Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΤΟΥ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ
[Αναγκαια διευκρίνιση: το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια κάπως ελεύθερη μετάφραση μιας κουτσουρεμένης εκδοχής ενός κείμενου εμπνευσμένου από την καταστασιακή θεωρία, προσαρμοσμένο κατά τα γούστα του αρχικού αναρχοσυνδικαλιστή εκδότη, που σημειώνει ότι “το απάλλαξε από τα δυσνόητα και πομπώδη αρχικά στολίδια του”. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε το αρχικό κείμενο μέχρι σήμερα…]
1. Όσοι, συχνά ασυνείδητα, υποθέτουν ότι είναι αδύνατο να πραγματώσουν τις επιθυμίες της ζωής τους-και συνεπώς ότι είναι μάταιο να παλέψουν για τον εαυτό τους- συνήθως καταλήγουν να παλεύουν για ένα ιδανικό ή έναν σκοπό. Μπορεί να νομίζουν ότι απασχολούνται με τις «δικές τους» υποθέσεις, αλλά στην πραγματικότητα έχουν αποδεχτεί τον διαχωρισμό των επιθυμιών του από την καθημερινή ζωή τους. Κάθε υποταγή των προσωπικών επιθυμιών στις προσταγές ενός ιδανικού ή μιας υπόθεσης είναι αντιδραστική όσο «επαναστατική» κι αν φαίνεται η δραστηριότητα που αυτή παράγει.
Κι όμως, ένα απ τα μεγάλα μυστικά της θλιβερής, αλλά εν δυνάμει εκπληκτικής εποχής μας είναι ότι η σκέψη μπορεί να είναι απολαυστική. Παρά την ασφυκτική δυσωδία των κυρίαρχων θρησκευτικών και πολιτικών ιδεολογιών, όλο και περισσότερα άτομα σκέφτονται οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Έτσι-σκεφτόμενοι ενεργητικά και κριτικά αντί να χωνεύουν παθητικά προκατασκευασμένες αντιλήψεις-επαναδιεκδικούν το πνεύμα τους για δικό τους.
Στα χέρια σου κρατάς ένα εγχειρίδιο για όποιον επιθυμεί να σκέφτεται για τον εαυτό του, ένα εγχειρίδιο για την δημιουργία ενός προσωπικά, αντί για ιδεολογικά, κατασκευασμένου συνόλου κριτικής σκέψης για ιδία χρήση, ένα σύνολο σκέψης που θα σε βοηθήσει να καταλάβεις γιατί η ζωή σου και ο κόσμος είναι όπως είναι. Κυρίως, κατασκευάζοντας την δική σου θεωρία θα αναπτύξεις μια πρακτική: μια μέθοδο για να αποκτήσεις ό,τι θέλεις για τη ζωή σου. Επομένως, η θεωρία θα είναι ή πρακτική ή τίποτα, ένα ενυδρείο ιδεών, μια ιδεολογική ερμηνεία του κόσμου. Οι ιδέες διαχωρισμένες απ την πράξη είναι σαν μια αιώνια αίθουσα αναμονής για την πραγματοποίηση των επιθυμιών. Η κατασκευή της δικής σου «αυτοθεωρίας» είναι αλληλένδετη με την πραγματοποίηση των επιθυμιών σου. Γι αυτό, η κατασκευή της «αυτοθεωρίας» σου δεν μπορεί παρά να είναι μια επαναστατική απόλαυση.
Είναι μια καταστροφική και δημιουργική απόλαυση, γιατί δημιουργείς μια πρακτική θεωρία-δράση για την καταστροφή και επαναδημιουργία αυτής της κοινωνίας. Είναι μια θεωρία περιπέτειας, γιατί βασίζεται σ αυτό που ζητάς από τη ζωή και στην επινόηση των αναγκαίων μέσων για την επίτευξή του. Είναι ερωτική και πνευματώδης σαν μια αυθεντική επανάσταση.
2. Κάθε σύστημα ιδεών που έχει για κεντρική ιδέα μια αφαίρεση-μια αφαίρεση που σου αναθέτει έναν ρόλο ή καθήκοντα-είναι μια ιδεολογία. Μια ιδεολογία εφοδιάζει αυτούς που την δέχονται με μια ψευδή συνείδηση, αναγκαίο συστατικό της οποίας είναι ο ετεροπροσδιορισμός. Αυτό οδηγεί τους αποδέκτες της ιδεολογίας να συμπεριφέρονται ως αντικείμενα παρά ως υποκείμενα, να αφήνονται να χρησιμοποιούνται παρά να ενεργούν για να εκπληρώσουν τις δικές τους επιθυμίες. Οι διάφορες ιδεολογίες είναι όλες δομημένες γύρω από διάφορες αφαιρέσεις, ωστόσο όλες εξυπηρετούν τα συμφέροντα μιας κυρίαρχης ή επίδοξης κυρίαρχης τάξης, με το να δίνουν στα άτομα (ή ακριβέστερα «μέλη του κοπαδιού») την αίσθηση ότι προορίζονται για θυσίες, βάσανα και υποταγή.
Η θρησκευτική ιδεολογία είναι το παλαιότερο παράδειγμα: η φανταστική προβολή που ονομάζεται «θεός» είναι το υπέρτατο υποκείμενο στο σύμπαν, αντιμετωπίζοντας κάθε ανθρώπινο ον σαν αντικείμενό του. Στις «επιστημονικές» και «δημοκρατικές» ιδεολογίες της «ελεύθερης αγοράς» η επένδυση κεφαλαίου είναι το «παραγωγικό» υποκείμενο που κατευθύνει την παγκόσμια ιστορία-το «αόρατο χέρι» που οδηγεί την ανθρώπινη εξέλιξη. Προκειμένου να ευημερήσουν οι πρώτοι καπιταλιστές, έπρεπε να επιτεθούν και να αποδυναμώσουν την εξουσία που κατείχε η τότε θρησκευτική ιδεολογία. Ξεγύμνωσαν την μυθοποίηση του θρησκευτικού κόσμου και την αντικατέστησαν με την μυθοποίηση της τεχνολογικής προόδου και του εμπορευματικού καπιταλισμού, όπου το Κέρδος καθίσταται το υπέρτατο υποκείμενο του κόσμου.
Οι 57 παραλλαγές του λενινισμού είναι οι «επαναστατικές» ιδεολογίες όπου το Κόμμα είναι το υπέρτατο υποκείμενο που δικαιωματικά κατευθύνει την παγκόσμια ιστορία με το να καθοδηγεί τα αντικείμενα του, εσένα τον προλετάριο-στην γη της επαγγελίας μέσω της αντικατάστασης του μηχανισμού του καπιταλισμού των εταιρειών με τον λενινιστικό μηχανισμό ενός κρατικού καπιταλισμού.
