Categories
Meeting

Η διάλυση μιας σχέσης; Σκέψεις για την κρίση – Meeting

Η διάλυση μιας σχέσης; Σκέψεις για την κρίση

Η ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής τέμνεται από κρίσεις. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κρίση είναι ο τρόπος λειτουργίας, το modus operandi του κεφαλαίου, ή της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Κάτι τέτοιο αληθεύει στον βαθμό που το κεφάλαιο, η αυτο-αξιοποίηση της αξίας, η αυτο-επέκταση του αφηρημένου πλούτου, είναι ανά πάσα στιγμή η διεκδίκηση άντλησης υπεραξίας στο μέλλον: η συσσώρευση του κεφαλαίου σήμερα, είναι ένα στοίχημα για την εκμετάλλευση του προλεταριάτου αύριο.

Η κρίση σήμερα έχει πάρει την μορφή μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ενώ η προοπτική μιας πλήρους οικονομικής κρίσης φαίνεται ολοένα και πιο κοντά. Αυτές οι δυο κρίσεις δε συνδέονται απλά με μια σχέση αιτίου-αιτιατού (με όποιον τρόπο κι αν έθετε κανείς τη σχέση). Είναι όμως διαφορετικές εκδηλώσεις της ίδιας υφέρπουσας κρίσης – της κρίσης της συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία είναι την ίδια στιγμή κρίση στη σχέση της εκμετάλλευσης μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου.

Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο είναι η μορφή του κεφαλαίου που συνδέεται πιο στενά με την καθαρή έννοιά του, στην οποία η πληθώρα των βυζαντινισμών του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου μπορεί να περιοριστεί στη διαδικασία όπου το χρήμα γεννά περισσότερο χρήμα, ή η αξία γεννά περισσότερη αξία. Η σχέση μεταξύ χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και παραγωγικού κεφαλαίου, ή μεταξύ της χρηματιστικής και της πραγματικής οικονομίας, στιγματίζεται, απ’ την μία, απ’ την πειθαρχία που επιβάλει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο στο παραγωγικό κεφάλαιο, και απ’ την άλλη, απ’ την δυνατότητα και την πραγματική τάση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου να “ξεφεύγει” – να ξεπερνά κατά πολύ τις δυνατότητες αξιοποίησης που παρέχονται τελικά απ’ την κερδοφόρα εκμετάλλευση της εργασίας, της εργατικής δύναμης.

Αυτή η σχέση μεταξύ χρηματοπιστωτικού και παραγωγικού κεφαλαίου, ή μεταξύ χρηματοπιστωτικού συστήματος και πραγματικής οικονομίας, αν και υπήρχε πάντοτε υπό κάποια μορφή στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δεν έχει μείνει αναλλοίωτη. Ήδη από την παγκόσμια κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου, ή ειδωμένης από διαφορετική γωνία, την κρίση των καπιταλιστικών ταξικών σχέσεων στα τέλη του ’60-αρχές ’70 (που σηματοδοτήθηκε από ένα κύμα ταξικών αγώνων, βιομηχανικής και κοινωνικής αναταραχής), η χρηματιστικοποίηση υπήρξε βασικό συστατικό της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και αντεπίθεσης – δηλαδή της παγκόσμιας αναδιάρθρωσης της σχέσης μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου. Από την μια, η χρηματιστικοποίηση υπήρξε το όχημα πάνω στο οποίο η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης ενσωματώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα (με την ανάδυση και ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία νέων πόλων συσσώρευσης στις οικονομίες “BRICS”: Βραζιλία, Ρωσσία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική κλπ), κι απ’ την άλλη, έγινε ένα μέσο με το οποίο η εδραιωμένη θέση του υψηλόμισθου προλεταριάτου στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες θα μπορούσε να αποδυναμωθεί. Οι δυο αυτές πτυχές της χρηματιστικοποίησης αντιστοιχούν από κοινού στην ενσωμάτωση του κυκλώματος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης με το κύκλωμα αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Με την αυξανόμενη χρηματιστικοποίηση της σχέσης μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου, οι εργατικοί μισθοί στις ανεπτυγμένες οικονομίες καθηλώθηκαν, και η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης διαμεσολαβείται ολοένα και περισσότερο απ’ την πίστωση (στεγαστικά δάνεια, καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες, επένδυση των συνταξιοδοτικών ταμείων στο χρηματιστήριο και σε αγορές χρήματος). Αυτή η νέα διαμόρφωση της ταξικής σχέσης προσέφερε σε πολλά, όχι όμως σε όλα, στρώματα του προλεταριάτου στις ανεπτυγμένες οικονομίες άνοδο του βιοτικού επιπέδου, συνδεδεμένη με έναν πληθωρισμό των τιμών. Η καπιταλιστική αντεπίθεση και αναδιάρθρωση περιέλαβε θεμελιώδεις μεταβολές της ταξικής σχέσης μέσω της ήττας του παλιού εργατικού κινήματος και της απαξίωσης των θεσμών του (κόμματα και συνδικάτα) που προήγαγαν μια ολοένα και αυξανόμενη εξουσία του προλεταριάτου εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η νέα μορφή της ταξικής σχέσης και η χρηματιστικοποίηση της σχέσης αυτής εξαρτάται τελικά απ’ την ικανότητα του κεφαλαίου να αποσπά αρκετή υπεραξία στην παγκόσμια οικονομία (αυξάνοντας την παραγωγικότητα και εντατικοποιώντας την εργασία).

Η παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση έχει τις ρίζες της εν μέρει στα δάνεια υψηλού κινδύνου (subprime loans) και τις υποθήκες που στηρίζονταν στη συνεχή ανοδική τάση της αγοράς κατοικίας, και τον πληθωρισμό της κεφαλαιακής αξίας (μετά την κατάρρευση της προηγούμενης φούσκας κεφαλαιακής αξίας, την έκρηξη στα dot.com), με τεράστια ποσά πλασματικού κεφαλαίου που γεννιούνται από την μόχλευση που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες, επενδυτικά ταμεία, ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια κλπ). Η χρηματοπιστωτική έκρηξη τελικά ξεπέρασε τις δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας – δηλαδή του παραγωγικού κεφαλαίου – να αποσπάσει υπεραξία μέσω της εκμετάλλευσης των εργαζομένων στην παραγωγή (είτε αυτή η παραγωγή είναι “υλική” είτε “άυλη”). Κατά συνέπεια, είμαστε μάρτυρες μιας μαζικής “διόρθωσης” – η πτώση των χρηματιστηριακών αγορών, της αγοράς κατοικίας – με μαρξικούς όρους δηλαδή απαξίωση κεφαλαίου (εκφρασμένη σε αποσβέσεις, defaults, χρεωκοπίες, συγχωνεύσεις και ξεσκαρτάρισμα χρηματοπιστωτικών θεσμών, και πλέον την μισο-εθνικοποίησή τους από τα καπιταλιστικά κράτη).

Έτσι, η προϋπάρχουσα τάση προς υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου (είτε αυτή η τάση γίνεται κατανοητή ως κυκλική ή ανεξάρτητη), κατά την οποία η παραγωγική επένδυση του κεφαλαίου δεν είναι πλέον ικανή να καλύψει τις απαιτήσεις αξιοποίησής της, επιδεινώνεται από την τάση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου για δημιουργία πλασματικού κεφαλαίου (μέσα από την μόχλευση, τη χρηματοδότηση του χρέους, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/”futures”, δικαιώματα προτίμησης/”options”, παράγωγα, και μια αύξουσα πληθώρα σύνθετων και δαιδαλώδων χρηματοπιστωτικών εργαλείων). Παρόλο που το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο πειθαρχεί το παραγωγικό κεφάλαιο (και το παραγωγικό κεφάλαιο πιστωτικοποιείται ολοένα και περισσότερο), η απόσπαση υπεραξίας μέσω της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου δεν μπορεί να συμβαδίσει με την απαίτηση αξιοποίησης που αξιώνει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.

Το κεφάλαιο είναι σε κρίση. Η κρίση επιβεβαιώνεται ως απαξίωση. Η απαξίωση είναι ο μόνος τρόπος του κεφαλαίου να θέσει για τον εαυτό του τα θεμέλια ενός νέου γύρου συσσώρευσης, και περιλαμβάνει την πειθάρχηση της εργατικής τάξης ούτως ώστε να δεχθεί του νέους όρους της εκμετάλλευσης. Ωστόσο, αυτό θέτει σε κίνδυνο την ίδια την αναπαραγωγή της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Για να αποφύγει την κρίση αυτή, η εθνικοποίηση των τραπεζών δεν είναι επαρκής. Η οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με την ύφεση και το φάσμα του αποπληθωρισμού. Οι κρατικοί διαχειριστές του κεφαλαίου είναι πιασμένοι σε μια διπλή παγίδα: με τα τεράστια ελλείματα του προϋπολογισμού να εκτοξεύονται από τη χρηματοδότηση της διάσωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος (μέσω της αγοράς τοξικών ομολόγων, τη χορήγηση κεφαλαίου στις τράπεζες και τις εγγυήσεις νέου δανεισμού), οι ελλειματικές δαπάνες στις οποίες θα έπρεπε να εμπλακούν τα καπιταλιστικά κράτη προκειμένου να συγκρατήσουν τα επίπεδα ικανοποιητικής ζήτησης στην οικονομία θα είναι ολοένα και πιο δύσκολο να χρηματοδοτηθούν. Το ζήτημα της πιστοληπτικής ικανότητας των τραπεζών επιβεβαιώνεται τώρα σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο ως αμφίβολη πιστοληπτική ικανότητα των καπιταλιστικών κρατών (των κεντρικών τραπεζών και κρατικών ομολόγων).

Το κεφάλαιο ίσως βρει μια διέξοδο από την κρίση: θα επιδιώξει να διατηρήσει ή να αυξήσει την κερδοφορία στην πραγματική οικονομία μέσω συμπίεσης των μισθών (αν και αυτό θα έχει αντίστροφα μια αποπληθωριστική επίδραση) και την εντατικοποίηση της εργασίας (την αύξηση δηλαδή της εκμετάλλευσης των εργαζομένων) – με άλλα λόγια, στρατηγικές αύξησης τόσο της σχετικής όσο και της απόλυτης υπεραξίας. Η διέξοδος αυτή από τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, περιλαμβάνει την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης σε πλανητική κλίμακα και μια κρίση της σχέσης μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου. Τον 19ο και τον 20ο αιώνα, μέχρι την καπιταλιστική αναδιάρθρωση του 1970-80, το προλεταριάτο μπορούσε να επιβεβαιώνεται ως ο θετικός πόλος στη σχέση της εκμετάλλευσης. Τώρα, καθώς η αναπαραγωγή του προλεταριάτου διαμεσολαβείται ολοένα και περισσότερο απ’ το χρηματοπιστωτικό σύστημα, κι έτσι γίνεται άμεσα συνυφασμένη με την αναπαραγωγή του κεφαλαίου (με αποτέλεσμα η αναπαραγωγή αυξανόμενων στρωμάτων του προλεταριάτου να γίνεται ολοένα και πιο επισφαλής, όπως προκύπτει κι απ’ το τρέχον κύμα κατασχέσεων), και καθώς η χρηματιστικοποίηση ενισχύει την ενσωμάτωση στην καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης σε πλανητική κλίμακα, τα ίδια τα μέσα που ως έναν βαθμό χρησιμοποιεί το κεφάλαιο για να βγει από την κρίση, απειλούν να πυροδοτήσουν μια κρίση σε υψηλότερο επίπεδο – στο πεδίο της αναπαραγωγής της ίδιας της ταξικής σχέσης.

Πηγή: Κείμενο των Endnotes για το Meeting [en/fr], 02/11/2008