Categories
Grupos Autonomos

Για το αυτόνομο κίνημα στην Ισπανία

negras tormentas

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε ως εισαγωγή σε μια επανέκδοση των προκηρύξεων των “Αυτόνομων Ομάδων” που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.

Η δεκαετία του 1970 θα βρει την Ισπανία σε κατάσταση απελπιστικής φτώχειας και διεθνούς απομόνωσης, ως συνέπεια της υποστήριξης του Φράνκο στις δυνάμεις του άξονα –Γερμανία και Ιταλία- κατά τον ΄Β παγκόσμιο πόλεμο, να διέρχεται μια δριμεία πολιτική κρίση, υπό το φως της παγκόσμιας ενεργειακής και οικονομικής ύφεσης του ‘70, αποτέλεσμα της αδυναμίας του καπιταλισμού να διαχειριστεί την γενικευμένη προλεταριακή απειθαρχία. Μπρος στον κίνδυνο της αποσταθεροποίησης και κυρίως μιας αναζωπύρωσης της εργατικής αγωνιστικότητας που έκανε τα πρώτα της θαρραλέα βήματα μετά την ηθική και φυσική εξόντωση του μαχητικού προλεταριάτου κατά τον ισπανικό εμφύλιο, κάθε εξουσία μέσα στο φρανκικό καθεστώς θα πιεστεί να λάβει τα μέτρα της. Η καθολική εκκλησία, αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με το φασιστικό κράτος και τους μηχανισμούς του (από την εκπαίδευση μέχρι παραστρατιωτικά σώματα), θα μεσολαβήσει μιας αποκατάστασης των σχέσεων με τη δύση, ενώ ο Φράνκο θα παραχωρήσει στρατιωτικές βάσεις στις ΗΠΑ και θα από-κρατικοποιήσει σταδιακά τη βιομηχανία που μαζί με τον τουρισμό γνωρίζουν ραγδαία ανάπτυξη, χάρη στην εισροή ξένου κεφαλαίου.

Ωστόσο, η αναπτυσσόμενη επιχειρηματική αστική τάξη, θα συγκεντρώσει στις μεγαλουπόλεις εκτός από κεφάλαιο (εις βάρος των παλιών γαιοκτημόνων που αποτελούσαν προπύργιο του φρανκικού καθεστώτος), την άρνησή του: Εργάτες, συνήθως φερμένοι από τη ρημαγμένη απ’ τον εμφύλιο ιβηρική επαρχία (μια μορφή πλεονάσματος εργασιακής δύναμης) για να στελεχώσουν την διογκώμενη βιομηχανία της Μαδρίτης, των Αστουριών, της Βαρκελώνης ή του Μπιλμπάο. Χαμηλόμισθοι, “ευέλικτοι”, παραπηγμένοι σε κακοφτιαγμένα γκέτο κοντά στις βιομηχανικές ζώνες, έρχονται γρήγορα σε επαφή μεταξύ τους ώστε να αντιμετωπίσουν κοινά ζητήματα που αφορούν τις συνθήκες εργασίας τους, και σχηματίζουν εργοστασιακές συνελεύσεις.

Αυτές οι πρώτες απόπειρες συλλογικοποίησης θα αποκρυσταλλωθούν στο άτυπο δίκτυο των Εργατικών Επιτροπών (Οι λεγόμενες CC.OO: Comisiones Obreras) που κινούνται έξω από το (μοναδικό) νόμιμο φρανκικό συνδικάτο CNS. Αυτός ο δυϊσμός σήμαινε ότι μια εργατική κινητοποίηση δεν είχε παρά δυο πιθανότητες: είτε να υποταχθεί στους συμβιβασμούς του κρατικού φασιστικού συνδικάτου, είτε να οδηγηθεί προς μια άγρια (εξω-συνδικαλιστική) απεργία και σύγκρουση. Έτσι, στα 1962-65 θα πολλαπλασιαστούν οι εργατικές επιτροπές, ιδιαίτερα μεταξύ των ανθρακωρύχων των Αστουριών, ενώ βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία και άγριες απεργίες (ιδιαίτερα στη Βαρκελώνη) αποτελούσαν γεγονότα που ενεδρεύανε καθημερινά.

Ωστόσο, το κίνημα αυτό, λειτουργώντας βάσει μιας αόριστης ενωτικότητας, θα διαβρωθεί γρήγορα (1965-68) από τα στελέχη του ισπανικού κομμουνιστικού κόμματος και σε δεύτερο πλάνο τους σοσιαλδημοκράτες (μόνο οι σταλινικοί του ισπανικού ΚΚ είχαν έναν δικό τους κομματικό μηχανισμό στα χρόνια του Φράνκο, ολόκληρο το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, από τους δημοκράτες αστούς μέχρι την αριστερά προήλθε από το κουφάρι του φασιστικού κρατικού μηχανισμού). Αυτό είχε ως συνέπεια την αποξένωση της επίσημης εκπροσώπησης των επιτροπών από την εργατική βάση, και την μετατροπή της σε μια κλίκα ειδικών των διαπραγματεύσεων, για να τραπεί τελικά σε μια νομιμόφρονα αστικοδημοκρατική τροχιά (κοινοβουλευτισμός), και να καταστεί ένα όργανο επίδειξης ισχύος του κομμουνιστικού κόμματος (PCE). Ορισμένοι κύκλοι εργαζομένων θα θελήσουν να βρουν διέξοδο απ’ τον εκφυλισμό αυτόν, δημιουργώντας νέες εργατικές επιτροπές, οι οποίες πλέον δραστηριοποιούνταν ταυτόχρονα πίσω στις γειτονιές και στην καθημερινή ζωή των εργατών: οι Αυτόνομες Εργατικές Ομάδες, που ιδίως στη Βαρκελώνη θα τεθούν ανοιχτά εναντίον των κομματικών και κάθε οργάνωσης που αποξενώνει και διαχωρίζει την εργατική τάξη.

Από την άλλη, καθώς η διεθνής κρίση επιδεινώνεται και η ισπανική πεσέτα υποτιμάται διαρκώς, το καθεστώς επιδιώκει ένα πισωγύρισμα στον κρατικό παρεμβατισμό (προτεξιονισμός) εισάγοντας έναν νέο παράγοντα στη διαμάχη μεταξύ των επιχειρηματικών συμφερόντων και της κρατικής γραφειοκρατίας του Φράνκο, ενώ τα σημάδια της προλεταριακής άρνησης που χαρακτήριζε τις περισσότερες καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες κάνουν την εμφάνισή τους παντού: Σαμποτάζ, κοπάνες και καθυστέρηση της παραγωγής, κλοπές και λεηλασίες σούπερ-μάρκετ, απειθαρχία στην εργασία, στα σχολεία, στο στρατό, γενικευμένη παραβατικότητα και βανδαλισμοί, ξυλοδαρμοί εθνικιστών και απεργοσπαστών, άρνηση του καταναλωτισμού, απαξίωση της ηθικής της εργασίας, καταλήψεις εργοστασίων και εργατικές συνελεύσεις, άγριες απεργίες και συγκρούσεις. Το χάος ανθεί…

Σ’ αυτή την ευφορία θα γεννηθεί το Ιβηρικό Κίνημα Απελευθέρωσης (MIL ή «1000») στα 1972, ως Αυτόνομες Ομάδες Μάχης (Grupos Autonomos de Combate), προκειμένου να υποστηρίξει την «αυτόνομη δράση της εργατικής τάξης», μεταξύ άλλων μέσα από την έκδοση και διανομή θεωρητικών και πρακτικών κειμένων σε χιλιάδες μπροσούρες που αυτό-χρηματοδοτούνταν από ληστείες τραπεζών κλπ. Πρόκειται για μια περίοδο που εκτυλίσσονται εκπληκτικοί προλεταριακοί αγώνες σε ολόκληρη την Ισπανία. Από τις εργατικές συνελεύσεις εκδιώκονται στελέχη κομμάτων και οργανώσεων, ενώ βίαιες οδομαχίες και ένα πνεύμα άρνησης της εργασίας δίνουν τον τόνο. Οι αγωνιστές του MIL διαμορφώνονται κάτω από την επίδραση του γαλλικού Μάη του ’68 τα συνθήματα του οποίου διαδίδονται ταχύτατα σ’ αυτό το κλίμα χλευασμού των ρεφορμιστικών μικρο-γραφειοκρατιών που φιλοδοξούν να εντάξουν το κίνημα στα προγράμματά τους. Στοχεύουν στην όξυνση των προλεταριακών αγώνων, «με το λόγο και τη δράση».

Μετά το πρώτο κύμα καταστολής, τις συλλήψεις μελών του MIL και τη δολοφονία του αγωνιστή Salvador Puig Antich (2 Μάρτη 1974) από το επίσημο κράτος, μια νέα γενιά αγωνιστών θα περάσει στην ένοπλη δράση, πραγματοποιώντας ληστείες τραπεζών, εμπρηστικές επιθέσεις (συχνά σε αλληλεγγύη με τους φυλακισμένους αγωνιστές του MIL) σε τράπεζες και κυβερνητικά κτίρια κλπ, σχηματίζοντας έναν άτυπο συντονισμό που θα ιδρυθεί επίσημα στα 1979 στις φυλακές της Σεγκόβια: πρόκειται για τις Αυτόνομες Ομάδες. Στην ανάπτυξη της ένοπλης σύγκρουσης, το φασιστικό κράτος απαντά ιδρύοντας την “6η περιφερειακή ταξιαρχία ερευνών” με δεδηλωμένο στόχο την «καταστολή των ελευθεριακών», και με δεκάδες συλλήψεις αναρχικών της FAI, της FIJL και της Ομάδας για την Ένοπλη Πάλη (OLLA). Στις 13 Μάη 1974 συλλαμβάνονται 3 επαναστάτες κατηγορούμενοι για συμμετοχή στις Αυτόνομες Ομάδες.

Το γεγονός όμως ήταν ότι η ανάκαμψη του ταξικού πολέμου είχε κλονίσει ανεπανόρθωτα το καθεστώς. Ο φασισμός, που είχε αναδειχτεί στην ένοπλη ταξική σύγκρουση του 1934-36 ως ο πλέον κατάλληλος να διαχειριστεί την προλεταριακή άρνηση, πλέον φαινόταν ασύμφορο να συντηρείται. Κύκλοι της αστικής τάξης ήδη επεξεργάζονταν μια μετάβαση στη δημοκρατία ως εχέγγυο της συνέχισης της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Ο θάνατος του δικτάτορα Φρανσίσκο Φράνκο στις 20 Νοέμβρη 1975 θα γίνει δεκτός, με μια γενική αμηχανία από το εργατικό κίνημα μπροστά στην επερχόμενη νομιμοποίησή του, αλλά και μια «coctelada» εναντίον τραπεζών από τις Αυτόνομες Ομάδες, επισημαίνοντας πως γι’ αυτούς τουλάχιστον, η έχθρα δεν εξαντλούνταν σε μια συγκεκριμένη μορφή διακυβέρνησης. Με τον θάνατο του Φράνκο, το νέο (και δημοκρατικό πλέον) κράτος, θα νομιμοποιήσει πλήρως τις εργατικές επιτροπές, αφομοιώνοντας έτσι το συνελευσιακό κίνημα, αφού υπονόμευσε κάθε ανεξαρτησία του και μετάτρεψε ορισμένα από τα παλιά στελέχη του σε ανθρώπους του κράτους (κάτι ανάλογο με τον «αγώνα» που «δικαιώθηκε» επί πασοκ στην Ελλάδα). Ταυτόχρονα, κάνουν την εμφάνισή τους μια σειρά συνδικάτων, τα οποία προϋπήρχαν σε εμβρυακές μορφές εντός του φασιστικού CNS, ενώ οι άνθρωποι του φρανκικού καθεστώτος με τη συναίνεση της αντιπολίτευσης οχυρώνουν το νέο δημοκρατικό καθεστώς.

Στο μαχητικό απεργιακό κίνημα του 1976-77, καταρρίπτεται η παλιά αντίθεση φασιστών-αντιφασιστών, αφού ολόκληρος ο «πολιτικός κόσμος» ενωμένος συνασπίζεται απέναντι στις εργατικές κινητοποιήσεις, που σαμποτάρονται αποτελεσματικότερα από τα μέσα, από τους σταλινικούς. Η χρονιά ξεκινά με τη διαδήλωση 70.000 ανθρώπων στη Βαρκελώνη για “Ελευθερία, Γενική Αμνηστία και Καθεστώς Αυτονομίας”. Στις 3 Μάρτη, εργαζόμενοι της πόλης Γκαστέιζ καλούν σε Γενική Απεργία ως απάντηση στο θάνατο 5 εργατών από μπάτσους, μετά από μήνες απεργιών κι έρχονται αντιμέτωποι με την εκκλησία και την αστυνομική καταστολή. Τα οδοφράγματα που υψώθηκαν στις κεντρικές λεωφόρους παρέλυσαν όλη την πόλη. Την ίδια στιγμή, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις κινητοποιήσεις των εκεί εργαζομένων, το νέο καθεστώς στρατιωτικοποιεί τους σιδηροδρόμους και το μετρό. Τον Απρίλη πραγματοποιείται η μεγάλη απόδραση από τις φυλακές της Σεγκόβια μαχητών της ΕΤΑ (που την επόμενη διετία θα φτάσει στην ακμή της δράσης της), και του Oriol Sugranyes του MIL. Μπάτσοι της Guardia Civil θα δολοφονήσουν τον Oriol στα βουνά της Ναβάρρας, πριν κατορθώσει να διαφύγει προς τη Γαλλία. Λίγο αργότερα θα δημιουργηθεί το COPEL (συντονιστικό αγωνιστών κρατουμένων) από αυτόνομους επαναστάτες και “ποινικούς” των ισπανικών φυλακών. Την επόμενη διετία ανθίζουν οι οδομαχίες και οι εμπρηστικές επιθέσεις αυτόνομων νεολαίων στην “ουρά” πορειών των συνδικάτων, εναντίον τραπεζών, κρατικών κτιρίων ή πολυτελών καταστημάτων. Ταυτόχρονα στα εργοστάσια κυριαρχούν οι συνελεύσεις, μαζικές συναντήσεις χιλιάδων εργατών, για να συζητήσουν ζητήματα της εργασίας τους και να εκλέξουν άμεσα ανακλητές επιτροπές που θα αναλάβουν τη σύνδεση με άλλους χώρους εργασίας στον αγώνα, και τη δημιουργία απεργιακών επιτροπών. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι συμμετέχουν στο αυτόνομο αυτό κίνημα που επεκτείνεται πέρα από τους χώρους εργασίας, συνδεόμενο επίσης με τις συνελεύσεις γειτονιάς, κυρίως στη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη, ή με λαϊκούς συλλόγους και ανατρεπτικές ομάδες, όπως στη χώρα των Βάσκων.

Στις 12 Ιούλη του 1977 ομάδες “ανεξέλεγκτων” παίρνουν υπό τον έλεγχό τους για ώρες το κέντρο της Βαρκελώνης στήνοντας γιορτές λεηλασιών και εμπρησμών, ενώ οι “Ελευθεριακές Ημερίδες” της 22-25 Ιούλη που συνδιοργανώνουν διάφορες αναρχικές ομάδες, υποδέχονται πάνω από 600.000 επισκέπτες. Τη σκυτάλη παίρνουν οι αγωνιστές του COPEL με συντονισμένες δράσεις εκατοντάδων κρατουμένων. Οι “απ’ έξω” απαντούν με νυχτερινές επιθέσεις εναντίον κομματικών γραφείων και εταιριών που κερδοσκοπούν από τις φυλακές. Νέο κύμα καταστολής: συλλήψεις 13 νεολαίων για συγκρούσεις σε πορείες, φασίστες χτυπάνε με βόμβα τα γραφεία μιας ελευθεριακής εφημερίδας σκοτώνοντας έναν άνθρωπο, δεσμοφύλακες δολοφονούν τον αγωνιστή του COPEL Agustin Rueda στις φυλακές του Carabanchel. Στις 18 Μαρτίου το χωριό του Agustin, Sallent, θα κυρρήξει ως απάντηση Γενική Απεργία με συμμετοχή πάνω από 3.000 εργατών από τα γειτονικά ορυχεία. Συνεχίζονται οι συλλήψεις δεκάδων αναρχικών σε Βαγιαδολίδ, Παμπλόνα και Αλμερία, ένας απ’ τους οποίος, ο Agustin Valiente εκπαραθυρώνεται και χάνει τη ζωή του. Και παράλληλα η σφαγή της Atocha θα έρθει να μπερδέψει τα πράγματα, όταν ομάδα παρακρατικών δολοφονούν 5 σταλινικούς του ΚΚ αποκαθιστώντας κατά κάποιο τρόπο τη στιγματισμένη εικόνα του κόμματος αυτού, ενώ τέλος ξεσπά η απεργία των οδηγών βυτιοφόρων, 35 απ’ τους οποίους συλλαμβάνονται, για να αφεθούν ελεύθεροι μόνο αφότου οι εργάτες της SEAT θα παρατήσουν για μια μέρα τη δουλειά τους για να διαδηλώσουν σε αλληλεγγύη με τους οδηγούς. Το 1977 θα σημειωθεί μια αναζωπύρωση των μαχητικών διαδηλώσεων στην Τενερίφη και τη χώρα των Βάσκων, πανεθνικές απεργίες στους ταχυδρομικούς, στα μεταλλουργία του Σαβαδέλ, στις κατασκευαστικές της Λυόν… Στη Βισκάια μετά από τεράστιες συνελεύσεις σχηματίζεται ένα συντονιστικό ανακλητών εκπροσώπων εργοστασιακών συνελεύσεων που αντιπροσώπευε 120.000 εργάτες και εργάτριες.

Μπρος στα γεγονότα αυτά, τα συνδικάτα ενώνονται γύρω από μια καταδίκη της βίας των εργατικών κινητοποιήσεων, προδίδοντας τον ουσιαστικό ρόλο που θα παίξουν στο νέο καθεστώς. Το συνδικάτο, αμυντικός μηχανισμούς του παλιού εργατικού κινήματος, όντας άλλωστε ανεπαρκές απέναντι στις επιθέσεις του κράτους ήδη από τα 1920, δε θα μπορούσε πλέον να υποστηρίξει την οργάνωση ενός προλεταριάτου ολοκληρωτικά διαφορετικού από αυτό των αρχών του αιώνα, και μάλιστα σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αντιμέτωποι λοιπόν με τους κομματικούς και συνδικαλιστικούς μηχανισμούς αλλά και δυο νέους παράγοντες, την επίδραση των (πλέον μη ελεγχόμενων άμεσα από το καθεστώς, άρα «αντικειμενικών») μέσων μαζικής ενημέρωσης και της νέας ιδεολογίας που νομιμοποιούσε την κοινωνική αναρρίχηση και τον πλουτισμό (ως απότοκο της σύνδεσης της χώρας με την κοινή ευρωπαϊκή αγορά και της τουριστικής ανάπτυξης, αυτής της «βιομηχανίας χωρίς εργοστάσια»), οι αυτόνομοι αγώνες σπρώχνονταν στο περιθώριο.

Αν και αρκετοί αυτόνομοι αγωνιστές αντλούσαν τις θεωρητικές αναφορές τους από τον κομμουνισμό των συμβουλίων, τη γερμανική και ολλανδική αριστερά και τον νεαρό Μαρξ, ορισμένοι απ’ αυτούς αποφάσισαν –υπό την πίεση της περιθωριοποίησης αυτής- να συμβαδίσουν με τις αναρχο-συνδικαλιστικές δοξασίες της ανασυσταθείσας CNT, την οποία πρόχειρα ανακήρυξαν ως τον κατάλληλο συντονισμό που είχε ανάγκη η τάξη, προσχωρώντας στο συνδικάτο αποβλέποντας σε μια αντιεξουσιαστική ενότητα, για να διαψευστούν αργότερα. Οι ίδιοι στο μεταξύ συκοφάντησαν και συνέτειναν στην περιθωριοποίηση κάθε άλλης συλλογικής απόπειρας συντονισμού, εκτός της CNT… Μια άλλη τάση «Για την αυτονομία της τάξης», κινήθηκε προς «αυτόνομες» συνεργασίες με κομματικούς, συνυποψηφιότητες και συνδιαχειριστικές λογικές, για να αποδείξει γρήγορα ξανά ότι ο χειρότερος εχθρός για τη χειραφέτηση της τάξης είναι αυτός που κινείται μέσα στις συνελεύσεις της, σαμποτάροντάς τις πιο αποτελεσματικά. Κάποιοι άλλοι, αρκέστηκαν στο να αντιγράψουν τους μιλανέζους λενινιστές της Potere Operaio, δημιουργώντας μια βραχύβια Autonomia Obrera και αναπαράγοντας τους διανοουμενίστικους αυνανισμούς της. Αρκετοί ακόμα, φοβισμένοι ή κουρασμένοι από τις «προδοσίες» των ηγεσιών που οι ίδιοι αναδείκνυαν, γύρισαν απλώς στους καναπέδες τους. Ορισμένοι ενδεχομένως δεν έφυγαν ποτέ από εκεί. Τέλος, κάποιοι (μεταξύ των οποίων οι αγωνιστές των Αυτόνομων Ομάδων) αφήνοντας πίσω τους αυτή τη διαδικασία ήττας, συνέχισαν την περιπέτεια της ένοπλης δράσης, «την μόνη που άξιζε πλέον να ζεις», σίγουρα όμως πιο μόνοι από πριν.

Εκτός από την ήττα του εργατικού κινήματος όμως, το ισπανικό προλεταριάτο θα αλεστεί εκ νέου σε μια νέα μέγγενη που έχει να κάνει αυτή τη φορά με την ίδια την εργασία του. Με τη σταθεροποίηση του δημοκρατικού καθεστώτος, η εργασία αναδιαρθρώνεται και ελαστικοποιείται, θέτοντας τους μέχρι τότε εργατικούς αγώνες στο περιθώριο. Η αποβιομηχάνιση της χώρας στερεί το κίνημα από τους ως τότε δεδομένους βασικούς χώρους συνεύρεσης και δράσης αλλά και τους φυσικούς φορείς του, καθώς μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης παίρνει το δρόμο για κάποια φάμπρικα της Γαλλίας, της Γερμανίας ή του Βελγίου, την ίδια στιγμή που ένα αντίστροφο ρεύμα τουριστών αναδιαμορφώνει την οικονομία και τις σχέσεις εκμετάλλευσης και κοινωνικής αναρρίχησης, παρέχοντας την υλική βάση μιας νεοπλουτίστικης ιδεολογίας, αναπτύσσοντας παράλληλα έναν τομέα λιγότερο τρωτό από τις ως τότε εργατικές αντιστάσεις: τις ιδιωτικές υπηρεσίες. Στην αποσύνθεσή του κινήματος, ο κοινωνικός πλούτος που δημιούργησε στην άνοδό του θα αφομοιωθεί, με την μορφή μερικών διεκδικήσεων και συμπεριφορών, αποστραγγισμένων βέβαια από κάθε ανατρεπτικό περιεχόμενο. Έτσι, στη σφαίρα της κουλτούρας η καλλιτεχνική κίνηση της «movida» θα αποτυπώσει μια περιθωριακή –και ως τέτοια στερημένη από κάθε γενικευτικό συνειρμό- σεξουαλική ελευθεριότητα και άρνηση των παραδοσιακών σχέσεων ιεραρχίας, αλλά και την ευρεία χρήση ναρκωτικών που ακολούθησε τις καλές μέρες του κινήματος, καθώς και τη διάδοση της αργκό cheli των μαδριλένικων εργατογειτονιών, «φτιάχνοντας» διάφορους αστέρες όπως ο γνωστός Almodovar. Ακόμα, η γενικευμένη άρνηση της πατριαρχικής οικογένειας (μια υπόνοια αυτής της άρνησης προδίδει και η μείωση των γάμων κατά ¼ μέσα στα πρώτα χρόνια της δημοκρατικής μετάβασης) θα κωδικοποιηθεί νομικά σε ορισμένες κατακτήσεις για τις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους, όπως η μερική νομιμοποίηση των εκτρώσεων, η μη δίωξη της ομοφυλοφιλίας κλπ. Στην Ισπανία, ο καπιταλισμός φαινόταν αποφασισμένος να παραχωρήσει τα πάντα στους εργάτες ούτως ώστε να μην πάρουν τίποτα.

