Categories
Karl Marx

Ο ανταρτοπόλεμος στην Ισπανία, 1854 – Καρλ Μαρξ

Ο ανταρτοπόλεμος στην Ισπανία – Καρλ Μαρξ

Πηγή: http://marxists.org/archive/marx/works/1854/revolutionary-spain/ch05.htm

Η κεντρική κυβέρνηση απέτυχε στην υπεράσπιση της χώρας της, ακριβώς επειδή απέτυχε στην επαναστατική αποστολή της. Έχοντας επίγνωση της αδυναμίας της, του ρευστού περιεχομένου της εξουσίας της, και της ακραίας έλλειψης δημοφιλίας της, πώς θα μπορούσε να επιχειρήσει να ανταποκριθεί στις έριδες, τις αντιζηλίες και τις δεσποτικές αξιώσεις των στρατηγών της, συνηθισμένες για κάθε επαναστατική εποχή, παρά μέσω ελεεινών τεχνασμάτων και δολοπλοκιών; Παραμένοντας, ως είχε, κάτω από έναν διαρκή φόβο και καχυποψία προς την ίδια τη στρατιωτική ηγεσία της, δεν μπορούμε παρά να πάρουμε τοις μετρητοίς τα λόγια του Ουέλλινγκτον που έγραφε στον αδερφό του, τον Μαρκήσιο του Wellesley, την 1η Σεπτέμβρη 1809:

“Φοβάμαι πολύ, απ’ όσα έχω δει από τα πρακτικά της κεντρικής κυβέρνησης, ότι στην κατανομή των δυνάμεών της, δεν υπολογίζει τη στρατιωτική άμυνα και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τόσο όσο την πολιτική δολοπλοκία και την επίτευξη ασήμαντων πολιτικών σκοπιμοτήτων”.

Σε επαναστατικούς καιρούς, όταν όλοι οι δεσμοί της υποταγής χαλαρώνουν, η στρατιωτική πειθαρχία μπορεί να αποκατασταθεί μόνο μέσω μιας πολιτικής πειθαρχίας που επωμίζονται οι στρατηγοί. Καθώς η κεντρική κυβέρνηση, χάρις στην ασύμμετρη διαπλοκή της, ποτέ δεν κατόρθωσε να ελέγξει πραγματικά τους στρατηγούς, αυτοί ποτέ δεν κατάφεραν να ελέγξουν τους στρατιώτες, και προς το τέλος του πολέμου ο ισπανικός στρατός δεν πέτυχε ποτέ να φτάσει σ’ ένα μέσο επίπεδο πειθαρχίας και υποταγής. Αυτή η απειθαρχία συντηρήθηκε απ’ την έλλειψη τροφίμων, ενδυμάτων, κι όλων των υλικών απαιτουμένων ενός στρατού – καθώς το ηθικό ενός στρατού, όπως το έθεσε ο Ναπολέων, εξαρτάται απόλυτα απ’ τις υλικές συνθήκες του. Η κεντρική κυβέρνηση ήταν ανίκανη να ανεφοδιάζει τακτικά τον στρατό, καθώς τα μανιφέστα του καημένου ποιητή Quintana (στμ: Μαδριλένος ποιητής της εποχής, γνωστός για μια σειρά εύπεπτα ποιήματα που υμνούν τον πατριωτισμό, την μοναρχία κλπ) δεν επαρκούσαν γι αυτό, και για να αποδώσει κάποια συνοχή στα διατάγματά της θα ήταν αναγκασμένη να καταφύγει στα ίδια επαναστατικά μέτρα που καταδίκαζε στην επαρχία. Ακόμη και η γενική επιστράτευση ανεξαρτήτως προνομίων και εξαιρέσεων, και οι διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν σ’ όλους τους Ισπανούς προκειμένου να αποκτήσουν κάθε πιθανό βαθμό στον στρατό, ήταν έργο των επαρχιακών διοικήσεων, κι όχι της κεντρικής κυβέρνησης. Άν οι ήττες των ισπανικών στρατευμάτων λοιπόν παρήχθησαν από τις αντεπαναστατικές ανικανότητες της κεντρικής κυβέρνησης, αυτές οι πανωλεθρίες με τη σειρά τους συνέθλιψαν ακόμη περισσότερο την ίδια την κυβέρνηση, και καθιστώντας την το αντικείμενο της λαϊκής περιφρόνησης και καχυποψίας, αύξησαν την εξάρτησή της από αλαζονικούς αλλά ανίκανους στρατιωτικούς αρχηγούς.

