημιακή τους φοίτηση.

Αυτό συνδέεται κάπως και με το γεγονός ότι στη Ρωσσία οι άνδρες κρατούσαν τα διαβατήρια των γυναικών. Τα διαβατήρια ήταν πολύ σημαντικά στη Ρωσσία, καθώς ήταν απαραίτητα για την μετακίνηση ακόμα και στην κοντινότερη πόλη, πόσο μάλλον σε διαφορετική χώρα. Έτσι, ο πατέρας ή ο σύζυγος μπορούσε να αρνηθεί να δόσει στην κόρη ή τη σύζυγό του το διαβατήριό της, εμποδίζοντάς την να μετακινηθεί νόμιμα. Αυτό μπορούσε να την εμποδίσει απ’ το να πάει σε ένα πανεπιστήμιο πχ της Αγίας Πετρούπολης. Μιας και οι πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις ήταν περιορισμένες, το αίτημα για τα διαβατήρια έγινε ουσιώδες συμπλήρωμα της διεκδίκησης για εκπαίδευση, αν και ακόμα κι αν μια γυναίκα είχε διαβατήριο εξακολουθούσε να δυσκολεύεται να βρεί κάπου να μείνει μόνη.

Ένας τρόπος με τον οποίο ανταποκρίθηκαν αρκετές γυναίκες στο πρόβλημα αυτό των διαβατηρίων ήταν μέσω του γάμου. Αυτό φυσικά φαίνεται κάπως αντιφατικό αν θεωρήσουμε την παραδοσιακή φεμινιστική τοποθέτηση που αντιμετωπίζει συχνά το γάμο σαν υποδούλωση. Όμως δεδομένης της κατάστασης ήταν ο μόνος τρόπος. Αυτό που έκαναν οι ρωσσίδες γυναίκες ήταν να βρουν κάποιον ανοιχτόμυαλο άνδρα ώστε να κάνουν έναν “λευκό γάμο”. Ο γάμος, ως τελετή, δεν ήταν ψεύτικος καθώς κάθε γάμος σύμφωνα με το ρωσσικό νόμο έπρεπε να τελείται στην εκκλησία. Ωστόσο, μετά το γάμο, η νύφη συνήθως ευχαριστούσε εν συντομία τον γαμπρό και έφευγε για κάποιο πανεπιστήμιο του εξωτερικού για να σπουδάσει χημεία, μαθηματικά, ιατρική ή άλλες επιστήμες.

Αυτοί οι “λευκοί γάμοι” συνοδεύονταν από την πρακτική της πολυγαμίας. Στην πράξη, η γυναίκα μπορεί να είχε έναν κανονικό γάμο στο ιστορικό της, αλλά μετά από λίγο καιρό άλλαζε διαδοχικά εραστές. Μέσα από την πρακτική αυτή φαίνεται πως προάγεται ένας ηδονιστικός τρόπος ζωής, ωστόσο οι γυναίκες συχνά ήταν πολύ πιο συγκρατημένες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της πολυγαμίας ήταν ότι οι γυναίκες είχαν έναν δικό τους χώρο. Έτσι μπορούσαν να απολαμβάνουν μεγαλύτερη διακριτικότητα, αλλά και μεγαλύτερη σεξουαλική ελευθερία.

Αυτή η πρακτική οδηγούσε προφανώς και στο σχηματισμό οικογενειών εκτός γάμου. Αυτές οι “νέες οικογένειες” (κατά το “νέοι άνθρωποι” όπως αποκαλούνταν οι μηδενιστές στη Ρωσσία) αρχικά έμοιαζαν σαν οικογένειες βασισμένες σε γάμο που κατέληξε σε διαζύγιο, και συγκροτούνταν περισσότερο βάσει των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων που είχαν οι νέεοι άνθρωποι που τις δημιουργούσαν. Αυτές οι νέες οικογένειες ήταν παράνομες και μπορούσαν κάλλιστα να χωριστούν ξανά, αν τις ανακάλυπταν οι αρχές, αν και κάτι τέτοιο δε συνέβαινε συχνά, και το αν μια γυναίκα ήταν νόμιμη ή όχι σύζυγος κάποιου έγινε γρήγορα δυσδιάκριτο αν όχι τελείως άνευ ουσίας.

Ο ορθολογικός εγωισμός του Chernyshevsky

Η πρακτική της πολυγαμίας καταγράφηκε από την επαναστατική λογοτεχνία της εποχής. Το έργο του Chernyshevsky: “Τί πρέπει να γίνει” ήταν η μεγαλύτερη επιρροή, όχι μόνο στις μηδενίστριες, αλλά συχνά συγκαταλέγεται ανάμεσα στις βασικότερες επιρροές κάθε ρώσσου επαναστάτη. Το “Τί πρέπει να γίνει” ή αλλιώς το “Κρίσιμο Ερώτημα” είχε εμπνευστεί από μια φίλη του Chernyshevsky, μεγάλο μέρος της ζωής της οποίας περιγράφεται στο βιβλίο αυτό.

Η προσέγγιση του Chernyshevsky στο γυναικείο ζήτημα ήταν στα γνώριμα μονοπάτια των υπόλοιπων μηδενιστών και διέφερε συνολικά από τον φεμινισμό. Δεν υπήρχαν στο σκηνικό του οι αίθουσες των πανεπιστημίων, οι αγωνίστριες φοιτήτριες που μαζεύουν υπογραφές κλπ. Αντίθετα ο Chernyshevsky προβάλλει τις ατομικές απόπειρες. Ανάγνωση βιβλίων, μαθήματα από φίλους, σχηματισμός κύκλων συζήτησης και αλληλο-μόρφωσης.

Το “Τί πρέπει να γίνει” δεν αμφισβητεί απλά το ρόλο της μονογαμίας, αμφισβητεί τη γυναικεία οικονομική ανεξαρτησία. Αντλώντας αναφορές από τον Proudhon και άλλους σοσιαλιστές πριν τον Marx καθώς κι από την πρακτική των ρώσσων καλλιτεχνών, ο Chernyshevsky σκηνοθετεί μια φανταστική κολλεκτίβα ρούχων όπου η Vera γίνεται συνάδελφος με τις υπαλλήλους της, μοιράζεται τα κέρδη μαζί τους, τις μυεί στη διεύθυνση της επιχείρησης και τις διδάσκει πως να γίνουν ανεξάρτητες μέσα από την “προοδευτική” λογοτεχνία.

Για τον Chernyshevsky, οι άνδρες έπρεπε να υποτάσσονται στις συζύγους τους καθώς τα πράγματα ήδη είχαν φτάσει σε οριακό σημείο υπέρ του άνδρα. Οι άνδρες έπρεπε να είναι απόλυτα πιστοί ενώ οι γυναίκες θα ήταν ελεύθερες να κάνουν ότι επιθυμήσουν. Αυτό θεωρήθηκε μέρος του “ορθολογικού εγωισμού” που υπερασπιζόταν ο Chernyshevsky. Ο πόνος που θα σήμαινε για το μεμονωμένο αρσενικό θα ήταν απειροελάχιστος μπρος στη θέση στην οποία είχαν υποβληθεί οι γυναίκες.

Ο ορθολογικός εγωισμός του Chernyshevsky φτάνει στα όριά του όταν διαλαλεί πως είναι το άτομο που οφείλει να σταθεί απέναντι στην κυριαρχία. Κάτι τέτοιο διακρίνεται καλύτερα όταν η Vera λέει στο σύζυγό της “αν ένα πρόσωπο πιστεύει για τον εαυτό του ότι δεν μπορεί, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί. Οι γυναίκες έχουν πιστεί ότι είναι αδύναμες, κι έτσι νιώθουν αδύναμες και τελικά καταλήγουν να είναι αδύναμες”.

Μια αδυναμία στη σκέψη του Chernyshevsky είναι στη σχέση ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες. Η πρακτική της πολυγαμίας εξιδανικεύεται και οι γυναίκες ανεβαίνουν σε ένα βάραθρο, όπου βρίσκονται ψηλότερα από κάθε επιθυμία του άνδρα. Το σεξ ως σαρκική ηδονή απορρίπτεται ως μη-ικανοποιητικό, και εδώ ο Chernyshevsky φαίνεται να αντανακλά κατά κάποιο τρόπο το πουριτανικό πνεύμα της εποχής του. Ωστόσο, παρά το ρομαντισμό που καλύπτει τις σκέψεις του πάνω στο σεξ, το βιβλίο του δέχτηκε σκληρή κριτική για τους χαρακτήρες του που διαπράττουν μεταξύ άλλων, εκτρώσεις, διγαμίες, πορνεία, μαστροπεία κλπ. Αυτή η κριτική έμελλε να συνοδεύει τους μηδενιστές για δεκαετίες.

