Για την Επανάσταση – Jacques Camatte
Πηγή: Invariance Series 2 No. 2 April 1972
Μετάφραση στα αγγλικά: David Brown, 1982
Οι διάφορες ομάδες που εμφανίστηκαν μετά τα 1945 δεν κατάφεραν να αποδεχτούν τον θάνατο του παλιού εργατικού κινήματος. Να κάνουν κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να διακηρύσσουν την ίδια τους την αυτό-αναίρεση. Αυτό δεν τους εμποδίζει βέβαια από το να φλυαρήσουν γι αυτόν, συνήθως παρακάμπτοντας ή θεωρητικοποιώντας τον, κάτω από τον τίτλο της κρίσης του εργατικού κινήματος, ιδωμένης συνήθως σαν δήθεν κρίση μιας επαναστατικής πρωτοπορίας. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ιχνογραφούνται τα αίτια του θανάτου αυτού στο εσωτερικό της τάξης, μιας και πρέπει κανείς πρώτα να απορρίψει το επιχείρημα ότι το προλεταριάτο είναι πλέον αφομοιωμένο και έχει εγκαταλείψει την ιστορική αποστολή του (όπως είπε ο Τρότσκι ήδη στα 1939 στο «Η ΕΣΣΔ και ο Πολεμος»). Ορισμένοι άνθρωποι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν αυτό το φαινόμενο θεωρώντας πως ο καπιταλισμός είχε μετασχηματιστεί σε κρατικό ή γραφειοκρατικό καπιταλισμό, αλλά το προλεταριάτο παρέμεινε ανέπαφο και διατηρούσε την ίδια αποστολή – εξ ου και η αντιγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου από την ομάδα Socialisme Οù Barbarie (Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα). Δε θα τεθεί εδώ κάποιο ζήτημα αντίθεσης στην παραγωγή ενός μανιφέστου ή ακόμα αντιγραφής αυτού του 1848, στο όνομα της ιερότητας των κλασσικών κειμένων, αλλά κατάδειξης των ορίων μιας τέτοιας πρόθεσης. Οφείλουμε να σημειώσουμε στην προοπτική αυτή την Internationale Situationiste (Καταστασιακή Διεθνής), η οποία εμφανίστηκε λίγα χρόνια αργότερα, λειτουργώντας με τον ίδιο τρόπο. (Όλως αντιθέτως, η Potere Operaio (Εργατική Εξουσία) και η Lotta Continua (Συνεχής Αγώνας) πρότειναν έναν νέο-λενινισμό).
Βρέθηκαν άνθρωποι [1] που αντελήφθησαν τη σημασία της προλεταριακής ήττας του 1945 κι έτσι αμφισβήτησαν την ορθότητα της ιστορικής αποστολής του προλεταριάτου κι οδηγήθηκαν σε μια απόρριψη της θεωρίας του Μαρξ. Δήλωσαν (κι αυτό θεωρητικοποιήθηκε με 1000 διαφορετικούς τρόπους αργότερα) ότι το προλεταριάτο εξαφανιζόταν από τις έντονα βιομηχανοποιημένες ζώνες και ότι ήταν πλέον οι περιθωριακές ομάδες που θα έρχονταν να εκπληρώσουν το παλιό προλεταριακό σχέδιο, η ακόμα οι εξεγερμένοι χωρικοί στις ζώνες που δεν είχε απορροφήσει το κεφάλαιο και που μπορούσαν να ζωογονήσουν ξανά το επαναστατικό δυναμικό.
Ο Bordiga κατανόησε πλήρως την προλεταριακή ήττα και την οργιαστική ανάπτυξη του κεφαλαίου μετά το 1945. Γι αυτό και έγραψε: «Έχουμε γράψει πολλές φορές ότι το μανιφέστο είναι μια απολογία για την αστική τάξη, και σήμερα, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά την επαναφομοίωση της Ρωσσικής Επανάστασης, προσθέτουμε ότι κάποιος οφείλει να γράψει μια ακόμη» (Il Marxismo dei cacagli, 1952). Η ανάπτυξη του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα, πίστευε, θα διεύρυνε το προλεταριάτο και η κρίση που θα ζωογονούσε αυτό το ανεξέλεγκτο χάσμα θα κινητοποιούσε και πάλι το προλεταριάτο των παλιών μητροπόλεων, ιδιαίτερα της Γερμανίας. Αυτή η χώρα θεωρούνταν ως το επίκεντρο για την μελλοντική επανάσταση.
