“Mise en point: Η Ελλάδα, η Γαλλία και ο Κομμουνισμός”
Αόρατη Επιτροπή
Όλοι συμφωνούν. Θα εκραγεί. Στις αίθουσες των συνελεύσεων, όπως και χθές στο καφέ, φτάσαμε σ’ αυτό συμπέρασμα μαζί, με τόλμη ή γενναιοδωρία. Ευχαριστηθήκαμε υπολογίζοντας τα ρίσκα. Ήδη ανιχνεύουμε τις προληπτικές επιχειρήσεις που διεξάγονται τέμνοντας το έδαφος με το πλέγμα τους. Οι εορτασμοί της πρωτοχρονιάς πήραν μια αποφασιστική τροπή εδώ. “Αυτή είναι η τελευταία χρονιά που θα ‘χουμε στρείδια! [σημ. της ελλ. μετάφρασης: huitre=στρείδι, γαλλική αργκοτική λέξη για τους μπάτσους και εν γένει τους ηλίθιους]. Προκειμένου το πλήθος να μην παρασυρθεί εντελώς από την παραδοσιακή ελευθεριότητα, είναι αναγκαίο να έχει κανείς τους 36.000 μπάτσους και τα 16 ελικόπτερα που έστειλε η Michèle Alliot-Marie [υπουργός δικαιοσύνης], που καθηλωμένη, έψαχνε παντού στις κινητοποιήσεις των μαθητών του Δεκέμβρη [2008] τρέμοντας το παραμικρό σημάδι μιας μετάδοσης από τους Έλληνες. Στο βάθος των καθησυχαστικών σχολίων, ακούμε όλο και πιο καθαρά τις θορυβώδεις προετοιμασίες για ανοιχτό πόλεμο. Κανείς δεν μπορεί να συνεχίσει ν’ αγνοεί τη ρητή, ψυχρή, ρεαλιστική επιτάχυνσή του, που δεν μπαίνει καν πια στον κόπο να παρουσιαστεί σαν μια ειρηνευτική επιχείρηση.
Οι εφημερίδες εντελώς συνειδητά αγνοούν τις αιτίες αυτής της ξαφνικής ανυσηχίας. Υπάρχει η κρίση, ασφαλώς, με τα επικίνδυνα επίπεδα της ανεργίας, την έκρηξη της απελπισίας και του κοινωνικού σχεδιασμού, τα σκάνδαλα Kerviel και Madoff. Έπειτα υπάρχει η χρεωκοπία του σχολικού συστήματος, που δεν μπορεί πια να παράγει εργάτες ή έστω απλά πολίτες, ούτε καν από τα παιδιά της μεσαίας τάξης. Υπάρχει αυτή η αρρώστια, θα ΄λεγε κανείς, μιας νεολαίας που καμιά πολιτική εκπροσώπηση δεν μπορεί να την μεσολαβήσει, που το μόνο που μπορούν να κάνουν μ’ αυτήν είναι να της πουλήσουνε χιλιάδες αυτοκίνητα για να κοπανήσει πάνω σε άλλους, αντί για τα δωρεάν ποδήλατα που δεν καταδέχεται ούτε να παραλάβει.
Όλα αυτά τα ενοχλητικά ζητήματα ωστόσο, δε θα πρεπε να φαίνονται αξεπέραστα σε μια εποχή που το κυρίαρχο μοντέλο διακυβέρνησης έγκειται ακριβώς στην διαχείριση καταστάσεων κρίσης. Εκτός αν σκεφτεί κανείς πως αυτό που έχει η εξουσία να αντιμετωπίσει εδώ πέρα, δεν είναι απλά ακόμα μια κρίση, ή ακόμα μια συνέπεια χρόνιων προβλημάτων και λίγο-πολύ απρόσμενων δυσλειτουργιών. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν μοναδικό κίνδυνο: Αυτόν μιας μορφής σύγκρουσης που προετοιμάζεται, και ο καθένας παίρνει θέση, και που τείνει να ξεφύγει από κάθε έλεγχο.
[…]
Οι άνθρωποι που, σε κάθε σημείο, ενσωματώνουν αυτόν τον κίνδυνο, οφείλουν να αρχίσουν να αναρωτιούνται ορισμένα πράγματα, όχι λιγότερο ασήμαντα από τις ίδιες τις αιτίες, τις δυνατότητες για κινήσεις και μάχες που σε κάθε περίπτωση θα διεξαχθούν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Μεταξύ των οποίων τα κάτωθι: Πως θα “μολύνει” το ελληνικό χάος τη γαλλική κατάσταση; Μια εξέγερση εδώ [στη Γαλλία] δε θα μπορούσε φυσικά να είναι μια απλή αντιγραφή του τί συνέβη εκεί κάτω. Ο παγκόσμιος εμφύλιος πόλεμος έχει ακόμα τις τοπικές ιδιαιτερότητές του, και μια κατάσταση γενικευμένων ταραχών θα πυροδοτούσε μια διαφορετικού βαθμού έκρηξη αν ξεσπούσε στη Γαλλία.
Οι έλληνες ταραχοποιοί είχαν απέναντί τους ένα αποδυναμωμένο Κράτος, ενώ απολαμβάνουν μια υψηλή κοινή συμπάθεια στο πρόσωπό τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν ενάντια στο καθεστώς των συνταγματαρχών που βασίστηκε αυτή η δημοκρατία εκεί, μόλις 30 χρόνια πριν, και μέσα από μια πρακτική πολιτικής βίας. Αυτή η βία, η ανάμνηση της οποίας δεν είναι και τόσο παλιά, φαίνεται να είναι ακόμα προφανής για την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ακόμα και κορυφαία στελέχη του εκεί σοσιαλιστικού κόμματος ήταν εξοικειωμένα με τα κοκτέιλ μολότοφ στα νιάτα τους. Απ΄την άλλη, η παραδοσιακή πολιτική σκηνή εμπεριέχει κομμάτια που είναι απόλυτα ικανά να αφομοιώνουν τέτοιες πρακτικές και να προπαγανδίζουν τις ιδεολογικές κενοτοπίες τους ακόμα και μέσα απ’ τη συμμετοχή τους στις ταραχές. Ωστόσο, η μάχη της Ελλάδας δεν αποφασίστηκε ούτε ξεκαθαρίστηκε στους δρόμους -όπου η αστυνομία εμφανώς έχασε το προβάδισμα- η εξουδετέρωσή της κρίθηκε αλλού. Τίποτα δεν είναι τελικά πιο εξαντλητικό, και τίποτα δεν είναι εκ των πραγμάτων πιο φονικό, από την παραδοσιακή πολιτική, με τα ξεθωριασμένα τσιτάτα της, την απερίσκεπτη σκέψη, και τον κλειστό μικρόκοσμό της.
Εδώ στη Γαλλία, οι πιο ακραίοι απ’ τους σοσιαλιστές γραφειοκράτες μας, δεν ήταν ποτέ πραγματικά κάτι πάραπάνω από σοβαροφανείς αργόσχολοι, κατάλληλοι μόνο για κοινοβουλευτικές ρητορίες, μικροί “υπεύθυνοι” χεσμένοι κωλυσιεργοί. Έτσι επιμένουν να προωθούν αυτόν τον διαχωρισμό μεταξύ του “πολίτη” και του “σπάστη”. Και να βουτάν στα αβαθή των ατελείωτων διχοτομήσεών τους: οι οδηγοί εναντίον των διαδηλωτών, οι απεργοσπάστες εναντίον των απεργών που κρατούν ομήρους, οι φιλήσυχοι πολίτες εναντίον των ταραξιών. Μια σχεδόν γλωσσολογική επιχείρηση, που βαδίζει χέρι-χέρι με ημι-στρατιωτικά μέτρα. Οι ταραχές του Νοέμβρη του 2005 και, σ’ ένα διαφορετικό πλαίσιο, το κοινωνικό κίνημα του Φθινοπώρου του 2007 έχουν δώσει ορισμένα παραδείγματα αυτής της διαδικασίας. Η εικόνα των ενωμένων φοιτητών της Nanterre, που χειροκροτούν τη σύλληψη των συμφοιτητών τους από τους μπάτσους με κραυγές όπως “Πάμε “αγόρια με τα μπλέ” [παραπέμπει και στην ποδοσφαιρική εθνική Γαλλίας], πάμε!” δίνουν μόνο μια θολή εικόνα απ’ το τί μας επιφυλάσσει το μέλλον.
Δε χρειάζεται να πούμε για την προσκόλληση των γάλλων στο Κράτος -εγγυητή των παγκόσμιων αξιών και τελευταίο οχυρό πριν την καταστροφή- μια παθολογική συνθήκη που θα δυσκολευτούμε πολύ να τινάξουμε από πάνω μας. Πάνω απ’ όλα είναι ένας μύθος που δεν μπορεί να κρατήσει πολύ. Η άρχουσα τάξη μας η ίδια το βλέπει ολοένα και περισσότερο σαν ένα άχρηστο βάρος, μιας και αυτοί έχουν ήδη αρχίσει τη σύγκρουση με στρατιωτικούς όρους. Έχουν απωλέσει κάθε ενδοιασμό να στείλουν αντι-τρομοκρατικές μονάδες για να βάλουν σε τάξη τους ταραξίες των προαστείων, ή να απελευθερώσουν ένα κατειλημένο έδαφος που έχει πέσει στα χέρια μισθωτών σκλάβων. Στο βαθμό που το Κράτος Πρόνοιας διαλύεται, μια ωμή αντιπαράθεση μεταξύ όσων επιθυμούν την Τάξη και αυτών που δεν θέλουν άλλο απ’ αυτήν, βλέπει το φως της ημέρας. Κάθε τι που κρατούσε η γαλλική πολιτική σκηνή σε νάρκωση, επανεμφανίζεται τώρα. Δε θα αναρρώσει απ’ αυτό που το καταπίεσε έτσι απλά. Και υπολογίζουμε στο επερχόμενο κίνημα να βρει το μηδενιστικό πνεύμα που είναι απαραίτητο στο προχωρημένο στάδιο της κοινωνικής αποσύνθεσης στο οποίο γεννιέται. Και δε θ’ αποτύχει να το φέρει σε ένα εντελώς νέο επίπεδο.
Ένα επαναστατικό κίνημα λοιπόν, δεν διαδίδεται μέσω “μόλυνσης”, αλλά αντήχησης. Είναι κάτι που οιικοδομείται σε ένα μέρος και αντηχεί με τα κύματα που εκπέμπει σε κάτι που χτίζεται αλλού. Το σώμα που το αντηχεί, αντηχεί και το ίδιο με τον δικό του τρόπο. Μια εξέγερση δεν είναι σαν την μετάδοση της πανώλης ή μιας πυρκαγιάς -μια γραμμική διαδικασία που απλώνεται σε γειτονικά μέρη, από μια αρχική σπίθα. Αντίθετα είναι μάλλον κάτι που παίρνει μουσικές φόρμες, και πυρπολώντας καταφέρνει να επιβάλει τον ρυθμό του δικού του παλμού, ακόμη κι αν χάνεται στον χώρο και στον χρόνο. Και να γιγαντώνεται. Στο σημείο που μια επιστροφή στην κανονικότητα δεν είναι πια ούτε επιθυμητή, ούτε εφικτή.
Όταν μιλάμε για την Αυτοκρατορία, μιλάμε για τους μηχανισμούς της εξουσίας που προληπτικά και χειρουργικά κρατούν αιχμαλωτισμένες όλες τις επαναστατικές δυνατότητες μιας συνθήκης. Υπ’ αυτήν την έννοια, η Αυτοκρατορία δεν είναι κάποιος συγκεκριμένος εχθρός, που έχουμε απέναντί μας. Είναι πολύ περισσότερο ένας ρυθμός που μας επιβάλλεται, ένας τρόπος να διαχειρίζεται κανονικά την πραγματικότητα και να την αποστραγγίζει. Είναι πολύ λιγότερο μια νέα τάξη πραγμάτων και πολύ περισσότερο η θλιβερή, βαρύγδουπη και μιλιταριστική της αποσύνθεση.
Αυτό που ακούμε απ’ τους εξεγερμένους είναι ο βόμβος από μια εντελώς διαφορετική συνθήκη, από ένα εντελώς διαφορετικό κομμάτι της πραγματικότητας, που αναζητά τις αρμονίες του, απ’ την Ελλάδα στα γαλλικά προάστεια.
[…]
Είναι κοινό μυστικό ότι οι καταστάσεις κρίσεις είναι χρυσές ευκαιρίες για την κυριαρχία να ανασυγκροτήσει την δομή της. Κι έτσι ο Sarkozy μπορεί να ανακοινώνει ότι μια πιστωτική κρίση σημαίνει και “τέλος του κόσμου”, και ταυτόχρονα ότι “το έτος 2009 θα βρει τη Γαλλία να εισέρχεται σε μια νέα εποχή”, χωρίς να περνιέται τόσο για ψεύτης. Η απειλή μιας οικονομικής κρίσης θα ήταν μια καλή καινοτομία λοιπόν. Μια ευκαιρία για ένα όμορφο παραμύθι όπου όλοι ενωμένοι θα πολεμήσουμε την ανισότητα, ενώ ταυτόχρονα θα μαχόμαστε ενάντια στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Όλα αυτά, θα πρέπει να παραδεχτούμε, είναι λίγο δύσκολο για την γενιά μας να τ αποδεχτεί, καθώς γεννηθήκαμε σε κρίση, και το μόνο που γνωρίσαμε ποτέ ήταν η κρίση -οικονομική, πιστωτική, κοινωνική, οικολογική. Δεν έχουμε πρόθεση να ακούσουμε γι ακόμα μια φορά κάτι σαν “πρέπει να σφίξουμε το ζωνάρι για λίγο καιρό”. Για να πούμε την αλήθεια, όταν ακούμε τις καταστροφικές στατιστικές της ανεργίας, δεν μας προκαλεί ιδιαίτερη συναισθηματική αντίδραση. Η κρίση είναι ένας τρόπος να κυβερνιούνται οι άνθρωποι. Όταν αυτός ο κόσμος φαίνεται πως μπορεί να συγκρατηθεί πλέον μόνο με τη διαχείριση της ίδιας της συντριπτικής του ήττας. Θα θελαν να μας δουν να τρέχουμε πίσω απ’ το Κράτος, να κινητοποιούμαστε, να εμψυχωνόμαστε, να στηρίζουμε το κάθε απίθανο σχέδιο ρετουσαρίσματος αυτής της κοινωνίας. Είναι όμως που είναι τόσο αηδιαστική μια τέτοια προοπτική που θα μπορούσαμε απλά να αποφασίσουμε να τελειώνουμε μια και καλή με τον καπιταλισμό.
Το διακύβευμα εδώ δεν είναι απλά ποιος απ’ τους 2-3 τρόπους διαχείρισης της κοινωνίας θα επιβληθεί. Αντίθετα, ασταμάτητα και ασυμφιλίωτα σε σύγκρουση μπαίνουν εδώ διαφορετικές ιδέες περί ευτυχίας και οι κόσμοι τους. Η εξουσία το γνωρίζει αυτό, κι εμείς το ίδιο. Τα “αγωνιστικά” απολοιφάδια που μας βλέπουν -ολοένα και πιο πολυάριθμους, ολοένα και λιγότερο ταυτοποιήσιμους- τραβάνε τα μαλλιά της κακόμοιρης κεφαλής τους. Και πάλι, στρέφουν τα όπλα τους εναντίον μας, προκαλώντας ασφυξία, με τις ήττες τους, με την παράλυσή τους, τις ασθενικές αμφιβολίες τους. Από τις “εκλογικές μάχες” στις “μεταβατικές περιόδους”, δεν θα γίνουν ποτέ τίποτε παραπάνω από αυτό ακριβώς που μας κρατά μακριά από την δυνατότητα του κομμουνισμού. Ευτυχώς, ελάχιστοι έχουν πια την όρεξη να ανεχθούν κάθε προδοσία και απόρριχη από δω και πέρα.
Το παρελθόν μας έδωσε τόσο πολλές λάθος απαντήσεις ώστε να γνωρίζουμε πια ότι ήταν οι ερωτήσεις μας που ήταν λανθασμένες.
Έτσι, ΔΕΝ χρειάζεται να διαλέξουμε:
Ή τον φετιχισμό του “αυθόρμητου” Ή τον έλεγχο της Οργάνωσης
Ή το DIY των αγωνιστικών γνωριμιών Ή τους προθαλάμους της ιεραρχίας
Την απεγνωσμένη δράση εδώ και τώρα Ή την απεγνωσμένη δράση όταν ωριμάσουν οι συνθήκες
Το να βάζουμε στην άκρη αυτά που πρέπει να ζήσουμε και να βιώσουμε εδώ και τώρα, στο όνομα ενός παραδείσου που απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο μοιάζοντας με κόλαση Ή το να τρώμε τις σάρκες μας, πεπεισμένοι ότι το να καλλιεργούμε τα δικά μας καρότα μπορεί να είναι αρκετό για να απελευθερωθούμε εμείς απ’ αυτόν τον εφιάλτη.
Τόσο πολλές επιλογές.
Οι οργανώσεις είναι ένα εμπόδιο στο να οργανωθούμε.
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κάποιο χάσμα μεταξύ του τί είμαστε, τί κάνουμε, και τί γινόμαστε. Οι οργανώσεις, είτε πολιτικές είτε συνδικαλιστικές, φασιστικές ή αναρχικές, πάντοτε έχουν τη βάση τους στη δημιουργία πρακτικών διαχωρισμών μεταξύ αυτών των όψεων της ύπαρξης. Έπειτα συνεχίζουν επιδεικνύοντας τον ηλίθιο φορμαλισμό τους ως την μόνη εφικτή θεραπεία για τον διαχωρισμό αυτόν. Να οργανώνεται δεν σημαίνει να βρίσκεις μια δομή για την αδυναμία σου. Είναι πάνω απ’ όλα να σχηματίζεις ισχυρούς δεσμούς, δεσμούς που δεν είναι ουδέτεροι, αλλά έχουν μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο βαθμός της οργάνωσης μετριέται από την ένταση της φύσης του μοιράσματος αυτού, υλικού και πνευματικού.
Λοιπόν, ήδη, “οργανωθείτε υλικά για να επιβιώσετε, οργανωθείτε υλικά για να επιτεθείτε”. Παντού μια νέα ιδέα κομμουνισμού βρίσκεται υπό επεξεργασία. Στα σκοτάδια των μπαρ, στα φωτοτυπάδικα, στις καταλήψεις, στους ακάλυπτους χώρους, σε φάρμες ή γυμναστήρια, επιθετικές συνομωσίες υφαίνονται. Συνομωσίες όπου ο κόσμος παίρνει ξαφνικά μια τροπή προς το πιο επείγον. Αυτές οι συνεργίες δεν πρέπει να στερηθούν τα μέσα που απαιτούν για την ανάπτυξη όλης της δυναμικής τους.
Και είναι μεταξύ αυτών που βρίσκεται η πραγματικά επαναστατική δυνατότητα της εποχής μας. Οι όλο και πιο συχνές εχθροπραξίες είναι υπέροχες επειδή ακριβώς κάθε φορά που συμβαίνουν, είναι η αφορμή για τέτοιου είδους συνεργίες, άλλοτε εφήμερες, αλλά πολλές φορές όσο πιο ακλόνητες μπορούν να είναι. Θα υπάρξει σίγουρα μια διαδικασία συσσώρευσης εδώ. Όταν χιλιάδες νέοι άνθρωποι κρατούν στις καρδιές τους την επιθυμία να εγκαταλείψουν και να σαμποτάρουν αυτόν τον κόσμο, θα πρέπει κανείς να είναι ηλίθιος όσο κι ένας μπάτσος για να ψάχνει από πίσω τους κάποιο χρηματοδότη, ηγέτη, ή έστω ένα απρόσεχτο λάθος.
[…]
Δυο αιώνες καπιταλισμού και εμπορευματικού μηδενισμού κατέληξαν στην εξάπλωση της πιο ακραίας αποξένωσης, την αποξένωση του ίδιου του εαυτού, των άλλων, των πολλών κόσμων που υπάρχουν σ αυτόν τον κόσμο. Το άτομο, αυτή η παλιά θεότητα, αποσυντέθηκε με την ίδια ταχύτητα που είχε πραγματοποιηθεί. Παιδιά της μητρόπολης, ορίστε το στοίχημά μας: Είναι από την πιο βαθιά αλλοτρίωση της ίδιας της ύπαρξης που οι πάντα αποσιωπημένες, οι πάντα αποτρεπόμενες δυνατότητες του κομμουνισμού αναπτύσσονται. Οπωσδήποτε, αυτό με το οποίο πολεμάμε εδώ πέρα, είναι η ίδια η ανθρωπολογία. Η ίδια η ιδέα του “ανθρώπου”. Έπειτα για τον κομμουνισμό, ως προϋπόθεση και ως πειραματισμό. Το μοίρασμα από κοινού μιας συγκεκριμένης ευαισθησίας και η επεξεργασία του μοιράσματος αυτού. Η εύρεση του τί είναι κοινό, και η κατασκευή μιας δύναμης. Ο κομμουνισμός ως η μήτρα, μιας σχολαστικής, αυθάδικης επίθεσης ενάντια στην εξημέρωση. Ως κάλεσμα και ως ονομασία, απ’ όλους τους κόσμους που αντιστέκονται στην αυτοκρατορική ειρήνη, απ’ όλη την αλληλεγγύη που δεν μπορεί να σπάσει απ’ τη δικτατορία του εμπορεύματος, απ’ όλες τις φιλίες που συμβαδίζουν με τις αναγκαιότητες του πολέμου. ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ. Γνωρίζουμε ότι είναι ένας όρος που πρέπει να μεταχειριζόμαστε με προσοχή. Όχι επειδή στην μεγάλη παρέλαση των λέξεων, αυτή δεν είναι πια στην μόδα. Αλλά μάλλον επειδή οι χειρότεροι απ΄ τους εχθρούς μας την καπηλεύτηκαν και συνεχίζουν να το κάνουν. Ωστόσο, επιμένουμε. Ορισμένες λέξεις είναι σαν πεδία μάχης, το νόημά τους είναι μέρος και έπαθλο ενός είδους νίκης, είτε της επανάστασης είτε της αντίδρασης, και αναγκαστικά κερδίζεται με σκληρό αγώνα.
[…]
Κατά την παράδοση, όλα ξεκινούν με ένα “κοινωνικό κίνημα”. Πάνω απ’ όλα τη στιγμή που η αριστερά, η οποία πλέον δεν ασχολείται μόνο με το συγύρισμα της ίδιας της αποσύνθεσής της, αλλά προσπαθεί φαρισαϊκά να κερδίσει λίγη αξιοπιστία του δρόμου. Ωστόσο, έχει χάσει προ πολλού το μονοπώλιο του δρόμου. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σε κάθε νέα διαδήλωση των μαθητών, όπως και κάθε άλλου που τολμούν να υποστηρίζουν: υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα που ποτέ δεν σταματά να διευρύνεται, μεταξύ των κλαψιάρικων αιτημάτων τους, και του επιπέδου της βίας και της αποφασιστικότητας του κινήματος.
Πρέπει να μετατρέψουμε το χάσμα αυτό σε οδόφραγμα.
Αν βλέπουμε ακόμα “κοινωνικά κινήματα” να ακολουθούν το ένα το άλλο, να τρέχουν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο και να μην αφήνουν τίποτα ορατό πίσω τους, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχει κάτι μέσα τους που ακόμα επιμένει. Ένα μικρό ίχνος σκόνης που συνδέει κάτι που δεν επιτρέπει στον εαυτό του να ρυθμιστεί απ’ τον αυθαίρετο χρόνο που επιβάλει η τυπική απόσυρση του ενός ή του άλλου νόμου, με το οποιοδήποτε πρόσχημα. Βλέπουμε κάτι που, με τον δικό του ρυθμό και τις δικές του κινήσεις, αποτελεί μια νέα δύναμη που παίρνει σχήμα. Μια δύναμη που δε θα περιμένει απλά να έρθει η κατάλληλη στιγμή, αλλά θα την επιβάλει, σιωπηλά.
Δεν έχουμε πια χρόνο να περιμένουμε την κατάρρευση. Είτε γίνει αργά ή γρήγορα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Δε χρειάζεται κανεις να σχεδιάσει το πώς θα γίνει η εξέγερση, αλλά να φέρει πίσω την πιθανότητα μιας ανταρσίας σ’ αυτό που δε θα πρεπε ποτέ να σταματήσει να είναι: ο ζωτικός ενθουσιασμός της νιότης, καθώς και της λαϊκής σοφίας. Όσο γνωρίζουμε πως να κινηθούμε μέσα της, η απουσία ενός γενικού σχεδίου δεν είναι τόσο ένα εμπόδιο, όσο μια πιθανότητα. Για τους εξεγερμένους είναι ο μόνος χώρος που μπορεί να τους εγγυθεί ένα βασικό πράγμα: την πρωτοβουλία κινήσεων. Απλά χρειάζεται να ανάψουμε και να κρατήσουμε ζωντανό, όπως κρατά κανείς μια φωτιά, έναν συγκεκριμένο τρόπο να κοιτά κανείς τα πράγματα, μια συγκεκριμένη τακτική έξαψη, ώστε όταν έρθει η στιγμή, ακόμα και τώρα, να είμαστε μια αποφασιστική και συνεχής πηγή αποφασιστικότητας. Ήδη ορισμένα ερωτήματα που μέχρι χθες ίσως έμοιαζαν απαρχαιωμένα ή γραφικά επανέρχονται. Απλά πρέπει να τα προωθήσουμε, όχι να τους δώσουμε την οριστική τους απάντηση, αλλά να τα φέρουμε στη ζωή. Η επανάληψη ορισμένων απ’ αυτά, δεν είναι δα και η μικρότερη από τις αρετές της ελληνικής εξέγερσης:
-Πως μπορεί μια γενικευμένη κατάσταση ταραχής να μετατραπεί σε εξέγερση;
-Τι κάνουμε όταν πάρουμε τους δρόμους και η αστυνομία έχει ηττηθεί σ’ αυτό το πεδίο;
-Έχει ακόμα νόημα μια επίθεση στο κοινοβούλιο;
-Τί σημαίνει, στην πράξη, να ανατρέψουμε την εξουσία σε τοπικό επίπεδο;
-Πώς λαμβάνουμε τις αποφάσεις μας;
-Πως μπορούμε να συντηρηθούμε;
-ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ;
Παρίσι, 22 Γενάρη 2009
[σημείωση: φιλοξενούμε το κείμενο της “Αόρατης Επιτροπής” εδώ λόγω ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, αν και διαφωνούμε με τη συλλογιστική που αναπτύσσεται σε πολλά σημεία, για παράδειγμα την αναγωγή της διαφορετικής πολιτικής εκπροσώπησης, σε Ελλάδα και Γαλλία, εκ μέρους των σοσιαλιστών, στη ψυχοσύνθεση και τα βιώματα των ανώτερων στελεχών τους. Κάτι τέτοιο παραπέμπει σε μια προσωποκεντρική θεώρηση της ιστορίας (που κινείται δηλαδή σύμφωνα με τα καπρίτσια των “απο πάνω”), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες μεταξύ των δυο χωρών, όπως οι παραγωγικές σχέσεις και ο αποκλεισμός διαφορετικών κομματιών του πληθυσμού, και ιδιαίτερα όσον αφορά την “κοινωνική βάση” των δυο πολιτικών αυτών χώρων. Το παράδειγμα είναι ενδεικτικό μιας άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο προσωπικής/ηθικής κριτικής στο ρόλο της αριστεράς, που επαναλαμβάνεται στα κείμενα της τάσης αυτής, καταλήγοντας μάλλον να αποδυναμώνει τη σχετική κριτική.]