Ο Chernyshevsky επίσης φετιχοποιεί την εργασία με τον Lopukhov, έναν από τους χαρακτήρες του, λέγοντας πως “αν δεν προηγηθεί η εργασία, η διασκέδαση, η ξεκούραση, η πλάκα ή η γιορτή δεν σημαίνουν τίποτα”. Αυτές οι απόψεις δείχνουν μια επιρροή από τους γάλλους σοσιαλιστές όπου οι κοπερατίβες θεωρούνταν ως η μόνη διέξοδος από τη βαρβαρότητα της ανόδου της βιομηχανικής κοινωνίας, και αρκετοί θεωρούσαν τις κοπερατίβες σαν έναν τρόπο να λειτουργήσει η κοινωνία χωρίς τον κρατικό έλεγχο.

Η άποψη αυτή, ότι είναι η σκληρή δουλειά που δίνει την ευχαρίστηση στον ελεύθερο χρόνο, ωθείται ακόμα παραπέρα από το τέταρτο όνειρο της Vera. Το τέταρτο όνειρό της είναι γεμάτο από φουτουριστικά οράματα χρυσών αγρών, γόνιμων κοιλάδων, εργατών που τραγουδάνε στον ήλιο επιστρέφοντας στα γυάλινα και κρυστάλινα κοινόβιά τους όπου γέροι και παιδιά τους σερβίρουν πλούσια γεύματα. Μια ουτοπία όχι και τόσο σοβαρό, και παρά τις αμφιλεγόμενες σοσιαλιστικές ιδέες του Chernyshevsky, ο μηδενισμός του αναζωογόνησε τα πράγματα του καιρού του.

Το τέλος της ιδρυτικής περιόδου και το ξεκίνημα της επαναστατικής περιόδου

Ο παλιός μηδενισμός, όπως είναι γνωστό, δεν περιοριζόταν σε μια πρόταση για το γυναικείο ή άλλα ζητήματα, όπως η φτώχεια των απελευθερωμένων δουλοπάροικων που τράβηξαν την προσοχή των μηδενιστών. Προσπάθειες προπαγάνδας και αγκιτάτσιας σε αυτό το πεδίο κατέληξαν μόνο σε περισσότερες συλλήψεις, περισσότερους εξόριστους στη Σιβηρία και περισσότερους δολοφονημένους σε αποτυχημένες εξεγέρσεις. Αυτό το κλίμα μπόρεσε να ξεπεραστεί μόνο με την ώθησε των παλιών μηδενιστών στο τέλος της ιδρυτικής περιόδου τους με την απόπειρα δολοφονίας του Τσάρου στα 1866, που ακολουθήθηκε από την “λευκή τρομοκρατία” του κράτους. Τα μηδενιστικά έντυπα καταργήθηκαν, οι μεταρρυθμίσεις αφέθηκαν στην άκρη, και το εκπαιδευτικό σύστημα αναδομήθηκε ώστε να μην αφήνει περιθώρεια για μια όξυνση του εξεγερτικού πνεύματος που εξέθρεφε.

Τότε εμφανίζεται ο Nechayev, που οι φανταστικές μυστικές ενώσεις του καταλήγουν σε μια δολοφονία ενός από τους συντρόφους μιας πραγματικής μυστικής ένωσής του. Κυρίως όμως, ο διαβόητος Nechayev τράβηξε την προσοχή στην “Κατήχηση του Επαναστάτη” και βοήθησε να διαδοθεί η φλόγα μιας επαναστατικής ανάκαμψης του μηδενισμού.

Η επαναστατική περίοδος άνοιξε με την μηδενίστρια Vera Zasulich. Οι δυσαρεστημένοι εργάτες είχαν αποφασίσει να δείξουν στους φοιτητές και στους διανοούμενους ότι μπορούσαν να διαδηλώσουν οι ίδιοι και κατέκλυσαν την πλατεία της παναγίας στο Kazan στα 1876. Φυσικά, η αστυνομία διέλυσε τη συγκέντρωση και πραγματοποίησε συλλήψεις. Ένας από τους συλληφθέντες, με το όνομα Bogolyubov, αν και μόλις έφτανε στη συγκέντρωση όταν η αστυνομία την είχε διαλύσει, καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκισης. Ενώ ο Bogoluybov κρατούνταν στις φυλακές της Αγ. Πετρούπολης, ο στρατηγός Trepov και γενικός διοικητής της πόλης, τις επισκέφτηκε προκειμένου να διαπιστώσει την έλλειψη πειθαρχίας των κρατουμένων. Προφανώς, η φυλακή είχε πολλούς ακόμη μηδενιστές που περίμεναν να δικαστούν με τους “193” που συμμετείχαν σε εξεγερτικές δραστηριότητες αγκιτάτσιας ανάμεσα στους δουλοπαροίκους.

Ο Trepov ήταν βρέθηκε μπροστά σε μια κατάσταση χωρίς προηγούμενο. Ενώ επιτηρούσε την πτέρυγα του Bogolyubov, έτρεξε προς το μέρος του, βλέποντάς τον να φοράει το καπέλο του παρόλο που βρισκόταν μπροστά σε κάποιον “επίσημο”. Ο Trepov έσκισε το καπέλο του και του επιτέθηκε με τις γροθιές του, ενώ έπειτα διέταξε να τον μαστιγώσουν. Και τον μαστίγωσαν μέχρι να βυθιστεί στην παράνοια μπροστά στους άλλους φυλακισμένους ώστε να χρησιμεύσει σαν παράδειγμα.

Το περιστατικό αυτό οδήγησε σε μια εξέγερση στις φυλακές και τελικά η Vera Zasulich στάθηκε αυτή που πήρε μια πρωτοβουλία που σκέφτονταν πολλοί, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Στρατηγό Trepov. Παρά το γεγονός ότι η υπόθεση ήταν ξεκάθαρη, η Zasulich παραδέχθηκε ότι ήταν αυτή που πυροβόλησε, υπήρχαν πολλοί μάρτυρες και αποδείξεις, το δικαστήριο φάνηκε να κάνει μια κίνηση καλής θέλησης, απελευθερώνοντας τη Zasulich, ενώ έξω από την αίθουσα ένα μαινόμενο πλήθος διαδήλωνε. Η Zasulich αποχώρησε βιαστικά προκειμένου να μη ξανασυλληφθεί.

Η συνομωσία κυραρχούσε στον επαναστατικό χώρο και οι “λευκοί γάμοι” πήραν ένα επαναστατικό περιεχόμενο μέσα από αυτή. Παριστάνοντας τα παντρεμένα ζευγάρια και χρησιμοποιώντας πλαστά διαβατήρια, παράνομοι άνδρες και γυναίκες νοίκιαζαν διαμερίσματα σε στρατηγικά σημεία. Από τη στιγμή που οι “οικοδεσπότες” εγκαθίσταντο, κατέφταναν κι άλλοι παράνομοι, που πήγαιναν κι έρχονταν ακατάπαυστα χωρίς να χρειάζεται να νοικιάζουν στο όνομά τους διαμερίσματα. ’λλες φορές αυτά ήταν απλά καταφύγια κοινοβιακής ζωής, κι άλλες πλήρως εξοπλισμένες γιάφκες.

Αυτές οι συνομωσίες οδήγησαν κατά τα φαινόμενα και στο ιστορικό σημείο-καμπή για τους μηδενιστές, την δολοφονία του Τσάρου Αλέξανδρου ‘Β. Πολλές γυναίκες παίξαν έναν σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες αυτές. Η Vera Figner συμμετείχε σε μια συνομωσία προκειμένου να τοποθετηθεί μια νάρκη κάτω από τις σιδηροδρομικές ράγες που θα περνούσε το τραίνο του Τσάρου, ωστόσο κάτι τέτοιο εγκαταλείφθηκε λόγω των καιρικών συνθηκών. Η Sophia Perovsky, που είχε αποδράσει από την εξορία έκανε μια δεύτερη απόπειρα με νάρκη, αυτή τη φορά όμως κάτω από έναν δρόμο, όμως ο Τσάρος και πάλι άλλαξε τα σχέδια του ταξιδιού του, κι αυτό το σχέδιο απέτυχε. Μετά τη σύλληψη του εραστή της Perovsky, του Alexander Zhelyabov, αυτή αποφάσισε να ηγηθεί της τελικής προσπάθειας ενάντια στον Τσάρο, ξανά με μια νάρκη στο δρόμο, αλλά αυτή τη φορά προβλέπονταν και τέσσερεις ακόμη βομβιστές ακροβολισμένοι στις γωνίες, ώστε να σιγουρευτούν ότι όλα θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Κι ευτυχώς, μιας και ο Τσάρος άλλαξε ανά δρομολόγιο, αλλά αυτή που περίμενε κάτι τέτοιο, με ένα φύσηγμα της μύτης της έδωσε το σήμα στους βομβιστές να αλλάξουν θέσεις. Το τί ακολούθησε είναι πια ιστορία, ένας από τους βομβιστές έριξε τη βόμβα του κάτω από τον άξονα του οχήματος του τσάρου. Αυτός, ανέπαφος από την έκρηξη αυτή, πήρε την μοιραία απόφαση να κατεβεί να επιθεωρήσει τη σκηνή του εγκλήματος. Αυτό που τον περίμενε ήταν μια δεύτερη βόμβα που τον τραυμάτισε τελικά θανάσιμα. Παρά την επιτυχία της επιχείρησης, η Sophia Perovsky τελικά συνελήφθη και ήταν η πρώτη γυναίκα που θανατώθηκε για μια πολιτική πράξη.


Επίλογος

Στο χώρο του σήμερα, η αριστερά είναι σε πλήρη παρακμή, τα σχέδια και οι ιδεολογίες της έχουν ξεφτιλιστεί ως λειτουργικά εργαλεία της ολότητας του παρόντος συστήματος. Οι απαντήσεις που δίνει ο φεμινισμός απλά μιλούν για εξέγερση ενώ αποτυγχάνουν να ανιχνεύσουν πραγματικές θεραπείες για τα προβλήματα των σημερινών γυναικών. Αν και σήμερα κανείς δεν αμφισβητεί τα “δικαιώματα των γυναικών”, η έκτρωση και τα αντισυλληπτικά παραμένουν ζητήματα πολιτικής αντιπαράθεσης, ενώ η ενδο-οικογενειακή βία δεν μπορεί να ξεπεραστεί όσες θεραπευτικές συνεδρίες κι αν γίνουν, όσες ομάδες υποστήριξης και να δημιουργηθούν. Παρά το χρόνο που δαπανάται σε συνελεύσεις για τη γυναικεία απελευθέρωση, αυτές σπάνια φτάνουν πέρα από μια αμφισβήτηση της πατριαρχίας. Η γυναικεία σεξουαλικότητα έχει γίνει ένα ακριβό εμπόρευμα, διαφθείροντας ιδέες όπως ο ελεύθερος έρωτας αφαιρώντας κάθε αληθινή συναισθηματική επαφή στο σεξ, κάνοντας τον σεξουαλικό τσαμπουκά και την ποσοτικά αυξημένη διαδοχή ερωτικών συντρόφων αυτοσκοπό,κρατώντας τους εραστές απομονωμένους ακόμα κι όταν είναι σωματικά μαζί. Απ’ την άλλη μεριά, ο γάμος έχει χάσει έδαφος, ενώ το διαζύγιο είναι μάλλον ένα θέμα εύρεσης δικηγόρων και χρημάτων για τα δικαστήρια παρά οτιδήποτε άλλο. Αυτό δεν έχει θέσει τέλος στην παραδοσιακή οικογενειακή εικόνα με την οποία μας βομβαρδίζουν τα μίντια και οι παραδοσιακές οικογενειακές αξίες που κηρρύτει η εκκλησία. Νέα ερωτήματα έχουν κάνει την εμφάνισή τους, διαμορφώνοντας το γυναικείο ζήτημα του 21ου αιώνα, μέσα από την ανάδειξη του ζητήματος του ρόλου που παίζει το φύλο, μπρος στην εμφάνιση ανθρώπων που αλλάζουν φύλο, καθώς και των ειδών της σεξουαλικότητας που μπορούμε να επιλέξουμε. Ο φεμινισμός πρέπει να καταρριφθεί ως ένα αποτυχημένο πια σχέδιο αν θέλουμε να απαντήσουμε κατάλληλα στα ερωτήματα αυτά. Δεν μπορούμε να απαιτούμε για αλλαγές καθώς αυτό απλά δημιουργεί τη διαμεσολάβηση. Πρέπει να καταστρέψουμε.

Πηγές:

Nihilists του Ronald Hingley
The Women’s Liberation Movement in Russia του Richard Stites
What Is To Be Done? του Nicolas Chernyshevsky
Anarchy, Nihilism and the 21st Century του Aragorn!
Underground Russia του Stepniak
Against the Logic of Submission and other essays του Wolfi Landstreicher
At Daggers Drawn του Anon
Ideals and Ideologies των Terence Ball και Richard Dagger

[μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Σεπτέμβρης 2007]

Categories
Paul Lafargue

Για την καπιταλιστική ιδιοκτησία – Πωλ Λαφάργκ – (Ιούνης 1903)

Για την καπιταλιστική ιδιοκτησία – Πωλ Λαφάργκ – (Ιούνης 1903)

Η ατομική ιδιοκτησία μπορεί να υπάρξει μονάχα σ’ ένα πρωτόγονο στάδιο της ανθρώπινης ζωής, μιας και εξαιτίας των διαλεκτικής φύσης της είναι ταυτόχρονα το προϊόν της εργατικής δύναμης του παραγωγού της κι επίσης το εργαλείο αναπαραγωγής της. Αυτά τα δύο ποιοτικά χαρακτηριστικά, θεωρούμενα ως σύμφυτα και αξεχώριστα της ατομικής ιδιοκτησίας, έχουν αφήσει τόσο έντονο το στίγμα τους στον ανθρώπινο νου που οι απολογητές του καπιταλισμού θεωρούν ηλιθιωδώς πως η περιουσία είναι η ανταμοιβή του μόχθου. Παρά ταύτα η καπιταλιστική παραγωγή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον όταν η ατομική ιδιοκτησία αποχωρίζεται από τις δύο θεμελιώδεις συνιστώσες της που τη δικαιολογούν. Η ατομική περιουσία είναι ακόμα, πράγματι, αποτέλεσμα του μόχθου, δεν ανήκει όμως πια στους εργάτες που τη δημιουργούν. Τα παραγωγικά μέσα (γη, μηχανήματα, ορυχεία κλπ) δεν αποτελούν ιδιοκτησία των μισθωτών εργατών που τα χρησιμοποιούν αλλά των καπιταλιστών που ούτε τα δημιούργησαν ούτε τα χρησιμοποιούν. Η καπιταλιστική ιδιοκτησία, κατά συνέπεια, δεν εκδηλώνει τις δυο συνιστώσες της ατομικής ιδιοκτησίας. Οι οικονομολόγοι, οι ηθικολόγοι, οι φιλόσοφοι και οι πολιτικοί πασχίζουν σουλουπώσουν τη διαφορά με δικαιολογίες. Όντας ανίκανοι να προσδώσουν στον καπιταλιστή τον χαρακτήρα παραγωγού, του χαρίζουν την ιδιότητα του επιχειρηματία: Ο πλούτος του είναι λοιπόν αποτέλεσμα συσσώρευσης, θα πούνε. Αλλά, καθώς ο ίδιος δεν συμμετέχει στην εργασία, θα πρέπει λοιπόν να συσσωρεύει από τον μόχθο των άλλων – με άλλα λόγια, να κλέβει από τους εργάτες ένα μέρος από τους καρπούς του μόχθου τους, για να πλουτίσει ο ίδιος. Το επιχείρημα της συσσώρευσης λοιπόν είναι τόσο γελοίο όσο και άβολο, οπότε οι σημαντικότεροι πολιτικοί θα δώσουν γενναιόδωρα στον καπιταλιστή την ιδιότητα του διαχειριστή της εργασίας, του επικεφαλής της επιχείρησης, που μέσα από μια ιδιοφυή συνεργασία με τη μάζα των μισθωτών εργατών, κέρδισε τα πλούτη του. Όμως, απαντούν οι σοσιαλιστές, μιας και αυτές οι αρετές δεν ανήκουν στον καπιταλιστή αλλά στους μάνατζερς και τους τεχνοκράτες του, δεν μπορούν να δικαιολογούν τον δικό του πλουτισμό. Τότε, φτάνοντας στα ακρότατα της εφευρετικής τους διάνοιας, μετασχηματίζουν τις αμφιλεγόμενες αρετές του καπιταλιστή σε μια μεταφυσική οντότητα. Είναι λοιπόν η πιθανότητα, η τυφλή τύχη που τον καθιστά ιδιοκτήτη της περιουσίας. Η εμφάνιση των συνεταιριστικών επιχειρήσεων διαλύει αυτή τη μυθολογία, που τόσο επιμελώς διατηρείται, παρ’ όλες τις αποδείξεις περί του αντιθέτου. Ο καπιταλιστής που κατέχει μετοχές μιας επιχείρησης δεν έχει την παραμικρή σχέση με την παραγωγή. Ενδέχεται να αγνοεί πλήρως που διεξάγεται αυτή, ή ποια είναι η μορφή της. Λαμβάνει τα μερίσματά του και αυτό είναι το μόνο που αντιλαμβάνεται. Η συνεταιριστική επιχείρηση σπάει τα τελευταία δεσμά που ενώνουν τον ιδιοκτήτη με την ιδιοκτησία του, αποπροσωποποιεί την ιδιοκτησία. Οι μετοχές μιας συνεταιριστικής επιχείρησης μπορεί να ανήκουν στον έναν, στον άλλον, μπορεί να αλλάζουν χέρια κάθε μέρα στο χρηματιστήριο, τα εργοστάσια όμως συνεχίζουν την παραγωγή σαν να μην αλλάζει τίποτα. Οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις που δημιουργούν ένα είδος συλλογικής ιδιοκτησίας των μετόχων, αποδεικνύουν εν τέλει την απόλυτη αχρηστία της καπιταλιστικής παραγωγής και δείχνουν ξεκάθαρα την παρασιτική φύση της καπιταλιστικής τάξης. Δεν είναι οι κατέχοντες αλλά οι μη-κατέχοντες που αποδεικνύονται χρήσιμοι στο πεδίο της καπιταλιστικής παραγωγής. Η κοινωνική επανάσταση βέβαια θα φροντίσει για την εξάλειψη των καπιταλιστικών παρασίτων.

(το μετεφρασμένο κείμενο του Πωλ Λαφάργκ, γαμπρού του Κ. Μαρξ και συγγραφέα της γνωστής μπροσούρας “Το δικαίωμα στην Τεμπελιά”, μας παραχωρήθηκε από το αρχείο των “εκδόσεων για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας)

Categories
Max Stirner

Αποσπάσματα από το έργο του Max Stirner

ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Και τι δεν είναι υπόθεσή μου! Πρώτη και καλύτερη η υπόθεση του καλού, έπειτα η υπόθεση του θεού, της ανθρωπότητας, της αλήθειας, της ελευθερίας, της ανθρωπιάς, της δικαιοσύνης. Παραπέρα η υπόθεση του λαού μου, του άρχοντά μου, της πατρίδας. Τελευταία ακόμα, η υπόθεση του πνεύματος, και χίλιες δυο άλλες. Μόνο η δική μου υπόθεση δεν είναι δουλειά μου. -«Ντροπή στον εγωιστή που σκέφτεται μόνο τον εαυτό του!»

Ας εξετάσουμε λοιπόν πως διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους – αυτοί για τις υποθέσεις των οποίων είμαστε αναγκασμένοι να μοχθούμε, να στρατολογούμαστε, και να ενθουσιαζόμαστε.

Τόσα πράγματα γνωρίζετε για το θεό, και για χιλιάδες χρόνους έχετε «αναζητήσει τη σοφία του Κυρίου», και κοιτάξατε στην καρδιά του ώστε να βρίσκεστε σε θέση να μας εξηγήσετε ευθέως πώς ο θεός ο ίδιος ασχολείται με την «υπόθεση του θεού»,την οποία καλούμαστε να υπηρετήσουμε. Ούτε βεβαίως θα κρύβατε τις «πράξεις του Κυρίου». Λοιπόν ποια είναι η υπόθεσή του; Έχει άραγε, όπως απαιτείται από μας, αναλάβει μια ξένη υπόθεση ως δική του; Σας σοκάρει αυτή η παρανόηση και μας δασκαλεύετε πως η υπόθεση του θεού ταυτίζεται με την υπόθεση της αγάπης και της αλήθειας, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτή η υπόθεση του είναι ξένη, διότι ο θεός είναι ο ίδιος η αλήθεια και η αγάπη. Θα σας σόκαρε ένας τέτοιος θεός που σαν εμάς τα ταπεινά σκουλήκια θ αγωνιζόταν για μια υπόθεση ξένη, σαν να ήταν δική του. «Θα ασχολιόταν ο θεός με την υπόθεση της αλήθειας εάν δεν ήταν ο ίδιος η αλήθεια;» Ενδιαφέρεται μονάχα για τη δική του υπόθεση, αλλά , καθώς είναι «τα πάντα πληρών», τα πάντα είναι υπόθεσή του! Εμείς, απ την άλλη, που δεν είμαστε έτσι, κι η υπόθεσή μας είναι τόσο μικρή και αξιοπεριφρόνητη, πρέπει λοιπόν να ταχθούμε στην υπηρεσία ενός «ανώτερου σκοπού». – Κι έτσι γίνεται φανερό, ο θεός νοιάζεται μονάχα για ότι αποτελεί δική του υπόθεση, αφιερώνει τον εαυτό του στον εαυτό του, και νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του. Αλίμονο σ οτιδήποτε δεν τον εξυπηρετεί. Δεν υπηρετεί ανωτέρους του, παρά μόνο ικανοποιεί τον εαυτό του. Η υπόθεσή του είναι μια απόλυτα εγωιστική υπόθεση.

Τι γίνεται όμως με την ανθρωπότητα, ποια υπόθεση πρέπει να κάνουμε δική μας; Είναι δική μας υπόθεση αυτή ενός άλλου, και υπηρετούμε έναν ανώτερο σκοπό; Όχι βέβαια, ο άνθρωπος αναγνωρίζει μόνο τον εαυτό του, θα προάγει τα δικά του συμφέροντα, ο εαυτός του είναι η υπόθεσή του. Η ανάπτυξή τους , αναγκάζει τις κοινωνίες και τα άτομα να εξαντληθούν στην υπηρεσία της, και, μόλις επιτύχουν ότι χρειάζεται η ανθρωπότητα, τα πετάει στα νεκροταφεία της ιστορίας, γεμάτη ευγνωμοσύνη. Δεν είναι λοιπόν η υπόθεση της ανθρωπότητας – μια ολότελα εγωιστική υπόθεση;

Δεν χρειάζεται να αναφέρω το κάθε τι που θέλει να μας φορτώσει την υπόθεσή του και να δείξω ότι ενδιαφέρεται για τον εαυτό του και όχι για μας, μόνο με το συμφέρον του, όχι με το δικό μας. Δείτε τα υπόλοιπα μόνοι σας. Θέλουν η αλήθεια, η ελευθερία, η ανθρωπότητα, η δικαιοσύνη, η επιθυμία κάτι άλλο απ το να γίνουμε θιασώτες και υπηρέτες τους;

Περνούν περίφημα όταν απολαμβάνουν ενθουσιώδεις θυσίες. Απλώς παρατηρείστε το έθνος που υπερασπίζεται από αφοσιωμένους πατριώτες. Οι πατριώτες του πέφτουν στο αιματοκύλισμα των μαχών ή στον αγώνα με την πείνα και τις κακουχίες. Τι το νοιάζει το έθνος; Το έθνος «ανθίζει» με το λίπασμα των πτωμάτων των πατριωτών! Τα άτομα πέθαναν για την «ένδοξη υπόθεση του έθνους» και το έθνος στέλνει μερικά ευχαριστήρια μηνύματα και – εισπράττει το όφελος της θυσίας τους. Αυτό θα το λεγα ένα είδος ανταποδοτικού εγωισμού. Αλλά μόνο ρίξτε μια ματιά στον σουλτάνο που τόσο νοιάζεται για το λαό του. Δεν είναι ο ίδιος σκέτη ανιδιοτέλεια, και δεν θυσιάζεται επι χρήματι για τον λαό του; Ω ναι, για τον «λαό του». Απλώς δοκιμάστε το: γίνετε δικοί σας και όχι δικοί του. Ως ανταμοιβή που δραπετεύσατε απ τον εγωισμό του κερδίζετε ένα ταξείδι αναψυχής στις φυλακές του. Ο σουλτάνος θεμελίωσε την υπόθεσή του σε τίποτε άλλο, παρά στον εαυτό του. Είναι για τον εαυτό του «τα πάντα πληρών» είναι γι αυτόν ο μοναδικός, και δεν ανέχεται κανέναν που θα τολμούσε να μην είναι ένας απ τον «λαό του».

Και δεν μαθαίνετε απ αυτά τα έξοχα παραδείγματα ότι ο εγωιστής περνά καλύτερα; Εγώ για λογαριασμό μου παίρνω το μάθημά μου, και προτείνω, αντί για περισσότερη ανιδιοτελή υπηρεσία σ αυτούς τους μεγάλους εγωιστές, να γίνω καλύτερα εγώ ο εγωιστής.

Ο θεός και η ανθρωπότητα θεωρούν τους εαυτούς τους ως τίποτα, τίποτα παραπάνω από τους εαυτούς τους. Ας θεωρήσω λοιπόν ανάλογα τον εαυτό μου ως εμένα, που είμαι όπως και ο θεός το τίποτα όλων των άλλων, που είμαι το δικό μου παν, που είμαι ο μοναδικός.

