Για την αλλοτρίωση της εργασίας – Καρλ Μαρξ
[…]
Ο εργάτης, όσο περισσότερα αγαθά παράγει, τόσο φθηνότερο εμπόρευμα γίνεται. Η υποτίμηση του ανθρώπινου κόσμου αυξάνεται σε άμεση αναλογία με την αύξηση της αξίας του κόσμου των πραγμάτων. Η εργασία δεν παράγει μόνο εμπορεύματα, παράγει επίσης τον εαυτό της και τους εργάτες σαν ένα εμπόρευμα. Και γίνεται αυτό στην ίδια αναλογία που παράγει εμπορεύματα γενικά.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι το αντικείμενο που παράγει η εργασία, το προϊόν της, αντιστρατεύεται την εργασία σαν κάτι αλλότριο, σαν μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό. Το προϊόν της εργασίας είναι εργασία που ενσωματώθηκε κι απέκτησε υλική μορφή σ’ ένα αντικείμενο, είναι η αντικειμενοποίηση της εργασίας. Η πραγμάτωση της εργασίας είναι η αντικειμενοποίησή της. Στη σφαίρα της πολιτικής οικονομίας, η πραγμάτωση αυτή της εργασίας, εμφανίζεται σαν απώλεια της πραγματικότητας του εργάτη, η αντικειμενοποίηση σαν απώλεια και υποδούλωση προς το αντικείμενο και η ιδιοποίηση σαν αποξένωση, σαν αλλοτρίωση.
Εμφανίζεται τόσο πολύ η πραγμάτωση της εργασίας σαν απώλεια της πραγματικότητας που ο εργάτης χάνει την πραγματικότητά του ως το σημείο να πεθαίνει από την πείνα. Εμφαβίζεται τόσο πολύ η αντικειμενοποίηση σαν απώλεια του αντικειμένου, που ο εργάτης απογυμνώνεται ληστρικά από τ’ αντικείμενα που χρειάζεται περισσότερο όχι μόνο για τη ζωή του, αλλά και για τη δουλειά του. Η εργασία η ίδια γίνεται με τεράστια προσπάθεια και με σπασμωδικές διακοπές. Εμφανίζεται τόσο πολύ η ιδιοποίηση του αντικειμένου σαν αποξένωση, που όσο περισσότερα αντικείμενα παράγει ο εργάτης τόσο λιγότερα μπορεί να κατακτήσει και τόσο περισσότερο πέφτει κάτω από την κυριαρχία του προϊόντος του, του κεφαλαίου.
Όλες αυτές οι συνέπειες περιέχονται σ’ αυτό το χαρακτηριστικό, ότι η σχέση του εργάτη προς το προϊόν της εργασίας του είναι σχέση προς ένα ξένο αντικείμενο. Γιατί είναι φανερό ότι, σύμφωνα μ’ αυτή την τοποθέτηση, όσο περισσότερο ο εργάτης, πιέζει τον εαυτό του στη δουλειά, όσο πιο ισχυρός γίνεται ο ξένος αντικειμενικά κόσμος που φέρνει σε ύπαρξη υπεράνω και ενάντια στον εαυτό του, τόσο πιο φτωχός γίνεται ο ίδιος και ο εσωτερικός του κόσμος και τόσο λιγότερο ανήκει στον εαυτό του. Το ίδιο συμβαίνει με τη θρησκεία. Όσο περισσότερο ο άνθρωπος εναποθέτει τον εαυτό του στο Θεό, τόσο λιγότερο παραμένει ο εαυτός του. Ο εργάτης εναποθέτει τη ζωή του στο αντικείμενο, αλλά τώρα η ζωή του δεν ανήκει σ’ αυτόν αλλά στο αντικείμενο. Έτσι, όσο μεγαλύτερη είναι η δραστηριότητά του, τόσο λιγότερα αντικείμενα κατορθώνει να έχει στην κατοχή του. Όποιο κι αν είναι το προϊόν της εργασίας του, ο εργάτης δεν υπάρχει σ’ αυτό. Έτσι όσο μεγαλύτερο είναι το προϊόν αυτό, τόσο λιγότερο ο εργάτης είναι ο εαυτός του. Η εξωτερίκευση του εργάτη στο προϊόν που παράγει σημαίνει όχι μόνο ότι η εργασία του γίνεται ένα αντικείμενο, μια εξωτερική ύπαρξη, αλλά ότι υπάρχει έξω απ’ αυτόν, ανεξάρτητα απ’ αυτόν και ξένα προς αυτόν, και αρχίζει να τον αντιμετωπίζει σαν μια αυτόνομη δύναμη, σημαίνει ότι η ζωή με την οποία προίκισε το αντικείμενο τον αντιμετωπίζει σαν εχθρικό και ξένο.
Ας κοιτάξουμε τώρα από πιο κοντά την αντικειμενοποίηση, την παραγωγή του εργάτη, την αποξένωση, την απώλεια του αντικειμένου του προϊόντος του.
Ο εργάτης δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτα χωρίς τη φύση, χωρίς τον αισθητό εξωτερικό κόσμο. Είναι η ύλη μέσα στην οποία πραγματώνεται η εργασία του, μέσα στην οποία δραστηριοποιείται και από την οποία και με τα μέσα της οποίας παράγει.
Αλλά όπως ακριβώς η φύση παρέχει στην εργασία τα μέσα της ζωής, με την έννοια ότι η εργασία δε μπορεί αν ζήσει χωρίς αντικείμενα πάνω στα οποία να λειτουργήσει, έτσι παρέχει τα μέσα ζωής με τη στενή έννοια της φυσικής διαβίωσης του εργάτη. Όσο περισσότερο ο εργάτης ιδιοποιείται τον εξωτερικό κόσμο, την αισθητή φύση μέσα από την εργασία του, τόσο περισσότερο αποστερεί τον εαυτό του από τα μέσα της ζωής από δυο απόψεις: πρώτο, ο αισθητός εξωτερικός κόσμος γίνεται όλο και λιγότερο ένα αντικείμενο που ανήκει στην εργασία του, ένα μέσο ζωής της εργασίας του, και δεύτερο, γίνεται όλο και λιγότερο μέσο ζωής με την άμεση έννοια, ένα μέσο για τη φυσική επιβίωση του εργάτη.
Οπότε, και κατά τη μία άποψη και κατά την άλλη, ο εργάτης γίνεται σκλάβος του αντικειμένου του, πρώτο γιατί δέχεται ένα αντικείμενο εργασίας, δηλαδή δέχεται εργασία και δεύτερο γιατί δέχεται μέσα διαβίωση. Πρώτο, δηλαδή, ότι μπορεί να υπάρξει σαν εργάτης και δεύτερο ότι μπορεί να υπάρξει σαν φυσικό υποκείμενο. Η κατάληξη αυτής της υποδούλωσης είναι ότι μόνο σαν εργάτης μπορεί να διατηρήσει τον εαυτό του σαν φυσικό υποκείμενο και μόνο σαν φυσικό υποκείμενο μπορεί να είναι εργάτης.
(Η αλλοτρίωση του εργάτη μέσα στο αντικείμενό του εκφράζεται σύμφωνα με τους νόμους της πολιτικής οικονομίας με τον ακόλουθο τρόπο: όσο περισσότερο παράγει ο εργάτης, τόσο λιγότερο πρέπει να καταναλώνει, όσο περισσότερες αξίες δημιουργεί, τόσο περισσότερο χάνει ο ίδιος την αξία του, όσο περισσότερο τελειοποιείται το προϊόν του, τόσο περισσότερο παραμορφώνεται ο εργάτης. Όσο πιο πολιτισμένο το προϊόν του, τόσο πιο βάρβαρος ο εργάτης, όσο πιο ισχυρή η εργασία, τόσο πιο ανίσχυρος ο εργάτης, όσο πιο βελτιωμένη η εργασία, τόσο πιο άβουλος και περισσότερο υπόδουλος στη φύση γίνεται ο εργάτης).
Η πολιτική οιικονομία αποκρύβει την αλλοτρίωση στη φύση της εργασίας, αγνοώντας την άμεση σχέση ανάμεσα στον εργάτη (εργασία) και την παραγωγή. Η εργασία, σίγουρα, παράγει θαύματα για τον πλούσιο. Για τον εργάτη, όμως, παράγει αποστέρηση. Παράγει παλάτια, αλλά μόνο τρώγλες για τον εργάτη. Μπορεί οι μηχανές ν αντικαθιστούν χειρονακτική εργασία, αλλά δεν παύουν να στέλνουν άλλους εργάτες πίσω σε βάρβαρους τρόπους δουλειάς και άλλους να τους μετατρέπουν σε εξαρτήματά τους. Η εργασία παράγει ευφυϊα αλλά επίσης και ηλιθιότητα και αποβλάκωση για τους εργάτες.
Σημείωση: Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το θεμελιώδες έργο του νεαρού Μαρξ Τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, εδώ από τις εκδόσεις Γλάρος, ενώ έχει μεταφραστεί κι εκδοθεί κι από τη Διεθνή Βιβλιοθήκη.