Categories
Γραφείον Καθ. Ινδιάνικων Υποθέσεων

Εισαγωγή στη φαινομενολογία του τέρατος

ΠΡΟΣΟΧΗ:

Αυτό το μυθιστόρημα έχει κατασκευαστεί αποκλειστικά ως cut-up αποσπασμάτων από άλλα βιβλία και από λίγα τραγούδια. Οι μοναδικές επεμβάσεις που έγιναν ήταν η επιλογή και ο συνδυασμός των αποσπασμάτων, κάποιες μικρές αλλαγές σε ονόματα, στη στίξη, στην ορθογραφία και, σπανίως, στη γραμματική και τη σύνταξη και ορισμένες διορθώσεις μεταφραστικών σφαλμάτων. Στο τέλος του βιβλίου αναφέρονται οι πηγές δίχως συγκεκριμένες παραπομπές, ώστε να δυσκολευτεί περισσότερο ο αναγνώστης. Όλα αυτά έγιναν με παιγνιώδη διάθεση.

ΓΡΑΦΕΙΟΝ  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΩΝ ΙΝΔΙΑΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Εισαγωγή στη φαινομενολογία του τέρατος

Ένα εξολοκλήρου φανταστικό, αντιφατικό και καθόλου διδακτικό παραμύθι

Πρόλογος

Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται  στους ατελείς, καταδικασμένους μα ανίκητους και ακτινοβόλους ήρωες που επεχείρησαν το αδύνατο, κατέλαβαν τις ακροπόλεις τ’ ουρανού, άρπαξαν την τελευταία ευκαιρία στο τελευταίο και μεγαλύτερο ανθρώπινο όνειρο, στο ζαλισμένο απ’ τις γροθιές πυγμάχο που σηκώνεται από το καναβάτσο για να νικήσει μ’ ένα νοκάουτ, στο άλογο που από τελευταίο βγαίνει πρώτο, στους δολοφόνους του Χασάν ι Σαμπάχ, του Αφέντη των Ασασίνων, στους πράκτορες του Χαμγουάουα, Κυρίου των Βδελυγμάτων, Κυρίου της Φθοράς, Κυρίου του Μέλλοντος, του Πάνα, Θεού του Πανικού, της Μαύρης Τρύπας όπου δεν ισχύουν οι φυσικοί νόμοι, πράκτορες μιας ιδιαιτερότητας· στους τρελούς, εκείνους που είναι τρελοί για ζωή, τρελοί για κουβέντα, τρελοί να σωθούν, που θέλουν να τα χαρούν όλα μέσα σε μια και μόνη στιγμή, εκείνους που ποτέ δεν χασμουριούνται ή λένε ένα κοινότοπο πράγμα αλλά καίγονται, καίγονται, όμοιοι με τις κίτρινες μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ’ άστρα και, στη μέση, βλέπουμε το μπλε φως του πυρήνα τους να σκάει· σε εκείνους που είναι έτοιμοι να αφήσουν πίσω τους ολόκληρη την ανθρώπινη κωμωδία και να περπατήσουν στο άγνωστο χωρίς δεσμεύσεις· όσοι από τη στιγμή που γεννιούνται δεν τη μυρίστηκαν μια τέτοια θράκα, τί γυρεύουν ανάμεσά μας; Μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι ν’ αφήσουν πίσω τους τα πάντα και όλους όσους ποτέ γνώρισαν μπορούν να κάνουν αίτηση. Δεν θ’ απορριφθεί κανείς απ’ όσους θα κάνουν αίτηση. Κανείς δεν μπορεί να κάνει αίτηση αν δεν είναι έτοιμος. Πάνω από τους λόφους και πέρα μακριά στις Δυτικές Χώρες. Σκότωσε όποιον μπει στο δρόμο σου. Θα χρειαστεί να σκοτώσεις καθώς θα βγαίνεις, γιατί ο πλανήτης αυτός είναι αποικία εξορίας καταδίκων και δεν επιτρέπεται να τον εγκαταλείψει κανείς. Σκότωσε τους φρουρούς και προχώρα.

Διάφορες παραστάσεις δίνονται  την ίδια στιγμή, μέσα σε πολλά δωμάτια, πάνω σε πολλά επίπεδα. Οι θεατές περιφέρονται από τη μια σκηνή στην άλλη, βάζοντας κοστούμια και μακιγιάζ για να πάρουν μέρος σε κάποια παράσταση, και όλοι οι ηθοποιοί περνούν από τη μια σκηνή στην άλλη. Υπάρχουν κινητές σκηνές και άρματα, πλατφόρμες που κατεβαίνουν με τροχαλίες από το ταβάνι, πόρτες που ανοίγουν ξαφνικά και χωρίσματα που γλιστρούν προς τα πίσω.

Παρεμπιπτόντως, έχω μερικά εξαιρετικά  έργα σε πολύ λογικές τιμές.  Εδώ θα βρείτε τα πάντα, ακόμα  και μυθιστορήματα: ο μύθος  είναι ένας Ναυτίλος που εξερευνά τις αβύσσους της πραγματικότητας, ο μύθος είναι το μοναδικό φως που μπορεί να φωτίσει ορισμένες ιδιαίτερα επικίνδυνες περιοχές του αόρατου κόσμου.

(-Παραμορφωτικό φως!

-Έστω, όμως ορισμένα πράγματα  μπορούμε να τα απεικονίσουμε μόνο παραμορφώνοντάς τα… Ωστόσο, μην περιμένετε να βρείτε εδώ ρεαλιστικά η ψυχολογικά μυθιστορήματα. Το σύμπαν δεν είναι ρεαλιστικό, εντάσσεται στη φανταστική λογοτεχνία.)

Ευρίσκεσθε ενώπιον ενός φρικτού  υποδείγματος ελευθέρας σκέψεως.

Συνέχισε. Τόλμησε. Για να υπάρξει ζωή…

Ι

Το ’φερε η περίσταση να πάω στην εκκλησία του αγίου Πέτρου να βρω τον Πατέρα Καλαμπρές, παπά με τρίπατο σκουφί σαν καθίκι, χοντρό ζωνάρι χαλαρά δεμένο στη μέση, τσαλακωμένα ακρομάνικα, κομποσκοίνι στο χέρι και μαστίγιο περασμένο στη μέση. (Άμα θέλετε να ξέρετε, ούτε που μπορώ να τους ανεχτώ τους παπάδες. Όσους γνώρισα σ’ όλα τα σχολεία που πήγαινα, βάζανε μια φωνή Όσιου Ονούφριου κάθε που μας κάνανε κήρυγμα. Θεούλη μου, πώς το σιχαίνομαι. Δεν μπορώ να καταλάβω τί διάολο τους πιάνει και δεν μιλάνε με την κανονική τους φωνή. Φαίνονται τόσο κάλπηδες άμα μιλάνε.) Τον βρήκα στο παρεκκλήσι μ’ έναν άνδρα που του ’χε δεμένα τα χέρια με το πολυσταύριο και στραβοφορεμένο το πετραχήλι. Ο άνδρας φώναζε και χτυπιόταν φρενιασμένα.

«Τί συμβαίνει;» ρώτησα έντρομος.

Μου απάντησε: «Ένας δαιμονισμένος άνθρωπος.»

Αλλά την ίδια στιγμή, το πνεύμα που βρισκόταν μέσα του και ροκάνιζε την ψυχή του, είπε: «Όχι άνθρωπος, χωροφύλακας. Να προσέχετε τα λόγια σας, γιατί απ’ αυτά που σας άκουσα να λέτε κατάλαβα πως δεν είστε καλά ενημερωμένοι. Μάθετε, λοιπόν, πως εμείς οι διάβολοι με το ζόρι βρισκόμαστε μέσα στους χωροφύλακες και δεν μας κάνει καθόλου ευχαρίστηση. Γι’ αυτό σωστότερο είναι ν’ αποκαλείτε εμένα χωροφυλακισμένο δαίμονα παρά τούτον εδώ δαιμονισμένο χωροφύλακα. Κι εσείς οι άνθρωποι, κακά τα ψέματα, τα πάτε καλύτερα μ’ εμάς παρά μ’ αυτούς. Εμείς τουλάχιστον το βάζουμε στα πόδια μπροστά στο σταυρό, ενώ αυτοί τον χρησιμοποιούν για να βλάψουν. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι δαίμονες και χωροφύλακες κάνουμε την ίδια δουλειά; Άμα το καλοεξετάσεις, εμείς προσπαθούμε να καταδικάσουμε τον κόσμο, το ίδιο κάνουν και οι χωροφύλακες. Εμείς επιδιώκουμε να υπάρχουν διαστροφές και αμαρτίες πάνω στη γη, αλλά και οι χωροφύλακες το εύχονται και το επιδιώκουν με μεγαλύτερο ζήλο, γιατί απ’ αυτό ζουν, ενώ εμείς το κάνουμε απλά για να έχουμε παρέα.

«Άλλωστε θα ’πρεπε να κατακρίνετε περισσότερο τους χωροφύλακες γι’ αυτή τη δουλειά παρά εμάς, γιατί αυτοί κάνουν κακό στους συνανθρώπους τους, ενώ εμείς είμαστε άγγελοι – ξεπεσμένοι βέβαια. Εκτός αυτού, εμείς γίναμε δαίμονες επειδή θέλαμε να είμαστε ανώτεροι και από το Θεό, ενώ οι χωροφύλακες είναι αυτό που είναι επειδή ήθελαν να είναι κατώτεροι όλων. Άδικα λοιπόν κουράζεσαι, πάτερ μου, να βάζεις πετραχήλια κι εγκόλπια πάνω του, γιατί δεν υπάρχει κάτι που να ’πεσε στα χέρια του και να μην το καταχράστηκε. Κατάλαβέ το πώς αυτοί και η αφεντιά μας ανήκουμε στο ίδιο τάγμα, μόνο που οι χωροφύλακες ανήκουν στους παπουτσωμένους, ενώ εμείς στους ξυπόλητους, και περνάμε μαύρη ζωή στην Κόλαση.»

«Υπάρχουν βασιλιάδες στην Κόλαση;»  ρώτησα εγώ, κι αμέσως μου  έλυσε την απορία:

«Όλη η Κόλαση είναι σκέτη  φιγούρα, και υπάρχουν πάμπολοι, διότι η εξουσία, η ελευθερία  και η δύναμη καταδιώκουν τις  αρετές και εισάγουν τις διαστροφές. Βλέπουν το θαυμασμό και τη λατρεία του κόσμου, που τους θεωρεί σχεδόν θεούς, και θέλουν να γίνουν στ’ αλήθεια θεοί. Και είναι πολλοί οι δρόμοι που οδηγούν στην καταδίκη τους και άλλοι τόσοι που τους διευκολύνουν στην κατρακύλα.

«Με τους εμπόρους τί δουλειά έχεις τώρα;» έκανε ο Καλαμπρές.

«Α, τούτοι δω είναι φαΐ που  το ’χουμε σιχαθεί. Τόσο το  μπουχτίσαμε, που έχουμε αρχίσει  να το ξερνάμε. Καταφθάνουν μιλιούνια και καταδικάζονται και με τα λόγια και με τις πράξεις τους. Διότι δεν υπάρχει μερτικό που να μην απλώσουν το χέρι τους, και εξαφανίζεται ό,τι πέσει ανάμεσα στο λεπίδι του κοντυλοφόρου και στο μελάνι των τεφτεριών τους: μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Άσε το βρώμικο όνομα που έχουν, κι έτσι, όταν μιλούν για επενδύσεις, δεν ξέρουμε αν μιλούν για δουλειές ή για κάτι άλλο που ντρέπομαι να κατονομάσω. Ένας απ’ αυτούς που ήρθε στην Κόλαση και είδε πόσα ξύλα και φωτιά ξοδεύουμε, θέλησε να πάρει το μονοπώλιο, και ένας άλλος σκέφτηκε να καπαρώσει τους κεραυνούς πιστεύοντας πως θα ’βγαζε πολλά λεφτά αν τους νοίκιαζε. Τους έχουμε μαζί με τους δικαστικούς, γιατί εδώ πέρα τα κάνουν πλακάκια μαζί τους.»

«Δηλαδή υπάρχουν και δικαστές  στην Κόλαση;»

«Άκου λέει!» έκανε ο Σατανάς. «Οι δικαστές είναι σαν τους φασιανούς, το εκλεκτό μας πιάτο. Είναι ο σπόρος που δίνει τους περισσότερους καρπούς στους διαβόλους. Αναλογίσου: για κάθε δικαστή που σπέρνουμε, θερίζουμε έξι εισαγγελείς, δυο εφέτες, τέσσερις γραμματικούς, πέντε δικηγόρους και πέντε χιλιάδες εμπόρους, κι αυτό μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει. Από τον κάθε γραμματικό κερδίζουμε είκοσι γραφιάδες, από τον κάθε γραφιά τριάντα χωροφύλακες και από τον κάθε χωροφύλακα δέκα χαφιέδες. Και αν η χρονιά είναι γόνιμη σε απάτες, ξεχειλίζουν οι αποθήκες της Κόλασης και δεν χωρούν τη συγκομιδή ενός και μόνο διεφθαρμένου δικαστή.»

«Βρε, κοίτα θράσος!» έκανε νευριασμένος ο Καλαμπρές. «Αν τον αφήσεις το γλωσσοκοπάνα, θα σούρει ένα σωρό βλακείες στη δικαιοσύνη και θα κάνει κακό μεγάλο, γιατί με την καπατσοσύνη του ξέρει να κουμαντάρει τον κόσμο και να παίρνει με το μέρος του τις ψυχές.»

«Δεν το κάνω γι’ αυτό,» είπε ο Σατανάς, «αλλά γιατί ο εχθρός σου είναι αυτός, ο συνάνθρωπός σου. Λυπήσου με και βγάλε με από το κορμί του χωροφύλακα, γιατί εγώ είμαι διάβολος καθώς πρέπει και θα βγάλω άσχημο όνομα στην Κόλαση με τις κακές παρέες εδώ κάτω.»

«Η ιστορία,» είπα, «είναι ένας  εφιάλτης απ’ όπου προσπαθώ  να ξυπνήσω.»

Τα παιδιά από το γήπεδο  βγάλανε μια κραυγή. Ένα διαπεραστικό  σφύριγμα· γκολ. Τί θα γινόταν αν αυτός ο εφιάλτης σου έδινε μια κλωτσιά στα πισινά;

«Ανεξερεύνηται αι βουλαί του  Κυρίου,» είπε ο Καλαμπρές.  «Όλη η ιστορία οδεύει προς  ένα μεγάλο τέλος, την αποκάλυψη  του Θεού.»

Έδειξα το παράθυρο με τον  αντίχειρα λέγοντας: «Αυτό είναι  Θεός.»

Ζήτωωωω! Έ! Ζήτωωωωω!

«Τί;» ρώτησε ο Καλαμπρές.

«Μια κραυγή στο δρόμο,» απάντησα  σηκώνοντας τους ώμους.

Ο Σατανάς συνέχισε το μοχθηρό  του γέλιο κι έπειτα είπε: «Είναι  αξιοθαύμαστη εξέλιξη. Σε πέντε  ή έξι χιλιάδες χρόνια γεννήθηκαν  πέντε ή έξι αξιόλογοι πολιτισμοί, άνθισαν, τράβηξαν το θαυμασμό του κόσμου, έπειτα έσβησαν κι εξαφανίστηκαν. Και κανένας απ’ αυτούς, εκτός από τον πιο πρόσφατο, δεν σκάρωσε ποτέ ολοκληρωτικό και ικανοποιητικό τρόπο για να σκοτώνει τους ανθρώπους. Όλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν –γιατί ο φόνος είναι η κυριότερη φιλοδοξία της ανθρώπινης φυλής και το πρώτο επεισόδιο στην ιστορία της- αλλά μόνο ο χριστιανικός πολιτισμός πέτυχε ένα θρίαμβο που γι’ αυτόν μπορεί να ’ναι περήφανος. Δυο-τρεις αιώνες από σήμερα, όλοι θ’ αναγνωρίζουν πώς κάθε επιδέξιος φονιάς είναι χριστιανός.

«Και ποιο είναι το αποτέλεσμα;» είπε ο Σατανάς, με το μοχθηρό του χάχανο. «Τίποτα απολύτως. Δεν κερδίζετε τίποτα. Πάντα καταλήγετε εκεί που είχατε αρχίσει. Ένα εκατομμύριο χρόνια η φυλή σας συνεχίζει τη μονότονη αναπαραγωγή της και την εξίσου μονότονη επανάληψη αυτών των βαρετών ανοησιών – για ποιο σκοπό; Κανένας σοφός δεν μπορεί να μαντέψει! Ποιός ωφελείται; Κανένας, παρά μια χούφτα σφετεριστές μονάρχες κι ευγενείς που σας περιφρονούν. Που θα ένιωθαν μαγαρισμένοι αν τους αγγίζατε. Που θα σας έκλειναν την πόρτα στα μούτρα αν θέλατε να τους επισκεφτείτε. Που γι’ αυτούς δουλεύετε σα σκλάβοι, γι’ αυτούς πολεμάτε, γι’ αυτούς σκοτώνεστε, και δεν ντρέπεστε γι’ αυτό αλλά καμαρώνετε. Που η ύπαρξή τους είναι συνεχής προσβολή για σας και φοβάστε να οργιστείτε. Που είναι ζητιάνοι που ζουν από την ελεημοσύνη σας, κι ωστόσο παριστάνουν τους ευεργέτες σας. Που σας μιλάνε σαν αφέντης στο δούλο του, και που τους απαντάτε σαν δούλος στον αφέντη. Που τους λατρεύετε με το στόμα, ενώ μέσα στην καρδιά σας –αν έχετε- περιφρονείτε τον εαυτό σας γι’ αυτό. Ο πρώτος άνθρωπος ήταν υποκριτής και δειλός, ιδιότητες που δεν εξαλείφτηκαν ακόμα από τους απογόνους του. Και πάνω σ’ αυτά τα θεμέλια χτίστηκαν όλοι οι πολιτισμοί. Πιείτε στη συνέχιση! Πιείτε στην αύξηση! Πιείτε στο-»

«Σατανά!»

«Ω, είναι αλήθεια. Γνωρίζω τη  φυλή σας. Αποτελείται από πρόβατα.  Την κυβερνάνε οι μειοψηφίες, σπάνια ή ποτέ οι πλειοψηφίες.  Καταπιέζει τα αισθήματα και τις πεποιθήσεις της και ακολουθεί τη χούφτα που κάνει τον περισσότερο θόρυβο. Καμιά φορά η θορυβώδικη χούφτα έχει δίκιο, καμιά φορά άδικο. Αλλά δεν έχει σημασία, το πλήθος την ακολουθεί. Η πλατιά μειοψηφία της φυλής, είτε ανάμεσα στους αγρίους είτε ανάμεσα στους πολιτισμένους, είναι κρυφά καλόκαρδη, δεν θέλει να προκαλεί πόνο, αλλά μπροστά στην επιθετική κι αδυσώπητη μειοψηφία δεν τολμάει να επιβάλει τη θέλησή της. Σκέψου το! Το ένα καλόκαρδο πλάσμα κατασκοπεύει ένα άλλο, και φροντίζει να βοηθάει πιστά σε αδικίες που κάνουν και τους δύο να επαναστατούν.»

Έπειτα είδε από την έκφρασή  μας πόσο πολύ είχαμε πληγωθεί και σταμάτησε απότομα να μιλάει και να γελάει, κι ο τρόπος του άλλαξε. Είπε μαλακά: «Όχι, θα πιούμε ο ένας στην υγειά του άλλου και θ’ αφήσουμε ήσυχο τον πολιτισμό. Θα κάνουμε αυτή την πρόποση με κρασί που δεν έχει ξανάρθει σε τούτο τον κόσμο».

«Δώσε μας τα ποτήρια,» είπα  εγώ. «Στον καθένα το δικό  του.»

«Αυτό μου ανήκει,» είπε ο Τομ, «όπως είπε ο διάβολος στην ψυχή του αστυνομικού.»

«Περιμένοντας την κάθε στιγμή  ότι μπορεί να είναι η επόμενη,»  είπε ο Κιμ.

Η πρόποση:

Πάμε, παιδιά, στον ποταμό, εκεί που πνέουν οι αύρες,

Να  πιούμε και να πνίξουμε τις λύπες μας  τις μαύρες.

Έξω, μέσα στην αιμοσταγή  βροχή να θρέψουμε τη γη μας,

Ανάμεσα στου τραγουδιού του  νίτρου το μαινόμενο  βρυχηθμό

Και του θειαφιού το φοβερό άσμα.

Κέρνα στους ανεξάρτητους το θείο κρασί να πίνουν,

Σ’  εκείνους που δεν  νιώθουνε από Τζαμιά και Χάβρες!