Καθημερινά συναντάμε παραλλαγές των κυρίαρχων ιδεολογιών. Οι νέες μορφές του θρησκευτικού μυστικισμού βοηθούν στην διατήρηση της κατεστημένης τάξης μ έναν κυκλικό τρόπο. Προσφέρουν έναν φθηνό και νοικοκυρεμένο τρόπο απόκρυψης του κενού της καθημερινής ζωής, και όπως και τα ναρκωτικά, κάνουν ευκολότερη την επιβίωση μ αυτό το κενό-εμποδίζοντας μας έτσι ν αναγνωρίσουμε τον πραγματικό μας ρόλο στην λειτουργία του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.
Όλες οι ιδεολογίες που βασίζονται σε μια αφαίρεση(θεός, οικονομία, δικτατορία του προλεταριάτου, πατρίδα κλπ) προτείνουν θυσίες και καθήκοντα για τον σκοπό τους. Και η χρήση κάθε ιδεολογίας είναι να προστατεύει την κυρίαρχη κοινωνική τάξη. Η ιδεολογία είναι η αντιστροφή της αυτοθεωρίας. Δεν μας προσφέρει παρά μια θέση ηδονοβλεψία της ζωής μας. Η άρνηση της ζωής που συνεπάγεται σερβίρεται με την μορφή απαιτήσεων για το «κοινό καλό», το «εθνικό συμφέρον», την «επανάσταση»�
3. Ξεφορτωνόμαστε τις παρωπίδες της ιδεολογίας εύκολα με το να ρωτάμε τον εαυτό μας συνεχώς: Μ αρέσει η ζωή μου; παίρνω ότι θέλω; Αν όχι, γιατί; Αυτό σημαίνει να αποκτάς συνείδηση της κοινοτοπίας, επίγνωση της καθημερινής σου ρουτίνας. Το ότι η πραγματική ζωή υπάρχει-ζωή όπου είσαι ένα ενεργό υποκείμενο που δρα για να πραγματώσει τις επιθυμίες του-είναι ένα κοινό μυστικό που αποκαλύπτεται κάθε μέρα καθώς γίνεται ολοένα και πιο εμφανής η διάλυση μιας καθημερινής ζωής δομημένης σε ιδεολογίες.
4. Η δημιουργία της αυτοθεωρίας σου βασίζεται στην προσωπική σκέψη, στην πλήρη συνείδηση των επιθυμιών σου και της ριζικότητάς τους. Η αυθεντική «ανύψωση συνειδήσεων» μπορεί να σημαίνει μόνο την «ανύψωση» της ανθρώπινης σκέψης στο επίπεδο της θετικής (χωρίς ενοχές) αυτογνωσίας, απαλλαγμένης από οποιαδήποτε μορφή επιβαλλόμενης ηθικής. Αυτή η μορφή συνείδησης μπορεί να ονομαστεί «ριζοσπαστική υποκειμενικότητα».
Αντίστροφα, αυτό που πολλοί αριστεριστές, θεραπευτές εκπαιδευτές ενάντια στο ρατσισμό (racicm awareness trainers) και sisterizers αποκαλούν «ανύψωση της συνείδησης» αφορά την πρακτική της βίαιης κατεύθυνσης των ανθρώπων στην απάθεια με ενοχοποιητικά ιδεολογικά κλομπ.
Το μονοπάτι από την αυτοάρνηση στην αυτοαποδοχή περνάει από το σημείο μηδέν, την πρωτεύουσα του μηδενισμού. Αυτό είναι ο χωροχρονικός ανεμοδείκτης, το κοινωνικό αέναο στο οποίο κάποιος αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει καμία πραγματική ζωή στην καθημερινή του ύπαρξη. Ένας μηδενιστής γνωρίζει την διαφορά ανάμεσα στο να επιβιώνεις και στο να ζεις.
Οι μηδενιστές αντιστρέφουν την οπτική για τη ζωή τους και τον κόσμο. Τίποτα δεν είναι αληθινό γι’ αυτούς εκτός από τις επιθυμίες τους, τη θέληση τους να ζήσουν. Απορρίπτουν κάθε ιδεολογία, μέσα στο μίσος τους για τις άθλιες κοινωνικές σχέσεις στην σύγχρονη κοινωνία. Απ’ αυτή την αντεστραμμένη οπτική βλέπουν καθαρά τον αναποδογυρισμένο κόσμο του εμπορευματικού καπιταλισμού, στον οποίο αντικείμενο και υποκείμενο αντιστρέφονται, ενώ άνθρωποι και αφηρημένες έννοιες μετατρέπονται σε «εμπορεύματα», προϊόντα προς πώληση. Βλέπουν την καθημερινή ζωή σαν μια βιτρίνα στο οποίο «ο καθένας έχει την τιμή του», ο θεός (μέσω της εκκλησιαστικής επιχείρησης) και η ευτυχία (χάπια έκσταση) γίνονται προϊόντα, οι ραδιοσταθμοί λένε ότι σε αγαπούν, και τα καθαριστικά νοιάζονται για τα χέρια σου.
Καθημερινές συζητήσεις προσφέρουν ηρεμιστικά όπως «δεν μπορείς πάντα να έχεις αυτό που θέλεις», «η ζωή έχει τις χαρές και τις λύπες της», και άλλα κλισέ της δογματικής (σεκταριστικής) θρησκείας της επιβίωσης. Η «κοινή λογική» είναι απλώς ο παραλογισμός της κοινής αποξένωσης. Οι καθημερινοί άνθρωποι στερούνται (αλλά και αρνούνται στους εαυτούς τους) μια αυθεντική ζωή και αγοράζουν την αναπαράσταση μιας τέτοιας ζωής.
