Ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ για παιδιά – Marcel Marien
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια νεράιδα, που τη λέγανε Ιουλιέττα. Ήταν γλυκιά, χαριτωμένη και πολύ όμορφη, και τη φωνάζανε η νεράιδα των μήλων, γιατί είχε δυο μικρά μήλα στο στήθος της. Αυτά τα φρούτα ήταν ολοστρόγγυλα και είχαν μια υπέροχη μυρωδιά, και τα προσέφερε σε όποιον της ζητούσε να τα γευτεί. Κι όμως, παρόλο που τα δάγκωναν όλοι, τα μήλα της παρέμεναν ολόκληρα και γεμάτα, και είχαν επίσης ένα τέλειο σχήμα.
Στην ίδια όμως χώρα όπου ζούσε η νεράιδα, υπήρχε κι ένα τέρας με το όνομα Σαιν-Φοντ. Ήταν φρικιαστικά άσχημος και οπουδήποτε πήγαινε επικρατούσε η απελπισία. Ήταν οπλισμένος με ένα τεράστιο ραβδί 14μιση ιντσών, που με τον καιρό είχε γίνει ένα με το σώμα του, και το οποίο ήταν το όργανο με το οποίο διέπραττε τα τρομερά εγκλήματά του. Το ραβδί αυτό ήταν μαγικό. Το τέρας ωστόσο είχε γεννηθεί καλό, και είχε παραμείνει τέτοιο, μέχρι που στην ηλικία των 7 ετών, όταν ακόμα ήταν ένα μικρό αγόρι, μια κακιά νεράιδα με το όνομα Φύση τον καταράστηκε με την τραγική μοίρα να έχει αυτό το ραβδί τόσο κολλημένο κάτω από την κοιλιά του που δεν μπορούσε να το βγάλει. Κι έτσι, εξαιτίας αυτού του τρομερού όπλου, το αγόρι μεγαλώνοντας έγινε, παρά τη θέλησή του, ένα αισχρό τέρας που στεναχωρούσε ολόκληρη τη χώρα.
Όμως πολλά περίεργα πράγματα λέγονταν για το ραβδί αυτό. Για παράδειγμα, ότι όταν δεν χρησιμοποιούνταν, ήταν μαλακό και νερουλό, σαν να μην ήταν παρά ένα σακούλι από δέρμα που το κρατούσε. Όμως κάθε φορά που κάποιο από τα θύματά του πλησίαζε το τέρας, το τρομερό ραβδί αυξανόταν αμέτρητες φορές, σε σημείο σχεδόν να εκρήγνυται το δέρμα που το κάλυπτε, και τραβούσε το τέρας με τόσο μεγάλη δύναμη που το οδηγούσε, καλώς ή κακώς, να διαπράτει το οποιοδήποτε απαίσιο έγκλημα του υπέβαλλε αυτό το μαγικό όπλο.
Ένα όμορφο καλοκαιρινό απόγευμα, η γλυκιά νεράιδια Ιουλιέττα μάζευε λουλούδια σε ένα λειβάδι όταν ξαφνικά βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον τρομερό Σαιν-Φοντ. Δεν πέρασε μια στιγμή που την αντίκρισε όταν το ραβδί του τινάχτηκε φτάνοντας σ’ ένα τρομαχτικό μέγεθος, και έσυρε ολόκληρο το τέρας προς την μεριά της Νεράιδας. Ήταν μεγάλο και κόκκινο και φαινόταν σαν να πίνει συνέχεια αίμα, και έβγαζε μια λάμψη τόσο εκθαμβωτική που το έκανε να δείχνει ακόμα πιο φοβερό. Όμως η Ιουλιέττα δεν φοβήθηκε, και αντί να τρέξει να σωθεί, πλησίασε το τέρας και έβαλε τα γέλια: “Κοίτα liege***** μου”, είπε βγάζοντας το φόρεμά της. Και με κάποιο μαγικό μια φρέσκια πληγή εμφανίστηκε στο σώμα της. “Πως μπορείς να με βλάψεις, μιας και έχω ήδη πληγή;” Και με τα λεπτά δάχτυλά της, η Ιουλιέττα πείραξε ελαφρά τις άκρες της πληγής, σαν να ήθελε να αποδείξει ότι ήταν αληθινή. Το τέρας μπορούσε τότε να δει ότι το εσωτερικό της πληγής αυτής ήταν ροζ και πολύ βαθύ. Όμως το μαγικό ραβδί του δεν πτοήθηκε. Τινάχτηκε προν την Ιουλιέττα, τραβώντας το κακόμοιρο τέρας μαζί του, και πριν προλάβει καλά-καλά να ρίξει την καλή νεράιδα στα γρασίδια, ξεκίνησε να σκάβει με μανία βαθιά μεσα στην παραμυθένια πληγή, ανοίγοντας προς τα πάνω ολόκληρο τούνελ. Μετά από λίγο, το ραβδί βγήκε και πάλι έξω, αλλά μόνο γιατί ήθελε να χωθεί κάπου αλλού, στη σάρκα της Ιουλιέττας, κοντά στην πληγή, όταν μια νέα πληγή εμφανίστηκε, μέσα στην οποία το τυφλό όπλο βυθίστηκε σαν λυσσασμένο. Τη στιγμή εκείνη, η Ιουλιέττα, που είχε το βλέμμα της στραμμένο στο τέρας που έσκυβε πάνω της, αναγνώρισε βαθιά μέσα του την γλυκιά ευγένεια του ανθρώπου που γεννήθηκε καλός, και της γεννήθηκε μια βαθειά συμπάθεια προς το άτομο αυτό. Του προσέφερε τότε το ένα μετά το άλλο τα μήλα που είχε στο στήθος της, και έβαλε το τέρας να τα γευτεί σχεδόν με το ζόρι. Αυτός, τα δάγκωσε απαλά, τόσο πολύ που η νεράιδα δάκρυσε. Με μια επιδέξια κίνηση απαγκιστρώθηκε από το ραβδί που την πλήγωνε και γονάτισε μπροστά στο τέρας, κρατώντας το όρθιο. Θαρραλέα, έφερε το στοματάκι της γύρω από το τρομερό ραβδί του παρόλο που ήταν τόσο τεράστιο, κατόρθωσε να το βολέψει στο στόμα της, γλιστρώντας το απαλά ανάμεσα απ’ τα χείλη της. Και ξαφνικά, δίχως να έχει την παραμικρή ιδέα για το τί έμελλε να συμβεί, μόλις το ραβδί καρφώθηκε τόσο βαθιά στο πίσω μέρος του λαρυγγιού της, πνίγοντάς τη σχεδόν, και με ένα γρήγορο κλείσιμο των δοντιών, κατάπιε το μαγικό ραβδί βαθιά στο στομάχι της, κόβοντάς το, κι έπειτα το έφτυσε πάλι πίσω, πάνω στο έδαφος. Και τότε, το φρικαλέο όπλο καταλήφθηκε από τρομερές δονήσεις, πάλλονταν και σερνόταν σαν φίδι, ώσπου τελικά ακινητοποιήθηκε και μετατράπηκε σε πέτρα.
Απευθερωμένος επιτέλους από το αισχρό όργανό του, ο Σαιν-Φοντ δεν ήταν πια ένα τέρας. Είχε μετατραπεί και πάλι σε έναν καλό άνθρωπο. Κι έτσι, παντρεύτηκαν με την μικρή νεράιδα, αν και, όλως περιέργως, δεν έκαναν ποτέ παιδιά…
Τέλος.
[Πηγή: το γαλλικό λεττριστικό περιοδικό “Γυμνά Χείλη”, τεύχος 5, Ιούνιος 1955]
[Μετάφραση στα αγγλικά: Jordan ML, 2005 – Live free or buy trying! ]
[Μετάφραση στα ελληνικά: Δ., Αύγουστος 2007]