Καίγεται το Ράιχσταγκ;
Σύντροφοι:
Το πραγματικό κίνημα του επαναστατικού ιταλικού προλεταριάτου οδεύει προς το σημείο πέρα απ’ το οποίο θα είναι αδύνατη -για το ίδιο και για τους εχθρούς του- κάθε επιστροφή. Καθώς, μια μετά την άλλη, οι αυταπάτες για μια επιστροφή στην “ομαλότητα” της προηγούμενης κατάστασης διαλύονται η μια μετά την άλλη, ωριμάζει και στα δυο η συναίσθηση της αναγκαιότητας να διακινδυνεύσουν το ίδιο το παρόν τους για να κερδίσουν το μέλλον τους.
Αντιμέτωπη με την άνοδο του επαναστατικού κινήματος, και παρά την μεθοδική δράση για επαναφομοίωση από τα συνδικάτα και τους γραφειοκράτες της παλιάς και νέας “Αριστεράς”, η εξουσία αναγκάστηκε να παίξει γι’ ακόμα μια φορά το γελοίο θεατράκι της νομιμότητας, και να ρίξει αυτήν τη φορά το τελευταίο της χαρτί, το κόλπο της τρομοκρατίας, σε μια προσπάθεια να θολώσει τα νερά προσπαθώντας να αποκρύψει τα κόλπα της μπρος στη διαύγεια της επανάστασης.
Οι αναρχικές επιθέσεις του 1921, οι απεγνωσμένες ενέργειες των επιζήσαντων της ήττας του επαναστατικού κινήματος του τότε, εξυπηρέτησαν ως μια πολύ βολική αφορμή για την ιταλική αστική τάξη, ώστε να θέσει σε κίνηση, μαζί με τον φασισμό, μια κατάσταση πολιορκείας ολόκληρης της κοινωνίας. Παρόλη την ανικανότητά της, έμαθε το μάθημα του παρελθόντος για τα καλά η ιταλική μπουρζουαζία του 1969, ώστε πρωτού καν αναγκαστεί να ξαναζήσει τον μεγάλο της φόβο του επαναστατικού ξεσηκωμού, ή να περιμένει να ενδυναμωθεί από την ήττα του, για να απελευθερωθεί από τις δημοκρατικές ψευδαισθήσεις. Την σήμερον ημέρα, η ιταλική μπουρζουαζία δεν έχει ανάγκη πια τα λάθη των παλιών αναρχικών για να βρει ένα πρόσχημα να πραγματοποιήσει την πολιτική της ολοκληρωτικής πραγματικότητάς της, αλλά αυτό το πρόσχημα ψάχνει να το καταστευάσει από μόνη της, μπλέκοντας τους νέους αναρχικούς σε μια αστυνομική σκευωρία, μανιπουλάροντας τους πιο αφελείς μεταξύ τους σε μια χοντροκομμένη προβοκάτσια. Οι αναρχικοί, στην πράξη, παρέχουν τις καλύτερες προϋποθέσεις για την ύπαρξη της εξουσίας: φαντασιακή και ιδεολογικοποιημένη απεικόνιση του πραγματικού κινήματος, ο θεαματικός “εξτρεμισμός” τους, το κάνει εφικτό να τσακιστεί στο πρόσωπό τους ο πραγματικός εξτρεμισμός του κινήματος.
Η ΒΟΜΒΑ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ ΕΞΕΡΡΑΓΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ
Στόχευε να τραυματίσει τις λιγότερο ριζοσπαστικοποιημένες κατηγορίες, σπρώχνοντάς τις να συμμαχήσουν με την εξουσία, και να περάσει το παραμύθι της αστικής τάξης του “όλοι ενωμένοι ενάντια στην τρομοκρατία”: Ανά περίπτωση, με μια ανθρωποσφαγή για τους αγρότες (στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα), αλλά μόνο φόβο για τους αστούς (στην Εμπορική Τράπεζα). Τα αποτελέσματα, άμεσα και έμμεσα, των επιθέσεων, είναι και ο στόχος τους.
Στο παρελθόν, η τρομοκρατική πράξη -ως μια πρωτόγονη και νηπιακή εκδήλωση της επαναστατικής βίας σε αδιέξοδες καταστάσεις, ή ως βία που έχασε το δρόμο της στο πεδίο ανεπιτυχών επαναστάσεων- δεν έγειρε ποτέ κάτι παραπάνω από μια μερική άρνηση, κι ως εκ τούτου, χαμένη από χέρι: μια άρνηση της πολιτικής στο ίδιο το πεδίο της πολιτικής. Αντιθέτως, στο πεδίο της πραγματικότητας, αντιμέτωπη με την ανάδυση μιας νέας επαναστατικής περιόδου, είναι η ίδια η Εξουσία που, προκειμένου να αναλάβει τον πλήρη ολοκληρωτισμό της, εκφράζει έτσι θεαματικά την τρομοκρατική της άρνηση. Σε μια εποχή που βλέπει τη γέννηση του κινήματος που καταργεί κάθε διαχωρισμένη από τα άτομα εξουσία, η εξουσία είναι αναγκασμένη να ανακαλύψει, ως πράξη συνειδητή, πως αυτό που δεν τη σκοτώνει την κάνει πιο δυνατή. Όμως η ιταλική μπουρζουαζία δεν είναι η πιο αξιοθρήνητη της Ευρώπης. Ανίκανη σήμερα να πραγματοποιήσει τον ενεργητικό τρόμο της ενάντια στο προλεταριάτο, δεν της μένει παρά να προσπαθεί να επικοινωνήσει στην πλειοψηφία του πληθυσμού τον δικό της παθητικό τρόμο, τον φόβο του προλεταριάτου. Ανίκανη και αδέξια, στην προσπάθειά της να μπλοκάρει καθ’ αυτόν τον τρόπο την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος και ταυτόχρονα να δημιουργήσει τεχνητά μια δύναμη που δεν κατέχει, ρισκάρει να χάσει για ένα της κόλπο, κάθε τέτοια πιθανότητα. Έτσι ακριβώς, οι πιο προχωρημένες φράξιες της εξουσίας (εσωτερικές ή παράλληλες, κυβερνητικές ή της αντιπολίτευσης) έμελλε να εξαπατηθούν. Η υπερβολική αδεξιότητα φέρνει την ιταλική μπουρζουαζία στο πεδίο του αστυνομικού κράτους, καθώς αρχίζει να καταλαβαίνει ότι η μόνη πιθανή έξοδος από μια αγωνία δίχως τέλος περνάει μέσα από το ρίσκο ενός αιφνίδιου τέλους της αγωνίας της. Έτσι η Εξουσία πρέπει να κάψει πριν το τέλος το τελευταίο της πολιτικό χαρτί, ώστε να παίξει πρώτη, κάνοντας την κίνηση προς τον εμφύλιο πόλεμο ή προς ένα πραξικόπημα για το οποίο είναι ανίκανη, με το διπλό χαρτί του “κινδύνου των αναρχικών” (για τη δεξιά) και της ψευδούς “φασιστικής απειλής” (για την αριστερά), με σκοπό να μασκαρέψει και να καταστήσει δυνατή τη δική της επίθεση ενάντια στον πραγματικό κίνδυνο, στο προλεταριάτο. Επιπλέον, η πράξη με την οποία η μπουρζουαζία προσπαθεί σήμερα να αποσωβήσει τον εμφύλιο πόλεμο είναι στην πραγματικότητα η πρώτη πράξη του εμφυλίου πολέμου ενάντια στο προλεταριάτο. Για το προλεταριάτο λοιπόν, το ζήτημα πια δεν είναι να τον αποφύγει, ούτε να τον ξεκινήσει, αλλά να τον κερδίσει. Κι αυτό αρχίζει ήδη να συνειδητοποιεί ότι δεν είναι με την μερική βία που μπορεί να κερδίσει, αλλά με την γενική αυτοδιεύθυνση της επαναστατικής βίας και τον γενικό εξοπλισμό των εργαζομένων, οργανωμένων σε Εργατικά Συμβούλια. Γνωρίζει λοιπόν από δω και πέρα, ότι οφείλει να αρνηθεί, μέσα από την επανάσταση, την ιδεολογία της βίας μαζί με τη βία της ιδεολογίας.
Σύντροφοι: μην επαναπαυθείτε εδώ: η εξουσία και οι σύμμαχοί της φοβούνται μη χάσουν τα πάντα. Εμείς δε χρειάζεται να τους φοβόμαστε ούτε αυτούς, ούτε πάνω απ’ όλα τους εαυτούς μας: “Δεν έχουμε να χάσουμε παρά μόνον τις αλυσίδες μας, κι έχουμε να κερδίσουμε έναν ολόκληρο κόσμο”.
Ζήτω η απόλυτη εξουσία των Εργατικών Συμβουλίων!
Οι φίλοι της Διεθνούς
Σημειώσεις:
Το κείμενο μεταφράστηκε απ’ τα ιταλικά, από το http://www.nelvento.net/archivio/68/isocluddcom/internazionale.htm. Ράιχσταγκ λέγεται το κτίριο του γερμανικού κοινοβουλίου, η πυρπόληση του οποίου στις 27/2/1933, κατά τα φαινόμενα απ’ τον Ολλανδό εξεγερσιακό κομμουνιστή Marinus Van Der Lubbe αποτέλεσε την αφορμή για την εγκαθίδρυση του ναζιστικού καθεστώτος (που λίγο καιρό πριν είχε εκλεγεί δημοκρατικά στην κυβέρνηση), και την εξόντωση μεγάλου μέρους των γερμανών κομμουνιστών.
Η παραπάνω προκήρυξη μοιράστηκε στην Ιταλία από το ιταλικό τμήμα της Καταστασιακής Διεθνούς, μετά τη βόμβα που εξερράγη στην Piazza Fontana του Μιλάνου στις 12/12/1969, σκοτώνοντας 17 ανθρώπους και τραυματίζοντας δεκάδες άλλους. Το ίδιο απόγευμα τρεις ακόμη βόμβες έσκασαν στο Μιλάνο και τη Ρώμη. Ήταν η πρώτη ανάλογης εμβέλειας πράξη της “στρατηγικής της έντασης” του ιταλικού κράτους, ως απάντηση στην ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος. Η βόμβα αρχικά αποδώθηκε στους αναρχικούς, 80 συνελήφθησαν, μεταξύ των οποίων ο Pietro Valpreda (έμεινε 3 χρόνια φυλακή) κι ο σιδηροδρομικός εργάτης Giuseppe Pinelli που στη διάρκεια της ανάκρισής του “πέταξε” απ’ το παράθυρο του τετάρτου ορόφου του Α.Τ. (“Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού” του Dario Fo βασίζεται σ’ αυτό το γεγονός).
Ο αστυνόμος Luigi Calabrese που κατηγορήθηκε για τον φόνο του Pinelli, αθωώηκε δικαστικά, ωστόσο εκτελέστηκε το 1972 από την οργάνωση Lotta Continua. Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Pinelli, οι έρευνες κινήθηκαν προς την νεοφασιστική οργάνωση Ordine Nuovo. Η υπόθεση τραβήχτηκε δικαστικά μέχρι και το 2005, οπότε και έληξε χωρίς να υποδεικνύει κάποιον ένοχο. Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές δήλωσαν πως οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν για τα χτυπήματα, και πιθανότατα είχαν προμηθεύσει και τα υλικά σε ακροδεξιούς που συντηρούνταν στα πλαίσια της επιχείρησης Gladio. Τα χρόνια (του μολυβιού) που θ’ ακολουθήσουν, καταγράφουν μια μεθοδικά αυξανόμενη ένταση ανάλογων ενεργειών που θα οδηγήσει στην αποκλιμάκωση και παράλυση του ταξικού αγώνα, και την επιστροφή της Ιταλίας στην καπιταλιστική ομαλότητα: η Στρατηγική της Έντασης.