( Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο κυκλοφόρησε σε 1000 τουλάχιστον αντίτυπα στο κέντρο της Σαλονίκης συνοδευόμενο από τις ανάλογες φωτογραφίες από τις δράσεις και τα αποτελέσματα, το καλοκαίρι του 2008, σε πλατείες, μέσα σε free press κουτιά και εφημερίδες, χέρι με χέρι, αφημένο σε εμφανή σημεία στην πόλη και ιδιαίτερα στις γειτονιές όπου έλαβαν χώρα οι δράσεις)
Για το σαμποτάζ ιδιωτικών καμερών στην Σαλονίκη ξημερώματα
Πρελούδιο για τον κοινωνικό διάλογο στις μέρες μας: Στις 21 Αυγούστου 2007, οι διαδηλωτές που συγκεντρώθηκαν στο Montebello του Quebec, κατά τη σύνοδο της «Συνεργασίας για την Ασφάλεια και την Ευημερία» για να αντιπαρατεθούν στον αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους, στον μεξικανό Φελίπε Καλντερόν και στον καναδό πρωθυπουργό Στέφεν Χάρπερ, βρέθηκαν μπροστά σε μια χαρακτηριστική εικόνα: το ξενοδοχείο όπου συνεδρίαζαν οι αρχηγοί κρατών ήταν αποκλεισμένο από αστυνομικό κλοιό, ενώ μπροστά τους είχε στηθεί μια σκηνή με κάμεραμεν και ηχολήπτες, και μια πινακίδα με το παρακάτω μήνυμα: «Οι κάμερές μας είναι σήμερα εδώ για να σας παρέχουν το δικαίωμά σας να εισακουστείτε. Παρακαλούμε επιτρέψτε μας να σας βοηθήσουμε να περάσετε το μήνυμά σας. Ευχαριστούμε». Στην αίθουσα του ξενοδοχείου όπου πραγματοποιούνταν η σύνοδος, είχαν εγκατασταθεί οθόνες, απ’ όπου θα φαίνονταν οι διαδηλωτές, χωρίς να υπάρχει απ’ ευθείας οπτική επαφή μαζί τους…
Σαλονίκη, κάπου στον Σεπτέμβρη του 2007, και το ενδιαφέρον μιας νυχτερινής βόλτας μαγνητίζει ο αναπάντεχα προσωπικός τόνος της παρακάτω επιγραφής που στόλιζε τον τοίχο της επιχείρησης «ASPIS Φοροτεχνικά», στην Ιπποδρομίου: “Εσύ που με θράσος λερώνεις την ιδιοκτησία μου, σε περιμένουν εκπλήξεις, θα γελάσουμε πολύ”. Στον τοίχο, σβησμένα ίχνη μιας εξίσωσης όπου τα ονόματα δυο παιδιών σημαίνουν L.F.E., η υπογραφή ενός γκραφιτά, ένα αγχωμένο σκίτσο… Η απροσδιόριστη απειλή που δέχεται ο περιπατητής, αντικειμενοποιείται στην εξωτερική κάμερα επιτήρησης που έστρεψε προς τον τοίχο αυτόν (τον ιδιόκτητο, και συνάμα τον λερωμένο με θράσος!) η διεύθυνση της επιχείρησης στήνοντας μια ιδιότυπη ενέδρα σε όσους ενδεχομένως δεν μοιράζονται την ίδια αισθητική περί καθαρότητας/ιδιοκτησίας των τοίχων. Δυσφορία. Ανάγκη για μερικές καθαρές σκέψεις.
Ο πόλεμος πάντοτε βασιλεύει στις πόλεις – Μπέρτολτ Μπρεχτ
Εντάξει, είναι πια κοινός τόπος πως ζούμε σε μια κοινωνία θεαματική. Κι ό,τι αποτέλεσε στην αυγή του πολιτισμού ο λόγος, είναι σήμερα η εικόνα. Φωτεινή αναλαμπή στη δίνη της κυκλοφορίας, παγιδεύει το βλέμμα και το καθοδηγεί μέσα στον λαβύρινθο της πόλης. Στον αφιλόξενο αυτό τόπο που όλο και εντονότερα μετασχηματίζεται από το Κεφάλαιο σε ένα σύμπλεγμα ελεγχόμενων χώρων και περασμάτων, όπου η κίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων ρυθμίζεται ορθολογικά από τις ανάγκες της κερδοφορίας. Κι ελέγχεται, χαρτογραφείται, κανονικοποιείται μέσω ενός δικτύου καμερών, τόσο διακριτών και επιβεβλημένων από την κρατική εξουσία, όσο και διάχυτων εθελοντικά από κάθε μικρό ή μεγάλο αφεντικό που αγωνιά για την ιδιοκτησία του. Κάπως έτσι, οι κάμερες «διαχείρισης κυκλοφορίας» και οι ασφαλίτες-κάμεραμεν των διαδηλώσεων, ο «μεγάλος αδερφός» των γηπέδων και το «πολύ ακριβό για να πάει χαμένο» σύστημα ελέγχου C4I, εμπλουτίζονται από τις ιδιωτικές κάμερες χιλιάδων επιχειρήσεων, τραπεζών, νοικοκυραίων. Καθώς το Κεφάλαιο αναπτύσσει τις τεχνολογίες ελέγχου, αυτές γίνονται προσιτές, παιχνίδι στα χέρια του καθενός. Ο έλεγχος γίνεται μοριακός και ταυτόχρονα απροσπέλαστος, αόρατος για το αποχαυνωμένο μάτι, που μένει να χαζεύει βιτρίνες, διαφημίσεις κι εμπορεύματα σαν να υπήρχαν εκεί από πάντοτε και να προορίζονται να υπάρξουν για πάντα. Δεν κατοικεί σε μια διακριτή στιγμή της κοινωνικής ζωής όπου το καθεστώς επιβάλλει την πολεμική λογική του (π.χ. παρελάσεις, φυλακίσεις), όπως ισχυρίζονται οι πολιτικάντηδες, αλλά αντίθετα συνίσταται στην ολότητα της ρύθμισης του σώματος και της ζωής από εικόνες: εικόνες που διαχέουν τις ιεραρχικές εντολές του Κεφαλαίου και χαρτογραφούν τις κινήσεις των υπηκόων. Ο απομονωμένος άνθρωπος καλείται να πειθαρχήσει στην επιτήρησή του με την ίδια γλώσσα που καλείται να καταναλώσει το ένα ή το άλλο προϊόν. Ούτε πάλι είναι πια μια αρμοδιότητα του κράτους, απέναντι στην οποία μπορεί να εξεγερθεί η τραυματισμένη ζωή (για παράδειγμα τα εκατοντάδες καμένα «καφάο» καμερών, κυρίως στην Αθήνα) αλλά γίνεται μια δραστηριότητα σχεδόν δια-ταξική. Τα χιλιάδες βίντεο από κινητά στο διαδίκτυο είναι μια στιγμή θριάμβου αυτού του φετιχισμού, που στα μέρη μας δεν έχει ακόμα επιστρατευθεί από το καθεστώς, όπως για παράδειγμα στον αμερικανικό νότο, όπου ο καθένας με μια σύνδεση στο internet και κάποιο ελεύθερο χρόνο μπορεί να επιδοθεί σε ένα εθνωφελές χόμπι: την παρακολούθηση των συνόρων μέσω ενός δικτύου καμερών, και την ειδοποίηση των αρχών, όποτε εντοπίσει κάποιον «λαθρομετανάστη» να προσπαθεί να εισέλθει στις ΗΠΑ από το Μεξικό.
