Categories
John Zerzan

Για το Καταμερισμό της Εργασίας – John Zerzan

Για το Καταμερισμό της Εργασίας – John Zerzan

Καταμερισμός της Εργασίας: 1. η κατάτμηση σε εξειδικευμένα, συγκεκριμένα καθήκοντα για λόγους μέγιστης απόδοσης στην οποία συνίσταται η παραγωγή, αποτελεί στοιχειώδη όψη της παραγωγικής διαδικασίας. 2. ο περιορισμός ή η υποβάθμιση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε ξεχωριστά καθήκοντα που αποτελούν την υλική ρίζα της αλλοτρίωσης. Είναι η βασική εξειδίκευση με την οποία εμφανίζεται και αναπτύσσεται ο πολιτισμός.

Η σχετική ολότητα της ζωής πριν τον πολιτισμό ήταν πριν από κάθε τι, η απουσία του περιοριστικού, καταπιεστικού διαχωρισμού των ανθρώπων σε διάφορους ρόλους και λειτουργίες. Η θέσμιση της απώλειας των εμπειριών και της δύναμης μπρος στην κυριαρχία της εξειδίκευσης, που φαίνεται τόσο φυσική σήμερα, συνιστά τον Καταμερισμό της Εργασίας. Δεν είναι τυχαίο που οι ιδεολογίες-κλειδιά του πολιτισμού έχουν επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις τους προκειμένου να προσδώσουν αξία στο διαχωρισμό αυτό. Στη «Δημοκρατία» του Πλάτωνα για παράδειγμα, μαθαίνουμε ότι η καταγωγή του Κράτους βρίσκεται στην «φυσική» ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων που ενσωματώνεται στον Καταμερισμό της Εργασίας. Ο Durkheim αποτίνει το δικό του φόρο τιμής σε έναν διαχωρισμένο κόσμο ανισότητας, εκθειάζοντας την ως λυδία λίθο της “ανθρώπινης αλληλεγγύης”, η ηθική αξία της οποίας είναι… μάλλον το μαντέψατε ήδη! Πριν από αυτόν, σύμφωνα με τον Franz Borkenau, εκδηλώθηκε μια σημαντική αύξηση του καταμερισμού εργασίας γύρω στα 1600, όταν και εισήχθηκε η αφηρημένη έννοια της εργασίας, η οποία χρησιμοποιείται και για να υπογραμμίσει, με τη σειρά της, ολόκληρη τη σύγχρονη, καρτεσιανή σύλληψη της υποταγής ολόκληρης της υλικής μας υπόστασης και της μετατροπής της σε ένα αντικείμενο για την (αφηρημένη) συνείδηση.

Στην πρώτη κιόλας πρόταση του «Ο Πλούτος Των Εθνών» (1776), ο Adam Smith προέβλεψε την ουσία της βιομηχανικής επανάστασης προσδιορίζοντας πως ο καταμερισμός της εργασίας αντιστοιχεί και σε μια ποσοτική αύξηση της παραγωγικότητας. Είκοσι χρόνια αργότερα, ήταν ο Schiller αυτός που αναγνώρισε πως ο καταμερισμός της εργασίας παρήγαγε μια κοινωνία στην οποία τα μέλη της ήταν ανίκανα να αναπτυχθούν ως ανθρώπινες οντότητες. Ο Marx μπορούσε να δει και από τις δυο πλευρές: «Ως αποτέλεσμα του καταμερισμού της εργασίας… ο εργάτης υποβαθμίζεται στην κατάσταση της μηχανής». Αλλά η λατρεία του Marx στην ολότητα της παραγωγής ήταν και καθοριστική για την ανθρώπινη απελευθέρωση. Θεώρησε πως το ξεπέρασμα της αθλιότητας των ανθρώπων περνά μέσα από το αναγκαίο κακό της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Ο Μαρξισμός δεν μπόρεσε να εξαλείψει το καθοριστικό αποτύπωμα αυτής της θεώρησης υπέρ του καταμερισμού της εργασίας, κι έτσι οι βασικοί θεωρητικοί του σίγουρα αντανακλούν αυτήν την αποδοχή. Ο Lukacs, για παράδειγμα, επιλέγει να το αγνοήσει, βλέποντας μόνο πως τις «δυνάμεις ενοποίησης της κυρίαρχης εμπορευματικής μορφής» εφιστώντας την προσοχή του στο πρόβλημα της προλεταριακής συνειδητοποίησης. Ο E.P. Thompson κατανόησε ότι μέσα στο βιομηχανικό σύστημα, «η χαρακτηρο-δομή των ανυπόταχτων προ-βιομηχανικών εργατών ή βιοτεχνών προσαρμόστηκε με τη βία σε αυτό που αποτέλεσε τον υπάκουο απομονωμένο εργάτη». Κι όμως, έδωσε ελάχιστη προσοχή στον καταμερισμό της εργασίας, τον κεντρικό μηχανισμό με τον οποίο αυτή η προσαρμογή επιτεύχθηκε.

Ο Marcuse προσπάθησε να περιγράψει έναν πολιτισμό με απουσία κάθε καταπίεσης, ερχόμενος ωστόσο μπρος στην ασυμβατότητα αυτών των δύο. Υποκύπτοντας στη «φυσικότητα» του καταμερισμού εργασίας, έκρινε πως η «λελογισμένη άσκηση εξουσίας» και η «πρόοδος του συνόλου» στηρίζονται πάνω του. Λίγες σελίδες μετά, πάλι, στο «Έρως και Πολιτισμός» θα παραδεχτεί πως «κάποιος καταλήγει ολοένα και πιο αποξενωμένος από την εργασία του όσο περισσότερο εξειδικευμένος γίνεται ο καταμερισμός της εργασίας».

Ο Ellul καταλάβαινε πως «το αιχμηρό λεπίδι της εξειδίκευσης έχει χαράξει σα ξυράφι τη ζωντανή σάρκα», πως ο καταμερισμός της εργασίας προκαλεί την άγνοια ενός «κλειστού σύμπαντος» αποκόπτοντας το υποκείμενο από τους άλλους κι από τη φύση.

Παρομοίως ο Horkheimer συνόψισε την αλλοτρίωση: «Έτσι, παρόλη τη δραστηριότητά τους, τα άτομα γίνονται ολοένα και πιο παθητικά, παρόλη την εξουσία τους πάνω στη φύση, γίνονται ολοένα και πιο ανίσχυρα μπροστά στην κοινωνία και τους εαυτούς τους». Παρόμοια σκεπτόμενος, ο Foucault επέστησε την προσοχή στην παραγωγικότητα ως το στοιχειώδη σύγχρονο καταναγκασμό.

Όμως η σύγχρονη μαρξιστική σκέψη συνεχίζει να πέφτει στην παγίδα της ανάπτυξης του καταμερισμού της εργασίας, για χάρη της τεχνολογικής προόδου. Ο Braverman στο -με πολλές έννοιες- εξαιρετικό έργο του «Εργασία και Μονοπωλιακό Κεφάλαιο» εξερευνά την υποβάθμιση της εργασίας, αλλά τη θεωρεί κατά κύριο λόγο, ως πρόβλημα «απώλειας της θέλησης και της φιλοδοξίας, να αποσπαστεί ο έλεγχος της παραγωγής από τα χέρια των καπιταλιστών».

Οι «Ψυχολογικό-Κοινωνικές Συνέπειες της Φυσικής και Αλλοτριωμένης Εργασίας» του Schwabbe είναι αφιερωμένες στο τέλος κάθε κυριαρχίας επί της παραγωγής και προτείνουν μια αυτό-διαχείριση της παραγωγής. Ο λόγος, προφανώς, που αγνοεί τον καταμερισμό της εργασίας είναι ότι είναι έμφυτος στην παραγωγή. Δεν καταλαβαίνει ότι είναι ηλίθιο να μιλάς για απελευθέρωση και παραγωγή στην ίδια πρόταση. Η τάση του καταμερισμού της εργασίας ήταν πάντοτε το αναγκαίο φορτίο που προσέφερε κάθε ανταλλάξιμο γρανάζι σε ένα ολοένα και περισσότερο αυτονομούμενο, αδιαπέραστο στην επιθυμία σύστημα. Ο βαρβαρισμός των μοντέρνων καιρών παραμένει η υποδούλωση στην τεχνολογία, με άλλα λόγια, ο καταμερισμός της εργασίας. Η εξειδίκευση, γράφει ο Giedion, «προχωρά χωρίς αναβολή», κι έτσι σήμερα περισσότερο από ποτέ, μπορούμε να δούμε και να νιώσουμε τον τελματωμένο, από-ερωτικοποιημένο κόσμο στον οποίο μας οδήγησε. Ο Robinson Jeffers έχει πάρει την απόφασή του: «Δεν θεωρώ πως ο βιομηχανικός πολιτισμός αξίζει τη διαστροφή της ανθρώπινης φύσης, την απονοηματοδότηση και την απώλεια της επαφής με τη Γη, στην οποία οδηγεί».

Εντωμεταξύ, η συνεχιζόμενη μυθολογία της «ουδετερότητας» και του «αναπόφευκτου» της τεχνολογικής ανάπτυξης, παίζουν τεράστιο ρόλο στην ενσωμάτωση του καθένα στον καταναγκασμό του καταμερισμού της εργασίας. Όσοι αντιτίθενται στην κυριαρχία ενώ ταυτόχρονα υπερασπίζονται τον αξιακό πυρήνα της, παρατείνουν την αιχμαλωσία μας. Θυμηθείτε τον Guattari, το μετα-στρουκτουραλιστή ριζοσπάστη, που θεωρεί πως η επιθυμία και το όνειρο είναι δυνατά «ακόμα και σε μια κοινωνία με υψηλή βιομηχανική ανάπτυξη και πλήρως ανεπτυγμένες υπηρεσίες πληροφοριών κλπ». Ο προχωρημένος αυτός γάλλος εχθρός της αλλοτρίωσης, ωχριά μπροστά στην απλοϊκή παρατήρηση της «έμφυτης αδυναμίας των βιομηχανικών κοινωνιών», προσφέρει ωστόσο ένα παράδειγμα εφαρμογής της ρήσης του: «χρειάζεται να αμφισβητήσουμε εξ ολοκλήρου την πρακτική των ειδικών», όχι φυσικά την ίδια την ύπαρξη των ειδικών, αλλά απλώς την «πρακτική» τους.

Για να γυρίσουμε στο ερώτημα: «Πόσο από τον καταμερισμό της εργασίας θα έπρεπε να κρατήσουμε;», θα ανταπέδιδα με την ερώτηση: «Πόση από την ολότητα των εαυτών μας και του πλανήτη επιθυμούμε;»

John Zerzan


[μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007]

Categories
John Zerzan

Μια εισαγωγή στην πρωτόγονη αναρχία – John Zerzan

Μια εισαγωγή στην πρωτόγονη αναρχία – John Zerzan

Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η κύρια αναρχική αντίληψη παρουσίαζε πολλά κοινά σημεία με το μαρξισμό. Οι αναρχικοί, όμως, σε αντίθεση με τους μαρξιστές προσπαθούσαν να μην αγνοούν το άτομο. Επίσης, υιοθετούσαν συνήθως κάποια μορφή αυτοδιαχείρισης. Γι αυτούς η κοινωνία δε θα έπρεπε να διευθύνεται με ιεραρχικό τρόπο, ή με κάποιο σύστημα εξ αποστάσεως αντιπροσώπευσης.

Παρ όλα αυτά, αναρχικοί και μαρξιστές βρίσκονταν βασικά σε συμφωνία όσον αφορά στο πως θα έμοιαζε μια μελλοντική κοινωνία. Ο σύγχρονος βιομηχανισμός σπάνια αντιμετωπιζόταν ως πρόβλημα ( ο William Morris αποτέλεσε μια εξαίρεση με το θαυμάσιο μυθιστόρημά του «Νέα από Πουθενά»), επι τη βάσει μιας αμοιβαίας αποδοχής της τεχνολογικής προόδου. Οι σημερινοί αναρχο-συνδικαλιστές (π.χ. Industrial Workers of the World) διατηρούν αυτήν την πίστη και παράδοση, όπως κάνουν και οι αναρχο-αριστεριστές της εφημερίδας Class War αλλά και εκείνοι της πρόσφατα διαλυθείσας ομάδας Love & Rage.

Ωστόσο, τη δεκαετία του ’90, αναδύθηκε μια νέα έκφραση αναρχίας. Αυτή η νέα αναρχία αμφισβητεί και επιτίθεται σε πολλά περισσότερα πέραν του καπιταλισμού. Χωρίς να απορρίπτει την οξυδέρκεια του Marx όσον αφορά τη βασική πραγματικότητα του διαχωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις και τον ολοκληρωτισμό του κόσμου του εμπορεύματος και της μισθωτής εργασίας, το νέο κίνημα αναρχίας υποστηρίζει επίσης ότι η τεχνολογία αλλά και ο ίδιος ο πολιτισμός είναι κεντρικά στοιχεία του προβλήματος της κυριαρχίας. Οι αριστεριστές ήταν πάντοτε απρόθυμοι να εξετάσουν αυτή την προοπτική και η ανάλυσή τους παραμένει τόσο περιορισμένο άλλο τόσο όσο οι τακτικές τους παραμένουν τις περισσότερες φορές ανιαρές και αναποτελεσματικές.

Ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τεχνολογία δεν είναι σε καμία περίπτωση ουδέτερη, με τη χρησιμότητά της να προσδιορίζεται αποκλειστικά από τον τρόπο που χρησιμοποιείται. Απεναντίας, η τεχνολογία είναι (και πάντοτε ήταν) η ενσάρκωση του κυρίαρχου κοινωνικού συστήματος, η έκφραση των βαθύτερων αξιών του. Για παράδειγμα, η επιδίωξη της αποδοτικότητας καταστρέφει την ενότητα-ολότητα, ενώ η απομάκρυνση από τη φύση προωθείται εις βάρος της αισθαντικότητας. Η τεχνολογία είναι η υποστηρικτική βάση και το συστατικό στοιχείο του ιστού των κυριαρχικών θεσμών.

Γίνεται ολοένα και πιο έκδηλο ότι η ίδια η εσωτερική λογική του πολιτισμού, βασισμένη καθώς είναι στον καταμερισμό της εργασίας και την εξημέρωση, επιφέρει τις πιο μοιραίες συνέπειες. Ο Freud προέβλεψε σχεδόν 75 χρόνια πριν ότι η πλήρης εκδίπλωση του πολιτισμού θα προκαλέσει γενικευμένη νεύρωση. Ο αυξανόμενα κενός, ακόμη και παθολογικός χαρακτήρας της κοινωνίας μας ενδεχομένως υποδεικνύει ότι υποεκτίμησε το φόρο αίματος του πολιτισμού. Όταν παιδιά μόλις δύο ετών πρέπει να χαπακωθούν για να συμμορφωθούν προς τις κοινωνικές επιταγές, όταν εξάχρονοι σκοτώνουν συμμαθητές τους πυροβολώντας τους και όταν 40-50 εκατομμύρια αμερικάνοι έχουν την ανάγκη ψυχοφαρμάκων για να αποκρούσουν το ενδεχόμενο σοβαρής μελαγχολίας, προς τα πού κατευθυνόμαστε; Πόσο βαθιά εδραιωμένος είναι ο θάνατος της εσωτερικής μας φύσης, που επελαύνει τόσο ανενόχλητα, όσο και ο θάνατος του εξωτερικού φυσικού κόσμου;

Η Αριστερά, συμπεριλαμβανομένων και των επηρεασμένων απ αυτήν αναρχικών, αποτυγχάνει να αποτελέσει μια ουσιωδώς αποτελεσματική πρόκληση σ αυτήν την πορεία θανάτου, που αποκαλείται πολιτισμός. Μην έχοντας καμία θεμελιώδη διαφωνία για παράδειγμα με τους θεσμούς της παραγωγής και της εργασίας, το παλιό κίνημα αποδέχεται έναν μαζικοποιημένο, πλήρως αλλοτριωμένο κόσμο ο οποίος έχει παραποιηθεί και παραμορφωθεί από τη ρίζα του. Οι επικρίσεις για τις καταχρήσεις των πολυεθνικών ίσα που γρατζουνίζουν την επιφάνεια της μακρόχρονης παθογένειάς μας.

Ο αναρχο-πρωτογονισμός συνδυάζει μια θεμελιακή ανάλυση του κόσμου με μια μαχητικότητα τέτοια που να ανταποκρίνεται στη βαθύτητα της θεωρίας του. Γνωρίζουμε πόσο σάπιο, πνιγηρό και καταστροφικό είναι ολόκληρο το σύγχρονο μοντέλο διαχείρισης των ζωών μας, συμπεριλαμβανομένου της τεχνολογίας και του πολιτισμού. Αντιμετωπίζουμε πλέον με σοβαρότητα όσα διδάσκονται σήμερα σε πρωτοετείς φοιτητές της ανθρωπολογίας: πριν τον πολιτισμό, η ανθρωπότητα απολάμβανε μια αρκετά εύρωστη υγεία, ισότητα των δυο φύλων, άφθονο ελεύθερο χρόνο, αίσθηση κοινότητας με το φυσικό κόσμο, απουσία οργανωμένης βίας και ένα ήθος μοιράσματος. Οι συνέπειες αυτού του αρκετά πρόσφατου παραδείγματος μόλις και μετά βίας μπορούν να υποτιμηθούν τόσο ως ένα ικανοποιητικό ερμηνευτικό σχήμα για την επιταχυνόμενη υποβάθμιση της ζωής σ όλες της τις εκφάνσεις, όσο και ως μιας πηγής έμπνευσης για δράση. Η άποψη της «κοινωνικής οικολογίας», από την άλλη μεριά δεν αμφισβητεί την κινητήρια ώθηση ή τη λογική της τεχνολογίας και του πολιτισμού. Θεωρεί ως δεδομένη τη συνέχιση της ζωής βασισμένης στη «μαζική παραγωγή» μ έναν προσανατολισμό αυτοδιαχείρισης που θέτει όμως υπό αμφισβήτηση ελάχιστους, κεντρικής σημασίας για την κυριαρχία θεσμούς.

Η εξημέρωση και ο καταμερισμός της εργασίας χαρτογράφησαν και καθοδήγησαν μέχρι τις μέρες μας, την καταστρεπτικότητα της μοντέρνας τεχνο-«ζωής». Οι δυο αυτοί θεσμοί πρέπει να ξεριζωθούν εάν η ζωή, η υγεία και η ελευθερία πρόκειται να ξανανθίσουν. Νομίζουμε ότι η μακρά νύχτα της αιχμαλωσίας και των διαψεύσεων αρχίζει να διαλύεται, καθώς οι τεράστιες αντιφάσεις του πολιτισμού αποκαλύπτονται πλέον πλήρως. Σε τελική ανάλυση κανείς δε θα γλυτώσει τον απανθρωπισμό του ανθρώπου και τη λεηλασία του πλανητικού οικοσυστήματος. Πιστεύουμε πως ήρθε η ώρα για ξεκαθάρισμα των θέσεών μας, για κριτική σκέψη και οραματισμό για έναν ποιοτικό μετασχηματισμό του ριζοσπαστικότερου, θεμελιωδέστερου είδους. Η ανάλυση και η πρακτική της αριστεράς είναι ανίσχυρες ενάντια στις πηγές αυτής της κρίσης. Ζήτω η παγκόσμια γιορτή της πραγματικής εξέγερσης! Ας διαλύσουμε ολόκληρο το απαίσιο φορτίο των διαχωρισμών και της αθλιότητας. Το σύνθημα τοίχου στο Παρίσι, το Μάιο του 1968 «Κάτω από το πεζοδρόμιο βρίσκεται η παραλία!» μας καλύπτει απόλυτα.

Το παραπάνω κείμενο του John Zerzan βρέθηκε στην μπροσούρα «πρωτόγονο μέλλον» (σελίδες 39-41) των εκδόσεων «Ζωή ή Πολιτισμός», απ’ όπου και δακτυλογραφήθηκε και αναπαράχθηκε εδώ, λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει ως «εισαγωγικό» κείμενο στον αναρχο-πρωτογονισμό.

Categories
John Zerzan

Ποιός είναι ο Νόαμ Τσόμσκι – John Zerzan

ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΤΣΟΜΣΚΙ!

Ο Νόαμ Τσόμσκι (Noam Chomsky) είναι ίσως ο διασημότερος αμερικανός αναρχικός, πράγμα κομματάκι παράξενο μιας κι ως προς την πολιτική του έκφραση είναι ένας καθωσπρέπει αριστερός-φιλελεύθερος, κι όσον αφορά την ακαδημαϊκή του ειδικότητα, την γλωσσική θεωρία (linguistic theory) ένας κατ’ εξοχήν αντιδραστικός. Ο Τσόμσκι είναι επίσης, ομολογουμένως, ένας ειλικρινής και ακούραστος ακτιβιστής, πράγμα που βέβαια, δεν διασφαλίζει ότι η σκέψη του έχει μια απελευθερωτική χρησιμότητα. Διαβάζοντας τα ατελείωτα βιβλία και τις συνεντεύξεις του, ψάχνουμε μάταια για μια αναρχική, ή έστω οποιαδήποτε κριτική επί του συνόλου. Όταν τον ρώτησαν ξεκάθαρα: «είναι οι κυβερνήσεις αναγκαστικά βλαβερές», η απάντησή του ήταν όχι (28 January 1988). Ασκεί κριτική στις κυβερνητικές πρακτικές, κι όχι στις κυβερνήσεις καθ’ εαυτές, παρακινούμενος από «το καθήκον του ως πολίτης». Η πιο συχνή αναφορά στο έργο του είναι μια έκκληση για δημοκρατία: «αληθινή δημοκρατία», «ενεργή συμμετοχή», «ανάμειξη με τα κοινά» κι όλα τα συναφή (κάτι αντίστοιχο με το εγχώριο τέρας διανόησης που ακούει στο όνομα Γ.Παπανδρέου). Ο στόχος που έχει θέσει είναι «ένας σημαντικός βαθμός εκδημοκρατισμού», κι όχι ίσως κάποια αντικατάσταση της κυρίαρχης τάξης (λέμε τώρα) με μια α-ταξική κοινωνία, την αναρχία. Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν ιδιαίτερα, που οι προσωπικές του πρακτικές εξαντλούνται σε μεγαλεπήβολους ρεφορμισμούς και σε προσπάθειες προσανατολισμένες σε ζητήματα επικαιρότητας, όπως η συμβολική αντίσταση στην καταβολή φόρων και η εγγραφή του ως μέλος σε διάφορες καμπάνιες ευαισθητοποίησης. Αντί για μια κριτική του κεφαλαίου, των μορφών και της δυναμικής του κλπ. ο Τσόμσκι (1992) κάνει έκκληση για «κοινωνικό έλεγχο στις επενδύσεις». Αυτό θα πει κοινωνική επανάσταση!

Εστιάζει, σχεδόν κατ΄ αποκλειστικότητα, στην εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α., μια στενομυαλιά που μαρτυρά μια συντηρητική επιρροή ακόμα και για έναν ριζοσπάστη θεωρητικό. Κι αν επιμένει πως η ιδιαίτερη ανάμειξη στην πολιτική αντιτίθεται σε κάθε πιθανή υποταγή που θα φέρει όλο και λιγότερη ανάμειξη, η εμμονή του Τσόμσκι στην κρατική πολιτική τον επιβαρύνει με μια αποδοχή του κρατισμού. Και αγνοώντας ολότελα περιοχές-κλειδιά (όπως η φύση και η γυναίκα για να αναφέρουμε μονάχα δύο απ’ αυτές), τον καθιστά ακόμη περισσότερο ασυνάρτητο. Όσον αφορά τις ενδο-εξουσιαστικές σχέσεις οι επιδόσεις του είναι λίγο-πολύ απογοητευτικές. Κυρίαρχο ενδιαφέρον εδώ έχει η Μέση Ανατολή, όπου μπορούμε να τον θαυμάσουμε σε μια ανάλυση που μόνο αναρχική ή αντιεξουσιαστική δεν είναι. Επιμένει να βγάζει λογύδρια, όπως στο βιβλίο του The Fateful Triangle, 1983, για τη δημιουργία δύο κρατών ως λύση του Παλαιστινιακού ζητήματος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Το Ισραήλ, μέσα στα διεθνώς αναγνωρισμένα του σύνορα θα απολάμβανε τα νόμιμα δικαιώματα κάθε κράτους παγκοσμίως, ούτε λιγότερα, ούτε περισσότερα». Με αυτές τις απόψεις του, ταυτίζεται επαρκώς και με το εκλογικό πανηγύρι που αργότερα θα τιμήσει κι ο ίδιος (υποστηρίζοντας τους Δημοκρατικούς «για να μη βγει ο Μπούς» κατ αναλογία των εν Ελλάδι αριστερών που ψηφίζουν «ΠΑΣΟΚ, για να μη βγει η Δεξιά»). Στο βιβλίο Voices of Dissent, 1992, φωτίζεται ακόμα μια πλευρά της προσωπικότητάς του όταν ερωτούμενος ποιον θαυμάζει περισσότερο, απαντά τον Ruben Zamora έναν συγκεντρωτικό φιλελεύθερο πολιτικό του Σαλβαντόρ.

Ο «αναρχικός» μας βέβαια, δεν χάνει ευκαιρία να παραπονεθεί για το πόσο τον πολεμά το σύστημα και τα τσιράκια του, θάβοντας το έργο του, παρά το οφθαλμοφανές γεγονός ότι τα πάμπολλα βιβλία του εκδίδονται από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους! (για να μην αναφέρουμε το ότι ως ακαδημαϊκός χρηματοδοτείται για την έρευνα του από τις στρατιωτικές υπηρεσίες των Η.Π.Α.). Δεν μπορούμε όμως και να μην μειδιάσουμε ειρωνικά για τις κλάψες του αυτές, όταν ο ίδιος βάζει τα δυνατά του για την ακόμα μεγαλύτερη περιθωριοποίηση του αναρχικού λόγου. Έχουμε καμαρώσει την αφεντομουτσουνάρα του σε άπειρα τεύχη και αφιερώματα των The Nation, In These Times, και Z Magazine, ωστόσο δεν έχει αναφέρει ποτέ τα Anarchy, Fifth Estate, ή άλλες αντιεξουσιαστικές εκδόσεις. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί δοξάζει τα αριστερά-φιλελεύθερα ΜΜΕ, χωρίς να έχει επιχειρήσει ποτέ καμμιά κριτική, ενώ αγνοεί παντελώς τον αντιεξουσιαστικό τύπο. Το καινούριο βιβλίο με συνεντεύξεις του Τσόμσκι (Class Warfare) προβάλλεται από τα αριστερά-φιλελεύθερα ΜΜΕ ως «μια διαλλακτική νέα σκέψη πάνω στην δημοκρατική επανάσταση». Υποτίθεται ότι παρέχει τις απαντήσεις σε ερωτήσεις όπως: «Γιατί, ως υποστηριχτής των αναρχικών ιδεών, είναι υπέρ της ενδυνάμωσης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης». Η απάντηση βέβαια, που δεν θα τη βρείτε στο βιβλίο, είναι ότι απλούστατα ο άνθρωπος δεν είναι αναρχικός. Καθηγητής για χρόνια στη γλωσσολογία στο Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), κέρδισε φήμη και φράγκα για τις αντιλήψεις του σχετικά με τη φύση της Γλώσσας. Αυτός ο γραφειοκράτης προφέσσορας βλέπει τη γλώσσα σαν ένα ρυθμισμένο, καλοκουρδισμένο γρανάζι μιας «βασικής ανθρώπινης μηχανής» (Barsamian, 1992). Η Γλώσσα λοιπόν, θεωρεί ότι αναπτύσσεται σε ένα αυστηρά προκαθορισμένο μονοπάτι, πάνω-κάτω όπως ένα ανθρώπινο όργανο. Με αυτή την έννοια ο Τσόμσκι λέει ότι η Γλώσσα «απλώς προέκυψε» (1988) και πως θα έπρεπε να την μελετάμε όπως «κάθε πρόβλημα της Βιολογίας»(1978). Με άλλα λόγια (ν αγαπιόμαστε) η Γλώσσα, το βασικότερο στοιχείο του Πολιτισμού, δεν έχει πραγματική σχέση με τον Πολιτισμό και είναι απλά ένα θέμα ενστίκτου – ένας σχηματισμός δοσμένος από βιολογικές εξειδικεύσεις. Κι εδώ, όπως και παντού ο Τσόμσκι δεν μπορεί ούτε καν να διανοηθεί μια προβληματική σχετικά με την καταγωγή της αλλοτρίωσης ή σχετικά με την βάση του Πολιτισμού του συμβολισμού. Η Γλώσσα είναι, για τον Τσόμσκι, ένα αυστηρά φυσικό φαινόμενο, παντελώς άσχετο με την δημιουργία του Πολιτισμού ή με την κοινωνική ανάπτυξη. Μια άποψη αντιδραστική, διόλου άσχετη με την απροθυμία του να θέσει υπό αμφισβήτηση πολλά περισσότερα από ένα στενό πολιτικό πλαίσιο σχέσεων. Το τεύχος καλοκαιριού του 1991 του περιοδικού Anarchy συμπεριλάμβανε «μια σύντομη συνέντευξη με τον Νόαμ Τσόμσκι πάνω στην Αναρχία, τον Πολιτισμό και την Τεχνολογία». Όπως ήταν αναμενόμενο, το μόνο ενδιαφέρον που είχε προέκυπτε από την γενική ασχετοσύνη του προφέσσορα και στα τρία θέματα. Ως προς την άγνοια της αναρχίας, συνυπήρχε βέβαια μαζί της για πολλά χρόνια χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Ως προς τις ερωτήσεις πάνω στο ζήτημα του πολιτισμού και της τεχνολογίας πάντως, ήταν εμφανώς το ίδιο αμήχανος καθώς ήταν απόλυτα απροετοίμαστος να δώσει οποιεσδήποτε ενήμερες απαντήσεις. Αγνοώντας κάθε κριτική επί του συνόλου του πολιτισμού ο Τσόμσκι προφανώς δεν είχε ιδέα από την σχετική βιβλιογραφία, σχετικά γνωστής στους αναρχικούς/αντιεξουσιαστικούς χώρους. Όσον αφορά την τεχνολογία, ήταν σχετικά πιο ομιλητικός, ωστόσο το ίδιο νυχτωμένος όπως και στο θέμα του πολιτισμού. Οι απαντήσεις του δεν ήταν παρά μια επανάληψη όλων των τεχνοφιλικών κλισέ από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, που όλο και περισσότερο έρχονται αντιμέτωπα με τη δυσπιστία (τουλάχιστον) των αναρχικών σήμερα. Ότι, δηλαδή, η τεχνολογία είναι ένα απλό εργαλεία, ένα «ουδέτερο φαινόμενο» που πρέπει να αντιμετωπίζεται με όρους εξειδικευμένης χρήσης.

Ο Τσόμσκι συνεχίζει το παραλήρημά του εγκωμιάζοντας τον ρόλο του αυτοκινήτου: είναι βέβαια οι πολυεθνικές εταιρίες που τα παράγουν, που αποτελούν το πρόβλημα. Όπως και με τη Ρομποτική, θεωρεί ότι έπεσαν εξ ουρανού, και δεν έχουν τις ρίζες τους στην κυριαρχία επί της φύσης, στην ταξική διαίρεση, την εργασία κλπ. Τέλος, δηλώνει πως «το μόνο πράγμα που πιθανόν να λύσει το περιβαλλοντικό πρόβλημα είναι η τεχνολογική πρόοδος». Ω Ναι, κύριε καθηγητή! Κι άλλο από το ψυχοφθόρο, οικο-καταστροφικό τερατούργημα που δημιούργησε τον σημερινό εφιάλτη! Στα τέλη του 1995 ο Τσόμσκι δώρισε κάποια από τα έσοδα μιας «πετυχημένης» ομιλίας του πάνω στην εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α (τι άλλο;) στο «Κέντρο Ελευθερίας κι Αλληλοβοήθειας 223» του Πόρτλαντ, γνωστότερο ως τοπικό αναρχικό «INFOSHOP». Το οποίο με τη σειρά του για να τιμήσει ίσως τον γενναιόδωρο ευεργέτη του κατάλληλα, ξόδεψε τα χρήματα πάνω απ’ όλα σ΄ ένα σύστημα υπολογιστών. Κάποιους μήνες αργότερα χρηματοδότησε και μια μπροσούρα όπου αναγράφεται και το εξής: «Το καθήκον μιας σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας είναι να επιτύχει ότι είναι τεχνολογικά επιτεύξιμο». Δεν χρειάζεται καν να βήξουμε για να γίνει αντιληπτή η πηγή αυτού του αποφθέγματος, όπως και το ποια θα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση ανάλογων απ’ όσους θεωρούμε ότι «καθήκον» μας είναι το γκρέμισμα της «σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας» μας. Για την Ιστορία πάντως, το αυθεντικό (εμετικό) απόσπασμα είναι: «Το καθήκον μιας σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας είναι να επιτύχει ότι είναι τεχνολογικά επιτεύξιμο, δηλαδή μια κοινωνία που βασίζεται στην ελεύθερη εθελοντική συμμετοχή ανθρώπων που παράγουν και δημιουργούν, ζουν τις ζωές τους ελεύθερα μέσα σε θεσμούς που ελέγχουν, και όσο το δυνατόν λιγότερες ιεραρχικές δομές- Νόαμ Τσόμσκι)

(βασισμένο σε κείμενο του John Zerzan (POB 11331,Eugene, OR 97440,USA))

Απολιτίκ Σκληροπυρηνικοί Ενάντια★Στην Πολιτικοποιημένη Μαλάκυνση

(προκήρυξη που κυκλοφόρησε στη σαλονίκη για το γνωστό τεχνοκρατικό μαλάκιο, και μας παραχώρησε σύντροφος από το αρχείο του)

//

1

Categories
John Zerzan

Τι είναι η Πρόοδος – John Zerzan

Τι είναι η Πρόοδος – John Zerzan

Ίσως καμιά άλλη ιδέα δεν υπήρξε τόσο καταλυτική για τον δυτικό πολιτισμό όσο η αντίληψη της προόδου. Είναι επίσης φανερό ότι, όπως το έθεσε ο Robert Nisbet: «Τα πάντα τώρα μας υποδεικνύουν ότι η δυτική πίστη στο δόγμα της προόδου καταρρέει βαθμιαία σε κάθε επίπεδο και κάθε σφαίρα, στα τέλη του 20ου αιώνα. Στον αντιεξουσιαστικό χώρο επίσης, η ιδέα της προόδου έχει περάσει διάφορα στάδια. Πάει καιρός από τότε που οι συνδικαλιστές εργατοπατέρες, όπως ακριβώς και οι συγγενικοί τους μαρξιστές, μπορούσαν να καταδικάσουν στην περιθωριοποίηση και την ανυπαρξία όποιον δεν ενδιαφερόταν να οργανώσει την αλλοτρίωσή του μέσα από τα συνδικάτα, τις ενώσεις και τα συναφή. Αντί για τον παλιό καλό σεβασμό στην εργατικότητα και την παραγωγή (τα θεμέλια της προόδου), μια λουδίτικη αντίληψη για τα εργοστάσια διαδόθηκε γρήγορα και η αντίσταση στην εργασία έγινε μια αφετηρία του ριζοσπαστικού λόγου. Τότε βλέπουμε και κάμποσες γερασμένες λεοπαρδάλεις να προσπαθούν να καλύψουν τις κηλίδες τους: οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW-Wobblies), ντροπιασμένοι για την πρώτη λεξούλα της ονομασίας τους, προσπαθούν αδέξια να αποποιηθούν τη δεύτερη (αν και φυσικά όχι ως οργάνωση). Η οικολογική κρίση θα αποτελέσει σαφώς ένα σημείο ρήξης με την αξία της προόδου, ωστόσο το πώς αυτή παρέμεινε ένα ζήτημα τυφλής πίστης για τόσο πολύ κόσμο είναι σίγουρα ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Τι σήμαινε τελικά η πρόοδος; Η υπόσχεση της προόδου ακολουθούσε την ανθρωπότητα από τα πρώτα ιστορικά της βήματα.

