Για την ήττα των ταραχών στην Αγγλία
Ως το αποκορύφωμα ολόκληρου του μεταπολεμικού κύματος ταξικών αγώνων στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Χειμώνας της Δυσαρέσκειας (Winter of Discontent) εξέφραζε ολόκληρη τη δυναμική αλλά και τα όρια των αγώνων αυτών – για, για την κυρίαρχη τάξη, όλα τα προβλήματα που θα έπρεπε να επιλύσει προκειμένου να ξανακάνει το ΗΒ ένα ασφαλές μέρος για την καπιταλιστική συσσώρευση.
Οι περισσότερες απεργίες των 60es και των 70es ξεκίνησαν ως άγριες/εξωσυνδικαλιστικές με τα συνδικάτα να τις “επισημοποιούν” διστακτικά – ως ένα μέσο για να ξανακερδίσουν τον έλεγχο της κατάστασης που φάνηκε να υπόσχεται ένα προλεταριακό κίνημα που θα πραγματοποιούσε μια αποφασιστική ρήξη με την παραδοσιακή συνδικαλιστική οργάνωση. Ωστόσο, παρά την μαχητικότητα των εργατών που συχνά αντιστεκόταν στις συνδυασμένες απόπειρες των επιχειρήσεων και των εργατοπατέρων να τους ελέγξουν, αυτή η αποφασιστική ρήξη δεν ήρθε ποτέ. Ούτε καν στον Χειμώνα της Δυσαρέσκειας, όταν μια ολόκληρη πόλη όπως το Hull βρισκόταν υπό τον έλεγχο των εργατικών επιτροπών. Οι εργάτες ήταν πρόθυμοι να αμφισβητήσουν το ρόλο τους ιστορικά, αλλά δεν έφτασαν ποτέ στο σημείο να αμφισβητήσουν ολόκληρη τη δομή της ταξικής κοινωνίας.
Τόσο οι απεργίες όσο και τα μπάχαλα (riots) υπήρξαν μορφές συλλογικής διαπραγμάτευσης του ταξικού αγώνα – μορφές τις οποίες παίρνουν τα αιτήματα για την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου και της εξουσίας και τον συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων. Την ίδια στιγμή, και καθώς οι απεργίες άρχισαν να φθίνουν στα 80es (φτάνοντας τελικά πάτο, απ’ όπου δεν ανένηψαν ακόμα) τα πολυπληθή μπάχαλα επανεμφανίστηκαν ως μια μορφή αγώνα. Όμως, αυτό που θα αποτελούσε τον ζωτικής σημασίας συνδετικό ιστό μεταξύ των δύο δεν εφευρέθηκε ποτέ. Οι αγώνες ενάντια στην εργασία μέσα στους χώρους εργασίας στα 60es-70es: οι άγριες/εξωσυνδικαλιστικές απεργίες, οι συστηματικές κοπάνες (absenteeism), το χαμήλωμα της παραγωγικότητας, το σαμποτάζ, οι συγκρούσεις, δε συνδέθηκαν ποτέ με τους άλλους αγώνες έξω από την εργασία: των μαύρων, των γκέι, των γυναικών, των εργατικών κατοικιών, των καταληψιών στέγης, των τοπικών αγώνων, της “drop out” κουλτούρας, της συνειδητής ανεργίας, των free festivals κλπ. Με τον ίδιο τρόπο, οι μετέπειτα περισσότερο αμυντικές απεργίες και οι μητροπολιτικές ταραχές των 80es ποτέ δε συνάντησαν η μια την άλλη, παρότι οι μεν διέθεταν ποιοτικά χαρακτηριστικά που έλειπαν στις δε, και το αντίθετο.
Καθ’ αυτόν τον τρόπο, τα μπάχαλα ποτέ δε ξεπέρασαν τις ίδιες τις αντιφάσεις τους
Όσο “προλεταριακά ψώνια” κι αν ήταν οι λεηλασίες καταστημάτων (looting), παρέμεναν πάντοτε ψώνια, μια μορφή κατανάλωσης που δεν ανέτρεπε ολοκληρωτικά το εμπόρευμα, όπως ίσως φαντάζονταν μερικοί, δε θα μ πορούσε να το κάνει άλλωστε χωρίς να συνδεθεί με τους εργαζόμενους στους ίδιους τους χώρους εργασίας. Ποτέ δεν προέκυψε ένα κοινωνικό κίνημα από τα μπάχαλα με καθαρή συνείδηση του εαυτού του και της δύναμής του. Υπήρχε, σε κάθε περίπτωση μια σταδιακή υποβάθμιση της ποιότητας των ταραχών. Καθώς η οικονομική πίεση και η κοινωνική ανασφάλεια έζωναν όλο και περισσότερο τις ανθρώπινες ζωές, ενθαρρύνοντας έναν πιο απομονωμένο ανταγωνισμό του καθενός-εναντίον-όλων για την επιβίωση, κάτι τέτοιο αντανακλούταν και στις ταραχές: ψειρίσματα, βιασμοί και άλλοι ψυχωτικοί οππορτουνισμοί διαβρώναν την γιορταστική ατμόσφαιρα και την αίσθηση αλληλεγγύης που κυριαρχούσε στα παλιότερα μπάχαλα. Οι κάμερες CCTV και άλλες τροποποιήσεις του αστικού περιβάλλοντος και της δημόσιας τάξης είχαν επίσης τα αποτελέσματά τους. Προς στιγμήν, τα εξεγερσιακά μητροπολιτικά προλεταριακά μπάχαλα φαίνεται να έχουν βουλιάξει χωρίς να αφήσουν τα ίχνη τους ως μια μορφή αγώνα (οι πρόσφατες συγκρούσεις στις διαδηλώσεις τύπου DIY/Reclaim The Streets είναι ένα εντελώς διαφορετικό φαινόμενο, που προκύπτει από ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας, που σε σχέση με τα προλεταριακά μπάχαλα μάλλον απεικονίζει τη διαφορά μεταξύ διαμαρτυρίας και αγώνα).
Οι αντιφάσεις και οι ασάφειες των αγώνων της περιόδου αυτής, που θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί εντελώς διαφορετικά, πήραν όλες το στραβό δρόμο κάτω από την επίδραση της αντεπίθεσης της κυρίαρχης τάξης. Αυτό είναι το σημείο μηδενικής ορατότητας (γίνεται ορατό μετά το πέρας του) που αντικρύζει κανείς όταν διαβάσει τις σχετικές ριζοσπαστικές θεωρητικές αναλύσεις τις περιόδου. Αμέλησαν ολοκληρωτικά την πιθανότητα μιας ήττας που τελικά αντιμετωπίσαμε και την υποφέρουμε ακόμη.
Οι αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας χρησιμοποιήθηκαν για να απομονώσουν και να εξατομικεύσουν τους εργάτες ακόμη περισσότερο. Η μαζική απόσυρση των επενδύσεων από τη βιομηχανία στις αρχές των 80es (με την μετεγκατάστασή τους σε φθηνότερες αγορές εργασίας όπως οι τότε αναπτυσσόμενες “οικονομικές τίγρεις” της Ασίας) και η συνακόλουθη ανάπτυξη της παροχής υπηρεσιών, η επισφάλεια και το τέλος της μόνιμης εξασφαλισμένης εργασίας σήμαιναν μια ολοένα και πιο κινούμενη και κατακερματισμένη εργατική δύναμη, με ελάχιστους ανθρώπους να συνδέονται με έναν συγκεκριμένο χώρο εργασίας ή τις μακροχρόνιες συναδελφικές σχέσεις που ήταν απαραίτητες για την ανάπτυξη μιας αμοιβαίας εμπιστοσύνης, γνώσης και αλληλεγγύης.
Οι άνεργοι σπρώχτηκαν βίαια στην εργασία (με το New Deal, την αναδιοργάνωση του ταμείου ανεργίας κλπ), ενώ το να κυνηγάς τα επιδόματα έγινε από μόνο του μια full-time εργασία, ενώ η οικονομία της παροχής υπηρεσιών (ή του εγκλήματος) απορρόφησαν το υπόλοιπο της εργατικής δύναμης σε προσωρινές, επισφαλείς και κακοπληρωμένες δουλειές. Από το χαμηλότερης παραγωγικότητας κεφάλαιο της Ευρώπης στα 60es-70es, το ΗΒ έγινε ο καπιταλισμός με τις περισσότερες ώρες εργασίας και τους χαμηλότερους μισθούς. Πριν μερικά χρόνια μια νοτιοκορεάτικη εταιρία σχεδίαζε την μετεγκατάσταση του εργοστασίου της στην Ουαλία επειδή η εργασία εδώ κόστιζε λιγότερο απ’ ότι στη χώρα τους! (Η παραγωτικότητα είναι πλέον λίγο χαμηλότερη από χώρες όπως η Γαλλία, αλλά αυτό στις μέρες μας πρέπει να αποδίδεται μάλλον στη σχετικά χαμηλή επένδυση στην τεχνολογία κλπ)
Αυτοί οι Tories που, στα νιάτα τους έχτισαν τις πολιτικές τους καριέρες μέσα στα 60es και 70es απομονωμένοι από, υπό τον φόβο και μισώντας τους κοινωνικούς αγώνες που ξεσπούσαν ολόγυρά τους, θα έπαιρναν τελικά την εκδίκησή τους στην εποχή της Thatcher. Οι φήμες για προετοιμασία στρατιωτικού πραξικοπήματος από μερίδα της κυρίαρχης τάξης που ακούγονταν συχνά στα 70es, ίσως να ήταν αληθείς αλλά τ αφεντικά τελικά βρήκαν μια πιο αποτελεσματική μακροχρόνια λύση για τα προβλήματα ενός ταξικού αγώνα που κάθε μέρα γινόταν και πιο ανεξέλεγκτος, πιο αποτελεσματικός, καθώς ένα πραξικόπημα θα γκρέμιζε ολόκληρο το show της δημοκρατίας και της συναίνεσης. Ενώ η Αριστερά (αλλά και “σοβαροί” πανκς αριστεριστές όπως ο Tom Robinson) κλαψούριζαν εντελώς μη-ρεαλιστικά για τη φασιστική απειλή, ο Θατσερισμός ήταν ουσιαστικά μια πολύ πιο αποτελεσματική θεραπεία για την “Βρετανική Μόλυνση” της βιομηχανικής απειθαρχίας και χαμηλής παραγωγικότητας, χρησιμοποιώντας μια λαϊκιστική δημοκρατική ρητορεία για να ξεμπερδεύει με τους εργατικούς ταξικούς αγώνες και την αλληλεγγύη πιο αποτελεσματικά απ’ ότι θα μπορούσε να το κάνει μια χοντροκομμένη δικτατορία. Η οικονομική σύνθλιψη που επέφερε ο Μονεταρισμός, με τις μαζικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και την μαζική ανεργία κατέστρεψαν οποιαδήποτε κοινότητα υπήρχε στην εργασία και πίσω στο σπίτι, με την υπόσχεση μιας ατομικής ανέλιξης στον θαυμαστό νέο κόσμο της δημοκρατίας των κατόχων ιδιοκτησίας και μετοχών.
Revolt against an age of plenty/Snowstrikes
-~-
Σημειώσεις της μετάφρασης: Το κείμενο αποτελεί ελεύθερη μετάφραση μικρού αποσπάσματος από το εξαιρετικό site Revolt Against An Age Of Plenty. Η έκφραση Χειμώνας της Δυσαρέσκειας αναφέρεται στον Χειμώνα του ’78-’79, με την κορύφωση των άγριων απεργιών και της κοινωνικής αποδοκιμασίας ενάντια στην κυβέρνηση Εργατικών (Labour) που συνδεόταν (ακόμη και χρηματοδοτούνταν σ’ ένα βαθμό από τις εισφορές τους) με τα επίσημα συνδικάτα. Ο Μονεταρισμός που αναφέρεται στο τέλος, είναι η θεωρία που υποστηρίζει ότι η αύξηση στο ποσό χρημάτων που κυκλοφορεί θα οδηγήσει σε αύξηση στις τιμές. Το κείμενο (και ει δυνατόν ολόκληρο το πρωτότυπο στα αγγλικά) αξίζει να διαβαστεί προσεχτικά. Η οξύνοια των συντρόφων στη ριζοσπαστική ανάλυσή τους της συλλογικής επίθεσης της εργατικής τάξης, που εντοπίζεται τόσο στις εργατικές διεκδικήσεις όσο και στην άλλη όψη τους: τα μπάχαλα (αυτή η διαλεκτική σχέση διαφεύγει τραγικά απ’ τη σημερινή παραγωγή ριζοσπαστικού λόγου που φετιχοποιεί την μια ή την άλλη μορφή) και τους εξω-εργασιακούς (με τη στενή έννοια της εργασίας) αγώνες, αλλά και της αντεπίθεσης του κεφαλαίου, στην περίπτωσή αυτή με δημοκρατική μορφή (που επιφυλάσσει έναν ιδιαίτερο ρόλο σε μια συγκεκριμένη “αντιφασιστική” αποδοχή του Κράτους), βασισμένη στην εξατομίκευση και τη συναίνεση, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για το ελληνικό παράδειγμα. Τα τελευταία χρόνια ζήσαμε μια -αναμφίβολα πιο σποραδική- εμφάνιση μαζικών εργατικών αγώνων (πχ των δασκάλων, της δεη, των οδοκαθαριστών, των λιμενεργατών κλπ και φυσικά τα “φοιτητικά”) αλλά και μια κορύφωση των ταραχών στο δρόμο με τα δεκεμβριανά γεγονότα του 2008, μετά τα οποία τέθηκε σε κίνηση μια αναδιοργάνωση κατ’ αρχήν της διακυβέρνησης και της αστυνόμευσης, που θυμίζει σε ορισμένα σημεία αυτήν του ΗΒ στα 80es, αλλά και μια αμηχανία απ’ την πλευρά μας που πρέπει να ξεπεραστεί.
Μια μικρή υποσημείωση εδώ: ας μη ξεχνάμε πως όσον αφορά ζητήματα διακυβέρνησης και δημόσιας τάξης, η ελληνική κυρίαρχη τάξη χρωστάει ιστορικά πολλά στον βρετανικό παράγοντα και τη γνώση που αποκόμισε από τις εμπειρίες του ενάντια στον “εξωτερικό”, αλλά κυρίως τον “εσωτερικό” εχθρό του: το βρετανικό προλεταριάτο.