Υποχώρηση μετά από μια χαμένη μάχη
Πηγή: Το Κεφάλαιο XVIII του μνημειώδους έργου του Carl von Clausewitz (1780-1831) “Περί πολέμου”.
O Κλαούζεβιτς ήταν Πρώσσος εμπειροπόλεμος στρατιώτης και θεωρητικός του πολέμου που επιρρεάστηκε κυρίως απ’ τους Ναπολεόντιους πολέμους. Σε αντίθεση με την ως τότε κυρίαρχη αντίληψη του πολέμου ως μαθηματικό αποτέλεσμα σχεδιασμών επί χάρτου αλλά και την απόλυτα χαοτική εικόνα των περισσότερων θεωρητικών του Διαφωτισμού, αναλύει διαλεκτικά κάθε αντιπαράθεση βάσει των οικονομικών και τεχνολογικών δεδομένων της εποχής, του κοινωνικού χαρακτήρα του στρατεύματος και των αλληλένδετων πολιτικών και στρατιωτικών στόχων (βλ. και το περίφημο ρητό “ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα”), αλλά και ενός φάσματος απρόβλεπτων παραγόντων στους οποίους η στρατηγική είναι αναγκασμένη να προσαρμόζεται όσο το δυνατόν ταχύτερα.
Με το μικρό αυτό απόσπασμα εγκαινιάζουμε μια σειρά φιλοξενούμενων κειμένων με θέμα την τέχνη του πολέμου γενικά (Κλαούζεβιτς, Μακιαβέλλι, Σουν Τσου, Μαρξ, εμφύλιοι πόλεμοι & ανταρτοπόλεμος) αλλά και ένα πρακτικό savoir-faire περασμένων εξεγέρσεων (Μπλανκί, Παρισινή Κομμούνα, Ισπανικός Εμφύλιος κλπ), ως ερέθισμα για περαιτέρω μελέτη και εξοικείωση με το ζήτημα της στρατηγικής και των τακτικών μιας εξέγερσης, και γενικότερα της κριτικής ανάλυσης μιας σύγκρουσης με υλικούς όρους, που καθώς προμηνύουν άλλωστε και τα think-tanks του αντιπάλου που ολοένα και εντονότερα προσανατολίζονται προς μια στρατιωτική διαχείριση των περιφερειακών κρίσεων είτε πρόκειται για ενοχλητικές διαδηλώσεις στην Ευρώπη, είτε για ταραχές στα γκέττο ή στην περιφέρεια, θα είναι εκ των ουκ άνευ.
Μετά από μια χαμένη μάχη, ο στρατός είναι διαλυμένος, περισσότερο ως προς το ηθικό του, παρά σωματικά. Μια μάχη αμέσως μετά, εκτός αν εμφανιστούν νέες ευνοϊκές συνθήκες, θα οδηγούσε σε μια ολοκληρωτική ήττα, ίσως στην καταστροφή. Αυτό είναι στρατιωτικό αξίωμα. Σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία, η υποχώρηση συνεχίζεται ως το σημείο όπου η ισορροπία δυνάμεων αποκαθίσταται ξανά, είτε μέσω ενισχύσεων, ή υπό την προστασία ισχυρών οχυρωμάτων, ή χάρη σε εξαιρετικές αμυντικές θέσεις που προσφέρει το πεδίο, ή τέλος από μια διάσπαση στις δυνάμεις του εχθρού. Το μέγεθος των απωλειών, το εύρος της ήττας, αλλά πολύ περισσότερο ο χαρακτήρας του εχθρού, θα μετατοπίσουν πιο κοντά ή πιο μακριά αυτήν την αποκατάσταση της ισορροπίας. Ωστόσο πολλές περιπτώσεις μπορούν να βρεθούν, ενός τσακισμένου στρατού που επιτίθεται ξανά μετά από μικρή απομάκρυνση, ενώ οι συνθήκες δεν έχουν μεταβληθεί με κανέναν τρόπο από την πρώτη μάχη. Ο λόγος μπορεί να ανιχνευτεί στην ηθική αδυναμία του αντιπάλου, ή στο ότι το προβάδισμα που κερδήθηκε στην μάχη δεν υπήρξε αρκετό ώστε να καταφέρει μια διαρκή επιρροή.
Να ωφεληθείς απ’ αυτήν την αδυναμία ή από τα λάθη του εχθρού, να μην του αφήσεις ούτε ένα μέτρο παραπάνω απ’ αυτό που επιβάλλει η πίεση των καταστάσεων, μα πάνω απ’ όλα, προκειμένου να κρατηθεί το ηθικό της δύναμης σε όσο το δυνατόν πιο πλεονεκτική θέση, μια αργή υποχώρηση, που προσφέρεται για ακατάπαυστη αντίσταση, συνδυασμένη με θαρραλέα χτυπήματα αντεπίθεσης οποτεδήποτε ο εχθρός προσπαθεί να κερδίσει κάποιο επιπλέον πλεονέκτημα, είναι απολύτως απαραίτητα. Οι υποχωρήσεις των μεγάλων Στρατηγών και των Στρατιών εξοικειωμένων με τον πόλεμο, έμοιαζαν πάντοτε με την υπαναχώρηση ενός πληγωμένου λιονταριού, κάτι που αποτελεί αναμφίβολα την καλύτερη θεωρία του είδους.
Είναι αλήθεια ότι τη στιγμή της εγκατάλειψης μιας επικίνδυνης θέσης έχουμε δει μια επιμονή σε ασήμαντες τυπικότητες που σήμανε ένα ξόδεμα χρόνου, και που, κατά συνέπεια, ακολουθήθηκαν με κίνδυνο, ενώ σε τέτοιες περιπτώσεις τα πάντα εξαρτώνται απ’ τη διαφυγή απ’ την επικίνδυνη θέση ταχύτατα. Οι εξασκημένοι Στρατηγοί θεωρούν αυτήν την αρχή εξαιρετικά σημαντική. Όμως τέτοιες περιπτώσεις δεν πρέπει να συγχέονται με τη γενική υποχώρηση μετά από μια χαμένη μάχη. Όποιος λοιπόν σκέφτεται ότι με μερικές γρήγορες πορείες θα κερδίσει το προβάδισμα, και θα ανακτήσει πιο εύκολα μια απρόσβλητη θέση, διαπράτει μέγα λάθος. Οι πρώτες κινήσεις πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο μικρές, και είναι μια γενική αρχή να μην υποφέρουμε έναν καθορισμό των κινήσεών μας από τον εχθρό. Αυτή η αρχή δεν μπορεί να τηρηθεί χωρίς αιματηρή μάχη με τον εχθρό μες τα πόδια μας, αλλά το όφελος αξίζει τις θυσίες. Χωρίς αυτό θα μπαίναμε σ’ έναν ολοένα και πιο γρήγορο βηματισμό, που γρήγορα θα καταλάμβανε όλο το μέτωπο, και θα κόστιζε σε απώλειες περισσότερους άνδρες απ’ ότι μια εμπλοκή των μονάδων οπισθοφυλακής, ενώ επιπλέον θα έσβηνε ακόμα και τα παραμικρά απομεινάρια μιας διάθεσης αντίστασης.
Μια ισχυρή οπισθοφυλακή συντεθειμένη από εκλεκτά στρατεύματα, υπό τις διαταγές του γενναιότερου Στρατηγού, και με την υποστήριξη ολόκληρου του Στρατού σε κρίσιμες στιγμές, μια προσεκτική χρήση του πεδίου, η χρήση ισχυρών ενεδρών όποτε η εμπροσθοφυλακή του εχθρού τολμά να προχωρήσει και όπου το πεδίο της μάχης παρέχει την ευκαιρία. Με λίγα λόγια, η προετοιμασία και ο σχηματισμός κανονικών μικρών μαχών: αυτά είναι τα μέσα τήρησης αυτής της αρχής.
Οι δυσκολίες μιας υποχώρησης είναι φυσικά μεγαλύτερες ή μικρότερες ανάλογα με το εάν η μάχη δώθηκε υπό περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες, και σύμφωνα με την έκταση της έκβασής της. Η μάχη της Ιένας και της La Belle-Alliance δείχνουν τον βαθμό στον οποίο οτιδήποτε κοντινό σε μια τακτική υποχώρηση μπορεί να καταστεί αδύνατον, εάν ακόμα και ο τελευταίος άνδρας αναλωθεί εναντίον ενός πανίσχυρου εχθρού.
Σήμερα προτείνεται ξανά όπως παλιότερα (Lloyd Bullow κ.α.) η διάσπαση ως μέσο υποχώρησης, δηλαδή να υποχωρείς σε διαφορετικά τμήματα, ή ακόμα και μια έκκεντρη οπισθοχώρηση. Μια τέτοια διάσπαση, καθώς τίθεται ως βολικότερη, και σύμφωνα με την οποία μια συγκεντρωτική δράση εξακολουθεί να είναι εφικτή και να παραμένει υπόψιν, δεν είναι αυτό που εννοούμε: κάθε τί άλλο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, αντίθετο με τη φύση του πράγματος, και συνεπώς ένα μεγάλο σφάλμα. Κάθε χαμένη μάχη είναι αξίωμα αδυναμίας και ανοργανωσιάς, και η πρώτη και άμεση έγνοια είναι η συγκέντρωση, και στη συγκέντρωση να επιτευχθεί η αποκατάσταση της τάξης, του θάρρους και της αυτοπεποίθησης. Η ιδέα της αμφίπλευρης παρενόχλησης του εχθρού με ξεχωριστά αποσπάσματα αμέσως μετά την νίκη του, είναι μια τέλεια ανωμαλία. Ένας λιγόθυμος σχολαστικός μπορεί να πτοηθεί απ’ τον εχθρό του καθ’ αυτόν τον τρόπο, και σε μια τέτοια περίπτωση ίσως έχει αποτέλεσμα. Όμως, αν δεν είμαστε σίγουροι για τον αντίκτυπο στον εχθρό μας καλύτερα να την αφήσουμε. Εάν οι στρατηγικές σχέσεις μετά μια μάχη απαιτούν να καλύψουμε τις δυο πλευρές μας με τέτοια αποσπάσματα, αυτό ας γίνει, καθώς κατά περιπτώσεις είναι αναπόφευκτο, αλλά αυτή η κατάτμηση των δυνάμεών μας πρέπει πάντα να γίνεται αντιληπτή ως ένα κακό, το οποίο άλλωστε σπάνια είμαι σε θέση να κινητοποιήσουμε αμέσως μετά την ίδια την μάχη.
Αν ο Φρειδερίκος ο Μέγας μετά την μάχη του Kollin (19 Ιούνη 1757), και την πολιορκία της Πράγας είχε υποχωρήσει σε τρείς φάλαγγες, αυτό δεν έγινε από επιλογή, αλλά επειδή η θέση των δυνάμεών του, και η αναγκαιότητα της κάλυψης της Σαξονίας, δεν του άφηναν άλλη επιλογή. Ο Βοναπάρτης μετά την μάχη της Βριέννης (30 Γενάρη 1814), έστειλε τον Marmont πίσω στο Aube, ενώ ο ίδιος πέρασε τον Σηκουάνα και έστριψε προς την Troyes. Όμως, το ότι κάτι τέτοιο δεν οδήγησε σε καταστροφή τις δυνάμεις του, οφείλεται αποκλειστικά στις περιστάσεις, καθώς οι Σύμμαχοι, αντί να τον πάρουν στο κατόπι, διέσπασαν τις δυνάμεις τους με ανάλογο τρόπο, στρέφοντας το ένα μέρος τους (Bluecher) προς τον Μάρτη, και το άλλο (Schwartzenberg), από φόβο μη τυχόν είναι πολύ αδύναμο, προωθήθηκε αργά με υπερβολικό δισταγμό.