Από ένα δείπνο στάχτης[1] στη χόβολη του σατέν – Les amis de Nemesis
(Σχετικά με τις ταραχές του Νοέμβρη 2005 στη Γαλλία)
Όχι πια αύριο
χόβολη του σατέν,
Η έντονη θέρμη
Είναι το (μόνο) καθήκον[2]
Αρθούρος Ρεμπώ. Μια εποχή στην Κόλαση
Πολλές από τις παρατηρήσεις που έγιναν από κατοίκους των προαστείων, ταραξιών ή μη, και εμφανίστηκαν στον τύπο, πετυχαίνουν διάνα, όσον αφορά την κρίση που μόλις τώρα αρχίζει να εκδηλώνεται στις πόλεις τους και σε αναγκάζουν να αντιληφθείς ότι στις παρατηρήσεις αυτές υπάρχει μια ασυνήθιστα καλο-ανεπτυγμένη ικανότητα διάυγειας. Το φαινόμενο της “σκουπιδούπολης” είναι τόσο σαφές και μαζικό που κανείς δεν μπορεί να εξαπατηθεί – χωρίς να το επιδιώξει, για λιγότερο ή περισσότερο επαίσχυντους λόγους. Όμως εδώ, ψηλαφίζει κανείς μια τάξη πραγμάτων που η καπιταλιστική κοινωνία, ακόμη κι αν μπορεί να εμποδίσει κάποιον να τα κατανοήσει, δεν μπορεί να τα τροποποιήσει επ ουδενί. Κάθε “βελτίωση” θα σήμαινε θεμελιακούς μετασχηματισμούς οι οποίοι είναι ασύμβατοι με την ίδια τη φύση αυτής της κοινωνίας. Αυτός είναι ο λόγος που είναι αφελές να μιλάς για τη “δημιουργία νέων αγορών εργασίας” τη στιγμή που οι παλιές εξαφανίζονται τάχιστα σε όλες τις εκβιομηχανισμένες χώρες. Ή για “ανύψωση του επιπέδου ατομικής ανάπτυξης”, καθώς περισσότερο ανεπτυγμένα υποκείμενα θα είχαν περισσότερες ανάγκες κι επιθυμίες, κάτι που θα έκανε ακόμα πιο απίθανη την ικανοποίησή τους, και τέτοιοι άνθρωποι θα ήταν ικανοί να εκφράζουν την οργή τους με πολύ πιο ποικιλόμορφους και μεταδοτικούς τρόπους. Ή πάλι για “καλυτέρευση της επαγγελματικής επιμόρφωσης”, μιας και η μόρφωση δεν παρέχει εργασία κι έτσι το μόνο που θα έβγαινε θα ήταν άνεργοι εργάτες αλλά πιο εξειδικευμένοι απ’ ότι πριν, κλπ κλπ. Δεν μπορεί κανείς να “βελτιώσει το επίπεδο” ενός πληθυσμού καταδικασμένου από την κίνηση της αξίας (με άλλα λόγια, από την μείωση της απαιτούμενης οικονομικά εργατικής δύναμης και την μόνη αναγκαιότητα για πιο φθηνό και απομακρυσμένο εργατικό δυναμικό) αλλά και από τις “πολιτικές ιδέες” που βλέπουν στην διαιώνιση αυτής της αναγκαιότητας (οι “ιδέες” που δεν είναι πια ιδέες και οι “πολιτικοί άνδρες” που δεν έχουν πια κανένα δικαίωμα πάνω στις ιδέες, από τη στιγμή που οι πραγματικές ιδέες θα έτειναν αναγκαστικά να ξεμπερδεύουν με το buseness plan[3] αυτής της “κοινωνίας”, δηλαδή, του κεφαλαίου). Αν αυτά τα ανθεκτικά και άυλα αδιέξοδα δείχνουν κάτι, αυτό είναι ότι η ερώτηση δεν αλλάζει πια κάποια πράγματα μέσα στην κοινωνία αλλά αλλάζει την ίδια την κοινωνία.
Η ανόητη Segolene Royal[4], που δεν έφυγε ποτέ από τον αστικό-μποέμ ορίζοντα της 6ης περιφέρειας, πρόσφατα πρότεινε την επανίδρυση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ώστε “να συμμαζέψει και να διαπαιδαγωγήσει την νεολαία”, και ήταν ο Chirac που θα έκανε το σκουπάκι αυτής της τουαλέτας[5]: ορίστε λοιπόν οι συνεδρίες της στρατηγικής και κοινωνικής σκέψης στις οποίες ανέρχονται οι υπάλληλοι πολιτικής. Αν κανείς προσθέσει σ’ αυτα, την γενικευμένη εκδίωξη όλων όσων δεν είναι τόσο άριοι, ψηλοί και δολιχοκέφαλοι[6] όσο ο Nicolas Sarkozy[7], έχει πάρει μια γεύση από όλες τις “λυσεις του αύριο”, οι οποίες τυγχάνει να είναι ακριβώς αυτές που, μετά από δεκαετίες ψευτο-ανθρωπισμού, ήταν κάποτε γνωστές ως οι λύσεις του προχθές.
Η εσπευσμένη διαύγεια του πληθυσμού και η αναγκαιότητα εκτείνονται πέρα από τους “πολιτικούς” υπαλλήλους, γίνονται οι αντίποδες μιας γραμμής που γίνεται ολοένα και μακρύτερη, ολοένα και πιο τεταμένη, ολοένα και πιο εύθραυστη: μια αντίφαση του συστήματος που οξύνεται. Δυο παράμετροι αποδυναμώνουν αυτήν την ελπιδοφόρα απόπειρα, που έχουν να κάνουν με τον μερικό χαρακτήρα της εξεγερμένης σφαίρας (μαύροι και άραβες), από την μία, και στα αντικειμενικά όρια που αυτή η σφαίρα στοχεύει (είναι άραγε ένα ζήτημα μιας θέλησης για ρήξη με το σύστημα της αγοράς ή μόνο θέλησης για ρήξη με τις ανισότητές του, τις οποίες δεν έχει κατανοήσει ότι εμπεριέχονται στο ίδιο σύστημα;) από την άλλη.
Αυτοί είναι και οι δυό παράγοντες που για χρόνια παρεμπόδιζαν το εξεγερμένο κίνημα απ’ το να ξεκινήσει μια επανάσταση, οι παράγοντες που στην πραγματικότητα στοχεύουν στην εκτροπή αυτής της εξέλιξης προς το αντίθετό της: προς το απραγματοποίητο κυνήγι της ενσωμάτωσης, ή ακόμα χειρότερα, προς μια εμφύλια σύρραξη μεταξύ τμημάτων του πληθυσμού. Οι τακτικές που προτάσσουν οι διάφοροι “πολιτικοί άνδρες” πάντοτε στοχεύουν στην πραγματοποίηση της μιας ή της άλλης από αυτές τις προοπτικές επιβίωσης του κυρίαρχου συστήματος.
Αν η θεωρητική κριτική έχει να παίξει έναν ρόλο σε ένα τέτοιο πλαίσιο, θα όφειλε τότε -ως πρώτη πρωτεραιότητά της- να επιτεθεί σε αυτά τα δυο εμπόδια στον μεγαλύτερο πιθανό βαθμό: να μειώσει την αντίθεση μεταξύ “εθνικών” ομάδων (αλλά με διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν του επιφανειακού και καταγέλαστου αντιρατσισμού) και να καταδείξει την αδυναμία μιας γενικευμένης “ενσωμάτησης” (η παραγωγή “αποβλήτων”-ανθρώπων[8] είναι αδιαχώριστη από το σύστημα της αγοράς και ιδιαίτερα τώρα, κατά την οπισθοδρομική φάση του). Έτσι, η θεωρητική κριτική μπορεί να συνεισφέρει στο να υποδείξει τον περιορισμένο χαρακτήρα[9] των συγκρούσεων που θα διαδέχονται η μια την άλλη.