Αν ο θεός, αν η ανθρωπότητα, όπως επιβεβαιώνετε, έχουν αρκετή ουσία ώστε να είναι «τα πάντα πληρούντες» κατ αυτούς, τότε νιώθω ότι θα πρεπε ακόμα λιγότερο να το αγνοώ αυτό, και να μην παραπονιέμαι για την «κενότητά» μου. Δεν είμαι τίποτα με την έννοια της κενότητας, αλλά είμαι το δημιουργικό τίποτα. Το μηδέν εκ του οποίου εγώ σαν δημιουργός έπλασα τα πάντα.

Μακρυά, λοιπόν, κάθε υπόθεση που δεν είναι η δική μου υπόθεση! Νομίζετε πως τουλάχιστον ο «καλός σκοπός» θα πρεπε να με νοιάζει; Τι είναι καλό, τι κακό; Καθότι, εγώ που είμαι ο σκοπός μου δεν είμαι ούτε καλός ούτε κακός.

Τίποτα δεν έχει σημασία για μένα. Το θείο είναι υπόθεση του θεού, το ανθρώπινο του ανθρώπου. Η υπόθεσή μου δεν είναι ούτε η θεϊκή ούτε η ανθρώπινη, ούτε η αληθινή, η καλή, δίκαια, ελεύθερη κ.λ.π., αλλά μονάχα ότι είναι δικό μου, και δεν είναι κάτι γενικό, άλλα κάτι μοναδικό, καθώς κι εγώ.

Τίποτα δεν είναι παραπάνω από μένα!

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΙ ΕΞΕΓΕΡΣΗ

Η επανάσταση κι η εξέγερση δε θα πρεπε να εκλαμβάνονται ως συνώνυμα. Η πρώτη έγκειται σε μια ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, της δομής του κράτους ή της κοινωνίας. Κατά συνέπεια είναι μια πράξη πολιτική ή κοινωνική. Η δεύτερη, αν και αναπόφευκτα συνεπάγεται μια ανατροπή της κατεστημένης τάξης, δεν ξεκινά απ αυτήν. Είναι γέννημα της δυσαρέσκειας των ανθρώπων για τον εαυτό τους και για ότι τους περιβάλλει. Δεν πρόκειται για μια έγερση αιτημάτων, αλλά για μια εξέγερση ατόμων, μια ανταρσία που αμελεί πλήρως τους θεσμούς που ίσως να γεννήσει. Η επανάσταση αποσκοπεί σε νέους κανόνες. Εξέγερση σημαίνει να μην αφήνουμε κανέναν να μας διοικεί αλλά να διοικούμαστε μόνοι μας. Η εξέγερση δεν οραματίζεται τους μελλοντικούς «θεσμούς». Είναι μια μάχη ενάντια στο υπάρχον. Εάν υπερνικήσει, η υπάρχουσα τάξη καταρρέει. Δεν είναι άλλο από την απελευθέρωση του δικού μου «Εγώ» από την κατεστημένη τάξη, η οποία, μόλις την ξεπεράσω βυθίζεται στον θάνατο και την αποσύνθεσή της. Κι εφόσον δεν αποσκοπώ στην αντικατάσταση των θεσμών της κατεστημένης τάξης αλλά στην απελευθέρωση μου απ αυτήν τα κίνητρα και οι πράξεις μου δεν είναι πολιτικά ή κοινωνικά αλλά «εγωιστικά».

Απόσπασμα από το «ο μοναδικός και το δικό του» του Μαξ Στίρνερ, μετεφρασμένο από την έκδοση του Tucker.

ΜΑΞ ΣΤΙΡΝΕΡ: ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Από τη χρονική στιγμή που ο άνθρωπος υποψιάζεται πως ενυπάρχει μια άλλη πλευρά του εαυτού του μέσα του, και ότι δε βρίσκεται πλέον στην απλή φυσική του κατάσταση, προχωρεί στο να διαχωρίσει τον εαυτό του σ αυτό που είναι και σ αυτό στο οποίο πρέπει να εξελιχθεί. Όπως ακριβώς ο έφηβος είναι το μέλλον του αγοριού, και ο ώριμος άνδρας το μέλλον του αθώου παιδιού, έτσι κι αυτή η άλλη πλευρά του είναι ο μελλοντικός άνθρωπος που βρίσκεται στην άλλη πλευρά της παρούσας πραγματικότητας. Από την αυγή αυτής της υποψίας, ο άνθρωπος αγωνίζεται και αδημονεί για τον ’λλο άνθρωπο του μέλλοντος, και δε θα ησυχάσει μέχρι να ατενίσει τον εαυτό του με την μορφή του ’λλου, της άλλης πλευράς του. Αυτή η μορφή ταλαντεύεται μέσα του για πολύ καιρό: τη ψηλαφίζει μονάχα σαν μια δέσμη φωτός στο εσώτερο σκοτάδι του, που εξαπλώνεται αν και δεν έχει ακόμα καθορισμένη μορφή η περίγραμμα. Για μια μακρά περίοδο, μαζί με άλλους τυφλούς και βωβούς που ψηλαφίζουν αυτό το σκοτάδι, η καλλιτεχνική διάνοια αναζητεί να εκφράσει τούτο το προαίσθημα. Αυτό που κανείς άλλος δεν καταφέρνει να κάνει, το πετυχαίνει, παρουσιάζοντας την ανυπομονησία, την αναζήτηση της μορφής, και ανιχνεύοντας το σχήμα του δημιουργεί έτσι το Ιδανικό. Τι είναι λοιπόν ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, ο ιδεώδης χαρακτήρας από τον οποίο αυτό είναι ό,τι μπορεί να διακρίνει, αν όχι ο Ιδανικός άνθρωπος, το ανθρώπινο Ιδανικό; Ο καλλιτέχνης και μόνο, έχει επιτέλους ανακαλύψει τη σωστή λέξη, την ακριβή εικόνα, την ορθή έκφραση αυτής της παρουσίας που αναζητούμε όλοι. Παρουσιάζει το προαίσθημα – είναι το Ιδανικό. Ναι! αυτό είναι! Ιδού το τέλειο σχήμα, η εμφάνιση που τόσο περιμέναμε, τα καλά νέα, χαράς ευαγγέλια. Ο αγγελιαφόρος που στείλαμε τόσο παλιά με την ερώτηση της οποίας η απάντηση θα ικανοποιούσε τη δίψα του πνεύματός μας επέστρεψε! Λοιπόν ας χαιρετίσει ο κόσμος τη δημιουργία αυτής της διάνοιας και μετά ας υποκλιθεί μπροστά της – λατρευτικά. Ναι ω λατρεμένε! Οι μάζες των ανθρώπων προτιμούν να είναι διττές παρά μοναχικές, δυσανασχετούν όταν βρίσκονται στη φυσική τους απομόνωση. Αποζητούν μια άλλη πνευματική ύπαρξη για δεύτερο εαυτό τους. Αυτός ο όχλος είναι ικανοποιημένος με το έργο της διάνοιας, και ο διαχωρισμός είναι πλήρης. Για πρώτη φορά ο άνθρωπος αναπνέει άνετα, μιας και η ενδόμυχη σύγχυσή του λύθηκε, και η ενοχλητική υποψία εγκαταλείφθηκε χάρη στην περιγραφή μιας αντιληπτής μορφής. Αυτός ο ’aλλος είναι και δεν είναι ο άνθρωπος: είναι η άλλη του πλευρά προς την οποία όλες οι σκέψεις και τα συναισθήματά του κυλούν αλλά χωρίς να την αγγίζουν πραγματικά. Είναι λοιπόν η άλλη πλευρά του, ενσωματωμένη και αξεχώριστα ενωμένη με την παροντική ολότητα. Είναι ο κρυφός θεός αλλά είναι απλησίαστος. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αντιληφθεί ούτε να κατανοήσει. Απλώνει τα χέρια του, αλλά δε φτάνει ποτέ τον ’λλο. Μα αν τον έφτανε πώς θα μπορούσε ο «’λλος» να συνεχίσει να υπάρχει; Τι θα απέμενε απ αυτόν το διαχωρισμό με όλους τους πόνους και τις απολαύσεις του; Θα υπήρχε άραγε – και μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί, αυτός λοιπόν ο διαχωρισμός που ονομάζεται – θρησκεία;

