Μια σύντομη ιστορία της πρώτης σοσιαλιστικής εξέγερσης της εργατικής τάξης. Οι εργάτες του Παρισιού, ενωμένοι με λιποτάκτες της Εθνικής Φρουράς, κατέλαβαν την πόλη και άρχισαν να αναδιοργανώνουν την κοινωνία βάσει των δικών τους συμφερόντων μέσα από εργατικά συμβούλια. Ωστόσο, δεν μπόρεσαν να αντέξουν την καταστολή καθώς ισχυρότερα στρατεύματα κατέκτησαν εκ νέου την πόλη σφαγιάζοντας 30.000 εργάτες σε μια αιμοσταγή εκδίκηση.
Η Κομμούνα του Παρισιού, αναφέρεται συχνά ως το πρώτο παράδειγμα που η εργατική τάξη παίρνει την εξουσία στα χέρια της. Για τον λόγο αυτή αποτελεί ήδη ένα αξιοσημείωτο γεγονός, ακόμα κι αν αγνοείται συχνά στην επίσημη γαλλική ιστορία. Στις 18 Μάη του 1871, μετά την ήττα της Γαλλίας από την Πρωσσία, στον Γαλλο-Πρωσσικό πόλεμο, η Γαλλική κυβέρνηση στέλνει στρατεύματα στο Παρίσι ώστε να διασφαλίσουν τα κανόνια της Παρισινής Εθνικής Φρουράς, πριν τα πάρει στα χέρια του ο λαός της πόλης. Προς δυσαρέσκεια της γαλλικής κυβέρνησης, ο λαός είχε ήδη στα χέρια του τα κανόνια και δεν φαινόταν πρόθυμος να τα εγκαταλείψει εύκολα. Οι στρατιώτες τότε αρνήθηκαν να στρέψουν τα όπλα τους ενάντια στον λαό, αντίθετα τα έστρεψαν προς τους αξιωματικούς τους.
Εκλογές προκηρύχθηκαν και οι κάτοικοι του Παρισιού εξέλεξαν ένα συμβούλιο αποτελούμενο κατά κύριο λόγο από Ιακωβίνους και Δημοκράτες (αν και μεταξύ τους ήταν ορισμένοι αναρχικοί και σοσιαλιστές επίσης). Το συμβούλιο ανακήρυξε το Παρίσι ανεξάρτητη Κομμούνα και πρότεινε ότι η Γαλλία θα έπρεπε να μετατραπεί σε μια συνομοσπονδία κομμουνών. Εντός της Κομμούνας, όλα τα εκλεγμένα μέλη του συμβουλίου ήταν άμεσα ανακλητά, ενώ πληρώνονταν με έναν μέσο μισθό και είχαν ίσα προνόμια με κάθε άλλο μέλος της κομμούνας.
Οι αναρχικοί της εποχής εκείνης, συνεπάρθηκαν με τις εξελίξεις αυτές. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των παριζιάνων είχαν οργανώσει τις ζωές τους χωρίς καμιά υποστήριξη από το κράτος και παρότρειναν τον υπόλοιπο κόσμο να κάνει το ίδιο ήταν συγκλονιστικό. Η Κομμούνα του Παρισιού στάθηκε ένα υπόδειγμα μιας εφικτής νέας κοινωνίας, οργανωμένης από τα κάτω. Οι μεταρρυθμίσεις που έβαλε μπρος η Κομμούνα, για παράδειγμα η μετατροπή των χώρων εργασίας σε κοπερατίβες, έθεσε τις αναρχικές θεωρίες στην πράξη. Μέχρι το τέλος του Μάη, 43 εργαστήρια είχαν μετατραπεί σε κοπερατίβες και το μουσείο του Λούβρου μετατράπηκε σε εργοστάσιο πολεμοφοδίων που διευθυνόταν από το συμβούλιο των εργατών του.
Το συνδικάτο των μηχανικών και η ένωση των μεταλλεργατών δήλωναν “η οικονομική χειραφέτησή μας… μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα απ’ το σχηματισμό εργατικών ενώσεων, που από μόνες τους μπορούν να μεταμορφώσουν τη θέση μας, από κυνηγούς του μισθού σε συνεργαζόμενους συναδέλφους”. Επίσης συμβούλευαν την Επιτροπή της Κομμούνας για τις Εργατικές Οργανώσεις να υποστηρίξει τους ακόλουθους στόχους: “Την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο… Την οργάνωση της εργασίας σε ενώσεις αμοιβαιότητας και μη-διαχωρισμένου κεφαλαίου”. Έτσι, ήλπιζαν πως μέσα στην Κομμούνα η ισότητα δε θα ταν μια λέξη κενή νοήματος. Με τα λόγια του πιο γνωστού αναρχικού της εποχής, του Μιχαήλ Μπακούνιν, η Παρισινή Κομμούνα ήταν “μια σαφέστατα διαρθρωμένη άρνηση του κράτους”.
Ωστόσο, άλλοι αναρχικοί διαφωνούν για το κατά πόσο η Κομμούνα έφτασε τόσο μακριά. Οι κάτοικοί της, δεν έσπασαν ποτέ τα δεσμά τους με την ιδέα της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης. Όπως έλεγε ένας άλλος γνωστός αναρχικός, ο Πέτρ Κροπότκιν “αν δεν ήταν απαραίτητη μια κεντρική κυβέρνηση για την ομοσπονδία των κομμουνών… τότε και μια κεντρική δημοτική κυβέρνηση φαίνεται εξίσου άχρηστη… η ίδια ομοσπονδιακή αρχή θα μπορούσε να λειτουργήσει και μέσα στην Κομμούνα”.
Καθώς η Κομμούνα διατήρησε ορισμένες από τις παλιές ιδέες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, παρεμπόδιζαν τους ανθρώπους στο εσωτερικό της από το να δράσουν αυτόνομα, αντί να εμποστεύονται τους κυβερνήτες ότι θα βολέψουν κάπως τα πράγματα για όλους. […] Το συμβούλιο απομονωνόταν ολοένα και περισσότερο από αυτούς που το εξέλεξαν. Όσο περισσότερο διαχωριζόταν, τόσο πιο εξουσιαστικό γινόταν. Έπειτα, το συμβούλιο οργάνωσε μια “Επιτροπή Λαϊκής Ασφάλειας” ώστε “να υπερασπιστεί [μέσω του τρόμου] την “επανάσταση”. Αυτή η επιτροπή συνάντησε την αντίθεση της αναρχικής μειοψηφίας του συμβουλίου και αγνοήθηκε από το λαό του Παρισιού που, καθόλου περίεργο, ήταν περισσότερο απασχολημένος με το πώς θα υπερασπιστεί την πόλη από μια εισβολή του γαλλικού στρατού. Τελικά αποδείχθηκε ότι καμιά μορφή κυβέρνησης, μικρής ή μεγάλης, δεν μπορεί να είναι επαναστατική, κατά το παλιό επαναστατικό κλισέ.
Στις 21 Μάη, τα κυβερνητικά στρατεύματα εισέβαλαν στην πόλη και ήρθαν αντιμέτωπα με επτά ημέρες σκληρών οδομαχιών. Το τελευταίο οχυρό των Κομμουνάρων, ήταν τα κοιμητήρια της Μοντμάρτης, και μετά την ήττα τους, στρατιωτικοί και οπλισμένοι παλιοί καπιταλιστές λεηλάτησαν την πόλη, πυροβολόντας κατά βούληση εναντίον των κατοίκων. 30.000 Κομμουνάροι σκοτώθηκαν στις μάχες, αρκετοί ακόμα και μετά την παράδοση, ενώ τα σώματά τους πετάχτηκαν σε μαζικούς τάφους.
Ωστόσο, η κληρονομιά της Κομμούνας παραμένει ζωντανεί στους αγώνες, ενώ η ιαχή Vive la Commune! γέμισε με σπρέυ τους τοίχους του Παρισιού, στην εξέγερση του 1968, και όχι για τελευταία φορά…
Πηγή: η διαδικτυακή κοινότητα LibCom [www.libcom.org]