Τα ΜΜΕ και οι λοιποί κάτοχοι του δημόσιου λόγου έχουν προφανώς τείνουν να καθησυχάζουν, προκαλώντας ναυτία, τις ανεπιθύμητες επιδράσεις της “τυφλής” βίας στο σύνολο του πληθυσμού, που θα στερηθεί τα λεωφορεία του και τους χώρους εργασίας του, θα βρει τα αυτοκίνητά του να χουν γίνει στάχτες ή θα τον ξυπνήσουν μέσα στην νύχτα τα CRS (γαλλικά ΜΑΤ) ή η πυροσβεστική. Τι θα μπορούσε να πει κανείς γι αυτό, χωρίς να πέσει σε έναν στείρο ηθικισμό που θα αποτελούσε ανάχωμα στο πνεύμα;[10]
Ότι, από την μια, το κυρίαρχο σύστημα δεν είναι πλέον -όπως στα παλιά καθεστώτα, ή στο ισχυρό, εθνικό Κράτος- ένα συγκεντρωτικό σύστημα με ένα “κέντρο εξουσίας” ενάντια στο οποίο πρέπει να κινηθούν οι πληβείοι[11], με αξίνες και δόρια στα χέρια. Δεν υπάρχει πλέον ούτε καν ένα δίκτυο εργοστασίων που οι εργάτες μπορούν να μπλοκάρουν ή να οικειοποιηθούν, αλλά μια διάχυτη τάξη οι εκδηλώσεις της οποίας εντοπίζονται παντού, όπως οι αξίες της αγοράς που συνιστούν εαυτούς σε κάθε στιγμή του οικονομικού κύκλου (μέσα από την παραγωγή, την κυκλοφορία και την κατανάλωση εμπορευμάτων), μέσα στον οποίο τα ανθρώπινα όντα φυτοζωούν χωρίς εργασία και ειδικά χωρίς εισόδημα. Ότι η επίθεση ενάντια στο σύστημα, κατά συνέπεια, αναγνωρίζει ότι το σύστημα υπάρχει παντού, στα σούπερ-μάρκετ όπως και στα σχολεία, στο κτίριο του Εθνικού Νομισματοκοπείου καθώς και στις αίθουσες συνδιασκέψεων, στα αυτοκίνητα και τα μέσα μεταφοράς. Κι ότι μοιάζει εύκολο να αντιληφθεί κανείς, τουλάχιστον μετά τα γεγονότα, ότι το να γίνει στόχος το ένα ή το άλλο από αυτά τα αντικείμενα αναπόφευκτα περιλαμβάνει μια ενόχληση για τα τρίτα μέρη: Δεν μπορεί να βρεθεί σχεδόν πουθενά ένα μέρος όπου να μπορεί να στοχευτεί ή να δεχτεί επίθεση η Εξουσία και μόνον αυτή.[12]
Ότι, ακόμα, στις πόλεις όπου το σύστημα της αγοράς απορρίπτει τους ανέργους άραβες και μαύρους απογόνους αυτών που έφερε αρκετές δεκαετίες πριν, κατά την εποχή της βιομηχανικής του ανάπτυξης και της ανάγκης για κακοπληρωμένη εργατική δύναμη, η νεολαία δεν έχει την παραμικρή ελπίδα να ενσωματωθεί μια μέρα στην κανονικότητα που προωθείται τόσο ως μια επιβίωση που μπορεί να αγοράσει κανείς. Κι αυτό, με εκείνες ακριβώς τις συνθήκες, που οι πανκς[13] συνόψισαν τέλεια καιρό πριν (No Future[14]), είναι μια αυταπάτη να περιμένει κανείς από αυτήν την μάζα απελπισμένων ανθρώπων μια “εποικοδομητική” στρατηγική.
