Ship Of Fools – Ted Kaczynski (Unabomber) – 1999
Μια φορά κι έναν καιρό, ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί ενός πλοίου, μεθυσμένοι από ματαιοδοξία για τις ικανότητές τους, σαγηνευμένοι από την έπαρση και το θαυμασμό για τους εαυτούς τους, οδηγήθηκαν στην παράνοια. Χάραξαν ρότα για το Βορά κι έπλευσαν ώσπου συνάντησαν παγόβουνα και επικίνδυνους παγετώνες, κι ακόμα έπλευσαν προς ύδατα όλο και πιο επικίνδυνα, με μόνο σκοπό να βρουν ευκαιρίες για να φτάσουν σε ακόμα πιο λαμπρά ναυτικά κατορθώματα. Και καθώς το πλοίο έφτανε σε όλο και μεγαλύτερα πλάτη, οι επιβάτες ένιωθαν όλο και πιο άβολα. ’ρχισαν ακόμα να καυγαδίζουν μεταξύ τους και να διαμαρτύρονται για τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν.
«Ανάθεμά με» είπε ένας έμπειρος ναυτικός, «αν δεν είναι τούτο το χειρότερο ταξίδι που έχω κάνει. Το κατάστρωμα έχει καλυφθεί από πάγο κι όποτε βγαίνω έξω οι άνεμοι με γδέρνουν, κάθε φορά που σηκώνω τα πανιά, τα καταραμένα δάχτυλά μου παγώνουν, και όλα αυτά γιατί; Για πέντε άθλια σελίνια τον μήνα!». «Νομίζεις πως εσύ είσαι άσχημα» είπε μια επιβάτις. «Εγώ δεν κλείνω μάτι όλη νύχτα από το κρύο. Οι κυρίες σ’ αυτό το πλοίο δεν παίρνουν τόσες κουβέρτες όσες οι άνδρες. Δεν είναι δίκαιο!». Ένας μεξικάνος μούτσος πρόσθεσε: «Σκατά! Εγώ παίρνω μόνο τα μισά απ όσα οι ευρωπαίοι ναυτικοί. Θέλει πολύ φαί για να κρατηθούμε ζεστοί σ’ αυτό το κλίμα, και δεν παίρνω το μερίδιό μου, οι ευρωπαίοι παίρνουν πιο πολλά. Και το χειρότερο όλων είναι πως το πλήρωμα μου δίνει πάντα διαταγές στα αγγλικά αντί για τα ισπανικά». «Εγώ έχω περισσότερους λόγους να παραπονιέμαι απ’ όλους σας», είπε ένας ινδιάνος ναυτικός. «Αν τα χλωμά πρόσωπα δεν μας είχαν ληστέψει τη γη των προγόνων μας, δε θα χρειαζόταν να είμαι καν σ’ αυτό το πλοίο, ανάμεσα σε παγόβουνα και αρκτικούς ανέμους. Θα έπλεα νωχελικά με το κανώ μου σε κάποια ήρεμη λίμνη. Δικαιούμαι μια κάποια αποζημίωση. Όπως και να ‘χει, ο καπετάνιος θα έπρεπε τουλάχιστον να με αφήνει να παίζω ζάρια, μπας και βγάλω κάνα φράγκο». Ο καμαρότος πετάχτηκε: «Μόλις χθες ο υποπλοίαρχος με αποκάλεσε λούγκρα μόνο και μόνο επειδή ρουφάω πούτσους. Έχω το δικαίωμα να ρουφάω πούτσους χωρίς να με αποκαλούνε έτσι!». «Δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που κακομεταχειρίζονται σ΄ αυτό το πλοίο», τον διέκοψε υποτιμητικά μια ζωόφιλη επιβάτις, «εγώ, μάλιστα, είδα τον υποπλοίαρχο να κλωτσά το σκυλί δύο φορές!» Ένας από τους επιβάτες, που συνέβαινε να είναι ακαδημαϊκός, είπε με έμφαση: «Όλα αυτά είναι εξίσου αισχρά! Είναι ανήθικα! Είναι ρατσισμός, σεξισμός, ομοφοβία, εκμετάλλευση της εργατικής τάξης! Είναι διακρίσεις! Πρέπει να υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη: ίσοι μισθοί για τον μεξικάνο μούτσο, ψηλότερα μεροκάματα για όλους τους ναύτες, αποζημίωση για τον ινδιάνο, ίσες κουβέρτες για τις γυναίκες, ένα κατοχυρωμένο δικαίωμα στο να ρουφάς πούτσους, και όχι άλλες κλωτσιές στο σκύλο!». «Ναι! Ναι!» Φώναξαν οι επιβάτες. «Ζήτω!» φώναξε το πλήρωμα. «Είναι όλα διακρίσεις! Πρέπει να διεκδικούμε τα δικαιώματά μας!».
Ο σερβιτόρος καθάρισε τον λαιμό του. «Αχέμ. Έχετε όλοι σας ισχυρούς λόγους για να παραπονιέστε. Αλλά μου φαίνεται πως αν δεν αλλάξουμε ευθύς τη ρότα του πλοίου και δεν κατευθυνθούμε πίσω στον νότο, αργά ή γρήγορα θα συγκρουστούμε και θα βουλιάξουμε και τότε όλοι οι μισθοί, οι κουβέρτες και το δικαίωμα να ρουφάμε πούτσους θα μας είναι εξίσου άχρηστα, γιατί θα έχουμε πνιγεί.» Όμως κανείς δεν έδωσε σημασία σ’ αυτόν, δεν ήταν άλλωστε παρά ένας σερβιτόρος. Ο καπετάνιος με το πλήρωμα, από το πόστο του ψηλά στην πρύμνη, παρακολουθούσε και άκουγε προσεκτικά. Τώρα γελούσαν κι έκλειναν ο ένας το μάτι στον άλλον, και μ’ ένα νεύμα του καπετάνιου, ο ανθυποπλοίαρχος κατέβηκε στο κατάστρωμα, κι άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους συγκεντρωμένους επιβάτες για να μιλήσει κι αυτός, παίρνοντας μια έκφραση σοβαρή κι αυστηρή: «Εμείς οι αξιωματικοί πρέπει να παραδεχτούμε ότι κάποια πραγματικά απαράδεκτα γεγονότα έλαβαν χώρα στο πλοίο αυτό. Δεν είχαμε αντιληφθεί πόσο άσχημη ήταν η κατάσταση μέχρι που ακούσαμε τα παράπονά σας. Είμαστε άνθρωποι καλόβουλοι και καταλαβαίνουμε τα δίκια σας. Αλλά, ο καπετάνιος βλέπετε, είναι λίγο συντηρητικός και στενόμυαλος, και ίσως καθυστερήσει κάπως να κάνει τις αναγκαίες αλλαγές. Προσωπική μου γνώμη είναι πως πρέπει να διαμαρτυρηθείτε έντονα -ωστόσο πάντα ειρηνικά και χωρίς να παραβιάζετε τους κανονισμούς του πλοίου- και θα ταρακουνήσετε τον καπετάνιο από το λήθαργο και θα τον αναγκάσετε να αντιμετωπίσει τα προβλήματά σας που τόσο δίκαια υποστηρίζετε». Έχοντας πει αυτά, ο ανθυποπλοίαρχος κατευθύνθηκε προς την πρύμνη. Όπως απομακρυνόταν, οι επιβάτες και το πλήρωμα φώναζαν από πίσω του: «Μετριοπαθή! Ρεφορμιστή! Μικροαστέ! Τσιράκι του καπετάνιου! Ωστόσο έκαναν αυτό που τους είπε. Μαζεύτηκαν σε ένα μέρος μπροστά στην πρύμνη, και απαίτησαν να ικανοποιηθούν τα δίκαια αιτήματά τους: «Θέλω υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας» φώναξε ο ναυτικός, «Ίσες κουβέρτες για όλους» φώναξε η κυρία. «Τις διαταγές μου στα ισπανικά!» φώναξε ο μεξικάνος. «Έχω δικαίωμα να παίζω ζάρια» ούρλιαξε ο ινδιάνος. «Κανείς να μη με ξαναπεί λούγκρα» ο καμαρότος, «Όχι άλλες κλωτσιές στο σκυλί» συμπλήρωσε η ζωόφιλη. «Επανάσταση τώρα» φώναξε ο καθηγητής.
Κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Για Τη Διάδοση Της Μεταδοτικής Λύσσας» στη Σαλονίκη τον Οκτώβρη του 2006 – Anti-copyright.