Categories
Negation group

To εργοστάσιο της LIP και η (αντ)επαναστατική αυτοδιαχείριση

LIP: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

ΣΑΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το εργοστάσιο της LIP εγκαινιάστηκε το 1945, μετατρέποντας την πόλη της Besançon σε κέντρο της γαλλικής βιομηχανίας ρολογιών. Στα 1970 η LIP παραγκωνίστηκε από τα εισαγόμενα ρολόγια quartz, και το αφεντικό της ο Fred Lip, αποχώρησε, το εργοστάσιο έκλεισε, και η εταιρία βρέθηκε ένα βήμα πριν τη ρευστοποίησή της. Τότε παρενέβησαν οι εργάτες της LIP, που με την παρότρυνση των ισχυρότερων συνδικάτων CFDT και CGT, επωμίστηκαν την προβληματική εταιρία στα 1974-75.

Αριστερίστικες ομάδες βρήκαν στην Besançon ένα προνομιακό πεδίο δράσης, έμελλε ωστόσο να συρρικνωθούν αγκαλιά με την οικονομική πορεία της αυτοδιαχειριζόμενης επιχείρησης.

ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Αυτός είναι ο δρόμος που ακολουθούμε: πρώτα, πρέπει να κινητοποιήσουμε τους εργάτες. Πάει να πει, να μην κάθονται να δουλεύουν 9 ώρες χωρίς μια συνάντηση για να μιλήσουμε, για το τι συμβαίνει στο εργοστάσιο σαν σύνολο, που πηγαίνουμε, γιατί δουλεύουμε, τι σημαίνει αυτό για την κοινωνία. Έπειτα θα πρέπει η κοινωνία να ανταποκριθεί στις ελπίδες των εργατών… Ίσως υπάρξουν κάποιοι τύποι που θα αναλάβουν κάποια πόστα, κι αυτά τα πόστα ίσως αλλάζουν, όταν κάποιος αναλαμβάνει ένα πόστο κάτι συμβαίνει, κάποιος άλλος μαθαίνει να δέχεται κάποια πράγματα, αν του δώσουν να καταλάβει, τότε μπορεί να δεχτεί εύκολα πολλά πράγματα ακόμα.

(Charles Piaget, Συνέντευξη σχετικά με τη LIP)

1. Η Εργατική Κοινότητα και η Ανθρώπινη Κοινότητα

Στην πραγματικότητα, ο αρχαϊκός χαρακτήρας της παραγωγικής διαδικασίας στην εταιρεία ρολογιών LIP, όχι μόνο δεν αποθάρρυνε τους εργάτες απ’ το να θέλουν να εξασφαλίσουν την ακεραιότητα της επιχείρησης με κάθε μέσο, αλλά επίσης τους επέτρεψε να σχηματίσουν μια ομογενή ομαδοποίηση απέναντι στην προσωποποίηση του εχθρού: το αφεντικό τους. Όταν το αφεντικό αυτό χρεοκόπησε και αποσύρθηκε, μιας και το κεφάλαιό του δεν ήταν αρκετά ανταγωνιστικό, οι εργάτες ήρθαν αντιμέτωποι με την άρνησή τους και τα παραγωγικά μέσα με την αδρανοποίησή τους. Το αίτημα για εκ νέου ξεκίνημα της παραγωγικής διαδικασίας από τους ίδιους, μπόρεσε να στηριχθεί μονάχα στον ενθουσιασμό που επιβεβαίωνε αυτή η νεοσύστατη αίσθηση κοινότητας.

Κατ’ αρχήν, μια τέτοια κοινότητα μπορεί να συγκριθεί ευθέως με την κοινότητα που χαρακτήριζε τον σχηματισμό των εργατικών συνεταιρισμών στον 19ο αιώνα και, πιο πρόσφατα, στις πολυάριθμες κοινότητες εργασίας που αναπτύχθηκαν στην Γαλλία τα τελευταία χρόνια. Όντως, ακόμα και σ’ αυτήν την απλοϊκή μορφή, υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές, μα πριν τις αναλύσουμε είναι απαραίτητο να αντιληφθούμε τα σημεία ομοιότητας και την καταγωγή τους.

Μια τέτοια κοινότητα ιδρύθηκε από χριστιανούς σοσιαλιστές, αναρχοσυνδικαλιστές και κάποιους σοσιαλιστές αγωνιστές προερχόμενους από την Αντίσταση στο Vercours (Η περιοχή των Drome και Ardéche γνώρισε μια εκτεταμένη καταστροφή ανθρώπων και υλικών λόγω αυτού του Αντιστασιακού πυρήνα). Περιελάμβανε ένα εργοστάσιο ρολογιών πέριξ του οποίου είχε οικοδομηθεί μια πόλη, στεγάζοντας αυτήν την μινιατούρα καπιταλιστικής επιχείρησης και τις οικογένειές της. Το σύμπλεγμα εργοστασίου-κατοικιών πήρε το μνημειώδες παρωνύμιο Watch City (Πόλη των Ρολογιών). Γενικές συνελεύσεις διεξάγονταν τακτικά, για να λάβουν τις αποφάσεις της κοινότητας επί παντός επιστητού: από την διεύθυνση της επιχείρησης μέχρι τον ελεύθερο χρόνο των εργατών. Άξιο αναφοράς είναι ένα διάταγμα που εγκαθιδρύει δια νόμου την «σεξουαλική ελευθερία» των κατοίκων[1].

Εκεί όμως τελειώνει και η σύγκριση καθότι αν, στο Boimondau υπήρχε στην αρχή μια πραγματική ισότητα στους μισθούς, στο LIP είδαμε ότι η συντήρηση μιας μισθολογικής ιεραρχίας στάθηκε επιτακτική αναγκαιότητα στη δημιουργία του εργατικού καπιταλισμού. Στο Boimondau τα πλαίσια της επαναφομοίωσης εκ μέρους του γαλλικού καπιταλισμού επέτρεψαν στην εργατική κοινότητα να διαμορφωθεί σχετικά πιο «αγνά».

Ωστόσο, η αδυναμία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής στο LIP μπορούσε να επιτρέπει στην κοινότητα του LIP να υπάρξει αλλά μόνο σαν αλλοτριωμένη εργατική κοινότητα. Το Boimondau ήταν ένα προϊόν της καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων. Το LIP δημιουργήθηκε από την αντίστροφη διαδικασία. Στο LIP δε γεννήθηκε καμία νέα επιχείρηση. Απλώς η παλιά διεσώθη μέσα από έναν ιδιότυπο εκσυγχρονισμό.

Αυτή η συγκέντρωση στο Palente είχε μια διττή καταγωγή: Με δεδομένη την κυριαρχία του καπιταλισμού στην γαλλική κοινωνία, η επιβίωση του Lip, όπως είδαμε, ήταν μια υπόθεση ζωής και θανάτου για την πόλη και την περιοχή της. Επιπλέον, αυτή η υλική κοινωνία θα μπορούσε να αναπτυχθεί μόνο σε αντίθεση με την ίδια την βάση της. Δεν μπορούσε πια να οργανώσει στη συνήθη μορφή της, την ολότητα των ανθρώπινων υπάρξεων την οποία ισχυριζόταν πως περιείχε και ανεχόταν μέσα της (π.χ. τις καταλήψεις των χίπηδων). Όσοι δεν αποτελούσαν μέρος «περιθωριακών κοινοτήτων» υφίσταντο την αντιφατική κίνηση που πήγαζε από την αποσύνθεση των κοινωνικών σχέσεων. Εξ ου και η άνοδος της «παραβατικότητας». Η αστάθεια της υλικής κοινωνίας στον καπιταλισμό, βαθύτερο αίτιο της πολεμικής φύσης του, κάνει κάθε είδους καταστροφή γοητευτική, ακόμα κι αν διαπράττεται στην αντιδραστική βάση της μισθωτής εργασίας ή της ιδιοποίησης του προς πώληση προϊόντος από τον ίδιο τον παραγωγό, όπως ήταν και η περίπτωση της Lip. Πάντως, στην απουσία μιας γενικής κρίσης, η αδυναμία όσων προσωρινά είναι εξασφαλισμένοι όπως κι όσων είναι μόνιμα αποκλεισμένοι, καταγίνεται μια δυνητικά επαναστατική δύναμη όταν η κρίση αγκαλιάζει ολόκληρη την κοινωνία –δηλαδή όταν η τάση για απαξίωσης καταλήγει να επικρατήσει της τάσης για αξιοποίηση καθώς ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εξαναγκάζεται να αποκαλύψει την σαπίλα του.

Η προλεταριακή μάζα, κοινωνικοποιημένη μέσα από την εργασία της η οποία συνενώνει με έναν οδυνηρό τρόπο αυτή την «τάξη της αστικής κοινωνίας που ταυτόχρονα δεν αποτελεί τάξη στην αστική κοινωνία», στην κρίση ξαναβρίσκει τον εαυτό της αναγκασμένο να διαρρήξει τα τελευταία δεσμά της, και πλέον δεν είναι δυνατόν να αναπαραχθεί σαν μια κατηγορία του Κεφαλαίου. Αυτή η τάξη-για-τον-εαυτό-της τείνει να οργανωθεί σε ένα ιστορικό κόμμα που επιβεβαιώνει το μέλλον της στην ανθρώπινη κοινότητα. Αυτή η τάξη δεν έχει «μέλλον» εξασφαλισμένο στον κόσμο της υποταγής της. Ο σχηματισμός της ανθρώπινης κοινότητας είναι το αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων από την κοινότητα του Κεφαλαίου και είναι η μόνη ιστορική πιθανότητα ξεπεράσματός της. Εμβαθύνοντας στην ανάπτυξη της με τον οποία μετασχηματίζει ριζοσπαστικά την εργασία, η ανθρώπινη κοινότητα καταστρέφει με ένα θετικό τρόπο την ιδεολογία της εργασίας, την οποία ο καπιταλισμός έχει μετατρέψει σε κάτι αρνητικό. Ο χρόνος εργασίας τελικά εξαφανίζεται από τη θέση του μόνου μεγέθους του κοινωνικού πλούτου προς όφελος αυτού που αποκαλούμε «ελεύθερος χρόνος». Αλλά αν η οργάνωση του προλεταριάτου ως τάξη-για-τον-εαυτό-της που κατευθύνεται προς την ανθρώπινη κοινότητα τείνει να αποτελέσει ένα ακόμη προϊόν της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης, σαν προϊόν της ανικανότητας του κεφαλαίου να αναπαράγει τον εαυτό του, το αποτέλεσμα δεν είναι αυτόματο ούτε αναπόφευκτο.

2. Η αντεπαναστατική αυτοδιαχείριση

Η κυρίαρχη τάση για απαξίωση προωθεί εξίσου: α)την αντεπανάσταση, μιας και μια απαξίωση γεννά την αναγκαιότητα επαναξιοποίησης και β)την επανάσταση καθώς ένα σύστημα σε απαξίωση προϊδεάζει για την επερχόμενη καταστροφή του. Αυτή η λογική υποθέτει και ότι η επαναστατική κίνηση μπορεί να συναντά εμπόδια, και σποραδικές εξεγέρσεις να μην φτάνουν στον στόχο τους και να τσακίζονται (π.χ. η καταστολή των εξεγέρσεων σε υποανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες καπιταλιστικά χώρες που έχουν ήδη υποφέρει τα πρώτα βίαια ξεσπάσματα της κρίσης: Ελλάδα, Ινδία, Αιθιοποιία, Βολιβία κλπ). Για το προλεταριάτο των χωρών που μαστίζονται από τις καπιταλιστικές κρίσεις, η διάλυση της συνείδησης που συνδέεται μέσα από την ιδεολογία με ένα Κεφάλαιο αυτό-αξιοποιούμενο, παραχωρεί τη θέση της στην αύξουσα συνείδηση μιας τάξης χωρίς εξασφάλιση, που κατέχει μονάχα την εργατική της δύναμη. Μια τυχαία τάση προσωποποίησης της ιστορικής κίνησης των παραγωγικών δυνάμεων που σηματοδοτεί το ξεπέρασμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και καλεί για μια κοινωνική οργάνωση σε ανθρώπινη βάση. Ακολούθως οι φασιστικές και δημοκρατικές απαντήσεις (π.χ. το Λαϊκό Μέτωπο στην Γαλλία) στην κρίση του 1929-1930 συνεπάγονται μιαν άνευ προηγουμένου εμμονή στο αξίωμα της μισθωτής εργασίας, την ακριβή στιγμή που η μισθωτή εργασία είχε εισέλθει σε μια διαδικασία αυτό-καταστροφής. Κάτι τέτοιο έγινε δυνατό μόνο με την καταστροφή του επαναστατικού κινήματος. Έτσι προκύπτει και η σημασία της επαναστατικής θεωρίας στο κομμουνιστικό κίνημα. Η «τάξη της συνείδησης» δεν σημαίνει ότι «η επανάσταση γίνεται πρώτα απ’ όλα στο μυαλό μας» όπως ισχυρίζονται διάφοροι ακαδημαϊκοί και μοντερνιστές. Απλώς αντανακλούν την καπιταλιστική τάση καταστολής κάθε μορφής κοινωνικής δραστηριότητας μιας αυξανόμενης μερίδας των σκλάβων τους. Η «σημασία της θεωρίας» δεν σημαίνει ότι το προλεταριάτο πρέπει να εξαναγκαστεί να αποκτήσει συνείδηση, όπως προσπάθησαν να κάνουν όλων των ειδών οι μιλιτάντες παιδαγωγοί (πχ να πουν στους εργάτες της Lip ότι μπορούν ή οφείλουν να ακολουθήσουν την πρακτική τους). Πολύ απλά, η κομμουνιστική θεωρία, σύμφυτη της αντιφατικής κίνησης του Κεφαλαίου, θα τείνει να αναπαραχθεί σε μια ολοένα και πιο τυχαία και ευρεία κλίμακα, στο επίπεδο των πρακτικών επαναστατικών μέτρων που θα πρέπει να παρθούν.

Η αυτοδιαχείριση είναι μια μέθοδος ελέγχου της αντίφασης ανάμεσα στην αξιοποίηση και την απαξίωση από την εργατική δύναμη, προκειμένου να μη ξεπέσει η αξία της ζωτικής συνθήκης αυτής της κοινωνίας: της Εργασίας. Έτσι, οι άνθρωποι καλούνται να αναλάβουν δραστηριότητες που πριν διαχειριζόταν το Κεφάλαιο και κατά συνέπεια αυξάνεται το κόστος της συντήρησης της εργατικής δύναμης. Ήδη μπορούμε να διακρίνουμε εν μέρει το περιεχόμενο αυτού του είδους της αυτοδιαχείρισης σε πολλά συμβιωτικά δίκτυα που σχηματίζονται τα τελευταία χρόνια (παράλληλα σχολεία, ανεπίσημα μαιευτήρια, κλινικές, συνεταιρισμοί τροφίμων κλπ). Είναι σημαντικό ότι με το ξέσπασμα της κρίσης τα ΜΜΕ άρχισαν να δημοσιεύουν μερικές από τις εμπειρίες αυτές (πχ μια υπέρθερμη παρουσίαση των «ελεύθερων κλινικών» κυριάρχησε στην τηλεόραση στις 32 Μαρτίου 1974). Το βάθεμα της κρίσης, παράλληλα με την έγερση του ζητήματος της αυτοδιαχείρισης, θα γενικεύσει και θα διευρύνει τέτοιους πειραματισμούς, που θα πρέπει να τους δοθεί ένα ανάλογο πλαίσιο. Από την προοπτική αυτή, η αύξουσα παραγωγικότητα και η πτώση του μη-παραγωγικού κόστους θα φέρουν νέα κέρδη, μιας και η αυτοδιαχείριση, όπως υπονοεί και το όνομά της, συνίσταται στη διεκδίκηση καθηκόντων του κεφαλαίου, από την ίδια την εργατική δύναμη. Μια τέτοια υποθετική ανάπτυξη θ΄ αποτελούσε την νίκη της αντεπανάστασης, την καθολική υπαγωγή των εργατών στην επιχείρηση, μέσω της αυτοδιαχείρισης. Διατηρεί έτσι τους δεσμούς που είναι απαραίτητη για την κοινωνική παραγωγή, ενώ ταυτόχρονα, κινητοποιεί ένα κίνημα που διαδέχεται την επιχείρηση – ένα κίνημα που μετασχηματίζει την κοινωνία σε μια κοινότητα της φτώχειας. Η συγκεντρωτική αυτοδιαχείριση θ’ αποτελέσει την αντεπαναστατική απάντηση στο ενδεχόμενο διαδοχής της επιχείρησης από αναλώσιμους εργάτες τους οποίους η αυτοδιαχείριση προσκολλά στην επιχείρηση, και τους συσσωματώνει στο λαϊκό, εθνικό κράτος. Επιπλέον, αν η αυτοδιαχείριση έχει ως πεδίο δράσης τις βιομηχανικές χώρες με χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, αυτό δεν οφείλεται απλά στη παραγωγική δομή των χωρών αυτών αλλά καθορίζεται εξίσου από την παγκόσμια οικονομία.

Περιοχές όπου η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι ψηλότερη έχουν πάντα μεγαλύτερες δυσκολίες όσον αφορά την εύρεση των απαιτούμενων κερδών για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, αλλά η ψηλότερη οργανική τους σύνθεση του επιτρέπει να διαχειριστούν προς ίδιον όφελος την μεταφορά αξίας από τις συναλλαγές με λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Αυτή η αύξηση της αξίας αποτελεί τα εξέχοντα κέρδη που είναι ολοένα και πιο απαραίτητα σ’ αυτές και που προκύπτουν από το γεγονός ότι το προς πώληση εμπόρευμα περιέχει λιγότερη εργασία από αυτήν εκείνου με την οποία ανταλλάσσεται. Αλλά για να λειτουργήσει αυτή η συναλλαγή είναι απαραίτητο κάθε χώρα να φτάσει σ΄ ένα επίπεδο οργανικής ανάπτυξης το οποίο συνεχώς να αναπτύσσει το πεδίο δράσης του, πράγμα που εξηγεί γιατί οι πλέον ανεπτυγμένες χώρες αναγκάζονται πάντα να προωθούν το ελεύθερο εμπόριο (πχ οι Η.Π.Α. ή η Ε.Ε.).

Η αυτοδιαχείριση μπορεί εξίσου καλά να γίνει μια πολεμική μηχανή για τις χώρες που βρίσκονται σε μια δεινή οικονομική θέση, μια μηχανή για τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, τον οποίο ενδεχομένως προκαλέσουν τα συμφέροντα αυτά. Η ιδεολογία ενός τέτοιου «αυτοδιαχειριζόμενου Κράτους» θα ήταν ενός είδους αντι-ιμπεριαλισμός, τον οποίον και θα προήγαγε. Η άκρα αριστερά του καπιταλισμού θα καλούταν να παίξει κεντρικό ρόλο στην πολεμική μηχανή αυτή, όπως προεικάζουν τα γεγονότα σχετικά με την πατριωτική κινητοποίηση υπέρ του αγώνα του LIP και την υποστήριξή της στο ένα στρατόπεδο ενάντια στο άλλο στον τελευταίο αραβο-ισραηλινό πόλεμο. Είναι σημαντικό που σε ένα κυβερνητικό κόμμα όπως το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα υπάρχει μια φράξια (CERES) της οποίας η κοινωνική βάση ταυτίζεται με την αυτοδιαχείριση και τις βίαιες αντι-αμερικανικές αντι-ιμπεριαλιστικές ενέργειες. Όχι λιγότερο σημαντικό είναι το γεγονός ότι το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα πιστεύει ακράδαντα ότι «ο τρόπος με τον οποίον έχει τεθεί το ζήτημα της αυτοδιαχείρισης σήμερα είναι τελικά θετικός» και ότι «οι κομμουνιστές υπερέχουν όλων στην αυτοδιαχείριση». Τελικά πρέπει να παρατηρήσουμε την αγνότερη ρητορική του Ντε Γκωλ με τον «αμερικάνικο ιμπεριαλισμό» το «προοδευτικό μέτωπο» που ταυτίζεται ολότελα με τις αριστερίστικες οργανώσεις (για να μην αναφέρουμε και τους μοναρχικούς της N.A.F. που έχουν αυτό-ανακηρυχθεί «παρτιζάνοι της αυτοδιαχείρισης») Ωστόσο η αυτάρκεια των αυτοδιαχειριζόμενων χωρών θα τείνει να ενδυναμώσει ορισμένες αντιφάσεις. Αν δεχτούμε ότι αυτές οι χώρες έχουν κατά μέσο όρο μια χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, έχουμε επίσης δει ότι έχουν αρκετά ανεπτυγμένες επιχειρήσεις οι οποίες δεν μπορούν να τρέφουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον για την αυτάρκεια. Αντιμετωπίζουν ακόμα την εχθρότητα των άλλων, λιγότερο ανεπτυγμένων επιχειρηματικών κλάδων που δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς κέρδος, όντας στην καρδιά της κρίσης είναι συνώνυμο με την ρευστοποίηση των μικρότερων οικονομικών τομέων. Έτσι μια σύγκρουση συμφερόντων θα εγερθεί στη διαδικασία στην οποία η υπεραξία θα διασπαστεί, οι λιγότερο ανεπτυγμένοι τομείς κι επιχειρήσεις επιχειρούν να στήσουν μηχανισμούς για να επωμιστούν την απώλεια αξίας οι τομείς με μεγαλύτερη οργανική ανάπτυξη του κεφαλαίου. Σε ένα πιο οξυμένο επίπεδο, αυτοί οι ανταγωνισμοί θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν καπιταλιστικό εμφύλιο πόλεμο ο οποίος θα επέφερε μια μερική καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, καταστροφή απαραίτητη για το Κεφάλαιο[2].

Αν η επαναστατική αυτονομία του προλεταριάτου θα βρεί την αδιαμφισβήτητη κατάφασή της όταν αυτό καταστήσει μια τάξη-για-τον-εαυτό-της, η αντεπανάσταση επίσης εμπεριέχει μια κάποια αυτονομία του “προλεταριάτου” ως μια τάξη που συντηρεί τον καπιταλισμό. Επίσης, με σεβασμό σε όλες τις επιτροπές και τους άλλους σχηματισμούς βάσης που γεννιούνται στην καρδιά της κρίσης, θα είναι απολύτως απαραίτητο να ενισχύουμε το περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους, όπως και το περιεχόμενο του κινήματος μέρος του οποίου αποτελούν, δίχως να αποπροσανατολιζόμαστε από τις μορφές τις οποίες ενδεχομένως θα πάρουν.

Σημειώσεις:

[1] Η συσσώρευση κεφαλαίου στο Boimondeau σήμανε και το τέλος του αυτοδιαχειριστικού πειράματος. Λίγο λίγο, η ιεραρχία στους μισθούς επανεισήχθηκε. Ένας, ή μάλλον δύο ιδιοκτήτες προέκυψαν από την κοινότητα. Η επιχείρηση έθεσε νέα μισθολογικά επίπεδα σε νέες βάσεις. Οι χαμηλόμισθοι στάθηκαν η βάση μιας από τις δυο επιχειρήσεις που προσλάμβανε πρώην καταδίκους μετά την αποφυλάκισή τους. Οι περισσότεροι από τους εργάτες έμεναν εκτός της Πόλης των Ρολογιών, και δεν είχαν τίποτα κοινό μ’ αυτήν πέρα από το όνομά της (αρκετοί εργάτες απολύθηκαν μετά τον Μάη του ’68 λογω συμμετοχής στις απεργίες). Η επιχείρηση έζησε αγωνιωδώς και μετά από πολλές διακυμάνσεις τελικά ρευστοποιήθηκε, και πωλήθηκε στα 1970. (Οι πληροφορίες για την επιχείρηση, δόθηκαν εν συντομία από έναν παλιό εργάτη του Boimondeau που στάθηκε μάρτυρας του τέλους της κοινοτικής αυτοδιαχειριστικής περιόδου κι έναν σύντροφο που εργάστηκε εκεί λίγο μετά το ’68).

[2] Είναι προφανές ότι η εργατική δύναμη, στο επίπεδο αυτό, δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα φορέας και αντικείμενο του Κεφαλαίου. Επίσης ένας ρόλος φορέα θα καταλαμβανόταν κυριολεκτικά στο αυτοδιαχειριστικό Κράτος από έναν συνασπισμό προερχόμενο από το πιο “προοδευτικό” συνάφι οικονομικών και πολιτικών μάνατζερς (για παράδειγμα οι Bidegain, Neuschwander, J. Delors, Edgar Faure), γραφειοκράτες της Αριστεράς και της Νέας Αριστεράς, περιλαμβανομένων των συνδικαλιστών εταίρων τους, για να μην αναφέρουμε και μια κάποια φράξια της εργατικής τάξης απορροφημένη από τη βάση μέσω διαφόρων επιτροπών και συμβουλίων (ο Monique Piton και άλλα μέλη της επιτροπής δράσης της LIP βρήκαν ακροατήριο απ’ τον E. Faure, αναμφίβολα προκειμένου να υπηρετήσουν καλύτερα το λαό…)

Ομάδα Negation

//

1

2 replies on “To εργοστάσιο της LIP και η (αντ)επαναστατική αυτοδιαχείριση”

[…] -το όριο της αυτοδιαχείρισης (Négation 2007; Brown 2011: 20, ΣτΜ: ελληνική μετάφραση διαθέσιμη). Οι εργάτες της Lip ήταν ανίκανοι να ξεπεράσουν τα όρια […]

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *