Οι τοίχοι της πόλης – C. G.
Μετάφραση από τα ιταλικά στα αγγλικά: Diavolo in Corpo #3
Μετάφραση στα ελληνικά: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Νοέμβρης 2007)
Η φυλακή είναι μόνο επιφανειακά η εξαίρεση στον κανόνα: η τιμωρία του εγκλήματος που διαπράχτηκε ή της αθωότητας έγκειται πραγματικά στην ολότητα της κοινωνίας όπου ο καθένας τιμωρεί τον άλλον επειδή απλώς βρίσκεται εκεί και όπου ο καθένας που διαθέτει μια σκέψη αναρωτιέται αυτό το πράγμα κάθε μέρα: γιατί με έριξαν εδώ; Τι έχω κάνει; Και όπου η τρομακτική εμμονή της απόδρασης είναι ίδια μ αυτή των φυλακισμένων. Ίσως κι ακόμα πιο έντονη. Η εξέλιξη του σωφρονιστικού συστήματος με την κατασκευή τόσων πολλών νέων χώρων τιμωρίας έχει μια σημασία πέρα από αυτή του «πιο ανθρωπιστικού και σωφρονιστικού» που είναι η διαχείριση του πόνου. Η απόσταση, ο διαχωρισμός μεταξύ της πόλης και της φυλακής της, που ήταν πάντοτε μεγάλος- μειώνεται, καθώς οι κάτοικοι της πόλης ολοένα και μοιάζουν (μέσα από την εργασία, την οικογένεια, τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, τα κέντρα διασκέδασης, τα θέατρα, τα στάδια) με φυλακισμένους κάποιων φυλακών-προτύπων στους οποίους χαρίζονται περιστασιακά άδειες (σαββατοκύριακα, διακοπές, αργίες), με την υποχρέωση πάντοτε να επιστρέφουν σε συγκεκριμένη ημερομηνία, χωρίς περιθώρια λάθους. Ακόμα κι ο «προαυλισμός» αποτελεί έναν καθρέπτη της πόλης στη φυλακή και της φυλακή στην πόλη. Οι άνθρωποι περιορισμένοι στα πεζοδρόμιά τους, περικυκλωμένοι από πανύψηλους τοίχους, περπατούν θλιβερά και μονότονα μέσα κι έξω σε μαγαζιά, φορτωμένοι με άχρηστες αλλά υποχρεωτικές αγορές. Οι άνθρωποι παρακολουθούνται με κάμερες μέσα κι έξω από τα μαγαζιά αυτά, υποχρεώνονται να περάσουν από ανιχνευτές μετάλλων για να μπουν σε μια τράπεζα, είναι αναγκασμένοι να χτυπούν εισιτήρια για το μετρό ή το τρένο, με σφυρίγματα για κάθε λάθος ανάγνωση των προσωπικών μας στοιχείων στον κωδικό μιας κάρτας, επινόησης των γκούλαγκ. Νομίζεται ακόμα ότι είναι πολύ διαφορετικό απ’ ότι μια φυλακή;
Μπορώ να δω το προαύλιο του Newgate όπου οι κρατούμενοι με τις πιτζάμες τους περπατούν γύρω γύρω στη σειρά, στον περίφημο κύκλο επινόησης του Dore, σε κάθε φορά που περπατώ σ ένα ευωδιαστό πεζοδρόμιο, από αυτά τα οποία ο δήμαρχος ασχολήθηκε με το να τα γεμίσει ζαρντινιέρες σύμφωνα με το μοντέλο της «εδέμ», μέσα στην απέραντη αστική φυλακή που κυβερνά. Μήπως έχουμε βγει από το προαύλιο του Newgate; Το χουμε αφήσει πίσω μας, ή απλά αφήσαμε τις πιτζάμες στο καθαριστήριο;
Το μοντέλο της «εδέμ» έχει να κάνει με την δημιουργία πάρκων – τα οποία ακόμα κουβαλούν ετυμολογικά την ανάμνηση του παραδείσου (το πάρκο δεν είναι παρά μια σύντμηση του παραδείσου, στα περσικά πάρντες σημαίνει κήπος…) μέσα στην αποπνικτική αστική κόλαση. Αυτά τα πάρκα, αργότερα υποβαθμίστηκαν ονομαζόμενα ως «ζώνες πρασίνου». Όμως τι αλλάζουν αυτά τα περιορισμένα παρτέρια πράσινου; Το αστικό πράσινο δεν είναι δάσος, ελευθερία, καταφύγιο, ελεύθερο παιχνίδι του πνεύματος μεταξύ ζωών διαφορετικών από την ανθρώπινη. Δεν είναι παρά εικόνες του ανθρώπου και με έναν ολοένα και πιο βάναυσο τρόπο, ανθρώπινες εικόνες που σηματοδοτούν αυτό από το οποίο υποφέρουμε: τοίχοι, τοίχοι που μας περικυκλώνουν και μας περιορίζουν, φυλακές.
Η κατασκευή νέων φυλακών (λιγότερο σκοτεινών, και μερικές φορές λιγότερο αποπνικτικών) ξεκίνησε από το φασιστικό καθεστώς (πειραματικά, σε μικρές πόλεις) ούτως ώστε να μειωθεί η απόσταση μεταξύ πόλης και φυλακής, ώστε να σχηματιστεί μια ενιαία, συμπαγή, ολοκληρωτική φυλακή. Βλέπουμε τις φυλακές του Orvieto, χτισμένες στα 1936 τη χρονιά του μεγαλύτερου φασιστικού θριάμβου, δε διαφέρουν από το ιταλικό μπαρ, το πανεπιστήμιο της Ρώμης ή κάθε εστία νεότητας… Όμως η πρότυπη ολοκληρωτική πόλη, όπου το αστικό τοπίο ενοποιήθηκε ως αντίδοτο στην επέλαση της ελονοσίας, ήταν η Littoria (Latina) όπου η φυλακή, χτισμένη στα 1939, είναι ένα τυπικό κτίριο μιας ανώνυμης υπηρεσίας, ένα πραγματικό και υποδειγματικό δείγμα αρχιτεκτονικής των μελλοντικών προαστίων. Κι ένα σύγχρονο συγκρότημα διαμερισμάτων στα προάστια ανταποκρίνεται ευρύτατα στις συνθήκες των φυλακών. Από το ισόγειο μέχρι το ρετιρέ, παντού η ίδια μαγειρική: μακαρόνια-μπριζόλες-σαλάτα-επιδόρπιο, όπως ακριβώς και σε μια κανονική φυλακή.
Η διαφορά είναι ότι η οικογένεια στο διαμέρισμα δεν πετάει πολύ φαγητό, διατηρεί τα αποφάγια, μαγειρεύει με περισσότερη σύνεση. Στη φυλακή, όπως και στο στρατόπεδο ή στο νοσοκομείο, έχουμε εξαιρετικές σπατάλες φαγητών που μαγειρεύονται ωστόσο με έναν χυδαίο τρόπο. Κανείς δε θα έγλειφε εκείνα τα πιάτα, που τόσο συχνά επιστρέφονται γεμάτα.
Ανάμεσα στα επιτεύγματα των φιλελεύθερων δημοκρατιών των αρχών του 20ου αιώνα, αυτό το στοιχειό υπάρχει ακόμα: αν και οι ειδικές συνθήκες των φυλακών μπορούν να αλλάξουν με κάθε πιθανό τρόπο, μέσα στην ασταμάτητη υποβάθμιση της κοινής ζωής και της γενικής κοινωνικότητας στο εξωτερικό, στην εγκατάλειψη της πόλης, τίποτα δεν μπορεί να γίνει για να εμποδιστεί αυτή η αναπόφευκτη μεταμόρφωση της ολότητας του αστικού περιβάλλοντος σε μια φυλακή που έχει γίνει ηλεκτρονική εδώ και καιρό, και στοιχειώνεται από όλα τα τυπικά φαινόμενα της φυλακής όπως οι βιασμοί, οι σεξουαλικές «χάρες», η ανταλλαγή υποχρεώσεων που καταλήγει να γίνεται ακόμα πιο σημαντική κι από την χρηματική ανταλλαγή. Σε κάθε σημείο της πόλης, σε κάθε ώρα της ημέρας, εκατομμύρια αστικών κρατουμένων παρακολουθούν το ίδιο πράγμα στις τηλεοράσεις τους όπως οι κρατούμενοι που έχουν καταδικαστεί σε μια ποινή κι αυτοί που κρατούνται προφυλακισμένοι περιμένοντας να δικαστούν. Οι δικαστές οι ίδιοι κάνουν το ίδιο, ζητωκραυγάζουν μαζί για το γκολ της μιας ή της άλλης ποδοσφαιρικής ομάδας.
Σήμερα κάθε αστικός χώρος παρακολουθείται, ελέγχεται, περιπολείται, φρουρείται, κινδυνεύει, απειλείται. Στο όνομα της ασφάλειας, έχει σταδιακά φτάσει στο σημείο της δημιουργίας μιας απόλυτης τεχνολογικής-στρατοκρατούμενης φυλακής. Μπορεί να πει κανείς, ότι αυτός ο μακρύς πόλεμος θα σταματήσει μόνο προκειμένου να εγκαθιδρυθεί ένα είδος τερατώδους φυλακής ως μια ακραία μορφή «απαραίτητης» προστασίας. Κι όλο αυτό συμβαίνει κάτω από μια δημοκρατία που προσπαθεί να φανεί ανίσχυρη, κάτω από την εξισωτική ρητορική με την οποία παινεύεται, ώστε να αποτρέψει, μιας και αυτό θέλει και χρειάζεται προκειμένου να διατηρηθεί, κάθε πόλη των ονείρων της απ’ το να γίνει μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, όπου η κυκλοφορία των υποκειμένων θα μοιάζει ολοένα και περισσότερο με την κυκλοφορία των κρατουμένων γύρω γύρω στο προαύλιο με τους ψηλούς τοίχους χωρίς παράθυρα και τα εξαντλημένα, μίζερα ρυθμικά βήματα.