Η βιομηχανική εξημέρωση – Leopold Roc
Η βιομηχανία ως ρίζα της σύγχρονης εξημέρωσης
«Αν η επιστήμη στρατευόταν στην υπηρεσία του κεφαλαίου, η πολύτιμη πειθαρχία των εργατών θα εξασφαλιζόταν» – Andrew Ure, Philosophie des Manufactures, 1835
«Στο παρελθόν, αν κανείς καλούσε έναν έμπορο εργάτη, θα ρίσκαρε μια χειροδικία. Σήμερα, που τους λεν ότι το να είσαι εργάτης είναι το καλύτερο πράγμα στον κόσμο, όλοι επιμένουν ότι είναι εργάτες» – M. Mav., 1948
Ο όρος βιομηχανική επανάσταση, που χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την περίοδο μεταξύ 1750 και 1850, είναι ένα σκέτο αστικό παραμύθι, ανάλογο του παραμυθιού για την πολιτική επανάσταση. Δεν περιλαμβάνει τα αρνητικά και τα μειονεκτήματα από μια ιστορική άποψη, παρά μόνο την ιστορία της τεχνολογικής προόδου. Εδώ ο εχθρός καταφέρνει ένα διπλό χτύπημα, νομιμοποιώντας την ύπαρξη των διευθυντών και της ιεραρχίας ως αναπόδραστες τεχνικές αναγκαιότητες, και επιβάλλοντας μια μηχανική αντίληψη της προόδου, η οποία θεωρείται ένας θετικός και κοινωνικά ουδέτερος νόμος. Ένα τέτοιο ψέμα προοριζόταν προφανώς για τους φτωχούς, στους οποίους θα προκαλούσε μακροχρόνιες καταστροφές.
Για να το ανατρέψουμε, αρκεί να επιμείνουμε στα γεγονότα. Το μεγαλύτερο μέρος των τεχνολογικών νεωτερισμών που επέτρεψαν στα εργοστάσια να αναπτυχθούν είχε προηγουμένως επινοηθεί αλλά παρέμενε αχρησιμοποίητο. Η ευρεία εφαρμογή τους δεν ήταν μια μηχανική συνέπεια, αλλα προέκυψε από μια ιστορική επιλογή που έγινε από τις κυρίαρχες τάξεις. Και η επιλογή αυτή δεν ήταν τόσο μια απάντηση στο ενδιαφέρον για τεχνολογική επάρκεια απλώς (κάτι το οποίο είναι ούτως ή άλλως αμφισβητήσιμο) όσο μια στρατηγική εσωτερικής εξημέρωσης. Η ψευδο-βιομηχανική επανάσταση μπορεί λοιπόν να οριστεί ως ένα πρόγραμμα κοινωνικής αντεπανάστασης. Υπάρχει μόνο ενός είδους πρόοδος: η πρόοδος της αλλοτρίωσης.
Κάτω από το προηγούμενο σύστημα, οι φτωχοί απολάμβαναν ακόμη ένα σεβαστό ποσό ανεξαρτησίας στη δουλειά που ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν. Η κυρίαρχη μορφή της ήταν τα οικιακά εργαστήρια. Οι καπιταλιστές νοίκιαζαν τα εργαλεία στους εργάτες, τους παρείχαν πρώτες ύλες, κι έπειτα αγόραζαν από αυτούς πάμφθηνα τα τελικά προϊόντα. Για τους εργάτες, η εκμετάλλευση ήταν μόνο μια στιγμή συναλλαγής πάνω στην οποία δεν είχαν άμεσο έλεγχο.
Ο φτωχός θεωρούσε ακόμα τη δουλειά του «τέχνη» πάνω στην οποία κατείχε έναν σημαντικό βαθμό πρωτοβουλίας λήψης αποφάσεων. Όμως, πάνω απ’ όλα, παρέμεναν αφέντες του χρόνου τους: εργάζονταν στο σπίτι και μπορούσαν να σταματήσουν οποτεδήποτε ένιωθαν την ανάγκη: ο χρόνος εργασίας του διέφευγε από κάθε υπολογισμό. Και η ποικιλία, όπως και η μη-τακτικότητα ήταν χαρακτηριστικά μιας τέτοιας εργασίας, μιας και τα οικιακά εργαστήρια δεν ήταν συνήθως παρά συμπληρωματικά των γεωργικών εργασιών.
Οι επερχόμενες διακυμάνσεις της βιομηχανικής δραστηριότητας ήταν ασύμβατες με την αρμονική επέκταση του εμπορίου. Έτσι, οι φτωχοί απολάμβαναν ακόμη σχετικά προνόμια τα οποία ασκούσαν μόνιμα. Η εκτροπή-οικειοποίηση πρώτων υλών και μεταπώλησή τους, έθρεφε μια παράλληλη αγορά. Πάνω απ’ όλα, όσοι εργάζονταν σε κάποια επιχείρηση μπορούσαν να ασκούν πίεση στους εργοδότες τους: η συχνή καταστροφή αργαλειών αποτελούσε ένα μέσο «συλλογικής διαπραγμάτευσης μέσω ταραχών» (Hobsbawm: “collective bargaining by riot”). «Κατέβαινε τα λεφτά, ή θα στο κάνουμε λαμπόγιαλο»