Ιχνηλατώντας τη θολή τροχειά των Os Cangaceiros στις κοινωνικές στέπες
Μια μικρή εισαγωγική εξήγηση…
Στη δεκαετία του 1980 και στα πρώτα χρόνια του ’90, βρεθήκαμε με μερικούς από τους ανθρώπους που απάρτιζαν τη γαλλική ομάδα Os Cangaceiros, οι οποίοι είχαν προκύψει από τους Les Fossoyeurs du Vieux Monde (Οι νεκροθάφτες του παλιού κόσμου). Οι αυθεντικοί Cangaceiros ήταν συμμορίες ενός ύφους “Ρομπέν των δασών” που λήστευαν τους πλουσίους για να βοηθήσουν τους φτωχούς, στη Βραζιλία του 19ου αιώνα. Η νεώτερη εκδοχή τους, αυτής της ομάδας των “βατραχιών” (όπως τους αποκαλούσαμε -στμ στην Αγγλία, λόγω γαλλικής καταγωγής- με μια δόση σωβινισμού) είχε έρθει στη Βρετανία ενθουσιασμένη από την έκρηξη των μητροπολιτικών ταραχών των αρχών του 1980 και την αύξουσα σύνδεσή τους με τις άγριες απεργίες, ιδιαίτερα αυτής των ανθρακωρύχων μεταξύ των ετών 1984-5, στην οποία τα “βατράχια” προσέθεσαν τα δικά τους συστατικά. Πιάνοντας φιλίες με μερικά από τα πιο άγρια, σκληροπυρηνικά και αξιόλογα άτομα της κοινότητας των ανθρακωρύχων του Yorkshire, προσπάθησαν να δημιουργήσουν περισσότερο διαρκείς διεθνείς συνδέσμους με την ελπίδα ότι η αυξανόμενη εξαθλίωση των 80es θα γεννούσε ένα σύννεφο με μια μεταλλική λάμψη, και ίσως μάλιστα ένα ουράνιο τόξο, μια διεθνική συντροφικότητα που θα εκφραζόταν μέσα από μια ανοιχτή εξέγερση στη Βρετανία προς το τέλος της δεκαετίας. Ωστόσο τα πράγματα ήρθαν πολύ διαφορετικά, καθώς η αντίδραση πέρασε από το κακό στο χειρότερο, σε δυσθεώρητα επίπεδα.
Έχει ειπωθή ότι οι “Καγκουρώ” όπως έγιναν τελικά γνωστοί στη Βρετανία, ξανά σε σχέση με έναν σωβινισμό του στυλ της ταινίας “Carry On”, φετιχοποιούσαν τη βία για τη βία, υποστηρίζοντας άκριτα κάθε όψη του εγχώριου χουλιγκανισμού, με την οποία κανείς μας δεν ήθελε να σχετιστεί, και πόσο μάλλον μετά την τραγωδία στο στάδιο Heysel στις Βρυξέλες το 1985 στο κύπελλο του UEFA, όπου πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σ’ ένα ποδοπάτημα που προέκυψε από έναν τριμέτωπο καυγά μεταξύ μπάτσων, άγγλων οπαδών (της Liverpool) και ιταλών (της Juventus). Θα μπορούσε να ειπωθεί, και προτάθηκε ακόμα από μερικούς ανθρώπους εκείνη την εποχή, ότι ήταν κάτι παραπάνω απ’ αυτό, με τους αριστερούς οπαδούς της Liverpool με τα κόκκινα χρώματα εναντίον ιταλών φασιστών οπαδών, αλλά κάτι τέτοιο μάλλον είναι παρατραβηγμένο.
Από την άλλη, οι “καγκουρώ” διέδωσαν το παράδειγμα της αυτονομίας όπως δοκιμάστηκε στον τρόπο που οργανώνονταν οι ισπανοί λιμενεργάτες, η coordinadora (συντονιστικό), προτού εκφυλιστεί, βοηθώντας στη διάδοση της μπροσούρας του BM Blob “Διεθνής αγώνας των λιμενεργατών στα 80es”, σε όλα τα ορυχεία του Yorkshire, ενώ η γενικά ανοιχτή, φιλική προδιάθεσή τους δημιούργησε δεσμούς διαρκούς φιλίας (βλ. Για παράδειγμα το Jenny Tells her Tale, ένα σχόλιο συζύγου ενός ανθρακωρύχου στο revoltagainstplenty.org). Επιπλέον, παρήγαγαν μερικά ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κείμενα, και σίγουρα τα καλύτερα στη γαλλική γλώσσα σχετικά με την απεργία των ανθρακωρύχων με μια πολύ πειστική προσωπική αίσθηση, αν και μάλλον κανένα δεν ήταν πιο συναρπαστικό από το “N’Drea”, έναν, συχνά φιλοσοφικό, βαθιά συγκινητικό αυτοβιογραφικό απολογισμό μιας συντρόφισσας που πέθανε από καρκίνο σε μια τραγικά νεαρή ηλικία. Παραμένει ακόμα μια από τις καλύτερες κριτικές της σύχρονης ιατρικής σε σχέση με την “επάρατη νόσο”, έχει τυπωθεί από την Pelagian Press, το εκδοτικό τμήμα της κολλεκτίβας Here & Now στο Leeds, με τη φροντίδα μιας εξαιρετικής μετάφρασης του Don Smith…
Όσο για τους ίδιους τους Cangaceiros, την ίδια εποχή γυρίζουν στο σπίτι τους, στη Γαλλία, όπου και εμπλέκονται σε διάφορες μορφές άμεσης δράσης σχετιζόμενες κυρίως με τους αγώνες των φυλακισμένων, συνεισφέροντας με πολλούς ευρηματικούς τρόπους. Το κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται και σε μια τέτοια παρέμβαση μεταξύ άλλων καθώς και στην ευαισθησία και την οξύνοια με την οποία μεταχειρίστηκαν προβλήματα εγγενή σε μια κοινωνικά αποκλεισμένη μικρο-ομάδα η οποία είχε περάσει στην επίθεση προκαλώντας την οργή του καθεστώτος για την παραβατική λογική της. Ιδιαίτερη επιμονή δείχνουν στο πως, το γιατί, και το συνεπώς, μεταξύ άλλων πρωτοφανών δυσκολιών, που σχετίζονται με τους μηχανισμούς δημοσιότητας των μίντια. Πως μπορούν να χρησιμοποιηθούν, και το σημαντικότερο, πως μπορεί να ανατραπεί το τρόπος λειτουργίας τους (modus operandi) ωστέ να αναγκαστεί το προσωπικό των μίντια να παίξει το δικό σου παιχνίδι, κι όχι το αντίθετο. Κάποια πράγματα σχεδόν ανεπαίσθητα στα οποία μπορεί κανείς να νιώσει την αφηγητική φωνή της πρακτικής εμπειρίας που κατατίθεται, και αποτελεί ένα χρήσιμο παράδειγμα για όσους και όσες εκεί έξω τραβούν σε ανάλογα μονοπάτια ή έχουν υπάρξει εκεί οι ίδιοι.
Οι Os Cangaceiros δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί στον αγγλόφωνο χώρο αν και έχουν γραφτεί κάποια βιβλία που σ’ ένα βαθμό ασχολούνται με τις δραστηριότητές τους. Όλα αυτά ωστόσο καλύπτονται από ένα πέπλο σκύλευσης ή ακόμα και μυστηρίου, για να φέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, το λήμμα στη Wikipedia για την ομάδα έχει διαγραφεί. Το κείμενο που δημοσιεύουμε εδώ έχει γραφεί στα αγγλικά και προέκυψε από συζήτηση με ένα πρώην μέλος, για τις δικές μας προσπάθειες και την αμφιλεγόμενη κριτική του King Mob στα τέλη του 1960. Σχετικά με τη δημοσίευση αυτή, κάποιες αγγλικές εκφράσεις έχουν στρογγυλευτεί εδώ κι εκεί, αν και με μια πρώτη ματιά τα αγγλικά ήταν αρκετά καλά…
Φλεβάρης 2008
Μεταξύ 1985 και 1990, η ομάδα Os Cangaceiros έγινε αρκετά γνωστή μέσα από κάποιες ηχηρές δράσεις στη Γαλλία, και τώρα που οι Cangaceiros ανήκουν πια στο παρελθόν, είναι ίσως αυτές οι δράσεις τους που αξίζει να θυμηθούμε, ή μαλλον τα μαθήματα και η κριτική που μπορούμε να αντλήσουμε απ’ αυτές. Ωστόσο, η παρακάτω συζήτηση δεν σκοπεύει στο θαυμασμό, ούτε στην περιφρόνηση: απλά πιστεύω ότι θα ήταν κάπως χρήσιμη σε άλλους που ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν σε μια ανάλογου είδους αντίσταση.
Οι διάφορες πράξεις σαμποτάζ που διεξήγαμε αποδείκνυαν ότι μια χούφτα αποφασισμένων ανθρώπων μπορούν να πραγματοποιήσουν κάτι πιο αποτελεσματικό από τη συνηθισμένη συγγραφή φυλλαδίων και προκηρύξεων, όταν είναι να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια ή την αλληλεγγύη τους. Το 1985, η ιδέα ήταν να εξαπλώσουμε τα αιτήματα των εξεγερμένων κρατουμένων, παρενοχλώντας την κυκλοφορία των σιδηροδρόμων σε μια εκτεταμένη κλίμακα. Τα μπλόκα στις γραμμές των αυτοκινητοδρόμων και των τρένων έχουν μια μακριά παράδοση στους αγώνες των γάλλων εργατών, και χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα, θέλαμε να τονίσουμε ότι μια εξέγερση των φυλακισμένων είναι εξίσου έγκυρος κοινωνικός αγώνας όσο και οποιουδήποτε άλλου: όπως οι εργάτες κατεβαίνουν σε απεργία για μια αύξηση στους μισθούς, οι κρατούμενοι εξεγείρονται για μια μείωση των ποινών (και στις δυο περιπτώσεις βέβαια το διακύβευμα ξεπερνάει κατά πολύ τα δεδηλωμένα αιτήματα). Περιττό να πούμε πως το κράτος και τα μίντια δεν αναγνώριζαν κάτι τέτοιο, κάνοντας λόγω για τρομοκράτες που υποστηρίζουν εγκληματίες (ή το αντίθετο). Παρόλα αυτά, αυτή η ένδειξη αλληλεγγύης έγινε αποδεκτή μέσα στα κελιά των φυλακών, καθώς και ανάμεσα σε αρκετούς ανθρώπους έξω. Και καθώς αναφέροντας τις δράσεις μας, ο τύπος ήταν αναγκασμένος να κάνει αναφορά και στα αιτήματα των κρατουμένων, τους επέτρεπε έτσι να διαδοθούν και να γίνουν ευρύτερα γνωστά. Πρέπει ωστόσο να γίνει αναφορά σ’ αυτό, παρά τις παραληρηματικές κατηγορίες για τρομοκρατία, οι τέσσερεις άνθρωποι που είχαν μέχρι τότε κατηγορηθεί για τις δράσεις αυτές, τελικά τιμωρήθηκαν με σχετικά ήπιες ποινές, χάρη σε μια τοπική εκστρατεία υπεράσπισης, που βασίστηκε στην αντιστροφή της κατηγορίας περί “τρομοκρατίας”.
Παρότι δεν επιθυμούσαμε να αναπαράγουμε ες αεί αυτό το συγκεκριμένο είδος δράσης και να περνάμε όλον τον καιρό μας στις ράγες των τραίνων, καταφύγαμε σ’ αυτό ξανά τον Φλεβάρη του 1986, αυτή τη φορά υπέρ του Abdelkarim Khalki, ο οποίος επέδειξε την ευγενική του αίσθηση ιλίας και ανθρωπιάς αποπειρώμενος να απελευθερώσει τους φίλους του, Courtois και Thiollet, την ώρα που δικάζονταν. Παίρνοντας όλο το δικαστήριο, τον δικαστή και τους δημοσιογράφους ομήρους, μετά από 36 ώρες τελικά η απόπειρά του απέτυχε, αλλά όχι προτού προλάβει να “δικάσει τους δικαστές”, το δικαστικό σύστημα και την κοινωνία, ζωντανά σε ώρα αιχμής, στην τηλεόραση…Τώρα ο Khalki έκανε απεργία πείνας, ζητώντας ο υπουργός εσωτερικών να σεβαστεί την υπόσχεση που του χε δώσει να τον αφήσει να φύγει, σε αντάλλαγμα για την παράδοση των Triollet και Courtois. Έτσι ένα πρωί, χιλιάδες παριζιάνοι μπόρεσαν να βρουν μια καλή δικαιολογία για να φτάσουν με μεγάλη καθυστέρηση στη δουλειά τους, καθώς είχαμε παραλύσει σχεδόν ολόκληρο το δίκτυο του Μετρό, για πάνω από μια ώρα ρίχνοντας διάφορα βαριά αντικείμενα στις ράγες και κόβοντας κάποια από τα κεντρικά καλώδια ηλεκτροδότησης. Αφίσσες που κολλήθηκαν μέσα και γύρω απ’ τους σταθμούς ενημέρωναν τους πάντες για την υπόθεση του Khalki και τα αιτήματά του, κι έτσι αυτή η δράση ανάγκασε τον τύπο να αναφέρει την απεργία πείνας του Khalki που μέχρι τότε είχε αποσιωπηθεί πλήρως. Φυσικά, η κυβέρνηση δεν κράτησε ποτέ την υπόσχεσή της, και ο Khalki έλαβε μια βαριά ποινή. Όπως έγραφε και η αφίσσα μας “τί άλλο να περιμένει κανείς από το κράτος, παρά χτυπήματα και ψέμματα;”.
Οι δράσεις που καταφέραμε μεταξύ 1980-90 βασίστηκαν σε μια διαφορετική προοπτική. Αυτή τη φορά δεν ήταν μια άμεση απάντηση σε μια εξέγερση, η οποία είχε μόλις ξεσπάσει (2), αλλά συνέπεια της απόφασής μς να αντιπαρατεθούμε κάπως στη σχεδιαζόμενη κατασκευή νέων φυλακών που σήμαινε ότι θα μπορούσαμε να επιλέξουμε εμείς τον χρόνο και τα μέσα που θα βρίσκαμε πιο κατάλληλα, πέραν των προφανών λόγων για τους οποίους θα μπορούσε κανείς να νιώθει εξοργισμένος για την προοπτική κατασκευής 13.000 νέων ανθρώπινων κλουβιών. Είχαμε επίσης ένα προσωπικό ελατήριο για αντεπίθεση καθώς την προηγούμενη χρονία υποβληθήκαμε σε μια συστηματική παρενόχληση από την αστυνομία, που προσπαθούσε να εξαφανίσει τους Cangaceiros όσο λιγότερο “δημόσια” θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, εξαναγκάζοντάς μας σ’ ένα διαρκές κυνηγητό. Δεν ήταν δηλαδή υπερβολή να έχουμε στο μυαλό μας ότι αυτές οι φυλακές χτίζονται ΚΑΙ για εμάς, και σκεφτήκαμε ότι καθώς η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, αν ήταν να μας δέσουνε, καλύτερα να είναι για κάτι που να αξίζει τον κόπο. Ωστόσο, αυτό το συναίσθημα αγωνιώδους εγρήγορσης έπαιξε επίσης έναν επώδυνο ρόλο στην όλη φάση, καθώς το στοιχείο του παιχνιδιού, απαραίτητο σε κάθε είδους ανατρεπτική δραστηριότητα, έτεινε να παραχωρεί τη θέση του σε μια νευρωτική ψύχωση επίτευξης του μέγιστου αποτελέσματος.
Η τελική αναφορά που δημοσιεύσαμε σχετικά με αυτή την καμπάνια δίνει ίσως μια παραπλανητική εντύπωση ευκολίας και άνεσης. Στην πραγματικότητα, για πάνω από ένα χρόνο, πέφταμε με τα μούτρα στους τοίχους των (καλά φυλασσόμενων) κυβερνητικών γραφείων, ιδιωτικών επιχειρήσεων, ανεγειρόμενων κτιρίων και κρυφών βάσεων δεδομένων, με την εντύπωση ότι το σαμποτάζ μας δεν ήταν παρά μια μικρή καρφίτσα ενάντια σ’ ολόκληρον αυτόν τον τερατώδη μηχανισμό. Και, αντιμέτωποι με το συμπέρασμα αυτό, η πρώτη αντίδραση είναι να ανεβάσουμε τον πύχη μας, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε ένα επικίνδυνο (βλ. Ανεξέλεγκτο) ανέβασμα της έντασης. Επίσης, η υιοθέτηση μιας μακρόπνοης στρατηγικής από μια μικρή ομάδα κρούσης τείνει να παράγει την δική της “στρατιωτική” λογική, που αποξενώνει τα άτομα από μια πιο αποστασιοποιημένη και αυτοκριτική σκέψη, καθώς τα μέσα γίνονται τελικά σκοπός. Όσο μη-ιεραρχική και να είναι η ομάδα, όλοι νιώθουν ότι κάπου έχουν χάσει την πρωτοβουλία, κι έτσι μας πήρε τελικά αρκετό χρόνο να δούμε ότι είχαμε έναν πολύ πιο αποτελεσματικό και απλούστερο άσσο στο μανίκι μας, με την ευρεία κυκλοφορία των μυστικών σχεδίων και εγγράφων (για την κατασκευή νέων φυλακών) που είχαμε πάρει στα χέρια μας. Ωστόσο, αυτό δεν αποτέλεσε μια αλλαγή τακτικών, και θα ήθελα να αναφέρω μερικές πιο γενικές σκέψεις σχετικά με αυτό το ζήτημα.
Η πρώτη τέτοιοα έχει να κάνει με τις σχέσεις μας με τα μίντια. Το είδος των δράσεων σαμποτάζ που διεξάγαμε στα 1985-86 ήταν ιδιαίτερα εξαρτημένο από την κάλυψη των μίντια. Όσο και να μισεί κανείς τα μίντια, καταλήγει να εξαρτάται από τη δημοσιότητά τους, καθώς τί αξία έχει μια δράση αλληλεγγύης αν δρ φτάνει στην προσοχή αυτών που χρειάζεται; Κι έτσι, υποτάσσεσαι αυτοβούλως στην εξουσία τους, στην εξουσία τους να σε συκοφαντούν, να σε απονοηματοδοτούν προκειμένου να προκαλέσουν την καταστολή, ή απλά να μη σε αναφέρουν καθόλου αφήνοντάς σε απαρατήρητο. Στα 1989-90, ο τύπος είχε εμφανώς λάβει εντολές να αποσιωπά τις δραστηριότητές μας: ακόμη και οι τοπικές φυλλάδες, που δεν έχαναν ποτέ την ευκαιρία να κάνουν ολόκληρο ρεπορτάζ για το τρελό σκυλί που χτυπήθηκε σε τροχαίο, δεν ξόδευαν ούτε μια σειρά για την όποια εταιρία security που θα είχαμε αφήσει στάχτες, ή για τον αρχιτέκτονα φυλακών που θα χαμε γρονθοκοπήσει σε κάποιο παριζιάνικο δρόμο.
Με τη διανομή του ντοσιέ “13.000 αποδράσεις”, αναποδογυρίσαμε ολόκληρη αυτή την προβληματική. Πριν τα μίντια πάρουν χαμπάρι το παραμικρό, δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων ήξεραν ήδη τί είχε γίνει, για παράδειγμα, είχαμε στείλει το ντοσιέ σε όλα τα καφέ στις πόλεις όπου θα χτίζονταν νέες φυλακές, και οι “κατάσκοποί” μας εκεί μας ενημέρωσαν ότι εξέθρεψε συζητήσεις στα μπαρ καθ όλη τη διάρκεια της μέρας. Σύμφωνα με μια τοπική εφημερίδα, μια τρομοκρατημένη συνταξιούχος έτρεξε στο δημαρχείο της πόλης της, ρωτώντας αν ισχύει στ’ αλήθεια ότι οι κρατούμενοι θα μπορούσαν να δραπετεύσουν μέσα από τοίχους η κατασκευή των οποίων είχε σαμποταριστεί. Εκεί ανατύπωσαν το ντοσιέ που τους κατέθεσε (οι εκτυπωτές “άναψαν” εκείνη την μέρα, ανέφερε ένας δημοσιογράφος), το οποίο στη συνέχεια στάλθηκε στους ανωτέρους τους και πάει λέγοντας. Οι δημοσιογράφοι τότε ένιωσαν υποχρεωμένοι να προσκομίσουν κάποιο αντίτυπο ο καθένας στην εφημερίδα τους, κι έτσι μέχρι το τέλος της μέρας, τα νέα ταξίδεψαν από τις τοπικές φυλλάδες μέχρι τον κεντρικό τύπο, ώσπου στο τέλος ένας κυβερνητικός εκπρόσωπος αναγκάστηκε να καλέσει έκτακτη συνέντευξη τύπου προκειμένου να “καθυσηχάσει το κοινό” αναφορικά με τους πιθανούς κινδύνους αυτών των αποκαλυπτικών εγγράφων. Και καθώς αυτή τη φορά δεν είχαμε ανάγκη τα μίντια ως απαραίτητο ενδιάμεσο για να φτάσουμε το ευρύ κοινό, οι αναφορές τους ήταν πολύ περισσότερο συνεκτικές και ακριβείς απ’ ότι συνήθως, μέχρι και αστείες μερικές φορές. Η Le Figaro έστησε ένα ολοσέλιδο άρθρο με τίτλο “Αποδράσεις – οδηγίες χρήσης” στο οποίο αναπαρήγαγε ολόκληρο το γράμμα μας, ενώ μια άλλη εφημερίδα σχολίαζε: “Αυτοί οι Cangaceiros είναι εξίσου ρομαντικοί με τους προγόνους τους (τους βραζιλιάνους κοινωνικούς ληστές) αλλά καλύτερα οργανωμένοι!” Ο εκφωνητής του ATV News κατέληγε: “θα μπορούσε να το εκλάβει κανείς ως ένα χοντροκομμένο αστείο, μιας και οι άνθρωποι αυτοί είναι ήδη γνωστοί στην αστυνομία…”. Το ηθικό δίδαγμα σ’ αυτή την ιστορία: Ο καλύτερος τρόπος να χρησιμοποιήσεις τα μίντια (αντί να σε χρησιμοποιούν αυτά) είναι να προσπαθείς να τα προσπεράσεις. (4) Στην αρχή, πρέπει να κατασταθούν μη-αναγκαία ώστε η αντίδρασή τους να μην είναι παρά μια άμβλυνση του τί συνέβη, χωρίς να μας απορροφά στην ανάγκη τους.
Όμως, πίσω από την προβληματική των μίντια, ενυπάρχει ένα πολύ πιο ουσιώδες ερώτημα. Όσο περισσότερο προσπαθούσαμε να προκαλέσουμε συμπαγείς ζημιές στο σύμπλεγμα των φυλακών, τόσο περισσότερο το αίσθημα δυσφορίας αυξανόταν μεταξύ μας, το αίσθημα ότι δίνουμε έναν προσωπικό αγώνα μεταξύ ημών και του κράτους, μια πρόκληση η οποία, ως τέτοια, δεν θα μπορούσε προφανώς να κερδηθεί. Ήμασταν οι τελευταίοι των μοϊκανών σε μια απελπισμένη επίθεση ενάντια στα χλωμά πρόσωπα. Στην τελική, ήταν ελάχιστης σημασίας αν τελικά τα μίντια ανέφεραν αυτόν τον αγώνα ή όχι, κι αν θα διέγειραν τη συμπάθεια ή το μίσος μεταξύ του κοινού, και σε κάθε περίπτωση, το “κοινό” δε θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, παρά να παραμείνει ένα κοινό θεατών, παρακολουθώντας από μακρυά τον αγώνα. Ποτέ δε θεωρήσαμε τον εαυτό μιας μια αυτοθυσιαζόμενη πρωτοπορεία, ωστόσο βρήκαμε τους εαυτούς μας να ωθούνται σε μια γωνία όπου οι “καλές προθέσεις” μας δεν ήταν και πολύ χρήσιμες. Η επιλογή της δημοσίευσης των σχεδίων των φυλακών ήταν κάτι σαν μικρή απόδραση απ’ αυτό, καθώς απευθυνόταν, όχι πια σε θεατές αλλά σε δυνητικούς συνενόχους που θα μπορούσαν να στηρίξουν την πρωτοβουλία μας και να την πάνε παραπέρα. Και δούλεψε αρκετά καλά. Αν και είναι γεγονός ότι κάποιοι κρατούμενοι γνώριζαν για το ντοσιέ και είχαν ενθουσιαστεί με το θέμα, δε γνωρίζουμε κατά πόσο πραγματικά βοήθησε κάποιον έγκλειστο να βρεί τελικά μια διέξοδο έξω (ωστόσο σε κάθε αναταραχή στις φυλακές έκτοτε, ο τύπος δεν παρέλειπε να κάνει εκτενή αναφορά στα κλοπιμαία έντυπα του ντοσιέ που κυκλοφορούσαν ευρέως). Ωστόσο είναι σίγουρο ότι ήταν η παιγνιώδης μορφή που συμπεριλαμβανόταν στην υποκλοπή απαγορευμένων εγγράφων και την παράνομη διακίνησή τους που συνεισέφερε στην όλη διάδοση. Ακόμα και κόσμος που δεν μας είχε κάποια συμπάθεια, εκτίμησε αυτή την τρικλοποδιά που βάλαμε στο κράτος. Ωστόσο, αυτή η επιτυχία τελικά, ήταν ταυτόχρονα μια άρνηση της προηγούμενης προοπτικής μας, όσο περήφανοι κι ας ήμασταν γι αυτοί, μιας και τελικά το όλο θέμα μας είχε αφήσει εντελώς εξαντλημένους.
Για να ξαναγυρίσουμε λοιπόν στην αλλοτριωτική πλευρά της μακρόχρονης παράνομης δραστηριότητας: η στρατηγική της αστυνομίας απέναντί μας καθιστούσε έναν δίκαιο ορισμό αυτής της περιγραφής. Όπως έχω ξαναπεί, πιθανότατα υπολόγιζαν σε μια μεγάλη κατάρρευση, που θα κορυφονώταν μάλλον με μια θεαματική δίκη συμπληρωμένη με κατασκευασμένα στοιχεία, ενώ φαίνεται ότι είχαν προσπαθήσει επίσης να διεισδύσουν μέσα μας, ωθώντας μας να βάλουμε κάποιες βόμβες (5). Ωστόσο το κύριο ενδιαφέρον τους όλα αυτά τα χρόνια, ήταν να μας απομονώσουν μέσω μιας συνεχούς παρενόχλησης των πιθανών συμμάχων μας. Ξανά το Φλεβάρη του 1991, το σκάνδαλο των “13.000 αποδράσεων” ακολουθήθηκε από μια σκούπα με την κάλυψη των μίντια σε πολλές πόλεις, όπου 25 άνθρωποι ανακρίθηκαν, έγιναν έρευνες στα διαμερίσματά τους, ενώ το περιοδικό Mordicus που αναπαρήγαγε μέρος του ντοσιέ μας απειλήθηκε με νομικές κυρώσεις. Από τη στιγμή που ξεφορτώθηκαν την Action Directe το 1987, το γαλλικό κράτος έψαχνε για έναν νέο αναγνωρισμένο εσωτερικό εχθρό, και βρεθήκαμε εύκολα στην κορυφή της λίστας για έναν τέτοιο ρόλο. Είναι στοιχειώδης αστυνομική ψυχολογία ότι όσο περισσότερο ένα άτομο ή μια ομάδα αποκόπτεται από την υπόλοιπη κοινωνία, τόσο πιθανότερο είναι να ανεβάσει το επίπεδο της βίας, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε περαιτέρω απομόνωση. Η μιντιακή συσκότιση των ενεργειών μας ενάντια στις νέες φυλακές αναμφίβολα έπαιξε έναν τέτοιο ρόλο. Και οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι βρεθήκαμε εντελώς απροετοίμαστοι προς μια τέτοια κατεύθυνση. Πιστέψαμε ότι είχαμε ξεμπερδέψει με την κριτική της τρομοκρατίας, μιας και δεν χάναμε ευκαιρία να εκφράσουμε την περιφρόνησή μας για την AD, τη RAF, τις BR και τα συναφή, και γιατί αρνούμασταν να καταφύγουμε στα όπλα και τις βόμβες, “τα μέσα της δράσης μας είναι αυτά που χρησιμοποιούνται απ’ τον κάθε προλετάριο: το σαμποτάζ και ο βανδαλισμός”. Ωστόσο χάναμε το πιο ουσιαστικό σημείο: Σ’ ένα πλαίσιο κοινωνικής υποχώρησης, μια ομάδα ανθρώπων που ξεχωρίζονται και εξασκούν τη βίαια εξέγερσή τους μπορεί πανεύκολα να σταμπαριστεί, κι έπειτα να απομονωθεί και να συρθεί στο πεδίο του εχθρού – στο μπάτσο μες το κεφάλι σου – και έτσι καταντάς ασυνείδητα να προσαρμόζεις τη συμπεριφορά και το σκεπτικό σου στο δικό τους, κι αυτό είναι η πρώτη τους νίκη.
Αυτή η αντίθεση ήταν επίσης παρούσα στις λιγότερο δημόσιες πλευρές της δραστηριότητας μας, εννοώ τη διοργάνωση ληστειών ,”la reprise” – επανοικειοποίηση όπως έλεγαν και οι ιλλεγκαλιστές αναρχικοί των τελών του 19ου αιώνα. “Να μη δουλέψουμε ποτέ”: Δεν το πήραμε ποτέ ως ένα απλά ποιητικό σλόγκαν, αλλά σαν άμεσο πρόγραμμα. Φυσικά, η ληστεία είναι επίσης, από πολλές απόψεις, ένα είδος εργασίας, που όμως οι διαχωρισμοί της, η οργάνωση και τα αποτελέσματά της ανήκουν σε σένα. Να ζεις σ’ έναν ατέρμονο αγώνα σε κάνει να οξύνεις μερικές ικανότητες, και στο τέλος – αν ήταν όλα πετυχημένα! – σου δίνει την ευχαρίστηση ότι έχεις αντιτεθεί στην μοίρα που προοριζόταν για σένα. Τελικά, όπως το θέτει και ο Woody Allen στο Take the Money and Run, οι ώρες εργασίας είναι χαλαρές, γνωρίζεις ενδιαφέροντες ανθρώπους, και η αμοιβή είναι καλή… Τώρα, φυσικά ο σκοπός μας δεν ήταν να φάμε τα χρήματα σε σπορ αμάξια, παλάτια και σαμπάνιες (όχι ότι υπάρχει κάτι κακό με τα πολυτελή αγαθά!) ούτε να συσσωρεύσουμε κεφάλαιο για κάποια επιχειρηματική επένδυση. Κάθε φορά που καταφέρναμε συλλογικά να πάρουμε στα χέρια μας μια καλή μπάζα, το ερώτημα παρέμενε για το ποια θα έπρεπε να είναι η συλλογική χρήση της, που θα συναντούσε τις κοινωνικές μας φιλοδοξίες.
Επίσης, καθώς θέλανε να ξεκόψουμε εντελώς από εκείνον τον αφηρημένο ριζοσπαστικό λόγο που δε ξέρεις από που προέρχεται, θελήσαμε να μιλάμε από τη συγκεκριμένη θέση μας σ’ αυτόν τον κόσμο, ως παραβατικοί. Σ αυτό το επίπεδο, νιώθαμε πόσο μακρυά ήμασταν από τους παλιούς αναρχο-ιλλεγκαλιστές της Ισπανίας ή αλλού, που ανήκαν σε λειτουργικές κοινότητες, και των οποίων οι ληστείες θεωρούνταν κοινά ως κομμάτι και υπόθεση του τρέχοντος κοινωνικού αγώνα. Ο Durruti ένιωθε προσβεβλημένος όταν ο τύπος τον αποκαλούσε κακοποιό, ήταν ένας εργάτης μεταξύ άλλων εργατών, που τον αναγνώριζαν ως τέτοιον (6). Περιττό να πούμε, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά σήμερα που σχεδόν κάθε κοινότητα αγώνα και κοινωνική παράδοση έχει καταστραφεί. Φυσικά, τα χρήματα που αρπάζαμε μας επέτρεπαν έναν μεγαλύτερο βαθμό αλληλεγγύης και γενναιοδωρίας – χωρίς αυτά για παράδειγμα η εμπειρία της φίλης μας Andrea (στμ: εννοεί την μάχη της με τον καρκίνο, για περισσότερα κυκλοφορεί και στα ελληνικά από το “ξενοδοχείο των ξένων” το βιβλίο N’drea) θα ήταν αδύνατα. Αλλά και πάλι, τί ήμασταν ακόμη κι έτσι, παρά μια απομονωμένη ομάδα ανάμεσα σε απομονωμένα άτομα; Είχαμε ατελείωτες κουβέντες για να κάνουμε μια ντανταϊστική χρήση των χρημάτων, για την κοινωνικοποίησή τους, για την αντιμετώπιση της αναγκαιότητας του χρήματος, που τελικά δεν οδήγησαν πουθενά. Όχι ότι η ιδέα ήτανε λάθος – ακόμα πιστεύω ότι κάθε προσπάθεια να αντιπαρατεθείς στην κοινωνική αποσύνθεσει πρέπει να αντιμετωπίζει το χρηματικό ζήτημα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο – αλλά η εφαρμογή τους απαιτεί αναγκαστικά μια πολύ ευρύτερη βάση από μια ντουζίνα πάνω-κάτω ανθρώπων διωκωμένων – στο κυνήγι.
Το γεγονός ότι δεν συμβιβαστήκαμε ποτέ με τις υποκειμενικές φιλοδοξίες μας: Πέρα από τη θέλησή μας να συνεισφέρουμε κάπως σε ένα νέο κύμα κοινωνικής απειθαρχίας – ένας μακροπρόθεσμος στόχος με μια συνεπή φροντίδα για τα κατάλληλα μέσα, υπήρχε επίσης αυτή η άγρια παρόρμηση για άμεση εκδίκηση που μας έτρωγε όλους. Το τελευταίο που θέλω είναι να μιλήσω για μια εκδίκηση, με όρους θεαματικού μονομάχου που δε νοιάζεται για τις συνέπειες, μια επίδειξη ανθρωπιάς που δε παιδεύεται με παραπέρα εξηγήσεις, και όμως πάντα αποτυγχάνει να κερδίσει κάποια μαζική υπόγεια αναγνώριση (7). Και όσον αφορά τις δράσεις ενάντια στις φυλακές, το θέαμα αυτών των αρχιτεκτόνων να σχεδιάζουν προσεχτικά κλουβιά για ανθρώπινα όντα, των εργολάβων να τρίβουν τα χέρια τους με απληστία στην προοπτική των κερδών που θα απομυζούσαν, και των κρατικών λακέδων να επιτηρούν ψυχρά, μας έβαλε όχι λίγες φορές στον πειρασμό λιγότερο “συμβολικών” απαντήσεων. Όμως, θα φαινόταν πως, αντίθετα με κάθε συγκυρία, δεν ήμασταν ούτε τότε αρκετά απελπισμένοι για κάτι τέτοιο (8).
Στ’ αλήθεια, η καθημερινή ζωή στη Γαλλία (και την Ευρώπη) του 1980 δεν άφηνε πολλά περιθώρια για αισιοδοξίες. Όμως θα ερχόμασταν να αναμετρηθούμε μ’ αυτή την κατάσταση με μια τελική ματαιότητα, η οποία με τη σειρά της ενθάρρυνε έναν υπερβολικό βολονταρισμό σχετικά με τον αγώνα μας. Έχει κάποια σημασία λοιπόν, το ότι αν και δεν αντιλαμβανόμασταν τους εαυτούς μας ως “ακτιβιστές κατά των φυλακών”, όλες οι δράσεις μας ήταν πάντοτε εστιασμένες στις φυλακές, κάθε προοπτική μας ήτανε τόσο συμπαγής προς τα εκεί όσο ένας τοίχος φυλακής. Και δεν νομίζω να ήμασταν οι μόνοι που δεν παραπονιόμασταν απλώς για την υποχώρηση της επαναστατικής πλημμυρίδας των 60es/70es, χωρίς να αναρωτιώμαστε και τόσο αν οι “ριζοσπαστικές” αντιλήψεις και πρακτικές που ήμασταν φορείς τους δεν ήταν επίσης μέρος του προβλήματος.
Ιδιαίτερα, μιας και απευθύνομαι τώρα στους αγγλόφωνους αναγνώστες, γνωρίζω ότι αυτά τα σχόλια μπορεί πολύ εύκολα να περξηγηθούν από μερικούς ανθρώπους για να επιβεβαιώσουν τη γνωστή ατομικιστική τους στάση, που εκ των προτέρων απορρίπτει κάθε είδους συλλογικής απόπειρας ως “γόνιμο έδαφος για ιεραρχικές εξουσίες”, για την “αποξένωση του ατόμου από την ομάδα” κλπ. Εξακολουθώ να θεωρώ μια τέτοιου είδους κριτική άστοχη. Ισχύει, πως όσο οι άνθρωποι ενώνουν τις δυνάμεις τους για μακροχρόνιους στόχους, υπάρχουν ρίσκα για εξουσιαστικές διαμάχες, για εξειδικευμένους ρόλους, καταπίεση των συναισθημάτων πίσω από ένα πέπλο “αντικειμενικότητας”, και οι Os Cangaceiros δεν αποτέλεσαν εξαίρεση για όλα αυτά. Όμως τίποτα απ’ αυτά δεν αποτελεί λόγο να καθήσει κανείς αναπαυτικά περιμένοντας πότε “θα έρθει η επανάσταση” για να του λύσει ως δια μαγείας όλα αυτά τα προβλήματα: Υπάρχουν ούτως ή άλλως, και ως τέτοια είναι μέρος του πειραματισμού μιας συλλογικής δραστηριότητας, από τον οποίο μπορούμε να μάθουμε πολλά ενδιαφέροντα διδάγματα. Το πραγματικό ερώτημα είναι μάλλον το να φτάσουμε και να διατηρήσουμε ένα επαρκές επίπεδο ρευστότητας μεταξύ της ομάδας και του κοινωνικού περιβάλλοντός της. Αν αποτύχουμε εκεί, η ομάδα τείνει να ακολουθήσει μια διαχωρισμένη λογική, να γίνει αυτοσκοπός – ένα είδος αυτισμού, το οποίο με τη σειρά του εντείνει τις “δια-προσωπικές” συγκρούσεις.
Σε όλα αυτά τα χρόνια ασχοληθήκαμε μανιωδώς με την ιδέα της δημιουργίας ενός μεγάλου σκανδάλου, κάτι στην παράδοση του νταντά- του σουρρεαλισμού- των καταστασιακών: μια σαφής και θεαματική πράξη που να εξέφραζε την πιο συνεκτική άρνηση που υπέσκαπτε αυτήν την κοινωνία, και κατά κάποιο τρόπο οι “13.000 αποδράσεις” ήταν κάτι τέτοιο. Ωστόσο, γευτήκαμε τα όρια μιας τέτοιας ιδέας. Η κύρια αδυναμία των περισσότερων από τους προ1968 ριζοσπάστες αγκιτάτορες ήταν η αδυναμία τους να δημιουργήσει σχίσματα στη συνοχή της κοινωνίας που να χουν διάρκεια, μέσω μιας υπομονετικής κατασκευής κοινωνικών δεσμών με διάφορα μέσα και πρωτοβουλίες. Η “ριζοσπαστική” συμπεριφορά πολύ συχνά εσώκλειε τον εαυτό της σε μια απλοϊκή άρνηση της κοινωνίας σε κάθε επιμέρους και ιδιαίτερη λειτουργία της, αντί να προσπαθήσει να ανοίξει έναν νέο δρόμο μέσα στο περιορισμένο έδαφος. Τίποτα παραπάνω από τα συνήθη σχόλια εξωτερικού παρατηρητή σχετικά με αγώνες που λάμβαναν χώρα (συχνά με μια στάση “ήδη ξέραμε το τέλος της ταινίας), ή, με έναν λιγότερο παθητικό τρόπο, δράσεις hit-‘n’-run οι οποίες ήταν πάντοτε ανίκανες να αποκτήσουν κάποια διαρκή δυναμική επιρροή (9). Κάτι τέτοιο ίσως είχε κάτι να πει σε μια περίοδο που μια επαναστατική κατάσταση φαινόταν στα πρόθυρα (δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο, Μάης ’68 ή τίποτα), αλλά σήμερα δεν είναι πλέον έτσι. Και επειδή οι Cangaceiros ωθούσαμε στα όριά της μια τέτοια αντίληψη, ζώντας την σαν ολική πρόκληση, νιώσαμε ιδιαίτερα τραυματισμένοι όταν μας οδήγησε σε ένα ριζοσπαστικό αδιέξοδο: Μοναχικοί καπετάνιοι σε μια θάλασσα μπελάδων.
Χωρίς πικρία εδώ όμως. Υπήρξε μια περιπέτεια, σε μια εποχή όπου κάθε περιπέτεια είναι μάλλον μια φάρσα. Και ευτυχώς, αντίθετα με την μοίρα των περισσότερων παράνομων ομάδων, δεν κατέληξε σε μια τραγική ρότα (κι ότι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό). Επειδή ακριβώς ήταν μια περιπέτεια, δεν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος να κρατήσει πιο πολύ απ’ όσο το θέλανε οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της. Τελικά, το μόνο στο οποίο θα συμφωνούσαν οι Cangaceiros ήταν στο ότι μια τέτοια ένωση δεν ήταν πλέον επιθυμητή, κι ο καθένας ακολούθησε το δρόμο του, προσπαθώντας να κάνει πράξη τα όσα κέρδισε από όλη αυτή την ιστορία. Συνεπώς, θα αφήσω ανοιχτή την ερώτηση, αν η εμπειρία αυτή ήτνα απλά μια καθυστερημένη εκδήλωση του μετά1968 ριζοσπαστισμού, ή αν αντίθετα κουβαλούσε τα σπέρματα ενός νέου που θα έρθει.
Leopold ROC. May 1995.
1. Αυτό το κείμενο αντανακλά τις προσωπικές μου απόψεις για το ζήτημα και αν και προέρχονται από μια συλλογική σκέψη, είναι πιθανό αρκετοί από τους πρώην πρωταγωνιστές να μη συμφωνούν.
2. Ακόμη κι αν το θεωρούμε μέρος του αγώνα στις φυλακές, η κατάσταση έχει αλλάξει από το 1985, χάρη σε έναν αριθμό ατόμων και ομάδων τόσο μέσα όσο κι έξω απ’ τα κελλιά. Πέρα από σποραδικές εξεγέρσεις, ένα κίνημα έχει αρχίσει να οργανώνεται, πχ εθνικής εμβέλειας απεργείες, επιτροπές αγώνα φυλακισμένων, δημόσια συμπαράσταση όταν κρατούμενοι εμφανίζονται στα δικαστήρια για συμμετοχή σε εξεγέρσεις. Εκπληκτικά κριτικά κείμενα επίσης δημοσιεύτηκαν στα υπόγεια περιοδικά των κρατουμένων. Αυτό το κίνημα φαίνεται να έχει σβήσει αυτή τη στιγμή.
3. Για παράδειγμα, σύμφωνα με έναν απ’ αυτούς, οι πιο μαχητικοί ανθρακορύχοι του Yorkshire είχαν επίσης αυτή την εμπειρία στη διάρκεια της απεργίας τους του 1984-85: Ήταν τόσο απορροφημένοι στην καθημερινή οργάνωση πικετοφοριών και ομάδων κρούσης που δεν είχαν καθόλου χρόνο να συζητήσουν τις γενικές προοπτικές του αγώνα (σε ένα στρατό άλλωστε, μόνο οι στρατηγοί επιτρέπεται να συζητούν για στρατηγική). Ωστόσο, οι γυναίκες των ανθρακωρύχων που βρίσκονταν στις κουζίνες για να μαγειρέψουν είχαν όλο το χρόνο και τη διάθεση για πολύ βαθύτερες σκέψεις.
4. Ένα καλό παράδειγμα είναι οι χάκερς εκείνοι που ανεβάζουν τα κρυφά δεδομένα που έχουν ξετρυπώσει στο ίντερνετ κι από κεί σε εκατομμύρια πιθανούς χρήστες, καθιστώντας αδύνατη μια συσκότισή.
5. Σύμφωνα με τα όσα έγραφε η Le Figaro τον Νοέμβρη του 1990, για τα οποία έχουμε κάποιες βάσεις να τα πάρουμε στα σοβαρά. Από το 1983 ήδη, ένας X. Raufer έγραψε ένα βιβλίο “για την κοινωνική βία” όπου υπογράμμιζε το ρόλο μας ως μια ομάδα πικρόχολων ημι-διανοουμένων ανυπόμονων να φουντώσουν τις φλόγες οπουδήποτε ξεσπούσε μια φωτιά! Την εποχή που ξεκίνησαν οι αστυνομικές επιχειρήσεις εναντίον μας, ο Raufer είχε γίνει προσωπικός σύμβουλος σε ζητήματα ασφαλείας του Pasqua, υπουργού εσωτερικών που είχε υποσχεθεί να “χρησιμοποιήσει την ανατροπή ενάντια στους ανατρεπτικούς”.
6. Τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά για τους “τραγικούς ληστές” όπως η συμμορία Bonnot που αρνήθηκε την κοινωνία για χάρη ενός ανέλπιδου live fast die young, στάση που εξηγείται καλύτερα αν αναλογιστούμε το ότι ήδη ξημέρωνε η εποχή του σφαγείου του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
7. Το καλύτερο τέτοιο παράδειγμα στη Γαλλία παραμένει ο Jacques Mesrine.
8. Τον Οκτώβρη του 1994, σε μια αναφορά σε δυο νεαρούς αναρχικούς που κατηγορούνταν για το φόνο δυο μπάτσων κι ενός οδηγού ταξί στο Παρίσι, ένα γαλλικό περιοδικό ανέφερε επίσης τους Os Cangaceiros ως ένα ακόμη παράδειγμα “σκοτεινού αναρχικού μηδενισμού”