Οι μηδενιστές συνεχώς νοιώθουν την ανάγκη να καταστρέψουν το σύστημα που τους καταστρέφει. Δεν μπορούν να συνεχίσουν να ζουν έτσι όπως είναι. Σύντομα, οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να επινοήσουν ένα συμπαγές σύνολο τακτικών προκειμένου να μετασχηματίσουν τον κόσμο.Αν όμως ένας μηδενιστής δεν αναγνωρίσει την πιθανότητα μεταμόρφωσης του κόσμου, η υποκειμενική οργή του θα απολιθωθεί σ’ ένα ρόλο: του αυτόχειρα, του μοναχικού δολοφόνου, του βάνδαλου των δρόμων, του νεοντανταϊστή, του επαγγελματία ψυχασθενούς… σε όλους αυτούς αναζητώντας παρηγοριά για μια ζωή νεκρού χρόνου. Το λάθος των μηδενιστών είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν άλλοι μηδενιστές με τους οποίους μπορούν να συνεργαστούν. Συνεπώς υποθέτουν ότι η συμμετοχή σε μια συλλογική προσπάθεια αυτογνωσίας είναι αδύνατη. 5. Αυτή η προσπάθεια συλλογικής αυτογνωσίας, η αλλαγή της ίδιας της ζωής μέσα από τον μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων μπορεί ορθά να ονομαστεί «πολιτική». Ο όρος βέβαια σημαίνει επίσης μία μυθοποιημένη ξεχωριστή κατηγορία της ανθρώπινης δραστηριότητας, μια απομονωμένη ενασχόληση με τους δικούς της ειδικούς (πολιτικοί, πολιτικοί σύμβουλοι κτλ). Είναι πιθανόν (ή όχι) να ενδιαφέρεται κανείς γι’ αυτό το είδος πολιτικής όπως είναι πιθανό να ενδιαφέρεται (ή όχι) για το ποδόσφαιρο, τη συλλογή γραμματοσήμων, τη μουσική ή τη μόδα. Αυτό που οι άνθρωποι αναγνωρίζουν σήμερα ως πολιτική είναι η κοινωνική παραποίηση της προσπάθειας για μια συλλογική αυτοπραγμάτωση. αυτό που έχει απομείνει είναι ένα θέαμα, μια παρωδία. Και αυτό εξυπηρετεί απόλυτα τους έχοντες την εξουσία. Η αυθεντική συλλογική αυτοπραγμάτωση είναι το επαναστατικό σχέδιο. Είναι ο συλλογικός μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων και του φυσικού κόσμου σύμφωνα με τις επιθυμίες όλων όσων συμμετέχουν.Κατά τον ίδιο τρόπο ο όρος «θεραπεία» σήμερα συνήθως αναφέρεται σε απόπειρες «βοήθειας» στα άτομα ώστε να «προσαρμοστούν» στους περιοριστικούς κοινωνικούς τους ρόλους και στην κοινοτυπία της καθημερινής ζωής. Η αυθεντική θεραπεία περιλαμβάνει το ν’ αλλάζεις τη ζωή σου αλλάζοντας τη φύση της κοινωνικής ζωής. Η θεραπεία πρέπει να είναι κοινωνική αν θέλει να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Η κοινωνική θεραπεία (η θεραπεία της κοινωνίας) και η προσωπική θεραπεία (η θεραπεία του ατόμου) είναι άρρηκτα συνδεδεμένες: η μία απαιτεί την άλλη, η καθεμία είναι απαραίτητο κομμάτι της άλλης.
Για παράδειγμα η σημερινή κοινωνία περιμένει από εμάς να καταπιέσουμε τα πραγματικά συναισθήματα και να παίξουμε ένα ρόλο. Αυτό ονομάζεται «κοινωνικός ρόλος» (πόσο αποκαλυπτικός χαρακτηρισμός). Τα άτομα ντύνονται την «θωράκιση του χαρακτήρα» -κάτι σαν μεταλλικό κουστούμι που αποτελείται από την εκτέλεση του ρόλου, την προσποίηση και την απόκρυψη των προσωπικών επιθυμιών ως άμυνα προς τα άλλα άτομα. Ο μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων και το ξεπέρασμα του παιχνιδιού των ρόλων απαιτεί την συνειδητή απόφαση των περισσοτέρων, αν όχι όλων, των ατόμων να αποτινάξουν αυτούς τους ρόλους και αληθινά να επικοινωνήσουν. γι’ αυτό η απαλλαγή από τους προσωπικούς ρόλους συνδέεται άμεσα με το τέλος του κοινωνικού ρόλου.
6. Η ενεργητική κριτική σκέψη σημαίνει να τοποθετήσεις την ζωή σου – όπως είναι τώρα και όπως θα ήθελες να είναι-στο κέντρο της σκέψης σου. Αυτός ο θετικός εγωκεντρισμός επιτυγχάνεται με μία συνεχή αποτίναξη εξωτερικών εμμονών σε πλαστά θέματα που επιβάλλονται στην κοινωνική ζωή:(«ποιοι επιβουλεύονται το έθνος μας»), πλαστές συγκρούσεις («οι ξένοι μας παίρνουν τις γκόμενες!»), πλαστές ταυτότητες («έλληνας», «πατριώτης», «χριστιανός ορθόδοξος»), πλαστές διχοτομήσεις («οικονομική πρόοδος» εναντίον «ενός καθαρού περιβάλλοντος»). Τα Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης (μαζί με καταναλωτικές έρευνες, σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, γκάλοπ κλπ)σαν σωστά ιερατεία φροντίζουν να παρεμποδίζουν την ανάλυση της ολότητας της καθημερινής ζωής, επιμένοντας πεισματικά σε θεαματικές ασημαντότητες, ψεύτικες διαμάχες και γελοία σκάνδαλα. Είστε υπέρ ή κατά των ομοφυλόφιλων, του Μπιν Λάντεν, των νέων ταυτοτήτων; Ποιά η γνώμη σας για τα μαλακά ναρκωτικά, τις πλαστικές εγχειρήσεις, τα UFO, τον κρατικό προϋπολογισμό, το τελευταίο σουξέ της βανδή ή την τελευταία μαλακία του θοδωράκη�
Πρόκειται για αντιπερισπασμούς, πλαστά θέματα. Το μόνο ζήτημα για μας είναι το πως ζούμε. Ένα παλιό εβραϊκό γνωμικό λέει: «αν έχεις μόνο δύο επιλογές, διάλεξε την τρίτη». Παρακινεί τους ανθρώπους να ψάξουν για νέες προοπτικές. Μπορούμε να διακρίνουμε την κατασκευή πλαστών διλημμάτων ψάχνοντας γι’ αυτή την τρίτη επιλογή.
Η συναίσθηση της τρίτης επιλογής επιτρέπει την άρνηση της επιλογής ανάμεσα σε δύο υποτιθέμενα αντίθετες αλλά όμοια αποκρουστικές πιθανότητες οι οποίες παρουσιάζονται σε μας ως οι μόνες πιθανές επιλογές. Στην απλούστερη μορφή της η συνείδηση της «τρίτης επιλογής» εκφράζεται από την γυναίκα που δικάζεται για ένοπλη ληστεία και ερωτάται: «δηλώνεις ένοχη ή αθώα;»και απαντά «Είμαι πεινασμένη και άνεργη». Μια πιο θεωρητική, αλλά το ίδιο κλασσική απεικόνιση αυτής της συνείδησης είναι η άρνηση να επιλέξεις ανάμεσα στην κυρίαρχη τάξη των δυτικών πολυεθνικών και στην κρατική καπιταλιστική άρχουσα τάξη αυτού που απέμεινε από το ανατολικό μπλοκ. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να κοιτάξουμε τις βασικές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής στις Η.Π.Α. και την Ευρώπη από την μια, και από την άλλη την Κίνα, τη Β. Κορέα, την Κούβα, ώστε να διακρίνουμε πως ουσιαστικά είναι ίδιες: εκεί, όπως και εδώ, η μεγάλη πλειοψηφία δουλεύει για ένα μεροκάματο ή ένα μισθό, με αντάλλαγμα την παραίτηση από τον έλεγχο πάνω στην εργασία τους, έλεγχο στο τι παράγουν και πως το παράγουν. Βέβαια, αυτό που οι άνθρωποι παράγουν τόσο σε ανατολή όσο και σε δύση ξαναπωλείται σε αυτούς με τη μορφή εμπορεύματος. Στη δύση η υπεραξία ή η αξία που παράγεται πέρα και πάνω από την αξία των εργατικών μισθών, είναι ιδιοκτησία της διοίκησης της επιχείρησης και των μετόχων, οι οποίοι συντηρούν το θέαμα του εσωτερικού ανταγωνισμού. Στην ανατολή η υπεραξία αποτελεί ιδιοκτησία της κρατικής γραφειοκρατίας, η οποία δεν επιτρέπει τον εσωτερικό ανταγωνισμό. Μεγάλη διαφορά. Οι πλαστές ταυτότητες είναι ίσως η πιο δραστική μορφή μυθοποίησης. Καθώς απουσιάζει η πραγματική κοινότητα, οι άνθρωποι προσκολλώνται σε κάθε είδους ψεύτικες κοινωνικές ταυτότητες για τις οποίες παίζουν ή χαζεύουν μία τεράστια γκάμα ρόλων που παρουσιάζονται σ’ αυτούς στο σχολείο, την εκκλησία και ιδιαίτερα στα ψυχαγωγικά Μ.Μ.Ε.. Αυτές οι κοινωνικές ταυτότητες μπορεί να είναι εθνικές (αμερικανός, έλληνας), τοπικιστικές (σαλονικιός), εθνικιστικές (πατριώτης), σεξουαλικές (γκέι), πολιτισμικές (ΠΑΟΚτζής, ροκάς), και ούτω καθ’ εξής, αλλά όλες προέρχονται από μια κοινή επιθυμία για σύνδεση, για την αίσθηση του ανήκειν.
Φανερά το να αισθάνεσαι «μαύρος» είναι μια πιο πραγματική ταυτότητα από το να είσαι «βάζελος» αλλά πέρα από ένα σημείο μια τέτοια ταυτότητα εξυπηρετεί την απόκρυψη της πραγματικής θέσης κάποιου μέσα στην κοινωνία. Για ν΄ αναγνωρίσεις την πραγματική θέση πρέπει να αρνηθείς τις πλαστές ταυτότητες, πλαστές συγκρούσεις και πλαστές εναλλακτικές και ν’ αρχίσεις τοποθετώντας τον εαυτό σου στο κέντρο. Από εκεί μπορείς να εξετάσεις την υλική βάση της ζωής σου, ξεγυμνωμένη από κάθε μυθοποίηση.
Ένα παράδειγμα: έστω ότι θέλεις ένα ποτήρι καφέ από το μηχάνημα όταν είσαι στη δουλειά. Πρώτα υπάρχει ένα ποτήρι καφές. αυτό εμπλέκει τους εργάτες στην φυτεία καφέ, αυτούς στη φυτεία ζάχαρης και στη διύλιση, αυτούς στο χαρτεργοστάσιο κ.ο.κ. Μετά είναι οι εργάτες που κατασκεύασαν τα ξεχωριστά κομμάτια της μηχανής και αυτοί που τα συναρμολόγησαν. Μετά αυτοί που εξόρυξαν το σίδερο και το βωξίτη, σμίλεψαν το ατσάλι και δούλεψαν για την ηλεκτρική παροχή που θέτει σε λειτουργία το μηχάνημα. Μετά όλους τους εργάτες που μετέφεραν τον καφέ, τα κύπελλα και την μηχανή. Μετά τους υπαλλήλους, τους γραμματείς και τους εργαζόμενους στην επικοινωνία που συντόνισαν την παραγωγή και την μεταφορά. Τέλος έχεις όλους τους εργάτες που παρήγαγαν κάθε άλλο είδος απαραίτητο για να επιβιώσουν οι άλλοι. Αυτοί οι συνειρμοί σου δίνουν την άμεση υλική σχέση σου με εκατομμύρια ανθρώπων, στην πραγματικότητα με την αχανή πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτοί παράγουν την ζωή σου και εσύ βοηθάς ώστε να παραχθεί η δική τους. Σ’ αυτή την οπτική όλες οι κατασκευασμένες συλλογικές ταυτότητες και τα συμφέροντα των ομάδων φαντάζουν ασήμαντα. Φαντάσου τον πιθανό εμπλουτισμό της ζωής τους η οποία προς το παρόν είναι κλειδωμένη στην διαταραγμένη δημιουργικότητα εκατομμυρίων μισθωτών σκλάβων, συγκρατημένη από τις απαρχαιωμένες και εξαντλητικές μεθόδους παραγωγής, καταπνιγμένη από την απουσία ελέγχου πάνω στην ίδια τους την παραγωγικότητα, δεμένη στον παράλογο ορθολογισμό της συσσώρευσης κεφαλαίου που στρέφει τον ένα ενάντια στον άλλο και καθιστά την ζωή ένα τρελό αγώνα για οικονομική επιβίωση. Εδώ αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε μια πραγματική κοινωνική ταυτότητα – στους ανθρώπους που αγωνίζονται για να επανακτήσουν τον έλεγχο της ζωής τους, εκεί βρίσκουμε τον εαυτό μας.
Αυτοί που έχουν συμφέρον, νομιμοποιημένο από το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο συνεχώς μας παρουσιάζουν πλαστές επιλογές, επιλογές δηλαδή μέσα από τις οποίες μπορούν να διατηρήσουν την εξουσία τους (ψήφισε αριστερούς, ψήφισε δεξιούς – πάντως ψήφισε). Συνεχώς μας ζητούν να επιλέξουμε μια πλευρά σε ψεύτικες συγκρούσεις. Κυβερνήσεις, εταιρείες, πολιτικά κόμματα και προπαγανδιστές κάθε είδους μας βομβαρδίζουν με επιλογές που δεν είναι αληθινές επιλογές. Μας δίνεται η ψευδαίσθηση της επιλογής, όσο όμως οι έχοντες την εξουσία ελέγχουν ποιες θα είναι αυτές οι επιλογές («επιλογές» τις οποίες αντιλαμβανόμαστε-μας προσφέρουν-ως τις μόνες εναλλακτικές), θα ελέγχουν επίσης και το αποτέλεσμα των «αποφάσεων» μας.
Οι νεοηθικιστές αρέσκονται να λένε σε όσους από εμάς ζούμε στη δύση το πως πρέπει να «κάνουμε θυσίες», πως «εκμεταλλευόμαστε» τα πεινασμένα παιδιά του τρίτου κόσμου. Η επιλογή που μας προβάλουν είναι ανάμεσα σε μια αλτρουιστική αυτοθυσία ή σ’ ένα στενό ατομισμό (οι φιλανθρωπικοί οργανισμοί εξαργυρώνουν την ενοχή που προέρχεται απ’ αυτούς τους συλλογισμούς). Ναι, ζώντας στην πλούσια, σπάταλη δύση πράγματι εκμεταλλευόμαστε τους φτωχούς του τρίτου κόσμου – αλλά όχι προσωπικά, όχι συνειδητά. Μπορούμε να κάνουμε κάποιες αλλαγές στη ζωή μας, μποϋκοτάζ, θυσίες, αλλά το αποτέλεσμα είναι οριακό. Κατανοούμε την πλαστή σύγκρουση που μας παρουσιάζεται όταν διαπιστώσουμε ότι κάτω από το παγκόσμιο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα εμείς ως άτομα βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στο ρόλο του «εκμεταλλευτή» ακριβώς όπως οι άλλοι είναι φραγμένοι στο ρόλο του «εκμεταλλευόμενου». Έχουμε ένα ρόλο και πολύ μικρή δύναμη να τον αλλάξουμε, τουλάχιστον ατομικά. Γι’ αυτό το λόγο απορρίπτουμε την πλαστή επιλογή ανάμεσα στο «θυσία ή εγωισμός», με το να ζητούμε την καταστροφή του παγκόσμιου κοινωνικού συστήματος η ύπαρξη του οποίου μας επιβάλλει αυτή την επιλογή. Ψευτοδιορθώνοντας το σύστημα στις λεπτομέρειες, ή προσφέροντας συμβολικές θυσίες, ή ζητώντας «λιγότερο εγωισμό» απλά δεν κάνουμε τίποτα. Οι διάφορες φιλανθρωπίες που το ίδιο το σύστημα «ανέχεται» ή πριμοδοτεί ανοιχτά δεν πηγαίνουν ποτέ πέρα από τις πλαστές επιλογές (τύπου «θυσία ή εγωισμός») – αλλά αν είναι να επέλθει μια αληθινή κοινωνική αλλαγή πρέπει όλοι εμείς να πάμε πέρα απ’ αυτές.
Αυτοί που έχουν την εξουσία συνεχώς χρησιμοποιούν τέτοιες παραποιήσεις για να μας αποπροσανατολίσουν και να μας αποδυναμώσουν. Διαδίδοντας μύθους όπως «αν όλοι μοιράσουμε τα πάντα δεν θα υπάρχουν αρκετά για όλους» προσπαθούν να αρνηθούν την ύπαρξη κάθε αληθινής επιλογής και να κρύψουν από εμάς το γεγονός ότι οι υλικές προϋποθέσεις για την κοινωνική επανάσταση ήδη υπάρχουν. 7. Κάθε διαδρομή προς την απομυθοποίηση του εαυτού μας πρέπει να αποφύγει το δίδυμο τέλμα της απολυταρχίας και του κυνισμού.
Η απολυταρχία εκφράζει την ολοκληρωτική αποδοχή ή άρνηση του συνόλου των συστατικών συγκεκριμένων ιδεολογιών, ή τελικά κάθε συνόλου ιδεών ή εννοιών. Ένας οπαδός της απολυταρχίας δεν μπορεί να διακρίνει καμιά άλλη επιλογή εκτός από την πλήρη αποδοχή ή άρνηση. Βλέπει τα πράγματα μονολιθικά σαν σωστό ή λάθος. Περιπλανιέται ανάμεσα στα ράφια του ιδεολογικού σούπερμάρκετ ψάχνοντας για το ιδανικό εμπόρευμα, και το αγοράζει έτοιμο, κονσέρβα. Αλλά το ιδεολογικό σουπερμάρκετ – όπως κάθε σουπερμάρκετ – είναι χρήσιμο μόνο για πλιάτσικο. Είναι πιο πρακτικό για μας να κινούμαστε ανάμεσα στα ράφια, να σκίζουμε τα πακέτα, να παίρνουμε ότι δείχνει αυθεντικό και χρήσιμο και να πετάμε τα υπόλοιπα.
Ο κυνισμός αποτελεί αντίδραση σ’ ένα κόσμο που κυριαρχείται από την ιδεολογία και την «ηθικότητα». Αντιμέτωπος με αλληλοσυγκρουόμενες ιδεολογίες, ο κυνικός λέει «χολέρα και στα δυό σας τα σπίτια να πέσει». Ο κυνικός είναι τόσο καταναλωτής όσο και ο απολυταρχικός, ωστόσο έχει εγκαταλείψει την σκέψη ότι υπάρχει ελπίδα να βρεθεί το ιδανικό εμπόρευμα.
8. Η διαδικασία της συνθετικής σκέψης είναι μια διαρκούς εμπλουτισμού και τροποποίησης του τρέχοντος σώματος της αυτοθεωρίας καθώς και της επίλυσης των αντιθέσεων ανάμεσα στις νέες σκέψεις και τις αντιλήψεις των προηγούμενων πεποιθήσεων. Η τελική σύνθεση είναι κάτι περισσότερο από το σύνολο των μερών της.
Η συνθετική αυτή μέθοδος κατασκευής μιας θεωρίας είναι αντίθετη της εκλεκτικής μεθόδου στην οποία κάποιος συλλέγει σε μια κουρελιασμένη τσάντα τα αγαπημένα του κομματάκια από τις αγαπημένες του ιδεολογίες χωρίς ποτέ ν’ αντιμετωπίζει τις επακόλουθες αντιφάσεις. Σύγχρονα παραδείγματα περιλαμβάνουν τον «αναρχό-καπιταλισμό», «χριστιανό-μαρξισμό», και τον φιλελευθερισμό γενικώς. Εάν έχουμε διαρκώς συνείδηση του πως θέλουμε να ζούμε, μπορούμε κριτικά να οικειοποιηθούμε στοιχεία από οτιδήποτε: ιδεολογίες, πολιτισμικές κριτικές, τεχνοκράτες, κοινωνιολογικές μελέτες, ακόμα και μυστικισμό (αν και τα ενδιαφέροντα στοιχεία πιθανώς να είναι λίγα). Όλα τα σκουπίδια του παλιού κόσμου μπορούν να ελεγχθούν για χρήσιμα υλικά από αυτούς που επιθυμούν να τον ξαναφτιάξουν.
9. Η φύση της σύγχρονης κοινωνίας παγκοσμιοποιημένης μέσω του καπιταλιστικού συστήματος της, καθιστά αναγκαία μια προσωπική θεωρία η οποία να ασκεί κριτική σε κάθε υπαρκτή μορφή κοινωνικο-οικονομικής κυριαρχίας (τόσο στον εταιρικό καπιταλισμό του «ελεύθερου» κόσμου όσο και στον κρατικό καπιταλισμό του «κομμουνιστικού» κόσμου) όπως και σε κάθε μορφή αποξένωσης (σεξουαλική μιζέρια, καταναγκαστική συμμετοχή στην άλογη κούρσα για επιβίωση-καριέρα κλπ). Μ’ άλλα λόγια χρειαζόμαστε μια κριτική στο σύνολο της καθημερινής ύπαρξης από την οπτική της ολότητας των επιθυμιών μας.
Αντίθετοι σ’ αυτό το σχέδιο είναι όλοι οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες, παπάδες και γκουρού, πολεοδόμοι και μπάτσοι, ρεφορμιστές και λενινιστές, κεντρικές επιτροπές και λογοκριτές, μάνατζερ εταιρειών και καραγκιόζηδες των συνδικάτων, άρρενες υπερ-αρσενικοί και κομπλεξικές φεμινίστριες, ιδιοκτήτες γης και οικο-καπιταλιστές, οι οποίοι εργάζονται για να υποτάξουν τις ατομικές μας επιθυμίες σ’ αυτή την χυδαία αφαίρεση: «το κοινό καλό» του οποίου αυτοί είναι οι υποτιθέμενοι φύλακες.
Όλοι αυτοί είναι οι δυνάμεις του παλιού κόσμου – αφεντικά, παπάδες και άλλοι αλήτες που έχουν να χάσουν κάτι αν οι άνθρωποι επεκτείνουν το παιχνίδι της επανοικειοποίησης του πνεύματος τους στην διεκδίκηση της ύπαρξης τους. Κάθε συνειδητός κάτοχος της επαναστατικής θεωρίας είναι εχθρός κάθε αφαιρετικής βάσης ιδεολογίας και το ξέρει.
10. Θα πρέπει να έχει γίνει ξεκάθαρο ως τώρα ότι η αυτο-απομυθοποίηση και η δημιουργία της προσωπικής μας επαναστατικής θεωρίας δεν ξεριζώνει την αποξένωση μας: ο «κόσμος» με τις καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις να διεισδύουν σε κάθε πτυχή της ζωής συνεχίζεται και αναπαράγεται καθημερινά με την συναίνεση δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Αν και αυτό το κείμενο επικεντρώνεται στην δημιουργία μιας αυτοθεωρίας, αυτό δεν σημαίνει ότι υπονοούμε πως η επαναστατική θεωρία μπορεί να υπάρχει ξέχωρα από την επαναστατική πρακτική. Προκειμένου να είναι συνεπής, προκειμένου να ανοικοδομήσει αποτελεσματικά τον κόσμο, η πρακτική πρέπει να στηρίζεται στη θεωρία και η θεωρία να εφαρμόζεται στην πράξη.
Το επαναστατικό σχέδιο της κατάργησης της αποξένωσης και του μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων απαιτεί την ύπαρξη της θεωρίας, ως θεωρία πράξης η οποία πραγματοποιείται σ’ αυτό που κάνουμε και στο πως ζούμε. Διαφορετικά η θεωρία θα εκφυλιστεί σε μια ασήμαντη ενατένιση του κόσμου και τελικά σ’ ένα μηχανισμό επιβίωσης -μια διανοουμενίστικη θωράκιση, μια προστατευτική γυάλα ανάμεσα στο καθημερινό κόσμο και τον εαυτό. Και αν η επαναστατική πρακτική δεν είναι η πρακτική της επαναστατικής θεωρίας, εκφυλίζεται στην καλύτερη περίπτωση σ’ ένα αλτρουϊστικό μιλιταρισμό – «επαναστατική» δραστηριότητα σαν κοινωνικό καθήκον ή ρόλος. Στην χειρότερη εκφυλίζεται σε οπαδισμό.
Δεν στοχεύουμε σε μια συνεπή θεωρία ως αυτοσκοπό. Για μας η αξία της συνέπειας είναι το ότι διευκολύνει στην κριτική και αποτελεσματική σκέψη. Για παράδειγμα, είναι πιο εύκολη η κατανόηση των μελλοντικών εξελίξεων του κοινωνικού ελέγχου εάν υπάρχει μια συνεπής κατανόηση των σημερινών ιδεολογικών και κοινωνικών τεχνικών ελέγχου. Το να έχεις μια συνεπή θεωρία κάνει πιο εύκολη την εφαρμογή της στρατηγικής σου για την πραγμάτωση των επιθυμιών σου. 11. Στη διαδικασία κατασκευής μιας αυτοθεωρίας, οι τελευταίες θεωρίες που θα πρέπει να διαπραγματευτούμε (διστάζει κανείς να τις πει ιδεολογίες καθώς δεν βασίζονται σε αφαιρέσεις με τα επακόλουθα «πρέπει» και «καθήκοντα») είναι αυτές που έχουν την μεγαλύτερη ομοιότητα με την επαναστατική θεωρία. Πρόκειται για την καταστασιακή θεωρία και τον επαναστατικό συνδικαλισμό.
Η καταστασιακή διεθνής (1958-1971) ήταν μια οργάνωση θεωρητικών αντιεξουσιαστών ευρωπαίων και κυρίως γάλλων μαρξιστών. Πολλοί όπως και η παρούσα έκδοση, εκτιμούν ότι οι καταστασιακοί «συνέβαλαν καταλυτικά στην δημιουργία της επαναστατικής θεωρίας». Η εκτίμηση αυτή όμως φαίνεται υπερβολικά γενναιόδωρη. Σχεδόν όλες οι σκέψεις-κλειδιά που αποδίδονται σε καταστασιακούς συγγραφείς μπορούν να βρεθούν στις εργασίες προηγούμενων αναρχικών, σοσιαλιστών και φιλοσόφων, όπως ο Alexander Berkman, η Emma Goldman, ο Oscar Wilde, ο George Bernard Shaw, ο Wilhelm Reich και ο Frederich Nietzche (αν και τα επίμαχα σημεία ήταν σκόρπια, και ανεπτυγμένα χωρίς την ορμή την οποία βρίσκεις στα πιο δυνατά καταστασιακά κείμενα. Ο κύριος λόγος που αυτό το γεγονός δεν αναγνωρίζεται ευρέως είναι το ότι οι περισσότεροι από τους πρώτους καταστασιακούς, όπως και αυτοί που τους ακολούθησαν είχαν μαρξιστικό παρελθόν και απλά δεν ήταν εξοικειωμένοι με το αχανές σώμα μη μαρξιστικών προοδευτικών γραπτών το οποίο είχε παραχθεί στις προηγούμενες δεκαετίες. Οι νεότεροι οπαδοί των καταστασιακών είχαν συχνά πολύ μικρή πολιτική εμπειρία και είναι ανεξοικείωτοι με πρώιμα κείμενα όσο και οι μαρξιστές πρόγονοι τους.
Ένας δευτερεύων λόγος υπερεκτίμησης της σημασίας των καταστασιακών είναι ότι αυτός εκφράζει μια γαλλική ιδεολογία η οποία χρησιμοποιεί μια αργκό μαρξιστικών κλισέ: («αθλιότητα του…», «κοινωνία θεάματος», «υποστασιοποίηση», «διαλεκτικός» κλπ.). επίσης σχεδόν όλα τα καταστασιακά κείμενα είναι γραμμένα σε δυσνόητο ύφος, κορακίστικο και θολό, γεγονός που καθιστά την ανάγνωση δυσπρόσιτη για τους περισσότερους. Έτσι ο καταστασιασμός είχε μια σνόμπ απήχηση σε αυτούς που ήδη είχαν διανοουμενίστικες προδιαθέσεις. Μόλις εξοικειωθείς με την «διάλεκτο» και διαβάσεις (ή ισχυριστείς ότι διαβάζεις) τα «ιερά» κείμενα μπορείς άνετα να παραστήσεις τον διανοούμενο. Οπότε δεν εκπλήσσει που οι «φιλοκαταστασιακοί», κολλημένοι στους «καταστασιακούς» ρόλους του ειδικού, σε πολιτικές αντιπαραθέσεις καταφεύγουν επίτηδες σε ανωμαλίες, κατασκευές και κατά πρόσωπο επιθέσεις εναντίον αυτών που έχουν την υπομονή ν’ ασκήσουν κριτική στις ιδέες τους στρεβλώνοντας το σλόγκαν «το προσωπικό είναι πολιτικό».Τα καταστροφικά και εσχάτως αυτοκαταστροφικά αποτελέσματα αυτών των αφελών τακτικών είναι τόσο φανερά ώστε δεν χρειάζονται περαιτέρω σχολιασμό.
Στην καλύτερη της η καταστασιακή θεωρία προσέφερε μια κριτική της «θεαματικής» κοινωνίας, της κοινωνίας δηλαδή όπου οι άνθρωποι υποβιβάζονται σε παθητικούς παρατηρητές και καταναλωτές αντί για ενεργούς συμμέτοχους. Έκανε μια εκτεταμένη κριτική στο πως η ιδεολογία και η εμπορευματοποίηση μετατρέπουν τους ανθρώπους σε αποξενωμένους παρατηρητές της ίδιας τους της ζωής. Λοιπόν, η καταστασιακή θεωρία είναι ένα κομμάτι κριτικής σκέψης το οποίο μπορεί να ενσωματωθεί στην προσωπική θεωρία του καθενός, αλλά τίποτα παραπάνω. Οτιδήποτε πιο πέρα – η άκριτη αποδοχή των καταστασιακών θεωριών και η ταυτοποίηση κάποιου με αυτές τις θεωρίες- αποτελεί την ιδεολογική κατάχρηση γνωστή ως φιλοκαταστασιασμός. Ο φιλοκαταστασιασμός μπορεί να γίνει η πιο πλήρης ίσως ιδεολογία επιβίωσης. Και μέσα στην ιδεολογία περιλαμβάνεται και ο θεαματικός ρόλος του να είσαι καταστασιακός, δηλαδή ένας παθιασμένος και μυστικοπαθής «σπάστης»
Το άλλο σώμα ιδεών που έχει μεγάλη ομοιότητα με την επαναστατική προσωπική θεωρία είναι ο συνδικαλισμός. Οι παραλλαγές περιλαμβάνουν τον αναρχοσυνδικαλισμό, τον επαναστατικό συνδικαλισμό και τον συμβουλιακό κομμουνισμό, με τον αναρχοσυνδικαλισμό να είναι ο πιο σημαντικός απ’ τους τρεις.
Αληθινή αυτοδιαχείριση είναι η άμεση διαχείριση (χωρίς κάποια ξεχωριστή ηγεσία ή ειδικούς) της κοινωνικής παραγωγής, διανομής και επικοινωνίας από τους εργαζομένους και τις κοινότητες τους. Το κίνημα για αυτοδιαχείριση έχει επανέλθει ξανά και ξανά κατά διάρκεια της κοινωνικής επανάστασης: Ρωσία το 1905 και 1916-17, Ισπανία 1936-39, Ουγγαρία το 1956, Αλγερία το 1960, Χιλή το 1972 και Πορτογαλία το 1975. Η μορφή οργάνωσης που συχνότερα δημιουργείται στην πρακτική της αυτοδιαχείρισης είναι τα εργατικά συμβούλια: αυτόνομες συνελεύσεις παραγωγών και γειτόνων που εκλέγουν αντιπροσώπους για να συντονίσουν τις δραστηριότητες τους. Οι αντιπρόσωποι μπορεί να ανακαλούνται οποτεδήποτε, εάν η γενική συνέλευση αισθανθεί ότι οι αποφάσεις δεν εκτελούνται αυστηρά, και δεν εκπροσωπούν υπό καμία έννοια τη συνέλευση. Υπέρμαχοι όλων των μορφών συνδικαλισμού που αναφέρθηκαν παραπάνω συνηγορούν σε τέτοιες πρακτικές. Οι μεγάλες αρετές του συνδικαλισμού είναι πρώτον, το ότι προσπαθεί να καταστρέψει κάθε καταπιεστική εξουσία, καθώς και την εμπορευματική (καπιταλιστική οικονομία). Δεύτερον, ότι πραγματικά παρέχει ένα πρακτικό μέσο για «να πας από εδώ εκεί». Και, τρίτον, αναγνωρίζει ότι η ουσιαστική λειτουργία της κοινωνικής οργάνωσης είναι να παράγει την οικονομική βάση -παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών – και σε αυτή επάνω στηρίζονται όλα τ’ άλλα. Ο συνδικαλισμός γνωρίζει ότι αυτή είναι μια περιοχή όπου χρειάζεται εκτεταμένη οργάνωση (της προαναφερθείσας ελευθεριακής μορφής) και ότι είναι καλύτερο να αφήνεις τις άλλες πλευρές της ζωής όσο το δυνατό πιο απαλλαγμένα από οργανωτικές επιρροές. Σχεδόν όλοι οι επικριτές του συνδικαλισμού, μαζί και οι αρχικοί συγγραφείς αυτής της μπροσούρας, χάνουν αυτό το σημαντικό σημείο. (Είναι αληθινό βέβαια ότι μια ενδελεχής κριτική όλων των τύπων κυριαρχίας και μυθοποίησης είναι απαραίτητη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, δεν έχει όμως κανείς παρά να ρίξει μια ματιά στις καλύτερες συνδικαλιστικές εκδόσεις για να αντιληφθεί ότι τουλάχιστον μερικοί συνδικαλιστές κάνουν αυτή την κριτική). Με δεδομένα την καταστροφή κάθε καταπιεστικής εξουσίας (ένας απ’ τους κεντρικούς στόχους του συνδικαλισμού) και μια επαρκή προετοιμασία (δηλ. απομυθοποίηση), θα ήταν παράλογο να μην περιμένουμε μια έκρηξη δημιουργικότητας σε όλους τους τομείς της ζωής -τέχνη, μουσική, λογοτεχνία, αρχιτεκτονική, οικογενειακές σχέσεις, σεξουαλικές σχέσεις, δομή της κοινότητας κλπ, κλπ.
Υπάρχουν παρ’ όλα αυτά δύο μεγάλοι κίνδυνοι στον συνδικαλισμό. Ο πρώτος είναι ότι πολλοί συνδικαλιστές αναπτύσσουν μια μυωπική οπτική: παθιάζονται τόσο πολύ με τους εργασιακούς αγώνες και τα οικονομικά σχέδια αυτοδιεύθυνσης που όχι μόνο αποτυγχάνουν να αναλύσουν μορφές κυριαρχίας και μυθοποίησης που δεν σχετίζονται με τον χώρο εργασίας ή αναπαράγοντάς τες, επιπλέον δρουν σαν αυτά τα προβλήματα να μην υπάρχουν. Έτσι, εάν αυτή η συνδικαλιστική τάση πετύχαινε τους σκοπούς της, θα μπορούσε κάλλιστα να παράγει μια αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία στην οποία μη οικονομικές μορφές κυριαρχίας και μυθοποίησης να ασκούν ακόμα τις οδυνηρές συνέπειες τους, π.χ. είναι εύκολο να οραματιστείς ένα οικονομικό σύστημα υπό εργατικό έλεγχο να συνυπάρχει με την θρησκευτική μυθοποίηση, την ομοφυλοφοβία και τον σεξισμό. Αυτό θα ήταν αντίθετο στις αναρχικές ιδέες, όμως πολλοί συνδικαλιστές είναι συνδικαλιστές πρώτα και μετά αναρχικοί (ή «αντιεξουσιαστές»), κάτι που μοιάζει πολύ με τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του.
Ο δεύτερος κίνδυνος έχει σχέση με τον πρώτο: οι συνδικαλιστές μερικές φορές ξεχνούν ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι απλά ένα μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Μερικές φορές λοιπόν αναπτύσσουν ένα οργανωτικό φετιχισμό. αυτό μπορεί να ονομαστεί «οργανωσίτιδα» – μια διανοητική αυταπάτη στην οποία μέσα και σκοπός αντιστρέφονται, στην οποία η συνδικαλιστική οργάνωση γίνεται αντιληπτή σαν ένας σκοπός από μόνη της, σαν σημαντικότερη απ’ τον ίδιο της τον στόχο (την ελεύθερη κοινωνία). Δυστυχώς σε ορισμένες περιπτώσεις ο στόχος ξεχνιέται τελείως. Και, ακόμα χειρότερα, η «οργανωσίτιδα» μερικές φορές, όχι όμως αναπόφευκτα, οδηγεί σε μια χειρότερη ασθένεια, την «γραφειοκρατικοποίηση».
Αυτά τα λόγια όμως δεν αποτελούν αφορισμούς της συνδικαλιστικής θεωρίας. απλά δείχνουν ότι ακόμα και η καλύτερη θεωρία από μόνη της δεν προσφέρει καμία εγγύηση ότι οι ακόλουθοι της θα ενεργούν πάντοτε με βάση τις αρχές της ή ότι θα αποκτήσουν ιδέες πέραν αυτών που περιέχονται στην θεωρία. Αυτό δεν μας εκπλήσσει και πολύ. Όλοι ζούμε στον κόσμο του εμπορευματικού καπιταλισμού και θα ήταν τρομακτικό ο χαρακτήρας μας να μην έχει φορτωθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό με τα χαρακτηριστικά που μια τέτοια ζωή γεννά. και θα ήταν επίσης τρελό αυτά τα χαρακτηριστικά να μην δημιουργούν προβλήματα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις – σε κάθε μορφής οργάνωση μάλιστα, ακόμα και την πιο άτυπη.
Πάλι όμως η κατάσταση δεν είναι εντελώς απελπιστική. Ένας υψηλός βαθμός προσωπικής συνειδητοποίησης των συμμετεχόντων μπορεί να μειώσει τους κινδύνους της «οργανωσίτιδας» και της «γραφειοκρατικοποίησης». Υπάρχουν επίσης πολλοί μηχανισμοί αποτελεσματικοί στην μείωση αυτών των κινδύνων, όπως η αποκέντρωση, η υποχρεωτική εναλλαγή στα αξιώματα, περιορισμοί επανεκλογής, αυστηρό προσδιορισμό των ευθυνών, η άμεση ανάκληση. Με τέτοιους φύλακες η συμμετοχή σε συλλογικά σχέδια προσωπικής απελευθέρωσης είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και επιθυμητή.
Η αυθόρμητη εξέγερση από μόνη της δεν είναι αρκετή. Χωρίς μια εκ των προτέρων επαρκή προετοιμασία ο παλιός κόσμος απλώς θα επανεμφανιστεί μετά από οποιαδήποτε ανταρσία εγκιβωτισμένος, καθώς είναι εγκιβωτισμένος στην ψυχή των φανταστικών ανθρώπων
[μεταφράστηκε στα ελληνικά, το φθινόπωρο του 2005 στη Σαλονίκη]