Οι διάφορες υφέσεις, όπως επίσης και τα πλευροκοπήματα των αντι-αποικιοκρατικών επαναστάσεων δεν οδήγησαν σε καμιά περίπτωση σε αποκατάσταση της επαναστατικής ταραχής στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η παθητικότητα του προλεταριάτου φάνηκε να είναι ατέρμονη ακόμα στο ξεκίνημα του ’60. Η θεωρία και η πρακτική ομάδων όπως η γερμανική SDS, παρεμφερείς ομάδες στις ΗΠΑ, οι Zengakuren στην Ιαπωνία, είχε το σκοπό του ξυπνήματος από τη λήθη των επαναστατικών δυνάμεων του προλεταριάτου μέσα από παραδειγματικές ενέργειες. Αυτοί, (ιδιαίτερα διάφορα μέλη της SDS) αντιλαμβάνονταν τη σημασία της ήττας και πίστευαν ότι το εργατικό κίνημα είχε βρεθεί εκατό χρόνια πίσω. Είχαν την ιδέα ενός νέου ξεκινήματος, μιας νέας εποχής… Γι αυτό το λόγο χάθηκαν μέσα στην εξεγερσιακή κατάσταση που ξετυλίχθηκε στο Παρίσι και στο Μεξικό στα 1968, διαφορετικά θα όφειλαν αργότερα να αυτό-διαλυθούν. Η διάλυση της SDS το 1970 έγινε στόχος κριτικής, όμως υπήρξε η απόδειξη της εγκυρότητας ολόκληρης της προηγούμενης δράσης της. Έπρεπε να χαθούν μέσα στην παλίρροια του νέου επαναστατικού κύματος. Παρομοίως με το μαοϊκό κίνημα στη Γαλλία, το οποίο παραδόξως, εκτός από μερικές μικρές απομονωμένες ομάδες, εκφράστηκε αρτιότερα στο αυθόρμητο κίνημα που γεννήθηκε από την κρίση του Μάη. Η καταστροφική ζωή των μαοϊκών οργανώσεων είναι η καλύτερη απόδειξη της κατάστασης από την οποία προερχόμαστε. Προσκολλώνται σε μια ιδεολογική γραμμή τραβηγμένη και σχεδιασμένη από την κινεζική πολιτιστική επανάσταση, ως το επαναστατικό ξέσπασμα του Μάη κι έπειτα. Όμως κάθε φορά το περιεχόμενο αποδεικνύεται πιο ισχυρό από το πλαίσιο και εκρήγνυται αποβάλλοντας το. Η θέληση να προσκολλούνται στις εξεγερμένες μάζες τους ανάγκασε προοδευτικά να αλλάζουν πλαίσια (στο βαθμό που οι αγώνες μεταπηδούσαν από ένα κοινωνικό πεδίο σε άλλο) και να αυτό-προσδιορίζονται μέσα από διάφορα αιτήματα, τα οποία νωρίτερα είχαν απορρίψει ή αγνοούσαν πλήρως – ο αγώνας ενάντια στα συνδικάτα, θεωρούμενα σαν λειτουργικές οργανώσεις-εργαλεία για την επιβολή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, για την γυναικεία απελευθέρωση, για την σεξουαλική επανάσταση κλπ… Με άλλα λόγια, η πολιτική ρητορική τους καταρρίπτονταν και ξέφτιζε οποτεδήποτε ερχόταν αντιμέτωπη με συνολικές ανάγκες. Έπρεπε να αναγνωρίσουν ότι η επανάσταση δεν είναι απλά ένα πολιτικό ζήτημα, αλλά ότι αφορά μια συνολική αλλαγή στον τρόπο παραγωγής και στον τρόπο ζωής, η κατάκτηση της εξουσίας είναι απλώς μια στιγμή του επαναστατικού γίγνεσθαι και το να μειώνεις τα πάντα σε αυτή τη στιγμή οδηγεί απλά στην παταγώδη αποτυχία να αντιληφθείς όλες τις διαστάσεις της εξέγερσης των ανθρώπων, όλες τις διαστάσεις της επανάστασης.
