Categories
Uncategorized

Όσον αφορά τους Βαρβάρους – Bleu Marin

Όσον αφορά τους Βαρβάρους | Bleu Marin

Πρώτη έκδοση: Bleu Marin, Anti-copyright, Αύγουστος 2002

Μετάφραση από τα ιταλικά στα αγγλικά: Diavolo in Corpo

Δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στο φανζίν Killing King Abacus

Μετάφραση στα ελληνικά: Bezmotivnik, Σαλονίκη, Γενάρης 2008

«Αν δε γνωρίζω μια γλώσσα, είμαι ένας βάρβαρος γι αυτόν που την μιλάει, κι αυτός που την μιλάει θα είναι ένας βάρβαρος για μένα». Παύλος, Πρώτη επιστολή προς Κορινθίους

«Ο Πολιτισμός έρχεται στο τέλος του, όταν οι βάρβαροι πληθαίνουν» – Karl Krauss

Στην καρδιά της πόλης

Η ιστορία ενός πολιτισμού είναι ταυτόχρονα η ιστορία του μετασχηματισμού της γλώσσας του. Μια κοινωνία αναπτύσσεται γύρω από τη γνώση της, η οποία αρθρώνεται μέσα στην γλώσσα, η οποία με τη σειρά της καθιστά συνεκτική την ίδια τη σκέψη. Οι άνθρωποι δρουν βάσει των επιθυμιών τους, επιθυμούν βάσει της γνώσης τους, γνωρίζουν βάσει της σκέψης τους, και σκέφτονται βάσει της γλώσσας τους. Η μορφή και το περιεχόμενο αυτής της τελευταίας είναι ταυτόχρονα η συνθήκη και το αποτέλεσμα του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. Η κυρίαρχη γλώσσα μιας εποχής είναι λοιπόν πάντοτε η γλώσσα αυτών που κυριαρχούν κοινωνικά την εποχή αυτή. Αν υπάρχει κάποια ιδέα που να εκφράζει ξεκάθαρα τη σχέση μεταξύ της γλώσσας και της κοινωνίας είναι αυτή του βάρβαρου. Για τους έλληνες ο βάρβαρος ήταν ο ξένος. Την ίδια στιγμή ήταν επίσης ο κατώτερος, καθώς οποιοσδήποτε δεν μπορούσε να χειριστεί τη γλώσσα της Πόλεως, προσδιοριζόταν αρνητικά. Η προέλευση της λέξης έχει να κάνει με την έλλειψη του Λόγου, της συνομιλίας. Αν αναλογιστούμε πως ο Αριστοτέλης προσδιόρισε τον άνθρωπο ως ένα «πολιτικό ον» και ως ένα «ζώο προικισμένο με τον Λόγο»,ακολούθως, ταυτίζοντας την γλώσσα με την πολιτική, ο βάρβαρος εξορίζεται όχι μόνον από την πόλη, αλλά από την ίδια την ανθρώπινη κοινότητα. Ο βάρβαρος είναι ένας μη-άνθρωπος, ένα τέρας.

Ο Λόγος επί το έργον

Ο λόγος δεν είναι απλά η συνομιλία ή η γλώσσα, αλλά είναι επίσης η επιστήμη, οι νόμοι, η λογική, η τάξη (τόσο με την έννοια μιας ρυθμιστικής αρχής όσο και της κατάστασης που συνδέει και εκφράζει την πολυπλοκότητα που αποτελεί την πραγματικότητα). Όλες αυτές οι σημασίες συνυπάρχουν ταυτόχρονα στη λέξη Λόγος, η οποία είναι προφανώς αμετάφραστη (στα αγγλικά ένας όρος που πλησιάζει τον λόγο είναι ίσως το expression=έκφραση). Έχοντας απλά όλα αυτά κατά νου, μπορεί να αντιληφθεί κανείς τον αριστοτελικό ορισμό του ανθρώπου, καθώς και τη φύση του αντιθέτου του, του βάρβαρου. Η πρώτη εμφάνιση της λέξης λόγος καταγράφεται στα αποσπάσματα του Ηράκλειτου (4ος με 5ο αιώνα π.χ.) όπου ορισμένα σημεία, υποδεικνύουν ταυτόχρονα μια κοσμική αρχή, την απόλυτη τάξη της πραγματικότητας με όλες τις πολύπλοκες εκφράσεις της, την ανθρώπινη κατανόηση της τάξη αυτής και την καθεαυτή αντίληψη του Ηράκλειτου. Ήδη στα αποσπάσματα αυτά, το στοιχείο όπου εντοπίζεται η κοινότητα μεταξύ των ανθρώπων συνίσταται στον λόγο.

Από την εποχή των ομηρικών επών, ο κοινός τόπος είναι η συνέλευση όπου οι πολεμιστές μοιράζονταν τόσο τα συλλογικά αγαθά, αποκτημένα μέσα σε λεηλασίες και πολέμους, όσο και το διάλογο. Αυτή η σχέση μεταξύ του κέντρου και του στοιχείου κοινότητας μεταφέρθηκε στην Αγορά, δηλαδή στην πλατεία της πόλης, τον χώρο των πολιτικών αποφάσεων. Οι κατηγορίες του δημοσίου διαλόγου, δείχνουν ακριβώς την πράξη της καθέλκυσης των λέξεων (κατά-) μέσα στη συνέλευση (αγορά) όπου θα υποβληθούν στη γενική κρίση. Ο βάρβαρος είναι λοιπόν αυτός που στέκεται εκτός των κατηγοριών, αυτός που μη έχοντας πρόσβαση στην αγορά, είναι αποκλεισμένος από τη δημόσια ζωή. Ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι, τραυλός για τη γλώσσα της πόλης, μένει να ενωθεί με τον εξωτερικό εχθρό. Η γυναίκα και ο σκλάβος, αυτοί που αποκλείστηκαν από το διάλογο (διάλογος δηλαδή τάξη, λόγος και νόμοι), αυτοί οι υπήκοοι της εσωτερικής αποικίας, αναπαριστούν δυο κατώτατα σκαλιά στην κλίμακα που καταλήγει στη χειρότερη βαναυσότητα που υπάρχει και αντιπροσωπεύεται από τον βάρβαρο, τον κατώτερο, τον εχθρό.

Η εξουσία των συνελεύσεων ανήκει σ αυτούς που γνωρίζουν την τέχνη της ρητορικής, τις τεχνικές για να καρπώνονται οι ίδιοι τις χάρες της πανίσχυρης θεάς Πειθούς. Όσο περισσότερο έχει κανείς τον χρόνο για να κερδίσει την εύνοιά της, τόσο περισσότερο μπορεί να εξασκήσει τη δύναμή της, επιβάλλοντας τον λόγο του ως κοινό λόγο, εκμηδενίζοντας τους υπόλοιπους λόγους ως ιδιωτικούς. «Η δύναμη των λόγων στο πνεύμα εκείνου που πείθει είναι σαν αυτή του αφέντη πάνω στον δούλο, με τη διαφορά ότι το πνεύμα υποπίπτει στη δουλεία όχι με την ισχύ αλλά με την μυστηριώδη πίεση που ασκείται στη συγκατάβασή του» έγραφε ο Πλάτων στον «Φίληβο», σκιαγραφώντας επιδέξια την κυρίαρχη δύναμη της γλώσσας. Όμως είναι σημαντικό, όχι μόνο να αναγνωρίζουμε ότι στην πολιτική ο διάλογος είναι ένα όπλο πολέμου, αλλά επίσης να ερευνούμε τη σχέση που συνδέει το όπλο αυτό με όλα τα υπόλοιπα. Μόνο ένας που έχει στην κατοχή του σκλάβους που εργάζονται γι αυτόν μπορεί να σκλαβώσει άλλους με τα λόγια του. Η δραστηριότητα των υποκειμένων έχει ήδη εξειδικευτεί από τη στιγμή που ένας ιεραρχικός και ανώτερος ρόλος αποδόθηκε στον κόσμο. Η διαίρεση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, εν τω μεταξύ μετασχηματίζει τη δραστηριότητα των σκλάβων σε συσσώρευση αντικειμένων (κι έπειτα χρήματος και μηχανών) για τον αφέντη, ενδυναμώνοντας τον λόγο του τελευταίου. «Αυτή είναι η μοίρα της λογικής της γλώσσας, όταν η λέξη είναι όλο το νόημα, το κυρίαρχο νόημα δε χάνει στιγμή προκειμένου να οικειοποιηθεί όλες τις λέξεις» (G. Cesarano). Όμως η «μυστηριώδης πίεση» που εξασκείται στη συγκατάβαση του σκλάβου δε θα ήταν αρκετή αν η γλώσσα του σώματος δεν υποβαθμιζόταν στην εθιστική ορθολογικότητα της εργασίας. Είναι μέσα από την παραγωγή εργασίας που η οικονομία παρήγαγε τη δική της γλώσσα. Έτσι, καταλαβαίνει κανείς καλύτερα γιατί ο έλεγχος της γλώσσας των εκμεταλλευομένων ήταν πάντοτε μια προτεραιότητα των εκμεταλλευτών. Προκειμένου να διαμορφώσει αρχικά τη λογική του διαλόγου, κάθε εξουσία (εις βάρος της βαρβαρικής λογικής του σώματος) οφείλει να δώσει στους ανίσχυρους μια ολοένα και μειούμενη λογική. Το «Εγώ» που μιλάει είναι μια φιγούρα που αναπαριστά το σώμα του υποκειμένου (η σωματική πραγματικότητα είναι η πρώτη εργατική δύναμη) όπως το κράτος, ο φορέας του δημοσίου διαλόγου, αναπαριστά το σύνολο της κοινωνίας. Όσο αυξάνεται ο εσωτερικός διάλογος του υποκειμένου –η συνείδησή του– προσαρμόζεται στην κυρίαρχη γλώσσα, αυξάνεται η συγκατάβασή του, εξασφαλίζεται η υποταγή του. Με την έννοια αυτή, το κεφάλαιο, η νεκρή εργασία μιας ζωής περιορισμένης στην επιβίωση, είναι ο ίδιος ο «διάλογος», «η οργάνωση των μη-πραγματικών νοημάτων», η μηχανική λογική, το φανταστικό παιχνίδι της αναπαράστασης (G. Cesarano). Είναι αυτό που φέρνει τη γλώσσα που σβήνει τα πάθη να συνομιλήσει με τα πάθη.

Μια πτήση προς τα πίσω

Όμως ας επιστρέψουμε στους βαρβάρους που μας εξιστορούν τον πολιτισμό, αυτό το πεδίο του λόγου και της πολιτικής, καλύτερα απ’ τον καθένα. Αν η αποδοχή της σύλληψης του βάρβαρου φέρει μέσα της μια έννοια ιδεολογίας της προόδου (ο βάρβαρος είναι το αντίθετο της λογικής, επιστημονικής και δημοκρατικής κοινωνίας, είναι ένα τερατούργημα, μια σιωπηλή απειλή, ανορθολογική βία, προκατάληψη, πισωγύρισμα κλπ) υπάρχει μια ολόκληρη πνευματική παράδοση για την οποία οι βάρβαροι είναι πιο σπουδαία όντα από τους πολιτισμένους καθώς είναι πιο κοντά στη φύση. Από τον Πολύβιο στον Cioran, μέσω του Τάκιτου και του Giuccardini, του Μακιαβέλι και του Μοντεσκιέ, του Ρουσσώ και του Leopardi μπορεί κανείς να εξοικειωθεί με την ιδέα ότι η παρόρμηση, αποσταγμένη περίτεχνα από τη φύση, είναι που ωθεί τον άνθρωπο προς τη γενναία δράση, ενώ η λογική, το προϊόν του πολιτισμού, τους κάνει υπολογιστές, κλεισμένους στον εαυτό τους, αιώνιους απορημένους. Ο Leopardi είπε ότι ένας λαός που θα αποτελούνταν μόνο από φιλοσόφους θα ήταν ο πιο δειλός και ανίκανος απ’ όλους, επειδή ακριβώς θα ήταν ο πιο πολιτισμένος. Η πτώση της Ρώμης και η «ελληνιστική παρακμή» χρησιμοποιούνται από τον Μοντεσκιέ σαν παραδείγματα γι αυτό το σκεπτικό. Από τους Γερμανούς του Τάκιτου και τους σύγχρονους Ούννους του Cioran, το συνδετικό νήμα αυτής της παράδοσης είναι η σύνδεση μεταξύ της κατάφασης του σώματος, της εύνοιας της φαντασίας, της γενναίας αρετής και της επιθυμίας για δράση. Πολύ συχνά, όταν έχουμε να κάνουμε με αυτή τη σύλληψη της ιστορίας, ο χρόνος του πολιτισμού επαναλαμβάνεται με έναν κυκλικό τρόπο, λόγω μιας υπερβολής (κι όχι μιας έλλειψης) πολιτισμού, γεννιούνται οι βάρβαροι, αυτή η καταιγίδα που στέλνει τον πολιτισμό στα σκουπίδια, κι ο χρόνος ξεκινά πάλι απ’ την αρχή.

Η ανάπτυξη ενός πολιτισμού μπορεί να συγκριθεί με αυτήν ενός ζωντανού οργανισμού, όπου η παιδική ηλικία ακολουθείται από την ωριμότητα κι έπειτα τα γηρατειά και το θάνατο, στάδια που χαρακτηρίζονται από μια διαφορετική ζωτικότητα των παθών και της ευελιξίας. Η γλώσσα η ίδια αποτελεί μάρτυρα των διαφόρων σταδίων της ζωτικότητας μιας κουλτούρας (δεν είναι τυχαίο που γίνεται λόγος για βαρβαρισμούς της γλώσσας).

Αν η κριτική της προοδευτικής αντίληψης του πολιτισμού έχει οδηγηθεί στο μεγαλύτερο μέρος της από μια αντιδραστική κοσμοθεωρία (όπως για παράδειγμα οι Spengler και Schmitt), με μια πλειονότητα από βιολογικές και ιεραρχικές μεταφορές για έναν αγώνα για επιβίωση, οι επιθέσεις στην ιδεολογία της προόδου στο όνομα ενός άλλου διαφωτισμού δεν είναι ολότελα απούσες (για παράδειγμα στον Sorel και στον Adorno), ή παρμένες κατευθείαν από τους έλληνες όπως στον ίδιο τον Leopardi, στον Holderlin, στον Burkhardt και στον Νίτσε. Ή ακόμα, ιδωμένες μέσα από μια καλλιτεχνική τεχνογνωσία που καταστράφηκε κάτω από το βάρος της μηχανοποιημένης εργασίας (όπως για παράδειγμα στον William Morris).

Μηδενισμός ή βαρβαρότητα: ο δαίμονας της αναλογίας

Η περίπτωση του Leopardi είναι εξαιρετικής σημασίας. Σ αυτόν βρίσκουμε μια ελληνο-γεννή θέαση της ιστορίας (τα πάντα επαναλαμβάνονται, αν και δε γνωρίζουμε με σιγουριά σε ποιο σημείο της επανάληψης βρισκόμαστε), ένα έργο αποκάλυψης – υλιστικά αλλά όχι διαλεκτικά – των κυρίαρχων πολιτικών και θρησκευτικών ψεμάτων (με τον δικό του τρόπο, αν θέλετε, αλήθειας) και μια ριζοσπαστική κατάφαση στη ζωτική παρόρμηση την οποία έχει συντρίψει η σύγχρονη επιστήμη μαζί με τις άλλες εκδηλώσεις της υπολογιστικής λογικής. Η έννοια του βαρβάρου γίνεται δεκτή με αμφιθυμία. Δηλώνει πως ο πολιτισμός θα βρισκόταν στο ψηλότερο στάδιο της ανάπτυξής του (καθώς δεν είναι ο ύπνος, αλλά μάλλον η απολυταρχική αγρύπνια της λογικής που γεννά τέρατα), ότι η ζωτικότητα και η φυσική δύναμη που δεν έχει διαβρωθεί από τον μακάβριο εκλεπτυσμό του πολιτισμένου, είναι τελικά δεκτικές στο θαυμαστό και στο ενάρετο. Η αντίληψή του για τη βαρβαρότητα, ανάγεται στην νιτσεϊκή σύλληψη του μηδενισμού, που καταδεικνύει ταυτόχρονα έναν εχθρό και μια αναγκαιότητα, τυπική χριστιανική απογοήτευση μπροστά στην αντιπαράθεση μεταξύ της ζωής και του τραγικού, και του δημιουργού εκ του μηδενός, των κατεστημένων αξιών. Αυτά τα μυστικά παιχνιδίσματα του δαίμονα των αναλογιών δε θα ‘πρεπε να μας εκπλήσσουν. Μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι τόσο ο μηδενισμός όσο και η βαρβαρότητα είναι δυο λέξεις που συχνά εναλλάσσονται τόσο στα στόματα των συντηρητικών όσο και των επαναστατών. Πόσες φορές άραγε το κράτος και το κεφάλαιο περιγράφηκαν ως μηδενιστικά; Και μήπως δεν μπορούν αυτά, τα δυο τέρατα των απαγορεύσεων, να αρνηθούν όλες τις αξίες; Υποταγή, ανταγωνισμός, ρεαλιστική παραίτηση, ιδιόρρυθμη μοιρολατρία, μπορεί κανείς να πει ότι δεν είναι αξίες; Με τον ίδιο τρόπο, αυτό που περνιέται για βαρβαρότητα δεν είναι μόνο η φρενήρης καθημερινότητα του πολιτισμού αυτού, η αναστροφή των ονείρων της, εγκλωβισμένων σε ψυχοφάρμακα και ηλεκτρονικά ναρκωτικά. Από την άλλη, τι υπάρχει πέρα από τον σημερινό πολιτισμό της εξουσίας και της αγοράς; Η βαρβαρότητα είναι, πολύ συχνά, κάτι με το οποίο δεν είμαστε εξοικειωμένοι, και γι αυτόν το λόγο φαίνεται εχθρικό προς εμάς.

Γύρω από τέσσερις γωνίες

Ίσως η αμφιλεγόμενη έννοια του βαρβάρου είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, πρώτα απ’ όλα αν θέλει κανείς να διατηρήσει αυτή την ενστικτώδη ευαισθησία απέναντι στην κοινωνική αναταραχή που φλέγεται κάτω από τις δικαστικές, γραφειοκρατικές κι εμπορικές αρχές μιας εποχής, δηλαδή αν θέλει κανείς να κατανοήσει ποιες είναι οι δυνάμεις που ασκούνται στο πεδίο.

Αν ο βάρβαρος είναι ένα ον στερημένο από Λόγο, είναι η φύση του Λόγου που πρέπει να αποσαφηνίσει τι σημαίνει η έλλειψή της. Για τον Λόγο, η καταπιεστική αρχή και η ανθρώπινη δυνατότητα μπερδεύονται, γίνονται ταυτόχρονα λογική, διάλογος, νόμος και κοινότητα. Η κριτική της προοδευτικής ιδεολογίας δεν μπορεί να συνίσταται σε μια κοινότυπη αντιστροφή των αξιών (για την οποία όλα όσα μοιάζουν να αντιτίθενται στον πολιτισμό γίνονται μια θετική θέση) μιας και το μόνο που κάνουμε έτσι είναι να μετατοπίζουμε το πρόβλημα στην προσέγγιση των υπόλοιπων όψεών του.

Είναι πιο αποτελεσματικό να γνωρίζουμε πώς να ξεχωρίζουμε αυτό που είναι υπερ-πολιτισμένο από αυτό που είναι απο-πολιτισμένο. Υπερ-πολιτισμός είναι η συμπλήρωση (με τη διπλή έννοια της πραγμάτωσης και της κατάληξης) του πολιτισμού, η ολοκληρωτική ανάδειξη της τεχνικής εξουσίας του. Η «βαρβαρότητα» ενός κόσμου που περνάει από το κυνήγι των «διασκεδάσεων» στο τρέξιμο πίσω από τις μάζες, από τις οικιακές συσκευές στην καταστροφή. Ο απο-πολιτισμός αντίθετα, είναι όλη εκείνη η υλική και πνευματική αυτονομία που μπορούν να πραγματώσουν τα άτομα δραπετεύοντας από αυτήν την ρομποτ-ο-ποιημένη κοινωνία: μια αναρχία των παθών που γκρεμίζει την εξημέρωση. Το ότι ένα ποτάμι είναι ελεύθερο από τσιμεντένια φράγματα και μόνον, δε σημαίνει ότι δε θα αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί από τυχόν βράχους που θα βρεθούν στο δρόμο του, οδηγώντας τα νερά του σε ρεύματα που δεν είναι τα δικά του. Όμως δε θα γίνει ποτέ του μια τεχνητή λιμνούλα. Για να γυρίσουμε πάλι στο Λόγο, η σιωπή εκείνου που δεν έχει πια λόγια γιατί η ηλεκτρονική αλλοτρίωση του τα έχει στερήσει είναι υπερ-πολιτισμός. Όταν όμως νιώθει κανείς έναν πλούτο μέσα του που δεν μπορεί να παγιδευτεί σε λέξεις είναι από-πολιτισμός. Η διαταραχή ενός που δεν μπορεί να δεχτεί πια εντολές είναι από-πολιτισμός. Η διαταραχή που επιβαρύνει αυτόν που τις διεξάγει με τόσο ζήλο είναι υπερ-πολιτισμός. Είναι σαν δυο αντίρροποι δρόμοι για να διασχίσει κανείς την μιζέρια, δυο διαφορετικές μορφές της Ύβρης, κατά τους αρχαίους έλληνες. Μια κοινωνία ξεχωρίζει πάνω απ’ όλα, από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει την έπαρση, την τρομερή υποτίμηση απέναντί της.

Ο υπερ-πολιτισμός, τον οποίον ο πολιτισμός αποκαλεί βαρβαρότητα με σκοπό να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είναι την ίδια στιγμή μια ριζική απομάκρυνση από τη φύση και το βάλτωμα μιας ορθολογικότητας που προβάλλεται μόνο για να δημιουργήσει ολοένα και πιο ξέφρενη παράνοια. Ο Λόγος στην υπηρεσία της εξουσίας σημαίνει την σύμπτωση της λογικής και των νόμων, κατά συνέπεια καθορίζει την υποταγή ως λογική. Ο διάλογος έχει επεκτείνει την θανάσιμη ανάσα του σε οτιδήποτε δεν μιλάει τη γλώσσα του. Έχει λειάνει τις αντιθέσεις, ώστε να επιστρέψει τελικά στον μονόλογο, μόνο με την τρομερή σιωπή των τεχνικών.

Η «απόλυτη πειθώ» της τεχνολογική γλώσσας δεν είναι τίποτα παραπάνω από το επίπεδο προσγείωσης μιας κουλτούρας που έχει εξορίσει για πάντα τους δικούς της βαρβάρους, καθιστώντας έτσι τον καθένα έναν βάρβαρο για τον άλλον. Οι κάτοχοι της τεχνικής γνώσης, απαραίτητοι στην εξουσιαστική διαχείριση της κοινωνίας, αναζητούν τις στρατηγικές για να οχυρωθούν όλο και περισσότερο απέναντι στις μάζες των «νομάδων», των ξένων εντός κι εκτός τειχών, που υποφέρουν την νέα γλώσσα τους χωρίς να την καταλαβαίνουν. Ο διάλογος έχει κερδίσει, μιας και όλοι παραμένουν σιωπηλοί, ή απλώς επαναλαμβάνουν τις 100 λέξεις που γνωρίζουν, ανάμεσα στις οποίες πιο συχνά απαντούν οι: τέλειο, σούπερ, μηδέν και φοβερό. Μέσα από τα λογότυπα της αγοράς και της στιγμιαίας απόλαυσης, ο πολιτισμένος συνθηκολογεί εις βάρος των τεράτων που πολιορκούν την πόλη, απευθύνοντάς τους εκκλήσεις για ειρήνη και παροχή εκπαίδευσης. Όμως η Πόλις έχει κομματιαστεί, και η Πειθώ έχει έναν άσσο στο μανίκι της.

Όπως ακριβώς η τεχνο-γραφειοκρατία μειώνει την ολότητα της κοινωνικής ζωής σε διεκδικήσεις προς την οικονομική και κυβερνητική ανόργανη δομή, ορίζοντας οτιδήποτε μπαίνει στο διάβα της ως βάρβαρο, με τον ίδιο τρόπο αποσπασματικές και μηχανικές αιτιολογήσεις από κοινού με τους τεχνολογικούς περιορισμούς εκμηδενίζουν τις ανεξημέρωτες παρορμήσεις και φωνές που ακόμα κατοικούν την κοινωνική ζωή, όπως οι βάρβαροι. Και πρόκειται στ αλήθεια για βαρβάρους, που δεν βλέπουν την ώρα να λευτερωθούν. Καμία επίκληση στην ηρεμία δεν τους καθηλώνει πια.

Εκεί όπου δεν υπάρχει κοινή γλώσσα, δεν υπάρχει κοινότητα, όπως και, αντιστρόφως, όταν εξαφανίζεται το κοινό έδαφος, δεν μπορεί πια να υπάρξει γλώσσα. Η πιο σημαντική και η πιο εξόφθαλμη συνέπεια μιας τέτοιας συνθήκης, είναι η αδυναμία επίτευξης μιας συμφωνίας. Ο Αφέντης Διάλογος δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτος. Μια σύγκρουση χωρίς πρωτόκολλα ή κανόνες γίνεται μονόδρομος, και το πλαίσιο που θα πάρει είναι αυτό του εμφυλίου πολέμου.

Εμφύλιος Πόλεμος

Το μόνο πράγμα που έχει ο πολιτισμένος να αντιπροτείνει στον πόλεμο είναι η ιδεολογία του διαλόγου και της ειρηνικής επίλυσης των συγκρούσεων. Όμως προκειμένου να συμμετάσχει κανείς σε έναν διάλογο, έχει ανάγκη από κοινές αξίες, όπως ακριβώς για να έχει κανείς κοινές αξίες με κάποιον άλλον πρέπει να μοιράζονται και μια σειρά από χώρους και πρακτικές. Ποια είναι όμως η ηθική σήμερα, αν κάποιος κοιτάξει πέρα από εκεί που γεννιέται και πεθαίνει ο κοινωνικός ιστός, πέρα από την λεγόμενη πολιτική; Μιλούν για υποτιθέμενες παγκόσμιες αξίες την ίδια ακριβώς στιγμή της εξαφάνισής τους.

Τα ανθρώπινα και αστικά δικαιώματα που στόχευαν να κατευνάσουν ολόκληρη την κοινωνία δεν μπορούν να κατευνάσουν πια κανέναν. Η ιδεολογία των δυο μπλοκ που ανταγωνίζονται για τον παγκόσμιο έλεγχο και τις ελπίδες των υποκειμένων έχει καταρρεύσει μαζί με αυτήν του να ανήκεις σε μια εργατική τάξη ικανή να πάρει την εξουσία («κοινωνικά» αν όχι πολιτικά) και να αναδιοργανώσει τον κόσμο. Οι βεβαιότητες για το μέλλον που προσέφερε η επιστήμη δεν μπορούν πια να ζεσταίνουν τις άτολμες καρδιές που άφησε ορφανές η θρησκεία. Όλα αυτά τελειώσανε.

Παραμένει η εκμετάλλευση, αλλά η «κοινότητα» που δημιουργείται με σκοπό να συσπειρώσει τους εκμεταλλευόμενος –ή έστω τις εικόνες τους- εκρήγνυται. Η παραγωγή, χάρη στην ηλεκτρονική τεχνολογία, εξατομικεύεται σε δομές ολοένα και πιο περιφερειακές και απλώνεται στο πεδίο, με τον ίδιο τρόπο που οι ταυτότητες των μισθωτών εργαζομένων εξατομικεύονται, προσδένονται στην ανταγωνιστικότητα και στην περηφάνια για κείνο το εξαφανισμένο πλέον ταλέντο, του «μάστορα».

Η μνήμη εξαϋλώνεται μπροστά στο διαρκές παρόν που κατασκευάζεται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (μόνο ότι υπάρχει στις ειδήσεις μετράει, τα υπόλοιπα απλά δεν υπάρχουν). Η ανθρώπινη επικοινωνία, με την έννοια της κοινής δέσμευσης, περιορίζεται κατά συνέπεια στην αναπαραγωγή της φτώχιας που ονομάζεται κουλτούρα, και καθημερινά ρηχαίνει. Η τεχνολογία, αφομοιώνοντας την επιστημονική αμφισβήτηση προς όφελός της, καθιστά την προγραμματική αβεβαιότητα την ίδια την νέα ιδεολογία –ικανή να δικαιολογήσει κάθε μανία ελέγχου στον πλανήτη και στα είδη του. «Για όσο κρατήσει», αυτό είναι το μότο των ισχυρών. Και η ύπαρξη των εκμεταλλευομένων είναι περισσότερο κάτι που υπομένει κανείς παρά κάτι που πραγματικά ζει. Από το σχολείο στη δουλειά, από την οικογένεια στο εμπορικό κέντρο, μόνο μια ικανότητα απαιτείται: αυτή του να προσαρμόζεσαι. Πρόκειται περί εμφυλίου πολέμου: μια συμβίωση χωρίς κοινές αξίες, χωρίς ασφάλεια για το μέλλον, με τρόπο που να ενοποιεί τα απομονωμένα άτομα μέσα στον ίδιο το διαχωρισμό τους.

Και φυσικά και υπάρχει πόλεμος, δεν είναι ανάγκη να κηρυχθεί –όπως δείχνει η πρόσφατη στρατιωτική παρέμβαση στα Βαλκάνια- προκειμένου να τονιστεί η διάκριση μεταξύ «καιρών ειρήνης» και «καιρών πολέμου» με τυπικές χειρονομίες. Ο διαρκής πόλεμος φέρνει νέες κοινωνικές σχέσεις σε διεθνές επίπεδο, όπως η παλιά διπλωματία της κυριαρχίας των κυβερνήσεων επέκτεινε τα σύνορα και τις συμφωνίες μεταξύ του κράτους και των αντιπροσώπων των εκμεταλλευομένων του πέρα από αυτό. Οι συγκρούσεις δεν διεξάγονται πλέον ανάμεσα σε εθνικές ολιγαρχίες, αλλά ανάμεσα σε οικονομικές ή μαφιόζικες ομάδες (δυο θεμελιώδεις μορφές συσσώρευσης χρήματος που συχνά εναλλάσσονται μεταξύ τους) που ξεπερνούν τα σύνορα και τα κρατικά μορφώματα και για τις οποίες η βίαια εξατομίκευση των κοινωνιών παρέχει άφθονη και ευμετάβλητη εργασία. Επιχειρηματίας ή γκάνγκστερ, αυτοί είναι οι δυο τρόποι οργάνωσης σε οικονομικά συμφέροντα, η μόνη διαφορά τους είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση ο δρόμος για τον πλουτισμό είναι πιο αποδοτικός και πιο σύντομος.

Όμως αυτή η διαμάχη που δεν μπορεί πια να σπρωχτεί στο μέλλον, διαπερνά ολόκληρη την κοινωνία και τα υποκείμενά της. Η σύγκρουση ακονίζεται ανάμεσα στην κατεστημένη τάξη –την τελειοποιημένη γκιλοτίνα του πολιτισμού- και την βάναυση κατάρρευση των σχέσεων υπό το βάρος των περιορισμών. Ταυτόχρονα, η ένταση ανάμεσα στην αυθόρμητη δραστηριότητα του ανθρώπινου οργανισμού και την κυριαρχία του εξωτερικού αισθητηριακού χαρακτήρα της μηχανοποιημένης σύγχρονης δραστηριότητας επιδεινώνεται. Η αυθαίρετη οργάνωση του λόγου εμπλέκεται σε μια μάχη άνευ προηγουμένου με τις πιο βαθιές παρορμήσεις του υποκειμένου. Το τέλμα που τα λογότυπα τείνουν να ανακτήσουν, οι εικόνες με τις οποίες ο Freud συμβόλιζε την εκπολιτιστική δράση του Εγώ του υποσυνείδητου, αποκαλύπτεται στον μεγαλύτερο και πιο ομιχλώδη βαθμό από ποτέ. Ο ταξικός αγώνας επεκτείνεται σε τρομαχτικά νέα πεδία.

Είναι ένα ζήτημα έντασης, είναι προφανές. Δεν είναι πάντοτε ομοιόμορφο όμως. Εδώ ο εμφύλιος πόλεμος κοχλάζει, αλλού ξεσπά σαν ηφαίστειο. Αυτό το αλλού όμως είναι δίπλα μας. Όπως για παράδειγμα στην πρώην Γουγκοσλαβία.

Οι εθνικισμοί, και οι εθνικές και θρησκευτικές διεκδικήσεις είναι η εξουσιαστική και ιεραρχική απάντηση στην κατάρρευση των αξιών, το αποτέλεσμα της παρακμής των παλιών κοινοτικών δυνάμεων. Οι κάθε είδους αυταρχισμοί, είναι πρώτα απ’ όλα κοινοτικές ιδεολογίες, που προσπαθούν να αποκαταστήσουν την χαμένη ταυτότητα του λόγου (της γλώσσας, των νόμων, της τάξης) ενώ ο κοινός τόπος συρρικνώνεται. Έχουν να κάνουν με την υπερ-πολιτισμένη αντίδραση στην εικονική κοινότητα που βρίσκεται παντού, υποκαθιστώντας την πραγματική αμοιβαιότητα μεταξύ των υποκειμένων. Τα εργαλεία του πολιτισμού –η τεχνολογική «ευημερία», ο δημοκρατικός διάλογος, η κοινοβουλευτική νομιμότητα, ο ανθρωπιστικός κι εμπορευματικός κοσμοπολιτισμός- είναι παντελώς ανίκανα απέναντί τους, καθώς είναι μέρος του ίδιου προβλήματος.

Να καταστρέψουμε τα πάντα για να ξαναφτιάξουμε τα πάντα

Ο καπιταλισμός, στην ιστορική ανάπτυξή του, ενοποίησε τους εκμεταλλευόμενους μέσα από την εργασία και την αλλοτρίωσή τους, ορίζοντάς τους ως μια προγραμματισμένη τάξη, προγραμματισμένη πολιτικά και κοινωνικά. Οι αγώνες των μη-προνομιούχων βρέθηκαν να συνδέονται (μέσα από τους χώρους, τα όργανα, την ταξική συνείδησή τους) με την παλιά δομή του κεφαλαίου. Η αντίληψη ότι οι εργαζόμενοι «μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα επειδή μπορούν να ξαναφτιάξουν τα πάντα» ανταποκρινόταν σ αυτή την ορισμένη δυνατότητα αναδιοργάνωσης της κοινωνίας χωρίς τη λειτουργία των αφεντικών. Δεν έχει τόσο ενδιαφέρον να διεισδύσουμε στο ποιες ιδεολογίες (ντετερμινισμός, παραγωγικισμός, ρεφορμισμός, επιστημονισμός κλπ) παρήγαγαν αυτήν τη συνθήκη, ούτε σε ποιες μορφές αυτό-οργάνωσης των εκμεταλλευομένων (εργατικά συμβούλια, αγροτικές κολλεκτίβες κλπ) είχε ήδη ζωογονηθεί. Αυτό που αξίζει να σημειώσουμε είναι ότι ένα ολόκληρο σχέδιο χειραφέτησης, τόσο στις γραφειοκρατικές και εξουσιαστικές διαστρεβλώσεις του όσο και στην ελευθεριακή αυθεντία του, βασίστηκε στη συνθήκη αυτή. Κι αυτό είναι ένα μέρος του οράματος της μελλοντικής κοινωνίας, και των μεθόδων αγώνα (συνδικαλιστική δράση, γενικές απεργίες ως προϋπόθεση της εξέγερσης, το ένοπλο κόμμα κλπ) για την καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σήμερα, όλα αυτά έχουν τελειώσει, το ίδιο και οι ψευδαισθήσεις τους.

Το πρόβλημα, όπως είθισται να λέγεται, είναι σύνθετο. Δέχεται επίθεση και από τις δυο πλευρές του κοινωνικού οδοφράγματος: από την πλευρά του κεφαλαίου που επεκτείνεται σε κάθε κοινωνική σχέση και τείνει να αξιολογήσει ολόκληρη την καθημερινή ζωή των εκμεταλλευομένων, κι από την μεριά των επικίνδυνων τάξεων που δεν έχουν πλέον πολιτικά ή συνδικαλιστικά προγράμματα. Σχετικά με αυτές τις πρώτες σκέψεις, θα αρκούσε να πούμε ότι οι τόποι παραγωγής δεν περιέχουν πλέον κάποια αντίσταση στο κεφάλαιο, το οποίο γίνεται άμεσα κοινωνικό. Αν αυτό καθιστά την καθημερινή ζωή το κατ’ εξοχή πεδίο του κοινωνικού πολέμου, και κατά συνέπεια μπορεί να αυξήσει τη γνώση ότι καμιά από αυτές τις κοινωνικές σχέσεις δεν αξίζει διάσωσης, η άμεση συνέπεια είναι η εξαφάνιση της πρακτικής ενοποίησης-τα λογότυπα της τάξης-κάτω από τα πόδια των εκμεταλλευομένων. Που να βρούμε κι από πού να ξεκινήσουμε μια τέτοια αλλαγή; Θα παίξουν άραγε οι απομονωμένες ταραχές το ρόλο που έπαιζαν οι παλιές άγριες απεργίες, οπουδήποτε η τραυματισμένη ζωή εκρήγνυται; Όμως, πως μπορούν οι εξεγέρσεις να συνδιαλέγονται από απόσταση, ώστε να κλέβουν πίσω όσο περισσότερο χρόνο και χώρο μπορούν, όταν η αναπόφευκτη θεσμοποίηση τις περιμένει στη γωνιά;

Χωρίς άμεσες σχέσεις δεν υπάρχει επικοινωνία, χωρίς επικοινωνία δεν υπάρχει κοινωνικό όνειρο. Με την έννοια αυτή, υπάρχουν όλο και περισσότεροι βάρβαροι στον κόσμο.

Όμως μόνο μ αυτή την έννοια. Η αυθεντική κοινότητα βασίζεται στην αυτονομία των υποκειμένων, στην κοινότητα της διαφοράς, όπου ο καθένας θέλει να γνωρίζει τις σκέψεις του άλλου ως σκέψεις διαφορετικές από τις δικές του. Είναι το συναίσθημα ότι δεν υπάρχει ένας και μόνος παγκόσμιος λόγος, που ωθεί τους ανθρώπους να επικοινωνήσουν, να πλουτίσουν με το παιχνίδι της οικειότητας και την οξύνοια της γλώσσας τους. Μια γλώσσα νεκρώνεται όταν οι σκέψεις, τώρα πια όλες απελπιστικά όμοιες, δεν αξίζουν πια να επικοινωνηθούν, όταν χάνουν τα όνειρα που έθρεφαν την ποίησή τους. Μόνο μια διαφορετική και μοναδική ζωή δίνει πνοή σε διαφορετικές σκέψη.

Στις απολίτιστες καρδιές και μυαλά

Η ζωτικότητα βρίσκεται σήμερα εκεί που οι συνθήκες του πολιτισμού βραχυκυκλώνονται. Οι «βάρβαροι» του τεχνοκρατικού λόγου καταστρέφουν τις μεγάλες ψευδαισθήσεις, τις διαχρονικές δυνάμεις της σύγχυσης, επιτιθέμενοι στην ίδια την πηγή της ζωής. Όμως οι ψευδαισθήσεις που ωθούν στα ξεσπάσματα του πάθους γεννιούνται σε μεγάλο βαθμό εκεί όπου οι άνθρωποι διατηρούν το ένστικτο της αγέλης, που το μοναχικό πλήθος έχει τροποποιήσει. Για το λόγο αυτό, ο εθνικισμός κι ο αυταρχισμός προσφέρουν δυο ψευδείς λύσεις παίρνοντας την κοινωνική δυσαρέσκεια από το χέρι, με μια μείξη εξαγνιστικών ιδανικών, τελετουργικών επανάκαμψης και χιλιαστικών προσμονών. Τι υπάρχει στη σημασία των εθνικών και θρησκευτικών συγκρούσεων που δημιουργεί τεχνητούς εχθρούς απομονώνοντας καθ αυτόν τον τρόπο κάθε διαμαρτυρία ενάντια στην κατεστημένη τάξη; Η διαφορετικότητα του μετανάστη, εκείνου που ανήκει σε μια άλλη εθνικότητα, είναι ορατή και κατανοητή, αντίθετα με τη διαφορετικότητα των εκμεταλλευόμενων, οι οποίοι δεν έχουν έθνος. Στα υπερσύγχρονα φρούριά όπου βρίσκονται κλεισμένοι, μιλάνε μία και μόνη εσπεράντο (παγκόσμια γλώσσα): αυτή της αγοράς. Εν τούτοις, αναζωπυρώνεται ο παλιός ζήλος της πίστης. Αν είναι απαραίτητο, η νέα προπαγάνδα θα υψώσει ακόμα και τα παλιά πατριωτικά και θεϊκά λάβαρα για να συνεχίσει τον μονόλογό της, εξολοθρεύοντας τους απείθαρχους και πολυπληθείς εκμεταλλευομένους. Στο όνομα του πολιτισμού φυσικά. Όμως οι ψευδαισθήσεις είναι πάντοτε προ των πυλών των βαρβάρων, αυτών που πιο άγρια απ’ όλους μετασχηματίζουν τη βία με την οποία αποκλείστηκαν.

Ολοένα και περισσότερα, από μια τέτοια συνθήκη εμφυλίου πολέμου –που δεν είναι τόσο εκείνο το «όλοι εναντίον όλων» όσο ένα «όλοι εναντίον ενός αμετάβλητο κι ενιαίου όλου»- υπάρχουν μόνο δυο πιθανές διέξοδοι: είτε οι εθνικοί και μαφιόζικοι πόλεμοι, είτε η κοινωνική θύελλα του ταξικού πολέμου. Το εθνικιστικό ή θρησκευτικό ψέμα, σε κάποιες περιοχές επιμελώς προκατασκευασμένο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είναι μόνο το τελευταίο χαρτί που μπορεί να παίξει η κυριαρχία εν όψει του κινδύνου που αποτελεί γι αυτήν μια γενικευμένη εξέγερση. Στην πραγματικότητα, αντίθετα με το ντετερμινιστικό παραμύθι του «τέλους της ιστορίας», ή με ολόκληρο τον ρεφορμισμό των επαναστατών που συμβαδίζουν με την εποχή τους, η δυνατότητες για μια γενικευμένη λαϊκή εξέγερση δεν περιμένουν γι αφορμές για να ξεσπάσουν. Τα πρόσφατα παραδείγματα, ακόμα και δυο μέτρα απ’ την πόρτα μας, δε λείπουν.

Μπροστά στο αίσθημα αποκλεισμού που βιώνουν πολλά υποκείμενα βαδίζοντας προς μια εμπορευματική τυποποίηση που ωθεί τον καθένα να ονειρεύεται το ίδιο -κενό ζωής- όνειρο, ο ανθρωπιστικός κοσμοπολιτισμός είναι τόσο ψεύτικος όσο και η «διαφορετικότητα» -ιεραρχική και διαταξική- της νέας δεξιάς. Οι πραγματικές διαφορές βρίσκουν την κατάφασή τους (πολύ πέρα από τους πολιτιστικούς και γλωσσικούς περιορισμούς) μόνο στο ελεύθερο και αμοιβαίο παιχνίδι της ιδιομορφίας. Η αυθεντική ισότητα (αντίθετα με την νομική) είναι το μοίρασμα αυτών που έχουμε κοινά: του γεγονότος ότι είμαστε όλοι διαφορετικοί. Μια κοινότητα μοναδικών υποκειμένων χωρίς κράτος ή τάξεις, χωρίς χρήμα: αυτή είναι η ουτοπία των απολίτιστων καρδιών και μυαλών. Μια ουτοπία που, όπως κάθε κατάκτηση του φανταστικού, θα γεννηθεί μόνο μέσα από την καταστροφή και τη βρωμιά.

Ο άνεμος που λιώνει τους πάγους

Να ξαναπάρουμε την εκδοχή που θέλει τους Βάρβαρους, ως τους άνδρες και τις γυναίκες που βρίσκονται πιο κοντά στον κομμουνισμό σήμερα, δε θα τιμούσε την ισχυρή διαίσθηση που είχαν οι αναρχικοί όπως ο Coeurderoy και ο Dejaque τον προπερασμένο αιώνα, θα ήταν βασικά ένας εφησυχασμός, μια επιστροφή στην ιδεολογία της προόδου. Ο πολιτισμός είναι σάπιος, το ξεπέρασμά του έτοιμο να εκκολαφθεί – ένας τέτοιος ντετερμινισμός θα μας έκανε να πάρουμε τη σπίθα για πυρκαγιά, χωρίς όμως να γίνουμε πιο αποφασισμένοι. Ίσως όμως δεν είναι αυτό το θέμα. Δεν είμαστε υπέρμαχοι μιας διεύρυνσης της δημοκρατίας, ούτε των νομοθετικών και ρεφορμιστικών διεκδικήσεων, αυτό είναι σίγουρο. Προσβλέπουμε στην ελεύθερη συμφωνία της άναρχης κίνησης των κοινωνικών δυνάμεων, στις βαρβαρικές επιθέσεις ενάντια σε κάθε εξημέρωση. Και ακόμα. Μήπως δεν είμαστε τελικά, οι τελευταίοι των πολιτισμένων ανθρώπων, με τις αξίες μας, διαφορετικές, ατομικές, αλλά πάντοτε αξίες; Δεν είναι η αναζήτηση επικίνδυνων αρετών, για μας, η πηγή του θαυμαστού;

Είναι άχρηστο να κρύβουμε από τον εαυτό μας ότι οι κοινωνικές εκρήξεις φοβίζουν τους πάντες, ακόμα και τους ανατρεπτικούς. Φοβίζουν ακόμα κι εμάς. Πρώτα απ’ όλα, όταν δεν υπάρχουν οι προσδοκίες για μια διαφορετική ζωή, όταν οι λαϊκές εξεγέρσεις αναμειγνύονται με τους χειρότερους ψευδο-κοινοτικές ιδεολογίες, ή με τα αποσυνδεδεμένα ξεσπάσματα μιας καταρρέουσας κοινωνίας. Η flip-side (κάτω πλευρά των παλιών δίσκων) του υπολογιστικού λόγου, βρίσκεται στα συλλογικά όνειρα που στην πραγματικότητα οι λυτρωτικοί μύθοι της αυτοθυσίας και αυτοκαταστροφής κρατούν συγκαλυμμένα. Η «απελευθέρωση των ηθών» αφού κατάφερε να εκμοντερνίσει την ηθική, επαφίεται πλέον άμεσα στην τεχνολογία, αυτήν την εξουσία ορισμού του καλού και του κακού, ελέγχου της συνείδησης.

Όλα αυτά, δεν μας κάνουν σίγουρα να θρηνούμε τα παλιά πολιτικά προγράμματα και τους ορθοπεδικούς του πολιτισμού τους, που φιλοδοξούν να αποφύγουν τη βία με έναν και μόνο τρόπο: τη θεσμοποίησή της. Αυτό όμως δε συνεπάγεται πως μπορούμε να στηριχτούμε σε απόκρυφες βεβαιότητες αναγέννησης. Δεν μπορούμε να κάνουμε σημαία μας την παρακμή. Το Κεφάλαιο -και όχι οι επαναστάτες- έχει καταλύσει κάθε σύμβαση, οδηγώντας κάθε σπουδαία απελευθερωτική δυνατότητα και κάθε αξιοθρήνητη συγκεντρωτική ψευδαίσθηση στον ίδιο τάφο. Όπως λέει και η τρομοκρατία της προόδου, ότι έγινε, έγινε -δε γυρίζει πίσω. Όμως ακόμα και να γυρίζαμε πίσω, δια μέσου της απονεκρωμένης πορείας της ανόητης παραγωγής εμπορευμάτων και της εξάρτησης από αυτά, θα ήταν απαραίτητο να βρούμε το σωστό μονοπάτι. Κι έπειτα τι;

Αυτό που λείπει σήμερα, είναι ικανοί σχεδιασμοί, ιδέες και μέθοδοι, για τις νέες συνθήκες της σύγκρουσης. Ίσως όμως πάνω απ’ όλα, λείπει εκείνη η αίσθηση της περιφρόνησης, που είναι ηθική ποιότητα και όνειρο μαζί, το μεγάλο πάθος για τον ελεύθερο διάλογο και την αποφασιστική δράση.

Εάν από την μια πλευρά, δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ότι η Ιστορία (ή η Άγρια Φύση) δρα υπέρ της, από την άλλη δεν γίνεται ορατό στον ορίζοντα παρά το κοινωνικό πάγωμα που διαπερνά ο πανίσχυρος άνεμος που λιώνει τους πάγους.

Ένας ψίθυρος από μακριά

Το 1870, εν όψει της εισβολής της Πρωσίας του Βίσμαρκ στη Γαλλία, η Ιστορία έμοιαζε να βρίσκεται σε μια διχάλα, και το επαναστατικό κίνημα ήταν εξίσου διχασμένο. Ο Μαρξ κι αυτοί που μοιράζονταν την ανάλυσή του, έβλεπαν στην νίκη των πρώσων, την επιβεβαίωση της ενίσχυσης του πιο ανεπτυγμένου καπιταλισμού στην Ευρώπη, και κατά συνέπεια, χάρη στους χρησμούς της διαλεκτικής, τη σταθεροποίηση των ιστορικών συνθηκών για την αναπόφευκτη γέννηση του κομμουνισμού, για την οποία έλειπαν μονάχα οι λαβίδες: ένα ενοποιημένο και πειθαρχημένο προλεταριάτο. Ο Μπακούνιν και οι άλλοι ελευθεριακοί, έβλεπαν στον μιλιταρισμό και στο βισμαρκιανό γραφειοκρατικό καθεστώς τον προάγγελο δεκάδων αντιδραστικών κινήσεων στην Ευρώπη, καθώς η Γαλλία, τους φαινόταν, σύμφωνα με την παράδοσή της, ως ο τόπος γέννησης κάθε επαναστατική ελπίδας. Για τους πιο διορατικούς, η υπεράσπιση της Γαλλίας δε σήμαινε συνεργασία με το κράτος και με τη γαλλική μπουρζουαζία ενάντια στον εξωτερικό εχθρό, αλλά μετασχηματισμός της στρατιωτικής σύγκρουσης σε κοινωνική εξέγερση, περνώντας από την ένοπλη προλεταριακή αυτοάμυνα στη δημιουργία και την ομοσπονδιοποίηση των επαναστατικών Κομμούνων. Ο Μπακούνιν, αμέσως μετά από μια εξεγερτική απόπειρα στη Λυών, έγραψε μια από τις καλύτερες αναλύσεις του σχετικά με την καταστροφική κατάσταση του εμφυλίου πολέμου, επικεντρώνοντας στην ανάγκη για μια επαναστατικά συνεπή, λαϊκή αναρχία παρά στην ιακωβινική τρομοκρατία των πολιτικών διαταγμάτων και της διοικητικής δομής. Γι αυτόν, ήταν ένα ζήτημα «αποδέσμευσης των αρνητικών παθών»

Όμως δεν είναι αυτή η ιστορία, και οι διδαχές της για την οποία θέλουμε να μιλήσουμε. (Το να αναρωτηθούμε τι θα μπορούσε να φέρει στο προσκήνιο τον αυθορμητισμό των μαζών των νέων ανθρώπων στην εποχή της πληροφορικής θα βοηθούσε πάντως). Το μόνο που φτάνει στην μνήμη μας από τις μέρες εκείνες είναι ένας ψίθυρος. Ο ίδιος που οδήγησε τον Bakunin να γράψει πως το γαλλικό προλεταριάτο θα μπορούσε να βασιστεί μονάχα σε μια απελπισμένη δύναμη: στον δαίμονα εαυτό (diavolo in corpo). Λίγους μήνες αργότερα, παρά τις προβλέψεις του ίδιου ρώσου επαναστάτη, ο δαίμονας έβγαινε στα οδοφράγματα του Παρισιού.

Ο εμφύλιος πόλεμος, οι «βάρβαροι», αυτή η θεαματική αντιπαράθεση με την οποία όλα τα αφεντικά αυτού του κόσμου και οι υπηρέτες τους πάντα δικαιολογούσαν τον εαυτό τους, αυτός ο εκβιασμός που έχει βραχυκυκλώσει την αποφασιστικότητα των αποκλεισμένων, γίνεται ολοένα και περισσότερο η συνθήκη κάτω από το βάρος της οποίας ξεκινάμε. Η ομοσπονδία των επαναστατικών Κομμούνων μοιάζει να αποτραβιέται ιστορικά, όμως τα «αρνητικά πάθη» μένουν μαζί μας χωρίς κάποιο συγκεκριμένο πρόταγμα οργάνωσης του ξεσπάσματος. Ο δαίμων δεν επιδέχεται προγραμματισμούς, πολύ περισσότερο σήμερα…

[Το κείμενο παραπάνω τυπώθηκε σε 700 αντίτυπα τα οποία μοιράστηκαν χέρι με χέρι, μέσω του δικτύου διανομής του εντύπου “Ασύμμετρη Απειλή”, ενώ τουλάχιστον τα μισά αφέθηκαν σε καρτοτηλέφωνα, παγκάκια, και διάφορα ενδιαφέροντα σημεία της πόλης.]

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *