Η δυναμική σχέση κεφαλαίου-εργασίας στο UK
Το κείμενο γράφτηκε από τον Henri Simon για την ομάδα Echanges et Mouvement (βλ. γαλλικά: http://www.mondialisme.org/spip.php?rubrique3 – αγγλικά: http://libcom.org/tags/echanges-et-mouvement) το 1980, και περιέχεται στη μπροσούρα Shake it and Break it! στην οποία θα επανέλθουμε μελλοντικά σε σχέση με τους απεργιακούς αγώνες του 1977-80 και την άνοδο του θατσερισμού, σημεία κομβικά για μια κατανόηση της σημερινής κατάστασης σ αυτή τη χώρα…
Το να εκφράζουμε την κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο σήμερα (1980) με όρους μιας “καπιταλιστικής κρίσης” και μιας “επαναστασης” συνδεδεμένης μ’ αυτήν, προϋποθέτει από την μία μια κατάσταση κατάρρευσης του συστήματος κι απ’ την άλλη μια συνειδητοποίηση από τους εργαζομένους της ανάγκης για δημιουργία ενός νέου κόσμου, πράγμα που εγείρει δύο κριτικά ερωτήματα:
-
Γιατί ο καπιταλισμός στην Αγγλία παραμένει ακλόνητος;
-
Πώς συντελούν σε μια τέτοια κατάσταση οι τελευταίοι αγώνες που διήρκεσαν κοντά 20 χρόνια χωρίς ωστόσο να κατορθώσουν μια αποφασιστική ρήξη με αυτό το εκμεταλλευτικό σύστημα;
Ο αγγλικός καπιταλισμός παραμένει ανέπαφος χάρη στην κυρίαρχη παγκόσμια θέση του, καθώς παραμένει παρά τη σαφή παρακμή του τα τελευταία 50 χρόνια, η δεύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο. Από την παλιά αυτοκρατορία του, το ΗΒ διατηρεί την οικονομική κυριαρχία του σε περιοχές διαφορετικές μεταξύ τους αλλά εξίσου προσοδοφόρες όπως το Hong Kong, η Σιγκαπούρη, η Ινδία, η Νότια Αφρική. Αυτή η θέση ισχύος διασφαλίζεται κατά κύριο λόγο χάρη στην στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ (πράγμα που εξηγεί την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Αγγλίας, στην καρδιά της οποίας βρίσκεται ένας καχύποπτος ανταγωνισμός). Αυτή η συσσώρευση δύναμης έχει επιτρέψει ως τώρα να εξαγοράζει τη συναίνεση της εργατικής τάξης, πράγμα που δούλεψε καλά για μια μακρά περίοδο κατά την οποία το σύστημα μπορούσε να της παρέχει μια “προνομιακή” κατάσταση. Μπορούμε να πούμε σήμερα ότι ένα σημαντικό μερίδιο της υπεραξίας που λεηλατούσε το αγγλικό κεφάλαιο στο παρελθόν χρησίμευε στο να καλύψει τα χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας στο εσωτερικό. Όμως μια τέτοια κατάσταση δε θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα: Οι παγκόσμιες κρίσεις επιτάχυναν την υποχώρηση του βρετανικού καπιταλισμού στο εξωτερικό, κάνοντας την κατάσταση στο εσωτερικό του, πολύ πιο εύθραυστη. Ο διεθνής ανταγωνισμός είναι πριν απ’ όλα ένα ζήτημα παραγωγικότητας, δηλαδή εκμοντερνισμού και αύξησης της έντασης της εργασίας. Ανάλογα με την περίσταση μπορεί να είναι αποτέλεσμα ή προϋπόθεσή της. Ελάχιστη σημασία έχει αν θεωρεί κανείς σημαντικότερο πρόβλημα του κεφαλαίου στην Αγγλία σήμερα το πως θα υπερνικήσει την αντίσταση στον εκμοντερνισμό και την εντατικοποίηση της εργασίας. Ο αγγλικός καπιταλισμός έχει τις ίδιες προοπτικές με τον καπιταλισμό γενικά οπουδήποτε στον κόσμο. Όπως σημείωναν οι “Financial Times” στη διάρκεια μιας συνόδου τραπεζιτών στο Βελιγράδι “Ο κόσμος είναι καταδικασμένος σε χρόνια αύξοντος πληθωρισμού, χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας και υψηλά επίπεδα ανεργίας ενώ οι Κυβερνήσεις και οι πολιτικοί δεν φαίνεται να μπορούν να κάνουν κάτι γι’ αυτό”.
Για τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους απομένει μία πάντα επιλογή, οσοδήποτε δύσκολη κι αν είναι, κι αυτή είναι πάντοτε προσδιορισμένη από τη συνεχή τάση για αύξηση της υπεραξίας που εξάγουν – δηλαδή, μεγαλύτερη παραγωγή για λιγότερα χρήματα. Είναι σ’ αυτή τη φάση που το ερώτημα που τίθεται και από τις δυο μεριές εγείρεται: που μας πήγαν οι αγώνες που διεξήχθησαν στο ΗΒ τα τελευταία 20 χρόνια, οσοδήποτε παραδειγματικοί κι αν υπήρξαν; Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως είναι ακριβώς αυτή η κατάσταση παρείχε στον καπιταλισμό ικανά εφόδια να διαχειριστεί τις κρίσεις του, μέσα από 1000 διαφορετικά πρόσωπα (καθώς δεν εκφράστηκαν ποτέ με όρους διαρκούς ανοιχτής σύγκρουσης παρά τις όποιες βίαιες μορφές). Το άμεσο αποτέλεσμα για τους άγγλους εργαζομένους ήταν ότι για ένα επίπεδο διαβίωσης ανάλογο των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, εργάζονται περίπου ένα τρίτο λιγότερο.
Επίσης οφείλεται σε δυο βασικά σημεία που αν και δεν είναι “επαναστατικά” από μόνα τους, δεν είναι μικρότερης σημασίας καθώς σηματοδοτούν το τέλος της αστικής δημοκρατίας και την ανάδειξη μιας κοινωνικής δύναμης στην πολιτική. Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε 10 χρόνια που ένα ευρέους φάσματος κίνημα προκάλεσε την πτώση μιας κυβέρνησης: Η πρώτη φορά ήταν με την Κυβέρνηση των Συντηρητικών, και τώρα πρόκειται για την Κυβέρνηση των Εργατικών. Το πρόβλημα που κατατρύχει όλη την κλίμακα από τα αφεντικά μέχρι τους ηγέτες των συνδικάτων και την Κρατική εξουσία, γίνεται επιτέλους ουσιωδώς, στην παραμικρή του όψη, ένα πρόβλημα πολιτικό, καθώς τείνει να συμπεριλάβει ολόκληρο το σύμπλεγμα της εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. (Θα μπορούσε κανείς να κάνει έναν παραλληλισμό με συγκεκριμένα χαρακρητιστικά των όσων συνέβησαν στην Πολωνία το ’70/71 και το 1976). Η “Πολιτική” με την παραδοσιακή έννοια του όρου δεν αντιμετωπίζεται πλέον σαν μια “λυση” για τους εργαζόμενους αλά σαν κάτι στο οποίο μπορούν να επιβληθούν και να επιρρεάσουν, όχι ψηφίζοντας ή μέσω αντιπροσώπων, αλλά μέσα από έναν άμεσο συσχετισμό δυνάμεων. Επίσης, η σχέση ο συσχετισμός δυνάμεων αυτός δεν τίθεται με όρους ανοιχτού ανταγωνισμού αλλά με όρους συμφέροντος και άμεσης δράσης για την προώθηση αυτού του συμφέροντος.
(…)
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την κατεύθυνση που θα πάρουν οι επόμενοι αγώνες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο καπιταλισμός είναι ένα δυναμικό σύστημα και εν όψει αυτής της κατάστασης, θα προσπαθεί διαρκώς να λάβει μέτρα σύμφωνα με τις συνθήκες παρά με κάποιο μακροπρόθεσμο πολιτικό σκεπτικό (πέραν βεβαίως από τη γενική προοπτική της υπεράσπισης των συμφερόντων του κεφαλαίου). Μπορεί κανείς να διακρίνει στα κλεισίματα εργοστασίων που δεν ήταν αρκετά παραγωγικά (και στα οποία οι εργάτες αντιστέκονταν στον εκμοντερνισμό, την εντατικοποίηση ή απαιτούσαν μια ανάλογη αύξηση στους μισθούς τους) τα πλαίσια μιας νέας πολιτικής. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει επίσης σε χώρες που δεν επιρρεάζονται από την αγγλική νόσο, ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου που επιταχύνεται από τις κρίσεις. Φαίνεται πάντως ότι μόνο εδώ υπάρχει μια προσπάθεια επιτάχυνσης των κρίσεων προκειμένου να τσακιστεί η αντίσταση στα πιο μαχητικά εργοστάσια. (για παράδειγμα το Leylands). Όμως με κάτι τέτοιο συνδέεται επίσης μια επενδυτική ύφεση (κι όχι απλά σε επίπεδο δημοσίου) αλλά επίσης σε παραδοσιακούς τομείς της βιομηχανίας, και μια αύξηση σε τομείς στο εξωτερικό τους οποίους διαχειρίζεται το αγγλικό κεφάλαιο.
Για να επιστρέψουμε στο σημαντικό ζήτημα που αναφέραμε πριν, η κατάσταση στην Αγγλία θα μπορούσε να είναι μόνο μια ιδιαίτερη και οδυνηρή προσαρμογή σε μια ευρείας κλίμακας αναδιάρθρωση από την οποία διαφεύγουν προς το παρόν μόνο οι ίδιοι οι καπιταλιστές, αναδιάρθρωση που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες του αγγλικού κεφαλαίου παντού στον κόσμο. Όμως μια τέτοια κατάσταση φέρει μέσα της δυο άγνωστα στοιχεία που την καθιστούν εξαιρετικά απρόβλεπτη. Οι διεθνείς κρίσεις δεν ανοίγουν προοπτικές για καμιά μορφή καπιταλιστικής ανανέωσης στην οποία θα απευθύνονταν τα προβλήματα που έχουμε δεί, στα πλαίσια ενός σκληρού διεθνούς ανταγωνισμού.Όσο για τα “αδύναμα σημεία” του καπιταλισμού, αυτά είναι εκε΄να που σε μια δεδομένη στιγμή αφήνουν να ανοιχτούν πιθανές προοπτικές που οδηγούν σ’ έναν νέο κόσμο και που στη γέννησή τους είναι αδύνατο να πει κανείς αν αναπτύσσονται ή αν θα καταστραφούν από την καταστολή, ή από κάθε διαφορετική όψη της.
Αυτό που συμβαίνει στην Αγγλία σήμερα (1980) σύμφωνα με μια τέτοια προοπτική είναι ότι κρίσιμοι αγώνες είναι “στον αέρα” χωρίς ωστόσο να έχουν εμφανιστεί ακόμη. Το υψηλό επίπεδο των αγώνων του 1979 είναι δίχως αμφιβολία μόνο μια προεικόνιση των αγώνων ενάντια στην Κυβέρνηση και τα συνδικάτα που ακονίζουν ήδη τα μαχαίρια τους – ενάντιά τους, βρίσκεται ένα προλεταριάτο που συνεχίζει στον ίδιο δρόμο που τράβηξε τα προηγούμενα χρόνια.