Τόσο ο «λαθρομετανάστης» πάντως, όσο και ο προνομιούχος καταναλωτής είναι «ίσοι» ως προς την υπαγωγή τους σε εικόνες. Κάτω από το φως της δικτατορίας του εμπορεύματος, ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να εμφανίζεται όπως κάθε άλλο προϊόν: ως μια εικόνα. Το life-style είναι το όχημα στο οποίο οι υπήκοοι θα συναντηθούν μεταξύ τους, θα κοινωνικοποιηθούν. Ποιος κάνει πως παραξενεύεται από την άνοδο των ηλεκτρονικών «κοινοτήτων», όταν η φτώχεια κάθε «πραγματικής» κοινότητας βγάζει μάτι; Ο καθένας -ούτως ή άλλως- καλείται να δημιουργήσει μια εικόνα για τον εαυτό του, ελκυστική όσο και διάφανη, ευανάγνωστη από τους μηχανισμούς ασφαλείας της δικτατορίας του εμπορεύματος, που κατ’ ευφημισμό αποκαλείται δημοκρατία. Όχι τυχαία, στις μυθολογίες πολλών λαών γίνεται λόγος για μια έκ-πτωση, για την απώλεια της κοινότητας. Πώς από τα πρώτα ουρλιαχτά της επικοινωνίας, φτάνουμε σε έναν κώδικα από εικόνες: λογότυπα, στυλ, μόδες, εμπορεύματα, ιδεολογίες, διαφήμιση. Διαφήμιση. Ότι υπάρχει μέσα στην πόλη είναι διαφήμιση. Του εμπορεύματος και της δικτατορίας του. Μέσα από μια ορθολογική χρήση βιτρινών και ορθών γωνιών τα πάντα καθίστανται προσβάσιμα στο μάτι, ενώ ταυτόχρονα απαγορεύεται να επέμβουμε στη ροή των εικόνων, να αγγίξουμε οτιδήποτε (Οι κλούβες των ΜΑΤ, και οι ασφαλίτες στις πλατείες και οι σεκιουριτάδες στους ιδιωτικούς-δημόσιους χώρους, έχουν το ρόλο αυτής της προειδοποίησης). Παρίες. Να τι είμαστε. Θεατές. Αποξενωμένοι, ασφυκτιώντας σε σχέσεις που μυρίζουν συνθηκολόγηση. Εξόριστοι, όταν η μόνη κοινότητα που μπορεί πια να συμμετάσχει κανείς είναι η κατανάλωση. Στη δημοκρατία της, ο καθένας είναι ελεύθερος να μιλάει αρκεί να παπαγαλίζει τις προστακτικές του Κεφαλαίου. Την διαφήμιση, με την ευρεία έννοια της λέξης. Τη διαχείριση της μανιο-κατανάλωσης, και μαζί του φόβου, της σύγχυσης, της απομόνωσης. Μια ματιά σε ένα τυπικό δελτίο ειδήσεων θα ήταν κατατοπιστική. Φαίνεται πως στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, δεν είναι η ζήτηση που καθορίζει την παραγωγή, αλλά η διαφήμιση, που καθορίζει και τις δυο. Και όπως ακριβώς η πρέζα, έτσι και η οικονομία εν γένει, αντί να αναβαθμίζει διαρκώς την ποιότητα των εμπορευμάτων, προτιμά να «ρίχνει» τον καταναλωτή. Η ανοσία του απέναντι σε κάθε νέα υποβάθμιση των συνθηκών της ζωής του είναι ανάλογη της πίστης του (η πίστη είναι η λέξη-κλειδί εδώ) στη διαφήμιση, με την ευρεία έννοια. Όσο περισσότερο πιστεύει κανείς στην απομόνωσή του, τόσο περισσότερο αυτή γίνεται πραγματική. Όσο αποδέχεται τον πιο υποτιμητικό έλεγχο με την παρηγοριά ότι προορίζεται για τους «άλλους», τους ενδεχόμενους παραβάτες (παραβατικούς, μετανάστες, χούλιγκανς, «τρομοκράτες» κ.ο.κ.), τόσο πιο έντονα θα καλείται να αποδεικνύει την αθωότητα του ίδιου, ενώπιον του αρμόδιου κριτή: του Κράτους. Φαύλος κύκλος.