Μετά τις ταραχές του Μάη, των οποίων προηγήθηκαν τα ευρεία κινήματα που αναπτύχθηκαν σε δυο περιοχές με διαφορετικά ιστορικά κινήματα, την Κίνα και τη Δύση, και οι οποίες παρέδωσαν τη σκυτάλη στους σπουδαίους αγώνες στην Ιταλία, τις πρώτες άγριες απεργίες στη Γερμανία (Σ.τ.μ: «άγριες απεργίες» – wildcat strikes, λέγονται οι απεργίες που ξεσπούν χωρίς την έγκριση των συνδικάτων και συχνά εναντίον τους, και συνοδεύονται συνήθως από ριζικά-συνολικά αιτήματα, βίαιες συγκρούσεις, βανδαλισμούς, σαμποτάζ κλπ), τις απεργιακές κινητοποιήσεις της Κιρούνα, τις οδομαχίες των τελών του ’70 στην Πολωνία, την μεγάλη εξέγερση της Κεϋλάνης το 1971, το προλεταριάτο περιέχεται στις ομάδες του που είναι τα απομεινάρια του παλιού εργατικού κινήματος (ομάδες εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων όπως το γαλλικό ΚΚ ή απλά μερικών δεκάδων). Οργανώνονται στο παρελθόν γιατί αυτό οφείλει να συνεχιστεί ώστε να εμπνεύσει κάθε πραγματικό αγωνιστικό κίνημα, κάτι το οποίο δεν εμποδίζει μερικούς απ’ αυτούς, όπως το ΚΚΓ και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, να αλλάξουν τα προγράμματά τους έτσι ώστε να ταιριάζουν με το επαναστατικό κύμα που κι αυτοί ακόμα διαισθάνονται πως εγείρεται. Όταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούσαν να ξυπνήσουν το προλεταριάτο από το λήθαργό του, που διαδήλωναν ή μάχονταν όλα αυτά τα χρόνια, ήταν άραγε απλώς παιδικές απερισκεψίες που τρέφονταν από ψευδαισθήσεις, ή έκαναν έναν ακόμη μάταιο αγώνα ώστε η επανάσταση να θαφτεί καλύτερα μετά; Ας πούμε μόνο ότι από δω και πέρα έχουν θάψει αυτό το παρελθόν, έχουν ρευστοποιήσει απόλυτα τις ψευδαισθήσεις για έναν κόσμο που έχει εξαφανιστεί από το προσκήνιο.
Το προλεταριάτο υπέστη μια συντριπτική ήττα στα 1945, κι αυτό δεν θα μπορούσε να ξεπεραστεί με το να προτείνουμε μια δράση συμβατή με τα καθήκοντα του προλεταριάτου σε μια ιστορική περίοδο, που όμως δεν μπορούν να είναι συμβατά με την σημερινή κατάσταση. Η ήττα του 1945 κατέδειξε την αδυναμία του προλεταριάτου να αυτό-διευθυνθεί και να αντικαταστήσει το κεφάλαιο στη σλαβική περιοχή, καθώς και σε άλλες, οι οποίες εξεγέρθηκαν μετά το 1945, και να εμποδίσει το κεφάλαιο να πραγματοποιήσει την υλική κυριαρχία του στο κοινωνικό πεδίο, πρώτα και άμεσα στη Δύση, κι έπειτα στο υπόλοιπο του πλανήτη (στο βαθμό που αποτελεί την υψηλότερη κοινωνική μορφή η οποία επικρατεί στις υπόλοιπες).
Έχουμε πει ότι το κεφάλαιο μπορεί μόνο να καταφέρει κάτι τέτοιο, απαλλοτριώνοντας την άμεση υλική υπόσταση του προλεταριάτου – τον παραγωγικό μόχθο.
Αυτό συνεπάγεται μια ολική ρήξη με οτιδήποτε ήταν η θεωρία και πρακτική του εργατικού κινήματος πριν τα 1945 και δεδομένου του ότι από το 1923 μέχρι το 1945 είχαμε απλώς μια επανάληψη αυτού που συνέβη από τα 1917 μέχρι το 1923, μπορούμε να τροποποιήσουμε την πρότασή μας λέγοντας πως οφείλουμε να διαρρήξουμε τη σχέση μας με τη θεωρία και την πρακτική του εργατικού κινήματος μέχρι τα 1923. Αυτό, δεν συνεπάγεται φυσικά μια πρόταση να χτίσουμε ένα νέο κίνημα πάνω στα ερείπια διαφόρων στοιχείων του παλιού προλεταριακού κινήματος. Δε σημαίνει σε καμία περίπτωση τη συγγραφή ενός νέου Μανιφέστου, ή ένα νέο πρόγραμμα κλπ., ούτε μια επιστροφή στην Μαρξ αντιγράφοντας το έργο του και αναδεικνύοντάς το στο επαναστατικότερο όλων. Η επιστροφή σε κάτι είναι συνήθως η φυγή από κάτι άλλο, από την σύγχρονη πραγματικότητα. Κάτι τέτοιο, στην πραγματικότητα, συνίσταται στην μελέτη των ελλείψεων σε συγκεκριμένα σημεία του έργου του Μαρξ, που παραμένουν ελλιπή ακριβώς γιατί έχουν πραγματωθεί.