Η τέχνη γεννά διαχωρισμό, τοποθετώντας το Ιδανικό πέρα και ενάντια στον άνθρωπο. Αυτή όμως η άποψη, που διήρκεσε τόσο πολύ, ονομάζεται θρησκεία, και θα διαρκέσει μέχρι ένα μόνο απαιτητικό μάτι να σύρει το Ιδανικό πάλι μέσα και το κατασπαράξει. Συνεπώς, καθότι είναι μια άπ-όψη, απαραίτητο είναι ένα Αντικέιμενο. Ο άνθρωπος συσχετίζει μόνος του θρησκευτικά το Ιδανικό που χάραξε η καλλιτεχνική δημιουργία, με το δεύτερο εξωτερικευμένο Εγώ όπως με ένα Αντικείμενο. Εδώ εδράζει όλη η αγωνία και οι αγώνες των αιώνων, γιατί είναι επίφοβο να βρίσκεται κανείς εκτός του εαυτού του, αντιμετωπίζοντας τον ως αντικείμενο, χωρίς να ενωθεί με αυτό και ως ένα αντικείμενο τοποθετημένο απέναντι και ενάντια στον άνθρωπο ικανό να εκμηδενιστεί εκμηδενίζοντας ταυτόχρονα και τον ίδιο. Ο θρησκευτικός κόσμος ζει με τις χαρές και τις λύπες που βιώνει μέσω του Αντικειμένου, κι έτσι ζει αποξενωμένος από τον εαυτό του. Η πνευματική του ύπαρξη δεν έγκειται στη λογική(αιτιολόγηση) αλλά στην παραδοχή(πίστη). Η θρησκεία είναι ζήτημα παραδοχής. Το Αντικείμενο είναι τόσο απλησίαστο που καμιά ευλαβής ψυχή δεν μπορεί να το κερδίσει ολοκληρωτικά, αντίθετα οφείλει να κερδηθεί απ αυτό, τόσο εύθραυστο είναι το πνεύμα της όταν αντιτίθεται στο Αντικείμενο της παραδοχής.«Ψυχρή παραδοχή»! – Δε γνωρίζεις τι εστί; Δε γνωρίζεις ότι τίποτα δεν είναι τόσο διακαώς θερμό, τόσο ηρωικά καθορισμένο όπως η παραδοχή; censeo, carthaginem esse delendam (ψηφίζω, η Καρχηδών να καταστραφεί) παραδέχτηκε ο Κάτων και παρέμεινε έτσι λογικός. Η Γη κινείται γύρω από τον ήλιο έλεγε η παραδοχή στο Γαλιλαίο ακόμα κι όταν ο αδύναμος γέρος γονάτισε αρνούμενος την αλήθεια, καθώς σηκώθηκε ξανά είπε «και όμως κινείται»(γύρω από τον ήλιο). Καμία δύναμη δεν είναι αρκετά σπουδαία ώστε να μας αναγκάσει να απορρίψουμε τη σκέψη ότι δυο φορές το δύο κάνει τέσσερα κι έτσι η αιωνόβια λέξη «παραδοχή» παραμένει ως εξής: «στέκομαι εδώ, δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο!» Η βάση μιας τέτοιας παραδοχής είναι ακλόνητη καθότι το αντικείμενο(δυο φορές το δύο κάνει τέσσερα κλπ) δεν επιτρέπει στον εαυτό του να κλονιστεί. Έχει μήπως η θρησκεία παρόμοια παραδοχή; Ασφαλώς, καθώς έχει επίσης ένα ακλόνητο Αντικείμενο με το οποίο είναι οχυρωμένη: ο καλλιτέχνης το έχει δημιουργήσει για σας και μόνο ο καλλιτέχνης μπορεί να το επανακτήσει για σας.

Η θρησκεία δεν περιέχει διάνοια. Δεν υπάρχει θρησκευτική διάνοια, και ουδείς θα μπορούσε να ξεχωρίσει ταλαντούχους και μη-ταλαντούχους στη θρησκεία. Για τη θρησκεία ο καθένας έχει την ίδια ικανότητα, ικανότητα για την παραδοχή της τριάδας και της πυθαγόρειας θεωρίας εξίσου. Φυσικά δεν πρέπει να συγχέεται η θρησκεία με τη θεολογία, όπου δεν έχουν όλοι την ίδια ικανότητα, όπως ισχύει στα ανώτερα μαθηματικά και την αστρονομία, καθώς αυτά τα πράγματα απαιτούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο υπολογισμού.

Μόνο ο ιδρυτής μιας θρησκείας είναι εμπνευσμένος, αλλά είναι επίσης ο δημιουργός Ιδανικών, χωρίς τη δημιουργία του οποίου κάθε επόμενη διάνοια θα ήταν αδύνατη. Όπου το πνεύμα εμπνέεται από κάποιο Αντικείμενο, η κίνησή του θα είναι πλήρως καθορισμένη από αυτό το Αντικείμενο. Αν μια ορισμένη αμφισβήτηση σχετικά με την ύπαρξη του θεού, σχετικά μ αυτό το υπερβατικό αντικείμενο αναδυόταν στο θρησκευόμενο άτομο, τότε αυτό θα έπαυε να είναι θρησκευόμενο, περίπου όπως κάποιος που πιστεύει στα φαντάσματα θα έπαυε να είναι πιστός όταν οριστικά αμφισβητούσε την ύπαρξή τους. Το θρησκευόμενο άτομο ενδιαφέρεται μόνο για τις «αποδείξεις της ύπαρξης του θεού» διότι βιαστικά καθώς δέθηκε στον κύκλο της πίστης, φύλαξε εσωτερικά την ελεύθερη κίνηση της κατανόησης και υπολογισμού. Εδώ, λέγω, το πνεύμα εξαρτημένο από ένα αντικείμενο, ζητά να το ερμηνεύσει, να το εξερευνήσει, να το νιώσει, να το αγαπήσει κοκ… Επειδή δεν είναι ελεύθερο και απ τη στιγμή που η ελευθερία είναι η προϋπόθεση της διάνοιας, το θρησκευτικό πνεύμα δεν είναι εμπνευσμένο. Η εμπνευσμένη ευλάβεια δεν είναι πιο λαμπρή από κάθε άλλη βλάβη. Η θρησκεία είναι πάντα φιλόξενη για τους ανόητους, και κάθε μη-δημιουργικός μπούφος μπορεί και θα έχει πάντα μια θρησκεία, καθώς η απουσία δημιουργικότητας δεν φαίνεται να παρακωλύει την ισόβια εξάρτηση.

«Δεν είναι όμως η αγάπη η καθαρή ουσία της θρησκείας, και δεν είναι ολοκληρωτικά θέμα βίωσης και όχι παραδοχής;» Κι αν όμως είναι όντως θέμα της καρδιάς, είναι αναγκαστικά λιγότερο θέμα παραδοχής; Αν παρασέρνει ολόκληρη την καρδιά μου, είναι ζήτημα καρδιάς – αλλά αυτό δεν αποκλείει την παραδοχή μου, κι αυτό από μόνο του δεν είναι κάτι απαραίτητα καλό, αφού και το μίσος ή ο φθόνος είναι επίσης ζητήματα της καρδιάς. Η αγάπη είναι, πράγματι, μόνο ένα μέρος της παραδοχής, διαφορετικά όμως, μπορεί να διατηρήσει αψεγάδιαστο τον τίτλο της ως ζήτημα της καρδιάς. Σε κάθε περίπτωση η αγάπη δεν είναι ζήτημα λογικής, καθότι στο βασίλειο της λογικής υπάρχει πολύ λιγότερη αγάπη απ αυτήν που θα γιορταστεί σύμφωνα με τον χριστό, στη βασιλεία των ουρανών. Φυσικά είναι επιτρεπτό να μιλούμε για μια αγάπη που -ξεπερνά την παραδοχή-, αλλά αυτή είναι τόσο πέρα από την παραδοχή ώστε δεν αξίζει – όπως αυτό που τόσο συχνά αποκαλείται αγάπη από όσους ερωτεύονται μια ελκυστική φάτσα – η μπορεί να εμφανιστεί στο μέλλον, μια αγάπη που προς το παρόν βρίσκεται πέρα από την έκφραση της κατανόησης, αλλά ακόμα δεν έχει βρει την έκφρασή της. Η παιδική αγάπη, κενή συνείδησης, γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στον εαυτό της, και μεμονωμένα δεν είναι τίποτα χωρίς τα δεδομένα ζητήματα συνείδησης, τραβώντας τόσο μακριά όσο και η πορεία της ωρίμανσης του παιδιού και της κατανόησης του. Όσο το παιδί δεν δίνει σημάδια κατανόησης, δεν δείχνει – όπως μπορεί να διδαχθεί ο καθένας εμπειρικά – αγάπη. Η αγάπη του ξεκινά με τον φόβο – ή, αν επιθυμείτε, με το σεβασμό – εκείνου του Αντικειμένου που θα ξεχωρίσει πρώτο από το γενικό χάος που τα περιέχει όλα, συμπεριλαμβάνοντας τους ανθρώπους, και στο οποίο θα προσηλωθεί περισσότερο απ ότι σε κάποιο άλλο. Το παιδί αγαπάει επειδή έλκεται από μια παρουσία, ένα πράγμα ή άτομο, στα όρια της εξουσίας του ή στον -μαγικό του κύκλο-. Αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα πως το ον που είναι η μητέρα του είναι ξεχωριστό από τα άλλα όντα ακόμη κι αν δε ξέρει πώς να εκφράσει αυτή την παραδοχή. Κανένα παιδί δεν αγαπά πριν οποιαδήποτε παραδοχή, και η πιο μεγάλη του αγάπη δεν είναι τίποτα παραπάνω απ αυτή την εσωτερικευμένη παραδοχή. Όποιος έχει παρατηρήσει προσεκτικά την αγάπη ενός παιδιού θα βρει αυτό το αξίωμα αληθές. Αλλά όχι μόνο διεγείρεται και βυθίζεται η αγάπη ενός παιδιού με την κατανόηση του Αντικειμένου της (όπως τόσο συχνά ονομάζεται, αξιοσημείωτα αλλά και χονδροειδώς το αγαπημένο πρόσωπο)(σ.τ.μ: gegenstandes στο πρωτότυπο: εννοεί την έκφραση:-αντικείμενο της αγάπης-) αλλά και κάθε αγάπη. Με την εντύπωση μιας παρεξήγησης, η αγάπη διαρκεί πάνω-κάτω όσο κρατήσει αυτή(η παρεξήγηση), και μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την λέξη παρεξήγηση για να προσδιορίσουμε επακριβώς την παραφωνία που αναστατώνει την αγάπη. Η αγάπη χάνεται και εξαφανίζεται όταν ο ένας παρεξηγείται ολοκληρωτικά από τον άλλο: η παρεξήγηση είναι τότε τέλεια, και η αγάπη παρελθόν.