Ότι, τέλος, το σύστημα, που βασίζεται στη βία σε κάθε επίπεδο της εθνικής και διεθνούς λειτουργίας του, έχει προπαγανδίσει -όσο ποτέ πριν, στις δεκαετίες που η αγορά οργίαζε- την εικόνα της βίας ως το μοναδικό μέσο έκφρασης για τον καθένα και έχει, το ίδιο το σύστημα, τόσο κακούς συμβουλάτορες που εκπλήσσεται που το κοινό έχει πάρει το μάθημά του (από το ίδιο), ότι, έχοντας προγραμματίσει ανεξέλεγκτα την υποβάθμιση των ατόμων, κάτι που είναι κερδοφόρο για την ίδια, η οικονομία της αγοράς έμαθε, όπως και κάθε άλλο σύστημα κυρίαρχίας πριν από αυτήν, να προσθέτει υποκειμενικές, διανοητικές συνθήκες στις αντικειμενικές, υλικές συνθήκες φτώχειας, στο σημείο μαζικής κατασκευής υποκειμένων που στερούνται πλήρως την πιθανότητα να εξανθρωπίσουν τους εαυτούς τους, ακόμα και με την πιο ευρεία έννοια του όρου. Και ότι φαίνεται προφανές ότι το σύστημα που έχει παράγει αυτά τα νεο-ανθρώπινα όντα, θα αναγκαστεί να τα αντιμετωπίσει μια μέρα στους δρόμους του. Συνεπώς, αν το σύστημα δεν τους θέλει, ο μόνος που χρειάζεται να διώξει είναι ο εαυτός του. Παραδόξως, αυτό που πρέπει να συγκρατήσει κανείς, είναι μάλλον οι ιδέες με τις οποίες η αντικειμενική υποβάθμιση συνοδεύει μια υποκειμενική βελτίωση, όπως σε κάθε στιγμή ανοιχτής σύγκρουσης, κι αυτό -με τα πράγματα ως έχουν- σημαίνει ότι μόνο στην αμφισβήτηση της κυρίαρχης τάξης μπορούν αυτοί στους οποίους έχουν αρνηθεί κάθε δύναμη, κι ως εκ τούτου κάθε δύναμη να συγκροτηθούν ως υποκείμενα, να μπορέσουν να συγκροτηθούν ως άνθρωποι. Γινόμενοι αντάρτες ενάντια στην απουσία των ζωών τους, αυτό που δείχνουν οι νέοι κάτοικοι των προαστείων δεν είναι ότι αποτελούν ανθρώπινα σκουπίδα, αλλά, ότι αντιθέτως, δεν ανέχονται πλέον να υποβαθμίζονται έτσι.
Και, εν όψει μιας τέτοιας διαδικασίας και μιας τέτοιας αναγκαιότητας, μόνο οι ηλίθιοι θα καταπιαστούν με τα συντακτικά τους λάθη.
Αντίθετα με τα όσα προωθούν τα ΜΜΕ, αυτοί που στάθηκαν δίπλα σ’ αυτούς τους διάσημους “αλήτες των προαστείων” μπορούν να διαβεβαιώσουν ότι πουθενά, σε οποιαδήποτε άλλη σφαίρα της κοινωνίας δεν μπορεί να συναντήσει κανείς -ανάμεσα στην νεολαία- μια τόσο διαυγή και συγκροτημένη κατανόηση της κοινωνίας, της προέλευσης των προβλημάτων, της πολιτικής εκμετάλλευσης που τους επιφυλάσσει η εξουσία, τη λειτουργία του ρατσισμού ως ένα αναπόσπαστο εργαλείο για την κοινωνική ειρήνη (τη δημιουργία εθνικών εστιών ταραχής ως αποπροσανατολισμό από τον ταξικό αγώνα).
Αυτό που επιβεβαιώνεται λοιπόν, κι αυτό στον υπέρτατο βαθμό, είναι το γεγονός ότι τέτοιες αναταραχές επιτρέπουν στον καθένα να κατανοήσει τι είναι το θέαμα, που όπως θα περίμενε κανείς, δίνει μια ανεστραμένη εικόνα αυτών των πληθυσμών, μεταμφιέζοντάς τους σε αποδιοπομπαίους τράγους για τον “φιλήσυχο πολίτη”, και προσπαθεί να αποφύγει με κάθε κόστος έναν διάλογο μεταξύ των δυο πλευρών (της πλευράς του γκέτο και της πλευράς της πόλης), δηλαδή, μια καλύτερη κατανόηση όχι της μόνο της συγκεκριμένης αθλιότητας που μαστίζει μερικούς ανθρώπους (φτώχεια, επιβίωση στερημένη από τα πάντα, μη-συμμετοχή στον οικονομικό κύκλο), αλλά η οικουμενική αθλιότητα που μαστίζει τους πάντες (η ανάγκη για εργασία, η υποταγή στην οικονομική δικτατορία), κάτι που θα αποτελούσε την πιο σοβαρή απειλή στο σύστημα σήμερα.
Πουθενά ή σχεδόν πουθενά ανάμεσα στους νέους ταραξίες δεν μπορεί να βρεθεί κανείς που να τον εξιτάρει η βία, οι άγριοι τρόποι, ή ένας μηδενισμός στερημένος από σκέψη, τα χαρακτηριστικά δηλαδή που η κυρίαρχη εικονογραφία αποδίδει σε κάθε ταραχή, και που επιμένει να προωθεί το εμπόρευμα σε καιρούς “κοινωνικής ειρήνης”, κι αυτοί οι άνθρωποι είναι ακριβώς οι υποτιθέμενοι “βάρβαροι” που έχουν εμμονή με τον σεβασμό, με αυτή την ποιοτική αξία των πολιτισμένων που δε συναντούν πουθενά, και την οποία βιώνουν ως θεμελιωδώς απούσα από μια “κοινωνία” συγκροτημένη από εργοστάσια, σούπερ-μάρκετ και αστυνομικά τμήματα. Συνολικά, δε θα έρθουν αντιμέτωποι μόνο με το παλιό μίσος των προνομιούχων για τις επικίνδυνες τάξεις που εκφράζεται παντού και το οποίο χάρη στα ΜΜΕ[15] συντηρείται για να εξηγήσει στο ολοένα και πιο προλεταριοποιημένο τμήμα του πληθυσμού (το οποίο δεν ζει ακόμα στα γκέττο) ότι, μπροστά σ αυτούς τους βαρβάρους, οι “απλοί άνθρωποι” -μαζί με τους “προνομιούχους”- έχουν έναν κοινό εχθρό, από τον οποίο, ευτυχώς υπάρχει για να τους προστατεύσει το Κράτος (μέσα σ αυτό το σχήμα, τα προάστεια παίζουν σε εθνικό επίπεδο τον ίδιο ρόλο που παίζει η τρομοκρατία σε διεθνές επίπεδο). Επιπλέον, όπως θα περίμενε κανείς, η ριζοσπαστικότητα του θυμού αυτού ταυτοποιήθηκε από τον Bush με το σχήμα του Bin Laden, κι από τον Putin με την τσετσενική “Πέμπτη Φάλαγγα”, πράγμα που αποδεικνύει περίτρανα την απόλυτη έλλειψη σοβαρότητας της γλώσσας που χρησιμοποιούν οι διάφορες Εξουσίες. Η πλατεία Beauvau[16] θα ευχαριστιόταν επίσης αν μπορούσε να εμφυτεύσει την ψευδαίσθηση ότι οι ταραχές του 2005 ήταν προβλήματα που δημιούργησαν έμποροι ναρκωτικών ή ισλαμιστές εξτρεμιστές: στην πραγματικότητα, από κάθε στοιχείο που υπάρχει, αυτές οι δυο ομάδες, απαιχθάνονται πάνω απ όλα το να τραβούν την προσοχή της αστυνομίας και να εκθέτουν τα δίκτυά τους. Κανείς ανάμεσα στους ιδιοκτήτες του επίσημου ψεύδους δεν μπορεί να καταδεχτεί να κοιτάξει την αλήθεια: μια άρνηση προσδιορισμένη επακριβώς από την υπάρχουσα τάξη, η προφανής έκφραση του κοινωνικού αποκλεισμού που είναι έμφυτος στην κίνηση του κεφαλαίου.
Τα καταπιεστικά μέτρα, τα οποία απ’ ότι φαίνεται θα είναι εξαιρετικά σκληρά, όχι μόνο θα επιβεβαιώσουν την πολιτική της περιφρόνησης που ήταν ήδη στη ρίζα της σύγκρουσης, κι έτσι θα σιγουρέψουν τον επαναληπτικό χαρακτήρα του φαινομένου. Η ωμή αγριότητα της αστυνομίας έχει την μουχλιασμένη οσμή του 1905[17]: Απέδειξε ότι η κυρίαρχη τάξη δεν μπορεί πλέον να υποσχεθεί τίποτα, και δεν μπορεί πλέον να κάνει κανένα συμβιβασμό με την αλήθεια. Παγιδευμένη ανάμεσα στην απειλή ενός αυξανόμενου εσωτερικού ανταγωνισμού, η άπληστη επιθυμία ανάπτυξης παρόλο το μέχρι τώρα κέρδος, και την υποχρεωτική διαχείριση του αποθέματος των μη-απασχολήσιμων προλεταρίων, η κυρίαρχη τάξη αποζητά κάθε ευκαιρία που θα της επιτρέψει να βγεί από τον κίνδυνο. Η απέλαση όλων τους μοιάζει πρακτικά αδύνατη, οπότε θα αναγκαστούν να ψάξουν για λιγότερο απάνθρωπες διαδικασίες. Μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι: Δε θα υπάρξει ξανά ησυχία.
13 Νοεμβρίου 2005
—————————————————————————–
[1] Αναφορά στο έργο του Giordano Bruno’s Δείπνο Στάχτης της Τετάρτης (“La Cena de le Ceneri”), που τυπώθηκε το 1582. Στα 1600, ο Bruno κατηγορήθηκε για “Αθεϊσμό” και ρίχτηκε στην πυρά. Οι στάχτες του διασκορπίστηκαν ώστε να χαθεί κάθε ίχνος της ύπαρξής του. Σημειωτέον, η επιγραφή στο μνημείο του Bruno στην Piazzi dei Fiori της Ρώμης γράφει: “Αποχαιρέτισε τις στάχτες. Είναι σ’ αυτές τις στάχτες όμως που βρίσκεται ο σπόρος που ανανεώνει ολόκληρο τον κόσμο”.
[2] Στα γαλλικά: 2] “Plus de lendemain, / Braises de satin, / Votre ardeur / Est le devoir.”
[3] Αγγλικά στο αρχικό κείμενο.
[4] Μια “σοσιαλίστρια” πολιτικός.
[5] Ο Jacques Chirac θα έπαιρνε την ηγεσία αυτής της υπηρεσίας. Ο γαλλικός όρος που χρησιμοποιήθηκε εδώ (bidet) υπονοεί επίσης ότι ο Chirac θα καταλάμβανε αυτή την τουαλέτα.
[6] Δολιχοκέφαλος: αυτός που έχει ένα επίμηκες κρανίο.
[7] Ο οποίος είναι σκούρος και κοντός, κι έχει ένα μάλλον περίεργο κεφάλι.
[8] dechets humains: όχι απορρίματα αλλά “άχρηστοι” άνθρωποι.
[9] Σημείωση των συγγραφέων: Πέρα από τα όρια που σημειώνονται, είναι ανάγκη, από την άλλη, να τονίσουμε την αξιοσημείωση ικανότητα για υπερ-ταχεία επέκταση που επέδειξε αυτή η ανταρσία, στη Γαλλία, φυσικά αλλά και στην μετάδοσή της σε άλλες χώρες.
[10] Για παράδειγμα, σημειώστε τον στείρο ηθικισμό αυτών των σχολίων Guy Debord, αναφορικά με μια τέτοια ταραχή: “Πιστεύω ότι παρατήρησες έναν παράγοντα που αναφέρθηκε άμεσα, μερικές μέρες μετά την σύγκρουση στην Pont de l’Alma. Οι πυροσβέστες κλήθηκαν στο Montfermeil, μετά από παγίδα που τους στήθηκε για μια φωτιά που δεν υπήρχε, όπου τους περίμεναν με πέτρες απ’ το πεζοδρόμιο και σιδερένιες ράβδους. Τα εμπορικά τραγούδια μας μαρτυρούν πως είναι, στο κάτω κάτω, φυσικό -όταν κάποιον τον έχουμε πολύ ανάγκη- να “κάψουμε την κοιλιά και το σακίδιο” ενός οδηγού λεώφορείου. Αλλά το να επιτίθεσαι σε πυροσβέστες, αυτό δεν είχε γίνε ποτέ όσο υπήρχε το Παρίσι. Και δεν ξέρω καν αν έχει γίνει στην Ουάσιγκτον ή στην Μόσχα. Είναι η τελειοποιημένη έκφραση και η πρακτική της διάλυσης κάθε κοινωνικού ιστού”. (Γράμμα στον Jean-Francois Martos, με ημερομηνία 26 Δεκέμβρη 1990).
[11] Αναφέρεται στις αγροτικές εξεγέρσεις.
[12] Όπως μια υποτιθέμενη “τρομοκρατική” οργάνωση, σαν την Χεζμπολάχ στο Λίβανο, η εξουσία έχει “ενσωματωθεί” παντού, μέσα κι ανάμεσα στον “άμαχο” πληθυσμό, ως ασπίδα προστασίας.
[13] Αγγλικά στο αρχικό κείμενο.
[14] Αγγλικά στο αρχικό κείμενο (“There is no future in England’s dreaming”: των Sex Pistols, από το “God Save the Queen”, 1977).
[15] Δεν υπάρχει ακριβής όρος στα αγγλικά είτε στα ελληνικά για τη γαλλική λέξη που χρησιμοποιήθηκε εδώ, “mediatiquement”, που δε σημαίνει μόνο “χάρη στα μίντια”, ή “μέσω των μίντια” αλλά επίσης “θεαματικά”.
[16] Η τοποθεσία του γαλλικού Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο είναι υπεύθυνο για την ασφάλεια της χώρας.
[17] Η χρονιά που απέτυχε η επανάσταση ενάντια στην τσαρική Ρωσία.
Γράφτηκε από τους Φίλους της Νέμεσης (Les Amis de Nemesis: http://www.geocities.com/nemesisite). Μεταφράστηκε από τα γαλλικά στα αγγλικά από το NOT BORED! (http://www.notbored.org) τον Ιούλη του 2007. Οι υποσημειώσεις είναι του μεταφραστή στα αγγλικά, εκτός από τα σημεία που σημειώνεται διαφορετικά. Ειλικρινείς ευχαριστίες από την αγγλική μετάφραση στους συγγραφείς για τη διόρθωση μερικών λαθών της πρώιμης όψης της μετάφρασης.
Η ελληνική μετάφραση έγινε τον Δεκέμβρη του 2007 από τις “εκδόσεις για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας” – www.geocities.com/anarcores.