Categories
Bibliothèque des Emeutes

Περί ταραχών – Bibliothèque des Emeutes

Π   ε   ρ   ί       Τ   α   ρ   α   χ   ώ   ν

Κάθε προσπάθεια των σύγχρονων φτωχών να ανατρέψουν τον κόσμο ξεκίνησε με ταραχές: 1789, 1848, 1871, 1917, 1968, 1978 στο Ιράν και την Νικαράγουα κλπ. Όμως κάθε ταραχή δεν οδηγεί σε μια επανάσταση, δηλαδή μια γενικευμένη σύγκρουση που περιλαμβάνει τους πάντες είτε λαμβάνουν μέρος στην εξέγερση είτε όχι, και που καταλαμβάνει τον δικό της δημόσιο χώρο περιλαμβάνοντας τουλάχιστον ένα μέρος της πόλης και των κατοίκων της εναντίον του Κράτους που την κυβερνά, έχοντας αποτρέψει ή νικήσει τις ένοπλες δυνάμεις της τάξης κι έχοντας κερδίσει την υποστήριξη των κατοίκων που ως τότε παρέμεναν παθητικοί. Έτσι, αν έχουμε απ’ την μία ταραχές που δεν οδηγούν σε εξεγέρσεις ή επαναστάσεις, απ’ την άλλη όλες οι εξεγέρσεις κι επαναστάσεις ξεκινούν με ταραχές. Στην πραγματικότητα μια ταραχή είναι ένα ξεκίνημα και, καθώς δεν υπάρχει κάποια επιστημονική μέθοδος που να προβλέπει με ακρίβεια την έκρηξη κι ακόμα λιγότερο τις συνέπειές της, κάθε ταραχή πρέπει να θεωρείτε σαν ένα πιθανό ξεκίνημα του τέλους του κατεστημένου κόσμου.

Μια ταραχή είναι το ξεκίνημα του διαλόγου. Η έκρηξή της, που θα μπορούσε να ξεκινήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση πολλών άλλων, είναι η πρώτη, αρνητική, ελεύθερη λέξη, προαπαιτούμενο κάθε ποιοτικής αλλαγής. Σήμερα, χωρίς την εξέγερση, κανένας δημόσιος διάλογος δεν είναι εφικτός. Υπάρχει μόνον ο μονότονος μονόλογος αυτών που κυβερνούν. Όπως υποδηλώνει ανερυθρίαστα η γαλλική λέξη για την ταραχή émeute, οι ταραχές έχουν να κάνουν πρώτα απ’ όλα με τις αισθήσεις (emotions). Δεν πρόκειται τόσο για τα λογικά συναισθήματα που πηγάζουν από κάποια ανάλυση, αλλά αντιθέτως για τις εκρηκτικές, παράλογες αισθήσεις που αποκλείουν κάθε λογική. Απ’ την εποχή του θετικισμού ήδη, η λογική θεωρείται ανώτερη της αίσθησης. Όμως καθώς αυτή έχει ξεθωριάσει στο διαχωρισμένο πνεύμα και στην αντικειμενικότητα εδώ και καιρό, είναι τόσο αλλοτριωμένη και διαστρεβλωμένη που ισχυρίζεται ότι μπορεί να αναμοχλεύσει τα πάθη με θετικό τρόπο (κινηματογράφος, μουσική, εμπορικές διαφημίσεις, δελτία ειδήσεων δεν είναι στην πράξη παρά πολυμήχανα εργοστάσια τεχνητών συναισθημάτων). Όμως, αντί να παραδίδουν την ουσία της αίσθησης στη λογική, επεκτείνουν σ’ αυτήν τη διαστρέβλωση και την αντικειμενικότητα που καταστρέφει κάθε λογική. Η οργανωμένη μορφή της λογικής είναι το Κράτος. Απ’ τη στιγμή που ο κόσμος έχει κρατικοποιηθεί, αυτό που επιθυμεί είναι να διατηρήσει για πάντα το παρόν, θέλοντας να απαλλαγεί απ’ την Ιστορία και να ξορκίσει την άγουσα δύναμή της: την αρνητικότητα.

Οι σύγχρονες ταραχές είναι η πυροδότηση του αρνητικού. Αυτό το συναίσθημα, έχοντας γίνει το γκέττο της αυθεντικότητας, είναι εναντίον της λογικής, που έχει καταστεί το παλάτι της διαστρέβλωσης. Πρόκειται για μια ιστορική ανατροπή: μια νέα αίσθηση, η απουσία της συνείδησης κι ο κατ’ εξοχήν χουλιγκανισμός, δημιουργούν συνείδηση, εξεγείρονται ενάντια στη λογική, την ενοποιημένη σκέψη και την αιώνια εξημέρωση του πνεύματος. Η εξέγερση είναι το ανθισμένο ξέσπασμα του παλιού καυγά μεταξύ της αδάμαστης υποκειμενικότητας και της συντηρητικής αντικειμενικότητας.

Η ταραχή είναι το συλλογικό συναίσθημα όταν η συλλογική λογική είναι το Κράτος. Σήμερα, όλες οι ταραχές είναι ενάντια στο Κράτος, κι όλα τα κράτη είναι εναντίον των ταραχών. Είναι το Κράτος και οι ιδεολογίες του που χτυπιούνται απ’ τους κεραυνούς των εξεγέρσεων των φτωχών που εξαπλώνονται. Ένας τέτοιος αξιοσημείωτος πολλαπλασιασμός της ριζοσπαστικής άρνησης, αντί να αντανακλά την αύξουσα διαφορά μεταξύ της αμετακίνητης οργάνωσης της κατεστημένης κοινωνίας και της κίνησης των ανθρώπων που τη σχηματίζουν, συστηματικά μειώνεται: Πρώτα απ’ όλα, η συχνότητα των ταραχών καταλήγει να τις παρουσιάζει στον εχθρό σαν να είναι αναπόφευκτα ατυχήματα χωρίς ιστορική σημασία καθώς καμμία τους δεν είναι η πρώτη ούτε η τελευταία. Δεύτερον, είναι η αστυνομία, δηλαδή το Κράτος, που κρατούν το μονοπώλιο της πληροφόρησης για τις ταραχές: Όποτε είναι εφικτό κάτι τέτοιο, αυτές αποσιωπούνται, ενώ όταν είναι ανέφικτο, οι διαστάσεις τους σκόπιμα παρουσιάζονται μικρότερες. Γενικά, παρέχονται τρεις αριθμοί όσον αφορά τις διαδηλώσεις ενάντια στις κυβερνήσεις: αυτοί που δίνουν οι οργανωτές, οι οποίοι είναι πάντα μεγαλύτεροι, αυτοί που δίνει η αστυνομία, που είναι πάντα μικρότεροι, κι αυτοί που δίνουν τα ΜΜΕ τα οποία παίζουν μεταξύ των δυο άκρων ανάλογα με τη γενική κατάσταση. Όσον αφορά τις ταραχές, οι οποίες δεν έχουν οργανωτές, υπάρχει μόνο ο αριθμός που δίνει η αστυνομία, ενώ τα ΜΜΕ είτε τηρούν σιγή ιχθύος είτε ακολουθούν τις ντιρεκτίβες της αστυνομίας. Το ίδιο όσον αφορά τον υπολογισμό των ζημιών, των νεκρών και τραυματιών, των συλληφθέντων, της ισχύος και του εύρους των συγκρούσεων. Τελικά, όταν έρχεται η ώρα να εξηγήσουν τους λόγους της αναταραχής, οι δημοσιογράφοι και οι λοιποί υπάλληλοι του Κράτους τους υποτιμούν, προβάλοντας προκατασκευασμένες πολιτικές και οικονομικές δικαιολογίες, αγνοώντας το σημαντικό ζήτημα της διάθεσης της στιγμής. Τελικά παπαγαλίζουν κοινωνιολογικές κοινοτυπίες, ή ουρλιάζουν για σκοτεινές συνωμοσίες ανταγωνιστικών υπαλλήλων. Αυτές είναι χυδαίες δικαιολογίες, που δεν λένε ποτέ αρκετά για την ταραχή, μιας και όσο περισσότερο μιλούν γι’ αυτήν, τόσο πιο προφανές γίνεται ότι δεν έχουν πάρει ποτέ μέρος σ’ αυτήν κι ούτε έχουν την παραμικρή ιδέα. Απ’ την άλλη, αυτοί οι αδαείς άνθρωποι νομίζουν ότι οι οδομαχίες αυξάνονται ανάλογα με την προβολή τους στην τηλεόραση.

Η τεράστια πλειοψηφία των σύγχρονων φτωχών διατηρεί μια ακόμα πιο θολή ιδέα για τις ταραχές. Πρώτα απ’ όλα, συνηθίζουν να προσαρμόζουν την άποψή τους σ’ αυτήν που τους σερβίρουν τα ΜΜΕ: πιστεύουν ότι οι ταραχές είναι αδικαιολόγητη βία. Ο διάλογος και η συνεννόηση έχουν αποτύχει. Πώς γίνεται να πέφτει κανείς, ή μάλλον να τραβιέται, σε τέτοιο σημείο; Για κάθε απάντηση σ’ αυτό το ψευτο-ερώτημα είναι έτοιμο κι ένα ψευτο-συναίσθημα: απόγνωση. Αν οι ταραχές μεταμορφώνουν τα συναισθήματα των ταραξιών σε εγρήγορση, μεταμορφώνουν επίσης τη λογική του θεατή τους σε ψευτο-συναισθήματα. Ο θεατής λοιπόν βρίσκεται καθηλωμένος, ανήμπορος να επικοινωνήσει με τους ταραχοποιούς. Ακόμα κι αν τους καταδικάζει, εξακολουθεί να πιστεύει ότι είναι ανεύθυνοι. Καθώς ο ίδιος είναι απών απ’ τις ταραχές όσο κι απ’ την ιστορία, δεν του μένει παρά να παραπονιέται για την έλλειψη κατάλληλων μέτρων και μεταρρυθμίσεων, λες και οι ταραχές είναι θέμα λαθών στη διαχείριση: δύσκολα θα σκεφτόταν κανείς κάτι πιο ανόητο.

Αν οι υπάλληλοι του Κράτους “θάβουν” τις ταραχές, οι φτωχοί τις μυθοποιούν. Στην πραγματικότητα, μυθοποιούν την ίδια τους την εξέγερση -η οποία θεωρείται αδύνατη, όπως έγραφε στο περίφημο γράμμα του ο Ruge στον Marx το 1843- και κατά συνέπεια, το ίδιο και κάθε άλλη. Οι σύγχρονοι φτωχοί συμμετέχοuν σε ταραχές σε πολύ μικρό ποσοστό. Σχεδόν όλες οι ταραχές ξεκινούν απο διαδηλώσεις. Οι διαδηλωτές είναι μια μειοψηφία των σύγχρονων φτωχών και οι διαδηλωτές που συμμετέχουν σε ταραχές, μια μειοψηφία της μειοψηφίας. Και τελικά, είναι μια μειοψηφία των ταραχοποιών που πραγματικά πολεμούν. Έτσι, σχεδόν όλοι οι φτωχοί των πόλεων όπου ξεσπούν ταραχές μαθαίνουν γι’ αυτές μέσα απ’ τις ανακοινώσεις του εχθρού, οι αδέξιες και ντροπιαστικές εξηγήσεις των οποίων για τα τρομερά γεγονότα τείνουν, ακόμα και ασυνείδητα, να διευρύνουν το περιεχόμενό τους μέσω της αναπαράστασης.

Αυτός είναι και ο λόγος που διάφοροι επαναφομοιωτές αποδίδουν τυπικούς λόγους στις ταραχές. Συστηματικά περιορίζουν την εξέγερση στη διαδήλωση απ’ την οποία ξεκίνησε. Διαπράττουν ένα τέτοιο μεθοδολογικό σφάλμα μιας και συνήθως έχουν φύγει απ’ τη διαδήλωση όταν οι ταραχή ξεσπά, κι έτσι έχουν ελάχιστη ιδέα για το τί συνέβη μετά. Οι συζητήσεις κι ακόμα και οι μαρτυρίες των επαναφομοιωτών πάντοτε σχετίζονται με τα πλαίσια της διαδήλωσης, τα οποία δε συμπίπτουν μ’ αυτά της ταραχής, κι ακόμα λιγότερο με την αιτία της.

Οι σύγχρονοι φτωχοί που απουσιάζουν όταν ξεσπούν οι ταραχές, βρίσκονται διαιρεμένοι μεταξύ των λογικοφανών επιχειρημάτων των επαναφομοιωτών και της μυθικής αναπαράστασης της δικής τους εξέγερσης, όπως προβάλλεται στο συμβάν που έχασαν γι’ ακόμη μια φορά. Έχουν μια αίσθηση γι’ αυτό: είναι η αίσθηση που κανείς δε ριψοκινδυνεύει να νιώσει μετά από ένα ποτήρι μπύρα, μια γιορτή που δε χωράει σε κανένα κλαμπ. Ακόμη κι αν η χαρά και η θλίψη, ο θυμός κι η φιλία, η εμπιστοσύνη κι η σαγήνη βρίσκονται εκεί ως το πιο πικρό τέλος, τη φυλακή ή τον θάνατο, ακόμα κι αν το πάθος και η θέληση συνεχώς αναζωπυρώνονται απ’ την ιλιγγιώδη εναλλαγή διαύγειας κι ανατριχίλας, γενναιότητας και φόβου σε σημείο έξαψης και πανικού, το μόνο πραγματικά μυθικό στοιχείο είναι η απίστευτη απόσταση που μια μακρόσυρτη και σιωπηλή κίνηση υποσκάπτει τα πάντα μεταξύ καθημερινής ζωής και ιστορίας, μεταξύ επιβίωσης και ζωής. Ο θεατής, που διαρκώς απουσιάζει απ’ τη ζωή, λησμονεί ότι οι ταραχοποιοί παίζουν τις ζωές τους. Καθώς αυτός χαζεύει φρόνιμα τις παντόφλες του, τείνει να λογικεύεται σύμφωνα με τις εξηγήσεις του εχθρού, συμμαζεύοντας τα συγχυσμένα του όνειρα, που για μια ακόμα φορά κατευθύνονται προς πιο ρεαλιστική βολή.

Αυτή η αποκήρυξη είναι και η λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ του σύγχρονου φτωχού απ’ τον οργισμένο παρία. Οι συνέπειές της είναι η συκοφάντηση της εξέγερσης, η ευθυγράμμιση με την προπαγάνδα του εχθρού, ακόμα και την πιο παράλογη εκδοχή της. Μετά από κάθε εξέγερση, η μια απ’ τις δυο φράξιες υπαλλήλων του εχθρού θα την αποδώσει σε μια συνομωσία, η οποία αποδίδεται είτε στην αντίπαλη φράξια είτε στον αποδιοπομπαίο τράγο της ιδεολογικής προτίμησής της.

Κι αντιμέτωπο μ’ όλα αυτά, χωρισμένο από ένα σωρό αφαιρέσεις στέκεται ένα πλήθος μισοσκλαβωμένων, μισοδιαυγών, μισοαπαθών ανθρώπων: η τεράστια κίνηση της σκέψης που έχουν παράγει τους απομονώνει και τους ακινητοποιεί, εμποδίζοντάς τους απ’ το να σκεφτούν όσο και να δράσουν. Έχουν αισθήσεις φυσικά, αλλά είναι αντιγραμμένες και υποβολιμιαίες, αντιφατικές και άστοχες, οπότε δεν εξεγείρονται. Ή παράγονται από άμεσες και ξαφνικές αφορμές, και μπορούν να ξεσπάσουν για το παραμικρό, ακόμα κι όταν καταστέλλονται απ’ την αστυνομία, και δεν μπορούν να επαναφομοιωθούν καθώς είναι αυθόρμητες.

Το αυθόρμητο είναι το κύριο χαρακτηριστικό των σύγχρονων ταραχών. Όλοι οι φτωχοί, καλοντυμένοι ή ρακένδυτοι, παρασύρονται εξίσου: κανείς δεν μπορεί να καθοδηγήσει τις αισθήσεις του άλλου. Η συνωμοσία είναι βασισμένη σε μυστικά και ψέμματα, μια απ’ τις μεγάλες αντιφάσεις όλων των εργατικών κομμάτων της εποχής που ήθελαν να κατακτήσουν τον κόσμο. Όμως σήμερα, μεταξύ αντίπαλων φραξιών σκλάβων, αυτή υπάρχει περισσότερο σε φαντάσματα κι αφορισμούς.

Μερικές φορές ο εχθρός ξεχωρίζει μάρτυρες κι ηγέτες σε μια εξέγερση, αλλά πάντα εκ των υστέρων. Όταν η αστυνομία ή ο στρατός διαλύουν ένα οδόφραγμα, ακόμα κι ο ομορφότερος λόγος ή η πιο πονηρή συνωμοσία δεν είναι ικανά να πείσουν κανέναν να αντισταθεί με το ζόρι ή να κοιτάξει πώς να διαφύγει. Οι “μάρτυρες” μιας εξέγερσης είναι μόνο οι νεκροί, και οι “ηγέτες” της δεν είναι παρά οι γενναιότεροι, χωρίς να ‘χουν καμμιά εξουσία πάνω στους άλλους, εκτός απ’ το να δίνουν το παράδειγμα. Κι αν ορισμένες φορές οι συκοφάντες ριχτούν στην ανεύρεση επαγγελματιών της εξέγερσης, θα τους βρούνε σίγουρα στα σπίτια τους: οι μόνοι που πληρώνονται για να βρεθούν στο θέατρο των ταραχών είναι η αστυνομία και οι δημοσιογράφοι. Αν βρεθείτε ποτέ ως ερασιτέχνες, δε θα βρείτε παρά ανθρώπους που αγαπούν αυτό που κάνουν, κι αν σας συμβεί παραπάνω από μια φορά, τότε θα είστε μεταξύ πραγματικών ερασιτεχνών.

*~*~*

Μετάφραση από Bibliothèque des Emeutes (http://www.teleologie.org/), βλ. επίσης:

Καλά μπάχαλα και κακά μπάχαλα – Bibliothèque des Emeutes

Categories
Bibliothèque des Emeutes

Καλά μπάχαλα και κακά μπάχαλα – Bibliothèque des Emeutes

Καλά μπάχαλα και κακά μπάχαλα

Κάθε γεγονός που εμπίπτει στις ελάχιστες απαιτήσεις που προσδιορίζουν τί είναι ένα μπάχαλο για τη Βιβλιοθήκη των Ταραχών είναι επαρκώς ικανοποιητικό για να αποδείξει τουλάχιστον μια κατάσταση ανυπόφορη για το Κράτος, και συχνά τους υπόλοιπους διαμεσολαβητές της σκέψης που χρησιμεύουν στο να παραλύουν τις συζητήσεις των ανθρώπων, όπως η εμπορευματοποίηση ή ο διανοουμενισμός. Πρόκειται στις μέρες μας για τρεκκλίζοντες ελιγμούς σ’ ένα πεδίο πιο ευαίσθητο από ποτέ, διάστικτο με πολυάριθμα ταμπού που έχουν συσσωρευθεί στη διάρκεια των τελευταίων δυο αιώνων: τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια για τα μπάχαλα.

Τα μπάχαλα έχουν, σχεδόν εξ’ ορισμού, όλον τον κόσμο εναντίον τους. Δεν φέρνουν παρά την καταστροφή, το ξεσάλωμα της οργής, την απώλεια του ελέγχου, της λογικής, της τακτοποιημένης σκέψης, όλων αυτών που κάνουν τον άνθρωπο να φοβάται μπρος στην απόλαυση. Προβάλουν φιγούρες που τα ξεπερνούν, άγριες, ανεξέλεγκτες κι αδάμαστες, μια απειλή για κάθε ιδιοκτησία και κάθε πολίτη. Τα μπάχαλα είναι μια αποκρουστική υπερχείλιση, όπως οι αφροί στο στόμα ενός λυσσασμένου. Τα μπάχαλα παραμένουν το απόλυτο κακό για την φαντασία των σημερινών πολιτών, των οποίων η επαφή, σχεδόν αποκλειστικά, μαζί τους είναι μέσω της οθόνης της τηλεόρασης, όπως ακριβώς στην εποχή του αστικού φιλελευθερισμού, για την οποία έγραφε ο Ντίκενς στο Barnaby Rudge [ιστορικό μυθιστόρημα του Charles Dickens, με θέμα τις θρησκευτικές ταραχίες στην Αγγλία του 1780], χωρίς να έχει έρθει ο ίδιος ποτέ σε επαφή με τις αποκαλυπτικές εικόνες που περιγράφει.

Αυτός ο σπλαχνικός φόβος αντιλαμβάνεται τον ταραχοποιό με μια προσέγγιση που του αποδίδει αυτό που τον καθιστά τέτοιο, αντίστροφα βέβαια με την εποχή του Ντίκενς: τα μπάχαλα είναι δικαιολογημένα, στα προσδιορισμένα πλαίσια μιας επαναστατικής πράξης. Πρόκειται για το κίνημα που εισήλθε θριαμβευτικά στον παραλογισμό της μπουρζουαζίας, των εξηγήσεων και των επιστημονικών κατασκευών. Τα μπάχαλα της 12ης Μάη 1839 στο Παρίσι [στμ: αποτυχημένη εξέγερση οργανωμένη μυστικά απ’ τη “Συνομωσία των Ίσων”, δεν κατάφερε να διαδοθεί πέρα από μερικούς δρόμους του Παρισιού και πνίγηκε στην καταστολή], με επικεφαλής τον Μπλανκί, και όπως τα διηγείται 100 χρόνια αργότερα ο Dommanget, εξακολουθεί να σκιαγραφεί τα σημερινά πεδία των οδομαχιών. Αν τα όποια μπάχαλα αποτυγχάνουν, θα ευθύνονται κατά τρόπο χονδροειδή αυτοί που βρέθηκαν σ’ αυτά, ξεγελασμένοι απ’ τον αυθορμητισμό τους, που δεν εμπιστεύθηκαν τους προσεκτικούς σχεδιασμούς ενός επαναστατικού κόμματος.

Αυτοί που έχουν συμφέρον στην καταπολέμηση της κάθε εξέγερσης οδηγούν εξίσου τα μπάχαλα σ’ αυτό το πεδίο της λογικής. Σήμερα ακόμη, η πρώτη σκέψη που έρχεται στο κάθε μυαλό, είναι ότι τα μπάχαλα δεν μπορεί παρά να είναι υποκινούμενα, καθοδηγούμενα. Ωστόσο ο σταλινισμός δεν μπορεί πια να κατηγορηθεί για κάτι τέτοιο, το κόμμα που αυτοανακηρύσσεται κόμμα της επανάστασης, δυσανασχετώντας εμφανώς στην παραμικρή υποψία ότι θα πρέπει να την κάνει, θα είναι το πρώτο που θα διαψεύσει κάθε εις βάρος του κατηγορία, σαν να πρόκειται για πραγματικό ζήτημα τιμής. Το κόμμα υποψιάζεται πάντα ποιός κινεί τα νήματα όμως, ειδικά όταν οι ταραχές εκτυλίσσονται ανοιχτά εναντίον του, οπότε δεν μπορεί παρά να υποκινούνται από στοιχεία της αντίδρασης, από τον ιμπεριαλισμό, την αστική τάξη κλπ, οι οποίοι με τη σειρά τους διαψεύδουν κάθε τέτοια κατηγορία. Το 1990, η εποχή που όλοι αυτοί που δόλια κατηγορούσαν τον αυθορμητισμό των άλλων έσπευσαν στο στρατόπεδο των χθεσινών εχθρών τους, όπως οι Αλβανοί προς την Ιταλία, αυτά τα υπέροχα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά των μπαχάλων, που αποτελούν στην πραγματικότητα την εκδήλωση της κατάρρευσής τους, οφείλει να περάσει ανεπιστρεπτί. Δεν πρόκειται για τίποτα τέτοιο. Οι σύγχρονες ταραχές γίνονται ακόμα αντιληπτές όπως οι ταραχές άλλων εποχών. Η παρακμή των διαμεσολαβητών που αναδεικνύονταν από τις ίδιες, έχει δώσει τη σκυτάλη σε μια στρατιά υποτιθέμενων, αυτόκλητων διαμεσολαβητών. Αρκεί, σύμφωνα με τις τρέχουσες φαντασιώσεις, να βρεθεί μια κομματική ή μη πρωτοπορία, μια χούφτα υποκινητές, μια εγκληματική συμμορία, μια μαφία, κάποιοι μυστικοί αστυνομικοί ή πράκτορες, μια θρησκευτική σέχτα, ένα εργατικό ή κι εργοδοτικό συνδικάτο σε κοντινή απόσταση απ’ το πεδίο της μάχης για να φωτιστούν τα πρόσωπα, να βρεθεί επιτέλους ο λόγος. Φυσικά, τα μπάχαλα της νεολαίας του 1990, η εμφανής έλλειψη οργάνωσής τους, ο στοιχειώδης εξοπλισμός τους, η χωρίς αύριο λύσσα τους δεν είναι και τα πιο ταιριαστά χαρακτηριστικά μιας προγραμματισμένης κατάστασης, αλλά και πάλι, αυτή η χαλαρότητά τους δεν είναι το ιδανικό έδαφος για τους χειρισμούς κάθε υποψήφιου υποκινητή; Ψάξτε το ποιος επωφελείται απ’ τις ταραχές, λένε αυτοί που αποφεύγουν να θέσουν το ίδιο ερώτημα όσον αφορά την τρομοκρατία, και θα βρείτε ποιός τους υποκινεί. Έτσι, σε σύγκριση με την εποχή όπου τα μπάχαλα ήταν η ιδιωτική ιδιοκτησία του προλεταριάτου, τώρα είναι πρώτα απ’ όλα τα κίνητρα, καθώς οι ποικιλίες ταραχών και ταραχοποιών έχουν απελευθερωθεί από κάθε στολή. Κι αυτή η απελευθέρωση έχει, με την ίδια κίνηση, επιτρέψει έναν πολλαπλασιασμό των ταραχών σε σχέση με την εποχή που κλείνονταν σε πιο συμπαγή πλαίσια.

Στη σύντομη παροντική ιστορική στιγμή, όπου αυτοί που έχουν σφαιτεριστεί τον λόγο αναδιοργανώνονται, δεν υπάρχει ακόμη πια κάτι που να τους επιτρέπει να οικειοποιούνται τα μπάχαλα. Θα έπρεπε ίσως να εξαιρέσουμε εδώ τις πολύ μειοψηφικές ριζοσπαστικές τάσεις του εκλειπόντος δυτικού επαναστατικού κινήματος, που αγωνίζονται για να ξαναβρούν την χαμένη θέση τους, ιδίως αφότου η ενηλικίωσή τους προσέθεσε ένα επιπλέον βάρος στην κάλυψη της απόστασης προς αυτήν. Αποδέχονται τα μπάχαλα ως αρχή, χωρίς να μπορούν να παρατηρήσουν την μεταμόρφωσή τους εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα. Από την εποχή του Watts, γι’ αυτούς τους ιδεολόγους, ένα μπάχαλο είναι κάτι καλό, ενώ ένα κακό μπάχαλο δεν είναι πραγματικό μπάχαλο, κι ένα καλό μπάχαλο είναι πάντα σαν τα μπάχαλα του Watts. Οι γάλλοι μετακαταστασιακοί για παράδειγμα, δεν είδαν στο θέαμα των ταραχών του Vaulx-en-Velin [στμ: προάστειο της Λυόν, όπου τον Οκτώβρη του 1990 ξέσπασαν πολυήμερες ταραχές μετά τον φόνο νεαρού από αστυνομικούς, οι ταραχές διαδόθηκαν αλυσιδωτά, αλλά διασπάστηκαν από την σύγκρουση ταυτοτήτων, γενιών, γειτονιών κλπ, που επέτρεψαν την ανάδυση των επαναφομοιωτών], ή άλλες παρόμοιες θεαματικές καταστάσεις όπως του Ουζμπεκιστάν [ταραχές ενάντια στη σουνίτικη τουρκική μειονότητα, του 1989, στη διάρκεια των οποίων έγιναν στόχος επιθέσεων πολλά κρατικά κτίρια], φαίνεται να ήταν πολύ εθνοτικές, ενώ στο Κασμίρ πολύ θρησκευτικές; Για άλλους ιδεολόγους, τα μπάχαλα είναι εξ’ ορισμού κάτι κακό. Και τότε όμως, η υποκρισία είναι εύκολο να ξεμασκαρευτεί: ποιός καλός δημοκρατικός δυτικός δε θα συμπαθήσει έστω εξ’ αποστάσεως, τους Αλβανούς ταραχοποιούς που τα βάζουν με το τελευταίο σταλινικό κράτος, ενώ την ίδια στιγμή κατεβάζει τα φρύδια μπρος στους μαροκινούς συνδικαλιστές, που γοητευμένοι απ’ τον ίδιο πλουραλισμό με τον δικό του, ξεσπούν σε μια άσχημη λεηλασία και σε οργισμένες οδομαχίες που τον κάνουν γρήγορα να ξεχάσει την απεργία του. Επομένως, τα μπάχαλα δεν είναι καλά ή κακά παρά μόνο σε σχέση με την υποστήριξη που θα λάβει η ιδεολογία της υπεράσπισής τους.

Κανείς δεν έχει ανοσία απέναντι στο δηλητήριο του ηθικισμού, είναι φανερό επίσης και στη Βιβλιοθήκη των Ταραχών, με τη διαφορά ότι είναι η μόνη που το αναγνωρίζει. Θα ήταν παράξενο η επίδραση της ιδεολογίας να ήταν μικρότερη στη σκέψη μας, απ’ ότι στη δραστηριότητα των ταραχοποιών. Αν θέλουμε να προσδιορίσουμε τα “καλά” μπάχαλα, τα σύμφωνα με τις επιθυμίες μας, θα τα περιγράφαμε όπως ο Ντίκενς τα “ανοσιουργήματα”, με τη διαφορά ότι το εννοούμε με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο. Αν ήταν εφικτό, σ’ αυτόν τον κόσμο, μια λύσσα ειλικρινής και κοινή να μοιράζεται ταυτόχρονα από 400 άτομα, απ’ τα οποία κανένα να μην έχει μια ιεραρχική θέση, και τα οποία δε θα γνωρίζονταν καν πριν απ’ αυτήν τη συνάντηση, να τα οδηγούσε, δίχως τον παραμικρό δισταγμό, σε μια χαρούμενη λεηλασία των εμπορευμάτων στο πέρασμά τους και σε μια επίθεση (ει δυνατόν νικηφόρα) επί των δυνάμεων της τάξης, καταστρέφοντάς τες, αδελφοποιώντας την μεγάλη μάζα τους μ’ αυτό το αυθόρμητο πλήθος, που θα εξαπλωνόταν χωρίς όρια, μην αφήνοντας περιθώρια ύπαρξης σ’ αυτόν τον κόσμο. Στις πραγματικές διαδηλώσεις, εκεί όπου περιμένουμε το κουράγιο, συχνότερα συναντούμε τη ψευδή συνείδηση, άλλοτε ρατσιστική, άλλοτε θρησκευτική, άλλοτε οπαδική, άλλοτε μιας λεηλασίας όχι από οργή αλλά από υπολογισμό. Πιθανόν να δούμε έναν μαχητή των ταραχών, ως βερολινέζο “αυτόνομο”, ως αγωνιστή εργάτη, ως κορεάτη φοιτητή, ως έναν ηθικιστή αγωνιστή, που κατεβαίνει απ’ το αμάξι με τους συναδέλφους του, με άλλους οπαδούς, με μια νόμιμη πολιτική οργάνωση. Θα υπάρχουν σίγουρα κάποιοι σαραντάρηδες που δε θα ξεπεράσουν ποτέ την εφηβική απόλαυση της εξέγερσης ενάντια στο αυτονόητο, μερικοί έφηβοι που θα κάνουν οικονομία σ’ αυτήν για να τη γεύονται για πάντα, και ορισμένοι νομιμόφρονες πολίτες που θα βρεθούν εκεί κατά τύχη, από μια διαστρεμμένη περιέργεια, ή για να ξεγελάσουν την ανία τους, και που, καλυμμένοι απ’ τη σκιά μιας προς στιγμήν ατιμωρησίας, θα επωφεληθούν για μερικές πικρές στιγμές εκδίκησης. Ιδού με τί μοιάζει ένα καλό μπάχαλο, όπως το σκεφτόμαστε. Και θα μπορούσαμε εξίσου να παρουσιάσουμε ένα κακό τέτοιο, σαν μια ευχαρίστηση κοινή και ανοιχτή προς κάθε προοπτικής ελευθερίας. Επειδή τα μπάχαλα είναι η δεξαμενή για κάθε μορφή ατομικής αλλοτρίωσης, διασπαστικής, χωρίς ενότητα, σε ανταγωνισμό με κάθε τέτοια συλλογικής αλλοτρίωσης.

Στην πραγματικότητα, εάν η Βιβλιοθήκη των Ταραχών ανακαλύπτει έτσι μια αντίφαση μεταξύ των καλών και των κακών ταραχών, είναι για να βρει την μέθοδο σε σχέση με τα γεγονότα. Απ’ την μια πλευρά, προφανώς παίρνουμε μέρος, και μια ταραχή που κολακεύει την υποκειμενικότητά μας και επιβεβαιώνει τα συμπεράσματά μας είναι μια καλή τέτοια. Αλλά η ύπαρξη μιας Βιβλιοθήκης των Ταραχών διέπεται από μια άλλη ιδέα, της αναγνώρισης ότι δεν είμαστε εμείς που ανανεώνουμε την Ιστορία, ότι δεν είναι άλλο απ’ αυτήν την ανανέωση που περιμένουμε τη συνέχεια (και το τέλος) της ιστορίας, και ότι αυτή η νεότητα εκφράζεται αναγκαστικά μέσα απ’ τις ταραχές. Κι όπως κάθε τί νέο, δεν μπορεί προφανώς παρά να συγκρούεται με κάθε υπάρχουσα άποψη και κάθε βεβαιότητα. Να ανακαλύπτουμε την νεότητα αυτού του κόσμου σημαίνει να σχετικοποιούμε τις ταραχές που κολακεύουν τις ιδέες μας, και ν’ αναζητούμε το αρνητικό σ’ αυτές που τις αρνούνται: του Tirgu Murges στη Ρουμανία, όπου Ούγγροι και Ρουμάνοι εθνικιστές αλληλοσκοτώνονταν, προς μέγα όφελος και των δυο κρατών. Του Σινδ, όπου Μοτζαχίρ και Σινδίς ξέσπασαν σε αιματηρές μάχες για λόγους που φαίνεται να καταδικάζουν κι οι ίδιοι, του Κοσόβου, όπου χωρικοί, πιθανώς στρατολογημένοι, πήραν τα όπλα τους του 1945 για να τους παραχωρηθεί απ’ το κράτος μια μεταρρύθμιση προς όφελος της εθνικότητάς τους, χωρίς καν να τους περνάει απ’ το μυαλό μια επίθεση στα εμπορεύματα. Τα άσχημα μπάχαλα, εθνικιστικά, εθνοτικά, θρησκευτικά, αυξάνονται. Όταν τα μπάχαλα τα κάνουν φασίστοειδείς σκινχεντς, Τυνήσιοι ισλαμιστές, Ζουλού οπλισμένοι με δόρια κι ασπίδες, ή Ινδοί φοιτητές αγωνιζόμενοι για την υπεράσπιση του συστήματος των καστών, είμαστε απρόθυμοι να τους βάλουμε πλάι-πλάι με τους ταραχοποιούς των ταραχών της πείνας ή των βρετανικών προαστείων. Όμως ασφαλώς θα εμφανιστούν και ταραχολόγοι, και δεν είναι σίγουρο ότι αυτοί οι επίδοξοι επαναφομοιωτές θα είναι πολύ πιο έτοιμοι να ενσωματώσουν αυτές τις άσχημες ταραχές απ’ ότι τις καλές μας. Γιατί οι ιδέες, οι κατηγορίες, οι μέθοδοι έρευνας και οι επαγγελματίες επαναστάτες που έχουν περάσει μέχρι σήμερα είναι πια τελειωμένοι. Κι αυτό μας λέει ότι αυτός ο κόσμος είναι σήμερα σε πολύ μεγαλύτερο αναβρασμό απ’ ότι ήταν στις οργισμένες ταραχές του 1990.

Το κείμενο της Bibliothèque des Emeutes γράφτηκε το 1991. Μεταφράστηκε εδώ ως μικρή συνεισφορά στη συζήτηση με αφορμή τις τρέχουσες κινητοποιήσεις στη Γαλλία. Πηγή [teleologie] βλ. επίσης: Περί ταραχών.