Το έργο του Μαρξ ορίζει πρωταρχικά τρεις μεγάλες περιόδους της ανθρωπότητας με τις συνεπαγόμενες ασυνέχειες ανάμεσά τους: το πέρασμα από τη Φεουδαρχία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, την ανάπτυξη αυτού του τρόπου παραγωγής, και την έλευση του κομμουνισμού. Το έργο αυτό αφορά επίσης άλλες στιγμές στην ιστορία του ανθρώπινου είδους (προ-καπιταλιστικές δομές), αλλά αυτό που ο Μαρξ περιγράφει εξοντωτικά είναι η περίοδος της τυπικής κυριαρχίας του κεφαλαίου. Στο Μανιφέστο, στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία, τους τέσσερις τόμους του Κεφαλαίου και στην Κριτική του Προγράμματος του Γκότα, κυριαρχεί ο επαναστατικός ρεφορμισμός του Μαρξ, ο οποίος λάμβανε υπόψη τις δυνατότητες της κοινωνίας της εποχής του. Αυτό δεν τον εμπόδισε από το να περιγράψει τον πλήρως πραγματωμένο κομμουνισμό (π.χ. στις σημειώσεις για το βιβλίο του J. Mill και σε συγκεκριμένα χωρία των Γκρούντρισσε) και να δείξει τα βασικά στοιχεία του περάσματος στην υλική κυριαρχία του κεφαλαίου, τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου. Στάθηκε όμως ανίκανος να κάνει μια συνθετική εργασία πάνω σ’ αυτό (δεν είναι από σύμπτωση που το Κεφάλαιο έμεινε ατελείωτο). Με μια καλή δικαιολογία, δεν περιέγραψε την επαναστατική πραγματοποίηση του κομμουνισμού όταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα έχει πετύχει την πλήρη κυριαρχία του (κι αυτό με λεπτομέρειες, όπως ακριβώς έκανε για το πέρασμα στην βάση της υλικής κυριαρχίας του κεφαλαίου). Πολλοί απαντούν σ αυτό λέγοντας πως είναι αναληθές να δηλώνουμε ότι ο Μαρξ παρείχε όλες τις απαραίτητες ενδείξεις μιας και, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και στη διάρκεια της υλικής κυριαρχίας, θα υπάρχουν τάξεις και κατά συνέπεια κόμματα, κι έτσι η επαναστατική τάξη συγκεκριμένα θα πρέπει να συγκροτηθεί σε κόμμα κλπ.
Δεν αρνούμαστε ότι υπάρχουν κάποιες σταθερές (invariants), αλλά:
1) Οφείλουμε αρχικά να προσδιορίσουμε το εύρος των σταθερών αυτών, εννοώντας μια χωρο-χρονική οριοθεσία, ώστε έτσι η σταθερά-τάξη να μην καταλαμβάνει τόσο πολύ χώρο όσο η σταθερά-πληθυσμός ή η σταθερά-παραγωγή (σταθερές που ονομάζονται verständige Abstraktion στον πρόλογο του 1857).
2) Η ανάπτυξη, το ξεκίνημα, αρχίζουν από το ειδικό κι όχι από το γενικό. Πρέπει λοιπόν κανείς να μελετά τις νέες παραμέτρους.
Σε ένα ακόμη πιο προχωρημένο επίπεδο, πρέπει, εξ αιτίας αυτής της ακριβώς προσδιορισμένης υλικής κυριαρχίας, και αναλογιζόμενοι ξανά τη θεωρία του Μαρξ στα ουσιώδη της, και ανακαλύπτοντας εκ νέου συγκεκριμένα συστατικά στοιχεία τα οποία έχουμε παραλείψει, συσκοτίσει, ή απλά αφήσει εκτός υπολογισμού επειδή απλώς δεν τα κατανοήσαμε πλήρως. Δεν υπάρχει κάποια ερμηνευτική μέθοδος, αλλά μια διαρκώς ανανεωμένη προσπάθεια να εξηγήσουμε συνεκτικά και εκτεταμένα τι θεωρούμε με τον κομμουνισμό ως μια θεωρία για την οποία το έργο του Μαρξ παραμένει το κατάλληλο εργαλείο.
Αυτή η θεωρία εξηγεί τη συγκρότηση της ανθρωπότητας σε κομμουνιστικές κοινότητες το σύνολο των οποίων αποτέλεσε τον πρωτόγονο κομμουνισμό, τη διάλυσή τους μέσα από το άρμα της ανταλλακτικής αξίας και της αυτονόμησής της, η οποία έγινε δυνατή μόνο όταν οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν σε ένα συγκεκριμένο βαθμό. Αυτή η κίνηση κατέστρεψε τις κοινότητες και ταυτόχρονα ζωογόνησε τα υποκείμενα και τις τάξεις. Ο θρίαμβός της δεν ήταν, οπωσδήποτε, κάτι το τετελεσμένο και τέθηκε πολλές φορές σε αμφισβήτηση από τις παλιές κοινότητες που κέρδιζαν προσωρινά έδαφος. Επικράτησε ολοκληρωτικά στη Δύση, ωστόσο, με τον αρχαϊκό τρόπο παραγωγής, όπου αφομοιώθηκε από τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής. Μονάχα στο περιθώριο της φεουδαρχικής κοινωνίας μπόρεσε η ανταλλακτική αξία να αποκτήσει μια ζωτικότητα και να δώσει ώθηση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που μπόρεσε να κυριαρχήσει στην παραγωγική διαδικασία αφότου οι άνθρωποι διαχωρίστηκαν από τα παραγωγικά μέσα.
Αυτός ο διαχωρισμός είναι που ονόμασε ο Μαρξ πρωταρχική συγκρότηση του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο λοιπόν αντιλήφθηκε αυτό που το χρήμα δεν είχε καταφέρει, τη συγκρότησή του σε μια υλική κοινότητα μέσω της απαλλοτρίωσης της ανθρώπινης υλικότητας, τον ανθρωπομορφισμό του κεφαλαίου, ενώ οι άνθρωποι υποτάσσονταν και κεφαλαιοποιούνταν. Αυτή η διαδικασία ολοκληρώνεται με το σχηματισμό του φαντασιακού κεφαλαίου που οδηγεί σε μια φαντασιακή κοινότητα όπου ο άνθρωπος ελέγχεται ολοκληρωτικά από τους μηχανισμούς του κεφαλαίου, μια απτή και ταυτόχρονα άυλη οντότητα. Ο άνθρωπος αδειάζει από κάθε περιεχόμενο, η δημιουργικότητά του απορροφάται και ξεζουμίζεται, και ο ίδιος απορρίπτεται ακόμα κι από την παλιά παραγωγική διαδικασία. Τείνει να καταστεί περιθωριακός, μια παρενέργεια της γενικευμένης μόλυνσης του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο αυτονομείται και ξεπερνά τα όριά του (ένα είδος υπερ-τήξης του κεφαλαίου), αλλά δεν μπορεί χωρίς τους ανθρώπους, το αναγκαίο απόβλητο. Αυτοί είναι τα όρια του κεφαλαίου. Αυξάνοντας συνεχώς την καταπίεση, που κατευθύνεται έμμεσα ή άμεσα μέσα από την καταστροφή της φύσης, θα οδηγήσει τους προλεταρίους της παγκόσμιας τάξης (σ.τ.μ: μετάφραση του universal class, δηλαδή μια διεθνή προλεταριακή τάξη κι όχι με την έννοια του world order) να εξεγερθούν ενάντια στο κεφάλαιο. Για το λόγο αυτό δεν μπορούν πια να επικαλούνται το παρελθόν για να αντλούν τη δύναμή τους απ’ αυτό, ή από ανθρώπινα αποθέματα που θα διατηρούνταν ακόμη σ αυτή την κοινωνία, μιας και το κάθε τι έχει καταστραφεί. Πρέπει αναγκαστικά να δημιουργήσουν εκ νέου το κίνημα της απελευθέρωσής τους, δεν μπορούν να δανειστούν από παλιά σχήματα, το κόμμα δεν μπορεί παρά να είναι ένα κόμμα-Gemeinwesen (με την έννοια της κοινότητας, του κοινωνικού κομματιού), το οποίο δεν είναι ικανό να λειτουργήσει είτε ανταποκρίνεται στην αρχή του συγκεντρωτισμού είτε στο αντίθετό του, το φεντεραλισμό. Είναι πολύ πιθανό ότι η άνοδος μιας παγκόσμιας τάξης θα δημιουργήσει άμεσα οργανισμούς οι οποίοι θα είναι συμβατοί με την κομμουνιστική τάση της κοινωνίας (τάση ενοποίησης ποικίλων διαχωρισμένων δραστηριοτήτων, σχηματισμός μιας διαφορετικής ενότητας της βιομηχανίας και της γεωργίας, διαφορετικές σχέσεις άνδρα-γυναίκας) κι έπειτα, την ακριβή στιγμή της επαναστατικής έκρηξης, θα καθορίσει την παραγωγή μιας λίγο-πολύ εκλεπτυσμένης μορφής.
Η κίνηση της ανταλλακτικής αξίας είχε επιπλέον δυσκολίες στο θρίαμβό της σε ζώνες εκτός της Δύσης. Ο Μαρξ δεν πίστευε ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έπρεπε να αναπτυχθεί στη Ρωσσία. Αντιθέτως πίστευε ότι η Ομπσίνα (σ.τ.μ: Obshchina – προκαπιταλιστική αγροτική κοινότητα που έγινε αντιληπτή από πολλούς συγγραφείς ως πρόπλασμα κομμουνιστικής κοινωνίας) με τις ιδιαιτερότητές της θα μπορούσε να υποστηρίξει την άνοδο του κομμουνισμού μετά από μια επιτυχημένη επανάσταση στη Δύση. Σε κάθε περίπτωση, δεν πίστευε ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα επικρατούσε άνετα στις σλαβικές χώρες, τόσο ισχυρή ήταν η ζωτικότητα της Ομπσίνας, υποστήριζε. Οι μεταρρυθμίσεις του Στολύπιν και η ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη βιομηχανία έκαναν τον Λένιν και τους μπολσεβίκους να κάνουν ένα σφάλμα. Υποτίμησαν τη ζωτικότητα και την ικανότητα της ομπσίνας να αντισταθεί. Η ομπσίνα ίσως να μη σήμαινε πολλά ως στατιστικό στοιχείο, αλλά δεν είχε ακόμα εξολοθρευτεί καθώς η συμπεριφορά του πληθυσμού προσαρμοζόταν σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Αυτό οδήγησε σε μια υπερφίαλη συμπεριφορά των χωρικών οι οποίοι εύχονταν για την ενίσχυση της ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (π.χ. το ζήτημα της εξέγερσης στην Ουκρανία και του Μάχνο, επίσης οι πολλές πολεμικές πάνω στο ζήτημα της ενδυνάμωσης της ανάπτυξης από τους μπολσεβίκους).
Ο δεσποτισμός του Τσάρου αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από το δεσποτισμό του κεφαλαίου, ο οποίος μπόρεσε να ξεδιπλωθεί μόνο με κόστος μια τρομακτική καταπίεση των εργατών και των χωρικών. Μια καταπίεση που ανανεωνόταν διαρκώς λες και η τάση για τον κομμουνισμό παρέμενε αμετακίνητη.
Η κίνηση της ανταλλακτικής αξίας στην Ασία έτεινε προς την αυτονόμησή της αρκετές φορές. Τάξεις και υποκείμενα ολοένα και σχηματίζονταν, αλλά στο τέλος, ήταν μόνο μέσα από τις εξωτερικές επεμβάσεις των καπιταλιστικών χωρών που επέτρεψαν στο κεφάλαιο να αναπτυχθεί. Ωστόσο, μόνο τυπικά κυριάρχησε στην κοινωνία και ζούμε τώρα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο του περάσματός του στην πραγματική κυριαρχία του, χάρη στην αρωγή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κοινότητας που αντιπροσωπεύεται από την Αμερικανική πρωτεύουσα. Η Ασία να ισορροπήσει μόνο αν οι παλιές πρωταρχικές και κεντρικές κοινότητες αντικατασταθούν από τις κοινότητες του κεφαλαίου, δεδομένου ότι τώρα, εξ αιτίας της αδυναμίας του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, είμαστε αναγκασμένοι να αποκλείουμε μια άμεση έλευση του κομμουνισμού.
Εξ ορισμού, κάθε ανθρώπινη ιστορία είναι η ιστορία της απώλειας της κοινότητάς της η οποία ήταν περισσότερο ή λιγότερο συνδεδεμένη με τη φύση (εξ ού και η ειδωλολατρεία της φύσης), κάτω από την επίδραση της ανταλλακτικής αξίας. Αγώνες εναντίον της με τη μορφή του χρήματος (το γενικό ισοδύναμο, το παγκόσμιο νόμισμα), έπειτα το κεφάλαιο σαν μια καταναγκαστική κοινότητα θέτει στον άνθρωπο το ζήτημα της αναγκαίας καταστροφής του προκειμένου να δημιουργηθεί μια πραγματικά ανθρώπινη κοινότητα (Gemeinwesen). Το ανθρώπινο είδος σαν παγκόσμιος πόλος και ο κοινωνικός άνθρωπος σαν ατομικός πόλος, καθώς και οι αρμονικές ερμηνείες τους.
Μια τέτοια είναι ο κομμουνισμός, θεωρία του προλεταριάτου με την κλασσική έννοια, και με την έννοια μιας παγκόσμιας τάξης [2] η οποία και αποτελεί ήδη μια άρνηση της τάξης ως τέτοιας αλλά και των σταθερών της.
Μπορούμε πάντοτε να χαρτογραφήσουμε όλα αυτά που παραλείπονται στο έργο του Μαρξ από αυτήν την άποψη και ταυτόχρονα να συγκεντρώσουμε όλα τα στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να αντιληφθούμε στην ουσία της την παρούσα πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου, την ανατροπή κάθε προϋπάρχουσας δομής και την αντικατάστασή της από αυτές του κεφαλαίου, το οποίο στην επίτευξη της πραγματικής κυριαρχίας του κινητοποιεί ταυτόχρονα την παραβατικότητα και την παράνοια.
Η εργασία προς αυτήν τη σύνθεση είναι σημαντική, αλλά θα παραμείνει μια μερική δραστηριότητα αν δεν προσπαθήσουμε παράλληλα να δούμε πώς αυτή η σύνθεση έχει ήδη τεθεί σε ισχύ σε ποικίλες εκδηλώσεις διαφορετικών στοιχείων, ακόμη κι αν αυτό παραμένει σε μια ομαδική μορφή. Ο Μάης ήταν ο συναγερμός της επανάστασης. Από τότε τέθηκε σε κίνηση, εντός της παγκόσμιας τάξης, που παραμένει μια τάξη του κεφαλαίου = το σύνολο των «σκλάβων» του κεφαλαίου, ένας αγώνας που οδήγησε σε μια επαναστατικοποίηση της τάξης αυτής και στη συγκρότησή της ως κόμμα-κοινότητα, σαν πρώτη στιγμή της αυτό-άρνησής της. Αυτή η αντιφατική κίνηση είναι στην ουσία της μια διαδικασία εκμηδενισμού του παρελθόντος. Η τάξη δεν μπορεί να αναπαρασταθεί πλέον χωρίς να έχει απαλλαγεί από τους παλιούς καθορισμούς και αναπαραστάσεις της. Προφανώς αυτό θα επαναληφθεί συχνά με έναν κωμικό τρόπο, μιας και το παρελθόν απορρίπτεται μόνον όταν εσωκλείεται μια παροδική εξέγερση όπως για παράδειγμα, η γερμανική και ρωσική αριστερά.
Ήταν οι άμεσες κοινωνικές διακρίσεις, γεννημένες από το κεφάλαιο, που υποστήριξαν τη συνειδητοποίηση του αμερικανικού (Μαύροι Πάνθηρες, Γίππυς), του γερμανικού και του γαλλικού επαναστατικού κινήματος του Μάη του 1968. Η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και την μεσαία τάξη, βασισμένη στη διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη-παραγωγικής εργασίας, παραγωγής και κυκλοφορίας, παραγωγής και κατανάλωσης, έγινε αντιληπτή από τον Μαρξ ως η βάση της οπτικής του για μια σοσιαλιστική επανάσταση και για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η προοπτική αυτή αντιστοιχούσε εξίσου για την ανάπτυξη του καπιταλισμού όσο και για τη δικτατορία του προλεταριάτου: η γενίκευση της συνθήκης του παραγωγικού εργάτη. Αυτή η προοπτική πραγματοποιείται τώρα και το επαναστατικό δυναμικό του 1848 τελικά εξαντλείται. Η παραγωγή για το κεφάλαιο είναι τώρα το νόημα της ζωής ολόκληρου του πληθυσμού. Αλλά για κάθε ξεχωριστή κατάσταση στην πρόοδο του κεφαλαίου αντιστοιχεί μια «ταξική» οπτική που εντοπίζει τη σύγκρουση ανάμεσα στα «μπλε» και τα «λευκά» κολάρα (σ.τ.μ. εργάτες της παραγωγής και διευθυντικά στελέχη), τους εργάτες και τους μικρο-αστούς, όπως ακριβώς οι μαφίες του κεφαλαίου αντιτίθενται η μια στην άλλη [3].
Το κίνημα στη Γαλλία και τη Γερμανία θεωρήθηκε σαν ένα εξειδικευμένο κίνημα της μεσαίας τάξης, ένας απλός εκπυρσοκροτητής ενός κινήματος το οποίο θα έπρεπε να είναι αποκλειστικά εκείνο της εργατικής τάξης, δεν ειδώθηκε ποτέ σαν το κίνημα της παγκόσμιας τάξης. Δεν αντιλήφθηκε το ίδιο, την ταυτότητα των καταστάσεων αυτών εντός του καπιταλισμού, και αναφορικά με αυτόν.
Ωστόσο, το κίνημα του 1968 ήταν μια απόδειξη της εξαφάνισης της μεσαίας τάξης, όπως την αντιλαμβανόταν ο Μαρξ, και του ξεκινήματος της ανθρώπινης πάλης ενάντια στο κεφάλαιο.
Η εργατική τάξη, κατηγορία του κεφαλαίου, θα εγκαταλείψει ολοένα και ταχύτερα τα παλιά κόμματα χωρίς να συγκροτηθεί σε νέες οργανώσεις, αλλά βιώνοντας την μεταμόρφωσή της που θα την καταστήσει ικανή να ενώνεται με άλλα στοιχεία της παγκόσμιας τάξης. Μόνον όσοι αντικρίζουν με νοσταλγία για το παρελθόν το κίνημα του Μάη του 1968, το αντιλαμβάνονται ως μια “κρίση”, μόνο όσοι είναι ανίκανοι να αντιληφθούν μια επαναστατική διαδικασία που θα πάρει αρκετά χρόνια να ολοκληρωθεί. Έκτοτε, ο Μάης αποτέλεσε την κίνηση που παρήγαγε επαναστάτες. ’ρχισαν να κατανοούν τις υπαρκτές αναγκαιότητες της επανάστασης, την αναπαράσταση του κεφαλαίου που παρέλυε τα μυαλά καθενός, την ανάγκη για την καταστροφή της. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθεί με την διαμεσολάβηση συνειδητοποιημένων ομάδων που προβάλλουν μια νέα αναπαράσταση στα befuddled μυαλά μας, ούτε όμως από ένα και μόνο ξέσπασμα σε μια μοιραία μέρα, αλλά θα ξεσπάσει μετά από έναν μακρύ αγώνα που θα διεισδύσει σε κάθε όψη και κάθε πεδίο της ζωής που μας επιβάλλει το κεφάλαιο. Ένας νέος λειτουργικός αγώνας δε θα καθυστερήσει ούτε από τις παραισθήσεις κάθε μαρξιστικού/ψυχαναλυτικού/στρουκτουραλιστικού ντελίριου, ούτε από τα αντίθετά τους, ούτε από το κατά πόσο οι αντικειμενικές συνθήκες είναι παρούσες ενώ οι υποκειμενικές όχι, αν η οργάνωση είναι απαραίτητη, και ποια είναι η καλύτερη δομή της και ο χώρος που πρέπει να κινηθεί… Το ντελίριο αυτό είναι το όνειρο του κεφαλαίου. Μια διαρκής επανάσταση που κρατάει για πάντα, καθώς δεν αναπτύσσεται ποτέ, πάντοτε μένει στάσιμη δεμένη σε μια μυστηριώδη «χορδή»: την έλλειψη συγκεκριμένων αντικειμενικών συνθηκών, την μη-κατάθεση μιας συγκεκριμένης θεωρίας. Μένουμε έτσι να περιμένουμε την επανάσταση μάταια, καθώς ήδη υποβόσκει. Δεν γίνεται αντιληπτή από αυτούς που την περιμένουν με κάποιο συγκεκριμένο σημάδι, μια «κρίση» που θα αποδεσμεύσει ένα τεράστιο εξεγερσιακό κίνημα το οποίο ενδεχομένως θα παράγει κάποιον άλλο σημαντικό οιωνό, π.χ. τη συγκρότηση σε κόμμα… Στην πραγματικότητα, η ανισορροπία ξεκίνησε πριν τον Μάη του 1968 και ο Μάης υπήρξε μονάχα η εξωτερίκευσή της, έτσι ώστε σε κάθε πεδίο του συνολικού σχεδιασμού της ζωής από το κεφάλαιο, εμφανίζονται πάντοτε οι «αποτυχίες» του παρελθόντος οι οποίες δεν έχουν μετασχηματιστεί ακόμα σε κρίσεις με την παραδοσιακή έννοια, αλλά επιτρέπουν στους προλεταρίους να καταστρέψουν την εξημέρωσή τους. Η αυξανόμενη απαλλαγή από την πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο θα μας επιτρέψει να αντιμετωπίσουμε το επαναστατικό ζήτημα στην αυθεντική του βάση, όχι δηλαδή του να αλλάξουμε τη ζωή, μιας και κάθε σημείο ζωής έχει υποδουλωθεί, εξημερωθεί, παραμορφωθεί από την ύπαρξη των τάξεων για χιλιετίες, αλλά αντίθετα, της δημιουργίας της ανθρώπινης ζωής.
(Απρίλης 1972)
Σημειώσεις:
[1] Βλ. Prudhommeaux. Cf. Invariance, Σειρά II, Τεύχος 1 σελίδες 33-34.
[2] Η παγκόσμια τάξη μπορεί να οργανωθεί από το κεφάλαιο – αυτός αποτελεί και μια άρνηση των τάξεων, με τον τρόπο του κεφαλαίου, αλλά μπορεί επίσης, από τη στιγμή που θα πολωθεί, να μετακινηθεί στον κομμουνιστικό πόλο της κοινωνίας.
[3] Η ηγεσία του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος είναι και οι ικανότεροι όσον αφορά τη διαχείριση του κλασσικού προλεταριάτου στα γκέτο του, αυτής της κοινωνίας. Μιας και το θεωρούν προσωπική ιδιοκτησία τους, υπερασπίζονται άοκνα τα «χαρακτηριστικά» και τις «αρετές» του. Το έχουν περιορίσει σε μια μαφία την οποία προφυλάσσουν με ζήλο. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στο πως γαυγίζουν αυτά τα μαντρόσκυλα όταν κάποια άλλη γραφειοκρατική μαφία προσπαθεί να διεισδύσει στο έδαφός τους.