Η αγαπημένη παρουσία είναι ένα απαραίτητο Αντικείμενο, ένας «’λλος». Έτσι έχουν τα πράγματα με την παραδοχή, αυτήν την ιδιαίτερη πνευματική πράξη θρησκείας, κι αυτό επειδή η παραδοχή υφίσταται μόνο σε σχέση μ ένα Αντικείμενο, μόνο ο συλλογισμός και η αφοσίωση, και όχι η ελεύθερη, άναρχη «λογική» σκέψη, την οποία η θρησκεία θα αποκαλούσε, και θα αφόριζε ως, φιλοσοφική χίμαιρα Εφόσον η κατανόηση προϋποθέτει ένα αντικείμενο, ακυρώνεται αυτόματα η δράση της μόλις ανιχνεύσει περισσότερα από αυτό. Το ενδιαφέρον της για μια υπόθεση λήγει μαζί με την δράση της πάνω στην υπόθεση, και γι αυτό για να αφιερώσει εθελούσια τον εαυτό της και τις δυνάμεις της σε οτιδήποτε, θα πρέπει αυτό να αποτελεί μυστήριο γι αυτήν. Αυτό ισχύει εξίσου γι΄ αυτόν που αγαπά και για τον αγαπώμενο. Ο γάμος εξασφαλίζει μια βέβαιη αγάπη μόνο όταν στο ζευγάρι ανακαλύπτει ο ένας τον άλλο εκ νέου κάθε μέρα και όταν ανακαλύπτει ο ένας στον άλλο μια αστείρευτη πηγή ζωής, που αποτελεί ένα μυστήριο, ανεξερεύνητη και αχαρτογράφητη. Εάν δε βρίσκουν κάτι νέο ο ένας στον άλλο, η αγάπη εκφυλίζεται σε ανία και αδιαφορία. Η δραστηριότητα της κατανόησης όταν αδυνατεί να εξασκηθεί πάνω σ ένα μυστήριο επειδή το σκοτάδι του έχει διαλυθεί, αποστρέφεται τον ολότελα κατανοητό και ανούσιο πλέον ’λλο. Όποιος επιθυμεί να αγαπηθεί οφείλει να φροντίσει, όπως η έξυπνη γυναίκα, να μη προσφέρει όλη του τη γοητεία με την μία. Με μια ανανέωση κάθε πρωί η αγάπη μπορεί να διαρκέσει αιώνες! Η κατανόηση ασχολείται με αληθινά μυστήρια τα οποία εξελίσσει σε υποθέσεις της καρδιάς: το αληθινό άτομο μπλέκεται με θέματα κατανόησης, κι έτσι αυτά μεταλλάσσονται σε υποθέσεις της καρδιάς.

Κι ενώ η τέχνη έχει δημιουργήσει το Ιδανικό για τον άνθρωπο, και μ αυτό προσφέρει στην αντίληψη του ανθρώπου ένα αντικείμενο για να αντιπαλεύει, μια πάλη που, στην πορεία του χρόνου, θα δώσει αξία στα ανυπόστατα αντικείμενα της κατανόησης, είναι συνεπώς δημιουργός της θρησκείας, και σ ένα φιλοσοφικό σύστημα – όπως αυτό του Χέγκελ – δε θα πρεπε να τοποθετείται κατόπιν της θρησκείας. Όχι μόνο έπλασαν οι ποιητές Όμηρος και Ησίοδος τους θεούς των ελλήνων, αλλά και άλλοι ως καλλιτέχνες, εγκαθίδρυσαν θρησκείες, παρόλο που κανείς θα δίσταζε να τους προσδώσει το επιπόλαιο όνομα καλλιτέχνης. Η τέχνη είναι το ξεκίνημα, το ’λφα της θρησκείας, μα είναι επίσης και το τέλος της, το Ωμέγα. Ακόμα περισσότερο είναι η συντροφιά της. Χωρίς την τέχνη και τον ιδεαλιστικά δημιουργικό καλλιτέχνη η θρησκεία δε θα υπήρχε, αλλά όταν αυτός ο καλλιτέχνης επανοικειοποιείται την τέχνη του, η θρησκεία κατακρημνίζεται. Ωστόσο με αυτή την εκτροπή προφυλάσσεται καθότι αναζωογονείται. Όποτε η τέχνη προχωρεί, δημιουργεί μια θρησκεία και μένει στην πηγή της. Από την άλλη μεριά, η φιλοσοφία δεν γεννά ποτέ θρησκείες, γιατί ποτέ δεν παράγει μια μορφή που μπορεί να παίξει τον ρόλο του αντικειμένου της κατανόησης, και οι λεπτεπίλεπτες ιδέες της δεν προσφέρονται για αξιοσέβαστα αντικείμενα μαζικής λατρείας. Η τέχνη απεναντίας, είναι αναγκασμένη να ανασύρει από την μοναξιά της στο σιωπηλό σκοτάδι του υποκειμένου την καθαρή και τελειότερη μορφή του πνεύματος, την αρτιότερα εξιδανικευμένη έκφραση του ίδιου του πνεύματος, και να την αναπτύξει και να την αποδεσμεύσει ως ένα Αντικείμενο. Έτσι ο άνθρωπος βρίσκεται απέναντι σ αυτό το αντικείμενο, αυτή την επινόηση του πνεύματός του, το θεό, και ακόμα και ο καλλιτέχνης γονατίζει μπροστά του. Σ αυτή τη δέσμευση και την εμπλοκή με το Αντικείμενο, η θρησκεία παίζει έναν ρόλο αντίθετο με της τέχνης. Στην τέχνη, ο κόσμος του καλλιτέχνη παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια μας ως ένα αντικείμενο, ένας κόσμος τον οποίο ο καλλιτέχνης ανέσυρε και συγκέντρωσε από την πλήρη δύναμη και τον ενδόμυχο πλούτο του, ένας κόσμος που θα ικανοποιήσει κάθε αληθινή ανάγκη και ανυπομονησία. Απ την πλευρά της η θρησκεία αγωνιά να επανακτήσει αυτόν τον κόσμο για τα ενδόμυχα του ανθρώπου, να τον τραβήξει στην πηγή του, να τον ξανακάνει υποκειμενικό. Η θρησκεία πασχίζει να συμφιλιώσει το Ιδανικό, η θεό, με τον άνθρωπο, το υποκείμενο, και να απαλλάξει το θείο από τη σκληρή του Αντικειμενικότητα. Ο θεός προορίζεται για εσωτερίκευση -όχι εγώ, αλλά ο χριστός κατοικεί μέσα μου. Ο άνθρωπος, χωρισμένος από το Ιδανικό, μοχθεί να κερδίσει το θεό και τη χάρη του, και τελικά να μεταμορφώσει το θεό στον εαυτό του, και ο θεός, χωρισμένος από τον άνθρωπο, μπορεί να τον κερδίσει μόνο στη “βασιλεία των ουρανών”. Και οι δύο πλευρές αναζητούν και συμπληρώνουν έτσι η μία την άλλη. Ωστόσο δε θα συναντηθούν ποτέ, ούτε θα ενωθούν, γιατί έτσι η θρησκεία θα εξαφανιζόταν, γιατί η θρησκεία υφίσταται μόνο με αυτόν το διαχωρισμό. Ακολούθως, ο πιστός ζει για να ελπίζει σε τίποτα παραπάνω από ένα μελλοντικό τετ-α-τετ.