Ο ισπανικός τακτικός στρατός, αν και ηττήθηκε παντού, παρολαυτά ήταν παρών σ’ όλα τα σημεία. Περισσότερες από είκοσι φορές διαλύθηκε, κι ήταν πάντοτε ικανός να ξανασυγκεντρωθεί απέναντι στον εχθρό, και συχνά μάλιστα επανεμφανιζόταν με αυξημένο δυναμισμό μετά από μια ήττα. Δεν είχε νόημα πλέον να τους κερδίζει, καθώς, τόσο γρήγορα διασκορπίζονταν, που η απώλειά τους σε άνδρες ήταν γενικά ελάχιστη, ενώ η απώλειές τους επί του εδάφους, τους ήταν παντελώς αδιάφορες. Αποσυρόμενοι άτακτα στις οροσειρές, ήταν βέβαιοι πως θα ξανασυγκεντρωθούν και θα εμφανιστούν και πάλι όταν δε θα τους περιμένανε, αναζωογονημένοι με νέες ενισχύσεις, και ικανοί, αν όχι να αντισταθούν στον γαλλικό στρατό, τουλάχιστον να τον κρατήσουν σε μια διαρκή κινητικότητα, και να τον υποχρεώσουν να διασκορπίσει τις δυνάμεις του εδώ κι εκεί. Πιο τυχεροί από τους Ρώσσους, δε χρειάστηκε καν να πεθάνουν προτού αναστηθούν.

Η καταστροφική μάχη της Ocaña, στις 19 Νοέμβρη του 1809, ήταν η τελευταία άνιση μάχη που έδωσαν οι Ισπανοί. Από κει και πέρα, περιορίστηκαν στον ανταρτοπόλεμο. Το γεγονός και μόνο της εγκατάλειψης του τακτικού πολέμου δείχνει την εξαφάνιση του εθνικού μπρος στα τοπικά κέντρα της διοίκησης. Όταν οι καταστροφές του τακτικού στρατού έγιναν ο κανόνας, η εμφάνιση των ανταρτών γενικεύθηκε, και το σώμα του λαού, ανακαλώντας με οδύνη τις εθνικές ήττες, ευφράνθηκε απ’ τις τοπικές επιτυχίες των ηρώων του. Στο σημείο αυτό τουλάχιστον, η κεντρική κυβέρνηση μοιράστηκε το λαϊκό συναίσθημα. Πληρέστερες εκτιμήσεις δίνονται στην εφημερίδα της κυβερνήσεως σχετικά με τους αντάρτες, παρά για την μάχη της Ocaña.

Όπως ο Δον Κιχώτης αντιστεκόταν με τη λόγχη του ενάντια στην πυρίτιδα, έτσι και οι αντάρτες αντιστέκονταν στον Ναπολέοντα, αλλά με διαφορετική επιτυχία.

“Αυτοί οι αντάρτες”, λέει η Αυστριακή Στρατωτική Εφημερίδα (Τόμος 1, 1821), “μεταφέρουν τη βάση τους οπουδήποτε βρίσκονται, στον εαυτό τους, και κάθε επιχείρηση εναντίον αυτής έληγε με την εξαφάνιση του αντικειμένου της”.