Από αυτό το πλήθος των απομονωμένων ανθρώπων, θα γεννηθεί η κοινότητα που θα δώσει ζωή στο ανθρώπινο ξεπέρασμα – Φρίντριχ Νίτσε
Όσο αδυνατούμε να δράσουμε από κοινού ξανακερδίζοντας τις ζωές μας, τόσο εξωφρενικές ιδέες κερδίζουν έδαφος. Η παλιομοδίτικη πίστη στο θεό και τη μεταθανάτια ζωή, στην ελεύθερη αγορά και τον καταναλωτικό παράδεισο, ή στο σοσιαλιστικό παράδεισο που υπόσχεται το Κόμμα, δίνουν τη θέση τους σ’ ένα αίτημα παλινδρόμησης στον κρατικό παρεμβατισμό, συνεπικουρούμενο από τις ρεφορμιστικές ή ανθρωπιστικές οργανώσεις, ή για τους ακόμη πιο απελπισμένους στην αναμονή μιας επιφοίτησης από εξωγήινα όντα, ή έστω τη λύτρωση μέσω μιας ολοκληρωτικής καταστροφής του πλανήτη. Γιατί όχι; Άλλωστε αυτό το τελευταίο σενάριο αντανακλά και την ίδια την υλική κίνηση του Κεφαλαίου: την απονέκρωση κάθε τι ζωντανού. Όχι ότι περιμέναμε και τίποτα περισσότερο από τους τεχνοκράτες και τους πιστούς του. Στο θάνατο όμως ανακυκλώνεται η ζωή. Αν επιμένουμε να μιλάμε για επανάσταση στις μέρες μας, δεν είναι γιατί επιθυμούμε μια επιβολή επί του εχθρού, με την παλιά έννοια της «κατάληψης των μέσων» (την παλιά ιδέα της αυτοδιαχείρισης των ήδη διαμορφωμένων σχέσεων απαλλαγμένων απλώς από τα σημερινά αφεντικά τους) αλλά την ολοκληρωτική καταστροφή του. Δε φοβόμαστε τα ερείπια, γιατί κουβαλάμε έναν νέο κόσμο μέσα μας. Αναγνωρίζουμε τους συντρόφους μας στις κουβέντες, στους φίλους, σ’ αυτούς που βρισκόμαστε μαζί στη δράση στο δρόμο. Θα ξαναβρούμε το σαμποτάζ, την τέχνη του βανδαλισμού, όχι ως εργαλείο, υποταγμένο σ’ έναν «ανώτερο» σκοπό, αλλά ως παιχνίδι, ως μια παλιά αγάπη, φροντισμένη με τις στοργικές συμβουλές του Εμίλ Αρμάνδ, που έγραφε ότι «η ιδιοκτησία θα καταργηθεί όταν η υπεράσπισή της θα στοιχίζει περισσότερο από τα οφέλη της» και του Μπαλτάσαρ Γκραθιάν: «είναι πάντα εύκολο να πετύχεις ένα πουλί που πετάει σε ευθεία γραμμή». Φτύνουμε λοιπόν τις «κινηματικές» διαδικασίες. Τα νούμερα, οι συνθήκες ηλιοφάνειας και τα τυπικά άλλωστε δεν εξασφαλίζουν ούτε το αποτέλεσμα ούτε τις σχέσεις. Κι όσοι δεν λένε να το μάθουν, ήδη καλούνται να το πληρώσουν ξανά και ξανά… Το σαμποτάζ, ακόμη και από ένα άτομο να διεξάγεται, είναι πάντοτε ταξικό, καθώς το ίδιο το άτομο είναι μέρος ενός ιστού κοινωνικών σχέσεων, και φορέας μιας κοινής συνείδησης. Καθώς καλούμαστε να καταναλώσουμε ολοένα και πιο υπερτιμημένα τα άχρηστα προϊόντα που παράγουμε, η καταπίεση δεν μπορεί εδράζει πια αποκλειστικά στους χώρους εργασίας αλλά αποικιοποιεί ολόκληρο το 24ωρο. Έτσι οι ενέργειές μας κάθε άλλο παρά συμβολικές είναι: δεν αναπαριστούν ένα φανταστικό πρότυπο για την μελλοντική επανάσταση, αλλά επιβάλλονται με τη βία τους στην υλική πραγματικότητα, δημιουργώντας «ζημιές», μα πάνω απ’ όλα δημιουργώντας πιθανότητες. Έρχονται να ενωθούν, με μια χαοτική δραστηριότητα μυριάδων άλλων που λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά φράσσουν τις αρτηρίες του συστήματος. Προφανώς, κάνουμε λόγο για ενέργειες παράνομες, όπως είναι κάθε ουσιαστική κριτική στον εμπορευματικό πολιτισμό, από μια αφισοκόλληση μέχρι μια κατάληψη, μια διαδήλωση, μια ζημιά στο εργοστάσιο, ή, ή… Καθώς αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως υποκείμενα της Ιστορίας και όχι υπηκόους, δεν αποδεχόμαστε το σύστημα να ορίσει ποιες ενέργειες εναντίον του είναι αποδεκτές ή όχι. Τα μέσα όσων φιλοδοξούν να παίξουν με την Εξέγερση είναι αυστηρά δική τους επιλογή, στον πλούτο των οποίων έγκειται και η κοινή μας δύναμη. Πρέπει όμως πάντα να έχουμε υπόψη ότι μεγαλύτερη βία δε σημαίνει και μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση. Θα πρέπει λοιπόν να επεξεργαστούμε μια στρατηγική, που αφενός θα εμπεριέχει την ελάχιστη έκθεση στην καταστολή, κι αφετέρου την μέγιστη αποτελεσματικότητα. Θα κινηθούμε τελικά, τόσο «συνομωτικά» όσο και «δημόσια», ανοίγοντας το θέμα σε έναν κλειστό κύκλο ανθρώπων που θα βρίσκονται σε μια τακτική συνέλευση, σπάζοντας κάμερες αλλά και γράφοντας συνθήματα, μοιράζοντας κείμενα. Τη στιγμή που σαμποτάρουμε μια κάμερα παρακολούθησης, απελευθερώνουμε προσωρινά έναν χώρο από την εξουσία του συστήματος, χώρο μη-στατικό, που αντιστοιχεί με τη δύναμή μας στο δρόμο, τη δυνατότητα καταρχήν να υπερασπιστούμε σε φυσικό επίπεδο την κίνησή μας. Αρνούμαστε την επιτήρηση, τόσο όσον αφορά εμάς, όσο και για τον καθένα. Είναι ένα είδους «δώρο». Αυτό που μας ενδιαφέρει, δεν είναι να πειστεί για το δίκιο της υπόθεσης ένα αμέτοχο κοινό, όσο παραμένει τέτοιο, αλλά να ψηλαφίσουμε τις ήδη υπάρχουσες αρνήσεις, να δημιουργήσουμε ανάμεσά τους τις συνθήκες για τη γενίκευση της επίθεσης σ’ αυτόν το γηρασμένο κόσμο. Δεν υποκαθιστούμε μια ούτως ή άλλως ανύπαρκτη μαζική δράση, αλλά δεν είμαστε πρόθυμοι να κάτσουμε στ αυγά μας μέχρι να εμφανιστεί. Την δημιουργούμε εδώ και τώρα στις γειτονιές μας και τους χώρους που κινούμαστε πλουτίζοντας, υποστηρίζοντας και συνδιαμορφώνοντας την χαοτική κριτική του προλεταριάτου, όπως καταγράφεται σε τοίχους, κατεβασμένες βιτρίνες, και χιλιόμετρα φιλμ καμερών ασφαλείας! Στη σκιά των μμε και στη θέρμη του στόμα-με-στόμα, το σαμποτάζ προσκρούει στην υπάρχουσα κοινωνική οργάνωση και στις κατεστημένες αξίες. Η φύση του είναι ο προβληματισμός. Δεν αποτελεί την επίλυση ενός προβλήματος, αλλά την αποκάλυψη μιας πιθανότητας, είναι ταυτόχρονα μια απάντηση και μια ερώτηση. Αναδεικνύει τις νέες δυνατότητες ζωής και ταυτόχρονα τα στοιχεία μιας εποχής που καθίστανται μη-ανεκτά. Ας περάσουμε στη δράση λοιπόν. Και τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν τον άρρωστο κόσμο και τους κομπογιαννίτες τσαρλατάνους του!
Το αρχέτυπο στοιχείο του παιχνιδιού βρίσκεται λοιπόν παντελώς σχεδόν κρυμμένο πίσω από πολιτισμικά φαινόμενα. Αλλά σε κάθε στιγμή, ακόμη και σ’ ένα πολύ ανεπτυγμένο πολιτισμό, το «ένστικτο» του παιχνιδιού μπορεί να ανακτήσει όλη την ισχύ του, βυθίζοντας το άτομο και τη μάζα στη μέθη ενός απέραντου παιχνιδιού. – Γιόχαν Χουιζίνγκα (Homo Ludens – Ο άνθρωπος και το παιχνίδι).
Το ίδιο το εξεγερτικό παιχνίδι δεν μπορεί να είναι παρά η οργάνωση μιας προλεταριακής δικτατορίας στο δρόμο, στη συνεκτικότερη και πιο πλούσια μορφή της. Κάθε μία από τις υπάρχουσες πολιτικές οργανώσεις δε θα μπορούσε παρά να το προδίδει απόλυτα. Ακόμα κι όταν οι μιλιτάντες τους καταφεύγουν σε εντυπωσιακές ενέργειες, κατεβάσματα καμερών ή μισο-στημένες αντιπαραθέσεις με τις «δυνάμεις της τάξης», δεν υπάρχει εκεί τίποτα το αυθεντικά παιγνιώδες, δηλαδή επαναστατικό. Ανάλογες μαζοχιστικές ασκήσεις αυτό-προβολής, βασισμένες στην μιζέρια της αυτουθυσίας «για το κοινό καλό» και μια μάτσο επίδειξη ισχύος με κριτή και αβανταδόρο τις τηλεοπτικές κάμερες, δε στοχεύει παρά στην αφαίμαξη των πιο θερμόαιμων στοιχείων της νεολαίας για τη στελέχωση της εκάστοτε οργάνωσης. Κάθε τέτοια κίνηση είναι διαμετρικά αντίθετη στην επαναστατική αντίληψη της πραγματικότητας: Δεν αποτελεί παρά μια ιδεολογική καταβολάδα της θρησκείας προς χρήση των γραφειοκρατιών του «χώρου», για τη δικαιολόγηση της εξουσίας τους.
Αντίθετα, στη δράση μας, αποφύγαμε ως ο διάολος το λιβάνι κάθε τέτοιο ενδεχόμενο αντιπαράθεσης, μιας και θα ήταν καταστροφική για τον σκοπό μας, που δεν ήταν η ανακήρυξή μας σε εξαιρετικά μάγκες ή έστω θύματα της κρατικής καταστολής, αλλά το ίδιο το σαμποτάζ. Στρατηγική μας παρέμενε ο αποπροσανατολισμός του εχθρού, η μη-προβλεψιμότητα, η πρωτοβουλία κινήσεων. Όσο περισσότερο μένουμε αόρατοι, τόσο πιο βαθιά μπορούμε να προχωρήσουμε στην καρδιά της καταστροφής. Παράλληλα, τόσο περισσότερο διαδίδονται οι τακτικές και τα μέσα στην απλότητά τους, ακηδεμόνευτα ώστε να μπορεί να τα οικειοποιηθεί ο καθένας και η καθεμιά χωρίς να νιώθουν μαλάκες ή υποστηρικτές (δηλαδή μαλάκες).
Κάπως έτσι, λίγο πριν το ξημέρωμα της 27ης Σεπτέμβρη, μια πενταμελής παρέα συναντιόμαστε σ’ ένα στενό της Ναυαρίνου. Χαμόγελα, μια ματιά στα εργαλεία: ένα στειλιάρι, 2 κουτιά μπογιές, φυλλάδια που να ενημερώνουν για τη δράση στη γειτονιά, όλα άπιαστα. Ο στάνταρ εξοπλισμός για τις δράσεις που θα ακολουθήσουν. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ακούγεται το πρώτο κράατς! Με το δεύτερο η κάμερα έχει ξηλωθεί, οι μπογιές πετάγονται, στο φεύγα και τα φυλλάδια. Κάπως έτσι τελικά στήσαμε εμείς την έκπληξη στα φοροτεχνικά της ASPIS, και πράγματι γελάσαμε πολύ. Μέσα σε μια βδομάδα, η διεύθυνση αφαίρεσε την κάμερα (που εντωμεταξύ κοσμούσε το κατάστημα κρεμάμενη σπασμένη μαζί με τις μπογιές), και τελικά πρόσθεσε και ρολά για τα βράδυα!
Σαμποτάροντας τις κάμερες ελέγχου, ανοίγουμε πεδία για νέες μορφές ζωής και δράσης, στην καρδιά της πόλης που ασταμάτητα μετασχηματίζει το Κεφάλαιο για λογαριασμό του. Κάθε γειτονιά, ένας μικρός εμφύλιος! Αναγκάζουμε τον εχθρό να εκτεθεί, να αποκαλύψει την ενότητά του, τις άμυνες, τα αδύναμα σημεία του….
Μερικά βράδια αργότερα θα ‘ρθει η σειρά του Βιβλιοστόκ. 3 από μας κατεβάζουμε την κάμερα που έβλεπε στο πεζοδρόμιο της Π. Ιωακείμ μπροστά από το «ψαγμένο» κι «εναλλακτικό» βιβλιοπωλείο. Ταυτόχρονα (γύρω στις 2 την νύχτα δηλαδή) οι φίλοι μας σπάνε την κάμερα του «Αιμίλιου», μικρού διαμετρήματος αφεντικού στην Ολύμπου, μάλλον καχύποπτου απέναντι στον κόσμο –μετανάστες και ραντεβουδάκια- που άραζε στο παρκάκι μπροστά απ’ το μαγαζί του. Ωστόσο, η κάμερα δε θα ξηλωθεί εντελώς, και την επόμενη μέρα θα ξαναμπεί στη θέση της –άγνωστο κατά πόσο λειτουργούσε ή όχι, μικρή σημασία έχει. Μας αναγκάζει πάντως να ασχοληθούμε ξανά μαζί του, οπότε αυτή τη φορά φέρνουμε και μπογιές, ενώ ξηλώνουμε την κάμερα και την παίρνουμε μαζί μας -όμηρο. Τελικά συμμαζεύτηκε….
Και μετά, στις 10 Φλεβάρη κάτω από την Τσιμισκή, να «λερώνουμε» με τις αφίσες μας τη πρόσοψη ευφάνταστου μαγαζάτορα που στόλισε τη βιτρίνα του με κάμερα και οθόνη, για να βλέπουμε τις κινήσεις μας και να χαζογελάμε. Και πάνω στην Εγνατία τα χαράματα, ντυμένοι «εργατικά» (φόρμες, κράνη) να ξεβιδώνουμε άλλη μια πάνω σε σκάλα, χαμογελώντας σε αγουροξυπνημένους οδηγούς. Και ποιος να πρωτοθυμηθεί τα μικρά καθημερινά σαμποτάζ καμερών από τράπεζες, σε σούπερ-μάρκετ και καταστήματα, και, και, και…
Οι δράσεις δεν μιλούν από μόνες τους. Έπρεπε να μιλήσουμε, στο βαθμό που μας αφορά, όπως διαμορφώνεται από τη συμμετοχή μας στα σαμποτάζ ιδιωτικών καμερών, και μιλήσαμε. Οι δράσεις δεν μας ανήκουν. Είναι στα χέρια του προλεταριάτου γενικά, να κρίνει, να οικειοποιηθεί και να ξεπεράσει τις ασκήσεις ύφους που προτείνουμε, και των παραληπτών του κειμένου ειδικά, να στηρίξουν τις δράσεις, καταρχήν διαδίδοντας το κείμενο με όποιο τρόπο θέλουν, ή ακόμα καλύτερα γράφοντας δικά τους πιο όμορφα και συνεκτικά, και με περισσότερα «τεκμήρια», και οργανώνοντας το βίαιο εξεγερτικό παιχνίδι, μακριά κι απέναντι από τους ιδεολόγους και τις οργανώσεις τους, μέσα από τις ήδη υπάρχουσες προλεταριακές αρνήσεις της εποχής μας, σ’ αυτό που μας ενώνει: την επίθεση. Ως την Αταξική Κοινωνία!
ΝΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΣΑΜΠΟΤΕΡΣ!