Πηγή: marxists.org (αγγλική μετάφραση του Andy Blunden, 2003)
Tίτλος πρωτοτύπου: Auguste Blanqui. Instruction pour une prise d’armes, 1866
Ο Λουδοβίκος-Αύγουστος Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui, 1805-1881) ήτανε γιός ενός υποέπαρχου της περιοχής της Νίκαιας, στα σύνορα της Γαλλίας με την Ιταλία. Από την εφηβεία του ήδη συμμετείχε σε οδομαχίες στο πλευρό των Καρμπονάρων και ενάντια στην μοναρχία, τραυματίστηκε μάλιστα σοβαρά στα μπάχαλα της οδού Saint-Denis το 1827. Στη συνέχεια συμμετείχε στην έκδοση εφημερίδων και στις περισσότερες αντιμοναρχικές “συνωμοσίες” της εποχής. Το 1830 συμμετείχε στην Ιουλιανή Επανάσταση που αποκαθήλωσε τον Κάρολο τον Ί. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος των Φίλων του Λαού (Amis du Peuple) και την Λίγκας των Δικαίων, που πυροδότησε την εξέγερση του Μάη 1839 στο Παρίσι. Στη συνέχεια ακολουθεί μια μακρά πορεία φυλακίσεων και μια σύντομη απελευθέρωση με την επανάσταση του 1848, που του επέτρεψε και να συνεχίσει τη δράση του πρωτοστατώντας σε ακόμα δυο αποτυχημένες εξεγέρσεις το 1870. Με την ανακήρυξη της Κομμούνας το 1871, οι Κομμουνάροι τον εκλέγουν τιμητικά σε πρόεδρο, ο ίδιος όμως δε θα κατορθώσει να παίξει πραγματικό ρόλο στα γεγονότα, καθώς είχε συλληφθεί λίγες μέρες πριν από τον Θιέρσο. Οι εξεγερμένοι προτείνουν την απελευθέρωση όλων των εθνοφρουρών που κρατούν ομήρους σε αντάλλαγμα για τον Μπλανκί, ωστόσο ο Θιέρσος αρνείται. Ο Μπλανκί θα αποφυλακιστεί τελικά το 1872 βαρυά άρρωστος, για να πεθάνει λίγα χρόνια αργότερα, χωρίς να σταματήσει στιγμή την επαναστατική προπαγάνδα. Ο Μαρξ θα γράψει πως ο Μπλανκί ήταν ο ηγέτης που έλειπε από την Κομμούνα. Ωστόσο ο Μπλανκί δεν είναι μαρξιστής. Σε αντίθεση με τον Μαρξ, δεν αποδίδει έναν επαναστατικό ρόλο στο προλεταριάτο, καθώς πιστεύει ότι για την επανάσταση αρκεί η κινητοποίηση μιας μειοψηφίας που θα εγκαταστήσει μια προσωρινή δικτατορία με τη βία, ώστε εξολοθρεύοντας όλα τα στοιχεία του παλιού κόσμου, να εγκαθιδρυθεί ο σοσιαλισμός, για τον οποίον, σε αντίθεση με τους Ουτοπιστές Σοσιαλιστές της εποχής, θεωρούσε ότι θα παραχθεί σχεδόν αυτόματα την “επόμενη μέρα”.
Ένας στρατός καθ’ εικόνα και ομοίωση του καπιταλιστικού, για έναν σοσιαλισμό καθ’ εικόνα και ομοίωση του καπιταλισμού.
Αναπόσπαστο μέρος της οπτικής του, οι προτροπές του Μπλανκί για “οργάνωση”, με την έννοια μιας συγκεντρωτικής ιεραρχίας, είναι για τις σημερινές ταραχές εξίσου ξένες όσο και αδιανόητες. Προέρχονται άλλωστε από μια εποχή στην οποία ο αναπτυσσόμενος καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει παράγει κοινωνικά δυο αρκετά σαφή στρατόπεδα: αυτό του κόσμου της εργασίας, των παραγωγών αυτού του κόσμου (και μαζί αρκετών φτωχοδιαβόλων, μικροαπατεώνων κλπ αλλά με μια έστω και περιοδική σχέση με τη χειρωνακτική εργασία και σχεδόν πάντα μια “εργατική ταυτότητα” που αναπτύσσεται σε μια “δική της” οριοθετημένη χωροταξία και κουλτούρα, στις εργατικές γειτονιές, στις μπυραρίες, στα λαϊκά τραγούδια, στη γλώσσα, στην ενδυμασία κλπ), κι απ’ την άλλη τα “παράσιτα”: Μονάρχες, ευγενείς, πλουσίους που διακρίνονται απ’ τους φτωχούς απ’ το γεγονός ότι κατέχουν τα μέσα παραγωγής, κι άρα απομυζούν ένα μέρος της εργασία τους. Για ένα μεγάλο μέρος του επαναστατικού κινήματος της εποχής, η προλεταριακή δικτατορία δεν μπορεί να στόχευε λοιπόν παρά στην -με τα όπλα των αφεντικών, την εργασιακή πειθαρχία και τα τεχνολογικά θαύματα- αφαίρεση αυτής της παρασιτικής κάστας, που συχνά (όπως καλή ώρα στη Γαλλία) ήταν εμφανώς ανίκανη να διαχειριστεί την ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων, και την ακόλουθη αυτοδιαχείριση αυτού του κόσμου από τους ίδιους τους εργάτες (που άλλωστε ήταν κι αυτοί που τον παρήγαγαν). Κόσμος υλικός, συναισθηματικός κλπ που ακόμα δεν είχε αποικιοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό απ’ το κεφάλαιο, με αποτέλεσμα ο εργάτης, φεύγοντας για παράδειγμα απ’ την εργασία του, να έχει ακόμα μέρη και τρόπους μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο όπου μπορούσε να νιώσει “ο εαυτός του”, ανθρώπινος. Πρόκειται για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο του παλιού επαναστατικού κινήματος που αντιμετωπίζει την επανάσταση ως στρατιωτική επικράτηση ενός (προλεταριακού) στρατού επί ενός άλλου (αστικού) για τον έλεγχο της παραγωγής, που σε περίπτωση νίκης, περνάει ως έχει στον νικητή (κι άρα δε χρειάζεται να “σπάσει ούτε τζάμι”). Η τελευταία μαζική αναλαμπή του παλιού κινήματος και της ιδέας που είχε για την επανάσταση αντοπίζεται στην Ισπανία του 1934-36. Έκτοτε, η καθολική υπαγωγή στο Κεφάλαιο και η συνακόλουθη γενίκευση της αλλοτρίωσης, αλλά και η εξέλιξη των καπιταλιστικών σχέσεων και του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας, έχουν καταστήσει κάθε τέτοια οπτική έναν αρχαϊσμό γραφικών κομμάτων κι αποκομμάτων σε κρίση ταυτότητας. Σε αντίθεση με την εποχή του Μπλανκί, σήμερα δεν υπάρχει τίποτα που να θέλουμε να διαχειριστούμε, τίποτα που να θέλουμε να διατηρήσουμε.
Εγχειρίδιο για μια ένοπλη εξέγερση – Auguste Blanqui
Ι. Προετοιμασία
Το πρόγραμμα αυτό είναι καθαρά στρατιωτικό και αφήνει κατά μέρους το πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα, για το οποίο δεν είναι εδώ το κατάλληλο μέρος: πέραν αυτού, περιττό να πούμε ότι η επανάσταση οφείλει (να εργαστεί αποτελεσματικά ενάντια στην τυραννία του κεφαλαίου και) να ανασυγκροτήσει την κοινωνία στη βάση της δικαιοσύνης.
Μια εξέγερση στο Παρίσι που θα επαναλάβει τα ίδια παλιά λάθη δεν έχει σήμερα ουδεμία πιθανότητα επιτυχίας. Το 1830, η θέρμη του λαού και μόνον, ήταν ικανή να γονατίσει μια εξουσία αιφνιδιασμένη και τρομοκρατημένη από μια ένοπλη εξέγερση, ένα γεγονός εξαιρετικό, που συνέβαινε μία φορά στο εκατομμύριο.
Αυτό από μόνο του αρκούσε για τότε. Το μάθημα το πήρε η κυβέρνηση, που παρέμεινε μοναρχική κι αντεπαναστατική, παρόλο που ήρθε ως αποτέλεσμα της επανάστασης. Άρχισε να μελετά τις οδομαχίες, και η φυσική ανωτερότητα της τεχνικής και της πειθαρχίας επί της απειρίας και της σύγχυσης σύντομα αποκαταστάθηκε ξανά.
Ωστόσο, θα ειπωθεί ότι το 1848 ο λαός θριάμβευσε επιστρατεύοντας τις μεθόδους του 1830. Ας είναι. Αλλά ας μην τρέφουμε αυταπάτες! Η νίκη του Φεβρουαρίου [1848] δεν ήταν παρά μια εύνοια της τύχης. Αν ο Λουδοβίκος-Φίλιππος είχε υπερασπιστεί στα σοβαρά τον εαυτό του, η υπεροχή θα είχε παραμείνει στην μεριά των ενστόλων.
Απόδειξη: οι μέρες του Ιουνίου. Εκεί είναι που μπορεί να δει κανείς πόσο καταστροφικές ήταν οι τακτικές, ή μάλλον η απουσία κάθε τακτικής απ’ την εξέγερση. Ποτέ δεν είχαμε τόσο ευνοϊκή θέση, οι πιθανότητες μας ήταν δέκα εναντίον μιας. Απ’ την μια πλευρά, η Κυβέρνηση σε πλήρη διάλυση, το ηθικό του στρατεύματος παραλυμένο. Απ’ την άλλη, όλοι οι εργάτες ήταν αποφασισμένοι και σχεδόν βέβαιοι για την επιτυχία. Γιατί υπέκυψαν; Λόγω της έλλειψης οργάνωσης. Για να κατανοήσουμε την ήττα τους, αρκεί να αναλύσουμε τη στρατηγική τους.
Ο ξεσηκωμός ξεσπά. Άμεσα, στις εργατικές γειτονιές, τα οδοφράγματα στήνονται εδώ κι εκεί, στην τύχη, σ’ ένα σωρό σημεία. Πέντε, δέκα, είκοσι, τριάντα, πενήντα άνδρες, που βρέθηκαν μαζί τυχαία, οι περισσότεροι άοπλοι, ξεκινούν να αναποδογυρίζουν άμαξες, να ξηλώνουν πλάκες και να τις σωριάζουν μπλοκάροντας τους δρόμους, μερικές φορές στην μέση ενός δρόμους, πιο συχνά στις διασταυρώσεις. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα φράγματα δε θα αποτελέσουν σοβαρό εμπόδιο για το ιππικό.
Μερικές φορές, μετά το αμήχανο ξεκίνημα της προετοιμασίας της άμυνάς τους, οι χτίστες των οδοφραγμάτων αποχωρούν προς αναζήτηση τουφεκιών και πυρομαχικών. Τον Ιούνιο, μπορούσε να μετρήσει κανείς περισσότερα από εξήντα οδοφράγματα. Περίπου τριάντα απ’ αυτά μόνα τους σήκωναν τον φόρτο της μάχης. Απ’ τα υπόλοιπα, δεκαεννιά ή είκοσι δεν έριξαν ούτε έναν πυροβολισμό. Απο κει, ένδοξες εφημερίδες κάναν μπόλικο θόρυβο για τη διάλυση πενήντα οδοφραγμάτων, όταν πια δεν είχε μείνει ούτε ψυχή σ’ αυτά.
Ενώ μερικοί ξήλωναν τις πλάκες απ’ τους δρόμους, άλλες μικρές παρέες αφόπλιζαν τα σώματα της φρουράς ή απαλλοτρίωναν μπαρούτι και όπλα απ’ τα οπλοστάσια. Όλα αυτά γίνονταν χωρίς κανέναν συντονισμό ή οδηγία, στο έλεος της ατομικής φαντασίας. Λίγο-λίγο όμως, ένας αριθμός οδοφραγμάτων, τα ισχυρότερα, τα ψηλότερα, τα καλύτερα χτισμένα, διαλέχτηκαν απ’ τους υπερασπιστές τους που συγκεντρώθηκαν σ’ αυτά. Δεν ήταν προϊόν υπολογισμών αλλά της τύχης που διάλεξε την τοποθεσία αυτών των βασικών οχυρώσεων. Μόνο λίγα απ’ αυτά, χάρις σ’ ένα είδος στρατιωτικής έμπνευσης παρά αρχικού σχεδιασμού, καταλαμβάνουν τις μεγάλες διασταυρώσεις.
Στη διάρκεια αυτής της πρώτης περιόδου της εξέγερσης, τα στρατεύματα, απ’ την πλευρά τους συγκεντρώθηκαν. Οι στρατηγοί πήραν και μελέτησαν τις αστυνομικές αναφορές. Πρόσεξαν ιδιαίτερα να μην αφήσουν τα αποσπάσματά τους να περιπλανώνται έξω χωρίς αδιαμφισβήτητα στοιχεία, φοβούμενοι την παραμικρή αποτυχία που θα έριχνε το ηθικό των στρατιωτών. Μόλις κατάφεραν να προσδιορίσουν τις θέσεις των εξεγερμένων, παρέταξαν τις διμοιρίες τους σε διάφορα σημεία που θα συνιστούσαν στο εξής τη βάση των επιχειρήσεών τους.
Και οι δυο στρατιές έχουν λάβει θέση. Ας ρίξουμε μια ματιά στους χειρισμούς τους. Εδώ θα φανεί απογυμνωμένη η ανικανότητα των λαϊκών τακτικών, η αδιαμφισβήτητη αιτία της καταστροφής. Δεν υπήρχε καμμία κατεύθυνση ούτε γενικός έλεγχος, ούτε καν ένας συντονισμός μεταξύ των μαχητών. Κάθε οδόφραγμα είχε μια συγκεκριμένη ομάδα, περισσότερο ή λιγότερο μεγάλη, αλλά πάντοτε απομονωμένη. Είτε επρόκειτο για δέκα ή εκατό άνδρες, δεν είχε καμμία επικοινωνία με τις άλλες θέσεις. Συχνά δεν υπήρχε καν ένας ηγέτης να κατευθύνει την άμυνα, κι αν υπήρχε, η επιρροή του ήταν μηδαμινή. Οι μαχητές κάνουν ό,τι τους κατεβεί στο μυαλό. Μένουν, φεύγουν, επιστρέφουν, ανάλογα με τα κέφια τους. Το βράδυ, πηγαίνουν για ύπνο.
Συνέπεια αυτών των συνεχών πηγαινέλα, ο αριθμός των πολιτών που παραμένουν στα οδοφράγματα μπορεί να πέφτει ταχύτατα κατά ένα τρίτο, το ήμισυ ή και τα τρία τέταρτα των αρχικών. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίζει σε κανέναν. Απ’ αυτό μεγαλώνει η δυσπιστία απέναντι στην ίδια την ικανότητά τους να κερδίσουν, κι έτσι αποθαρρύνονται.
Δεν μαθαίνεται τί γίνεται αλλού και κανείς δεν κάνει τον κόπο να ψάξει να μάθει. Μόνο φήμες κυκλοφορούν, μερικές μελανές, άλλες ρόδινες. Ακούν χαλαρά τα κανόνια και την πυρίτιδα, ενώ πίνουν στα κρασοπουλειά. Όσο για την αποστολή βοήθειας σε θέσεις που δέχονται επίθεση, δεν υπάρχει καν σαν σκέψη. “Ας υπερασπιστεί ο καθένας το πόστο του, κι όλα θα πάνε καλά”, λένε οι ισχυρότεροι. Αυτή η μοναδική συλλογιστική προκύπτει επειδή η πλειοψηφία των εξεγερμένων πολεμάνε στις γειτονιές τους, ένα πρωτεύον σφάλμα με καταστροφικές συνέπειες, επιφέροντας ιδιαίτερα την αποκήρυξη απ’ τους γείτονές τους, μετά την ήττα.
Μ’ ένα τέτοιο σύστημα, η ήττα είναι βέβαια. Έρχεται στο τέλος, στο πρόσωπο των δυο ή τριών διμοιριών που θα την πέσουν στο οδόφραγμα συντρίβοντας τους λίγους εναπομείναντες υπερασπιστές του. Ολόκληρη η μάχη γίνεται η μονότονη επανάληψη αυτής της αμετάβλητης σκηνής. Ενώ οι εξεγερμένοι καπνίζουν τις πίπες τους πίσω από σωρούς λίθων, ο εχθρός επιτυχώς συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις του εναντίον ενός σημείου, κι έπειτα ενός δεύτερου, ενός τρίτου, τέταρτου, εξολοθρεύοντας σταδιακά την εξέγερση κομμάτι-κομμάτι.
Οι μαχητές του λαού δεν φρόντισαν να ανταπεξέλθουν σ’ αυτό το εύκολο καθήκον. Κάθε ομάδα περιμένει τη σειρά της με ματαιότητα, και δεν αποτολμά να τρέξει προς βοήθεια μιας γειτονικής που κινδυνεύει άμεσα. Όχι! “ο καθένας υπερασπίζεται το πόστο του, δεν μπορούμε να εγκαταλείπουμε τα πόστα μας”. Έτσι χάνει κανείς μέσω της αφέλειας!
Όταν, χάρις σε τέτοια σοβαρά λάθη, η μεγάλη Παρισινή εξέγερση του 1848 τσακίστηκε σαν από γυαλί, απ’ την πιο αξιολύπητη των κυβερνήσεων, πόσο μεγάλη καταστροφή διακινδυνεύουμε ξεκινώντας ξανά με την ίδια ανοησία, εν όψει ενός βάρβαρου μιλιταρισμού που πλέον έχει στην υπηρεσία του τα πρόσφατα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας: σιδηροδρόμους, ηλεκτρικό τηλέγραφο, μυδραλιοβόλα, τουφέκια;
Για παράδειγμα, κάτι που δε θα έπρεπε να υπολογίζουμε τόσο στις νέες προόδους του εχθρού είναι οι στρατηγικοί οδικοί άξονες που πλέον προεκτείνουν την πόλη προς κάθε κατεύθυνση. Εμπνέουν φόβο, αλλά άδικα. Δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε απ’ αυτούς. Μακράν του να αποτελούν έναν κίνδυνο για την εξέγερση, όπως νομίζουν οι άνθρωποι, αντιθέτως προσφέρουν ένα μείγμα πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων καί για τις δυο πλευρές. Εάν τα στρατεύματα κυκλοφορούν σ’ αυτούς με μεγαλύτερη ευκολία, απ’ την άλλη είναι πολύ πιο ανοιχτά εκτεθειμένοι. Τέτοιοι δρόμοι είναι άχρηστοι όταν πέφτει πυρ. Επιπλέον, τα μπαλκόνια αποτελούν μίνι-πολεμίστρες, παρέχοντας μια γραμμή πυρός απ’ τους εξώστες τους, που τα συνηθισμένα παράθυρα δεν προσφέρουν. Τέλος, αυτές οι μακρές ευθείες λεωφόροι αξίζουν πλήρως το όνομα βουλεβάρδα που τους έχει δωθεί [στμ. απ’ το φλαμανδικό bolwerk=οχυρό]. Πρόκειται όντως για πραγματικά οχυρά, τα οποία συνιστούν φυσικό σύνορο μιας τεράστιας ισχύος.
Το κατ’ εξοχήν όπλο στις οδομαχίες είναι το αυτόματο. Τα κανόνια κάνουν πιο πολύ φασαρία παρά φέρνουν αποτέλεσμα. Το πυροβολικό μπορεί να επιφέρει σοβαρές ζημιές μόνο με τη χρήση εμπρηστικών πυρών. Όμως μια τέτοια ακρότητα, αν εφαρμοστεί συστηματικά σε μεγάλη κλίμακα, θα στραφεί γρήγορα εναντίον των φορέων της και θα συμβάλει στην ήττα τους.
Η χειροβομβίδα, την οποία η άνθρωποι έχουν την κακή συνήθεια να αποκαλούν βόμβα, είναι γενικά δευτερεύουσας σημασίας, και υπόκειται σε ένα σωρό μειονεκτήματα. Απαιτεί μεγάλες ποσότητες πυρίτιδας επιφέροντας τελικά περιορισμένο αποτέλεσμα, είναι αρκετά δύσκολη στον χειρισμό, δεν έχει εμβέλεια, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από παράθυρα. Οι πέτρες απ’ το λιθόστρωτο κάνουν σχεδόν την ίδια ζημιά, χωρίς να είναι τόσο δαπανηρές. Οι εργάτες δεν έχουνε χρήμα για πέταμα.
Για το εσωτερικό των σπιτιών, το περίστροφο και η ξιφολόγχη, το σπαθί, το ξίφος και ο σουγιάς. Για τις επαύλεις, ένα κοντάρι ή ένας πέλεκυς 8 πόδων θα θριαμβεύσει επί της ξιφολόγχης. Ο στρατός δεν έχει παρά δύο σπουδαία πλεονεκτήματα επί του λαού. Γρήγορα επαναγεμιζόμενα τουφέκια και οργάνωση. Αυτό το τελευταίο ειδικά είναι τεράστιο, ακαταμάχητο. Ευτυχώς, είναι εφικτό να στερηθεί αυτό το πλεονέκτημά του, και σ’ αυτήν την περίπτωση η τύχη περνά με το μέρος της εξέγερσης.
Στις αστικές ταραχές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι στρατιώτες προελαύνουν με μόνα όπλα το μίσος, την ισχύ και το μπράντυ. Θα προτιμούσαν να βρίσκονται κάπου αλλού, και συχνά κοιτούν περισσότερο πίσω παρά μπροστά. Όμως ένα σιδερένιο χέρι τους κρατά σα σκλάβους και θύματα μιας ανελέητης πειθαρχίας. Χωρίς καμμιά συμπάθεια για την εξουσία, υπακούν μόνο από φόβο και στερούνται κάθε πρωτοβουλίας. Ένα απόσπασμα που απομονώνεται είναι ένα απόσπασμα χαμένο. Οι διοικητές τους το γνωρίζουν, και ανησυχούν πάνω απ’ όλα για το πώς θα κρατήσουν την επικοινωνία μεταξύ όλων των δυνάμεών τους. Αυτή τους η ανάγκη και μόνο ακυρώνει πρακτικά ένα μέρος της δυναμικής τους.
Στις γραμμές του λαού, δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Εκεί κανείς μάχεται για μια ιδέα. Εκεί μόνο εθελοντές μπορούν να βρεθούν, κι αυτό που τους καθοδηγεί είναι ο ενθουσιασμός, όχι ο φόβος. Ανώτεροι του αντιπάλου στην αφοσίωση, και πολύ περισσότερο δε στην νοημοσύνη. Έχουν το πάνω χέρι ηθικά και ακόμα και σωματικά, στην προσήλωση, στη δύναμη, τη χρήση των εφοδίων, την ετοιμότητα των σωμάτων και του πνεύματος, έχουν ταυτόχρονα το μυαλό και την καρδιά. Κανένας στρατός στον κόσμο δεν μπορεί να σταθεί απέναντι σ’ αυτούς τους εξαιρετικούς ανθρώπους.
Οπότε, τί είναι αυτό που τους λείπει προκειμένου να θριαμβεύσουν. Τους λείπει η ενότητα και η συνοχή που, καθώς όλοι τους συνεισφέρουν στον ίδιο στόχο, αναδεικνύει όλα εκείνα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που η απομόνωση καθιστά αδύναμα. Τους λείπει η οργάνωση. Χωρίς αυτήν, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Η οργάνωση είναι νίκη, το ξεχαρβάλωμα είναι θάνατος.
Ο Ιούνιος του 1848 κατέστησε αυτήν την αλήθεια πέραν κάθε αμφισβήτησης. Πώς έχουν τα πράγματα σήμερα; Με τις παλιές μεθόδους, ολόκληρος ο λαός θα υποταχθεί εάν ο στρατός αποφασίσει να κρατήσει, και θα το κάνει, όσο βλέπει εναντίον του μόνον άτακτες δυνάμεις, χωρίς διεύθυνση. Απ’ την άλλη, και μόνον η θέα μιας Παρισινής στρατιάς σε οργανωμένη διάταξη που να επιχειρεί με τάξη, θα παρέλυε τους στρατιώτες και θα τους έκανε να εγκαταλείψουν κάθε αντίσταση.
Μια στρατιωτική οργάνωση, ειδικά όταν πρέπει να στηθεί επί τόπου στο πεδίο της μάχης, δεν είναι μικρή υπόθεση για το κόμμα μας. Προϋποθέτει έναν στρατιωτικό διοικητή και, μέχρις ένός βαθμού, τη συνήθη σειρά αξιωματικών κάθε βαθμίδας. Πού μπορεί να βρεθεί αυτό το προσωπικό; Οι επαναστάτες και σοσιαλιστές της μεσαίας τάξης είναι σπάνιοι και οι λίγοι που υπάρχουν πολεμούν μόνο στον πόλεμο του κονδυλοφόρου. Αυτοί οι κύριοι φαντάζονται ότι μπορούν να φέρουν τα πάνω κάτω με τα βιβλία τους και τις εφημερίδες τους, και για εξήντα χρόνια τώρα λερώνουν χαρτιά ως εκεί που φτάνει το μάτι, χωρίς να κουράζονται ποτέ απ’ τις δυσκολίες τους. Με μια υπομονή γαϊδουριού υφίστανται τα χαστούκια, τις σπιρουνιές, τις καμτσικιές, χωρίς ποτέ να κλωτσήσουν πίσω! Ανάθεμά τους! Να επιστρέψουν τα χτυπήματα; αυτά είναι για τους ανεγκέφαλους.
Αυτοί οι ήρωες του μελανοδοχείου έχουν κάνει επάγγελμα την ίδια περιφρόνηση για το σπαθί με αυτήν των αξιωματικών για το ψωμί και το βούτυρο. Δεν φαίνεται να υποπτεύονται ότι η ισχύς είναι η μόνη εγγύηση της ελευθερίας. Ότι οι άνθρωποι είναι σκλάβοι οπουδήποτε οι πολίτες δεν κατέχουν την τέχνη του πολέμου και παρατούν το προνόμιο αυτό σε μια κάστα ή σε ένα κυβερνητικό σώμα.
Στις δημοκρατίες της αρχαιότητας, μεταξύ των Ελλήνων και των Ρωμάιων, όλοι γνώριζαν και εφάρμοζαν την τέχνη του πολέμου. Ο επαγγελματίας στρατιώτης ήταν ένα άγνωστο είδος. Ο Κικέρων ήταν στρατηγός, ο Καίσαρ δικηγόρος. Βγάζοντας την τόγκα και φορώντας τη στολή, ξεκίνησαν ως ταξίαρχοι ή λοχαγοί και διέπρεψαν. Όσο δεν μαθαίνουμε απ’ αυτούς στη Γαλλία, θα παραμείνουμε πολίτες στο έλεος της κάστας των αξιωματικών.
Εκατοντάδες μορφωμένων νέων, της εργατικής τάξης ή αστοί δεινοπαθούν κάτω από έναν μισητό ζυγό. Για ν’ απαλλαγούν απ’ αυτόν, σκέφτονται άραγε να πάρουν το σπαθί; Όχι! τον κονδυλοφόρο, πάντοτε τον κονδυλοφόρο, μόνο τον κονδυλοφόρο. Γιατί το ένα και όχι το άλλο, όπως απαιτεί το καθήκον ενός δημοκράτη; Σε καιρούς τυραννίας, το να γράφεις είναι καλό, το να πολεμάς είναι όμως καλύτερο, όταν ο σκλαβωμένος κονδυλοφόρος παραμένει ανίσχυρος. Μα και βέβαια όχι! Θα δημοσιεύσουν ένα φυλλάδιο, έπειτα θα μπουν φυλακή, όμως δε θα σκεφτούν ποτέ να ανοίξουν ένα εγχειρίδιο στρατιωτικών τακτικών, να μάθουν σ’ ένα εικοσιτετράωρο την τέχνη που αποτελεί όλη τη δύναμη των καταπιεστών μας, και που στα χέρια μας θα φέρει την εκδίκηση και την τιμωρία τους.
Όμως πού οφελούν αυτές οι διαμαρτυρίες; είναι η ανόητη πρακτική των καιρών μας να κλαψουρίζουμε για κάτι αντί να κάνουμε κάτι δραστικό γι’ αυτό. Οι Ιερεμιάδες είναι της μόδας [στμ: θρηνητικές προφητείες του προφ. Ιερεμία για την άλωση της Ιερουσαλήμ και τα δεινά της Ιουδαίας]. Οι Ιερεμίες παίρνουν κάθε πιθανή πόζα, κλαίνε, γκρινιάζουν, δογματίζουν, προστάζουν, κεραυνοβολούν, είναι η υπέρτατη πανούκλα. Ας αφήσουμε αυτούς τους συκοφάντες, τους νεκροθάφτες της ελευθερίας! Το καθήκον ενός επαναστάτη είναι να πολεμά, να πολεμά όπου βρεθεί, να πολεμά μέχρι θανάτου.
Λείπουν λοιπόν τα στελέχη για τον σχηματισμό ενός στρατού; Eh bien! Θα πρέπει να αυτοσχεδιάσουμε επί τόπου τότε, πάνω στη δράση. Ο λαός του Παρισιού θα μας δώσει όλα τα στοιχεία, πρώην στρατιώτες, απόστρατους εθνοφρουρούς. Η σπάνη τους θα μας αναγκάσει να μειώσουμε στο ελάχιστο τον αριθμό των αξιωματικών. Δεν έχει σημασία όμως. Ο ζήλος, η θέρμη, η ευφυία των εθελοντών, θα υπερκαλύψουν αυτό το κενό.
Το βασικό μας μέλημα είναι η οργάνωση. Αρκετά μ’ αυτά τα άτακτα ξεσπάσματα, με δέκα χιλιάδες μεμονωμένα κεφάλια, να δρουν στην τύχη, σε πλήρη αταξία, χωρίς κανέναν συνολικό σχηματισμό, ο καθένας στην περιοχή του και σύμφωνα με τα καπρίτσια του! Αρκετά μ’ αυτά τα απερίσκεπτα και κακοφτιαγμένα οδοφράγματα, που σπαταλούν τον χρόνο, επιβαρύνουν την κίνηση και μπλοκάρουν την κυκλοφορία, που δεν είναι λιγότερο απαραίτητη στην μια πλευρά απ’ ότι στην άλλη. Όσο και ο στρατός, οι Δημοκράτες χρειάζονται επίσης την ελευθερία κινήσεων.
Αρκετά με τα άχρηστα πηγαινέλα, γύρω-γύρω, βαριεστημένα! Κάθε λεπτό και κάθε βήμα είναι εξίσου πολύτιμο. Πάνω απ’ όλα, να μην αποκλειστούμε στην περιοχή μας όπως προς μεγάλη ζημία τους πάντα κατάφερναν να κάνουν οι εξεγέρσεις. Αυτή η εμμονή, αφού προκαλέσει την ήττα, διευκολύνει τον εντοπισμό και τις συλλήψεις.
Πρέπει να γιατρευτούμε απ’ αυτό διαφορετικά δεν υπάρχει παρά η καταστροφή.