Υπάρχουν τρεις περίοδοι στις οποίες μπορεί να διακριθεί η ιστορική εξέλιξη του ανταρτοπολέμου. Στην πρώτη περίοδο ο πληθυσμός ολόκληρων περιοχών παίρνει τα όπλα και σχηματίζει παρτιζάνικες στρατιές, όπως στη Γαλικία και στις Αστούριες. Στη δεύτερη περίοδο, ομάδες ανταρτών σχηματίζονται απ’ τα απομεινάρια του ισπανικού στρατού, από Ισπανούς λιποτάκτες απ’ τον γαλλικό στρατό, από λαθρεμπόρους κλπ. που διεξάγουν τον πόλεμο σαν δικό τους, ανεξάρτητα από κάθε εξωτερική παρέμβαση και σύμφωνα με τα άμεσα συμφέροντά τους. Ευνοικά γεγονότα και περιστάσεις, συχνά φέρνουν ολόκληρες περιοχές στο πλευρό τους. Όσο οι αντάρτες συγκροτούνται, δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη εμφάνιση σαν σώμα, είναι όμως εξαιρετικά επικίνδυνοι για τους Γάλλους. Σχηματίζουν τη βάση ενός πραγματικού εξοπλισμού του λαού. Μόλις παρουσιαστεί μια ευκαιρία, ή μια ανοιχτή επιχείρηση διεξαχθεί, οι πιο ενεργοί και τολμηροί μεταξύ του λαού θα βγουν και θα ενωθούν με τους αντάρτες. Τρέχουν με την πιο ξέφρενη ταχύτητα προς τον εχθρό, ή παίρνουν θέση μάχης, σύμφωνα με το αντικείμενο της επιχείρησης που αναλαμβάνουν. Δεν ήταν ασυνήθιστο να τους δει κανείς να στέκονται έξω μια ολόκληρη μέρα παραμονεύοντας για την εμφάνιση ενός εχθρού, προκειμένου να συλλάβουν έναν αγγελιαφόρο ή να κατάσχουν τις προμήθειές του. Ήταν έτσι που ο νεώτερος Mina συνέλαβε τον αντιβασιλέα της Ναβάρρας, διορισμένο απ’ τον Ιωσήφ Βοναπάρτη, και που ο Julian πήρε κρατούμενο τον διοικητή της πόλης Rodrigo. Μόλις η επιχείρηση ολοκληρώθηκε, ο καθένας πήρε τον δρόμο του, κι ένοπλοι άνδρες φαίνονταν ν’ αποχωρούν προς πάσα κατεύθυνση. Όμως οι σύμμαχοί τους χωρικοί επέστρεψαν ήρεμα στις συνήθεις ασχολίες τους “σαν να μην απουσίασαν ποτέ απ’ αυτές”. Έτσι ήταν που έκλεισε η κυκλοφορία σ’ όλους τους δρόμους και χιλιάδες εχθροί βρέθηκαν επί τόπου, αν και κανείς απ’ αυτούς δεν μπορούσε να αναγνωριστεί. Έτσι κανένας αγγελιαφόρος δεν μπορούσε να μετακινηθεί χωρίς να συλληφθεί. Προμήθειες δεν μπορούσαν να σταλλούν χωρίς να κλαπούν. Εν συντομία, καμμία κίνηση δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς να παρακολουθείται από εκατό μάτια. Την ίδια στιγμή, δεν υπήρχαν τα μέσα για ένα συνδυαστικό χτύπημα στη ρίζα αυτού του πράγματος. Οι Γάλλοι ήταν υποχρεωμένοι να είναι διαρκώς οπλισμένοι εναντίον ενός εχθρού που, συνεχώς αποχωρώντας και πάντοτε επανεμφανιζόμενος, κατάφερνε να βρίσκεται παντού χωρίς να γίνεται ορατός, με τα βουνά να παίζουν τον ρόλο άπειρων πέπλων μυστηρίου.

“Δεν ήταν”, λέει ο Αββάς de Pradt “ούτε οι συγκρούσεις ούτε οι αντιπαραθέσεις που εξάντλησαν τα γαλλικά στρατεύματα, αλλά οι αδιάκοπες παρενοχλήσεις ενός αόρατου εχθρού, τον οποίον, εάν καταδίωκαν, αυτός χανόταν μέσα στον λαό, απ’ τον οποίο αμέσως μετά ξεπηδούσε με ανανεωμένες δυνάμεις”. Το λιοντάρι του μύθου που βασανίζεται μέχρι θανάτου από ένα κουνούπι, δίνει μια πραγματική εικόνα της κατάστασης του γαλλικού στρατού”.

Στην τρίτη περίοδο, οι αντάρτες έτειναν προς την κανονικότητα ενός τακτικού στρατού, διόγκωσαν τα σώματά τους σε αριθμούς από 3.000 εώς 6.000 άνδρες, έπαψαν να είναι το ζήτημα ολόκληρων περιοχών, κι έπεσαν στα χέρια μερικών ηγετών, οι οποίοι τους χρησιμοποίησαν κατά πώς συνέφερε τους σκοπούς τους. Αυτή η αλλαγή στο σύστημα των ανταρτών, έδωσε στους Γάλλους, στην αντιπαράθεση μαζί τους, σημαντικά πλεονεκτήματα. Όντας πλέον ανίκανοι, χάρις στον μεγάλο αριθμό τους, να κρυφτούν και να εξαφανιστούν ξαφνικά χωρίς να υποχρεωθούν σε μάχη, όπως έκαναν προηγουμένως, οι αντάρτες πλέον συχνά αιφνιδιάζονταν, ηττούνταν, διασκορπίζονταν, καθίσταντο ανίκανοι να καταφέρουν περαιτέρω παρενοχλήσεις για αρκετό καιρό.

Συγκρίνοντας τις τρεις περιόδους του ανταρτοπολέμου με την πολιτική ιστορία της Ισπανίας, διαπιστώνει κανείς ότι αντιπροσωπεύουν τους σχετικούς βαθμούς στους οποίους το αντεπαναστατικό πνεύμα της κυβέρνησης πετύχαινε να διαβρώνει το πνεύμα του λαού. Αρχίζοντας με την εξέγερση ολόκληρων πληθυσμών, ο παρτιζάνικος πόλεμος στη συνέχεια διεξήχθη από αντάρτικες ομάδες, των οποίων ολόκληρες περιοχές απαρτίζαν τις εφεδρείες τους και και κατέληξαν σε παραστρατιωτικά σώματα ισορροπώντας μεταξύ κλεφτουριάς και καθίζησης σε επίπεδο τακτικού στρατού.

Αποξένωση απ’ την ανώτατη Κυβέρνηση, χαλαρή πειθαρχία, συνεχείς καταστροφές, διαρκής σχηματισμός, αποσύνθεση, κι ανασύνθεση στη διάρκεια των έξι χρόνων του cadrez θα πρέπει να σφράγισαν ανεξίτηλα το σώμα του ισπανικού στρατού με τον χαρακτήρα του πραιτοριανισμού, κάνοντάς τον επίσης έτοιμο να αναλάβει χρέη υποτακτικού ή μπάτσου των αρχηγών του. Οι ίδιοι οι στρατηγοί είχαν αναγκαστικά συμμετάσχει, λογομαχώντας ή μη, ή συνομωτήσει ενάντια στην κεντρική κυβέρνηση, και πάντοτε μετατόπιζαν με το βάρος του ξίφους τους την πολιτική ισορροπία. Ετσι ο Cuesta, που αργότερα φάνηκε να κερδίζει την εμπιστοσύνη της κεντρικής κυβέρνησης με τον ίδιο βαθμό που έχανε τις μάχες της χώρας, είχε ανελιχθεί συνομωτώντας με τον Consejo Real και συλλαμβάνοντας τους βουλευτές της Λεόν στην κεντρική κυβέρνηση. Ο στρατηγός Morla ο ίδιος, μέλος της κεντρικής κυβέρνησης, πέρασε με το στρατόπεδο του Βοναπάρτη, αφού παρέδωσε την Μαδρίτη στους Γάλλους. Ο τραγελαφικός Μαρκήσιος de las Romerias, επίσης μέλος της κυβέρνησης, συνομωτούσε με τον ματαιόδοξο Francisco Palafox, τον ελεεινό Montijo και την ταραχώδη κυβέρνηση της Σεβίλλης εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης. Οι στρατηγοί Castaños, Blake, La Bisbal (και O’Donnell) διαπλέκονταν σε διαδοχικές ίντριγκες την εποχή των Cortes ως αντιβασιλείς, και ο Γενικός Διοικητής της Βαλένσια Don Javier Elío, παρέδωσε τελικά την Ισπανία στο έλεος του Φερδινάνδου του Ζ’. Ο πραιτοριανός χαρακτήρας ήταν σίγουρα πιο ανεπτυγμένος μεταξύ των στρατηγών απ’ ότι μεταξύ των στρατιωτών τους.

Απ’ την άλλη, ο στρατός και οι αντάρτες – οι οποίοι δέχθηκαν στη διάρκεια του πολέμου μέρος των αξιωματικών τους, όπως τους Porlier, Lacy, Eroles και Villacampa, από τις τάξεις των διακεκριμένων αξιωματικών του μετώπου, ενώ το μέτωπο μετέπειτα δέχθηκε αντάρτες αρχηγούς όπως οι Mina, Empecinado κ.α. – ήταν η πιο επαναστατικοποιημένη μερίδα της ισπανικής κοινωνίας, στρατολογημένη καθώς ήταν από κάθε στρώμα, συμπεριλαμβανομένης και της περήφανης, φιλόδοξης και πατριωτικής νεολαίας, που ήταν απρόσιτη για την υπνωτική επίδραση της κεντρικής κυβέρνησης, χειραφετημένη απ’ τα δεσμά του απαρχαιωμένου καθεστώτος, εν μέρει, όπως ο Riego, έχοντας επιστρέψει μετά από μερικά χρόνια αιχμαλωσίας στη Γαλλία. Δεν πρέπει, λοιπόν, να μας εκπλήσσει η επιρροή που εξασκεί ο ισπανικός στρατός στις επερχόμενες ταραχές, ούτε όταν αναλαμβάνει την επαναστατική πρωτοβουλία, ούτε όταν διαβρώνει την επανάσταση με τον πραιτοριανισμό.

Ως προς τους αντάρτες, είναι προφανές ότι, έχοντας περάσει κάποια χρόνια στο θέατρο αιματηρών συγκρούσεων, σε ένα εύρος μεταβλητών συνηθειών, ενδίδοντας ελεύθερα σ’ όλα τα πάθη και το μίσος τους, την εκδίκηση, την αγάπη της λεηλασίας, είναι αναγκασμένοι, σε καιρούς ειρήνεις, να σχηματίσουν το πιο επικίνδυνο πλήθος, πάντα έτοιμο για ένα νεύμα, στο όνομα του κάθε κόμματος και ιδανικού, να βάλει πλάτη γι αυτόν που θα σταθεί ικανός να τους προσφέρει ικανές ανταμοιβές ή ένα πρόσχημα για λεηλασίες.

Categories
Karl Marx

Για την αλλοτρίωση της εργασίας – Καρλ Μαρξ

Για την αλλοτρίωση της εργασίας – Καρλ Μαρξ

[…]

Ο εργάτης, όσο περισσότερα αγαθά παράγει, τόσο φθηνότερο εμπόρευμα γίνεται. Η υποτίμηση του ανθρώπινου κόσμου αυξάνεται σε άμεση αναλογία με την αύξηση της αξίας του κόσμου των πραγμάτων. Η εργασία δεν παράγει μόνο εμπορεύματα, παράγει επίσης τον εαυτό της και τους εργάτες σαν ένα εμπόρευμα. Και γίνεται αυτό στην ίδια αναλογία που παράγει εμπορεύματα γενικά.

Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι το αντικείμενο που παράγει η εργασία, το προϊόν της, αντιστρατεύεται την εργασία σαν κάτι αλλότριο, σαν μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό. Το προϊόν της εργασίας είναι εργασία που ενσωματώθηκε κι απέκτησε υλική μορφή σ’ ένα αντικείμενο, είναι η αντικειμενοποίηση της εργασίας. Η πραγμάτωση της εργασίας είναι η αντικειμενοποίησή της. Στη σφαίρα της πολιτικής οικονομίας, η πραγμάτωση αυτή της εργασίας, εμφανίζεται σαν απώλεια της πραγματικότητας του εργάτη, η αντικειμενοποίηση σαν απώλεια και υποδούλωση προς το αντικείμενο και η ιδιοποίηση σαν αποξένωση, σαν αλλοτρίωση.

Εμφανίζεται τόσο πολύ η πραγμάτωση της εργασίας σαν απώλεια της πραγματικότητας που ο εργάτης χάνει την πραγματικότητά του ως το σημείο να πεθαίνει από την πείνα. Εμφαβίζεται τόσο πολύ η αντικειμενοποίηση σαν απώλεια του αντικειμένου, που ο εργάτης απογυμνώνεται ληστρικά από τ’ αντικείμενα που χρειάζεται περισσότερο όχι μόνο για τη ζωή του, αλλά και για τη δουλειά του. Η εργασία η ίδια γίνεται με τεράστια προσπάθεια και με σπασμωδικές διακοπές. Εμφανίζεται τόσο πολύ η ιδιοποίηση του αντικειμένου σαν αποξένωση, που όσο περισσότερα αντικείμενα παράγει ο εργάτης τόσο λιγότερα μπορεί να κατακτήσει και τόσο περισσότερο πέφτει κάτω από την κυριαρχία του προϊόντος του, του κεφαλαίου.

Όλες αυτές οι συνέπειες περιέχονται σ’ αυτό το χαρακτηριστικό, ότι η σχέση του εργάτη προς το προϊόν της εργασίας του είναι σχέση προς ένα ξένο αντικείμενο. Γιατί είναι φανερό ότι, σύμφωνα μ’ αυτή την τοποθέτηση, όσο περισσότερο ο εργάτης, πιέζει τον εαυτό του στη δουλειά, όσο πιο ισχυρός γίνεται ο ξένος αντικειμενικά κόσμος που φέρνει σε ύπαρξη υπεράνω και ενάντια στον εαυτό του, τόσο πιο φτωχός γίνεται ο ίδιος και ο εσωτερικός του κόσμος και τόσο λιγότερο ανήκει στον εαυτό του. Το ίδιο συμβαίνει με τη θρησκεία. Όσο περισσότερο ο άνθρωπος εναποθέτει τον εαυτό του στο Θεό, τόσο λιγότερο παραμένει ο εαυτός του. Ο εργάτης εναποθέτει τη ζωή του στο αντικείμενο, αλλά τώρα η ζωή του δεν ανήκει σ’ αυτόν αλλά στο αντικείμενο. Έτσι, όσο μεγαλύτερη είναι η δραστηριότητά του, τόσο λιγότερα αντικείμενα κατορθώνει να έχει στην κατοχή του. Όποιο κι αν είναι το προϊόν της εργασίας του, ο εργάτης δεν υπάρχει σ’ αυτό. Έτσι όσο μεγαλύτερο είναι το προϊόν αυτό, τόσο λιγότερο ο εργάτης είναι ο εαυτός του. Η εξωτερίκευση του εργάτη στο προϊόν που παράγει σημαίνει όχι μόνο ότι η εργασία του γίνεται ένα αντικείμενο, μια εξωτερική ύπαρξη, αλλά ότι υπάρχει έξω απ’ αυτόν, ανεξάρτητα απ’ αυτόν και ξένα προς αυτόν, και αρχίζει να τον αντιμετωπίζει σαν μια αυτόνομη δύναμη, σημαίνει ότι η ζωή με την οποία προίκισε το αντικείμενο τον αντιμετωπίζει σαν εχθρικό και ξένο.

Ας κοιτάξουμε τώρα από πιο κοντά την αντικειμενοποίηση, την παραγωγή του εργάτη, την αποξένωση, την απώλεια του αντικειμένου του προϊόντος του.

Ο εργάτης δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτα χωρίς τη φύση, χωρίς τον αισθητό εξωτερικό κόσμο. Είναι η ύλη μέσα στην οποία πραγματώνεται η εργασία του, μέσα στην οποία δραστηριοποιείται και από την οποία και με τα μέσα της οποίας παράγει.

Αλλά όπως ακριβώς η φύση παρέχει στην εργασία τα μέσα της ζωής, με την έννοια ότι η εργασία δε μπορεί αν ζήσει χωρίς αντικείμενα πάνω στα οποία να λειτουργήσει, έτσι παρέχει τα μέσα ζωής με τη στενή έννοια της φυσικής διαβίωσης του εργάτη. Όσο περισσότερο ο εργάτης ιδιοποιείται τον εξωτερικό κόσμο, την αισθητή φύση μέσα από την εργασία του, τόσο περισσότερο αποστερεί τον εαυτό του από τα μέσα της ζωής από δυο απόψεις: πρώτο, ο αισθητός εξωτερικός κόσμος γίνεται όλο και λιγότερο ένα αντικείμενο που ανήκει στην εργασία του, ένα μέσο ζωής της εργασίας του, και δεύτερο, γίνεται όλο και λιγότερο μέσο ζωής με την άμεση έννοια, ένα μέσο για τη φυσική επιβίωση του εργάτη.

Οπότε, και κατά τη μία άποψη και κατά την άλλη, ο εργάτης γίνεται σκλάβος του αντικειμένου του, πρώτο γιατί δέχεται ένα αντικείμενο εργασίας, δηλαδή δέχεται εργασία και δεύτερο γιατί δέχεται μέσα διαβίωση. Πρώτο, δηλαδή, ότι μπορεί να υπάρξει σαν εργάτης και δεύτερο ότι μπορεί να υπάρξει σαν φυσικό υποκείμενο. Η κατάληξη αυτής της υποδούλωσης είναι ότι μόνο σαν εργάτης μπορεί να διατηρήσει τον εαυτό του σαν φυσικό υποκείμενο και μόνο σαν φυσικό υποκείμενο μπορεί να είναι εργάτης.

(Η αλλοτρίωση του εργάτη μέσα στο αντικείμενό του εκφράζεται σύμφωνα με τους νόμους της πολιτικής οικονομίας με τον ακόλουθο τρόπο: όσο περισσότερο παράγει ο εργάτης, τόσο λιγότερο πρέπει να καταναλώνει, όσο περισσότερες αξίες δημιουργεί, τόσο περισσότερο χάνει ο ίδιος την αξία του, όσο περισσότερο τελειοποιείται το προϊόν του, τόσο περισσότερο παραμορφώνεται ο εργάτης. Όσο πιο πολιτισμένο το προϊόν του, τόσο πιο βάρβαρος ο εργάτης, όσο πιο ισχυρή η εργασία, τόσο πιο ανίσχυρος ο εργάτης, όσο πιο βελτιωμένη η εργασία, τόσο πιο άβουλος και περισσότερο υπόδουλος στη φύση γίνεται ο εργάτης).

Η πολιτική οιικονομία αποκρύβει την αλλοτρίωση στη φύση της εργασίας, αγνοώντας την άμεση σχέση ανάμεσα στον εργάτη (εργασία) και την παραγωγή. Η εργασία, σίγουρα, παράγει θαύματα για τον πλούσιο. Για τον εργάτη, όμως, παράγει αποστέρηση. Παράγει παλάτια, αλλά μόνο τρώγλες για τον εργάτη. Μπορεί οι μηχανές ν αντικαθιστούν χειρονακτική εργασία, αλλά δεν παύουν να στέλνουν άλλους εργάτες πίσω σε βάρβαρους τρόπους δουλειάς και άλλους να τους μετατρέπουν σε εξαρτήματά τους. Η εργασία παράγει ευφυϊα αλλά επίσης και ηλιθιότητα και αποβλάκωση για τους εργάτες.

 

Σημείωση: Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το θεμελιώδες έργο του νεαρού Μαρξ Τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, εδώ από τις εκδόσεις Γλάρος, ενώ έχει μεταφραστεί κι εκδοθεί κι από τη Διεθνή Βιβλιοθήκη.