Ακόμα όμως, η τέχνη συντροφεύει τη θρησκεία, καθώς η εσωτερικότητα του ανθρώπου επεκτείνεται με τον αγώνα με το αντικείμενο, και στην διάνοια του καλλιτέχνη ξεσπά προς μια νέα έκφραση, και το Αντικείμενο γίνεται περισσότερο προσιτό και κατανοητό. Ευτυχώς, σπάνια μια γενιά πέρασε χωρίς ένα τέτοιο διαφωτισμό εκ μέρους της τέχνης. Τουλάχιστον, όμως, η τέχνη θα παρασταθεί στον ενταφιασμό της θρησκείας. Ήρεμη και σίγουρη, η τέχνη θα διεκδικήσει τον εαυτό της για μια ακόμα φορά, κι έτσι θα στερήσει από το Αντικείμενο την αντικειμενικότητά του, την «άλλη πλευρά» του, και θα το απελευθερώσει από την μακρόβια θρησκευτική του φυλακή. Κατ αυτόν τον τρόπο η τέχνη δεν θα εμπλουτίσει το Αντικείμενο για μια ακόμα φορά αλλά θα το καταστρέψει ολοκληρωτικά. Διεκδικώντας την δημιουργία της, η τέχνη ξαναβρίσκει τον εαυτό της και ανανεώνει τη δημιουργική της δύναμη. Εμφανίζεται, στην παρακμή της θρησκείας, σαν μια λεπτομέρεια με όλη τη σοβαρότητα της παλιάς πίστης, μια σοβαρότητα με περιεχόμενο που η θρησκεία πλέον έχει χάσει, και η οποία πρέπει να επιστρέψει στον χαρούμενο ποιητή. Πλέον η θρησκεία εμφανίζεται σαν μια γελοία κωμωδία. Τώρα όσο τρομακτικό κι αν είναι το έγκλημα αυτής της κωμωδίας δε θα επαναφέρει στην πραγματικότητα αυτό που δεν σκέφτεται παρά να καταστρέψει. Κι έτσι δεν επιλέγουμε εμείς να καταδικάσουμε την φρίκη της! Η τέχνη δημιουργεί ένα νέο Ιδανικό, ένα νέο Αντικείμενο και μια νέα θρησκεία. Ποτέ δε ξεπερνά το χτίσιμο μιας θρησκείας. Το πορτραίτο του χριστού του Ραφαήλ τον εκθέτει σ ένα τέτοιο φως ώστε θα μπορούσε να είναι η βάση μιας νέας θρησκείας- μιας θρησκείας του βιβλικού χριστού τοποθετημένου υπεράνω όλων των ανθρώπινων υποθέσεων. Από την πρώτη στιγμή που η ακατάπαυστη κατανόηση ξεκινά τον μακρύ δρόμο της στο στοχασμό πάνω σ ένα νέο Αντικείμενο, βαθαίνει σταθερά στις σκέψεις της μέχρις ότου τελικά ξαναγυρίζει στον εαυτό της, στην εσώτερη φύση της. Με την ειλικρινή αγάπη, βυθίζεται στον εαυτό της και καταπιάνεται με τις δικές της αποκαλύψεις και εμπνεύσεις. Ακόμα και τότε όμως αυτή η θρησκευτική κατανόηση είναι τόσο φλογερά ερωτευμένη με το ίδιο της το Αντικείμενο που οφείλει να έχει ένα άσβεστο μίσος για όλα τα άλλα – το θρησκευτικό μίσος είναι αδιαχώριστο από την θρησκευτική αγάπη. Όποιος δεν πιστεύει στο Αντικείμενο, είναι ένας αιρετικός και όποιος δεν είναι πραγματικά θρήσκος, υποθάλπει την αίρεση. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι ο Φίλιππος ο Β της Ισπανίας είναι πιο θρήσκος από τον Ιωσήφ τον Β της Γερμανίας, και ότι ο Χέγκστενμπεργκ είναι αληθινά θρήσκος ενώ ο Χέγκελ όχι και τόσο; Στην εποχή μας η παρουσία του μίσους έχει μειωθεί στην έκταση που η αγάπη στο θεό έχει αποδυναμωθεί. Μια αγάπη στον άνθρωπο έχει διεισδύσει , που δεν είναι από θεϊκή ευλάβεια παρά μάλλον από κοινωνική ηθικότητα. Ενδιαφέρεται περισσότερο για το καλό του ανθρώπου παρά για του θεού. Στ αλήθεια ο ανεκτικός Φρειδερίκος ο Μέγας δεν μπορεί να χρησιμεύσει σαν υπόδειγμα θεϊκότητας, αλλά χρησιμεύει μια χαρά σαν πρότυπο για την ανθρωπότητα. Οποιοσδήποτε υπηρετεί έναν θεό οφείλει να τον υπηρετεί τέλεια. Είναι, για παράδειγμα, ένα διαστρεμμένο και παράλογο αίτημα του χριστιανού να τον έχει να μην αλυσοδένει τους ιουδαίους – καθότι ακόμα και ο χριστός, με την αγνή καρδιά, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, γιατί θα ήταν αδιάφορος προς την θρησκεία του, ή θα προχωρούσε απερίσκεπτα. Αν ο χριστιανός ήταν να κατανοούσε τις προσταγές της θρησκείας του, θα απέκλειε τους ιουδαίους από τα χριστιανικά δικαιώματα, ή πράγμα που είναι το ίδιο από τα δίκαια ενός χριστιανού – και πάνω απ όλα, από τις υποθέσεις του κράτους. Κι αυτό είναι έτσι ώστε η θρησκεία να είναι για τον καθένα κάτι παραπάνω από μια χλιαρή επιθυμία – σε μια σχέση διαχωρισμού.

Κι εδώ βρίσκεται η σύμπλευση της τέχνης με τη θρησκεία. Η τέχνη δημιουργεί το Ιδανικό και σηματοδοτεί το ξεκίνημα της θρησκείας. Η θρησκεία φτιάχνει στο Ιδανικό ένα μυστήριο, και εμμένοντας στο Αντικείμενο και εξαρτώντας το από τον εαυτό του, το ενώνει μαζί του σε μια εσωτερική θεικότητα. Αλλά όταν το μυστήριο ξεδιαλύνεται και το ξένο και εξωτικό στοιχείο αφαιρούνται, και η επίσημη θρησκεία καταστρέφεται, τότε έρχεται η σειρά της κωμωδίας να επιτελέσει το καθήκον της. Η κωμωδία επιδεικνύει ανοιχτά την κενότητα, η καλύτερα, το ξεφούσκωμα, του Αντικειμένου, απελευθερώνει τον άνθρωπο από την παλιά του πίστη, και από την εξάρτησή του απ αυτό το εξαντλημένο ον. Η κωμωδία, όπως αρμόζει στην ουσία της, εισβάλει σε κάθε ιερό έδαφος, ακόμα και στην ιερότητα του γάμου, και γι αυτό ο γάμος δεν αποτελεί πια ιερό. Είναι περισσότερο μια κενή νοήματος μορφή, την οποία ο άνθρωπος πρέπει να αποβάλει. Αλλά ακόμα και η κωμωδία όπως όλες οι τέχνες, προηγείται της θρησκείας, καθότι κάνει χώρο για την νέα θρησκεία, γι αυτήν που θα σχηματιστεί.

Η τέχνη γεννά το Αντικείμενο, και η θρησκεία ζει μόνο προσκολλώμενη σ αυτό το Αντικείμενο, αλλά η φιλοσοφία θέτει εαυτόν ξεκάθαρα πέρα και από τα δύο. Δεν μπερδεύεται μ ένα Αντικείμενο, όπως η θρησκεία, ούτε δημιουργεί ένα όπως η τέχνη, αλλά κονιορτοποιεί όλες τις δημιουργίες αντικειμένων καθώς και το ίδιο το πνεύμα των Αντικειμένων, κι έτσι αναπνέει τον αέρα της ελευθερίας. Ο θεός, για τον φιλόσοφο, είναι τόσο αδιάφορος όσο και μια πέτρα – ο φιλόσοφος είναι φανατικός άθεος. Εάν ασχολείται με το θεό, δεν δείχνει ευλάβεια, παρά απόρριψη, καθότι αναζητεί μόνο τον Λόγο που έχει κρυφτεί σε κάθε μορφή, και αυτό μόνο υπό το φως του λόγου. Ο λόγος μόνο αναζητεί τον εαυτό του, μόνο αυτός προβληματίζει τον εαυτό του, αγαπά μόνο τον εαυτό του. Κι έτσι με ένα σωστό ένστικτο, ο Νέαντερ διακήρυσσε τον -θάνατο του θεού των φιλοσόφων- Αλλά μιας και βρίσκεται πέραν του θέματος μας, ας μην ασχοληθούμε άλλο με τη φιλοσοφία ως τέτοια.


Η μετάφραση έγινε από τις “εκδόσεις για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας”