Αυτομείωση τιμών: ο αγώνας της εργατικής τάξης ενάντια στην κρίση – Bruno Ramirez
Ακολουθει μια μετάφραση της ανάλυσης του Bruno Ramirez (για την επιθεώρηση ZeroWork) πάνω στην απάντηση της ιταλικής εργατικής τάξης στην οικονομική κρίση της δεκαετίας οτυ 1970, με ιδιαίτερη έμφαση στην “άρνηση να αποδεχτεί την αύξηση τιμών των βασικών προϊόντων”, ή αλλιώς “αυτομείωση”.
Με έναν πληθωρισμό άνω του 25%, ευρεία ανεργία και αυξανόμενη καταστολή, η κατάσταση της οικονομικής κρίσης στην Ιταλία είναι (1970) ενδεικτική του πόσο μακριά είναι πρόθυμο να τραβήξει τα πράγματα το κεφάλαιο, προκειμένου να επιτεθεί στις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης.
Ένα από τα ιδιαίτερα σημάδια της κρίσης αυτής -τόσο στην Ιταλία όσο και σε άλλα καπιταλιστικά κράτη- είναι ο βαθμός στον οποίο η ταξική σύγκρουση έχει διευρυνθεί, περιλαμβάνοντας άμεσα τον τομέα της κοινωνικής κατανάλωσης. Η δραματική αύξηση του κόστους ζωής έχει στην πραγματικότητα πυροδοτήση ένα κύμα αγώνων που ορίζονται από την ανάγκη της εργατικής τάξης να υπερασπιστεί τα οικονομικά της ωφέλη και να διασφαλίσει μια άνετη πρόσβαση στα βασικά αγαθά και υπηρεσίες όπως η διατροφή, η στέγαση, οικιακές συσκευές και μεταφορές. Δεν είναι σύμπτωσ που -ιδιαίτερα στην Ιταλία- η κυρίως κίνηση του κεφαλαίου σ αυτόν τον τομέα έρχεται μετά από έναν μακρύ κύκλο εργοστασιακών αγώνων οι οποίοι απέφεραν αξιοσημείωτα κέρδη στους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας. Δείχνει την συνοχή της καπιταλιστικής κοινωνίας -μια συνοχή που έχει αναγκαστεί σε άμυνα από την οργανωμένη αντίσταση μεγάλων κομματιών της εργατικής τάξης.
Η πρακτική της “αυτομείωσης” -δηλαδή της άρνησης πληρωμής των αυξημένων τιμών των αναγκαίων υπηρεσιών- είναι μια απάντηση που έχει προκύψει απ’ αυτό το πεδίο αγώνα. Ο χαρακτήρας του αγώνα αυτού εγείρει σημαντικά πολιτικά ζητήματα τόσο για το κεφάλαιο όσο και για την εργατική τάξη. Πως μπορεί ο αγώνας αυτός να διαμεσολαβηθεί και να τεθεί υπό έλεγχο; Σε ποιό βαθμό το βάρος του αγώνα πέφτει πρωταρχικά σε ένα κομμάτι της εργατικής τάξης -πχ στις νοικοκυρές-, ως κεντρικές πρωταγωνίστριες της κοινωνικής κατανάλωσης;
Η αυτομείωση
Η αυτομείωση δεν είναι ένα ολότελα νέο φαινόμενο στην Ιταλία. Για παράδειγμα, στην Magliana, μια από τις μεγαλύτερες εργατογειτονιές της Ρώμης, κάπου 2.000 οικογένειες εφάρμοζαν αυτομείωση στην πράξη εδω και δυο χρόνια, πληρώνοντας τα μισά από τα νοίκια τους. Κι αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση μεμονωμένο περιστατικό. Η καινοτομία της υπόθεσης είχε να κάνει με τον τρόπο που αυτή η πρακτική διαδόθηκε σε άλλους τομείς της βασικής κοινωνικής κατανάλωσης, όπως οι δημόσιες συγκοινωνίες, ο ηλεκτρισμός, και η οικιακή θέρμανση.
Αν το εξετάσουμε μαζί με παράλληλες πρακτικές που αναπτύχθηκαν -όπως η καταλήψεις στέγης και οι οργανωμένες μαζικές απαλλοτριώσεις τροφίμων από σουπερμάρκετ- αυτός ο αγώνας είναι πολύ περισσότερα από απλά μια αμυντική κίνηση. Είναι -όπως τον ονομάζουν ορισμένοι αγωνιστές- ένας αγώνας για την επανοικειοποίηση του κοινωνικού πλούτου που παράγει η εργατική τάξη χωρίς να πληρώνεται απ’ το κεφάλαιο.
Όταν μια Δευτέρα του Αυγούστου του 1974 εκατοντάδες εργάτες ανακάλυψαν πως το εισητήριο για το λεοφωρείο από το Piperolo ως το Torino είχε αυξηθεί κατά περίπου 30%, ελάχιστοι θα προέβλεπαν ότι ένα τέτοιο φαινομενικά ασήμαντο γεγονός θα γινόταν η αφορμή για ένα νέο κύμα αγώνων. Για τους εργάτες αυτούς, η αύξηση των εισητηρίων, που αποφάσισε η εταιρία των λεωφορείων στη διάρκεια των 2 εβδομάδων που ήταν κλειστή για το καλοκαίρι, τους φάνηκε σαν μια θρασύδειλη πρόκληση. Χρειάστηκαν μοναχά λίγες μέρες για να οργανώσουν μερικές δράσεις και να κινητοποιήσουν τους υπόλοιπους επιβάτες της γραμμής. Την επόμενη δευτέρα, το σχέδιο δράσης ήταν έτοιμο. Εργάτες σήκωσαν ταμπλώ κοντά στον σταθμό λεωφορείων του Piperolo με πινακίδες που έγραφαν “Αρνηθείτε την αύξηση!” Όμως, το πιο σημαντικό ήταν ότι εξέδωσαν οι ίδιοι ένα “υποκατάστατο” εβδομαδιαίο εισητήριο, πουλώντας το στην μισή τιμή από το παλιό. Η εταιρία απάντησε σταματώντας τη λειτουργία της, κι έτσι εκατοντάδες εργάτες του Piperolo δεν πήγαν στη δουλειά, και συνέχισαν την κινητοποίησή τους. Το ίδιο απόγευμα έστειλαν μια επιτροπή στην τοπική διεύθυνση μεταφορών, ώστε να απαιτήσει την επαναφορά των παλιών τιμών, και μέχρι να γίνει κάτι τέτοιο, να γίνονται δεκτά τα “υποκατάστατα” εισητηρίων. Μετά από μερικές μέρες πίεσης, η διεύθυνση έδωσε εντολή για ακύρωση της αύξησης τιμών στα εισητήρια.
Η σπίθα είχε γίνει πυρκαγιά. Μέσα σε λίγες μέρες, παρόμοια περιστατικά συνέβησαν σε όλη την βαριά βιομηχανοποιημένη ζώνη γύρω απ’ το Τορίνο. Στις 17 Σεπτέμβρη, η τοπικές αρχές εξέδωσαν νέες οδηγίες για τις τιμές των συγκοινωνιών για όλες τις 106 γραμμές που λειτουργούσαν στην περιοχή – οδηγίες που μείωναν ουσιαστικά τις αυξήσεις που είχαν ξεκινήσει ή πρότειναν οι εταιρίες.
Ο πρώτος γύρος αγώνων αυτομείωσης είχε ήδη αποφέρει καρπούς. Η πρακτική ωστόσο, διαδιδόταν γρήγορα σε άλλες περιοχές της Ιταλίας, προκαλώντας χάος στις δημοτικές και τοπικές αρχές αλλά και στις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες. Ως το τέλος του Σεπτέμβρη, τα μίντια καταδικάζαν με υστερία αυτό το ξέσπασμα “πολιτικής ανυπακοής” ενώ το κομμουνιστικό κόμμα νουθετούσε τους εργάτες ότι ο μόνος δρόμος αγώνα είναι η απεργία.
Ηλεκτρισμός
Το επόμενο λογικό βήμα για τους εργάτες ήταν να εφαρμόσουν αυτή την μορφή αγώνα και σε άλλους τομείς κοινωνικής κατανάλωσης. Ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος ήταν απ’ τα σημαντικότερα έξοδα ενός εργατικού νοικοκυριού, και στάθηκε το αντικείμενο της επόμενης στροφής του αγώνα. Δύσκολο να σκεφτεί κανείς μια περισσότερο εκκρηκτική πολιτικά επιλογή. Καταρχήν, στην Ιταλία η βιομηχανία ηλ. ενέργειας ήταν κρατική και εφάρμοζε τις τιμές της σε ολόκληρη την χώρα. Το κράτος λοιπόν έγινε ο άμεσος στόχος αυτού του αγώνα που η πιθανότητα γενίκευσής του μεταξύ της εργατικής τάξης ήταν τεράστια. Επιπλέον, το λαϊκό αίσθημα απέναντι στην υπό κρατικό έλεγχο Εταιρία Ηλεκτρισμού (ENEL) ήταν ιδιαίτερα αρνητικό εξαιτίας πρόσφατων αυξήσεων στους λογαριασμού σε μια περίοδο που η εταιρία είχε αποκαλυφθεί να εμπλέκεται σε σκάνδαλο υπόγειας χρηματοδότησης πολιτικών κομμάτων. Η πολιτική της ENEL να χορηγεί ρεύμα με μειωμένες τιμές στις βιομηχανίες ως μια μορφή στήριξης (περίπου 75% φθηνότερα απ’ ότι στα νοικοκυριά) επίσης εξόργιζε πολλούς, καθώς έμοιαζε με μια εντελώς προκλητική διακριση.
Η πρωτοβουλία ήρθε από τον βιομηχανικό βορά, το Τορίνο και το Μιλάνο. Η υποστήριξη -αρχικά- των τοπικών συνδικαλιστών αλλά και κάποιων συνδικαλιστικών οργάνων (όπως το Συμβούλιο Εργασίας του Τορίνο) ήταν πολύ χρήσιμη στη διευκόλυνση των κινητοποιήσεων των εργατών στα εργοστάσια. Έκανε εφικτή τη χρησιμοποίηση του οργανωτικού μηχανισμού των εργατικών συμβουλίων για τον σκοπό αυτό, ειδικά μετά την ανοιχτή συμπαράσταση των στελεχών των συμβουλίων, στον αγώνα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η κινητοποίηση περιλάμβανε το στήσιμο “επιτροπών αυτομείωσης” με καθήκον να συλλέγουν τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος των εργατών, συχνά με τη σφραγίδα του συνδικάτου. Οι εργάτες τότε έγραφαν από πάνω το νέο ποσό, συνήθως το 50% του λογαριασμού, και κατέθεταν τα χρήματα.
Επιτροπές Αυτομείωσης
Και αυτή η κινητοποίηση, δεν άρχιζε και τελείωνε στα εργοστάσια. Καθώς η πρακτική αυτή διαδιδόταν στην υπόλοιπη Ιταλία, επιτροπές αυτομείωσης άνθιζαν στις μητροπολιτικές συνοικείες, αλλά και σε μικρές αγροτικές πόλεις. Σε μερικές από τις μεγάλες πόλεις, το στήσιμο τέτοιων επιτροπών ήταν πιο εύκολο χάρη στην προηγούμενη εμπειρία των επιτροπών γειτονιάς, που είχαν μια μακρά παράδοση συλλογικών αγώνων. Οι περισσότερες από τις επιτροπές αυτές αποτελούνταν από εκπροσώπους, λίγους από κάθε τετράγωνο ή κάθε πολυκατοικία, με καθήκον να κινητοποιούν τους γείτονες, να συντονίζουν τις δράσεις των διαφόρων κτηρίων, και να επικοινωνούν με γειτονικές επιτροπές και εργοστάσια. Η υποστήριξη των εργαζομένων της ENEL που συχνά αρνούνταν να φέρουν εις πέρας τις εντολές της εταιρίας και να κόψουν το ρεύμα σε νοικοκυριά, ήταν επίσης ένας σημαντικός παράγοντας που συνεισέφερε στην επιτυχία του αγώνα. Μέσα από αυτόν τον συνδυασμό εργοστασιακών κινητοποιήσεων και κινητοποιήσεων στις γειτονιές, μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη δεκάδες χιλιάδες μειωμένοι λογαριασμοί είχαν γίνει δεκτοί σε κάθε μεγάλη ιταλική πόλη. Μονο στο Τορίνο, που είχε την πρωτοκαθεδρία του αγώνα αυτού, 140.000 λογαριασμοί είχαν μειωθεί.
Σε μεγάλο βαθμό, η πολιτική σημασία αυτού του κύματος αγώνων βρίσκεται στην εδαφική σύνδεση που ήταν δεδομένη για τα εργοστάσια και τις εργατογειτονιές. Ένας εργάτης απ’ την Νάπολη αναφέρει: “Στην Νάπολη, αποκομίσαμε τελευταία εμπειρίες αυτομείωσης στους λογαριασμούς του νερού, του αερίου, του ηλεκτρικού. Όλες τους όμως είχαν να κάνουν με κάποιο συγκεκριμένο κτίριο ή κάποια γειτονιά, και μέχρι σήμερα δεν υπήρχε καμία σχέση με τα εργοστάσια ή τα συνδικάτα. Αλλά πλέον η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική και παρέχει μια σπουδαία πολιτική δυναμική” (Lotta Continua, 4 Οκτώβρη 1974, σελ. 2).
Εντατικοποίηση στη δουλειά στο σπίτι
Είναι ωστόσο στις γειτονιές που αυτή η κινητοποίηση θα έχει τα πιο σπουδαία αποτελέσματα, καθώς εκεί περιπλέκεται με άλλους αγώνες όπως των καταλήψεων και της αυτομείωσης στα νοίκια. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι συχνά οι βιομηχανικοί εργάτες ήταν η ξιφολόγχη των αγώνων, είναι τελικά στο επίπεδο του νοικοκυριού που πέφτει το βάρος ενός αγώνα. Εκεί είναι που οι άνθρωποι πρέπει να αντιμετωπίσουν τους υπεύθυνους της ENEL που θα έρθουν είτε για να πληρωθούν τους λογαριασμούς είτε για να κόψουν το ρεύμα. Και είναι εκεί που πρέπει να αντιμετωπίσουν την αστυνομία ή τις φασιστικές ομάδες που στέλνονται για να σπάσουν την κινητοποίηση. Είναι αυτή η διάσταση του αγώνα που έχει αναδείξει τον κύριο ρόλο των νοικοκυρών ως κεντρικές πρωταγωνίστριες. Ο ρόλος τους προκύπτει επίσης κι από άλλους παράγοντες. Αν υπάρχει ένα αντικείμενο παραγωγικής κατανάλωσης που βαραίνει αποκλειστικά την εργασία των νοικοκυρών, αυτό είναι ο ηλεκτρισμός. Η αύξηση της τιμής του ρεύματος έχει ώς αποτέλεσμα μια εντατικοποίηση επιβεβλημένη από το κράτος στις νοικοκυρές, καθώς τις εξαναγκάζει να κάνουν τον ίδιο κόπο σε οικιακές εργασίες (μαγείρεμα, πλύσιμο, σιδέρωμα, καθάρισμα κλπ) σε λιγότερο χρόνο, ή σε μια επέκταση της εργάσιμης μέρας του, καθώς θα έπρεπε να κάνουν περισσότερες δουλειές στο χέρι.
Είναι προφανές ότι η επίθση του κεφαλαίου στο επίπεδο της παραγωγικής κατανάλωσης προκύπτει από τη δυσκολία του να σταματήσει την αύξηση μισθών που κέρδισαν οι εργάτες στα εργοστάσια. Παρόλο που αυτή η επίθεση κατευθύνεται ενάντια στην εργατική τάξη ως σύνολο, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τον διαχωρισμό της εργασίας (εργασία στο εργοστάσιο ενάντια στην απλήρωτη εργασία στο σπίτι) πάνω στον οποίο πατάει ο καπιταλισμός, για να χτυπήσει ένα πιο αδύναμο κομμάτι της ταξης -στην περίπτωσή μας, εξαναγκάζοντας τις νοικοκυρές σε περισσότερη απλήρωτη εργασία. Το να αντιμετωπίζουμε τον ρόλο των νοικοκυρών σ’ αυτό το κύμα αγώνων αυτομείωσης ως απλά ένα ρόλο αλληλέγγυων στους βιομηχανικούς αγώνες θα συσκότιζε με αριστερίστικη ρητορική μιά πολύ σημαντική ταξική διαδικασία.
Ο ρόλος τους ως κεντρικές πρωταγωνίστριες μπορεί να γίνει κατανοητός από το γεγονός ότι οι υλικές συνθήκες της εργασίας είναι ο άμεσος στόχος της επίθεσης του κεφαλαίου, κι ως εκ τούτου, ο αγώνας της αυτομείωσης είναι ένας αγώνας ενάντια στην ένταση της εκμετάλλευσης συνολικά. Μόνο αφού διασαφηνιστεί αυτό το σημείο μπορεί κανείς να μιλάει για αλληλεγγύη.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο αγώνας για μια ουσιαστική μείωση του κοινομικού κόστους της παραγωγικής κατανάλωσης μιας οικογένειας, είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την επιβίωση πολλών εργατικών νοικοκυριών. Κάτι τέτοιο ισχύει κατ’ εξοχήν στις περισσότερες μητροπολιτικές συνοικείες, όπως στης Ρώμης και της Νάπολης, όπου πολλοί άνθρωποι βγάζουν τα προς το ζην από περιθωριακές ενασχολήσεις (μικρεμπόριο, μαύρη αγορά, πορνεία κλπ). Το γεγονός ότι στις περισσότερες απ’ αυτές τις περιπτώσεις η μισθωτή σχέση μεταξύ κεφαλαίου και του αρσενικού “κουβαλητή” είναι είτε ανύπαρκτη είτε ιδιαίτερα ασταθής, έχει παράγει μια δυναμική που ξεφεύγει των διαμεσολαβητικών μηχανισμών των συνδικάτων. Αυτό εξηγεί γιατί σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι πρακτικές αυτομείωσης εφαρμόζονταν με έναν πολύ μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας, τόσο ως προς τον στόχο όσο και ως προς το περιεχόμενο, επιτρέποντας στις νοικοκυρές να πάρουν τα ηνία των αγώνων αυτών, σε ένα έδαφος που το ξέρουν καλύτερα από όλους. Είναι επίσης σημαντικό να σημειώσουμε, πως ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις το κύριο σύνθημα ήταν “αυτομείωση 50%” (η οδηγία που προωθούσαν οι συνδικαλιστές στις εργοστασιακές κινητοποιήσεις), στην περίπτωση αυτή κυριαρχούσε το “Ας πληρώσουμε όσα και τ’ αφεντικά” (δηλαδή όχι πάνω από 25%).
Εργοστάσιο/Γειτονιά
Η αντίθεση μεταξύ κινητοποιήσεων στα εργοστάσια και αυτών στις γειτονιές μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή όταν κανείς ρίξει μια ματιά στη στρατηγική που ακολούθησαν τα συνδικάτα προκειμένου να ελέγξουν και να καναλιζάρουν τους αγώνες αυτομείωσης -μια στρατηγική που θυμίζει τις εργοστασιακές απεργίες του 1969.
Το αρχικό ξέσπασμα των αγώνων αυτομείωσης και η χρησιμοποίηση των εργατικών συμβουλίων απ’ τους εργάτες (τα περισσότερα υπό των έλεγχο των συνδικάτων) ανάγκασε τα στελέχη των συνδικάτων να πάρουν θέση. Αναλόγως, σε πολλές μεγάλες εργατογειτονιές, το κομμουνιστικό κόμμα ήρθε αντιμέτωπο με μια κατάσταση πολλών μελών του να συμμετέχουν στους αγώνες αυτομείωσης και συχνά ακόμη και οι τοπικές οργανώσεις του να διευκολύνουν τις κινητοποιήσεις. Αλλά ενώ η ηγεσία του ΚΚΙ δεν άργησε να καταδικάσει αυτή την πρακτική, ονομάζοντάς την “διασπαστική” και “προβοκάτσια” λιγοστών εξωκοινοβουλευτικών ομάδων, η κατάσταση ήταν πολύ πιο σύνθετη για τις συνδικαλιστικές ηγεσίες.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο ρόλος που έπαιξαν στελέχη συνδικάτων -πολλά απ’ τα οποία ήταν μέλη μαρξιστικών οργανώσεων- ήταν πολύ χρήσιμος στο να κερδηθεί η υποστήριξη διαφόρων εργατικών οργάνων, ιδιαίτερα στο Τορίνο και το Μιλάνο. Αλλά, όσον αφορά πολλούς άλλους επίσημους συνδικαλιστές, το ξέσπασμα των αγώνων αυτομείωσης έγινε αντιληπτό μέσα στο πλαίσιο της αυξανόμενης δυσαρέσκειας μεταξύ των εργτών για τον παρεμποδιστικό ρόλο των συνδικάτων στην ανάπτυξη μιας ευρύτερης κινητοποίησης ενάντια στο υψηλό κόστος ζωής. Κάτι τέτοιο εκφράστηκε ξεκάθαρα από την γραμματεία του Εργατικού Συμβουλίου του Τορίνο: “…το διακύβευμα σήμερα είναι η σχέση μας με τον λαό, αυτό που τίθεται σε κρίση είναι η ικανότητά μας να χτίσουμε μια εναλλακτική. Αυτούς τους μήνες η εμπιστοσύνη στα συνδικάτα έπιασε πάτο. (προκειμένου να ξανακερδηθεί) δεν είναι αρκετό να ζητάμε 50.000 ή 100.000 λίρες για τους εργάτες, πρέπει αντίθετα να προτείνουμε μια εναλλακτική πολιτική λύση”. (L’ Espresso, 29 Σεπτέμβρη 1974, σελ 8).
Οταν αυτή η “εναλλακτικη λύση” άρχισε να κυλά, ήταν γι’ ακόμα μια φορά η παλιομοδίτικη πολιτική των συνδικάτων στην Ιταλία. Ενώ τα στελέχη χαμηλά στην ιεραρχία γενικά αναγκάζονταν να υποστηρίξουν το νέο κύμα αγωνιστικότητας -βρισκόμενοι άμεσα απέναντι στην νέα έκρηξη των αγώνων- η κεντρική ηγεσία κέρδιζε χρόνο, αποφεύγοντας να πάρει μια ξεκάθαρη θέση. Αυτή η στάση ήταν αποτέλεσμα σε μεγάλο μέρος της αναγκαιότητας να διατηρήσουν τις τρεμάμενες ισορροπίες μεταξύ των τριών πανεθνικών συνδικαλιστικών ομοσπονδιών, οι οποίες επανειλλημένα απειλήθηκαν από την “αδυναμία τους να ελέγξουν” την εργατική τάξη, και κατά συνέπεια, από την κατάσταση κρίσης στην οποία όλα τα πολιτικά κόμματα είχαν περιέλθει.
Οι κυβερνήσεις πέφτουνε
Αυτή η πολιτική του είδους “βλέποντας και κάνοντας” άρχισε να αποδίδει όταν η κυβέρνηση παραιτήθηκε στις αρχές του Οκτώβρη, ξεκινώντας μια μακροχρόνια κυβερνητική κρίση που κράτησε τουλάχιστον μέχρι το τέλος του μήνα. Η απουσία ενός σταθερού υπουργείου, την περίοδο που το κίνημα αυτομείωσης απλωνόταν ταχύτατα σε όλη τη χώρα, αναμφισβήτητα είχε ένα αντίκτυπο στην μεγέθυνση του νέου κύματος αγώνων. Επίσης, συνέβαλε στο να δωθεί στα συνδικάτα -τον μόνο θεσμό που θα μπορούσε ενδεχομένως να ελέγξει και να διαχειριστεί την κινητοποίηση- η αναγκαία ώθηση ώστε να επιρρεάσουν το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Η πολιτική συνταγή που κατέστησε την νέα κυβέρνηση Μόρο σε θέση να πάρει την εξουσία στα τέλη του Οκτώβρη είναι πολύ περίπλοκη για να αναπτυχθεί εδώ. Ένα βασικό στοιχείο της συνταγής αυτής πάντως, είναι η στήριξη που έλαβε από τα συνδικάτα, με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση του Μόρο θα δεσμευόταν σε μια εθνική επαναδιαπραγμάτευση του κόστους των συνθηκών ζωής και των μισθών. Μια ακόμα συνθήκη ήταν η αναθεώρηση των λογαριασμών ρεύματος. Από δω και πέρα, ο έλεγχος των αυτόνομων και ανένταχτων πάνω στην ανάπτυξη του κινήματος αυτομείωσης έπρεπε να σταματηθεί. Η λογική της ταξικής διαμεσολάβησης και η εντιμότητα των συνδικάτων απέναντι στην κυβέρνηση το απαιτούσαν.
Στη διάρκεια της μακράς περιόδου διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης και των τριών συνδικαλιστικών ομοσπονδιών -που οδήγησαν τελικά σε συμφωνία στα τέλη του Δεκέμβρη- η επιρροή της νέας πολιτικής των συνδικάτων απέναντι στο κίνημα αυτομείωσης έγινε φανερή στα εργοστάσια. Η μεγαλη πλειοψηφία των στελεχών των εργατικών συμβουλίων έδωσαν εντολή να σταματήσει κάθε κινητοποίηση. Αυτό σήμαινε ότι όποιοι εργάτες ήθελαν να συνεχίσουν θα έπρεπε να το κάνουν ερχόμενοι σε σύγκρουση με αυτά τα συνδικαλιστικά όργανα. Η αντιπαράθεση ήταν συχνά σκληρή, αποδεικνύοντας ότι τα συνδικάτα ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για το πρόσωπό τους απέναντι στην κυβέρνηση παρά απέναντι στους εργάτες. Στην αυτοκινητοβιομηχανία ALFA SUD κοντά στην Νάπολη για παράδειγμα, 2.500 αυτομειωμένοι λογαριασμοί έφτασαν το στόχο τους, προσπερνώντας το εργατικό συμβούλιο. Στη βιομηχανία ατσαλιού ITALSIDER, στο Bagnoli, αρκετά στελέχη εργατικών συμβουλίων, αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από τη θέση τους, λόγω εναντίωσης στην κινητοποίηση.
Πίσω στις γειτονιές
Παρά την μία ή την άλλη επιτυχία των αυτόνομων αγώνων βάσης σε ορισμένα εργοστάσια, ήταν σαφές ότι το κίνημα αυτομείωσης στα εργοστάσια είχε πληγεί σοβαρά από τη γραμμή των συνδικάτων. Σε μεγάλο βαθμό πάντως, η συνέχιση του αγώνα έμενε στις κινητοποιήσεις γειτονιάς, όπου η διαμεσολάβηση των συνδικάτων δεν λειτουργούσε, και η ανθεκτικότητα της αντίστασης στις άμεσες κατασταλτικές επιθέσεις του κράτους ήταν μεγαλύτερη.
Η νέα συμφωνία για ένα εθνικό πακέτο “COLA”, που περιλάμβανε ανατιμημένα τιμολόγια για οικιακή κατανάλωση ρεύματος, έδωσε μια σημαντική ώθηση στη διαδικασία ενσωμάτωσης των συνδικάτων στον καπιταλιστικό κρατικό μηχανισμό. Η επέκταση της διαπραγματευτικής λειτουργίας τους στον πολιτικά επισφαλή τομέα της βασικής κατανάλωσης, έκανε τα συνδικάτα έναν σημαντικό εταίρο στον καπιταλιστικό σχεδιασμό. Όχι μόνο συνδιαχειρίζονται τον καθορισμό των μισθών και τη διανομή τους, αλλά επίσης συναποφασίζουν για τον τρόπο με τον οποίο οι μισθοί θα χρησιμοποιούνται στο πεδίο της κοινωνικής κατανάλωσης.
Εκ των υστέρων, το πρόγραμμα δράσης των συνδικάτων είχε άλλες σημαντικές επιπλοκές στη δυναμική του αγώνα. Η εμπλοκή τους λειτούργησε ως διαχωριστική μεταξύ των αρχικών αυτόνομων συνδέσμων μεταξύ εργοστασίων και γειτονιών, κι έπειτα αποπειράθηκε να επιβάλλει ένα νέο σύνδεσμο “από τα πάνω” συνδιαχειριζόμενα μαζί με το κράτος τις νέες πολιτικές χρέωσης ρεύματος και την αποδοχή τους. Αυτό είναι ενδεικτικό της κεντρικής πολιτικής σημασίας των συνδικάτων στα πλαίσια της ιταλικής οικονομικής και πολιτικής κρίσης: είναι οι μόνοι θεσμοί που μπορούν να διαμεσολαβήσουν μεταξύ του εργάτη ως μισθωτού, και του εργάτη ως καταναλωτή αγαθών και υπηρεσιών, και ως συνέπεια, να συνεχίσουν να διασφαλίζουν την εκμετάλλευση των απλήρωτων εργατών -πρώτα απ’ όλα των νοικοκυρών.
Ένα κεφάλαιο κλείνει
Αυτή η συμφωνία, ωστόσο, απλά κλείνει ένα αλλο κεφάλαιο του αγώνα. Δεν θέτει το τέλος της πρακτικής της αυτομείωσης, που ιδιαίτερα στις γειτονιές, έχει συνεχίσει σχεδόν ανεπιρρέαστη από τις πολιτικές των συνδικάτων-της κυβέρνησης. Ούτε η κινητοποίηση στα εργοστάσια έχει έρθει σε ένα αμετάκλητο τέλος. Τους τελευταίους μήνες, στην πραγματικότητα υπήρξε μια αναγέννηση των αγώνων σε όλο και περισσότερα εργοστάσια. Μια κίνηση υποστήριξης των αγώνων αυτομείωσης στο ρεύμα εγκρίθηκε από μια ειδική συνέλευση 1.000 εργατικών αντιπροσώπων απ’ την περιοχή του Μιλάνο, αποδεικνύοντας το εύρος της εργατικής αντίστασης που τα συνδικάτα έχουν ακόμα να αντιμετωπίσουν. Εν μέρει, αυτή η νέα έκρηξη προέρχεται από την αντίδραση των εργατών στις νέες χρεώσεις για το ρεύμα, που εφαρμόστηκαν τον Γενάρη. Οι νέες τιμές βασίζονται σε ένα διαβαθμισμένο σύστημα, βάσει του επιπέδου κατανάλωσης του κάθε νοικοκυριού. Για παράδειγμα, για μια τυπική εργατική οικογένεια που καταναλώνει κατά μέσο όρο 450 κιλοβατώρες/τετραγωνικό, οι νέες τιμές έχουν αυξηθεί κατά 33%.
Αρκετοί νιώθουν ότι μια τέτοια άυξηση αξίζει απάντησης. Ιδιαίτερα τα εκατομμύρια νοικοκυρών για τις οποίες μια αναγκαστική μείωση στην κατανάλωση ηλεκτρισμού σημαίνει ότι όλες εκείνες οι δουλειές που γίνονταν κανονικά μέσω οικιακών συσκευών, θα τις κάνουν στο χέρι.
Αν η παρούσα πολιτική του ιταλικού καπιταλισμού είναι να μειώσει τα επίπεδα της κατανάλωσης προκειμένου να ανταποκριθεί στην τρέχουσα οικονομική κρίση, έχει γίνει σαφές σε πιο βαθμό το βάρος αυτής της κρίσης θα πέσει στις πλάτες των νοικοκυρών. Προκειμένου να ξεζουμίσει απ’ αυτές νέες ποσότητες απλήρωτης εργασίας, χωρίς σοβαρές πληθωριστικές συνέπειες. Η παρούσα ιταλική κρίση (δεκαετία ’70) έχει δείξει με σπάνια διαύγεια τη σημασία του σπιτιού ως μονάδα παραγωγής, και των νοικοκυρών ως πρωταγωνιστριών του αγώνα ενάντια στον καπιταλιστικό σχεδιασμό σ’ αυτή τη σφαίρα.
(Ο Bruno Ramirez ήταν ένας από τους εκδότες του ZEROWORK -μαζί με τον John Zerzan, τον Harry Cleaver κ.α.-, τον καιρό που εκδόθηκε αυτό το άρθρο, τον Φλεβάρη του 1975)