Επιπλέον, και καθώς το -αναποτελεσματικό πλέον- κίνημα συρρικνώνεται υπό την επίδραση των νέων εργασιακών και κοινωνικών σχέσεων και τα απομονωμένα άτομα έρχονται αντιμέτωπα με την ίδια τους την απομόνωση, η καταναλωτική ιδεολογία σαρώνει τα πάντα. Η καταστολή προελαύνει ανενόχλητη. Η δολοφονία του 17χρονου Emilio Gustavo, στη διάρκεια συγκρούσεων διαδηλωτών με μπάτσους θα περάσει γενικά απαρατήρητη. Το ίδιο και οι αστραπιαίες συλλήψεις στη Βαρκελώνη 11 ελευθεριακών, 2 εκ των οποίων είχαν αποδράσει από το Carabanchel ένα χρόνο πριν. Την επόμενη χρονιά, 3 επαναστάτες συλλαμβάνονται στη Βαρκελώνη για επιθέσεις σε τράπεζες, και καταδικάζονται σε 30 χρόνια φυλάκισης, για να βγουν τελικά στα 1987. 4 ακόμα αναρχικοί (δύο γυναίκες) θα συλληφθούν για να κακοποιηθούν βάναυσα από την αστυνομία, καθώς και δεκάδες μέλη της CNT. Στις 21 Νοέμβρη, 2 μέλη των Αυτόνομων Ομάδων που θα προσπαθήσουν να απελευθερώσουν σύντροφό τους από το νοσοκομείο όπου είχε μεταφερθεί, έρχονται αντιμέτωποι με μπλόκο της αστυνομίας, και στην ανταλλαγή πυροβολισμών ο ένας θα πέσει νεκρός. Λίγες μέρες μετά, στις 7 Δεκέμβρη, ένα εγγεγραμμένο μέλος της CNT θα συλληφθεί στο τρένο Βαλένθια-Κόρντομπα, κατηγορούμενος για συμμετοχή στις Αυτόνομες Ομάδες και απόπειρα απελευθέρωσης κρατουμένων…

Τα επόμενα χρόνια, το ισπανικό κράτος αναδιοργανώνεται με ενισχυμένες πλέον τις σχέσεις εκμετάλλευσης και συσσώρευσης πλούτου. Καθώς σταδιακά οι νέες παραγωγικές και εργασιακές σχέσεις τείνουν να κυριαρχήσουν παντού, η οικονομία από-βιομηχανοποιείται, ενώ γιγαντώνεται ο τουρισμός, το εμπόριο και οι υπηρεσίες. Οι παλιές, λιγότερο «ευέλικτες» εργασιακές συνθήκες καταρρέουν, πυροδοτώντας κάποιες σποραδικές δυναμικές απεργίες, όπως π.χ. στα ναυπηγεία του Καδίζ ή του Χιχόν όπου εμφανίζεται ξανά η ταξικη βία των φλεγόμενων οδοφραγμάτων ενάντια σε περικοπές, ιδιωτικοποιήσεις και χρεοκοπίες, που μέλλει να συγκινήσει αρκετούς συνδικαλιστές (αναρχο- ή μη), δεν έχουν πάντως καμιά ελπίδα να αναστρέψουν αυτή τη διαδικασία, πολύ απλά γιατί καμία κινητοποίηση δεν μπορεί να αναγκάσει το Κεφάλαιο να συντηρεί έναν χώρο εργασίας τον οποίον έχει απαξιώσει. Έτσι, η ανεργία γνωρίζει δραματική αύξηση, πράγμα που σημαίνει –μεταξύ άλλων- νέες δουλειές, με όρους καλύτερους (για την εργοδοσία) ή χειρότερους (για τους εργαζομένους). Εκτός της πίεσης που σημαίνει ένας μεγάλος πληθυσμός ανέργων για την εργατική τάξη, εντείνοντας την αγωνία του εργαζόμενου κομματιού της να μη χάσει την εργασία του (μπρος στην οποία 7 στους 10 ισπανούς εργαζομένους θα δεχτούν να δουλέψουν σε κακοπληρωμένες προσωρινές ή θέσεις ημι-εργασίας), περνώντας στην μεριά της ανεργίας, ζωογονεί μια ολόκληρη επιχειρηματικότητα που σχετίζεται με την επινοικίαση ανέργων, μέσω των κέντρων προσωρινής εργασίας. Αυτά τα τελευταία θα γνωρίζουν μια πραγματική άνθιση, ανοίγοντας παραρτήματα σε κάθε εργατογειτονιά. Ωστόσο, σε ορισμένες δε θα γίνουν τόσο αποδεκτά. Αν και το παλιό αυτόνομο κίνημα είχε ηττηθεί και οι εξτρεμιστές του βρίσκονταν στη φυλακή, νέοι αγωνιστές συνεχίζουν την «περιπέτεια». Τα κέντρα προσωρινής εργασίας θα βρεθούν στο επίκεντρο της κριτικής τους, καθώς δεκάδες απ’ αυτά γίνονται στόχος εμπρηστικών επιθέσεων και βανδαλισμών. Ταυτόχρονα, νέοι εργατικοί και οικολογικοί αγώνες έρχονται σε ρήξη με το καθεστώς, ενώ αυτόνομες ομάδες δημιουργούνται σε διάφορες πόλεις, κοινωνικές βιβλιοθήκες και έντυπα, στέκια και καταλήψεις, αυτοδιαχειριζόμενοι ραδιοσταθμοί και μεμονωμένοι ακτιβιστές δημιουργούν ένα άτυπο δίκτυο βασισμένο στην αυτοοργάνωση και την αλληλεγγύη, κρατώντας αναμμένη τη σπίθα του ταξικού πολέμου.

Σε μια γνωριμία μας με κάποιους από τους νέους αυτόνομους της Μαδρίτης, θα μας παραχωρήσουν και το υλικό που κυκλοφορήσαμε το 2006 στη Σαλονίκη, μέσα από το –τότε- Γραφείο Λυσσασμένων Ταραχοποιών. Η συμπάθειά μας για τους μαχητές των Αυτόνομων Ομάδων έχει να κάνει με τη θεωρία τους, που φτύνει κάθε ιδεολογία ως όργανο διαχωρισμού της τάξης, μαζί και την ιδεολογία της αυτονομίας (οι ίδιοι έγραφαν πως σε περιόδους άνθισης του κινήματος, οι εχθροί της αυτονομίας θα ανακηρύσσονται ως θεματοφύλακες της αυτονομίας) αλλά και της «ελευθεριακής» που τους κόλλησε η αστυνομία σχετίζοντάς τους με τη CNT, αυτή την «επαναφομοιωτική συνδικαλιστική γραφειοκρατία που στηρίζει ουσιαστικά την ύπαρξη της μισθωτής εργασίας» αλλά και τη ψευτο-διαμάχη μεταξύ μαρξισμού-αναρχισμού, κι έχει να κάνει με την πρακτική τους, που παρά τους περιορισμούς που επιβάλλει η παρανομία, εφάρμοσαν την ένοπλη δράση όχι για να «δείξουν το δρόμο στις μάζες» ή να ξεχωρίσουν απ’ αυτές, αλλά για να στηρίξουν έμπρακτα τα συμφέροντα της τάξης, δηλαδή την άγρια γενική απεργία, στο βαθμό που αυτή ταυτιζόταν με τα δικά τους συμφέροντα, την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της οικονομίας, στην αυτονομία τους που ήταν «απλώς μια κοινή πρακτική βασισμένη σε ένα μίνιμουμ συμφωνιών για τη δράση, και ταυτόχρονα μια θεωρία αυτόνομη που να αντεπεξέρχεται στον τρόπο της ζωής μας, του αγώνα και των βασικών αναγκών μας».

Οι Αυτόνομες Ομάδες δεν ήταν κάποια διαχωρισμένη οργάνωση, καθώς κάθε ομάδα τους βρισκόταν στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου στόχου και αυτοδιαλυόταν μόλις αυτός επιτευχθεί. Όσο για το ζήτημα της «κριτική των όπλων», προφανώς δεν έχουμε καμία σχέση με αυτούς που υποκριτικά τονίζουν τον μειοψηφικό χαρακτήρα των ομάδων αυτών, αγνοώντας ότι το προλεταριάτο γενικά δεν οπλίζεται παρά μόνο όταν είναι ανάγκη: Δηλαδή, όταν θέλει να καταστρέψει το κράτος. Έτσι μια ένοπλη ομάδα που δρα ανεξάρτητα από το κίνημα, όταν αυτό πραγματώνει την επαναστατική βία του, μπορεί να είναι άχρηστη ή ακόμα και επικίνδυνη (π.χ. σε περίπτωση διάβρωσης από χαφιέδες), ή απλά να γίνει μια ακόμη «εξουσία». Ωστόσο, πρέπει να τίθεται το θέμα του κατά πόσο ένα κίνημα που ανέχεται στο εσωτερικό του τους ρεφορμιστές των συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων αποτελεί εργαλείο αυτο-χειραφέτησης καθώς δε βρίσκεται υπό τον άμεσο έλεγχό του προλεταριάτου. Το προλεταριάτο παύει να εκφράζεται μέσω του, και απλά αποσύρεται. Ο έλεγχος χάνεται τη στιγμή που παραιτούμαστε από τις υπευθυνότητές μας, όπως υπενθυμίζουν με φρόνηση οι κρατούμενοι των Αυτόνομων Ομάδων. Οι μαχητές των Αυτόνομων Ομάδων, εξτρεμιστές του αυτόνομου κινήματος πολέμησαν αυτόν το διαχωρισμό, χωρίς να αφομοιωθούν ως μια ακραία τάση που να τραβάει προς τα «αριστερά» τους ρεφορμιστές, ή ως μια τρομοκρατική απειλή για το αμέτοχο πλήθος.

Στην πραγματικότητα, υπήρξε μια ευρεία συμπάθεια προς τα πρόσωπά τους, καθώς και πριν τις συλλήψεις τους οι ίδιοι διατηρούσαν πολιτικούς και φιλικούς δεσμούς με πλήθος νέων εργατών, αλλά και μετά τις συλλήψεις, χάρη στην ηρωική στάση τους. Σε κάθε περίπτωση, η αμείλικτη Ιστορία δεν αρκείται στην ευγένεια των προσώπων και τις καλές προθέσεις. Το ενδεχόμενο μιας επανάστασης στην Ισπανία αποσοβήθηκε, και χρέος όσων με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εμπλέκονται στην τελευταία αξιόλογη περιπέτεια του καιρού μας, είναι να εξετάσουν τι έκαναν οι σύντροφοί μας τότε, τι εμπόδια βρήκαν, τι καλύτερο θα μπορούσαν να κάνουν…

Προς το παρόν, σ’ αυτή την πρώτη εκδοτική απόπειρα για λογαριασμό του Πρακτορείου Rioters (υστερόγραφη σημείωση: τελικά για διάφορους πρακτικούς λόγους η έντυπη έκδοση δεν πραγματοποιήθηκε), ξανασκύβουμε πάνω από τα γραπτά των Αυτόνομων Ομάδων… Προχωρώντας σε μια τέτοια έκδοση, έχουμε πρώτιστα στο μυαλό μας ανθρώπους που μοιάζει να νιώθουν την προσωπική «ευθύνη ενάντια στον καπιταλισμό» όχι λιγότερο, ούτε περισσότερο από τη συλλογική χαρά της «τελευταίας περιπέτειας που αξίζει τον κόπο να ζεις»: ανθρώπους σαν τον Γιάννη Δημητράκη, τον Γιώργο Βούτση-Βογιατζή, τους ηρωικά φυγόδικους συντρόφους τους και τόσους ακόμα που μακάρι να μη χρειαστεί να μάθουμε ποτέ τα ονόματά τους, αλλά και τους συντρόφους που κατηγορούνται για την απαγωγή του προέδρου του ΣΒΒΕ («πρέπει οι εργαζόμενοι να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι») Βαγγέλη Χ., Βασίλη Παλαιοκώστα και τον Πόλυ Γεωργιάδη, που εργαζόταν σε μια βελτιωμένη επανέκδοση του υλικού αυτού πριν η σύλληψή τους διακόψει άκομψα το έργο του αυτό. Σ αυτούς την αφιερώνουμε.

Κείμενα που χρησιμοποιήσαμε (ενδεικτικά):

Comunicados de los Grupos Autónomos encarcelados en la prisión de Segovia (1978-1980), Madrid 1980

CO.P.E.L, butrones y otras aportaciones de Grupos Autónomos – DESORDEN distro, Valencia 2004

Telesforo Tajuelo : El MIL, Puig Antich y los GARI – ed. Ruedo Ibérico, 1977

Aux Libertaires: Guy Ernest Debord («Les Amis de l’ Internationale » – ed. Champ Libre, μετέπειτα Gerard Lebovici)

Για την εισαγωγή, χρησιμοποιήθηκαν βασικά κείμενα και προσωπικές αφηγήσεις ισπανών αυτόνομων, καθώς και το κείμενο «αυτόνομοι προλεταριακοί αγώνες νότια των πυρηναίων» από το περιοδικό Do Or Die.

Categories
Grupos Autonomos Guy Ernest Debord

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ ΟΜΑΔΩΝ, ΙΣΠΑΝΙΑ 1974-1980

ΒΑΘΙΑ ΑΝΑΣΑ ΩΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΡΕΦΟΡΜΙΣΜΟΥ

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ ΟΜΑΔΩΝ, ΙΣΠΑΝΙΑ 1974-1980

ΓΡΑΦΕΙΟ ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΩΝ ΤΑΡΑΧΟΠΟΙΩΝ

Θεσσαλονίκη, Αύγουστος του 2006

Για την έκδοση

Αν η Επανάσταση είναι η διαλεκτική κατάρα της Εξουσίας, είναι η ίδια η διαλεκτική που διαιρεί το στρατόπεδο της ’ρνησης στα δυο. Ο ρεφορμισμός, πράκτορας της αφομοίωσης για λογαριασμό της Εξουσίας, δεν θα εξαφανιστεί πριν την καταστροφή του παλιού κόσμου, ο καλλωπισμός του οποίου είναι μόνο μια από τις δυο βασικές λειτουργίες του. Η διαστρέβλωση, η συκοφαντία, και η υποκατάσταση στην κοινωνική μνήμη των επαναστατικών ιδεών και πρακτικών είναι η άλλη. Η αστυνομία θα αναλάβει τα υπόλοιπα… Από ‘κεί και πέρα οι κόλποι της ’ρνησης παραδίδονται στην Έριδα, σε μια διαμάχη, για την αποκατάσταση της χαμένης ολότητας, άλλοτε συγκαλυμμένη κι υπόγεια κι άλλοτε εκρηκτικών διαστάσεων, στην οποία αναπόφευκτα ο ρεφορμισμός (με όλη την αποδοχή που χαίρει στον παλιό κόσμο ως θεσμοθετημένη αντιπολίτευση) έχει το πάνω χέρι: οι λιγοστοί «τρελοί», «ανεξέλεγκτοι», «θερμόαιμοι», εκτεθειμένοι άμεσα στην καταστολή, λόγω του -αδιάρρηκτα δεμένου με την παρανομία- περιεχομένου της δράσης τους, δύσκολα θα μιλήσουν ανοιχτά για την εμπειρία, την ευγένεια και την αγωνία (μέλι με ξυράφια στα σωθικά…) της «μόνης αυθεντικής περιπέτειας που μπορεί να μας προσφέρει η εποχή μας»: του αναρχικού, ακηδεμόνευτου, λυσσασμένου Αγώνα που διαρρηγνύει την υποταγμένη στο Κεφάλαιο ύπαρξη ανεβάζοντας την στην πρωτόγονή της δυαδικότητα: του Ανθρώπου-σοφού και του Ανθρώπου-πολεμιστή. Προκύπτει, τελικά, η αναγκαιότητα, να «πούμε δυο λόγια» για τους συντρόφους του δικού μας «στρατοπέδου», ή καλύτερα να τους αφήσουμε να μιλήσουν για τους εαυτούς τους. Κι όχι για να εξιδανικεύσουμε ή να αναπαράγουμε τις ήττες και τα αδιέξοδά τους, αλλά να τα αποφύγουμε. Οι αναλογίες με την ελληνική πραγματικότητα, βασικός συντελεστής και της χρηστικότητας των κειμένων είναι, νομίζουμε, προφανείς. (Γ.Λ.Τ.)

segovia

Πρόλογος των Αυτόνομων Ομάδων (Grupos Autónomos – GG.AA):

Οφείλουμε να πούμε δυο λόγια, σαν εισαγωγή στα κείμενα που ξαναβρέθηκαν εδώ μετά από χρόνια, για την καλύτερη κατανόησή τους. Προέρχονται από τα χρόνια 1978-79 και ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες ανάγκες ενός κομματιού του πραγματικού κινήματος για τον κομμουνισμό: των Αυτόνομων Ομάδων. Η επιμονή μας στην κριτική μιας «αναρχικής» ιδεολογίας, μεταξύ άλλων, ίσως φανεί πλέον παράταιρη από κάποιους που δεν έχουν υπόψη τους την κοινωνική κατάσταση στην Ισπανία. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τη σύγχρονη κομμουνιστική επανάσταση χωρίς ταυτόχρονα να κάνουμε κριτική στις δυο επαναστατικές ιδεολογίες που με τη δική τους πρακτική ανικανότητα έστρωσαν το χαλί της αντεπανάστασης της γραφειοκρατίας: Μιλούμε για τον μπολσεβικισμό, κατακάθι του μαρξισμού και τον «αναρχισμό» της CNT. Στην πράξη, η διαφορά τους είναι ότι ο πρώτος ασκεί άμεσα καταπίεση στο προλεταριάτο που ελέγχει (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την καταστολή της κομμούνας της Κροστάνδης του 1921), ενώ ο δεύτερος αρκείται στο φρενάρισμα και τη συνακόλουθη εγκατάλειψη του ριζοσπαστικοποιημένου προλεταριάτου (όπως στην επαναστατημένη Ισπανία τον Μάη του 1937) στα επιτελεία της σταλινικής – δημοκρατικής καταπίεσης.

Στις αρχές του ’78 συνελήφθηκαν και φυλακίστηκαν τα πρώτα μέλη των Αυτόνομων Ομάδων. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης πιστά στην εξυπηρέτηση του Κεφαλαίου τους παρουσίασαν αόριστα σαν «αναρχικούς», συντάκτες αρκετών κειμένων (Diario 16), και υπεύθυνους περισσότερων κακουργημάτων εμμένοντας στην επιτυχία της Guardia Civil (αστυνομία πόλεων) να τα εξαρθρώσει, πλησιάζοντας ίσως στην GRAPPO (Alcazar). Η αστυνομία πάλι, τους παρουσίασε σαν τον «ένοπλο βραχίονα» της CNT (παρουσιάζοντας ένα έντυπο της CNT που βρέθηκε στο σπίτι ενός από αυτούς). Τα έντυπα της CNT, από τα οποία δεν θα παραθέσουμε εδώ τίποτα, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να συμβουλευτεί οποιοδήποτε τεύχος των Solidadidad Obrera και GAT από το 1978 ως το ’80, αποκηρύσσουν κάθε συσχέτιση με τις ομάδες αυτές. Βέβαια το ότι η CNT, όπως σπεύδουν να μας βεβαιώσουν, αναπτύσσει μια αποκλειστικά συνδικαλιστική πρακτική και συγκρούεται με κάθε αντίληψη ενόπλων ενεργειών, δεν φαίνεται να την εμπόδισε, όσο οι σύντροφοι ήταν ήδη στη φυλακή να τους παρουσιάζει σαν «συντρόφους του ελευθεριακού κινήματος», προκειμένου να κεφαλαιοποιήσει επιδέξια την πολιτική υπεραξία των ενεργειών που αποκήρυσσε… Αρκετές από τις ενέργειες αυτές, έγιναν είτε χωρίς να παρθεί ανάληψη, είτε την ευθύνη τους αναλάμβανε κάποιος σύντροφος χρησιμοποιώντας διαφορετικά ονόματα. Έτσι προέκυψαν, για παράδειγμα οι ομάδες 7 Ιούλη, 28 Δεκέμβρη (Santos Inocentes, ανάλογη της δικής μας πρωταπριλιάς), 31 Φλεβάρη, Οι Τελευταίοι Των Φιλιπινέζων κλπ. Οι στόχοι που επιλέγονταν ήταν πάντοτε σαφείς και ανταποκρίνονταν σε ένα ευρύ κοινωνικό κίνημα. Αποτελούσαν μια συμπυκνωμένη απάντηση στη διάχυτη καπιταλιστική καταπίεση. Λίγες μέρες μετά τις συλλήψεις, η αστυνομία επινόησε το λογότυπο GAL (Grupos Autonomos Libertarios) που κυκλοφόρησε σε όλες τις εφημερίδες της χώρας. Χρειάζονταν ένα σήμα και μιας και δεν αντιλαμβάνονταν πως μπορεί μια «οργάνωση» να μην έχει σήμα επινόησαν αυτοί ένα, και ανάγκασαν μετά από βασανιστήρια τους συντρόφους να υπογράψουν ως GAL. Από τη στιγμή εκείνη πέρασαν στην «κοινή γνώμη» ως GAL, και κάποιες από τις μετέπειτα προκηρύξεις υπογράφονται έτσι ώστε να αποφευχθεί η σύγχυση. Η κράτηση των συντρόφων σε διαφορετικές φυλακές (καθώς και των νέων συντρόφων που συνελήφθηκαν από τα μέσα του ’78 ως τις αρχές του ’79, είχε ως αποτέλεσμα η επικοινωνία μεταξύ μας να είναι πενιχρή. Κάθε θεωρητικός διάλογος ήταν συνεπώς αδύνατος. Όσο ήμασταν έξω, κάθε ομάδα ή κάθε άτομο αναλάμβανε μόνο του την ευθύνη για την ενέργεια που εκτελούσε. Όταν οι ενέργειες ήταν συντονισμένες, γινόταν μια συμφωνία για ένα κοινό όνομα που αποφασιζόταν από όλους τους συμμετέχοντες. Αυτό ήταν το κλίμα που υπήρχε στο δρόμο, στη φυλακή συνεχίσαμε βασισμένοι σ αυτό. Αφότου μερικοί από μας ξαναβρεθήκαμε στη φυλακή της Segovia (που ο υπουργός δικαιοσύνης προόριζε για τους «ελευθεριακούς»), ξαναδουλέψαμε πάνω στα κείμενά μας υπογράφοντας πια, από τις αρχές του ’79, ως GGAA (Grupos Autonomos) όχι επειδή είχαμε ανάγκη από κάποιο λογότυπο, αλλά για να εκφράσουμε τον κοινό μας αγώνα. Από κείνες τις μέρες εγκαταλείπουμε και το «L» των ελευθεριακών (libertarios) των πρώτων προκηρύξεων έτσι ώστε να σαμποτάρουμε κάθε πιθανή αφομοίωσή μας.

Καθ όλον αυτόν τον καιρό, οι γραφειοκράτες της CNT δεν έχαναν αφορμή να μας εντάσσουν στο (δικό τους) «ελευθεριακό κίνημα», πράγμα που μας ανάγκαζε να συγκεκριμενοποιούμε τις πραγματικές θεωρητικές μας θέσεις και τις ενέργειές μας αναφορικά με την (προλεταριακή) τάξη. Είναι ένα είδος εμμονής μας στην πολιτική μας ταυτότητα της δράσης χωρίς «σφραγίδα», χωρίς μάρτυρες ή ιδεολογίες, που μας έφερε θεωρητικά και πρακτικά αντιμέτωπους με την μαφία των πολιτικών οργανώσεων, των κομμάτων και των συνδικάτων. Δεν είναι ότι είμαστε απολίτικοι, αλλά αντι-πολιτικοί…

Η προκήρυξή μας: Λόγος Για Τη Διεθνή Αλληλεγγύη, που έγραψαν κάποιοι σύντροφοι τον Χειμώνα του 1970, στάλθηκε σε όλα τα πιθανά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ωστόσο μόνο η γραφειοκράτες της CNT λογόκριναν ξεδιάντροπα ένα μέρος της προκήρυξης. Η σύνταξη της Solidaridad Obrera, προσπαθώντας να καλύψει αυτή την πρώτη της λογοκρισία, δημοσίευσε μια γελοία ανακοίνωση (στο τεύχος Νοεμβρίου ’79) όπου ανέφερε τα εξής: Στο γράμμα που λάβαμε από το γραφείο για τους προφυλακισμένους και τα νομικά ζητήματα, της FL (Federacion Local — Τοπική Ομοσπονδία) της Βαρκελώνης, υπήρχε το κείμενο ενός φυλακισμένου συντρόφου που ανήκει στο συνδικάτο μεταφορών, και είναι μέλος των GAL. Το κόψιμο του κειμένου που φιλοξενείται στη σελίδα 16 της “Soli” ν. 50, δεν οφείλεται σε καμία περίπτωση σε λογοκρισία ή χειραγώγηση αλλά δημοσιεύτηκε πλην των δυο τελευταίων παραγράφων αποκλειστικά για λόγους οικονομίας χώρου. Και για να μην υπάρξει καμία παρεξήγηση, δεσμευόμαστε να δημοσιεύσουμε ολόκληρο το κείμενο στο μέλλον. Η υποκρισία και ο κυνισμός του σημειώματος αυτού ανταγωνίζονται ακόμα και τη γελοιότητά του. Πώς είναι δυνατό να παραπονιούνται για την έλλειψη χώρου όταν στο ίδιο έντυπο χωρούν τα ατελείωτα μνημόσυνα των μαρτύρων του αναρχοσυνδικαλισμού, ή οι ύμνοι στους θεούς Μπακούνιν και Κροπότκιν και ατελείωτες άλλες ηθικολογικές βλακείες χωρίς κανένα ενδιαφέρον, αξιολύπητα κεράκια στην ταπεινή εκκλησία της CNT;

Ο αγώνας των συνελεύσεων του ’70-’75 έχει αφήσει πίσω του τα ίχνη μιας ευρείας συνείδησης που μπορεί να υποστηρίξει την αυτοοργάνωση της τάξης, τον αντι-κομματισμό και τον αντι-συνδικαλισμό, σε πρώτο επίπεδο. Υπήρξαν ακόμα οι αυτόνομες συνελεύσεις στις γειτονιές, στα εργοστάσια, στα πανεπιστήμια, φοιτητές-εργαζόμενοι κλπ, φανερώνοντας μιαν αντιεξουσιαστική τάση. Κατά την περίοδο της πολιτικής μετάβασης από την δικτατορία του Φράνκο στη δικτατορία της δημοκρατίας το 1975-77(που ουσιαστικά συνεχίζεται και επεκτείνεται ακόμα) τα κόμματα και τα συνδικαλιστικά κινήματα πέρασαν μια φάση νομιμοποίησης ώστε μέσα από μια διαδικασία εσωτερικής πειθάρχησης να κερδίσουν μια αμφίβολη θέση στο ανερχόμενο δημοκρατικό θέαμα.

Η CNT διεκδικεί για τον εαυτό της τον «επαναστατικό» πόλο του θεάματος αυτού. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η πλειοψηφία των εγχώριων λενινιστικών γκρουπούσκουλων έχασε κάθε γόητρο μετά την άνοδο των εργατικών συνελεύσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το MIL (η αλλιώς 1000, Movimiento Ibérico de Liberación-Ιβηρικό Απελευθερωτικό Κίνημα, ένα δίκτυο αυτόνομων ομάδων) όταν γύρω στο ’74 έβαλε στόχο να απελευθερώσει κάποιους φυλακισμένους αγωνιστές (ιδού κι ένας λόγος για τη συνέντευξη που ακολουθεί και δόθηκε στη FIGA), μοίραζε παράλληλα φυλλάδια που εξηγούσε πως οι οργανώσεις τους, κόμματα και συνδικάτα αποτελούσαν μέρος της διαρκούς αντεπανάστασης.

Στο φυλλάδιο COÑO (Γαμώτο) του ’75, σελίδα 29-30, διαβάζουμε τα παρακάτω: Οι στόχοι του ισπανικού προλεταριάτου και των αυτόνομων ομάδων είναι: η γενίκευση της ταξικής πάλης και η επέκτασή της σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Η αυτοοργάνωση της τάξης στους χώρους εργασίας. Ο πόλεμος στο Κεφάλαιο σε οποιαδήποτε μορφή του: δημοκρατική, φασιστική ή σοσιαλιστική. Απομυθοποίηση και πάλη ενάντια στα συνδικάτα, φασιστικά είτε δημοκρατικά, θεωρούμενα ως όργανα της διαρκούς αντεπανάστασης. Επεξεργασία ριζοσπαστικών εναλλακτικών που ο καπιταλισμός δεν είναι σε θέση να διαλύσει ή να αφομοιώσει. Αυτόνομα όργανα αντιπληροφόρησης και προπαγάνδας στην υπηρεσία της τάξης. Οργάνωση των τεχνικών όρων για την παράνομη πάλη: πέρασμα συνόρων, πλαστογραφία, οικονομικοί πόροι, όπλα κλπ. Αποπεράτωση του προγράμματος που διακόπηκε τον Μάη του 1937 από τη σταλινική αντεπανάσταση και τους αρχηγίσκους της CNT και του POUM (ενιαίο μαρξιστικό εργατικό κόμμα – σύμμαχοι της CNT στην επανάσταση), ανέβασμά του ως το τέλος, την καταστροφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η ενότητα της τάξης αναδεικνύεται στους αγώνες και στις συνελεύσεις στα εργοστάσια ή έξω από αυτά. Είναι το ριζοσπαστικό προλεταριάτο που οργανώνεται κι αποκτά τα αναγκαία μέσα για την χειραφέτησή του.

Όλα αυτά τα φυλλάδια κυκλοφορούσαν πολύ δύσκολα, λόγω της παρανομίας, δύσκολα έφταναν στους ριζοσπαστικούς αγώνες και η επιρροή τους στο εργατικό κίνημα ήταν περιορισμένη. Χωρίς εμπόδιο το θεαματικό μάρκετινγκ της CNT τα κατάφερε καλύτερα από την θεωρητική ικανότητα. Η τάξη τείνει να μαθαίνει στην πράξη κι όχι στη θεωρία τι σημαίνει συνδικάτο, κι ένα συνδικάτο που μπορείς να εκλέγεις τους αντιπροσώπους σου φαινόταν ελκυστικό. Έτσι οι αυτόνομες ομάδες αρνούμενες να ενταχθούν συλλογικά στο συνδικάτο, απομονώνονταν καθώς τα διάφορα συντονιστικά εντάσσονταν μαζικά στο συνδικάτο αυτό, μετασχηματίζοντάς το έτσι, σε μια θεαματική αντανάκλαση των αυτόνομων συνελεύσεων, πλήρως νομιμοποιημένης βέβαια. Από τη στιγμή που το ψεύτικο πήρε τη θέση του αληθινού, οι αυθεντικοί ανεξέλεγκτοι αγώνες βάλθηκαν να ξεγυμνώνουν αυτό το ρεφορμιστικό θέαμα. Από το ’76 ως το ’78 ξετυλίχτηκαν μια σειρά από άγριες απεργίες σε όλη τη χώρα. Σ αυτές τις απεργίες, που γρήγορα πήραν έναν επιθετικό χαρακτήρα αρκετά σαφή, ξέσπασαν πολυάριθμες συγκρούσεις με την αστυνομία. Πικετοφορίες, οδοφράγματα, σαμποτάζ, επιθέσεις σε γραφεία συνδικάτων, κομμάτων κλπ. Τα συνδικάτα κατέστειλαν τις απεργίες με αντάλλαγμα την νομιμοποίησή τους. Απομόνωσαν και συκοφάντησαν τους εμψυχωτές των συνελεύσεων για να καταπολεμήσουν αποτελεσματικότερα τους απεργούς. Με γραφειοκρατικούς χειρισμούς και ψευδείς πληροφορίες έπεισαν τους εργάτες να γυρίσουν στη δουλειά τους… Το χαριστικό χτύπημα στις συνελεύσεις το έδωσε η αστυνομία που διέλυσε με στρατιωτικούς όρους τις εναπομείνασες απεργίες (περιπτώσεις Vitoria και «Roca» το ’76) συμπληρώνοντας τη καταστολή των συνδικάτων. Η πολιτική ανωριμότητα των εργαζομένων, που ανέχονται στις συνελεύσεις τους τα συνδικάτα, επιτρέποντάς τους να μιλούν στο όνομά τους, είναι η αιτία της σημερινής κατάπτωσης του απεργιακού κινήματος.

Σε πρακτικό επίπεδο είναι δύσκολο να ξεγελάσεις μια συνέλευση δεδομένης της εμπειρίας των εργατικών αγώνων, ωστόσο σε θεωρητικό επίπεδο όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της αυτονομίας των συνελεύσεων έχουν πλέον ακρωτηριαστεί και καταχωρηθεί στην νομιμότητα. Παρατηρούμε έτσι το οξύμωρο, στη δικτατορία του Φράνκο, τα θεωρητικά κείμενα διακινούνταν στην παρανομία, αφήνοντας την παραπληροφόρηση να οργιάζει μέσα στην τάξη, ενώ στην εποχή μας το εμπόριο των ιδεολογιών ξεπουλάει και κάθε πικραμένος ψάχνει στη θαλασσοταραχή για τον γραφειοκράτη που θα αναθέσει την βελτίωση της μιζέριας του. Ξεβράζεται λοιπόν όπως και πολλά από τα αρχαιότερα μέλη των σεβάσμιων αντικαπιταλιστικών οργανώσεων στην USO ή στην CNT, για να κερδίσει επάξια μια θέση στην κατεστημένη εργατική γραφειοκρατία, παπαγαλίζοντας την καταδίκη της ανεξέλεγκτης εργατικής βίας ή της βίας των ριζοσπαστικών ομάδων. Από το ’76 ως το ’78 ξέσπασαν μια σειρά από εξεγέρσεις που ανατάραξαν το μεγαλύτερο μέρος των ισπανικών φυλακών. Αυτές οι εξεγέρσεις είχαν ως αφετηρία τον αγώνα για την αμνηστία των κοινωνικών («ποινικών») κρατουμένων, παράλληλα με την αμνηστία στους πολιτικούς κρατουμένους που θα εκχωρούσε το νέο καθεστώς. Η πάλη μέσα από τις φυλακές πήρε κάποιες συνελευσιακές μορφές, όπως το COPEL (Συντονιστικό Αγώνα Φυλακισμένων:, Σημ: προέκυψε ταυτόχρονα με τη χορήγηση αμνηστίας στους πολιτικούς κρατουμένους, διεκδικώντας την απελευθέρωση και των κοινωνικών κρατουμένων, στις κινητοποιήσεις του συμμετείχαν με ενθουσιασμό τα φυλακισμένα μέλη των αυτόνομων ομάδων), μια δομή αυτοοργάνωσης των κρατουμένων που δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τον ηγετισμό, που χωριζόταν σε δύο είδη: από την μία οι ρεφορμιστές ηγετίσκοι που αρκούνταν στην διεκδίκηση πιο «ανθρώπινων» φυλακών υμνητές των υποσχέσεων του Garcia Valdéz (διευθυντή των φυλακών) για την αναβάθμιση των φυλακών, κι από την άλλη μια μειοψηφία ριζοσπαστών που προέβαλλαν την πλήρη καταστροφή των φυλακών. Η αστυνομία κατέπνιξε βίαια κάθε κινητοποίηση και η γενική διεύθυνση σωφρονιστικών καταστημάτων ξεχώρισε και έριξε στα γρήγορα σε ειδικές φυλακές τη μειοψηφία που διακρίθηκε στις κινητοποιήσεις για το ριζοσπαστισμό της. Η ειρήνη βασίλευσε πάλι στις φυλακές που βρίσκονταν τώρα υπό τη στρατιωτική κατοχή της αστυνομίας. Στο δρόμο μονάχα κάποιες επιτροπές προ-COPEL, ελάχιστοι τομείς της CNT και οι GGAA έφερναν την πάλη προς τα έξω.

Από το ’79 ως το ’80 υπήρξε μια φανερή κόπωση στους κοινωνικούς αγώνες. Ξεχώρισαν μόνο οι συνελευσιακές απεργίες των νοσοκομείων και της FASA-RENAULT (στο Valladolid) με πικετοφορίες και συγκρούσεις με την αστυνομία. Από το ’76 ως το ’80 τόσο τα κόμματα όσο και τα συνδικάτα είδαν τον αριθμό των πιστών τους να μειώνεται σημαντικά. Στις τελευταίες εκλογές η αποχή έφτασε το 40%. Αυτό υποδηλώνει μια έλλειψη εμπιστοσύνης στην πολιτική, ότι δηλαδή η εναλλαγή της δικτατορίας της καπιταλιστικής δημοκρατίας έχασε κάθε γόητρο μέσα σε 4 χρόνια. Αν και σε πολλές άλλες χώρες το δημοκρατικό ψέμα κρατάει αρκετά χρόνια πριν απομυθοποιηθεί, εδώ άντεξε μόλις μια τετραετία.

Όσον αφορά την εργατική τάξη και το ισπανικό προλεταριάτο, δεν έχουν άλλη εναλλακτική από την κοινωνική επανάσταση. Σκεφτόμαστε ότι είναι απλώς ένα ζήτημα χρόνου. Η μόνη άλλη πιθανότητα, και το μόνο που θα μπορούσε να αποκόψει την παγκόσμια επαναστατική κίνηση είναι η πλήρης μετατροπή της ανθρωπότητας, από την αντεπαναστατική τρομοκρατία των πολυεθνικών, σε αυτοματοποιημένα ρομπότ. Οι κοινωνικές αντιθέσεις εκρήγνυνται, οι αντικειμενικές συνθήκες είναι εδώ, λείπουν μόνο τα υποκείμενα.

Από το ξεκίνημά της, στις αρχές του ’70, με λίγα μέλη, και μέχρι το ’74, η ένοπλη πάλη, κοινή στα προλεταριακά κινήματα, έγινε μέσα από μας -χωρίς να κομπάζουμε γι αυτό- μια επιθετική πρακτική αγώνα στην Ισπανία. Ήταν άλλωστε η μοναδική περιπέτεια που άξιζε τον κόπο να ζήσουμε, η μόνη «περιπέτεια» που μπορεί να μας προσφέρει η σύγχρονη εποχή: η καταστροφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Στην πραγματικότητα, η είσοδος σε αυτόν τον αγώνα, στη ζώνη της κοινωνικής αυτονομίας, των αυτόνομων αντικαπιταλιστικών κομάντος της χώρας των βάσκων και των εργατών της SEAT, έρχεται να επιβεβαιώσει την εγκυρότητα της αρχικής μας θέσης, ότι ήταν και είναι απλό θέμα χρόνου όπως αναδεικνύουν και ανάλογες εμπειρίες πάλης στην Ισπανία και στην Ευρώπη. Ξεκινώντας από μια κοινωνική πραγματικότητα και μια εμπειρία αγώνων διαφορετική από τη δική μας, έρχονται να βεβαιώσουν πως η ένοπλη πάλη, κι όχι σαν αποκλειστικό εργαλείο, μπορεί να ανατρέψει ριζικά τις οικονομικές ανάγκες της ζωής επιφέροντας την καταστροφή αυτού που μας εμποδίζει να ζήσουμε: της μισθωτής εργασίας, της οικονομίας και του κράτους.

Αυτόνομες Ομάδες

Αύγουστος 1980

Φυλακές της Segovia

Προκηρύξεις των Αυτόνομων Ομάδων από τις φυλακές της Segovia (1978-1980)

Από τη στιγμή των πρώτων συλλήψεων μελών των GGAA στη Γαλλία και στην Ισπανία, διάφοροι «ευαίσθητοι» επαναστάτες βιάστηκαν να μας δικάσουν προτού το κάνει το ίδιο το κράτος για λογαριασμό του. Ίσως κακοκαρδίσουμε αυτούς τους θεωρητικούς της απραξίας, που κριτικάρουν τις δράσεις μας, αν και αδυνατούν να μας πουν για τις όποιες δικές τους, ίσως δυσκολεύονται να δέσουν ακόμα και τα κορδόνια τους, ικανοί μόνο για να συμβιβάζονται, όπως είναι, όλοι αυτοί που μας χαρακτηρίζουν τρελούς, ανεύθυνους ακτιβιστές, για να δικαιολογήσουν την παθητικότητά τους. Εάν είμαστε «τρελοί», η τρέλα μας δεν είναι καθόλου γλυκιά, είναι η τρέλα του να θέλεις να ζήσεις, του να αρνείσαι να υποταχθείς στην μισθωτή σκλαβιά, του να σπας τον κύκλο της θλιβερής κοινοτοπίας, του να χρησιμοποιείς όλες τις πιθανότητες επιστροφής στον εαυτό σου, να χωρίζουμε και να ενωνόμαστε για να επιβεβαιώνουμε την αυτονομία των επιθυμιών μας, ανικανοποίητων από το Κεφάλαιο. Εάν είμαστε «ακτιβιστές», ο ακτιβισμός μας είναι η χαρά του εξεγερτικού παιχνιδιού, απελευθερώνουμε τα σωθικά μας, είναι το ξεπέρασμα του θεσμοθετημένου κόσμου, το απεριόριστο των πιθανοτήτων μας. Είναι, τελικά, η προίκα των μέσων που χρησιμοποιούμε στον αγώνα μας, που μας προσφέρει η ένοπλη ή άοπλη απαλλοτρίωση, η πλαστογράφηση επιταγών κλπ. για την κάλυψη μιας απαραίτητης υποδομής (χρήματα, καταφύγια, όπλα, ψεύτικα πιστοποιητικά…) και ικανοποιεί τις επιθυμίες μας, ξεφεύγοντας από την πιθανότητα της μισθωτής σκλαβιάς και του ακολούθου της: της γενικευμένης μιζέριας. Εάν είμαστε «ανεύθυνοι», η ανευθυνότητά μας είναι μικρόβιο και προσβάλει αυτούς που θέλουν να διατηρήσουν την κατεστημένη τάξη κι αυτούς που θέλουν να την αντικαταστήσουν με μια άλλη. Μια βόμβα, ένα κοκτέιλ μολότοφ, μια εκτροπή των μέσων πληροφόρησης τη κατάλληλη στιγμή, μπορούν να είναι πολύ αποτελεσματικότερες πρακτικές από κάμποσα φυλλάδια και ατελείωτες πολιτικές συνελεύσεις. Γνωρίζουμε τις αντιρρήσεις απέναντι στις ενέργειές μας: είναι θεαματικές, τρομοκρατικές, αφομοιώσιμες, υποκαθιστούν τους αγώνες των εργαζομένων, δίνουν αφορμή στο κράτος να καταπατήσει τους ίδιους του τους νόμους, να οχυρώσει τη δύναμή του και να αυξήσει την καταπίεση… Δεν μας καίγεται καρφί για το θέαμα! Δεν θέλουμε να φαινόμαστε σαν μια οργάνωση με τους ειδικούς της, την ιεραρχία της, με τα φερέφωνα και τα καρφιά της. Κατανοούμε πως το κράτος δεν μπορεί ακόμα να κατευθύνει την προσοχή των προλεταρίων σε μια αντιπαράθεση ασαφή και σκοτεινή. Έχει ανάγκη από μια οργάνωση την οποία οφείλει να ονομάσει «τρομοκρατική» για να προβάλει σε αυτή τον δικό του μισητό ρόλο. Το κράτος αυτό δεν έχει ανάγκη τις «αφορμές που του δίνουμε» για να εξασκεί την καθημερινή του τρομοκρατία: αστυνομική τρομοκρατία απέναντι στις διαδηλώσεις και τις απεργίες, τρομοκρατία των χαφιέδων των αφεντικών, τρομοκρατία της γενικευμένης εκμετάλλευσης… Οι δράσεις μας δεν στοχεύουν να δείξουν κάτι στους προλετάριους παρά να αντιμετωπίσουν δυναμικά την αλλοτρίωσή τους έξω από το πεδίο των πολιτικών και των συνδικάτων (με άγριες απεργίες, μαχητικές συνελεύσεις…). Οι προλετάριοι δεν έχουν ανάγκη τους επαγγελματίες επαναστάτες. Όταν παρεμβάλλονται αυτοί θέλουν όλο το πεδίο για τους εαυτούς τους. Στο πεδίο αυτό τοποθετημένοι, κάποιοι σύντροφοι που εργάζονται, μερικώς ή πλήρως, για να δικαιολογήσουν έναν μισθό προκειμένου να επωφεληθούν από το επίδομα ανεργίας, λεν πως χρειάζεται να αναμειχθούμε εκ νέου στους εργατικούς αγώνες. Όσο για μας, που αρνούμαστε κατηγορηματικά να υποταχθούμε στην μισθωτή σκλαβιά, εκφράζουμε μια τακτική απόδρασης, αν μη τι άλλο. Δεν υπάρχει κανείς συσχετισμός υποταγής των μεν στους δε, όπως φαντάζονται από τις μουχλιασμένες πολυθρόνες τους οι εργατιστές διανοούμενοι, αλλά εργάτες με διάνοια που δραπετεύουν από τους καταναγκασμούς. Οι ενέργειές μας δεν συνοψίζουν την μοναδική και απόλυτη αντίθεση στην Εξουσία, είναι σίγουρα περιορισμένες, δυναμικές και υποκειμενικές (απαντήσεις στις δολοφονίες φυλακισμένων συντρόφων, στη σύγκρουση στο δρόμο ή σε εργατικούς αγώνες). Στην πραγματικότητα συντονίζονται με άπειρα σημεία σχεδιασμού και παρέμβασης (πυρηνικά, κίνημα των φυλακισμένων, ενάντια στην μισθωτή εργασία…). Αναλαμβάνουμε την ευθύνη τους ή και όχι, ανάλογα με τις προθέσεις μας. Κάποιες φορές, όταν δεν υπάρχει ανάληψη ευθύνης (απόπειρες, απαλλοτριώσεις…), βλέπουμε οργανώσεις ή γκρουπούσκουλα να τις οικειοποιούνται για να δώσουν την ψευδαίσθηση μιας δυναμικής που δεν διαθέτουν, αναγνωρίζοντας βέβαια έτσι ότι πρόκειται για αποτελεσματικές ανταγωνιστικές ενέργειες ενάντια στο Κράτος. Η στρατηγική τους ήταν να δίνουν την εικόνα μιας ψευδούς πολυμορφίας δράσης, περιορισμένης φυσικά στα έντυπά τους, που προβάλλοντας τους φυλακισμένους παλιούς μιλιτάντες και μάρτυρες τους, αποζητά την εικόνα του ορκισμένου υπερασπιστή της εργατικής τάξης. Είναι το θεαματικό αποτέλεσμα αυτών των πρωτοποριών, η πρόθεση να δημιουργήσουν φερέφωνα της επαναστατικής συνείδησης, με τη δράση τους. Πόσο λίγο μας ενδιαφέρει η αποδοχή μας από τις οργανώσεις αυτές, όσο λίγο και, αν και διεθνιστές, μας ενδιαφέρει η αποδοχή των φορέων μιας ιδεολογίας εθνικιστικής (ΕΤΑ) ή τριτοκοσμικής (RAF). Φτύνουμε τους θαυμαστές, ή τους επαγγελματίες αλληλέγγυους, που εκθειάζουν συστηματικά κάθε ενέργειά μας, διαβεβαιώνοντας πως συμφωνούν με τη ριζοσπαστικότητά τους σε συλλαλητήρια ή σε εκδηλώσεις, χωρίς οι ίδιοι να συμμετέχουν στους αγώνες και στις συνέπειές τους. Από τις αναπαυτικές τους θέσεις, που τους επιτρέπουν να στοχάζονται σχολαστικά πάνω στην αλλοτρίωση του «μιλιτάντικου ακτιβισμού», χωρίς να δρουν ποτέ, χωρίς να παίρνουν πρωτοβουλίες, ή να δοκιμάζονται στα απελευθερωτικά εγχειρήματα… Θα σπεύσουν να δώσουν στην αυτονομία το νόημα μιας νέας ιδεολογίας του συρμού προκειμένου να κρύψουν την ανικανότητά τους να δώσουν μια καθαρή διέξοδο στην ριζοσπαστική τους ευαισθησία, να προσθέσουν κάτι καινούριο στην Πράξη μας, να είναι κάτι παραπάνω από αλλοτριωμένοι ημι-ζωντανοί ορισμοί του οπορτουνισμού και του ρεφορμισμού για να εξασκούμε την κριτική μας. Δεν έχουμε καμιά διάθεση να ασχοληθούμε με αυτούς, αρκεί να πάψουν να μιλούν στο όνομά μας. Η θέση μας δεν είναι προϊόν ελιτισμού. Αυτό που θέλουμε είναι, αν μπορούμε να ζητάμε κάτι τέτοιο από αυτούς, να ξεκινήσουν τον δικό τους αγώνα, ωθούμενοι από τους κοινωνικούς περιορισμούς, οπότε αν μέχρι τώρα συγκρουόμαστε, τότε θα τους μεταδώσουμε τις εμπειρίες μας, θα τους μιλήσουμε για τα εμπόδια και τις επιτυχίες μας και δεν θα τους αρνηθούμε κανένα από τα μέσα μας. Η πρακτική τους πρέπει να είναι αντι-ιεραρχική και να βασίζεται στην ισότητα, πράγμα που θέτει ένα αριθμητικό όριο, και οδηγεί σε αποκλεισμούς, όμως αποκλείει και την αναγέννηση της Εξουσίας, ενώ επιτρέπει μια ελάχιστη συνοχή ενός επαναστατικού σχεδιασμού και ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες διάβρωσης από την αστυνομία, εξασφαλίζοντας μια δυναμική που οι περισσότερες οργανώσεις, αν και πολυάριθμες αδυνατούν να επιδείξουν. Το προλεταριάτο που έχει υποδουλωθεί στην μισθωτή σκλαβιά τείνει να θέτει όλο και πιο επιτακτικά το ζήτημα της ένοπλης πάλης, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι εξουσιοδοτεί εξειδικευμένες ομάδες (συμπεριλαμβανομένων των εαυτών μας) να δρουν για λογαριασμό του. Η κοινωνική κατάσταση στην Ισπανία το εξηγεί. Αυτό που έδειξαν οι προλετάριοι της SEAT είναι πως με την αντιστροφή των όρων του καπιταλισμού, αντί για μια αναδιανομή των χρημάτων, προϊόντων απαλλοτριώσεων, προς όφελος των ανέργων, προτίμησαν να δημιουργήσουν οι ίδιοι τις αναγκαίες συνθήκες για να οικειοποιηθούν αλυσιδωτά όλο και περισσότεροι προλετάριοι την πρακτική τους, ευνοώντας καθ αυτόν τον τρόπο την ανάπτυξη νέων πυρήνων ένοπλης πάλης στο εσωτερικό των εργοστασίων. Ξεκινώντας από την αλλοτρίωσή τους δεν μπόρεσαν να φτάσουν μακριά στην ανάπτυξη του αγώνα. Έδειξαν ωστόσο ότι κατέχουν μια ευρεία επαναστατική συνείδηση, σηματοδοτώντας τα πεδία εκείνα του ταξικού αγώνα που χρειάζεται να οικειοποιηθεί το προλεταριάτο. Εμείς ως Αυτόνομες Ομάδες, ένοπλη φράξια του ριζοσπαστικού προλεταριάτου, που θέλουμε να ξεριζώσουμε την μισθωτή εργασία, μπορούμε μόνο να προσφέρουμε τις πρώτες ύλες για τη δημιουργία ενόπλων ομάδων στους χώρους εργασίας ή έξω από αυτούς. Στη συνέχεια πρέπει αυτοί οι ίδιοι να αποδείξουν την συγκρότησή τους αναδεικνύοντας την αυτονομία της δράσης τους. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε τη δημιουργία «οπλισμένων βραχιόνων στην υπηρεσία του προλεταριάτου». Η στρατηγική της FAI (Federacion Anarquista Iberica – Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία, οργάνωση που ελέγχει ιδεολογικά την CNT), για την ισπανική επανάσταση δεν μπορεί να ισχύει ακόμα. Οι προλετάριοι πρέπει να πραγματώνουν τις επιθυμίες τους, ανάλογα με τις απαιτήσεις των συνθηκών, οπλισμένοι ή όχι, πάντοτε για τους εαυτούς τους. Οι στόχοι μας είναι μια απάντηση στην καταπίεση και μια ανίχνευση των σημείων παρέμβασης. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το Κράτος μόνοι μας. Πρέπει οι στόχοι μας να γίνουν οικείοι σε όλο το προλεταριάτο.

ΚΑΤΩ ΤΟ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΜΙΣΘΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ! ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ!

Αυτόνομες Ομάδες, Γενάρης 1979

Ο δημοκρατικός τύπος μας βομβαρδίζει τελευταία με μια επαναλαμβανόμενη αποκήρυξη των συνθηκών κράτησης στις οποίες υπόκεινται οι βάσκοι πολιτικοί κρατούμενοι των φυλακών της Soria και σε μικρότερο βαθμό, οι κρατούμενοι της GRAPΟ στη Zamora, στην οποία δε θα διαφωνήσουμε σε κάτι. Από την άλλη, αποκρύπτεται συστηματικά η κατάσταση των υπόλοιπων πολιτικών και κοινωνικών κρατουμένων του ισπανικού κράτους. Στη δημοκρατία της δικτατορίας του κεφαλαίου, ο ρόλος των αστυνομικών συντακτών είναι να φανερώνουν το μέρος αυτό της κρατικής καταπίεσης, που είναι πρόσφορο για βελτίωση ή εμπορευματοποίηση, συνθλίβοντας ή επισκιάζοντας ό,τι συμβαίνει στις υπόλοιπες φυλακές. Όσον αφορά τις φυλακές-τάφους της Herrera de la Mancha, η λειτουργία τους συνίσταται στην φυτοποίηση των θεωρούμενων ως μη αναμορφώσιμοι για το Κεφάλαιο. Η ύπαρξη των φυλακών του Burgos, της Ocaña και του Puerto de Santa María, που τελούν υπό στρατιωτική κατοχή, όπως κι αυτές τις Soria και Zamora, στις οποίες οι ξυλοδαρμοί, τα βασανιστήρια, και τα ασφυξιογόνα σπρέι είναι πράγματα καθημερινά. Για να διασκεδάσουν την πλήξη και να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους, οι ιεραπόστολοι της καταπίεσης δεν βρίσκουν από το να ζητούν πιο δικαιολογημένους ξυλοδαρμούς, συνοδευόμενους ίσως από τραγούδια όπως τα cara al sol, montañas nevadas, yo tenía un camarada. Αιτήματα που χαρακτηρίζουν άλλωστε την έγνοια τους για τους φιλήσυχους και νομοταγείς κρατουμένους στη «σωφρονιστική θεραπεία» τους, προκειμένου «να επανενταχθούν ομαλά στην κοινωνία». Αυτή είναι και η πραγματικότητα του κάθε ρεφορμιστή όσον αφορά τους κρατουμένους που μάχονται για την αμνηστία, με τα πενιχρά μέσα που διαθέτουν. Με αυτά που κράτησαν 3 χρόνια αγώνων, δημιουργία κύκλων αυτομόρφωσης, απεργίες πείνας κλπ. Ο García Valdés θα επιχειρηματολογούσε ότι τα κελιά προορίζονται για τους «απροσάρμοστους», όταν στην πραγματικότητα, σε αυτό που αρνούνται να προσαρμοστούν είναι ο διαβόητος εκσυγχρονισμός του Κεφαλαίου και οι νέες δημοκρατικές μεθοδεύσεις. Η προσαρμογή σ αυτά, σημαίνει την φυσική και ψυχική καταστροφή του ατόμου, τον αργό θάνατό του, καθημερινά μεθοδικά και σιωπηλά. Από την άλλη ο ρεφορμισμός αναδεικνύει σε θεαματικό επίπεδο κάποιες βεντέτες όπως ο el Lute ή ο Daniel Pons και άλλοι αστέρες του COPEL, τη στιγμή που χιλιάδες ανάλογοι κρατούμενοι σαπίζουν στα κελία τους, στην καλύτερη περίπτωση. «Προσωπικότητες» τέτοιου βεληνεκούς, φέρνουν στο ρεφορμισμό οργασμούς. Ο ρεφορμισμός, σε κοινοβουλευτικό επίπεδο συναίνεσε στην μετατροπή των φυλακών σε τσιφλίκια του κάθε διευθυντή, οπότε το απόρρητο της αλληλογραφίας παραβιάζεται κατά βούληση, η επικοινωνία με το εξωτερικό των φυλακών είναι περιορισμένη στο ελάχιστο, βιβλία και έντυπα λογοκρίνονται συστηματικά, ενώ απαγορεύεται να εισαχθούν στη φυλακή χωρίς να εξεταστούν από διάφορες επιτροπές, κάθε ερωτική επαφή είναι σαφώς απαγορευμένη κλπ. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στις φυλακές του Φράνκο και της δημοκρατίας είναι ότι στις μεν πρώτες, τα βασανιστήρια γίνονταν από τους φύλακες, ενώ στις δεύτερες, κάτω από στρατιωτική κατοχή, τα βασανιστήρια αναλαμβάνουν κάποιοι «νομοταγείς» κρατούμενοι (με την ολόψυχη στήριξη των φυλάκων). Κι όσο για τη φυλακή της Segovia, φυλαγμένης για τους φυλακισμένους ελευθεριακούς από τον García Valdés, τις ημέρες 30 και 31 Ιούλη τα ξημερώματα χωρίς καμιά δικαιολογία, απήχθηκαν με στρατιωτική επιχείρηση και χωρίς οι υπόλοιποι κρατούμενοι να μπορούν να κάνουν τίποτα για να εμποδίσουν την μεταφορά τους εκεί, 10 κρατούμενοι: 4 εμπλεκόμενοι στην υπόθεση Scala (3 στην Ocaña κι ένας στο Burgos), 3 των Αυτόνομων Ομάδων (2 στην Ocaña κι ένας στο Burgos), 2 κοινωνικοί κρατούμενοι στο Burgos κι ένας ακόμη στο Σωφρονιστικό Ψυχιατρείο. Ακόμη υπήρχαν 8 σύντροφοι των Αυτόνομων Ομάδων στο Puerto de Santa María και 6 της CNT στο Burgos. Στις πιο σκληρές φυλακές η αντιμετώπιση που απολαμβάνουν οι ελευθεριακοί κρατούμενοι είναι ίδια με αυτή των λεγόμενων «απροσάρμοστων» κοινωνικών κρατουμένων. Οι ελευθεριακοί υπόκεινται κατά πρώτο λόγο στην πολιτική της εγκληματοποίησης των ταξικών αγώνων σε δικαστικό επίπεδο και στη συνέχεια στις φυλακές. Το καπιταλιστικό κράτος φροντίζει, και σε αυτό το επίπεδο είναι υπεύθυνες εξίσου η δεξιά, η αριστερά και η άκρα αριστερά, να παρουσιάζει τους συντρόφους των Αυτόνομων Ομάδων και τους ελευθεριακούς καθώς και τις δράσεις τους, που αποσκοπούν πάντοτε στην καταστροφή της σύγχρονης δουλείας της μισθωτής εργασίας, του εμπορεύματος και του κράτους, σαν συμπεριφορές που υπόκεινται στο ποινικό δίκαιο: πλημμελήματα και κακουργήματα. Εκτός από τα προβλήματα συνείδησης που προκαλεί αυτό στο «θέατρο της πολιτικής», πρέπει να ιδωθεί στην καθαρή φύση του: την επιλεκτική καταπίεση. Με την πρόσφατη έγκριση του καταστατικού της Guernica και την επακόλουθη συνθήκη στο επίπεδο των πολιτικών γραφειοκρατιών, φάνηκε μια πιθανότητα χορήγησης αμνηστίας στους βάσκους πολιτικούς κρατουμένους, κατά κύριο λόγο αυτών της ETA, που αναθέτει τον ρόλο του διαπραγματευτή της στην πολιτική της έκφραση: το Euskadiko Ezquerra. Αποσκοπώντας στο να αποκρύψει τους αγώνες των υπόλοιπων πολιτικών και κοινωνικών κρατουμένων του ισπανικού κράτους. Η ETA αναδεικνύεται έτσι ως ο μόνος γνήσιος εκφραστής του ριζοσπαστισμού της βασκικής μικροαστικής και μεσοαστικής τάξης και του λαϊκιστικού εθνικισμού της. Μπορούμε να διαβεβαιώσουμε τον καθέναν ότι το μέλλον της ETA θα είναι αυτό της μελλοντικής αστυνομίας του βασκικού καπιταλισμού που θα συγκρούεται με την άκρα αριστερά, και κατά συνέπεια υπερασπιστές της αντεπανάστασης, που αντιμετωπίζουν ήδη την άρνησή της: της προλετάριους που δεν ανέχονται να είναι τέτοιοι άλλο πια.

ΓΕΝΙΚΗ ΑΜΝΗΣΤΙΑ-ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ-ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ.

Αυτόνομες Ομάδες, Αύγουστος 1979

Για τις Αυτόνομες Ομάδες, τους οπαδούς του κόμματος της προπαγάνδας με τη θεωρία και την ένοπλη δράση, που δρούσαν και δρουν στο ισπανικός κράτος, υπάρχει μια αναγκαιότητα ξεκαθαρίσματος ορισμένων όψεων της προπαγάνδας του αστικού και μιας μερίδας του αυτοαποκαλούμενου εργατικού τύπου. Η σύγχυση αποτελεί τον κανόνα, όσον αφορά κάθε πληροφορία που βλέπει το φως σχετικά με τον επαναστατικό αγώνα των προλεταρίων για την αυτονομία τους. Αυτή η σύγχυση είναι μια απόλυτη ανάγκη του κεφαλαίου και των οργάνων αφομοίωσής του (κόμματα, συνδικάτα) για να αποτρέψουν την ανάπτυξη της προλεταριακής αντίληψης της αναγκαιότητας της επαναστατικής υπευθυνότητας σε κάθε τομέα (οργάνωση, ανάλυση, δράση…), που θα του επέτρεπε να αρνηθεί κατ αρχήν τον εαυτό του σαν τάξη, καταστρέφοντας την μισθωτή εργασία και κάθε εξουσία, κινούμενο προς μια κομμουνιστική κοινωνία. Κάθε υποτίμηση της υπευθυνότητας αυτής, γεννά την εξουσία και την επικύρωσή της: την εκμετάλλευση. Μας έχουν κατονομάσει αναρχικούς, ένοπλο βραχίονα της CNT, συμμορίτες, ναρκομανείς κλπ, ενώ το μόνο που είμαστε είναι ο ένοπλος βραχίονας των δικών μας επιθυμιών, ανικανοποίητων από την μιζέρια ενός μισθού. Θεωρούμε αναγκαιότητα σε αυτή τη φάση το ξεπέρασμα των ιδεολογιών, ως εργαλεία διαχωρισμού της εργατικής τάξης. Τα μαρξιστικά ή αναρχικά σχήματα είναι ένα εμπόδιο στον επαναστατικό μετασχηματισμό. Οι αυτόνομες ομάδες καταδεικνύουμε ένα θεμελιώδες πεδίο δράσης: την καταστροφή των φυλακών, την κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς και κάθε εξουσίας. Το ότι κάποιοι από μας έχουν περάσει από το συνδικάτο της CNT σε ατομικό επίπεδο, είχε σαν συνέπεια να κατηγορηθούμε από την αστυνομία ότι αποτελούμε τον «ένοπλο βραχίονα της CNT». Σε κάθε δήλωσή μας προς τους βασανιστές ή τους δικαστές, το έχουμε αρνηθεί κατηγορηματικά. Ωστόσο οι επαγγελματίες οπορτουνιστές προσπαθώντας να επωφεληθούν από τη σύγχυση που καλλιέργησε η αστυνομία προκειμένου να οικειοποιηθούν και να ρευστοποιήσουν τη δράση μας και τους εαυτούς μας. Η CNT το 1936 υποτίθεται ότι ανέβασε το ισπανικό προλεταριάτο σε μια επαναστατική κατάσταση. Ωστόσο, αποδείχτηκε ανίκανη να διατηρήσει και να επεκτείνει τα επιτεύγματα της επανάστασης, με τους -υπουργοποιημένους πλέον- ηγέτες της, ομήρους της αστικής δημοκρατικής κυβέρνησης του κεφαλαίου. Αυτό είναι και το ανώτατο όριο της ιδεολογίας και της υποδομής τους αναρχοσυνδικαλισμού, που διατηρεί στην μούχλα την ίδια αρχαϊκή ιδεολογία όπως και τους «φυσικούς ηγέτες» του. Ο Μάης του ’37 έδειξε στην πράξη τον ρόλο αυτών των ταξικών οδοφραγμάτων: στην υπηρεσία του κεφαλαίου κι ενάντια στο προλεταριάτο.[Σημ. Τις μέρες μεταξύ 3 και 8 Μάη 1937 ξέσπασε μια σειρά οδομαχιών ανάμεσα στους αγωνιστές της CNT και του POUM από την μια μεριά και της πολιτοφυλακής του PCI (Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας). Οι συγκρούσεις ξεκίνησαν όταν δυνάμεις του Ενιαίου Καταλανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (προσκείμενου στο ΚΚΙ) επιχείρησαν να καταλάβουν ένα τηλεφωνικό κέντρο που λειτουργούσαν αναρχικοί. Οι αναρχικοί και οι μαρξιστές επαναστάτες του POUM έστησαν οδοφράγματα στις γύρω συνοικίες, ενώ η χωροφυλακή και η πολιτοφυλακή του PCI επιτίθονταν αδιάλειπτα. Οι ταραχές εξαπλώθηκαν ενάντια στο PCI, όμως η CNT επενέβη πυροσβεστικά, με πρωτοστατούντα τον υπουργό της Juan García Oliver, αναγκάζοντας τους εργάτες σε συμβιβασμό, ενώ η δημοκρατική κυβέρνηση απέσυρε από το μέτωπο 10.000 στρατιώτες για να ελέγξουν την κατάσταση στην Καταλωνία, συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας αναρχικούς. Η γνωστή Dolores Ibárruri (Πασσιονάρια) έκανε τότε λόγο για χιτλερικό δάχτυλο πίσω από τους «αναρχοτροτσκιστές» προκειμένου να χτυπήσουν τη δημοκρατική κυβέρνηση, για να περάσει στην ίδια διαχρονική ανυποληψία με το κομμουνιστικό κόμμα και τον σταλινισμό. Σαν αποτέλεσμα, διαλύθηκε κάθε ψευδαίσθηση εργατικού ελέγχου, αλλά και ξεκαθαρίστηκε η διασύνδεση της CNT με την κυβέρνηση. (Τα στοιχεία προέρχονται από τα βιβλία των: George Orwell: Homage to Catalonia και Augustin Souchy: The May Days Barcelona ’37) Στην ιστορική στιγμή της αποσύνθεσης του καπιταλισμού, τα συνδικάτα δεν μπορούν παρά να είναι συντηρητικές δυνάμεις αφομοίωσης. Ο διαμεσολαβητικός τους ρόλος στην εκδούλευση της εργατικής δύναμης, αποκαλύπτουν ξεκάθαρα τον ρόλο τους στην αντιπαράθεση κεφαλαίου-προλεταριάτου. Τα πολιτικά κόμματα της αριστεράς και της άκρας αριστεράς αναλαμβάνουν το ίδιο έργο. Δεν είναι παρά η αριστερή πτέρυγα του κεφαλαίου, τα προγράμματά τους εξυπηρετούν τις ανάγκες βελτίωσης του καπιταλισμού, είναι προγράμματα του καπιταλισμού. Δεχόμαστε την ύπαρξη επαναστατών στις τάξεις της CNT (όπως και σε άλλες οργανώσεις), ωστόσο η δράση τους μέσα από αυτήν παραμένει εγκλωβισμένη στον συνδικαλιστικό χαρακτήρα της, υποκαθίσταται από τη διαμάχη για τον πολιτικό έλεγχο της CNT ανάμεσα στις διάφορες ρεφορμιστικές τάσεις και αυτούς. Είναι συνεπώς, καταδικασμένοι να μην προσφέρουν τίποτα στην υπόθεση του επαναστατικού αγώνα. Προτιμούν να παλινδρομούν στους σκοπέλους της ήττας αντί να ξεκινούν τον αγώνα. Η δημοκρατική δικτατορία του κεφαλαίου αντιλαμβάνεται την ανάγκη να ποινικοποιεί τους εξεγερτικούς αγώνες, παρουσιάζοντας τους επαναστάτες σαν συμμορίτες, ναρκομανείς, εγκληματίες κλπ. Στον αποκαλούμενο «εκδημοκρατισμό» του, ο ισπανικός καπιταλισμός δεν μπορεί να παραδεχτεί ξεκάθαρα το γεγονός ότι έχουν απαχθεί και στοιβάζονται στις φυλακές του πάνω από 400 πολιτικοί κρατούμενοι. Είναι σαφές, τέλος, πως δεν σχετιζόμαστε με κανέναν τρόπο με την ιδεολογία του αυτοαποκαλούμενου «ελευθεριακού κινήματος», ούτε βέβαια είμαστε «μαρξιστές». Η πρακτική μας της αυτονομίας της τάξης, μας απαλλάσσει από τέτοιες δομές, που δεν αποτελούν παρά τροχοπέδη στην αυτό-χειραφέτηση των προλεταρίων.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ-ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΕΞΟΥΣΙΑΣ.

Αυτόνομες Ομάδες, Σεπτέμβρης 1979

Η πρακτική των αυτόνομων ομάδων βασίζεται σε μια πανάρχαια σχέση: Τις πρακτικές επαναστατικής παρέμβασης γενικευμένης οικειοποίησης, που ξεκίνησαν το ’70, και της συμμετοχής στους κοινωνικούς αγώνες που τείνουν στην αυτονομία της τάξης και την αυτό-οργάνωση του προλεταριάτου, δηλαδή την πραγματοποίηση της αληθινής κομμουνιστικής κοινωνίας. Αυτή η σχέση εντατικοποιήθηκε από τη νομιμοποιημένη δολοφονία του Salvador Puig Antich από το ισπανικό κράτος τον Μάρτη του ’74. Οι ένοπλες δράσεις αλληλεγγύης απογειώθηκαν τις ημέρες πριν και μετά τη δολοφονία του, τόσο στην Ισπανία όσο και στο εξωτερικό, λειτουργώντας ως μια συνδετική πλατφόρμα μεταξύ των διαφόρων ομάδων και ατόμων, για να σχηματίσει στη συνέχεια ένα ανώτερο επίπεδο συντονισμού που θα μας επέτρεπε να δώσουμε μια απάντηση πιο ευρεία και πιο αποτελεσματική ενάντια στο κεφάλαιο. Για μας είναι προφανές πως τόσο ο φασισμός όσο και η δημοκρατία είναι δυο μορφές καπιταλιστικής δικτατορίας και εκμετάλλευσης του προλεταριάτου. Όσο για τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν διαφέρουν παρά στο γραφειοκρατικό τρόπο οργάνωσης του κεφαλαίου. Οι πρακτικές παρεμβάσεις των αυτόνομων ομάδων ζωογονούνται από την ύπαρξη των ριζοσπαστικών αγώνων του σύγχρονου κοινωνικού πολέμου ανάμεσα στο προλεταριάτο και τους υπερασπιστές του καπιταλισμού. Δεν αρκούνται σε μια μερική επίθεση για να εκθέσουν τις πιο βάρβαρες πτυχές των αντιθέσεων του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά είναι μια απάντηση καθημερινή και παγκόσμια ενάντια στην ολότητά του. Απάντηση που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τις ακόλουθες: Μια σειρά επιθέσεων με βόμβες και κοκτέιλ μολότοφ καθ’ όλο το ’76 και το ’77 ενάντια σε γερμανικές πρεσβείες για τις «αυτοκτονίες» από το κράτος, των αγωνιστών της RAF, και ενάντια στις γαλλικές πρεσβείες της Βαρκελώνης και της Μαδρίτης για την έκδοση του Klaus Croissant. Οι επιθέσεις του 1977 έγιναν σε συντονισμό με αυτόνομες ομάδες στη Γαλλία με τους ίδιους στόχους. Στα μέσα του ’78, με αφορμή την επίσκεψη του Giscard d’ Estaing στην Ισπανία, σε συντονισμό με συντρόφους στη Γαλλία, χτυπήθηκαν ισπανικές πρεσβείες στη Γαλλία, καθώς και οι γαλλικές πρεσβείες της Βαρκελώνης και της Βαλένθια. Όλες αυτές οι δράσεις αποτελούν μια απάντηση επαναστατική και διεθνιστική ενάντια στην διεθνή καταπίεση του κεφαλαίου. Όσον αφορά τώρα τους αυτόνομους εργατικούς αγώνες: υπήρχαν οι απεργίες της Roca και των μεταφορών Mateu-Mateu στην Βαρκελώνη. Στην Μαδρίτη, οι απεργίες κατά τη κατασκευή της Roca (1976) και του Metropolitano (1977), ενώ στις αρχές του 1978 γίνονταν παρεμβάσεις στο Μετρό για την μείωση των μισθών. Η αστυνομική κατάπνιξη των συνελεύσεων και η διάλυση της οργάνωσης των εργατών, έφερε μια σειρά από επιθέσεις ενάντια σε παραρτήματα των εταιριών αυτών. Επίσης, κατά το ’75, το ’76, και το 77 στην Βαρκελώνη, τη Βαλένθια και τη Μαδρίτη για την επέτειο της δολοφονίας του Salvador Puig έγιναν επιθέσεις από πολυάριθμα κομάντος σε φρουρές της αστυνομίας και σε αστυνομικά τμήματα.[Σημ: μετά από αρκετά χρόνια αστυνομοκρατίας, οι πρώτες “cocteladas” (μπαράζ με μολότωφ – μπουκαλιάδες που λεν κι οι ντόπιοι) ήρθαν σαν κεραυνός εν αιθρία στην ύπνωση της ισπανικής κοινωνίας. Με τον θάνατο του Φράνκο 40 άτομα, χωρισμένα σε ομάδες των δυο η τριών ατόμων χτύπησαν 15 τράπεζες, στέλνοντας έπειτα μια κοινή προκήρυξη με τίτλο: Να γκρεμίσουμε τους τοίχους των φυλακών!) Αναφορικά με τον αγώνα των φυλακισμένων: στην Βαρκελώνη, τη Βαλένθια και την Μαδρίτη, σε όλη τη διάρκεια του ’77 και στις αρχές του ’78, έγιναν πολυάριθμες απόπειρες εναντίον δικαστών, επιθέσεις στις «φυλακές-πρότυπο» της Βαρκελώνης και σε γραφεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών αυτού του είδους αγώνα, καταφύγαμε στην απαλλοτρίωση: ενάντια σε τράπεζες, ιδιωτικές επιχειρήσεις, παραχαράξεις, επιτιθέμενοι στο κεφάλαιο παίρναμε πίσω, άμεσα ή έμμεσα, ένα μέρος απ όσα χρειαζόμασταν. Οι περισσότεροι από μας, αφού είχαμε ήδη φυλακιστεί, αναλάβαμε την ευθύνη για πολλές ακόμα απόπειρες και απαλλοτριώσεις. Οι υπόλοιποι δηλώσαμε την αλληλεγγύη μας με ανάλογες επιθέσεις και απαλλοτριώσεις, αν και δεν είχαμε συμμετάσχει στις συγκεκριμένες, δυσχεραίνοντας τη δουλειά της αστυνομίας και των δικαστών που μας είχαν κατηγορήσει ήδη για τις περισσότερες χωρίς αποδείξεις, μετά από άγρια βασανιστήρια. Οι δράσεις μας δεν στοχεύουν να δείξουν κάτι στους προλετάριους παρά να αντιμετωπίσουν δυναμικά την αλλοτρίωσή τους έξω από το πεδίο των πολιτικών και των συνδικάτων (με άγριες απεργίες, μαχητικές συνελεύσεις…). Στα μέσα του ’75 το αυτόνομο κίνημα στην εργασία, στα σχολεία, στις γειτονιές, αντιμετώπισε την εναλλακτική της ένταξης στη CNT και της συνακόλουθης αναγέννησής της, θεωρώντας πιθανή την σύμπτυξη των επαναστατικών στοιχείων κάτω από την αναρχοσυνδικαλιστική δομή της, που απλωνόταν σε όλη την έκταση του κράτους. Με το θάνατο του Φράνκο, το εργατικό κι επαναστατικό κίνημα ερχόταν για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια δικτατορίας, σε επαφή με την προοπτική ένταξης σε νόμιμες πολιτικές οργανώσεις και συνδικάτα. Έχασε έτσι όλη τη δύναμη που του εξασφάλιζε η ενότητά του στους χώρους εργασίας κι έξω από αυτούς, παραχωρώντας τα περισσότερα μέλη του στα πολιτικά κόμματα και στα συνδικάτα, εγκαταλείποντας το ταξικό πεδίο για να εισχωρήσει στις διάφορες θέσεις των μηχανισμών της δημοκρατικής πλέον, δικτατορίας του κεφαλαίου: στα κόμματα και τα συνδικάτα. Η CNT στάθηκε η μοναδική κλασσική εργατική οργάνωση που απολάμβανε ακόμα μια σχετική συμπάθεια σε μερικούς τομείς του προλεταριάτου, οφειλόμενη στο επαναστατικό παρελθόν που η εξορισμένη (από τον Φράνκο) γραφειοκρατία της διαφήμιζε και καρπωνόταν, για το οποίο ωστόσο υπεύθυνοι ήταν οι ανώνυμοι αγωνιστές της βάσης που πολέμησαν μέχρι τον Μάη του 1937 και ακόμη μετά την ήττα, που έγιναν οι αντάρτες των πόλεων και της υπαίθρου της δεκαετίας του ’60, τους οποίους η γραφειοκρατία πάντοτε εχθρευόταν και ήθελε να ελέγχει πολιτικά, τους «incontrolados» (ανεξέλεγκτους, έτσι ονόμαζαν οι αναρχοσυνδικαλιστές τους αναρχικούς αγωνιστές που δεν ήλεγχαν, από τη Σιδηρά Ταξιαρχία της επανάστασης μέχρι τους αντάρτες της δικτατορίας…) στους οποίους οφείλει ολόκληρο το επαναστατικό παρελθόν της. Και σε αυτό το παρελθόν και τη σχετική «ελευθεριακότητά» της οφείλει την ύπαρξή της, και γι αυτό δεν υπάρχει και μια καθαρή εξήγηση του τι είναι πλέον η CNT, είναι ένα συνδικάτο ή μια οργάνωση αυτόνομων ομάδων; Σύγχυση που εξυπηρετεί στον εισοδισμό από στοιχεία που διαφορετικά έτειναν στην «προπαγάνδα με τη δράση»… Ο συντονισμός των αυτόνομων ομάδων που ασκούν προπαγάνδα με τη δράση και με τη θεωρία, ενιαίος σε μια κοινωνική εξέγερση, αναγεννά την προοπτική της συνέχισης και της επέκτασης των συνελευσιακών αυτόνομων μορφών, που ήδη υπάρχουν στους χώρους εργασίας και στο δρόμο, στο φοιτητικό κίνημα κλπ, και ξαναφέρνουν στο προσκήνιο το φάντασμα του ενιαίου αγώνα χωρίς οργανώσεις-σφραγίδες, ενάντια στα κόμματα και τα συνδικάτα, διασπαρμένου σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο εξ αιτίας της υποχρεωτικής παρανομίας στην οποία τον υποχρέωνε η δικτατορία του Φράνκο, δυνάμενου ωστόσο να περάσει ένα βήμα μπροστά παρά το μεγαλύτερο πρόβλημά του: την πολυδιάσπαση και τον τελικό κατακερματισμό του. Αυτό οφείλεται στην νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε με τον θάνατο του Φράνκο και την αλλαγή από τη δικτατορική στην δημοκρατική μορφή διαχείρισης του κράτους. Εμφανίστηκε ξανά η δυνατότητα να μπορούμε να οργανωθούμε δημόσια, αυτή τη φορά πειθαρχημένοι και υποταγμένοι, διεκδικώντας στα πλαίσια της «νομιμότητας», αντί να αμφισβητούμε την κυρίαρχη «νομιμότητα» εξερευνώντας και διευρύνοντας την δική μας αυτονομία, επεκτείνοντας και βελτιώνοντας τις οργανωτικές μορφές που ήταν ήδη σε χρήση από το μεγαλύτερο μέρος του κινήματος στους χώρους εργασίας, στα σχολεία και τις σχολές, και στο δρόμο, και εγκαταλείφθηκε με τις μαζικές εισχωρήσεις στη CNT. Από την αναδημιουργία της κι έπειτα, παρέμειναν στον μόνο οι αυτόνομες ομάδες προπαγάνδας με τη δράση και τη θεωρία και λιγοστές ακόμα ομάδες βάσης, απομονωμένες πλήρως, συνεπείς στην αυτό-οργάνωση της τάξης, να αναδεικνύουν μια επιθετική προοπτική, μέσα στο παλιό αυτόνομο κίνημα. Κάποιοι από τους συντρόφους του αυτόνομου κινήματος, θιασώτες της προπαγάνδας με τη δράση και τη θεωρία, αποφάσισαν να εισχωρήσουν στις τάξεις της CNT ως άτομα, για να προσπαθήσουν να την εκτρέψουν προς μια πιθανότητα επαναστατικής οργάνωσης στην οποία ήλπιζαν, εγκαταλείποντας ταυτόχρονα την δράση τους στις αυτόνομες ομάδες και τον συντονισμό που υπήρχε τότε, που με τη σειρά τους θεωρούσαν τη CNT λίγο-πολύ ένα ακόμη συνδικάτο του συρμού, μια εναλλακτική για τον καπιταλισμό σανίδα σωτηρίας στην οικονομική κρίση στην οποία διερχόταν, που επιπλέον παρεμποδίζει την ανάπτυξη ενός αυτό-οργανωμένου προλεταριακού κινήματος, μιας και η οργάνωση αυτή φρενάρει ή ξεπουλάει την επαναστατική δυναμική ανάλογα με τα καθαρά συνδικαλιστικά της συμφέροντα, είναι συνεπώς ρεφορμιστική. Αυτή η προφανής αντίφαση βρίσκει το ξεπέρασμά της στην δική μας κοινή πρακτική, που επιτρέπει στον καθένα να την οικειοποιηθεί διατηρώντας την αυτονομία του, αποφεύγοντας έτσι να καταλήξουμε μια μόνιμη οργάνωση, με τους ειδικούς της, την ιεραρχία της και τα αλάθητα ιδεολογικά σχήματα του κάθε κόμματος ή κομματικού υποκατάστατου. Αυτή η ποικιλομορφία, ευνοεί τον διαρκή εμπλουτισμό της επαναστατικής πρακτικής μας. Η κριτική που γίνεται στη CNT από μεριάς των μελών των ομάδων που συμμετέχουν στον αυτόνομο συντονισμό και αρνήθηκαν να ενταχθούν σ αυτήν, θεωρώντας την ανάλογη των υπόλοιπων κομμάτων και συνδικάτων, σαν συντηρητικό μηχανισμό άμυνας της μισθωτής σκλαβιάς κι εξομάλυνσης των αντιθέσεων που γεννά, και κατά συνέπεια του κεφαλαίου, ολοκληρωτικά ανίκανης για την ανατροπή του, επιβεβαιώνεται πια, 4 χρόνια μετά την αναδημιουργία της, από τους ίδιους αυτούς που προσέβλεπαν σε αυτήν πιθανολογώντας την μετατροπή της σε επαναστατική οργάνωση, για να εγκλωβιστούν στη συνέχεια στα ίδια εγγενή αδιέξοδα που χαρακτηρίζουν κάθε κόμμα ή συνδικάτο: Γραφειοκρατία, διαμάχη για την εξουσία, ολοκληρωτικός έλεγχος της βάσης, που δεν έχει πρόσβαση στα μέσα πληροφόρησης για να εκφράσει τις ιδέες της. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της CNT καυχιέται για την εικόνα του επαναστατικού παρελθόντος της, ενώ την ίδια στιγμή ξεπουλά το απονεκρωμένο πια παρελθόν προς ίδιον όφελος. Η διαμάχη για την εξουσία ανάμεσα στις διάφορες τάσεις και η απουσία ουσιαστικών προτάσεων για την τάξη, χρονολογούνται από την εγκατάλειψη της CNT από αρκετά στοιχεία που συνετέλεσαν στην αναδημιουργία της. Προερχόμενοι οι ίδιοι από το αυτόνομο κίνημα στους χώρους εργασίας, στις σχολές και στο δρόμο, που παράτησαν την αυτό-οργανωμένη δράση προς χάρη μας συνδικαλιστικής πρακτικής. Αυτή η εισροή αρχικά την ωφέλησε, μιας και η πλειοψηφία των εντασσόμενων στη CNT κατευθυνόταν εκεί ωθούμενη από τα δικά της αδιέξοδα και τα οργανωτικά προβλήματα που απέδιδαν στο αυτόνομο κίνημα, αναζητώντας πλέον στην γραφειοκρατία αυτό που τους έλειπε: ένα ένδοξο σύμβολο και τους μιλιτάντες του. Το αυτόνομο εργατικό κίνημα δεν κατέθεσε ρητά τις ιδέες που σχηματίζουν την αυτονομία της τάξης στην πράξη -ίσως πάλι να μην αντιλήφθηκε ποτέ την εισχώρησή του στη CNT- εξ αιτίας της σύμφυτής του θεωρητικής αδυναμίας, οπότε δεν έχουμε παρά να παραδεχτούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού κινήματος πάντοτε απαξίωνε τη θεωρία ως ενασχόληση κουλτουριάρηδων. Από τη μεριά μας, καταλογίζουμε στους θεωρητικούς την αδυναμία τους να περάσουν το πάθος τους από τη θεωρία στην πρακτική, πράγμα που θα αναλάβουμε οι ίδιοι ακόμη κι εναντίον τους. Αυτό θα το ονομάζαμε «θεωρητική απαλλοτρίωση». Η αυτονομία δεν είναι απλώς μια κοινή πρακτική που βασίζεται σε ένα μίνιμουμ συμφωνιών πάνω στη δράση, αλλά επίσης μια θεωρία συνδεδεμένη με τον τρόπο ζωής μας, τον αγώνα και τις ριζικές ανάγκες μας. Θεωρία που αν κάποιο από τα συστατικά της το θεωρούμε ξεπερασμένο, τότε του ασκούμε την πιο οξεία κριτική μας και το απαξιώνουμε, για να μη ξεπέσει σε ιδεολογία ή δόγμα που θα μας εμπόδιζε στην πραγματοποίηση του κομμουνισμού. Σήμερα, υπάρχουν στη CNT κάποιοι πυρήνες δυνητικά επαναστατικοί, συμπαθούντες της ένοπλης πάλης, που πλησιάζουν τις θεωρητικές τοποθετήσεις και το συντονισμό των αυτόνομων ομάδων. Τους καλούμε να παρατήσουν τη CNT. Παρατώντας την οργάνωση και μαζί με άλλα εξω-οργανωσιακά ριζοσπαστικά στοιχεία μπορούν/μπορούμε να δημιουργήσουμε μια νέα οργανωσιακή μορφή, εφήμερη, βασισμένη στην αυτονομία της τάξης, όπου η υποδομή θα ευνοεί την μέγιστη αυτονομία των ατόμων, τον συντονισμό και τον αγώνα, και δεν θα τον εμποδίζει, μιας και η CNT είναι ολότελα ακατάλληλη για αυτούς τους στόχους μιας και η ονομασία της η ίδια προσδιορίζει τους στόχους της (CNT: Confederación Nacional de Trabajo – Εθνική Συνομοσπονδία της Εργασίας). Ας ξεκινήσουμε να οργανωνόμαστε μόνοι μας στους χώρους όπου εκτυλίσσονται οι κοινωνικές δραστηριότητές μας. Θεωρούμε την αυτονομία της τάξης, αντανάκλαση της οικειοποίησης όλων αυτών που μας στερεί την απόλαυσή τους το κεφάλαιο, εάν δεν έχουμε το χρηματικό αντίτιμό τους, όλων αυτών που χρειαζόμαστε χωρίς καμιά διαμεσολάβηση, αντιμετωπίζοντας το προφανές: ότι η λεηλασία είναι η κομμουνιστική πρακτική της εποχής μας, που εκτείνεται από τις απαλλοτριώσεις τραπεζών, τις καταλήψεις σπιτιών, το να μην πληρώνεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις λεηλασίες των σούπερ-μάρκετ, τα ελεύθερα ραδιόφωνα, ως την άρνηση της μισθωτής σκλαβιάς κλπ… Χωρίς να υπερτερεί η μια της άλλης, σχηματίζουν μια αιχμή επίθεσης και λεηλασίας του κεφαλαίου. Είναι πρακτικές που αλληλοσυμπληρώνονται και δεν αποκλείει η μια την άλλη. Σε αντίθεση με τις πολιτικές οργανώσεις ο δικός μας συντονισμός των αυτόνομων ομάδων και ατόμων, έγκειται πάνω απ’ όλα στην χαρά του να είμαστε μαζί και να χωρίζουμε, σαν αυτόνομα όντα που προτιμούμε να ζήσουμε τις κομμουνιστικές σχέσεις εδώ και τώρα, παρά να ελπίζουμε σε μια προκαθορισμένη μελλοντική επανάσταση που θα ζήσουμε κάποτε. Η συνεύρεσή μας και η πρακτική μας προκύπτουν από τις κοινές ανάγκες μας που καταπνίγονται στην αθλιότητα ενός μισθού, που δεν μπορεί ούτως ή άλλως να τις ικανοποιήσει. Όταν πραγματοποιούμε μια επίθεση σε μια τράπεζα, αυτό που αναζητάμε πάνω απ’ όλα είναι η εξεγερτική χαρά της επίθεσης στο καπιταλιστικό σύστημα που μας καταπιέζει και μας εκμεταλλεύεται, όχι η ηθική ικανοποίηση του μιλιτάντη που νιώθει υποχρεωμένος να «απελευθερώσει» την εργατική τάξη από τα δεσμά της, δρώντας για λογαριασμό της, σαν διαχωρισμένη πρωτοπορία που αποζητά τη συντήρησή της ως τέτοια, καταλήγοντας έτσι αντεπαναστατική, αλλά απλώς για τη χαρά του εξεγερτικού παιχνιδιού της καταστροφής όλων όσων μας εμποδίζουν να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες και τα πάθη μας, του να είμαστε και να μας αντιμετωπίζουν σαν ανθρώπινα όντα κι όχι σαν αποξενωμένες εμπορευματοποιημένες υπάρξεις. Πρέπει να κάνουμε σαφές ότι στην ολότητά του το αγωνιστικό κάλεσμά μας για την απελευθέρωση όλων των φυλακισμένων επαναστατών στην Ευρώπη, κατηγορούμενων για ενέργειες ένοπλης πάλης ή συμπαθούντων, δεν συνεπάγεται για μας τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου ένοπλου αγώνα, αλλά μόνο της αλληλεγγύης μπροστά στην καταστολή και την καταπίεση. Στο βαθμό αυτό, δεν θα δικαιολογήσουμε, ούτε θα κριτικάρουμε τις πολιτικές απόψεις της RAF, των Brigatte Rosse�, ούτε την εθνικιστική ιδεολογία της ETA, του IRA� Η επαναστατική αλληλεγγύη μπαίνει σφήνα στην δράση στα εργοστάσια και στο δρόμο, όχι με τον παθητικό μιλιταρισμό, αλλά με τον καθημερινό και παγκόσμιο αγώνα ενάντια στον παλιό κόσμο του κεφαλαίου.

Αυτόνομες Ομάδες, Οκτώβρης 1979

Αποσπάσματα από ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΩΝ GG.AA. (GRUPOS AUTÓNOMOS – αυτόνομες ομάδες) ΓΙΑ ΤΗ FIGA (FEDERACIÓN IBÉRICA DE GRUPOS ANARQUISTAS – ιβηρική συνομοσπονδία αναρχικών ομάδων):

Πως αντιλαμβάνεστε οι ίδιοι τις GG.AA. και ποιο είναι το ιδεολογικό σας πλαίσιο;

Κατ αρχήν πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν εκπροσωπούμε με κανένα τρόπο την «Αυτονομία» στο σύνολό της, παρά μονάχα τους ίδιους τους εαυτούς μας όπως διαμορφώθηκαν από τις εμπειρίες μας. Θεωρούμε τους εαυτούς μας μέρος αυτού που λέμε «Αυτονομία». Ο κόσμος που λειτουργεί με έναν ανεξάρτητο τρόπο, σε αντίθεση με τα κόμματα και τα συνδικάτα, καθώς και άλλοι που αναγνώριζαν τους εαυτούς τους σε αυτόν τον χώρο, δεν είχε δημιουργήσει κάποιον συντονισμό πιο ευρύ και αποτελεσματικό μέχρι την δολοφονία του Salvador Puig Antich από το ισπανικό κράτος την Μάρτη του ’74, με την οποία οι ένοπλες ενέργειες ξέσπασαν σε μια ιστορική έκρηξη, θέτοντας τις βάσεις για τον συντονισμό κάποιων ομάδων με παρεμφερή χαρακτηριστικά. Αυτό όσον αφορά τη γεωγραφική περιφέρεια της Μαδρίτης. Όσον αφορά πάλι τη Βαρκελώνη, ήδη από τα τέλη του ’69 υπήρχαν αυτόνομες ομάδες που εξελίχθηκαν κατά ένα μέρος τους στις GOA (grupos obreros autónomos – αυτόνομες εργατικές ομάδες) που τελικά κατρακύλησαν σε έναν κλασσικό εργατισμό. Από την άλλη υπήρχε κόσμος που προτίμησε να οπλιστεί, δημιουργώντας το MIL. Αρχικά εμείς ξεκινήσαμε από ένα μίνιμουμ κοινών πεποιθήσεων, σε αντίθεση με τις κλασσικές οργανωτικές δομές που απαιτούν τη συμμόρφωση με ένα δόγμα, ένα σύστημα αρχών, μια ιδεολογία ή ένα θεωρητικό σχήμα συμπαγές και ακλόνητο, που προσαρμόζεται ανά περίπτωση σε κάθε γεγονός. Στη Βαρκελώνη αυτό το μίνιμουμ θεωρητικό-πρακτικών συμφωνιών ενσαρκώθηκε στην Πλατφόρμα των Εργατικών Επιτροπών, οργάνωση που δημιουργήθηκε στις αρχές του ’70 και συμπεριλάμβανε μια σειρά ομάδων που έρχονταν σε ρήξη με την κηδεμονία του κομμουνιστικού κόμματος. Προσδιοριζόταν ως αντικαπιταλιστική, αυτόνομη, αντι-συνδικαλιστική, αντι-εξουσιαστική και παράνομη οργάνωση. Έως τώρα οι Αυτόνομες Ομάδες βρίσκονταν στους «Ανεξάρτητους» της Μαδρίτης, στο MIL και σε έναν μικρό βαθμό στις GOA, καθώς επίσης και σε μια ομαδοποίηση που είχαν σχηματίσει με θεωρητικό-πρακτικές δραστηριότητες, που συμπεριλαμβανόταν στην «Πλατφόρμα». Στα μέσα του ’74 η «Πλατφόρμα» κατέρρευσε κάτω από την έλλειψη εσωτερικής συνοχής, ενώ κάποιος κόσμος συμφιλιώθηκε με τα κόμματα και τα συνδικάτα και κάποιοι άλλοι, οι λεγόμενοι «ξεκρέμαστοι» αρκέστηκαν σε διαχωρισμένες ιδεολογίες όπως η αντι-εξουσία, ο αντι-συνδικαλισμός κλπ. κάποιος κόσμος τέλος, ήρθε μέσα από μια κοινή πρακτική σε επαφή με ομάδες της Βαρκελώνης, αργότερα της Μαδρίτης και τέλος με άτομα από την Βαλένθια. Όλους μας ένωνε ένα μίνιμουμ συμφωνιών που συγκεκριμενοποιούνταν σε μια κοινή επιθυμία: την άρνηση να εγκαθιδρύσουμε μια νέα ιδεολογία, ή να πλασάρουμε την ιδεολογία της «αυτονομίας». Να αγωνιστούμε συνολικά ενάντια στον καπιταλισμό, εκκινώντας τον συντονισμό μας από μια ριζική συμφωνία στη δράση: ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ, ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΜΟΡΦΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ, ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΚΑΤΑΠΙΕΣΤΙΚΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ. Δεχόμαστε την οργάνωση μόνο για τους συγκεκριμένους στόχους. Θεωρητικοποιούμε την πρακτική μας και κάνουμε πράξη την θεωρία μας. Είμαστε αντίθετοι με κάθε ιδεολογία, ως εργαλείο διαχωρισμού του πραγματικού κομμουνιστικού κινήματος. Θα ήταν προφανώς ασάφεια να μιλάμε για το «ιδεολογικό» μας πλαίσιο όντας αντίθετοι σε κάθε ιδεολογία. Αντιλαμβανόμαστε την αυτονομία των υποκειμένων σαν την άρνηση παραίτησης από την υπευθυνότητα σε όλους τους τομείς: οργάνωση, δράση, προπαγάνδα κλπ. Κάθε παραίτηση από την υπευθυνότητα γεννά την εξουσία, και κάθε παραίτηση έχει τις συνέπειές τις. Η πραγματική αυτονομία των ατόμων, των ομάδων ή της τάξης στην ολότητά της, πραγματοποιείται αθροίζοντας αυτές τις επαναστατικές υπευθυνότητες, την παγκόσμια ευθύνη ενάντια στον καπιταλισμό.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είστε επίσης αντικρατιστές;

Φυσικά, είναι προφανές: δεν υπάρχει κράτος χωρίς εξουσία…

Πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να αναδιοργανώστε τη ζωή σε μια κοινή βάση με τα αναρχικά ιδεώδη;

Μία από τις συμφωνίες που απαιτούμε είναι ότι για τον συντονισμό των ομάδων είναι να απέχουμε από κάθε ιδεολογία, ενώ αντιτάσσουμε την κοινή πρακτική και τις ανάγκες μας στη βάση κάποιων ελάχιστων συμφωνιών. Όσον αφορά αυτές τις συμφωνίες θα μπορούσαν κάλλιστα να ικανοποιήσουν έναν αναρχικό. Στην πραγματικότητα πολλοί από μας αυτό-προσδιορίζονται ως αναρχικοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε φορείς μιας «αναρχικής» ιδεολογίας, στην οποία είμαστε αντίθετοι με τον ίδιο τρόπο που είμαστε αντίθετοι και στα κόμματα, τα συνδικάτα και τη μισθωτή εργασία.

(…)

Πραγματικά, δεν μπορούμε να πούμε ότι οι GG.AA. θα μπορούσαν να είναι μια αποκλειστικά αναρχική οργάνωση;

Όχι, ούτε αποκλειστικά αναρχική, ούτε αποκλειστικά μαρξιστική. Σκεφτόμαστε τον συντονισμό των GG.AA. σαν μια οργάνωση με συγκεκριμένους στόχους. Είπαμε ήδη ότι απέχουμε από κάθε ιδεολογία προς όφελος της πρακτικής μας που είναι προϊόν των κοινωνικών συνθηκών. Δε θέλουμε να συζητάμε για χρόνια για να παράγουμε μια διαφωτιστική πολιτική θεωρία και παράλληλα να δουλεύουμε κι από πάνω. Χτυπάμε την αλλοτρίωση που επιφέρει την ανάγκη μιας στεγανής ιδεολογίας κάποιας οργάνωσης και προσπαθούμε να αποφύγουμε την αναβάθμιση των στόχων σε κεντρικό επίπεδο. Κάθε άτομο πρέπει να είναι υπεύθυνο για τη δράση, την προπαγάνδα κλπ. Δεν παρατάμε με τίποτα μια ευθύνη μας και σε κανέναν. Είμαστε οργανωμένοι γύρω από αυτούς τους συγκεκριμένους στόχους, όταν οι στόχοι μας εξαλειφθούν, η οργάνωση θα αυτό-διαλυθεί.

Τι γνώμη έχετε για τη CNT;

Λοιπόν, για καλύτερη κατανόηση θα τη διαιρέσουμε σε 2 μέρη. Ιστορικά, η CNT είχε τη δυνατότητα να κερδίσει την επανάσταση το ’36, μιας και την είχε επεκτείνει, στην πράξη μόνη της, σε επίπεδο στρατιωτικής αντιπαράθεσης. 4 μήνες αργότερα, εισχώρησε με 4 υπουργούς της σε μια κυβέρνηση που δεν ήταν και τόσο «επαναστατική», βασικά θα λέγαμε ήταν αντεπαναστατική. Θεωρούμε πως η εξήγηση ότι αυτό ήταν ένα προσωπικό λάθος της Montseny, ή του García Oliver, δεν στέκει, αλλά είναι η ίδια η οργανωτική δομή της CNT που επέτρεψε την κατάσταση αυτή. Η CNT όντας περισσότερο ένα συνδικάτο παρά μια επαναστατική οργάνωση, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί διεξόδους για τις κρίσεις του καπιταλισμού, όπως έκανε και την αποφασιστική στιγμή που θα μπορούσε να ανατρέψει την κυβέρνηση ή να γίνει μέρος της εξ ίσου αντιδραστικό όπως και κάθε κυβέρνηση. Με μια λέξη η αναδημιουργία της CNT θα μπορούσε να περιγραφεί ως αντίθεση στις αυτόνομες ομάδες. Οι μεν θεωρούσαν την οργάνωσή τους άψογη, ενώ οι δε πίστευαν ότι δεν μπορεί να απαλλαγεί από το γενετήσιο ελάττωμά της, που δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον για την ανάπτυξη του καιροσκοπισμού της, όπως αποκρυσταλλώθηκε στην πεποίθηση ότι «με την δημοκρατία τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα». Οι αυτόνομοι πίστευαν πως πρέπει να γίνει μια ανάλυση της εξέλιξης του ισπανικού καπιταλισμού και της ταξικής σύγκρουσης προτού δοθεί το πράσινο φως στη CNT. Αυτοί που πίστεψαν στη CNT, έβλεπαν σε αυτήν την αντανάκλαση όλων των σχηματοποιημένων τάσεων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αντικαπιταλιστικές ή αντι-εξουσιαστικές που οργανωμένες σε εθνικό επίπεδο σε ένα μετωπικό σχήμα θα μπορούσαν να ενώσουν όλες τις δυνάμεις που προέτασσαν την κοινωνική αλλαγή. Με μια τέτοια ανάλυση συμμετείχαν στην αναδημιουργία της CNT και ενδυνάμωσαν το συνδικαλισμό, χωρίς να ξεχνούν πάντοτε την πρακτική των αυτόνομων ομάδων. Σήμερα, μετά από 4 χρόνια πορείας της CNT στο κοινωνικό κίνημα, η κριτική που μπορούμε να της κάνουμε είναι η ίδια με κάθε συνδικάτο ή κόμμα, ως εργαλείο συντήρησης που χρησιμοποιεί ο καπιταλισμός για τις δικές του ισορροπίες. Αναγνωρίζουμε ωστόσο ότι υπάρχουν πυρήνες επαναστατών μέσα στη CNT που όμως δεν έχουν τη δύναμη να συγκρουστούν με τη γραφειοκρατία του συνδικάτου, ούτε και να εξελιχθούν προς μια σαφή κατεύθυνση.

Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν ότι είστε σε κόντρα με τη CNT;

Ναι, ως συνδικάτο. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν έχουμε καμιά ιδιαίτερη φοβία για τη CNT, απλώς συμπυκνώνει την κριτική που ασκούμε στα συνδικάτα και τα κόμματα, τα οποία αδυνατούμε να δούμε ως εργαλεία κατάλληλα για μια κοινωνική επανάσταση. Επίσης τυχαίνει κάποιοι από μας να έχουν περάσει από τη CNT σε ατομικό επίπεδο και να ξέρουν από μέσα τις διασυνδέσεις και τα πολιτικά παιχνίδια της. Ως εκ τούτου, όσον αφορά τον κόσμο της Βαρκελώνης, όταν η αστυνομία, ως όργανο προπαγάνδας του κεφαλαίου κατέβαλε κόπο για να μας παρουσιάσει σαν τον «ένοπλο βραχίονα» της CNT βασισμένη σε κάποια φυλλάδια της CNT που βρέθηκαν σε ένα σπίτι, ήταν επιτακτική ανάγκη να αρνηθούμε κάθε συσχετισμό τόσο στα δικαστήρια όσο και στις προκηρύξεις που κυκλοφόρησαν μέσα από τη φυλακή. Φυσικά αυτό που η αστυνομία παρουσίασε ως τρομερό εύρημα δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα.

Τι πιστεύετε για τη FAI;

Για ποια FAI, γιατί υπάρχουν πολλές, έτσι δεν είναι; Το μόνο εργαλείο που μπορούμε να μεταχειριστούμε είναι η επανίδρυσή της στις αρχές του 1977. Η κριτική μας βασίζεται στην πεποίθησή μας ότι δεν γίνεται να μαζεύεις ένα σωρό κόσμο χωρίς κάποια πραγματική βάση, χτίζοντας αναίσχυντα μια οργάνωση από τα πάνω προς τα κάτω, όπου ακόμα κι αν υπήρχαν οι ομάδες της βάσης που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν, μετά από λίγο εγκατέλειψαν κάθε δράση. Συμπεραίνουμε λοιπόν, πως η FAI δεν υπάρχει. Όσον αφορά πάλι την ιστορική FAI, το πράγμα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο. Η κριτική μας προς αυτήν έγκειται στο γεγονός ότι αν και ευνόησε την ανάπτυξη μιας επαναστατικής κατάστασης πράγμα που οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην πρακτική του ένοπλου αγώνα. Πιστεύουμε ότι το επαναστατικό κίνημα ευνόησε κάποιες προσωρινές οργανωτικές δομές ανάμεσα στους εργάτες, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους οπλισμένους τραμπούκους των αφεντικών, στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Ωστόσο για να μετατραπεί αυτό σε μια μόνιμη, συμπαγή οργάνωση χρειάστηκε να υποκαταστήσει την εργατική τάξη στους στόχους που η ίδια έθετε. Από την μεριά μας αναγνωρίζουμε τη συμμετοχή της σε μια επαναστατική κατάσταση, που όμως βρέθηκε ανίκανη, με τον ίδιο τρόπο με τη CNT, να προχωρήσει σε μια επαναστατική αλλαγή. Αυτή τη λάθος κατάληξη τη θεωρούμε φυσική συνέπεια της σύγχυσής της σχετικά με το τι είναι η εργατική τάξη και ποια η υπευθυνότητά της, που δεν πρέπει να παραχωρεί με τίποτα. Ένα ακόμη σφάλμα που βλέπουμε στη FAI είναι η ανάληψη ενός ρόλου ιδεολογικής κατεύθυνσης της CNT, φερόμενης ως αναρχικής. Αυτό απέφερε την μαζική είσοδο των διανοούμενων, δηλαδή της σαβούρας που βαραίνει τις επαναστατικές καταστάσεις. Βλέπουμε ως θετικό στοιχείο το γεγονός ότι η FAI κατέφυγε στην πρακτική του ένοπλου αγώνα, όταν βρέθηκε σε συγκεκριμένες καταστάσεις, φανερώνοντας έτσι τη σημαντικότητα του ένοπλου αγώνα στη χειραφέτηση της τάξης.

Μιλάτε συνέχεια για την ένοπλη πάλη, υπάρχουν όμως κι άλλες ομάδες που την εφαρμόζουν όπως οι ΕΤΑ, GRAPO κλπ. Τι σκέφτεστε για αυτή την ένοπλη πάλη κι αυτές τις οργανώσεις;

Βλέπουμε την ένοπλη επαναστατική πάλη σαν ριζοσπαστική σύγκρουση με το Κεφάλαιο. Αυτή είναι η μόνη συνεκτική μορφή πάλης ενάντια στη θεσμική καταπίεση του κράτους. Αδυνατούμε να βρούμε κάποιο λόγο για να μην την χρησιμοποιήσουν οι προλετάριοι. Όσον αφορά την ένοπλη πάλη αυτών των δυο οργανώσεων, υπάρχουν κάποιες διαφορές. Στην περίπτωση της ΕΤΑ είμαστε σύμφωνοι στο βαθμό που υπάρχει μια στρατηγική καταστροφής του κράτους. Τώρα όσο μιλούν για δημιουργία ενός βασκικού κράτους «σοσιαλιστικού», ανεξάρτητου κλπ δεν μπορούμε να συμφωνούμε. Νομίζουμε πως αυτό που πρέπει να αναλάβει η ΕΤΑ είναι να αποσαφηνίσει το κοινωνικό πρόταγμά της. Σ αυτή τη φάση μας φαίνεται πιο συνεκτικό το στρατιωτικό σκέλος της ΕΤΑ, αν και δεν απολαμβάνει ιδιαίτερο σεβασμό. Με όλο το σεβασμό στη GRAPO, η πρώτη αντίφαση που διακρίνουμε είναι ότι δεν έχει νόημα να μιλάς για τη δημοκρατία όταν παίρνεις τα όπλα, μιας και η δημοκρατία σου επιτρέπει να αγωνίζεσαι χωρίς όπλα. Μια δεύτερη αντίφαση εντοπίζουμε στην ανάλυση της GRAPO για την μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία που βασίζεται σε ένα αντιφασιστικό κλίμα, ενώ στην πραγματικότητα μια συνεκτική θεωρία της ένοπλης πάλης μπορεί να γίνει αποκλειστικά σε αντικαπιταλιστική βάση, βλέποντας κριτικά την εξέλιξη του κράτους. Ο φασισμός και η δημοκρατία είναι δυο διαφορετικές μορφές κυριαρχίας του Κεφαλαίου. Μια τρίτη αντίφαση που βλέπουμε στην πλειοψηφία των ενεργειών που πραγματοποιούσε, και εκτός από ένα μικρό μέρος τους οι υπόλοιπες δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν επαναστατικές.

Τι άποψη έχετε για τη FIGA;

Λοιπόν, αρχικά υπήρχε μια παραπληροφόρηση σχετικά με ότι έφτανε σε μας στις φυλακές και δεν το έχουμε εμβαθύνει αρκετά στις συζητήσεις μας. Από την άλλη, δεν έχουμε ακούσει τίποτα για κάποια δράση σας στο δρόμο, που να δείχνει τη δυναμική σας. Μας δίνει γενικά την εντύπωση ότι προσπαθεί να καλύψει το κενό της ιστορικής FAI.

Πόσα μέλη των GG.AA. είστε στη φυλακή αυτή τη στιγμή;

Πάνω κάτω 30.

Ταυτίζεστε με κάποιο κίνημα του εξωτερικού;

Με το αυτόνομο κίνημα, ιδιαίτερα της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας� Οι GG.AA. δεν είναι ένα κίνημα διεθνιστικό ούτε εθνικιστικό. Είναι στην τελική η δράση που μας φέρνει κοντά σε κινήματα και οργανώσεις.

Πως αντιλαμβάνεστε οι ίδιοι τον αγώνα και την αλληλεγγύη στους φυλακισμένους σήμερα;

Έχουμε τονίσει πολλές φορές ότι δεν ενδιαφερόμαστε για την οικονομική αλληλεγγύη, δε θέλουμε να μας στέλνουν ρούχα, φαγητά… Την αλληλεγγύη την αντιλαμβανόμαστε μέσω της δράσης. Αυτό που βοηθάει τους φυλακισμένους είναι αυτό που τους φέρνει πιο κοντά στην ελευθερία τους, είναι οι παγκόσμιες επιθέσεις στο καπιταλιστικό σύστημα.

Έχετε δεχτεί βοήθεια από τη CNT;

Κάποιοι από μας, στους πρώτους μήνες μετά τη σύλληψή τους δέχονταν μια τακτική οικονομική βοήθεια, όπως και επιταγές από διάφορα συνδικάτα π.χ. των χημικών της Βαρκελώνης, μετέπειτα σπανιότερα. Από την άλλη βέβαια πρέπει να πούμε ότι η CNT αφοσιώθηκε στο να μποϋκοτάρει συστηματικά όσες εκδηλώσεις αλληλεγγύης γίνονταν για μας, όπως αυτή του Manlleu το 1978, μεταξύ άλλων.

(…)

Τι σκέφτεστε για τη σημερινή νεολαία;

Υπάρχουν νέοι τομείς που πρέπει να εξετάσουμε όσον αφορά την νεολαία σήμερα. Ευρεία τμήματά της αρνούνται να παίξουν το ρόλο του εκμεταλλευτή ή του εκμεταλλευομένου ή του ενδιάμεσου στο σύστημα της εκμετάλλευσης. Αρνούνται, τελικά, την μισθωτή εργασία. Το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να ανεχτεί την πολυτέλεια να αποκλείσει ένα τμήμα της νεολαίας από τον κύκλο παραγωγής αλλά όχι και από την κατανάλωση. Αυτός ο αποκλεισμός εκ μέρους του κεφαλαίου φανερώνει ολοκάθαρα την φύση του, γονιμοποιώντας μια γενικευμένη άρνηση και μια επαναστατική συνείδηση να ανθίσουν ανάμεσα σε κάποια τμήματα της νεολαίας, και να μετουσιωθεί σε μια γενικευμένη πρακτική που βρίσκει στη νεολαία γόνιμο έδαφος, την πρακτική της απαλλοτρίωσης. Τρόφιμα, ρούχα, βιβλία κλπ… ό,τι χρειάζονται σε καθημερινή βάση, το επανακτούν από αυτά που τους έχει ληστέψει το κεφάλαιο.

Τι γνώμη έχετε για τα ναρκωτικά;

Ότι είναι πολύ ωραία. Ωστόσο δεν τα θεωρούμε τόσο σημαντικά όσο το να είμαστε σε θέση να οργανώσουμε μια-δυο σεβαστές καταστάσεις. Σε κάθε περίπτωση νομίζουμε ότι το ριζικό πρόβλημα σ αυτά είναι ο λόγος που χρησιμοποιούν τα ναρκωτικά.

Τι σκέφτεστε για την καθημερινή ζωή στο δρόμο;

Ωραία, εκτός του ότι είναι πολύ πιο διασκεδαστικά απ’ ότι εδώ μέσα, οι συνθήκες της καθημερινής ζωής καθορίζουν την κοινωνική σου θέση. Για μας, ο ένοπλος αγώνας είναι ο αγώνας ενάντια σε μια κοινωνία που μας εμποδίζει να ζήσουμε σαν ολοκληρωμένα υποκείμενα.

Μεταχειρίζεστε τις απαλλοτριώσεις σαν μέσο επιβίωσης;

Ο συντονισμός των ομάδων χρειαζόταν κάποια οικονομικά μέσα για να πραγματοποιήσει συγκεκριμένες δράσεις. Προφανώς, οι ομάδες αυτές θα έπρεπε να βρουν τα οικονομικά μέσα για να καλύψουν και τις δικές τους ανάγκες. Δεν έχουμε φυσικά κανέναν ενδοιασμό στο να κάνουμε μια απαλλοτρίωση για να καλύψουμε προσωπικές μας επιθυμίες και ανάγκες, μακροπρόθεσμα όμως, δεν ζούσαμε από τις απαλλοτριώσεις μας και κάποιοι από μας εργάζονταν, κάποιοι άλλοι όχι… Μπορούμε να πούμε ότι ο καθένας έκανε τη ζωή του όπως ήθελε και μπορούσε. Είναι σαφές ότι δεν περιοριζόμασταν σε αυτό, κάποιες από τις δράσεις μας συγκαταλέγονται στα κατηγορητήριά μας, άλλες (που δεν έχουν διαλευκανθεί) δεν επιθυμούμε να αναφέρουμε για προφανείς λόγους, ενώ άλλες που ανέλαβαν οι GRAPO και FRAP, στολίζουν τα δικά τους κατηγορητήρια…

Έχετε παρακολουθήσει λίγο-πολύ τις προετοιμασίες του προσεχούς συνεδρίου της CNT;

Με όλο το σεβασμό, δεν μπορούμε να είμαστε και πολύ ενημερωμένοι… Έχουμε λίγα πράματα υπόψη μας για το «πιάτο της ημέρας»…

Όσον αφορά αυτό το «πιάτο της ημέρας», τι πιστεύετε ότι μπορεί να βγει;

Η πρώτη εντύπωση που μας δίνει είναι ότι είναι μπαγιάτικο όσον αφορά τη θεματολογία του, και πως χρειάζεται να περάσει ακόμα πολύς καιρός για να γίνει μια ευσυνείδητη συζήτηση. Και πάνω απ’ όλα να ξεκινήσει μια βαθιά κριτική στην πορεία της CNT κατά την ισπανική επανάσταση, μια αυτοκριτική στην ιδεολογική καπηλεία και στην οργανωτική δόμηση, που επιτρέπουν αναρίθμητα προσωπικά λάθη. Πρέπει να διασαφηνίσουμε πως αν και είμαστε αντίθετοι με τα συνδικάτα και τα κόμματα, δεν μπορούμε να πούμε ότι είμαστε εναντίον των παρεμβάσεων στα εργοστάσια ή στους χώρους εργασίας, αν και απεχθανόμαστε τον εργατισμό, το βρίσκουμε σωστό οι εργάτες να ενώνονται και να οργανώνονται σε συνελεύσεις για να αποφασίζουν για τον αγώνα τους. Αυτό που δεν βλέπουμε με καλό μάτι είναι η θεσμική συνδικαλιστική πρακτική.

Δεν βρίσκετε πως είναι τελικά οι εργάτες και μόνο που τείνουν στη χειραφέτησή τους;

Ναι, ας έχουμε υπόψη μας όμως ότι αρκετοί από μας δεν δουλεύουν, δεν είμαστε μισθωτοί σκλάβοι, νιώθουμε ωστόσο μέρος του προλεταριάτου. Αν και δεν μας εκμεταλλεύονται στη φάμπρικα νιώθουμε την καταπίεση σε κάθε κοινωνική μας σχέση που μεσολαβείται από το χρήμα και την εξουσία. Ο δικός μας ορισμός του προλεταριάτου είναι το σύνολο αυτών που ο καπιταλισμός τους έχει στερήσει τα παραγωγικά μέσα.

Πιστεύετε ότι η επανάσταση είναι δυνατή σήμερα, που ο καπιταλισμός έχει εξελίξει τόσο την υπερδομή του, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κλπ;

Θεωρούμε ότι αυτό έγινε σαφές ήδη από τον γαλλικό Μάη του ’68, ότι οι συνθήκες για μια κοινωνική επανάσταση είναι παρούσες και μάλιστα, πολύ περισσότερο στις χώρες που ο καπιταλισμός έχει αναπτυχθεί περισσότερο.

(…)

Δε θεωρείτε πως ο Μάης του ’68 τελματώθηκε χωρίς να αποκρυσταλλωθεί σε μια συμπαγή μορφή και χωρίς να διατηρήσει κάποια πιθανή κατάκτηση;

Δεν πιστεύουμε με τίποτα ότι ήταν ένα τέλμα, αλλά ότι αντανακλούσε τις πιθανότητες που έχει η επανάσταση σε μια ανεπτυγμένη χώρα. Ήταν επίσης μια συντριβή της παραδοσιακής αριστεράς που εγκλώβιζε και κεφαλαιοποιούσε τις προλεταριακές διαμαρτυρίες, και εκτέθηκε ανεπανόρθωτα ως μηχανισμός αφομοίωσης του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό που βρίσκουμε αρνητικό στους επαναστάτες του γαλλικού Μάη είναι ότι δεν στάθηκαν ικανοί να δώσουν τη χαριστική βολή στα συνδικάτα και τα κόμματα, τα οποία επαναπροσλήφθηκαν από τον καπιταλισμό αποτελώντας μέρος της αριστεράς και της άκρας αριστεράς του κράτους. Τα προγράμματά τους είναι ξεκάθαρα καπιταλιστικά προγράμματα, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να βελτιώσουν τη διαχείριση του κεφαλαίου, και όχι η καταστροφή του. Μόνο οι καταστασιακοί παρήγαγαν μια επαναστατική θεωρία εκείνη την εποχή. Ο Μάης του ’68 δεν ήταν το τέλος αλλά το λίκνο των σύγχρονων επαναστάσεων.

Ωστόσο, εσείς πιστεύετε ότι μπορείτε να κάνετε την επανάσταση για τους εαυτούς σας, εδώ και τώρα;

Κάτι που δεν είμαστε είναι παράλογοι και έχουμε μια στοιχειώδη ανάλυση των συνθηκών στις οποίες κινούμαστε, όλων των δυνάμεων που παρεμβάλλονται στο κοινωνικό πεδίο… Δρούμε σε συνέπεια με μια μεθοδική σκέψη. Σκεφτόμαστε πως αναλύοντας τον εχθρό, εντοπίζουμε τους συμμάχους μας.

Θα συμφωνείτε λοιπόν και με τον Μπακούνιν όταν λέει: «η ελευθερία μου είναι ανάλογη με την ελευθερία των γύρω μου»;

Σαφέστατα…

Θεωρείτε πως με τη δική σας οργανωτική δομή θα μπορούσαμε να ανατρέψουμε την καπιταλιστική τάξη και τη βάση που στηρίζεται;

Ναι, μόνο που θα πρέπει να επαναλάβουμε πως ο συντονισμός των GG.AA. έχει δημιουργηθεί αποκλειστικά για συγκεκριμένους στόχους και κατά κάποιον τρόπο ως αποκλειστικά δικό μας όχημα για την επανάσταση. Ο συντονισμός των GG.AA. δεν είναι μια παραδοσιακή οργάνωση, σε διαφορετικές καταστάσεις θα έπρεπε να αναθεωρήσουμε αυτήν την οργανωτική μορφή.

Δεν έχετε εμπιστοσύνη σε καμιά άλλη σημερινή οργάνωση εκτός από τις GG.AA;

Δεν παριστάναμε ποτέ ότι είχαμε την εργολαβία της επανάστασης. Πάντως, σκεφτόμαστε ότι δεν υπάρχει κάποια ομάδα που να συμφωνούμε σε θεωρητικό επίπεδο και ταυτόχρονα να συμφωνούμε απόλυτα με την πρακτική της. Αυτό είναι πολύ σχετικό. Νομίζουμε ακόμα, ότι κάθε οργάνωση, ανάλογα με τα μέσα που χρησιμοποιεί, φτάνει συνήθως σε ένα τέλμα σε ένα από τα δυο επίπεδα.

Πιστεύετε πως θα βγείτε από τη φυλακή με μια προεπαναστατική κατάσταση, με μια αμνηστία, ή ότι δεν θα βγείτε για αρκετά χρόνια, δεδομένων των υπόλοιπων ποινών που θα προτείνει η εισαγγελική αρχή; Πιστεύετε ότι είναι πιθανή μια επανάσταση τώρα;

Όσον αφορά τη πρώτη ερώτηση, θα απαντήσουμε απλώς ότι δεν μπορούμε να μαντέψουμε ή να κάνουμε εικασίες για το μέλλον. Όσο για τη δεύτερη, τι θα πει «τώρα»; Αύριο-μεθαύριο ή σε 50 χρόνια; Πιστεύουμε ότι οι αντικειμενικές συνθήκες είναι ώριμες, λείπουν μόνο τα υποκείμενα.

Πιστεύετε ότι μπορείτε να πυροδοτήσετε μια επανάσταση σε εθνικό επίπεδο;

Όχι, δεν το πιστεύουμε με τίποτα. Νομίζουμε πως πρέπει το λιγότερο να επεκταθεί στην Ευρώπη, για να μη καταλήξει όπως στη Ρωσία, την Κίνα, την Κούβα κλπ

Έχετε μιλήσει για αμνηστία, θεωρείτε ότι μπορεί να είναι αίτημα ενός αγώνα ενάντια στις φυλακές; Ιδιαίτερα τώρα που γίνεται λόγος για μια πιθανή αμνηστία για τους βάσκους κρατουμένους.

Λοιπόν, καταρχήν βλέπουμε πιθανή την αναζωπύρωση ενός αγώνα για την αμνηστία μέσα στις φυλακές, όμως μόνο αν συνδεθεί με έναν γενικότερο αγώνα στο δρόμο, μιας και έχουν αποδείξει ότι εμάς μόνο μπορούν να μας αποσιωπήσουν όποτε θέλουν. Από την άλλη, ακόμη κι αν έδιναν μια αμνηστία, με το σημερινό κατασταλτικό μηχανισμό, σε λίγο καιρό οι φυλακές θα ξαναγέμιζαν στα σίγουρα με αρκετούς από μας. Συνεπώς η αμνηστία δεν μπορεί να είναι μια αποκομμένη διεκδίκηση.

Θεωρείτε τους εαυτούς σας πολιτικούς κρατουμένους;

Όχι, θεωρούμαστε αιχμάλωτοι του συστήματος.

Τι σκέφτεστε για τους ποινικούς κρατουμένους;

Οι αποκαλούμενοι ποινικοί ή κοινωνικοί κρατούμενοι είναι μια συνέπεια της ανωμαλίας του καπιταλιστικού συστήματος. Στη πλειοψηφία τους είναι προλετάριοι που αποπειράθηκαν να δραπετεύσουν από την μιζέρια στην οποία τους ανάγκαζε το «έτσι είναι τα πράγματα» του καπιταλισμού, παραβιάζοντας τις κατεστημένες κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις. Κάποιοι από αυτούς, στη διάρκεια των αγώνων στις φυλακές, απέκτησαν μια συνείδηση επαναστατική. Μοιραζόμαστε μαζί τους τις θετικές κι αρνητικές εμπειρίες του αγώνα, όπως και με τους πολιτικούς κρατουμένους. Πιστεύουμε ότι δεν υστερούν των εργατών στη δυνατότητα επανάστασης, ανάλογα με τον καθένα.

Τι σκέφτεστε για τους κρατούμενους αυτούς που βρίσκονται στη φυλακή για απάτες, κυκλώματα κλπ, και έχουν μια καπιταλιστική συνείδηση;

Βασικά αρνούμαστε τη φυλάκιση για τον καθένα, ακόμη και για έναν αστό. Η φυλακή έχει νόημα μόνο μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Νομίζουμε ότι στον κομμουνισμό μια αντικοινωνική συμπεριφορά θα μπορούσε να συζητηθεί στην κοινότητα, με όλα τα μέλη και την επικοινωνία και τη φροντίδα που σε κάθε περίπτωση θα έδινε μια κατάλληλη λύση. Η φυλακή, αποδεδειγμένα, δεν προσφέρει κανένα θετικό αποτέλεσμα, υπάρχει μόνο όσο το καπιταλιστικό σύστημα αδυνατεί να δώσει λύσεις στις αντιφάσεις που παράγει.

(…)

Οκτώβρης 1979

Ανακοίνωση των κρατουμένων για τη φωτιά στις φυλακές: «Θα ήταν ζωντανοί»

Η παρακάτω ανακοίνωση είναι υπογεγραμμένη από τους κρατουμένους της πρώτης πτέρυγας των φυλακών της Segovia (μεταξύ των οποίων οι Guillermo Gonzalez, Antonio Cativiela, Luis Guillardini, Jose Luis Martin και Ignacio Sebastian de Erice από τις GG.AA. αλλά και οι CNTίστες Luis Muñoz και Jose Cuevas από τα κελιά του Castigo:

«Οι έγκλειστοι της πρώτης πτέρυγας των φυλακών της Segovia, με όλο τον σεβασμό στα θύματα των τελευταίων περιστατικών, μεταξύ των οποίων ένας σύντροφός μας κλινικά νεκρός, νιώθουμε υποχρεωμένοι να βάλουμε κάποια πράγματα στη θέση τους:

1: Η ανακοίνωση του γραφείου τύπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, είναι γεμάτη σοβαρά λάθη και παραλείψεις.

2: Γύρω στη μία το μεσημέρι, και εν μέσω κραυγών, στην έκταση του διαδρόμου που ενώνει τις πτέρυγες 1 και 2, μάθαμε ότι 2 σύντροφοι σκέφτηκαν να βάλουν φωτιά στα κελιά τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον εξαναγκαστικό διαχωρισμό τους, ωστόσο αυτό έγινε γενικά γνωστό πριν επεκταθεί η φωτιά.

3: Από τη στιγμή που μαθεύτηκε, από τις φλόγες στα παράθυρα και τις κραυγές βοήθειας, οι δυο πτέρυγες άρχισαν να καλούν τους φύλακες, που ήταν υπεύθυνοι για τη βάρδιά τους εκείνη τη στιγμή. Κρατούμενοι κρέμονταν στα παράθυρα και χτυπούσαν δυνατά τις πόρτες, φωνάζοντας ότι σύντροφοι στη δεύτερη πτέρυγα πήραν φωτιά.

4: Παρά τις φωνές και την κατάσταση αυτή, οι φύλακες της βάρδιας παράτησαν τα πόστα τους και κατευθύνθηκαν στο κέντρο της φυλακής καθυστερώντας πάνω από 20 λεπτά να ανοίξουν τις πόρτες, πράγμα που οδήγησε στο να βρεθούν νεκροί οι σύντροφοι όταν άνοιξαν τα κελιά.»

Έγκλειστοι της πρώτης πτέρυγας, Segovia 6 Οκτώβρη 1978

Παράρτημα 1: Το MIL, ο Antich και οι Αυτόνομες Ομάδες

Το θεμελιώδες πρόβλημα μιας ωφέλιμης ψυχολογίας δεν έγκειται στο να εξηγήσει γιατί κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν να κάνουν μια ληστεία, αλλά αντιθέτως, γιατί κάποιοι άλλοι επιλέγουν να μην το κάνουν. (Βίλχελμ Ράιχ)

Το MIL (ή 1000, ιβηρικό κίνημα απελευθέρωσης) γεννήθηκε από κόσμο που συμμετείχε στο ισπανικό εργατικό κίνημα του ’70 και έβλεπε με αηδία την αύξουσα χειραγώγηση των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων που γνώριζαν μια άνθιση πριμοδοτούμενες από τη διαδικασία μετάβασης στη δημοκρατία που είχε τεθεί σε κίνηση, και τον νέο (αστυνομικό) ρόλο που έμελλε να αναλάβει και εδώ, η αριστερά του κεφαλαίου. Σε αντίθεση με τον παραδοσιακό μαρξισμό των οργανώσεων, το MIL περιλάμβανε τάσεις όπως η καταστασιακή θεωρία, τα εργατικά συμβούλια και η αναρχία. Αντί για τη συνδικαλιστική δράση προέτασσε την ένοπλη πάλη σαν εργαλείο για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από νεολαίους μεσοαστικής καταγωγής όπως οι Oriol Solé Sugranyes, Santiago Soler Amigó και αργότερα ο Salvador Puig Antich. Με την εξορία του ο Oriol Solé Sugranyes στην Τουλούζη της Γαλλίας, συνδέθηκε με νέους προλετάριους από την άλλη μεριά των Πυρηναίων, όπως ο Jean Marc Rouillan που αργότερα θα συμμετάσχει στην Action Dirécte και στο Αντιιμπεριαλιστικό Μέτωπο (AD-RAF). Το MIL δραστηριοποιήθηκε από τις αρχές του 1971, δημιουργώντας τις GAC (Grupos Autónomos de Combate – αυτόνομες ομάδες μάχης), επιτιθέμενοι αρχικά σε χρηματαποστολές τραπεζών, και υποστηρίζοντας ή απελευθερώνοντας κρατουμένους μαχητές. Έτσι, χρηματοδοτούσαν παράνομες εκδόσεις και στήριζαν τις επιτροπές των απεργών, βοηθούσαν τους απολυμένους εργάτες κλπ. Οι διαφωνίες των μελών του σχετικά με το πώς θα οργανωθεί ο αγώνας χωρίς να ξεπέσει σε πατενταρισμένες αντιλήψεις, οδήγησαν στην αυτοδιάλυση του MIL τον Αύγουστο του 1973. Έναν μήνα μετά οι πρωτεργάτες του συνελήφθησαν στη Βαρκελώνη και φυλακίστηκαν. Ο Salvador Puig Antich εκτελέστηκε τον Μάρτη του 1974 κατηγορούμενος για το φόνο ενός μπάτσου κατά τη σύλληψή του. Ο Oriol Solé Sugranyes ξεψύχησε στα βουνά της Navarra τον Απρίλη του 1976, μετά από μια μαζική απόδραση από τις φυλακές της Segovia που οργάνωσε μαζί με μια ομάδα κρατουμένων της ΕΤΑ. Ωστόσο ο Αγώνας τους δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. Οι νέοι σύντροφοι που συμμετείχαν στις ενέργειες αλληλεγγύης ή απελευθέρωσης κρατουμένων, ανέπαφοι από την κατασταλτική επίθεση του κράτους στους κεντρικούς πυρήνες του MIL, σχημάτισαν το 1974 το δικό τους συντονισμό, και από το 1976 δημιουργήθηκαν κι επίσημα οι GG.AA. Οι GG.AA. αποτελούνταν από προσωρινές ομάδες που σχηματίζονταν για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, και στη συνέχεια αυτοδιαλύονταν, κρατώντας ένα συντονισμό με όλο τον κόσμο που συμμετείχε σε αυτές. Έτσι απέφευγαν να μετατραπούν σε μια αναγνωρίσιμη στατική δομή, που το μόνο που θα εξυπηρετούσε θα ήταν να δρουν σαν διαχωρισμένη εξουσία. Ωστόσο, ζώντας στην παρανομία δεν μπόρεσαν να συνδεθούν με τους προλεταριακούς αγώνες που εκτυλίσσονταν, αρνούμενοι φυσικά να υποκύψουν στη διαμεσολάβηση των αριστερών οργανώσεων και των συνδικάτων, ώστε γρήγορα έχασαν το ζωτικό τους χώρο που τους επέτρεπε να κινούνται στην παρανομία, και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη καταστολή. Η δράση τους έγινε ευρύτερα γνωστή κατά τη διάρκεια του στρατοδικείου του Salvador Puig Antich, πριν και μετά την εκτέλεσή του με απαγχονισμό. Η εκτέλεση του αναρχικού αγωνιστή κινητοποίησε ένα ευρύ κίνημα αλληλεγγύης, που εκδηλώθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στην Αργεντινή και αλλού – Ο Salvador Puig Antich ήταν γιος ενός αγωνιστή της Acció Catalana (Καταλανικής Δράσης), αναρχικός από νεαρή ηλικία, επηρεασμένος από τον γαλλικό Μάη, εντάχθηκε νωρίς σε εργατικές επιτροπές και στη συνέχεια στο MIL, στις περισσότερες ενέργειες του οποίου συμμετείχε ως οδηγός ενώ συχνά με τους συντρόφους του περνούσαν τα σύνορα με τη Γαλλία βρίσκοντας καταφύγιο σε παλιούς αγωνιστές της γαλλικής CNT. Κατά τη σύλληψή του, σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τους μπάτσους τραυματίστηκε ενώ ένας αστυνομικός σκοτώθηκε. Ο Φράνκο ανέδειξε σε προσωπική υπόθεση κύρους την εξόντωση του Antich και της αντίστασης στο πρόσωπό του. Ο Salvador εκτελέστηκε στις 02:40, 2 Μάρτη 1974 δι απαγχονισμό, στις «φυλακές-πρότυπο» της Βαρκελώνης. Ήταν 25 χρονών.

Παράρτημα 2: Λίγα λόγια για το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ισπανία σήμερα:

Ο παραδοσιακός αναρχοσυνδικαλισμός μετά το τέλμα στο οποίο βρέθηκε το 1937 συνασπισμένος με δυνάμεις των σταλινικών, των σοσιαλδημοκρατών και των αστικοδημοκρατών, ήρθε πάλι στο προσκήνιο με τον θάνατο του Φράνκο και τη συνακόλουθη «μετάβαση στη δημοκρατία». Οι διαμάχες μεταξύ των ομάδων και των διαφόρων γραφειοκρατιών για τον έλεγχο των επιτροπών αλλά και οι χειρισμοί της αστυνομίας οδήγησαν στη διάσπασή του στις ακόλουθες, κυρίως, οργανώσεις:

1: η CGT: Οι συνδικαλιστικές εκλογές, εφεύρεση του μετασταλινικού CCOO και της σοσιαλδημοκρατικής UGT (και τα δύο θεωρούνται ως «κίτρινα» συνδικάτα, υπηρέτες δηλαδή της εργοδοσίας) που δημιουργήθηκαν το 1979 ως στήριγμα της εξουσίας και δύναμη ανάπτυξης της εργατικής γραφειοκρατίας, ανέδειξαν έναν μεγάλο νικητή: τη CGT. Ξεκινώντας από μια σοσιαλδημοκρατική βάση, πασπαλισμένη με όλες τις σύγχρονες ιδεολογίες του διαχωρισμού (αντιμιλιταρισμός, οικολογία, φεμινισμός, κίνημα των «χωρίς χαρτιά», ζαπατίστας, καταληψίες στέγης) προσφέροντας επίσης ένα καταφύγιο στα ιστορικά απολειφάδια του μαοϊσμού, τροτσκισμού, λενινισμού που εξήλθαν από το CCOO, καθώς επίσης (προσαρμόζοντας τη ρητορική του ανάλογα με την περίσταση) σε ένα ετερόκλητο πλήθος καταλωνέζων αυτονομιστών, αναρχοσυνδικαλιστών, δημοκρατών, συντηρητικών, κάτω από τον απίστευτο κι όμως αληθινό ευφημισμό «αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση».

2: η CNT/AIT: η ιστορική CNT είναι η δεύτερη πολυπληθέστερη οργάνωση, και τυπώνει το ομώνυμο περιοδικό, πράγμα που είναι ίσως η σημαντικότερη δράση της. Η χρόνια διαμάχη της με το αυτόνομο αναρχικό κίνημα την ανάγκασε να εγκαταλείψει ως ένα βαθμό το συνδικαλιστικό ντελίριο των ηγετών της, για να προσαρμοστεί σε μια περισσότερο «αναρχική» ορθοδοξία, και να αναμειχθεί στα διάφορα οικολογικά, αντιπυρηνικά, φεμινιστικά κινήματα. Ο ίδιος κόσμος συμμετέχει σε οργανώσεις όπως η FAI, οι Mujeres Libres (Ελεύθερες Γυναίκες), και διάφορα Ελευθεριακά Αθηναία (Τα τελευταία αποτελούνται κυρίως από διανοούμενους και καλλιτέχνες, επαγγελματίες ή εναλλακτικούς). Τα τελευταία χρόνια όλο και μεγαλύτερο μέρος των αναρχικών δημιουργεί ή συμμετέχει σε οργανώσεις που έχουν αποκοπεί ή δεν σχετίζονται με τη CNT, όπως η Federación Ibérica de Juventudes Libertarias, σε Locals (στέκια) κλπ…

3: η CNT-Catalunya: ο τρίτος πολυπληθέστερος τομέας της CNT που έχει πλέον αποκοπεί από την CNT/AIT μετά από διχογνωμίες και τις ιεραρχικές διαμάχες, και συμμετέχει αυτόνομα σε εκδηλώσεις της Καταλωνίας, όντας περισσότερο σκληροπυρηνική από την CNT/AIT. Σε αντιστοιχία με το ίδρυμα Anselmo de Lorenzo της CNT/AIT στη Μαδρίτη, λειτουργεί το ίδρυμα S. Segui, μαζί με τη CGT. Σκοπός τους είναι «η διάδοση της ελευθεριακής κουλτούρας, με την πραγματοποίηση εκθέσεων, εκδόσεων, ομιλιών κλπ.»

4: η Solidaridad Obrera: η «εθνική ομοσπονδία εργατικής αλληλεγγύης» αποτελείται κατά βάση από ένα συνδικάτο, των υπαλλήλων του Μετρό της Μαδρίτης, και δραστηριοποιείται ουσιαστικά στην Μητροπολιτική περιοχή της πρωτεύουσας. Έχει αποχωρήσει από τη CGT και βρίσκεται πιο κοντά στη CNT (δεν δέχεται επιδότηση από το κράτος, αλλά συμμετέχει στις συνδικαλιστικές εκλογές), και λειτουργεί συχνά σα γέφυρα συνεργασίας ανάμεσα στα δυο μεγάλα συνδικάτα. Παλιότερα διατηρούσε δεσμούς και με την διαλυμένη πλέον «Αυτόνομη Πάλη», όπως και με κομμουνιστικές οργανώσεις.

Σε γενικές γραμμές, παρά την υπερανάπτυξη των συνδικάτων και τον θεωρητικό τους εξτρεμισμό, τα εργατικά δικαιώματα στην Ισπανία είναι συρρικνωμένα, ενώ το μόνο που καταφέρνουν είναι να εγκλωβίζουν τους εργαζομένους στην ιεραρχική δομή τους, ρευστοποιώντας τη δυναμική τους στις μεταξύ τους διαμάχες και σε αποδοτικούς, γι αυτά, συμβιβασμούς με τα πολιτικά κόμματα.

Παράρτημα 3: Τα αυτόνομα κομάντος στη χώρα των βάσκων

ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ «ΔΙΚΗ ΜΑΣ» ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ! ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΧΑΣΟΥΜΕ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ. ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΣΤΟ HERRI BATASUNA! Η ΕΝΑΛΑΚΤΙΚΗ KAS ΔΕΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΕΙ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ! ΦΤΥΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΟ ΕΛΙΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΕΣ. ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ!

Παράξενες ιδέες εξαπλώνονται στη συντηρητική βασκική κοινωνία… «Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε αλλά και τίποτα να κερδίσουμε από τη Γενική Απεργία! Αυτοί που μιλάνε για κέρδος ή για χασούρα είναι τα κομματόσκυλα της πολιτικής των συμμαχιών και των συμφωνιών με την αστική τάξη, και δεν έχουν τίποτα να μας πούνε.» Τα αυτόνομα κομάντος, παράδοξη κληρονομιά των αυτόνομων ομάδων, προσαρμοσμένη στη διαστρεβλωμένη ταξική πάλη στη χώρα των βάσκων, μιλούνε ενάντια στον βασκικό καπιταλισμό και την «ανεξαρτησία» του βασκικού κράτους, για τις εργατικές συνελεύσεις και την αντικαπιταλιστική-αντισυνδικαλιστική άμεση δράση, ενώ ταυτόχρονα δηλώνουν «βάσκοι εθνικιστές», σοκάροντας τη καθωσπρέπει ισπανική αριστερή διανόηση. (Σημ: Η ισπανική αριστερά συνηθίζει να αποδίδει οποιαδήποτε ενέργεια άμεσης δράσης σε «εθνικιστές» ώστε να αποφεύγει κάθε αρνητικό συνειρμό για την νομιμοφροσύνη της ίδιας και της δεξαμενής ψήφων της). Οι περισσότεροι προέρχονται από το Εργατικό Μέτωπο της ΕΤΑ, κάποιοι είχαν συνδεθεί με τις GAC και το MIL φέρνοντας μαζί τους μια πλούσια εμπειρία ένοπλου αγώνα. Ξεκόβοντας από κάθε δεσμό με την ΕΤΑ, διαχέονται στο αντιπυρηνικό, γυναικείο και εργατικό κίνημα προκειμένου να το ριζοσπαστικοποιήσουν. Αρνούνται κάθε συσχετισμό με τις άλλες (συντηρητικές) ένοπλες οργανώσεις της χώρας των Βάσκων. Οι ίδιοι εξάλλου είναι κατά κύριο λόγο αναρχικοί και συμβουλιακοί κομμουνιστές, ξεκάθαρα εχθρικοί απέναντι στους «αναρχικούς» της KAS ή της CNT, στις οποίες καταλογίζουν συνδικαλισμό, ρεφορμισμό, ασυνέπεια και κοινοβουλευτικές αποκλίσεις. Εφαρμόζουν την ένοπλη πάλη, «σαν ένα ακόμη εργαλείο στον αγώνα μας, ούτε σημαντικότερο, ούτε πιο ασήμαντο, ούτε τίποτα, που στρέφεται ενάντια σε κάθε καταπιεστικό θεσμό, της εκκλησίας και των συνδικάτων περιλαμβανομένων, μιας και αναδεικνύουν τον αφομοιωτικό ρόλο που παίζουν για τον καπιταλισμό». Από το 1976 περίπου 20 μέλη τους είχαν συλληφθεί και βρίσκονταν διασκορπισμένοι σε 6 φυλακές της Ισπανίας (Soria, Martutene, Basauri, Aitor, Elorza, Bayona), ενώ 3 άλλοι έχουν δολοφονηθεί από την αστυνομία. Σκοπός της δράσης τους «δεν είναι να καθιερωθούμε σε μια ηρωική επαναστατική ελίτ, αλλά να δώσουμε το παράδειγμα στους υπόλοιπους εργάτες…

Παράρτημα 4: Το τραγούδι του Luis Guillardino Gonzalo (στο ρυθμό του “A las barricadas”)

Φαντάσματα πλανώνται πάνω από τη δημοκρατία- Για τα νέα μέσα που πρέπει πια να χρησιμοποιείς- Και οι άλλοι να περιμένουν το «καλύτερο αύριο»- Εμείς μόνο χτυπώντας τον εχθρό βρίσκουμε τη χαρά.

Είμαστε λίγοι για να σηκώσουμε τη σημαία της άρνησης- Αυτό το καθήκον ανήκει στο προλεταριάτο- Μη πιστεύεις στους ηγέτες, πίστεψε μόνο στο όπλο σου!- Δεν έχουμε φράγκα, αλλά δεν μας λείπει η ψυχή.

Μη πιστεύεις στους ηγέτες, παρά μόνο στο όπλο σου!- Δεν έχουμε φράγκα, μα δεν μας λείπει η ψυχή.

Για να βοηθήσουμε τους εργάτες σήμερα- Πρέπει να καταφύγουμε στις λεηλασίες.- Πάμε για τις τράπεζες, δε θα γλιτώσει καμιά τους- Για το θρίαμβο της επανάστασής μας!

Πάμε για τις τράπεζες, δε θα γλιτώσει καμιά τους,- Για το θρίαμβο της επανάστασής μας!

Παράρτημα 5: Guy Debord: Προς τους ελευθεριακούς

[Σημ: το κείμενο που ακολουθεί (Aux libertaires) γράφτηκε και δημοσιεύτηκε τον Νοέμβρη του 1980 από τις εκδόσεις Champ Libre, σαν μέρος ενός βιβλίου με τίτλο «Κραυγές από τη φυλακή της Segovia» που ήταν αφιερωμένο στο συντονισμό των Αυτόνομων Ομάδων στην Ισπανία. Ο Γκυ Ντεμπόρ, μετά το 1978 περνούσε μεγάλα διαστήματα στην Ισπανία. Έγραψε αυτό το κείμενο μετά από μια επιστροφή του στο Παρίσι, σε μια περίοδο που το επίσημο ισπανικό κράτος αποσιωπούσε επιδέξια την ύπαρξη περίπου 50 ελευθεριακών στις φυλακές του. Από την άλλη, ενώ ο αγώνας των Βάσκων βρισκόταν στο καθημερινό ρεπερτόριο των ΜΜΕ, οι αναρχικοί και αυτόνομοι κρατούμενοι, τα κίνητρα τους, και οι αγώνες τους ήταν παντελώς άγνωστοι. Τον χρόνο που γράφτηκε αυτό το κείμενο, το ισπανικό κράτος παραχώρησε μια περιφερειακή ανεξαρτησία στη χώρα των βάσκων, στην νέα αυτή κατάσταση αντέδρασε κυρίως η ΕΤΑ (Euskadi Τa Askatasuna – Βασκική Γη Κι Ελευθερία)]

Σεβαστοί σύντροφοι,

Έχουμε το δυσάρεστο καθήκον να τραβήξουμε την προσοχή σας σε ένα σοβαρό κι επείγον ζήτημα, για το οποίο υπό άλλες συνθήκες θα γνωρίζατε περισσότερα απ’ ότι εμείς. Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να διαλευκάνουμε τις συνθήκες που έκαναν μέχρι τώρα ακατόρθωτο να φτάσουν στην αντίληψή σας κάποια γεγονότα και η σημασία τους. Το θεωρούμε συνεπώς, απαραίτητο να εκθέσουμε πλήρως στην προσοχή σας τα δεδομένα αυτά, καθώς επίσης και τις συνθήκες που διαμεσολάβησαν για να μην φτάσουν στην αντίληψή σας.

Αυτές τις στιγμές, περισσότεροι από 50 ελευθεριακοί κρατούνται μυστικά στις φυλακές τις Ισπανίας, πολλοί από αυτούς για πολλά χρόνια χωρίς δίκη. Ολόκληρος ο κόσμος, που μιλά ανοιχτά πια για τον ενδιαφέροντα αγώνα των Βάσκων, αγνοεί επιδεικτικά αυτή την όψη της σύγχρονης ισπανικής πραγματικότητας. Ακόμη και στην ίδια την Ισπανία, η ύπαρξη και τα ονόματα των συντρόφων αυτών, απασχολούνε σπάνια ένα στενότατο τομέα απόψεων, αλλά γενικά τα καλύπτει η σιγή, τόσο όσον αφορά τις πράξεις των κρατουμένων ελευθεριακών όσο και τα κίνητρά τους, ενώ τίποτα συγκεκριμένο δεν έχει γίνει στην κατεύθυνση της απελευθέρωσής τους. Εννοείτε πως όταν απευθυνόμαστε σε σας, δεν συμπεριλαμβάνουμε την αναδημιουργημένη CNT (Σημ. Ο Ντεμπόρ χρησιμοποιεί τον προσδιορισμό «αναδημιουργημένη» όταν αναφέρεται στην μετα-δικτατορική CNT για να αποφύγει την ταύτισή της με την παλιά προεπαναστατική CNT), που θεωρεί ότι είναι το κεντρικό πεδίο δράσης των ελευθεριακών: ωστόσο όσοι βρίσκονται εκεί, δεν ανήκουν σ αυτήν, κι όσοι ανήκουν σ αυτήν δεν βρίσκονται εκεί… Η εποχή του επαναστατικού συνδικαλισμού έχει περάσει ανεπιστρεπτί, μιας και στον εκσυγχρονισμένο καπιταλισμό, κάθε συνδικαλιστική μορφή έχει αναλάβει τη θέση της, σημαντική ή όχι, στο θέαμα του δημοκρατικού διαλόγου για τη διαχείριση του μισθωτού προλεταριάτου, δηλαδή: του μεσάζοντα και βοηθού της δικτατορίας της μισθωτής σκλαβιάς. Μιας και η δημοκρατία και η μισθωτή εργασία είναι έννοιες ασυμβίβαστες, και αυτή η ασυμβατότητα που πάντοτε υπήρχε στοιχειωδώς, εκδηλώνεται θεαματικά στην εποχή μας σε ολόκληρη την επιφάνεια της παγκόσμιας κοινωνίας. Από τη στιγμή που ο συνδικαλισμός και η οργάνωση της αποξενωμένης εργασίας αλληλο-αναγνωρίζονται σαν δυο δυνάμεις που εγκαθιδρύουν διπλωματικές σχέσεις, απαξιώνεται κάθε είδους διαχωρισμένη εργασία που στη συνέχεια ενδέχεται να αναπτύξει το συνδικάτο, κάνοντας τη ρεφορμιστική του φύση ακόμα πιο απεχθή. Ακόμα κι ένα συνδικάτο που αυτό-ανακηρύσσεται εχθρικό ιδεολογικά προς κάθε πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξη στο εσωτερικό του μιας γραφειοκρατίας ειδικευμένων στελεχών, ανάλογη με κάθε πολιτικού κόμματος. Όλες και καθεμία ξεχωριστά οι δραστηριοποιήσεις του στιγματίζονται από το γεγονός αυτό. Αυτό που αντιμετωπίζουμε τώρα είναι μια θεαματική αντανάκλαση, καθότι αν οι οργανωμένοι ισπανοί ελευθεριακοί είχαν πει όσα έχουν να πουν, τότε δε θα είχαμε να πούμε τίποτα πια.

Από αυτούς τους 50 φυλακισμένους ελευθεριακούς (οι περισσότεροι στη Segovia, αλλά ακόμη στη φυλακή-προτυπο της Βαρκελώνης, στη Carabanchel και στην Yserias της Μαδρίτης, στο Burgos, στην Herrera de la Mancha, στη Soria), αρκετοί είναι αθώοι που φυλακίστηκαν με τις κλασσικές αστυνομικές μεθόδους. Ελάχιστοι άνθρωποι μιλούνε γι αυτούς, και είναι αυτοί που τους υπερασπίζονται παθητικά. Εντωμεταξύ, η πλειοψηφία των φυλακισμένων αυτών, έχουν διαπρέψει σε επιθέσεις στο δρόμο, ενάντια σε κρατικά κτήρια, δικαστήρια κλπ. Έχουν διεξάγει ένοπλες απαλλοτριώσεις πολλών επιχειρήσεων ανάμεσά τους πολυάριθμες τράπεζες. Θα μιλήσουμε ιδιαίτερα για μια ομάδα εργατών της SEAT στη Βαρκελώνη (με την επωνυμία «Επαναστατικός Στρατός Εργατικής Υποστήριξης»), που προσπάθησαν να βοηθήσουν τους απεργούς του εργοστασίου τους, καθώς και άλλους ανέργους, καθώς και για τις Αυτόνομες Ομάδες της Βαρκελώνης, της Μαδρίτης και της Βαλένθια, που έδρασαν για καιρό προπαγανδίζοντας την επανάσταση σε όλη τη χώρα. Οι σύντροφοι αυτοί είναι που έχουν και τις πιο προχωρημένες θεωρητικές θέσεις. Τη στιγμή που ο εισαγγελέας τους επέβαλλε ποινές 30 και 40 χρόνων, παντού κυριάρχησε η σιωπή και η λήθη.

Το ισπανικό κράτος με τα επίσημα πολιτικά κόμματά του, που όλα τους, είτε στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση, το αναγνωρίζουν και το υποστηρίζουν, οι αρχές των άλλων κρατών, που για την περίπτωση αυτή είναι όλα σύμμαχοι του ισπανικού κράτους, η ηγεσία της αναδημιουργημένης CNT, όλοι μαζί κι ο καθένας για τους δικούς του λόγους είχαν συμφέρον να επιβάλλουν τη λήθη για τους φυλακισμένους συντρόφους. Κι εμείς, που το συμφέρον μας είναι ακριβώς το αντίθετο, θα εξηγήσουμε αμέσως το γιατί. Το σύγχρονο ισπανικό κράτος -κληρονομιά του Φρανκισμού- εκδημοκρατισμένο κι εκσυγχρονισμένο στο βαθμό που ήταν απαραίτητο για να διατηρήσει την μίζερη θέση του στις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού και μες τη βιασύνη του να γίνει το μέλος της ευρωπαϊκής «Κοινής Αγοράς», που του αναλογεί, προπαγανδίζει παντού τον εαυτό του σαν τη συμφιλίωση των νικητών και ηττημένων του εμφυλίου πολέμου, των Φρανκιστών και των δημοκρατικών, και αυτό εν τέλει είναι. Οι λεπτομέρειες δεν το απασχολούν και πολύ. Αν, από την μεριά των σταλινικών δημοκρατικών ο Carrillo (Σημ: Ο Σαντιάγο Καρίγιο ήταν ο σκληροπυρηνικός Γενικός Γραμματέας του ΚΚ Ισπανίας από το 1960 ως το 1982) είναι κάπως πιο μοναρχικός από τον Berlinguer (Σημ: Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ανανεωτικός Γ.Γ. του ΚΚ Ιταλίας από το 1972-84). Από την μεριά των πριγκηπόπουλων της άκρας δεξιάς, ο βασιλιάς της Ισπανίας είναι σίγουρα τόσο δημοκρατικός όσο και ο Giscard d’Estaing (σοσιαλιστής πρόεδρος της Γαλλίας από το 1974-81). Αλλά η βαθύτερη αλήθεια του ισπανικού κράτους είναι ότι αποτελεί την ουσιαστική συμφιλίωση των νικητών και της αντεπανάστασης. Έσμιξαν επιτέλους τρυφερά, γνωρίζοντας πια ο καθένας τον άλλον, γνωρίζοντας αυτούς που ήθελε να κερδίσει και αυτούς που ήθελε να χάσουν. Έσμιξαν οι δολοφόνοι του Lorca με του φονιάδες του Nin (Σημ: Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα δολοφονήθηκε από τους εθνικιστές του Φράνκο στις 19 Αυγούστου 1936, ο Αντρές Νιν πρωτεργάτης του POUM, πάλι, από σταλινικούς πράκτορες). Όλες οι δυνάμεις που τη στιγμή εκείνη ήταν σε πόλεμο με τη δημοκρατία ή βρίσκονταν στην εξουσία εκείνης τις δημοκρατίας, έχουν μεταλλαχτεί σήμερα στα ίδια τα κόμματα, που μέσα από την νομοθεσία πλέον, συνεχίζουν να μάχονται με διάφορους και αιματηρούς τρόπους για τον ίδιο σκοπό: την εξαφάνιση της προλεταριακής επανάστασης του 1936, της μεγαλύτερης προλεταριακής επανάστασης στην ιστορία, κι ως εκ τούτου αυτή που προεικονίζει καλύτερα την προλεταριακή επανάσταση του μέλλοντος. Η μόνη οργανωμένη δύναμη που είχε την ικανότητα να προετοιμάσει την επανάσταση εκείνη, να την πράξει και, με μικρότερη σίγουρα οξύνοια και αποτελεσματικότητα, να την υπερασπιστεί, ήταν το αναρχικό κίνημα, υποστηριζόμενο από μόνο του, και σε δυσανάλογα μικρό βαθμό, το POUM. Το κράτος και όλοι οι απολογητές του δεν έχουν ξεχάσει αυτές τις φοβερές μνήμες, έτσι αγωνίζονται αδιάκοπα για να τις σβήσουν από τη συνείδηση των ανθρώπων. Αυτός είναι και ο λόγος που η κυβέρνηση προτιμά σήμερα ρίχνει μια σκιά πάνω από την ελευθεριακή απειλή. Προτιμά να μιλά για τη GRAPO (Σημ: Grupo de Resistencia Anti-Fascista Primero de Octubre – Ομάδα Αντιφασιστικής Αντίστασης 1 Οκτώβρη: ιδρύθηκε το 1975 σαν ένοπλη πτέρυγα του παράνομου τότε ΚΚ Ισπανίας), η οποία αποτελεί την ιδανική μορφή ενός καλά ελεγχόμενου κινδύνου, μιας και η ομάδα αυτή από το σχηματισμό της ήδη ελεγχόταν από τις μυστικές υπηρεσίες, με τον ίδιο τρόπο που ελέγχονταν οι BR (Brigate Rosse: Ερυθρές Ταξιαρχίες. Ο Ντεμπόρ αναλύει διεξοδικά τις θέσεις του για τις BR στον πρόλογο της τέταρτης ιταλικής έκδοσης της «Κοινωνίας Του Θεάματος»), ή όπως οι ψευδώνυμες τρομοκρατικές μικροοργανώσεις που επινόησε η γαλλική κυβέρνηση αποδίδοντάς τους κάποιες μικρο-επιθέσεις (Σημ: μεθόδευση του γαλλικού κράτους μάλλον ανάλογη με την εγχώρια περίπτωση του πράκτορα Ντ. Κρυστάλλη ο οποίος σε κάποια φάση τοποθετούσε μέχρι και βόμβες, που φυσικά δεν έσκαγαν, αναλαμβάνοντας την ευθύνη στο όνομα συνήθως ανύπαρκτων οργανώσεων, προβοκάροντας πρακτικά εργατικούς αγώνες που ήταν σε εξέλιξη εκείνη τη στιγμή). Η ισπανική κυβέρνηση, ικανοποιημένη με τη GRAPO μπορούσε πλέον να θέσει σε δεύτερη μοίρα το ζήτημα των βάσκων. Βέβαια, αυτό που θέλουν οι βασκικές οργανώσεις είναι η δημιουργία δικού τους, βασκικού, κράτους, απόσχιση δηλαδή την οποία ούτως ή άλλως θα μπορούσε να αντέξει ο ισπανικός καπιταλισμός. Το κρίσιμο σημείο εδώ είναι ότι οι βάσκοι ξέρουν να υπερασπίζονται τους φυλακισμένους τους, τους οποίους δεν ξεχνούν με τίποτα. Η Ισπανία πάντοτε βασιζόταν σε ένα είδους αλληλεγγύης, κι αν η χώρα των βάσκων δεν νιώθει πια αλληλέγγυα με την Ισπανία, τι θα γίνει αυτή η τελευταία όταν οι βάσκοι αποσχιστούν από αυτήν;

Τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη θα μπορούσαν εύκολα να ανεχτούν μια ανεξάρτητη χώρα των βάσκων. Όμως συγκλονισμένα από το 1968 από μια κοινωνική κρίση χωρίς επιστροφή, είναι εξίσου ενοχλημένα όσο και η Μαδρίτη από την επανεμφάνιση ενός διεθνιστικού επαναστατικού σχεδιασμού στο εσωτερικό τους. Πράγμα που σύμφωνα με τις πιο σύγχρονες μεθόδους κυριαρχίας μεταφράζεται σε: Ακόμη κι αν κάτι υπάρχει, δεν πρέπει να φαίνεται. Τα κράτη αυτά θυμούνται πολύ καλά ποιος ήταν ο ρόλος τους το 1936, εξίσου οι «απολυταρχικοί» της Μόσχας, του Βερολίνου, της Ρώμης, όσο και οι «δημοκρατικοί» του Λονδίνου και του Παρισιού, όλοι σύμφωνοι στην αναγκαιότητα να τσακιστεί η ελευθεριακή επανάσταση, και μερικοί από αυτούς ελαφρά τη καρδία συμφιλιωμένοι με τα ρίσκα ως προς τα κέρδη και τις απώλειες που θα τους αποφέρει στο δευτερευούσης σημασίας μεταξύ τους ανταγωνισμό. Στις μέρες μας κάθε ενημέρωση περνάει μέσα από τα κανάλια του κράτους, επίσημα ή όχι. Ο λεγόμενος δημοκρατικός τύπος νιώθει τόση αγωνία και υποχρέωση για τη συντήρηση της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης που δεν χρειάζεται πια να του το υπενθυμίζει η κυβέρνηση. Ο τύπος προσφέρει απλόχερα τις υπηρεσίες του στην κυβέρνηση, σε κάθε κυβέρνηση, προπαγανδίζοντας παντού το ακριβώς αντίθετο από την απάντηση σε κάθε ερώτημα, μιας και οι απαντήσεις ακόμη κι από το πιο ασήμαντο ερώτημα αποτελούν πλέον απειλή για την κυρίαρχη τάξη (Σημ: ιδέα που επαναλαμβάνεται και στο 6ο κεφάλαιο της «Πειστικής έρευνας σχετικά με την τελευταία ευκαιρία να σωθεί ο καπιταλισμός στην Ιταλία» του Sanguinetti). Όπως και να έχει δεν υπάρχει κάποιο πραγματικό πεδίο να τα καταφέρνουν καλύτερα ο αστικός και ο γραφειοκρατικός τύπος περισσότερο από την απόκρυψη της επαναστατικής δράσης.

Όσο για την αναδημιουργημένη CNT στο θέμα αυτό είναι τελείως αναίσχυντη. Δεν είναι από αδιαφορία ή από σύνεση που το χει βουλώσει. Οι ηγέτες της CNT θέλουν να αποτελέσει τον πόλο γύρω από τον οποίο οι ελευθεριακοί θα οργανώνονται σε μια συνδικαλιστική βάση, με τρόπο τέτοιο που να τους καθιστά αποδεκτούς από την κυρίαρχη τάξη. Οι σύντροφοι που κατέφυγαν στην απαλλοτρίωση, για αυτό και μόνο αποτελούν έναν διαφορετικό πόλο οργάνωσης. Παραμένουν λογικοί, όταν οι άλλοι αυταπατώνται. Ο καθένας τους είναι το απόσταγμα της δράσης του, και μπορούμε να τους κρίνουμε εξετάζοντας τη σημασία και το αποτέλεσμα των δράσεων του καθενός. Αν, κατά τη διάρκεια που οι απαλλοτριωτές σύντροφοι ήταν στη φυλακή, κάποιος έβλεπε τη CNT να διεξάγει μαζικούς επαναστατικούς αγώνες, τότε θα μπορούσε ίσως να συμπεράνει ότι οι σύντροφοι ήταν πράγματι ανίδεοι και τυχοδιώκτες, κι επιπλέον ότι η CNT έδρασε με αξιοπρέπεια υπερασπιζόμενη τους απαλλοτριωτές αυτούς, παρά τις διαφορές της μαζί τους. Αλλά αντί γι αυτό, το μόνο που βλέπουμε είναι η CNT να αρκείται στο να μαζέψει μερικούς νεόπτωχους του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού, πράγμα το οποίο δεν είναι και καμιά πρωτοπορία, (είναι ίσως οι νέοι Βουρβόνοι (Σημ: μακρόβιος οίκος μοναρχών της παλιάς Ευρώπης); Ο νέος Βοναπάρτης;) Εν τέλει ήταν το επαναστατικό προλεταριάτο που δημιούργησε τη CNT κι όχι το αντίθετο.

Όταν η δικτατορία έκρινε ότι ήρθε ο καιρός για να ανανεωθεί εν μέρει, πολλοί έσπευσαν να επωφεληθούν από την νομιμοποίηση. Όμως οι αυτόνομοι σύντροφοι αποφάσισαν άμεσα ότι θα ήταν τουλάχιστον εξευτελιστικό, να αρκεστούν σε κάτι τέτοιο. Ζητούσαν τα πάντα, μιας και μετά από 40 χρόνια αντεπανάστασης, τίποτα δε θα μπορούσε να ξεπλύνει το αίμα εκτός από την αυτό-επιβεβαίωση και τον θρίαμβο της ολικής επανάστασης. Ποιος μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του ελευθεριακό, όταν δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του σε αυτούς τους απογόνους του Durruti; (Σημ: Ο αναρχικός Buenaventura Durruti, που σκοτώθηκε στο μέτωπο κάτω από σκοτεινές συνθήκες στις 20 Νοέμβρη 1936, έγινε μια αγαπημένη αναφορά της Καταστασιακής Διεθνούς(I.S.) από τις θεωρητικές αναζητήσεις τους του 1957. Το 1966 δημοσιεύτηκε και κυκλοφόρησε ευρέως το κόμικ: η επιστροφή της ταξιαρχίας Durruti).

Οι οργανώσεις περνούν αλλά η αγάπη για την εξέγερση μένει. Ποιος σ έχει αντικρίσει και δε σε θυμάται για πάντα; (Σημ: στα ισπανικά στο πρωτότυπο). Σήμερα οι ελευθεριακοί είναι πολλοί στην Ισπανία και αύριο θα είναι ακόμη περισσότεροι. Και, το σπουδαιότερο, η πλειοψηφία τους και η πλειοψηφία των ελευθεριακών εργατών συγκαταλέγονται στους «incontrollados». Ακόμα περισσότερο, ότι νέοι άνθρωποι όπως και παντού στην Ευρώπη ήδη συμμετέχουν σε έναν εξειδικευμένο αγώνα ενάντια σε μια όψη, σύγχρονης ή αρχαιότερης, αυτής της καταπιεστικής κοινωνίας. Οι αγώνες αυτοί είναι απαραίτητοι: Τι καλό έχει μια επανάσταση όταν οι γυναίκες και οι ομοφυλόφιλοι δεν είναι ελεύθεροι; Τι καλό θα είχε αν μια μέρα απελευθερωνόμασταν από την κατεστημένη κι εξουσιαστική εξειδίκευση, αν η ανεπανόρθωτη υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος έθετε νέους περιορισμούς στην ελευθερία μας. Την ίδια στιγμή, ανάμεσα σε αυτούς που συμμετέχουν σοβαρά σε εξειδικευμένους αγώνες, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι εισπράττει αληθινή ικανοποίηση από τις διεκδικήσεις του όσο δεν έχει διαλυθεί το ίδιο το κράτος. Κι αυτό γιατί όλες αυτές οι εξειδικευμένες, πρακτικές αντιφάσεις είναι ο λόγος ύπαρξης του κράτους.

Δεν θα αγνοήσουμε το γεγονός ότι πολλοί ελευθεριακοί ήρθαν σε διαφωνία με πολλούς από αυτούς τους αυτόνομους συντρόφους, και δε θέλουν να δώσουν την εντύπωση ότι παραδέχονται έτσι την ήττα τους, παρατούν την υπεράσπιση των συντρόφων. Ε λοιπόν, κανείς δε συζητά για τις σωστές και τις λάθος στρατηγικές με συντρόφους όταν είναι στη φυλακή. Για να ξεκινήσει αυτή η ενδιαφέρουσα συζήτηση πρέπει κατ αρχήν να πάρουμε τους συντρόφους μας πίσω, στο δρόμο. Νομίζουμε ότι αυτές οι διαφωνίες, που τροφοδοτούμενες συχνά από τη παραπληροφόρηση, διατρέχουν τον κίνδυνο να επιτρέψουν σε κάποιους αυτοαποκαλούμενους επαναστάτες να θεωρήσουν την υπόθεση αυτή σαν αδιάφορη, έχουν τέσσερις αιτίες: 1: κάποιοι ελευθεριακοί, που βλέπουν τα πράγματα με λιγότερη αδιαφορία και με μεγαλύτερη συμπάθεια, ενδέχεται να έχουν μια πιο αισιόδοξη προοπτική της παρούσας κατάστασης στην Ισπανία. 2: κάποιοι άλλοι δεν συμφωνούν με τις μορφές που πήρε ο αγώνας των αυτόνομων ομάδων. 3: κάποιοι ίσως πιστεύουν ότι οι φυλακισμένοι σύντροφοι δεν μπορούν να έχουν μια υπεράσπιση βασισμένη σε ηθική ή νομικιστική βάση, και 4: κάποιοι ίσως νιώθουν ότι δεν έχουν επαρκή μέσα παρέμβασης. Νομίζουμε ότι όλα αυτά μπορούν να εκμηδενιστούν εύκολα.

Αυτοί που περιμένουν μια νέα βελτίωση του κοινωνικο-πολιτικού συστήματος στην Ισπανία έχουν ολοφάνερα τις περισσότερες αυταπάτες. Κάθε ευχαρίστηση που επιτρέπει η δημοκρατία έχει δει ήδη τις καλύτερες μέρες της, πράγμα γενικά αντιληπτό. Κατά συνέπεια, τα πάντα θα χειροτερέψουν στην Ισπανία όπως και παντού. Οι ιστορικοί γενικά συμφωνούν πως αυτό που γέννησε μια εκατονταετή επαναστατική κατάσταση στην Ισπανία, ήταν η ανικανότητα της άρχουσας τάξης να ανεβάσει το επίπεδο της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης στο επίπεδο των πιο προηγμένων χωρών της Ευρώπης και των ΗΠΑ, χώρες με μακρές περιόδους κοινωνικής ειρήνης. Κι όμως. Η Ισπανία θα ξαναγίνει επαναστατική και για τον νέο λόγο που έχει πλέον, παρά την εκσυγχρονιστική άρχουσα τάξη που ανέλαβε την μετα-φρανκική Ισπανία και αποδεικνύεται πιο ικανή στη βελτίωση των γενικών συνθηκών του σύγχρονου καπιταλισμού, και θα το κάνει τόσο αργά, την ακριβή στιγμή που τα πάντα θα αποσυντίθενται. Παντού ο καθένας βρίσκει τη ζωή των ανθρώπων και τη σκέψη των αρχόντων τους να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, και τόσο το χειρότερο για την δυστυχισμένη «Κοινή Αγορά» στην οποία όλοι οι γαλλικού τύπου εξουσιαστές υπόσχονται να σας οδηγήσουν σαν να πρόκειται για κάποιο τοπικό πανηγύρι. Η εξουσιαστική παραγωγή ψεμάτων διογκώνεται στο βαθμό της κοινωνικής σχιζοφρένειας, η προλεταριακή συνθήκη διαλύεται, κάθε κοινωνική τάξη είναι ατελής. Η Ισπανία δεν θα είναι ποτέ ειρηνική, μιας και στον υπόλοιπο κόσμο η ειρήνη είναι νεκρή. Ένα καθοριστικό στοιχείο στην προδιάθεση της Ισπανίας για αταξία υπήρξαν ασφαλώς το αυτόνομο ελευθεριακό πνεύμα που είναι τόσο δυνατό στο προλεταριάτο. Αυτή η τάση είναι ακριβώς εκείνη στην οποία η ιστορία του αιώνα μας χάρισε έναν σκοπό, και είναι αυτή που επανεμφανίζεται παντού, διότι παντού αντικρίζουμε τη διαδικασία μετατροπής του σύγχρονου κράτους σε απολυταρχικό, και οι θλιβερές συνέπειες του κανιβαλισμού του εργατικού κινήματος, κυριαρχούμενου από εξουσιαστικές και κρατιστικές γραφειοκρατίες. Έτσι τη στιγμή που οι επαναστάτες όλων των χωρών, σε αυτό το ζήτημα, γίνονται ισπανοί, δεν μπορείτε να σκεφτείτε να γίνετε κάτι άλλο. Μπορούμε κάλλιστα να κατανοήσουμε την αντίρρηση που αφορά καθαρά το επίπεδο στρατηγικής. Μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί, αν το να λεηλατούμε τράπεζες για να προμηθευτούμε χρήματα να αγοράσουμε εκτυπωτές, που χρειαζόμαστε για να εκδίδουμε ανατρεπτικά κείμενα, αποτελεί τον πιο πρακτικό και αποτελεσματικό τρόπο δράσης. Σε κάθε περίπτωση, οι σύντροφοι αυτοί έχουν πληρώσει ένα δυσανάλογο τίμημα για τη δική τους αποτελεσματικότητα: Ρίχτηκαν στη φυλακή, επειδή διεξήγαγαν το πρόγραμμα δράσης που σχεδίασαν, για πολύ καιρό και χωρίς κανένα δισταγμό. Υπηρέτησαν πολύ καλά τους σκοπούς της επανάστασης, στην Ισπανία και σε όλον τον κόσμο, ακριβώς γιατί δημιουργούν ένα φανερό, πρακτικό πεδίο δράσης που επιτρέπει σε όλους τους ελευθεριακούς που διατρέχουν την Ισπανία, να δουν και να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους στον αγώνα για την απελευθέρωσή τους. Με την πρωτοβουλία τους, αυτοί οι σύντροφοι σας γλίτωσαν από τον κόπο της αναζήτησης, σε μακρές και δύσκολες θεωρητικές συζητήσεις, του καλύτερου τρόπου να ξεκινήσεις τη δράση. Δε θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη αρχή, μιας και είναι πολύ οξεία στην θεωρία και πολύ καλή στην πρακτική Συγκεκριμένοι ελευθεριακοί, έχουν ίσως την εντύπωση ότι, σε νομικό επίπεδο, η βαρύτητα των ποινών καθιστά την υπεράσπιση των συντρόφων πιο δύσκολη. Αντιθέτως, εμείς νομίζουμε ότι είναι η βαρύτητα των ποινών αυτών που διευκολύνει κάθε καλά-υπολογισμένη πράξη. Οι ελευθεριακοί δεν μπορούν, σαν θέμα αρχής, να δίνουν αξία σε κάθε νόμο του κράτους, και ιδιαίτερα όταν μιλάμε για το ισπανικό κράτος: Αναλογιζόμενοι την νομιμότητα της καταγωγής του, και όλης της ακόλουθης συμπεριφοράς του, η δικαιοσύνη δεν μπορεί να λειτουργήσει αξιοπρεπώς, εκτός ίσως αν δοθεί μια μόνιμη αμνηστία, μια για πάντα. Αυτό είναι και που το κάνει τόσο αξιομίσητο: η καταλήστευση των φτωχών, που παίρνει την μορφή όλων των ελεεινών νόμων της οικονομίας, που θα διαλυθούν μόνο με την απόλυτη καταστροφή του πραγματικού εδάφους στο οποίο κινούνται: την εγγύηση ότι ένας φτωχός δε θα πλησιάσει ποτέ έναν τραπεζίτη. Έτυχε έτσι σε μια αντιμετώπιση που βγήκαν τα όπλα, να σκοτωθεί ένας φρουρός. Η ανθρωπιστική απαξίωση της δικαιοσύνης που εξεγέρθηκε, φάνηκε ύποπτη σε μια χώρα στην οποία οι βίαιοι θάνατοι είναι τόσο συχνοί. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι άνθρωποι πεθαίνουν όπως στο Casas Viejas ή στις άμμους του Badajoz (Σημ: η εξέγερση των κατοίκων του Casas Viejas καταπνίγηκε στο αίμα στις 8 Γενάρη του 1933, στις 14 Αυγούστου 1936 τα στρατεύματα των εθνικιστών έσφαξαν όλους τους αντιφασίστες του Badajoz). Σε άλλες εποχές, σε συμφωνία με τις τεχνολογικές ανάγκες αύξησης της κερδοφορίας, μπορείς να πεθάνεις ακαριαία, όπως οι 200 καταληψίες που κάηκαν μέχρι θανάτου στο Los Alfaques ή οι 70 αστοί που θάφτηκαν στην πλαστική πολυτέλεια ενός μεγάλου ξενοδοχείου της Σαραγόσα. Ή μήπως οι «τρομοκράτες» σύντροφοί μας είναι υπεύθυνοι και γι αυτές τις σφαγές; Όχι, όπως δεν είναι υπεύθυνοι και για την μόλυνση του κόλπου του Μεξικού, μιας και το πλημμέλημα (Σημ: σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου που απενοχοποιούσε τους εφοπλιστές) αυτό διαπράχτηκε όσο ήταν ήδη στη φυλακή.

Το ζήτημα δεν είναι μια νομικίστικη υπόθεση. Είναι απλά ζήτημα κοινωνικών συσχετισμών. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση έχει εκδηλώσει το φανερό της ενδιαφέρον να κλείσει όλα τα στόματα σχετικά με την υπόθεση των συντρόφων, είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε γι αυτούς με τρόπο τέτοιο που η αναγκάσει την κυβέρνηση να συμπεράνει ότι είναι άμεσο συμφέρον της να τους απελευθερώσει, και να μην τους κρατά στη φυλακή. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση θέλει να φτάσει στην ίδια κατάληξη, αλλά μέσω της δικαστικής οδού, να φτάσει δηλαδή ακόμα και στο επίπεδο να μειώσει τις ποινές των συντρόφων στην προφυλάκισης, με το να δοθεί μια αμνηστία ή να μπορέσουν οι σύντροφοι να δραπετεύσουν είναι ασήμαντο. Ωστόσο, πρέπει να επιμείνουμε στο γεγονός ότι, αν δεν υπάρξει ένα κίνημα υποστήριξης των συντρόφων αυτών που θα μπορέσει να εκφραστεί δυναμικά και με ικανοποιητική απειλή, μια απομονωμένη δραπέτευση είναι επικίνδυνη: Ξέρουμε όλοι τον «νόμο των φυγάδων» (Σημ. Είναι γνωστή η παγκόσμια συνήθεια της αστυνομίας να πυροβολεί τους δραπέτες εν ψυχρώ) και θα γίνουμε μάρτυρες της εφαρμογής του αρκετές φορές ακόμα.

Σύντροφοι, δεν μας επιτρέπεται να προτείνουμε σε σας, που ζείτε εκεί (στην Ισπανία) και μπορείτε να ζυγίσετε ώριμα τις δυνατότητες και τα ρίσκα, ανάσα προς ανάσα, να κάνετε αυτό-αυτό-κι αυτό, σε πρακτικό επίπεδο. Δεδομένου ότι η επείγουσα αίτηση για την απελευθέρωση των ελευθεριακών αυτών τίθεται κεντρομετωπικά, κάθε μορφή δράσης είναι καλή, κι όσο μεγαλύτερο το σκάνδαλο τόσο το καλύτερο. Συνδεόμενοι σε ομάδες συγγενείας, μπορείτε ανάλογα με τα γούστα και τις ευκαιρίες, να εξερευνήσετε ή να επεκτείνετε κάθε μέσο δράσης που έχει χρησιμοποιηθεί σε άλλες εποχές ή με το οποίο μπορούμε να πειραματιστούμε, εκτός από το να ξεπέσουμε στην αθλιότητα των αξιοσέβαστων καμπανιών που διοργανώνονται παντού, καθόλου παράδοξα, από τα αριστερίστικα εκλογικά κόμματα. Είναι φυσικά παντελώς άχρηστο να συντονιστούν τέτοιες αυτόνομες δράσεις. Είναι αρκετό που θα συμπίπτουν στον ίδιο συγκεκριμένο σκοπό, προπαγανδίζοντάς τον και πολλαπλασιαζόμενες ολοένα. Και όταν ο συγκεκριμένος αυτός στόχος θα έχει επιτευχθεί, θα διαφανεί η ύπαρξη ενός ενεργού ελευθεριακού ρεύματος που επανεμφανίστηκε, και που θα αναγνωρίσει και θα μάθει τον εαυτό του. Έτσι θα ξεκινήσει ένα γενικευμένο κίνημα, που θα μπορεί να συντονιστεί καλύτερα και να φτάσει ένα όλο και διογκούμενο φάσμα στόχων. Ένας πρώτος στόχος είναι να παθιαστεί η χώρα με την υπόθεση αυτή, ικανοποιητική συνθήκη για να γίνει ευρύτερα γνωστή η ύπαρξη ενός επαναστατικού ελευθεριακού κινήματος στην Ισπανία, υποχρεώνοντας τους ανθρώπους να μάθουν για τους κρατούμενους αυτούς και τη δύναμη αυτών που τους υποστηρίζουν. Είναι απαραίτητο τα ονόματα των κρατουμένων αυτών να γίνουν ευρύτατα γνωστά σε κάθε χώρα στην οποία οι προλετάριοι εξεγείρονται ενάντια στο κράτος, από τους εργάτες που ξεκινούν τεράστιες επαναστατικές απεργίες στην Πολωνία, μέχρι αυτούς που σαμποτάρουν την παραγωγή στα εργοστάσια της Ιταλίας και τους ανυπότακτους που ζουν στη σκιά των Μπρεζνιεφικών ψυχιατρικών κελιών ή στις φυλακές του Πινοτσέτ. Μιας και υπάρχουν, δυστυχώς, πολλά ονόματα για να απαριθμούμε, κρίμα, πόσο πολλοί νιώθουν σαν τον Puig Antich στο σβέρκο τους την πίεση της αγχόνης ή το βάρος 40 ή 50 ετών φυλάκισης σύμφωνα με τα σχέδια της κυβέρνησης, πρέπει προς στιγμή να περιοριστούμε στα ονόματα των ενόχων, ενάντια στους οποίους η δικαιοσύνη έχει ζητήσει ή ήδη επιβάλλει ποινές άνω των 20 χρόνων. Gabriel Botifoll Gomez, Antonio Cativiela Alfos, Vicente Dominguez Medina, Guillermo Gonzalez Garcia, Luis Guillardini Gonzalo, Jose Hernandez Tapia και Manuel Nogales Toro. Πρέπει όμως να γίνεται σαφές ότι ζητάμε επίσης την απελευθέρωση και των υπολοίπων, ακόμα και για τους αθώους.

Το πρώτο βήμα είναι να κάνουμε το ζήτημα ευρέως γνωστό. Να το αποτρέψουμε απ το να ξεχαστεί, διαδηλώνοντας όλο και πιο δυναμικά μια αυξανόμενη ανυπομονησία. Τα μέσα θα πολλαπλασιαστούν όσο το κίνημα βρίσκει το δρόμο του. Ακόμα κι ένα μικρό εργοστάσιο θα μπορούσε να απεργήσει για μια μέρα, σε υποστήριξη των κρατουμένων, πράγμα που ίσως γινόταν πρότυπο και για την υπόλοιπη χώρα. Αυτό που πρέπει να κάνετε άμεσα είναι να γνωστοποιήσετε ευρέως τη παραδειγματική τους στάση, και η μισή μάχη έχει νικηθεί. Αμέσως, πρέπει να εμποδίσετε τον καθένα να φτάσει στο φοιτητικό αμφιθέατρο, στη σκηνή του θεάτρου ή στο επιστημονικό εργαστήριο χωρίς να περάσει από έναν κατακλυσμό μηνυμάτων που του θέτουν την ερώτηση: Τι γίνεται με τους συντρόφους μας; Και Πότε επιτέλους θα απελευθερωθούν; Κανείς να μην μπορεί να περπατήσει στους δρόμους χωρίς να έρχεται παντού αντιμέτωπος με τα ονόματα των συντρόφων, χωρίς να εκτίθεται στα τραγούδια γι αυτούς που πρέπει να ακουστούν παντού.

Σύντροφοι, αν τα επιχειρήματά μας σας ακούγονται σωστά, αναπαράγετε και διανείμετε αυτό το κείμενο άμεσα και με κάθε μέσο που διαθέτετε ή μπορείτε να βρείτε. Κι αν όχι, πετάξτε το μακριά τώρα, κι αρχίστε να δημοσιεύετε νέα, καλύτερα! Γιατί είναι πέραν αμφιβολίας ότι έχετε το δικαίωμα να κρίνετε τα επιχειρήματά μας ανελέητα. Αλλά αυτό που είναι πέραν πάσης αμφιβολίας είναι ότι η σκανδαλώδης πραγματικότητα που προσπαθήσαμε να σας εκθέσουμε δεν είναι αντικείμενο της κριτικής σας, αντιθέτως θα σας κρίνει η ίδια, σφοδρότατα.

Χαιρετισμούς

Ζήτω η κοινωνική αναταραχή!

Οι φίλοι της Διεθνούς, 1 Σεπτέμβρη 1980

Πηγές:

Comunicados de los Grupos Autónomos encarcelados en la prisión de Segovia (1978-1980), Madrid 1980

CO.P.E.L, butrones y otras aportaciones de Grupos Autónomos – DESORDEN distro, Valencia 2004

Telesforo Tajuelo : El MIL, Puig Antich y los GARI – ed. Ruedo Ibérico, 1977

Το κείμενο του Ντεμπόρ καθώς και άλλες πληροφορίες βρέθηκαν στο διαδίκτυο.

* Η παρούσα έκδοση κυκλοφορεί χέρι- με- χέρι, χωρίς αντίτιμο, αμφισβητώντας στοιχειωδώς το εμπόρευμα και τους κοινωνικούς ρόλους που αξιώνει αυτό (παραγωγός- καταναλωτής- μεσάζοντας). Αυτό είναι και το ελάχιστο που περιμένει από τον αναγνώστη, που δε θέλει να παραμείνει τέτοιος (καταναλωτής στην ουσία). Κατά συνέπεια, κάθε ανατύπωση, διάδοση, κριτική κλπ είναι επιθυμητή, και δικαιώνει κατά κάποιο τρόπο την υπόθεση της έκδοσης και όχι μόνο.

Διαβάστε επίσης: για το αυτόνομο κίνημα στην Ισπανία