(Εν τω μεταξύ, αναγκάζουν τώρα  τον ιερέα να χύσει αίμα  σ’ ένα δισκοπότηρο και να  ευλογήσει το ίδιο του το  αίμα, όχι στο όνομα του Θεού  αλλά του Σατανά. Επίσης κόβουν το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του και τον βάζουν να το κρατά σαν να ήταν όστια και να λέει «Αυτό είναι το σώμα μου,» ενώ ο δαιμόνιος Τομ Σόγερ παρατηρεί ότι είναι η πρώτη φορά που του λένε την αλήθεια ύστερα από τόσα χρόνια συστηματικού ψεύδους. Γενικά, μια κατεξοχήν αντικληρική σκηνή, ίσως με στόχο τον εμπαιγμό των Πουριτανών της εποχής εκείνης – μια άσκοπη χειρονομία αφού κανείς απ’ αυτούς δεν πήγαινε στο θέατρο, θεωρώντας το για κάποιο λόγο ανήθικο.

Ο Πατήρ Καλαμπρές, με μακρύ μεσοφόρι, με άμφια φορεμένα ανάποδα και με τα τακούνια των δύο αριστερών ποδιών του μπροστά, τελεί μια στρατιωτική λειτουργία. Ο Αιδεσιμώτατος Μπροκ Βοντ, διδάκτωρ Γραμμάτων και Τεχνών, με απλό ράσο και πανεπιστημιακό πίλο, με το κεφάλι του και το κολάρο του ανάποδα, κρατά πάνω από το κεφάλι του ιερουργούντος μια ανοιχτή ομπρέλα:

ΠΑΤΗΡ ΚΑΛΑΜΠΡΕΣ: Introibo ad altare diaboli.

ΑΙΔΕΣΙΜΩΤΑΤΟΣ ΜΠΡΟΚ ΒΟΝΤ: Εις  τον δαίμονα, όστις εχαροποίησεν  τας ημέρας της νεότητός μου.

ΠΑΤΗΡ ΚΑΛΑΜΠΡΕΣ: [Παίρνει μέσα από το δισκοπότηρο και υψώνει μια όστια που στάζει αίμα] Corpus Meum.

ΑΙΔΕΣΙΜΩΤΑΤΟΣ ΜΠΡΟΚ ΒΟΝΤ: [Ανασηκώνει από πίσω ψηλά το μεσοφούστανο του ιερουργούντος, αποκαλύπτοντας τα γκρίζα μαλλιαρά κωλομέρια του ανάμεσα στα οποία είναι σφηνωμένο ένα καρότο.] Διότι τούτο εστί το σώμα μου!)

Ο Σατανάς συνήθιζε να λέει  ότι η φυλή μας ζούσε μια  ζωή αδιάκοπης αυταπάτης. Κορόιδευε  τον εαυτό της  από την  κούνια μέχρι τον τάφο με  ψευτιές και χίμαιρες που τις  έπαιρνε για πραγματικότητες,  κι έτσι ολόκληρη η ζωή της  γινόταν μια ψευτιά. Από τα είκοσιτόσα προσόντα που νόμιζε πώς είχε και καμάρωνε, δεν είχε ούτε ένα καλά-καλά. Θαρρούσε πώς ήταν χρυσάφι και ήταν μόνο μπρούντζος. Μια μέρα που είχε τέτοια διάθεση, ανέφερε μια λεπτομέρεια – την αίσθηση του χιούμορ. Βρήκα το κέφι μου τότε και προσπάθησα να τον αντικρούσω. Είπα ότι την είχαμε.

«Ορίστε, μιλάει η ράτσα!» είπε. «Πάντα έτοιμη να ισχυριστεί  ότι έχει κάτι που δεν έχει  και να περάσει μια ουγγιά  για χρυσόσκονη. Έχετε μια τιποτένια  αίσθηση του χιούμορ, τίποτα  παραπάνω. Πολλοί από σας την έχουν. Αυτοί οι πολλοί βλέπουν την κωμική πλευρά μιας χιλιάδας φτηνών και ταπεινών καταστάσεων – τις κραυγαλέες ασυναρτησίες κυρίως, τις χοντροκοπιές, τις γελοιότητες, όλα αυτά που προκαλούν το χάχανο. Τα δέκα χιλιάδες λεπτά κωμικά πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο είναι κρυμμένα από την περιορισμένη όρασή τους. Θα ’ρθει άραγε μια μέρα που η φυλή σας θα υποπτευτεί πόσο αστεία είναι όλα αυτά και θα γελάσει μαζί τους – και γελώντας θα τα καταστρέψει; Γιατί η φυλή σας, μέσα στη φτώχια της, έχει αναμφισβήτητα ένα πραγματικά αποτελεσματικό όπλο – το γέλιο. Η εξουσία, τα χρήματα, η πειθώ, η ικεσία, ο διωγμός – αυτά μπορούν να κάνουν τρομαχτική φασαρία, λίγο-πολύ, αιώνα τον αιώνα. Αλλά μόνο το γέλιο μπορεί να τα κάνει όλα σκόνη. Στην επίθεση του γέλιου τίποτα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί. Πάντα ταλαιπωρείστε και παλεύετε με τ’ άλλα σας όπλα. Αυτό το χρησιμοποιείτε ποτέ; Όχι, το αφήνετε να σκουριάζει. Ως φυλή, το χρησιμοποιείτε καθόλου; Όχι, δεν έχετε το μυαλό, ούτε το κουράγιο».

Για ένα χρόνο ολόκληρο, ο Σατανάς συνέχισε αυτές τις επισκέψεις, αλλά επιτέλους άρχισε να ’ρχεται λιγότερο συχνά, κι έπειτα για πολύ καιρό δεν ήρθε καθόλου. Αυτό μ’ έκανε πάντα να νιώθω μοναξιά και μελαγχολία. Καταλάβαινα ότι είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του για το μικροσκοπικό μας κόσμο κι ότι οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσε να διακόψει εντελώς τις επισκέψεις του. Όταν, μια μέρα, ήρθε επιτέλους να με βρει, δεν ήξερα πώς να του δείξω τη χαρά μου, αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ. Είχε έρθει να με αποχαιρετήσει, μου είπε, και για τελευταία φορά. Είχε να κάνει έρευνες και διάφορες δουλειές σε άλλες γωνιές του σύμπαντος, είπε, κι αυτό θα τον απασχολούσε περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσα να περιμένω την επιστροφή του.

«Και θα φύγεις και δεν θα  ξανάρθεις πια;»

«Ναι,» είπε. «Κάναμε παρέα πολύ καιρό μαζί και ήταν ευχάριστο – ευχάριστο και για τους δυο μας. Αλλά πρέπει να φύγω τώρα και δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ πια.»

«Σ’ αυτήν τη ζωή, Σατανά, αλλά  στην άλλη; Θα συναντηθούμε σε μιαν άλλη ζωή, έτσι δεν είναι;»

Και τότε, ήρεμα και νηφάλια, μου έδωσε αυτή την αλλόκοτη απάντηση: «Δεν υπάρχει άλλη».

ΙΙ

Ένα σβέλτο επαρχιωτόπουλο, χορός αγγέλων στη λωρίδα του ήχου, που θα κατάφερνε ν’ αποκτήσει από νωρίς δύναμη μέσα στη λευκή μητρόπολη όπου θα γινόταν, όπως το είχε ονειρευτεί, το επιμελές προϊόν μεγαλύτερων ανδρών, ο εισαγγελέας Μπροκ Βοντ, ύψους μετρίου, λυγερός και ξανθομάλλης, κουβαλούσε μαζί του μια άγρυπνη, ποτέ απολύτως αξιόπιστη συντροφική προσωπικότητα, θηλυκή, υποανάπτυκτη, ενάντια στην οποία η αρρενωπή του εκδοχή, που υποτιθέμενα κυβερνούσε το σύνολο, όφειλε να είναι εξίσου άγρυπνη.

Σε όνειρα που δεν μπορούσε να ελέγξει, στα οποία ήταν αδύνατη η παρέμβαση της λογικής, όνειρα ανόθευτα από ναρκωτικά ή οινόπνευμα, η ταραγμένη του ψυχή τον επισκεπτόταν με αρκετές μεταμορφώσεις και κυρίως ως η Τρελή στη Σοφίτα. Ο Μπροκ έβλεπε τον εαυτό του να μετακινείται μέσα στα δωμάτια ενός μεγάλου, υπέροχου σπιτιού, που ανήκε σε ανθρώπους τόσο πλούσιους και ισχυρούς που δεν τους είχε δει ποτέ. Για όσο του επέτρεπαν να κατοικεί εκεί, δουλειά του ήταν να βεβαιώνεται πως όλες οι πόρτες και τα παράθυρα, δωδεκάδες από δαύτα, παντού, ήταν ασφαλισμένα, και πως κανείς και τίποτα δεν είχε περάσει μέσα από αυτά. Αυτό έπρεπε να γίνεται κάθε μέρα και να έχει ξεμπερδέψει προτού νυχτώσει. Έπρεπε να ελέγχει κάθε ντουλάπι και κάθε γωνιά, κάθε πισινή σκάλα και μπροστινή αποθήκη, μέχρι που να μην έχει πια μείνει παρά η σοφίτα. Στο μεταξύ, η μέρα είχε περάσει και τώρα ήταν αργά. Χωρίς σχεδόν καθόλου φως. Ήταν εκείνη η φάση του σούρουπου, η γεμάτη ανησυχία, κατά την οποία το έλεος, σε τούτον τον κόσμο καθώς και στους άλλους, δείχνει λιγότερο διαθέσιμο. Οι ενέργειες ήταν χαλαρωμένες, οι μάζες μπορούσαν να υλοποιηθούν. Ανέβαινε στα σκοτεινά τα σκαλιά της σοφίτας, σταματούσε μπροστά στην πόρτα. Μπορούσε να την ακούσει ν’ αναπνέει, περιμένοντάς τον –την άνοιγε, απροστάτευτος, έμπαινε, και εκείνη προχωρούσε εναντίον του, θολή, κακοφωτισμένη εκτός από τα μάτια της που πέταγαν σπίθες, το αδυσώπητο, ζωώδες χαμόγελο, και παίρνοντας φόρα πηδούσε προς το μέρος του, απάνω του, και κάτω από την επίθεσή της αυτός πέθαινε, και ξυπνούσε πια στο δικό του δωμάτιο, όπου το κάλυμμα του κρεβατιού ήταν λευκό και διπλωμένο τακτικά σαν χασαπόχαρτο γύρω από ένα κομμάτι κρέας – ανάσκελα τέζα, κάθιδρος, να τινάζεται στο κάθε του χτυποκάρδι.

Έξω στον κανονικό κόσμο, βεβαίως,  ήταν ένας τελείως διαφορετικός  άνθρωπος, με τόσο μάλιστα προσήνη  όψη που ήταν δύσκολο, ακόμα  και για τους εκφυλισμένους  εγκληματίες στον εγκλεισμό των  οποίων συνέβαλλε, να αντιπαθήσουν  τον κύριο εισαγγελέα. Εξέπεμπε μια γοητεία που φαινόταν να υπερβαίνει την πολιτική και ήταν γνωστός τόσο στο περιβάλλον του όσο και στο πεδίο δράσης του ως ένας περιζήτητος αφηγητής και μπον-βιβέρ, ο οποίος εκτιμούσε τη λεπτή ποιότητα σε φαγητά, κρασιά, μουσική. Οι γυναίκες τον έβρισκαν αφάνταστα θελκτικό για λόγους που αργότερα δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να προσδιορίσουν. Γραφικές γιαγιάδες του τρίτου κόσμου που διατηρούσαν πάγκους με λουλούδια σε γωνίες άθλιων δρόμων έτρεχαν να τον αγκαλιάσουν και να προσφέρουν με υποκλίσεις μπουκέτα από βιολέτες στις μόνιμα εντυπωσιακές συνοδούς του, συνήθως υψηλής μόδας πακέτα που στην ανάμνηση της εμφάνισής τους στο δρόμο την ημέρα εκείνη πολλοί άνδρες έτρεχαν να χωθούν στην πρώτη μοναχική τρύπα για να μαλακιστούν όσο το δυνατόν ταχύτερα, χωρίς πολλές ερωτήσεις.

Αν και πολλά ήταν τα ελαττώματα  του χαρακτήρα του, κανένα δεν  ήταν τόσο ενοχλητικό όσο η  μονομανία του με το κυριλίκι, που τη φλόγα της κρατούσε άσβεστη με μουλαρίσιας επιμονής άρνηση να παραδεχτεί εκείνο που όλοι ήξεραν – ότι δηλαδή, ασχέτως από το πόσα χρήματα έβγαζε, πόσα πολλά πολιτικά αξιώματα ή διπλώματα γοητείας κέρδιζε, κανείς από εκείνους στους κύκλους των οποίων ήθελε να ανήκει δεν θα τον θεωρούσε ποτέ τίποτε άλλο από έναν πληρωμένο κακοποιό.

(Παρατηρήσαμε ότι τα περισσότερα προβλήματα σε τούτο τον κόσμο τα προκαλεί ένα ποσοστό ανθρώπων γύρω στο δέκα με είκοσι τα εκατό, που δεν κοιτούν τη δουλειά τους, γιατί δεν έχουν δουλειά να κοιτάξουν, ούτε καν όση έχει ο ιός της ευλογιάς. Λοιπόν, ο ιός σου είναι ένα υποχρεωτικό παράσιτο των κυττάρων, και εγώ ισχυρίζομαι ότι αυτό που αποκαλούμε κακό είναι στην ουσία ένας παρασιτικός ιός που καταλαμβάνει μια ορισμένη περιοχή του εγκεφάλου, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε κέντρο του ΔΙΚΑΙΟΥ. Γνώρισμα ενός πραγματικού σκατού είναι ότι πρέπει να έχει δίκιο. Και εδώ οφείλουμε να κάνουμε στη διάγνωση τη διάκριση μεταξύ ενός σκληροπυρηνικού σκατού κατειλημμένου από τον ιό και ενός κοινού συνηθισμένου ακαμάτικου παλιοτόμαρου. Μερικά παλιοτόμαρα δεν δημιουργούν καθόλου προβλήματα, θέλουν να τους αφήνουν ήσυχους. Άλλοι κάνουν μικροφασαρίες, όπως καβγάδες στα μπαρ και ληστείες τραπεζών. Και, για να το πούμε απλά – ο εισαγγελέας Μπροκ Βοντ ήταν ένα υποχρεωτικό σκατό. Ο Τζέσε Τζέημς, ο Μπίλι δε Κιντ και ο Ντίλιντζερ ήταν απλώς παλιοτόμαρα.)

Έμεινε ώρα πολλή να κοιτάζει το βουνό, με τ’ απέραντα λιβάδια του, με τα ειρηνικά του έλατα, με τα γάργαρα νερά των χειμάρρων του, με τη χιονισμένη του κορυφή. Κάθε χειμώνα ο Μπροκ έφευγε και πήγαινε στο Σαμονί, αλλά δεν είχε ποτέ δώσει την παραμικρή σημασία στην ομορφιά των βουνών. Μέχρι σήμερα τα μάτια του τα είχε χρησιμοποιήσει μόνο και μόνο για να δένει τα σκι του και να κατεβαίνει τις πλαγιές πιο γρήγορα.

Ο Μπροκ, κουλουριασμένος από το κρύο κάτω από τις γιρλάντες, με τα γένια μούσκεμα απ’ τα δάκρυα, χωνόταν μέσα στις αναμνήσεις του, έβρισκε ζεστασιά στη χαμένη παιδική του ηλικία. Σήμερα το ποτάμι ήταν ένας οχετός, δεχόταν τα λύματα μιας φαρμακοβιομηχανίας. Στο λιβάδι όπου έπαιζε τους Ινδιάνους υψωνόταν ένα βενζινάδικο. Η αγροικία είχε γίνει κέντρο αποκατάστασης αναπήρων από τροχαία. Αντί για κελαηδίσματα αηδονιών άκουγες μόνο το θόρυβο των αυτοκινήτων. Κι ο ήλιος δεν βασίλευε πια πίσω από τα στάχια αλλά πίσω από τον αυτοκινητόδρομο. Στο όνομα τίνος πράγματος είχαν καταστρέψει τα παιδικά του χρόνια; Στο όνομα τίνος πράγματος είχε ζήσει; Στο όνομα τίνος πράγματος επρόκειτο να πεθάνει, με τον παχυλό τραπεζικό του λογαριασμό, με το καινούριο του αυτοκίνητο και τη συλλογή του από γραβάτες;

Εκδοχή  πρώτη:

Ήταν ένα ήσυχο βράδυ, κανένα τηλεφώνημα δεν τους ενόχλησε όσο κράτησε η ταινία του ματς, μετά τη συντριπτική κατάληξη του οποίου ο Χάκλμπερι και ο Κιμ χάλασαν μεταξύ τους ένα μεγάλο κουτί Κλίνεξ. Γύρω στα μεσάνυχτα χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε ο Χακ και, όταν το έκλεισε, ανοιγόκλεισε τα μάτια και τράνταξε το κεφάλι του. «Ξέρεις ποιος ήταν, έτσι;»

«Αν είναι να ραγίσει κι  άλλο η καρδιά μου, μη μου  το πεις, Χακ.»

«Ήταν ο Μπροκ Βοντ, άνθρωπέ  μου. Αυτοπροσγείωσε το Χιούι  του στην πλαγιά, το αυτοκίνητό  του στο χαντάκι.»

«Ώρα να κλειδώνουμε και να φορτώνουμε, Χακ.»

«Φύγαμε, Κιμ.»

Ο Μπροκ ήταν λίγο αόριστος, στο τηλέφωνο, για το πώς ξεκίνησε  με ελικόπτερο και κατέληξε  με αυτοκίνητο. Δεν είχε αντιληφθεί  καμία μετάβαση. Επρόκειτο όμως  για ένα ασυνήθιστο είδος αυτοκινήτου,  σχεδόν χωρίς καθόλου συμπίεση, αδύναμο στις όποιες σοβαρότερες κλίσεις, που τελικά σιγάνεψε μέχρι ακινησίας και δεν είπε να ξαναπάρει μπρος. Και εκεί, δίπλα στο δρόμο, υπήρχε το τηλέφωνο, και η αναμμένη ταμπέλα που έλεγε ΠΑΡ’ ΤΟ, έτσι λοιπόν, το πήρε και να ο Χακ στην άλλη την άκρη. Αισθανόταν μια απόσπαση, μια ανικανότητα να συγκεντρωθεί, ή, περίεργο, να θυμηθεί τί είχε γίνει προτού βρεθεί στο τιμόνι αυτού του ανίκανου, άγνωστου αυτοκινήτου που τώρα η μπαταρία του άδειαζε καθώς τα φώτα του χαμήλωναν αδύναμα μέσα στο σκοτάδι.

Επιτέλους είδε από μακριά  φώτα, σαν τα φώτα ενός πλοίου  που προχωρούν έξω, στη θάλασσα…  Τίποτε άλλο δεν υπήρχε στο  τοπίο μέχρι στιγμής – ο Μπροκ μετά βίας διέκρινε το δρόμο. Το F/350 El Mil Amores πλησίασε με ολοένα και περισσότερο θόρυβο, και τελικά σταμάτησε γι’ αυτόν.

«Πήδα μέσα, Μπροκ.»

«Και τί θα γίνει το αυτοκίνητο;»

«Ποιό αυτοκίνητο;»

Ο Μπροκ κοίταξε γύρω μα  δεν είδε αυτοκίνητο πουθενά.  Σκαρφάλωσε και κάθισε δίπλα  στον Κιμ και έβαλαν μπρος  πάνω στον σχεδόν θεοσκότεινο δρόμο. Σε λίγο το τσιμέντο άρχισε να παραχωρεί τη θέση του στο απλό χώμα και τα δέντρα άρχισαν να τους πιέζουν και από τις δύο πλευρές. Εκεί που οδηγούσε, ο Χακ είπε μια παλιά ιστορία των Γιουρόκ, για κάποιον άντρα από το Τούριπ, στο Κλάμαθ, ψηλά, κάπου δέκα μίλια από τη θάλασσα, ο οποίος έχασε τη νέα γυναίκα που αγαπούσε και πήγε να τη βρει στη χώρα του θανάτου. Όταν βρήκε τη βάρκα του Ιλάια, που περνούσε τους νεκρούς απέναντι στο τελευταίο ποτάμι, την τράβηξε έξω από το νερό και έσπασε τον πάτο της με μια πέτρα. Και για δέκα χρόνια δεν πέθανε κανένας στον κόσμο, γιατί δεν υπήρχε βάρκα να τους περάσει απέναντι.

«Την έφερε πίσω;» θέλησε να  μάθει ο Μπροκ τώρα. Μπα, που  να τη φέρει. Αλλά ξαναγύρισε  πίσω στη ζωή του στο Τούριπ, όπου όλοι νόμιζαν ότι είχε πεθάνει και έγινε διάσημος, και είπε την ιστορία του πολλές φορές. Πάντα φρόντιζε να τους προειδοποιεί όλους να προσέχουν το Μονοπάτι των Φαντασμάτων που οδηγούσε στο Τσόρεκ, τη Χώρα του Θανάτου, που τόσοι το είχαν περάσει που είχε κιόλας γεμίσει μέχρι το στήθος. Από τη στιγμή που περνούσες κάτω απ’ τη γη, δεν υπήρχε τρόπος επιστροφής.

Χαζεύοντας έξω από το παράθυρο, ο Μπροκ συνειδητοποίησε ότι ολούθε γύρω τους όλη αυτή την ώρα, ένας τοίχος από χώμα ορθωνόταν από την κάθε πλευρά του δρόμου που στένευε, μέσα στον οποίο ρίζες δέντρων συστρέφονταν πάνω από τα κεφάλια τους και η λάσπη, κάποτε γλιτσερή, τώρα είχε ξεραθεί και όσο πήγαινε σκούραινε, μέχρι που μόνο η μυρωδιά της ήταν παρούσα. Και σε λίγο, από μπροστά, ακούστηκε ο ποταμός, σκληρός, ασταμάτητος, και πίσω από αυτόν η τυμπανοκρουσία, οι φωνές που δεν έψελναν μαζί αλλά θυμόνταν, έκαναν προβλέψεις, συζητούσαν, έλεγαν παραμύθια, έριχναν κατάρες, τραγουδούσαν τραγούδια, όλα όσα κάνουν οι φωνές, χωρίς όμως να επιτρέπουν ούτε την πιο σύντομη ανάσα σιωπής. Όλες αυτές οι φωνές, για πάντα.

Στην αντίπερα όχθη του ποταμού  ο Μπροκ μπόρεσε και διέκρινε  φώτα, στρώσεις από στραβά ανερχόμενες  και σφιχτά στριμωγμένες κατοικίες  που κυριολεκτικά σωριάζονταν  η μία πάνω στην άλλη. Μέσα  στο φως του πυρσού που έκαιγε και στις φλόγες της φωτιάς έβλεπε ανθρώπους να χορεύουν. Τότε τους πλησίασαν μια γριά και ένας γέρος. Ο άνδρας κρατούσε στα χέρια του πράγματα που στην αρχή δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά ο Μπροκ. Σιγά-σιγά όμως ξεχώρισε, παντού γύρω τους μέσα στη σκοτεινιά, κόκκαλα, ανθρώπινα κόκκαλα, κρανία και σκελετούς. «Τί είναι αυτά;» ρώτησε. «Σας παρακαλώ.»

«Θα σου βγάλουν έξω τα κόκκαλα,» εξήγησε ο Χακ. «Τα κόκκαλα πρέπει να μείνουν απ’ αυτή την πλευρά. Ό,τι περισσέψει από σένα θα περάσει απέναντι.

«Έχε γεια, Μπροκ,» είπε ο Κιμ…

Εκδοχή  δεύτερη:

Δεν ήταν η πρώτη φορά που  ο εισαγγελέας αντίκριζε ένα  τέτοιον σκοτεινό διάδρομο ούτε  που ανέπνεε αυτήν την απαίσια  μυρωδιά. Η σταδιοδρομία του  ήταν γεμάτη από τέτοιες θλιβερές  εικόνες που τον είχαν αφήσει  ασυγκίνητο. Όμως αυτή την φορά αισθανόταν να τον κυριεύει μια ταραχή που όλο και περισσότερο μεγάλωνε παίρνοντας ένα πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο. Άκουσε το κλάμα ενός παιδιού από μια από τις δύο πόρτες του διαδρόμου. Μη μπορώντας να σιγουρευτεί από ποια ερχόταν, χτύπησε στην τύχη μια από τις δύο.

Το διαμέρισμα είχε δυο κολλητά  δωμάτια, στενά σαν διαδρόμους. Το πρώτο φωτιζόταν μόνον από  την ενδιάμεση τζαμόπορτα και  ήταν πιο σκοτεινό από τον  εξωτερικό διάδρομο. Μια λεπτή  γυναίκα με νεανικό αλλά ταλαιπωρημένο πρόσωπο υποδέχτηκε τον Μπροκ. Μέσα στα φουστάνια της στεκόταν ένα παιδί που τον κοίταζε με τα κλαμένα μάτια του. Το θέαμα του νεοφερμένου του φάνηκε τόσο περίεργο που αμέσως ξέχασε τον καημό του. Η γυναίκα οδήγησε τον εισαγγελέα στο δεύτερο δωμάτιο. Η επίπλωσή του ήταν ένα ράντζο, ένα ξύλινο άσπρο τραπεζάκι και μια παλιά ραπτομηχανή τοποθετημένη κοντά στο παράθυρο της σοφίτας που έβλεπε στις στέγες. Η αθλιότητα αυτού του σπιτιού δεν ήταν τίποτα περισσότερο απ’ αυτή που είχε δει ο Μπροκ χιλιάδες φορές. Όμως, για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωθε αμηχανία καθώς έμπαινε στο σπίτι ενός φτωχού.

Συνήθως οι επισκέψεις ελεημοσύνης  ήταν πολύ σύντομες. Χωρίς να  κάτσει, έκανε μερικές ερωτήσεις,  σκάρωνε μια φρασούλα για να  δώσει θάρρος και έφευγε αφήνοντας  τον οβολό του. Αυτή τη φορά δεν ήξερε καλά-καλά γιατί είχε έρθει και δεν σκεφτόταν να πιάσει το πορτοφόλι του. Το μυαλό του ήταν πλημμυρισμένο από σκέψεις και τίποτα δεν ερχόταν στα χείλη του. Δεν τολμούσε καν να σηκώσει το βλέμμα του προς την μοδιστρούλα καθώς αναλογιζόταν το επάγγελμά του τού εισαγγελέα. Από την πλευρά της, η γυναίκα δεν αισθανόταν λιγότερη αμηχανία αν και η φήμη του σαν αγαθοεργού ανθρώπου ήταν γνωστή σε όλους από πολύ καιρό. Το παιδάκι ανέλαβε να τους βγάλει από την αμηχανία. Ενώ στην αρχή ήταν φοβισμένο, δεν άργησε να αισθανθεί άνετα και σκαρφάλωσε στα γόνατα του Μπροκ. Ο εισαγγελέας κυριεύτηκε από τύψεις που δεν είχε καραμέλες και αισθάνθηκε μια περίεργη επιθυμία να κλάψει. Ξαφνικά ακούστηκαν βροντερά χτυπήματα στην πόρτα, σαν να ήταν μπαστουνιές. Η μοδίστρα ταράχτηκε και πέρασε στο άλλο δωμάτιο κλείνοντας την ενδιάμεση πόρτα.

«Λοιπόν;» είπε μια βαριά σκληρή  φωνή, που ο Μπροκ αναγνώρισε  στη στιγμή πως ήταν του  Γκορζερέν. «Λοιπόν; Ελπίζω ότι  θα το τακτοποιήσεις σήμερα;»

Η απάντηση έφτασε στα αυτιά του εισαγγελέα σαν ένας ακαθόριστος ψίθυρος, που όμως καταλάβαινε εύκολα το νόημά του. Ο Γκορζερέν άρχισε να ουρλιάζει με μια απαίσια φωνή που τρόμαξε το παιδί και έκανε όλο το σπίτι να βουίζει:

«Α! Όχι! Αυτό πάει πολύ! Δεν θα συνεχίσεις να με πληρώνεις με υποσχέσεις. Θέλω τα χρήματά μου! Δώσε τα λεφτά μου αμέσως. Λοιπόν, δείξε μου που βάζεις τις οικονομίες σου. Θέλω να τις δω.»

Μια άλλη εποχή ο Μπροκ θα  αισθανόταν θαυμασμό γνωρίζοντας  με τί ζήλο ο Γκορζερέν ασκούσε  το σκληρό επάγγελμα του να εισπράττεις νοίκια από τους φτωχούς. Όμως τώρα ένιωθε το ίδιο συναίσθημα φόβου, όπως και του παιδιού που καρδιοχτυπούσε βρίσκοντας καταφύγιο στην αγκαλιά του.

«Λοιπόν, βγάλε τα λεφτά σου!» βρυχόταν ο Γκορζερέν. «Δώστα, γιατί διαφορετικά θα τα βρω μόνος μου.»

Ο εισαγγελέας σηκώθηκε, ακούμπησε  το παιδί στην καρέκλα και  μπήκε στο διπλανό δωμάτιο  χωρίς να έχει μια συγκεκριμένη  πρόθεση.

«Νάτος!» φώναξε ο Γκορζερέν.  «Στον ουρανό σε γύρευα, στη  γη σε βρήκα.»

«Δίνε του!» διέταξε ο εισαγγελέας.

Ο Γκορζερέν, κατάπληκτος, άνοιξε  διάπλατα τα ηλίθια μάτια του.

«Δίνε του!» επανέλαβε ο Μπροκ.

«Τί τρέχει, έχασες τα λογικά  σου; Είμαι ο ιδιοκτήτης.»

Αληθινά ο Μπροκ είχε χάσει  τα λογικά του, γιατί όρμησε  πάνω στον Γκορζερέν και τον πέταξε έξω από την πόρτα μουγκρίζοντας:

«Ούστ από εδώ γουρούνι ιδιοκτήτη. Κάτω οι ιδιοκτήτες! Κάτω οι ιδιοκτήτες!»

Ο Γκορζερέν, νιώθοντας να απειλείται  η ζωή του, τράβηξε ένα ρεβόλβερ  και σημαδεύοντας τον εισαγγελέα  τον σώριασε νεκρό πάνω στο στενό διάδρομο, δίπλα στην σκάφη και το σφουγγαρόπανο.

Ο Θεός βρισκόταν ήδη στην  αίθουσα των ακροάσεων όταν  ο Μπροκ κλήθηκε να παρουσιαστεί.

«Α!» είπε, «νά ’τος πάλι ο  κύριος εισαγγελέας. Και ποια  ήταν η διαγωγή του;»

«Μα την πίστη μου,» απάντησε ο άγιος Πέτρος, «δεν θα μας πάρει καθόλου χρόνο για να τακτοποιήσουμε την υπόθεσή του.»

«Ωραία, ας δούμε λίγο τις καλές  του πράξεις.»

«Ω! Ας μην μιλάμε στον πληθυντικό. Δεν υπάρχει παρά μόνο μία  στο ενεργητικό του.» Εδώ, ο  άγιος Πέτρος κοίταξε τον Μπροκ μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο. Ο εισαγγελέας θέλησε να διαμαρτυρηθεί και να αναφερθεί σ’ όλες τις καλές του πράξεις που έγραψε στα τετράδια αλλά ο άγιος δεν τον άφησε να μιλήσει.

«Ναι, μόνο μία καλή πράξη που  να αξίζει. Φώναξε, αυτός, ένας  εισαγγελέας: “Κάτω οι ιδιοκτήτες”.»

«Τι ωραίο,» μουρμούρισε ο Θεός. «Τι ωραίο.»

«Το φώναξε δύο φορές και  πέθανε τη στιγμή που υπεράσπιζε  μια φτωχή από την κτηνωδία  του ιδιοκτήτη της.»

Ο Θεός, γεμάτος θαυμασμό, διέταξε  τους αγγέλους να παίξουν προς  τιμήν του Μπροκ. Μετά είπε  να ανοίξουν και τα δυο φύλλα  της πόρτας του ουρανού όπως  γίνεται με τους απόκληρους, τους  αλήτες, τους κυνηγημένους και  τους καταδικασμένους σε θάνατο. Ο κύριος εισαγγελέας μπήκε στον Παράδεισο μ’ ένα φωτοστέφανο στο κεφάλι ακουμπώντας πάνω στους ήχους της μουσικής…

Εντωμεταξύ, στον μάταιο τούτο κόσμο:

Επί τρεις ημέρες ο Τομ έσκαγε στην κυριολεξία για την κατάσταση του εισαγγελέα, και διψούσε να μάθει νέα για την υγεία του. Μερικές φορές οι ελπίδες του αναζωπυρώνονταν. Όμως η υγεία του εισαγγελέα είχε μάλλον απογοητευτικές διακυμάνσεις. Στο τέλος, ανακοινώθηκε πως την είχε γλιτώσει φτηνά – και, λίγο μετά, πως ανάρρωνε. Ο Τομ είχε εξοργιστεί κι ένιωσε και κατά κάποιον τρόπο θιγμένος. Υπέβαλε στη στιγμή την παραίτησή του. Όμως, την ίδια νύχτα, ο εισαγγελέας έπαθε μια κρίση και πέθανε. Ο Τομ έβγαλε το συμπέρασμα πως δεν επρόκειτο ποτέ να εμπιστευτεί τέτοιον άνθρωπο ξανά.

Η κηδεία ήταν υπέροχη…

ΙΙΙ

Μερικές φορές, αν και όχι  συχνά, έβλεπε κι αυτός όνειρα, αλλά τα δικά του ήταν πιο  οδυνηρά από τα όνειρα των  άλλων παιδιών. (Μια έντονη αηδιαστική μυρωδιά. Στο κέντρο ενός δωματίου που ’ναι στρωμένο με κόκκινο χαλί βλέπω ένα κομμάτι γης γύρω στα τρία τετραγωνικά μέτρα που πάνω του φυτρώνουν παράξενα βολβοειδή φυτά.) Μπορούσε να ονειρεύεται για ώρες και να κλαίει γοερά χωρίς να ξυπνάει. (Σαρανταποδαρούσες σέρνονται ανάμεσα σε πέτρες από ασβεστόλιθο και κάτω από μια πέτρα προβάλλει το κεφάλι μίας από αυτές, πελώριας.) Είχε να κάνει, νομίζω, κι αυτό με το αίνιγμα της ύπαρξής του. (Οπλίζομαι μ’ ένα γιαταγάνι και κάποιος που δεν μπορώ να τον διακρίνω σηκώνει ένα κούτσουρο.) Σε τέτοιες στιγμές η Γουέντυ τον σήκωνε και τον κάθιζε στα γόνατά της κι έβρισκε τρόπους να τον παρηγορεί και να τον ησυχάζει· (αναποδογυρίζω την πέτρα με μια κλοτσιά μα η σαρανταποδαρούσα χώνεται πιο βαθιά στο χώμα και βλέπω πως είναι τεράστια, ίσως ένα μέτρο) κι όταν ηρεμούσε, τον έβαζε στο κρεβάτι αμέσως, για να μην ξυπνήσει και ντραπεί που τον είχε δει εκείνη σε τέτοια κατάσταση. (Τώρα βρίσκεται κάτω από το κρεβάτι μου και ξυπνώ ουρλιάζοντας. Καταλαβαίνω πως πρέπει ν’ αρχίσω τις προετοιμασίες για έναν πόλεμο που νόμιζα πως είχε τελειώσει…)

Έφτασα πολύ νωρίς, κι έτσι  πήγα κι έκατσα σ’ έναν από κείνους τους πέτσινους καναπέδες που είναι στο σαλόνι, δίπλα στο ρολόι, και χάζευα τα κορίτσια. Είχανε κλείσει κιόλας ένα σωρό σχολεία για διακοπές, και είχε κάπου ένα εκατομμύριο κορίτσια που καθόντουσαν ή γυρόφερναν, και περίμεναν τα ραντεβουδάκια τους. Κορίτσια με σταυρωμένα πόδια, κορίτσια χωρίς σταυρωμένα πόδια, κορίτσια με απίθανα πόδια, κορίτσια με φριχτά πόδια, κορίτσια που φαίνονταν πως άμα τις γνώριζες θα ’τανε σωστές στρίγγλες. Ωραίο θέαμα, μα την αλήθεια, καταλαβαίνετε τί θέλω να πω. (Δυο, δυο, πέρασαν, να τα, τα κορίτσια / Όλο ντρέπονται, ντρέπονται τα κορίτσια / Τα κορίτσια, τα κορίτσια, δύο-δύο βιαστικά / στρίβουν από τη γωνία για να μπουν στο σινεμά…) Από ένα μέρος ήτανε και λιγάκι λυπητερό, γιατί αναρωτιόσουν συνέχεια τί διάολο τις περίμενε όλες τους. Θέλω να πω, αν τελείωναν τα σχολεία και τα κολέγια. Έβαζες με το νου σου πώς οι περισσότερες θα παντρευόντουσαν μάλλον τίποτα μάπες. Κάτι τύπους που λένε όλη την ώρα στα πόσα καίει το γαλόνι το κωλάμαξό τους. Κάτι τύπους που τσαντίζονται και κάνουνε σαν μωρά άμα τους νικάς στο γκολφ ή έστω σε κανένα ηλίθιο παιχνίδι σαν το πινγκ-πονγκ. Τύπους πολύ στριμμένους. Τύπους πολύ βαρετούς.  (Στέκουν πίσω από το τζάμι και ζητάνε παγωτό / τα κορίτσια που ’χουν γίνει δεκατέσσερα χρονώ / Σε λευκώματα όμορφα γράφουν τα κορίτσια / Πριν πλαγιάσουν κλείνουν, κλειδώνουν τα κορίτσια…)

Και ξαφνικά τους βλέπω. Η εξωτερική τους όψη κονιορτοποιείται, εισχωρώ στο είναι τους. Ένας φοιτητής: ένας νεαρός διανοούμενος κόκορας, μεθυσμένος από τις ολοκαίνουριες γνώσεις του, ένας δογματικός ήδη εκπαιδευμένος στη μισαλλοδοξία. Ένας καθηγητής: ένας σοβαροφανής ηλίθιος, απόστολος του εαυτού του, μια ψυχρή ψυχή, κορεσμένη από λέξεις, μια διακεκριμένη μετριότητα, οχυρωμένη πίσω από την πολυμάθειά της, ένας στομφώδης αδιάφορος, που αρνείται πεισματικά οτιδήποτε βρίσκεται έξω από τις έρευνές του, που είναι αναίσθητος στη δυστυχία του κόσμου επειδή αυτή δεν εντάσσεται στην ειδικότητά του. Ο επιστάτης που σκουπίζει: σκιά ανθρώπου, χτυπημένη από τη ζωή, ένα αηδιασμένο πιόνι του παιχνιδιού, που βλέπει τους γλουτούς των περαστικών φοιτητριών σαν τους καρπούς του χαμένου παραδείσου, που ανυπομονεί να πιει το λίτρο το κρασί του μπροστά στην τηλεόραση και ύστερα να πλαγιάσει μεθυσμένος, για να βγει επιτέλους ελεύθερος στη σχολική αυλή του ύπνου. Ένας άσχημος σκοτεινός τύπος, με βλέμμα κυνηγημένου ζώου, με έκφραση δραπέτη βρυκόλακα – εγώ μέσα σ’ έναν καθρέφτη. Μια γραμματέας: μια φλύαρη φραγκόκοτα, που τρέχει διαρκώς να διεκπεραιώσει τιποτένια πράγματα, που προκαλεί κάθε είδους δυσκολίες σε όλους για να φαίνεται σπουδαία, που εκδικείται για την ασημαντότητα της ζωής της αποθαρρύνοντας όλους όσοι αναπνέουν γύρω της, μια γυναίκα ειδικευμένη στη διοικητική παραφροσύνη και περήφανη που αποτελεί ένα απαραίτητο γρανάζι σ’ έναν άχρηστο μηχανισμό. (Στον καθρέφτη κάθε βράδυ στα κρυφά / βλέπουνε να μεγαλώνουν μ’ ένα φόβο στη καρδιά…)
Όλοι δαιμονισμένοι! Κυριευμένοι από το δαίμονα του ορθολογισμού, το δαίμονα του εγωισμού, το δαίμονα της απελπισίας, το δαίμονα της πολυπραγμοσύνης! Αυτό είναι το σύστημα που μετατρέπει τους ανθρώπους σε εξαρτήματα των μηχανών, σε τηλεχειριζόμενους τυφλοπόντικες, σε πολυδύναμα ανδρείκελα, σε αυτοϊκανοποιημένους ηλίθιους. (Τη μαμά τους τη ρωτάνε κάθε μήνα μια φορά / τα κορίτσια που περνάνε δύο-δύο βιαστικά…)

Μήπως αυτό το σύστημα είναι ο Διάβολος;

Τότε είδα την παλιόφιλη την  Γουέντυ που ανέβαινε τις σκάλες (το πόμολο της πόρτας γυρίζει ως δια μαγείας), και κατέβηκα να τη συναντήσω. Ήταν απίθανη. Αλήθεια.

(ΤΟ ΠΟΜΟΛΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ: Προς Σε.

ΖΩΗ: Ο Διάβολος μπήκε απ’ αυτή την πόρτα.

ΣΤΗΒΕΝ: Ο Εωσφόρος. Ευχαριστώ. Άκου! Ο φίλος μας, ο θόρυβος στο δρόμο!)

«Στήβεν!» μου λέει. «Αχ, είναι υπέροχο που σε βλέπω! Χρόνια και ζαμάνια!» Είχε μια από εκείνες τις πολύ δυνατές κι ενοχλητικές φωνές, άμα τη συναντούσες πουθενά. Κι έτσι πάλι τα κατάφερνε, γιατί ήταν πολύ όμορφη ο Διάολος, αλλά εμένα πάντα μου γύριζε το άντερο.

«Κι εγώ χαίρομαι που σε  βλέπω,» της λέω. Και το πίστευα. «Τί γίνεσαι λοιπόν;»

«Τέλεια! Άργησα;»

Της είπα όχι, αλλά μ’ είχε στήσει κάπου δέκα λεπτά, για να λέμε την αλήθεια. Δεν μ’ ένοιαζε όμως.

Άξαφνα τότε έπαψα ν’ ανάβω σπίρτα, κι έσκυψα πάνω στο τραπέζι, έτσι, να ’ρθω πιο κοντά της. Είχα ένα σωρό πράγματα στο νου μου. «Ψιτ, Γουέντυ», της λέω.

«Τι;» μου λέει. Κοιτούσε ένα κορίτσι που καθόταν στην άλλη άκρη της αίθουσας.

«Έχεις νιώσει ποτέ μπουχτισμένη;»  της λέω. «Θέλω να πω, φοβήθηκες  ποτέ πως όλα θα γίνουν σκατά,  εκτός κι αν κάνεις κάτι; Θέλω  να πω, σ’ αρέσει το σχολείο  και τα ρέστα;»

«Είναι τρομακτικά βαρετό».

«Θέλω να πω, το μισείς όμως; Το ξέρω πως είναι τρομαχτικά βαρετό, αλλά το μισείς; Αυτό ήθελα να πω».

«Ε, βέβαια, δεν το μισώ ακριβώς. Ωστόσο πάντα πρέπει να-»

«Ε, λοιπόν, εγώ το μισώ,» της λέω. «Μάγκα μου, πως το μισώ. (Το πρωί της Δευτέρας έβρισκε τον Στήβεν σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Κάθε πρωί Δευτέρας τον έβρισκε έτσι, κι αυτό γιατί άρχιζε άλλη μια εβδομάδα αργών βασανιστηρίων στο σχολείο. Γενικά, ξεκινούσε εκείνη τη μέρα του ευχόμενος να μην είχε μεσολαβήσει η αργία, γιατί έκανε πολύ πιο μισητή την επιστροφή του στη σκλαβιά και στα δεσμά του. Μετά από μισή ώρα, ο Στήβεν είχε μια αμυδρή και πολύ γενική ιδέα περί του μαθήματος, αλλά τίποτα περισσότερο, γιατί το μυαλό του διέσχιζε όλη την αχανή έκταση της ανθρώπινης σκέψης και τα χέρια του ήταν μονίμως απασχολημένα σε απίστευτες σκανταλιές.) Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Όλα μου φταίνε. Ας πούμε, μισώ τη Νέα Υόρκη που μένω. Μισώ τα ταξί και τα λεωφορεία της Μάντισον Άβενιου, με τους οδηγούς και τα ρέστα που όλο σου βάζουν τις φωνές να κατεβαίνεις απ’ την πίσω πόρτα, και σιχαίνομαι να με συστήνουν σε κάλπηδες που λένε τους Λαντς αγγέλους, και ν’ ανεβοκατεβαίνω με το ασανσέρ όταν όλο κι όλο που θέλω είναι να βγω έξω, και τους τύπους που μου προβάρουν κάθε τρεις και λίγο τα βρακιά μου στου Μπρουκς, και τους άλλους που πάντα-»

«Σε παρακαλώ, μη φωνάζεις», μου κάνει η παλιοΓουέντυ. Κι αυτό ήταν πολύ περίεργο, γιατί εγώ ούτε που φώναζα.

«Πάρε να πούμε τ’ αυτοκίνητα,»  της λέω. Της το ’πα με  εκείνη την πολύ ήρεμη φωνή. «Δες να πούμε τους περισσότερους  πώς τρελαίνονται για τ’ αυτοκίνητα. Πέφτουνε του θανατά έτσι και τα γρατζουνίσουνε λιγάκι, κι όλη την ώρα κουβεντιάζουν στα πόσα καίνε το γαλόνι, και μόλις πάρουν καινούργιο αυτοκίνητο αρχίζουν αμέσως να σκέφτονται να τ’ αλλάξουν μ’ ένα άλλο, που να είναι ακόμα πιο καινούργιο. Εμένα ούτε τα παλιά αυτοκίνητα μ’ αρέσουν. Θέλω να πω, μ’ αφήνουν ασυγκίνητο. Καλύτερα να ’χα ένα παλιάλογο. Το άλογο έχει τουλάχιστον ψυχή, στον Θεό σου. Με το άλογο μπορείς τουλάχιστον-»

«Δεν καταλαβαίνω τί λές,» μου  κάνει η παλιοΓουέντυ. «Πηδάς  απ’ το ένα-»

«Ξέρεις κάτι;» της λέω. «Είσαι ίσως ο μοναδικός λόγος που βρίσκομαι αυτήν τη στιγμή στη Νέα Υόρκη ή οπουδήποτε αλλού… Αν δεν ήσουν εσύ, τώρα θα ’χα πάει στον Διάολο. Στα δάση ή σε κάποιο βρωμότοπο, μακριά από δω. Γνωρίζεις πόσο πόνο μου προκαλείς; Είσαι κυριολεκτικά ο μοναδικός λόγος που βρίσκομαι εδώ πέρα».

«Είσαι πολύ γλυκός,» μου λέει. Το καταλάβαινες όμως ότι ήθελε  ν’ αλλάξουμε κουβέντα.

Η Γουέντυ, που πάντα της  άρεσε να κάνει το σωστό,  με ρώτησε πόσων χρονών είμαι.  Δεν θα ’λεγα πως ήταν η  πιο κατάλληλη ερώτηση. Ήταν σαν να σου ζητάνε σε γραπτές εξετάσεις ν’ απαντήσεις πάνω στη γραμματική, όταν εσύ το μόνο που θες να σε ρωτήσουν είναι για τους ινδιάνικους πολέμους.

«Δεν ξέρω,» απάντησα αμήχανα,  «πάντως είμαι πολύ μικρός.»

Στην πραγματικότητα δεν ήξερα τίποτα πάνω σ’ αυτό· είχα απλώς μερικές υποψίες, αλλά είπα χωρίς δισταγμό: «Γουέντυ, σηκώθηκα κι έφυγα απ’ το σπίτι μου μόλις γεννήθηκα». Της εξήγησα με χαμηλή φωνή: «Έφυγα γιατί άκουσα τον μπαμπά και τη μαμά να κουβεντιάζουν για το τί θα γινόμουν όταν θα μεγάλωνα.» Τώρα είχα νευριάσει για τα καλά. «Δεν θέλω να μεγαλώσω ποτέ,» λέω με πάθος. «Θέλω να είμαι πάντα ένα μικρό αγόρι και να περνάω ωραία. Γι’ αυτό έφυγα και πήγα στο πάρκο του Κένσινγκτον και έζησα για πολύ καιρό μαζί με τις νεράιδες.»

Τώρα βρισκόμασταν και οι δυο μαζί στην πολυθρόνα και η Γουέντυ με βομβάρδιζε μ’ όλο και πιο πολλές ερωτήσεις.

«Δεν μένεις πια στον κήπο του Κένσινγκτον;»

«Μένω καμιά φορά και τώρα.»

«Μα πού μένεις τώρα τον  περισσότερο καιρό;»

«Μαζί με τα χαμένα παιδιά.»

«Ποιοι είναι αυτοί;»

Καμιά φορά, σαν απάντηση στις θεωρίες μου, ανέφερε γεγονότα της δικής της ζωής και εμπειρίας. Με μια σχεδόν μητρική φροντίδα, με υποκινούσε να ανοιχτώ εντελώς… Της είχα εξομολογηθεί, π.χ., πώς για ένα διάστημα είχα παραβρεθεί και λάβει μέρος στις συνεδριάσεις του ιρλανδέζικου Σοσιαλιστικού Κόμματος, όπου αισθάνθηκα κι εκεί απομονωμένος, ανάμεσα σε καμιά εικοσαριά σκυθρωπούς εργάτες, μαζεμένους σε μια κρύα αποθήκη κάτω από το φως μιας αδύνατης λάμπας πετρελαίου. Όταν το κόμμα διασπάστηκε σε τρία μέρη, καθένα με δικό του αρχηγό και τη δική του αποθήκη, σταμάτησα να πηγαίνω. Οι συζητήσεις των εργατών ήταν πολύ περιορισμένου ενδιαφέροντος και τελικά φοβισμένες. Όλο το βάρος έπεφτε στα ημερομίσθια. Αυτό ήταν υπερβολικό… Μια μέρα με ρώτησε γιατί δεν έγραφα τις σκέψεις μου. «Για ποιον;» απάντησα με συγκρατημένη περιφρόνηση. «Για να συναγωνισθώ τους νεοσσούς της γραφίδος, ανίκανους να εκφρασθούν με συνέπεια για εξήντα δευτερόλεπτα; Να υποβάλω εαυτόν εις τας κρίσεις κριτικών, μιας ειδεχθούς και νωθράς μικροαστικής κοινωνίας που εμπιστεύεται την ηθική της εις τους χωροφύλακας και τας καλάς τέχνας εις τους ιμπρεσάριους και τους μεσάζοντας;»

Έπειτα, άξαφνα, μου κατέβηκε εκείνη  η ιδέα.

«Κοίτα δω,» της λέω. «Έχω  μια ιδέα. Θες να φύγουμε από εδώ; Μα τον Θεό, θα περάσουμε απίθανα. Τί λές; Πες μου. Πώς σου φαίνεται; Θα έρθεις μαζί μου; Σε παρακαλώ!»

«Αυτά δεν γίνονται,» μου λέει η παλιοΓουέντυ. Φαινόταν άγρια τσαντισμένη.

«Γιατί δεν γίνονται; Γιατί Διάολε;»

«Πάψε να ξεφωνίζεις. Σε παρακαλώ,» μου λέει. Κι αυτό ήταν μεγάλη βλακεία, γιατί εγώ ούτε που ξεφώνιζα.

«Γιατί δεν γίνονται; Γιατί όχι;»

«Γιατί δεν μπορείς, αυτό είναι  όλο. Πριν απ’ όλα είμαστε  και οι δύο κυριολεκτικά παιδιά. Και μήπως σκέφτηκες ποτέ τί θα κάνεις αν δεν βρεις δουλειά, όταν τελειώσουν τα λεφτά σου; Θα πεθάνουμε της πείνας. Έχουμε ένα σωρό καιρό μπροστά μας για όλα αυτά τα πράγματα – όλα. Θέλω να πω, όταν τελειώσεις το πανεπιστήμιο και τα λοιπά, κι αν παντρευτούμε. Κι έπειτα θα έχουμε ένα σωρό θαυμάσια μέρη να πάμε. Αρκεί να-»

(Που να πάμε άραγε; Στην πνευματική ασφυξία; Στον ικανοποιημένο εγωισμό, στην κατάθλιψη μέσα στις ανέσεις, στη χρυσή απομόνωση μέσα σε μια πόλη-μηχανή, όπου οι τοξικοί καπνοί κρύβουν τ’ άστρα; Σε μια προκατασκευασμένη ύπαρξη, καρυκευμένη με λίγη διανόηση, για να περνάει πιο ευχάριστα η ώρα μέσα στη σκλαβιά της ρουτίνας; Στην αγωνία της μύγας κάτω από το αναποδογυρισμένο ποτήρι; Στην υποχρέωση να πουλιέται για να μπορεί ν’ αγοράζει; Σε μια πυρετώδη ζωή, γεμάτη περιορισμούς αλλά χωρίς καθήκοντα, γεμάτη σχέδια αλλά χωρίς ιδανικά, γεμάτη επιλογές αλλά χωρίς νόημα; Στον απελπισμένο αγώνα για να μην είναι μόνη, για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της, για να κρύψει το φόβο της, για ν’ αναπνεύσει, για να γλιτώσει;Πόσο όμορφα βλέπεις τα κορίτσια / Πόσο άτυχα βλέπεις τα κορίτσια…)

«Μα, δεν θα έχουμε. Δεν θα  έχουμε ένα σωρό μέρη να  πάμε. Θα είναι εντελώς αλλιώτικα,»  της λέω. «Αχ, αν μπορούσες  μόνο να σκεφτείς περισσότερο  και με περισσότερη ευθύτητα  και συνοχή! Άφησε ελεύθερα τα χαλινάρια του μυαλού σου, μην το καταπιέζεις με βολικές προκαταλήψεις! Ή θέλεις να είσαι ένα στολίδι σαλονιού για το υπόλοιπο της ζωής σου; Απάντησέ μου όσο μπορείς πιο καθαρά, κι αν η λίγη εμπιστοσύνη που μου έχεις είναι ακόμα ζωντανή, τότε θα σου πρότεινα – ξέρεις τί…» Είχε αρχίσει να με πιάνει πάλι εκείνη η διαολεμένη πλάκωση.

Τότε μου είπε τα πάντα για την Κόλαση κι εγώ της είπα ότι πολύ θα ήθελα να πάω εκεί. Νευρίασε, αλλά δεν είχα κακό σκοπό. Το μόνο που ήθελα ήταν να πάω κάπου· ήθελα μόνο μια αλλαγή, όχι κάτι συγκεκριμένο. Είπε ότι ήταν αμαρτωλό να λέω αυτό που είχα πει· είπε ότι δεν θα το έλεγε ακόμα κι αν της χάριζαν όλο τον κόσμο· εκείνη θα ζούσε έτσι ώστε να πάει στον Παράδεισο. Λοιπόν, δεν έβρισκα κανένα όφελος στο να πάω εκεί, έτσι αποφάσισα να μην το προσπαθήσω. Αλλά δεν της το είπα, γιατί μόνο μπελάδες θα έφερνε και τίποτα καλό.

Πήρε φόρα και συνέχισε και  μου είπε τα πάντα για τον Παράδεισο. Είπε ότι το μόνο που είχε να κάνει εκεί ένα παιδί ήταν να τριγυρνά όλη μέρα με μια άρπα και να τραγουδά για όλη την αιωνιότητα. Έτσι δεν το πολυσκέφτηκα. Αλλά δεν της το είπα. Τη ρώτησα αν πίστευε ότι ο Τομ Σόγερ θα πήγαινε εκεί και εκείνη είπε, σε καμία περίπτωση. Χάρηκα, γιατί ήθελα να είμαστε μαζί, εκείνος και εγώ.

«Βλέπεις, Στήβεν,» συνέχισε, «γερνάμε και τα προβλήματα στοιβάζονται. Μια μέρα, εσύ κι εγώ, θα τριγυρνάμε μέσα σ’ ένα στενό, μαζί, στη δύση του ήλιου, και θα ψάχνουμε στα σκουπίδια».

«Θες να πεις πώς θα καταλήξουμε  σαν τους γεροαλήτες;» της λέω.  «Ναι. Όλοι προς τα εκεί πηγαίνουμε τώρα». Ρυτίδες στην ανάποδη κόψη του χάους, αυτό έπρεπε να πω. Το χρυσάφι είναι στο βάθος του κόσμου κι ο κόσμος είναι άνω-κάτω. «Γιατί όχι, μωρό μου; Φυσικά και θα καταλήξουμε εκεί αν το θέλουμε, κι όλα τα υπόλοιπα. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να τελειώνεις έτσι. Περνάς όλη σου τη ζωή χωρίς ν’ ασχολείσαι με το τί θέλουν οι άλλοι, μαζί και οι πολιτικοί και οι πλούσιοι, και κανείς δεν σκοτίζεται για σένα και προχωράς μονάχος και ανοίγεις το δικό σου δρόμο. Θέλω να σου πω, Γουέντυ, ξεκάθαρα, δεν έχει σημασία που μένω, η βαλίτσα μου εξέχει πάντα κάτω απ’ το κρεβάτι, είμαι έτοιμος να φύγω ή να πάρω πόδι. Αποφάσισα να τ’ αφήσω όλα να κυλήσουν μέσα απ’ τα χέρια μου. Με είδες, εσύ, ν’ αγωνίζομαι και να χτυπάω τον κώλο μου κάτω για να πετύχω και ξέρεις, εσύ, πώς είναι χωρίς σημασία και πως έχουμε την αίσθηση του χρόνου, τον τρόπο να κόβουμε ταχύτητα και να περπατάμε και να ψάχνουμε και ν’ αρκούμαστε στις απλές απολαύσεις, και τί είναι οι άλλες απολαύσεις; Εμείς, ξέρουμε».

«Τί;» μου λέει. «Δεν σ’ άκουσα. Τη μια στιγμή ξεφωνίζεις και την άλλη-»

Λοιπόν, λέω στον εαυτό μου  τελικά, θα το ρισκάρω· αυτή  τη φορά θα πω την αλήθεια,  αν και μοιάζει πολύ σαν  να κάθεσαι πάνω σε ένα βαρέλι  με μπαρούτι και να το ανάβεις  για να δεις πού θα πας.  Λέω λοιπόν:

«Είπα όχι, δεν θα ’χουμε να πάμε σε θαυμάσια μέρη όταν θα ’χω τελειώσει το πανεπιστήμιο και τα ρέστα. Άνοιξε τ’ αυτιά σου. Τότε θα είναι εντελώς άλλο πράγμα. Θα πρέπει να κατεβαίνουμε με ασανσέρ, όλο βαλίτσες και τέτοια. Θα πρέπει να τηλεφωνούμε σ’ όλους και να τους λέμε αντίο, και να τους στέλνουμε κάρτες από ξενοδοχεία και τα ρέστα. Και εγώ θα δουλεύω σε κανένα γραφείο και θα βγάζω ένα σωρό λεφτά, και θα πηγαίνω στη δουλειά με ταξί και με λεωφορεία της Μάντισον Άβενιου, και θα διαβάζω εφημερίδες, και θα παίζω μπριτζ όλη την ώρα, και θα πηγαίνουμε σινεμά και θα βλέπουμε ένα κάρο ντοκιμαντέρ και προσεχώς και επίκαιρα και σκατά. Άκου επίκαιρα! Θεέ και κύριε! Έχουν όλο κάτι ηλίθιες ιπποδρομίες και κάτι μεγαλοκυράδες που σπάνε μπουκάλες σε βαπόρια, και κάτι χιμπατζήδες που κάνουν ποδήλατο με κοντά παντελονάκια. Δεν θα είναι διόλου ίδιο. Δεν κατάλαβες καθόλου τί ήθελα να πω.»

«Ήρθα,», λέει εκείνη, «ελπίζοντας  ότι θα μ’ έβγαζες από μια  φαντασίωση.»

«Απόλαυσέ την!» φωνάζω άγρια.  «Τί άλλο έχετε εσείς όλοι; Κράτησέ την γερά από τη μικρή κεραία, μην αφήνεις τους φροϋδιστές να σε καλοπιάσουν και να σου την πάρουν ή τους φαρμακοποιούς να σε δηλητηριάσουν και να σου την πάρουν μετά. Οτιδήποτε κι αν είναι, κράτησέ το σαν κάτι πολύτιμο, γιατί αν το χάσεις θα γίνεις από την έλλειψή του σαν τους άλλους, θ’ αρχίσεις να παύεις να υπάρχεις. Α, να πάρει η ευχή, πιστεύω στον Διάβολο, ναι, πιστεύω, ιδιαίτερα όταν βλέπω τα μούτρα σας και, ακόμα κι αν κάνω λάθος, είμαι περισσότερο άνθρωπος απ’ ό,τι εσείς, που ζείτε σαν σάντουιτς ανάμεσα στα παπούτσια και στα καπέλα σας! Θα το μετανιώσετε κάποτε πικρά! Όμως εγώ σκέφτομαι, φανταστείτε! Ο νους μου δεν είναι ένα εργαλείο που μου χρησιμεύει για τα συμφέροντά μου ή τις απολαύσεις μου, είναι ένα όργανο για την απόσταξη της αλήθειας. Και δεν έχει καμία σημασία αν θα γίνει έκρηξη στο εργαστήριο! Μπράβο, κύριοι ορθολογιστές, και καλή όρεξη! Όταν θα πεθαίνετε ολομόναχοι μέσα σ’ ένα τεράστιο νοσοκομειακό κέντρο κι ένα ανοξείδωτο ρομπότ θα έρχεται να σας κάνει την τελευταία σας ένεση, μην ξεχάσετε να έχετε πάνω σας την πιστωτική σας κάρτα!»

(«Ο κόσμος δεν γνωρίζει πόσο επικίνδυνα μπορούν να γίνουν τα ερωτικά τραγούδια,» προειδοποίησε αποκρυφικά ο πίνακας στον τοίχο. «Οι διεργασίες που προκαλούν τις επαναστάσεις στον κόσμο γεννιούνται από τα όνειρα και τα οράματα της καρδιάς ενός χωρικού στην πλαγιά ενός λόφου. Γι’ αυτόν, η γη δεν είναι ένα έδαφος προς εκμετάλλευσιν αλλά μια ζωντανή μητέρα.»)

«Άντε, πάμε να φύγουμε,» της λέω. «Άμα θες να ξέρεις, μου γυρίζει το άντερο που σε βλέπω.»

Γέλασα για να ελευθερώσω το  νου μου από τα δεσμά του  νου μου…

Τί είναι αυτό το συναίσθημα  που σας σφίγγει όταν φεύγετε  με τ’ αμάξι αφήνοντας πίσω  σας ανθρώπους που τους βλέπετε  να μικραίνουν μέσα στη πεδιάδα  μέχρι που τελικά εξαφανίζονται; Είναι ο απέραντος κόσμος που μας βαραίνει και είναι ο αποχαιρετισμός.

Για να σας πω την αλήθεια  μου πάντως, ούτε που ξέρω γιατί  της άρχισα όλες αυτές τις  ιστορίες. Θέλω να πω, που της  έλεγα να φύγουμε για κάπου,  για την Μασαχουσέτη και το  Βέρμοντ και τα ρέστα. Το πιο πιθανό είναι πως δεν θα την έπαιρνα μαζί μου, ακόμα και αν το ήθελε. Το φοβερό είναι όμως ότι το πίστευα όταν της το έλεγα. Αυτό είναι το πιο φοβερό απ’ όλα. Μα τον Θεό, είμαι για δέσιμο.

Στο τέλος, το πρόσωπό της  συσπάστηκε και ένιωσε τα μάτια της να υγραίνονται. Εν άκρως ρομαντικόν περιστατικόν συνέβη, ότε νεαρός τις απόφοιτος της Οξφόρδης, γνωστός δια τα ιπποτικά του αισθήματα προς το ωραίον φύλον, επροχώρησε και, προτείνων το επισκεπτήριόν του, το βιβλιάριον των τραπεζικών καταθέσεών του και το γενεαλογικόν του δένδρον, ητήσατο την χείρα της ατυχούς κόρης, παρακαλών αυτήν όπως η ιδία καθορίσει την ημερομηνίαν του γάμου. Ο Λόρδος Μπούρμπουρυ ένιωσε μεγάλη συμπάθεια (την ασχήμια των γονιών τους θα πληρώσουνε ακριβά). Αφού αντήλλαξαν μερικά λόγια, (κάποια μέρα σαν χαμένα θα σταθούν στην εκκλησιά) την ρώτησε αν θα ήθελε να γίνει γυναίκα του, (η μαμά τους θα δακρύζει – συγγενείς, πεθερικά) γιατί είχε ένα εισόδημα διακόσιες χιλιάδες λίρες στερλίνες το χρόνο, πρότασιν την οποίαν αυτή απεδέχθη ασμένως (τα κορίτσια τα καημένα, κι ούτε λέξη πια γι’ αυτά…)

Παρ’ όλα αυτά, στρέφουμε προς  τα μπρος, για την επόμενη  τρελή περιπέτεια κάτω απ’  τους ουρανούς. Πού πάμε; Να κάνουμε  τί; Για ποιό σκοπό; -Να κοιμηθούμε. Αλλά αυτή η τρελοσυμμορία  κατευθυνόταν προς τα μπρος…

IV

Είναι σ’ αυτό το σημείο  του έργου που τα πράγματα  γίνονται περίεργα, κι ένα ελαφρό  ρίγος, μια αμφισημία, αρχίζει  να έρπει ανάμεσα στις λέξεις. Έως τότε τα ονόματα λέγονταν  είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Αλλά τώρα μια νέα μορφή έκφρασης κυριαρχεί που μπορεί μόνο να οριστεί ως ένα είδος τελετουργικών δισταγμών. Ορισμένα πράγματα, γίνεται καθαρό, δεν θα λέγονται φωναχτά· ορισμένα γεγονότα δεν θα δείχνονται στη σκηνή· αν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, λαμβάνοντας υπόψη τις υπερβολές στις προηγούμενες πράξεις, τί θα μπορούσαν να είναι αυτά τα πράγματα. Ο Δούκας δεν μας διαφωτίζει, ίσως να μην μπορεί.

Ο Χάκλμπερι έκανε τσάρκες όποτε του έκανε κέφι. Κοιμόταν στα κατώφλια των σπιτιών όταν είχε καλό καιρό, και σε άδεια κρασοβάρελα όταν έβρεχε. Δεν ήταν υποχρεωμένος να πηγαίνει στο σχολείο ή στην εκκλησία, ή να δίνει λογαριασμό σε αφεντικό ή να υπακούει σ’ οποιονδήποτε. Μπορούσε να πηγαίνει για ψάρεμα ή κολύμπι, όποτε και όπου ήθελε, και να κάθεται όσο του έκανε όρεξη. Κανένας δεν του απαγόρευε να τσακώνεται. Ξενυχτούσε όσο ήθελε. Ήταν πάντα ο πρώτος που εμφανιζόταν ξυπόλητος την άνοιξη κι ο τελευταίος που έβαζε σόλα κάτω από τα ποδάρια του το χειμώνα. Ποτέ του δεν υποχρεωνόταν να πλυθεί, ούτε και να βάλει καθαρά ρούχα. Μπορούσε να βρίζει μια χαρά. Με δυο λόγια, αυτό το παιδί είχε ό,τι πολυτιμότερο μπορούσε να ζητήσει κανείς απ’ τη ζωή. (Τα πιο ωραία παραμύθια
απ’ όσα μου ’χεις διηγηθεί
/ αχ είν’ εκείνα που μιλούσαν για τα παιδιά που ’χουν χαθεί…)
Θα χρειαζόταν μια ολόκληρη νύχτα για να μιλήσει κανείς για τον Κιμ Κάρσονς· (για τα παιδιά που χάθηκαν στο στοιχειωμένο δάσος / στις λίμνες στο βορρά / για τα παιδιά που χάθηκαν στου δράκου το πηγάδι / στης στρίγκλας τη σπηλιά…)
για την ώρα, ας πούμε μονάχα πώς ήταν δάσκαλος και μπορεί να βεβαιώσει κανείς πως είχε κάθε δικαίωμα να διδάσκει γιατί όλο του τον καιρό τον περνούσε μαθαίνοντας· και τα πράγματα που μάθαινε ήταν αυτά που έκρινε πώς πρέπει και που όριζε ως «τα γεγονότα της ζωής», τα οποία μάθαινε όχι μόνο από ανάγκη αλλά επειδή το ήθελε. (Η πρώτη λογοτεχνική του προσπάθεια είχε τον τίτλο Η Αυτοβιογραφία ενός Λύκου. Όλοι γελούσαν και του έλεγαν: «Εννοείς η βιογραφία ενός λύκου». Όχι, εννοούσε η αυτοβιογραφία ενός λύκου.) Είχε περιφέρει το μακρύ αδύνατο κορμί του σε κάθε γωνία των ΗΠΑ και, στον καιρό του, στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής, απλώς για να δει τί γινόταν· είχε παντρευτεί μια Λευκορωσίδα κοντέσα στη Γιουγκοσλαβία για να τη βοηθήσει να ξεφύγει απ’ τους Ναζί κατά τη δεκαετία του ’30. Υπάρχουν φωτογραφίες δικές του όπου τον βλέπουμε ανάμεσα σε μια διεθνή σπείρα κοκαΐνης της δεκαετίας του ’30 – συμμορίτες με υπερβολικές μαλλούρες, στηριγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο· σ’ άλλες φωτογραφίες φοράει ένα καπέλο παναμά και ατενίζει τους δρόμους στο Αλγέρι· δεν ξανάδε ποτέ τη Λευκορωσίδα κοντέσα. Είχε χρηματίσει επαγγελματίας φονιάς στο Σικάγο, ιδιοκτήτης μπαρ στη Νέα Υόρκη, δικαστικός κλητήρας στο Νιούαρκ. Στο Παρίσι την άραζε στα τραπέζια των καφέ, εξετάζοντας τις κατσούφικες φάτσες των Γάλλων που περνούσαν. Στην Αθήνα παρατηρούσε, καθώς έπινε το ούζο του, αυτό που ονόμαζε: οι πιο άσχημοι άνθρωποι του κόσμου. Στην Ισταμπούλ είχε ανοίξει δρόμο ανάμεσα απ’ το πλήθος των οπιομανών και των εμπόρων χαλιών, σ’ αναζήτηση γεγονότων. (Σε συμμορίες με ζητιάνους, σε αχυρώνες και σ’ αυλές / και σε καράβια του πελάγους με λαθρεμπόρους πειρατές…) Μέσα στα αγγλικά ξενοδοχεία διάβασε Σπένγκλερ και Μαρκήσιο ντε Σαντ. Στο Σικάγο σχεδίαζε να διαρρήξει ένα τούρκικο χαμάμ, καθυστέρησε δυο λεπτά παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε για να πιει κάτι και βούτηξε μόνο δυο δολάρια, και αναγκάστηκε να το βάλει στα πόδια. Ολ’ αυτά τα έκανε απλώς για την εμπειρία του πράγματος. Τώρα βρισκόταν στη Νέα Ορλεάνη σερνάμενος στους δρόμους, συντροφιά με ύποπτους τύπους και συχνάζοντας με «συνδέσμους» σε μπαρ. Η Αμερική του άλλοτε ήταν για τον Κιμ το ευαίσθητο σημείο του, και ιδιαίτερα η Αμερική του 1910, όταν μπορούσες να αγοράσεις μορφίνη σ’ ένα ντράγκστορ χωρίς συνταγή και όταν οι Κινέζοι κάπνιζαν όπιο το βράδυ στο παράθυρο τους και η χώρα ήταν άγρια και σαματατζού κι ελεύθερη και είχε άφθονες τις ελευθερίες κάθε είδους για όλο τον κόσμο. Το μίσος του στρεφόταν καταρχήν εναντίον της γραφειοκρατίας, έπειτα εναντίον των φιλελευθέρων και μετά εναντίον των μπάτσων. (Για τα παιδιά που τα ’συραν στης Αφρικής τις αγορές / εμπόροι και ληστές / και φοβισμένα κι ορφανά, στη Σμύρνη και στη Βενετιά, / τα πιάσαν οι φρουρές…)

Ο Στήβεν πήγαινε συχνά μόνος έξω και, όταν γυρνούσε, δεν μπορούσες ποτέ να είσαι βέβαιος αν είχε μια περιπέτεια ή όχι. Μπορούσε να την ξεχάσει τόσο ολοκληρωτικά που να μην πει τίποτα γι’ αυτήν. Και μετά, όταν πήγαινες έξω, έβρισκες το πτώμα. Κι άλλες φορές πάλι, μπορούσε να σου πει ένα σωρό γι’ αυτή, κι εσύ να μην μπορείς να βρεις μετά το πτώμα. (Ψωμί ζητήσαν του φουρνάρη,
λίγο νερό του καφετζή
/ τα διώχνει ο πρώτος μ’ ένα φτυάρι κι ο άλλος λύνει το σκυλί…)
Μερικές φορές γύριζε σπίτι με το κεφάλι του δεμένο, και τότε η Γουέντυ τον χαϊδολογούσε και του το ’πλενε με χλιαρό νερό, ενώ εκείνος διηγείτο μια συναρπαστική ιστορία. Αλλά εκείνη, ξέρετε, δεν τον πολυπίστευε. Υπήρχαν όμως και αρκετές περιπέτειες που ήξερε ότι ήταν αληθινές, επειδή είχε πάρει μέρος και η ίδια, και υπήρχαν κι άλλες που μάλλον δεν ήταν ολότελα ψεύτικες αφού είχαν πάρει μέρος και τα άλλα παιδιά και έλεγαν ότι ήταν εκατό τοις εκατό αληθινές. Αν καθόμασταν να τις περιγράψουμε όλες αυτές, δεν θα μας έφτανε ούτε ένα βιβλίο χοντρό σαν το Αγγλο-Λατινικό, Λατινο-Αγγλικό Λεξικό· γι’ αυτό θα περιγράψουμε μία, για να δείτε τί μπορούσε συνήθως να γίνει μέσα σε μια ώρα σ’ αυτό το νησί.

Μια μέρα λέει ο Τομ Σόγερ:

«Τώρα θα φτιάξουμε μια συμμορία  ληστών. Όποιος θέλει να μπει  πρέπει να δώσει όρκο και  να γράψει το όνομά του με  αίμα.»

Όλοι ήθελαν να μπουν. Έτσι  ο Τομ έβγαλε ένα φύλλο χαρτί  όπου είχε γράψει τον όρκο και τον διάβασε. Κάθε παιδί έπρεπε να ορκιστεί ότι θα είναι πιστό στη συμμορία και ότι ποτέ δεν θα αποκαλύπτει τα μυστικά της· και ότι αν κάποιος έβλαπτε ένα μέλος της συμμορίας, όποιο παιδί έπαιρνε εντολή να σκοτώσει αυτόν τον τύπο και την οικογένειά του έπρεπε να το κάνει, και δεν έπρεπε να φάει ούτε να κοιμηθεί πριν να τους σκοτώσει και να χαράξει ένα Χ στο στήθος τους, που ήταν το σύμβολο της συμμορίας. Και κανείς που δεν ανήκε στη συμμορία δεν μπορούσε να χρησιμοποιεί αυτό το σύμβολο, κι αν το έκανε θα του κάναμε μήνυση· κι αν το έκανε ξανά, έπρεπε να πεθάνει. Κι αν κάποιο μέλος της συμμορίας αποκάλυπτε τα μυστικά, έπρεπε να του κόψουμε το λαιμό και μετά να κάψουμε το κουφάρι του και να σκορπίσουμε παντού τις στάχτες του, και να σβήσουμε το όνομά του από τη λίστα με αίμα και ποτέ να μην αναφερθεί ξανά από τη συμμορία, αλλά να του ρίξουμε κατάρα και να τον ξεχάσουμε για πάντα.

«Ψάχνουμε μια Ριζική Λύση,»  συνέχισε ο Τομ, «στο Πρόβλημα  των Σκατών: Σφάξτε τα σκατά  όλου του κόσμου σαν αγελάδες  που έχουν αφθώδη πυρετό. Οι ταραχές για την υποκίνηση των οποίων βρισκόμαστε εδώ δεν αποτελούν παρά το προοίμιο της γενικής επίθεσης ενάντια στον κόσμο. Επιδιώκουμε μια τελική λύση. Δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός. Ακόμα και η ανάμνηση του παλαιού κόσμου πρέπει να σβήσει, σαν να μην υπήρξε ποτέ μια τέτοια πόλη.

«Διαθέτουμε επαρκή αποθέματα από τα νέα όπλα για ν’ αρχίσουμε την εκστρατεία μας και θα ’ταν ασύνετο να καθυστερήσουμε άλλο. Αργά ή γρήγορα, ο εχθρός κάτι θα μάθει για τα σχέδιά μας και τα μέσα που έχουμε για να τα πραγματοποιήσουμε. Θα εφαρμόσουμε τους κλασικούς κανόνες του ανταρτοπολέμου ενάντια σε μια ισχυρότερη δύναμη, παρασύροντάς την όλο και πιο βαθιά μέσα στο δικό μας έδαφος, ενώ ταυτόχρονα θα κάνουμε επιδρομές και θα κόβουμε τις γραμμές ανεφοδιασμού. Αυτή είναι η τακτική που λύγισε τις ρωμαϊκές λεγεώνες του Κράσσου στην καταστροφική εκστρατεία κατά των Πάρθων. Οι Πάρθοι εμφανίζονταν ξαφνικά σ’ ένα ύψωμα καβάλα σ’ άλογα, έριχναν μια βροχή από βέλη και τρέπονταν σε φυγή, τραβώντας τους Ρωμαίους όλο και πιο βαθιά μέσα στην έρημο, ενώ η δίψα, η πείνα και οι αρρώστιες τους αποδεκάτιζαν. Ελάχιστοι λεγεωνάριοι κατάφεραν να φτάσουν πίσω στη θάλασσα.

«Μόλις η τακτική αυτή αποδυναμώσει αρκετά τον εχθρό, θα επιτεθούμε με όλες μας τις δυνάμεις σε μια σειρά από εχθρικές θέσεις. Η αδυναμία να ολοκληρώσεις μια επίθεση που άρχισε ευνοϊκά είναι εξίσου καταστροφική με το να επιχειρήσεις μια επίθεση υπό δυσμενείς συνθήκες. Αυτό ήταν το λάθος που έκανε τον Αννίβα να χάσει τον πόλεμο με τη Ρώμη. Δεν συνειδητοποίησε πως είχε νικήσει όλο το ρωμαϊκό στρατό και, αντί να βαδίσει προς την αφρούρητη πόλη χωρίς καθυστέρηση, οχυρώθηκε για να κρατήσει τη θέση του – αποτέλεσμα: στο τέλος δεν του ’μεινε καμιά θέση.

«Έχουμε λόγους να πιστεύουμε πως πολλοί λιποτάκτες θα περάσουν στις γραμμές μας, και τότε πρέπει χωρίς αναβολή να καταφέρουμε μια σειρά από συντριπτικά χτυπήματα. Ούτε πρέπει να δώσουμε καιρό στους Γάλλους και τους Άγγλους ν’ αντιληφθούν τον κίνδυνο και να ενωθούν με την Ισπανία ενάντια σ’ έναν κοινό εχθρό. Τη στιγμή που θα δούμε τη νίκη να διαγράφεται στο νότιο ημισφαίριο της αμερικανικής ηπείρου, θα χτυπήσουμε στο βόρειο.»

Όλοι είπαν ότι ήταν ένας  πραγματικά υπέροχος όρκος και  ένα εκπληκτικό σχέδιο και  ρώτησαν τον Τομ αν τα είχε  βγάλει απ’ το κεφάλι του.  Εκείνος είπε ότι ένα μέρος το είχε βγάλει αυτός αλλά τα υπόλοιπα ήταν από βιβλία με πειρατές και ληστές και ότι κάθε σοβαρή συμμορία αυτά έκανε.

Στρατιωτικές επιχειρήσεις του  ενός ή του άλλου είδους  βρίσκονταν συνεχώς σ’ εξέλιξη,  οι περισσότερες χωρίς κανένα απολύτως νόημα ή, μάλλον, μ’ ένα διαφορετικό νόημα που δεν λέει τίποτε σ’ έναν Δυτικό. Ωστόσο, αν σκεφτόταν στ’ αραβικά, ο Κιμ μπορούσε να διακρίνει ένα σχέδιο, έμοιαζε με τη συσκευή που είχε επεξεργαστεί για να βοηθήσει τους τυφλούς να βλέπουν. Δεν έβλεπαν με το συνηθισμένο τρόπο, αλλά συνελάμβαναν σχηματισμούς από κηλίδες, σαν τον πουαντιγισμό στην αφηρημένη ζωγραφική.

Μερικοί σχηματισμοί παραμένουν  ακατανόητοι, οι ρίζες τους  είναι θαμμένες στην άγραφη  αρχαιότητα. Ένιωθε τους μύες  και περιοχές του μυαλού του ν’ αναδεύονται, όπως όταν κάνεις ιππασία για πρώτη φορά και χρησιμοποιείς μύες που δεν χρησιμοποιούνται στο περπάτημα και ξυπνάς πιασμένος, έτσι ξυπνούσε με πόνους σε σημεία που δεν μπορούσε καν να τα βρει ή να τα προσδιορίσει…

Φόβοι και εξάρσεις και θλίψεις από τις άγριες ανεξερεύνητες περιοχές του νου…

«Ξέρεις τον Ρομπέν των Δασών,  Χακ;» ρώτησε ο Τομ.

«Όχι. Ποιος είναι ο Ρομπέν  των Δασών;»

«Να, ήταν ένας από τους σπουδαιότερους άνδρες που έζησαν ποτέ στην Αγγλία – κι από τους καλύτερους. Ήταν κλέφτης.»

«Ωραίος! Μακάρι να ’μουνα  κι εγώ. Και ποιούς έκλεβε;»

«Μόνο άρχοντες κι επισκόπους  και πλούσιους και βασιλιάδες. Αλλά ποτέ του δεν πείραζε  τους φτωχούς. Τους αγαπούσε. Και  πάντα μοιραζόταν δίκαια μαζί  τους τα πλούτη».

«Καλά, πρέπει να ήταν πολύ  καλόψυχος ο τύπος.»

«Αν ήτανε λέει; Σίγουρα, Χακ.  Α, ήταν ο πιο ευγενικός άντρας  που πέρασε ποτέ. Τέτοιοι άντρες  δεν υπάρχουν πια, στο λέω  εγώ. Εμείς, όμως, θα παίξουμε  τον Ρομπέν των Δασών, έχει  τρομερή πλάκα. Θα σου δείξω.»

«Έγινε.»

Κι έτσι έπαιξαν τον Ρομπέν  των Δασών το απόγευμα, κι έριχναν  πού και πού ματιές γεμάτες  λαχτάρα κατά το στοιχειωμένο  σπίτι κι έκαναν κάποιο σχόλιο  σχετικά με τα σχέδιά τους  της επόμενης μέρας εκεί.

«Το έχετε αντιληφθεί;» είπε καθώς έφευγαν ο Κιμ. «Είμαστε η σκιά μιας σκιάς. Αυτοί, οι συνωμότες του σπιτιού της Χήρας, αν πράγματι υπάρχει τέτοια συνωμοσία, είναι μια σκιά, χωρίς σαφή χαρακτηριστικά, χωρίς ξεκάθαρους σκοπούς, τουλάχιστον απ’ όσο ξέρουμε, κι εμείς που τους ακολουθούμε πότε-πότε, λίγο στα κουτουρού, σαν παιδιά που ’χουν χαθεί παίζοντας και παθαίνουν όλο ατυχήματα, είμαστε η σκιά αυτής της σκιάς. Το έχετε αντιληφθεί;»

Παίζαμε τους ληστές πότε-πότε, για κάνα μήνα, κι έπειτα παραιτήθηκα. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι. Δεν είχαμε ληστέψει κανέναν, δεν είχαμε σκοτώσει κανέναν, μόνο παίζαμε τους ληστές. Πεταγόμασταν μέσα απ’ τα δέντρα και χιμούσαμε σε οδηγούς κοπαδιών και σε γυναίκες με κάρα που μετέφεραν λαχανικά στην αγορά, αλλά ποτέ δεν τους ληστεύαμε πραγματικά. Ο Τομ Σόγερ αποκαλούσε τα γουρούνια «ράβδους χρυσού» και τα γογγύλια και τα άλλα λαχανικά «κοσμήματα», και πηγαίναμε στη σπηλιά για να συζητήσουμε σχετικά με αυτά που είχαμε κάνει και με το πόσους είχαμε σκοτώσει και σημαδέψει. Μα δεν έβλεπα κανένα όφελος στην υπόθεση.

Μια φορά ο Τομ έστειλε ένα  αγόρι να τρέχει γύρω-γύρω στην  πόλη με ένα φλεγόμενο κλαδί, το «σύνθημα» όπως το ονόμαζε (ήταν το σημάδι ότι έπρεπε να μαζευτεί η συμμορία), και μετά είπε ότι κατάσκοποί του είχαν φέρει μυστικά νέα, ότι την επόμενη μέρα ένα ολόκληρο καραβάνι με Ισπανούς εμπόρους και πλούσιους Άραβες θα κατασκήνωνε στο Κέιβ Χόλοου με διακόσιους ελέφαντες και εξακόσιες καμήλες και πάνω από χίλια πολεμικά μουλάρια, όλα φορτωμένα με διαμάντια, και είχαν μόνο τετρακόσιους στρατιώτες να τους φυλάνε, οπότε θα ενεδρεύαμε, όπως το έλεγε, θα τους σκοτώναμε όλους και θα αρπάζαμε τα λάφυρα. Είπε ότι έπρεπε να ακονίσουμε τα σπαθιά και τα όπλα μας και να ετοιμαστούμε. Δεν μπορούσε να κλέψει ούτε από κάρο με γογγύλια αλλά όλα τα σπαθιά και τα όπλα έπρεπε να γυαλίζουν για την επίθεση· αν και ήταν μόνο σανίδες και σκουπόξυλα, κι έτσι θα παρέμεναν ακόμα κι αν τα γυάλιζες μέχρι να σαπίσεις.

Δεν πίστευα ότι μπορούσαμε  να τα βάλουμε με τόσους Σπανιόλους και Άραβες αλλά ήθελα να δω τις καμήλες και τους ελέφαντες, κι έτσι παρουσιάστηκα την επόμενη μέρα, το Σάββατο, στην ενέδρα. Κι όταν ακούσαμε το σύνθημα (Και ο Σατανάς είπε: «Εμπρός, ας πάμε να βρούμε τον αρχαίο εχθρό στα ψηλά του παλάτια.» Και οδήγησε μέσα από τις ουράνιες πεδιάδες την αναρίθμητη στρατιά των αγγέλων, μεταφέρων επί των βραχιόνων αυτού τας δέλτους του νόμου, κεχαραγμένας εις την γλώσσαν των παρανόμων…) χιμήξαμε μέσα απ’ το δάσος και τρέξαμε κάτω στο λόφο. Γεροδεμένοι νέοι αρπάζουν πέτρες. Γιουχαητά και σφυρίγματα εκτοξεύονται από τη μάζα των διαδηλωτών. Αυτόματα όπλα σηκώνονται. Αυτό ήταν…

Ο γιατρός Ρενάρ ήταν ένας  στητός καστανομάλλης, κλασικός  τύπος της αθόρυβης αλλά δραστήριας  τάξης των ελεύθερων επαγγελματιών,  που η Γαλλία είχε διατηρήσει  ακόμα πιο τέλεια απ’ την  Αγγλία. Όταν του εξήγησαν την υπόθεση γέλασε με τον πανικό του Μαρκησίου και με ακέραιο γαλλικό σκεπτικισμό απεφάνθη ότι, λογικά, δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα για Αναρχική Επανάσταση. «Η Αναρχία,» είπε, «είναι παιδαριώδης».

«Κι αυτό;» φώναξε ο συνταγματάρχης  και έδειξε με το δάχτυλο πίσω απ’ την πλάτη των άλλων. «Κι αυτό εκεί παιδαριώδες είναι;»

Γύρισαν όλοι και είδαν μια  καμπύλη από μαύρο ιππικό να  κατηφορίζει ορμητικά απ’ την  κορφή του λόφου μ’ όλη τη  βιαιότητα ορδής του Αττίλα. Παρ’  ότι όμως κάλπαζαν με μεγάλη ταχύτητα, εξακολουθούσαν να βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο τόσο που οι μαύρες μάσκες της πρώτης σειράς φάνταζαν σαν μια ενιαία γραμμή…

Ακολουθεί ο παραδοσιακός τονισμός της έκστασης της καταστροφής: νεανίες τσόγλανοι ροκενρολάδες ξεχύνονται στις λεωφόρους των εθνών. Ορμάνε μέσα στο Λούβρο και πετάνε βιτριόλι στο μούτρο της Μόνα Λίζα· ανοίγουν τις πόρτες των ζωολογικών κήπων, των τρελάδικων, των φυλακών, σπάνε με κομπρεσέρ τους κεντρικούς αγωγούς της ύδρευσης, τσακίζουν τα δάπεδα κάτω από τουαλέτες αεροπλάνων, πυροβολούν τους φάρους, λιμάρουν τα συρματόσχοινα των ασανσέρ αφήνοντας ένα-δυο συρματάκια μόνο, διοχετεύουν τους αγωγούς λυμάτων στο δίκτυο του πόσιμου νερού, ρίχνουν σκυλόψαρα και δηλητηριώδη σελάχια, χέλια ηλεκτρικά και καντιρού μέσα σε πισίνες, ντυμένοι με κουστούμια ναυτικά πάνε και ρίχνουν το Queen Mary πρόσω ολοταχώς πάνω στην προβλήτα του λιμανιού της Νέας Υόρκης, σαμποτάρουν αεροπλάνα και λεωφορεία, ορμάνε στα νοσοκομεία με άσπρες μπλούζες κραδαίνοντας πριόνια, τσεκούρια και νυστέρια μήκους ενός μέτρου· οδηγούν κοπάδια γουρουνιών που γρούζουν ασταμάτητα μέσα στην Μπόρσα, χέζουν στα πατώματα των Ηνωμένων Εθνών και κωλοσφουγγίζονται με χάρτες συνθηκών, συμφωνιών, συμμαχιών…

Με αεροπλάνα, αυτοκίνητα, άλογα,  καμήλες, ελέφαντες, τρακτέρ, ποδήλατα κι οδοστρωτήρες, με τα πόδια, με σκι, πάνω σε έλκηθρα, με πατερίτσες ή με πόγκο οι τουρίστες κατακλύζουν τα σύνορα, απαιτώντας με αγέρωχο ύφος εξουσίας να τους δοθεί άσυλο για να γλιτώσουν από τις «ακατονόμαστες συνθήκες που επικρατούν στον παλαιό κόσμο», το Εμπορικό Επιμελητήριο του κάκου να πασχίζει να ανακόψει τη ροή της πλημμυρίδας ανακοινώνοντας: «Παρακαλούμε όπως διατηρήσετε την ψυχραιμία σας. Δεν είναι παρά ολίγοι σαλεμένοι που έχουν καταφέρει να το σκάσουν από το τρελάδικο…»

Μέσα σε λίγες ώρες έχει επικρατήσει απόλυτα η φρίκη, μέσα σε λίγες μέρες τίποτα πια δεν έχει όνομα: οι μελλοθάνατοι υπαγορεύουν της διαθήκες τους από τα παράθυρα, οι άρρωστοι νομίζουν ότι έχουν καταληφθεί από δαίμονες, συμμετέχουν σε φανταστικούς χορούς κι ύστερα ανοίγουν μόνοι τους τις κοιλιές τους με κουζινομάχαιρα, οι λεπροί κατάδικοι πετούν τους πεθαμένους από τα μπαλκόνια κι ύστερα σέρνουν τα πτώματα στους δρόμους με γάντζους· δεν γίνεται πια διάκριση ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς, θάβουν όλους εκείνους που δεν σαλεύουν πια, μαζί μ’ αυτούς που σαλεύουν ακόμα λίγο· στους μαζικούς τάφους η γη ανεβοκατεβαίνει σαν ν’ αναπνέει, οι λιτανείες εκφυλίζονται σε όργια, οι λειτουργίες σε αισχρά καρναβάλια, κανένας δεν  γνωρίζει πια κανέναν, οι άνθρωποι το μόνο που θέλουν είναι να κάνουν έρωτα σαν τα κουνέλια, πριν να ψοφήσουν σαν τα ποντίκια· σ’ όλες τις γωνίες μελλοθάνατοι σέρνονται, αφρίζουν, ουρλιάζουν, στριγκλίζουν από ηδονή ή πόνο, οι λύκοι κατεβαίνουν τη νύχτα στους δρόμους, χώνονται στα σπίτια κι αρπάζουν τα νεογέννητα, οι ανώτατοι κληρικοί μετατρέπονται σε γουρούνια, οι πτωχοί τω πνεύματι σε άγιους, οι άρρωστοι δαγκώνουν το λιθόστρωτο, ξεριζώνουν τα μαλλιά τους, γκρεμίζονται στα πηγάδια, σπάνε τα κεφάλια τους στους τοίχους, συνουσιάζονται σε κάθε σημείο, αλληλοσκοτώνονται για το τίποτε, επικίνδυνοι τρελοί γυρίζουν στους δρόμους, τσαρλατάνοι πλουτίζουν πουλώντας φάρμακα ώσπου να ψοφήσουν και οι ίδιοι, οι άνθρωποι ξεθάβουν αρχαίους ξεχασμένους θεούς, προσεύχονται στην Σελήνη, ικετεύουν την Μαύρη Παρθένο στην εκκλησία της Αγίας Μαγδαληνής, κλειδαμπαρώνονται στα σπίτια τους και ράβουν τα ίδια τους τα σάβανα, οι χωριάτες σκοτώνουν με τα δικράνια όσους προσπαθούν να ξεφύγουν από την πόλη, τα νεκροταφεία είναι γεμάτα, τα εξομολογητήρια μυρίζουν σπέρμα, κάποιοι μανιακοί εντοιχίζονται ζωντανοί, δεν υπάρχουν πια ούτε νόμοι ούτε κανόνες, οι άνθρωποι δεν θέλουν να πεθάνουν και επειδή ξέρουν πως θα πεθάνουν, δεν θέλουν να πεθάνουν μόνοι…

Ένα απόσπασμα πιθηκοπαθών σαλτάρει  ουρλιάζοντας από κλαδί σε  κλαδί κι από εκεί σε μπαλκόνια και σε πολυελαίους, χέζοντας στη διαδρομή και κατουρώντας τους διαβάτες· άτομα σε κατάσταση αμόκ καλπάζουν παίρνοντας κεφάλια, πρόσωπα γλυκά κι απόμακρα σφραγισμένα με το μισοχαμόγελο του ονείρου· πολίτες με αρτιφανή σημάδια Μπανγκ-ουτότ χουφτώνουν γερά τα πέη τους και ζητούν βοήθεια απ’ τους τουρίστες· Άραβες διαδηλωτές με ουρλιαχτά κι αλαλαγμούς ευνουχίζουν, ξεκοιλιάζουν, λούζουν με βενζίνη και βάζουν φωτιά· αγόρια τυλιγμένα με εντόσθια λικνίζονται και κάνουν στριπτίζ, γυναίκες παραγεμίζουν το μουνί τους με κομμένα γεννητικά όργανα, το τρίβουν επιδεικτικά, το κουνάνε και το χώνουν στον άντρα που διαλέγουν· φανατισμένοι θρησκόληπτοι αγορεύουν με στόμφο στο πλήθος από ελικόπτερα και τους πετάνε κατακέφαλα πέτρινες πλάκες λαξεμένες με μηνύματα που δεν βγάζουν νόημα· Άνθρωποι-Λεοπαρδάλεις με σιδερένια νύχια κομματιάζουν ανθρώπους, βήχοντας και γρυλίζοντας· μυημένοι στην Κανιβαλική Εταιρεία των Κουακιούτλ κόβουν με τα δόντια τους μύτες κι αυτιά (Σε κάποιες τουαλέτες υπήρχε μια διαφήμιση της KEK, μαζί μ’ έναν αριθμό ταχυδρομικής θυρίδας και μια ταχυδρομική σάλπιγγα. Μια φορά το μήνα διάλεγαν κάποιο θύμα από τους αθώους, τους ενάρετους, τους κοινωνικά αφομοιωμένους και προσαρμοσμένους, τον χρησιμοποιούσαν σεξουαλικά, και τον θυσίαζαν. H Γουέντυ δεν κράτησε τον αριθμό…)

Ορισμένοι πλούσιοι απομονώνονται στα παλάτια τους: μέσα στ’ αρώματά τους, κοιτάζουν κάτω στο δρόμο τους λεπρούς που τσακώνονται για τα ρούχα των νεκρών και, ξαφνικά, σωριάζονται κι οι ίδιοι με τη μύτη μέσα στα πλούσια εδέσματά τους, κεραυνοβολημένοι από την αρρώστια· ενώ η μάχη μαίνεται στους δρόμους έξω από το παλάτι, ο Πασκουάλε είναι κλειδωμένος στο αριστοκρατικό του θερμοκήπιο, έχοντας ένα όργιο· στο πανηγύρι παίρνει μέρος κι ένας άγριος μαύρος πίθηκος, φερμένος από ένα πρόσφατο ταξίδι στην Ινδία· φυσικά είναι κάποιος μεταμφιεσμένος σε πίθηκο, ο οποίος μ’ ένα σινιάλο πηδάει από έναν πολυέλαιο πάνω στον Πασκουάλε, την ίδια στιγμή καθώς μισή ντουζίνα άντρες, παριστάνοντας τις γυναίκες, που μέχρι εκείνη την ώρα περιφέρονταν ντυμένοι σαν χορεύτριες, ορμάνε κι αυτοί στον σφετεριστή απ’ όλες τις μεριές της σκηνής· για δέκα λεπτά περίπου το εκδικητικό τσούρμο αρχίζει να πετσοκόβει, να στραγγαλίζει, να δηλητηριάζει, να τσαλαπατά, να τυφλώνει και άλλα τέτοια τον Πασκουάλε, ενώ αυτός περιγράφει λεπτομερώς αυτά που του συμβαίνουν για τη διασκέδασή μας· τελικά πεθαίνει μέσα σε φοβερούς πόνους, καθώς κάποιος Τζενάρο, εντελώς ασήμαντος, μπαίνει θριαμβευτικά και ανακηρύσσει τον εαυτό του προσωρινό ηγέτη του κράτους έως ότου βρεθεί ο νόμιμος Δούκας, ο Νίκολο…

(Ήταν σαν να διάβαζες για τη Γαλλία και τους Γάλλους στην αείμνηστη και ευλογημένη επανάσταση, που έσβησε χίλια χρόνια τέτοιας αθλιότητας με ένα σαρωτικό κύμα αίματος – ένα: ο διακανονισμός αυτού του παμπάλαιου χρέους με αναλογία μια σταγόνα αίμα για κάθε βαρέλι αίμα που είχαν απομυζήσει με αργά βασανιστήρια από το λαό μέσα στους δέκα αιώνες λαθών και ντροπής και δυστυχίας που όμοιά τους μόνο στην Κόλαση βρίσκεις. Υπήρξαν δύο «Βασιλείες του Τρόμου», αν μπορείτε να θυμηθείτε. Η μία επεξεργάστηκε το φόνο εν βρασμώ, η άλλη το φόνο εν ψυχρώ. Η μία κράτησε λίγους μήνες, η άλλη χίλια χρόνια. Η μια έριξε το θάνατο πάνω σε δέκα χιλιάδες άτομα, η άλλη πάνω από εκατό εκατομμύρια.)

Μέσα στο χάος και την καταστροφή  της φλεγόμενης και λεηλατημένης  πόλης, μέσα σε δρόμους γεμάτους νεκρούς και ετοιμοθάνατους, παιδιά του δρόμου χορεύουν και χοροπηδούν σαν αμέριμνα χαρούμενα πνεύματα, πολλά απ’ αυτά με αποκριάτικες μάσκες στα πρόσωπά τους· ένα αγόρι με κοστούμι σκελετού σωριάζεται δίπλα σ’ ένα κοκαλωμένο πτώμα μιμούμενο με γκροτέσκο τρόπο τη στάση του: «είσαι ψόφιος και βρωμάς·» πετάγεται όρθιο και απομακρύνεται με χοροπηδητά· χοροπηδούν γύρω από έναν ετοιμοθάνατο αστυνομικό και μιμούνται τον επιθανάτιο ρόγχο του: «σήκω πάνω ντε να σταματήσεις τον καβγά!» Αρπάζουν το καπέλο και το σήμα του, και κυνηγούν το ένα τ’ άλλο· «σταματήστε εν ονόματι του νόμου,» φωνάζουν κοροϊδευτικά…

Στους δρόμους έχουν ρίξει  στρατιές ολόκληρες από αγόρια  που συντηρούν τις φλόγες του ενθουσιασμού· και αυτοί οι νεαροί ταραχοποιοί θα περιποιηθούν αργότερα κάθε εξυπνάκια πολίτη που θα δοκιμάσει να πάρει πίσω την ιδιοκτησία του και να ξαναχτίσει· τ’ αγόρια περιλούζουν με βρισιές τους επισκέπτες: «πιάνω τη σύφιλη γκαμώντας κωλοτρυπίδα σου·» σκαρφαλώνουν στους τοίχους των σπιτιών σαν πίθηκοι, μπανίζουν από τα παράθυρα, λιθοβολούν τους περαστικούς από τη στέγη, ουρούν και αυνανίζονται στα μπαλκόνια…

Καθώς ο ήλιος ανεβαίνει, η  πλατεία μοιάζει μ’ ένα Χόλιγουντ σ’ έξαλλη κατάσταση· Ρωμαίοι λεγεωνάριοι υπό τον Κόιντο Κούρτιο μάχονται με γαλλικά σώματα ασφαλείας· Βίκινγκ και πειρατές χτυπιούνται με σταυροφόρους και έφιππους Τεξανούς αστυνομικούς· πιστολάδες από παλιά γουέστερν μονομαχούν με τους Black and Tans και την Ειδική Αστυνομία της Κένυας· οι ελέφαντες του Αννίβα επιτίθενται σ’ ένα τρένο γεμάτο πεζοναύτες του 1920 που πάνε να προστατεύσουν τα συμφέροντα της United Fruit Co· πολεμικές κραυγές και τραγούδια αντηχούν από παντού· πεόνες με μασέτες αποκεφαλίζουν μπουλούκια που βγήκαν για λυντσάρισμα· πολεμικές κραυγές και τραγούδια αντηχούν μαζί με γρυλίσματα και μουγκρητά, πολεμικές ιαχές, γκάιντες, η μπόχα από άλογα, τσίλι και σκόρδο· οι άνδρες του Πάντσο Βίλα καταρρίπτουν ένα ελικόπτερο από την Επιχείρηση Αναχαίτιση· μια στρατιά από Κινέζους σερβιτόρους που κραδαίνουν μπαλτάδες ορμάει από ένα κινέζικο μαγέρικο με παραπλανητική πρόσοψη, ουρλιάζοντας: «Γλαμιέστε! Γλαμιέστε! Γλαμιέστε!» Πέφτουν πάνω σε μπάτσους της δίωξης ναρκωτικών και μαφιόζους και τους κάνουν κιμά· δηλητηριασμένα βελάκια από ινδιάνικα φυσοκάλαμα ξεπαστρεύουν μια συγκέντρωση της Κου Κλουξ Κλαν· σερίφηδες απ’ το Νότο που χαίρονται να σκοτώνουν αράπηδες κομματιάζονται από γυμνούς έφιππους Σκύθες…

Ο Τομ βρίσκεται στο επίκεντρο  της μάχης, αλλάζοντας κοστούμι κάθε λίγα λεπτά· τώρα οδηγεί ένα απόσπασμα από νεαρούς Μαλαίσιους σε κατάσταση αμόκ με κρις στα χέρια ενάντια στη Σαβάκ του Σάχη· αμέσως μετά, καβάλα σ’ ένα ψηλό μαύρο άλογο και φορώντας μεσαιωνική πανοπλία, καλπάζει στους δρόμους του Μίντλταουν σουβλίζοντας με το κοντάρι του θεοφοβούμενες γυναίκες και σερίφηδες· μετά γίνεται ένας πιστολάς με 44άρι διπλής κίνησης φτιαγμένο κατά παραγγελία που οδηγεί την Άγρια Συμμορία για να διαλύσουν ένα auto-da-fé στη Λίμα· τώρα πηδάει στο κατάστρωμα ενός ισπανικού πολεμικού πλοίου με γιαταγάνι και πιστόλι με ακτίνες λέιζερ· σφαίρες πολυβόλων, δηλητηριασμένα βελάκια, ακόντια, βέλη, μπούμερανγκ, μπόλος, μαχαίρια σκοποβολής, πέτρες· ρουκέτες σφυρίζουν στον αέρα, έντονη μυρωδιά από αγριόχορτα και στεγνή ζέστη από παλιά γουέστερν…

Οι επαναστάτες έχουν μεγάλες  απώλειες, μα αναπτύσσονται και συνεχίζουν την έφοδο· έχουν γίνει αποβάσεις σ’ όλο το μήκος του ποταμού και ο παλαιός κόσμος έχει περικυκλωθεί από σαστισμένα στρατεύματα δίχως σχέδιο επίθεσης…

Τα Αγόρια-Κύκλωπες μπαίνουν σε δράση· τα όντα αυτά έχουν ένα μάτι στο κέντρο του μετώπου· μπορούν να ενεργοποιήσουν το τσάκρα του θανάτου στο σβέρκο τους μέχρι να εκτοξευτεί από το τρίτο μάτι μια ακτίνα λέιζερ, που διαπερνά πέτρες και μέταλλα, προσπαθώντας να εντοπίσει τα ηλεκτρονικά κέντρα ελέγχου της πόλης…

Καντράν οργάνων διαλύονται, αποθήκες πυρομαχικών ανατινάζονται· το πλήθος ξεχύνεται ουρλιάζοντας μέσα από τα τείχη, που έχουν τώρα γκρεμιστεί σε πολλά σημεία…

Ένα άρμα που παριστάνει μια  ισπανική γαλέρα κυλάει αργά  και μεγαλόπρεπα στο πάτωμα του γυμναστηρίου· στο κατάστρωμα, βλέπουμε την Ιερά Εξέταση με πασσάλους και γκαρότες, τους Κονκισταδόρες, τους πατρόν και τους κυβερνήτες, αξιωματούχους και γραφειοκράτες, και τα σύγχρονα ισοδύναμά τους, machos και politicos που κατεβάζουν ουίσκι Old Parr και κραδαίνουν 45άρια με μαργαριταρένιες λαβές· αστυνομικοί της Υπηρεσίας Μετανάστευσης με μαύρα γυαλιά…

Στα παρασκήνια, μια φωνή βρυχιέται:

Τέρμα τ’ αστεία, γαμιόληδες… Σε θέσεις μάχης.

Ο Στήβεν και οι δίδυμοι βρίσκονται στον πυργίσκο βολής κάνοντας υπολογισμούς, μετρώντας την απόσταση…

-Μέτρα: είκοσι μία χιλιάδες…  Σκόπευση καθ’ ύψος: μηδέν κόμμα  έξι…

Η γαλέρα είναι ακριβώς πάνω στο σταυρό της διόπτρας· ο Χακ γίνεται κατακόκκινος καθώς πατάει το κουμπί πυροδότησης· η γαλέρα τινάζεται στον αέρα και βυθίζεται σε μια θάλασσα-σκηνικό…

ΚΙΜ: Ah non, par exemple! Διανοητικό παραλήρημα! Εγώ τα θέλω όλα ή τίποτα. Non serviam!

Η ΜΗΤΕΡΑ: (Σφίγγει τα χέρια και βογκάει απελπισμένα.) Ω, Ιερή Καρδιά του Ιησού, σπλαχνίσου τον. Σώσε τον από την Κόλαση, Θεία Ιερή Καρδιά!

ΚΙΜ: Όχι, όχι, όχι! Όσοι κι αν είστε, λοιπόν, προσπαθήστε να με δαμάσετε. Όλους θα σας κανονίσω. Η πάλη για τη ζωή είναι ο νόμος της ύπαρξης, αλλά οι σύγχρονοι φιλειρηνιστές, ιδίως ο τσάρος και ο βασιλιάς της Αγγλίας, έχουν επινοήσει τη διαιτησία. (Χτυπάει το μέτωπό του.) Αλλά εδώ μέσα είναι γραμμένο ότι εγώ πρέπει να σκοτώσω τον ιερέα και τον βασιλιά.

ΚΑΛΑΜΠΡΕΣ: (Στους στρατιώτες, μαλακά.) Δεν ξέρει τί λέει. Έχει πιει λίγο παραπάνω απ’ όσο μπορεί ν’ αντέξει. Αψέντι, το πρασινομάτικο τέρας. Τον ξέρω. Είναι κύριος, ποιητής. Μην του δίνετε σημασία.  (Στον Κιμ.) Πάμε σπίτι. Θα έχεις φασαρίες.

ΚΙΜ: (Ασταθής.) Δεν μπορώ να το αποφύγω. Προσβάλλει τη νοημοσύνη μου.

Η ΜΗΤΕΡΑ: (Μέσα στον επιθανάτιο ρόγχο της.) Για δική μου χάρη, Κύριε, σπλαχνίσου τον Κιμ. Ανέκφραστη στάθηκε η αγωνία μου όταν εσύ ξεψυχούσες από αγάπη, πόνο και θλίψη πάνω στο Γολγοθά.

ΚΙΜ: Nothung!

(Κραδαίνει ψηλά με τα δυο του χέρια το μπαστούνι του και θρυμματίζει τον πολυέλαιο· η στερνή χλωμή φλόγα του χρόνου αναπηδά και στο σκοτάδι που επακολουθεί το διάστημα γκρεμίζεται συθέμελα, θρυμματισμένα γυαλιά και κατεδαφισμένος τοίχος…)

«Τελείωσε;» ρωτά ο Στήβεν.

«Δεν το νομίζω,» απαντά ο Τομ. «Βλέπετε αυτό που βλέπω;»

Η γη τραντάζεται· ο Κθούλου αναδύεται από τα Βάθη ανεμίζοντας καλτσοδέτες σημαδεμένες από λευκούς λεκέδες και μετοχές, ομόλογα και νομίσματα όλων των εθνών, εταιρειών και συμβουλίων· κυβερνήσεις ανατρέπονται σαν κορίνες του μπόουλινγκ· (θα βρεθούμε όλοι μαζί στο πανηγύρι, / θα ’ναι όλη η παλιά μας συντροφιά…) το χρηματιστήριο καταρρέει· ανώνυμες αναρχικές ορδές σαρώνουν τους δρόμους φωνάζοντας «ψηλά τα χέρια, γαμιόληδες!» την ώρα που εκτελούν τραπεζίτες προέδρους εταιρειών δικηγόρους πολιτικούς σπιτονοικοκύρηδες ιερείς ραβίνους υπουργούς παίκτριες του γκολφ και οποιονδήποτε φορούσε καθαρό λευκό πουκάμισο· (…και θα πιούμε από το ίδιο το ποτήρι / και την πιο πικρή γουλιά…)
όργια ξεσπούν σε κοινοβούλια, κογκρέσα, αντικερί, μπουτίκ, γραφεία επιχειρήσεων, χασάπικα, μοναστήρια, βαγόνια του τραμ, νοσοκομεία, αλογάκια του λούνα παρκ, πανεπιστήμια, ακαδημίες, εργαστήρια, αρτοποιεία, καθεδρικούς, δικηγορικά γραφεία, εργοστάσια· τεράστιοι βάναυσοι φαλλοί μπήγονται σε μουνιά, κωλοτρυπίδες, στόματα χυμωδών ηθοποιών, γερο-παραλημένων χήρων, έξοχων φιλοσόφων, βασιλιάδων, επισκόπων, αγοριών, κοριτσιών, στρατιωτών, ηγουμένων, τραπεζιτών, κλαψιάρηδων ποιητών· μουνιά γαμιούνται, ρουφιούνται, μασιούνται, γλείφονται, φιλιούνται· (ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ ένα χίπη / ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά…)
η βασίλισσα Βικτώρια βιάζεται ομαδικά από 358 πολεμιστές Βατούσι· παράφρονες αφοδεύουν σε τοίχους, σιντριβάνια, μπολ κοκτέιλ, σε δρόμους και κατώφλια· σαλιωμένα αγροτόπαιδα που κραδαίνουν πλακάτ με το σύνθημα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΚΤΗΝΟΒΑΣΙΑ ορμούν σε καταστήματα ζώων για να σοδομίσουν σκυλιά, γατιά, μαϊμούδες, πουλιά, ταραντούλες· ο Αντρέ Μπρετόν περιφέρεται στο Παρίσι πυροβολώντας περαστικούς στην τύχη· ο τελευταίος δικηγόρος στραγγαλίζεται με τα εντόσθια του τελευταίου πολιτικού· ο Πάπας εμφανίζεται σε κατάσταση παραληρήματος στο μπαλκόνι που βλέπει στην πλατεία του αγίου Πέτρου ψέλνοντας ακατάληπτα ενόσω αυτοσοδομίζεται με ένα δονητή τριάντα εκατοστών της εταιρείας Γιοκοχάμα Δερμάτινα Είδη & Αξεσουάρ Σεξ· νοικοκυρές δολοφονούν τους συζύγους τους και τρέχουν στις αποθήκες να το κάνουν με τράγους ενώ ουρλιάζουν Ιώ Παν Ιώ Παν Ο Τράγος με τα Χίλια Μικρά! (…ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη / και η παρθένα με τον Σατανά…) μηδενιστές επιτίθενται σε άσυλα ανιάτων με αυτόματα όπλα, δολοφονούν το προσωπικό και απελευθερώνουν τους ασθενείς προκειμένου να κυκλοφορούν ελεύθεροι στους δρόμους και να βάζουν φωτιά σε γραφεία ψυχιάτρων· ποιητές της πρωτοπορίας καταλαμβάνουν τις εφημερίδες και δημοσιεύουν περίεργους, ανησυχητικούς τίτλους: Μήπως είναι Ένα Νέο Ηλεκτρομαγνητικό Φαινόμενο ή Πεθαίνει η Καρδιά και το Μυαλό της Ευρώπης; Μόνο οι Παράφρονες είναι Απόλυτα Ελεύθεροι· Οι Άνθρωποι των Άστρων Επιστρέφουν Όμως Εγώ Έχασα τη Μία και Μοναδική μου Αγάπη· Πού είναι ο Θεός Τώρα που Τον Χρειαζόμαστε; Την επόμενη μέρα οι γυναίκες οργανώνονται και ολοκληρώνουν τη σφαγή.

Και ο ουρανός μετατράπηκε στο σώμα της Νουίτ, μαύρος, όμορφος, η μητέρα των άστρων: και όλα άλλαξαν σε μια στιγμή, με το παίξιμο των ματιών…

…μα δεν υπήρχαν Σπανιόλοι και Άραβες, δεν υπήρχαν καμήλες ούτε ελέφαντες. Ήταν μόνο ένα πικ-νικ του κατηχητικού, και μάλιστα τάξης του δημοτικού. Τα κάναμε όλα λίμπα και κυνηγήσαμε τα παιδιά στην κοιλάδα· αλλά τα μοναδικά μας λάφυρα ήταν κάτι ντόνατς με μαρμελάδα, αν και ο Στήβεν βρήκε μια πάνινη κούκλα και ο Τζο Χάρπερ ένα βιβλίο με ύμνους και ένα θρησκευτικό φυλλάδιο· μετά έκανε έφοδο η δασκάλα και μας υποχρέωσε να τ’ αφήσουμε όλα και να κόψουμε λάσπη.

Δεν είδα πουθενά διαμάντια και το είπα στον Τομ Σόγερ. Εκείνος είπε ότι υπήρχαν ολόκληρα φορτία, κι ότι υπήρχαν και Άραβες και ελέφαντες και ένα σωρό πράγματα. «Τότε γιατί δεν μπορούσαμε να τα δούμε;» τον ρώτησα. Είπε ότι, αν δεν ήμουν τόσο άσχετος και είχα διαβάσει ένα βιβλίο που λέγεται Δον Κιχώτης, θα το ήξερα χωρίς να ρωτήσω. Είπε ότι όλα γίνονταν με μαγεία. Είπε ότι εκεί υπήρχαν εκατοντάδες στρατιώτες και ελέφαντες και θησαυροί και τα λοιπά, αλλά είχαμε εχθρούς που ήταν μάγοι και είχαν μεταμορφώσει το όλο πράγμα σε κατηχητικό για νήπια, από καθαρή μοχθηρία. Απάντησα ότι, αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε εμείς έπρεπε να κυνηγήσουμε τους μάγους. Ο Τομ Σόγερ με αποκάλεσε κουφιοκέφαλο.

Οι διαφωνίες πάνω σ’ αυτό  το θέμα ήταν πολλές. Φιλόσοφοι,  μαθηματικοί, γιατροί, θεολόγοι, φυσικοί, μεταφυσικοί, θεόσοφοι, ακαδημαϊκοί και γκαραζιέρηδες  έγραψαν πάνω σ’ αυτό το  ζήτημα ένα μεγάλο αριθμό θέσεων, παραθέσεων, αντιθέσεων και συνθέσεων. Στο τραίνο που πήγαινε από τη Χάβρη στο Παρίσι διάβασα τρεις μπροσούρες που μελετούσαν το θέμα.

Το σκέφτηκα για δύο-τρεις μέρες,  και τελικά έκρινα ότι όλα  αυτά ήταν απλά άλλο ένα  ψέμα του Τομ Σόγερ. Μάλλον  εκείνος πίστευε στους Άραβες και στους ελέφαντες αλλά, αν με ρωτήσετε, εγώ σκέφτομαι διαφορετικά. Το πράγμα είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός κατηχητικού.

Ξεχωρίζεις όμως ένα σύντροφο από έναν παλιοκερατά.

Τα παιδιά φόρεσαν τα ρούχα τους, έκρυψαν τα σύνεργά τους κι έφυγαν θλιμμένοι γιατί δεν υπήρχαν πια παράνομοι, κι αναρωτιόντουσαν τί είχε να προσφέρει ο μοντέρνος πολιτισμός σε αντιστάθμισμα για την απώλειά τους. Είπαν πως καλύτερα να ήταν ένα χρόνο παράνομοι στο Δάσος του Σέργουντ, παρά να γίνονταν Πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών για όλη τους τη ζωή…

V

Για δύο ατέλειωτες εβδομάδες ο Τομ κειτόταν αιχμάλωτος, αποκομμένος από τον κόσμο και απ’ όσα συνέβαιναν σ’ αυτόν. Ήταν πολύ άρρωστος, δεν ένιωθε για τίποτα το παραμικρό ενδιαφέρον. Όταν στάθηκε ξανά στα πόδια του κι αξιώθηκε να περπατήσει αδύναμα στην πόλη, μια μελαγχολική αλλαγή είχε πέσει πάνω σε όλα τα πράγματα και τους ανθρώπους. Είχε συντελεστεί μια «ανάσταση» κι ο καθένας είχε «ξαναβρεί την πίστη του», όχι μόνο οι μεγάλοι, αλλά ακόμα και τα αγόρια και τα κορίτσια. Ο Τομ τριγυρνούσε, με την κρυφή ελπίδα να συναντήσει κάποιον θεόσταλτο αμαρτωλό, αλλά από παντού τα νέα ήταν απογοητευτικά. Βρήκε τον Στήβεν Ντένταλους να μελετάει τη Βίβλο και γύρισε απογοητευμένος τα μούτρα του σ’ αυτό το λυπηρό θέαμα. Αναζήτησε τον Κιμ Κάρσονς, που του τόνισε ότι η ιλαρά που μόλις είχε περάσει ήταν μια ευλογημένη θεία προειδοποίηση. Κάθε παιδί που συναντούσε πρόσθετε κι ένα λιθαράκι στη βαριά κατάθλιψή του. Κι όταν, στην απελπισία του, έτρεξε στο τέλος να βρει καταφύγιο στην αγκαλιά του Χάκλμπερι Φιν κι έγινε δεκτός με ένα εδάφιο από τη Βίβλο, ένιωσε την καρδιά του να ραγίζει. Έτρεξε κυνηγημένος στο σπίτι του και χώθηκε στο κρεβάτι του, πεισμένος πως μόνο εκείνος απ’ όλο το χωριό είχε χάσει κάθε ελπίδα να σώσει την ψυχή του, στους αιώνες των αιώνων…

Φυσικά τα παιδιά πήγαν στο σχολείο. Απ’ την πρώτη κιόλας εβδομάδα κατάλαβαν πόσο ανόητοι ήταν που δεν έμειναν στο νησί. Αλλά τώρα πια ήταν πολύ αργά. Γρήγορα όμως προσαρμόστηκαν και έγιναν κανονικοί σαν εσάς και σαν εμένα. Το λυπηρό μόνο είναι πως σιγά-σιγά ξέμαθαν να πετούν. Στην αρχή η Γουέντυ τους έδενε τα πόδια στα κάγκελα του κρεβατιού για να μην πετάξουν τη νύχτα και φύγουν. Και ένα από τα πιο αγαπημένα τους παιχνίδια την ημέρα ήταν να κάνουν δήθεν πως πέφτουν απ’ το λεωφορείο. Με τον καιρό όμως έπαψαν να τραβολογάνε τα σκοινιά που τους έδεναν στο κρεβάτι και ανακάλυψαν ότι έπεφταν και χτυπούσαν μ’ εκείνο το παιχνίδι στο λεωφορείο. Έφτασαν στο σημείο να μην μπορούν να κυνηγάνε τα καπέλα τους στον αέρα. Χρειάζονταν εξάσκηση, λέγανε. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι δεν μπορούσαν να πετάξουν γιατί δεν πίστευαν πια.

Τώρα όλα τα παιδιά είχαν μεγαλώσει και είχαν καταθέσει τα όπλα· γι’ αυτό και δεν αξίζει τον κόπο να πούμε πολλά γι’ αυτούς. Μπορείτε να δείτε τους διδύμους να πηγαίνουν στα γραφεία τους κρατώντας ένα χαρτοφύλακα και μια ομπρέλα. Ο Κιμ είναι μηχανοδηγός. Ο Στήβεν παντρεύτηκε μια Λαίδη κι έτσι έγινε Λόρδος. Τον βλέπετε αυτόν το δικαστή με την περούκα που βγαίνει απ’ την επιβλητική πόρτα; Αυτός κάποτε ήταν ο Τζο Χάρπερ. Και ο άντρας με το γένι που δεν ξέρει ούτε μια ιστορία να πει στα παιδιά του ήταν κάποτε ο Χόλντεν Κόλφιλντ. Γιατί όλοι οι Πράκτορες αυτομολούν κι όλοι οι Αντιστεκόμενοι στο τέλος ξεπουλιούνται

Η Γουέντυ παντρεύτηκε ντυμένη  στα άσπρα και μ’ ένα ροζ  πέπλο. Είναι παράξενο που δεν πέταξε ο Στήβεν μέσα στην εκκλησία να σταματήσει το γάμο.

Πέρασαν κι άλλα χρόνια και  η Γουέντυ απέκτησε μια κόρη. Την έλεγαν Τζέην και είχε  πάντα μια ερωτηματική έκφραση,  λες και ήθελε, απ’ τη στιγμή  που πάτησε το πόδι της στη Μεγάλη Στεριά, ν’ αρχίσει τις ερωτήσεις.

Μια φορά την εβδομάδα η  κουβερνάντα της Τζέην είχε  έξοδο, και έβαζε την Τζέην  για ύπνο η Γουέντυ. Ήταν  η ώρα των παραμυθιών. Η Τζέην  είχε ανακαλύψει ένα παιχνίδι: να σηκώνει το σεντόνι πάνω  απ’ το κεφάλι της μαμάς της και το δικό της και να γίνεται κάτι σαν σκηνή και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι να ψιθυρίζει:

«Τί βλέπουμε τώρα;»

«Δεν νομίζω ότι βλέπω τίποτα  απόψε,» έλεγε η Γουέντυ, έχοντας  την αίσθηση πως αν ήταν  η μητέρα της εδώ δεν θα  επέτρεπε άλλες συζητήσεις.

«Βλέπεις, βλέπεις,» έλεγε η Τζέην.  «Βλέπεις τότε που ήσουν κοριτσάκι.»

«Έχει περάσει πολύς καιρός  από τότε, χρυσό μου,» έλεγε  η Γουέντυ. «Ω Θεέ μου, πώς  πετάνε τα χρόνια!»

«Πετάνε όπως πετούσες κι εσύ  όταν ήσουν κοριτσάκι;» ρωτούσε  η παμπόνηρη μικρή.

«Όπως πετούσα εγώ! Να σου  πω κάτι, Τζέην, μερικές φορές  αναρωτιέμαι αν πράγματι πέταξα  ποτέ.»

«Πέταξες.»

«Α, ο καλός παλιός καιρός που  μπορούσα να πετάω!»

«Γιατί δεν μπορείς να πετάξεις  τώρα, μαμά;»

«Γιατί τώρα είμαι μεγάλη, αγάπη μου. Όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν, ξεχνούν τον τρόπο να πετούν.»

«Γιατί τον ξεχνούν;»

«Γιατί δεν είναι πια χαρούμενοι  και αθώοι και άκαρδοι. Μόνο  οι χαρούμενοι, αθώοι και άκαρδοι  μπορούν και πετούν.»

«Τι σημαίνει χαρούμενοι, αθώοι και άκαρδοι; Θα ’θελα να είμαι χαρούμενη, αθώα και άκαρδη!»

Τα πλούτη του Χακ Φιν και  το γεγονός ότι τώρα πια  βρισκόταν υπό την προστασία  της Χήρας, του άνοιξαν τις  πόρτες της καλής κοινωνίας  –ή μάλλον τον έσυραν, τον εκσφενδόνισαν  με το ζόρι στην καλή κοινωνία- και τα βάσανά του ήταν σχεδόν περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να αντέξει. Οι υπηρέτες της Χήρας τον φρόντιζαν και τον έπλεναν, τον χτένιζαν και τον βούρτσιζαν, και τον ξάπλωναν τα βράδια σε αντιπαθέστατα σεντόνια που δεν είχαν ούτε ένα λεκεδάκι, ούτε μια βρομιά πάνω τους, που θα μπορούσε να τη σφίξει στην καρδιά του και να την αναγνωρίσει σαν μια γνώριμη, φιλική παρουσία. Έπρεπε να τρώει με μαχαίρι και πιρούνι. Ήταν υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί πετσέτα, ποτήρι και πιάτο. Έπρεπε να διαβάζει τη Βίβλο του, να πηγαίνει στην εκκλησία. Έπρεπε να μιλάει τόσο καθαρά και καλά, που οι λέξεις είχαν χάσει κάθε γεύση στο στόμα του. Όπου κι αν έστρεφε το κεφάλι, τα εμπόδια και τα δεσμά του πολιτισμού τον έζωναν και τον έδεναν χειροπόδαρα.

Άντεξε με γενναιότητα τα βάσανά του τρεις ολάκερες εβδομάδες, ώσπου μια μέρα χάθηκε. Η Χήρα, απελπισμένη, τον αναζήτησε παντού επί σαράντα οκτώ ώρες. Ο κόσμος στενοχωρήθηκε πολύ. Έψαξαν παντού, χτένισαν ως και το ποτάμι μήπως έβρισκαν το πτώμα του.

Νωρίς το τρίτο πρωί, ο Τομ Σόγερ πήγε, σοφά, να ψάξει σε κάτι άδεια βαρέλια, πίσω από το εγκαταλειμμένο σφαγείο, και μέσα σ’ ένα από αυτά βρήκε τον φυγάδα. Ο Χακ είχε κοιμηθεί εκεί. Είχε μόλις πάρει το πρωινό του (κάτι κλεμμένα αποφάγια) και ήταν ξαπλωμένος, αναπαυτικά, με την πίπα του. Ήταν αχτένιστος, κατασκονισμένος, και στολισμένος με τα ίδια κουρελιασμένα ρούχα που του είχαν εξασφαλίσει τη γραφικότητά του εκείνες τις παλιές καλές μέρες που ήταν ελεύθερος κι ευτυχισμένος. Ο Τομ τον έβγαλε από το βαρέλι με το ζόρι, του είπε πόσα προβλήματα είχε δημιουργήσει, και τον πίεσε να γυρίσει σπίτι. Το πρόσωπο του Χακ είχε χάσει την ήρεμη ικανοποίηση και είχε πάρει μια έκφραση μελαγχολική. Είπε:

«Μη μιλάς έτσι, Τομ. Το δοκίμασα  και δεν δουλεύει το σύστημα.  Δεν δουλεύει, Τομ. Δεν είναι για μένα αυτά. Η Χήρα είναι καλή μαζί μου, και φιλική, δεν λέω, αλλά δεν αντέχω τον τρόπο που ζούνε, μωρέ. Με βάζει να σηκώνομαι κάθε πρωί την ίδια ώρα. Με βάζει να πλένομαι, κι ύστερα με χτενίζουνε μέχρι που ξεφωνίζω πια. Δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ στην ξυλαποθήκη. Πρέπει να φοράω εκείνα τα αναθεματισμένα ρούχα που μου φέρνουν ασφυξία, Τομ. Λες και δεν αφήνουν ούτε λίγο αέρα να περάσει ανάμεσά τους, ξέρω κι εγώ; Κι είναι τόσο αναθεματισμένα ωραία, που δεν μπορώ ούτε να κάτσω χάμω, ούτε να ξαπλώσω, ούτε και να κυλιστώ πουθενά. Δεν έχω γλιστρήσει κάτω από την πόρτα μιας αποθήκης εδώ και… – μου φαίνεται σα να ’χουν περάσει χρόνια. Πρέπει να πηγαίνω στην εκκλησία και ιδρώνω και ξιδρώνω – τα σιχαίνομαι κείνα τα ακαταλαβίστικα κηρύγματα. Δεν μπορώ να πιάσω μια μύγα, δεν μπορώ να μασήσω λίγο ταμπάκο. Πρέπει να φοράω παπούτσια όλη την Κυριακή. Η χήρα τρώει με το καμπανάκι. Πάει για ύπνο με το καμπανάκι. Σηκώνεται από το κρεβάτι με το καμπανάκι – όλα είναι τόσο αναθεματισμένα τακτικά, που δεν αντέχει κανείς.»

«Στάσου Χακ, όλοι έτσι ζούνε.»

«Τομ, δεν έχει σημασία. Εγώ  δεν είμαι σαν τους άλλους, και δεν το αντέχω. Ο ίδιος νόμος για το Λιοντάρι και το Βόδι είναι τυραννία. Είναι φριχτό να είσαι έτσι δεμένος χειροπόδαρα. Δεν ξέρεις τί μου έκαναν σ’ αυτή τη φυλακή; Με είχαν κλείσει στην απομόνωση με μια Βίβλο· τη χρησιμοποιούσα για να κάθομαι στο πέτρινο έδαφος· μόλις το πήραν είδηση τί έκανα, μου πήραν τη Βίβλο κι έφεραν ένα μικρό αντίτυπο τσέπης πολύ χοντρό. Δεν μπορούσα να καθίσω επάνω του κι έτσι διάβασα όλη τη Βίβλο και τις Διαθήκες. Χέ, χέ… Ξέρεις, είναι κάτι πράγματα αληθινά ενδιαφέροντα μέσα σ’ αυτή τη Βίβλο.

«Και το φαΐ, κι αυτό εύκολο είναι. Τί με νοιάζουν εμένα οι προμήθειες και τα ψώνια; Θέλω να ψαρέψω; Πρέπει να ρωτήσω· να κολυμπήσω; Να ρωτήσω – αλίμονό μου αν πρέπει να ρωτάω για να κάνω το παραμικρό. Ε, λοιπόν, τί ευχαρίστηση μπορεί να νιώσω άμα μιλάω πάντα ευγενικά; Αναγκάζομαι ν’ ανεβαίνω στη σοφίτα και να ξεφωνίζω λίγο, κάθε μέρα, έτσι, να νοστιμίσει λίγο το στόμα μου, αλλιώς θα πέθαινα, Τομ. Η Χήρα δεν μ’ αφήνει να καπνίσω. Δεν μ’ αφήνει να φωνάξω, δεν μ’ αφήνει να χασμουρηθώ, ή να τεντωθώ ή να ξυστώ μπροστά σε κόσμο.»

Και ύστερα, μ’ ένα ξέσπασμα  νεύρων και θυμού: «Και, μα την  πίστη μου, προσευχόταν όλη  μέρα! Δεν έχω ξαναδεί τέτοια γυναίκα! Έπρεπε να το σκάσω, Τομ – δεν γινόταν διαφορετικά. Κι έπειτα, σε λίγο ανοίγει το σχολείο και θα έπρεπε να πάω κι εκεί – ε, λοιπόν, δεν θα το άντεχα, Τομ. Και που ’σαι, Τομ, το να είσαι πλούσιος δεν είναι δα και τίποτα το τόσο σπουδαίο. Μονάχα έγνοιες κι άλλες έγνοιες, και ιδρώτας, που παρακαλάς να πεθάνεις, να ησυχάσεις.

«Τομ, στα νιάτα μου, όταν είχα συνήθειο να περνάω απ’ αυτή τη γωνιά του δρόμου και να βουτάω χρήματα απ’ το κιόσκι των εφημερίδων για να πηγαίνω να τρώω μοσχάρι ραγού, αυτός ο άγριος τύπος που βλέπεις όρθιο εκεί, άλλο δεν ονειρευόταν από φόνο, έβγαινε από ένα φοβερό καβγά για να ριχτεί σ’ έναν άλλο, θυμάμαι ακόμα και τις πληγές του, και τώρα, ύστερα από χρόνια και χρόνια που πέρασε καρφωμένος στη γωνιά του δρόμου και που τον μαλάκωσαν τελικά και τον εξάγνισαν φριχτά, να τον που έγινε απόλυτα γλυκός και πρόθυμος και υπομονετικός με όλους, έγινε ένα εξάρτημα της γωνιάς, βλέπεις πώς προχωράει ο κόσμος; Λοιπόν, τα ρούχα που βλέπεις με βολεύουνε, και το βαρέλι με βολεύει, και δεν πρόκειται πια να τα αποχωριστώ. Όχι, Τομ, δεν θέλω πλούτη, και δεν πρόκειται να ζήσω σ’ εκείνα τα καταραμένα σπίτια που σε πνίγουνε από παντού. Μ’ αρέσουν το δάσος, και το ποτάμι, και τα βαρέλια, και σ’ αυτά θα μείνω. Στα κομμάτια! Πάνω που βρήκαμε πιστόλια, βρήκαμε και σπηλιά, και ήταν όλα έτοιμα για τις ληστείες, ξεφυτρώνει αυτή η κουταμάρα και μας τα χαλάει όλα!»

Ο Τομ βρήκε την ευκαιρία  του:

«Άκου δω, Χακ, επειδή έγινα  πλούσιος δεν σημαίνει πως  θα εγκαταλείψω την ιδέα να  γίνω ληστής.»

«Τί μου λες τώρα; Μου λες αλήθεια, Τομ;»

«Όσο αλήθεια είναι ότι είμαι  εδώ, τούτη τη στιγμή. Όμως, Χακ,  δεν μπορούμε να σ’ αφήσουμε  να μπεις στη συμμορία, αν δεν  γίνεις αξιοσέβαστος.

«Τώρα, Χακ, τ’ αφήνουμε όλα πίσω μας και εγκαινιάζουμε μια νέα και άγνωστη φάση των πραγμάτων. Όλ’ αυτά τα χρόνια, τις φασαρίες και τ’ αφηνιάσματα – και τώρα αυτό! Γι’ αυτό μπορούμε άφοβα ν’ απομακρύνουμε κάθε άλλη σκέψη και απλώς να προχωρήσουμε μπροστά, με τα πρόσωπα προτεταμένα έτσι, βλέπεις, και να καταλάβουμε τον κόσμο…»

Ολόκληρος ο πληθυσμός μιας  πόλης εξαφανίζεται, άλλοι τους  αντικαθιστούν, μα κι αυτοί  είναι περαστικοί· πάνε κι  έρχονται. Σπίτια, σειρές σπιτιών,  δρόμοι, χιλιόμετρα από πεζοδρόμια, σωροί τούβλων, πέτρες. Αλλάζουν  χέρια. Πρώτα αυτός ο ιδιοκτήτης, ύστερα ο άλλος. Λένε ότι ο ιδιοκτήτης δεν πεθαίνει ποτέ. Κάποιος άλλος παίρνει τη θέση του, όταν εκείνος πάρει το μήνυμα για την αναχώρηση. Αγοράζουν πληρώνοντας χρυσάφι κι όμως το χρυσάφι παραμένει στα χέρια τους. Πρέπει να υπάρχει κάποιο κόλπο σ’ αυτή τη συναλλαγή. Κάτι που συσσωρεύτηκε μέσα στις πόλεις και ξεθώριασε μέσα στους αιώνες. Πυραμίδες στην άμμο. Χτισμένες με σκέτο ψωμί και κρεμμύδι. Οι σκλάβοι στο Σινικό Τείχος. Η Βαβυλώνα. Οι ογκόλιθοι που διασώθηκαν. Οι στρογγυλοί πύργοι. Απέμειναν σπασμένες πέτρες, προάστια που επεκτείνονται, πρόχειρες κατασκευές, σπίτια που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, χτισμένα με σκέτο αέρα. Καταφύγια της νύχτας.

Κανείς δεν είναι κάτι…

Επίλογος

Η ταινία τελειώνει με τον  εθνικό ύμνο παιγμένο απαλά  σ’ ελάσσονα τόνο… Η μηχανή δείχνει εικόνες νεκρών πόλεων τραβηγμένες από ψηλά ενώ παρεμβάλλονται αστραπιαία κοντινά πλάνα τραβηγμένα από δορυφόρο. Η κάμερα απομακρύνεται συνεχώς, η μουσική σβήνει σιγά-σιγά. Το τελευταίο πλάνο δείχνει τα στοιχειωμένα πρόσωπα των συνωμοτών με φόντο το φωτεινό άδειο ουρανό. Χαιρετάνε κουνώντας τα χέρια τους και χαμογελούν…

Όλαι αυταί αι συγκινητικαί  σκηναί, ακόμη και σήμερον, παραμένουν  οραταί επί του υφάσματος και  μας φαίνονται ακόμη ωραιότεραι  εξ αιτίας των θλίψεων, αίτινες  απετυπώθησαν επ’ αυτών, και εξ αιτίας της πλούσιας επιστρώσεως, ήν εναπέθεσεν ο χρόνος.

Αν όλα αυτά συνιστούν αμαρτίες  ή αρετές, αυτό θα μας το  πει την ημέρα της κρίσεως  ο γερο-Μπαρμπακανένας.-

Πηγές

Marcel Aymé, O τοιχο-διαπεραστής, ο νάνος και άλλες ιστορίες, μετάφραση Ντ. Βατικιώτης, εκδόσεις Αίολος, 1983

James M. Barrie, Πήτερ Παν, μετάφραση Π. Διαμαντοπούλου, εκδόσεις Ύψιλον, 1990

William Blake, Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης, μετάφραση Χ. Βλαβιανός, εκδόσεις Νεφέλη, 1997

Henri-Frédéric Blanc, Δαιμονομανία, μετάφραση Α. Βερυκοκάκη-Αρτέμη, εκδόσεις Γνώση, 1994

Henri-Frédéric Blanc, Τ’ αγρίμια παλεύουν στο λυκόφως, μετάφραση Μ. Καραβίτη, εκδόσεις Γνώση, 1992

William S. Burroughs, Γυμνό γεύμα, μετάφραση Γ. Γούτας, εκδόσεις Απόπειρα, 2003

William S. Burroughs, Ο απολυμαντής, μετάφραση Ν. Μπαλής, εκδόσεις Απόπειρα 1992

William S. Burroughs, Ο τόπος των νεκρών δρόμων, μετάφραση Ε. Καλλιφατίδη, εκδόσεις Απόπειρα, 1990

William S. Burroughs, Οι πόλεις της κόκκινης νύχτας, μετάφραση Ν. Ρέγκας-Δ. Κουμανιώτης, εκδόσεις Απόπειρα, 1987

G.K. Chesterton, Ο άνθρωπος που τον έλεγαν Πέμπτη, μετάφραση Κ. Ροντογιάννη, εκδόσεις Αστάρτη, 1989

Anatole France, Η ανταρσία των αγγέλων, μετάφραση Λ. Αβαγιανου, εκδόσεις Αστάρτη, 1994

James Joyce, Δουβλινέζοι, μετάφραση Μ. Αραβαντινού, εκδόσεις Ηριδανός, 1977

James Joyce, Οδυσσέας, μετάφραση Σ. Καψάσκης, εκδόσεις Κέδρος, 1990

Ομάρ  Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ, μετάφραση Π. Γνευτός, εκδόσεις Ερατώ, 1997

Jack Kerouac, Στο δρόμο, μετάφραση Δ. Νικολοπούλου, εκδόσεις Πλέθρον, 1996

Επιστολές του Σεργκέι Νετσάγεφ προς τη Ναταλί Χέρτσεν (27/3/1870, χωρίς ημερομηνία, χωρίς  ημερομηνία-ελήφθη 26/5/1870), περιοδικό Εποπτεία, 1979

Thomas Pynchon, Η συλλογή των 49 στο σφυρί, μετάφραση Δ.–Χ. Δημηρούλη, εκδόσεις Ύψιλον, 1986

Thomas Pynchon, Vineland, μετάφραση Α. Β. Βαχλιώτης, εκδόσεις Χατζηνικολή, 1996

Francisco de Quevedo, Όνειρα και λόγοι της αλήθειας, μετάφραση Ι. Κανσή, εκδόσεις Αίολος, 1994

Διονύσης  Σαββόπουλος, Βρώμικο ψωμί, L.P., Lyra, 1972

Διονύσης  Σαββόπουλος, Το περιβόλι του τρελλού, L.P., Lyra, 1969

Διονύσης  Σαββόπουλος, Φορτηγό, L.P., Lyra, 1966

J.D. Salinger, Ο φύλακας στη σίκαλη, μετάφραση Τζ. Μαστοράκη, εκδόσεις Επίκουρος, 1978

Paco Ignacio Taibo II, Η σκιά της σκιάς, μετάφραση Κ. Καψαμπελη, εκδόσεις Άγρα, 2006

Mark Twain, Ένας γιάνκης στην αυλή του Βασιλιά Αρθούρου, μετάφραση Μ. Σαχλή, εκδόσεις Οδηγητής, 1987

Mark Twain, Διηγήματα Β΄, μετάφραση Ρ. Χατχούτ, εκδόσεις Γράμματα, 1979

Mark Twain, Τομ Σόγερ, μεταφραση Α. Παπασταύρου, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 1996

Mark Twain, The Adventures of Huckleberry Finn, εκδόσεις Penguin, 1994

Robert A. Wilson, Οι μάσκες των πεφωτισμένων, μετάφραση Χ. Καψάλης, εκδόσεις Λιβάνη, 2006

One reply on “Εισαγωγή στη φαινομενολογία του τέρατος”

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *