Θεωρία της κομμουνιστικοποίησης και το ζήτημα του φασισμού
Έχουν περάσει πάνω από πέντε χρόνια απ’ το ξεκίνημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης χωρίς να υπάρξει ίχνος ανάπαυλας από τη λιτότητα και την ένταση της ανασφάλειας. Ούτε η παλιά αριστερά των συνδικάτων και των κομμάτων ούτε τα νεώτερα κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας και άμεσης δράσης φαίνεται να είναι σε θέση να προσφέρουν μια προοπτική. Στην αναζήτηση για νέους οδικούς χάρτες για να κινηθούμε μέσα στην κρίση και για της δυνατότητες της ζωής πέρα απ’ τον καπιταλισμό, η έννοια της “κομμουνιστικοποίησης” έχει γίνει ένα σημείο αυξημένης εστίασης της συζήτησης.
Η ίδια η λέξη υπάρχει ήδη από τις απαρχές του κομμουνιστικού κινήματος. Ο άγγλος ουτοπιστής Goodwyn Barmby, που πιστώνεται ως το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποίησε τον όρο κομμουνιστικός στην Αγγλική γλώσσα, γράφοντας ένα κείμενο ήδη από το 1841 με τίτλο “Το περίγραμμα του Κομμουνισμού, της Συνεργατικότητας και της Κομμουνιστικοποίησης”. Ο ίδιος αντιλαμβανόταν τις τέσσερις εποχές της ανθρώπινης ιστορίας ως “Παραδεισοποίηση, Βαρβαροποίηση, Πολιτισμός και Κομμουνιστικοποίηση”, ενώ η σύζυγος και συνεργάτις του Catherine Barmby προηγήθηκε του σύγχρονου διαλόγου για το ζήτημα του φύλου με τις πρώιμες φεμινιστικές παρεμβάσεις της, υποστηρίζοντας την κομμουνιστικοποίηση ως λύση στην υπαγωγή των γυναικών (σχετικά με τον Goodwyn Barmby πραγματεύεται στο Meandering on the semantical-historical paths of communism and commons’, The Commoner, Δεκέμβριος 2010, ο Peter Linebaugh).
Η χρήση του όρου απ’ τους Barmby για να περιγράψουν τη διαδικασία της δημιουργίας μιας κομμουνιστικής κοινωνίας, δεν απέχει παρασάγγας από την τρέχουσα χρήση του, ωστόσο έχει προσλάβει ένα πιο εξειδικευμένο σύνολο νοημάτων από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 οπότε στοιχεία της γαλλικής “υπερ-αριστεράς” άρχισαν να την χρησιμοποιούν ως έναν τρόπο να ασκούν κριτική στις παραδοσιακές αντιλήψεις περί επανάστασης. Ο κομμουνισμός γίνεται συχνά αντιληπτός τόσο από μαρξιστές όσο κι από αναρχικούς σαν ένα μελλοντικό στάδιο της κοινωνίας που μέλει να πραγματοποιηθεί στο μακρυνό μέλλον αφού θα έχουν καταλαγιάσει οι φουρτουνιασμένες υποχρεώσεις της επανάστασης. Για τους υπέρμαχους της κομμουνιστικοποίησης από την άλλη, ο καπιταλισμός μπορεί να καταλυθεί μόνο από την άμεση δημιουργία διαφορετικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, όπως για παράδειγμα της ελεύθερης διανομής των αγαθών και της δημιουργίας “κομμουνιστικών, χωρίς την μεσολάβηση χρήματος, κέρδους, κράτους, μορφών ζωής. Η διαδικασία αυτή θα πάρει φυσικά χρόνο για να ολοκληρωθεί, όμως θα ξεκινήσει με την έναρξη της επανάστασης, η οποία θα δημιουργεί όχι τις συνθήκες για τον κομμουνισμό, αλλά τον ίδιο τον κομμουνισμό” (Gilles Dauvé & Karl Nesic, ‘Communisation’, 2011, στμ: εδώ)
Σήμερα αυτή η ευρεία έννοια της κομμουνιστικοποίησης χρησιμοποιείται με διάφορους τρόπους, αλλά αναντίρρητα διακρίνονται δύο κύριοι πόλοι στις τρέχουσες συζητήσεις -αν και με πολλές ακόμα αποχρώσεις ανάμεσά τους.
Υπάρχει αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “βολονταριστική” αντίληψη της κομμουνιστικοποίησης, που σχετίζεται με ανθρώπους επηρεασμένους απ’ το περιοδικό Tiqqun και τις εκδόσεις που αποδίδονται στην “Αόρατη Επιτροπή”, όπως Το Κάλεσμα (2004) και Η Εξέγερση που Έρχεται (2007) (στμ: λινκ). Βολονταριστική, επειδή δίνεται έμφαση στην επιλογή των ανθρώπων να διαλέξουν μεριά και να δραπετεύσουν απ’ την καπιταλιστική κοινωνία -Το Κάλεσμα κάνει λόγο για “λιποταξία” και “απόσχιση”- προκειμένου να δημιουργήσουν δίκτυα και χώρους όπως οι κομμούνες, με χαρακτηριστικό τους τις “πράξεις κομμουνιστικοποίησης, δημιουργίας κοινών τέτοιων χώρων, μηχανημάτων, γνώσης” (Το Κάλεσμα).
Αυτή η αντίληψη έχει επικριθεί για την αυταπάτη της πρότασης μιας αναδυόμενης εναλλακτικής κοινωνίας μέσα σ’ έναν καπιταλιστικό κόσμο, από τον άλλον κύριο πόλο υποστηρικτών της υπόθεσης της κομμουνιστικοποίησης. Αυτός, που θα ονόμαζα “στρουκτουραλιστική” παραλλαγή της κομμουνιστικοποίησης σχετίζεται ιδιαίτερα με το γαλλικό περιοδικό Theorie Communiste (TC). Πιο πρόσφατα, οι ιδέες του αναπτύχθηκαν κι επεκτάθηκαν σε συζητήσεις με κοντικά σκεπτόμενες ομάδες όπως η αγγλόφωνη Endnotes και το σουηδικό περιοδικό Riff Raff. Από κοινού, αυτές οι συλλογικότητες συνεργάστηκαν πρόσφατα για να παράξουν το “Sic – διεθνής επιθεώρηση για την κομμουνιστικοποίηση” (το τεύχος #1 εκδόθηκε το 2011, εδώ).
Ονομάζω αυτήν την προσέγγιση “στρουκτουραλιστική” επειδή δίνεται πολύ περισσότερη έμφαση στο πώς η δυνατότητα κομμουνισμού προκύπτει από τις δομικές αντιφάσεις ενός ιδιαίτερου σταδίου του καπιταλισμού. Κάνουν λόγο για “ιστορική παραγωγή της επανάστασης” και για την “κομμουνιστικοποίηση ως ιστορικό προϊόν της αντίφασης κεφαλαίου-εργασίας” (Woland, “The historical production of the revolution of the current period”, 2010, εδώ).
Στην καρδιά αυτής της αντίφασης βρίσκεται το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είναι ολοένα και περισσότερο ανίκανος να διασφαλίσει την κοινωνική αναπαραγωγή, αντίθετα με το παρελθόν, οπότε ήταν σε μεγάλο βαθμό σε θέση να πετύχει κάτι τέτοιο μέσω του μισθού. Ενώ η μισθωτή εργασία είναι φυσικά εκμετάλλευση, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων σε πολλά μέρη του κόσμου ήταν σε θέση να αναπαράχθεί με μια λογική ασφάλεια μέσω του μισθού του. Στην Ευρώπη και στην Αμερική για παράδειγμα, ένας τυπικός εργάτης της αυτοκινητοβιομηχανίας περί το 1970 μπορούσε να αποκτήσει ένα σπίτι (είτε να το αγοράσει είτε να το νοικιάζει), ένα αμάξι, οικιακές συσκευές (τηλεόραση, πλυντήριο) και τις καλοκαιρινές διακοπές του. Αυτός ο άμεσος μισθός συμπληρωνόταν επίσης από έναν αυξανόμενο “κοινωνικό μισθό”: συντάξεις, υπηρεσίες υγείας, επιδόματα ανεργίας και ούτω καθεξής.
Ως απάντηση στην κρίση κερδοφορίας της δεκαετίας του 1970, ο καπιταλισμός έχει αναδιαρθρωθεί. Η παλιά έννοια της “εργασίας για μια ζωή” έχει διαλυθεί. Για πολλούς, η πρόσβαση σε έναν “βιώσιμο μισθό” είναι σποραδική κι επισφαλής. Ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός θεωρούνται πλεονάζοντες για τις απαιτήσεις του καπιταλισμού καθώς αυτός επιδιώκει την απρόσιτη ουτοπία του, να δημιουργεί πλούτο χωρίς να έχει ανάγκη το προλεταριάτο. Την ίδια στιγμή, ο ιστός της κοινωνικής ασφάλειας διαβρώνεται προοδευτικά. Για την TC και για άλλους, η δυνατότητα για μια επαναστατική ρήξη δημιουργείται απ’ αυτήν την εξελισσόμενη αντίφαση -προκειμένου να επιβιώσουν και να ζήσουν μια ζωή που ν’ αξίζει τον κόπο, αυτοί που εξαρτώνται απ’ την μισθωτή εργασία τους αναγκάζονται να έρθουν σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό.
Η πιθανότητα μιας κρίσης στην οποία το χρήμα δε θα λειτουργεί πλέον είναι πραγματική και όπως στην Αργεντινή το 2001 θα έθετε άμεσα το ζήτημα του πώς αλλιώς μπορούμε να παράγουμε και να διανέμουμε τα αναγκαία της ζωής. Μετατοπίζοντας την εστίαση απ’ τον κομμουνισμό ως μια ιδεώδη κατάσταση του απώτερου μέλλοντος σε μια άμεση πρακτική δραστηριότητα, η έννοια της κομμουνιστικοποίησης μπορεί να μας βοηθήσει να συλλογιστούμε τί θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση ενός τέτοιου σεναρίου. Οι ιδιαιτερότητες σχετικά με το πώς ακριβώς τα ανθρώπινα όντα θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους πέρα απ’ τον ορίζοντα της αγοράς εξετάζονται σπάνια, όμως κάνοντάς κάτι τέτοιο ίσως αποβεί πολύ εποικοδομητικό.
Το πρόβλημα με ένα μεγάλο μέρος της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης ωστόσο είναι ότι συχνά φαίνεται να λαμβάνει ως δεδομένο ότι υπό την πίεση των γεγονότων, οι ευρείας κλίμακας απόπειρες κομμουνιστικοποίησης είναι αναπόφευκτες, ακόμα κι αν η επιτυχία τους δεν είναι εγγυημένη. Για παράδειγμα, ο Bruno Astarian υποστηρίζει ότι “Όταν η καπιταλιστική κρίση ξεσπά, το προλεταριάτο αναγκάζεται να εξεγερθεί προκειμένου να βρει μιαν άλλη κοινωνική μορφή ικανή να αποκαταστήσει την κοινωνικοποίηση και την άμεση αναπαραγωγή του” (Bruno Astarian, “Δραστηριότητα Κρίσης και Κομμουνιστικοποίηση”, 2010, εδώ)
Προς το παρόν, ωστόσο, είναι δύσκολο να επισημάνει κανείς παραδείγματα κομμουνιστικοποίησης στην πράξη, πέρα τουλάχιστον από ξεσπάσματα λεηλασιών ή βραχυπρόθεσμες καταλήψεις δημόσιου χώρου. Όπως παρατηρεί ο Benjamin Noys σε μια πρόσφατη επισκόπησή του, το παλιό κίνημα μπορεί να είναι μεν σε κρίση, όμως η ανάδυση ενός εναλλακτικού “νέου κινήματος” είναι δύσκολο να εντοπιστεί -τουλάχιστον. (B. Noys “The Fabric of Struggles”, στο “Communisation and its Discontents: Contestation, Critique, and Contemporary Struggles”, 2011).
Η κομμουνιστικοποίηση πρέπει να παραμείνει μια υπόθεση, όμως σίγουρα το ίδιο πρέπει και όσον αφορά άλλα πιθανά προϊόντα της έξαρσης της κρίσης -περιλαμβανομένης μιας ανόδου του λαϊκίστικου εθνικισμού, του ρατσισμού η/και του θρησκευτικού φανατισμού, ενσωματώνοντας στοιχεία ενός αντιδραστικού “αντι-καπιταλισμού”. Τα χρόνια της κρίσης είδαμε πολλές εξεγέρσεις, όμως επίσης και την ανάπτυξη της αντίδρασης στους δρόμους. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή αύξησε τη βάση της και σημειώνει επιθέσεις εναντίον μεταναστών. Στη Λιβύη, υποσαχάριοι Αφρικανοί γίνονται στόχος από αντι-κανταφικούς αντάρτες. Υπήρξαν ταραχές εναντίον μειονοτικών ομάδων στην περιοχή του Ασσάμ στην Ινδία (όπου στο στόχαστρο βρέθηκαν μουσουλμάνοι μετανάστες) και στο Μπαγκλαντές (με βουδιστές στο στόχαστρο).
Η κριτική του Marcel Stoetzler στο “Να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία” του Johm Holloway θα μπορούσε επίσης να εφαρμοστεί στο ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης: “υπάρχουν αντικαπιταλιστικές κραυγές και ρωγμές που δεν είναι καθόλου, και δε θα μπορούσαν καν να γίνουν, κομμουνιστικές: υπάρχουν αντιδραστικές, αντιχειραφετικές μορφές αντικαπιταλισμού, και όπως στάθηκαν αποφασιστικός παράγοντας στην καταστροφική πορεία του 20ού αιώνα, η υποθετική αντανάκλασή τους πρέπει να τύχει περισσότερο από μιας κριτικής σημείωσης, πρέπει να γίνει κεντρική” (“On the possibility that the revolution that will end capitalism might fail to usher in communism”, Journal of Classical Sociology, 2012). Μαζί με τον Holloway και μεγάλο μέρος των αυτόνομων μαρξιστών, οι επίδοξοι κομμουνιστικοποιητές συχνά φαίνεται να υποφέρουν από μια “έλλειψη θεωρίας του φασισμού”.
Για τους συγγραφείς του Καλέσματος, μια ρητορική υπερβολή της έκτασης του τρόμου του παρόντος δίνει την αίσθηση ότι τα πράγματα δύσκολα θα μπορούσαν να πάνε χειρότερα. Απ’ τη στιγμή που ήδη ζούμε την “καταστροφή”, την “έρημο”, τον “παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο”, λογικά ο φασισμός δε θα ‘ταν παρά μία απ’ τα ίδια. Φυσικά έχουν δίκιο ότι ο πόλεμος, ο τρόμος και η καταπίεση συμβαίνουν εδώ και τώρα, όμως υπάρχει μια τεράστια διαφορά μεταξύ αυτού και της γενικευμένης εφαρμογής του σε γενοκτονία. Τείνουν επίσης να εξισώνουν ανέμελα την κοινοτοπία με τη βαρβαρότητα -μεταξύ των τρόμων που αποκηρύσσουν είναι “η εξάπλωση των προαστίων στη Φλόριδα, όπου η μιζέρια έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι κανείς δε φαίνεται να την αισθάνεται” (δεν πειράζει όμως, οι υπερεπαναστάτες “την αισθάνονται” για λογαριασμό σας). Όσον αφορα πάλι το μεγαλύτερο μέρος της μετα-καταστασιακής υπερ-αριστεράς, η ποιοτική διαφορά μεταξύ πλήξης και Buchenwald (στμ. ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης) αφήνεται γενικά ανεξερεύνητη.
Άλλοι στο “στρατόπεδο” της κομμουνιστικοποίησης είναι πιο στοχαστικοί προς τις πιθανές μεταλλάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στο Sic #1, ο BL συλλογίζεται πως “η επανάσταση η ίδια θα μπορούσε να ωθήσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής να αναπτυχθεί με έναν ολότελα απρόβλεπτο τρόπο, απ’ την αναγέννηση της δουλείας ως την αυτοδιαχείριση (“The suspended step of communisation”, 2011, εδώ). Λογικά ο φασισμός είναι ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όμως γενικά ο κύριος κίνδυνος που θέτουν οι θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης είναι κάποιου είδους ριζοσπαστικής δημοκρατικής αυτοδιαχείρισης που θα επανέφερε τον καπιταλισμό από την πίσω πόρτα.
Η υπερ-αριστερά και ο φασισμός
Δυστυχώς η ιστορική υπερ-αριστερά δεν προσφέρει πολλά χρήσιμα εργαλεία για να κατανοήσουμε τον φασισμό και τα συναφή κινήματα. Με την έννοια “υπερ-αριστερά” εννοώ τα ρεύματα που εντοπίζουν τις ρίζες τους στις διάφορες ομάδες που ήρθαν σε ρήξη με την επικρατούσα τάση της Κομμουνιστικής Διεθνούς τη δεκαετία του 1920, περιλαμβανομένων των “συμβουλιακών κομμουνιστών” και των “αριστερών κομμουνιστών” στη Γερμανία, την Ιταλία και αλλού. Στη δεκαετία του 1960 και του ’70 νεώτερες ομάδες προέκυψαν που συνδύαζαν ιδέες απ’ αυτά τα ρεύματα με στοιχεία που προέρχονταν από την Καταστασιακή Διεθνή, την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα και άλλους. Έχω υπόψιν μου ότι ο όρος “υπερ-αριστεράς” δεν έχει χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα αυτοπροσδιοριστικά απ’ τις ομάδες αυτές, και ότι υπάρχουν πάντα τεράστιες διαφορές μέσα σ’ αυτόν τον χώρο. Παρολαυτά, θα χρησιμοποιήσω τον όρο συνοπτικά για να ορίσω έναν πολιτικό χώρο διακριτό απ’ τον τροτσκισμό, τον σταλινισμό και τον αναρχισμό.
Ο Jacques Camatte αποτελή μια σπάνια περίπτωση υπερ-αριστερού όταν αναγνωρίζει ότι “Οι άνθρωποι στην αριστερά του ’20 και του ’30 δεν ήθελαν πραγματικά να λάβουν υπόψιν και να αναλύσουν τις ιδέες που εξέφραζε το ναζιστικό κίνημα και τα συναφή ρεύματα, κι αυτό παρά το γεγονός ότι πολλοί απ’ αυτούς υπέφεραν κάτω απ’ την ναζιστική καταπίεση. Γενικά μιλώντας, δεν υπήρξε καμμία σοβαρή προσπάθεια να εκτιμηθεί τί καινοφανές ή μη ήταν αυτό που ερχόταν” (Echoes of the Past, 1980).
Στη δεκαετία του 1920 και του ’30, πολλοί στη γερμανική αριστερά, περιλαμβανομένου του KAPD (Εργατικό Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας) και οι φράξιες που το διαδέχθηκαν έμειναν προσκολλημένες σ’ ένα όραμα μιας θεωρίας της τελικής κρίσης, πιστεύοντας ότι ο καπιταλισμός ήταν στο χείλος του γκρεμού και η κατάρρευσή του θα προετοίμαζε την επανάσταση. Μ’ αυτήν την προοπτική, που μοιραζόταν επίσης το σταλινοποιημένο Κομμουνιστικό Κόμμα, η μετέπειτα άνοδος του ναζισμού γινόταν συνήθως αντιληπτή σαν ένα εφήμερο φαινόμενο που σύντομα θα παραμεριζόταν στην αναμέτρηση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Ακόμα και ο Pannekoek, συμβουλιακός κομμουνιστής που άσκησε κριτική στη “θεωρία της τελικής κρίσης”, φαίνεται να πίστευε ακόμα και μέχρι το 1934 ότι το κυριώτερο εμπόδιο στην επανάσταση ήταν οι αριστερίστικες αυταπάτες της εργατικής τάξης: “Φαίνεται να αποτελεί μια αντίφαση ότι η τρέχουσα κρίση, βαθύτερη και πιο καταστροφική απ’ ότι κάθε προηγούμενη, δεν έχει δείξει σημάδια αφύπνισης της προλεταριακής επανάστασης. Όμως, η απομάκρυνση των παλιών ψευδαισθήσεων είναι το πρώτο της μεγάλο καθήκον: αφενός, η ψευδαίσθηση του να κάνουμε τον καπιταλισμό πιο ανεκτό μέσω μεταρρυθμίσεων που θα καταφέρουν η σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική πολιτική και η συνδικαλιστική δράση και, αφετέρου, η ψευδαίσθηση ότι ο καπιταλισμός μπορεί να ανατραπεί με μια έφοδο υπό την ηγεσία ενός Κομμουνιστικού Κόμματος που θα φέρει την επανάσταση” (Anton Pannekoek, Η θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού, 1934).
Στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, οι επαναστάτες ήρθαν αντιμέτωποι με άρχουσες τάξεις στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ που προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν τη θέση τους μέσω των αντιφασιστικών διαπιστευτηρίων τους. Υπήρξαν διάφορες στρατηγικές διαθέσιμες για την καταπολέμηση αυτής της ιδεολογίας, περιλαμβανομένης της εξέτασης της πρόθυμης συνεργασίας αυτών των “αντιφασιστικών” καθεστώτων με τον Χίτλερ οποτεδήποτε επιθυμούσαν, και της διευκόλυνσής τους σε ναζιστές βιομηχάνους, αστυνομικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους να παραμείνουν στη θέση τους μεταπολεμικά. Όμως κάποιοι στην υπερ-αριστερά πήγαν ακόμη παραπέρα και προσπάθησαν να υποβαθμίσουν τον συγκεκριμένο τρόμο του Ολοκαυτώματος ως απλές καπιταλιστικές business as usual.
Το 1960 το γαλλικό μπορντιγκιστικό περιοδικό Programme Communiste δημοσίευσε το διαβόητο άρθρο “Auschwitz, ή Το Μεγάλο Άλλοθι” που πρότεινε ότι η μαζική δολοφονία των Εβραίων δεν ήταν αποτέλεσμα του αντι-σημιτισμού παρά μόνο μια στιγμή στο ξερίζωμα της μικροαστικής τάξης ως αποτέλεσμα της “ακαταμάχητης ανάπτυξης της συγκέντρωσης του κεφαλαίου”. Έτσι, φονεύθηκαν “όχι επειδή ήταν Εβραίοι, αλλά επειδή απορρίφθηκαν από την παραγωγική διαδικασία”. Κάτι τέτοιο είναι προφανώς εμπειρικά ανόητο, Εβραίοι όλων των τάξεων φονεύθηκαν κι όχι μόνο όσοι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως “μικροαστούς”. Αλλά κάτι τέτοιο επίσης βγάζει λάδι τους φονιάδες τους, ως απλούς ακολούθους της λογικής της συσσώρευσης, ίσως ακόμα κι ενάντια στη θέλησή τους: “Ο γερμανικός καπιταλισμός παραιτήθηκε με δυσκολία στον αγνό και καθαρό φόνο”.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο αναδημοσιεύτηκε ως ξεχωριστό φυλλάδιο το 1970 από μια ομάδα γύρω απ’ το υπερ-αριστερό βιβλιοπωλείο του Παρισιού La Vielle Taupe. Για ορισμένους απ’ τον χώρο αυτόν, κυρίως τον Pierre Guillaume, αυτό ήταν η απαρχή μιας πορείας προς την πλήρη άρνηση του Ολοκαυτώματος. Στις αρχές του ’80, ο Guillaume έσπευσε προς υπεράσπιση του Robert Faurisson, ενός Γάλλου συγγραφέα που ισχυριζόταν ότι οι θάλαμοι αερίων ήταν μια φάρσα. Δεν ήταν ο μόνος. Η υπερ-αριστερή ομάδα Guerre Sociale, που περιλάμβανε τον Dominique Blanc, δημοσίευσε μια αφίσα με τίτλο “Qui est le Juif?” (Ποιός είναι ο Εβραίος;), το οποίο συνέκρινε τη δίωξη του Faurisson με την μοίρα των Εβραίων. Μετά τη διάλυση του χώρου αυτού, ο Guillaume έγινε ένας εξέχων εκδότης ρεβιζιονιστικής λογοτεχνίας -ένας “négationniste” για να χρησιμοποιήσω τον γαλλικό όρο.
Κατά τρόπο ενδιαφέροντα σ’ αυτόν τον ίδιο χώρο ήταν που προέκυψε η τρέχουσα έννοια της κομμουνιστικοποίησης: “Δεν είναι σαφές ποιός πρωτοχρησιμοποίησε τον όρο… Απ’ ό,τι μπορούμε να ξέρουμε, ήταν ο Dominique Blanc: προφορικά κάπου στα χρόνια μεταξύ 1972-74… Όποιος και να επινόησε τη λέξη, η ιδέα κυκλοφόρησε εκείνη την εποχή στον χώρο γύρω απ’ το βιβλιοπωλείο La Vieille Taupe (“ο γεροτυφλοπόντικας”, 1965-1972). Από τα γεγονότα του Μάη του ’68, ο βιβλιοπώλης Pierre Guillaume, πρώην μέλος της Socialisme ou Barbarie και της Pouvoir Ouvrier (“εργατική εξουσία”), όμως επίσης για έναν καιρό κοντινός του Guy Debord (που κι ο ίδιος υπήρξε μέλος της S. ou B. στα 1960-61), προωθούσε διαρκώς την ιδέα της επανάστασης ως μια διαδικασία που κομμουνιστικοποιεί (Gilles Dauvé et Karl Nesic, Communisation, 2011).
Δεν υποστηρίζω ασφαλώς ότι η έννοια της κομμουνιστικοποίησης στιγματίζεται μοιραία απ’ το είδος των Guillaume και Blanc, ή ότι ο καθένας σ’ εκείνον τον πρώιμο χώρο της κομμουνιστικοποίησης μπορεί να κηλιδώνεται για πάντα απ’ το ρεβιζιονιστικό/negationist στίγμα. Για παράδειγμα ο Dauvé υπήρξε κατηγορηματικός ότι “η ναζιστική Γερμανία συνειδητά εξόντωσε εκατομμύρια Εβραίων, πολλούς απ’ αυτούς σε θαλάμους αερίων. Αυτά είναι ιστορικά γεγονότα”. Ο ίδιος συνεισέφερε σε έναν λεπτομερή κριτικό απολογισμό του επεισοδίου Faurisson στο περιοδικό La Banquise το 1983 (Le roman de nos origins, εδώ).
Παρολαυτά θα ήταν παραπλανητικό να δούμε αυτό το επεισόδιο ως μια απλή μεμονωμένη παθολογία, όπως κάνουν οι Endnotes στην επισκόπησή τους αυτού του ρεύματος: “Για λόγους γνωστούς πραγματικά μονάχα στον εαυτό του, ο Pierre Guillaume μετατράπηκε σε ένθερμο υπερασπιστή του Faurisson και κατάφερε να προσελκύσει αρκετούς γνωστούς του απ’ το La Vielle Taupe και την Guerre Sociale (καταρχήν τον Dominique Blanc) στον σκοπό του (Bring out your dead, Endnotes 1, 2008, εδώ).
Η δύναμη της ιστορικής υπερ-αριστεράς σε όλες τις μορφές της υπήρξε η άρνησή της να υποστηρίξει καπιταλιστικά ρεύματα κάθε είδους -ούτε “κριτική υποστήριξη” προς τους σοσιαλδημοκράττες πολιτικούς, ούτε υπεράσπιση των σταλινικών αστυνομικών κρατών, ούτε μαζορέτες των εθνικαπελευθερωτικών δικτατοριών εν τη γενέσει. Έχει υποστηρίξει ορθά πως η μιζέρια, η εκμετάλλευση και ο πόλεμος συνεχίζονται υπό τον μανδύα του “σοσιαλισμού”, του αντιφασισμού και της δημοκρατίας όπως και υπό τον φασισμό και τα στρατιωτικά καθεστώτα.
Υπάρχει ωστόσο ένας διηνεκής κίνδυνος με αυτήν την οπτική όλων των μορφών της καπιταλιστικής κυριαρχίας ως ταυτόσημες, και της παρερμηνείας όλων όσων συμβαίνουν υπό τον καπιταλισμό ως απλά προσδιορισμένων από τη λογική της συσσώρευσης χωρίς αναφορά σε άλλους ιστορικούς ή πολιτικούς παράγοντες. Στα όριά της, αυτή η λογική ίσως τροφοδοτεί έναν πειρασμό δεκτικότητας σε ιδέες όπως η αναθεώρηση του Ολοκαυτώματος που βολικά εξαλείφει τις αποδείξεις του συγκεκριμένου τρόμου του εθνικοσοσιαλισμού και καταλήγει τελικά στη θέση ότι δεν υπάρχει και κάποια σπουδαία διαφορά μεταξύ του Χίτλερ και όποιου άλλου καπιταλιστή πολιτικού. Φυσικά, ο Χίτλερ κυβερνούσε προς το συμφέρον του γερμανικού κεφαλαίου, τσακίζοντας την αντικαπιταλιστική αντιπολίτευση και παρέχοντας δούλους για εργασία στο συνάφι των Daimler-Benz και BMW. Όμως το Ολοκαύτωμα ήταν ένα άνευ προηγουμένου, μοναδικό επεισόδιο βιομηχανοποιημένης ρατσιστικής εξόντωσης που δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί απλά μέσω οικονομικών.
Κρίση και αντίδραση
Αμφιβάλλω ότι πολλοί θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης θα αρνούνταν τη δυνατότητα του κεφαλαίου να γεννήσει δολοφονικά, ρατσιστικά ή ακόμη και γενοκτονικά μέτρα προκειμένου να αποτρέψει την εναλλακτική της επανάστασης. Αλλά το θέμα δεν είναι μόνο πώς το κράτος και το κεφάλαιο ενδέχεται να απαντήσουν όταν νιώσουν απειλημένα, αλλά πώς η ίδια η δυναμική του κοινωνικού ανταγωνισμού και της κρίσης μπορεί να οδηγήσει στον φασισμό ή σε μια σύγχρονη εκδοχή του από τα κάτω.
Αν ισχύει ότι η ανικανότητα του καπιταλισμού να διασφαλίσει την κοινωνική αναπαραγωγή μπορεί να οδηγήσει μόνο σε διάφορα είδη συλλογικών προσπαθειών να εξασφαλιστεί μια ζωή που να αξίζει να ζει κανείς, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος αυτές οι προσπάθειες να μην πάρουν μια εξαπλούμενη, διεθνιστική κατεύθυνση. Η ιστορική εμπειρία θα έδειχνε ότι είναι απλώς πιθανό πολλοί άνθρωποι να κάνουν ένα βήμα πίσω προς κάποιου είδους περιοριστικής εθνικής, θρησκευτικής ή κι εκτεταμένης οικογενειακής ή συμμοριακής ταυτότητας και να προσπαθήσουν να διασφαλίσουν την επιβίωση και αναπαραγωγή της αυτοπροσδιορισμένης ομάδας τους, εάν χρειαστεί εις βάρος των υπόλοιπων.
Μπορούμε να δούμε τα ίχνη αυτού του πράγματος σήμερα, στη λαϊκή υποστήριξη που έχουν σε πολλές χώρες οι ακόμα αυστηρότεροι έλεγχοι της μετανάστευσης, στην καρδιά της οποίας, από την εργατικής τάξης εκδοχή του αιτήματος αυτό βρίσκεται ένα αίτημα υπεράσπισης της θέσης των εργατών στις ιστορικά πιο πλούσιες χώρες, από τον αντίκτυπο της εξαθλίωσης αλλού, ακόμη κι αν το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν οι άλλοι είναι κέντρα κράτησης και θάνατοι στην ανοικτή θάλασα, μεταξύ των ρίσκων που πρέπει να αναλάβουν οι μετανάστες προκειμένου να ξεφύγουν απ’ τους συνοριακούς ελέγχους.
Μια πιθανή συνέπεια της κρίσης θα ήταν ένα είδος κατάστασης λεηλασίας όπου το κεφάλαιο θα κατάφερνε να ρίξει ένα μέρος του πληθυσμού στον Καιάδα προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωσή του, περιορίζοντας τους συνηθισμένους ιδιοκτησιακούς κανόνες προκειμένου να καταστήσει εφικτή τη λεηλασία των περιουσιών και των προσωπικών πόρων περιθωριοποιημένων κοινοτήτων. Αυτός εν μέρει, ήταν αδιαμφισβήτητα κι ένας από τους τρόπους που οι Ναζί εξασφάλισαν την υποστήριξη πολλών Γερμανών όλων των τάξεων. Η διατριβή του Goetz Aly “Hitler’s People’s State: Robbery, Racial War and National Socialism” (2005) είναι ακριβής: πολλοί Γερμανοί, μεταξύ των οποίων και προλετάριοι, μπόρεσαν να επωφεληθούν υλικά από τη λεηλασία κατά των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων.
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό επιβεβαιώνεται και απ’ τους Βερολινέζους υπέρμαχους της κομμουνιστικοποίησης “Οι φίλοι της αταξικής κοινωνίας” που υποστηρίζουν ότι “όσο αναμφίβολο κι αν είναι ότι το φασιστικό κράτος αρχικά είχε στο στόχαστρό του το εργατικό κίνημα, εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι ότι κατάφερε να επεκτείνει την μαζική του βάση μέσα στην εργατική τάξη. Ως ρατσιστικά προνομιούχοι επιστάτες εκατομμυρίων σκλάβων εργατών, ως η δύναμη ξηρας του γερμανικού εξοντωτικού πολέμου, ως οι δικαιούχοι της “Αρείας Φυλής”, μια σημαντική μερίδα του γερμανικού προλεταριάτου απορροφήθηκε μέσα στην κοινότητα του έθνους (“28 θέσεις για την ταξική κοινωνία, Kosmoprolet, No 1, 2007, εδώ).
Κι όσο καπιταλιστικός κι αν ήταν ο εθνικοσοσιαλισμός, κατάφερε ωστόσο να αντλήσει υποστήριξη από ένα “αντικαπιταλιστικό” συναισθηματισμό, όπως παρατήρησε ο Camatte: “Ο ναζισμός πρόοτεινε ένα είδος κοινότητας, την Volksgemeinschaft, σ’ όλους τους ανθρώπους αυτούς που ξεριζώνονταν και απαλλοτριώνονταν από την κίνηση του κεφαλαίου” (αν και θα ήταν πιο ακριβές να πούμε ότι την προσέφερε μόνο σε ένα μέρος τους!). Αυτή η έννοια της “κοινότητας ως Gemeinschaft, της ομαδοποίησης ανθρώπων ως φορείς μιας ιδιαίτερης ταυτότητας και συγκεκριμένων ρόλων, της κατάστασής τους ως εξαιρετικών όντων, που ενέχει τον διαχωρισμό και τον αποκλεισμό των άλλων” (“Echoes of the Past”) δεν περιορίζεται επ’ ουδενί στη Γερμανία του 1930.
Μια ακόμη δυνατότητα είναι η επέκταση πέρα από μια κρατικά διαχειριζόμενη λεηλασία προς τοπικές κινητοποιήσεις και ταραχές με ρατσιστική διάσταση. Ακόμα και κάποια απ’ τα σπουδαία κινήματα του παρελθόντος που μνημονεύονται από επαναστάτες ακόμα και σήμερα, είχαν εν μέρει ένα τέτοιο άρωμα -στη διάρκεια της Αγγλικής Εξέγερσης των Χωρικών του 1381, οι εξεγερμένοι στόχευαν ιδιαίτερα κατά των ξένων, με τουλάχιστον 40 Φλαμανδούς αποκεφαλισμένους, ενώ οι “Ταραχές του Gordon” του 1780 περιείχαν επιθέσεις στους Ιρλανδούς του Λονδίνου υποκινούμενες από ένα αντικαθολικό μένος. Αν και τα πιο σύγχρονα επαναστατικά κινήματα κατάφερναν γενικά να αποφεύγουν κάτι τέτοιο, η μαζική συμμετοχή στις εθνοτικές σφαγές τα τελευταία 25 χρόνια στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στη Ρουάντα, υποδεικνύουν ότι εξακολουθεί να αποτελεί μια πιθανότητα.
Ακόμα και μια εν μέρει φυλετικοποιημένη κομμουνιστικοποίηση είναι πιθανή, στην οποία ένα μέρος της κοινότητας θα εγκαθιστά εσωτερικές σχέσεις ισότητας και μοιράσματος ενώ ταυτόχρονα θα πραγματοποιεί “εθνοκαθάρσεις” ανθρώπων που θα προσδιορίζει ως ξένους. Ένα τέτοιο όραμα, για παράδειγμα, προπαγανδίζει ο εντελώς περιθωριακός “εθνικοαναρχικός” χώρος, καλώντας σε φυλετικά καθαρές αγροτικές κοινότητες για να αντικαταστήσουν τον καπιταλισμό και το κράτος. Για να παραθέσω τον Stoetzler ξανά: “γιατί να μην προέκυπτε ένας ρατσιστικός, υπερ-ιεραρχικός, αντισημιτικός, “εθνικοσοσιαλιστικός” μετα-καπιταλισμός μέσα από το χάος;” Επιπλέον, σήμερα υπάρχουν πολλοί περισσότερο “αριστεροί φασίστες”, “αυτόνομοι εθνικιστές”, και ούτω καθεξής, τριγύρω, των οποίων τα σχέδια είναι παρόμοια και οι πιθανότητές τους όχι και τόσο μηδαμινές. Στο μυαλό τους, ο Χίτλερ είναι ένοχος για το ξεπούλημα των εθνικοσοσιαλιστικής επανάστασης “στους Εβραίους” ή “στο σύστημα”. Αν οι υπόλοιποι από μας υποτιμούμε την πιθανότητα επικράτησής τους από μια υποβόσκουσα πεποίθηση ότι είναι κάπου γραμμένο στον γενετικό κώδικα της παγκόσμιας ιστορίας ότι μετά τον καπιταλισμό τα πράγματα μπορούν να πάνε μόνο προς το καλύτερο, το κάνουμε με δικό μας ρίσκο… Φαινομενικά “αντικαπιταλιστές” φασίστες μπορούν να ξεπηδήσουν και να υπερισχύσουν των εμφανώς καπιταλιστών φασιστών σε μια κατάσταση όπου ο καπιταλισμός θα είναι στα τελευταία του, και σε κάθε περίπτωση, πολλοί άνθρωποι που ψάχνουν για μια αποτελεσματική δύναμη να ξεφορτωθεί τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό (και είτε αποδέχονται, είτε δεν ενδιαφέρονται και τόσο για πράγματα όπως ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός, ο σεξισμός) θα τους δώσουν μια ευκαιρία καλή τη πίστει, όπως συνέβη και στο παρελθόν (οι φασίστες συχνά έχουν επίσης πολύ λογικά συσσίτια).
Για ένα μεγάλο μέρος της ιστορικής υπερ-αριστεράς αυτό δεν είναι καν ένα πραγματικό ζήτημα, καθώς η ντετερμινιστική “μαρξιστική” θέση αποδίδει στην εργατική τάξη ένα επαναστατικό πεπρωμένο. Το εξαιρετικά αμφιλεγόμενο κείμενο “Auschwitz, ή Το Μεγάλο Άλλοθι” το κάνει ιδιαίτερα σαφές: “Φαίνεται ορισμένες φορές ότι οι εργάτες έχουν παραδοθεί στον ρατσισμό. Αυτό συμβαίνει όταν, απειλούμενοι με μαζική ανεργία, προσπαθούν να την επικεντρώσουν σε ορισμένες μόνο ομάδες: Ιταλούς, Πολωνούς ή άλλους “βρωμιάρηδες ξένους”, “σκυλάραπες”, “κωλόμαυρους” κλπ. Όμως για το προλεταριάτο αυτά τα ερεθίσματα προκύπτουν μόνο στις χειρότερες στιγμές της απογοήτευσής του, και δεν έχουν διάρκεια. Από τη στιγμή που θα περάσει στον αγώνα, το προλεταριάτο καθαρά και συνεκτικά βλέπει τον εχθρό του: είναι μια ομοιογενής τάξη με μια ιστορική προοπτική και καθήκον”.
Σήμερα είναι πιο δύσκολο να είναι κανείς τόσο εξόφθαλμα αισιόδοξος. Η κομμουνιστικοποίηση που θα δημιουργήσει μια αταξική κοινωνία είναι μόνο μια απ’ τις πιθανότητες στον ορίζοντα, και αυτοί που την υποστηρίζουν θα πρέπει να συλλογιστούν επίσης πάνω στα άλλα πιθανά αποτελέσματα και πώς να τα αποφύγουμε. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (1848) κάνει λόγο για τις εναλλακτικές ενός “επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας εν γένει, ή… την αμοιβαία καταστροφή των αντιμαχόμενων τάξεων”. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, μιλάει κι αυτή μετά τον Ένγκελς, για την επιλογή μεταξύ σοσιαλισμού ή βαρβαρότητας. Η “καταστροφή” και η “βαρβαρότητα” στην οποία αναφέρονται δεν πρόκειται απλά για τη συνέχιση του καπιταλισμού όπως τον γνωρίζουμε, αλλά για τη διάλυση της κοινωνίας σε μια κατάσταση ολοκληρωτικού πολέμου και τρόμου.
Μπορεί να αληθεύει ότι δεν κανένας τοπικός ρατσιστικός ή εθνικιστικός “αντικαπιταλισμός” δε θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει μια διαρκή εναλλακτική στον καπιταλισμό -η κοινωνική αναπαραγωγή σήμερα δεν μπορεί να υποχωρήσει από το επίπεδο της παγκόσμιας ανθρώπινης κοινωνίας. Ο Astarian δεν είναι ο μοναδικός απ’ τους υπέρμαχους της κομμουνιστικοποίησης για τον οποίον κάθε τέτοια αντίφαση μπορεί να είναι μόνο προσωρινή εκτροπή στον δρόμο για ένα καλύτερο μέλλον: “Όταν οι αντεπαναστατικές προλεταριακές εναλλακτικές έχουν αποδείξει την αναποτελεσματικότητά τους αποτυγχάνοντας να προσφέρουν την οικονομική σωτηρία του προλεταριάτου, η κομμουνιστικοποίηση θα επιφέρει το άλμα προς την μη-οικονομία” (Η Κομμουνιστικοποίηση ως Διέξοδος από την Κρίση, 2007, εδώ). Όμως τα τελευταία εκατό χρόνια, και μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, δηλώνουν ότι σε καιρούς κρίσης ο δρόμος προς τα μπρος μπορεί να κλείσει οριστικά από απεγνωσμένη ενδοκοινωνική βία και τον φαύλο κύκλο σφαγών και αντιποίνων -ή, όταν μια ομάδα περιθωριοποιείται ιδιαίτερα, σφαγών χωρίς καν τον φόβο αντιποίνων.
Η αντιμετώπιση μιας τέτοιας πιθανότητας δε σημαίνει την εγγραφή σε κάποιο “αντιφασιστικό” λαϊκό μέτωπο διαμεσολαβημένο από το κράτος, τα μήντια ή κάποιες προσωπικότητες, σημαίνει όμως την διαρκή επαγρύπνηση για το ενδεχόμενο ακόμα και φαινομενικά ριζοσπαστικά, εξεγερτικά κινήματα να πάρουν μια τραγική τροπή. Σημαίνει επίσης πως πρέπει να ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτό το πράγμα σε κάθε εξέλιξη εντός του πραγματικού κινήματος γύρω μας, είτε αφορά την άνοδο εθνικιστικών αντι-μεταναστευτικών αισθημάτων σε αγώνες (πχ “βρετανικές δουλειές για βρετανούς εργάτες”) είτε λανσαρισμένες με νέο μανδύα αντισημιτικές αντιλήψεις περί “σωτηρίας της πραγματικής οικονομίας” από τους “απάτριδες” δανειστές (πχ η αμφίβολη έννοια του “αχρήματου” του “Κινήματος Zeitgeist” που φτάνει μέχρι το περιθώριο των δράσεων του κινήματος Occupy). Να βρούμε ένα καταφύγιο σε μια κοσμοθεωρία όπου είτε η κομμουνιστικοποίηση είτε η συνέχιση της υπάρχουσας κατάστασης θα λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν, σημαίνει να αρνούμαστε το φάσμα των ιστορικών επιλογών και τελικά να αρνούμαστε τον ανθρώπινο ρόλο με τις θετικές και αρνητικές δυναμικές του.