Με την εμφάνιση της γεωργίας και του πολιτισμού, για παράδειγμα, επήλθε η προοδευτική καταστροφή του περιβάλλοντος. Τεράστιες περιοχές της εγγύς ανατολής, της Αφρικής και της Ελλάδας γρήγορα μετατράπηκαν σε αφιλόξενες ερήμους. Όσον αφορά τη βία, ο μετασχηματισμός ενός βασικά ειρηνικού και εξισωτικού κοινοτικού συστήματος στη βίαιη αγροτική/πολιτισμένη κοινωνία ήταν γοργός. «Η εκδίκηση, οι ηγέτες, οι πολεμιστές και οι μάχες φαίνεται να πηγάζουν από, και να προσδιορίζουν, τους πολιτισμένους ανθρώπους», σύμφωνα με τον Peter Wilson. Και η βία έχει κάνει σίγουρα τη δική της πρόοδο, από τα όπλα μαζικής καταστροφής των σύγχρονων Κρατών μέχρι και την έξαρση των ανθρωποκτονιών και των μανιακών δολοφόνων…

Η ίδια η ασθένεια αποτελεί σχεδόν μια εφεύρεση της ζωής στον πολιτισμό. Κάθε γνωστή κληρονομική ασθένεια είναι ένα μέρος του φόρου της ιστορικής αναβάθμισης. Από την ολότητα και την αισθαντική ζωή της προϊστορίας, στη σημερινή εποχή των επιδημιών και της γενικευμένης ψυχικής μιζέριας, έχουμε περισσότερη πρόοδο. Το αποκορύφωμα λοιπόν της προόδου είναι η σημερινή εποχή της πληροφορίας, που ενσαρκώνει την πρόοδο στο διαχωρισμό της εργασίας, από την μεγαλύτερη πιθανότητα αδιαμεσολάβητης αντίληψης στο τωρινό επίπεδο όπου η γνώση μετατρέπεται σε ένα εργαλείο για την ολοκληρωτική καταπίεση, στην εποχή της κυβερνητικής (cybernetics) όπου τα δεδομένα είναι όλα όσα μας έχουν πραγματικά μείνει. Η ίδια η πρόοδος έχει οδηγηθεί στην αμφισβήτηση της έννοιάς της.

Η επιστήμη, το πρότυπο της προόδου, αιχμαλωτίζει και ανακρίνει τη φύση, τη στιγμή που η τεχνολογία την καταδικάζει (και την ανθρωπότητα μαζί) σε καταναγκαστική εργασία. Από την πρωταρχική διαίρεση του εαυτού που σημαίνει ο πολιτισμός στη καρτεσιανή διαίρεση του πνεύματος από τα υπόλοιπα αντικείμενα (συμπεριλαμβανομένου του σώματος), στο άγονο hi-tech παρόν μας, υπήρξε όντως μια τρομερή απόσταση. Δυο αιώνες πριν οι πρώτοι εφευρέτες των βιομηχανικών μηχανών απολάμβαναν την περιφρόνηση και το μίσος των εργατών της αγγλικής υφαντουργίας που υπόκειντο σε αυτές και πάνω κάτω του καθένα, εκτός ίσως από τους καπιταλιστές εργοδότες τους. Οι σχεδιαστές της ηλεκτρονικής σκλαβιάς του σήμερα λατρεύονται σαν πνευματικά είδωλα, αν και η αντίσταση εγείρεται ξανά. Απουσία ισχυρής αντίστασης, η εσωτερική λογική της ταξικής κοινωνίας θα διαμορφωθεί σε μια ολοκληρωτικά τεχνολογικοποιημένη ζωή ως τελικό της στάδιο.

Ο αντίκτυπος της προόδου στην τεχνολογία και την κοινωνία θα γίνει όλο και περισσότερο αντιληπτός χάρη στις τεράστιες καταστροφές. (Θέσεις πάνω στη Φιλοσοφία και την Ιστορία) Ο Walter Benjamin στο τελευταίο και ωραιότερό του έργο, καταγράφει αυτό το λυρικά εκφρασμένο συναίσθημα: «¨Ενας πίνακας του Klee με το όνομα Angelus Novus δείχνει έναν άγγελο να κοιτάζει σαν να πρόκειται να φύγει μακριά από κάτι στο οποίο ήταν ακλόνητα προσδεμένος. Τα μάτια του λαμπυρίζουν, το στόμα του είναι ανοιχτό, τα φτερά του ανοιχτά. Έτσι απεικονίζεις τον άγγελο της ιστορίας, με το πρόσωπο γυρισμένο στο παρελθόν. Αν έχουμε υπόψη μας μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός βλέπει μια μοναδική καταστροφή που συσσωρεύει ερείπια και ουρλιάζει μπροστά στα πόδια του. Ο άγγελος θα ήθελε ίσως να μείνει, να ξυπνήσει τους νεκρούς, και να ξαναενώσει όσα έχουν διαλυθεί. Αλλά μια καταιγίδα εξαπολύεται από τον Παράδεισο. Κεραυνοβολεί τα φτερά του με τόση βία που ο άγγελος δεν μπορεί πια να τα κλείσει. Η καταιγίδα τον καλεί αναντίρρητα στο μέλλον όπου έχει γυρισμένη την πλάτη, ενώ ο σωρός των ερειπίων μπροστά του απλώνεται προς τον ουρανό. Η καταιγίδα αυτή, είναι αυτό που ονομάζουμε πρόοδος.

Μεταφράστηκε τον Οκτώβρη του 2006 στη Σαλονίκη